ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Η΄ 5 — 15)

5Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἐξῆλ­θεν ὁ σπεί­ρων τοῦ σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπεί­ρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπε­σε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ κατέ­φα­γεν αὐτό· 6καὶ ἕτε­ρον ἔπε­σεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξη­ράν­θη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμά­δα· 7καὶ ἕτε­ρον ἔπε­σεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκαν­θῶν, καὶ συμ­φυεῖ­σαι αἱ ἄκαν­θαι ἀπέ­πνι­ξαν αὐτό. 8καὶ ἕτε­ρον ἔπε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγα­θήν, καὶ φυὲν ἐποί­η­σε καρ­πὸν ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέγων ἐφώ­νει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω. 9Ἐπη­ρώ­των δὲ αὐτὸν οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ λέγον­τες· Τίς εἴη ἡ παρα­βο­λή αὕτη;. 10ὁ δὲ εἶπεν· Ὑμῖν δέδο­ται γνῶ­ναι τὰ μυστή­ρια τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοι­ποῖς ἐν παρα­βο­λαῖς, ἵνα βλέ­πον­τες μὴ βλέ­πω­σι καὶ ἀκού­ον­τες μὴ συνιῶ­σιν. 11Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παρα­βο­λή· ὁ σπό­ρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκού­σαν­τες, εἶτα ἔρχε­ται ὁ διά­βο­λος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρ­δί­ας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύ­σαν­τες σωθῶ­σιν. 13οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκού­σω­σι, μετὰ χαρᾶς δέχον­ται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχου­σιν, οἳ πρὸς και­ρὸν πιστεύ­ου­σι καὶ ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀφί­σταν­ται. 14τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάν­θας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκού­σαν­τες, καὶ ὑπὸ μερι­μνῶν καὶ πλού­του καὶ ἡδο­νῶν τοῦ βίου πορευό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καὶ οὐ τελε­σφο­ροῦ­σι. 15τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτι­νες ἐν καρ­δίᾳ καλῇ καὶ ἀγα­θῇ ἀκού­σαν­τες τὸν λόγον κατέ­χου­σι καὶ καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑπο­μο­νῇ. Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω.

“Εβγή­κε ο σπο­ρεύς στο χωρά­φι, δια να σπεί­ρη τον σπό­ρον του. Και καθώς αυτός έσπερ­νε, άλλο μεν μέρος του σπό­ρου έπε­σε κον­τά στον δρό­μον, κατε­πα­τή­θη από τους δια­βά­τας και τα πτη­νά του ουρα­νού το κατέ­φα­γαν. Και άλλο έπε­σε εις την πετρώ­δη γην και αφού εφύ­τρω­σε, εξη­ράν­θη, διό­τι δεν είχε υγρα­σί­αν. Και άλλο έπε­σε ανά­με­σα εις αγκά­θια και καθώς εβλά­στη­σαν και εμε­γά­λω­σαν τα αγκά­θια, το έπνι­ξαν εντε­λώς. Και άλλο έπε­σεν εις την εύφο­ρον και καλήν γην και αφού εφύ­τρω­σε, έκα­με καρ­πόν εκα­τον­τα­πλά­σιον”. Ενώ δε έλε­γε αυτά, είπε με φωνήν μεγά­λην· “Εκεί­νος που έχει αυτιά πνευ­μα­τι­κά, δια να ακούη την αλή­θειαν του Θεού, ας ακούη αυτά που εγώ διδά­σκω”. Τον ερω­τού­σαν δε οι μαθη­ταί του λέγον­τες· “ποιό είναι το νόη­μα αυτής της παρα­βο­λής;” 10 Αυτός δε είπεν· “εις σας που έχε­τε αγα­θήν διά­θε­σιν, εδό­θη από τον Θεόν το προ­νό­μιον και η χάρις να γνω­ρί­ζε­τε τας μυστη­ριώ­δεις αλη­θεί­ας της βασι­λεί­ας του Θεού. Τους άλλους δε (επει­δή δεν έχουν αγα­θήν διά­θε­σιν και ενδια­φέ­ρον να ακού­σουν και δεχθούν την αλή­θειαν και δια να τους προ­φυ­λά­ξω από την μεγά­λη ευθύ­νην, που θα είχαν ενώ­πιον του Θεού, αν εκα­τα­λά­βαι­ναν και περι­φρο­νού­σαν τας θεί­ας αλη­θεί­ας) τους διδά­σκω με παρα­βο­λάς, ώστε, ενώ βλέ­πουν να μη ημπο­ρούν να εισχω­ρή­σουν στο βαθύ­τε­ρον νόη­μα, και ενώ ακού­ουν να μη ημπο­ρούν να ενο­ή­σουν την αλή­θειαν. 11 Το νόη­μα δε της παρα­βο­λής αυτής είναι το εξής· Ο σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει τον λόγον του Θεού. 12 Εκεί­νοι δε που ομοιά­ζουν προς το έδα­φος κον­τά στον δρό­μον, είναι όσοι ήκου­σαν και δεν επρό­σε­ξαν τον λόγον του Θεού. Επει­τα έρχε­ται ο διά­βο­λος και παίρ­νει τον λόγον από την καρ­δία των, δια να μην πιστεύ­σουν και σωθούν. 13 Εκεί­νοι δε που συμ­βο­λί­ζον­ται με την πετρώ­δη γην, είναι όσοι όταν ακού­σουν δέχον­ται με χαράν τον λόγον του Θεού, δεν έχουν όμως βαθειές ρίζες εις την καρ­δία των και δι’ αυτό ολί­γον και­ρόν πιστεύ­ουν και εις επο­χήν πει­ρα­σμού απο­μα­κρύ­νον­ται από την πίστιν. 14 Το δε μέρος του σπό­ρου, που έπε­σε εις τα αγκά­θια, συμ­βο­λί­ζει εκεί­νους οι οποί­οι, όταν ήκου­σαν τον λόγον του Θεού, τον εδέ­χθη­σαν και επρο­σπά­θη­σαν να τον τηρή­σουν με κάποιαν προ­θυ­μί­αν, αλλά πνί­γον­ται από αγω­νιώ­δεις φρον­τί­δας δια την από­κτη­σιν πλού­του και από τας υλι­στι­κάς απο­λαύ­σεις της ζωής αυτής, και έτσι δεν προ­χω­ρούν μέχρι τέλους, ώστε να έχουν καλούς και μονί­μους καρ­πούς. 15 Το δε μέρος του σπό­ρου, που εσπάρ­θη­κε εις την εύφο­ρον γην, συμ­βο­λί­ζει τους καλο­προ­αι­ρέ­τους ανθρώ­πους, οι οποί­οι με καλήν και αγα­θήν καρ­δί­αν, αφού ήκου­σαν τον λόγον του Θεού, τον κρα­τούν με προ­σο­χήν και ευλά­βειαν μέσα των και έχουν ως καρ­πούς τα έργα της αρε­τής μαζή με την υπο­μο­νήν, την οποί­αν θα δει­κνύ­ουν εις δια­φό­ρους θλί­ψεις και περι­πε­τεί­ας. 

Βγή­κε ο σπο­ριάς στο χωρά­φι του, για να σπεί­ρει το σπό­ρο του. Και καθώς έσπερ­νε, μερι­κοί σπό­ροι έπε­σαν κον­τά στο δρό­μο του χωρα­φιού και κατα­πα­τή­θη­καν από τους δια­βά­τες, και τους κατέ­φα­γαν τα που­λιά του ουρα­νού. Άλλοι σπό­ροι πάλι έπε­σαν πάνω σε πετρώ­δες έδα­φος, κι αφού φύτρω­σαν, ξερά­θη­καν, επει­δή δεν είχαν υγρα­σία? Κι άλλοι σπό­ροι έπε­σαν σε έδα­φος γεμά­το από σπό­ρους αγκα­θιών, κι όταν τα αγκά­θια φύτρω­σαν μαζί τους, τους έπνι­ξαν τελεί­ως. Κι άλλοι σπό­ροι έπε­σαν μέσα στη γη τη μαλα­κή και εύφο­ρη, και όταν φύτρω­σαν, έκα­ναν καρ­πό εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρο απ’ το σπό­ρο. Κι ενώ τα έλε­γε αυτά, για να δώσει μεγα­λύ­τε­ρο τόνο στους λόγους του και για να διε­γεί­ρει την προ­σο­χή των ακρο­α­τών του, φώνα­ζε δυνα­τά: Αυτός που έχει αυτιά πνευ­μα­τι­κά και ενδια­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κό για να ακού­ει και να εγκολ­πώ­νε­ται αυτά που λέω, ας ακού­ει. Οι μαθη­τές του τότε τον ρωτού­σαν και του έλε­γαν: Ποιά είναι η έννοια και η σημα­σία αυτής της παρα­βο­λής; 10 Κι αυτός τους απάν­τη­σε: Σε σας που έχε­τε ενδια­φέ­ρον και καλή διά­θε­ση σας έδω­σε ο Θεός τη χάρη του να μάθε­τε τις μυστη­ριώ­δεις αλή­θειες της βασι­λεί­ας του Θεού? στους άλλους όμως μιλάω με παρα­βο­λές. Αυτοί δεν έχουν ενδια­φέ­ρον να γνω­ρί­σουν και να δεχθούν τις πνευ­μα­τι­κές αλή­θειες, και ο νους τους είναι αμα­θής και ανί­κα­νος για πνευ­μα­τι­κή διδα­σκα­λία. Γι’ αυτό διδά­σκω με τον τρό­πο αυτό, για να μην μπο­ρούν να δουν βαθύ­τε­ρα και καθα­ρό­τε­ρα, αν και θα βλέ­πουν με τα σωμα­τι­κά τους μάτια, και για να μην μπο­ρούν να κατα­λά­βουν, αν και θα ακούν τη διδα­σκα­λία που τους εξη­γεί τα μυστή­ρια. Και το κάνω αυτό όχι μόνο για λόγους δικαιο­σύ­νης, αλλά και από αγα­θό­τη­τα, για να μην επι­βα­ρύ­νουν τη θέση τους περι­φρο­νών­τας την αλή­θεια, και σκλη­ρυν­θούν περισ­σό­τε­ρο. 11 Η σημα­σία της παρα­βο­λής είναι αυτή: Ο σπό­ρος συμ­βο­λί­ζει το λόγο του Θεού. 12 Το έδα­φος που είναι κον­τά στο δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αυτούς που άκου­σαν απλώς και μόνο το λόγο. Έπει­τα έρχε­ται ο διά­βο­λος και αφαι­ρεί το λόγο από τις καρ­διές τους, για να μην πιστέ­ψουν και σωθούν. 13 Το πετρώ­δες έδα­φος εξάλ­λου που δέχθη­κε το σπό­ρο συμ­βο­λί­ζει αυτούς οι οποί­οι όταν ακού­σουν το λόγο του Θεού τον δέχον­ται με χαρά και ενθου­σια­σμό. Μέσα τους όμως δεν έχει αυτός βαθιά ρίζα, για να στε­ρε­ω­θεί. Γι’ αυτό ακρι­βώς αυτοί για λίγο χρό­νο πιστεύ­ουν, όταν όμως έλθει και­ρός πει­ρα­σμού ή διωγ­μού απο­μα­κρύ­νον­ται από την πίστη. 14 Οι σπό­ροι που έπε­σαν στα αγκά­θια συμ­βο­λί­ζουν εκεί­νους που άκου­σαν το λόγο του Θεού κι αρχί­ζουν με κάποια προ­θυ­μία να βαδί­ζουν στο δρό­μο της πίστε­ως. Πνί­γον­ται όμως από τις αγω­νιώ­δεις φρον­τί­δες για να απο­κτή­σουν πλού­τη, καθώς κι από τις απο­λαύ­σεις της σαρ­κι­κής ζωής, στην οποία διευ­κο­λύ­νουν τα πλού­τη που απέ­κτη­σαν, κι έτσι δεν προ­κό­πτουν ούτε φτά­νουν μέχρι το τέλος, προ­κει­μέ­νου να δώσουν τον καρ­πό. 15 Οι σπό­ροι τώρα που έπε­σαν στην εύφο­ρη γη συμ­βο­λί­ζουν τους ανθρώ­πους εκεί­νους οι οποί­οι με καρ­διά καλο­προ­αί­ρε­τη, ευθεία και αγα­θή άκου­σαν και κατα­νόη­σαν το λόγο και τον κρα­τούν σφι­χτά μέσα τους, και καρ­πο­φο­ρούν τις αρε­τές δεί­χνον­τας υπο­μο­νή και καρ­τε­ρία στις θλί­ψεις και τους πει­ρα­σμούς και σ’ όλα τα εμπό­δια που συναν­τούν στην άσκη­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής.

 «Bγῆ­κε ὁ σπο­ρεὺς γιὰ νὰ σπεί­ρῃ τὸ σπό­ρο του. Kαὶ ὅταν ἔσπερ­νε, ἄλλοι μὲν σπό­ροι ἔπε­σαν στὸ δρό­μο, καὶ κατα­πα­τή­θη­καν, καὶ τοὺς κατά­φα­γαν τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ.  Ἄλλοι δὲ ἔπε­σαν στὸ πετρῶ­δες ἔδα­φος, καὶ ἀφοῦ φύτρω­σαν, ξερά­θη­καν, διό­τι δὲν εἶχαν ὑγρα­σία.  Ἄλλοι δὲ ἔπε­σαν ἀνά­με­σα στὰ ἀγκά­θια, καὶ φύτρω­σαν μαζί τους τὰ ἀγκά­θια καὶ τοὺς ἔπνι­ξαν τελεί­ως.  Kαὶ ἄλλοι ἔπε­σαν στὸ ἔδα­φος τὸ ἐκλε­κτό, καὶ φύτρω­σαν καὶ ἔκα­ναν καρ­πὸ ἑκα­τον­τα­πλά­σιο». Λέγον­τας αὐτὰ φώνα­ξε: «Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».  Tὸν ρωτοῦ­σαν δὲ οἱ μαθη­ταί του λέγον­τας: «Tί σημαί­νει ἡ παρα­βο­λὴ αὐτή;». 10  Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Σὲ σᾶς ἔχει δοθῆ τὸ προ­νό­μιο νὰ γνω­ρί­σε­τε τὰ μυστή­ρια τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ στοὺς λοι­ποὺς ὁμι­λῶ μὲ παρα­βο­λές, ὥστε, ἐνῷ βλέ­πουν, νὰ μὴ βλέ­πουν, καὶ ἐνῷ ἀκού­ουν, νὰ μὴ κατα­λα­βαί­νουν». 11  «Ἡ σημα­σία δὲ τῆς παρα­βο­λῆς εἶναι αὐτή: Ὁ σπό­ρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. 12  Oἱ δὲ σπό­ροι, ποὺ ἔπε­σαν στὸ δρό­μο, ἀνα­φέ­ρον­ται στοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ ἄκου­σαν (τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ), ἀλλ’ ἔπει­τα ἔρχε­ται ὁ Διά­βο­λος καὶ παίρ­νει τὸ λόγο ἀπὸ τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ μὴ πιστεύ­σουν καὶ σωθοῦν. 13  Oἱ δὲ σπό­ροι, ποὺ ἔπε­σαν στὸ πετρῶ­δες ἔδα­φος, ἀνα­φέ­ρον­ται σ’ ἐκεί­νους, οἱ ὁποῖ­οι, ὅταν ἀκού­σουν, μὲ χαρὰ δέχον­ται τὸ λόγο, ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν ἔχουν ρίζα (βαθειὰ ρίζα). Aὐτοὶ πιστεύ­ουν πρὸς και­ρόν, καὶ τὸν και­ρὸ τῆς δοκι­μα­σί­ας ἀπο­μα­κρύ­νον­ται. 14  Oἱ δὲ σπό­ροι, ποὺ ἔπε­σαν στὰ ἀγκά­θια, ἀνα­φέ­ρον­ται σ’ αὐτούς, ποὺ ἄκου­σαν τὸ λόγο, ἀλλά, καθὼς προ­χω­ροῦν στὸ δρό­μο τῆς ζωῆς, οἱ ἀγω­νιώ­δεις φρον­τί­δες καὶ ὁ πλοῦ­τος καὶ οἱ ἀπο­λαύ­σεις τῆς ζωῆς τοὺς συμ­πνί­γουν, καὶ δὲν καρ­πο­φο­ροῦν. 15  Tέλος οἱ σπό­ροι, ποὺ ἔπε­σαν στὸ ἐκλε­κτὸ ἔδα­φος, ἀνα­φέ­ρον­ται σ’ αὐτούς, ποὺ μὲ καλὴ καὶ ἀγα­θὴ καρ­διὰ ἄκου­σαν τὸ λόγο, καὶ τὸν κρα­τοῦν, καὶ καρ­πο­φο­ροῦν μὲ ὑπο­μο­νή».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός στα εδά­φια 13,1–30 του Κατά Ματ­θαί­ον ευαγ­γε­λί­ου]

«ν δ τ μέρ κείν ξελθν ησος τς οκίας κάθη­το παρ τν θάλασ­σαν(:Την ίδια εκεί­νη ημέ­ρα βγή­κε ο Ιησούς από το σπί­τι στο οποίο φιλο­ξε­νούν­ταν και κάθι­σε κον­τά στη θάλασ­σα)»[Ματθ.13,1]. «Εάν θέλε­τε λοι­πόν», λέγει, «να με δεί­τε και να ακού­σε­τε τους λόγους μου, ορί­στε, έρχο­μαι έξω και συζη­τώ μαζί σας». Επει­δή δηλα­δή έκα­νε πολ­λά θαύ­μα­τα, στη συνέ­χεια τούς παρέ­χει και την ωφέ­λεια της διδα­σκα­λί­ας Του. Και κάθε­ται κον­τά στη θάλασ­σα αλιεύ­ον­τας και ελκύ­ον­τας πλη­σί­ον Του όσους κατοι­κούν στη γη. Δεν κάθι­σε τυχαία κον­τά στη θάλασ­σα, πράγ­μα που και αυτό το υπαι­νί­χτη­κε ο Ευαγ­γε­λι­στής. Στό­χος του Ευαγ­γε­λι­στή δηλα­δή στο συγ­κε­κρι­μέ­νο σημείο ήταν να δεί­ξει ότι ο Κύριος ήθε­λε με ακρί­βεια να βάλει σε τάξη τους ακρο­α­τές Του. Πιο συγ­κε­κρι­μέ­να, ο Κύριος προ­έ­βη σε αυτήν την ενέρ­γειά Του, για να μην έχει κανέ­να πίσω Του, αλλά όλοι να βρί­σκον­ται απέ­ναν­τί Του.

«Κα συνή­χθη­σαν πρς ατν χλοι πολ­λοί, στε ατν ες πλοον μβάν­τα καθσθαι, κα πς χλος π τν αγιαλν εστή­κει (:Και μαζεύ­τη­καν κον­τά Του πολ­λά πλή­θη λαού, ώστε να αναγ­κα­στεί Αυτός να μπει στο πλοίο και να καθί­σει σε αυτό, ενώ όλος ο λαός στε­κό­ταν στην αμμου­διά της παρα­λί­ας)»[Ματθ.13,2]. Αφού λοι­πόν κάθι­σε εκεί, άρχι­σε να τους διδά­σκει με παρα­βο­λές. «Κα λάλη­σεν ατος πολλ ν παρα­βο­λας λέγων(:και τους μίλη­σε για πολ­λά πράγ­μα­τα με παρα­βο­λές και είπε)». Και είναι αλή­θεια ότι δεν έκα­νε το ίδιο κατά την επί του όρους ομι­λία Του, ούτε έπλε­ξε τον λόγο Του με τόσες πολ­λές παρα­βο­λές, επει­δή τότε το ακρο­α­τή­ριό Του ήταν λαός απλοϊ­κός και πλή­θος αδιά­πλα­στο, ενώ εδώ τώρα παρευ­ρί­σκον­ταν και οι γραμ­μα­τείς και οι Φαρι­σαί­οι.

Εσύ όμως πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, ποια παρα­βο­λή λέει πρώ­τη ο Κύριος και πώς ο ευαγ­γε­λι­στής τις παρα­θέ­τει με τη σει­ρά. Ποια λοι­πόν λέγει πρώ­τη; Αυτήν που πριν απ’ όλες τις άλλες έπρε­πε να πει, αυτήν που κάνει τον ακρο­α­τή προ­σε­κτι­κό­τε­ρο. Επει­δή επρό­κει­το να μιλή­σει κάπως αλλη­γο­ρι­κά, κεν­τρί­ζει πρώ­τα τη διά­νοια των ακρο­α­τών Του με την παρα­βο­λή. Γι’ αυτό και άλλος ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι ο Κύριος τούς επι­τί­μη­σε, για­τί δεν αντι­λαμ­βά­νον­ταν τη σημα­σία των λόγων Του και τους είπε: «Οκ οδατε τν παρα­βολν ταύ­την, κα πς πάσας τς παρα­βολς γνώ­σε­σθε;(:Δεν κατα­λά­βα­τε τη σημα­σία της παρα­βο­λής αυτής, που δεν είναι η δυσκο­λό­τε­ρη από όλες τις άλλες. Τότε λοι­πόν πώς θα μπο­ρέ­σε­τε να κατα­νο­ή­σε­τε όλες τις άλλες παρα­βο­λές;)» [Μάρκ. 4,13] Και δεν ομι­λεί με παρα­βο­λές γι’ αυτόν τον λόγο μονά­χα, αλλά και για να κάνει τον λόγο Του πιο παρα­στα­τι­κό και να τον εντυ­πώ­σει βαθύ­τε­ρα στη μνή­μη τους και να θέσει υπό­ψη τους ξεκά­θα­ρα τα πράγ­μα­τα. Το ίδιο κάνουν και οι προ­φή­τες.

Ποια είναι λοι­πόν η παρα­βο­λή; «δο ξλθεν σπεί­ρων(:Ιδού, o σπο­ρέ­ας βγή­κε έξω στο χωρά­φι του)», λέει, «το σπεραι (:για να σπεί­ρει)». Από πού βγή­κε Αυτός που είναι παρών σε όλα τα μέρη, Αυτός που γεμί­ζει με την παρου­σία Του τα πάν­τα; Και πώς βγή­κε; Όχι φυσι­κά τοπι­κά, αλλά κατά τη σχε­τι­κή με εμάς οικο­νο­μία Του, με το ότι ήρθε πιο κον­τά σε μας με την ένδυ­ση της ανθρώ­πι­νης σάρ­κας. Επει­δή δεν είχα­με τη δυνα­τό­τη­τα να εισέλ­θου­με, διό­τι τα αμαρ­τή­μα­τα μάς απέ­κλειαν σαν ένα τεί­χος την είσο­δο, εξέρ­χε­ται ο Ίδιος προς εμάς. Και με ποιο σκο­πό βγή­κε; Μήπως για να κατα­στρέ­ψει τη γεμά­τη από αγκά­θια γη; Μήπως για να τιμω­ρή­σει τους γεωρ­γούς; Ασφα­λώς όχι, αλλά εξήλ­θε για να καλ­λιερ­γή­σει και να φρον­τί­σει τη γη των ψυχών μας και να σπεί­ρει μέσα τους τον λόγο της ευσέ­βειας. «Σπό­ρο» εδώ εννο­εί τη διδα­σκα­λία, «χωρά­φι», τις ψυχές των ανθρώ­πων, και «σπο­ρέα» τον εαυ­τό Του.

Και τι γίνε­ται λοι­πόν με τον σπό­ρο αυτό; Τρία μέρη χάνον­ται και σώζε­ται το ένα. «Κα ν τ σπεί­ρειν ατν(:και καθώς ο γεωρ­γός αυτός έσπερ­νε)», λέγει, « μν πεσε παρ τν δόν, κα λθόν­τα τ πετειν κατέ­φα­γεν ατά (:άλλοι σπό­ροι έπε­σαν κον­τά στο δρό­μο του χωρα­φιού, και επει­δή παρέ­μει­ναν εκτε­θει­μέ­νοι στην επι­φά­νεια του εδά­φους, ήλθαν τα που­λιά και τους κατέ­φα­γαν)»[Ματθ.13,4]. Δεν είπε ότι Αυτός τους έρι­ξε εκεί αυτούς τους σπό­ρους, αλλά ότι μόνοι τους έπε­σαν.

«λλα δ πεσεν π τ πετρώ­δη, που οκ εχε γν πολ­λήν, κα εθέως ξανέ­τει­λε δι τ μ χειν βάθος γς, λίου δ νατεί­λαν­τος καυ­μα­τί­σθη, κα δι τ μ χειν ίζαν ξηράν­θη· λλα δ πεσεν επ τς κάν­θας, κα νέβη­σαν α καν­θαι κα πέπνι­ξαν ατά· λλα δ πεσεν π τν γν τν καλν κα δίδου καρπν μν κατόν, δ ξήκον­τα, δ τριά­κον­τα. χων τα κού­ειν κουέ­τω(:Και άλλοι σπό­ροι κατέ­πε­σαν πάνω σε εδά­φη που είχαν από κάτω στρώ­μα πετρώ­δες χωρίς πολύ χώμα. Κι αμέ­σως βλά­στη­σαν, προ­τού να ρίξουν βαθιές ρίζες, διό­τι δεν είχαν βάθος γης για να στε­ριώ­σουν οι ρίζες τους. Και όταν ανέ­τει­λε ο ήλιος, κάη­καν από τη ζέστη, κι επει­δή δεν είχαν ρίζα, ξερά­θη­καν. Και άλλοι σπό­ροι έπε­σαν σε μέρη που είχαν σπό­ρους αγκα­θιών. Και τα αγκά­θια βλά­στη­σαν και τους έπνι­ξαν τελεί­ως. Και άλλοι σπό­ροι έπε­σαν πάνω στη γη την αφρά­τη και εύφο­ρη και απέ­δω­σαν καρ­πό, άλλος σπό­ρος εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρο, άλλος εξήν­τα και άλλος τριάν­τα. Εκεί­νος που έχει αυτιά πνευ­μα­τι­κά για να ακού­ει και καλή διά­θε­ση, για να δέχε­ται και να εγκολ­πώ­νε­ται αυτό που λέω, ας ακού­ει)»[Ματθ.13,5–9].

Το ένα τέταρ­το από τον σπό­ρο σώθη­κε. Και αυτό όχι σε ίση ποσό­τη­τα, αλλά και εδώ με μεγά­λη δια­φο­ρά. Τα έλε­γε αυτά δεί­χνον­τας ότι προς όλους μιλού­σε με αφθο­νία. Κι όπως αυτός που σπέρ­νει, δεν χωρί­ζει σε κομ­μά­τια το χωρά­φι που απλώ­νε­ται μπρο­στά του, αλλά απλά και χωρίς να κάνει διά­κρι­ση, ρίχνει τους σπό­ρους, έτσι κι Αυτός δεν ξεχω­ρί­ζει πλού­σιο και φτω­χό, σοφό και άσο­φο, οκνη­ρό και φιλό­πο­νο, γεν­ναίο και δει­λό· αντι­θέ­τως, μιλού­σε προς όλους, εκπλη­ρώ­νον­τας την απο­στο­λή Του, αν και γνώ­ρι­ζε εκ των προ­τέ­ρων τι θα συνέ­βαι­νε, ώστε να έχει το δικαί­ω­μα και τη δυνα­τό­τη­τα να πει: «Τί ποι­ή­σω τι τ μπελνί μου κα οκ ποί­η­σα ατ; διό­τι μει­να το ποισαι στα­φυ­λήν, ποί­η­σε δ κάν­θας(:Τι υπο­λεί­πε­ται να κάμω ακό­μη για την άμπε­λό μου αυτή και τι έως τώρα δεν έκα­να γι’ αυτήν; Έκα­να τα πάν­τα, για να καρ­πο­φο­ρή­σει αυτή στα­φύ­λια. Εκεί­νη όμως έκα­νε αγκά­θια!)» [Ησ.5,4]. Και οι μεν προ­φή­τες μιλού­σαν για τον λαό σαν να επρό­κει­το για αμπε­λώ­να: «μπελν γενή­θη τ γαπη­μέν(:Ο αγα­πη­μέ­νος Κύριος απέ­κτη­σε έναν αμπε­λώ­να)» [Ησ. 5,1], γρά­φει ο Ησα­ΐ­ας. Και ο Ψαλ­μω­δός επί­σης λέγει: «μπε­λον ξ Αγύπτου μετρας, ξέβα­λες θνη κα κατε­φύ­τευ­σας ατήν(:Τον λαό του Ισρα­ήλ, σαν πολύ­καρ­πη ευλο­γη­μέ­νη άμπε­λό σου, μετέ­φε­ρες από την Αίγυ­πτο στην Παλαι­στί­νη. Έδιω­ξες από εκεί τα ειδω­λο­λα­τρι­κά έθνη και τη μετα­φύ­τε­ψες και τη ρίζω­σες σε αυτήν)» [Ψαλμ 79,9].

Ο Κύριος όμως μιλά­ει για σπό­ρο. Τι θέλει λοι­πόν να δεί­ξει; Ότι τώρα θα είναι γρή­γο­ρη η υπα­κοή και ευκο­λό­τε­ρη και θα δώσει αμέ­σως τον καρ­πό της. Κι όταν ακού­σεις ότι «βγή­κε αυτός που σπέρ­νει για να σπεί­ρει», μην το θεω­ρή­σεις τού­το ταυ­το­λο­γία· διό­τι αυτός που σπέρ­νει, βγαί­νει πολ­λές φορές και για άλλη εργα­σία, να σκα­λί­σει, να κόψει τα άχρη­στα χόρ­τα, να ξερι­ζώ­σει τα αγκά­θια ή για να φρον­τί­σει για κάτι παρό­μοιο. Αυτός όμως βγή­κε για να σπεί­ρει.

Πες μου όμως τώρα, σε παρα­κα­λώ, για ποια αιτία χάθη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σπό­ρου; Ασφα­λώς όχι εξαι­τί­ας Αυτού που έρι­ξε τον σπό­ρο, αλλά εξαι­τί­ας της γης που δέχτη­κε την σπο­ρά, δηλα­δή εξαι­τί­ας της ψυχής που δεν Τον υπά­κου­σε. Και για­τί δεν λέει ότι άλλους σπό­ρους δέχτη­καν οι οκνη­ροί και τους έχα­σαν, άλλους οι πλού­σιοι και τους απέ­πνι­ξαν, κι άλλους οι αδιά­φο­ροι και τους άφη­σαν να αχρη­στευ­τούν; Δεν θέλει να τους θίξει κατευ­θεί­αν με σφο­δρό­τη­τα και με τρό­πο σκλη­ρό, για να μην τους οδη­γή­σει στην από­γνω­ση, αλλά αφή­νει τον έλεγ­χο στην συνεί­δη­ση των ακρο­α­τών Του. Και δεν το έπα­θε αυτό όμως ο σπό­ρος μονά­χα, αλλά και το δίχτυ. Για­τί κι αυτό πολ­λά άχρη­στα πράγ­μα­τα ανέ­συ­ρε επά­νω. Και τους λέει αυτή την παρα­βο­λή για να προ­γυ­μνά­σει και να διδά­ξει τους μαθη­τές Του να μην απο­γο­η­τεύ­ον­ται, ακό­μα κι αν χάνον­ται περισ­σό­τε­ροι απ’ όσους θα δέχον­ται το κήρυγ­μά τους· καθό­σον βέβαια και στον Δεσπό­τη αυτό συνέ­βη· και Αυτός που οπωσ­δή­πο­τε ήξε­ρε εκ των προ­τέ­ρων ότι θα συμ­βούν αυτά, δεν παρέ­λει­ψε το έργο της σπο­ράς.

«Και πώς θα μπο­ρού­σε να δικαιο­λο­γη­θεί», θα ρωτού­σε ίσως κάποιος, «το ότι έσπει­ρε πάνω στα αγκά­θια, στο πετρώ­δες έδα­φος και στον δρό­μο;». Στην περί­πτω­ση βέβαια του πραγ­μα­τι­κού σπό­ρου και της πραγ­μα­τι­κής γης, δεν υπάρ­χει δικαιο­λο­γία για κάτι τέτοιο από την πλευ­ρά που γεωρ­γού που κάνει τη σπο­ρά. Στην περί­πτω­ση όμως των ψυχών των ανθρώ­πων και των διδαγ­μά­των της αλή­θειας, όχι μόνο δικαιο­λο­γεί­ται η σπο­ρά, αλλά και γίνε­ται αυτό αφορ­μή για πολύ έπαι­νο. Εύλο­γα και κατά πολύ φυσι­κό τρό­πο θα μπο­ρού­σε κανείς να κατη­γο­ρή­σει τον γεωρ­γό που σπέρ­νει με τέτοιο τρό­πο· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν η πέτρα να γίνει χώμα, ούτε ο δρό­μος να μην είναι δρό­μος και ούτε τα αγκά­θια να μην είναι αγκά­θια· στις λογι­κές όμως υπάρ­ξεις δεν συμ­βαί­νει το ίδιο· διό­τι είναι δυνα­τό η πετρώ­δης ψυχή να μετα­βλη­θεί και να γίνει γη εύφο­ρη, και ο δρό­μος να μην κατα­πα­τιέ­ται πια, μήτε να είναι στη διά­θε­ση όλων των περα­στι­κών, αλλά να γίνει χωρά­φι εύφο­ρο, παρα­γω­γι­κό· και τα αγκά­θια είναι δυνα­τό να αφα­νι­στούν και να αφή­σουν εντε­λώς ελεύ­θε­ρα τα σπέρ­μα­τα της αλη­θεί­ας να ανα­πτυ­χθούν· διό­τι, αν δεν υπήρ­χε αυτή η δυνα­τό­τη­τα να συμ­βούν αυτά και να γίνει αυτή η μετα­βο­λή, δεν θα έσπερ­νε ο Κύριος. Κι αν δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε σε όλους τους ανθρώ­πους αυτή η μετα­βο­λή με τη μετά­νοια, αυτό δεν οφεί­λε­ται σε Αυτόν που έσπει­ρε, αλλά σε αυτούς που δε θέλη­σαν να αλλά­ξουν. Ο Κύριος βέβαια ό,τι εξαρ­τιό­ταν από Αυτόν, το έκα­νε. Αν όμως εκεί­νοι πρό­δω­σαν και απέρ­ρι­ψαν την προ­σφο­ρά Του, δεν έχει ευθύ­νη Αυτός που τόση φιλαν­θρω­πία επέ­δει­ξε.

Εσύ επί­σης να προ­σέ­ξεις, σε παρα­κα­λώ, το εξής, ότι δεν είναι μία η οδός που οδη­γεί στην απώ­λεια, αλλά πολ­λές και δια­φο­ρε­τι­κές μετα­ξύ τους. Πράγ­μα­τι, οι άνθρω­ποι που παρο­μοιά­ζον­ται με δρό­μο είναι οι βάναυ­σοι και οι οκνη­ροί και οι αδιά­φο­ροι· εκεί­νοι που παρο­μοιά­ζον­ται με την πέτρα, είναι αυτοί μόνο που είναι ασθε­νέ­στε­ροι στην πίστη. « δ π τ πετρώ­δη σπα­ρείς(:και εκεί­νος που σπάρ­θη­κε σε πετρώ­δες έδα­φος)», λέγει ο Κύριος, «οτός στιν τν λόγον κού­ων κα εθέως μετ χαρς δεχό­με­νος κα λαμ­βά­νων ατόν(:αυτός είναι ο άνθρω­πος που ακού­ει τον λόγο του Ευαγ­γε­λί­ου και τον δέχε­ται με χαρά)· οκ χει δ ίζαν ν αυτ, λλ πρό­σκαι­ρός στι, γενο­μέ­νης δ θλί­ψε­ως διωγ­μο δι τν λόγον εθς σκαν­δα­λί­ζε­ται (:Ο λόγος όμως δεν ρίχνει μέσα του βαθιές ρίζες, αλλά ο άνθρω­πος αυτός είναι αστα­θής, και η προ­θυ­μία που έδει­ξε διαρ­κεί λίγο χρό­νο. Κι όταν συμ­βεί θλί­ψη ή διωγ­μός για το λόγο του ευαγ­γε­λί­ου, αμέ­σως ο άνθρω­πος αυτός σκον­τά­φτει και χάνει τον ενθου­σια­σμό και την πίστη του)».

«Παντς(:Από καθέ­ναν)», λέγει, «κού­ον­τος τν λόγον τς βασι­λεί­ας κα μ συνιέν­τος, ρχε­ται πονηρς κα αρει τ σπαρ­μέ­νον ν τ καρ­δί ατο· οτός στιν παρ τν δν σπα­ρείς(:που ακού­ει τον λόγο της βασι­λεί­ας και εξαι­τί­ας αδια­φο­ρί­ας και ψυχρό­τη­τας δεν τον κατα­νο­εί, έρχε­ται ο πονη­ρός και αρπά­ζει εκεί­νο που έχει σπα­ρεί στην καρ­διά του. Αυτός είναι ο πνευ­μα­τι­κός σπό­ρος που σπάρ­θη­κε κον­τά στον δρό­μο, δηλα­δή ο άνθρω­πος στου οποί­ου τη ράθυ­μη ψυχή έπε­σε ως σπό­ρος ο λόγος του θεί­ου κηρύγ­μα­τος, αλλά αυτός δεν κατά­λα­βε τίπο­τε από αυτόν)»· διό­τι δεν είναι δηλα­δή το ίδιο να μαρα­θεί η διδα­σκα­λία, χωρίς κανέ­νας να την βλά­πτει ούτε να την κατα­πο­λε­μεί, με το όταν πολ­λοί πει­ρα­σμοί την απει­λούν. Αυτοί πάλι που μοιά­ζουν με τα αγκά­θια είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο ασυγ­χώ­ρη­τοι από τους προ­η­γού­με­νους.

Για να μην πάθου­με λοι­πόν τίπο­τα παρό­μοιο, ας επι­κα­λύ­ψου­με με την προ­θυ­μία μας όσα λέγον­ται, καθώς και με την αδιά­κο­πη θύμη­σή τους. Κι αν τους αρπά­ζει τους σπό­ρους ο διά­βο­λος, στο χέρι μας είναι να μην τους αρπά­ζει· κι αν ξεραί­νον­ται οι σπό­ροι, δε γίνε­ται αυτό από τον καύ­σω­να (για­τί δεν είπε ότι ξερά­θη­καν από τον καύ­σω­να, αλλά επει­δή δεν είχαν ρίζα)· επί­σης αν και απο­πνί­γον­ται τα λεγό­με­να, αυτό δε συμ­βαί­νει από τα αγκά­θια, αλλά απ’ αυτούς που επι­τρέ­πουν στα αγκά­θια να μεγα­λώ­σουν· εφό­σον είναι δυνα­τό, αν θέλεις, να εμπο­δί­σεις τη βλα­βε­ρή αυτή βλά­στη­ση και να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις τον πλού­το σου, όπως πρέ­πει. Και ακρι­βώς γι’ αυτό δεν είπε «ο ”αιώ­νας”»(:η ζωή αυτή), αλλά «η μέρι­μνα για τον ”αιώ­να”». Ούτε είπε «ο πλού­τος», αλλά «η απά­τη του πλού­του».

Ας μην κατη­γο­ρού­με λοι­πόν τα χρή­μα­τα αλλά την διε­φθαρ­μέ­νη διά­θε­ση· διό­τι είναι δυνα­τό να έχου­με πλού­το, χωρίς να μας παρα­σύ­ρει η απά­τη του· και να ζού­με στον «αιώ­να» αυτό(: στη ζωή αυτή) χωρίς να μας απο­πνί­γουν οι μέρι­μνες· πράγ­μα­τι έχει ο πλού­τος δύο μειο­νε­κτή­μα­τα αντί­θε­τα· το ένα ότι δημιουρ­γεί έντα­ση και προ­κα­λεί συσκό­τι­ση, η αγχω­τι­κή μέρι­μνα, δηλα­δή· το άλλο είναι ότι μας καθι­στά μαλ­θα­κό­τε­ρους, δηλα­δή η τρυ­φή. Και σωστά είπε «η απά­τη του πλού­του»· διό­τι όλα όσα παρέ­χει ο πλού­τος είναι μία απά­τη. Είναι μόνο ονό­μα­τα, που δεν αντα­πο­κρί­νον­ται προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά, η ηδο­νή και η δόξα και ο καλ­λω­πι­σμός και όλα αυτά, είναι ένα είδος φαν­τα­σί­ας και όχι η αλή­θεια των πραγ­μά­των.

Αφού περιέ­γρα­ψε τους τρό­πους της απώ­λειας, ανα­φέ­ρει έπει­τα την εύφο­ρη γη, ώστε να μη μας αφή­νει να περι­πέ­σου­με στην από­γνω­ση, αλλά μας δίνει την ελπί­δα της μετα­νοί­ας και μας απο­δει­κνύ­ει ότι είναι δυνα­τόν από την κατά­στα­ση που περιέ­γρα­ψε, να φθά­σου­με σε αυτήν και να αλλά­ξου­με. Αλλά πάλι μολο­νό­τι η γη είναι εύφο­ρη, ένας είναι ο σπο­ρέ­ας και ίδιος ο σπό­ρος, για­τί άλλος απο­δί­δει εκα­τό, άλλος εξήν­τα κι άλλος τριάν­τα; Και στην παρού­σα περί­πτω­ση πάλι η δια­φο­ρά οφεί­λε­ται στη φύση της γης· διό­τι όπου η γη είναι εύφο­ρη, εκεί παρα­τη­ρεί­ται και η μεγα­λύ­τε­ρη δια­φο­ρά στην από­δο­ση. Βλέ­πεις ότι δεν είναι αίτιος ο γεωρ­γός, ούτε οι σπό­ροι, αλλά η γη που τους δέχε­ται; Όχι βέβαια εξαι­τί­ας της φύσε­ως, αλλά εξαι­τί­ας της δια­θέ­σε­ως. Και στην περί­πτω­ση αυτή μεγά­λη απο­δει­κνύ­ε­ται η φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου, επει­δή δεν ζητεί ένα μέτρο αρε­τής, αλλά δέχε­ται τους πρώ­τους, και τους δεύ­τε­ρους δεν απορ­ρί­πτει, και στους τρί­τους δίδει τόπο. Και αυτά τα λέγει για να μη νομί­σουν όσοι Τον ακο­λου­θού­σαν ότι είναι αρκε­τή για τη σωτη­ρία η ακρό­α­ση των λόγων Του μονά­χα.

«Και για ποιον λόγο», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «δεν ανέ­φε­ρε και τις άλλες πονη­ρί­ες, όπως είναι για παρά­δειγ­μα, η σαρ­κι­κή επι­θυ­μία και η κενο­δο­ξία;». Μα όταν έκα­νε λόγο για την μέρι­μνα της παρού­σης ζωής κα για την απά­τη του πλού­του συμ­πε­ριέ­λα­βε τα πάν­τα· διό­τι πράγ­μα­τι και η κενο­δο­ξία και τα άλλα όλα ανή­κουν στα πράγ­μα­τα της παρού­σης ζωής και στην απά­τη του πλού­του· όπως, για παρά­δειγ­μα, είναι η ηδο­νή και η γαστρι­μαρ­γία και ο φθό­νος και η κενο­δο­ξία και όλα τα παρό­μοια.

Πρό­σθε­σε επί­σης και τον δρό­μο και την πέτρα, για να δεί­ξει ότι δεν αρκεί να απαλ­λα­γού­με από τα χρή­μα­τα μόνο, αλλά είναι ανάγ­κη να ασκού­με και την άλλη αρε­τή· διό­τι τι σημα­σία έχει, εάν είσαι ελεύ­θε­ρος από τα χρή­μα­τα, αλλά είσαι άναν­δρος και μαλ­θα­κός; Και ποιο το όφε­λος, αν δεν είσαι μεν άναν­δρος, αλλά είσαι ράθυ­μος και αδιά­φο­ρος για την ακρό­α­ση λόγων σωτη­ρί­ας; Διό­τι δεν είναι αρκε­τό ένα μόνο μέρος της αρε­τής για τη σωτη­ρία, αλλά χρειά­ζε­ται κατά πρώ­τον προ­σε­κτι­κή ακρό­α­ση και συνε­χής επα­να­φο­ρά στη μνή­μη μας όλων των λεγο­μέ­νων, έπει­τα ανδρεία, κατό­πιν περι­φρό­νη­ση των χρη­μά­των και απαλ­λα­γή από κάθε βιο­τι­κή φρον­τί­δα.

Γι’ αυτό λοι­πόν προ­τάσ­σει την ακρό­α­ση του λόγου του Θεού από όλα τα άλλα, επει­δή αυτή χρειά­ζε­ται κατά πρώ­τον[πρβ. Ρωμ.10,14: «Πς ον πικα­λέ­σον­ται ες ν οκ πίστευ­σαν; Πς δ πιστεύ­σου­σιν ο οκ κου­σαν; Πς δ κού­σου­σι χωρς κηρύσ­σον­τος;(:Να λοι­πόν για­τί οι Ισραη­λί­τες απο­ξε­νώ­θη­καν από τη σωτη­ρία και δεν πέτυ­χαν τη δικαί­ω­ση. Για να δικαιω­θούν και να σωθούν, πρέ­πει να επι­κα­λε­στούν το όνο­μα του Κυρί­ου, αλλά πώς θα επι­κα­λε­στούν Εκεί­νον στον οποίο δεν πίστε­ψαν; Και πώς θα πιστέ­ψουν σε Εκεί­νον τον οποίο δεν άκου­σαν να κηρύτ­τε­ται; Και πώς θα ακού­σουν χωρίς να υπάρ­χει κάποιος που να κηρύτ­τει;)»]· κατά παρό­μοιο τρό­πο και εμείς, εάν δεν προ­σέ­χου­με σε όσα λέγον­ται, δεν θα μπο­ρέ­σου­με να μάθου­με τι πρέ­πει να πράτ­του­με· έπει­τα, τοπο­θε­τεί την ανδρεία και την περι­φρό­νη­ση κάθε αγω­νιώ­δους φρον­τί­δας για την παρού­σα ζωή.

Ακού­γον­τας λοι­πόν αυτά, ας προ­φυ­λάσ­σου­με τους εαυ­τούς μας από παν­τού, προ­σέ­χον­τας στα λεγό­με­να, και αφή­νον­τας αυτά τα θεο­δί­δα­κτα λόγια να ριζώ­νουν βαθιά μέσα μας και καθα­ρί­ζον­τας τους εαυ­τούς μας από όλες τις βιο­τι­κές φρον­τί­δες. Αν λοι­πόν πράτ­του­με τα μεν και αδια­φο­ρού­με για τα δε, δεν θα έχου­με κανέ­να επι­πλέ­ον όφε­λος· διό­τι και αν ακό­μη δεν χαθού­με εξαι­τί­ας του ενός, οπωσ­δή­πο­τε όμως θα χαθού­με εξαι­τί­ας του άλλου· διό­τι τι δια­φέ­ρει, αν δεν χαθού­με εξαι­τί­ας του πλού­του, αλλά εξαι­τί­ας της ραθυ­μί­ας ή αν όχι εξαι­τί­ας της ραθυ­μί­ας, αλλά εξαι­τί­ας της αναν­δρί­ας; Διό­τι και ο γεωρ­γός, είτε με τον έναν τρό­πο χάσει τον σπό­ρο, είτε με τον άλλο, πεν­θεί ομοί­ως. Επο­μέ­νως, ας μην μας παρη­γο­ρεί το γεγο­νός ότι δε χανό­μα­στε με όλους τους τρό­πους, αλλά να πονού­με με οποιον­δή­πο­τε τρό­πο και αν χανό­μα­στε. Και αυτό το γνω­ρί­ζουν οι πλού­σιοι, οι οποί­οι όχι μόνο δεν είναι χρή­σι­μοι για αυτά, αλλά ούτε και για άλλα· διό­τι με το να γίνον­ται αιχ­μά­λω­τοι των ηδο­νών, καθί­σταν­ται άχρη­στοι και για τα πολι­τι­κά πράγ­μα­τα. Εάν πάλι είναι άχρη­στοι για αυτά, θα είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο άχρη­στοι και για τα ουρά­νια πράγ­μα­τα. Καθό­σον είναι διπλή η κατα­στρο­φή της δια­νοί­ας η προ­ερ­χό­με­νη από τον πλού­το, και από την τρυ­φή και από τις φρον­τί­δες· διό­τι το καθέ­να από αυτά τα πάθη είναι ικα­νό να κατα­πον­τί­σει το σκά­φος. Όταν όμως και τα δύο ενερ­γή­σουν από κοι­νού, ανα­λο­γί­σου πόσο μεγά­λο θα απο­βεί το ναυά­γιο.

Και μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι επει­δή απο­κά­λε­σε την τρυ­φή «αγκά­θια»· διό­τι εσύ δεν το αντι­λαμ­βά­νε­σαι αυτό, επει­δή σε μεθά το πάθος· όσοι όμως είναι υγιείς, γνω­ρί­ζουν καλά ότι πλη­γώ­νει περισ­σό­τε­ρο από αγκά­θι και ότι η τρυ­φή περισ­σό­τε­ρο παρά η μέρι­μνα φθεί­ρει την ψυχή.Και βαρύ­τε­ρες προ­κα­λεί τις οδύ­νες και για το σώμα και για την ψυχή. Πραγ­μα­τι­κά δεν βλά­πτε­ται κανείς τόσο από την φρον­τί­δα, όσο από την αφθο­νία· διό­τι όταν τον άνθρω­πο αυτού του είδους τον βασα­νί­ζουν αγρυ­πνί­ες, σπα­σμοί στους κρο­τά­φους, πονο­κέ­φα­λοι και ψυχι­κή οδύ­νη, ανα­λο­γί­σου από πόσα αγκά­θια είναι αυτά χει­ρό­τε­ρα. Και όπως ακρι­βώς τα αγκά­θια, από όπου κι αν τα πιά­σεις, πλη­γώ­νουν τα χέρια που τα κρα­τούν, κατά όμοιο τρό­πο και η τρυ­φή, τα πόδια, τα χέρια, το κεφά­λι, τα μάτια και όλα εν γένει τα μέλη του σώμα­τος τα φθεί­ρει στην κυριο­λε­ξία. Επί­σης, είναι ξηρή και άκαρ­πη, όπως το αγκά­θι, και τραυ­μα­τί­ζει περισ­σό­τε­ρο από αυτό και μάλι­στα στα καί­ρια σημεία. Πραγ­μα­τι­κά, η τρυ­φή προ­κα­λεί πρό­ω­ρο γήρας, εξα­σθε­νεί τις αισθή­σεις, συσκο­τί­ζει τη σκέ­ψη, αχρη­στεύ­ει τον οξύ νου, κάνει το σώμα πλα­δα­ρό, κάνει ευρύ­τε­ρη την απο­θή­κη της κόπρου, συγ­κεν­τρώ­νει άφθο­να κακά και μεγα­λώ­νει το φορ­τίο και κάνει υπέ­ρογ­κο το βάρος· γι΄αυτό πολ­λές και συνε­χείς είναι οι πτώ­σεις και πυκνά τα ναυά­για.

Για ποιον λόγο, πες μου, φορ­τώ­νεις το σώμα σου με λίπος; Μήπως σε έχου­με για να σε θυσιά­σου­με; Μήπως θα σε προ­σφέ­ρου­με σε κάποιο τρα­πέ­ζι; Τις όρνι­θες καλά κάνεις και τις τρέ­φεις για να παχύ­νουν· ή μάλ­λον ούτε και αυτές καλά κάνεις να τις ταΐ­ζεις πολύ, διό­τι όταν παρα­πα­χύ­νουν, είναι ακα­τάλ­λη­λες για μια υγιει­νή δια­τρο­φή. Τόσο μεγά­λο κακό είναι η τρυ­φή, ώστε και στα ίδια τα άλο­γα τα ζώα φανε­ρώ­νει την κατα­στρε­πτι­κή της δύνα­μη. Καθό­σον με το να τις παρα­τρέ­φου­με τις κότες τις καθι­στού­με άχρη­στες και για αυτές τις ίδιες και για εμάς. Καθό­σον τα περιτ­τώ­μα­τα μένουν ακα­τέρ­γα­στα και το σάπι­σμα προ­έρ­χε­ται ακρι­βώς από το πάχος αυτό. Τα ζώα όμως που δεν τρέ­φον­ται κατά παρό­μοιο τρό­πο, αλλά που ζουν, θα έλε­γε κανείς, με νηστεία και τρώ­γουν μέτρια και κοπιά­ζουν και ταλαι­πω­ρούν­ται, αυτά είναι πάρα πολύ χρή­σι­μα και για τον εαυ­τό τους και για τους άλλους, και ως τρο­φή και ως προς όλα τα άλλα· διό­τι όσοι άνθρω­ποι δια­τρέ­φον­ται με αυτά είναι περισ­σό­τε­ρο υγιείς, ενώ όσοι δια­τρέ­φον­ται με τα προ­α­να­φερ­θέν­τα ομοιά­ζουν με αυτά, γίνον­ται νωθροί και φιλά­σθε­νοι και περι­βάλ­λον­ται με βαρύ­τε­ρο δεσμό.

Διό­τι τίπο­τε δεν είναι για το σώμα τόσο εχθρι­κό και βλα­βε­ρό, όσο η τρυ­φή. Τίπο­τε δεν συν­τε­λεί τόσο στη διάρ­ρη­ξη, τον αφα­νι­σμό και τη δια­φθο­ρά του σώμα­τος, όσο η ασω­τία. Για τον λόγο αυτόν μάλι­στα θα μπο­ρού­σε κανείς εξαι­τί­ας αυτού να μεί­νει κατά­πλη­κτος για την ανο­η­σία τους αυτή, διό­τι δεν θέλουν να επι­δεί­ξουν για τον εαυ­τό τους ούτε τόση φρον­τί­δα, όση επι­δει­κνύ­ουν οι άλλοι για τους ασκούς τους· διό­τι οι έμπο­ροι του οίνου δεν βάζουν μέσα στους ασκούς τους περισ­σό­τε­ρο οίνο από όσο πρέ­πει, για να μη διαρ­ρα­γούν, ενώ αυτοί για την άθλιά τους κοι­λία δεν επι­δει­κνύ­ουν ούτε καν μία παρό­μοια φρον­τί­δα, αλλά αφού τη γεμί­σουν και την κάνουν να σκά­σει από την πολυ­φα­γία, γεμί­ζουν τα πάν­τα μέχρι τα αυτιά, μέχρι τη μύτη, μέχρι τον φάρυγ­γα, και έτσι προ­ξε­νούν διπλή στε­νο­χώ­ρια και στο πνεύ­μα τους και στη δύνα­μη που εξου­σιά­ζει το ζώο.

Μήπως όμως και ο φάρυγ­γας σού δόθη­κε για να τον γεμί­ζεις μέχρι πάνω στο στό­μα με σάπιο κρα­σί και με όλη την άλλη δια­φθο­ρά που το συνο­δεύ­ει; Όχι βέβαια, δεν σου δόθη­κε για τον σκο­πό αυτό, άνθρω­πέ μου, αλλά κατά πρώ­τον για να υμνείς τον Θεό και να ανα­πέμ­πεις τις ιερές προ­σευ­χές και να ανα­γι­γνώ­σκεις τους θεί­ους νόμους και να συμ­βου­λεύ­εις τα συμ­φέ­ρον­τα στους συναν­θρώ­πους σου. Εσύ όμως σαν να έλα­βες από τον Θεό τον φάρυγ­γα για να πίνεις κρα­σί, δεν τον αφή­νεις ούτε ελά­χι­στο χρό­νο να επι­τε­λέ­σει την αλη­θι­νή αυτή απο­στο­λή και λει­τουρ­γία του που ανα­φέρ­θη­κε προ­η­γου­μέ­νως, αλλά σε ολό­κλη­ρη τη ζωή σου τον υπο­τάσ­σεις στην πονη­ρή αυτή δου­λεία. Και όπως εάν κάποιος, που πήρε μία κιθά­ρα που είχε χρυ­σές χορ­δές και ήταν καλά κουρ­δι­σμέ­νη, αντί να παί­ξει με αυτήν, την παναρ­μό­νια μελω­δία, να την κατά­χω­νε μέσα σε μια μεγά­λη σωρό από κοπριά και λάσπη, έτσι και αυτοί κάνουν το ίδιο.

«Κοπριά» βέβαια δεν ονό­μα­σα την τρο­φή, αλλά την τρυ­φή(:την καλο­πέ­ρα­ση και τη ζωή μέσα σε κάθε πολυ­τέ­λεια και αφθο­νία) και την υπερ­βο­λι­κή εκεί­νη ασέλ­γεια. Διό­τι ό,τι υπερ­βαί­νει αυτό που χρεια­ζό­μα­στε για να ζήσου­με δεν είναι τρο­φή, αλλά φθο­ρά μόνο· διό­τι μόνο η κοι­λιά έγι­νε μόνο για να δέχε­ται τις τρο­φές, ενώ το στό­μα και ο φάρυγ­γας και η γλώσ­σα έγι­ναν για άλλα πολύ πιο αναγ­καία από αυτά· ή μάλ­λον ούτε η κοι­λιά δεν πλά­σθη­κε απλώς για να δέχε­ται τις τρο­φές, αλλά για να δέχε­ται μια κανο­νι­κή και σύμ­με­τρη ποσό­τη­τα τρο­φών. Και αυτό το φανε­ρώ­νει η ίδια, που δια­μαρ­τύ­ρε­ται έντο­να, όταν την βλά­ψου­με με την πλε­ο­νε­ξία αυτή· και όχι μόνο δια­μαρ­τύ­ρε­ται, αλλά και αμυ­νό­με­νη απαι­τεί από μας την έσχα­τη τιμω­ρία για την αδι­κία που της γίνε­ται.

Και κατά πρώ­τον τιμω­ρεί τα πόδια που μας σηκώ­νουν και μας οδη­γούν στα πονη­ρά εκεί­να συμ­πό­σια. Έπει­τα, παρα­λύ­ει τα χέρια, που την υπη­ρε­τού­σαν, επει­δή της έδι­ναν τόσο πολ­λά και τέτοιας λογής εδέ­σμα­τα· πολ­λοί μάλι­στα άνθρω­ποι και το ίδιο το στό­μα τους κατέ­στρε­ψαν και τα μάτια και το κεφά­λι. Και όπως ακρι­βώς ένας υπη­ρέ­της, στον οποίο ανα­τέ­θη­κε κάποιο έργο που υπερ­βαί­νει τις δυνά­μεις του, χάνει πολ­λές φορές τον νου του και υβρί­ζει εκεί­νον που του έδω­σε την δια­τα­γή, κατά όμοιο τρό­πο και η κοι­λιά μαζί με την φθο­ρά που προ­κα­λεί στα μέλη αυτά του σώμα­τος, όταν πιε­στεί και παρα­φορ­τω­θεί με τρο­φές, πολ­λές φορές βλά­πτει και δια­φθεί­ρει και τον ίδιο τον εγκέ­φα­λο. Αλλά και αυτό το οικο­νό­μη­σε ορθά ο Θεός, ώστε από την υπερ­βο­λή και την απου­σία κάθε μέτρου να προ­κα­λεί­ται τόσο μεγά­λη βλά­βη, με τον σκο­πό, όταν εσύ δεν φιλο­σο­φείς με την θέλη­σή σου, να διδα­χθείς, έστω και χωρίς την θέλη­σή σου, να ζεις με μέτρο, φοβού­με­νος μια τόσο μεγά­λη φθο­ρά για τον οργα­νι­σμό σου.

Αφού, λοι­πόν, γνω­ρί­ζου­με αυτά καλά, ας απο­φεύ­γου­με την τρυ­φή και ας φρον­τί­ζου­με για τη μετρη­μέ­νη ζωή, για να απο­λαύ­σου­με και του σώμα­τος την υγεία και την ψυχή μας να απαλ­λά­ξου­με από κάθε ασθέ­νεια και να απο­κτή­σου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ομι­λία ΜΕ΄(κατ΄επιλογήν)

«Κα προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα επον ατ· δια­τί ν παρα­βο­λας λαλες ατος; δ ποκρι­θες επεν ατος· τι μν δέδο­ται γνναι τ μυστή­ρια τς βασι­λεί­ας τν ορανν, κεί­νοις δ ο δέδο­ται(:Και τότε ήλθαν κον­τά Του οι μαθη­τές και Του είπαν: “Για­τί τους μιλάς με παρα­βο­λές;” Και ο Ιησούς τούς απο­κρί­θη­κε: “Μιλάω με παρα­βο­λές, διό­τι σε σας που έχε­τε καλή και ειλι­κρι­νή διά­θε­ση δόθη­κε από τον Θεό ως χάρη να μάθε­τε τις μυστη­ριώ­δεις αλή­θειες της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, σε εκεί­νους όμως δεν έχει δοθεί αυτή η χάρη”)»[Ματθ.13,10–11].

Αξί­ζει να θαυ­μά­σου­με τους μαθη­τές, πώς, επι­θυ­μών­τας να μάθουν, γνώ­ρι­ζαν πότε έπρε­πε να ρωτή­σουν. Δεν έκα­ναν δηλα­δή παρου­σία όλων την ερώ­τη­ση, πράγ­μα που το δήλω­σε ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, λέγον­τας: «Κα προ­σελ­θόν­τες(:και αφού προ­σήλ­θαν)». Και το ότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι φαν­τα­στι­κοί, το δήλω­σε σαφέ­στε­ρα ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, λέγον­τας ότι κατ ’ιδί­αν προ­σήλ­θαν σε Αυτόν[βλ. Μάρκ.4,10: «τε δ γένε­το κατ μόνας, ρώτη­σαν ατν ο περ ατν σν τος δώδε­κα τν παρα­βο­λήν(:Όταν έμει­νε μόνος Tου, Tον ρώτη­σε ο ευρύ­τε­ρος κύκλος των μαθη­τών Tου μαζί με τους δώδε­κα τη σημα­σία της παρα­βο­λής)»].

Αυτό λοι­πόν έπρε­πε να κάνουν προ­η­γου­μέ­νως και οι αδελ­φοί και η μητέ­ρα Του, και όχι να Τον καλέ­σουν έξω και να επι­δει­χθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο[βλ. Μάρκ.3,31–32: «ρχον­ται ον μήτηρ ατο κα ο δελ­φο ατο, κα ξω σττες πέστει­λαν πρς ατν φωνοντες ατόν·επον δ ατ· δο μήτηρ σου κα ο δελ­φοί σου ξω ζητοσί σε (: Έφτα­σαν τότε η μητέ­ρα Του και αυτοί που πολ­λοί νόμι­ζαν ότι είναι αδελ­φοί Του, κι αφού στά­θη­καν έξω απ’ το σπί­τι, έστει­λαν κάποιους σε Αυτόν και Τον φώνα­ξαν. Κι ενώ γύρω Του καθό­ταν πολύς λαός, Του είπαν: “Για δες, η μητέ­ρα σου και οι αδελ­φοί σου στέ­κον­ται απ’ έξω και σε ζητούν”)»].

Αλλά πρό­σε­ξε και τη φιλο­στορ­γία των μαθη­τών· πώς δηλα­δή συζη­τούν με τον διδά­σκα­λό τους για χάρη των άλλων και πρω­τί­στως ενδια­φέ­ρον­ται για εκεί­νους και έπει­τα για του εαυ­τούς τους. Διό­τι λέγουν: «Δια­τί ν παρα­βο­λας λαλες ατος;(:Για ποιο λόγο τους μιλάς με παρα­βο­λές😉». Δεν είπαν: «Για­τί ομι­λείς προς εμάς με παρα­βο­λές;». Αλλά και σε άλλες περι­πτώ­σεις φαί­νον­ται με πολ­λούς τρό­πους να εκδη­λώ­νουν τη φιλο­στορ­γία τους προς όλους, όπως για παρά­δειγ­μα όταν λένε: «πόλυ­σον τν χλον, να πορευ­θέν­τες ες τς κύκλ κώμας κα τος γρος κατα­λύ­σω­σι κα ερωσιν πισι­τι­σμόν, τι δε ν ρήμ τόπ σμέν(:Στο μετα­ξύ όμως η ημέ­ρα άρχι­σε να γέρ­νει προς το βρά­δυ. Και τότε Τον πλη­σί­α­σαν οι δώδε­κα από­στο­λοι και Του είπαν: “Δώσε εντο­λή στα πλή­θη του λαού να φύγουν, να πάνε στα γύρω χωριά και τα χωρά­φια και να βρουν εκεί κατα­λύ­μα­τα να περά­σουν τη νύχτα τους και τρό­φι­μα να φάνε· διό­τι εδώ βρι­σκό­μα­στε σε ερη­μι­κό τόπο”)»[Λουκ.9,12]· και επί­σης: «Τότε προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα ατο επον ατ· οδας τι ο Φαρι­σαοι σκαν­δα­λί­σθη­σαν κού­σαν­τες τν λόγον;(: Τότε Tον πλη­σί­α­σαν οι μαθη­τές Tου και Tου είπαν: “Γνω­ρί­ζεις ότι οι Φαρι­σαί­οι σκαν­δα­λί­στη­καν και αγα­νά­κτη­σαν, όταν άκου­σαν το λόγο που είπες για τις τρο­φές;’’)»[Ματθ.15,12].

Και ποια απάν­τη­ση λοι­πόν δίνει ο Χρι­στός; «μν (:Σε εσάς)», λέγει, «δέδο­ται γνναι τ μυστή­ρια τς βασι­λεί­ας τν ορανν·κεί­νοις δ ο δέδο­ται (:έχει δοθεί το προ­νό­μιο να γνω­ρί­σε­τε τα μυστή­ρια της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, σε εκεί­νους όμως δεν δόθη­κε αυτό το προ­νό­μιο)»[Ματθ.13,11]. Και αυτό το είπε όχι για να δηλώ­σει ότι αυτό συνέ­βη κατ’ ανάγ­κην, ούτε ότι έγι­νε απλώς και ως έτυ­χε κάποια προ­τί­μη­ση προς αυτούς, αλλά για να δεί­ξει ότι οι ίδιοι οι Γραμ­μα­τείς και οι Φαρι­σαί­οι είναι αίτιοι όλων των συμ­φο­ρών, και επει­δή ίσως θέλει να κατα­στή­σει γνω­στό ότι αυτό το γνώ­ρι­σμα είναι δωρεά και χάρη που δίνε­ται άνω­θεν· επει­δή όμως είναι δωρεά δεν σημαί­νει ότι έχει καταρ­γη­θεί το δικαί­ω­μα να ενερ­γή­σουν ελεύ­θε­ρα. Και αυτό καθί­στα­ται φανε­ρό από τα όσα ειπώ­θη­καν στη συνέ­χεια.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν πώς φανε­ρώ­νει ότι μέσα μας βρί­σκε­ται η αιτία της ελεύ­θε­ρης εκλο­γής, ώστε ούτε εκεί­νοι να απο­γο­η­τευ­θούν, αλλά ούτε και αυτοί να αδια­φο­ρή­σουν όταν θα ακού­σουν για­τί τους δόθη­κε το προ­νό­μιο αυτό. «στις γρ χει, δοθή­σε­ται ατ κα περισ­σευ­θή­σε­ται· στις δ οκ χει, κα χει ρθή­σε­ται π᾿ ατο(:διό­τι σε εκεί­νον που έχει πίστη και προ­θυ­μία, θα δοθεί η γνώ­ση των θεί­ων μυστη­ρί­ων, και θα δοθεί πλού­σια και με πλε­ο­να­σμό. Από εκεί­νον όμως που δεν έχει πίστη και αγα­θή διά­θε­ση, θα του αφαι­ρε­θεί και η λίγη ακό­μη γνώ­ση που έχει)»[Ματθ.13,12]. Και είναι μεν γεμά­τα από ασά­φεια όσα ειπώ­θη­καν, παρά ταύ­τα όμως φανε­ρώ­νουν ανεκ­δι­ή­γη­τη δικαιο­σύ­νη.

Το νόη­μα των λόγων Του είναι το εξής: «Όταν κανείς δεί­χνει προ­θυ­μία και ενδια­φέ­ρον, θα δοθούν σε αυτόν από τον Θεό και όλα τα άλλα, όταν όμως είναι άδειος από αυτά και δεν προ­σπα­θεί όσο εξαρ­τά­ται από τον ίδιο, τότε δεν του δίνον­ται ούτε και αυτά του Θεού». «Καθό­σον», λέγει, «αυτό που νομί­ζει ότι έχει θα του αφαι­ρε­θεί»· όχι ότι του το αφαι­ρεί ο Θεός, αλλά επει­δή ο ίδιος δεν αξιο­ποιεί αυτά που είχε. Το ίδιο κάνου­με και εμείς· όταν δηλα­δή δού­με κάποιον να ακού­ει με ραθυ­μία και δεν μπο­ρού­με παρά όλες τις παρα­κλή­σεις μας να τον πεί­σου­με να προ­σέ­χει, παύ­ου­με στη συνέ­χεια να επι­μέ­νου­με· διό­τι εάν συνε­χί­σου­με να επι­μέ­νου­με, τότε μεγα­λώ­νει η αδια­φο­ρία του. Εκεί­νον όμως που ενδια­φέ­ρε­ται για να μάθει, τον προ­σελ­κύ­ου­με και του διδά­σκου­με πάρα πολ­λά. Και πολύ ορθά είπε «και αυτό που νομί­ζει ότι έχει»· διό­τι ούτε και αυτό που νομί­ζει ότι έχει το έχει.

Ακο­λού­θως κατέ­στη­σε περισ­σό­τε­ρο σαφές αυτό που είπε, αφού εξή­γη­σε τη σημα­σία των λόγων Του «στις γρ χει, δοθή­σε­ται ατ κα περισ­σευ­θή­σε­ται· στις δ οκ χει, κα χει ρθή­σε­ται π᾿ ατο(:διό­τι σε εκεί­νον που έχει πίστη και προ­θυ­μία, θα δοθεί η γνώ­ση των θεί­ων μυστη­ρί­ων, και θα δοθεί πλού­σια και με πλε­ο­να­σμό. Από εκεί­νον όμως που δεν έχει πίστη και αγα­θή διά­θε­ση, θα του αφαι­ρε­θεί και η λίγη ακό­μη γνώ­ση που έχει)». «Δι τοτο(:Για τον λόγο αυτόν)», λέγει, «ν παρα­βο­λας ατος λαλ, να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι(:ομι­λώ με παρα­βο­λές προς αυτούς, διό­τι αν και έχουν μάτια και βλέ­πουν τα θαύ­μα­τά μου, εντού­τοις δεν θέλουν να δουν και να πιστέ­ψουν)». «Έπρε­πε λοι­πόν», θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «να ανοί­ξουν τα μάτια τους, εφό­σον τα έχουν κλει­στά». Αλλά εάν μεν η τύφλω­σή τους αυτή ήταν εκ φύσε­ως, έπρε­πε να ανοί­ξουν τα μάτια τους, επει­δή όμως η τύφλω­σή τους οφεί­λε­ται στους ίδιους και είναι αυθαί­ρε­τη, για τού­το δεν είπε απλώς «δεν βλέ­πουν», αλλά «μολο­νό­τι έχουν μάτια, δεν βλέ­πουν».

Επο­μέ­νως η τύφλω­σή τους οφεί­λε­ται στην πονη­ρία τους· διό­τι είδαν οι Φαρι­σαί­οι και δαί­μο­νες να εκβάλ­λον­ται από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους κα έλε­γαν: «Οτος οκ κβάλ­λει τ δαι­μό­νια εμ ν τ Βεελ­ζε­βούλ, ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων(:αυτός δεν βγά­ζει τα δαι­μό­νια παρά μόνο με τη βοή­θεια κα τη δύνα­μη του Βεελ­ζε­βούλ, που είναι ο άρχον­τας των δαι­μο­νί­ων)»[Ματθ. 12,24]. Τον άκου­σαν να τους οδη­γεί προς τον Θεό και να συμ­φω­νεί απο­λύ­τως προς Αυτόν και όμως λέγουν ότι «οὗτος ὁ ἄνθρω­πος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ(:αυτός ο άνθρω­πος δεν προ­έρ­χε­ται από τον Θεό)»[Ιω.9,16].

Επει­δή λοι­πόν διε­κή­ρυσ­σαν τα αντί­θε­τα και από όσα έβλε­παν και από όσα άκου­γαν, «για τον λόγο αυτόν», λέγει, «τους αφαι­ρώ και τη δυνα­τό­τη­τα να ακού­νε· διό­τι δεν έχουν να ωφε­λη­θούν τίπο­τε επι­πλέ­ον από αυτό, αντί­θε­τα μάλι­στα αυξά­νουν και επι­πλέ­ον την κατα­δί­κη τους»· διό­τι όχι μόνο δεν πίστευαν, αλλά και Τον κατέ­κρι­ναν, Τον κατη­γο­ρού­σαν και Τον επι­βου­λεύ­ον­ταν. Αλλά όμως δεν το λέγει αυτό· διό­τι δεν θέλει να είναι σκλη­ρός κατή­γο­ρός τους κατά παρό­μοιο τρό­πο, αλλά αυτό συνέ­βη με πάρα πολ­λή σαφή­νεια. Επει­δή όμως ήσαν διε­στραμ­μέ­νοι και δεν έβλε­παν αυτά, για τον λόγο αυτόν στο εξής μιλά­ει με παρα­βο­λές.

Έπει­τα, για να μη νομί­σει κανείς ότι τα όσα ειπώ­θη­καν είναι απλώς και μόνο κατη­γο­ρί­ες και ούτε να λένε ότι επει­δή είναι εχθρός μας, μας κατη­γο­ρεί για όλα αυτά και μας δια­βάλ­λει, επι­κα­λεί­ται και τους λόγους του προ­φή­τη που συμ­φω­νούν με τους δικούς Του. Διό­τι, λέγει: «Κα τότε πλη­ρω­θή­σε­ται ατος προ­φη­τεία σαΐ­ου λέγου­σα·κο κού­σε­τε κα ο μ συντε, κα βλέ­πον­τες βλέ­ψε­τε κα ο μ δητε· παχύν­θη γρ καρ­δία το λαο τού­του, κα τος σ βαρέ­ως κου­σαν, κα τος φθαλ­μος ατν κάμ­μυ­σαν, μήπο­τε δωσι τος φθαλ­μος κα τος σν κού­σω­σι κα τ καρ­δί συνσι κα πιστρέ­ψω­σι, κα άσο­μαι ατούς (:Έτσι επα­λη­θεύ­ε­ται πλή­ρως σε αυτούς η προ­φη­τεία του Ησα­ΐα που λέει: ‘’Θα ακού­σε­τε με τα σωμα­τι­κά σας αυτιά το κήρυγ­μα της αλή­θειας και δεν θα το κατα­λά­βε­τε. Και βλέ­πον­τας με τα σωμα­τι­κά σας μάτια, θα δεί­τε, αλλά δεν θα δουν και οι ψυχές σας για να φωτι­στούν, αλλά θα παρα­μεί­νε­τε πνευ­μα­τι­κώς τυφλοί. Και θα τους συμ­βεί αυτό, διό­τι εξαι­τί­ας της κακής τους δια­θέ­σε­ως ο νους του λαού αυτού σκλη­ρύν­θη­κε και σκο­τί­στη­κε, και με τα πνευ­μα­τι­κά τους αυτιά άκου­σαν με δυσφο­ρία και έκλει­σαν τα μάτια της ψυχής τους, μη θέλον­τας να δουν κάποια φορά με τα πνευ­μα­τι­κά τους μάτια και να ακού­σουν με τα εσω­τε­ρι­κά τους αυτιά και να κατα­νο­ή­σουν με την καρ­διά τη σωτη­ριώ­δη αλή­θεια και με τη μετά­νοια να επι­στρέ­ψουν, οπό­τε και θα τους θερα­πεύ­σω’’)»[Ησ. 6,9–10].

Είδες ότι είναι ακρι­βώς ίδια και η κατη­γο­ρία του Ησα­ΐα; Διό­τι ούτε και αυτός είπε ότι «δεν βλέ­πε­τε», αλλά «θα βλέ­πε­τε και δεν θα κατα­νο­εί­τε»· ούτε είπε ότι «δεν θα ακού­τε» αλλά «θα ακού­σε­τε και δεν θα κατα­λα­βαί­νε­τε». Ώστε λοι­πόν από την αρχή αυτοί οι ίδιοι απο­μά­κρυ­ναν τους εαυ­τούς τους από τη δυνα­τό­τη­τα να σωθούν, αφού βού­λω­σαν τα αυτιά τους, έκλει­σαν τα μάτια τους και σκλή­ρυ­ναν την καρ­διά τους· διό­τι όχι μόνο δεν πρό­σε­χαν τις εντο­λές του Θεού, αλλά και «βαρέ­ως κουον(:τις άκου­γαν με δυσφο­ρία)». «Και αυτό το έκα­ναν», λέγει, «μήπως επι­στρέ­ψουν και τους θερα­πεύ­σω», εννο­ών­τας με αυτά τη μεγά­λη πονη­ρία τους και την, κατά τρό­πο πολύ πει­σμα­τώ­δη, απο­στρο­φή τους.

Και αυτό το λέγει με σκο­πό να τους προ­σελ­κύ­σει και να διε­γεί­ρει την προ­σο­χή τους και να τους δεί­ξει ότι θα τους θερα­πεύ­σει εάν επι­στρέ­ψουν. Είναι σαν να έλε­γε κάποιος: «Δεν θέλη­σε να με δει και τον ευγνω­μο­νώ· διό­τι αν αξιω­νό­μου­να να τον δω, επρό­κει­το αμέ­σως να υπο­χω­ρή­σω». Αυτό λοι­πόν το λέγει για να δεί­ξει με ποιον τρό­πο θα ήταν δυνα­τόν να συμ­φι­λιω­θεί. Το ίδιο βέβαια λέγει και εδώ· «μήπως κάπο­τε επι­στρέ­ψουν και τους θερα­πεύ­σω», δεί­χνον­τας ότι και η επι­στρο­φή είναι δυνα­τή, και ότι,εφόσον μετα­νο­ή­σουν, είναι δυνα­τό να σωθούν· και ότι όλα τα έκα­νε όχι για τη δόξα Του, αλλά χάριν της σωτη­ρί­ας τους.

Διό­τι, εάν δεν ήθε­λε να ακού­σουν και να σωθούν, έπρε­πε να σιγή­σει και να μην τους ομι­λού­σε με παρα­βο­λές. Τώρα όμως ακρι­βώς για τού­το το πράγ­μα τους προ­τρέ­πει, με το να τους ομι­λεί κατά τρό­πο αλλη­γο­ρι­κό. «Μ θελή­σει θελή­σω τν θάνα­τον το νόμου, λέγει Κύριος, ς τ ποστρέ­ψαι ατν κ τς δο τς πονηρς κα ζν ατόν;(:Μήπως, τάχα, εγώ θέλω τον θάνα­το του αμαρ­τω­λού, λέγει ο Κύριος, όπως και όσο θέλω και επι­θυ­μώ να απαρ­νη­θεί αυτός τον αμαρ­τω­λό τρό­πο της ζωής, να επι­στρέ­ψει μετα­νο­η­μέ­νος προς εμέ­να, για να ζήσει επί μακρόν;)»[Ιεζ. 18,23]. Το για το ότι βέβαια η αμαρ­τία δεν οφεί­λε­ται στη φύση, ούτε είναι απο­τέ­λε­σμα ανάγ­κης και βίας αλλά ελεύ­θε­ρης επι­λο­γής του κάθε ανθρώ­που, άκου­σε τι λέγει προς τους απο­στό­λους: «μν δ μακά­ριοι ο φθαλ­μοί, τι βλέ­που­σι, κα τ τα μν, τι κού­ου­σιν(:Αυτά προ­εί­πε ο προ­φή­της για εκεί­νους. Τα δικά σας όμως πνευ­μα­τι­κά μάτια είναι άξια μακα­ρι­σμού, διό­τι βλέ­πουν. Αλλά και τα αυτιά των ψυχών σας είναι μακά­ρια, διό­τι ακού­νε)». Και δεν εννοώ την όρα­ση ούτε την ακοή του σώμα­τος, αλλά της δια­νοί­ας. Καθό­σον και οι από­στο­λοι ήσαν Ιου­δαί­οι και είχαν την ίδια ανα­τρο­φή με αυτούς, αλλά όμως δεν υπέ­στη­σαν καμία βλά­βη από την προ­φη­τεία, επει­δή είχαν ευμε­νώς δια­κεί­με­νη την προ­αί­ρε­ση και τη διά­θε­ση, που απο­τε­λεί τη ρίζα των αγα­θών.

Βλέ­πεις ότι το «δόθη­κε σε σας» δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα ανάγ­κης; Διό­τι δεν θα μακα­ρί­ζον­ταν, εάν το κατόρ­θω­μα δεν ήταν προ­σω­πι­κό. Αλλά, σε παρα­κα­λώ, μη μου πεις ότι δεν ήσαν σαφή αυτά που τους έλε­γε· διό­τι μπο­ρού­σαν να Τον πλη­σιά­σουν και να Τον ρωτή­σουν, όπως ακρι­βώς έκα­ναν και οι μαθη­τές Του. Αλλά δεν θέλη­σαν, επει­δή ήσαν ράθυ­μοι και αναί­σθη­τοι. Αλλά για­τί λέγω «δεν θέλη­σαν»; Διό­τι έκα­ναν τα τελεί­ως αντί­θε­τα. Όχι δηλα­δή μόνο δεν πίστευαν, ούτε μόνο δεν άκου­γαν, αλλά και Τον κατα­πο­λε­μού­σαν και περι­φρο­νού­σαν τελεί­ως τους λόγους Του· και ακρι­βώς για τού­τον τον λόγο παρου­σιά­ζει τον προ­φή­τη να τους κατη­γο­ρεί, λέγον­τας ότι «βαρέ­ως κουον(:με δυσφο­ρία άκου­γαν)».

Αλλά όμως δεν ήσαν τέτοιοι και οι μαθη­τές Του και για τον λόγο λοι­πόν αυτόν και τους μακά­ρι­ζε. Και σε άλλη ευκαι­ρία τους παρέ­χει την ίδια δια­βε­βαί­ω­ση πάλι, λέγον­τας: «μν γρ λέγω μν τι πολ­λο προφται κα δίκαιοι πεθύ­μη­σαν δεν βλέ­πε­τε, κα οκ εδον, κα κοσαι κού­ε­τε, κα οκ κου­σαν(: Και οι πνευ­μα­τι­κές σας αισθή­σεις είναι μακά­ριες, διό­τι αλη­θι­νά σας λέω ότι πολ­λοί προ­φή­τες και δίκαιοι επι­θύ­μη­σαν να δουν αυτά που βλέ­πε­τε εσείς και δεν αξιώ­θη­καν να τα δουν. Επι­θύ­μη­σαν και να ακού­σουν αυτά που εσείς ακού­τε, και δεν τα άκου­σαν· διό­τι έζη­σαν σε παλαιό­τε­ρα χρό­νια και δεν πρό­φτα­σαν να δουν την επί­γεια παρου­σία μου)»[Ματθ.13,17]· «και λέγον­τας αυτά εννοώ», λέγει, «την έλευ­σή Μου στον κόσμο, αυτά τα θαύ­μα­τα, τη φωνή, τη διδα­σκα­λία μου». Στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση τούς παρου­σιά­ζει ως καλύ­τε­ρους όχι μόνο από τους διε­φθαρ­μέ­νους, αλλά και από εκεί­νους που είχαν προ­κό­ψει στην αρε­τή, καθό­σον λέγει ότι είναι περισ­σό­τε­ρο αξιο­μα­κά­ρι­στοι αυτοί από εκεί­νους.

Και τι σημαί­νουν οι λόγοι αυτοί; Σημαί­νουν ότι αυτοί βλέ­πουν όχι μόνο όσα δεν είδαν οι Ιου­δαί­οι, αλλά και όσα επι­θύ­μη­σαν εκεί­νοι να δουν· διό­τι οι Δίκαιοι της Παλαιάς Δια­θή­κης μεν Τον είδαν μόνο δια της πίστε­ως, ενώ αυτοί Τον βλέ­πουν και με τα μάτια τους και πολύ πιο καθα­ρό­τε­ρα. Βλέ­πεις πώς πάλι συν­δέ­ει την Παλαιά Δια­θή­κη με την Και­νή, παρου­σιά­ζον­τας όχι μόνο εκεί­νους να γνω­ρί­ζουν τα μέλ­λον­τα να συμ­βούν, αλλά και με το να τα επι­θυ­μούν πάρα πολύ; Δεν θα ήταν δυνα­τό να το επι­θυ­μή­σουν εάν ήσαν οπα­δοί κάποιου ξένου και αντί­θε­του Θεού.

«μες ον κού­σα­τε τν παρα­βολν το σπεί­ραν­τος(:Εσείς λοι­πόν που δεχθή­κα­τε από τον Θεό τη δωρεά να γνω­ρί­σε­τε τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας των ουρα­νών, ακού­στε τη σημα­σία της παρα­βο­λής του σπο­ρέα)»,λέγει· και ανα­φέ­ρει όλα όσα προ­η­γου­μέ­νως ειπώ­θη­καν, δηλα­δή τα περί ραθυ­μί­ας και προ­σπά­θειας, τα περί δει­λί­ας και ανδρεί­ας, τα περί χρη­μά­των και ακτη­μο­σύ­νης, δεί­χνον­τας έτσι τη βλά­βη που προ­έρ­χε­ται από το ένα μέρος και την ωφέ­λεια από το άλλο. Στη συνέ­χεια επί­σης παρου­σιά­ζει και τους διά­φο­ρους τρό­πους της αρε­τής· διό­τι σαν φιλάν­θρω­πος που είναι δεν όρι­σε μία μόνο οδό, ούτε είπε ότι εάν κανείς δεν αυξή­σει σε εκα­τό αυτά που έλα­βε θα χαθεί· αλλά και αυτός που τα αυξά­νει σε εξήν­τα, σώζε­ται· και όχι μόνο αυτός, αλλά και αυτός που τα αυξά­νει σε τριάν­τα. Και αυτό το έκα­νε, για να κάνει εύκο­λη την σωτη­ρία.

Και εσύ λοι­πόν δεν μπο­ρείς να ασκή­σεις παρ­θε­νία; Σύνα­ψε γάμο με σωφρο­σύ­νη. Δεν μπο­ρείς να ασκή­σεις την ακτη­μο­σύ­νη; Δώσε κάτι από αυτά που έχεις. Δεν μπο­ρείς να σηκώ­νεις εκεί­νο το φορ­τίο; Μοί­ρα­σε τα υπάρ­χον­τά σου με τον Χρι­στό. Δεν θέλεις να Του τα παρα­χω­ρή­σεις όλα; Δώσε Του έστω και τα μισά ή και το ένα τρί­το μόνο. Αδελ­φός του φτω­χού Χρι­στια­νού αδερ­φού σου είσαι και συγ­κλη­ρο­νό­μος· κάνε τον και στην εδώ ζωή συγ­κλη­ρο­νό­μο. Όσα επρό­κει­το να δώσεις σε εκεί­νον, τα δίνεις στον εαυ­τό σου. Δεν ακούς τι λέει ο προ­φή­της; «Διά­θρυ­πτε πεινντι τν ρτον σου κα πτω­χος στέ­γους εσαγε ες τν οκόν σου· ἐὰν δς γυμνόν, περί­βα­λε, κα π τν οκεί­ων το σπέρ­μα­τός σου οχ περό­ψει(:Κόβε το ψωμί σου και μοι­ρά­σου το με τον πτω­χό. Βάλε αστέ­γους στο σπί­τι σου· εάν δεις γυμνό, ντύ­σε τον. Και απέ­ναν­τι των οικεί­ων σου μη δεί­ξεις αδια­φο­ρία και κατα­φρό­νη­ση)» [Ησ.58,7].

Εάν λοι­πόν δεν πρέ­πει να περι­φρο­νού­με τους συγ­γε­νείς, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να περι­φρο­νού­με τον Δεσπό­τη, που μας έδω­σε όχι μόνο το δικαί­ω­μα της δεσπο­τεί­ας αλλά και της συγ­γέ­νειας και άλλα ακό­μη πολύ περισ­σό­τε­ρα. Καθό­σον και μέτο­χο των αγα­θών Του μας κατέ­στη­σε, χωρίς μάλι­στα να πάρει τίπο­τε από εμάς, αλλά και πρώ­τος έκα­νε αρχή της ανέκ­φρα­στης αυτής ευερ­γε­σί­ας. Επο­μέ­νως, πώς δεν είναι έσχα­τη ανο­η­σία το να μη γίνει κανείς φιλάν­θρω­πος ούτε χάρη αυτής της δωρε­άς, ούτε να δώσει αμοι­βή έναν­τι της χάρι­τος, και να προ­σφέ­ρει ελά­χι­στα, έναν­τι τόσο πολ­λών και σπου­δαί­ων που έλα­βε; Διό­τι αυτός μεν σε έκα­νε κλη­ρο­νό­μο των ουρα­νών, ενώ εσύ δεν Του δίνεις ούτε τα γήι­να πράγ­μα­τά σου; Αυτός, χωρίς καμία δική σου προ­κο­πή, αλλά και μολο­νό­τι ήσουν εχθρός Του, σε συμ­φι­λί­ω­σε με τον εαυ­τό Του, ενώ εσύ δεν δίνεις ούτε σε αυτόν που είναι φίλος και ευερ­γέ­της σου;

Άρα­γε δεν θα ήταν δίκαιο πριν από τη βασι­λεία και πριν από όλες τις δωρε­ές να ευγνω­μο­νεί κανείς αυτόν και για τον λόγο ότι του χαρί­ζει όλες αυτές; Καθό­σον και οι δού­λοι, όταν προ­σκα­λούν τους κυρί­ους τους για να τους προ­σφέ­ρουν γεύ­μα, πιστεύ­ουν ότι δεν προ­σφέ­ρουν, αλλά λαμ­βά­νουν. Εδώ όμως συνέ­βη το αντί­θε­το· διό­τι δεν προ­σκά­λε­σε ο δού­λος τον κύριό του, αλλά ο Κύριος πρώ­τος προ­σκά­λε­σε τον δού­λο Του στην τρά­πε­ζά Του. Εσύ όμως ούτε και μετά από αυτό τον προ­σκα­λείς; Πρώ­τος σε έβα­λε μέσα στην οικία Του, εσύ όμως δεν κάνεις το ίδιο ούτε και δεύ­τε­ρος; Αυτός όταν εσύ ήσουν γυμνός σε έντυ­σε, εσύ όμως δεν Τον βάζεις στην οικία σου, τώρα που είναι ξένος, ούτε και μετά από αυτά; Πρώ­τος σε πότι­σε από το ποτή­ριό Του, αλλά εσύ δεν Του δίνεις ούτε λίγο κρύο νερό; Σε πότι­σε με το άγιο Πνεύ­μα, εσύ όμως δεν ικα­νο­ποιείς ούτε τη σωμα­τι­κή Του δίψα; Αυτός, αν και είσαι άξιος κολά­σε­ως, σε πότι­σε με Πνεύ­μα, εσύ όμως, αν και διψά­ει, Τον περι­φρο­νείς, αν και πρό­κει­ται όλα αυτά να τα κάνεις από τις δικές Του δωρε­ές;

Δεν θεω­ρείς δηλα­δή σπου­δαίο πράγ­μα το να κρα­τή­σεις στα χέρια σου το ποτή­ρι, από το οποίο πρό­κει­ται να πιει ο Χρι­στός, και να το φέρεις στο στό­μα σου; Δεν βλέ­πεις ότι μόνο στον ιερέα επι­τρέ­πε­ται να προ­σφέ­ρει το ποτή­ριο του Αίμα­τος; «Εγώ όμως», λέγει, «δεν έχω ακρι­βή απαί­τη­ση για όλα αυτά, αλλά δέχο­μαι και αν ακό­μη ο ίδιος το προ­σφέ­ρεις· και αν ακό­μη είσαι λαϊ­κός δεν σε απο­φεύ­γω. Και δεν ζητώ να μου δώσεις αυτό που σου έδω­σα· διό­τι δεν σου ζητώ αίμα, αλλά κρύο νερό». Ανα­λο­γί­σου σε Ποιον δίνεις νερό και φρί­ξε.

Σκέ­ψου ότι εσύ γίνε­σαι ιερέ­ας του Χρι­στού, δίνον­τάς Του με το ίδιο το χέρι σου, όχι σάρ­κα, αλλά άρτο, όχι αίμα, αλλά ποτή­ριο κρύ­ου νερού. Σε έντυ­σε με το ένδυ­μα της σωτη­ρί­ας, σε έντυ­σε με τον ίδιο Του τον εαυ­τό· εσύ ντύ­σε Τον στο πρό­σω­πο κάθε φτω­χού και αναγ­κε­μέ­νου συναν­θρώ­που σου, έστω και με το ένδυ­μα δού­λου. Σε έκα­νε ένδο­ξο στους ουρα­νούς· εσύ του­λά­χι­στον απάλ­λα­ξέ τον από τη φρί­κη και τη γυμνό­τη­τα και την ασχη­μο­σύ­νη. Σε έκα­νε συμ­πο­λί­τη των αγγέ­λων· εσύ δώσε Του έστω και στέ­γη μόνο, δέξου Τον στην οικία σου έστω και όπως θα δεχό­σου­να τον υπη­ρέ­τη σου. «Δεν περι­φρο­νώ αυτό εδώ το κατα­φύ­γιο, και αν ακό­μη προς χάριν σου άνοι­ξα ολό­κλη­ρο τον ουρα­νό. Σε απάλ­λα­ξα από πάρα πολύ φοβε­ρή φυλα­κή· εγώ δεν ζητώ αυτό, ούτε λέγω, απάλ­λα­ξέ με και εσύ· αλλά και μόνο να με δεις με συμ­πά­θεια, όταν θα είμαι δεμέ­νος, αρκεί αυτό για να με παρη­γο­ρή­σει. Εγώ, ενώ εσύ ήσουν νεκρός, σε ανέ­στη­σα· όμως δεν ζητώ το ίδιο και από εσέ­να, αλλά απλώς λέγω να με επι­σκε­φτείς όταν θα είμαι άρρω­στος».

Όταν λοι­πόν είναι τόσο μεγά­λα αυτά που μας έχει δώσει και τόσο ασή­μαν­τα αυτά που ζητεί από εμάς, και δεν Του παρέ­χου­με ούτε αυτά, πόσης τιμω­ρί­ας άρα­γε δεν θα είμα­στε άξιοι; Δικαιο­λο­γη­μέ­να θα οδη­γη­θού­με στο πυρ, το ετοι­μα­σμέ­νο για τον διά­βο­λο και τους αγγέ­λους του, εφό­σον είμα­στε πιο αναί­σθη­τοι και από την πέτρα. Διό­τι, πες μου, πόσο μεγά­λη είναι η αναι­σθη­σία μας, που, αν και λάβα­με τόσα πολ­λά και πρό­κει­ται να λάβου­με ακό­μη περισ­σό­τε­ρα, παρα­μέ­νου­με δού­λοι των χρη­μά­των, τα οποία μετά από λίγο θα απο­χω­ρι­στού­με και χωρίς να το θέλου­με; Και άλλοι μεν και την ψυχή τους έδω­σαν και και το αίμα τους έχυ­σαν· εσύ όμως ούτε τα περιτ­τά δεν απορ­ρί­πτεις χάριν των ουρα­νών και χάριν των τόσων στε­φά­νων; Και ποιας συγνώ­μης θα μπο­ρού­σες να αξιω­θείς και ποιας απο­λο­γί­ας, κατά τη στιγ­μή που ευχα­ρί­στως μεν κάνεις τα πάν­τα για τον σπό­ρο της γης και δανεί­ζεις στους ανθρώ­πους χωρίς καμία φει­δώ, όμως, όταν πρό­κει­ται να φιλο­ξε­νή­σεις τον Κύριό σου, δια­μέ­σου αυτών που έχουν ανάγ­κη, γίνε­σαι τόσο ωμός και απάν­θρω­πος;

Όλα αυτά λοι­πόν αφού τα χαρά­ξου­με βαθιά στον νου μας και ανα­λο­γι­στού­με αυτά που έχου­με λάβει, αυτά που πρό­κει­ται να λάβου­με και αυτά που ζητού­με από τον Θεό, ας συγ­κεν­τρώ­σου­με όλο το ενδια­φέ­ρον μας στα πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα. Ας γίνου­με επι­τέ­λους ήπιοι και φιλάν­θρω­ποι, για να μην επι­σύ­ρου­με κατά του εαυ­τού μας την ανυ­πό­φο­ρη κατα­δί­κη. Διό­τι τι δεν θα είναι ικα­νό να μας κατα­δι­κά­σει; Οι τόσο πολ­λές και τόσο σπου­δαί­ες δωρε­ές του Θεού σε σχέ­ση με τη δική μας αχα­ρι­στία; Το ότι δεν επι­διώ­ξα­με τίπο­τε το αξιό­λο­γο; Το ότι δεν ενδια­φερ­θή­κα­με για τέτοια πράγ­μα­τα, τα οποία θα αφή­σου­με εδώ και αν ακό­μη δεν το θέλου­με; Το ότι συγ­κεν­τρώ­σα­με όλο το ενδια­φέ­ρον μας και την αγά­πη μας στα βιο­τι­κά πράγ­μα­τα; Διό­τι το καθέ­να από αυτά είναι ικα­νό και μόνο του να μας κατα­δι­κά­σει· ποια όμως θα είναι η ελπί­δα για τη σωτη­ρία μας όταν συγ­κεν­τρω­θούν όλα μαζί;

Ώστε λοι­πόν για να απο­φύ­γου­με όλη αυτήν την κατα­δί­κη πρέ­πει να επι­δεί­ξου­με γεν­ναιο­δω­ρία προς τους πτω­χούς· διό­τι έτσι θα απο­λαύ­σου­με όλα τα αγα­θά, και τα εδώ και τα εκεί, τα οποία μακά­ρι να επι­τύ­χου­με όλοι μας, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μις στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΜΔ΄ και ΜΕ΄(κατ΄επιλογήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11, σελί­δες 175–213.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΣΠΟΡΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΡΕΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΣΠΟΡΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΡΕΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 12-10-1997]

(Β 363)

Ερχό­με­θα και πάλι, αγα­πη­τοί μου, στη θαυ­μα­σία παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως, όπως την ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή του Λου­κά. Εδώ ο Κύριος, με τέσ­σε­ρις εικό­νες, δεί­χνει τέσ­σε­ρις κατη­γο­ρί­ες ακρο­α­τών. Όλοι οι άνθρω­ποι δεν ακούν εξί­σου τα ευαγ­γε­λι­κά μηνύ­μα­τα. Ο καθέ­νας δια­θέ­τει τη δική του προ­αί­ρε­ση ή τη δική του καλ­λιέρ­γεια ψυχής. Άλλος είναι προ­σε­κτι­κός ακρο­α­τής, άλλος επι­πό­λαιος, άλλος πορω­μέ­νος, άλλος βρί­σκει ανε­παρ­κή αυτά που ακού­ει και επι­διώ­κει ανα­ζή­τη­ση έξω του ευαγ­γε­λι­κού χώρου, άλλος κάτι άλλο κ.ο.κ. Πάν­τως, βασι­κά στοι­χεία της παρα­βο­λής είναι:

Πρώ­τον, ότι «ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι τν σπό­ρον ατο». ξλθεν ο Θεός. ξλθεν. Πώς εξήλ­θε; Από πού εξήλ­θε; Και πού πήγε; Είναι ο Θεός Λόγος, ο Οποί­ος εξέρ­χε­ται εις τον κόσμον με την Εναν­θρώ­πη­σή Του. Δεύ­τε­ρον. Ο σκο­πός της Εναν­θρω­πή­σε­ως του Θεού Λόγου που εξέρ­χε­ται, είναι να σπεί­ρει τον σπό­ρον της αλη­θεί­ας. Και η αλή­θεια είναι ότι ο Θεός είναι Τρια­δι­κός. Η πρώ­τη αλή­θεια. Εκ της οποί­ας εξαρ­τών­ται όλες οι άλλες αλή­θειες. Και ο δεύ­τε­ρος λόγος, ότι ο Θεός Λόγος ενην­θρώ­πη­σε. Το δεύ­τε­ρον πρό­σω­πον της Αγί­ας Τριά­δος ενην­θρώ­πη­σε. Αυτές οι δύο μεγά­λες αλή­θειες, που καθο­ρί­ζουν αυτό που λέμε: «Χρι­στια­νι­σμός».

Τρί­τον. Ότι ο Θεός, τόσο αγά­πη­σε τον κόσμον, που έδω­σε τον Υιόν Του, για να σωθεί ο κόσμος δια­μέ­σου της πίστε­ως. Και ένα τέταρ­το. Ότι με τις παρα­βο­λές απο­σκο­πού­σε ο Κύριος τη γνώ­ση σε εκεί­νους που είχαν ενδια­φέ­ρον να γνω­ρί­σουν τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας του Θεού. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή αυτή η φρά­ση που ακού­σα­με σήμε­ρα· «μν» -είπε στους μαθη­τάς Του…· για­τί κι εκεί­νοι δεν κατά­λα­βαν την παρα­βο­λή, τι εννο­ού­σε ο Κύριος:- «μν δέδο­ται –είπε- γνναι τ μυστή­ρια τς βασι­λεί­ας το Θεο». «Σε σας δόθη­κε να γνω­ρί­σε­τε τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας του Θεού». Σε σας δόθη­κε.

Αλλά αν ο Θεός Λόγος εξέρ­χε­ται ως σπο­ρέ­ας του σπό­ρου των αλη­θειών Του στις ανθρώ­πι­νες καρ­διές, για­τί αυτή είναι η γη που έρχε­ται να σπεί­ρει, είναι οι ανθρώ­πι­νες καρ­διές, ταυ­τό­χρο­να εξέρ­χε­ται και ο διά­βο­λος να σπεί­ρει τον δικό του σπό­ρο στις ανθρώ­πι­νες ψυχές. Ταυ­τό­χρο­να. Εξάλ­λου γίνε­ται υπαι­νιγ­μός εις την τρί­τη περί­πτω­ση ακρο­α­τών, στην παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως πάν­το­τε, που λέγει εδώ ότι ακούν κάποιοι τον λόγο του Θεού, αλλά έρχε­ται ο διά­βο­λος και παίρ­νει από την καρ­διά τους τον λόγο του Θεού. Εδώ παίρ­νει ο διά­βο­λος. Κατά παθη­τι­κόν τρό­πον. Κατά ενερ­γη­τι­κόν τρό­πον, σπεί­ρει ο διά­βο­λος το δικό του δαι­μο­νι­κό σπέρ­μα. Να πώς το λέγει ο Κύριος στην παρα­βο­λή πάν­τα του σπο­ρέ­ως: «Ετα –έπει­τα- ρχε­ται διά­βο­λος κα αρει τν λόγον π τς καρ­δί­ας ατν -τον παίρνει‑, να μ πιστεύ­σαν­τες σωθσιν». «Με σκο­πό να μην φθά­σουν να πιστέ­ψουν και να σωθούν».

Ανα­φο­ρά λοι­πόν στον διά­βο­λο, που και αυτός κάνει μια διπλή δου­λειά. Εμπο­δί­ζει τον λόγο του Θεού, σπέρ­νει το δικό του το σπέρ­μα. Αυτή είναι η διπλή δου­λειά που κάνει ο διά­βο­λος. Δηλα­δή αφαι­ρεί, εξου­δε­τε­ρώ­νει τον σπό­ρο του Χρι­στού από τις ανθρώ­πι­νες καρ­διές, για να σπεί­ρει τον δαι­μο­νι­κό του σπό­ρο. Ο Κύριος, γι’ αυτόν τον δαι­μο­νι­κό σπό­ρο, προ­σέ­ξα­τε, για­τί ίσως δεν το έχο­με κατα­νο­ή­σει, που δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά τα ζιζά­νια που σπέρ­νει μέσα στους ανθρώ­πους, μίλη­σε σε ειδι­κή παρα­βο­λή, τη λεγό­με­νη «παρα­βο­λή των ζιζα­νί­ων».

Έτσι, θα κάνα­με μία παρέκ­βα­ση από την παρα­βο­λή, μια έτσι, μία μικρή έξο­δο από την παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως στην παρα­βο­λή των ζιζα­νί­ων· για­τί είδα­τε ότι έχει πάρα πολ­λή σχέ­ση. Όταν έρχε­ται και παίρ­νει τον σπό­ρο, τον λόγο του Θεού από τις ανθρώ­πι­νες καρ­διές. Μία δηλα­δή αντί­πρα­ξη, θα λέγα­με, στο έργο του Μεγά­λου Σπο­ρέ­ως. Αξί­ζει λοι­πόν να δού­με, είναι εξάλ­λου συν­το­μο­τά­τη, αυτήν την παρα­βο­λή, επει­δή έχει σχέ­ση, είδα­με, με την παρού­σα παρα­βο­λή. Την παρα­βο­λή των ζιζα­νί­ων ανα­φέ­ρει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος εις το 13ο κεφά­λαιο. Με δύο λόγια: «μοιώ­θη βασι­λεία τν ορανν νθρώπ σπεί­ραν­τι καλν σπέρ­μα ν τ γρ ατο». Πώς μοιά­ζει η Βασι­λεία του Θεού; Με έναν άνθρω­πο που σπέρ­νει το καλόν σπέρ­μα στο χωρά­φι το δικό του. «ν τ γρ ατο». Βλέ­πε­τε, αυτή η φρά­ση είναι εννοιο­λο­γι­κά, για να μην πω και σε κάποιες λέξεις μοιά­ζει, που λέει «ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι τν σπό­ρον ατο». Στην παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως. Είδα­τε σχέ­ση που έχει; «ν δ τ καθεύ­δειν τος νθρώ­πους λθεν ατο χθρς κα σπει­ρε ζιζά­νια ν μέσον το σίτου κα πλθεν». Πήγαν οι άνθρω­ποι να κοι­μη­θούν. Οι αγρό­τες, οι εργά­τες αυτού του ανθρώ­που, πήγαν σπί­τι τους να κοι­μη­θούν. Ο εχθρός ήρθε και έρι­ξε μέσα στο χωρά­φι ζιζά­νια· ανά­με­σα στον σίτον που εσπά­ρη από την ημέ­ρα. «τε δ βλά­στη­σεν χόρ­τος κα καρπν ποί­η­σε –όταν βγή­κε το σιτά­ρι, σαν χορ­τά­ρι και μετά έκα­νε καρ­πό- «τότε φάνη κα τ ζιζά­νια ‑τότε φάνη­καν τα ζιζά­νια-».

Και ερμη­νεύ­ει ο Κύριος την παρα­βο­λή αυτή στους μαθη­τάς Του πάλι, όπως ερμή­νευ­σε και την παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως. «Ὁ σπεί­ρων», λέει, «τ καλν σπέρ­μα στν υἱὸς το νθρώ­που». Δηλα­δή ο Ιησούς Χρι­στός. Καλόν σπέρ­μα. Ακό­μη: «Ὁ δ γρός στιν κόσμος». Ποιος είναι ο «γρός»; Είναι ο κόσμος, οι άνθρω­ποι, οι προ­αι­ρέ­σεις των καρ­διών των. «Τ δ καλν σπέρ­μα, οτοί εσιν ο υο τς βασι­λεί­ας».Το καλό σπέρ­μα ποιο είναι; Είναι οι άνθρω­ποι που απο­δέ­χον­ται. Είναι της τετάρ­της κατη­γο­ρί­ας· που λέει εκεί ότι εκεί­νος που ακού­ει, απο­δέ­χε­ται τον λόγο του Θεού, κατέ­χει- ακού­στε αυτό το κατέ­χει- τον κρα­τά τον λόγον του Θεού και καρ­πο­φο­ρεί, ακού­σα­με την παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως- εκα­τό φορές παρα­πά­νω. «Τ δ ζιζά­νιά εσι ο υο το πονη­ροῦ». Αλλά τα ζιζά­νια είναι τα παι­διά του δια­βό­λου. « δ χθρς σπεί­ρας ατά στιν διά­βο­λος». Ο εχθρός που τα έσπει­ρε είναι ο διά­βο­λος. Και εννο­εί­ται, με βοη­θούς τους ανθρώ­πους του δια­βό­λου να γίνει αυτή η σπο­ρά.

Θα λέγα­με ότι η παρα­βο­λή των ζιζα­νί­ων συμ­πλη­ρώ­νει την παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως. Σαφώς. Το είδα­τε. Και μάλι­στα την δια­σα­φί­ζει την παρα­βο­λήν του σπο­ρέ­ως ως προς τα απο­τε­λέ­σμα­τα συμ­πε­ρι­φο­ράς των τεσ­σά­ρων κατη­γο­ριών ακρο­α­τών.

Έχο­με λοι­πόν τον Σπο­ρέα και τους σπο­ρείς. Τον Σπο­ρέα, τον Χρι­στόν και τους σπο­ρείς, τους ανθρώ­πους του δια­βό­λου. Και ο σπό­ρος του αγα­θού σπο­ρέα, θα επα­να­λά­βω, είναι ο Υιός του Θεού. Βέβαια δεν αμφι­σβη­τεί­ται ότι ό,τι σπεί­ρει ο Υιός του Θεού, είναι σπέρ­μα καλόν. Δεν υπάρ­χει αμφι­σβή­τη­σις γι΄αυτό. Αμφι­σβη­τεί­ται όμως το σπέρ­μα, τα σπό­ρια να το πω απλά, των δια­φό­ρων σπο­ρέ­ων· που είναι «ο υο το πονη­ροῦ», όπως λέει ο Κύριος· που πίσω τους βέβαια κρύ­βε­ται ο διά­βο­λος. Και ποια είναι αυτή η ποιό­τη­τα την οποία αυτοί σαν σπό­ρο σπέρ­νουν στον αγρό του Χρι­στού; Ποιος είναι ο αγρός του Χρι­στού; Είναι η Εκκλη­σία. Προ­σέ­ξα­τέ το. Είναι η Εκκλη­σία. Πρώ­τι­στα, εκεί­νοι που σπέρ­νουν, οι υιοί του δια­βό­λου, τα παι­διά του πονη­ρού, του δια­βό­λου, είναι οι αιρε­τι­κοί. Κι αυτά που σπέρ­νουν είναι οι ποι­κί­λες αιρέ­σεις.

Το ακού­σα­με αυτό στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή. Με την ευκαι­ρία που γιορ­τά­ζο­με τους Πατέ­ρες της 7ης Οικου­με­νι­κής Συνό­δου, οι οποί­οι δού­λε­ψαν και πολύ κοπί­α­σαν όλοι οι Πατέ­ρες όλων των Οικου­με­νι­κών Συνό­δων, δια να καθο­ρί­σουν και στε­ρε­ώ­σουν την Αλή­θειαν, με Α κεφα­λαίο, την Αλή­θειαν, και να βγά­λουν καθε­τί που θα ήταν αιρε­τι­κό· διό­τι την αφορ­μή κάθε φορά που συνε­κρο­τεί­το μία Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος, ήταν η αίρε­σις. Ανε­φύ­ε­το μία αίρε­σις, συγ­κα­λούν­το οι Πατέ­ρες να την μελε­τή­σουν, να την απο­βά­λουν και να δια­τη­ρή­σουν την αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου. Μάλι­στα η Ζ΄ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος εκλή­θη να αντι­με­τω­πί­σει όσους αιρε­τι­κούς ηρνούν­το δια της απα­λεί­ψε­ως των εικό­νων την ανθρω­πί­νη φύση του Χρι­στού. Όπως η Α΄ Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος εκλή­θη να αντι­με­τω­πί­σει όσους αιρε­τι­κούς ηρνούν­το την θεί­αν φύσιν του Χρι­στού.

Επτά Οικου­με­νι­κές Σύνο­δοι. Έχο­με και τας τοπι­κάς. Στην Α΄ λοι­πόν οι αιρε­τι­κοί αρνούν­ται την θεό­τη­τα του Χρι­στού, στην Ζ΄ αρνούν­ται την ανθρω­πί­νη φύση του Χρι­στού· διό­τι όταν ηρνούν­το την παρου­σία των εικό­νων-… πρώ­τι­στα η εικό­να του Χρι­στού· οι όλες οι άλλες δεν θα μας ενδιέ­φε­ραν, για­τί… ή της Πανα­γί­ας ή ενός αγί­ου, για­τί υπήρ­ξαν ως άνθρω­ποι. Το θέμα είναι, μπο­ρεί ο Υιός του Θεού να εικο­νι­σθεί; Μα, εάν έγι­νε άνθρω­πος, βεβαί­ως μπο­ρεί να εικο­νι­σθεί. Αν λοι­πόν εσύ αρνεί­σαι την εικό­να του Χρι­στού, αρνεί­σαι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την Εναν­θρώ­πη­ση του Υιού του Θεού. Και λέγαν κάποιοι άλλοι αιρε­τι­κοί που προ­σήγ­γι­ζαν αυτούς τους αιρε­τι­κούς, τους λεγο­μέ­νους Μονο­φυ­σί­τας, και πρέ­πει να σας πω ότι ο Μονο­φυ­σι­τι­σμός μέσα σε όλο το μήκος της ιστο­ρί­ας της Εκκλη­σί­ας, διαρ­κώς έρπει, κι όταν βρί­σκει την κατάλ­λη­λη στιγ­μή, ξεπε­τιέ­ται. Ήσαν οι Δοκή­ται. Ότι το σώμα του Χρι­στού ήταν κατά δόκη­σιν, κατά φαν­τα­σί­αν… Ότι «ο Χρι­στός σταυ­ρώ­θη­κε στον Σταυ­ρό κατά φαν­τα­σία… Για­τί το σώμα Του ήταν φαν­τα­στι­κό, κατά φαν­τα­σία… Αντι­λαμ­βά­νε­στε; Άρα, δεν πήρε την ανθρω­πί­νη φύση. Και αφού δεν πήρε την ανθρω­πί­νη φύση, δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος να σωθεί». Και όπως λένε οι Πατέ­ρες, εκεί­νο που δεν προ­σλαμ­βά­νε­ται, το απρό­σλη­πτον, είναι και αθε­ρά­πευ­τον. Δηλα­δή δεν θερα­πεύ­ε­ται. Δηλα­δή δεν έχο­με σωτη­ρία. Αντι­λαμ­βά­νε­στε λοι­πόν. Έτσι έρχον­ται οι αιρε­τι­κοί να προ­σφέ­ρουν, να προ­σβά­λουν την αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου με την αίρε­σή τους.

Τι λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, που είναι προς τον Τίτον; «Αρετικν νθρω­πον –λέει στον Τίτο- μετ μίαν κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν παραι­τοῦ -άστο­νε, άστο­νε-, εδς τι ξέστρα­πται τοιοτος κα μαρ­τά­νει ν ατοκα­τά­κρι­τος». Αυτό το «ξέστρα­πται», του κ + στρέ­φω. Να το πω μ’ ένα παρά­δειγ­μα: Το τραί­νο που εκτρο­χιά­ζε­ται, βγαί­νει από τις γραμ­μές του. Δεν είναι πάνω στις γραμ­μές του. Αυτό θα πει: κστρέ­φω. Δηλα­δή οι άνθρω­ποι αυτοί, οι αιρε­τι­κοί, βγή­καν από τις ράγες, τις γραμ­μές της αλή­θειας, του Ευαγ­γε­λί­ου. Και αυτοί, λέγει, αμαρ­τά­νουν «ατοκα­τά­κρι­τοι ντες». Άστους. Φύγε. Μάλι­στα, παρα­λεί­πω, «μετ πρώ­την κα δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν». Τους είπες μία φορά; Τους είπες δύο φορές; Δεν κατα­λα­βαί­νει; Άστο­νε. Θα τον απο­βάλ­λεις από την Εκκλη­σία. Δεν έχει καμία σχέ­ση με την Εκκλη­σία. Ξέρε­τε πώς λέει την αίρε­ση ο άγιος Ιγνά­τιος ο Θεο­φό­ρος; «Βοτά­νην δια­βό­λου». Όπως είναι η δια­βο­λή του σίτου, εδώ είναι η βοτά­νη του δια­βό­λου. Δηλα­δή « στίν αρεσις».

Μία προ­σφι­λής μέθο­δος του δια­βό­λου, αγα­πη­τοί μου, είναι η νοθεία. Είναι η δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας, αλλά και ό,τι είναι πραγ­μα­τι­κόν. Το δια­στρέ­φει. Όπως σας είπα, το ξεστρά­τι­σμα από τη χρι­στια­νι­κή πίστη και το ευαγ­γε­λι­κόν ήθος. Δύο πράγ­μα­τα είναι. Η πίστις και το ήθος. Αυτά, λέγει, αυτά κατά κάποιον τρό­πον, ξεστρα­τί­ζον­ται, δια­στρέ­φον­ται, βγαί­νουν από τη ράγα τους. Γνω­ρί­ζει πολύ καλά ο διά­βο­λος ότι με την αίρε­ση δεν υπάρ­χει η σωτη­ρία. Διό­τι η αίρε­σις, θα πεί­τε, «Να, κάτι καλό δεν λένε;». Όχι. Μπο­ρεί να είναι όπως ένα καλό φαΐ και να έχει μέσα δηλη­τή­ριο. Στο τέλος θα ζήσεις; Ή θα πεθά­νεις; Για­τί απλού­στα­τα δεν υπάρ­χει η σωτη­ρία στην αίρε­ση· διό­τι η αίρε­σις είναι βλα­σφη­μία κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι΄αυτό λέγει ο Κύριος ο ίδιος και οι συγ­γρα­φείς της Και­νής Δια­θή­κης ότι ο αιρε­τι­κός βλα­σφη­μά κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Δεν μπο­ρεί να σωθεί, δεν έχει σωτη­ρία. Ούτε εις τον παρόν­τα, λέει, ούτε στον μέλ­λον­τα αιώ­να, είπε ο Χρι­στός. Η αίρε­ση λοι­πόν είναι το πρώ­το ζιζά­νιο ποιο­τι­κώς και ποσο­τι­κώς, που σπέρ­νει ο διά­βο­λος στον αγρό του Κυρί­ου, στην Εκκλη­σία.

Άλλη μορ­φή ζιζα­νί­ων ανά­με­σα στους Χρι­στια­νούς, είναι οι ποι­κί­λες θεω­ρί­ες, όπως περί υπάρ­ξε­ως. «Για­τί υπάρ­χω;». Ποια είναι η απάν­τη­σις; «Ε, να φάω και να πιω και να πεθά­νω». Ή «Να χαζεύω ανά­με­σα στ΄ αστέ­ρια», όπως πιστεύ­ει ο Βου­δι­σμός κ.ο.κ. Περί υπάρ­ξε­ως. Ποιος είναι ο σκο­πός της υπάρ­ξε­ώς μου.

Η θεω­ρία περί ελευ­θε­ρί­ας, περί κατα­γω­γής των ειδών και του Δαρ­βι­νι­σμού. Περί παν­σε­ξουα­λι­σμού και φρο­ϋ­δι­σμού. Περί ισό­τη­τος των φύλων και φεμι­νι­σμού. Σπο­ρές του δια­βό­λου είναι αυτά. Κατά δαι­μο­νιώ­δη μάλι­στα τρό­πο ο φεμι­νι­σμός. Περί περιο­ρι­σμού, με τον έλεγ­χο, καλύ­τε­ρα, των γεν­νή­σε­ων. Να μη γεν­νιών­ται παι­διά. Για­τί δεν θέλει ο διά­βο­λος να πλου­τί­ζε­ται η Βασι­λεία του Θεού. Περί εκτρώ­σε­ων. «Δεν χρειά­ζον­ται πολ­λά παι­διά». Ήρθε κάποιο παι­δί; Ας πού­με, δεύ­τε­ρο ή τρί­το; «Να το πετά­ξο­με». Περί ορί­ου λιμο­κτο­νί­ας των εργα­ζο­μέ­νων. Ορί­ου λιμο­κτο­νί­ας. «Τόσο μισθό θα πάρεις, όσο να ζήσεις». Περί αναρ­χι­σμού. Περί υλι­στι­κής φιλο­σο­φί­ας. Βέβαια, εδώ που τα λέμε,για την ακρί­βεια, και πνευ­μα­τι­κής δια­στά­σε­ως φιλο­σο­φία, όπως είναι ο Πλα­τω­νι­σμός, ο οποί­ος ηρνεί­το την ύλην, είναι κατα­δι­κα­στέ­ες αυτές οι φιλο­σο­φί­ες. Μην σας κάνει εντύ­πω­ση. Για­τί « Λόγος σρξ γένε­το». Και αφού ο Λόγος, ο Θεός, έγι­νε σαρξ, εσύ αρνεί­σαι την ύλην, άρα αρνεί­σαι την Εναν­θρώ­πη­ση. Άρα λοι­πόν είναι μία φιλο­σο­φία, η οποία οδη­γεί εις την αίρε­σιν, στη δια­στρο­φή. Ακό­μα περί Οικου­με­νι­σμού· συγ­χω­νεύ­σε­ως όλων των θρη­σκειών, αλη­θεί­ας και ψεύ­δους κλπ. κλπ. κλπ. Όλα αυτά είναι σπέρ­μα­τα, είναι γεν­νή­μα­τα του δια­βό­λου· που τεχνηέν­τως σπεί­ρει ο διά­βο­λος στον αγρό της Εκκλη­σί­ας του Χρι­στού. Για να μην πού­με ότι σπεί­ρει τα ζιζά­νιά του ανά­με­σα εις τους πιστούς με έρι­δες, με διχο­στα­σί­ες, με ζήλειες κλπ.

Περι­γρά­φον­τας το ήθος του αρχαί­ου κόσμου ο Παύ­λος εις το 1ο κεφά­λαιο προς Ρωμαί­ους, μας δίνει ανά­γλυ­φη την εικό­να ποιος ήταν ο αρχαί­ος κόσμος. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με όμως ότι η ιδία εικό­να ισχύ­ει σήμε­ρα, αλί­μο­νο, εις τους Χρι­στια­νούς. Αλί­μο­νο. Μυριά­κις αλί­μο­νο. Ακού­στε τι γρά­φει: «Πεπλη­ρω­μέ­νους-τότε οι ειδω­λο­λά­τραι· γεμά­τοι… Τώρα είναι οι Χρι­στια­νοί…- πάσ δικί, πορ­νεί-Δεν πάνε οι Χρι­στια­νοί στην πορ­νεία;-, πονη­ρί, πλε­ο­νε­ξία, κακί, μεστος φθό­νου, φόνου, ριδος, δόλου κακο­η­θεί­ας, ψιθυ­ρι­στάς, κατα­λά­λους, θεο­στυ­γες, βρι­στάς, περη­φά­νους, λαζό­νας, φευ­ρετς κακν, γονεσιν πει­θες, συνέ­τους, συν­θέ­τους, στόρ­γους, σπόν­δους, νελε­ή­μο­νας». Εικό­να του αρχαί­ου κόσμου. Η ιδία εικό­να τώρα των Χρι­στια­νών. Έχε­τε αντίρ­ρη­ση; Και όλα αυτά απο­τε­λούν την σπο­ρά του δια­βό­λου.

Πρέ­πει ακό­μη να έχο­με υπ’ όψιν μας, αγα­πη­τοί μου, ότι προς τα έσχα­τα ο διά­βο­λος- και τώρα είμε­θα προς τα έσχα­τα, δηλα­δή προ­οί­μια των εσχά­των, από πολ­λά, πολ­λά σημά­δια, όπως και αυτά που σας διά­βα­σα, για­τί λέει σε άλλη του επι­στο­λή ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Και μην ξεχνάς- λέει στον Τιμό­θεο- ότι τους εσχά­τους και­ρούς οι άνθρω­ποι θα είναι τέτοιοι, τέτοιοι, τέτοιοι». Στο πλά­νο που προ­η­γου­μέ­νως σας διά­βα­σα, που γρά­φει στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του· ότι ο διά­βο­λος θα δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί περισ­σό­τε­ρο· για­τί θα έχει κατα­λη­φθεί από φοβε­ρό θυμό εναν­τί­ον των ανθρώ­πων.

Ακού­στε τι γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Απο­κά­λυ­ψή του στο 12ο κεφά­λαιο: «Οα τν γν –αλί­μο­νο στη γη- κα τν θάλασ­σαν, τι κατέ­βη διά­βο­λος πρς μς –προς εσάς- χων θυμν μέγαν, εδς -γνω­ρί­ζον­τας- τι λίγον καιρν χει». «Ότι φθά­νει πια στο τέλος». Και τι κάνει; Ανα­κα­τώ­νει την γη. Ανα­κα­τώ­νει, ανα­κα­τώ­νει, ανα­κα­τώ­νει. Πρό­σω­πα, κατα­στά­σεις, οικο­γέ­νειες, τις Εκκλη­σί­ες… Δεν είμε­θα στα πρό­θυ­ρα του Οικου­με­νι­σμού; Για να μην πω προ­χω­ρη­μέ­νες κατα­στά­σεις; Και τους πάν­τες και τα πάν­τα ανα­κα­τώ­νει. Οπό­τε η δια­βο­λι­κή σπο­ρά του στην ανθρω­πό­τη­τα θα έχει, όσο προ­χω­ρά­ει ο και­ρός, θα έχει πυκνώ­σει. Μπο­ρού­με να πού­με ότι όπως το δισά­κι του γεωρ­γού περιέ­χει τον σπό­ρον που σπέρ­νει, πάρ­τε την παλιά αυτή εικό­να, που έπαιρ­νε σπό­ρο ο σπο­ριάς και έρι­χνε. Όχι σήμε­ρα με τα τρα­κτέρ. Έτσι, δισά­κι θαυ­μα­στό του δια­βό­λου που σπέρ­νει εύκο­λα και γρή­γο­ρα στη Γη, τι είναι, λέτε; Η τηλε­ό­ρα­σις. «Το κου­τί του δια­βό­λου», όπως έλε­γε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός, προ­φη­τεύ­ον­τας για την τηλε­ό­ρα­ση. Και όσοι χαζεύ­ουν μπρο­στά στην τηλε­ό­ρα­ση τα δαι­μο­νι­κά σπό­ρια τρώ­γουν. Σπό­ρια κατα­στρο­φής και απω­λεί­ας.

Αγα­πη­τοί, τι πρέ­πει να κάνο­με; Πρέ­πει να μετέλ­θο­με τρία πράγ­μα­τα. Το πρώ­το είναι η ταπεί­νω­ση. Ο ταπει­νός ποτέ δεν θέλει να φύγει από τον δρό­μο του Θεού. Ποτέ. Ο υπε­ρή­φα­νος φεύ­γει. Όταν του πεις ότι ο Θεός, για παρά­δειγ­μα, δεν θέλει να βλέ­πεις τηλε­ό­ρα­ση, θα ακού­σει. Για­τί είναι ταπει­νός.

Δεύ­τε­ρον. Είναι η πυκνή μελέ­τη της Αγί­ας Γρα­φής και του λόγου του Θεού· αλλά και η ακρό­α­σις. Να ακού­σο­με, πού γίνε­ται λόγος Θεού, να δια­βά­σο­με τον λόγο του Θεού. Με την μελέ­τη απο­κτά­ται η λυδία λίθος, που μπο­ρεί να δοκι­μά­ζει το γνή­σιο από το νόθο, το σκάρ­το. Φθά­νει μάλι­στα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος να λέγει: «δύνα­τον γάρ, δύνα­τον σωθναι νευ τς τν Γραφν ναγνώ­σε­ως». Δεν μπο­ρείς, δεν μπο­ρείς να σωθείς, αν δεν μελε­τάς τον λόγο του Θεού. Αλλά και οι συνά­ξεις. Μάλι­στα συνά­ξεις και αγιο­γρα­φι­κές και λει­τουρ­γι­κές. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λή του: «Μ γκα­τα­λεί­πον­τες τν πισυ­να­γωγν αυτν -να μην εγκα­τα­λεί­που­με-τώρα εδώ μετο­χή-την επι­συ­να­γω­γή μας, τις συγ­κεν­τρώ­σεις μας. Σας είπα· μελέ­της λόγου Θεού και λει­τουρ­γι­κές συνά­ξεις-, καθς θος τισίν- όπως σε μερι­κούς, λέει, είναι συνή­θεια να το κάνουν αυτό-, λλ παρα­κα­λοντες, κα τοσούτ μλλον, σ βλέ­πε­τε γγί­ζου­σαν τν μέραν» . Πολύ δε περισ­σό­τε­ρο, όταν βλέ­πε­τε να προ­σεγ­γί­ζει η Δευ­τέ­ρα του Χρι­στού παρου­σία. Εβραί­ους, 10ο κεφά­λαιο.

Έτσι, ο μεν θεί­ος σπό­ρος του Μεγά­λου Σπο­ρέ­ως Χρι­στού θα μας τρέ­φει πνευ­μα­τι­κά. Οι δε δαι­μο­νι­κοί σπό­ροι, που τόσο άφθο­να στην επο­χή μας κυκλο­φο­ρούν, θα απο­βάλ­λον­ται, σαν δηλη­τη­ριώ­δης τρο­φή. Και όπως σημειώ­νει η παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως, ο θεί­ος σπό­ρος του Χρι­στού θα πίπτει στη γη την αγα­θή, στη γη της καρ­δί­ας και θα απο­φέ­ρει καρ­πόν εκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να.

Και τελειώ­νει η παρα­βο­λή, και εγώ τον λόγο τον δικό μου: « χων τα κού­ειν κουέ­τω». Εκεί­νος που έχει αυτιά για να ακού­ει, αυτιά ψυχής, ας ακού­ει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_732.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 11-10-1998]

[Β384]

Ακού­σα­με, σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, την παρα­βο­λήν του σπο­ρέ­ως, που ο Κύριος με αυτήν ήθε­λε να δεί­ξει εις τους ακρο­α­τάς Του ότι όλοι δεν ήσαν εξί­σου δια­τε­θει­μέ­νοι έναν­τι της διδα­σκα­λί­ας Του. Και με την παρα­βο­λήν που τους είπε, δεί­χνει ότι ήσαν τέσ­σε­ρις κατη­γο­ρί­ες ακρο­α­τών. Εκεί­νοι που είχαν μίαν πώρω­ση καρ­διάς έναν­τι του λόγου του Θεού, εκεί­νοι που είχαν μια επι­πο­λαιό­τη­τα, πάν­τα έναν­τι του λόγου του Θεού και εκεί­νοι που είχαν μια προ­σω­πι­κή ρηχό­τη­τα. Έπε­σε, λέγει, ο σπό­ρος επά­νω εις την πέτραν και «διά τό μή χειν κμά­δα», μη έχον­τας υγρα­σία, φύτρω­σε αλλά ξερά­θη­κε. Εκεί­νοι που έχουν μία ρηχό­τη­τα. Και εκεί­νοι που οι μέρι­μνες του βίου τού­του δεν τους αφή­νουν να ανα­πτύ­ξουν την πνευ­μα­τι­κή ζωή. Είναι εκεί που έπε­σε ο σπό­ρος στις αγκα­θιές. Αλλά όμως, ευτυ­χώς, υπάρ­χει και « γαθή γ», που είναι η καρ­διά η αγα­θή· «που εκεί έπε­σε ο σπό­ρος», λέγει, «και απέ­φε­ρε εκα­τον­τα­πλά­σια».

Βλέ­πε­τε, βλέ­πει κανείς μια κοσμο­συρ­ροή να υπάρ­χει, όπως μας το σημειώ­νει και ο Λου­κάς και ο Ματ­θαί­ος εις το κήρυγ­μα του Χρι­στού. Λέγει ο Λου­κάς: «Συνιόν­τος δ χλου πολ­λο κα τν κατ πόλιν πιπο­ρευο­μέ­νων πρς ατν επε δι παρα­βολς» κ.τ.λ. Ώστε λοι­πόν ήταν πάρα πολύς όχλος. «Συνιόν­τος δ χλου πολ­λο». Εμα­ζεύ­ε­το όχλος πολύς, κόσμος, κόσμος, κοσμο­συρ­ροή.

Αλλά για­τί ο Κύριος μίλη­σε με παρα­βο­λή; Ήταν μια συνή­θεια του Κυρί­ου να ομι­λεί με παρα­βο­λή. Η παρα­βο­λή είναι μία μικρή φαν­τα­στι­κή, αλλά εντός της πραγ­μα­τι­κό­τη­τος όμως ιστο­ρία, που έχει δια­φο­ρε­τι­κούς και ποι­κί­λους σκο­πούς. Λέγω εντός της πραγ­μα­τι­κό­τη­τος. Φερει­πείν, οι μύθοι ή οι παρα­βο­λές του Αισώ­που, λέγει ότι ένας κόρα­κας κρα­τού­σε ένα κομ­μά­τι τυρί και του λέγει η αλε­πού: «Α, τι ωραία που κελαη­δάς…». Αυτό δεν είναι δυνα­τόν να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Διό­τι ούτε η αλε­πού μιλά­ει, ούτε ο κόρα­κας μιλά­ει. Συνε­πώς είναι μύθοι ή εικό­νες ή παρα­βο­λές μη πραγ­μα­τι­κές. Ενώ όλες κατά κανό­να οι παρα­βο­λές του Χρι­στού είναι μεν ιστο­ρί­ες φαν­τα­στι­κές, αλλά είναι όμως πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μες. Δύναν­ται να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν.

Η παρα­βο­λή απο­τε­λεί μία εσω­τε­ρι­κή επο­πτεία που δια­σα­φί­ζει την έννοια. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Λέγει ο Μάρ­κος: «Χωρίς δέ παρα­βολς οχ λάλει ατος». «Χωρίς δε παρα­βο­λή δεν μιλού­σε στα πλή­θη ποτέ». Έτσι, όταν είπε: «Προ­σέ­χε­τε πό πάσης πλε­ο­νε­ξί­ας» είπε μίαν έννοιαν, δια­σα­φί­ζει όμως με μίαν παρα­βο­λήν τον κίν­δυ­νο που υφί­στα­ται εκεί­νος ο οποί­ος είναι πλε­ο­νέ­κτης. Και είπε την παρα­βο­λή του άφρο­νος πλου­σί­ου. Ή ακό­μη για να δεί­ξει το μέγε­θος του γεγο­νό­τος της σωτη­ρί­ας και πόσο του αμαρ­τω­λού ανθρώ­που, και πόσο είναι απο­δε­κτή έναν­τι του Θεού, είπε τρεις παρα­βο­λές. Είπε την παρα­βο­λή της απω­λε­σθεί­σης δραχ­μής, του χαμέ­νου προ­βά­του, αλλά και του ασώ­του υιού. Βλέ­πε­τε ότι ο Κύριος λέγει μία θέση του ήθους ή της πίστε­ως και κατό­πιν παρα­θέ­τει μία παρα­βο­λή. Για­τί; Για να δια­σα­φή­σει εκεί­νο το οποίο λέγει.

Η παρα­βο­λή έχει την φαι­νο­με­νι­κή αδυ­να­μία να μη δίδει ορι­σμόν. Αν θέλε­τε, προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Ο ορι­σμός ορί­ζει. Εξ ου και ο ορι­σμός. Δηλα­δή περιο­ρί­ζει. Βάζει όρια. Σ’ αυτό που θέλει να πει. Ο ορι­σμός της δικαιο­σύ­νης, ο ορι­σμός της αλη­θεί­ας. Τι είναι; Είναι πέν­τε κου­βέν­τες που μιλά­νε γι’αυ­τό το θέμα, αλλά και που περιο­ρί­ζουν αυτό το θέμα σε κάποια όρια. Πέραν των οποί­ων ορί­ων δεν έχο­με τίπο­τε άλλο να πού­με. Αυτό λέγε­ται ορι­σμός. Και είναι γνω­στό ότι ορι­σμούς έχο­με επί πολ­λών πολ­λών πραγ­μά­των. Ιδιαι­τέ­ρως δε οι Έλλη­νες, οι αρχαί­οι Έλλη­νες αγα­πού­σαν πάρα πολύ να ορί­ζουν τα πράγ­μα­τα. Δηλα­δή πάν­το­τε δια­τυ­πώ­νουν έναν ορι­σμόν. Λέμε ότι ο Θεός είναι α‑όριστος. Δηλα­δή δεν ορί­ζε­ται. Τι να πού­με για τον Θεό; Θα λέγα­με για ένα τρα­πέ­ζι…: «Έχει τέσ­σε­ρα ποδά­ρια, είναι μία επί­πε­δος επι­φά­νεια…». Τι μπο­ρού­με να πού­με για τον Θεό; Ο Θεός δεν ορί­ζε­ται. Για­τί δεν γνω­ρί­ζο­με τον Θεό παρα­πά­νω απ’ ό,τι γνω­ρί­ζο­με. Και συνε­πώς ο Θεός είναι αόρι­στος. Δεν ορί­ζε­ται.

Αντί­θε­τα, η παρα­βο­λή εκφρά­ζει τον πλού­το μιας εννοί­ας που μπο­ρείς να την δεις σφαι­ρι­κά. Και από δω και από κει και από κει. Αυτό το πλε­ο­νέ­κτη­μα έχει η παρα­βο­λή. Ενώ δεν μπο­ρείς να πεις τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο στον ορι­σμό, όμως μπο­ρείς να πεις πάρα πολ­λά πράγ­μα­τα και να βγά­λεις πολ­λά εξα­γό­με­να συμ­πε­ρά­σμα­τα, όταν ειπω­θεί μία παρα­βο­λή. Και λέμε ‑χωρίς περιο­ρι­σμό- και λέμε: «Κι αυτό σημαί­νει η παρα­βο­λή, σημαί­νει κι αυτό, σημαί­νει κι αυτό». Χωρίς να μπο­ρού­με να περιο­ρί­σου­με εκεί­να τα οποία μπο­ρού­με να βγά­λο­με από την παρα­βο­λή.

Η παρα­βο­λή ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, απο­τε­λεί μία ευσύ­νο­πτη διδα­σκα­λία. Μια διδα­σκα­λία με λίγα λόγια. Με μία εικό­να συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει τα πάν­τα. Κυκλο­φο­ρεί στην επο­χή μας η θέση ότι μία φωτο­γρα­φία λέγει χίλια πράγ­μα­τα. Φερει­πείν δημο­σιεύ­ε­ται μία φωτο­γρα­φία ενός περι­στα­τι­κού, ενός γεγο­νό­τος, που δεν μπο­ρεί αυτά τα χίλια πράγ­μα­τα να τα πει ένα κύριο άρθρο. Το λέμε, στην επο­χή μας. Έτσι κι εδώ. Η παρα­βο­λή είναι μία εικό­να που συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει τα πάν­τα, κατά ευσύ­νο­πτον τρό­πον. Εκεί­νο που θα έλε­γες, δηλα­δή, αλλιώ­τι­κα, με πολ­λήν φλυα­ρί­αν. Επι­κρα­τεί συνή­θεια στην Ανα­το­λή, πάν­το­τε, μέχρι σήμε­ρα, από αρχαιο­τά­των χρό­νων να υπάρ­χει μία ευσύ­νο­πτη διδα­σκα­λία, πάν­το­τε, δια­μέ­σου εικό­νων που πάν­το­τε λένε πολ­λά.

Η παρα­βο­λή, ακό­μη, είναι μία αξιο­μνη­μό­νευ­τη διδα­σκα­λία. Μπο­ρείς δηλα­δή να την θυμά­σαι. Για­τί είναι ντυ­μέ­νη με εικό­νες. Και αφού είναι ντυ­μέ­νη με εικό­νες αυτή η διδα­σκα­λία, με παρα­στά­σεις, ο άνθρω­πος τις θυμά­ται πολύ καλά. Αλλά είναι ταυ­τό­χρο­να η παρα­βο­λή και ένα ορυ­χείο από το οποίο μπο­ρεί στο μέλ­λον, όσο ο άνθρω­πος μορ­φώ­νε­ται, διευ­ρύ­νει τις γνώ­σεις του, από εκεί μέσα να βγά­ζει περισ­σό­τε­ρα και περισ­σό­τε­ρα, θα έλε­γα, μέχρι βαθ­μού ανε­ξαν­τλή­του, συμ­πε­ρά­σμα­τα. Ό,τι του συμ­βεί, κάτι πάν­τα και­νού­ριο θα συμ­βαί­νει στον άνθρω­πο και θα κατα­φύ­γει εις την παρα­βο­λή, για να βρει εκεί­νο που τον καλύ­πτει. Και να πει: «Να, η παρα­βο­λή λέγει αυτό».

Με την παρα­βο­λή εκφρά­ζον­ται τα ανέκ­φρα­στα. Οι άκτι­στοι λόγοι πώς θα εκφρα­στούν μέσα εις τον κτι­στόν κόσμον; Παρά με μίαν παρα­βο­λήν. Έτσι η παρα­βο­λή είναι μία εικό­να θεί­ων πραγ­μα­τι­κο­τή­των, ντυ­μέ­νη με επί­γεια ενδύ­μα­τα. Ο Παύ­λος επί παρα­δείγ­μα­τι, αρπα­γείς έως τρί­του ουρα­νού, είδε και άκου­σε, όπως μας λέγει ο ίδιος, «ρρη­τα ήμα­τα». Ρήμα­τα που δεν λέγον­ται. Και ακό­μη είπε εκεί­νο το «οκ ξν νθρώπ λαλσαι». Το «ξν» θα πει και δεν επι­τρέ­πε­ται να πεις, αλλά και δεν μπο­ρείς να πεις. Δεν υπάρ­χει δυνα­τό­τη­τα να πεις. Ότι ηρπά­γη εκεί. Πού; Εις τον Παρά­δει­σον! Έτσι λοι­πόν ο Παρά­δει­σος, ο ουρά­νιος Παρά­δει­σος, εδώ τώρα εκφρά­ζε­ται με έναν κήπο· που αντί­γρα­φό του είναι ο Παρά­δει­σος της Εδέμ, που ήταν εδώ κάτω στη Γη. Και ήταν πράγ­μα­τι ένας κήπος. Αλλά πώς να εκφρά­σεις τον ουρά­νιον Παρά­δει­σον;

Ακό­μη ο Κύριος, προ­κει­μέ­νου να μιλή­σει για την Βασι­λεία του Θεού λέγει: «Τίνι μοιώ­σω τν βασι­λεί­αν τν ορανν;». «Με τι να την παρο­μοιά­σω την βασι­λεί­αν του Θεού;». Τρό­πον τινά ο Κύριος βρί­σκε­ται σε μία δυσκο­λία- τρό­πον τινά. Πώς να παρο­μοιά­σει την Βασι­λεί­αν του Θεού; Πώς να την παρο­μοιά­σω; Και είπε τρεις παρα­βο­λές. Δεν είπε μία. Είπε τρεις παρα­βο­λές· που στην κάθε παρα­βο­λή μπο­ρού­σε να ανα­πτύ­ξει μία πτυ­χή της Βασι­λεί­ας του Θεού. Δηλα­δή η παρα­βο­λή εκφρά­ζει τα ανέκ­φρα­στα. Η κτι­στή γλώσ­σα, αυτήν την οποία έχο­με, όχι γλώσ­σα το όργα­νον, αλλά η ομι­λία, η κτι­στή γλώσ­σα είναι πτω­χή και ανε­παρ­κής. Αυτό το βλέ­πο­με και στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Πόσες φορές βρί­σκο­με δυσκο­λία να μετα­φέ­ρο­με από τη μία γλώσ­σα στην άλλη, μία μετά­φρα­ση να κάνο­με, κάποιες έννοιες. Δεν μπο­ρού­με εύκο­λα. Πόσο περισ­σό­τε­ρο να εκφρά­σο­με πράγ­μα­τα που δεν εκφρά­ζον­ται. Η γλώσ­σα, λοι­πόν, είναι πάρα πολύ, η ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα, είναι πάρα πολύ πτω­χή. Όσο κι αν λέμε εμείς οι Έλλη­νες ότι η ελλη­νι­κή γλώσ­σα είναι πλου­σία. Ναι, έναν­τι άλλων γλωσ­σών. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως τι να εκφρά­σεις από τα ουρά­νια;

Η παρα­βο­λή ακό­μα δια­φο­ρο­ποιεί το ακρο­α­τή­ριον. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: « παρα­βο­λή τόν ξιον καί οκ ξιον διαι­ρε». Διαι­ρεί, ξεχω­ρί­ζει, τον άξιον από τον ανά­ξιον. Και αυτό συμ­βαί­νει εδώ στην παρού­σα παρα­βο­λή, του σπο­ρέ­ως. Ήταν εκεί­νοι οι οποί­οι πήγαν να ακού­σουν τον Κύριο, αλλά με τι διά­θε­ση πήγαν να ακού­σουν; Από περιέρ­γεια; Το συναν­τού­με αυτό, να μας το λέγουν οι ιεροί Ευαγ­γε­λι­σταί, σε άλλες περι­πτώ­σεις. Από κακεν­τρέ­χεια; Όπως οι Φαρι­σαί­οι; Δεν μίλη­σε που­θε­νά ο Χρι­στός δημο­σί­ως και να μην είναι παρόν­τες οι κακεν­τρε­χείς Φαρι­σαί­οι. Από επι­πο­λαιό­τη­τα πήγαν; «Να, έτσι, πάμε να δού­με». Ή από έναν γνή­σιο πόθο; Εδώ βλέ­πε­τε ότι η παρα­βο­λή δια­φο­ρο­ποιεί τους ακρο­α­τάς.

Η παρα­βο­λή ακό­μη ‑και αυτό είναι σπου­δαίο- απο­κα­λύ­πτει και απο­κρύ­πτει, δια­σα­φί­ζει και συσκο­τί­ζει. Και τα δύο κάνει αυτά. Τα δύο ζεύ­γη. Απο­κα­λύ­πτει, ξανα­λέ­γω, αλλά και απο­κρύ­πτει. Μοιά­ζει με το φως που είχαν οι Εβραί­οι στην Αίγυ­πτο. Ηλιό­λου­στη ημέ­ρα, όταν ταυ­τό­χρο­να.. ή στην Αίγυ­πτο, για­τί αυτοί ήσαν στη γη Γεσέμ, λιγά­κι νοτιο­α­να­το­λι­κά που ήσαν οι Αιγύ­πτιοι, υπήρ­χε βαθύ σκο­τά­δι. Μάλι­στα μας λέγει ο ιερός συγ­γρα­φεύς ότι το σκο­τά­δι ήταν ψηλα­φη­τόν. Δηλα­δή ψηλα­φού­σες για να αντι­λη­φθείς κάτι. Οι Εβραί­οι είχαν άπλε­το φως! Έτσι μοιά­ζει η παρα­βο­λή. Άλλοι βλέ­πουν και άλλοι δεν βλέ­πουν. Σε όλους η παρα­βο­λή μπο­ρεί να δια­σα­φί­σει και σε κάποιους μπο­ρεί να συσκο­τί­σει.

Ακού­στε τι γρά­φει ο Ματ­θαί­ος: «Καί προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­ταί επον ατ (:«Τον ρώτη­σαν τον Κύριο». Και μάλι­στα επά­νω στην παρα­βο­λή του σπο­ρέ­ως)· δια­τί ν παρα­βο­λας λαλες ατος; (: «Για­τί», λέγει, «μιλάς στα πλή­θη με παρα­βο­λές;»). δέ ποκρι­θείς επεν ατος· τι μν δέδο­ται γνναι τά μυστή­ρια τς βασι­λεί­ας τν ορανν, κεί­νοις δέ ο δέδο­ται (:«Σε σας», λέει, «δόθη­κε να γνω­ρί­σε­τε τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας των ουρα­νών, που είναι κρυμ­μέ­να με το ένδυ­μα μιας παρα­βο­λής. Ή δια των παρα­βο­λών. Σε εκεί­νους, τους πολ­λούς; Αυτό το χάρι­σμα δεν δόθη­κε»). στις γάρ χει, δοθή­σε­ται ατν καί περισ­σευ­θή­σε­ται· στις δέ οκ χει, καί χει ρθή­σε­ται π’ ατο». Δηλα­δή εάν έχεις λίγο Πνεύ­μα Θεού, εάν δια­θέ­τεις κάποια μάτια, τότε θα σου δοθεί και πιο πολ­λή δυνα­τό­τη­τα να ξεχω­ρί­σεις. Αντί­θε­τα, εάν έχεις βέβαια κάτι, αλλά δεν έχεις μέσα σου την πίστη, κι εκεί­νο που έχεις για να μπο­ρείς να ξεχω­ρί­σεις, κι αυτό θα σου το πάρει ο Θεός. Μη σας κάνει εντύ­πω­ση… «Δια τοτο ‑συμ­πλη­ρώ­νει ο Κύριος- ν παρα­βο­λας ατος λαλ (: «Γι’ αυτόν τον λόγο», λέει, «μιλάω με παρα­βο­λές»),να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα κού­ον­τες μ συνισιν (:ώστε να βλέ­πουν και να μην βλέ­πουν, να ακού­νε και να μην ακού­νε, και να μην κατα­λα­βαί­νου­νε)».

Θα μου πεί­τε ο Κύριος δεν ήθε­λε όλοι να κατα­λα­βαί­νουν; Όχι, αγα­πη­τοί μου. Για­τί εξαρ­τά­ται από την διά­θε­ση που προ­σεγ­γί­ζεις τον λόγο του Θεού. Είναι σφρα­γι­σμέ­νος ο λόγος του Θεού με επτά σφρα­γί­δες. Επτα­σφρά­γι­στος είναι, αν δεν έχεις αγα­θήν διά­θε­σιν. Γι΄αυτό πολ­λοί που δεν έχουν το Πνεύ­μα του Θεού, ερμη­νεύ­ουν την Αγία Γρα­φή και λένε –επι­τρέ­ψα­τέ μου την λέξη- αρλούμ­πες. Θέλε­τε ακό­μη; Και βέβη­λα συμ­πε­ρά­σμα­τα. Και βλά­σφη­μα συμ­πε­ρά­σμα­τα. Για­τί δεν έχουν το Πνεύ­μα του Θεού. Ώστε να βλέ­πεις αλλά να μην βλέ­πεις, να ακούς, αλλά να μην ακούς. Για­τί λέει κανείς: «Να, δεν ακούς τώρα; Δεν βλέ­πεις τώρα τον Κύριο που ομι­λεί;». Ο Κύριος τούς είπε: «Είσα­στε τυφλοί». «Τυφλοί; Και σε βλέ­πο­με και σε ακού­με!». «Όχι», λέει, «αν βλέ­πα­τε, θα στε­κό­σα­στε απέ­ναν­τί μου δια­φο­ρε­τι­κά». «μν δ μακά­ριοι ο φθαλ­μοί ‑λέει τώρα στους μαθη­τάς- (:«Τα μάτια τα δικά σας», λέει στους μαθη­τάς, «είναι μακά­ρια, ευτυ­χή») τι βλέ­που­σι, κα τ τα μν, τι κού­ου­σιν». Για­τί βλέ­πουν τα μάτια σας. Ποια μάτια; Της ψυχής τα μάτια. Ποια αυτιά ακού­νε; Της ψυχής τα αυτιά. Είσα­στε ευτυ­χείς.

Βλέ­πε­τε λοι­πόν να υπάρ­χει εδώ μία δια­φο­ρο­ποί­η­σις. Οι μεν έτσι, οι δε έτσι. Και προ­χω­ρώ. Αλλά και αυτή η κτί­σις είναι μία παρα­βο­λή. Ολό­κλη­ρη η Δημιουρ­γία. Είναι μία παρα­βο­λή. Που οι μεν, ω, απο­κρυ­πτο­γρα­φούν την Ενυ­πό­στα­τον Σοφία του Θεού, παν­τού την βλέ­πουν, την Ενυ­πό­στα­τον Σοφί­αν του Θεού. Ποια είναι η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία; Η προ­σω­πι­κή Σοφία του Θεού, δηλα­δή ο μετέ­πει­τα Ιησούς Χρι­στός, ο Θεός Λόγος. Παν­τού βλέ­πουν την σφρα­γί­δα του Ιησού Χρι­στού, ότι ο Θεός Λόγος τα έκα­νε όλα. Και μένουν έκπλη­κτοι. «Πώς σοφία! Πώς δύνα­μις! Πώς ωραιό­της μέσα στην Δημιουρ­γία!». Έτσι λένε. Οι δε… Ποιοι; Εκεί­νοι που δεν έχουν τον τρό­πο να δουν, δεν δια­κρί­νουν τίπο­τα. Έτσι βγαί­νουν οι διά­φο­ρες θεω­ρί­ες, αγα­πη­τοί, εκεί­νες οι θεω­ρί­ες οι κοσμο­λο­γι­κές, ή, ξέρω γω, ανθρω­πο­λο­γι­κές θεω­ρί­ες, για­τί δεν μπο­ρούν να δια­κρί­νουν την Ενυ­πό­στα­τον Σοφί­αν μέσα εις την Δημιουρ­γία. Τι είναι λοι­πόν η Δημιουρ­γία; Κι αυτή είναι μία παρα­βο­λή που χρειά­ζε­ται ερμη­νεία.

Αλλά για­τί; Θα μου πεί­τε, τα πράγ­μα­τα έχουν έτσι; Αγα­πη­τοί μου, από φιλαν­θρω­πία του Θεού. Για να μην έχουν μεγα­λυ­τέ­ρα τιμω­ρία σαν κατα­φρο­νη­ταί οι άνθρω­ποι. Ξέρε­τε τι θα πει κατα­φρο­νη­τής; Φοβε­ρό πράγ­μα! Να βλέ­πεις κάτι να μην δίνεις σημα­σία σ΄ αυτό, να μην το εκτι­μάς και να γυρί­ζεις τα νώτα σου. Θα θυμό­σα­στε οι άνδρες… τρώ­γα­με την κου­ρα­μά­να, το ψωμί. Και πολ­λές φορές, πολ­λές φορές, άστε ότι καθα­ρί­ζα­με και την καρα­βά­να μας από τις σάλ­τσες με το ψωμί, αλλά και ψωμιά που περίσ­σευαν, τα… κλω­τσού­σα­με, σαν να παί­ζα­με ποδό­σφαι­ρο. Παπ, μια κλω­τσιά στο ψωμί. Το ψωμί κλω­τσάς; Άνθρω­πέ μου, μη φθά­σεις να πεις το ψωμί ψωμά­κι. Το ψωμί κλω­τσάς; Έτσι κι εδώ. Για να μην περι­φρο­νή­σεις τα άγια των αγί­ων, τα ουρά­νια άγια δεν σου τα απο­κα­λύ­πτει ο Θεός. Ναι, ναι, δεν σου τα απο­κα­λύ­πτει ο Θεός. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Δεν είπε ο Χρι­στός «Μην πετά­ξε­τε τά για τος κυσί»; Δηλα­δή στα σκυ­λιά. Και «ούτε να βάλε­τε», λέει, «μπρο­στά στα γου­ρού­νια τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια». Ποια; Τα άγια και τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια της πίστε­ως. Για­τί; Για­τί τα γου­ρού­νια δεν τρώ­νε δια­μάν­τια και μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Τρώ­νε βαλα­νί­δια. Και όταν δουν ότι δεν είναι βαλα­νί­δια, εκεί­να που τους πέτα­ξες, τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια, θα τα ποδο­πα­τή­σου­νε, και όχι μόνον, λέει, αυτό, αλλά θα στρα­φούν τα γου­ρού­νια, θα στρα­φούν και ίξω­σιν μς, θα επι­τε­θούν εναν­τί­ον σας. Και θα σας ανα­τρέ­ψουν. Για­τί δεν τους δώσα­τε βαλα­νί­δια που αγα­πούν αλλά τους δώσα­τε τι; Μαρ­γα­ρι­τά­ρια που δεν τρώ­γον­ται. Αυτά είπε ο Χρι­στός. Αυτός είναι ο λόγος. «Για να μην πλέ­ον ‑λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος- κατα­κριθσιν(:για να μην κατη­γο­ρη­θούν, να μην κατα­δι­κα­στούν περισ­σό­τε­ρο οι κατα­φρο­νη­ταί) ς μετά τό γνναι τά μυστή­ρια κατα­φρο­νή­σαν­τες ατν, τού­του νεκεν, πέκρυ­ψεν Χρι­στός π’ ατν τατα (:Γι΄αυτό –λέει- τα απέ­κρυ­ψε). γάρ γνούς ετα κατα­φρο­νή­σας, βαρυ­τέ­ρας ξιος τιμω­ρί­ας». «Για­τί εκεί­νος που γνώ­ρι­σε και κατε­φρό­νη­σε, έχει μεγα­λυ­τέ­ρα τιμω­ρία».

Αγα­πη­τοί, το κλει­δί της ερμη­νεί­ας και κατα­νο­ή­σε­ως ολο­κλή­ρου της Αγί­ας Γρα­φής, φυσι­κά και των παρα­βο­λών, είναι κατα­τε­θει­μέ­νο. Είναι ο Χρι­στός. Επί­στευ­σες εις τον Χρι­στόν; Θα βρί­σκεις μία απο­κά­λυ­ψη μέσα εις την Αγί­αν Γρα­φήν κατα­πλη­κτι­κή. Και η Παλαιά και η Και­νή Δια­θή­κη θα σου μιλά­νε συνέ­χεια για τον Χρι­στό. Εάν όμως δεν επί­στε­ψες, τίπο­τα δεν θα βγά­ζεις, τίπο­τα δεν θα κατα­λα­βαί­νεις.

Η παρα­βο­λή μοιά­ζει με τη σάρ­κα του Χρι­στού. Δηλα­δή την ανθρω­πί­νη φύση του Θεού Λόγου. Έτσι μοιά­ζει η παρα­βο­λή. Βλέ­πεις… αλλά δεν βλέ­πεις. Θα ‘λεγαν οι ακρο­α­ταί του Χρι­στού. Τι είναι αυτά που είπε αυτός ο άνθρω­πος; Τι είναι αυτά που είπε; Τίπο­τα δεν κατα­λα­βαί­νουν. Οι μαθη­ταί τι λένε; «Φρά­σον μν», «εξή­γη­σέ μας, τι είναι αυτά που είπες;». Όταν πιστεύ­εις, βλέ­πεις. Όταν δεν πιστεύ­εις, δεν βλέ­πεις. Γι΄αυτό σας είπα, είναι κατα­τε­θει­μέ­νη η ερμη­νεία. Είναι ο Χρι­στός· τον Οποί­ον πρέ­πει να πιστέ­ψο­με.

Λέγει ο Ωρι­γέ­νης… με δικά μου λόγια θα σας το πω, ότι τον Ιησούν Τον είδαν οι πάν­τες. Δηλα­δή τον άνθρω­πον Ιησούν, τον είδαν οι πάν­τες. Και ο Ηρώ­δης και ο Καϊ­ά­φας και ο Άννας και ο Πιλά­τος. Όλοι είδαν τον Ιησούν. Αλλά τον Λόγον, την θεό­τη­τα, μόνον εκεί­νοι που επί­στευ­σαν εις Αυτόν. Βλέ­πε­τε; Θαυ­μά­σια. Αυτός ο λόγος του Ωρι­γέ­νους τα λέγει όλα.

Η Αγία Γρα­φή, ομοί­ως, αγα­πη­τοί, είναι μία παρα­βο­λή που απο­κα­λύ­πτει και συγ­κα­λύ­πτει. Απο­κα­λύ­πτει και συγ­κα­λύ­πτει. Εξαρ­τά­ται από την όρα­ση που δια­θέ­τεις. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Τό Πνεμα τό γιον στίν τό ποιον τέρους φθαλ­μούς». Το Πνεύ­μα το Άγιο, λέει, είναι εκεί­νο που καθι­στά και­νού­ρια μάτια. Έχεις το Πνεύ­μα το Άγιον; Τότε βλέ­πεις εκεί­να που δεν βλέ­πει ο άλλος, που δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Το Πνεύ­μα το Άγιον μάς αλλά­ζει τα μάτια. Μας δημιουρ­γεί και­νού­ρια μάτια. Τα μάτια του Πνεύ­μα­τος. Πώς λέμε επί παρα­δείγ­μα­τι, για τον Ιωάν­νη τον Θεο­λό­γο. Πω! Πω! Και μάλι­στα το σύμ­βο­λο του αγί­ου Ιωάν­νου του Θεο­λό­γου, ξέρε­τε ποιο είναι. Είναι ο αετός. Είναι γνω­στό ότι ο αετός είναι οξυ­δερ­κέ­στα­τος. Δηλα­δή έχει μάτι… το λέμε στη γλώσ­σα μας, αετί­σιο. Δηλα­δή βλέ­πει πάρα πολύ καλά. Αν σας πω ότι μπο­ρεί να δει τα ψιλά γράμ­μα­τα μιας εφη­με­ρί­δος, ο αετός, τα ψιλά γράμ­μα­τα μιας εφη­με­ρί­δος σε από­στα­ση εκα­τό μέτρων! Γι’αυ­τό το σύμ­βο­λο του Ιωάν­νου είναι ο αετός. Δηλα­δή ότι είναι οξυ­δερ­κέ­στα­τος, που το βλέμ­μα του διείσ­δυ­σε μέσα εις τα πνευ­μα­τι­κά και τα ουρά­νια και είπε: «ν ρχ ν Λόγος καί Λόγος ν πρός τόν Θεόν καί Θεός ν Λόγος». Και ότι «Χωρίς ατο ‑χωρίς τον Θεόν Λόγον- οδέ ν γέγο­νεν γέγο­νεν». Απ’ ό,τι έχει γίνει, τίπο­τα δεν έχει γίνει, χωρίς τον Θεόν Λόγον.

Συνε­πώς αυτό πρέ­πει κι εμείς, αγα­πη­τοί μου, να ζητά­με. Το Πνεύ­μα το Άγιον. Για να ανοί­γουν τα μάτια μας. Στην σημε­ρι­νή, επί παρα­δείγ­μα­τι, παρα­βο­λή, μπο­ρώ να δια­κρί­νω τι μέρος λόγου ακρο­α­τής είμαι; Πωρω­μέ­νος; Σκλη­ρυ­μέ­νος; Επι­πό­λαιος; Ρηχός; Ή γ γαθή; Να κάνω δηλα­δή μία αυτο­σκό­πη­ση. Να τρο­μά­ξω. Να διορ­θω­θώ. Και να σωθώ. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_774.mp3

Αγ. Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ

Στο ευαγ­γέ­λιο της Δ΄ Κυρια­κής του Λου­κά που λέγει: «ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι τν σπό­ρον ατο(:Βγή­κε ο σπο­ριάς στο χωρά­φι του, για να σπεί­ρει τον σπό­ρο του)»· όπου γίνε­ται λόγος και για την καλ­λιέρ­γεια που οφεί­λου­με να κάνου­με πριν από αυτήν την σπο­ρά.

Ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός εξέ­λε­ξε τους μαθη­τές Του όχι από τους σοφούς, όχι από τους ευγε­νείς, όχι από τους πλού­σιους ή ένδο­ξους, αλλά από αλιείς και σκη­νορ­ρά­φους, φτω­χούς και αγράμ­μα­τους· κι αυτό για να υπο­δεί­ξει σε όλους ότι ούτε η φτώ­χεια, ούτε η απαι­δευ­σία, ούτε η ευτέ­λεια, ούτε τίπο­τε άλλο τέτοιο είναι εμπό­διο για την από­κτη­ση της αρε­τής και την επί­γνω­ση των θεί­ων λόγων και των μυστη­ρί­ων του Πνεύ­μα­τος· αλλά και ο φτω­χό­τε­ρος και ο ευτε­λέ­στε­ρος και ο πιο αμόρ­φω­τος, αν δεί­ξει προ­θυ­μία και την απα­ραί­τη­τη στρο­φή προς το καλό, μπο­ρεί όχι μόνο να γνω­ρί­σει σε βάθος την θεία διδα­σκα­λία, αλλά και ο ίδιος να κατα­στεί διδά­σκα­λος δια της χάρι­τος του Θεού. Όσο για εκεί­να που εμπο­δί­ζουν προς την σύνε­ση και την κατα­νόη­ση των πνευ­μα­τι­κών διδαγ­μά­των είναι η ραθυ­μία μας και η με όλη την δύνα­μη προ­σκόλ­λη­σή μας στα πρό­σκαι­ρα και στα βιο­τι­κά, λόγω των οποί­ων δεν παρέ­χου­με τόπο και ευκαι­ρία για την ακρό­α­ση και μελέ­τη και ανά­μνη­ση όσων ακού­στη­καν, ούτε φρον­τί­ζου­με για τα μέλ­λον­τα και τα αιώ­νια.

Και γίνε­ται εμφα­νές αυτό περισ­σό­τε­ρο από όλα και από την ανα­γι­νω­σκο­μέ­νη σήμε­ρα περι­κο­πή του ευαγ­γε­λί­ου. Αφού ο Κύριος μίλη­σε στον λαό με παρα­βο­λές, αφού προ­σήλ­θαν οι μαθη­τές Του ιδιαι­τέ­ρως ζητού­σαν να μάθουν τον σκο­πό και τη σημα­σία της παρα­βο­λής που ειπώ­θη­κε τότε, και ρωτού­σαν για ποιον λόγο ομι­λεί στον λαό με παρα­βο­λές, που δεν κατα­στούν εύκο­λη την κατα­νόη­ση. Ο δε Κύριος τότε λέει προς αυτούς: «μν δέδο­ται γνναι τ μυστή­ρια τς βασι­λεί­ας το Θεο, τος δ λοι­πος ν παρα­βο­λας, να βλέ­πον­τες μ βλέ­πω­σι κα κού­ον­τες μ συνισιν(:Σε σας που έχε­τε ενδια­φέ­ρον και καλή διά­θε­ση σας έδω­σε ο Θεός την χάρη Του να μάθε­τε τις μυστη­ριώ­δεις αλή­θειες της βασι­λεί­ας του Θεού˙ στους άλλους όμως μιλάω με παρα­βο­λές. Αυτοί δεν έχουν ενδια­φέ­ρον να γνω­ρί­σουν και να δεχθούν τις πνευ­μα­τι­κές αλή­θειες και ο νους τους είναι αμα­θής και ανί­κα­νος για πνευ­μα­τι­κή διδα­σκα­λία. Γι’ αυτό διδά­σκω με τον τρό­πο αυτό, για να μην μπο­ρούν να δουν βαθύ­τε­ρα και καθα­ρό­τε­ρα, αν και θα βλέ­πουν με τα σωμα­τι­κά τους μάτια, και για να μην μπο­ρούν να κατα­λά­βουν, αν και θα ακούν τη διδα­σκα­λία που τους εξη­γεί τα μυστή­ρια. Και το κάνω αυτό όχι μόνο για λόγους δικαιο­σύ­νης, αλλά και από αγα­θό­τη­τα, για να μην επι­βα­ρύ­νουν τη θέση τους περι­φρο­νών­τας την αλή­θεια, και σκλη­ρυν­θούν περισ­σό­τε­ρο)» [Λου­κά 8,10].

Θα μπο­ρού­σε να ξεθαρ­ρέ­ψει κάποιος και να πει: «Τι είναι τού­το, Δέσπο­τα; Εσύ που μόνος προ­ά­γεις τα πάν­τα, ο μόνος δεσπό­της και προ­νο­η­τής των όλων, ο μόνος κοι­νός πατέ­ρας, ο μόνος κοι­νός Σωτή­ρας, το φως όσων βρί­σκον­ται στο σκο­τά­δι της άγνοιας, το φως που ‘’φωτί­ζει πάν­τα νθρω­πον ρχό­με­νον ες τν κόσμον’’ [Ιω.1,9], τώρα φωτί­ζεις μόνο τους επί­λε­κτους μαθη­τές Σου, στους άλλους όμως ομι­λείς με ασά­φειες, για να μην αντι­λη­φθούν και φωτι­στούν;». «Ναι», θα μας απαν­τού­σε. «Το μονα­δι­κό ζώο σε αυτόν τον κόσμο που θέλη­σα να πλά­σω αυτο­προ­αί­ρε­το είναι ο άνθρω­πος· ήλθα δε στον κόσμο όχι για να κατα­λύ­σω το πλά­σμα των χει­ρών μου επει­δή παρα­φθά­ρη­κε, αλλά να το σώσω. Γι’αυ­τό δεν σύρω βίαια κανέ­να απο­λύ­τως· μόνους αξί­ους να φωτι­στούν κρί­νω δίκαια αυτούς που προ­αι­ρούν­ται και ποθούν και ζητούν να εφαρ­μό­σουν την σωτή­ρια γνώ­ση· «Πς γρ ατν λαμ­βά­νει κα ζητν ερίσκει κα τ κρού­ον­τι νοι­χθή­σε­ται(:Διό­τι όποιος ζητά από τον Θεό παίρ­νει, κι όποιος ψάχνει βρί­σκει, και σε όποιον χτυ­πά την θύρα της θεί­ας προ­στα­σί­ας θα του ανοι­χτεί αυτή)»[Λου­κά 11,10]. Από υπερ­βο­λι­κή φιλαν­θρω­πία όμως δια­λέ­γο­μαι και σε εκεί­νους που δεν ακο­λου­θούν αυτήν την γραμ­μή, αν και όχι με σαφή­νεια, για να τους παρα­κι­νή­σω και να τους προ­τρέ­ψω να προ­τι­μή­σουν και να μάθουν να ζητούν, ώστε να εφαρ­μό­σουν την σωτή­ρια γνώ­ση. Διό­τι έτσι θα δοθεί και σε αυτούς να γνω­ρί­σουν τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας του Θεού». «Σε σας λοι­πόν», λέγει, «έχει δοθεί να γνω­ρί­σε­τε, σε σας που επι­ζη­τεί­τε με ιδιαί­τε­ρη φιλο­πο­νία, πώς την γνώ­ση να την μετα­τρέ­ψε­τε σε έργο. Καλό πραγ­μα­τι­κά είναι όχι απλά η γνώ­ση, αλλά η έμπρα­κτη γνώ­ση, όπως και η κατά λόγο πρά­ξη». «Ο γρ (:διό­τι)», λέγει, «ο κρο­α­τα το νόμου δίκαιοι παρ τ Θε, λλ᾿ ο ποι­η­τα το νόμου δικαιω­θή­σον­ται(:δίκαιοι ενώ­πιον του Θεού είναι όχι όσοι ακούν απλώς την ανά­γνω­ση του θεί­ου νόμου, αλλά όσοι τηρούν τον νόμο˙ αυτοί θα ανα­γνω­ρι­στούν δίκαιοι)» [Ρωμ.2,13].

Αλλά βλέ­πε­τε ότι από την απρα­ξία και ραθυ­μία μας, αδελ­φοί, γίνε­ται το να μην αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε και να μην κατα­λα­βαί­νου­με εύκο­λα την ιερά διδα­χή; Αυτό λέγω και εγώ τώρα προς την αγά­πη σας, αφού με θεϊ­κές κρί­σεις που ο Κύριος γνω­ρί­ζει κατα­στά­θη­κα διδά­σκα­λός σας. Όποιος δεν μπο­ρεί να αντι­λη­φθεί τελεί­ως το νόη­μα των διδα­σκο­μέ­νων από εμέ­να στην Εκκλη­σία, ας προ­σέρ­χε­ται σε εμέ­να ιδιω­τι­κώς για να με επε­ρω­τά, και θα ακού­σει με πολύ μεγά­λη σαφή­νεια και θα μετα­τρέ­ψει σε έργο ό,τι ακού­στη­κε, με τη συνέρ­γεια του Θεού με αυτόν, που μου δίνει λόγο, όταν ανοί­γω το στό­μα μου, λόγω της επί­μο­νης αυτής επι­ζη­τή­σε­ως.

Τώρα όμως ας δού­με από την αρχή την παρα­βο­λή. «ξλθεν σπεί­ρων το σπεραι τν σπό­ρον ατο(:Βγή­κε ο σπο­ριάς στο χωρά­φι του, για να σπεί­ρει τον σπό­ρο του)» [Λου­κά 8,5]. Καλώς η χάρη του Πνεύ­μα­τος νομο­θέ­τη­σε να δια­βά­ζε­ται στην Εκκλη­σία ενώ­πιον όλων τώρα αυτή η παρα­βο­λή· διό­τι τώρα είναι η επο­χή της σπο­ράς και οι περισ­σό­τε­ροι φρον­τί­ζουν να παρα­χώ­νουν στη γη τους από τη γη σπό­ρους. Αυτός δε που σπέρ­νει στη γη τους ετή­σιους καρ­πούς, επει­δή σπέρ­νει φθαρ­τά, που αν δεν φθα­ρούν, δεν φυτρώ­νουν, οπωσ­δή­πο­τε φθαρ­τά και θα θερί­σει και θα καρ­πω­θεί, πρό­σκαι­ρη συν­τή­ρη­ση της σάρ­κας που έπει­τα από λίγο θα δια­λυ­θεί. Θα διδα­χθού­με δε με την παρα­βο­λή αυτή, ποια είναι τα πνευ­μα­τι­κά και άφθαρ­τα σπέρ­μα­τα και ποιος ο και­ρός της σπο­ράς αυτής και ποιος ο σπο­ρέ­ας αυτού και ποια κατάλ­λη­λη γι’ αυτά γη, για να μην κοπιά­ζου­με με την ελπί­δα του θερι­σμού που θα μας θρέ­ψει πρό­σκαι­ρα, αλλά και να κάνου­με τα πάν­τα με την ελπί­δα που θα παρά­σχει αιώ­νια ζωή.

Διό­τι, λέγει, «εξήλ­θε ο σπο­ρέ­ας να σπεί­ρει τον σπό­ρο του». Ποιος είναι αυτός; Είναι ο ίδιος ο Κύριος που δια του ψαλ­μω­δού προ­εί­πε για τον εαυ­τό Του: «νοί­ξω ν παρα­βο­λας τ στό­μα μου(:Θα αρχί­σω να διη­γού­μαι διδα­κτι­κές παρα­βο­λι­κές ιστο­ρί­ες, γεμά­τες σωτή­ρια διδάγ­μα­τα)» [Ψαλμ.77,2]. Αλλά από πού εξήλ­θε ο παν­τα­χού παρών; Και πού ήλθε Αυτός που δεν είναι από που­θε­νά απών; Αυτός λέγει πάλι για τον εαυ­τό Του: «ξλθον παρ το πατρς κα λήλυ­θα ες τν κόσμον(:Ήμουν στους κόλ­πους του Πατρός μου ως γνή­σιος Υιός Του και βγή­κα από τον Πατέ­ρα όταν έγι­να άνθρω­πος και ήλθα στον κόσμο)» [Ιω.16,28]. Εξήλ­θε δε από τον Πατέ­ρα χωρίς να χωρι­στεί από τους πατρι­κούς κόλ­πους, και ήλθε στον κόσμο Αυτός ο Οποί­ος είναι μέσα στον κόσμο και δια του Οποί­ου έγι­νε ο κόσμος[Ιω.1,9: «ν τ κόσμ ν, κα κόσμος δι᾿ ατο γένε­το (:Ήταν από την αρχή στον κόσμο, προ­νο­ού­σε και κυβερ­νού­σε τον κόσμο. Και όλα τα ορα­τά και αόρα­τα κτί­σμα­τα απ’ τα οποία απο­τε­λεί­ται ο επί­γειος κι ο ουρά­νιος κόσμος, δια­μέ­σου Αυτού έγι­ναν)»] και κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό στη γη[Ιω. 3,13: «Κα οδες ναβέ­βη­κεν ες τν ορανν ε μ κ το ορανο κατα­βάς, υἱὸς το νθρώ­που ν ν τ οραν(:Και κανείς από τους ανθρώ­πους δεν έχει ανε­βεί στον ουρα­νό για να μάθει τα επου­ρά­νια και να σας τα διδά­ξει, παρά μόνο Εκεί­νος που κατέ­βη­κε απ’ τον ουρα­νό και έγι­νε με την εναν­θρώ­πη­σή Του υιός του ανθρώ­που. Αυτός, ενώ τώρα είναι στη γη, εξα­κο­λου­θεί να είναι και στον ουρα­νό ως Θεός παν­τα­χού παρών)»], Αυτός που πλη­ρώ­νει την γη, ώστε το να εξέλ­θει ο μονο­γε­νής του Θεού και το να έχει κατέ­βει από τους ουρα­νούς δεν παρι­στά­νει τίπο­τε άλλο, παρά την δια της σάρ­κας επι­φά­νειά Του και την κένω­σή Του από το απόρ­ρη­το ύψος της θεό­τη­τας στην εσχα­τιά της ανθρω­πί­νης φύσε­ως.

Εξήλ­θε λοι­πόν Αυτός έτσι «για να σπεί­ρει τον σπό­ρο του». Ποιος είναι αυτός ο σπό­ρος; Ο λόγος της διδα­σκα­λί­ας, τα λόγια της αιώ­νιας ζωής, οι εντο­λές της αθα­να­σί­ας, η επαγ­γε­λία της παλιν­ζω­ί­ας, το Ευαγ­γέ­λιο της Βασι­λεί­ας των ουρα­νών. Αυτού λοι­πόν είναι αυτά· διό­τι και Αυτός λέει για τον εαυ­τό Του: «Τ ήμα­τα γ λαλ μν, πνεμά στι κα ζωή στιν(:Τα λόγια που Εγώ σας λέω, επει­δή είναι λόγια Θεού, έχουν μέσα τους Πνεύ­μα και γι’ αυτό μετα­δί­δουν ζωή)» [Ιω.6,63] και ο Πέτρος έλε­γε προς Αυτόν: «ήμα­τα ζως αωνί­ου χεις(:Εσύ έχεις λόγια που μετα­δί­δουν ζωή αιώ­νια)» [Ιω.6,68]. Μόνο Αυτού είναι ο σπό­ρος με τέτοια χαρα­κτη­ρι­στι­κά και μόνο Αυτός είναι που τον σπέρ­νει αδιά­λει­πτα. Με αυτό δεί­χνει ότι Αυτός είναι ο επά­νω από όλους Θεός.

Βέβαια κάθε διδά­σκα­λος και ευαγ­γε­λι­στής και κήρυ­κας της ευσέ­βειας και της ευσε­βούς πολι­τεί­ας σπέρ­νει μεν και αυτός τα λόγια της ζωής, τον λόγο της ευαγ­γε­λι­κής και ουρά­νιας διδα­σκα­λί­ας, αλλά, αφού υπη­ρε­τή­σει στη γενιά του την βου­λή του Θεού, παρέρ­χε­ται, ενώ δεν υπήρ­χε ούτε προ­η­γου­μέ­νως· και ο λόγος επί­σης της σωτη­ρί­ας, που διδά­σκον­τας σπέρ­νει δεν είναι δικός του, αλλά του Θεού, που και συνερ­γεί με αυτόν και «του δίνει λόγο όταν ανοί­ξει το στό­μα του» [Εφεσ.6,18–19: «Δι πάσης προ­σευχς κα δεή­σε­ως, προ­σευ­χό­με­νοι ν παντ καιρ ν Πνεύ­μα­τι, κα ες ατ τοτο γρυ­πνοντες ν πάσ προ­σκαρ­τε­ρή­σει κα δεή­σει περ πάν­των τν γίων, κα πρ μο, να μοι δοθ λόγος ν νοί­ξει το στό­μα­τός μου, ν παῤῥησί γνω­ρί­σαι τ μυστή­ριον το εαγγε­λί­ου(:Αλλά και με όλο αυτό τον οπλι­σμό που θα φέρε­τε, πάλι θα εξαρ­τά­τε τη νίκη σας από τη θεία δύνα­μη και βοή­θεια. Να παρα­κα­λεί­τε λοι­πόν τον Θεό με όλα τα είδη της προ­σευ­χής και της αιτή­σε­ως. Και να προ­σεύ­χε­στε συνε­χώς και κάθε στιγ­μή με τον φωτι­σμό του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Να επι­μέ­νε­τε σε αυτό ακρι­βώς το έργο της προ­σευ­χής και να είστε άγρυ­πνοι με κάθε δυνα­τή επι­μο­νή και δέη­ση για όλους τους Χρι­στια­νούς. Και ιδιαι­τέ­ρως να προ­σεύ­χε­στε για μένα να μου δοθεί απ’ τον Θεό σοφία, για να μιλώ κατάλ­λη­λα και σωστά˙ να μου ανοί­ξει δηλα­δή ο Θεός το στό­μα μου για να δια­κη­ρύ­ξω με παρ­ρη­σία και αφο­βία το μυστή­ριο του Ευαγ­γε­λί­ου„ την αλή­θεια που ήταν μέχρι πριν από λίγο και­ρό κρυμ­μέ­νη και φανε­ρώ­θη­κε τώρα απ’ τον Θεό)»].

Ο δε Κύριος Ιησούς Χρι­στός, σαν αλη­θι­νός Θεός, έχει δικό Του αυτόν τον σπό­ρο της αιώ­νιας ζωής και Αυτός σπέρ­νει παν­το­τι­νά και δια του φυσι­κού νόμου μέσα στην κτί­ση και δια νόμου που έχει δοθεί γρα­πτά στους Ισραη­λί­τες και δια του προ­φη­τι­κού λόγου και δια του ευαγ­γε­λί­ου της χάρι­τος ύστε­ρα. Και και­ρός του σπό­ρου με τέτοια χαρα­κτη­ρι­στι­κά είναι όλος ο βίος κάθε ανθρώ­που, και μάλι­στα όλος ο χρό­νος μετά την παρου­σία του Κυρί­ου μέχρι την συν­τέ­λεια. Και­ρός δε θερι­σμού του σπό­ρου αυτού είναι κατά την προσ­δο­κώ­με­νη δεύ­τε­ρη έλευ­ση και επι­φά­νεια του Κυρί­ου· γι’αυ­τό και ο από­στο­λος λέγει: «Δι᾿ μς γρ γρά­φη, τι π᾿ λπί­δι φεί­λει ροτριν ροτριν, κα λον τς λπί­δος ατο μετέ­χειν π᾿ λπί­δι(:Διό­τι για τους πνευ­μα­τι­κούς εργά­τες και καλ­λιερ­γη­τές γρά­φτη­κε ότι ο καλ­λιερ­γη­τής οφεί­λει να καλ­λιερ­γεί την γη με την ελπί­δα να απο­λαύ­σει την σοδειά· και εκεί­νος που γεμά­τος ελπί­δα αλω­νί­ζει, οφεί­λει να μετέ­χει να απο­λαμ­βά­νει τον καρ­πό που με ελπί­δα περί­με­νε να απο­κτή­σει από τον αγρό του)»[Α΄Κορ.9,10] και « σπεί­ρων ες τν σάρ­κα αυτο κ τς σαρκς θερί­σει φθο­ράν, δ σπεί­ρων ες τ πνεμα κ το πνεύ­μα­τος θερί­σει ζων αώνιον(:Έτσι, όποιος σπέρ­νει στη σάρ­κα του, όπως ο γεωρ­γός στο χωρά­φι, και ενερ­γεί σύμ­φω­να με τις επι­θυ­μί­ες της, αυτός από τα έργα της σάρ­κας θα θερί­σει τη φθο­ρά και την αιώ­νια κόλα­ση. Ενώ όποιος εργά­ζε­ται έτσι ώστε τα έργα του να είναι καρ­πός του Πνεύ­μα­τος, αυτός από τα έργα του Πνεύ­μα­τος θα θερί­σει αιώ­νια ζωή)» [Γαλ.6,8]· και ο ψαλ­μω­δός προ­φή­της επί­σης λέγει: «Ο σπεί­ρον­τες ν δάκρυ­σιν ν γαλ­λιά­σει θεριοσι(:Όσοι με δάκρυα μετα­νοί­ας σπεί­ρουν τους αγρούς τους, όταν πέσουν οι βρο­χές και καρ­πο­φο­ρή­σουν οι αγροί τους, θα θερί­σουν σκιρ­τών­τας από αγαλ­λί­α­ση)» [Ψαλμ.125,5].

Εξήλ­θε δε ο Κύριος να σπεί­ρει τον σπό­ρο Του. Πού; Στις καρ­διές των ανθρώ­πων· διό­τι αυτές είναι τα χωρά­φια, που δέχον­ται τα πνευ­μα­τι­κά σπέρ­μα­τα. Από αυτές άλλες ομοιά­ζουν με δρό­μο, σαν κατα­πα­τη­μέ­νες και συμ­πιε­σμέ­νες από τους πονη­ρούς λογι­σμούς και τα πάθη και από τους επό­πτες αυτών πονη­ρο­τά­τους δαί­μο­νες· άλλες ομοιά­ζουν με πετρώ­δη γη, όσες από μικρο­ψυ­χία και πόρω­ση δεν μπο­ρούν να συγ­κρα­τή­σουν έως το τέλος τα σπέρ­μα­τα της διδα­σκα­λί­ας και δι’ αυτών να καρ­πο­φο­ρή­σουν στην αιώ­νια ζωή· και άλλες ομοιά­ζουν με ακαν­θο­φό­ρο έδα­φος, διό­τι προ­σέ­χουν σε κτή­μα­τα και πλού­το και πρό­σκαι­ρες απο­λαύ­σεις και σε όσα ανα­φύ­ον­ται από αυτές.

Όπως λοι­πόν παρα­τη­ρούν­ται πολ­λές δια­φο­ρές στις καρ­διές των ανθρώ­πων, λέγει: «Κα ν τ σπεί­ρειν ατν μν πεσε παρ τν δόν, κα κατε­πα­τή­θη, κα τ πετειν το ορανο κατέ­φα­γεν ατό(:Και καθώς έσπερ­νε, μερι­κοί σπό­ροι έπε­σαν κον­τά στον δρό­μο του χωρα­φιού και κατα­πα­τή­θη­καν από τους δια­βά­τες, και τους κατέ­φα­γαν τα που­λιά του ουρα­νού)». Λέγει λοι­πόν ότι μέρος της σπο­ράς έπε­σε στον δρό­μο, δηλα­δή σε καρ­διές που ή ήσαν έξω από την κύρια και ευθεία οδό[πρβ. Πράξ.13, 9–10: «Σαλος δέ, κα Παλος, πλη­σθες Πνεύ­μα­τος γίου κα τενί­σας πρς ατν επεν· πλή­ρης παντς δόλου κα πάσης αδιουρ­γί­ας, υἱὲ δια­βό­λου, χθρ πάσης δικαιο­σύ­νης, ο παύσ δια­στρέ­φων τς δος Κυρί­ου τς εθεί­ας;(:Αλλά ο Σαύ­λος, ο οποί­ος είχε και το εθνι­κό όνο­μα Παύ­λος, επει­δή είχε την ιδιό­τη­τα του Ρωμαί­ου πολί­τη, αφού γέμι­σε μέσα του με Πνεύ­μα Άγιο και έρι­ξε ένα δια­πε­ρα­στι­κό βλέμ­μα στον μάγο Ελύ­μα, του είπε: ‘’Γιε του δια­βό­λου, που είσαι γεμά­τος από κάθε είδους δόλο και απά­τη, κάθε πονη­ριά και ραδιουρ­γία˙ εσύ που είσαι εχθρός κάθε αρε­τής, δεν θα στα­μα­τή­σεις να δια­στρέ­φεις και να παρου­σιά­ζεις πλα­νε­μέ­νους και στρα­βούς τους ευθείς και ίσιους δρό­μους του Θεού;’’ (δηλα­δή το φωτι­στι­κό και αλη­θι­νό κήρυγ­μα της θεί­ας διδα­σκα­λί­ας, με το οποίο ο Κύριος θέλει να οδη­γή­σει τους ανθρώ­πους στην σωτη­ρία)»], γι’αυ­τό και κατα­πα­τή­θη­κε από τους πονη­ρούς δαί­μο­νες που περι­πα­τούν στον αδιέ­ξο­δο δρό­μο, ή ήσαν στην πονη­ρή οδό, γι΄αυτό και τα πετει­νά του ουρα­νού, δηλα­δή τα ενα­έ­ρια πονη­ρά πνεύ­μα­τα, το κατέ­φα­γαν και το αφά­νι­σαν, και έτσι οι άνθρω­ποι εκεί­νοι είναι σαν να μην άκου­σαν καθό­λου τον λόγο του Θεού· διό­τι λέγει ο Κύριος: «Ο δ παρ τν δόν εσιν ο κού­σαν­τες, ετα ρχε­ται διά­βο­λος κα αρει τν λόγον π τς καρ­δί­ας ατν, να μ πιστεύ­σαν­τες σωθσιν(:Το έδα­φος που είναι κον­τά στον δρό­μο συμ­βο­λί­ζει αυτούς που άκου­σαν απλώς και μόνο τον λόγο. Έπει­τα έρχε­ται ο διά­βο­λος και αφαι­ρεί τον λόγο από τις καρ­διές τους, για να μην πιστέ­ψουν και σωθούν)»[Λου­κά 8,12].

«Κα τερον(:Άλλοι σπό­ροι πάλι)», λέγει, «πεσεν π τν πέτραν(:έπε­σαν πάνω σε πετρώ­δες έδα­φος)», ο δε Ματ­θαί­ος λέγει «π τ πετρώ­δη(:πάνω σε εδά­φη που είχαν από κάτω στρώ­μα πετρώ­δες, χωρίς πολύ χώμα)»[Ματθ.13,5], δηλα­δή σε πεπο­ρω­μέ­νη και σκλη­ρή καρ­διά, μέσα στην οποία δεν μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει ο λόγος και να την αρπά­ξει με δύνα­μη και να ριζω­θεί κατά κάποιον τρό­πο σε αυτήν. Γι’αυ­τό και λέγει: «Κα φυν ξηράν­θη δι τ μ χειν κμά­δα (:Κι αμέ­σως βλά­στη­σαν, προ­τού να ρίξουν βαθιές ρίζες, διό­τι δεν είχαν βάθος γης για να στε­ριώ­σουν οι ρίζες τους)»· δηλα­δή αφού έμει­νε λίγο και φάνη­κε να προ­ο­δεύ­ει κάπως, έπει­τα εξα­φα­νί­στη­κε, καθώς επήλ­θαν κάποιοι πει­ρα­σμοί, χωρίς να μπο­ρέ­σει να τελε­σφο­ρή­σει εξαι­τί­ας της ασθέ­νειας της προ­αι­ρέ­σε­ως· διό­τι ερμη­νεύ­ει στη συνέ­χεια ο Κύριος: «Ο δ π τς πέτρας ο ταν κού­σω­σι, μετ χαρς δέχον­ται τν λόγον, κα οτοι ίζαν οκ χου­σιν, ο πρς καιρν πιστεύ­ου­σι κα ν καιρ πει­ρα­σμο φίσταν­ται(:Το πετρώ­δες έδα­φος εξάλ­λου που δέχθη­κε τον σπό­ρο, συμ­βο­λί­ζει αυτούς, οι οποί­οι όταν ακού­σουν τον λόγο του Θεού, τον δέχον­ται με χαρά και ενθου­σια­σμό. Μέσα τους όμως δεν έχει αυτός βαθιά ρίζα, για να στε­ρε­ω­θεί. Γι’ αυτό ακρι­βώς αυτοί για λίγο χρό­νο πιστεύ­ουν, όταν όμως έλθει και­ρός πει­ρα­σμού ή διωγ­μού, απο­μα­κρύ­νον­ται από την πίστη)» [Λου­κά 8,13].

«Κα τερον πεσεν ν μέσ τν κανθν, κα συμ­φυεσαι α καν­θαι πέπνι­ξαν ατό(:Και άλλοι σπό­ροι έπε­σαν σε έδα­φος γεμά­το από σπό­ρους αγκα­θιών, κι όταν τα αγκά­θια φύτρω­σαν μαζί τους, τους έπνι­ξαν τελεί­ως)»· έπε­σαν δηλα­δή οι σπό­ροι αυτοί σε καρ­διές που είναι ολό­τε­λα προ­σκολ­λη­μέ­νες στα σωμα­τι­κά και πρό­σκαι­ρα και βιο­τι­κά και βυθι­σμέ­νες στις φρον­τί­δες γι’ αυτά και στις ηδο­νές από αυτά. Γι’αυ­τό και τέτοια αγκά­θια, καθώς έκα­ναν συμ­φύ­σεις, τους απέ­πνι­ξαν και τους αφά­νι­σαν. Διό­τι λέγει: «Τ δ ες τς κάν­θας πεσόν, οτοί εσιν ο κού­σαν­τες, κα π μερι­μνν κα πλού­του κα δονν το βίου πορευό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται κα ο τελε­σφο­ροσι(:Οι σπό­ροι που έπε­σαν στα αγκά­θια συμ­βο­λί­ζουν εκεί­νους που άκου­σαν τον λόγο του Θεού κι αρχί­ζουν με κάποια προ­θυ­μία να βαδί­ζουν στον δρό­μο της πίστε­ως. Πνί­γον­ται όμως από τις αγω­νιώ­δεις φρον­τί­δες για να απο­κτή­σουν πλού­τη, καθώς κι από τις απο­λαύ­σεις της σαρ­κι­κής ζωής, στην οποία διευ­κο­λύ­νουν τα πλού­τη που απέ­κτη­σαν, κι έτσι δεν προ­κό­πτουν, ούτε φτά­νουν μέχρι το τέλος, προ­κει­μέ­νου να δώσουν τον καρ­πό)»[Λου­κά 8,14].

Πρώ­τα ο Κύριος εξέ­βα­λε έτσι και απο­δο­κί­μα­σε και εκεί­νους που δεν πρό­σε­ξαν στην διδα­σκα­λία του θεί­ου Πνεύ­μα­τος, που είναι όσοι έπε­σαν στο έδα­φος κον­τά στον δρό­μο, και εκεί­νους που πρό­σε­ξαν μεν, αλλά για λίγο, που είναι όσοι μοιά­ζουν με πετρώ­δη γη και εκεί­νους που δέχτη­καν και την κρα­τούν με γνώ­ση, αλλά έχουν δια­φθα­ρεί από τον πλού­το και την δόξα και την τρυ­φή(διό­τι αυτοί είναι οι ακαν­θώ­δεις).

Έπει­τα δια της παρα­βο­λής εισά­γει και παρι­στά­νει ποιοι είναι οι ευδό­κι­μοι, λέγον­τας ότι «κα τερον πεσεν ες τν γν τν γαθήν(:και κάποιοι άλλοι σπό­ροι έπε­σαν μέσα στη γη τη μαλα­κή και εύφο­ρη)», δηλα­δή σε ψυχή που έχει καλή και αγα­θή προ­αί­ρε­ση, η οποία και δέχε­ται πρό­θυ­μα και κρα­τεί κον­τά της τον λόγο της διδα­σκα­λί­ας, μη επι­τρέ­πον­τας στους εχθρούς της σωτη­ρί­ας της να δημιουρ­γή­σουν δι’ αυτής πάρο­δο, και τον φυλάτ­τει υπο­μο­νε­τι­κά εμμέ­νον­τας με βεβαιό­τη­τα σε όσα άκου­σε με το να υπο­φέ­ρει γεν­ναί­ως τους πει­ρα­σμούς και μεστώ­νει, απο­κρού­ον­τας τον φιλο­χρή­μα­το και φιλή­δο­νο και ρευ­στό βίο και φέρει καρ­πό, όπως λέγει ο ιερός ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, «που ανε­βαί­νει και αυξά­νει σε τριάν­τα και εξήν­τα και εκα­τό» [ βλ. Μάρκ.4,8: «Κα λλο πεσεν ες τν γν τν καλν κα δίδου καρπν ναβαί­νον­τα κα αξάνον­τα, κα φερεν ν τριά­κον­τα κα ν ξήκον­τα κα ν κατόν(:Τέλος άλλοι σπό­ροι έπε­σαν σε γόνι­μη και εύφο­ρη γη και απέ­δω­σαν καρ­πό που βλά­σται­νε και μεγά­λω­νε και μέστω­νε. Κι έβγα­λαν αλλού τριαν­τα­πλά­σιο καρ­πό και αλλού εξην­τα­πλά­σιο και αλλού εκα­τον­τα­πλά­σιο)»].

Θα μπο­ρού­σε βέβαια κάποιος να τα πει αυτά δου­λεία, μισθο­φο­ρία, υιό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά αυτός που πλη­σιά­ζει τον Θεό, αρχι­κά μεν ως υπεύ­θυ­νος είναι δού­λος εξαι­τί­ας της πρώ­της ανυ­πο­τα­ξί­ας και απεί­θειας, έπει­τα, αφού δου­λεύ­σει, επι­θυ­μεί και μισθό, και αφού προ­κό­ψει στην αγά­πη, είναι σαν υιός πλέ­ον, που έχει φθά­σει στην κατο­χή της αρε­τής και υπα­κού­ει κατά τρό­πο φυσι­κό και αβί­α­στο στον ουρά­νιο Πατέ­ρα. Ας προ­σπα­θή­σου­με, αδελ­φοί, ή την θεία υιο­θε­σία να κερ­δί­σου­με δια της αγά­πης προς τον Θεό, της δια­κο­πής από όλα τα γήι­να, και της διαρ­κούς προ­σευ­χής και ψαλ­μω­δί­ας και απε­ρί­σπα­στης προ­ση­λώ­σε­ως, ή να συν­τα­χθού­με με τους μισθω­τούς επι­τυγ­χά­νον­τας την σε όλα εγκρά­τεια κατά τον αγώ­να, ή να συνα­ριθ­μη­θού­με με τους δού­λους πεν­θών­τας τις προ­η­γού­με­νες αμαρ­τί­ες μας· όποιος είναι έξω και από τα τρία αυτά είναι έξω από την χορεία των σωζο­μέ­νων.

Αλλά, λέγει: «Τατα λέγων φώνει· χων τα κού­ειν κουέ­τω(:Κι ενώ τα έλε­γε αυτά, για να δώσει μεγα­λύ­τε­ρο τόνο στους λόγους Του και για να διε­γεί­ρει την προ­σο­χή των ακρο­α­τών Του, φώνα­ζε δυνα­τά: «Αυτός που έχει αυτιά πνευ­μα­τι­κά και ενδια­φέ­ρον πνευ­μα­τι­κό για να ακού­ει και να εγκολ­πώ­νε­ται αυτά που λέω, ας ακού­ει)» [Λου­κά 8,8]. Όχι ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρω­ποι αυτιά, αλλά ότι δεν τα έχουν όλοι για να ακού­ουν τον λόγο της σωτη­ρί­ας. Επει­δή δε κατά το λεγό­με­νο «Νος ρ καί νος κού­ει» [Πυθα­γό­ρας, Πορ­φυ­ρί­ου βίος, Πυθα­γό­ρα 46], όσοι ακού­νε με νου και σύνε­ση, εκεί­νοι έχουν αυτιά και ακού­νε. Αν δε και «ρχ σοφί­ας φόβος Κυρί­ου, σύνε­σις δ γαθ πσι τος ποιοσιν ατήν(:Αρχή και θεμέ­λιο της πραγ­μα­τι­κής σοφί­ας είναι η ευλά­βεια και ο φόβος τον οποίο εμπνέ­ει το όνο­μα του Κυρί­ου, η δε σύνε­ση απο­δί­δει καρ­πούς σε όλους όσους την εφαρ­μό­ζουν έμπρα­κτα και ζουν σύμ­φω­να με αυτήν)» [Ψαλμ.110,10] και ο λόγος ανα­γι­νώ­σκε­ται δια των πρά­ξε­ων, εκεί­νος έχει αυτιά να ακού­ει, που όχι απλώς ακού­ει, αλλά υπα­κού­ει και φέρει σε έργο αυτό που ακού­στη­κε.

Ας ακού­σου­με λοι­πόν και εμείς με σύνε­ση, αδελ­φοί, παρα­κα­λώ, προ­πάν­των ότι δεν είπε ο Κύριος ότι εξήλ­θε να οργώ­σει τα λογι­κά χωρά­φια, ούτε να κατα­κό­ψει δύο και τρεις φορές και να ανα­σκά­ψει τις ρίζες των αγρί­ων βοτά­νων και να λειά­νει τους βόλους, δηλα­δή να προ­καλ­λιερ­γή­σει τις καρ­διές και διά­νοιές μας, αλλά εξήλ­θε αμέ­σως να σπεί­ρει. Για­τί; Επει­δή η πριν από την σπο­ρά αυτή καλ­λιέρ­γεια της ψυχής πρέ­πει να γίνε­ται από εμάς. Γι΄αυτό και ο Πρό­δρο­μος του ευαγ­γε­λί­ου της χάρι­τος εκ των προ­τέ­ρων παρήγ­γει­λε με μεγά­λη φωνή: «τοι­μά­σα­τε τν δν Κυρί­ου, εθεί­ας ποιετε τς τρί­βους ατο(: Ετοι­μά­στε τον δρό­μο απ’ τον οποίο θα έλθει σε εσάς ο Κύριος˙ κάνε­τε ίσιους και ομα­λούς τους δρό­μους απ’ τους οποί­ους θα περά­σει. Ξερι­ζώ­στε δηλα­δή απ’ τις ψυχές σας τις αγκα­θιές των αμαρ­τω­λών παθών και ρίξ­τε μακριά τις πέτρες του εγωι­σμού και της σκλη­ρό­τη­τας. Και καθα­ρί­στε με τη μετά­νοια το εσω­τε­ρι­κό σας, για να δεχθεί τον Κύριο)» [Ματθ.3,3]. Ετοι­μα­σία δε και αρχή μετα­νοί­ας είναι η αυτο­μεμ­ψία, η εξο­μο­λό­γη­ση, η απο­χή από τα κακά. Αλλά και επι­πλέ­ον απει­λεί όσους δεν είναι έτσι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι, ώστε να φέρουν καρ­πούς άξιους της μετα­νοί­ας· διό­τι, λέγει: «Πν ον δέν­δρον μ ποιον καρπν καλν κκό­πτε­ται κα ες πρ βάλ­λε­ται(:Κάθε δέν­δρο λοι­πόν που δεν κάνει καλό καρ­πό, κόβε­ται απ’ τη ρίζα και ρίχνε­ται στη φωτιά. Αυτό θα πάθει και κάθε άνθρω­πος που δεν έχει καρ­πό αρε­τής)»[Ματθ.3,10]. Εκκο­πή δε είναι η από­φα­ση του Θεού κατά των αμε­τα­νο­ή­τως αμαρ­τα­νόν­των, κατά την οποία, αφού απο­σπα­στούν και από την παρού­σα και από την μέλ­λου­σα ζωή, παρα­πέμ­πον­ται στην άσβε­στη, φευ, γέε­να του πυρός.

Ας μετα­νο­ή­σου­με λοι­πόν, αδελ­φοί, και ας δεί­ξου­με καρ­πούς αξί­ους της μετα­νοί­ας· ας μάθου­με να λέμε και να πράτ­του­με καλά· ας ετοι­μά­σου­με τους εαυ­τούς μας για την υπο­δο­χή του ουρά­νιου σπό­ρου, του λόγου της ζωής· ας στα­μα­τή­σου­με τη γλώσ­σα μας από τα κακά- Ποια δηλα­δή; Την ματαιο­λο­γία, την λοι­δο­ρία, την κατα­λα­λιά- και τα χεί­λη μας, ώστε να μην εκφέ­ρουν όρκους και ψεύ­δη και φλυα­ρί­ες. Προ­φα­νώς αυτά είναι τα από την παρα­βο­λή λεγό­με­να «πονη­ρά πετει­νά το ορανο», τα οποία κατα­τρώ­γουν και αφα­νί­ζουν το αγα­θό σπέρ­μα. Διό­τι κάθε λόγος είναι σαν ενα­έ­ριο πτη­νό· γι΄αυτό μερι­κοί ονό­μα­σαν τους λόγους «πτε­ρό­εν­τας» [Ιλιά­δος Α 201: «Καί μιν φωνή­σας πεα πτε­ρό­εν­τα προσηύδα(:Και φωνά­ζον­τάς την της μιλού­σε με λόγια του αέρα)»]. Ο δε πονη­ρός λόγος, αφη­νό­με­νος από τον πονη­ρό θησαυ­ρό της καρ­διάς σαν από φωλιά δια του στό­μα­τος, αφαι­ρεί τον αγια­σμό της ψυχής· γι’αυ­τό ο Κύριος λέγει αλλού ότι «ο τ εσερ­χό­με­νον ες τ στό­μα κοι­νο τν νθρω­πον, λλ τ κπο­ρευό­με­νον κ το στό­μα­τος τοτο κοι­νο τν νθρω­πον (:Δεν κάνει τον άνθρω­πο βέβη­λο και θρη­σκευ­τι­κώς ακά­θαρ­το εκεί­νο που εισά­γε­ται με την τρο­φή στο στό­μα, αλλά εκεί­νο που βγαί­νει από το στό­μα, δηλα­δή οι πονη­ροί και αμαρ­τω­λοί λόγοι)» [Ματθ.15,10]. Να μην εξέρ­χε­ται λοι­πόν λόγος σαπρός από το στό­μα σου, αλλά όποιος είναι ικα­νός, να δώσει πνευ­μα­τι­κή οικο­δο­μή σε όσους ακού­νε.

Κανείς σας λοι­πόν να μην είναι προ­ση­λω­μέ­νος στα βιο­τι­κά, ώστε κατά κάποιον τρό­πο να απο­λι­θω­θεί από αυτά, να μην μπο­ρεί να ανοί­γει τα αυτιά και την καρ­διά στην δρο­σιά των λόγων της διδα­σκα­λί­ας του Πνεύ­μα­τος. Για­τί τάχα η μεν γη, όταν δέχε­ται την βρο­χή, φου­σκώ­νει και μαλα­κώ­νει και λιπαί­νε­ται, το κερα­μί­δι όμως μένει σκλη­ρό και ξηρό και αδιά­λυ­το; Όχι διό­τι η μεν γη θερ­μαί­νε­ται με τις ακτι­νο­βο­λί­ες του ηλί­ου, αλλά δεν κατα­καί­ε­ται, γι’αυ­τό και έχει ανοι­χτούς τους πόρους προς υπο­δο­χή της βρο­χής, το δε κερα­μί­δι καιό­με­νο από τη βίαια επα­φή με την φωτιά έχει τους πόρους στο βάθος δυνα­τά σφρα­γι­σμέ­νους και κλει­στούς, ώστε να μην μπο­ρούν να δέχον­ται την βρο­χή, έστω και αν είναι ψιλή; Έτσι και όποιος κατέ­χε­ται από τα σωμα­τι­κά και τα γήι­να και τα βιο­τι­κά σκλη­ρύ­νε­ται δυνα­τά και για πάν­τα στην καρ­διά και νεκρω­μέ­νος στη διά­νοια πριν επι­στρέ­ψει στη γη δεν συναι­σθά­νε­ται την από τον Θεό διδα­χή· όποιος δε απλώς χρη­σι­μο­ποιεί και δεν απο­φεύ­γει οποια­δή­πο­τε κατά­χρη­ση του κόσμου αυτού κατά την παραί­νε­ση του αποστόλου[Α΄Κορ.7,31: «Κα ο χρώ­με­νοι τ κόσμ τούτ ς μ κατα­χρώ­με­νοι· παρά­γει γρ τ σχμα το κόσμου τού­του(:και εκεί­νοι που μετα­χει­ρί­ζον­ται τα εγκό­σμια αγα­θά, και βρί­σκον­ται σε οποια­δή­πο­τε σχέ­ση με τον κόσμο, ας απο­φεύ­γουν κάθε άμε­τρη από­λαυ­ση και κατά­χρη­σή τους και μόνο στα αναγ­καία να αρκούν­ται· διό­τι η εξω­τε­ρι­κή μορ­φή του κόσμου αυτού περ­νά και χάνε­ται σαν σκιά)»], θα είναι έτοι­μος να ζητεί και να ακού­ει με σύνε­ση και να ενερ­γεί με ζήλο και προ­θυ­μία και τα ουρά­νια· και όχι μόνο να ακού­ει έτσι, αλλά και να κρα­τεί μέσα του την διδα­χή και να την μετα­τρέ­πει σε έργο, για να μακα­ρι­στεί από τον Κύριο εξο­μοιού­με­νος με τον πιστό και φρό­νι­μο δού­λο· διό­τι, λέγει: «Πς ον στις κού­ει μου τος λόγους τού­τους κα ποιε ατούς, μοιώ­σω ατν νδρ φρο­νίμ, στις κοδό­μη­σε τν οκίαν ατο π τν πέτραν(:Θα ανα­γνω­ρί­σω ως δικούς μου μόνο εκεί­νους που θα έχουν καλά και ενά­ρε­τα έργα. Καθέ­ναν λοι­πόν που ακού­ει τους λόγους μου αυτούς και τους εφαρ­μό­ζει, θα τον θεω­ρή­σω όμοιο με έναν συνε­τό άνθρω­πο, που έκτι­σε το σπί­τι του πάνω στην πέτρα, στο στε­ρεό δηλα­δή και αδιά­σει­στο θεμέ­λιο της διδα­σκα­λί­ας μου και του παρα­δείγ­μα­τός μου)» [Ματθ.7,24].

Όποιος δια­σκε­δά­ζει με γαστρι­μαρ­γία και υπερ­βο­λι­κό ποτό και τρυ­φή και μέθη να μην κάνει αυτό στο εξής· αλλιώς μάταια θα δεχθεί το ουρά­νιο σπέρ­μα, τον λόγο της διδα­σκα­λί­ας. Διό­τι δεν θα μπο­ρέ­σει να φανεί καρ­πο­φό­ρα γη για τον Θεό. Εσείς όλοι γνω­ρί­ζε­τε ότι, όταν το υγρό υπε­ρεκ­χει­λί­ζει στα σπαρ­μέ­να χωρά­φια, αυτά δεν μπο­ρούν να φέρουν καρ­πό. Πώς λοι­πόν θα μπο­ρέ­σει να παρου­σιά­σει ουρά­νιο καρ­πό μια καρ­διά που είναι βρεγ­μέ­νη με τρυ­φές και κρα­σο­πό­τια; Όποιος περιέ­πε­σε σε κάποια ακα­θαρ­σία πορ­νεί­ας, ας επι­στρέ­ψει και ας απο­μα­κρυν­θεί από αυτήν και ας καθα­ρί­σει εαυ­τόν δια της μετα­νοί­ας. «τι τάδε λέγει Κύριος· μ πίπτων οκ νίστα­ται; ποστρέ­φων οκ ναστρέ­φει;(:Διό­τι αυτά λέγει ο Κύριος: ‘’Μήπως δηλα­δή εκεί­νος ο οποί­ος πέφτει, δεν σηκώ­νε­ται; Ή μήπως εκεί­νος ο οποί­ος έχα­σε τον δρό­μο του και πλα­νή­θη­κε, δεν προ­σπα­θεί να τον βρει πάλι και να επι­στρέ­ψει;’’)» [Ιερ.8,4]. Πραγ­μα­τι­κά, αν κυλιέ­ται σε αυτόν τον βόρ­βο­ρο, πώς δεχό­με­νος το θείο μύρο θα το κρα­τή­σει κον­τά του αβλα­βή, τον πολύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη, τον σωτή­ριο λόγο δηλα­δή; Ο μαρ­γα­ρί­της δεν φοριέ­ται σε χοίρο[Ματθ.7,6: «Μ δτε τ γιον τος κυσ μηδ βάλη­τε τος μαρ­γα­ρί­τας μν μπρο­σθεν τν χοί­ρων, μήπο­τε κατα­πα­τή­σω­σιν ατος ν τος ποσν ατν κα στρα­φέν­τες ήξω­σιν μς(:Προ­σέ­χε­τε να μη δώσε­τε το άγιο μυστή­ριο της πίστε­ως σε ανθρώ­πους που σαν σκυ­λιά ζουν ζωή ασε­βή και αναί­σχυν­τη· ούτε να ρίξε­τε τα πολύ­τι­μα μαρ­γα­ρι­τά­ρια της χρι­στια­νι­κής πίστε­ως μπρο­στά σε ανθρώ­πους που σαν χοί­ροι ζουν στον βόρ­βο­ρο των παθών. Υπάρ­χει μεγά­λος κίν­δυ­νος μήπως τα κατα­πα­τή­σουν με τα πόδια τους και στρα­φούν να σας κατα­σπα­ρά­ξουν ή να σας βλά­ψουν με οποιον­δή­πο­τε τρό­πο)»] και το μύρο από τους εχέ­φρο­νες δεν ανα­κα­τεύ­ε­ται με τον βόρ­βο­ρο· και αν άλλω­στε κάποιος χύσει από αυτά και το ανα­κα­τέ­ψει με την κόπρο, και αν το βάλει σε ακά­θαρ­το σκεύ­ος, ομοί­ως αχρειώ­νει και κατα­στρέ­φει το μύρο. Και όμως το θείο μύρο είναι απα­θές· αλλά ό,τι θα πάθαι­νε, αν ήταν παθη­τό, αχρειω­νό­με­νο, αυτό οπωσ­δή­πο­τε θα πάθει αυτός που το χρη­σι­μο­ποί­η­σε και δεν απο­μα­κρύ­νε­ται από την αμαρ­τία. Ο πλε­ο­νέ­κτης να μην πλε­ο­νε­κτεί πλέ­ον, αλλά και να μετα­δί­δει από όσα έχει σε όσους δεν έχουν. Διό­τι, αν δεν κάνει αυτό, δεν θα δια­φύ­γει την θεία οργή· και αν δεν δια­φύ­γει την θεία οργή, πώς θα υπο­δε­χθεί το θείο σπέρ­μα; Διό­τι προς όσους ρώτη­σαν πώς θα απο­φύ­γου­με την θεία οργή, ο Ιωάν­νης ο Πρό­δρο­μος του Κυρί­ου έλε­γε: « χων δύο χιτνας μετα­δό­τω τ μ χον­τι, κα χων βρώ­μα­τα μοί­ως ποιεί­τω(:Εκεί­νος που έχει δυο χιτώ­νες ας τους μοι­ρα­στεί με εκεί­νον που δεν έχει. Κι εκεί­νος που έχει τρό­φι­μα ας κάνει το ίδιο κι ας τα μοι­ρα­στεί με εκεί­νον που πει­νά)» [Λου­κά 3,11].

Και γενι­κά ο καθέ­νας σας τα αγκά­θια και τα τρι­βό­λια της αμαρ­τί­ας που έθρε­ψε μέσα του με την εμπα­θή και φιλή­δο­νη ζωή να τα εκβά­λει δια της αμαρ­τί­ας σύρ­ρι­ζα. Έτσι και θα καλ­λιερ­γή­σει τον εαυ­τό του και θα ετοι­μα­στεί για υπο­δο­χή του σωτή­ριου σπέρ­μα­τος και αφού το λάβει, θα θρέ­ψει και θα καρ­πο­φο­ρή­σει την αιώ­νια ζωή. Γι’ αυτήν την ζωή, όχι μόνο τις ορέ­ξεις του σώμα­τος, αλλά αν χρεια­στεί, και την ίδια την ψυχή πρέ­πει να απορ­ρί­πτου­με· διό­τι έτσι θα ακο­λου­θή­σου­με στα δεσπο­τι­κά ίχνη και θα μετά­σχου­με της εν Χρι­στώ δόξας και βασι­λεί­ας, συζών­τας και συν­δο­ξα­ζό­με­νοι με Αυτόν αιω­νί­ως.

Και μάρ­τυς αδιά­ψευ­στος είναι για μας ο κορυ­φαί­ος των μαρ­τύ­ρων, ο θαυ­μα­τουρ­γός και μυρο­βλή­της Δημή­τριος, στου οποί­ου την εικό­να προ­σπί­πτουν και παρί­σταν­ται χαρού­με­νοι και βασι­λείς και ιερείς, επει­δή ακο­λού­θη­σε τα δεσπο­τι­κά ίχνη κατά τον βίο και τον λόγο και τα πάθη. Ευπρόσ­δε­κτος σε αυτόν πανη­γυ­ρι­στής και κοι­νω­νός της ήδη προ­κη­ρυσ­σό­με­νης τελε­τής θα είναι όχι γενι­κώς οποιοσ­δή­πο­τε, αλλά όποιος έχει προ­ε­τοι­μα­στεί δια της μετα­νοί­ας. Πραγ­μα­τι­κά αυτός που απο­μα­κρύν­θη­κε από κάθε υλι­κή προ­σπά­θεια και κατά τον Παύλο[Β΄Κορ.2,15: «τι Χρι­στο εωδία σμν τ Θε ν τος σζομέ­νοις κα ν τος πολ­λυ­μέ­νοις(:Διό­τι πραγ­μα­τι­κά εμείς οι Από­στο­λοι και κήρυ­κες του Ευαγ­γε­λί­ου είμα­στε ευω­δία Χρι­στού, ευχά­ρι­στη στον Θεό. Ευω­δία γι’ αυτούς που σώζον­ται, όπως και για εκεί­νους που κατα­δι­κά­ζον­ται σε αιώ­νια απώ­λεια)»] απέ­δει­ξε τον εαυ­τό του ολό­κλη­ρο ευω­δία μέχρι σημεί­ου, ώστε μετά την άθλη­ση να απο­δεί­ξει και την σορό του πηγή ευω­δε­στά­των μύρων, πώς θα δεχθεί να χορεύ­ει γύρω και να προ­σά­δει αυτόν που πνέ­ει εμπα­θή ύλη και μυρί­ζει από ανί­α­τους μώλω­πες αμαρ­τη­μά­των; «Οχ ραος ανος ν στό­μα­τι μαρ­τω­λο(:Δεν είναι ωραί­ος ο ύμνος των μαρ­τύ­ρων σε στό­μα­τα αμαρ­τω­λών)»σύμ­φω­να με την αντί­στοι­χη μαρ­τυ­ρία της Αγί­ας Γρα­φής[ βλ. Σοφία Σει­ράχ, 15,9]. Επο­μέ­νως, προ­ε­ορ­τά­ζον­τας, ας προ­κα­θα­ρί­σου­με επί­σης τους εαυ­τούς μας για την προ­σε­χή ημέ­ρα της πανη­γύ­ρε­ως του μεγα­λο­μάρ­τυ­ρος, ώστε αφού ευφραν­θού­με πνευ­μα­τι­κά, με την ανά­μνη­ση των άθλων του για τον Χρι­στό και τον πριν από τους άθλους βίο κατά Χρι­στόν και συνευ­φραν­θού­με με αυτόν, να λάβου­με τον αρρα­βώ­να αυτόν της ελπι­ζο­μέ­νης από μας συμ­βιώ­σε­ως μαζί με τους αϊδί­ως ευφραι­νο­μέ­νους στους ουρα­νούς.

Αυτήν την συμ­βί­ω­ση είθε να επι­τύ­χου­με όλοι μας με τις πρε­σβεί­ες του πολιού­χου μας και Χρι­στο­μάρ­τυ­ρος σε δόξα του Πατρός και του Υιού και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομι­λία ΜΖ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 11, σελί­δες 107–134.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ

«Επε δι παρα­βολς(:μίλη­σε με παρα­βο­λή)»[Λου­κά 8,4]:

Οι μακά­ριοι προ­φή­τες παρου­σί­α­ζαν με πολ­λούς τρό­πους τους λόγους τους για τον Χρι­στό. Για­τί άλλοι Τον προ­α­νήγ­γει­λαν ότι θα έρθει ως φως, και άλλοι ότι θα έρθει με τάξη και μεγα­λο­πρέ­πεια βασι­λι­κή. Και πράγ­μα­τι είπε κάποιος από αυτούς: «δο γρ βασι­λες δίκαιος βασι­λεύ­σει, κα ρχον­τες μετ κρί­σε­ως ρξου­σι. κα σται νθρω­πος κρύ­πτων τος λόγους ατο κα κρυ­βή­σε­ται ς φ᾿ δατος φερο­μέ­νου· κα φανή­σε­ται ν Σιν ς ποταμς φερό­με­νος νδο­ξος ν γ διψώσ(:Διό­τι ιδού, ένας βασι­λέ­ας δίκαιος θα βασι­λεύ­σει στην Ιερου­σα­λήμ και οι άρχον­τες αυτού θα κρί­νουν και θα απο­φα­σί­ζουν με δικαιο­σύ­νη και ευθύ­τη­τα. Τότε ο άνθρω­πος θα κρύ­πτει και θα φυλάτ­τει στο βάθος της καρ­διάς του ως θησαυ­ρό τους λόγους της δικαιο­σύ­νης και προ­στα­τευό­με­νος για τη δικαιο­σύ­νη του από τον Θεό, θα απο­φύ­γει τα δει­νά, τα οποία σαν πλημ­μύ­ρα ύδα­τος θα επέρ­χον­ται εναν­τί­ον του. Και θα φανεί στην Ιερου­σα­λήμ σαν πλού­σιος ποτα­μός, περί­φη­μος, σε ξηρά και διψα­σμέ­νη γη)» [Ησ.32,1–2].

Ότι βέβαια ο λόγος του Κυρί­ου είναι κατά κάποιο τρό­πο πάν­το­τε κρυμ­μέ­νος, είναι φανε­ρό. Έτσι μας τον παρου­σί­α­σε και ο μακά­ριος Ψαλ­μω­δός να λέγει: «νοί­ξω ν παρα­βο­λας τ στό­μα μου, φθέγ­ξο­μαι προ­βλή­μα­τα π᾿ ρχς(:Θα αρχί­σω με διδα­κτι­κές παρα­βο­λι­κές ιστο­ρί­ες, γεμά­τες ιερά διδάγ­μα­τα. Θα σας διη­γη­θώ αρχαία γεγο­νό­τα με βαθύ­τα­τα νοή­μα­τα)» [Ψαλ.77,2]. Πρό­σε­χε λοι­πόν ότι εκπλη­ρώ­θη­κε αυτό που ειπώ­θη­κε από τον Ψαλ­μω­δό· για­τί συγ­κεν­τρώ­θη­κε μεγά­λο πλή­θος γύρω από τον Ιησού από όλη την Ιου­δαία, και τους μιλού­σε με παρα­βο­λές. Επει­δή όμως εκεί­νοι δεν ήταν ικα­νοί να γνω­ρί­σουν τα μυστή­ρια τη βασι­λεί­ας των ουρα­νών, ο λόγος δεν ήταν φανε­ρός και από­λυ­τα κατα­νο­η­τός σε όλους· για­τί δεν ζητού­σαν κανέ­να λόγο προ­κεί­με­νου να απο­δε­χθούν την πίστη σε Αυτόν, αντί­θε­τα αντι­δρού­σαν με τρό­πο ανό­σιο και στα κηρύγ­μα­τά Του. Και πράγ­μα­τι επέ­πλητ­ταν εκεί­νους που ήθε­λαν να κάθον­ται κον­τά Του και ασε­βών­τας προς εκεί­νους που διψού­σαν τη δική Του διδα­σκα­λία έλε­γαν: «Δαι­μό­νιον χει κα μαί­νε­ται· τί ατο κού­ε­τε;(:Για να έχει τέτοια ιδέα για τον εαυ­τό του, πρέ­πει να έχει δαι­μό­νιο και γι’ αυτό παρα­λο­γί­ζε­ται. Για­τί τον προ­σέ­χε­τε και ακού­τε αυτά που λέει;

)»[Ιω.10,20].

Δεν δόθη­κε λοι­πόν σε εκεί­νους η δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­σουν τα μυστή­ρια της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, αλλά μάλ­λον σε εμάς που είμα­στε πιο πρό­θυ­μοι για την πίστη· για­τί ο ίδιος ο Κύριος μάς έδω­σε τη δύνα­μη να κατα­νο­ού­με την παρα­βο­λή και τον μυστι­κό λόγο, τα λόγια των σοφών και τα αινίγ­μα­τα. Πρέ­πει όμως να πού­με ακό­μα ότι οι παρα­βο­λές είναι εικό­νες κατά κάποιο τρό­πο των πραγ­μά­των που δεν φαί­νον­ται, αλλά είναι περισ­σό­τε­ρο νοη­τά και πνευ­μα­τι­κά. Αυτό δηλα­δή που δεν είναι δυνα­τό να το δού­με με τα μάτι του σώμα­τος, αυτό το δεί­χνει η παρα­βο­λή στα μάτια της διά­νοιας, η οποία μέσω των αισθη­τών και κατά κάποιο τρό­πο απτών πραγ­μά­των δια­μορ­φώ­νει καλά τη λεπτό­τη­τα των νοη­τών. Ας δού­με λοι­πόν ποιο κρυ­φό νόη­μα μας παρου­σιά­ζει ο λόγος του Σωτή­ρα.

«πηρώ­των δ ατν ο μαθη­τα ατο λέγον­τες· τίς εη παρα­βολ ατη;(:Οι μαθη­τές Του τότε Τον ρωτού­σαν και Του έλε­γαν: “Ποια είναι η έννοια και η σημα­σία αυτής της παρα­βο­λής;”)»[Λου­κά 8,9]:

Και ποιος άρα­γε είναι ο σκο­πός της παρα­βο­λής και πού τέλος πάν­των απο­βλέ­πει το βαθύ­τε­ρο νήμα της παρα­βο­λής, θα το μάθου­με από τον Ίδιο που την είπε. Τα αγνο­ού­σαν αυτά πριν από εμάς οι μακά­ριοι μαθη­τές, και, πλη­σιά­ζον­τας τον Σωτή­ρα, Τον παρα­κα­λού­σαν και Του έλε­γαν: «Τι σημαί­νει η παρα­βο­λή αυτή;». Αλλά ας δού­με ποια είναι η αφορ­μή εξαι­τί­ας της οποί­ας αρπά­ζον­ται οι σπό­ροι που βρί­σκον­ται στο δρό­μο. Κάθε δρό­μος είναι σκλη­ρός και ακαλ­λιέρ­γη­τος για­τί βρί­σκε­ται κάτω από τα πόδια όλων, και δεν εισχω­ρεί σε αυτούς κανέ­νας σπό­ρος. Όσοι λοι­πόν έχουν σκλη­ρό νου, σε αυτούς δεν εισχω­ρεί κάποια θεία και ιερή νου­θε­σία, με την οποία μπο­ρούν να καρ­πο­φο­ρή­σουν τα άξια καύ­χη­σης έργα της αρε­τής. Αυτοί έγι­ναν πατη­μέ­νος δρό­μος για τα ακά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα και τον ίδιο τον Σατα­νά, οι οποί­οι δεν μπο­ρούν ποτέ να γίνουν τρο­φοί αγί­ων καρ­πών, αφού έχουν στεί­ρα και άγο­νη καρ­διά.

Υπάρ­χουν επί­σης κάποιοι που έχουν ακα­τέρ­γα­στη την πίστη μέσα τους, ως απλούς λόγους. Αυτοί έχουν ευσέ­βεια χωρίς ρίζες· για­τί μπαί­νον­τας στις εκκλη­σί­ες, χαί­ρον­ται βέβαια με το πλή­θος των συναγ­μέ­νων και προ­σέρ­χον­ται με ευχα­ρί­στη­ση στις ιερές τελε­τές, πλην όμως όχι συνει­δη­τά, αλλά από επι­πό­λαια θέλη­ση. Όταν όμως απο­χω­ρούν από τις εκκλη­σί­ες, οδη­γούν­ται στη λήθη των ιερών μαθη­μά­των. Και όταν βέβαια δε δοκι­μά­ζον­ται τα των Χρι­στια­νών, δια­τη­ρούν αυτοί την πίστη, όταν όμως κηρυ­χθεί διωγ­μός, έχουν τον νου τους στη φυγή. Προς αυτούς ο προ­φή­της Ιερε­μί­ας λέγει: «ναλά­βε­τε πλα κα σπί­δας κα προ­σα­γά­γε­τε ες πόλε­μον(:Λάβε­τε, λοι­πόν, όπλα και ασπί­δες, λέγει ειρω­νι­κά ο προ­φή­της προς τους ράθυ­μους και χλια­ρούς στην πίστη τους, και προ­χω­ρή­στε σε πόλε­μο)» [Ιερ.26,3].

Κατε­ξο­χήν βέβαια ακα­τα­μά­χη­το έχει το χέρι που δια­σώ­ζει ο Θεός και όπως λέγει ο πάν­σο­φος Παύ­λος: «Πει­ρα­σμς μς οκ εληφεν ε μ νθρώ­πι­νος· πιστς δ Θεός, ς οκ άσει μς πει­ρα­σθναι πρ δύνα­σθε, λλ ποι­ή­σει σν τ πει­ρα­σμ κα τν κβα­σιν το δύνα­σθαι μς πενεγ­κεν(:Δεν σας κατά­λα­βε μέχρι τώρα πει­ρα­σμός μεγά­λος, αλλά κάθε πει­ρα­σμός που αντι­με­τω­πί­σα­τε ήταν προ­σω­ρι­νός και ανά­λο­γος με τις ανθρώ­πι­νες δυνά­μεις σας. Και όσο για τους πει­ρα­σμούς που ενδέ­χε­ται να σας βρουν στο μέλ­λον, και επει­δή με την απο­φυ­γή των ειδω­λό­θυ­των θα γίνε­στε δυσά­ρε­στοι στους ειδω­λο­λά­τρες, μην ξεχνά­τε ότι είναι από­λυ­τος αξιό­πι­στος ο Θεός, ο οποί­ος σύμ­φω­να με τις υπο­σχέ­σεις Του δεν θα σας αφή­σει να πει­ρα­χτεί­τε παρα­πά­νω από την δύνα­μη σας· αλλά μαζί με τον πει­ρα­σμό θα φέρει και το τέλος του, ώστε να μπο­ρεί­τε να τον αντέ­ξε­τε)» [Α΄Κορ.10,13].

Όμως εάν συμ­βεί, αγω­νι­ζό­με­νοι κατά κάποιο τρό­πο για την πίστη του Χρι­στού, να πάθου­με, τότε οπωσ­δή­πο­τε και χωρίς αμφι­βο­λία θα γίνου­με αξιο­θαύ­μα­στοι. Και πράγ­μα­τι έλε­γε στους αγί­ους απο­στό­λους ο Σωτή­ρας: «Λέγω δ μν τος φίλοις μου· μ φοβηθτε π τν ποκτει­νόν­των τ σμα, κα μετ τατα μ χόν­των περισ­σό­τε­ρόν τι ποισαι· ποδεί­ξω δ μν τίνα φοβηθτε· φοβή­θη­τε τν μετ τ ποκτεναι χον­τα ξου­σί­αν μβα­λεν ες τν γέεν­ναν· ναί, λέγω μν, τοτον φοβή­θη­τε (:Σε σας όμως τους φίλους μου λέω: Θα αντι­με­τω­πί­σε­τε κιν­δύ­νους και διωγ­μούς. Μην παρα­συρ­θεί­τε στην υπο­κρι­σία, για να γλυ­τώ­σε­τε από αυτούς. Μη φοβη­θεί­τε εκεί­νους που σκο­τώ­νουν το σώμα, ύστε­ρα όμως δεν μπο­ρούν να κάνουν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο. Εγώ τώρα θα σας υπο­δεί­ξω ποιον να φοβη­θεί­τε. Να φοβη­θεί­τε τον Θεό, που μετά τον θάνα­τό σας, αφού σας αφαι­ρέ­σει την πρό­σκαι­ρη και επί­γεια ζωή, έχει την εξου­σία να σας ρίξει και στο αιώ­νιο πυρ της κολά­σε­ως. Ναι, σας λέω, Αυτόν πρέ­πει να φοβη­θεί­τε.)» [Λου­κά, 12,4–5] και τα λοι­πά.

Και δεν μας τα δίδα­ξε αυτά μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα· για­τί θυσί­α­σε για μας τη ζωή Του, και με το αίμα Του κατέ­κτη­σε την υφή­λιο. Επο­μέ­νως δεν ανή­κου­με στους εαυ­τούς μας, αλλά μάλ­λον σε Αυτόν που μας εξα­γό­ρα­σε και μας διέ­σω­σε, και σε Αυτόν οφεί­λου­με τη ζωή μας. Για­τί , όπως λέγει ο θεό­πνευ­στος Παύ­λος: «Ες τοτο γρ Χριστς κα πέθα­νε κα νέστη κα ζησεν, να κα νεκρν κα ζών­των κυριεύσ(:διό­τι και ο Χρι­στός γι’ αυτόν ακρι­βώς τον σκο­πό και πέθα­νε επί του σταυ­ρού και ανα­στή­θη­κε εκ των νεκρών και έλα­βε πάλι ως άνθρω­πος την ζωή, για να είναι κύριος και εξου­σια­στής νεκρών και ζών­των)» [Ρωμ.14,9].

Ας δού­με όμως και τα αγκά­θια μέσα στα οποία πνί­γε­ται ο θεϊ­κός σπό­ρος. Τι λέγει πάλι ο Σωτή­ρας; Σπέρ­νει βέβαια αυτό τον σπό­ρο, και αυτός, αν και παρα­μέ­νει μέσα στις ψυχές εκεί­νων που τον δέχθη­καν και κατά κάποιο τρό­πο ανέ­βη­κε ψηλά και έφτα­σε να φαί­νε­ται το φύτρω­μα, πνί­γε­ται από τις κοσμι­κές φρον­τί­δες και όπως λέγει ο προ­φή­της Ωσηέ για εκεί­νους τους ανθρώ­πους χάνον­ται επει­δή παρα­σύ­ρον­ται από τα κοσμι­κά: « τι νεμό­φθο­ρα σπει­ραν, κα κατα­στροφ ατν κδέ­ξε­ται ατά· δράγ­μα οκ χον σχν το ποισαι λευ­ρον· ἐὰν δ κα ποι­ήσ, λλό­τριοι κατα­φά­γον­ται ατό(:Τα όσα έσπει­ραν θα τα κατα­κά­ψει ο λίβας. Κατα­στρο­φή ανα­μέ­νει τα σιτη­ρά τους. Οι θερι­στές θα δένουν σε δεμά­τια στά­χυα άκαρ­πα, που δεν θα είναι σε θέση να δώσουν αλεύ­ρι. Αλλά και εάν η χώρα τους ευφο­ρή­σει και παρα­γά­γει σιτά­ρι και καρ­πούς, ξένοι θα κατα­φά­ουν τα προ­ϊ­όν­τα της)» [Ωσ.8,7].

Άλλος επί­σης προ­φή­της, ο Ιερε­μί­ας, λέγει: «τι τάδε λέγει Κύριος τος νδρά­σιν ούδα κα τος κατοι­κοσιν ερου­σα­λήμ· νεώ­σα­τε αυτος νεώ­μα­τα κα μ σπεί­ρη­τε π᾿ κάν­θαις(:Αυτά λέγει ο Κύριος γενι­κά στους Ιου­δαί­ους και ειδι­κό­τε­ρα σε εκεί­νους, που κατοι­κούν στην Ιερου­σα­λήμ: Εκχερ­σώ­στε και ανα­νε­ώ­στε για τον εαυ­τό σας τους αγρούς των ψυχών σας και μην σπεί­ρε­τε πλέ­ον σε γη γεμά­τη από αγκά­θια)» [Ιερ.4,3]. Άρα λοι­πόν για να ανθί­σει μέσα μας ο θεϊ­κός σπό­ρος, πρέ­πει να απο­βά­λου­με προ­η­γου­μέ­νως τις κοσμι­κές φρον­τί­δες μας.

Γη βέβαια παχιά που παρά­γει καλούς καρ­πούς και φέρει καρ­πό εκα­τον­τα­πλά­σιο, θα μπο­ρού­σαν να είναι οι καλές και αγα­θές ψυχές, οι οποί­ες δέχον­ται βαθιά τους σπό­ρους του λόγου και τους κρα­τούν και τους τρέ­φουν γεν­ναία. Γι΄αυτούς θα μπο­ρού­σε να λεχθεί, και πολύ δίκαια, αυτό που λέχθη­κε από έναν από τους αγί­ους προ­φή­τες του Θεού: «Κα μακα­ριοσιν μς πάν­τα τ θνη, διό­τι σεσθε μες γ θελη­τή, λέγει Κύριος παν­το­κρά­τωρ(:Για την πλού­σια αυτήν καρ­πο­φο­ρία και συγ­κο­μι­δή θα σας καλο­τυ­χί­ζουν όλα τα έθνη, διό­τι η χώρα σας θα έχει γίνει επι­θυ­μη­τή και ζηλευ­τή, λέγει Κύριος ο Παν­το­κρά­το­ρας)» [Μαλαχ. 3,12]· για­τί όταν σε νου καθα­ρό από αυτά που συνή­θως τον παρε­νο­χλούν, πέσει κάπο­τε θεί­ος λόγος, τότε ριζώ­νει σε βάθος, και σαν στά­χυ ανε­βαί­νει ψηλά και φέρ­νει καλό καρ­πό.

Ωστό­σο νομί­ζω ότι είναι χρή­σι­μο να πού­με σε εκεί­νους που θέλουν να μάθουν χρή­σι­μα πράγ­μα­τα τού­το: εξη­γών­τας μας δηλα­δή ο Ματ­θαί­ος αυτό ακρι­βώς το κεφά­λαιο είπε ότι η καλή γη απέ­δω­σε καρ­πούς με τρεις διαφορές[βλ. Ματθ.13,23: « δ π τν γν τν καλν σπα­ρείς, οτός στιν τν λόγον κού­ων κα συνιν· ς δ καρ­πο­φο­ρε κα ποιε μν κατόν, δ ξήκον­τα, δ τριά­κον­τα(:Ο σπό­ρος όμως που σπάρ­θη­κε στην καλή και εύφο­ρη γη είναι ο άνθρω­πος που ακού­ει το λόγο και τον κατα­νο­εί. Και αυτός λοι­πόν παρά­γει καρ­πό, και απο­δί­δει άλλος εκα­τό κι άλλος εξήν­τα κι άλλος τριάν­τα φορές περισ­σό­τε­ρο)»]· για­τί η μία λέγει ότι απέ­δω­σε εκα­τό, η άλλη εξήν­τα, και η τρί­τη τριάν­τα.

Πρό­σε­χε λοι­πόν ότι ο Χρι­στός είπε ότι τρεις είναι οι ζημιές, και επί­σης ίσες σε αριθ­μό είναι και οι ευκαρ­πί­ες. Εκεί­νοι δηλα­δή από τους σπό­ρους που πέφτουν στον δρό­μο αρπά­ζον­ται από τα πτη­νά, οι άλλοι που πέφτουν σε έδα­φος πετρώ­δες αφού ανθί­σουν μόνο, ύστε­ρα από λίγο ξηραί­νον­ται. Τέλος, εκεί­νοι που πέφτουν μέσα σε αγκά­θια απο­πνί­γον­ται. Η γη όμως η εύφο­ρη απο­δί­δει, όπως είπα, τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς σε ποσό­τη­τα καρ­πούς, εκα­τό, εξήν­τα και τριάν­τα· για­τί, όπως γρά­φει ο Παύ­λος: «Θέλω γρ πάν­τας νθρώ­πους εναι ς κα μαυ­τόν· λλ᾿ καστος διον χάρι­σμα χει κ Θεο, ς μν οτως, ς δ οτως(:Διό­τι εγώ θέλω να είναι όλοι οι άνθρω­ποι όπως είμαι και εγώ, δηλα­δή άγα­μοι. Όμως ο καθέ­νας έχει δικό του χάρι­σμα από τον Θεό. Άλλος έχει το χάρι­σμα να ζει έτσι δηλα­δή άγα­μος, και άλλος να ζει δια­φο­ρε­τι­κά, δηλα­δή παν­τρε­μέ­νος)» [Α΄Κορ. 7,7]· για­τί δεν βρί­σκου­με τις ευδο­κι­μή­σεις των αγί­ων να είναι πάν­το­τε και οπωσ­δή­πο­τε ισό­με­τρες. Πλην όμως είναι ανάγ­κη να επι­διώ­κου­με τα μεγα­λύ­τε­ρα και τα ανώ­τε­ρα από τα χαμη­λό­τε­ρα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, ξήγη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Ὁλό­κλη­ρος ὁ κόσμος εἶναι μιὰ μεγά­λη παρα­βο­λή. Εἶναι φτιαγ­μέ­νος ἀπὸ ἀμέ­τρη­τες παρα­βο­λές. Ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρ­χουν μέσα του δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐφή­με­ρο παρα­μύ­θι. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς πυρῆ­νας ποὺ κρύ­βε­ται ἀνά­με­σα στὶς γραμ­μὲς κάθε παρα­βο­λῆς ὅμως εἶναι διαρ­κής, δὲν ὑφί­στα­ται παρα­κμή. Ἐκεῖ­νοι ποὺ μὲ τὴν ἀνά­γνω­ση τῶν παρα­βο­λῶν τέρ­πον­ται μόνο μὲ τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά τους, δὲν μπο­ροῦν νὰ εἰσχω­ρή­σουν στὸν πυρῆ­να καὶ παρα­μέ­νουν πνευ­μα­τι­κὰ νηστι­κοὶ καὶ πει­να­σμέ­νοι. Τὸ πνεῦ­μα τρέ­φε­ται μόνο μὲ τὸν πυρῆ­να τῶν παρα­βο­λῶν. Ἕνας μὴ πνευ­μα­τι­κὸς καὶ αἰσθη­σια­κὸς ἄνθρω­πος τρέ­φε­ται μόνο μὲ τὰ πρά­σι­να φύλ­λα πολ­λῶν παρα­βο­λῶν καὶ παρα­μέ­νει πάν­τα πει­να­σμέ­νος Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος ἀνα­ζη­τᾶ τὸν πυρῆ­να, τὴν οὐσία τῶν παρα­βο­λῶν, τρέ­φε­ται μ’ αὐτήν, ἱκα­νο­ποιεῖ­ται καὶ δια­τη­ρεῖ­ται εἰρη­νι­κός. Ὅλα τὰ ὑπαρ­κτὰ πράγ­μα­τα εἶναι παρα­βο­λές. Ὅλα εἶναι σὰν πρά­σι­να φύλ­λα, τυλιγ­μέ­να γύρω ἀπὸ τὸν κρυμ­μέ­νο πυρῆ­να. Ὅλα ὅσα γίνον­ται εἶναι ἡ ὕλη τῆς παρα­βο­λῆς, εἶναι τὸ περι­τύ­λιγ­μα τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ περιε­χο­μέ­νου, τοῦ πυρῆ­να.

Ὁ ἄνθρω­πος βρί­σκε­ται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀπὸ μιὰ θάλασ­σα τῆς σοφί­ας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφρά­ζε­ται μὲ παρα­βο­λές. Αὐτὸς ποὺ βλέ­πει τὴ σοφία αὐτὴ μόνο μὲ τὰ μάτια του δὲ βλέ­πει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ περι­τύ­λιγ­μα ποὺ καλύ­πτει τὴν κρυμ­μέ­νη σοφία. Κοι­τά­ζει καὶ βλέ­πει τὸ ἔνδυ­μα τῆς φύσης, δὲ βλέ­πει ὅμως τὸ πνεῦ­μα, τὴν οὐσία της. Ἀφουγ­κρά­ζε­ται γιὰ ν’ ἀκού­σει τὴ φύση, μὰ ἀκού­ει μόνο ἄδειες φωνές, ποὺ δὲν κατα­λα­βαί­νει τὸ νόη­μά τους. Τὸ μάτι δὲ δόθη­κε γιὰ νὰ βλέ­πει τὸν πυρῆ­να τῆς φύσης, οὔτε τὸ αὐτὶ γιὰ ν’ ἀκού­ει τὸ μήνυ­μά της. Τὸ πνεῦ­μα συναν­τᾶ τὸ πνεῦ­μα. Ἡ οὐσία συναν­τᾶ τὴν οὐσία. Ἡ κατα­νόη­ση συναν­τᾶ τὴν κατα­νόη­ση. Ἡ ἀγά­πη νιώ­θει τὴν ἀγά­πη.

Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ φτω­χός, ἕνας θλι­βε­ρὸς τόπος. Ὅλα εἶναι βια­στι­κά, παρο­δι­κά. Αὐτὸς ποὺ προ­σκολ­λᾶ­ται σ’ αὐτὸν σὰ νά ‘τανε κάτι οὐσια­στι­κὸ ἀπὸ μόνος του, ἀνα­πό­φευ­κτα θ’ ἀπο­τύ­χει καὶ θὰ κραυ­γά­σει μὲ πόνο καὶ ντρο­πή. Ό κόσμος αὐτὸς ὅμως εἶναι καὶ πλού­σιος θησαυ­ρὸς διδα­χῶν μὲ παρα­βο­λές. Ὅποιος ἀντι­λαμ­βά­νε­ται τὸν κόσμο καὶ τὸν χρη­σι­μο­ποιεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, δὲ θὰ ντρο­πια­στεῖ, δὲ θ’ ἀπο­τύ­χει.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔκα­νε συχνὰ χρή­ση παρα­βο­λῶν ἀπὸ τὴ φύση, ἀπὸ πράγ­μα­τα καὶ περι­στα­τι­κὰ ποὺ συμ­βαί­νουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε τίς παρα­βο­λὲς ὼς μέσα, γιὰ νὰ βοη­θή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους. Συχνὰ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε συνη­θι­σμέ­να γεγο­νό­τα στὴ διδα­σκα­λία Του, γιὰ νὰ δεί­ξει τὸ νόη­μα ποὺ ἔχουν οἱ πυρῆ­νες τους καὶ τὸ βάθος ποὺ κρύ­βε­ται μέσα τους. Οἱ συνη­θι­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι ἀνα­ζη­τοῦν κάποιο νόη­μα σὲ περί­ερ­γα καὶ σπά­νια γεγο­νό­τα, ὅπως στοὺς διά­τoν­τες ἀστέ­ρες, στοὺς σει­σμούς, στοὺς μεγά­λους πολέ­μους κ.τ.ό. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν καὶ βρί­σκουν πνευ­μα­τι­κὸ νόη­μα στὰ συνη­θι­σμέ­να καὶ καθη­με­ρι­νὰ γεγο­νό­τα, εἶναι σπά­νιοι.

Ὁ σπα­νιό­τε­ρος ἀπ’ ὅλους τοὺς σπά­νιους ποὺ περ­πά­τη­σε ποτὲ στὴ γῆ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, πῆρε σκό­πι­μα τὰ πιὸ συνη­θι­σμέ­να πράγ­μα­τα ἀπὸ τὴ ζωή, γιὰ ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει στοὺς ἀνθρώ­πους τὰ μυστή­ρια τῆς αἰώ­νιας ζωῆς. Τί εἶναι πιὸ συνη­θι­σμέ­νο ἀπὸ τὸ ἁλά­τι, τὴ ζύμη, ἕνα δέν­τρο ποὺ ἀνα­πτύσ­σε­ται ἀπὸ τὸν κόκ­κο σινά­πε­ως, τὸν ἥλιο, τὰ σπουρ­γί­τια, τὰ χόρ­τα καὶ τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ, τὸ ψωμί, τὴν πέτρα καὶ τὴν ἄμμο; Κανέ­νας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βλέ­πουν κάθε μέρα μὲ τὰ μάτια τους τὰ πράγ­μα­τα αὐτὰ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σκε­φτεῖ ν’ ἀνα­ζη­τή­σει μέσα τους τὰ κρυμ­μέ­να μυστή­ρια τῆς Βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς ὅμως στα­μά­τη­σε δίπλα σ’ αὐτὰ καὶ κάλε­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ τὰ προ­σέ­ξουν, τοὺς φανέ­ρω­σε τ’ ἀμέ­τρη­τα οὐρά­νια μυστή­ρια ποὺ εἶναι κρυμ­μέ­να κάτω ἀπὸ τὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ περί­βλη­μά τους. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ ἁπλᾶ καὶ συνη­θι­σμέ­να γεγο­νό­τα γιὰ νὰ παρου­σιά­σει καὶ νὰ ἐξη­γή­σει ὁλό­κλη­ρη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που, ὅλη τὴν ἱστο­ρία τῆς πτώ­σης τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τῆς σωτη­ρί­ας του, τὸ τέλος τοῦ κόσμου, τὴν Τελι­κὴ Κρί­ση καὶ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρ­τω­λούς.

Οἱ ἄνθρω­ποι ἔβλε­παν γιὰ αἰῶ­νες νὰ συμ­βαί­νουν περι­στα­τι­κὰ σὰν κι αὐτὰ ποὺ περι­γρά­φον­ται στὶς παρα­βο­λὲς τοῦ Σπο­ρέα, τῆς ζύμης καὶ τοῦ ἄρτου, τῶν ταλάν­των καὶ τοῦ “Ἄσω­του Υἱοῦ. Κανέ­νας ὅμως δὲ φαν­τά­στη­κε πῶς κάτω ἀπὸ τὰ φύλ­λα τῶν γεγο­νό­των αὐτῶν ὑπῆρ­χαν τέτοιοι πυρῆ­νες γιὰ τὸ πνεῦ­μα τοῦ ἀνθρώ­που, ὡσό­του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διη­γη­θεῖ τίς παρα­βο­λὲς αὐτές, ἐξη­γή­σει τὴν οὐσία κι ἀπο­κα­λύ­ψει τὸν πυρῆ­να τους.

Tο σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο ἀνα­πτύσ­σει τὴ γνω­στὴ παρα­βο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὸν Σπο­ρέα.

Ἐπι­φα­νεια­κὰ εἶναι ἕνα συνη­θι­σμέ­νο γεγο­νός, μέσα στὸν πυρῆ­να του ὅμως κρύ­βει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, τὴν εὐαγ­γε­λι­κὴ διδα­σκα­λία, καθὼς καὶ τίς πηγὲς καὶ τοὺς δρό­μους τῆς ἀπώ­λειας ἢ τῆς σωτη­ρί­ας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Κι όλ’ αὐτὰ μὲ μιὰ διδα­χή.

«Ἐξῆλ­θεν ὁ σπεί­ρων του σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐτοῦ» (Λουκ. ἡ’5). Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ οὐσια­στι­κὸ ξεκί­νη­μα! Ἦρθε ὁ και­ρὸς τῆς σπο­ρᾶς. Ὁ πάγος καὶ τὸ χιό­νι ἔχουν προ­ε­τοι­μά­σει τὸ ἔδα­φος, ὁ ἄνθρω­πος τὸ ὄργω­σε. Ἡ ἄνοι­ξη ἔφτα­σε κι ὁ σπο­ρέ­ας πῆγε γιὰ νὰ σπεί­ρει το σπό­ρο του. Ὁ σπο­ρέ­ας βγαί­νει ἀπὸ τὸ σπί­τι του, πηγαί­νει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ σπεί­ρει το σπό­ρο. Πηγαί­νει στὸ δικό του ἀγρό, ὄχι σὲ ἄλλον.

Ἐδῶ ἔχου­με ἁπλᾶ ἐξω­τε­ρι­κὰ γεγο­νό­τα καὶ μεγά­λα ἐσω­τε­ρι­κὰ βάθη. Σπο­ρέ­ας εἶναι ὁ Χρι­στὸς καὶ σπό­ρος εἶναι ἡ ζωη­φό­ρα διδα­σκα­λία τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ὁ ἄνθρω­πος εἶχε προ­ε­τοι­μα­στεῖ ἀπὸ χιλιά­δες χρό­νια δοκι­μα­σιῶν καὶ βασά­νων, περι­πλα­νή­σε­ων κι ἀνα­ζη­τή­σε­ων, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὸ θεϊ­κὸ σπό­ρο τῆς ζωη­φό­ρας διδα­σκα­λί­ας. Οἱ προ­φῆ­τες εἶχαν ὀργώ­σει τὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Τότε ὁ Χρι­στὸς ἔλαμ­ψε σὰν τὴν ἄνοι­ξη μετὰ ἀπὸ ἕναν μακρὺ καὶ παγω­μέ­νο χει­μῶ­να καὶ βγῆ­κε σὰν Σπο­ρέ­ας νὰ σπεί­ρει. Οἱ προ­φῆ­τες εἶναι οἱ ζευ­γο­λά­τες, ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ Σπο­ρέ­ας. “Ἄν οἱ προ­φῆ­τες φύτε­ψαν κάπου κάπου ἕνα μικρὸ σπό­ρο, αὐτὸς δὲν ἦταν δικός τους, τὸν δανεί­στη­καν ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Χρι­στὸς βγῆ­κε νὰ σπεί­ρει τὸ δικό του σπό­ρο. Οἱ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι πρὶν ἀπὸ τὸ Χρι­στό εἶχαν λάβει το σπό­ρο ἀπὸ τὸ διά­βο­λο καὶ τὸν ἔσπει­ραν στὸν κόσμο σὰν δικό τους Ό Χρι­στὸς δὲ δανεί­στη­κε ἀπὸ κανέ­ναν. “Ἔσπει­ρε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ δικό του σπό­ρο.

Ἐξῆλ­θεν ὁ σπεί­ρων. Πῶς βγῆ­κε κι ἀπὸ ποῦ; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ βγῆ­κε ἀπὸ τοὺς αἰώ­νιους κόλ­πους τοῦ Πατέ­ρα, χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς ἐγκα­τα­λεί­ψει. Βγῆ­κε φορῶν­τας ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα, γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους ὡς ἄνθρω­πος. Βγῆ­κε ὅπως τὸ φὼς ποὺ βγαί­νει ἀπὸ τὸν ἥλιο, χωρὶς ν’ ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπὸ τὴν πηγή του. Βγῆ­κε ὅπως τὸ δέν­τρο ἀπὸ τὴ ρίζα του, χωρὶς ν’ ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπ’ αὐτήν. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων εἶναι ὁ ἀγρός Του, κι Ἐκεῖ­νος τὸν ἐπι­σκέ­πτε­ται. «Ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγέ­νε­το» (βλ. Ἰωάν. ἅ’10). Κι Αὐτὸς ἦρθε στὸν κόσμο Του. Ἄφη­σε τὸ σπί­τι Του καὶ πῆγε στὸν ἀγρό Του γιὰ νὰ σπεί­ρει το σπό­ρο Του. Εἶναι ὁ ἀλη­θι­νὸς Σπο­ρέ­ας, περι­βαλ­λό­με­νος μὲ εἰρή­νη ἀπὸ κάθε πλευ­ρά, λόγῳ τῆς ἀδιαμ­φι­σβή­τη­της ἰδιο­κτη­σί­ας καὶ τῆς δικαιο­σύ­νης Του. Δὲν εἶναι σὰν τὸ δοῦ­λο ποὺ βγαί­νει ἀπὸ ξένο σπί­τι, πηγαί­νει σὲ ξένο ἀγρὸ καὶ κάπο­τε ποὺ ἔχει κακὴ διά­θε­ση ξεχνά­ει ὅτι ὁ ἀγρὸς εἶναι ξένος καὶ τὸν λογα­ριά­ζει γιὰ δικό του. Κι ἀπὸ τότε κυριαρ­χεῖ­ται ἀπὸ ἀδια­φο­ρία κι ἀμέ­λεια.

«Καὶ ἐν τῷ σπεί­ρειν αὐτὸν καὶ μὲν ἔπε­σε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατε­πα­τή­θη, καὶ τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ κατέ­φα­γεν αὐτό, καὶ ἕτε­ρον ἔπε­σεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξη­ράν­θη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ικμά­δα καὶ ἕτε­ρον ἔπε­σεν ἐν,ἕν μέσῳ τῶν ἀκαν­θῶν, καὶ συμ­φυεῖ­σαι αἱ ἄκαν­θαι ἀπέ­πνι­ξαν αὐτὸ καί ἕτε­ρον ἔπε­σεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγα­θήν, καὶ φυὲν ἐποί­η­σε καρ­πὸν ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. ταῦ­τα λέγων ἐφώ­νει» ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω» (Λουκ. ἠ8). Τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ δεί­χνουν πῶς ἢ παρα­βο­λὴ ἔχει ἕνα μυστι­κό, ἕνα κρυ­φὸ νόη­μα. “Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν αὐτιὰ καὶ μπο­ροῦν εὔκο­λα ν’ ἀκού­σουν τὰ λόγια τῆς παρα­βο­λῆς. Δὲν ἔχουν ὅλοι ὅμως πνευ­μα­τι­κὴ ἀκοὴ γιὰ ν’ ἀκού­σουν τὸ Πνεῦ­μα ποὺ πνέ­ει μέσα τους. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος. ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω.

Ἡ παρα­βο­λὴ ὁλό­κλη­ρη εἶναι σαφής, ἀκρι­βής, ἀκό­μα κι ἂν τὴ δεῖ κανεὶς σὰν περι­γρα­φὴ κάποιας συνη­θι­σμέ­νης ἐργα­σί­ας. Κάθε ἀγρό­της θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βεβαιώ­σει ἀπὸ τὴν προ­σω­πι­κή του ἐμπει­ρία πῶς αὐτὸ ἀκρι­βῶς γίνε­ται ὅταν ὁ σπό­ρος σπέρ­νε­ται σ’ ἕναν ἀγρό. Κι ὅλοι μπο­ροῦν νὰ σᾶς ποὺν γιὰ τοὺς ἀγῶ­νες καὶ τίς δυσκο­λί­ες ποὺ συναν­τᾶ κανεὶς στὶς ἀγρο­τι­κὲς ἐργα­σί­ες, ὅπως νὰ κλεί­σει τὰ μονο­πά­τια ποὺ τὸν δια­περ­νοῦν, νὰ τὸν καθα­ρί­σει ἀπὸ τίς πέτρες, νὰ ξερι­ζώ­σει καὶ νὰ κάψει τ’ ἀγκά­θια, γιὰ νὰ κάνει ἔτσι γόνι­μο τὸν ἀγρό. Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ ὅμως δὲν εἰπώ­θη­κε γιὰ κάτι ποὺ ὅλοι γνω­ρί­ζουν, ἀλλὰ γιὰ τὸ κρυ­φὸ μήνυ­μά της, γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀλή­θεια ποὺ εἶναι κρυμ­μέ­νη μέσα της.

Ὁ ἀγρὸς σημαί­νει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Τὰ διά­φο­ρα κομ­μά­τια τοῦ ἀγροῦ σημαί­νουν τίς διά­φο­ρες ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Μερι­κὲς εἶναι σὰν τὴ γῆ ποὺ βρί­σκε­ται δίπλα στὸ δρό­μο, ἄλλες με πετρῶ­δες ἔδα­φος κι πάλι σάν γῆ γεμά­τη μέ ἀγκά­θια. Εἶναι κι ἄλλες ὅμως πού μοιά­ζουν μέ καλή γῆ, μακριά ἀπό το δρό­μο καί καθα­ρή ἀπό πέτρες κι ἀγκά­θια. Για­τί ὁ γεωρ­γός δέ σπέρ­νει το σπό­ρο του μόνο στή καλή γῆ κι ὄχι στό πετρῶ­δες ἔδα­φος ἤ σ’ ἐκεῖ­νο πού εἶναι γεμᾶ­το ἀγκά­θια; Ἐπει­δή τά καλά νέα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου εἶναι κοι­νά σέ ὅλους. Δέν εἶναι κρυ­φά, δέν περιο­ρί­ζον­ται καί δέν εἶναι γνω­στά μόνο σέ μιά ὁμά­δα ἀνθρώ­πων, ὅπως γινό­ταν μέ τή σκο­τει­νή καί «μαγι­κή» διδα­σκα­λία τῶν Ἑλλή­νων καί τῶν Αἰγυ­πτί­ων, πού σκο­πό τους εἶχαν τήν ἀπό­κτη­ση δύνα­μης ἀπό τόν ἄνθρω­πο γιά νά στρα­φεῖ ἐναν­τί­ον ἄλλου ἀνθρώ­που ἤ σέ ὁμά­δα ἀνθρώ­πων. Σκο­πός τῆς διδα­σκα­λί­ας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου εἶναι ἡ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς. «Ὁ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκο­τίᾳ, εἴπα­τε ἐν τῷ φωτί. καί εἰς τό οὔς ἀκού­ε­τε, κηρύ­ξα­τε ἐπί τῶν δωμά­των» (Ματθ. ἰ’ 27). Αὐτές τίς ἐντο­λές δίνει ὁ Κύριος στούς μαθη­τές Του. Ὁ Μέγας Σπο­ρέ­ας δίνει ἐντο­λή στούς σπο­ριά­δες. Ὁ Θεός ἐπι­θυ­μεῖ τή σωτη­ρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που, θέλει «πάν­τας ἀνθρώ­πους σωθῆ­ναι» (ATιμ. β’ 4), «μή βου­λό­με­νός τινας ἀπο­λέ­σθαι» (Β’ Πέτρ. Υ 9). “Ἄν ὁ Κύριος εἶχε σπεί­ρει τή διδα­σκα­λία Του μόνο σέ καλούς ἀνθρώ­πους, οἱ κακοί θά εἶχαν τή δικαιο­λο­γία πῶς δέν ἄκου­σαν ποτέ τό εὐαγ­γέ­λιο καί θά χρέ­ω­ναν τήν ἀπώ­λειά τους στό Θεό κι ὄχι στή δική τους ἀμαρ­τω­λό­τη­τα. Κανέ­νας καί ποτέ δέ θά χαθεῖ ἀπό σφάλ­μα ἤ λάθος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί δέν μπο­ρεῖ κανέ­να λάθος νά σκιά­σει τό φῶς τῆς δικαιο­σύ­νης Του.

Τό γεγο­νός ὅτι τά τρία μέρη τοῦ σπό­ρου θά χαθοῦν δέν εἶναι λάθος οὔτε τοῦ σπό­ρου οὔτε τοῦ σπο­ρέα, ἀλλά τῆς γῆς. Οὔτε ὁ Χρι­στός οὔτε ἤ θεία διδα­σκα­λία Του φταῖ­νε ἐπει­δή χάνον­ται πολ­λοί ἄνθρω­ποι. Τό σφάλ­μα εἶναι τῶν ἴδιων τῶν ἀνθρώ­πων. Εἶναι ἐπει­δή δέν ἀφο­σιώ­θη­καν καί δέν ἀσχο­λή­θη­καν μέ ἀγά­πη στή φρον­τί­δα τοῦ σπό­ρου πού δέχτη­καν, δέν τόν προ­στά­τε­ψαν ἀπό τ’ ἀγκά­θια, δέν τό ἔβα­λαν βαθιά μέσα στό γόνι­μο ἔδα­φος τῆς ψυχῆς καί δέν τό πρό­σε­ξαν ὡσό­του ἔρθει ὁ και­ρός τῆς καρ­πο­φο­ρί­ας καί τοῦ θερι­σμοῦ. Μ’ ὅλο ὅμως πού τά τρία τέταρ­τα τοῦ ἀγροῦ δέν καρ­πο­φό­ρη­σαν, ὁ Θεός ἔδρε­ψε πλού­σια καρ­πο­φο­ρία ἀπό το λόγο Του. Εἶπε μέσῳ τοῦ προ­φή­τη Του: «Οὕτως ἔσται τό ρῆμα μου, καί ἐάν ἐξέλ­θη ἐκ τοῦ στό­μα­τός μου, οὐ,οὗ μή ἀπο­στρα­φῆ. ἕως ἄν τελε­σθῆ ὅσα ἄν ἠθέ­λη­σα καί εὐο­δώ­σω τάς ὁδούς μου καί τά ἐντάλ­μα­τά μου» (Ψαλμ. νέ’ 11). “Ἄν ὑπάρ­χουν ἐκεῖ­νοι πού δέν κάνουν χρή­ση τοῦ λόγου τοῦ Χρι­στοῦ, δέ σημαί­νει πῶς ὁ λόγος αὐτός ἔπε­σε στό κενό. Γιά το Θεό τά πάν­τα εἶναι δυνα­τά. Μπο­ρεῖ ν’ ἀπο­δει­χτεῖ πῶς ὁ θερι­σμός ἀπό τήν καλή γῆ εἶναι καλ­λί­τε­ρος. Στή χει­ρό­τε­ρη περί­πτω­ση ὁ λόγος Του θά γυρί­σει στόν ἴδιο. Θά συμ­βεῖ αὐτό πού ἔγι­νε μέ τό τάλαν­το ποῦ ἔκρυ­ψε στή γῆ ὁ πονη­ρός καί ὀκνη­ρός δοῦ­λος ἤ σάν τήν εἰρή­νη πού ἐπι­σκέ­φτη­κε ἕνα σπί­τι καί δέ τή δέχτη­καν. Ὁ Κύριος εἶπε στούς ἀπο­στό­λους νά ἐπι­κα­λε­στοῦν τήν εἰρή­νη σέ κάθε σπί­τι πού θά ἐπι­σκε­φτοῦν: «καί ἐάν μέν ἤ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέ­τω ἡ εἰρή­νη ὕμῶν ἐπ’ αὐτήν: ἐάν δέ μή ἤ ἀξία, ἡ εἰρή­νη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπι­στρα­φή­τω» (Ματθ. ἰ’ 13).

Εἶναι καλύ­τε­ρα ὅμως ν’ ἀκού­σου­με τόν ἴδιο τόν Κύριο ν’ ἀπο­κα­λύ­πτει τό μυστι­κό νόη­μα τῆς παρα­βο­λῆς αὐτῆς. Αὐτή εἶναι μιά ἀπό τίς σπά­νιες παρα­βο­λές τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου πού ὁ Χρι­στός τήν ἐξή­γη­σε ὁ ἴδιος. Καί τό ἔκα­νε αὐτό ἐπει­δή του τό ζήτη­σαν οἱ ἀπό­στο­λοι:

«Ἔπη­ρώ­των δέ αὐτόν οἱ μαθη­ταί αὐτοῦ λέγον­τες· τίς εἴη ἤ παρα­βο­λή αὕτη; ὁ δέ εἶπεν ὑμῖν δέδο­ται γνῶ­ναι τά μυστή­ρια τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δέ λοι­ποῖς ἐν παρα­βο­λαῖς, ἶνα,ἵνα βλέ­πον­τες μή βλέ­πω­σι καί ἀκού­ον­τες μή συνιώ­σιν» (Λουκ. ἡ’ 9,10). Τήν παρα­βο­λή αὐτή, ἴσως ἐπει­δή ἦταν πολύ ἁπλή, ἦταν δύσκο­λο στούς ἀπο­στό­λους νά τήν ἐξη­γή­σουν καί νά τήν συν­δέ­σουν μέ τήν πνευ­μα­τι­κή ζωή. Σύμ­φω­να μέ τόν εὐαγ­γε­λι­στή Ματ­θαῖο, οἱ μαθη­τές ρώτη­σαν πρῶ­τα: «Δια­τί ἕν παρα­βο­λαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;» (Ματθ. ἴγ’ 10). Ὁ Λου­κᾶς παρα­λεί­πει τήν ἐρώ­τη­ση αὐτή κι ἀνα­φέ­ρει μιά ἄλλη: τίς εἴη ἡ παρα­βο­λή αὕτη; Ὁ Χρι­στός ἀπάν­τη­σε καί στίς δυό ἐρω­τή­σεις. Πρῶ­τα ἔκα­νε τή διά­κρι­ση ἀνά­με­σα στούς μαθη­τές του πού τόν ἄκου­γαν διαρ­κῶς καί στούς ἄλλους πού τόν ἄκου­σαν τότε. Οἱ μαθη­τές Του ἦταν ἁπλοί ἄνθρω­ποι, εἶχαν ὅμως τή χάρη τοῦ Θεοῦ. “Ἄν καί τότε δέν εἶχαν τελειο­ποι­η­θεῖ ἀκό­μα, τά πνευ­μα­τι­κά μάτια τους ἦταν ἀρκε­τά ἀνοι­χτά γιά νά κατα­νο­οῦν τά μυστή­ρια τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Πολ­λές φορές τούς μιλοῦ­σε ἄμε­σα, χωρίς παρα­βο­λές, σέ ἄλλες περι­πτώ­σεις ὅμως αὐτό δέν ἦταν δυνα­τό νά γίνει. Τό ὅτι δέν ἦταν πάν­τα δυνα­τό νά μιλᾶ στούς ἀπο­στό­λους χωρίς παρα­βο­λές, φαί­νε­ται ἀπό τήν τελευ­ταία συζή­τη­ση πού εἶχε μαζί τους πρίν ἀπό τό πάθος καί τό θάνα­τό Τοῦ: «Ταῦ­τα ἐν παροι­μί­αις λελά­λη­κα ὑμῖν ἀλλ’ ἔρχε­ται ὥρα ὅτε οὐκέ­τι ἐν παροι­μί­αις λαλή­σω ὑμῖν, ἀλλά παρ­ρη­σία περί τοῦ πατρός ἀναγ­γε­λῶ ὑμῖν» (Ἰωάν. ἴστ’ 25).

Για­τί ὁ Χρι­στός μιλοῦ­σε μέ παρα­βο­λές στό λαό; Ἶνα βλέ­πον­τες μή βλέ­πω­σι καί ἀκού­ον­τες μή συνιώ­σιν. Αὐτό σημαί­νει: “Ἄν τούς εἶχε μιλή­σει καθα­ρά, χωρίς παρα­βο­λές, θά κοί­τα­ζαν μέ τά σωμα­τι­κά μάτια τους καί δέ θά ἔβλε­παν τίπο­τα. Θ’ ἄκου­γαν μέ τά σωμα­τι­κά αὐτιά τους καί δέ θά κατα­λά­βαι­ναν τίπο­τα. Τά πνευ­μα­τι­κά πράγ­μα­τα δέν μπο­ρεῖ νά τά δεῖ κανείς μέ τή σωμα­τι­κή ὅρα­ση, οὔτε καί νά τ’ ἀκού­σει μέ τή σωμα­τι­κή ἀκοή. Τό ὅτι τά λόγια Του ἔχουν τή σημα­σία αὐτή εἶναι φανε­ρό ἀπό τόν τρό­πο πού χρη­σι­μο­ποιεῖ δια­φο­ρε­τι­κά τά λόγια αὐτά ὁ Ματ­θαῖ­ος στό εὐαγ­γέ­λιό του: «…ἕνα βλέ­πον­τες μή βλέ­πω­σι καί ἀκού­ον­τες μή ἀκού­ω­σι μηδὲ συνώ­σι» (ἴγ 13).

“Ὅταν ὁ Θεός λέει καθα­ρά τίς πνευ­μα­τι­κές ἀλή­θειες, χωρίς νά τίς καλύ­ψει μέ παρα­βο­λές καί νά τίς συν­δέ­σει μέ πράγ­μα­τα καί γεγο­νό­τα ἀπό τόν αἰσθη­τό κόσμο, οἱ ἄνθρω­ποι δέν μπο­ροῦν οὔτε νά δοῦν τήν ἀλή­θεια οὔτε καί νά τήν κατα­νο­ή­σουν.

Οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀλή­θειες ἔχουν νά κάνουν μέ τόν ἄλλο κόσμο, τόν πνευ­μα­τι­κό καί οὐρά­νιο. Ό ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νά τίς συλ­λά­βει καί νά τίς κατα­νο­ή­σει μόνο μέ τίς πνευ­μα­τι­κές αἰσθή­σεις (ὅρα­ση, ἀκοή καί ἀντί­λη­ψη). Οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀλή­θειες ἐμφα­νί­ζον­ται στόν κόσμο μέ τή μορ­φή πραγ­μά­των καί περι­στα­τι­κῶν. Πολ­λοί ἔχουν χάσει τήν ὅρα­ση, τήν ἀκοή καί τήν κατα­νόη­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀλη­θειῶν. Πολ­λοί βλέ­πουν μόνο τόν τύπο, ἀκοῦ­νε μόνο τήν ἐξω­τε­ρι­κή φωνή καί κατα­λα­βαί­νουν μόνο τό ἐξω­τε­ρι­κό, τό ἐπι­φα­νεια­κό περιε­χό­με­νο, τόν τύπο καί τή φύση τῶν πραγ­μά­των καί τῶν γεγο­νό­των. Αὐτή εἶναι σωμα­τι­κή ὅρα­ση, σωμα­τι­κή ἀκοή καί σωμα­τι­κή ἀντί­λη­ψη. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώ­ρι­ζε τήν τυφλό­τη­τα τῶν ἀνθρώ­πων καί γι’ αὐτό, ὡς πάν­σο­φος Διδά­σκα­λος, τούς ὁδη­γοῦ­σε ἀπό τά ὑλι­κά πράγ­μα­τα κι ἀπό τά φυσι­κά γεγο­νό­τα στά πνευ­μα­τι­κά. Γι’ αὐτό καί τούς μιλοῦ­σε μέ παρα­βο­λές, μ’ ἕναν τρό­πο πού μπο­ροῦ­σαν νά δοῦν, ν’ ἀκού­σουν καί νά κατα­νο­ή­σουν.

Ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε στήν πρώ­τη ἐρώ­τη­σή τους κι ἔπει­τα προ­χώ­ρη­σε στή δεύ­τε­ρη: «Ἔστι δέ αὕτη ἤ παρα­βο­λή ὁ σπό­ρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: οἱ δέ παρά τήν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκού­σαν­τες. εἶτα ἔρχε­ται ὁ διά­βο­λος καί αἴρει,αἵρει τόν λόγον ἀπό τῆς καρ­δί­ας αὐτῶν, ἶνα μή πιστεύ­σαν­τες σωθῶ­σιν» (Λουκ. ἡ 11,12). “Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε ἀπευ­θυν­θεῖ στό λαό εἶχε πεῖ «καί κατε­πα­τή­θη καί τά πετει­νά κατέ­φα­γεν αὐτά». Στούς μαθη­τές Του ὅμως εἶπε, εἶτα ἔρχε­ται ὁ διά­βο­λος καί αἴρει,αἵρει τόν λόγον ἀπό τῆς καρ­δί­ας αὐτῶν. Καί οἱ δύο ἐκφρά­σεις ἔχουν τό ἴδιο νόη­μα, ἤ μιά ἐξη­γεῖ τήν ἄλλη. “Ὅπως οἱ ἄνθρω­ποι ποδο­πα­τοῦν το σπό­ρο πού ἔπε­σε δίπλα στό δρό­μο καί τά πετει­νά τοῦ οὐρα­νοῦ τόν τσιμ­πᾶ­νε, ἔτσι κι ὁ διά­βο­λος ποδο­πα­τεῖ καί τσιμ­πά­ει το σπό­ρο τοῦ Θεοῦ, δηλα­δή το λόγο Του, ἀπό τίς καρ­διές τῶν ἀνθρώ­πων. Ὁ σοφός ἰδιο­κτή­της φρά­ζει τόν ἀγρό του καί κλεί­νει τίς εἰσό­δους. Ἔτσι κι ὁ σοφός ἄνθρω­πος φρά­ζει τούς δρό­μους τῆς καρ­διᾶς του γιά νά μήν περά­σει τό πονη­ρό πνεῦ­μα, νά μήν ποδο­πα­τή­σει καί νά μήν κατα­στρέ­ψει ὅλα ὅσα ἔσπει­ρε ἐκεῖ ὁ Θεός. “Ὅταν φτιά­χνου­με μιά δίο­δο στήν καρ­διά μας, τήν ἀνοί­γου­με σ’ ἕνα συρ­φε­τό ἀνθρώ­πων καί δαι­μό­νων. Τότε ὁ θεϊ­κός σπό­ρος σαπί­ζει καί χαλά­ει. Κι ὁ πονη­ρός ὄχι μόνο ποδο­πα­τεῖ καί κατα­στρέ­φει τό θεϊ­κό σπό­ρο, μά σπέρ­νει καί τό δικό του δια­βο­λι­κό σπό­ρο. Τέτοια καρ­διά πού εἶναι ἀνοι­χτή στούς περα­στι­κούς κι ἐπη­ρε­ά­ζε­ται ἀπ’ αὐτούς, εἶναι ὅπως ἡ ἐλεύ­θε­ρη κι ἀχα­λί­νω­τη γυναῖ­κα πού ἀπι­στεῖ στό σύζυ­γό της καί μοιά­ζει μέ σωρό σκου­πι­διῶν πού μυρί­ζει ἤ μέ μονο­πά­τι πού δέν ὁδη­γεῖ που­θε­νά, μέ ἁρπα­κτι­κά όρνια (δηλα­δή δαί­μο­νες) πού ἐπι­πί­πτουν στό θήρα­μά τους. Γι’ αὐτούς καμιά ἀνθρώ­πι­νη ψυχή δέν εἶναι τόσο πολύ­τι­μη ὅσο ἐκεῖ­νες πού τούς ἐπι­τρέ­πουν τήν εἴσο­δο ἐλεύ­θε­ρα.

Ὁ σπό­ρος πού ἔπε­σε στό πετρῶ­δες ἔδα­φος ἤ ἀνά­με­σα στ’ ἀγκά­θια δέν ἀνα­πτύσ­σε­ται σχε­δόν καθό­λου. Ἐκεῖ­νος πού πέφτει δίπλα στό δρό­μο ὅμως δέν μπο­ρεῖ οὔτε νά φυτρώ­σει για­τί ποδο­πα­τιέ­ται ἀπό τούς ταξι­διῶ­τες καί τούς περα­στι­κούς κι οἱ δαί­μο­νες τούς ἁρπά­ζουν. Ὁ θεϊ­κός σπό­ρος καρ­πο­φο­ρεῖ μόνο στήν παρ­θε­νι­κή ψυχή πού δέν ἀνοί­γει εἰσό­δους, ἀλλά εἶναι φραγ­μέ­νη καί δέν ἐπι­τρέ­πει νά τήν ποδο­πα­τοῦν. Ἄν χρεια­ζό­ταν μιά παρα­βο­λή γιά νά ἐξη­γή­σει μιάν ἄλλη, τότε ἡ παρα­βο­λή αὐτή γιά το σπό­ρο πού ἔπε­σε δίπλα στό δρό­μο θά ἦταν τό καλ­λί­τε­ρο σχό­λιο γιά τήν παρα­βο­λή μιᾶς ἁμαρ­τω­λῆς καί ἄσε­μνης γυναί­κας.

Για­τί ὁ πονη­ρός ἀφαι­ρεῖ το λόγο ἀπό τίς καρ­διές τῶν ἀνθρώ­πων; Ὁ Κύριος τό ἐξη­γεῖ αὐτό μέ τά ἀκό­λου­θα λόγια: ἶνα μή πιστεύ­σαν­τες σωθῶ­σιν. Ἀπό τά λόγια αὐτά εἶναι φανε­ρό πῶς ἤ πίστη στό λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ρίζα τῆς σωτη­ρί­ας μας. Ἐκεῖ­νος πού δέ φυλά­ει το λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρ­διά του, μόνο τό λόγο τοῦ Θεού, τίποτ’ ἄλλο, δέν μπο­ρεῖ νά θερ­μά­νει τήν καρ­διά του μέ πίστη κι ἑπο­μέ­νως ἡ ψυχή του δέν μπο­ρεῖ νά σωθεῖ. Ὅσο ἡ καρ­διά του δέν ἔχει θερ­μαν­θεῖ ἀπό το λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ διά­βο­λος καρα­δο­κεῖ νά τόν ἁρπά­ξει καί νά τόν βγά­λει ἀπό τήν καρ­διά. Μακά­ριος εἶναι ἐκεῖ­νος πού τηρεῖ το λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρ­διά του ὡς τό πολυ­τι­μό­τε­ρο ἀγα­θό καί δέν ἀφή­νει οὔτε τούς ἀνθρώ­πους οὔτε τούς δαί­μο­νες νά ποδο­πα­τή­σουν τόν ἱερό αὐτό σπό­ρο ἤ νά τόν κλέ­ψουν.

«Οἱ δέ ἐπί τῆς πέτρας οἴ ὅταν ἀκού­σω­σι. μετά χαρᾶς,χαράς δέχον­ται τόν λόγον, καί οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχου­σιν, οἴ πρός και­ρόν πιστεύ­ου­σι καί ἐν και­ρῷ πει­ρα­σμοῦ ἀφί­σταν­ται» (Λουκ. ἡ’13). Αὐτοί εἶναι πού στήν ἀρχή δέχον­ται το λόγο τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί πού πρό­σκαι­ρα πιστεύ­ουν. Τελι­κά ὅμως ἀπο­μα­κρύ­νον­ται ἀπό φόβο, ὅπως ὁ σκλά­βος πού πέρα­σε πολ­λά χρό­νια στή φυλα­κή κι ὅταν βλέ­πει πῶς κάποιος τοῦ ἀνοί­γει τήν πόρ­τα καί τοῦ φωνά­ζει: «Φύγε, εἶσαι ἐλεύ­θε­ρος!», στήν ἀρχή χαί­ρε­ται κι ἑτοι­μά­ζε­ται νά φύγει. “Ὅταν ὅμως συνει­δη­το­ποιεῖ πῶς θά πρέ­πει τώρα ν’ ἀκο­λου­θή­σει ἕνα νέο τρό­πο ζωῆς καί νά δου­λέ­ψει, φοβᾶ­ται γι’ αὐτήν τήν και­νούρ­για ζωή καί προ­τι­μᾶ νά γυρί­σει πίσω στή φυλα­κή, κλεί­νον­τας πίσω του τήν πόρ­τα.

Ἡ καρ­διά πού εἶναι βαθιά προ­σκολ­λη­μέ­νη στή γῆ φοβᾶ­ται. Ἡ προ­σκόλ­λη­ση αὐτή τήν κάνει σκλη­ρή σάν πέτρα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνα­πτύσ­σε­ται εὐκο­λό­τε­ρα μέ ἐξω­τε­ρι­κές καται­γί­δες καί ἀνέ­μους, ὅπως τά πεῦ­κα στά βου­νά. Ὁ φοβι­σμέ­νος ἄνθρω­πος ὅμως πού δέχτη­κε το λόγο τοῦ Θεοῦ μέ χαρά, νιώ­θει τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος ἀπό τίς καται­γί­δες καί τούς ἀνέ­μους κι ἐγκα­τα­λεί­πει το λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν ἀπορ­ρί­πτει καί ξανα­γυ­ρί­ζει στά γήι­να. Ἡ γῆ ἀπο­δί­δει συν­το­μό­τε­ρα, γιά νά δεχτεῖ τήν καρ­πο­φο­ρία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅμως πρέ­πει νά περι­μέ­νει. Τόν φοβι­σμέ­νο ἄνθρω­πο τόν κατα­τρώ­ει ἤ ἀμφι­βο­λία: «Ἄν ἐγκα­τα­λεί­ψω τούς γήι­νους αὐτούς καρ­πούς πού ἔχω στά χέρια μου, ποιός ξέρει ἄν θά ζήσω γιά νά γευ­τῶ τούς καρ­πούς πού μοῦ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;» Αὐτό δεί­χνει πῶς ὁ φοβι­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἀμφι­βάλ­λει γιά το Θεό, ἐνῶ εἶναι σίγου­ρος γιά τή γῆ. Ἄμφι­βάλ­λει γιά τήν ἀλή­θεια καί πεί­θε­ται ἀπό τό ψέμα. Ἡ πίστη ὅμως δέ ριζώ­νει στήν πέτρι­νη καρ­διά του κι ἐξα­φα­νί­ζε­ται. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού σπάρ­θη­κε στήν καρ­διά του ξανα­γυ­ρί­ζει στό Σπο­ρέα.

Ἀνά­με­σά μας σήμε­ρα ὑπάρ­χουν πολ­λοί τέτοιου ἄνθρω­ποι. Ἡ πίστη στό Θεό βοη­θά­ει ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ λίγο πρά­σι­νο στήν ἐπι­φά­νεια τῆς καρ­διᾶς τους, τό χῶμα ὅμως εἶναι πολύ ρηχό κι ἀπό κάτω ὑπάρ­χει βρά­χος σκλη­ρός. “Ὅταν ὁ δυνα­τός ἥλιος τῆς ἀλή­θειας τοῦ Θεοῦ πέφτει πάνω τους, στό φώς του βλέ­πουν πῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνα­ζη­τᾶ χῶμα βαθύ γιά ν’ ἁπλώ­σει τίς ρίζες του στήν καρ­διά τους, στό νοῦ καί τήν ψυχή τους. Καί τότε φοβοῦν­ται. Εἶναι ἕτοι­μοι νά δεχτοῦν το Θεό στήν εἴσο­δο τοῦ σπι­τιοῦ τους, ἀλλά κρα­τοῦν τ’ ἄλλα δωμά­τια κλει­στά γιά τόν ἑαυ­τό τους. Ὅταν βλέ­πουν τό μεγα­λεῖο τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ καί πῶς δέν ὑπάρ­χει κανέ­να δωμά­τιο πού μπο­ρεῖ νά μεί­νει σκο­τει­νό μέ τήν παρου­σία του, τούς κυριεύ­ει ὁ φόβος. “Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος φοβᾶ­ται πῶς μπο­ρεῖ νά τόν διώ­ξουν γιά χάρη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ (καται­γί­δες καί ἄνε­μοι), κάνει ἀμέ­σως πίσω. Ἡ ἀσυ­νέ­πεια στήν πίστη εἶναι ὑπη­ρε­σία στόν ἕνα κύριο, ἐνῶ ἔχει ὑπο­σχε­θεῖ νά ὑπη­ρε­τή­σει τόν ἄλλον. Οἱ ἀσυ­νε­πεῖς στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑπη­ρε­τοῦν τό διά­βο­λο, ἐνῶ ὑπό­σχον­ται νά ὑπη­ρε­τή­σουν το Θεό. Πῶς μπο­ρεῖ ὁ Θεός νά δώσει ἐμπι­στο­σύ­νη στίς ὑπο­σχέ­σεις τους, ὅταν ἐκεῖ­νοι δέν ἔχουν πιστέ­ψει τίς ἐπαγ­γε­λί­ες τῶν λόγων Του;

«Τό δέ εἰς τάς ἀκάν­θας πεσόν, οὗτοι εἰσιν οἱ ἀκού­σαν­τες, καί ὑπό μερι­μνῶν καί πλού­του καί ἡδο­νῶν τοῦ βίου πορευό­με­νοι συμ­πνί­γον­ται καί οὐ,οὗ τελε­σφο­ροῦ­σι» (Λουκ. 14). Οἱ μέρι­μνες εἶναι ἀγκά­θια. Εἶναι ἡ ἀγά­πη γιά τά πλού­τη καί τίς ἐπί­γειες ἀπο­λαύ­σεις. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει ἀνά­με­σα στ’ ἀγκά­θια, ἀρχί­ζει νά φυτρώ­νει. Δέ μεγα­λώ­νει ὅμως, δέν ὡρι­μά­ζει. Τόν πνί­γουν τ’ ἀγκά­θια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ σέ καμία σκιά. Μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ μόνο στόν ἀγρό ὅπου εἶναι ὁ κυρί­αρ­χος σπό­ρος κι ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι στή σκιά. Μέ τίς μέρι­μνες ἐννο­εῖ ἐδῶ τίς φρον­τί­δες γιά τήν ἐπί­γεια ζωή μας. Μέ τά πλού­τη, τόν ἐξω­τε­ρι­κό πλου­τι­σμό. Μέ τίς ἡδο­νές, τίς κοσμι­κές, σωμα­τι­κές κι ἐφή­με­ρες ἀπο­λαύ­σεις. Αὐτά εἶναι τά ζιζά­νια, ἀνά­με­σα στά ὁποῖα εἶναι ἀδύ­να­το ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ τό ἁγνό φυτό τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος λέει: «Πᾶσαν τήν μέρι­μναν ὑμῶν ἐπιρ­ρί­ψαν­τες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτό μέλει περί ὑμῶν» (Ἀπέτρ. ἔ’ 7). Ὁ Χρι­στός ἀφή­νει μιά μόνο καί μονα­δι­κή μέρι­μνα σέ μας: τή φρον­τί­δα γιά τήν ψυχή μας καί τή σωτη­ρία της. Αὐτή εἶναι ἡ μεγα­λύ­τε­ρη μέρι­μνα. Κι ὅταν ἐπι­κεν­τρω­θοῦ­με σ’ αὐτήν, ὅλες οἱ ἄλλες ἐξυ­πη­ρε­τοῦν­ται μόνες τους. “Ὅλες οἱ ἄλλες μικρο­μέ­ρι­μνες πνί­γουν τόν σπό­ρο τῆς μιᾶς καί μονα­δι­κῆς μέρι­μνας, τῆς μέγι­στης. Κι ὅταν ἀμε­λοῦ­με τή μέρι­μνα αὐτή ὅλες οἱ ἄλλες μένουν ἐγκα­τα­λειμ­μέ­νες, ἀκό­μα κι ἄν ὁ ἄνθρω­πος ζήσει μαζί τους στή γῆ χίλια χρό­νια.

Σχε­τι­κά μέ τά πλού­τη τώρα: Τ’ ἀλη­θι­νά πλού­τη στέλ­νον­ται ἀπό το Θεό, δέν ἀπο­χτιοῦν­ται ἀπό τούς ἀνθρώ­πους ἤ ἀπό τή φύση. «Ὁ πεποι­θώς ἐπί πλοῦ­το οὗτος πεσεῖ­ται» (Παρ. ἰα’ 28). Ὁ ἄνθρω­πος πού ἐξαρ­τᾶ τά πάν­τα στόν πλοῦ­το θά ἔχει πικρό θάνα­το, θά πεθά­νει ἀνι­κα­νο­ποί­η­τος καί θά ἐμφα­νι­στεῖ στήν Κρί­ση τοῦ Θεοῦ σάν ἐπαί­της. μέ ἄδεια χέρια.

Τί νά ποῦ­με τώρα πρί τῶν ἡδο­νῶν τοῦ βίου; Δέν εἶναι κι αὐτές ζιζά­νια κι ἀγκά­θια πού κατα­πνί­γουν το λόγο τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἐπί­γειες ἡδο­νές σ’ αὐτούς πού τίς ἐπι­θυ­μοῦν καί τίς γυρεύ­ουν, εἶναι αὐτές πού θά ἤθε­λαν νά εἶναι; “Ἄς ἀκού­σου­με κάποιον πού εἶχε βυθι­στεῖ μέσα στίς ἡδο­νές τοῦ βίου, το βασι­λιᾶ Σολο­μῶν­τα, νά ἐξο­μο­λο­γεῖ­ται: «Καί πάν, ό ἤτη­σαν οἱ ὀφθαλ­μοί μου, οὐκ ἀφεῖ­λον ἀπ’ αὐτῶν, οὐκ ἀπε­κώ­λυ­σα τήν καρ­δί­αν μοῦ ἀπό πάσης εὐφρο­σύ­νης, ὅτι καρ­δία μου εὐφράν­θη… καί ἐπέ­βλε­ψα ἐγῶ…και ἰδού τά πάν­τα ματαιό­της καί προ­αί­ρε­σις πνεύ­μα­τος, καί οὐκ ἔστι περισ­σεία ὑπό τόν ἥλιον» (Ἐκκλ. β’ 10–11). Κι ὁ πατέ­ρας του, πού ἦταν σοφό­τε­ρος ἀπό τό Σολο­μών­τα, εἶπε: «Τά δικαιώ­μα­τα Κυρί­ου εὐθέα, εὐφραί­νον­τα καρ­δί­αν» (Ψαλμ. ἰη’ 9): «Ἐκλη­ρο­νό­μη­σα τά μαρ­τύ­ριά σου εἰς τόν αἰῶ­να, ὅτι ἀγαλ­λί­α­μα τῆς καρ­δί­ας μοῦ εἶσιν,εἷσιν» (Ψαλμ. ριη 111), «Ἀγαλ­λιά­σο­μαι ἐγώ ἐπί τά λόγια σου, ὡς ὁ εὑρί­σκων σκύ­λα πολ­λά» (Ψαλμ. ριη’ 162).

Ἡ ἀλη­θι­νή ἡδο­νή, τά πλού­τη κι ἡ εὐφρο­σύ­νη βρί­σκον­ται στό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά πλού­τη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οἱ ἡδο­νές κι οἱ χαρές του, εἶναι ἁπλά μιᾷ χλω­μῇ εἰκό­να τοῦ πλού­του, τῆς ἡδο­νῆς καί τῆς χαρᾶς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ κόσμου, στή βασι­λεία τοῦ Θεοῦ.

«Τό δέ ἐν τῇ καλῇ γῆ, οὗτοι εἰσιν οἵτι­νες ἐν καρ­δίᾳ καλή καί ἀγα­θή ἀκού­σαν­τες τόν λόγον κατέ­χου­σι καί καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑπο­μο­νῇ» (Λουκ. ἡ’ 15). Καί «ταῦ­τα λέγων ἔφώ­νει» ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω» (Λουκ. 18). Καλή γῆ εἶναι οἱ καλές ψυχές πού διψᾶ­νε γιά τήν ἀλή­θεια καί πει­νᾶ­νε γι’ ἀγά­πη. Ὅπως τό διψα­σμέ­νο ἐλά­φι τρέ­χει στίς πηγές γιά νά βρεῖ νερό (βλ. Ψαλμ. μά’ 1), ἔτσι καί οἱ καλές ψυχές τρέ­χουν στήν ἄνυ­δρη ἔρη­μο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀνα­ζη­τῶν­τας νερό γιά νά κορέ­σουν τή δίψα τους μέ πνευ­μα­τι­κές ἀλή­θειες καί ἀλη­θι­νή ἀγά­πη.

Ὅταν ἡ πρωι­νή δρό­σος καί τό οὐρά­νιο μάν­να πέφτουν σέ τέτοιες ψυχές ἀπό τά χεί­λη τοῦ Χρι­στοῦ, τότε αὐτές γεμί­ζουν χαρά, ἀνα­πτύσ­σον­ται, ἐκτεί­νον­ται πρός τόν οὐρα­νό καί καρ­πο­φο­ροῦν πλού­σια. Ἀπό τέτοιες ψυχές μόνο ἕνας δρό­μος περ­νά­ει: ὁ δρό­μος πού βαδί­ζει ὁ Χρι­στός. Ὁ δρό­μος αὐτός εἶναι κλει­στός σέ ὅλους τούς ἄλλους ταξι­διῶ­τες καί περα­στι­κούς. Στίς ψυχές αὐτές δέν ὑπάρ­χουν σωροί ἀπό πέτρες, πυκνοί θάμνοι ἤ ἀγκά­θια, ἀλλά μόνο καθα­ρή γῆ, εὔφο­ρη, ὅπου μόνο ἕνας σπό­ρος ἀνα­πτύσ­σε­ται: αὐτός πού ἔσπει­ρε ὁ Χρι­στός. Τόν σπό­ρο αὐτό τόν φυλ­λάσ­σουν σέ τίμια καί ἀγα­θή καρ­διά. Οἱ καλοί ἄνθρω­ποι δέν τηροῦν το λόγο τοῦ Χρι­στοῦ πού εἶναι γραμ­μέ­νος σέ χαρ­τί. Τό χαρ­τί εἶναι ἔξω από τόν ἄνθρω­πο κι εὔκο­λα χάνε­ται. Δέν τόν τηροῦν οὔτε στό νοῦ τους. Ὁ νοῦς βρί­σκε­ται στήν ἐπι­φά­νεια τοῦ ἀνθρώ­που καί μπο­ρεῖ νά ξεχα­στεῖ. Τόν τηροῦν μέσα τους, στήν καρ­διά τους, σέ μιά τίμια καί ἀγα­θή καρ­διά, ὅπου δέ χάνε­ται οὔτε ξεχνιέ­ται, ἀλλ’ ἀνα­πτύσ­σε­ται σάν τή ζύμη καί καρ­πο­φο­ρεῖ ὅπως τό σιτά­ρι, κάνει τόν ἄνθρω­πο χαρού­με­νο, ὅπως τόν κάνει τό κρα­σί καί εἶναι σά νά χρί­ει ὁλό­κλη­ρη τή ζωή του μέ λάδι, γιά νά λάμ­πει σάν τόν ἥλιο.

Ποιά εἶναι ἡ ἀπό­δο­ση τοῦ λόγου τοῦ Χρι­στοῦ στήν καλή γῆ; «…καρ­πο­φο­ρεῖ καί ποιεῖ ὁ μέν ἑκα­τόν, ό δέ ἑξή­κον­τα, ὁ δέ τριά­κον­τα» (Ματθ. ἴγ’ 23). Ὁ Κύριος τό εἶπε αὐτό ἀπό τήν ἄμε­τρη εὐσπλα­χνία καί τή συγ­κα­τά­βα­σή Του πρός τό ἀνθρώ­πι­νο γένος. Δέν ἀπαι­τεῖ τό ἴδιο ἐξί­σου ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώ­πους. Ἀπ’ ἄλλους ζητά­ει περισ­σό­τε­ρα κι ἀπ’ ἄλλους λιγό­τε­ρα, ὥστε νά σωθοῦν ὅσο τό δυνα­τό περισ­σό­τε­ροι καί νά κλη­ρο­νο­μή­σουν τή βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς ἀνα­φέ­ρει μόνο τόν ἑκα­τον­τα­πλά­σιο καρ­πό πού ἀπο­δί­δει ὁ σπό­ρος πού ἔπε­σε στήν ἀγα­θή γῆ, γιά ν’ ἀπο­δεί­ξει τό μεγα­λεῖο τῆς γῆς αὐτῆς. Ὁ Ματ­θαῖ­ος κι ὁ Μάρ­κος δέ μιλᾶ­νε μόνο γιά τήν πλού­σια ἀπό­δο­ση τῆς ἀγα­θῆς γῆς, ἀλλά καί γιά τίς τρεῖς κατη­γο­ρί­ες ἀπό­δο­σης πού ἱκα­νο­ποιοῦν τόν οἰκο­δε­σπό­τη. Ἔτσι ἔχου­με τό ἴδιο νόη­μα καί παίρ­νου­με κι ἐδῶ τό ἴδιο μάθη­μα πού πήρα­με μέ τήν παρα­βο­λή τῶν ταλάν­των. Ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τά ἴδια λόγια γιά τό δοῦ­λο πού πῆρε τά δέκα τάλαν­τα καί γιά τόν ἄλλον πού πῆρε τά πέν­τε. Καί στούς δυό ἔδω­σε τήν ἴδια ὑπό­σχε­ση: «Εὔ, δοῦ­λε, ἀγα­θέ καί πιστέ…εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρί­ου σου» (Ματθ. κέ’ 21, 23). Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ἔχει δια­βαθ­μί­σεις μεγα­λο­σύ­νης καί ἀπό­λαυ­σης. Δέ βρί­σκον­ται ὅλοι οἱ σωζό­με­νοι στό ἴδιο ἐπί­πε­δο, μ’ ὅλο πού ὅλοι θ’ ἀπο­λαμ­βά­νουν ἀνέκ­φρα­στη λαμ­πρό­τη­τα κι ἀνε­κλά­λη­τη χαρά.

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω! Μέ τά λόγια αὐτά τέλειω­σε ὁ Κύριος τήν ἐξή­γη­ση 2 τῆς παρα­βο­λῆς Του, ὅπως νωρί­τε­ρα τήν εἶχε τελειώ­σει ὅταν τήν διη­γή­θη­κε στόν κόσμο. Καί μάλι­στα δέν τά εἶπε ἁπλά τά λόγια αὐτά, ἀλλά ἔφώ­νει, τά φώνα­ξε δυνα­τά. Καί ὅταν τήν διη­γή­θη­κε τήν παρα­βο­λή καί ὅταν τήν ἐξή­γη­σε, στό τέλος ἔφώ­νει. Για­τί; Γιά νά διε­γεί­ρει τά ἐσω­τε­ρι­κά αὐτιά τῶν κου­φῶν. Γιά ν’ ἀντη­χεῖ ἡ ἠχώ τῆς σοφί­ας του ἀνά τούς αἰῶ­νες, ὥστε νά τήν ἀκοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, ώς τή συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἐπα­νέ­λα­βε τήν κραυ­γή, πού ξανα­εῖ­πε τά ἴδια λόγια:

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω! Αὐτή ἦταν ἡ κραυ­γή τοῦ στορ­γι­κοῦ φίλου τῶν ἀνθρώ­πων, τοῦ μονα­δι­κοῦ φίλου ἐκεί­νων ἐναν­τί­ον τῶν ὁποί­ων εἶχαν ἐπι­πέ­σει τά μαῦ­ρα κορά­κια τῆς κόλα­σης. Ἦταν κραυ­γή-προ­ει­δο­ποί­η­ση γιά τόν ἐπερ­χό­με­νο κίν­δυ­νο. Ἦταν κραυ­γή γιά νά ὑπο­δεί­ξει τόν ἕνα καί μονα­δι­κό δρό­μο πού ὁδη­γεῖ στή σωτη­ρία καί νά προ­φυ­λά­ξει τόν ἄνθρω­πο ἀπό τόν κίν­δυ­νο καί τόν ἀπο­πνι­κτι­κό καπνό αὐτοῦ τοῦ κόσμου. “Ἦταν ἡ κραυ­γή τοῦ πρά­ου καί ταπει­νοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ἤθε­λε ἔτσι νά προ­ει­δο­ποι­ή­σει πῶς αὐτό πού δια­κυ­βευό­ταν ἐδῶ ἦταν ἡ σωτη­ρία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Δέν ἦταν γιά τά ροῦ­χα του, γιά τά σπί­τια ἤ γιά τήν περιου­σία του, ἀλλά γιά τή ζωή του. Ἡ κραυ­γή του δέν προ­ερ­χό­ταν ἀπό ὀργή ἐναν­τί­ον τῶν ἀνθρώ­πων. Ἦταν ἡ κραυ­γή τῆς στορ­γι­κῆς μάνας πού βλέ­πει τά παι­διά της τρι­γυ­ρι­σμέ­να ἀπό φίδια καί τά φωνά­ζει. Τά παι­διά παί­ζουν, δέν παρα­τη­ροῦν τά φίδια, ἤ μάνα ὅμως τά βλέ­πει. “Ὅταν τά παι­διά βλέ­πουν τά φίδια δέν ξέρουν ἀπό ποιό δρό­μο νά τούς ξεφύ­γουν γιά νά σωθοῦν. Ἤ μάνα ὅμως ξέρει, γι’ αὐτό καί φωνά­ζει. Γι’ αὐτό κραυ­γά­ζει κι ὁ Χρι­στός στούς ἀνθρώ­πους, ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἱστο­ρί­ας ώς τή συν­τέ­λεια: Ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω!

Δόξα καί αἶνος στόν Ζωο­ποιό καί Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λιέρ­γεια

«Ἐξῆλ­θεν ὁ σπεί­ρων του σπεῖ­ραι τὸν σπό­ρον αὐτοῦ» (Λουκ. 8, 5)

Η ΕΠΟΧΗ ΑΥΤΗ, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἐπο­χὴ τῆς σπο­ρᾶς. Τὸ καλο­καί­ρι πέρα­σε. Ἔφθα­σε τὸ φθι­νό­πω­ρο. Ὁ και­ρὸς ψύχρα­νε. Ὁ οὐρα­νὸς βρέ­χει καὶ ἄφθο­νο νερὸ ποτί­ζει τὴ γῆ. Τὰ χώμα­τα, ποὺ ἦταν ξερά ἀπ’ τὸν καυ­τε­ρὸ ἥλιο τοῦ καλο­και­ριοῦ, τώρα μαλα­κώ­νουν. Οἱ γεωρ­γοὶ πηγαί­νουν στὰ χωρά­φια. Ἀρχί­ζει ἡ δου­λειά.

Ἄλλο­τε πολὺ κου­ρά­ζον­ταν οἱ γεωρ­γοὶ γιὰ νὰ καλ­λιερ­γή­σουν τὴ γῆ. Μὲ ἀλέ­τρια, ποὺ ἔσερ­ναν βόδια καμα­τε­ρά, ώργω­ναν τὰ χωρά­φια. Μέρες πολ­λὲς περ­νοῦ­σαν γιὰ τὸ ὄργω­μα. Ἀλλὰ τώρα ἦλθε ἡ μηχα­νι­κὴ καλ­λιέρ­γεια καὶ ἀνα­κού­φι­σε πολὺ τοὺς γεωρ­γούς μας. Τρα­κτὲρ μὲ τὰ ἀτσα­λέ­νια τους ἀλέ­τρια ὀργώ­νουν βαθειὰ τὴ γῆ, ἀνοί­γουν αὐλά­κια καὶ μέσα στ’ αὐλά­κια οἱ γεωρ­γοὶ ρίχνουν το σπό­ρο δια­λεγ­μέ­νο. Μιὰ προ­σευ­χὴ ἀκού­γε­ται Θεέ, εὐλό­γη­σε τὴ σπο­ρά! Ἡ Ἐκκλη­σία, στορ­γι­κὴ μάνα, κάθε φορὰ στὴ θεία λει­τουρ­γία δὲν ξεχνᾷ τοὺς γεωρ­γούς. Εἰδι­κὴ δέη­σι κάνει γι’ αὐτοὺς ὁ ἱερεύς: «Ὑπὲρ εὐκρα­σί­ας ἀέρων, εὐφο­ρί­ας τῶν καρ­πῶν τῆς γῆς καὶ και­ρῶν εἰρη­νι­κῶν τοῦ Κυρί­ου δεη­θῶ­μεν».

Κ’ ἔχουν ἀνάγ­κη οἱ γεωρ­γοὶ μᾶς ἀπὸ τὴν εὐλο­γία τοῦ Θεοῦ. Για­τί ὅσο καλὰ κι ἂν εἶνε τὰ χωρά­φια μας, κι ὅσο βαθειὰ καὶ νὰ σκά­ψουν καὶ νὰ ὀργώ­σουν, κι ὅσο ἐκλε­κτὸ σπό­ρο νὰ σπεί­ρουν, κι ὅσα λιπά­σμα­τα νὰ ρίξουν, ὅλα πηγαί­νουν χαμέ­να, ἂν ὁ και­ρὸς δὲν εἶνε εὐνοϊ­κός. Ἕνας παγω­μέ­νος ἀέρας, ἕνα δυνα­τὸ κρύο, ποὺ κρα­τά­ει πολ­λὲς μέρες, ἢ ἕνας ἀέρας καυ­τός, λίβας, ἢ μιὰ ἐπι­δρο­μὴ ἀπὸ ἀκρί­δες κι ἄλλα βλα­βε­ρὰ ἔντο­μα κατα­στρέ­φουν τὴν καρ­πο­φο­ρία καὶ δὲν εἶνε σπά­νιο τὸ φαι­νό­με­νο, οἱ γεωρ­γοί μας νὰ σπέρ­νουν καὶ νὰ μὴ θερί­ζουν. Γι’ αὐτὸ παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα εἶνε ἡ εὐλο­γία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρ­χει εὐλο­γία; Τότε ἡ σοδειὰ θὰ εἶνε πλού­σια.

Ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπάρ­χῃ εὐλο­γία Θεοῦ, ὅταν οἱ γεωρ­γοί μας, παρα­συρ­μέ­νοι κι αὐτοὶ ἀπ’ τὰ κακὰ παρα­δείγ­μα­τα τῶν πόλε­ων, δὲν ἐκκλη­σιά­ζον­ται, δὲν τηροῦν τίς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, μερι­κοὶ δὲ ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν γίνει τόσο ἀσε­βεῖς, ὥστε τὴν ὥρα ποὺ σπέρ­νουν το σπό­ρο στὴ γῆ βλα­στη­μοῦν το Θεό; Ποῦ εἶνε ἡ εὐσέ­βεια τῶν γεωρ­γῶν τῶν περα­σμέ­νων χρό­νων; Φτω­χοὶ ἐκεῖ­νοι, χωρὶς τρα­κτέρ, χωρὶς μηχα­νι­κὴ καλ­λιέρ­γεια, χωρὶς δάνεια ἀπὸ κανέ­να ὀργα­νι­σμό, χωρὶς βοή­θεια ἀπὸ καμ­μια τρά­πε­ζα, ἀλλὰ μὲ μόνη τὴν πίστη στὸ Θεὸ δου­λεύ­α­νε τη γῆ κ’ ἡ γῆ, εὐλο­γη­μέ­νη ἀπ’ το Θεό, τοὺς ἔδι­νε ὅ,τι χρειά­ζον­ταν γιὰ τὴ ζωή τους. Τὸ «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς» δὲν ἔλει­πε ἀπ’ τὰ χεί­λη τους.

Ἀλλὰ για­τί λέμε ὅλα αὐτά; Για­τί μιλᾶ­με γιὰ γεωρ­γία καὶ γεωρ­γούς, γιὰ χωρά­φια καὶ καλ­λιέρ­γεια γῆς; Διό­τι τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ δια­βά­ζε­ται σήμε­ρα σ’ ὅλες τίς ἐκκλη­σί­ες, μᾶς δίνει τὴν ἀφορ­μή.

Τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο εἶνε παρα­βο­λή. Μιὰ ὄμορ­φη παρα­βο­λή, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στός. Εἶνε ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ Σπο­ρέ­ως. Στὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ καὶ Χρι­στὸς κάνει λόγο γιὰ ἕνα γεωρ­γό, ποὺ βγῆ­κε νὰ σπεί­ρῃ το σπό­ρο του. Κ’ ἔσπει­ρε τὸ σπό­ρο. Ἔσπει­ρε παν­τοῦ. Ἀλλ’ ἀπὸ τὰ τέσ­σε­ρα μέρη τοῦ σπό­ρου ἕνα μόνο μέρος καρ­πο­φό­ρη­σε. Τὰ ἄλλα τρία μέρη τοῦ σπό­ρου πῆγαν χαμέ­να. Ὄχι για­τί ὁ σπό­ρος δὲν ἦταν καλός. Ὁ ἴδιος σπό­ρος ἦταν. Ἀλλὰ διό­τι τὰ μέρη ὅπου ἔπε­σαν οἱ σπό­ροι αὐτοὶ δὲν ἦταν κατάλ­λη­λα. Τὸ ἕνα μέρος τοῦ σπό­ρου ἔπε­σε στὸ δρό­μο τὸν χιλιο­πα­τη­μέ­νο πέτα­ξαν τὰ που­λιὰ καὶ τὸν πῆραν. Τὸ ἄλλο μέρος τοῦ σπό­ρου ἔπε­σε σὲ μέρη ποὺ ἦταν γεμᾶ­τα πέτρες καί μόλις φύτρω­σε, ξερά­θη­κε, για­τί δὲν ὑπῆρ­χε δρο­σιά. Τὸ τρί­το μέρος ἔπε­σε σὲ γῆ γεμά­τη ἀγκά­θια φύτρω­σε, ἀλλὰ τ’ ἀγκά­θια ἔπνι­ξαν το σπό­ρο. Καὶ μόνο τὸ τελευ­ταῖο μέρος τοῦ σπό­ρου ἔπε­σε σὲ καλὴ γῆ, φύτρω­σε, κι ὁ ἕνας σπό­ρος ἔγι­νε ἑκα­τό.

Ἀγα­πη­τοί μου, αὐτὴ εἶνε ἡ παρα­βο­λὴ τοῦ Σπο­ρέ­ως. Ἀλλὰ στὶς παρα­βο­λές, ὅπως εἴπα­με καὶ ἄλλο­τε, ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννο­εῖ. Ἐρω­τοῦ­με; Ποιός εἶνε ὁ γεωρ­γός; Ποιός εἶνε ὁ σπό­ρος; Ποιά εἶνε τὰ διά­φο­ρα ἐδά­φη ὅπου ἔπε­σε ὁ σπό­ρος; Μὲ συν­το­μία θ’ ἀπαν­τή­σου­με.

Ὁ γεωρ­γὸς εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, ποὺ ἔσπει­ρε καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ σπέρ­νῃ τὸν πολύ­τι­μο σπό­ρο του. Ὁ σπό­ρος τοῦ εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδα­σκα­λία, τὸ κήρυγ­μα. Τὰ δὲ διά­φο­ρα μέρη, ὅπου ἔπε­σε ὁ σπό­ρος, εἶνε οἱ καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ δὲν εἶνε ὅμοιες μετα­ξύ τους. Ἄλλες καρ­διὲς εἶνε σκλη­ρὲς σάν το δρό­μο, ποὺ ὅσο σπό­ρο κι ἂν ρίξῃς, δὲν πιά­νει. Ἄλλες καρ­διὲς εἶνε σὰν τὰ πετρώ­δη ἐδά­φη. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἔχουν καλῇ διά­θε­ση, ἀκοῦ­νε μὲ εὐχα­ρί­στη­σι το λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὅταν παρου­σια­στοῦν ἐμπό­δια καὶ πει­ρα­σμοὶ ἀπ’ τὸ διά­βο­λο καὶ τὰ ὄργα­νά του, τότε ὅλος ὁ ἐνθου­σια­σμὸς τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν μαραί­νε­ται καὶ σβή­νει κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κανέ­να ἀγα­θὸ ἀπο­τέ­λε­σμα δὲν φέρ­νει στὶς ψυχὲς αὐτές. Οἱ δὲ ἄλλοι εἶνε σὰν τὴ γῆ ποὺ εἶνε γεμά­τη ἀγκά­θια. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἀκοῦ­νε μὲ χαρά το λόγο τοῦ Θεοῦ, προ­σπα­θοῦν νὰ τὸν ἐφαρ­μό­σουν, ἀλλ’ ἔχουν μπλε­χτῇ μὲ κοσμι­κὲς φρον­τί­δες καὶ μέρι­μνες, ποὺ μέρα καὶ νύχτα σὰν ἀγκά­θια μυτε­ρά τους κεν­τοῦ­νε καὶ δὲν τοὺς μένει και­ρὸς γιὰ τὴν καλ­λιέρ­γεια τῆς ψυχῆς τους. Δια­σκε­δά­σεις, αἰσχροί ἔρω­τες, δίψα, λύσ­σα γιὰ νὰ μαζέ­ψουν λεφτὰ καὶ νὰ γίνουν πλού­σιοι ἔχουν μετα­βά­λει τὴν καρ­διά τους σὲ χέρ­σο χωρά­φι, ποὺ ἔχει γεμί­σει ἀγκά­θια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς καρ­διὲς αὐτὲς δὲν καρ­πο­φο­ρεῖ.

Τί κρί­μα! Τόσος σπό­ρος, τόση διδα­σκα­λία, τόσες κατη­χή­σεις καὶ κηρύγ­μα­τα, ὅλα πᾶνε χαμέ­να.

Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρ­χει καὶ μιὰ μερί­δα ἀκρο­α­τῶν, ποὺ οἱ καρ­διὲς τοὺς εἶνε σὰν τὴν καλὴ γῆ. Ἀκοῦ­νε μὲ χαρά το λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸν παίρ­νουν καὶ τὸν φυτεύ­ουν βαθειὰ μέσ’ στὴν καρ­διά τους. Τὸν μελε­τοῦν κάθε μέρα. Πιστεύ­ουν. Ἔχουν μεγά­λη ὑπο­μο­νή. Νικοῦν ὅλα τὰ ἐμπό­δια καὶ τοὺς πει­ρα­σμούς, κι ὁ Θεός, ποὺ βλέ­πει τὴν προ­θυ­μία, τοὺς κόπους καὶ τὸν ἀγῶ­να ποὺ κάνουν γιὰ νὰ ἐφαρ­μό­σουν το λόγο τοῦ Θεοῦ, τοὺς εὐλο­γεῖ. Οἱ ψυχὲς αὐτὲς εὐω­διά­ζουν, γεμί­ζουν ἀπὸ καρ­πούς, ἀπὸ ἀρε­τὲς καὶ καλὰ ἔργα. Οἱ ψυχὲς αὐτὲς εἶνε τὸ εὐλο­γη­μέ­νο χωρά­φι τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ βλέ­πει κανεὶς καὶ τὸ χαί­ρε­ται.

Καὶ γεν­νιέ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα: Ἐμεῖς, ὅσοι πᾶμε στὴν ἐκκλη­σία κι ἀκοῦ­με το λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς τί εἴμα­στε; Εἴμα­στε δρό­μος σκλη­ρὸς καὶ πατη­μέ­νος; Εἴμα­στε χωρά­φι γεμᾶ­το πέτρες, γεμᾶ­το κακί­ες καὶ ἐλατ­τώ­μα­τα; Εἴμα­στε χωρά­φι γεμᾶ­το ἀγκά­θια, γεμᾶ­τοι φρον­τί­δες καὶ μέρι­μνες καὶ ἁμαρ­τω­λὲς ἐπι­θυ­μί­ες; Ἡ εἴμα­στε καλὴ γῆ, χωρά­φι καλ­λιερ­γη­μέ­νο, ἕτοι­μο νὰ δεχθῇ το σπό­ρο καὶ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σῃ; Ὁ καθέ­νας μᾶς ἂς ἀπάν­τη­ση…

Χωρά­φι, ἀγα­πη­τοί μου, εἶνε ἡ καρ­διά μας. Κι ἂν ἀκό­μη εἶνε γεμᾶ­το πέτρες κι ἀγκά­θια, κακί­ες κ’ ἐλατ­τώ­μα­τα καὶ πάθη καὶ κακὲς ἐπι­θυ­μί­ες, ἂς μὴν ἀπελ­πι­σθοῦ­με. Ἄς παρα­κα­λέ­σου­με το Θεὸ κι ἂς ἐργα­σθοῦ­με. Τὸ πιὸ χέρ­σο χωρά­φι, ἂν καλ­λιερ­γη­θῇ, μπο­ρεῖ νὰ γίνῃ θαυ­μά­σιο περι­βό­λι. Κ’ ἡ πιὸ ἄγρια ψυχή, ἡ ψυχὴ ἑνὸς λῃστοῦ, ἂν περά­σῃ ἀπὸ πάνω της τὸ ἀλέ­τρι τοῦ πόνου, ἂν ποτι­στῇ μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετα­νοί­ας, ἂν πέσῃ ἢ φωτιὰ τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τότε ἡ ἄγρια ψυχὴ ἡμε­ρεύ­ει καὶ γίνε­ται ἁγία καὶ καρ­πο­φο­ρεῖ ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να. Λῃστὲς καὶ πόρ­νες, ἄγρια χωρά­φια, χωρά­φια τοῦ δια­βό­λου, μετα­νο­οῦν καὶ γίνον­ται χωρά­φια τοῦ Θεοῦ.

Ὅλοι, λοι­πόν, στὴν ἐντα­τι­κὴ καλ­λιέρ­γεια τοῦ ἀνε­κτι­μή­του αὐτοῦ ἀγροῦ, ποὺ λέγε­ται ἀνθρώ­πι­νη ψυχή.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek