ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΖ΄ 12 - 19)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
12 Και καθώς εισήρχετο εις ένα χωριό, το απήντησαν δέκα λεπροί, οι οποίοι εστάθηκαν από μακρυά, διότι ο μωσαϊκός νόμος διέτασσε να μη πλησιάζουν ποτέ οι λεπροί τους υγιείς. 13 Και αυτοί εφώναξαν δυνατά και είπαν· “Ιησού διδάσκαλε, σπλαγχνίσου μας, ελέησέ μας, δος μας την υγείαν μας”. 14 Και όταν τους είδεν ο Ιησούς τους είπε· “πηγαίνετε και δείξετε το σώμα σας στους ιερείς, δια να βεβαιώσουν αυτοί επισήμως την θεραπείαν σας”. Και καθώς επήγαιναν εκαθαρίσθησαν από την λέπραν. 15 Ενας δε από αυτούς, όταν είδεν ότι εθεραπεύθη, επέστρεψε δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν με μεγάλην φωνήν. 16 Και έπεσε με το πρόσωπον κατά γης κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ευχαριστών αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήτο Σαμαρείτης. 17 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν εκαθαρίσθησαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 18 Δεν εθεώρησαν καθήκον των να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεόν, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;” 19 Και είπεν εις αυτόν· “σήκω και πήγαινε, η πίστις σου εκτός από την θεραπείαν του σώματος, σου έχει δώσει και την σωτηρίαν της ψυχής σου”. (Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεόν μας κάνει αξίους ακόμη μεγαλυτέρων δωρεών εκ μέρους του).
12 Και την ώρα που έμπαινε σε κάποιο χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά, επειδή σύμφωνα με τον νόμο κάθε λεπρός θεωρούνταν ακάθαρτος και δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει κανέναν. 13 Κι αυτοί άρχισαν να του φωνάζουν δυνατά: Ιησού, Κύριες, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας. 14 Βλέποντας τους εκείνος τους είπε: Πηγαίνετε και δείξτε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώσουν αν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου. Και καθώς αυτοί πήγαιναν να εξεταστούν από τους ιερείς, καθαρίστηκαν από τη λέπρα. 15 Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε και με δυνατή φωνή εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του δόξαζε τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. 16 Έπεσε τότε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες. 17 Τότε ο Ιησούς είπε: Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα που είναι; 18 Χάθηκαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος; 19 Και σ’ αυτόν είπε: Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία.
12 Kαὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν μακριά, 13 καὶ ὕψωσαν φωνὴ λέγοντας: «Ἰησοῦ διδάσκαλε, ἐλέησέ μας!». 14 Kαὶ ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ δείξετε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς (Oἱ ἱερεῖς θὰ βεβαίωναν τὴ θεραπεία)». Kαὶ ἐνῷ πήγαιναν, καθαρίσθηκαν (ἀπὸ τὴ λέπρα). 15 Ἕνας δὲ ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη τὸ Θεό, 16 καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Aὐτὸς δὲ ἦταν Σαμαρείτης. 17 Eἶπε δὲ τότε ὁ Ἰησοῦς: «Δὲν καθαρίσθηκαν (ἀπὸ τὴ λέπρα) καὶ οἱ δέκα; Oἱ ἄλλοι δὲ ἐννιὰ ποῦ εἶναι; 18 Δὲν βρέθηκαν νὰ γυρίσουν γιὰ νὰ δοξάσουν τὸ Θεό; Bρέθηκε μόνον αὐτὸς ὁ ἀλλοεθνής;». 19 Eἶπε δὲ σ’ αὐτόν: «Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε».
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
Όλα όσα όριζε ο παλαιός νόμος(ο μωσαϊκός) ήταν συμβολικά και τυπικά και σκιώδη· γι’ αυτό ο μωσαϊκός νόμος θεωρούσε και τη λέπρα εφάμαρτη και μιαρή και αποτρόπαια και ονόμαζε ακάθαρτους τους λεπρούς και όσους έπασχαν από βλεννόρροια και γενικά εκείνους που τους άγγιζαν[βλ. Λευίτ. 13,15: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὸν χρῶτα τὸν ὑγιῆ, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ χρὼς ὁ ὑγιής, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστι· λέπρα ἐστί (: Ο ιερέας θα δει τα υγιή μέρη του δέρματος σε αντιπαραβολή προς τα ασθενή και θα κηρύξει αυτόν ακάθαρτο, διότι πρόκειται περί λέπρας)», καθώς και εκείνους που άγγιζαν κάθε νεκρό σώμα [Αριθ.19,11: «Ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας(:Εκείνος που θα αγγίξει το σώμα νεκρού ανθρώπου, θα είναι ακάθαρτος για επτά ημέρες)»], υποδεικνύοντας με γριφώδη και ασαφή τρόπο την ακαθαρσία εκείνων που αμάρταναν απέναντι στον Θεό και αυτών που συνέπρατταν με αυτούς και συναναστρέφονταν αυτούς.
Και μέσω της αποστροφής που όριζε προς τους λεπρούς, ο μωσαϊκός νόμος βέβαια υπαινισσόταν την αποστροφή προς τους ύπουλους και πανούργους, τους θυμώδεις και μνησίκακους· γιατί όπως η λέπρα καθιστά τραχύ και ποικιλόχρωμο το δέρμα του σώματος, έτσι η δολιότητα και η πονηριά και ο θυμός και η οργή καθιστούν ασταθές και τραχύ το λογιστικό μέρος της ψυχής. Μέσω των λεπρών λοιπόν υποδήλωνε τα αντίστοιχα πάθη της ψυχής που ήταν πολύ βαρύτερα από τη λέπρα· μέσω αυτού δηλαδή που έπασχε από βλεννόρροια υποδήλωνε τον ασελγή, ενώ μέσω εκείνων που άγγιζαν κάποιο νεκρό σώμα ο νόμος εκείνος ονόμαζε «ακάθαρτους» εκείνους που με οποιονδήποτε τρόπο επικοινωνούσαν ή και συναναστρέφονταν με τους αμαρτωλούς.
Αφού λοιπόν ο Κύριος φάνηκε επάνω στη γη ως άνθρωπος χάρη στο απερίγραπτο πέλαγος της ευσπλαχνίας Του, για να θεραπεύσει τις ψυχικές μας νόσους και να εξαλείψει την αμαρτία του κόσμου, θεράπευσε και αυτές τις ασθένειες, τις οποίες ο νόμος ονόμαζε «ακαθαρσίες», ώστε, αν κάποιος νομίσει ότι εκείνα τα ψυχικά νοσήματα και πάθη είναι πραγματικά ακαθαρσία και αμαρτία, να ομολογήσει τον Θεό που λυτρώνει τους ανθρώπους από αυτά, αν πάλι καλώς νομίσει ότι εκείνα είναι σύμβολα της πραγματικής ακαθαρσίας και αμαρτίας, να καταλάβει από όσα τελούνται εκ μέρους του Χριστού γύρω από αυτά τα σύμβολα, ότι αυτός ο Ίδιος είναι που και την αμαρτία του κόσμου συγχώρησε και έχει επίσης και τη δύναμη να την καθαρίσει.
Είναι δυνατό όμως να πούμε και κάτι άλλο, καλά και αληθινά, όπως εγώ νομίζω· ότι, όπως ο Κύριος παραγγέλλει σε εμάς να επιζητούμε τα πνευματικά -γιατί λέγει:« Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά)», και όταν εμείς ζητούμε αυτά τα ψυχωφελή και σωτήρια, Εκείνος υπόσχεται να δώσει και τα σωματικά και επίγεια, λέγοντας: «καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (:και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)»[Ματθ.6,33], έτσι και Αυτός, αφού έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ευδόκησε, στη δική μας μηδαμινότητα, για να καθαρίσει τις αμαρτίες μας, χαρίζει επιπρόσθετα και την ανόρθωση των παράλυτων και την ανάβλεψη των τυφλών και την κάθαρση των λεπρών, και γενικά θεραπεύει κάθε νόσο του σώματός μας και κάθε αδυναμία, γιατί είναι πλούσιος σε ευσπλαχνία.
Όπως λοιπόν ο ευαγγελιστής Λουκάς θα πει σήμερα: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν(:Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από τα σύνορα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας βαδίζοντας από δυτικά προς ανατολικά, προς τη χώρα που βρίσκεται πέρα από τον Ιορδάνη. Και την ώρα που έμπαινε σε κάποιο χωριό, Τον συνάντησαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά, επειδή σύμφωνα με τον νόμο κάθε λεπρός θεωρούνταν ακάθαρτος και δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει κανέναν. Και αυτοί τότε άρχισαν να Του φωνάζουν δυνατά)»[Λουκ.7,12-13].Σωστά επισημαίνει ο ευαγγελιστής ότι οι λεπροί Τον συνάντησαν όχι όταν μπήκε, αλλά την στιγμή έμπαινε στην πόλη, γιατί οι λεπροί έπρεπε να απομακρύνονται και από τις πόλεις και από τα χωριά ως ακάθαρτοι που θεωρούνταν και έτσι ζούσαν γύρω από αυτές. Αλλά και ότι «στάθηκαν μακριά» μαρτυρεί τούτο· γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε έξω από τις πόλεις ή τα χωριά να αναμιγνύονται αυτοί με τους υγιείς.
Ύψωσαν όμως και τη φωνή τους προς τον Ιησού, δηλαδή φώναξαν δυνατά, εξαιτίας της μεγάλης αποστάσεως μεταξύ αυτών και του Κυρίου, λέγοντας: «᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς (:Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας)»[Λουκ.17,13]. Δηλαδή «Πρόσεξε, σε παρακαλούμε, το πάθος μας, πρόσεξε την ντροπή μας, πρόσεξε το άσχημο και βδελυρό και αφύσικο άνθος του πληγιασμένου δέρματός μας· γιατί τέτοιο είναι η λέπρα· πρόσεξε την εκτροπή της φύσεως, την αποστροφή των ανθρώπων, την απαρηγόρητη απομόνωσή μας από τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας ,και δείχνοντας έλεος απέναντί μας, πρόσφερέ μας τη θεραπεία».
«᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς (:Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας)». Φαίνεται βέβαια ότι η φωνή των λεπρών είναι αξιολύπητη, δεν είναι όμως χαρακτηριστική κάποιων αληθινά πιστών και συνετών ανθρώπων· διότι Τον αποκαλούν «ἐπιστάτη», πράγμα που δεν συνηθίζεται να λέγεται για πρόσωπα που έχουν απόλυτη και κυρίαρχη εξουσία και υπεροχή. Είναι όμως η δέηση ανθρώπων που ελπίζουν ότι θα δεχθούν τη θεραπεία, πράγμα που δεν είναι δείγμα ενός συνετού τρόπου σκέψης εκ μέρους τους, αν Αυτός που μπορεί, και μάλιστα από μακριά, να προσφέρει την κάθαρση σε δέκα λεπρούς, γι΄αυτούς δεν είναι Θεός.
Ο Κύριος όμως, επειδή σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρεπόταν στους λεπρούς να συναναστρέφονται τα πλήθη που συνέρρεαν γύρω από Αυτόν, ώστε με τη διδασκαλία Του που θα άκουγαν και τα θαύματα που θα έβλεπαν τον Κύριο να επιτελεί, να οδηγηθούν προς την πίστη, τους προσφέρει το έλεος δωρεάν[:χωρίς να τους ζητεί πρώτα την πίστη, πριν από τη θαυματουργική θεραπεία τους] και τους καθαρίζει από τη λέπρα, ώστε, απαλλασσόμενοι από το νομικό κώλυμα για συναναστροφή μαζί Του, να μπορούν και να συνυπάρχουν και με τον Κύριο και με τους άλλους υγιείς ανθρώπους και να βελτιώνονται εγκολπώμενοι τη διδασκαλία Του.
Και με ποιον τρόπο τους καθαρίζει; Λέγοντάς τους: «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι(:Πηγαίνετε και δείξτε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώσουν αν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου’’. Και καθώς αυτοί πήγαιναν να εξεταστούν από τους ιερείς, καθαρίστηκαν από τη λέπρα)»[Λουκ.17,14], γιατί Εκείνος που εξουσιάζει τα πάντα με τον λόγο της δυνάμεώς Του πρόσταξε να μεταβούν στους ιερείς πριν ακόμα καθαριστούν και, επειδή υπάκουσαν, τους χορήγησε και την κάθαρση.
Όπως δηλαδή ο Δεσπότης του νόμου, εφαρμόζοντας για χάρη μας τον μωσαϊκό νόμο, δεν προσκάλεσε κοντά Του τους λεπρούς, ούτε τους άφησε να Τον αγγίξουν, έτσι και μετά που λύγισε στις αξιολύπητες φωνές εκείνων, παρέχοντάς τους τη θεραπεία, τους αποστέλλει προς τους ιερείς, πάλι σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο· γιατί ο νόμος αυτός πρόσταζε να μη δίνει τη μαρτυρία μόνος του ο λεπρός που καθαρίσθηκε, αλλά να προσέρχεται στους ιερείς και να δείχνει μπροστά στα μάτια εκείνων κάθε υγιές πλέον μέλος του σώματός του και από εκείνους να παίρνει τη διαβεβαίωση, ώστε να θεωρείται στο εξής καθαρός και υγιής[ : βλ. Λευιτ. 13,6: «Καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ τὸ δεύτερον. καὶ ἰδοὺ ἀμαυρὰ ἡ ἁφή, οὐ μετέπεσεν ἡ ἁφὴ ἐν τῷ δέρματι· καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· σημασία γάρ ἐστι· καὶ πλυνάμενος τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καθαρὸς ἔσται(:Πάλι λοιπόν ο ιερέας κατά την έβδομη μέρα θα δει αυτόν για δεύτερη φορά και εάν η πληγή είναι θαμπή και όχι γυαλιστερή, και δεν έχει απλωθεί περισσότερο επάνω στο δέρμα, ο ιερέας θα τον κηρύξει καθαρό, διότι τα σημάδια πείθουν ότι δεν πρόκειται περί λέπρας. Αυτός πάλι αφού πλύνει τα ρούχα του, θα είναι καθαρός)»].
Επειδή όμως η λέπρα υπαινίσσεται την αμαρτία, η επίδειξη στους ιερείς δείχνει οπωσδήποτε τούτο, ότι δηλαδή κανείς από αυτούς που αμαρτάνουν απέναντι στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετάνοιας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του τη συγχώρηση και να ζει μαζί με όσους δεν έχουν να λογοδοτήσουν για κάτι, εάν δεν μεταβεί προς εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και να απαλλάσσει[:δηλαδή στον ιερέα-εξομολόγο] και δεν δείξει σε αυτόν την λεπρωμένη από τις αμαρτίες ψυχή του με την εξομολόγηση και δεχθεί από εκείνον την διαβεβαίωση της συγχωρήσεως. Αυτός λοιπόν που εκτελεί και τις συμβολικές πράξεις του νόμου για μας, στέλνει για τον ίδιο λόγο και τους λεπρούς στους ιερείς για να ελεγχθούν, οικονομώντας και κάτι επιπλέον ακόμα: διότι ήταν ικανό το θαύμα ν’ απαλλάξει ακόμη και τους ιερείς από την απιστία προς Αυτόν.
Πράγματι κάποτε έπαθε λέπρα και η αδελφή του Μωυσή Μαριάμ, για αιτία που δεν είναι καιρός να την πούμε τώρα, αλλά οπωσδήποτε έπαθε την ασθένεια της λέπρας· και ο Μωυσής που δοκίμασε τρομερό πόνο από το πάθος της αυτό, ζητούσε με την προσευχή τη θεραπεία της αδελφής του από τον Θεό· και την έλαβε βέβαια, αλλά έπειτα από επτά ημέρες[Αριθμ.12,15: «Καὶ ἀφωρίσθη Μαριὰμ ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἑπτὰ ἡμέρας· καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἐξῇρεν, ἕως ἐκαθαρίσθη Μαριάμ (: Και χωρίστηκε η Μαριάμ και έμεινε έξω από την κατασκήνωση επτά μέρες. Και ο λαός δεν αναχώρησε από την Ασηρώθ, έως ότου καθαρίστηκε η Μαριάμ από τη λέπρα)»].
Προσέξτε λοιπόν πόση υπεροχή προσμαρτυρεί το θαύμα στον Χριστό έναντι του Μωυσή. Γιατί Αυτός, στον λεπρό που Του είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι (:Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου)»,απάντησε: «Θέλω,καθαρίσθητι(:Θέλω, καθαρίσου)»[Ματθ.8,2], και αμέσως τον απάλλαξε από τη λέπρα, ενώ εδώ έδωσε τη θεραπεία σε δέκα λεπρούς που ζήτησαν από μακριά την κάθαρση, χωρίς καν να πει τίποτε, αλλά μόνο με τη συγκατάνευσή Του. Άρα δεν είναι φανερό σε όλους όσοι έχουν νου, ότι Αυτός είναι Εκείνος στον οποίο προσευχόταν ο Μωυσής και Τον οποίο ικέτευε ως Θεό να συγκατανεύσει στην κάθαρση της αδερφής του της Μαριάμ;
Γι’ αυτό λοιπόν οι τόσοι αυτοί λεπροί που καθαρίσθηκαν με αυτόν τον τρόπο αποστέλλονταν στους ιερείς, για να γνωρίσουν και αυτοί μέσω του θαύματος τη δύναμη του Χριστού, και, αφού μάθουν από τους λεπρούς ότι ήρθαν να εκπληρώσουν τον νόμο σύμφωνα με τη γνώμη Εκείνου που έχει τόση δύναμη, να καταλάβουν ότι Εκείνου γνώμη είναι και ο δοσμένος μέσω του Μωυσή νόμος, και έτσι να πιστέψουν στον ένα αυτόν Θεό, που είναι ο Ίδιος, και του νόμου και της χάριτος, και να οδηγήσουν αυτοί τελειότερα τους καθαρισμένους λεπρούς προς την πίστη σε Αυτόν. Γιατί έτσι έπρεπε, αν και εκείνοι χωρίς σύνεση έπρατταν τα αντίθετα. Μολονότι λοιπόν εκείνοι έπρατταν τ’ αντίθετα, ο Χριστός όμως δεν παρέλειπε ποτέ τίποτε από όσα τους είλκυαν προς τη σωτηρία· γιατί έχει αδαπάνητη και ανίκητη την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία και δεν ήταν δυνατό να νικηθεί η μακροθυμία Εκείνου με την κακία αυτών.
Αλλά, καθώς οι λεπροί, πηγαίνοντας προς τους ιερείς, θεραπεύθηκαν στον δρόμο, «εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης(:ένας από αυτούς, αφού είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε δοξάζοντας τον Θεό μεγαλόφωνα και έπεσε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες)»[Λουκ.17,15].
Σωστά είπε ο Ψαλμωδός προφήτης για τη γενιά των Ιουδαίων που ζούσαν στη δική του εποχή, ότι «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόνπάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὑτῶν ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν· οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν(:Ο Κύριος έσκυψε από το ύψος του ουρανού και έριξε το βλέμμα Του για να δει τους υιούς των ανθρώπων, για να δει εάν υπάρχει κανείς μεταξύ τους, που να έχει επίγνωση Θεού ή να επικαλείται με πίστη τον Θεό και να προσπαθεί να ευαρεστεί σε Αυτόν. Αλίμονο, όλοι εξετράπησαν στην ευθεία οδό. Εξαχρειώθηκαν και διεφθάρησαν. Δεν υπάρχει κανένας που να πράττει το αγαθό. Δεν υπάρχει ούτε ένας. Ο λάρυγγάς τους, σαν ανοιχτός τάφος, αναδίδει δυσώδεις αναθυμιάσεις. Με τις πονηρές τους γλώσσες επινοούν και εκφράζουν δόλια ψεύδη και φαρμακερές συκοφαντίες. Δηλητήριο φαρμακερών ασπίδων υπάρχει κάτω από τα χείλη τους. Το στόμα τους είναι γεμάτο από κατάρες εναντίον του Θεού και από δολιότητες και πικρίες εναντίον των ανθρώπων. Τα πόδια τους τρέχουν με ταχύτητα, για να χύσουν αίμα. Στους δρόμους της ζωής τους και στις πράξεις τους σπείρουν συντρίμματα και ταλαιπωρίες εναντίον αθώων. Εσωτερική ειρήνη και ειρηνική ζωή με τους άλλους εξαιτίας της αμαρτωλότητάς τους δεν γνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν τους)»[Ψαλμ.13,2-3].
Πράγματι, αν αυτοί οι εννέα, που τόση ευεργεσία πέτυχαν από τον Χριστό και τέτοιο θαύμα είδαν επάνω τους, δεν κατάλαβαν ότι ο Ιησούς είναι Θεός, δεν επέστρεψαν για να Τον αναζητήσουν, δεν απέδωσαν τη μεγαλύτερη δοξολογία ούτε την ευχαριστία, τι είναι φυσικό να σκεφθούμε για τους άλλους; Αλλά ο Σαμαρείτης, ο Ασσύριος κατά το γένος (γιατί από αυτούς προερχόταν η σαμαρειτική αποικία)[βλ. Δ΄Βασ.17,24: «Καὶ ἤγαγε βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐκ Βαβυλῶνος τὸν ἐκ Χουθὰ ἀπὸ Ἀϊὰ καὶ ἀπὸ Αἰμὰθ καὶ Σεπφαρουαΐμ, καὶ κατῳκίσθησαν ἐν πόλεσι Σαμαρείας ἀντὶ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν Σαμάρειαν καὶ κατῴκισαν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῆς(: Ο βασιλιάς των Ασσυρίων μετέφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα, δηλαδή ειδωλολάτρες κατοίκους των πόλεων Χουθά, Αϊά, Αιμάθ και Σεπφαρουαίμ και τους εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας αντί των Ισραηλιτών. Αυτοί λοιπόν πήραν πλέον ως κληρονομιά τους τη Σαμάρεια και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της)»], που ήταν ένας από αυτούς, όταν είδε το θαύμα και την ποθητή ευεργεσία που πέτυχε, κατανόησε αυτήν και τελειώθηκε ως προς την πίστη, και αφού επέστρεψε, λέγει και εκτελεί λόγια και πράξεις ευγνωμοσύνης και πίστεως, πέφτοντας δημόσια με το πρόσωπο στα πόδια του ευεργέτη και δοξάζοντας ως Θεό αληθινό Αυτόν που του χάρισε την κάθαρση από τη λέπρα του.
Και ο Κύριος λέγει προς τους παρευρισκόμενους: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;(: Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Χάθηκαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος;)», αν και βέβαια γι’ αυτό θεράπευσε και αυτούς, για να λάβουν την άδεια και τη δυνατότητα πλέον φυσιολογικά να ζουν μαζί με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους και με όσους παρακολουθούσαν από κοντά τη διδασκαλία του Ιησού και να κερδίσουν τη θεραπεία των ψυχών τους και να δοξάσουν τον Ιατρό και των ψυχών και των σωμάτων· εκείνοι όμως δεν σκέφθηκαν ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό.
Αλλά τι πάθος αληθινά! Γιατί από αυτό μπορεί κανείς να δει να πάσχουμε και εμείς τώρα: αφού καθαρισθήκαμε από τον Χριστό απ’ εκείνη την πρώτη κατάρα, που ήταν απλωμένη πάνω μας σαν λέπρα, και πιο βλαβερή και πιο σιχαμερή από κάθε λέπρα, καθόσον το πάθος εκτός από το σώμα μετέβαινε και στην ψυχή· αφού καθαρισθήκαμε λοιπόν απ’ αυτήν μέσω του Χριστού, και λάβαμε πάλι από Εκείνον καθαρή τη φύση μας σαν από την αρχή, δεν προσκολλόμαστε σε Αυτόν με ενάρετη ζωή προσφέροντάς Του δόξα, αλλά απομακρυνόμαστε πάλι από Αυτόν με επάρατα και παράνομα έργα, όπως λέγει προς Αυτόν ο Δαβίδ: «Ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοι πονηρευόμενος(: Εσύ είσαι Θεός, που ποτέ και κατά κανέναν τρόπο δεν θέλεις την καταπάτηση του νόμου Σου και την αδικία. Για τον λόγο αυτόν ούτε και προς στιγμή δεν θα παραμείνει πλησίον Σου ως προστατευόμενός Σου κανένας ασεβής άνθρωπος, ο οποίος μηχανεύεται το κακό)»[Ψαλμ.5,5].
Γι’ αυτό πάλι ο Κύριος, ελεεινολογώντας τους ανθρώπους αυτού του είδους και θρηνώντας κατά κάποιο τρόπο εκείνους και εμάς τους έπειτα από εκείνους όμοιους με εκείνους, όπως προς τον Αδάμ, όταν εξέπεσε από τη θεία εκείνη δόξα, έλεγε: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;(:Αδάμ, πού είσαι😉»[Γέν.3,9], έτσι έπειτα λέγει και προς αυτούς: «Οι εννέα όμως πού είναι; Δεν έκριναν αυτοί ότι πρέπει να προσφέρουν δόξα στον Θεό, παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;». Λέγοντας όμως τη φράση: «εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος(:παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός)», δείχνει την αχαριστία και σκληροκαρδία του γένους των Ιουδαίων, και ότι τα έθνη ήταν έτοιμα για επιστροφή, ενώ οι Ιουδαίοι ήταν τελείως αμετανόητοι προς σωτηρία. Γι’ αυτό και σε αυτόν που επέστρεψε με ευγνωμοσύνη χάρισε δίκαια και την ψυχική σωτηρία, που προτυπώνει τη σωτηρία των εθνών μέσω της πίστεως, λέγοντάς του: «Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία)», ενώ εκείνους που δεν επέστρεψαν, αφού τους κατηγόρησε μόνο για τη σιωπή τους, έδειξε ότι απέτυχαν ως προς την ψυχική σωτηρία.
Μοιάζουν βέβαια οι δέκα αυτοί λεπροί με ολόκληρο το γένος των ανθρώπων γιατί όλοι μας ήμασταν λεπρωμένοι, αφού όλοι υποπέσαμε στην αμαρτία, όπως λέγει ο θεόπνευστος Παύλος: «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(: Και δεν υπάρχει διάκριση, διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και έχουν στερηθεί από τη δόξα, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. Και συνεπώς γίνονται όλοι δίκαιοι και σώζονται δωρεάν με τη χάρη που δίνει σε μας τους καταδίκους ο Θεός ως πανάγαθος βασιλιάς. Μας απελευθέρωσε ο Θεός από την αμαρτία με την εξαγορά που έκανε ο Ιησούς Χριστός, με το λύτρο του αίματός Του)»[Ρωμ.3,23-24].
Όλοι λοιπόν ήμασταν έτσι πνευματικά λεπροί, αφού όμως κατέβηκε ο Κύριος από τους ουρανούς και έλαβε τη φύση μας, την ελευθέρωσε από την καταδίκη για την αμαρτία. Αλλά οι Ιουδαίοι βέβαια φάνηκαν αγνώμονες απέναντι σε αυτήν την ευεργεσία, όσοι όμως από τους εθνικούς επέστρεψαν από τον μάταιο δρόμο τους και από τα προηγούμενα πονηρά ήθη τους και πρόσφεραν δόξα στον Θεό, όχι ομολογώντας απλώς τη σωτηρία και ανακηρύσσοντας το μέγα έλεος Εκείνου που από το απέραντο πέλαγος φιλανθρωπίας κένωσε τον εαυτό Του μέχρι σε μας, αλλά και πείθονται στις εντολές Του και ζουν σύμφωνα με αυτές και με τη διαγωγή αυτή βαδίζουν προς ειρήνη, δηλαδή ειρηνεύουν προς τους εαυτούς τους και μεταξύ τους και προς τον Θεό.
Και ειρηνεύουμε προς τον Θεό, εκτελώντας τα ευάρεστα σε Αυτόν, ζώντας με σωφροσύνη, λέγοντας την αλήθεια, και πράττοντας τα δίκαια, «επιδιδόμενοι σε προσευχές και δεήσεις», και όπως προτρέπει ο απόστολος Παύλος: «Λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ(:Λαλώντας μεταξύ σας με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, άδοντας και ψάλλοντας στον Κύριο με όλη σας την καρδιά)»[Εφ.5,19], και όχι μόνο με τα χείλη.
Προς τους εαυτούς μας ειρηνεύουμε, υποτάσσοντας τη σάρκα στο πνεύμα και ακολουθώντας τον τρόπο ζωής που μας υπαγορεύει ο έμφυτος νόμος της συνειδήσεώς μας και έχοντας τον εσωτερικό μας κόσμο των λογισμών κινούμενο με κοσμιότητα και ευγένεια· μεταξύ μας τέλος ειρηνεύουμε: «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς ἐάν τις πρός τινα ἔχῃ μομφήν· καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμῖν, οὕτω καὶ ὑμεῖς· (:Να ανέχεστε ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, εάν έχει κανείς παράπονο εναντίον του άλλου, Όπως κι ο Χριστός σας έκανε χάρη και σας συγχώρησε, έτσι και εσείς να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο)»[Κολ.3,13].
Ας ειρηνεύουμε και εμείς λοιπόν, αδελφοί, παρακαλώ, και ας δείχνουμε αυτή την ειρήνη με έργα και τρόπους ενάρετους και αγαπητούς στον Θεό· γιατί εξαιτίας αυτής της ειρήνης και εμείς ήρθαμε σε σας, στην Εκκλησία του Χριστού, έχοντας ορισθεί από αυτόν διάκονοι της κληρονομιάς και χάριτός Του, και πάνω από όλα ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την ειρήνη σύμφωνα με την προς εμάς παραγγελία του Σωτήρα μας μέσω των Αποστόλων, και με αυτήν συνάγουμε τα σκορπισμένα μέλη προς τον εαυτό τους και την προκαλούμενη από το μίσος ασθένεια και καχεξία την βγάζουμε έξω από τις ψυχές μας.
Είμαστε λοιπόν μαζί σας με την χάρη του Χριστού και είμαστε πρεσβευτές του Χριστού, αφού Αυτός παρακαλεί με ενδιάμεσους εμάς: «Καταλλάγητε τῷ Θεῷ(:Συμφιλιωθείτε με τον Θεό)»[Β΄Κορ.5,20], γνωρίστε την μεταξύ σας συγγένεια που ενυπάρχει σε σας, όχι μόνο ως προς την ψυχή, αλλά και ως προς το σώμα, γιατί έτσι θα γίνετε και της ειρήνης, δηλαδή του Θεού, υιοί και κληρονόμοι. Γιατί Αυτός είναι η ειρήνη μας, που έκαμε τα δυο ένα και διέλυσε τον μεσότοιχο φράκτη και κατέλυσε με τον σταυρό την έχθρα και φύτευσε την ειρήνη μέσα στις ψυχές μας. Γιατί ολόκληρο το έργο της παρουσίας Του είναι η ειρήνη, και γι’ αυτήν έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη.
Γι’ αυτό και ο Δαβίδ προείπε γι’ Αυτόν:« Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης(:Από την πνευματική αυτή γλυκιά άρδευση θα αναβλαστήσει και θα ανθίσει επί των ημερών Του δικαιοσύνη και ειρήνη πλούσια και ατέλειωτη)»[Ψαλμ.71,7], και σε άλλον Ψαλμό λέγει πάλι γι’ Αυτόν: «Λαλήσει εἰρήνην ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐπιστρέφοντας καρδίαν ἐπ᾿ αὐτόν(:Θα ομιλήσει ειρηνικά προς τον λαό Του, στους αφοσιωμένους προς Αυτόν Ισραηλίτες· σε όσους επιστρέφουν με όλη τους την καρδιά προς Αυτόν)»[Ψαλμ.84,9]. Δείχνει όμως και ο ύμνος που ψάλθηκε κατά τη γέννησή Του από τους αγγέλους, ότι ήρθε σ’ εμάς φέροντάς μας από τον ουρανό την ειρήνη, λέγοντας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία(:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί˙ και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη· διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14].
Και Αυτός ο Ίδιος, όταν ολοκλήρωνε ήδη την σωτηριώδη οικονομία, αντί κληρονομιάς, την ειρήνη άφησε στους μαθητές Του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω (:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)»[Ιω.14,27]· και επίσης: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθητές, από το αν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας. Η αγάπη αυτή θα σας εξασφαλίσει την αναγνώριση, τον σεβασμό και την εκτίμηση των ανθρώπων περισσότερο από τη θαυματουργική σας δράση)»[Ιω,13,35]. Και η τελευταία προσευχή που έκανε για μας όταν ανέβαινε προς τον Πατέρα του στηρίζει την αναμεταξύ μας αγάπη· γιατί λέγει: «Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς(:Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11].
Να μην εκπέσουμε λοιπόν από την πατρική προσευχή, ούτε να απορρίψουμε την κληρονομιά του ουράνιου Πατέρα, ούτε τη σφραγίδα και το σημάδι της προς Αυτόν οικειότητας να πετάξουμε, για να μη χάσουμε και την υιοθεσία και την ευλογία και την προς Αυτόν μαθητεία και εκπέσουμε από την επηγγελμένη ζωή και αποκλεισθούμε από τον πνευματικό νυμφώνα του ειρηνάρχη Πατέρα, ο οποίος, για να μην πάθουμε αυτό, απέστειλε μέσω των αγίων μαθητών και Αποστόλων Του την ειρήνη σε όλον τον κόσμο.
Γι’ αυτό και αυτοί και στις ομιλίες τους και στα συγγράμματά τους αυτήν προβάλλουν στους προλόγους τους πριν από όλους τους λόγους: «Χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ(:Χάρη σε εσάς να παρέχεται και ειρήνη από τον Θεό)»[Γαλ.1,3]. Αυτήν και εμείς ως υπηρέτες της διακονίας εκείνων και τώρα ευαγγελιζόμαστε και μαζί με τον Παύλο λέμε σ’ εσάς: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον(:Αγωνίζεστε και προσπαθείτε να επιδιώκετε ειρήνη με όλους καθώς και να αποκτήσετε και τον αγιασμό και την καθαρότητα της καρδιάς σας, χωρίς την οποία κανένας δεν θα δει τον Κύριο)»[Εβρ.12,14]. Από μας όμως κανένας να μην αποτύχει στο να δει τον Κύριο, ούτε να εκπέσει από τη θεία δόξα την εκπεμπόμενη από εκεί, αλλά, αφού όλοι συμφιλιωθούμε και συναχθούμε σ’ ένα με την μεταξύ μας κατά Θεόν ειρήνη και αγάπη και ομόνοια, να έχουμε στο μέσο μας σύμφωνα με τη γλυκιά παραγγελία του τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που εξομαλύνει τις δυσκολίες του παρόντος βίου, και στον κατάλληλο καιρό χαρίζει την αιώνια ζωή και δόξα και βασιλεία.
Αυτήν είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς με την χάρη και φιλανθρωπία του ειρηνοποιού και ειρηνοδώρου Θεού και Πατέρα μας και Κυρίου Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Άπαντα τα έργα, τόμος 11, ομιλία ΞΑ΄,σελ.538-558,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ
«Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς(: Και την ώρα που ο Ιησούς έμπαινε σε κάποιο χωριό, Τον συνάντησαν δέκα λεπροί άνδρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά, επειδή, σύμφωνα με τον νόμο, κάθε λεπρός θεωρούνταν ακάθαρτος και δεν του επιτρεπόταν να πλησιάσει κανέναν. Και αυτοί άρχισαν να Του φωνάζουν δυνατά: ‘’Ιησού, Κύριε, σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας’’)»[Λουκ.17,12-13].
Και πάλι μας φανερώνει την δόξα Του ο Σωτήρας και με τη θεοπρεπή μεγαλουργία με την οποία έρχεται να αλιεύσει στην πίστη, τους άκαρδους και αγνώμονες Ισραηλίτες. Αλλά ήταν και αυτής της γενιάς οι Ισραηλίτες σκληροί και απείθαρχοι, όπως και οι περισσότεροι από τους προπάτορές τους. Ποιος λοιπόν λόγος θα τους βοηθήσει την ημέρα της κρίσεως, αφού δεν ανέχτηκαν να δεχτούν τη σωτηρία που τους πρόσφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, και μάλιστα μολονότι άκουσαν με τα αυτιά τους τους λόγους Του και είδαν τις παράδοξες και τις πέρα από κάθε ανθρώπινη λογική θαυματουργικές ενέργειές Του;
Και πράγματι ο Κύριος είπε γι΄αυτούς τα εξής: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν(:Εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλήσει αποδεικνύοντάς τους με τη διδασκαλία μου και με τα θαύματά μου ότι είμαι ο Μεσσίας, δεν θα είχαν αμαρτία για την απιστία που έδειξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρόφαση που να δικαιολογεί την αμαρτία τους. Και είναι βαριά και ασυγχώρητη η αμαρτία τους αυτή)» [Ιω.15,22]. Και πάλι: «Εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου(:Αν δεν είχα κάνει ανάμεσά σας τα καταπληκτικά και υπερφυσικά έργα, τα οποία κανείς άλλος από τους προφήτες και απεσταλμένους του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη δεν έχει κάνει, δεν θα είχαν αμαρτία. Τώρα όμως η ενοχή για την απιστία τους είναι μεγάλη· διότι και τα θαύματά μου αυτά έχουν δει, και έχουν μισήσει και Εμένα, και στο δικό μου πρόσωπο και τον Πατέρα μου)»[Ιω.15,24].
Απόδειξη ολοφάνερη αυτών που ανέφερα πριν λίγο είναι η πλήρης θεραπεία των λεπρών. Αυτοί, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή, ως ακάθαρτοι διώχνονταν από πόλεις και χωριά. Οι δέκα αυτοί λεπροί όμως συναντώντας τον Σωτήρα, Τον εκλιπαρούσαν να τους απαλλάξει από το κακό, ονομάζοντάς Τον «ἐπιστάτη», δηλαδή διδάσκαλο. Κανείς τότε δεν ελεούσε αυτούς που είχαν την αρρώστια αυτήν, Αυτός όμως ήρθε στη γη γι’ αυτόν τον λόγο και έγινε άνθρωπος για να τους ελεήσει όλους, Αυτούς τους λυπήθηκε και τους ευσπλαχνίστηκε.
«Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν(:Βλέποντάς τους Εκείνος τους είπε: ‘’Πηγαίνετε και δείξτε το σώμα σας στους ιερείς, για να βεβαιώσουν αν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου’’. Και καθώς αυτοί πήγαιναν να εξεταστούν από τους ιερείς, καθαρίστηκαν από τη λέπρα)»[Λουκ.17,14].
Γιατί όμως δεν είπε μάλλον: «Θέλω, καθαριστείτε», όπως έκανε και σε κάποιον άλλον λεπρό[βλ. Λουκά 5,13: «Καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ εἰπών· θέλω, καθαρίσθητι(:Τότε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον άγγιξε και του είπε: ‘’Θέλω να καθαριστείς από τη λέπρα, καθαρίσου’’)»], αλλά τους πρόσταξε να πάνε και να δείξουν τους εαυτούς τους καθαρούς στους ιερείς, όπως όριζε ο μωσαϊκός νόμος;[Λευιτ. 14,2-3: Οὗτος ὁ νόμος τοῦ λεπροῦ, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ καθαρισθῇ· καὶ προσαχθήσεται πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἱερεὺς ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἰᾶται ἡ ἁφὴ τῆς λέπρας ἀπὸ τοῦ λεπροῦ(:Αυτή είναι η νομική διάταξη για τον λεπρό, η οποία θα τηρηθεί κατά την ημέρα που αυτός θα έχει θεραπευτεί από τη λέπρα· θα οδηγηθεί αυτός προς τον ιερέα, ο οποίος θα εξέλθει από την κατασκήνωση προς το μέρος, στο οποίο βρίσκεται ο λεπρός. Θα τον εξετάσει και θα πειστεί ότι έχει θεραπευτεί πλέον η λέπρα)»]. Νόμος πάλι υποχρέωνε σε αυτό εκείνους που είχαν απαλλαγεί από τη λέπρα· γιατί τους πρόσταζε να δείχνουν τους εαυτούς τους στους ιερείς και να προσφέρουν θυσία για τη θεραπεία τους[Λευιτ.14,4: «Καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ λήψονται τῷ κεκαθαρισμένῳ δύο ὀρνίθια ζῶντα καθαρὰ καὶ ξύλον κέδρινον καὶ κεκλωσμένον κόκκινον καὶ ὕσσωπον(:Θα διατάξει κατόπιν ο ιερέας να φέρουν για τον θεραπευμένο λεπρό δύο μικρά ζωντανά πτηνά, από τα καθαρά, δηλαδή από εκείνα των οποίων επιτρέπεται η βρώση, ένα κέδρινο ξύλο, ταινία από στριμμένο κόκκινο νήμα και κλωναράκι υσσώπου)»].
Έχοντας λοιπόν θεραπευθεί τους είπε να μεταβούν και κατά κάποιον τρόπο να επιβεβαιώσουν δημόσια οι ιερείς, δηλαδή οι καθοδηγητές των Ιουδαίων, οι οποίοι φθονούσαν πάντοτε την δόξα Του, ότι παρ’ ελπίδα και κατά τρόπο παράδοξο και απροσδόκητο απαλλάχτηκαν από το κακό, αφού έδωσε τη συναίνεση για τη θεραπεία τους ο Χριστός. Δεν τους θεράπευσε προηγουμένως, αλλά τους έστειλε στους ιερείς, επειδή εκείνοι γνώριζαν τα σημάδια της λέπρας και το πότε θεραπεύεται. Τους έστειλε στους ιερείς, και μαζί στο δρόμο τους έστειλε και τη θεραπεία.
Αυτά όμως, και ποιος είναι ο νόμος της λέπρας και ποια είναι τα γνωρίσματα του καθαρισμού, και τι ζητούσε κάθε νομοθέτημα, τα αναπτύξαμε εκτενέστερα σε άλλη ομιλία μας στην αρχή των θαυμάτων του Σωτήρα που ιστορούνται από τον Λουκά, όπου είχε θεραπευθεί ο λεπρός[Λουκ. 5,12-16: «Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν μιᾷ τῶν πόλεων καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ πλήρης λέπρας· καὶ ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν, πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἐδεήθη αὐτοῦ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ εἰπών· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς παρήγγειλεν αὐτῷ μηδενὶ εἰπεῖν, ἀλλὰ ἀπελθὼν δεῖξον σεαυτὸν τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου καθὼς προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. Διήρχετο δὲ μᾶλλον ὁ λόγος περὶ αὐτοῦ, καὶ συνήρχοντο ὄχλοι πολλοὶ ἀκούειν καὶ θεραπεύεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν· αὐτὸς δὲ ἦν ὑποχωρῶν ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος(:Και ενώ βρισκόταν ο Ιησούς σε κάποια από τις πόλεις, να ένας άνθρωπος γεμάτος από εξανθήματα λέπρας. Αυτός μόλις είδε τον Ιησού, έπεσε κάτω με το πρόσωπο στη γη και Τον παρακαλούσε λέγοντας: ‘’Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές της βρωμερής αρρώστιας μου’’. Τότε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον άγγιξε και του είπε: ‘’Θέλω να καθαριστείς από τη λέπρα, καθαρίσου’’. Και αμέσως η λέπρα έφυγε από πάνω του. Κι ο Ιησούς του έδωσε την εντολή να μην πει σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας, αλλά του είπε: ‘’Πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου θυσία, όπως διέταξε ο Μωυσής. Έτσι η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά της θυσίας σου θα χρησιμεύσει ως μαρτυρία και απόδειξη στους ιερείς και το λαό ότι και εσύ πράγματι θεραπεύτηκες, και εγώ δεν ήλθα να καταλύσω το νόμο’’. Και η φήμη Του απλωνόταν όλο και περισσότερο τώρα μετά από το θαύμα αυτό, και μαζεύονταν πολλά πλήθη λαού για ν’ ακούνε τη διδασκαλία Του και για να τους θεραπεύει ο Ιησούς από τις ασθένειές τους. Αυτός όμως αποσυρόταν διαρκώς σε ερημικά μέρη και προσευχόταν)»].
Και αφού παραπέμψουμε στο υπόμνημά μας στα εδάφια αυτά όσους θέλουν να μάθουν τη σημασία όλων αυτών που αναφέρει εκεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, ας προχωρήσουμε παρακάτω : «Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε και με δυνατή φωνή εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του δόξαζε τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. Έπεσε τότε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες. Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Χάθηκαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος;’’. Και σε αυτόν είπε: ‘’Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία’’)»[Λουκ.17,17-19].
Και οι άλλοι εννέα βέβαια, σαν Ιουδαίοι που ήταν, πέφτοντας σε αχάριστη λησμοσύνη, δεν επέστρεψαν για να δοξάσουν τον Θεό, πράγμα που δείχνει ότι ο Ισραηλιτικός λαός είναι άκαρδος και αγνώμονας και δεν έχει καθόλου μνήμη. Ο αλλοεθνής όμως, δηλαδή ο Σαμαρείτης, επειδή καταγόταν από την Ασσυρία και ήταν αλλογενής(γιατί λέγει όχι άσκοπα ότι περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία), επέστρεψε δοξάζοντας με δυνατή φωνή τον Θεό. Δείχνει λοιπόν ότι οι Σαμαρείτες ήταν ευγνώμονες, ενώ οι Ιουδαίοι ακόμα και όταν ευεργετούνται, δείχνουν αχαριστία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία».
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)
Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκάν Β΄», κεφάλαιο 17ο, σελ. 129-131.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος ΣΤ (Κυριακοδρόμιο Γ΄)
Συχνά εἴμαστε ἀδύναμοι να διδαχτοῦμε ἀπό τα μεγάλα πράγματα και διδασκόμαστε από τά μικρά. Ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε πῶς ὁ Θεός βλέπει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἄς παρατηρήσουμε πῶς στέλνει ὁ ἥλιος τό φῶς του παντοῦ στή γῆ, σ’ ὅλα τά πράγματα. Ἄν ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε πῶς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ οὔτε στιγμή νά ζήσει χωρίς Θεό, ἂς δοῦμε πῶς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεί οὔτε στιγμή να ζήσει χωρίς τόν ἀέρα.
Ἄν δέν μποροῦμε ν’ ἀντιληφθοῦμε γιατί ὁ Θεός ζητάει ὑπακοή ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἄς καταλάβουμε γιατί ὁ ἀρχηγός τῆς οἰκογένειας ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τά μέλη της, ὁ βασιλιάς ἀπό τούς ὑπηκόους του, ὁ διοικητής ἀπό τούς στρατιῶτες του κι ὁ ἀρχιτέκτονας ἀπό τούς οἰκοδόμους. Ἄν δέν κατανοοῦμε γιατί ὁ Θεός ζητάει εὐγνωμοσύνη ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἂς ἀναλογιστούμε γιατί ὁ πατέρας ζητάει τήν εὐγνωμοσύνη τῶν παιδιῶν του. Γιατί ὁ πατέρας επιμένει πώς ὁ γιός του πρέπει να πάρει το κύπελλο του, νά τοῦ κάνει ὑπόκλιση καί νά λέει εὐχαριστῶ γιά τό κάθε τί, μικρό ή μεγάλο, πού παίρνει ἀπό τούς γονεῖς του; Γιατί τό κάνουν αυτό οἱ γονεῖς; Μήπως πλουτίζουν περισσότερο μέ τίς εὐχαριστίες τῶν παιδιῶν, μήπως γίνονται πιο δυνατοί ἤ πιό διάσημοι ἤ ἀποκτοῦν μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία; Ὄχι, τίποτα ἀπ’ ὅλ ̓ αὐτά. Ἀφοῦ λοιπόν οἱ γονεῖς δέν κερδίζουν προσωπικά τίποτα ἀπό τήν εὐγνωμοσύνη τῶν παιδιῶν, δέν εἶναι περίεργο πού διδάσκουν συνέχεια τα παιδιά τους νά εἶναι εὐγνώμονα; Κι αὐτό δέν τό κάνουν μόνο οἱ πιστοί γονεῖς, μά ἀκόμα κι οἱ ἄπιστοι.
Ὄχι, αὐτό δέν εἶναι καθόλου περίεργο, αλλά μᾶλλον εὐγενές. Αὐτό πού κάνει τούς γονεῖς νά διδάσκουν τήν εὐγνωμοσύνη στα παιδιά τους, είναι ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη τους. Γιατί; Επειδή αὐτό εἶναι γιά τό καλό τῶν παιδιῶν τους. Γιά νά μεγαλώσουν τα παιδιά τους ὅπως τά καλλιεργημένα καρποφόρα δέντρα κι ὄχι ὅπως τά ἄγρια ἀγκάθια. Κι αυτό γιά νά ἐπιβιώσει τό παιδί τους ανάμεσα στούς ἀνθρώπους στην πρόσκαιρη ζωή, ανάμεσα σε φίλους κι ἐχθρούς, σε χωριά καί σέ πόλεις, στην ἐξουσία ἤ στό ἐμπόριο. Τόν εὐγνώμονα ἄνθρωπο τόν ἐκτιμοῦν παντοῦ, τόν ἀγαποῦν, τόν καλοδέχονται καί τόν βοηθοῦν. Αὐτός πού μαθαίνει τήν εὐγνωμοσύνη, μαθαίνει νά εἶναι κι εὔσπλαχνος. Κι ὁ εὔσπλαχνος ἄνθρωπος περπατάει ἐλεύθερος σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ἄς ἀναρρωτηθοῦμε τώρα γιατί ὁ Θεός ἀναζητά τίς εὐχαριστίες τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ζήτησε από τό Νῶε, τό Μωυσή, τόν Ἀβραάμ κι ἀπ ̓ ἄλλους προπάτορες να προσφέρουν θυσίες εὐχαριστίας στό Θεό (βλ. Γέν. η’ 20-21, ιβ’ 7-8, λε’ 1, Λευϊτ. γ’); Γιατί ὁ Κύριος ἔδινε καθημερινά παραδείγματα στον κόσμο πώς πρέπει να προσφέρουν εὐχαριστίες στό Θεό (βλ. Ματθ. ια’ 25, ιδ’ 19, κστ’ 26-27); Γιατί καί οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν τό ἴδιο (βλ. Πράξ. β’ 47, κζ’ 35) καί συμβούλευαν τούς πιστούς να εὐχαριστοῦν τό Θεό γιά ὅλα (Εφ. ε’ 20, Κολ. γ’ 17); Μήπως μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα τα λόγια πού εἶπε ὁ μεγαλοφωνότατος Ησαΐας, «τόν ἔλεον Κυρίου ἐμνήσθην, τάς ἀρετὰς Κυρίου ἐν πᾶσιν, οἷς ἡμῖν ἀνταποδίδωσι» (Ησ. ξγ’ 7); Η μήπως δέν εἶναι κατανοητά αὐτά πού συμβουλεύει ὁ Ψαλμωδός τήν ψυχή του, «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, καί μή ἐπιλανθάνου πάσας τάς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ρβ’ 2); Γιατί λοιπόν ὁ Θεός ζητᾶ τίς εὐχαριστίες τῶν ἀνθρώπων και γιατί οἱ ἄνθρωποι εὐχαριστοῦν τό Θεό; Αυτό οφείλεται στήν ἀμέτρητη αγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Θεός ζητᾶ νά τόν εὐχαριστοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Οἱ εὐχαριστίες τῶν ἀνθρώπων δέ θά κάνουν σπουδαιότερο τό Θεό, δέ θά τόν κάνουν πιό δυνατό, πιό ἔνδοξο, πιό πλούσιο ἤ πιό ζωντανό. Ὅλ ̓ αὐτά θά τ’ ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων δέ θά προσθέσει τίποτα στήν εἰρήνη καί τή μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, θά προσθέσει τα χαρακτηριστικά αὐτά ὅμως στους ἀνθρώπους. Ἡ εὐχαριστία κι ἡ δοξολογία στο Θεό δέ θ’ ἀλλάξει σε τίποτα τήν ὕπαρξή Του, θ’ ἀλλάξει ὅμως κάτι στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τήν εὐγνωμοσύνη μας, οὔτε καί τίς προσευχές μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅμως εἶπε: «Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρό τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν» (Ματθ. στ’ 8). Καί προέτρεψε τους μαθητές «πρός τό δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτούς καί μή ἐκκακεῖν» (Λουκ. ιη 1). Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τίς προσευχές μας, μᾶς προτρέπει ὅμως νά προσευχόμαστε. Δέν ἔχει ἀνάγκη τήν εὐγνωμοσύνη μας, ἀλλά τήν ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς. Οἱ εὐχαριστίες μας δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρά μιά προσευχή.
Ἡ εὐχαριστία στο Θεό ἀνεβάζει ἐμᾶς τούς θνητούς πάνω ἀπό τή φθορά τῆς θνητότητας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό ἐκεῖνο πού κάποια στιγμή πρέπει ν’ ἀπαλλαγοῦμε, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Ἡ εὐχαριστία μᾶς ἑνώνει μέ τόν ζώντα κι ἀθάνατο Θεό. Ἄν δέν εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του σ’ αὐτή τή ζωή, τότε δέ θά τόν δοῦμε στήν αἰωνιότητα. Ἡ εὐχαριστία ἐξευγενίζει τόν ἄνθρωπο καί ἐνθαρρύνει τά καλά ἔργα. Ἡ εὐχαριστία εμπνέει τήν εὐεργεσία στον κόσμο καί ἐνισχύει τίς ἀρετές. Ἡ θνητή γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου ἀδυνατεῖ νά περιγράψει τό κάλλος τῆς εὐγνωμοσύνης ἤ τήν ἀσχήμια τῆς ἀγνωμοσύνης τόσο παραστατικά, ὅσο παρουσιάζονται στη σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
«Εἰσερχομένου αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ εἰς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροί ἄνδρες, οἵ ἔστησαν πόρρωθεν. καί αὐτοί ἦραν φωνήν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. ιζ’ 12,13). Ήταν δέκα λεπροί. Εἶναι φρικτό να βλέπεις ἕνα λεπρό, πόσο μᾶλλον νά δεῖς δέκα μαζί. Ἕνα σῶμα καλυμμένο ὁλόκληρο, ἀπό τήν κορφή ὥς τά νύχια, μέ ἄσπρες κηλίδες, κακοφορμισμένες πληγές, πού στήν ἀρχή δημιουργοῦν φαγούρα κι ἔπειτα καίνε σαν φλόγα. Ἕνα σῶμα πού φθείρεται συνέχεια καί λειώνει. Ἕνα σῶμα πού ἔχει περισσότερο πύον παρά αἷμα. Ἕνα σῶμα πού μυρίζει τόσο εξωτερικά όσο κι ἐσωτερικά. Κι ὅταν ἡ λέπρα προσβάλει το στόμα, τη μύτη ή τά μάτια, φαντάζεστε τί ἀέρα ἀνασαίνει ὁ λεπρός ἀπό τό γεμάτο πύον στόμα του, τί γεύση ἔχει αὐτό πού τρώει καί πῶς τοῦ φαίνεται ὁ κόσμος πού βλέπει ἀπό τά γεμάτα πύον μάτια του.
Σύμφωνα μέ τό Νόμο του Μωυσή, στούς λεπρούς ἀπαγορευόταν νά ‘ρθουν σ’ ὁποιαδήποτε ἐπαφή μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τό ἴδιο γίνεται και στις μέρες μας, στις περιοχές όπου κατοικοῦν λεπροί1. Κι οἱ λεπροί, γιά νά ἐμποδίσουν τούς ἄλλους ἀνθρώπους νά τούς πλησιάσουν, τούς φώναζαν ἀπό μακριά, μέ τό μοναδικό ὄνομα πού ἀναφέρεται στο Νόμο γι’ αὐτούς: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Αναφέρεται στο Νόμο: «Καί ὁ λεπρός ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή, τά ἱμάτια αὐτοῦ ἔστω παραλελυμένα καί ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἀκάλυπτος, καί περί το στόμα αὐτοῦ περιβαλέσθω, καί ἀκάθαρτος κληθήσεται» (Λευϊτ. ιγ’ 45). Τά ροῦχα του πρέπει νά εἶναι σχισμένα, γιά νά φαίνεται ἡ λέπρα του. Το κεφάλι του νά εἶναι ἀκάλυπτο, καί τό στόμα του καλυμμένο, γιά τόν ἴδιο λόγο. Καί κυρίως ἔπρεπε νά φωνάζουν: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Ἀπομακρύνονταν ἀπό τίς πόλεις καί τά χωριά καί ζοῦσαν χειρότερα κι ἀπό τά ζῶα, περιφρονημένοι και ξεχασμένοι. Αναφέρεται στο Λευϊτικό: «Ακάθαρτος ἔσται, κεχωρισμένος καθήσεται, ἔξω τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ ἔσται ἡ διατριβή» (Λευϊτ. ιγ’ 46). Τούς λογάριαζαν νεκρούς, ἀλλ ̓ ἡ μοίρα τους ἦταν χειρότερη κι από τῶν νεκρῶν.
Μιά μέρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἡ πηγή τῆς ὑγείας, τοῦ κάλλους καί τῆς δύναμης, πέρασε κοντά ἀπ’ αὐτά τά ἀνθρώπινα ράκη, αὐτά τά δύσοσμα ὑπολείμματα τῆς ζωῆς. Μόλις οι λεπροί κατάλαβαν πώς δίπλα τους περνοῦσε Ἐκεῖνος, σήκωσαν τή φωνή τους ἀπό μακριά καί εἶπαν: Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Πῶς γνώριζαν οἱ ταλαίπωροι αὐτοί ἄνθρωποι γιά τόν Ἰησοῦ καί τή δύναμη πού εἶχε νά τούς βοηθήσει, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους; Θα πρέπει κάποιος ἀπό κείνους πού τούς ἄφηνε από μακριά ψωμί στο δρόμο, νά τούς είχε πληροφορήσει γιά τά νέα. Ἡ φήμη τοῦ νέου θαυματουργοῦ στον κόσμο, πού θά μποροῦσε νά τούς ἐνδιαφέρει, θά πρέπει νά εἶχε φτάσει στ’ αυτιά τους. Ὅλα τ’ ἄλλα πού γίνονταν στον κόσμο, ὅπως οἱ ἀλλαγές τῶν ἀρχόντων κι οἱ πόλεμοι ἀνάμεσα στα ἔθνη, ἡ ίδρυση κι ἡ καταστροφή τῶν πόλεων, οἱ ἑορταστικές εκδηλώσεις, οἱ πυρκαγιές κι οἱ σεισμοί, ὅλα αὐτά τούς ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορα. Πνιγμένοι μέσα στό πύον, τό μόνο πού θά σκέφτονταν ἦταν ἡ ἀθλιότητά τους καί ἴσως Ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς πληγές, τα ράκη καί τό πύον και να τούς ντύσει μέ τό ἔνδυμα τῆς ὑγείας. Ἄκουσαν γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ καί σίγουρα πληροφορήθηκαν κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, πού ὁ Κύριος Θεράπευσε λεπρούς σαν κι εκείνους (βλ. Λουκ. ε ́ 12,13). Θά νοσταλγοῦσαν λοιπόν τή μοναδική εὐκαιρία να βρεθοῦν μπροστά στον Κύριο.
Κάπου στήν ἄκρη τῆς πεδιάδας τῆς Γαλιλαίας, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος ἀρχίζει ν’ ανηφορίζει πρός τή Σαμάρεια, τόν περίμεναν. Καί νά πού ἡ εὐτυχισμένη και μοναδική ευκαιρία που περίμεναν τούς πλησίασε, ὄχι κατά τύχη, ἀλλά μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τό Χριστό να περνάει από κεῖ μέ τούς μαθητές Του κι ἔκραξαν μέ μεγάλη φωνή: Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς! Γιατί τόν ὀνόμασαν Επιστάτη; Επειδή η λέξη αὐτή εἶναι πιό ἐπιβλητική ἀπό τό «διδάσκαλος». Επιστάτης δέν εἶναι μόνο ὁ διδάσκαλος, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐποπτεύει, πού καθοδηγεί, πού μέ τά λόγια, το παράδειγμα καί τή μέριμνά του ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στο δρόμο τῆς σωτηρίας. Γιατί τότε δέν τόν ὀνόμασαν «Κύριο», πού εἶναι ἀκόμα πιό ἐπιβλητική λέξη ἀπό τό «ἐπιστάτης»; Επειδή δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμα τή δύναμη καί τήν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλέησον ἡμᾶς, κραύγαζαν. «Καί ἰδών εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες δείξατε ἑαυτούς τοῖς ἱερεῦσι». Καί καθώς πήγαιναν στούς ἱερεῖς, στο δρόμο καθαρίστηκαν. Σε προηγούμενη περίπτωση θεραπείας λεπρῶν, ὁ Κύριος ἔκτεινε τό χέρι Του κι ἀκούμπησε τό λεπρό λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι. καί εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 13). Τώρα όμως ὄχι μόνο δέν ἄγγιξε τους λεπρούς, μά δέν τούς πλησίασε κάν, ἦταν μακριά τους, ἀφοῦ ἔστησαν πόρρωθεν, καί αὐτοί ἦραν φωνήν. Τούς μιλοῦσε ἀπό ἀπόσταση.
Γιατί ὁ Κύριος τούς ἔστειλε στούς ἱερεῖς; Επειδή οἱ ἱερεῖς εἶχαν τό καθῆκον νά τούς κηρύξουν ἀκάθαρτους καί νά τούς ἀποκλείσουν ἀπό τήν κοινωνία, ὅπως εἶχαν καί τό δικαίωμα να δηλώσουν πώς εἶναι θεραπευμένοι και καθαροί, για να ξαναγυρίσουν κοντά στούς ἀνθρώπους (βλ. Λευϊτ. ιγ’ 34,44). Ὁ Κύριος δέ θά καταργήσει τό Νόμο, καθώς μάλιστα ὁ Νόμος δέν ἐμποδίζει τό ἔργο του, ἀλλά μᾶλλον τό ἐνισχύει σ’ αυτήν τήν περίπτωση. Οἱ ἴδιοι οἱ ἱερεῖς θά πείθονταν πώς οἱ δέκα λεπροί καθαρίστηκαν, ἀφοῦ βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό. Οἱ δέκα λεπροί ἄκουσαν τί τούς εἶπε ὁ Κύριος καί που τούς ἔστειλε και ξεκίνησαν γιά τό χωριό, νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολή Του. Νά, ὅμως, πού καθώς βάδιζαν, ἡ λέπρα τους καθαρίστηκε, ἐξαφανίστηκε. «Καί ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτούς ἐκαθαρίσθησαν» (Λουκ. ιζ’ 14). Κοίταξαν τα σώματά τους και διαπίστωσαν πώς εἶχαν γίνει καθαροί, ὑγιεῖς. Κοίταζαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον κι ἔκαναν τήν ἴδια διαπίστωση. Οἱ πληγές, τό πύον κι ἡ δυσοσμία εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Μόνο τά ἴχνη τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας εἶχαν μείνει, γιά νά μαρτυροῦν τή θεραπεία τους.
Ποιός θα μποροῦσε νά πεῖ πώς τό θαῦμα αὐτό τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀνώτερο ἀπό ἀνάσταση νεκρῶν; Ἄς ἐγκύψουμε βαθύτερα στο γεγονός πώς, μ’ ἕνα Του λόγο, τα λεπρά σώματα πού τά είχε καταφάγει ἡ ἀρρώστια, ξαφνικά καθαρίστηκαν, ἔγιναν καλά. Ὅσο ἐμβαθύνει κανείς στό θαῦμα αὐτό, ἀναγνωρίζει κι ὁμολογεῖ πώς θνητός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἀρθρώσει τέτοιο λόγο. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά προφέρει αὐτόν τόν θεραπευτικό λόγο, μέσα ἀπό τά ἀνθρώπινα χείλη Του. Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ λόγος αὐτός βγήκε ἀπό ἀνθρώπινα χείλη. Εἶναι σίγουρο όμως πώς προῆλθε ἀπό τά ἴδια βάθη, ἀπ’ ὅπου κι ὁ λόγος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. «Αὐτός εἶπε και ἐγενήθησαν».
Υπάρχουν λόγια και λόγια. Υπάρχουν λόγια ἁγνά κι ἀναμάρτητα, πού εἶναι καί λόγια δυνάμεως. Τα λόγια αυτά προέρχονται ἀπό τήν πρωταρχική πηγή τῆς αἰώνιας αγάπης. Οἱ πύλες ὁλόκληρης της δημιουργίας εἶναι ἀνοιχτές μπροστά τους. Τά πάντα, ἄνθρωποι, ἀσθένειες και πνεύματα τούς ὑποτάσσονται. Ὑπάρχουν ὅμως καί λόγια διασπαστικά, ὠμὰ, πού τά ἔχει νεκρώσει ἡ ἁμαρτία. Τα λόγια αὐτά δέν ἔχουν μεγαλύτερη ἐπιρροή ἀπ’ ὅση ἔχει τό σφύριγμα τοῦ ἀνέμου ἀνάμεσα στις καλαμιές. Όσα τέτοια νεκρά λόγια κι ἄν ἀκουστοῦν, παραμένουν τόσο ἀνίσχυρα, ὅσο ὁ καπνός πού προσκρούει σε σιδερένια πόρτα.
Ἀναλογιστεῖτε ὅμως πόση απερίγραπτη ανακούφιση καί παρηγοριά νιώθουμε, ὅταν γνωρίζουμε σε πόσο δυνατό καί στοργικό Κύριο ἀνήκουμε! «Πάντα ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος ἐποίησεν, ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. ρλδ’ 6). Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς, Αυτός κυβερνᾶ τήν ἀρρώστια, Αὐτός δίνει τούς νόμους της φύσης, εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Δέν δημιουργηθήκαμε ἀπό τήν ἀλόγιστη φύση. Εἴμαστε δοῦλοι τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ πού ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο. Δέν εἴμαστε τυχαῖα πλάσματα τῆς τύχης. Εἴμαστε πλάσματα Εκείνου πού δημιούργησε όλους τους πρεσβύτερους ἀδελφούς μας, τούς ἀγγέλους, τούς ἀρχαγγέλους κι όλα τ’ ἀθάνατα ὄντα τοῦ οὐρανοῦ. Ἄν ὑποφέρουμε σ’ αὐτή τή ζωή, Ἐκεῖνος γνωρίζει τό νόημα καί τό σκοπό τῶν βασάνων μας. Ἄν μᾶς ἔκανε λεπρούς ἡ ἁμαρτία, ὁ λόγος του εἶναι ἰσχυρότερος ἀπό τή λέπρα, εἴτε σωματική εἶναι αὐτή εἴτε πνευματική. Τήν ὥρα πού πνιγόμαστε, τό σωστικό χέρι Του εἶναι κοντά μας. Τήν ὥρα πού πεθαίνουμε, μᾶς περιμένει στήν ἄλλη πλευρά τοῦ τάφου.
Ας γυρίσουμε τώρα στη διήγηση τοῦ εὐαγγελίου, στη θεραπεία τῶν λεπρῶν. Ἄς ρίξουμε μια ματιά στην καθαρή ἀπεικόνιση τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς ἀγνωμοσύνης. Τί ἔκαναν οἱ λεπροί αὐτοί ὅταν διαπίστωσαν πώς εἶχαν θεραπευτεῖ ἀπό τή λέπρα τους; Μόνο ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς γύρισε για νά εὐχαριστήσει τό Χριστό. Οἱ ἄλλοι ἐννιά τράβηξαν το δρόμο τους. Οὔτε πού σκέφτηκαν να γυρίσουν καί νά εὐχαριστήσουν τόν Εὐεργέτη και Σωτήρα τους.
«Εἷς δέ ἐξ αὐτῶν, ἰδών ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν. καί ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καί αὐτός ἦν Σαμαρείτης» (Λουκ. ιζ’ 15, 16). Ὁ εὐγνώμων αὐτός ἄνθρωπος, μόλις είδε πώς εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φοβερή ἀρρώστια του, ἔνιωσε την ψυχή του ν’ ανασαίνει ἀνάλαφρα. Ἦταν σά νά είχε βγάλει από μέσα του κάποια φαρμακερά φίδια. Η πρώτη του σκέ ψη λοιπόν ἦταν να τρέξει καί νά εὐχαριστήσει Ἐκεῖνον πού τόν ἔσωσε ἀπ’ αὐτήν τή φοβερή ἀθλιότητα. Λίγο νωρίτερα είχε κράξει, Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Τώρα ξανασήκωσε τη φωνή του καί βροντοφώναξε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του κι ἀπό τά καθαρά χείλη του εὐχαρίστησε το Θεό. Δέν τοῦ ἔφτασε αὐτό ὅμως. Ἔτρεξε ἀμέσως νά βρεῖ τόν Εὐεργέτη του, νά τοῦ ἐκφράσει τίς εὐχαριστίες του. Μόλις ἔφτασε κοντά στο Χριστό ἔπεσε μπροστά Του νά τόν προσκυνήσει. Γονάτισε τώρα ὄχι μέ πονεμένα πόδια ἀπό τίς ἀνοιχτές πληγές, ἀλλά μέ πόδια θεραπευμένα καί ὑγιῆ. Είχε πιά ἕνα σῶμα τελείως ὑγιές, μιά καρδιά γεμάτη χαρά καί δυό μάτια γεμάτα δάκρυα.
Αὐτός ἦταν ἀληθινός ἄνθρωπος. Στιγμές νωρίτερα ἦταν μια μάζα από πυώδη σάρκα. Τώρα ξανάγινε ἄνθρωπος. Στιγμές νωρίτερα ἦταν ἀπόβλητος ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Τώρα ξανάγινε ἄξιο μέλος τῆς κοινωνίας τους. Στιγμές νωρίτερα ήταν μια θλιβερή σάλπιγγα πού ἠχοῦσε μονότονα μιά μόνο λέξη: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Τώρα μεταβλήθηκε σε μια θριαμβευτική σάλπιγγα πού ἀνέπεμπε εὐχαριστίες καί δοξολογίες στο Θεό.
Αὐτός ὁ ἕνας καί μοναδικός θεραπευμένος κι εὐγνώμων ἄνθρωπος δέν ἦταν Ἰουδαῖος, ἀλλά Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρείτες δέν ἦταν Ἰουδαῖοι ἀλλά οὔτε καί καθαρόαιμοι Ασσύριοι ἤ μιγάδες από Ασσύριους καί Ἰουδαίους γονείς. Ήταν οἱ Ασσύριοι ἐκεῖνοι που κάποτε ἐγκατέστησε ὁ βασιλιάς Σαλμανάσαρ σε τόπους τῆς Συρίας, ἀφοῦ μετακίνησε ἀπό κεῖ τούς Ἰουδαίους στην Ασσυρία (βλ. Β’ Βασ. ιζ’ 3-6, 24). Τό ὅτι ὁ εὐγνώμων αὐτός ἄνθρωπος ἦταν καθαρόαιμος Ασσύριος προκύπτει κι ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου πού τόν ὀνόμασε ἀλλογενή.
«Ἀποκριθείς δέ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δέ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. ιζ’ 17,18). Πόσο εὐγενικά μέμφεται τούς ἀγνώμονες ὁ Κύριος! Ρώτησε μόνο ἄν θεραπεύτηκαν κι αὐτοί καί γιατί δέ γύρισαν νά τόν εὐχαριστήσουν. Δέ ρώτησε βέβαια ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν ἤξερε ὅτι εἶχαν θεραπευτεί ὅλοι. Ὄχι. Γνώριζε πώς θά θεραπευτούν προτοῦ κἄν τούς δεῖ καί τούς συναντήσει. Ἔκανε ὅμως τήν ἐρώτηση σάν μιά εὐγενική ἐπίπληξη. Ἐμεῖς, ὅταν δίνουμε ἕνα νόμισμα σε κάποιον ἐπαίτη, ἐκνευριζόμαστε καί ξεσποῦμε σέ κραυγές ἂν δέ μᾶς εὐχαριστήσει. Σκεφτείτε τώρα πόσο θά ἐκνευριζόμασταν καί θά καταγγέλαμε τούς ἐννιά αὐτούς ἀνθρώπους, ἄν ὑποτεθεί πώς εἴχαμε τη δύναμη καί τούς θεραπεύσαμε από τέτοια φοβερή ἀρρώστια κι ἐκεῖνοι δέ γύρισαν νά μᾶς ποῦν οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ.
Οἱ μέρες μας εἶναι γεμάτες ἀπό ὀργισμένους ἀνθρώπους ἐνάντια στούς ἀγνώμονες. Ὁ ἀέρας πού μᾶς περιβάλει εἶναι γεμάτος από μίση καί ὕβρεις πού ἐκστομίζονται από χείλη ἀνθρώπων καθημερινά, ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός, πρός τούς ἀγνώμονες. Πόσο μικρά ὅμως εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, σε σχέση μέ τά μέγιστα πού ἀκούραστα καί ἀδιάλειπτα κάνει ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους, ἀπό τή στιγμή που γεννήθηκαν ὥς τό θάνατό τους! Ὁ Θεός ὅμως ποτέ δέ μέμφεται, ποτέ δέν ὀργίζεται στόν ἀγνώμονα, ἀλλά τόν ἐπιπλήττει εὐγενικά και ρωτάει ὅσους τόν λατρεύουν στό ναό: «Ποῦ εἶναι τά ἄλλα παιδιά Μου; Δέν ἔδωσα τήν ὑγεία σε χιλιάδες; Γιατί βρίσκονται μόνο λίγες δεκάδες στο ναό Μου; Δέ δίνω τό φῶς τοῦ ἥλιου σε ἑκατομμύρια; Γιατί εἶστε μόνο λίγες ἑκατοντάδες οἱ εὐγνώμονες; Δέν ὀμόρφυνα τούς ἀγρούς, δέν τούς γέμισα μέ πλούσια σοδειά, μέ κάθε χόρτο γιά τά κοπάδια; Γιατί εἶστε μόνο λίγοι ἐσεῖς πού γονατίζετε μέ εὐχαριστία μπροστά Μου; Ποῦ εἶναι τά ἄλλα παιδιά Μου; Ποῦ εἶναι οἱ δυνατοί καί ἰσχυροί πού κυβερνοῦν τά ἔθνη μέ τή δική Μου δύναμη καί ἰσχύ; Ποῦ εἶναι οἱ ἰσχυροί, ποῦ οἱ ἐπιτυχημένοι πού πλούτισαν ἀπό τά πλούτη Μου και πέτυχαν χάρη στό ἔλεός Μου; Ποῦ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι πού ἀντλοῦν τήν ὑγεία καί τήν εὐτυχία ἀπό τή δική Μου πηγή; Ποῦ εἶναι οἱ γονεῖς πού τά παιδιά τους τα βοηθάω να μεγαλώσουν καί νά γίνουν δυνατοί; Πού είναι οἱ δάσκαλοι πού τούς χορηγῶ σοφία καί γνώση;
Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἄρρωστοι που θεράπευσα; Ποῦ εἶναι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί πού καθάρισα τίς ψυχές τους ἀπό τήν ἁμαρτία, σά νά ‘ταν ἀπό λέπρα;»
Προσέξτε, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος! Μόνο αὐτός γύρισε γιά νά εὐχαριστήσει. Εἶναι ὅμως κανένας ξένος, ἀλλογενής, στό Χριστό; Δέν ἦρθε γιά νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώπους κι ὄχι μόνο τούς Ἰουδαίους; Οἱ Ἰουδαῖοι ὑπερηφανεύονταν ἐπειδή ἦταν ὁ «περιούσιος», ὁ ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, πώς εἶχαν γνώση τοῦ Θεοῦ, πώς ἀπ’ αὐτήν τήν ἄποψη ξεπερνοῦσαν κάθε ἄλλο ἔθνος στή γῆ. Υπάρχει ὅμως ἕνα παράδειγμα που φανερώνει τό σκότος τοῦ μυαλού τους καί τή σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους. Ἕνας Ασσύριος, εἰδωλολάτρης, εἶχε πιό φωτισμένο μυαλό καί πιό εὐγενική καρδιά ἀπό τοὺς αὐτοθαυμαζόμενους Ἰουδαίους. Ἡ ἱστορία αὐτή μέ τούς ἐκλεκτούς ἤ τούς μή ἐκλεκτούς, δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται και στις μέρες μας. Καί σήμερα κάποιοι εἰδωλολάτρες ἔχουν πιο ανοιχτό μυαλό καί πιό εὐγνώμονα καρδιά πρός τό Θεό ἀπό πολλούς χριστιανούς. Υπάρχουν μωαμεθανοί, βουδδιστές ἤ παρσιστές (οπαδοί τοῦ ζωροαστρισμοῦ) πού ντροπιάζουν πολλούς χριστιανούς μέ τις καρδιακές προσευχές τους στό Θεό καί τή θερμή εὐνωμοσύνη τους πρός Ἐκεῖνον.
Ἡ παραβολή τελειώνει μέ τά λόγια τοῦ Σωτήρα μας πρός τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη: «Καί εἶπεν αὐτῷ· ἀναστάς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. ιζ’ 19). Προσέξτε τη μεγαλοσύνη τῆς ταπείνωσης τοῦ Κυρίου, τήν ἀρχοντιά Του! Ὁ ἴδιος χαίρεται νά ὀνομάζει τούς ἀνθρώπους συνεργάτες του στα μέγιστα και καλά ἔργα Του. Θέλει ἔτσι νά ἐνισχύσει τό ηθικό τῆς ταπεινωμένης και ὑποτιμημένης ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἶναι ὑπεράνω τῆς ἀνθρώπινης ὑπερηφάνειας και ματαιότητας καί θέλει νά μοιράσει τη δική Του ἀξία μέ ἄλλους, τα πλούτη του μέ τούς φτωχούς, τη δόξα Του μέ τούς ἄπορους καί τούς θλιμμένους.
Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Ὁ Σαμαρείτης είχε πραγματικά πιστέψει, ὅπως κι οἱ ἄλλοι ἐννιά λεπροί. Ἄν δέν εἶχαν πιστέψει στη δύναμη τοῦ Κυρίου, δέ θά φώναζαν Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Σέ τί τούς χρησίμευε ἡ πίστη τους ὅμως; Μέ τήν ἴδια πίστη θα μποροῦσαν νά φωνάξουν σε χιλιάδες διάσημους γιατρούς τοῦ κόσμου: «Ἐλεῆστε μας, θεραπεῦστε μας!» Ὅλα ὅμως θ’ ἀπέβαιναν μάταια. Αν κάποιος ἀπ’ αὐτούς τούς χιλιάδες θνητούς γιατρούς τοῦ κόσμου τούς είχε θεραπεύσει, πιστεύετε πώς θ ̓ ἀπέδιδε τή θεραπεία στην πίστη τοῦ ἀρρώστου ἤ στη δική του ικανότητα κι ἐπιστημοσύνη; Δε συνηθίζουν οἱ γιατροί τοῦ κόσμου να ξεπερνοῦν σιωπηλά τίς εὐχαριστίες τῶν ἀρρώστων γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους, δίνουν μεγάλη ἔμφαση στη δική τους ἀξία καί συμμετοχή. Αὐτή εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου προς ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός ὅμως συμπεριφέρεται διαφορετικά στούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός ἔχει ἕνα βαγόνι γεμάτο σιτάρι κι ὁ λεπρός Σαμαρείτης πρόσθεσε ἕνα σπυρί σιτάρι στο φορτίο. Το φορτίο μέ τό σιτάρι εἶναι ἡ θεϊκή Του δύναμη καί ἐξουσία. Το σπυρί τοῦ λεπροῦ εἶναι ἡ πίστη του στο Χριστό. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ πραγματικά τόν ἄνθρωπο καί δέν ὑποτιμᾶ τό μικρό σπυρί, ἀλλ’ ἀντίθετα θά τό τιμήσει περισσότερο ἀπό τό δικό του μεγάλο φορτίο. Γι’ αὐτό καί δέ λέει, ὅπως θά ‘λεγε κάθε ἄνθρωπος σε τέτοια περίπτωση: «Το φορτίο μου μέ τό σιτάρι θά σέ θρέψει». Δέ λέει «Εγώ σέ ἔσωσα», ἀλλά ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Πόση μεγαλοψυχία κρύβεται στα λόγια αυτά! Πόσο μεγάλη εἶναι γιά ὅλους μας ἡ διδαχή Του! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἐπίπληξη στην ἀνθρώπινη ἰδιοτέλεια κι ὑπερηφάνεια!
Όλοι ἐκεῖνοι που κρύβουν το σπυρί τῆς ἀξίας τοῦ ἄλλου καί δίνουν ἔμφαση στο δικό τους φορτίο, ἄς ταπεινωθοῦν, ἄς διδαχτοῦν ἀπό το Χριστό, το Δίκαιο. Δέν εἶναι λιγότερο ληστές καί κλέφτες ἀπό τόν πλούσιο, πού προσθέτει το μικρό ἀγρό τοῦ φτωχοῦ στ’ ἀπέραντα δικά του στρέμματα. Ὅλοι οἱ στρατηγοί που κρύβουν τό ρόλο πού ἔπαιξαν οἱ στρατιῶτες στη νίκη και διασαλπίζουν προς κάθε κατεύθυνση μόνο τή δική τους συμμετοχή, ἄς σκύψουν λίγο κι ἂς διδαχτοῦν ἀπό τό Δίκαιο Χριστό. Ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τή βιομηχανία καί τό ἐμπόριο καί ἀποδίδουν στόν ἑαυτό τους καί στήν ἀξία τους, στη σοφία καί τήν τύχη τους, ὅλη τήν ἐπιτυχία πού ἀνήκει στούς ἐργάτες καί τούς υπαλλήλους τους, ἄς παραδειγματιστοῦν ἀπό τόν ταπεινό Ἰησοῦ. Τέλος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού μέ τήν τυφλή ὑπερηφάνειά τους ἀποδίδουν κάθε καλό, κάθε ἱκανότητα και κάθε ἐπιτυχία μόνο στόν ἑαυτό τους κι ἀγνοοῦν ἤ ξεχνοῦν τήν τεράστια συμβολή τοῦ Θεοῦ, ἄς διδαχτοῦν ἀπό τό Θεό, πού ἀγαπᾶ ὁλόκληρο το ἀνθρώπινο γένος. Ἄς πλησιάσουν κι ἄς μάθουν πώς ὁ Θεός δέν ἀγνοεῖ καί δέν κρύβει οὔτε ἕνα σπυρί ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου που προσθέτει στο μέγιστο δικό του φορτίο ἀξιῶν. Τό μόνο πού κρύβει εἶναι ἡ δική Του συμβολή καί δίνει ἔμφαση στη συμμετοχή τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει μεγαλύτερο χτύπημα καί πιό φοβερή ἐπίπληξη στούς ἀνθρώπους για την κλοπή, τη ληστεία, τη σκληρότητα, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἔλλειψη αγάπης που δείχνουν πρός τόν ἄνθρωπο καί τό Θεό; Ὅποιος ἔχει αἴσθηση συστολῆς, πρέπει πραγματικά να ντραπεῖ καί νά ταπεινωθεί μπροστά στην ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού διατηρεῖ ἔστω καί μιά σπίθα τῆς συνείδησής του ἀναμμένη, ἄς μετανοήσει γιά τό χυδαίο κι ἀνόητο αὐτοθαυμασμό καί τήν αὐταρέσκειά του κι ἂς γίνει εὐγνώμων στο Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Ἡ εὐγνωμοσύνη θά τοῦ διδάξει τήν ἀλήθεια, τή δικαιοσύνη καί τήν ταπείνωση.
Ἄν ἐμεῖς οἱ χριστιανοί γνωρίζαμε τήν ποικιλία καί τό πλῆθος τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χριστός μᾶς θεραπεύει κάθε μέρα, θα στρέφαμε γρήγορα πρός Ἐκεῖνον τό πρόσωπό μας καί θά πέφταμε στα πόδια Του νά τόν εὐχαριστήσουμε από τη στιγμή αυτή ως το θάνατό μας. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι μακριά για κανένα μας.
Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
1 Ὁ ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε τό 1956, ὅταν ἀκόμα δέν εἶχε ἀνακαλυφθεῖ τό φάρμακο γιά τή λέπρα.
Ἀχάριστοι
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. 17, 17)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί, τὸ Εὐαγγέλιο. Δέκα ἦταν. Καὶ οἱ δέκα ἀσθενεῖς. Ἔπασχαν ἀπὸ ἀσθένεια φοβερή. Θεὸς φυλάξοι! Λέπρα ἦταν ἡ ἀσθένειά τους. Λέπρα! Ἀσθένεια πολὺ βασανιστική. Τὸ δέρμα γεμίζει ἀπὸ πληγές. Φαγούρα αἰσθάνεται ὁ ἀσθενὴς ξύνεται συνεχῶς ὕπνος δὲν τὸν παίρνει. Τὸ δέρμα κοκκινίζει, γεμίζει ἀπὸ κάτι λέπια σὰν τὰ λέπια ποὺ ἔχουν τὰ ψάρια. Σαπίζουν τὰ κρέατα. Παραμορφώνεται τὸ πρόσωπο. Ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνθρωπος γίνεται ὁ πιὸ ἄσχημος.
Πολὺ βασανιστικὴ ἀσθένεια ἡ λέπρα, ἀλλὰ καὶ πολὺ μεταδοτικὴ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ποὺ δέν εἶχε ἀκόμη βρεθῇ τρόπος ν’ ἀντιμετωπισθη ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Μποροῦσε ἕνα λεπρὸς νὰ μεταδώσῃ τὴν ἀσθένεια σ’ ἕνα ὁλόκληρο χωριό. Καὶ τὸ χειρότερο μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἡ λέπρα ἦταν ἀγιάτρευτη. Κανένα φάρμακο δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτήν. Μόνο τώρα τελευταία ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακο τῆς λέπρας, καὶ χιλιάδες λεπροὶ βρίσκουν τὴ θεραπεία τους καὶ δοξάζουν το Θεό. Ἕνα νησάκι, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ λέγεται Σπιναλόγγα, ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ λεπρούς, κ’ ἐκεῖ οἱ λεπροὶ ζοῦσαν μιὰ ζωὴ δυστυχισμένη. Τώρα τελευταῖα λοιπὸν τὸ νησάκι αὐτὸ ἄδειασε. Οἱ λεπροὶ ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ θεραπεύτηκαν. Δόξα σοὶ ὁ Θεός!
Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία ἐποχὴ οἱ λεπροὶ ἦταν ἀθεράπευτοι. Γι’ αὐτό, μόλις κανεὶς παρουσίαζε σημάδια τῆς φοβερῆς αὐτῆς ἀρρώστιας, οἱ ἄνθρωποι, ἀπό το φόβο νὰ μὴν κολλήσῃ καὶ ἄλλους, ἔδιωχναν τὸ λεπρὸ ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ ἦταν ἀναγκασμένος ὁ λεπρὸς νὰ χωρίζῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του, νὰ ζῆ χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ζῆ ἀπομονωμένος, νὰ ζῆ μὲ ἄλλους λεπροὺς μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ χαλάσματα, νὰ ζῆ ἐκεῖ χειμῶνα – καλοκαίρι. Κανεὶς δὲν πλησίαζε τοὺς λεπροὺς οὔτε αὐτοὶ οἱ φίλοι καὶ συγγενεῖς τους. Κρεμοῦσαν ἀπό το λαιμὸ τῶν λεπρῶν κουδούνια σὰν τὰ κουδούνια ποὺ εἶνε κρεμασμένα ἀπό το λαιμὸ τῶν γιδιῶν καὶ τῶν προβάτων, γιὰ νὰ ἀκοῦνε οἱ ἄνθρωποι τὰ κουδούνια καὶ νὰ φεύγουν μακριά.
Δέκα λοιπὸν τέτοιοι λεπροί, ποὺ ζοῦσαν ἀπομονωμένοι καὶ ἀπελπισμένοι, ὅταν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ τὸ Χριστὸ νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸ δημόσιο δρόμο καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ χωριό, ἀμέσως ὅλοι μαζὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά του. Φώναζαν: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς» (Λουκ. 17, 13). Τὸ φώναζαν μὲ πίστι. Πίστευαν, ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως θεράπευσε χιλιάδες ἀρρώστους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, μόνο αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ καὶ αὐτοὺς καλά. Καὶ ὁ Χριστός τους ἔκανε καλὰ μόνο μὲ τὸ λόγο του τὸν παντοδύναμο. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὸ κορμί τους καθαρίστηκε. Δὲν ἔμεινε ἐπάνω τους οὔτε ἕνα σημάδι τῆς φοβερῆς ἀρρώστιας. Ὦ Χριστέ, πόσο μεγάλη εἶνε ἡ δύναμή σου!
Οἱ ἱερεῖς, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχαν καὶ τὴν ἰατρικὴ ἐπίβλεψη τῶν λεπρῶν, πιστοποίησαν ὅτι οἱ δέκα λεπροὶ ἦταν πιὰ ὑγιεῖς καὶ μποροῦσαν ἐλεύθερα νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ἄλλο κόσμο. Καὶ νά τους. Γεμᾶτοι χαρὰ τρέχουν στὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ δικά τους πρόσωπα. Ἀλλὰ μέσα στὶς ἀγκαλιὲς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν τους ὁ Χριστὸς ξεχάστηκε. Ἕνας μόνο, ποὺ τὸν περιφρονοῦσαν, γιατί δὲν τὸν θεωροῦσαν γνήσιο Ἰουδαῖο ἀλλὰ νόθο, ἕνας Σαμαρείτης, αὐτός, πρὶν πάη στὸ σπίτι του, θεώρησε καθῆκον του νὰ πάη πρῶτα στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ. Ἦρθε λοιπὸν στὸ Χριστό, ἔπεσε στὰ πόδια του καί μὲ δάκρυα στὰ μάτια εὐχαρίστησε τὸν εὐεργέτη του. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς εἶπε: «Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Ποῦ εἶνε οἱ ἄλλοι ἐννέα; Μόνο ἕνας ἦρθε νὰ εὐχαριστήσῃ καὶ νὰ δοξολογήσῃ το Θεό; Κι αὐτὸς δὲν εἶνε Ἰουδαῖος, ἀλλὰ Σαμαρείτης».
Τί ἀχάριστοι φάνηκαν αὐτοὶ οἱ ἐννέα Ἰουδαῖοι! Νὰ τοὺς κάνῃ ἕνα τόσο μεγάλο καλὸ καὶ Χριστός, ἕνα καλὸ ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνῃ, κι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔρθουν νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Ναί, ἀχάριστοι αὐτοὶ οἱ ἐννέα λεπροὶ ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός.
Ἀλλὰ ἀχάριστοι εἶνε καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀχάριστοι εἴμαστε καὶ ἐμεῖς, ποὺ λέμε πῶς πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦμε ὅπως πρέπει. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης μας. Ὅ,τι καλὸ ἔχουμε, ὑλικὸ καὶ πνευματικό, δὲν εἶνε δικό μας. Τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασσες, τὰ δέντρα, τὰ χωράφια ποὺ καλλιεργοῦμε, τὰ πρόβατα ποὺ μᾶς δίνουν τὸ μαλλὶ καὶ τὸ γάλα τους, τὰ ἄλλα ἥμερα ζῶα ποὺ μᾶς εἶνε τόσο χρήσιμα, ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέουμε, ἡ βροχὴ ποὺ πέφτει καὶ ποτίζει τὴ γῆ, ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε δικά μας. Τοῦ Χριστοῦ εἶνε. Ὁ Χριστὸς τὰ δημιούργησε καὶ τὰ ἔθεσε στὴ διάθεσί μας. Ἄν μᾶς τὰ πάρῃ γιὰ μιὰ στιγμή, τότε ἐμεῖς πῶς μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Πῶς νὰ ζήσουμε χωρὶς ἥλιο, χωρὶς ἀέρα, χωρὶς νερό, χωρὶς τροφή; Καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ τὸ στοργικό του χέρι ἀνοίγει καθημερινῶς καὶ σκορπίζει πλουσιοπάροχα σὲ ὅλους, γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε «Χριστέ, σ’ εὐχαριστοῦμε». Ὄχι ἕνα, ἀλλὰ χίλια εὐχαριστῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ λέμε καθημερινῶς. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ὅλα εἶνε δικά του καὶ τίποτε δὲν εἶνε δικό μας.
Ἀλλὰ ξεχάσαμε! Ἔχουμε καὶ ἐμεῖς κάτι, ποὺ δὲν εἶνε τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶνε δικό μας. Δικό μας; Ναί, δικό μας. Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ἡ ἁμαρτία. Αὐτὴ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ Χριστό; ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ἡ ἁμαρτία, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε προϊόν της ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἀφέθηκε ἐλεύθερος νὰ διαλέξῃ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ διαλέξῃ τὸ καλό, διάλεξε τὸ κακό, καὶ τὸ κακὸ σὰν λέπρα κόλλησε πάνω του. Ὦ, δὲν ὑπάρχει ἄλλο κακὸ πιὸ βασανιστικὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα. Αὐτὴ φαρμακώνει τὸ αἷμα του, αὐτὴ μολύνει τὸ μυαλό του, αὐτὴ σὰν μικρόβιο ἀόρατο κατορθώνει καὶ εἰσχωρεῖ παντοῦ καὶ κάνει θραῦσι, καταστροφὴ μεγάλη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶνε προσβεβλημένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ψυχικῶς λεπροί. Λέπρα π.χ. δὲν εἶνε ἡ φιλαργυρία, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάσῃ οὔτε μέρα οὔτε νύχτα; Λέπρα δὲν εἶνε ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία, τὸ ἀκάθαρτο πάθος τῆς σαρκός; Λέπρα δὲν εἶνε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐκδίκησι, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος καὶ κάθε ἄλλο εἶδος κακίας;
Αὐτὴ τὴ λέπρα τῆς ψυχῆς ἕνας ἔχει τὴ δύναμι νὰ τὴ θεραπεύσῃ. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». “Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ζητεῖ τὴ βοήθειά του, θεραπεύεται ἀπὸ τὰ βασανιστικὰ πάθη τῆς κακίας.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν εἶνε ὁ μέγιστος εὐεργέτης. Καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πρὸς αὐτὸν εὐγνώμονες.
Ὦ Χριστέ μου, χίλια καλὰ μᾶς δίνεις, χίλιες φορές μας συγχωρεῖς γιὰ τ’ ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε. Χίλιες φορὲς μᾶς σώζεις ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους. Χωρὶς τὴν ἀγάπη σου, χωρὶς τὴ βοήθειά σου, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ζήσῃ καὶ μιὰ στιγμὴ ἀκόμη πάνω στὸν ἁμαρτωλὸ αὐτὸ πλανήτη; Πόσο γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σ’ ἀγαποῦμε; Μὲ χίλιους τρόπους ἔπρεπε νὰ δείχνουμε σ’ ἐσένα τὴν εὐγνωμοσύνη μας.
Καὶ ὅμως! Τί ἐλεεινοὶ καὶ ἀχάριστοι ποὺ εἴμαστε! Χτυπᾶνε τὴν Κυριακὴ οἱ καμπάνες, μᾶς καλοῦν νὰ πᾶμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ἕνα εὐχαριστῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἕνας ἢ δύο πᾶνε στὴν ἐκκλησία, κι αὐτοὶ ὄχι μὲ ζεστή καρδιά. Εἴμαστε λοιπὸν καὶ δὲν εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐννέα ἀγνώμονες λεπρούς;
Χριστέ, συχώρεσέ μας. Καθάρισέ μας ἀπὸ τὴ λέπρα τῆς ἀχαριστίας. Δός μας μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ σὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ σὲ εὐγνωμονῇ αἰώνια.