ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΓ΄ 10 - 17)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές. 12ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ.

10 Καποιο Σαββατο εδίδασκε εις μίαν από τας συναγωγάς. 11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναίκα, η οποία ένεκα μοχθηράς επιδράσεως πονηρού πνεύματος, ήτο ασθενής δέκα οκτώ χρόνια, σκυμμένη συνεχώς, χωρίς καθόλου να ημπορή να σηκώση όρθιον το σώμα και την κεφαλήν της. 12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώναξε και της είπε· “γυναίκα, ελευθερώνεσαι από την ασθένειάν σου”. 13 Και έβαλεν επάνω της τας χείρας του. Και αμέσως εστάθηκε όρθια αυτή, απέκτησε δηλαδή την υγείαν της και εδόξαζε τον Θεόν. 14 Ο δε αρχισυνάγωγος αγανακτών, διότι ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου εθεράπευσε, έλαβε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέραι είναι εκείναι, κατά τας οποίας πρέπει να εργαζώμεθα· εις αυτάς δε τας εργασίμους ημέρας να έρχεσθε και να θεραπεύεσθε και όχι κατά την ημέραν του Σαββάτου”. 15 Απεκρίθη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υποκριτά, καθένας από σας κατά την ημέραν του Σαββάτου δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτνην του και πηγαίνει να το ποτίση; Αυτό δεν το θεωρείτε παράβασιν της αργίας του Σαββάτου, και πολύ ορθώς. 16 Αυτή δε, που είναι θυγάτηρ και απόγονος το Αβραάμ, την οποίαν ο σατανάς έδεσε δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθή από τον βαρύν και καταθλιπτικόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέραν του Σαββάτου;” 17 Και ενώ ο Κυριος έλεγε αυτά, κατεντροπιάζοντο όλοι οι εχθροί του· αντιθέτως δε όλος ο λαός έχαιρε δι’ όλα τα θαυμαστά έργα που εγίνοντο απ’ αυτόν (διότι είχε ακόμη ο λαός άδολον την καρδίαν και ανεπηρέαστον από τας συκοφαντίας των Φαρισαίων).

10 Κάποιο Σάββατο ο Ιησούς δίδασκε πάλι σε μία από τις συναγωγές. 11 Εκεί βρισκόταν και μία γυναίκα που υπέφερε δεκαοκτώ χρόνια από μια ασθένεια εξαιτίας κάποιου πονηρού πνεύματος. Και γι’ αυτό ήταν σκυμμένη διαρκώς με κυρτωμένο το σώμα της και δεν μπορούσε καθόλου να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. 12 Όταν λοιπόν την είδε ο Ιησούς, της φώναξε και της είπε: Γυναίκα, είσαι λυμένη και ελευθερωμένη από την αρρώστια σου. 13 Κι έβαλε πάνω της τα χέρια του. Την ίδια στιγμή εκείνη επανέκτησε την όρθια στάση του σώματός της και δόξαζε τον Θεό για τη θεραπεία της. 14 Τότε ο αρχισυνάγωγος, γεμάτος αγανάκτηση που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία αυτή μέρα Σάββατο, στράφηκε στο πλήθος του λαού κι έλεγε: Έξι ημέρες έχουμε στη διάθεσή μας να εργαζόμαστε, και μόνο μέσα σ’ αυτές δικαιούμαστε και πρέπει να το κάνουμε αυτό. Τις εργάσιμες αυτές ημέρες λοιπόν να έρχεστε και να θεραπεύεσθε, και όχι την ημέρα του Σαββάτου. 15 Τότε λοιπόν ο Κύριος του απάντησε: Υποκριτή, κάτω από το πρόσχημα του σεβασμού της αργίας του Σαββάτου κρύβεις φθόνο και μοχθηρία. Ο καθένας σας την ημέρα του Σαββάτου δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι από το παχνί και δεν το πηγαίνει να το ποτίσει; Και το κάνει αυτό χωρίς να θεωρείται παραβάτης της εντολής της αργίας του Σαββάτου, σύμφωνα με την ερμηνεία της εντολής αυτή που είναι αναγνωρισμένη από την παράδοση. 16 Αυτή όμως, που είναι κόρη και απόγονος του Αβραάμ και την έδεσε ο σατανάς με τέτοια αρρώστια, ώστε να μην μπορεί να σηκωθεί όρθια δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν ήταν σωστό και επιβεβλημένο να λυθεί απ’ τα μακροχρόνια αυτά και οδυνηρά δεσμά της την ημέρα του Σαββάτου; 17 Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο Ιησούς, ντροπιάζονταν όλοι οι αντίθετοί του. Κι όλος ο λαός χαιρόταν για όλα τα λαμπρά και θαυμαστά έργα που διαρκώς έκανε ο Ιησούς.

10 Kάποιο δὲ Σάββατο (ὁ Ἰησοῦς) δίδασκε σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές. 11  Kαὶ ἰδού, ἦταν ἐκεῖ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε πνεῦμα (δαιμόνιο) ἀσθενείας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἦταν κυρτωμένη, καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι της. 12  Ὅταν δὲ τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, ἀπευθύνθηκε σ’ αὐτὴ καὶ τῆς εἶπε: «Γυναῖκα, ἔχεις ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου». 13  Kαὶ ἔθεσε ἐπάνω της τὰ χέρια, καὶ ἀμέσως τὸ σῶμα της ἐπανῆλθε στὴν ὀρθία στάσι, καὶ δόξαζε τὸ Θεό. 14  Ὁ δὲ ἀρχισυνάγωγος ἔλαβε τὸ λόγο, καὶ πλήρης ἀγανακτήσεως, διότι ὁ Ἰησοῦς θεράπευσε κατὰ τὸ Σάββατο, ἔλεγε στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ: «Ἕξι ἡμέρες εἶναι, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία. Kατ’ αὐτὲς λοιπὸν τὶς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου». 15  Tοῦ ἀπάντησε τότε ὁ Kύριος: «Ὑποκριτά! Kαθένας ἀπὸ σᾶς τὸ Σάββατο δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ ὁδηγεῖ ἔξω καὶ ποτίζει; 16  Kαὶ αὐτή, ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, καὶ ὁ Σατανᾶς τὴν ἔχει δεμένη ἐπὶ δεκαοκτὼ ἤδη ἔτη, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». 17 Ὅταν δὲ ἔλεγε αὐτά, καταισχύνονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοι σ’ αὐτόν, ἐνῷ ὅλος ὁ λαὸς ἔχαιρε γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ γίνονταν ἀπ’ αὐτόν.

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ι΄ Λουκά με θέμα:

«Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-12-1986]

[Β168]

Κάποτε, αγαπητοί μου, ο Κύριος βρέθηκε σε μία Συναγωγή κατά την ημέρα του Σαββάτου, όπου και δίδαξε τον λόγο του Θεού. Ανάμεσα στο πλήθος, ήτο και μία γυναίκα ραχητική και μη δυναμένη καν να ανορθώσει το κεφάλι της. Την είδε ο Κύριος και της λέγει: «Γύναι, πολέλυσαι τς σθενείας σου». Και έθεσε τα χέρια Του επάνω της και αμέσως η γυναίκα εκείνη ανορθώθηκε.

Ο αρχισυνάγωγος φθόνησε τον Ιησού και δήθεν γεμάτος από αγανάκτηση, ότι τάχα Σάββατο έγινε η θεραπεία, στρέφεται προς τον όχλο και ζητά να μην προσέρχεται σε ημέρα Σαββάτου και να θεραπεύονται την ημέρα αυτήν, διότι ο νόμος έλεγε ότι ήτο αργία. Και τότε ο Κύριος στρέφεται προς αυτόν και τον αποκαλεί «υποκριτή», λέγοντάς του: «Ο καθένας από σας το Σάββατο δεν ποτίζει το βόδι του ή το υποζύγιό του; Αυτήν λοιπόν η γυναίκα, που είναι θυγατέρα του Αβραάμ, που ο σατανάς την έδεσε δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από την αρρώστια της την ημέρα του Σαββάτου;».

Αυτό, αγαπητοί μου, το γεγονός της συγκυπτούσης εκείνης γυναικός σ’ εκείνη την Συναγωγή, γίνεται ένα σύμβολο. Σύμβολο της συγκυπτούσης ανθρωπότητος. Πράγματι, η ανθρωπότητα έχει πολλές ομοιότητες με τη συγκύπτουσα εκείνη γυναίκα που θεράπευσε ο Κύριος. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον έκανε σωματικά όρθιο. Είναι το μόνο ον μέσα στη Δημιουργία που έχει φυσική στάση όρθια. Όλα τα άλλα ζώα και τα θηλαστικά κυρίως, που είναι κοντινά στον άνθρωπο, και αυτά όλα περιπατούν με τα τέσσερα. Δεν είναι φυσική η θέσις της μαϊμούς να περπατάει με τα δυο της· με τα τέσσερα. Η μαϊμού είναι εκατό τοις εκατό ζώο. Ήταν, είναι και θα είναι μαϊμού πάντοτε. Δεν έχει καμία σχέση ο άνθρωπος με τη μαϊμού. Ο άνθρωπος μόνος επλάσθη όρθιος. Και επλάσθη όρθιος όχι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά όρθιος· έχοντας ορθό φρόνημα, λογική, με ανδρεία βούληση και με υγιές συναίσθημα. Ο άνθρωπος, με την όρθιά του στάση, μπορούσε να ατενίζει τον ουρανό, εκεί που βρίσκεται και ο Δημιουργός του. Έρχεται όμως ο διάβολος, ο μισόκαλος, αυτός ο οποίος μισεί το καλό, μισεί το ωραίο, έρχεται και υποβάλλει την αμαρτία στον άνθρωπο, που τελικά ο άνθρωπος, υπό το βάρος της ενοχής και της αμαρτίας, συγκύπτει και πίπτει και ηθικά και οντολογικά. Έκτοτε, ο άνθρωπος είναι ο ηθικά πεπτωκώς, ο ηθικά πεσμένος, αλλά και ο οντολογικά θνήσκων. Μην ξεχνάτε ότι ο άνθρωπος παραβαίνοντας την εντολή του Θεού, πίπτει με τον θάνατον. Και γίνεται-από το «πίπτω»- γίνεται πτώμα. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος από όρθιος γίνεται οριζόντιος· γιατί είναι πεσμένος.

Ακόμα ο διάβολος καθιστά ταπεινωμένο τον άνθρωπο, με γήινο φρόνημα και υλιστικό. Να κοιτάζει πια ο άνθρωπος προς τα κάτω, όχι προς τον ουρανό. Η βούλησή του γίνεται χαλαρή και ανίσχυρη. Και το συναίσθημά του γίνεται νοσηρό. Μια συγκεφαλαίωση αυτής της καταστάσεως της πτώσεως του ανθρώπου είναι η ειδωλολατρία και ο χαμερπής βίος. Σας είπα, συγκεφαλαίωση είναι· διότι τι είναι η ειδωλολατρία παρά μια στροφή προς την κτίση και δεν βλέπει ο άνθρωπος παραπέρα από εκείνο που τον περιβάλλει. Και δεν μπορεί να δει τίποτα παραπέρα· γιατί είναι τυφλός πια, ή καλύτερα, είναι συγκύπτων. Και δεν βλέπει πια τον Δημιουργό του, αλλά βλέπει μόνον το περιβάλλον του. Κι εκεί, μυωπάζουσα η νόησή του, δεν βλέπει παρά μόνο εκείνο που βλέπει. Και δέχεται μόνον εκείνο που αντιλαμβάνεται. Κι έτσι έχοντας μέσα του ο άνθρωπος την ανάγκη έμφυτη να στραφεί προς τον Δημιουργό του, δηλαδή το λεγόμενο θρησκευτικό αίσθημα, στρέφεται προς την κτίση και ειδωλολατρεί. Αλλά η ειδωλολατρία έχει μια βαριά συνέπεια: τον χαμερπή βίο.

Αν θέλετε να δούμε αυτά τα δύο φαινόμενα, θα τα διαβάσουμε στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής. Και λέγει ο Απόστολος Παύλος, δεν διστάζει να κάνει τολμηρή και ρεαλιστική περιγραφή και να πει: Ο «νθρωπος ν τιμ ν ο συνκε». Πλασμένος με τιμή, δεν το κατενόησε. Και ο άνθρωπος αυτός «παρασυνεβλθη τος κτνεσι τος νοτοις κα μοιθη ατος», όπως λέγει ένας ψαλμικός στίχος[Ψαλμ 48,13]. Όχι, όχι! Δεν «παρασυνεβλθη τος κτνεσι τος νοτοις κα μοιθη ατος». Όχι. Κάτι παρακάτω.

Κι εκεί λέγει τολμηρά, ότι η ασύνετη καρδιά τους, ο ασύνετος νους τους, επειδή δεν λάτρευσαν τον Θεό, αλλά την κτίση, «παρέδωκεν ατος Θες ες πάθη τιμίας».Τι; «ρσενες ν ρσεσι τν σχημοσύνην κατεργαζόμενοι»-ο τίτλος «νήρ» είναι τιμητικός, ενώ ο τίτλος «αρσενικός» είναι υποτιμητικός. «Α τε γρ θήλειαι ατν μετήλλαξαν τν φυσικν χρσιν ες τν παρ φύσιν»… -και οι «θηλυκές»· δεν λέει οι «γυναίκες»- το ίδιο έκαναν και κάνουν. Δηλαδή η ομοφυλοφιλία· που δεν υπάρχει ούτε στα ζώα. Γιατί; Γιατί άφησαν τον αληθινό Θεό, λάτρεψαν την κτίση, που είναι η λατρεία του σατανά, γιατί πίσω από την κτίση είναι ο διάβολος και ο άνθρωπος μετά σύρεται σε χαμερπή βίο. Αυτή είναι η εικόνα του αρχαίου κόσμου, του μακράν του Θεού· όπως τον κατήντησε τον κόσμο ο διάβολος, αγαπητοί μου.

Είναι γνωστό ότι ο Θεός καταράστηκε τον όφιν, τον διάβολο, τον αρχαίο όφιν, που λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, τον σατανά, τον αντικείμενο, με το σχήμα του φιδιού. Να, λέγει ο Θεός ότι να τρώγει χώμα σε όλη του τη ζωή. «Κα γν φαγ πάσας τς μέρας τς ζως σου»(Γέν.3,14): «Να τρως χώμα σε όλη σου τη ζωή». Τι θα πει «να τρως χώμα σε όλη σου τη ζωή;». Να είσαι πάντοτε στραμμένος προς την ύλη, προς την χαμέρπεια. Και το χειρότερο, ότι αυτό το αποτέλεσμα της κατάρας του ο διάβολος, το υποβάλλει τώρα στον άνθρωπο, με την υλιστική θεώρηση της ζωής. Και τον κάνει τώρα τον άνθρωπο, ο οποίος δεν πήρε τέτοια κατάρα από τον Θεό, δεν πήρε καν κατάρα ο άνθρωπος, ο άνθρωπος πήρε μόνο κατάρα εν τη εκτελέσει του έργου του, δηλαδή ενώ θα εργάζεται την γη, εν τω έργω, εν τη επιτελέσει και όχι σ’ αυτήν την ίδια τη γη, στα χέρια του, στην ύπαρξή του. Και τώρα ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, βόσκει γη, βόσκει χώμα. Είναι πια ο άνθρωπος υλιστικός.

Έτσι η ανθρωπότητα έγινε πράγματι συγκύπτουσα. Οι εκφράσεις του Λουκά στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή, προς εκείνη την συγκύπτουσα γυναίκα, που είπε ο Κύριος, έχουν ως εξής: ότι η γυναίκα αυτή είχε «πνεμα σθενείας»· δηλαδή πονηρό πνεύμα, που προκαλούσε αυτήν την πτώση– αυτό θα πει «πνεμα σθενείας»· «ν(:την οποία) δησεν -κατά τους λόγους του Κυρίου- σατανς δο δέκα κα κτ τη (:18 ολόκληρα χρόνια)», « κα μ δυναμένη νακψαι ες τ παντελές(:και μη δυναμένη να σηκώσει τη ράχη της και το κεφάλι της ολότελα)».Αυτά όλα δείχνουν ότι ο διάβολος είχε δεμένη ολόκληρη την ανθρωπότητα, που ήτο αδύνατο η ανθρωπότητα, δια ιδίων μέσων, να ελευθερωθεί.

Έρχεται όμως ο Χριστός, ο Κύριός μας και ελευθερώνει τον άνθρωπον από την δέσμευση του διαβόλου. Μας λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή: «Ες τοτο φανερθη υἱὸς το Θεο, να λσ τ ργα το διαβλου»(Α΄καθολική επιστολή Ιωάννου: 3,8). «Γι’αυτό», λέγει, «φανερώθηκε ο Υιός του Θεού· για να λύσει τα έργα του διαβόλου». Και «έργα του διαβόλου», σας το είπα τι είναι. Είναι η ειδωλολατρία, σαν ασθένεια της ψυχής. Ο άνθρωπος έχει εφεξής μία ροπή να ειδωλολατρεί. Προσέξτε. Μια ροπή να ειδωλολατρεί. Είναι μια μόνιμη αρρώστια. Προσέξτε. Ο λαός του Ισραήλ στην έρημο παίρνει την εντολή να αγνιστεί και να περιμένει τον νόμο. Πόσο να περιμένει; 800 χρόνια; 40 ημέρες! Μόνο. Και δεν έχει υπομονή. Και ειδωλολατρεί! Λατρεύοντας εκείνο το χρυσό μοσχάρι. Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου. Ήρθε ο Χριστιανισμός στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, ξαπλώθηκε στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο». Συμπλέχτηκε μαζί με τον Χριστιανισμό και η ειδωλολατρία. Πόσα τέτοια στοιχεία ειδωλολατρικά σέρνομε μέσα στη ζωή μας, την λεγομένη «Χριστιανική»; Ρέπει ο άνθρωπος, ρέπει, είναι η παλιά αρρώστια, ρέπει προς την ειδωλολατρία.

Η ειδωλολατρία λοιπόν είναι έργο του διαβόλου. Και είναι η ασθένεια της ψυχής. Είναι και η ασθένεια του σώματος. Είναι και ο θάνατος. Αυτά είναι τα έργα του διαβόλου. Δεν θα πέθαινε ο άνθρωπος, εάν δεν αμάρτανε. Κατά τη ρητή μάλιστα προειδοποίηση του Θεού.

Και πώς λύει τα έργα του διαβόλου τώρα ο Χριστός; Πρώτον. Ανορθώνει τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, με τον νέο τρόπο ζωής που φέρει στον κόσμο αυτόν· και που είναι η επιστροφή στον Θεό και η υπακοή σε Αυτόν. Παίρνει το Πνεύμα του Θεού ο άνθρωπος και γίνεται πνευματοφόρος. Δεύτερον. Ανορθώνει και σωματικά τον άνθρωπο, με την ανάσταση των νεκρών. Μην το ξεχνάτε αυτό: ότι κεντρικό σημείο του Χριστιανισμού είναι η ανάστασις των νεκρών. Αδελφοί μου, αν δεν το πιστεύετε, συγκρίνατέ το, αυτό που δεν πιστεύετε, με το Σύμβολο της Πίστεως, που λέγει «προσδοκ νάστασιν νεκρν», όπως λέει ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, «να συγκρίνεις και να δεις κατά πόσο είσαι Χριστιανός». Αν δεν πιστεύεις ότι θα αναστηθούν οι νεκροί, δεν είσαι Χριστιανός. Γιατί αποτελεί κεντρικό σημείο της πίστεως. Κεντρικό σημείο. Η Ανάστασις του Χριστού και η ανάστασις των νεκρών.

Έτσι λοιπόν, θα αναστηθούν οι νεκροί. Τι θα πει «θα αναστηθούν οι νεκροί»; Από το νά + στημι, νίστημι. Θα ξανασταθώ στα πόδια μου. Αυτό το σώμα που έφαγε ο τάφος. Έπεσα, γιατί έγινα νεκρός. Νεκρός, αυτό που λέμε «θάνατος». Αυτό το σώμα, που το’ φαγε ο θάνατος, ο τάφος, η φωτιά, τα σκουλήκια, τα ψάρια, οι βόμβες… αυτό το ίδιο σώμα. Είναι δυνατός ο Θεός. Θα αναστηθεί. Και θα ξανασταθεί στα πόδια του. Αν μου πείτε: «ανοησίες», θα μείνετε με την ανοησία σας. Αυτός είναι ο λόγος του Θεού. Ο καθαρός, ο ατόφιος, ο γνήσιος. Θα σταθεί πάλι με τα πόδια του. Αυτό θα πει «νάστασις». Από το «νίστημι». Αυτό είναι έργο καθαρά του Χριστού. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος εδώ, αν έπρεπε να συνοψίσουμε αυτές τις δύο θέσεις: «Γύναι, πολέλυσαι τς σθενείας σου». «Είσαι ελεύθερη από αυτήν την ασθένειά σου, από αυτήν την αδυναμία σου. Είσαι ελεύθερη. Δηλαδή δεν είσαι πια εκείνο που ήσουν». Ω συγκύπτουσα ανθρωπότητα, σου λέει ο Κύριός σου, ο Δημιουργός σου, που σε αναδημιουργεί: «πολέλυσαι τς σθενείας σου».

Και ένα τρίτο. Επιθέτει ο Κύριος τα χέρια Του επάνω σε αυτήν την γυναίκα. «Κα πέθηκεν ατ τς χερας Ατο». Γιατί; Και κατ’ επέκταση, κατ’ επέκταση, στην ανθρωπότητα. Για να δώσει χαρίσματα· το μέγιστο των οποίων χαρισμάτων είναι η υιοθεσία. Γιατί με την υιοθεσία ο άνθρωπος κληρονομεί την βασιλεία του Θεού.

Αγαπητοί μου, η ημέρα του Σαββάτου, που ο Κύριος θεράπευσε την συγκύπτουσα γυναίκα, είναι μια ξεχωριστή μέρα. Το Σάββατο είναι η εβδόμη ημέρα· που ο Θεός ανεπαύθη. Σάββατο θα πει ανάπαυσις. Εβραϊκά. Δηλαδή τι θα πει «νεπαύθη ο Θεός»; Δεν υπάρχει κόπωση, για να αναπαυθεί ο Θεός. Σημαίνει ότι ο Θεός δεν δημιουργεί πλέον τίποτε καινούριο. Δεν υπάρχει συμπληρωματική δημιουργία, ούτε ένα άτομο της ύλης. Ουδεμία συμπληρωματική δημιουργία δεν υπάρχει.

Μέσα σε αυτήν όμως την έβδομη ημέρα, ο Θεός δεν δημιουργεί κάτι καινούριο, αλλά εργάζεται όμως ένα σπουδαιότατο έργο. Την πρόνοια και την κυβέρνηση του παντός. Εργάζεται ακόμα, μέσα σε αυτή την έβδομη ημέρα, η οποία ξέρετε ποια είναι; Από τότε που επλάσθη ο άνθρωπος και τελείωσε η δημιουργία του… ο άνθρωπος επλάσθη την έκτη ημέρα, δηλαδή εκεί τελειώνει η μεγάλη χρονική περίοδος της έκτης ημέρας. Και αρχίζει η 7η ημέρα. Αυτήν την ημέρα που διερχόμεθα, που διάγουμε, δηλαδή από τότε που τελείωσε η δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, μέχρι σήμερα, είμαστε μέσα στην έβδομη ημέρα. Είναι αυτή η 7η ημέρα. Ζούμε στην 7η ημέρα. Μην το ξεχνούμε. Μέσα σε αυτόν τον χρόνο, τώρα ο ίδιος ο Θεός αναδημιουργεί τον άνθρωπο, τον πεσμένο από τον διάβολο άνθρωπο, τον αναδημιουργεί προπαντός με την Ενανθρώπησή Του.

Όταν κατηγορείται, επί παραδείγματι, από τους Ιουδαίους ότι εργάζεται το Σάββατο, όπως και πλάγια τον κατηγόρησε και ο αρχισυνάγωγος, ότι την ημέρα του Σαββάτου επιτέλεσε αυτό το έργον, ο Κύριος απήντησε και απαντούσε: « πατήρ μου ως ρτι ργάζεται, κγ ργάζομαι»: Ο Πατέρας μου μέχρι τώρα εργάζεται, κι εγώ εργάζομαι. Όχι εργάζεται για κάτι καινούριο. Δηλαδή για να προσθέσει κάτι στην Δημιουργία. Αλλά για να αναδημιουργήσει την παλαιωθείσα Δημιουργία. Και προπαντός τον παλαιωμένο άνθρωπο. Και τον αναδημιουργεί τον άνθρωπο, με τους μεγάλους σταθμούς του δικού Του βίου. Ενανθρώπησις, Σταύρωσις, Ανάστασις, Ανάληψις· που είναι, όπως λέγει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «τά ποιητικά τς σωτηρίας μας» .

Την εβδόμη ημέρα ο Χριστός αναπαύτηκε στον τάφο· που είναι ο αληθής σαββατισμός και η αληθινή ανάπαυσις,για να περάσει τώρα ο Χριστός, με την ανθρωπίνη Του, εννοείται, φύση, αυτή που προσέλαβε από μας, για να περάσει στην ογδόη ημέρα· που είναι η ατέρμων αιωνιότης και που προβάλλεται η ανθρώπινη Του φύση, όχι θεία, η ανθρώπινή Του φύσις αληθινά η καινή κτίσις. Η καινούρια Δημιουργία. Και αυτή η καινή κτίσις είναι το αναστημένο Του σώμα· που «θάνατος ατο», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «οκέτι κυριεύει»[Ρωμ 6,9]. Δεν ξανακυριεύεται πια από τον θάνατο το σώμα του Χριστού. Και αυτή είναι η «μία των Σαββάτων». Η ημέρα του Κυρίου. Η Κυριακή. Αυτή τώρα είναι η ογδόη ημέρα. Λέγεται ογδόη γιατί έχομε επανάληψη της εβδομάδος. Αφήνομε την εβδόμη και πάμε πάλι προς την πρώτη ημέρα. Και αυτή η πρώτη, γι’ αυτό λέγεται «η μία των Σαββάτων». «Σάββατο» θα πει εβδομάδα, και είναι αυτή η καινούρια ημέρα, η ημέρα του Κυρίου, η Κυριακή. Είναι η αιωνιότητα. Είναι ο χρόνος της Βασιλείας του Θεού.

Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, ο άνθρωπος οφείλει να δοξολογεί πάντοτε τον Κύριο, πάντοτε, για όλα αυτά, ιδιαίτερα όμως την ημέρα της Κυριακής. Αγαπητοί μου, ας θυμηθούμε πάλι την συγκύπτουσα εκείνη γυναίκα, μέσα στη Συναγωγή. Η γυναίκα αυτή είχε κάποια σπουδαία γνωρίσματα· η γυναίκα αυτή εφαίνετο να ήτο ευσεβής· γιατί διαφορετικά ο Κύριος, θεραπεύοντάς την, θα της έλεγε «φέωνταί σοι α μαρτίαι σου». Δεν της το είπε αυτό. Δεν της είπε «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Ώστε να είναι αιτία αυτής ακριβώς της κακοπαθείας της οι αμαρτίες της. Να το ξέρετε αυτό, αγαπητοί μου. Καθένας που πάσχει, δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα των αμαρτιών του. Να το γνωρίζουμε αυτό. Ακόμα, δεν ζητά από αυτήν ούτε καν την πίστη· διότι όταν την απολύει, δεν της λέγει: « πίστις σου σέσωκέ σε». Καθόλου· διότι έβλεπε ο Κύριος την εσωτερική της διάθεση, ότι είχε ήδη πιστέψει στον Κύριο.

Ακόμα, την αποκαλεί «θυγατέρα του Αβραάμ» και όχι του Αδάμ. Και αυτό είναι χαρακτηριστικό. Διότι, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Τήν ο μλλον διά τό γένος, σον διά τήν πίστιν βραάμ οσαν θυγατέρα»: ότι δεν ήταν θυγατέρα για το γένος από τον Αβραάμ, αλλά για την πίστη. Όπως κι ο καθένας που πιστεύει εις τον Χριστό, είναι παιδί του Αβραάμ. Όχι εξ αίματος· αλλά διότι έχει κοινό γνώρισμα την πίστη. Οι Εβραίοι είναι μόνον σαρκικά απόγονοι του Αβραάμ. Όχι όμως ότι είναι και από την πίστη. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς είπε: «Ο Αβραάμ, ο Αβραάμ σας κατηγορεί στον Θεό· διότι αν είσαστε γνήσια παιδιά του Αβραάμ, που είναι ο Πατριάρχης της πίστεως, θα γνωρίζατε Ποιος είμαι. Θα γνωρίζατε την φωνή μου. Να σας πω ποιοι είσαστε», λέει ο Κύριος, «παιδιά του σατανά, του διαβόλου είσαστε· και όχι του Αβραάμ». Η γυναίκα αυτή λοιπόν, δεν ήταν καν παιδί, απόγονος του Αδάμ. Αλλά ήτο παιδί του Αβραάμ. Είχε δηλαδή πίστη. Ουσιαστικά ο Κύριος πλέκει εγκώμιο στη γυναίκα αυτήν.

Κι ακόμη μην ξεχνάμε ότι παρά την τρομερή παραμόρφωσή της, δεν παρέλειπε να πηγαίνει κατά Σάββατον στην Συναγωγή, για να υμνεί τον Θεό και να ακούει τον λόγο τον δικό Του. Και αυτή της η επιμέλεια αμείφθηκε. Εκείνο το Σάββατο, μοναδική φορά, ίσως πρώτη και τελευταία φορά, στην παγκόσμια Ιστορία, εκείνο το Σάββατο, είχε επισκεφθεί εκείνη την τοπική Συναγωγή, αυτός ο ίδιος ο Θεός! Ο Γιαχβέ· που ενηνθρώπησε. Και ήρθε σε εκείνη την Συναγωγή. Και αμείφτηκε με το να δει το πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Θεού. Η γυναίκα αυτή, δεν ζήτησε, αγαπητοί μου, από τον Κύριον καν να θεραπευθεί! Πήγε να ακούσει μόνο τον λόγο Του. Αλλά ο Κύριος την κάλεσε για να την θεραπεύσει· διότι με υπομονή υπέφερε την δοκιμασία της. Ήτο γυναίκα πίστεως, αρετής, υπομονής, επιμονής, γι’ αυτό και εδικαιώθη.

Έτσι, αγαπητοί, από τη μια η συγκύπτουσα γυναίκα, σαν σύμβολο της συγκυπτούσης ανθρωπότητος, κι από την άλλη μεριά, η ίδια η συγκύπτουσα αυτή γυναίκα της Συναγωγής, δείχνουν ότι μοναδικός ιατρός και ελευθερωτής είναι ο Χριστός, και μόνον ο Χριστός. Γι’ αυτό δικαιολογημένα, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στον επίλογο αυτού του θαύματος ότι «Πς χλος χαιρεν π πσι τος νδόξοις τος γινομένοις π᾿ ατο». Γι’ αυτό κι εμείς ας δοξάζουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό που μας ελευθέρωσε από τα έργα του διαβόλου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ι΄ Λουκά με θέμα:

«Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-12-2001]

(Β 448) Έκδοσις Β΄

Σήμερα, αγαπητοί μου, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μάς περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα μέσα σε μία Συναγωγή. Επήγε ο Κύριος να διδάξει και ήταν ημέρα Σάββατο. Εκεί ευρίσκετο μία γυναίκα συγκύπτουσα. Δηλαδή, είχε καμπούρα. Συγκύπτουσα· επί δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, που δεν μπορούσε τελείως να ανορθωθεί. Όταν ο Ιησούς την είδε, της είπε: «Γύναι, πολέλυσαι τς σθενείας σου». Δηλαδή: «Ελευθερώνεσαι από την ασθένειά σου». Και έθεσε τα χέρια Του επάνω της. Και αμέσως η γυναίκα αυτή ανορθώθηκε. Και εδόξαζε βέβαια τον Θεόν.

Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον αρχισυνάγωγο, που αμέσως εφθόνησε. Έκρυψε όμως τον φθόνο του με μια δήθεν αγανάκτηση, ότι ο Ιησούς εθεράπευσε σε ημέρα Σαββάτου. Και στρεφόμενος στα πλήθη, τους έλεγε ότι να αποφεύγουν θεραπείες τους και τέτοια την ημέρα του Σαββάτου, γιατί ήταν αργία. Γιατί εφθόνησε; Ω αγαπητοί μου! Γιατί αυτός, ως αρχισυνάγωγος, κατά κάποιο τρόπο εσκιάζετο από την παρουσία του Ιησού… Αλλά ο Κύριος τον αποκαλύπτει. Πράγματι ήταν φθονερός. Και του λέει ο Κύριος: «ποκριτά αποκάλυψις· πλήρης!-· καστος μν τ Σαββάτ ο λύει τόν βον ατο τόν νον πό τς φάτνης καί παγαγών ποτίζει; – «Το Σάββατο», λέει, «δεν παίρνει το υποζύγιό του να το πάει στο πηγάδι, στη βρύση να πιει νερό;»- ταύτην δέ, θυγατέρα βραάμ οσαν –«Αυτή δε υπάρχουσα θυγατέρα του Αβραάμ» –όχι του Αδάμ· αλλά του Αβραάμ-, ν δησεν σατανς δού δέκα καί κτώ τη, οκ δει λυθναι πό το δεσμο τούτου τ μέρ το Σαββάτου; -Δεν έπρεπε λοιπόν αυτή να θεραπευτεί την ημέρα του Σαββάτου;». Και ενώ έλεγε αυτά, αυτοί που αντετίθεντο, για φανταστείτε, εις τον Ιησούν και το έργον Του, γιατί, φαίνεται, ήσαν αρκετοί, πίσω από τον αρχισυνάγωγο, ντροπιάστηκαν. Όχι όμως και ο λαός, που χαιρόταν και εδόξαζε τον Θεόν.

Στον χώρο της συναγωγής παρατηρούμε, αγαπητοί, ότι τα πρόσωπα είχαν διαφορετική συμπεριφορά. Ο Κύριος διδάσκει, θεραπεύει, τοποθετεί σωστά την έννοια της αργίας του Σαββάτου. Η θεραπευθείσα γυναίκα, σιωπηλή, ακούει τη διδασκαλία του Κυρίου, χαίρεται, και βέβαια καθόλου δεν υποπτεύεται τη μεγάλη ευεργεσία που σε λίγη ώρα θα εδέχετο. Δηλαδή, να θεραπευθεί. Το εκκλησίασμα ακούει, χαίρεται, αλλά όχι όλοι. Ο αρχισυνάγωγος αισθάνεται, όπως είπαμε, φθόνο, γιατί επεσκιάζετο η παρουσία του από την παρουσία του Ιησού Χριστού. Δεν μπορεί όμως να κρύψει τον φθόνο του. Και με προσωπείο δήθεν αγανακτήσεως, περί της μη τηρήσεως της αργίας του Σαββάτου, εκφράζει την πικρία του. Εδώ είναι… Πόσες φορές υποκριτικότατα οι άνθρωποι καλύπτουν τάχα σαν θρησκευτικοί που είναι, μια παράβαση δήθεν κ.λπ.! Είναι και κάποιοι άλλοι που έχουν διεφθαρμένο βίο. Και συμφωνούν βεβαίως με τη στάση του αρχισυναγώγου και αντιτίθενται και αυτοί στον Κύριον· γιατί δεν θέλουν να μη συνεχίσουν τη ζωή τη διεφθαρμένη που κάνουν. Είναι και ο λαός. Ο εκκλησιαζόμενος λαός· που διετήρει μία αγαθή προαίρεση και χαίρεται για ό,τι συνέβη μέσα εις την συναγωγή. Στερεότυπη αυτή η εικόνα. Όπου ο Κύριος επήγαινε, στερεότυπη σας είπα. Έχομε τον καταμερισμό του όχλου, της ομάδος των ανθρώπων, πώς οι μεν από τους δε κινούνται, αισθάνονται, διαφέρουν.

Όλοι αυτοί ήσαν στον χώρο της συναγωγής. Και πήγαν, βέβαια, να προσευχηθούν· διότι κάθε Σάββατο εγίνετο προσευχή εις την όχι λατρεία, αλλά προσευχή. Η λατρεία εγίνετο μόνο εις τον ναόν που ήταν εις τα Ιεροσόλυμα· διότι είναι γνωστό ότι ποτέ δεν επετρέπετο μία θυσία να γίνει στον χώρο της συναγωγής. Και η θυσία είναι πάντοτε λατρεία. Συνεπώς δεν έχομε τη λατρεία εις την συναγωγή, παρά μόνο προσευχή.

Αυτή η ποικίλη και διαφορετική συμπεριφορά, μας θέτει ένα ερώτημα, σε μας. Εμείς, στον χριστιανικό μας ναό, πώς κινούμεθα; Πώς αισθανόμεθα; Πώς συμπεριφερόμεθα; Είσαστε κάποιοι άνθρωποι εδώ. Ο ένας για τον άλλον, πώς αισθάνεσθε; Ο καθένας πώς κινείται εις τον χώρον του ναού; Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας την πρώτη του επιστολή στον επίσκοπο της Εφέσου, τον Τιμόθεο, σημειώνει: «Τατά σοι γράφω(:Αυτά σου γράφω),να εδς(:για να μάθεις, να γνωρίσεις) πς δε ν οκ Θεο ναστρέφεσθαι(:πώς πρέπει κανείς μέσα εις τον οίκον του Θεού, εις τον χώρον αυτόν· που εμείς δεν έχομε μόνο προσευχή, έχομε και λατρεία. Και μάλιστα το κατεξοχήν μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Έχομε λατρεία «τις στν κκλησία Θεο ζντος». Δηλαδή πρέπει να μάθει ο καθένας πώς κινείται εις τον χώρον του ναού, που…- θα το επαναλάβω- προπαντός και κυρίως, τελείται όχι η προσευχή μόνον, αλλά και η λατρεία. Δηλαδή θέτει το θέμα της συμπεριφοράς των Χριστιανών, μέσα εις τον χώρον του ναού. Και αυτό το θέμα, λίγο ας μας απασχολήσει.

Αλήθεια, ποια είναι η συμπεριφορά μας; Πρέπει να πούμε ότι δεν είναι καθόλου καλή. μν, των Χριστιανών… Στερούμεθα μιας λειτουργικής αγωγής. Όλα τα πράγματα, μέσα εις τον χώρον της ζωής μας, χρήζουν μιας αγωγής. Φερειπείν, δεν πρέπει να έχω μία αγωγή τηλεφώνου; Έτσι, για παράδειγμα, σας το είπα. Και μάλιστα από τα ελάχιστα. Τα ελάχιστα… Ότι… πώς θα τηλεφωνήσω; Θα περιμένω να μου πει ο άλλος το όνομά του ή θα πω πρώτος εγώ το όνομά μου; Έχετε προσέξει πόσος χρόνος «τρώγεται» προκειμένου να διασαφησθεί τέλος πάντων ποιος είναι αυτός που τηλεφωνεί; Αυτό παθαίνομε όλοι. Ποιος είναι αυτός που τηλεφωνεί; Γιατί δεν έμαθε να λέει πρώτα το όνομά του. Στο λεωφορείο…· γιατί του αρέσει του αλλουνού να καπνίζει, και βγάζει να καπνίσει. Μα ενοχλείται ο άλλος. Ή θέλει να ανοίξει το παράθυρο γιατί ζεστάθηκε. Ή γιατί θέλει να κλείσει το παράθυρο, γιατί κρυώνει. Δηλαδή καταλαβαίνετε, σε όλους τους τομείς της ζωής μας πρέπει να έχομε μία ανάλογη συμπεριφορά. Όταν δεν είμαστε μόνοι μας· είναι μαζί μας και άλλοι άνθρωποι.

Έτσι, πρέπει να έχομε, αγαπητοί μου, μίαν αγωγήν. Από το σπίτι μας θα πάρομε αυτήν για τον ναό, από το σχολείο μας, αλλά και από αυτήν την ίδια την Εκκλησία. Φερειπείν αυτά τα οποία λέμε σήμερα. Ο καθένας πρέπει να συμμορφωθεί, να μάθει ποια πρέπει να είναι η αγωγή του μέσα εις τον χώρο του ναού. Αν στον χώρο του ναού δεν προσέχομε, αυτό σημαίνει ότι έχομε χάσει το νόημα της λατρείας, αλλά και της φοβερότητος του χώρου του ναού, που τελείται το μυστήριον –κατεξοχήν- της Θείας Ευχαριστίας. Έχετε προσέξει πόσες φορές οι ιερείς κάνουν παρατήρηση όταν γίνεται ένας γάμος, μια βάπτιση· προπαντός ένας γάμος. Πόσες φορές ο ιερεύς να λέγει: «Παρακαλώ ησυχία, παρακαλώ μη γελάτε»· «παρακαλώ τούτο», «παρακαλώ εκείνο». Και να θέλει να επαναφέρει εις την τάξιν τους καλεσμένους που είναι παρόντες εις το μυστήριον του γάμου. Γιατί όλα αυτά κάθε φορά; Γιατί μας λείπει αυτή η αγωγή που πρέπει να έχομε μέσα εις τον ναόν του Θεού. Αν ο Μωυσής, αγαπητοί, διετάχθη να αποβάλει τα υποδήματά του -του ειπώθηκε όταν είδε εκείνη την βάτον να καίεται χωρίς να κατακαίεται… – «Μπα, πάω να δω τι συμβαίνει». Και αμέσως ακούει μίαν φωνήν. «Βγάλε τα υποδήματά σου. Ο χώρος είναι ιερός». Πόσο περισσότερο, αγαπητοί μου, εμείς, που δεν είμεθα προ μιας καιομένης βάτου, αλλά είμεθα εις τον χώρον του ναού, που τελείται το μυστήριον, κατεξοχήν το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας; Πόσο περισσότερο;

Έτσι, στερούμενοι μιας λειτουργικής αγωγής και συναισθήσεως της παρουσίας του φοβερού Θεού, συζητούμε, γελάμε, κατακρίνομε τον πλαϊνό μας, έτοιμοι να κάνομε κριτική προς όλους, ακόμα και στον ιερέα και να το πούμε και εις τον πλαϊνό μας. Δεν έχομε ευλαβή στάση. Αναιδώς κινούμεθα. Πολλές φορές μπαίνομε στον ναό με τα χέρια στις τσέπες. Ναι, ναι, Και προκλητικώς. Όταν μπαίνει μία γυναίκα, ας πούμε, με ανδρική αμφίεση –παντελόνια- δεν είναι μία πρόκληση; Και όταν φθάνουν προ της πύλης του μοναστηριού και σου λέει: «Έχετε καμία φούστα να μου δώσετε;». Εμείς θα δώσουμε φούστα, να βάλεις εσύ, όταν έφυγες από το σπίτι σου, και ήξερες πως θα πας να επισκεφθείς ένα μοναστήρι, θα σου δώσω εγώ φούστα, γιατί φοράς παντελόνια; Ορίστε, παρακαλώ. Τόσο συναίσθηση, παρακαλώ, έχουν εκείνοι που καταστρατηγούν τον χώρον του ναού με τον τρόπο που κινούνται. Έτσι σκανδαλίζουν, σκανδαλίζονται, ενοχλούν τους πάντας, τα πάντα. Έχομε την αίσθηση ότι ο χώρος του ναού είναι αγορά, είναι πεζοδρόμιο. Βγήκαμε στα καταστήματα για να πάμε να ψωνίσουμε… Έτσι κάπως αισθανόμεθα ότι είναι ο ναός του Θεού. Όλα αυτά όμως χαρακτηρίζουν μίαν ασεβή, ασεβή διάθεση. Και όμως. Η βαθεία συναίσθηση το φοβερού χώρου πρέπει να μας κάνει να είμεθα ευλαβέστατοι. Να λέμε μέσα μας: «Κύριε, σε φοβάμαι. Μπαίνω στον ναό Σου». Θα κάνομε τον σταυρό μας, θα προσκυνήσομε στο προσκυνητάρι. Η αμφίεσή μας θα είναι σωστή· κ.λπ.

Ένα πρόχειρο σταχυολόγημα, θα έλεγα, από τις διατάξεις της Θείας Λειτουργίας του αγίου Κλήμεντος Ρώμης, μία από τις αρχαιότερες Λειτουργίες, βλέπομε να διατυπούνται αυτές, ή αυτό το σταχυολόγημα που θα σας πω τώρα, σ’ αυτό το βιβλίο που λέγεται «Διαταγαί ποστόλων». Και βρίσκονται εις το 8ον κεφάλαιον. Πολύ παλιό βιβλίο. Λέει: «Διάκονοι περιπατείτωσαν καί σκοπείτωσαν τούς νδρας καί τάς γυνακας(:Να κινούνται οι διάκονοι –υπήρχαν πολλοί διάκονοι– να κινούνται μέσα στο πλήθος του λαού και να βλέπουν και να παρατηρούν και να εξετάζουν πώς κινούνται οι άντρες και οι γυναίκες) πως μή θόρυβός τις γένηται (:να μη γίνει κανένας θόρυβος. Εδώ, πολλές φορές, αγαπητοί μου, δεν ξέρω πώς γίνεται με τον αέρα, δεν ξέρω… και, όπως μπαίνετε απ’ την πόρτα…’’μπαπ’’ χτυπάει η πόρτα…! Ξέρετε ότι οποιαδήποτε κίνησις, θόρυβος, κρότος που μπορεί ο εκκλησιαζόμενος να τρομάξει, προσβάλλει την ευλάβεια, προσβάλλει την συγκέντρωση που μπορεί ο καθένας να διαθέτει όταν προσεύχεται. Το ξέρετε αυτό; Και ακόμη λέγει:) Καί μή τίς νεύσ ψιθυρίσ νυστάξΕπιτηρούν ακόμη οι διάκονοι-«νεύω»-συνεννοούνται από μακριά με τα μάτια τους για κάτι. Όχι! Ή: «ψιθυρίσῃ». Όχι! Ή: «νυστάξῃ», τον παίρνει ο ύπνος στην καρέκλα επάνω. Όχι!) πως μή τίς ξέλθοι μήτε νοιχθείη θύρα(:ούτε να ανοίξει, να κλείσει η πόρτα, να γίνει θόρυβος), κν πιστός τίς , κατά τόν καιρόν τς ναφορς -Ο καιρός της αναφοράς είναι η Θεία Λειτουργία, η αγία αναφορά-. ρθοί πρός Κύριον μετά φόβου καί τρόμου σττες μεν προσφέρειν». Όχι μετά φόβου, αλλά και τρόμου, που είναι η επίτασις του φόβου, πρέπει να στεκόμαστε στην τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

Και συνεχίζει ο άγιος Κλήμης Ρώμης: «Τά παιδία προσλαμβάνεσθε, α μητέρες». Τ’ ακούτε; «Να κρατάτε κοντά σας τα παιδάκια». Να μην τα ξαμολάτε – συγχωρήσατέ με για την λέξη πώς την είπα-μέσα στην Εκκλησία και γυρίζουν από δω και από κει κι ενοχλούν, τρέχουν. Όχι… Το παιδάκι από μικρό θα μάθει πώς να στέκεται εις οίκον Κυρίου. Δεν μπορούμε να πιάσομε καρέκλα για το παιδάκι. Όχι. Θα έχομε από κείνα τα σκαμνάκια, τα πτυσσόμενα. Θα το παίρνομε πάντα μαζί μας, όταν έχομε τα παιδιά μας και πηγαίνομε στην Εκκλησία. Θα ανοίγομε το σκαμνάκι και το παιδί θα κάθεται μπροστά μας. Ούτε στασίδι, ούτε καρέκλα. Αυτά είναι για κάποιον μεγάλο.

Σημειώσατε δε ότι, όπως και σήμερα, στην αρχαία Εκκλησία, σε κάποια σημεία της Θείας Λειτουργίας ο λαός εκάθητο. Γι΄αυτό έχομε και τα παραγγέλματα: «ρθοί. -Τελεία-. Μεταλαβόντες τν θείων καί χράντων Μυστηρίων…». Δηλαδή, «τώρα σηκωθείτε». Γιατί όσο να κοινωνήσουν όλοι, οι άλλοι περίμεναν. Και βέβαια μπορούσαν να καθίσουν. Και έτσι θα περνούσε πολλή ώρα. Εκάθηντο. Γύριζε ο καθένας στη θέση του και εκάθητο. Τώρα τελειώσαν όλοι. «ρθοί – δηλαδή, «τώρα όρθιοι»-. Μεταλαβόντες…». Αλλά το λέμε εμείς: «ρθοί μεταλαβόντες…». Και αλλάζομε το νόημα της φράσεως. Όρθιοι λοιπόν. Εκείνοι που μεταλάβανε να σηκωθούν, διότι θα συνεχίσομε ό,τι είχαμε προηγουμένως κατά τη Θεία Λειτουργία.

Ώστε λοιπόν «τά παιδία προσλαμβάνεσθε α μητέρες». Να τα κρατάτε κοντά σας τα παιδιά. «Καί μετά τοτο μεταλαμβανέτω πίσκοπος, πειτα ο πρεσβύτεροι – εδώ, σειρά πώς θα κοινωνήσει ο λαός, όλοι- καί ο διάκονοι καί ο ποδιάκονοι καί ο ναγνσται, καί ο ψάλται καί ο σκηταί, καί ν τας γυναιξίν, α διάκονοι καί α παρθένοι καί α χραι – μια διαφοροποίηση της τάξεως των γυναικών-· ετα τά παιδία– ύστερα τα παιδιά-, καί τότε πς λαός κατά τάξιν μετά αδος καί ελαβείας– να κοινωνήσουν όλοι με τάξη, με σεβασμό, με ντροπή, με ευλάβεια- νευ θορύβου». Είδατε; Μάλιστα τέτοιες μέρες, δόξα τω Θεώ, δεν το έχομε εμείς εδώ, έχετε πάρει αρκετή αγωγή από δω, δόξα τω Θεώ, δείτε στους ναούς, όχι της Λαρίσης, κάθε πόλεως, μόλις πει το «Μετά φόβου Θεο, πίστεως…» τρέχουν όλοι- μπουλούκι!- μπροστά εδώ στον σολέα για να κοινωνήσουν. Και ο ένας σπρώχνεται με τον άλλον. Ήμουνα λαϊκός, όταν κάποτε μία κυρία, όταν έκανε ο ιερεύς παρατήρηση να μην είναι μπουλούκι, ακούστε τι λέει μία κυρία σε μίαν άλλη κυρία δίπλα της: «Ο σιχαμένος -ο ιερεύς!-· ο σιχαμένος με σύγχυσε!». Επειδή είπε ο άνθρωπος να μην είναι μπουλούκια. Αλλά να είναι σε μία σειρά. Είδατε, παρακαλώ; Αποκαλεί τον ιερέα, απ’ το χέρι του οποίου θα κοινωνήσει, τον αποκαλεί «σιχαμένον». «Τατα περί τς μυστικς λατρείας- συνεχίζει ο άγιος Κλήμης- διατασσόμεθα μες ο πόστολοι».

Όλα τα πιο πάνω εκφράζουν την αποστολική διαταγή, επιταγή που γράφει ο Απόστολος Παύλος και είναι: «Πάντα εσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω». Όλα να γίνονται ευσχήμονα, όχι άσχημα, αλλά ευσχήμονα, δηλαδή να έχουν καλό σχήμα. Γιατί «άσχημο» τι θα πει; Δεν έχει καλό σχήμα. «Καί κατά τάξιν γινέσθω». «Και να γίνονται όλα με τάξη». «Ο γάρ στίν καταστασίας Θεός, λλά ερήνης», γράφει στην Α΄Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος στο 14ο κεφάλαιο. Ότι ο Θεός δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά ειρήνης. Και πρέπει να συμμορφωθούμε κι εμείς έτσι να κινούμεθα.

Όμως δεν εξαντλείται η καλή μας αναστροφή εις τον χώρο του ναού με την ευλάβεια. Χρειάζεται και η ζωντανή μας συμμετοχή στη Θεία λατρεία. Ο ανελλιπής εκκλησιασμός μας. Αυτή η καημένη η γυναικούλα, η καμπουριασμένη, αν δεν πήγαινε εκείνο το Σάββατο, θα την έκανε καλά ο Κύριος; Πήγαινε όμως ανελλιπώς κάθε Σάββατο. Και κάποιο Σάββατο την ετίμησε ο Κύριος και την έκανε καλά. Αυτήν τη συγκύπτουσα γυναίκα. Και πρέπει να έχομε ανελλιπή εκκλησιασμό. Όχι μία Κυριακή να πηγαίνομε και μία Κυριακή να μην πηγαίνομε.Ανήκει δε ως καθήκον εις τα δικαιώματα του Θεού. Και τούτο γιατί ο σκοπός του εκκλησιασμού είναι η «θεραπεία το θείου», δηλαδή όταν λέμε «θεραπεία» εννοούμε λατρεία, δηλαδή, Θεία Λειτουργία. Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Μή γκαταλιπόντες τήν πισυναγωγήν αυτν- «πισυναγωγή» είναι αυτή η συγκέντρωσις. Μην αφήνομε την συγκέντρωση αυτή- καθώς θος τισίν – «όπως είναι συνήθεια», λέει, «σε μερικούς. Μια να πηγαίνουν και μια να μην πηγαίνουν»λλά παρακαλοντες κα τοσούτ μλλον, σ βλέπετε γγίζουσαν τν μέραν». Ποια «μέρα»; Το τέλος της Ιστορίας. Πλησιάζει, Κύριος γγύς. Πότε θα συνέλθομε; Η συγκύπτουσα, παρά τη σωματική της ταλαιπωρία, όπως είπαμε, δεν αμελούσε να φοιτά ανελλιπώς εις την συναγωγήν. Γι’ αυτό και την ετίμησε βέβαια ο Κύριος.

Ακόμη η παρουσία μας στη λατρεία να είναι παρουσία αγαθής καρδίας, γεμάτη από πίστη και αγάπη προς τον Θεόν και τους γύρω μας εκκλησιαζομένους. Να μη λέμε ότι «με ενοχλεί ο άλλος». Γιατί; «Γιατί έτσι μ’ αρέσει εμένα. Να λέω ότι μ’ ενοχλεί ο άλλος». Όχι, αγαπητοί μου! «χοντες ον δελφοί – λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος- ερέα μέγαν πί τόν οκον το Θεο, προσερχώμεθα –ας προσερχόμεθα- μετά ληθινς καρδίας, ν πληροφορί πίστεως, ρραντισμνοι τς καρδας π συνειδσεως πονηρς· καί κατανομεν λλήλους ες παροξυσμόν γάπης καί καλν ργων». «Παροξυσμός;». Λέμε: «Αυτός έχει παροξυσμό πυρετού». Κάτι πολύ θερμό. Εδώ έχομε τον παροξυσμό της αγάπης. Κάτι πολύ ζεστό. Εκεί, στη θεία λατρεία. Αυτό και το σημαντικότατο: Προσφέρεται ο Αμνός του Θεού. Μόνον αυτό, μόνον αυτό, αν κατανοήσομε τι είναι αυτό που κοινωνούμε, τι είναι αυτό που τελεσιουργείται, θα πρέπει να είμεθα ιστάμενοι μετά φόβου και τρόμου μέσα εις τον ναόν του Θεού.

«Παρακαλ ον μς –λέει ο Απόστολος Παύλος-, δελφοί δια τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τά σώματα μν θυσίαν ζσαν– τα σώματά σας. Σαν να μπαίνει το κάθε σώμα επάνω σε μία εσχάρα, προκειμένου να θυσιασθεί. Τα σώματα-γίαν, εάρεστον τ Θε, τήν λογικήν λατρείαν μν». Όταν ταυτόχρονα κι εγώ ο ίδιος προσφέρομαι, όπως προσφέρεται ο Χριστός, για τη σωτηρίαν του λαού Του. Δηλαδή μία συμμετοχή, μία πραγματική συμμετοχή. Αν μάθομε τι σημαίνει αυτό, ότι έχομε πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Όχι εικονικά, όχι μεταφορικά, όχι συμβολικά, αλλά πραγματικά, τότε όντως συγκλονιζόμαστε.

Να ευχαριστούμε πάντα τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, πάντοτε, όταν κατανοούμε όλα αυτά τα πράγματα. Να ευχαριστούμε όταν κοινωνούμε, προσέξτε, και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, η οποία έδωσε το σώμα της στον Υιόν της, το οποίο σώμα κοινωνούμε εμείς. Η Παναγία Του το έδωσε, Του το εδάνεισε. Ας μην εξηγήσω πιο πολύ, γιατί το εδάνεισε. Θα αργήσομε πολύ. Και πρέπει λοιπόν να ευχαριστήσομε και την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Γι΄αυτό και το μυστήριον της Θείας Κοινωνίας, λέγεται: «το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας».

Αγαπητοί, η συναγωγή που ο Κύριος βρέθηκε, υπέστη μία βαθιά τομή. Εκείνοι που δέχτηκαν την ευεργεσία και χάρηκαν με την παρουσία του Κυρίου και εκείνοι που φθόνησαν και αντιστάθηκαν στην παρουσία του Κυρίου. Έτσι πάντα γίνεται. Δυστυχώς, έτσι πάντα γίνεται. Η παρουσία του Κυρίου δημιουργεί δύο στρατόπεδα. Των δικών Του ανθρώπων και των εχθρών Του. Και πολλές φορές συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο της λατρείας, μέσα στον ναό. Γι΄αυτό « καιρός -λέει ο Απόστολος Πέτρος στην Α΄του επιστολή- το ρξασθαι τό κρίμα πό το οκου το Θεο· ε δέ πρτον φ’ μνεάν από μας αρχίζει, τί τό τέλος τν πειθούντων τ το Θεο εαγγελί;Τι θα γίνουν εκείνοι οι οποίοι απειθούν στο Ευαγγέλιο του Θεού; Αν αρχίζει το κρίμα, η καταδίκη, από μας;».

Έτσι, ας μάθομε, επαναλαμβάνω, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «πς δε ν οκ Θεο ναστρέφεσθαι». Να μάθομε. Είδατε; Να μάθομε. Πώς πρέπει να συμπεριφερόμεθα μέσα εις τους χώρους της λατρείας του Θεού. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
 ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ

«Κα δο γυν ν πνεμα χουσα σθενείας τη δέκα κα κτώ κα ν συγκύπτουσα κα μ δυναμένη νακψαι ες τ παντελές(:Εκεί βρισκόταν και μία γυναίκα που υπέφερε δεκαοκτώ χρόνια από μια ασθένεια εξαιτίας κάποιου πονηρού πνεύματος. Και γι’ αυτό ήταν σκυμμένη διαρκώς με κυρτωμένο το σώμα της και δεν μπορούσε καθόλου να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της)»[Λουκ.13,11].

Υπήρχε στη Συναγωγή μία γυναίκα που εξαιτίας της ασθένειάς της επί δέκα οκτώ χρόνια ήταν διαρκώς σκυμμένη προς το έδαφος. Και αυτό ωφελεί όχι και λίγο εκείνους που σκέπτονται σωστά· γιατί πρέπει εμείς να συλλέγουμε από παντού αυτό που είναι χρήσιμο. Μπορούμε λοιπόν και από αυτό να δούμε και ότι ο Σατανάς δέχεται πολλές φορές την εξουσία ενάντια σε κάποιους, οι οποίοι προφανώς αμαρτάνουν και αντί των αγώνων της ευσέβειας προτιμούν τη ραθυμία, τους οποίους όταν τους κυριεύσει, τους προκαλεί πολλές φορές τέτοιες σωματικές ασθένειες, επειδή είναι τιμωρός και πολύ σκληρός. Και του επιτρέπει αυτό κατά πολύ μεγάλη οικονομία ο παντεπόπτης Θεός, με σκοπό, καταπονημένοι από το βάρος της δυστυχίας τους, να προτιμήσουν να μεταπηδήσουν προς τα καλύτερα.

Και πράγματι ο σοφότατος Παύλος κάποιον στην Κόρινθο, που είχε κατηγορηθεί για πορνεία, τον παρέδωσε στον Σατανά προς καταστροφή της σάρκας του, ώστε να σωθεί το πνεύμα του. Και η συγκύπτουσα λοιπόν γυναίκα λέγεται ότι το έπαθε αυτό από διαβολική αγριότητα. Δηλαδή, όπως είπα, περιφρονημένη από τον Θεό εξαιτίας των αμαρτημάτων της, δηλαδή γενικά και αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, γιατί αίτιος των ασθενειών στα ανθρώπινα σώματα έγινε ο πανούργος Σατανάς, αφού και μέσω αυτού λέμε ότι επιτελέστηκε η παράβαση του Αδάμ, με την οποία τα ανθρώπινα σώματα οδηγήθηκαν στην ασθένεια και στον θάνατο.

Ωστόσο, ενώ οι άνθρωποι βρίσκονταν σ’ αυτά, δεν μας περιφρόνησε ο Θεός, όντας από τη φύση Του αγαθός, και ενώ οι ασθενείς ήταν τιμωρημένοι με μακρά και ανυπόφορη ασθένεια, τους απάλλαξε από τα δεσμά, καθιστώντας κατά άριστο τρόπο απαλλακτική των ανθρωπίνων παθών την παρουσία και ανάδειξή Του σε αυτόν τον κόσμο· γιατί ήρθε για να αναμορφώσει τη ζωή μας όπως ήταν στην αρχή. Γιατί σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί: « Θες θάνατον οκ ποίησεν, οδ τέρπεται π᾿ πωλεί ζώντων. κτισε γρ ες τ εναι τ πάντα, κα σωτήριοι α γενέσεις το κόσμου, κα οκ στιν ν ατας φάρμακον λέθρου οτε δου βασίλειον π γς(:Ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο, ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζωντανών. Γιατί δημιούργησε τα πάντα για να υπάρχουν, και τα δημιουργήματα του κόσμου έγιναν για να διατηρούνται σώα, και δεν υπάρχει σε αυτά φάρμακο καταστροφής)» [Σοφία Σολομώντος 1,13-14] και «φθόν δέ διαβόλου θάνατος εσλθεν ες τόν κόσμον(:αλλά από τον φθόνο του διαβόλου μπήκε στον κόσμο ο θάνατος)» [:Σοφία Σολομώντος 2,24].

Για την ανατροπή του θανάτου και της φθοράς και του φθόνου που εκδηλώθηκε εναντίον μας από τον πονηρό και αρχέκακο δράκοντα έγινε η ενσάρκωση του Λόγου, δηλαδή η ενανθρώπηση. Κι αυτό αποδεικνύεται ολοκάθαρα από τα ίδια τα πράγματα. Ελευθέρωνε λοιπόν τη θυγατέρα του Αβραάμ από την τόσο μακροχρόνια ασθένεια, προσφωνώντας και λέγοντας: «Γύναι, πολέλυσαι τς σθενείας σου(:Γυναίκα, είσαι λυμένη και ελευθερωμένη από την ασθένειά σου)»[Λουκ.13,12]. Η φωνή ήταν πολύ θεοπρεπεστάτη, γεμάτη από την ανώτατη εξουσία! Γιατί με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια. Έθεσε επίσης και τα χέρια Του επάνω σ’ αυτήν. «Κα παραχρμα(:Και την ίδια στιγμή εκείνη)», λέγει, « νωρθώθη κα δόξαζε τν Θεόν(:επανέκτησε την όρθια στάση του σώματός της και δόξαζε τον Θεό για τη θεραπεία της)». Μπορούμε λοιπόν από αυτό να δούμε, ότι η αγία σάρκα φορούσε τη δύναμη και ενέργεια του Θεού· γιατί ήταν δική Του, και όχι κανενός άλλου, που υπήρχε χωριστά και ιδιαίτερα, όπως νομίζουν κάποιοι με τρόπο ανοσιότατο.

«ποκριθες δ ρχισυνάγωγος, γανακτν τι τ σαββάτ θεράπευσεν ησος, λεγε τ χλ· ξ μέραι εσν ν ας δε ργάζεσθαι· ν ταύταις ον ρχόμενοι θεραπεύεσθε, κα μ τ μέρ το σαββάτου(:Τότε ο αρχισυνάγωγος, γεμάτος αγανάκτηση που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία αυτή μέρα Σάββατο, στράφηκε στο πλήθος του λαού κι έλεγε: “Έξι ημέρες έχουμε στη διάθεσή μας να εργαζόμαστε, και μόνο μέσα σε αυτές δικαιούμαστε και πρέπει να το κάνουμε αυτό. Τις εργάσιμες αυτές ημέρες λοιπόν να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι την ημέρα του Σαββάτου”)»[Λουκά 13,14].

Κι όμως, πώς δεν έπρεπε ο αρχισυνάγωγος μάλλον να θαυμάσει τον Χριστό που ελευθέρωσε τη θυγατέρα του Αβραάμ από τα δεσμά; Την είδες να είναι απαλλαγμένη από την πάθησή της με τρόπο θαυματουργικό. Δεν είδες τον ιατρό να προσεύχεται, ο οποίος δεν έλαβε ως αίτημα από άλλον τη θεραπεία της ασθενούς, αλλά αυτό που έκανε ήταν έργο της δικής Του εξουσίας. Αφού είσαι αρχισυνάγωγος, γνωρίζεις οπωσδήποτε τα γραμμένα από τον Μωυσή. Τον είδες αυτόν να προσεύχεται σε πολλές περιπτώσεις και να μην έχει κάνει τίποτε απολύτως με τη δική του δύναμη. Και πράγματι όταν η Μαριάμ προσβλήθηκε από λέπρα απλώς και μόνο επειδή είπε κάτι εναντίον αυτού ως κατηγορία -και αυτό είναι αλήθεια· γιατί λέγει, είχε νυμφευτεί γυναίκα Αιθιόπισσα-, δεν παρουσιάστηκε ανώτερος από το κακό, αλλά ικετεύει γονατιστός τον Θεό, λέγοντας· «Θεέ μου, σε παρακαλώ, θεράπευσέ την».

Και όμως χωρίς να ικετεύει συγχωρήθηκε η ποινή της αμαρτίας της. Αλλά και καθένας από τους άγιους προφήτες, ενώ κάπου έκανε κάτι γενικά, εμφανίζεται να το έκανε αυτό με τη δύναμη του Θεού. Εδώ όμως σε παρακαλώ πρόσεχε, ότι ο Σωτήρας των όλων Χριστός δεν αναπέμπει προσευχή, αλλά αναθέτει στη δική του Δύναμη την επιτέλεση του θαύματος, θεραπεύοντας με τη φωνή Του και με το άγγιγμα του χεριού Του. Γιατί, όντας Κύριος και Θεός, παρουσίαζε την σάρκα Του ισοδύναμη προς τον εαυτό Του, στο να μπορεί, εννοώ, να απαλλάσσει από τα νοσήματα. Έπρεπε λοιπόν από αυτό να αντιληφθεί τη δύναμη του σχετικού με Αυτόν μυστηρίου.

Εάν λοιπόν ήταν κάποιος αρχισυνάγωγος εύστροφος, θα μπορούσε να καταλάβει ποιος και πόσο μεγάλος είναι ο Σωτήρας από την τόσο παράδοξη θεοσημία και να μη λέγει αυτά στα πλήθη, ούτε να κατηγορεί τους θεραπευμένους ότι καταλύουν τον νόμο, ως προς την παράδοση της αργίας του Σαββάτου. Εργασία δηλαδή γενικά αποτελεί η θεραπεία· και αδικείται ο νόμος επειδή ο Θεός δείχνει το έλεός Του κατά την ημέρα του Σαββάτου; Σε ποιον έχει προστάξει να είναι σε αργία το Σάββατο; Στον εαυτό του μάλλον ή σε εσένα; Εάν βέβαια στον εαυτό Του , τότε να μην πέφτουν βροχές,να σταματήσουν οι πηγές των υδάτων και οι διαρκείς ροές των ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων. Εάν όμως εσένα έχει προστάξει να είσαι σε αργία, να μην κατηγορείς τον Θεό για το ότι και το Σάββατο παρέχει με εξουσία σε κάποιους το έλεός Του. Και γιατί γενικά διέταξε να αργείς το Σάββατο; Για να αναπαύεται, λέγει, ο υπηρέτης σου και το βόδι σου και το υποζύγιό σου και κάθε κτήνος σου. Όταν λοιπόν αναπαύσεις κάποιους, απαλλάσσοντάς τους από τις ασθένειες, και έπειτα το εμποδίζεις αυτό, κατήργησες ολοκάθαρα τον νόμο του Σαββάτου, μην αφήνοντας να αναπαυθούν αυτούς που βρίσκονται σε πόνους και αρρώστιες, αυτούς δηλαδή τους οποίους έδεσε ο Σατανάς.

Αλλά ο αρχισυνάγωγος της αχάριστης Συναγωγής, όταν είδε τη γυναίκα που είχε παράλυτα τα μέλη της και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια, αλλά ήταν σκυμμένη προς τη γη και την κοιλιά της, να ελεείται από τον Χριστό και να ανορθώνεται τελείως μόνο με το άγγιγμα του χεριού Του και να βαδίζει όρθια όπως οι συνηθίζουν οι άνθρωποι, και να δοξάζει γι΄ αυτό τον Θεό, δυσανασχέτησε για τη θεραπεία της και καταφλεγόμενος για τη δόξα του Κυρίου, κυριεύεται από τον φθόνο και κατηγορεί το θαύμα και αφού άφησε τον Κύριο ο οποίος τον ήλεγξε για την υποκρισία του, επιπλήττει το πλήθος, ώστε να φανεί ότι αγανακτεί επειδή ήταν ημέρα Σαββάτου, για να πείσει εκείνους που είναι διασκορπισμένοι τις άλλες ημέρες και απέχουν από τις εργασίες, να μην βλέπουν και να μη θαυμάζουν ούτε το Σάββατο τα μεγαλειώδη θαύματα του Κυρίου, μήπως και πιστέψουν κάποτε. Αλλά πες μας, δούλε του φθόνου, ποιο έργο σου απαγόρευσε ο νόμος , ο οποίος σου λέγει: «Να απέχεις από κάθε έργο χειρωνακτικό την ημέρα του Σαββάτου»; Άραγε από το έργο μέσω του στόματος και του λόγου; Πάψε λοιπόν να τρως και να πίνεις και να μιλάς και να ψάλλεις το Σάββατο. Και εάν δεν τα κάνεις αυτά, ούτε διαβάζεις τον νόμο, τότε σε τι σου χρειάζεται το Σάββατο;

Αλλά ο μωσαϊκός νόμος απαγορεύει την εργασία που γίνεται με τα χέρια. Και ποιο έργο χεριών είναι το να ανορθώσει θεραπεύοντας μια γυναίκα με τη φωνή Του και μόνο; Εάν όμως επειδή η γυναίκα θεραπεύθηκε πραγματικά, αυτό το ονομάζεις έργο, τότε έργο κάνεις και συ, κατηγορώντας τη θεραπεία. Αλλά της λέγει: «Απαλλάσσεσαι από την ασθένεια», και θεραπεύτηκε. Τι λοιπόν; Και συ δεν λύνεις το Σάββατο την ζώνη σου, δεν λύνεις το υπόδημα των ποδιών σου, δεν στρώνεις το στρώμα σου, δεν ξεπλένεις το χέρι σου που είναι λερωμένο από τα φαγητά; Πώς λοιπόν αγανακτείς για μία μόνο λέξη, το «Απολύεσαι»; Και ποια εργασία έκανε η γυναίκα μετά τον λόγο; Άραγε έκανε έργο χαλκευτικής ή ξυλουργικής ή οικοδομικής; Άραγε την ημέρα αυτή έκανε έργο υφαντικής ή υφαντουργίας; «Αλλά όμως ανορθώθηκε», λέγει· «γιατί γενικά η θεραπεία είναι έργο».

Αλλ’ όμως δεν αγανακτείς πραγματικά για το Σάββατο, αλλά βλέποντας τον Χριστό να τιμάται και να προσκυνείται ως Θεός, οργίζεσαι και πνίγεσαι από τον θυμό και λιώνεις από τον φθόνο· και άλλα βέβαια έχεις μέσα στην καρδιά σου, σε άλλον όμως επιτίθεσαι και προβάλλεις προφάσεις. Γι’ αυτό και ελέγχεσαι από τον Κύριο, ο οποίος γνωρίζει τους άδικους διαλογισμούς σου, και δέχεσαι τον χαρακτηρισμό που σου ταιριάζει, ακούοντας να σου λέγει ότι είσαι υποκριτής και αλαζόνας και ύπουλος.

«πεκρίθη ον ατ Κύριος κα επεν· ποκριτά, καστος μν τ σαββάτ ο λύει τν βον ατο τν νον π τς φάτνης κα παγαγν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα βραμ οσαν, ν δησεν σατανς δο δέκα κα κτ τη, οκ δει λυθναι π το δεσμο τούτου τ μέρ το σαββάτου;(:Τότε λοιπόν ο Κύριος του απάντησε: “Υποκριτή, κάτω από το πρόσχημα του σεβασμού της αργίας του Σαββάτου κρύβεις φθόνο και μοχθηρία. Ο καθένας σας την ημέρα του Σαββάτου δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι από το παχνί και δεν το πηγαίνει να το ποτίσει; Και το κάνει αυτό χωρίς να θεωρείται παραβάτης της εντολής της αργίας του Σαββάτου, σύμφωνα με την ερμηνεία της εντολής αυτή που είναι αναγνωρισμένη από την παράδοση.Αυτή όμως, που είναι κόρη και απόγονος του Αβραάμ και την έδεσε ο σατανάς με τέτοια αρρώστια, ώστε να μην μπορεί να σηκωθεί όρθια δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, δεν ήταν σωστό και επιβεβλημένο να λυθεί απ’ τα μακροχρόνια αυτά και οδυνηρά δεσμά της την ημέρα του Σαββάτου;)»[Λουκ.13,15].

Συ λοιπόν, λέγει, απορείς γι’ αυτόν που θεράπευσε τη θυγατέρα του Αβραάμ, αλλά ξεκουράζεις το βόδι και τον όνο, απαλλάσσοντάς τα από τον κόπο και οδηγώντας τα στο νερό, βλέποντας όμως να σώζεται με τρόπο θαυματουργικό ένας άνθρωπος άρρωστος και να τον ευσπλαγχνίζεται ο Θεός, κατηγορείς και τους δύο ότι παρανόμησαν, τον ένα επειδή θεράπευσε, και τον άλλο επειδή απαλλάχθηκε από την ασθένειά του;– Πρόσεχε, σε παρακαλώ, τον αρχισυνάγωγο, πόσο πιο άτιμος από το κτήνος είναι ο άνθρωπος, τη στιγμή που φροντίζει βέβαια το βόδι και τον όνο το Σάββατο, ενώ για την συγκύπτουσα γυναίκα, φθονώντας τον Χριστό, δεν ήθελε να απαλλαγεί από την ασθένειά της, ούτε να λάβει την κανονική ίσια μορφή το σώμα της.

Όμως ο φθονερός άρχοντας της Συναγωγής ήθελε η γυναίκα που ανορθώθηκε να είναι σκυμμένη όπως τα τετράποδα, παρά να πάρει το γνωστό στους ανθρώπους σχήμα, αρκεί μόνο να μη δοξάζεται ο Χριστός, ούτε να κηρύσσεται από τα ίδια τα πράγματα ότι είναι Θεός. Επιτιμάται λοιπόν ο αρχισυνάγωγος επειδή είναι υποκριτής, εφόσον τα άλογα ζώα τα οδηγεί το Σάββατο στο νερό, ενώ τη γυναίκα, που είναι όχι μάλλον εξαιτίας του γένους της, όσο εξαιτίας της πίστεώς της, θυγατέρα του Αβραάμ, δεν την θεωρεί άξια να ελευθερωθεί από τα δεσμά της ασθένειάς της, αλλά χαρακτηρίζει την απαλλαγή της από την αρρώστια παράβαση της αργίας του Σαββάτου.

« Kα τατα λέγοντος ατο κατσχύνοντο πάντες ο ντικείμενοι ατ, κα πς χλος χαιρεν π πσι τος νδόξοις τος γινομένοις π᾿ ατο(:Κι ενώ τα έλεγε αυτά ο Ιησούς, ντροπιάζονταν όλοι οι αντίθετοί του. Κι όλος ο λαός χαιρόταν για όλα τα λαμπρά και θαυμαστά έργα που διαρκώς έκανε ο Ιησούς)»[Λουκ.13,17].

Καταντροπιάζονταν βέβαια εκείνοι που εκστόμιζαν διεστραμμένες κρίσεις, εκείνοι που σκόνταφταν στον ακρογωνιαίο λίθο, και συντρίβονταν γι’ αυτό, εκείνοι που ήταν αντίθετοι με τον ιατρό, εκείνοι που αντιδρούσαν στον σοφό κεραμοποιό που έκανε την επανόρθωση των παραμορφωμένων σκευών και δεν τους υπολειπόταν καμιά απάντηση, αλλά ήταν οι ίδιοι αναντίρρητος έλεγχος του εαυτού τους, γιατί αποστομώνονταν και απορούσαν τι άραγε να πουν. Έτσι έραψε το θρασύ στόμα τους ο Κύριος! Ενώ τα πλήθη, που ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν· γιατί τα γεμάτα δόξα και λαμπρότητα έργα σταματούσαν κάθε συζήτηση και αμφιβολία εκείνων που δεν τα επιζητούν με τρόπο κακοήθη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος ΣΤ (Κυριακοδρόμιο Γ΄)

Ο Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐπισκέφτηκε τη γῆ δυναμικά αλλά ταπεινά, γιά νά διδάξει τούς ἀνθρώπους ν ̓ ἀγαποῦν τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἄνθρωποι από μόνοι τους εἶναι ἀδύναμοι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τους κάνει δυνατούς. Από μόνοι τους οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὑπερήφανοι. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο τούς κάνει ταπεινούς. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο προέρχεται ἀπό τήν ἀγάπη γιά τό Θεό. Ἡ ταπείνωση προέρχεται ἀπό μιά αἴσθηση θεϊκής δύναμης. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο χωρίς αγάπη γιά τό Θεό είναι ψεύτικη. Κάθε ἄλλη δύναμη ἐκτός ἀπό ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑπερήφανη και ψεύτικη. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἔχουν βρεῖ κι ἕναν τρίτο δρόμο, πού δέν εἶναι οὔτε ἀγάπη γιά τό Θεό οὔτε ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό τους, ἡ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία εἶναι φράγμα πού τούς χωρίζει από Θεό κι ἀπ’ ἀνθρώπους και τούς ἀφήνει ἐντελῶς ἀπομονωμένους.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μόνο τόν ἑαυτό του, δέν ἀγαπᾶ οὔτε τό Θεό οὔτε το συνάνθρωπό του. Δέν ἀγαπᾶ οὔτε τόν ἄνθρωπο που κρύβει μέσα του. Ἀγαπᾶ μόνο τις σκέψεις γιά τόν ἑαυτό του, τη φαντασίωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Αν επρόκειτο ν’ ἀγαπήσει τόν μέσα ἄνθρωπο, θ ̓ ἀγαποῦσε ταυτόχρονα καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού φέρει μέσα του καί σύντομα θα κατέληγε ν’ ἀγαπᾶ τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, γιατί τότε θ ̓ ἀναζητοῦσε τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὡς ἀντικείμενα τῆς ἀγάπης του.

Ἡ φιλαυτία δέν εἶναι ἀγάπη. Εἶναι ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καί περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε φανερή εἶναι εἴτε κρυμμένη. Ἡ φιλαυτία δέν εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἀρρώστια. Εἶναι μιά σοβαρή αρρώστια πού ἀναπόφευκτα συμπαρασύρει μαζί της κι ἄλλες ἀρρώστιες. Ὅπως ἡ εὐλογιά προκαλεί με σιγουριά πυρετό σ’ ολόκληρο τό σῶμα, ἔτσι κι ἡ φιλαυτία παράγει τη φωτιά τοῦ φθόνου καί τῆς ὀργῆς σ’ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Ὁ φίλαυτος ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος φθόνο γιά ἐκείνους πού εἶναι καλλίτεροι ἤ πιό πλούσιοι ἀπ’ αὐτόν, πιό μορφωμένοι ἤ πιό σεβαστοί στούς ἀνθρώπους. Τό φθόνο ἀκολουθεῖ πάντα ἡ ὀργή κι ὁ θυμός, ὅπως ἀπό τή φωτιά βγαίνει ὁ καπνός. Ἡ κρυμμένη ὀργή πού ξεπροβάλλει ποῦ καί τοῦ, φανερώνει ὅλη τήν ἀσχήμια τῆς ἄρρωστης καρδιᾶς πού ἔχει προσβληθεῖ ἀπό τό δηλητήριο τῆς φιλαυτίας.

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς παρουσιάζει καθαρά από τη μεριά τήν εἰκόνα τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἄνθρωπο κι ἀπό τήν ἄλλη τή φιλαυτία τῶν Φαρισαίων, μαζί μέ τό φθόνο καί τήν ὀργή τους. «Ην δέ (Ἰησοῦς) διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι· καί ἰδού γυνή ἦν ἔχουσα πνεῦμα ἀσθενείας ἔτη δέκα καί ὀκτώ, καί ἦν συγκύπτουσα καί μή δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τό παντελές» (Λουκ. ιγ’ 10,11).

Το Σάββατο ἦταν ἡμέρα κοινῆς προσευχῆς γιά τούς Ἰουδαίους, ὅπως ἡ Κυριακή εἶναι γιά μᾶς τούς χριστιανούς. Ἄν καί ὁ Κύριος συχνά πήγαινε στήν ἔρημο γιά ἡσυχία καί μόνωση καί περνοῦσε νύχτες ὁλόκληρες στην προσευχή, δέν ἀπέφευγε την κοινή προσευχή μέ τούς ἄλλους στη συναγωγή. «Καί εἰσῆλθε κατά τό ειωθός αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τήν συναγωγήν», γράφει σ’ ἄλλο σημεῖο ὁ εὐαγγελιστής (Λουκ. δ’ 16). Συνήθιζε να πηγαίνει στη συναγωγή γιά τήν κοινή προσευχή. Δέν τοῦ ἦταν ἀπαραίτητο αὐτό, ἀλλά τό ἔκανε ἀπό ταπείνωση, ἀλλά καί ὡς παράδειγμα γιά μᾶς.

Ἀκοῦμε σήμερα διάφορες ὑπερήφανες φωνές: «Προσεύχομαι στο σπίτι, δέν ἔχω ἀνάγκη νά πάω στήν ἐκκλησία γιά νά προσευχηθῶ». Ἔτσι μιλάει ἡ ἀνοησία κι ἡ ὑπερηφάνεια. Το παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς διδάσκει με σαφήνεια πώς πρέπει να κάνουμε καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί μόνοι μας να προσευχόμαστε μυστικά και στήν ἐκκλησία μαζί μέ τούς ἀδελφούς μας.

Ὁ Κύριος δέν πήγαινε μόνο γιά νά προσευχηθεῖ στη συναγωγή. Συχνά ερμήνευε τις Γραφές ἐκεῖ καί δίδασκε τούς ἀνθρώπους, λέγοντας λόγια θεϊκά, πού δέν ἔχουν καταγραφεί στα εὐαγγέλια. «Καί πάντες…ἐθαύμαζον ἐπί τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ» (Λουκ. δ’ 22). Υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι λόγοι πού δέν ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς, ἔχουμε ὅμως ἀρκετούς γιά νά μᾶς γεμίσουν με σοφία καί νά μᾶς σώσουν.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς πήγαινε ἐπίσης στη συναγωγή γιά νά βρεῖ τήν κατάλληλη στιγμή νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους μέ τά θαυμαστά ἔργα του, πού μαρτυροῦσαν τή σωτηρία που προσφέρει καί τή θεότητά Του. Ένα τέτοιο θαυμαστό ἔργο ἔκανε μέ τήν εὐκαιρία που περιγράφεται στο σημερινό εὐαγγέλιο.

Μιά συγκύπτουσα γυναίκα ἦρθε στη συναγωγή. Τήν εἶχε δέσει ὁ σατανάς κι εἶχε μείνει στην κατάσταση αὐτή ὄχι μιά βδομάδα, ἕνα μήνα ἤ ἕνα χρόνο, ἀλλά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια καί δέν ἦταν δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τό παντελές. Μέ τό κεφάλι σκυμμένο ὥς τα γόνατά της ή ταλαίπωρη γυναίκα δέν μποροῦσε νά δεῖ οὔτε τόν ἔναστρο οὐρανό, μά οὔτε καί τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων γύρω της.

Τό πονηρό πνεῦμα προσπαθοῦσε νά πλανήσει τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Τούς ἔδινε ψεύτικες ὑποσχέσεις πώς, ἄν τόν ὑπάκουαν, θά γίνονταν ἰσόθεοι. Αντί νά γίνουν θεοί ὅμως, οἱ προπάτορες τοῦ ἀνθρώπινου γένους βρέθηκαν ξαφνικά να φοροῦν δέρματα ζώων. Ἡ γυναίκα τῆς παραβολῆς τώρα, πού ἦταν ἀπόγονός τους, είχε γίνει τόσο δύσμορφη, ὥστε ὅσοι τήν ἔβλεπαν ἔτρεμαν καί τά ζῶα φοβοῦνταν. Αὐτή ἦταν ἡ ἰσοθεΐα πού ὑποσχέθηκε ὁ πονηρός στόν ἄνθρωπο!

Ἡ συγκύπτουσα δέν μποροῦσε μέ κανένα τρόπο ν’ ἀνορθωθεῖ. Ἦταν ἀδύνατο νά ἰσιώσει τό σῶμα της γιά δεκαοκτώ χρόνια. Σερνόταν στή γῆ σάν ἀγελάδα, τό κεφάλι της ήταν γερμένο κι ἔφτανε ὥς τά γόνατα. Εἶναι ζωή αυτή; Ὄχι, αὐτή δέν εἶναι ζωή, εἶναι καταδίκη. Ἡ ἀδυναμία τῆς γυναίκας ἦταν τόσο μεγάλη καί τήν κουβαλούσε τόσα χρόνια, ὥστε ὅσοι τήν ἔβλεπαν για πρώτη φορά την ἀποστρέφονταν· ὅσοι τήν κοίταζαν λίγο περισσότερο δέν τήν ἔβλεπαν σάν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀλλά σάν ἕνα ξερό καί γερμένο δέντρο πού δέν ἄξιζε τίποτ’ ἄλλο, παρά νά κοπεῖ καί νά γίνει καυσόξυλα. Ἡ σκληρότητα αυτή τῶν ἀνθρώπων πρός τήν τερατόμορφη γυναίκα ἦταν πραγματικά πιό τερατώδης κι ἀπό τήν ἴδια τήν τερατωδία.

Ὁ Κύριος πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, κοίταξε μ’ ἐνδιαφέρον και συμπάθεια τό ταλαίπωρο αὐτό ἀνθρώπινο πλάσμα. Δέν ἔβλεπε μπροστά Του ἕνα στραβό και κυρτωμένο δέντρο, μά μιά θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ἕνα πλάσμα που δημιούργησε ὁ Θεός καί ἄξιζε νά τό ἐλεήσει. «Ἰδών δέ αὐτήν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καί εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χεῖρας· καί παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν» (Λουκ. ιγ’ 12-13).

Ὁ Κύριος ἔκανε τό θαῦμα αὐτό ὄχι ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ἡ γυναίκα οὔτε γιά ν’ ἀνταποκριθεί στην πίστη της. Τό ἔκανε με δική του πρωτοβουλία καί μέ τή δική του δύναμη. Αὐτό εἶναι μιά σαφής αντίκρουση εκείνων πού θέλουν κακόγνωμα νά ὑποβαθμίσουν το μεγαλεῖο τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν ἰσχυρισμό πώς τά θαύματα γίνονται μόνο μέ τήν αυθυποβολή εκείνων πού δέχονται τό θαῦμα. Ποῦ εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς αυθυποβολῆς στη συγκύπτουσα αὐτή γυναίκα; Ἡ ἀναπηρία της τήν ἐμπόδιζε ἀκόμα καί νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέ ζήτησε από τό Χριστό νά τήν ἐλεήσει, νά τήν σπλαχνιστεί, οὔτε καί ἔδειξε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο την πίστη της. Κι ὄχι μόνο αυτό. Ἡ γυναίκα δέ βρισκόταν καν κοντά στο Χριστό. Δέν τόν πλησίασε ἐκείνη, Αὐτός τήν κάλεσε κοντά Του.

Ὅπως ὁ ποιμένας πού βλέπει ἕνα ἀπό τά πρόβατά του μπλεγμένο στ’ ἀγκάθια, μισοπεθαμένο καί ἄφωνο, κάνει την πρώτη κίνηση, ἔτσι ἔκανε κι ὁ στοργικός Κύριος, ὁ Καλός Ποιμένας. Ἔκανε τήν πρώτη κίνηση πρός τό πρόβατό Του, πού εἶχε μπλέξει στα δίχτυα τοῦ σατανᾶ. Τήν ὀνόμασε «γυναίκα». Δέν τήν εἶπε «ἀνάπηρη», «τέρας», «σκιά τῆς ζωῆς» ἤ «ἁμαρτωλή», ἀλλά «γυναίκα». Καί μόνο μέ τή λέξη «γυναίκα» ὁ Κύριος ἀποκατέστησε τη χαμένη της αξιοπρέπεια. Μετά τή θεράπευσε ἀπό τήν ἀναπηρία της καί στό τέλος ἀκούμπησε πάνω της τά πάναγνα χέρια Του, για να ολοκληρώσει τη θεϊκή δωρεά Του.

Νά, ποιά εἶναι ἡ διαδικασία τῆς πράξης τοῦ Κυρίου: Πρῶτα τῆς ἔριξε μια στοργική ματιά ἔπειτα, τῆς ἀπεύθυνε μιά δυναμική λέξη τέλος, ἅπλωσε πάνω της το στοργικό χέρι Του. Τῆς ἔδωσε ὅλα ὅσα εἶχε στερηθεῖ γιά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Αν κάποιος τήν εἶχε ποτέ συμπαθήσει, ή συμπάθειά του δέ θά ἦταν καθαρή, ἀλλά ἀνάμικτη μέ φόβο, μέ οἶκτο καί ὑπερηφάνεια. Ἄν κάποιος τῆς εἶχε ποτέ μιλήσει, θά τό ‘κανε ἀπό ἀνάγκη κι ἔπειτα θά βιαζόταν ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό κοντά της. Ἄν κάποιος εἶχε ἀναγκαστεῖ ἀπό τίς συνθήκες νά τήν ἀκουμπήσει, θά τό εἶχε κάνει μέ τ’ ἀκροδάχτυλά του κι ὕστερα θά ‘τρεχε γιά νά πλύνει τα χέρια του. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως τήν κάλεσε σκόπιμα κοντά Του, τῆς εἶπε πρῶτα τά θεραπευτικά λόγια του κι ἔπειτα ἀκούμπησε καί τά δυό θαυματουργά χέρια Του πάνω της. Φέρθηκε στην άγνωστη αυτή γυναίκα, ὅπως θά φερόταν ἕνας πατέρας στη θυγατέρα του. Ἄν τέτοια εὐεργεσία γινόταν στη μαύρη γῆ ἤ στό λαμπερό ἥλιο, ἡ γῆ θα σειόταν κι ὁ ἥλιος θά δάκρυζε. Ἡ εὐεργεσία ὅμως ἔγινε στη συγκύπτουσα γυναίκα κι ἐκείνη ἀνορθώθηκε ἀμέσως.

Πῶς μπορεῖ νά ἰσιώσει μιά κυρτή σπονδυλική στήλη χωρίς να σπάσει; Πῶς μπορεῖ ἕνας ἀγκυλωμένος σβέρκος να κινηθεί χωρίς να προκαλέσει πόνο; Θα χρειάζονταν ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ἀποφαίνονται τά ἀδαή μυαλά τῶν συγχρόνων μας, γιά νά εὐθυαστεῖ ἡ σπονδυλική στήλη ἑνός πίθηκου κι ὁ πίθηκος νά γίνει ἄνθρωπος. Μιλᾶνε ἔτσι ἐπειδή δέ γνωρίζουν τη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χρειάστηκε ἕνα μόνο δευτερόλεπτο κι ἕνας λόγος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά ὀρθωθεῖ ἡ συγκύπτουσα καί νά ἰσιώσει ή σπονδυλική της στήλη, πού ήταν πιό κυρτή ἀπό τοῦ πίθηκου.

Πῶς ἰσιώνει μιά σπονδυλική στήλη; Πῶς λυγίζει ἕνας ἀγκυλωμένος σβέρκος; Πῶς θεραπεύεται ἕνα τέρας; Πῶς ἐλευθερώνονται τα παγιδευμένα πρόβατα; Πῶς μιά ἄφωνη μούμια ἀποκτᾶ φωνή καί τολμά να μιλήσει; Μή ρωτάτε γιά ολ’ αυτά. Δοξολογήστε ἁπλά τό Θεό, ὅπως ἔκανε κι ἡ πρώην συγκύπτουσα γυναίκα: καί παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν.

Βλέπουμε πώς μαζί μέ τό σῶμα τῆς γυναίκας, θεραπεύτηκε κι ἡ ψυχή της. Μόνο η θεραπευμένη ψυχή μπορεῖ νά δοξολογεί τό Θεό γιά «πᾶν δώρημα τέλειον», ἀπ’ ὅπου κι ἀπ’ ὅποιον κι ἄν προέρχεται. Ἡ ἀνίατη ψυχή ξεχνᾶ πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ Δοτήρας παντός ἀγαθοῦ καί γι’ αυτό εὐχαριστεῖ καί δοξάζει μόνο τά θνητά χέρια, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός συνηθίζει να δίνει τις δωρεές Του στούς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθελε νά μᾶς διδάξει πώς πρέπει νά εὐχαριστοῦμε καί νά δοξολογοῦμε πάντα τό Θεό. Γι’ αυτό κι ἔδωσε στον θεραπευμένο Γαδαρηνό τήν ἐντολή: «Υπόστρεφε εἰς τόν οἶκον σου καί διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός» (Λουκ. η ́ 39). Οἱ ἄνθρωποι θαύμαζαν τόν Κύριο καί δοξολογοῦσαν τό Θεό, μόνο ὅταν τόν ἔβλεπαν να κάνει θαύματα. Ὁ Χριστός, ὅταν πλησίαζε τό τέλος Του, ἔλεγε: «Πάτερ…ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωάν. δ’ 4).

Ὅλ ̓ αὐτά λειτουργοῦν γιά ἔλεγχο δικό μας, πού ὅταν κάνουμε κάποιο καλό στούς ἀνθρώπους, ζητᾶμε νά εὐχαριστοῦν ἐμᾶς κι ὄχι τό Θεό. Ὅλα τα καλά πού δεχόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν τά παίρνουμε ἀπό ἐκείνους, ἀλλά μέσω ἐκείνων. Ὁ Πατέρας στέλνει τις δωρεές Του στα παιδιά Του μέσω τῶν παιδιῶν Του. Τό κάνει αὐτό μέ τήν καλή του θέληση, με χαρά. Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει κάθε δόξα καί ὕμνος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Τό Εὐαγγελικό ανάγνωσμα ὅμως δέν τελειώνει ἐδῶ. Ὥς τώρα ἀκούσαμε γιά ἕνα θαῦμα φωτεινό, τώρα θ ̓ ἀκούσουμε γιά ἕνα θαῦμα σκοτεινό. «Ἀποκριθείς δέ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσίν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καί μή τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου» (Λουκ. ιγ’ 14). Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ πονηροῦ υἱοῦ τοῦ σκότους. Θαρρείς πώς ὁ σατανάς πού ἔφυγε ἀπό τή συγκύπτουσα γυναίκα, μπῆκε μέσα σ’ αὐτόν. Ἔτσι μιλάει ἡ φιλαυτία μαζί μέ τούς ἀχώριστους συντρόφους της, τό φθόνο καί τήν ὀργή. Ὁ Χριστός θεράπευσε, ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως κατέφυγε στην κατασπίλωση τοῦ θαύματος. Ὁ Χριστός ἐλευθέρωσε μια ἀνθρώπινη ζωή ἀπό τά σατανικά δεσμά κι ὁ ἄλλος κατασυκοφαντοῦσε. Ὁ Χριστός ἔβγαλε το πονηρό πνεῦμα ἀπό τήν ἄρρωστη γυναίκα κι ἐκεῖνος ὀργίστηκε ἐπειδή ὁ θεραπευτής ἔβγαλε τό δαιμόνιο ἀπό μιά πόρτα κι ὄχι ἀπό μιάν ἄλλη. Ὁ Χριστός ἄνοιξε τόν οὐρανό στούς ἀνθρώπους κι ἀποκάλυψε το ζωντανό Θεό· ὁ ἄλλος ἐκνευρίστηκε επειδή ἄνοιξε τόν οὐρανό τό πρωί κι ὄχι τό ἀπόγευμα. Ὁ Χριστός πῆγε μέ φῶς στούς αἰχμαλώτους στη φυλακή κι ὁ ἄλλος τόν ἐπιτίμησε ἐπειδή δέν ἄφησε να κάνει τό καθῆκον αυτό μιά ἄλλη μέρα.

Βλέπετε πόσο φοβερή και τρομερή εἶναι ἡ φιλαυτία! Ὁ ἐγωκεντρικός άρχισυνάγωγος δέν τόλμησε νά ἐπιτιμήσει το Χριστό, γι’ αυτό κι ἐπιτιμοῦσε τούς ἀνθρώπους. Στην πραγματικότητα, μέσα του τό Χριστό ἐπιτιμοῦσε, ὄχι τούς ἀνθρώπους, μ’ όλο πού ἡ γλώσσα του χρησιμοποιοῦσε ἄλλο τρόπο. Γιατί ἦταν ἔνοχοι οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ; Ἄν κάποιος ἔφταιγε γιά τήν καλή αυτή πράξη, ἦταν ἡ συγκύπτουσα; Γιατί ἔφταιγε ἡ συγκύπτουσα; Δέν ἔτρεξε πίσω ἀπό τό Χριστό γιά νά τοῦ ζητήσει θεραπεία. Αντίθετα μάλιστα! Ὁ Χριστός την κάλεσε κοντά Του καί τῆς χάρισε την τέλεια θεραπεία, πέρα από κάθε ἐλπίδα ή προσμονή πού θά εἶχε ἀπό τή συναγωγή. Επομένως εἶναι σαφές πώς ἄν κάποιος ἔφταιγε ἐδῶ, αὐτός ἦταν ὁ Χριστός. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως δέν τολμοῦσε νά κοιτάξει το Χριστό στα μάτια καί νά πεῖ: «Εἶσαι ἔνοχος», γι’ αὐτό καί γύρισε πρός τό λαό καί κατηγόρησε τούς ἀνθρώπους. Υπάρχει πιό καθαρή καί πιό πονηρή ὑποκρισία; Γι’ αὐτό κι ὁ Κύριος τόν ἀποκάλεσε ὑποκριτή:

«Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καί εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης και ἀπαγαγών ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέραν Αβραάμ οὖσαν, ἥν ἔδησε ὁ σατανᾶς ἰδού δέκα και ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπό τοῦ δεσμοῦ τού του τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;» (Λουκ. ιγ’ 15,16).

Ὁ Κύριος γνωρίζει τις καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἤξερε πώς ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἐκεῖνον ἤθελε νά ἐπιτιμήσει, μ ̓ ὅλο πού ἡ γλώσσα του ἀπευθυνόταν στούς ἄλλους. Ὁ Κύριος τό γνώριζε αὐτό καί δέν ἐπέτρεπε νά ἐπιτιμηθοῦν ἄλλοι γιά κάτι πού μοναδικός αἴτιος ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Κύριος εἶναι λαμπρότερος ἀπό τόν ἥλιο και καθαρότερος ἀπό τό κρύσταλλο, γι’ αὐτό καί μέσα του δέ χωροῦσε ὑποκρισία. Δέν μποροῦσε νά ὑποκριθεῖ τόν ἀνόητο και να σιγήσει ὅταν κάποιος ἄλλος ἐπιτιμᾶται στη θέση του. Γι’ αὐτό καί τή στιγμή πού οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι, χωρίς να ἔχουν καμία ευθύνη, δέ μιλοῦσαν καί ἀνέχονταν να τούς ἐπιπλήττουν, ὁ Κύριος ἄνοιξε το στόμα του κι ἀπάντησε στόν ἀρχισυνάγωγο: ὑποκριτά, τοῦ εἶπε. Μποροῦμε να βοηθήσουμε τά ζῶα το σάββατο καί δέν μποροῦμε να βοηθήσουμε τόν ἄνθρωπο; Τό βόδι κι ὁ γάιδαρος δέ μένουν οὔτε μια μέρα ολόκληρη κλεισμένοι στο σκοτεινό σταῦλο, χωρίς νά τά βγάλετε ἔξω στο φῶς τῆς μέρας καί το φρέσκο ἀέρα. Ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν δεμένη ἀπό τό σατανά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, κι ἐσύ ὀργίστηκες έπειδή ἐλευθερώθηκε; Ο σατανάς ἔχει δέσει ἐσένα χειρότερα ἀπό ἐκείνη. Αὐτήν τήν ἔδεσε ὥστε τό κεφάλι της να φτάνει στα γόνατα. Εσένα σοῦ ἔδεσε την ψυχή στο Σάββατο. Γιατί δέν ἀποδεσμεύεσαι; Το Σάββατο ἔγινε γιά τούς ἀνθρώπους, ὥστε τήν ἡμέρα αὐτή ὁ νοῦς τους να ἀφιερώνεται ἰδιαίτερα στο Θεό. Η θεραπεία τῆς γυναίκας αὐτῆς δέ μᾶς θυμίζει τό Θεό περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι το Σάββατο, ἤ κάθε ἄλλο Σάββατο, ἀπό τό Μωυσή ὥς σήμερα; Δέν εἶναι σπουδαιότερο τό ἔργο αὐτό ἀπό τό Σάββατο; Δέν μπορεῖς νά δεῖς πώς στέκεσαι μπροστά σέ Ἕναν, πού εἶναι ἀνώτερος από το Σάββατο; Κι ὄχι μόνο ἀπό τό Σάββατο ἀλλά κι ἀπό τό ναό (βλ. Ματθ. ιβ’ 6); Δέν μπορεῖς νά νιώσεις, ταπεινέ ἀρχισυνάγωγε, πώς ἐνώπιόν σου εἶναι ὁ Κύριος τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων; Να ξέρεις, πώς οἱ μέρες κι οἱ νύχτες περνοῦν γρήγορα μπροστά στα μάτια του κι άδειάζουν στήν αἰωνιότητα.

Προσέξτε πόσο τιμᾶ ὁ Κύριος γιά μιά ἀκόμα φορά τη σαστισμένη γυναίκα: τήν ὀνομάζει θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ. Θέλει ὄχι μόνο να διακηρύξει τήν ἀνωτερότητα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς σε σχέση μέ τά ἄλογα ζῶα, ὅπως ὁ γάιδαρος καί τό βόδι, ἀλλά καί πόσο ψηλότερα ἀνέβηκε ἡ πρώην συγκύπτουσα ἀπό τούς ὑποκριτές πρεσβυτέρους τῆς συναγωγής. Τό ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν θεοφοβούμενη, φαίνεται πρῶτα πρῶτα ἀπό τό γεγονός ὅτι, παρά τήν ἀναπηρία της, προσπάθησε να πάει στη συναγωγή, γιά ν’ ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά προσευχηθεί. Δεύτερο ἐπειδή, μόλις θεραπεύτηκε καί στάθηκε ὄρθια, ἀμέσως εὐχαρίστησε το Θεό.

Ὁ προπάτοράς μας Αβραάμ εὐχαριστοῦσε τό Θεό γιά ὅλα. Ὑπόμεινε βάσανα, χωρίς να μειωθεῖ οὔτε στό ἐλάχιστο ἡ πίστη του στό Θεό. Γι’ αυτό ἦταν κι ἡ ἴδια ἀληθινή θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνο «ἐξ αἵματος», ἀλλά καί λόγω τῆς ὑπομονῆς καί τῆς εὐλάβειας της. Ήταν περισσότερο γνήσια ἀπόγονος τοῦ πατριάρχη τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τόν πρεσβύτερο αὐτόν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι πρεσβύτεροι, ὑπερηφανεύονταν ἐπειδή κατάγονταν ἀπό τόν Ἀβραάμ. Στην πραγματικότητα αὐτός ἦταν προδότης τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἀληθινή θυγατέρα του. Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά βοηθηθεῖ; Ἔπρεπε το Σάββατο να γίνει εμπόδιο στη θεραπεία της;

Το Σάββατο εἶχε ὁριστεῖ ὡς ἡμέρα ἀνάπαυσης: «Εὐλόγησε Κύριος τήν ἡμέραν τήν ἑβδόμην και ἡγίασεν αὐτήν» (Εξ. κ’ 11). Δέν πρέπει ὅμως ν’ ἀναπαυτεί κι ἡ ψυχή, ὅπως καί τό σῶμα; Ἡ ψυχή δέν τρέφεται μέ τήν ἀργία καί τήν κατάκλιση, ὅπως τό σῶμα, ἀλλά μέ ἔργα καλά, ἔργα ἀγάπης, ἔργα εὐάρεστα στό Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ανάπαυση τῆς ψυχῆς, ἔτσι ἀνανεώνεται κι ἐνισχύεται ἡ δύναμή της κι ἡ εὐφροσύνη της. Δέν ἔχει κανένας ἀντίρρηση ὅτι τήν ἡμέρα αυτή πρέπει να φροντίσουμε τα ζωντανά μας. Πολύ περισσότερο ὅμως πρέπει να φροντίσουμε και να εὐεργετήσουμε τούς ἀνθρώπους.

Ὁ Κύριος δέ μᾶς λέει ὅτι σέ μιά γιορτή δέν πρέπει να μεριμνήσουμε γιά τά βόδια καί τά γαϊδούρια μας, πώς δέν πρέπει νά τά λύσουμε καί νά τά πᾶμε γιά πότισμα. Μᾶς δίνει ὅμως ἐντολή πώς την πρώτη θέση στη μέριμνα καί τήν εὐεργεσία μας πρέπει νά τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι τό νόημα της τήρησης τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, τό πνεῦμα τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Μέ τό πνευματικό σκοτάδι καί τήν ηθική νωθρότητα πού τούς διέκρινε, οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι μόνο το γράμμα τοῦ Νόμου μποροῦσαν νά δοῦν καί νά τό θεοποιήσουν. Ἔτσι ὁ Νόμος, ἀντί νά γίνει ὁδηγός στο δρόμο τῆς ζωῆς, ἔγινε ἕνα πτῶμα πού ἐκεῖνοι ἔσερναν μαζί τους. Αντί ὁ Νόμος να γίνει αναμμένη λαμπάδα στο σκοτάδι, ἔγινε κρύα στάχτη σε χρυσό δοχεῖο, πού τό προσκυνοῦσαν ὅπως οἱ προπάτορές τους κάποτε τό χρυσό μόσχο (Εξ. λβ’ 4).

Στην περίπτωση αυτή ὅμως δέν ἦταν ὁ ζῆλος τοῦ Νόμου πού ξεσήκωσε τόν άρχισυνάγωγο έναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ἄρρωστη φιλαυτία του.

Πῶς μποροῦσε κάποιος να δείξει στη συναγωγή πώς είναι πιό δυνατός, πιο σοφός καί πιό εὔσπλαχνος ἀπό τόν ἴδιο; Ἔκανε μιά ἐπίδειξη τοῦ ζήλου του γιά το Νόμο τοῦ Θεοῦ, στα χείλη του ὅμως διαφαινόταν ἕνα δηλητήριο πού ἔβγαινε ἀπό τήν ἄρρωστη καρδιά του. Αὐτός ἦταν ἕνας ἀκόμα λόγος γιά νά τόν ἀποκαλέσει ὁ Κύριος ὑποκριτή. Μέ τήν ἀπάντησή Του, πού ἦταν ὀξεία σάν ξίφος καί καθαρή σάν ἥλιος, ὁ Κύριος αποστόμωσε ὄχι μόνο τόν ἀρχισυνάγωγο, ἀλλά κι ὅλους τούς ἐχθρούς Του:

«Καί ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατησχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καί πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπί πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ» (Λουκ. ιγ’ 17). Πόσο εὔκολο εἶναι νά ὑπερασπιστεῖς ἕνα ἔργο πού ἔγινε ἀπό ἀγάπη για τόν ἄνθρωπο! Ὁ Θεός στέκεται πίσω από τέτοιο ἔργο ὡς μάρτυρας και προστάτης. Τό καλό ἔργο δίνει μιά ἀκατανίκητη ευγλωττία στη γλώσσα. Ὁ Κύριος γνώριζε ὅλα τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἔτσι γνώριζε καί τό μυστήριο αυτό που ἀμφισβητήθηκε ἀπό τούς ὀλιγόπιστους, ἐκείνους πού ἀναζητοῦσαν συνηγόρους τόσο στα καλά ὅσο καί στά πονηρά ἔργα. Ὁ Κύριος συμβούλευε τους μαθητές Του: «Ὅταν δέ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπί τάς συναγωγάς καί τάς αρχάς καί τάς ἐξουσίας, μή μεριμνᾶτε πῶς ἤ τί ἀπολογήσεσθε ἤ τί εἴπητε» (Λουκ. ιβ’ 11), «οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. ι’ 20). Παραδειγματιστείτε από τόν τρόπο πού ἀπάντησε ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος στους βασανιστές του. Από τόν τρόπο πού ἀπαντοῦσαν οἱ πρώην ψαράδες Πέτρος καί Ἰωάννης, καθώς κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δέν εἶναι ἀπαντήσεις ἀνθρώπων αὐτές, πού τίς ἔμαθαν σέ βιβλία, ἀλλά ἐκείνων που διδάχτηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέ μιλᾶνε ἔτσι οἱ συνήγοροι κι οἱ θνητοί ἄνθρωποι, παρά μόνο ὁ Θεός.

Ὁ σοφός βασιλιάς του παλιοῦ καιροῦ ἔδωσε προφητική φωνή σέ μιά εὐαγγελική ἀλήθεια ὅταν εἶπε: «κακός ὑπακούει γλώσσης παρανόμων, δίκαιος δέ οὐ προσέχει χείλεσι ψευδέσιν» (Παρ. ιζ ́ 4). Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἀρχισυνάγωγο ήταν τέτοια, ὥστε προκάλεσε ντροπή στους ἀντιπάλους και χαρά σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Χάρηκαν οἱ ἄνθρωποι, γιατί εἶδαν στα λόγια του μιά λάμψη νίκης τοῦ καλοῦ πάνω στο κακό, ὅπως νωρίτερα είχαν δεῖ τήν ἴδια λάμψη στό θαῦμα ποὺ ἔκανε στη συγκύπτουσα, ἀλλά καί σέ πολλά ἄλλα ἀπό τά θαύματά Του.

Πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπί πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ. Μέ τό πού γινόταν κάποιο θαῦμα, τά νέα γι’ αὐτό διαδίδονταν γρήγορα, ἀλλά σύντομα ἀκολουθοῦσε κι ἕνα δεύτερο θαῦμα, κι ἕνα τρίτο κ.ο.κ. Το ἕνα θαῦμα ἐπιβεβαίωνε καί τήν ἀλήθεια τοῦ προηγούμενου θαύματος. Κι ὅλα μαζί δημιουργοῦσαν εὐφορία, ἔδιναν χαρά στους κατηφεῖς ἀνθρώπους κι ἐλπίδα στούς ἀπελπισμένους. Ὅλα στέριωναν στην πίστη τους περισσότερο ὀλιγόπιστους, ἐνθάρρυναν τούς καλούς στο δρόμο τοῦ καλοῦ, καθοδηγοῦσαν ἐκείνους πού περιπλανιοῦνταν σε δρόμους στραβούς, ἔσπερναν παντοῦ τό λόγο πώς ὁ Θεός εἶχε ἐπισκεφτεί τό λαό Του καί πώς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται.

Η σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιέχει πολλά νοήματα και πλούσια διδασκαλία, ἀκόμα κι ἄν τήν διαβάσει κανείς πρόχειρα. Ἔχει ὅμως καί κάποιο εσωτερικό, κάποιο μυστικό νόημα, πού εἶναι ἰδιαίτερα διδακτικό γιά τήν πνευματική μας ζωή. Η συγκύπτουσα γυναίκα ὑποδηλώνει τ’ ἀγκυλωμένα μυαλά ὅλων αὐτῶν πού δέν προσεγγίζουν τον Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Εκείνων πού ἔχουν διεστραμμένο νοῦ καί δέν μποροῦν μέ τις δικές τους δυνάμεις να σταθοῦν ἀπέναντι στό Θεό, ἀλλ ̓ ἕρπουν διαρκῶς στή γῆ, τρέφονται ἀπό τή γῆ, μαθητεύουν στή γῆ καί χαίρονται στή γῆ.

Το διεστραμμένο μυαλό είναι ταυτόχρονα καί ἀγκυλωμένο, περιορισμένο. Εξαρτᾶται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Τούς προγόνους του τούς ἀναζητά μόνο ἀνάμεσα στά ζῶα. Τήν εὐχαρίστησή του τή βρίσκει μόνο στο φαγητό καί τό ποτό. Δέν ξέρει τίποτα γιά τό Θεό καί τόν πνευματικό κόσμο ἤ γιά τήν αἰώνια ζωή κι επομένως δέ γνωρίζει τίποτα για τήν πνευματική, τήν οὐράνια χαρά. Εἶναι ἀπαρηγόρητο, φοβισμένο, γεμάτο θλίψη και κακία.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καλεῖ ἕνα τέτοιο μυαλό κοντά Του γιά νά τό ἀνορθώσει, να το φωτίσει, να τοῦ δώσει χαρά. Ἄν πάει γρήγορα κοντά Του, ὅπως ἡ συγκύπτουσα, θ ̓ ἀνορθωθεί πραγματικά, θα φωτιστεῖ, θα χαρεῖ καί θά εὐχαριστήσει τό Θεό μ’ ὅλη του τη δύναμη. Ἄν δέν πάει κοντά Του, θ ̓ ἀφεθεί στο σκοτάδι καί θά πεθάνει μέσα στίς ἁμαρτίες Του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στους ἄπιστους Ἰουδαίους: «ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανείσθε» (Ἰωάν. η’ 21). Τό ἴδιο θά γίνει καί μέ τήν αἰσθησιακή και κολλημένη στα γήινα ψυχή, πού εἶναι στραμμένη πρός τή γῆ καί ἕρπει στην ἐπιφάνειά της.

Δέν εἶναι καλύτερα τα πράγματα γιά τήν ἐξασθενημένη και παραλυμένη ψυχή, πού δέν πιστεύει πώς αὐτό πού ἔχει εἶναι ἀληθινό, πού δέν ἔχει τή δύναμη ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό ψέμα και να προσεγγίσει τήν ἀλήθεια. Ὅταν ἀκούει τήν κλήση τῆς ἀλήθειας, βρίσκει πάντα μια πρόφαση, ὅπως: «Σήμερα εἶναι Σάββατο, δέν μπορῶ, δέν μέ κάλεσες μιά βολική μέρα» ἤ «ἡ κλήση σου εἶναι ξαφνική κι ἀπότομη, δέν μπορῶ ἔπρεπε νά βρεῖς καλλίτερα λόγια γιά νά μέ καλέσεις» ἤ «εἶμαι νέος, ἀνήσυχος, δέν μπορῶ κράτα τήν κλήση σου ὡσότου παίξω λίγο ακόμα μέ τά ψέματα» ἤ «ἔχω γυναίκα και παιδιά, δέν μπορῶ πρέπει πρῶτα να φροντίσω γι’ αὐτά κι ἔπειτα νά μέ καλέσεις». Κι ὑπάρχουν καί πολλές ἄλλες δικαιολογίες καί προφάσεις, δεκάδες ἤ καί ἑκατοντάδες.

Τό παραλυμένο μυαλό θά βρεῖ πάντα κάποια ἀληθοφανή κι ἀνόητη δικαιολογία γιά νά μήν ἀκολουθήσει τήν ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια ὅμως κράζει μία, δύο, τρεῖς φορές καί μετά ἀκολουθεῖ τό δρόμο της. Κι ἡ παράλυτη ψυχή ἐξακολουθεῖ νά ἕρπει στο χῶμα καί θά πεθάνει στίς ἁμαρτίες της. Όποιον ἀρνεῖται τήν κλήση τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτή τή ζωή, ὁ θάνατος θά τόν βρεῖ ξαφνικά. Θά τόν ἁρπάξει καί θά κλείσει πίσω του τις πύλες τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Αὐτός δέν ἔχει πιά ἐλπίδα να ξαναγυρίσει στη ζωή αὐτή, να μετανοήσει στη μέλλουσα ζωή ἤ νά λάβει ἔλεος στην Κρίση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ θάνατος εἶναι μπροστά μας, ὅπως μπροστά μας εἶναι κι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ. Αὐτές εἶναι δυό φοβερές ὑπομνήσεις σ’ ἐμᾶς, πώς μπροστά μας πρέπει νά εἶναι καί ἡ μετάνοια. Ἄν ἡ μετάνοια δέν προηγηθεῖ τοῦ θανάτου καί τῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ, τότε θα μείνει γιά πάντα μακριά μας. Τώρα εἶναι στο χέρι μας, τώρα μποροῦμε ἀκόμα νά τή χρησιμοποιήσουμε.

Ἄς βιαστούμε να κάνουμε χρήση τῆς μετάνοιας. Ἡ μετάνοια εἶναι τό πρῶτο καί σπουδαιότερο φάρμακο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς μετανοήσουμε μόνο κι ἔπειτα θ ̓ ἀνοίξουν κι άλλες πόρτες καί θά μάθουμε τί ἄλλο πρέπει να κάνουμε.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό θνητό σῶμα του, ἡ ψυχή του εἶναι λίγο ή πολύ ἀγκυλωμένη. Ὁ Χριστός καλεῖ ὅλους ἐκείνους πού ἡ ψυχή τους, τό πνεῦμα κι ὁ νοῦς τους ἔχουν ἀγκυλωθεῖ. Ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ ν’ ἀνορθώσει αὐτό πού ὁ μοχθηρός κόσμος ἔχει στρεβλώσει. «Ἄντρα», «γυναίκα», «παιδί». Μᾶς καλεῖ ὅλους μέ τά ὀνόματα αὐτά γιά νά μᾶς προσφέρει τη χαμένη ἀξιοπρέπειά μας, ἀντί νά πεῖ «τυφλέ», «ἀνάπηρε», «λεπρέ», «ζητιάνε». Μᾶς καλεῖ κοντά Του, θέλει νά μᾶς ἀνορθώσει, να καθαρίσει τό νοῦ μας καί νά τόν κάνει δυναμική σάλπιγγα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν σαλπίζουμε τη δόξα τοῦ Θεοῦ, θα δοξαστοῦμε στη βασιλεία τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί τῶν δοξασμένων ἁγίων στόν οὐρανό, στη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Γιατί ἀπουσιάζεις;

«Ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι» (Λουκ. 13, 10)

ΗΤAN, λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, Σάββατο, ὅταν ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ συναγωγή. Τὸ Σάββατο οἱ Ἑβραῖοι τὸ ἔχουν σὰν ἡμέρα λατρείας τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπαγορεύεται ἡ ἐργασία. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου λέει: «Ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἐργασία, ἀλλὰ τὸ Σάββατο πρέπει νὰ εἶνε ἀφιερωμένο στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ» (Ἔξ. 20, 9-10). Αὐστηρὰ τηροῦσαν τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅποιος παρέβαινε τὴν ἐντολὴ καὶ δούλευε τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τιμωροῦνταν μὲ αὐστηρὴ τιμωρία. Ἕνας Ἑβραῖος, ἀναφέρει ἡ ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ τὸ Σάββατο τόλμησε νὰ βγὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ πάη στὸ βουνὸ νὰ κόψῃ ξύλα, δικάστηκε γιὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς καὶ καταδικάστηκε σέ θάνατο. Μαζεύτηκαν οἱ Ἑβραῖοι, πῆραν πέτρες, τίς ἔρριξαν πάνω του καὶ τὸν θανάτωσαν (βλ. Ἀριθμ. 15, 32-36). Οἱ πέτρες ποὺ ἔρριξαν ἦταν τόσο πολλές, ποὺ σχημάτισαν ἕνα μικρὸ λόφο. Ὅσοι ὕστερα περνοῦσαν ἀπό ‘κεὶ θυμόντουσαν τὴν τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιφρόνησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐργάστηκε τὸ Σάββατο. Καὶ ὄχι μόνο στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ἀλλὰ καὶ σήμερα ἀκόμη οἱ Ἑβραῖοι τηροῦν αὐστηρὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Ἄν πάτε,πᾶτε σήμερα στὸ Ἰσραήλ, θὰ δητε ὅτι τὸ Σάββατο οἱ δρόμοι δὲν παρουσιάζουν κίνησι. Δὲν ταξιδεύουν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν τρέχουν αὐτοκίνητα. Ὅποιος τολμήσῃ χωρὶς ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ πάρῃ αὐτοκίνητο καὶ νὰ ταξιδέψῃ στοὺς δημοσίους δρόμους, αὐτὸς θεωρεῖται παραβάτης καὶ προκαλεῖ τὴ γενικὴ ἀποδοκιμασία. Δὲν τοὺς σταματάει ἡ ἀστυνομία, τοὺς σταματοῦν οἱ πολῖτες! Ὑπάρχουν δὲ καὶ περιπτώσεις, ποὺ ἡ ἀγανάκτησι τῶν Ἑβραίων γιὰ τοὺς παραβάτες τῆς ἐντολῆς εἶνε τόσο μεγάλη, ὥστε ὄχι μόνο σταματοῦν τὸ αὐτοκίνητο, ἀλλὰ βάζουν καὶ φωτιὰ καὶ τὸ καῖνε. Μόνο αὐτοκίνητα τῆς ἀστυνομίας καὶ αὐτοκίνητα ποὺ μεταφέρουν γιατροὺς καὶ ἀσθενεῖς στὰ νοσοκομεῖα ἐπιτρέπεται νὰ κινοῦνται τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.

* * *

Σάββατο λοιπὸν ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ συναγωγή. Τί εἶνε συναγωγή; Εἶνε ἕνα κτήριο σάν εἶδος σχολείου καὶ ἐκκλησίας. Τὸ κτήριο αὐτὸ ἔχει σκοπὸ νὰ συγκεντρώνῃ τοὺς Ἑβραίους κάθε Σάββατο, γιὰ νὰ διαβάζουν ἐκεῖ το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσεύχονται. Τὴ συναγωγὴ τὴ λέει ὁ λαὸς χάβρα. Συναγωγὲς ὑπάρχουν σ’ ὅλες τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά, σ’ ὅλα τὰ μέρη ποὺ κατοικοῦν Εβραίοι.

Στὴ συναγωγὴ πῆγε ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Πῆγε γιὰ νὰ διδάξῃ.

Ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρισκόντουσαν μέσα στὴ συναγωγὴ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἦταν καὶ μιὰ γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ ἀρρώστια τῆς προερχόταν ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Τὸ κορμί της εἶχε λυγίσει. Ὅπως πιάνεις μιὰ ἴσια βέργα καὶ τὴ λυγίζεις, ἔτσι καὶ σατανᾶς, κατὰ παραχώρησι Θεοῦ, εἶχε λυγίσει τὴ σπονδυλική της στήλη. Τὴ λύγισε τόσο πολύ, ὥστε τὸ κεφάλι τῆς δυστυχισμένης γυναίκας ἄγγιζε τὴ γῆ, κι ἀπὸ μακριὰ φαινόταν ὅτι περπατάει ὄχι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἕνα τετράποδο ζῶο. Τὰ χέρια της εἶχαν γίνει πόδια, ποὺ τὰ στήριζε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορῶ νὰ περπατάη. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι βρισκόταν ἡ γυναῖκα ὄχι ἕνα ἢ δυὸ χρόνια, ἀλλὰ δεκαοχτὼ (18) ὁλόκληρα χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Τί θλιβερὸ θέαμα!

Αὐτὴ ἡ σακατεμένη γυναῖκα, κι ἂν δὲν πήγαινε τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, θὰ ἦταν δικαιολογημένη γιὰ τὴν ἀπουσία της. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν κατηγορήσῃ. Καὶ ὅμως. Ἡ γυναίκα αὐτή, παρ’ ὅλη τὴν ἀρρώστια της, ὅταν ξημέρωνε τὸ Σάββατο, δὲν ἡσύχαζε. Θεωροῦσε καθῆκον νὰ πάη στὴ συναγωγή. Καὶ πήγαινε πάντοτε χωρὶς νὰ γογγύζῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν τὴν ἔκανε καλά.

Ἀλλ’ αὐτὴ τὴ φορά, ποὺ πῆγε πάλι στὴ συναγωγή, εἶδε τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς τὴν εἶδε, τὴν σπλαχνίστηκε, καὶ βραβεύοντας τὴν ἀφοσίωσή της στὸ Θεὸ τὴ θεράπευσε. Τὸ κορμί της, ποὺ ἦταν κυρτωμένο σὰν κρικέλλα, ἔγινε καὶ πάλι ἴσιο σὰν κυπαρίσσι. Μὲ ὄρθιο πιὰ τὸ κορμὶ περπατοῦσε καὶ δόξαζε τὸ Θεό.

Ἄχ, χριστιανοί μου! Αὐτὴ ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου πόσους χριστιανοὺς δὲν θὰ δικάσῃ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως! Ἡ γυναῖκα αὐτή, ἄρρωστη, σακατεμένη, σὲ ἀθλία κατάστασι, βαδίζοντας μὲ τὰ τέσσερα, πήγαινε κάθε Σάββατο στὴ συναγωγή. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε τὸ Σάββατο ἔχουμε τὴν Κυριακή. Ἡ Κυριακὴ ἀντικατέστησε τὸ Σάββατο. Ἡ Κυριακὴ εἶνε ἡ μέρα ἡ μεγάλη καὶ ἡ ἔνδοξη. Ἡ Κυριακὴ εἶνε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸ θάνατο, ἔφερε νέα ζωὴ καὶ δημιούργησε τὸ νέο κόσμο, τὸν κόσμο τῆς χάριτος. Καὶ θὰ ἔπρεπε τὴν Κυριακὴ νὰ τὴν τιμοῦμε οἱ χριστιανοὶ μὲ ἐξαιρετικὴ εὐλάβεια. Θὰ ἔπρεπε τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα νὰ σταματοῦν ὅλες οἱ ἐργασίες ἐκτὸς ἀπό τις ἀπόλυτα ἀπαραίτητες καὶ ἀναγκαῖες. Θὰ ἔπρεπε τὴ μέρα αὐτὴ οὔτε ποδόσφαιρο οὔτε θέατρα οὔτε κινηματογράφοι οὔτε ἐκδρομὲς νὰ γίνωνται. Ἀλλ’ ὅλοι καὶ ὅλες νὰ τρέχουν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ λατρεύσουν το Θεό, τὴν ἁγία Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί αὐτὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος ἐργάστηκαν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Πατέρας θέλησε, ὁ Υἱὸς ἦρθε στὴ γῆ, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φώτισε τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας λέμε: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον. Εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες. Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν».

Ναί! Ὁ χριστιανός, ποὺ πηγαίνει κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία καὶ παρακολουθεῖ μὲ εὐλάβεια ὅσα ἐκεῖ λέγονται καὶ γίνονται καὶ μὲ πίστι πλησιάζει καὶ κοινωνεῖ τὰ ἄχραντα μυστήρια, αὐτὸς ὁ χριστιανὸς ὠφελεῖται, κερδίζει πράγματα ἀνεκτίμητα. Ἄν στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας ὁ ἱερεὺς σὲ καθένα ποὺ ἐκκλησιάζεται ἔδινε σὰν δῶρο μιὰ χρυσῆ λίρα, μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τί θὰ γινόταν; “Ὅλοι θὰ πήγαιναν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ πάρουν τὴ λίρα. Ἀλλὰ τί εἶνε ἡ λίρα καὶ κάθε ἄλλος ὑλικὸς θησαυρὸς μπροστὰ στὸν πνευματικὸ θησαυρό, μπροστὰ στὶς θεϊκὲς εὐλογίες, ποὺ σκορπάει ὁ ἥλιος τῆς θείας λειτουργίας; Ἄνθρωποι, ποὺ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία λυπημένοι, στενοχωρημένοι, μελαγχολικοί, σκυφτοί, ὅταν τέλειωσε ἡ θεία λειτουργία καὶ πῆραν τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, βγῆκαν γεμᾶτοι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Κι ὅπως ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μπῆκε στὴ συναγωγὴ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ βγῆκε μὲ τὸ κεφάλι ὄρθιο βλέποντας τὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ κάθε ψυχή, ποὺ τὴ λύγισε ὁ σατανᾶς καὶ τὴν ἔκανε νὰ βλέπῃ μόνο τὰ χαμηλά, μόνο τὰ γήινα καὶ τὰ ἐγκόσμια, μόνο τὰ ἁμαρτωλά, ὕστερα ἀπὸ ἕναν ἐκκλησιασμὸ βγαίνει διαφορετική. Αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία μᾶς, «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», γίνεται μιὰ πραγματικότητα. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ συνεχῶς ὑψώνεται, φτάνει μέχρι τὰ ἄστρα, περνᾷ τὰ ἄστρα, ἀγγίζει το Θεό, ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό.

Ὦ Θεέ μου, ὦ ἁγία Τριάς! Τί εὐλογίες εἶνε αὐτὲς ποὺ δίνεις στοὺς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ποὺ ἐκκλησιάζονται! Πόσο εὐτυχισμένοι εἶνε αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πόσο δυστυχισμένοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν Κυριακὴ χτυπάει ἡ καμπάνα κι αὐτοὶ μένουν ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησία! Αὐτοὺς θὰ καταδικάσῃ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ γυναῖκα ἄρρωστη, σακατεμένη, πήγαινε στὴν ἐκκλησία της, στὴ συναγωγὴ χριστιανοὶ αὐτοί, γεροί, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ μάτια καὶ αὐτιά, δὲν πηγαίνουν γιὰ νὰ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεὸ γιὰ τὰ τόσα καλὰ ποὺ τοὺς δίνει.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek