ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΓ΄ 10 — 17)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἦν διδά­σκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συνα­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι. 11καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦ­μα ἔχου­σα ἀσθε­νεί­ας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυνα­μέ­νη ἀνα­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές. 12ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀσθε­νεί­ας σου· 13καὶ ἐπέ­θη­κεν αὐτῇ τὰς χεῖ­ρας· καὶ παρα­χρῆ­μα ἀνωρ­θώ­θη καὶ ἐδό­ξα­ζε τὸν Θεόν. 14ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος, ἀγα­να­κτῶν ὅτι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐθε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλε­γε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέ­ραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργά­ζε­σθαι· ἐν ταύ­ταις οὖν ἐρχό­με­νοι θερα­πεύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του. 15ἀπε­κρί­θη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑπο­κρι­τά· ἕκα­στος ὑμῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτ­νης καὶ ἀπα­γα­γὼν ποτί­ζει; 16ταύ­την δὲ, θυγα­τέ­ρα Ἀβρα­ὰμ οὖσαν, ἣν ἔδη­σεν ὁ σατα­νᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆ­ναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τού­του τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του; 17καὶ ταῦ­τα λέγον­τος αὐτοῦ κατῃ­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀντι­κεί­με­νοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαι­ρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδό­ξοις τοῖς γινο­μέ­νοις ὑπ’ αὐτοῦ.

10 Καποιο Σαβ­βα­το εδί­δα­σκε εις μίαν από τας συνα­γω­γάς. 11 Και ιδού είχε έλθει εκεί μία γυναί­κα, η οποία ένε­κα μοχθη­ράς επι­δρά­σε­ως πονη­ρού πνεύ­μα­τος, ήτο ασθε­νής δέκα οκτώ χρό­νια, σκυμ­μέ­νη συνε­χώς, χωρίς καθό­λου να ημπο­ρή να σηκώ­ση όρθιον το σώμα και την κεφα­λήν της. 12 Οταν την είδε ο Ιησούς, της εφώ­να­ξε και της είπε· “γυναί­κα, ελευ­θε­ρώ­νε­σαι από την ασθέ­νειάν σου”. 13 Και έβα­λεν επά­νω της τας χεί­ρας του. Και αμέ­σως εστά­θη­κε όρθια αυτή, απέ­κτη­σε δηλα­δή την υγεί­αν της και εδό­ξα­ζε τον Θεόν. 14 Ο δε αρχι­συ­νά­γω­γος αγα­να­κτών, διό­τι ο Ιησούς εις ημέ­ραν Σαβ­βά­του εθε­ρά­πευ­σε, έλα­βε τον λόγον και είπε στον λαόν· “εξ ημέ­ραι είναι εκεί­ναι, κατά τας οποί­ας πρέ­πει να εργα­ζώ­με­θα· εις αυτάς δε τας εργα­σί­μους ημέ­ρας να έρχε­σθε και να θερα­πεύ­ε­σθε και όχι κατά την ημέ­ραν του Σαβ­βά­του”. 15 Απε­κρί­θη τότε εις αυτούς ο Κυριος και είπε· υπο­κρι­τά, καθέ­νας από σας κατά την ημέ­ραν του Σαβ­βά­του δεν λύει το βώδι του η τον όνον από την φάτ­νην του και πηγαί­νει να το ποτί­ση; Αυτό δεν το θεω­ρεί­τε παρά­βα­σιν της αργί­ας του Σαβ­βά­του, και πολύ ορθώς. 16 Αυτή δε, που είναι θυγά­τηρ και από­γο­νος το Αβρα­άμ, την οποί­αν ο σατα­νάς έδε­σε δέκα οκτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, δεν έπρε­πε να λυθή από τον βαρύν και κατα­θλι­πτι­κόν αυτόν δεσμόν κατά την ημέ­ραν του Σαβ­βά­του;” 17 Και ενώ ο Κυριος έλε­γε αυτά, κατεν­τρο­πιά­ζον­το όλοι οι εχθροί του· αντι­θέ­τως δε όλος ο λαός έχαι­ρε δι’ όλα τα θαυ­μα­στά έργα που εγί­νον­το απ’ αυτόν (διό­τι είχε ακό­μη ο λαός άδο­λον την καρ­δί­αν και ανε­πη­ρέ­α­στον από τας συκο­φαν­τί­ας των Φαρι­σαί­ων).

10 Κάποιο Σάβ­βα­το ο Ιησούς δίδα­σκε πάλι σε μία από τις συνα­γω­γές. 11 Εκεί βρι­σκό­ταν και μία γυναί­κα που υπέ­φε­ρε δεκα­ο­κτώ χρό­νια από μια ασθέ­νεια εξαι­τί­ας κάποιου πονη­ρού πνεύ­μα­τος. Και γι’ αυτό ήταν σκυμ­μέ­νη διαρ­κώς με κυρ­τω­μέ­νο το σώμα της και δεν μπο­ρού­σε καθό­λου να σηκώ­σει όρθιο το κεφά­λι της. 12 Όταν λοι­πόν την είδε ο Ιησούς, της φώνα­ξε και της είπε: Γυναί­κα, είσαι λυμέ­νη και ελευ­θε­ρω­μέ­νη από την αρρώ­στια σου. 13 Κι έβα­λε πάνω της τα χέρια του. Την ίδια στιγ­μή εκεί­νη επα­νέ­κτη­σε την όρθια στά­ση του σώμα­τός της και δόξα­ζε τον Θεό για τη θερα­πεία της. 14 Τότε ο αρχι­συ­νά­γω­γος, γεμά­τος αγα­νά­κτη­ση που ο Ιησούς έκα­νε τη θερα­πεία αυτή μέρα Σάβ­βα­το, στρά­φη­κε στο πλή­θος του λαού κι έλε­γε: Έξι ημέ­ρες έχου­με στη διά­θε­σή μας να εργα­ζό­μα­στε, και μόνο μέσα σ’ αυτές δικαιού­μα­στε και πρέ­πει να το κάνου­με αυτό. Τις εργά­σι­μες αυτές ημέ­ρες λοι­πόν να έρχε­στε και να θερα­πεύ­ε­σθε, και όχι την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του. 15 Τότε λοι­πόν ο Κύριος του απάν­τη­σε: Υπο­κρι­τή, κάτω από το πρό­σχη­μα του σεβα­σμού της αργί­ας του Σαβ­βά­του κρύ­βεις φθό­νο και μοχθη­ρία. Ο καθέ­νας σας την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊ­δού­ρι από το παχνί και δεν το πηγαί­νει να το ποτί­σει; Και το κάνει αυτό χωρίς να θεω­ρεί­ται παρα­βά­της της εντο­λής της αργί­ας του Σαβ­βά­του, σύμ­φω­να με την ερμη­νεία της εντο­λής αυτή που είναι ανα­γνω­ρι­σμέ­νη από την παρά­δο­ση. 16 Αυτή όμως, που είναι κόρη και από­γο­νος του Αβρα­άμ και την έδε­σε ο σατα­νάς με τέτοια αρρώ­στια, ώστε να μην μπο­ρεί να σηκω­θεί όρθια δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, δεν ήταν σωστό και επι­βε­βλη­μέ­νο να λυθεί απ’ τα μακρο­χρό­νια αυτά και οδυ­νη­ρά δεσμά της την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του; 17 Κι ενώ τα έλε­γε αυτά ο Ιησούς, ντρο­πιά­ζον­ταν όλοι οι αντί­θε­τοί του. Κι όλος ο λαός χαι­ρό­ταν για όλα τα λαμ­πρά και θαυ­μα­στά έργα που διαρ­κώς έκα­νε ο Ιησούς.

10 Kάποιο δὲ Σάβ­βα­το (ὁ Ἰησοῦς) δίδα­σκε σὲ μία ἀπὸ τὶς συνα­γω­γές. 11  Kαὶ ἰδού, ἦταν ἐκεῖ μία γυναῖ­κα, ἡ ὁποία εἶχε πνεῦ­μα (δαι­μό­νιο) ἀσθε­νεί­ας ἐπὶ δεκα­ο­κτὼ ἔτη, καὶ ἐξ αἰτί­ας αὐτοῦ ἦταν κυρ­τω­μέ­νη, καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε καθό­λου νὰ σηκώ­σῃ τὸ κεφά­λι της. 12  Ὅταν δὲ τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, ἀπευ­θύν­θη­κε σ’ αὐτὴ καὶ τῆς εἶπε: «Γυναῖ­κα, ἔχεις ἐλευ­θε­ρω­θῆ ἀπὸ τὴν ἀσθέ­νειά σου». 13  Kαὶ ἔθε­σε ἐπά­νω της τὰ χέρια, καὶ ἀμέ­σως τὸ σῶμα της ἐπα­νῆλ­θε στὴν ὀρθία στά­σι, καὶ δόξα­ζε τὸ Θεό. 14  Ὁ δὲ ἀρχι­συ­νά­γω­γος ἔλα­βε τὸ λόγο, καὶ πλή­ρης ἀγα­να­κτή­σε­ως, διό­τι ὁ Ἰησοῦς θερά­πευ­σε κατὰ τὸ Σάβ­βα­το, ἔλε­γε στὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ: «Ἕξι ἡμέ­ρες εἶναι, κατὰ τὶς ὁποῖ­ες ἐπι­τρέ­πε­ται ἡ ἐργα­σία. Kατ’ αὐτὲς λοι­πὸν τὶς ἡμέ­ρες νὰ ἔρχε­σθε καὶ νὰ θερα­πεύ­ε­σθε, καὶ ὄχι τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του». 15  Tοῦ ἀπάν­τη­σε τότε ὁ Kύριος: «Ὑπο­κρι­τά! Kαθέ­νας ἀπὸ σᾶς τὸ Σάβ­βα­το δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸν σταῦ­λο καὶ ὁδη­γεῖ ἔξω καὶ ποτί­ζει; 16  Kαὶ αὐτή, ποὺ εἶναι θυγα­τέ­ρα τοῦ Ἀβρα­άμ, καὶ ὁ Σατα­νᾶς τὴν ἔχει δεμέ­νη ἐπὶ δεκα­ο­κτὼ ἤδη ἔτη, δὲν ἔπρε­πε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του;». 17 Ὅταν δὲ ἔλε­γε αὐτά, καται­σχύ­νον­ταν ὅλοι οἱ ἀντί­θε­τοι σ’ αὐτόν, ἐνῷ ὅλος ὁ λαὸς ἔχαι­ρε γιὰ ὅλα τὰ θαυ­μα­στὰ ἔργα, ποὺ γίνον­ταν ἀπ’ αὐτόν.

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Ι΄ Λου­κά με θέμα:

«Η ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 7-12-1986]

[Β168]

Κάπο­τε, αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος βρέ­θη­κε σε μία Συνα­γω­γή κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, όπου και δίδα­ξε τον λόγο του Θεού. Ανά­με­σα στο πλή­θος, ήτο και μία γυναί­κα ραχη­τι­κή και μη δυνα­μέ­νη καν να ανορ­θώ­σει το κεφά­λι της. Την είδε ο Κύριος και της λέγει: «Γύναι, πολέ­λυ­σαι τς σθε­νεί­ας σου». Και έθε­σε τα χέρια Του επά­νω της και αμέ­σως η γυναί­κα εκεί­νη ανορ­θώ­θη­κε.

Ο αρχι­συ­νά­γω­γος φθό­νη­σε τον Ιησού και δήθεν γεμά­τος από αγα­νά­κτη­ση, ότι τάχα Σάβ­βα­το έγι­νε η θερα­πεία, στρέ­φε­ται προς τον όχλο και ζητά να μην προ­σέρ­χε­ται σε ημέ­ρα Σαβ­βά­του και να θερα­πεύ­ον­ται την ημέ­ρα αυτήν, διό­τι ο νόμος έλε­γε ότι ήτο αργία. Και τότε ο Κύριος στρέ­φε­ται προς αυτόν και τον απο­κα­λεί «υπο­κρι­τή», λέγον­τάς του: «Ο καθέ­νας από σας το Σάβ­βα­το δεν ποτί­ζει το βόδι του ή το υπο­ζύ­γιό του; Αυτήν λοι­πόν η γυναί­κα, που είναι θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ, που ο σατα­νάς την έδε­σε δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, δεν έπρε­πε να λυθεί από την αρρώ­στια της την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του;».

Αυτό, αγα­πη­τοί μου, το γεγο­νός της συγ­κυ­πτού­σης εκεί­νης γυναι­κός σ’ εκεί­νη την Συνα­γω­γή, γίνε­ται ένα σύμ­βο­λο. Σύμ­βο­λο της συγ­κυ­πτού­σης ανθρω­πό­τη­τος. Πράγ­μα­τι, η ανθρω­πό­τη­τα έχει πολ­λές ομοιό­τη­τες με τη συγ­κύ­πτου­σα εκεί­νη γυναί­κα που θερά­πευ­σε ο Κύριος. Όταν ο Θεός δημιούρ­γη­σε τον άνθρω­πο, τον έκα­νε σωμα­τι­κά όρθιο. Είναι το μόνο ον μέσα στη Δημιουρ­γία που έχει φυσι­κή στά­ση όρθια. Όλα τα άλλα ζώα και τα θηλα­στι­κά κυρί­ως, που είναι κον­τι­νά στον άνθρω­πο, και αυτά όλα περι­πα­τούν με τα τέσ­σε­ρα. Δεν είναι φυσι­κή η θέσις της μαϊ­μούς να περ­πα­τά­ει με τα δυο της· με τα τέσ­σε­ρα. Η μαϊ­μού είναι εκα­τό τοις εκα­τό ζώο. Ήταν, είναι και θα είναι μαϊ­μού πάν­το­τε. Δεν έχει καμία σχέ­ση ο άνθρω­πος με τη μαϊ­μού. Ο άνθρω­πος μόνος επλά­σθη όρθιος. Και επλά­σθη όρθιος όχι μόνο σωμα­τι­κά, αλλά και πνευ­μα­τι­κά όρθιος· έχον­τας ορθό φρό­νη­μα, λογι­κή, με ανδρεία βού­λη­ση και με υγιές συναί­σθη­μα. Ο άνθρω­πος, με την όρθιά του στά­ση, μπο­ρού­σε να ατε­νί­ζει τον ουρα­νό, εκεί που βρί­σκε­ται και ο Δημιουρ­γός του. Έρχε­ται όμως ο διά­βο­λος, ο μισό­κα­λος, αυτός ο οποί­ος μισεί το καλό, μισεί το ωραίο, έρχε­ται και υπο­βάλ­λει την αμαρ­τία στον άνθρω­πο, που τελι­κά ο άνθρω­πος, υπό το βάρος της ενο­χής και της αμαρ­τί­ας, συγ­κύ­πτει και πίπτει και ηθι­κά και οντο­λο­γι­κά. Έκτο­τε, ο άνθρω­πος είναι ο ηθι­κά πεπτω­κώς, ο ηθι­κά πεσμέ­νος, αλλά και ο οντο­λο­γι­κά θνή­σκων. Μην ξεχνά­τε ότι ο άνθρω­πος παρα­βαί­νον­τας την εντο­λή του Θεού, πίπτει με τον θάνα­τον. Και γίνε­ται-από το «πίπτω»- γίνε­ται πτώ­μα. Έτσι λοι­πόν ο άνθρω­πος από όρθιος γίνε­ται ορι­ζόν­τιος· για­τί είναι πεσμέ­νος.

Ακό­μα ο διά­βο­λος καθι­στά ταπει­νω­μέ­νο τον άνθρω­πο, με γήι­νο φρό­νη­μα και υλι­στι­κό. Να κοι­τά­ζει πια ο άνθρω­πος προς τα κάτω, όχι προς τον ουρα­νό. Η βού­λη­σή του γίνε­ται χαλα­ρή και ανί­σχυ­ρη. Και το συναί­σθη­μά του γίνε­ται νοση­ρό. Μια συγ­κε­φα­λαί­ω­ση αυτής της κατα­στά­σε­ως της πτώ­σε­ως του ανθρώ­που είναι η ειδω­λο­λα­τρία και ο χαμερ­πής βίος. Σας είπα, συγ­κε­φα­λαί­ω­ση είναι· διό­τι τι είναι η ειδω­λο­λα­τρία παρά μια στρο­φή προς την κτί­ση και δεν βλέ­πει ο άνθρω­πος παρα­πέ­ρα από εκεί­νο που τον περι­βάλ­λει. Και δεν μπο­ρεί να δει τίπο­τα παρα­πέ­ρα· για­τί είναι τυφλός πια, ή καλύ­τε­ρα, είναι συγ­κύ­πτων. Και δεν βλέ­πει πια τον Δημιουρ­γό του, αλλά βλέ­πει μόνον το περι­βάλ­λον του. Κι εκεί, μυω­πά­ζου­σα η νόη­σή του, δεν βλέ­πει παρά μόνο εκεί­νο που βλέ­πει. Και δέχε­ται μόνον εκεί­νο που αντι­λαμ­βά­νε­ται. Κι έτσι έχον­τας μέσα του ο άνθρω­πος την ανάγ­κη έμφυ­τη να στρα­φεί προς τον Δημιουρ­γό του, δηλα­δή το λεγό­με­νο θρη­σκευ­τι­κό αίσθη­μα, στρέ­φε­ται προς την κτί­ση και ειδω­λο­λα­τρεί. Αλλά η ειδω­λο­λα­τρία έχει μια βαριά συνέ­πεια: τον χαμερ­πή βίο.

Αν θέλε­τε να δού­με αυτά τα δύο φαι­νό­με­να, θα τα δια­βά­σου­με στο πρώ­το κεφά­λαιο της Προς Ρωμαί­ους επι­στο­λής. Και λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, δεν διστά­ζει να κάνει τολ­μη­ρή και ρεα­λι­στι­κή περι­γρα­φή και να πει: Ο «νθρω­πος ν τιμ ν ο συνκε». Πλα­σμέ­νος με τιμή, δεν το κατε­νόη­σε. Και ο άνθρω­πος αυτός «παρα­συ­νε­βλθη τος κτνεσι τος νοτοις κα μοιθη ατος», όπως λέγει ένας ψαλ­μι­κός στίχος[Ψαλμ 48,13]. Όχι, όχι! Δεν «παρα­συ­νε­βλθη τος κτνεσι τος νοτοις κα μοιθη ατος». Όχι. Κάτι παρα­κά­τω.

Κι εκεί λέγει τολ­μη­ρά, ότι η ασύ­νε­τη καρ­διά τους, ο ασύ­νε­τος νους τους, επει­δή δεν λάτρευ­σαν τον Θεό, αλλά την κτί­ση, «παρέ­δω­κεν ατος Θες ες πάθη τιμί­ας».Τι; «ρσε­νες ν ρσε­σι τν σχη­μο­σύ­νην κατερ­γα­ζό­με­νοι»-ο τίτλος «νήρ» είναι τιμη­τι­κός, ενώ ο τίτλος «αρσε­νι­κός» είναι υπο­τι­μη­τι­κός. «Α τε γρ θήλειαι ατν μετήλ­λα­ξαν τν φυσικν χρσιν ες τν παρ φύσιν»… -και οι «θηλυ­κές»· δεν λέει οι «γυναί­κες»- το ίδιο έκα­ναν και κάνουν. Δηλα­δή η ομο­φυ­λο­φι­λία· που δεν υπάρ­χει ούτε στα ζώα. Για­τί; Για­τί άφη­σαν τον αλη­θι­νό Θεό, λάτρε­ψαν την κτί­ση, που είναι η λατρεία του σατα­νά, για­τί πίσω από την κτί­ση είναι ο διά­βο­λος και ο άνθρω­πος μετά σύρε­ται σε χαμερ­πή βίο. Αυτή είναι η εικό­να του αρχαί­ου κόσμου, του μακράν του Θεού· όπως τον κατήν­τη­σε τον κόσμο ο διά­βο­λος, αγα­πη­τοί μου.

Είναι γνω­στό ότι ο Θεός κατα­ρά­στη­κε τον όφιν, τον διά­βο­λο, τον αρχαίο όφιν, που λέει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, τον σατα­νά, τον αντι­κεί­με­νο, με το σχή­μα του φιδιού. Να, λέγει ο Θεός ότι να τρώ­γει χώμα σε όλη του τη ζωή. «Κα γν φαγ πάσας τς μέρας τς ζως σου»(Γέν.3,14): «Να τρως χώμα σε όλη σου τη ζωή». Τι θα πει «να τρως χώμα σε όλη σου τη ζωή;». Να είσαι πάν­το­τε στραμ­μέ­νος προς την ύλη, προς την χαμέρ­πεια. Και το χει­ρό­τε­ρο, ότι αυτό το απο­τέ­λε­σμα της κατά­ρας του ο διά­βο­λος, το υπο­βάλ­λει τώρα στον άνθρω­πο, με την υλι­στι­κή θεώ­ρη­ση της ζωής. Και τον κάνει τώρα τον άνθρω­πο, ο οποί­ος δεν πήρε τέτοια κατά­ρα από τον Θεό, δεν πήρε καν κατά­ρα ο άνθρω­πος, ο άνθρω­πος πήρε μόνο κατά­ρα εν τη εκτε­λέ­σει του έργου του, δηλα­δή ενώ θα εργά­ζε­ται την γη, εν τω έργω, εν τη επι­τε­λέ­σει και όχι σ’ αυτήν την ίδια τη γη, στα χέρια του, στην ύπαρ­ξή του. Και τώρα ο άνθρω­πος, αγα­πη­τοί μου, βόσκει γη, βόσκει χώμα. Είναι πια ο άνθρω­πος υλι­στι­κός.

Έτσι η ανθρω­πό­τη­τα έγι­νε πράγ­μα­τι συγ­κύ­πτου­σα. Οι εκφρά­σεις του Λου­κά στην σημε­ρι­νή Ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, προς εκεί­νη την συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα, που είπε ο Κύριος, έχουν ως εξής: ότι η γυναί­κα αυτή είχε «πνεμα σθε­νεί­ας»· δηλα­δή πονη­ρό πνεύ­μα, που προ­κα­λού­σε αυτήν την πτώ­ση- αυτό θα πει «πνεμα σθε­νεί­ας»· «ν(:την οποία) δησεν ‑κατά τους λόγους του Κυρί­ου- σατανς δο δέκα κα κτ τη (:18 ολό­κλη­ρα χρό­νια)», « κα μ δυνα­μέ­νη νακψαι ες τ παν­τε­λές(:και μη δυνα­μέ­νη να σηκώ­σει τη ράχη της και το κεφά­λι της ολό­τε­λα)».Αυτά όλα δεί­χνουν ότι ο διά­βο­λος είχε δεμέ­νη ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα, που ήτο αδύ­να­το η ανθρω­πό­τη­τα, δια ιδί­ων μέσων, να ελευ­θε­ρω­θεί.

Έρχε­ται όμως ο Χρι­στός, ο Κύριός μας και ελευ­θε­ρώ­νει τον άνθρω­πον από την δέσμευ­ση του δια­βό­λου. Μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «Ες τοτο φανερθη υἱὸς το Θεο, να λσ τ ργα το διαβλου»(Α΄καθολική επι­στο­λή Ιωάν­νου: 3,8). «Γι’αυ­τό», λέγει, «φανε­ρώ­θη­κε ο Υιός του Θεού· για να λύσει τα έργα του δια­βό­λου». Και «έργα του δια­βό­λου», σας το είπα τι είναι. Είναι η ειδω­λο­λα­τρία, σαν ασθέ­νεια της ψυχής. Ο άνθρω­πος έχει εφε­ξής μία ροπή να ειδω­λο­λα­τρεί. Προ­σέξ­τε. Μια ροπή να ειδω­λο­λα­τρεί. Είναι μια μόνι­μη αρρώ­στια. Προ­σέξ­τε. Ο λαός του Ισρα­ήλ στην έρη­μο παίρ­νει την εντο­λή να αγνι­στεί και να περι­μέ­νει τον νόμο. Πόσο να περι­μέ­νει; 800 χρό­νια; 40 ημέ­ρες! Μόνο. Και δεν έχει υπο­μο­νή. Και ειδω­λο­λα­τρεί! Λατρεύ­ον­τας εκεί­νο το χρυ­σό μοσχά­ρι. Είναι κατα­πλη­κτι­κό, αγα­πη­τοί μου. Ήρθε ο Χρι­στια­νι­σμός στην Ευρώ­πη, στην Ελλά­δα, ξαπλώ­θη­κε στον λεγό­με­νο «δυτι­κό κόσμο». Συμ­πλέ­χτη­κε μαζί με τον Χρι­στια­νι­σμό και η ειδω­λο­λα­τρία. Πόσα τέτοια στοι­χεία ειδω­λο­λα­τρι­κά σέρ­νο­με μέσα στη ζωή μας, την λεγο­μέ­νη «Χρι­στια­νι­κή»; Ρέπει ο άνθρω­πος, ρέπει, είναι η παλιά αρρώ­στια, ρέπει προς την ειδω­λο­λα­τρία.

Η ειδω­λο­λα­τρία λοι­πόν είναι έργο του δια­βό­λου. Και είναι η ασθέ­νεια της ψυχής. Είναι και η ασθέ­νεια του σώμα­τος. Είναι και ο θάνα­τος. Αυτά είναι τα έργα του δια­βό­λου. Δεν θα πέθαι­νε ο άνθρω­πος, εάν δεν αμάρ­τα­νε. Κατά τη ρητή μάλι­στα προ­ει­δο­ποί­η­ση του Θεού.

Και πώς λύει τα έργα του δια­βό­λου τώρα ο Χρι­στός; Πρώ­τον. Ανορ­θώ­νει τον άνθρω­πο ηθι­κά και πνευ­μα­τι­κά, με τον νέο τρό­πο ζωής που φέρει στον κόσμο αυτόν· και που είναι η επι­στρο­φή στον Θεό και η υπα­κοή σε Αυτόν. Παίρ­νει το Πνεύ­μα του Θεού ο άνθρω­πος και γίνε­ται πνευ­μα­το­φό­ρος. Δεύ­τε­ρον. Ανορ­θώ­νει και σωμα­τι­κά τον άνθρω­πο, με την ανά­στα­ση των νεκρών. Μην το ξεχνά­τε αυτό: ότι κεν­τρι­κό σημείο του Χρι­στια­νι­σμού είναι η ανά­στα­σις των νεκρών. Αδελ­φοί μου, αν δεν το πιστεύ­ε­τε, συγ­κρί­να­τέ το, αυτό που δεν πιστεύ­ε­τε, με το Σύμ­βο­λο της Πίστε­ως, που λέγει «προσ­δοκ νάστα­σιν νεκρν», όπως λέει ο πατήρ Ιου­στί­νος Πόπο­βιτς, «να συγ­κρί­νεις και να δεις κατά πόσο είσαι Χρι­στια­νός». Αν δεν πιστεύ­εις ότι θα ανα­στη­θούν οι νεκροί, δεν είσαι Χρι­στια­νός. Για­τί απο­τε­λεί κεν­τρι­κό σημείο της πίστε­ως. Κεν­τρι­κό σημείο. Η Ανά­στα­σις του Χρι­στού και η ανά­στα­σις των νεκρών.

Έτσι λοι­πόν, θα ανα­στη­θούν οι νεκροί. Τι θα πει «θα ανα­στη­θούν οι νεκροί»; Από το νά + στη­μι, νίστη­μι. Θα ξανα­στα­θώ στα πόδια μου. Αυτό το σώμα που έφα­γε ο τάφος. Έπε­σα, για­τί έγι­να νεκρός. Νεκρός, αυτό που λέμε «θάνα­τος». Αυτό το σώμα, που το’ φαγε ο θάνα­τος, ο τάφος, η φωτιά, τα σκου­λή­κια, τα ψάρια, οι βόμ­βες… αυτό το ίδιο σώμα. Είναι δυνα­τός ο Θεός. Θα ανα­στη­θεί. Και θα ξανα­στα­θεί στα πόδια του. Αν μου πεί­τε: «ανο­η­σί­ες», θα μεί­νε­τε με την ανο­η­σία σας. Αυτός είναι ο λόγος του Θεού. Ο καθα­ρός, ο ατό­φιος, ο γνή­σιος. Θα στα­θεί πάλι με τα πόδια του. Αυτό θα πει «νάστα­σις». Από το «νίστη­μι». Αυτό είναι έργο καθα­ρά του Χρι­στού. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος εδώ, αν έπρε­πε να συνο­ψί­σου­με αυτές τις δύο θέσεις: «Γύναι, πολέ­λυ­σαι τς σθε­νεί­ας σου». «Είσαι ελεύ­θε­ρη από αυτήν την ασθέ­νειά σου, από αυτήν την αδυ­να­μία σου. Είσαι ελεύ­θε­ρη. Δηλα­δή δεν είσαι πια εκεί­νο που ήσουν». Ω συγ­κύ­πτου­σα ανθρω­πό­τη­τα, σου λέει ο Κύριός σου, ο Δημιουρ­γός σου, που σε ανα­δη­μιουρ­γεί: «πολέ­λυ­σαι τς σθε­νεί­ας σου».

Και ένα τρί­το. Επι­θέ­τει ο Κύριος τα χέρια Του επά­νω σε αυτήν την γυναί­κα. «Κα πέθη­κεν ατ τς χερας Ατο». Για­τί; Και κατ’ επέ­κτα­ση, κατ’ επέ­κτα­ση, στην ανθρω­πό­τη­τα. Για να δώσει χαρί­σμα­τα· το μέγι­στο των οποί­ων χαρι­σμά­των είναι η υιο­θε­σία. Για­τί με την υιο­θε­σία ο άνθρω­πος κλη­ρο­νο­μεί την βασι­λεία του Θεού.

Αγα­πη­τοί μου, η ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, που ο Κύριος θερά­πευ­σε την συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα, είναι μια ξεχω­ρι­στή μέρα. Το Σάβ­βα­το είναι η εβδό­μη ημέ­ρα· που ο Θεός ανε­παύ­θη. Σάβ­βα­το θα πει ανά­παυ­σις. Εβραϊ­κά. Δηλα­δή τι θα πει «νεπαύ­θη ο Θεός»; Δεν υπάρ­χει κόπω­ση, για να ανα­παυ­θεί ο Θεός. Σημαί­νει ότι ο Θεός δεν δημιουρ­γεί πλέ­ον τίπο­τε και­νού­ριο. Δεν υπάρ­χει συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή δημιουρ­γία, ούτε ένα άτο­μο της ύλης. Ουδε­μία συμ­πλη­ρω­μα­τι­κή δημιουρ­γία δεν υπάρ­χει.

Μέσα σε αυτήν όμως την έβδο­μη ημέ­ρα, ο Θεός δεν δημιουρ­γεί κάτι και­νού­ριο, αλλά εργά­ζε­ται όμως ένα σπου­δαιό­τα­το έργο. Την πρό­νοια και την κυβέρ­νη­ση του παν­τός. Εργά­ζε­ται ακό­μα, μέσα σε αυτή την έβδο­μη ημέ­ρα, η οποία ξέρε­τε ποια είναι; Από τότε που επλά­σθη ο άνθρω­πος και τελεί­ω­σε η δημιουρ­γία του… ο άνθρω­πος επλά­σθη την έκτη ημέ­ρα, δηλα­δή εκεί τελειώ­νει η μεγά­λη χρο­νι­κή περί­ο­δος της έκτης ημέ­ρας. Και αρχί­ζει η 7η ημέ­ρα. Αυτήν την ημέ­ρα που διερ­χό­με­θα, που διά­γου­με, δηλα­δή από τότε που τελεί­ω­σε η δημιουρ­γία του Αδάμ και της Εύας, μέχρι σήμε­ρα, είμα­στε μέσα στην έβδο­μη ημέ­ρα. Είναι αυτή η 7η ημέ­ρα. Ζού­με στην 7η ημέ­ρα. Μην το ξεχνού­με. Μέσα σε αυτόν τον χρό­νο, τώρα ο ίδιος ο Θεός ανα­δη­μιουρ­γεί τον άνθρω­πο, τον πεσμέ­νο από τον διά­βο­λο άνθρω­πο, τον ανα­δη­μιουρ­γεί προ­παν­τός με την Εναν­θρώ­πη­σή Του.

Όταν κατη­γο­ρεί­ται, επί παρα­δείγ­μα­τι, από τους Ιου­δαί­ους ότι εργά­ζε­ται το Σάβ­βα­το, όπως και πλά­για τον κατη­γό­ρη­σε και ο αρχι­συ­νά­γω­γος, ότι την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του επι­τέ­λε­σε αυτό το έργον, ο Κύριος απήν­τη­σε και απαν­τού­σε: « πατήρ μου ως ρτι ργά­ζε­ται, κγ ργά­ζο­μαι»: Ο Πατέ­ρας μου μέχρι τώρα εργά­ζε­ται, κι εγώ εργά­ζο­μαι. Όχι εργά­ζε­ται για κάτι και­νού­ριο. Δηλα­δή για να προ­σθέ­σει κάτι στην Δημιουρ­γία. Αλλά για να ανα­δη­μιουρ­γή­σει την παλαιω­θεί­σα Δημιουρ­γία. Και προ­παν­τός τον παλαιω­μέ­νο άνθρω­πο. Και τον ανα­δη­μιουρ­γεί τον άνθρω­πο, με τους μεγά­λους σταθ­μούς του δικού Του βίου. Εναν­θρώ­πη­σις, Σταύ­ρω­σις, Ανά­στα­σις, Ανά­λη­ψις· που είναι, όπως λέγει ο άγιος Νικό­λα­ος ο Καβά­σι­λας, «τά ποι­η­τι­κά τς σωτη­ρί­ας μας» .

Την εβδό­μη ημέ­ρα ο Χρι­στός ανα­παύ­τη­κε στον τάφο· που είναι ο αλη­θής σαβ­βα­τι­σμός και η αλη­θι­νή ανά­παυ­σις,για να περά­σει τώρα ο Χρι­στός, με την ανθρω­πί­νη Του, εννο­εί­ται, φύση, αυτή που προ­σέ­λα­βε από μας, για να περά­σει στην ογδόη ημέ­ρα· που είναι η ατέρ­μων αιω­νιό­της και που προ­βάλ­λε­ται η ανθρώ­πι­νη Του φύση, όχι θεία, η ανθρώ­πι­νή Του φύσις αλη­θι­νά η και­νή κτί­σις. Η και­νού­ρια Δημιουρ­γία. Και αυτή η και­νή κτί­σις είναι το ανα­στη­μέ­νο Του σώμα· που «θάνα­τος ατο», όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «οκέτι κυριεύ­ει»[Ρωμ 6,9]. Δεν ξανα­κυ­ριεύ­ε­ται πια από τον θάνα­το το σώμα του Χρι­στού. Και αυτή είναι η «μία των Σαβ­βά­των». Η ημέ­ρα του Κυρί­ου. Η Κυρια­κή. Αυτή τώρα είναι η ογδόη ημέ­ρα. Λέγε­ται ογδόη για­τί έχο­με επα­νά­λη­ψη της εβδο­μά­δος. Αφή­νο­με την εβδό­μη και πάμε πάλι προς την πρώ­τη ημέ­ρα. Και αυτή η πρώ­τη, γι’ αυτό λέγε­ται «η μία των Σαβ­βά­των». «Σάβ­βα­το» θα πει εβδο­μά­δα, και είναι αυτή η και­νού­ρια ημέ­ρα, η ημέ­ρα του Κυρί­ου, η Κυρια­κή. Είναι η αιω­νιό­τη­τα. Είναι ο χρό­νος της Βασι­λεί­ας του Θεού.

Γι’ αυτό, αγα­πη­τοί μου, ο άνθρω­πος οφεί­λει να δοξο­λο­γεί πάν­το­τε τον Κύριο, πάν­το­τε, για όλα αυτά, ιδιαί­τε­ρα όμως την ημέ­ρα της Κυρια­κής. Αγα­πη­τοί μου, ας θυμη­θού­με πάλι την συγ­κύ­πτου­σα εκεί­νη γυναί­κα, μέσα στη Συνα­γω­γή. Η γυναί­κα αυτή είχε κάποια σπου­δαία γνω­ρί­σμα­τα· η γυναί­κα αυτή εφαί­νε­το να ήτο ευσε­βής· για­τί δια­φο­ρε­τι­κά ο Κύριος, θερα­πεύ­ον­τάς την, θα της έλε­γε «φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου». Δεν της το είπε αυτό. Δεν της είπε «σου συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες σου». Ώστε να είναι αιτία αυτής ακρι­βώς της κακο­πα­θεί­ας της οι αμαρ­τί­ες της. Να το ξέρε­τε αυτό, αγα­πη­τοί μου. Καθέ­νας που πάσχει, δεν είναι πάν­το­τε απο­τέ­λε­σμα των αμαρ­τιών του. Να το γνω­ρί­ζου­με αυτό. Ακό­μα, δεν ζητά από αυτήν ούτε καν την πίστη· διό­τι όταν την απο­λύ­ει, δεν της λέγει: « πίστις σου σέσω­κέ σε». Καθό­λου· διό­τι έβλε­πε ο Κύριος την εσω­τε­ρι­κή της διά­θε­ση, ότι είχε ήδη πιστέ­ψει στον Κύριο.

Ακό­μα, την απο­κα­λεί «θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ» και όχι του Αδάμ. Και αυτό είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Διό­τι, όπως λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας: «Τήν ο μλλον διά τό γένος, σον διά τήν πίστιν βρα­άμ οσαν θυγα­τέ­ρα»: ότι δεν ήταν θυγα­τέ­ρα για το γένος από τον Αβρα­άμ, αλλά για την πίστη. Όπως κι ο καθέ­νας που πιστεύ­ει εις τον Χρι­στό, είναι παι­δί του Αβρα­άμ. Όχι εξ αίμα­τος· αλλά διό­τι έχει κοι­νό γνώ­ρι­σμα την πίστη. Οι Εβραί­οι είναι μόνον σαρ­κι­κά από­γο­νοι του Αβρα­άμ. Όχι όμως ότι είναι και από την πίστη. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς είπε: «Ο Αβρα­άμ, ο Αβρα­άμ σας κατη­γο­ρεί στον Θεό· διό­τι αν είσα­στε γνή­σια παι­διά του Αβρα­άμ, που είναι ο Πατριάρ­χης της πίστε­ως, θα γνω­ρί­ζα­τε Ποιος είμαι. Θα γνω­ρί­ζα­τε την φωνή μου. Να σας πω ποιοι είσα­στε», λέει ο Κύριος, «παι­διά του σατα­νά, του δια­βό­λου είσα­στε· και όχι του Αβρα­άμ». Η γυναί­κα αυτή λοι­πόν, δεν ήταν καν παι­δί, από­γο­νος του Αδάμ. Αλλά ήτο παι­δί του Αβρα­άμ. Είχε δηλα­δή πίστη. Ουσια­στι­κά ο Κύριος πλέ­κει εγκώ­μιο στη γυναί­κα αυτήν.

Κι ακό­μη μην ξεχνά­με ότι παρά την τρο­με­ρή παρα­μόρ­φω­σή της, δεν παρέ­λει­πε να πηγαί­νει κατά Σάβ­βα­τον στην Συνα­γω­γή, για να υμνεί τον Θεό και να ακού­ει τον λόγο τον δικό Του. Και αυτή της η επι­μέ­λεια αμεί­φθη­κε. Εκεί­νο το Σάβ­βα­το, μονα­δι­κή φορά, ίσως πρώ­τη και τελευ­ταία φορά, στην παγ­κό­σμια Ιστο­ρία, εκεί­νο το Σάβ­βα­το, είχε επι­σκε­φθεί εκεί­νη την τοπι­κή Συνα­γω­γή, αυτός ο ίδιος ο Θεός! Ο Γιαχ­βέ· που ενην­θρώ­πη­σε. Και ήρθε σε εκεί­νη την Συνα­γω­γή. Και αμεί­φτη­κε με το να δει το πρό­σω­πο του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Θεού. Η γυναί­κα αυτή, δεν ζήτη­σε, αγα­πη­τοί μου, από τον Κύριον καν να θερα­πευ­θεί! Πήγε να ακού­σει μόνο τον λόγο Του. Αλλά ο Κύριος την κάλε­σε για να την θερα­πεύ­σει· διό­τι με υπο­μο­νή υπέ­φε­ρε την δοκι­μα­σία της. Ήτο γυναί­κα πίστε­ως, αρε­τής, υπο­μο­νής, επι­μο­νής, γι’ αυτό και εδι­καιώ­θη.

Έτσι, αγα­πη­τοί, από τη μια η συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα, σαν σύμ­βο­λο της συγ­κυ­πτού­σης ανθρω­πό­τη­τος, κι από την άλλη μεριά, η ίδια η συγ­κύ­πτου­σα αυτή γυναί­κα της Συνα­γω­γής, δεί­χνουν ότι μονα­δι­κός ιατρός και ελευ­θε­ρω­τής είναι ο Χρι­στός, και μόνον ο Χρι­στός. Γι’ αυτό δικαιο­λο­γη­μέ­να, όπως σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς στον επί­λο­γο αυτού του θαύ­μα­τος ότι «Πς χλος χαι­ρεν π πσι τος νδό­ξοις τος γινο­μέ­νοις π᾿ ατο». Γι’ αυτό κι εμείς ας δοξά­ζου­με τον Κύριό μας Ιησού Χρι­στό που μας ελευ­θέ­ρω­σε από τα έργα του δια­βό­λου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου σχε­τι­κά με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή της Κυρια­κής Ι΄ Λου­κά με θέμα:

«Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9-12-2001]

(Β 448) Έκδο­σις Β΄

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς μάς περι­γρά­φει ένα περι­στα­τι­κό που έλα­βε χώρα μέσα σε μία Συνα­γω­γή. Επή­γε ο Κύριος να διδά­ξει και ήταν ημέ­ρα Σάβ­βα­το. Εκεί ευρί­σκε­το μία γυναί­κα συγ­κύ­πτου­σα. Δηλα­δή, είχε καμ­πού­ρα. Συγ­κύ­πτου­σα· επί δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, που δεν μπο­ρού­σε τελεί­ως να ανορ­θω­θεί. Όταν ο Ιησούς την είδε, της είπε: «Γύναι, πολέ­λυ­σαι τς σθε­νεί­ας σου». Δηλα­δή: «Ελευ­θε­ρώ­νε­σαι από την ασθέ­νειά σου». Και έθε­σε τα χέρια Του επά­νω της. Και αμέ­σως η γυναί­κα αυτή ανορ­θώ­θη­κε. Και εδό­ξα­ζε βέβαια τον Θεόν.

Δεν συνέ­βη όμως το ίδιο και με τον αρχι­συ­νά­γω­γο, που αμέ­σως εφθό­νη­σε. Έκρυ­ψε όμως τον φθό­νο του με μια δήθεν αγα­νά­κτη­ση, ότι ο Ιησούς εθε­ρά­πευ­σε σε ημέ­ρα Σαβ­βά­του. Και στρε­φό­με­νος στα πλή­θη, τους έλε­γε ότι να απο­φεύ­γουν θερα­πεί­ες τους και τέτοια την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, για­τί ήταν αργία. Για­τί εφθό­νη­σε; Ω αγα­πη­τοί μου! Για­τί αυτός, ως αρχι­συ­νά­γω­γος, κατά κάποιο τρό­πο εσκιά­ζε­το από την παρου­σία του Ιησού… Αλλά ο Κύριος τον απο­κα­λύ­πτει. Πράγ­μα­τι ήταν φθο­νε­ρός. Και του λέει ο Κύριος: «ποκρι­τά απο­κά­λυ­ψις· πλή­ρης!-· καστος μν τ Σαβ­βάτ ο λύει τόν βον ατο τόν νον πό τς φάτ­νης καί παγα­γών ποτί­ζει; — «Το Σάβ­βα­το», λέει, «δεν παίρ­νει το υπο­ζύ­γιό του να το πάει στο πηγά­δι, στη βρύ­ση να πιει νερό;»- ταύ­την δέ, θυγα­τέ­ρα βρα­άμ οσαν –«Αυτή δε υπάρ­χου­σα θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ» –όχι του Αδάμ· αλλά του Αβρα­άμ-, ν δησεν σατανς δού δέκα καί κτώ τη, οκ δει λυθναι πό το δεσμο τού­του τ μέρ το Σαβ­βά­του; -Δεν έπρε­πε λοι­πόν αυτή να θερα­πευ­τεί την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του;». Και ενώ έλε­γε αυτά, αυτοί που αντε­τί­θεν­το, για φαν­τα­στεί­τε, εις τον Ιησούν και το έργον Του, για­τί, φαί­νε­ται, ήσαν αρκε­τοί, πίσω από τον αρχι­συ­νά­γω­γο, ντρο­πιά­στη­καν. Όχι όμως και ο λαός, που χαι­ρό­ταν και εδό­ξα­ζε τον Θεόν.

Στον χώρο της συνα­γω­γής παρα­τη­ρού­με, αγα­πη­τοί, ότι τα πρό­σω­πα είχαν δια­φο­ρε­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ο Κύριος διδά­σκει, θερα­πεύ­ει, τοπο­θε­τεί σωστά την έννοια της αργί­ας του Σαβ­βά­του. Η θερα­πευ­θεί­σα γυναί­κα, σιω­πη­λή, ακού­ει τη διδα­σκα­λία του Κυρί­ου, χαί­ρε­ται, και βέβαια καθό­λου δεν υπο­πτεύ­ε­ται τη μεγά­λη ευερ­γε­σία που σε λίγη ώρα θα εδέ­χε­το. Δηλα­δή, να θερα­πευ­θεί. Το εκκλη­σί­α­σμα ακού­ει, χαί­ρε­ται, αλλά όχι όλοι. Ο αρχι­συ­νά­γω­γος αισθά­νε­ται, όπως είπα­με, φθό­νο, για­τί επε­σκιά­ζε­το η παρου­σία του από την παρου­σία του Ιησού Χρι­στού. Δεν μπο­ρεί όμως να κρύ­ψει τον φθό­νο του. Και με προ­σω­πείο δήθεν αγα­να­κτή­σε­ως, περί της μη τηρή­σε­ως της αργί­ας του Σαβ­βά­του, εκφρά­ζει την πικρία του. Εδώ είναι… Πόσες φορές υπο­κρι­τι­κό­τα­τα οι άνθρω­ποι καλύ­πτουν τάχα σαν θρη­σκευ­τι­κοί που είναι, μια παρά­βα­ση δήθεν κ.λπ.! Είναι και κάποιοι άλλοι που έχουν διε­φθαρ­μέ­νο βίο. Και συμ­φω­νούν βεβαί­ως με τη στά­ση του αρχι­συ­να­γώ­γου και αντι­τί­θεν­ται και αυτοί στον Κύριον· για­τί δεν θέλουν να μη συνε­χί­σουν τη ζωή τη διε­φθαρ­μέ­νη που κάνουν. Είναι και ο λαός. Ο εκκλη­σια­ζό­με­νος λαός· που διε­τή­ρει μία αγα­θή προ­αί­ρε­ση και χαί­ρε­ται για ό,τι συνέ­βη μέσα εις την συνα­γω­γή. Στε­ρε­ό­τυ­πη αυτή η εικό­να. Όπου ο Κύριος επή­γαι­νε, στε­ρε­ό­τυ­πη σας είπα. Έχο­με τον κατα­με­ρι­σμό του όχλου, της ομά­δος των ανθρώ­πων, πώς οι μεν από τους δε κινούν­ται, αισθά­νον­ται, δια­φέ­ρουν.

Όλοι αυτοί ήσαν στον χώρο της συνα­γω­γής. Και πήγαν, βέβαια, να προ­σευ­χη­θούν· διό­τι κάθε Σάβ­βα­το εγί­νε­το προ­σευ­χή εις την όχι λατρεία, αλλά προ­σευ­χή. Η λατρεία εγί­νε­το μόνο εις τον ναόν που ήταν εις τα Ιερο­σό­λυ­μα· διό­τι είναι γνω­στό ότι ποτέ δεν επε­τρέ­πε­το μία θυσία να γίνει στον χώρο της συνα­γω­γής. Και η θυσία είναι πάν­το­τε λατρεία. Συνε­πώς δεν έχο­με τη λατρεία εις την συνα­γω­γή, παρά μόνο προ­σευ­χή.

Αυτή η ποι­κί­λη και δια­φο­ρε­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, μας θέτει ένα ερώ­τη­μα, σε μας. Εμείς, στον χρι­στια­νι­κό μας ναό, πώς κινού­με­θα; Πώς αισθα­νό­με­θα; Πώς συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­θα; Είσα­στε κάποιοι άνθρω­ποι εδώ. Ο ένας για τον άλλον, πώς αισθά­νε­σθε; Ο καθέ­νας πώς κινεί­ται εις τον χώρον του ναού; Ο Από­στο­λος Παύ­λος, γρά­φον­τας την πρώ­τη του επι­στο­λή στον επί­σκο­πο της Εφέ­σου, τον Τιμό­θεο, σημειώ­νει: «Τατά σοι γρά­φω(:Αυτά σου γρά­φω),να εδς(:για να μάθεις, να γνω­ρί­σεις) πς δε ν οκ Θεο ναστρέ­φε­σθαι(:πώς πρέ­πει κανείς μέσα εις τον οίκον του Θεού, εις τον χώρον αυτόν· που εμείς δεν έχο­με μόνο προ­σευ­χή, έχο­με και λατρεία. Και μάλι­στα το κατε­ξο­χήν μυστή­ριο της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Έχο­με λατρεία «τις στν κκλη­σία Θεο ζντος». Δηλα­δή πρέ­πει να μάθει ο καθέ­νας πώς κινεί­ται εις τον χώρον του ναού, που…- θα το επα­να­λά­βω- προ­παν­τός και κυρί­ως, τελεί­ται όχι η προ­σευ­χή μόνον, αλλά και η λατρεία. Δηλα­δή θέτει το θέμα της συμ­πε­ρι­φο­ράς των Χρι­στια­νών, μέσα εις τον χώρον του ναού. Και αυτό το θέμα, λίγο ας μας απα­σχο­λή­σει.

Αλή­θεια, ποια είναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά μας; Πρέ­πει να πού­με ότι δεν είναι καθό­λου καλή. μν, των Χρι­στια­νών… Στε­ρού­με­θα μιας λει­τουρ­γι­κής αγω­γής. Όλα τα πράγ­μα­τα, μέσα εις τον χώρον της ζωής μας, χρή­ζουν μιας αγω­γής. Φερει­πείν, δεν πρέ­πει να έχω μία αγω­γή τηλε­φώ­νου; Έτσι, για παρά­δειγ­μα, σας το είπα. Και μάλι­στα από τα ελά­χι­στα. Τα ελά­χι­στα… Ότι… πώς θα τηλε­φω­νή­σω; Θα περι­μέ­νω να μου πει ο άλλος το όνο­μά του ή θα πω πρώ­τος εγώ το όνο­μά μου; Έχε­τε προ­σέ­ξει πόσος χρό­νος «τρώ­γε­ται» προ­κει­μέ­νου να δια­σα­φη­σθεί τέλος πάν­των ποιος είναι αυτός που τηλε­φω­νεί; Αυτό παθαί­νο­με όλοι. Ποιος είναι αυτός που τηλε­φω­νεί; Για­τί δεν έμα­θε να λέει πρώ­τα το όνο­μά του. Στο λεω­φο­ρείο…· για­τί του αρέ­σει του αλλου­νού να καπνί­ζει, και βγά­ζει να καπνί­σει. Μα ενο­χλεί­ται ο άλλος. Ή θέλει να ανοί­ξει το παρά­θυ­ρο για­τί ζεστά­θη­κε. Ή για­τί θέλει να κλεί­σει το παρά­θυ­ρο, για­τί κρυώ­νει. Δηλα­δή κατα­λα­βαί­νε­τε, σε όλους τους τομείς της ζωής μας πρέ­πει να έχο­με μία ανά­λο­γη συμ­πε­ρι­φο­ρά. Όταν δεν είμα­στε μόνοι μας· είναι μαζί μας και άλλοι άνθρω­ποι.

Έτσι, πρέ­πει να έχο­με, αγα­πη­τοί μου, μίαν αγω­γήν. Από το σπί­τι μας θα πάρο­με αυτήν για τον ναό, από το σχο­λείο μας, αλλά και από αυτήν την ίδια την Εκκλη­σία. Φερει­πείν αυτά τα οποία λέμε σήμε­ρα. Ο καθέ­νας πρέ­πει να συμ­μορ­φω­θεί, να μάθει ποια πρέ­πει να είναι η αγω­γή του μέσα εις τον χώρο του ναού. Αν στον χώρο του ναού δεν προ­σέ­χο­με, αυτό σημαί­νει ότι έχο­με χάσει το νόη­μα της λατρεί­ας, αλλά και της φοβε­ρό­τη­τος του χώρου του ναού, που τελεί­ται το μυστή­ριον –κατε­ξο­χήν- της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Έχε­τε προ­σέ­ξει πόσες φορές οι ιερείς κάνουν παρα­τή­ρη­ση όταν γίνε­ται ένας γάμος, μια βάπτι­ση· προ­παν­τός ένας γάμος. Πόσες φορές ο ιερεύς να λέγει: «Παρα­κα­λώ ησυ­χία, παρα­κα­λώ μη γελά­τε»· «παρα­κα­λώ τού­το», «παρα­κα­λώ εκεί­νο». Και να θέλει να επα­να­φέ­ρει εις την τάξιν τους καλε­σμέ­νους που είναι παρόν­τες εις το μυστή­ριον του γάμου. Για­τί όλα αυτά κάθε φορά; Για­τί μας λεί­πει αυτή η αγω­γή που πρέ­πει να έχο­με μέσα εις τον ναόν του Θεού. Αν ο Μωυ­σής, αγα­πη­τοί, διε­τά­χθη να απο­βά­λει τα υπο­δή­μα­τά του ‑του ειπώ­θη­κε όταν είδε εκεί­νη την βάτον να καί­ε­ται χωρίς να κατα­καί­ε­ται… — «Μπα, πάω να δω τι συμ­βαί­νει». Και αμέ­σως ακού­ει μίαν φωνήν. «Βγά­λε τα υπο­δή­μα­τά σου. Ο χώρος είναι ιερός». Πόσο περισ­σό­τε­ρο, αγα­πη­τοί μου, εμείς, που δεν είμε­θα προ μιας καιο­μέ­νης βάτου, αλλά είμε­θα εις τον χώρον του ναού, που τελεί­ται το μυστή­ριον, κατε­ξο­χήν το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας; Πόσο περισ­σό­τε­ρο;

Έτσι, στε­ρού­με­νοι μιας λει­τουρ­γι­κής αγω­γής και συναι­σθή­σε­ως της παρου­σί­ας του φοβε­ρού Θεού, συζη­τού­με, γελά­με, κατα­κρί­νο­με τον πλαϊ­νό μας, έτοι­μοι να κάνο­με κρι­τι­κή προς όλους, ακό­μα και στον ιερέα και να το πού­με και εις τον πλαϊ­νό μας. Δεν έχο­με ευλα­βή στά­ση. Αναι­δώς κινού­με­θα. Πολ­λές φορές μπαί­νο­με στον ναό με τα χέρια στις τσέ­πες. Ναι, ναι, Και προ­κλη­τι­κώς. Όταν μπαί­νει μία γυναί­κα, ας πού­με, με ανδρι­κή αμφί­ε­ση –παν­τε­λό­νια- δεν είναι μία πρό­κλη­ση; Και όταν φθά­νουν προ της πύλης του μονα­στη­ριού και σου λέει: «Έχε­τε καμία φού­στα να μου δώσε­τε;». Εμείς θα δώσου­με φού­στα, να βάλεις εσύ, όταν έφυ­γες από το σπί­τι σου, και ήξε­ρες πως θα πας να επι­σκε­φθείς ένα μονα­στή­ρι, θα σου δώσω εγώ φού­στα, για­τί φοράς παν­τε­λό­νια; Ορί­στε, παρα­κα­λώ. Τόσο συναί­σθη­ση, παρα­κα­λώ, έχουν εκεί­νοι που κατα­στρα­τη­γούν τον χώρον του ναού με τον τρό­πο που κινούν­ται. Έτσι σκαν­δα­λί­ζουν, σκαν­δα­λί­ζον­ται, ενο­χλούν τους πάν­τας, τα πάν­τα. Έχο­με την αίσθη­ση ότι ο χώρος του ναού είναι αγο­ρά, είναι πεζο­δρό­μιο. Βγή­κα­με στα κατα­στή­μα­τα για να πάμε να ψωνί­σου­με… Έτσι κάπως αισθα­νό­με­θα ότι είναι ο ναός του Θεού. Όλα αυτά όμως χαρα­κτη­ρί­ζουν μίαν ασε­βή, ασε­βή διά­θε­ση. Και όμως. Η βαθεία συναί­σθη­ση το φοβε­ρού χώρου πρέ­πει να μας κάνει να είμε­θα ευλα­βέ­στα­τοι. Να λέμε μέσα μας: «Κύριε, σε φοβά­μαι. Μπαί­νω στον ναό Σου». Θα κάνο­με τον σταυ­ρό μας, θα προ­σκυ­νή­σο­με στο προ­σκυ­νη­τά­ρι. Η αμφί­ε­σή μας θα είναι σωστή· κ.λπ.

Ένα πρό­χει­ρο στα­χυο­λό­γη­μα, θα έλε­γα, από τις δια­τά­ξεις της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας του αγί­ου Κλή­μεν­τος Ρώμης, μία από τις αρχαιό­τε­ρες Λει­τουρ­γί­ες, βλέ­πο­με να δια­τυ­πούν­ται αυτές, ή αυτό το στα­χυο­λό­γη­μα που θα σας πω τώρα, σ’ αυτό το βιβλίο που λέγε­ται «Δια­τα­γαί ποστό­λων». Και βρί­σκον­ται εις το 8ον κεφά­λαιον. Πολύ παλιό βιβλίο. Λέει: «Διά­κο­νοι περι­πα­τεί­τω­σαν καί σκο­πεί­τω­σαν τούς νδρας καί τάς γυνακας(:Να κινούν­ται οι διά­κο­νοι -υπήρ­χαν πολ­λοί διά­κο­νοι- να κινούν­ται μέσα στο πλή­θος του λαού και να βλέ­πουν και να παρα­τη­ρούν και να εξε­τά­ζουν πώς κινούν­ται οι άντρες και οι γυναί­κες) πως μή θόρυ­βός τις γένη­ται (:να μη γίνει κανέ­νας θόρυ­βος. Εδώ, πολ­λές φορές, αγα­πη­τοί μου, δεν ξέρω πώς γίνε­ται με τον αέρα, δεν ξέρω… και, όπως μπαί­νε­τε απ’ την πόρτα…’’μπαπ’’ χτυ­πά­ει η πόρ­τα…! Ξέρε­τε ότι οποια­δή­πο­τε κίνη­σις, θόρυ­βος, κρό­τος που μπο­ρεί ο εκκλη­σια­ζό­με­νος να τρο­μά­ξει, προ­σβάλ­λει την ευλά­βεια, προ­σβάλ­λει την συγ­κέν­τρω­ση που μπο­ρεί ο καθέ­νας να δια­θέ­τει όταν προ­σεύ­χε­ται. Το ξέρε­τε αυτό; Και ακό­μη λέγει:) Καί μή τίς νεύσ ψιθυ­ρίσ νυστάξ-Επι­τη­ρούν ακό­μη οι διά­κο­νοι-«νεύω»-συνεν­νο­ούν­ται από μακριά με τα μάτια τους για κάτι. Όχι! Ή: «ψιθυ­ρίσῃ». Όχι! Ή: «νυστάξῃ», τον παίρ­νει ο ύπνος στην καρέ­κλα επά­νω. Όχι!) πως μή τίς ξέλ­θοι μήτε νοι­χθείη θύρα(:ούτε να ανοί­ξει, να κλεί­σει η πόρ­τα, να γίνει θόρυ­βος), κν πιστός τίς , κατά τόν και­ρόν τς ναφορς -Ο και­ρός της ανα­φο­ράς είναι η Θεία Λει­τουρ­γία, η αγία ανα­φο­ρά-. ρθοί πρός Κύριον μετά φόβου καί τρό­μου σττες μεν προ­σφέ­ρειν». Όχι μετά φόβου, αλλά και τρό­μου, που είναι η επί­τα­σις του φόβου, πρέ­πει να στε­κό­μα­στε στην τέλε­ση του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας.

Και συνε­χί­ζει ο άγιος Κλή­μης Ρώμης: «Τά παι­δία προ­σλαμ­βά­νε­σθε, α μητέ­ρες». Τ’ ακού­τε; «Να κρα­τά­τε κον­τά σας τα παι­δά­κια». Να μην τα ξαμο­λά­τε — συγ­χω­ρή­σα­τέ με για την λέξη πώς την είπα-μέσα στην Εκκλη­σία και γυρί­ζουν από δω και από κει κι ενο­χλούν, τρέ­χουν. Όχι… Το παι­δά­κι από μικρό θα μάθει πώς να στέ­κε­ται εις οίκον Κυρί­ου. Δεν μπο­ρού­με να πιά­σο­με καρέ­κλα για το παι­δά­κι. Όχι. Θα έχο­με από κεί­να τα σκα­μνά­κια, τα πτυσ­σό­με­να. Θα το παίρ­νο­με πάν­τα μαζί μας, όταν έχο­με τα παι­διά μας και πηγαί­νο­με στην Εκκλη­σία. Θα ανοί­γο­με το σκα­μνά­κι και το παι­δί θα κάθε­ται μπρο­στά μας. Ούτε στα­σί­δι, ούτε καρέ­κλα. Αυτά είναι για κάποιον μεγά­λο.

Σημειώ­σα­τε δε ότι, όπως και σήμε­ρα, στην αρχαία Εκκλη­σία, σε κάποια σημεία της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ο λαός εκά­θη­το. Γι΄αυτό έχο­με και τα παραγ­γέλ­μα­τα: «ρθοί. -Τελεία-. Μετα­λα­βόν­τες τν θεί­ων καί χράν­των Μυστη­ρί­ων…». Δηλα­δή, «τώρα σηκω­θεί­τε». Για­τί όσο να κοι­νω­νή­σουν όλοι, οι άλλοι περί­με­ναν. Και βέβαια μπο­ρού­σαν να καθί­σουν. Και έτσι θα περ­νού­σε πολ­λή ώρα. Εκά­θην­το. Γύρι­ζε ο καθέ­νας στη θέση του και εκά­θη­το. Τώρα τελειώ­σαν όλοι. «ρθοί — δηλα­δή, «τώρα όρθιοι»-. Μετα­λα­βόν­τες…». Αλλά το λέμε εμείς: «ρθοί μετα­λα­βόν­τες…». Και αλλά­ζο­με το νόη­μα της φρά­σε­ως. Όρθιοι λοι­πόν. Εκεί­νοι που μετα­λά­βα­νε να σηκω­θούν, διό­τι θα συνε­χί­σο­με ό,τι είχα­με προ­η­γου­μέ­νως κατά τη Θεία Λει­τουρ­γία.

Ώστε λοι­πόν «τά παι­δία προ­σλαμ­βά­νε­σθε α μητέ­ρες». Να τα κρα­τά­τε κον­τά σας τα παι­διά. «Καί μετά τοτο μετα­λαμ­βα­νέ­τω πίσκο­πος, πει­τα ο πρε­σβύ­τε­ροι – εδώ, σει­ρά πώς θα κοι­νω­νή­σει ο λαός, όλοι- καί ο διά­κο­νοι καί ο ποδιά­κο­νοι καί ο ναγνσται, καί ο ψάλ­ται καί ο σκη­ταί, καί ν τας γυναι­ξίν, α διά­κο­νοι καί α παρ­θέ­νοι καί α χραι - μια δια­φο­ρο­ποί­η­ση της τάξε­ως των γυναι­κών-· ετα τά παι­δία- ύστε­ρα τα παι­διά-, καί τότε πς λαός κατά τάξιν μετά αδος καί ελαβεί­ας- να κοι­νω­νή­σουν όλοι με τάξη, με σεβα­σμό, με ντρο­πή, με ευλά­βεια- νευ θορύ­βου». Είδα­τε; Μάλι­στα τέτοιες μέρες, δόξα τω Θεώ, δεν το έχο­με εμείς εδώ, έχε­τε πάρει αρκε­τή αγω­γή από δω, δόξα τω Θεώ, δεί­τε στους ναούς, όχι της Λαρί­σης, κάθε πόλε­ως, μόλις πει το «Μετά φόβου Θεο, πίστε­ως…» τρέ­χουν όλοι- μπου­λού­κι!- μπρο­στά εδώ στον σολέα για να κοι­νω­νή­σουν. Και ο ένας σπρώ­χνε­ται με τον άλλον. Ήμου­να λαϊ­κός, όταν κάπο­τε μία κυρία, όταν έκα­νε ο ιερεύς παρα­τή­ρη­ση να μην είναι μπου­λού­κι, ακού­στε τι λέει μία κυρία σε μίαν άλλη κυρία δίπλα της: «Ο σιχα­μέ­νος ‑ο ιερεύς!-· ο σιχα­μέ­νος με σύγ­χυ­σε!». Επει­δή είπε ο άνθρω­πος να μην είναι μπου­λού­κια. Αλλά να είναι σε μία σει­ρά. Είδα­τε, παρα­κα­λώ; Απο­κα­λεί τον ιερέα, απ’ το χέρι του οποί­ου θα κοι­νω­νή­σει, τον απο­κα­λεί «σιχα­μέ­νον». «Τατα περί τς μυστικς λατρεί­ας- συνε­χί­ζει ο άγιος Κλή­μης- δια­τασ­σό­με­θα μες ο πόστο­λοι».

Όλα τα πιο πάνω εκφρά­ζουν την απο­στο­λι­κή δια­τα­γή, επι­τα­γή που γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος και είναι: «Πάν­τα εσχη­μό­νως καί κατά τάξιν γινέ­σθω». Όλα να γίνον­ται ευσχή­μο­να, όχι άσχη­μα, αλλά ευσχή­μο­να, δηλα­δή να έχουν καλό σχή­μα. Για­τί «άσχη­μο» τι θα πει; Δεν έχει καλό σχή­μα. «Καί κατά τάξιν γινέ­σθω». «Και να γίνον­ται όλα με τάξη». «Ο γάρ στίν κατα­στα­σί­ας Θεός, λλά ερήνης», γρά­φει στην Α΄Κορινθίους ο Από­στο­λος Παύ­λος στο 14ο κεφά­λαιο. Ότι ο Θεός δεν είναι Θεός ακα­τα­στα­σί­ας, αλλά ειρή­νης. Και πρέ­πει να συμ­μορ­φω­θού­με κι εμείς έτσι να κινού­με­θα.

Όμως δεν εξαν­τλεί­ται η καλή μας ανα­στρο­φή εις τον χώρο του ναού με την ευλά­βεια. Χρειά­ζε­ται και η ζων­τα­νή μας συμ­με­το­χή στη Θεία λατρεία. Ο ανελ­λι­πής εκκλη­σια­σμός μας. Αυτή η καη­μέ­νη η γυναι­κού­λα, η καμ­που­ρια­σμέ­νη, αν δεν πήγαι­νε εκεί­νο το Σάβ­βα­το, θα την έκα­νε καλά ο Κύριος; Πήγαι­νε όμως ανελ­λι­πώς κάθε Σάβ­βα­το. Και κάποιο Σάβ­βα­το την ετί­μη­σε ο Κύριος και την έκα­νε καλά. Αυτήν τη συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα. Και πρέ­πει να έχο­με ανελ­λι­πή εκκλη­σια­σμό. Όχι μία Κυρια­κή να πηγαί­νο­με και μία Κυρια­κή να μην πηγαίνομε.Ανήκει δε ως καθή­κον εις τα δικαιώ­μα­τα του Θεού. Και τού­το για­τί ο σκο­πός του εκκλη­σια­σμού είναι η «θερα­πεία το θεί­ου», δηλα­δή όταν λέμε «θερα­πεία» εννο­ού­με λατρεία, δηλα­δή, Θεία Λει­τουρ­γία. Γι΄αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Μή γκα­τα­λι­πόν­τες τήν πισυ­να­γω­γήν αυτν- «πισυ­να­γω­γή» είναι αυτή η συγ­κέν­τρω­σις. Μην αφή­νο­με την συγ­κέν­τρω­ση αυτή- καθώς θος τισίν – «όπως είναι συνή­θεια», λέει, «σε μερι­κούς. Μια να πηγαί­νουν και μια να μην πηγαί­νουν»- λλά παρα­κα­λοντες κα τοσούτ μλλον, σ βλέ­πε­τε γγί­ζου­σαν τν μέραν». Ποια «μέρα»; Το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Πλη­σιά­ζει, Κύριος γγύς. Πότε θα συνέλ­θο­με; Η συγ­κύ­πτου­σα, παρά τη σωμα­τι­κή της ταλαι­πω­ρία, όπως είπα­με, δεν αμε­λού­σε να φοι­τά ανελ­λι­πώς εις την συνα­γω­γήν. Γι’ αυτό και την ετί­μη­σε βέβαια ο Κύριος.

Ακό­μη η παρου­σία μας στη λατρεία να είναι παρου­σία αγα­θής καρ­δί­ας, γεμά­τη από πίστη και αγά­πη προς τον Θεόν και τους γύρω μας εκκλη­σια­ζο­μέ­νους. Να μη λέμε ότι «με ενο­χλεί ο άλλος». Για­τί; «Για­τί έτσι μ’ αρέ­σει εμέ­να. Να λέω ότι μ’ ενο­χλεί ο άλλος». Όχι, αγα­πη­τοί μου! «χον­τες ον δελ­φοί - λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος- ερέα μέγαν πί τόν οκον το Θεο, προ­σερ­χώ­με­θα –ας προ­σερ­χό­με­θα- μετά ληθινς καρ­δί­ας, ν πλη­ρο­φο­ρί πίστε­ως, ρραν­τι­σμνοι τς καρδας π συνειδσεως πονηρς· καί κατα­νομεν λλή­λους ες παρο­ξυ­σμόν γάπης καί καλν ργων». «Παρο­ξυ­σμός;». Λέμε: «Αυτός έχει παρο­ξυ­σμό πυρε­τού». Κάτι πολύ θερ­μό. Εδώ έχο­με τον παρο­ξυ­σμό της αγά­πης. Κάτι πολύ ζεστό. Εκεί, στη θεία λατρεία. Αυτό και το σημαν­τι­κό­τα­το: Προ­σφέ­ρε­ται ο Αμνός του Θεού. Μόνον αυτό, μόνον αυτό, αν κατα­νο­ή­σο­με τι είναι αυτό που κοι­νω­νού­με, τι είναι αυτό που τελε­σιουρ­γεί­ται, θα πρέ­πει να είμε­θα ιστά­με­νοι μετά φόβου και τρό­μου μέσα εις τον ναόν του Θεού.

«Παρα­καλ ον μς –λέει ο Από­στο­λος Παύλος‑, δελ­φοί δια τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τά σώμα­τα μν θυσί­αν ζσαν- τα σώμα­τά σας. Σαν να μπαί­νει το κάθε σώμα επά­νω σε μία εσχά­ρα, προ­κει­μέ­νου να θυσια­σθεί. Τα σώμα­τα-γίαν, εάρε­στον τ Θε, τήν λογι­κήν λατρεί­αν μν». Όταν ταυ­τό­χρο­να κι εγώ ο ίδιος προ­σφέ­ρο­μαι, όπως προ­σφέ­ρε­ται ο Χρι­στός, για τη σωτη­ρί­αν του λαού Του. Δηλα­δή μία συμ­με­το­χή, μία πραγ­μα­τι­κή συμ­με­το­χή. Αν μάθο­με τι σημαί­νει αυτό, ότι έχο­με πραγ­μα­τι­κά το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Όχι εικο­νι­κά, όχι μετα­φο­ρι­κά, όχι συμ­βο­λι­κά, αλλά πραγ­μα­τι­κά, τότε όντως συγ­κλο­νι­ζό­μα­στε.

Να ευχα­ρι­στού­με πάν­τα τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν, πάν­το­τε, όταν κατα­νο­ού­με όλα αυτά τα πράγ­μα­τα. Να ευχα­ρι­στού­με όταν κοι­νω­νού­με, προ­σέξ­τε, και την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον, η οποία έδω­σε το σώμα της στον Υιόν της, το οποίο σώμα κοι­νω­νού­με εμείς. Η Πανα­γία Του το έδω­σε, Του το εδά­νει­σε. Ας μην εξη­γή­σω πιο πολύ, για­τί το εδά­νει­σε. Θα αργή­σο­με πολύ. Και πρέ­πει λοι­πόν να ευχα­ρι­στή­σο­με και την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Γι΄αυτό και το μυστή­ριον της Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, λέγε­ται: «το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας».

Αγα­πη­τοί, η συνα­γω­γή που ο Κύριος βρέ­θη­κε, υπέ­στη μία βαθιά τομή. Εκεί­νοι που δέχτη­καν την ευερ­γε­σία και χάρη­καν με την παρου­σία του Κυρί­ου και εκεί­νοι που φθό­νη­σαν και αντι­στά­θη­καν στην παρου­σία του Κυρί­ου. Έτσι πάν­τα γίνε­ται. Δυστυ­χώς, έτσι πάν­τα γίνε­ται. Η παρου­σία του Κυρί­ου δημιουρ­γεί δύο στρα­τό­πε­δα. Των δικών Του ανθρώ­πων και των εχθρών Του. Και πολ­λές φορές συνυ­πάρ­χουν στον ίδιο χώρο της λατρεί­ας, μέσα στον ναό. Γι΄αυτό « και­ρός -λέει ο Από­στο­λος Πέτρος στην Α΄του επι­στο­λή- το ρξα­σθαι τό κρί­μα πό το οκου το Θεο· ε δέ πρτον φ’ μν- εάν από μας αρχί­ζει-, τί τό τέλος τν πει­θούν­των τ το Θεο εαγγε­λί; -Τι θα γίνουν εκεί­νοι οι οποί­οι απει­θούν στο Ευαγ­γέ­λιο του Θεού; Αν αρχί­ζει το κρί­μα, η κατα­δί­κη, από μας;».

Έτσι, ας μάθο­με, επα­να­λαμ­βά­νω, όπως γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «πς δε ν οκ Θεο ναστρέ­φε­σθαι». Να μάθο­με. Είδα­τε; Να μάθο­με. Πώς πρέ­πει να συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­θα μέσα εις τους χώρους της λατρεί­ας του Θεού. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_695.mp3

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
 ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑΣ

«Κα δο γυν ν πνεμα χου­σα σθε­νεί­ας τη δέκα κα κτώ κα ν συγ­κύ­πτου­σα κα μ δυνα­μέ­νη νακψαι ες τ παν­τε­λές(:Εκεί βρι­σκό­ταν και μία γυναί­κα που υπέ­φε­ρε δεκα­ο­κτώ χρό­νια από μια ασθέ­νεια εξαι­τί­ας κάποιου πονη­ρού πνεύ­μα­τος. Και γι’ αυτό ήταν σκυμ­μέ­νη διαρ­κώς με κυρ­τω­μέ­νο το σώμα της και δεν μπο­ρού­σε καθό­λου να σηκώ­σει όρθιο το κεφά­λι της)»[Λουκ.13,11].

Υπήρ­χε στη Συνα­γω­γή μία γυναί­κα που εξαι­τί­ας της ασθέ­νειάς της επί δέκα οκτώ χρό­νια ήταν διαρ­κώς σκυμ­μέ­νη προς το έδα­φος. Και αυτό ωφε­λεί όχι και λίγο εκεί­νους που σκέ­πτον­ται σωστά· για­τί πρέ­πει εμείς να συλ­λέ­γου­με από παν­τού αυτό που είναι χρή­σι­μο. Μπο­ρού­με λοι­πόν και από αυτό να δού­με και ότι ο Σατα­νάς δέχε­ται πολ­λές φορές την εξου­σία ενάν­τια σε κάποιους, οι οποί­οι προ­φα­νώς αμαρ­τά­νουν και αντί των αγώ­νων της ευσέ­βειας προ­τι­μούν τη ραθυ­μία, τους οποί­ους όταν τους κυριεύ­σει, τους προ­κα­λεί πολ­λές φορές τέτοιες σωμα­τι­κές ασθέ­νειες, επει­δή είναι τιμω­ρός και πολύ σκλη­ρός. Και του επι­τρέ­πει αυτό κατά πολύ μεγά­λη οικο­νο­μία ο παν­τε­πό­πτης Θεός, με σκο­πό, κατα­πο­νη­μέ­νοι από το βάρος της δυστυ­χί­ας τους, να προ­τι­μή­σουν να μετα­πη­δή­σουν προς τα καλύ­τε­ρα.

Και πράγ­μα­τι ο σοφό­τα­τος Παύ­λος κάποιον στην Κόριν­θο, που είχε κατη­γο­ρη­θεί για πορ­νεία, τον παρέ­δω­σε στον Σατα­νά προς κατα­στρο­φή της σάρ­κας του, ώστε να σωθεί το πνεύ­μα του. Και η συγ­κύ­πτου­σα λοι­πόν γυναί­κα λέγε­ται ότι το έπα­θε αυτό από δια­βο­λι­κή αγριό­τη­τα. Δηλα­δή, όπως είπα, περι­φρο­νη­μέ­νη από τον Θεό εξαι­τί­ας των αμαρ­τη­μά­των της, δηλα­δή γενι­κά και απο­κλει­στι­κά για τον λόγο αυτό, για­τί αίτιος των ασθε­νειών στα ανθρώ­πι­να σώμα­τα έγι­νε ο πανούρ­γος Σατα­νάς, αφού και μέσω αυτού λέμε ότι επι­τε­λέ­στη­κε η παρά­βα­ση του Αδάμ, με την οποία τα ανθρώ­πι­να σώμα­τα οδη­γή­θη­καν στην ασθέ­νεια και στον θάνα­το.

Ωστό­σο, ενώ οι άνθρω­ποι βρί­σκον­ταν σ’ αυτά, δεν μας περι­φρό­νη­σε ο Θεός, όντας από τη φύση Του αγα­θός, και ενώ οι ασθε­νείς ήταν τιμω­ρη­μέ­νοι με μακρά και ανυ­πό­φο­ρη ασθέ­νεια, τους απάλ­λα­ξε από τα δεσμά, καθι­στών­τας κατά άρι­στο τρό­πο απαλ­λα­κτι­κή των ανθρω­πί­νων παθών την παρου­σία και ανά­δει­ξή Του σε αυτόν τον κόσμο· για­τί ήρθε για να ανα­μορ­φώ­σει τη ζωή μας όπως ήταν στην αρχή. Για­τί σύμ­φω­να με αυτό που έχει γρα­φεί: « Θες θάνα­τον οκ ποί­η­σεν, οδ τέρ­πε­ται π᾿ πωλεί ζών­των. κτι­σε γρ ες τ εναι τ πάν­τα, κα σωτή­ριοι α γενέ­σεις το κόσμου, κα οκ στιν ν ατας φάρ­μα­κον λέθρου οτε δου βασί­λειον π γς(:Ο Θεός δεν δημιούρ­γη­σε τον θάνα­το, ούτε ευχα­ρι­στεί­ται με την απώ­λεια των ζων­τα­νών. Για­τί δημιούρ­γη­σε τα πάν­τα για να υπάρ­χουν, και τα δημιουρ­γή­μα­τα του κόσμου έγι­ναν για να δια­τη­ρούν­ται σώα, και δεν υπάρ­χει σε αυτά φάρ­μα­κο κατα­στρο­φής)» [Σοφία Σολο­μών­τος 1,13–14] και «φθόν δέ δια­βό­λου θάνα­τος εσλθεν ες τόν κόσμον(:αλλά από τον φθό­νο του δια­βό­λου μπή­κε στον κόσμο ο θάνα­τος)» [:Σοφία Σολο­μών­τος 2,24].

Για την ανα­τρο­πή του θανά­του και της φθο­ράς και του φθό­νου που εκδη­λώ­θη­κε εναν­τί­ον μας από τον πονη­ρό και αρχέ­κα­κο δρά­κον­τα έγι­νε η ενσάρ­κω­ση του Λόγου, δηλα­δή η εναν­θρώ­πη­ση. Κι αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται ολο­κά­θα­ρα από τα ίδια τα πράγ­μα­τα. Ελευ­θέ­ρω­νε λοι­πόν τη θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ από την τόσο μακρο­χρό­νια ασθέ­νεια, προ­σφω­νών­τας και λέγον­τας: «Γύναι, πολέ­λυ­σαι τς σθε­νεί­ας σου(:Γυναί­κα, είσαι λυμέ­νη και ελευ­θε­ρω­μέ­νη από την ασθέ­νειά σου)»[Λουκ.13,12]. Η φωνή ήταν πολύ θεο­πρε­πε­στά­τη, γεμά­τη από την ανώ­τα­τη εξου­σία! Για­τί με νεύ­μα βασι­λι­κό διώ­χνει την ασθέ­νεια. Έθε­σε επί­σης και τα χέρια Του επά­νω σ’ αυτήν. «Κα παρα­χρμα(:Και την ίδια στιγ­μή εκεί­νη)», λέγει, « νωρ­θώ­θη κα δόξα­ζε τν Θεόν(:επα­νέ­κτη­σε την όρθια στά­ση του σώμα­τός της και δόξα­ζε τον Θεό για τη θερα­πεία της)». Μπο­ρού­με λοι­πόν από αυτό να δού­με, ότι η αγία σάρ­κα φορού­σε τη δύνα­μη και ενέρ­γεια του Θεού· για­τί ήταν δική Του, και όχι κανε­νός άλλου, που υπήρ­χε χωρι­στά και ιδιαί­τε­ρα, όπως νομί­ζουν κάποιοι με τρό­πο ανο­σιό­τα­το.

«ποκρι­θες δ ρχι­συ­νά­γω­γος, γανακτν τι τ σαβ­βάτ θερά­πευ­σεν ησος, λεγε τ χλ· ξ μέραι εσν ν ας δε ργά­ζε­σθαι· ν ταύ­ταις ον ρχό­με­νοι θερα­πεύ­ε­σθε, κα μ τ μέρ το σαβ­βά­του(:Τότε ο αρχι­συ­νά­γω­γος, γεμά­τος αγα­νά­κτη­ση που ο Ιησούς έκα­νε τη θερα­πεία αυτή μέρα Σάβ­βα­το, στρά­φη­κε στο πλή­θος του λαού κι έλε­γε: “Έξι ημέ­ρες έχου­με στη διά­θε­σή μας να εργα­ζό­μα­στε, και μόνο μέσα σε αυτές δικαιού­μα­στε και πρέ­πει να το κάνου­με αυτό. Τις εργά­σι­μες αυτές ημέ­ρες λοι­πόν να έρχε­στε και να θερα­πεύ­ε­στε, και όχι την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του”)»[Λου­κά 13,14].

Κι όμως, πώς δεν έπρε­πε ο αρχι­συ­νά­γω­γος μάλ­λον να θαυ­μά­σει τον Χρι­στό που ελευ­θέ­ρω­σε τη θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ από τα δεσμά; Την είδες να είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από την πάθη­σή της με τρό­πο θαυ­μα­τουρ­γι­κό. Δεν είδες τον ιατρό να προ­σεύ­χε­ται, ο οποί­ος δεν έλα­βε ως αίτη­μα από άλλον τη θερα­πεία της ασθε­νούς, αλλά αυτό που έκα­νε ήταν έργο της δικής Του εξου­σί­ας. Αφού είσαι αρχι­συ­νά­γω­γος, γνω­ρί­ζεις οπωσ­δή­πο­τε τα γραμ­μέ­να από τον Μωυ­σή. Τον είδες αυτόν να προ­σεύ­χε­ται σε πολ­λές περι­πτώ­σεις και να μην έχει κάνει τίπο­τε απο­λύ­τως με τη δική του δύνα­μη. Και πράγ­μα­τι όταν η Μαριάμ προ­σβλή­θη­κε από λέπρα απλώς και μόνο επει­δή είπε κάτι εναν­τί­ον αυτού ως κατη­γο­ρία ‑και αυτό είναι αλή­θεια· για­τί λέγει, είχε νυμ­φευ­τεί γυναί­κα Αιθιόπισσα‑, δεν παρου­σιά­στη­κε ανώ­τε­ρος από το κακό, αλλά ικε­τεύ­ει γονα­τι­στός τον Θεό, λέγον­τας· «Θεέ μου, σε παρα­κα­λώ, θερά­πευ­σέ την».

Και όμως χωρίς να ικε­τεύ­ει συγ­χω­ρή­θη­κε η ποι­νή της αμαρ­τί­ας της. Αλλά και καθέ­νας από τους άγιους προ­φή­τες, ενώ κάπου έκα­νε κάτι γενι­κά, εμφα­νί­ζε­ται να το έκα­νε αυτό με τη δύνα­μη του Θεού. Εδώ όμως σε παρα­κα­λώ πρό­σε­χε, ότι ο Σωτή­ρας των όλων Χρι­στός δεν ανα­πέμ­πει προ­σευ­χή, αλλά ανα­θέ­τει στη δική του Δύνα­μη την επι­τέ­λε­ση του θαύ­μα­τος, θερα­πεύ­ον­τας με τη φωνή Του και με το άγγιγ­μα του χεριού Του. Για­τί, όντας Κύριος και Θεός, παρου­σί­α­ζε την σάρ­κα Του ισο­δύ­να­μη προς τον εαυ­τό Του, στο να μπο­ρεί, εννοώ, να απαλ­λάσ­σει από τα νοσή­μα­τα. Έπρε­πε λοι­πόν από αυτό να αντι­λη­φθεί τη δύνα­μη του σχε­τι­κού με Αυτόν μυστη­ρί­ου.

Εάν λοι­πόν ήταν κάποιος αρχι­συ­νά­γω­γος εύστρο­φος, θα μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει ποιος και πόσο μεγά­λος είναι ο Σωτή­ρας από την τόσο παρά­δο­ξη θεο­ση­μία και να μη λέγει αυτά στα πλή­θη, ούτε να κατη­γο­ρεί τους θερα­πευ­μέ­νους ότι κατα­λύ­ουν τον νόμο, ως προς την παρά­δο­ση της αργί­ας του Σαβ­βά­του. Εργα­σία δηλα­δή γενι­κά απο­τε­λεί η θερα­πεία· και αδι­κεί­ται ο νόμος επει­δή ο Θεός δεί­χνει το έλε­ός Του κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του; Σε ποιον έχει προ­στά­ξει να είναι σε αργία το Σάβ­βα­το; Στον εαυ­τό του μάλ­λον ή σε εσέ­να; Εάν βέβαια στον εαυ­τό Του , τότε να μην πέφτουν βροχές,να στα­μα­τή­σουν οι πηγές των υδά­των και οι διαρ­κείς ροές των ποτα­μών και οι ανάγ­κες των ανέ­μων. Εάν όμως εσέ­να έχει προ­στά­ξει να είσαι σε αργία, να μην κατη­γο­ρείς τον Θεό για το ότι και το Σάβ­βα­το παρέ­χει με εξου­σία σε κάποιους το έλε­ός Του. Και για­τί γενι­κά διέ­τα­ξε να αργείς το Σάβ­βα­το; Για να ανα­παύ­ε­ται, λέγει, ο υπη­ρέ­της σου και το βόδι σου και το υπο­ζύ­γιό σου και κάθε κτή­νος σου. Όταν λοι­πόν ανα­παύ­σεις κάποιους, απαλ­λάσ­σον­τάς τους από τις ασθέ­νειες, και έπει­τα το εμπο­δί­ζεις αυτό, κατήρ­γη­σες ολο­κά­θα­ρα τον νόμο του Σαβ­βά­του, μην αφή­νον­τας να ανα­παυ­θούν αυτούς που βρί­σκον­ται σε πόνους και αρρώ­στιες, αυτούς δηλα­δή τους οποί­ους έδε­σε ο Σατα­νάς.

Αλλά ο αρχι­συ­νά­γω­γος της αχά­ρι­στης Συνα­γω­γής, όταν είδε τη γυναί­κα που είχε παρά­λυ­τα τα μέλη της και δεν μπο­ρού­σε να στα­θεί όρθια, αλλά ήταν σκυμ­μέ­νη προς τη γη και την κοι­λιά της, να ελε­εί­ται από τον Χρι­στό και να ανορ­θώ­νε­ται τελεί­ως μόνο με το άγγιγ­μα του χεριού Του και να βαδί­ζει όρθια όπως οι συνη­θί­ζουν οι άνθρω­ποι, και να δοξά­ζει γι΄ αυτό τον Θεό, δυσα­να­σχέ­τη­σε για τη θερα­πεία της και κατα­φλε­γό­με­νος για τη δόξα του Κυρί­ου, κυριεύ­ε­ται από τον φθό­νο και κατη­γο­ρεί το θαύ­μα και αφού άφη­σε τον Κύριο ο οποί­ος τον ήλεγ­ξε για την υπο­κρι­σία του, επι­πλήτ­τει το πλή­θος, ώστε να φανεί ότι αγα­να­κτεί επει­δή ήταν ημέ­ρα Σαβ­βά­του, για να πεί­σει εκεί­νους που είναι δια­σκορ­πι­σμέ­νοι τις άλλες ημέ­ρες και απέ­χουν από τις εργα­σί­ες, να μην βλέ­πουν και να μη θαυ­μά­ζουν ούτε το Σάβ­βα­το τα μεγα­λειώ­δη θαύ­μα­τα του Κυρί­ου, μήπως και πιστέ­ψουν κάπο­τε. Αλλά πες μας, δού­λε του φθό­νου, ποιο έργο σου απα­γό­ρευ­σε ο νόμος , ο οποί­ος σου λέγει: «Να απέ­χεις από κάθε έργο χει­ρω­να­κτι­κό την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του»; Άρα­γε από το έργο μέσω του στό­μα­τος και του λόγου; Πάψε λοι­πόν να τρως και να πίνεις και να μιλάς και να ψάλ­λεις το Σάβ­βα­το. Και εάν δεν τα κάνεις αυτά, ούτε δια­βά­ζεις τον νόμο, τότε σε τι σου χρειά­ζε­ται το Σάβ­βα­το;

Αλλά ο μωσαϊ­κός νόμος απα­γο­ρεύ­ει την εργα­σία που γίνε­ται με τα χέρια. Και ποιο έργο χεριών είναι το να ανορ­θώ­σει θερα­πεύ­ον­τας μια γυναί­κα με τη φωνή Του και μόνο; Εάν όμως επει­δή η γυναί­κα θερα­πεύ­θη­κε πραγ­μα­τι­κά, αυτό το ονο­μά­ζεις έργο, τότε έργο κάνεις και συ, κατη­γο­ρών­τας τη θερα­πεία. Αλλά της λέγει: «Απαλ­λάσ­σε­σαι από την ασθέ­νεια», και θερα­πεύ­τη­κε. Τι λοι­πόν; Και συ δεν λύνεις το Σάβ­βα­το την ζώνη σου, δεν λύνεις το υπό­δη­μα των ποδιών σου, δεν στρώ­νεις το στρώ­μα σου, δεν ξεπλέ­νεις το χέρι σου που είναι λερω­μέ­νο από τα φαγη­τά; Πώς λοι­πόν αγα­να­κτείς για μία μόνο λέξη, το «Απο­λύ­ε­σαι»; Και ποια εργα­σία έκα­νε η γυναί­κα μετά τον λόγο; Άρα­γε έκα­νε έργο χαλ­κευ­τι­κής ή ξυλουρ­γι­κής ή οικο­δο­μι­κής; Άρα­γε την ημέ­ρα αυτή έκα­νε έργο υφαν­τι­κής ή υφαν­τουρ­γί­ας; «Αλλά όμως ανορ­θώ­θη­κε», λέγει· «για­τί γενι­κά η θερα­πεία είναι έργο».

Αλλ’ όμως δεν αγα­να­κτείς πραγ­μα­τι­κά για το Σάβ­βα­το, αλλά βλέ­πον­τας τον Χρι­στό να τιμά­ται και να προ­σκυ­νεί­ται ως Θεός, οργί­ζε­σαι και πνί­γε­σαι από τον θυμό και λιώ­νεις από τον φθό­νο· και άλλα βέβαια έχεις μέσα στην καρ­διά σου, σε άλλον όμως επι­τί­θε­σαι και προ­βάλ­λεις προ­φά­σεις. Γι’ αυτό και ελέγ­χε­σαι από τον Κύριο, ο οποί­ος γνω­ρί­ζει τους άδι­κους δια­λο­γι­σμούς σου, και δέχε­σαι τον χαρα­κτη­ρι­σμό που σου ται­ριά­ζει, ακού­ον­τας να σου λέγει ότι είσαι υπο­κρι­τής και αλα­ζό­νας και ύπου­λος.

«πεκρί­θη ον ατ Κύριος κα επεν· ποκρι­τά, καστος μν τ σαβ­βάτ ο λύει τν βον ατο τν νον π τς φάτ­νης κα παγαγν ποτί­ζει; ταύ­την δέ, θυγα­τέ­ρα βραμ οσαν, ν δησεν σατανς δο δέκα κα κτ τη, οκ δει λυθναι π το δεσμο τού­του τ μέρ το σαβ­βά­του;(:Τότε λοι­πόν ο Κύριος του απάν­τη­σε: “Υπο­κρι­τή, κάτω από το πρό­σχη­μα του σεβα­σμού της αργί­ας του Σαβ­βά­του κρύ­βεις φθό­νο και μοχθη­ρία. Ο καθέ­νας σας την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊ­δού­ρι από το παχνί και δεν το πηγαί­νει να το ποτί­σει; Και το κάνει αυτό χωρίς να θεω­ρεί­ται παρα­βά­της της εντο­λής της αργί­ας του Σαβ­βά­του, σύμ­φω­να με την ερμη­νεία της εντο­λής αυτή που είναι ανα­γνω­ρι­σμέ­νη από την παρά­δο­ση.Αυτή όμως, που είναι κόρη και από­γο­νος του Αβρα­άμ και την έδε­σε ο σατα­νάς με τέτοια αρρώ­στια, ώστε να μην μπο­ρεί να σηκω­θεί όρθια δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, δεν ήταν σωστό και επι­βε­βλη­μέ­νο να λυθεί απ’ τα μακρο­χρό­νια αυτά και οδυ­νη­ρά δεσμά της την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του;)»[Λουκ.13,15].

Συ λοι­πόν, λέγει, απο­ρείς γι’ αυτόν που θερά­πευ­σε τη θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ, αλλά ξεκου­ρά­ζεις το βόδι και τον όνο, απαλ­λάσ­σον­τάς τα από τον κόπο και οδη­γών­τας τα στο νερό, βλέ­πον­τας όμως να σώζε­ται με τρό­πο θαυ­μα­τουρ­γι­κό ένας άνθρω­πος άρρω­στος και να τον ευσπλαγ­χνί­ζε­ται ο Θεός, κατη­γο­ρείς και τους δύο ότι παρα­νό­μη­σαν, τον ένα επει­δή θερά­πευ­σε, και τον άλλο επει­δή απαλ­λά­χθη­κε από την ασθέ­νειά του;- Πρό­σε­χε, σε παρα­κα­λώ, τον αρχι­συ­νά­γω­γο, πόσο πιο άτι­μος από το κτή­νος είναι ο άνθρω­πος, τη στιγ­μή που φρον­τί­ζει βέβαια το βόδι και τον όνο το Σάβ­βα­το, ενώ για την συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα, φθο­νών­τας τον Χρι­στό, δεν ήθε­λε να απαλ­λα­γεί από την ασθέ­νειά της, ούτε να λάβει την κανο­νι­κή ίσια μορ­φή το σώμα της.

Όμως ο φθο­νε­ρός άρχον­τας της Συνα­γω­γής ήθε­λε η γυναί­κα που ανορ­θώ­θη­κε να είναι σκυμ­μέ­νη όπως τα τετρά­πο­δα, παρά να πάρει το γνω­στό στους ανθρώ­πους σχή­μα, αρκεί μόνο να μη δοξά­ζε­ται ο Χρι­στός, ούτε να κηρύσ­σε­ται από τα ίδια τα πράγ­μα­τα ότι είναι Θεός. Επι­τι­μά­ται λοι­πόν ο αρχι­συ­νά­γω­γος επει­δή είναι υπο­κρι­τής, εφό­σον τα άλο­γα ζώα τα οδη­γεί το Σάβ­βα­το στο νερό, ενώ τη γυναί­κα, που είναι όχι μάλ­λον εξαι­τί­ας του γένους της, όσο εξαι­τί­ας της πίστε­ώς της, θυγα­τέ­ρα του Αβρα­άμ, δεν την θεω­ρεί άξια να ελευ­θε­ρω­θεί από τα δεσμά της ασθέ­νειάς της, αλλά χαρα­κτη­ρί­ζει την απαλ­λα­γή της από την αρρώ­στια παρά­βα­ση της αργί­ας του Σαβ­βά­του.

« Kα τατα λέγον­τος ατο κατσχύ­νον­το πάν­τες ο ντι­κεί­με­νοι ατ, κα πς χλος χαι­ρεν π πσι τος νδό­ξοις τος γινο­μέ­νοις π᾿ ατο(:Κι ενώ τα έλε­γε αυτά ο Ιησούς, ντρο­πιά­ζον­ταν όλοι οι αντί­θε­τοί του. Κι όλος ο λαός χαι­ρό­ταν για όλα τα λαμ­πρά και θαυ­μα­στά έργα που διαρ­κώς έκα­νε ο Ιησούς)»[Λουκ.13,17].

Καταν­τρο­πιά­ζον­ταν βέβαια εκεί­νοι που εκστό­μι­ζαν διε­στραμ­μέ­νες κρί­σεις, εκεί­νοι που σκόν­τα­φταν στον ακρο­γω­νιαίο λίθο, και συν­τρί­βον­ταν γι’ αυτό, εκεί­νοι που ήταν αντί­θε­τοι με τον ιατρό, εκεί­νοι που αντι­δρού­σαν στον σοφό κερα­μο­ποιό που έκα­νε την επα­νόρ­θω­ση των παρα­μορ­φω­μέ­νων σκευών και δεν τους υπο­λει­πό­ταν καμιά απάν­τη­ση, αλλά ήταν οι ίδιοι αναν­τίρ­ρη­τος έλεγ­χος του εαυ­τού τους, για­τί απο­στο­μώ­νον­ταν και απο­ρού­σαν τι άρα­γε να πουν. Έτσι έρα­ψε το θρα­σύ στό­μα τους ο Κύριος! Ενώ τα πλή­θη, που ωφε­λούν­ταν από τα θαύ­μα­τα, χαί­ρον­ταν· για­τί τα γεμά­τα δόξα και λαμ­πρό­τη­τα έργα στα­μα­τού­σαν κάθε συζή­τη­ση και αμφι­βο­λία εκεί­νων που δεν τα επι­ζη­τούν με τρό­πο κακο­ή­θη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Ο Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός ἐπι­σκέ­φτη­κε τη γῆ δυνα­μι­κά αλλά ταπει­νά, γιά νά διδά­ξει τούς ἀνθρώ­πους ν ̓ ἀγα­ποῦν τό Θεό καί τόν ἄνθρω­πο. Οἱ ἄνθρω­ποι από μόνοι τους εἶναι ἀδύ­να­μοι. Ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ τους κάνει δυνα­τούς. Από μόνοι τους οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι ὑπε­ρή­φα­νοι. Ἡ ἀγά­πη γιά τόν ἄνθρω­πο τούς κάνει ταπει­νούς. Ἡ ἀγά­πη γιά τόν ἄνθρω­πο προ­έρ­χε­ται ἀπό τήν ἀγά­πη γιά τό Θεό. Ἡ ταπεί­νω­ση προ­έρ­χε­ται ἀπό μιά αἴσθη­ση θεϊ­κής δύνα­μης. Ἡ ἀγά­πη γιά τόν ἄνθρω­πο χωρίς αγά­πη γιά τό Θεό είναι ψεύ­τι­κη. Κάθε ἄλλη δύνα­μη ἐκτός ἀπό ἐκεί­νη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑπε­ρή­φα­νη και ψεύ­τι­κη. Οἱ ἄνθρω­ποι ὅμως ἔχουν βρεῖ κι ἕναν τρί­το δρό­μο, πού δέν εἶναι οὔτε ἀγά­πη γιά τό Θεό οὔτε ἀγά­πη γιά τόν ἄνθρω­πο. Εἶναι ἡ ἀγά­πη γιά τόν ἑαυ­τό τους, ἡ φιλαυ­τία. Ἡ φιλαυ­τία εἶναι φράγ­μα πού τούς χωρί­ζει από Θεό κι ἀπ’ ἀνθρώ­πους και τούς ἀφή­νει ἐντε­λῶς ἀπο­μο­νω­μέ­νους.

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἀγα­πᾶ μόνο τόν ἑαυ­τό του, δέν ἀγα­πᾶ οὔτε τό Θεό οὔτε το συνάν­θρω­πό του. Δέν ἀγα­πᾶ οὔτε τόν ἄνθρω­πο που κρύ­βει μέσα του. Ἀγα­πᾶ μόνο τις σκέ­ψεις γιά τόν ἑαυ­τό του, τη φαν­τα­σί­ω­ση τοῦ ἑαυ­τοῦ του. Αν επρό­κει­το ν’ ἀγα­πή­σει τόν μέσα ἄνθρω­πο, θ ̓ ἀγα­ποῦ­σε ταυ­τό­χρο­να καί τήν εἰκό­να τοῦ Θεοῦ πού φέρει μέσα του καί σύν­το­μα θα κατέ­λη­γε ν’ ἀγα­πᾶ τό Θεό καί τόν ἄνθρω­πο, για­τί τότε θ ̓ ἀνα­ζη­τοῦ­σε τό Θεό καί τόν ἄνθρω­πο στούς ἄλλους ἀνθρώ­πους, ὡς ἀντι­κεί­με­να τῆς ἀγά­πης του.

Ἡ φιλαυ­τία δέν εἶναι ἀγά­πη. Εἶναι ἀπόρ­ρι­ψη τοῦ Θεοῦ καί περι­φρό­νη­ση τοῦ ἀνθρώ­που, εἴτε φανε­ρή εἶναι εἴτε κρυμ­μέ­νη. Ἡ φιλαυ­τία δέν εἶναι ἀγά­πη, εἶναι ἀρρώ­στια. Εἶναι μιά σοβα­ρή αρρώ­στια πού ἀνα­πό­φευ­κτα συμ­πα­ρα­σύ­ρει μαζί της κι ἄλλες ἀρρώ­στιες. Ὅπως ἡ εὐλο­γιά προ­κα­λεί με σιγου­ριά πυρε­τό σ’ ολό­κλη­ρο τό σῶμα, ἔτσι κι ἡ φιλαυ­τία παρά­γει τη φωτιά τοῦ φθό­νου καί τῆς ὀργῆς σ’ ὁλό­κλη­ρο τόν ἄνθρω­πο. Ὁ φίλαυ­τος ἄνθρω­πος εἶναι γεμά­τος φθό­νο γιά ἐκεί­νους πού εἶναι καλ­λί­τε­ροι ἤ πιό πλού­σιοι ἀπ’ αὐτόν, πιό μορ­φω­μέ­νοι ἤ πιό σεβα­στοί στούς ἀνθρώ­πους. Τό φθό­νο ἀκο­λου­θεῖ πάν­τα ἡ ὀργή κι ὁ θυμός, ὅπως ἀπό τή φωτιά βγαί­νει ὁ καπνός. Ἡ κρυμ­μέ­νη ὀργή πού ξεπρο­βάλ­λει ποῦ καί τοῦ, φανε­ρώ­νει ὅλη τήν ἀσχή­μια τῆς ἄρρω­στης καρ­διᾶς πού ἔχει προ­σβλη­θεῖ ἀπό τό δηλη­τή­ριο τῆς φιλαυ­τί­ας.

Ἡ σημε­ρι­νή εὐαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή μᾶς παρου­σιά­ζει καθα­ρά από τη μεριά τήν εἰκό­να τῆς μεγά­λης ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ γιά τόν ἄνθρω­πο κι ἀπό τήν ἄλλη τή φιλαυ­τία τῶν Φαρι­σαί­ων, μαζί μέ τό φθό­νο καί τήν ὀργή τους. «Ην δέ (Ἰησοῦς) διδά­σκων ἐν μιᾷ τῶν συνα­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι· καί ἰδού γυνή ἦν ἔχου­σα πνεῦ­μα ἀσθε­νεί­ας ἔτη δέκα καί ὀκτώ, καί ἦν συγ­κύ­πτου­σα καί μή δυνα­μέ­νη ἀνα­κῦ­ψαι εἰς τό παν­τε­λές» (Λουκ. ιγ’ 10,11).

Το Σάβ­βα­το ἦταν ἡμέ­ρα κοι­νῆς προ­σευ­χῆς γιά τούς Ἰου­δαί­ους, ὅπως ἡ Κυρια­κή εἶναι γιά μᾶς τούς χρι­στια­νούς. Ἄν καί ὁ Κύριος συχνά πήγαι­νε στήν ἔρη­μο γιά ἡσυ­χία καί μόνω­ση καί περ­νοῦ­σε νύχτες ὁλό­κλη­ρες στην προ­σευ­χή, δέν ἀπέ­φευ­γε την κοι­νή προ­σευ­χή μέ τούς ἄλλους στη συνα­γω­γή. «Καί εἰσῆλ­θε κατά τό ειω­θός αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ τῶν σαβ­βά­των εἰς τήν συνα­γω­γήν», γρά­φει σ’ ἄλλο σημεῖο ὁ εὐαγ­γε­λι­στής (Λουκ. δ’ 16). Συνή­θι­ζε να πηγαί­νει στη συνα­γω­γή γιά τήν κοι­νή προ­σευ­χή. Δέν τοῦ ἦταν ἀπα­ραί­τη­το αὐτό, ἀλλά τό ἔκα­νε ἀπό ταπεί­νω­ση, ἀλλά καί ὡς παρά­δειγ­μα γιά μᾶς.

Ἀκοῦ­με σήμε­ρα διά­φο­ρες ὑπε­ρή­φα­νες φωνές: «Προ­σεύ­χο­μαι στο σπί­τι, δέν ἔχω ἀνάγ­κη νά πάω στήν ἐκκλη­σία γιά νά προ­σευ­χη­θῶ». Ἔτσι μιλά­ει ἡ ἀνο­η­σία κι ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια. Το παρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μᾶς διδά­σκει με σαφή­νεια πώς πρέ­πει να κάνου­με καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί μόνοι μας να προ­σευ­χό­μα­στε μυστι­κά και στήν ἐκκλη­σία μαζί μέ τούς ἀδελ­φούς μας.

Ὁ Κύριος δέν πήγαι­νε μόνο γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ στη συνα­γω­γή. Συχνά ερμή­νευε τις Γρα­φές ἐκεῖ καί δίδα­σκε τούς ἀνθρώ­πους, λέγον­τας λόγια θεϊ­κά, πού δέν ἔχουν κατα­γρα­φεί στα εὐαγ­γέ­λια. «Καί πάντες…ἐθαύμαζον ἐπί τοῖς λόγοις τῆς χάρι­τος τοῖς ἐκπο­ρευο­μέ­νοις ἐκ τοῦ στό­μα­τος αὐτοῦ» (Λουκ. δ’ 22). Υπάρ­χουν πάρα πολ­λοί τέτοιοι λόγοι πού δέν ἔφτα­σαν ὡς ἐμᾶς, ἔχου­με ὅμως ἀρκε­τούς γιά νά μᾶς γεμί­σουν με σοφία καί νά μᾶς σώσουν.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς πήγαι­νε ἐπί­σης στη συνα­γω­γή γιά νά βρεῖ τήν κατάλ­λη­λη στιγ­μή νά ὑπη­ρε­τή­σει τούς ἀνθρώ­πους μέ τά θαυ­μα­στά ἔργα του, πού μαρ­τυ­ροῦ­σαν τή σωτη­ρία που προ­σφέ­ρει καί τή θεό­τη­τά Του. Ένα τέτοιο θαυ­μα­στό ἔργο ἔκα­νε μέ τήν εὐκαι­ρία που περι­γρά­φε­ται στο σημε­ρι­νό εὐαγ­γέ­λιο.

Μιά συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα ἦρθε στη συνα­γω­γή. Τήν εἶχε δέσει ὁ σατα­νάς κι εἶχε μεί­νει στην κατά­στα­ση αὐτή ὄχι μιά βδο­μά­δα, ἕνα μήνα ἤ ἕνα χρό­νο, ἀλλά δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια καί δέν ἦταν δυνα­μέ­νη ἀνα­κύ­ψαι εἰς τό παν­τε­λές. Μέ τό κεφά­λι σκυμ­μέ­νο ὥς τα γόνα­τά της ή ταλαί­πω­ρη γυναί­κα δέν μπο­ροῦ­σε νά δεῖ οὔτε τόν ἔνα­στρο οὐρα­νό, μά οὔτε καί τά πρό­σω­πα τῶν ἀνθρώ­πων γύρω της.

Τό πονη­ρό πνεῦ­μα προ­σπα­θοῦ­σε νά πλα­νή­σει τούς ἀπο­γό­νους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Τούς ἔδι­νε ψεύ­τι­κες ὑπο­σχέ­σεις πώς, ἄν τόν ὑπά­κουαν, θά γίνον­ταν ἰσό­θε­οι. Αντί νά γίνουν θεοί ὅμως, οἱ προ­πά­το­ρες τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους βρέ­θη­καν ξαφ­νι­κά να φοροῦν δέρ­μα­τα ζώων. Ἡ γυναί­κα τῆς παρα­βο­λῆς τώρα, πού ἦταν ἀπό­γο­νός τους, είχε γίνει τόσο δύσμορ­φη, ὥστε ὅσοι τήν ἔβλε­παν ἔτρε­μαν καί τά ζῶα φοβοῦν­ταν. Αὐτή ἦταν ἡ ἰσο­θε­ΐα πού ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ πονη­ρός στόν ἄνθρω­πο!

Ἡ συγ­κύ­πτου­σα δέν μπο­ροῦ­σε μέ κανέ­να τρό­πο ν’ ἀνορ­θω­θεῖ. Ἦταν ἀδύ­να­το νά ἰσιώ­σει τό σῶμα της γιά δεκα­ο­κτώ χρό­νια. Σερ­νό­ταν στή γῆ σάν ἀγε­λά­δα, τό κεφά­λι της ήταν γερ­μέ­νο κι ἔφτα­νε ὥς τά γόνα­τα. Εἶναι ζωή αυτή; Ὄχι, αὐτή δέν εἶναι ζωή, εἶναι κατα­δί­κη. Ἡ ἀδυ­να­μία τῆς γυναί­κας ἦταν τόσο μεγά­λη καί τήν κου­βα­λού­σε τόσα χρό­νια, ὥστε ὅσοι τήν ἔβλε­παν για πρώ­τη φορά την ἀπο­στρέ­φον­ταν· ὅσοι τήν κοί­τα­ζαν λίγο περισ­σό­τε­ρο δέν τήν ἔβλε­παν σάν ἀνθρώ­πι­νη ὕπαρ­ξη ἀλλά σάν ἕνα ξερό καί γερ­μέ­νο δέν­τρο πού δέν ἄξι­ζε τίποτ’ ἄλλο, παρά νά κοπεῖ καί νά γίνει καυ­σό­ξυ­λα. Ἡ σκλη­ρό­τη­τα αυτή τῶν ἀνθρώ­πων πρός τήν τερα­τό­μορ­φη γυναί­κα ἦταν πραγ­μα­τι­κά πιό τερα­τώ­δης κι ἀπό τήν ἴδια τήν τερα­τω­δία.

Ὁ Κύριος πού ἀγα­πᾶ τόν ἄνθρω­πο, κοί­τα­ξε μ’ ἐνδια­φέ­ρον και συμ­πά­θεια τό ταλαί­πω­ρο αὐτό ἀνθρώ­πι­νο πλά­σμα. Δέν ἔβλε­πε μπρο­στά Του ἕνα στρα­βό και κυρ­τω­μέ­νο δέν­τρο, μά μιά θυγα­τέ­ρα τοῦ Ἀβρα­άμ, ἕνα πλά­σμα που δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός καί ἄξι­ζε νά τό ἐλε­ή­σει. «Ἰδών δέ αὐτήν ὁ Ἰησοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καί εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀσθε­νεί­ας σου· καί ἐπέ­θη­κεν αὐτῇ τάς χεῖ­ρας· καί παρα­χρῆ­μα ἀνωρ­θώ­θη καί ἐδό­ξα­ζε τόν Θεόν» (Λουκ. ιγ’ 12–13).

Ὁ Κύριος ἔκα­νε τό θαῦ­μα αὐτό ὄχι ἐπει­δή τοῦ τό ζήτη­σε ἡ γυναί­κα οὔτε γιά ν’ ἀντα­πο­κρι­θεί στην πίστη της. Τό ἔκα­νε με δική του πρω­το­βου­λία καί μέ τή δική του δύνα­μη. Αὐτό εἶναι μιά σαφής αντί­κρου­ση εκεί­νων πού θέλουν κακό­γνω­μα νά ὑπο­βαθ­μί­σουν το μεγα­λεῖο τῶν θαυ­μά­των τοῦ Χρι­στοῦ, μέ τόν ἰσχυ­ρι­σμό πώς τά θαύ­μα­τα γίνον­ται μόνο μέ τήν αυθυ­πο­βο­λή εκεί­νων πού δέχον­ται τό θαῦ­μα. Ποῦ εἶναι τὸ στοι­χεῖο τῆς αυθυ­πο­βο­λῆς στη συγ­κύ­πτου­σα αὐτή γυναί­κα; Ἡ ἀνα­πη­ρία της τήν ἐμπό­δι­ζε ἀκό­μα καί νά δεῖ τό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Δέ ζήτη­σε από τό Χρι­στό νά τήν ἐλε­ή­σει, νά τήν σπλα­χνι­στεί, οὔτε καί ἔδει­ξε μέ ὁποιο­δή­πο­τε τρό­πο την πίστη της. Κι ὄχι μόνο αυτό. Ἡ γυναί­κα δέ βρι­σκό­ταν καν κον­τά στο Χρι­στό. Δέν τόν πλη­σί­α­σε ἐκεί­νη, Αὐτός τήν κάλε­σε κον­τά Του.

Ὅπως ὁ ποι­μέ­νας πού βλέ­πει ἕνα ἀπό τά πρό­βα­τά του μπλεγ­μέ­νο στ’ ἀγκά­θια, μισο­πε­θα­μέ­νο καί ἄφω­νο, κάνει την πρώ­τη κίνη­ση, ἔτσι ἔκα­νε κι ὁ στορ­γι­κός Κύριος, ὁ Καλός Ποι­μέ­νας. Ἔκα­νε τήν πρώ­τη κίνη­ση πρός τό πρό­βα­τό Του, πού εἶχε μπλέ­ξει στα δίχτυα τοῦ σατα­νᾶ. Τήν ὀνό­μα­σε «γυναί­κα». Δέν τήν εἶπε «ἀνά­πη­ρη», «τέρας», «σκιά τῆς ζωῆς» ἤ «ἁμαρ­τω­λή», ἀλλά «γυναί­κα». Καί μόνο μέ τή λέξη «γυναί­κα» ὁ Κύριος ἀπο­κα­τέ­στη­σε τη χαμέ­νη της αξιο­πρέ­πεια. Μετά τή θερά­πευ­σε ἀπό τήν ἀνα­πη­ρία της καί στό τέλος ἀκούμ­πη­σε πάνω της τά πάνα­γνα χέρια Του, για να ολο­κλη­ρώ­σει τη θεϊ­κή δωρεά Του.

Νά, ποιά εἶναι ἡ δια­δι­κα­σία τῆς πρά­ξης τοῦ Κυρί­ου: Πρῶ­τα τῆς ἔρι­ξε μια στορ­γι­κή ματιά ἔπει­τα, τῆς ἀπεύ­θυ­νε μιά δυνα­μι­κή λέξη τέλος, ἅπλω­σε πάνω της το στορ­γι­κό χέρι Του. Τῆς ἔδω­σε ὅλα ὅσα εἶχε στε­ρη­θεῖ γιά δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια. Αν κάποιος τήν εἶχε ποτέ συμ­πα­θή­σει, ή συμ­πά­θειά του δέ θά ἦταν καθα­ρή, ἀλλά ἀνά­μι­κτη μέ φόβο, μέ οἶκτο καί ὑπε­ρη­φά­νεια. Ἄν κάποιος τῆς εἶχε ποτέ μιλή­σει, θά τό ‘κανε ἀπό ἀνάγ­κη κι ἔπει­τα θά βια­ζό­ταν ν’ ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό κον­τά της. Ἄν κάποιος εἶχε ἀναγ­κα­στεῖ ἀπό τίς συν­θή­κες νά τήν ἀκουμ­πή­σει, θά τό εἶχε κάνει μέ τ’ ἀκρο­δά­χτυ­λά του κι ὕστε­ρα θά ‘τρε­χε γιά νά πλύ­νει τα χέρια του. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως τήν κάλε­σε σκό­πι­μα κον­τά Του, τῆς εἶπε πρῶ­τα τά θερα­πευ­τι­κά λόγια του κι ἔπει­τα ἀκούμ­πη­σε καί τά δυό θαυ­μα­τουρ­γά χέρια Του πάνω της. Φέρ­θη­κε στην άγνω­στη αυτή γυναί­κα, ὅπως θά φερό­ταν ἕνας πατέ­ρας στη θυγα­τέ­ρα του. Ἄν τέτοια εὐερ­γε­σία γινό­ταν στη μαύ­ρη γῆ ἤ στό λαμ­πε­ρό ἥλιο, ἡ γῆ θα σειό­ταν κι ὁ ἥλιος θά δάκρυ­ζε. Ἡ εὐερ­γε­σία ὅμως ἔγι­νε στη συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα κι ἐκεί­νη ἀνορ­θώ­θη­κε ἀμέ­σως.

Πῶς μπο­ρεῖ νά ἰσιώ­σει μιά κυρ­τή σπον­δυ­λι­κή στή­λη χωρίς να σπά­σει; Πῶς μπο­ρεῖ ἕνας ἀγκυ­λω­μέ­νος σβέρ­κος να κινη­θεί χωρίς να προ­κα­λέ­σει πόνο; Θα χρειά­ζον­ταν ἕνα ἑκα­τομ­μύ­ριο χρό­νια, ἀπο­φαί­νον­ται τά ἀδαή μυα­λά τῶν συγ­χρό­νων μας, γιά νά εὐθυα­στεῖ ἡ σπον­δυ­λι­κή στή­λη ἑνός πίθη­κου κι ὁ πίθη­κος νά γίνει ἄνθρω­πος. Μιλᾶ­νε ἔτσι ἐπει­δή δέ γνω­ρί­ζουν τη δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Χρειά­στη­κε ἕνα μόνο δευ­τε­ρό­λε­πτο κι ἕνας λόγος τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, γιά νά ὀρθω­θεῖ ἡ συγ­κύ­πτου­σα καί νά ἰσιώ­σει ή σπον­δυ­λι­κή της στή­λη, πού ήταν πιό κυρ­τή ἀπό τοῦ πίθη­κου.

Πῶς ἰσιώ­νει μιά σπον­δυ­λι­κή στή­λη; Πῶς λυγί­ζει ἕνας ἀγκυ­λω­μέ­νος σβέρ­κος; Πῶς θερα­πεύ­ε­ται ἕνα τέρας; Πῶς ἐλευ­θε­ρώ­νον­ται τα παγι­δευ­μέ­να πρό­βα­τα; Πῶς μιά ἄφω­νη μού­μια ἀπο­κτᾶ φωνή καί τολ­μά να μιλή­σει; Μή ρωτά­τε γιά ολ’ αυτά. Δοξο­λο­γή­στε ἁπλά τό Θεό, ὅπως ἔκα­νε κι ἡ πρώ­ην συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα: καί παρα­χρῆ­μα ἀνωρ­θώ­θη καί ἐδό­ξα­ζε τόν Θεόν.

Βλέ­που­με πώς μαζί μέ τό σῶμα τῆς γυναί­κας, θερα­πεύ­τη­κε κι ἡ ψυχή της. Μόνο η θερα­πευ­μέ­νη ψυχή μπο­ρεῖ νά δοξο­λο­γεί τό Θεό γιά «πᾶν δώρη­μα τέλειον», ἀπ’ ὅπου κι ἀπ’ ὅποιον κι ἄν προ­έρ­χε­ται. Ἡ ἀνί­α­τη ψυχή ξεχνᾶ πώς ὁ Θεός εἶναι ὁ Δοτή­ρας παν­τός ἀγα­θοῦ καί γι’ αυτό εὐχα­ρι­στεῖ καί δοξά­ζει μόνο τά θνη­τά χέρια, μέ τά ὁποῖα ὁ Θεός συνη­θί­ζει να δίνει τις δωρε­ές Του στούς ἀνθρώ­πους. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθε­λε νά μᾶς διδά­ξει πώς πρέ­πει νά εὐχα­ρι­στοῦ­με καί νά δοξο­λο­γοῦ­με πάν­τα τό Θεό. Γι’ αυτό κι ἔδω­σε στον θερα­πευ­μέ­νο Γαδα­ρη­νό τήν ἐντο­λή: «Υπό­στρε­φε εἰς τόν οἶκον σου καί διη­γοῦ ὅσα ἐποί­η­σέ σοι ὁ Θεός» (Λουκ. η ́ 39). Οἱ ἄνθρω­ποι θαύ­μα­ζαν τόν Κύριο καί δοξο­λο­γοῦ­σαν τό Θεό, μόνο ὅταν τόν ἔβλε­παν να κάνει θαύ­μα­τα. Ὁ Χρι­στός, ὅταν πλη­σί­α­ζε τό τέλος Του, ἔλε­γε: «Πάτερ…ἐγώ σέ ἐδό­ξα­σα ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωάν. δ’ 4).

Ὅλ ̓ αὐτά λει­τουρ­γοῦν γιά ἔλεγ­χο δικό μας, πού ὅταν κάνου­με κάποιο καλό στούς ἀνθρώ­πους, ζητᾶ­με νά εὐχα­ρι­στοῦν ἐμᾶς κι ὄχι τό Θεό. Ὅλα τα καλά πού δεχό­μα­στε ἀπό τούς ἀνθρώ­πους δέν τά παίρ­νου­με ἀπό ἐκεί­νους, ἀλλά μέσω ἐκεί­νων. Ὁ Πατέ­ρας στέλ­νει τις δωρε­ές Του στα παι­διά Του μέσω τῶν παι­διῶν Του. Τό κάνει αὐτό μέ τήν καλή του θέλη­ση, με χαρά. Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει κάθε δόξα καί ὕμνος στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων.

Τό Εὐαγ­γε­λι­κό ανά­γνω­σμα ὅμως δέν τελειώ­νει ἐδῶ. Ὥς τώρα ἀκού­σα­με γιά ἕνα θαῦ­μα φωτει­νό, τώρα θ ̓ ἀκού­σου­με γιά ἕνα θαῦ­μα σκο­τει­νό. «Ἀπο­κρι­θείς δέ ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος, ἀγα­να­κτῶν ὅτι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐθε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλε­γε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέ­ραι εἰσίν ἐν αἷς δεῖ ἐργά­ζε­σθαι· ἐν ταύ­ταις οὖν ἐρχό­με­νοι θερα­πεύ­ε­σθε, καί μή τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του» (Λουκ. ιγ’ 14). Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ πονη­ροῦ υἱοῦ τοῦ σκό­τους. Θαρ­ρείς πώς ὁ σατα­νάς πού ἔφυ­γε ἀπό τή συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα, μπῆ­κε μέσα σ’ αὐτόν. Ἔτσι μιλά­ει ἡ φιλαυ­τία μαζί μέ τούς ἀχώ­ρι­στους συν­τρό­φους της, τό φθό­νο καί τήν ὀργή. Ὁ Χρι­στός θερά­πευ­σε, ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος ὅμως κατέ­φυ­γε στην κατα­σπί­λω­ση τοῦ θαύ­μα­τος. Ὁ Χρι­στός ἐλευ­θέ­ρω­σε μια ἀνθρώ­πι­νη ζωή ἀπό τά σατα­νι­κά δεσμά κι ὁ ἄλλος κατα­συ­κο­φαν­τοῦ­σε. Ὁ Χρι­στός ἔβγα­λε το πονη­ρό πνεῦ­μα ἀπό τήν ἄρρω­στη γυναί­κα κι ἐκεῖ­νος ὀργί­στη­κε ἐπει­δή ὁ θερα­πευ­τής ἔβγα­λε τό δαι­μό­νιο ἀπό μιά πόρ­τα κι ὄχι ἀπό μιάν ἄλλη. Ὁ Χρι­στός ἄνοι­ξε τόν οὐρα­νό στούς ἀνθρώ­πους κι ἀπο­κά­λυ­ψε το ζων­τα­νό Θεό· ὁ ἄλλος ἐκνευ­ρί­στη­κε επει­δή ἄνοι­ξε τόν οὐρα­νό τό πρωί κι ὄχι τό ἀπό­γευ­μα. Ὁ Χρι­στός πῆγε μέ φῶς στούς αἰχ­μα­λώ­τους στη φυλα­κή κι ὁ ἄλλος τόν ἐπι­τί­μη­σε ἐπει­δή δέν ἄφη­σε να κάνει τό καθῆ­κον αυτό μιά ἄλλη μέρα.

Βλέ­πε­τε πόσο φοβε­ρή και τρο­με­ρή εἶναι ἡ φιλαυ­τία! Ὁ ἐγω­κεν­τρι­κός άρχι­συ­νά­γω­γος δέν τόλ­μη­σε νά ἐπι­τι­μή­σει το Χρι­στό, γι’ αυτό κι ἐπι­τι­μοῦ­σε τούς ἀνθρώ­πους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μέσα του τό Χρι­στό ἐπι­τι­μοῦ­σε, ὄχι τούς ἀνθρώ­πους, μ’ όλο πού ἡ γλώσ­σα του χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε ἄλλο τρό­πο. Για­τί ἦταν ἔνο­χοι οἱ ἄνθρω­ποι ἐδῶ; Ἄν κάποιος ἔφται­γε γιά τήν καλή αυτή πρά­ξη, ἦταν ἡ συγ­κύ­πτου­σα; Για­τί ἔφται­γε ἡ συγ­κύ­πτου­σα; Δέν ἔτρε­ξε πίσω ἀπό τό Χρι­στό γιά νά τοῦ ζητή­σει θερα­πεία. Αντί­θε­τα μάλι­στα! Ὁ Χρι­στός την κάλε­σε κον­τά Του καί τῆς χάρι­σε την τέλεια θερα­πεία, πέρα από κάθε ἐλπί­δα ή προ­σμο­νή πού θά εἶχε ἀπό τή συνα­γω­γή. Επο­μέ­νως εἶναι σαφές πώς ἄν κάποιος ἔφται­γε ἐδῶ, αὐτός ἦταν ὁ Χρι­στός. Ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος ὅμως δέν τολ­μοῦ­σε νά κοι­τά­ξει το Χρι­στό στα μάτια καί νά πεῖ: «Εἶσαι ἔνο­χος», γι’ αὐτό καί γύρι­σε πρός τό λαό καί κατη­γό­ρη­σε τούς ἀνθρώ­πους. Υπάρ­χει πιό καθα­ρή καί πιό πονη­ρή ὑπο­κρι­σία; Γι’ αὐτό κι ὁ Κύριος τόν ἀπο­κά­λε­σε ὑπο­κρι­τή:

«Ἀπε­κρί­θη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καί εἶπεν· ὑπο­κρι­τά, ἕκα­στος ὑμῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτ­νης και ἀπα­γα­γών ποτί­ζει; ταύ­την δέ, θυγα­τέ­ραν Αβρα­άμ οὖσαν, ἥν ἔδη­σε ὁ σατα­νᾶς ἰδού δέκα και ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆ­ναι ἀπό τοῦ δεσμοῦ τού του τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του;» (Λουκ. ιγ’ 15,16).

Ὁ Κύριος γνω­ρί­ζει τις καρ­διές τῶν ἀνθρώ­πων. Ἤξε­ρε πώς ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος Ἐκεῖ­νον ἤθε­λε νά ἐπι­τι­μή­σει, μ ̓ ὅλο πού ἡ γλώσ­σα του ἀπευ­θυ­νό­ταν στούς ἄλλους. Ὁ Κύριος τό γνώ­ρι­ζε αὐτό καί δέν ἐπέ­τρε­πε νά ἐπι­τι­μη­θοῦν ἄλλοι γιά κάτι πού μονα­δι­κός αἴτιος ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Κύριος εἶναι λαμ­πρό­τε­ρος ἀπό τόν ἥλιο και καθα­ρό­τε­ρος ἀπό τό κρύ­σταλ­λο, γι’ αὐτό καί μέσα του δέ χωροῦ­σε ὑπο­κρι­σία. Δέν μπο­ροῦ­σε νά ὑπο­κρι­θεῖ τόν ἀνόη­το και να σιγή­σει ὅταν κάποιος ἄλλος ἐπι­τι­μᾶ­ται στη θέση του. Γι’ αὐτό καί τή στιγ­μή πού οἱ ἀδύ­να­μοι ἄνθρω­ποι, χωρίς να ἔχουν καμία ευθύ­νη, δέ μιλοῦ­σαν καί ἀνέ­χον­ταν να τούς ἐπι­πλήτ­τουν, ὁ Κύριος ἄνοι­ξε το στό­μα του κι ἀπάν­τη­σε στόν ἀρχι­συ­νά­γω­γο: ὑπο­κρι­τά, τοῦ εἶπε. Μπο­ροῦ­με να βοη­θή­σου­με τά ζῶα το σάβ­βα­το καί δέν μπο­ροῦ­με να βοη­θή­σου­με τόν ἄνθρω­πο; Τό βόδι κι ὁ γάι­δα­ρος δέ μένουν οὔτε μια μέρα ολό­κλη­ρη κλει­σμέ­νοι στο σκο­τει­νό σταῦ­λο, χωρίς νά τά βγά­λε­τε ἔξω στο φῶς τῆς μέρας καί το φρέ­σκο ἀέρα. Ἡ γυναί­κα αὐτή ἦταν δεμέ­νη ἀπό τό σατα­νά δεκα­ο­κτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια, κι ἐσύ ὀργί­στη­κες έπει­δή ἐλευ­θε­ρώ­θη­κε; Ο σατα­νάς ἔχει δέσει ἐσέ­να χει­ρό­τε­ρα ἀπό ἐκεί­νη. Αὐτήν τήν ἔδε­σε ὥστε τό κεφά­λι της να φτά­νει στα γόνα­τα. Εσέ­να σοῦ ἔδε­σε την ψυχή στο Σάβ­βα­το. Για­τί δέν ἀπο­δε­σμεύ­ε­σαι; Το Σάβ­βα­το ἔγι­νε γιά τούς ἀνθρώ­πους, ὥστε τήν ἡμέ­ρα αὐτή ὁ νοῦς τους να ἀφιε­ρώ­νε­ται ἰδιαί­τε­ρα στο Θεό. Η θερα­πεία τῆς γυναί­κας αὐτῆς δέ μᾶς θυμί­ζει τό Θεό περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι το Σάβ­βα­το, ἤ κάθε ἄλλο Σάβ­βα­το, ἀπό τό Μωυ­σή ὥς σήμε­ρα; Δέν εἶναι σπου­δαιό­τε­ρο τό ἔργο αὐτό ἀπό τό Σάβ­βα­το; Δέν μπο­ρεῖς νά δεῖς πώς στέ­κε­σαι μπρο­στά σέ Ἕναν, πού εἶναι ἀνώ­τε­ρος από το Σάβ­βα­το; Κι ὄχι μόνο ἀπό τό Σάβ­βα­το ἀλλά κι ἀπό τό ναό (βλ. Ματθ. ιβ’ 6); Δέν μπο­ρεῖς νά νιώ­σεις, ταπει­νέ ἀρχι­συ­νά­γω­γε, πώς ἐνώ­πιόν σου εἶναι ὁ Κύριος τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώ­πων; Να ξέρεις, πώς οἱ μέρες κι οἱ νύχτες περ­νοῦν γρή­γο­ρα μπρο­στά στα μάτια του κι άδειά­ζουν στήν αἰω­νιό­τη­τα.

Προ­σέξ­τε πόσο τιμᾶ ὁ Κύριος γιά μιά ἀκό­μα φορά τη σαστι­σμέ­νη γυναί­κα: τήν ὀνο­μά­ζει θυγα­τέ­ρα τοῦ Ἀβρα­άμ. Θέλει ὄχι μόνο να δια­κη­ρύ­ξει τήν ἀνω­τε­ρό­τη­τα τῆς ἀνθρώ­πι­νης ψυχῆς σε σχέ­ση μέ τά ἄλο­γα ζῶα, ὅπως ὁ γάι­δα­ρος καί τό βόδι, ἀλλά καί πόσο ψηλό­τε­ρα ἀνέ­βη­κε ἡ πρώ­ην συγ­κύ­πτου­σα ἀπό τούς ὑπο­κρι­τές πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς συνα­γω­γής. Τό ὅτι ἡ γυναί­κα αὐτή ἦταν θεο­φο­βού­με­νη, φαί­νε­ται πρῶ­τα πρῶ­τα ἀπό τό γεγο­νός ὅτι, παρά τήν ἀνα­πη­ρία της, προ­σπά­θη­σε να πάει στη συνα­γω­γή, γιά ν’ ἀκού­σει τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά προ­σευ­χη­θεί. Δεύ­τε­ρο ἐπει­δή, μόλις θερα­πεύ­τη­κε καί στά­θη­κε ὄρθια, ἀμέ­σως εὐχα­ρί­στη­σε το Θεό.

Ὁ προ­πά­το­ράς μας Αβρα­άμ εὐχα­ρι­στοῦ­σε τό Θεό γιά ὅλα. Ὑπό­μει­νε βάσα­να, χωρίς να μειω­θεῖ οὔτε στό ἐλά­χι­στο ἡ πίστη του στό Θεό. Γι’ αυτό ἦταν κι ἡ ἴδια ἀλη­θι­νή θυγα­τέ­ρα τοῦ Ἀβρα­άμ, ὄχι μόνο «ἐξ αἵμα­τος», ἀλλά καί λόγω τῆς ὑπο­μο­νῆς καί τῆς εὐλά­βειας της. Ήταν περισ­σό­τε­ρο γνή­σια ἀπό­γο­νος τοῦ πατριάρ­χη τοῦ Ἰσρα­ήλ ἀπό τόν πρε­σβύ­τε­ρο αὐτόν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι πρε­σβύ­τε­ροι, ὑπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν ἐπει­δή κατά­γον­ταν ἀπό τόν Ἀβρα­άμ. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐτός ἦταν προ­δό­της τοῦ Ἀβρα­άμ, ἐνῶ ἡ γυναί­κα αὐτή ἦταν ἀλη­θι­νή θυγα­τέ­ρα του. Δέν ἔπρε­πε λοι­πόν νά βοη­θη­θεῖ; Ἔπρε­πε το Σάβ­βα­το να γίνει εμπό­διο στη θερα­πεία της;

Το Σάβ­βα­το εἶχε ὁρι­στεῖ ὡς ἡμέ­ρα ἀνά­παυ­σης: «Εὐλό­γη­σε Κύριος τήν ἡμέ­ραν τήν ἑβδό­μην και ἡγί­α­σεν αὐτήν» (Εξ. κ’ 11). Δέν πρέ­πει ὅμως ν’ ἀνα­παυ­τεί κι ἡ ψυχή, ὅπως καί τό σῶμα; Ἡ ψυχή δέν τρέ­φε­ται μέ τήν ἀργία καί τήν κατά­κλι­ση, ὅπως τό σῶμα, ἀλλά μέ ἔργα καλά, ἔργα ἀγά­πης, ἔργα εὐά­ρε­στα στό Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ πραγ­μα­τι­κή ανά­παυ­ση τῆς ψυχῆς, ἔτσι ἀνα­νε­ώ­νε­ται κι ἐνι­σχύ­ε­ται ἡ δύνα­μή της κι ἡ εὐφρο­σύ­νη της. Δέν ἔχει κανέ­νας ἀντίρ­ρη­ση ὅτι τήν ἡμέ­ρα αυτή πρέ­πει να φρον­τί­σου­με τα ζων­τα­νά μας. Πολύ περισ­σό­τε­ρο ὅμως πρέ­πει να φρον­τί­σου­με και να εὐερ­γε­τή­σου­με τούς ἀνθρώ­πους.

Ὁ Κύριος δέ μᾶς λέει ὅτι σέ μιά γιορ­τή δέν πρέ­πει να μερι­μνή­σου­με γιά τά βόδια καί τά γαϊ­δού­ρια μας, πώς δέν πρέ­πει νά τά λύσου­με καί νά τά πᾶμε γιά πότι­σμα. Μᾶς δίνει ὅμως ἐντο­λή πώς την πρώ­τη θέση στη μέρι­μνα καί τήν εὐερ­γε­σία μας πρέ­πει νά τήν ἔχει ὁ ἄνθρω­πος. Αὐτό εἶναι τό νόη­μα της τήρη­σης τῆς ἡμέ­ρας τοῦ Σαβ­βά­του, τό πνεῦ­μα τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Μέ τό πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι καί τήν ηθι­κή νωθρό­τη­τα πού τούς διέ­κρι­νε, οἱ Ἰου­δαῖ­οι πρε­σβύ­τε­ροι μόνο το γράμ­μα τοῦ Νόμου μπο­ροῦ­σαν νά δοῦν καί νά τό θεο­ποι­ή­σουν. Ἔτσι ὁ Νόμος, ἀντί νά γίνει ὁδη­γός στο δρό­μο τῆς ζωῆς, ἔγι­νε ἕνα πτῶ­μα πού ἐκεῖ­νοι ἔσερ­ναν μαζί τους. Αντί ὁ Νόμος να γίνει αναμ­μέ­νη λαμ­πά­δα στο σκο­τά­δι, ἔγι­νε κρύα στά­χτη σε χρυ­σό δοχεῖο, πού τό προ­σκυ­νοῦ­σαν ὅπως οἱ προ­πά­το­ρές τους κάπο­τε τό χρυ­σό μόσχο (Εξ. λβ’ 4).

Στην περί­πτω­ση αυτή ὅμως δέν ἦταν ὁ ζῆλος τοῦ Νόμου πού ξεσή­κω­σε τόν άρχι­συ­νά­γω­γο έναν­τί­ον τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλά ἡ ἄρρω­στη φιλαυ­τία του.

Πῶς μπο­ροῦ­σε κάποιος να δεί­ξει στη συνα­γω­γή πώς είναι πιό δυνα­τός, πιο σοφός καί πιό εὔσπλα­χνος ἀπό τόν ἴδιο; Ἔκα­νε μιά ἐπί­δει­ξη τοῦ ζήλου του γιά το Νόμο τοῦ Θεοῦ, στα χεί­λη του ὅμως δια­φαι­νό­ταν ἕνα δηλη­τή­ριο πού ἔβγαι­νε ἀπό τήν ἄρρω­στη καρ­διά του. Αὐτός ἦταν ἕνας ἀκό­μα λόγος γιά νά τόν ἀπο­κα­λέ­σει ὁ Κύριος ὑπο­κρι­τή. Μέ τήν ἀπάν­τη­σή Του, πού ἦταν ὀξεία σάν ξίφος καί καθα­ρή σάν ἥλιος, ὁ Κύριος απο­στό­μω­σε ὄχι μόνο τόν ἀρχι­συ­νά­γω­γο, ἀλλά κι ὅλους τούς ἐχθρούς Του:

«Καί ταῦ­τα λέγον­τος αὐτοῦ κατη­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀντι­κεί­με­νοι αὐτῷ, καί πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαι­ρεν ἐπί πᾶσι τοῖς ἐνδό­ξοις τοῖς γινο­μέ­νοις ὑπ’ αὐτοῦ» (Λουκ. ιγ’ 17). Πόσο εὔκο­λο εἶναι νά ὑπε­ρα­σπι­στεῖς ἕνα ἔργο πού ἔγι­νε ἀπό ἀγά­πη για τόν ἄνθρω­πο! Ὁ Θεός στέ­κε­ται πίσω από τέτοιο ἔργο ὡς μάρ­τυ­ρας και προ­στά­της. Τό καλό ἔργο δίνει μιά ἀκα­τα­νί­κη­τη ευγλωτ­τία στη γλώσ­σα. Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε ὅλα τά μυστή­ρια τοῦ οὐρα­νοῦ καί τῆς γῆς. Ἔτσι γνώ­ρι­ζε καί τό μυστή­ριο αυτό που ἀμφι­σβη­τή­θη­κε ἀπό τούς ὀλι­γό­πι­στους, ἐκεί­νους πού ἀνα­ζη­τοῦ­σαν συνη­γό­ρους τόσο στα καλά ὅσο καί στά πονη­ρά ἔργα. Ὁ Κύριος συμ­βού­λευε τους μαθη­τές Του: «Ὅταν δέ προ­σφέ­ρω­σιν ὑμᾶς ἐπί τάς συνα­γω­γάς καί τάς αρχάς καί τάς ἐξου­σί­ας, μή μερι­μνᾶ­τε πῶς ἤ τί ἀπο­λο­γή­σε­σθε ἤ τί εἴπη­τε» (Λουκ. ιβ’ 11), «οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦν­τες, ἀλλά τό Πνεῦ­μα τοῦ πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. ι’ 20). Παρα­δειγ­μα­τι­στεί­τε από τόν τρό­πο πού ἀπάν­τη­σε ὁ πρω­το­μάρ­τυ­ρας Στέ­φα­νος στους βασα­νι­στές του. Από τόν τρό­πο πού ἀπαν­τοῦ­σαν οἱ πρώ­ην ψαρά­δες Πέτρος καί Ἰωάν­νης, καθώς κι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Δέν εἶναι ἀπαν­τή­σεις ἀνθρώ­πων αὐτές, πού τίς ἔμα­θαν σέ βιβλία, ἀλλά ἐκεί­νων που διδά­χτη­καν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦ­μα. Δέ μιλᾶ­νε ἔτσι οἱ συνή­γο­ροι κι οἱ θνη­τοί ἄνθρω­ποι, παρά μόνο ὁ Θεός.

Ὁ σοφός βασι­λιάς του παλιοῦ και­ροῦ ἔδω­σε προ­φη­τι­κή φωνή σέ μιά εὐαγ­γε­λι­κή ἀλή­θεια ὅταν εἶπε: «κακός ὑπα­κού­ει γλώσ­σης παρα­νό­μων, δίκαιος δέ οὐ προ­σέ­χει χεί­λε­σι ψευ­δέ­σιν» (Παρ. ιζ ́ 4). Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἀρχι­συ­νά­γω­γο ήταν τέτοια, ὥστε προ­κά­λε­σε ντρο­πή στους ἀντι­πά­λους και χαρά σ’ ὅλους τούς ἀνθρώ­πους. Χάρη­καν οἱ ἄνθρω­ποι, για­τί εἶδαν στα λόγια του μιά λάμ­ψη νίκης τοῦ καλοῦ πάνω στο κακό, ὅπως νωρί­τε­ρα είχαν δεῖ τήν ἴδια λάμ­ψη στό θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε στη συγ­κύ­πτου­σα, ἀλλά καί σέ πολ­λά ἄλλα ἀπό τά θαύ­μα­τά Του.

Πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαι­ρεν ἐπί πᾶσι τοῖς ἐνδό­ξοις τοῖς γινο­μέ­νοις ὑπ’ αὐτοῦ. Μέ τό πού γινό­ταν κάποιο θαῦ­μα, τά νέα γι’ αὐτό δια­δί­δον­ταν γρή­γο­ρα, ἀλλά σύν­το­μα ἀκο­λου­θοῦ­σε κι ἕνα δεύ­τε­ρο θαῦ­μα, κι ἕνα τρί­το κ.ο.κ. Το ἕνα θαῦ­μα ἐπι­βε­βαί­ω­νε καί τήν ἀλή­θεια τοῦ προ­η­γού­με­νου θαύ­μα­τος. Κι ὅλα μαζί δημιουρ­γοῦ­σαν εὐφο­ρία, ἔδι­ναν χαρά στους κατη­φεῖς ἀνθρώ­πους κι ἐλπί­δα στούς ἀπελ­πι­σμέ­νους. Ὅλα στέ­ριω­ναν στην πίστη τους περισ­σό­τε­ρο ὀλι­γό­πι­στους, ἐνθάρ­ρυ­ναν τούς καλούς στο δρό­μο τοῦ καλοῦ, καθο­δη­γοῦ­σαν ἐκεί­νους πού περι­πλα­νιοῦν­ταν σε δρό­μους στρα­βούς, ἔσπερ­ναν παν­τοῦ τό λόγο πώς ὁ Θεός εἶχε ἐπι­σκε­φτεί τό λαό Του καί πώς ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ἔρχε­ται.

Η σημε­ρι­νή εὐαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή περιέ­χει πολ­λά νοή­μα­τα και πλού­σια διδα­σκα­λία, ἀκό­μα κι ἄν τήν δια­βά­σει κανείς πρό­χει­ρα. Ἔχει ὅμως καί κάποιο εσω­τε­ρι­κό, κάποιο μυστι­κό νόη­μα, πού εἶναι ἰδιαί­τε­ρα διδα­κτι­κό γιά τήν πνευ­μα­τι­κή μας ζωή. Η συγ­κύ­πτου­σα γυναί­κα ὑπο­δη­λώ­νει τ’ ἀγκυ­λω­μέ­να μυα­λά ὅλων αὐτῶν πού δέν προ­σεγ­γί­ζουν τον Κύριό μας Ἰησοῦ Χρι­στό. Εκεί­νων πού ἔχουν διε­στραμ­μέ­νο νοῦ καί δέν μπο­ροῦν μέ τις δικές τους δυνά­μεις να στα­θοῦν ἀπέ­ναν­τι στό Θεό, ἀλλ ̓ ἕρπουν διαρ­κῶς στή γῆ, τρέ­φον­ται ἀπό τή γῆ, μαθη­τεύ­ουν στή γῆ καί χαί­ρον­ται στή γῆ.

Το διε­στραμ­μέ­νο μυα­λό είναι ταυ­τό­χρο­να καί ἀγκυ­λω­μέ­νο, περιο­ρι­σμέ­νο. Εξαρ­τᾶ­ται ἀπό τίς αἰσθή­σεις. Τούς προ­γό­νους του τούς ἀνα­ζη­τά μόνο ἀνά­με­σα στά ζῶα. Τήν εὐχα­ρί­στη­σή του τή βρί­σκει μόνο στο φαγη­τό καί τό ποτό. Δέν ξέρει τίπο­τα γιά τό Θεό καί τόν πνευ­μα­τι­κό κόσμο ἤ γιά τήν αἰώ­νια ζωή κι επο­μέ­νως δέ γνω­ρί­ζει τίπο­τα για τήν πνευ­μα­τι­κή, τήν οὐρά­νια χαρά. Εἶναι ἀπα­ρη­γό­ρη­το, φοβι­σμέ­νο, γεμά­το θλί­ψη και κακία.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καλεῖ ἕνα τέτοιο μυα­λό κον­τά Του γιά νά τό ἀνορ­θώ­σει, να το φωτί­σει, να τοῦ δώσει χαρά. Ἄν πάει γρή­γο­ρα κον­τά Του, ὅπως ἡ συγ­κύ­πτου­σα, θ ̓ ἀνορ­θω­θεί πραγ­μα­τι­κά, θα φωτι­στεῖ, θα χαρεῖ καί θά εὐχα­ρι­στή­σει τό Θεό μ’ ὅλη του τη δύνα­μη. Ἄν δέν πάει κον­τά Του, θ ̓ ἀφε­θεί στο σκο­τά­δι καί θά πεθά­νει μέσα στίς ἁμαρ­τί­ες Του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στους ἄπι­στους Ἰου­δαί­ους: «ἐν τῇ ἁμαρ­τίᾳ ὑμῶν ἀπο­θα­νεί­σθε» (Ἰωάν. η’ 21). Τό ἴδιο θά γίνει καί μέ τήν αἰσθη­σια­κή και κολ­λη­μέ­νη στα γήι­να ψυχή, πού εἶναι στραμ­μέ­νη πρός τή γῆ καί ἕρπει στην ἐπι­φά­νειά της.

Δέν εἶναι καλύ­τε­ρα τα πράγ­μα­τα γιά τήν ἐξα­σθε­νη­μέ­νη και παρα­λυ­μέ­νη ψυχή, πού δέν πιστεύ­ει πώς αὐτό πού ἔχει εἶναι ἀλη­θι­νό, πού δέν ἔχει τή δύνα­μη ν’ ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό τό ψέμα και να προ­σεγ­γί­σει τήν ἀλή­θεια. Ὅταν ἀκού­ει τήν κλή­ση τῆς ἀλή­θειας, βρί­σκει πάν­τα μια πρό­φα­ση, ὅπως: «Σήμε­ρα εἶναι Σάβ­βα­το, δέν μπο­ρῶ, δέν μέ κάλε­σες μιά βολι­κή μέρα» ἤ «ἡ κλή­ση σου εἶναι ξαφ­νι­κή κι ἀπό­το­μη, δέν μπο­ρῶ ἔπρε­πε νά βρεῖς καλ­λί­τε­ρα λόγια γιά νά μέ καλέ­σεις» ἤ «εἶμαι νέος, ἀνή­συ­χος, δέν μπο­ρῶ κρά­τα τήν κλή­ση σου ὡσό­του παί­ξω λίγο ακό­μα μέ τά ψέμα­τα» ἤ «ἔχω γυναί­κα και παι­διά, δέν μπο­ρῶ πρέ­πει πρῶ­τα να φρον­τί­σω γι’ αὐτά κι ἔπει­τα νά μέ καλέ­σεις». Κι ὑπάρ­χουν καί πολ­λές ἄλλες δικαιο­λο­γί­ες καί προ­φά­σεις, δεκά­δες ἤ καί ἑκα­τον­τά­δες.

Τό παρα­λυ­μέ­νο μυα­λό θά βρεῖ πάν­τα κάποια ἀλη­θο­φα­νή κι ἀνόη­τη δικαιο­λο­γία γιά νά μήν ἀκο­λου­θή­σει τήν ἀλή­θεια. Ἡ ἀλή­θεια ὅμως κρά­ζει μία, δύο, τρεῖς φορές καί μετά ἀκο­λου­θεῖ τό δρό­μο της. Κι ἡ παρά­λυ­τη ψυχή ἐξα­κο­λου­θεῖ νά ἕρπει στο χῶμα καί θά πεθά­νει στίς ἁμαρ­τί­ες της. Όποιον ἀρνεῖ­ται τήν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ σ’ αὐτή τή ζωή, ὁ θάνα­τος θά τόν βρεῖ ξαφ­νι­κά. Θά τόν ἁρπά­ξει καί θά κλεί­σει πίσω του τις πύλες τῆς ἐπί­γειας ζωῆς. Αὐτός δέν ἔχει πιά ἐλπί­δα να ξανα­γυ­ρί­σει στη ζωή αὐτή, να μετα­νο­ή­σει στη μέλ­λου­σα ζωή ἤ νά λάβει ἔλε­ος στην Κρί­ση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ θάνα­τος εἶναι μπρο­στά μας, ὅπως μπρο­στά μας εἶναι κι ἡ κρί­ση τοῦ Θεοῦ. Αὐτές εἶναι δυό φοβε­ρές ὑπο­μνή­σεις σ’ ἐμᾶς, πώς μπρο­στά μας πρέ­πει νά εἶναι καί ἡ μετά­νοια. Ἄν ἡ μετά­νοια δέν προ­η­γη­θεῖ τοῦ θανά­του καί τῆς Κρί­σης τοῦ Θεοῦ, τότε θα μεί­νει γιά πάν­τα μακριά μας. Τώρα εἶναι στο χέρι μας, τώρα μπο­ροῦ­με ἀκό­μα νά τή χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με.

Ἄς βια­στού­με να κάνου­με χρή­ση τῆς μετά­νοιας. Ἡ μετά­νοια εἶναι τό πρῶ­το καί σπου­δαιό­τε­ρο φάρ­μα­κο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Ἄς μετα­νο­ή­σου­με μόνο κι ἔπει­τα θ ̓ ἀνοί­ξουν κι άλλες πόρ­τες καί θά μάθου­με τί ἄλλο πρέ­πει να κάνου­με.

Ὅσο ὁ ἄνθρω­πος βρί­σκε­ται στό θνη­τό σῶμα του, ἡ ψυχή του εἶναι λίγο ή πολύ ἀγκυ­λω­μέ­νη. Ὁ Χρι­στός καλεῖ ὅλους ἐκεί­νους πού ἡ ψυχή τους, τό πνεῦ­μα κι ὁ νοῦς τους ἔχουν ἀγκυ­λω­θεῖ. Ἐκεῖ­νος μόνο μπο­ρεῖ ν’ ἀνορ­θώ­σει αὐτό πού ὁ μοχθη­ρός κόσμος ἔχει στρε­βλώ­σει. «Ἄντρα», «γυναί­κα», «παι­δί». Μᾶς καλεῖ ὅλους μέ τά ὀνό­μα­τα αὐτά γιά νά μᾶς προ­σφέ­ρει τη χαμέ­νη ἀξιο­πρέ­πειά μας, ἀντί νά πεῖ «τυφλέ», «ἀνά­πη­ρε», «λεπρέ», «ζητιά­νε». Μᾶς καλεῖ κον­τά Του, θέλει νά μᾶς ἀνορ­θώ­σει, να καθα­ρί­σει τό νοῦ μας καί νά τόν κάνει δυνα­μι­κή σάλ­πιγ­γα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν σαλ­πί­ζου­με τη δόξα τοῦ Θεοῦ, θα δοξα­στοῦ­με στη βασι­λεία τῶν ἁγί­ων ἀγγέ­λων καί τῶν δοξα­σμέ­νων ἁγί­ων στόν οὐρα­νό, στη βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ καί Θεοῦ μας.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Για­τί ἀπου­σιά­ζεις;

«Ἦν διδά­σκων ἐν μιᾷ τῶν συνα­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι» (Λουκ. 13, 10)

ΗΤAN, λέει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, Σάβ­βα­το, ὅταν ὁ Χρι­στὸς πῆγε σὲ μιὰ συνα­γω­γή. Τὸ Σάβ­βα­το οἱ Ἑβραῖ­οι τὸ ἔχουν σὰν ἡμέ­ρα λατρεί­ας τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ ἀπα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ ἐργα­σία. Ἡ ἐντο­λὴ τοῦ Δεκα­λό­γου λέει: «Ἕξι ἡμέ­ρες τῆς ἑβδο­μά­δος ἐργα­σία, ἀλλὰ τὸ Σάβ­βα­το πρέ­πει νὰ εἶνε ἀφιε­ρω­μέ­νο στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ» (Ἔξ. 20, 9–10). Αὐστη­ρὰ τηροῦ­σαν τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ οἱ Ἰου­δαῖ­οι. Ὅποιος παρέ­βαι­νε τὴν ἐντο­λὴ καὶ δού­λευε τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του, τιμω­ροῦν­ταν μὲ αὐστη­ρὴ τιμω­ρία. Ἕνας Ἑβραῖ­ος, ἀνα­φέ­ρει ἡ ἱστο­ρία τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, ποὺ τὸ Σάβ­βα­το τόλ­μη­σε νὰ βγὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ πάη στὸ βου­νὸ νὰ κόψῃ ξύλα, δικά­στη­κε γιὰ τὴν παρά­βα­ση τῆς ἐντο­λῆς καὶ κατα­δι­κά­στη­κε σέ θάνα­το. Μαζεύ­τη­καν οἱ Ἑβραῖ­οι, πῆραν πέτρες, τίς ἔρρι­ξαν πάνω του καὶ τὸν θανά­τω­σαν (βλ. Ἀριθμ. 15, 32–36). Οἱ πέτρες ποὺ ἔρρι­ξαν ἦταν τόσο πολ­λές, ποὺ σχη­μά­τι­σαν ἕνα μικρὸ λόφο. Ὅσοι ὕστε­ρα περ­νοῦ­σαν ἀπό ‘κεὶ θυμόν­του­σαν τὴν τιμω­ρία τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ περι­φρό­νη­σε τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐργά­στη­κε τὸ Σάβ­βα­το. Καὶ ὄχι μόνο στὰ παλιὰ τὰ χρό­νια, ἀλλὰ καὶ σήμε­ρα ἀκό­μη οἱ Ἑβραῖ­οι τηροῦν αὐστη­ρὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαβ­βά­του. Ἄν πάτε,πᾶτε σήμε­ρα στὸ Ἰσρα­ήλ, θὰ δητε ὅτι τὸ Σάβ­βα­το οἱ δρό­μοι δὲν παρου­σιά­ζουν κίνη­σι. Δὲν ταξι­δεύ­ουν οἱ ἄνθρω­ποι. Δὲν τρέ­χουν αὐτο­κί­νη­τα. Ὅποιος τολ­μή­σῃ χωρὶς ἀπό­λυ­τη ἀνάγ­κη νὰ πάρῃ αὐτο­κί­νη­το καὶ νὰ ταξι­δέ­ψῃ στοὺς δημο­σί­ους δρό­μους, αὐτὸς θεω­ρεῖ­ται παρα­βά­της καὶ προ­κα­λεῖ τὴ γενι­κὴ ἀπο­δο­κι­μα­σία. Δὲν τοὺς στα­μα­τά­ει ἡ ἀστυ­νο­μία, τοὺς στα­μα­τοῦν οἱ πολῖ­τες! Ὑπάρ­χουν δὲ καὶ περι­πτώ­σεις, ποὺ ἡ ἀγα­νά­κτη­σι τῶν Ἑβραί­ων γιὰ τοὺς παρα­βά­τες τῆς ἐντο­λῆς εἶνε τόσο μεγά­λη, ὥστε ὄχι μόνο στα­μα­τοῦν τὸ αὐτο­κί­νη­το, ἀλλὰ βάζουν καὶ φωτιὰ καὶ τὸ καῖ­νε. Μόνο αὐτο­κί­νη­τα τῆς ἀστυ­νο­μί­ας καὶ αὐτο­κί­νη­τα ποὺ μετα­φέ­ρουν για­τροὺς καὶ ἀσθε­νεῖς στὰ νοσο­κο­μεῖα ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ κινοῦν­ται τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του.

* * *

Σάβ­βα­το λοι­πὸν ὁ Χρι­στὸς πῆγε σὲ μιὰ συνα­γω­γή. Τί εἶνε συνα­γω­γή; Εἶνε ἕνα κτή­ριο σάν εἶδος σχο­λεί­ου καὶ ἐκκλη­σί­ας. Τὸ κτή­ριο αὐτὸ ἔχει σκο­πὸ νὰ συγ­κεν­τρώ­νῃ τοὺς Ἑβραί­ους κάθε Σάβ­βα­το, γιὰ νὰ δια­βά­ζουν ἐκεῖ το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προ­σεύ­χον­ται. Τὴ συνα­γω­γὴ τὴ λέει ὁ λαὸς χάβρα. Συνα­γω­γὲς ὑπάρ­χουν σ’ ὅλες τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά, σ’ ὅλα τὰ μέρη ποὺ κατοι­κοῦν Εβραί­οι.

Στὴ συνα­γω­γὴ πῆγε ὁ Χρι­στὸς τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του. Πῆγε γιὰ νὰ διδά­ξῃ.

Ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ βρι­σκόν­του­σαν μέσα στὴ συνα­γω­γὴ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη, ἦταν καὶ μιὰ γυναῖ­κα. Ἡ γυναῖ­κα αὐτὴ ἦταν ἄρρω­στη. Ἡ ἀρρώ­στια τῆς προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ ἐνέρ­γεια τοῦ σατα­νᾶ. Τὸ κορ­μί της εἶχε λυγί­σει. Ὅπως πιά­νεις μιὰ ἴσια βέρ­γα καὶ τὴ λυγί­ζεις, ἔτσι καὶ σατα­νᾶς, κατὰ παρα­χώ­ρη­σι Θεοῦ, εἶχε λυγί­σει τὴ σπον­δυ­λι­κή της στή­λη. Τὴ λύγι­σε τόσο πολύ, ὥστε τὸ κεφά­λι τῆς δυστυ­χι­σμέ­νης γυναί­κας ἄγγι­ζε τὴ γῆ, κι ἀπὸ μακριὰ φαι­νό­ταν ὅτι περ­πα­τά­ει ὄχι ἄνθρω­πος ἀλλὰ ἕνα τετρά­πο­δο ζῶο. Τὰ χέρια της εἶχαν γίνει πόδια, ποὺ τὰ στή­ρι­ζε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπο­ρῶ νὰ περ­πα­τάη. Σ’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­σι βρι­σκό­ταν ἡ γυναῖ­κα ὄχι ἕνα ἢ δυὸ χρό­νια, ἀλλὰ δεκα­ο­χτὼ (18) ὁλό­κλη­ρα χρό­νια, μιὰ ὁλό­κλη­ρη ζωή. Τί θλι­βε­ρὸ θέα­μα!

Αὐτὴ ἡ σακα­τε­μέ­νη γυναῖ­κα, κι ἂν δὲν πήγαι­νε τὸ Σάβ­βα­το στὴ συνα­γω­γή, θὰ ἦταν δικαιο­λο­γη­μέ­νη γιὰ τὴν ἀπου­σία της. Κανεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν κατη­γο­ρή­σῃ. Καὶ ὅμως. Ἡ γυναί­κα αὐτή, παρ’ ὅλη τὴν ἀρρώ­στια της, ὅταν ξημέ­ρω­νε τὸ Σάβ­βα­το, δὲν ἡσύ­χα­ζε. Θεω­ροῦ­σε καθῆ­κον νὰ πάη στὴ συνα­γω­γή. Καὶ πήγαι­νε πάν­το­τε χωρὶς νὰ γογ­γύ­ζῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν τὴν ἔκα­νε καλά.

Ἀλλ’ αὐτὴ τὴ φορά, ποὺ πῆγε πάλι στὴ συνα­γω­γή, εἶδε τὸ θαῦ­μα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς τὴν εἶδε, τὴν σπλα­χνί­στη­κε, καὶ βρα­βεύ­ον­τας τὴν ἀφο­σί­ω­σή της στὸ Θεὸ τὴ θερά­πευ­σε. Τὸ κορ­μί της, ποὺ ἦταν κυρ­τω­μέ­νο σὰν κρι­κέλ­λα, ἔγι­νε καὶ πάλι ἴσιο σὰν κυπα­ρίσ­σι. Μὲ ὄρθιο πιὰ τὸ κορ­μὶ περ­πα­τοῦ­σε καὶ δόξα­ζε τὸ Θεό.

Ἄχ, χρι­στια­νοί μου! Αὐτὴ ἡ γυναῖ­κα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου πόσους χρι­στια­νοὺς δὲν θὰ δικά­σῃ κατὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς κρί­σε­ως! Ἡ γυναῖ­κα αὐτή, ἄρρω­στη, σακα­τε­μέ­νη, σὲ ἀθλία κατά­στα­σι, βαδί­ζον­τας μὲ τὰ τέσ­σε­ρα, πήγαι­νε κάθε Σάβ­βα­το στὴ συνα­γω­γή. Ἐμεῖς οἱ χρι­στια­νοὶ δὲν ἔχου­με τὸ Σάβ­βα­το ἔχου­με τὴν Κυρια­κή. Ἡ Κυρια­κὴ ἀντι­κα­τέ­στη­σε τὸ Σάβ­βα­το. Ἡ Κυρια­κὴ εἶνε ἡ μέρα ἡ μεγά­λη καὶ ἡ ἔνδο­ξη. Ἡ Κυρια­κὴ εἶνε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε τὸ θάνα­το, ἔφε­ρε νέα ζωὴ καὶ δημιούρ­γη­σε τὸ νέο κόσμο, τὸν κόσμο τῆς χάρι­τος. Καὶ θὰ ἔπρε­πε τὴν Κυρια­κὴ νὰ τὴν τιμοῦ­με οἱ χρι­στια­νοὶ μὲ ἐξαι­ρε­τι­κὴ εὐλά­βεια. Θὰ ἔπρε­πε τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα νὰ στα­μα­τοῦν ὅλες οἱ ἐργα­σί­ες ἐκτὸς ἀπό τις ἀπό­λυ­τα ἀπα­ραί­τη­τες καὶ ἀναγ­καῖ­ες. Θὰ ἔπρε­πε τὴ μέρα αὐτὴ οὔτε ποδό­σφαι­ρο οὔτε θέα­τρα οὔτε κινη­μα­το­γρά­φοι οὔτε ἐκδρο­μὲς νὰ γίνων­ται. Ἀλλ’ ὅλοι καὶ ὅλες νὰ τρέ­χουν στὴν ἐκκλη­σία γιὰ νὰ λατρεύ­σουν το Θεό, τὴν ἁγία Τριά­δα, τὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦ­μα. Για­τί αὐτὰ τὰ τρία πρό­σω­πα τῆς ὁμο­ου­σί­ου καὶ ἀδιαι­ρέ­του Τριά­δος ἐργά­στη­καν γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων. Ὁ Πατέ­ρας θέλη­σε, ὁ Υἱὸς ἦρθε στὴ γῆ, τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο φώτι­σε τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας λέμε: «Εἴδο­μεν τὸ φῶς τὸ ἀλη­θι­νόν, ἐλά­βο­μεν Πνεῦ­μα ἐπου­ρά­νιον. Εὕρο­μεν πίστιν ἀλη­θῆ, ἀδιαί­ρε­τον Τριά­δα προ­σκυ­νοῦν­τες. Αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσω­σεν».

Ναί! Ὁ χρι­στια­νός, ποὺ πηγαί­νει κάθε Κυρια­κὴ στὴν ἐκκλη­σία καὶ παρα­κο­λου­θεῖ μὲ εὐλά­βεια ὅσα ἐκεῖ λέγον­ται καὶ γίνον­ται καὶ μὲ πίστι πλη­σιά­ζει καὶ κοι­νω­νεῖ τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια, αὐτὸς ὁ χρι­στια­νὸς ὠφε­λεῖ­ται, κερ­δί­ζει πράγ­μα­τα ἀνε­κτί­μη­τα. Ἄν στὸ τέλος τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας ὁ ἱερεὺς σὲ καθέ­να ποὺ ἐκκλη­σιά­ζε­ται ἔδι­νε σὰν δῶρο μιὰ χρυ­σῆ λίρα, μπο­ρεῖ­τε νὰ φαν­τα­σθῆ­τε τί θὰ γινό­ταν; “Ὅλοι θὰ πήγαι­ναν στὴν ἐκκλη­σία γιὰ νὰ πάρουν τὴ λίρα. Ἀλλὰ τί εἶνε ἡ λίρα καὶ κάθε ἄλλος ὑλι­κὸς θησαυ­ρὸς μπρο­στὰ στὸν πνευ­μα­τι­κὸ θησαυ­ρό, μπρο­στὰ στὶς θεϊ­κὲς εὐλο­γί­ες, ποὺ σκορ­πά­ει ὁ ἥλιος τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας; Ἄνθρω­ποι, ποὺ μπῆ­καν στὴν ἐκκλη­σία λυπη­μέ­νοι, στε­νο­χω­ρη­μέ­νοι, μελαγ­χο­λι­κοί, σκυ­φτοί, ὅταν τέλειω­σε ἡ θεία λει­τουρ­γία καὶ πῆραν τὴν εὐλο­γία τῆς Ἐκκλη­σί­ας, βγῆ­καν γεμᾶ­τοι χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι. Κι ὅπως ἡ γυναῖ­κα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου μπῆ­κε στὴ συνα­γω­γὴ μὲ σκυμ­μέ­νο τὸ κεφά­λι καὶ βγῆ­κε μὲ τὸ κεφά­λι ὄρθιο βλέ­πον­τας τὸν οὐρα­νό, ἔτσι καὶ κάθε ψυχή, ποὺ τὴ λύγι­σε ὁ σατα­νᾶς καὶ τὴν ἔκα­νε νὰ βλέ­πῃ μόνο τὰ χαμη­λά, μόνο τὰ γήι­να καὶ τὰ ἐγκό­σμια, μόνο τὰ ἁμαρ­τω­λά, ὕστε­ρα ἀπὸ ἕναν ἐκκλη­σια­σμὸ βγαί­νει δια­φο­ρε­τι­κή. Αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλη­σία μᾶς, «Ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρ­δί­ας», γίνε­ται μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ συνε­χῶς ὑψώ­νε­ται, φτά­νει μέχρι τὰ ἄστρα, περ­νᾷ τὰ ἄστρα, ἀγγί­ζει το Θεό, ἑνώ­νε­ται μὲ τὸ Θεό.

Ὦ Θεέ μου, ὦ ἁγία Τριάς! Τί εὐλο­γί­ες εἶνε αὐτὲς ποὺ δίνεις στοὺς εὐσε­βεῖς χρι­στια­νοὺς ποὺ ἐκκλη­σιά­ζον­ται! Πόσο εὐτυ­χι­σμέ­νοι εἶνε αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πόσο δυστυ­χι­σμέ­νοι εἶνε ἐκεῖ­νοι ποὺ τὴν Κυρια­κὴ χτυ­πά­ει ἡ καμ­πά­να κι αὐτοὶ μένουν ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλη­σία! Αὐτοὺς θὰ κατα­δι­κά­σῃ κατὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς κρί­σε­ως ἡ γυναῖ­κα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ἡ γυναῖ­κα ἄρρω­στη, σακα­τε­μέ­νη, πήγαι­νε στὴν ἐκκλη­σία της, στὴ συνα­γω­γὴ χρι­στια­νοὶ αὐτοί, γεροί, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ μάτια καὶ αὐτιά, δὲν πηγαί­νουν γιὰ νὰ ποῦν ἕνα εὐχα­ρι­στῶ στὸ Θεὸ γιὰ τὰ τόσα καλὰ ποὺ τοὺς δίνει.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek