ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΗ΄ 18 — 27)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἄνθρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ πει­ρά­ζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω; 19εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγα­θόν; οὐδεὶς ἀγα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20τὰς ἐντο­λὰς οἶδας· μὴ μοι­χεύ­σῃς, μὴ φονεύ­σῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, τίμα τὸν πατέ­ρα σου καὶ τὴν μητέ­ρα σου. 21ὁ δὲ εἶπε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου. 22ἀκού­σας δὲ ταῦ­τα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λεί­πει· πάν­τα ὅσα ἔχεις πώλη­σον καὶ διά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι. 23ὁ δὲ ἀκού­σας ταῦ­τα περί­λυ­πος ἐγέ­νε­το· ἦν γὰρ πλού­σιος σφό­δρα. 24Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περί­λυ­πον γενό­με­νον εἶπε· Πῶς δυσκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔχον­τες εἰσε­λεύ­σον­ται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ! 25εὐκο­πώ­τε­ρον γάρ ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­μα­λιᾶς ραφί­δος εἰσελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν. 26εἶπον δὲ οἱ ἀκού­σαν­τες· Καὶ τίς δύνα­ται σωθῆ­ναι; 27ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύ­να­τα παρὰ ἀνθρώ­ποις δυνα­τὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

18 Και τον ηρώ­τη­σε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τι πρέ­πει να κάμω, δια να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ’ όσον με θεω­ρείς απλούν άνθρω­πον, δια­τί με ονο­μά­ζεις αγα­θόν; Κανέ­νας δεν είναι απο­λύ­τως αγα­θός, στον οποί­ον και να ται­ριά­ζη πλή­ρως το όνο­μα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνω­ρί­ζεις τας εντο­λάς· να μη μοι­χεύ­σης, να μη φονεύ­σης, να μη κλέ­ψης, να μη ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σης, να τιμάς τον πατέ­ρα σου και την μητέ­ρα σου”. 21 Εκεί­νος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύ­λα­ξα εκ νεό­τη­τός μου”. 22 Οταν ήκου­σε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακό­μα σου λεί­πει· όλα όσα έχεις πώλη­σέ τα και μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς και θα απο­κτή­σης έτσι θυσαυ­ρόν στον ουρα­νόν και εμπρός ακο­λού­θη­σέ με ως πιστός και υπά­κουος μαθη­τής μου”. 23 Εκεί­νος, όταν ήκου­σε αυτά, ελυ­πή­θη­κε βαθύ­τα­τα· διό­τι ήτο πολύ πλού­σιος και είχε προ­σκόλ­λη­σιν εις τα πλού­τη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς κατα­λυ­πη­μέ­νον να φεύ­γη, είπε στους μαθη­τάς του· “πόσον δύσκο­λα αυτοί που έχουν τα χρή­μα­τα θα μπουν εις την βασι­λεί­αν του Θεού! 25 Διό­τι είναι ευκο­λώ­τε­ρον να περά­ση μια γκα­μή­λα από την μικρή τρύ­πα που ανοί­γει ένα βελό­νι, παρά ένας πλού­σιος να εισέλ­θη εις την βασι­λεί­αν του Θεού”. 26 Εκεί­νοι δε που τον ήκου­σαν είπαν· “και ποιός είναι δυνα­τόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανα­κα­τευό­με­θα με τα χρή­μα­τα και ελκυό­με­θα από τα χρή­μα­τα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύ­να­τα δια τους ανθρώ­πους είναι κατορ­θω­τά και δυνα­τά στον Θεόν”.

18 Κάποιος άρχον­τας της συνα­γω­γής τον ρώτη­σε τα εξής: Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τί να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή; 19 Του είπε τότε ο Ιησούς: Αφού απευ­θύ­νε­σαι σε μένα νομί­ζον­τας ότι είμαι ένας απλός άνθρω­πος, για­τί με ονο­μά­ζεις αγα­θό; Κανείς δεν είναι από μόνος του απο­λύ­τως αγα­θός παρά μόνο ένας, ο Θεός. 20 Γνω­ρί­ζεις τις εντο­λές: Να μη μοι­χεύ­σεις, να μη σκο­τώ­σεις, να μην κλέ­ψεις, να μην ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, να τιμάς τον πατέ­ρα σου και τη μητέ­ρα σου. 21 Κι εκεί­νος είπε: Όλα αυτά τα φύλα­ξα από την παι­δι­κή μου ηλι­κία. 22 Όταν λοι­πόν άκου­σε τα λόγια αυτά ο Ιησούς, του είπε: Ένα ακό­μη σου λεί­πει. Πού­λη­σε όλα όσα έχεις και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς, και θα έχεις θησαυ­ρό στον ουρα­νό, και έλα να με ακο­λου­θή­σεις ως μαθη­τής μου, υπα­κού­ον­τας πάν­το­τε σε όσα θα σε διδά­σκει το παρά­δειγ­μά μου και η διδα­σκα­λία μου. 23 Αυτός όμως όταν άκου­σε τα λόγια αυτά, λυπή­θη­κε πάρα πολύ? διό­τι ήταν πάμ­πλου­τος και δεν ήθε­λε να απο­χω­ρι­σθεί τα πλού­τη του. 24 Όταν λοι­πόν ο Ιησούς τον είδε τόσο πολύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, είπε: Πόσο δύσκο­λα θα μπουν στη βασι­λεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρή­μα­τα! 25 Πράγ­μα­τι, πολύ δύσκο­λα. Διό­τι είναι ευκο­λό­τε­ρο μία καμή­λα να περά­σει από τη μικρή τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά να μπει ένας πλού­σιος στη βασι­λεία του Θεού. 26 Εκεί­νοι που τα άκου­σαν αυτά είπαν τότε: Και ποιός μπο­ρεί να σωθεί, αφού είναι τόσο πολύ δύσκο­λο, σχε­δόν αδύ­να­το, να σωθούν οι πλού­σιοι, στους οποί­ους ο Θεός έδω­σε τα επί­γεια αγα­θά του; 27 Τότε ο Κύριος τους απάν­τη­σε: Εκεί­να που είναι αδύ­να­το να γίνουν με την ασθε­νι­κή δύνα­μη του ανθρώ­που, είναι κατορ­θω­τά και δυνα­τά με τη χάρη και τη δύνα­μη του Θεού. Διό­τι μόνον ο Θεός μπο­ρεί να λύσει τα δεσμά της καρ­διάς κάθε καλο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου προς το χρή­μα και να τον κατα­στή­σει άξιο της σωτη­ρί­ας.

18 Kάποιος δὲ ἀρι­στο­κρά­της τὸν ρώτη­σε λέγον­τας: «Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω ζωὴ αἰώ­νια;». 19  Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Για­τί μὲ λέγεις ἀγα­θό (ἀφοῦ μὲ θεω­ρεῖς ἁπλῶς ἄνθρω­πο); Kανεὶς δὲν εἶναι ἀγα­θός, παρὰ ἕνας, ὁ Θεός. 20  Tὶς ἐντο­λὲς γνω­ρί­ζεις: Nὰ μὴ μοι­χεύ­σῃς , νὰ μὴ φονεύ­σῃς, νὰ μὴ κλέ­ψῃς, νὰ μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, νὰ τιμᾷς τὸν πατέ­ρα σου καὶ τὴ μητέ­ρα σου. 21  Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλα­ξα ἀπὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡλι­κία». 22  Ὅταν δὲ ἄκου­σε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Ἀκό­μη ἕνα σοῦ λεί­πει. Πώλη­σε ὅλα, ὅσα ἔχεις, καὶ δια­μοί­ρα­σέ τα σὲ πτω­χούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυ­ρὸ στὸν οὐρα­νό, καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκο­λου­θή­σῃς». 23  Ἀλλ’ ὅταν ἐκεῖ­νος ἄκου­σε αὐτὰ τὰ λόγια, λυπή­θη­κε πολύ, διό­τι ἦταν πλού­σιος πολύ. 24  Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε κατα­λυ­πη­μέ­νο, εἶπε: «Πόσο δύσκο­λο εἶναι αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὰ χρή­μα­τα, νὰ μποῦν στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ! 25  Eὐκο­λώ­τε­ρο δὲ εἶναι νὰ περά­σῃ καμή­λα ἀπὸ βελο­νό­τρυ­πα, παρὰ πλού­σιος νὰ μπῇ στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ». 26  Eἶπαν δὲ αὐτοὶ ποὺ ἄκου­σαν: «Tότε ποιός δύνα­ται νὰ σωθῇ;». 27  Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Tὰ ἀδύ­να­τα στοὺς ἀνθρώ­πους εἶναι δυνα­τὰ στὸ Θεό».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ [Ματθ.19,16–26]

«Κα δο ες προ­σελθν επεν ατ· διδά­σκα­λε γαθέ, τί γαθν ποι­ή­σω να χω ζων αώνιον;(:Και ιδού Τον πλη­σί­α­σε κάποιος και Του είπε: “Διδά­σκα­λε αγα­θέ, τι καλό να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16]

Ορι­σμέ­νοι κατη­γο­ρούν τον νέο αυτόν ως ύπου­λο και πονη­ρό με τη σκέ­ψη ότι πλη­σί­α­σε τον Ιησού με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει· εγώ όμως δεν θα μπο­ρού­σα να αρνη­θώ ότι ήταν φιλάρ­γυ­ρος και δού­λος των χρη­μά­των, επει­δή και ο Χρι­στός τον έλεγ­ξε ως άνθρω­πο αυτού του είδους, ύπου­λο όμως δεν θα μπο­ρού­σα να τον ονο­μά­σω με κανέ­να τρό­πο, και διό­τι δεν είναι ασφα­λές το να επι­χει­ρεί κανείς να κρί­νει τα άγνω­στα πράγ­μα­τα και ιδί­ως όταν πρό­κει­ται για κατη­γο­ρί­ες, και για τον πρό­σθε­το λόγο ότι ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος έχει αναι­ρέ­σει αυτήν την υπο­ψία· καθό­σον λέγει ότι «Κα κπο­ρευο­μέ­νου ατο ες δν προσ­δραμν ες κα γονυ­πε­τή­σας ατν πηρώ­τα ατόν(:Και ενώ έβγαι­νε ο Ιησούς από το σπί­τι στον δρό­μο, έτρε­ξε κον­τά Του ένας άνθρω­πος και αφού γονά­τι­σε μπρο­στά Του, Τού έθε­τε ερω­τή­σεις)»[Μάρκ.10,17] και ότι « δ ησος μβλέ­ψας ατ γάπη­σεν ατν(:ο Ιησούς τότε τον κοί­τα­ξε με πολ­λή αγά­πη και ενδια­φέ­ρον και τον συμ­πά­θη­σε)»[Μάρκ.10,21].

Είναι, ωστό­σο, μεγά­λη και τυραν­νι­κή η δύνα­μη των χρη­μά­των και αυτό γίνε­ται φανε­ρό και από την περί­πτω­ση αυτή· διό­τι και αν ακό­μη είμα­στε ως προς τα άλλα ενά­ρε­τοι, αυτή τα κατα­στρέ­φει όλα τα άλλα. Δικαί­ως λοι­πόν και ο από­στο­λος Παύ­λος την ονό­μα­σε ρίζα όλων γενι­κώς των κακών[βλ. Α΄Τιμ.6,9–10: «Ο δ βουλμενοι πλου­τεν μππτου­σιν ες πει­ρα­σμν κα παγδα κα πιθυμας πολλς νοτους κα βλα­βερς, ατινες βυθζου­σι τος νθρπους ες λεθρον κα πλειαν. ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:Όσοι έχουν προ­σκόλ­λη­ση στο χρή­μα και θέλουν να γίνουν πλού­σιοι, πέφτουν σε πει­ρα­σμό και παγί­δα και σε πολ­λές επι­θυ­μί­ες ανόη­τες και βλα­βε­ρές, οι οποί­ες βυθί­ζουν τους ανθρώ­πους στην κατα­στρο­φή και στην απώ­λεια. Πέφτουν σε πει­ρα­σμό και κατα­στρε­πτι­κή παγί­δα διό­τι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία. Μερι­κοί μάλι­στα λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)»].

Για ποιο λόγο λοι­πόν ο Χρι­στός έδω­σε τέτοιου είδους απάν­τη­ση, λέγον­τας ότι «κανείς δεν είναι αγα­θός»; Επει­δή το νεα­ρό εκεί­νο αρχον­τό­που­λο Τον πλη­σί­α­σε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρω­πος και ένας από τους πολ­λούς και δάσκα­λος των Ιου­δαί­ων· για τού­το λοι­πόν και ως άνθρω­πος συζη­τεί μαζί του. Καθό­σον σε πολ­λές περι­πτώ­σεις δίνει απάν­τη­ση στις σκέ­ψεις εκεί­νων που Τον πλη­σιά­ζουν, όπως όταν λέγει: «μες προ­σκυ­νομεν οδαμεν(:Εμείς οι Ιου­δαί­οι προ­σκυ­νού­με εκεί­νο που γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον)»[Ιω.4,22] και «Ἐὰν γ μαρ­τυρ περ μαυ­το, μαρ­τυ­ρία μου οκ στιν ληθής(: Ίσως μου πεί­τε: “Εμείς δεν πιστεύ­ου­με σε αυτά που λες για τον εαυ­τό σου, διό­τι στη­ρί­ζον­ται στη δική σου εγωι­στι­κή μαρ­τυ­ρία”. Πράγ­μα­τι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδι­να μαρ­τυ­ρία για τον εαυ­τό μου, η μαρ­τυ­ρία μου θα μπο­ρού­σε να μην είναι αξιό­πι­στη)»[Ιω.5,31].

Όταν λοι­πόν λέγει ότι «κανείς δεν είναι αγα­θός», δεν το λέγει αυτό με σκο­πό να απο­κλεί­σει τον εαυ­τό Του από το ότι είναι αγα­θός, μη σκε­φθείς κάτι τέτοιο· διό­τι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονο­μά­ζεις αγα­θό; Δεν είμαι αγα­θός», αλλά ότι «κανείς δεν είναι αγα­θός»· δηλα­δή κανείς από τους ανθρώ­πους. Αλλά και αυτό ακό­μη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να απο­κλεί­σει τους ανθρώ­πους από την αγα­θό­τη­τα, αλλά το λέγει εν συγ­κρί­σει προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρό­σθε­σε: «Ε μ ες Θεός (:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνο ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέ­ρω­σε τον εαυ­τό Του στον νεα­νί­σκο.

Κατά τον ίδιο τρό­πο και προ­η­γου­μέ­νως απο­κα­λού­σε τους ανθρώ­πους «πονη­ρούς», λέγον­τας: «Ε ον μες, πονη­ρο ντες, οδατε δόμα­τα γαθ διδό­ναι τος τέκνοις μν, πόσ μλλον πατρ μν ν τος ορανος δώσει γαθ τος ατοσιν ατόν;(:Εάν όμως εσείς, ενώ είστε ατε­λείς και διε­φθαρ­μέ­νοι από το προ­πα­το­ρι­κό αμάρ­τη­μα, γνω­ρί­ζε­τε να δίδε­τε ωφέ­λι­μα πράγ­μα­τα στα τέκνα σας, πόσο περισ­σό­τε­ρο ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, που είναι γεμά­τος αγα­θό­τη­τα, θα δώσει καλά και ωφέ­λι­μα σε εκεί­νους που το ζητούν;)»[Ματθ.7,11]. Καθό­σον και στην περί­πτω­ση εκεί­νη τους ονό­μα­σε «πονη­ρούς», θεω­ρών­τας όχι όλη την ανθρώ­πι­νη φύση πονη­ρή (διό­τι το «εσείς» δεν σημαί­νει όλοι εσείς οι άνθρωποι),αλλά τους ονό­μα­σε έτσι συγ­κρί­νον­τας την αγα­θό­τη­τα των ανθρώ­πων προς την αγα­θό­τη­τα του Θεού· για τού­τον τον λόγο και πρό­σθε­σε: «πόσο περισ­σό­τε­ρο ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας, που είναι γεμά­τος αγα­θό­τη­τα, θα δώσει καλά και ωφέ­λι­μα σε εκεί­νους που το ζητούν;»

Αλλά θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος: «ποια ανάγ­κη υπήρ­χε ή ποια ωφέ­λεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάν­τη­ση;». Ανε­βά­ζει τον πλού­σιο αυτό νέο πνευ­μα­τι­κά ολί­γον κατ΄ολίγον και τον διδά­σκει να απαλ­λα­γεί εξ ολο­κλή­ρου από την κολα­κεία, απο­σπών­τας τον από τα επί­γεια πράγ­μα­τα και προ­ση­λώ­νον­τάς τον στον Θεό, και τον πεί­θει να ζητεί τα ουρά­νια αγα­θά και να γνω­ρί­σει Αυτόν που πράγ­μα­τι είναι αγα­θός και ρίζα και πηγή όλων των αγα­θών και σε Αυτόν να απο­δί­δει τις τιμές· διό­τι και όταν λέγει: «μες δ μ κληθτε αββί· ες γρ μν στιν διδά­σκα­λος, Χρι­στός· πάν­τες δ μες δελ­φοί στε(: Εσείς όμως να μη δεχθεί­τε να σας ονο­μά­σουν οι άνθρω­ποι ‘’ραβ­βί’’, δηλα­δή ‘’διδά­σκα­λε’’· διό­τι ένας είναι ο Διδά­σκα­λός σας, ο Χρι­στός· όλοι εσείς είστε αδελ­φοί)»[Ματθ.23,8], το λέγει εν συγ­κρί­σει προς τον εαυ­τό Του και για να γνω­ρί­σουν οι άνθρω­ποι ποια είναι η πρώ­τη αρχή όλων γενι­κώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προ­θυ­μία που έδει­ξε ο νεα­νί­σκος τότε, καθό­σον κατε­λή­φθη από τέτοια έντο­νη επι­θυ­μία για τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, τη στιγ­μή μάλι­στα που άλλοι μεν πεί­ρα­ζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλη­σί­α­σαν μόνο για να θερα­πεύ­σει τις ασθέ­νειές τους ή τις ασθέ­νειες των συγ­γε­νών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλη­σί­α­σε με κάθε ειλι­κρί­νεια και συζη­τού­σε με πραγ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον για την αιώ­νια ζωή· διό­τι ήταν μεν η ψυχή του εύφο­ρη και πλού­σια, αλλά όμως το πλή­θος των ακαν­θών κατέ­πνι­γε τον σπό­ρο.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς ήταν την στιγ­μή εκεί­νη προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος για την υπα­κοή των προ­σταγ­μά­των· διό­τι λέγει: «Τ ποισας ζων αἰώνιον κλη­ρο­νομσω;(:Τι να κάνω για να κλη­ρο­νο­μή­σω την αιώ­νια ζωή😉»[Λουκ.18,18].Έτσι ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος προς εφαρ­μο­γή των όσων θα του έλε­γε. Εάν όμως Τον πλη­σί­α­σε με σκο­πό να τον πει­ρά­ξει, θα μας το έλε­γε οπωσ­δή­πο­τε ο ευαγ­γε­λι­στής και αυτό, πράγ­μα που το κάνει και στις άλλες περι­πτώ­σεις, όπως δηλα­δή στην περί­πτω­ση του Φαρι­σαί­ου εκεί­νου νομο­δι­δά­σκα­λου που προ­σπα­θού­σε να παγι­δεύ­σει τον Ιησού με τις ερω­τή­σεις που Του υπέ­βαλ­λε [βλ.Ματθ.22,34–36:«Ο δ Φαρι­σαοι κού­σαν­τες τι φίμω­σε τος Σαδ­δου­καί­ους, συνή­χθη­σαν π τ ατό, κα πηρώ­τη­σεν ες ξ ατν, νομι­κός, πει­ρά­ζων ατν κα λέγων· διδά­σκα­λε, ποία ντολ μεγά­λη ν τ νόμ;(:Οι Φαρι­σαί­οι όταν άκου­σαν ότι ο Ιησούς απο­στό­μω­σε τους Σαδ­δου­καί­ους, μαζεύ­τη­καν στο ίδιο μέρος όπου ήταν και Εκεί­νος μαζί με τους Σαδ­δου­καί­ους και ένας από αυτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, Τον ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τάς Τον, για να δει ποια από­κρι­ση θα έδι­νε και Του είπε: ‘’Διδά­σκα­λε, ποια είναι η πιο μεγά­λη εντο­λή στον νόμο;)»].

Εάν όμως υπο­θέ­σου­με ότι και ο ευαγ­γε­λι­στής το απο­σιώ­πη­σε, ο Χρι­στός δεν θα ήταν δυνα­τόν να Τον αφή­σει απα­ρα­τή­ρη­το, αλλά θα Τον ήλεγ­χε κατά τρό­πο φανε­ρό ή και θα έκα­νε κάποιον υπαι­νιγ­μό, ώστε να μη σχη­μα­τι­σθεί η εντύ­πω­ση ότι πλα­νή­θη­κε και διέ­φυ­γε την προ­σο­χή του και ζημιω­θεί έτσι περισ­σό­τε­ρο. Εάν επί­σης Τον είχε πλη­σιά­σει με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, δεν θα έφευ­γε λυπη­μέ­νος για όσα άκου­σε· διό­τι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρι­σαί­ους δεν το έπα­θε, αλλά εξα­γριώ­νον­ταν όταν τους έκλει­νε τα στό­μα­τα. Όμως δεν συνέ­βη αυτό στον νέο, αλλά φεύ­γει κατα­λυ­πη­μέ­νος, πράγ­μα που απο­τε­λεί όχι μικρή από­δει­ξη ότι δεν Τον πλη­σί­α­σε με πονη­ρή διά­θε­ση, αλλά με εξα­σθε­νη­μέ­νη, και επι­θυ­μεί μεν την αιώ­νια ζωή, αλλ΄ όμως είναι κατα­κυ­ριευ­μέ­νος από άλλο φοβε­ρό­τα­το πάθος.

Όταν λοι­πόν ο Χρι­στός του είπε: «Εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελ­θεῖν, τήρη­σον τὰς ἐντο­λάς(:Εάν θέλεις να εισέλ­θεις στην αιώ­νια και μακά­ρια ζωή, τήρη­σε σε όλη τη ζωή σου τις εντο­λές)», ο νέος ρωτά­ει: «Ποί­ας;(:Ποιες εντο­λές😉» όχι με σκο­πό να Τον πει­ρά­ξει, μη γένοι­το, αλλά επει­δή νόμι­ζε ότι άλλες είναι εκεί­νες οι εντο­λές, εκτός από τις εντο­λές του νόμου, που θα του χάρι­ζαν την αιώ­νια ζωή, πράγ­μα που χαρα­κτη­ρί­ζει τον άνθρω­πο που είναι κυριευ­μέ­νος από σφο­δρή επι­θυ­μία. Έπει­τα, επει­δή ο Ιησούς του είπε να φυλάτ­τει τις εντο­λές του νόμου, απαν­τά: «Διδά­σκα­λε τατα πάν­τα φυλα­ξά­μην κ νεό­τη­τός μου(:Διδά­σκα­λε, όλα αυτά τα τήρη­σα από τα παι­δι­κά μου χρό­νια)»[Μάρκ.1,20]. Και δεν στα­μά­τη­σε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερω­τά· «Τί ἔτι ὑστε­ρῶ; (:Τι άλλο μου λεί­πει ακό­μη;)»[Ματθ.19,20], πράγ­μα που απο­δεί­κνυε και αυτό την μεγά­λη επι­θυ­μία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγ­μα το ότι νόμι­ζε ότι υστε­ρεί σε κάτι, και το ότι θεω­ρού­σε ανε­παρ­κείς τις εντο­λές του Νόμου για να επι­τύ­χει αυτά που επι­θυ­μού­σε.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; Επει­δή επρό­κει­το να δώσει κάποια μεγά­λη εντο­λή, προ­σθέ­τει τα έπα­θλα και λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπα­γε πώλη­σόν σου τὰ ὑπάρ­χον­τα καὶ δὸς τοῖς πτω­χοῖς, καὶ ἕξεις θησαυ­ρὸν ἐν οὐρα­νοῖς, καὶ δεῦ­ρο ἀκο­λού­θει μοι (:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς· και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με)»[Ματθ.19.21].

Είδες πόσα βρα­βεία και πόσους στε­φά­νους ορί­ζει γι΄ αυτόν τον αγώ­να; Εάν όμως τον πεί­ρα­ζε, δεν θα του έλε­γε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προ­σελ­κύ­σει, του φανε­ρώ­νει ότι είναι πολύ μεγά­λος ο μισθός, και αφή­νει το παν στη διά­θε­σή του, επι­κα­λύ­πτον­τας με όλα όσα λέγει την εντύ­πω­ση ότι είναι βαριά η παραί­νε­ση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώ­νι­σμα και τον κόπο, του φανε­ρώ­νει το βρα­βείο, λέγον­τας: «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς» και αμέ­σως πάλι ανα­φέ­ρει τα βρα­βεία: «και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς· και τότε έλα και ακο­λού­θη­σέ με». Καθό­σον το να ακο­λου­θεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγά­λη αντα­μοι­βή.

«Και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς». Επει­δή δηλα­δή ο λόγος ήταν για τα χρή­μα­τα και τον συμ­βού­λευε να απαλ­λα­χθεί από όλα, για να δεί­ξει ότι δεν του αφαι­ρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προ­σθέ­τει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδω­σε περισ­σό­τε­ρα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισ­σό­τε­ρα, αλλά και τόσο σπου­δαιό­τε­ρα, όσον είναι ο ουρα­νός από τη γη και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Θησαυ­ρό ονό­μα­σε τη μεγα­λο­δω­ρία της αντα­μοι­βής, με σκο­πό να δεί­ξει τη μονι­μό­τη­τα και την ασφά­λειά της, όπως δηλα­δή ήταν δυνα­τόν να οδη­γή­σει τον νέο στη γνώ­ση, χρη­σι­μο­ποιών­τας ανθρώ­πι­να παρα­δείγ­μα­τα.

Επο­μέ­νως, δεν αρκεί να περι­φρο­νεί κανείς τα χρή­μα­τα, αλλά πρέ­πει να δώσει τρο­φή στους πτω­χούς και πριν από όλα, να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό, δηλα­δή να πράτ­τει όλες τις εντο­λές του και να είναι έτοι­μος ακό­μη και για σφα­γή χάριν Αυτού και για καθη­με­ρι­νό θάνα­το· διό­τι: «Ε τις θέλει πίσω μου ρχε­σθαι, παρ­νη­σά­σθω αυτν κα ράτω τν σταυρν ατο καθ᾿ μέραν κα κολου­θεί­τω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει, να απαρ­νη­θεί τον εαυ­τό του, να λάβει τον σταυ­ρό του και ας με ακο­λου­θεί)»[Λου­κά 9,23]. Ώστε είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρη η εντο­λή αυτή το να θυσιά­ζει κανείς τη ζωή του από το να περι­φρο­νή­σει τα χρή­μα­τα, και δεν είναι μικρή η συμ­βο­λή της απαλ­λα­γής από τα χρή­μα­τα στην εφαρ­μο­γή της εντο­λής αυτής.

«κού­σας δὲ ὁ νεα­νί­σκος τὸν λόγον ἀπῆλ­θεν λυπού­με­νος(:Αφού όμως άκου­σε ο νεα­νί­σκος αυτά, έφυ­γε λυπη­μέ­νος)». Και στη συνέ­χεια για να δεί­ξει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι δεν ήταν αυτό που έπα­θε κάτι το φυσι­κό, λέγει: «ν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά (:διό­τι είχε πολ­λά χρή­μα­τα)». Δεν είναι δηλα­δή κυριευ­μέ­νοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολί­γα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγά­λη περιου­σία· διό­τι τότε γίνε­ται πιο τυραν­νι­κός ο πόθος τους για τα χρή­μα­τα. Συμ­βαί­νει δηλα­δή αυτό που δεν θα πάψω να το λέγω, ότι η προ­σθή­κη των εκά­στο­τε απο­κτω­μέ­νων χρη­μά­των ανά­πτει κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο την φλό­γα και κάνει πιο πτω­χούς αυτούς που τα απο­κτούν, καθό­σον εμβάλ­λει σε αυτούς μεγα­λύ­τε­ρη επι­θυ­μία γι΄ αυτά και τους κάνει να αισθά­νον­ται πολύ περισ­σό­τε­ρο την φτώ­χειά τους.

Και πρό­σε­χε λοι­πόν και στην περί­πτω­ση αυτή ποια δύνα­μη παρου­σί­α­σε το πάθος αυτό· διό­τι εκεί­νον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προ­θυ­μία, επει­δή ο Χρι­στός τον προ­έ­τρε­ψε να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τα, τόσο πολύ τον εξου­θέ­νω­σε και κατέ­βα­λε τις δυνά­μεις του, ώστε δεν τον άφη­σε ούτε καν να απαν­τή­σει σε όσα του είπε, αλλά έφυ­γε σιω­πη­λός, σκυ­θρω­πός και κατα­λυ­πη­μέ­νος.

Τι λέγει λοι­πόν ο Χρι­στός; «Πλού­σιος δυσκό­λως εἰσε­λεύ­σε­ται εἰς τὴν βασι­λεί­αν τῶν οὐρα­νῶν(: Δύσκο­λα θα εισέλ­θουν οι πλού­σιοι στη Βασι­λεία των ουρα­νών)», κατη­γο­ρών­τας όχι τα χρή­μα­τα, αλλά αυτούς που είναι δού­λοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλ­θει δύσκο­λα ο πλού­σιος στη Βασι­λεία των ουρα­νών, πολύ πιο δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλε­ο­νέ­κτης· διό­τι εάν απο­τε­λεί εμπό­διο για την Βασι­λεία των Ουρα­νών το να μη δίδει κανείς, σκέ­ψου πόση φωτιά επι­σω­ρεύ­ει το να παίρ­νει και τα πράγ­μα­τα των άλλων. Αλλά με ποιο σκο­πό έλε­γε στους μαθη­τές Του ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει ο πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, εφό­σον ήσαν φτω­χοί και δεν είχαν τίπο­τε; Με σκο­πό να τους διδά­ξει να μην ντρέ­πον­ται την φτώ­χεια και απο­λο­γού­με­νος κατά κάποιο τρό­πο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέ­τρε­πε να έχουν τίπο­τε.

Αφού λοι­πόν τους είπε ότι είναι δύσκο­λο, εν συνε­χεία τονί­ζει ότι είναι και αδύ­να­το, και όχι απλώς αδύ­να­το, αλλά αδύ­να­το σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό, πράγ­μα που το φανέ­ρω­σε με το παρά­δειγ­μα της καμή­λου και της βελό­νης. Διό­τι λέγει: «Εὐκο­πώ­τε­ρόν ἐστιν κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ῥαφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰσελ­θεῖν εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ (:Ευκο­λό­τε­ρο είναι να περά­σει μία καμή­λα από την τρύ­πα που ανοί­γει η βελό­να, παρά ο πλού­σιος να μπει στη βασι­λεία του Θεού)». Απο­δει­κνύ­ε­ται λοι­πόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι τυχαία η αμοι­βή εκεί­νων που είναι πλού­σιοι και μπο­ρούν να ζουν με ευσέ­βεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δεί­ξει δηλα­δή, ότι χρειά­ζε­ται πολ­λή χάρη από μέρους του Θεού εκεί­νος που πρό­κει­ται να το κατορ­θώ­σει αυτό. Επει­δή λοι­πόν ταρά­χθη­καν οι μαθη­τές του είπε: «Παρὰ ἀνθρώ­ποις τοῦ­το ἀδύ­να­τόν ἐστιν, παρὰ δὲ Θεῷ πάν­τα δυνα­τά ἐστιν(:Στους ανθρώ­πους αυτό είναι αδύ­να­το, στο Θεό όμως όλα είναι δυνα­τά)»[Ματθ. 19,26].

Και για ποιον λόγο οι μαθη­τές ταράσ­σον­ται, κατά την στιγ­μή που ήσαν φτω­χοί οι ίδιοι και μάλι­στα πάρα πολύ φτω­χοί; Για ποια αιτία λοι­πόν ανη­συ­χούν; Επει­δή πονού­σαν για τη σωτη­ρία των άλλων και έτρε­φαν μεγά­λη στορ­γή προς όλους και θεω­ρού­σαν τους εαυ­τούς τους ως διδα­σκά­λους τους. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν έτρε­μαν και είχαν κυριευ­τεί από φόβο για ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, εξαι­τί­ας αυτής της απο­φά­σε­ως, και συνε­πώς είχαν ανάγ­κη από πολ­λή παρη­γο­ριά. Για τον λόγο αυτόν, αφού πρώ­τα τους κοί­τα­ξε, είπε: «Αυτά που είναι αδύ­να­τα για τους ανθρώ­πους είναι δυνα­τά για τον Θεό». Αφού λοι­πόν με το ήμε­ρο και πράο βλέμ­μα Του παρη­γό­ρη­σε τη γεμά­τη από ταρα­χή σκέ­ψη τους και διέ­λυ­σε την αγω­νία τους(διότι αυτό το έκα­νε φανε­ρό ο ευαγ­γε­λι­στής με τη λέξη «ἐμβλέ­ψας»), στη συνέ­χεια τους καθη­συ­χά­ζει και με τα λόγια του, αφού παρου­σί­α­σε τη δύνα­μη του Θεού, και έτσι τους γέμι­σε με θάρ­ρος. Αλλά εάν θέλεις να μάθεις και τον τρό­πο και πώς θα μπο­ρού­σε το αδύ­να­το να γίνει δυνα­τό, άκου· διό­τι δεν είπε με τον σκο­πό αυτόν τους λόγους «αυτά που είναι αδύ­να­τα για τους ανθρώ­πους είναι δυνα­τά για τον Θεό», για να μην απελ­πι­στείς δηλα­δή και να παραι­τη­θείς με τη σκέ­ψη ότι είναι αδύ­να­τα, αλλά τα είπε με σκο­πό ώστε αφού κατα­νο­ή­σεις το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, να σπεύ­σεις με ευκο­λία στον αγώ­να και επι­κα­λού­με­νος και τη βοή­θεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώ­νες σου, να επι­τύ­χεις την αιώ­νια ζωή.

Πώς λοι­πόν θα μπο­ρού­σε να επι­τευ­χθεί η αιώ­νια ζωή για έναν άνθρω­πο που είναι πλού­σιος; Αν απαρ­νη­θεί τα υπάρ­χον­τά του, αν μοι­ρά­σει τα χρή­μα­τά του, αν απαλ­λα­γεί από την πονη­ρή επι­θυ­μία του. Το ότι λοι­πόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκο­πό να δεί­ξει το μέγε­θος του κατορ­θώ­μα­τος, άκου­σε τα όσα λέγει στην συνέ­χεια.

Διό­τι όταν ο Πέτρος είπε: «δο μες φήκα­μεν πάν­τα κα κολου­θή­σα­μέν σοι· δο μες φήκα­μεν πάν­τα κα κολου­θή­σα­μέν σοι(:Να εμείς εγκα­τα­λεί­ψα­με τα πάν­τα και σε ακο­λου­θή­σα­με)»[Ματθ.19,27] και ρώτη­σε «τί ρα σται μν;(:τι άρα­γε θα μας δοθεί ως αμοι­βή;)», ορί­ζον­τας το μισθό για εκεί­νους, πρό­σθε­σε: «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ. κα πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:Αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­στεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας Του, θα καθί­σε­τε και εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ. Και ο καθέ­νας που εγκα­τά­λει­ψε σπί­τια, αδελ­φούς, αδελ­φές, πατέ­ρα ή μητέ­ρα, για να μένει ενω­μέ­νος και να μη χωρι­στεί με εμέ­να, θα λάβει εκα­τον­τα­πλά­σια σε αυτήν τη ζωή και θα κλη­ρο­νο­μή­σει και την αιώ­νια ζωή)»[Ματθ. 19,28–29].

Έτσι το αδύ­να­το γίνε­ται δυνα­τό. Αλλά θα πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί; Πώς είναι δυνα­τό αυτός που κατα­κυ­ριεύ­τη­κε μία φορά από την επι­θυ­μία αυτού του είδους να απαρ­νη­θεί τα χρή­μα­τά του;». Αν αρχί­σει να μοι­ρά­ζει τα υπάρ­χον­τά του και να περι­κό­πτει τα περιτ­τά πράγ­μα­τα· διό­τι έτσι θα προ­χω­ρή­σει και πιο πέρα και θα προ­χω­ρή­σει στο εξής ευκο­λό­τε­ρα.

Μη ζητή­σεις λοι­πόν να ανε­βείς αμέ­σως, εάν σου φαί­νε­ται δύσκο­λο το δια μιας ανέ­βα­σμα, αλλά ανέ­βαι­νε ήρε­μα και σιγά σιγά την κλί­μα­κα αυτήν που σε οδη­γεί στον ουρα­νό· διό­τι, όπως ακρι­βώς αυτοί που υπο­φέ­ρουν από πυρε­τό, έχον­τας μέσα τους ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη και πλε­ο­νά­ζου­σα χολή, όταν προ­σθέ­σουν τρο­φές και ποτά, όχι μόνο δεν σβή­νουν τη δίψα τους, αλλά και ανά­πτουν τη φλό­γα, έτσι και οι φιλο­χρή­μα­τοι, όταν προ­σθέ­τουν τα χρή­μα­τα στην πονη­ρή αυτήν επι­θυ­μία, που είναι πολύ πιο ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη από εκεί­νη τη χολή, την ανά­πτουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Τίπο­τε λοι­πόν δεν καθη­συ­χά­ζει αυτή τη φιλο­χρη­μα­τία τόσο, όσο η απο­μά­κρυν­ση κατ’ αρχήν της επι­θυ­μί­ας του κέρ­δους, όπως ακρι­βώς βέβαια και την ευκο­λο­ε­ρέ­θι­στη χολή το λίγο φαγη­τό και η απο­βο­λή. «Αλλά», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;». Εάν κατα­νο­ή­σεις, ότι όσο μεν αυξά­νον­ται τα πλού­τη σου, ποτέ δε θα στα­μα­τή­σει η δίψα σου γι’ αυτά και να βασα­νί­ζε­σαι από την επι­θυ­μία του περισ­σό­τε­ρου, όταν όμως απαλ­λα­γείς από τα υπάρ­χον­τά σου, θα μπο­ρέ­σεις και την ασθέ­νεια αυτήν να την καθη­συ­χά­σεις.

Μην περι­βάλ­λε­σαι λοι­πόν από περισ­σό­τε­ρα, για να μην επι­διώ­κεις ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα και υπο­φέ­ρεις αθε­ρά­πευ­τα και να γίνε­σαι έτσι, από την επί­δρα­ση αυτής της λύσ­σας, ελε­ει­νό­τε­ρος από όλους. Διό­τι πες μου: Ποιος θα μπο­ρού­σα­με να πού­με βασα­νί­ζε­ται και υπο­φέ­ρει, αυτός που επι­θυ­μεί πολυ­τε­λή φαγη­τά και ποτά και δεν μπο­ρεί να τα απο­λαύ­σει όπως θέλει ή αυτός που δεν είναι κυριευ­μέ­νος από τέτοια επι­θυ­μία; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι βασα­νί­ζε­ται αυτός που έχει μεν αυτήν την επι­θυ­μία, αλλά δεν μπο­ρεί να απο­λαύ­σει αυτά που επι­θυ­μεί. Τόσο δηλα­δή οδυ­νη­ρό είναι αυτό, το να διψά και να μην πίνει, ώστε, θέλον­τας ο Χρι­στός αν μας παρου­σιά­σει με παρά­δειγ­μα την γέε­να, με αυτόν τον τρό­πο να την περι­γρά­ψει και να παρου­σιά­σει τον πλού­σιο να κατα­καί­ε­ται έτσι[πρβ. Λου­κά 16,19–31]· τιμω­ρούν­ταν δηλα­δή με το ότι επι­θυ­μού­σε μία στα­γό­να νερού και δεν μπο­ρού­σε να την απο­λαύ­σει.

Εκεί­νος λοι­πόν που περι­φρο­νεί τα χρή­μα­τα κατά­παυ­σε την επι­θυ­μία αυτήν, ενώ αυτός που επι­θυ­μεί να πλου­τεί και να απο­κτή­σει περισ­σό­τε­ρα, την άνα­ψε περισ­σό­τε­ρο την επι­θυ­μία του και ουδέ­πο­τε αρκεί­ται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακό­μη απο­κτή­σει άπει­ρα τάλαν­τα, επι­θυ­μεί άλλα τόσα· και αν τα απο­κτή­σει και αυτά, επι­θυ­μεί και πάλι άλλα διπλά­σια από αυτά, και προ­χω­ρών­τας, εύχε­ται και τα όρη και η γη και η θάλασ­σα και όλα γενι­κώς να γίνουν προς χάριν του χρυ­σός, κατε­χό­με­νος από μία νέα μορ­φή φοβε­ρής μανί­ας, που δεν μπο­ρεί έτσι να σβή­σει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν στα­μα­τά με την προ­σθή­κη, αλλά με την αφαί­ρε­ση, πρό­σε­ξε το εξής: Εάν κάπο­τε σου γεν­νιό­ταν η παρά­λο­γη επι­θυ­μία να πετά­ξεις και να μετα­βείς κάπου δια του αέρος, πώς θα μπο­ρού­σες να σβή­σεις αυτήν την παρά­λο­γη επι­θυ­μία σου; Με το να κάνεις φτε­ρά και να κατα­σκευά­σεις άλλα όργα­να ή με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι επι­θυ­μεί ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα και ότι δεν πρέ­πει να επι­χει­ρεί κανέ­να από αυτά; Ολο­φά­νε­ρο είναι με το να πεί­σεις τον λογι­σμό σου ότι η επι­θυ­μία σου αυτή δεν έχει καμία λογι­κή βάση και δεν μπο­ρεί να υλο­ποι­η­θεί.

«Αλλά», θα πει κάποιος, «το να πετά­ξει κανείς μέσω του αέρα είναι αδύ­να­το». Όμως και αυτό είναι πιο ακα­τόρ­θω­το, το να βρεις δηλα­δή τέρ­μα για την ακό­ρε­στη επι­θυ­μία σου. Καθό­σον είναι ευκο­λό­τε­ρο, αν και είμα­στε άνθρω­ποι, να πετά­ξου­με, παρά με την προ­σθή­κη του επι­πλέ­ον να στα­μα­τή­σου­με τη σφο­δρή αυτήν επι­θυ­μία· διό­τι όταν είναι κατορ­θω­τά αυτά που επι­θυ­μού­με, είναι δυνα­τόν να παρη­γο­ρη­θεί κανείς και με την από­λαυ­ση, όταν όμως είναι ακα­τόρ­θω­τα, μία πρέ­πει να είναι τότε η φρον­τί­δα μας, πώς να απο­μα­κρυν­θού­με από αυτήν την επι­θυ­μία μας, διό­τι δεν είναι δυνα­τό κατά άλλο τρό­πο να ξανα­κερ­δί­σου­με την ψυχή μας.

Επο­μέ­νως για να μη στε­νο­χω­ριό­μα­στε για περιτ­τά πράγ­μα­τα, αφού απο­βά­λου­με την σφο­δρή επι­θυ­μία για τα χρή­μα­τα, που συνε­χώς μας λυπεί και ουδέ­πο­τε ανέ­χε­ται να στα­μα­τή­σει, ας στρα­φού­με προς μια άλλη, που μας κάνει μακα­ρί­ους και είναι πολύ εύκο­λη, και ας επι­θυ­μή­σου­με τους θησαυ­ρούς των ουρα­νών· διό­τι προς την κατεύ­θυν­ση αυτήν δεν υπάρ­χει ούτε κόπος τόσο μεγά­λος, το δε κέρ­δος είναι απε­ρί­γρα­πτο, και δεν είναι δυνα­τόν να απο­τύ­χει εκεί­νος που κατά κάποιον τρό­πον επα­γρυ­πνεί, φρον­τί­ζει και περι­φρο­νεί τα παρόν­τα· ενώ αντι­θέ­τως αυτός που είναι δού­λος των υλι­κών πραγ­μά­των και έχει δώσει εξ ολο­κλή­ρου τον εαυ­τό του σε αυτά άπαξ και διά παν­τός, οπωσ­δή­πο­τε αυτός θα αναγ­κα­στεί κάπο­τε να τα απο­χω­ρι­στεί.

Ανα­λο­γι­ζό­με­νος όλα αυτά, βγά­λε από μέσα σου την πονη­ρή επι­θυ­μία της διαρ­κούς από­κτη­σης χρη­μά­των. Βέβαια ούτε και αυτό μπο­ρείς να μου πεις ότι σου δίνει μεν αυτή τα παρόν­τα, αλλά όμως σου στε­ρεί τα μέλ­λον­τα· και αν ακό­μη βέβαια συνέ­βαι­νε αυτό, θα ήταν χει­ρό­τε­ρη κόλα­ση και τιμω­ρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνα­τό· διό­τι μαζί με τη γέε­να και πριν από τη γέε­να εκεί­νη, και στην εδώ ζωή σου γίνε­ται πρό­ξε­νος χει­ρό­τε­ρης κολά­σε­ως. Καθό­σον η επι­θυ­μία αυτή πολ­λές οικί­ες κατέ­στρε­ψε και φοβε­ρούς πολέ­μους υπο­κί­νη­σε και οδή­γη­σε κατ’ ανάγ­κη τη ζωή σε βίαιο θάνα­το· και πριν από τους κιν­δύ­νους μάλι­στα αυτούς κατα­στρέ­φει την ευγέ­νεια της ψυχής και κατέ­στη­σε πολ­λές φορές, αυτόν που δια­κα­τέ­χε­ται από αυτήν, δει­λό, άναν­δρο, θρα­σύ, ψεύ­τη, συκο­φάν­τη, άρπα­γα, πλε­ο­νέ­κτη και οτι­δή­πο­τε άλλο χει­ρό­τε­ρο.

Αλλά μήπως κατα­γο­η­τεύ­ε­σαι, όταν βλέ­πεις τη λάμ­ψη των χρη­μά­των και το πλή­θος των υπη­ρε­τών και το κάλ­λος των οικο­δο­μη­μά­των και τις τιμές όταν διέρ­χε­σαι από την αγο­ρά; Ποια λοι­πόν θερα­πεία θα μπο­ρέ­σει να βρε­θεί για το πονη­ρό αυτό τραύ­μα; Αν σκε­φτείς, πώς καταν­τούν όλα αυτά την ψυχή σου, πώς την καθι­στούν σκο­τει­νή, έρη­μη, αισχρή και άσχη­μη· αν ανα­λο­γι­στείς με τη βοή­θεια πόσων κακών απο­κτή­θη­καν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσ­σον­ται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακό­μη απο­φύ­γει κανείς όλων τις αρπα­γές, όταν έλθει ο θάνα­τος, πολ­λές φορές οδη­γεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσέ­να σε παίρ­νει γυμνό από όλα και φεύ­γει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίπο­τε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύ­μα­τα και τις πλη­γές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύ­γει.

Όταν λοι­πόν δεις κάποιον να λάμ­πει εξω­τε­ρι­κά από τα ενδύ­μα­τά του και τη μεγά­λη ακο­λου­θία του, ανά­λυ­σε λεπτο­με­ρώς τη συνεί­δη­σή του, και θα βρεις μέσα της πολ­λή πονη­ρία και θα δεις να υπάρ­χει μέσα της πολ­λή σκό­νη. Ανα­λο­γί­σου τον Παύ­λο, τον Πέτρο· σκέ­ψου τον Ιωάν­νη, τον Ηλία· ή, καλύ­τε­ρα, σκέ­ψου τον Υιό του Θεού, που δεν είχε πού να κλεί­νει την κεφα­λή Του. Γίνε μιμη­τής Εκεί­νου και των δού­λων Εκεί­νου και να φέρεις στη φαν­τα­σία σου τον απε­ρί­γρα­πτο πλού­το αυτών. Εάν όμως για μία στιγ­μή ρίξεις το βλέμ­μα σου προς τα χρή­μα­τα και σκο­τι­στεί και πάλι το μυα­λό σου, όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση κάποιου ναυα­γί­ου τη στιγ­μή που έρχε­ται η καται­γί­δα, άκου­σε την από­φα­ση του Χρι­στού που λέγει ότι είναι αδύ­να­το ο πλού­σιος να εισέλ­θει στη βασι­λεία των ουρα­νών. Και απέ­ναν­τι από την από­φα­ση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και την θάλασ­σα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέ­ψη σου χρυ­σό· θα δια­πι­στώ­σεις λοι­πόν τότε ότι τίπο­τε δεν μπο­ρεί να εξι­σω­θεί με τη ζημία που προ­έρ­χε­ται από αυτά.

Και εσύ μεν σκέ­πτε­σαι τόσα και τόσα στρέμ­μα­τα γης, και τις δέκα ή είκο­σι οικί­ες ή και περισ­σό­τε­ρες, και τα τόσο πολ­λά ιδιω­τι­κά λου­τρά και τους χίλιους δού­λους ή τις δύο χιλιά­δες αυτών, και τα αργυ­ρο­στό­λι­στα και χρυ­σο­στό­λι­στα οχή­μα­τα, εγώ όμως σου λέγω το εξής: Εάν ο καθέ­νας από σας τους πλου­σί­ους, εγκα­τέ­λει­πε αυτήν την πτω­χεία (διό­τι αυτά είναι πτω­χεία εν συγ­κρί­σει με εκεί­να που πρό­κει­ται να σας πω), και απο­κτού­σε ολό­κλη­ρο κόσμο και ο καθέ­νας από αυτούς είχε τόσους πολ­λούς ανθρώ­πους, όσοι τώρα κατοι­κούν σε όλα τα μέρη της γης και της θάλασ­σας, και είχε ο καθέ­νας όλη την οικου­μέ­νη, και τη γη και τη θάλασ­σα, και παν­τού είχε οικο­δο­μή­μα­τα και πόλεις και έθνη, και από παν­τού έρρεε προς χάριν του αντί ύδα­τος, αντί πηγών, χρυ­σός, δεν θα μπο­ρού­σα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλού­τη ότι αξί­ζουν τρεις οβο­λούς, εάν επρό­κει­το να απο­κλει­στεί από τη βασι­λεία των ουρα­νών· διό­τι εάν τώρα, επι­θυ­μών­τας να απο­κτή­σουν χρή­μα­τα, βασα­νί­ζον­ται όταν δεν επι­τύ­χουν στην προ­σπά­θειά τους αυτή, εάν επρό­κει­το να λάβει γνώ­ση των απορ­ρή­των εκεί­νων αγα­θών, τι θα αρκού­σε τότε για να τους παρη­γο­ρή­σει; Δεν υπάρ­χει τίπο­τε.

Μη μου προ­βάλ­λεις λοι­πόν την αφθο­νία των χρη­μά­των, αλλά να σκέ­πτε­σαι πόσο μεγά­λη είναι η ζημία που υφί­σταν­ται οι ερα­στές αυτής, οι οποί­οι αντί τού­των χάνουν τη βασι­λεία των ουρα­νών, και παθαί­νουν το ίδιο πράγ­μα που παθαί­νει κάποιος, εάν επρό­κει­το να συμ­βεί να εκπέ­σει από την τιμη­τι­κή του θέση στα ανά­κτο­ρα, που θεω­ρεί πολύ σπου­δαίο πράγ­μα τη μία σωρό κοπριά που έχει. Καθό­σον ως προς τίπο­τε δεν δια­φέ­ρει η συγ­κέν­τρω­ση των χρη­μά­των από εκεί­νη, αλλά μάλ­λον είναι και καλύ­τε­ρη· διό­τι η μεν κοπριά είναι χρή­σι­μη και για τη γεωρ­γία και για τη θέρ­μαν­ση του λου­τρού και για άλλα παρό­μοια, ο κρυμ­μέ­νος όμως μέσα στην γη χρυ­σός δεν είναι χρή­σι­μος για κανέ­να από αυτά. Και μακά­ρι να ήταν μόνο άχρη­στος· όμως τώρα ανά­πτει και πολ­λές καμί­νους σε εκεί­νον που τον έχει, εάν συμ­βεί να μην τον χρη­σι­μο­ποιεί όπως πρέ­πει· διό­τι τα περισ­σό­τε­ρα κακά προ­έρ­χον­ται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι μεν ειδω­λο­λά­τρες απο­κα­λού­σαν τη φιλαρ­γυ­ρία ‘’ακρό­πο­λη των κακών’’, ο δε μακά­ριος Παύ­λος τη χαρα­κτή­ρι­σε κατά τρό­πο καλύ­τε­ρο και παρα­στα­τι­κό­τε­ρο, ονο­μά­ζον­τας αυτήν ‘’ρίζα όλων των κακών’’.

Έχον­τας λοι­πόν υπό­ψη όλα αυτά, ας μάθου­με να είμα­στε μιμη­τές των πραγ­μά­των εκεί­νων που είναι άξια μιμή­σε­ως. Όχι τις λαμ­πρές οικο­δο­μές, ούτε τους πλού­σιους αγρούς, αλλά τους άνδρες εκεί­νους που έχουν πολ­λή παρ­ρη­σία ενώ­πιον του Θεού, εκεί­νους που είναι πλού­σιοι στον ουρα­νό, τους κυρί­ους των θησαυ­ρών εκεί­νων, τους πραγ­μα­τι­κά πλου­σί­ους, τους πτω­χούς χάριν του ονό­μα­τος του Χρι­στού, ώστε και των αιω­νί­ων αγα­θών να επι­τύ­χου­με με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα μαζί με το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει δόξα, δύνα­μις και τιμή, τώρα κα πάν­το­τε και εις τους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαί­ον, ομι­λία ΞΓ΄, σελί­δες 209–233.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 195- 207.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην απλή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία του μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 27-11-1994]

(Β 308)

Η παρου­σία του πλου­σί­ου νεα­νί­σκου, αγα­πη­τοί μου, που ζητά από τον Κύριον τι να πρά­ξει για να κερ­δί­σει την αιώ­νιον ζωήν, όντως μας συγ­κι­νεί. Ενώ το ερώ­τη­μα είναι ένα τερά­στιον θέμα, «τί ποι­ή­σας ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σω;», η απάν­τη­σις του Κυρί­ου μοιά­ζει ότι είναι πολύ πεζή. Τι του είπε; «Τήρη­σε τις εντο­λές». Πολύ απλά. «Τήρη­σε τις εντο­λές». Και ο νεα­νί­σκος ίσως νόμι­σε περί μεγά­λων και εκτά­κτων και αγνώ­στων εντο­λών. Γι΄αυτό ερω­τά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απα­ριθ­μεί εντο­λές από τον δεκά­λο­γον, πολύ γνω­στές.

Έτσι, πολ­λοί σύγ­χρο­νοί μας, περι­φρο­νούν, αγα­πη­τοί μου, τις δέκα εντο­λές σαν πολύ γνω­στές. Είναι ένα ίδιον του ανθρώ­που να θέλει κάτι το γνω­στό να το περι­φρο­νεί. Πάν­το­τε. Ομι­λη­τής είναι; Εντο­λές είναι; Λει­τουρ­γία είναι; Αισθά­νε­ται την ανάγ­κη να απω­θή­σει, να περι­φρο­νή­σει. Για­τί; «Ε, τα ξέρο­με αυτά, είναι γνω­στά». Δεν υπάρ­χει μέσα στον άνθρω­πο εκεί­νη η διαρ­κής, για­τί εκεί μέσα είναι όλη η δου­λειά, η διαρ­κής ανα­νέ­ω­σις, που να δημιουρ­γεί παρ­θε­νι­κό­τη­τα ματιών. Να μπο­ρείς να βλέ­πεις το ίδιο πράγ­μα κάθε φορά και­νού­ριο! Αυτό είναι μία μεγά­λη-μεγά­λη υπό­θε­ση. Και δεν είναι στην περί­πτω­ση μόνο όσων πνευ­μα­τι­κών πραγ­μά­των. Είναι και εις την γύρω μας φύση. Θέλε­τε; Και εις τα γύρω μας πρό­σω­πα. Πόσες φορές βαριό­μα­στε τα ίδια πρό­σω­πα, που τα έχου­με δει, τα έχο­με ξανα­δεί. Κάπο­τε η γυναί­κα μας, ο άνδρας μας, τα παι­διά μας. Ναι, ναι. Οι φίλοι μας. Κάπο­τε τους βαριό­μα­στε. Τον πνευ­μα­τι­κό μας, τα πνευ­μα­τι­κά μας παι­διά. Τα βαριό­μα­στε. Λέμε: «Ε…». Ενώ έχο­με ένα ενδια­φέ­ρον πάν­το­τε για κάτι και­νού­ριο. Το περι­βάλ­λον, τα βου­νά, τα δέν­δρα, η θάλασ­σα, τα πάν­τα. «Ε, τα ξέρο­με, τι είναι αυτά;». Δεν βλέ­πο­με με αυτά τα ανα­νε­ω­μέ­να μάτια. Να αισθα­νό­με­θα ότι τα βλέ­πο­με για πρώ­τη φορά. Το θέμα πού βρί­σκε­ται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Έτσι λοι­πόν και οι δέκα εντο­λές. «Α, τις ξέρω». Τι είπε ο νεα­ρός; «Τις ετή­ρη­σα», λέει, «εκ νεό­τη­τός μου». Από μικρό μου παι­δά­κι τις ετή­ρη­σα τις εντο­λές. Και όμως η οδός των εντο­λών είναι εκεί­νη που οδη­γεί εις την αιώ­νιον ζωήν. Εάν τηρού­σε τις εντο­λές όντως, τότε δεν ήταν ανάγ­κη να ερω­τή­σει τον Κύριον· διό­τι θα ήξε­ρε ότι οι εντο­λές είναι ο δρό­μος, η οδός, ο τρό­πος για να φθά­σου­με εις την αιώ­νιον ζωήν.

Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεα­νί­σκου. Και η απο­τυ­χία του. Στις εντο­λές; Ναι, νεα­νί­σκε μου, υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που δεν παλιώ­νουν ποτέ. Οι εντο­λές του Χρι­στού. Δεν παλιώ­νουν. Είναι δια­χρο­νι­κές. Είναι πάν­το­τε οι ίδιες. Κι αν θέλε­τε, ως προς την Και­νή Δια­θή­κη και ως προς το πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού, «Χρι­στός χθές καί σήμε­ρον ατός καί ες τούς αἰῶνας», λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Ο Ίδιος και χθες και σήμε­ρα και αύριο και αιω­νί­ως. Λοι­πόν; Λοι­πόν. Οι δέκα εντο­λές πρέ­πει να βιω­θούν.

Ωστό­σο υπάρ­χει και η υπέρ­βα­σις των εντο­λών. Και ο νεα­νί­σκος εζή­τη­σε αυτήν την υπέρ­βα­σιν. Και ο Κύριος του είπε: «Ένα σου λεί­πει». «Τι, Κύριε;». «Πάν­τα σα χεις πώλη­σον κα διά­δος πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν(:Όλα όσα έχεις πού­λη­σέ τα, αφού επι­θυ­μείς να είσαι πιο πάνω και από τις εντο­λές, πιο πέρα δηλα­δή, και τότε θα έχεις θησαυ­ρό στον ουρα­νό), κα δερο κολού­θει μοι». «Και έλα να με ακο­λου­θή­σεις».

Το βάρος της προ­τά­σε­ως πέφτει πού; Όχι στον πλού­το, όχι στο «διά­δος πτω­χος». Για­τί μπο­ρού­σε να ήταν κάποιος και να μην είχε πλού­τον. Οπό­τε να μην έπρε­πε, να μην είχε τη δυνα­τό­τη­τα να που­λή­σει τα υπάρ­χον­τά του και να τα δώσει εις τους πτω­χούς. Πού πέφτει το βάρος; Στο «δερο κολού­θει μοι». «Έλα να με ακο­λου­θή­σεις». Η περιου­σία του πλου­σί­ου νεα­νί­σκου ήταν απλώς ένα εμπό­διον. Κι έπρε­πε να φύγει από τη μέση για να ακο­λου­θή­σει τον Χρι­στόν. Τι είναι αυτό; «Έλα να με ακο­λου­θή­σεις;». Είναι η αφιέ­ρω­σις· που ξεπερ­νά την τήρη­ση των εντο­λών. Δεν είναι πια τι θα τηρή­σω, αλλά ποιος θα έχω γίνει. Θα το ξανα­πώ. Δεν είναι πια τι θα τηρή­σω. Αν τήρη­σα, δεν τήρη­σα τις εντο­λές και πόσο τις τήρη­σα. Αλλά εκ της τηρή­σε­ως των εντο­λών, εγώ ποιος έχω γίνει, πώς δια­μορ­φώ­θη­κα, πώς φτιά­χτη­κα.

Ο νεα­νί­σκος όμως έμε­νε στο τι θα τηρή­σει. Δεν μπο­ρού­σε να ξεπε­ρά­σει τον εαυ­τόν του και τα χρή­μα­τά του. Γι΄αυτό ο Κύριος τού είπε να που­λή­σει ό,τι έχει, όχι για τίπο­τε άλλο, αλλά για να ελευ­θε­ρω­θεί από το «χειν» και να περά­σει στο «εναι». Πάν­τως, πέραν των αν ο πλού­σιος νεα­νί­σκος αστό­χη­σε, εκεί­νο που συγ­κι­νεί σε αυτόν τον νέον είναι η ανα­ζή­τη­σις ενός ιδα­νι­κού. Αυτό έχει πολ­λή σημα­σία. Κι αυτό είναι η αιώ­νιος ζωή. «Τι να κάνω για να κερ­δί­σω την αιώ­νιον ζωήν». Και ο Κύριος, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί το κατά Μάρ­κον Ευαγ­γέ­λιον, για­τί το θέμα το περι­γρά­φει και ο Ματ­θαί­ος και ο Μάρ­κος, εκεί λέγει ότι ο Κύριος τον συνε­πά­θη­σεν τον νέον αυτόν. « δ ησος μβλέ­ψας ατ γάπη­σεν ατν». Ήταν συμ­πα­θής νέος. Πού ήτο συμ­πα­θής; Στο ότι ζητού­σε ένα ιδα­νι­κό. Και μάλι­στα ακραί­ον, ύψι­στον ιδα­νι­κόν. Την αιώ­νιον ζωήν.

Τι είναι τα ιδα­νι­κά; Είναι οι αξί­ες. Είναι όλα εκεί­να που έλκουν τον άνθρω­πο προς τα άνω. Τον απο­σπούν από την πεζό­τη­τα της ζωής και του δεί­χνουν το «ε ζν» με την πνευ­μα­τι­κή σημα­σία του όρου. Για­τί «ε ζν» δύνα­ται να λογα­ρια­στεί και το να έχω να τρώω και να πίνω καλά. Αλλά με την πνευ­μα­τι­κή σημα­σία. Να γίνω πνευ­μα­τι­κό­τε­ρος άνθρω­πος, υψη­λό­τε­ρος άνθρω­πος. Και τα ιδα­νι­κά είναι εκεί­να που αξιο­ποιούν το κατ΄εικόνα, που το έχο­με όλοι αναγ­κα­στι­κά -«κατ΄εικόνα» θα πει «άνθρω­πος πια, θέλω δεν θέλω, είμαι άνθρω­πος, δεν μπο­ρώ να είμαι κάτι το δια­φο­ρε­τι­κό»- αξιο­ποιούν λοι­πόν τα ιδα­νι­κά, οι αξί­ες αξιο­ποιούν το κατ΄εικόνα και το μετα­βι­βά­ζουν, το περ­νούν εις το καθ’ ομοί­ω­σιν. Να φθά­σω να μιμη­θώ τον Θεόν.

Τα ιδα­νι­κά, οι αξί­ες, κάνουν τον άνθρω­πο να είναι αυτό που πρέ­πει να είναι. Είναι εκεί­νο που έλε­γε ο Πίν­δα­ρος: «Γένοιο οος σ». «Να γίνεις αυτό που η δομή σου, από τη δομή σου είσαι». Να γίνεις αυτό που είσαι. Δηλα­δή να γίνεις άνθρω­πος. «Γένοιο οος σ». Είθε να γίνεις. Και τα ιδα­νι­κά, οι αξί­ες, είναι πολ­λά. Η θρη­σκεία, η πατρί­δα, η οικο­γέ­νεια, η μάθη­σις, η κοι­νω­νι­κό­της, η εντι­μό­της, η εργα­σία. Όλα είναι αξί­ες αυτά τα πράγ­μα­τα. Ο Από­στο­λος Παύ­λος γρά­φει εις τους Φιλιπ­πη­σί­ους κάτι θαυ­μά­σιον. Δεί­χνον­τας και εκθέ­τον­τας αυτές τις αξί­ες. Λέγει: «Τ λοι­πόν, δελ­φοί, σα στν ληθ, σα σεμνά, σα δίκαια, σα γνά, σα προ­σφιλ, σα εφημα(:έχουν καλή φήμη), ε τις ρετ κα ε τις παι­νος(: ό,τι είναι κάτι που να αφο­ρά την αρε­τή, οτι­δή­πο­τε είναι που απο­σπά τον έπαι­νον), τατα λογί­ζε­σθε(:αυτά να έχε­τε στον νου σας),τατα πράσ­σε­τε». «Αυτά να εφαρ­μό­ζε­τε». Ακό­μη θα γρά­ψει στην ίδια επι­στο­λή: «μν τ πολί­τευ­μα ν ορανος πάρ­χει». «Το πολί­τευ­μά μας είναι στον ουρα­νό. Ζού­με στη Γη, αλλά στον ουρα­νό πολι­τευό­με­θα». Δηλα­δή; Δηλα­δή, η ακρό­της των ιδα­νι­κών είναι ο ουρα­νός. Η ακρό­της των ιδα­νι­κών, των αξιών είναι η Βασι­λεία του Θεού, η αιώ­νιος ζωή.

Όλα αυτά σαν αξί­ες τις έχο­με είτε εξ απο­κα­λύ­ψε­ως, ό,τι μας απο­κα­λύ­πτει ο λόγος του Θεού, είτε δυνά­μει της ν μν εικό­νος του Θεού. Ως άνθρω­ποι, που έχο­με την εικό­να του Θεού, έχο­με λογι­κό και σκε­φτό­μα­στε και έτσι μπο­ρού­με να έχο­με μίαν ωραί­αν δέσμη αξιών και ιδα­νι­κών. Πώς φιλο­σο­φού­σαν οι αρχαί­οι; Οι αρχαί­οι Έλλη­νες. Πώς είχε πει αυτό ο Πίν­δα­ρος, «Γένοιο οος σ», «είθε να γίνεις οος σ»,κλπ. κλπ. Δεν είναι εξ απο­κα­λύ­ψε­ως, αλλά είναι δυνά­μει της ν μν εικό­νος του Θεού.

Και θέτο­με το ερώ­τη­μα: Οι σύγ­χρο­νοι νέοι,μια που ο λόγος περί νεα­νί­σκου στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, οι σύγ­χρο­νοι νέοι έχουν ιδα­νι­κά; Τι ιδα­νι­κά έχουν; Την επο­χή μας, είναι γνω­στό, τη χαρα­κτη­ρί­ζει μία πολι­τι­στι­κή ή πνευ­μα­τι­κή καθί­ζη­ση. Έχο­με κάτι που κατε­βαί­νει διαρ­κώς. Και το απο­τέ­λε­σμα είναι να έχο­με έντο­να σημά­δια κοι­νω­νι­κής, ανθρω­πι­στι­κής παρα­κμής. Βαθιά σημά­δια. Εκτός βέβαια εξαι­ρέ­σε­ων, οι σύγ­χρο­νοι νέοι μας, δεν έχουν ιδα­νι­κά. Ή ακρι­βέ­στε­ρα, τα ιδα­νι­κά τους είναι απα­ξί­ες, όχι αξί­ες. Απα­ξί­ες. Δεί­χνουν την προ­τί­μη­σή τους σε πράγ­μα­τα που σε άλλη επο­χή θα ησθά­νον­το ντρο­πή οι άνθρω­ποι. Είναι αυτό που γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Φιλιπ­πη­σί­ους: «ν(: των οποί­ων) Θες κοιλα- «Ό,τι αφο­ρά την ικα­νο­ποί­η­ση των αισθή­σε­ων, αυτό είναι ο Θεός μας. Τι θα φάω, τι θα πιω, πώς θα αφρο­δι­σιά­σω. Αυτό είναι ο Θεός μου»- κα δξα ν τ ασχν ατν(: η δόξα τους, ο έπαι­νός τους, είναι σε πράγ­μα­τα που θα έπρε­πε να ντρέ­πον­ται), ο τ πγεια φρο­νοντες». Αυτοί που φρο­νούν τα επί­γεια. Αυτά είναι τα ιδα­νι­κά, σήμε­ρα, των νέων μας.

Ακό­μη ο Παύ­λος περι­γρά­φει τον αρχαίο κόσμο και το ήθος του· που σήμε­ρα το ήθος του αρχαί­ου κόσμου, οι Χρι­στια­νοί μας, το ξεπέ­ρα­σαν. Γρά­φει στην προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του στο Α΄ κεφά­λαιο. Δεν θα το ερμη­νεύ­σω. Θα δια­βά­σω: «ματαιώ­θη­σαν ν τος δια­λο­γι­σμος ατν, κα σκο­τί­σθη σύνε­τος ατν καρ­δία· φάσκον­τες εναι σοφο μωράν­θη­σαν(:Ισχυ­ρι­ζό­με­νοι ότι είναι σοφοί, απο­κα­λύ­πτον­ται μωροί, ανόη­τοι). Δι(:Γι΄αυτόν τον λόγο) κα παρέ­δω­κεν ατος Θες ν τας πιθυ­μί­αις τν καρ­διν ατν ες καθαρ­σί­αν το τιμά­ζε­σθαι τ σώμα­τα ατν ν ατος». Ανα­φέ­ρε­ται εις την ομο­φυ­λο­φι­λία ο Από­στο­λος Παύ­λος. «Δεν θέλε­τε, ε; Σας αφή­νω στον εαυ­τό σας. Να πού φθά­νε­τε». «Κα καθς οκ δοκμασαν τν Θεν χειν ν πιγνσει, παρδωκεν ατος Θες ες δκιμον νον -Ω, αυτός ο αδό­κι­μος νους, αγα­πη­τοί. Ο αδό­κι­μος νους. Ο αδο­κί­μα­στος, ο παι­δα­ριώ­δης νους- ποιεν τ μ καθκον­τα(:Να πράτ­τουν εκεί­να που δεν πρέ­πει), πεπλη­ρωμνους πσ δικίᾳ, πορ­νείᾳ πονηρίᾳ πλε­ο­νεξίᾳ κακίᾳ, μεστος φθνου, φνου, ριδος, δλου, κακο­η­θεας, ψιθυ­ριστς, καταλλους, θεο­στυ­γες, βριστς, περηφνους, λαζνας, φευρτας κακν, γονεσιν πει­θες, συντους, συνθτους, στργους, σπνδους, νελεμονας».

Μακρύς ο κατά­λο­γος. Αυτά είναι απα­ξί­ες. Οι νέοι μας μένουν σε αυτές τις απα­ξί­ες. Τι; Να τιμή­σουν τους γονείς; «Τίμα τον πατέ­ρα σου και τη μητέ­ρα σου». Είναι η εντο­λή η πέμ­πτη και που την ακού­σα­με σήμε­ρα. Ποιους γονείς να σεβα­στούν;… Για να προ­σθέ­σο­με ότι τα ιδα­νι­κά των σύγ­χρο­νων νέων μας, πάν­το­τε απα­ξί­ες είναι μία συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νη και οργα­νω­μέ­νη οκνη­ρία, ακη­δία. Είναι το αμάρ­τη­μα του δευ­τέ­ρου ημί­σε­ος του 20ου αιώ­νος. Η ακη­δία. Η τεμ­πε­λιά. Η τεμ­πε­λιά. Η ανερ­μά­τι­στη, ανε­λέη­τη τεμ­πε­λιά· που απλώ­νε­ται σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ρίξ­τε μια ματιά στις πλα­τεί­ες, κατά τις 10 το πρωί. Χει­μώ­νας είναι, καλο­καί­ρι είναι, να δεί­τε στην πόλη μας, στη Λάρι­σα. Νέοι και νέες. Βγαίνουν…κάαααθονται, κάα­α­α­θον­ται. Μη μου πεί­τε ότι «υπάρ­χει ανερ­γία γι΄αυτό κάθον­ται». Μη μου το πεί­τε αυτό. Κάα­α­α­θον­ται. Άπρα­γοι. Περισ­σό­τε­ρον άπρα­γοι από βατρά­χους. Ώστε να φαί­νον­ται στην ήσσο­να προ­σπά­θεια· ό,τι είναι δυνα­τόν το λιγό­τε­ρα να κάνουν. Ταυ­τό­χρο­να ζητούν χρή­μα­τα. Βέβαια από πού; Από τους γονείς. Ή κλέ­πτουν. Γι΄αυτό σήμε­ρα η κλο­πή είναι πολύ, πολύ, σε μεγά­λο δεί­κτη. Για­τί; Για την σπα­τά­λη στις ηδο­νές. Ηδο­νές πάσης μορ­φής. Το τσι­γά­ρο, τα ναρ­κω­τι­κά, τα σκλη­ρά οινο­πνευ­μα­τώ­δη, οι ατέ­λειω­τες χαμέ­νες ώρες στις καφε­τέ­ριες, στην ντί­σκο, στην τηλε­ό­ρα­ση, στους χορούς και τα τρα­γού­δια· που έχουν δαι­μο­νι­κό περιε­χό­με­νο, αλλά και δαι­μο­νι­κό σχή­μα, το ατη­μέ­λη­τον, το ατσούμ­πα­λο, το αλή­τι­κο, με το επί­τη­δες για τ’ αγό­ρια ξεφτι­σμέ­νο παν­τε­λό­νι. Με το ύφος εκεί­νο που μόνο σοβα­ρούς νέους δεν προ­δί­δει και κοπέ­λες. Με το ύφος εκεί­νο που μόνο σοβα­ρούς νέους δεν προ­δί­δει και κοπέ­λες. Με σκου­λα­ρί­κια τ’ αγό­ρια. Τ’ αγό­ρια με σκου­λα­ρί­κια. Με δαχτυ­λί­δια και μακριά μαλ­λιά. Με μιαν ηθε­λη­μέ­νη αερ­γία. Όχι ανερ­γία. Α‑εργία. Θελη­μα­τι­κή, δηλα­δή, τεμ­πε­λιά. Δεν θέλουν να δου­λέ­ψουν. Όλα αυτά συν­θέ­τουν τις απα­ξί­ες που σήμε­ρα οι νέοι μας επι­θυ­μούν να χορ­τά­σουν την ψυχή τους. Είναι κρί­μα. Είναι πολύ κρί­μα.

Αλλά πώς έφθα­σαν όμως οι νέοι μας σε αυτές τις απα­ξί­ες; Τι φταί­ει; Πολ­λά. Οι δύο παγ­κό­σμιοι πόλε­μοι του αιώ­νος μας. Οι κοι­νω­νι­κές ακα­τα­στα­σί­ες και ανα­κα­τα­τά­ξεις. Η ανά­πτυ­ξις ενός ακρά­του ατο­μι­σμού· που φθά­νει εις τα όρια της αναρ­χί­ας, όπως σήμε­ρα τη ζού­με και τη γνω­ρί­ζου­με την αναρ­χία. Ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός, η θρη­σκεία, η οικο­γέ­νεια, η πατρί­δα, θεω­ρή­θη­καν άχρη­στο κατε­στη­μέ­νο. Και «όπου ο Θεός απου­σιά­ζει, τότε όλα επι­τρέ­πον­ται», λέγει ο Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ναι. Λεί­πει ο Θεός; Όλα μου επι­τρέ­πον­ται.

Έτσι έχο­με ένα γενι­κό κλί­μα βαθιάς παρα­κμής, που οι νέοι πλέ­ον δεν έχουν ιδα­νι­κά. Μάλ­λον κυνη­γούν τις απα­ξί­ες. Η οικο­γέ­νεια δεν μπο­ρεί να βοη­θή­σει. Για­τί κι αυτή δυστυ­χώς είναι μπο­λια­σμέ­νη με ιδέ­ες χαλα­σμέ­νες. Πλην, βεβαί­ως, εξαι­ρέ­σε­ων. Αλλά και τα παι­διά καλών, χρι­στια­νι­κών, αν θέλε­τε, οικο­γε­νειών, βρι­σκό­με­να σε αυτό το γενι­κό, κακό κλί­μα, που κατα­κλύ­ζει τα πάν­τα, και αυτά υφί­σταν­ται φθο­ρά. Το παι­δί θα βγει στον δρό­μο, θα βγει στην κοι­νω­νία, θα πάει στο σχο­λειό και εκεί θα πάθει πολύ κακό.

Τι μπο­ρού­με να κάνου­με; Κάπο­τε, αγα­πη­τοί, για ένα δαι­μο­νι­σμέ­νο παι­δί είπε ο Κύριος ότι «τό γένος τοτο τν δαι­μό­νων οκ κπο­ρεύ­ε­ται παρά μόνον μέ προ­σευ­χή καί νηστεία». «Κύριε», λέει, «για­τί δεν μπο­ρέ­σα­με να θερα­πεύ­σο­με εμείς το παι­δί;», είπαν οι μαθη­ταί. «Το γένος τοτο τν δαι­μό­νων οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μή ν προ­σευχ καί νηστεί». Τι σημαί­νει αυτό; Σημαί­νει ότι οι άνθρω­ποι της επο­χής μας είναι λεία του δια­βό­λου. Γι΄αυτό, εκεί­νοι που κατα­λα­βαί­νουν, εκεί­νοι που πονούν, εκεί­νοι που ακό­μη δια­τη­ρούν μέσα τους υγεί­αν πνευ­μα­τι­κήν, ας το κάνουν αυτό. Να νηστεύ­ουν και να προ­σεύ­χον­ται. Μην παρα­με­λού­με τις Τετάρ­τες και τις Παρα­σκευές, και τις Σαρα­κο­στές. Να νηστεύ­ο­με. Και να παρα­κα­λού­με τον Κύριον να απαλ­λά­ξει από τα δαι­μό­νια που επέ­πε­σαν στην ανθρω­πό­τη­τα και ιδιαί­τε­ρα εις τους νέους μας ανθρώ­πους. Ακό­μη χρειά­ζε­ται μαρ­τυ­ρία προς κάθε κατεύ­θυν­ση. Να πού­με, να δια­σα­φή­σο­με, να δια­φω­τί­σο­με. Η παι­δεία μας μάλι­στα σήμε­ρα όπως προ­σφέ­ρε­ται, είναι ένας ‑και ποιος το αρνεί­ται;- ένας μεγά­λος παρά­λυ­τος. Δεν μπο­ρεί τίπο­τε να κάνει η παι­δεία. Φοβά­μαι μήπως και αρνη­τι­κά προ­σφέ­ρε­ται. Όσοι όμως εκπαι­δευ­τι­κοί, που με ακού­τε, έχε­τε μέσα σας μια πνευ­μα­τι­κή υγεία, τότε να προ­τά­ξε­τε αντί­στα­ση. Να πεί­τε στα παι­διά, στους μαθη­τάς σας, μα Δημο­τι­κό, μα Γυμνά­σιο, μα Λύκειο, να πεί­τε το σωστό. Θα κάνο­με ό,τι μπο­ρού­με ωστό­σο. Έχο­με φθά­σει, και το βλέ­πο­με, σε ορια­κές τιμές, στο μη περαι­τέ­ρω…

Αγα­πη­τοί, χαι­ρό­μα­στε βέβαια τον νεα­νί­σκον του Ευαγ­γε­λί­ου, που ζήτη­σε να κατα­κτή­σει την αιώ­νιον ζωήν. Βέβαια δεν μπό­ρε­σε. Δεν μπό­ρε­σε για­τί η καρ­διά του ήταν αιχ­μά­λω­τη στο πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας. Όμως είχε ενα­τε­νί­σεις ο πλού­σιος νεα­νί­σκος. Είχε ενα­τε­νί­σεις. Έβλε­πε και ποθού­σε ιδα­νι­κά. Και ανά­με­σά μας βέβαια υπάρ­χουν ακό­μη νέοι με ωραία ιδα­νι­κά, με υψη­λό φρό­νη­μα, με αγά­πη εις τον Χρι­στόν. Δόξα τω Θεώ, υπάρ­χουν. Αυτούς τους νέους να τους φυλά­ξο­με, να τους προ­στα­τεύ­σο­με, να τους επαι­νέ­σο­με, να τους δώσο­με θάρ­ρος, σε αυτήν την επο­χή που τόσο απο­γο­η­τεύ­ει. Επι­τέ­λους θα κάνο­με ό,τι μπο­ρού­με. Ο καθέ­νας όπως κατα­λα­βαί­νει, ό,τι κατα­λα­βαί­νει, ό,τι μπο­ρού­με να περι­σώ­σο­με. Θα κάνο­με ό,τι μπο­ρού­με. Έστω να δώσου­με την μαρ­τυ­ρία μας. Και ας μην μας προ­σέ­χει κανείς. Να δώσο­με όμως τη μαρ­τυ­ρία μας. Κάποιοι πάν­τα θα βρί­σκον­ται, θα είναι το λείμ­μα, θα είναι ο λαός του Θεού. Θα είναι «το μικρό ποί­μνιον», που είπε ο Κύριος. Αυτό θα προ­σέ­ξει. Αυτό θα ωφε­λη­θεί. Και ο Θεός, αγα­πη­τοί, ας λυπη­θεί την νέα γενεά και ας την ελε­ή­σει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_622.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26-11-1989]

[Β 228]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, μας διη­γεί­ται ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς το περι­στα­τι­κό που κάποιος νεα­ρός, άρχων και πλού­σιος, ερώ­τη­σε τον Κύριον λέγον­τάς Του: «Διδά­σκα­λε ἀγα­θέ, τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;». Και ο Κύριος τού υπέ­δει­ξε την οδόν των αρε­τών. «Τὰς ἐντο­λὰς οἶδας», του λέγει, «τις εντο­λές τις γνω­ρί­ζεις». Δηλα­δή η οδός κατα­κτή­σε­ως της αιω­νί­ου ζωής είναι πάρα πολύ γνω­στή. Είναι η οδός της τηρή­σε­ως των εντο­λών.

Στον νεα­νί­σκο, όμως, αυτόν η απάν­τη­σις αυτή ήταν απροσ­δό­κη­τη· για­τί περί­με­νε κάτι άλλο. Επε­ρί­με­νε κάτι το υπε­ρέ­χον, κάτι το εκπλη­κτι­κόν. Κι όμως ο Κύριος ανέ­φε­ρε την πεπα­τη­μέ­νη εκεί­νη οδό, την πολύ γνω­στή, της τηρή­σε­ως των εντο­λών. Υπάρ­χουν άνθρω­ποι που έχουν πετάγ­μα­τα υψη­λά και νομί­ζουν ότι πρέ­πει να ανα­κα­λύ­ψουν ή να τους προ­σφερ­θεί όχι πια κάτι το τετριμ­μέ­νο, αλλά κάτι το άλλο, κάτι το δια­φο­ρε­τι­κό, για να κατα­κτή­σουν εκεί­να που ποθεί η ψυχή των.

Εμείς όμως, αυτήν την βεβαιω­τι­κήν απάν­τη­σιν του Κυρί­ου, που του είπε: «Τὰς ἐντο­λὰς οἶδας», δηλα­δή «Τις εντο­λές τις γνω­ρί­ζεις», θα την μετα­τρέ­ψου­με σε ερω­τη­μα­τι­κή: «Οἶδας τὰς ἐντο­λὰς;». «Γνω­ρί­ζεις τις εντο­λές;». Για­τί πρέ­πει να πού­με ότι εμείς οι Χρι­στια­νοί έχο­με άγνοια των εντο­λών του Θεού. Και δεν θα μπο­ρού­σε να μας πει ο Κύριος: «Τις εντο­λές τις γνω­ρί­ζεις». Αλλά τίθε­ται σε μας κατά ερω­τη­μα­τι­κόν τρό­πον. Γνω­ρί­ζο­με τις εντο­λές; Αυτό το θέμα ακρι­βώς θα διε­ρευ­νή­σο­με σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, στην αγά­πη σας, να ιδού­με, γνω­ρί­ζο­με όντως τις εντο­λές;

Τι είναι οι εντο­λές; Εκεί­να που εντέλ­λε­ται ο Θεός, εκεί­να που παραγ­γέλ­λει. Εκεί­να επί των οποί­ων ευχα­ρι­στεί­ται ο Θεός, όταν εφαρ­μό­ζον­ται από τον άνθρω­πο. Εκεί­να που συνι­στούν τις καλές σχέ­σεις του ανθρώ­που με τον Θεό. Αυτό είναι οι εντο­λές. Γι’ αυτό γρά­φει και ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λή του: «Κα μ συσχη­μα­τί­ζε­σθαι τ αἰῶνι τούτ, λλ μετα­μορ­φοσθαι τ νακαι­νώ­σει το νος μν, ες τ δοκι­μά­ζειν μς τί τ θέλη­μα το Θεο, τ γαθν κα εάρε­στον κα τέλειον». Ας προ­σέ­ξο­με τι γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος εδώ, αγα­πη­τοί μου, εις τους Ρωμαί­ους. Καταρ­χάς, κατά έναν αρνη­τι­κόν τρό­πον, συνι­στά και λέγει εις τους Χρι­στια­νούς της Ρώμης να μην συσχη­μα­τί­ζον­ται με τον κόσμον. Μην παίρ­νουν το ίδιο σχή­μα που έχει ο κόσμος. Ο κόσμος είναι ένα σχή­μα. Ένα σχή­μα βέβαια του παρόν­τος αιώ­νος. Μέσα εις αυτό το σχή­μα έρχον­ται πολ­λοί Χρι­στια­νοί να τοπο­θε­τη­θούν. «Σχή­μα» θα πει «καλού­πι», θα πει «φόρ­μα». Μέσα στο οποίο καλού­πι έρχον­ται τώρα να καλου­πια­στούν και να πάρουν την αυτήν μορ­φήν οι Χρι­στια­νοί. Τι λέγει λοι­πόν ο Από­στο­λος; «Όχι. Μη συσχη­μα­τί­ζε­σθε», λέγει, «με τον κόσμον αυτόν». Αυτό απο­τε­λεί μία βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για να δημιουρ­γη­θεί μια, θα λέγα­με, μετα­μόρ­φω­ση του νου μας, μια μετα­μόρ­φω­ση της νοο­τρο­πί­ας μας. Τι είπε; «λλ μετα­μορ­φοσθαι τ νακαι­νώ­σει το νος μν». «Αλλά εις το να μετα­μορ­φώ­νε­σθε, στο να αλλά­ζε­τε, η νοο­τρο­πία σας, ο νους σας, και τού­το θα απο­τε­λεί το κρι­τή­ριον με το οποί­ον θα μπο­ρεί­τε να δεί­τε ποιες είναι οι εντο­λές του Θεού, ποιο είναι το θέλη­μα του Θεού». Στο να μπο­ρέ­σο­με δηλα­δή να δοκι­μά­σο­με, «ες τ δοκι­μά­ζειν μς». Εις το να μπο­ρέ­σο­με να δοκι­μά­σο­με, δηλα­δή να μάθο­με, να εξα­κρι­βώ­σο­με με εμπει­ρι­κόν τρό­πον το θέλη­μα του Θεού, τις εντο­λές του Θεού· οι οποί­ες, κατά τον Από­στο­λο Παύ­λο, όπως είδα­με εδώ, οι εντο­λές του Θεού εμφα­νί­ζον­ται με τρία γνω­ρί­σμα­τα.

Πρώ­τα πρώ­τα είναι το ότι η εντο­λή του Θεού ή το θέλη­μα του Θεού — το ίδιο είναι- ότι είναι αγα­θόν. Πρώ­τον λοι­πόν ότι το θέλη­μα του Θεού είναι αγα­θόν. Όχι κακόν. Αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός δεν επι­θυ­μεί, ούτε θέτει βεβαί­ως εντο­λές που οδη­γούν στο κακό τον άνθρω­πον. Δεν ζηλεύ­ει τον άνθρω­πο, όπως είπαν διά­φο­ροι ερμη­νευ­ταί μέσα στους αιώ­νες. Όχι. Ο Θεός δεν θέτει παγί­δα εις τον άνθρω­πον. Δεν θέτει εντο­λή που να δημιουρ­γή­σει και απο­φέ­ρει το κακό, ούτε την βλά­βη· για­τί απλού­στα­τα ο άνθρω­πος είναι κτί­σμα του Θεού, είναι Πατέ­ρας μας και δεν μπο­ρεί παρά να μας αγα­πά. Κάπο­τε είπε ότι «Εσείς, πονη­ροί όντες, ξέρε­τε στα παι­διά σας να δίνε­τε αγα­θά πράγ­μα­τα. Όταν σας ζητή­σουν», λέγει, «ψωμί δεν δίνε­τε πέτρα. Όταν σας ζητή­σουν ένα αβγό, δεν τους δίνε­τε έναν σκορ­πιό. Άμα σας ζητή­σουν ψάρι, δεν τους δίνε­τε ένα φίδι. Σεις λοι­πόν, παρό­τι είσα­στε πονη­ροί άνθρω­ποι, ξέρε­τε να δίνε­τε στα παι­διά σας καλά πράγ­μα­τα. Ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος, πόσο περισ­σό­τε­ρο θα δώσει το αγα­θόν;». Η εντο­λή λοι­πόν που θα δώσει είναι αγα­θή. Και σκο­πόν έχει να περι­φρου­ρή­σει τον άνθρω­πον. Με τρό­πον που να τον οδη­γή­σει τελι­κά και εις το αγα­θόν.

Σήμε­ρα δυστυ­χώς, αγα­πη­τοί μου, κατα­στρα­τη­γού­με τις εντο­λές του Θεού, όπως είναι η νηστεία, όπως είναι η σωφρο­σύ­νη, δηλα­δή η εγκρά­τεια, η αγνό­τη­τα, με την στε­νή σημα­σία της λέξε­ως «σωφρο­σύ­νη». Για­τί; Για­τί νομί­ζο­με ότι όταν ο Θεός εντέλ­λε­ται την νηστεί­αν ή την σωφρο­σύ­νη, δηλα­δή να μεί­νεις αγνός μέχρι τον γάμο σου, και το αγό­ρι και το κορί­τσι, ότι αυτό θα έχει αντί­κτυ­πο εις την υγεία μας, ότι θα αρρω­στή­σου­με, θα πάθου­με κάτι κακό. Και συνε­πώς οι εντο­λές που θέτει ο Θεός είναι βλα­βε­ρές και επι­κίν­δυ­νες. Είναι δυνα­τόν ποτέ; Ο Θεός είναι ο κατα­σκευα­στής μας. Και δεν γνω­ρί­ζει τι είναι εκεί­νο που εντελ­λό­με­νος σε μας θα μας βοη­θή­σει και θα μας ευερ­γε­τή­σει και θα μας περι­φρου­ρή­σει; Είναι δυνα­τόν ποτέ; Το θέλη­μα λοι­πόν του Θεού φέρε­ται ως αγα­θόν. Οι εντο­λές δηλα­δή.

Δεύ­τε­ρον. Το θέλη­μα του Θεού φέρε­ται ως ευά­ρε­στον. Δηλα­δή εκεί­νο που θα αρέ­σει εις τον Θεόν, όταν ο άνθρω­πος το εφαρ­μό­σει. Λέγει επί παρα­δείγ­μα­τι ο Από­στο­λος Παύ­λος, γρά­φει στους Κολοσ­σα­είς: «Τ τέκνα πακού­ε­τε τος γονεσι κατ πάν­τα - Αυτό τι απο­τε­λεί; Μια εντο­λή. Ποια εντο­λή; «Τίμα τον πατέ­ρα σου και την μητέ­ρα σου…». Τα παι­διά λοι­πόν να υπα­κού­ουν κατά πάν­τα εις τους γονείς των-· τοτο γάρ στιν εάρε­στον τ Κυρί». «Για­τί αυτό», λέγει, «είναι ευά­ρε­στο εις τον Κύριον». Ακό­μη λέγει ότι πρέ­πει τα παι­διά να απο­δί­δουν τιμάς εις τους προ­γό­νους· όπως είναι, όχι μόνο οι γονείς, αλλά όπως είναι ο παπ­πούς και η για­γιά. Να απο­δώ­σουν –κοι­τάξ­τε- τιμάς εις τους προ­γό­νους. Να τους τιμή­σουν. Πάλι κι εκεί λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, για­τί αυτό είναι ευά­ρε­στον εις τον Θεόν. Βλέ­πε­τε λοι­πόν αγα­πη­τοί μου, ότι εκεί­νο που ο Θεός εντέλ­λε­ται, στο τέλος απο­λή­γει το να είναι ευά­ρε­στο εις Αυτόν. Εάν ο άνθρω­πος το εφαρ­μό­σει.

Βλέ­πο­με τον Άβελ· με την θυσία του ο Άβελ ευη­ρέ­στη­σε εις τον Θεόν. Ο Ενώχ, επει­δή, λέγει, ευη­ρέ­στη­σε εις τον Θεόν, μετε­τέ­θη. Δηλα­δή δεν δοκί­μα­σε θάνα­τον. Αλλά μετε­τέ­θη. Πού; Όπου και ο προ­φή­της Ηλί­ας. Ακό­μη ο Νώε, επει­δή ευη­ρέ­στη­σε εις τον Θεόν, και ευη­ρέ­στη­σε, ξέρε­τε, δια της πίστε­ως, γι’ αυτό ακρι­βώς και δεν επνί­γη εις τον κατα­κλυ­σμόν ο Νώε. Ο Αβρα­άμ το ίδιο. Ο Ιακώβ, που του λέει ο Θεός «Εγώ θα σε προ­στα­τεύω». Για­τί; Διό­τι ο Ιακώβ ευη­ρέ­στη­σε εις τον Θεόν. Ο Ιωσήφ, το ενδέ­κα­το παι­δί του Ιακώβ, ο Μωυ­σής, οι προ­φή­ται, ο Δανι­ήλ, ο οποί­ος ονο­μά­στη­κε από τον Θεό «νήρ πιθυ­μιν», δηλα­δή «άνδρας αγα­πη­τός, άνδρας που μπαί­νει μες στην καρ­διά». Και άλλοι πολ­λοί και πολ­λοί και πολ­λοί ευη­ρέ­στη­σαν εις τον Θεόν. Γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Δι φιλο­τι­μού­με­θα, ετε νδη­μοντες ετε κδη­μοντες, εάρε­στοι τ Κυρί εναι». Είδα­τε; «Φιλο­τι­μού­με­θα», λέγει. Βλέ­πε­τε ότι το φιλό­τι­μο εις τον άνθρω­πον είναι μια λει­τουρ­γία πάρα πολύ σπου­δαία. Φιλο­τι­μού­με­θα, λοι­πόν, είτε ζού­με στην ζωή αυτή, είτε δεν ζού­με εις την ζωήν αυτήν, όπου κι αν βρι­σκό­με­θα, να κάνο­με το ευά­ρε­στον εις τον Κύριον. Εκεί­νο που Του αρέ­σει. Θα λέγα­με, ο Θεός ευα­ρε­στεί­ται σήμε­ρα να είμε­θα εις τον ναό Του, να Τον λατρεύ­ο­με; Ασφα­λώς ναι. Κ.ο.κ.

Ακό­μη, τρί­τον, το θέλη­μα του Θεού είναι τέλειον. Τι θα πει αυτό; Σημαί­νει ότι δεν μπο­ρείς να διορ­θώ­σεις το θέλη­μα του Θεού ή να κάνεις κρι­τι­κή στο θέλη­μα του Θεού, στις εντο­λές του Θεού. Όταν ο Χρι­στια­νός, αγα­πη­τοί μου, συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι το θέλη­μα του Θεού είναι τέλειον και δεν χωρά­ει τίπο­τε να διορ­θώ­σει, τότε έχει εμπι­στο­σύ­νη εις τον Θεόν, τότε ο λογι­σμός του ανα­παύ­ε­ται. Μιλά­με πολ­λές φορές για ειρή­νη. Πώς είναι η ειρή­νη; Και πώς έρχε­ται η ειρή­νη; Δεί­ξε εμπι­στο­σύ­νη στην αγά­πη του Θεού, πες ότι οι εντο­λές του Κυρί­ου είναι αλη­θείς, είναι τέλειες και τότε ο λογι­σμός σου θα ανα­παυ­θεί: «Ο Κύριος το είπε, ο Κύριος ξέρει». Τι ωραίο πράγ­μα είναι αυτό!

Αν ερω­τή­σε­τε, πόσες είναι οι εντο­λές του Θεού, σίγου­ρα θα σπεύ­σουν κάποιοι να μας πουν ότι οι εντο­λές του Θεού είναι δέκα. Αγα­πη­τοί μου, αυτές οι δέκα εντο­λές δεν είναι, παρά, θα λέγα­με, μία συνι­στα­μέ­νη όλων των εντο­λών που προ­σφέ­ρει ο Θεός. Και πού είναι αυτές οι εντο­λές; Ολό­κλη­ρη η Παλαιά Δια­θή­κη και ολό­κλη­ρη η Και­νή Δια­θή­κη είναι εντο­λές. Εκφρά­ζει ολό­κλη­ρη η Αγία Γρα­φή, σε κάθε της θέση, σε κάθε της σημείο, την εντο­λή του Θεού, το θέλη­μα του Θεού.

Οι πρώ­τες εντο­λές που δόθη­καν εις τον άνθρω­πο, πιστεύω το γνω­ρί­ζε­τε, ήσαν τρεις. Ήταν η εργα­σία στον Παρά­δει­σον, εντο­λή, «Να εργά­ζε­σθε», λέει, «στον Παρά­δει­σο», το δεύ­τε­ρον η φυλα­κή του Παρα­δεί­σου, δηλα­δή το φύλαγ­μα, «Να φυλά­τε τον Παρά­δει­σον» και η τρί­τη εντο­λή ήταν η νηστεία: «Δεν θα φάτε από τον καρ­πόν αυτόν. Από τα άλλα φάτε, από τον καρ­πόν αυτόν όχι». Όπως λέμε: Θα φας ψάρι τώρα την Σαρα­κο­στή που έχο­με των Χρι­στου­γέν­νων, δεν θα φας κρέ­ας και τα παρά­γω­γα του κρέ­α­τος, γάλα και τυρί κ.τ.λ. Αυτό μπο­ρείς, εκεί­νο δεν μπο­ρείς. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι οι πρώ­τες εντο­λές που δόθη­καν εις τον άνθρω­πο ήσαν αυτές, στον Αδάμ και την Εύα. Και δόθη­καν μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Ακρι­βώς για να μην χάσουν τον Παρά­δει­σον.

Όταν ο Κύριος είπε ακό­μη στις Μυρο­φό­ρες γυναί­κες εκεί­νο το «Χαί­ρε­τε», το μυα­λό μας δεν πάει παρά μόνον ότι είναι ένας χαι­ρε­τι­σμός. Δηλα­δή πώς λέμε: «Χαί­ρε­τε, καλη­μέ­ρα σας, χαί­ρε­τε!». Κι όμως δεν ήταν παρά μία εντο­λή. Το σκε­φτή­κα­τε; Ποια εντο­λή; Να έχουν χαρά. «Χαί­ρε­τε». «Να έχε­τε χαρά». Για­τί; Για­τί η παρά­βα­ση της εντο­λής θα ήταν να μην αντι­λη­φθούν την Ανά­στα­ση του Χρι­στού και να λυπών­ται. Για­τί λοι­πόν να λυπά­σαι; Εγώ σου δίνω την εντο­λή να έχεις χαρά. Θα μου πεί­τε, για­τί η εντο­λή, η χαρά φθά­νει στο σημείο να εντέλ­λε­ται; Δηλα­δή να γίνε­ται εντο­λή; Ναι. Για­τί ο άνθρω­πος, αγα­πη­τοί μου, με τον λογι­σμό του δια­στρέ­φει τα πράγ­μα­τα. Ή έχει μία νωθρό­τη­τα. Γι’αυ­τό πρέ­πει… όπως και η αγά­πη, λέμε είναι εντο­λή, τι θα πει η αγά­πη είναι εντο­λή; Δηλα­δή μου δίνεις την εντο­λή να σε αγα­πώ; Φερει­πείν ποιος άνδρας θα έλε­γε στη γυναί­κα του: «Σου δίνω την εντο­λή να με αγα­πάς»; Κατα­νο­εί­τε αυτό; Αυτό δεί­χνει ένα κατάν­τη­μα· που δεί­χνει μία νωθρό­τη­τα. Όταν πράγ­μα­τα που θα έπρε­πε να ήσαν αυθόρ­μη­τα, γίνον­ται εντο­λή. Πράγ­μα­τι ο άνθρω­πος με την πτώ­ση του παρου­σιά­ζει αυτήν την νωθρό­τη­τα, αυτήν την αδρά­νεια. Και πρέ­πει για να δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί, εκεί­να που θα ήσαν αυτο­νόη­τα, πηγαία, να γίνουν εντο­λές. Βέβαια περιτ­τόν να σας πω ότι όταν ο άνθρω­πος ωρι­μά­σει, τότε πια δεν τηρεί τις εντο­λές· τις ξεπερ­νά. Όπως…η τρο­χαία σου λέγει: «Θα περά­σεις μέσα από τα καρ­φιά, θα περά­σεις από δω εκεί», σου λέει, για τους πεζούς εννο­εί­ται. Αυτό, θες δεν θες, θα το κάνεις. Όταν όμως συνει­δη­το­ποι­ή­σεις μέσα σου μία εύρυθ­μη κυκλο­φο­ρία στην πόλη, δεν είναι ανάγ­κη να σου το πει αυτό η τρο­χαία. Ούτε ακό­μη είναι ανάγ­κη να σε παρα­κο­λου­θεί. Ακό­μη και κανείς να μην υπάρ­χει στον δρό­μο, να είσαι μόνος σου στον δρό­μο, θα κάνεις εκεί­νο που πρέ­πει. Για­τί; Για­τί συνει­δη­το­ποί­η­σες, ξεπέ­ρα­σες την εντο­λή. Και πια αυτά έρχον­ται αυθορ­μή­τως από μέσα.

Aκόμη ο Από­στο­λος Παύ­λος για την χαρά που σας είπα, γρά­φει στους Φιλιπ­πη­σί­ους στο 4ο κεφά­λαιο: «Χαί­ρε­τε ν Κυρί πάν­το­τε(:Να έχε­τε πάν­το­τε την χαρά του Κυρί­ου)· πάλιν ρ, χαί­ρε­τε(:Θα σας το ξανα­πώ: να έχε­τε χαρά)». Λέμε πολ­λές φορές σε έναν που πεν­θεί: «Ε, όχι να λυπά­σαι έτσι». Για να κατα­λά­βε­τε ότι είναι εντο­λή. «Μα, δεν μπο­ρώ». «Είναι αμαρ­τία να λυπά­σαι. Να έχεις χαρά». «Μα πέθα­νε ο άνθρω­πός μου, έπα­θα δυστύ­χη­μα ή ό,τι άλλο». «Πρό­σε­ξε, δεν θέλο­με να σου πού­με να μην πεν­θή­σεις· αλλά με το μέτρο. Άκου την εντο­λή του Θεού». Να πώς μπαί­νει η εντο­λή. Για­τί ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει την λύπη του. Να έχεις χαρά. Το φαν­τά­ζε­στε αυτό; Συνε­χί­ζει ο Από­στο­λος και λέει στους Φιλιπ­πη­σί­ους: «Τ πιεικς μν γνω­σθή­τω πσιν νθρώ­ποις. Κύριος γγύς». Θα λέγα­τε: «Τι εντο­λές υπάρ­χουν;». Ακού­στε πόσες εντο­λές υπάρ­χουν σε αυτό το χωρίο. Πρώ­τα πρώ­τα είναι η εντο­λή της χαράς. «Θα έχε­τε χαρά». Χρι­στια­νός που δεν έχει χαρά εις τον παρόν­τα κόσμο κάτι δεν πάει καλά στη ζωή του για να μην έχει χαρά. Δεύ­τε­ρον: «Πρέ­πει να γίνει γνω­στή στους ανθρώ­πους η επιεί­κειά σας». Να είσα­στε επιει­κείς. Εντο­λή είναι αυτό. Ακό­μη, τρί­τον: «Πρέ­πει να ανα­θέ­σε­τε τα πάν­τα, μηδέν μερι­μνά­τε, στην πρό­νοια και την αγά­πη του Θεού». Εντο­λή είναι αυτό. Ο Κύριος δεν είπε: «Μ μερι­μντε τ ψυχ μν τί φάγη­τε κα τί πίη­τε, μηδ τ σώμα­τι μν τί νδύ­ση­σθε» κ.τ.λ; Εντο­λή είναι αυτό. Κι ακό­μη, αν θέλε­τε, και μία δογ­μα­τι­κή γνώ­σις· που κι αυτό είναι εντο­λή να το μάθο­με. Ποια είναι αυτή η δογ­μα­τι­κή γνώ­σις; « Κύριος γγύς». Πώς γγύς; Εγγύς, θα λέγα­με, τρο­πι­κά; Βεβαί­ως ο Κύριος είναι εγγύς τρο­πι­κά. Χρο­νι­κά είναι εγγύς ο Κύριος. Είναι κον­τά, είναι πλη­σί­ον. Ο Κύριος έρχε­ται. Αν πεις «ο Κύριος χρο­νί­ζει» είναι παρά­βα­σις. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι μέσα σε αυτόν τον στί­χον βρί­σκο­με τέσ­σε­ρις εντο­λές που δίδει ο λόγος του Θεού;

Ο Κύριος είπε στους μαθη­τάς Του… για να ιδεί­τε μερι­κά ακό­μα, μετά την Ανά­στα­σή Του: «Περι­μέ­νε­τε λίγες μέρες εδώ εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, μην απο­μα­κρυν­θεί­τε, για να πάρε­τε την επαγ­γε­λία του Πατρός μου, δηλα­δή το Άγιον Πνεύ­μα». Τι ήτο αυτό; Εντο­λή. Ακό­μη τι είπε ο Κύριος: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τά θνη». Τι είναι αυτό; Εντο­λή. Όταν ανε­στή­θη, όπως ξέρε­τε, τους είπε, παρήγ­γει­λε, με τις γυναί­κες τις Μυρο­φό­ρες, τους παρήγ­γει­λε ότι θα συναν­τη­θούν εις την Γαλι­λαία. Οι μαθη­ταί δεν πήγαν στην Γαλι­λαία. Ήταν εντο­λή. Τι έκα­ναν εδώ οι μαθη­ταί; Παρέ­βη­σαν την εντο­λή του Χρι­στού.

Ώστε βλέ­πο­με ότι κάθε λόγος του Θεού, τόσο στην Παλαιά Δια­θή­κη, όσο και εις την Και­νή Δια­θή­κη, είναι το θέλη­μα το αμε­τά­θε­τον του Θεού. Χωρίς να κάνο­με καμιά κρι­τι­κή. Ο Κύριος είπε: «ς ἐὰν ον λύσ μίαν τν ντολν τού­των τν λαχί­στων — δηλα­δή δεν εφαρ­μό­σει μία από αυτές τις εντο­λές τις νομι­ζό­με­νες μικρές, νομι­ζό­με­νες, δεν υπάρ­χουν μεγά­λες και μικρές εντο­λές. Φερει­πείν πολ­λοί λένε: «Και τι είναι η νηστεία; Μικρή εντο­λή» — λάχι­στος κλη­θή­σε­ται ν τ βασι­λεί τν ορανῶν». «λάχι­στος» θα πει τιπο­τέ­νιος. Εσύ κρί­νεις τις εντο­λές του Θεού ότι είναι τιπο­τέ­νιες; Ε, τιπο­τέ­νιος κι εσύ θα κλη­θείς, όταν θα έρθει η ημέ­ρα εκεί­νη της κρί­σε­ως.

Συνε­πώς βλέ­πο­με εδώ ότι η γνώ­σις των εντο­λών του Θεού, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι αυτο­νόη­τη. Απλού­στα­τα χρειά­ζε­ται διαρ­κής μελέ­τη των Γρα­φών, διαρ­κής ακρό­α­σις του λόγου του Θεού, των Γρα­φών, για να μάθο­με ποιες είναι οι εντο­λές του Θεού, δηλα­δή το θέλη­μα του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο οι άνθρω­ποι, επει­δή δεν έχουν μελέ­τη και ούτε ακρό­α­ση, παρα­βαί­νουν τις εντο­λές του Θεού, αλλά τις παρα­βαί­νουν από άγνοια. Αλλά η άγνοια είναι γνω­στό ότι δεν επι­τρέ­πε­ται.

Οι εντο­λές του Θεού ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, έχουν και αρνη­τι­κόν και θετι­κόν χαρα­κτή­ρα. Εντελ­λό­με­θα τι δεν πρέ­πει να κάνο­με. Τι είπε εις τον νεα­νί­σκον; «Ο μοι­χεύ­σεις». Εντελ­λό­με­θα τι πρέ­πει να κάνο­με. Θετι­κός χαρα­κτή­ρας. «Τίμα τόν πατέ­ρα σου καί τήν μητέ­ρα σου». Συνε­πώς πρέ­πει να τηρού­με τις εντο­λές, όσες, όπως προ­σφέ­ρον­ται, αρνη­τι­κές και θετι­κές, χωρίς να κάνο­με καμία επι­λο­γή ή να είμε­θα στις εντο­λές του Θεού εκλε­κτι­κοί. Να πού­με: «Α, αυτή καλή είναι, την εφαρ­μό­ζω. Την άλλη, ε, όχι, δεν πει­ρά­ζει, την απορ­ρί­πτω». Είτε θεω­ρη­τι­κώς, είτε πρα­κτι­κώς. Λέγει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος: «στις γρ λον τν νόμον τηρήσ, πταίσ δ ν νί –«Να εφαρ­μό­σεις όλες τις εντο­λές, αλλά πταί­σεις σε μία εντο­λή»-, γέγο­νε πάν­των νοχος«Αυτός», λέγει, έχει γίνει ένο­χος όλων των εντο­λών»- γρ επν μ μοι­χεύσς, επε κα μ φονεύσς· ε δ ο μοι­χεύ­σεις, φονεύ­σεις δέ, γέγο­νας παρα­βά­της νόμου». «Για­τί Εκεί­νος που είπε μη μοι­χεύ­σεις, είπε και μη φονεύ­σεις. Αν δεν μοι­χεύ­σεις, αλλά φονεύ­σεις, τότε έγι­νες παρα­βά­της όλου του νόμου». Δεν είναι δύσκο­λο να το κατα­λά­βου­με, αγα­πη­τοί μου. Μπο­ρεί να είσαι σπου­δαί­ος άνθρω­πος… κάνεις μια κλο­πή· έντι­μος, κάνεις μια κλο­πή. Σε πάνε στη φυλα­κή. Δεν σου λένε ότι… «Ξέρεις επει­δή είσαι έντι­μος, ε, τέλος πάν­των, μια κλο­πή έκα­νες, δεν είναι και τίπο­τα σπου­δαίο πράγ­μα». Πας στην φυλα­κή. Είσαι παρα­βά­της ενός νόμου. Πας στην φυλα­κή. Για να το κατα­λά­βο­με τι θα πει είμαι ένο­χος απέ­ναν­τι στον Θεό, έστω κι αν έχω παρα­βεί μία εντο­λή.

Εξάλ­λου, η από­δει­ξις ότι πιστεύ­ο­με είναι η τήρη­σις των εντο­λών. Λένε μερι­κοί: «Πιστεύω στον Θεό». Δεν πάνε στην Εκκλη­σία. Μα εάν πιστεύ­εις, τότε θα πρέ­πει να πας στην Εκκλη­σία. Λένε μερι­κοί: «Αγα­πώ την μάνα μου και τον πατέ­ρα μου». Δεν τους δίνουν όμως σημα­σία στην μάνα τους και τον πατέ­ρα τους. Μα πώς αγα­πάς την μάνα σου και τον πατέ­ρα σου; Εάν δεν δίνεις σημα­σία ή δεν τους φέρ­νεις τα πρέ­πον­τα, τα δέον­τα, για να τρα­φούν κ.λπ. κ.λπ. Έτσι υπάρ­χει μία αντί­φα­σις εδώ. «Τί τ φελος, δελ­φοί μου, - λέγει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος- ἐὰν πίστιν λέγ τις χειν, ργα δ μ χ;». Λες ότι πιστεύ­εις; Πρέ­πει να υπάρ­ξει μία προ­σαρ­μο­γή της πίστε­ως με τα έργα. Έχεις έργα; Πρέ­πει να έχεις και πίστη.

Πράγ­μα­τι, οι εντο­λές του Θεού, αγα­πη­τοί μου, επε­κτεί­νον­ται σε όλους τους τομείς των σχέ­σε­ων του ανθρώ­που προς τον Θεό, τον εαυ­τόν του και τον πλη­σί­ον. Γι’αυ­τό και οι εντο­λές στον 118 Ψαλ­μό έχουν δέκα ονό­μα­τα. Ή καλύ­τε­ρα, αν θέλε­τε, ο λόγος του Θεού παίρ­νει δέκα ονό­μα­τα που είναι εντο­λές. Ακού­σα­τε. Για­τί η λέξις «εντο­λή» είναι ένα από τα δέκα ονό­μα­τα. Λέγει, λέγον­ται: «Μαρ­τύ­ρια», «ντο­λαί», «δικαιώ­μα­τα», «κρί­μα­τα», «κρί­σεις», «λόγοι», «δοί», «λήθεια», «διά­τα­ξις», «νόμος». Δέκα ονό­μα­τα. Θα σας πω ένα… εκεί που λέει «δικαιώ­μα­τα». Είναι εντο­λές. Ποιες είναι; Εκεί­νες που αφο­ρούν στην λατρεία του Θεού, στα δικαιώ­μα­τα του Θεού. Έχο­με την εντο­λή να λατρεύ­σου­με τον Θεό. Η Θεία Λει­τουρ­γία ως λατρεία ανή­κει στα δικαιώ­μα­τα του Θεού. Δηλα­δή στις εντο­λές εκεί­νες που αφο­ρούν στην λατρεία του Θεού. Πρέ­πει κάθε Κυρια­κή και μεγά­λη γιορ­τή να τελέ­σου­με την Θεία Λει­τουρ­γία. Οφεί­λο­με δε αφού τελέ­σου­με την Θεία Λει­τουρ­γία και να εκκλη­σια­ζό­με­θα. Είναι εντο­λή του Θεού. Για­τί αφο­ρά, σας είπα, στα δικαιώ­μα­τα του Θεού.

Ακό­μη η τήρη­σις των εντο­λών είναι η οδός γνώ­σε­ως του Θεού. Είναι η πίβα­σις ή νάβα­σις, κατά τους πατέ­ρες, της θεω­ρί­ας. Δεν θα φθά­σεις στην θεω­ρία αν δεν ανε­βείς επά­νω εις την πρά­ξιν. Όταν ο Κύριος πρό­βα­λε στον νεα­νί­σκο την τήρη­σιν των εντο­λών, πίσω από αυτές εκρύ­πτε­το ο Ίδιος. Αυτό είναι σημαν­τι­κό, προ­σέ­ξα­τέ το. Κι όταν ο νεα­νί­σκος βεβαί­ω­νε ότι ετή­ρη­σε τις εντο­λές, ο Κύριος τού είπε: «Έλα από πίσω μου». Δηλα­δή «Δερο κολού­θει μοι». «Έλα από πίσω μου. Έλα μαζί μου». Δηλα­δή «Οι εντο­λές που είπες τήρη­σες, τώρα σε οδη­γούν σε Εκεί­νον που σου έδω­σε τις εντο­λές. Δηλα­δή είμαι Εγώ. Εγώ είμαι Εκεί­νος που κρύ­πτο­μαι πίσω από τις εντο­λές». Συνε­πώς οι εντο­λές μάς οδη­γούν εις τον Κύριον. Ο Κύριος δεν θα προ­σμε­τρή­σει αν τηρή­σα­με τού­τη ή εκεί­νη την εντο­λή κατά νομι­κι­στι­κόν τρό­πον και χαρα­κτή­ρα, αλλά αν με τις εντο­λές γινή­κα­με κατάλ­λη­λοι να ζήσο­με μαζί Του στην Βασι­λεία του Θεού. Έτσι, δεν πρέ­πει να βλέ­πο­με τι τηρή­σα­με ή δεν τηρή­σα­με, αλλά τι γινή­κα­με ή ακό­μα υστε­ρού­με. Φτιά­χτη­κα; Έγι­να;

Αγα­πη­τοί, μάθα­με ότι εκεί­νος ο νεα­νί­σκος, παρό­τι ετή­ρη­σε τις εντο­λές, απέ­τυ­χε στον τελι­κό σκο­πό της τηρή­σε­ως των εντο­λών. Έχα­σε τον Κύριον. Λυπή­θη­κε και έφυ­γε. Είχε κάνει σκο­πό της πνευ­μα­τι­κής του ζωής την τήρη­ση των εντο­λών και όχι τον νομο­θέ­την, τον Ιησούν Χρι­στόν. Κάποια μέρα οι εντο­λές θα καταρ­γη­θούν· για­τί δεν θα χρειά­ζον­ται. Λέει ο Από­στο­λος: «ταν δ λθ τ τέλειον, τ κ μέρους καταρ­γη­θή­σε­ται». Τότε θα έχο­με γνω­ρί­σει τον Κύριον. Ο νεα­νί­σκος γύρι­σε την πλά­τη του, σας είπα, για­τί δεν έβλε­πε πίσω από τις εντο­λές τον Κύριον.

Αγα­πη­τοί, να τηρού­με τις εντο­λές. Να μην λησμο­νού­με ότι μ’ αυτές πρέ­πει να μετα­μορ­φω­θού­με. Να γίνο­με και­νού­ριοι άνθρω­ποι, και­νοί - το «και-» με άλφα γιώ­τα. Για να μπο­ρού­με να δού­με το πρό­σω­πο του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού. «τι ψόμε­θα ατν –λέει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης- καθώς στι. Κα πς χων τν λπί­δα ταύ­την π᾿ ατ γνί­ζει αυτόν». Τηρεί τις εντο­λές, καθα­ρί­ζε­ται, μετα­μορ­φώ­νε­ται, για­τί έχει την ελπί­δα να δει το πρό­σω­πο του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_461.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Οἱ νέοι μας

«Ὁ δὲ εἶπε· ταῦ­τα πάν­τα ἐφυ­λα­ξά­μην ἐκ νεό­τη­τός μου» (Λουκ. 18, 21)

ΕΝΑΣ, ἀγα­πη­τοί, λέει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ἕνας ἄνθρω­πος πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στό. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς δὲν ἦταν φτω­χὸς γιὰ νὰ ζητή­σῃ βοή­θεια. Δὲν ἦταν ἄρρω­στος γιὰ νὰ ζητή­σῃ τὴ θερα­πεία του. Δὲν ἦταν γέρος ποὺ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα περι­μέ­νει το θάνα­το κ’ ἔχει ἀνάγ­κη ἀπὸ παρη­γο­ριὰ γιὰ τὸ μεγά­λο ταξί­δι ποὺ θὰ κάνῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Ἀντί­θε­τα, ὁ ἄνθρω­πος ποὺ πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στὸ ἦταν πλού­σιος, ἄρχον­τας, ὑγι­ής, νέος ἀκό­μη. Πλού­τη, δόξα, δύνα­μη, ὑγεία, νεό­τη­τα, ὅλα τὰ εἶχε. Ἕνας ἄλλος στὴ θέση του θάνα­το ποτὲ δὲν θὰ σκε­πτό­ταν. Θὰ νόμι­ζε πῶς θὰ ζήσῃ μὲ τὰ βου­νὰ κι ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν θὰ χὴ τέλος.

Ἀλλ’ ὁ ἄνθρω­πος ποὺ πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στὸ δὲν ἦταν τέτοιος. Ἡ ψυχή του δὲν εὕρι­σκε ἀνά­παυ­σι σ’ ὅλα τὰ ἐπί­γεια ἀγα­θά. Ἀνη­συ­χοῦ­σε. Ἔβλε­πε, ὅτι δὲν πεθαί­νουν μόνο οἱ φτω­χοί, ἀλλὰ καὶ οἱ πλού­σιοι δὲν πεθαί­νουν μόνο οἱ γέροι, ἀλλὰ καὶ οἱ νέοι, καὶ φοβό­ταν μήπως κι αὐτὸς μιὰ μέρα ποὺ δὲν τὸ περι­μέ­νει ὁ θάνα­τος ἔρθῃ καὶ τὸν ἁρπά­ξῃ καὶ τὸν μετα­φέ­ρῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Καὶ τότε τί θὰ γίνῃ; Ὁ νέος δὲν ἦταν ἄπι­στος. Πίστευε στὸ Θεό. Πίστευε ὅτι ὑπάρ­χει ἄλλος κόσμος, μιὰ ἄλλη ζωὴ αἰώ­νιος, καὶ ἀνη­συ­χοῦ­σε γιὰ τὸ μέλ­λον του. Γι’ αὐτὸ πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στὸ καὶ μὲ σεβα­σμὸ τὸ ρώτη­σε, τί πρέ­πει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σῃ τὴν αἰώ­νια ζωή. Κι ὁ Χρι­στός του ἀπήν­τη­σε ὅτι, ἂν τηρή­σῃ τίς ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βρῆ το δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν αἰώ­νιο ζωή. Οἱ δὲ ἐντο­λὲς ποὺ τοῦ ὑπεν­θύ­μι­σε ὁ Χρι­στὸς εἶνε «Μὴ μοι­χεύ­σῃς, μὴ φονεύ­σῃς, μὴ κλέ­ψῃς, μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς, τίμα τὸν πατέ­ρα σου καὶ τὴν μητέ­ρα σοῦ» (Λουκ. 18, 20). Ἀλλὰ τίς ἐντο­λὲς αὐτές, ἀπήν­τη­σε ὁ ἄνθρω­πος, τίς φύλα­ξα «ἐκ νεό­τη­τός μου», τίς φύλα­ξα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρό­νια. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς δὲν σκό­τω­σε, δὲν ἔκλε­ψε, δὲν πῆγε στὰ δικα­στή­ρια νὰ πάρῃ ψεύ­τι­κο ὅρκο, δὲν ἔκα­νε ἄτι­μες πρά­ξεις, δὲν προ­σέ­βα­λε τὴν οἰκο­γε­νεια­κὴ τιμὴ τοῦ ἄλλου, ἔδει­ξε κάθε σεβα­σμὸ στοὺς γονεῖς του.

Ἀλλὰ δὲν ἔμε­νε ψυχι­κὰ ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος. Ἤθε­λε νὰ πετά­ξῃ ψηλά. Ἤθε­λε νὰ γίνῃ ἀετός. Τὸν τρα­βοῦ­σε ὁ οὐρα­νός. Κι ὁ Χρι­στός, βλέ­πον­τας τὴν ἐπι­θυ­μία του αὐτή, τοῦ ἀπαν­τᾷ: Ἄν θὲς νὰ γίνῃς τέλειος, πού­λη­σε τὰ ὑπάρ­χον­τά σου καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔχῃς ἔτσι θησαυ­ρὸ στοὺς οὐρα­νούς. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ φάνη­καν σκλη­ρὰ στὸν ἄνθρω­πο τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ἤθε­λε νὰ ὑψω­θῇ, νὰ πετά­ξῃ, μὰ τὰ φτε­ρά του ἦταν δεμέ­να ἀπὸ τὴ φιλαρ­γυ­ρία. Πάλε­ψε μὲ τὸν κακὸ ἑαυ­τό του, πάλε­ψε μὲ τὴ φιλαρ­γυ­ρία, ἀλλὰ δυστυ­χῶς νική­θη­κε. Ἀγά­πη­σε τὸ χρυ­σὸ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Ἔφυ­γε λυπη­μέ­νος. Κι ὁ Χρι­στός μας τότε, παίρ­νον­τας ἀφορ­μὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο αὐτό, εἶπε λόγια ποὺ πρέ­πει νὰ τὰ προ­σέ­ξου­με, ἀλλὰ πιὸ πολὺ πρέ­πει νὰ τὰ προ­σέ­ξουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἄφθο­να ὑλι­κὰ ἀγα­θά. Δύσκο­λο, εἶπε, εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρή­μα­τα νὰ πᾶνε στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Πιὸ εὔκο­λο εἶνε νὰ περά­σῃ ἕνα χον­τρὸ σχοι­νὶ ἀπὸ μιὰ τρῦ­πα βελό­νας, παρὰ νὰ πάη ἕνας πλού­σιος στὸν παρά­δει­σο.

Νὰ μιλή­σου­με τώρα γιὰ τοὺς φιλαρ­γύ­ρους, γιὰ τοὺς πλε­ο­νέ­κτας; Ἀφή­νω νὰ μιλή­σου­με ἄλλο­τε γι’ αὐτούς. Σήμε­ρα θέλω νὰ ρίξου­με μιὰ ματιὰ στοὺς νέους τῶν και­ρῶν μας καὶ νὰ ρωτή­σου­με, ἂν οἱ σημε­ρι­νοὶ νέοι μας ἔχουν ἰδα­νι­κά, ἔχουν ἱερὲς ἐπι­θυ­μί­ες καὶ ἀνη­συ­χί­ες, ὅπως εἶχε ὁ νέος τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου.

Δὲν εἶνε πολὺς και­ρὸς ποὺ ἕνας μορ­φω­μέ­νος κύριος ἀπὸ τὴν Ἀθή­να μὲ ἐπι­σκέ­φθη­κε καὶ μὲ πόνο ψυχῆς μου μίλη­σε γιὰ τὴν κατά­στα­ση τῆς σημε­ρι­νῆς νεο­λαί­ας.

-Λόγῳ τοῦ ἐπαγ­γέλ­μα­τός μου, μοῦ εἶπε, ἔχω περά­σει ἀπὸ πολ­λὲς πόλεις τῆς Ἑλλά­δος. Ἐπι­θυ­μῶν­τας νὰ γνω­ρί­σω τί σκέ­πτον­ται καὶ τί ἐπι­θυ­μοῦν σήμε­ρα οἱ νέοι, χωρὶς νὰ γίνω­μαι ἀντι­λη­πτός, παρα­κο­λού­θη­σα ἑκα­τον­τά­δες νέων. Τοὺς παρα­κο­λού­θη­σα στὰ καφε­νεῖα, στὰ κέν­τρα, στοὺς δρό­μους, στὶς πλα­τεῖ­ες, στὶς διά­φο­ρες ἐκδρο­μές, ὅπου ἀφή­νουν τὸν ἑαυ­τό τους νὰ ἐκδη­λώ­νε­ται καὶ φανε­ρώ­νουν τὸ κρύ­βουν μέσα στὶς καρ­διές τους. Πολὺ λυπη­ρὸ ἦταν τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ποὺ ἔβγα­λα ἀπὸ τὴν ἔρευ­νά μου. Κανέ­να σοβα­ρὸ θέμα δὲν ἀπα­σχο­λεῖ τοὺς νέους. Οἱ συζη­τή­σεις ποὺ κάνουν μετα­ξύ τους εἶνε γύρω ἀπὸ μικρὰ καὶ ἀσή­μαν­τα πράγ­μα­τα. Αὐτο­κί­νη­τα, ἐκδρο­μές, δια­σκε­δά­σεις, παι­χνί­δια, μπάλ­λα, καὶ προ­παν­τὸς σέξ, γυναῖ­κες καὶ αἰσχροὶ ἔρω­τες, αὐτὰ εἶνε τὰ καυ­τὰ θέμα­τα ποὺ συζη­τοῦν. Γιὰ τὰ μεγά­λα καὶ ὑψη­λὰ δὲν συζη­τοῦν. Κοσμι­κή, ἐπι­πό­λαια, ρηχὴ εἶνε ἡ νεο­λαία μας…

Αὐτὰ μοῦ εἶπε ὁ ἐπι­σκέ­πτης μοῦ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ σημε­ρι­νὴ νεο­λαία. Καὶ σᾶς ἐρω­τῶ: Εἶνε ὑπερ­βο­λι­κὰ τὰ ὅσα εἶπε; Εἶνε ἐσφαλ­μέ­να τὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά του; Νομί­ζω ὄχι.

Ἄν ἀφαι­ρέ­σου­με ἕνα μικρὸ ποσο­στὸ νέων, ποὺ παρα­κο­λου­θοῦν τακτι­κὰ κατη­χη­τι­κὰ μαθή­μα­τα καὶ κηρύγ­μα­τα καὶ ἔχουν θρη­σκευ­τι­κὰ ἐνδια­φέ­ρον­τα, οἱ ἄλλοι νέοι, τὸ πλῆ­θος τῶν νέων, εἶνε ἀδιά­φο­ροι γιὰ ὅ,τι μεγά­λο καὶ ὑψη­λό. Δὲν ἐνθου­σιά­ζον­ται οἱ νέοι μας γιὰ ζητή­μα­τα ποὺ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶνε τὰ πρῶ­τα στὴ σκέ­ψη τους. Ἄν π.χ. ἕνας βρί­σῃ τὸν ποδο­σφαι­ρι­στὴ ποὺ θαυ­μά­ζουν, εἶνε ἕτοι­μοι ν’ ἁρπα­χτοῦν καὶ νὰ ζητή­σουν το λόγο. Ἄν ὅμως ἀκού­σουν τοὺς ἄλλους νὰ βρί­ζουν το Θεό, τὸ Δημιουρ­γὸ τοῦ παν­τός, ὄχι μόνο δὲν ἐξορ­γί­ζον­ται, ἀλλὰ καὶ γελοῦν καὶ εἰρω­νεύ­ον­ται ἐκεῖ­νον ποὺ θὰ δια­μαρ­τυ­ρό­ταν γιὰ τὴ βλα­στή­μια. Για­τί καὶ οἱ ἴδιοι βλα­στη­μοῦν καὶ αἰσχρο­λο­γοῦν! Πόσες βλα­στή­μιες δὲν ἀκού­γον­ται στὰ γήπε­δα, ὅταν γίνον­ται ποδο­σφαι­ρι­κὲς συναν­τή­σεις! Στὴν ἀρχαία πατρί­δα μας ὅλοι οἱ ἀγῶ­νες ἄρχι­ζαν μὲ προ­σευ­χή. Ἄς ἦταν οἱ πρό­γο­νοί μας εἰδω­λο­λά­τρες πίστευαν ὅμως. Τώρα ὄχι μόνο προ­σευ­χὴ δὲν γίνε­ται, ἀλλὰ καὶ βλα­στή­μιες ἀκού­γον­ται, καὶ τίς Κυρια­κές, πρὶν ἀκό­μη βγῆ καὶ ἥλιος, χιλιά­δες νέοι γεμί­ζουν τὰ λεω­φο­ρεῖα καὶ τρέ­χουν στὶς ἄλλες πόλεις γιὰ νὰ δοῦν τὰ μάτς. Ἡ μπάλ­λα, ὅπως ἔγρα­ψε μιὰ ἐφη­με­ρί­δα, ἔγι­νε καὶ θεὸς πολ­λῶν νέων, καὶ ὁ ἀθλη­τι­σμὸς ἔγι­νε ἡ θρη­σκεία τους. Καὶ τὸ «Τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;» (Λουκ. 18, 18) του νέου του σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου ἔχει ἀντι­κα­τα­στα­θῇ μὲ ἄλλα ἐρω­τή­μα­τα. «Τί ποι­ή­σω», τί νὰ κάνω, γιὰ νὰ κερ­δί­σω στὸ πρό-πὸ καὶ στὰ διά­φο­ρα λαχεῖα; «Τί ποι­ή­σω», γιὰ νὰ λάβω μέρος σὲ ποδο­σφαι­ρι­κὲς συναν­τή­σεις καὶ ν’ ἀπο­λαύ­σω τὰ ὑλι­κὰ βρα­βεῖα τῆς βασι­λεί­ας τῆς μπάλ­λας;

Αὐτὴ δυστυ­χῶς εἶνε ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Μερι­κοὶ θέλουν νὰ παρη­γο­ροῦν­ται, ὅτι ἡ νεο­λαία μας δὲν εἶνε ὅπως ἡ νεο­λαία τῆς Δανί­ας, τῆς Νορ­βη­γί­ας ἢ τῆς Σου­η­δί­ας, ποὺ ἔχει τελεί­ως δια­φθα­ρῇ. Συμ­φω­νοῦ­με. Δὲν φθά­σα­με ἀκό­μη στὴ δια­φθο­ρὰ αὐτή. Ἀλλ’ ἂν γονεῖς, διδά­σκα­λοι, ἱερεῖς καὶ ὅσοι ἔχουν τὴν εὐθύ­νῃ γιὰ τὴ νέα γενεὰ δὲν κοι­τά­ξου­με μὲ ἀγά­πη καὶ στορ­γὴ τοὺς νέους, ἂν προ­παν­τὸς οἱ ἁρμό­διες ἐξου­σί­ες δὲν λάβουν τὰ κατάλ­λη­λα μέτρα, ἡ ἑλλη­νι­κὴ νεο­λαία θὰ πέφτῃ ἠθι­κῶς, θὰ πέφτῃ συνε­χῶς, καὶ οἱ συνέ­πειες θὰ εἶνε πολὺ σοβα­ρές.

Τὴ νεό­τη­τα, ἀγα­πη­τοί μου, πρέ­πει νὰ τὴν κερ­δί­σῃ ὁ Χρι­στός, ὄχι ὁ διά­βο­λος. Καὶ γιὰ νὰ κερ­δη­θῇ ἢ νεό­τη­τα, πρέ­πει ὅλοι ὅσοι πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στὸ νὰ κοπιά­σου­με. Καὶ γιὰ ν’ ἀνα­φέ­ρου­με ἕνα παρά­δειγ­μα, πρέ­πει νὰ κοπιά­σου­με ὅπως ὁ ἅγιος Δημή­τριος, ποὺ μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ παρά­δειγ­μά του μάζε­ψε ἀπὸ τὰ σοκά­κια τοῦ δια­βό­λου τὰ παι­διὰ καὶ τοὺς νέους τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, καὶ τοὺς ἀνέ­δει­ξε ἀλη­θι­νοὺς στρα­τιῶ­τες του Χρι­στοῦ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθη­τές του αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Νέστωρ. Ὁ νέος αὐτὸς μὲ τὴν πίστι στὸ Χρι­στὸ νίκη­σε τὸν εἰδω­λο­λά­τρη ἀθλη­τῆ Λυαῖο. Τὸν νίκη­σε μὲ τὴ φωνὴ «Θεὲ τοῦ Δημη­τρί­ου, βοή­θει μοι». Τέτοιοι νέοι πρέ­πει νὰ γίνουν ὅλοι οἱ νέοι τῆς Ἑλλά­δος, ἂν θέλου­με ἡ Ἑλλὰς νὰ νικᾷ πάν­το­τε τοὺς Λυαί­ους, τοὺς ἐσω­τε­ρι­κοὺς καὶ ἐξω­τε­ρι­κοὺς ἐχθρούς.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek