ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΗ΄ 35 — 43)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐγέ­νε­το ἐν τῷ ἐγγί­ζειν τὸν Ἰησοῦν εἰς Ἰερι­χὼ τυφλός τις ἐκά­θη­το παρὰ τὴν ὁδὸν προ­σαι­τῶν. 36ἀκού­σας δὲ ὄχλου δια­πο­ρευο­μέ­νου ἐπυν­θά­νε­το τί εἴη ταῦ­τα. 37ἀπήγ­γει­λαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος παρέρ­χε­ται. 38καὶ ἐβόη­σε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυ­ῒδ, ἐλέη­σόν με. 39καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐπε­τί­μων αὐτῷ ἵνα σιω­πή­σῃ· αὐτὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔκρα­ζεν· Υἱὲ Δαυ­ῒδ, ἐλέη­σόν με. 40στα­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέ­λευ­σεν αὐτὸν ἀχθῆ­ναι πρὸς αὐτόν. ἐγγί­σαν­τος δὲ αὐτοῦ ἐπη­ρώ­τη­σεν αὐτόν 41λέγων· Τί σοι θέλεις ποι­ή­σω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀνα­βλέ­ψω. 42καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνά­βλε­ψον· ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε. 43καὶ παρα­χρῆ­μα ἀνέ­βλε­ψε, καὶ ἠκο­λού­θει αὐτῷ δοξά­ζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδω­κεν αἶνον τῷ Θεῷ.

35 Καθώς δε επλη­σί­α­ζε ο Κυριος εις την Ιερι­χώ, ένας τυφλός εκά­θη­το δίπλα στον δρό­μον και εζη­τιά­νευε. 36 Οταν δε ήκου­σε τον θόρυ­βον του λαού που επερ­νού­σε, ερώ­τη­σε, τι τάχα είναι αυτά, που ήκουε. 37 Τον επλη­ρο­φό­ρη­σαν δε ότι περ­νά από εκεί ο Ιησούς ο Ναζω­ραί­ος. 38 Και εφώ­να­ξε με μεγά­λην φωνήν και είπε· “Ιησού, από­γο­νε του Δαυ­ΐδ, ελέη­σέ με”. 39 Και αυτοί που επρο­πο­ρεύ­ον­το, τον επέ­πλητ­ταν και του έλε­γαν να σιω­πή­ση, δια να μη ενο­χλή τον διδά­σκα­λον. Αυτός όμως πολύ περισ­σό­τε­ρο εκραύ­γα­ζε· “από­γο­νε του Δαυίδ, ελέη­σέ με”. 40 Εστά­θη δε ο Ιησούς και έδω­σε εντο­λήν να φέρουν τον τυφλόν πλη­σί­ον του. Οταν δε αυτός επλη­σί­α­σε, τον ηρώ­τη­σε 41 λέγων· “τι θέλεις να σου κάνω;” Εκεί­νος δε είπε· “Κυριε, θέλω να απο­κτή­σω και πάλιν το φως των οφθαλ­μών μου”. 42 Και ο Ιησούς του είπε· “ανά­βλε­ψε· η πίστις, που έχεις σ’ εμέ­να, σε έσω­σε από την τύφλω­σίν σου”. 43 Και αμέ­σως απέ­κτη­σε το φως των οφθαλ­μών του και γεμά­τος χαράν ακο­λου­θού­σε τον Χρι­στόν, δοξά­ζων τον Θεόν. Και όλος ο λαός, όταν είδε το θαύ­μα, έδω­σε δόξαν στον Θεόν. (Οι καλο­προ­αί­ρε­τοι δοξά­ζουν τον Θεόν και δια το καλόν, που γίνε­ται στους άλλους).

35 Καθώς ο Κύριος πλη­σί­α­ζε στην Ιερι­χώ, κάποιος τυφλός καθό­ταν κον­τά στο δρό­μο και ζητιά­νευε. 36 Όταν όμως άκου­σε το θόρυ­βο του πλή­θους που περ­νού­σε, ρώτη­σε να μάθει τί να ήταν αυτά που άκου­γε. 37 Του είπαν ότι ο Ιησούς ο Ναζω­ραί­ος περ­νά­ει από εκεί. 38 Τότε εκεί­νος άρχι­σε να φωνά­ζει δυνα­τά: Ιησού, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ που σε προ­α­νήγ­γει­λαν οι προ­φή­τες, σπλα­χνί­σου με, ελέη­σέ με. 39 Τότε αυτοί που προ­πο­ρεύ­ον­ταν τον μάλω­ναν και τον ανάγ­κα­ζαν να σωπά­σει, νομί­ζον­τας ότι με τις φωνές του θα ενο­χλούν­ταν ο Ιησούς. Αυτός όμως φώνα­ζε πολύ περισ­σό­τε­ρο: Από­γο­νε του Δαβίδ, ελέη­σέ με. 40 Ο Ιησούς τότε διέ­κο­ψε την πορεία του και διέ­τα­ξε να τον φέρουν κον­τά του. Κι όταν αυτός πλη­σί­α­σε, ο Κύριος τον ρώτη­σε 41 και του είπε: Τι θέλεις να σου κάνω; Τότε ο τυφλός απάν­τη­σε: Κύριε, θέλω να απο­κτή­σω και πάλι το φώς μου. 42 Και ο Ιησούς του είπε: Από­κτη­σε το φως σου! Η πίστη που έχεις ότι είμαι ο από­γο­νος του Δαβίδ και ότι έχω δύνα­μη να σου δώσω την υγεία των ματιών σου, σε έσω­σε από την αθε­ρά­πευ­τη τύφλω­σή σου. 43 Και την ίδια στιγ­μή ο τυφλός απέ­κτη­σε και πάλι το φως του και ακο­λου­θού­σε τον Ιησού δοξά­ζον­τας τον Θεό που τον θερά­πευ­σε δια­μέ­σου του Ιησού. Και όλο το πλή­θος του λαού, όταν είδε το θαύ­μα, δοξο­λό­γη­σε και ανύ­μνη­σε τον Θεό.

35  Ὅταν δὲ πλη­σί­α­ζε στὴν Ἱερι­χώ, κάποιος τυφλὸς καθό­ταν στὸ δρό­μο καὶ ζητιά­νευε. 36  Kαὶ ὅταν ἄκου­σε τὸ θόρυ­βο τοῦ λαοῦ, ποὺ περ­νοῦ­σε, ρωτοῦ­σε τί συμ­βαί­νει. 37  Kαὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Nαζω­ραῖ­ος δια­βαί­νει. 38  Tότε φώνα­ξε δυνα­τὰ λέγον­τας: «Ἰησοῦ, Yἱὲ Δαβίδ, ἐλέη­σέ με». 39  Ἀλλ’ αὐτοί, ποὺ περ­νοῦ­σαν ἀπὸ μπρο­στά του, τὸν ἐπέ­πλητ­ταν γιὰ νὰ σιω­πή­σῃ. Aὐτὸς ὅμως πολὺ περισ­σό­τε­ρο φώνα­ζε: «Yἱὲ Δαβίδ, ἐλέη­σέ με». 40  Ὁ δὲ Ἰησοῦς στα­μά­τη­σε καὶ διέ­τα­ξε νὰ τὸν φέρουν πρὸς αὐτόν. Kαὶ ὅταν πλη­σί­α­σε, τὸν ρώτη­σε: 41  «Tί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ἐκεῖ­νος δὲ εἶπε: «Kύριε, νὰ ἀπο­κτή­σω τὸ φῶς μου». 42  Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἀπό­κτη­σε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστι σου σὲ ἔσω­σε». 43  Kαὶ ἀμέ­σως ἀπέ­κτη­σε τὸ φῶς του, καὶ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σε δοξά­ζον­τας τὸ Θεό. Kαὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν εἶδε (τὸ θαῦ­μα), δόξα­σε τὸ Θεό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΚΟΠΗ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

(από το «Υπό­μνη­μα εις το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον», ομι­λία ΞΣΤ΄)

«Κα κπο­ρευο­μέ­νων ατν π εριχ κολού­θη­σεν ατ χλος πολύς. κα δο δύο τυφλο καθή­με­νοι παρ τν δόν, κού­σαν­τες τι ησος παρά­γει, κρα­ξαν λέγον­τες· λέη­σον μς, Κύριε, υἱὸς Δαυ­ΐδ. δ χλος πετί­μη­σεν ατος να σιω­πή­σω­σιν· ο δ μεζον κρα­ζον λέγον­τες· λέη­σον μς, Κύριε, υἱὸς Δαυ­ΐδ(: Και ενώ αυτοί έβγαι­ναν από την Ιερι­χώ, Τον ακο­λού­θη­σε πλή­θος λαού πολύ. Και ιδού δύο τυφλοί που κάθον­ταν κον­τά στο δρό­μο, όταν άκου­σαν ότι ο Ιησούς περ­νά, άρχι­σαν να φωνά­ζουν και να λένε: “Ελέη­σέ μας, Κύριε, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ, που για σένα μίλη­σαν οι προ­φή­τες”. Το πλή­θος όμως του λαού τούς μάλω­σε για να σιω­πή­σουν, για να μην ενο­χλη­θεί ο Ιησούς με τις φωνές τους. Αυτοί όμως πιο πολύ φώνα­ζαν και έλε­γαν: “Ελέη­σέ μας, Κύριε, από­γο­νε του Δαβίδ”)»[Ματθ.20,29–34].

Ας ακού­σου­με, αδελ­φοί μου, τους τυφλούς αυτούς που ήταν ανώ­τε­ροι από πολ­λούς που βλέ­πουν. Πραγ­μα­τι­κά, αν και δεν είχαν κανέ­να για να τους οδη­γή­σει, ούτε μπο­ρού­σαν να δουν τον Ιησού, εντού­τοις είχαν μεγά­λη προ­θυ­μία να έλθουν κον­τά Του και άρχι­σαν να φωνά­ζουν με δυνα­τή φωνή και όσο τους εμπό­δι­ζαν, τόσο περισ­σό­τε­ρο φώνα­ζαν. Έτσι είναι η καρ­τε­ρι­κή ψυχή. Ανυ­ψώ­νε­ται από τα εμπό­δια. Και ο Χρι­στός επέ­τρε­πε να τους παρεμ­πο­δί­ζουν από το να φωνά­ζουν, για να απο­κα­λύ­πτε­ται σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό η προ­θυ­μία τους και για να μάθεις ότι επά­ξια από­λαυ­σε τη θερα­πεία του. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τους ρωτά: «Πιστεύ­εις;», όπως ακρι­βώς είχε κάνει σε πολ­λούς άλλους, διό­τι η κραυ­γή και ο ερχο­μός τους εκεί, ήταν αρκε­τά για να απο­κα­λύ­ψουν σε όλους την πίστη τους.

Από την περί­πτω­ση αυτή μάθε, αγα­πη­τέ, ότι κι αν ακό­μη είμα­στε πολύ ασή­μαν­τοι και περι­φρο­νη­μέ­νοι, όταν με προ­θυ­μία πλη­σιά­ζου­με τον Θεό, θα μπο­ρέ­σου­με και μόνοι μας να επι­τύ­χου­με ό,τι ζητού­με. Κοί­τα­ξε, λοι­πόν, και αυτοί, χωρίς να έχουν κανέ­να από τους απο­στό­λους ως συνή­γο­ρο, αλλά αντί­θε­τα, πολ­λοί τους εμπό­δι­ζαν να φωνά­ζουν, κατόρ­θω­σαν όμως να υπερ­νι­κή­σουν τα εμπό­δια και να φθά­σουν στον ίδιο τον Ιησού. Μολο­νό­τι ο ευαγ­γε­λι­στής δεν μαρ­τυ­ρεί καμία ενά­ρε­τη και αξιέ­παι­νη πρά­ξη που να έδι­νε στους τυφλούς αυτούς παρ­ρη­σία και θάρ­ρος ενώ­πιον του Ιησού, εντού­τοις αντί όλων αυτών ήταν αρκε­τή απλά και μόνο η προ­θυ­μία τους.

Αυτούς λοι­πόν κι εμείς ας μιμη­θού­με. Κι αν ακό­μη ο Θεός ανα­βάλ­λει να μας δώσει αυτό που Του ζητού­με, κι αν ακό­μη είναι πολ­λοί εκεί­νοι που προ­σπα­θούν να μας απο­μα­κρύ­νουν από κον­τά Του, ας μη στα­μα­τή­σου­με να ζητού­με· διό­τι έτσι προ­πάν­των θα απο­σπά­σου­με τη βοή­θεια του Θεού. Πρό­σε­ξε, άλλω­στε, και στο παρόν περι­στα­τι­κό κατά ποιο τρό­πο ούτε η φτώ­χεια, ούτε η τύφλω­ση, ούτε το ενδε­χό­με­νο να μην εισα­κου­στούν, ούτε η επι­τί­μη­ση του όχλου, ούτε τίπο­τε άλλο δεν παρεμ­πό­δι­σε τη μεγά­λη τους προ­θυ­μία. Τέτοια είναι η ψυχή που κατα­καί­γε­ται από τη θερ­μή πίστη και δεν απο­φεύ­γει τους κόπους και τις δυσκο­λί­ες.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; «Κα στς ησος φώνη­σεν ατος κα επε· τί θέλε­τε ποι­ή­σω μν;(:Τότε στά­θη­κε ο Ιησούς, τους κάλε­σε και τους είπε: ‘’Τι θέλε­τε να σας κάνω;’’)». Του απαν­τούν: «Κύριε, να νοι­χθσιν μν ο φθαλ­μοί (:Κύριε, θέλου­με να ανοι­χθούν τα μάτια μας)». Για ποιον λόγο τούς ρωτά­ει; Για να μη νομί­σει κανείς ότι αυτοί μεν άλλα θέλουν να λάβουν, ενώ ο Ιησούς τους δίνει άλλα· καθό­σον ο Κύριος συνη­θί­ζει κάθε φορά στην αρχή να καθι­στά ολο­φά­νε­ρη την αρε­τή αυτών που θερα­πεύ­ον­ται και να την απο­κα­λύ­πτει σε όλους και έπει­τα να παρέ­χει τη θερα­πεία, αφε­νός μεν για να οδη­γή­σει και τους άλλους ανθρώ­πους στη μίμη­σή τους, αφε­τέ­ρου δε για να απο­δεί­ξει ότι επά­ξια απο­λαμ­βά­νουν τη δωρεά.

Το ίδιο έκα­νε και στη Χανα­ναία γυναίκα[Ματθ.15,21–28], το ίδιο και στον εκατόνταρχο[Ματθ.8,5–13], το ίδιο και στην αιμορ­ρο­ού­σα, μάλ­λον όμως η θαυ­μά­σια εκεί­νη γυναί­κα πρό­φθα­σε την ερώ­τη­ση του Κυρί­ου και άγγι­ξε το κρά­σπε­δο του ιμα­τί­ου Του ανα­ζη­τών­τας τη θερα­πεία της πριν τη ζητή­σει με λόγια[Ματθ.18,19–26]. Αλλά όμως, παρά το γεγο­νός αυτό, ο Ιησούς δεν την άφη­σε να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη, αλλά και ύστε­ρα από τη θερα­πεία την απο­κα­λύ­πτει σε όλους. Έτσι απέ­δι­δε μεγά­λη σημα­σία στο να δια­κη­ρύσ­σει τα κατορ­θώ­μα­τα εκεί­νων που Τον πλη­σί­α­ζαν και να τα παρου­σιά­ζει μεγα­λύ­τε­ρα από ό,τι ήταν. Το ίδιο, λοι­πόν, κάνει και εδώ.

Έπει­τα, αφού του είπαν οι τυφλοί τι ακρι­βώς ήθε­λαν, τους λυπή­θη­κε και άγγι­ξε τα μάτια τους[ Ματθ.20,34: «Σπλαγ­χνι­σθες δ ησος ψατο τν φθαλμν ατν, κα εθέως νέβλε­ψαν ατν ο φθαλ­μοί, κα κολού­θη­σαν ατ(:Και ο Ιησούς τούς σπλα­χνί­στη­κε και τους άγγι­ξε τα μάτια. Και αμέ­σως τα μάτια τους απέ­κτη­σαν και πάλι το φως τους και από ευγνω­μο­σύ­νη Τον ακο­λού­θη­σαν και οι δύο)»]. Το άγγιγ­μα αυτό βέβαια είναι η μόνη αιτία της θερα­πεί­ας για την οποία και ήλθε στον κόσμο. Μολο­νό­τι όμως η θερα­πεία αυτή ήταν έλε­ος και χάρις, εντού­τοις ζητεί να βρει εκεί­νους που αξί­ζουν να την λάβουν. Επί­σης το ότι οι τυφλοί αυτοί ήταν άξιοι γι’ αυτήν, απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι φώνα­ξε δυνα­τά και από το γεγο­νός ότι, όταν θερα­πεύ­θη­καν, δεν απο­μα­κρύν­θη­καν από τον Κύριο, όπως κάνουν πολ­λοί άλλοι, που ύστε­ρα από τις ευερ­γε­σί­ες φέρον­ται με αγνω­μο­σύ­νη. Αυτοί, όμως, δεν ήταν τέτοιοι άνθρω­ποι, αλλά και πριν από τη δωρεά ήταν καρ­τε­ρι­κοί και ύστε­ρα από τη θερα­πεία ευγνώ­μο­νες. Πραγ­μα­τι­κά, από τότε και οι δύο ακο­λού­θη­σαν τον Ιησού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΞΣΤ΄, σελί­δες 307–311.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 68, σελ. 35- 37(ή: 14 ‑15 του PDF)

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην απλή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΕΝΑ ΚΟΡΥΦΑΙΟΝ ΑΙΤΗΜΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 23–1‑1994]

[Β 291]

Εκπλη­κτι­κό, όντως, αγα­πη­τοί μου, το θαύ­μα της θερα­πεί­ας του τυφλού της Ιερι­χούς. Και η έκπλη­ξις προ­έρ­χε­ται τόσο από τον Κύριον, όσο και από τον τυφλόν. Και οι δύο πλευ­ρές εκπλήσ­σουν. Παρα­τη­ρού­με τον Κύριον, με πόσην ευκο­λία δίδει αυτό που του ζητεί­ται. Λέγει ένας ερμη­νευ­τής: «ρα τήν ξου­σί­αν». «Δες», λέγει, «την εξου­σί­αν». «’’νάβλε­ψον’’. Τίς γάρ τν προ­φητν οτως θερά­πευ­σεν, ν τοσαύτῃ, φημί, ξου­σί. Τι είπε; «νάβλε­ψον». Δηλα­δή «Να δεις». «Ποιος», λέγει, «από τους προ­φή­τας ποτέ εθε­ρά­πευ­σε με τόσην εξου­σί­αν;».

Αλλά και ο τυφλός υπήρ­ξε εκπλη­κτι­κός. Με τα μάτια του, δεν είδε κανέ­να θαύ­μα του Χρι­στού. Μόνο άκου­σε. Επι­μέ­νει όμως στο αίτη­μά του, για­τί πιστεύ­ει ότι θα μπο­ρέ­σει να δει. Και το σημαν­τι­κό­τα­τον, ότι κάθε του εκφώ­νη­σις προς τον Κύριον, είναι και ένας –προ­σέ­ξα­τε- κολοσ­σός θεο­λο­γί­ας. Τον απε­κά­λε­σε «υόν Δαυ­ΐδ». «Υἱὲ Δαυ­ΐδ, λέη­σόν με». «ησο, υἱὲ Δαυ­ΐδ, λέη­σόν με». Τον απε­κά­λε­σε λοι­πόν «υόν Δαυ­ΐδ» ·που είναι ταυ­τό­ση­μον με το «Μεσ­σί­ας», με το «Χρι­στός». Τον απε­κά­λε­σε «Κύριον». «Κύριε ησο, υἱὲ Δαυ­ΐδ, λέη­σόν με»· που «Κύριος» είναι ταυ­τό­ση­μον με το «Θεός». Του είπε και το όνο­μα Ιησούς. Το όνο­μα της ανθρω­πί­νης Του φύσε­ως. Και τι είπε; «λέη­σόν με». Αν ό,τι εξε­φώ­νη­σε, το θέσο­με σε μία παρά­τα­ξη, τότε τού­το βγά­ζο­με: «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με». Να λοι­πόν που ο τυφλός αυτός ήδη διε­τύ­πω­σε αυτήν την μονο­λό­γι­στον ευχήν, που έχει σαφώς την κατά­θε­σή της μέσα εις αυτήν την Αγί­αν Γρα­φήν. Δεν επε­νο­ή­θη αυτή η ευχή του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με», δεν επε­νο­ή­θη από τους, έστω, εκκλη­σια­στι­κούς. Δεν θα πεί­ρα­ζε. Αλλά όμως δεν επε­νο­ή­θη, αλλά ήδη είναι κατα­τε­θει­μέ­νη μέσα εις την Και­νή Δια­θή­κη.

Έτσι απο­δει­κνύ­ε­ται ο τυφλός της Ιερι­χούς, τρα­νός θεο­λό­γος. Για­τί; Διό­τι, όταν είπε «Κύριε», εννο­ού­σε την θεό­τη­τα του Χρι­στού. Όταν είπε «ησο», εννο­ού­σε την ανθρω­πί­νη φύση του Χρι­στού, κι όταν είπε «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, υιέ Δαυίδ», το ίδιο είναι, ομο­λο­γού­σε τη μεσ­σια­νι­κό­τη­τα του Ιησού. Συνε­πώς εδώ έχο­με στα τρία αυτά ονό­μα­τα, όλην την θεο­λο­γι­κήν πλη­ρό­τη­τα του προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού. Ότι είναι Θεός, ότι είναι άνθρω­πος, συνε­πώς Θεάν­θρω­πος, κι έχει ένα έργον, το μονα­δι­κό έργο, του ότι είναι Χρι­στός, δηλα­δή χρι­σμέ­νος, κεχρι­σμέ­νος για έναν σκο­πό. Κι αυτός ο σκο­πός είναι η σωτη­ρία του ανθρώ­που. Να για­τί αυτός ο τυφλός ‑ο τυφλός!- απο­δει­κνύ­ε­ται τρα­νός, όπως σας είπα, θεο­λό­γος. Κι αν λογα­ριά­σο­με την επαι­νε­θεί­σα πίστη του, που του είπε ο Κύριος: « πίστις σου σέσω­κέ σε», τότε μένο­με αλη­θι­νά έκπλη­κτοι με την παρου­σία και το πρό­σω­πο αυτού του τυφλού της Ιερι­χούς.

Μας κατέ­πλη­ξε λοι­πόν τόσον ο Κύριος, όσο και ο τυφλός. Ας δού­με όμως καταρ­χάς το αίτη­μα του τυφλού. «Τι θέλεις;», του είπε ο Κύριος. «Κύριε, να ναβλέ­ψω». «Κύριε, τι θέλω; Να δω. Είμαι τυφλός. Να δω». Αλή­θεια, υπάρ­χει πιο κορυ­φαί­ον αίτη­μα, του­λά­χι­στον από τα φυσι­κά προ­σόν­τα ενός ανθρώ­που από την όρα­ση; Που λέγε­ται μάλι­στα και βασι­λι­κή αίσθη­σις;

Αλλά δεν είναι η όρα­σις μόνον των ματιών. Είναι και η όρα­σις της ψυχής. Συνε­πώς μια όρα­ση τόσο αισθη­τή, όσο και πνευ­μα­τι­κή. Και του σώμα­τος και της ψυχής. Εκεί­νο όμως που μας κατα­πλήσ­σει ακό­μα είναι ότι αυτός ο τυφλός, τα μάτια της ψυχής του τα είχε ορθά­νοι­χτα. Όλο εκεί­νο το πλή­θος που ηκο­λού­θει τον Χρι­στόν, πηγαί­νον­τας εις την Ιερι­χώ, δεν είχε τα μάτια του ανοι­χτά· αν και ήσαν ανοι­χτο­μά­τη­δες. Αλλά δεν είχε τα μάτια του ανοι­χτά, της ψυχής τα μάτια. Μάλι­στα εκεί οι Φαρι­σαί­οι γόγ­γυ­ζαν. «Μπα», λέει, «τι, και να μεί­νει στο σπί­τι ενός αμαρ­τω­λού;». Τίνος; Του Ζακ­χαί­ου. Δεν είχαν τα μάτια τους ανοι­χτά. Δεν έβλε­παν. Και να βλέ­πει αυτός ο τυφλός! Μα είναι κατα­πλη­κτι­κό!

Για­τί, αλή­θεια, όμως, ο Κύριος άνοι­γε τα των τυφλών; Τα μάτια των τυφλών και του σώμα­τος και της ψυχής. Για να δουν ‑να δουν!- με τα μάτια του σώμα­τος, αλλά και της ψυχής, τον Θεόν Λόγον που ενην­θρώ­πη­σε. Λέγει ο Ωρι­γέ­νης, σχο­λιά­ζον­τας το προ­οί­μιον του Ευαγ­γε­λί­ου του Λου­κά ότι «Τον Ιησούν όλοι τον είδαν, τον Λόγον μόνον όσοι επί­στε­ψαν». Διό­τι για να δεις τον Λόγον, που είναι ο Ιησούς, έπρε­πε να έχεις τα μάτια σου ανοι­χτά. Τα μάτια της ψυχής. Ο Κύριος λοι­πόν άνοι­γε και τα μάτια του σώμα­τος και τα μάτια της ψυχής.

Στη Βασι­λεία του Θεού, μετά την ανά­στα­ση των νεκρών και με τα μάτια του σώμα­τος και με τα μάτια της ψυχής, θα βλέ­πο­με εις το διη­νε­κές το πρό­σω­πον του Χρι­στού· εις το διη­νε­κές. Μας το βεβαιώ­νει η Αγία Γρα­φή. Μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής- Απο­κά­λυ­ψις, 22,4: «Καί ο δολοι ατο λατρεύ­σου­σιν ατ καί ψον­ται τό πρό­σω­πον ατο(:Και θα ίδουν το πρό­σω­πον αυτού) καί τό νομα ατο πί τν μετώ­πων ατν». Για να πει ο αυτός Ευαγ­γε­λι­στής στην πρώ­τη του επι­στο­λή ότι «Τεκνία», λέει, « παι­δά­κια, δεν έχο­με ακό­μα φθά­σει να δού­με τι θα απο­γί­νο­με· ξέρο­με όμως ότι ψόμε­θα ατόν καθώς στίν». «Θα τον δού­με όπως είναι». Είναι κατα­πλη­κτι­κό. Και η θεω­ρία του προ­σώ­που του Χρι­στού, είναι το ύψι­στον αγα­θόν. Επει­δή από κει, από τη θεω­ρία του προ­σώ­που Του, απορ­ρέ­ει η υψί­στη μακα­ριό­της. Γι΄αυτό ύψι­στον αίτη­μα είναι η όρα­σις και η σωμα­τι­κή και η πνευ­μα­τι­κή.

Πρέ­πει όμως από την παρού­σα ζωή να δει κανείς το πρό­σω­πον του Χρι­στού! Όταν το πρω­το­διά­βα­σα, εις τον άγιον Συμε­ών τον Νέο Θεο­λό­γο, τρό­μα­ξα. «Για­τί», λέγει, «αν δεν Τον δεις εδώ στη Γη, μην περι­μέ­νεις, ούτε στον ουρα­νό δεν θα Τον δεις τον Χρι­στόν». Και ποιος δεν θα δει το πρό­σω­πον του Χρι­στού; Μόνο οι κολα­σμέ­νοι. Είναι φοβε­ρό. Αλλά πώς μπο­ρού­με να το πού­με αυτό; Τι θα πει «βλέ­πω τον Χρι­στόν από την παρού­σα ζωή;». Πρέ­πει από δω να Τον ανα­γνω­ρί­σεις ότι είναι ο Ιησούς Χρι­στός ο Κύριος· ότι είναι ο Θεός που έγι­νε άνθρω­πος. Με τα μάτια της ψυχής. Δηλα­δή με την πίστη. Αυτό θα πει «αν δεν δεις από την παρού­σα ζωή τον Ιησούν Χρι­στόν, δεν Τον ανα­γνω­ρί­σεις, ούτε εκεί θα Τον ανα­γνω­ρί­σεις, στον ουρα­νό, μετά θάνα­τον, μετά την ανά­στα­ση των νεκρών». Δηλα­δή πρέ­πει να ανα­γνω­ρι­σθεί η ταυ­τό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού.

Όταν ο Κύριος ερω­τού­σε: «Τίνα με λέγου­σιν εναι τόν Υόν το νθρώ­που;», έλε­γε στους μαθη­τάς Του. «Οι άνθρω­ποι για μένα τι λένε;». Ο Από­στο­λος Πέτρος απήν­τη­σε: «Σύ ε Χρι­στός, Υός το Θεο το ζντος». Ενώ οι άλλοι όλοι έλε­γαν: «Μπο­ρεί να είναι ο προ­φή­της Ιερε­μί­ας»· «μπο­ρεί να είναι ο Ηλί­ας»· «μπο­ρεί…»· «μπο­ρεί…». Δεν τον είχαν ανα­γνω­ρί­σει. Ο Πέτρος τον ανα­γνω­ρί­ζει. Και λέγει: «Συ είσαι ο Χρι­στός, ο Υιός του Θεού του ζών­τος». Και εμα­κα­ρί­σθη ο Πέτρος. Συνε­πώς ο Πέτρος είδε τον Ιησούν. Τι είδε; Τον Θεόν Λόγον. Ο Ηρώ­δης είδε τον Ιησούν; Ο Πιλά­τος είδε τον Ιησούν; Ο Άννας, ο Καϊ­ά­φας, οι άρχον­τες, οι Φαρι­σαί­οι, είδαν τον Ιησούν ως Λόγον Θεού; Ως Ιησούν άνθρω­πον, ναι. Ως Λόγον όχι. Αυτό θα πει αν δεν δεις από την παρού­σα ζωή τον Ιησούν Χρι­στόν, δεν Τον ανα­γνω­ρί­σεις, ούτε εκεί θα τον δεις. Και εμα­κα­ρί­σθη ο Πέτρος.

Έτσι, αγα­πη­τοί, και στον κάθε πιστό, στον κάθε πιστό. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «θεν καί φς τ κάμνον­τι γέγο­νεν φωνή, κ φωτός το ληθι­νο προϊοσα». Δηλα­δή, ότι εις τον ασθε­νή, εις τον κάμνον­τα, εις τον τυφλόν δηλα­δή, η φωνή εκεί­νη του Χρι­στού, έγι­νε φως. Και αυτό το φως ήτο εκ Φωτός του αλη­θι­νού. Από εκεί προ­ήλ­θε. «Προϊ­ού­σα». Από εκεί προ­ήλ­θε. Προ­σέξ­τε: Η φωνή έγι­νε φως. Είναι η ιδία φωνή που είπε κάπο­τε, ως φωνή: «Γενη­θή­τω φς· καί γένε­το φς». Αυτό είναι μεγα­λειώ­δες. Η φωνή έγι­νε φως. Τότε και τώρα εις τον τυφλόν, η φωνή του Χρι­στού γίνε­ται φως στα μάτια Του και φως στην ψυχή Του. Άρα λοι­πόν, ποιος είναι ο Ιησούς, που με τόσο απλό τρό­πο, τόσο εύκο­λα λέγει στον τυφλόν, που του είπε «να ναβλέ­ψω»: «Να ανα­βλέ­ψεις!». Τόσο απλά. Τόσο εύκο­λα. Ποιος είναι; Είναι ο Θεός Λόγος· που εδη­μιούρ­γη­σε το φως. Είναι ο ίδιος που τώρα ανοί­γει τα μάτια του τυφλού και του δίδει το φως. Είναι εκπλη­κτι­κό, αγα­πη­τοί μου! Αυτό θα πει ανά πάσα στιγ­μή να ανα­γνω­ρί­ζεις δια των Γρα­φών και δια της εμπει­ρί­ας, να ανα­γνω­ρί­ζεις Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Δηλα­δή, να Τον δεις από την παρού­σα ζωή.

Και με τα μάτια της ψυχής κυριό­τα­τα, τι μπο­ρείς να βλέ­πεις; Να βλέ­πεις τα όντως όντα. Να βλέ­πεις εκεί­να που πράγ­μα­τι υπάρ­χουν. Αυτό είναι τώρα μία συνέ­πεια του πράγ­μα­τος. Είναι ένας καρ­πός. Για­τί αν δεις τον Χρι­στόν, τότε βλέ­πεις και τα όντως όντα. Δηλα­δή εκεί­να που πράγ­μα­τι υπάρ­χουν. Ότι τα κτι­στά, όλα τα κτι­στά, δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα. Δηλα­δή δεν είναι πραγ­μα­τι­κώς πράγ­μα­τα, αλλά είναι απλώς πράγ­μα­τα. Τι πράγ­μα­τα; Εικό­νες των όντων. Εικό­νες, όντως, των όντων. Εικό­νες. Τι είναι; Εκεί­νο που λέμε στις κηδεί­ες: «Σκις ναρ βίος»! «Σκις ναρ βίος». «Είναι ένα όνει­ρο, μια σκιά ο βίος. Τι είναι; Έφα­γα, ήπια, γλέν­τη­σα, πλού­τι­σα. Πού είναι αυτά; Πού», λέει, «ο πλού­τος; Πού ετού­το; Πού εκεί­νο;». Λέει πάλι ένα τρο­πά­ριο του αγί­ου Ιωάν­νου του Δαμα­σκη­νού, στις κηδεί­ες: «Δεν συνο­δεύ­ει τίπο­τε απ’ αυτά». Άρα, αυτά όλα δεν είναι όντως όντα. Είναι απλώς όντα.

Δεν αρνού­με­θα την ύπαρ­ξιν του σύμ­παν­τος. Προ­σέξ­τε. Για­τί υπήρ­ξαν φιλό­σο­φοι που αρνή­θη­καν και την ύπαρ­ξιν του σύμ­παν­τος. Όχι. Ή την ύπαρ­ξιν της ύλης. Όχι. Για­τί « Λόγος σάρξ γένε­το», πραγ­μα­τι­κά. Αλλά ότι τα όντα δεν είναι όντως όντα. Τι είναι; Αντί­τυ­πα των αλη­θι­νών, που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λή του, 9, 24. Εκεί, που βλέ­πουν οι άγιοι και προσ­δο­κούν και επι­θυ­μούν. Αυτά είναι τα όντως όντα. Αγα­πούν και την κτί­σιν, βεβαί­ως. Δεν την αρνούν­ται. Σαν έργα των δαχτύ­λων του Θεού, του Θεού Λόγου. Κυριό­τα­τα όμως αγα­πούν και θέλουν τα αόρα­τα του Θεού, Αυτόν τον Ίδιον τον Θεόν, τον Θεόν Λόγον. Έτσι, κανείς άγιος δεν είναι ειδω­λο­λά­τρης. Για­τί δεν κόλ­λη­σε επά­νω εις τα όντα. Τα ξεπέ­ρα­σε κάθε άγιος, φθά­νον­τας εις τα όντως όντα. Μην σας μπερ­δεύ­ει η έκφρα­σις. Δια­μέ­σου δε της κτί­σε­ως κάθε άγιος βλέ­πει τον Κτί­στην. Και σε Αυτόν μένει. Και Αυτόν λατρεύ­ει. Όλα είναι στη χρή­ση μας. Αλλά δεν είναι ο προ­ο­ρι­σμός μας. Όλα. Και το σπί­τι μας και τα χρή­μα­τα και η συζυ­γία και τα παι­διά. Όλα είναι στην χρή­ση μας. Αλλά δεν στα­μα­τά­με σε αυτά.

Ακό­μη ο πιστός που έχει μάτια, μάτια, μάτια της ψυχής, βλέ­πει και τους λόγους των όντων. Για­τί υπάρ­χουν όλα αυτά; Για­τί υπάρ­χει το σύμ­παν; Για­τί υπάρ­χει ετού­το ή εκεί­νο ή εκεί­νο; Για­τί υπάρ­χω εγώ; Λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμα­σκη­νός: «Τούς λόγους τν ντων — προ­σέ­ξα­τέ το, είναι πολύ ωραίο. «Ο λόγοι τν ντων». Δηλα­δή για ποιον λόγο υπάρ­χουν τα όντα. Ποια είναι η αιτία που υπάρ­χουν τα όντα- δηλα­δή, λέγει ο ίδιος «τόν σκο­πόν, δι’ ν γένε­το καστον πργμα, πρός τό φωτί­ζειν τόν νον — για να φωτί­ζε­ται ο νους- ες τήν γάπην το Θεο (:Να φθά­σω δια των όντων εις την αγά­πην του Θεού. Για­τί έκα­νε ο Θεός τού­το, εκεί­νο, εκεί­νο, εκεί­νο, τα που­λιά, τα φυτά, τα κρι­νά­κια, τον ουρα­νό, την θάλασ­σα, τις πέτρες, τα κοχύ­λια, τα πετρα­δά­κια, τα κοχυ­λά­κια… Απ’ αυτά, δια­μέ­σου αυτών να φθά­σω στον Κτί­στην. Εκεί είναι οι λόγοι των όντων συγ­κεν­τρω­μέ­νοι· στον Χρι­στόν, στον Δημιουρ­γόν) καί γινώ­σκειν τήν μεγα­λω­σύ­νην ατο καί τήν νέκ­φρα­στον ατο σοφί­αν, καί πρό­νοιαν (:πώς φρον­τί­ζει) κ τς πιμε­λεί­ας ατο περί τν κτι­σμά­των(:με την φρον­τί­δα Του για τα κτί­σμα­τα) να κ τς γνώ­σε­ως ταύ­της(:ώστε από την γνώ­ση αυτή) φοβται τήν παρά­βα­σιν τν ντολν ατο καί τήν δίαν σθέ­νειαν καί γνω­σί­αν κατα­γι­νώ­σκει (:βλέ­πει την αγνω­σία Του, βλέ­πει την ασθέ­νειά Του. Αδύ­να­μος εγώ ο άνθρω­πος. Δεν μπο­ρώ όμως να αμαρ­τά­νω, όταν κατα­λά­βω τους λόγους των όντων), κντεθεν(:κι από δω) ταπει­νο­φρο­νε καί γαπ τόν Θεόν καί ο κατα­φρο­νε τν ντολν Ατο». Είναι ωραιό­τα­το από­σπα­σμα. Να σας βοη­θή­σω, Πέτρου Δαμα­σκη­νού, 3ος τόμος της Φιλο­κα­λί­ας στη σελί­δα 164.

Μόνον έτσι είναι ο άνθρω­πος κυριο­λε­κτι­κά βασι­λιάς της Δημιουρ­γί­ας μέσα στην οποία καθρε­πτί­ζε­ται το πρό­σω­πο του Θεού και το πρό­σω­πο το δικό Του. Αν κατα­κτή­σει την κτί­ση για να κάνει κατά­χρη­ση, τότε έγι­νε δού­λος της κτί­σε­ως και όχι αφεν­τι­κό της Δημιουρ­γί­ας. Έτσι «βυσ­σος βυσ­σον πικα­λεται», όπως λέγει ο Ψαλ­μω­δός. Και η μία άβυσ­σος είναι ο Θεός, το πρω­τό­τυ­πον. Η δευ­τέ­ρα άβυσ­σος(άβυσ­σος θα πει κάτι που δεν έχει τέρ­μα, δεν έχει βυθόν) είναι ο άνθρω­πος, η εικό­να του Θεού. Έτσι επι­κα­λεί­ται η μία άβυσ­σος την άλλην άβυσ­σον. Και λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ότι «Τό Πνεμα τό γιον στίν τό ποιον τέρους φθαλ­μούς». «Το Πνεύ­μα το Άγιον είναι εκεί­νον το οποί­ον», λέει, «κάνει τα άλλα μάτια». Αυτά τα άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής, βλέ­πουν τα όντως συμ­φέ­ρον­τα. Όταν οι άνθρω­ποι συζη­τούν και δια­πλη­κτί­ζον­ται και χωρί­ζουν μετα­ξύ των για πράγ­μα­τα, για χωρά­φια, για χρή­μα­τα, για κλη­ρο­νο­μιές, που τα βλέ­πουν βεβαί­ως σπου­δαία και συμ­φέ­ρον­τα, αυτά όλα, τα μάτια του πιστού, τα βλέ­πει τιπο­τέ­νια. Αυτό θα πει να έχεις τα μάτια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Θα περά­σουν. Αξί­ζει να μαλώ­σω με τον αδελ­φό μου; Θα περά­σουν αυτά…

Ποτέ δεν μπο­ρείς να περι­φρο­νή­σεις αυτόν τον κόσμον και να στα­θείς πιο πάνω από τον κόσμον ‑εκεί­νη η υπερ­φρό­νη­σις…-, αν δεν έχεις δει τα αγα­θά κάποιου άλλου κόσμου. Και τα βλέ­πεις με σιγου­ριά. Για­τί αλλιώ­τι­κα δεν δίδεις, αγα­πη­τέ, τη ζωή σου, για πράγ­μα­τα που δεν βλέ­πεις. Βλέ­πεις ότι ετοί­μα­σε ο Θεός, εκεί­νο που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «,τι τοί­μα­σεν Θεός τος γαπσιν ατόν». Εκεί­νους που Τον αγα­πούν. Αν δεν έβλε­πε έτσι ο Παύ­λος, δεν θα έγρα­φε: «Λογί­ζο­μαι -λογα­ριά­ζω- γάρ τι οκ ξια τά παθή­μα­τα το νν και­ρο — Τι παθαί­νο­με; Μας κυνη­γούν οι άνθρω­ποι, πάσχο­με, πλη­γές, τόσα, κ.λπ. παθή­μα­τα. Δεν είναι σπου­δαία πράγ­μα­τα- πρός τήν μέλ­λου­σαν δόξαν ποκα­λυ­φθναι ες μς». «Μπρο­στά σε εκεί­να που θα απο­τε­λέ­σουν την αλη­θι­νή δόξα, όταν θα μας απο­κα­λυ­φθεί».

Ακό­μη δεν θα έγρα­φε ο Παύ­λος: «Οκ χομεν δε μένου­σαν πόλιν, λλά τήν μέλ­λου­σαν πιζη­τομεν». «Δεν έχο­με εδώ πατρί­δα μόνι­μη. Την μελ­λον­τι­κή επι­ζη­τού­με». Το ίδιο και ο Μωυ­σής. Αυτά τα μάτια διέ­θε­τε ο Μωυ­σής. Ναι. Για να προ­τι­μά 15 αιώ­νες προ Χρι­στού, για να προ­τι­μά τα αλη­θώς συμ­φέ­ρον­τα. Μας το σημειώ­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος στην προς Εβραί­ους 11,24, όταν λέγει εκεί­νον τον μυστη­ριώ­δη λόγον, ο οποί­ος είναι πρω­θύ­στε­ρος. Δηλα­δή μιλά­ει για τον Μωυ­σή και τον Χρι­στό, που ο Χρι­στός ήρθε 15 αιώ­νες μετά. Και λέγει: «Μωυσς ρνή­σα­το(:αρνή­θη­κε) λέγε­σθαι υός θυγα­τρός Φαραώ(:να ονο­μά­ζε­ται, να ονο­μα­τί­ζε­ται: ο γιος της θυγα­τρός του Φαραώ) μλλον λόμε­νος (:μάλ­λον προ­τι­μών) συγ­κα­κου­χεσθαι τ λα το Θεο(:να συγ­κα­κου­χεί­ται με τον λαό του Θεού) πρό­σκαι­ρον χειν μαρ­τί­ας πόλαυ­σιν(:παρά να έχει την πρό­σκαι­ρη από­λαυ­ση της αμαρ­τί­ας) μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος(: «θεω­ρών», λέει, «μέγι­στον πλού­τον· ακού­στε) τν Αγύπτου θησαυρν(:από τους θησαυ­ρούς της Αιγύ­πτου· μια μέρα ο Μωυ­σής θα εγί­νε­το βασι­λιάς, αφού ήταν ο γιος της θυγα­τρός του Φαραώ. Τι προ­τί­μη­σε; Ακού­στε, ακού­στε) τόν νει­δι­σμόν το Χρι­στο(:έβλε­πε την σταύ­ρω­ση του Χρι­στού, έβλε­πε τον Χρι­στό στον Σταυ­ρό. Και προ­τί­μη­σε τον Χρι­στό επά­νω στον Σταυ­ρό)· πέβλε­πε γάρ ες τήν μισθα­πο­δο­σί­αν». Και ποια είναι η «μισθα­πο­δο­σία»; Η Βασι­λεία του Θεού. Τα ίδια μάτια δια­θέ­τει, αγα­πη­τοί, και ο κάθε πιστός, μέσα στους αιώ­νες. Ότι προ­τι­μά να είναι σωστός και ακέ­ραιος Χρι­στια­νός, από τα θέλ­γη­τρα του κόσμου τού­του. Και οι μάρ­τυ­ρες αυτά τα μάτια είχαν. Αλλιώς; Δεν μπο­ρού­σαν να μαρ­τυ­ρή­σουν.

Με τα μάτια αυτά που σου άνοι­ξε Εκεί­νος, που είπε να γίνει φως και έγι­νε φως, βλέ­πεις και τα μυστή­ρια του Θεού. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «μν δέδο­ται(:Σε σας εδό­θη) γνναι τά μυστή­ρια τς Βασι­λεί­ας το Θεο. κεί­νοις δέν τος ξω(:τους άλλους, τους απέ­ξω, τους κοσμι­κούς) να βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι καί μή δωσι(:να βλέ­πουν, αλλά να μη βλέ­πουν, να μην κατα­λα­βαί­νουν). μν δέ μακά­ριοι ο φθαλ­μοί τι βλέ­που­σι». «Για σας; Είσα­στε ευτυ­χείς, για­τί τα μάτια σας βλέ­πουν».

Aυτά τα μάτια σήμε­ρα στε­ρεί­ται ο κόσμος, αγα­πη­τοί. Και δεν μπο­ρεί να ιδεί τον Δημιουρ­γό του και σωτή­ρα του, τον Ιησούν Χρι­στόν. Γι΄αυτό δεν πιστεύ­ουν οι άνθρω­ποι στον Χρι­στόν. Δεν έχουν τα μάτια αυτά. Και αυτά τα μάτια ανοί­γουν, όχι δημιουρ­γούν­ται, για­τί υπάρ­χουν, ανοί­γουν με την πίστη. Γι΄αυτό και ο Κύριος είπε στον τυφλό… τι του είπε; « πίστις σου σέσω­κέ σε». «Εκεί­νη που σε έσω­σε είναι η πίστις σου». Κι ο κόσμος, δεν πιστεύ­ει. «Ο γάρ πάν­των πίστις», θα σημειώ­σει ο Από­στο­λος σε μια του επι­στο­λή. Ο κόσμος με τα πάθη του σκο­τί­ζει και τυφλώ­νει και καθι­στά ανυ­πό­πτους τους ανθρώ­πους δια τα ωραία του Θεού. Γι΄αυτό συνι­στά ο Κύριος στον άγγε­λο της Λαο­δι­κεί­ας στην Απο­κά­λυ­ψη, και του λέγει: «Καί οκ οδας τι σύ ε ταλαί­πω­ρος(:και δεν γνω­ρί­ζεις ότι συ είσαι ο ταλαί­πω­ρος) καί λεει­νός καί πτω­χός καί τυφλός καί γυμνός, συμ­βου­λεύω σοί (:σε συμ­βου­λεύω) γορά­σαι παρ’ μο(:να αγο­ρά­σεις από μένα) κολ­λύ­ριον - είναι το φάρ­μα­κον των ματιών - να γχρίσ τούς φθαλ­μούς σου να βλέπς». «Να βάλεις στα μάτια σου για να βλέ­πεις». Και ποιο είναι αυτό το κολ­λύ­ριον; Είναι το Πνεύ­μα το Άγιον, που δίδει μόνον ο Χρι­στός. Γι’ αυτό λέγει «γορά­σαι παρ’ μο». «Να το αγο­ρά­σεις από μένα». Και το οποί­ον, Πνεύ­μα Άγιον, «ποιε(:κάνει) τέρους φθαλ­μούς(:άλλα μάτια)».

Αγα­πη­τοί, σήμε­ρα οι άνθρω­ποι δεν έχουν το Πνεύ­μα το Άγιον. Ή το λυπούν ή το αφή­νουν ανε­νέρ­γη­το με τα πάθη των, αφού το πήρα­με κατά το βάπτι­σμά μας. Το αφή­νουν όμως ανε­νέρ­γη­το. Γι΄αυτό μένουν τυφλοί. Και δεν μπο­ρούν να ιδούν τα του Θεού. Πολ­λά μπο­ρού­με να ζητά­με από τον Κύριο. Πολ­λά μπο­ρού­με. Αλλά το κορυ­φαί­ον που έχο­με να ζητή­σο­με είναι η πνευ­μα­τι­κή όρα­σις. Γι΄αυτό να λέμε: «Κύριε καί Δέσπο­τα τς ζως μου, δός μοί του ρν τά μά πταί­σμα­τα», κλπ. κλπ. Δώσ’ μου να βλέ­πω, να βλέ­πω. Να έχω τα μάτια της ψυχής, να βλέ­πω καλά τον εαυ­τό μου. Να έχω επί­γνω­ση του εαυ­τού μου. Να βλέ­πω τους λόγους των όντων και να Σε αγα­πώ. Να βλέ­πω τα μυστή­ρια της βασι­λεί­ας Σου και να ελπί­ζω. Να βλέ­πω το Θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Σου και να χαί­ρο­μαι. Προ­παν­τός το Θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Σου, που είναι για μένα το φως, η αλη­θι­νή μακα­ριό­τη­τα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_587.mp3





Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

«ησο υἱὲ Δαυ­ΐδ, λέη­σόν με (:Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέη­σέ με)»[Λουκ.18,38].

Προ­σήλ­θε, λοι­πόν, αυτός ο τυφλός με την πεποί­θη­ση ότι προ­σερ­χό­ταν στον Θεό που είναι σε όλα ισχυ­ρός· και απο­κα­λεί τον Ιησού «υἱόν Δαυ­ΐδ», διό­τι έχον­τας ανα­τρα­φεί μέσα στον ιου­δαϊ­σμό και έχον­τας γεν­νη­θεί εκεί ως εντό­πιος, δεν αγνόη­σε όσα είχαν ειπω­θεί εκ των προ­τέ­ρων γι’ Αυτόν μέσω του νόμου βέβαια και των αγί­ων προ­φη­τών και ότι κατά σάρ­κα προ­ερ­χό­ταν από τη γενιά του Δαβίδ. Επο­μέ­νως, επει­δή ήδη είχε πιστέ­ψει ότι, όντας Θεός ο Λόγος, υπέ­μει­νε με τη θέλη­σή Του την κατά σάρ­κα γέν­νη­σή Του, εννοώ από την αγία Παρ­θέ­νο, πλη­σιά­ζει τον Ιησού ως Θεό, λέγον­τάς Του: «ησο υἱὲ Δαυ­ΐδ, λέη­σόν με». Πράγ­μα­τι, μια πρό­σθε­τη μαρ­τυ­ρία ότι απηύ­θυ­νε αυτήν την ικε­σία στον Κύριο, έχον­τας αυτήν την πεποί­θη­ση, απο­τε­λούν τα ίδια τα λόγια του Χρι­στού: « πίστις σου σέσω­κέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».

Ας τον μιμη­θούν, λοι­πόν, αυτόν που ήταν ασθε­νής στους οφθαλ­μούς, όσοι διαι­ρούν στα δύο τον ένα Κύριο Ιησού Χρι­στό, καθώς ο τυφλός πλη­σιά­ζει τον Σωτή­ρα των πάν­των Χρι­στό ως Θεό και Τον ονο­μά­ζει και Κύριο και υιό του Δαβίδ. Μαρ­τυ­ρεί επί­σης τη δόξα Του, με το να επι­ζη­τεί από Αυτόν μια ενέρ­γεια που ται­ριά­ζει από­λυ­τα στον Θεό. Ας θαυ­μά­ζουν επί­σης το σθέ­νος της ομο­λο­γί­ας του˙ μερι­κοί πράγ­μα­τι τον επι­τι­μού­σαν, επει­δή ομο­λο­γού­σε την πίστη του, αυτός όμως δεν υπο­χω­ρού­σε, ούτε και μειω­νό­ταν η παρ­ρη­σία του από όσους τον εμπό­δι­ζαν. Ήξε­ρε ότι η πίστη μάχε­ται με τα πάν­τα και τα πάν­τα νικά­ει˙ για τον λόγο αυτό τον επι­τι­μού­σαν, αλλά αυτός, πιστός, δεν υπο­χω­ρού­σε, αλλά ακο­λου­θού­σε τον Δεσπό­τη, γνω­ρί­ζον­τας ότι είναι καλή η υπέρ της ευσε­βεί­ας «αναί­δεια»˙ για­τί αν για τα χρή­μα­τα υπάρ­χουν πολ­λοί αναι­δείς, για τη σωτη­ρία της ψυχής δεν χρειά­ζε­ται να ενδύ­ε­ται κανείς την καλή αναί­δεια;

Στα­μα­τά­ει τον Κύριο η φωνή εκεί­νου που Τον επι­κα­λεί­ται με πίστη˙ και έχει δίκαια τιμη­θεί από τον Χρι­στό ο τυφλός˙ διό­τι έχει κλη­θεί από Αυτόν και έχει δεχθεί εντο­λή να έρθει κον­τά, με σκο­πό αυτός που Τον προ­σέγ­γι­σε προ­η­γου­μέ­νως με την πίστη του, να Τον πλη­σιά­σει και με το σώμα του˙ και εμάς λοι­πόν η πίστη μάς παρου­σιά­ζει και μας φέρ­νει κον­τά στον Χρι­στό, ώστε να αξιω­θού­με και λόγια που να προ­έρ­χον­ται από Αυτόν. Διό­τι αφού έφε­ραν κον­τά Του τον τυφλό, τον ρωτού­σε λέγον­τας: «Τί σοί θέλεις ποι­ή­σω; (:Τι θέλεις να κάνω για σένα;)». Άρα­γε λοι­πόν αγνο­ού­σε ο Κύριος το αίτη­μα που θα υπέ­βα­λε ο τυφλός; Και πώς θα μπο­ρού­σε να εξη­γη­θεί αυτό; Ρωτού­σε λοι­πόν κατ’ οικο­νο­μί­αν, για να μάθαι­ναν ιδιαί­τε­ρα οι παρι­στά­με­νοι, δηλα­δή όσοι βάδι­ζαν μαζί του, ότι όχι για χρή­μα­τα μάλ­λον Τον παρα­κα­λεί, αλλά για μια ενέρ­γεια θεϊ­κή που μπο­ρεί να προ­έλ­θει από τον Θεό. Άρα λοι­πόν απαλ­λασ­σό­ταν βέβαια από το να νοσεί ο τυφλός, παρα­με­λού­σε όμως εντε­λώς το να είναι φίλος του Χρι­στού; Με κανέ­ναν τρό­πο· αλλά απο­δεί­κνυε την ευγνω­μο­σύ­νη του με τα έργα του. Και απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε από μια διπλή τυφλό­τη­τα, και τη σωμα­τι­κή, και την τυφλό­τη­τα του νου και της καρ­διάς· διό­τι δεν θα Τον δόξα­ζε ως Θεό, εάν όντως δεν είχε απο­κτή­σει την όρα­σή του. Και επί­σης έχει γίνει και για άλλους λογι­κή αιτία για να Τον δοξά­ζουν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας Εξή­γη­σις υπο­μνη­μα­τι­κή εις το κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»:

https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,σελ. 138

  • Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον»,Θεσσαλονίκη 2005, «Υπό­μνη­μα εις το κατά Λου­κάν Β΄», σελ. 163–165

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Υπάρ­χουν πολ­λά πράγ­μα­τα στον κόσμο, πού οἱ ἄνθρω­ποι τούς κάνουν κακή χρή­ση.

Πολ­λοί βάζουν χον­τρές χρυ­σές καδέ­νες στα ρολό­για τους, για να ξεκι­νή­σου­με ἀπό κεῖ, ὄχι ἐπει­δή χρειά­ζον­ται γιά τά ρολό­για, μά γιά τούς ἄλλους, γιά νά δοῦν πόσο ὄμορ­φα στο­λί­δια φορᾶ­νε.

Πολ­λοί συν­τη­ροῦν δυνα­τά ἄλο­γα καί ὡραῖ­ες ἅμα­ξες ὄχι ἐπει­δή θέλουν νά τά ὁδη­γοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλά γιά νά κάνουν τους γεί­το­νές τους να θαυ­μά­ζουν καί τούς εχθρούς τους να ζηλεύ­ουν. Αξιο­θρή­νη­τοι εἶναι ἐκεῖ­νοι πού ὅλη τους τήν ἀξία τήν ἀπο­δί­δουν μόνο στά ἄλο­γα ζῶα καί στίς νεκρές ἅμα­ξες.

Πολ­λοί ντύ­νον­ται ανάρ­μο­στα ὄχι γιά νά σκε­πά­σουν τη γύμνια τους και να προ­στα­τεύ­σουν τό σῶμα τους ἀπό τό κρύο καί τή σκό­νη, μά για ν’ ἀπο­λαύ­σουν τήν ὄμορ­φη παρου­σία τους. Πόσο λίγο ἀξιο­ζή­λευ­το εἶναι τό κάλ­λος που βελ­τιώ­νε­ται μέ προ­ϊ­όν­τα χόρ­του και γοῦ­νες ζώων!

Πολ­λοί στο­λί­ζουν τα σπί­τια τους μέ χρυ­σά καί αση­μέ­νια σκεύη, καθώς καί μέ ἄλλα ἄχρη­στα μπι­χλιμ­πί­δια, κι ἔπει­τα ἔχουν κάτι να προ­σέ­χουν μήν τούς τά κλέ­ψουν οἱ ληστές ὥς τό θάνα­τό τους. Ἄχ, ταλαί­πω­ροι ἀδελ­φοί μου! Δέ συνει­δη­το­ποιεῖ­τε πώς προ­στα­τεύ­ε­τε από τους ληστές τό πιό ἀνά­ξιο πράγ­μα, πού σᾶς ἔχει ὑπο­δου­λώ­σει ἐντε­λῶς κι ἀδια­φο­ρεῖ­τε γιά τήν ψυχή σας, πού ἔχει ἀδειά­σει. Ἄν προ­στα­τεύ­α­τε τήν ψυχή σας μέ ὅση ἐπι­μέ­λεια προ­στα­τεύ­ε­τε τα στο­λί­δια σας, ἡ ψυχή σας θα ζοῦ­σε περισ­σό­τε­ρο απ’ αυτά. Ἔτσι πού ζεῖ­τε ὅμως, αὐτά θά ἐπι­βιώ­σουν περισ­σό­τε­ρο.

Τί νά ποῦ­με τώρα γιά τό φαγη­τό καί τό ποτό, πού τά ‘δωσε ὁ Θεός γιά νά θρέ­ψου­με τό σῶμα, ἀλλά οἱ ἄνθρω­ποι τα χρη­σι­μο­ποιοῦν μόνο γιά νά κατα­στρέ­ψουν ψυχή καί σῶμα; Τί νά ποῦ­με γιά τή γλώσ­σα, πού ὁ Θεός μᾶς ἔδω­σε γιά νά τόν δοξο­λο­γοῦ­με, να διδά­σκου­με καί νά παρη­γο­ροῦ­με ὁ ἕνας τόν ἄλλο, οἱ ἄνθρω­ποι ὅμως τή χρη­σι­μο­ποιοῦν γιά νά βλα­σφη­μοῦν τό Θεό, νά αὐτο­εγ­κω­μιά­ζον­ται, να συκο­φαν­τοῦν καί νά δηλη­τη­ριά­ζουν την ψυχή; Τί νά ποῦ­με γιά τή διά­νοια, που δόθη­κε στούς ἀνθρώ­πους γιά νά κατα­νο­οῦν τό δρό­μο πού ὁδη­γεῖ στή θεϊ­κή ἀλή­θεια, κι οἱ ἄνθρω­ποι τη χρη­σι­μο­ποιοῦν σαν βοη­θό και συνερ­γά­τη τους σέ κάθε ἁμαρ­τία καί ἀνο­μία; Τί νά ποῦ­με ἀκό­μα γιά τήν καρ­διά τοῦ ἀνθρώ­που, πού τοῦ δόθη­κε ὡς ὄργα­νο ἀγά­πης, ὄργα­νο γιά τή θέα­ση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ οὐρά­νιου κόσμου, ἀλλά οἱ ἄνθρω­ποι τήν ἔχουν δια­στρέ­ψει σε κοι­λιά γεμά­τη κακία, λαγνεία, ὑπε­ρη­φά­νεια και μίσος;

Τό ἴδιο μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με γιά τά μάτια. Ὁ Θεός ἔδω­σε μάτια στούς ἀνθρώ­πους ὄχι γι’ ἄλλο λόγο, αλλά γιά νά κοι­τά­ζουν τον κόσμο και να βλέ­πουν σ’ αὐτόν μιά πραγ­μα­τι­κή αντα­νά­κλα­ση τοῦ ἄλλου, τοῦ ἀθά­να­του κόσμου. Ὁ ἄνθρω­πος ὅμως μοιά­ζει μ’ ἐκεῖ­νον πού βλέ­πον­τας τόν ἴσκιο τοῦ δέν­τρου, ξεχνά­ει τό ἴδιο το δέν­τρο. Πολ­λοί ἄνθρω­ποι ἀτε­νί­ζουν μόνο τόν αἰσθη­τό κόσμο, εἶναι ψυχι­κά τυφλω­μέ­νοι γιά τό Θεό καί τόν οὐρά­νιο κόσμο. Για­τί ἔχουν μάτια, ἀφοῦ αὐτά λει­τουρ­γοῦν γιά τήν πνευ­μα­τι­κή τους απώ­λεια; Τα μάτια δέν τούς βοή­θη­σαν νά βροῦν τό δρό­μο πρός τήν αἰώ­νια ἀλή­θεια, ἐπει­δή τα στρέ­φουν ἀπό τόν καλό δρό­μο, ὅπου τοπο­θέ­τη­σε ὁ Θεός ὅλες τίς νεα­νι­κές ψυχές, στ’ ἀγκά­θια και τούς τρι­βό­λους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρ­χει διέ­ξο­δος καί δέν μπο­ροῦν νά δοῦν τίποτ ̓ ἄλλο.

Αλή­θεια, πόσες χιλιά­δες ἢ μᾶλ­λον ἑκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πι­νες ὑπάρ­ξεις ὑπάρ­χουν πού χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τά μάτια μόνο για ψυχι­κή τους ἀπώ­λεια! Αμέ­τρη­τοι εἶναι οἱ ἐπί­γειοι βασι­λιά­δες στήν ἱστο­ρία πού ἔχα­σαν τά βασί­λειά τους ἀπό τήν πλε­ο­νε­ξία τῶν ματιών. Αμέ­τρη­τοι οἱ σοφοί πού ἔχα­σαν τό νοῦ τους. Αμέ­τρη­τοι οἱ ἔντι­μοι άντρες καί γυναῖ­κες πού ἀλλοί­ω­σαν τό χαρα­κτή­ρα τους. Αμέ­τρη­τα τά πλού­σια σπι­τι­κά πού κατα­στρά­φη­καν ἀπό τήν πλη­θώ­ρα τῶν κοσμη­μά­των γιά τίς γυναῖ­κες, πράγ­μα­τα ἐντε­λῶς ἄχρη­στα στόν τυφλό. Πολ­λά νοσο­κο­μεῖα εἶναι γεμά­τα ἀπό ἀνθρώ­πους πού πρῶ­τα ἁμάρ­τη­σαν μέ τά μάτια κι ἔπει­τα πλή­ρω­σαν τήν ἁμαρ­τία τους μέ σωμα­τι­κή κατά­πτω­ση καί πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι. Ἄν ὁ ἄνθρω­πος μπο­ροῦ­σε πραγ­μα­τι­κά να μετρή­σει όλα τα θύμα­τα τῆς ἀπλη­στί­ας καί τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας τῶν ματιῶν, δέ θά μπο­ροῦ­σε νά συγ­κρα­τή­σει μια κραυ­γή από μέσα του: «Οἱ τυφλοί εἶναι ἐπί­ζη­λοι!»

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶπε ποτέ πώς ἕνας μονα­δι­κός σωμα­τι­κά τυφλός ἄνθρω­πος πού τόν πλη­σί­α­σε, ἦταν τυφλός. Τό εἶπε αὐτό ὅμως γιά τούς πρε­σβύ­τε­ρους, τούς πνευ­μα­τι­κούς ὁδη­γούς τῶν ἀνθρώ­πων καί τούς γραμ­μα­τεῖς, πού εἶχαν μάτια ἀλλά δέν ἔβλε­παν (βλ. Ματθ. ιγ’ 15). Η σωμα­τι­κή τυφλό­τη­τα είναι πρό­σκαι­ρη, ἰσχύ­ει μόνο γι’ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα ὅμως ἰσχύ­ει καί γιά τούς δυό κόσμους παν­το­τι­νά, αιώ­νια. Ἡ σωμα­τι­κή τυφλό­τη­τα είναι αμυ­δρή εἰκό­να τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τυφλό­τη­τας. Εἶναι μιά ἁπλή προ­ει­δο­ποί­η­ση στους πνευ­μα­τι­κά τυφλούς πού δέ βλέ­πουν τό Θεό οὔτε καί τή βασι­λεία Του, ὥστε να το συνει­δη­το­ποι­ή­σουν αὐτό καί νά θερα­πευ­τοῦν ὅσο ἔχουν και­ρό. Μέ τή φυσι­κή τυφλό­τη­τα ὁ Θεός θέλει να φανε­ρώ­σει την τυφλό­τη­τα τῶν πνευ­μα­τι­κά τυφλῶν. Τά τυφλά μάτια δέν τά δίνει ὁ Θεός, ὅπως καί τίς ἄλλες ἀσθέ­νειες. Τά προ­κα­λεῖ ὅλα ἡ ἁμαρ­τία. Ἄν δέν ὑπῆρ­χε πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα στόν ἄνθρω­πο, ὅλοι οἱ σωμα­τι­κά τυφλοί θ’ ἀπο­κτοῦ­σαν τό φῶς τους αυτό­μα­τα. Από τη στιγ­μή ὅμως πού ὑπάρ­χουν πνευ­μα­τι­κά τυφλοί, πού δέν μπο­ροῦν νά δοῦν τό Θεό, ὁ Θεός δίνει τήν εἰκό­να τῆς τυφλό­τη­τάς τους στα κλει­στά μάτια τῶν σωμα­τι­κά τυφλῶν.

Ἄν δέν ὑπῆρ­χαν οἱ πνευ­μα­τι­κά κωφά­λα­λοι στον κόσμο, ὅλοι οἱ κου­φοί θ ̓ ἄκου­γαν κι οἱ ἄλα­λοι θα μιλοῦ­σαν σέ μιά στιγ­μή. Ὅσο ὅμως ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι πού δέν ἔχουν αὐτιά γιά ν ̓ ἀκού­σουν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί γλώσ­σα γιά νά ὁμο­λο­γή­σει τη μεγα­λο­σύ­νη καί τή δόξα Του, ὁ Θεός χρη­σι­μο­ποιεί τή φυσι­κή κώφω­ση και βου­βα­μά­ρα γιά νά ὑπο­δη­λώ­σει την πνευ­μα­τι­κή κώφω­ση και βου­βα­μά­ρα τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν.

Ἄν δέν ὑπῆρ­χε πνευ­μα­τι­κή λέπρα και φυμα­τί­ω­ση, παρά­λυ­ση ἤ κάθε ἄλλη πνευ­μα­τι­κή ἀσθέ­νεια, με μιᾶς θά θερα­πεύ­ον­ταν ὅλες οἱ σωμα­τι­κές ἀσθέ­νειες, πού ὑπάρ­χουν επει­δή τίς προ­κα­λεῖ τό ἄρρω­στο πνεῦ­μα, γιά ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει την πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση τοῦ ἀνθρώ­που. Εφό­σον ὑπάρ­χουν ὅλες αὐτές οἱ πνευ­μα­τι­κές ἀρρώ­στιες, θά ἐμφα­νί­ζον­ται και στα σώμα­τα.

Ἡ τυφλό­τη­τα τῶν ματιῶν ἔχει βαθιά πνευ­μα­τι­κή σημα­σία. Ἡ ἐξή­γη­σή της μπο­ρεῖ νά δοθεῖ μόνο μέ πνευ­μα­τι­κή αντί­λη­ψη. Ὅποιος δέν ἔχει γνώ­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀντί­λη­ψης δέ θά γνω­ρί­σει ποτέ οὔτε καί θ ̓ ἀνα­κα­λύ­ψει ἔξω ἀπό τή σφαί­ρα τῆς ἀντί­λη­ψης αὐτῆς για­τί ὑπάρ­χουν σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἡ φυσι­κή τυφλό­τη­τα, ἡ κώφω­ση κι ἡ βου­βα­μά­ρα, όπως κι ὅλες οἱ ἄλλες σωμα­τι­κές ασθέ­νειες κι ἀδυ­να­μί­ες. Το μόνο πού μπο­ρεῖ νά κάνει τέτοιος ἄνθρω­πος, εἶναι νά ἐκπλα­γεί βλέ­πον­τας ἕναν τυφλό ἄνθρω­πο, νά πλημ­μυ­ρί­σει από οἶκτο καί νά πεῖ μέσα του: «Δόξα τῷ Θεῷ, δέν εἶμαι τυφλός».

Ποιός σοῦ εἶπε, ἄνθρω­πε, πώς δέν εἶσαι τυφλός; Για­τί λυπᾶ­σαι κάποιον πού ἔστει­λε μπρο­στά σου ἡ ἀνε­ξι­χνί­α­στη θεία πρό­νοια, ἐπει­δή σε λυπᾶ­ται; Ἄν δέν ἤσουν πνευ­μα­τι­κά τυφλός, δέ θά βρι­σκό­ταν μπρο­στά σου ὁ τυφλός ἄνθρω­πος. Παρου­σιά­στη­κε ἐνώ­πιόν σου σάν μιά ζων­τα­νή διά­γνω­ση τῆς δικῆς σου ἀσθέ­νειας, τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς σου τυφλό­τη­τας. Ἄν τό μόνο πού ἔνιω­σες βλέ­πον­τας τόν τυφλό ἄνθρω­πο εἶναι ὁ οἶκτος κι ἔβα­λες το χέρι σου στήν τσέ­πη γιά νά τοῦ δώσεις ἐλεη­μο­σύ­νη, οὔτε ἐσύ οὔτε κι ἐκεῖ­νος ἔχε­τε ὁλο­κλη­ρώ­σει το ρόλο σας. Ὁ κύριος ρόλος τοῦ τυφλοῦ ἦταν ἡ συνάν­τη­σή του μαζί σου ὥστε, μέ τήν ἐξω­τε­ρι­κή του τυφλό­τη­τα να φανε­ρώ­σει τη δική σου ἐσω­τε­ρι­κή τυφλό­τη­τα.

Ο δικός σου βασι­κός ρόλος σ’ αὐτήν τήν περί­πτω­ση εἶναι νά διδα­χτεῖς ἐσω­τε­ρι­κά, να κραυ­γά­σεις γιά τή δική σου τυφλό­τη­τα και να σπεύ­σεις νά τή θερα­πεύ­σεις ὅσο γίνε­ται πιο γρή­γο­ρα.

Ποῦ να σπεύ­σεις; Σε ποιόν νά πᾶς; Ποιός εἶναι ὁ θερα­πευ­τής της τυφλό­τη­τας στον κόσμο; Κανέ­νας ἀπό τούς θνη­τούς ἀνθρώ­πους, παρά μόνο Ἐκεῖ­νος πού ἔδω­σε τή φυσι­κή καί τήν πνευ­μα­τι­κή όρα­ση. Μόνο Ἐκεῖ­νος μπο­ρεῖ νά θερα­πεύ­σει τόσο τήν πνευ­μα­τι­κή ὅσο καί τή σωμα­τι­κή τυφλό­τη­τα.

Ἴσως ἔχε­τε τήν ἀπο­ρία: Ἀφοῦ ὁ Κύριος Ἰησοῦς είχε τή δύνα­μη να θερα­πεύ­σει τόν τυφλό, για­τί δέ θερα­πεύ­ει ὅλους τούς τυφλούς, ἄντρες και γυναῖ­κες, στή γῆ; Ἄν τό ἔκα­νε αὐτό, πῶς θά βλέ­πα­με τότε τήν πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα τῶν ἀνθρώ­πων; Ποιό θά ἦταν τό ὄφε­λος τῆς συγ­γρα­φῆς βιβλί­ων γιά τήν πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα, ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι δυσκο­λεύ­ον­ται να διδα­χτοῦν ἀπό τό μάθη­μα πού δίνουν οἱ τυφλοί στούς ἀνθρώ­πους πού τούς βλέ­πουν; Ὅσο ὑπάρ­χει πνευ­μα­τι­κή τυφλό­τη­τα, θά ὑπάρ­χει κι ἡ σωμα­τι­κή.

Από τήν ἀνά­γνω­ση τῆς περι­κο­πῆς τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου μαθαί­νου­με για­τί ὁ Κύριος θερά­πευ­σε μόνο τους τυφλούς αὐτούς. «Εγέ­νε­το δέ ἐν τῷ ἐγγί­ζειν αὐτόν εἰς Ἱερι­χώ τυφλός τις ἐκά­θη­το παρά τήν ὁδόν προ­σαι­τῶν» (Λουκ. ιθ ́ 35). Ὁ Κύριος πήγαι­νε τότε ἀπό τή Γαλι­λαία στήν Ἱερου­σα­λήμ. Είχε πάρει το δρό­μο πού περ­νά­ει ἀπό τήν κοι­λά­δα τοῦ Ἰορ­δά­νη καί τήν Ιερι­χώ. Ἡ ἐπί­σκε­ψη αὐτή ἦταν ἡ τελευ­ταία Του σ’ αὐτήν τήν πόλη. Η πρώ­τη είχε γίνει περί­που τρία χρό­νια νωρί­τε­ρα, ὅταν ὁ Κύριος είχε πάει μαζί μέ τά πλή­θη στόν Ἰορ­δά­νη, γιά νά βαπτι­στεῖ ἀπό τόν Ἰωάν­νη τόν Πρό­δρο­μο. Πόση δια­φο­ρά ὑπάρ­χει ἀπό τήν πρώ­τη επί­σκε­ψη και τη σημε­ρι­νή! Τότε ὁ Κύριος ἦταν ἄγνω­στος στόν πολύ κόσμο. Κανέ­νας ἀπ’ ὅλους αὐτούς πού πήγαι­ναν ἐνθου­σια­σμέ­νοι στόν Ἰωάν­νη δέν πρό­σε­ξε Ἐκεῖ­νον πού ἦταν ἀνώ­τε­ρος ἀπό τόν Ἰωάν­νη, ωσό­του τον δεί­ξει ὁ Πρό­δρο­μος λέγον­τας: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ… οὗτός ἐστι» (Ἰωάν. α’ 29,30). Αυτή τη φορά οἱ μαθη­τές Του καί ὄχλος ἱκα­νός (βλ. Μάρκ. ι’ 46) τόν ἀκο­λου­θοῦ­σαν, ἡ φήμη Του ἦταν μεγά­λη, εἶχε φτά­σει καί ἴσα­με τον τυφλό στην Ιερι­χώ. Στήν προ­η­γού­με­νη ἐπί­σκε­ψή του είχε μόλις ξεκι­νή­σει τη θεϊ­κή απο­στο­λή Του. Τώρα πορευό­ταν πρός τό μαρ­τυ­ρι­κό και νικη­φό­ρο ἀπό­γειό της.

Ὅλα στη ζωή τοῦ Χρι­στοῦ ἔδει­χναν να γίνον­ται κατά τύχη, ἀπό συγ­κυ­ρία. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅμως τά πάν­τα, ὥς τήν παρα­μι­κρή τους λεπτο­μέ­ρεια, γίνον­ταν σύμ­φω­να μέ τό σχέ­διο τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε ἐκπο­νη­θεί γιά τή σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που. Τυφλός τις ἐκά­θη­το παρά τήν ὁδόν. Δεί­χνει νά ἦταν τυχαῖο. Σάν από τύχη ὁ Χρι­στός πέρα­σε ἀπό το δρό­μο ὅπου ζητιά­νευε ὁ τυφλός. Αὐτό ὅμως ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς θεί­ας πρό­νοιας. Ὁ Κύριος ἔπρε­πε ν’ ἀνοί­ξει τα μάτια τοῦ ταλαί­πω­ρου αὐτοῦ τυφλοῦ, λίγες μέρες προ­τοῦ τόν σταυ­ρώ­σουν οἱ πνευ­μα­τι­κά τυφλοί στήν Ἱερου­σα­λήμ. Μέ τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ αὐτοῦ ἀνθρώ­που ἤθε­λε να καταγ­γεί­λει τήν ἀπι­στία τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων καί τῶν γραμ­μα­τέ­ων τῆς Ἱερου­σα­λήμ. Ἤθε­λε για μιά ἀκό­μα φορά να φανε­ρώ­σει καθα­ρά πώς ὅλα σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἔχουν ἔρθει τά πάνω κάτω ἀπό τήν ἁμαρ­τία τῶν ἀνθρώ­πων, πώς ἐκεῖ­νοι πού ἔχουν μάτια δέ βλέ­πουν, ἐνῶ αὐτοί πού δέν ἔχουν, βλέ­πουν. Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος σέ ἀνά­λο­γη περί­πτω­ση, «ἵνα οἱ μή βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι καί οἱ βλέ­πον­τες τυφλοί γένων­ται» (Ἰωάν. θ’ 39).

Ἐκεῖ­νοι πού διά­βα­ζαν κάθε μέρα στο ναό τή Γρα­φή καί τήν ἐξη­γοῦ­σαν στούς ἄλλους, δέν μπο­ροῦ­σαν νά δοῦν τό Μεσ­σία καί Σωτή­ρα στο Χρι­στό. Ἀπό τό εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Μάρ­κου μαθαί­νου­με πώς ὁ τυφλός αυτός ήταν γιός τοῦ Τιμαί­ου, γι’ αὐτό κι ὀνο­μά­στη­κε Βαρ­τι­μαῖ­ος (βλ. Μάρκ. ι’ 46). Ὁ Ματ­θαῖ­ος ἀνα­φέ­ρει δύο τυφλούς αντί γιά ἕνα. Αὐτό δε σημαί­νει βέβαια πώς ὑπάρ­χει ἀντί­φα­ση στούς εὐαγ­γε­λι­στές, ἀλλ’ ὅπως στην περί­πτω­ση τῶν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νων στα Γάδα­ρα, ὁ ἕνας εὐαγ­γε­λι­στής ανα­φέ­ρει δύο, ἐνῶ ὁ ἄλλος μιλά­ει γιά τόν ἕνα, πού φαί­νε­ται πώς ἦταν περισ­σό­τε­ρο γνω­στός στην περιο­χή. Εἶναι πιθα­νό οἱ δυό αὐτοί τυφλοί νά μήν ἦταν μαζί, ἀλλά ὁ ἕνας νά ἦταν στή μιά μεριά τῆς πόλης κι ὁ ἄλλος στήν ἄλλη.

Πολύ συχνά ὁ Κύριος, στόν ἴδιο τόπο ἔκα­νε πολ­λά θαύ­μα­τα και θερά­πευ­σε πολ­λούς ἀρρώ­στους τήν ἴδια μέρα. Ἐδῶ ὅμως ἀνα­φέ­ρε­ται ἕνας μόνο. Κι αὐτός ὁ ἕνας εἶναι ὁ πιό γνω­στός στην πόλη, ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος.

Ὁ ἄνθρω­πος αὐτός δέν εἶχε μόνο την τυφλό­τη­τά του, ἀλλά ἦταν καί φτω­χός. Ἐκά­θη­το παρά τήν ὁδόν προ­σαι­τῶν, ἀνα­φέ­ρει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής. Ἡ ἐπαι­τεία εἶναι ἡ καρ­ριέ­ρα γιά τούς περισ­σό­τε­ρους τυφλούς. Εὔκο­λα ἐδῶ μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με τό χέρι τοῦ Θεοῦ: ἀνά­με­σα στους φτω­χούς ὑπάρ­χει ὁ μεγα­λύ­τε­ρος αριθ­μός τῶν τυφλῶν σ’ ὅλον τόν κόσμο. Ο τυφλός δέ βλέ­πει, μά πρέ­πει νά τόν βλέ­πουν ὁπωσ­δή­πο­τε πολ­λοί ἄνθρω­ποι. Λει­τουρ­γεῖ ἔτσι στούς ἄλλους ἀνθρώ­πους σαν μια ζων­τα­νή ὑπό­μνη­ση τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἕνας τυφλός αλλά πλού­σιος ἄνθρω­πος πού ζεῖ μέσα στους τέσ­σε­ρις τοί­χους εἶναι δυό φορές τυφλός, ἀφοῦ οὔτε βλέ­πει οὔτε τόν βλέ­πουν. Ἔτσι οὔτε στόν ἑαυ­τό του εἶναι χρή­σι­μος οὔτε στούς ἄλλους. Ὁ φτω­χός τυφλός εἶναι ἀναγ­κα­σμέ­νος νά ζεῖ ἀνά­με­σα στούς ἄλλους, γιά να ζητια­νέ­ψει.

Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος καθό­ταν ὡς συνή­θως παρά την ὁδόν, στήν ἄκρη τοῦ χωμα­τό­δρο­μου καί ζητοῦ­σε ἐλεη­μο­σύ­νη ἀπό τούς περα­στι­κούς. «Ἀκού­σας δέ ὄχλου δια­πο­ρευο­μέ­νου ἐπυν­θά­νε­το τί εἴη ταῦ­τα» (Λουκ. ιθ’ 36). Γύρω ἀπό τό Χρι­στό συνω­στί­ζον­ταν μεγά­λα πλή­θη. Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἄκου­σε τό θόρυ­βο τοῦ πλή­θους μέ τήν ὀξεία ακοή του, πού ὅπως ξέρου­με ἔχουν ὅλοι οἱ τυφλοί.

«Ἀπήγ­γει­λαν δέ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραί­ος παρέρ­χε­ται· καί ἐβόη­σε λέγων· Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέη­σόν με» (Λουκ. ιθ’ 37,38). Ἦταν ἀρκε­τό στο Βαρ­τι­μαῖο ν’ ἀκού­σει τό μεγά­λο ὄνο­μα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά ὑψώ­σει τη φωνή του. Αυτό σημαί­νει πώς ἤξε­ρε γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, εἶχε ἀκού­σει γι ̓ Αὐτόν. Δέν τόν ἤξε­ρε μόνο ὡς ὄνο­μα, μά εἶχε ἀκού­σει καί γιά τά ἔργα του. Θα πρέ­πει να ‘ξερε πώς πολ­λοί τυφλοί σαν κι αυτόν εἶχαν βρεῖ τό φῶς τους ἀπό το Χρι­στό. Θα πρέ­πει γιά κάποιο ἱκα­νό διά­στη­μα νά ἔλπι­ζε πώς ὁ μεγά­λος αὐτός θερα­πευ­τής θα περ­νοῦ­σε ἀπό τό δρό­μο όπου ζοῦ­σε ὅλη τή μέρα του, τυφλός, ὅπως τυφλή γι’ αὐτόν ἦταν κι ἡ γῆ πού πατοῦ­σε. Δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο νά ἐλπί­σει στη ζωή του, ἐκτός ἀπό τό Χρι­στό ἤ τό θάνα­το. Επει­δή ἀκρι­βῶς περί­με­νε το Χρι­στό κι ἔλπι­ζε πώς κάπο­τε θα περά­σει από κεῖ, ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος εἶχε ἤδη έτοι­μη την κραυ­γή πού θά ‘βγα­ζε μόλις τόν ἔβλε­πε: Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέη­σόν με.

Για­τί ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος τόν ὀνό­μα­σε Υἱό τοῦ Δαβίδ; Ἐπει­δή ὁ ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας θά προ­ερ­χό­ταν ἀπό τόν οἶκο Δαβίδ, ὅπως κι ἔγι­νε. Ἡ Παρ­θέ­νος Μαρία προ­ερ­χό­ταν ἀπό τή γενιά τοῦ Δαβίδ. Ἐλέη­σόν με. Δῶσε μου αὐτό πού μόνο Εσύ μπο­ρεῖς νά μοῦ δώσεις. Ἐλέη­σε τόν ταπει­νό πηλό, πού ζεῖ πάνω στον πηλό. Εἶναι λίγοι αὐτοί πού μέ δυσκο­λία μοῦ δίνουν μερι­κές δεκά­ρες, γιά ν’ ἀγο­ρά­σω λίγο ψωμί να θρέ­ψω τό ταλαί­πω­ρο σῶμα μου. Ἐσύ ὅμως μπο­ρεῖς νά μοῦ δώσεις ὅ,τι ἐπι­θυ­μῶ. Κι ἕνα εἶναι αὐτό πού ἐπι­θυ­μῶ ζωη­ρά: νά λάβω τό φῶς μου. Πιστεύω στό ἔλε­ός Σου. Πιστεύω πώς μπο­ρεῖς πολύ εὔκο­λα καί πολύ πρό­θυ­μα να δώσεις τό φῶς στα μάτια μου, εὐκο­λό­τε­ρα ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄνθρω­ποι μοῦ δίνουν τίς δεκά­ρες τους. Για­τί Ἐσύ ἔχεις βασι­λι­κά πλού­τη δωρε­ῶν καί ἐλέ­ους. Ἐλέη­σόν με!

«Καί οἱ προ­ά­γον­τες ἐπε­τί­μων αὐτῷ ἵνα σιω­πή­σῃ· αὐτός δέ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔκρα­ζεν· υἱέ Δαβίδ, ἐλέη­σόν με» (Λουκ. ιθ’ 39). Το πλῆ­θος ἦταν μεγά­λο. Μερι­κοί πήγαι­ναν μπρο­στά από τό Χρι­στό κι ἄλλοι ἀκο­λου­θοῦ­σαν. Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος πρέ­πει νά φώνα­ζε για βοή­θεια μέ ὅση ἔντα­ση εἶχε ἡ φωνή του, ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι ἄρχι­σαν να τοῦ λένε να ηρε­μή­σει ἤ καί τόν ἀπει­λοῦ­σαν ἀκό­μα για να σιω­πή­σει. Ἡ ἀπελ­πι­σμέ­νη φωνή του θά πρέ­πει νά εἶχε ὑψω­θεί πάνω ἀπό τό θόρυ­βο τοῦ πλή­θους. Οἱ κραυ­γές του μᾶλ­λον θά ἐνό­χλη­σαν πολ­λούς, γι’ αυτό κι ἀναγ­κά­στη­καν νά τόν πιέ­σουν να ἡσυ­χά­σει. Ο τυφλός ὅμως ἤξε­ρε πώς τώρα ἦταν ἡ κρί­σι­μη ώρα του: ἤ θά τόν θερά­πευε ὁ θαυ­μα­τουρ­γός Χρι­στός ἤ θά συνέ­χι­ζε να ζητια­νεύ­ει στο δρό­μο, ζών­τας μια ζωή στο σκο­τά­δι, ὥς τό θάνα­τό του. Γι’ αὐτό καί δέν ἔδω­σε τήν παρα­μι­κρή σημα­σία στίς ἀπει­λές καί τίς προ­σπά­θειες νά τόν κάνουν να σιω­πή­σει, ἐκεί­νων πού τό μόνο πού ἔκα­ναν ἦταν νά τοῦ δίνουν ἐλά­χι­στη ἐλεη­μο­σύ­νη. Συνέ­χι­σε απτόη­τος να κραυ­γά­ζει σ’ Ἐκεῖ­νον πού μπο­ροῦ­σε νά τοῦ δώσει αὐτό πού μόνο ὁ Θεός μπο­ρεῖ νά δώσει, τήν ὅρα­ση. Γι’ αυτό καί κραύ­γα­ζε: ἐλέη­σόν μέ

Πολ­λοί συχνά στις μέρες μας ἄνθρω­ποι πού θέλουν να πλη­σιά­σουν το Χρι­στό ἐμπο­δί­ζον­ται ἀπό ἐκεί­νους πού προ­πο­ρεύ­ον­ται: ἀπό τούς πρε­σβύ­τε­ρους τοῦ λαοῦ, ἀπό τούς πνευ­μα­τι­κούς οδη­γούς καί τούς συγ­γρα­φεῖς. Πολ­λές διψα­σμέ­νες ψυχές κραυ­γά­ζουν στο Χρι­στό, ἀλλά οἱ ἄλλοι τούς περι­παί­ζουν καί τούς ἀναγ­κά­ζουν να σιγή­σουν. Καί συνή­θως εἶναι οἱ φτω­χοί κι ἁπλοϊ­κοί ἄνθρω­ποι ἐκεῖ­νοι πού τήν καρ­διά τους δέν τήν πέτρω­σε ἡ κακία, πού ἀγω­νί­ζον­ται να πλη­σιά­σουν τό Χρι­στό και κραυ­γά­ζουν σ’ Ἐκεῖ­νον. Αὐτοί πού ἔχουν χάσει τό δρό­μο καί περι­πλα­νιοῦν­ται ἀνά­με­σα στ’ ἀγκά­θια καί τούς τρι­βό­λους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τούς ἀπει­λοῦν καί τούς κρα­τοῦν μακριά ἀπό τό Χρι­στό. Κι αὐτό πού συμ­βαί­νει μέ τούς ἀνθρώ­πους ἀτο­μι­κά, γίνε­ται καί μέ λαούς ολό­κλη­ρους. Οἱ μάζες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώ­πων, στήν Εὐρώ­πη για παρά­δειγ­μα, κραυ­γά­ζουν σήμε­ρα στο Χρι­στό, ἐπει­δή Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος καί Σωτή­ρας μας, ἐνῶ οἱ ἡγέ­τες τους τούς περι­παί­ζουν, προ­σπα­θοῦν νά τούς κάνουν να σιγή­σουν καί σέ μερι­κά μέρη ἀπα­γο­ρεύ­ουν στούς ἀνθρώ­πους ἀκό­μα καί να προ­φέ­ρουν τό ἅγιο καί σωτή­ριο ὄνο­μά Του. Αὐτοί πού ἔλε­γαν στον Βαρ­τι­μαῖο να σιω­πή­σει, ἦταν περισ­σό­τε­ρο τυφλοί ἀπ’ αὐτόν, ὅπως εἶναι κι οἱ περισ­σό­τε­ροι ἀπό τούς πρε­σβύ­τε­ρους τοῦ λαοῦ, οἱ συγ­γρα­φεῖς κι οἱ λεγό­με­νοι ἐθνι­κοί δια­φω­τι­στές στην Ευρώ­πη, πού εἶναι πιό τυφλοί ἀπό τούς εὐρω­παί­ους χωρι­κούς. Ἔτσι ἐπα­λη­θεύ­ε­ται ἡ ἀλή­θεια τῶν λόγων τοῦ Χρι­στοῦ, ἵνα οἱ μή βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι καί οἱ βλέ­πον­τες τυφλοί γένων­ται» (Ἰωάν. θ ́ 39).

Πόσο υπέ­ρο­χο παρά­δειγ­μα έμμο­νῆς στήν πίστη δίνει σ’ ὅλους μας ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος! Τόν ἀπεί­λη­σαν, μά δέν πτο­ή­θη­κε ἀπ’ αὐτό. Τόν συμ­βού­λε­ψαν να στα­μα­τή­σει να φωνά­ζει, κι αυτός φώνα­ζε πιο δυνα­τά. Ἡ διψα­σμέ­νη ψυχή του ἔνιω­θε πώς ἀπό τό Χρι­στό πήγα­ζε μια πηγή και­νούρ­γιας καί τέλειας ζωῆς. Κατα­λά­βαι­νε πώς ὁ Ἰησοῦς αὐτός, γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἀκού­σει τόσο πολ­λά καί τόν εἶχε πολ­λές φορές νοσταλ­γή­σει, εἶχε τούς οὐρα­νούς στο κεφά­λι του, τη σοφία στο στό­μα Του, τήν εὐσπλα­χνία στην καρ­διά Του καί τήν ἴαση στα χέρια Του. Τί ἦταν σε σύγ­κρι­ση μέ τόν Ζωο­δό­τη Ἰησοῦ ὅλοι οἱ Φαρι­σαῖ­οι, οἱ ἀρχιε­ρεῖς κι οἱ γραμ­μα­τείς, πού ὑπε­ρη­φα­νεύ­ον­ταν γιά τήν ξερή κοσμι­κή γνώ­ση τους και φιλο­νι­κοῦ­σαν για βιβλία καί ἰδέ­ες; Κάλα­μοι ξεροί, ἐσω­τε­ρι­κά ἄδειοι. Κόκ­κα­λα νεκρά πού κρο­τα­λί­ζουν μετα­ξύ τους. Μέ ὅλη τή συσ­σω­ρευ­μέ­νη γνώ­ση τους, τη σοφία, τήν ἐξου­σία καί τή ματαιό­τη­τα, δέν μπο­ροῦ­σαν να δώσουν τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο στόν ἀπελ­πι­σμέ­νο τυφλό, παρά βρώ­μι­κες δεκά­ρες, πού εἶναι ἀμφί­βο­λο πῶς τις κέρ­δι­σαν.

Τέτοιοι ἦταν ἐκεῖ­νοι πού ὕψω­ναν μέ ἀπει­λές τις γρο­θιές τους ἐναν­τί­ον του καί προ­σπα­θοῦ­σαν νά τοῦ ἐπι­βά­λουν σιω­πή μπρο­στά στόν ἀλη­θι­να σοφό, τόν πραγ­μα­τι­κό για­τρό πού ἀγα­πᾶ τόν ἄνθρω­πο, πού μέ τά πόδια Του ἔδω­σε ἀξία στον πηλό τοῦ δρό­μου κι αἴσθη­ση στις νεκρές τρύ­πες πού βρί­σκον­ταν στη θέση τῶν ματιῶν τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου. Έπρε­πε νά ὑπα­κού­σει στις φωνές τους ἐκεί­νη τήν κρί­σι­μη γι’ αὐτόν στιγ­μή; Ἔπρε­πε να φοβη­θεί τά νεκρά καλά­μια καί τό κρο­τά­λι­σμα τῶν νεκρῶν ὀστῶν; Ὄχι, Βαρ­τι­μαῖε, μέ κανέ­να τρό­πο. Θα ήταν καλύ­τε­ρα να πεθά­νεις από τα χτυ­πή­μα­τά τους, παρά να παρα­μεί­νεις στήν ἄκρη τοῦ δρό­μου καί νά ἐξαρ­τᾶ­σαι ἀπό τίς δεκά­ρες τους. Ὄχι, χρι­στια­νέ, μέ κανέ­να τρό­πο. Ποτέ μη φοβη­θείς ἐκεί­νους πού στέ­κον­ται ανά­με­σα σε σένα καί τό Χρι­στό, ἀκό­μα κι ἂν φοροῦν βασι­λι­κά στέμ­μα­τα καί κρα­τοῦν σιδε­ρέ­νια σκῆ­πτρα στα χέρια τους, ἀκό­μα κι ἄν στα κεφά­λια τους κου­βα­λοῦν ὅλη τή σοφία τοῦ κόσμου. Σε σύγ­κρι­ση μέ τό Χρι­στό εἶναι ὅλοι τους καλά­μια ξερά, κόκ­κα­λα νεκρά. Δέ βλέ­πουν οἱ ἴδιοι, οὔτε καί μπο­ροῦν νά δώσουν όρα­ση σε σένα. Οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν κάποια γνώ­ση, γι’ αὐτό καί δέν μπο­ροῦν νά σέ διδά­ξουν. Ὅλη ἡ ἐπί­γεια δύνα­μή τους, τα πλού­τη κι ἡ σοφία τους, δέν εἶναι παρά μικρά νομί­σμα­τα πού ἐπαι­τοῦν σ’ αὐτόν τόν αἰσθη­τό κόσμο και πού ἄν τά ζητή­σεις ἀπό ἕναν ζητιά­νο, μπο­ρεῖ κι αυτός νά σοῦ δώσει.

Χρι­στια­νέ, συνέ­χι­σε να κραυ­γά­ζεις στο Χρι­στό ὅπως ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος. Κραύ­γα­σε ὅλο καί πιό δυνα­τά, ωσό­του σέ ἀκού­σει. Ἄς σέ ἀπει­λοῦν. Ἄς σε περι­παί­ζουν οἱ πνευ­μα­τι­κά τυφλοί. Ἄς σφυ­ρί­ζουν τά κενά καλά­μια. Ἄς κρο­τα­λί­ζουν τα νεκρά κόκ­κα­λα. Ἐσύ συνέ­χι­σε να κραυ­γά­ζεις: Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέη­σόν με.

Ο τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος δέν ἦταν καί πνευ­μα­τι­κά τυφλός. Ἡ δυνα­τή και καλά ριζω­μέ­νη πίστη του στο Χρι­στό ἔδι­νε ὅρα­ση στο πνεῦ­μα του. Ἔβλε­πε πνευ­μα­τι­κά καί θεω­ροῦ­σε τό Θεό, μ’ όλο πού δέν μπο­ροῦ­σε μέ τά σωμα­τι­κά του μάτια να δεῖ τή δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ. Ἔβλε­πε αὐτό πού ἦταν τό πιό σπου­δαῖο, τό δυνα­τό, τό ἀθά­να­το, τό ἄφθαρ­το, τό αἰώ­νια ζων­τα­νό και χαρού­με­νο. Ἐκεῖ­νοι πού προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν κάνουν να σιγή­σει, ήταν αθε­ρά­πευ­τα τυφλοί. Μάταια ἔτρε­χαν μπρο­στά ἀπό τό Χρι­στό σάν προ­άγ­γε­λοι. Ήταν πιο τυφλοί ἀπό τόν Βαρ­τι­μαῖο, για­τί δέν ἤξε­ραν ποιός ἦταν Ἐκεῖ­νος πού βρι­σκό­ταν μπρο­στά τους ἤ τόν ἀκο­λου­θοῦ­σαν.

Αὐτή εἶναι μιά φοβε­ρή και τρο­με­ρή προ­ει­δο­ποί­η­ση στούς ἱερεῖς τῆς ἐπο­χῆς μας, σ’ ἐκεί­νους πού προ­πο­ρεύ­ον­ται τοῦ λαοῦ μας καί τόν καθο­δη­γοῦν στήν πνευ­μα­τι­κή ζωή. Ἄς κλει­στοῦν στό ταμείο τους κι ἂς ἀνα­λο­γι­στούν ἂν εἶναι πραγ­μα­τι­κά τόσο διο­ρα­τι­κοί ὅσο ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος, πού σωμα­τι­κά δέν μπο­ροῦ­σε νά δεῖ οὔτε δέν­τρα οὔτε βρά­χους, ζῶα ἤ σώμα­τα. Ἔβλε­πε πνευ­μα­τι­κά ὅμως τό Θεό, ἔβλε­πε τή θεό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Μήπως οἱ σύγ­χρο­νοι ἱερεῖς μοιά­ζουν με κεί­νους πού προ­η­γοῦν­ταν τοῦ Χρι­στοῦ, ὅταν ἀπει­λοῦν τούς ἀλη­θι­νούς πιστούς, ὅταν περι­γε­λοῦν αὐτούς πού κραυ­γά­ζουν στο Χρι­στό, ὅταν προ­σπα­θοῦν νά ἐπι­βά­λουν τη σιγή καί νά ἐμπο­δί­σουν τους ἀλη­θι­νούς ἀνθρώ­πους τῆς προ­σευ­χῆς, ἄντρες και γυναῖ­κες;

Τελι­κά ὁ Κύριος ἄκου­σε τήν κραυ­γή τοῦ τυφλοῦ Βαρ­τι­μαί­ου, εἶδε ἐκεί­νους πού τόν ἐπι­τι­μοῦ­σαν καί τόν πλη­σί­α­σε. «Στα­θείς δέ ὁ Ἰησοῦς ἐκέ­λευ­σεν αὐτόν ἀχθῆ­ναι πρός αὐτόν» (Λουκ. ιθ’ 40). Χιλιά­δες ἄνθρω­ποι εἶχαν περά­σει δίπλα ἀπό τόν τυφλό χωρίς να στα­μα­τή­σουν, χωρίς νά τόν λυπη­θοῦν. Περισ­σό­τε­ρο προ­σπα­θοῦ­σαν νά τόν κάνουν να σιγή­σει, γιά νά μήν προ­σβάλ­λον­ται τ’ αὐτιά τους. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τόν εἶδε καί στα­μά­τη­σε. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά μή στα­μα­τή­σει δίπλα στον τυφλό ἀφοῦ ἦταν ἄνθρω­πος κι Ἐκεῖ­νος κι εἶχε ἔρθει στον κόσμο για χάρη τῶν ἀνθρώ­πων; Πῶς θα μπο­ροῦ­σε νά μή στα­μα­τή­σει κον­τά σ’ ἕναν ἄνθρω­πο πού φωνά­ζει καί τοῦ ζητά βοή­θεια, ἕναν καλό ἄνθρω­πο μέ βαθιά διο­ρα­τι­κή ψυχή; Για­τί να βια­στεῖ νά πάει στήν Ἱερου­σα­λήμ; Ἐκεῖ εἶναι ὁ Ἡρώ­δης, ὁ Πιλά­τος κι ὁ Καϊ­ά­φας, ἄνθρω­ποι χει­ρό­τε­ροι και πιό τυφλοί ἀπό τόν Βαρ­τι­μαῖο. Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ζητᾶ τη σωτη­ρία του, ἐνῶ ἐκεῖ­νοι προ­ε­τοι­μά­ζουν τη σταύ­ρω­σή Του.

Στά­θη­κε κι ἔδει­ξε στούς ἀνη­λε­εῖς ἀνθρώ­πους πού πήγαι­ναν μπρο­στά, πώς ἔπρε­πε νά στα­μα­τή­σουν καί νά δεί­ξουν λίγη συμ­πά­θεια στόν ἀδερ­φό τους. Ἀλή­θεια, πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ ὁ Χρι­στός σ’ ὅλους ἐκεί­νους τους ηγέ­τες να στα­μα­τή­σουν, αὐτούς πού ἐπι­διώ­κουν ν’ ἀπο­κτή­σουν κάποια κίβδη­λη πρό­ο­δο, ἐνῶ ἀφή­νουν ασυγ­κί­νη­τοι τό φτω­χό ἀδερ­φό τους στη λάσπη, δίπλα στο δρό­μο τῆς προ­ό­δου τους, να θρη­νεῖ καί να κραυ­γά­ζει μάταια; Γιά τό Χρι­στό ὁ ἄνθρω­πος εἶναι ἀνώ­τε­ρος από κάθε ἐπι­φα­νεια­κή και κίβδη­λη πρό­ο­δο, ανώ­τε­ρος ἀπό κάθε πολι­τι­σμό, από πανε­πι­στή­μια, βιβλία καί μηχα­νές. Ἡ εὐσπλα­χνία εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπ’ ὅλα τα λόγια, ἀπ’ ὅλα τά ἔργα τῶν ἀνθρώ­πων, τόσο τά δια­νο­η­τι­κά ὅσο καί τά σωμα­τι­κά. Ἐκεῖ­νοι πού προ­πο­ρεύ­ον­ται, τό κάνουν για κάποιο μικρό ἔπα­θλο, ὁ Χρι­στός ὅμως ἐπι­διώ­κει το μέγι­στο. Ὅσοι πᾶνε μπρο­στά εἶναι ὑλι­στές, μαζεύ­ουν και μοι­ρά­ζουν δεκά­ρες. Ὁ Χρι­στός εἶναι ἀλη­θι­νά πλού­σιος, πού ἔχει καί μοι­ρά­ζει τις μέγι­στες εὐλο­γί­ες.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος μᾶς λέει ὅτι, μετά τήν ἐντο­λή τοῦ Χρι­στοῦ να φέρουν τόν Βαρ­τι­μαῖο μπρο­στά Του, κάποιοι ἀπό τό πλῆ­θος πλη­σί­α­σαν τόν τυφλό ἄνθρω­πο καί τοῦ εἶπαν: «θάρ­σει, ἔγει­ρε· φωνεῖ σε. ὁ δέ ἀπο­βα­λών τό ἱμά­τιον αὐτοῦ ἀνα­στάς ἦλθε πρός τόν Ἰησοῦν» (Μάρκ. ι’ 49–50). Ἐδῶ φαί­νε­ται καθα­ρά πώς ὥς τότε ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος καθό­ταν και φώνα­ζε. Φώνα­ζε μ’ ὅλη του τή δύνα­μη γιά νά τόν ἀκού­σει ὁ Χρι­στός. Φαί­νε­ται πώς δέν μπο­ροῦ­σε νά στα­θεῖ ὄρθιος ὡσό­του τόν καλέ­σει ὁ Χρι­στός, από φόβο μήπως τόν προ­σπε­ρά­σει χωρίς νά τόν ἀκού­σει. Τώρα πού ἄκου­σε με μεγά­λη χαρά πώς ὁ Χρι­στός τόν κάλε­σε, τινά­χτη­κε πάνω, παρά­τη­σε καί τό ἱμά­τιό του καί πῆγε στο Χρι­στό.

Τα τελευ­ταία αὐτά λόγια ἔχουν κι ἕνα βαθύ ἐσω­τε­ρι­κό νόη­μα. Περιέ­χουν πραγ­μα­τι­κά ολό­κλη­ρο τό σχέ­διο τῆς σωτη­ρί­ας τῶν ψυχῶν μας. Μέ τήν πνευ­μα­τι­κή μας τυφλό­τη­τα εἴμα­στε κι ἐμεῖς πεσμέ­νοι στη λάσπη αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἔχου­με τήν αἴσθη­ση τῆς παρου­σί­ας τοῦ Θεοῦ, ταυ­τό­χρο­να ὅμως ἔχου­με καί αἴσθη­ση τῆς τυφλό­τη­τας πού μᾶς προ­κα­λεῖ ἡ ἁμαρ­τία, ἡ ἀδυ­να­μία κι ἡ μηδα­μι­νό­τη­τά μας. Τότε ἀρχί­ζου­με να κραυ­γά­ζου­με στό Θεό γιά βοή­θεια, ἀλλά καθό­μα­στε ακό­μα, βρι­σκό­μα­στε σε λήθαρ­γο. Δέν μπο­ροῦ­με νά ξεκολ­λή­σου­με ἀπό τη λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας καί νά σηκω­θοῦ­με, ὅσο κι ἄν μισοῦ­με τήν ἁμαρ­τία, ωσό­του νιώ­σου­με πώς μᾶς ἄκου­σε ὁ Θεός, πώς πρό­σε­ξε την κραυ­γή μας. Θάρ­σει, ἔγει­ρε· φωνεῖ σε.

Προ­τοῦ συνέρ­θει ὁ ἁμαρ­τω­λός ἀπό τήν ἁμαρ­τία καί κάνει ἕνα ἀπο­φα­σι­στι­κό βήμα γιά νά προ­σεγ­γί­σει τό Θεό, πρέ­πει ν ̓ ἀκού­σει τά λόγια αὐτά. Ὅσο ὁ ἄνθρω­πος νιώ­θει την παρου­σία τοῦ Θεοῦ καί τή δική του ἁμαρ­τω­λό­τη­τα, ἔχει μόνο ἕναν αόρι­στο φόβο γιά τήν κρί­ση τοῦ Θεοῦ. Στέ­κε­ται παρα­λυ­μέ­νος, τρέ­μει από φόβο καί ἐπι­κα­λεῖ­ται τή βοή­θειά Του. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ἔχει ἀνάγ­κη νά βρεῖ κάποιον νά τοῦ πεῖ πώς δέν πρέ­πει να φοβᾶ­ται, ἀλλά νά σηκω­θεῖ ἀπό τή λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας καί τῆς ἀδυ­να­μί­ας του. Και τότε ὁ Θεός θά τόν καλέ­σει. Ποιός θά τό πεῖ αὐτό στόν ἀφυ­πνι­σμέ­νο ἁμαρ­τω­λό; Ἡ Ἐκκλη­σία. Γι’ αὐτό ὑπάρ­χει ἡ Ἐκκλη­σία. Γιά νά δώσει κου­ρά­γιο στούς ἀφυ­πνι­σμέ­νους ἁμαρ­τω­λούς, νά τούς βοη­θή­σει να στα θοῦν ὄρθιοι καί νά τούς πεί­σει πώς ὁ Θεός εἶναι εὔσπλα­χνος. Υπάρ­χει γιά ν’ απαν­τή­σει σέ ὅλους ἐκεί­νους πού ἐπι­ζη­τοῦν τή σωτη­ρία τους από τό Θεό. Θάρ­σει, ἔγει­ρε· φωνεῖ σε.

Για­τί ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἄφη­σε πίσω τό ἱμά­τιό του προ­τοῦ πλη­σιά­σει τό Χρι­στό; Ἔχει κι αὐτό ἕνα βαθύ πνευ­μα­τι­κό νόη­μα. Τό ἱμά­τιο υπο­δη­λώ­νει τή συγ­κρο­τη­μέ­νη ύφαν­ση τῆς ἁμαρ­τί­ας καί τῆς κακί­ας, ὅπου ἔχει μπλέ­ξει ἡ ψυχή τοῦ τυφλοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ. Τό κάλυμ­μα αὐτό τῆς ἁμαρ­τί­ας εἶναι βαρύ σαν μολύ­βι, μαζί του δέν μπο­ροῦ­σε οὔτε να σηκω­θεῖ οὔτε να πλη­σιά­σει τό Θεό. Ἔπρε­πε λοι­πόν ν’ ἀπο­βά­λει αὐτό τό βαρύ, ἀκά­θαρ­το και σκοῦ­ρο ἔνδυ­μα ἀπό τήν ψυχή του, ν’ ἀπο­βά­λει ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες του. Μόνο τότε θα μπο­ροῦ­σε να σηκω­θεῖ καί νά πάει κον­τά στο Θεό.

Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος πλη­σί­α­σε το Χρι­στό τρέ­μον­τας: «ἐγγί­σαν­τος δέ αὐτοῦ ἐπη­ρώ­τη­σεν αὐτόν λέγων· τί σοι θέλεις ποι­ή­σω; ὁ δέ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀνα­βλέ­ψω» (Λουκ. ιθ’ 40, 41). Ὁ Χρι­στός ἤξε­ρε ἀπό πρίν τί ἤθε­λε ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος. Για­τί τόν ρώτη­σε λοι­πόν; Ἤξε­ρε από πρίν ὄχι μόνο τί ζητοῦ­σε ὁ τυφλός ἀπό Ἐκεῖ­νον, ἀλλά καί τί θά γινό­ταν ἐκεί­νη τήν ἡμέ­ρα, προ­τοῦ κάν ἔρθει στην Ιερι­χώ.

Ἐκεῖ­νος πού προ­έ­βλε­πε την κατα­στρο­φή τῆς Ἱερου­σα­λήμ καί τή δια­σπο­ρά τῶν Ἰου­δαί­ων σ’ ὅλον τόν κόσμο σαράν­τα χρό­νια προ­τοῦ συν­τε­λε­στούν τα γεγο­νό­τα αυτά, που προ­έ­βλε­πε τό τέλος τοῦ κόσμου καί τήν Τελι­κή Κρί­ση χιλιά­δες χρό­νια νωρί­τε­ρα, εὔκο­λα μπο­ροῦ­σε νά δεῖ ἀπό πρίν αὐτά πού θά γίνον­ταν τήν ἡμέ­ρα αὐτή στην Ιερι­χώ, και μάλι­στα αὐτό πού θά τοῦ ζητοῦ­σε ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος. Δέν τόν ρώτη­σε λοι­πόν επει­δή δέν ἤξε­ρε τί θά τοῦ ζητοῦ­σε ὁ τυφλός. Ἡ ἐρώ­τη­σή του ἔγι­νε γιά χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου, καθώς καί γιά τους παρευ­ρι­σκό­με­νους.

Τόν ρώτη­σε γιά τόν ἴδιο, ὥστε νά δια­τυ­πώ­σει μέ τά δικά του λόγια του αὐτό πού ἐπι­θυ­μοῦ­σε ἡ καρ­διά του. Ἔτσι ὁ Κύριος ἔδω­σε ἕνα μάθη­μα σε ὅλους μας, πώς σε κάθε προ­σευ­χή πού κάνου­με, πρέ­πει να δια­τυ­πώ­νου­με με σαφή­νεια τα αιτή­μα­τά μας. Ἡ προ­σευ­χή πού ἐκφρά­ζε­ται μέ λόγια κάνει σαφή, ἐξα­γνί­ζει καί ἐνι­σχύ­ει τήν ἐσω­τε­ρι­κή προ­σευ­χή τῆς καρ­διᾶς μας. Ὁ Κύριος ρώτη­σε τόν τυφλό καί γιά χάρη τοῦ λαοῦ, ὥστε ν’ ἀκού­σουν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι τί ζητοῦ­σε ὁ τυφλός ἀπ ̓ Αὐτόν. Ὅτι δηλα­δή ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος δέ ζήτη­σε λίγες δεκά­ρες γιά ἐλεη­μο­σύ­νη, ἀλλ’ αὐτό πού κανέ­νας θνη­τός δέ θα μπο­ροῦ­σε νά τοῦ δώσει. Πώς αὐτό πού ἤθε­λε, μόνο στό Θεό ήταν δυνα­τό.

Ως τότε ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος δέν εἶχε δια­τυ­πώ­σει καθα­ρά αὐτό πού ζητοῦ­σε ἀπό τό Χρι­στό. Μέσα στην καρ­διά του ἔνιω­θε βέβαια κι ὁ νοῦς του ἤξε­ρε αὐτό πού ἐπι­θυ­μοῦ­σε. Ὥς τη στιγ­μή αὐτή ἡ μόνη κραυ­γή πού ἔβγα­ζε, ἦταν: «ἐλε­ῆ­στε με». Αὐτό ὅμως τό ἔλε­γε σ ̓ ὅλους τούς ἀνθρώ­πους πού περ­νοῦ­σαν κον­τά του, περι­μέ­νον­τας κάποιες δεκά­ρες ἐλεη­μο­σύ­νη. Ὁ Κύριος ἤθε­λε νά πεῖ ὁ τυφλός μπρο­στά σέ ὅλους τί ζητοῦ­σε ἀπό τό Χρι­στό.

Κύριε, ἵνα ἀνα­βλέ­ψω. Μ’ αὐτά τά λόγια ἀπάν­τη­σε ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος στο Χρι­στό. Ἵνα ἀνα­βλέ­ψω. Ὅταν ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἦρθε κον­τά στο Χρι­στό δέν τόν ὀνό­μα­σε πιά Ἰησοῦ ἤ υἱό Δαβίδ, αλλά Κύριο. Μόλις πλη­σί­α­σε το Χρι­στό, κατά­λα­βε πώς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Κύριος. Τό ἴδιο συμ­βαί­νει μέ ὅλους τούς πιστούς. Από μακριά ὁ Χρι­στός τούς φαί­νε­ται ἕνας συνη­θι­σμέ­νος ἄνθρω­πος, μ’ ὅλο πού εἶναι Θεάν­θρω­πος. Από μακριά τόν φωνά­ζου­με μ’ ἕνα συνη­θι­σμέ­νο ὄνο­μα ἀνθρώ­που κι ἀνα­φέ­ρου­με την ἐπί­γεια κατα­γω­γή Του. Ὅταν τόν πλη­σιά­ζου­με ὅμως, ὅταν νιώ­θου­με τη θεϊ­κή καί ζεί­δω­ρη πνοή Του, τότε μόνο γνω­ρί­ζου­με πώς ή κατα­γω­γή Του προ­έρ­χε­ται ἀπό τόν οὐρα­νό, πώς δέν εἶναι «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», πώς ἐπι­σκέ­φτη­κε «ἐν χρό­νω» ἀπό τήν αἰω­νιό­τη­τα ἐμᾶς τούς παρε­πί­δη­μους, πώς εἶναι ὁ πραγ­μα­τι­κός Κύριος.

Κύριε, ἵνα ἀνα­βλέ­ψω! Αὐτό ἄρθρω­σε ἡ τρε­μά­με­νη φωνή τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου μπρο­στά στον Κύριο. «Καί ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνά­βλε­ψον· ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε καί παρα­χρῆ­μα ἀνέ­βλε­ψε, καί ἠκο­λού­θει αὐτῷ δοξά­ζων τόν Θεόν· καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδω­κεν αἶνον τῷ Θεῷ» (Λουκ. ιθ’ 42,43). Μια λέξη, «ἀνά­βλε­ψον», ἦταν ἀρκε­τή. Ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος βρή­κε τό φῶς του, εἶδε. Αὐτό δέν ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα υπο­βο­λής, σαν κι αυτές πού κάνουν πολ­λά μαν­τι­κά πνεύ­μα­τα στις μέρες μας. Αὐτή ἦταν λέξη θεϊ­κή, ισχυ­ρή, πού μόλις ἐκφω­νή­θη­κε, ἔγι­νε πρά­ξη, όπως στην αρχή της δημιουρ­γί­ας πού εἶπε ὁ Θεός «γενη­θή­τω φως» καί ἐγέ­νε­το φῶς (Γέν. α’ 3). Υπο­βο­λή είναι τό ὅπλο τῆς ἀλε­ποῦς πρός τις κότες, δέν εἶναι ὁ τρό­πος τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώ­πους.

Ἄν τό θαῦ­μα αὐτό μπο­ροῦ­σε νά ἐξη­γη­θεῖ ἀπό τόν πνευ­μα­τι­κά τυφλό ὡς ὑπο­βο­λή, στήν ὁποία ἡ παν­το­δυ­να­μία κι ἡ παρου­σία τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀστή­ρι­κτη, τότε ὡς ὑπο­βο­λή θα μπο­ροῦ­σε νά ἐξη­γη­θεῖ καί τό θαῦ­μα τῆς ξηραν­θεί­σης συκῆς μ’ ἕνα λόγο τοῦ Κυρί­ου, τό γαλή­νε­μα τῆς καται­γί­δας καί τοῦ ἀνέ­μου. Εἶναι ἀπί­θα­νο ὅμως νά ἰσχυ­ρι­στεῖ κανείς πώς μπο­ρεῖ μέ ὑπο­βο­λή νά ξερά­νει ἕνα δέν­τρο ἤ να γαλη­νέ­ψει στοι­χεῖα τῆς φύσης ὅπως τά κύμα­τα κι ὁ ἄνε­μος. Ποιός κατόρ­θω­σε ποτέ μέ ὑπο­βο­λή να καθυ­πο­τά­ξει τα δέν­τρα, την καται­γί­δα ἤ τόν ἄνε­μο;

Ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς τό εἶπε αὐτό γιά νά διδά­ξει στούς ἀνθρώ­πους τήν ταπεί­νω­ση. Τό ‘λεγε συχνά αὐτό σ’ ἐκεί­νους πού θερά­πευ­σε ἀπό φοβε­ρές αρρώ­στιες. Τό εἶπε αὐτό στήν αἱμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα, πού ὑπό­φε­ρε δώδε­κα χρό­νια ἀπό τή ρύση τοῦ αἵμα­τος και θερα­πεύ­τη­κε μόλις ἄγγι­ξε τό ἱμά­τιο τοῦ Χρι­στοῦ: «Θάρ­σει, θύγα­τερ ἡ πίστις σου σέσω­κέ σε» (Ματθ. θ ́ 22). Πῶς ὅμως βοή­θη­σε ἡ πίστη τόσους δαι­μο­νι­ζό­με­νους πού θερά­πευ­σε ὁ Κύριος; Πῶς βοή­θη­σε ἡ πίστη στήν ἀνά­στα­ση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ὅταν ὁ Κύριος ανά­στη­σε ξαφ­νι­κά τό νεκρό παι­δί χωρίς νά τοῦ τό ζητή­σει ἤ νά τό περι­μέ­νει κανείς; Δέν ἀνά­στη­σε το Λάζα­ρο ὁ Κύριος μπρο­στά στα γεμά­τα αμφι­σβή­τη­ση μάτια τῆς Μάρ­θας καί τῆς Μαρί­ας κι ὄχι σέ ἀντα­πό­κρι­ση στην πίστη τους; Τό θαῦ­μα τῆς θερα­πεί­ας τοῦ τυφλοῦ Βαρ­τι­μαί­ου τότε εἶναι μιά πρά­ξη της δύνα­μης τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Κύριος όμως θέλει νά τό ἀπο­δώ­σει και στην πίστη τοῦ τυφλοῦ, γιά νά μᾶς διδά­ξει την ταπεί­νω­ση και να χτυ­πή­σει στο κεφά­λι τη σατα­νι­κή ὑπε­ρη­φά­νεια τῶν ἀνθρώ­πων πού, δίνον­τας λίγες δεκά­ρες σ’ ἕναν τυφλό, κομ­πά­ζουν μέσα τους σά νά ‘καναν κάτι σπου­δαῖο. Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μιλά­ει ἐν πνεύ­μα­τι γιά τήν ταπεί­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ ὅταν λέει: «μηδέν κατά ἐρι­θεί­αν ἤ κενο­δο­ξί­αν, ἀλλά τῇ ταπει­νο­φρο­σύ­νῃ ἀλλή­λους ἡγού­με­νοι ὑπε­ρέ­χον­τας ἑαυ­τῶν» (Φιλ. β’ 3). Μίλη­σε ἔτσι στο Βαρ­τι­μαῖο ὁ Χρι­στός ἐπει­δή ἤθε­λε να τιμή­σει την ἀνθρώ­πι­νη αξία, να δεί­ξει πώς οἱ ἄντρες κι οἱ γυναῖ­κες ἔχουν κλη­θεί συνερ­γά­τες τοῦ Θεοῦ στό καλό. Ἄν θέλε­τε να μάθε­τε μέ ποιό τρό­πο εἶστε συνερ­γά­τες τοῦ Θεοῦ, νά ξέρε­τε πώς αὐτό εἶναι μέσα στο πλαί­σιο τῆς πίστης στον Κύριο. Ἕνα εἶναι αὐτό πού σᾶς ζητά­ει, το ἕνα πού μπο­ρεῖ­τε να κάνε­τε. Μόνο να πιστεύ­ε­τε· κι ὁ Θεός θά κάνει αὐτό πού ἐπι­θυ­μεῖ­τε, χάρη στην πίστη σας.

Καί παρα­χρῆ­μα ἀνέ­βλε­ψε, καί ἠκο­λού­θει αὐτῷ δοξά­ζων τόν Θεόν. Μέ τό πού ἄνοι­ξε τα μάτια του καί δια­πί­στω­σε πως ἔβλε­πε, ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος εἶδε μπρο­στά του τόν Κύριο Ἰησοῦ. Εἶχε τήν εὐλο­γία να δεῖ μπρο­στά στα μάτια του, πού μόλις ἀπό­κτη­σαν τό φῶς τους, τό πιό πολύ­τι­μο πρό­σω­πο πού ἄξι­ζε νά δεῖ. Δέν ἔπαιρ­νε τά μάτια Του ἀπό πάνω Του, ἀπό τό κάλ­λος καί τό μεγα­λείο Του. Καί τόν ἀκο­λού­θη­σε, σά νά ‘ταν δεμέ­νος μαζί Του μέ ἁλυ­σί­δες. Καί τί ἄλλο θά εἶχε νά δεῖ; Τή βρώ­μι­κη Ιερι­χώ, το σκο­τει­νό τόπο τῶν βασά­νων του; Η τά χόρ­τα που μαραί­νον­ταν; Η τά σύν­νε­φα πού σκορ­πί­ζον­ταν; Μήπως τα ζώα που περί­με­ναν τή σφα­γή; Η τούς ἀνθρώ­πους πού όδευαν ανα­πό­φευ­κτα πρός τόν τάφο καί τή φθο­ρά; Ἤ ὅλη αὐτή τήν ποι­κι­λία τῶν ἀνθρώ­πων που γεν νιοῦν­ται μέ πόνους, ζοῦν μέ πόνο και πεθαί­νουν μέσα σέ πόνους, περι­μέ­νον­τας τό θάνα­το καί τόν τάφο; Ὄχι. Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἔβλε­πε στόν Ἰησοῦ τόν Ἀθά­να­το, Ἐκεῖ­νον πού εἶναι ἰσχυ­ρό­τε­ρος ἀπ’ ὅλον τόν κόσμο, πιό ισχυ­ρός ἀπό τό θάνα­το κι ἀπ’ ὅλες τις σατα­νι­κές δυνά­μεις. Κι ἡ ματιά του ἔμει­νε καρ­φω­μέ­νη σ’ Ἐκεῖ­νον. Ὅλα ὅσα μπο­ρεῖ νά δεῖ ὁ ἄνθρω­πος σ ̓ ὁλό­κλη­ρο τον κόσμο, λει­τουρ­γοῦν ὡς ἀμυ­δρή εἰκό­να τῆς γλυ­κύ­τα­της θέα­σης: τῆς θέα­σης τοῦ Θεοῦ. Ἄν στόν ἄνθρω­πο τά μάτια δέ λει­τουρ­γοῦν μ’ αὐτόν τό σκο­πό, τότε λει­τουρ­γοῦν ὡς εἰκό­να τῶν ἀγκα­θιῶν καί τῶν τρι­βό­λων, τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ σκό­τους καί τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς ἀπώ­λειας.

Μόλις ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἔλα­βε τό φῶς του, εἶδε τό Θεό χωρίς τη μεσο­λά­βη­ση τῆς φύσης και δέν ἐπι­θυ­μοῦ­σε νά δεῖ τίποτ’ ἄλλο. Για­τί να κοι­τά­ξει το πρό­σω­πο τοῦ θανά­του, ἀφοῦ εἶχε δεῖ τόν Ἄφθαρ­το; Για­τί να κοι­τά­ξει το παρο­δι­κό κι ἐφή­με­ρο, ὅταν εἶχε στα­θεί μπρο­στά στον Αἰώ­νιο; Για­τί να προ­σέ­ξει τ’ ἀδύ­να­τα πράγ­μα­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅταν εἶχε προ­σκολ­λη­θεί στον Παν­το­δύ­να­μο; Καί ἠκο­λού­θει αὐτῷ δοξά­ζων τόν Θεόν. Τα μάτια του εἶχαν κυριαρ­χή­σει στη γλώσ­σα καί στα πόδια του, σ’ ολό­κλη­ρο τό σῶμα καί στήν ψυχή του. Κοί­τα­ζε τόν παν­το­δύ­να­μο Χρι­στό καί ἤξε­ρε τώρα σέ τί χρη­σί­μευε ἡ γλώσ­σα του: γιά να δοξά­ζει τό Θεό. Κι ἀμέ­σως ἄρχι­σε νά δοξά­ζει καί νά ὑμνεῖ τό Θεό.

Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος ἄρχι­σε νά μήν κάνει κακή χρή­ση τῶν ματιῶν του, πού θά ἦταν για δική του ψυχι­κή ζημιά καί ἀπώ­λεια, αλλά τά χρη­σι­μο­ποί­η­σε για τό λόγο πού τά ἔδω­σε ὁ Θεός στούς ἀνθρώ­πους: νά παρα­τη­ροῦν τή μεγα­λο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξά­ζουν. Κι ὁλό­κλη­ρο τό πλῆ­θος πού ἦταν μπρο­στά καί εἶδε τό μεγά­λο αυτό θαῦ­μα, δοξο­λο­γοῦ­σε τό Θεό.

Ὅλ ̓ αὐτά πού ἔγι­ναν μέ τόν τυφλό Βαρ­τι­μαῖο, γίνον­ται και σήμε­ρα μέ πολ­λούς πνευ­μα­τι­κά τυφλούς ὅταν ἀπο­κα­θί­στα­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή τους όρα­ση. Μετά ἀκο­λου­θοῦν τό Χρι­στό καί δέν κοι­τά­ζουν τίποτ’ ἄλλο. Μετά δοξο­λο­γοῦν τό Θεό καί τίποτ ̓ ἄλλο.

Πόσο μεγά­λο νοσο­κο­μεῖο εἶναι ὁ κόσμος αὐτός! Το μεγα­λύ­τε­ρο πλῆ­θος ἀπό τούς ἀρρώ­στους στό νοσο­κο­μεῖο αὐτό εἶναι οἱ τυφλοί. Κι ὁ μόνος θερα­πευ­τής στο νοσο­κο­μεῖο εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Πόσο μοιά­ζει ὁ κόσμος αὐτός μέ τό βρώ­μι­κο δρό­μο τῆς Ἱερι­χούς, τί ἀμή­χα­νος ὄχλος τρέ­χει σ’ αὐτόν. Μόνο Ἕνας δια­περ­νά­ει τόν ὄχλο αὐτόν. Αὐτός πού μπο­ρεῖ νά δώσει τό φῶς σ’ ὅλους τούς τυφλούς. Κι αὐτός εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Χρι­στός. Ένας τυφλός ἄνθρω­πος, ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος, στά­θη­κε κάπο­τε στη μέση αὐτοῦ τοῦ πνευ­μα­τι­κά τυφλοῦ ὄχλου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλη­θι­νή ανα­λο­γία και στις μέρες μας. Καί σήμε­ρα ὁ ἀριθ­μός τῶν σωμα­τι­κά τυφλῶν εἶναι μικρός σε σύγ­κρι­ση μέ τό τερά­στιο πλῆ­θος τῶν πνευ­μα­τι­κά τυφλῶν. Σ’ ὅλους αυτούς ὁ σωμα­τι­κά τυφλός λει­τουρ­γεῖ ὡς μια ζων­τα­νή προ­ει­δο­ποί­η­ση, μιά ζων­τα­νή εικό­να, μιά ζων­τα­νή διά­γνω­ση. Καθώς ὁ ἀριθ­μός τῶν πνευ­μα­τι­κά τυφλῶν αὐξά­νε­ται, αὐξά­νε­ται κι ὁ ἀριθ­μός τῶν σωμα­τι­κά τυφλῶν.

Ὁ εὐρω­παϊ­κός πολι­τι­σμός μπο­ρεί να κρύ­ψει ὅλους τούς σωμα­τι­κά τυφλούς μακριά, στα νοσο­κο­μεία, δέν μπο­ρεῖ ὅμως να μειώ­σει τόν ἀριθ­μό τους. Μπο­ρεῖ νά τούς στε­γά­σει γιά νά μή τούς βλέ­πει ὁ κόσμος, αὐτό ὅμως εἶναι κακό γιά τόν κόσμο. Αμέ­τρη­τα πλή­θη πνευ­μα­τι­κά τυφλῶν δέ θα μπο­ρέ­σουν ἔτσι στις γωνιές τῶν δρό­μων, στις πόλεις ἤ στα σταυ­ρο­δρό­μια τῶν χωρῶν νά δοῦν τήν εἰκό­να τῆς ψυχῆς τους καί νά κάνουν τη διά­γνω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀρρώ­στιας τους.

Μετά τήν ἀνα­χώ­ρη­σή Του ἀπό τήν Ιερι­χώ γιά τήν Ἱερου­σα­λήμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς θανα­τώ­θη­κε ἀπό τούς πνευ­μα­τι­κά τυφλούς ἀπό τόν Ἡρώ­δη, τόν Πιλά­το καί τόν Καϊ­ά­φα κι ἀπό ἕνα συρ­φε­τό πρε­σβυ­τέ­ρων καί γραμ­μα­τέ­ων. Ὁ τάφος ὅμως δέν μπό­ρε­σε νά τόν κρα­τή­σει τρεῖς μέρες και τόν ἐλευ­θέ­ρω­σε. Μπο­ροῦ­σε νά δώσει εντο­λή στη γῆ νά τόν ἐλευ­θε­ρώ­σει, ὅπως ἔδω­σε ἐντο­λή στην τυφλό­τη­τα τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου ν ̓ ἀνα­χω­ρή­σει από τα μάτια του. Ὁ τάφος Του ἔγι­νε ἕνα λαμ­πε­ρό κι αστρα­φτε­ρό μάτι γιά τόν κόσμο ολό­κλη­ρο. Ὁ Κύριος ἀνα­στή­θη­κε «ἐκ νεκρῶν» καί σήμε­ρα περ­πα­τά­ει ζων­τα­νός, ἀόρα­τος στα σωμα­τι­κά μάτια, ὁρα­τός ὅμως στα πνευ­μα­τι­κά. Περ­πα­τά­ει στους βρώ­μι­κους δρό­μους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀνα­ζη­τών­τας κάποιον τυφλό νά τόν καλέ­σει γιά βοή­θεια: Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέη­σόν με. Εἶναι ἕτοι­μος να δώσει τό ἔλε­ός Του σέ ὅλους εκεί­νους πού τοῦ τό ζητοῦν, ὅπως τό ἔδω­σε καί στό Βαρ­τι­μαῖο.

Ὅλοι ἐκεῖ­νοι που δέχον­ται τήν πνευ­μα­τι­κή τους ὅρα­ση ἀπό Ἐκεῖ­νον καί τόν ἀκο­λου­θοῦν, θά δοξο­λο­γοῦν τό Θεό.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Περ­νᾷ ὁ Χρι­στός!

«Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος παρέρ­χε­ται» (Λουκ. 18, 37).

ΤΟ σημε­ρι­νό, ἀγα­πη­τοί μου, τὸ σημε­ρι­νὸ ἱερὸ Εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα θαῦ­μα καὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Καθὼς ὁ Χρι­στὸς πλη­σί­α­ζε στὴν Ἰερι­χώ, ποὺ βρί­σκε­ται κον­τὰ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, ἕνας τυφλὸς καθό­ταν στὸ ἄκρο τοῦ δρό­μου καὶ ζητοῦ­σε ἐλεη­μο­σύ­νη ἀπὸ τοὺς περα­στι­κούς. Ἀκού­γον­τας κόσμο νὰ περ­νᾷ, ρώτη­σε νὰ μάθω τί συμ­βαί­νει. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν κον­τά του τοῦ ἀπήν­τη­σαν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος παρέρ­χε­ται», δηλα­δὴ Περ­νᾷ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος. Τότε ὁ τυφλὸς ἄρχι­σε νὰ φωνά­ζῃ δυνα­τὰ καὶ νὰ ζητᾷ ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ νὰ τὸν θερα­πεύ­σῃ. Αὐτοὶ ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν τοῦ ἔλε­γαν νὰ σωπά­σῃ. Ἀλλ’ αὐτός, παρὰ τίς συστά­σεις τους, ἐπέ­με­νε νὰ φωνά­ζῃ. Ἄκου­σε ὁ Χρι­στός, στά­θη­κε καὶ εἶπε νὰ τὸν ὁδη­γή­σουν κον­τά του. Ὁ πόθος καὶ οἱ φωνὲς τοῦ τυφλοῦ δικαιώ­θη­καν. Ὁ Κύριος, βλέ­πον­τας τὴν πίστη του, πραγ­μα­το­ποί­η­σε τὸ αἴτη­μά του τοῦ ἔδω­σε ἀμέ­σως τὸ φῶς του.

Περ­νᾷ ὁ Χρι­στός! Ὁ τυφλὸς δὲν τὸν βλέ­πει, Μόνο ἀκού­ει. Καὶ μόλις πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται γι’ αὐτόν, δὲν χάνει τὴν εὐκαι­ρία. Κάνει το λάρυγ­γά του σάλ­πιγ­γα καὶ τὴ φωνή του κραυ­γή, ποὺ ὑπε­ρι­σχύ­ει καὶ νικᾷ ὅλους τοὺς ἄλλους θορύ­βους καὶ φθά­νει στὸ Χρι­στό. Ὅπως ὁ ναυα­γὸς ἁρπά­ζει τὸ σχοι­νὶ ἢ τὸ σωσί­βιο ποὺ τοῦ ρίχνουν, ὅπως ὁ φυλα­κι­σμέ­νος μόλις βρῆ εὐκαι­ρία νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ σκο­τει­νὸ κελ­λί του δὲν τὴ χάνει, ἔτσι κι αὐτός. Θεω­ρεῖ τὸ πέρα­σμα τοῦ Χρι­στοῦ ὡς τὴν πιὸ μεγά­λη εὐκαι­ρία, τῇ χρυ­σῆ εὐκαιρία,εὐκαιρίᾳ τῆς ζωῆς του.

Περ­νᾷ ὁ Χρι­στός! Στὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπως περι­γρά­φε­ται στὸ Εὐαγ­γέ­λιο, βλέ­που­με τὸν Κύριο νὰ περ­νᾷ πολ­λὲς φορὲς ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς ἁγί­ας γῆς, καὶ ἄλλο­τε μὲν νὰ γίνε­ται ἀντι­λη­πτός, ἄλλο­τε δὲ νὰ μὴ γίνε­ται ἀντι­λη­πτὸς ἄλλο­τε νὰ κατα­λα­βαί­νουν οἱ ἄνθρω­ποι ποιός ἀλη­θι­νὰ εἶνε, κι ἄλλο­τε νὰ μὴν κατα­λα­βαί­νουν. Ὁ «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ,οὗ παρέ­λα­βον», λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης (Ἰωάν. 1, 11). Περ­νᾷ στὴ Βηθλε­ὲμ καὶ οἱ κάτοι­κοί της δὲν τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζουν, ἀλλὰ τοῦ κλεί­νουν τίς πόρ­τες τους. Περ­νᾷ νύχτα καὶ φεύ­γει γιά την Αἴγυ­πτο χωρὶς νὰ τὸν ἀντι­λη­φθῇ ὁ Ἡρώ­δης, ποὺ τὸν κατα­ζη­τεῖ γιὰ νὰ τὸν θανα­τώ­σῃ. Περ­νᾷ ἔπει­τα δωδε­κα­ε­τὴς ἀπό το ναὸ τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων συνο­μι­λεῖ μὲ τοὺς νομο­δι­δα­σκά­λους, κι αὐτοί, ἐνῶ τὸν θαυ­μά­ζουν, δὲν φαν­τά­ζον­ται μὲ ποιόν συνο­μι­λοῦν. Τότε γιὰ τρεῖς ἡμέ­ρες τὸν χάνει ἡ συνο­δία του καὶ τὸν ἀνα­ζη­τεῖ ἡ Πανα­γία μητέ­ρα του μὲ τὸ γέρον­τα Ἰωσήφ, ποὺ ἐκπλήσ­σον­ται ὅταν τοὺς λέει, ὅτι ἦταν φυσι­κὸ νὰ βρί­σκε­ται στὸ σπί­τι τοῦ πατέ­ρα του. Περ­νᾷ κατό­πιν στὴ Ναζα­ρὲτ ὅλα τὰ παι­δι­κὰ καὶ νεα­νι­κά του χρό­νια, ἀλλὰ οἱ κάτοι­κοί της δὲν ξέρουν ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ συνα­να­στρέ­φε­ται μαζί τους τὸν θεω­ροῦν ἁπλῶς ὡς τὸ παι­δὶ τοῦ ξυλουρ­γοῦ καὶ τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο. Περ­νᾷ κατό­πιν ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία, ἀπὸ τὴν Καπερ­να­ούμ, ἀπὸ τὴν Ἰερι­χώ… Μπαί­νει τέλος στὴν Ἱερου­σα­λὴμ τὴν ἡμέ­ρα τῶν βαΐ­ων καὶ τὸν ὑπο­δέ­χον­ται μὲν ὅλοι ὡς βασι­λέα, χωρὶς ὅμως νὰ κατα­λά­βουν ἀκρι­βῶς το χαρα­κτῆ­ρα τῆς βασι­λεί­ας του. Περ­νᾷ ἀπὸ τὸ μέγα συνέ­δριο τῶν Ἰου­δαί­ων, ἀλλ’ οἱ κρι­ταί του δὲν ὑπο­ψιά­ζον­ται ποιός εἶνε αὐτὸς τὸν ὁποῖ­ον ἀνα­κρί­νουν καὶ κατα­δι­κά­ζουν. Φθά­νει καὶ στὸ βῆμα τοῦ Πιλά­του, περ­νᾷ ἀπὸ τὸ λιθό­στρω­το φορ­τω­μέ­νος τὸ σταυ­ρό, ἀνε­βαί­νει στὸ Γολ­γο­θᾶ, ἀλλὰ πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ’ ὅσους τὸν ἀντι­κρύ­ζουν τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζουν; Οἱ περισ­σό­τε­ροι δὲν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σαν. Ἄν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­ζαν, δὲν θὰ τὸν σταύ­ρω­ναν. «Εἰ γὰρ ἔγνω­σαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύ­ρω­σαν» (Α’ Κορ. 2, 8), ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ἔτσι πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ προ­φη­τεία «Λίθον, ὄν ἀπε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰκο­δο­μοῦν­τες…», ὅτι δηλα­δὴ ὁ Χρι­στὸς εἶνε σὰν τὴν πέτρα ποὺ τὴν παρα­πέ­τα­ξαν οἱ κτί­στες (Ψαλμ. 117, 22).

Ἐλά­χι­στοι ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸ Χρι­στὸ ὅταν περ­νοῦ­σε ἀπὸ μπρο­στά τους. Μπο­ρεῖ μερι­κὲς φορὲς νὰ τὸν περι­κύ­κλω­ναν πλή­θη, ἀλλ’ ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς πόσοι συνει­δη­το­ποί­η­σαν ποιός πράγ­μα­τι εἶνε καὶ πόσοι ἐπω­φε­λή­θη­καν τὸ πέρα­σμά του; Στὴ Βηθλε­ὲμ μόνο οἱ ἁπλοῖ ποι­μέ­νες καὶ οἱ ταπει­νοὶ μάγοι ἔτρε­ξαν νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν. Στὸ ναὸ τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων τὴν ἡμέ­ρα τῆς ὑπα­παν­τὴς τὸν ἀντε­λή­φθη­σαν μόνο ἡ γερόν­τισ­σα Ἄννα καὶ ὁ Συμε­ῶν ὁ θεο­δό­χος ποὺ εἶπε τὸ «Νῦν ἀπο­λύ­εις τὸν δοῦ­λον σου, δέσπο­τα,…» (Λουκ. 2, 29–32). Στὸν Ἰορ­δά­νη μόνο ὁ πρό­δρο­μος Ἰωάν­νης αἰσθάν­θη­κε τὸ μεγα­λεῖο του καὶ τὸν ἔδει­ξε στὸν κόσμο. Στὴ Γαλι­λαία μόνο δώδε­κα ψαρᾶ­δες ἔγι­ναν μαθη­ταὶ καὶ ἀκό­λου­θοί του. Στὴν Ἰερι­χώ, ἀπ’ ὅλο τὸ πλῆ­θος ποὺ τὸν περι­στοι­χί­ζει, μόνο ὁ τυφλὸς τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου τὸν ἔνιω­σε καὶ πῆρε ἀπὸ αὐτὸν ἐκεῖ­νο ποὺ εἶχε ἀνάγ­κη. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς δημο­σί­ας δρά­σε­ώς του μέχρι τὸ τέλος βλέ­που­με, ἕνας ἑκα­τόν­ταρ­χος νὰ τὸν ἀνα­ζη­τῇ, μιὰ ἁμαρ­τω­λὴ γυναῖ­κα νὰ τὸν προ­σκυ­νῇ, ἕνας Ζακ­χαῖ­ος νὰ ἐνδια­φέ­ρε­ται νὰ τὸν δὴ καὶ ν’ ἀναρ­ρι­χᾷ­ται σὲ μιὰ συκο­μο­ρέα τοῦ δρό­μου ἀπ’ ὅπου «ἤμελ­λε διέρ­χε­σθαι» (Λουκ. 19, 4), αἱμορ­ρο­οῦ­σα νὰ τὸν πλη­σιά­ζῃ μὲ μύριες προ­σπά­θειες, ἕνας Νικό­δη­μος νὰ ἔρχε­ται νύχτα νὰ τὸν συναν­τή­σῃ, καὶ εἶ τινες ἄλλοι. Ὅταν δὲ πλέ­ον τὸ πλῆ­θος φωνά­ζει τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύ­ρω­σον αὐτόν» (Ἰωάν. 19, 15) κ’ ἐκεῖ­νος περ­νᾷ φορ­τω­μέ­νος το σταυ­ρό, μόνο ἕνας Σίμων Κυρη­ναῖ­ος τὸν βοη­θεῖ καὶ μερι­κὲς εὔσπλα­χνες γυναῖ­κες κλαῖ­νε γι’ αὐτόν. Τέλος στὸ σταυ­ρὸ μόνο ἕνας λῃστὴς καὶ ἕνας ἑκα­τόν­ταρ­χος ἀνα­γνω­ρί­ζουν τὴ θεό­τη­τά του.

Περ­νᾷ ὁ Χρι­στός! Ὄχι δὲ μόνο τότε, ἀλλὰ καὶ τώρα καὶ πάν­το­τε ὁ Χρι­στὸς ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ περ­νᾷ μπρο­στά μας. Περ­νᾷ μὲ πολ­λοὺς τρό­πους. Ἄρα γὲ ἐμεῖς ἀντι­λαμ­βα­νό­με­θα τὴν παρου­σία του καὶ ἐπω­φε­λού­με­θα τὸ πέρα­σμά του;

Ἀκού­γε­ται ὅμως ἡ ἀπο­ρία Ποιός εἶδε τὸ Χρι­στὸ σήμε­ρα; Ποῦ εἴδα­τε σεῖς νὰ περ­νᾷ σήμε­ρα ὁ Χρι­στός;

Ἀπαν­τοῦ­με. Τὸ πέρα­σμα τοῦ Χρι­στοῦ σήμε­ρα δὲν εἶνε βεβαί­ως αἰσθη­τὸ σὲ ὅλους, ὅπως ἦταν τότε, κατά την ἐπὶ γῆς παρου­σία του καὶ ἰδί­ως κατὰ τὸ τριε­τὲς διά­στη­μα τῆς δημο­σί­ας δρά­σε­ώς του. Εἶνε ὅμως πραγ­μα­τι­κό. Τότε τὸν ἔβλε­παν ἀκό­μη καὶ οἱ ἐχθροί του, ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊ­ά­φας. Ἀπὸ τὴν ἀνά­στα­σή του ὅμως καὶ ἑξῆς ὁ Χρι­στὸς εἶνε μὲν παρών, ἀλλὰ τὸν βλέ­πουν μόνο οἱ πιστοὶ μαθη­ταί του. Ὁ ἴδιος ὑπο­σχέ­θη­κε σ’ αὐτoύς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέ­ρας ἕως τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰῶ­νος» (Ματθ. 28, 20). Παρὼν λοι­πὸν πραγ­μα­τι­κὰ ὁ Χρι­στός, ἀλλὰ ἡ παρου­σία του γίνε­ται αἰσθητῆ,αἰσθητή κατ’ ἄλλο τρό­πο. Τώρα ἡ παρου­σία τοῦ εἶνε ἀλη­θι­νὴ ἀλλὰ μυστι­κή, δηλα­δὴ ἐν μυστη­ρίῳ, καὶ γίνε­ται αἰσθητῆ,αἰσθητή διὰ τῆς πίστε­ως. Ἄς ἐξη­γή­σου­με τί ἐννο­οῦ­με.

Κάθε φορά, ποὺ γίνε­ται θεία λει­τουρ­γία καὶ πηγαί­νου­με μὲ πίστι στὸ ναό, βλέ­που­με νὰ περ­νᾷ ὁ Χρι­στὸς μπρο­στά μας. Ἡ μικρὴ εἴσο­δος, ὅταν περ­νᾷ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, δεί­χνει τὴν εἴσο­δο τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἔναρ­ξη τοῦ κηρύγ­μα­τός του. Ἡ μεγά­λη εἴσο­δος, ὅταν περ­νοῦν τὰ ἅγια, δεί­χνει τὴν εἴσο­δό του στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ θυσια­σθῇ. Κι ὅταν πλέ­ον βγαί­νει τὸ ἅγιο ποτή­ριο γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σουν οἱ πιστοί, σᾶς ἐρω­τῶ, δὲν πιστεύ­ου­με ὅτι ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται ζων­τα­νὸς μπρο­στά μας καὶ κοι­νω­νοῦ­με τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του; Κάθε φορὰ ποὺ ὁ πιστὸς χρι­στια­νὸς ἔρχε­ται στὴ θεία λει­τουρ­γία, βρί­σκε­ται στὴ Βηθλε­έμ, στὴ Γαλι­λαία, στὴν Ἱερου­σα­λήμ, στὸ ὑπε­ρῶο τοῦ μυστι­κοῦ δεί­πνου, στὸ Γολ­γο­θᾶ, στοὺς Ἐμμα­ούς, στὴ Βηθα­νία· ἀκού­ει καὶ βλέ­πει τὸ Χρι­στό, τὸν ἀγγί­ζει καὶ τὸν παίρ­νει πραγ­μα­τι­κὰ μέσα του μὲ τὴ θεία κοι­νω­νία, ὅπως οἱ ποι­μέ­νες καὶ οἱ μάγοι τὸν προ­σκύ­νη­σαν στὸ σπή­λαιο καὶ ὅπως οἱ μαθη­ταὶ τότε ποὺ τὸν εἶχαν ἀνά­με­σά τους στὸ ὑπε­ρῶο τὴ νύκτα τῆς Μεγά­λης Πέμ­πτης.

Ὅταν τελῆ­ται τὸ μυστή­ριο τῆς ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως καὶ γενι­κῶς κάποιο ἀπὸ τὰ μυστή­ρια καὶ τίς ἁγια­στι­κὲς ἀκο­λου­θί­ες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἀορά­τως παρὼν ἐκεῖ καὶ παρέ­χει τη χάρι του. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρ­χῃ πίστι. Ἄν ὑπάρ­χῃ πίστι, ὁ πιστὸς παίρ­νει τὰ δῶρα τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅπως ἡ Χανα­ναία ποὺ τοῦ ζήτη­σε καὶ θερά­πευ­σε τὴν κόρη της.

Ἡ ὥρα ποὺ ὁ χρι­στια­νὸς προ­σεύ­χε­ται, εἶνε ἐπί­σης μιὰ ὥρα συναν­τή­σε­ως μὲ τὸν Κύριο. Τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς ὁ ἄνθρω­πος ἔχει ἐμπρός του τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ συνο­μι­λεῖ καθα­ρὰ μαζί του.

Ἀκού­ει τὴ φωνή του καὶ παίρ­νει ἀπαν­τή­σεις, ὅπως ὁ νέος ἐκεῖ­νος ποὺ τὸν ρωτοῦ­σε: «Τί ποι­ή­σας ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σω;» (Λουκ. 10, 25).

• Θέλε­τε κι ἄλλη εὐκαι­ρία; Κάθε φορὰ ποὺ ἕνας χρι­στια­νὸς ἀνοί­γει τὸ θεό­πνευ­στο καὶ ἀλάν­θα­στο νόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁγία Γρα­φή, Παλαιὰ καὶ Και­νὴ Δια­θή­κη, καὶ μελε­τᾷ, ἔχει ἐμπρός του τὸ Θεό. Τὴν ὥρα ἐκεί­νη ἀκού­ει τίς προ­στα­γές του, τὴ φωνή του, ὅπως ὁ προ­φή­της Μωϋ­σὴς στὸ Σινᾶ κι ὅπως ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης στὴν Πάτμο.

Ὑπάρ­χουν ὅμως κι ἄλλες εὐκαι­ρί­ες ποὺ ὁ πιστὸς βλέ­πει τὸ Χρι­στὸ καὶ ἐπι­κοι­νω­νεῖ μαζί του. Σὲ κάθε περί­πτω­ση, ποὺ θὰ δεί­ξου­με ἀγά­πη καὶ εὐσπλα­χνία σὲ φτω­χοὺς καὶ ἀδυ­νά­τους συναν­θρώ­πους, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώ­νει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποι­ή­σα­τε ἑνὶ τού­των τῶν ἀδελ­φῶν μου των ἐλα­χί­στων, ἐμοὶ ἐποι­ή­σα­τε» (Ματθ. 25, 40). Στὸ πρό­σω­πο κάθε γυμνοῦ, κάθε πει­να­σμέ­νου, κάθε ζητιά­νου ποὺ κτυ­πᾷ τὴν πόρ­τα σου, κάθε ἀσθε­νοῦς ποὺ πλη­σιά­ζεις, κάθε φυλα­κι­σμέ­νου ποὺ ἐπι­σκέ­πτε­σαι, στὸ πρό­σω­πο καθε­νὸς ἀπ’ αὐτούς, εἶνε, χρι­στια­νέ μου, ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός.

Ἀλλὰ μήπως κι ὅταν ἐπι­σκέ­πτε­σαι ἕνα προ­σκύ­νη­μα, ὅταν προ­σκυ­νᾷς μιὰ θαυ­μα­τουρ­γὴ εἰκό­να, ὅταν ἀσπά­ζε­σαι ἕνα γνή­σιο ἱερὸ λεί­ψα­νο ἢ κει­μή­λιο τῆς Ἐκκλη­σί­ας, δὲν αἰσθά­νε­σαι ὅτι ἦλθες σὲ ἐπα­φὴ μὲ τὴ θεία χάρι καὶ πῆρες ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι ποὺ εἶχες ἀνάγ­κη;

Δὲν ὑπῆρ­ξαν ἀκό­μη γιὰ ὅλους μας ἀλη­σμό­νη­τες στιγ­μές, μονα­δι­κὲς στιγ­μὲς μεγά­λων εὐλο­γιῶν καὶ μεγά­λων δοκι­μα­σιῶν; Εἶνε οἱ περι­πτώ­σεις ποὺ αἰσθαν­θή­κα­με, ὅτι ὄντως μᾶς ἐπι­σκέ­φθη­κε ὁ Κύριος. Σὲ τέτοιες στιγ­μὲς λέμε, ὅτι εἴδα­με φανε­ρὰ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἴτε νὰ μᾶς εὐλο­γῇ εἴτε νὰ μᾶς λυτρώ­νῃ.

Ἀγα­πη­τοί μου,

Ὁ Χρι­στὸς περ­νᾷ! Ἄς τρέ­ξου­με, ὅσο ὑπάρ­χει ἀκό­μη και­ρός, νὰ τὸν συναν­τή­σου­με ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μυστι­κῶς θὰ περά­σῃ. Καὶ ἂν ἀργή­σῃ νὰ περά­σῃ, ἐμεῖς μὴ ἀπο­κά­μου­με καὶ μὴν ἀμε­λή­σου­με νὰ τὸν περι­μέ­νου­με. Ἄς δεί­ξου­με πίστι, ὑπο­μο­νὴ καὶ ἐπι­μο­νή.

Εἶνε μονα­δι­κὲς καὶ ἀνε­πα­νά­λη­πτες αὐτὲς οἱ εὐκαι­ρί­ες καὶ δὲν πρέ­πει νὰ τίς χάσου­με. Διό­τι ἂν χάσου­με αὐτὲς τίς συναν­τή­σεις, ἡ ἑπό­με­νη συνάν­τη­ση μὲ τὸ Χρι­στὸ δὲν θὰ εἶνε ὅπως αὐτές. Θὰ ὑπάρ­ξῃ πράγ­μα­τι ἄλλη μιὰ φορὰ ποὺ θὰ δοῦ­με τὸ Χρι­στὸ νὰ περ­νᾷ μπρο­στά μας, ἢ μᾶλ­λον ἐμεῖς θὰ περά­σου­με μπρο­στά του ὄχι ὅμως γιὰ νὰ εὐερ­γε­τη­θοῦ­με μὲ τὰ δῶρα του, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρι­θοῦ­με στὸ ἀδέ­κα­στο βῆμα του. Καὶ τότε, «ἁμαρ­τω­λοί, ποὺ φύγω­μεν;».

Γι’ αὐτὸ ἂς μιμη­θοῦ­με τὸν εὐγνώ­μο­να λῃστή. Ἐκεῖ­νος, πάνω στὸ σταυ­ρό, δὲν ἔχα­σε τὴν εὐκαι­ρία. Ἐπω­φε­λή­θη­κε τὴ συνάν­τη­σή του μὲ τὸ Χρι­στό. Τὸ ἴδιο ἂς κάνου­με καὶ ἐμεῖς φωνά­ζον­τάς του τὰ λόγια ἐκεῖ­να τοῦ λῃστοῦ «Μνή­σθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασι­λείᾳ σοῦ» (Λουκ. 23, 42).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek