ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΣΤ΄ 31 — 36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλε­τε ἵνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε αὐτοῖς ὁμοί­ως. 32καὶ εἰ ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἀγα­πῶν­τας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ τοὺς ἀγα­πῶν­τας αὐτοὺς ἀγα­πῶ­σι. 33καὶ ἐὰν ἀγα­θο­ποι­ῆ­τε τοὺς ἀγα­θο­ποιοῦν­τας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦ­σι. 34καὶ ἐὰν δανεί­ζη­τε παρ’ ὧν ἐλπί­ζε­τε ἀπο­λα­βεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρ­τω­λοὶ ἁμαρ­τω­λοῖς δανεί­ζου­σιν ἵνα ἀπο­λά­βω­σι τὰ ἴσα. 35πλὴν ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγα­θο­ποιεῖ­τε καὶ δανεί­ζε­τε μηδὲν ἀπελ­πί­ζον­τες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσε­σθε υἱοὶ ὑψί­στου, ὅτι αὐτὸς χρη­στός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχα­ρί­στους καὶ πονη­ρούς. 36Γίνε­σθε οὖν οἰκτίρ­μο­νες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρ­μων ἐστίν.

31 Και όπως θέλε­τε να κάνουν και να συμ­πε­ρι­φέ­ρων­ται απέ­ναν­τι σας οι άνθρω­ποι, έτσι και σεις να πράτ­τε­τε και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε προς αυτούς. 32 Εάν αγα­πά­τε μόνον αυτούς που σας αγα­πούν, ποία χάρις του Θεού και αμοι­βή σας αξί­ζει; Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί αγα­πούν εκεί­νους που τους αγα­πούν. 33 Και εάν κάνε­τε το καλόν εις εκεί­νους μόνον που σας ευερ­γε­τούν, ποία αντα­μοι­βή εκ μέρους του Θεού σας ανή­κει; Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί το ίδιον κάμνουν. 34 Και εάν δανεί­ζε­τε εις εκεί­νους, από τους οποί­ους περι­μέ­νε­τε να πάρε­τε πίσω τα δανει­κά, ποία ευμέ­νεια και αντα­πό­δο­σις από τον Θεόν σας αρμό­ζει; Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί δανεί­ζουν τους αμαρ­τω­λούς, δια να λάβουν από αυτούς ομοί­ας εξυ­πη­ρε­τή­σεις εις την ανάγ­κην των. 35 Αλλά σεις να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, να ευρ­γε­τή­τε και να δανεί­ζε­τε, χωρίς να απο­βλέ­πε­τε εις καμ­μί­αν αντα­πό­δο­σιν και θα είναι ο μισθός σας πολύς και θα είσθε εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών παι­διά του Υψί­στου, διό­τι και αυτός είναι αγα­θός και ευρ­γε­τι­κός και προς αυτούς ακό­μη τους αχα­ρί­στους και πονη­ρούς. 36 Γινε­σθε λοι­πόν εύσπλα­χνοι στους γύρω σας ανθρώ­πους, όπως και ο Πατήρ σας είναι πολυεύ­σπλαγ­χνος προς όλους.

31 Και με λίγες λέξεις, όπως θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται και να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, έτσι ακρι­βώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε κι εσείς σ’ αυτούς και να τους κάνε­τε τα ίδια. 32 Διό­τι εάν αγα­πά­τε μόνο εκεί­νους που σας αγα­πούν, ποιά εύνοια και ποιά αμοι­βή σας ανή­κει από τον Θεό; Καμία. Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί αγα­πούν εκεί­νους που τους αγα­πούν. 33 Κι αν κάνε­τε το καλό σ’ εκεί­νους που σας ευερ­γε­τούν, ποια εύνοια και χάρη και αντα­μοι­βή σας ανή­κει από τον Θεό; Καμία. Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί το ίδιο κάνουν. 34 Κι αν δανεί­ζε­τε σ’ εκεί­νους από τους οποί­ους ελπί­ζε­τε να πάρε­τε πίσω αυτά που δανεί­σα­τε, ποιά χάρη και αντα­πό­δο­ση από τον Θεό σας ανή­κει; Καμία. Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί δανεί­ζουν σε άλλους αμαρ­τω­λούς για να πάρουν πίσω ολό­κλη­ρο το ποσό που δάνει­σαν ή και σε ώρα ανάγ­κης να πάρουν και αυτοί ίσα οφέ­λη και δάνεια από εκεί­νους στους οποί­ους δάνει­σαν. 35 Εσείς όμως να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας και να τους ευερ­γε­τεί­τε και να τους δανεί­ζε­τε χωρίς να ελπί­ζε­τε σε καμία αντα­πό­δο­ση απ’ αυτούς. Και θα είναι πολύς ο μισθός σας και μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας από τον Θεό. Και θα είστε στη βασι­λεία των ουρα­νών κατά χάριν παι­διά του υψί­στου Θεού, με τον οποίο θα μοιά­ζε­τε πνευ­μα­τι­κώς. Διό­τι κι αυτός είναι ευερ­γε­τι­κός και ωφέ­λι­μος στους ανθρώ­πους που δεί­χνουν αχα­ρι­στία στις τόσες ευερ­γε­σί­ες του και που δεν έχουν καλή διά­θε­ση και προ­αί­ρε­ση αλλά είναι πονη­ροί. 36 Να γίνε­στε λοι­πό σπλα­χνι­κοί προς τον συνάν­θρω­πό σας και συμ­πο­νε­τι­κοί στις δυστυ­χί­ες του και στις ανάγ­κες του, όπως και ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας είναι σπλα­χνι­κός σε όλους.

 31  Kαὶ καθὼς θέλε­τε νὰ κάνουν οἱ ἄνθρω­ποι σὲ σᾶς, ἔτσι νὰ κάνε­τε καὶ σεῖς σ’ αὐτούς. 32  Ἐὰν δὲ ἀγα­πᾶ­τε ἐκεί­νους, οἱ ὁποῖ­οι σᾶς ἀγα­ποῦν, ποιός μισθὸς ἀνή­κει σὲ σᾶς; Διό­τι καὶ οἱ ἀσε­βεῖς ἀγα­ποῦν ἐκεί­νους, οἱ ὁποῖ­οι τοὺς ἀγα­ποῦν. 33  Kαὶ ἐὰν εὐερ­γε­τῆ­τε ἐκεί­νους, οἱ ὁποῖ­οι σᾶς εὐερ­γε­τοῦν, ποιός μισθὸς ἀνή­κει σὲ σᾶς; Διό­τι καὶ οἱ ἀσε­βεῖς τὸ αὐτὸ πράτ­τουν. 34  Kαὶ ἐὰν δανεί­ζε­τε σ’ ἐκεί­νους, ἀπὸ τοὺς ὁποί­ους ἐλπί­ζε­τε νὰ πάρε­τε πίσω, ποιός μισθὸς ἀνή­κει σὲ σᾶς; Διό­τι καὶ ἀσε­βεῖς δανεί­ζουν σὲ ἀσε­βεῖς γιὰ νὰ πάρουν πίσω τὰ αὐτά. 35  Nαί, ν’ ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθρούς σας, καὶ νὰ εὐερ­γε­τῆ­τε, καὶ νὰ δανεί­ζε­τε, χωρὶς νὰ περι­μέ­νε­τε νὰ λάβε­τε πίσω τίπο­τε. Kαὶ ἔτσι θὰ εἶναι ὁ μισθός σας πολύς, καὶ θὰ εἶσθε παι­διὰ τοῦ Ὑψί­στου, διό­τι αὐτὸς φέρε­ται μὲ καλω­σύ­νη στοὺς ἀχα­ρί­στους καὶ κακούς. 36  Nὰ εἶσθε λοι­πὸν σπλαγ­χνι­κοί, ὅπως καὶ ὁ (οὐρά­νιος) πατέ­ρας σας εἶναι σπλαγ­χνι­κός».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

«κού­σα­τε τι ἐῤῥέθη, φθαλμν ντ φθαλ­μο κα δόν­τα ντ δόν­τος·γ δ λέγω μν μ ντιστναι τ πονηρ· λλ᾿ στις σε απί­σει π τν δεξιν σια­γό­να, στρέ­ψον ατ κα τν λλην·κα τ θέλον­τί σοι κριθναι κα τν χιτνά σου λαβεν, φες ατ κα τ μάτιον(:Ακού­σα­τε ότι έχει λεχθεί: ‘’Εκεί­νος που πλή­γω­σε και τραυ­μά­τι­σε κάποιον, πρέ­πει να δώσει ένα μάτι του για το μάτι που έβλα­ψε, και ένα δόν­τι του για το δόν­τι που έσπα­σε ή πέτα­ξε έξω με το χτύ­πη­μά του’’. Εγώ όμως σας λέω να μην προ­βά­λε­τε αντί­στα­ση στον Πονη­ρό, που χρη­σι­μο­ποιεί ως όργα­νό του εκεί­νον που σας βλά­πτει. Αλλά όποιος σε ραπί­σει στο σαγό­νι σου από το δεξιό μέρος, στρέ­ψε σε αυτόν και το άλλο μέρος, για να το ραπί­σει κι αυτό. Και σε εκεί­νον που θέλει να κάνει δίκη μαζί σου και να σου πάρει το που­κά­μι­σο, άφη­σέ του και το πανω­φό­ρι σου)»[Ματθ.5,38–40].

Βλέ­πεις ότι δεν εννο­ού­σε τον ίδιο τον οφθαλ­μό μας προ­η­γου­μέ­νως, όταν νομο­θε­τού­σε να βγά­ζου­με τον οφθαλ­μό που μας σκανδαλίζει[Ματθ. 5,29: «Ε δ φθαλ­μός σου δεξις σκαν­δα­λί­ζει σε, ξελε ατν κα βάλε π σο· συμ­φέ­ρει γάρ σοι να πόλη­ται ν τν μελν σου κα μ λον τ σμα σου βληθ ες γέεν­ναν(:Και αν κάποιο πρό­σω­πο που είναι χρή­σι­μο, φιλι­κό και αγα­πη­τό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι, σου γίνε­ται αφορ­μή εμπα­θούς επι­θυ­μί­ας και αμαρ­τί­ας, χωρί­σου ορι­στι­κά απ’ αυτό και πέτα­ξέ το μακριά από σένα˙ όπως θα έκα­νες και με το μάτι σου, εάν κιν­δύ­νευε να πάθει και να βλα­φτεί απ’ αυτό όλο το σώμα σου· διό­τι σε συμ­φέ­ρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολά­σε­ως. Σε συμ­φέ­ρει να στε­ρη­θείς τη φιλία και τη χρη­σι­μό­τη­τα του προ­σώ­που αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκεί­νο στη φωτιά της κολά­σε­ως)»], αλλά έκα­νε λόγο για εκεί­νους που μας βλά­πτουν με τη φιλία τους και μας ρίπτουν στο βάρα­θρο της απώ­λειας. Πραγ­μα­τι­κά, Αυτός που τονί­ζει εδώ με τόση έμφα­ση και δεν επι­τρέ­πει να αφαι­ρεί ως αντα­πό­δο­ση κάποιος τον οφθαλ­μό ακό­μα και εκεί­νου που του βγά­ζει τον δικό του, πώς είναι δυνα­τόν να νομο­θέ­τη­σε να βγά­ζου­με τον δικό μας οφθαλ­μό;

Εάν, τώρα, κάποιος κατη­γο­ρεί τον παλαιό νόμο[τον μωσαϊ­κό],επει­δή διέ­τασ­σε να αμυ­νό­μα­στε με αυτόν τον τρό­πο, μου φαί­νε­ται ότι είναι πολύ άπει­ρος από τη σοφία που ται­ριά­ζει σε έναν νομο­θέ­τη και ότι αγνο­εί τη δύνα­μη των περι­στά­σε­ων κάθε επο­χής και το κέρ­δος της συγ­κα­τα­βά­σε­ως· διό­τι, εάν σκε­φτεί ποιοι ήσαν τότε οι ακρο­α­τές των εντο­λών αυτών του μωσαϊ­κού νόμου, σε ποια πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση βρί­σκον­ταν και πότε δέχτη­καν τη νομο­θε­σία αυτή, τότε θα παρα­δε­χτεί απο­λύ­τως τη σοφία του νομο­θέ­τη, και θα αντι­λη­φτεί ότι ο ίδιος Νομο­θέ­της έθε­σε και εκεί­νους και τους παρόν­τες νόμους και ακό­μη, ότι κάθε μία νομο­θε­σία υπήρ­ξε πολύ ωφέ­λι­μη και δόθη­κε στον κατάλ­λη­λο και­ρό. Πραγ­μα­τι­κά, εάν έδι­νε από την αρχή τις υψη­λές και δύσκο­λες αυτές εντο­λές, ασφα­λώς, ούτε αυτές θα δέχον­ταν οι Ιου­δαί­οι εκεί­νη την επο­χή, ούτε βέβαια εκεί­νες τις παλαιές. Τώρα όμως, αφού έδω­σε την κάθε νομο­θε­σία στην κατάλ­λη­λη στιγ­μή, διόρ­θω­σε την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη δια­μέ­σου των δύο δια­θη­κών[της Παλαιάς και της Και­νής].

Εξάλ­λου, έδω­σε την εντο­λή αυτήν τότε όχι για να βγά­ζου­με ο ένας τα μάτια του άλλου, αλλά για να μην απλώ­νου­με τα χέρια μας ο ένας εναν­τί­ον του άλλου και να τα συγ­κρα­τού­με· διό­τι η απει­λή να πάθου­με κάτι, εμπο­δί­ζει την ορμή που οδη­γεί στη βιαιο­πρα­γία εκ μέρους μας. Και έτσι, όμως, ρίπτει σιγά-σιγά άφθο­να τα σπέρ­μα­τα της φιλο­σο­φί­ας, με το να ορί­ζει αρχι­κά ότι ο παθών μπο­ρεί να αμύ­νε­ται, αντα­πο­δί­δον­τας το ίδιο πάθη­μα· μολο­νό­τι, βέβαια, εκεί­νος που αρχί­ζει την παρα­νο­μία αυτήν είναι άξιος μεγα­λύ­τε­ρης τιμω­ρί­ας, πράγ­μα το οποίο απαι­τεί και η δικαιο­σύ­νη. Αλλά, επει­δή ήθε­λε να απο­δί­δε­ται το δίκαιο επί τη βάσει της φιλαν­θρω­πί­ας, κατα­δι­κά­ζει σε μικρό­τε­ρη τιμω­ρία εκεί­νον που έφται­ξε περισ­σό­τε­ρο, για να μας διδά­ξει ότι, ακό­μη και όταν πάσχου­με, πρέ­πει να είμα­στε πολύ επιει­κείς.

Αφού ανέ­φε­ρε, λοι­πόν, τον παλαιό νόμο και τον ανέ­γνω­σε ολό­κλη­ρο, δεί­χνει και πάλι ότι δεν είναι ο αδελ­φός που κάνει αυτές τις ενέρ­γειες, αλλά ο πονη­ρός. Γι’ αυτό και πρό­σθε­σε: «Εγώ όμως σας λέω να μην προ­βά­λε­τε αντί­στα­ση στον πονη­ρό». Δεν είπε: «Να μην προ­βάλ­λε­τε αντί­στα­ση στον αδελ­φό», αλλά «στον πονη­ρό», απο­δει­κνύ­ον­τας ότι με την υπο­κί­νη­ση αυτού απο­τολ­μών­ται αυτές οι πρά­ξεις. Έτσι, μετριά­ζει και παύ­ει την υπερ­βο­λι­κή οργή εναν­τί­ον αυτού που διέ­πρα­ξε το αδί­κη­μα, με το να μετα­θέ­τει την αιτία του κακού σε άλλον.

«Τι λοι­πόν; Δεν πρέ­πει να αντι­στε­κό­μα­στε στον πονη­ρό;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος. Πρέ­πει, βέβαια, αλλά όχι με αυτόν τον τρό­πο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς υπέ­δει­ξε με την εντο­λή αυτή, δηλα­δή, με το να προ­σφέ­ρου­με τον εαυ­τό μας στο πάθος, στο να κακο­ποι­η­θεί, διό­τι μόνο έτσι θα υπερ­νι­κή­σου­με το κακό. Πραγ­μα­τι­κά, η φωτιά δεν σβή­νει με τη φωτιά, αλλά η φωτιά σβή­νει με το νερό. Για να αντι­λη­φτείς, όμως, ότι και στον παλαιό νόμο νικη­τής ήταν αυτός που έπα­θε από τον άλλο και ότι αυτός στε­φα­νώ­νε­ται, εξέ­τα­σε το γεγο­νός καθ’ εαυ­τό και θα δεις ότι μεγά­λη είναι η δική του υπε­ρο­χή· διό­τι αυτός που άρχι­σε την αδι­κία, αυτός θα είναι και η αιτία της τυφλώ­σε­ως και των δύο οφθαλ­μών, δηλα­δή και του πλη­σί­ον του και του δικού του. Γι’ αυτό και μισεί­ται δίκαια από όλους και ανα­ρίθ­μη­τες κατη­γο­ρί­ες δια­τυ­πώ­νον­ται σε βάρος του· ενώ ο αδι­κη­μέ­νος και μετά την άμυ­να δια της αντα­πο­δό­σε­ως των ίσων, δεν θα έχει δια­πρά­ξει τίπο­τε το φοβε­ρό. Γι’ αυτό και πολ­λοί συμ­πά­σχουν μαζί του, επει­δή είναι καθα­ρός και μετά τη διά­πρα­ξη του πλημ­με­λή­μα­τος αυτού.

Και η μεν συμ­φο­ρά είναι ίση και στους δύο, ενώ η δόξα δεν είναι η ίδια, ούτε ενώ­πιον του Θεού, ούτε ενώ­πιον των ανθρώ­πων. Γι’ αυτό, λοι­πόν, και η συμ­φο­ρά δεν είναι η αδι­κία. Πραγ­μα­τι­κά, έλε­γε λοι­πόν στην αρχή : «ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός(:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την «κρί­ση». Και εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του «ανόη­τε», είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζουν από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του «ηλί­θιε», θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»[Ματθ.5,22], στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, όμως, απαι­τεί μεγα­λύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, διό­τι δεν προ­στά­ζει τον πάσχον­τα, απλώς και μόνο να μην αντι­δρά και να παρα­μέ­νει ατά­ρα­χος χωρίς καμία αντα­πό­δο­ση, αλλά να αντι­πα­ρα­θέ­τει μεγα­λύ­τε­ρη φιλο­τι­μία, με το να προ­σφέ­ρει και την άλλη σια­γό­να.

Και δεν τα λέγει αυτά μόνο ανα­φο­ρι­κά με το πάθη­μα αυτό, αλλά για να μας διδά­ξει την ανε­ξι­κα­κία για όλες εν γένει τις σε βάρος μας αδι­κί­ες. Όπως δηλα­δή, όταν λέγει ότι «όποιος ονο­μά­ζει τον αδελ­φό του μωρό είναι ένο­χος στη γέε­να», δεν ομι­λεί μόνο για τη λέξη «μωρός», αλλά ανα­φέ­ρε­ται σε κάθε είδους ύβρη, κατά όμοιο τρό­πο και εδώ δεν θέτει νόμο μόνο για να φερό­μα­στε με γεν­ναιό­τη­τα, όταν μας ραπί­ζουν, αλλά και για να μην ταρασ­σό­μα­στε, οτι­δή­πο­τε και αν παθαί­νου­με. Γι’ αυτό και εκεί διά­λε­ξε τη βαρύ­τε­ρη ύβρη και εδώ ανέ­φε­ρε το κτύ­πη­μα που θεω­ρεί­ται πιο ταπει­νω­τι­κό και περι­κλεί­ει μεγά­λη προ­σβο­λή, δηλα­δή, το ράπι­σμα στη σια­γό­να.

Και δίνει την εντο­λή αυτήν και προς το συμ­φέ­ρον αυτού που χτυ­πά­ει και προς το συμ­φέ­ρον αυτού που δέχε­ται το χτύ­πη­μα ή την ύβρη. Πραγ­μα­τι­κά, και αυτός που υπέ­στη την προ­σβο­λή δεν θα νομί­σει ότι παθαί­νει κάτι κακό, όταν έχει συνη­θί­σει να φιλο­σο­φεί έτσι τα πράγματα(διότι δεν θα αισθαν­θεί καν την προ­σβο­λή, επει­δή μάλ­λον θα αγω­νί­ζε­ται παρά θα αντι­λαμ­βά­νε­ται τα χτυ­πή­μα­τα), αλλά και αυτός που αδι­κεί θα νιώ­σει ντρο­πή και δεν θα δώσει πλέ­ον δεύ­τε­ρο χτύ­πη­μα, έστω και αν είναι σκλη­ρό­τε­ρος και από το κάθε θηρίο, μα θα κατη­γο­ρή­σει πολύ τον εαυ­τό του και για το πρώ­το που έδω­σε· διό­τι τίπο­τε δε συγ­κρα­τεί τόσο αυτούς που αδι­κούν όσο το να υπο­φέ­ρουν με επιεί­κεια τις αδι­κί­ες αυτοί που αδι­κούν­ται.

Και δεν τους συγ­κρα­τεί μόνο την ορμή να συνε­χί­σουν, αλλά και τους προ­ε­τοι­μά­ζει να μετα­νο­ή­σουν και για όσα έπρα­ξαν και φεύ­γουν γεμά­τοι από θαυ­μα­σμό για την ανε­ξι­κα­κία αυτών που αδι­κούν­ταν, και έτσι τους καθι­στά πιο οικεί­ους και όχι μόνο φίλους μας, αλλά και δού­λους μας ακό­μη τους κάνει. Όπως πάλι, η αντί­στα­ση προ­κα­λεί ακρι­βώς τα αντί­θε­τα απο­τε­λέ­σμα­τα· δηλα­δή ντρο­πιά­ζει και τους δύο και τους κάνει χει­ρό­τε­ρους και ανά­πτει μεγα­λύ­τε­ρη τη φλό­γα της οργής. Πολ­λές φορές μάλι­στα τους οδη­γεί και στον θάνα­το, όταν το κακό προ­χω­ρή­σει πολύ. Γι’ αυτό, όχι μόνο όταν ραπί­ζε­σαι, διέ­τα­ξε να μην οργί­ζε­σαι, αλλά επι­πλέ­ον έδω­σε εντο­λή να ικα­νο­ποιείς την επι­θυ­μία αυτού που αδι­κο­πρα­γεί εις βάρος σου, για να μη δώσεις την εντύ­πω­ση ότι υπέ­στης το αρχι­κό χτύ­πη­μα χωρίς τη θέλη­σή σου· διό­τι έτσι, και αν ακό­μη είναι αναί­σχυν­τος, θα κατορ­θώ­σεις να του δώσεις καί­ριο χτύ­πη­μα, παρά εάν τον χτυ­πού­σες με το χέρι σου, και ενώ είναι αναι­δής, θα τον κατα­στή­σεις πιο επιει­κή.

«Κα τ θέλον­τί σοι κριθναι κα τν χιτνά σου λαβεν, φες ατ κα τ μάτιον(:Και σε εκεί­νον που θέλει να σε οδη­γή­σει στα δικα­στή­ρια, για να σου πάρει το που­κά­μι­σο, άφη­σέ του και το επα­νω­φό­ρι σου)». Δεν θέλει, όμως, στα χτυ­πή­μα­τα μόνο, αλλά και στα χρή­μα­τα να έχου­με την ανε­ξι­κα­κία αυτού του είδους. Γι’ αυτό και εδώ χρη­σι­μο­ποιεί την ίδια υπερ­βο­λή. Πραγ­μα­τι­κά, όπως ακρι­βώς εκεί δια­τάσ­σει να νικά­με με το να πάσχου­με, έτσι και εδώ, με το να χάνου­με περισ­σό­τε­ρα από όσα περί­με­νε ο πλε­ο­νέ­κτης. Αλλά και την εντο­λή αυτήν δεν την έθε­σε έτσι απλή, μα με την ανά­λο­γη προ­σθή­κη· διό­τι δεν είπε: «Να δώσεις το πανω­φό­ρι σου σε εκεί­νον που το ζητεί», αλλά «σε εκεί­νον που θέλει να κάνει δίκη εναν­τί­ον σου», δηλα­δή, εάν σε σύρει στο δικα­στή­ριο και σου προ­ξε­νεί ενο­χλή­σεις. Και όπως, όταν είπε να μην ονο­μά­ζου­με τον συνάν­θρω­πό μας μωρό, ούτε να οργι­ζό­μα­στε χωρίς λόγο εναν­τί­ον του, αφού προ­χώ­ρη­σε, απαί­τη­σε περισ­σό­τε­ρα, με το να δια­τά­ξει να δίνου­με και τη δεξιά σια­γό­να, έτσι και εδώ, αφού είπε να φερό­μα­στε με συμ­φι­λιω­τι­κή διά­θε­ση προς τον αντί­δι­κο, πάλι επι­τεί­νει την εντο­λή. Δηλα­δή, δεν ορί­ζει να δώσου­με μόνο όσα θέλει να πάρει ο αντί­δι­κός μας, αλλά να δεί­ξου­με και μεγα­λύ­τε­ρη μεγα­λο­δω­ρία.

«Τι λοι­πόν; Γυμνός πρό­κει­ται να γυρί­ζω;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος. Δεν θα είμα­στε γυμνοί, εάν υπα­κού­με με ακρί­βεια στους λόγους αυτούς, αλλά θα είμα­στε ενδε­δυ­μέ­νοι πολύ καλύ­τε­ρα από όλους· διό­τι, κατά πρώ­τον, κανέ­νας δεν θα μας έκα­νε επί­θε­ση, εάν είχα­με το φρό­νη­μα αυτό. Δεύ­τε­ρον, εάν υπήρ­χε κανέ­νας τόσο άγριος και ανή­με­ρος, ώστε να φτά­σει μέχρις αυτού του σημεί­ου, τότε, ασφα­λώς, θα φανούν πολ­λοί περισ­σό­τε­ροι, οι οποί­οι όχι μόνο με ενδύ­μα­τα, αλλά και με τη σάρ­κα τους θα καλύ­ψουν, εάν ήταν δυνα­τό, εκεί­νον που έδει­ξε τόση πνευ­μα­τι­κό­τη­τα και ανε­ξι­κα­κία.

Αλλά και αν ακό­μη ήταν ανάγ­κη να περι­φέ­ρε­σαι γυμνός εξαι­τί­ας της φιλό­σο­φης στά­σης αυτού του είδους, και πάλι δε θα ήταν ντρο­πή αυτό· διό­τι και ο Αδάμ[ πρβλ. Γέν. 2,25: « Κα σαν ο δύο γυμνοί, τε δμ κα γυν ατο, κα οκ σχύ­νον­το(:Ήσαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναί­κα αυτού, και δεν ντρέ­πον­ταν ο ένας τον άλλον, διό­τι ήσαν αγνοί και αθώ­οι)»] στον παρά­δει­σο ήταν γυμνός, αλλά δεν ένιω­θε ντρο­πή. Και ο Ησα­ΐ­ας[ Ησ. 20.3: «Κα επε Κύριος· ν τρό­πον πεπό­ρευ­ται πας μου σαΐ­ας γυμνς κα νυπό­δε­τος τρία τη, τρία τη σται ες σημεα κα τέρα­τα τος Αγυπτί­οις κα Αθίο­ψιν(:Κατό­πιν ο Κύριος προ­σέ­θε­σε και είπε: “Όπως έχει πορευ­τεί ο δού­λος μου ο Ησα­ΐ­ας, γυμνός δηλα­δή και ανυ­πό­δη­τος επί τρία έτη, έτσι επί τρία έτη θα γίνουν σημεία και τέρα­τα στους Αιγυπτί­ους και τους Αιθί­ο­πες)»] ήταν γυμνός και ανυ­πό­δη­τος και όμως ήταν πιο ένδο­ξος από όλους τους Ιου­δαί­ους. Και ο Ιωσήφ(βλ. Γέν. 39,1 κ.ε.) επί­σης όταν έμει­νε γυμνός, τότε έλαμ­ψε περισ­σό­τε­ρο. Πραγ­μα­τι­κά δεν είναι κακό να παρα­μέ­νει κανείς γυμνός υπό τις συν­θή­κες αυτές, αλλά να ενδύ­ε­ται δια του τρό­που αυτού, όπως ακρι­βώς τώρα εμείς με πολυ­τε­λή ενδύ­μα­τα, αυτό είναι αισχρό και κατα­γέ­λα­στο. Γι’ αυτό, βέβαια, και ο Θεός επαι­νεί αυτούς που ανή­κουν στην πρώ­τη κατη­γο­ρία και κατα­δι­κά­ζει τους άλλους δια­μέ­σου των προ­φη­τών και των απο­στό­λων.

Συνε­πώς, ας μη νομί­ζου­με ότι οι εντο­λές είναι δύσκο­λο να εφαρ­μο­στούν· διό­τι, εκτός του ότι μας συμ­φέ­ρουν, είναι πολύ εύκο­λες, εάν αγρυ­πνού­με. Και περι­κλεί­ουν τόσο μεγα­λύ­τε­ρη ωφέ­λεια, διό­τι όχι μόνο εμάς, αλλά και εκεί­νους, που μας αδι­κούν, τα μέγι­στα ωφε­λούν. Και το εξαι­ρε­τι­κό είναι τού­το σε αυτές, ότι δηλα­δή, ενώ πεί­θουν εμάς να υπο­φέ­ρου­με, συγ­χρό­νως διδά­σκουν να φιλο­σο­φούν και εκεί­νους που μας αδι­κούν· διό­τι όταν εκεί­νος θεω­ρεί κατόρ­θω­μα μεγά­λο το να αρπά­ζει τα πράγ­μα­τα των άλλων, και εσύ του απο­δεί­ξεις ότι για εσέ­να είναι μικρό το να του δίνεις και εκεί­να που δεν σου ζητεί, και εισά­γεις ως αντι­στάθ­μι­σμα της πνευ­μα­τι­κής πτω­χεί­ας εκεί­νου τη μεγα­λο­δω­ρία τη δική σου και τη φιλο­σο­φία στην πλε­ο­νε­ξία του, σκέ­ψου πόσο θα διδα­χτεί, όχι με λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα αυτά, διδα­σκό­με­νος να κατα­φρο­νεί την κακία και να επι­θυ­μεί την αρε­τή· διό­τι ο Θεός δεν θέλει να είμα­στε χρή­σι­μοι και ωφέ­λι­μοι μόνο στους εαυ­τούς μας, αλλά και στους πλη­σί­ον μας όλους.

Αν λοι­πόν, υπο­χω­ρή­σεις και δεν διε­ξα­χθεί η δίκη, τότε επε­δί­ω­ξες το δικό σου συμ­φέ­ρον μόνο. Αν όμως, δώσεις και κάτι επι­πλέ­ον, τότε θα αφή­σεις αυτόν να φύγει για το σπί­τι του, αφού τον έχεις κάνει καλύ­τε­ρο. Αυτό είναι το αλά­τι [Ματθ.5,13: «μες στε τ λας τς γς· ἐὰν δ τ λας μωρανθ, ν τίνι λισθή­σε­ται; ες οδν σχύ­ει τι ε μ βληθναι ξω κα κατα­πα­τεσθαι π τν νθρώ­πων(:Εσείς οι μαθη­τές μου είστε το πνευ­μα­τι­κό αλά­τι των ανθρώ­πων της γης, επει­δή έχε­τε προ­ο­ρι­σμό να προ­λα­βαί­νε­τε την ηθι­κή σαπί­λα. Αλλά εάν το αλά­τι χάσει τη δύνα­μή του, με τι θα αλα­τι­στεί, ώστε να απο­κτή­σει πάλι τη δύνα­μη που έχα­σε; Δεν χρη­σι­μεύ­ει πλέ­ον σε τίπο­τε, παρά να πετα­χτεί έξω στους δρό­μους και να κατα­πα­τεί­ται από τους ανθρώ­πους. Εάν λοι­πόν κι εσείς χάσε­τε την ηθι­κή σας δύνα­μη, δεν θα γίνε­τε μόνο άχρη­στοι, αλλά και θα περι­φρο­νη­θεί­τε από τους ανθρώ­πους)»], που ο Χρι­στός θέλει να είναι αυτοί. Διό­τι το αλά­τι και τον εαυ­τό του και τα άλλα σώμα­τα, με τα οποία έρχε­ται σε επα­φή, συν­τη­ρεί.

Τέτοιο είναι και το φως[Ματθ.5,14: «μες στε τ φς το κόσμου. ο δύνα­ται πόλις κρυβναι πάνω ρους κει­μέ­νη(:Εσείς είστε το φως του κόσμου, διό­τι έχε­τε προ­ο­ρι­σμό με το φωτει­νό σας παρά­δειγ­μα και με τα λόγια σας που μετα­δί­δουν το φως της αλή­θειας να φωτί­ζε­τε τους ανθρώ­πους που βρί­σκον­ται στο σκο­τά­δι της αμαρ­τί­ας και της πλά­νης. Μια πόλη που βρί­σκε­ται πάνω σε βου­νό δεν είναι δυνα­τόν να κρυ­φτεί. Έτσι και η δική σας ζωή θα γίνε­ται αντι­λη­πτή απ’ όλους)»]· διό­τι και στον εαυ­τό του και στους άλλους φέγ­γει. Αφού λοι­πόν σε παρο­μοί­α­σε με τα στοι­χεία αυτά, δώσε την ωφέ­λειά σου και σε εκεί­νον που κάθε­ται στο σκο­τά­δι, δίδα­ξέ τον ότι ούτε τα πρώ­τα αγα­θά σου έλα­βε δια της βίας, αλλά και να τον πεί­σεις ότι δεν σε έβλα­ψε. Πραγ­μα­τι­κά, έτσι και εσύ θα απο­δει­χτείς περισ­σό­τε­ρο άξιος τιμής και σεβα­σμού, εάν απο­δεί­ξεις ότι τα χάρι­σες αυτά που άδι­κα απαι­τεί από εσέ­να και δεν έπε­σες θύμα αρπα­γής. Δηλα­δή, με την επιεί­κειά σου μετά­βα­λε την αμαρ­τία εκεί­νου σε δική σου μεγα­λο­δω­ρία.

Εάν όμως θεω­ρείς ότι αυτό είναι μεγά­λο πράγ­μα, περί­με­νε και θα δεις καθα­ρά ότι δεν έφτα­σες ακό­μη στην τελειό­τη­τα· διό­τι δεν στα­μα­τά εδώ Αυτός που θέτει τους νόμους για την ανε­ξι­κα­κία, αλλά προ­χω­ρεί πιο πέρα, ομι­λών­τας ως εξής: «Κα στις σε γγα­ρεύ­σει μίλιον ν, παγε μετ᾿ ατο δύο(:Και εκεί­νον που θέλει να σε αγγα­ρεύ­σει για να τον συνο­δεύ­σεις ένα μίλι, πήγαι­νε μαζί του δύο μίλια[:να φανείς δηλα­δή υπο­χω­ρη­τι­κός και να απο­φύ­γεις έτσι φιλο­νι­κί­ες και δια­πλη­κτι­σμούς]»[Ματθ.5,41]. Είδες υπερ­βο­λή φιλο­σο­φί­ας και αυτα­παρ­νή­σε­ως; Μετά την εντο­λή να δίνου­με το που­κά­μι­σο και επα­νω­φό­ρι μας, δεν πρέ­πει, λέγει, και έτσι να εμπο­δί­σου­με αυτόν, εάν ακό­μη και με γυμνό το σώμα μας, θέλει να μας επι­βά­λει σε ταλαι­πω­ρί­ες και κόπους· διό­τι ο Κύριος θέλει να έχου­με τα πάν­τα κοι­νά, και τα σώμα­τα και τα χρή­μα­τα, και με τους πτω­χούς και με τους άρπα­γες· διό­τι το τελευ­ταίο είναι από­δει­ξη ανδρεί­ας, ενώ το πρώ­το από­δει­ξη φιλαν­θρω­πί­ας.

Γι’ αυτό και έλε­γε: «Όποιος σου επι­βάλ­λει αγγα­ρεία ενός μιλί­ου, πήγαι­νε μαζί του δύο μίλια», οδη­γών­τας εσέ­να υψη­λό­τε­ρα, πάλι, και προ­τρέ­πον­τας να επι­δει­κνύ­εις την ίδια μεγα­λο­δω­ρία. Πραγ­μα­τι­κά, εάν όσα έλε­γε στην αρχή της ομι­λί­ας του ο Ιησούς, που ήσαν πολύ κατώ­τε­ρα από αυτά εδώ, ήσαν άξια τόσων μακα­ρι­σμών, σκέ­ψου ποια τύχη περι­μέ­νει εκεί­νους, που εφαρ­μό­ζουν αυτά, και σε ποια τελειό­τη­τα φτά­νουν αυτοί προ της απο­νο­μής των επά­θλων, αφού επι­τυγ­χά­νουν την τέλεια απά­θεια με το ευπα­θές ανθρώ­πι­νο σώμα. Πραγ­μα­τι­κά, όταν δεν τους στε­νο­χω­ρούν ούτε οι ύβρεις και τα χτυ­πή­μα­τα, ούτε η αρπα­γή των χρη­μά­των, ούτε υπο­χω­ρούν μπρο­στά σε κανέ­να παρό­μοιο πάθη­μα, αλλά και απο­κτούν μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη με το πάθος, συλ­λο­γί­σου πόσο ισχυ­ρή γίνε­ται η ψυχή τους. Γι’ αυτό λοι­πόν, ό,τι είπε για τα χτυ­πή­μα­τα και τα χρή­μα­τα, το ίδιο και εδώ διέ­τα­ξε να κάνου­με. «Τι εννοώ», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, « προ­σβο­λή και χρή­μα­τα;». Και αν ακό­μη επι­θυ­μεί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το σώμα σου για την εκτέ­λε­ση κοπια­στι­κής και βαριάς εργα­σί­ας, και αυτό αδί­κως, πάλι να νική­σεις και να υπο­σκε­λί­σεις την άδι­κη επι­θυ­μία εκεί­νου· διό­τι αυτήν τη σημα­σία έχει το ρήμα ‘’αγγα­ρεύω’’, δηλα­δή, το να σε σύρουν άδι­κα και χωρίς καμία αιτία και να σε βλά­ψουν. Αλλά όμως να είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος και γι’ αυτό, ώστε να υπο­στείς περισ­σό­τε­ρα από όσα εκεί­νος θέλει.

«Τ ατοντί σε δίδου κα τν θέλον­τα π σο δανεί­σα­σθαι μ ποστραφς(:Σε εκεί­νον που σου ζητά ελεη­μο­σύ­νη δίνε, αλλά πάν­το­τε με διά­κρι­ση που θα την δια­πνέ­ει η ειλι­κρι­νής αγά­πη. Και μην περι­φρο­νή­σεις εκεί­νον που σου ζητά δανει­κά χωρίς τόκο)»[Ματθ.5,42]. Η εντο­λή αυτή είναι ευκο­λό­τε­ρη από τις προ­η­γού­με­νες. Αλλά μην σε παρα­ξε­νεύ­ει αυτό· διό­τι αυτό συνη­θί­ζει να το κάνει συνέ­χεια, δηλα­δή, να ανα­μει­γνύ­ει τις μικρές εντο­λές στις μεγά­λες. Εάν όμως αυτά είναι μικρά σε σύγ­κρι­ση προς εκεί­να, ας τα ακού­σουν όσοι αρπά­ζουν τα αγα­θά των άλλων και σκορ­πί­ζουν τα δικά τους στις πόρ­νες και έτσι ανά­πτουν διπλή φωτιά για τους εαυ­τούς τους, αφε­νός μεν με τα άδι­κα έσο­δα, αφε­τέ­ρου δε με την ολέ­θρια δαπά­νη.

Και όταν μιλά­ει για δανει­σμό στην παρού­σα εντο­λή, δεν εννο­εί τη σύνα­ψη συμ­βο­λαί­ου, που καθο­ρί­ζει και τον τόκο, αλλά την απλή άτο­κη χρή­ση των χρη­μά­των. Σε άλλη, πάλι, περί­πτω­ση επι­τεί­νει την εντο­λή, όταν λέγει να δίδου­με σε εκεί­νους από τους οποί­ους δεν ελπί­ζου­με να τα ξαναπάρουμε[πρβ. Λουκ.6,34: «Κα ἐὰν δανεί­ζη­τε παρ᾿ ν λπί­ζε­τε πολα­βεν, ποία μν χάρις στί; κα γρ μαρ­τω­λο μαρ­τω­λος δανεί­ζου­σιν να πολά­βω­σι τ σα(:Και αν δανεί­ζε­τε σε εκεί­νους από τους οποί­ους ελπί­ζε­τε να πάρε­τε πίσω αυτά που δανεί­σα­τε, ποια χάρη και αντα­πό­δο­ση από τον Θεό σάς ανή­κει; Καμία· διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί δανεί­ζουν σε άλλους αμαρ­τω­λούς για να πάρουν πίσω ολό­κλη­ρο το ποσό που δάνει­σαν ή και σε ώρα ανάγ­κης να πάρουν και αυτοί ίσα οφέ­λη και δάνεια από εκεί­νους στους οποί­ους δάνει­σαν)»].

«κού­σα­τε τι ἐῤῥέθη, γαπή­σεις τν πλη­σί­ον σου κα μισή­σεις τν χθρόν σου. γ δ λέγω μν, γαπτε τος χθρος μν, ελογετε τος κατα­ρω­μέ­νους μς, καλς ποιετε τος μισοσιν μς κα προ­σεύ­χε­σθε πρ τν πηρε­α­ζόν­των μς κα διω­κόν­των μς. πως γένη­σθε υο το πατρς μν το ν ορανος, τι τν λιον ατο νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους. (:Ακού­σα­τε ότι έχει δοθεί η εντο­λή: ‘’Να αγα­πάς τον πλη­σί­ον σου και να μισείς τον εχθρό σου”. Εγώ όμως σας λέω να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, να εύχε­στε στον Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας κατα­ριούν­ται, να ευερ­γε­τεί­τε εκεί­νους που σας μισούν και να προ­σεύ­χε­στε για χάρη εκεί­νων που σας μετα­χει­ρί­ζον­ται υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και σας κατα­διώ­κουν άδι­κα, ακό­μη κι όταν ο διωγ­μός τους αυτός σας γίνε­ται για τις θρη­σκευ­τι­κές σας πεποι­θή­σεις. Για να μοιά­σε­τε έτσι και να γίνε­τε παι­διά του Πατέ­ρα σας που είναι στους ουρα­νούς· διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)»[Ματθ. 5,45].

Πρό­σε­ξε ότι την κορω­νί­δα των αγα­θών την άφη­σε τελευ­ταία. Γι’ αυτό και μας διδά­σκει όχι μόνο να συγ­κρα­τεί­ται κανείς όταν ραπί­ζε­ται, αλλά να δίνει και τη δεξιά του σια­γό­να· κι όχι μόνο να δίνου­με μαζί με τον χιτώ­να και το ιμά­τιο, αλλά και να ακο­λου­θού­με δύο μίλια όποιον μας αγγα­ρεύ­ει για ένα, για να δεχτού­με με κάθε ευκο­λία την εντο­λή που είναι ανώ­τε­ρη από αυτές. «Και τι είναι ανώ­τε­ρο απ’ αυτές;», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος. Το να μην θεω­ρείς ούτε εχθρό σου όποιον κάνει όλα αυτά εις βάρος σου· ή μάλ­λον και κάτι άλλο ανώ­τε­ρο από αυτό: διό­τι δεν είπε: «Να μη μισή­σεις», αλλά «Να αγα­πή­σεις». Δεν είπε: «Να μην αδι­κή­σεις», αλλά «Να ευερ­γε­τή­σεις».

Εάν όμως εξε­τά­σει κανέ­νας με προ­σο­χή αυτά που ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω, θα βρει και σε αυτά τα ίδια να υπάρ­χει μια προ­σθή­κη πολύ ανώ­τε­ρή τους· για­τί δεν έδω­σε εντο­λή απλά να αγα­πού­με, αλλά και να προ­σευ­χό­μα­στε για τους εχθρούς μας. Είδα­τε πόσα σκα­λο­πά­τια ανέ­βη­κε και πώς μας έστη­σε στην ίδια την κορυ­φή της αρε­τής; Πρό­σε­ξε τώρα μετρών­τας προς τα άνω. Πρώ­το σκα­λί, να μην κάμεις αρχή στην αδι­κία· δεύ­τε­ρο, μετά την αρχή της αδι­κί­ας από τον άλλο, να μην αντα­πο­δώ­σεις το ίδιο· τρί­το, να μην προ­ξε­νή­σεις ό,τι ο ίδιος έπα­θες αλλά να μεί­νεις ήσυ­χος, συγ­κρα­τών­τας την οργή σου· τέταρ­το, να προ­σφέ­ρεις τον εαυ­τό σου με την θέλη­σή σου στην αδι­κία· πέμ­πτο, να προ­σφέ­ρεις πολύ περισ­σό­τε­ρα από όσα θέλει αυτός που σε αδι­κεί· έκτο, να μην μισή­σεις αυτόν που σε έβλα­ψε· έβδο­μο, να τον αγα­πή­σεις κιό­λας· όγδοο, και να τον ευερ­γε­τή­σεις· ένα­το το και να παρα­κα­λείς συνά­μα για χάρη του τον Θεό.

Βλέ­πε­τε ύψος πνευ­μα­τι­κό­τη­τας; Γι’ αυτό κι έχει λαμ­πρό έπα­θλο. Επει­δή η εντο­λή ήταν μεγά­λη και χρεια­ζό­ταν γεν­ναία ψυχή και πολ­λή προ­θυ­μία, γι΄αυτό και ορί­ζει μισθό αυτής τέτοιο, που για καμία από τις προ­η­γού­με­νες εντο­λές Του δεν όρι­σε. Πραγ­μα­τι­κά ούτε τη γη ανα­φέ­ρει εδώ, όπως όταν μιλά­ει (στους μακα­ρι­σμούς) για τους πρά­ους, ούτε την παρη­γο­ριά κι ευσπλα­χνία, όπως στην περί­πτω­ση εκεί­νων που πεν­θούν ή εκεί­νων που ελε­ούν, ούτε τη Βασι­λεία των Ουρα­νών, αλλά ανα­φέ­ρει αυτό που ήταν το φρι­κτό­τε­ρο απ’ όλα αυτά, να γίνου­με όμοιοι με τον Θεό, όπως είναι φυσι­κό να γίνουν οι άνθρω­ποι. «Για να γίνε­τε», λέει, «όμοιοι με τον Πατέ­ρα σας στον ουρα­νό». Εσείς προ­σέ­ξε­τε πως μήτε εδώ, μήτε και προ­η­γου­μέ­νως δεν Τον απο­κα­λεί Πατέ­ρα Του· αλλά εκεί τον ονο­μά­ζει Θεό και Μεγά­λο Βασι­λέα, όταν μιλού­σε για τους όρκους· εδώ τον απο­κα­λεί δικό τους Πατέ­ρα. Αυτό το κάνει φυλάσ­σον­τας την εξή­γη­ση για την κατάλ­λη­λη ώρα.

Έπει­τα, και παρου­σιά­ζον­τας την ομοιό­τη­τα που πρέ­πει να έχουν οι άνθρω­ποι με τον Θεό Πατέ­ρα, λέει ότι Εκεί­νος ανα­τέλ­λει τον ήλιο και για τους πονη­ρούς και τους αγα­θούς και ρίχνει τη βρο­χή Του και για τους δίκαιους και για τους άδι­κους. «Για­τί Αυτός όχι μόνο», λέει, «δεν μισεί, αλλά και ευερ­γε­τεί όσους Τον υβρί­ζουν». Μολο­νό­τι βέβαια σε καμία περί­πτω­ση δεν είναι ίδια η ενέρ­γεια αυτή, όχι μόνο για την υπερ­βο­λή της ευερ­γε­σί­ας, αλλά και για την υπε­ρο­χή της αξί­ας · συ περι­φρο­νεί­σαι από τον όμοιο με σένα δού­λο, ενώ Εκεί­νος από τον δού­λο Του, που τον έχει άπει­ρα ευερ­γε­τή­σει. Εσύ μεν λόγια προ­σφέ­ρεις, όταν προ­σεύ­χε­σαι για κάποιον, ενώ Αυτός προ­σφέ­ρει πράγ­μα­τα πολύ μεγά­λα και αξιο­θαύ­μα­στα, με το να ανά­βει τον ήλιο και να δίνει τις βρο­χές σε όλη τη διάρ­κεια του έτους. Κι όμως, παρά τις δια­φο­ρές αυτές, δέχο­μαι πως είσαι ίσος του, όσο μπο­ρεί να είναι ο άνθρω­πος.

Μην μισείς λοι­πόν όποιον σου κάνει κακό, αφού γίνε­ται η αιτία να απο­κτή­σεις τόσα αγα­θά και σε οδη­γεί σε τόσο μεγά­λη τιμή. Μην κατα­ριέ­σαι αυτόν που σε βλά­πτει, για­τί και τον πόνο της αδι­κί­ας υπο­φέ­ρεις και τον καρ­πό δεν κερ­δί­ζεις· και τη ζημία θα υπο­στείς, αλλά και την αμοι­βή σου θα χάσεις. Αυτό είναι το απο­κο­ρύ­φω­μα της ανο­η­σί­ας, να υπο­μέ­νου­με δηλα­δή το βαρύ­τε­ρο και να μην δεχό­μα­στε το ελα­φρό­τε­ρο από αυτό. Και πώς είναι δυνα­τό να γίνει αυτό; Αφού είδες τον Θεό να γίνε­ται άνθρω­πος και να δεί­χνει τόση συγ­κα­τά­βα­ση και να παθαί­νει τόσα για σένα, ρωτάς ακό­μα κι αμφι­βάλ­λεις για το πώς γίνε­ται να μη λογα­ριά­σεις στους ομο­δού­λους σου τις αδι­κί­ες που σου κάνουν; Δεν Τον ακούς από τον Σταυ­ρό που σου παραγ­γέλ­λει με το παρά­δειγ­μά Του: «Πάτερ, φες ατος· ο γρ οδασι τί ποιοσι(:Πατέ­ρα, συγ­χώ­ρε­σέ τους· δεν γνω­ρί­ζουν τι κάνουν)»[Λουκά,23,34]; Δεν ακούς τον Παύ­λο που λέει: «Χριστς ποθα­νών, μλλον δ κα γερ­θείς, ς καί στιν ν δεξι το Θεο, ς κα ντυγ­χά­νει πρ μν(:Ο Χρι­στός και όχι κανείς άλλος πέθα­νε για μας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο και ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς για μας. Αυτός και είναι ενθρο­νι­σμέ­νος στα δεξιά του Θεού και μεσι­τεύ­ει στον Πατέ­ρα Του για χάρη μας)»[Ρωμ.8,34]; Δεν βλέ­πεις ότι και μετά τη Σταύ­ρω­ση και μετά την Ανά­λη­ψη έστελ­νε στους Ιου­δαί­ους, που Τον φόνευ­σαν, τους απο­στό­λους, για να τους φέρουν ανα­ρίθ­μη­τα αγα­θά και μάλι­στα ενώ τους έμελ­λε να υπο­στούν απ’ αυτούς μύρια δει­νά;

Αλλά μήπως υπέ­στης μεγά­λες αδι­κί­ες; Και τι παρό­μοιο κακό έπα­θες εσύ προς όσα υπέ­φε­ρε ο Δεσπό­της σου; Εκεί­νος φυλα­κί­στη­κε, μαστι­γώ­θη­κε, δέχτη­κε ραπί­σμα­τα και από τους υπη­ρέ­τες εμπτυ­σμούς, υπέ­μει­νε θάνα­το, και μάλι­στα τον πιο ατι­μω­τι­κό από όλους τους θανά­τους, ύστε­ρα από τόσες ευερ­γε­σί­ες που έκα­νε. Αν πάλι έχεις πραγ­μα­τι­κά πολύ αδι­κη­θεί, γι’ αυτό ακρι­βώς να ευερ­γε­τείς περισ­σό­τε­ρο, ώστε και για τον εαυ­τό σου να ετοι­μά­σεις λαμ­πρό­τε­ρο στε­φά­νι και τον αδελ­φό σου ν’ απαλ­λά­ξεις από την έσχα­τη ασθέ­νεια. Για­τί και οι για­τροί, όταν δέχον­ται τα λακτί­σμα­τα και τις βρι­σιές από τους τρε­λούς, τότε περισ­σό­τε­ρο τους λυπούν­ται κι ενδια­φέ­ρον­ται για την απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας τους, επει­δή γνω­ρί­ζουν ότι η άπρε­πη συμ­πε­ρι­φο­ρά προ­έρ­χε­ται από τον παρο­ξυ­σμό της αρρώ­στιας τους.

Έτσι να σκέ­φτε­σαι κι εσύ γι’ αυτούς που σε κατα­διώ­κουν κι έτσι να μετα­χει­ρί­ζε­σαι όσους σε αδι­κούν· διό­τι εκεί­νοι είναι πιο πολύ οι άρρω­στοι κι αυτοί υφί­σταν­ται ολό­κλη­ρη την βίαιη δύνα­μη της αρρώ­στιας τους. Ελευ­θέ­ρω­σέ τον λοι­πόν από τη βαριά αυτή επί­δρα­ση και δώσε του την ευκαι­ρία να αφή­σει την οργή και να γλυ­τώ­σει από φοβε­ρό δαί­μο­να, δηλα­δή τον θυμό. Για­τί αν δού­με δαι­μο­νι­σμέ­νους δακρύ­ζου­με, γι΄αυτό και δν σπεύ­δου­με να δαι­μο­νί­ζου­με κι εμείς τους άλλους με την δική μας αντε­πί­θε­ση. Αυτό ας κάνου­με τώρα και στην περί­πτω­ση αυτών που οργί­ζον­ται· για­τί μοιά­ζουν με τους δαι­μο­νι­σμέ­νους όσοι θυμώ­νουν· μάλ­λον είναι αθλιό­τε­ροι απ’ αυτούς, επει­δή παρα­φέ­ρον­ται, έχον­τας συναί­σθη­ση της κατά­στα­σής τους. Γι’ αυτό και η παρα­φρο­σύ­νη τους είναι ασυγ­χώ­ρη­τη.

Μην ποδο­πα­τείς λοι­πόν αυτόν που έπε­σε, αλλά να τον ελε­είς· για­τί αν δού­με κάποιον που τον πει­ρά­ζει η χολή του, έχει σκο­το­δί­νη και προ­σπα­θεί επει­γόν­τως να απο­βά­λει με τον εμε­τό αυτό το κακό υγρό, απλώ­νου­με το χέρι μας και τον κρα­τού­με μέσα στους σπα­σμούς του, και ακό­μη κι αν λερώ­νου­με το ρού­χο μας, δεν απο­μα­κρυ­νό­μα­στε, αλλά επι­διώ­κου­με ένα μονά­χα, με κάθε τρό­πο να τον ελευ­θε­ρώ­σου­με από τη φοβε­ρά δύσκο­λη αυτή και στε­νά­χω­ρη θέση του. Τού­το λοι­πόν ας κάνου­με και σε αυτούς, κι ας τους κρα­τού­με, όταν κάνουν εμε­τό ή όταν σπα­ρά­ζουν. Ούτε πρω­τύ­τε­ρα να τους αφή­σου­με, παρά έως να απαλ­λα­γούν απ’ όλη την πικρία. Και τότε θα σου ανα­γνω­ρί­σει πολύ μεγά­λη ευγνω­μο­σύ­νη, όταν του περά­σει, τότε θα κατα­λά­βει από πόση ταρα­χή τον ελευ­θέ­ρω­σες. Και για­τί ανα­φέ­ρω την ευγνω­μο­σύ­νη από μέρους εκεί­νου, τη στιγ­μή που ο ίδιος ο Θεός ευθύς θα σε στε­φα­νώ­σει και με μύρια αγα­θά θα σε αντα­μεί­ψει, επει­δή ελευ­θέ­ρω­σες τον αδελ­φό σου από βαρύ νόση­μα; Αλλά κι ο αδελ­φός σου αυτός σαν κύριό του θα σε τιμή­σει, ενθυ­μού­με­νος διαρ­κώς την επιεί­κεια και την καλο­σύ­νη με την οποία τον αντι­με­τώ­πι­σες.

Εάν όμως οι εντο­λές αυτές σου φαί­νον­ται δύσκο­λες, σκέ­ψου ότι γι’ αυτό ήρθε κον­τά μας ο Χρι­στός· για να τις φυτέ­ψει μέσα στη δική μας τη διά­νοια και να μας κατα­στή­σει ωφέ­λι­μους και στους εχθρούς μας και στους φίλους μας. Γι’ αυτό και μας προ­τρέ­πει να φρον­τί­ζου­με και για τους δύο· για μεν τους αδελ­φούς μας μάς διδά­σκει όταν λέει «κι αν προ­σφέ­ρεις το δώρο σου», ενώ για τους εχθρούς, όταν νομο­θε­τεί να τους αγα­πού­με και να προ­σευ­χό­μα­στε γι’ αυτούς.

Και δεν μας οδη­γεί προς τη δια­γω­γή αυτή με το παρά­δειγ­μα του Θεού μόνο, αλλά και με το αντί­θε­το παρά­δειγ­μα. «Αν αγα­πή­σε­τε», λέει, «όσους σας αγα­πούν, τι μισθό θα λάβε­τε; Το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώ­νες;». Αν λοι­πόν εφαρ­μό­ζεις αυτά, τότε στέ­κε­σαι κον­τά στον Θεό· αν τα παρα­με­λείς, κατα­τάσ­σε­σαι στην ίδια παρά­τα­ξη με τους τελώ­νες.

Είδες πως η από­στα­ση μετα­ξύ των εντο­λών δεν είναι τόσο μεγά­λη, όση η δια­φο­ρά μετα­ξύ των προ­σώ­πων; Ας μην σκε­πτό­μα­στε λοι­πόν ότι είναι βαριά η εντο­λή, αλλά ας λογα­ριά­σου­με και το έπα­θλο, κι ας στο­χα­στού­με με Ποιον γινό­μα­στε όμοιοι, όταν τηρή­σου­με τις εντο­λές, και με Ποιον εξι­σω­νό­μα­στε, όταν τις παρα­με­λή­σου­με. Με τον αδελ­φό μας, μάς προ­τρέ­πει να συμ­φι­λιω­νό­μα­στε και να μην τον αφή­νου­με, προ­τού δια­λύ­σου­με τελεί­ως την έχθρα μας. Όταν όμως ομι­λεί για όλους, δεν μας δεσμεύ­ει πια με αυτή την υπο­χρέ­ω­ση, αλλά ζητεί μόνο ό,τι εξαρ­τά­ται από μας και κάνει πιο εύκο­λη την τήρη­ση του νόμου μ’ αυτό τον τρό­πο. Επει­δή δηλα­δή είπε ότι «Οτω γρ δίω­ξαν τος προ­φή­τας τος πρ μν(:Να χαί­ρε­στε και να εκδη­λώ­νε­τε ζωη­ρά τη χαρά σας, διό­τι θα είναι μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας στους ουρα­νούς. Έτσι εξάλ­λου κατα­δί­ω­ξαν και τους προ­φή­τες που έστει­λε ο Θεός πριν από σας)»[Ματθ.5,12], για να μη νιώ­σουν απέ­χθεια απέ­ναν­τί τους γι’ αυτό, προ­στά­ζει όχι μόνο να τους δεί­χνουν ανο­χή, όταν φέρον­ται έτσι, αλλά και να τους αγα­πούν.

Βλέ­πεις με ποιον τρό­πο ξερι­ζώ­νει τελεί­ως τον θυμό και αφα­νί­ζει τελεί­ως την επι­θυ­μία για τις σαρ­κι­κές απο­λαύ­σεις, για τα χρή­μα­τα, για τη δόξα, τα πράγ­μα­τα της παρού­σας ζωής; Αυτό βέβαια το έκα­με από την αρχή της ομι­λί­ας Του, αλλά τώρα πολύ περισ­σό­τε­ρο το καθό­ρι­σε. Πραγ­μα­τι­κά, και ο φτω­χός και ο πρά­ος και ο πεν­θών αδειά­ζει απ’ την ψυχή του τον θυμό. Ο δίκαιος και ο ελε­ή­μο­νας αδειά­ζει την ψυχή του από την επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Όποιος έχει καθα­ρή καρ­διά, ελευ­θε­ρώ­νε­ται από την πονη­ρή επι­θυ­μία. Όποιος κατα­διώ­κε­ται και κακο­λο­γεί­ται και υπο­μέ­νει τις ύβρεις, επι­τυγ­χά­νει ακέ­ραια την περι­φρό­νη­ση των πραγ­μά­των της ζωής αυτής και είναι καθα­ρός από υπε­ρη­φά­νεια και κενο­δο­ξία.

Αφού ελευ­θέ­ρω­σε λοι­πόν από τα δεσμά αυτά τον ακρο­α­τή Του και τον προ­ε­τοί­μα­σε για τους αγώ­νες, πάλι με άλλο τρό­πο ξερι­ζώ­νει τα πάθη αυτά και μάλι­στα με μεγα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια. Δηλα­δή αφού άρχι­σε από την οργή κι αφού από παν­τού έκο­ψε τα νεύ­ρα του πάθους αυτού, είπε: «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός. ν ον προ­σφέρς τ δρόν σου π τ θυσια­στή­ριον κκε μνη­σθς τι δελ­φός σου χει τι κατ σο, φες κε τ δρόν σου μπρο­σθεν το θυσια­στη­ρί­ου, κα παγε πρτον διαλ­λά­γη­θι τ δελφ σου, κα τότε λθν πρό­σφε­ρε τ δρόν σου(:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την «κρί­ση». Κι εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του «ανόη­τε», είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζουν από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του «ηλί­θιε», θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη. Κάθε προ­σβο­λή λοι­πόν εναν­τί­ον των αδελ­φών μας είναι αξιό­ποι­νη. Γι’ αυτό, εάν προ­σφέ­ρεις το δώρο σου στο θυσια­στή­ριο κι εκεί θυμη­θείς ότι ο αδελ­φός σου έχει κάτι εναν­τί­ον σου για κάποια αδι­κία που του έκα­νες, άφη­σε εκεί το δώρο σου μπρο­στά στο θυσια­στή­ριο και πήγαι­νε πρώ­τα και συμ­φι­λιώ­σου με τον αδελ­φό σου, και τότε, αφού συν­διαλ­λα­γείς, έλα και πρό­σφε­ρε το δώρο σου, διό­τι μόνο τότε αυτό θα γίνει δεκτό από τον Θεό)»[Ματθ. 5, 22–24].

Περ­νά αμέ­σως στην επι­θυ­μία και λέει: «Όποιος παρα­τη­ρεί γυναί­κα με ακό­λα­στο βλέμ­μα, να τιμω­ρεί­ται ως μοι­χός· Όποιος σκαν­δα­λί­ζε­ται από γυναί­κα ακό­λα­στη ή από άνδρα ή κάποιον από τους φίλους του, όλους αυτούς ας τους απο­μα­κρύ­νει. Όποιος έχει νόμι­μη σύζυ­γο, ας μην τη διώ­χνει ποτέ, κι ας μη ρίχνει τα βλέμ­μα­τά του σε άλλη». Με όλα αυτά απο­σπά τις ρίζες της πονη­ρής επι­θυ­μί­ας. Έπει­τα περιο­ρί­ζει την επι­θυ­μία για τα χρή­μα­τα, προ­τρέ­πον­τας μήτε να ορκι­ζό­μα­στε, μήτε να ψευ­δό­μα­στε, μήτε να κρα­τού­με το που­κά­μι­σο που τυχαί­νει να φορά­με, αλλά και το επα­νω­φό­ρι μας να παρέ­χου­με σε όποιον το ζητεί, καθώς και να προ­σφέ­ρου­με εθε­λον­τι­κώς τη σωμα­τι­κή μας δύνα­μη για τη δια­κο­νία του πλη­σί­ον, αφα­νί­ζον­τας έτσι εξ ολο­κλή­ρου τον πόθο για τα χρή­μα­τα.

Τότε, έπει­τα από όλα αυτά, προ­σθέ­τει και τον πλου­μι­στό στέ­φα­νο όλων αυτών των εντο­λών λέγον­τας: «Προ­σεύ­χε­σθε πρ τν πηρε­α­ζόν­των μς(:Προ­σεύ­χε­σθε για εκεί­νους, οι οποί­οι σας υβρί­ζουν και σας συκο­φαν­τούν και σας κατα­διώ­κουν αδί­κως)». Μας οδη­γεί έτσι στην ίδια την υψη­λό­τε­ρη κορυ­φή της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Όπως δηλα­δή από του να είναι κανείς πρά­ος, είναι ανώ­τε­ρο να ανέ­χε­ται να ραπί­ζε­ται, και από του να είναι κανείς ελε­ή­μο­νας, είναι ανώ­τε­ρο να αφή­νει το επα­νω­φό­ρι μαζί με το που­κά­μι­σο, και από του να είναι δίκαιος, είναι ανώ­τε­ρο το να υπο­μέ­νει όταν αδι­κεί­ται, και από του να είναι κανείς ειρη­νο­ποιός, είναι ανώ­τε­ρο το να ακο­λου­θεί όταν τον ραπί­ζουν και τον αγγα­ρεύ­ουν, έτσι είναι ανώ­τε­ρος από αυτόν που κατα­διώ­κε­ται, αυτός που ενώ τον κατα­διώ­κουν, ευλο­γεί.

Βλέ­πεις ότι σιγά σιγά μας ανυ­ψώ­νει στις ίδιες τις αψί­δες του Ουρα­νού; Ποια είναι λοι­πόν η αξία μας, εμάς που ενώ έχου­με εντο­λή να γίνου­με όμοιοι με τον Θεό, δεν κατορ­θώ­νου­με να γίνου­με όμοιοι ούτε με τους τελώ­νες; Διό­τι εάν το να αγα­πά­με αυτούς που μας αγα­πούν, είναι γνώ­ρι­σμα των τελω­νών, των αμαρ­τω­λών και των ειδω­λο­λα­τρών, όταν ούτε αυτό δεν το κάνου­με (πραγ­μα­τι­κά δεν κάνου­με αυτό, όταν φθο­νού­με τους συναν­θρώ­πους μας που ευδο­κι­μούν), ποια τιμω­ρία δε θα μας αξί­ζει, όταν, παρ΄όλη την εντο­λή να φανού­με ανώ­τε­ροι από τους γραμ­μα­τείς, απο­δει­κνυό­μα­στε κατώ­τε­ροι και από τους ειδω­λο­λά­τρες; Πώς λοι­πόν θα δού­με τη Βασι­λεία των Ουρα­νών, πες μου; Πώς θα φτά­σου­με στα ιερά εκεί­να πρό­θυ­ρα, αφού δεν υπερ­βαί­νει η αρε­τή μας εκεί­νη των τελω­νών; Για τού­το κάνει υπαι­νιγ­μό, όταν λέει: «Οχ κα ο τελναι τ ατ ποιοσι; (:Μήπως και οι τελώ­νες το ίδιο δεν κάνουν😉».

Επί­σης και τού­το είναι το πιο αξιο­θαύ­μα­στο σημείο της διδα­σκα­λί­ας Του, ότι δηλα­δή σε κάθε περί­πτω­ση ανα­φέ­ρει με αφθο­νία τα έπα­θλα της αρε­τής,(όπως είναι ότι θα βλέ­που­με τον Θεό, ότι θα κλη­ρο­νο­μή­σου­με την βασι­λεία των ουρα­νών, ότι θα λάβου­με την υιο­θε­σία του Θεού, ότι θα ομοιά­σου­με με τον Θεό, ότι θα ελεη­θού­με, ότι θα παρη­γο­ρη­θού­με και θα λάβου­με μεγά­λη αμοι­βή) εντού­τοις, όπου ήταν ανάγ­κη να ανα­φέ­ρει και τις τιμω­ρί­ες, το κάνει σε χαμη­λούς τόνους, αφού σε τόσο πολ­λούς λόγους μόνο μια φορά ανέ­φε­ρε το όνο­μα της γεέ­νης.

Και σε άλλους πάλι λόγους με ήπιο ύφος, και περισ­σό­τε­ρο με προ­τρε­πτι­κούς παρά απει­λη­τι­κούς λόγους, θέλει να διορ­θώ­σει τον ακρο­α­τή, λέγον­τας: «Μήπως το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώ­νες;» , «εάν το αλά­τι μωραν­θεί»· και «ελά­χι­στος θα ονο­μα­στεί μέσα στη βασι­λεία των Ουρα­νών». Σε μερι­κές περι­πτώ­σεις ανα­φέ­ρει το αμάρ­τη­μα αντί της τιμω­ρί­ας για να κάνει τον ακρο­α­τή να αντι­λη­φθεί το βάρος της τιμω­ρί­ας, όπως όταν λέγει· «όποιος εκδιώ­κει την γυναί­κα του, την παρω­θεί προς την μοι­χεία» και ακό­μη ότι «το επι­πλέ­ον του ναι και του όχι προ­έρ­χε­ται από τον πονη­ρό». Για­τί όσους έχουν νου, φτά­νει να τους σωφρο­νί­σει και μόνο με το μέγε­θος της αμαρ­τί­ας, χωρίς την απαγ­γε­λία της τιμω­ρί­ας.

Γι’ αυτό και στην περί­πτω­σή μας, ανα­φέ­ρει τους ειδω­λο­λά­τρες και τους τελώ­νες, θέλον­τας με το ποιόν των προ­σώ­πων αυτών να προ­κα­λέ­σει ντρο­πή στον μαθη­τή. Το ίδιο έκα­με κι ο Παύ­λος όταν έλε­γε: «Ο θέλο­μεν δ μς γνοεν, δελ­φοί, περ τν κεκοι­μη­μέ­νων, να μ λυπσθε καθς κα ο λοι­πο ο μ χον­τες λπί­δα(:Ας έλθου­με τώρα και σ’ ένα άλλο σοβα­ρό ζήτη­μα. Δεν θέλου­με, αδελ­φοί μου, να έχε­τε άγνοια σχε­τι­κά με αυτούς που έχουν πεθά­νει, για να μη λυπά­στε όπως λυπούν­ται και οι υπό­λοι­ποι που δεν έχουν ελπί­δα ανα­στά­σε­ως)»[Α΄Θεσ.4,13].

Και για να απο­δεί­ξει ότι δεν ζητεί τίπο­τε υπερ­βο­λι­κό, αλλά λίγο περισ­σό­τε­ρο από το συνη­θι­σμέ­νο, προ­σθέ­τει: «Μήπως και οι ειδω­λο­λά­τρες δεν κάνουν το ίδιο;» Δεν δια­κό­πτει όμως στο σημείο αυτό τον λόγο, αλλά τον ολο­κλη­ρώ­νει με τα έπα­θλα και τις αγα­θές ελπί­δες, λέγον­τας· «σεσθε ον μες τέλειοι, σπερ πατρ μν ν τος ορανος τέλειός στιν(:Πρέ­πει λοι­πόν να γίνε­τε τέλειοι με την αγά­πη προς όλους, όπως είναι τέλειος και ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, ο οποί­ος είναι αγά­πη)»[Ματθ.5,48]. Και συνε­χώς ανα­φέ­ρει στους λόγους Του τη λέξη ‘’ουρα­νός’’, θέλον­τας να ανα­πτε­ρώ­σει το φρό­νη­μά τους, καθώς και με την υπό­μνη­ση του τόπου· διό­τι ως τότε ήσαν πνευ­μα­τι­κά πιο αδύ­να­τοι και περισ­σό­τε­ρο προ­σκολ­λη­μέ­νοι στα υλι­κά.

Ας εννο­ή­σου­με, λοι­πόν, καλά όλα όσα ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω, ας δεί­ξου­με μεγά­λη αγά­πη προς τους εχθρούς μας κι ας απο­βά­λου­με επί­σης την γελοία εκεί­νη συνή­θεια, την οποία έχουν πολύ ανόη­τοι άνθρω­ποι, να περι­μέ­νουν, δηλα­δή, να τους χαι­ρε­τί­σουν πρώ­τοι οι άλλοι με τους οποί­ους συναν­τιούν­ται. Δεν ζηλεύ­ουν αυτό που προ­ξε­νεί πολύ μακα­ρι­σμό, αλλά επι­διώ­κουν αυτό που είναι ολό­τε­λα γελοίο. Για­τί δεν χαι­ρε­τάς πρώ­τος; «Επει­δή αυτό περι­μέ­νει ο άλλος», απαν­τά. Μα ακρι­βώς γι’ αυτό έπρε­πε να τρέ­ξεις να τον χαι­ρε­τή­σεις, για να πάρεις εσύ τον στέ­φα­νο. «Όχι», λέει, «επει­δή αυτό επι­ζη­τεί εκεί­νος». Υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρη ανο­η­σία; Επει­δή ο άλλος θέλει να γίνει σε μένα πρό­ξε­νος αμοι­βής, λέγει, δεν επι­θυ­μώ να επω­φε­λη­θώ από το πράγ­μα αυτό. Αν λοι­πόν σε χαι­ρε­τή­σει πρώ­τος αυτός, δεν κερ­δί­ζεις τίπο­τε και αν αντι­χαι­ρε­τή­σεις. Ενώ αν προ­η­γη­θείς στον χαι­ρε­τι­σμό, εμπο­ρεύ­ε­σαι την υπε­ρη­φά­νεια εκεί­νου και τρυ­γάς άφθο­νο κέρ­δος από την ανο­η­σία εκεί­νου. Πώς λοι­πόν δεν μαρ­τυ­ρεί εσχά­τη ανο­η­σία, ενώ τόσα πολ­λά πρό­κει­ται να κερ­δί­σεις πό κενές λέξεις, να εγκα­τα­λεί­πεις το κέρ­δος και ενώ κατη­γο­ρείς τους άλλους, να περι­πί­πτεις στο ίδιο σφάλ­μα; Αν κατη­γο­ρείς κάποιον επει­δή περι­μέ­νει να τον χαι­ρε­τή­σουν, για ποιο λόγο ζηλεύ­εις αυτό που κατη­γο­ρείς; Και βιά­ζε­σαι να μιμη­θείς ως αγα­θό, αυτό που είπες ότι είναι κακό; Βλέ­πεις ότι δεν υπάρ­χει τίπο­τε πιο ανόη­το από έναν άνθρω­πο που ζει μέσα στην κακία;

Για αυτόν τον λόγο σας παρα­κα­λώ να απο­φύ­γου­με την κακή αυτή και γελοία συνή­θεια. Αμέ­τρη­τες φιλί­ες διέ­σπα­σε αυτή η ασθέ­νεια και προ­κά­λε­σε πολ­λές εχθρό­τη­τες. Για τον λόγο αυτό εμείς τους προ­λα­βαί­νου­με εκεί­νους. Εμείς που έχου­με δια­τα­γή να δεχό­μα­στε ραπί­σμα­τα, αγγα­ρεί­ες, γυμνώ­σεις από τους εχθρούς μας και να υπο­μέ­νου­με, ποιας συγνώ­μης θα μπο­ρού­σα­με να είμα­στε άξιοι, αν δεί­χνου­με τόση ερι­στι­κό­τη­τα για ένα κού­φιο χαι­ρε­τι­σμό; «Περι­φρο­νού­μα­στε και γελοιο­ποιού­μα­στε», απαν­τά, «όταν του κάνου­με αυτήν τη χάρη». Και για να μη σε περι­φρο­νή­σει ο μαι­νό­με­νος σύν­δου­λός σου, περι­φρο­νείς τον Κύριό σου, που τόσες ευερ­γε­σί­ες σου έκα­με; Διό­τι, αν είναι άτο­πο να κατα­φρο­νείς τον ισό­τι­μό σου άνθρω­πο, είναι, οπωσ­δή­πο­τε πολύ πιο άτο­πο είναι να κατα­φρο­νείς εσύ τον Θεό που σε δημιούρ­γη­σε. Ύστε­ρα από αυτά, σκέ­ψου και τού­το, ότι όταν σε κατα­φρο­νή­σει κάποιος, τότε γίνε­ται αιτία να λάβεις μεγα­λύ­τε­ρο μισθό, διό­τι αυτό το υπέ­μει­νες χάριν του Θεού, επει­δή υπά­κου­σες και πει­θάρ­χη­σες στους νόμους Του. Και η υπα­κοή αυτή ποια τιμή δεν αξί­ζει, πόσα δια­δή­μα­τα δεν της πρέ­πουν; Μακά­ρι εγώ και εξευ­τε­λι­σμούς και περι­φρό­νη­ση να δεχό­μου­να για χάρη του Θεού, παρά να δεχό­μουν τιμές από όλους τους βασι­λιά­δες· διό­τι τίπο­τα δεν είναι ίσο με τη δόξα αυτή, τίπο­τα.

Αυτήν την δόξα λοι­πόν ας επι­διώ­κου­με, όπως Αυτός διέ­τα­ξε, αλλά έχον­τας ορθή πνευ­μα­τι­κό­τη­τα σε όλες τις περι­στά­σεις, με αυτήν την ακρι­βή φιλο­σο­φία ας συμ­μορ­φώ­νου­με την ζωή μας· διό­τι πραγ­μα­τι­κά, θα απο­κτή­σου­με δια­μέ­σου αυτής τα αγα­θά των ουρα­νών και τους εκεί στε­φά­νους, βαδί­ζον­τας ως άγγε­λοι μετα­ξύ των ανθρώ­πων, περι­φε­ρό­με­νοι στη γη, όπως οι αγγε­λι­κές δυνά­μεις, παρα­μέ­νον­τας ξένοι προς κάθε επι­θυ­μία και ταρα­χή. Μαζί λοι­πόν με αυτά θα απο­κτή­σου­με και τα απόρ­ρη­τα αγα­θά, τα οποία είθε να τα επι­τύ­χου­με όλοι μας με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος και η προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα και το Άγιο και Αγα­θό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια υλι­κού: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΙH΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 620–651.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, τόμος 64, σελ. 132 – 150.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Γίνε­σθε οἰκτίρ­μο­νες)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Β΄ Λου­κά με θέμα:

«Γίνε­σθε οκτίρ­μο­νες»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1-10-2000]

(Β 423), έκδο­σις Β΄

Η ευαγ­γε­λι­κή διδα­σκα­λία του πνευ­μα­τι­κού βίου, αγα­πη­τοί μου, είναι ανύ­πο­πτα ανω­τέ­ρα από κάθε άλλη ανθρώ­πι­νη διδα­σκα­λία, κυρί­ως φιλο­σο­φι­κή διδα­σκα­λία, που θέλει να διορ­θώ­σει τον πνευ­μα­τι­κό βίο του ανθρώ­που.Έτσι, ο Χρι­στός, ο Κύριός μας, για να μας υπεν­θυ­μί­σει το «κατ’εκόνα» και να ανορ­θώ­σει το «καθ’ μοί­ω­σιν», μας έδω­σε και την ηθι­κήν διδα­σκα­λί­αν. Δια­κρί­νο­με δηλα­δή τόσο την δογ­μα­τι­κήν διδα­σκα­λί­αν, όσο και την ηθι­κήν διδα­σκα­λί­αν. Για­τί αυτό συνι­στά τον σκο­πό της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως· η ηθι­κή διδα­σκα­λία. Είναι ο δρό­μος. Δεν είναι το τέρ­μα. Είναι ο δρό­μος που θα μας οδη­γή­σει εις το να δεχθού­με, ό,τι ο Θεός έχει ετοι­μά­σει για μας. Και κυρί­ως είναι η θέω­σις.

Έτσι ο Κύριος εισά­γει την έννοια της φιλαν­θρω­πί­ας, με την κυριο­λε­κτι­κή, θα λέγα­με, σημα­σία και μας προ­τρέ­πει: «γαπτε τος χθρος μν κα γαθο­ποιετε κα δανεί­ζε­τε μηδν πελ­πί­ζον­τες, κα σται μισθς μν πολύς, κα σεσθε υο ψίστου, τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς. Γίνε­σθε ον οκτίρ­μο­νες».

Αυτά ακού­σα­με, στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου. Αδιά­φο­ρον της ηθι­κής στάθ­μης του άλλου, όποιος και να είναι αυτός, οφεί­λεις συ να τον αγα­πάς και να τον φρον­τί­ζεις με κάθε τρό­πο. Αυτές οι ηθι­κές θέσεις ήταν άγνω­στες, αγα­πη­τοί, εις τον αρχαί­ον κόσμον, που στο βάθος ήταν άσπλα­χνος και σκλη­ρός. Κανέ­να φιλαν­θρω­πι­κόν ίδρυ­μα δεν υπήρ­χε στην αρχαιό­τη­τα. Αυτό που σήμε­ρα λέμε Γηρο­κο­μεί­ον, Βρε­φο­κο­μεί­ον, Νοσο­κο­μεί­ονΔεν υπήρ­χε τίπο­τα από όλα αυτά. Όλα αυτά είναι έργα του Χρι­στια­νι­σμού. Ρίξ­τε μια ματιά σε καμία αρχαία πόλη, εννο­εί­ται προ Χρι­στού, είτε ελλη­νι­κή και λεγο­μέ­νη «πολι­τι­σμέ­νη», είτε βάρ­βα­ρη πόλη, δεν θα βρεί­τε που­θε­νά τέτοια ιδρύ­μα­τα να υπάρ­χουν. Η πρό­νοια η κοι­νω­νι­κή ήταν ανύ­παρ­κτη, τελεί­ως ανύ­παρ­κτη. Η φιλαν­θρω­πία ήταν άγνω­στη. Και το σπου­δαί­ον είναι ότι αυτός ο πνευ­μα­τι­κός βίος, δεν έχει φιλο­σο­φι­κήν προ­έ­λευ­σιν ή εξάρ­τη­σιν. Παρ’ ότι φιλο­τί­μως βέβαια προ Χρι­στού, δικαιο­λο­γη­μέ­να, μπο­ρού­σαν οι φιλό­σο­φοι να λέγουν ηθι­κούς κανό­νες, για να βελ­τιώ­σουν την ποιό­τη­τα της ζωής των ανθρώ­πων. Όπως λέει κάποιος ξένος ότι ο Σωκρά­της δεν κατά­φε­ρε να διορ­θώ­σει ούτε τους ανθρώ­πους της γει­το­νιάς του. Βέβαια σπου­δαία ήταν αυτά τα οποία έλε­γαν, αλλά όλα αυτά δεν είχαν γνώ­μο­να τον Θεόν. Ούτε εκ του Θεού εξηρ­τών­το. Συνε­πώς ήτα­νε, θα λέγα­με, μία φιλο­σο­φία ανθρω­πι­στι­κή, που ξεκι­νού­σε από τον άνθρω­πο, και προ Χρι­στού δικαιο­λο­γη­μέ­να, για­τί δεν υπήρ­χε η Απο­κά­λυ­ψις, και φιλό­τι­μη μάλι­στα, αλλά ξεκι­νού­σε από τον άνθρω­πο για να φθά­σει εις τον άνθρω­πο και με τον τρό­πο αυτόν δεν υπήρ­χε εξάρ­τη­ση από τον Θεό, εις τρό­πον ώστε οι άνθρω­ποι να έχουν αυθεν­τία εις τον τρό­πο του βιώ­μα­τός των. Για­τί ο Θεός είναι βεβαί­ως Αυθεν­τία, έχει το κύρος.

Έτσι ο Κύριος είπε, συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά απ’ όλα εκεί­να τα οποία προ­η­γου­μέ­νως ανέ­φε­ρε, δηλα­δή «Δανεί­ζε­τε», λέει, «μηδέν πελ­πί­ζον­τες»· είναι και στην Παλαιά Δια­θή­κη αυτό, το «να δανεί­ζε­τε». «πελ­πί­ζω» θα πει: «ελπί­ζω από». Δεν έχει την έννοια του «απελ­πί­ζου­με» στη σύγ­χρο­νη έννοια του όρου, αλλά «ελπί­ζω από». Δηλα­δή δεν θα πάρε­τε τόκον. Δεν θα έχε­τε ελπί­δα ότι θα δώσω μεν αυτά αλλά θα πάρω τον τόκο, θα πάρω περισ­σό­τε­ρα από το κεφά­λαιον το οποί­ον εδά­νει­σα. Και όταν λέμε «δανεί­ζω», σημαί­νει, προ­ϋ­πο­θέ­τει το ρήμα ότι θα πάρω πίσω το κεφά­λαιο. Βέβαια εκεί­νος που δανεί­ζει, ας το ξέρο­με, να είναι έτοι­μος κάπο­τε να μην του επι­στρα­φεί ούτε το κεφά­λαιον. Να είμε­θα έτοι­μοι γι΄αυτό, σας το είπα. Θα δώσο­με όμως χρή­μα­τα, ό,τι χρεια­στεί ο άλλος. Δεν πει­ρά­ζει αν δεν είναι σε θέση να μας επι­στρέ­ψει. Εξάλ­λου δεν θα δώσου­με καμία ολό­κλη­ρη περιου­σία. Ούτε ακό­μη- έμει­να σ’ αυτό το «δανεί­ζω»- ούτε ακό­μη θα δανεί­ζου­με εις τρό­πον ώστε ο άλλος να κάνει βιο­μη­χα­νί­ες, εταιρείες…όχι. Όχι. Ας πάει να βρει απ’ όπου θέλει χρή­μα­τα, αυτός που θέλει να κάνει περιου­σία και να αυξή­σει τα αγα­θά του. Όχι. Θα δανεί­σο­με σε εκεί­νον ο οποί­ος έχει ανάγ­κη. Και που δεν μπο­ρεί να πάρει ίσως-ίσως ούτε το ψωμί του. «Μηδέν πελ­πί­ζον­τες».

Και μάλι­στα η Παλαιά Δια­θή­κη λέγει το εξής: «Αν σου αφή­σει ενέ­χυ­ρον», λέει, «το παλ­τό του», δηλα­δή το ιμά­τιό του, το οποίο ήταν, θα λέγα­με, δίκην παλ­τού το ιμά­τιον, το εξω­τε­ρι­κό αυτό κάλυμ­μα που είχε ο άνθρω­πος, «πρό­σε­ξε» –επει­δή χρη­σι­μο­ποιεί­το αυτό και σαν κου­βέρ­τα τη νύχτα σε πολ­λούς ανθρώ­πους, φτω­χούς ανθρώ­πους, το ιμά­τιον, «πρό­σε­ξε, θα το κρα­τή­σεις ενέ­χυ­ρο μέχρι το βρά­δυ. Μετά θα το επι­στρέ­ψεις. Για­τί όταν ο άνθρω­πος δεν έχει να σκε­πα­στεί και γογ­γύ­σει, αυτό δεν θα είναι εις βάρος σου;». Είδα­τε φιλαν­θρω­πία; Από τον Θεό πάν­το­τε.

Ωστό­σο, το συμ­πέ­ρα­σμα σε όλα αυτά που είπε, να αγα­πά­με τους εχθρούς μας, τού­το ή εκεί­νο, το συμ­πέ­ρα­σμα: «Γίνε­σθε ον οκτίρ­μο­νες, καθς κα πατρ μν οκτίρ­μων στί». «Τοτο στίν λέγει, ξισοται πς δυνά­με­θα τ Θε», λέγει εδώ ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «τό λεεν καί οκτί­ρειν. Οκ επεν, άν νηστεύ­ση­τε, μοιοι στέ τ Πατρί μν, οκ επεν άν παρ­θε­νεύ­ση­τε, οδέ επεν άν εχησθε, μοιοι στέ τ Πατρί μν» . Αλλά τι; «Γίνε­σθε οκτίρ­μο­νες». «Δεν θα ομοιά­σεις», λέει, «του Θεού, εάν παρ­θε­νεύ­σεις, εάν νηστεύ­σεις, εάν, τέλος πάν­των, αλλά­ξει η δια­γω­γή σου απέ­ναν­τι στον Θεό. Αλλά τι είπε;», λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος· «Αυτό που θα σε κάνει ίσον με τον Πατέ­ρα, εννο­εί­ται στην ποιό­τη­τα. Τι; Γίνε­σθε οικτίρ­μο­νες». Εάν γίνο­με οικτίρ­μο­νες προς πάν­τας, άνευ δια­κρί­σε­ως, όπως σας είπα στην αρχή, τότε εξι­σού­με­θα κατά κάποιον τρό­πο με τον Θεόν, για­τί Εκεί­νος είναι οικτίρ­μων, προς τους ανθρώ­πους και μάλι­στα προς τους αχα­ρί­στους ακό­μη. Μπο­ρεί να βρέ­ξει ο Θεός και να μην πού­με ένα ευχα­ρι­στώ εις τον Θεόν. «Α», λέμε, «α, έβρε­ξε, α…ωραία, το χωρά­φι μου, α, καλά». Άνθρω­πε, σήκω­σε το κεφά­λι σου προς τον ουρα­νό και πες εις τον Θεόν ένα ευχα­ρι­στώ. «Για­τί λέει ο Θεός», λέει ο Κύριος, «ανα­τέλ­λει τον ήλιόν Του και βρέ­χει και για τα χωρά­φια των πονη­ρών ανθρώ­πων και για τα χωρά­φια των ευχα­ρί­στων ανθρώ­πων, των ανθρώ­πων που είναι ευχά­ρι­στοι, δηλα­δή δεν είναι αχά­ρι­στοι».

Αλλά τι θα πει οικτίρ­μων; Αυτός που έχει αισθή­μα­τα οίκτου ή συμ­πα­θεί­ας ή ελέ­ους ή λύπης προς τον άλλον άνθρω­πο, ξανα­λέ­γω δια τρί­την φοράν, ανε­ξάρ­τη­τα από κάθε ιδιο­τέ­λεια προς τον άλλον άνθρω­πον. Αυτόν τον συμ­πα­θώ, τον βοη­θώ· τον άλλον δεν τον συμ­πα­θώ, δεν τον βοη­θώ. Δηλα­δή σε όποια ηθι­κή κατά­στα­ση και ποιό­τη­τα μπο­ρεί να βρί­σκε­ται ο άλλος άνθρω­πος. Έτσι, «οκτίρ­μων», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «σπλά­χνα οκτιρμν». Διό­τι εθε­ω­ρεί­το ότι εδώ εις τα σπλά­χνα του ανθρώ­που, όπου είναι η καρ­διά, όπου είναι τα ευγε­νή, θα λέγα­με, όργα­να, μέσ’ τον άνθρω­πο, είναι εκεί­να τα οποία, πραγ­μα­τι­κά στρέ­φον­ται προς τον άλλον άνθρω­πο. Κι εκεί φωλιά­ζει το να είσαι οικτίρ­μων άνθρω­πος.

Έτσι οικτίρ­μων είναι ο Θεός ως ελε­ή­μων, και ως πλή­ρους ελέ­ους προς τα δημιουρ­γή­μα­τά Του· και που απο­τε­λεί για τους ανθρώ­πους ένα αρχέ­τυ­πον μιμή­σε­ως. Διό­τι αν πού­με αυτός ο άνθρω­πος για μένα είναι αρχέ­τυ­πον, άνθρω­πος είναι. Θα υστε­ρεί. Μπο­ρώ βέβαια να πάρω παρα­δείγ­μα­τα κι από ανθρώ­πους που έχου­νε σπλά­χνα οικτιρ­μών. Αλλά κυρί­ως θα πάρω από τον Θεόν. Για­τί, ξανα­λέ­γω, οι άνθρω­ποι είναι άνθρω­ποι και κάπου μπο­ρούν να υστε­ρούν· ενώ ο Θεός βεβαί­ως δεν υστε­ρεί.

Για να εκτι­μή­σο­με και για να συνει­δη­το­ποι­ή­σο­με τι σημαί­νει ότι ο Θεός είναι οικτίρ­μων, ώστε να Τον μιμη­θού­με, κατά την προ­τρο­πήν του Κυρί­ου μας, «όπως», λέει, «ο Πατήρ σας είναι οικτίρ­μων», θα ανα­λύ­σο­με κάποιες θέσεις από τον 102ον Ψαλ­μόν, που εμφα­νί­ζει τον Θεόν πράγ­μα­τι οικτίρ­μο­να. Θα δού­με τον Ψαλ­μόν αυτόν. Μερι­κές μόνο θέσεις θα πάρο­με.

«Οκτίρ­μων κα λεή­μων Κύριος», λέγει ο Ψαλ­μός, «μακρό­θυ­μος κα πολυέ­λε­ος». Ότι ο Κύριος είναι λεή­μων, οκτίρ­μων, λυπά­ται τον άνθρω­πο που είναι δυστυ­χής. Και είναι και μακρό­θυ­μος. Δηλα­δή ανα­βάλ­λει την οργή Του. Για­τί βέβαια μην ξεχνά­με μία θέση βασι­κο­τά­τη, βασι­κο­τά­τη. Είναι η εξής: Ο Θεός είναι και αγά­πη, αλλά είναι και τιμω­ρός. Είναι δίκαιος. Έχει αγά­πη, αλλά είναι και δίκαιος. Και η μία ιδιό­τη­τά Του δεν αναι­ρεί την άλλη ιδιό­τη­τά Του. Αλλά ανα­βάλ­λει όμως να τιμω­ρή­σει, για να έρθουν σε συναί­σθη­ση οι άνθρω­ποι και να μετα­νο­ή­σουν. Αυτό θα πει «μακρό­θυ­μος». «Ανα­βάλ­λω την τιμω­ρία εις τον άνθρω­πο, μήπως μετα­νο­ή­σει ο άνθρω­πος αυτός». Και πολυέ­λε­ος. Δηλα­δή έχει μέσα Του σε έναν μεγά­λο αριθ­μό, σε ένα πλή­θος και ποιό­τη­τα και αριθ­μό, το έλε­ός Του, το οποί­ον δίδει στους ανθρώ­πους.

Ανά­λυ­σις λοι­πόν του «οκτίρ­μων» είναι αυτός ο στί­χος του 102ου ψαλ­μού. Και είναι, όπως σας είπα, οι χαρα­κτη­ρι­σμοί, αν ανα­λύ­σο­με, εννο­εί­ται, «λεή­μων», «μακρό­θυ­μος», «πολυέ­λε­ος». Αυτά είναι επι­μέ­ρους ανα­λυό­με­να στοι­χεία των οικτιρ­μών. Και αυτά γρά­φον­ται στην Παλαιά Δια­θή­κη, σημειώ­σα­τέ το· που είναι παι­δα­γω­γός εις Χρι­στόν η Παλαιά Δια­θή­κη. Διό­τι η διά­στα­σις του πολυε­λέ­ου του Θεού είναι η Εναν­θρώ­πη­σις. Το μέγα έλε­ός Του, το κορυ­φαί­ον, είναι η Εναν­θρώ­πη­σις. Να πώς το λέγει αυτό και το γρά­φει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Οτω γρ γάπη­σεν Θες τν κόσμον -τόσο, λέει, πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον κόσμον-, στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν, να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ’ χ ζων αώνιον». Όλα τα άλλα, να βρέ­ξει ο Θεός, να βγά­λει τον ήλιο Του, να σου δώσει να φας, είναι μικρά και επι­μέ­ρους στοι­χεία του ότι είναι πολυέ­λε­ος. Αλλά το κορυ­φαίο, ποιο είναι; Ότι έστει­λε τον Υιόν Του να σώσει τον κόσμο.

Ποί­ες είναι οι πτυ­χές των οικτιρ­μών του Κυρί­ου; Ακού­στε. Συνέ­χεια: «Οκ ες τέλος ργι­σθή­σε­ται, οδ ες τν αἰῶνα μηνιε». Τι θα πει αυτό; Ο Θεός μπο­ρεί να εξορ­γι­στεί μαζί μας. Και να προ­βεί και σε τιμω­ρία. Αλλά δεν θα το κρα­τή­σει έως το τέλος αυτό. Δηλα­δή θα είναι πάν­το­τε εκεί­νο που σας είπα προ­η­γου­μέ­νως· ότι θα είναι μακρό­θυ­μος. Θα περι­μέ­νει. Μήπως επι­στρέ­ψει ο αμαρ­τω­λός. Και δεν μας συμ­φέ­ρει, αγα­πη­τοί μου, να υπο­βά­λο­με την μακρο­θυ­μί­αν του Θεού, ας το πού­με, ας το πού­με, πώς να το πού­με, σε πει­ρα­σμό. Να εξαν­τλή­σο­με, δηλα­δή, τη μακρο­θυ­μία του Θεού. Να το προ­σέ­ξο­με. Μη λέμε «Α, ο Θεός είναι αγα­θός κι εγώ μπο­ρώ να αμαρ­τά­νω και να ανα­βά­λω διαρ­κώς τη διόρ­θω­σή μου». Όχι.

«Οδ ες τν αἰῶνα μηνιε». Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι δεν θα μεί­νει με μνιν, δηλα­δή με οργή ως το τέλος. Όχι. Είναι φιλάν­θρω­πος ο Κύριος. Και θα μας λυπη­θεί. Έτσι ανα­βάλ­λει διαρ­κώς, θα λέγα­με, την οργή Του. Κι όπως λέγει ο Μέγας Αθα­νά­σιος ότι έστει­λε τον μονο­γε­νή Υιόν Του δια να αθε­τή­σει την φθο­ράν. Όταν ο Χρι­στός λέει «Δεν ήρθα να κρί­νω τον κόσμον, αλλά ίνα σώσω τον κόσμον», κι όμως ο Ίδιος είπε ότι «θα έρθω να κρί­νω τον κόσμον». Πότε; Εις το τέλος. Εις το τέλος. Ας το προ­σέ­ξο­με αυτό. Μακρο­θυ­μεί, είπα­με ο Κύριος. Ούτε εις τον αιώ­να· ούτε στον παρόν­τα, εννο­εί­ται, αιώ­να. Ο παρών· για­τί εδώ είναι το προ­σκή­νιον κάθε δοκι­μα­σί­ας μας. Μηνιε. Θα μεί­νει με μνιν, με οργήν εναν­τί­ον μας. Αλλά μας συγ­χω­ρεί. Τού­το μόνο να θυμη­θού­με, αγα­πη­τοί. Ό,τι να έχο­με δια­πρά­ξει, όταν προ­σέλ­θο­με εις τον πνευ­μα­τι­κόν και ζητή­σο­με συγ­χώ­ρε­ση από τον Θεό, διά του πνευ­μα­τι­κού, δεν συγ­χω­ρεί ο Θεός; Αρκεί να έχο­με πράγ­μα­τι μετά­νοια. Αρκεί να μην κρυ­βό­μα­στε, να μην ψευ­δό­με­θα. Θα μου πεί­τε «Είναι δυνα­τόν στην εξο­μο­λό­γη­ση να ψευ­δό­με­θα;». Πολ­λές φορές, για να δημιουρ­γή­σου­με μίαν καλήν εντύ­πω­σιν εις τον πνευ­μα­τι­κόν, μπο­ρού­με κι αυτό να το μετέλ­θου­με. «Αλλά άνθρω­ποι, άνθρω­ποι», θα λέγα­με, «ο πνευ­μα­τι­κός είναι άνθρω­πος. Μπο­ρεί να ξέρει το εσω­τε­ρι­κό σου; Το βλέ­πει μόνον ο Θεός. Κι αν έχεις ειλι­κρί­νειαν, ποτέ δεν θα φθά­σεις να θέλεις να δικαιο­λο­γεί­σαι ή να ψεύ­δε­σαι και εις αυτήν την Εξο­μο­λό­γη­σιν. Αλί­μο­νό σου. Καλύ­τε­ρα να μην εξο­μο­λο­γη­θείς, παρά να θέλεις να ψευ­σθείς εις τον Θεόν». «Θεός», λέγει η Αγία Γρα­φή, «ο μυκτη­ρί­ζε­ται». Μυκτη­ρί­ζω θα πει εμπαί­ζω. Ήταν ένας τρό­πος κοροϊ­δί­ας των αρχαί­ων Εβραί­ων να πιά­νουν τα ρου­θού­νια τους. Τα δικά μας τα παι­διά βγά­ζουν τη γλώσ­σα τους. Και κοροϊ­δεύ­ουν. Εδώ να πιά­νεις τα ρου­θού­νια σου και να μιλάς, να μονο­λο­γείς και ακό­μη να κάνεις φσου, φσου, απ’ τη μύτη σου. Αυτό θα πει μυκτη­ρί­ζω. «Ο Θεός», λέγει, «δεν μυκτη­ρί­ζε­ται, δεν εμπαί­ζε­ται ο Θεός». Έχεις πολύ λαν­θα­σμέ­νη, αδελ­φέ μου, αντί­λη­ψη περί του Θεού.

Και συνε­χί­ζει ο Ψαλ­μός: « Ο κατ τς νομί­ας μν ποί­η­σεν μν, οδ κατ τς μαρ­τί­ας μν ντα­πέ­δω­κεν μν, τι κατ τ ψος το ορανο π τς γς κρα­ταί­ω­σε Κύριος τ λεος ατο π τος φοβου­μέ­νους ατόν· καθό­σον πέχου­σιν νατο­λα π δυσμν, μάκρυ­νεν φ᾿ μν τς νομί­ας μν».

Παίρ­νει δύο μέτρα, δύο απο­στά­σεις. Ο Θεός, λέει, είναι τόσο οικτίρ­μων, μας συγ­χω­ρεί, όσο απέ­χει η ανα­το­λή από τη δύση. Μία εικό­να. Δεύ­τε­ρη εικό­να: Όσο απέ­χει η γη από τον ουρα­νό. Είναι εκεί­νο το χαρι­τω­μέ­νο χαρι­τω­μέ­νο που λέμε σε ένα μικρό παι­δά­κι: «Με αγα­πάς;(πολύ μικρό παι­δά­κι). Με αγα­πάς;». «Σε αγα­πώ». «Πόσο;». Και ανοί­γει τα χέρια του και λέει: «Τόσο σε αγα­πάω». Ε, αυτό το «τόσο» εις τον Θεόν είναι η ανα­το­λή με την δύση, η γη με τον ουρα­νόν.

Έτσι ο Κύριος, δεν μετρά τα ελέη Του με το βάρος των αμαρ­τιών μας. Εννο­εί­ται, εάν μετα­νο­ή­σου­με. Βέβαια να σας πω εδώ τι έκα­νε ο αρχαί­ος κόσμος για να εξι­λε­ω­θεί έναν­τι, αν το θέλε­τε, ψευ­δών θεών; Έκα­νε θυσί­ες. Έκα­νε ακό­μη και ανθρω­πο­θυ­σί­ες. Ναι, ναι. Θυμη­θεί­τε την Ιφι­γέ­νεια. Για να πάει καλός και­ρός, να ταξι­δέ­ψουν εις την Τροία κ.λπ. Ακό­μη, έκα­νε εκα­τόμ­βες. Τι ήταν η εκα­τόμ­βη; Άνοι­γαν ένα μεγά­λο τετρά­γω­νο λάκ­κο, έβα­ζαν επά­νω δοκά­ρια κι επά­νω εκεί στα δοκά­ρια έσφα­ζαν εκα­τό βόδια! Εκα­τό βόδια; Ολό­κλη­ρη περιου­σία. Κι εκεί­νος που ήθε­λε να εξι­λε­ω­θεί ήταν κάτω από τα δοκά­ρια και το αίμα των βοών, των βοδιών έπε­φτε επά­νω στην κεφα­λή του. Ακού­τε; Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Ούτε το αίμα τρά­γων και βοών κ.λπ. ωφε­λεί τίπο­τα». Ήταν τύπος της θυσί­ας του Χρι­στού. Πολύ απλά, έχυ­σε ο Κύριος το αίμα Του. Μετε­νόη­σες; Εξο­μο­λο­γή­θη­κες; Θα πας να κοι­νω­νή­σεις. Τι ωραίο! Ούτε εκα­τόμ­βες, ούτε ανθρω­πο­θυ­σί­ες, ούτε απο­λύ­τως τίπο­τε.

Σημειώ­σα­τε, όπο­τε εξέ­κλι­ναν σε ειδω­λο­λα­τρία οι Εβραί­οι, θυσί­α­ζαν ακό­μη και τα παι­διά τους! Ακούσατε;Τα παι­διά τους. Τι ήταν, παρα­κα­λώ, ο Βάαλ; Ήταν ένα τενε­κε­δέ­νιο άγαλ­μα, τενε­κε­δέ­νιο, σιδη­ρούν, και είχε σαν καμι­νά­δα ήτα­νε κι έβγαι­νε ο καπνός από πάνω, από κάτω η φωτιά, είχε τις αγκά­λες του ανοι­χτές ο Βάαλ, κι εκεί έρι­χναν τα μικρά παι­διά τους, τα οποία όταν έβλε­παν τι γίνε­ται, το ένα παι­δί με το άλλο, ξέρε­τε, συνεν­νο­εί­ται, επι­κοι­νω­νεί, τσί­ρι­ζαν, κυριο­λε­κτι­κά τσί­ρι­ζαν τα παι­διά… Και ρίχναν τα μικρά παι­διά στην αγκα­λιά του αγάλ­μα­τος του σιδε­ρέ­νιου, του πυρα­κτω­μέ­νου, για να καούν. Σου ζητά­ει ο Θεός τέτοια πράγ­μα­τα; Ο ίδιος ο Θεός δεν είναι Εκεί­νος ο Οποί­ος εστη­λί­τευ­σε αυτήν την κατά­στα­ση; Τι; Θα μετα­νο­ή­σεις και θα αλλά­ξει η ζωή σου. Αυτό είναι όλο.

Ακό­μα, λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, λέει το εξής: «Εάν οι αμαρ­τί­ες σου είναι πολ­λές- έρχον­ται πολ­λοί και λένε: ‘’Έχω πάρα πολ­λές αμαρ­τί­ες’’- ξέρεις πώς μοιά­ζει το έλε­ος του Θεού; Με έναν ωκε­α­νόν. Ξέρεις πώς μοιά­ζουν οι αμαρ­τί­ες σου; Μοιά­ζουν με μερι­κές σπί­θες φωτιάς. Τι λες, αν πέσουν οι σπί­θες μέσα στον ωκε­α­νό, δεν θα σβή­σει αυτή η φωτιά;». Και λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Τι λέγω, ωκε­α­νός; Ο ωκε­α­νός έχει όρια». Πάρ­τε από την Ευρώ­πη, φερ’ ειπείν, τον Ατλαν­τι­κό ωκε­α­νό. Πού τερ­μα­τί­ζει; Τερ­μα­τί­ζει στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες. «Ο ωκε­α­νός», λέει, «έχει όρια. Το έλε­ος του Θεού δεν έχει όρια». Αυτά μας λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, αγα­πη­τοί. Έτσι, θα πρέ­πει να προ­σέ­ξο­με πολύ.

Λέει ακό­μα ένα σημείο: «Τν λυτρού­με­νον κ φθορς τν ζωήν σου». Ναι. Από τη φθο­ράν του σώμα­τος και την φθο­ράν της ψυχής. Όπως είναι τα δυστυ­χή­μα­τα. Όπως είναι οι συν­τυ­χού­σες αμαρ­τί­ες. Όπως είναι, όπως είναι η εμπε­ρί­στα­τος αμαρ­τία· η οποία πραγ­μα­τι­κά φθεί­ρει, λιώ­νει τον άνθρω­πο και στην ψυχή και στο σώμα. «Τν στε­φα­νοντά σε», λέει άλλο σημείο, «ν λέει κα οκτιρ­μος». Είναι ο στέ­φα­νος της Βασι­λεί­ας του Θεού. Αφού προ­η­γου­μέ­νως εδώ στη Γη στε­φα­νώ­θη­κες με την προ­αί­ρε­σή σου την αγα­θή. Και θα ‘ρθει η ώρα που ο Θεός θα σου δώσει τη Βασι­λεία Του. Και τι μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί με τη Βασι­λεία του Θεού;

Τέλος, αν υπάρ­χει τέλος, «τν μπι­πλντα ν γαθος τν πιθυ­μί­αν σου». «Αυτός», λέει, «ο Οποί­ος χορη­γεί, χορ­ταί­νει, γεμί­ζει με αγα­θά εκεί­νο που επι­θυ­μείς». Και «νακαι­νι­σθή­σε­ται ς ετο νεό­της σου». Αυτό που το λέει τόσο ωραία ο Δαβίδ. «Θα γίνεις και­νού­ριος σαν τον αετό». «Ο αετός», λέγει, «ανα­και­νί­ζε­ται, ανα­νε­ώ­νε­ται ο αετός, έτσι η νεό­τη­τά σου θα ανα­και­νι­σθεί, θα γίνει και­νού­ρια και και­νού­ρια». Και μάλι­στα, επι­τρα­πεί­τω μοι να σας πω και τού­το, για­τί μερι­κοί, όταν είναι νέοι άνθρω­ποι, νομί­ζουν ότι θα κερ­δί­σου­νε τον κόσμον αυτόν, αν τον απο­λαύ­σουν. «Τώρα», λέει, «που είμαι νέος. Άμα γερά­σω, πάει πια». Ξέρε­τε τι λέει ο Δαβίδ πάνω σ’αυτό; Λέει: «Τόν εφραί­νον­τά μου τήν νεό­τη­τα». «Αυτός που ευφραί­νει τη νεό­τη­τά μου». Παλι­κά­ρι μου, κοπέ­λα μου, μην πας σ’ αυτά τα βαλ­το­νέ­ρια για να βρεις την ευχα­ρί­στη­ση και τη χαρά. Εκεί­νος που ευφραί­νει τη νεό­τη­τά σου, είσαι έφη­βος, είσαι νέος, είναι μόνον ο Θεός. Τίπο­τε άλλο. Μόνον ο Θεός. Όλα τ’ άλλα είναι πραγ­μα­τι­κά μία απά­τη.

Αγα­πη­τοί, «οκτίρ­μων κα λεή­μων Κύριος». Γι΄αυτό θέλει τα γνή­σια παι­διά Του να είναι κι αυτοί οικτίρ­μο­νες στους συναν­θρώ­πους των. Ν’ αγα­πούν τους συναν­θρώ­πους των, όπως και να είναι. Ο Κύριος μάς είπε: «σεσθε ον μες τέλειοι, σπερ πατρ μν ν τος ορανος τέλειός στιν». Και αυτή η τελειό­της βεβαί­ως είναι στα μέτρα του ανθρώ­που, όσο τού­το είναι δυνα­τόν. Άλλο είναι η τελειό­τη­τα του Θεού και άλλο η τελειό­τη­τα του ανθρώ­που. Οφεί­λει όμως, οφεί­λει να αντι­γρά­φει τον Θεόν ως Πατέ­ρα Του, να είναι τέλειος και οικτίρ­μων. Τι είναι λοι­πόν τελειό­της, που μας καλεί ο Κύριος να επι­τύ­χο­με; Τι είναι η τελειό­της; Να γίνο­με οικτίρ­μο­νες. Είναι η αγά­πη που θα έχει κάνει και­νού­ρια, ολό­κλη­ρη τη ζωή μας. Αμήν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_851.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΧΡΗΣΤΟΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Β΄ Λου­κά με θέμα:

«Η ΧΡΗΣΤΟΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1-10-1989]

(Β224)

Ακού­σα­με, σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, που είναι ένα από­σπα­σμα από την επί του Όρους ομι­λία του Κυρί­ου μας, τον χρυ­σό κανό­να συμ­πε­ρι­φο­ράς προς τον πλη­σί­ον.

Είπε ο Κύριος: «Καὶ καθὼς θέλε­τε ἵνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε αὐτοῖς ὁμοί­ως». Πώς θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται; Κατά τον ίδιο τρό­πο και εσείς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε προς τους άλλους ανθρώ­πους. Και όπως ερμη­νεύ­ει ο Θεο­φύ­λα­κτος: « άν θέλς σύ πί σεαυ­το, τοτο νδει­ξε καί τος τέροις». Ό,τι θέλεις να συμ­βεί στον εαυ­τό σου, αυτό να δεί­ξεις και στους άλλους. Και συμ­πλη­ρώ­νει ο αυτός πατήρ: «ρς νόμον μφυ­τον ν τας καρ­δί­αις μν γγε­γραμ­μέ­νον;». «Βλέ­πεις», λέγει, «έμφυ­το νόμο στις καρ­διές μας;»

Για­τί; Για­τί το κρι­τή­ριο του πώς να στα­θείς απέ­ναν­τι στους άλλους, είναι ο εαυ­τός σου. Δεν θέλω να μου το κάνουν αυτό. Δεν θα το κάνω κι εγώ. Θέλω να μου κάνουν αυτό. Να μ’ αγα­πούν· θα αγα­πώ και εγώ. Δεν θέλω να με κου­τσομ­πο­λεύ­ουν· δεν θα κου­τσομ­πο­λεύω και εγώ. Δηλα­δή βλέ­πει κανείς μία λογι­κή και φυσι­κή συνέ­πεια, ηθι­κή συνέ­πεια. Δηλα­δή με άλλα λόγια κρι­τή­ριο είναι ο εαυ­τός μας. Όπως ακό­μα και εκεί­νη η λεγο­μέ­νη δευ­τέ­ρα εντο­λή, που μαζί με την πρώ­τη: «γαπή­σεις Κύριον τόν Θεόν σου» κ.λπ. και που λέγει αυτή η δευ­τέ­ρα «γαπή­σεις τόν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν» κι εδώ έχο­με το κρι­τή­ριο του εαυ­τού μας. Τι λέγει; Θα αγα­πή­σεις τον πλη­σί­ον σου, όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου. Οπό­τε, εάν δεν αγα­πάς τον εαυ­τό σου, δεν μπο­ρείς να αγα­πάς τον άλλον. Εάν αγα­πάς τον εαυ­τό σου νοση­ρά, τότε νοση­ρά θα αγα­πάς και τον άλλον. Εάν αγα­πάς τον εαυ­τό σου ορθά και υγιώς, σωστά, όπως πρέ­πει, τότε θα αγα­πάς όπως πρέ­πει και τον αδελ­φό σου, και τον πλη­σί­ον σου. Μ’ άλλα λόγια, αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι ακραία περί­πτω­ση, ακρο­τά­τη και κορυ­φαία περί­πτω­ση είναι να θέλω να σωθώ, τη σωτη­ρία μου. Άρα, τι θα πει «αγα­πώ τον πλη­σί­ον μου»; Αφού εγώ επι­θυ­μώ να σωθώ, τότε θα πρέ­πει να αγα­πώ τον άλλον στον βαθ­μό να σωθεί. Θα ήθε­λα να δεί­τε δηλα­δή ότι εδώ έχο­με το κρι­τή­ριο του εαυ­τού μας. Γι’ αυτό θα πρέ­πει ο εαυ­τός μας να είναι σε καλή κατά­στα­ση, για να απο­τε­λεί ένα σωστό κρι­τή­ριο.

Όμως, θα λέγα­με ακό­μα ότι για τον Χρι­στια­νό υπάρ­χει μία υπέρ­βα­ση αυτής της εντο­λής· για την οποία υπέρ­βα­ση, ο ίδιος ο Κύριος μάς ομί­λη­σε ευθύς παρα­κά­τω· διό­τι όταν ο άλλος δεν αντα­πο­κρί­νε­ται, εσύ θες μεν να δεί­ξεις εκεί­νο που πρέ­πει να δεί­ξεις, για­τί έτσι πρέ­πει· όταν όμως ο άλλος όμως δεν αντα­πο­κρί­νε­ται, τότε τι θα κάνεις εσύ; Ποια θα πρέ­πει να είναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά σου; Αν ο Κύριος είπε στη συνέ­χεια: «αν αγα­πάς αυτούς που σε αγα­πούν, τότε τι κέρ­δος έχεις; Τι χάρη έχεις;». Αν αγα­θο­ποιείς εκεί­νους που σε αγα­θο­ποιούν ή δανεί­ζεις εκεί από τους οποί­ους θα πάρεις πίσω ή τόκο ή κάποια οφέ­λη, τότε ποια είναι η χάρις που έχεις;

Γι’ αυτό τι μας είπε ο Κύριος; Κάτι που είναι μία υπέρ­βα­ση του εαυ­τού μας. «γαπτε τος χθρος μν». Να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας. Να αγα­θο­ποιεί­τε, χωρίς να ζητά­τε απο­λα­βή όταν δανεί­ζε­τε. Με άλλα λόγια, αυτό δεν είναι πια παρά μία υπέρ­βα­ση του εαυ­τού μας. Δεν με ενδια­φέ­ρει πώς ο άλλος θα μου συμ­πε­ρι­φερ­θεί. Με ενδια­φέ­ρει πώς θα συμ­πε­ρι­φερ­θώ εγώ. Κι αυτό είναι η υπέρ­βα­σις του εγώ μου.

Μας καλεί ο Κύριος να γίνου­με μάλι­στα οικτίρ­μο­νες, που αυτό κρύ­βει ή μάλ­λον περιέ­χει όλα αυτά που λέμε, δηλα­δή να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας και να αγα­θο­ποιεί­τε κ.τ.λ., κατά το μέτρο του ουρα­νί­ου Πατρός. Έτσι πια το μέτρο δεν είναι ο εαυ­τός μας, αλλά το μέτρο είναι ο ουρά­νιος Πατήρ. Για­τί; «τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς»· για­τί Αυτός είναι ευερ­γε­τι­κός και για τους αχά­ρι­στους και για τους πονη­ρούς.

Ώστε λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, ο Πατέ­ρας μας ο ουρά­νιος είναι το μέτρο. Εκεί θα βλέ­που­με πια· διό­τι ποιος με πλη­ρο­φο­ρεί εμέ­να ότι μπο­ρώ να έχω υγιή αντί­λη­ψη για τον εαυ­τό μου; Ένας ο οποί­ος καπνί­ζει, φθεί­ρει τον εαυ­τό του; Είναι δυνα­τόν ποτέ να έχει καλή αντί­λη­ψη περί του εαυ­τού του και να αγα­πά τον εαυ­τό του; Λέγει κάπου ένας ψαλ­μι­κός στί­χος: «Εκεί­νος που κατα­κρί­νει, κου­τσομ­πο­λεύ­ει, δεν αγα­πά την ψυχή του» κ.ο.κ. Έχου­με χάσει το μέτρο. Το μέτρο λοι­πόν τώρα τίθε­ται ο Θεός. Ο Πατέ­ρας μας λοι­πόν είναι χρη­στός. Τι θα πει «αλή­θεια»; Τι σημαί­νει «χρη­στό­της»; Τι σημαί­νει; Χρη­στό­της είναι η ευερ­γε­τι­κό­της. Είναι η χρη­σι­μό­της. Είναι η ωφε­λι­μό­της. Συνε­πώς ο Θεός είναι χρηστός(από το «χρή­σι­μος» και όχι από το «χρι­σμέ­νος», που θα πει «χρίω», που παρά­γε­ται από το επί­θε­το «Χρι­στός», Ιησούς Χρι­στός. Όχι. Το «χρη» με ήτα). Είναι ο ευερ­γε­τι­κός, είναι ο χρή­σι­μος, είναι ο ωφέ­λι­μος. Πράγ­μα­τι, αγα­πη­τοί μου, ο Θεός είναι ο ευερ­γε­τι­κός και ο χρή­σι­μος και ωφέ­λι­μος σε μας.

Πολ­λές φορές λέμε: Αυτός ο άνθρω­πος- για­τί σ’ αυτό το σημείο θα μεί­νου­με, στο θέμα της χρη­στό­τη­τος- πολ­λές φορές λέμε: «αυτός ο άνθρω­πος είναι άχρη­στος»· που σημαί­νει το αντί­θε­το του χρη­σί­μου. Κατα­λα­βαί­νε­τε τι θα πει «άχρη­στος άνθρω­πος»; Για να αντι­λη­φτεί­τε τι θα πει χρή­σι­μος άνθρω­πος: στην αρχαιό­τη­τα έδι­ναν στους δού­λους το όνο­μα «Χρή­στος». Το όνο­μα «Χρή­στος» με ήτα. Κακώς γρά­φουν μερι­κοί το όνο­μα Χρή­στος, που έχου­με σήμε­ρα, κακώς το γρά­φουν με γιώ­τα. Κακώς. Δεν είναι σωστή η γρα­φή. Γρά­φε­ται με ήτα· που θα πει χρή­σι­μος. Και έδι­ναν το όνο­μα αυτό στους δού­λους, για να εκφρά­σουν ότι αυτός ο δού­λος είναι χρή­σι­μος. Όπως ομοί­ως έδι­ναν και το όνο­μα Ονή­σι­μος· που θα πει ωφέ­λι­μος, θα πει χρή­σι­μος.

Το βλέ­πο­με αυτό στην επι­στο­λή του Απο­στό­λου Παύ­λου προς τον Φιλή­μο­να, που λογο­παί­ζει εκεί ο Από­στο­λος και γρά­φει στον Φιλή­μο­να· λογο­παί­ζει, παί­ζει με το όνο­μα: «νήσι­μον τόν ποτέ σοι χρη­στον, νυνί δέ σοί καί μοί εχρη­στον». Δηλα­δή επει­δή ο Ονή­σι­μος είχε κλέ­ψει το αφεν­τι­κό του, δρα­πέ­τευ­σε από τη Μ. Ασία που έμε­νε το αφεν­τι­κό του, ήρθε στη Ρώμη, που ήταν ο Παύ­λος δέσμιος και κάποια στιγ­μή μετα­νόη­σε, σκέ­φτη­κε καλύ­τε­ρα και πήγε και βρή­κε και τον Παύ­λο στη φυλα­κή. Τον είδε ο Παύ­λος, κ.λπ., οπό­τε τον δίδα­ξε, τον έκα­νε Χρι­στια­νό, διό­τι δεν ήταν Χρι­στια­νός, και τον στέλ­νει πίσω στο αφεν­τι­κό του, τον Φιλή­μο­να· και του λέγει: «Σε παρα­κα­λώ να δεχτείς τον Ονήσιμο(Ονήσιμος θα πει εύχρη­στος, χρή­σι­μος, ωφέ­λι­μος), τόν ποτέ σοι χρη­στον(που κάπο­τε στά­θη­κε για σένα άχρη­στος) νυνί δέ σοί καί μοί εχρη­στον». Τώρα όμως και για μένα και για σένα χρή­σι­μο. Λογο­παί­ζει με το όνο­μα Ονή­σι­μος.

Ποιος είναι λοι­πόν ο χρη­στός άνθρω­πος; Πάν­τα ξανα­λέ­γω, το χρη με ήτα. Είναι ο άνθρω­πος εκεί­νος ο ευλο­γη­μέ­νος άνθρω­πος, που ό,τι πιά­σει, τελε­σφο­ρεί στα χέρια του. Είναι χρή­σι­μος. Ο Ιωσήφ, όπως θα ενθυ­μεί­σθε, όταν που­λή­θη­κε από τα αδέλ­φια του στην Αίγυ­πτο, τότε, αγα­πη­τοί μου, έδει­ξε όλη του τη χρη­στό­τη­τα στο σπί­τι του Πετε­φρή. Και ξέρε­τε, με τον τρό­πο αυτόν επέ­συ­ρε την ευλο­γία του Θεού στο σπί­τι του Πετε­φρή. Ώστε να του πει ο Πετε­φρής, ο Πετε­φρής ο ειδω­λο­λά­τρης, να του πει: «Παι­δί μου», του λέγει, «από τον και­ρό που ήρθες στο σπί­τι μου, ο Θεός σου μου ευλό­γη­σε όλα τα αγα­θά μου, μου ευλό­γη­σε το σπι­τι­κό μου».

Ακό­μα «χρη­στός» είναι εκεί­νος ο άνθρω­πος που ευερ­γε­τεί καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πον, είτε πλού­σιος, είτε φτω­χός. Έχεις χρή­μα­τα; Ευερ­γε­τείς. Δεν είναι όμως τα χρή­μα­τα. Μπο­ρείς να ευερ­γε­τείς και ως φτω­χός. Όταν πεις μία καλή κου­βέν­τα, μία καλή συμ­βου­λή, μία οδη­γία, μία διευ­κό­λυν­ση, μία εξυ­πη­ρέ­τη­ση. Έτσι που στον πλαϊ­νό σου να είσαι χρή­σι­μος άνθρω­πος, ωραί­ος άνθρω­πος.

Η χρη­στό­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, είναι καρ­πός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, γρά­φει στους Γαλά­τες: « δέ καρ­πός το Πνεύ­μα­τος στίν -Ένας καρ­πός. Και δεν είναι κομ­μα­τια­σμέ­νος. Ένας.- γάπη, χαρά, ερήνη, μακρο­θυ­μία, χρη­στό­της, γαθο­σύ­νη, πίστις, πρα­ό­της, γκρά­τεια». Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι ανά­με­σα στα εννιά επι­μέ­ρους σημεία του καρ­πού του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος είναι και η χρη­στό­τη­τα. Είναι κάτι που το απο­κτά κανείς, όταν απο­κτή­σει το Πνεύ­μα του Θεού που έρχε­ται να δώσει αυτόν τον βότρυν, το τσαμ­πί το στα­φύ­λι, που είναι ο καρ­πός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που οι ρώγες το είναι οι επι­μέ­ρους αρε­τές και τα επι­μέ­ρους χαρί­σμα­τα.

Ακό­μη η χρη­στό­τη­τα είναι μία κοι­νω­νι­κή αρε­τή· που δίδει μία ανα­κού­φι­ση στο περι­βάλ­λον. Όταν ένας τέτοιος άνθρω­πος υπάρ­χει στο περι­βάλ­λον, ξεκου­ρά­ζει εκεί­νους οι οποί­οι είναι γύρω του. Γι’ αυτό ο χρη­στός άνθρω­πος είναι αξια­γά­πη­τος, είναι συμ­πα­θής. Γρά­φει ο από­στο­λος Παύ­λος στους Κοριν­θί­ους στη Β΄ του επι­στο­λή: «… Μηδε­μί­αν ν μηδε­νί διδόν­τες προ­σκο­πήν, να μή μωμηθ δια­κο­νία, λλ’ ν παν­τί συνιστντες αυτούς ς Θεο διά­κο­νοι, ν χρη­στό­τη­τι». Προ­σπα­θού­με να μη δώσου­με που­θε­νά καμία αφορ­μή να κατη­γο­ρη­θεί το Ευαγ­γέ­λιο. Αλλά παν­τού συνι­στού­με τον εαυ­τό μας σαν δια­κό­νους του Θεού και υπη­ρε­τού­με το έργο του Θεού ν χρη­στό­τη­τι. Δηλα­δή να είμε­θα ευερ­γε­τι­κοί.

Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, αγα­πη­τοί μου, ότι οι άγιοι Από­στο­λοι είναι οι κορυ­φαί­οι ν χρη­στό­τη­τι, για­τί αυτοί στά­θη­καν οι φορείς εκεί­νοι που με τον κόπο τους μετέ­φε­ραν το Ευαγ­γέ­λιο και συνε­πώς τη σωτη­ρία στα πέρα­τα της Οικου­μέ­νης. Υπήρ­ξαν ποτέ στην Ιστο­ρία πιο ευερ­γε­τι­κοί άνθρω­ποι από τους Απο­στό­λους; Ασφα­λώς όχι. Αλλά και σε πρα­κτι­κά πράγ­μα­τα. Θα σας θυμί­σω για­τί δεν μπο­ρεί να ασχο­λεί­ται η Αγία Γρα­φή με καθη­με­ρι­νό­τη­τες, αλλά ένα είναι πολύ ενδει­κτι­κό, που ανα­φέ­ρε­ται στον Από­στο­λο Παύ­λο. Δέσμιος, με αλυ­σί­δες, πηγαί­νει στη Ρώμη, με άλλους φυλα­κι­σμέ­νους. Και το καρά­βι είναι γεμά­το από επι­βά­τες, αλλά και από σιτά­ρι, από φορ­τίο. Έπια­σε φοβε­ρή τρι­κυ­μία. Αφού βεβαί­ως είπε τη γνώ­μη του, να μη φύγουν από την Κρή­τη, αλλά να ξεχει­μω­νιά­σουν εκεί και την άνοι­ξη να πάνε στη Ρώμη. Για­τί πήγαι­νε ο Παύ­λος να δικα­στεί από τον Καί­σα­ρα. Δεν τον άκου­σε όμως ο καπε­τά­νιος. Συνεν­νο­ή­θη­κε με τον εκα­τόν­ταρ­χο που είχε τους κρα­του­μέ­νους και ξεκί­νη­σαν. Στον δρό­μο, τι ήταν; «Δεκα­τέσ­σε­ρις ημέ­ρες», λέει, «δεν είδα­με ούτε άστρο ούτε ήλιο. Συν­νε­φιά, τρι­κυ­μία φοβε­ρή». Και τότε 14 ημέ­ρες οι άνθρω­ποι δεν είχαν φάει τίπο­τα, ήσαν νηστι­κοί. Εμφα­νί­ζε­ται ο Κύριος στον Παύ­λο, άγγε­λος Κυρί­ου και του είπε: «Για χάρη σου, δεν θα πνι­γεί το πλοίο». Το πρωί λέει σε όλους μέσα στο καρά­βι: «Ακού­σα­τέ μου, αδελ­φοί, ο Κύριος τον Οποί­ον υπη­ρε­τώ, μου απο­κά­λυ­ψε ότι κανείς δεν θα χαθεί. Μη λοι­πόν λυπά­στε, μη φοβά­στε. Και σας παρα­κα­λώ, 14 μέρες δεν βάλα­τε μπου­κιά στο στό­μα. Πρέ­πει να φάτε». Ποιος να φάει; Τότε εκεί­νος έκα­νε την προ­σευ­χή του και ενώ­πιον πάν­των άρχι­σε να τρώ­γει. Ακού­τε: «Καί τά νν δελ­φοί, εθυμετε!». Και τώρα, αδελ­φοί, να ευθυ­μεί­τε. Μέσα σε εκεί­νη τη φοβε­ρή κατά­στα­ση να λέει κάποιος να ευθυ­μούν; Δεν είναι ευερ­γε­τι­κός; «Για­τί», λέει, «πώς θα μπο­ρέ­σου­με να βγού­με από το πλοίο κολυμ­πών­τας(τους το προ­φη­τεύ­ει) για­τί το πλοίο θα χαθεί, αν είμα­στε νηστι­κοί και δεν μπο­ρού­με να κολυμ­πή­σου­με;».

Ακό­μη, όταν έφθα­σαν στη Μελί­τη, στη Μάλ­τα, δεν πήγε να πει «πω πω, κρυώ­νω». Στη θάλασ­σα είχαν πέσει, ήταν βρεγ­μέ­νος, χει­μώ­νας ήταν. Ξέρε­τε τι έκα­νε; Ο ευλο­γη­μέ­νος Από­στο­λος… Σε ένα υπό­στε­γο τους έβα­λαν. Και πήγε να μαζέ­ψει φρύ­γα­να για να βάλει φωτιά να στε­γνώ­σουν. Δεν περι­μέ­νει κάποιους να τους στε­γνώ­σουν. Πάει και μαζεύ­ει φρύ­γα­να, για να βάλει φωτιά για να στε­γνώ­σουν όλοι. Βλέ­πε­τε πόσο ευερ­γε­τι­κός; Πόσο ωραί­ος, πόσο ωφέ­λι­μος. Κι εκεί πετά­χτη­κε μια οχιά και του δάγ­κω­σε το χέρι κ.λπ. κ.λπ. δια­βά­στε τα, είναι στα τελευ­ταία κεφά­λαια των Πρά­ξε­ων των Απο­στό­λων. Αυτό θα πει ευερ­γε­τι­κός άνθρω­πος, αγα­πη­τοί μου, αυτό θα πει.

Έτσι, ένας εκπαι­δευ­τι­κός, όταν έχει το Πνεύ­μα του Θεού, μπο­ρεί να γίνει χρη­στός άνθρω­πος. Ένας ιερεύς, στο ποι­μαν­τι­κό του έργο, που αγα­πά το ποί­μνιό του, μπο­ρεί να γίνει ένας χρη­στός άνθρω­πος. Μία αδελ­φή νοσο­κό­μος, ένας για­τρός, ένας οποιοσ­δή­πο­τε που έχει κοι­νω­νι­κό έργο, μπο­ρεί να γίνει ένας χρη­στός άνθρω­πος. Καθέ­νας μπο­ρεί να προ­σεύ­χε­ται για τους άλλους. Και να γίνει ένας χρη­στός άνθρω­πος· δηλα­δή ένας χρή­σι­μος άνθρω­πος. Όλοι πρέ­πει να είμε­θα εύχρη­στοι. Εχρη­στοι ν Κυρί. Όργα­να χρή­σι­μα στα χέρια του Θεού. Και να ευερ­γε­τού­με τους άλλους. Κανείς δεν πρέ­πει να είναι άχρη­στος. Αν κανείς φιλο­τι­μεί­ται, έτσι πρέ­πει να αισθά­νε­ται. Δεν πρέ­πει κανείς ποτέ να είναι άχρη­στος.

Σημειώ­στε, αγα­πη­τοί μου, ότι ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος μάς ανα­φέ­ρει για τον άγιο Αντώ­νιο ότι: «οδέπο­τε κρι­νε καθε­αυ­τόν ποισαι τι· φελον ατόν πλέ­ον το πλη­σί­ον ατο, τι εχε τήν λπί­δα ταύτην, τι τό κέρ­δος το πλη­σί­ον ατο στί ατ ργα­σί­αν ρίστην». Πώς, λέει, μπο­ρώ να έχω ωφέ­λεια; Όταν κοι­τά­ζω μόνο τον εαυ­τό μου; Όταν θα κοι­τά­ξω και τον άλλον. Τότε αυτό είναι ωφέ­λεια δική μου· για­τί απο­κτώ την αρε­τή της χρη­στό­τη­τας. Ανα­φέ­ρε­ται μάλι­στα στον αββά Αγά­θω­να, που λέγει ότι: «Πόσο θα ήθε­λα να έβρι­σκα έναν λεπρό, να του πάρω τη λέπρα και να του δώσω το δικό μου υγιές σώμα!». Ποιος το λέει αυτό; Το λέει κανείς μας; Ακό­μη ο ίδιος ανα­φέ­ρει ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος ότι πάν­τα ήθε­λε να ανα­παύ­ει τον αδελ­φό. Να είναι χρή­σι­μος πάν­το­τε. Μπή­κε κάπο­τε ένας μονα­χός στο κελί του και είδε μία σμί­λη. «Α», του λέει, «πόσο ωραία και πόσο χρή­σι­μη είναι!». «Πάρ­την», του λέει ο αββάς Αγά­θων. «Μα, πώς θα την πάρω, αφού είναι δική σου;». «Πάρ­την», του λέει. Αυτό σημαί­νει το πραγ­μα­τι­κά ευερ­γε­τι­κός άνθρω­πος.

Αλλά ακό­μη η χρη­στό­τη­τα, αγα­πη­τοί, είναι ενέρ­γεια του Θεού. Αυτό πρέ­πει να το ξέρου­με. Είναι ενέρ­γεια του Θεού, ιδιό­τη­τα του Θεού. Γι’ αυτό ακρι­βώς και ο Κύριος ανα­φέ­ρει ότι πρό­τυ­πο είναι ο Θεός, προς τον Οποί­ον πρέ­πει να προ­σβλέ­που­με· «τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς»· Για­τί είναι χρη­στός, λέγει, επί τους αχά­ρι­στους και πονη­ρούς· «τι τν λιον ατο νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους». Βγά­ζει τον ήλιο Του για όλους. Πονη­ρούς και αγα­θούς. Δίνει τη βρο­χή Του για όλους, πονη­ρούς και καλούς. Βλέ­πε­τε; Είναι χρή­σι­μος.

Αλλά αυτή η χρη­στό­τη­τα του Θεού, είναι πολύ προ­σι­τή στους νεο­φώ­τι­στους. Σε εκεί­νους που πρω­το­εγ­γί­ζουν τον Κύριο. Λέγει ο από­στο­λος Πέτρος κάτι πολύ χαρι­τω­μέ­νο: «ποθέ­με­νοι ον πσαν κακί­αν-αφού απο­θέ­σου­με κάθε κακία-ς ρτι­γέν­νη­τα βρέ­φη[:σαν νεο­γέν­νη­τα βρέ­φη] τό λογι­κόν δολον γάλα πιπο­θή­σα­τε[:να επι­πο­θή­σε­τε το άδο­λο και λογι­κό, νοε­ρό, πνευ­μα­τι­κό γάλα] να ν ατ αξηθετε ες σωτη­ρί­αν [:για να αυξη­θεί­τε στη σωτη­ρία με αυτό το άδο­λο γάλα] επερ γεύ­σα­σθε τι χρη­στός Κύριος». Εάν βέβαια έχε­τε γευ­τεί ότι ο Κύριος είναι χρη­στός, χρή­σι­μος, αγα­θός, ωραί­ος, μπο­ρείς να Τον προ­σεγ­γί­σεις.

Ο Θεός, αγα­πη­τοί μου, ακό­μη προ­βάλ­λει τη χρη­στό­τη­τά Του και για τη μετά­νοια των ανθρώ­πων. Λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος στους Ρωμαί­ους: « τοπλού­του τς χρη­στό­τη­τος ατο κατα­φρο­νες, γνον τι τό χρη­στόν το Θεο ες μετά­νοιάν σε γει;». Ή ακό­μα, λέγει, αγνο­είς «τό χρη­στόν το Θεο», ότι ο Θεός είναι χρη­στός και αυτό το κάνει ακρι­βώς για να σε οδη­γή­σει στη μετά­νοια. Οπό­τε εδώ το θέμα «χρη­στό­της» παίρ­νει και την έννοια «μακρο­θυ­μία». Είναι εκεί­νο που πολ­λές φορές λέμε: «κάνω-επι­τρέ­ψα­τέ μου να πω- τον Καρα­γκιό­ζη μπρο­στά σε κάποιον που είναι θυμω­μέ­νος, που είναι στριμ­μέ­νος, που είναι δύσκο­λος, κάνω τον Καρα­γκιό­ζη μπρο­στά του, δηλα­δή παί­ζω έναν ρόλο, τρό­πον τινά, για να τον βοη­θή­σω, να τον κατα­πρα­ΰ­νω». Αυτό είναι μία χρη­στό­της.

Ακό­μη, από τη μια προ­βάλ­λε­ται η χρη­στό­τη­τα του Θεού στην Αγία Γρα­φή και από την άλλη προ­βάλ­λε­ται η μη χρη­στό­τη­τα του ανθρώ­που. Λέγει πάλι ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Οκ στιν ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν ως νός». Εμείς; Άχρη­στοι είμα­στε. Ο Θεός είναι χρη­στός. Ε, λοι­πόν, τι πρέ­πει τώρα να κάνου­με; Πρέ­πει να Τον μιμη­θού­με. «Κα σεσθε,», λέει ο Κύριος, «υο ψίστου [:παι­διά του Υψί­στου Κυρί­ου] τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς». Πρέ­πει να γίνου­με λοι­πόν και εμείς χρη­στοί επί τους αχά­ρι­στους και πονη­ρούς, μιμού­με­νοι τον ουρά­νιο Πατέ­ρα μας.

Αγα­πη­τοί, η χρη­στό­της είναι μία αρε­τή. Είναι μία αρε­τή που στο­λί­ζει μία αρε­τή. Είναι μία αρε­τή που στο­λί­ζει τον άνθρω­πο και τον απο­δει­κνύ­ει πνευ­μα­τι­κό άνθρω­πο· διό­τι για να έχεις αυτόν τον καρ­πό του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, έχεις το Πνεύ­μα το Άγιο. Τόσο πολύ πρέ­πει να φανε­ρώ­νει αυτήν τη χρη­στό­τη­τα κάθε μας εκδή­λω­ση, ώστε φθά­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος να παρο­μοιά­σει την χρη­στό­τη­τα με ένα που­κά­μι­σο, με ένα ένδυ­μα, με ένα ρού­χο. Και τι λέει τώρα παρα­κα­λώ στους Κολοσ­σα­είς; «νδύ­σα­σθε ον ς κλε­κτός το Θεού γιοι καί γαπη­μέ­νοι, χρη­στό­τη­τα»· «Ντυ­θεί­τε», λέγει, «τη χρη­στό­τη­τα». Βγαί­νου­με γυμνοί ποτέ έξω; Όχι. Είμε­θα πάν­τα ντυ­μέ­νοι· που σημαί­νει πάν­τα θα έχεις χρη­στό­τη­τα. ν παν­τί τόπ καί χρόν. Τόσο πολύ, σαν να είναι ρού­χο σου, σαν να είναι που­κά­μι­σό σου, σαν να έχει γίνει κύτ­τα­ρό σου, πρέ­πει παν­τού και πάν­τα να είσαι ο χρή­σι­μος άνθρω­πος, ο ωφέ­λι­μος, ο ευερ­γε­τι­κός προς όλους.

Ακό­μη παρα­κα­λεί ο Από­στο­λος Παύ­λος τους Εφε­σί­ους στην επι­στο­λή του και τους λέγει: «Γίνε­σθε ες λλή­λους χρη­στοί». Τους παρα­κα­λεί. «Ο ένας με τον άλλον να γίνε­στε χρή­σι­μοι, εις αλλή­λους, μετα­ξύ σας». Να είσα­στε οι χρή­σι­μοι άνθρω­ποι. Εκεί­νοι οι οποί­οι δεν θα δώσε­τε ποτέ αφορ­μή να σας κου­τσομ­πο­λέ­ψουν, για­τί δεν κου­τσομ­πο­λεύ­ε­τε, να σας βρί­σουν για­τί δεν βρί­ζε­τε, να σας κατη­γο­ρή­σουν, για­τί δεν κατη­γο­ρεί­τε. Εσείς που τρέ­χε­τε ανά πάσα στιγ­μή να βοη­θή­σε­τε οπου­δή­πο­τε. Ακού­σα­τε στη γει­το­νιά σας για κάποιον άρρω­στο, που δεν έχει αλλού ανθρώ­πους, μια άρρω­στη γυναί­κα ηλι­κιω­μέ­νη, τρέ­χε­τε να βοη­θή­σε­τε, να σκου­πί­σε­τε, να θερα­πεύ­σε­τε, να φωνά­ξε­τε έναν για­τρό. Τρέ­χε­τε να εξυ­πη­ρε­τή­σε­τε με κάθε τρό­πο, να πεί­τε μια καλή κου­βέν­τα, οπου­δή­πο­τε, στο νέο παι­δί, στο παλι­κά­ρι, στην κοπέ­λα, παν­τού· που δεν ξέρουν ακό­μη, δεν έχουν την πεί­ρα της ζωής. Αυτό θα πει ο ένας με τον άλλον, μετα­ξύ σας, να είσα­στε άνθρω­ποι ευερ­γε­τι­κοί, άνθρω­ποι χρη­στοί.

Αν αυτήν, αγα­πη­τοί μου, την τελευ­ταία παραγ­γε­λία εφαρ­μό­σου­με, που λέγει ο ίδιος ο Κύριος, τότε αντι­λαμ­βά­νε­στε ότι δημιουρ­γού­με μια θαυ­μά­σια κοι­νω­νία που μας καθι­στά αλη­θι­νά ομοιώ­μα­τα του Θεού στη Γη. Πραγ­μα­τώ­νου­με εκεί­νο το «καθ’ ομοί­ω­σιν Θεού» και ακό­μη μετα­βάλ­λει τον κόσμο τού­το σε έναν ωραίο Παρά­δει­σο. Επα­να­φέ­ρο­με τον Παρά­δει­σο πάνω σε αυτή τη Γη όταν έχου­με χρη­στό­τη­τα, όταν είμα­στε χρη­στοί. Θα επα­να­λά­βου­με το του Απο­στό­λου Παύ­λου: «γαπη­τοί, γίνε­σθε ες λλή­λους χρη­στοί».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_453.mp3

Αγ. Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΓΩΓΗΣ)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΓΩΓΗΣ

[Με αφορ­μή το εδά­φιο: «Καθς θέλε­τε να ποισιν μν ο νθρω­ποι, κα μες ποιετε ατος μοί­ως (:Όπως θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται και να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, έτσι ακρι­βώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε κι εσείς σ’ αυτούς και να τους κάνε­τε τα ίδια)» ‑Λου­κά 6,31].

Εκεί­νος που έπλα­σε με ξεχω­ρι­στή φρον­τί­δα τις καρ­διές μας, που παρα­τη­ρεί όλα τα έργα μας[Ψαλμ.32,15: «ξ τοί­μου κατοι­κη­τη­ρί­ου ατο πέβλε­ψεν π πάν­τας τος κατοι­κοντας τν γν, πλά­σας κατ μόνας τς καρ­δί­ας ατν, συνιες πάν­τα τ ργα ατν(:Από το μεγα­λο­πρε­πές και ασά­λευ­τα ετοι­μα­σμέ­νο ουρά­νιο κατοι­κη­τή­ριό Του έρι­ξε το παν­τέ­φο­ρο βλέμ­μα Του σε όλους τους κατοί­κους της γης και παρα­κο­λου­θεί αυτούς και όλα τα έργα τους. Τα παρα­κο­λου­θεί με τρό­πο αλάν­θα­στο, Αυτός που μόνος χωρίς την βοή­θεια κανε­νός έπλα­σε τις καρ­διές τους και ο Οποί­ος κατα­νο­εί τα έργα τους σε όλο τους το βάθος και το πλά­τος, γνω­ρί­ζον­τας και αυτά ακό­μη τα μυστι­κά ελα­τή­ρια από τα οποία προ­ήλ­θαν αυτά)»], που εμφα­νί­στη­κε σε εμάς με σάρ­κα και κατα­ξί­ω­σε να γίνει διδά­σκα­λός μας, εκεί­να ζητεί από μας τώρα που τα ανα­πλάτ­τει, αφού παρε­φθά­ρη­σαν, όσα αρχι­κά πλά­θον­τάς μας ενέ­βα­λε στις ψυχές μας. Διό­τι στην αρχή μαζί έπλα­σε κατάλ­λη­λα προς την μέλ­λου­σα διδα­σκα­λία και ύστε­ρα απο­δί­δει την διδα­σκα­λία κατάλ­λη­λη προς την από την αρχή πλά­ση, μην κάνον­τας τίπο­τε άλλο παρά ανα­κα­θαί­ρον­τας την καλ­λο­νή του πλά­σμα­τος που είχε αμαυ­ρω­θεί με την πρό­σλη­ψη της αμαρ­τί­ας.

Και αυτό δεί­χνει περισ­σό­τε­ρο από όλα η σήμε­ρα ανα­γι­γνω­σκό­με­νη και προ­βαλ­λό­με­νη από μας για ερμη­νεία περι­κο­πή του Ευαγ­γε­λί­ου· διό­τι, λέγει: «Καθς θέλε­τε να ποισιν μν ο νθρω­ποι, κα μες ποιετε ατος μοί­ως(:Όπως θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται και να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, έτσι ακρι­βώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε κι εσείς σ’ αυτούς και να τους κάνε­τε τα ίδια)» [Λου­κά 6,31]. Καλώς προ­εί­πε ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας ότι «λόγον συν­τε­τμη­μέ­νον Κύριος ποι­ή­σει ν τ οκου­μέν λ(:την στα­θε­ρή από­φα­ση Του για τιμω­ρία του κακού και επι­βρά­βευ­ση του καλού θα την πραγ­μα­το­ποι­ή­σει για ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη)». [Ησ. 10,23]. Διό­τι σε αυτόν τον ένα και βρα­χύ λόγο συμ­πε­ριέ­λα­βε κάθε αρε­τή, κάθε εντο­λή, κάθε σχε­δόν αγα­θή πρά­ξη και γνώ­μη. Γι΄αυτό και κατά τον ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, αφού προ­έ­τα­ξε αυτό ο Κύριος πρό­σθε­σε: «Οτος γάρ στιν νόμος κα ο προφται(:Αυτός είναι ουσια­στι­κά και συνο­πτι­κά ο νόμος και οι προ­φή­τες, το να αγα­πά­τε δηλα­δή τον διπλα­νό σας σαν τον εαυ­τό σας)» [Ματθ.7,12: «Πάν­τα ον σα ν θέλη­τε να ποισιν μν ο νθρω­ποι, οτω κα μες ποιτε ατος· οτος γάρ στιν νόμος κα ο προφται(:Και για να συγ­κε­φα­λαιώ­σω λοι­πόν όλα όσα προ­η­γου­μέ­νως σας είπα, σας προ­σθέ­τω: Όλα όσα θέλε­τε να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, τα ίδια να κάνε­τε και σεις σ’ αυτούς· διό­τι αυτός είναι ουσια­στι­κά και συνο­πτι­κά ο νόμος και οι προ­φή­τες, το να αγα­πά­τε δηλα­δή τον διπλα­νό σας σαν τον εαυ­τό σας)»]. Πραγ­μα­τι­κά συγ­κε­φα­λαιώ­νον­τας σε κάποιο άλλο σημείο είπε ότι όλος ο νόμος και οι προ­φή­τες κρέ­μον­ται σε δύο εντο­λές, στην αγά­πη προς τον Θεό και στην αγά­πη προς τον πλη­σί­ον [Ματθ.22,40: «ν ταύ­ταις τας δυσν ντο­λας λος νόμος κα ο προφται κρέ­μαν­ται(:Σ’ αυτές τις δύο εντο­λές στη­ρί­ζε­ται όλος ο νόμος και η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών)»]· τώρα δε συνή­γα­γε το όλο σε ένα και συμ­πε­ριέ­λα­βε όχι μόνο την δικαιο­σύ­νη κατά τον νόμο και τους προ­φή­τες, αλλά και όλη γενι­κά την ανά­με­σα στους ανθρώ­πους αγα­θο­ερ­γία, διό­τι τώρα δεν νομο­θε­τεί μόνο σε ένα γένος, αλλά σε όλη την οικου­μέ­νη, μάλ­λον δε στους προ­σελ­θόν­τες σε Αυτόν δια της πίστε­ως από κάθε έθνος κάτω από τον ουρα­νό.

Και όχι μόνο συμ­πε­ριέ­λα­βε, αλλά και έδει­ξε ότι καθε­μιά από τις εντο­λές που δόθη­καν από Αυτόν είναι σε εμάς έμφυ­τη. Πραγ­μα­τι­κά αυτό είναι εκεί­νο, για το οποίο ο Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος μάς δίδει την παραγ­γε­λία: «ποθέ­με­νοι πσαν υπα­ρί­αν κα περισ­σεί­αν κακί­ας ν πρα­ΰ­τη­τι δέξα­σθε τν μφυ­τον λόγον τν δυνά­με­νον σσαι τς ψυχς μν (:Πετάξ­τε μακριά από τις ψυχές σας ως ακά­θαρ­το ένδυ­μα κάθε ηθι­κή ρυπα­ρό­τη­τα και ακα­θαρ­σία και κάθε περιτ­τό στις σκέ­ψεις, τους λόγους και τις πρά­ξεις σας, το οποίο ως περιτ­τό που είναι προ­έρ­χε­ται απ’ την κακία˙ και δεχθεί­τε με πρα­ό­τη­τα τον ευαγ­γε­λι­κό λόγο που φυτεύ­τη­κε μέσα σας με την εν Χρι­στώ ανα­γέν­νη­σή σας και έχει τη δύνα­μη να σώσει τις ψυχές σας)» [Ιακ.1,21].

Αυτό επί­σης προ­α­να­φώ­νη­σε ο Θεός και μέσω του Ιερε­μία, λέγον­τας: «δο μέραι ρχον­ται, φησ Κύριος, κα δια­θή­σο­μαι τ οκ σραλ κα τ οκ ούδα δια­θή­κην και­νήν, ο κατ τν δια­θή­κην, ν διε­θέ­μην τος πατρά­σιν ατν ν μέρ πιλα­βο­μέ­νου μου τς χειρς ατν ξαγα­γεν ατος κ γς Αγύπτου, τι ατο οκ νέμει­ναν ν τ δια­θήκ μου, κα γ μέλη­σα ατν, φησ Κύριος. τι ατη δια­θή­κη μου, ν δια­θή­σο­μαι τ οκ σραλ μετ τς μέρας κεί­νας, φησ Κύριος· διδος δώσω νόμους ες τν διά­νοιαν ατν κα π καρ­δί­ας ατν γρά­ψω ατούς· κα σομαι ατος ες Θεόν, κα ατο σον­ταί μοι ες λαόν(: Ιδού έρχον­ται μέρες, λέει ο Κύριος, και θα συνά­ψω με τον οίκο Ισρα­ήλ και με τον οίκο Ιού­δα, ‘’με τον νέο Ισρα­ήλ της χάρι­τος’’, δια­θή­κη νέα. Η νέα αυτή δια­θή­κη δεν θα είναι όμοια με εκεί­νη που έκα­να με τους προ­πά­το­ρες του παλαιού Ισρα­ήλ και του Ιού­δα την ημέ­ρα κατά την οποία τους έπια­σα από το χέρι, για να τους βγά­λω ελεύ­θε­ρους από την χώρα της Αιγύ­πτου. Η δια­θή­κη εκεί­νη θα καταρ­γη­θεί, διό­τι αυτοί δεν έμει­ναν πιστοί στην δια­θή­κη μου, για τον λόγο αυτόν και Εγώ τους παρα­μέ­λη­σα, λέει ο Κύριος. Διό­τι αυτή είναι η νέα δια­θή­κη, την οποία θα συνά­ψω με τον οίκο του νέου πνευ­μα­τι­κού Ισρα­ήλ ύστε­ρα από τις ημέ­ρες εκεί­νες, λέει ο Κύριος. Δηλα­δή θα δώσω οπωσ­δή­πο­τε τους νόμους μου κατα­νο­η­τούς και ικα­νο­ποι­η­τι­κούς στην διά­νοιά τους και θα γρά­ψω αυτούς όχι σε πλά­κες λίθι­νες, αλλά βαθιά στις καρ­διές τους και θα είμαι σε αυτούς Θεός, ενώ αυτοί θα είναι σε Εμέ­να λαός εκλε­κτός)» [Ιερ.38,31–33] διό­τι το να θέλει κανείς κάτι συνει­δη­τά είναι ιδιό­τη­τα της δια­νοί­ας. Αφού σε αυτόν τον έμφυ­το νόμο έδει­ξε τώρα ανα­γραμ­μέ­να όλα τα ευαγ­γε­λι­κά παραγ­γέλ­μα­τα ο Κύριος, προ­στά­ζει και νομο­θε­τεί να ζού­με σύμ­φω­να με αυτά· διό­τι ενέ­βα­λε μέσα στη φύση μας την γνώ­ση του πρα­κτέ­ου, ως φιλά­γα­θος και φιλάν­θρω­πος που είναι.

Και δεν έδει­ξε μόνο έμφυ­τη κάθε ευαγ­γε­λι­κή εντο­λή ο Κύριος με αυτήν την κεφα­λαιώ­δη παραί­νε­ση λέγον­τας: «Όπως θέλε­τε να κάνουν σε σας οι άνθρω­ποι, να κάνε­τε και εσείς σε αυτούς ομοί­ως», αλλά και δίκαιη και εύκο­λη και συμ­φέ­ρου­σα, εύλη­πτη επί­σης σε όλους και ανα­γνω­ρί­σι­μη από μόνη της. Τι δηλα­δή; Δεν γνω­ρί­ζεις ότι το να οργί­ζε­σαι ενάν­τια στον αδελ­φό σου και να τον λοι­δο­ρείς, και μάλι­στα χωρίς λόγο, είναι κακό; Και πώς εσύ δεν θέλεις να υπο­στείς από εκεί­νον οργή και λοι­δο­ρία, και ούτε καν φθά­νεις σε αυτήν την γνώ­μη έπει­τα από σκέ­ψη, αλλά αμέ­σως δυσα­να­σχε­τείς προς την εναν­τί­ον σου κινου­μέ­νη οργή και λοι­δο­ρία και την απο­φεύ­γεις με κάθε τρό­πο, διό­τι δεν την κατα­δέ­χε­σαι, οπωσ­δή­πο­τε ως κακή, ως άθε­σμη, ως ασύμ­φο­ρη; Έτσι θεω­ρείς την προς την σύζυ­γό σου εμπα­θή και περί­ερ­γη θέα από έναν άλλο, έτσι θεω­ρείς όχι μόνο το εναν­τί­ον σου, αλλά και το προς εσέ­να από οποιον­δή­πο­τε λεγό­με­νο ψεύ­δος· και γενι­κώς αυτή την διά­θε­ση έχο­με απέ­ναν­τι σε όλα τα απα­γο­ρευ­μέ­να από την ευαγ­γε­λι­κή εντο­λή. Τι πρέ­πει να πού­με για τις αμαρ­τω­λές πρά­ξεις που έχουν προ­α­πα­γο­ρευ­θεί από τον παλαιό νόμο, του φόνου, της μοι­χεί­ας, της επιορ­κί­ας, της αδι­κί­ας και των ομοί­ων; Επί­σης δε και για τις αντί­θε­τες προς αυτά αρε­τές, και πώς μας αρέ­σουν αυτοί που τις χρη­σι­μο­ποιούν υπέρ μας; Βλέ­πεις ότι και γνω­ρί­ζεις καθε­μία από τις αρε­τές και κρί­νεις ότι είναι και δίκαιη και συμ­φέ­ρου­σα; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και εύκο­λη; Διό­τι άλλω­στε δεν θα θεω­ρού­σες πολύ αξιό­μεμ­πτο όποιον θυμώ­νει εναν­τί­ον σου ή ψεύ­δε­ται ή σε επι­βου­λεύ­ε­ται κατά άλλον τρό­πο, αν νόμι­ζες ότι είναι δυσκα­τόρ­θω­το ή αδύ­να­το να απέ­χει εκεί­νος από το καθέ­να από αυτά.

Να μη συμ­βαί­νει λοι­πόν, όταν μεν κακο­ποιεί­σαι εσύ από άλλον, υβρι­ζό­με­νος ή απα­τώ­με­νος ή ζημιού­με­νος, να δικά­ζε­σαι σωστά, όταν όμως εσύ ο ίδιος υβρί­ζεις και αδι­κείς και επι­χει­ρείς να απα­τάς τον πλη­σί­ον, να δικά­ζεις μη βγά­ζον­τας την ίδια ψήφο για τα ίδια πράγ­μα­τα· αλλά ως νηφά­λιος κρι­τής, όσα μεν κακά δεν θέλεις να πάθεις από άλλον οπωσ­δή­πο­τε να μην τα κάνεις ούτε εσύ στον άλλον, όσα δε αγα­θά ποθείς να σου γίνον­ται από άλλον, αυτά να γίνον­ται και από σένα προς εκεί­νον. Ζητείς από κάποιον κάτι, τυχόν βοή­θεια ή άλλη ανάγ­κη, και θέλεις οπωσ­δή­πο­τε να το λάβεις, επει­δή το θεω­ρείς καλό; Για­τί όχι; Όταν λοι­πόν κάποιος άλλος ζητεί από σένα κάτι, σπεύ­σε να του φανείς ομό­λο­γος, και να θεω­ρείς καλό και να εργά­ζε­σαι ώστε και εκεί­νος να λάβει από εσέ­να. Αλλά εκεί­νος σου ζητεί κάτι περισ­σό­τε­ρο από όσα έχεις; Δεί­ξε από όσα έχεις ότι, κι αν είχες περισ­σό­τε­ρα, θα παρεί­χες· «διό­τι αν υπάρ­χει η θέλη­ση», λέγει ο Παύ­λος, «είναι κανείς ευπρόσ­δε­κτος από όσα έχει, όχι από όσα δεν έχει» [Β΄Κορ.8,11 κ.ε.: «Νυν δ κα τ ποισαι πιτε­λέ­σα­τε, πως καθά­περ προ­θυ­μία το θέλειν, οτω κα τ πιτε­λέ­σαι κ το χειν(:Τώρα λοι­πόν συν­τε­λέ­στε και απο­τε­λειώ­στε το έργο της συνει­σφο­ράς, ώστε, όπως είχα­τε την προ­θυ­μία της καλής θελή­σε­ως, έτσι να τελειώ­σει και να ολο­κλη­ρω­θεί με επι­τυ­χία και η συνει­σφο­ρά, ανά­λο­γα με όσα έχε­τε)»].

Θέλεις να αγα­πά­σαι από όλους, να κερ­δί­ζεις συγνώ­μη, και θεω­ρείς την κατά­κρι­ση βαριά και δυσβά­στα­κτη, και μάλι­στα ενώ έφται­ξες λίγο; Να αγα­πάς λοι­πόν και εσύ όλους, να δίνεις πρό­θυ­μα συγνώ­μη, να απέ­χεις από την κατά­κρι­ση, βλέ­πον­τας κατά κάποιον τρό­πο τον εαυ­τό σου στον κάθε άνθρω­πο και έτσι απο­φα­σί­ζον­τας και έτσι δια­τι­θε­μέ­νος και έτσι ενερ­γών­τας. «τι οτως στ τ θέλη­μα το Θεο(:Δείξ­τε νομι­μο­φρο­σύ­νη και υπο­τα­γή, διό­τι έτσι είναι το θέλη­μα του Θεού)», λέγει ο κορυ­φαί­ος των απο­στό­λων Πέτρος, «γαθο­ποιοντας φιμον τν τν φρό­νων νθρώ­πων γνω­σί­αν (:με την αγα­θο­ερ­γία να επι­βάλ­λε­τε σιω­πή στην άγνοια των ανθρώ­πων που σας κατη­γο­ρούν, χωρίς να ξέρουν ποιοι είστε)»[Α΄Πέτρ.2,15], δηλα­δή όσων είναι ανά­με­σά μας και μας εχθρεύ­ον­ται χωρίς λόγο και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους όσα επι­θυ­μούν αυτοί να λαμ­βά­νουν από άλλους.

Πραγ­μα­τι­κά πώς δεν είναι άφρο­νας όποιος με την ίδια φύση δεν θέλει το ίδιο, ούτε απο­δί­δει την ίδια κρί­ση, παρό­λο που φυσι­κά ενυ­πάρ­χουν σε εμάς και η κρί­ση αυτή και η θέλη­ση; Διό­τι όλοι από την φύση μας αυτο­κι­νού­μα­στε προς την θέλη­ση να αγα­πιό­μα­στε και να ευερ­γε­τού­μα­στε από όλους, όπως και από τους εαυ­τούς μας. Επο­μέ­νως και η θέλη­ση να αγα­θο­ποιού­με και να είμα­στε προς όλους καλά δια­τε­θει­μέ­νοι, όπως και προς τους εαυ­τούς μας, είναι έμφυ­τη σε εμάς· κι αυτό επει­δή έχο­με μεν γίνει όλοι κατ’ εικό­να Θεού, αλλά επει­δή υπει­σήλ­θε και πλη­θύν­θη­κε η αμαρ­τία, την μεν αγά­πη του καθε­νός μας προς τον εαυ­τό του δεν έσβη­σε, διό­τι κατά τίπο­τε δεν εναν­τιώ­νε­ται σε εκεί­νη, την δε αγά­πη μετα­ξύ μας, ως κορύ­φω­μα των αρε­τών, κατέ­ψυ­ξε και αλλοί­ω­σε και αχρεί­ω­σε. Γι’αυ­τό Εκεί­νος που ανα­νε­ώ­νει την φύση μας και την ανα­κα­λεί προς την χάρη της εικό­νας της, δίνον­τας τους νόμους Του κατά τον προ­φη­τι­κό λόγο στις καρ­διές μας[Ιερεμ.38,33], λέγει: «Καθς θέλε­τε να ποισιν μν ο νθρω­ποι, κα μες ποιετε ατος μοί­ως(:Όπως θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται και να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, έτσι ακρι­βώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε κι εσείς σ’ αυτούς και να τους κάνε­τε τα ίδια)» [Λου­κά 6,32]· και «ν δανεί­ζη­τε παρ᾿ ν λπί­ζε­τε πολα­βεν, ποία μν χάρις στί; κα γρ μαρ­τω­λο μαρ­τω­λος δανεί­ζου­σιν να πολά­βω­σι τ σα (:Αν δανεί­ζε­τε σε εκεί­νους από τους οποί­ους ελπί­ζε­τε να πάρε­τε πίσω αυτά που δανεί­σα­τε, ποια χάρη και αντα­πό­δο­ση από τον Θεό σας ανή­κει; Καμία· διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί δανεί­ζουν σε άλλους αμαρ­τω­λούς για να πάρουν πίσω ολό­κλη­ρο το ποσό που δάνει­σαν ή και σε ώρα ανάγ­κης να πάρουν και αυτοί ίσα οφέ­λη και δάνεια από εκεί­νους στους οποί­ους δάνει­σαν)» [Λου­κά 6,34].

Εδώ λέγει αμαρ­τω­λούς όσους δεν φέρουν το όνο­μά Του και όσους δεν περ­νούν την ζωή τους σύμ­φω­να με το ευαγ­γέ­λιό Του, αφού τους συμ­πε­ριέ­λα­βε σε ένα όνο­μα και δεί­χνον­τας με αυτό ότι δεν υπάρ­χει όφε­λος να ονο­μα­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί, αν με τα έργα δεν δια­φέ­ρο­με από τα έθνη. Όπως δηλα­δή έλε­γε προς τους Ιου­δαί­ους ο μέγας Παύ­λος, ότι «περι­τομ μν γρ φελε, ἐὰν νόμον πράσσς· ἐὰν δ παρα­βά­της νόμου ς, περι­το­μή σου κρο­βυ­στία γέγο­νεν(:Κι έτσι, ενώ έχεις περι­τμη­θεί, αυτό δεν σε ωφε­λεί σε τίπο­τε. Διό­τι η περι­το­μή ωφε­λεί βέβαια, εάν τηρείς τα προ­στάγ­μα­τα του νόμου˙ εάν όμως είσαι παρα­βά­της του νόμου, η περι­το­μή σου έχα­σε κάθε αξία ενώ­πιον του Θεού και έγι­νε σαν την ακρο­βυ­στία˙ και συνε­πώς είσαι κι εσύ σαν να μην έχεις περι­τμη­θεί)» [Ρωμ.2,25].

Έτσι τώρα ο Χρι­στός λέγει σε εμάς δια του ευαγ­γε­λί­ου, ότι «σε σας τους δικούς μου θα υπάρ­χει χάρις πλη­σί­ον μου, αν τηρεί­τε τις εντο­λές μου· εάν όμως επι­τε­λεί­τε τα έργα των αμαρ­τω­λών και τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο, με το να αγα­πά­τε αυτούς που σας αγα­πούν και να αγα­θο­ποιεί­τε όσους σας αγα­θο­ποιούν, καμία παρ­ρη­σία δεν θα έχε­τε γι’ αυτά προς εμέ­να»[ βλ. Λου­κά 6,31–38: «Κα καθς θλετε να ποισιν μν ο νθρω­ποι, κα μες ποιετε ατος μοως. Κα ε γαπτε τος γαπντας μς, ποα μν χρις στ; κα γρ ο μαρ­τω­λο τος γαπντας ατος γαπσι. Κα ἐὰν γαθο­ποιτε τος γαθο­ποιοντας μς, ποα μν χρις στ; Κα γρ ο μαρ­τω­λο τ ατ ποιοσι. Κα ἐὰν δανεζητε παρ᾿ ν λπζετε πολα­βεν, ποα μν χρις στ; Κα γρ μαρ­τω­λο μαρ­τω­λος δανεζου­σιν να πολβωσι τ σα. Πλν γαπτε τος χθρος μν κα γαθο­ποιετε κα δανεζετε μηδν πελπζον­τες, κα σται μισθς μν πολς, κα σεσθε υο ψστου, τι ατς χρηστς στιν π τος χαρστους κα πονη­ρος. Γνεσθε ον οκτρμο­νες, καθς κα πατρ μν οκτρμων στ. Κα μ κρνετε, κα ο μ κριθτε· μ κατα­δικζετε, κα ο μ κατα­δι­κα­σθτε· πολετε, κα πολυθσεσθε· δδοτε, κα δοθσεται μν· μτρον καλν, πεπιε­σμνον κα σεσα­λευμνον κα περεκ­χυνμενον δσου­σιν ες τν κλπον μν· τ γρ ατ μτρ μετρετε, ντι­με­τρηθσεται μν(:Και με λίγες λέξεις, όπως θέλε­τε να σας συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται και να σας κάνουν οι άνθρω­ποι, έτσι ακρι­βώς να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε κι εσείς σ’ αυτούς και να τους κάνε­τε τα ίδια. Διό­τι εάν αγα­πά­τε μόνο εκεί­νους που σας αγα­πούν, ποια εύνοια και ποια αμοι­βή σας ανή­κει από τον Θεό; Καμία. Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί αγα­πούν εκεί­νους που τους αγα­πούν. Κι αν κάνε­τε το καλό σ’ εκεί­νους που σας ευερ­γε­τούν, ποια εύνοια και χάρη και αντα­μοι­βή σάς ανή­κει από τον Θεό; Καμία. Διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί το ίδιο κάνουν. Κι αν δανεί­ζε­τε σε εκεί­νους από τους οποί­ους ελπί­ζε­τε να πάρε­τε πίσω αυτά που δανεί­σα­τε, ποια χάρη και αντα­πό­δο­ση από τον Θεό σας ανή­κει; Καμία· διό­τι και οι αμαρ­τω­λοί δανεί­ζουν σε άλλους αμαρ­τω­λούς για να πάρουν πίσω ολό­κλη­ρο το ποσό που δάνει­σαν ή και σε ώρα ανάγ­κης να πάρουν και αυτοί ίσα οφέ­λη και δάνεια από εκεί­νους στους οποί­ους δάνει­σαν. Εσείς όμως να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας και να τους ευερ­γε­τεί­τε και να τους δανεί­ζε­τε χωρίς να ελπί­ζε­τε σε καμία αντα­πό­δο­ση απ’ αυτούς. Και θα είναι πολύς ο μισθός σας και μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας από τον Θεό. Και θα είστε στην Βασι­λεία των ουρα­νών κατά χάριν παι­διά του υψί­στου Θεού, με τον οποίο θα μοιά­ζε­τε πνευ­μα­τι­κώς. Διό­τι κι Αυτός είναι ευερ­γε­τι­κός και ωφέ­λι­μος στους ανθρώ­πους που δεί­χνουν αχα­ρι­στία στις τόσες ευερ­γε­σί­ες Του και που δεν έχουν καλή διά­θε­ση και προ­αί­ρε­ση, αλλά είναι πονη­ροί. Να γίνε­στε λοι­πόν σπλα­χνι­κοί προς τον συνάν­θρω­πό σας και συμ­πο­νε­τι­κοί στις δυστυ­χί­ες του και στις ανάγ­κες του, όπως και ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας είναι σπλα­χνι­κός σε όλους. Και μην κατα­κρί­νε­τε από ασυμ­πά­θεια και εγωι­σμό τις πρά­ξεις των συναν­θρώ­πων σας˙ ασφα­λώς τότε κι εσείς δεν θα κατα­κρι­θεί­τε από τον Θεό στη μέλ­λου­σα Κρί­ση. Μη γίνε­σθε δικα­στές απρό­σκλη­τοι και εύκο­λοι για να κατα­δι­κά­ζε­τε τον συνάν­θρω­πό σας˙ έτσι δεν θα κατα­δι­κα­σθεί­τε από τον Θεό. Εφό­σον δεν σας έχει ανα­τε­θεί ως καθή­κον να δικά­ζε­τε, να κρί­νε­τε στις ιδιω­τι­κές σας συζη­τή­σεις με συμ­πά­θεια και να αθω­ώ­νε­τε τους άλλους, και θα κρι­θεί­τε κι εσείς με επιεί­κεια και θα αθω­ω­θεί­τε από τον Θεό. Δίνε­τε σε εκεί­νους που έχουν ανάγ­κη βοή­θειας, και θα δώσει και σε σας βοή­θεια ο Θεός. Η πρό­νοια, η δικαιο­σύ­νη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού θα σας δώσει στην αγκα­λιά σας ένα μέτρο καλό, στοι­βαγ­μέ­νο και κου­νη­μέ­νο, ώστε να μη μένει καθό­λου κενός χώρος στο δοχείο της μετρή­σε­ως, ένα μέτρο που θα πλε­ο­νά­ζει και θα ξεχύ­νε­ται· διό­τι με την ίδια πλού­σια διά­θε­ση και με το ίδιο μέτρο της ευερ­γε­σί­ας με το οποίο μετρά­τε τις δωρε­ές σας προς τους άλλους, θα μετρή­σει και θα αντα­πο­δώ­σει και σε σας ο Θεός)»].

Και δεν λέγει τέτοια πράγ­μα­τα για να απο­τρέ­ψει όσους αγα­πούν από το να αγα­πούν και όσους αγα­θο­ποιούν να αγα­θο­ποιούν και να δανεί­ζουν σε εκεί­νους από τους οποί­ους πρό­κει­ται να ξανα­πά­ρουν· αλλά παρι­στά­νει το καθέ­να από αυτά ως άμι­σθο, διό­τι έχει εδώ την αντα­πό­δο­ση και δεν φέρει καμία χάρη στην ψυχή μήτε την καθα­ρί­ζει από την κηλί­δα της αμαρ­τί­ας που έχει απο­τυ­πω­θεί σε αυτήν. Αυτά λοι­πόν, αν μεν είναι παρόν­τα δεν φέρουν στην ψυχή κανέ­να κέρ­δος και καμία χάρη ως αντί­θε­τη αντα­πό­δο­ση, αν πάλι απου­σιά­ζουν, πολ­λή μέμ­ψη και ζημία επι­φέ­ρουν. Όσοι δεν αγα­πούν ούτε εκεί­νους που τους αγα­πούν και τους φρον­τί­ζουν είναι χει­ρό­τε­ροι και από τους τελώ­νες και αμαρ­τω­λούς· όσοι όμως τους αντα­μεί­βουν και με τα αντί­θε­τα, με έργα ή με λόγια, πόσο περισ­σό­τε­ρο; Τέτοιοι είναι πάν­τως και όσοι αφη­νιά­ζουν προς τους άρχον­τες της πόλε­ως που μάλι­στα καθη­με­ρι­νά κατα­βάλ­λουν γι’ αυτούς σημαν­τι­κές φρον­τί­δες, όσοι δεν απο­δί­δουν την αρμό­ζου­σα εύνοια προς τους από τον Θεό τοπο­θε­τη­μέ­νους βασι­λείς, όσοι δεν ταπει­νώ­νον­ται κάτω από το κρα­ταιό χέρι του Θεού, αλλά απει­θούν στην Εκκλη­σία του Χρι­στού και αγα­να­κτούν μάταια κατά των προ­στα­τών της Εκκλη­σί­ας, που μάλι­στα νοιά­ζον­ται γι’ αυτούς και θέλουν και εύχον­ται και πράτ­τουν με όλη τους την δύνα­μη κάθε αγα­θό και ωφέ­λι­μο γι’ αυτούς.

Αλλά και εκεί­νοι που δεν θέλουν να δανεί­ζουν στους υπο­σχό­με­νους να ξανα­δώ­σουν τα ίσα στον και­ρό τους, ενώ απαι­τούν τόκους, και μάλι­στα υψη­λούς, και χωρίς αυτούς δεν επι­τρέ­πουν ούτε να εμφα­νί­ζε­ται ο κήν­σος και το αργύ­ριο, είναι σχε­δόν άνο­μοι και χει­ρό­τε­ροι από τους αμαρ­τω­λούς, ως μη πει­θό­με­νοι ούτε στον παλαιό Νόμο, ούτε στην Νέα Δια­θή­κη. Από αυτά η μεν Δια­θή­κη προ­τρέ­πει να δανεί­ζο­με και σε εκεί­νους από τους οποί­ους δεν υπάρ­χει ελπί­δα να ξανα­πά­ρου­με ως δάνειο[Λουκά 6,34: «Κα ἐὰν δανεί­ζη­τε παρ᾿ ν λπί­ζε­τε πολα­βεν, ποία μν χάρις στί; κα γρ μαρ­τω­λο μαρ­τω­λος δανεί­ζου­σιν να πολά­βω­σι τ σα» ], ο δε Νόμος λέγει «να μην τοκί­ζεις τα χρή­μα­τά σου» [Λευίτ.25,37: «Τ ργύ­ριόν σου ο δώσεις ατ π τόκ κα π πλε­ο­να­σμ ο δώσεις ατ τ βρώ­μα­τά σου(:Δεν θα δανεί­σεις τα χρή­μα­τά σου στον φτω­χό με τόκο και δεν θα του δώσεις τα τρό­φι­μά σου με σκο­πό να απο­κτή­σεις περισ­σό­τε­ρα)»· και Δευτ.23,20: «Οκ κτο­κιες τ δελφ σου τόκον ργυ­ρί­ου κα τόκον βρω­μά­των κα τόκον παντς πράγ­μα­τος, ο ἐὰν κδα­νείσς(: Δεν θα δανεί­ζεις με σκο­πό να παίρ­νεις τόκο από τον αδελ­φό σου, τόκο για χρή­μα­τα ή τόκο για τρό­φι­μα ή τόκο για οποιο­δή­πο­τε άλλο πράγ­μα που θα του δανεί­σεις)» κ.ε.], και επαι­νεί [Ψαλμ. 14,5: «Τ ργύ­ριον ατο οκ δωκεν π τόκ κα δρα π᾿ θοις οκ λαβεν. ποιν τατα, ο σαλευ­θή­σε­ται ες τν αἰῶνα(:Ο άνθρω­πος αυτός δεν εκμε­ταλ­λεύ­τη­κε ποτέ τον φτω­χό στην ανάγ­κη του, αλλά δάνει­σε άτο­κα τα χρή­μα­τά του και δεν έλα­βε ποτέ δώρα για να βλά­ψει και να αδι­κή­σει τους αθώ­ους. Εκεί­νος που πράτ­τει αυτά, θα παρα­μεί­νει αιώ­νια ασά­λευ­τος και ακλό­νη­τος εν μέσω οποιων­δή­πο­τε προ­σβο­λών και κιν­δύ­νων)»] και συνι­στά επί­σης να απο­φεύ­γουν την πόλη, της οποί­ας στις πλα­τεί­ες, δηλα­δή δημό­σια, συνά­πτον­ται δάνεια με τόκο και δόλο [Ψαλμ.54,11–12: «μέρας κα νυκτς κυκλώ­σει ατν π τ τεί­χη ατς, κα νομία κα κόπος ν μέσ ατς κα δικία, κα οκ ξέλι­πεν κ τν πλα­τειν ατς τόκος κα δόλος(:Ημέ­ρα και νύκτα η αντι­λο­γία αυτή την κυκλώ­νει και κάνει τον γύρο της επί των τει­χών της, σαν άλλο εχθρι­κό στρά­τευ­μα που την πολιορ­κεί, κατά τον οποίο χρό­νο στο εσω­τε­ρι­κό και το κέν­τρο της πόλε­ως κυριαρ­χεί η παρα­βί­α­ση των νόμων και η κατα­πί­ε­ση των φιλή­συ­χων και ο εκβια­σμός τους και κάθε είδος αδι­κί­ας. Και δεν έλει­ψε από τις πλα­τεί­ες της ολο­φά­νε­ρα και αναι­δώς διε­ξα­γο­μέ­νη η τοκο­γλυ­φία και η απά­τη)»].

Βλέ­πε­τε ότι ο τοκο­γλύ­φος δεν αφαι­ρεί μόνο της ψυχής του αλλά και της πολι­τεί­ας την δόξα, διό­τι της προ­σά­πτει κατη­γο­ρία απαν­θρω­πί­ας και την αδι­κεί όλη από κοι­νού σοβα­ρά; Διό­τι, ενώ είναι πολί­της αυτής και όσα έχει τα απέ­κτη­σε από αυτήν, δεν τα χρη­σι­μο­ποιεί υπέρ αυτής· σε αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανεί­ζει, σε αυτούς δε που έχουν, αλλά πάν­τως λίγα, δίνει με τόκο, ώστε μαζί με την τέχνη να τους αφαι­ρέ­σει και εκεί­να τα λίγα χρή­μα­τα που έχουν. Γι΄ αυτό προ­φα­νώς ο προ­φή­της με τον τόκο συνά­πτει τον δόλο λέγον­τας : «δο μάκρυ­να φυγα­δεύ­ων κα ηλίσθην ν τ ρήμῳ. Κατα­πόν­τι­σον, Κύριε, κα κατα­δί­ε­λε τς γλώσ­σας ατν, τι εδον νομί­αν κα ντι­λο­γί­αν ν τ πόλει. Κα οκ ξέλι­πεν κ τν πλα­τειν ατς τόκος κα δόλος(:Εάν πραγ­μα­τι­κά είχα τέτοιες φτε­ρού­γες θα απο­μα­κρυ­νό­μουν φεύ­γον­τας μακριά από τους εχθρούς που με επι­βου­λεύ­ον­ται και θα κατοι­κού­σα στο ύπαι­θρο και σε έρη­μο τόπο. Κατα­πόν­τι­σε, Κύριε, ως σε βυθό θαλάσ­σης τις συκο­φαν­τι­κές τους γλώσ­σες, και φέρε διαί­ρε­ση και πλή­ρη σύγ­χυ­ση σε αυτούς, ώστε να δια­σπα­στεί η εγκλη­μα­τι­κή προς το κακό συμ­φω­νία των παρα­νό­μων αυτών ανθρώ­πων, διό­τι αυτοί με τις δια­βο­λές τους διέ­φθει­ραν την πόλη, και βλέ­πω τώρα σε αυτή να επι­κρα­τεί παρα­νο­μία και η παρα­βί­α­ση των νόμων και ο από την αντι­λο­γία διχα­σμός και δια­πλη­κτι­σμός. Και δεν έλει­ψε από τις πλα­τεί­ες της ολο­φά­νε­ρα και αναι­δώς διε­ξα­γο­μέ­νη η τοκο­γλυ­φία και η απά­τη)» [Ψαλμ.54,8–12].

Σπεύ­δει, λοι­πόν, να πλου­τί­σει ο τοκι­στής όχι τόσο με χρή­μα­τα όσο με αμαρ­τή­μα­τα, κατα­στρέ­φον­τας και τον πλού­το και την ψυχή του δανει­στή· διό­τι οι τόκοι είναι σαν γεν­νή­μα­τα εχι­δνών, που φωλιά­ζουν στους κόλ­πους των φιλάρ­γυ­ρων και υπο­δει­κνύ­ουν ότι δεν θα δια­φύ­γουν τους ακοί­μη­τους σκώ­λη­κες που απει­λούν­ται για τον μέλ­λον­τα αιώ­να. Και αν κάποιος από αυτούς λέγει ότι «επει­δή δεν μου επι­τρέ­πεις να λαμ­βά­νω τόκους, θα κρα­τή­σω κον­τά μου το αργύ­ριο που μου περισ­σεύ­ει και δεν θα το προ­σφέ­ρω σε όσους χρειά­ζον­ται να δανει­στούν», ας γνω­ρί­ζει ότι κατέ­χει στους κόλ­πους του τις μητέ­ρες των εχι­δνών, που θα του γίνουν μητέ­ρες και των ακοι­μή­των εκεί­νων σκω­λή­κων.

Γι’ αυτά λοι­πόν ο Κύριος, για να μας απο­μα­κρύ­νει εκ του ασφα­λούς από τέτοια κακά, παραγ­γέλ­λει να αγα­πού­με και να αγα­θο­ποιού­με και τους εχθρούς και να δανεί­ζο­με στους μη έχον­τες να απο­δώ­σουν χωρίς να απελ­πι­ζό­μα­στε· διό­τι, λέγει: «Πλν γαπτε τος χθρος μν κα γαθο­ποιετε κα δανεί­ζε­τε μηδν πελ­πί­ζον­τες, κα σται μισθς μν πολύς, κα σεσθε υο ψίστου, τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς(:Εσείς όμως να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας και να τους ευερ­γε­τεί­τε και να τους δανεί­ζε­τε χωρίς να ελπί­ζε­τε σε καμία αντα­πό­δο­ση απ’ αυτούς. Και θα είναι πολύς ο μισθός σας και μεγά­λη η αντα­μοι­βή σας από τον Θεό. Και θα είστε στη Βασι­λεία των ουρα­νών κατά χάριν παι­διά του υψί­στου Θεού, με τον Οποίο θα μοιά­ζε­τε πνευ­μα­τι­κώς. Διό­τι κι Αυτός είναι ευερ­γε­τι­κός και ωφέ­λι­μος στους ανθρώ­πους που δεί­χνουν αχα­ρι­στία στις τόσες ευερ­γε­σί­ες Του και που δεν έχουν καλή διά­θε­ση και προ­αί­ρε­ση αλλά είναι πονη­ροί)» [Λου­κά 6,35]. «Να μη νομί­ζεις», λέγει, «επει­δή αγα­θο­ποιείς όσους κάνουν κακό και δίνεις σε όσους δεν απο­δί­δουν πίσω αυτό που τους δάνει­σες, ότι θα χάσεις τα δικά σου· διό­τι ο παρών και­ρός είναι του σπό­ρου της αγα­θο­ερ­γί­ας, ο δε και­ρός του κατάλ­λη­λου θερι­σμού είναι ο μέλ­λον­τας αιώ­νας». Μην απελ­πι­στείς λοι­πόν για τον ορι­σμέ­νο χρό­νο μετα­ξύ σπο­ράς και θερι­σμού, αλλά γνώ­ρι­ζε ότι θα συγ­κο­μί­σεις τα αγα­θά σου πολ­λα­πλά­σια, όπως και οι εδώ κακο­ποιούν­τες θα συγ­κο­μί­σουν τα δικά τους κακά. Διό­τι όποια σπεί­ρει κανείς εδώ, τέτοια θα θερί­σει εκεί, αλλά με μεγά­λη προ­σθή­κη.

Αν λοι­πόν με τα έργα σου ομοιώ­σεις τον εαυ­τό σου με τον Υιό του Θεού και δεί­ξεις ότι είσαι σε όλους χρη­στός, όπως και Εκεί­νος είναι σε όλους χρη­στός, εκεί θα λάβεις με αύξη­ση και προς Αυτόν ομοί­ω­ση, περι­λαμ­πό­με­νος με το φως της δόξης του Υψί­στου και συζών­τας αιω­νί­ως με εκεί­νους, με τους οποί­ους θα είναι Χρι­στός ο Θεός ανά­με­σα σε θεούς[Ψαλμ.81,1: « Θες στη ν συνα­γωγ θεν, ν μέσ δ θεος δια­κρι­νε(:Ο Θεός στά­θη­κε στο μέσο συνά­ξε­ως κρι­τών και αρχόν­των, τους οποί­ους ως αντι­προ­σώ­πους Του εγκα­τέ­στη­σε και με θείο κύρος περιέ­βα­λε, κατά την απο­νο­μή της δικαιο­σύ­νης, και ανά­με­σά τους λοι­πόν, αφού κατα­λά­βει την πρέ­που­σα σε Αυτόν θέση, θα κρί­νει όσους έχουν περι­βε­βλη­θεί θεία εξου­σία και την δια­χει­ρί­ζον­ται)»], δια­μοι­ρά­ζον­τας τα αξιώ­μα­τα της αϊδί­ας μακα­ριό­τη­τος· διό­τι αυτό δήλω­σε με την προ­σθή­κη: «σεσθε υο ψίστου, τι ατς χρη­στός στιν π τος χαρί­στους κα πονη­ρούς (:Και θα είστε στην Βασι­λεία των ουρα­νών κατά χάριν παι­διά του υψί­στου Θεού, με τον Οποίο θα μοιά­ζε­τε πνευ­μα­τι­κώς. Διό­τι κι Αυτός είναι ευερ­γε­τι­κός και ωφέ­λι­μος στους ανθρώ­πους που δεί­χνουν αχα­ρι­στία στις τόσες ευερ­γε­σί­ες Του και που δεν έχουν καλή διά­θε­ση και προ­αί­ρε­ση, αλλά είναι πονη­ροί)» [Λου­κά 6,35].

Γι’αυ­τό λοι­πόν ο Υιός του Θεού κατήλ­θε στην γη, αφού έκλι­νε τους ουρα­νούς, και έγι­νε υιός ανθρώ­που και είπε και έπρα­ξε τα τοιαύ­τα, και τέλος πάν­των πέθα­νε για χάρη μας και ανα­στή­θη­κε και πάλι ανήλ­θε στους ουρα­νούς, για να κάνει εμάς ουρα­νί­ους και αθά­να­τους και υιούς Θεού. Ώστε όσα απαι­τεί τώρα από μας, να αγα­πού­με τους εχθρούς, να αγα­θο­ποιού­με, να δανεί­ζου­με σε αυτούς που δεν έχουν να απο­δώ­σουν, όχι μόνο είναι κατάλ­λη­λα και συμ­φέ­ρον­τα για μας, όπως έχει προ­α­πο­δει­χθεί, αλλά και είναι μικρά παρα­βαλ­λό­με­να προς όσα δίδον­ται από Εκεί­νον. Διό­τι Αυτός μεν έδω­σε τον εαυ­τό Του για μας που όχι μόνο δεν είχα­με να αντα­πο­δώ­σου­με τίπο­τε, αλλά ανα­φα­νή­κα­με πρω­τύ­τε­ρα και αχά­ρι­στοι και πονη­ροί με πολ­λές ενέρ­γειες· και μας προ­τρέ­πει να δανεί­ζο­με από τα περιτ­τά και να ευερ­γε­τού­με από όσα έχο­με. Ποια και πόσα; Και για τα μικρά αυτά αντα­πο­δί­δει την προς εαυ­τόν ομοιό­τη­τα και την υψί­στη υιο­θε­σία και τους ουρα­νί­ους μισθούς, λέγον­τας: «Γίνε­σθε ον οκτίρ­μο­νες, καθς κα πατρ μν οκτίρ­μων στί.(:Να γίνε­στε λοι­πόν σπλα­χνι­κοί προς τον συνάν­θρω­πό σας και συμ­πο­νε­τι­κοί στις δυστυ­χί­ες του και στις ανάγ­κες του, όπως και ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας είναι σπλα­χνι­κός σε όλους)»[Λου­κά 6,36] και «σεσθε ον μες τέλειοι, σπερ πατρ μν ν τος ορανος τέλειός στιν (:Πρέ­πει λοι­πόν να γίνε­τε τέλειοι με την αγά­πη προς όλους, όπως είναι τέλειος και ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, ο οποί­ος είναι αγά­πη)» [Ματθ.5,48].

Μαζί με τον Οποίο και με το Άγιο Πνεύ­μα πρέ­πει σε Αυτόν δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομι­λία ΜΕ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 11, σελί­δες 67–85.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν παν­το­τι­νὴ ἐπί­γνω­ση τῆς φιλαν­θρω­πί­ας τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτούς, θὰ εἶναι φιλάν­θρω­ποι κι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. Δὲν ὑπάρ­χει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώ­πους ἄσπλα­χνους πρὸς τοὺς ἄλλους, ὅσο ἡ πεποί­θη­ση πῶς κανέ­νας δὲ θέλει νὰ δώσει καὶ στοὺς ἴδιους. Κανέ­νας; Καὶ ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τότε; Δὲ μᾶς ἀπο­ζη­μιώ­νει κάθε μέρα καὶ κάθε νύχτα ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐσπλα­χνία Του, σὲ ἀντί­θε­ση μ’ ἐμᾶς ποὺ εἴμα­στε ἄσπλα­χνοι; Δὲν εἶναι πιὸ σπου­δαῖο γιά μας νὰ μᾶς εὐερ­γε­τή­σει ὁ Βασι­λιᾶς στὴν αὐλή του μὲ τὴν εὐσπλα­χνία Του, ἀντὶ νὰ μᾶς εὐερ­γε­τοῦν οἱ δοῦ­λοι Του; Τί μᾶς ὠφε­λεῖ ἂν μᾶς εὐερ­γε­τοῦν ὅλοι οἱ δοῦ­λοι Του, ἀλλὰ ὁ Βασι­λιᾶς εἶναι συγ­κρα­τη­μέ­νος ἀπέ­ναν­τί μας;

Οἱ ἄνθρω­ποι γίνον­ται ἀνε­λε­ή­μο­νες ὅταν περι­μέ­νουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς ἐλε­ή­σουν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι περι­μέ­νουν τὸ ἴδιο ἀπ’ αὐτούς. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀμοι­βαία ἀνα­μο­νή, στὸ νὰ περι­μέ­νει δηλα­δὴ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ τὸν ἐλε­ή­σει, ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, σὰν ἕνας γενι­κὸς κανό­νας, γίνον­ται ἄσπλα­χνοι κι ἀνε­λε­ή­μο­νες. Ἡ ἐλεη­μο­σύ­νη ὅμως δὲν εἶναι παθη­τι­κὴ ἀρε­τή, ἀλλὰ ἐνερ­γη­τι­κή. Πῶς θὰ γνώ­ρι­ζαν οἱ ἄνθρω­ποι τὴ φιλαν­θρω­πία, ἂν καὶ Θεὸς δὲν τὴν εἶχε πρῶ­τος ἀσκή­σει σ’ αὐτούς; Ἢ φιλαν­θρω­πία τοῦ Θεοῦ ἀπαι­τεῖ τὴ φιλαν­θρω­πία τῶν ἀνθρώ­πων. Ἄν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε πρῶ­τος δεί­ξει τῇ φιλαν­θρω­πίᾳ Του, ὁ κόσμος δὲ θὰ ἤξε­ρε τί ἦταν.

Ἐκεῖ­νος ποὺ κατα­νο­εῖ πῶς η φιλαν­θρω­πία εἶναι ἐνερ­γη­τι­κὴ ἀρε­τὴ κι ὄχι παθη­τι­κή, κι ἀρχί­σει νὰ τὴν ἐφαρ­μό­ζει μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, σύν­το­μα θὰ δια­πι­στώ­σει πῶς ὁ οὐρα­νὸς κι ἡ γῆ ἀπο­κα­λύ­πτον­ται μπρο­στά του μὲ νέα χρώ­μα­τα. Σύν­το­μα θὰ κατα­νο­ή­σει τόσο τοῦ Θεοῦ τὴ φιλαν­θρω­πία ὅσο καὶ τοῦ ἀνθρώ­που.

Ἡ φιλαν­θρω­πία εἶναι ὅπως ἡ θραύ­ση πέτρας μὲ πέτρα, ποὺ πάν­τα παρά­γει σπιν­θῆ­ρα. Αὐτὸς ποὺ παρά­γει το σπιν­θῆ­ρα αὐτὸν κι ὁ ἄλλος ποὺ τὸν δέχε­ται, νιώ­θουν κι οἱ δυό τους τὴν παρου­σία τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη νιώ­θουν τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ θωπεύ­ει τίς καρ­διές τους. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Μακά­ριοι οἱ ἐλε­ή­μο­νες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεη­θή­σον­ται» (Ματθ. ἔ’ 7).

Ἡ εὐσπλα­χνία εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴ συμ­πό­νια, ποὺ οἱ ἰνδου­ϊ­στὲς θεω­ροῦν ὼς τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἀρε­τή. Ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ νιώ­σει συμ­πό­νια γιὰ ἕναν ἐπαί­τη, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν προ­σπε­ρά­σει. Ὁ φιλάν­θρω­πος ὅμως θὰ νιώ­σει συμ­πά­θεια γιὰ τὸν ἐπαί­τη καὶ θὰ τὸν βοη­θή­σει. Τὸ νὰ δεί­ξεις φιλαν­θρω­πία στὸν ἐπαί­τη δὲν εἶναι οὔτε τὸ πιὸ δύσκο­λο οὔτε τὸ ἀνώ­τε­ρο πρᾶγ­μα στὸ Νόμο τοῦ Χρι­στοῦ. Μεγά­λο πρᾶγ­μα εἶναι νὰ δεί­ξεις ἀγά­πη στοὺς ἐχθρούς σου. Η ἐλεη­μο­σύ­νη εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴ συχώ­ρε­ση τῶν προ­σβο­λῶν. Ἡ συχώ­ρε­ση τῶν προ­σβο­λῶν εἶναι τὸ πρῶ­το μισὸ τοῦ δρό­μου πρὸς τὸ Θεό. Ἢ τέλε­ση ἔργων ἀγά­πης εἶναι τὸ δεύ­τε­ρο μισό.

Εἶναι ἀπα­ραί­τη­το νὰ τὸ ποῦ­με πῶς ἡ ἀγά­πη εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴν κοσμι­κὴ δικαιο­σύ­νη; Ἄν δὲν ὑπῆρ­χε ἡ ἀγά­πη, ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ἦταν θύμα­τα τῆς κοσμι­κῆς νομι­κῆς δικαιο­σύ­νης. Χωρὶς ἀγά­πη καὶ νόμος δὲν μπο­ρεῖ νὰ περι­φρου­ρή­σει αὐτὸ ποὺ ἤδη ὑπάρ­χει. Ἡ ἀγά­πη ὅμως δημιουρ­γεῖ και­νούρ­για καὶ μεγά­λα ἔργα στὸν κόσμο. Όλό­κλη­ρο τὸν κόσμο τὸν δημιούρ­γη­σε ἡ ἀγά­πη. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι καλ­λί­τε­ρο στοὺς ἀνθρώ­πους ν’ ἀσκοῦν­ται ἀπὸ τὴ παι­δι­κή τους ἡλι­κία στὴ γνώ­ση τῆς γλυ­κύ­τη­τας ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ ἀγά­πη κι ἡ φιλαν­θρω­πία, παρὰ νὰ μάθουν τὴ σκλη­ρό­τη­τα τοῦ νόμου. Τὸ νόμο τὸν μαθαί­νει κανεὶς ὁπο­τε­δή­πο­τε. Ὅταν ὅμως ἡ καρ­διὰ σκλη­ρυν­θεῖ, εἶναι δύσκο­λο νὰ ξανα­γυ­ρί­σει καὶ νὰ γίνει σπλα­χνι­κή. Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι ἐλε­ή­μο­νες δὲ θ’ ἁμαρ­τή­σουν ἐνάν­τια στὸ νόμο. Ὅταν ὅμως τηροῦν το νόμο ἀλλὰ τοὺς λεί­πει η φιλαν­θρω­πία, δια­κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ χάσουν τὸ στε­φά­νι τῆς δόξας ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Κύριος στοὺς φιλάν­θρω­πους.

Το σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μιλά­ει γιὰ τὴν ὕψι­στη μορ­φὴ ἀγά­πης: τὴν ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔδω­σε τὴν ἐντο­λή — ὄχι συμ­βου­λὴ ἀλλὰ ἐντο­λή — ν’ ἀγα­πᾶ­με τοὺς ἐχθρούς μας. Ἡ ἐντο­λή Του αὐτὴ δὲν εἶναι περι­στα­σια­κὴ καὶ σπο­ρα­δι­κή, ὅπως εἶχε γίνει πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευ­σή Του σὲ κάποιες σπά­νιες περι­πτώ­σεις. Η ἐντο­λὴ τῆς ἀγά­πης γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας τοπο­θε­τεῖ­ται στὴν ὕψι­στη θέση στὸ εὐαγ­γέ­λιο.

Εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ καθὼς θέλε­τε ἕνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, καὶ ὕμεὶς ποιεῖ­τε αὐτοῖς όμοί­ως» (Λουκ. στ’31). Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νου εὐαγ­γε­λί­ου ποὺ μᾶς εἰσά­γουν στὴν ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἄν δὲ θέλε­τε νὰ γίνουν ἐχθροί σας οἱ ἄνθρω­ποι, πρώτ’ ἀπ’ ὅλα φρον­τί­στε νὰ μὴ γίνε­τε ἐσεῖς ἐχθροί τους. Ἄν εἶναι ἀλή­θεια πῶς κάθε ἄνθρω­πος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἔχει ἐχθρούς, αὐτὸ σημαί­νει πῶς εἶσαι ἐχθρὸς κάποιου. Πῶς τότε ἀπαι­τεῖς ἀπὸ ἕναν ἄνθρω­πο νὰ γίνει φίλος σου, ἀφοῦ εἶσαι ἐχθρός του; Πρῶ­τα λοι­πὸν ξερί­ζω­σε τὴν ἔχθρα ἀπὸ τὴν καρ­διά σου κι ὕστε­ρα νὰ μετρή­σεις τοὺς ἐχθρούς σου στὸν κόσμο. Στὸ μέτρο ποὺ θὰ ξερι­ζώ­σεις ἀπὸ τὴν καρ­διά σου τὴν πονη­ρὴ αὐτὴ ρίζα κι ἀπο­κό­ψεις ὅλα τὰ κλα­δά­κια ποὺ πετοῦν ἀπ’ αὐτήν, θὰ βρεῖς καὶ λιγό­τε­ρους ἐχθροὺς νὰ μετρή­σεις. Ἄν μετὰ θελή­σεις νὰ γίνουν φίλοι σου οἱ ἄνθρω­ποι, πρέ­πει ἐσὺ πρῶ­τα νὰ πάψεις νὰ εἶσαι ἐχθρός τους καὶ νὰ γίνεις φίλος τους. Ὅσο γίνε­σαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τόσο ὁ ἀριθ­μὸς τῶν ἐχθρῶν σοῦ θὰ μειώ­νε­ται καὶ στὸ τέλος θὰ μηδε­νι­στεῖ.

Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τὸ κύριο θέμα. Τὸ κύριο θέμα εἶναι πῶς σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση θὰ ἔχεις φίλο σου τὸ Θεό. Εἶναι πολὺ πιὸ σπου­δαῖο γιὰ τὴ σωτη­ρία σοῦ νὰ μὴν εἶσαι ἐχθρὸς κανε­νός, νὰ μὴν ἔχεις καθό­λου ἐχθρούς. Ἄν εἶσαι ἐχθρὸς ἄλλων, τόσο ἐσὺ ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι εἶστε ἐμπό­δια στὴ σωτη­ρία σου. Ὅταν εἶσαι φίλος μὲ τοὺς ἄλλους, τότε οἱ ἐχθροί σου, ἔστω καὶ ἀσυ­νεί­δη­τα, βοη­θοῦν στὴ σωτη­ρία σου. Ἄς σκε­φτό­ταν ἀλή­θεια κάθε ἄνθρω­πος τὸν ἀριθ­μὸ τῶν ἀνθρώ­πων τοὺς ὁποί­ους ἐχθρεύ­ε­ται ὁ ἴδιος, κι ὄχι ἐκεί­νους ποὺ εἶναι ἐχθροί του. Τότε τὸ σκο­τει­νὸ πρό­σω­πο αὐτοῦ τοῦ κόσμου θὰ ἄστρα­φτε μέσα σὲ μιὰ μέρα σὰν τὸν ἥλιο.

Ἢ ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ πῶς πρέ­πει νὰ κάνου­με στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ ζητᾶ­με κι ἐμεῖς ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι τόσο φυσι­κὴ καὶ τόσο σαφὴς καὶ καλή, ποὺ εἶναι νὰ θαυ­μά­ζει καὶ ν’ ἀπο­ρεῖ κανείς πὼς δὲν ἔχει γίνει ἀπὸ παλιὰ μιὰ καθη­με­ρι­νὴ συνή­θεια στοὺς ἀνθρώ­πους. Κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲ θέλει νὰ τὸν βλά­ψουν οἱ ἄλλοι. Ἑπο­μέ­νως ἂς μὴ βλά­ψει κι αὐτὸς τοὺς ἄλλους. Κάθε ἄνθρω­πος θέλει νὰ τοῦ φέρον­ται καλά. Ἑπο­μέ­νως ἂς φέρε­ται κι αὐτὸς καλὰ στοὺς ἄλλους. Κάθε ἄνθρω­πος θέλει νὰ τοῦ συχω­ροὺν τίς ἁμαρ­τί­ες του. “Ἄς συχω­ρεὶ κι αὐτὸς τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἄλλων. Κάθε ἄνθρω­πος θέλει νὰ συμ­πά­σχουν οἱ ἄλλοι στὶς λῦπες του καὶ νὰ χαί­ρον­ται στὴ χαρά του. “Ἄς συμ­πά­σχει κι αὐτὸς μὲ τίς λῦπες τῶν ἄλλων κι ἂς χαί­ρε­ται μὲ τίς χαρές τους. Κάθε ἄνθρω­πος θέλει ν’ ἀκού­ει καλὰ λόγια ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Θέλει νὰ τὸν τιμοῦν, νὰ τὸν ταΐ­ζουν ὅταν πει­νά­ει, νὰ τὸν ἐπι­σκέ­πτον­ται ὅταν εἶναι ἄρρω­στος καὶ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­ουν ὅταν τὸν κυνη­γοῦν. Ἄς κάνει κι τὰ ἴδια στοὺς ἄλλους.

Αὐτὸ ἰσχύ­ει τόσο γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους ἀτο­μι­κά, ὅσο καὶ γιὰ ὁμά­δες ἀνθρώ­πων, γει­το­νι­κὲς φυλές, ἔθνη καὶ κρά­τη. “Ἄν τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ τὴν υἱο­θε­τοῦ­σαν σὰν κανό­να ὅλες οἱ τάξεις, τὰ ἔθνη καὶ τὰ κρά­τη, θὰ ἔπαυε ἀμέ­σως κάθε κακία καὶ σύγ­κρου­ση ἀνά­με­σά τους, θὰ ἐξα­λει­φό­ταν κάθε ἔχθρα καὶ πόλε­μος. Αὐτὸ εἶναι τὸ φάρ­μα­κο γιὰ κάθε παρό­μοια ἀρρώ­στια, δὲν ὑπάρ­χει κανέ­να ἄλλο.

Καὶ συνε­χί­ζει ὁ Κύριος: «Καὶ εἰ ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἀγα­πῶν­τας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστὶς καὶ γὰρ οἱ ἁμαρ­τω­λοί τους ἀγα­πῶν­τας αὐτοὺς ἀγα­πῶ­σι. Και ἐὰν ἀγα­θο­ποι­ῆ­τε τοὺς ἀγα­θο­ποιούν­τας ὑμᾶς, ποῖα ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦ­σι. καὶ ἐὰν δανεί­ζη­τε παρ’ ὤν ἐλπί­ζε­τε ἀπο­λα­βεῖν, ποία,ποῖα ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρ­τω­λοὶ ἁμαρ­τω­λοῖς δανεί­ζου­σιν ἶνα,ἵνα ἀπο­λά­βω­σι τὰ ἴσα» (Λουκ. στ’ 32–34). Αὐτὸ πάει νὰ πεί: Ἄν περι­μέ­νε­τε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ σᾶς κάνουν καλὸ καὶ τὴν καλο­σύ­νη αὐτὴ νὰ τὴν ἀντα­μεί­ψε­τε καὶ σεὶς μὲ καλό, δὲν κάνε­τε κάτι ἐπαι­νε­τό. Περι­μέ­νει ὁ Θεὸς ἀντα­μοι­βὴ γιὰ τὴ θερ­μό­τη­τα τοῦ ἡλί­ου, γιὰ νὰ δώσει ἐντο­λὴ στὸν ἥλιο νὰ λάμ­ψει; Ἢ μήπως ἐνερ­γεῖ ἀπὸ εὐσπλα­χνία κι ἀγά­πῃ; Τὸ ξανα­λέ­με πῶς ἢ εὐσπλα­χνία εἶναι ἐνερ­γη­τι­κὴ ἀρε­τή, ὄχι παθη­τι­κή. Αὐτὸ τὸ ἔκα­νε σαφὲς ὸ Θεὸς ἀπὸ τότε ποὺ δημιούρ­γη­σε τὸν κόσμο. Μέρα μὲ τὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου ὁ Κύριος μοί­ρα­ζε ἁπλό­χε­ρα τὰ πλού­σια τὰ δῶρα Τοῦ σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα Τοῦ. Ἄν περί­με­νε πρῶ­τα ἀπὸ τὰ πλά­σμα­τά Τοῦ νὰ τοῦ ἀντα­πο­δώ­σουν κάτι, οὔτε ὁ κόσμος οὔτε ἕνα μονα­δι­κὸ πλά­σμα δὲ θὰ ὑπῆρ­χε σ’ αὐτόν. Ἄν ἀγα­πᾶ­με μόνο αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ­νε, εἴμα­στε ἔμπο­ροι καὶ κάνου­με ἀνταλ­λα­γές. Ἄν κάνου­με τὸ καλὸ μόνο στοὺς εὐερ­γέ­τες μας, εἴμα­στε ὀφει­λέ­τες καὶ ἐπι­στρέ­φου­με τὸ χρέ­ος μας. Ἡ εὐσπλα­χνία δὲν εἶναι κάποια ἀρε­τὴ ποὺ ἁπλᾶ ἀπο­πλη­ρώ­νει τίς ὀφει­λές της, ἀλλὰ ποὺ πάν­τα δανεί­ζει. Ἡ ἀγά­πη εἶναι ἀρε­τὴ ποὺ δανεί­ζει συνέ­χεια χωρὶς νὰ ἐλπί­ζει σὲ ἐπι­στρο­φὴ τῆς ὀφει­λῆς. Ἄν δανεί­ζου­με ἐκεί­νους ποὺ ἐλπί­ζου­με πῶς θά μας τὰ ἐπι­στρέ­ψουν, ποῖα ἡμῖν χάρις ἐστί; Τί καλὸ κάνου­με; Μετα­φέ­ρου­με τὰ χρή­μα­τά μας ἀπὸ μιὰ κάσα σὲ μιὰν ἄλλη, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ δανεί­ζου­με τὸ θεω­ροῦ­με δικό μας, ὅπως κι ὅταν ἦταν στὰ δικά μας χέρια.

Θὰ ἦταν παρα­φρο­σύ­νη νὰ σκε­φτοῦ­με πῶς μὲ τὰ παρα­πά­νω λόγια ὁ Θεός μας διδά­σκει νὰ μὴν ἀγα­πᾶ­με ἐκεί­νους ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ­νε, νὰ μὴν κάνου­με τὸ καλὸ σ’ αὐτοὺς ποῦ μᾶς εὐερ­γε­τοῦν. Θεὸς φυλά­ξοι! Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεί, εἶναι πῶς αὐτὴ εἶναι μιὰ κατώ­τε­ρη ἀρε­τή, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τὴν ἀσκή­σουν ἀκό­μα κι οἱ ἁμαρ­τω­λοί. Εἶναι τὸ ἐλά­χι­στο μέτρο τοῦ καλοῦ, ποῦ φτω­χαί­νει τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ περιο­ρί­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους, τοὺς κάνει στε­νό­μυα­λους. Ὁ Θεὸς θέλει ν’ ἀνα­βι­βά­σει τὸν ἄνθρω­πο στὰ ἀνώ­τε­ρα ὕψη τῶν ἀρε­τῶν, ἀπ’ ὅπου θεω­ρεῖ κανεὶς ὅλα τ’ ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ, ὅλους τοὺς κόσμους Του, ἐκεῖ ποὺ ἡ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη καὶ περιο­ρι­σμέ­νη καρ­διὰ τοῦ δού­λου γίνε­ται ἀπε­ριό­ρι­στη κι ἐλεύ­θε­ρη καρ­διὰ τοῦ υἱοῦ καὶ κλη­ρο­νό­μου. Ἡ ἀγά­πη πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ­νε εἶναι μόνο τὸ πρῶ­το μάθη­μα στὸ ἀπέ­ραν­το βασί­λειο τῆς ἀγά­πης. Ἢ ἀντα­πό­δο­ση τοῦ καλοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ­νε, εἶναι μόνο τὸ στοι­χειῶ­δες σχο­λεῖο, μπρο­στὰ στὴ μακρὰ σει­ρὰ σπου­δῶν στὰ καλὰ ἔργα. Ὁ δανει­σμὸς σ’ ἐκεί­νους ποὺ θὰ ξεπλη­ρώ­σουν τὸ χρέ­ος τους δὲν εἶναι οὔτε καλὸ οὔτε κακό. Εἶναι μόνο τὸ πρῶ­το δει­λὸ βῆμα πρὸς τὸ μέγι­στο καλό, ποὺ δίνει χωρὶς νὰ περι­μέ­νει ἐπι­στρο­φή.

Ποιοὶ εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐδῶ ἀπο­κα­λεῖ ἀμαρ­τω­λοὺς ὁ Θεός; Πρῶ­τα εἶναι οἱ εἰδω­λο­λά­τρες. στοὺς ὁποί­ους δὲν ἔχει ἀπο­κα­λυ­φθεῖ ἡ πλη­ρό­τη­τα τοῦ μυστη­ρί­ου τῆς ἀλή­θειας καὶ τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁμαρ­τω­λοὶ ἐπει­δὴ ἀπο­στρά­φη­καν τὴν πρω­ταρ­χι­κὴ ἀλή­θεια καὶ τὴν ἀγά­πη Του. Ἐπει­δὴ στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἔχουν προ­σλά­βει ὼς νομο­θέ­τη αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ τοὺς διδά­σκει πῶς πρέ­πει ν’ ἀντα­πο­δί­δουν ἀγά­πη μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγα­πᾶ­νε, νὰ εὐερ­γε­τοῦν μόνο ἐκεί­νους ἀπὸ τοὺς ὁποί­ους δέχον­ται τὸ καλό. Τὸ μέγα μυστή­ριο τῆς ἀλή­θειας καὶ τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ ἀπο­κα­λύ­πτε­ται μέσῳ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, τώρα μάλι­στα μὲ πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη ἐνέρ­γεια καὶ λαμ­πρό­τη­τα ἀπ’ ὅτι στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουρ­γί­ας. Ἀρχι­κὰ ἀπο­κα­λύ­φθη­κε μέσῳ τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ. Ἀπ’ αὐτούς, ἂν κι ὄχι μόνο γι’ αὐτούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς.

Ὅπως ὁ Θεὸς προ­ε­τοί­μα­σε τοὺς Ἰου­δαί­ους χιλιά­δες χρό­νια γιὰ νὰ κατα­νο­ή­σουν καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν πλή­ρη ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ μυστη­ρί­ου, μέ το Νόμο καὶ τοὺς προ­φῆ­τες Του, ἔτσι κι ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιεῖ ἐδῶ τὴ λέξη «ἁμαρ­τω­λοὶ» γιὰ ἄλλους λαούς, ποὺ ἔχουν βυθι­στεῖ στὴν εἰδω­λο­λα­τρεία. Μὲ τὴν λέξη «ἁμαρ­τω­λοὶ» ὅμως καὶ μάλι­στα μεγα­λύ­τε­ροι ἁμαρ­τω­λοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες. ἐννο­εῖ κι ὅλους ἐκεί­νους στοὺς ὁποί­ους ἀπο­κα­λύ­φθη­κε τὸ μέγα μυστή­ριο τῆς ἀλή­θειας καὶ τῆς ἀγά­πης ἀλλὰ δὲν ἔμει­ναν πιστοὶ σ’ αὐτό, παρὰ ξανα­γύ­ρι­σαν στὸ κατώ­τε­ρο ἐπί­πε­δο τοῦ ἀγα­θοῦ, «ὥσπερ κύων ἐπι­στρέ­ψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέ­ρα­μα» (Β’ Πέτρ. β’ 22). Κι ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ τέτοιοι ἀνά­με­σά μας. χρι­στια­νοὶ κατ’ ὄνο­μα, ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους φανε­ρώ­νον­ται οἱ πιὸ πρω­τό­γο­νοι εἰδω­λο­λά­τρες.

Τί ὄφε­λος ἔχου­με ἂν ἀγα­πᾶ­με αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγα­ποῦν καὶ κάνου­με τὸ καλὸ σ’ ἐκεί­νους ποὺ μᾶς εὐερ­γε­τοῦν; Δὲν ἐπι­στρέ­φου­με στὴ θέση του αὐτὸ ποὺ λάβα­με; Τὴν ἀντα­πό­δο­σή μας τὴν λάβα­με. Ἔπαι­νος ἀξί­ζει στὰ ἔργα ποῦ, σὲ μικρὴ κλί­μα­κα, μοιά­ζουν στὰ ἔργα τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ.

«Πλὴν ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὕμῶν καὶ ἀγα­θο­ποιεῖ­τε καὶ δανεί­ζε­τε μηδὲν ἀπελ­πί­ζον­τες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσε­σθε ὑίοι ὑψί­στου, ὅτι αὐτὸς χρη­στὸς ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχα­ρί­στους καὶ πονη­ρούς. γίνε­σθε οὖν οἰκτίρ­μο­νες. καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρ­μων ἐστί» (Λουκ. στ’35–36). Αὐτὰ εἶναι τὰ ὕψη στὰ ὁποῖα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐξυ­ψώ­σει τοὺς ἀνθρώ­πους. Αὐτὴ ἦταν μιὰ διδα­χὴ ἀνή­κου­στη πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευ­σή Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τῆς ἀξί­ας τοῦ ἀνθρώ­που, ποὺ οὔτε κι ὁ μεγα­λύ­τε­ρος σοφὸς στὴν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου δὲν εἶχε ὀνει­ρευ­τεῖ ὼς τότε. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, ποῦ ἀλλοιώ­νει τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τὴν μετα­τρέ­πει σὲ ποτα­μὸ δακρύ­ων.

Ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὕμῶν. Δὲ λέει «μὴν ἀντα­πο­δί­δε­τε κακὸ στὸ κακό». Αὐτὸ δὲν εἶναι σπου­δαῖο πρᾶγ­μα. Αὐτὸ εἶναι ἁπλᾶ ἀνο­χή. Οὔτε καὶ λέει «ἀγα­πᾶ­τε ἐκεί­νους ποὺ σᾶς ἀγα­ποῦν».

Αὐτὴ εἶναι μόνο παθη­τι­κὴ ἀγά­πη. Ὁ Χρι­στὸς λέει ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν. Ὄχι ἁπλᾶ νὰ τοὺς ἀνέ­χε­στε, ὄχι νὰ εἶστε παθη­τι­κοί, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀγα­πᾶ­τε. Τὸ ξανα­λέ­με καὶ πάλι, πῶς ἡ ἀγά­πη εἶναι ἐνερ­γη­τι­κὴ ἀρε­τή.

Ἡ ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δὲν εἶναι ἀφύ­σι­κη; Η ἀντίρ­ρη­ση αὐτὴ προ­βάλ­λε­ται πολὺ ἔντο­να ἀπὸ τοὺς μὴ χρι­στια­νούς. Δὲ βλέ­που­με πῶς που­θε­νὰ στὴ φύση δὲν ὑπάρ­χει παρά­δειγ­μα ἀγά­πης γιὰ τοὺς ἐχθρούς, παρὰ μόνο ἀγά­πης γιὰ τοὺς φίλους; Αὐτὴ εἶναι λοι­πὸν αἰτία ἀμφι­σβή­τη­σης. Τί ἔχου­με ν’ ἀπαν­τή­σου­με σ’ αὐτό;

Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ πίστη μας ἀνα­γνω­ρί­ζει δύο φύσεις: μία ἄφθαρ­τη, φωτει­νὴ καὶ ἄτρε­πτη στὸ κακὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ στὸν παρά­δει­σος κι ἄλλῃ μιᾷ διε­στραμ­μέ­νῃ. σκο­τει­νὴ κι ἐπιρ­ρε­πῆ στὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρ­τία, σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἀντι­με­τω­πί­ζου­με διαρ­κῶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Στὸν κύκλο τῆς πρώ­της φύσης, ἡ ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι ἀπό­λυ­τα φυσι­κή. Στὴ φύση αὐτὴ ἡ ἀγά­πη εἶναι σὰν τὸν ἀέρα ποὺ ἀνα­σαί­νουν ὅλα τὰ πλά­σμα­τα καὶ ζοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλη­θι­νὴ φύση ποὺ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός. Ἀπ’ αὐτὴν ἢ θεϊ­κὴ ἀγά­πη λάμ­πει στὴ φύση μας ὅπως οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου μέσα ἀπὸ τὰ σύν­νε­φα. Ὁτι­δή­πο­τε στὴ γῆ ἔχει ἀλη­θι­νὴ ἀγά­πη, προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴν ἀγά­πη αὐτή.

Στὸν κύκλο τῆς δεύ­τε­ρης, τῆς ἐπί­γειας φύσης, ἡ ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σπά­νια καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ θεω­ρη­θεῖ ἀφύ­σι­κη. Δὲν εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ ἀφύ­σι­κη. Σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ἐπί­γεια φύση μας εἶναι στὴν οὐσία ὑπερ­φυ­σι­κὴ ἤ, καλύ­τε­ρα, πρό-φυσι­κή, καθὼς ἡ ἀγά­πη φτά­νει στὴν ἁμαρ­τω­λὴ φύση μᾶς ἀπὸ τὴν πρω­ταρ­χι­κή, ἀνα­μάρ­τη­τη κι ἀθά­να­τη φύση ποὺ προ­ϋ­πῆρ­χε τῆς δικῆς μας.

Ἡ ἀγά­πη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς εἶναι τόσο σπά­νια ὥστε θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κλη­θεῖ ἀφύ­σι­κη, λένε ἄλλοι ἀντιρ­ρη­σί­ες. Ἄν τὰ πράγ­μα­τα εἶναι ἔτσι, τότε καὶ τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι εἶναι ἀφύ­σι­κο, ὅπως καὶ τὸ δια­μάν­τι κι ὁ χρυ­σός. Αὐτὰ εἶναι ὅλα σπά­νια ἀντι­κεί­με­να. Ποιός ὅμως μπο­ρεῖ νὰ τὰ ὀνο­μά­σει ἀφύ­σι­κα; Ὅπως ὑπάρ­χουν φυτὰ ποὺ εὐδο­κι­μοῦν μόνο σὲ μία περιο­χή, ἔτσι γίνε­ται καὶ μὲ τὸ σπά­νιο αὐτὸ φυτό, τὴ σπά­νια αὐτὴ ἀγά­πη. Φυτρώ­νει κι ἀνα­πτύσ­σε­ται μόνο στὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Γιὰ νὰ πει­στεῖ κάποιος ἀπὸ τὰ πολυά­ριθ­μα παρα­δείγ­μα­τα τοῦ φυτοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ κάλ­λους του, πρέ­πει νὰ δια­βά­σει τοὺς βίους τῶν ἀπο­στό­λων τοῦ Χρι­στοῦ, τῶν πατέ­ρων καὶ τῶν ὁμο­λο­γη­τῶν τῆς χρι­στια­νι­κῆς πίστης, τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς μεγά­λης ἀλή­θειας κι ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ.

Μιὰ τρί­τη ὁμά­δα ἀντιρ­ρη­σιῶν ἰσχυ­ρί­ζε­ται πῶς ἂν δὲν εἶναι ἀδύ­να­τη, ἡ ἀγά­πη αὐτὴ εἶναι τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ἐξαι­ρε­τι­κὰ δύσκο­λη. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς δὲν εἶναι εὔκο­λη, κυρί­ως γιὰ ἐκεῖ­νον ποὺ διδά­σκε­ται τὴν ἀγά­πη μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐνι­σχύ­ε­ται καὶ τρο­φο­δο­τεῖ­ται ἡ ἀγά­πη αὐτή. Πῶς ὅμως δὲν μπο­ροῦ­με ν’ ἀγα­πή­σου­με αὐτοὺς ποὺ ἀγα­πά­ει ὁ Θεός; Ό Θεὸς δὲν ἀγα­πᾶ περισ­σό­τε­ρο ἐμᾶς ἀπ’ ὅσο ἀγα­πᾶ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ μάλι­στα ὅταν εἴμα­στε ἐχθροὶ ἄλλων. Ποιός ἀπὸ μᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ πῶς δὲν ὑπάρ­χει κανέ­νας στὸν κόσμο ποὺ νὰ τὸν ἀπο­κα­λεῖ ἐχθρὸ τοῦ; Ἄν ὁ ἥλιος τοῦ Θεοῦ ζέσται­νε κι ἡ βρο­χὴ ἔπε­φτε μόνο σ’ ἐκεί­νους ποὺ κανέ­νας δὲν τοὺς λογά­ρια­ζε ἐχθρούς του, δύσκο­λα θὰ φτα­νε κάποια ἀκτῖ­να στὴ γῆ ἢ θά ‘πεφτε κάποια στα­γό­να βρο­χῆς στὸ χῶμα. Ὁ ἄνθρω­πος φορ­τώ­νε­ται ἀπὸ μόνος του μεγά­λο φορ­τίο ἔχθρας. Ἡ ἁμαρ­τία δημιουρ­γεῖ φόβο στὸν ἄνθρω­πο. Κι ὁ φόβος αὐτὸς μὲ τὴ σει­ρά του τὸν κάνει νὰ ὑπο­πτεύ­ε­ται ἐχθροὺς σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα γύρῳ του. Ό Θεὸς ὅμως εἶναι ἀνα­μάρ­τη­τος κι ἄφο­βος κι ἑπο­μέ­νως δὲν ὑπο­πτεύ­ε­ται κανέ­ναν, ἀλλὰ τοὺς ἀγα­πᾶ ὅλους. Μᾶς ἀγα­πᾶ τόσο πολὺ ὥστε, ὅταν μᾶς κυκλώ­νουν ἐχθροὶ χωρὶς νὰ φταῖ­με σὲ τίπο­τα, πρέ­πει νὰ πιστεύ­ου­με πῶς αὐτὸ γίνε­ται σὲ γνώ­ση του καὶ γιὰ τὸ καλό μας.

Ἄς εἴμα­στε δίκαιοι. Ἄς ὁμο­λο­γή­σου­με πῶς οἱ ἐχθροί μας μᾶς βοη­θοῦν πολὺ στὴν πνευ­μα­τι­κή μας πορεία. Ἄν δὲν ὑπῆρ­χε ἔχθρα στοὺς ἀνθρώ­πους, πάρα πολ­λοὶ ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ εὐα­ρέ­στη­σαν στὸ Θεὸ δὲ θὰ εἶχαν γίνει φίλοι Του. Ἀκό­μα κι ἢ ἔχθρα τοῦ σατα­νᾶ μπο­ρεῖ νὰ βοη­θή­σει ἐκεί­νους ποῦ εἶναι ζηλω­τὲς τῶν ἱερῶν πραγ­μά­των τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ψυχι­κῆς τους σωτη­ρί­ας. Ποιός ἦταν περισ­σό­τε­ρο ζηλω­τὴς τῶν ἱερῶν τοῦ Θεοῦ πραγ­μά­των ἢ εἶχε μεγα­λύ­τε­ρη ἀγά­πη γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο; Ὁ ἴδιος ἀπό­στο­λος ὅμως λέει πῶς ἐπέ­τρε­ψε ὁ Θεὸς στὸ διά­βο­λο νὰ τὸν πει­ρά­ξει, ὅταν τοῦ ἀπο­κα­λύ­φθη­καν πολ­λὰ μυστή­ρια: «Καὶ τὴ ὑπερ­βο­λὴ τῶν ἀπο­κα­λύ­ψε­ων ἶνα μὴ ὑπε­ραί­ρο­μαι, ἐδό­θη μοὶ σκό­λοψ τη σαρ­κί, ἄγγε­λος σατάν, ἶνα μὲ κολα­φί­ζη ἶνα μὴ ὑπε­ραί­ρο­μαι» (Βκορ. ἴβ’ 7).

Ὅταν ὁ διά­βο­λος ὁ ἴδιος χωρὶς νὰ τὸ θέλει βοη­θά­ει τὸν ἄνθρω­πο, πῶς δὲν μπο­ροῦν οἱ ἄνθρω­ποι νὰ βοη­θοῦν το συνάν­θρω­πό τους, ποὺ εἶναι ὁπωσ­δή­πο­τε λιγό­τε­ρο ἐχθρὸς ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες; Θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ πεῖ κανεὶς πῶς οἱ φίλοι τοῦ ἀνθρώ­που ζημιώ­νουν περισ­σό­τε­ρο τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε πῶς «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώ­που οἱ οἰκια­κοὶ αὐτου» (Ματθ. ἰ’ 36). Ἐκεῖ­νοι ποὺ ζοῦν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέ­γη μαζί μας, ποὺ ἐνδια­φέ­ρον­ται πολὺ γιὰ τίς σωμα­τι­κὲς ἀνάγ­κες καὶ τίς ἀνέ­σεις μας, συχνὰ γίνον­ται ἐχθροὶ τῆς σωτη­ρί­ας μας. Ἡ ἀγά­πη κι ἡ φρον­τί­δα τους δὲ στο­χεύ­ει στὴν ψυχὴ ἀλλὰ στὸ σῶμα μας. Πόσοι γονεῖς δὲν ἔχουν κάνει ἀνυ­πο­λό­γι­στη ζημιὰ στὶς ψυχὲς τῶν γιων τους κι ἀδέρ­φια στ’ ἀδέρ­φια τους, καθὼς καὶ σύζυ­γοι στοὺς συζύ­γους τους; Κι όλ’ αὐτὰ ἀπὸ ἀγά­πη!

Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐτὴ ποὺ δια­πι­στώ­νε­ται καθη­με­ρι­νὰ εἶναι μιὰ ἀκό­μα αἰτία γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ δοθου­με ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴν ἀγά­πη πρὸς τοὺς συγ­γε­νεῖς καὶ τοὺς φίλους μας, οὔτε καί νὰ μειώ­σου­με τὴν ἀγά­πη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Εἶναι ἀνάγ­κη νὰ τὸ ξανα­ποῦ­με, πῶς συχνά, πολὺ συχνά, οἱ ἐχθροί μας εἶναι στὴν οὐσία πραγ­μα­τι­κοὶ φίλοι; Οἱ τρό­ποι ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν γιὰ νὰ μᾶς ἀνα­στα­τώ­σουν, μᾶς βοη­θοῦν. Οἱ τρό­ποι μὲ τοὺς ὁποί­ους μᾶς ἀπορ­ρί­πτουν, ὑπη­ρε­τοῦν τὴ σωτη­ρία μας. Οἱ τρό­ποι μὲ τοὺς ὁποί­ους πιέ­ζουν τὴν ἐξω­τε­ρι­κή, τὴ φυσι­κὴ ζωή μας, μᾶς ὠθεῖ ν’ ἀπο­συρ­θοῦ­με μέσα μας, στὸν ἑαυ­τό μας, νὰ βροῦ­με τὴν ψυχή μας καὶ νὰ ζητή­σου­με ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσει. Οἱ ἐχθροί μας εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ ἐκεῖ­νοι ποὺ μᾶς σώζουν ἀπὸ τὴν κατα­στρο­φὴ ποὺ μᾶς ἑτοι­μά­ζουν ἀθέ­λη­τα οἱ οἰκεῖ­οι μας, ποὺ φρον­τί­ζουν τὸ σῶμα μας σὲ βάρος τῆς ψυχῆς μας καὶ χαλα­ρώ­νουν το χαρα­κτῆ­ρα μας.

Ἀγα­θο­ποιεῖ­τε καὶ δανεί­ζε­τε μηδὲν ἀπελ­πί­ζον­τες, λέει ὁ Κύριος. Ἀγα­θο­ποιεῖ­τε, κάνε­τε τὸ καλὸ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ἀδιά­κρι­τα, εἴτε σᾶς ἀγα­ποῦν εἴτε ὄχι. Ἀκο­λου­θῆ­στε τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Θεοῦ ποῦ τοὺς εὐερ­γε­τεῖ ὅλους, εἴτε φανε­ρὰ εἴτε κρυ­φά. Ἄν ἡ εὐερ­γε­σία σας δὲ θερα­πεύ­ει τὸ μῖσος τοῦ ἐχθροῦ σας, πολὺ λιγό­τε­ρο θὰ τὸ θερα­πεύ­σει η ἔχθρα σας. Γι’ αὐτὸ κάνε­τε τὸ καλὸ ἀκό­μα καὶ σὲ κεί­νους ποὺ οὔτε τὸ ζητοῦν οὔτε τὸ περι­μέ­νουν ἀπὸ σᾶς. Δανεί­ζε­τε ὅλους ἐκεί­νους ποὺ σᾶς ζητοῦν. Δανεί­ζε­τε ὅμως σὰ νὰ δίνε­τε, σὰ νὰ ἐπι­στρέ­φε­τε κάτι ποὺ ἀνή­κει σὲ ἄλλον, ὄχι κάτι δικό σας. Λέει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμα­σκη­νός: «Ἐλε­ή­μων ἄνθρω­πος εἶναι ἐκεῖ­νος πού δίνει χαρὰ στοὺς ἄλλους μ’ αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος ἔλα­βε ἀπὸ τὸ Θεό: ψωμί, φαγη­τό, ἐξου­σία, ἕνα λόγο προ­σευ­χῆς ποῦ λογα­ριά­ζει τὸν ἑαυ­τό του ὀφει­λέ­τη, ἀφοῦ ἔλα­βε παρα­πά­νω ἀπ’ ὅσα χρειά­ζε­ται. Μέσῳ τοῦ ἀδελ­φοῦ του εἶναι σὰ νὰ τοῦ ζητά­ει ὁ Θεὸς καὶ γίνε­ται ἔτσι ὀφει­λέ­της του».

Ἄν ὁ ἐχθρὸς δὲ δεχτεῖ τὴν εὐερ­γε­σία σου, δὲ σ’ ἐμπο­δί­ζει μ’ αὐτὸ ἀπὸ τὸ νὰ συνε­χί­σεις νὰ τοῦ δίνεις. Ὁ Κύριος εἶπε, «προ­σεύ­χε­σθε ὑπὲρ τῶν ἐπη­ρε­α­ζόν­των ὑμᾶς καὶ διω­κόν­των ὑμᾶς» (Ματθ. ἔ’ 44). Κάνε καὶ σὺ λοι­πὸν προ­σευ­χὴ γιὰ τοὺς ἐχθρούς σου, εὐερ­γέ­τη­σέ τους. “Ἄν ὁ ἐχθρός σου δὲ δεχτεῖ κάποιο εἶδος καλο­σύ­νης ἢ ἐξυ­πη­ρέ­τη­σης ἀπὸ μέρους σου, ὁ Θεὸς θὰ δεχτεῖ τὴν προ­σευ­χὴ ποῦ θὰ κάνεις γι’ αὐτόν. Ὁ Θεὸς θὰ μαλα­κώ­σει τὴν καρ­διά του καὶ θ’ ἀλλά­ξει τὴ διά­θε­σή του γιὰ σένα. Δὲν εἶναι τόσο δύσκο­λο στὸ Θεὸ νὰ κάνει ἕναν ἐχθρὸ φίλο, ὅσο φαί­νε­ται στοὺς ἀνθρώ­πους. Αὐτὸ εἶναι ἴσως ἀδύ­να­το στοὺς ἀνθρώ­πους, μὰ δυνα­τὸ στὸ Θεό. Ἐκεῖ­νος ποὺ ξανα­κά­νει τὴν παγω­μέ­νη γῆ εὔφο­ρη κοι­λά­δα, ὅπου ἀνα­πτύσ­σον­ται πανέ­μορ­φα λου­λού­δια, μπο­ρεῖ νὰ λιώ­σει καὶ τὸν πάγο τῆς ἔχθρας τῆς ἀνθρώ­πι­νης καρ­διᾶς καὶ νὰ κάνει νὰ εὐδο­κι­μή­σουν σ’ αὐτὴν τὰ εὐω­δια­στὰ λου­λού­δια τῆς φιλί­ας.

Βέβαια, τὸ σπου­δαιό­τε­ρο πρᾶγ­μα δὲν εἶναι νὰ γυρί­σει ὁ ἐχθρός σου καὶ νὰ γίνει φίλος σοῦ χάρη στὴν καλο­σύ­νη σου, ἀλλὰ νὰ μὴ χάσει τὴν ψυχή του λόγῳ τοῦ μίσους του γιὰ σένα. Περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χε­ται κανεὶς γι’ αὐτὸ τὸ τελευ­ταῖο, παρὰ γιὰ τὸ πρῶ­το. Γιὰ τὴ δική σου σωτη­ρία δὲν παί­ζει κανέ­να ρόλο ἂν σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔχεις περισ­σό­τε­ρους φίλους ἢ ἐχθρούς. Παί­ζει πολὺ σπου­δαῖο ρόλο ὅμως τὸ νὰ μὴν εἶσαι ἐχθρὸς κανε­νός, ἀλλὰ νὰ εἶσαι φίλος μὲ ὅλους μὲ τὴν καρ­διά σου, μὲ τίς προ­σευ­χὲς καὶ τίς σκέ­ψεις σου.

Ἄν τὸ κάνεις αὐτό, ἡ ἀντα­πό­δο­σή σου θὰ εἶναι μεγά­λη. Ἀπὸ ποιόν; Σὲ κάποιο βαθ­μὸ ἴσως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, κυρί­ως ὅμως ἀπό το Θεό. Τί εἴδους ἀντα­πό­δο­ση θὰ ἔχεις; «Ἔσε­σθε υἱοὶ τοῦ Ὑψί­στου», θ’ ἀξιω­θεῖ­τε ν’ ἀπο­κα­λέ­σε­τε τὸ Θεὸ «Πατέ­ρα», «καὶ ὁ πατήρ σου καὶ βλέ­πων ἐν τῷ κρυ­πτῷ, ἀπο­δώ­σει σοὶ ἐν τῷ φανε­ρῶ» (Ματθ. στ’ 6). Ἄν δὲ γίνει σήμε­ρα αὐτό, θὰ γίνει αὔριο. “Ἄν ὄχι αὔριο, τότε στὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἐνώ­πιον ἀγγέ­λων καὶ ἀνθρώ­πων. Ποιά μεγα­λύ­τε­ρη ἀντα­πό­δο­ση θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ περι­μέ­νου­με ἀπὸ τὸ νὰ κλη­θοῦ­με παι­διὰ τοῦ Ὑψί­στου, νὰ ὀνο­μά­ζου­με τὸν Ὕψι­στο Πατέ­ρα μας;

Προ­σέξ­τε. Ὁ ἕνας καὶ μονα­δι­κὸς Υἱὸς τοῦ Ὑψί­στου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. “Ώς τώρα μόνο Αὐτὸς ὀνό­μα­ζε το Θεὸ Πατέ­ρα Του. Καὶ τώρα τὴν ἴδια τιμὴ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεὸς σ’ ἐμᾶς, τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ παρα­στρα­τη­μέ­νους. Τί σημαί­νει ἡ τιμὴ αὐτὴ γιά μας; Πῶς θὰ εἴμα­στε μαζί Του στὴν αἰω­νιό­τη­τα (βλ. Ἰωάν. ἴδ’ 3), κον­τὰ στὴ δική Του δόξα, ὅπου βασι­λεύ­ει χαρὰ χωρὶς τέλος. Σημαί­νει πῶς ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ Πατέ­ρα θὰ εἶναι πάν­τα μαζί μας. Ἀκό­μα κι ὅταν διερ­χό­μα­στε ὅλες τίς δοκι­μα­σί­ες καὶ τίς δυσκο­λί­ες σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅλα θ’ ἀντι­στρα­φοῦν καὶ θὰ κατα­λή­ξουν στὸ καλό μας. Σημαί­νει πὼς ὅταν πεθά­νου­με δὲ θὰ παρα­μεί­νου­με στὸν τάφο, ἀλλὰ θ’ ἀνα­στη­θοῦ­με, ὅπως Ἐκεῖ­νος ἀνα­στή­θη­κε ἐκ νεκρῶν. Σημαί­νει πῶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ τοπο­θε­τη­θή­κα­με προ­σω­ρι­νά. Στὸ σπί­τι τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα μας ὅμως μᾶς περι­μέ­νει κάλ­λος ἀθά­να­το, τιμὴ καὶ δόξα.

Θὰ μπο­ρού­σα­με ν’ ἀπα­ριθ­μή­σου­με ὅλα τ’ ἀγα­θὰ ποὺ περι­μέ­νουν ἕναν ὀρφα­νὸ ἂν τὸν υἱο­θε­τή­σει κάποιος ἐπί­γειος βασι­λιᾶς; Εἶναι ἀρκε­τὸ νὰ ποῦ­με πῶς τὸ ὀρφα­νὸ αὐτὸ τὸ υἱο­θέ­τη­σε ἕνας βασι­λιᾶς κι ὅλοι θὰ κατα­λά­βουν πόσα ἀγα­θὰ θ’ ἀπο­λαύ­σει τὸ ὀρφα­νὸ αὐτό. Ἡ δική μας υἱο­θε­σία δὲν ἔγι­νε ἀπὸ ἀνθρώ­πους ἀλλ’ ἀπό το Θεό, ἀφοῦ θὰ γίνου­με υἱοὶ τοῦ Ὑψί­στου, τοῦ ὁποί­ου Υἱὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θὰ γίνου­με υἱοὶ τοῦ ἀθά­να­του Βασι­λιᾶ, τοῦ Βασι­λιᾶ τῶν βασι­λιά­δων. Μᾶς υἱο­θε­τεῖ ὁ Θεὸς ὄχι γιὰ χάρη μας, ἀλλὰ γιὰ χάρη τοῦ Μονο­γε­νοῦς Του Υἱοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπό­στο­λος: «Πάν­τες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστε­ως ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ ́ 26) Ὁ Χρι­στός μας ὑπο­δέ­χε­ται σὰν ἀδελ­φούς Του. Ὁ Θεὸς Πατέ­ρας ἑπο­μέ­νως μᾶς δέχε­ται σὰν ὑίούς Του.

Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ὑπάρ­χει περί­πτω­ση νὰ μᾶς ἀξί­ζει νὰ λεγό­μα­στε «υἱοὶ τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ». Εἶναι ἀστεῖο καὶ νὰ σκε­φτοῦ­με ἀκό­μα πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με μὲ ὁποιο­δή­πο­τε ἔργο μας, ἀκό­μα κι ἂν ἀσκού­σα­με τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἀγά­πη γιὰ τὸν ἐχθρό μας, ν’ ἀξί­ζα­με ν’ ἀντα­μει­φθοῦ­με μὲ αὐτὸ ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς πιστοὺς δού­λους Του. Ἄν δίνα­με ὅλα τὰ ὑπάρ­χον­τά μας στοὺς φτω­χούς. ἂν νηστεύ­α­με ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς μας κι ἂν στε­κό­μα­σταν στὴν προ­σευ­χὴ σὰν ἀναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες ὼς τὸ τέλος τοῦ χρό­νου ἂν χωρί­ζα­με πνευ­μα­τι­κὰ τὸ πνεῦ­μα ἀπὸ τὸ σῶμα μας, σὰ νά ‘τὰν ψυχρὴ πέτρα κι ἂν ἡ ψυχή μας ἦταν ἀπα­θὴς πρὸς τὸν ὑλι­κὸ κόσμο: ἂν ἀφή­να­με τὸν ἑαυ­τό μας νὰ τὸν φτύ­νουν καὶ νὰ τὸν ποδο­πα­τοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ἢ ἀκό­μα κι ἂν παρα­δι­νό­μα­σταν τρο­φὴ στὰ πει­να­σμέ­να θηρία ἀκό­μα κι ἂν τὰ κάνα­με όλ’ αὐτά, δὲ θὰ ἦταν παρὰ μιά ἀπει­ρο­ε­λά­χι­στη τιμὴ γιὰ ὅλα τ’ ἀγα­θά, τὴ δόξα καὶ τὴν ἀνέκ­φρα­στη εὐφρο­σύ­νη ποὺ συνο­δεύ­ουν τὴν υἱο­θε­σία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρ­χει εὐσπλα­χνία στὴ γῆ οὔτε ἀγά­πη στὸ θνη­τὸ ἄνθρω­πο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀξιώ­σει νὰ γίνει «υἱὸς Θεοῦ». ἀθά­να­τος πολί­της τῆς οὐρά­νιας Βασι­λεί­ας. Η ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως ἀνα­πλη­ρώ­νει αὐτὸ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρω­πος. Ἄς μὴν ἰσχυ­ρι­στεῖ κανέ­νας μας πῶς μπο­ρεῖ μὲ τὴ δική του ἀγά­πη νὰ σωθεῖ, μὲ τὴ δική του ἀξία ν’ ἀνοί­ξει τίς πύλες τοῦ παρα­δεί­σου γιὰ νὰ μπεῖ μέσα.

Ἡ ἐντο­λὴ τῆς ἀγά­πης γιὰ τὸν πλη­σί­ον ἑπο­μέ­νως, ὅσο μεγά­λη καὶ δύσκο­λη κι ἂν μᾶς φαί­νε­ται, εἶναι μόλις ἕνα μικρὸ νόμι­σμα ποὺ ζητά­ει ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς φέρει πιὸ κον­τά Του στὴν ὑπέ­ρο­χη καὶ πανέν­δο­ξη βασι­λεία Του. Δὲ μᾶς ζητά­ει νὰ τηρή­σου­με τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ γιὰ νὰ κερ­δί­σου­με μὲ τὴν ἀξία μας τὴ Βασι­λεία καὶ τὴν υἱο­θε­σία Του, ἀλλὰ μόνο νὰ ἐπι­θυ­μή­σου­με πάνω ἀπ’ ὅλα τὴ Βασι­λεία καὶ τὴν υἱο­θε­σία Του. Ἀπὸ μᾶς ζητά­ει μόνο νὰ πιστεύ­ου­με τὰ λόγια Του καὶ νὰ ὑπα­κοῦ­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ.

Ἀπὸ ποιά ἄπο­ψη ὁ Ἀδὰμ ἦταν ἄξιος γιὰ τὸν Παρά­δει­σο; Ἀπὸ καμία. Ὁ Παρά­δει­σος τοῦ δόθη­κε ἀπὸ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Τί ἔκα­νε τὸν Ἀδὰμ νὰ παρα­μεί­νει στὸν Παρά­δει­σο ὼς τὴν πτώ­ση του; Ἢ ὑπα­κοή του στὸ Θεό, μόνο ἡ ὑπα­κοή του. Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος καὶ ἡ σύζυ­γός του ἄρχι­σαν ν’ ἀμφι­σβη­τοῦν τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ μόνο ἡ ἀμφι­σβή­τη­ση αὐτὴ παρα­βί­α­σε τὴν ἐντο­λὴ κι ἔπε­σε στὴ θανά­σι­μη ἁμαρ­τία τῆς παρα­κο­ῆς.

Στὴ Νέα Κτί­ση ὁ Κύριος Ἰησοῦς ζητά­ει ἀπό μας τὸ ἴδιο πρᾶγ­μα ποὺ ζήτη­σε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα στὸν Παρά­δει­σο: πίστη καὶ ὑπα­κοή. Πίστη πῶς κάθε ἐντο­λὴ ποὺ μᾶς ἔδω­σε, εἶναι γιὰ τὴ σωτη­ρία μᾶς ἀπρο­ϋ­πό­θε­τη ὕπα­κοὴ σὲ κάθε μία ἀπὸ τίς ἐντο­λές Του. Μᾶς ἔδω­σε ὅλες τίς ἐντο­λές, μαζὶ κι αὐτὴν γιὰ ν’ ἀγα­πᾶ­με τοὺς ἐχθρούς μας, γιὰ νά ‘χου­με πίστη στὰ λόγια Τοῦ καὶ ὑπα­κοή. Ἄν κάποια ἀπὸ τίς ἐντο­λές Του δὲν ἦταν καλὴ καὶ δὲν ὑπη­ρε­τοῦ­σε τὴ σωτη­ρία μας, δὲ θά μας τὴν ἔδι­νε. Ἐκεῖ­νος ἤξε­ρε πολὺ καλύ­τε­ρα ἂν ἢ ἐντο­λὴ αὐτὴ ἦταν φυσι­κὴ ἢ ἀφύ­σι­κη. δυνα­τὴ ἢ ἀδύ­να­τη. Τὸ πιὸ σπου­δαῖο πρᾶγ­μα γιὰ μᾶς εἶναι πῶς ὁ Θεός μας ἔδω­σε τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ κι ἐμεῖς, ἂν θέλου­με τὸ καλό μας, πρέ­πει νὰ τὴν τηρή­σου­με. Ὅπως ὁ ἄρρω­στος παίρ­νει τὸ φάρ­μα­κο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ για­τροῦ μὲ πίστη καὶ κάνει ὑπα­κοή, εἴτε τὸ φάρ­μα­κο εἶναι γλυ­κὸ εἴτε πικρό. ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀδύ­να­μοι ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καὶ μὲ σκο­τι­σμέ­νο νοῦ, πρέ­πει νὰ τηροῦ­με μὲ πίστη κι ὑπα­κοὴ ὅλες τίς ἐντο­λὲς ποὺ μᾶς ἔδω­σε ὁ καλὸς Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν μας καὶ Κύριος τῆς ζωῆς μας. Ἰησοῦς Χρι­στός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶν­τος.

Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει δόξα καὶ αἶνος, μαζί με τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἕνας νόμος

«Καθὼς θέλε­τε ἕνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε αὐτοὺς ὁμοί­ως» (Λουκ. 6, 31)

ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγα­πη­τοί, ἕνας νόμος, ποὺ εἶνε ὁ πιὸ ἀρχαῖ­ος ἀπ’ ὅλους τοὺς νόμους, ποὺ ἔκα­ναν οἱ ἄνθρω­ποι, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ ρυθ­μί­σουν ἁρμο­νι­κὰ τίς σχέ­σεις (Λουκ. 6, 31) μετα­ξύ τους καὶ νὰ ζήσουν εὐτυ­χι­σμέ­νοι. Νόμος, ποὺ δὲν εἶνε χαραγ­μέ­νος σὲ μαρ­μά­ρι­νες πλά­κες καὶ γραμ­μέ­νος στὰ χαρ­τιὰ καὶ στὶς ἐπί­ση­μες ἐφη­με­ρί­δες τοῦ κρά­τους. Νόμος, τὸν ὁποῖο φύτευ­σε ὁ Θεός, ποὺ ἔπλα­σε τὸν ἄνθρω­πο «κατ’ εἰκό­να καὶ καθ’ ὁμοί­ω­σιν» αὐτοῦ (Γέν. 1, 26). Καὶ ὁ νόμος αὐτὸς ὁ ἔμφυ­τος εἶνε ὁ νόμος τῆς ἀγά­πης.

Ὁ νόμος αὐτὸς φωνά­ζει στὸν κάθε ἄνθρω­πο ν’ ἀγα­πᾷ. Φωνά­ζει, νὰ μὴν κάνῃ κανέ­να κακὸ στὸν ἄλλο, νὰ μὴν κλέ­βῃ, νὰ μὴν ἀδι­κῇ, νὰ μὴν προ­σβάλ­λῃ τὴν οἰκο­γε­νεια­κὴ τιμὴ τοῦ ἄλλου, νὰ μὴ λέη ψέμα­τα, νὰ μὴ δια­βάλ­λῃ καὶ συκο­φαν­τῇ τὸν ἄλλο, νὰ μὴν πηγαί­νῃ στὰ δικα­στή­ρια καὶ παίρ­νῃ ψεύ­τι­κους ὅρκους, νὰ μὴ σκο­τώ­νῃ, νὰ μὴν ἀφαι­ρῇ τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Αὐτὰ φωνά­ζει ὁ νόμος τῆς ἀγά­πης. Ἀλλ’ ὁ νόμος αὐτὸς δὲν στα­μα­τᾷ μέχρι ἐδῶ. Προ­χω­ρεῖ ἀκό­μη περισ­σό­τε­ρο. Φωνά­ζει ὅτι, ὄχι μόνο τὸ κακὸ δὲν πρέ­πει νὰ κάνου­με, ἀλλὰ πρέ­πει καὶ νὰ κάνου­με τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Πει­νᾶ­νε; Διψᾶ­νε; Κρυώ­νουν; Βρί­σκον­ται σὲ κάποια δύσκο­λη θέσι; Κιν­δυ­νεύ­ουν; Ἐμεῖς δὲν πρέ­πει νὰ μεί­νου­με ψυχροὶ καὶ ἀδιά­φο­ροι. Πρέ­πει μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ δια­θέ­του­με νὰ τρέ­ξου­με πρὸς βοή­θειά τους. Καὶ ψωμί, καὶ νερό, καὶ ροῦ­χα, καὶ σκε­πά­σμα­τα, καὶ φάρ­μα­κα, καὶ κάθε εἴδους βοή­θεια πρέ­πει νὰ προ­σφέ­ρου­με στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Καὶ ὅπως ἐμεῖς θέλου­με οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι ὄχι μόνο νὰ μὴ μᾶς ἀδι­κοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς βοη­θοῦν, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέ­πει νὰ συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε στοὺς ἄλλους.

Αὐτὸς εἶνε ὁ ἔμφυ­τος νόμος τῆς ἀγά­πης, ποὺ ὁ Χρι­στὸς στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο ἐκφρά­ζει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια. «Καθὼς θέλε­τε ἕνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε αὐτοῖς ὁμοί­ως» (Λουκ. 6, 31).

Ἀλλ’ ὁ Χρι­στός, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ συμ­πλη­ρώ­σῃ τὸν ἠθι­κὸ νόμο, νὰ πλα­τύ­νῃ τὰ ὅρια τῆς ἀγά­πης καὶ νὰ δεί­ξῃ τὴν τελειό­τη­τα, δὲν θέλει ὁ ἄνθρω­πος νὰ στα­μα­τή­σῃ στὸ δρό­μο τῆς ἀγά­πης. Θέλει, ὁ ἄνθρω­πος νὰ προ­χω­ρή­σῃ. Θέλει, ὁ ἄνθρω­πος ν’ ἀνε­βῇ στὰ πιὸ ψηλὰ σκα­λο­πά­τια.

Ἡ ἀγά­πη, ὅπως διδά­σκει ὁ Χρι­στός, δὲν πρέ­πει νὰ εἶνε περιω­ρι­σμέ­νη σ’ ἕνα στε­νὸ κύκλο ἀνθρώ­πων. Ὄχι! Για­τί τέτοια ἀγά­πη, περιω­ρι­σμέ­νη σὲ λίγους ἀνθρώ­πους ποὺ μᾶς ἀγα­πᾶ­νε, μπο­ρεῖ νὰ συναν­τή­σῃ κανεὶς καὶ στοὺς πιὸ ἁμαρ­τω­λοὺς ἀνθρώ­πους, καὶ στὰ πιὸ ἁμαρ­τω­λὰ ἀνθρώ­πι­να συγ­κρο­τή­μα­τα. Παρά­δειγ­μα εἶνε ἄλλοι χει­ρό­τε­ροι ἀπ’ τοὺς λῃστές; παίρ­νουν ὅπλα, ὀργα­νώ­νον­ται σὲ σπεῖ­ρες, κλέ­βουν, ἁρπά­ζουν, ἀτι­μά­ζουν, σκο­τώ­νουν ἀνθρώ­πους. Μισοῦν τους ἀνθρώ­πους. Καὶ ὅμως οἱ λησταὶ, ποὺ μισοῦν τοὺς ἄλλους, μετα­ξύ τους ἔχουν ἀγά­πη καὶ ἕνας ὑπο­στη­ρί­ζει τὸν ἄλλο. Μῖσος στοὺς ἄλλους, ἀγά­πη στοὺς ἑαυ­τούς τους καὶ στὴ συν­τρο­φιά τους. Ἄν σβή­σῃ ἢ ἀγά­πη μετα­ξύ τους, ἡ συμ­μο­ρία θὰ δια­λυ­θῇ. Αὐτὸ φανε­ρώ­νει, ὅτι ἡ ἀγά­πη εἶνε τόσο ἀναγ­καία, ὥστε κ’ οἱ πιὸ ἁμαρ­τω­λοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὴν ἀγά­πη.

Ἀλλ’ ἡ ἀγά­πη αὐτή, ποὺ συν­δέ­ει τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς μετα­ξύ τους, δὲν εἶνε ἀγά­πη καθα­ρή. Εἶνε ἀγά­πη ἁμαρ­τω­λή, ἀγά­πη ποὺ ἔχει σκο­πὸ νὰ ἐξυ­πη­ρε­τή­σῃ τὰ ἰδιο­τε­λῆ καὶ ἁμαρ­τω­λὰ συμ­φέ­ρον­τα τῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ ἀγά­πη αὐτή, ἀγά­πη λῃστῶν, ἔχει κατα­στρε­πτι­κὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ μεγά­λες κατα­στρο­φές. Ὁ κακός, ὅταν εἶνε μόνος του, κάνει μὲν τὸ κακό, ἀλλὰ σ’ ἕνα μικρὸ βαθ­μό. Ὅταν ὅμως ὁ κακὸς ἑνω­θῇ μὲ ἄλλους κακοὺς κι αὐτοὶ πάλι ἑνω­θοῦν μὲ ἄλλους καὶ γίνουν πολ­λοί, χιλιά­δες τῶν χιλιά­δων, ἑκα­τομ­μύ­ρια πολ­λά, ὼ τότε!

Ἄν αὐτοὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ ἔχουν μῖσος στὴν καρ­διά, καὶ ἔχουν σύν­θη­μα «Ὁ θάνα­τός σου ἢ ζωή μου», καὶ θέλουν νὰ ἐξον­τώ­σουν ὅλους τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ ζήσουν αὐτοὶ καὶ νὰ κυβερ­νοῦν, ἂν τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια αὐτὰ τῶν κακῶν ἀνθρώ­πων ὀργα­νω­θοῦν, ὁπλι­σθοῦν μὲ τὰ φοβε­ρὰ ὅπλα τῆς κατα­στρο­φῆς καὶ κάνουν πόλε­μο ἐναν­τί­ον τῶν ἄλλων, μικρῶν καὶ ἀδυ­νά­των λαῶν, ὼ τότε, τί κατα­στρο­φή! Τέτοια φοβε­ρὴ κατα­στρο­φὴ εἶδε ἡ ἀνθρω­πό­τη­τα στὸν αἰῶ­να μας δυὸ φορές. Τὴν εἶδε σὲ δυὸ παγ­κο­σμί­ους πολέ­μους, ποὺ ὁ δεύ­τε­ρος ἦταν πιὸ κατα­στρε­πτι­κὸς ἀπ’ τὸν πρῶ­το. Ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι, ἑνω­μέ­νοι, μὲ ἐπὶ κεφα­λῆς ἀρχη­γοὺς θηριώ­δεις ἀνθρώ­πους, τέρα­τα, σὰν τὰ φοβε­ρὰ τέρα­τα τῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, ἐξώρ­μη­σαν καὶ σκόρ­πι­σαν τὸ θάνα­το καὶ τὴν κατα­στρο­φή. Εἶχαν καὶ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια αὐτὰ τῶν ἀνθρώ­πων ἀγά­πη μετα­ξύ τους, ἀλλ’ εἶχαν καὶ μῖσος ἐναν­τί­ον ἄλλων ἀνθρώ­πων, ποὺ ἤθε­λαν νὰ τοὺς ὑπο­τά­ξουν καὶ νὰ τοὺς ἐξον­τώ­σουν. Ἡ ἀγά­πη τους ἦταν στε­νή, περιω­ρι­σμέ­νη, ἐγωι­στι­κή. Οἱ Γερ­μα­νοὶ ἀγα­ποῦ­σαν μὲ πάθος μόνο τοὺς Γερ­μα­νούς. Οἱ Ρῶσοι τοὺς Ρώσους. Οἱ Ἰτα­λοὶ τοὺς Ἰτα­λούς. Οἱ Ἰάπω­νες τοὺς Ἰάπω­νες. Οἱ Αγγλοἰ τοὺς Ἄγγλους, κ.ο.κ.. Καὶ τὰ μεγά­λα κρά­τη, πέρα ἀπ’ τὰ λεγό­με­να ἐθνι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα, δὲν ἔβλε­παν τίπο­τε ἄλλο. Ὅσα δὲ ἔλε­γαν περὶ δικαιο­σύ­νης, ὅλα ἦταν μιὰ ἀπά­τη. Αὐτὸ δυστυ­χῶς ἀπέ­δει­ξαν καὶ ἀπο­δει­κνύ­ουν συνε­χῶς τὰ πράγ­μα­τα.

Ἀλλ’ ὁ Χρι­στός, ποὺ φύτευ­σε μέσ’ στὴν καρ­διὰ τῶν ἀνθρώ­πων το νόμο τῆς ἀγά­πης, δὲν θέλει ἡ ἀγά­πη νὰ περιο­ρί­ζε­ται καὶ ν’ ἀσφυ­κτιᾷ μέσ’ στὰ στε­νὰ ὅρια ἑνὸς αἰσθή­μα­τος, ποὺ ἔχει μόνο τὸ ὄνο­μα τῆς ἀγά­πης, ἐνῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶνε ἕνας ἐγωι­σμός, μιὰ λατρεία καὶ θεο­ποί­η­σις τοῦ ἐγώ. Ἡ ἀγά­πη ποὺ κήρυ­ξε ὁ Χρι­στός, ὅπως βλέ­που­με στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, σπά­ζει τὰ στε­νὰ ὅρια, πλα­τύ­νε­ται καὶ ξεχύ­νε­ται σὰν ποτα­μὸς σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ Χρι­στὸς μᾶς διδά­σκει, ὅτι πρέ­πει ν’ ἀγα­πᾶ­με ὄχι μόνο τοὺς γονεῖς, τοὺς φίλους, τοὺς συγ­γε­νεῖς, τοὺς ὁμο­ε­θνεῖς μας, ἀλλὰ κι αὐτοὺς τοὺς ξένους καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Πόσο καθα­ρὰ ἀκού­γε­ται ἡ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ! «Πλὴν ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγα­θο­ποιεῖ­τε…» (Λουκ. 6, 35). Κάνε­τε, λέει, τὸ καλὸ καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς σας.

Εἶνε ὅμως αὐτὸ εὔκο­λο; Δὲν εἶνε εὔκο­λο. ‘Ἀλλὰ «τὰ ἀδύ­να­τα παρὰ ἀνθρώ­ποις δυνα­τὰ παρὰ τῷ Θεῷ» (Λουκ. 18, 27). Μόνο μέσ’ στὸ χρι­στια­νι­σμὸ πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται ἡ ἰδε­ώ­δης αὐτὴ ἀγά­πη, ποὺ ἀγκα­λιά­ζει καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἀκό­μη.

Θέλε­τε παρά­δειγ­μα; Ρῖξ­τε ἕνα βλέμ­μα στὸν Ἐσταυ­ρω­μέ­νο, καὶ θὰ δῆτε. Τὴν ἀγά­πη, ποὺ δίδα­ξε ὁ Χρι­στός, τὴν ἐφάρ­μο­σε ὁ ἴδιος. Πάνω στὸ σταυ­ρὸ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του ἅπλω­σε τὰ πανά­χραν­τα χέρια του καὶ ἀγκά­λια­σε ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, καὶ αὐτοὺς ἀκό­μη τοὺς ἐχθρούς του. Προ­σευ­χή­θη­κε γιὰ τοὺς σταυ­ρω­τάς του καὶ εἶπε τὰ ἀθά­να­τα ἐκεῖ­να λόγια, ποὺ ραγί­ζουν τίς καρ­διὲς καὶ τῶν πιὸ σκλη­ρῶν ἀνθρώ­πων «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ,οὗ γὰρ οἴδα­σι τί ποιοῦ­σι» (Λουκ. 23, 34).

Ἀγα­πη­τοί, σᾶς ἐρω­τῶ Εἴμα­στε χρι­στια­νοί; “Ἄς μιμη­θοῦ­με τὸν Ἀρχη­γό μας. Ἄς τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με πιστὰ στὸν ἅγιο δρό­μο τῆς ἀγά­πης ἀγά­πης, ποὺ πρέ­πει νὰ δεί­χνου­με καὶ σ’ αὐτοὺς ἀκό­μη τοὺς ἐχθρούς μας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek