ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Ζ΄ 11 — 16)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐπο­ρεύ­ε­το ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλου­μέ­νην Ναΐν· καὶ συνε­πο­ρεύ­ον­το αὐτῷ οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἱκα­νοὶ καὶ ὄχλος πολύς. 12ὡς δὲ ἤγγι­σε τῇ πύλῃ τῆς πόλε­ως, καὶ ἰδοὺ ἐξε­κο­μί­ζε­το τεθνη­κὼς υἱὸς μονο­γε­νὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλε­ως ἱκα­νὸς ἦν σὺν αὐτῇ. 13καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγ­χνί­σθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· 14καὶ προ­σελ­θὼν ἥψα­το τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστά­ζον­τες ἔστη­σαν, καὶ εἶπε· Νεα­νί­σκε, σοὶ λέγω, ἐγέρ­θη­τι. 15καὶ ἀνε­κά­θι­σεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξα­το λαλεῖν, καὶ ἔδω­κεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. 16ἔλα­βε δὲ φόβος πάν­τας, καὶ ἐδό­ξα­ζον τὸν Θεὸν, λέγον­τες ὅτι Προ­φή­της μέγας ἠγή­γερ­ται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπε­σκέ­ψα­το ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

11 Επει­τα από αυτά, επή­γαι­νε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επή­γαι­ναν αρκε­τοί μαθη­ταί του και λαός πολύς. 12 Μολις δε επλη­σί­α­σε εις την πύλην της πόλε­ως και ιδού εγί­νε­το η εκφο­ρά ενός νεκρού, ο οποί­ος ήτο μονο­γε­νής υιός εις μητέ­ρα χήραν και απο­στρά­τευ­τον και πολύς λαός με πολ­λήν συμ­πά­θειαν προς αυτήν παρα­κο­λου­θού­σε μαζή της την κηδεί­αν. 13 Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγ­χνί­σθη και της είπε· “μη κλαί­εις”. 14 Και αφού επλη­σί­α­σε, ήγγι­σε το φέρε­τρον, ενώ εκεί­νοι που το εκρα­τού­σαν εστα­μά­τη­σαν, και είπε· “νεα­νί­σκε, εις σε λέγω· Σηκω”. 15 Και αμέ­σως εση­κώ­θη και εκά­θι­σε ο νεκρός και ήρχι­σε να ομι­λή. Ο δε Ιησούς έδω­κε αυτόν εις την μητέ­ρα του. 16 Και κατέ­λα­βε φόβος όλους και εδό­ξα­ζαν τον Θεόν λέγον­τες ότι “προ­φή­της μέγας παρου­σιά­σθη μετα­ξύ μας και ότι ο πανά­γα­θος Θεός επε­σκέ­φθη­κε τον λαόν του”. 

11 Αργό­τε­ρα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαι­νε σε κάποια πόλη που λεγό­ταν Ναΐν. Μαζί του βάδι­ζαν και οι μαθη­τές του, οι οποί­οι ήταν αρκε­τοί, καθώς και πλή­θος λαού πολύ. 12 Μόλις όμως πλη­σί­α­σε στην πύλη της πόλε­ως, ιδού, έβγα­ζαν έξω ένα νεκρό, τον μονά­κρι­βο γιο μιας μητέ­ρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέ­ναν άλλο προ­στά­τη στον κόσμο. Και μαζί μ’ αυτήν ήταν και πολύς λαός απ’ την πόλη που συνό­δευε και παρα­κο­λου­θού­σε με μεγά­λη συμ­πό­νια την κηδεία. 13 Όταν είδε τη χήρα ο Ιησούς, την σπλα­χνί­σθη­κε, και γνω­ρί­ζον­τας με βεβαιό­τη­τα ότι σε λίγο θα ανέ­σται­νε το γιο της της είπε: Μην κλαίς. 14 Τότε πλη­σί­α­σε κι άγγι­ξε το φέρε­τρο. Κι εκεί­νοι που το σήκω­ναν στά­θη­καν. Και είπε ο Ιησούς: Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω. 15 Τότε ο νεκρός ανα­ση­κώ­θη­κε και κάθι­σε ζων­τα­νός πάνω στο φέρε­τρο κι άρχι­σε να μιλά­ει. Και ο Ιησούς τον παρέ­δω­σε στη μητέ­ρα του. 16 Όλους τότε τους κυρί­ευ­σε φόβος, διό­τι αισθά­νον­ταν την παρου­σία θεί­ας δυνά­με­ως μέσα στην αμαρ­τω­λό­τη­τα και ανα­ξιό­τη­τά τους. Και δόξα­ζαν τον Θεό και έλε­γαν ότι μεγά­λος προ­φή­της εμφα­νί­στη­κε ανά­με­σά μας και ότι ο Θεός επι­σκέ­φθη­κε το λαό του για να τον προ­στα­τεύ­σει.

11  Kατό­πιν δέ (ὁ Ἰησοῦς) πήγαι­νε σὲ μία πόλι ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Nαΐν. Kαὶ πήγαι­ναν μαζί του ἀρκε­τοὶ μαθη­ταί του καὶ λαὸς πολύς. 12  Ὅταν δὲ πλη­σί­α­σε στὴν πύλη τῆς πόλε­ως, ἰδοὺ γινό­ταν ἡ ἐκφο­ρὰ ἑνὸς νεκροῦ, ποὺ ἦταν υἱὸς μονο­γε­νὴς στὴ μητέ­ρα του, αὐτὴ δὲ ἦταν χήρα, καὶ λαὸς πολὺς ἀπὸ τὴν πόλι τὴ συνώ­δευε. 13  Ὅταν δὲ ὁ Kύριος τὴν εἶδε, τὴ σπλαγ­χνί­σθη­κε καὶ τῆς εἶπε: «Mὴν κλαῖς!». 14  Ἔπει­τα πλη­σί­α­σε καὶ ἄγγι­ξε τὸ φέρε­τρο, αὐτοὶ δὲ ποὺ τὸ βάστα­ζαν στα­μά­τη­σαν, καὶ εἶπε: «Nεα­νί­σκε, σὲ σένα ἀπευ­θύ­νο­μαι, σήκω!». 15  Kαὶ ἀνα­ση­κώ­θη­κε ὁ νεκρὸς καὶ ἄρχι­σε νὰ μιλάῃ, καὶ τὸν παρέ­δω­σε στὴ μητέ­ρα του. 16  Kαὶ δέος κυρί­ευ­σε ὅλους, καὶ δόξα­ζαν τὸ Θεὸ λέγον­τας, «Mεγά­λος προ­φή­της ἐμφα­νί­σθη­κε σ’ ἐμᾶς», καί, «Ὁ Θεὸς ἐνδια­φέρ­θη­κε γιὰ τὸ λαό του».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Όποιος έχει πραγ­μα­τι­κά φιλο­σο­φη­μέ­νη σκέ­ψη και κατευ­θύ­νε­ται από την ελπί­δα των μελ­λον­τι­κών αγα­θών, ούτε και τον θάνα­το θα θεω­ρή­σει ως αλη­θι­νό θάνα­το. Ο δίκαιος, δηλα­δή, που βαδί­ζει στον δρό­μο του Θεού και καθη­με­ρι­νά περι­μέ­νει να μπει στη Βασι­λεία Του, δεν ταρά­ζε­ται, δεν ανα­στα­τώ­νε­ται, δεν στε­νο­χω­ριέ­ται, όταν έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τον θάνα­το, όταν λ.χ. αντι­κρύ­σει νεκρό κάποιον συγ­γε­νή ή φίλο του· για­τί γνω­ρί­ζει ότι ο θάνα­τος γι’ αυτούς που έζη­σαν ενά­ρε­τα στη γη, δεν είναι παρά μετά­θε­ση σε μια καλύ­τε­ρη ζωή, ταξί­δι για έναν καλύ­τε­ρο τόπο, δρό­μος που οδη­γεί στα στε­φά­νια.

Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι πηγαί­νον­τας στο συμ­βο­λαιο­γρα­φείο για τη σύν­τα­ξη μιας δια­θή­κης, ο καθέ­νας γνω­ρί­ζει πως ο θάνα­τος θα επι­σκε­φθεί κάποια στιγ­μή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρω­πο. Το θεω­ρεί από­λυ­τα φυσιο­λο­γι­κό και ανα­πό­φευ­κτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνα­τος, ξεχνά­ει όσα έγρα­ψε και άλλα λέει. “Έπρε­πε να πάθω εγώ τέτοιο πράγ­μα;”, φωνά­ζει με θρή­νους και ανα­στε­ναγ­μούς ο άντρας που χήρε­ψε. “Περί­με­να να με βρει τέτοια συμ­φο­ρά και να χάσω τη γυναί­κα μου;”. Τι λες, άνθρω­πέ μου; Όταν ήσου­να, ή μάλ­λον νόμι­ζες πως ήσου­να, μακριά από τον θάνα­το, ήξε­ρες καλά τους φυσι­κούς νόμους· τώρα που έπα­θες τη συμ­φο­ρά, τους ξέχα­σες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναί­κα σου, επει­δή θέλει να σε οδη­γή­σει στην εγκρά­τεια, επει­δή σε θεω­ρεί ικα­νό για μεγα­λύ­τε­ρους αγώ­νες, για ανώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή ζωή, και γι’ αυτό σε ελευ­θέ­ρω­σε από τον συζυ­γι­κό δεσμό.

Κι εσύ πάλι, η γυναί­κα, που έχα­σες τον άντρα σου, για­τί κλαις; Μήπως επει­δή έχα­σες τον προ­στά­τη σου κι έμει­νες έρη­μη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Για­τί δεν έχα­σες τον Θεό, που είναι ο πραγ­μα­τι­κός προ­στά­της όλων μας. Αφού έχεις βοη­θό τον Θεό, δεν έχεις ανάγ­κη από κανέ­ναν άλλο. Μήπως, και όταν ζού­σε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδι­νε όλα; Αυτό να σκέ­φτε­σαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Κύριος φωτι­σμός μου κα σωτήρ μου· τίνα φοβη­θή­σο­μαι; Κύριος περα­σπιστς τς ζως μου· π τίνος δει­λιά­σω;(:Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτή­ρας μου, ποιον θα φοβη­θώ; Ο Κύριος είναι ο υπε­ρα­σπι­στής της ζωής μου, τι θα με κάνει να δει­λιά­σω;)» [Ψαλμ. 26,1]. Τώρα πια Αυτός, «ο πατέ­ρας των ορφα­νών και συμ­πα­ρα­στά­της των χηρών» [Ψαλμ. 67,6: «Ταρα­χθή­σον­ται π προ­σώ­που ατο, το πατρς τν ρφανν κα κρι­το τν χηρν»], θα φρον­τί­ζει για σένα περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο φρόν­τι­ζε πριν.

Βλέ­πεις, λοι­πόν, ένα συγ­γε­νή σου να φεύ­γει απ’ αυτόν τον κόσμο; Μην τρο­μά­ζεις, μη θρη­νείς, μη συν­τρί­βε­σαι. Συγ­κεν­τρώ­σου στον εαυ­τό σου, εξέ­τα­σε τη συνεί­δη­σή σου και σκέ­ψου ότι σε λίγο και­ρό σε περι­μέ­νει κι εσέ­να το ίδιο τέλος.“Μα ο νεκρός”, θα μου πεις, “σαπί­ζει, γίνε­ται σκό­νη”. Ακρι­βώς γι’ αυτό πρέ­πει να χαί­ρε­σαι περισ­σό­τε­ρο. Όταν θέλει κανείς να ξανα­χτί­σει ένα σπί­τι, που πάλιω­σε και έγι­νε ετοι­μόρ­ρο­πο, αφού πρώ­τα βγά­λει τους ενοί­κους, το κατε­δα­φί­ζει και το φτιά­χνει πιο καλό. Και όταν γίνε­ται αυτό, οι ένοι­κοι δεν λυπούν­ται, επει­δή βγή­καν από το παλιό σπί­τι, αλλά μάλ­λον ευχα­ρι­στη­μέ­νοι είναι. Δεν τους νοιά­ζει, βλέ­πεις, για την κατε­δά­φι­ση, που βλέ­πουν με τα μάτια τους, για­τί συλ­λο­γί­ζον­ται τη νέα και ωραία οικο­δο­μή, που θα ανε­γερ­θεί, κι ας μην τη βλέ­πουν ακό­μα.

Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρό­κει­ται να δια­λύ­σει το σώμα μας, βγά­ζει πρώ­τα την ψυχή, που κατοι­κεί μέσα σε αυτό, όπως θα την έβγα­ζε από ένα παλιό και ετοι­μόρ­ρο­πο σπί­τι, για να την εγκα­τα­στή­σει πάλι με μεγα­λύ­τε­ρη δόξα στο νέο σπί­τι, που θα οικο­δο­μή­σει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουρ­γή­θη­κε, δεν είδε ότι πλά­στη­κε από χώμα. Ο Θεός, δηλα­δή, δεν έπλα­σε την ψυχή πρώ­τη, για να μη δει τη δημιουρ­γία του σώμα­τος. Γι’ αυτό η ψυχή δεν γνώ­ρι­ζε την ευτέ­λεια του σώμα­τος. Όταν, όμως, γίνει η κοι­νή ανά­στα­ση, τότε η ψυχή θα βρε­θεί σε ένα νέο άφθαρ­το σώμα, όχι πια στο παλιό χωμά­τι­νο ένδυ­μά της.

Ο νεκρός, κι αν δεν βλέ­πει τον εαυ­τό του, βλέ­πει όμως εκεί­νους που πέθα­ναν πιο μπρο­στά να γίνον­ται σκό­νη, και διδά­σκε­ται πολ­λά. Για κοί­τα πόσο μαζε­μέ­νοι και συγ­κρα­τη­μέ­νοι είναι μπρο­στά στους νεκρούς ακό­μα και οι πιο περή­φα­νοι, ακό­μα και οι πιο από­κο­τοι άνθρω­ποι! Ακού­γε­ται η λέξη «θάνα­τος» και η καρ­διά όλων σπαρ­τα­ρά­ει από τον φόβο. Και φιλο­σο­φού­με γύρω από τους τάφους και σκε­φτό­μα­στε πού κατα­λή­γου­με και φλυα­ρού­με για τη ματαιό­τη­τα των εγκο­σμί­ων, αλλά, μόλις απο­μα­κρυν­θού­με, ξεχνά­με την ευτέ­λειά μας. Να, για παρά­δειγ­μα, όταν βρε­θεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρί­ζει στο διπλα­νό του και του λέει λόγια σαν και τού­τα: «Αλή­θεια, πόσο ταλαί­πω­ροι είμα­στε! Πόσο ασή­μαν­τη είναι η ζωή μας! Τι γινό­μα­στε, άρα­γε, μετά τον θάνα­το; Αυτό πρέ­πει να σκε­φτό­μα­στε και να μην κακο­λο­γού­με, να μην αδι­κού­με, να μη μνη­σι­κα­κού­με…». Φαί­νε­ται να μιλά­ει με τόση ειλι­κρί­νεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφι­βάλ­λεις ότι την ίδια κιό­λας στιγ­μή θα απαρ­νη­θεί ολό­τε­λα την κακία του και θα αρχί­σει να ζει ενά­ρε­τα. Μα, αλί­μο­νο, μετά την κηδεία θα ξεχά­σει και τον φόβο του και τα λόγια του, και θα συνε­χί­σει να ζει στην αμαρ­τία, όπως πρώ­τα.

Ας ξανα­γυ­ρί­σου­με, όμως, στο θέμα μας. Πες μου, για ποιον λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθα­νε; Για­τί ήταν κακός; Ε, λοι­πόν, όχι μόνο δεν πρέ­πει να κλαις, αλλά και να ευχα­ρι­στείς τον Θεό, που στα­μά­τη­σε πια η κακία του. Μήπως, απε­ναν­τί­ας, ήταν καλός; Και στην περί­πτω­ση αυτή πρέ­πει να χαί­ρε­σαι, για­τί πέθα­νε «μ κακία λλάξ σύνε­σιν ατο δόλος πατήσ ψυχν ατο(:πριν η κακία αλλά­ξει τη σύνε­σή του ή η δολιό­τη­τα της αμαρ­τί­ας εξα­πα­τή­σει την ψυχή του)» [Σοφ. Σολ. 4,11]. Ήταν μήπως νέος; Και γι’ αυτό ακό­μα ευχα­ρί­στη­σε τον Θεό και δόξα­σέ Τον, για­τί τον πήρε κον­τά Του. Όπως εκεί­νους που πηγαί­νουν για ν’ ανα­λά­βουν κάποιο αξί­ω­μα, τους κατευο­δώ­νου­με με χαρά και ικα­νο­ποί­η­ση, έτσι πρέ­πει ν’ απο­χαι­ρε­τά­με κι αυτούς που φεύ­γουν από τού­τη τη ζωή, για­τί πηγαί­νουν κον­τά στον Θεό, όπου θα απο­λαμ­βά­νουν μεγά­λη τιμή και ευτυ­χία.

Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν πρέ­πει να λυπό­μα­στε για τον χωρι­σμό από τα αγα­πη­μέ­να μας πρό­σω­πα, που πεθαί­νουν, αλλά να μη λυπό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο πρέ­πει. Για­τί θα παρη­γο­ρη­θού­με αρκε­τά, αν σκε­φτού­με ότι ο άνθρω­πος, που χάσα­με, ήταν θνη­τός, όπως όλοι μας. Με το να αγα­να­κτού­με, δεν δεί­χνου­με τίπο­τα άλλο, παρά πως ζητά­με πράγ­μα­τα ασυμ­βί­βα­στα με την ανθρώ­πι­νη φύση. Γεν­νή­θη­κες άνθρω­πος, επο­μέ­νως θνη­τός. Για­τί, λοι­πόν, υπο­φέ­ρεις με κάτι τόσο φυσι­κό, όπως ο θάνα­τος; Μήπως λυπά­σαι, επει­δή, για να ζήσεις, πρέ­πει να τρως; Μήπως επι­διώ­κεις να ζήσεις χωρίς τρο­φή; Τότε για­τί επι­διώ­κεις να μην πεθά­νεις; Όσο φυσι­κό είναι το να τρως, άλλο τόσο και το να πεθά­νεις. Αφού είσαι θνη­τός, μη ζητάς να γίνεις αθά­να­τος· για­τί αυτό το πράγ­μα καθο­ρί­στη­κε και νομο­θε­τή­θη­κε μια μόνο φορά και για πάν­τα. Ας μη μοιά­ζου­με στους ληστές, που θέλουν να κάνουν δικά τους όσα ανή­κουν σε άλλους. Έτσι, όταν ο Θεός παίρ­νει από μας χρή­μα­τα ή τιμή ή δόξα, ακό­μα και το σώμα ή και την ψυχή, παίρ­νει αυτά που Του ανή­κουν. Και το παι­δί σου ακό­μη αν πάρει, δεν παίρ­νει ουσια­στι­κά το παι­δί σου, αλλά το δικό Του πλά­σμα.

Αφού, λοι­πόν, εμείς δεν ανή­κου­με στον εαυ­τό μας, πώς θα ανή­κουν σ’ εμάς όσα ανή­κουν σε Εκεί­νον; Αν η ψυχή σου δεν είναι δική σου, πώς είναι δικά σου τα χρή­μα­τά σου; Και αν δεν είναι δικά σου, πώς ξοδεύ­εις άσκο­πα ή άπρε­πα αυτά που ανή­κουν σε Άλλον; Μη λες: «Τα δικά μου ξοδεύω, από τα δικά μου δια­σκε­δά­ζω»· για­τί ξοδεύ­εις και δια­σκε­δά­ζεις με τα ξένα. Και τα απο­κα­λώ ξένα, για­τί ο Θεός θεω­ρεί δικά σου όσα σου έδω­σε, για να τα μοι­ρά­σεις στους φτω­χούς. Τότε μόνο τα ξένα γίνον­ται δικά σου. Αν τα ξοδέ­ψεις για τον εαυ­τό σου, τότε τα δικά σου γίνον­ται ξένα.

Δεν βλέ­πεις ότι τα σώμα­τά μας τα υπη­ρε­τούν τα χέρια; Δεν βλέ­πεις ότι το στό­μα μασά­ει την τρο­φή, πριν τη δεχθεί το στο­μά­χι; Μήπως το στο­μά­χι λέει: «Αφού δέχτη­κα την τρο­φή, δικαιω­μα­τι­κά τα κατέ­χω όλα»; Τα μάτια πάλι, μήπως, επει­δή αυτά δέχον­ται το φως, το κρα­τά­νε μόνο για τον εαυ­τό τους και δεν το θέτουν στην υπη­ρε­σία όλου του σώμα­τος; Ή μήπως τα πόδια, επει­δή μόνο αυτά βαδί­ζουν, τον εαυ­τό τους μόνο μετα­κι­νούν και όχι το σώμα ολό­κλη­ρο; Αλλά και από τους επαγ­γελ­μα­τί­ες, αν θελή­σει ο καθέ­νας να μην παρα­χω­ρή­σει και σε άλλους την ωφέ­λεια από το επάγ­γελ­μά του, όχι μόνο εκεί­νους, αλλά και τον εαυ­τό του θα ζημιώ­σει. Ακό­μα και οι φτω­χοί, αν ήταν τόσο κακοί όσο εσείς, οι πλού­σιοι, που τίπο­τα άλλο δεν σκέ­φτε­στε παρά το πώς θα αυξή­σε­τε τα κέρ­δη σας, και δεν έδι­ναν από το υστέ­ρη­μά τους στους πιο φτω­χούς και αναγ­κε­μέ­νους, γρή­γο­ρα θα σας έρι­χναν κι εσάς στη φτώ­χεια.

Μα έχα­σα το μονά­κρι­βο παι­δί μου”, θα πει ίσως κάποιος, “που πάνω του στή­ρι­ζα τόσες ελπί­δες”. Και τι με αυτό; Ευχα­ρί­στη­σε τον Θεό, που πήρε το παι­δί σου, και τότε δεν θα είσαι κατώ­τε­ρος από τον Αβρα­άμ, που οδή­γη­σε τον γιο του Ισα­άκ στο βου­νό για να τον θυσιά­σει, ύστε­ρα από θεία εντο­λή. Όπως εκεί­νος αγόγ­γυ­στα πρό­σφε­ρε το μονά­κρι­βο παι­δί του στον Θεό, έτσι πρό­σφε­ρέ το κι εσύ, και δεν θα πάρεις μικρό­τε­ρη αμοι­βή. Μην κλαις, μη βαρυγ­κω­μείς, μην ανα­στε­νά­ζεις. Πες ό,τι είπε και ο μακά­ριος Ιώβ, όταν έχα­σε όλα του τα παι­διά: « Κύριος δωκεν, Κύριος φεί­λα­το· ς τ Κυρί δοξεν, οτω κα γένε­το· εη τ νομα Κυρί­ου ελογη­μέ­νον ες τος αἰῶνας(:Ο Κύριος μού τα έδω­σε, ο Κύριος μού τα πήρε. Όπως φάνη­κε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγι­νε. Ας είναι τ’ όνο­μά Του δοξα­σμέ­νο παν­το­τι­νά)» [Ιώβ 1,21]. Έτσι απο­στό­μω­σε και τη γυναί­κα του, λέγον­τάς της μάλι­στα και τού­τα τα λόγια, που προ­κα­λούν τον θαυ­μα­σμό μας: «Ε τ γαθ δεξά­με­θα κ χειρς Κυρί­ου, τ κακ οχ ποί­σο­μεν;(:Αν δεχτή­κα­με από τα χέρια του Κυρί­ου τα αγα­θά, δεν θα υπο­μεί­νου­με και τις συμ­φο­ρές;)» [Ιώβ 2,10]. Έτσι να σκέ­φτε­σαι κι εσύ, καθώς μάλι­στα το παι­δί σου δεν έπε­σε στα χέρια εχθρού ή κακούρ­γου, αλλά πήγε κον­τά στον Θεό, που φρον­τί­ζει γι’ αυτό περισ­σό­τε­ρο από σένα και που γνω­ρί­ζει το συμ­φέ­ρον του καλύ­τε­ρα από σένα. Κοί­τα πόσα παι­διά, που βρί­σκον­ται στη ζωή, έκα­ναν μαρ­τυ­ρι­κή τη ζωή των γονιών τους.

«Τα καλά παι­διά δεν τα βλέ­πεις;», θα με ρωτή­σεις. Και σου απαν­τώ: Τα βλέ­πω κι αυτά, η κατά­στα­ση όμως του δικού σου παι­διού είναι πιο σίγου­ρη από τη δική τους. Μπο­ρεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνω­στο. Εσύ δεν φοβά­σαι πια για το παι­δί σου, μήπως πάθει τίπο­τα ή μήπως πάρει στρα­βό δρό­μο. Γι’ αυτό, σου το ξανα­λέω, μη θρη­νείς. Να δοξο­λο­γείς μόνο τον Κύριο, όπως έκα­νε ο Ιώβ.

«Και πώς να μη θρη­νώ», θα πεις, «που δεν είμαι πια πατέ­ρας;». Τί λόγια είναι τού­τα; Μήπως έχα­σες το παι­δί σου; Μάλ­λον τώρα το έκα­νες δικό σου και το έχεις πιο σίγου­ρα. Δεν έπα­ψες να είσαι πατέ­ρας. Είσαι μάλι­στα κάτι παρα­πά­νω ‑όχι πια πατέ­ρας ενός θνη­τού πλά­σμα­τος, μα ενός αθά­να­του όντος! Μη νομί­ζεις ότι έχα­σες πραγ­μα­τι­κά το παι­δί σου, επει­δή δεν είναι κον­τά σου. Όπως θα συνέ­χι­ζε να είναι παι­δί σου, αν είχε μετα­να­στεύ­σει σε μακρι­νή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυ­γε για τον ουρα­νό. Βλέ­πον­τας, λοι­πόν, τα μάτια του κλει­στά, το στό­μα του άφω­νο και το σώμα του ακί­νη­το, μη σκέ­φτε­σαι: «Αυτό το στό­μα δεν μιλά­ει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέ­πουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδί­ζουν πια». Αλλά να σκέ­φτε­σαι: «Αυτό το στό­μα θα πει καλύ­τε­ρα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιό­τε­ρα πράγ­μα­τα, αυτά τα πόδια θα περ­πα­τή­σουν στον ουρα­νό, αυτό το σώμα θα ανα­στη­θεί άφθαρ­το και θα πάρω πίσω το παι­δί μου λαμ­πρό­τε­ρο».

«Αλλά δεν γνω­ρί­ζω πού πήγε», ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνω­ρί­ζεις; Είτε θεά­ρε­στα έζη­σε είτε όχι, είναι γνω­στό πού θα πάει. «Γι’ αυτό ακρι­βώς κλαίω», θα εξη­γή­σεις, «για­τί έφυ­γε φορ­τω­μέ­νο με αμαρ­τί­ες». Μα κι αν δεν είχε αμαρ­τί­ες, μήπως δεν θα έκλαι­γες και δεν θα βαρυγ­κω­μού­σες; Τώρα παρα­πο­νιέ­σαι στον Θεό και Του λες: «Για­τί μου πήρες το παι­δί μου γεμά­το αμαρ­τί­ες;». Τότε θα Του έλε­γες: «Για­τί μου πήρες ένα τόσο καλό παι­δί;». Και στις δυο περι­πτώ­σεις, όμως, πρέ­πει να χαί­ρε­σαι: αν το παι­δί ήταν αμαρ­τω­λό, για­τί έπα­ψε πια να αμαρ­τά­νει και δεν πρό­σθε­σε μεγα­λύ­τε­ρο βάρος κακί­ας στην ψυχή του· ενώ μάλι­στα δεν μπο­ρού­σες να το βοη­θή­σεις όσο ζού­σε, για­τί δεν άκου­γε τις συμ­βου­λές σου, τώρα μπο­ρείς να το βοη­θή­σεις· όχι με δάκρυα και θρή­νους, αλλά με προ­σευ­χές και ελεη­μο­σύ­νες και προ­σφο­ρές. Αυτά καθο­ρί­στη­καν από τους αγί­ους Απο­στό­λους όχι τυχαία, αλλά με τον φωτι­σμό του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ο ιερέ­ας, μπρο­στά στο ιερό θυσια­στή­ριο, όταν τελεί τα φρι­κτά Μυστή­ρια του Χρι­στού, μνη­μο­νεύ­ει όχι μόνο τους ζων­τα­νούς, αλλά και τους νεκρούς, οπό­τε οι ψυχές ανα­κου­φί­ζον­ται. Και όταν εμείς κάνου­με γι’ αυτούς προ­σφο­ρές στην εκκλη­σία ή ελεη­μο­σύ­νες στους φτω­χούς, τους προ­ξε­νού­με κάποια παρη­γο­ριά, όσο αμαρ­τω­λοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παι­δί σου ήταν καλό και ενά­ρε­το, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να λυπά­σαι. Για­τί, όπως ο καθα­ρός κι ολό­λαμ­προς ήλιος ανε­βαί­νει στον ουρα­νό, έτσι και η καθα­ρή ψυχή, που εγκα­τα­λεί­πει το σώμα, ανε­βαί­νει ολό­λαμ­πρη, με τη συνο­δεία αγγέ­λων, στο βασί­λειο του Θεού.

Δεν είναι κακό, λοι­πόν, το να πεθά­νει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβό­μα­στε τον θάνα­το; Για­τί δεν μας έχει κυριέ­ψει ο έρω­τας της ουρά­νιας βασι­λεί­ας, για­τί δεν μας έχει φλο­γί­σει ο πόθος των μελ­λον­τι­κών αγα­θών. Αν είχε συμ­βεί αυτό, όλα τα αγα­θά της γης θα τα περι­φρο­νού­σα­με. Όποιος φοβά­ται πάν­τα την κόλα­ση, δεν θα φοβη­θεί ποτέ το θάνα­το. Να μην έχε­τε, λοι­πόν, τη σκέ­ψη μικρού παι­διού, αλλά την ακα­κία μικρού παι­διού. Τα μικρά παι­διά φοβούν­ται τις αγριω­πές αλλά ακίν­δυ­νες μάσκες, δεν φοβούν­ται όμως την επι­κίν­δυ­νη φωτιά. Έτσι, αν τα κρα­τά­ει κανείς κον­τά σ’ ένα αναμ­μέ­νο λυχνά­ρι, χωρίς να το σκε­φτούν, ακουμ­πά­νε το χέρι τους στη φλό­γα και καί­γον­ται.

Θέλε­τε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβό­μα­στε τον θάνα­το; Για­τί δεν ζού­με ενά­ρε­τη ζωή και δεν έχου­με καθα­ρή συνεί­δη­ση. Αλλιώς ο θάνα­τος δεν θα μας τρό­μα­ζε. Από­δει­ξέ μου ότι θα κλη­ρο­νο­μή­σω τη βασι­λεία των ουρα­νών και θανά­τω­σέ με τώρα κιό­λας. Θα σου χρω­στάω μάλι­στα και χάρη για τη θανά­τω­σή μου, αφού θα με στεί­λεις γρή­γο­ρα σ’ εκεί­να τα αγα­θά. «Αλλά φοβά­μαι να πεθά­νω άδι­κα», ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθε­λες να πεθά­νεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο ταλαί­πω­ρος, που, ενώ μπο­ρεί να πεθά­νει άδι­κα, προ­τι­μά­ει να πεθά­νει δίκαια; Αν πρέ­πει να φοβό­μα­στε θάνα­το, πρέ­πει να φοβό­μα­στε εκεί­νον που μας βρί­σκει δίκαια. Όποιος πεθαί­νει άδι­κα, μοιά­ζει στους αγί­ους. Για­τί οι περισ­σό­τε­ροι απ’ αυτούς που ευα­ρέ­στη­σαν το Θεό, θανα­τώ­θη­καν άδι­κα. Και πρώ­τος ο Άβελ. Δεν δολο­φο­νή­θη­κε για­τί έφται­ξε στον Κάιν, αλλά για­τί τίμη­σε το Θεό. Και ο Θεός παρα­χώ­ρη­σε να γίνει αυτός ο φόνος για­τί αγα­πού­σε τον Άβελ ή για­τί τον μισού­σε; Ολο­φά­νε­ρα για­τί τον αγα­πού­σε και ήθε­λε να του προ­σφέ­ρει πιο λαμ­πρό στε­φά­νι, λόγω της άδι­κης σφα­γής του.

Βλέ­πεις που δεν πρέ­πει να φοβά­σαι μήπως πεθά­νεις άδι­κα, αλλά μήπως πεθά­νεις φορ­τω­μέ­νος με αμαρ­τί­ες; Ο Άβελ πέθα­νε άδι­κα, μα ο Κάιν πέρα­σε την υπό­λοι­πη ζωή του έχον­τας την κατά­ρα του Θεού, στε­νά­ζον­τας και τρέ­μον­τας ακα­τά­παυ­στα. Ποιος από τους δύο ήταν πιο μακά­ριος; Εκεί­νος που έπα­ψε να ζει μέσα στην αρε­τή ή αυτός που έζη­σε μέσα στην αμαρ­τία; Εκεί­νος που άδι­κα πέθα­νε ή αυτός που δίκαια τιμω­ρή­θη­κε;

Ας μην κλαί­με, λοι­πόν, αδιά­κρι­τα όλους όσοι πεθαί­νουν, αλλά εκεί­νους που πεθαί­νουν έχον­τας πολ­λές αμαρ­τί­ες. Σ’ αυτούς πρέ­πουν τα δάκρυα και οι θρή­νοι. Για­τί ποια ελπί­δα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνα­τό να καθα­ρι­στούν από τις αμαρ­τί­ες τους; Όσο βρί­σκον­ταν στην παρού­σα ζωή, υπήρ­χε ελπί­δα να μετα­νο­ή­σουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερ­δί­ζει κανείς τίπο­τα με τη μετά­νοια. Ας τους κλαί­με, ναι, όχι όμως με τρό­πο υστε­ρι­κό και άπρε­πο, όχι τρα­βών­τας τα μαλ­λιά μας, ξεσκί­ζον­τας το πρό­σω­πό μας, ουρ­λιά­ζον­τας και τσι­ρί­ζον­τας, αλλά με σεμνό­τη­τα, αφή­νον­τας τα δάκρυα να κυλούν ήρε­μα από τα μάτια μας. Αυτό ωφε­λεί κι εμάς. Για­τί, πεν­θών­τας έτσι τον νεκρό, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα προ­σπα­θή­σου­με να μην πέσου­με και οι ίδιοι σε παρό­μοια αμαρ­τή­μα­τα. Με το τρά­βηγ­μα των μαλ­λιών και τις κραυ­γές ο νους σκο­τί­ζε­ται, ενώ με το ήρε­μο πέν­θος δια­τη­ρεί τη διαύ­γειά του και μπο­ρεί να φιλο­σο­φή­σει ωφέ­λι­μα γύρω από τον θάνα­το.

Με αυτόν τον τρό­πο να φιλο­σο­φείς όχι μόνο όταν πεθαί­νει κάποιος γνω­στός σου, μα κι όταν βλέ­πεις έναν άγνω­στο νεκρό να οδη­γεί­ται με πομ­πή μέσα από τους δρό­μους στην τελευ­ταία του κατοι­κία και να συνο­δεύ­ε­ται από τα ορφα­νά παι­διά του, τη χήρα γυναί­κα του, τους συγ­γε­νείς και τους φίλους του, όλους κλα­μέ­νους και συν­τριμ­μέ­νους. Να συλ­λο­γί­ζε­σαι τότε πως η ζωή και τα πράγ­μα­τα του κόσμου τού­του δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά δια­φο­ρά από τις σκιές και τα όνει­ρα.

Κοί­τα, πόσα κάστρα και παλά­τια βασι­λιά­δων, ηγε­μό­νων και αρχόν­των είναι σωρια­σμέ­να σε ερεί­πια! Σκέ­ψου, πόση δύνα­μη και πόσο πλού­το είχαν κάπο­τε! Τώρα έχουν ξεχα­στεί και τα ονό­μα­τά τους. Λέει η Αγία Γρα­φή: «Πολ­λο τύραν­νοι κάθι­σαν π δάφους, δ νυπο­νόη­τος φόρε­σε διά­δη­μα(:Πολ­λοί άρχον­τες έχα­σαν την εξου­σία τους και κάθι­σαν στο χώμα· κι ένας άση­μος, που κανείς δεν φαν­τα­ζό­ταν ότι θα γίνει βασιλιάς,φόρεσε στέμ­μα)» [Σοφία Σει­ράχ, 11,5].

Δεν σου φτά­νουν αυτά; Συλ­λο­γί­σου τότε, ποια είναι η αξία σου όταν κοι­μά­σαι; Μήπως δεν μπο­ρεί κι ένα ζωύ­φιο να σε θανα­τώ­σει; Ναι, πολ­λοί πέθα­ναν έτσι στον ύπνο τους. Αλή­θεια, από μια κλω­στή κρέ­με­ται η ζωή μας! Κόβε­ται η κλω­στή και τελειώ­νουν όλα. Έτσι να φιλο­σο­φείς και να μη σαγη­νεύ­ε­σαι από την ομορ­φιά, τα πλού­τη, τη δόξα, τις απο­λαύ­σεις. Ένα μόνο να σε απα­σχο­λεί: το ότι κάπο­τε τελειώ­νουν όλα αυτά. Θαυ­μά­ζεις όσα βλέ­πεις εδώ στη γη; Πιο αξιο­θαύ­μα­στα, όμως, είναι εκεί­να που ανα­φέ­ρον­ται στις άγιες Γρα­φές.

Δεί­ξε μου έναν αγέ­ρω­χο άρχον­τα ή έναν λαμ­προν­τυ­μέ­νο πλού­σιο, όταν ψήνε­ται από τον πυρε­τό, όταν ψυχο­μα­χεί, και τότε θα σε ρωτή­σω: «Πού είναι εκεί­νος, που περ­νού­σε από την αγο­ρά καμα­ρω­τός και περή­φα­νος με ακο­λού­θους και σωμα­το­φύ­λα­κες; Πού είναι εκεί­νος, που φορού­σε πανά­κρι­βα ρού­χα; Πού είναι η χλι­δή της ζωής του, η πολυ­τέ­λεια των συμ­πο­σί­ων του, οι υπη­ρέ­τες, οι παρα­τρε­χά­με­νοι, τα γέλια, οι ανέ­σεις, οι σπα­τά­λες; Όλα έφυ­γαν και πέτα­ξαν. Τι απέ­γι­νε το σώμα, που απο­λάμ­βα­νε τόση ηδο­νή;». Πλη­σί­α­σε στον τάφο και κοί­τα τη σκό­νη, τη σαπί­λα, τα σκου­λή­κια. Κοί­τα και στέ­να­ξε πικρά. Και μακά­ρι το κακό να περιο­ρι­ζό­ταν σε τού­τη τη σκό­νη, που βλέ­πεις. Από τον τάφο και τα σκου­λή­κια φέρε τη σκέ­ψη σου στο ακοί­μη­το σκου­λή­κι της άλλης ζωής, στο τρί­ξι­μο των δον­τιών, στο αιώ­νιο σκο­τά­δι, στην άσβε­στη φωτιά, στις πικρές και αφό­ρη­τες εκεί­νες τιμω­ρί­ες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κακά κάπο­τε, αργά ή γρή­γο­ρα, τελειώ­νουν· εκεί, όμως, και τα δύο διαρ­κούν αιώ­νια. Και δια­φέ­ρουν ως προς την ποιό­τη­τα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τού­του τόσο, που δεν είναι δυνα­τό να εκφρά­σει κανείς με λόγια.

Τι έγι­ναν, λοι­πόν, όλα εκεί­να τα μεγα­λεία; Τι έγι­ναν τα χρή­μα­τα και τα κτή­μα­τα; Ποιος άνε­μος φύση­ξε και τα πήρε και τα σκόρ­πι­σε; Τι θέλει, πάλι, κι αυτή η υπερ­βο­λι­κά ανώ­φε­λη, και όχι η εντε­λώς απα­ραί­τη­τη, δαπά­νη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφε­λεί και τους οικεί­ους του ζημιώ­νει; Ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνε­ται, λοι­πόν, η κηδεία αφορ­μή ικα­νο­ποι­ή­σε­ως της μανί­ας μας για επί­δει­ξη. Ο Κύριος είπε: «πεί­να­σα γάρ, κα δώκα­τέ μοι φαγεν, δίψη­σα, κα ποτί­σα­τέ με, ξένος μην, κα συνη­γά­γε­τέ με, γυμνός, κα περιε­βά­λε­τέ με, σθέ­νη­σα, κα πεσκέ­ψα­σθέ με, ν φυλακ μην, κα λθε­τε πρός με(:Πεί­να­σα και μου δώσα­τε να φάω· δίψα­σα και μου δώσα­τε να πιω· ήμου­να γυμνός και με ντύ­σα­τε)» [Ματθ. 25,35–36]. Όμως δεν είπε: «Ήμου­να νεκρός και με θάψα­τε». Για­τί, αν μας παραγ­γέλ­λει να μην έχου­με τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από ένα σκέ­πα­σμα, όταν ζού­με, πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν πεθά­νου­με. Ποιαν απο­λο­γία θα δώσου­με στο Θεό, λοι­πόν, όταν ξοδεύ­ου­με τερά­στια ποσά για να κηδέ­ψου­με ένα νεκρό σώμα σε υπερ­πο­λυ­τε­λή φέρε­τρα και με αμέ­τρη­τα στέ­φα­να, τη στιγ­μή που ο Χρι­στός, με τη μορ­φή των φτω­χών συναν­θρώ­πων μας, τρι­γυρ­νά­ει πει­να­σμέ­νος και γυμνός, και εμείς αδια­φο­ρού­με γι’ αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώ­φε­λα για κεί­νους που έχουν ήδη πεθά­νει. Ας τα ακού­σουν, όμως, οι ζων­τα­νοί και ας συνέλ­θουν, ας λογι­κευ­τούν, ας διορ­θω­θούν. Όπου να ‘ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θα αργή­σουν να βρε­θούν κι αυτοί, δεν θα αργή­σου­με να βρε­θού­με όλοι μας, μπρο­στά στο φοβε­ρό Κρι­τή­ριο, όπου θα δώσου­με λόγο για τις πρά­ξεις μας. Ας αγω­νι­στού­με, λοι­πόν, να γίνου­με καλύ­τε­ροι, εγκα­τα­λεί­πον­τας την αμαρ­τία και ακο­λου­θών­τας την αρε­τή, για να μη χάσου­με την βασι­λεία των ουρα­νών, για ν’ απο­κτή­σου­με τα άφθαρ­τα αγα­θά, που έχει ετοι­μά­σει για μας ο φιλάν­θρω­πος Κύριος.

ΠΗΓΕΣ:

  • «Θέμα­τα ζωής. Από τις ομι­λί­ες του Αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σό­στο­μου», Τόμος Α’, σελ. 108–121, Ιερά Μονή Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής 2013.Η επε­ξερ­γα­σία και μετά­φρα­ση των κει­μέ­νων, καθώς και η έκδο­ση των βιβλί­ων έχουν γίνει από τους πατέ­ρες της Ιεράς Μονής Παρα­κλή­του Ωρω­πού.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Γ΄ Λου­κά με θέμα:

«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 6-10-1996]

(Β 345)

Κάποια μέρα, αγα­πη­τοί μου, θέλη­σε ο Ιησούς να επι­σκε­φτεί την πόλιν Ναΐν. Τον ακο­λου­θού­σαν οι μαθη­ταί Του και όχλος πολύς. Όταν έφθα­σαν εις την πύλην της πόλε­ως, για­τί ήταν πόλις οχυ­ρω­μέ­νη, την ίδια στιγ­μή, «ξεκο­μί­ζε­το», όπως μας σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, «ξεκο­μί­ζε­το τεθνηκς». Κάποιος που είχε πεθά­νει. Ήταν νεκρό κάποιο παλι­κά­ρι, νεα­νί­σκος χαρα­κτη­ρί­ζε­ται και μονο­γε­νής μιας χήρας γυναί­κας. Την όλη εκφο­ρά συνό­δευε αρκε­τός κόσμος, που ήλθαν βέβαια να παρη­γο­ρή­σουν αυτήν την πεν­θού­σα μάνα. Η συνάν­τη­σις έγι­νε εκεί, στην πύλη της πόλε­ως. Ο όχλος που ηκο­λού­θει και οι μαθη­ταί τον Κύριον και ο όχλος που ηκο­λού­θει τη νεκρώ­σι­μη εκφο­ρά.

Τότε ο Κύριος λυπή­θη­κε αυτήν τη γυναί­κα, πραγ­μα­τι­κά ήταν αξιο­λύ­πη­τη, και της λέγει: «Μή κλαε». Δηλα­δή, «Μην κλαις». Και τότε πλη­σί­α­σε το φέρε­τρο, που έκει­το εκεί νεκρός ο νεα­νί­σκος. Αυτοί που τον μετέ­φε­ραν, στά­θη­καν. Και τότε ο Κύριος, σαν το πιο φυσι­κό πράγ­μα, απο­τεί­νε­ται προς τον νεκρόν νεα­νί­σκον και του λέγει: «Νεα­νί­σκε, σοι λέγω, γέρ­θη­τι». «Νεα­νί­σκε, Εγώ σου το λέγω: ‘’Σήκω επά­νω’’». Και ο νεα­νί­σκος ανε­κά­θι­σε μέσα εις το φέρε­τρό του και άρχι­σε να ομι­λεί!

Ομο­λο­γου­μέ­νως ήταν ένα θαύ­μα κατα­πλη­κτι­κόν. Όλοι γύρω εξέ­στη­σαν. Και φοβή­θη­καν. Για­τί ό,τι έχει σχέ­ση με τον αόρα­τον κόσμον, τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο, φοβί­ζει και τρο­μά­ζει φοβε­ρά τον άνθρω­πο. Και σημειώ­νει ο Λου­κάς: «λαβε δ φόβος πάν­τας κα δόξα­ζον τν Θεόν, λέγον­τες τι προ­φή­της μέγας γήγερ­ται ν μν, κα τι πεσκέ­ψα­το Θες τν λαν ατο». Όλους τους κατέ­λα­βε φόβος. Δόξα­ζαν τον Θεό κι έλε­γαν ότι «μεγά­λος προ­φή­της μάς επι­σκέ­φθη», «γήγερ­ται», δηλα­δή «στά­θη­κε στον λαό μας μέσα». Και ότι «επε­σκέ­φθη ο Θεός τον λαόν Του». Το θεω­ρού­σαν ότι ήταν μία επί­σκε­ψις του Θεού αυτό, εν προ­σώ­πω βέβαια Ιησού Χρι­στού, τον Οποί­ον εξε­λάμ­βα­ναν ως μέγαν προ­φή­την.

Αλλά όταν ο λαός έλε­γε ότι ο Θεός επε­σκέ­φθη τον λαόν Του, πώς το εννο­ού­σε; Μπό­ρε­σε να συλ­λά­βει την προ­σω­πι­κή επί­σκε­ψη του Θεού; Ότι ήταν προ­σω­πι­κά παρών ο Θεός; Αυτό μπό­ρε­σε να το συλ­λά­βει ο λαός; Όταν οι Ραβ­βί­νοι, οι διδά­σκα­λοι του Νόμου, διά­βα­ζαν στον λαό την προ­φη­τεία του Βαρούχ, που λέγει ότι «Μετά τοτο-δηλα­δή μετά από τη δημιουρ­γία του φωτός και του σύμ­παν­τος κόσμου- π γς φθη(:εις την Γην ενε­φα­νί­σθη, Αυτός που είπε ‘’ Γενη­θή­τω φς· κα γένε­το φς’’ στη Γη έγι­νε ορα­τός)κα ν τος νθρώ­ποις συνα­νε­στρά­φη(:και συνα­νε­στρά­φη τους ανθρώ­πους)». Πώς και οι Ραβί­νοι και ο λαός μπο­ρού­σαν να εννο­ή­σουν αυτήν την προ­φη­τεί­αν;

Το να μετα­φερ­θεί ο αόρα­τος και πνευ­μα­τι­κός Θεός στον χώρο της Γης και της ύλης, θα έμε­νε πάν­το­τε κάτι το ακα­τα­νόη­τον. Πώς είναι δυνα­τόν; Πώς όμως μπο­ρού­σαν τότε να εξη­γή­σουν κάποιες τόσο ρεα­λι­στι­κές εκφρά­σεις των προ­φη­τών οι Ραβ­βί­νοι; Πώς μπο­ρού­σαν να τις εξη­γή­σουν; Αν έπρε­πε να ερμη­νεύ­σο­με, πώς θα εξη­γού­σα­με; Σίγου­ρα η ερμη­νεία θα εγί­νε­το κατά μετα­φο­ράν και κατά αλλη­γο­ρί­αν κ.λπ. Φερει­πείν, εκεί που λέγει: «στη­σαν ο πόδες ατο»(του Θεού· ‘’στη­σαν’’, στά­θη­καν τα πόδια Του. Πού; Εκεί εις το όρος των Ελαιών. στη­σαν τα πόδια Του). Ε, πώς θα το ερμη­νεύ­σο­με αυτό; Πώς; Ο Θεός έχει πόδια; Απλώς μετα­φο­ρι­κώς. Απλώς αλλη­γο­ρι­κώς, όπως σας είπα. Δηλα­δή ότι ο Θεός δίνει την εύνοιά Του, δίνει την προ­στα­σία Του, εγγί­ζει την Γην, δίδει το αγα­θόν· αλλά ότι ο Θεός προ­σω­πι­κά θα ήταν παρών κατά τρό­πον απτόν, που να Τον πιά­νεις, να Τον εγγί­ζεις, τού­το θα ήταν ακα­τα­νόη­το. Για­τί ο λαός δεν μπο­ρού­σε, μα ούτε και οι Ραβ­βί­νοι, να φαν­τα­στούν την Εναν­θρώ­πη­ση του Θεού Λόγου. Δεν μπο­ρού­σαν. Ερμή­νευαν, παρά την σαφή­νειαν των προ­φη­τών, ερμή­νευαν αλλη­γο­ρι­κά. Για­τί; Για­τί υπήρ­χε ένας ορθο­λο­γι­σμός. Μα είναι δυνα­τόν ποτέ; Αφού μέχρι σήμε­ρα σε πολ­λούς υπάρ­χει και δη Χρι­στια­νούς μας, αυτός ο ορθο­λο­γι­σμός. Είναι δυνα­τόν ποτέ ο Θεός να είναι γγι­ζό­με­νος; Είναι δυνα­τόν; Κατά ρεα­λι­στι­κόν δε τρό­πον, ε; Όχι μετα­φο­ρι­κώς. Λέει εκεί στον προ­φή­τη Ησα­ΐα ότι: «γώ εμι Θεός γγί­ζων». Ναι. Αλλά εκεί θα μπο­ρού­σα­με να το πού­με ότι θα ήτο αλλη­γο­ρι­κόν. Δηλα­δή «είμαι κον­τά». Αλλά κατά τρό­πον που να πιά­νω, να πιά­νω, ε, να πιά­νω, να άπτο­μαι Αυτού του Θεού, πώς είναι δυνα­τόν; Είναι δυνα­τόν ποτέ; Πώς λοι­πόν μπο­ρού­σε ο λαός να αντι­λη­φθεί αυτήν την επί­σκε­ψη του Θεού, όταν είπε ότι ο Θεός μάς επε­σκέ­φθη· που πολύ ορθά βέβαια λέγει ότι ο Θεός επε­σκέ­φθη τον λαό Του, αλλά πώς; Αυτό το πώς…

Ο Ζαχα­ρί­ας, ο πατέ­ρας του προ­φή­του Ιωάν­νου και Βαπτι­στού, δοξά­ζει τον Θεό, όταν γέν­νη­σε το παι­δά­κι του και λέγει προ­φη­τι­κό­τα­τα, είπε μίαν ωδήν: «Ελογητς Κύριος, Θες το σρα­ήλ, τι πεσκέ­ψα­το κα ποί­η­σε λύτρω­σιν τ λα ατο(«για­τί επε­σκέ­φθη τον λαό Του και έδω­σε την λύτρω­ση». «ποί­η­σε». Είναι πιο δυνα­τό το «ποί­η­σε» από το «έδω­σε». Δηλα­δή εργά­στη­κε το θέμα της σωτη­ρί­ας). «ν ος πεσκέ­ψα­το μς νατολ ξ ψους πιφναι τος ν σκό­τει κα σκι θανά­του καθη­μέ­νοις». Δύο φορές χρη­σι­μο­ποιεί το πεσκέ­ψα­το, το ρήμα «πισκέ­πτο­μαι».

Εντού­τοις, εντού­τοις, έρχε­ται ο Θεός στη Γη κατά τρό­πον όπως το είπαν οι προ­φή­ται, όπως το έβα­λε εις το στό­μα των το Πνεύ­μα το Άγιον, κατά τρό­πον αισθη­τόν. Αφού βεβαί­ως ενε­δύ­θη, ντύ­θη­κε τη Δημιουρ­γία Του. Έγι­νε άνθρω­πος. Ο Ψαλ­μω­δός θαυ­μά­ζει και ερω­τά: «Τί στιν νθρω­πος, τι μιμνσκ ατο; υἱὸς νθρώ­που, τι πισκέ­πτ ατόν;». «Κύριε», λέει, «τι είναι ο άνθρω­πος, ποιος είναι επι­τέ­λους αυτός ο άνθρω­πος που τον θυμά­σαι; Ή από­γο­νος ανθρώ­που που τον επι­σκέ­πτε­σαι; Ποιος είναι;».

Αλλά εδώ έχο­με μίαν απο­κά­λυ­ψη. Για να επι­σκέ­πτε­ται ο Θεός τον άνθρω­πον κατά τρό­πον αισθη­τόν, με την Εναν­θρώ­πη­ση, σημαί­νει ποί­αν αξί­αν έχει ο άνθρω­πος, σαν εικό­να του Θεού. Όταν φθά­νει δηλα­δή ο Θεός να επι­σκέ­πτε­ται κατ’ αυτόν τον τρό­πον και να εργά­ζε­ται την Εναν­θρώ­πη­ση, τότε ποιος είναι ο άνθρω­πος; Πάρα πολύ μεγά­λη αξία. Βλέ­πο­με ο ένας τον άλλον, βλέ­πο­με τα μικρά παι­διά, βλέ­πο­με τους ηλι­κιω­μέ­νους και λέμε: «Ε, καλά ποιος είναι αυτός; Ένας γέρος άνθρω­πος, ένα παι­δά­κι». Δεν μπο­ρού­με να συλ­λά­βο­με την αξία «άνθρω­πος». Ήταν ανάγ­κη να τύχει απο­κα­λύ­ψε­ως. Κι εδώ έχο­με ίσως το πιο δυνα­τό επι­χεί­ρη­μα, ποια είναι η αξία του ανθρώ­που, όταν ο Θεός γίνε­ται άνθρω­πος.

Έτσι λοι­πόν, εις την Εναν­θρώ­πη­σιν, έχο­με μίαν σαφε­στά­την απο­κά­λυ­ψιν. Ανά­με­σα στον Θεό Λόγο και τον άνθρω­πο, υπάρ­χει μία αμοι­βαία έλξις. Αλλιώ­τι­κα δεν θα ήταν δυνα­τόν να συνέ­βαι­νε η Εναν­θρώ­πη­σις. Ένας έρως· που μένει βέβαια αυτός ο έρως ακα­τα­νόη­τος. Και η δική μας αγά­πη, δυστυ­χώς έχει ατο­νί­σει. Και έχει δια­στρα­φεί. Αντί­θε­τα, η δική Του αγά­πη, του Θεού Λόγου μένει αναλ­λοί­ω­τη. Μας δημιούρ­γη­σε, μας έπλα­σε, μας αγα­πά, δεν έχει μετα­βο­λές στα αισθή­μα­τά Του υπέρ των ανθρώ­πων. Δημιουρ­γεί τους πρω­το­πλά­στους, τους τοπο­θε­τεί εις τον ωραί­ον παρά­δει­σον, που λέγε­ται μάλι­στα και «παρά­δει­σος τρυφς». Τρυ­φή θα πει από­λαυ­σις. Μετά, που ήταν ένα θαυ­μά­σιον ενδιαί­τη­μα, κατοι­κία δηλα­δή ο παρά­δει­σος, κατοι­κία του ανθρώ­που. Εν συνε­χεία δε, όταν τοπο­θέ­τη­σε ο Θεός τον άνθρω­πο εις τον Παρά­δει­σο, τι έκα­νε; Τον επε­σκέ­πτε­το! Τον επε­σκέ­πτε­το!

Τι θα κάνο­με στη Βασι­λεία του Θεού; Θα Τον βλέ­πο­με και θα μας βλέ­πει. Αυτό είναι το ύψι­στον αγα­θόν. Μη σας κάνει εντύ­πω­ση. Όπως ακρι­βώς, όταν παν­τρέ­ψο­με το παι­δί μας, κάνο­με επί­σκε­ψη στο σπί­τι Του. Για­τί; Για να το βλέ­πο­με και να μας βλέ­πει. Τίπο­τε άλλο. Βέβαια το «τίποτ’ άλλο», μια κου­βέν­τα. Απ’ αυτήν τη θεω­ρία, από το βλέ­πω, απορ­ρέ­ουν όλα τα αγα­θά. Η ειρή­νη, η αγά­πη, η χαρά και και και…

Οι πρω­τό­πλα­στοι δε, όταν τους επε­σκέ­πτε­το ο Θεός Λόγος, δεν μπο­ρού­με να κατα­νο­ή­σο­με πώς ήταν αυτή η επί­σκε­ψις, για­τί βέβαια ακό­μη δεν είχε εναν­θρω­πή­σει ο Θεός Λόγος, οι πρω­τό­πλα­στοι ωστό­σο δεν εκπλήσ­σον­ται για τις επι­σκέ­ψεις του Θεού Λόγου. Να πουν: «Α!». Δεν εκπλήσ­σον­ται. Μάλι­στα θα λέγα­με θεω­ρού­σαν το πιο φυσι­κό πράγ­μα να τους επι­σκέ­πτε­ται ο Θεός Λόγος. Ακα­τα­νόη­τα, βλέ­πε­τε, ακα­τα­νόη­τα πράγ­μα­τα… Όταν όμως αμάρ­τη­σαν, κρύ­πτον­ται, ενο­χλούν­ται από την επί­σκε­ψη του Θεού Λόγου. Όχι για­τί, θα λέγα­με, είναι για­τί φοβή­θη­καν την παρά­βα­ση της εντο­λής. Όχι για­τί φοβή­θη­καν την παρου­σία του Θεού Λόγου. Αφού ήσαν συνη­θι­σμέ­νοι σε αυτό. Προ­σέ­ξα­τέ το. Ήσαν συνη­θι­σμέ­νοι. Γι’ αυτούς η επί­σκε­ψις του Θεού Λόγου, θα επα­να­λά­βω, ήταν το πιο φυσι­κόν, φυσι­κόν πράγ­μα. Όπως και η ανά­στα­σις του υιού της χήρας ήταν το πιο φυσι­κό πράγ­μα. Για­τί; Για­τί ο θάνα­τος δεν είναι φυσι­κό πράγ­μα· είναι παρά­λο­γον. Και ο Χρι­στός τι έκα­νε; Μία πρά­ξη φυσι­κή. Επα­να­φέ­ρει τη ζωή· για­τί η ζωή είναι το φυσι­κόν πράγ­μα. Όχι ο θάνα­τος. Μία καρι­κα­τού­ρα μέσ’ τη δημιουρ­γία είναι ο θάνα­τος. Χωρίς βεβαί­ως να είναι ο Θεός ειση­γη­τής του θανά­του· αλλά ειση­γη­τής του θανά­του είναι ο διά­βο­λος και η αμαρ­τία των πρω­το­πλά­στων. Έτσι λοι­πόν κι εδώ, τι φυσι­κό­τε­ρον να μας επι­σκέ­πτε­ται ο Θεός Λόγος. Κι επει­δή η θέα του Θεού δεν ήτο πλέ­ον δυνα­τόν εις τους πρω­το­πλά­στους, μετά την πτώ­ση τους, να υπάρ­χει, γι΄αυτό τώρα ο Θεός απο­σύ­ρε­ται.

Απε­σύρ­θη ο Θεός. Αλλά δεν άφη­σε, όπως λέει σε μία του ομι­λία ο Από­στο­λος Παύ­λος στα Λύστρα, δεν άφη­σε τον εαυ­τόν Του αμάρ­τυ­ρον, χωρίς να δίνει την μαρ­τυ­ρία Του. Δίνει τη μαρ­τυ­ρία Του τώρα έμμε­σα. Βρέ­χει. Είναι δόξα του Κυρί­ου αυτό. Για­τί; Πρέ­πει να ποτι­στεί η Γη. «Κα μέθυ­σας τος αλακας ατς», λέει ένας Ψαλ­μός. «Τα αυλά­κια, που είναι εκεί φυτε­μέ­να, ό,τι είναι φυτε­μέ­να- κοι­τάξ­τε, τι ωραία έκφρα­σις: «μέθυ­σας». Πίνω κρα­σί, θα πει λίγο. Όταν πιω πολύ, μεθώ. Σημαί­νει «Έδω­σες τόσο νερό, ώστε εμέ­θυ­σες τη Γη, τους αύλα­κας της Γης· που είναι εκεί τα φυτά». Αυτό είναι δόξα του Θεού. Βγαί­νει ο ήλιος. Είναι δόξα του Θεού. Όπως πέρα­σαν την Ερυ­θρά Θάλασ­σα οι Εβραί­οι. Δεν είναι τίπο­τα το εκπλη­κτι­κόν. Είπε ο Θεός: «Και τώρα, θα δεί­τε την δόξαν μου». Τι ήταν η δόξα Του; Το ότι πέρα­σαν «βρό­χοις ποσί», με άβρε­χτα πόδια οι Εβραί­οι την Ερυ­θρά θάλασ­σα. Αυτές είναι ενέρ­γειες του Θεού. Έτσι ο Θεός δεν άφη­σε τον εαυ­τόν Του αμάρ­τυ­ρον, χωρίς μαρ­τυ­ρί­αν. Μόνο που δεν υπήρ­χε πια η άμε­σος θέα. Αυτό δεν υπήρ­χε.

Μέχρι, μέχρι που ενε­δύ­θη ο Θεός Λόγος, για­τί Εκεί­νος μας εδη­μιούρ­γη­σε, ενε­δύ­θη τη Δημιουρ­γία Του και ήλθε ανά­με­σά μας κατά τρό­πον αισθη­τόν. Αλλά και αυτό από αγά­πη. Για­τί μας αγα­πού­σε. Συνέ­βη όμως τού­το. Όταν ήλθε, σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στο 1ο κεφά­λαιο του Ευαγ­γε­λί­ου του: «Ες τ δια λθε(:ήλθε σε μας), κα ο διοι (:οι δικοί Του και μάλι­στα ο λαός Του) ατν ο παρέ­λα­βον». Δεν Τον δέχθη­καν. Ήλθε, αλλά δεν Τον δέχτη­καν. Και ακό­μη λίγο πιο κάτω, θα πει: «Κα κόσμος ατν οκ γνω». «Και ο κόσμος», λέγει, «δεν Τον εγνώ­ρι­σε». Για­τί δεν Τον εγνώ­ρι­σε; Μήπως επει­δή ήλθε με αυτό το ταπει­νό σχή­μα; Μα, ήλθε άνθρω­ποι, με ταπει­νό σχή­μα, για­τί ο πρό­γο­νός σας, ο Αδάμ, ήθε­λε να πάρει κάτι παρα­πά­νω από το σχή­μα που είχε. Ζητού­σε την ισο­θε­ΐ­αν. Το πάθος εκεί­νο που έπα­σχε και ο διά­βο­λος. Και το ειση­γή­θη εις τον Αδάμ. Δεν ήταν ο απλός Αδάμ. Ζήτη­σε την ισο­θε­ΐ­αν. Κι έπε­σε. «Γι΄αυτό λοι­πόν έρχο­μαι εγώ αντί­θε­τα. Έρχο­μαι ταπει­νός, απλός. Μπο­ρείς να με δεχθείς; Μπο­ρείς αυτό να το κατα­νο­ή­σεις; Να με ανα­κα­λύ­ψεις μέσα ακρι­βώς σ’ αυτήν την ταπεί­νω­σή μου; Ταπεί­νω­ση, όχι με την έννοια της αρε­τής. Με την έννοια του εξευ­τε­λι­σμού». Όπως λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «δού­λου μορ­φήν λαβών». «Επή­ρε», λέει, «μορ­φή δού­λου».

Ωστό­σο, αυτό είναι κάτι που εκπλήσ­σει. Αλλά δεν μπο­ρέ­σα­με να το γνω­ρί­σου­με. Προ­σπά­θη­σε να μας βοη­θή­σει να το γνω­ρί­σου­με. Ότι μας επε­σκέ­φθη. Ωστό­σο η θέα του Θεού στην Παλαιά Δια­θή­κη περιο­ρί­στη­κε μόνον εις τους δικαί­ους. Στον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ, τον Ιακώβ. Κι εκεί βέβαια αινιγ­μα­τω­δώς. Όταν ο Αβρα­άμ πέφτει σε μίαν έκστα­σιν… του είπε πολ­λά εκεί ο Θεός. Όταν ο Ιακώβ στον ύπνο του παλεύ­ει με κάποιον, ερχό­με­νος πίσω εις τη γην Χανα­άν, παλεύ­ει, παλεύ­ει… Και του λέγει: -«Άφη­σέ με να φύγω». -«Δεν σε αφή­νω». -«Άφη­σέ με να φύγω». -«Δεν σε αφή­νω εάν δεν με ευλο­γή­σεις». Του λέγει: «Ε, από δω και μπρος δεν θα λέγε­σαι Ιακώβ(που θα πει πτερ­νι­στής. Δεν ήταν βεβαί­ως όνο­μα περιω­πής. Ονο­μά­στη­κε έτσι, για­τί είχε πιά­σει την φτέρ­να, γενό­με­νος δίδυ­μος του Ησαύ. Πτερ­νι­στής. Είναι άσχη­μη κατά­στα­σις). «Θα λέγε­σαι Ισρα­ήλ». Δηλα­δή ηγα­πη­μέ­νος. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι εμφα­νί­ζε­ται ο Θεός, αλλά αινιγ­μα­τω­δώς. Στον λαό; Εμφα­νί­ζε­ται με τις ενέρ­γειές Του, με όλα εκεί­να τα κατα­πλη­κτι­κά. Φερ’ ειπείν, ρίχνει το μάνα. Σαράν­τα ολό­κλη­ρα χρό­νια. Ούτε μία ώρα, ούτε μία μέρα, ούτε μία εβδο­μά­δα. 40 χρό­νια. Αυτό είναι μία ενέρ­γεια του Θεού. Έτσι εμφα­νί­ζε­ται, έμμε­σα ο Θεός, δια των ενερ­γειών Του. Μόνο με εκεί­να τα θαυ­μα­στά που μπο­ρού­σε να βιώ­νει ο λαός.

Γι΄αυτό, η Εναν­θρώ­πη­σις του Θεού Λόγου είναι κεν­τρι­κόν γεγο­νός της Ιστο­ρί­ας. Τελεί­ως βέβαια ακα­τα­νόη­τον, αλλά πραγ­μα­τι­κό, ρεα­λι­στι­κό. Ο Θεός λοι­πόν επι­σκέ­πτε­ται και τις επι­μέ­ρους, θα λέγα­με, ανθρώ­πι­νες καρ­διές. Και τις επι­μέ­ρους ανθρώ­πι­νες καρ­διές. Λέει ο Κύριος στην Απο­κά­λυ­ψη, είναι στο τρί­το κεφά­λαιο: «δού στη­κα πί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στά­θη­κα, μπρο­στά στην πόρ­τα του οίκου της υπάρ­ξε­ώς σου. Και χτυ­πώ. Και κρούω». Δεν λέγει «έκρου­σα». Λέει «κρούω». Πρά­ξη διαρ­κεί­ας. «ν τις κοσ τς φωνς μου κα νοξ τν θραν, κα εσελεσομαι πρς ατν(θα μπω μέσα) κα δει­πνσω μετ’ ατο κα ατς μετ’ μο». «Θα καθί­σω στο τρα­πέ­ζι, θα δει­πνή­σει αυτός μαζί μου κι εγώ μαζί του». Κι εδώ συναν­τού­με εκφρά­σεις αδια­νόη­τα οικεί­ες. «Χτυ­πάω την πόρ­τα». «Θύρα» είναι η προ­αί­ρε­σις της υπάρ­ξε­ως του ανθρώ­που. Και η «κρού­σις του κρού­ον­τος την θύραν» είναι εκεί­να τα μικρά-μικρά θαύ­μα­τα, τα καθη­με­ρι­νά, που ανοί­γουν και φωτί­ζουν τον νου και την καρ­διά. Για να πει ο πιστός: «Ποιος είσαι, Κύριε; Ποιος κρού­ει; Τι είναι αυτό που βιώ­νω;». Είναι εκεί­να που δημιουρ­γούν το θάμ­βος και την έκπλη­ξιν.

Ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος έχει μία ωραία περι­κο­πή στα Άπαν­τά του. Επι­τρέ­ψα­τέ μου να σας τη δια­βά­σω σε από­δο­ση: «Κατά και­ρούς και ανε­παί­σθη­τα πέφτει σε όλο το σώμα μία τρυ­φή και αγαλ­λί­α­σις, που γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να περι­γρά­ψει, έως ότου ο άνθρω­πος θεω­ρή­σει όλα τα επί­γεια, στά­χτη, σπο­δόν και σκύ­βα­λα. Αυτά συμ­βαί­νουν την ώρα της προ­σευ­χής ή της ανα­γνώ­σε­ως ή στη συνε­χή μελέ­τη, που απλώ­νε­ται η διά­νοια και τότε θερ­μαί­νε­ται ο νους. Ακό­μα, αυτή η τρυ­φή συμ­βαί­νει ανά­με­σα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Σαν να κοι­μά­ται κανείς, αλλά δεν κοι­μά­ται. Και όταν έλθει αυτή η τρυ­φή, η από­λαυ­σις, που σφύ­ζει σε όλο το σώμα, ο άνθρω­πος τότε νομί­ζει ότι αυτό είναι η Βασι­λεία του Θεού». Και αυτή η κατά­στα­σις, πρέ­πει να σας σημειώ­σω, είναι χωρίς παρα­στά­σεις, χωρίς εικό­νες. Είναι ανει­κό­νι­στος. Δεν είναι όνει­ρο. Δεν υπάρ­χει καμία εικό­να, μα καμία εικό­να. Μόνο ένα αίσθη­μα μακα­ριό­τη­τος απι­θά­νου. Και τότε εκεί ο άνθρω­πος παίρ­νει μία γεύ­ση της Βασι­λεί­ας του Θεού· που δεν μετα­φέ­ρε­ται ούτε με εικό­νες, ούτε με λόγια. Είναι… πώς να σας το πω; Όπως ακρι­βώς μας δίνει κάποιος ένα μεζε­δά­κι, για να πάρο­με μία γεύ­ση ενός γεύ­μα­τος που θα ακο­λου­θή­σει. Έτσι ο Θεός στέλ­νει αυτές τις γεύ­σεις, για να σου πει ποιο είναι το τρα­πέ­ζι της Βασι­λεί­ας του Θεού. Προ­σέξ­τε, είναι πραγ­μα­τι­κά αυτά. Σας ξανα­λέ­γω, δεν είναι όνει­ρον. Δεν είναι ύπνος, δεν είναι ξύπνιος. Είναι μία κατά­στα­σις που ο άνθρω­πος έχει πλή­ρη συνεί­δη­ση του εαυ­τού του. Αν υπάρ­ξει ένας θόρυ­βος, θα ήθε­λε να μην υπάρ­ξει, για να μην τελειώ­νει ποτέ αυτή η κατά­στα­σις. Έχει πλή­ρη συνεί­δη­ση του εαυ­τού του.

Αγα­πη­τοί, η καρ­διά είναι ο χώρος συναν­τή­σε­ως του ανθρώ­που με τον Θεό. Και οι μεγά­λες χαρές του ανθρώ­που. Μετά την ανά­στα­ση των νεκρών, δεν θα είναι μόνον η καρ­διά τόπος συναν­τή­σε­ως του Θεού. Αλλά ο όλος άνθρω­πος. Γι΄αυτό γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «γαπη­τοί, νν τέκνα Θεο σμεν, κα οπω φανε­ρώ­θη τί σόμε­θα(:Ακό­μη δεν φανε­ρώ­θη­κε τι θα είμα­στε) οδαμεν δ τι άν φανε­ρωθ (:γνω­ρί­ζο­με ότι όταν θα φανε­ρω­θεί… -Το άν είναι όχι υπο­θε­τι­κό, αλλά χρο­νι­κό) μοιοι ατ σόμε­θα(:θα είμε­θα όμοιοι με Εκεί­νον. Όπως ήταν σαρ­κω­μέ­νος και θεω­μέ­νος) τι ψόμε­θα ατν καθώς στι». «Για­τί θα Τον δού­με όπως είναι». Θα Τον δού­με όπως είναι.

Ακό­μη είναι και τού­το το ρεα­λι­στι­κό· που αρχί­ζει από τη Γη και εκπλη­ρού­ται στη Βασι­λεία του Θεού· που λέγει ο Θεός και στην Παλαιά και στην Και­νή. Το χρη­σι­μο­ποιεί ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Καθς επεν Θες τι νοι­κή­σω ν ατος κα μπε­ρι­πα­τή­σω κα σομαι ατν Θεός, κα ατο σον­ταί μοι λαός». Θα περ­πα­τή­σω ανά­με­σά τους. «Ταύ­τας ον χον­τες τς παγ­γε­λί­ας, γαπη­τοί (λέει ο Παύ­λος: «έχον­τες αυτές τις υπο­σχέ­σεις»),καθα­ρί­σω­μεν αυτος(:ας καθα­ρί­σου­με τον εαυ­τόν μας) π παντς μολυ­σμο σαρκς κα πνεύ­μα­τος, πιτε­λοντες γιω­σύ­νην ν φόβ Θεο».

Γι΄αυτό, ας προ­σέ­χο­με τη ζωή μας, το ήθος μας, την πίστη μας, την καρ­διά μας. Γι΄αυτό λέγει η Γρα­φή: «Οα μν τος πολω­λε­κό­σι τν καρ­δίαν(«Αλί­μο­νο σε εκεί­νους που έχα­σαν την καρ­διά τους», λέει η Σοφία Σει­ράχ)· Κα τί ποι­ή­σε­τε ταν πισκέ­πτη­ται Κύριος;». Τα»ι θα κάνε­τε όταν θα σας επι­σκε­φθεί ο Κύριος;». Ο Ισρα­ήλ έχα­σε την καρ­διά του. Και είπε ο Χρι­στός: «Αλί­μο­νό σου, Ισρα­ήλ ‑από το όρος των ελαιών το είπε- οκ γνως(:δεν εγνώ­ρι­σες) τήν πισκο­πήν σουπισκο­πή» θα πει επί­σκε­ψις- τι σε πεσκέ­φθη γιος το σρα­ήλ, Κύριός σου». «Δεν το γνώ­ρι­σες». Έχα­σε την καρ­διά του. Όπως και πολ­λοί άνθρω­ποι χάνουν την καρ­διά τους. Οι επι­σκέ­ψεις του Θεού και δυνα­τές είναι και υπέ­ρο­χες. Αρκεί ο Θεός να βρί­σκει τόπο. Και ο τόπος είναι η καρ­διά. Τότε, κατ’ αλή­θειαν, λέγει, ο πιστός ότι δέχε­ται θεί­ες επι­σκέ­ψεις. Για­τί ο Θεός είναι πολύ κον­τά μας και μας αγα­πά. Και αγα­πά να μας επι­σκέ­πτε­ται.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα: 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 19-10-1986]

(Β166)

Η σκη­νή, αγα­πη­τοί μου, της ανα­στά­σε­ως του υιού της χήρας της Ναΐν, περι­γρά­φε­ται λιτά μεν αλλά πολύ ζωη­ρά. Με ένα Του λόγο ο Κύριος, όπως ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, ανέ­στη­σε εκεί­νο το παλ­λη­κά­ρι που ήταν μονα­χο­παί­δι εκεί­νης της φτω­χιάς, χήρας γυναί­κας. Και του είπε: «Νεα­νί­σκε, σοί λέγω, γέρ­θη­τι». «Νεα­νί­σκε, νέε μου, σε εσέ­να το λέγω· σήκω επά­νω». Και ο νεα­νί­σκος ανε­στή­θη.

Φόβος και έκστα­ση κατέ­λα­βε τον λαό, όπως μας περι­γρά­φει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. Και πολύ δίκαια, έβγα­λε το συμ­πέ­ρα­σμα ο λαός «τι προ­φή­της μέγας γήγερ­ται ν μν, κα τι πεσκέ­ψα­το Θες τν λαν ατο».

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, και σήμε­ρα στην επο­χή μας η νεό­τη­τα παρου­σιά­ζει μία χει­ρό­τε­ρη νέκρω­ση. Και αυτή η νέκρω­ση είναι πνευ­μα­τι­κή. Και όπως στη βιο­λο­γι­κή νέκρω­ση ενός νέου ανθρώ­που λέμε όλοι «κρί­μα, νέο παι­δί, νέος άνθρω­πος πέθα­νε» και υπάρ­χει και πολύ πέν­θος, έτσι, πολύ περισ­σό­τε­ρο πέν­θος υπάρ­χει όταν δεν είναι ένα πρό­σω­πο, αλλά είναι ολό­κλη­ρη η νεο­λαία. Τότε ανή­κει στη νέκρω­ση της νεο­λαί­ας πολύς οδυρ­μός και πολ­λά δάκρυα. Περ­πα­τά­με στον δρό­μο και βλέ­που­με αυτούς τους ζων­τα­νούς νεκρούς που ανή­κουν στη νεο­λαία μας. Και σας βεβαιώ­νω, κλαί­ει η ψυχή, κλαί­ει ασφα­λώς όλων των ανθρώ­πων εκεί­νων που κατα­λα­βαί­νουν, μπο­ρούν να νιώ­θουν, να προσ­διο­ρί­ζουν και να πεν­θούν. Και πεν­θούν. Και οδύ­ρον­ται. Όταν βλέ­πουν περι­φε­ρο­μέ­νους νεκρούς από τη νέα γενεά, από τα παι­διά μας, από τη νεο­λαία μας.

Αλλά εάν ο Κύριος όμως, αγα­πη­τοί μου, πραγ­μά­τω­σε τρεις ανα­στά­σεις, τόσες του­λά­χι­στον ανα­γρά­φον­ται στα ιερά Ευαγ­γέ­λια, πιθα­νό­τα­τα πολ­λούς άλλους είχε ανα­στή­σει, όμως πολύ περισ­σό­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές νεκρα­να­στά­σεις ο Κύριος επι­τε­λεί. Και επι­τε­λού­σε και επι­τε­λεί και θα επι­τε­λεί.

Αλλά ας δού­με τα πράγ­μα­τα από πιο κον­τά, όπως μας τα περι­γρά­φει το ιερό κεί­με­νο. Λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής, όταν εξήρ­χε­το εκεί­νη η συνο­δεία του νεκρού από την πύλη της πόλε­ως Ναΐν, εισήρ­χε­το εις την πόλιν ο Κύριος με μία πολύ μεγά­λη συνο­δεία πολ­λών ανθρώ­πων, θαυ­μα­στών Του, που Τον ακο­λου­θού­σαν. Είδε το πέν­θος ο Κύριος. Είπε στη μητέ­ρα: «Μ κλαε», «μην κλαις». Και τότε «προ­σελ­θών», λέει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής, «ψατο τς σορο». Τότε λέγει, αφού προ­σήλ­θε, ήγγι­σε την σορό. Το φέρε­τρο δηλα­δή και τον νεκρό που ήταν μέσα στο φέρε­τρο. Βλέ­πει κανείς εδώ ότι υπάρ­χει ανάγ­κη ο Ιησούς Χρι­στός να προ­σεγ­γί­σει την νεκρω­μέ­νη νεο­λαία.

Αυτή η προ­σέγ­γι­ση όμως πώς μπο­ρεί να νοη­θεί; Λέμε ότι πρέ­πει να προ­σεγ­γί­σει ο Ιησούς τη νεο­λαία. Πώς το κατα­λα­βαί­νου­με αυτό; Πώς το εννο­ού­με; Αυτή η προ­σέγ­γι­ση γίνε­ται με τη Χάρη του Θεού, όταν ο Θεός δίνει τη χάρη Του, όπως ακρι­βώς οι ακτί­νες του ηλί­ου ανα­δεύ­ουν και αντι­κεί­με­να και πρό­σω­πα, έτσι, οι ακτί­νες της θεί­ας Χάρι­τος να έλθουν να ανα­δεύ­σουν, να χαϊ­δεύ­σουν, να εγγί­σουν, να προ­σά­ψουν, να χαϊ­δέ­ψουν, όπως σας το είπα, αλλά να έρθει και το δεύ­τε­ρο στοι­χείο. Ο ζων­τα­νός λόγος του Θεού, που προ­σφέ­ρε­ται από την Εκκλη­σία.

Η χάρις λοι­πόν του Θεού και ο ζων­τα­νός λόγος της Εκκλη­σί­ας του Θεού. Αυτός ο ζων­τα­νός λόγος, που έρχε­ται απέ­ξω και προ­σφέ­ρε­ται, πρέ­πει να βρει σημεία επα­φής. Προ­σέξ­τε, ο Κύριος λέει, «γγι­σεν» εκεί­νον τον νεκρό. Πρέ­πει λοι­πόν να βρει ο λόγος του Θεού αυτά τα σημεία της επα­φής στη νεκρή νεο­λαία. Αλλά εδώ χρειά­ζε­ται όμως πάρα πολ­λή προ­σο­χή· διό­τι όταν λέμε «σημεία επα­φής» δεν σημαί­νει ότι η Εκκλη­σία θα προ­βεί σε αβα­ρί­ες για να κερ­δί­σει τους νέους. Υπάρ­χει μία παρα­νόη­σις εδώ. «Να βάλου­με όργα­να μου­σι­κά, επει­δή η νεο­λαία μας αγα­πά­ει τη μου­σι­κή, να τα βάλου­με μέσα στη λατρεία για να προ­σελ­κύ­σου­με», λέμε. Επει­δή μάλι­στα αρέ­σει ο ρυθ­μός της τζαζ, να βάλου­με μου­σι­κή που να είναι στο ρυθ­μό της τζαζ, για να προ­σελ­κύ­σου­με τη νεο­λαία. «Τι κάνε­τε εκεί;», ερω­τού­με. «Μα, σημεία επα­φής βρί­σκου­με ανά­με­σα στην Εκκλη­σία, στον λόγο του Θεού και τον λαό του Θεού, κυρί­ως τους νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος αγα­πη­τοί. Δεν μπο­ρεί να γίνει καμία αβα­ρία.

Έχει απο­δει­χθεί περί­τρα­να ότι όταν προ­σφέ­ρε­ται ο λόγος του Θεού ατό­φιος, καθα­ρός, ανό­θευ­τος και με πολ­λή αγά­πη, με πολ­λήν αγά­πη, αγά­πη που φθά­νει και ξεπερ­νά τα όρια της αυτο­θυ­σί­ας, τότε δημιουρ­γούν­ται σημεία επα­φής. Δεν χρειά­ζε­ται τίπο­τα να τρο­πο­ποι­ή­σου­με. Αρκεί να είναι αυτός ο λόγος του Θεού ζων­τα­νός, καθα­ρός, επα­να­λαμ­βά­νω, και με αγά­πη· για­τί η ψυχή ζητά­ει το αλη­θι­νό, εκεί­νο που προ­σφέ­ρε­ται με αλή­θεια και αυτό που προ­σφέ­ρε­ται με αγά­πη. Συνε­πώς, όταν λέμε «προ­σέγ­γι­σις», «εύρε­σις σημεί­ων επα­φής», δεν σημαί­νει καθό­λου ότι πρέ­πει να προ­βού­με σε υπο­χω­ρή­σεις και αβα­ρί­ες τέτοιες που τελι­κά φθά­νου­με κατά δια­λε­κτι­κό τρό­πο, φθά­νου­με, αγα­πη­τοί μου, εκεί­νο που προ­σφέ­ρου­με να μη σώζει. Και μια προ­σφο­ρά λόγου Θεού που δεν σώζει, μία Εκκλη­σία που δεν σώζει, είναι περιτ­τό να προ­σφερ­θεί.

«Νεα­νί­σκε», λέει ο Κύριος. Νεα­νί­σκε. Ωραία προ­σφώ­νη­σις του Κυρί­ου: «Νεα­νί­σκε». «Νέε μου»· που φανε­ρώ­νει… όχι το όνο­μα, αλλά φανε­ρώ­νει την ηλι­κία. Πράγ­μα­τι η εφη­βι­κή ηλι­κία και η νεα­νι­κή ηλι­κία είναι η πιο όμορ­φη ηλι­κία. Αλλά και η πιο σκλη­ρή και η πιο δύσκο­λη. Συμ­πα­θής, αλλά δύσκο­λη ηλι­κία. Έτσι που πολ­λές φορές, αν κανείς μεγα­λώ­σει και κοι­τά­ξει πίσω τη ζωή του, μπο­ρεί να βλέ­πει στα νεα­νι­κά του χρό­νια και να τα νοσταλ­γεί. Αλλά όταν βλέ­πει πόσο δύσκο­λα πέρα­σε, να εύχε­ται να μην ξανα­γύ­ρι­ζε στα νεα­νι­κά του χρό­νια. Προ­βλή­μα­τα, πολ­λά προ­βλή­μα­τα. Προ­βλή­μα­τα υπαρ­ξια­κά. Ένας νέος άνθρω­πος στέ­κε­ται μπρο­στά στη ζωή και ανα­ρω­τιέ­ται ποιος είναι αυτός ο ίδιος, ποιοι είναι οι άλλοι, ποιος είναι ο Θεός, τι υπάρ­χει. Έχει ψυχή; Δεν έχει ψυχή; Ποιο είναι το μέλ­λον του ανθρώ­που; Ποιος ο σκο­πός της υπάρ­ξε­ως; Αυτά τα λεγό­με­να «υπαρ­ξια­κά προ­βλή­μα­τα», για έναν νέο που σκέ­πτε­ται, είναι βασα­νι­στι­κά. Και ο πιο επι­πό­λαιος ακό­μη νέος, έχει στιγ­μές που φθά­νει σε ένα αδιέ­ξο­δο. Και μπο­ρεί να ανα­ρω­τιέ­ται και να λέγει: «Αξί­ζει να ζει κανείς ή να μη ζει;».

Προ­βλή­μα­τα επαγ­γελ­μα­τι­κά. Το βλέ­πο­με καθα­ρά αυτό στα παι­διά μας. Τι θα ακο­λου­θή­σουν και πώς θα επι­τύ­χουν εκεί­νο το οποίο θέλουν να ακο­λου­θή­σουν. Προ­βλή­μα­τα ηθι­κά. Πω πω, προ­βλή­μα­τα ηθι­κά! Προ­βλή­μα­τα πνευ­μα­τι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. «Τι θα ακο­λου­θή­σω; Πώς θα προ­σα­να­το­λι­σθώ στη ζωή μου;». Προ­βλή­μα­τα σχέ­σε­ων. Αυτό το τελευ­ταίο μάλι­στα το τονί­ζο­με, για­τί το βλέ­πο­με ανά­γλυ­φο στην επο­χή μας. Βλέ­πο­με αγα­πη­τοί μου τους νέους να μην έχουν αγα­θές σχέ­σεις με τους γονείς τους, με το σπί­τι τους γενι­κά, με την Εκκλη­σία, με την κοι­νω­νία. Ο αναρ­χι­σμός, εκεί­νο το ανέ­με­λο, εκεί­νο το «δεν με νοιά­ζει», εκεί­νο το «δεν βαριέ­σαι», εκεί­νο το «εγώ είμαι και κανείς άλλος στον κόσμο» δημιουρ­γεί φοβε­ρά προ­βλή­μα­τα σχέ­σε­ων. Τόσο που μόνα αυτά να υπήρ­χαν, θα λέγα­με όλα τα άλλα είναι περιτ­τά. Αλλά αν το θέλε­τε, επει­δή όλα τα άλλα υπάρ­χουν, γι’ αυτό υπάρ­χει πρό­βλη­μα οξύ­τα­το σχέ­σε­ων.

Ποιος όμως θα λύσει αυτά τα προ­βλή­μα­τα; Ποιος άλλος από τον Ιησού Χρι­στό; Πρέ­πει να αντι­λη­φθεί η νεο­λαία μας ότι ματαιο­πο­νεί στις ανα­ζη­τή­σεις της, στην κουλ­τού­ρα, στις υλι­στι­κές και πολι­τι­κές θεω­ρί­ες, στις ηδο­νές και τα ναρ­κω­τι­κά. Ματαιο­πο­νεί. Δεν θα βρει τίπο­τε εκεί. Όλα αυτά οδη­γούν σε ένα αδιέ­ξο­δο, σε ένα χάος. Και τότε έρχε­ται η φωνή του Κυρί­ου: «Νεα­νί­σκε, σοι λέγω…». «Νεα­νί­σκε, σε σένα μιλάω, σε εσέ­να μιλάω. Σε εσέ­να. Εγώ ο Εναν­θρω­πή­σας Υιός του Θεού, Εγώ που στά­θη­κα νήπιο, Εγώ που στά­θη­κα έφη­βος και νέος, επέ­ρα­σα την ανθρώ­πι­νη αυτή ηλι­κία, αυτή που τώρα περ­νάς εσύ, Εγώ είμαι Εκεί­νος, ο μαθών ανθ’ ων έπα­θον. Είμαι Εκεί­νος που έχω μάθει, από εκεί­να που έχω πάθει. Δηλα­δή Εγώ που δοκί­μα­σα τη ζωή, Εγώ που πει­ρά­στη­κα από τον διά­βο­λο, που σε πει­ρά­ζει και εσέ­να, τον ενί­κη­σα όμως. Και τον κόσμον ενί­κη­σα. Και τον διά­βο­λο ενί­κη­σα. Κι έμει­να χωρίς αμαρ­τία. Νέε μου, νεα­νί­σκε μου, ομι­λώ σε εσέ­να προ­σω­πι­κά. Εσύ που ζεις τόσο έντο­να την πνευ­μα­τι­κή κρί­ση της επο­χής σου. Εσύ που έχεις βαθιές εμπει­ρί­ες της αμαρ­τί­ας. Εσύ που στρά­φη­κες ακό­μα και εναν­τί­ον μου. Σε εσέ­να στρέ­φο­μαι, νέε μου. Σε θεω­ρώ φίλο μου και θέλω να σε βοη­θή­σω. Κανείς δεν μπο­ρεί να σε βοη­θή­σει και να σε νεκρα­να­στή­σει. Στρέ­ψου σε εμέ­να, όχι για να με πολε­μή­σεις, αλλά για να με ακού­σεις. Τι έχω να σου πω; Εγέρ­θη­τι! Σήκω επά­νω. Νεα­νί­σκε, σοι λέγω· εγέρ­θη­τι. Σήκω επά­νω. Εγέρ­θη­τι. Ναι. Σήκω επά­νω. Εγώ ο Κύριός σου είμαι Εκεί­νος που σε δημιούρ­γη­σα σε ορθία κατά­στα­ση· που είναι έκφρα­σις, για­τί περ­πα­τάς στα δυο σου ποδά­ρια, έκφρα­σις ότι είσαι εσύ κύριος της Δημιουρ­γί­ας, ότι εσύ είσαι βασι­λιάς και κυρί­αρ­χος του παν­τός. Ναι. Γι’ αυτό Εγώ ο Κύριός σου λέγο­μαι: «Κύριος των κυριευόν­των». Ποιων κυριευόν­των; Των κυριευόν­των ανθρώ­πων. Γι’ αυτό Εγώ λέγο­μαι «ο βασι­λεύς των βασι­λευόν­των». Είμαι ο βασι­λιάς τίνων; Εκεί­νων που βασι­λεύ­ουν. Ποιοι είναι αυτοί που βασι­λεύ­ουν; Οι άνθρω­ποι. Για­τί εσείς οι άνθρω­ποι είσα­στε οι κύριοι και οι βασι­λείς. Κι Εγώ είμαι ο Κύριος των κυρί­ων και ο Βασι­λιάς των βασι­λευόν­των. Έτσι, η ορθία στά­ση, που Εγώ σε έχω έτσι δημιουρ­γή­σει, είναι έκφρα­ση της δικής μου εικό­νος στη δική σου την ύπαρ­ξη. Αυτή η ορθία στά­σις ακό­μα δεί­χνει, εκφρά­ζει, μία ανα­ζή­τη­ση εμού του Δημιουρ­γού σου.

Εκφρά­ζει ακό­μα μία δια­φο­ρο­ποί­η­ση της δικής σου της ζωής από τη ζωή των άλλων ζώων. Γι’ αυτό, σε τιμή όντας, δεν πρέ­πει να συγ­κρί­νε­σαι με τα ζώα. Ούτε να κατε­βαί­νεις στο επί­πε­δό τους και να επι­θυ­μείς να τους μοιά­σεις. Είσαι ευγε­νούς κατα­γω­γής. Μην πέφτεις στα πάθη που σε εξο­μοιώ­νουν με τα ζώα. Σου έδω­σα όλα τα αγα­θά της Δημιουρ­γί­ας. Μην ανα­ζη­τάς το παρα­πά­νω. Σου έδω­σα το κρα­σί, που ευφραί­νει καρ­δί­αν ανθρώ­που. Μη μεθάς. Σου ‘δωσα το ψωμί, που στη­ρί­ζει καρ­δί­αν ανθρώ­που. Μην γίνε­σαι κοι­λιό­δου­λος. Σου έδω­σα όλη την ομορ­φιά της ζωής, σου έδω­σα να χαί­ρε­σαι κι οι αισθή­σεις σου ακό­μη. Μην τρυ­γάς στην πορ­νεία. Μην πηγαί­νεις και γίνεις κυνη­γός των ηδο­νών του βίου τού­του. Πρό­σε­ξε. Όταν κάνεις αυτά, ενώ συ είσαι τιμη­μέ­νος, υπάρ­χων εν τιμή, έρχε­σαι και εξο­μοιού­σαι με τα ζώα. Κάτι περισ­σό­τε­ρο. Κατε­βαί­νεις πιο κάτω από τα ζώα.

Ο θάνα­τος είναι εκεί­νος που ορι­ζον­τιο­ποιεί τον άνθρω­πο. Τον ξαπλώ­νει κάτω. Τον κάνει πτώ­μα. Από το «πίπτω». Τον κάνει πτώ­μα τον άνθρω­πο. Ο θάνα­τος. Αλλά Εγώ είμαι η Ζωή, που έρχο­μαι να σου πω: «Νεα­νί­σκε· σήκω επά­νω». Νεο­λαία, σήκω επά­νω. Στην επο­χή σου, νέε μου, οι άνθρω­ποι περ­πα­τούν με τα τέσ­σε­ρα! Ενώ Εγώ τους έκα­να να περ­πα­τούν με τα δύο. Και περ­πα­τών­τας με τα τέσ­σε­ρα, δεν έχουν τη δυνα­τό­τη­τα να κοι­τά­ξουν ψηλά. Πραγ­μα­τι­κά θεω­ρούν μόνο ό,τι βλέ­πουν. Ό,τι δεν βλέ­πουν, το αγνο­ούν. Ό,τι είναι χώμα, αυτό μόνο βλέ­πουν, για­τί βλέ­πουν χάμω. Ό,τι είναι υλι­κό, αυτό βλέ­πουν. Και ό,τι είναι παθια­σμέ­νο, αυτό ζουν. Περ­πα­τών­τας με τα τέσ­σε­ρα, δεν μπο­ρούν να σηκώ­σουν τον νου και την καρ­δία προς Εμέ­να, να με ανα­ζη­τή­σουν και να με ανα­γνω­ρί­σουν. Νέε μου, ζεις σε μια επο­χή, που οι άνθρω­ποι περ­πα­τούν με τα τέσ­σε­ρα».

Αγα­πη­τοί, έτσι ομι­λεί ο Κύριος στον κάθε νέο, στη νεο­λαία μας. Αλλά εμείς οι μεγά­λοι… ω εμείς οι μεγά­λοι… Εμείς οι μεγά­λοι είμα­στε εκεί­νοι που οδη­γού­με την νεο­λαία στο νεκρο­τα­φείο για εντα­φια­σμό. Εμείς κρα­τά­με το φέρε­τρο, εμείς οι μεγά­λοι, το φέρε­τρο της νεο­λαί­ας. Δεν αφη­νί­α­σε η νεο­λαία μόνη της. Εμείς οι μεγά­λοι της βγά­λα­με τα χαλι­νά­ρια, αφαι­ρέ­σα­με τα μη, τους νόμους, τις εντο­λές, τα κάγ­κε­λα, και τους είπα­με ότι είναι ελεύ­θε­ροι και ότι μπο­ρεί να κάνουν ό,τι θέλουν και μπο­ρούν να κινούν­ται όπως θέλουν. Κι αν ακό­μη στρα­φούν εναν­τί­ον μας και μας φτύ­σουν, θα τους πού­με: «Καλά κάνα­τε, παι­διά μας!». Εμείς λοι­πόν αφαι­ρέ­σα­με όλα αυτά, τα χαλι­νά­ρια του νόμου του Θεού και της λογι­κής και της ανθρω­πιάς. Κι έφτα­σε η νεο­λαία να αφη­νιά­σει.

Αλλά όταν ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, επλη­σί­α­σε το φέρε­τρο εκεί­νου του νέου της Ναΐν, λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής: «Ο βαστά­ζον­τες στη­σαν». Εκεί­νοι που κρα­τού­σαν το φέρε­τρο, στά­θη­καν. Ναι. Ας στα­μα­τή­σου­με κι εμείς, οι βαστά­ζον­τες το φέρε­τρο της νεο­λαί­ας. Ναι, της νεο­λαί­ας, του νέου λαού, του «κτι­ζο­μέ­νου λαο», όπως λέγει ο Ψαλ­μω­δός[Ψαλμ.101,19που την οδη­γού­με στον θάνα­το και στο σωμα­τι­κό και τον πνευ­μα­τι­κό, με τους σάπιους νόμους μας, με τη χαλα­σμέ­νη λογι­κή μας, με τη διε­φθαρ­μέ­νη αγω­γή μας, με τους θανα­τη­φό­ρους προ­σα­να­το­λι­σμούς που δίνο­με στους νέους μας, με την απο­στα­σία που δημιουρ­γή­σα­με. Ας στα­μα­τή­σου­με. Ας δώσου­με την ευκαι­ρία στον Χρι­στό να πλη­σιά­σει τη νεκρω­μέ­νη νεο­λαία μας. Κι Εκεί­νος θα την ανα­στή­σει. Και θα την απο­δώ­σει πάλι στη μητέ­ρα Εκκλη­σία και στη μητέ­ρα της την πατρί­δα. Κάπο­τε, ας το αντι­λη­φθού­με, μόνον ο Χρι­στός ανέ­στη­νε τους νεκρούς· τους σωμα­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά νεκρούς. Για­τί Αυτός είναι η Ζωή και η Ανά­στα­σις.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

Αγ. Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΣΤΗ ΝΑΪΝ

Ο μέγας Παύ­λος, απο­δει­κνύ­ον­τας το θείο και κοι­νω­φε­λές της πίστε­ως και εξαγ­γέλ­λον­τας τα έργα της και τα κατορ­θώ­μα­τα και τους καρ­πούς και την δύνα­μή της, αρχί­ζει από τους αιώ­νες, από τους οποί­ους δεν υπάρ­χει τίπο­τε αρχαιό­τε­ρο. Λέει ότι «Πίστει νοομεν κατηρ­τί­σθαι τος αἰῶνας ήμα­τι Θεο, ες τ μ κ φαι­νο­μέ­νων τ βλε­πό­με­να γεγο­νέ­ναι(:Με την πίστη και όχι με τις εξω­τε­ρι­κές μας αισθή­σεις κατα­νο­ού­με και γνω­ρί­ζου­με ότι ο ορα­τός κόσμος, που έγι­νε μέσα στον χρό­νο, δημιουρ­γή­θη­κε άρτιος και αρμο­νι­κός με τον λόγο και το πρό­σταγ­μα του Θεού. Και συνε­πώς όσα κτί­σμα­τα βλέ­που­με τώρα, έχουν γίνει ενώ δεν υπήρ­χαν πριν και δεν φαί­νον­ταν με τις σωμα­τι­κές αισθή­σεις)»[Εβρ.11,3], και τελειώ­νει με την μελ­λον­τι­κή παγ­κό­σμια ανά­στα­ση και την τελεί­ω­ση των αγί­ων που θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί κατά τη διάρ­κειά της και που τίπο­τα δεν είναι τελειό­τε­ρο από αυτήν[ βλ. Εβρ.11,39–40: «Κα οτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι τς πίστε­ως οκ κομί­σαν­το τν παγ­γε­λί­αν, το Θεο περ μν κρεττόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, να μ χωρς μν τελειωθσι(:Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς. Κι αυτό διό­τι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε για μας κάτι καλύ­τε­ρο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθ­μό τέλειο την σωτη­ρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβου­με όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρι­σκό­μα­στε τώρα σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση απ’ αυτούς˙ όχι μόνο επει­δή ζού­με στα χρό­νια της απο­λυ­τρώ­σε­ως του Χρι­στού, αλλά και επει­δή η περί­ο­δος της ανα­μο­νής για μας είναι μικρό­τε­ρη)»].

Καταρ­τί­ζον­τας μάλι­στα τον κατά­λο­γο εκεί­νων που θαυ­μά­στη­καν για την πίστη τους και επι­μαρ­τυ­ρούν αυτήν με τα προ­σω­πι­κά τους παρα­δείγ­μα­τα, λέει και το εξής, ότι με την πίστη «λαβον γυνακες ξ ναστά­σε­ως τούς νεκρος ατν (:με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες)» [Εβρ.11,35]. Και αυτές πιο συγ­κε­κρι­μέ­να είναι η χήρα στα Σαρε­πτά και η Σου­να­μί­τι­δα, από τις οποί­ες η μία έλα­βε τον γιο της που είχε πεθά­νει πάλι ζων­τα­νό από τον προ­φή­τη Ηλία[Γ΄Βασ.17,23: «Κα κατή­γα­γεν ατ π το περου ες τν οκον κα δωκεν ατ τ μητρ ατο· κα επεν λιού· βλέ­πε, ζ υός σου(:Και το κατέ­βα­σε από το υπε­ρώο στο σπί­τι και το έδω­σε στη μητέ­ρα του· και είπε ο Ηλί­ας: ‘’Κοί­τα, ζει ο γιος σου’’)»], ενώ η Σου­να­μί­τι­δα πήρε τον δικό της πάλι πίσω ζων­τα­νό από τον Ελισσαίο[Δ΄Βασ.4,32: «Κα εσλθεν λισαι ες τν οκον κα δο τ παι­δά­ριον τεθνηκς κεκοι­μι­σμέ­νον π τν κλί­νην ατο(:Και μπή­κε ο Ελισ­σαί­ος στο σπί­τι και ιδού, βλέ­πει το παι­δά­κι νεκρό, ξαπλω­μέ­νο πάνω στο κρε­βά­τι του)»· Δ΄Βασ.4,36: «Κα ξεβόη­σε λισαι πρς Γιεζ κα επε· κάλε­σον τν Σωμαντιν ταύ­την· κα κάλε­σε, κα εσλθε πρς ατόν. κα επεν λισαιέ· λάβε τν υόν σου(:Και φώνα­ξε τότε ο Ελισ­σαί­ος τον υπη­ρέ­τη του τον Γιε­ζί και του είπε: ‘’Κάλε­σε αυτήν την γυναί­κα την Σωμα­νί­τι­δα’’. Και την φώνα­ξε ο Γιε­ζί και όταν αυτή παρου­σιά­στη­κε μπρο­στά του, ο Ελισ­σαί­ος της είπε: ‘’Πάρε πίσω ζων­τα­νό τον γιο σου’’)»].

Η καθε­μιά τους επέ­δει­ξε με τα έργα δυνα­τή πίστη. Η μεν χήρα στα Σαρε­πτά την επέ­δει­ξε προ­λα­βαί­νον­τας την επηγ­γελ­μέ­νη από τον προ­φή­τη αύξη­ση των τρο­φί­μων κατά την πίστη και τρέ­φον­τας αυτόν πριν από τα παι­διά της από τη φού­χτα αλεύ­ρι και το λίγο λάδι, τα οποία μόνα είχε να φάει, και έπει­τα περι­μέ­νον­τας να πεθά­νει μαζί με τα παι­διά της. Αλλά και όταν μετά την προ­σέ­λευ­ση του Ηλία αρρώ­στη­σε και πέθα­νε ο γιος της, διό­τι, λέει, «ν ἀῥῥώστια ατο κρα­ται σφό­δρα, ως οχ πελεί­φθη ν ατ πνεμα(:η αρρώ­στιά του ήταν τόσο πολύ σοβα­ρή, ώστε χει­ρο­τέ­ρευε συνε­χώς, μέχρις ότου έπα­ψε να ανα­πνέ­ει και τελι­κά πέθα­νε)» [Γ΄Βασ. 17,17], αυτή δεν έδιω­ξε τον προ­φή­τη, δεν τον μέμ­φθη­κε, δεν απο­μα­κρύν­θη­κε από την θεο­σέ­βεια που διδά­χθη­κε από αυτόν· αλλά κατη­γό­ρη­σε τον εαυ­τό της και νόμι­σε ότι αιτία του θανά­του του παι­διού της είναι οι δικές της οι αμαρ­τί­ες· σε αυτήν την συμ­φο­ρά απο­κα­λού­σε τον Ηλία «άνθρω­πο του Θεού» και κατη­γο­ρού­σε μάλ­λον τον εαυ­τό της και του έλε­γε μάλ­λον με προ­τρε­πτι­κό παρά με σκω­πτι­κό τόνο: «Τί μο κα σοί, νθρω­πε το Θεο; Εσλθες πρός με το ναμνσαι δικί­ας μου κα θανατσαι τν υόν μου;(:Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μένα και σε σένα, άνθρω­πε του Θεού; Ήρθες στο σπί­τι μου για να υπεν­θυ­μί­σεις στον Θεό τις αμαρ­τί­ες μου και να με τιμω­ρή­σει γι’ αυτές με τον θάνα­το του γιου μου;)»[Γ΄Βασ. 17,18]. «Φως είσαι εσύ», λέει, «κατά μέθε­ξη ως διά­κο­νος του φωτός της δικαιο­σύ­νης, και καθώς ήλθες, κατέ­στη­σες εμφα­νή τα αφα­νή μου αμαρ­τή­μα­τα· αυτά λοι­πόν μου θανά­τω­σαν τον υιό». Βλέ­πε­τε πίστη αλλό­φυ­λης γυναί­κας; Βλέ­πε­τε ταπεί­νω­ση; Γι’αυ­τό άλλω­στε εύλο­γα έλα­βε την εκλο­γή από τον Θεό και κατα­ξιώ­θη­κε να γίνει πρό­τυ­πο της κλή­σε­ως και πίστε­ως των εθνών και έπει­τα δέχθη­κε και το παι­δί της ζων­τα­νό.

Η δε Σωμα­νί­τι­δα έδει­ξε την πίστη της και με όσα είπε προς τον άντρα της για τον Ελισ­σαίο και με όσα ετοί­μα­σε για την φιλο­ξε­νία του προ­φή­τη και με την αξιο­πρέ­πεια που επέ­δει­ξε όταν πέθα­νε το παι­δί της. Διό­τι, κρύ­βον­τας ήσυ­χα την συμ­φο­ρά, έτρε­ξε προς τον προ­φή­τη και τον έσυ­ρε προς την οικία, λέγον­τας προς αυτόν: «Ζ Κύριος κα ζ ψυχή σου, ε γκα­τα­λεί­ψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζων­τα­νός και ακού­ει· ορκί­ζο­μαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφή­σω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοη­θή­σεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30], και με αυτήν την πίστη δέχθη­κε τον υιό της ανα­στη­μέ­νο από τον προ­φή­τη, ώστε το εξαι­ρε­τι­κό αυτό θαύ­μα να μην είναι περισ­σό­τε­ρο εκεί­νων των προ­φη­τών από όσο της πίστε­ως των μητέ­ρων που δέχθη­καν τους ανα­στη­μέ­νους γιους τους [Εβρ.11,35: «λαβον γυνακες ξ ναστά­σε­ως τούς νεκρος ατν(:Με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες)»].

Αλλά παρά το ότι οι προ­φή­τες είχαν συνερ­γό την πίστη και την προς τον Θεό ευα­ρέ­στη­ση των μητέ­ρων, ο μεν Ηλί­ας και τα άλλα έκα­νε και προς τον Θεό φώνα­ξε με ολο­φυρ­μό λέγον­τας: «Ομοι, Κύριε, μάρ­τυς τς χήρας, μεθ᾿ ς γ κατοικ μετ᾿ ατς, σ κεκά­κω­κας το θανατσαι τν υἱὸν ατς(:Αλί­μο­νο, Κύριε, Εσύ είσαι μάρ­τυ­ρας της προ­θυ­μί­ας και της καλο­σύ­νης, με την οποία με φιλο­ξε­νεί η χήρα αυτή. Εσύ λοι­πόν έφτα­σες να την πλη­γώ­σεις τόσο πολύ, ώστε να θανα­τώ­σεις τον γιο της;)». Και επι­κα­λέ­στη­κε τον Κύριο και είπε «Κύριε Θεός μου, πιστρα­φή­τω δ ψυχ το παι­δα­ρί­ου τού­του ες ατόν(:Κύριε, Θεέ μου, ας επι­στρέ­ψει, Σε παρα­κα­λώ, η ψυχή του μικρού αυτού παι­διού σε αυτό)». Και έτσι έγινε[Γ΄Βασ.17,20: «Κα γένε­το οτως, κα νεβόη­σε τ παι­δά­ριον(:Και ευθύς αμέ­σως έγι­νε έτσι, και ξανα­ζων­τά­νε­ψε το νεκρό παι­δά­κι και φώνα­ξε)»].

Ο Ελισ­σαί­ος, από την άλλη, όχι μόνο προ­σφύ­ον­ταν στο μικρό νεκρό παι­δί, ερχό­με­νος και φεύ­γον­τας από αυτό έως επτά φορές, αλλά και προ­σευ­χή­θη­κε προς τον Κύριο όπως έχει μαρ­τυ­ρη­θεί από την Αγία Γρα­φή, και έτσι ανα­ζω­ο­γό­νη­σε και ανέ­στη­σε τον υιό της Σωμα­νί­τι­δας [Δ΄Βασ.4,33–35: «Κα εσλθεν Ελι­σαι ες τν οκον κα πκλει­σε τν θραν κατ τν δο αυτν κα προ­σηξατο πρς Κριον· κα νβη κα κοιμθη π τ παιδριον κα θηκε τ στμα ατο π τ στμα ατο κα τος φθαλ­μος ατο π τος φθαλ­μος ατο κα τς χερας ατο π τς χερας ατο κα δικαμ­ψεν π᾿ ατν, κα διε­θερμνθη σρξ το παι­δαρου. Κα πστρε­ψε κα πορεθη ν τ οκίᾳ νθεν κα νθεν κα νβη κα συνκαμ­ψεν π τ παιδριον ως πτκις, κα νοι­ξε τ παιδριον τος φθαλ­μος ατο(: Ο Ελισ­σαί­ος μπή­κε στο σπί­τι και έκλει­σε την πόρ­τα του δωμα­τί­ου, στο οποίο έμει­νε μόνο αυτός και το νεκρό παι­δί, και προ­σευ­χή­θη­κε στον Κύριο. Κατό­πιν ανέ­βη­κε στο κρε­βά­τι και ξάπλω­σε πάνω από το νεκρό παι­δί και έβα­λε το στό­μα του πάνω στο στό­μα του παι­διού και τα μάτια του επά­νω στα μάτια του παι­διού και τα χέρια του επά­νω στα χέρια του νεκρού και ξάπλω­σε επά­νω του. Με τον τρό­πο αυτό ζεστά­θη­κε το σώμα του παι­διού. Ο Ελισ­σαί­ος σηκώ­θη­κε, απο­σύρ­θη­κε και βάδι­σε εδώ και εκεί μέσα στο σπί­τι και ανέ­βη­κε πάλι στο κρε­βά­τι και ξάπλω­σε επά­νω στο παι­δί όπως και προ­η­γου­μέ­νως· αυτό το έκα­νε επτά φορές. Και το παι­δί άνοι­ξε τα μάτια του!)» ].

Ο δε Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός, κατά την ανα­γι­νω­σκο­μέ­νη σήμε­ρα περι­κο­πή του Ευαγ­γε­λί­ου [Λου­κά 7,11–16], ευσπλα­χνί­στη­κε την χήρα, της οποί­ας ο υιός εκφε­ρό­ταν νεκρός, και χωρίς να αργο­πο­ρή­σει μήτε να δια­πραγ­μα­τευ­τεί, μήτε να προ­σευ­χη­θεί, αλλά με πρό­σταγ­μα μόνο έδω­σε στην πεν­θού­σα μητέ­ρα τον μονο­γε­νή υιό της ζων­τα­νό από νεκρό. Έτσι έδει­ξε ότι Αυτός μόνο είναι κύριος ζωής και θανά­του· διό­τι λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής στη συνέ­χεια: «Κα γένε­το ν τ ξς πορεύ­ε­το ες πόλιν καλου­μέ­νην Ναΐν(:Αργό­τε­ρα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαι­νε σε κάποια πόλη που λεγό­ταν Ναΐν)»[Λου­κά 7,11]. Ο Κύριος έρχε­ται για το μεγά­λο αυτό θαύ­μα της ανα­στά­σε­ως αυτό­κλη­τος, για να δεί­ξει όχι μόνο την ζωο­ποιό δύνα­μη, αλλά και ότι έχει ασύγ­κρι­τη την αγα­θό­τη­τα και την ευσπλα­χνία. Διό­τι τον μεν Ηλία φάνη­κε σαν να τον έσκω­πτε η χήρα γυναί­κα στα Σαρε­πτά, παρα­κι­νών­τας τον να επα­να­φέ­ρει στη ζωή το νεκρό παι­δί της· τον δε Ελισ­σαίο η Σου­να­μί­τι­δα αφού τον παρα­τή­ρη­σε πρώ­τα ότι δεν προ­εί­δε τι επρό­κει­το να πάθει το παι­δί που θαυ­μα­τουρ­γι­κά είχε δώσει σε εκεί­νη που ήταν στεί­ρα, έπει­τα και τον κατα­νάγ­κα­σε λέγον­τας: «Ζ Κύριος κα ζ ψυχή σου, ε γκα­τα­λεί­ψω σε(:Ο Θεός είναι Θεός ζων­τα­νός και ακού­ει· ορκί­ζο­μαι σε Αυτόν και στην ζωή σου, ότι δεν θα σε αφή­σω εδώ, χωρίς να έρθεις να με βοη­θή­σεις)» [Δ΄ Βασ. 4,30]. Ο Κύριος όμως προ­γι­νώ­σκει μόνος Του και χωρίς να τον επι­κα­λε­στεί κανείς, πορεύ­ε­ται προς την πόλη, από την οποία εκφε­ρό­ταν το πεθα­μέ­νο παι­δί.

«Την επό­με­νη μέρα βάδι­ζε», λέει. Και αυτό επε­σή­μα­νε παν­σό­φως ο ευαγ­γε­λι­στής. Διό­τι η ανά­στα­ση του παι­διού της χήρας υπο­τυ­πώ­νει την ανα­καί­νι­ση του νου μας. Διό­τι και η ψυχή μας εξαι­τί­ας της αμαρ­τί­ας ήταν χήρα του ουρα­νί­ου Νυμ­φί­ου, που είχε σαν μονο­γε­νή υιό τον νου της, ο οποί­ος είχε πεθά­νει από το κεν­τρί της αμαρ­τί­ας, χάνον­τας την αλη­θι­νή ζωή· εκφε­ρό­ταν δε και αυτός από τα πάθη που τον μετέ­φε­ραν κάπου μακριά από τον Θεό σε βυθούς άδη και απώ­λειας. Αλλά αφού ο Κύριος βάδι­σε προς εμάς και ήλθε κον­τά μας με την ένσαρ­κη παρου­σία Του, τον ανα­καί­νι­σε και τον ανή­γει­ρε. Αυτή όμως η παρου­σία δεν έγι­νε σε εμάς από την αρχή, αλλά ύστε­ρα, κατά τους τελευ­ταί­ους αιώ­νες. Γι’αυ­τό ο ευαγ­γε­λι­στής δεν παρέ­λει­ψε ούτε αυτό, λέγον­τας: «Βάδι­ζε την επό­με­νη μέρα» ο Ιησούς για να ανα­στή­σει τον πεθα­μέ­νο υιό της χήρας και να μετα­τρέ­ψει το πέν­θος της σε ευφρο­σύ­νη.

Προ­σέ­χε­τε επι­με­λώς όσα λέγον­ται, αδελ­φοί, παρα­κα­λώ· διό­τι και από σας ο καθέ­νας, αν αισθαν­θεί τον μέσα του άνθρω­πο πεθα­μέ­νο και θρη­νή­σει τις αμαρ­τί­ες του, πεν­θών­τας και μελαγ­χο­λών­τας γι’ αυτές σε μετά­νοια, θα πορευ­τεί και προς αυτόν ο Παρά­κλη­τος παρέ­χον­τας την αιώ­νια παρά­κλη­ση. Διό­τι λέγει ο Κύριος: «Μακά­ριοι ο πεν­θοντες, τι ατο παρα­κλή­θη­σον­ται(:Μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που πεν­θούν για τις αμαρ­τί­ες τους και για το κακό που επι­κρα­τεί στον κόσμο, διό­τι αυτοί θα παρη­γο­ρη­θούν από τον Θεό)» [Ματθ.5,4].

Αλλά λέγει: «Κα γένε­το ν τ ξς πορεύ­ε­το ες πόλιν καλου­μέ­νην Ναΐν· κα συνε­πο­ρεύ­ον­το ατ ο μαθη­τα ατο κανο κα χλος πολύς(:Αργό­τε­ρα, κάποια μέρα, ο Ιησούς πήγαι­νε σε κάποια πόλη που λεγό­ταν Ναΐν. Μαζί Του βάδι­ζαν και οι μαθη­τές Του, οι οποί­οι ήταν αρκε­τοί, καθώς και πλή­θος λαού πολύ)» [Λου­κά 7,11]. Πραγ­μα­τι­κά ο μεν Ηλί­ας απο­μο­νώ­νε­ται όταν πρό­κει­ται να ανα­στή­σει τον υιό της χήρας στα Σαρεπτά[Γ΄Βασ.17,19: «Κα επεν λιο πρς τν γυνακα· δός μοι τν υόν σου. κα λαβεν ατν κ το κόλ­που ατς κα νήνεγ­κεν ατν ες τ περον, ν ατς κάθη­το κε, κα κοί­μι­σεν ατν π τς κλί­νης(:Και είπε ο Ηλί­ας στην γυναί­κα: ‘’ Δώσε μου τον γιο σου. Και πήρε το νεκρό παι­δί από την αγκα­λιά της μητέ­ρας του και το ανέ­βα­σε στο ανώ­γειο δωμά­τιο, στο οποίο έμε­νε ο ίδιος, και το ξάπλω­σε στο κρε­βά­τι του)» ], ο δε Ελισ­σαί­ος, αφού ανέ­βη­κε στο υπε­ρώο, όπου έκει­το ο πεθα­μέ­νος, «εσλθεν ες τν οκον κα πέκλει­σε τν θύραν κατ τν δύο αυτν κα προ­σηύ­ξα­το πρς Κύριον(:μπή­κε μέσα στο σπί­τι και έκλει­σε την πόρ­τα του δωμα­τί­ου, στο οποίο έμει­νε μόνο αυτός και το νεκρό παι­δί, και προ­σευ­χή­θη­κε προς τον Κύριο)»· «έκλει­σε την θύρα», όπως λέει η ιστο­ρία, «μπρο­στά στους δύο αυτούς», δηλα­δή την Σωμα­νί­τι­δα και τον μαθη­τή του Γιεζί[Δ΄Βασ.4,33]. Επει­δή δηλα­δή χρεια­ζό­ταν εκτε­νε­στά­τη δέη­ση προς τον Θεό, είναι δε οι άνθρω­ποι πλα­σμέ­νοι, όταν απο­μο­νω­θούν, να απα­σχο­λούν τον νου τελειό­τε­ρα και να τον ανα­τεί­νουν προς τον Θεό- ενώ ο Κύριος, έχον­τας αλη­θι­νά την εξου­σία ζωής και θανά­του, δεν χρειά­ζε­ται καθό­λου προ­σευ­χή για να ζωο­ποι­ή­σει το παι­δί, όχι μόνο τους μαθη­τές Του είχε μαζί Του, αλλά και πολύ λαό που άλλον έφε­ρε Αυτός και άλλον βρή­κε γύρω από τον κηδευό­με­νο. Και ενώ όλοι έβλε­παν και άκου­γαν, ζωο­ποί­η­σε τον νεκρό με μόνο το πρό­σταγ­μα, κάνον­τας αυτό από φιλαν­θρω­πία σε δημό­σια θέα, για να προ­σελ­κύ­σει όλους στην προς Αυτόν σωτή­ρια πίστη. Διό­τι «ς δ γγι­σε(:μόλις όμως πλη­σί­α­σε)», λέγει, «τ πύλ τς πόλε­ως, κα δο ξεκο­μί­ζε­το τεθνηκς(:στην πύλη της πόλε­ως, ιδού, έβγα­ζαν έξω ένα νεκρό)», δηλα­δή προ­γνω­ρί­ζον­τας και της εκφο­ράς την ώρα ήλθε εγκαί­ρως· «ξεκο­μί­ζε­το τεθνηκς (:έβγα­ζαν έξω ένα νεκρό)», λοι­πόν, «υἱὸς μονο­γενς τ μητρ ατο, κα ατη ν χήρα (:τον μονά­κρι­βο γιο μιας μητέ­ρας που ήταν χήρα και δεν είχε κανέ­ναν άλλο προ­στά­τη στον κόσμο)» [Λου­κά 7,12].

Τα ίδια πράγ­μα­τα στην πεν­θού­σα και την λύπη αύξη­σαν πολ­λα­πλά­σια και την λύση έφε­ραν εξαί­σια· διό­τι ο Κύριος βλέ­πον­τας μία μητέ­ρα, και μάλι­στα χήρα μητέ­ρα, που στή­ρι­ζε τις ελπί­δες της σε ένα παι­δί και το χάνει τώρα με πρό­ω­ρο θάνα­το, να ακο­λου­θεί την σορό του παι­διού και να θρη­νεί με τρό­πο ελε­ει­νό, «σπλαγ­χνί­σθη π᾿ ατ κα επεν ατ· μ κλαε (:την σπλα­χνί­σθη­κε, και γνω­ρί­ζον­τας με βεβαιό­τη­τα ότι σε λίγο θα ανέ­σται­νε τον γιο της της είπε: ‘’Μην κλαις’’)» . «Ευσπλα­χνί­στη­κε», λέει ‑πώς δεν θα το έκα­νε αυτό ο «πατέ­ρας των ορφα­νών και υπε­ρα­σπι­στής των χηρών»;[βλ.Ψαλμ.67,6: «Ταρα­χθή­σον­ται π προ­σώ­που ατο, το πατρς τν ρφανν κα κρι­το τν χηρν(: Οι άδι­κοι και όσοι κατα­πιέ­ζουν τους ασθε­νείς και τους αδυ­νά­τους θα ταρα­χθούν και θα τρο­μά­ξουν προ του προ­σώ­που Του· διό­τι Αυτός είναι ο προ­στά­της των αδι­κου­μέ­νων· είναι ο πατήρ των ορφα­νών και ο υπε­ρα­σπι­στής και συνή­γο­ρος των χηρών)» - «κα επεν ατ», παρη­γο­ρών­τας και προ­βλέ­πον­τας το μέλ­λον: «Μ κλαε» [Λου­κά 7,13]. Εκεί­νος βέβαια γνώ­ρι­ζε τι επρό­κει­το να πρά­ξει, η δε γυναί­κα δεν γνώ­ρι­ζε Αυτόν, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο δεν γνώ­ρι­ζε ούτε το μέλ­λον, γι’αυ­τό και δεν είχε πίστη και δεν ζητού­σε τίπο­τε από Αυτόν· ούτε Αυτός απαι­τού­σε πίστη από αυτήν, αλλά μπο­ρών­τας τα πάν­τα και μην έχον­τας ανάγ­κη ούτε την από τους πιστεύ­ον­τες συνέρ­γεια, «προ­σελθν ψατο τς σορο(:τότε πλη­σί­α­σε και άγγι­ξε το φέρε­τρο)», για να δεί­ξει ότι έχει και το σώμα Του ζωο­ποιό ως ομό­θεη δύνα­μη· «κα επε· νεα­νί­σκε, σο λέγω, γέρ­θη­τι(:και είπε: ‘’Νέε μου, σε σένα μιλώ. Σήκω’’)».

«Κα νεκά­θι­σεν νεκρς(:Τότε ο νεκρός ανα­ση­κώ­θη­κε και κάθι­σε ζων­τα­νός πάνω στο φέρε­τρο)» [Λου­κά 7,14]. Διό­τι το κου­φό το χώμα άκου­σε Αυτόν που καλού­σε όσα δεν υπήρ­χαν, ως να υπήρ­χαν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πάλι, άκου­σε Αυτόν που φέρει τα πάν­τα με τον λόγο της δυνά­με­ώς Του, άκου­σε όχι άνθρω­πο θεο­φό­ρο, αλλά Θεό που εναν­θρώ­πη­σε· και όχι μόνο «νεκά­θι­σεν νεκρς(:ο νεκρός ανα­ση­κώ­θη­κε και κάθι­σε ζων­τα­νός πάνω στο φέρε­τρο)» αλλά και «ρξα­το λαλεν(:άρχι­σε να μιλά­ει)». Πραγ­μα­τι­κά και στην περί­πτω­ση του γιου της χήρας στα Σαρε­πτά, όταν επέ­στρε­ψε η ψυχή του σε αυτόν, αμέ­σως φώνα­ξε το μικρό παι­δί, σύμ­φω­να με την ιστο­ρία. Και είναι αυτό δείγ­μα του ότι η ανά­στα­ση δεν είναι κατά φαν­τα­σία [Γ΄Βασ.17,21–22:«Κα νεφύ­ση­σε τ παι­δα­ρί τρς κα πεκα­λέ­σα­το τν Κύριον κα επε· Κύριε Θεός μου, πιστρα­φή­τω δ ψυχ το παι­δα­ρί­ου τού­του ες ατόν. Κα γένε­το οτως, κα νεβόη­σε τ παι­δά­ριον(:Και προ­κει­μέ­νου να μετα­δώ­σει ζωή στο νεκρό φύση­σε στο παι­δί τρεις φορές και παρα­κά­λε­σε θερ­μά τον Κύριο και είπε: ‘’Κύριε ο Θεός μου, ας επι­στρέ­ψει, Σε παρα­κα­λώ, η ψυχή του μικρού τού­του παι­διού πάλι σε αυτό. Και ευθύς αμέ­σως έγι­νε έτσι, και ξανα­ζων­τά­νε­ψε το νεκρό παι­δά­κι και πάλι βγή­κε φωνή από το στό­μα του)»].

Ο μεν Ηλί­ας λοι­πόν ανά­στη­σε ένα νεκρό με την προ­σευ­χή του και ο Ελισ­σαί­ος ανά­στη­σε ένα νεκρό παι­δί όταν ο ίδιος ήταν στη ζωή, αλλά και έναν άλλο νεκρό όταν και ο ίδιος ο Ελι­σαί­ος είχε πεθά­νει πια[ βλ. Δ΄Βασ.13,21: «Κα γένε­το ατν θαπτόν­των τν νδρα, κα δο εδον τν μονό­ζω­νον κα ἔῥῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύ­θη κα ψατο τν στέ­ων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(:Τότε λοι­πόν συνέ­βη το εξής: Ενώ οι Ισραη­λί­τες κήδευαν και ετοι­μά­ζον­ταν να εντα­φιά­σουν κάποιον νεκρό, να, είδαν ξαφ­νι­κά τους αντάρ­τες της Μωάβ να έρχον­ται. Οι τρο­μαγ­μέ­νοι Ισραη­λί­τες έρι­ξαν αμέ­σως τον νεκρό στον τάφο του Ελι­σαί­ου και έφυ­γαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγι­ξε τα οστά του προ­φή­τη, ανέ­ζη­σε, σηκώ­θη­κε και στά­θη­κε όρθιος στα πόδια του)»], βεβαιώ­νον­τας και προ­δει­κνύ­ον­τας την θεαν­δρι­κή ζωο­ποιό ενέρ­γεια του Χρι­στού· ο δε Κύριος τρεις νεκρούς ανά­στη­σε με πρό­σταγ­μα πριν από τον σταυ­ρό, το παι­δί αυτό της χήρας, την θυγα­τέ­ρα του αρχι­συ­να­γώ­γου[ βλ. Λου­κά 8,54–55: «Ατς δ κβαλν ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χειρς ατς φώνη­σε λέγων· πας, γεί­ρου. Κα πέστρε­ψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παρα­χρμα, κα διέ­τα­ξεν ατ δοθναι φαγεν (:Αυτός όμως, αφού τους έβγα­λε όλους έξω, έπια­σε το χέρι της και της φώνα­ξε δυνα­τά: ‘’Κόρη, σήκω επά­νω’’. Τότε η ψυχή της επέ­στρε­ψε στο σώμα και ανα­στή­θη­κε αμέ­σως. Και ο Ιησούς διέ­τα­ξε να της δώσουν φαγη­τό να φάει, για να πάρει δυνά­μεις μετά από την εξάν­τλη­ση που της είχε φέρει η χρό­νια και θανα­τη­φό­ρα ασθέ­νειά της)»] και τον τετρα­ή­με­ρο Λάζα­ρο [Ιω. 11,43–44: «Κα τατα επν φων μεγάλ κραύ­γα­σε· Λάζα­ρε, δερο ξω. Κα ξλθεν τεθνηκς δεδε­μέ­νος τος πόδας κα τς χερας κει­ρί­αις, κα ψις ατο σου­δα­ρί περιε­δέ­δε­το. λέγει ατος ησος· λύσα­τε ατν κα φετε πάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δεί­χνον­τας την κυριαρ­χι­κή εξου­σία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνα­το, κραύ­γα­σε: ‘’Λάζα­ρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγή­κε από το μνη­μείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμέ­να με επι­δέ­σμους, και το πρό­σω­πό του περι­τυ­λιγ­μέ­νο και σκε­πα­σμέ­νο με ένα πλα­τύ ύφα­σμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκεί­νους που παρευ­ρί­σκον­ταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφή­στε τον μόνο και χωρίς βοη­θό να πάει στο σπί­τι του’’)»]. Στον σταυ­ρό επί­σης ανά­στη­σε πολ­λούς, οι οποί­οι και «νεφα­νί­σθη­σαν πολ­λος (:εμφα­νί­στη­καν σε πολ­λούς)» [ βλ. Ματθ.27,51–53: «Κα δο τ κατα­πέ­τα­σμα το ναο σχί­σθη ες δύο π νωθεν ως κάτω, κα γ σεί­σθη κα α πέτραι σχί­σθη­σαν, κα τ μνη­μεα νεχθη­σαν κα πολλ σώμα­τα τν κεκοι­μη­μέ­νων γίων γέρ­θη. Κα ξελ­θόν­τες κ τν μνη­μεί­ων, μετ τν γερ­σιν ατο εσλθον ες τν γίαν πόλιν κα νεφα­νί­σθη­σαν πολ­λος(:Και ιδού, το παρα­πέ­τα­σμα που χώρι­ζε στο ναό τα Άγια από τα Άγια των Αγί­ων σχί­στη­κε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω˙ και η γη κλο­νί­στη­κε, και οι πέτρες στην περι­φέ­ρεια της Ιερου­σα­λήμ σχί­στη­καν εξαι­τί­ας του σει­σμού, και τα μνη­μεία που ήταν στους βρά­χους που σχί­στη­καν, άνοι­ξαν, και από τα μνη­μεία που άνοι­ξαν τη στιγ­μή εκεί­νη, πολ­λά σώμα­τα των πεθα­μέ­νων αγί­ων ανα­στή­θη­καν, όταν μετά από τρεις ημέ­ρες ανα­στή­θη­κε πρώ­τος ο Χρι­στός. Κι αφού βγή­καν από τα μνη­μεία μετά την ανά­στα­σή Του, μπή­καν στην αγία πόλη και εμφα­νί­στη­καν σε πολ­λούς)»].

Επι­πλέ­ον μετά τον για χάρη μας σταυ­ρι­κό Του θάνα­το ανέ­στη­σε τον εαυ­τό Του, μάλ­λον δε τον εξα­νέ­στη­σε τρι­ή­με­ρο, γενό­με­νος μόνος Αυτός αρχη­γός της αϊδί­ας ζωής. Διό­τι όλοι οι άλλοι, αν και ανα­στή­θη­καν, πάν­τως απέ­κτη­σαν την δική μας θνη­τή ζωή. Από όταν όμως Εκεί­νος ανα­στή­θη­κε, «θάνα­τος ατο οκέτι κυριεύ­ει(:ο θάνα­τος δεν έχει πια εξου­σία επά­νω Του και δεν μπο­ρεί να Τον κυριεύ­σει)» [βλ. Ρωμ.6,9: «Εδότες τι Χριστς γερ­θες κ νεκρν οκέτι ποθνή­σκει, θάνα­τος ατο οκέτι κυριεύ­ει(:Κι έχου­με την πεποί­θη­ση αυτή, διό­τι γνω­ρί­ζου­με ότι αφού ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς, δεν πεθαί­νει πλέ­ον˙ ο θάνα­τος δεν έχει πια εξου­σία επά­νω Του και δεν μπο­ρεί να Τον κυριεύ­σει)» [Ρωμ.6,9].

Γι’αυ­τό και μόνος ο Κύριος «έγι­νε απαρ­χή των κεκοι­μη­μέ­νων» [βλ. Α΄Κορ. 15,20: «Νυν δ Χριστς γήγερ­ται κ νεκρν, παρχ τν κεκοι­μη­μέ­νων γένε­το(:Τώρα όμως ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε απ’ τους νεκρούς. Όπως οι πρώ­ι­μοι καρ­ποί, που ωρι­μά­ζουν πρω­τύ­τε­ρα από τους άλλους και μας προ­α­ναγ­γέλ­λουν ότι θα ακο­λου­θή­σει και ολό­κλη­ρη η συγ­κο­μι­δή, έτσι και ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε πρώ­τος απ’ τους άλλους και βεβαιώ­νει με την Ανά­στα­σή Του ότι θα ακο­λου­θή­σει έπει­τα η ανά­στα­ση και των άλλων νεκρών)»] και «πρω­τό­το­κος κ τν νεκρν» [Κολοσ.1,18: «Κα ατός στιν κεφαλ το σώμα­τος, τς κκλη­σί­ας· ς στιν ρχή, πρω­τό­το­κος κ τν νεκρν, να γένη­ται ν πσιν ατς πρω­τεύ­ων(:Και Αυτός από τον Οποίο τα πάν­τα συγ­κρα­τούν­ται, είναι η κεφα­λή του σώμα­τος, δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλη­σί­ας και ο ιδρυ­τής της, ο πρώ­τος που ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του πρώ­τος σε όλα˙ πρώ­τος δηλα­δή και στην Εκκλη­σία και στην ανά­στα­ση)»· βλ. και Πράξ. 26,22–23: «πικου­ρί­ας ον τυχν τς παρ το Θεο χρι τς μέρας ταύ­της στη­κα μαρ­τυ­ρό­με­νος μικρ τε κα μεγάλ, οδν κτς λέγων ν τε ο προφται λάλη­σαν μελ­λόν­των γενέ­σθαι κα Μωϋσς, ε παθητς Χρι­στός, ε πρτος ξ ναστά­σε­ως νεκρν φς μέλ­λει καταγ­γέλ­λειν τ λα κα τος θνε­σι (:Αλλά ο Θεός με προ­στά­τευ­σε και με γλύ­τω­σε από τον θάνα­το. Μετά λοι­πόν από τη βοή­θεια και την προ­στα­σία αυτή του Θεού, στέ­κο­μαι σώος και αβλα­βής μέχρι την ημέ­ρα αυτή και δίνω τη μαρ­τυ­ρία μου σε μικρούς και μεγά­λους. Και με τη μαρ­τυ­ρία μου αυτή δεν λέω τίπο­τε άλλο εκτός από εκεί­να που οι προ­φή­τες και ο Μωυ­σής είπαν ότι πρό­κει­ται να γίνουν. Και με βάση τους προ­φή­τες δίνω απάν­τη­ση στα ζητή­μα­τα που συζη­τούν­ται μετα­ξύ των Ιου­δαί­ων, για το αν δηλα­δή ο Χρι­στός θα υπο­βαλ­λό­ταν σε σκλη­ρό πάθος, για το αν πρώ­τος θα ανα­σται­νό­ταν από τους νεκρούς και για το αν θα κήρυτ­τε το φως της ευαγ­γε­λι­κής αλή­θειας όχι μόνο στον ιου­δαϊ­κό λαό, αλλά και στους εθνι­κούς)» Πράξ.26,23] και πίστω­σε και επαγ­γέλ­θη­κε σε μας όχι μόνο αυτήν την θνη­τή και πρό­σκαι­ρη ζωή μας που κατευ­θύ­νε­ται από ζωι­κό πνεύ­μα, αλλά και την απο­κει­μέ­νη για μας κατά τις ελπί­δες μας ένθεο και αθά­να­τη και αιώ­νια· διό­τι αυτή είναι δώρο Του πραγ­μα­τι­κά θεο­πρε­πέ­στα­το. Καθώς λοι­πόν δεν παρέ­χει εδώ από χάρη γι ‘αυτό , αλλά το πράτ­τει για άλλους, οδη­γών­τας τους προς την πίστη που είναι πρό­ξε­νος της αιώ­νιας ζωής. Και εδώ πραγ­μα­τι­κά, όπως ιστο­ρεί σαφώς ο ευαγ­γε­λι­στής, δεν ανα­στή­θη­κε το παι­δί για τον εαυ­τό του, αλλά για την μητέ­ρα από ευσπλα­χνία γι’ αυτήν· γι’αυ­τό και αφού τον ανέ­στη­σε, τον έδω­σε στη μητέ­ρα του.

Αλλά βλέ­πε­τε πως ο Κύριος από ευσπλα­χνία για την χήρα που πεν­θού­σε τον υιό της, δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε μόνο παρη­γο­ρη­τι­κούς προς αυτήν λόγους, αλλά και με έργα την βοή­θη­σε; Έτσι να κάνου­με και εμείς κατά δύνα­μη και να μην είμα­στε μόνο με λόγια συμ­πο­νε­τι­κοί προς όσους κακο­πα­θούν, αλλά να επι­δεί­ξου­με και με έργα την συμ­πά­θειά μας προς αυτούς. Αν πραγ­μα­τι­κά εμείς επι­δεί­ξου­με με όλη την δύνα­μη την ευερ­γε­σία, και ο Θεός σε αντα­μοι­βή θα αντε­πι­δεί­ξει με κάθε δύνα­μη την ευερ­γε­σία προς εμάς. Αντι­λαμ­βά­νε­στε λοι­πόν πόσο υπε­ρο­χι­κή και υπερ­βο­λι­κή είναι η αμοι­βή· όσο δηλα­δή υπε­ρέ­χει ο Θεός του ανθρώ­που, τόσο υπε­ρέ­χει και η δύνα­μη Εκεί­νου από την ανθρώ­πι­νη δύνα­μη και η χάρις που ενερ­γεί­ται από την δύνα­μη εκεί­νη της χάρι­τος που δίδε­ται από μας. Αν κανείς ζητού­σε χάλ­κι­νους οβο­λούς και αντα­πέ­δι­δε χρυ­σούς στα­τή­ρες, ποιος δεν θα δεχό­ταν την ανταλ­λα­γή; Τώρα δε δεν πρό­κει­ται να αλλά­ξου­με «χάλ­κεια χρυ­σέ­ων(:χάλ­κι­να αντί για χρυ­σά)» [Ιλιά­δος Ζ236], που είναι τα δυο κατά την φύση τους μέταλ­λα σχε­δόν ομό­τι­μα, αλλά να προ­σφέ­ρο­με ανθρώ­πι­να και να απο­κο­μί­σου­με θεία, και μάλι­στα ανθρώ­πι­να προς ανθρώ­πους, πράγ­μα που είναι φυσι­κό χρέ­ος· διό­τι την συμ­πά­θεια μετα­ξύ μας και το έλε­ος μετα­ξύ μας τα οφεί­λου­με οπωσ­δή­πο­τε από την φύση μας. Αν επί­σης κοι­τά­ξου­με και τους πολυ­τρό­πους οικτιρ­μούς του Θεού προς εμάς, παρά την προς αλλή­λους συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα και κοι­νω­νι­κό­τη­τα και φιλαν­θρω­πία, λέγον­τας: «φετε καί φεθή­σε­ται μν, δίδο­τε καί δοθή­σε­ται μν(:Δώστε συγ­χώ­ρε­ση και θα σας συγ­χω­ρε­θούν και σας οι αμαρ­τί­ες σας, δώστε έλε­ος και θα δοθεί και σε σας έλε­ος από τον Θεό)»[βλ. Λου­κά 6,38: «Δίδο­τε, κα δοθή­σε­ται μν· μέτρον καλόν, πεπιε­σμέ­νον κα σεσα­λευ­μέ­νον κα περεκ­χυ­νό­με­νον δώσου­σιν ες τν κόλ­πον μν· τ γρ ατ μέτρ μετρετε, ντι­με­τρη­θή­σε­ται μν(:Δίνε­τε σε εκεί­νους που έχουν ανάγ­κη βοή­θειας, και θα δώσει και σε σας βοή­θεια ο Θεός. Η πρό­νοια, η δικαιο­σύ­νη και η αγα­θό­τη­τα του Θεού θα σας δώσει στην αγκα­λιά σας ένα μέτρο καλό, στοι­βαγ­μέ­νο και κου­νη­μέ­νο, ώστε να μη μένει καθό­λου κενός χώρος στο δοχείο της μετρή­σε­ως, ένα μέτρο που θα πλε­ο­νά­ζει και θα ξεχύ­νε­ται. Διό­τι με την ίδια πλού­σια διά­θε­ση και με το ίδιο μέτρο της ευερ­γε­σί­ας με το οποίο μετρά­τε τις δωρε­ές σας προς τους άλλους, θα μετρή­σει και θα αντα­πο­δώ­σει και σε σας ο Θεός)»· Ματθ.6,14: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρώ­ποις τ παρα­πτώ­μα­τα ατν, φήσει κα μν πατρ μν οράνιος(:Πρέ­πει λοι­πόν, όταν ζητά­τε τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών σας, να συγ­χω­ρεί­τε κι εσείς τους άλλους· διό­τι εάν συγ­χω­ρή­σε­τε τα αμαρ­τή­μα­τα που σας έκα­ναν οι άνθρω­ποι, και ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος θα συγ­χω­ρή­σει και τα δικά σας αμαρ­τή­μα­τα)»· Μάρκ.11,25: «Κα ταν στή­κη­τε προ­σευ­χό­με­νοι, φίε­τε ε τι χετε κατά τινος, να κα πατρ μν ν τος ορανος φ μν τ παρα­πτώ­μα­τα μν(:Και ως δεύ­τε­ρο όρο για να εισα­κου­στεί η προ­σευ­χή σας σάς συνι­στώ κι αυτό: Όταν στέ­κε­στε και προ­σεύ­χε­στε, να συγ­χω­ρεί­τε αν έχε­τε κάτι εναν­τί­ον οποιου­δή­πο­τε, ώστε κι ο Πατέ­ρας σας που είναι στους ουρα­νούς να σας συγ­χω­ρή­σει τα παρα­πτώ­μα­τά σας)»], πώς δεν θα απο­δώ­σου­με ως απα­ραί­τη­το χρέ­ος την συγνώ­μη και το έλε­ος με έργα προς τους αδελ­φούς που έχουν ανάγ­κη, εφό­σον έχο­με;

Επει­δή μάλι­στα όχι μόνο ελεη­θή­κα­με αλλά και τόσες πολ­λές ευερ­γε­σί­ες δεχτή­κα­με από τον Θεό, όσες δεν είναι δυνα­τό ούτε να απα­ριθ­μή­σου­με, αλλά και εγγυ­ή­σεις πήρα­με από Αυτόν πάλι ότι θα λάβου­με την αντα­πό­δο­ση με μέτρο καλό και ελεγ­μέ­νο της προς τους αδελ­φούς ευποι­ί­ας μας, για­τί δεν τρέ­χου­με προς αυτήν με όλη μας την δύνα­μη; Για­τί δεν παρα­δί­δου­με και την ίδια την ζωή μας για χάρη των άλλων, αν χρεια­στεί, κατά μίμη­ση του Δεσπό­τη για να λάβου­με από Αυτόν αντάλ­λαγ­μα την αιώ­νια ζωή; Και όμως και τού­το είναι χρέ­ος μας, αν και ίσως όχι του ενός προς τον άλλο, αλλά προς Αυτόν που έσβη­σε τον εαυ­τό Του σε θάνα­το για μας, όχι μόνο για λύτρο[Ματθ.20,27–28: «Κα ς ἐὰν θέλ ν μν εναι πρτος, σται μν δολος·σπερ υἱὸς το νθρώ­που οκ λθε δια­κο­νηθναι, λλ δια­κονσαι κα δοναι τν ψυχν ατο λύτρον ντ πολλν(:Και όποιος θέλει να είναι πρώ­τος ανά­με­σά σας, πρέ­πει να ασκεί την αγά­πη με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη και να γίνε­ται δού­λος όλων σας. Να γίνε­ται διά­κο­νος και δού­λος, όπως και ο υιός του ανθρώ­που δεν ήλθε για να τον υπη­ρε­τή­σουν, αλλά για να υπη­ρε­τή­σει και να δώσει την ζωή Του λύτρο προ­κει­μέ­νου να εξα­γο­ρα­στούν και να ελευ­θε­ρω­θούν από την αμαρ­τία και τον θάνα­το πολ­λοί)»· βλ. και Α΄Τιμ.2,6: « δος αυτν ντί­λυ­τρον πρ πάν­των, τ μαρ­τύ­ριον και­ρος δίοις(:Και έδω­σε τον εαυ­τό Του λύτρο για να εξα­γο­ρά­σει όλους τους ανθρώ­πους. Για το γεγο­νός αυτό της εξα­γο­ράς μας δίνου­με εμείς οι από­στο­λοι τη μαρ­τυ­ρία μας, αλλά προ­παν­τός ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποί­ος και την επι­σφρά­γι­σε με τον θάνα­τό Του στον και­ρό που καθό­ρι­σε ο Ίδιος)»], αλλά και για παρά­δειγ­μα και για έμπρα­κτη διδα­σκα­λία, ασυγ­κρί­τως υψη­λό­τε­ρη από κάθε έργο και λόγο και νου.

Διό­τι λέγει ο από­στο­λος Πέτρος: «Για αυτόν τον λόγο πέθα­νε ο Χρι­στός για χάρη μας, αφή­νον­τας σε μας υπο­γραμ­μό, για να ακο­λου­θή­σου­με τα ίχνη Του και να είμα­στε έτοι­μοι, αν χρεια­στεί, να θυσιά­σου­με και την ψυχή μας» [βλ. Α΄Πέτρ.2,21: «Ες τοτο γρ κλή­θη­τε, τι κα Χριστς παθεν πρ μν, μν πολιμ­πά­νων πογραμμν να πακο­λου­θή­ση­τε τος χνε­σιν ατο(:Γι’ αυτό άλλω­στε σας κάλε­σε ο Θεός, για να κάνε­τε το καλό και να ευερ­γε­τεί­τε, κι όταν ακό­μη παρα­γνω­ρί­ζε­στε και υπο­φέ­ρε­τε άδι­κα. Διό­τι κι ο Χρι­στός έπα­θε για χάρη σας, χωρίς να φταί­ξει σε τίπο­τε, κι άφη­σε σε σας παρά­δειγ­μα τέλειο προς μίμη­ση, για να ακο­λου­θή­σε­τε ακρι­βώς πάνω στα ίχνη Του)» · Ιω.13,37: «Λέγει ατ Πέτρος· Κύριε, δια­τί ο δύνα­μαί σοι κολουθσαι ρτι; Τν ψυχήν μου πρ σο θήσω(:Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, για­τί δεν μπο­ρώ να σε ακο­λου­θή­σω τώρα; Οτι­δή­πο­τε κι αν χρεια­στεί να υπο­στώ θα σε ακο­λου­θή­σω. Και την ίδια μου τη ζωή ακό­μη θα προ­σφέ­ρω και θα θυσιά­σω για χάρη σου)»], σε εκπλή­ρω­ση των εντο­λών Του· διό­τι έτσι θα μετά­σχου­με και της ζωής και βασι­λεί­ας που διαρ­κεί σε Αυτόν αιω­νί­ως, συζών­τας με Αυτόν αϊδί­ως και συν­δο­ξα­ζό­με­νοι.

Βλέ­πε­τε αυτόν τον Μυρο­βλύ­τη, του οποί­ου αρχί­σα­με σήμε­ρα να προ­ε­ορ­τά­ζου­με την μνή­μη της ιερής μαρ­τυ­ρί­ας;[Τα προ­ε­όρ­τια της μνή­μης του αγί­ου Δημη­τρί­ου άρχι­ζαν την δεύ­τε­ρη Κυρια­κή πριν από την κυρί­ως εορ­τή-26 Οκτω­βρί­ου]. Έχυ­σε το αίμα του σώμα­τός του εκού­σια υπέρ του Χρι­στού, και γι’αυ­τό το κατέ­στη­σε αέναη και ανε­ξάν­τλη­τη πηγή πολυει­δών θαυ­μά­των, αγια­σμού ψυχής και σώμα­τος, ευω­δε­στά­του και ιερο­τά­του μύρου, μολο­νό­τι η μεν ψυχή του Μεγα­λο­μάρ­τυ­ρος έχει τώρα δικαί­ως λάβει την αΐδια και αναλ­λοί­ω­τη δόξα στους ουρα­νούς μαζί με τους αγγέ­λους, το δε σώμα δεν είναι σαν υπο­γραμ­μός και τύπος και σύμ­βο­λο προς την θειο­τά­τη και ουρά­νια δόξα που πρό­κει­ται να απο­κα­λυ­φθεί γύρω από αυτό στο μέλ­λον· εάν δε ο υπο­γραμ­μός και ο τύπος είναι τέτοιος, τι θα είναι εκεί­νο το μελ­λον­τι­κό τέλος;

Είθε και εμείς με τις πρε­σβεί­ες του ανά­με­σα στους μάρ­τυ­ρες Μυρο­βλή­τη, όπως μετα­λαμ­βά­νου­με εδώ του προ­χε­ο­μέ­νου από αυτόν θεί­ου τού­του μύρου, έτσι και τότε να γίνο­με θεω­ροί και μέτο­χοι της θεί­ας εκεί­νης δόξας, με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του ενδο­ξα­ζο­μέ­νου δια των μαρ­τύ­ρων του Ιησού Χρι­στού, του επά­νω από όλα Θεού, στον Οποίο πρέ­πει κάθε δόξα στους απέ­ραν­τους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομι­λία ΜΣΤ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 11, σελί­δες 86–105.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ

«πορεύ­ε­το ες πόλιν καλου­μέ­νην Ναΐν»[Λουκ.7,11]

Πρό­σε­χε όμως πώς σε παρά­δο­ξα συνά­πτει παρά­δο­ξα. Και στην περί­πτω­ση όμως της θερα­πεί­ας του άρρω­στου δού­λου του εκα­τόν­ταρ­χου στην οποία ανα­φέρ­θη­κε αμέ­σως προ­η­γου­μέ­νως βέβαια αφού Τον κάλε­σαν να βοη­θή­σει απάν­τη­σε, εδώ όμως, στην πόλη Ναΐν, αν και δεν καλεί­ται για βοή­θεια, πηγαί­νει· για­τί κανέ­νας δεν Τον καλού­σε σε ανά­στα­ση νεκρού, αλλά πηγαί­νει σε αυτήν από μόνος Του. Και νομί­ζω με πάρα πολ­λή σοφία, για να συν­δυά­σει με το προ­η­γού­με­νο θαύ­μα της θερα­πεί­ας του ασθε­νούς δού­λου του πιστού εκα­τόν­ταρ­χου και αυτό· δεν ήταν βέβαια καθό­λου παρά­δο­ξο να φαν­τα­στεί κανείς, ότι κάποιος θα μπο­ρού­σε να αντι­δρά­σει πολε­μών­τας τη δόξα του Σωτή­ρα και λέγον­τας: «Τι το αξιο­θαύ­μα­στο έγι­νε στο δού­λο του εκα­τόν­ταρ­χου; Άρρω­στος ήταν, δεν επρό­κει­το οπωσ­δή­πο­τε να πεθά­νει». Και αυτό το έχει γρά­ψει ο ευαγ­γε­λι­στής, διη­γού­με­νος αυτά που ήταν για χαρά μάλ­λον, παρά τα αλη­θι­νά· για να φρά­ξει λοι­πόν την ακό­λα­στη γλώσ­σα τέτοιων ανθρώ­πων, λέγει ότι ο Χρι­στός συνάν­τη­σε ήδη πεθα­μέ­νο τον νεα­νί­σκο, τον μονο­γε­νή υιό της χήρας αυτής γυναί­κας. Το πάθος ήταν αξιο­λύ­πη­το και μπο­ρού­σε να προ­κα­λέ­σει θρή­νο και αφορ­μές για δάκρυα. Και ακο­λου­θού­σε το πάθος μεθυ­σμέ­νη και παρα­λυ­μέ­νη πια από τον ανεί­πω­το πόνο η γυναί­κα και μαζί με αυτήν πολ­λοί άλλοι.

«Κα προ­σελθν ψατο τς σορο(:Και αφού πλη­σί­α­σε, άγγι­ξε το φέρε­τρο)»[Λουκ.7,14]

Για­τί όμως δεν έκα­νε το θαύ­μα μόνο με τον λόγο, αλλά άγγι­ξε και τη σορό; Για να μάθεις ότι το άγιο Σώμα του Χρι­στού είναι ενερ­γό για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που. Για­τί είναι σώμα ζωής, και σάρ­κα του Λόγου που μπο­ρεί να κάνει τα πάν­τα και που φόρε­σε τη δύνα­μή Του. Όπως δηλα­δή το σίδε­ρο όταν έρθει σε επα­φή με τη φωτιά κάνει αυτά που κάνει και η φωτιά, και εκπλη­ρώ­νει τη δική του ανάγ­κη, έτσι, επει­δή η σάρ­κα έγι­νε σάρ­κα Εκεί­νου που ζωο­γο­νεί τα πάν­τα, γι’ αυτό έγι­νε και ζωο­ποιός, απο­κτών­τας τη δύνα­μη να καταρ­γεί τον θάνα­το και τη φθο­ρά· για­τί πιστεύ­ου­με ότι το σώμα του Χρι­στού είναι ζωο­ποιό, επει­δή είναι και ναός και κατοι­κία του ζων­τα­νού Λόγου, έχον­τας όλες τις ενέρ­γειές του. Δεν αρκέ­στη­κε λοι­πόν μόνο στο να προ­στά­ξει, αν και ήταν συνη­θι­σμέ­νος να κάνει όλα όσα θέλει, αλλά έθε­σε στη σορό και τα χέρια Του, δεί­χνον­τας ότι και το σώμα Του έχει τη ζωο­ποιό ενέρ­γεια.

«λαβε δ φόβος πάν­τας κα δόξα­ζον τν Θεόν λέγον­τες τι προ­φή­της μέγας γήγερ­ται ν μν, κα τι πεσκέ­ψα­το Θες τν λαν ατο (:Και κατέ­λα­βε φόβος όλους και δόξα­ζαν τον Θεό, λέγον­τας ότι “προ­φή­της μέγας παρου­σιά­στη­κε μετα­ξύ μας και ότι ο πανά­γα­θος Θεός επι­σκέ­φτη­κε τον λαό Του”)»[Λουκ.7,16]

Ήταν μεγά­λο και αυτό σε έναν αναί­σθη­το και αχά­ρι­στο λαό, για­τί ύστε­ρα από λίγο ούτε προ­φή­τη Τον θεω­ρούν, ούτε ότι φανε­ρώ­θη­κε για το καλό του λαού, αλλά Αυτόν που κατάρ­γη­σε τον θάνα­το, Τον παρέ­δω­σαν σε θάνα­το, μη γνω­ρί­ζον­τας ότι τότε, ναι τότε ακρι­βώς καταρ­γού­σε τον θάνα­το, όταν έκα­νε την ανά­στα­ση του εαυ­τού Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, ξήγη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

  • Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «πόμνη­μα ες τό κατά Λου­κάν Α΄», σελ. 344–347.

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη μετά συν­τό­μου ερμη­νεί­ας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθή­να 1997

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Πολ­λοὶ εἶναι οἱ ἄνθρω­ποι ποῦ αὐτο­τι­τλο­φο­ροῦν­ται «Σωτῆ­ρες τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας». Ποιός ἀπ’ ὅλους τους ὅμως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­στεῖ πῶς θὰ ἦταν δυνα­τὸ νὰ σώσει ἀνθρώ­πους ἀπό το θάνα­το; Στὴν ἱστο­ρία ἔχου­με δεῖ πολ­λοὺς κατα­κτη­τές. Κανέ­νας τους ὅμως δὲ νίκη­σε το θάνα­το. Στὴ γῆ γνω­ρί­σα­με πολ­λοὺς βασι­λιᾶ­δες ποὺ εἶχαν ἑκα­τομ­μύ­ρια ὑπο­τε­λεῖς. Κανέ­νας τους ὅμως δὲν μπό­ρε­σε νὰ μετρή­σει στοὺς ὑπο­τε­λεῖς του καὶ τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζων­τα­νούς.

Κανέ­νας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μονα­δι­κὸ Ἕνα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό. Ἐκεῖ­νον ποὺ μαζὶ Τοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ κανέ­νας. Δὲν εἶναι μόνο ὁ Νέος Ἄνθρω­πος. Εἶναι ὁ Νέος Κόσμος, ὁ Δημιουρ­γός Του. Ὄργω­σε τὸν ἀγρὸ ζών­των καὶ νεκρῶν κι ἔσπει­ρε καὶ στοὺς δυὸ τὸν και­νούρ­γιο σπό­ρο τῆς ζωῆς. Οἱ νεκροὶ μπρο­στά του εἶναι ὅπως κι οἱ ζων­τα­νοί, οἱ ζων­τα­νοὶ ὅπως οἱ νεκροί. Ὁ θάνα­τος δὲν εἶναι ἐμπό­διο στὴ βασι­λεία Του. Παρα­μέ­ρι­σε τὸ ἐμπό­διο αὐτὸ κι ἄνοι­ξε τὴ βασι­λεία του στὴν ἱστο­ρία, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ὡς τὸν τελευ­ταῖο ἄνθρω­πο ποὺ θὰ γεν­νη­θεῖ στὴ γῆ. Κοί­τα­ξε τὴ ζωὴ καί το θάνα­το τοῦ ἀνθρώ­που μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο ἀπ’ ὅτι βλέ­που­με ἐμεῖς οἱ θνη­τοί. Κοί­τα­ξε καὶ εἶδε πῶς ἡ ζωὴ δὲν τελειώ­νει μὲ τὸ σωμα­τι­κὸ θάνα­το, πῶς η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ θανά­του γιὰ μερι­κοὺς ἀνθρώ­πους ἔρχε­ται πρὶν ἀπὸ τὸ σωμα­τι­κὸ τοὺς θάνα­το. Πολ­λοὺς ζων­τα­νούς τους βλέ­πει στὸν τάφο, πολ­λοὺς νεκροὺς σὲ σώμα­τα ζων­τα­νά. «Μὴ φοβη­θῆ­τε ἀπὸ τῶν ἀπο­κτεν­νόν­των τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυνα­μέ­νων ἀπο­κτεῖ­ναι» (Ματθ. ἰ ́ 28), εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀπο­στό­λους Του. Ὁ σωμα­τι­κὸς θάνα­τος δὲν συνε­πά­γε­ται καὶ τὸν ψυχι­κὸ θάνα­το. Αὐτὸς προ­κα­λεῖ­ται μόνο ἀπὸ τὴ θανά­σι­μη ἁμαρ­τία πρὶν ἢ καὶ κατὰ τὸ σωμα­τι­κὸ θάνα­το, ξέχω­ρα ἀπ’ αὐτόν.

Μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ματιά Του ὁ Κύριος δια­περ­νᾶ το χρό­νο ὅπως ἡ ἀστρα­πὴ τὰ σύν­νε­φα. Οἱ ζων­τα­νὲς ψυχὲς τόσο ἐκεί­νων ποὺ πέθα­ναν πρὸ πολ­λοῦ ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ δὲ γεν­νή­θη­καν ἀκό­μα ἐμφα­νί­ζον­ται μπρο­στά Του. Ὁ προ­φή­της Ἰεζε­κι­ὴλ εἶδε σὲ ὅρα­μα μιὰ πεδιά­δα γεμά­τη ὀστᾶ νεκρῶν καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κατα­νο­ή­σει ἂν τὰ ὀστᾶ αὐτὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀνα­ζω­ο­γο­νη­θοῦν, ὡσό­του του τὸ ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Κύριος. «Ὑιέ ἀνθρώ­που, εἰ ζήσε­ται τὰ ὀστέα ταυ­τα;», τὸν ρώτη­σε ὁ Κύριος. «καὶ εἶπα: Κύριε Κύριε, σὺ ἐπί­στη ταῦ­τα» (Ἰεζ. λζ’ 3). Ὁ Χρι­στὸς δὲν ἔβλε­πε νεκρὰ ὀστᾶ, ἀλλὰ τὰ ζων­τα­νὰ πνεύ­μα­τα ποὺ εἶχαν μέσα τους. Τὸ σῶμα καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν εἶναι παρὰ τὸ περί­βλη­μα καὶ ὁ ἐξο­πλι­σμὸς τῆς ψυχῆς. Τὸ περί­βλη­μα αὐτὸ γερ­νά­ει καὶ γίνε­ται σὰν φθαρ­μέ­νο ροῦ­χο. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ τὸ ἀνα­και­νί­σει καὶ θὰ ξαναν­τή­σει μὲ αὐτὸ τὴν ψυχὴ ποῦ ἀνα­χώ­ρη­σε.

Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε γιὰ ν’ ἀπαλ­λά­ξει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο φόβο, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουρ­γή­σει ἕναν και­νούρ­γιο φόβο σ’ αὐτοὺς ποῦ ἁμαρ­τά­νουν.

Ὁ ἀρχαῖ­ος φόβος τοῦ ἀνθρώ­που ἦταν ὁ σωμα­τι­κὸς θάνα­τος. Ὁ και­νούρ­γιος φόβος εἶναι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς θάνα­τος. Καὶ τὸν φόβο αὐτὸν ὁ Χρι­στὸς τὸν ἐνί­σχυ­σε, τὸν ἔκα­νε πιὸ δυνα­τό. Ὁ φόβος τοῦ σωμα­τι­κοῦ θανά­του ὁδη­γεῖ τὸν ἄνθρω­πο στὴν ἀνα­ζή­τη­ση βοή­θειας ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρω­ποι ἐγκα­θί­σταν­ται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σκορ­πί­ζον­ται σ’ αὐτὸν καὶ πιά­νον­ται ἀπ’ αὐτόν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σιγου­ρέ­ψουν τὴ μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τὴ δια­μο­νὴ γιὰ τὸ σῶμα τους, νὰ δια­νύ­σουν ἕνα ταξί­δι ὅσο μεγα­λύ­τε­ρο καὶ ἀβα­σά­νι­στο γίνε­ται. Ὁ Κύριος ὅμως λέει σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ ἦταν πλού­σιος ὑλι­κὰ ἀλλὰ φτω­χὸς πνευ­μα­τι­κά: «Ἄφρον, ταύ­τῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχὴν σοῦ ἀπαι­τοῦ­σαν ἀπὸ σοῦ: ἃ δέ ἡτοί­μα­σας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ἴβ’ 20). Τὸν ἄνθρω­πο ποὺ φρον­τί­ζει γιὰ τὸ σῶμα του ἀλλὰ ἀδια­φο­ρεῖ γιὰ τὴν ψυχή του, ὁ Κύριος τὸν ἀπο­κα­λεῖ ἄφρο­να. ἀνόη­το. «Οὐκ ἐν τῷ περισ­σεύ­ειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἔστιν ἐκ τῶν ὑπαρ­χόν­των αὐτοῦ» (Λουκ. ἴβ’ 15), εἶπε ἐπί­σης ὁ Κύριος. Σὲ τί συνί­στα­ται λοι­πὸν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που; Στὴν ἐξάρ­τη­σή του ἀπό το Θεό, ποὺ ζωο­ποιεῖ τὴν ψυχὴ μέ το λόγο Του καὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ζωο­ποιεῖ καὶ τὸ σῶμα.

Μέ το λόγο Του ὁ Κύριος ἀνά­στη­σε κι ἀνα­σταί­νει ψυχὲς ἁμαρ­τω­λές, ψυχὲς ποὺ πέθα­ναν πρὶν ἀπὸ τὸ σωμα­τι­κὸ θάνα­το. Ὑπο­σχέ­θη­κε πῶς θ’ ἀνα­στή­σει τὰ νεκρὰ σώμα­τα ἐκεί­νων ποὺ ἔχουν ἤδη ἀπο­βιώ­σει. Μὲ τὴν ἄφε­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν, μὲ τὰ ζωο­ποιὰ λόγια Του καὶ μὲ τὰ τίμια δῶρα, τὸ πάνα­γνο Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἀνέ­στη­σε κι ἀνα­σταί­νει καὶ σήμε­ρα ἀκό­μα νεκρούς. Καὶ θὰ τὸ κάνει αὐτὸ ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Μᾶς τὸ ἐπι­βε­βαί­ω­σε αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα, ἀφοῦ ἀνά­στη­σε ἀρκε­τοὺς στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς του, καθὼς καὶ μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Του. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχε­ται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκού­σον­ται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκού­σαν­τες ζήσον­ται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Πολ­λοὶ νεκροὶ ἄκου­σαν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνα­στή­θη­καν. Ἕνα τέτοιο παρά­δειγ­μα ἔχου­με ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο.

Ἐκεῖ­νον τὸν και­ρὸ ὁ Ἰησοῦς «ἐπο­ρεύ­ε­το εἰς πόλιν καλου­μέ­νην Ναΐν καὶ συνε­πο­ρεύ­ον­το αὐτῷ οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἱκα­νοὶ καὶ ὄχλος πολύς» (Λουκ. ζ 11). Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ ἔγι­νε λίγο μετὰ τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ θερα­πεία τοῦ δού­λου τοῦ Ρωμαί­ου ἐκα­τόν­ταρ­χου στὴν Καπερ­να­ούμ. Ὁ Κύριος εἶχε σφο­δρὴ ἐπι­θυ­μία καὶ βια­ζό­ταν νὰ κάνει ὅσο τὸ δυνα­τὸ περισ­σό­τε­ρα καλὰ ἔργα καὶ νὰ δώσει ἔτσι ὑπέ­ρο­χο παρά­δειγ­μα στοὺς πιστούς Του. Μ’ αὐτόν το σκο­πὸ ξεκί­νη­σε ἀπὸ τὴν Καπερ­να­οὺμ μὲ κατεύ­θυν­ση τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ, πέρα ἀπὸ τὸ ὄρος, στὶς πλα­γιὲς τοῦ ὄρους Ἑρμῶν, βρί­σκε­ται ὡς τίς μέρες μας ἢ Ναΐν, ποὺ κάπο­τε ἦταν ὀχυ­ρω­μέ­νη πόλη. Ὁ Κύριος ταξί­δευε μὲ τὴ συνο­δεία πολ­λῶν μαθη­τῶν καὶ πλή­θους λαοῦ. Εἶχαν δεῖ ὅλοι τους πολ­λὰ θαύ­μα­τα στὴν Καπερ­να­οὺμ κι έλπι­ζαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκού­σουν περισ­σό­τε­ρα, για­τί τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶχαν ἀκου­στεῖ ὡς τότε στὸν Ἰσρα­ήλ, ἐνῶ τὰ λόγια Του ἦταν σὰν ποτά­μια ποὺ ἔρρε­αν μέλι καὶ γάλα.

«Ὡς δὲ ἤγγι­σε τὴ πύλη τῆς πόλε­ως, καὶ ἰδοὺ ἐξε­κο­μί­ζε­το τεθνη­κὼς υἱὸς μονο­γε­νὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλε­ως ἱκα­νὸς ἤν,ἥν,ἦν σὺν αὐτή» (Λουκ. ζ’ 12). Ὁ Κύριος μόλις εἶχε προ­σεγ­γί­σει τὴν πύλη τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὸ πλῆ­θος ποὺ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σε, ὅταν συνάν­τη­σε μιᾷ πομ­πῇ νὰ βγαί­νει ἀπὸ τὴν πόλη, συνο­δεύ­ον­τας ἕνα νεκρὸ παι­δί. Ἔτσι συναν­τή­θη­καν ὁ Κύριος μὲ τὸ δοῦ­λο. Ὁ χορη­γὸς τῆς ζωῆς συνάν­τη­σε τὸ νεκρό.

Ὁ νεκρὸς ἦταν ἕνα νεα­ρὸ παι­δί, ὅπως βλέ­που­με ἀπὸ τὴ διή­γη­ση, ὅτι ὁ Κύριος τὸν παρέ­δω­σε στὴ μητέ­ρα του, ἀφοῦ τὸν ἐπα­νέ­φε­ρε στὴ ζωή. Ἡ μητέ­ρα τοῦ παι­διοῦ πρέ­πει νὰ προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ πλού­σια κι ἐπι­φα­νῆ οἰκο­γέ­νεια, ὅπως φαί­νε­ται ἀπὸ τὸ μεγά­λο πλῆ­θος ποὺ τὴν συνό­δευε στὴν κηδεία.

«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγ­χνί­σθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτὴ μὴ κλαῖε» (Λουκ. ζ’ 13). Τὸ μεγά­λο πλῆ­θος ποὺ συνό­δευε τὴ χήρα φαί­νε­ται πῶς τὸ ‘κανε γιὰ χάρη της, λόγῳ τῆς κοι­νω­νι­κῆς της θέσης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἰσχυ­ρὸ χτύ­πη­μα ποὺ δέχτη­κε μέ το θάνα­το τοῦ μονα­χο­γιοῦ της. Ἡ θλί­ψη τῶν ἀνθρώ­πων γύρῳ, της πρέ­πει νὰ ἦταν πολὺ μεγά­λη. Κι αὐτὸ πρέ­πει νὰ ἔκα­νε μεγα­λύ­τε­ρη τὴ θλί­ψη τῆς μητέ­ρας καὶ αὔξη­σε τὰ δάκρυα ἀπό­γνω­σης καὶ τὸν ὀδυρ­μό της. Ἄν κι ἀνα­ζη­τοῦ­με ἄλλους γιὰ νὰ μοι­ρα­στοῦν τὴ θλί­ψη μας, ὅταν ὁ θάνα­τος ἀπο­σπᾶ βίαια κάποιον δικό μας ἄνθρω­πο, ἡ συμ­με­το­χή τους συνει­σφέ­ρει πολὺ λίγο στὸ νὰ μειώ­σει τὴ θλί­ψη καὶ τὸν πόνο μας. Ὅταν ἡ ἀδυ­να­μία παρη­γο­ρεῖ τὴν ἀδυ­να­μία, τότε κι ἢ παρη­γο­ριὰ θά ‘ναι ἀδύ­να­μη. Ὅλοι ὅσοι παρα­στέ­κον­ται σ’ ἕνα νεκρὸ σῶμα, κυριεύ­ον­ται ἀπὸ ἕνα περί­ερ­γο συναί­σθη­μα ποὺ δύσκο­λα ἐξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ντρο­πή. Οἱ ἄνθρω­ποι ὄχι μόνο φοβοῦν­ται το θάνα­το, ἀλλὰ καὶ ντρέ­πον­ται γι’ αὐτό. Ἢ ντρο­πὴ αὐτὴ εἶναι ἀπό­δει­ξη — πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη ἀπό το φόβο — πῶς ὁ θάνα­τος εἶναι συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅπως ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος ντρέ­πε­ται ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει στὸ για­τρὸ τίς κρυ­φὲς πλη­γές του, ἔτσι κι ὅσοι ἔχουν συνεί­δη­ση ντρέ­πον­ται τὴ θνη­τό­τη­τά τους. Ἡ ντρο­πὴ αὐτὴ γιά το θάνα­το μᾶς ὁδη­γεῖ στὴν ἀπό­δει­ξη τῆς ἀθά­να­της κατα­γω­γῆς μας καὶ τοῦ ἀθά­να­του προ­ο­ρι­σμοῦ μας. Τὰ ζῶα ὅταν πεθαί­νουν κρύ­βον­ται μακριά, σὰ νὰ νιώ­θουν ντρο­πὴ ποὺ εἶναι θνη­τά. Φαν­τα­στεῖ­τε πόση εἶναι ἡ ντρο­πὴ ἐκεί­νων ποὺ εἶναι πνευ­μα­τι­κὰ καλ­λιερ­γη­μέ­νοι!

Σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν ὅλα τὰ κλά­μα­τα καὶ τὰ μοι­ρο­λό­για μας, ὅλη ἡ ματαιό­τη­τά μας, ὅλες οἱ τιμὲς καὶ οἱ δόξες μας, τὴν ὥρα ποὺ νιώ­θου­με ὅτι κομ­μα­τιά­ζε­ται τὸ ἐπί­γειο δοχεῖο ὅπου κατοι­κή­σα­με ὅσο ζού­σα­με; Μᾶς κατέ­χει ντρο­πὴ τόσο γιὰ τὸ εὔθραυ­στο τοῦ δοχεί­ου μας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἄφρο­να ματαιό­τη­τα μὲ τὴν ὁποία γεμί­σα­με τὴ ζωή μας. Σὲ τί χρη­σι­μεύ­ει νὰ τὸ κρύ­βου­με; Ἡ ντρο­πή μας κατέ­χει λόγῳ τῆς βρω­μιᾶς ποὺ γεμί­σα­με τὸ γήι­νο σαρ­κίο μας καὶ ποὺ ἐξέρ­χε­ται μετά το θάνα­τό μας, ὄχι μόνο πρὸς τὴ γῆ ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν οὐρα­νό. Ἡ οὐσία τοῦ πνεύ­μα­τος δὲν ἀνα­δί­δει οὔτε ἄρω­μα οὔτε δυσο­σμία στὸ σῶμα μας. Ἀνά­λο­γα μὲ τὴν ποιό­τη­τά μας ὡς ἀνθρώ­πων καὶ μὲ τὰ ὑλι­κὰ ποὺ ἔχου­με σωρεύ­σει μέσα μας ὅσο ζοῦ­με, ἀνα­δί­δου­με τὸ ἄρω­μα τοῦ οὐρα­νοῦ ἢ τὴ βρω­μιὰ τῆς ἁμαρ­τί­ας.

Ὁ Κύριος ἔχει ἀγά­πη καὶ ἀνο­χὴ γι’ αὐτοὺς ποὺ βρί­σκον­ται σὲ ἀπό­γνω­ση. Αὐτὸ τὸ δια­πι­στώ­νου­με συχνὰ στὶς ἀδυ­να­μί­ες τῶν ἀνθρώ­πων. «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγ­χνί­σθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλε­λυ­μέ­νοι καὶ ἐρριμ­μέ­νοι ὡς πρό­βα­τα μὴ ἔχον­τα ποι­μέ­να» (Ματθ. θ’ 36). Ὅταν τὰ πρό­βα­τα βλέ­πουν τὸν ποι­μέ­να δὲν λιπο­ψυ­χοῦν, οὔτε καὶ σκορ­πί­ζον­ται. Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν το Θεὸ πάν­τα μπρο­στὰ στὰ μάτια τους δὲ θὰ λιπο­ψυ­χοῦ­σαν, οὔτε καὶ θὰ σκορ­πί­ζον­ταν. Μερι­κοὶ ὅμως τὸν βλέ­πουν, ἄλλοι τὸν ἀνα­ζη­τοῦν γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι τυφλοὶ ἢ ἐμπαί­ζουν ἐκεί­νους ποὺ ψάχνουν γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι οἱ ἄνθρω­ποι λιπο­ψυ­χοῦν, δια­σκορ­πί­ζον­ται, γίνε­ται ὁ καθέ­νας ὁδη­γὸς στὸν ἑαυ­τό του κι ἀκο­λου­θεῖ τὸ δικό του δρό­μο.

Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι εἶχαν ἔστω καὶ τὸ μισὸ φόβο γιὰ τὸν παν­τα­χοῦ παρόν­τα Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἔχουν γιὰ τὸ θάνα­το, δὲ θὰ φοβοῦν­ταν τὸν τελευ­ταῖο. Καὶ μάλι­στα δὲ θὰ γνώ­ρι­ζαν τὸ θάνα­το σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὴν περί­πτω­σή μας ὁ Κύριος ἔνιω­σε ἰδιαί­τε­ρη συμ­πά­θεια γιὰ τὴ θλιμ­μέ­νη μητέ­ρα καὶ γι’ αὐτὸ τῆς εἶπε: μὴ κλαῖε. Κοί­τα­ξε βαθιὰ μέσα στὴν ψυχή της καὶ διά­βα­σε ὅλα ὅσα γίνον­ταν ἐκεῖ. Ὁ σύζυ­γός της εἶχε πεθά­νει, δὲν εἶχε σύν­τρο­φο. Τώρα πέθα­νε κι ὁ μονα­χο­γιός της καὶ βρέ­θη­κε ὁλο­μό­να­χη. Ποῦ ἦταν ὁ ζων­τα­νὸς Θεός; Μπο­ρεῖ νὰ νιώ­θει μόνος του κανεὶς ὅταν ἔχει συν­τρο­φιὰ τὸ Θεό; Μπο­ρεῖ ὁ ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος νὰ βρεῖ καλ­λί­τε­ρη συν­τρο­φιά, πιὸ ἐγκάρ­δια, ἀπὸ τὸ συν­τρο­φιὰ τοῦ Θεοῦ; Δὲν εἶναι πιὸ κον­τά μας ὁ Θεὸς ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα μας, ἀπὸ τοὺς ἀδελ­φοὺς καὶ τίς ἀδελ­φές μας, ἀπὸ τοὺς γιοὺς καὶ τίς θυγα­τέ­ρες μας; Μᾶς δίνει παι­διὰ κι ὕστε­ρα μᾶς τὰ παίρ­νει, μὰ δὲ μᾶς ἐγκα­τα­λεί­πει. Τὸ μάτι Του δὲν κου­ρά­ζε­ται νὰ μᾶς παρα­κο­λου­θεῖ, οὔτε κι ἡ ἀγά­πη του γιὰ μᾶς ἔχει ἀλλοιω­θεῖ. Ὅλη ἡ δυσο­σμία τοῦ θανά­του μας βοη­θά­ει νὰ προ­σκολ­λη­θοῦ­με περισ­σό­τε­ρο στὸ Θεό, τὸν ζῶν­τα Θεό.

Μὴ κλαῖε! Ὁ Κύριος προ­σπα­θεῖ νὰ παρη­γο­ρή­σει τὴν ἀπα­ρη­γό­ρη­τη μητέ­ρα. Αὐτὸ τὸ λέει Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲ σκέ­φτε­ται, ὅπως πολ­λοὶ ἀπό μας, πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγο­ριοῦ κατε­βαί­νει στὸν τάφο, μαζὶ μὲ τὸ νεκρὸ σῶμα του. Τὸ λέει Ἐκεῖ­νος ποὺ γνω­ρί­ζει αὐτὰ ποὺ ἀφο­ροῦν στὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγο­ριοῦ, ποὺ κρα­τᾶ τὴν ψυχὴ αὐτὴ στὴ δική Του ἐξου­σία. Κι ἐμεῖς παρη­γο­ροῦ­με αὐτοὺς ποῦ θρη­νοῦν μὲ τὰ ἴδια λόγια, ἂν κι οἱ καρ­διές μας εἶναι γεμᾶ­τες δάκρυα.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συμ­πά­θειά μας ὅμως νιώ­θου­με ἀδύ­να­μοι νὰ προ­σθέ­σου­με ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο σ’ ἐκεί­νους ποὺ θρη­νοῦν. Ἡ δύνα­μη τοῦ θανά­του ἔχει τόσο πολὺ ξεπε­ρά­σει τὴ δύνα­μή μας, ὥστε σερ­νό­μα­στε σὰν ἔντο­μα στὴ σκιά του. Καὶ καθὼς γεμί­ζου­με τὸν τάφο καὶ σκε­πά­ζου­με τὸ νεκρὸ μὲ χῶμα, νιώ­θου­με πῶς ἐντα­φιά­ζου­με μαζὶ κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό μας μέσα στὸ νεκρι­κὸ σκο­τά­δι τοῦ τάφου.

Ὁ Κύριος δὲν εἶπε μὴ κλαῖε στὴ γυναῖ­κα γιά νὰ δεί­ξει πὼς δὲν πρέ­πει νὰ κλαῖ­με γιὰ τοὺς νεκρούς. Ὁ ἴδιος δάκρυ­σε γιὰ τὸ Λάζα­ρο (βλ. Ἰωάν. ἰα ́ 35). Θρή­νη­σε προ­κα­τα­βο­λι­κὰ γι’ αὐτοὺς ποῦ θὰ ὑπό­φε­ραν μὲ τὴν πτώ­ση τῆς Ἱερου­σα­λὴμ (βλ. Λουκ. ἴθ’ 41–44). Τέλος μακά­ρι­σε αὐτοὺς ποὺ πεν­θοῦν, «ὅτι αὐτοὶ παρα­κλη­θή­σον­ται» (Ματθ. ἔ’ 4). Τίπο­τα δὲν ηρε­μεί καὶ δὲν καθα­ρί­ζει τόσο, ὅσο τὰ δάκρυα.

Στὴν ὀρθό­δο­ξη μεθο­δο­λο­γία τῆς σωτη­ρί­ας, τὰ δάκρυα εἶναι ἀνά­με­σα στὰ πρῶ­τα μέσα κάθαρ­σης τῆς ψυχῆς, τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ὄχι μόνο πρέ­πει νὰ κλαῖ­με γιὰ τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ζων­τα­νοὺς καὶ ἰδιαί­τε­ρα γιὰ τὸν ἑαυ­τό μας. ὅπως συνέ­στη­σε ὁ Κύριος στὶς γυναῖ­κες τῆς Ἱερου­σα­λήμ: «Θυγα­τέ­ρες Ἱερου­σα­λήμ. μὴ κλαί­ε­τε ἐπ’ ἐμέ, πλὴν ἐφ’ ἑαυ­τὰς κλαί­ε­τε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ 28).

Ὑπάρ­χει ὅμως μιὰ δια­φο­ρὰ ἀπὸ δάκρυα σὲ δάκρυα. Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος συμ­βου­λεύ­ει τοὺς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς: «ἶνα μὴ λυπῆ­σθε καθὼς καὶ οἱ λοι­ποὶ οἱ μὴ ἔχον­τες ἐλπί­δα» (Ἀθεσσ. δ’ 13). Δὲν πρέ­πει νὰ θλι­βό­μα­στε ὅπως οἱ εἰδω­λο­λά­τρες κι οἱ ἄθε­οι, ποὺ κλαῖ­νε τοὺς νεκροὺς τοὺς σὰ νὰ χάθη­καν ἐντε­λῶς. Οἱ χρι­στια­νοὶ δὲν πρέ­πει νὰ κλαῖ­νε τοὺς νεκροὺς σὰν χαμέ­νους ἀλλὰ σὰν ἁμαρ­τω­λούς. Ἡ θλί­ψη τους ἑπο­μέ­νως πρέ­πει νὰ συνο­δεύ­ε­ται μὲ προ­σευ­χὲς στὸ Θεὸ γιὰ νὰ συγ­χω­ρή­σει τίς ἁμαρ­τί­ες του ἀπο­βιώ­σαν­τα καὶ νὰ τὸν ἐλε­ή­σει, νὰ τὸν ὁδη­γή­σει στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του.

Ὁ χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ κλαί­ει καὶ νὰ θρη­νεῖ ἐπί­σης γιὰ τὸν ἑαυ­τό του, γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες του. Κι ὅσο πιὸ συχνὰ τὸ κάνει αὐτὸ τόσο καλύ­τε­ρα. Ὄχι νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σὰν κι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύ­ουν στὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐλπί­ζουν στὸ ἔλε­ὸς Τοῦ καὶ στὴν αἰώ­νια ζωή.

Ὅταν τὰ δάκρυα ἔχουν τὸ χρι­στια­νι­κὸ αὐτὸ νόη­μα κι αὐτὴ τὴ χρή­ση, τότε για­τί ὁ Κύριος εἶπε στὴ μητέ­ρα τοῦ νεκροῦ ἀγο­ριοῦ μὴ κλαῖε; Ἐδῶ εἶναι ἄλλη περί­πτω­ση. Ἡ γυναῖ­κα ἔκλαι­γε σὰν κι αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπί­δα. Δὲν ἔκλαι­γε γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ παι­διοῦ της οὔτε καὶ γιὰ τίς δικές της. Ἔκλαι­γε γιὰ τὴ σωμα­τι­κὴ ἀπώ­λεια, γιά το χαμὸ καὶ τὴν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐξα­φά­νι­ση τοῦ παι­διοῦ, γιὰ τὸν αἰώ­νιο ἀπο­χω­ρι­σμό της ἀπ’ αὐτό. Ἐκεῖ ὅμως βρι­σκό­ταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ζών­των καὶ νεκρῶν. Δὲν εἶχε λοι­πὸν λόγο νὰ κλαί­ει μπρο­στά Του, ὅπως δὲν ἔχει λόγο καὶ νὰ νηστεύ­ει κανεὶς ὅταν ὁ Κύριος εἶναι παρών. Ὅταν οἱ Φαρισ­σαῖ­οι κατη­γό­ρη­σαν τὸν Κύριο πῶς οἱ μαθη­τές Του δὲ νήστευαν, ὅπως ὁ Ἰωάν­νης, τοὺς ἀπάν­τη­σε: «Μὴ δύνα­σθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμ­φῶ­νος, ἐνῶ ὁ νυμ­φί­ος μετ’ αὐτῶν ἐστι, ποι­ῆ­σαι νηστεύ­εις;» (Λουκ. ἔ’ 34). Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο λοι­πόν, μπο­ρεῖ νὰ θρη­νεῖ κάποιος ὅταν βρί­σκε­ται μαζί του καὶ Ζωο­δό­της, ποὺ στὴ βασι­λεία Του δὲν ὑπάρ­χουν νεκροί, ἀλλ’ ὅλοι εἶναι ζων­τα­νοί;

Ἡ θλιμ­μέ­νη χήρα ὅμως δὲ γνώ­ρι­ζε οὔτε τὸ Χρι­στὸ οὔτε τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Θρη­νοῦ­σε το μονα­χο­γιό της χωρὶς ἐλπί­δα, ὅπως ὅλοι οἱ Ἰου­δαῖ­οι τότε, ποῦ εἴτε δὲν εἶχαν ὁλό­τε­λα πίστη στὴν ἀνά­στα­ση τῶν νεκρῶν εἴτε τὴν εἶχαν χάσει.

Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνώ­φε­λη λόγῳ ἄγνοιας θλί­ψη της. ὁ Κύριος ἀντα­πο­κρί­θη­κε μὲ τὰ λόγια: Μὴ κλαῖε! Δέν της εἶπε νὰ μὴν κλά­ψει μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ κάνουν πολ­λοὶ σήμε­ρα, ποὺ ἐννο­οῦν: «Μὴν κλαῖς! Τὰ δάκρυά σου δὲ θὰ τὸν φέρουν πίσω. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖ­ρα. Ὅλοι τὸν ἴδιο δρό­μο θ’ ἀκο­λου­θή­σου­με». Αὐτὴ ποὺ δίνου­με ἐμεῖς εἶναι μιὰ ἀπα­ρη­γό­ρη­τη παρη­γο­ριά. Δὲν παρη­γο­ρεῖ κανέ­ναν, εἴτε τὴν δίνει κανεὶς εἴτε τὴν παίρ­νει. Ἄλλο πρᾶγ­μα σκε­φτό­ταν ὁ Χρι­στὸς ὅταν ἔλε­γε μὴ κλαῖε. Ἤθε­λε νὰ πεῖ: Μὴν κλαῖς, για­τί Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Εἶμαι ὁ ποι­μέ­νας ὅλων τῶν προ­βά­των. Κανέ­να πρό­βα­το δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ ἀπὸ Ἐμέ­να, δὲ γίνε­ται νὰ μὴ γνω­ρί­ζω ποῦ βρί­σκε­ται. Ὁ γιὸς δὲν πέθα­νε μὲ τὸν τρό­πο ποὺ νομί­ζεις ἐσύ. Μόνο ἡ ψυχή του ἔφυ­γε ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἐγὼ ἔχω ἐξου­σία στὴν ψυχή του, ὅπως καὶ στὸ σῶμα του. Λόγῳ τῆς θλί­ψης σου, ποῦ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἀπι­στία τόσο τὴ δική σου ὅσο κι ἐκεί­νων ποὺ βρί­σκον­ται γύρῳ,γύρω σου, θὰ ἑνώ­σω ξανὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παι­διοῦ μὲ τὸ σῶμα του καὶ θὰ τὸν ξανα­φέ­ρω στὴ ζωή. Καὶ θὰ τὸ κάνω αὐτὸ ὄχι τόσο γιὰ δική του χάρη ὅσο γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου, γιὰ νὰ πιστέ­ψε­τε πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζων­τα­νὸς καὶ παρα­κο­λου­θεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους. Γιὰ νὰ βεβαιω­θεῖ­τε πῶς Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσ­σί­ας ποὺ ἦρθε, ὁ Σωτῆ­ρας του κόσμου»,

Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια εἶπε στὴ μητέ­ρα ὁ Κύριος μὴ κλαῖε! Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ προ­χώ­ρη­σε στὸ ἔργο.

«Καὶ προ­σελ­θὼν ἥψα­το τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστά­ζον­τες ἔστη­σαν, καὶ εἶπε: νεα­νί­σκε, σοὶ λέγω ἐγέρ­θη­τι» (Λουκ. ζ’ 14). Τὸ ἄγγιγ­μα τῶν νεκρῶν ἢ τῶν πραγ­μά­των ποὺ βρί­σκον­ταν κον­τά του ἀπα­γο­ρευό­ταν ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους, για­τί λογα­ρια­ζό­ταν ἀκά­θαρ­το. ἡ καθιέ­ρω­ση αὐτὴ εἶχε νόη­μα τότε ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ἡ ἀνθρώ­πι­νη ζωὴ ἦταν περισ­σό­τε­ρο σεβα­στὰ στὸν Ἰσρα­ὴλ ἀπὸ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο. Ὅταν ὅμως ἡ πραγ­μα­τι­κὴ εὐλά­βεια πρὸς τὸ Θεὸ μειώ­θη­κε, ὅπως κι ὁ σεβα­σμὸς γιὰ τὴν ἀνθρώ­πι­νη ζωή, τότε πολ­λὲς ἐντο­λές, ἀνά­με­σά τους κι αὐτὴ γιὰ τὸ ἄγγιγ­μα τῶν νεκρῶν, ἔγι­ναν δει­σι­δαι­μο­νί­ες καὶ κέρ­δι­σαν προ­τε­ραιό­τη­τα ἀπὸ τίς μέγι­στες ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση, γιὰ παρά­δειγ­μα, ἀνῆ­καν ἢ περι­το­μὴ καὶ ἡ ἀργία τοῦ Σαβ­βά­του. Τὸ πνεῦ­μα τῶν ἐντο­λῶν αὐτῶν χάθη­κε καὶ στὴ θέση τοῦ ἔμει­νε τὸ πνεῦ­μα μιᾶς θεο­ποί­η­σης τῆς βερ­μπα­λι­στι­κῆς μορ­φῆς τοῦ Νόμου.

Ο Χρι­στὸς ἀπο­κα­τέ­στη­σε τὸ πνεῦ­μα καὶ τὴ ζωὴ τῶν νόμων αὐτῶν. Οἱ καρ­διὲς τῶν ἀρχόν­των τοῦ λαοῦ ὅμως, τῶν τηρη­τῶν τοῦ Νόμου, εἶχαν τόσο πολὺ σκο­τι­στεῖ καὶ σκλη­ρυν­θεῖ, ὥστε ἀνα­ζη­τοῦ­σαν νὰ θανα­τώ­σουν τὸ Χρι­στὸ ἐπει­δὴ θερά­πευε τοὺς ἀρρώ­στους τὸ Σάβ­βα­το. Γι’ αὐτοὺς η τήρη­ση τῆς ἀργί­ας τοῦ Σαβ­βά­του ἄξι­ζε περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, περισ­σό­τε­ρο κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. ὁ Κύριος δὲν ἀντι­δροῦ­σε στὴν ὀργὴ τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων. Συνέ­χι­σε ν’ ἀξιο­ποιεῖ κάθε εὐκαι­ρία γιὰ νὰ τονί­σει πῶς ἡ ἀνθρώ­πι­νη ζωὴ καὶ ἡ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς ἀξί­ζουν περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τίς νεκρὲς παρα­δό­σεις καὶ τὰ ἔθι­μα. Τὸ ἴδιο προ­σπά­θη­σε νά κάνει καὶ στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη περί­πτω­ση. Παρα­βί­α­σε τὸ Νόμο καὶ ἄγγι­ξε τὸ φέρε­τρο ὅπου κεί­τον­ταν τὸ νεκρὸ παι­δί. Τὸ θαῦ­μα τῆς νεκρα­νά­στα­σης ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στὸς σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὅμως ἦταν τόσο ἀπο­στο­μω­τι­κό, ὥστε οἱ ἀπο­ρη­μέ­νοι Ἰου­δαῖ­οι πρε­σβύ­τε­ροι δὲν τόλ­μη­σαν ν’ ἀνοί­ξουν τὸ στό­μα τους καὶ νὰ δια­μαρ­τυ­ρη­θοῦν.

Νεα­νί­σκε, σοὶ λέγω, ἐγέρ­θη­τι! Ὁ Κύριος ἔδω­σε τὴν ἐντο­λὴ στὸ νεκρὸ παι­δὶ στὸ ὄνο­μὰ Τοῦ, εἶπε σοὶ λέγω, ὄχι ὅπως οἱ προ­φῆ­τες Hλί­ας καὶ Ἐλι­σαῖ­ος, ποὺ προ­σευ­χή­θη­καν στὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτη­σαν ν’ ἀνα­στή­σει τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖ­νοι ἦταν δοῦ­λοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν ὁ μονο­γε­νὴς Υἱός Του. Μὲ τὴ θεϊ­κὴ ἐξου­σία ποὺ εἶχε ὁ Κύριος ἔδω­σε ἐντο­λὴ στὸ παι­δὶ νὰ σηκω­θεῖ καὶ νὰ ξανα­γυ­ρί­σει στὴ ζωή. Σοὶ λέγω! Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ δὲν εἶχε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περί­πτω­ση ἀνά­στα­σης νεκροῦ, ἤθε­λε νὰ δεί­ξει καὶ νὰ ξεκα­θα­ρί­σει πῶς ἔκα­νε τὸ ἔργο αὐτὸ μόνο μὲ τὴ δική του δύνα­μη. Ἤθε­λε νὰ δεί­ξει μ’ αὐτὸ τὸ θαῦ­μα πῶς ἔχει ἐξου­σία καὶ στοὺς νεκρούς, ὅπως στοὺς ζων­τα­νούς. Τὸ θαῦ­μα αὐτὸ δὲν ἔγι­νε μὲ τὴν πίστη τῆς μητέ­ρας τοῦ παι­διοῦ, ὅπως στὴν περί­πτω­ση τῆς ἀνά­στα­σης τῆς κόρης τοῦ Ἰαεί­ρου. Ἀλλὰ καὶ κανέ­νας στὴν πομ­πὴ τῆς κηδεί­ας δὲν περί­με­νε νὰ δεῖ τέτοιο μεγά­λο θαῦ­μα, ὅπως καὶ στὴν περί­πτω­ση τῆς Ἀνά­στα­σης τοῦ Λαζά­ρου. Ὄχι, τὸ θαῦ­μα αὐτὸ δὲν ἔγι­νε λόγῳ τῆς δικῆς της πίστης οὔτε κι ἀπὸ τὴν ἀνα­μο­νὴ κάποιων, ἀλλ’ ἀπο­κλει­στι­κὰ ἀπὸ τὸ δυνα­μι­κὸ λόγο τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ.

«Καὶ ἀνε­κά­θι­σεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξα­το λαλεῖν. καὶ ἔδω­κεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 15). Τὸ πλά­σμα ἄκου­σε τὴ φωνὴ τοῦ Δημιουρ­γοῦ καὶ ὑπά­κου­σε τὴν ἐντο­λή Του. Ἡ ἴδια θεϊ­κὴ δύνα­μη ποῦ παλιὰ ἔδω­σε πνοὴ ζωῆς στὸν πηλὸ κι ἀπὸ τὸν πηλὸ ἔγι­νε ὁ ἄνθρω­πος, τώρα ἔδι­νε πνοὴ καὶ ξανά­φερ­νε στὴ ζωὴ στὸ νεκρὸ παι­δί. Ἔκα­νε πάλι τὸ αἷμα νὰ κυκλο­φο­ρεῖ, τὰ μάτια νὰ βλέ­πουν, τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν, τὴ γλῶσ­σα νὰ μιλά­ει, τὰ κόκ­κα­λα καὶ τὸ σῶμα νὰ κινοῦν­ται. Ἐκεῖ ποὺ βρι­σκό­ταν ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ παι­διοῦ ἄκου­σε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί­ου Της καὶ γύρι­σε ἀμέ­σως στὸ σῶμα της. ὑπα­κού­ον­τας στὴν ἐντο­λή Του.

Ο ὑπο­τε­λὴς ἄκου­σε τὴ φωνὴ τοῦ Βασι­λιᾶ κι ἀντα­πο­κρί­θη­κε. Τὸ παι­δὶ ἀνα­κά­θη­σε στὸ φέρε­τρο καὶ ἤρξα­το λαλεῖν. Για­τί ἄρχι­σε ἀμέ­σως νὰ μιλά­ει; Γιὰ νὰ μὴ νομί­σουν οἱ ἄνθρω­ποι πῶς αὐτὸ ἦταν κάποιο μαγι­κὸ ὅρα­μα ἢ πῶς κάποιο φάν­τα­σμα μπῆ­κε στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ παι­διου καὶ τὸν ἀνα­σή­κω­σε στὸ φέρε­τρο. Ἔπρε­πε ν’ ἀκού­σουν ὅλοι τὰ λόγια τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου παι­διοῦ, ὥστε νὰ μὴ μεί­νει ἡ παρα­μι­κρὴ ἀμφι­βο­λία πῶς ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ τὸ ἴδιο τὸ παι­δὶ κι ὄχι κάποιος ἄλλος μέσα του.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὁ Κύριος πῆρε τὸ παι­δὶ ἀπὸ τὸ φέρε­τρο καὶ ἔδω­κεν αὐτόν τη μητρὶ αὐτοῦ, τὸ παρέ­δω­σε στὴ μητέ­ρα του. Ὅταν ἡ μητέ­ρα κατά­λα­βε τί ἔγι­νε καὶ πῆρε τὸ παι­δὶ στὴν ἀγκα­λιά της. τότε ἀπαλ­λά­χτη­καν κι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἦταν στὴν πομ­πὴ ἀπό το φόβο καὶ τὴν ἀμφι­βο­λία. Ὁ Χρι­στὸς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ παι­δὶ καὶ τὸ ἔδω­σε στὴ μητέ­ρα του γιὰ νὰ τῆς δεί­ξει πῶς της τὸ ἔδι­νε χάρι­σμα τώρα, ὅπως κι ὅταν τὸ γεν­νοῦ­σε. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει ζωὴ σὲ κάθε ἄνθρω­πο μὲ τὸ δικό Του χέρι. Δὲ διστά­ζει νὰ πάρει κάθε πλα­σμέ­νο ἄνθρω­πο χωρι­στὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν στεί­λει σ’ αὐτὴν τὴν ἐπί­γεια, τὴν πρό­σκαι­ρη ζωή. Ὁ Κύριος λοι­πὸν πῆρε καὶ τὸ παι­δὶ ποὺ ἀνά­στη­σε καὶ τὸ ἔδω­σε στὴ μητέ­ρα του γιὰ νὰ τῆς δεί­ξει πῶς δέν της εἶπε μὴ κλαῖε μάταια. Ὅταν της τὸ εἶπε αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ τὴν παρη­γο­ρή­σει, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἡ θλιμ­μέ­νη μητέ­ρα θὰ τὰ εἶχε ἀκού­σει ἴσως κι ἀπὸ πολ­λοὺς γνω­στούς της. ἀλλὰ καὶ μὲ μιὰ πρά­ξη ποὺ εἶχε σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα μιὰ ἀπρό­βλε­πτη καὶ τέλεια παρη­γο­ριά.

Τελι­κὰ ὁ Κύριος τὸ ἔκα­νε αὐτὸ γιὰ νὰ διδά­ξει καὶ μᾶς πῶς, ὅταν κάνου­με ἕνα καλὸ ἔργο, πρέ­πει νὰ τὸ κάνου­με ὅσο μπο­ροῦ­με προ­σω­πι­κά, προ­σε­χτι­κὰ καὶ μὲ τὴν καρ­διά μας, ὄχι μέσῳ ἄλλων, ἀπρό­σε­χτα καὶ βαριε­στη­μέ­να. Προ­σέξ­τε πόση ἀγά­πη καὶ στορ­γὴ ὑπάρ­χει σὲ κάθε λέξη καὶ κάθε κίνη­ση τοῦ Κυρί­ου μας! Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση, ὅπως καὶ σ’ ὅσες ἀνά­λο­γες προ­η­γή­θη­καν ἢ ἀκο­λού­θη­σαν, δεί­χνει πῶς ὄχι μόνο εἶναι τέλειο κάθε χάρι­σμα καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ὁ τρό­πος ποὺ τὰ δίνει εἶναι ἐπί­σης τέλειος.

«Ἔλα­βε δὲ φόβος πάν­τας καὶ ἐδό­ξα­ζον τὸν Θεόν, λέγον­τες ὅτι προ­φή­της μέγας ἐγή­γερ­ται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπε­σκέ­ψα­το ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 16). Μὲ τὴν προ­σε­χτι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ πρὸς τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μητέ­ρα του καὶ Κύριος κατόρ­θω­σε νὰ διώ­ξει το φόβο γιὰ τέρα­τα καὶ μαγεῖ­ες, ὁ φόβος ὅμως ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ ὑπάρ­χει μέσα τους. Ἀλλὰ ὁ φόβος αὐτὸς ἦταν καλός, για­τί ἦταν φόβος Θεοῦ καὶ προ­κα­λοῦ­σε τὴ δοξο­λο­γία στὸ Θεό. Ὁ λαὸς ὀνό­μα­σε τὸ Χρι­στὸ μεγά­λο προ­φή­τη ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ ἀπὸ παλιὰ πῶς θὰ στεί­λει στὸν Ἰσρα­ὴλ (βλ. Δευτ. ἰη’ 18). Ὁ λαὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κατα­νο­ή­σει ἀκό­μα πῶς ὁ Χρι­στὸς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἠταν καλὸ ὅμως ποὺ τὸ πνεῦ­μα τους, ποὺ ἦταν σκο­τι­σμέ­νο καὶ κατα­πιε­σμέ­νο ἀπὸ ξένους κατα­κτη­τές, μπο­ροῦ­σε νὰ βλέ­πει τὸ Χρι­στὸ ὡς μεγά­λο προ­φή­τη. “Ἄν οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ στὴν Ἱερου­σα­λήμ, ποὺ εἶχαν δεῖ τὰ πολυά­ριθ­μα θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, εἶχαν φτά­σει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο κατα­νόη­σης ποὺ εἶχαν οἱ ἁπλοῖ αὐτοὶ ἄνθρω­ποι, θὰ εἶχαν γλι­τώ­σει ἀπὸ τὰ φοβε­ρὰ ἐγκλή­μα­τα τῆς κατα­δί­κης καὶ τοῦ θανά­του τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθέ­νας ὅμως ἐνερ­γεῖ ὅπως ἐκεῖ­νος θεω­ρεῖ φυσι­κό, ἀκο­λου­θεῖ τὸ δικό του πνεῦ­μα καὶ τὴ δική του καρ­διά. Ὁ Χρι­στὸς ἐπα­νέ­φε­ρε τὸ νεκρὸ στὴ ζωή, ἐνῶ οἱ Ἰου­δαῖ­οι πρε­σβύ­τε­ροι ἀφαί­ρε­σαν τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Ζῶν­τα. Ἐκεῖ­νος ἀγα­ποῦ­σε τὸν ἄνθρω­πο, αὐτοὶ ἦταν δολο­φό­νοι τῶν ἀνθρώ­πων — καὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖ­νος ἦταν θαυ­μα­τουρ­γὸς καλῶν ἔργων, αὐτοὶ ἦταν ἐκτε­λε­στὲς ἐγκλη­μά­των. Στὸ τέλος ὅμως οἱ κακοῦρ­γοι πρε­σβύ­τε­ροι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πάρουν ἄλλῃ ζωῇ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δική τους. Ὅλοι οἱ προ­φῆ­τες ποὺ εἶχαν θανα­τω­θεῖ, ζοῦ­σαν παν­το­τι­νὰ μέ το Θεὸ καὶ μὲ ἀνθρώ­πους, ἐνῶ οἱ φονευ­τὲς κρύ­βον­ταν σὰν φίδια στὴ σκιὰ τῶν προ­φη­τῶν αὐτῶν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δέχον­ταν ἀπὸ κάθε γενιὰ τὴν κατά­κρι­ση καὶ τὸ ἀνά­θε­μα. “Ἔτσι λοι­πόν, μὲ τὸ θάνα­το τοῦ Χρι­στοῦ δὲν σκό­τω­σαν Ἐκεῖ­νον, ἀλλὰ τὸν ἑαυ­τό τους.

Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀνά­στη­σε τόσο εὔκο­λα ἐκ νεκρῶν ἄλλους, ἀνά­στη­σε καὶ τὸν ἑαυ­τό Του. Φανε­ρώ­θη­κε στὸν οὐρα­νὸ καὶ στὴ γῆ ὡς μέγι­στο Φῶς, ποὺ ὅσο φαί­νε­ται πῶς σβή­νει, μετὰ ἀστρά­φτει καὶ λάμ­πει πολὺ περισ­σό­τε­ρο. Σ’ αὐτὸ τὸ φῶς ζοῦ­με ὅλοι, ἀνα­πνέ­ου­με καὶ εὐφραι­νό­μα­στε. Το Φῶς αὐτὸ θ’ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ καὶ πάλι καὶ μάλι­στα σύν­το­μα, σὲ νεκροὺς καὶ ζων­τα­νούς. Αὐτὸ θὰ γίνει ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔρθει στὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστο­ρί­ας γιὰ ν’ ἀνα­στή­σει τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ νὰ κρί­νει ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ ἔζη­σαν στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Τότε θ’ ἀπο­δει­χτεῖ γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ καὶ μάλι­στα στὴν πλη­ρό­τη­τά της, ἡ ἀλή­θεια τῶν λόγων τοῦ Σωτῆ­ρα μας: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχε­ται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκού­σον­ται τῆς φωνῆς τοῦ ὑιου του Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκού­σαν­τες ζήσον­ται» (Ἰωάν. ἔ’ 25). Τὸ θαῦ­μα τῆς ἀνά­στα­σης τοῦ υἱοῦ τῆς χώρας στὴ Ναϊν ἔγι­νε τόσο ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὴ θλιμ­μέ­νη μάνα, ὅσο καὶ γιὰ νὰ ἐνι­σχύ­σει τὴν πίστη στὴν ἔσχα­τη καὶ καθο­λι­κὴ ἀνά­στα­ση, στὸ Θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των, στὴν κρί­ση τῶν κρί­σε­ων, στὴ χαρὰ κάθε χαρᾶς.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ Ζωὴ νικᾷ το θάνα­το

«Καὶ εἶπε: Νεα­νί­σκε, σοὶ λέγω, ἐγέρ­θη­τι. Καὶ ἀνε­κά­θι­σεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξα­το λαλεῖν» (Λουκ. 7, 14–15)

ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ, ἀγα­πη­τοί, κατὰ καὶ τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ ὑπῆρ­χε μιὰ πόλις, ποὺ ὀνο­μα­ζό­ταν Ναΐν. Ἡ πόλις αὐτὴ δὲν ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπ’ τὴ Ναζα­ρέτ, ὅπου ὁ Χρι­στὸς ἔμει­νε τὰ περισ­σό­τε­ρα χρό­νια. Ἡ Ναΐν ἦταν χτι­σμέ­νη στοὺς πρό­πο­δες τοῦ ὄρους Ἀερ­μῶν. Πρὸς ἀνα­το­λὰς ἁπλω­νό­ταν μιὰ ἀπ’ τίς πιὸ εὔφο­ρες πεδιά­δες τῆς ἁγί­ας γῆς. Ὁ καθα­ρὸς ἀέρας ποὺ φυσοῦ­σε ἀπ’ τίς κορ­φὲς τοῦ βου­νοῦ, τὰ ἄφθο­να νερά, τὰ περι­βό­λια ποὺ ἦταν γεμᾶ­τα ἀπὸ ὀπω­ρο­φό­ρα δέν­τρα, τὰ κοπά­δια ποὺ βοσκοῦ­σαν στὰ λιβά­δια, τὰ που­λιὰ ποὺ κελαη­δού­σαν, ὅλα αὐτὰ ἔδι­ναν μιὰ ἐξαι­ρε­τι­κὴ ὀμορ­φιὰ σ’ ὅλη την περιο­χῆς καί ἡ πόλις ὀνο­μα­ζό­ταν Ναΐν, ποὺ στὴν ἑβραϊ­κὴ γλῶσ­σα σημαί­νει κάλ­λος, ὀμορ­φιά. Ναΐν, λοι­πόν, ὡραία πόλις. Οἱ κάτοι­κοί της εὐτυ­χι­σμέ­νοι.

Εὐτυ­χι­σμέ­νοι; Ποιός εἶνε εὐτυ­χι­σμέ­νος στὸν κόσμο αὐτό; Πήγαι­νε, ἄνθρω­πέ μου, στὴν πιὸ ὄμορ­φη πόλη τοῦ κόσμου, νοί­κια­σε ἢ χτί­σε ἕνα σπί­τι ποὺ νὰ ἔχῃ ὅλες τίς σημε­ρι­νὲς ἀνέ­σεις, τρῶ­γε, πίνε, δια­σκέ­δα­ζε, ἀπο­λάμ­βα­νε ὅλα τὰ ἀγα­θὰ τῆς γῆς. Τίπο­τε νὰ μὴ σοῦ λεί­πῃ. Τί νομί­ζεις, θὰ εἶσαι εὐτυ­χι­σμέ­νος; ‘Ἀλλοί­μο­νο! Κάτι σὲ κάνει νὰ φοβᾶ­σαι ὅταν τὸ σκέ­πτε­σαι σὲ πιά­νει μελαγ­χο­λία. Εἶνε ὁ θάνα­τος! Ναί, ὁ θάνα­τος. Σᾶς ἐρω­τῶ: Ὑπάρ­χει σπί­τι ποὺ νὰ μὴν τὸ ἐπι­σκε­φθῇ ὁ κακὸς αὐτὸς ἐπι­σκέ­πτης; Ὁ θάνα­τος πηγαί­νει παν­τοῦ. Ὁ θάνα­τος δὲν κάνει ἐξαι­ρέ­σεις. Δὲν φοβᾷ­ται κανέ­να. Πηγαί­νει στὴν καλύ­βα καὶ παίρ­νει τὸ φτω­χὸ ποὺ κοι­μᾷ­ται στὸ χῶμα, ἀλλὰ πηγαί­νει καὶ στὰ παλά­τια καὶ στὰ μέγα­ρα καὶ παίρ­νει τοὺς βασι­λιᾶ­δες καὶ τοὺς ἀφεν­τά­δες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ κοι­μοῦν­ται στὰ μαλα­κὰ στρώ­μα­τα, στὰ πού­που­λα. Παίρ­νει τοὺς γέρους τοὺς ἀσπρο­μάλ­λη­δες, ἀλλ’ ἁρπά­ζει καὶ τὰ μικρὰ παι­διά, τὰ βρέ­φη, μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀγκα­λιὰ τῶν μανά­δων. Ὁ θάνα­τος πηγαί­νει παν­τοῦ. Παρου­σιά­ζε­ται σὲ μιὰ ὥρα, ποὺ δὲν τὸν περι­μέ­νουν οἱ ἄνθρω­ποι. Ὅπως τὸ γερά­κι πετα ὁρμη­τι­κὰ καὶ πέφτει κι ἁρπά­ζει τὰ που­λιὰ ποὺ βόσκουν ἀμέ­ρι­μνα στὰ λιβά­δια, ἔτσι κι ὁ θάνα­τος, ὁρμᾷ καὶ παίρ­νει τοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ ἀμέ­ρι­μνα ζοὺν καὶ δια­σκε­δά­ζουν. Καὶ τότε παύ­ουν οἱ χαρὲς καὶ τὰ γέλια, καὶ τὸ πιὸ ὄμορ­φο σπί­τι γίνε­ται μαῦ­ρο καὶ σκο­τει­νό, καὶ ἡ πιὸ ὄμορ­φη πολι­τεία χάνει τὴν ὀμορ­φιά της, κι ἀπὸ τοὺς δρό­μους καὶ τίς πλα­τεῖ­ες της περ­νοῦν φέρε­τρα, καὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ μέχρι χθὲς ζοῦ­σαν, νεκροὶ τώρα ὁδη­γοῦν­ται ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι, γιὰ νὰ μποὺν σὲ κάτι ἄλλα σπί­τια, μικρά, σκο­τει­νά, ἀπαί­σια, ποὺ δὲν εἶνε πιὸ μεγά­λα ἀπὸ δυὸ μέτρα. Ὁ θάνα­τος νικᾷ τοὺς πάν­τας καὶ δίχνει τὴ μαύ­ρη καὶ πέν­θι­μη σκιά του σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώ­πι­να.

Δὲν ὑπάρ­χει, ἀγα­πη­τοί, χωριὸ χωρὶς νεκρο­τα­φεῖο. Αὐτὸ βλέ­που­με καὶ στὴν ὄμορ­φη πόλη τῆς Ναΐν. Εἶχε κι αὐτὴ τὸ νεκρο­τα­φεῖο της. Ἦταν ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι. Ἐκεῖ κον­τὰ στὴν πύλη τῆς πόλε­ως, στὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γοῦ­σε στὸ νεκρο­τα­φεῖο, ἐκεῖ ἔγι­νε μιὰ ἱστο­ρι­κὴ μάχη. Πάλε­ψε ἡ Ζωὴ μέ το θάνα­το, καὶ νίκη­σε ἡ Ζωή. Πῶς; Ἀκοῦ­στε.

Ὁ Χρι­στὸς μαζὶ μὲ τοὺς μαθη­τές του βάδι­ζε στὸ δημό­σιο δρό­μο, ποὺ ὁδη­γοῦ­σε στὴν πόλι Ναΐν. Ὅταν ἔφθα­σε στὴν πύλη τῆς πόλε­ως, εἶδε ἕνα θλι­βε­ρὸ θέα­μα. Ἦταν μιὰ κηδεία. Τέσ­σε­ρις ἄντρες σήκω­ναν ἕνα φέρε­τρο, καὶ πίσω ἀπ’ τὸ φέρε­τρο ἀκο­λου­θοῦ­σε κόσμος πολύς, ποὺ συνώ­δευε τὸ νεκρὸ στὸν τάφο. Μιὰ γυναῖ­κα ἔκλαι­γε. Ἦταν μιὰ δυστυ­χι­σμέ­νη γυναῖ­κα. Ὁ ἄντρας τῆς πρὶν ἀπὸ λίγο και­ρὸ εἶχε πεθά­νει καὶ τῆς ἄφη­σε ἕνα μονά­κρι­βο παι­δί. Πιστὴ στὴ μνή­μη τοῦ ἀντρός της καὶ ἀφο­σιω­μέ­νη στὸ μονά­κρι­βο παι­δί της, δὲν ἦρθε σὲ δεύ­τε­ρο γάμο. Ἔμει­νε χήρα. Παρη­γο­ριά της, χαρά της, φὼς τῶν ματιῶν της ἦταν τὸ μονά­κρι­βο παι­δί της. Εἶχε πιὰ μεγα­λώ­σει. Εἶχε γίνει νέος. Ἀλλὰ νὰ στὸ σπί­τι τῆς χήρας ἔρχε­ται πάλι καὶ χτυ­πᾷ τὴν πόρ­τα ὁ θάνα­τος.

Θάνα­τε, τί κάνεις; Ἦρθες καὶ πῆρες τὸν ἄντρα τῆς τώρα ἔρχε­σαι νὰ πάρῃς καὶ τὸ παι­δί της; Πήγαι­νε, σὲ παρα­κα­λῶ, σὲ ἄλλα σπί­τια, ποὺ ἔχουν πολ­λὰ παι­διά, καὶ πᾶρε ἕνα ἀπ’ αὐτά. Τῆς δυστυ­χι­σμέ­νης αὐτῆς χήρας τὸ μονά­κρι­βο παι­δὶ μὴν τὸ παίρ­νεις. Μὴν τὴν πλη­γώ­νεις. Μὴν κάνεις τὴν πλη­γὴ τῆς πιὸ βαθειά…

Ἀλλ’ ὁ θάνα­τος εἶνε κου­φὸς καὶ δὲν ἀκού­ει. Ἅρπα­ξε μέσ’ ἀπ’ τὴν ἀγκα­λιὰ τῆς μάνας τὸ μονά­κρι­βο παι­δί της. Καὶ τώρα καὶ δυστυ­χι­σμέ­νη γυναῖ­κα, ἕνα συν­τρίμ­μι ἀπ’ τὸν πόνο, ἕνα κου­ρέ­λι, ἀκο­λου­θεῖ τὸ φέρε­τρο τοῦ παι­διοῦ της, καὶ κλαί­ει ἀπα­ρη­γό­ρη­τα. Ποιά καρ­διὰ ἀνθρώ­που δὲν πονά­ει μπρο­στὰ στὸ θλι­βε­ρὸ αὐτὸ θέα­μα τῆς χώρας, ποὺ κλαί­ει τὸ παι­δί της; Δὲν θὰ περά­σῃ πολ­λὴ ὥρα, καὶ ὁ νεκρὸς θὰ εἶνε στὸν τάφο του, δίπλα στοὺς ἄλλους τάφους τοῦ νεκρο­τα­φεί­ου τῆς Ναΐν.

Οἱ τάφοι! Νὰ τὸ τέρ­μα μιᾶς ζωῆς, ποὺ πλά­θε­ται μὲ τόσες ἐλπί­δες κι ὄνει­ρα. Ποῦ τὸ κάλ­λος; Ποῦ τὰ νιᾶ­τα; Ποῦ ὁ πλοῦ­τος; Ποῦ ἢ δόξα; «Ἐπελ­θὼν γὰρ ὁ θάνα­τος ταῦ­τα πάν­τα ἐξη­φά­νι­σται…».… «Πάν­τα σκιᾶς ἀσθε­νέ­στε­ρα, πάν­τα ὀνεί­ρων ἀπα­τη­λό­τε­ρα…», ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας στὴ νεκρώ­σι­μη ἀκο­λου­θία.

Ἀλλ’ ἐνῶ ἡ νεκρι­κὴ πομ­πὴ βάδι­ζε πρὸς τὸ νεκρο­τα­φεῖο, νὰ καὶ συναν­τᾷ­ται μὲ τὸ Χρι­στό, ποὺ ἐρχό­ταν πρὸς τὴν πόλι. Ὁ Χρι­στός, ποὺ βλέ­πει τὸ θέα­μα αὐτό, λυπᾷ­ται τὴ δυστυ­χι­σμέ­νη γυναῖ­κα. Τὴν παρη­γο­ρεῖ. «Μὴ κλαῖε», τῆς λέει. Ἀλλὰ πῶς νὰ μὴν κλαίῃ; Λόγια παρη­γο­ρη­τι­κὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πῇ κ’ ἕνας ἄλλος. Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς δὲν ἀρκέ­στη­κε μόνο στὰ λόγια τὰ παρη­γο­ρη­τι­κά. Ἔκα­νε καὶ κάτι ἄλλο. Στὰ λόγια τὰ παρη­γο­ρη­τι­κὰ πρό­σθε­σε καὶ τὸ θαῦ­μα. Τὰ ἅγια τοῦ χέρια ἄγγι­ξαν πάνω στὸ νεκρό, καὶ ἀμέ­σως σὰν νὰ πέρα­σε ἀπ’ τὸ κορ­μὶ τοῦ νεκροῦ ἕνα ρεῦ­μα ζωῆς, τὸ αἷμα ἄρχι­σε καὶ πάλι νὰ κυλάη στὶς φλέ­βες, ἡ καρ­διὰ ἄρχι­σε νὰ χτυ­πάη, τὸ κορ­μὶ ζεστά­θη­κε, ὁ νεκρὸς τινά­χτη­κε ὄρθιος. Ἄνοι­ξε τὰ μάτια του. Κινοῦ­σε τὰ χέρια. Ἄρχι­σε νὰ μιλάη. Ποιός εἶδε καὶ δὲν τρό­μα­ξε; Ποιός εἶδε καὶ δὲν δόξα­σε τὸ Θεό; Ὅλοι ὅσοι συνώ­δευαν τὴν κηδεία ἐξέ­φρα­ζαν το θαυ­μα­σμό τους καὶ ἔλε­γαν, ὅτι τὸ θαῦ­μα αὐτὸ φανε­ρώ­νει, πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκα­τέ­λει­ψε τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν ἐπι­σκέ­φθη­κε, δεί­χνει καὶ πάλι τὴν ἀγά­πη του καὶ ἐνερ­γεῖ τὰ μεγά­λα του θαύ­μα­τα.

Ὁ Χρι­στός, ἡ Ζωὴ τῶν ἁπάν­των, νίκη­σε το θάνα­το. Τὸ νίκη­σε ὄχι μόνο στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Θὰ τὸ νική­σῃ καὶ σ’ ἄλλες περι­πτώ­σεις. Θ’ ἀνα­στή­σῃ καὶ ἄλλους νεκρούς, ὅπως τὴν κόρη τοῦ Ἰαεί­ρου καὶ τὸ Λάζα­ρο ποὺ ἦταν τέσ­σε­ρις μέρες θαμ­μέ­νος μέσ’ στὸν τάφο. Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγά­λο θαῦ­μα, ποὺ θ’ ἀπο­δεί­ξῃ ὅτι εἶνε ἀλη­θι­νὸς Θεός, θὰ εἶνε ἡ δική του ἀνά­στα­σι. Νεκρὸς θὰ τεθῇ στὸν τάφο. Ὁ τάφος θὰ σφρα­γι­στῇ. Στρα­τιῶ­τες θὰ τὸν φυλᾶ­νε. «Ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ…».… Ἀλλ’ ἡ Ζωὴ δὲν εἶνε δυνα­τὸν νὰ μεί­νῃ κλει­σμέ­νη στὸν τάφο. Μετὰ τρεὶς μέρες θ’ ἀνα­στη­θῇ. Καὶ ἀνα­στή­θη­κε. Ναί, ἀνα­στή­θη­κε! Μέ το θάνα­τό του νίκη­σε το θάνα­το καὶ χάρι­σε τὴ ζωὴ σ’ ὅλους τοὺς νεκρούς.

Θάνα­τε! Ἄς σὲ φοβοῦν­ται οἱ ἄθε­οι καὶ ἄπι­στοι. Αὐτοὶ πέρα ἀπ’ τὸν τάφο δὲν βλέ­πουν τίπο­τα. Δὲν πιστεύ­ουν τίπο­τα, δὲν ἐλπί­ζουν τίπο­τα. Ἀλλ’ ἐμεῖς ποὺ πιστεύ­ου­με, θάνα­τε, δὲν σὲ φοβό­μα­στε. Σὲ νίκη­σε ὁ Χρι­στός. Κι ὅπως ὁ Χρι­στὸς ἀνέ­στη­σε τὸ νεκρὸ τῆς Ναΐν καὶ τοὺς ἄλλους νεκροὺς καὶ τὸν ἑαυ­τό του, ἔτσι θ’ ἀνα­στή­σῃ κ’ ἐμᾶς. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἡ ζωὴ τῶν ἁπάν­των. Αὐτὸς εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνά­στα­σις ὅλων τῶν νεκρῶν. Αὐτὴ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶ­νας τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek