ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΘ΄ 1 — 10)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, διήρ­χε­το ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἰερι­χώ· 2καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνό­μα­τι καλού­με­νος Ζακ­χαῖ­ος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχι­τε­λώ­νης, καὶ οὗτος ἦν πλού­σιος, 3καὶ ἐζή­τει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύ­να­το ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλι­κίᾳ μικρὸς ἦν. 4καὶ προ­δρα­μὼν ἔμπρο­σθεν ἀνέ­βη ἐπὶ συκο­μο­ρέ­αν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκεί­νης ἤμελ­λε διέρ­χε­σθαι. 5καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀνα­βλέ­ψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ζακ­χαῖε, σπεύ­σας κατά­βη­θι· σήμε­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. 6καὶ σπεύ­σας κατέ­βη, καὶ ὑπε­δέ­ξα­το αὐτὸν χαί­ρων. 7καὶ ἰδόν­τες πάν­τες διε­γόγ­γυ­ζον λέγον­τες ὅτι παρὰ ἁμαρ­τω­λῷ ἀνδρὶ εἰσῆλ­θε κατα­λῦ­σαι. 8στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· Ἰδοὺ τὰ ἡμί­ση τῶν ὑπαρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τοῖς πτω­χοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυ­κο­φάν­τη­σα, ἀπο­δί­δω­μι τετρα­πλοῦν. 9εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το, καθό­τι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβρα­άμ ἐστιν· 10ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ζητῆ­σαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπο­λω­λός.

Και αφού εισήλ­θε εις την Ιερι­χώ, διέ­βαι­νε την πόλιν. Και ιδού υπήρ­χεν εκεί ένας άνθρω­πος, ονό­μα­τι Ζακ­χαί­ος, και αυτός ήτο αρχι­τε­λώ­νης και πολύ πλού­σιος. Και εζη­τού­σε να ιδή τον Ιησούν, ποί­ος είναι, και δεν ημπο­ρού­σε ένε­κα του πολ­λού πλή­θους, διό­τι αυτός ήτο μικρός κατά το ανά­στη­μα. Και αφού έτρε­ξε εμπρός, ανέ­βη­κε εις μία συκο­μο­ρέ­αν, χωρίς να λογα­ριά­ση την θέσιν και την ηλι­κί­αν του, δια να ίδη τον Ιησούν, διό­τι από τον δρό­μον εκεί­νον θα επερ­νού­σε. Και ο Κυριος αμέ­σως μόλις έφθα­σε στον τόπον της συκο­μο­ρέ­ας, ύψω­σε τα μάτια του, τον είδε και είπε προς αυτόν· “Ζακ­χαίε, κατέ­βα γρή­γο­ρα, διό­τι σήμε­ρα πρέ­πει να μεί­νω στο σπί­τι σου”. Και ο Ζακ­χαί­ος κατέ­βη­κε γρή­γο­ρα και τον υπε­δέ­χθη με μεγά­λην χαράν. Και όταν είδαν το γεγο­νός αυτό, εγόγ­γυ­ζαν όλοι μετα­ξύ των και με αγα­νά­κτη­σιν έλε­γαν, ότι εμπή­κε να κατα­λύ­ση στο σπί­τι αμαρ­τω­λού ανθρώ­που. Εστά­θη δε ο Ζακ­χαί­ος εμπρός στον Κυριον και του είπε· “Κυριε, ιδού, τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου τα δίδω στους πτω­χούς. Και αν τυχόν, σαν τελώ­νης που είμαι, αδί­κη­σα με ψευ­δείς μαρ­τυ­ρί­ας κάποιον και εισέ­πρα­ξα περισ­σό­τε­ρα, του τα επι­στρέ­φω τετρα­πλά­σια”. Ο Ιησούς ιδών την ειλι­κρι­νή μετά­νοιαν του Ζακ­χαί­ου είπε προς αυτόν ότι “σήμε­ρον στο σπί­τι τού­το ήλθε σωτη­ρία εκ μέρους του Θεού, διό­τι και αυτός ο αρχι­τε­λώ­νης είναι από­γο­νος του Αβρα­άμ, ο οποί­ος είχε λάβει από τον Θεόν υπο­σχέ­σεις δια την σωτη­ρί­αν των απο­γό­νων του. 10 Διό­τι ο υιός του ανθρώ­που ήλθε να ανα­ζη­τή­ση και σώση τον αμαρ­τω­λόν άνθρω­πον, που ομοιά­ζει με το χαμέ­νο πρό­βα­το”.

Έπει­τα από λίγο ο Ιησούς μπή­κε στην Ιερι­χώ, και περ­νού­σε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαί­ος. Αυτός ήταν αρχι­τε­λώ­νης και πολύ πλού­σιος. Και προ­σπα­θού­σε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπο­ρού­σε. Διό­τι υπήρ­χε μεγά­λη συρ­ροή λαού, και αυτός ήταν κον­τός στο ανά­στη­μα και σκε­πα­ζό­ταν από το πλή­θος. Έτρε­ξε λοι­πόν μπρο­στά από το πλή­θος που συνό­δευε τον Ιησού και ανέ­βη­κε σαν να ήταν μικρό παι­δί σε μία συκο­μου­ριά για να τον δει, διό­τι από το δρό­μο εκεί­νο στον οποίο βρι­σκό­ταν το δέν­τρο αυτό θα περ­νού­σε ο Ιησούς. Αμέ­σως μόλις έφθα­σε ο Ιησούς στο σημείο εκεί­νο, σήκω­σε τα μάτια του και τον είδε? και χωρίς να τον γνω­ρί­ζει από παλαιό­τε­ρα τον φώνα­ξε με το όνο­μά του και του είπε: Ζακ­χαίε, κατέ­βα γρή­γο­ρα, διό­τι σήμε­ρα πρέ­πει να μεί­νω στο σπί­τι σου, σύμ­φω­να με τη θεία βου­λή που προ­ε­τοι­μά­ζει η σωτη­ρία σου. Τότε ο Ζακ­χαί­ος κατέ­βη­κε γρή­γο­ρα και τον υπο­δέ­χθη­κε στο σπί­τι του με χαρά. Όλοι όμως, όταν είδαν ότι ο Ιησούς προ­τί­μη­σε το σπί­τι του Ζακ­χαί­ου, μουρ­μού­ρι­ζαν μετα­ξύ τους με αγα­νά­κτη­ση και σχο­λί­α­ζαν περι­φρο­νη­τι­κά τον Ιησού λέγον­τας ότι μπή­κε να μεί­νει και να ανα­παυ­θεί στο σπί­τι ενός αμαρ­τω­λού ανθρώ­που. Ο Ζακ­χαί­ος όμως στά­θη­κε μπρο­στά στον Κύριο και του είπε: Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου τα δίνω ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς, κι αν τυχόν ως τελώ­νης μετα­χει­ρί­στη­κα συκο­φαν­τί­ες, ψεύ­τι­κες καταγ­γε­λί­ες και ανα­φο­ρές για να αδι­κή­σω κάποιον σε κάτι, του το γυρί­ζω πίσω τετρα­πλά­σιο. Τότε ο Ιησούς στρά­φη­κε προς αυτόν και είπε: Σήμε­ρα με την επί­σκε­ψή μου στο σπί­τι αυτό ήλθε η σωτη­ρία τόσο στον οικο­δε­σπό­τη όσο και στους δικούς του. Και έπρε­πε να σωθεί και ο αρχι­τε­λώ­νης αυτός, διό­τι κι αυτός είναι γιος και από­γο­νος του Αβρα­άμ, όπως κι εσείς που δια­μαρ­τύ­ρε­σθε. Και σ’ αυτόν λοι­πόν έδω­σε ο Θεός την υπό­σχε­ση της σωτη­ρί­ας. 10 Έπρε­πε λοι­πόν να συν­τε­λέ­σω στη σωτη­ρία αυτή του Ζακ­χαί­ου, διό­τι ο υιός του ανθρώ­που ήλθε από τον ουρα­νό στη γη για ν’ ανα­ζη­τή­σει και να σώσει όλη την ανθρω­πό­τη­τα, που σαν χαμέ­νο πρό­βα­το κιν­δύ­νευε να πεθά­νει μέσα στην αμαρ­τία.

 Mπῆ­κε δέ (ὁ Ἰησοῦς) στὴν Ἱερι­χὼ καὶ περ­νοῦ­σε διὰ μέσου αὐτῆς.  Kαὶ ἰδοὺ ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἄνδρας, ποὺ ὠνο­μα­ζό­ταν Zακ­χαῖ­ος. Ἦταν δὲ ἀρχι­τε­λώ­νης. Ἐπί­σης ἦταν πλού­σιος.  Kαὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ἰδῇ τὸν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­σε λόγῳ τοῦ πλή­θους τοῦ λαοῦ, διό­τι στὸ ἀνά­στη­μα ἦταν κον­τός.  Γι’ αὐτὸ ἔτρε­ξε μπρο­στὰ καὶ ἀνέ­βη­κε σὲ μιὰ συκο­μου­ριὰ γιὰ νὰ τὸν δῇ, διό­τι θὰ περ­νοῦ­σε ἀπ’ ἐκεῖ.  Kαὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφθα­σε σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, κοί­τα­ξε ἐπά­νω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε: «Zακ­χαῖε, κατέ­βα γρή­γο­ρα, διό­τι σήμε­ρα πρό­κει­ται νὰ μεί­νω στὸ σπί­τι σου».  Kαὶ κατέ­βη­κε γρή­γο­ρα, καὶ τὸν ὑπο­δέ­χθη­κε μὲ χαρά.  Ἀλλ’ ὅταν εἶδαν αὐτό, ὅλοι σχο­λί­α­ζαν λέγον­τας: «Στὸ σπί­τι ἁμαρ­τω­λοῦ ἀνθρώ­που πῆγε γιὰ νὰ μεί­νῃ».  Ὁ δὲ Zακ­χαῖ­ος στά­θη­κε καὶ εἶπε στὸν Kύριο: «Ἰδού, Kύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρ­χον­τά μου θὰ δώσω στοὺς πτω­χούς, καὶ ἂν κάτι ἀδί­κη­σα κάποιον, θὰ τὸ ἐπι­στρέ­ψω τετρα­πλά­σιο».  Tότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε γι’ αὐτόν: «Σήμε­ρα σ’ αὐτὸ τὸ σπί­τι ἦλθε σωτη­ρία, διό­τι καὶ αὐτὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβρα­άμ. 10  Ὁ δὲ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἦλθε ν’ ἀνα­ζη­τή­σῃ καὶ νὰ σώσῃ τὸ χαμέ­νο».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Εἰς τὸν Ζακ­χαῖ­ον τὸν τελώ­νην)

Ομι­λία αγί­ου Ιωάν­νου, αρχιε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως του Χρυ­σο­στό­μου,

«Εἰς τὸν Ζακ­χαῖ­ον τὸν τελώ­νην»

Όσοι ποθούν έντο­να καθε­τί καλό, καθό­λου δεν δια­φέ­ρουν από όσους αισθά­νον­ται δίψα, αγα­πη­τοί μου. Όσο πιο πολύ δεν βρί­σκουν αυτό που η ψυχή τους επι­ζη­τεί, τόσο περισ­σό­τε­ρο ανά­βει η δίψα τους για αυτά που ποθούν· και τη νύχτα ονει­ρεύ­ον­ται σαν διψα­σμέ­νοι τις πηγές των όσων ποθούν να βρουν· και όταν ξημε­ρώ­σει, περιερ­χό­με­νοι από τόπο σε τόπο, με αει­κί­νη­τα μάτια κοι­τά­ζον­τας ερευ­νη­τι­κά γύρω, ανα­ζη­τούν αυτά που ποθεί η καρ­διά τους· και είναι όπως ακρι­βώς οι οδοι­πό­ροι που σε ώρα μεση­με­ριά­τι­κου καύ­σω­να δια­σχί­ζουν την άνυ­δρη γη, πιε­σμέ­νοι από τη δίψα, και που εξε­τά­ζουν γύρω τους να βρουν πηγές να δρο­σι­στούν και να ξεδι­ψά­σουν και πολ­λές φορές θα τους δεις να ανε­βαί­νουν αυτοί ακό­μη και βου­νά, για να φτά­σουν όπου υπάρ­χει κάποια πηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαί­ρον­ται και σπεύ­δουν να συνε­χί­σουν και να ολο­κλη­ρώ­σουν την πορεία τους προς αυτήν· έπει­τα φθά­νουν στην πηγή και σβή­νουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι και οι άνθρω­ποι που είναι φίλοι του Χρι­στού. Την ημέ­ρα ανα­ζη­τούν τον ποθού­με­νό τους Χρι­στό με καλά έργα και τη νύχτα συνο­μι­λούν μαζί Του με την προ­σευ­χή και όταν κοι­μούν­ται βλέ­πουν στο όνει­ρό τους ότι περ­πα­τούν μαζί Του· όταν στα ορά­μα­τά τους Τον δουν από μακριά, χαί­ρον­ται και ανα­γαλ­λιά­ζουν, όπως ακρι­βώς οι διψα­σμέ­νοι, όταν βρουν τις πηγές που ποθούν· και πάλι όταν ξυπνή­σουν, θέλουν να ξανα­κοι­μη­θούν, για να αντι­κρύ­σουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτα­σία.

Τέτοιος άνθρω­πος ήταν και ο Ζακ­χαί­ος που δια­βά­σα­με πριν από λίγο στο Ευαγ­γέ­λιο. Δες τον, σε παρα­κα­λώ, που και τρέ­χει και από τον πόθο φλέ­γε­ται τον θείο και επά­νω στο δέν­τρο σκαρ­φα­λώ­νει και τον Ιησού ψάχνει ολό­γυ­ρα, για να δει τη ζωο­δό­τρια πηγή. Κι όταν ο Ζακ­χαί­ος αντί­κρι­σε τον Κύριο, την όρα­σή του βέβαια την ανά­παυ­σε, την καρ­διά του όμως περισ­σό­τε­ρο εξή­ψε ο πόθος να μεί­νει για πάν­τα κον­τά Του.

«Έπει­τα από λίγο ο Ιησούς μπή­κε στην Ιερι­χώ », λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, «και περ­νού­σε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαί­ος. Αυτός ήταν αρχι­τε­λώ­νης και πολύ πλού­σιος. Και προ­σπα­θού­σε να δει τον Ιησού », επει­δή επρό­κει­το να περά­σει από εκεί, «αλλά δεν μπο­ρού­σε».

Πρό­σε­ξε, αγα­πη­τέ μου, σε παρα­κα­λώ, τον πόθο του ανθρώ­που αυτού: «Κα οκ δύνα­το π το χλου, τι τ λικί μικρς ν (: και δεν μπο­ρού­σε να Τον δει, διό­τι υπήρ­χε μεγά­λη συρ­ροή λαού, και αυτός ήταν κον­τός στο ανά­στη­μα και καλυ­πτό­ταν από το πλή­θος)». «Κα προ­δραμν μπρο­σθεν νέβη π συκο­μο­ρέ­αν, να δ ατόν, τι κεί­νης μελ­λε διέρ­χε­σθαι (: Έτρε­ξε λοι­πόν μπρο­στά από το πλή­θος που συνό­δευε τον Ιησού και ανέ­βη­κε σαν να ήταν μικρό παι­δί σε μία συκο­μου­ριά για να τον δει, διό­τι από το δρό­μο εκεί­νο στον οποίο βρι­σκό­ταν το δέν­τρο αυτό θα περ­νού­σε ο Ιησούς)». Ο Ζακ­χαί­ος που στο σωμα­τι­κό του ανά­στη­μα ήταν μικρός, ενώ στη φρό­νη­ση του πνεύ­μα­τος ήταν μέγας, ζητού­σε να δει τον Ιησού, επι­θυ­μού­σε να δει τον Θεό ανά­με­σα στους ανθρώ­πους να χαρί­ζει τα ουρά­νια· ζητού­σε να δει Εκεί­νον που έπλα­σε τους αγγέ­λους και φωτο­δό­τη­σε το ουρά­νιο και το υπέρ­γειο φως, με βήμα­τα ανθρώ­πι­να να περι­πα­τεί· ζητού­σε να δει πώς ο Ήλιος της δικαιο­σύ­νης, στη νεφέ­λη του σώμα­τος καθι­σμέ­νος, πλημ­μύ­ρι­σε με φως τα ψυχι­κά μάτια των πιστών. Ζητού­σε να δει τον Θεό Ιησού, τον Ωραίο στη μορ­φή, τον Ποθη­τό, Αυτόν, που με το γλυ­κύ όνο­μά Του Ιησούς, δηλώ­νει και την πρά­ξη της σωτη­ρί­ας· επι­θυ­μού­σε να δει το πορ­φυ­ρό­μαλ­λο πρό­βα­το, που το αίμα Του εξα­γό­ρα­σε τις αμαρ­τί­ες της οικου­μέ­νης και τον Αμνό που η προ­βιά Του σκέ­πα­σε όσους γυμνώ­θη­καν εξαι­τί­ας των αμαρ­τιών τους από την επο­χή του Αδάμ ως το τέλος.

Επι­θυ­μού­σε να δει ο αιχ­μά­λω­τος στρα­τιώ­της τον δικό του τον Βασι­λέα, το πρό­βα­το τον Ποι­μέ­να του, ο περι­πλα­νη­μέ­νος και χαμέ­νος ταξι­διώ­της τον Δρό­μο του, ο σκο­τι­σμέ­νος το Φως. Επι­θυ­μού­σε να δει τον κήρυ­κα της ευσε­βεί­ας, αυτός που δεν είχε γευ­τεί τη γλυ­κύ­τη­τα της θεο­γνω­σί­ας· ζητού­σε να δει ο άρρω­στος την υγεία του, ο πει­να­σμέ­νος την ουρά­νια τρο­φή, ο διψα­σμέ­νος την ζωο­δό­τρια πηγή· επι­θυ­μού­σε να δει τον εμψυ­χω­τή των ιερέ­ων και Εκεί­νον που ξύπνη­σε τον Λάζα­ρο από τον ύπνο του θανά­του. Ω, τι έρω­τας θεϊ­κός, ω τι επι­θυ­μία αγα­θή!

Ω, τον έρω­τα τον χρυ­σό­φτε­ρο, ή καλύ­τε­ρα τον έρω­τα του Χρι­στού, που ανε­βά­ζει στους ουρα­νούς την ψυχή που τον αισθά­νε­ται. Ήδη ο θεϊ­κός έρω­τας, αυτός που τον σήκω­σε από τη γη, τον έκα­με κιό­λας να ανέ­βει στο δέν­δρο. Ήδη δεν τον άφη­σε να εξα­κο­λου­θή­σει να βλέ­πει πια τα επί­γεια, ούτε και να συνα­να­στρέ­φε­ται πια τους ανθρώ­πους· αλλά στρέ­φον­τας το βλέμ­μα του προς τη θεία αγά­πη, δεχό­ταν τα ουρά­νια αγα­θά. Από τα γήι­να έτρε­χε προς τα ουρά­νια, που προ­κα­λού­σαν την προ­θυ­μία του να τα ανα­ζη­τή­σει, και αφού σκαρ­φά­λω­σε στο δέν­τρο, έψα­χνε γύρω ανα­ζη­τών­τας τον Χρι­στό και με τη διά­νοιά του βρι­σκό­ταν επά­νω στη νεφέ­λη.

Και όταν είδε ο Ζακ­χαί­ος τον Χρι­στό, Τού μίλη­σε όπως άρμο­ζε: «Πρός σ ρα τος φθαλ­μος μου τν κατοι­κοντα ν τ οραν(:Σ’ Εσέ­να σήκω­σα τα μάτια μου που κατοι­κείς στον ουρα­νό)»[Ψαλμ.122,1]. Είδε ο Ζακ­χαί­ος τον Κύριο και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο δυνά­μω­σε η επι­θυ­μία του· τον άγγι­ξε στην ψυχή και έγι­νε ολό­τε­λα δια­φο­ρε­τι­κός άνθρω­πος· από τελώ­νης έγι­νε ζηλω­τής, από άπι­στος πιστός, από λύκος πρό­βα­το σφρα­γι­σμέ­νο για σφα­γή. Ποιος νιώ­θει τέτοια επι­θυ­μία για τον πατέ­ρα και την μητέ­ρα του, ποιος τόσο πολύ ποτέ αγά­πη­σε τη γυναί­κα ή τα παι­διά του, όπως ο Ζακ­χαί­ος τον Κύριο, όπως φανε­ρώ­νουν τα ίδια τα πράγ­μα­τα; Έδω­σε όλα τα υπάρ­χον­τά του στους φτω­χούς για χάρη του Χρι­στού και τετρα­πλά­σια τα επέ­στρε­ψε σε όποιους συκο­φάν­τη­σε. Συμ­πε­ρι­φο­ρά άρι­στη μαθη­τή και δασκά­λου επιεί­κεια και δύνα­μη θεϊ­κή· από τη θέα Του και μόνο ο Ιησούς οδη­γεί στην πρά­ξη την καλο­προ­αί­ρε­τη ψυχή!

Κανέ­να διδα­κτι­κό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακ­χαίο, παρου­σιά­στη­κε μόνο σε αυτόν που Τον ποθού­σε και από το βάθος της καρ­διάς του ανελ­κυό­ταν προς τα επά­νω η δύνα­μη της πίστε­ως. Κάτι παρό­μοιο έγι­νε και στην αιμορ­ρο­ού­σα· ήρθε κον­τά στον Κύριο και ζητού­σε να τη θερα­πεύ­σει, μα δεν περί­με­νε να Του αγγί­ξει το χέρι, αλλά αφού πλη­σί­α­σε, Του αγγί­ζει κρυ­φά με πίστη την άκρη απ’ τα ρού­χα Του· και της θερα­πεί­ας τη δύνα­μη σαν σφουγ­γά­ρι με το γεμά­τη πίστη άγγιγ­μά της την τρά­βη­ξε.

Και ο μεν Ζακ­χαί­ος ενερ­γού­σε ασυ­ναί­σθη­τα και κινού­με­νος από ζήλο θεϊ­κό και από πνευ­μα­τι­κό έρω­τα φλε­γό­με­νος, ανέ­βαι­νε στη μου­ριά· ο Κύριος όμως βλέ­πον­τας με τους θεϊ­κούς οφθαλ­μούς Του τον μυστι­κό θησαυ­ρό της ψυχής του καλο­προ­αί­ρε­του Ζακ­χαί­ου, του λέει: «Κατέ­βα· Γνώ­ρι­σα την ψυχή σου, γνώ­ρι­σα τον όσιο έρω­τά σου· Κατέ­βα. Θυμή­σου ότι και ο Αδάμ όταν ένιω­σε τη γυμνό­τη­τά του, κρύ­φτη­κε πίσω από τη συκιά· και εσύ που θέλεις να σωθείς, μην τρέ­χεις πάνω στη συκο­μου­ριά. Πρέ­πει να την ξηρά­νω αυτή τη μου­ριά και να φυτέ­ψω άλλη, τον σταυ­ρό. Εκεί­νος είναι το ευλο­γη­μέ­νο δέν­τρο και σε αυτό να οδη­γείς τα βήμα­τα της ψυχής σου. Από αυτό ακον­τί­ζε­σαι αμέ­σως στον ουρα­νό· ενώ σε τού­του του δέν­τρου τα φύλ­λα και το φίδι περι­πλέ­κε­ται, και σε αυτό κρύ­βε­ται και σε αυτήν κλώ­ση­σε τα μικρά του. Κατέ­βα γρή­γο­ρα, προ­τού αρχί­σει να ψιθυ­ρί­ζει στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπει­σε να δοκι­μά­σει τη γλυ­κιά ηδο­νή. Κατέ­βα γρή­γο­ρα. Όσο στέ­κο­μαι εγώ, κατέ­βα απ’ αυτή· όταν εγώ βλέ­πω τον όφι, εκεί­νος φιμώ­νε­ται. Κατέ­βα γρή­γο­ρα, δε θέλω να σ’ αφή­σω πάνω στη συκο­μου­ριά, δε θέλω να χαθείς. Δικό μου πρό­βα­το είσαι, σ’ Εμέ­να έτρε­ξες. Κατέ­βα γρή­γο­ρα και περί­με­νέ με στο σπί­τι σου. Πρέ­πει να έρθω εγώ να ξεκου­ρα­στώ εκεί. Όπου υπάρ­χει πίστη, εκεί ανα­παύ­ο­μαι. Όπου υπάρ­χει αγά­πη, εκεί πηγαί­νω. Ξέρω τι θα κάμεις σε λίγο· ξέρω ότι θα δώσεις όλα τα υπάρ­χον­τά σου στους φτω­χούς και πρώ­τα ότι θα επι­στρέ­ψεις το τετρα­πλά­σιο σ’ όσους συκο­φάν­τη­σες. Σε τέτοιους ανθρώ­πους με ευχα­ρί­στη­ση φιλο­ξε­νού­μαι».

Και ο Ζακ­χαί­ος έσπευ­σε να κατε­βεί και πήγε στο σπί­τι του και υπο­δέ­χτη­κε τον Ιησού. Και γεμά­τος χαρά, είπε αφού στά­θη­κε –ούτε περ­πα­τών­τας, ούτε καθι­σμέ­νος, αλλά αφού στάθηκε,για να δεί­ξει την αμε­τά­θε­τη από­φα­ση της ψυχής του· και αφού στά­θη­κε, μίλη­σε, όταν με θερ­μή ψυχή και αμε­τα­μέ­λη­τη από­φα­ση, απο­δυό­ταν στον αγώ­να· ήξε­ρε πού σπέρ­νει και πού επρό­κει­το να θερί­σει και είπε· «Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου τα δίνω ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς, κι αν τυχόν ως τελώ­νης μετα­χει­ρί­στη­κα συκο­φαν­τί­ες, ψεύ­τι­κες καταγ­γε­λί­ες και ανα­φο­ρές για να αδι­κή­σω κάποιον σε κάτι, του το γυρί­ζω πίσω τετρα­πλά­σιο».

Ω εξο­μο­λό­γη­ση καθα­ρή, που προ­έρ­χε­ται από καρ­διά καθα­ρή. Εξο­μο­λό­γη­ση ανε­παί­σχυν­τη, που παρί­στα­ται μπρο­στά στην ανε­παί­σχυν­τη δόξα του Θεού, εξο­μο­λό­γη­ση που απο­πνέ­ει πίστη και ανθο­φο­ρεί δικαιο­σύ­νη. Αυτής της δικαιο­σύ­νης ας μας κατα­ξιώ­σει ο των όλων Θεός, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

μετά­φρα­ση και ηλε­κτρο­νι­κή επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Zacchaeum%20publicanum.pdf

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greeklanguage.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell- scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου  με θέμα:

«ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΕΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–1‑1990]

(Β231)

Ο Από­στο­λος Παύ­λος, αγα­πη­τοί μου, στέλ­νον­τας την πρώ­τη του επι­στο­λή στον πολύ αγα­πη­μέ­νο του μαθη­τή, τον Τιμό­θεο, του σημειώ­νει και του γρά­φει: «Πιστς λγος κα πσης ποδοχς ξιος». «Ο λόγος του Θεού», λέγει, «είναι πιστός, αξιό­πι­στος. Και συνε­πώς, αφού είναι αξιό­πι­στος, είναι άξιος κάθε απο­δο­χής». «Ες τοτο γρ κα κοπιμεν κα νει­διζμεθα, τι λπκαμεν π Θε ζντι, ς στι σωτρ πντων νθρπων, μλιστα πιστν». «Γι’ αυτόν τον λόγο κου­ρα­ζό­μα­στε και κοπιά­ζου­με και υφι­στά­με­θα ονει­δι­σμούς, για­τί έχου­με ελπί­σει σε Θεό ζων­τα­νό, ο Οποί­ος είναι σωτή­ρας όλων των ανθρώ­πων, ιδιαί­τε­ρα δε, σωτή­ρας των πιστών». «Παργγελ­λε τατα κα δδασκε». «Αυτά που σου γρά­φω να τα παραγ­γέλ­λεις και στους άλλους και να τα διδά­σκεις». «Μηδες σου τς νετητος κατα­φρο­νετω». «Κανείς να μην πει ότι είσαι νέος στην ηλι­κία και συνε­πώς να μην σε προ­σέ­ξει. Αντι­θέ­τως θα σε προ­σέ­ξουν όταν θα γίνεις τύπος των πιστών».

«Τπος γνου τν πιστν ν λγ, ν ναστροφ, ν γπ, ν πνεματι, ν πστει, ν γνείᾳ». «Να γίνεις υπό­δειγ­μα των πιστών στον λόγο, στη συνα­να­στρο­φή σου, στην αγά­πη σου, στην πνευ­μα­τι­κή σου όλη ζωή, στην πίστη, στην αγνεία». «ως ρχο­μαι πρσεχε τ ναγνσει, τ παρακλσει, τ διδα­σκαλίᾳ»· έως ότου σε συναν­τή­σω, να προ­σέ­χεις εις την μελέ­την του λόγου του Θεού, εις την παρη­γο­ρία του λαού, εις την διδα­σκα­λία του λαού. «Μ μλει το ν σο χαρσμα­τος, δθη σοι δι προ­φη­τεας μετ πιθσεως τν χειρν το πρε­σβυ­τερου». «Μην αφή­νεις να μένει ανε­νέρ­γη­το το χάρι­σμα που πήρες, το χάρι­σμα της ιερω­σύ­νης· μην το αφή­νεις ανε­νέρ­γη­το, αυτό που πήρες, δια των χει­ρών ολο­κλή­ρου του πρε­σβυ­τε­ρί­ου, δηλα­δή όλων των πρε­σβυ­τέ­ρων, εννο­εί­ται στην Έφε­σο, τότε». «Τατα μελτα, ν τοτοις σθι, να σου προ­κοπ φανερ ν πσιν». «Αυτά να τα μελε­τάς, σε αυτά να βρί­σκε­σαι, σε αυτά να είσαι, αυτά να ζεις, για να είναι η προ­κο­πή σου φανε­ρή σε όλα και σε όλους». «πεχε σεαυτ». «Πρό­σε­χε τον εαυ­τό σου»· «κα τ διδα­σκαλίᾳ, πμενε ατος». «Να επι­μέ­νεις εις αυτούς»· «τοτο γρ ποιν κα σεαυτν σσεις κα τος κοοντς σου». «Για­τί κάνον­τας αυτό και τον εαυ­τό σου θα σώσεις, αλλά κι εκεί­νους οι οποί­οι σε ακού­ουν».

Βλέ­πε­τε, αγα­πη­τοί μου, μια ανθο­δέ­σμη παραι­νέ­σε­ων, συμ­βου­λών προς τον νεα­ρόν τότε επί­σκο­πον της Εφέ­σου, τον Τιμό­θε­ον. Ήτο θαυ­μά­σιος άνθρω­πος ο Τιμό­θε­ος. Αλλά δεν έχει σημα­σία. Του τα υπεν­θυ­μί­ζει αυτά. Για­τί είναι καλός πατέ­ρας ο Παύ­λος και θέλει να φυλά­ξει το παι­δί του, τον Τιμό­θε­ον. Και ο καθέ­νας από μας όταν τιμά τον Θεό, είναι ένας μικρός Τιμό­θε­ος. Και συνε­πώς, αυτά που γρά­φει στον Τιμό­θεο, τα γρά­φει και εις τον καθέ­να από μας.

Βέβαια θα έπρε­πε κάθε του λόγο, κάθε του σημείο, να μας απη­σχό­λει και ιδιαι­τέ­ρως. Επι­τρέ­ψα­τέ μου να μεί­νω μόνο σε ένα σημείο. Εκεί που λέει: «Τπος γνου τν πιστν ν λγ». «Να γίνεις», λέει, «τύπος των πιστών στα λόγια σου». Οι Πατέ­ρες λένε ότι η αρχή της πνευ­μα­τι­κής ζωής είναι η συγ­κρά­τη­ση της γλώσ­σης, είναι η καλ­λιέρ­γεια της γλώσ­σης. Να μπο­ρεί κανείς να δια­θέ­τει μίαν καλ­λιερ­γη­μέ­νη γλώσ­σα. Όχι βεβαί­ως συν­τα­κτι­κά και γραμ­μα­τι­κά. Αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που μπο­ρεί να δώσει την εικό­να ενός αγραμ­μά­του ή εγγραμ­μά­του ανθρώ­που. «Αλλά από πλευ­ράς ήθους, πρό­σε­χε», λέγει, «πρό­σε­χε τα λόγια σου». Να γίνεις υπό­δειγ­μα στα λόγια σου. Γι΄αυτό σας είπα, πράγ­μα­τι οι Πατέ­ρες τονί­ζουν αυτό και λέγουν, διό­τι το θέμα, το πρώ­το βήμα της πνευ­μα­τι­κής ζωής είναι να καλ­λιερ­γή­σου­με τη γλώσ­σα μας. Μα και το δείγ­μα της τελειό­τη­τος της πνευ­μα­τι­κής μας ζωής, είναι πάλι η γλώσ­σα μας.

Γι΄αυτό λέγει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος: «Ε τς ο πταιειν λόγ, οτος τέλειος νήρ». «Εκεί­νος ο οποί­ος», λέγει, «δεν έχει πταί­σμα­τα στον λόγον, αυτός είναι τέλειος άνθρω­πος». Και πράγ­μα­τι, σας ξανα­λέ­γω, το θέμα της γλώσ­σης είναι το να χαλι­να­γω­γη­θεί. Έχει ολό­κλη­ρη παρά­γρα­φο ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος στο θέμα της χαλι­να­γω­γή­σε­ως της γλώσ­σας. Την παρου­σιά­ζει τη γλώσ­σα ότι είναι ένα φοβε­ρό κακό, ένα φοβε­ρό κακό και ταυ­τό­χρο­να είναι ένα όργα­νο με το οποίο ευλο­γού­με και δοξά­ζου­με τον Θεό. Γι΄αυτόν τον λόγο θα πρέ­πει να προ­σέ­χου­με πολύ στο θέμα της γλώσ­σα. Στη γλώσ­σα μας έχου­με πολ­λά θέμα­τα, τα οποία τώρα θα δού­με με πάρα πολύ σύν­το­μο τρό­πο.

Και πρώ­τα πρώ­τα η γλώσ­σα μπο­ρεί να φταί­ξει σε κάτι που το ξέρου­με όλοι μας, και λέγε­ται ψέμα. Υπάρ­χει άνθρω­πος που δεν είπε ψέμα; Δεν υπάρ­χει. Όλοι έχουν πει το ψέμα. Βέβαια το ψέμα είναι ένας μικρός δόλος. Αλλά δεν είναι μόνο δόλος το μικρό ψέμα· ο δόλος είναι κάτι πολύ μεγά­λο. Όταν ο Κύριος είδε τον Ναθα­να­ήλ και του είπε: «Να ένας αλη­θι­νός Ισραη­λί­της, που δεν υπάρ­χει δόλος εις το στό­μα του», δεν εννο­ού­σε βέβαια ότι ο Ναθα­να­ήλ δεν είπε ποτέ ψέμα­τα. Ασφα­λώς θα επρό­σε­χε να μη λέγει ψέμα­τα. Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Όμως ο δόλος είναι κάτι βαθύ­τε­ρο. Σας είπα όμως ότι το ψέμα είναι ένας μικρός δόλος. Για­τί θέλο­με να αλλά­ξου­με τα πράγ­μα­τα και να δώσου­με μία δια­φο­ρε­τι­κή εικό­να εις τους άλλους για εκεί­νο το οποίο εμείς δεν θέλου­με να μιλή­σου­με. Να δια­στρέ­ψου­με την αλή­θεια, να απο­κρύ­ψου­με την αλή­θεια, να απο­κρύ­ψο­με την αλή­θεια κ.ο.κ.

Πάν­τως το ψέμα στον άνθρω­πο δυστυ­χώς υπάρ­χει. Αρκεί να σκε­φτού­με ποιος είναι εκεί­νος ο οποί­ος πρω­το­γέν­νη­σε το ψέμα, αγα­πη­τοί μου. Είναι ο διά­βο­λος. Είναι το αμάρ­τη­μα που έγι­νε, ακού­στη­κε μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Ήρθε ο διά­βο­λος και είπε εις τους πρω­το­πλά­στους: «Αλή­θεια, είπε ο Θεός να μην φάτε από κανέ­ναν καρ­πό μέσα εις τον Παρά­δει­σον;». «Όχι», λέγει η Εύα, «παρά μόνον από τους καρ­πούς αυτού του δέν­δρου». Είπε ψέμα ο διά­βο­λος. Ή μάλ­λον, έτσι το έφε­ρε το πράγ­μα, για να υπο­σκε­λί­σει τους πρω­το­πλά­στους. Και κατό­πιν τους είπε εκεί­νο το μεγά­λο ψέμα. Ότι «ο Θεός σας είπε να μη δοκι­μά­σε­τε από τον καρ­πόν αυτόν, για να μη γίνε­τε θεοί». Παμ­μέ­γι­στο, αγα­πη­τοί μου, ψέμα. Για­τί ο Θεός πράγ­μα­τι, σκο­πός στο πρό­γραμ­μά Του ήταν να κάνει τον άνθρω­πο θεό. Αλλά να γίνει θεός, ένας μικρός, κατά χάριν θεός, αλλά εφό­σον όμως θα έδει­χνε αρε­τή. Και πρώ­τη αρε­τή θα ήταν η υπα­κοή. Έτσι αν οι πρω­τό­πλα­στοι υπή­κουον στην εντο­λή του Θεού να μη δοκι­μά­σουν από τον καρ­πόν αυτόν, ο οποί­ος επι­τέ­λους δεν είχε τίπο­τε, ένας συνή­θης καρ­πός, δεν είχε τον θάνα­το, ο θάνα­τος δεν ήταν στον καρ­πό, ο θάνα­τος ήταν στην παρα­κοή, στην αθέ­τη­ση της εντο­λής του Θεού. Κι ο διά­βο­λος κατά­φε­ρε να υπο­σκε­λί­σει τους πρω­το­πλά­στους, λέγον­τας αυτό το πελώ­ριο ψέμα. Ο Κύριος μάς είπε ότι το ψέμα έχει πάτρω­νά του τον διά­βο­λο. Ότι είναι ο πατήρ του ψεύ­δους. Ότι πάν­το­τε ψεύ­δε­ται ο διά­βο­λος. Κι αν καμιά φορά ο διά­βο­λος δεν ψεύ­δε­ται, το κάνει για να πετύ­χει ένα μεγα­λύ­τε­ρο ψέμα. Αλλά πάν­το­τε ψεύ­δε­ται. Και είναι ο πατήρ αυτού, λέγει ο Κύριος, ο πατέ­ρας, ο επι­νο­η­τής του ψεύ­δους. Οι πρω­τό­πλα­στοι δεν θα μπο­ρού­σαν ποτέ να φαν­τα­στούν ότι θα μπο­ρού­σε κανείς να κάνει χρή­ση του ψεύ­δους. Να αλλά­ξει δηλα­δή τα πράγ­μα­τα.

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι μόνο το ψέμα. Στη γλώσ­σα υπάρ­χει κι ένα άλλο πράγ­μα, που είναι ακό­μη πιο κάτω. Είναι η βωμο­λο­χία. Βωμο­λο­χία… Το να λέει κανείς βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα. Όχι η βλα­σφη­μία. Η βωμο­λο­χία. Το να λέει κανείς βρώ­μι­κα, ακά­θαρ­τα πράγ­μα­τα. Μάλι­στα αρκεί να σκε­φτεί κανείς ότι θεω­ρεί­ται προ­νό­μιο σε εκεί­νον που έχει βρώ­μι­κη γλώσ­σα. Προ­νό­μιο. Και είναι περι­ζή­τη­τος στις παρέ­ες, για­τί μπο­ρεί να λέγει βρώ­μι­κα πράγ­μα­τα, ανέκ­δο­τα διε­φθαρ­μέ­να, για να γελούν οι άλλοι. Αυτή είναι η βρώ­μι­κη γλώσ­σα. Ακό­μη η γλώσ­σα η οποία λέγει απρε­πείς λέξεις· ή βάναυ­σες λέξεις. Η γλώσ­σα που μιλά­ει βάναυ­σα, δεί­χνει πρώ­τα- πρώ­τα έναν άνθρω­πο που δεν έχει καλ­λιερ­γη­θεί, δεν έχει λεπτό­τη­τα. Η γλώσ­σα δεί­χνει κατά πόσο είσαι καλ­λιερ­γη­μέ­νος και πολι­τι­σμέ­νος. Έξω όμως από αυτό, αγα­πη­τοί μου, είναι φοβε­ρή αμαρ­τία. Λέει ο από­στο­λος Παύ­λος: «Πς λόγος σαπρς κ το στό­μα­τος μν μ κπο­ρευέ­σθω». «Κάθε», λέγει, «σάπια κου­βέν­τα, σάπιος λόγος, από το στό­μα σας να μη βγαί­νει». Είδα­τε; Σαπρός λόγος, σάπια κου­βέν­τα· διό­τι πράγ­μα­τι αυτές οι κου­βέν­τες είναι σάπιες.

Αλλά, ένα σκα­λο­πά­τι πιο κάτω να κατε­βού­με. Στα πταί­σμα­τα της γλώσ­σης και στις παρε­κτρο­πές της γλώσ­σας είναι, αγα­πη­τοί μου, η βλα­σφη­μία. Είναι η βλα­σφη­μία. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα η βλα­σφη­μία. Είναι όταν κανείς βλά­πτει την φήμην ή του Θεού ή του άλλου, του πλη­σί­ον του. Αυτό θα πει «βλα­σφη­μώ», βλά­πτω + φήμη, βλα­σφη­μία. Όταν βλά­πτω, υπο­τι­μώ, υπο­βι­βά­ζω, υπο­στέλ­λω τη φήμη του άλλου ή του Θεού. Έτσι έχου­με βεβαί­ως τη βλα­σφη­μία κατά του Θεού και τη βλα­σφη­μία κατά των ανθρώ­πων. Ο Κύριος μάς είπε ότι δεν μπο­ρείς να πεις στον άλλον «μωρέ» ή «ρακά». Είναι το ίδιο. «Μωρέ άνθρω­πε»-από το ο μωρός, του μωρού- θα πει: «εσύ που είσαι μωρός», δηλα­δή ανόη­τος. Αλλά, έτσι, είπε ο Κύριος, ότι προ­σβάλ­λο­με την εικό­να του Θεού εις τον άλλον άνθρω­πον. Δεν πρέ­πει να πού­με τον άλλον ούτε «μωρέ». «Για­τί», λέγει, «είναι υπεύ­θυ­νος του συνε­δρί­ου, δηλα­δή θα δώσει δίκη δια την εκφο­ρά αυτού του χαρα­κτη­ρι­σμού, αυτής της βλα­σφη­μί­ας.» Έτσι, κατα­λα­βαί­νε­τε, δεν μπο­ρού­με να εξα­πο­λύ­ο­με βλα­σφη­μί­ες κατά του Θεού και κατά των άλλων ανθρώ­πων.

Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Δεν φθά­νει, άνθρω­πε, που μένεις εις τα του Θεού -Η Γη τι είναι; Το Κυρί­ου γ κα τ πλή­ρω­μα ατς. Η Γη είναι του Κυρί­ου. Και ό,τι υπάρ­χει επά­νω στη Γη είναι δικό Του-, δεν φθά­νει λοι­πόν ότι είσαι εις τα του Κυρί­ου, δεν φθά­νει ότι δεν πλη­ρώ­νεις –χαρι­τω­μέ­νο- ενοί­κιον, υβρί­ζεις και τον ιδιο­κτή­τη;». Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός έλε­γε: «Βρί­σε μου τη μάνα μου, βρί­σε μου τον πατέ­ρα μου, θα σε συγ­χω­ρή­σω. Αν μου βρί­σεις τον Κύριό μου και τον Θεό μου, δεν θέλω να σε βλέ­πω στα μάτια μου». Κι ακό­μα, ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος λέγει το εξής- σε μετά­φρα­ση σας το λέγω: «Αν ο παλαιός νόμος, κατά του κακο­λο­γούν­τος πατέ­ρα ή μητέ­ρα, επέ­βα­λε ποι­νήν θανά­του, τι άρα­γε πρέ­πει να πού­με εμείς για εκεί­νους που κακο­λο­γούν όχι πλέ­ον πατέ­ρα ή μητέ­ρα, αλλά Αυτόν τον Πατέ­ρα όλων, τον Θεόν; Ποια κόλα­ση θα θεω­ρη­θεί αρκε­τή για την άμε­τρη κακία τους; Ποιος πύρι­νος ποτα­μός, ποιο σκου­λή­κι ακοί­μη­το, ποιο ατέ­λειω­το σκο­τά­δι;»-δηλα­δή κόλα­σις. Ποια κόλα­σις θα δεχθεί τον βλά­σφη­μον;

Πολ­λοί επι­κα­λούν­ται την συνή­θειαν. Ότι «η βλα­σφη­μία δεν έχει», λέει, «βάθος εις αυτούς». Απλώς είναι μία συνή­θεια, την οποί­αν άρπα­ξαν από το περι­βάλ­λον τους και το λένε. Τι λέτε; Αυτό είναι ελα­φρυν­τι­κό; Θα μπο­ρού­σε ο άλλος να βρί­σει τη μάνα σου και τον πατέ­ρα σου και να σου πει: επει­δή βρί­ζει τη δική του τη μάνα και τον δικό του τον πατέ­ρα, γι΄αυτό από συνή­θεια η γλώσ­σα του έτρε­ξε και έβρι­σε τους δικούς σου τους γονείς, θα το θεω­ρού­σες, θα του έδι­νες ελα­φρυν­τι­κό τη συνή­θειά του να βρί­ζει ή θα εθύ­μω­νες εναν­τί­ον του για­τί έβρι­σε τους γονείς σου; Δεν είναι, αγα­πη­τοί μου, επι­χεί­ρη­μα αυτό· δεν είναι! Γι΄αυτό, κάπο­τε, όταν οι Εβραί­οι πέρα­σαν την Ερυ­θράν Θάλασ­σα και ήρθαν εις την έρη­μο, κάποιος, που είχε πατέ­ρα Αιγύ­πτιο και μάνα Εβραία, ακο­λού­θη­σε βέβαια τον λαόν του Θεού· δια­πλη­κτί­στη­κε με έναν άλλον άνθρω­πο, Εβραί­ον, κι εκεί έβρι­σε. Μάλι­στα, ξέρε­τε, στην Παλαιά Δια­θή­κη, το ρήμα «βρί­ζω» δεν υπάρ­χει. Ούτε το ρήμα «βλα­σφημ». Υπάρ­χει, ακού­στε, το ρήμα «ελογ». Λέγει: «Ηλόγη­σε τόν Θεόν». Δεν τολ­μά­ει ο Εβραί­ος να γρά­ψει στην Αγία Γρα­φή, ο κάθε ιερός συγ­γρα­φεύς, το ρήμα «υβρί­ζω» ή «βλα­σφη­μώ». Δεν τολ­μά. Και βάζουν ευφή­μως το : «ελογ τό νομα το Θεο». Μα «ελογ» θα μου πεί­τε, θα πει «δοξά­ζω». Ναι. Όπως λέμε… το ξύδι, το λέμε γλυ­κά­δι. Και όπως λέμε τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα, «Εύξει­νον Πόν­τον». Δηλα­δή θάλασ­σα που είναι όμορ­φη, ειρη­νι­κή, που μπο­ρούν εκεί να πλέ­ουν και τα μικρά βαρ­κά­κια. Αντί να πού­με «Μαύ­ρη Θάλασ­σα». Για λόγους ευφή­μους. Το αυτί μας να μην ακού­σει άσχη­μο χαρα­κτη­ρι­σμό. Αυτός λοι­πόν ο Αιγύ­πτιος, ο επί­μει­κτος, θα λέγα­με, ύβρι­σε το όνο­μα του Θεού. Τον έπια­σαν οι άλλοι, τον πήγαν στον Μωυ­σή και του λένε… και ξέρε­τε, μετά που δόθη­κε ο νόμος, δεν υπήρ­χε όμως καμία εντο­λή που να λέγει τι έπρε­πε να κάνουν αυτόν τον βλά­σφη­μον. Γι΄αυτό και τον έβα­λε φυλα­κή. Ο Μωυ­σής ηρώ­τη­σε τον Θεόν: «Τι να τον κάνου­με αυτόν; Πώς θα τον τιμω­ρή­σου­με;». Και ο Θεός απήν­τη­σε: «Με θάνα­το!».

Αγα­πη­τοί μου, είναι φοβε­ρό πράγ­μα η βλα­σφη­μία. Να σας πω και κάτι: Στην Και­νή Δια­θή­κη, στους Κανό­νες της Εκκλη­σί­ας μας, δεν υπάρ­χει κανέ­νας κανό­νας που να κανο­νί­ζει, δηλα­δή να επι­τι­μά τον βλά­σφη­μον. Έχει για τον ανή­θι­κο, έχει για τον κλέ­φτη, έχει για τον μέθυ­σο, έχει, έχει, έχει, έχει, αλλά για τον βλά­σφη­μο δεν υπάρ­χει κανέ­νας κανό­νας. Για­τί; Είναι πολύ απλό. Για­τί είναι ακα­τα­νόη­το και αδια­νόη­το άνθρω­πος που βαφτί­στη­κε στο όνο­μα του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού και είναι Χρι­στια­νός, να βλα­σφη­μά τον Κύριό του. Είναι ακα­τα­νόη­το. Αμέ­σως εκπί­πτει από το όνο­μα «Χρι­στια­νός». Αγα­πη­τοί μου, αυτά πρέ­πει να μας κάνουν να σκε­φθού­με πολύ σοβα­ρά και να τρο­μά­ξο­με πραγ­μα­τι­κά.

Αλλά ας πού­με ακό­μη δύο λόγια γι’ αυτά τα αλλε­πάλ­λη­λα κατε­βά­σμα­τα της γλώσ­σης μας, αυτό το ασυγ­κρά­τη­τον κακόν, που λέγει ο άγιος Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος. Έρχε­ται τώρα η γλώσ­σα μας να δημιουρ­γή­σει έναν πνευ­μα­τι­κόν κανι­βα­λι­σμόν. Να φάει τον άλλον, να τον φάει με τα δόν­τια της συκο­φαν­τί­ας. Λέγει κάπου ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Λες ότι νηστεύ­εις. Ναι. Δεν τρως», λέει, «κρέ­ας, αλλά μπή­γεις τα δόν­τια σου με την κατη­γο­ρία, σε αδελ­φι­κά κρέ­α­τα. Δηλα­δή στους αδελ­φούς σου. Τους κατη­γο­ρείς· και, χει­ρό­τε­ρα, τους συκο­φαν­τείς». Συνε­πώς, αγα­πη­τοί μου, βλέ­πε­τε ότι εδώ η συκο­φαν­τία είναι κάτι φοβε­ρό. Τι είναι; Έρχε­ται να εκθέ­σει ονό­μα­τα άψο­γα, να στιγ­μα­τί­σει υπο­λή­ψεις ανε­πί­λη­πτες, να καταρ­ρα­κώ­σει υπάρ­ξεις. Είναι τόσο φοβε­ρό πράγ­μα η συκο­φαν­τία, ώστε να λέγει ο Ψαλ­μω­δός: «Φύλα­ξόν με π συκο­φαν­τί­ας νθρώ­πων, κα φυλά­ξω τόν νόμον Σου». Κύριε, κάνω μια συμ­φω­νία μαζί σου. Εσύ φύλα­ξέ με από τη συκο­φαν­τία των ανθρώ­πων κι εγώ θα τηρή­σω τις εντο­λές Σου.

Και ξέρε­τε, όταν φύγει η συκο­φαν­τία, δεν γυρί­ζει πίσω. Κάνει φτε­ρά και φεύ­γει. Είναι πασί­γνω­στο εκεί­νο το ανέκ­δο­το… με δυο λόγια μόνο, που μια γυναί­κα πήγε κι εξο­μο­λο­γή­θη­κε και είπε ότι συκο­φαν­τεί! Πώς να απο­κα­τα­στή­σει τώρα; Της λέει ο πνευ­μα­τι­κός: «Πήγαι­νε να αγο­ρά­σεις μία κότα από την αγο­ρά. Ώσπου να έρθεις εδώ, θα την μαδάς στον δρό­μο την κότα». Την μαδού­σε αυτή την κότα και όταν ήρθε, του έφε­ρε την κότα χωρίς φτε­ρά. Της λέγει: «Τώρα πήγαι­νε σε όλο το μήκος του δρό­μου που μαδού­σες την κότα, να μου μαζέ­ψεις τα φτε­ρά!». «Πάτερ μου, δεν μαζεύ­ον­ται τα φτε­ρά». «Έτσι δεν μαζεύ­ε­ται η συκο­φαν­τία!», της λέγει ο πνευ­μα­τι­κός. Τι να περι­σώ­σεις; Τι να πεις; «Άνθρω­ποι, ξέρε­τε, εγώ ήμου­να συκο­φάν­της και είπα για εκεί­νον και για εκεί­νον;». Δεν θα σε πιστέ­ψουν. Θα πιστέ­ψουν τη συκο­φαν­τία σου. Είναι φοβε­ρό πράγ­μα, αγα­πη­τοί μου η συκο­φαν­τία. Είναι φοβε­ρό.

Αλλά κι ακό­μη κάτι άλλο. Είναι η κολα­κεία. Ξέρε­τε η κολα­κεία τι είναι; Εκεί­νος που σε πλη­σιά­ζει, σου λέει γλυ­κά λόγια. Δεν τα έχεις αυτά, δεν τα αξί­ζεις. Διό­τι απο­σκο­πεί από σένα κάτι. Κάτι θέλει να βγά­λει. Μέχρι ακό­μα και να σε υπο­σκε­λί­σει, να σε ανα­τρέ­ψει. Ο κόλα­κας είναι ένα πρό­σω­πο χαμερ­πέ­στα­τον. Κάπο­τε ρώτη­σαν ποια θηρία δαγ­κώ­νουν θανά­σι­μα. Κι αυτός απήν­τη­σε: «Στα βου­νά», λέγει, «είναι οι λύκοι και οι τίγρεις και οι ύαι­νες. Αλλά στις πόλεις είναι οι κόλα­κες». Είναι φοβε­ρό πράγ­μα η κολα­κεία και χαϊ­δεύ­ει τον εγωι­σμό, τη ματαιο­δο­ξία του ανθρώ­που, γι΄αυτό ο άνθρω­πος δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται εύκο­λα την κολα­κεία. Κι αν ο κόλα­κας είναι και μάστο­ρας, τότε ξέρει πόσο θα πει, πότε θα πει, πώς θα το πει, για να επι­τύ­χει τελι­κά του σκο­πού του.

Αγα­πη­τοί μου, βλέ­πε­τε, βλέ­πε­τε τι πτώ­σεις υπάρ­χουν της γλώσ­σης; Πρέ­πει να προ­σέ­χου­με. Πρέ­πει η γλώσ­σα μας να είναι μαζε­μέ­νη. «Θο, Κύριε, φυλακν τ στό­μα­τί μου κα θύραν περιοχς περ τ χεί­λη μου». «Βάλε», λέγει, «πόρ­τα, φυλα­κή, φύλα­κα, σκο­πό, σκο­πιά στο στό­μα μου, «κα θύραν περιοχς περ τ χεί­λη μου» και πόρ­τα στα χεί­λη μου να μπο­ρώ να την κλεί­νω και να την ανοί­γω όπο­τε πρέ­πει και όπο­τε θέλω». Και όχι να είναι ξέφρα­γο αμπέ­λι το στό­μα μου και να ξεφουρ­νί­ζει ό,τι κατέ­βη από το μυα­λό μου και από τη βρώ­μι­κη καρ­διά μου στη γλώσ­σα μου, για να το πετά­ξω έξω.

Αγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα η Εκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει τη μνή­μη του αγί­ου Εφραίμ του Σύρου· που είναι η δόξα της Συρια­κής Εκκλη­σί­ας. Μαζί με τον άγιον Ισα­άκ τον Σύρον, είναι οι δύο δόξες της συρια­κής Εκκλη­σί­ας. Ορθό­δο­ξοι Πατέ­ρες. Τα κεί­με­νά τους κυκλο­φο­ρούν. Και ευτυ­χείς εκεί­νοι που δια­βά­ζουν τα κεί­με­νά τους. Είναι θαυ­μά­σια, βαθύ­τα­τα και πνευ­μα­τι­κό­τα­τα.Επι­τρέ­ψα­τέ μου, λοι­πόν, μια που γιορ­τά­ζει σήμε­ρα ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, να κλεί­σου­με το θέμα μας με κάτι που λέγει σε μία παραί­νε­σή του, είναι η 43η παραί­νε­σις του. Ακού­σα­τέ την. Σε μετά­φρα­ση:

«Τολ­μάς, άνθρω­πε, να ανοί­γεις το στό­μα σου άφο­βα και να αφή­νεις βλά­σφη­μα λόγια κατά του ουρα­νού; Και δεν φοβά­σαι μήπως πύρι­νο δρε­πά­νι πέσει στο σπι­τι­κό σου, όπως στο όρα­μα που είδε ο προ­φή­της, ωσό­του σε εξα­φα­νί­σει; Ή μήπως νομί­ζεις ότι με τον τρό­πον αυτόν δεί­χνεις παλι­κα­ριά; Σε βεβαιώ­νω όχι! Για­τί με τον τρό­πον αυτόν στην κατα­στρο­φή ολο­τα­χώς φθά­νεις. Μολύ­νεις ακό­μη και τις ψυχές εκεί­νων που σε ακούν, και γίνε­σαι του δια­βό­λου συνερ­γά­της. Το στό­μα αυτό που ο Θεός σου εδη­μιούρ­γη­σε για να Τον δοξο­λο­γείς, εσύ το γέμι­σες με της γλώσ­σας την πικρά­δα.

Πάψε λοι­πόν άνθρω­πε. Μήπως ο Λόγος, που εσύ κατα­φρο­νείς, ο Ιησούς Χρι­στός, που εσύ κατα­φρο­νείς, γίνει φλό­γα και σε κατα­κά­ψει. Μην απα­τά­σαι, άνθρω­πε, για­τί δεν θα μπο­ρέ­σεις να ξεφύ­γεις από τα χέρια του Πλά­στου σου, που τώρα εσύ βρί­ζεις. Ως πότε λοι­πόν θα παρορ­γί­ζο­με Εκεί­νον που μας έδω­σε τόσα αγα­θά; Αυτόν που από το χώμα μας έπλα­σε και μας έδω­κε το φύση­μα το δικό Του και μας έκα­νε κυρί­ους της δημιουρ­γί­ας Του; Αυτός που μας φυλά­ει όταν κοι­μό­μα­στε; Αυτός που μας σκε­πά­ζει όταν ξυπνά­με; Αυτός που μας τρέ­φει όταν πει­νά­με και μας ντύ­νει όταν είμα­στε γυμνοί; Μας παρη­γο­ρεί όταν λιπο­ψυ­χού­με, μας παι­δα­γω­γεί και μας ελε­εί. Αυτός, τέλος, και τον μονο­γε­νή Του Υιόν παρέ­δω­κε για όλων μας την ζωήν. Ας μετα­νο­ή­σου­με λοι­πόν, αδελ­φοί μου. Ως πότε θα πικραί­νου­με τον Πλά­στη μας; Αν χάσου­με το λιμά­νι, πώς θα σωθού­με όταν ξεσπά­σει η φουρ­τού­να; Αν παρορ­γί­σου­με τον Κύριο, πού θα κατα­φύ­γο­με σε ώρα θλί­ψε­ως και ανάγ­κης; Ας προ­σέλ­θου­με από δω και μπρος στον φιλάν­θρω­πο και αμνη­σί­κα­κο Κύριο, ζητών­τας φύλαγ­μα στο στό­μα μας και θύραν περιο­χής στα χεί­λη μας».

Αυτά, αγα­πη­τοί μου, λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος. Και ο Κύριος βεβαιώ­νει: «Λέγω δ μν τι πν ῥῆμα ργν, ἐὰν λαλή­σω­σιν ο νθρω­ποι», μια μάταιη κου­βέν­τα, «ποδώ­σου­σι περ ατο λόγον ν μέρ κρί­σε­ως», θα δώσουν λόγο στον Θεό. «κ γρ τν λόγων σου δικαιω­θήσ κα κ τν λόγων σου κατα­δι­κα­σθήσ». Για­τί από τα λόγια σου ή θα δικαιω­θείς ή θα κατα­δι­κα­στείς.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_468.mp3

Άγιος Γρη­γό­ριος Παλα­μάς (ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ

Για προ­η­γού­με­νες ομι­λί­ες πνευ­μα­τι­κού περιε­χο­μέ­νου που απευ­θύ­να­με προς τη δική σας αγά­πη πήρα­με αφορ­μή από όσα εξι­στο­ρεί ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς σχε­τι­κά με τη θερα­πεία ανθρώ­πων που ήταν ως προς το σώμα λεπροί και τυφλοί. Σήμε­ρα, ωστό­σο, ως θέμα της ομι­λί­ας μας θα έχου­με τον κάτοι­κο της Ιερι­χούς Ζακ­χαίο, που ήταν τυφλός ως προς την ψυχή και την ανά­βλε­ψή του ως προς αυτήν .

Μεγά­λο επί­σης είναι και το θαύ­μα που διε­νερ­γή­θη­κε σε αυτόν και καθό­λου μικρό­τε­ρο από όσα επι­τε­λέ­στη­καν σε εκεί­νους. Διό­τι και αυτός είχε στο σκο­τά­δι τους εσω­τε­ρι­κούς οφθαλ­μούς της καρ­διάς, όπως ο τυφλός εκεί­νος (της Ιερι­χούς) είχε στο σκο­τά­δι τους οφθαλ­μούς που εξω­τε­ρι­κά είχε στο πρό­σω­πό του· διό­τι ούτε αυτός δεν μπο­ρού­σε, σύμ­φω­να με όσα μας ιστο­ρεί ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, να δει τον Ιησού, και απαλ­λά­χθη­κε και αυτός από το πνευ­μα­τι­κό του σκο­τά­δι, με μόνο τον λόγο Εκεί­νου που και στην αρχή του κόσμου με μόνο τον λόγο Του δημιούρ­γη­σε το φως και καταύ­γα­σε όλη την αισθη­τή κτί­ση. Όπως δηλα­δή τότε, πριν να πει ο Θεός: «Γενη­θή­τω φς· κα γένε­το φς(:ας γίνει φως, και έγι­νε φως)»[Γέν.1,3], υπήρ­χε βαθύ σκο­τά­δι επά­νω από την άβυσ­σο, έτσι και τώρα, πριν να πει προς τον Ζακ­χαίο ότι «σήμε­ρον γρ ν τ οκ σου δε με μεναι (:σήμε­ρα πρέ­πει να μεί­νω στο σπί­τι σου)»[Λουκ.19,5], το φοβε­ρό σκο­τά­δι της φιλαρ­γυ­ρί­ας ήταν καθι­σμέ­νο επά­νω στην ψυχή αυτού του ανθρώ­που, ενώ η διά­νοιά του ήταν οπωσ­δή­πο­τε παρα­χω­μέ­νη μαζί με τον χρυ­σό σε σκο­τει­νούς τόπους, όπου θησαυ­ρί­ζε­ται από τους φιλάρ­γυ­ρους ο χρυ­σός και ο άργυ­ρος· «που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»[Ματθ.6,21 και Λουκ.12,34], λέγει ο Κύριος.

Ας δού­με λοι­πόν πρώ­τα όσα ανα­φέ­ρει η διή­γη­ση του ευαγ­γε­λί­ου σχε­τι­κά με αυτόν. «Κα εσελθν διήρ­χε­το τν ερι­χώ(:έπει­τα από λίγο ο Ιησούς μπή­κε στην Ιερι­χώ, και περ­νού­σε μέσα από την πόλη)». Τι είχε προ­η­γη­θεί; Αφού πρώ­τα καθά­ρι­σε τους λεπρούς από την αρρώ­στιά τους, αφού έδω­σε φως στους τυφλούς, αφού με τη φήμη που απέ­κτη­σε μέσω των θαυ­μα­τουρ­γι­κών θερα­πειών που επι­τέ­λε­σε σε τέτοιους ασθε­νείς ανθρώ­πους, μαζί με πολ­λούς άλλους προ­σείλ­κυ­σε και τον Ζακ­χαίο στον πόθο για να Τον δει. «Αφού λοι­πόν μπή­κε μέσα στην Ιερι­χώ ο Ιησούς, περ­νού­σε μέσα από την πόλη»· και όχι βέβαια μόνο την Ιερι­χώ, αλλά και την Ιου­δαία διερ­χό­ταν ο Κύριος, και τη Γαλι­λαία και γενι­κώς τη γη· διό­τι δεν ήλθε εδώ για να παρα­μεί­νει σωμα­τι­κώς, αν και έλα­βε σώμα σαν το δικό μας για να σώσει εμάς, όπως ευδό­κη­σε, αλλά και για να διέλ­θει και να ανε­βεί προς τον ουρα­νό από όπου κατήλ­θε, ανε­βά­ζον­τας μαζί και το δικό μας φύρα­μα και τοπο­θε­τών­τας το επά­νω από κάθε αρχή και εξου­σία· αλλά και κατά τον και­ρό της διδα­σκα­λί­ας Του διερ­χό­ταν περιο­δεύ­ον­τας όλο τον τόπο της Παλαι­στί­νης.

Όπως δηλα­δή στην αρχή της Δημιουρ­γί­ας συνή­γα­γε σε ένα δίσκο όλο το φως της ημέ­ρας και κατέ­στη­σε βασι­λιά της τον ήλιο, δεν τον άφη­σε όμως να στέ­κε­ται ακί­νη­τος, αλλά τον έχει κάνει να περι­πο­λεί· έτσι, συνά­πτον­τας το πλή­ρω­μα της θεό­τη­τας με το σώμα και υπο­δει­κνύ­ον­τας τον εαυ­τό Του ως βασι­λέα του παν­τός πραγ­μα­τι­κά επί­γειο και επου­ρά­νιο, ορα­τό και αόρα­το, με αρχή και αιώ­νιο, δεν δέχθη­κε να κάθε­ται επά­νω σε ένα τόπο, αλλά ευδό­κη­σε να περιέρ­χε­ται έως ότου απερ­γα­σθεί σωτη­ρία μόνι­μη και αδιά­κο­πη στο μέσο της γης, καθώς προ­α­νήγ­γει­λε ο Δαβίδ λέγον­τας: « δ Θες βασι­λες μν πρ αώνων, εργά­σα­το σωτη­ρί­αν ν μέσ τς γς(:Και όμως, παρό­λο που μας εγκα­τέ­λει­ψε ο Θεός, Αυτός είναι ο προ­αιώ­νιος βασι­λιάς μας. Αυτός εργά­στη­κε με θαύ­μα­τα τη σωτη­ρία μας ολο­φά­νε­ρα πάνω στη γη, ώστε να γίνει ξακου­στή σε όλο τον κόσμο)»[Ψαλμ.73,12]· διό­τι αυτήν την σωτη­ρία επι­τέ­λε­σε ο Κύριος περιερ­χό­με­νος από τόπο σε τόπο. Επει­δή λοι­πόν ο ήλιος δεν περι­πο­λεί γενι­κά όλον τον ουρα­νό, αλλά το μεσαίο μέρος του ζωδια­κού άξο­να, έτσι λοι­πόν και «ο Ήλιος της δικαιο­σύ­νης» Χριστός[βλ.Μαλαχ.4,1: «Κα νατε­λε μν τος φοβου­μέ­νοις τ νομά μου λιος δικαιο­σύ­νης κα ασις ν τας πτέ­ρυ­ξιν ατο(:Για σας όμως, οι οποί­οι ευλα­βεί­στε το Όνο­μά μου, θα ανα­τεί­λει ο Ήλιος της δικαιο­σύ­νης και στις ακτί­νες Του, που απλώ­νον­ται σαν πτέ­ρυ­γες, θα υπάρ­χει θερα­πεία και θα εξέλ­θε­τε χαρού­με­νοι και θα σκιρ­τή­σε­τε σαν τα μοσχά­ρια, τα οποία αφέ­θη­καν ελεύ­θε­ρα από τους δεσμούς τους)»], περιερ­χό­με­νος σε όση έκτα­ση χρεια­ζό­ταν το μέσο της κατοι­κού­με­νης από τις ζων­τα­νές υπάρ­ξεις, διερ­χό­ταν τα μέρη Του, και έτσι αφού εισήλ­θε, διερ­χό­ταν την Ιερι­χώ.

Λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής: «Κα δο νρ νόμα­τι καλού­με­νος Ζακ­χαος, κα ατς ν ρχι­τε­λώ­νης, κα οτος ν πλού­σιος, κα ζήτει δεν τν ησον τίς στι, κα οκ δύνα­το π το χλου, τι τ λικί μικρς ν(:Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαί­ος. Αυτός ήταν αρχι­τε­λώ­νης και πολύ πλού­σιος. Και προ­σπα­θού­σε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπο­ρού­σε. Διό­τι υπήρ­χε μεγά­λη συρ­ροή λαού, και αυτός ήταν κον­τός στο ανά­στη­μα και σκε­πα­ζό­ταν από το πλή­θος)»[Λουκ.9,2–3]. Και όχι μόνο ήταν μικρό­σω­μος, αλλά βρι­σκό­ταν και μακριά από τον Ιησού• διό­τι αν πλη­σί­α­ζε, έστω και μικρό­σω­μος, δεν θα δυσκο­λευό­ταν να Τον δει. Εγώ μάλι­στα νομί­ζω ότι αυτός και ελκυό­ταν και ανα­κο­πτό­ταν με άρρη­το τρό­πο από τη θεία δύνα­μη του Ιησού· ελκυό­ταν δηλα­δή, επει­δή είχε τρό­πο χρη­στό και ψυχή κατάλ­λη­λη για την καλ­λιέρ­γεια της αρε­τής, γι’ αυτό κι επι­θυ­μού­σε κι επι­χει­ρού­σε να δει τον Ιησού· παρεμ­πο­δι­ζό­ταν όμως ταυ­τό­χρο­να και από τη θεία δύνα­μη, διό­τι αιχ­μα­λω­τί­σθη­κε από όσα είναι αντί­θε­τα με όσα ορί­ζει ο Χρι­στός να πολι­τευό­μα­στε στη ζωή μας, δηλα­δή από την εξά­σκη­ση του αισχρο­κερ­δούς επαγ­γέλ­μα­τος του τελώ­νη και τον πλού­το.

Αυτά νομί­ζω υπο­δει­κνύ­ον­τας και ο ευαγ­γε­λι­στής στους συνε­τούς με λίγα λόγια, εφό­σον μεν ο Ζακ­χαί­ος ήταν θαυ­μά­σιος στους τρό­πους, είπε γι’ αυτόν: «Κα δο νρ νόμα­τι καλού­με­νος Ζακ­χαος (:Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαί­ος)», εφό­σον όμως ήταν πια­σμέ­νος στους βρό­χους της κακί­ας, πρό­σθε­σε «κα ατς ν ρχι­τε­λώ­νης, κα οτος ν πλού­σιος (:και αυτός ήταν αρχι­τε­λώ­νης, και αυτός ήταν βέβαια πλού­σιος)». Πραγ­μα­τι­κά, από τη μία πλευ­ρά η φρά­ση: «Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος» λέγε­ται στις περι­πτώ­σεις των αξιό­λο­γων ανθρώ­πων που δεν ανή­κουν στους πολ­λούς. Και προς αυτό τεί­νει η ανα­φο­ρά του ονό­μα­τος του ανδρός· διό­τι δεν ήταν από εκεί­νους, για τους οποί­ους λέγει ο Δαβίδ: «Ο μ μνη­σθ τν νομά­των ατν δι χει­λέ­ων μου(:Τα ονό­μα­τα των ασε­βών αυτών ανθρώ­πων αλλά και των μιση­τών θεών τους, δε θα τα θυμη­θώ ποτέ και ούτε θα τα ανα­φέ­ρω με τα χεί­λη μου)»[Ψαλμ.15,4].

Το ότι όμως ο ευαγ­γε­λι­στής έδω­σε μαρ­τυ­ρία ότι δεν ήταν μονά­χα ένας απλός τελώ­νης, αλλά και αρχι­τε­λώ­νης και γι’ αυτό πλού­σιος, έδει­ξε ότι αυτός ξεχώ­ρι­ζε πάρα πολύ για την κακία του. Αλλά επει­δή ο Ζακ­χαί­ος, ως μικρό­σω­μος και απο­μα­κρυ­σμέ­νος από εκεί που βρι­σκό­ταν ο Ιησούς, δεν μπο­ρού­σε να Τον δει, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής ότι «κα προ­δραμν μπρο­σθεν νέβη π συκο­μο­ρέ­αν, να δ ατόν, τι κεί­νης μελ­λε διέρ­χε­σθαι(:και έτρε­ξε λοι­πόν μπρο­στά από το πλή­θος που συνό­δευε τον Ιησού και ανέ­βη­κε σαν να ήταν μικρό παι­δί σε μία συκο­μου­ριά για να Τον δει, διό­τι από το δρό­μο εκεί­νο στον οποίο βρι­σκό­ταν το δέν­τρο αυτό θα περ­νού­σε ο Ιησούς)»[Λουκ. 19,4]. Παρα­τή­ρη­σε την σφο­δρό­τη­τα του πόθου και ανα­λο­γί­σου από αυτό ποιος ήταν ο τρό­πος του. Όταν δηλα­δή δεν μπό­ρε­σε να δια­σπά­σει τον όχλο, δεν απο­γο­η­τεύ­θη­κε, αλλά περισ­σό­τε­ρο προ­σέ­τρε­ξε και δεν απο­μα­κρύν­θη­κε από τον πόθο, αλλά από τον όχλο· και αφού προ­πο­ρεύ­θη­κε, ανέ­βη­κε σε μία συκο­μο­ρέα που ήταν φυτε­μέ­νη κον­τά στο δρό­μο, για να δει από εκεί τον Ποθού­με­νο.

Και εκεί­νος έκα­νε αυτές τις ενέρ­γειες με σαφή συγ­χρό­νως και φιλό­θεο τρό­πο, με κεν­τρί­σμα­τα πόθου πλητ­τό­με­νος και προ­τρέ­χον­τας στην οδό, με φτε­ρά πόθου ανυ­ψού­με­νος και ανε­βαί­νον­τας στο δέν­δρο. Και τι έκα­νε ο Ιησούς, η Ενυ­πό­στα­τη σοφία του ανάρ­χου Πατρός, Αυτός που λέγει μέσω του Σολο­μών­τος: «γ τος μ φιλοντας γαπ, ο δ μ ζητοντες ερήσου­σι χάριν(: Εγώ αγα­πώ όσους με αγα­πούν· και όσοι με αγα­πούν, με βρί­σκουν. Και έτσι απο­κτούν χάρη εκ μέρους του Θεού και δόξα εκ μέρους των ανθρώ­πων)»[Παροιμ.8,17]· «τι τος ξίους ατς ατη περιέρ­χε­ται ζητοσα κα ν τας τρί­βοις φαν­τά­ζε­ται ατος εμενς κα ν πάσ πινοί παντ ατος(:επει­δή η ίδια η σοφία του Θεού περιέρ­χε­ται εδώ και εκεί και ανα­ζη­τεί τους αξί­ους της. Ολό­λαμ­πρη και ευμε­νής παρου­σιά­ζε­ται στους δρό­μους της ζωής τους, και σε κάθε σκέ­ψη τους τούς βοη­θά­ει πάν­το­τε)»[Σοφ.Σολ.6,16];

Φθά­νει τον Ζακ­χαίο, τον βλέ­πει πρώ­τος, τον προ­σφω­νεί με πολύ φιλι­κό τρό­πο και του υπό­σχε­ται ότι θα τον επι­σκε­φτεί και θα μεί­νει στο σπί­τι του. Διό­τι, όπως λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής: «Κα ς λθεν π τν τόπον(:Αμέ­σως μόλις έφθα­σε στο σημείο εκεί­νο)», όπου δηλα­δή η συκο­μο­ρέα βάστα­ζε τον Ζακ­χαίο σαν ουρά­νιο καρ­πό λόγω του ενθέ­ου πόθου του, «ναβλέ­ψας ησος εδεν ατν κα επε πρς ατόν· Ζακ­χαε, σπεύ­σας κατά­βη­θι· σήμε­ρον γρ ν τ οκ σου δε με μεναι (:σήκω­σε τα μάτια Του ο Ιησούς και τον είδε˙ και χωρίς να τον γνω­ρί­ζει από παλαιό­τε­ρα τον φώνα­ξε με το όνο­μά του και του είπε: ‘’Ζακ­χαίε, κατέ­βα γρή­γο­ρα, διό­τι σήμε­ρα πρέ­πει να μεί­νω στο σπί­τι σου, σύμ­φω­να με τη θεία βου­λή που προ­ε­τοι­μά­ζει η σωτη­ρία σου’’)».

Μου φαί­νε­ται ότι δεν ανα­γνώ­ρι­ζαν εύκο­λα τον Ιησού ανά­με­σα στον όχλο απλά και μόνο αν Τον έβλε­παν, αυτοί που δεν Τον είχαν δει προ­η­γου­μέ­νως, διό­τι περ­πα­τού­σε με σεμνό­τη­τα και δεν είχε τίπο­τε δια­φο­ρε­τι­κό από τους πολ­λούς, αλλά και ότι δεν ήταν δυνα­τό να επι­τύ­χει κανείς να Τον δει κατά πρό­σω­πο από ψηλά, διό­τι συνή­θως έσκυ­βε ταπει­νά προς τον εαυ­τό Του. Γι’ αυτό και Εκεί­νος που γνω­ρί­ζει τις καρ­διές των ανθρώ­πων και που είδε τον ενδό­μυ­χο πόθο του Ζακ­χαί­ου, τον προ­σφω­νεί και καλεί με το όνο­μά του αυτόν που δεν είχε δει ποτέ προ­η­γου­μέ­νως πρό­σω­πο με πρό­σω­πο, για να του δεί­ξει την όψη Του από φιλαν­θρω­πία και να γνω­ρί­σει με ευγέ­νεια τον εαυ­τό Του σε εκεί­νον που Τον ποθού­σε και να του δεί­ξει ότι δεν ποθεί αυτός μόνο να δει τον Δημιουρ­γό, αλλά και ποθεί­ται και ο ίδιος από τον Δημιουρ­γό του. Και επι­πλέ­ον μάλι­στα και τον παρο­τρύ­νει να σπεύ­σει στο σπί­τι του, ώστε με αφθο­νία να πρά­ξει και να απο­κο­μί­σει τα τέλη της θεο­φι­λί­ας από Αυτόν που δίνει με το παρα­πά­νω όσα ζητού­με ή σκε­πτό­μα­στε.

«Κα σπεύ­σας κατέ­βη(:Τότε ο Ζακ­χαί­ος)», λέγει, «κα πεδέ­ξα­το ατν χαί­ρων(: κατέ­βη­κε γρή­γο­ρα και Τον υπο­δέ­χθη­κε στο σπί­τι του με χαρά)»[Λουκ.19,6]. Διό­τι αυτός που πριν Τον δει, τρέ­χει προ­κει­μέ­νου να Τον δει και πράτ­τει τα πάν­τα, ώστε να το επι­τύ­χει, πώς δεν θα έσπευ­δε, όταν Τον είδε και Τον άκου­σε, και μάλι­στα όταν δέχθη­κε τέτοια επαγ­γε­λία; Μόλις λοι­πόν είδε ότι και η επαγ­γε­λία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, αυτός ο ίδιος χαι­ρό­ταν που βρι­σκό­ταν μαζί με Εκεί­νον που ποθού­σε να συναν­τή­σει και ήδη γευό­ταν τις άφθαρ­τες χάρι­τες από την ίδια την Πηγή· αυτοί όμως που έβλε­παν όσα συνέ­βαι­ναν, επει­δή δεν έβλε­παν με σύνε­ση, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής: «κα δόν­τες πάν­τες διε­γόγ­γυ­ζον λέγον­τες τι παρ μαρ­τωλ νδρ εσλθε καταλσαι(:μουρ­μού­ρι­ζαν μετα­ξύ τους με αγα­νά­κτη­ση και σχο­λί­α­ζαν περι­φρο­νη­τι­κά τον Ιησού λέγον­τας ότι μπή­κε να μεί­νει και να ανα­παυ­θεί στο σπί­τι ενός αμαρ­τω­λού ανθρώ­που)»[Λουκ.19,7].

Αλλά ο τελώ­νης, συνα­γω­νι­ζό­με­νος σε φιλο­τι­μία Αυτόν που όχι μόνο κατέ­βη­κε έως εμάς με σάρ­κα, αλλά και από άφα­τη φιλαν­θρω­πία σήκω­σε τον ονει­δι­σμό μας: «Στα­θες δ Ζακ­χαος επε πρς τν Κύριον (:Στά­θη­κε μπρο­στά στον Κύριο και είπε)»[Λουκ.19,8]· το ότι μάλι­στα στά­θη­κε όρθιος είναι δείγ­μα βέβαι­ης γνώ­μης, θαρ­ρα­λέ­ας και ταπει­νής συγ­χρό­νως· αφού λοι­πόν στά­θη­κε και απο­στό­μω­σε με παρ­ρη­σία τους κατη­γό­ρους, είπε προς τον Ιησού: «δο τ μίση τν παρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τος πτω­χος, κα ε τινός τι συκο­φάν­τη­σα, ποδί­δω­μι τετρα­πλον(:Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου τα δίνω ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς, και αν τυχόν ως τελώ­νης μετα­χει­ρί­στη­κα συκο­φαν­τί­ες, ψεύ­τι­κες καταγ­γε­λί­ες και ανα­φο­ρές για να αδι­κή­σω κάποιον σε κάτι, του το γυρί­ζω πίσω τετρα­πλά­σιο)»[Λουκ.19,8]. Και παρου­σια­ζό­με­νος με αυτόν τον τρό­πο δίκαιος, διέ­λυ­σε τον ονει­δι­σμό όσων γόγ­γυ­ζαν προς τον Κύριο που έλε­γαν «ότι μπή­κε να μεί­νει και να ανα­παυ­θεί στο σπί­τι ενός αμαρ­τω­λού ανθρώ­που»· διό­τι, αφού απέ­δω­σε νομί­μως τετρα­πλά­σια όσα με εκβια­σμό είχε μαζέ­ψει, απο­μα­κρύν­θη­κε πραγ­μα­τι­κά από το κακό, ενώ αφού διέ­νει­με τα μισά από τα υπάρ­χον­τά του στους πτω­χούς έπρα­ξε το αγα­θό και φάνη­κε ότι σε όλα είχε καθα­ρι­στεί.

Επο­μέ­νως, ο Κύριος προς μεν τους Φαρι­σαί­ους έλε­γε: «Πλν τ νόν­τα δότε λεη­μο­σύ­νην, κα δο παν­τα καθαρ μν σται(:Δώστε όμως ελεη­μο­σύ­νη εκεί­να που είναι μέσα στο ποτή­ρι και την πια­τέ­λα, και γίνε­τε ευερ­γε­τι­κοί στους άλλους με τα αγα­θά σας˙ κι έτσι, όλα όσα τρώ­τε τότε θα σας γίνουν καθα­ρά, έστω κι αν τα τρώ­τε χωρίς να πλυ­θεί­τε προ­η­γου­μέ­νως)»[Λουκ.11,41], τώρα όμως απο­φα­σί­ζον­τας σε σχέ­ση με τέτοιες πρά­ξεις έμπρα­κτης μετά­νοιας και παίρ­νον­τας από τον ίδιο τον μετα­νο­η­μέ­νο και ελε­ή­μο­να πλέ­ον Ζακ­χαίο την απο­λο­γία προς όσους γόγ­γυ­ζαν εναν­τί­ον του, λέγει: «Σήμε­ρον σωτη­ρία τ οκ τούτ γένε­το, καθό­τι κα ατς υἱὸς βρα­άμ στιν(:Σήμε­ρα με την επί­σκε­ψή μου στο σπί­τι αυτό ήλθε η σωτη­ρία τόσο στον οικο­δε­σπό­τη όσο και στους δικούς του. Και έπρε­πε να σωθεί και ο αρχι­τε­λώ­νης αυτός, διό­τι κι αυτός είναι γιος και από­γο­νος του Αβρα­άμ, όπως κι εσείς που δια­μαρ­τύ­ρε­στε. Και σ’ αυτόν λοι­πόν έδω­σε ο Θεός την υπό­σχε­ση της σωτη­ρί­ας)», ως ένας άνθρω­πος που έγι­νε τώρα πιστός, ως ένας άνθρω­πος πλέ­ον δίκαιος και φιλό­ξε­νος και φιλό­πτω­χος. Διό­τι «λθε γρ υἱὸς το νθρώ­που ζητσαι κα σσαι τ πολω­λός(:έπρε­πε λοι­πόν να συν­τε­λέ­σω στη σωτη­ρία αυτή του Ζακ­χαί­ου, διό­τι ο Υιός του ανθρώ­που ήλθε από τον ουρα­νό στη γη για ν’ ανα­ζη­τή­σει και να σώσει όλη την ανθρω­πό­τη­τα, που σαν χαμέ­νο πρό­βα­το κιν­δύ­νευε να πεθά­νει μέσα στην αμαρ­τία)»[Λουκ.19,10], λέγον­τας εκεί­νο ακρι­βώς προς όσους γόγ­γυ­ζαν, ότι «εισήλ­θα μεν στο σπί­τι αμαρ­τω­λού για να βρω κατά­λυ­μα, αλλά το έκα­να για να τον μετα­βάλ­λω και να τον σώσω, απο­δει­κνύ­ον­τάς τον σε όλους αντί φιλάρ­γυ­ρο που ήταν πριν, τώρα φιλό­θεο, αντί άδι­κο που ήταν πριν, τώρα δίκαιο, αντί αφι­λό­ξε­νο που ήταν πριν, τώρα φιλό­ξε­νο, αντί ασυμ­πα­θή που ήταν πριν, τώρα πλέ­ον ελε­ή­μο­να, όπως τον βλέ­πε­τε να γίνε­ται τώρα».

Βλέ­πε­τε λοι­πόν όλοι τον Ζακ­χαίο, πώς αγά­πη­σε και ζήτη­σε, και αγα­πή­θη­κε και προ­ση­λώ­θη­κε και εξοι­κειώ­θη­κε με τον Χρι­στό; Όποιος επο­μέ­νως είναι τελώ­νης ή αρχι­τε­λώ­νης που πλου­τί­ζει από το έργο του με κακό και άνο­μο τρό­πο και συνά­ζει άδι­κα πλού­τη, ας μιμη­θεί την πορεία του αρχι­τε­λώ­νη αυτού προς την σωτη­ρία, και ας επι­στρέ­φει και σκορ­πί­ζει με τρό­πο θεά­ρε­στο και ψυχο­σω­τή­ριο, όσα θησαύ­ρι­σε με τρό­πο εφά­μαρ­το και ολέ­θριο για την ψυχή του. Όποιος είναι πτω­χός, επει­δή έγι­νε θύμα αρπα­γής ή για άλλον λόγο, ας είναι ευχα­ρι­στη­μέ­νος· διό­τι έχει την σωτη­ριώ­δη πτω­χεία, και μάλ­λον ας την κάνει αυτός σωτη­ριώ­δη μέσω της ευχα­ρι­στί­ας, προς την οποία κατα­φεύ­γον­τας με προ­θυ­μία και ο πλού­σιος τελώ­νης σώθη­κε, όπως ακού­σα­τε τώρα σχε­τι­κά με αυτόν στη διή­γη­ση του ευαγ­γε­λί­ου. Αυτά λοι­πόν ως προς την διή­γη­ση.

Στη συνέ­χεια λοι­πόν παρα­κο­λου­θεί­στε με προ­σο­χή όσοι έχε­τε διεισ­δυ­τι­κό­τε­ρο τρό­πο σκέ­ψης. Επει­δή δηλα­δή το όνο­μα Ζακ­χαί­ος σημαί­νει «δικαιού­με­νος», παρα­κα­λώ κατα­νόη­σε από αυτό τους Φαρι­σαί­ους που δικαιώ­νουν τους εαυ­τούς τους, που είναι σαν να ασκούν και αυτοί το αισχρο­κερ­δές επάγ­γελ­μα του τελώ­νη κατά κάποιον τρό­πο, όπως λέγει ο Κύριος στα ευαγ­γέ­λια, «κατα­τρώ­γον­τας τα σπί­τια και την περιου­σία των χηρών και προ­σευ­χό­με­νοι επι­δει­κτι­κά πολ­λή ώρα» [βλ.Ματθ.23,13:«Οα δ μν, γραμ­μα­τες κα Φαρι­σαοι ποκρι­ταί, τι κατε­σθί­ε­τε τς οκίας τν χηρν κα προ­φά­σει μακρ προ­σευ­χό­με­νοι· δι τοτο λήψε­σθε περισ­σό­τε­ρον κρμα(:Αλί­μο­νο σας, γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι υπο­κρι­τές, διό­τι κατα­τρώ­τε τα σπί­τια και την περιου­σία των χηρών, εσείς που με πρό­σχη­μα και ευλά­βεια για σκο­πούς συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κούς κάνε­τε μεγά­λες προ­σευ­χές˙ γι’ αυτό θα έχε­τε μεγα­λύ­τε­ρη κατα­δί­κη απ΄ τους άλλους αδί­κους και κλέ­φτες)».

Όταν λοι­πόν κάποιος από αυτούς ποθή­σει να οδη­γη­θεί σε επί­γνω­ση της αλή­θειας, ζητεί να δει και να γνω­ρί­σει, όπως ζητού­σε ο Ζακ­χαί­ος, τον Ιησού, αφού Αυτός είναι η αλή­θεια· μην μπο­ρών­τας όμως ως μικρό­σω­μος και μικρό­νους, κατά το παρά­δειγ­μα του μικρό­σω­μου Ζακ­χαί­ου, ανε­βαί­νει σε μια συκο­μο­ρέα, δηλα­δή στην ακρί­βεια του μωσαϊ­κού νόμου και των ιου­δαϊ­κών συνη­θειών, νομί­ζον­τας ότι από εκεί θα επι­τύ­χει την αλή­θεια, τόσο κατά τη γνώ­ση όσο και κατά την πρά­ξη. Και ο Κύριος, που διερ­χό­ταν από την νόμι­μη πολι­τεία, σαν από κάποια οδό, αφού είδε τον αγα­θό του σκο­πό και τον πόθο του για την αλή­θεια, απο­κα­λύ­πτει σε αυτόν τον εαυ­τό Του, και τον προ­σφω­νεί προ­σκα­λών­τας και τον δια­τάσ­σει να κατέ­βει από τη συκο­μο­ρέα, δηλα­δή να εγκα­τα­λεί­ψει τον μωσαϊ­κό νόμο που δεν καρ­πο­φο­ρεί τίπο­τε σπου­δαίο, και να σπεύ­σει στην χάρη και την κατά το ευαγ­γέ­λιο δια­γω­γή, από τα οποία μπο­ρεί να λάβει ένοι­κο τον Θεό και να καρ­πω­θεί τη σωτη­ρία.

Αυτός λοι­πόν, επει­δή υπά­κου­σε στο Λόγο καθώς δίδα­σκε και καλού­σε, όπως εκεί­νος ο Ναθα­να­ήλ (διό­τι και αυτόν τον είδε ο Χρι­στός να είναι κάτω από τη σκιά, δηλα­δή να ζει κατά τον σκιώ­δη βίο[βλ. Ιω.1,49: «Λέγει ατ Ναθα­να­ήλ· πόθεν με γινώ­σκεις; πεκρί­θη ησος κα επεν ατ· πρ το σε Φίλιπ­πον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε(:Του λέει ο Ναθα­να­ήλ: ‘’Από πού με ξέρεις; Και πώς γνω­ρί­ζεις την ειλι­κρί­νεια των μυστι­κών μου σκέ­ψε­ων και ελα­τη­ρί­ων;’’. Του απο­κρί­θη­κε τότε ο Ιησούς: ‘’Πριν ακό­μη σε φωνά­ξει ο Φίλιπ­πος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προ­σευ­χό­σουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώ­που, εγώ με το υπερ­φυ­σι­κό και θείο μου βλέμ­μα σε είδα’’)»] ή ο μέγας Παύ­λος (διό­τι και αυτόν, που όπως λέγει για τον εαυ­τό του: «Κατ ζλον διώ­κων τν κκλη­σί­αν, κατ δικαιο­σύ­νην τν ν νόμ γενό­με­νος μεμ­πτος(:Από πραγ­μα­τι­κό ζήλο κατα­δί­ω­κα την Εκκλη­σία, και απο­δεί­χθη­κα άμεμ­πτος ως προς τη δικαιο­σύ­νη που προ­έρ­χε­ται από την αυστη­ρή τήρη­ση του νόμου. Κανείς δεν μπο­ρού­σε να με κατη­γο­ρή­σει για την παρα­μι­κρή παρά­βα­ση)»[Φιλιπ.3,6], πρώ­τος τον κοί­τα­ξε και τον προ­σκά­λε­σε ο Χρι­στός)· όποιος λοι­πόν υπα­κού­σει έτσι τον Λόγο που προ­σκα­λεί και διδά­σκει, γίνε­ται ακρι­βώς Ζακ­χαί­ος· και τα μισά των διδαγ­μά­των από τον νόμο που κατεί­χε προ­η­γου­μέ­νως, αφή­νει στους Ιου­δαί­ους τους πτω­χούς κατά τη διά­νοια, δηλα­δή περι­το­μές, σαβ­βα­τι­σμούς, βαπτι­σμούς, ζωο­θυ­σί­ες και γενι­κώς όλα τα ται­ρια­στά στο χαμαί­ζη­λο γράμ­μα. Παρι­στών­τας μάλι­στα και συνά­γον­τας από τα λόγια και τα παραγ­γέλ­μα­τα του νόμου ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός, ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού, και αν ποτέ συκο­φάν­τη­σε κάποιον από τους πιστούς απο­κα­λών­τας τον άπι­στο ή σαν τέτοιον τον κακο­ποί­η­σε ανοι­κτά, απο­δί­δει πολ­λα­πλά­σια θερα­πεύ­ον­τας πολ­λούς πιστούς και οδη­γών­τας πολ­λούς απί­στους προς την πίστη στον Χρι­στό. Έχου­με με συν­το­μία και την αλλη­γο­ρι­κή ερμη­νεία.

Επει­δή ο Ζακ­χαί­ος κατά τη διή­γη­ση προ­η­γου­μέ­νως ήταν φιλάρ­γυ­ρος (διό­τι και σύνα­ζε τον χρυ­σό ασκών­τας το έργο του τελώ­νη και κον­τά του το κρα­τού­σε πλου­τί­ζον­τας), ύστε­ρα όμως παρου­σιά­σθη­κε φιλό­πτω­χος, ή μάλ­λον πτω­χός και ακτή­μο­νας εκου­σί­ως, αφού άλλα τα έδω­σε και άλλα τα επέ­στρε­ψε ως οφει­λό­με­να, τώρα εμείς θα επαι­νέ­σου­με την αρε­τή ή θα γίνου­με κατή­γο­ροι της κακί­ας; Διό­τι ο χρό­νος που έχω στη διά­θε­σή μου για την ομι­λία αυτή δεν επι­τρέ­πει να τα κάνου­με και τα δύο. Αλλά επει­δή ο λόγος είναι για μας τους παρι­στά­με­νους εδώ, από τους οποί­ους δεν γνω­ρί­ζω αν είναι κανείς εκού­σιος κάτο­χος της ακτη­μο­σύ­νης, αλλά στη φιλαρ­γυ­ρία υπο­χω­ρού­με σχε­δόν όλοι, ας πού­με λοι­πόν λίγα και ανά­λο­γα με την ώρα περί φιλαρ­γυ­ρί­ας, για να φανε­ρώ­σου­με την φθο­ρά που προ­κύ­πτει από αυτήν, απαλ­λάσ­σον­τάς μας από αυτήν κατά το μέτρο που μας είναι δυνα­τόν. Η φιλαρ­γυ­ρία είναι αιτία όλων των κακών: της αισχρο­κέρ­δειας, της τσιγ­κου­νιάς, της ρηχό­τη­τας, της αστορ­γί­ας, της απι­στί­ας, της μισαν­θρω­πί­ας, της αρπα­γής, της αδι­κί­ας, της πλε­ο­νε­ξί­ας, του τόκου, του δόλου, του ψεύ­δους, και όλων των ομοί­ων με αυτά.

Εξαι­τί­ας της φιλαρ­γυ­ρί­ας γίνον­ται ιερο­συ­λί­ες, λωπο­δυ­σί­ες και κάθε είδος κλο­πής· εξαι­τί­ας της φιλαρ­γυ­ρί­ας δεν υπάρ­χουν μόνο στους δρό­μους και στην ξηρά και στα πελά­γη άρπα­γες και ληστές και πει­ρα­τές, αλλά και μέσα στην πόλη άδι­κα σταθ­μά και ζύγια και διπλά μέτρα και περί­ερ­γη κου­ρά και παρα­χά­ρα­ξη νομι­σμά­των, υπέρ­βα­ση ορί­ων, πονη­ροί αντα­γω­νι­σμοί γει­τό­νων. Αυτή φέρει έθνη εναν­τί­ον εθνών και δια­λύ­ει δυνα­τές φιλί­ες και μερι­κές φορές δια­σπά τους στε­νούς δεσμούς της συγ­γέ­νειας· εξαι­τί­ας αυτής προ­δί­δει κανείς και την πατρί­δα, άλλος στρα­τό­πε­δο ομό­φυ­λο, άδι­κος δικα­στής τον νόμο και μάρ­τυ­ρας την αλή­θεια, και πριν από όλα ο καθέ­νας προ­δί­δει την ψυχή του. Έτσι κατά τον θείο από­στο­λο: «ζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαρ­γυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστε­ως κα αυτος περιπει­ραν δναις πολ­λας(:για­τί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία, για την οποία επει­δή μερι­κοί την ορέ­γον­ται, απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και κατα­τρύ­πη­σαν τους εαυ­τούς τους με οδύ­νες πολ­λές)»[Α΄Τιμ.6,10].

Αλλά προ­σέξ­τε με σύνε­ση τη φωνή του απο­στό­λου· διό­τι δεν είπε ότι «όσοι πλου­τί­ζουν, απο­πλα­νή­θη­καν και απο­μα­κρύν­θη­καν από την πίστη», αλλά «όσοι ορέ­γον­ται δια­κα­ώς τον πλού­το», όπως και αλλού λέγει ότι «ο δ βουλμενοι πλου­τεν μππτου­σιν ες πει­ρα­σμν κα παγδα κα πιθυμας πολλς νοτους κα βλα­βερς, ατινες βυθζου­σι τος νθρπους ες λεθρον κα πλειαν(: εκεί­νοι όμως που θέλουν να πλου­τί­ζουν, πέφτουν σε πει­ρα­σμό και παγί­δα και επι­θυ­μί­ες πολ­λές, ανόη­τες και βλα­βε­ρές, οι οποί­ες βυθί­ζουν τους ανθρώ­πους σε όλε­θρο και σε απώ­λεια)»[Α΄Τιμ.6,9]. Να μην πεί­τε λοι­πόν: «Φτω­χοί είμα­στε οι περισ­σό­τε­ροι εδώ· τι ομι­λείς ενάν­τια στη φιλαρ­γυ­ρία προς ανθρώ­πους που δεν έχου­με σχε­δόν καθό­λου χρή­μα­τα;». Το πράτ­τω διό­τι έχου­με την νόσο μέσω της επι­θυ­μί­ας στην ψυχή και χρεια­ζό­μα­στε γι’ αυτήν θερα­πεία. Εάν πάλι μου πεις ότι δεν έχεις την νόσο, δεί­ξε ότι δεν ζητείς ν’ απαλ­λα­γείς από την πτω­χεία, αλλά ότι την θεω­ρείς ποθει­νό­τε­ρη και πολυ­τι­μό­τε­ρη από τον πλού­το και χαί­ρε­σαι και ευχα­ρι­στείς τον Θεό γι’ αυτήν, με την πεποί­θη­ση ότι σου καθι­στά ευκο­λό­τε­ρη τη σωτη­ρία. Αν επί­σης είναι κανείς πλού­σιος, ας ακού­ει μεν ότι δύσκο­λα θα εισέλ­θει πλού­σιος στη βασι­λεία των ουρα­νών, αλλά ας γνω­ρί­ζει επί­σης ότι και ο Αβρα­άμ ήταν πλού­σιος, και όμως σώθη­κε (διό­τι ήταν φιλό­ξε­νος και φιλό­πτω­χος, αλλά όχι φιλάρ­γυ­ρος) και ο Ιώβ που δοκι­μά­σθη­κε και σε περί­ο­δο πλού­του και σε περί­ο­δο φτώ­χειας, όταν ήταν πλού­σιος λέγει για τον εαυ­τό του: «Ε ταξα χρυ­σί­ον ες χον μου, ε δ κα λίθ πολυ­τε­λε πεποί­θη­σα(:Ποτέ δεν έκρυ­ψα για απο­θη­σαυ­ρι­σμό και ασφά­λεια εντός της γης το χρυ­σά­φι, ποτέ δε στή­ρι­ξα την ελπί­δα μου στους πολύ­τι­μους λίθους)»[Ιώβ, 31,24].

Επο­μέ­νως ο έρω­τας προς τον πλού­το είναι κακό, που αν δεν προ­σέ­χει, και ο φτω­χός και ο πλού­σιος τον παθαί­νει ματαί­ως. Επει­δή μάλι­στα ο πονη­ρός πλού­τος μερι­κές φορές προ­σλαμ­βά­νει μαζί του και συζυ­γία πονη­ρό­τε­ρη, δηλα­δή την υψη­λο­φρο­σύ­νη και την πεποί­θη­ση στον πλού­το, γι’ αυτό γρά­φον­τας προς τον Τιμό­θεο ο θεί­ος Παύ­λος λέγει: «Τος πλουσοις ν τ νν αἰῶνι παργγελ­λε μ ψηλο­φρο­νεν, μηδ λπικναι π πλοτου δηλτητι, λλ’ ν τ Θε τ ζντι, τ παρχον­τι μν πντα πλουσως ες πλαυ­σιν(: Στους πλού­σιους του τωρι­νού αιώ­να παράγ­γελ­λε να μην υψη­λο­φρο­νούν μήτε να έχουν ελπί­σει στην αβε­βαιό­τη­τα του πλού­του, αλλά στον Θεό που μας παρέ­χει όλα πλού­σια προς από­λαυ­ση)»[Α΄Τιμ.6,17].

Διό­τι η ταπεί­νω­ση ανά­με­σα στους ανθρώ­πους είναι επί­γνω­ση αλη­θεί­ας· και όποιος καυ­χά­ται για τον πλού­το που είναι περισ­σό­τε­ρα από όλα τα υπάρ­χον­τά μας αλη­θι­νά γήι­νος και ελπί­ζει σε αυτόν, είναι πραγ­μα­τι­κά άφρων και κατά τίπο­τε ανό­μοιος από τους πλου­σί­ους που προ­έ­βα­λε ο Κύριος σε παρα­βο­λή· από τους οποί­ους ο μεν ένας πλού­σιος έχον­τας στα πρό­θυ­ρα του σπι­τιού του τον φτω­χό και άρρω­στο Λάζα­ρο ούτε καν τον κοί­τα­ζε από την έπαρ­ση που τον δια­κα­τεί­χε, ενώ ο άλλος, ο άφρο­νας πλού­σιος, δια­λε­γό­με­νος με την ψυχή του σχε­τι­κά με τα θησαυ­ρι­σμέ­να για πολ­λά έτη αγα­θά του παρέ­στη­σε ποια είναι η ελπί­δα στον πλού­το· γι’ αυτό τον μεν ένα δέχθη­κε άσβε­στη φλό­γα, τον δε άλλο η ανα­πό­φευ­κτη απαί­τη­ση της ψυχής του από τους εναν­τί­ους.

Βλέ­πε­τε το τέλος όσων προ­ση­λώ­νον­ται στον πλού­το; Γι’ αυτό λέγει ο Δαβίδ: «Μ λπί­ζε­τε π᾿ δικί­αν κα π ρπάγ­μα­τα μ πιπο­θετε· πλοτος ἐὰν έ, μ προ­στί­θε­σθε καρ­δί­αν(:Εσείς οι άνθρω­ποι, μη στη­ρί­ζε­τε τις ελπί­δες σας στον πλού­το και στην αδι­κία. Μη φλο­γί­ζε­στε από τον πόθο για πλού­τη, που προ­έρ­χον­ται από αρπα­γές. Και αν δεί­τε σαν ποτά­μι να ρέει ο πλού­τος μπρο­στά σας, μην προ­σκολ­λά­τε σε αυτόν την καρ­διά σας)»[Ψαλμ.61,11] · ο Σολο­μών­τας επί­σης λέγει: « πεποιθς π πλούτ οτος πεσεται, δ ντι­λαμ­βα­νό­με­νος δικαί­ων οτος νατε­λε(:Εκεί­νος που έχει πεποί­θη­ση και ελπί­δα στον πλού­το του, θα πέσει και θα κατα­στρα­φεί. Εκεί­νος όμως που βοη­θά­ει και υπο­στη­ρί­ζει τους ανα­ξιο­πα­θούν­τες δικαί­ους, αυτός θα ανα­τεί­λει σαν λαμ­πρός ήλιος)»[Παροιμ.11,28]· σε άλλο σημείο πάλι παρο­μοιά­ζει όσους χάσκουν στα κέρ­δη με άδη και κατα­στρο­φή, λέγον­τας: «Κα σ δ πόγρα­ψαι ατ σεαυτ τρισσς ες βουλν κα γνσιν π τ πλά­τος τς καρ­δί­ας σου(:Και εσύ γρά­ψε εντός σου αυτούς τους λόγους τρεις φορές, σε τρεις θέσεις της ψυχής σου. Στη θέλη­σή σου, για να είναι αγα­θή, στη γνώ­ση σου, για να είναι αλη­θής, στο πλά­τος της καρ­διάς σου, ώστε να πλημ­μυ­ρί­ζουν ολό­κλη­ρη την ψυχή σου)»[Παροιμ.27,20]· και ο Κύριος λέγει: «Πλν οα μν τος πλου­σί­οις, τι πέχε­τε τν παρά­κλη­σιν μν(:Αλί­μο­νο όμως σε σας τους πλου­σί­ους, που χρη­σι­μο­ποιεί­τε εγωι­στι­κά τον πλού­το σας για να υπη­ρε­τεί­τε τις σαρ­κι­κές σας ανέ­σεις και απο­λαύ­σεις. Αλί­μο­νό σας, διό­τι, αφού στη ζωή αυτή βρί­σκε­τε πλή­ρη και τέλεια παρη­γο­ριά στον πλού­το, δεν μένει να ελπί­ζε­τε τίπο­τε στην άλλη ζωή)»[Λουκ.6,24].

Αλλά εμείς, αδελ­φοί, ας πλου­τί­σου­με σε αγα­θά έργα· ας γεμί­σου­με με όσα έχου­με τα στο­μά­χια των φτω­χών, ώστε να αξιω­θού­με την επηγ­γελ­μέ­νη φωνή και ευλο­γία και να κλη­ρο­νο­μή­σου­με την ουρά­νια βασι­λεία. Και είθε όλοι μας να την απο­κτή­σου­με με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο πρέ­πει δόξα, κρά­τος, μεγα­λο­σύ­νη και μεγα­λο­πρέ­πεια μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το ζωο­ποιό Πνεύ­μα τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, τόμος 11, ομι­λία ΞΒ΄,σελ.562–583,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος Θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, τόμος 11, ομι­λία ΞΒ΄,σελ.562–573,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος Θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΑΚΧΑΙΟ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΑΚΧΑΙΟ

«Κα εσελθν διήρ­χε­το τν ερι­χώ·κα δο νρ νόμα­τι καλού­με­νος Ζακ­χαος κα ατς ν ρχι­τε­λώ­νης, κα οτος ν πλού­σιος, κα ζήτει δεν τν ησον τίς στι, κα οκ δύνα­το π το χλου, τι τ λικί μικρς ν. κα προ­δραμν μπρο­σθεν νέβη π συκο­μο­ρέ­αν, να δ ατόν, τι κεί­νης μελ­λε διέρ­χε­σθαι (:Έπει­τα από λίγο ο Ιησούς μπή­κε στην Ιερι­χώ, και περ­νού­σε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρ­χε ένας άνθρω­πος που ονο­μα­ζό­ταν Ζακ­χαί­ος. Αυτός ήταν αρχι­τε­λώ­νης και πολύ πλού­σιος. Και προ­σπα­θού­σε να δει τον Ιησού ποιος είναι, αλλά δεν μπορούσε·διότι υπήρ­χε μεγά­λη συρ­ροή λαού, και αυτός ήταν κον­τός στο ανά­στη­μα και σκε­πα­ζό­ταν από το πλή­θος. Έτρε­ξε λοι­πόν μπρο­στά από το πλή­θος που συνό­δευε τον Ιησού και ανέ­βη­κε σαν να ήταν μικρό παι­δί σε μία συκο­μου­ριά για να Τον δει, διό­τι από τον δρό­μο εκεί­νο, στον οποίο βρι­σκό­ταν το δέν­τρο αυτό, θα περ­νού­σε ο Ιησούς)»[Λουκ.19,1–4].

Ο Ζακ­χαί­ος ήταν αρχι­τε­λώ­νης με πάρα πολύ μεγά­λη ροπή προς τη φιλαρ­γυ­ρία, και σκο­πός του ήταν να εισπράτ­τει όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα · με αυτό άλλω­στε ασχο­λούν­ταν οι τελώ­νες· και αυτήν την πλε­ο­νε­ξία ο Παύ­λος την ονο­μά­ζει «ειδω­λο­λα­τρία», επει­δή προ­φα­νώς ται­ριά­ζει μόνο σε αυτούς που δεν γνω­ρί­ζουν τον Θεό[Κολ. 3,5 :«Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς, πορ­νεαν, καθαρσαν, πθος, πιθυμαν κακν, κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα δι’ ρχε­ται ργ το Θεο π τος υος τς πει­θεας»(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές. Νεκρώ­στε την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, κάθε πάθος και υπο­δού­λω­ση στο κακό, κάθε κακή επι­θυ­μία και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος)» · επί­σης, Εφ. 5,5: « Τοτο γάρ στε γινώ­σκον­τες, τι πς πόρ­νος κάθαρ­τος πλε­ο­νέ­κτης, ς στιν εδωλο­λά­τρης, οκ χει κλη­ρο­νο­μί­αν ν τ βασι­λεί το Χρι­στο κα Θεο(:Φυλα­χθεί­τε από όλα αυτά, διό­τι πρέ­πει να ξέρε­τε καλά το εξής, ότι κάθε πόρ­νος ή ακά­θαρ­τος ή πλε­ο­νέ­κτης, ο οποί­ος ουσια­στι­κά είναι ειδω­λο­λά­τρης, αφού η λατρεία του χρή­μα­τος, απορ­ρο­φά ολό­κλη­ρη την καρ­διά του, δεν έχει κανέ­να δικαί­ω­μα κλη­ρο­νο­μιάς στη βασι­λεία του Χρι­στού και Θεού)».

Γι’ αυτό, και πολύ εύλο­γα, επει­δή οι τελώ­νες είχαν περι­βλη­θεί στην όψη και τη συμ­πε­ρι­φο­ρά τους με μεγά­λη αναί­δεια, ο Κύριος τούς είχε συμ­πε­ρι­λά­βει στην ίδια κατη­γο­ρία μαζί με τις πόρ­νες, λέγον­τας τα εξής στους διδα­σκά­λους των Ιου­δαί­ων: «μν λέγω μν τι ο τελναι κα α πόρ­ναι προ­ά­γου­σιν μς ες τν βασι­λεί­αν το Θεο(:Αλη­θι­νά σας λέω ότι οι τελώ­νες και οι πόρ­νες, οι οποί­ες στην αρχή έδει­ξαν απεί­θεια στο νόμο του Θεού, πηγαί­νουν πριν από σας τους Φαρι­σαί­ους και γραμ­μα­τείς στη βασι­λεία του Θεού· διό­τι εσείς με λόγια μόνο δεί­ξα­τε υπα­κοή στο Θεό, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως υπήρ­ξα­τε απει­θείς και άπι­στοι)»[ Ματθ. 21,31].

Πλην όμως ο Ζακ­χαί­ος δεν έμει­νε σε αυτά, αλλά κρί­θη­κε άξιος της ευσπλα­χνί­ας από τον Χρι­στό· για­τί Αυτός είναι Εκεί­νος που καλεί κον­τά Του αυτούς που βρί­σκον­ται μακριά, και φωτί­ζει αυτούς που είναι σκο­τι­σμέ­νοι. Εμπρός λοι­πόν να δού­με ποιος υπήρ­ξε ο δρό­μος της επι­στρο­φής για τον Ζακ­χαίο. Επι­θύ­μη­σε να δει τον Ιησού, για­τί βλά­στη­σε μέσα του σπό­ρος σωτη­ρί­ας. Αυτό το είδε ο Χρι­στός με τα θεϊ­κά Του μάτια και σηκώ­νον­τας το βλέμ­μα Του, τον είδε και με τα ανθρώ­πι­να μάτια· και επει­δή σκο­πός Του ήταν να σωθούν όλοι οι άνθρω­ποι, προ­σφέ­ρει την αγα­θό­τη­τα και, ενθαρ­ρύ­νον­τάς τον, του λέγει: «Ζακ­χαε, σπεύ­σας κατά­βη­θι(: Ζακ­χαίε, κατέ­βα γρή­γο­ρα)»[Λουκ. 19,5]· επει­δή προ­σπα­θού­σε να δει τον Ιησού, και τον εμπό­δι­ζε το πλή­θος, όχι τόσο πολύ των ανθρώ­πων, όσο των αμαρ­τιών του. Αλλά ήταν και μικρός στο ανά­στη­μα, όχι μόνο το σωμα­τι­κό, αλλά και το πνευ­μα­τι­κό· και δεν θα μπο­ρού­σε να Τον δει με άλλο τρό­πο, αν δεν ανέ­βαι­νε σε κάποιο ύψος από το έδα­φος της γης και δεν ανέ­βαι­νε στη συκο­μου­ριά, μπρο­στά από την οποία επρό­κει­το να περά­σει ο Χρι­στός.

Ο λόγος βέβαια έχει και αλλη­γο­ρι­κή σημα­σία: δεν μπο­ρεί δηλα­δή κανείς με άλλον τρό­πο να δει τον Χρι­στό και να πιστέ­ψει σε Αυτόν, παρά μόνο εάν ανε­βεί στη συκο­μου­ριά, κατα­δι­κά­ζον­τας ως ανόη­τα τα γήι­να μέλη του, δηλα­δή την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία και καθε­τί που τα ακο­λου­θεί. «Επρό­κει­το», λέγει, «ο Χρι­στός να περά­σει μπρο­στά από τη συκο­μου­ριά»: αφού δηλα­δή εφάρ­μο­σε τον τρό­πο ζωής που όρι­ζε ο μωσαϊ­κός νόμος, πράγ­μα το οποίο συμ­βο­λί­ζει η «συκιά», προ­τί­μη­σε τα «μού­ρα», όσα δηλα­δή ο κόσμος θεω­ρεί ανόη­τες επι­λο­γές, δηλα­δή τον σταυ­ρό και τον θάνα­το. Και καθέ­νας που σηκώ­νει τον σταυ­ρό του και ακο­λου­θεί τον τρό­πο ζωής του Χρι­στού σώζε­ται, εφό­σον εφαρ­μό­ζει με σύνε­ση τον νόμο του Θεού, ο οποί­ος είναι μια συκιά που δεν κάνει άνο­στα σύκα, αλλά εύγευ­στα μού­ρα · για­τί στους Ιου­δαί­ους φαί­νε­ται μωρία η κρυμ­μέ­νη στους πιστούς πνευ­μα­τι­κή εργα­σία, όσον αφο­ρά την απο­κο­πή της κακί­ας και την απο­χή από κάθε κακή πρά­ξη, χωρίς όμως να κάνουν αισθη­τά την περι­το­μή στο δέρ­μα τους και χωρίς να τηρούν την αργία του Σαβ­βά­του.

Κατά­λα­βε λοι­πόν ο Ιησούς ότι αυτός ήταν έτοι­μος προς υπα­κοή και θερ­μός στην πίστη και έτοι­μος εύκο­λα να μετα­νο­ή­σει από την κακία και να στρα­φεί προς την αρε­τή· και αυτός «σπεύ­σας κατέ­βη, καὶ ὑπε­δέ­ξα­το αὐτὸν χαί­ρων(:τότε ο Ζακ­χαί­ος κατέ­βη­κε γρή­γο­ρα και Τον υπο­δέ­χθη­κε στο σπί­τι του με χαρά)»[Λουκ.19,6] όχι μόνο επει­δή Τον είδε όπως επι­δί­ω­κε, αλλά και επει­δή κλή­θη­κε από Αυτόν με το όνο­μά του, και Τον υπο­δέ­χθη­κε στο ίδιο του το σπί­τι, κάτι που δεν θα το περί­με­νε ποτέ.

«Ζακ­χαε, σπεύ­σας κατά­βη­θι· σήμε­ρον γρ ν τ οκ σου δε με μεναι(:Ζακ­χαίε, κατέ­βα γρή­γο­ρα, διό­τι σήμε­ρα πρέ­πει να μεί­νω στο σπί­τι σου, σύμ­φω­να με τη θεία βου­λή που προ­ε­τοι­μά­ζει η σωτη­ρία σου)»[Λου­κά 19,5].

Ήταν θεϊ­κή πρό­γνω­ση αυτή, ήξε­ρε καλά αυτό που επρό­κει­το να συμ­βεί· είδε ότι η ψυχή του ανθρώ­που ήταν πανέ­τοι­μη να κλί­νει στο να επι­λέ­ξει να ζήσει με τρό­πο άγιο, και την μετέ­στρε­ψε στην ευσέ­βεια· «πεδέ­ξα­το», λέει, «ατν χαί­ρων(:Τον υπο­δέ­χτη­κε στο σπί­τι του με χαρά)», επει­δή έτυ­χε τιμής που δεν την περί­με­νε. Αλλά ίσως θα μπο­ρού­σε κάποιος να πει στον Σωτή­ρα όλων μας Χρι­στό: « Μπαί­νεις στην αυλή του Ζακ­χαί­ου που είναι αρχη­γός των τελω­νών και ο οποί­ος δεν απέ­βα­λε ακό­μα τη συνή­θεια της φιλο­κέρ­δειας;». «Ναι», λέγει· «Το γνω­ρί­ζω αυτό, αφού από τη φύση μου είμαι Θεός και παρα­κο­λου­θώ τις πορεί­ες του καθε­νός επά­νω στη γη, και επι­πλέ­ον γνω­ρί­ζω αυτά που θα συμ­βούν. Τον κάλε­σα για μετά­νοια, επει­δή είναι πρό­θυ­μος γι’ αυτό».

«Κα δόν­τες πάν­τες διε­γόγ­γυ­ζον λέγον­τες τι παρ μαρ­τωλ νδρ εσλθε καταλσαι. στα­θες δ Ζακ­χαος επε πρς τν Κύριον· δο τ μίση τν παρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τος πτω­χος, κα ε τινός τι συκο­φάν­τη­σα, ποδί­δω­μι τετρα­πλον (:Όλοι όμως, όταν είδαν ότι ο Ιησούς προ­τί­μη­σε το σπί­τι του Ζακ­χαί­ου, μουρ­μού­ρι­ζαν μετα­ξύ τους με αγα­νά­κτη­ση και σχο­λί­α­ζαν περι­φρο­νη­τι­κά τον Ιησού λέγον­τας ότι μπή­κε να μεί­νει και να ανα­παυ­θεί στο σπί­τι ενός αμαρ­τω­λού ανθρώ­που. Ο Ζακ­χαί­ος όμως στά­θη­κε μπρο­στά στον Κύριο και του είπε: ‘’Ιδού, Κύριε, τα μισά από τα υπάρ­χον­τά μου τα δίνω ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς, κι αν τυχόν ως τελώ­νης μετα­χει­ρί­στη­κα συκο­φαν­τί­ες, ψεύ­τι­κες καταγ­γε­λί­ες και ανα­φο­ρές για να αδι­κή­σω κάποιον σε κάτι, του το γυρί­ζω πίσω τετρα­πλά­σιο’’)» [Λουκ. 19,7–8].

Βλέ­πεις πως ο προϊ­στά­με­νος των τελω­νών, ο φιλάρ­γυ­ρος, έγι­νε αμέ­σως ελε­ή­μο­νας και ένθερ­μος υπο­στη­ρι­κτής της φιλο­πτω­χί­ας, υπο­σχό­με­νος ότι θα μοι­ρά­σει τον πλού­το του στους φτω­χούς, και απο­λο­γού­με­νος στους αδι­κη­μέ­νους, σύμ­φω­να με τον νόμο ο οποί­ος διέ­τασ­σε να δίνουν τέσ­σε­ρα πρό­βα­τα αντί ενός, σύμ­φω­να με την από­φα­ση του Δαβίδ, για εκεί­νον ο οποί­ος έχει λεχθεί ότι έκλε­ψε την προ­βα­τί­να του φτω­χού· διό­τι λέγει: «κα τν μνά­δα ποτί­σει πτα­πλα­σί­ο­να, νθ᾿ ν τι ποί­η­σε τ ῥῆμα τοτο κα περ ο οκ φεί­σα­το(: και θα επι­στρέ­ψει σε εκεί­νον που αδι­κή­θη­κε επτά προ­βα­τί­νες, διό­τι έκα­νε την κακή αυτήν πρά­ξη, δεν λυπή­θη­κε δηλα­δή τον φτω­χό ιδιο­κτή­τη της μιας προ­βα­τί­νας)»[Β΄Βασ. 12,6].

«Σήμε­ρον σωτη­ρία τ οκ τούτ γένε­το , καθό­τι κα ατς υἱὸς βρα­άμ στιν. λθε γρ υἱὸς το νθρώ­που ζητσαι κα σσαι τ πολω­λός(:Σήμε­ρα με την επί­σκε­ψή μου στο σπί­τι αυτό ήλθε η σωτη­ρία τόσο στον οικο­δε­σπό­τη, όσο και στους δικούς του. Και έπρε­πε να σωθεί και ο αρχι­τε­λώ­νης αυτός, διό­τι κι αυτός είναι γιος και από­γο­νος του Αβρα­άμ, όπως κι εσείς που δια­μαρ­τύ­ρε­στε. Και σε αυτόν λοι­πόν έδω­σε ο Θεός την υπό­σχε­ση της σωτη­ρί­ας. Έπρε­πε λοι­πόν να συν­τε­λέ­σω στη σωτη­ρία αυτή του Ζακ­χαί­ου, διό­τι ο υιός του ανθρώ­που ήλθε από τον ουρα­νό στη γη για ν’ ανα­ζη­τή­σει και να σώσει όλη την ανθρω­πό­τη­τα, που σαν χαμέ­νο πρό­βα­το κιν­δύ­νευε να πεθά­νει μέσα στην αμαρ­τία)»[Λουκ.19,9–10].

Όπου δηλα­δή μπαί­νει ο Χρι­στός, εκεί οπωσ­δή­πο­τε υπάρ­χει και σωτη­ρία. Όχι με ανα­βο­λές, ούτε με υπο­σχέ­σεις, αλλά σήμε­ρα ο Χρι­στός προ­σφέ­ρει στον Ζακ­χαίο τη σωτη­ρία, για­τί και αυτός πραγ­μα­το­ποί­η­σε αμέ­σως εκεί­νο που υπο­σχέ­θη­κε. Για­τί δεν είπε: «Θα δώσω στο μέλ­λον τα μισά μου υπάρ­χον­τα για ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς, και σε εκεί­νους που αδί­κη­σα, θα τους επι­στρέ­ψω στο μέλ­λον τα τετρα­πλά­σια», για­τί άκου­σε τον Σολο­μών­τα που λέγει: «Μ επς· πανελθν πάνη­κε, αριον δώσω, δυνα­το σου ντος ε ποιεν· ο γρ οδας τί τέξε­ται πιοσα (:Ποτέ να μην του πεις του φτω­χού: “ξανα­έ­λα αύριο να σου δώσω”, εφό­σον μπο­ρείς να κάμεις το καλό αμέ­σως· διό­τι δεν γνω­ρί­ζεις τι θα παρου­σιά­σει για εσέ­να και για εκεί­νον η αυρια­νή ημέ­ρα)»[Παρ.3,28], αλλά είπε: «δο τ μίση τν παρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τος πτω­χος, κα ε τινός τι συκο­φάν­τη­σα, ποδί­δω­μι τετρα­πλον(:Ιδού (σήμε­ρα) δίνω τα μισά μου υπάρ­χον­τα στους φτω­χούς, Κύριε, και αν τυχόν, σαν τελώ­νης που είμαι, αδί­κη­σα με ψευ­δείς μαρ­τυ­ρί­ες κάποιον και εισέ­πρα­ξα περισ­σό­τε­ρα, του τα επι­στρέ­φω αμέ­σως τετρα­πλά­σια)»[Λουκ.19, 9–10].

Γι΄ αυτό και ο Χρι­στός λέγει: «Σήμε­ρα δίνεις, σήμε­ρα σε σένα και η σωτη­ρία». Έπρε­πε λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι να αισθά­νον­ταν χαρά για τον Ζακ­χαίο που είχε σωθεί με τρό­πο πέρα από κάθε προσ­δο­κία, για­τί και αυτός συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν στα τέκνα του Αβρα­άμ, στα οποία ο Θεός υπο­σχέ­θη­κε μέσω προ­φη­τών αγί­ων τη λύτρω­ση μέσω του Χρι­στού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,

σελ. 138)

  • Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «Υπό­μνη­μα εις το κατά Λου­κάν Β΄», σελ. 163–165.

  • Παν. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη μετά συν­τό­μου ερμη­νεί­ας, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθή­να 1997

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος ΣΤ (Κυρια­κο­δρό­μιο Γ΄)

Όποιος θέλει να δεῖ τό Χρι­στό, πρέ­πει να σκαρ­φα­λώ­σει πνευ­μα­τι­κά, νά ὑπερ­βεῖ τή φύση, για­τί ὁ Χρι­στός εἶναι ἀνώ­τε­ρος ἀπ’ αὐτήν. Εἶναι πιό εὔκο­λο νά δεῖς ἕνα βου­νό ὅταν εἶσαι πάνω σ’ ἕνα λόφο, παρά ὅταν βρί­σκε­σαι σέ μιά κοι­λά­δα. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἦταν κον­τό­σω­μος ἄνθρω­πος. Επει­δή ἤθε­λε πολύ νά δεῖ τό Χρι­στό ὅμως, σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἕνα ψηλό δέν­τρο.

Ἐκεῖ­νος πού θέλει να πλη­σιά­σει τό Χρι­στό πρέ­πει νά ἐξα­γνι­στεῖ, για­τί θα συναν­τή­σει τόν Ἅγιο τῶν ἁγί­ων, τόν Ἱερό τῶν ἱερῶν. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος εἶχε μολυν­θεῖ ἀπό τή φιλο­χρη­μα­τία καί τήν ἀσπλα­χνία.

Ἔτσι ὅταν ἀπο­φά­σι­σε να συναν­τή­σει το Χρι­στό, ἔσπευ­σε νά ἐξα­γνι­στεῖ μέ μετά­νοια καί μέ ἔργα ἐλέ­ους.

Μετά­νοια εἶναι ἡ ἀπο­μά­κρυν­ση ἀπ’ ὅλους τούς παλιούς δρό­μους πού πατοῦν τά πόδια τῶν ἀνθρώ­πων, αὐτούς πού ἀκο­λου­θοῦν οἱ σκέ­ψεις κι οἱ ἐπι­θυ­μί­ες τους, καί ἡ ἐπι­στρο­φή σ’ ἕναν και­νούρ­γιο δρό­μο: στο μονο­πά­τι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς ὅμως μπο­ρεῖ νά μετα­νο­ή­σει ἕνας ἁμαρ­τω­λός ἄν ἡ καρ­διά του δέ συναν­τή­σει τό Χρι­στό καί δέν ἀνα­γνω­ρί­σει τήν ἁμαρ­τω­λό­τη­τά του; Προ­τοῦ ὁ κον­τό­σω­μος Ζακ­χαῖ­ος δεῖ τόν Κύριο μέ τά σωμα­τι­κά μάτια του, τόν συνάν­τη­σε ἐσω­τε­ρι­κά, μέ τήν καρ­διά του, καί μετα­νόη­σε γιά ὅλες τίς πρά­ξεις του.

Μετά­νοια εἶναι ὁ πόνος τῆς αὐτα­πά­της, ὅπου εἶχε παρα­συρ­θεῖ γιά πολύ και­ρό ὁ ἁμαρ­τω­λός, γιά πάρα πολύ και­ρό, ωσό­του νιώ­σει τόν πόνο αὐτόν. Ἀπό μόνος του ὅμως ὁ πόνος αὐτός ὁδη­γεῖ στήν ἀπελ­πι­σία, στόν αὐτο­α­φα­νι­σμό, ἄν δέ συνο­δευ­τεῖ ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Μόνο τότε ὁ πόνος τῆς αὐτα­πά­της γίνε­ται θερα­πευ­τι­κός κι ὄχι κατα­στρο­φι­κός. Ὁ ἱερός Αὐγου­στί­νος πρῶ­τα ἔνιω­σε τόν πόνο τῆς αὐτα­πά­της, πού ἄν δέν εἶχε προ­χω­ρή­σει στο φόβο τοῦ Θεοῦ, θά τόν εἶχε ὁδη­γή­σει στην ψυχι­κή απώ­λειά του.

Μετά­νοια εἶναι ἡ ξαφ­νι­κή δια­πί­στω­ση τῆς λέπρας τοῦ ἀνθρώ­που, μια κραυ­γή στόν Θερα­πευ­τή γιά θερα­πεία. Εἶναι ὅπως ὁ μελα­χροι­νός ἄνθρω­πος πού γιά πολύ και­ρό δέν ἔχει κοι­τα­χτεί σε καθρέ­φτη κι ἔπει­τα, ξαφ­νι­κά, ἔρχε­ται ἀντι­μέ­τω­πος μέ τήν εἰκό­να του και δια­πι­στώ­νει πώς τα μαλ­λιά του ἔχουν γκρι­ζά­ρει. Μέ τόν ἴδιο τρό­πο σκέ­φτε­ται ὁ ἀμε­τα­νόη­τος ἁμαρ­τω­λός καί γιά πολύ και­ρό ἐπι­μέ­νει πώς ἡ ψυχή του εἶναι ὑγι­ής κι ἀνα­μάρ­τη­τη, ὡσό­του τα πνευ­μα­τι­κά του μάτια ἀνοί­γουν ξαφ­νι­κά καί βλέ­πει πώς ἡ ψυχή του ἔχει προ­σβλη­θεί ἀπό λέπρα. Πῶς θά μπο­ροῦ­σε νά δεῖ τή λέπρα τῆς ψυχῆς του ἄν δέν εἶχε κοι­τα­χτεί σ’ ἕναν καθρέ­φτη; Καθρέ­φτης εἶναι ὁ Χρι­στός. Σ ̓ Αὐτόν βλέ­πει ὁ καθέ­νας μας καθα­ρά πῶς εἶναι. Ὁ μονα­δι­κός αὐτός καθρέ­φτης δόθη­κε στούς ἀνθρώ­πους για να βλέ­πουν μέσα του καί νά δια­πι­στώ­νουν τήν πνευ­μα­τι­κή τους κατά­στα­ση. Μπρο­στά στο Χρι­στὸ βλέ­πει κάθε ἄνθρω­πος, σάν σε πεν­τα­κά­θα­ρο καθρέ­φτη, τόν ἑαυ­τό του ἄρρω­στο καί ἄσχη­μο. Βλέ­πει ὅμως καί τήν πρω­ταρ­χι­κή εἰκό­να του – πῶς ἦταν κάπο­τε καί πῶς πρέ­πει να ξανα­γί­νει. Ὁ ἁμαρ­τω­λός Ζακ­χαῖ­ος ἐξω­τε­ρι­κά ἦταν ὑγι­ής, ὄμορ­φος. Ὅταν πήγε να γνω­ρί­σει τόν Κύριο Ἰησοῦ εἶδε τη φοβε­ρή λέπρα του κι ἔνιω­σε τόν τρο­με­ρό πόνο, πού δέν μπο­ρεῖ νά για­τρέ­ψει κανέ­νας ἐπί­γειος για­τρός, παρά μόνο ὁ Χρι­στός.

Μετά­νοια εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θερα­πεί­ας ἀπό τό ἐγωι­στι­κό θέλη­μα, ἡ ἀρχή τῆς ὑπο­τα­γῆς στό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ζεῖ μέ τό δικό του θέλη­μα, γρή­γο­ρα χάνει τη βασι­λι­κή αξία του μέσα σ’ ἕνα σταῦ­λο ζώων καί σέ φωλιά ἀγρι­μιῶν.

Κανέ­νας ἄνθρω­πος στή γῆ δέν μπό­ρε­σε νά ζήσει μέ τό δικό του θέλη­μα καί νά παρα­μεί­νει σωστός ἄνθρω­πος. Ὁ «ἄνθρω­πος» δέν μπο­ρεῖ νά γίνει συνώ­νυ­μος μέ τό «Εγωι­στι­κό θέλη­μα». Ἄνθρω­πος, ἀλη­θι­νός ἄνθρω­πος, σημαί­νει ὁλο­κλη­ρω­τι­κή ὑπο­τα­γή σ’ ἕνα ἀνώ­τε­ρο καί ὑψη­λό­τε­ρο θέλη­μα, στο δια­κρι­τι­κό κι αλά­θη­το θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Οἱ θελη­μα­τά­ρη­δες ζοῦν σέ ἄσυ­λα φρε­νο­βλα­βῶν, σέ σπί­τια ὁλο­σκό­τει­να. Τα σώμα­τά τους εἶναι σκο­τει­νά, ὅπως κι οἱ ψυχές τους. Τό θέλη­μα ἀνοί­γει τήν πόρ­τα στό ἀκοί­μη­το σκου­λή­κι, που κατα­τρώ­ει την ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ. Μετά­νοια εἶναι ἡ ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς ἴδιας τῆς φωλιάς τοῦ σκου­λη­κιοῦ. Ὅταν τά μάτια τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ ἀνοί­γουν καί βλέ­πει τί ἔχει μέσα του, κραυ­γά­ζει: «Αλί­μο­νό μου! Πῶς ἀνα­πτύ­χθη­κε τόσο μεγά­λο πλῆ­θος σκου­λη­κιῶν μέσα μου; Αλί­μο­νό μου! Ποιός θα μ’ ἐλευ­θε­ρώ­σει ἀπ’ αὐτόν τόν ἑσμό τῶν κακῶν σκου­λη­κιῶν;»

Η σημε­ρι­νή εὐαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή περι­γρά­φει ἕναν ἁμαρ­τω­λό πού μετα­νόη­σε. Μιλά­ει για τόν κον­τό­σω­μο Ζακ­χαῖο, πού ἐξα­γνί­στη­κε μέ τή μετά­νοια καί σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἕνα δέν­τρο για νά δεῖ τό Χρι­στό, τόν Ὕψι­στο πού θερα­πεύ­τη­κε ἀπό τήν πνευ­μα­τι­κή λέπρα τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καί τῆς φιλο­χρη­μα­τί­ας μέ τή δύνα­μη τοῦ παν­το­δύ­να­μου Χρι­στοῦ. Ὁ Κύριος ἔφε­ρε πολ­λούς στη μετά­νοια· βρῆ­κε κι ἔσω­σε πολ­λούς «ἀπο­λω­λό­τες» κάλε­σε κον­τά Του πολ­λούς πού εἶχαν ξεστρα­τί­σει καί τούς ἔβα­λε στο σωστό δρό­μο. Η θεία πρό­νοια ὅμως θέλη­σε να κατα­γρα­φούν στο εὐαγ­γέ­λιο λίγα παρα­δείγ­μα­τα μετα­νοί­ας, ἐκεῖ­να πού εἶναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά και διδα­κτι­κά γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώ­πων. Τό παρά­δειγ­μα τοῦ ἀπο­στό­λου Πέτρου δεί­χνει μιά επα­νει­λημ­μέ­νη πτώ­ση γιά τό φόβο τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλά καί μετά­νοια από αγά­πη γιά τό Θεό. Τό παρά­δειγ­μα τῆς ἁμαρ­τω­λῆς γυναί­κας φανε­ρώ­νει τη λέπρα τῆς ἀνη­θι­κό­τη­τας καί τή θερα­πεία της. Τό παρά­δειγ­μα τοῦ Ζακ­χαί­ου δεί­χνει τή λέπρα τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καί τή θερα­πεία της. Το παρά­δειγ­μα τοῦ μετα­νιω­μέ­νου ληστή στο σταυ­ρό δεί­χνει τη δυνα­τό­τη­τα και τη σωστι­κή δύνα­μη τῆς μετά­νοιας ἀκό­μα καί στό μεγα­λύ­τε­ρο ἁμαρ­τω­λό, ὡς καί τήν ὕστα­τη στιγ­μή τῆς ζωῆς, μόλις πριν ἀπό τό θάνα­το.

Ὅλα τά παρα­δείγ­μα­τα αὐτά εἶναι ἀνθρώ­πων πού μετα­νόη­σαν ἀλλά εἶχαν ἐλπί­δα, πού ὁδη­γεῖ στη ζωή. Εἶναι εἰκό­νες μετά­νοιας που μπαί­νουν μπρο­στά μας, ὥστε ἀνά­λο­γα μέ τήν ἁμαρ­τω­λή μας κατά­στα­ση, να δια­λέ­ξου­με το δρό­μο ἤ τόν τρό­πο τῆς σωτη­ρί­ας μας. Υπάρ­χει ὅμως καί μετά­νοια πού εἶναι νεκρι­κή, ἀπελ­πι­σμέ­νη καί αὐτο­κτο­νι­κή. Τέτοια ἦταν ἡ μετά­νοια τοῦ προ­δό­τη Ἰού­δα: «Ήμαρ­τον παρα­δούς αἷμα ἀθῶον…καί ἀπελ­θών ἀπήγ­ξα­το» (Ματθ. κζ’ 4,5). Τέτοια μετά­νοια, πού ὁδη­γεῖ στήν ἀπό­γνω­ση καί τήν αὐτο­κτο­νία, δέν ἔχει σχέ­ση μέ τήν εὐλο­γη­μέ­νη χρι­στια­νι­κή μετά­νοια. Εἶναι σατα­νι­κή καί αὐτο­κα­τα­στρο­φι­κή ὀργή που στρέ­φε­ται κατά τοῦ κόσμου, ἀλλά καί κατά τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Τέτοια μετά­νοια είναι σατα­νι­κή ἀπο­στρο­φή και περι­φρό­νη­ση πρός τόν ἄνθρω­πο, πρός τόν κόσμο καί τή ζωή. Σήμε­ρα ὅμως ἄς στα­θοῦ­με στο ὑπέ­ρο­χο παρά­δειγ­μα τῆς σωστι­κῆς μετά­νοιας τοῦ Ζακ­χαί­ου, πού δια­βά­ζου­με στο σημε­ρι­νό εὐαγ­γέ­λιο:

«Καί εἰσελ­θών (ὁ Ἰησοῦς) διήρ­χε­το τήν Ἱερι­χώ. καί ἰδού ἀνήρ ὀνό­μα­τι καλού­με­νος Ζακ­χαῖ­ος, καί αὐτός ἦν ἀρχι­τε­λώ­νης, καί οὗτος ἦν πλού­σιος καί ἐζή­τει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καί οὐκ ἠδύ­να­το ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλι­κία μικρός ἦν· καί προσ­δρα­μών ἔμπρο­σθεν ἀνέ­βη ἐπί συκο­μο­ρέ­αν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι ̓ ἐκεί­νης ἤμελ­λε διέρ­χε­σθαι» (Λουκ. ιθ’ 1–4). Αὐτό ἔγι­νε τόν και­ρό πού ὁ Κύριος ἔκα­νε κι ἄλλο ἕνα θαῦ­μα στήν Ἱερι­χώ· τή θερα­πεία τοῦ τυφλοῦ Βαρ­τι­μαί­ου. Αὐτό πού ἔκα­νε ὁ Χρι­στός στο Ζακ­χαῖο δέν ἦταν καθό­λου μικρό­τε­ρο ἀπό τή θερα­πεία τοῦ τυφλοῦ. Ἄνοι­ξε τα σωμα­τι­κά μάτια τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου καί τά πνευ­μα­τι­κά μάτια τοῦ Ζακ­χαί­ου. Εξά­λει με την τυφλό­τη­τα ἀπό τά μάτια τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου κι ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ζακ­χαί­ου. Στον Βαρ­τι­μαῖο ἄνοι­ξε τά παρά­θυ­ρα γιά νά δεῖ τά θαυ­μά­σια τοῦ Θεοῦ στόν ὁρα­τό κόσμο, στο Ζακ­χαῖο ἄνοι­ξε τα παρά­θυ­ρα τῆς ψυχῆς, γιά νά δεῖ τά θαυ­μά­σια τοῦ Θεοῦ στόν οὐρά­νιο, τόν πνευ­μα­τι­κό κόσμο. Τό θαῦ­μα πού ἔκα­νε στο Βαρ­τι­μαῖο ἐνι­σχύ­ε­ται ἀπ’ αὐτό πού ἔκα­νε στο Ζακ­χαῖο. Ἡ ἀπό­δο­ση τῆς σωμα­τι­κῆς ὅρα­σης λει­τουρ­γεί καί γιά τήν ἐπί­γνω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὅρα­σης. Κάθε θαῦ­μα πού ἔκα­νε ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶχε κυρί­ως πνευ­μα­τι­κό στό­χο, πού γενι­κά ἀφο­ροῦ­σε στην πνευ­μα­τι­κή ὅρα­ση τῆς τυφλῆς ἀνθρω­πό­τη­τας, ὥστε νά δεῖ τήν παρου­σία τοῦ Θεοῦ, τήν παν­το­δυ­να­μία καί τήν ἀγα­θό­τη­τά Του. Ο στό­χος αὐτός ἐπι­τεύ­χθη­κε κατά ἕνα μέρος στη θερα­πεία τῶν δέκα λεπρῶν, ἀφοῦ ὁ ἕνας τους μόνο, μαζί μέ τή σωμα­τι­κή θερα­πεία, θερα­πεύ­τη­κε καί πνευ­μα­τι­κά καί γύρι­σε γιά νά εὐχα­ρι­στή­σει τόν Κύριο (βλ. Λουκ. ιζ’ 12–19). Στήν περί­πτω­ση τοῦ τυφλοῦ Βαρ­τι­μαί­ου ὅμως, ὅπως καί στή πλειο­νό­τη­τα τῶν ἄλλων θαυ­μά­των, ὁ στό­χος ἐπι­τεύ­χθη­κε από­λυ­τα. Ὁ Βαρ­τι­μαῖ­ος εἶδε ἀπό τη στιγ­μή πού μίλη­σε ὁ Κύριος κι ἀμέ­σως ἀπο­κα­τα­στά­θη­κε κι ἡ πνευ­μα­τι­κή του όρα­ση, ἀφοῦ τήν ἴδια στιγ­μή βεβαιώ­θη­κε γιά τήν παρου­σία τοῦ Θεοῦ, τήν παν­το­δυ­να­μία καί τήν ἀγα­θό­τη­τά Του «καί παρα­χρῆ­μα ἀνέ­βλε­ψε, καί ἠκο­λού­θει αὐτῷ δοξά­ζων τόν Θεόν» (Λουκ. ιη’ 43).

Ὁ τυφλός Βαρ­τι­μαῖ­ος ἔλα­βε τήν όρα­σή του, ἀλλά μαζί του ἔλα­βαν τήν πνευ­μα­τι­κή τους όρα­ση καί πολ­λοί ἄλλοι πού εἶδαν τό θαῦ­μα τοῦ Κυρί­ου. Δια­βά­ζου­με στό ἴδιο εδά­φιο πώς «καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδω­κεν αἶνον τῷ Θεῷ». Τό θαῦ­μα αὐτό εἶναι πολύ πιθα­νό νά ἐπη­ρέ­α­σε καί τόν Ζακ­χαῖο τόν τελώ­νη, ν ̓ ἄνοι­ξε τήν πνευ­μα­τι­κή του όρα­ση. Σίγου­ρα θά εἶχε ἀκού­σει από πρίν ἀρκε­τά πράγ­μα­τα γιά τά θαυ­μα­στά ἔργα καί τό θεϊ­κό πρό­σω­πο τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ἔτσι γεν­νή­θη­κε μέσα του ἡ ἀνυ­πο­χώ­ρη­τη ἐπι­θυ­μία νά τόν δεῖ. Ἔσπρω­ξε τούς ἀνθρώ­πους πού ἦταν ψηλό­τε­ροι ἀπό ἐκεῖ­νον γιά ν’ ἀνοί­ξει δρό­μο, μά δέν μπό­ρε­σε και τελι­κά σκαρ­φά­λω­σε σ’ ἕνα δέν­τρο γιά νά ἐκπλη­ρώ­σει τήν ἐπι­θυ­μία του.

Οἱ τελῶ­νες λογα­ριά­ζον­ταν ἁμαρ­τω­λοί ἄνθρω­ποι, ἀκά­θαρ­τοι. Μαζεύ­ον­τας τούς φόρους τοῦ κρά­τους, γέμι­ζαν καί τις δικές τους τσέ­πες. Γι’ αὐτό καί τούς τοπο­θε­τοῦ­σαν κον­τά στους εἰδω­λο­λά­τρες (βλ. Ματθ. ιη’ 17). Ὅταν οἱ εἰσπρά­κτο­ρες τῶν φόρων γενι­κά, οἱ τελῶ­νες, είχαν τέτοια κακή φήμη, τί υπό­λη­ψη θα μπο­ροῦ­σε νά ἔχει ἕνας ἀρχι­τε­λώ­νης; Ὁ κον­τό­σω­μος Ζακ­χαῖ­ος ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Ἦταν ἀρχι­τε­λώ­νης, ἑπο­μέ­νως ἦταν καί πλού­σιος. Γι’ αὐτό λοι­πόν τόν περι­φρο­νοῦ­σαν καί τόν φθο­νοῦ­σαν. Ἡ περι­φρό­νη­ση κι ὁ φθό­νος ἦταν οἱ δυό τοῖ­χοι ἀνά­με­σα στούς ὁποί­ους συμ­πιε­ζό­ταν ἡ ψυχή τοῦ πλού­σιου ἁμαρ­τω­λοῦ σ’ αὐτή τή ζωή. Μέσα ἀπό τόν ἁμαρ­τω­λό Ζακ­χαῖο ὅμως ξεπή­δη­σε ὁ ἄνθρω­πος Ζακ­χαί­ος, πού ἀντι­πά­λευε τόν ἁμαρ­τω­λό πού εἶχε μέσα του. Ἔτσι ἔτρε­ξε ὅσο πιό γρή­γο­ρα μπο­ροῦ­σε νά βρε­θεί μπρο­στά και να σκαρ­φα­λώ­σει ψηλά γιά νά δεῖ τό Χρι­στό, νά δεῖ ἕναν ἄνθρω­πο ἀνα­μάρ­τη­το, ν’ ἀτε­νί­σει τή δική του πρω­ταρ­χι­κή κι ἀμό­λυν­τη εικό­να. Ὁ ἄνθρω­πος Ζακ­χαῖ­ος τότε κατόρ­θω­σε να σκαρ­φα­λώ­σει ψηλά, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει σαν σκά­λα τή συκο­μο­ρέα πού ἦταν δίπλα στο δρό­μο ἀπ’ ὅπου περ­νοῦ­σε ὁ Κύριος.

«Καί ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον, ἀνα­βλέ­ψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακ­χαῖε, σπεύ­σας κατά­βη­θι· σήμε­ρον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι» (Λουκ. ιθ’ 5). Από τά λόγια αυτά φαί­νε­ται πώς ὥς τη στιγ­μή ἐκεί­νη ὁ Ζακ­χαῖ­ος δέν εἶχε δεῖ τόν Κύριο. Ὁ Κύριος τόν εἶδε πρῶ­τος. Ἀνα­βλέ­ψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί τόν κάλε­σε. Μέ τήν πνευ­μα­τι­κή του όρα­ση ὁ Κύριος είχε δεῖ τόν Ζακ­χαῖο νωρί­τε­ρα. Μέ τά σωμα­τι­κά Του μάτια τόν εἶδε ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον.

Ἄν κι ὁ κον­τό­σω­μος Ζακ­χαῖ­ος εἶχε ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπό τό πλῆ­θος κι είχε σκαρ­φα­λώ­σει στο δέν­τρο, ὁ Κύριος τόν εἶχε δεῖ ἀπό τήν ὥρα πού βρι­σκό­ταν ανά­με­σα στο πλῆ­θος, προ­τοῦ ἀνε­βεῖ στη συκο­μο­ρέα. Πόσο δια­κρι­τι­κός εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός μας! Ἐκεῖ­νος μᾶς βλέ­πει, ἐνῶ ἐμεῖς δέν κατα­λα­βαί­νου­με τίπο­τα. Ὅταν τόν ἀνα­ζη­τοῦ­με καί κάνου­με πολ­λές προ­σπά­θειες γιά νά τόν βροῦ­με καί νά τόν δοῦ­με, Ἐκεῖ­νος μᾶς ἔχει ἤδη δεῖ. Ὅταν κατευ­θύ­νου­με τήν πνευ­μα­τι­κή μας ματιά προς Αὐτόν ἀνα­ζη­τῶν­τας Τόν, τότε θά ἐμφα­νι­στεῖ και θά μᾶς καλέ­σει μέ τ’ ὄνο­μά μας, να κατε­βοῦ­με ἀπό τά ὑψη­λά καί ἐπι­κίν­δυ­να βρά­χια τῆς λογι­κῆς καί νά διεισ­δύ­σου­με μέ τήν προ­σευ­χή στις καρ­διές μας, στόν ἀλη­θι­νό μας τόπο. Καί τότε θα μᾶς πεῖ ὁ Κύριος: σήμε­ρον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώ­που κατε­βεί στην καρ­διά του κι ἐκεῖ βαπτι­στεί στα δάκρυά του, προ­σπα­θών­τας να προ­σεγ­γί­σει τό Θεό, τότε ἡ καρ­διά γίνε­ται τόπος συνάν­τη­σης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρω­πο. Αὐτό εἶναι τό πνευ­μα­τι­κό νόη­μα τῆς διή­γη­σης τοῦ Ζακ­χαί­ου.

«Καί σπεύ­σας κατέ­βη, καί ὑπε­δέ­ξα­το αὐτόν χαί­ρων» (Λουκ. ιθ’ 6). Πῶς νά μή βια­στεῖ ὁ Ζακ­χαῖ­ος καί νά τρέ­ξει πρός τή φωνή πού ἀνά­σται­νε νεκρούς, ἠρε­μοῦ­σε τούς ανέ­μους, θερά­πευε τούς δαι­μο­νι­σμέ­νους και λύτρω­νε τίς καρ­διές τῶν ἁμαρ­τω­λῶν πού δάκρυ­ζαν; Πῶς νά μήν ὑπο­δε­χτεῖ Ἐκεῖ­νον πού ἐπι­θυ­μοῦ­σε ἔστω νά τόν δεῖ λίγο ἀπό μακριά; Πῶς νά μή νιώ­σει ἀνέκ­φρα­στη χαρά ὅταν τόν εἶδε στο σπί­τι του, ὅπου μόνο διά­ση­μοι ἁμαρ­τω­λοί σύχνα­ζαν;

Ἔτσι ἀγα­πά­ει ὁ Κύριος. Ἔτσι δίνει τά δῶρα Του. Γέμι­σε ἀσφυ­κτι­κά τά δίχτυα τῶν ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νων ψαρά­δων με ψάρια. Ἔθρε­ψε χιλιά­δες πει­να­σμέ­νους ανθρώ­πους στήν ἔρη­μο, ὥστε περίσ­σε­ψαν καί πολ­λά κοφί­νια με ψωμιά. Δέν ἔδι­νε μόνο τή σωμα­τι­κή υγεία, ἀλλά καί τήν πνευ­μα­τι­κή, στούς ἄρρω­στους πού τοῦ ζητοῦ­σαν νά τούς βοη­θή­σει. Δε συγ­χω­ροῦ­σε κάποιες ἀπό τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν ἁμαρ­τω­λῶν, ἀλλά ὅλες. Ἔκα­νε ἀπό κάθε ἄπο­ψη ἔργα βασι­λι­κά, χορη­γού­σε βασι­λι­κή εὐσπλα­χνία, τά ‘δινε ὅλα μέ βασι­λι­κή ἀφθο­νία. Τό ἴδιο ἔκα­νε καί στήν περί­πτω­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου. Ὁ ἀρχι­τε­λώ­νης ἤθε­λε μόνο νά τόν δεῖ. Ὁ Κύριος ὅμως δέν τόν περιό­ρι­σε ἐκεῖ. Τον κάλε­σε πρῶ­τος καί μετά τόν ἐπι­σκέ­φτη­κε στο σπί­τι του. Ἔτσι συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν ὁ Κύριος. Προ­σέξ­τε τώρα τή συμ­πε­ρι­φο­ρά των συνη­θι­σμέ­νων ἁμαρ­τω­λῶν ἀνθρώ­πων, ἐκεί­νων πού κομ­πά­ζουν μέ αὐτο­θαυ­μα­σμό καί αὐτο­ε­κτί­μη­ση:

«Καί ἰδόν­τες πάν­τες διε­γόγ­γυ­ζον λέγον­τες ὅτι παρά ἁμαρ­τω­λῷ ἀνδρὶ εἰσῆλ­θε κατα­λῦ­σαι» (Λουκ. ιθ’ 7). Εἶναι ἀνυ­πο­λό­γι­στη δυστυ­χία το γεγο­νός ὅτι ἡ γλώσ­σα τοῦ ἀνθρώ­που «προ­τρέ­χει τῆς δια­νοί­ας του». Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί, πού ἡ ψυχή τους εἶχε κλί­ση προς τήν κακία κι ὁ νοῦς τους ἦταν ἀδύ­να­μος, δια­μαρ­τύ­ρον­ταν, γόγ­γυ­ζαν καί παρα­πο­νοῦν­ταν, χωρίς να γνω­ρί­ζουν τις δια­θέ­σεις τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, οὔτε καί τήν πιθα­νό­τη­τα νά εἶχε ἀλλά­ξει ὁ ἁμαρ­τω­λός Ζακ­χαί­ος, να εἶχε μετα­νο­ή­σει. Μέ τόν κον­τό­φθαλ­μο νοῦ τους σκέ­φτον­ταν, πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς πήγαι­νε στο σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου, ἐπει­δή δέν ἤξε­ρε πόσο μεγά­λος ἁμαρ­τω­λός ἦταν ὁ ἀρχι­τε­λώ­νης. Οἱ Φαρι­σαῖ­οι ἔκα­ναν μιά ἐξί­σου κον­τό­φθαλ­μη κρι­τι­κή κι ὅταν ὁ Κύριος ἄφη­σε τήν ἁμαρ­τω­λή γυναί­κα να πλύ­νει τα πόδια του: «Οὗτος εἰ ἦν προ­φή­της, ἐγί­νω­σκε ἄν τίς καί ποτα­πή ἡ γυνή ἥτις ἅπτε­ται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρ­τω­λός ἐστι» (Λουκ. ζ ́ 39). Ἔτσι ἔκρι­ναν τότε, ἔτσι κρί­νουν καί σήμε­ρα ὅσοι ἔχουν σαρ­κι­κή ἀντί­λη­ψη, αὐτοί πού κρί­νουν ἀπό τά ἐξω­τε­ρι­κά σημεία καί δέ γνω­ρί­ζουν τά βάθη τῆς εὐσπλα­χνί­ας τοῦ Θεοῦ ἤ τῆς καρ­διᾶς τοῦ ἀνθρώ­που.

Ὁ Χρι­στός εἶπε ἀρκε­τές φορές πώς στον κόσμο ἦρθε για χάρη τῶν ἁμαρ­τω­λῶν, ἰδιαί­τε­ρα μάλι­στα τῶν μεγά­λων ἁμαρ­τω­λῶν. Ὅπως ο για­τρός δέν ἐπι­σκέ­πτε­ται τούς ὑγιεῖς ἀλλά τούς ἄρρω­στους, ἔτσι κι ὁ Κύριος ἐπι­σκέ­πτε­ται ἐκεί­νους πού ἔχουν προ­σβλη­θεῖ ἀπό τήν ἁμαρ­τία, ὄχι τούς δίκαιους. Στο εὐαγ­γέ­λιο δέν ἀνα­φέ­ρε­ται γιά τήν περί­πτω­ση αὐτή πώς ὁ Κύριος ἐπι­σκέ­φτη­κε στην Ιερι­χώ κάποιον δίκαιο ἄνθρω­πο, αλλά πώς βιά­στη­κε να ἐπι­σκε­φτεῖ τό σπί­τι τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ Ζακ­χαί­ου. Ἔτσι συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κάθε συνει­δη­τός για­τρός στο νοσο­κο­μείο. Επι­σκέ­πτε­ται ἀμέ­σως το κρε­βά­τι τοῦ πιό βαριά ἄρρω­στου.

Ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος ἀντι­προ­σω­πεύ­ει ἕνα μεγά­λο νοσο­κο­μεῖο, ὅπου νοση­λεύ­ον­ται ἄρρω­στοι ἄντρες καί γυναῖ­κες πού τούς ἔχει μολύ­νει ἡ ἁμαρ­τία. Σε σύγ­κρι­ση τώρα μέ τό Χρι­στό, ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι ἄρρω­στοι. Εἶναι ἀδύ­να­μοι σε σχέ­ση μέ τή δύνα­μή Του· ἄσχη­μοι σε σύγ­κρι­ση μέ τό κάλ­λος Του. Ανά­με­σα στούς ἀνθρώ­πους ὅμως ὑπάρ­χουν οἱ ἄρρω­στοι κι οἱ βαριά ἄρρω­στοι, οἱ ἀδύ­να­τοι κι οἱ πιό ἀδύ­να­τοι, οἱ ἄσχη­μοι κι οἱ πιό ἄσχη­μοι. Οἱ πρῶ­τοι λογα­ριά­ζον­ται ὑγιεῖς, οἱ τελευ­ταῖ­οι, ἁμαρ­τω­λοί. Ὁ οὐρά­νιος Ιατρός δέν ἦρθε στον κόσμο γιά δική Του ἱκα­νο­ποί­η­ση, ἀλλά γιά τή θερα­πεία καί τή σωτη­ρία τῶν ἀρρώ­στων. Ἔτσι ἔτρε­ξε ἀμέ­σως σ ̓ ἐκεῖ­νον πού εἶχε μολυν­θεί περισ­σό­τε­ρο. Γι’ αὐτό τό λόγο συνέ­τρω­γε καί συνέ­πι­νε μέ ἁμαρ­τω­λούς, ἄφη­σε τους ἁμαρ­τω­λούς να δακρύ­ζουν στα πόδια Του και μπή­κε στο σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου.

Ὁ Ζακ­χαῖ­ος, τη στιγ­μή πού ὁ Χρι­στός μπή­κε στο σπί­τι του, σίγου­ρα δέν ἦταν ὁ πιό βαριά ἄρρω­στος ἄνθρω­πος στην Ιερι­χώ. Η καρ­διά του εἶχε ἀλλά­ξει σέ μιά στιγ­μή. Τήν ἴδια αὐτή στιγ­μή ὁ Ζακ­χαῖ­ος εἶχε μετα­βλη­θεί σ’ ἕναν ἄνθρω­πο ἀπό­λυ­τα ὑγιῆ, πιο δυνα­τό καί πιό δίκαιο ἀπ’ ὅλους ἐκεί­νους που δια­μαρ­τύ­ρον­ταν καί γόγ­γυ­ζαν, για­τί είχε μετα­νο­ή­σει γιά ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες του κι ἡ καρ­διά του εἶχε ἀλλοιω­θεῖ. Κι ἡ ἀλλοί­ω­ση αὐτή τῆς καρ­διᾶς του φαί­νε­ται ἀπό τά παρα­κά­τω λόγια του:

«Στα­θείς δέ Ζακ­χαῖ­ος εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμί­ση τῶν ὑπαρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τοῖς πτω­χοῖς, καί εἴ τινος ἐσυ­κο­φάν­τη­σα, ἀπο­δί­δω­μι τετρα­πλοῦν» (Λουκ. ιθ’ 8). Τοῦ τό ζήτη­σε αυτό κανείς; Ὄχι, κανέ­νας. Ποιός τόν κατη­γό­ρη­σε πώς εἶχε ἀδι­κή­σει ἄλλους; Κανέ­νας. Μπρο­στά στην παρου­σία τοῦ πάνα­γνου κι ἀνα­μάρ­τη­του Κυρί­ου, ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἔνιω­σε μόνος του τήν ἁμαρ­τία του. Η παρου­σία αὐτή τόν διέ­γει­ρε καί χωρίς λόγια κι εξη­γή­σεις προ­χώ­ρη­σε σ’ αὐτό το βῆμα. Ἡ καρ­διά που μετα­νόη­σε δέν ἔχει ἀνάγ­κη ἀπό λόγια γιά νά προ­σεγ­γί­σει τό Θεό. Ὁ Θεός ἀπο­κα­λύ­πτει ἄμε­σα στο μετα­νο­η­μέ­νο ἁμαρ­τω­λό αὐτό πού πρέ­πει να κάνει. Φτά­νει ὁ ἄνθρω­πος να μετα­νο­ή­σει γιά τίς ἁμαρ­τί­ες του μέ τήν καρ­διά του. Κι ἀμέ­σως τότε ὁ Θεός θά τόν σηκώ­σει μέ τή δύνα­μή Του γιά νά παρου­σιά­σει καρ­πούς μετα­νοί­ας. Ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Πρό­δρο­μος ἔδει­ξε στούς ἀνθρώ­πους ὁλό­κλη­ρο το δρό­μο τῆς ἀλη­θι­νῆς μετά­νοιας: «Μετα­νο­εῖ­τε! » Κι ἀμέ­σως συνέ­χι­σε: «ποι­ή­σα­τε οὖν καρ­πόν ἄξιον μετα­νοί­ας» (Ματθ. γ’ 2,8). Μπρο­στά μας τώρα ἔχου­με ἕναν ἁμαρ­τω­λό πού βαδί­ζει γρή­γο­ρα τό δρό­μο αυτό κι ἐφαρ­μό­ζει τήν ἐντο­λή.

Μέ τό πού ἄκου­σε γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἀνα­στα­τώ­θη­κε. Ὅταν τόν εἶδε, μετα­νόη­σε ειλι­κρι­νά γιά τίς ἁμαρ­τί­ες του. Κι ἔπει­τα, ὅταν ὁ γλυ­κύς Ιατρός ἔδει­ξε τόση συμ­πά­θεια καί κατα­νόη­ση καί μπή­κε στο σπί­τι του, ἔδει­ξε τούς καρ­πούς τῆς μετά­νοιάς του. Ανα­γνώ­ρι­σε κι ὁμο­λό­γη­σε τήν ἀρρώ­στια του κι ἀμέ­σως πῆρε τό καλ­λί­τε­ρο φάρ­μα­κο ἐναν­τί­ον της.

Ἔλε­γαν τόν παλιό και­ρό: «Αγα­πῶν ἀργύ­ριον, οὐ πλη­σθή­σε­ται ἀργυ­ρί­ου» (Εκκλ. ε’ 9). Ὁ Ζακ­χαί­ος ήταν φιλάρ­γυ­ρος. Εἶχε περά­σει ὅλη τήν ὥς τότε ζωή του μαζεύ­ον­τας χρή­μα­τα μέ ὁποιον­δή­πο­τε τρό­πο. Καί συνή­θως οἱ τρό­ποι αυτοί ἦταν ἁμαρ­τω­λοί. Αὐτή εἶναι μιά ἀρρώ­στια πού ἀνα­πό­φευ­κτα ὁδη­γεῖ τόν ἄνθρω­πο στήν ἀπώ­λεια. Εἶναι μιά φωτιά που καί­ει τόσο περισ­σό­τε­ρο τόν ἄνθρω­πο, ὅσο πιό πολ­λά χρή­μα­τα μαζεύ­ει. Δέν ὑπάρ­χει ποσό­τη­τα χρη­μά­των πού θά ἱκα­νο­ποι­ή­σει τόν φιλάρ­γυ­ρο. Ὅπως ἡ φωτιά δέ θά πεῖ ποτέ, «μή μέ ταΐ­ζε­τε μ’ ἄλλα ξύλα, αρκε­τά εἶναι αὐτά», ἔτσι καί τό πάθος τῆς φιλαρ­γυ­ρί­ας δέ θά πεῖ ποτέ «φτά­νει, ἀρκε­τά».

Ὁ ἄνθρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά σωθεῖ ἀπό τό πάθος αὐτό από μόνος του, μέ τις δικές του προ­σπά­θειες. Μόνο η παρου­σία τοῦ Θεοῦ, πού προ­κα­λεί ντρο­πή καί φόβο στην καρ­διά τοῦ ἀνθρώ­που, καί μαζί της ἡ γνώ­ση κάποιας αξί­ας μεγα­λύ­τε­ρης από το ασή­μι καί τό χρυ­σό, μπο­ρεῖ νά τό ξεπε­ρά­σει. Χωρίς τήν παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ ὁ Ζακ­χαῖ­ος θά εἶχε περά­σει ὅλη τή ζωή του μέ τόν ἴδιο τρό­πο, ὅπως ὅλοι οἱ τελῶ­νες. Καί θά εἶχε πεθά­νει περι­φρο­νη­μέ­νος, κατα­ρα­μέ­νος και ξεχα­σμέ­νος. Τό ὄνο­μά του δέ θά το βρί­σκα­με γραμ­μέ­νο στο εὐαγ­γέ­λιο στή γῆ, οὔτε καί στή Βίβλο τῆς Ζωῆς στόν οὐρα­νό. Η παρου­σία τοῦ Κυρί­ου ὅμως διέ­γει­ρε την ψυχή του, πού ὡς τότε τήν εἶχε νεκρώ­σει το πάθος τῆς φιλαρ­γυ­ρί­ας, καί τόν ἔκα­νε και­νούρ­γιο ἄνθρω­πο, ἀνα­γεν­νη­μέ­νο κι ἀνα­στη­μέ­νο. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀθά­να­το μάθη­μα γιά ὅλους τούς ἀνθρώ­πους, πώς κανέ­νας θνη­τός δέν μπο­ρεῖ νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρ­τία χωρίς τή βοή­θεια τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ.

Προ­σέξ­τε με ποιό τρό­πο ἐξο­μο­λο­γή­θη­κε την ἁμαρ­τία του ὁ Ζακ­χαῖ­ος. Δέν εἶπε, «Κύριε, εἶμαι ἁμαρ­τω­λός!» ἤ «ἁμαρ­τία μου εἶναι ἡ φιλαρ­γυ­ρία!». Ἔδει­ξε πρῶ­τα τούς καρ­πούς τῆς μετά­νοιας του κι ἔπει­τα ὁμο­λό­γη­σε τήν ἁμαρ­τία του: Ιδού τά ἡμί­ση τῶν ὑπαρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τοῖς πτω­χοίς. Δέν εἶναι μιά καθα­ρή ὁμο­λο­γία αυτή πώς τά πλού­τη ἦταν τό πάθος του; καί εἴ τινος ἐσυ­κο­φάν­τη­σα, ἀπο­δί­δω­μι τετρα­πλοῦν. Δέν εἶναι μιά καθα­ρή ὁμο­λο­γία αὐτή πώς εἶχε ἀπο­κτή­σει τα πλού­τη του μέ ἄδι­κο τρό­πο; Δέν εἶπε πρίν ἀπ’ αὐτό πώς «εἶμαι ἁμαρ­τω­λός, Κύριε, μετα­νοῶ». Αὐτό τό ὁμο­λό­γη­σε στον Κύριο μυστι­κά, μέ τήν καρ­διά του. Κι ὁ Κύριος δέχτη­κε μυστι­κά την ἐξο­μο­λό­γη­ση καί τή μετά­νοιά του. Γιά τόν Κύριο ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ν’ ἀνα­γνω­ρί­σει ὁ ἄνθρω­πος καί νά ἐξο­μο­λο­γη­θεῖ τήν ἁμαρ­τία του και να ζητή­σει βοή­θεια μέ τήν καρ­διά του, παρά νά τό πεῖ αὐτό μέ τή γλώσ­σα του. Ἡ γλώσ­σα μπο­ρεί καί να ξεγε­λά­σει, ν’ ἀπα­τή­σει, ἡ καρ­διά ὅμως ὄχι.

Προ­σέξ­τε ἐπί­σης πῶς ἀπαρ­νή­θη­κε ὁ Ζακ­χαῖ­ος τήν ἁμαρ­τία του, τί προ­σπά­θειες έκα­νε γιά νά μετα­κι­νη­θεῖ στό φῶς, ἀπό τή σκιά τοῦ ὀλέ­θριου πάθους τῆς φιλαρ­γυ­ρί­ας. Μοί­ρα­σε ἀμέ­σως τη μισή περιου­σία του στους φτω­χούς. Ποιός; Εκεί­νος πού ἀγα­ποῦ­σε κάθε δεκά­ρα που μάζευε καί τήν ἔκρυ­βε νά μή τήν δοῦν οἱ ἄνθρω­ποι. Αὐτός πού δέν εἶχε νιώ­σει ποτέ τήν ἡδο­νή τῆς προ­σφο­ρᾶς.

Ὅλ’ αὐτά ὅμως δέν ἦταν ἀρκε­τά. Κατέ­βα­λε κάθε προ­σπά­θεια για ν’ απο­δώ­σει δικαιο­σύ­νη, να κάνει καλό στούς ἄλλους και προ­σφέρ­θη­κε ν’ ἀπο­ζη­μιώ­σει στο τετρα­πλά­σιο ὅλους εκεί­νους που ἀδί­κη­σε. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυ­σῆ εἶναι πολύ πιό ἐπιει­κής μέ τούς ἁμαρ­τω­λούς ἀπ’ ὅ,τι ἦταν ὁ Ζακ­χαῖ­ος μέ τόν ἑαυ­τό του. Στο Νόμο λέει ὁ Μωυ­σῆς: «ἀνήρ ή γυνή, ὅς τις ἄν ποι­ή­σῃ ἀπό πασῶν τῶν ἁμαρ­τιῶν τῶν ἀνθρω­πί­νων, καί παρι­δών παρί­δη καί πλημ­με­λή­σῃ ἡ ψυχή ἐκεί­νη, ἐξα­γο­ρεύ­σει την ἁμαρ­τί­αν ἥν ἐποί­η­σε, καί ἀπο­δώ­σει την πλημ­μέ­λειαν τό κεφά­λαιον καί τό ἐπί­μεμ­πτον αὐτοῦ προ­σθή­σει ἐπ’ αὐτῷ, καί ἀπο­δώ­σει, τίνι ἐπλημ­μέ­λη­σεν αὐτῷ» (Ἀριθ. ε’ 6–7). Αὐτά ὅρι­σε ὁ Μωυ­σῆς γι’ αὐτούς πού ἀνα­γνώ­ρι­σαν τήν ἁμαρ­τία τους. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος λοι­πόν, πού ἀνα­γνώ­ρι­σε τήν ἁμαρ­τία του, ἔπρε­πε σύμ­φω­να μέ τό Νόμο να επι­στρέ­ψει σέ ὅλους ὅσους ἀδί­κη­σε ὁλό­κλη­ρο το ποσό που ἔκλε­ψε, καί ἕνα πέμ­πτο τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ περισ­σό­τε­ρο. Ἐκεῖ­νος ὅμως στά­θη­κε πιο σκλη­ρός στόν ἑαυ­τό του ἀπ’ ὅ,τι ἀπαι­τοῦ­σε ὁ Νόμος. Θέλη­σε να ἐφαρ­μό­σει στόν ἑαυ­τό του αυτό που προ­βλέ­πει ὁ Νόμος γιά τούς κλέ­φτες καί τούς ληστές που δέν ἀνα­γνω­ρί­ζουν καί δέν ὁμο­λο­γοῦν τό ἔγκλη­μά τους, μ’ ὅλο πού τούς ἔπια­σαν ἐπ ̓ αὐτο­φό­ρω. Ἤθε­λε ν’ ἀπο­δώ­σει στο τετρα­πλά­σιο αὐτά πού εἶχε ἀφαι­ρέ­σει ἀπό τόν καθέ­να (βλ. Ἔξ. κβ’ 1). Ἔτσι εἶναι ὅλοι ὅσοι μετα­νο­οῦν. Εὔσπλαγ­χνοι πρός τούς ἄλλους κι αυστη­ροί μέ τόν ἑαυ­τό τους.

«Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το, καθό­τι και αὐτός υἱός Αβρα­άμ ἐστιν» (Λουκ. ιθ’ 9). Αὐτή ἦταν ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ στο Ζακ­χαίο, σέ ἀντα­πό­κρι­ση τῆς καρ­δια­κῆς μετά­νοιάς του, ὡς ἀντα­πό­δο­ση στην πνευ­μα­τι­κή χαρά καί τούς καρ­πούς μετα­νοί­ας πού ἐπέ­δει­ξε. Τα τελευ­ταία λόγια, «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώ­που ζητῆ­σαι καί σῶσαι τό ἀπο­λω­λός» (Λουκ. ιθ’ 10), ἦταν ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ στους σοφούς ἐπι­κρι­τές πού ὀργί­στη­καν μαζί Του ἐπει­δή πήγε στο σπί­τι τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ. Ἐνῶ βάδι­ζαν το δρό­μο πρός τό σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου, ἐνῶ γόγ­γυ­ζαν καί θρη­νοῦ­σαν γιά τήν ἀκα­ταλ­λη­λό­τη­τα τῆς ἐπί­σκε­ψης αὐτῆς, ὁ Κύριος κρα­τοῦ­σε σιω­πή, δέ μιλοῦ­σε, ἁπλά περί­με­νε. Τί περί­με­νε; Νά δεῖ τίς καρ­διές τῶν ἀνθρώ­πων πού γόγ­γυ­ζαν καί μεμ­ψι­μοι­ροῦ­σαν μέ μίσος για τούς ἀνθρώ­πους, καθώς και κεί­νην τοῦ μετα­νιω­μέ­νου Ζακ­χαί­ου, νά ἐκτε­θοῦν πλή­ρως στό φῶς τῆς μέρας. Ἔδω­σε τα ηνία στους δαί­μο­νες της κακί­ας να φτά­σουν στα όριά τους, ὥστε ἡ ἀπώ­λειά τους νά εἶναι καθα­ρή καί προ­φα­νής.

Αὐτός εἶναι ὁ δρό­μος τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέ βιά­ζε­ται να δεί­ξει τήν ἀδυ­να­μία τοῦ πονη­ροῦ καί τή δική του δύνα­μη στην πρώ­τη αντί­θε­σή Του μέ τόν πονη­ρό. Περι­μέ­νει να δεῖ τόν πονη­ρό νά επαί­ρε­ται στους οὐρα­νούς κι ἔπει­τα νά σκορ­πί­ζε­ται ἡ δύνα­μή του στη στιγ­μή.

Τόσο ἀδύ­να­μος εἶναι μπρο­στά στον παν­το­δύ­να­μο ὁ πονη­ρός, ὥστε ἄν ὁ Θεός δέν τοῦ ἐπέ­τρε­πε να ἐνερ­γεῖ σέ κάποιο βαθ­μό κι ἔπει­τα να περιο­ρί­ζε­ται πάλι, οἱ ἄνθρω­ποι δέ θ’ ἀπο­κτοῦ­σαν ποτέ καθα­ρή εἰκό­να γιά τή μεγα­λο­σύ­νη Του. Ὁ Θεός ἄφη­σε τις δυνά­μεις της κόλα­σης καί τῆς γῆς νά ἐνερ­γή­σουν στο Γολ­γο­θά, ὥστε ν’ ἀπο­δεί­ξει μετά και στις δυό αυτές δυνά­μεις τήν ἀκα­τα­νί­κη­τη δύνα­μή Του.

Τήν ἴδια μέθο­δο χρη­σι­μο­ποί­η­σε καί στήν περί­πτω­ση τοῦ Ζακ­χαί­ου ὁ Κύριος. Αρχι­κά πήγε στο σπί­τι του. Οἱ θορυ­βο­ποιοί ξέσπα­σαν σε φωνές, οἱ γογ­γυ­στές γόγ­γυ­ζαν, οἱ ἐμπαί­ζον­τες ἐνέ­παι­ξαν. Ἐκεῖ­νος ὅμως ἔμει­νε ἤρε­μος κι ατά­ρα­χος κι ἀκο­λού­θη­σε τό δρό­μο του. Μπή­κε στο σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου. Οἱ αὐτο­θε­ω­ρού­με­νοι δίκαιοι ἔμει­ναν ἔξω ἀπό τό κατώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ, ἀπό φόβο μή μιαν­θοῦν. Οἱ θορυ­βο­ποιοί εξα­κο­λού­θη­σαν νά θορυ­βοῦν ὅλο καί πιό δυνα­τά, οἱ γογ­γυ­στές νά γογ­γύ­ζουν κι οἱ περι­παί­ζον­τες να περι­παί­ζουν. Ὁ θρί­αμ­βος τῆς κακί­ας ἔφτα­σε στο ἀπό­γειό του. Ὅλοι οἱ ἐναν­τί­οι εἶχαν πει­στεί πώς εἶχαν ἀπό­λυ­τα δικαιω­θεῖ, πώς ὁ Χρι­στός εἶχε νικη­θεῖ. Ἐκεῖ­νοι γνώ­ρι­ζαν το Ζακ­χαῖο, ἐνῶ ὁ Χρι­στός δέν τόν ἤξε­ρε. Ἐκεῖ­νοι τηροῦ­σαν πιστά τό Νόμο, ἐνῶ ὁ Χρι­στός τόν ἀθε­τοῦ­σε, ἀφοῦ πέρα­σε το κατώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ. Ἐκεῖ­νοι δέν μπο­ροῦ­σαν ν ̓ ἀπα­τη­θοῦν, ἐνῶ ὁ Χρι­στός μπο­ροῦ­σε. Καί ἀπα­τή­θη­κε.

Οἱ ἐχθροί Του ἔφτα­σαν ἔτσι ἀβί­α­στα και λογι­κά στο συμ­πέ­ρα­σμα, πώς ὁ Χρι­στός οὔτε ἀλη­θι­νός διδά­σκα­λος ἦταν, οὔτε προ­φή­της, οὔτε Μεσ­σί­ας. Ἄν εἶχε όλες αυτές τις ιδιό­τη­τες, ἤ ἔστω μερι­κές ἀπ’ αὐτές, θά γνώ­ρι­ζε ποιός ἦταν ὁ Ζακ­χαῖ­ος καί δέ θά ἔμπαι­νε στο σπί­τι του. Επο­μέ­νως ἐμεῖς, οἱ κάτοι­κοι τῆς Ἱερι­χούς, παγι­δέ­ψα­με σήμε­ρα τό Χρι­στό κι ἔτσι θα σώσου­με τόν κόσμο ἀπό ἀπό τή μεγά­λη αὐτα­πά­τη πώς Αὐτός εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ἕνας θρί­αμ­βος, μιά μεγά­λη νίκη.

Αὐτό πού πέτυ­χαν οἱ ἐχθροί Του ἦταν ν’ ἀνυ­ψώ­σουν τήν κακία τους στόν οὐρα­νό. Κι ὅλη αὐτή τήν ὥρα ὁ Ζακ­χαῖ­ος ωρί­μα­ζε κι ἐξε­λισ­σό­ταν σ’ ἕναν καλ­λί­τε­ρο κι ἀνα­γεν­νη­μέ­νο ἄνθρω­πο. Ὁ Χρι­στός πρό­σε­χε λιγό­τε­ρο αὐτή τήν ἑτε­ρο­γε­νή και μοχθη­ρή μάζα και περισ­σό­τε­ρο τήν ἀνα­νε­ω­μέ­νη καρ­διά τοῦ Ζακ­χαί­ου. Περί­με­νε να τελειώ­σουν ὅλα αὐτά καί μετά θα μιλοῦ­σε. Ὅταν ἡ μοχθη­ρία εἶχε φτά­σει στόν οὐρα­νό κι ἡ σκλη­ρή κρού­στα τῆς μού­χλας είχε ξεφύ­γει ἀπό τίς φθαρ­μέ­νες καρ­διές τῶν ἁμαρ­τω­λῶν, τότε ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἄνοι­ξε το στό­μα του κι εἶπε λόγια, πού μόνο ἀπό τό Χρι­στό θά περί­με­νε κανείς ν ̓ ἀκού­σει: ιδού τά ἡμί­ση τῶν ὑπαρ­χόν­των μου, Κύριε, δίδω­μι τοῖς πτω­χοῖς.

Αὐτός ἦταν ἕνας ξαφ­νι­κός κεραυ­νός πού ξέσκι­σε τα σύν­νε­φα. Για­τί γίνα­τε ξαφ­νι­κά σιω­πη­λοί, ὅλοι ἐσεῖς οἱ κάτοι­κοι τῆς Ἱερι­χούς; Για­τί δέν ἐξα­κο­λου­θεί­τε να θορυ­βεῖ­τε, να περι­παί­ζε­τε και να γογ­γύ­ζε­τε; Για­τί τά λόγια σας πνί­γη­καν στο λαι­μό σας; Ποιός απα­τή­θη­κε, ὁ Χρι­στός ἤ ἐσεῖς; Ποιός γνώ­ρι­ζε καλύ­τε­ρα το Ζακ­χαῖο, ἐσεῖς ἤ ὁ Χρι­στός; Ποιός εἶναι πιό δίκαιος τώρα, ἐσεῖς ἤ ὁ Ζακ­χαῖ­ος;

Πόσο ταπει­νός καί πρά­ος εἶναι ὁ Κύριος! Ὅπως σε προ­η­γού­με­νες περι­πτώ­σεις, ἔτσι καί τώρα στέ­κε­ται σάν τό ἄκα­κο αρνί μπρο­στά σε ανθρώ­πους πού ἀόρα­τοι λύκοι τούς ἔχουν κάνει πονη­ρούς. Πόσο σίγου­ρος, πόσο ἤρε­μος εἶναι στη νίκη του, τώρα ὅπως καί πάν­τα. Περι­μέ­νει πολύ ειρη­νι­κά την κατάλ­λη­λη στιγ­μή. Κι ὅταν αὐτή ἔρθει, στρέ­φε­ται στον ἄρρω­στο ἄνθρω­πο, πού γιά χάρη του ἄλλα­ξε δρό­μο καί πῆγε στο σπί­τι του. Σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το.

Μέ τά λόγια αὐτά ὁ οὐρά­νιος Θερα­πευ­τής βεβαιώ­νει τόν ἄρρω­στο πώς ἡ ὑγεία του ἀπο­κα­τα­στά­θη­κε. Τώρα εἶναι ἕτοι­μος να βγεῖ ἀπό το νοσο­κο­μεῖο καί παίρ­νει τη θέση του ἀνά­με­σα στούς ὑγιεῖς. Ἡ τυφλό­τη­τα ἐξα­φα­νί­στη­κε ἀπό τά μάτια του, ὅπως κι ἀπό τά μάτια τοῦ Βαρ­τι­μαί­ου. Τώρα μπο­ρεῖ νά βαδί­ζει ἐλεύ­θε­ρα στο δρό­μο τῆς δικαιο­σύ­νης καί τοῦ ἐλέ­ους. Γιά νά πεί­σει καθα­ρό­τε­ρα ὅμως καί τούς ἄλλους πού παρευ­ρί­σκον­ταν ἐκεῖ, ὁ Κύριος πρό­σθε­σε: καθό­τι καί αὐτός υἱός Ἀβρα­άμ ἐστιν. Αλη­θι­νός υἱός Αβρα­άμ κατά πνεῦ­μα καί κατ’ ἀλή­θεια, ὄχι μόνο στό ὄνο­μα καί τό αἷμα, σάν τούς ἄλλους πού περη­φα­νεύ­ον­ταν ὅτι ἦταν υἱοί Ἀβρα­άμ μόνο κατ’ ὄνο­μα, ἐπει­δή προ­έρ­χον­ταν ἀπό ἐκεῖ­νον.

Ὁ Ἀβρα­άμ ἀγα­ποῦ­σε τό συνάν­θρω­πό του κι εἶχε φόβο Θεοῦ. Ἦταν φιλό­ξε­νος, πιστός, δέν ἦταν φιλάρ­γυ­ρος, ανα­παυό­ταν στο πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἔγι­νε ἕνας ἄλλος Ἀβρα­άμ. Μέ τά μεγά­λα και καλά ἔργα του ὁ Ἀβρα­άμ, ἔγι­νε προ­πά­το­ρας ὅλων τῶν δικαί­ων. Μέ τή μετά­νοιά του ὁ Ζακ­χαῖ­ος ἔγι­νε γνή­σιος από­γο­νός του, πνευ­μα­τι­κός γιός του. Αὐτό τό ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Κύριος γιά να παρη­γο­ρή­σει τό Ζακ­χαῖο καί να προ­βλη­μα­τί­σει τούς ἐχθρούς του.

Στα τελευ­ταία αὐτά λόγια Του πρό­σθε­σε ὁ Κύριος: ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώ­που ζητῆ­σαι καί σῶσαι τό ἀπο­λω­λός. Ἦρθε για ν’ ανα­ζη­τή­σει τούς ἁμαρ­τω­λούς ἐκεί­νους πού δέν τούς ἀνα­ζη­τεῖ κανέ­νας, πού ὅλοι τούς ἀπορ­ρί­πτουν. Ἦρθε να σώσει αὐτούς πού τόσο ὁ κόσμος ὅσο κι οἱ ἴδιοι λογα­ριά­ζουν χαμέ­νους. Ὁ Μεγά­λος Ήρω­ας δέν κατέ­βη­κε ἀπό τόν οὐρα­νό γιά νά θερα­πεύ­σει ἐκεί­νους πού ὑπο­φέ­ρουν από κάποιο κρυω­μα­τά­κι, ἀλλά γιά νά σώσει τους λεπρούς καί τούς τυφλούς, τούς δαι­μο­νι­σμέ­νους καί τούς παρά­λυ­τους, ν’ ἀνα­στή­σει νεκρούς ἀπό τούς τάφους τους. Είχε πεῖ σέ μιά ἄλλη περί­πτω­ση ὁ Κύριος: «Οὐ γάρ ἦλθον καλέ­σαι δικαί­ους, ἀλλά ἁμαρ­τω­λούς εἰς μετά­νοιαν» (Ματθ. θ’ 13).

Αδελ­φοί μου! Συνει­δη­το­ποιεῖ­τε ὅτι τά παρα­πά­νω λόγια εφαρ­μό­ζον­ται σέ μᾶς; Γνω­ρί­ζε­τε πώς εἴμα­στε ἁμαρ­τω­λοί πού γιά χάρη μας ὁ Κύριος κατέ­βη­κε στή γῆ; Τόν ἔφε­ρε κον­τά μας ἀπό τόν οὐρα­νό ἡ ἀπε­ρι­νόη­τη αγά­πη Του γιά μᾶς, γιά ν’ ανα­ζη­τή­σει τό απο­λω­λός καί νά σώσει τούς ἁμαρ­τω­λούς. Προ­σέξ­τε τον κον­τό­σω­μο Ζακ­χαίο. Στη μεγά­λη του ἐπι­θυ­μία γιά νά δεῖ τόν Κύριο, ἔγι­νε μέγας. Ὁ Χρι­στός προ­σεγ­γί­ζει κι ἐμᾶς τώρα ὅπως τότε το Ζακ­χαῖο, περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀπό πλή­θη λαοῦ, ἕν’ ἀμέ­τρη­το πλῆ­θος ἀπό δίκαιους και κατή­γο­ρους. Ολό­κλη­ρη ἡ ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρώ­που τα τελευ­ταῖα δύο χιλιά­δες χρό­νια ὀρύ­ε­ται ἐναν­τί­ον Του, γύρω του, μᾶς κατα­κλύ­ζει. Δέν ἀκοῦ­τε το μούγ­κρι­σμα, τό βρυ­χηθ­μό της; Σέρ­νει πάνω της ολό­κλη­ρο τό παρελ­θόν καί τό ἀκουμ­πά­ει δίπλα σου. Κι ἀνά­με­σα στο πλῆ­θος τῶν πολ­λῶν ἑκα­τομ­μυ­ρί­ων, βαδί­ζει ὁ ταπει­νός Κύριος καί Σωτή­ρας μας.

Ἄς σπεύ­σου­με λοι­πόν, ἄς ἀνε­βοῦ­με ψηλά γιά νά δοῦ­με τόν Κύριο. Τίποτ’ ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἔχουν ὑπάρ­ξει ἢ ὑπάρ­χουν, δέν εἶναι ἄξια προ­σο­χῆς. Ἄς σηκω­θοῦ­με ἀπό τή λάσπη τοῦ δρό­μου πού βαδί­ζα­με ὥς τώρα. Ἄς σκαρ­φα­λώ­σα­με σ’ ἕνα ψηλό δέν­τρο. Ἐκεῖ­νος θά ἔρθει νά μᾶς συναν­τή­σει. Μακά­ριος εἶναι αὐτός πού θά τόν καλέ­σει ἡ γλυ­κύ­τα­τη φωνή Του. Η φωνή που τη γλυ­κύ­τη­τά της ἀπο­λαμ­βά­νουν οἱ ἄγγε­λοι μέχρι πλη­σμο­νῆς.

Ἡ μετά­νοια εἶναι πραγ­μα­τι­κά τό πρῶ­το σκα­λί τῆς κλί­μα­κας πού μᾶς ὁδη­γεῖ στή βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Κανέ­νας ὥς σήμε­ρα δεν κατόρ­θω­σε να ἀνε­βεί στο δεύ­τε­ρο σκα­λί, χωρίς να πατή­σει στο πρώ­το. Στην κενό­τη­τα της παρού­σας ζωῆς, ἡ μετά­νοια εἶναι ὁ πρῶ­τος και μονα­δι­κός τρό­πος για να κρού­σει κανείς τήν πόρ­τα τοῦ οὐρα­νοῦ. Μπο­ρείς να χτυ­πᾶς μέ τό χέρι σου ἕναν τοί­χο ὅσο θέλεις. Κανέ­νας δέ θ ̓ ἀκού­σει γιά νά σοῦ ἀνοί­ξει. Χτύ­πα τήν πόρ­τα ὅμως καί θά σοῦ ἀνοί­ξει. Ἡ μετά­νοια εἶναι τό χτύ­πη­μα ὄχι στον τοί­χο, αλλά στην πόρ­τα πού ὁδη­γεῖ στό φῶς καί στή σωτη­ρία. Αὐτός πού μετα­νο­εῖ εἰλι­κρι­νά καί θέλει να μπει στο σπί­τι τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα, ἔχει ἤδη χτυ­πή­σει μιά ἀπό τίς πόρ­τες πού ὁδη­γοῦν μέσα στο σπί­τι.

Ἡ φιλαρ­γυ­ρία τυφλώ­νει. Μόνο ὁ Χρι­στός δίνει τό φῶς στους τυφλούς. Η φιλαρ­γυ­ρία ἀπο­μο­νώ­νει τόν ἄνθρω­πο, τόν δένει μέ τά δεσμά τῆς δου­λεί­ας. Ὁ Χρι­στός τόν βγά­ζει ἀπό τήν ἀπο­μό­νω­ση καί τόν βάζει στη συν­τρο­φιά τῶν ἀγγέ­λων, ελευ­θε­ρώ­νει τόν δοῦ­λο. Σ’ ὅλους αὐτούς πού μετα­νο­οῦν κι ἀγω­νί­ζον­ται νά δοῦν τόν Κύριο, φανε­ρώ­νε­ται. Καί σ’ ἐκεί­νους πού φανε­ρώ­νε­ται, ἀπο­κα­λύ­πτει ὅλα τα μυστή­ρια τοῦ οὐρα­νοῦ καί τῆς γῆς, ὅλες τίς ἀμέ­τρη­τες και στα­θε­ρές εὐλο­γί­ες που παρέ­χει ὁ Θεός, αὐτές πού ἔχει προ­ε­τοι­μά­σει ἀπό κατα­βο­λῆς κόσμου γι’ αὐτούς πού τόν ἀγα­ποῦν.

Δόξα καί αἶνος στον Κύριο καί Σωτή­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τὰ σπί­τια κιν­δυ­νεύ­ουν

«Σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το» (Λουκ. 19, 9).

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ, ἀγα­πη­τοί, ἕνα σπί­τι κιν­δύ­νευε νὰ πέσῃ. Τί; Δὲν ἦταν καλὰ χτι­σμέ­νο; Ὑπάρ­χουν σπί­τια ποὺ δὲν χτί­ζον­ται στε­ρεά. Δὲν ἔχουν γερὰ θεμέ­λια. Γι’ αὐτό, ὅταν συμ­βῇ νερο­πον­τὴ ἢ γίνῃ σει­σμός, τὰ σπί­τια αὐτὰ δὲν ἀντέ­χουν οὔτε στὴν πλημ­μύ­ρα οὔτε στὸ σει­σμό, ἀλλὰ πέφτουν ἀμέ­σως. Κι ἀλλοί­μο­νο σ’ ἐκεί­νους ποὺ κατοι­κοῦν μέσα. Ἀλλὰ τὸ σπί­τι, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ­με, ἦταν καλὰ χτι­σμέ­νο. Ἦταν, ὅπως τὸ φαν­τα­ζό­με­θα, ἕνα ἀπὸ τὰ καλύ­τε­ρα σπί­τια ποὺ εἶχε μιὰ ἐπαρ­χια­κὴ πόλις. Ἦταν σπί­τι — μέγα­ρο. Μέσα στὸ σπί­τι αὐτὸ κατοι­κοῦ­σε ἕνας πλού­σιος. Τὸ ὄνο­μά του Ζακ­χαῖ­ος. Ὅλοι ὅσοι περ­νοῦ­σαν καὶ ἔβλε­παν τὸ σπί­τι, ζήλευαν το νοι­κο­κύ­ρη του.

Ἐν τού­τοις τὸ σπί­τι αὐτὸ κιν­δύ­νευε. Θὰ ἦταν προ­τι­μό­τε­ρο νὰ μένῃ κανεὶς σὲ μιὰ καλύ­βα, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ σπί­τι τοῦ πλου­σί­ου. Κιν­δύ­νευε ὁ Ζακ­χαῖ­ος καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκο­γέ­νειά του. Καὶ τὸ φοβε­ρὸ ἦταν, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς δὲν εἶχε καμ­μιὰ συναί­σθη­ση ὅτι κιν­δυ­νεύ­ει αὐτὸς καὶ ἡ οἰκο­γέ­νειά του. Για­τί, παρα­κα­λῶ, ν’ ἀνη­συ­χῇ; Ὅλα πήγαι­ναν καλά. Τίπο­τε δὲν τοῦ ἔλει­πε. Λεφτὰ εἶχε ἄφθο­να. Καὶ ὅμως, τὸ σπί­τι κιν­δύ­νευε. Διό­τι τὸ σπί­τι ἦταν χτι­σμέ­νο μὲ αἷμα ἀνθρώ­πων. Μὲ αἷμα ἀνθρώ­πων; Ναί! Ὄχι για­τί ὁ Ζακ­χαῖ­ος πῆρε μαχαί­ρι κι ἔσφα­ξε ἀνθρώ­πους καὶ μὲ τὰ αἵμα­τά τους ζύμω­σε τὸ χῶμα καὶ τό ‘κανε λάσπη κ’ ἔχτι­σε τὸ σπί­τι του. Ὄχι. Τέτοιο ἀπο­τρό­παιο ἔγκλη­μα δὲν ἔκα­νε. Ἔκα­νε ὅμως κάτι ἄλλο. Ἕναν ἄνθρω­πο δὲν τὸν σφά­ζει κανεὶς μόνον μὲ τὸ μαχαί­ρι καὶ δὲν ρου­φά­ει τὸ αἷμα τοῦ ὅπως οἱ ἄγριοι. Τὸν σφά­ζει καὶ μὲ ἄλλο τρό­πο. Τὸν σφά­ζει, ὅταν τὸν ἔχῃ ἐργά­τη καὶ δὲν τὸν πλη­ρώ­νῃ ὅπως πρέ­πει. Τὸν σφά­ζει, ὅταν τοῦ που­λάη εἴδη πρώ­της ἀνάγ­κης σὲ μιὰ τιμὴ ὑπερ­βο­λι­κή, τιμὴ μαύ­ρης ἀγο­ρᾶς, ἐκμε­ταλ­λευό­με­νος τὴν ἀνάγ­κη του. Τὸν σφά­ζει, ὅταν στὶς καθη­με­ρι­νὲς συναλ­λα­γὲς κατορ­θώ­νῃ νὰ τὸν γελᾷ στὸ ζύγι­σμα, στὸ μέτρη­μα καὶ στὴν ποιό­τη­τα τοῦ πράγ­μα­τος. Τὸν σφά­ζει μὲ τὴ γλῶσ­σα, μιὰ γλῶσ­σα ψευ­τιᾶς καὶ ἀπά­της. Ἄχ, πόσοι ἄνθρω­ποι σφά­ζον­ται μ’ αὐτὸ τὸν τρό­πο! Αὐτοὶ εἶνε πολὺ περισ­σό­τε­ροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ σφά­ζον­ται μὲ τά διά­φο­ρα φονι­κὰ ὄργα­να, ποὺ ἐφευ­ρί­σκει ἡ τέχνη τοῦ πολέ­μου.

Ἕνας τέτοιος φονιᾶς ἦταν ὁ Ζακ­χαῖ­ος. Ἦταν ὑπάλ­λη­λος τῆς Ρωμαϊ­κῆς αὐτο­κρα­το­ρί­ας. Ἦταν τελώ­νης. Μὲ τὴν κρα­τι­κὴ ἐξου­σία, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του, σκό­τω­νε, ρου­φοῦ­σε τὸ αἷμα ἀνθρώ­πων. Πῶς σκό­τω­νε, πῶς ρου­φοῦ­σε τὸ αἷμα; Ἦταν πολὺ ἐπι­τή­δειος. Κατώρ­θω­σε νὰ εἰσπράτ­τῃ χρή­μα­τα, ποὺ δὲν πήγαι­ναν ὅλα στὸ δημό­σιο ταμεῖο, ἀλλὰ ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτά, σημαν­τι­κό, πήγαι­ναν στὴ δική του τσέ­πη. Ἔκλε­βε τὸ δημό­σιο. Κι αὐτός, ποὺ κλέ­βει τὸ δημό­σιο, κλέ­βει ὅλους τοὺς συμ­πο­λῖ­τες. Ἔτσι μάζε­ψε πολ­λὰ λεφτὰ ὁ Ζακ­χαῖ­ος. Ἔγι­νε πλού­σιος πολύ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλου­σιό­τε­ρους ἀνθρώ­πους τῆς ἐπο­χῆς του. Καὶ μὲ τὰ λεφτά, ποὺ εἶχε βγαλ­μέ­να ἀπὸ τὸν ἱδρῶ­τα καὶ τὸ αἷμα τῶν φτω­χῶν ἀνθρώ­πων, ἔχτι­σε καὶ τὸ σπί­τι — μέγα­ρο. Τὸ σπί­τι ὅμως αὐτό, ποὺ καμά­ρω­ναν καὶ ζήλευαν οἱ ἄνθρω­ποι, κιν­δύ­νευε νὰ πέσῃ καὶ νὰ κατα­στρα­φῇ.

Ἀλλ’ εὐτυ­χῶς τὴν τελευ­ταία στιγ­μὴ τὸ σπί­τι σώθη­κε. Πῶς; Τὸ λέει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Ὁ Ζακ­χαῖ­ος, ποὺ ὅλο τὰ λεφτὰ σκε­πτό­ταν, ἄλλα­ξε ἀπό­το­μα. Μιὰ ματιά, ποὺ τοῦ ἔρρι­ξε ὁ Χρι­στός μας, μιὰ ματιὰ γεμά­τη ἀγά­πη καὶ στορ­γή, ἔφθα­σε γιὰ νὰ ραγί­σῃ ἡ πέτρι­νη καρ­διά του καὶ νὰ ἔρθῃ σὲ βαθειὰ συναί­σθη­ση. Μετα­νόη­σε. Ἄρχι­σε νὰ σκέ­πτε­ται δια­φο­ρε­τι­κά. Ἔφρι­ξε γιὰ τίς ἀδι­κί­ες ποὺ ἔκα­νε. Ὅσες ἀδι­κί­ες, τόσα καί τὰ φίδια ποὺ τὸν κατέ­τρω­γαν. Τὰ λιθά­ρια τοῦ σπι­τιοῦ του τοῦ φαι­νό­ταν πῶς στά­ζουν αἷμα. Κι ὅταν ὁ Χρι­στός, δεί­χνον­τας ἀκό­μα περισ­σό­τε­ρο τὴν ἀγά­πη του πρὸς τὸ Ζακ­χαῖο, ἐξε­δή­λω­σε τὴν ἐπι­θυ­μία νὰ πάη στὸ σπί­τι του καὶ νὰ μεί­νῃ ἐκεῖ, ὁ Ζακ­χαῖ­ος αἰσθάν­θη­κε ἀκό­μα πιὸ πολὺ τὴν ἀμαρ­τω­λό­τη­τά του. Δὲν θεω­ροῦ­σε ἄξιο τὸν ἑαυ­τό του νὰ φιλο­ξε­νή­σῃ τὸ Χρι­στὸ στὸ σπί­τι του, ἕνα σπί­τι ποὺ κάθε πέτρα του φώνα­ζε πῶς εἶνε κλέ­φτης καὶ ἄδι­κος. Γι’ αὐτὸ μὲ συν­τρι­βὴ καρ­διᾶς, μὲ μετά­νοια ἀλη­θι­νή, στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό, ἐξω­μο­λο­γή­θη­κε μπρο­στὰ σὲ ὅλους τὸ ἁμαρ­τω­λὸ παρελ­θόν του, καὶ δήλω­σε, ὅτι τὸ μισὸ μέρος τῆς περιου­σί­ας του θὰ τὸ μοι­ρά­σῃ στοὺς φτω­χούς, καὶ ὅποιον ἔκλε­ψε καὶ ἀδί­κη­σε θὰ τὸν ἀπο­ζη­μιώ­σῃ στὸ τετρα­πλά­σιο. Μιὰ δραχ­μὴ εἶχε κλέ­ψει; τέσ­σε­ρις δραχ­μὲς θὰ ἐπέ­στρε­φε.

Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ εἶδε τὴν ἔμπρα­κτη μετά­νοια τοῦ Ζακ­χαί­ου, λέει: «Σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το» (Λουκ. 19, 9). Τὸ σπί­τι σου, δηλα­δή, Ζακ­χαῖε, ποὺ κιν­δύ­νευε νὰ κατα­στρα­φῇ, σώθη­κε σήμε­ρα. Σώθη­κε μὲ τὴν εἰλι­κρί­νειά σου.

Τὸ σπί­τι τοῦ ἁμαρ­τω­λοῦ Ζακ­χαί­ου σώθη­κε τὴν τελευ­ταία στιγ­μή. Τὸ ἔσω­σε ἡ μετά­νοια τοῦ ἀρχη­γοῦ τῆς οἰκο­γε­νεί­ας, ποὺ τὸ παρά­δειγ­μά του ἀσφα­λῶς θὰ ἀκο­λού­θη­σε καὶ ὅλη ἡ οἰκο­γέ­νειά του.

Ἄχ, πόσα σημε­ρι­νὰ σπί­τια κιν­δυ­νεύ­ουν, ὅπως κιν­δύ­νευε τὸ σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου! Πόσα σπί­τια, πόσα μέγα­ρα εἶνε χτι­σμέ­να μὲ χρή­μα­τα ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ ἀδι­κί­ες, κλο­πὲς καὶ ἀπά­τες! Σὲ πόσα σπί­τια γίνον­ται ἁμαρ­τί­ες φοβε­ρὲς καὶ μεγά­λες, ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει κανεὶς παρὰ μόνο ὁ Χρι­στός, ποὺ ὅλα τ’ ἀκού­ει κι ὅλα τὰ βλέ­πει! Κάθε ἁμαρ­τία, ποὺ γίνε­ται μέσα στὸ σπί­τι, εἴτε ἀπὸ τὸν ἄντρα εἴτε ἀπὸ τὴ γυναῖ­κα εἴτε ἀπὸ τὰ παι­διὰ εἴτε ἀπὸ γέρον­τες καὶ γριές, κάθε ἁμαρ­τία μολύ­νει τὸ σπί­τι. Κάθε ἁμαρ­τία εἶνε ἕνας δυνα­μί­της, ποὺ βάζει στὰ θεμέ­λια τοῦ σπι­τιοῦ ὁ σατα­νᾶς. Μιὰ μέρα, ποὺ κανεὶς δὲν περι­μέ­νει, οἱ δυνα­μί­τες θὰ ἐκρα­γοῦν. Τὸ σπί­τι θὰ γκρε­μι­στῆ. Ἡ περιου­σία θὰ χαθῇ. Οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ θὰ πάθουν συμ­φο­ρά. Ρῖξ­τε μιὰ ματιὰ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις. Πόσα σπί­τια ἔκλει­σαν! Πόσες περιου­σί­ες χάθη­καν! Πόσες οἰκο­γέ­νειες ἐξα­φα­νί­στη­καν! Πόσα χωριὰ καὶ πολι­τεῖ­ες ἔσβη­σαν ἐξ’ αἰτί­ας τῶν ἀσε­βῶν, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν σ’ αὐτές! Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτω­λὸς ἔλε­γε: «Ἔχεις ἑκα­τὸ πρό­βα­τα θέλεις νὰ τὰ χάσῃς ὅλα; Βάλε μέσα στὸ μαν­τρί σου ἕνα κλεμ­μέ­νο πρό­βα­το. Ἐξ αἰτί­ας τοῦ κλεμ­μέ­νου θὰ χάσῃς καὶ τὰ ἄλλα…».…

Ἀγα­πη­τοί μου! Ἄν θέλε­τε στὰ σπί­τια σας νὰ ἔχε­τε τὴν εὐλο­γία τοῦ Χρι­στοῦ, τότε πρέ­πει νὰ κάνε­τε ό, τί ἔκα­νε καὶ ὁ Ζακ­χαῖ­ος. Νὰ μετα­νο­ή­σε­τε. Ὄχι ψεύ­τι­κα, ἀλλ’ ἀλη­θι­νά. Νὰ καθα­ρί­σε­τε πρῶ­τα — πρῶ­τα τὸ σπί­τι σᾶς ἀπὸ κάθε ἀδι­κία. Ἄν ἔχε­τε τίπο­τε κλεμ­μέ­νο, νὰ τὸ ἐπι­στρέ­ψε­τε γρή­γο­ρα. Μὴν τὸ κρα­τᾶ­τε. Τὸ ξένο πρᾶγ­μα εἶνε φωτιὰ ποὺ θὰ σᾶς κάψῃ. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκό­μα νὰ κάνε­τε, ποὺ εἶνε πολὺ ἀνώ­τε­ρο. Δὲν φτά­νει μόνο νὰ μὴν ἀδι­κῆ­τε, νὰ μὴν κλέ­βε­τε, νὰ μὴν κάνε­τε τὸ κακό. Πρέ­πει καὶ νὰ κάνε­τε τὸ καλό. Νὰ κάνε­τε τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους. Νὰ κάνε­τε ἐλεη­μο­σύ­νες, ὅπως ἔκα­νε ὁ Ζακ­χαῖ­ος ὅταν γνώ­ρι­σε τὸ Χρι­στό. Ἀπ’ τὸ ψωμί, ποὺ βγά­ζε­τε μὲ τὸν ἱδρῶ­τα σας, νὰ δίνε­τε ἕνα κομ­μά­τι καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ πει­νά­ει. Μετά­νοια, δικαιο­σύ­νη καὶ ἐλεη­μο­σύ­νη, αὐτὰ εἶνε ποὺ ἀσφα­λί­ζουν καὶ σώζουν τὰ σπί­τια ἀπὸ κάθε συμ­φο­ρά. Προ­σο­χὴ λοι­πόν! Κίν­δυ­νος στὰ σπί­τια ποὺ δὲν μετα­νο­οῦν. Σωτη­ρία στὰ σπί­τια τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ μετα­νο­οῦν εἰλι­κρι­νά, ζοῦν μὲ δικαιο­σύ­νη καὶ κάνουν ἔργα ἐλεη­μο­σύ­νης.

Σᾶς ἔδει­ξα ἀπὸ τί κιν­δυ­νεύ­ουν τὰ σπί­τια καὶ μὲ ποιό τρό­πο ἀσφα­λί­ζον­ται καὶ σώζον­ται. Σὰν γνω­στι­κοὶ ποὺ εἶστε, κρί­νε­τε καὶ κάνε­τε τὴν ἐκλο­γή σας. Παρα­κα­λῶ το Θεὸ νὰ φωτί­σῃ ὅλους νὰ κάνουν τὴν καλὴ ἐκλο­γή. Νὰ μισή­σου­με τὸ κακὸ νὰ ἀγα­πή­σου­με τὸ καλό. Νὰ μισή­σου­με τὸ διά­βο­λο νὰ ἀγα­πή­σου­με τὸ Χρι­στό. Νὰ τὸν καλέ­σου­με. Ναί, νὰ τὸν καλέ­σου­με. Ὄχι αὔριο, ὄχι μεθαύ­ριο, ἀλλὰ σήμε­ρα νὰ καλέ­σου­με τὸ Χρι­στὸ στὸ σπί­τι μας, γιὰ νὰ ἀκού­σου­με ὁ καθέ­νας τὸ χαρ­μό­συ­νο λόγο τοῦ Χρι­στοῦ μας «Σήμε­ρον σωτη­ρία τῷ οἴκῳ τού­τῳ ἐγέ­νε­το» (Λουκ. 19, 9).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek