ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (Τελώνου κ΄ Φαρισαίου)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΗ΄ 9 — 14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· 10Ἄνθρω­ποι δύο ἀνέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱερὸν προ­σεύ­ξα­σθαι, ὁ εἷς Φαρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἕτε­ρος τελώ­νης. 11ὁ Φαρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρὸς ἑαυ­τὸν ταῦ­τα προ­σηύ­χε­το· ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀνθρώ­πων, ἅρπα­γες, ἄδι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώ­νης· 12νηστεύω δὶς τοῦ σαβ­βά­του, ἀπο­δε­κα­τῶ πάν­τα ὅσα κτῶ­μαι. 13καὶ ὁ τελώ­νης μακρό­θεν ἑστὼς οὐκ ἤθε­λεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐρα­νόν ἐπᾶ­ραι, ἀλλ’ ἔτυ­πτεν εἰς τὸ στῆ­θος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλά­σθη­τί μοι τῷ ἁμαρ­τω­λῷ. 14λέγω ὑμῖν, κατέ­βη οὗτος δεδι­καιω­μέ­νος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖ­νος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυ­τὸν ταπει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ ταπει­νῶν ἑαυ­τὸν ὑψω­θή­σε­ται.

Είπε δε και προς μερι­κούς, που είχαν την αλα­ζο­νι­κήν αυτο­πε­ποί­θη­σιν ότι είναι δίκαιοι και περι­φρο­νού­σαν τους άλλους, την παρα­βο­λήν αυτήν. 10 “Δυο άνθρω­ποι ανέ­βη­σαν στο ιερόν να προ­σευ­χη­θούν, ο ένας Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης. 11 Ο Φαρι­σαί­ος εστά­θη επι­δει­κτι­κώς δια να προ­κα­λή εντύ­πω­σιν· και δια να δοξά­ση τον ευα­τόν του, αυτά προ­σηύ­χε­το· Σε ευχα­ρι­στώ, Θεε μου, διό­τι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρω­ποι, άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί η και ωσάν αυτός ο τελώ­νης. 12 Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδο­μά­δα, Δευ­τέ­ρα και Πεμ­πτην, δίδω το δέκα­τον από όλα γενι­κώς όσα απο­κτώ. Εγώ είμαι ενά­ρε­τος. 13 Και ο τελώ­νης, που εστέ­κε­το κάπου μακρυά από το θυσια­στή­ριον, δεν ήθε­λε ούτε τα μάτια του να σηκώ­ση στον ουρα­νόν, αλλ’ εκτυ­πού­σε το στή­θος του λέγων· Θεε μου, σπλαγ­χνί­σου με τον αμαρ­τω­λόν και συγ­χώ­ρη­σέ με. 14 Σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι αυτός ο περι­φρο­νη­μέ­νος από τον Φαρι­σαί­ον τελώ­νης κατέ­βη­κε στο σπί­τι του με συγ­χω­ρη­μέ­νας τας αμαρ­τί­ας του, αθώ­ος και δίκαιος ενώ­πιον του Θεού, παρά ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος. Διό­τι κάθε ένας που υψώ­νει τον ευα­τόν του, θα ταπει­νω­θή από τον Θεόν και θα κατα­δι­κα­σθή, ενώ εξ αντι­θέ­του εκεί­νος που ταπει­νώ­νει τον ευα­τόν του θα υψω­θή και θα δοξα­σθή από τον Θεόν”.

Σε μερι­κούς μάλι­στα που είχαν τη βεβαιό­τη­τα και την αυτο­πε­ποί­θη­ση ότι είναι δίκαιοι και ενά­ρε­τοι, και γι’ αυτό περι­φρο­νού­σαν τους άλλους, είπε την παρα­βο­λή αυτή: 10 Δύο άνθρω­ποι ανέ­βη­καν στο ιερό για να προ­σευ­χη­θούν? ο ένας ήταν Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης. 11 Ο Φαρι­σαί­ος στά­θη­κε όρθιος, για να φαί­νε­ται καλά, και προ­σευ­χό­ταν προς τον εαυ­τό του και για τον εαυ­τό του με τα εξής λόγια: Σ’ ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, διό­τι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώ­πους, που είναι άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώ­νη. Ενώ δηλα­δή όλοι οι άλλοι είναι ένο­χοι και αξιο­κα­τά­κρι­τοι, εγώ είμαι ο μόνος ανέ­νο­χος. Σ’ ευχα­ρι­στώ λοι­πόν, διό­τι δεν βλέ­πω στον εαυ­τό μου τις τόσες κακί­ες που έχουν οι άλλοι. 12 Έχω όμως και αρε­τές: Νηστεύω δύο φορές την εβδο­μά­δα, κάθε Δευ­τέ­ρα κα Πέμ­πτη. Δίνω το ένα δέκα­το απ’ όλα εκεί­να που απο­κτώ, ακό­μη κι από τα πιο μικρά και τιπο­τέ­νια, για τα οποία δεν επι­βάλ­λει ο νόμος τη “δεκά­τη”. 13 Ο τελώ­νης, αντί­θε­τα, στε­κό­ταν μακριά από το θυσια­στή­ριο όπου καί­γον­ταν οι θυσί­ες, και δεν είχε την τόλ­μη όχι μόνο τα χέρια του αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώ­σει επά­νω προς τον ουρα­νό. Αλλά χτυ­πού­σε συνε­χώς το στή­θος του, που περιέ­κλει­νε την αμαρ­τω­λή και ακά­θαρ­τη καρ­διά του, και έλε­γε: Κύριε και Θεέ, σπλα­χνί­σου με και συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό. 14 Σας βεβαιώ­νω ότι αυτός ο περι­φρο­νη­μέ­νος τελώ­νης κατέ­βη­κε από το ιερό και πήγε στο σπί­τι του αθω­ω­μέ­νος και δικαιω­μέ­νος από τον Θεό και όχι ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος. Δικαιώ­θη­κε λοι­πόν ο τελώ­νης και κατα­κρί­θη­κε ο Φαρι­σαί­ος, διό­τι όποιος υψώ­νει τον εαυ­τό του θα ταπει­νω­θεί από τον Θεό και θα κατα­κρι­θεί. Αντί­θε­τα όποιος ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του θα υψω­θεί και θα τιμη­θεί από τον Θεό.

 Eἶπε δὲ καὶ γιὰ μερι­κούς, ποὺ εἶχαν πεποί­θη­σι στοὺς ἑαυ­τούς τους ὅτι εἶναι ἐνά­ρε­τοι, καὶ θεω­ροῦ­σαν τοὺς ἄλλους μηδέν, αὐτὴ τὴν παρα­βο­λή: 10  «Δύο ἄνθρω­ποι ἀνέ­βη­καν στὸ ναὸ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν, ὁ ἕνας Φαρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἄλλος τελώ­νης. 11  Ὁ Φαρι­σαῖ­ος στά­θη­κε μόνος καὶ ἔκα­νε αὐτὴ τὴν προ­σευ­χή: “Θεέ, σ’ εὐχα­ρι­στῶ, διό­τι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπό­λοι­ποι ἄνθρω­ποι, ποὺ εἶναι ἐκβια­σταί, ἄδι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώ­νης. 12  Nηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδο­μά­δα, δίνω τὸ ἕνα δέκα­το ἀπ’ ὅλα ὅσα ἀπο­κτῶ”. 13  Ὁ δὲ τελώ­νης στά­θη­κε μακριά (πολὺ πίσω), καὶ δὲν τολ­μοῦ­σε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώ­σῃ πρὸς τὸν οὐρα­νό. Kτυ­ποῦ­σε δὲ τὸ στῆ­θος του λέγον­τας: “Θεέ μου, σπλαγ­χνί­σου με καὶ συγ­χώ­ρη­σέ με τὸν ἁμαρ­τω­λό”. 14  Σᾶς βεβαιώ­νω: Kατέ­βη­κε αὐτὸς δικαιω­μέ­νος στὸ σπί­τι του, καὶ ὄχι ἐκεῖ­νος. Ὁπωσ­δή­πο­τε καθέ­νας, ποὺ ὑψώ­νει τὸν ἑαυ­τό του, θὰ ταπει­νω­θῇ, ἐνῷ ἐκεῖ­νος, ποὺ ταπει­νώ­νει τὸν ἑαυ­τό του, θὰ ὑψω­θῇ».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ)

Πνευ­μα­τι­κά θησαυ­ρί­σμα­τα από ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ

Αν θέλεις να συνε­τί­σεις έναν υπε­ρή­φα­νο άνθρω­πο, μη μετα­χει­ρι­στείς πολ­λά λόγια. Θύμι­σέ του μόνο την ανθρώ­πι­νη φύση του και τη ρήση του σοφού Σει­ράχ: «Τί περη­φα­νεύ­ε­ται γ κα σπο­δός;(:Για­τί έχει τόση αλα­ζο­νεία και υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ο άνθρω­πος, που είναι χώμα και στά­χτη;)»[Σοφία Σει­ράχ 10,9]. Κι αν εκεί­νος σου πει ότι χώμα και στά­χτη θα γίνει μετά τον θάνα­τό του, δώσε του να κατα­λά­βει ότι και τώρα, που ζει δεν είναι τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Ας μην ξεγε­λιέ­ται, βλέ­πον­τας την ομορ­φιά του· έχον­τας την υγεία του, νιώ­θον­τας τη δύνα­μη του, απο­λαμ­βά­νον­τας τις χαρές της σύν­το­μης επί­γειας ζωής. Χώμα και στά­χτη είναι, «αφού, και όσο ακό­μα ζει, αρχί­ζει η φθο­ρά του»[Σοφ.Σειρ.10,9: «τι ν ζω ἔῤῥιψα τ νδό­σθια ατο(:Διό­τι του υπε­ρή­φα­νου ανθρώ­που, ενό­σω ακό­μη ζού­σε, έρι­ξα κάτω τα εντό­σθιά του)»].

Ας παρα­τη­ρή­σει ο καθέ­νας μας, πόσο ασή­μαν­τη είναι η ύπαρ­ξή μας. Ας μην περι­μέ­νει τη μέρα του θανά­του του, για να συνει­δη­το­ποι­ή­σει τη μηδα­μι­νό­τη­τά του. Ας την αντι­λη­φτεί από τώρα, στρέ­φον­τας φιλο­σο­φη­μέ­να τη σκέ­ψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυ­τό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρ­ρος του, δια­πι­στώ­νον­τας την ανθρώ­πι­νη φθαρ­τό­τη­τα, ο Θεός δεν έκα­νε έτσι τα πράγ­μα­τα επει­δή μας μισεί, αλλά απε­ναν­τί­ας επει­δή μας αγα­πά και νοιά­ζε­ται για μας. Με αυτόν τον τρό­πο μας παρέ­χει πολ­λές αφορ­μές για να γινό­μα­στε ταπει­νοί. Αλή­θεια, αν ο άνθρω­πος, παρό­λο που είναι πλα­σμέ­νος από το χώμα της γης, τόλ­μη­σε να πει «Θα ανέ­βω στον ουρα­νό» [βλ. Ησ. 14,13–16: «Σ δ επας ν τ δια­νοί σου· ες τν ορανν ναβή­σο­μαι, πάνω τν στέ­ρων το ορανο θήσω τν θρό­νον μου, καθι ν ρει ψηλ, π τ ρη τ ψηλ τ πρς Βοῤῥᾶν, ναβή­σο­μαι πάνω τν νεφν, σομαι μοιος τ ψίστῳ,νῦν δὲ εἰς ᾅδην κατα­βή­σῃ καὶ εἰς τὰ θεμέ­λια τῆς γῆς. οἱ ἰδόν­τες σε θαυ­μά­σον­ται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦ­σιν· οὗτος ὁ ἄνθρω­πος ὁ παρο­ξύ­νων τὴν γῆν, ὁ σεί­ων βασι­λεῖς;(:Εσύ λοι­πόν όταν ζού­σες, είπες με τον νου σου: ’’Θα ανε­βώ στον ουρα­νό, επά­νω στα αστέ­ρια του ουρα­νού θα στή­σω τον θρό­νο μου, θα καθί­σω ένδο­ξος βασι­λιάς σε όρος υψη­λό, στα όρη τα υψη­λά, που βρί­σκον­ται προς τον Βορ­ρά. Θα ανε­βώ’’, είπες, ‘’επά­νω από τα σύν­νε­φα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψι­στο Θεό’’. Τώρα ιδού, θα κατε­βείς στον άδη, στα βάθη, όπου υπάρ­χουν τα θεμέ­λια της γης. Οι άνθρω­ποι, οι οποί­οι θα δουν το κατάν­τη­μά σου, θα κατα­πλα­γούν και θα πουν: ’’αυτός λοι­πόν είναι ο άνθρω­πος που ανε­τά­ρασ­σε και τρο­μο­κρα­τού­σε την οικου­μέ­νη, συγ­κλό­νι­ζε και κατε­κρή­μνι­ζε τους βασι­λείς;’’»],πού θα έφτα­νε με το λογι­σμό του αν δεν τον συγ­κρα­τού­σε σαν χαλι­νά­ρι η αδύ­να­μη φύση του;.

Όταν λοι­πόν δεις κάποιον να φου­σκώ­νει από υπε­ρη­φά­νεια, να τεν­τώ­νει τον λαι­μό του, να ανα­ση­κώ­νει τα φρύ­δια του, να κυκλο­φο­ρεί με ακρι­βά αμά­ξια, να απει­λεί να κάνει κακό στους συναν­θρώ­πους του, πες του: «Για­τί έχει τόση αλα­ζο­νεία το χώμα και η στά­χτη, αφού και όσο ακό­μα ζει, αρχί­ζει η φθο­ρά του;»[: Σοφ. Σειρ. 10,9].

Αυτό ισχύ­ει όχι μόνο για τον κοι­νό άνθρω­πο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθε­ται σε βασι­λι­κό θρό­νο. Μην κοι­τάς τη βασι­λι­κή πορ­φύ­ρα, το στέμ­μα, τα χρυ­σο­κέν­τη­τα ενδύ­μα­τα. Κοί­τα και στο­χά­σου την ανθρώ­πι­νη φύση του βασι­λιά. Τότε θα ανα­φω­νή­σεις και εσύ μαζί με τον προ­φή­τη: «Πσα σάρξ χόρ­τος, κα πσα δόξα νθρώ­που ς νθος χόρ­του(:Κάθε άνθρω­πος είναι σαν το χορ­τά­ρι και η δόξα του όλη φευ­γα­λέα σαν το αγριο­λού­λου­δο)»[Ησ. 40,6].

Για­τί λοι­πόν υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι, άνθρω­πέ μου; Κατέ­βα από τα ύψη της ανόη­της αλα­ζο­νεί­ας σου και εξέ­τα­σε την ευτέ­λειά σου. Χώμα και στά­χτη είσαι, καπνός και σκιά, χορ­τά­ρι και αγριο­λού­λου­δο. Τι πιο γελοίο από το να καμα­ρώ­νεις; Εξου­σιά­ζεις μήπως πολ­λούς ανθρώ­πους; Και τι ωφε­λεί­σαι, όταν εξου­σιά­ζεις ανθρώ­πους και εξου­σιά­ζε­σαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκεί­νον που στο σπί­τι του δέρ­νε­ται από τους υπη­ρέ­τες του και στην αγο­ρά εμφα­νί­ζε­ται καμα­ρω­τός επει­δή έχει άλλους κάτω από την εξου­σία του. Μακά­ρι να ήσουν εξου­σια­στής των παθών σου και όμοιος με όσους συναν­τάς στην αγο­ρά. Αν λοι­πόν είναι αξιο­κα­τά­κρι­τος όποιος υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για τις πραγ­μα­τι­κές αρε­τές του, δεν είναι στ’ αλή­θεια γελοί­ος όποιος υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για πράγ­μα­τα ολό­τε­λα τιπο­τέ­νια;

Ταλαί­πω­ρε άνθρω­πε! Η ψυχή σου λιώ­νει από την πιο φοβε­ρή αρρώ­στια, την αρρώ­στια της αμαρ­τί­ας, κι εσύ καμα­ρώ­νεις για τα πολ­λά σου χρή­μα­τα και κτή­μα­τα; Μα όλα τού­τα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύ­εις στα λόγια μου, κοί­τα τι έγι­νε με εκεί­νους που έζη­σαν πριν από σένα. Αν πάλι είσαι τόσο μεθυ­σμέ­νος από τα πλού­τη ή τη δόξα και δεν διδά­σκε­σαι από τα παθή­μα­τα των άλλων, περί­με­νε λίγο, και θα γνω­ρί­σεις από το δικό σου πάθη­μα τη ματαιό­τη­τα των επί­γειων απο­κτη­μά­των και απο­λαύ­σε­ων. Όταν θα φεύ­γεις από τον πρό­σκαι­ρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξου­σία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα δια­θέ­τεις, χωρίς να το θέλεις, θα τα αφή­νεις σε άλλους, ίσως μάλι­στα σε εκεί­νους που πρω­τύ­τε­ρα δεν ήθε­λες καν να αντι­κρί­σεις.

Ο άνθρω­πος και τα ανθρώ­πι­να δεν είναι, θα το ξανα­πώ, παρά χώμα και στά­χτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδα­μι­νό από αυτά. Για­τί, πες μου, τι είναι εκεί­νο που θεω­ρείς μεγά­λο; Ένα πολι­τεια­κό αξί­ω­μα; Ποιο; Το αξί­ω­μα του «υπά­του»; Βέβαια, πολ­λοί νομί­ζουν ότι μεγα­λύ­τε­ρο αξί­ω­μα δεν υπάρ­χει. Ε λοι­πόν, από τον άνθρω­πο που ανέ­βη­κε τόσο ψηλά, τίπο­τα λιγό­τε­ρο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπα­τος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώ­πι­νη κατά­στα­ση βρί­σκον­ται. Και οι δύο ύστε­ρα από λίγο δε θα υπάρ­χουν.

Πότε έγι­νε ύπα­τος; Και για πόσον και­ρό έμει­νε ύπα­τος; Πες μου! Για δύο μέρες; Μα αυτό γίνε­ται και στα όνει­ρα. «Ναι, αλλά είναι όνει­ρα», απαν­τάς. Ε και; Όσα συμ­βαί­νουν την ημέ­ρα, δεν είναι όνει­ρα; Για­τί να μην τα λέμε και αυτά όνει­ρα; Όπως όταν ξημε­ρώ­σει, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι τα όνει­ρα δεν είναι τίπο­τα, έτσι και όταν νυχτώ­σει, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι τα γεγο­νό­τα της ημέ­ρας δεν είναι τίπο­τα. Και όπως την ημέ­ρα δεν δοκι­μά­ζει κανείς ευχα­ρί­στη­ση από τα όνει­ρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκι­μά­ζει καμί­αν από­λαυ­ση από όσα έγι­ναν την ημέ­ρα.

Έγι­νες λοι­πόν ύπα­τος; Έγι­να κι εγώ τη νύχτα στο όνει­ρό μου. «Ναι», λες, «αλλά εγώ έγι­να πραγ­μα­τι­κά, ενώ εσύ φαν­τα­στι­κά». Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από εμέ­να, εκτός από το ότι οι άνθρω­ποι λένε για σένα. «Ο τάδε είναι- ή ήταν-ύπα­τος», κι από τη φρά­ση τού­τη δοκι­μά­ζεις μια κενό­δο­ξη ευχα­ρί­στη­ση. Τέλειω­σε η φρά­ση; Εξα­φα­νί­στη­κε και η ευχα­ρί­στη­ση. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: Τέλειω­σε η υπα­τεία; Εξα­φα­νί­στη­κε η δόξα.

Ας δεχθού­με, όμως ότι κάποιος έγι­νε ύπα­τος και έμει­νε στο αξί­ω­μα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δύο ή τρία τέσ­σε­ρα χρό­νια. Σε ρωτάω, λοι­πόν πού είναι όσοι διε­τέ­λε­σαν ύπα­τοι για δέκα χρό­νια; Που­θε­νά. Τους ξέχα­σαν όλοι. Σκέ­ψου τώρα τον από­στο­λο Παύ­λο. Ξεχά­στη­κε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονο­μα­στός ήταν όσο ζού­σε, περισ­σό­τε­ρο ονο­μα­στός έγι­νε αφού πέθα­νε, κοσμο­ξά­κου­στος είναι και σήμε­ρα, τόσους αιώ­νες μετά την κοί­μη­σή τους. Και αυτό μόνο στη γη. Για­τί ποια λόγια μπο­ρούν να παρα­στή­σουν τη δόξα και τη λαμ­πρό­τη­τά του στον ουρα­νό;

Όπως βλέ­που­με τα κύμα­τα, τη μια στιγ­μή να ανε­βαί­νουν σε τερά­στιο ύψος και την άλλη να χαμη­λώ­νουν, έτσι βλέ­που­με κα όσους κυριεύ­ον­ται από αλα­ζο­νεία για τα πλού­τη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγ­μή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπει­νώ­νον­ται ελε­ει­νά. Αυτούς υπαι­νίσ­σε­ται ο μακά­ριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μ φοβο, ταν πλου­τήσ νθρω­πος, ταν πλη­θυνθ δόξα το οκου ατο· ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀπο­θνή­σκειν αὐτὸν λήψε­ται τὰ πάν­τα, οὐδὲ συγ­κα­τα­βή­σε­ται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ. ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλο­γη­θή­σε­ται· ἐξο­μο­λο­γή­σε­ταί σοι, ὅταν ἀγα­θύ­νῃς αὐτῷ. εσελεύ­σε­ται ως γενες πατέ­ρων ατο, ως αἰῶνος οκ ψεται φς. κα νθρω­πος ν τιμ ν ο συνκε, παρα­συ­νε­βλή­θη τος κτή­νε­σι τος νοή­τοις κα μοιώ­θη ατος(:Μην ταρά­ζε­σαι, όταν ένας ασε­βής άνθρω­πος πλου­τί­ζει ή όταν μεγα­λώ­νει η δόξα του σπι­τιού του· διό­τι όταν πεθά­νει, τίπο­τε δεν θα πάρει μαζί του από τα πλού­τη του, ούτε η δόξα του θα κατε­βεί μαζί με αυτόν στον άδη. Εφό­σον βέβαια ζει τον παρόν­τα επί­γειο βίο, θα επαι­νεί­ται από τους κόλα­κες, και αυτός ο ίδιος θα επαι­νέ­σει και εσέ­να, όταν θα εκτρα­πείς σε κολα­κεί­ες και επαί­νους προς αυτόν. Θα πεθά­νει όμως και θα μετα­βεί να συναν­τή­σει τους προ­γό­νους του. Ποτέ πλέ­ον δεν θα δει το φως του ήλιου. Ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος! Ενώ έχει πάρει από τον Θεό την ανυ­πο­λό­γι­στη τιμή της λογι­κής του φύσε­ως, δε συνε­τί­στη­κε, αλλά έτα­ξε τον εαυ­τό του στη θέση των ανόη­των κτη­νών, έγι­νε όμοιος με αυτά κατά τον τρό­πο της ζωής και τα ένστι­κτα)» [Ψαλμ. 48,17]. Καλά λοι­πόν είπε ο Δαβίδ: «Μην ταρά­ζε­σαι». Για­τί ύστε­ρα από λίγο, θα δεις τον πλού­σιο ή τον δοξα­σμέ­νο να είναι πεσμέ­νος χάμω, νεκρός και ακί­νη­τος, γυμνω­μέ­νος από τα επί­γεια αγα­θά. Τίπο­τε από αυτά δεν μπο­ρεί να πάρει μαζί του. Τα αφή­νει όλα εδώ και φεύ­γει για πάν­τα, φορ­τω­μέ­νος μόνο με την κακία του και τις αμαρ­τί­ες του.

Σωστά λοι­πόν το πάθος αυτό έχει ονο­μα­στεί κενο­δο­ξία, που σημαί­νει κενή, δηλα­δή άδεια, δόξα· για­τί ουσια­στι­κά είναι άδεια, δεν έχει τίπο­τα το χρή­σι­μο. Είναι σαν ένα προ­σω­πείο με υπέ­ρο­χα εξω­τε­ρι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, που καθώς είναι ψεύ­τι­κο και κενό από μέσα, μολο­νό­τι ωραιό­τε­ρο από αλη­θι­νό ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο, δεν κάνει ποτέ κανέ­ναν να το ερω­τευ­θεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπό­λη­ψη, που θέλει να απο­λαμ­βά­νει κανείς από τον κόσμο, ή μάλ­λον πολύ χει­ρό­τε­ρη. Για­τί τίπο­τα δεν απο­ξε­νώ­νει τόσο τον άνθρω­πο από τη φιλαν­θρω­πία του Θεού, τίπο­τα δεν τον ρίχνει τόσο εύκο­λα στη φωτιά της κολά­σε­ως όσο η κενο­δο­ξία, η υπε­ρη­φά­νεια, η έπαρ­ση, η αλα­ζο­νεία.

Έχου­με υπε­ρη­φά­νεια; Η ζωή μας είναι ακά­θαρ­τη, έστω κι αν είμα­στε σωμα­τι­κά αγνοί, έστω κι αν κάνου­με νηστεί­ες, προ­σευ­χές, ελεη­μο­σύ­νες. «κάθαρ­τος παρ Θε πς ψηλο­κάρ­διος(:Ακά­θαρ­τος είναι μπρο­στά στον Θεό κάθε υπε­ρή­φα­νος)», λέει η Αγία Γραφή[:Παροιμ. 16,5]. Και είναι τόσο μεγά­λο κακό η κενο­δο­ξία, όχι μόνο για­τί παρα­σύ­ρει στην αμαρ­τία όσους κυριεύ­ει, αλλά και για­τί συνο­δεύ­ει συχνά ακό­μα και την αρε­τή. Αν δεν μπο­ρέ­σει να μας βγά­λει από τον δρό­μο της αρε­τής, μας βλά­πτει χρη­σι­μο­ποιών­τας την ίδια την αρε­τή, καθώς μας αναγ­κά­ζει να υπο­μέ­νου­με τους κόπους της, μας στε­ρεί όμως τους καρ­πούς της. Δεν είναι δυνα­τόν, όταν κανείς επι­θυ­μεί και την αρε­τή και τη δόξα, να πετύ­χει και τις δύο. Μπο­ρεί βέβαια να απο­κτή­σει και τις δύο, όταν επι­διώ­κει μόνο τη μία, την ουρά­νια αρε­τή, οπό­τε είναι δυνα­τό να ακο­λου­θή­σει και η δόξα. Όταν όμως επι­θυ­μεί και τις δύο, καμία δεν θα πετύ­χει.

Εκεί­νος, δηλα­δή, που κάνει μια καλή πρά­ξη, προ­σπα­θών­τας να κερ­δί­σει και τη δόξα των ανθρώ­πων, είτε μπο­ρέ­σει να απο­κτή­σει αυτήν τη δόξα είτε όχι, παίρ­νει την αμοι­βή του στην παρού­σα ζωή, και καμιάν αντα­μοι­βή δεν θα πάρει για την καλή του πρά­ξη στην άλλη ζωή. Για­τί; Επει­δή στέ­ρη­σε τον εαυ­τό του από τη γεν­ναιο­δω­ρία του Κυρί­ου, προ­τι­μών­τας τη μικρή δόξα των ανθρώ­πων από τη μεγά­λη και αιώ­νια δόξα του δίκαιου Κρι­τή.

Από το άλλο μέρος, εκεί­νος που ασκεί κάποια πνευ­μα­τι­κή αρε­τή μόνο και μόνο για να είναι ευά­ρε­στος στο Θεό, και την αρε­τή του δια­τη­ρεί ακέ­ραιη και πλού­το αδα­πά­νη­το απο­τα­μιεύ­ει στον ουρα­νό και παρη­γο­ριά μεγά­λη νιώ­θει από τη χρη­στή προσ­δο­κία της μελ­λον­τι­κής αιώ­νιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊ­κή αντα­μοι­βή του, που βρί­σκε­ται ασφα­λι­σμέ­νη στο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο του ουρα­νού, θα γνω­ρί­σει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώ­πι­νη δόξα. Για­τί τότε απο­λαμ­βά­νου­με άφθο­νη τη δόξα, όταν αδια­φο­ρού­με γι’ αυτήν, όταν δεν την επι­ζη­τού­με.

Έτσι λοι­πόν όλα τα κερ­δί­ζει όποιος ταπει­νά κάνει το καθε­τί για τον Θεό, και όλα τα χάνει όποιος υπε­ρή­φα­να επι­διώ­κει την τιμή των ανθρώ­πων.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Θέμα­τα ζωής(από τις ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου), τόμος Β΄, Ιερά Μονή Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής 2010, σελ. 29–35.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ)

Πνευ­μα­τι­κά θησαυ­ρί­σμα­τα από ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

Αν η αμαρ­τία, όταν είναι ενω­μέ­νη με την ταπει­νο­φρο­σύ­νη, τρέ­χει τόσο γρή­γο­ρα στο δρό­μο της θεϊ­κής ευσπλα­χνί­ας, ώστε μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει και την αρε­τή που τρέ­χει με αλα­ζο­νεία, τότε πού δεν θα φτά­σει η αρε­τή, όταν συνυ­πάρ­χει με την ταπει­νο­φρο­σύ­νη; Αν εκεί­νοι που ομο­λο­γούν τα αμαρ­τή­μα­τά τους, βρί­σκουν έλε­ος από τον Κύριο, τότε πόσα στε­φά­νια δεν θα κερ­δί­σουν εκεί­νοι που έχουν πλή­ρη επί­γνω­ση των αγα­θών τους πρά­ξε­ων και παρα­μέ­νουν ταπει­νοί;

Έχεις πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ανα­ρίθ­μη­τα καλά έργα; Έχεις απο­κτή­σει κάθε αρε­τή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώ­φε­λα, αν δεν συνο­δεύ­ον­ται από την ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Κανέ­να, μα κανέ­να κατόρ­θω­μα δεν μπο­ρεί να στα­θεί δίχως αυτήν.

Ένας από τους λόγους για τους οποί­ους ο Θεός έπλα­σε τον άνθρω­πο με σώμα και ψυχή, δηλα­δή με ένα στοι­χείο υλι­κό και με ένα πνευ­μα­τι­κό, είναι και τού­τος: όταν κυριεύ­ε­ται από την αλα­ζο­νεία, να ταπει­νώ­νε­ται από την ευτέ­λεια του φθαρ­τού σώμα­τος, και όταν του έρχε­ται λογι­σμός εξευ­τε­λι­στι­κός για τη θεό­πλα­στη φύση του, να ενθαρ­ρύ­νε­ται από την ευγέ­νεια της αθά­να­της ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλ­λο­γι­ζό­μα­στε την κατα­γω­γή μας, να θυμό­μα­στε από τι και πώς δημιουρ­γη­θή­κα­με.

Έβα­λε ακό­μα μέσα μας ο Θεός μεγά­λες δυνά­μεις, αλλά και πολ­λές αδυ­να­μί­ες. Έτσι, με τις δυνά­μεις δοξά­ζε­ται η δική Του σοφία και με τις αδυ­να­μί­ες περιο­ρί­ζε­ται η δική μας υπε­ρη­φά­νεια. Μας έδω­σε, λ.χ., γλώσ­σα που μιλά­ει, ψάλ­λει, υμνεί τον Κύριο του σύμ­παν­τος, διη­γεί­ται την ωραιό­τη­τα της κτί­σε­ως, συζη­τά­ει για τα γήι­να και τα επου­ρά­νια, για τα πρό­σκαι­ρα και τα αιώ­νια. Και όλα αυτά, μολο­νό­τι είναι ένα μικρό κομ­μά­τι σάρ­κας, που δεν έχει μέγε­θος ούτε δυο δαχτύ­λων. Για να μη νομί­ζει, λοι­πόν, η γλώσ­σα πως είναι κάτι σπου­δαίο και υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για τις θεόσ­δο­τες ικα­νό­τη­τές της, πολ­λές φορές, με θεία παρα­χώ­ρη­ση, πλη­γώ­νε­ται ή πρή­ζε­ται. Έτσι μαθαί­νει ότι ενώ μπο­ρεί να μιλά­ει για πράγ­μα­τα αθά­να­τα, η ίδια είναι θνη­τή· και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσ­σει, είναι παν­το­δύ­να­μος, η ίδια είναι αδύ­να­μη.

Μας έδω­σε ακό­μα ο Πλά­στης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολ­βό, με τον οποίο ατε­νί­ζου­με ολό­κλη­ρη την κτί­ση. Και για να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται το μάτι, έχον­τας τέτοια θαυ­μα­στή ικα­νό­τη­τα, προ­σβάλ­λε­ται συχνά από διά­φο­ρες παθή­σεις, που μειώ­νουν ή και απο­σβή­νουν την όρα­ση. Έτσι μαθαί­νει τι είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μαθαί­νει όμως και να δοξά­ζει, μέσω της ορα­τής κτί­σε­ως, τον Δημιουρ­γό.

Σκέ­ψου τώρα, αν ο άνθρω­πος μολο­νό­τι σέρ­νει μαζί του τόσες αδυ­να­μί­ες, συχνά ξεχνά­ει την ελε­ει­νό­τη­τά του και ξεση­κώ­νε­ται με θρα­σύ­τη­τα εναν­τί­ον του Ευερ­γέ­τη του, μέχρι πού θα έφτα­νε η έπαρ­σή του αν ήταν ολό­τε­λα απαλ­λαγ­μέ­νος από τις αδυ­να­μί­ες αυτές;

Βάλε λοι­πόν καλά στο νου σου εσύ ο ψηλο­μύ­της, ότι ο πλη­σί­ον σου, που δεν κατα­δέ­χε­σαι ούτε να τον κοι­τά­ξεις, είναι κι αυτός άνθρω­πος όμοιος και ισό­τι­μος με εσέ­να. Φτω­χός είναι εκεί­νος κι εσύ πλού­σιος; Αγράμ­μα­τος είναι εκεί­νος κι εσύ μορ­φω­μέ­νος; Άση­μος είναι εκεί­νος κι εσύ ένδο­ξος; Τι σημα­σία έχουν όλα αυτά τα πρό­σκαι­ρα και μάταια; Δεν απο­τε­λεί και ο συνάν­θρω­πός σου μιαν εικό­να του Θεού; Για­τί λοι­πόν τον περι­φρο­νείς; Δεν κατα­λα­βαί­νεις ότι στο πρό­σω­πό του περι­φρο­νείς τον ίδιο τον Θεό; Για­τί δεν τον εξυ­πη­ρε­τείς, δεν τον περι­ποιεί­σαι, δεν τον τιμάς; Επει­δή το ξέρω, τον θεω­ρείς κατώ­τε­ρό σου. Και σε ρωτάω: Πόσο κατώ­τε­ροι ήταν οι από­στο­λοι από τον Χρι­στό; Άνθρω­ποι αυτοί, Θεός Εκεί­νος. Αγράμ­μα­τοι αυτοί, πάν­σο­φος Εκεί­νος. Πάμ­φτω­χοι αυτοί, πάμ­πλου­τος Εκεί­νος. Κι όμως, ο Κύριος κατα­δέ­χθη­κε να πλύ­νει τα πόδια τους. Δεν θα έπρε­πε να κάνεις κι εσύ το ίδιο στους συναν­θρώ­πους σου; Αλλά μήτε να το ακού­σεις δεν μπο­ρείς!

Αν δεν μιμη­θείς τον Χρι­στό στην ταπεί­νω­ση, δεν θα έχεις θέση κον­τά Του στη μέλ­λου­σα ζωή. Το αιώ­νιο συμ­φέ­ρον σου, επο­μέ­νως, επι­βάλ­λει να μην υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι για τα αγα­θά και τα πλού­τη σου. Αυτό επι­βάλ­λει όμως και το πρό­σκαι­ρο γήι­νο συμ­φέ­ρον σου. Για­τί κανέ­νας άνθρω­πος δεν προ­κα­λεί τόσο το φθό­νο των άλλων, όσο ο πλού­σιος. Όταν μάλι­στα ο πλού­σιος είναι και υπερ­φί­α­λος, τότε μισεί­ται δύο φορές. Ο ταπει­νός, αντί­θε­τα, μετριά­ζει το μίσος που αισθά­νον­ται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν επι­πλέ­ον είναι ελε­ή­μων, κερ­δί­ζει και την αγά­πη τους. Έτσι κατέ­χει με μεγα­λύ­τε­ρη ασφά­λεια τα υπάρ­χον­τά του. Τόσο σπου­δαία είναι η ταπει­νο­φρο­σύ­νη· δεν μας χαρί­ζει μόνο την ουρά­νια βασι­λεία, αλλά μας ωφε­λεί και σε τού­τον τον κόσμο.

Ας μην υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε, λοι­πόν, ούτε για τον πλού­το μας, ούτε για κανέ­να προ­τέ­ρη­μά μας. Ας προ­σπα­θή­σου­με να κατα­νο­ή­σου­με την φύση μας, ας σκε­φτού­με τις αμαρ­τί­ες μας, ας μάθου­με ποιοι πραγ­μα­τι­κά είμα­στε. Η αυτο­γνω­σία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπει­νο­φρο­σύ­νη.Εκεί­νος, μάλι­στα, που θεω­ρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνω­ρί­σει καλά τον εαυ­τό του.

Τίπο­τα δεν είναι τόσο αρε­στό στον Κύριο, όσο το ταπει­νό φρό­νη­μα. «Μάθε­τε π᾿ μο(:Διδα­χθεί­τε απ΄το δικό μου παρά­δειγ­μα)», είπε, «τι πρός εμι κα ταπεινς τ καρ­δίᾳ(:για­τί είμαι πρά­ος και ταπει­νός στην καρ­διά[Ματθ.11,29]. Και πραγ­μα­τι­κά, αν δεν ήταν ταπει­νός Εκεί­νος, μολο­νό­τι Υιός του μεγά­λου Θεού, θα διά­λε­γε ως μητέ­ρα μιαν άση­μη κόρη; Αν δεν ήταν ταπει­νός Εκεί­νος, ο δημιουρ­γός του ορα­τού και αορά­του κόσμου, θα κατέ­βαι­νε από τον ουρα­νό στη γη; Αν δεν ήταν ταπει­νός Εκεί­νος, ο εξου­σια­στής του πλού­του όλης της κτί­σε­ως, θα κατα­δε­χό­ταν να ξαπλω­θεί μέσα σε ένα φτω­χι­κό παχνί; Αν δεν ήταν ταπει­νός Εκεί­νος, ο ανα­μάρ­τη­τος και αθώ­ος, θα μαστι­γω­νό­ταν, θα χλευα­ζό­ταν, θα πέθαι­νε πάνω στο σταυ­ρό, για τη σωτη­ρία των αμαρ­τω­λών και ένο­χων ανθρώ­πων; Τόσο ταπει­νός είναι, ώστε θυσιά­στη­κε για τις αμαρ­τί­ες που εμείς κάνα­με. Τόσο ταπει­νός είναι, ώστε Θεός αυτός, παρα­κα­λά­ει και ικε­τεύ­ει εμάς,τα πλά­σμα­τά Του, να μετα­νο­ή­σου­με, για να μην κατα­στρα­φού­με.

Έχεις λοι­πόν ταπει­νό φρό­νη­μα; Μη θαυ­μά­ζεις τον εαυ­τό σου! Σκέ­ψου πόσο χαμη­λά κατέ­βη­κε ο Κύριός σου και τότε όχι μόνο δεν θα θαυ­μά­σεις, αλλά και θα περι­γε­λά­σεις τον εαυ­τό σου. Ακό­μα κι αν ήσου­να ο ταπει­νό­τε­ρος από όλους τους ανθρώ­πους, δε θα είχες κάνει τίπο­τα το σπου­δαίο, μπρο­στά σε αυτό που έκα­νε ο Χρι­στός. Ποιο θα είναι το κέρ­δος σου, άλλω­στε, αν η ταπει­νο­φρο­σύ­νη σε οδη­γή­σει στην υπε­ρη­φά­νεια; Και όποιος λέει πως είναι καλύ­τε­ρα να κατορ­θώ­νου­με μιαν αρε­τή και να υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε, παρά να πέφτου­με σε ένα αμάρ­τη­μα και να ταπει­νω­νό­μα­στε, αυτός αγνο­εί τη ζημιά που προ­ξε­νεί η αλα­ζο­νεία και το κέρ­δος που επι­φέ­ρει η ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Για­τί ο άνθρω­πος που κατορ­θώ­νει κάτι και υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται γι’ αυτό, γρή­γο­ρα θα πέσει, όπως έχει απο­δεί­ξει η πεί­ρα, στην έσχα­τη απώ­λεια. Απε­ναν­τί­ας, εκεί­νος που πέφτει σε ένα παρά­πτω­μα και ταπει­νώ­νε­ται από την πτώ­ση του και εμπει­ρό­τε­ρος γίνε­ται και γρή­γο­ρα ξανα­ση­κώ­νε­ται, αν βέβαια θέλει, και επα­νορ­θώ­νει το σφάλ­μα του.

Ωστό­σο θα μου πεί­τε πολ­λοί από αυτούς που προ­χω­ρού­σαν στα­θε­ρά στον σωστό δρό­μο πριν δοκι­μά­σουν πει­ρα­σμούς, έπε­σαν σε παρα­πτώ­μα­τα όταν τους βρή­καν πει­ρα­σμοί. Σας απαν­τώ, λοι­πόν: Ποιος είναι εκεί­νος που γνω­ρί­ζει καλά, αν κάποιος βαδί­ζει στον σωστό δρό­μο, εκτός από τον παν­το­γνώ­στη Κύριο, τον δημιουρ­γό μας, που δεν αγνο­εί καμία πρά­ξη, κανέ­να λόγο, κανέ­να αίσθη­μά μας; Για­τί, πολ­λές φορές άνθρω­ποι που εμείς τους θεω­ρού­με χρη­στούς και ενά­ρε­τους, είναι ανή­θι­κοι και ανέν­τι­μοι.

Ας τους αφή­σου­με, όμως αυτούς και ας μιλή­σου­με για τους άλλους, που πραγ­μα­τι­κά ζουν με χρη­στό­τη­τα. Και όλες τις αρε­τές να έχουν απο­κτή­σει, αν έχουν παρα­με­λή­σει τη σπου­δαιό­τε­ρη, την ταπει­νο­φρο­σύ­νη, εγκα­τα­λεί­πον­ται από τον Θεό, για να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν έτσι ότι όσα κατόρ­θω­σαν δεν οφεί­λον­ται στη δική τους δύνα­μη, αλλά στη δική Του χάρη, βοή­θεια και προ­στα­σία. Για­τί ο φιλάν­θρω­πος Κύριος πάν­τα συν­τρέ­χει τους πιστούς και ταπει­νούς δού­λους Του. Θα σας θυμί­σω δύο τρία σχε­τι­κά περι­στα­τι­κά από την Αγία Γρα­φή.

Όταν ο βασι­λιάς των Γερά­ρων Αβι­μέ­λεχ και οι Φιλι­σταί­οι βοσκοί έδιω­ξαν άδι­κα τον Ισα­άκ από τα χωρά­φια του κι από τα πηγά­δια που με τόσον κόπο είχε ανοί­ξει, αυτός δε φέρ­θη­κε μικρό­ψυ­χα, δεν αγα­νά­κτη­σε, δε λιπο­ψύ­χη­σε, δεν είπε και δεν σκέ­φτη­κε τίπο­τα κακό μήτε για τους ανθρώ­πους, που τον αδί­κη­σαν, μήτε για τον Θεό, που δεν τον υπε­ρα­σπί­στη­κε. Γι’ αυτό ο Κύριος τον τίμη­σε και τον βοή­θη­σε υπερ­βο­λι­κά. Του φανε­ρώ­θη­κε την ίδια νύχτα και του είπε «γώ εμι Θες βραμ το πατρός σου· μ φοβο· μετ σο γάρ εμι κα ελογή­σω σε κα πλη­θυν τ σπέρ­μα σου δι᾿ βραμ τν πατέ­ρα σου(: Εγώ είμαι ο Θεός του πατέ­ρα σου του Αβρα­άμ. Μη φοβά­σαι. Είμαι μαζί σου και θα σε ευλο­γή­σω και θα πλη­θύ­νω και τους απο­γό­νους σου ένε­κα του Αβρα­άμ του πατέ­ρα σου)»[Γέν.26,24]. Σαν άκου­σε τα λόγια τού­τα ο δίκαιος Ισα­άκ, παρη­γο­ρή­θη­κε και εγκαρ­διώ­θη­κε. Η θεϊ­κή υπό­σχε­ση δεν άργη­σε να εκπλη­ρω­θεί. Κοί­τα πόση δύνα­μη έχει η ταπεί­νω­ση! Εκεί­νοι που πρω­τύ­τε­ρα τον είχαν διώ­ξει, ήρθαν τώρα να τον συναν­τή­σουν, να του ζητή­σουν συγνώ­μη και να ομο­λο­γή­σουν τη δύνα­μή του. «δόν­τες ωρά­κα­μεν, τι ν Κύριος μετ σο(:Είδα­με πια καθα­ρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου)», του είπαν (Γέν. 26,28). Και ποιος μπο­ρεί να είναι δυνα­τό­τε­ρος από εκεί­νον που έχει τον Θεό μαζί του;

Ας δού­με τώρα πώς ταξί­δε­ψε σε ξένη γη ο γιος του Ισα­άκ, ο Ιακώβ, όταν τον κατα­δί­ω­κε ο αδελ­φός του, για­τί μεγά­λη ωφέ­λεια θα απο­κο­μί­σου­με και απ’ αυτό. «Κα ξλθεν ακβ π το φρέ­α­τος το ρκου κα πορεύ­θη ες Χαῤῥάν αυτός κα πήν­τη­σε τόπ κα κοι­μήθ κε (:Και ο Ιακώβ ανα­χώ­ρη­σε από το φρέ­αρ του όρκου και καθώς πήγαι­νε προς την Χαρ­ράν της Μεσο­πο­τα­μί­ας και βρέ­θη­κε σε ένα τόπο και κοι­μή­θη­κε εκεί)», λέει η Αγία Γρα­φή: «δυ γρ λιος· κα λαβεν π τν λίθων το τόπου, κα θηκε πρς κεφαλς ατο κα κοι­μή­θη ν τ τόπ κείν(:Καθώς είχε δύσει ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθά­ρι, το έβα­λε για προ­σκέ­φα­λό του και κοι­μή­θη­κε στον τόπο εκεί­νο)»[Γέν. 28,10–11]. Βλέ­πεις φιλο­σο­φι­κή διά­θε­ση, που δεν μπο­ρεί να εκφρα­στεί με λόγια; Βλέ­πεις μεγα­λο­ψυ­χία και απλό­τη­τα σε έναν νέο από πλού­σια οικο­γέ­νεια, ανα­θρεμ­μέ­νο με κάθε φρον­τί­δα και περι­ποί­η­ση; Μια πέτρα χρη­σι­μο­ποί­η­σε για προ­σκέ­φα­λο και πάνω στο χώμα πλά­για­σε για να κοι­μη­θεί. Και αξιώ­θη­κε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «γώ εμι Θες βραμ το πατρός σου, κα Θες σαάκ· μ φοβο(:Εγώ είμαι ο Θεός του Αβρα­άμ και του Ισα­άκ, των πατέ­ρων σου. Μη φοβά­σαι)»[Γέν.28,13].Και συνε­χί­ζει λίγο πιο κάτω: «κα δο γώ εμι μετ σο δια­φυ­λάσ­σων σε ν δ πάσ, ο ν πορευθς(:Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προ­στα­τεύω σε κάθε δρό­μο σου, όπου κι αν πας)»[Γέν. 28,14].

Αν λοι­πόν θέλεις να είναι πραγ­μα­τι­κά μεγά­λα τα κατορ­θώ­μα­τά σου, ούτε μεγά­λα να τα θεω­ρή­σεις, ούτε στον εαυ­τό σου να τα απο­δώ­σεις ποτέ. Πάν­τα να ομο­λο­γείς ότι στη χάρη του Θεού οφεί­λον­ται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφει­λέ­τη σου, όχι μόνο για τα κατορ­θώ­μα­τα, αλλά και για την ευγνω­μο­σύ­νη, τη μετριο­φρο­σύ­νη, την ταπεί­νω­σή σου. Έτσι κερ­δί­ζεις και την αγά­πη, τη συμ­πά­θεια, την ευμέ­νεια των ανθρώ­πων· για­τί κανέ­νας δεν είναι τόσο αγα­πη­τός και συμ­πα­θη­τι­κός, όσο ο ταπει­νός.

Η ταπεί­νω­σή σου, όμως πρέ­πει να είναι γνή­σια και πηγαία, όχι υπο­κρι­τι­κή η επι­φα­νεια­κή. Να είναι αμε­τά­πτω­τη και να εκδη­λώ­νε­ται όμοια σε όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγά­λοι είτε μικροί. Να μην απο­τε­λεί μόνο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της εξω­τε­ρι­κής σου συμ­πε­ρι­φο­ράς, αλλά και βίω­μα της καρ­διάς σου.

Την αλη­θι­νή ταπει­νο­φρο­σύ­νη, που είναι συν­δυα­σμέ­νη με τη διά­κρι­ση, μπο­ρεί να σου τη διδά­ξει ένα περι­στα­τι­κό από το Ευαγ­γέ­λιο: «λθόν­των δ ατν ες Καπερ­ναομ προσλθον ο τ δίδραχ­μα λαμ­βά­νον­τες τ Πέτρ κα επον· διδά­σκα­λος μν ο τελε τ δίδραχ­μα;(:Και όταν ο Ιησούς και οι μαθη­τές Του έφθα­σαν στην Καπερ­να­ούμ, ήλθαν στον Πέτρο οι εισπρά­κτο­ρες του φόρου των δύο δραχ­μών που οι Ιου­δαί­οι από ευλά­βεια πρό­σφε­ραν για τον ναό, και είπαν: ‘’Ο διδά­σκα­λός σας δεν πλη­ρώ­νει τις δύο δραχ­μές;’’)»[Ματθ. 17,24].Παρατήρησε ότι δεν τόλ­μη­σαν να μιλή­σουν στον Χρι­στό, αλλά στον Πέτρο· και σε αυτόν όχι επι­θε­τι­κά, αλλά συγ­κρα­τη­μέ­να. Δεν κατη­γό­ρη­σαν τον Κύριο. Απλώς ρώτη­σαν με συστο­λή: «Ο τελε;(:Δεν πλη­ρώ­νει;)». Για­τί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβον­ταν όμως για τα θαύ­μα­τα που έκα­νε.

Τι απάν­τη­σε λοι­πόν ο Πέτρος; «Ναί (:Ναι, πλη­ρώ­νει)». Μα μόλις μπή­κε στο σπί­τι, όπου έμε­νε, και πριν πει τίπο­τα, τον πρό­λα­βε ο παν­το­γνώ­στης Κύριος και του είπε: «Τί σοι δοκε, Σίμων; Ο βασι­λες τς γς π τίνων λαμ­βά­νου­σι τέλη κνσον; π τν υἱῶν ατν π τν λλο­τρί­ων;(:Τι γνώ­μη έχεις, Σίμων; Οι βασι­λείς της γης από ποιους παίρ­νουν δασμούς ή κεφα­λι­κό φόρο; Από τα παι­διά τους ή από τους ξένους, που δεν είναι μέλη του βασι­λι­κού τους οίκου;)». «π τν λλο­τρί­ων(:Από τους ξένους)», απο­κρί­θη­κε ο Πέτρος. «ραγε λεύ­θε­ροί εσιν ο υοί (:Συνε­πώς τα παι­διά του βασι­λιά απαλ­λάσ­σον­ται από κάθε φορο­λο­γία. Ούτε εγώ λοι­πόν, που είμαι γνή­σιος Υιός του Θεού, ούτε εσείς που με υπη­ρε­τεί­τε, είμα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να πλη­ρώ­νου­με φόρο για τον οίκο του Θεού Πατέ­ρα μας)», συμ­πέ­ρα­νε ο Ιησούς [Ματθ.17,25–26]. Τι εννο­ού­σε με αυτό; Ότι αφού οι γιοι των επί­γειων βασι­λιά­δων απαλ­λάσ­σον­ται από τη φορο­λο­γία, πολύ περισ­σό­τε­ρο Εκεί­νος, ο Υιός του ουρά­νιου Βασι­λιά και Βασι­λιάς ο ίδιος. Ωστό­σο πρό­σθε­σε: «να δ μ σκαν­δα­λί­σω­μεν ατούς, πορευ­θες ες τν θάλασ­σαν βάλε γκι­στρον κα τν ναβάν­τα πρτον χθν ρον, κα νοί­ξας τ στό­μα ατο ερήσεις στατρα· κενον λαβν δς ατος ντ μο κα σο(:Για να μη σκαν­δα­λί­σου­με, πάν­τως, τους εισπρά­κτο­ρες του φόρου, πήγαι­νε στη θάλασ­σα, ρίξε το αγκί­στρι και πάρε το πρώ­το ψάρι που θα βγά­λεις· άνοι­ξε το στό­μα του και θα βρεις μέσα ένα τετρά­δραχ­μο· παρ’ το και δώσε τους το, για μένα και για σένα)»[Ματθ. 17,27].

Βλέ­πεις ότι δεν αρνεί­ται να πλη­ρώ­σει τον φόρο, ούτε και προ­στά­ζει απλά τον Πέτρο να τον πλη­ρώ­σει. Πλη­ρώ­νει, αφού πρώ­τα απο­δει­κνύ­ει ότι δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να το κάνει. Για­τί; Για να μη σκαν­δα­λι­στούν οι εισπρά­κτο­ρες και οι μαθη­τές Του. Δεν δίνει δηλα­δή τον φόρο σαν υπο­χρε­ω­μέ­νος σε πλη­ρω­μή, αλλά για την αδυ­να­μία εκεί­νων.

Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν τον φόρο από το ταμείο τους; Για να δεί­ξει και σε τού­τη την περί­στα­ση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμ­παν­τος, ότι εξου­σιά­ζει και τη θάλασ­σα. Προ­εί­πε, λοι­πόν, ότι από τον βυθό της θα πια­στεί ένα ψάρι, που θα πλη­ρώ­σει τον φόρο. Και πραγ­μα­τι­κά, με τη βου­λή και το πρό­σταγ­μά Του, πιά­στη­κε το ψάρι, που είχε στο στό­μα του ένα τετρά­δραχ­μο. Αυτό το νόμι­σμα προ­σφέ­ρον­τάς Του ως δώρο η θάλασ­σα, έδει­ξε την υπο­τα­γή της στον Δημιουρ­γό της. Αλλά και ο Κύριος έδει­ξε την ταπεί­νω­σή Του, πλη­ρώ­νον­τας φόρο στους εισπράκτορες‑ο Θεός στους ανθρώ­πους, ο Πλά­στης στα πλά­σμα­τα, ο ευερ­γέ­της στους οφει­λέ­τες.

Ας μην υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε, λοι­πόν, για τίπο­τα. Ας θεω­ρού­με τον εαυ­τό μας τιπο­τέ­νιο. Είμα­στε αμαρ­τω­λοί; Αν το παρα­δε­χό­μα­στε και το ομο­λο­γού­με με συν­τρι­βή, όπως ο τελώ­νης της ευαγ­γε­λι­κής παρα­βο­λής, γινό­μα­στε δίκαιοι. Είμα­στε δίκαιοι; Αν πιστεύ­ου­με ταπει­νά πως είμα­στε αμαρ­τω­λοί, γινό­μα­στε δυο φορές δίκαιοι. Για­τί « Θες περηφνοις ντιτσσε­ται, ταπει­νος δ δδωσι χριν(:ο Θεός εναν­τιώ­νε­ται στους υπε­ρή­φα­νους, στους ταπει­νούς όμως δίνει τη χάρη Του)»[Ιακ.4,6].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Θέμα­τα ζωής(από τις ομι­λί­ες του αγί­ου Ιωάν­νη του Χρυ­σο­στό­μου), τόμος Β΄, σελ. 36–44, εκδ. Ιερά Μονή Παρα­κλή­του, Ωρω­πός Αττι­κής, 2010.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ

«…Έχεις όμως και τρί­το δρό­μο που φέρ­νει στη μετά­νοια. Και σου παρου­σί­α­σα πολ­λές οδούς μετά­νοιας, για να σου κάνω με την ποι­κι­λία τους εύκο­λη τη σωτη­ρία. Όμως ποια είναι αυτή η τρί­τη οδός; Η ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Έχε ταπει­νό φρό­νη­μα και εξά­λει­ψες το πλή­θος των αμαρ­τιών σου. Και έχεις και γι᾽ αυτό από­δει­ξη από την Αγία Γρα­φή, από την ανά­γνω­ση της παρα­βο­λής του Τελώ­νη και του Φαρι­σαί­ου [:Λου­κα 18, 10–14 ].

«νθρω­ποι δύο νέβη­σαν ες τ ερν προ­σεύ­ξα­σθαι, ες Φαρι­σαος κα τερος τελώ­νης(:Δύο άνθρω­ποι ανέ­βη­καν στο ιερό για να προ­σευ­χη­θούν˙ ο ένας ήταν Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης)», λέγει· και άρχι­σε ο Φαρι­σαί­ος να απα­ριθ­μεί τις αρε­τές του: « Θεός, εχαριστ σοι τι οκ εμ σπερ ο λοι­πο τν νθρώ­πων, ρπα­γες, δικοι, μοι­χοί, κα ς οτος τελώ­νης(:Σ’ ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, διό­τι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώ­πους, που είναι άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώ­νη. Ενώ δηλα­δή όλοι οι άλλοι είναι ένο­χοι και αξιο­κα­τά­κρι­τοι, εγώ είμαι ο μόνος ανέ­νο­χος. Σ’ ευχα­ρι­στώ λοι­πόν, διό­τι δεν βλέ­πω στον εαυ­τό μου τις τόσες κακί­ες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρε­τές: Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώ­νης)».

Άθλια και ταλαί­πω­ρη ψυχή, όλη την οικου­μέ­νη την κατα­δί­κα­σες, για­τί λύπη­σες και τον πλη­σί­ον σου; Δεν σου άρκε­σε η οικου­μέ­νη, κι έφτα­σες να κατα­δι­κά­σεις και τον Τελώ­νη; Όλους λοι­πόν τους κατη­γό­ρη­σες και δεν λυπή­θη­κες ούτε τον ένα αυτόν άνθρω­πο; ‘’Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώ­νης’’. Και συνε­χί­ζει: «Νηστεύω δς το σαβ­βά­του, ποδε­κατ πάν­τα σα κτμαι(:Νηστεύω δύο φορές την εβδο­μά­δα, δίνω το δέκα­το από τα υπάρ­χον­τά μου στους φτω­χούς)». Είπε δηλα­δή λόγια αλα­ζο­νι­κά. Άθλιε άνθρω­πε, καλά όλη την οικου­μέ­νη την κατα­δί­κα­σες, για­τί κατη­γό­ρη­σες και τον πλη­σί­ον σου Τελώ­νη; Δεν χόρ­τα­σες με την κατη­γο­ρία της οικου­μέ­νης, αλλά κατέ­κρι­νες κι εκεί­νον που ήταν μαζί σου;

Τι έκα­με λοι­πόν ο Τελώ­νης; Όταν τα άκου­σε αυτά δεν είπε: «Εσύ ποιος είσαι που λες αυτά εναν­τί­ον μου; Από πού γνω­ρί­ζεις τον βίο μου; Δεν με συνα­να­στρά­φη­κες. Δεν έμει­νες μαζί μου. Δεν ζήσα­με μαζί. Για­τί υπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι τόσο πολύ; Ποιος είναι μάρ­τυ­ρας των δικών σου αγα­θο­ερ­γιών; Για­τί παι­νεύ­εις τον εαυ­τό σου; Για­τί κάνεις χάρη στον εαυ­τό σου;» Όμως τίπο­τε απ’ αυτά δεν είπε ο Τελώ­νης, αλλά, αφού έσκυ­ψε, προ­σκύ­νη­σε τον Θεό και είπε: «Θεέ μου, συγ­χώ­ρε­σέ με τον αμαρ­τω­λό», και με την ταπει­νο­φρο­σύ­νη που έδει­ξε ο Τελώ­νης, δικαιώ­θη­κε. Αντί­θε­τα ο Φαρι­σαί­ος κατέ­βη­κε από το ναό στε­ρη­μέ­νος τη δικαί­ω­ση, ενώ ο Τελώ­νης κατέ­βη­κε πετυ­χαί­νον­τας τη δικαί­ω­ση. Κι έτσι τα λόγια νίκη­σαν τα έργα. Για­τί ο ένας έχα­σε τη δικαί­ω­ση από τα έργα, ενώ ο άλλος με τον ταπει­νό λόγο και λογι­σμό πέτυ­χε τη δικαί­ω­ση. Αν και βέβαια ούτε ταπει­νο­φρο­σύ­νη ήταν εκεί­νο· για­τί ταπει­νο­φρο­σύ­νη είναι όταν κανείς, ενώ είναι μεγά­λος, ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του. Αυτό που είπε ο Τελώ­νης δεν ήταν λόγος ταπει­νο­φρο­σύ­νης, αλλά ήταν η αλή­θεια· για­τί ήταν αλη­θι­νά τα λόγια· ήταν πραγ­μα­τι­κά αμαρ­τω­λός.

Πραγ­μα­τι­κά πες μου, τι υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από τον Τελώ­νη; Είναι έμπο­ρος ξένης σοδειάς, και καρ­πώ­νε­ται καρ­πούς από ξένους κόπους. Και τον κόπο βέβαια δεν τον προ­σέ­χει, ενώ το κέρ­δος το μοι­ρά­ζε­ται. Ώστε η αμαρ­τία του Τελώ­νη είναι η χει­ρό­τε­ρη. Για­τί τίπο­τε άλλο δεν είναι ο Τελώ­νης, παρά σκέ­τος εκβια­σμός. Εκβια­σμός χωρίς φόβο, αμαρ­τία νόμι­μη, εύσχη­μη πλε­ο­νε­ξία. Πραγ­μα­τι­κά τι υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από τον Τελώ­νη που κάθε­ται στον δρό­μο και τρυ­γά­ει τους ξένους κόπους; Όταν είναι η ώρα των κόπων, καμιά φρον­τί­δα εκ μέρους του, όταν όμως φτά­νει η στιγ­μή του κέρ­δους, από εκεί­να που δεν κόπια­σε παίρ­νει τη μερί­δα. Ώστε, εάν ο Τελώ­νης, ενώ ήταν αμαρ­τω­λός, πέτυ­χε τόση μεγά­λη δωρεά με την ταπει­νο­φρο­σύ­νη του, πόσο πιο μεγά­λη δεν θα επι­τύ­χει εκεί­νος που είναι ενά­ρε­τος και ζει ταπει­νά; Ώστε, αν εξο­μο­λο­γη­θείς τις αμαρ­τί­ες σου και ταπει­νω­θείς, γίνε­σαι δίκαιος.

Θέλεις να μάθεις και ποιος είναι ταπει­νό­φρο­νας; Πρό­σε­χε τον Παύ­λο τον δάσκα­λο της οικου­μέ­νης, τον πνευ­μα­τι­κό ρήτο­ρα, το σκεύ­ος της εκλο­γής, το λιμά­νι το ακύ­μαν­το, τον πύρ­γο τον ασά­λευ­το, εκεί­νον που με το μικρο­κα­μω­μέ­νο σώμα του περι­κύ­κλω­νε την οικου­μέ­νη και σαν κάποιος φτε­ρω­τός περιέ­τρε­ξε αυτήν. Πρό­σε­χε εκεί­νον που έχει ταπει­νό λογι­σμό, τον αμα­θή και φιλό­σο­φο, τον φτω­χό και πλού­σιο. Εκεί­νον ονο­μά­ζω πραγ­μα­τι­κό ταπει­νό­φρο­να, εκεί­νον που υπέ­μει­νε αμε­τρή­τους κόπους, που έστη­σε αμέ­τρη­τα τρό­παια κατά του δια­βό­λου, που κήρυτ­τε και έλε­γε:

«Χάρι­τι δ Θεο εμι εμι· κα χάρις ατο ες μ ο κεν γενή­θη, λλ περισ­σό­τε­ρον ατν πάν­των κοπί­α­σα, οκ γ δέ, λλ᾿ χάρις το Θεο σν μοί(: Με τη χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλα­δή Από­στο­λος, ίσος με τους άλλους. Και η χάρη που μου έδω­σε ο Κύριος δεν έμει­νε άκαρ­πη και χωρίς απο­τέ­λε­σμα, αλλά περισ­σό­τε­ρο από όλους αυτούς κοπί­α­σα. Και το έργο μάλι­στα αυτό δεν το εργά­στη­κα εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου και με ενι­σχύ­ει)» [Α’ Κορ. 15, 10]. Εκεί­νος που υπέ­μει­νε φυλα­κές και πλη­γές και μαστι­γώ­μα­τα, εκεί­νος που σαγή­νευ­σε με επι­στο­λές την οικου­μέ­νη, εκεί­νος που κλή­θη­κε με ουρά­νια φωνή. Εκεί­νος ταπει­νο­φρο­νεί, λέγον­τας:

« γ γάρ εμι λάχι­στος τν ποστό­λων, ς οκ εμ κανς καλεσθαι πόστο­λος, διό­τι δίω­ξα τν κκλη­σί­αν το Θεο(:Για­τί εγώ είμαι ο πιο ασή­μαν­τος, ο κατώ­τε­ρος απ᾽ όλους τους απο­στό­λους, και δεν είμαι ικα­νός να ονο­μα­σθώ από­στο­λος, διό­τι κατε­δί­ω­ξα την Εκκλη­σία του Θεού)» [Α’ Κορ. 15, 9].

Είδες μέγε­θος ταπει­νο­φρο­σύ­νης, είδες τον Παύ­λο που ταπει­νο­φρο­νεί, που ονο­μά­ζει ελά­χι­στο τον εαυ­τό του; Για­τί λέγει:«Εγώ είμαι ο πιο ασή­μαν­τος από τους απο­στό­λους, και δεν είμαι ικα­νός να ονο­μα­σθώ από­στο­λος». Για­τί αυτό πραγ­μα­τι­κά είναι ταπει­νο­φρο­σύ­νη, το να ταπει­νώ­νε­ται σε όλους και να ονο­μά­ζει τον εαυ­τό του ελά­χι­στο. Σκέ­ψου ποιος ήταν αυτός που έλε­γε αυτά τα λόγια. Ήταν ο Παύλος,ο πολί­της του ουρανού,αυτός που σωμα­τι­κά ίσα-ίσα που ζούσε,το στή­ριγ­μα των εκκλησιών,ο επί­γειος άγγελος,ο ουρά­νιος άνθρω­πος.

Γι’ αυτό ευχα­ρί­στως ασχο­λού­μαι με τον άνδρα αυτόν και τον ενθυ­μού­μαι, επει­δή βλέ­πω την ομορ­φιά της αρε­τής του. Δεν μου ευφραί­νει τόσο τα μάτια ο ήλιος, όταν ανα­τέλ­λει και σκορ­πά τις λαμ­πρές του ακτί­νες, όσο μου φωτί­ζει τη σκέ­ψη το πρό­σω­πο του Παύ­λου. Για­τί ο ήλιος φωτί­ζει τα μάτια, ο Παύ­λος όμως σου δίνει φτε­ρά και σε ανε­βά­ζει σε ουρά­νια ύψη, καθώς σου κάνει την ψυχή ψηλό­τε­ρη από τον ήλιο και ανώ­τε­ρη από τη σελή­νη. Τέτοια είναι η δύνα­μη της αρε­τής. Κάνει άγγε­λο τον άνθρω­πο, δίνει φτε­ρά στην ψυχή και την ανυ­ψώ­νει στον ουρα­νό. Αυτήν την αρε­τή μας διδά­σκει ο Παύ­λος. Ας προ­θυ­μο­ποι­η­θού­με λοι­πόν και ας φρον­τί­σου­με να γίνου­με ζηλω­τές της αρε­τής του.

Αλλά δεν πρέ­πει να ξεφύ­γου­με από το θέμα μας. Σκο­πός μας ήταν να υπο­δεί­ξου­με ως τρί­το δρό­μο της μετά­νοιας την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και ακό­μη πως ο τελώ­νης ούτε καν έδει­ξε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, αλλά απλώς ομο­λό­γη­σε την αλή­θεια φανε­ρώ­νον­τας τα αμαρ­τή­μα­τά του. Και δικαιώ­θη­κε ο τελώ­νης χωρίς να πλη­ρώ­σει χρή­μα­τα, χωρίς να δια­νύ­σει πέλα­γα, χωρίς να βαδί­σει δρό­μους μακρι­νούς, χωρίς να περά­σει θάλασ­σες άπει­ρες, χωρίς να προ­σκα­λέ­σει φίλους, χωρίς να κατα­να­λώ­σει χρό­νο πολύ, αλλά δια της ταπει­νο­φρο­σύ­νης δικαιώ­θη­κε και αξιώ­θη­κε να κερ­δί­σει την Βασι­λεία των ουρα­νών, την οποία είθε όλοι μας να κερ­δί­σου­με με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

[σελί­δες 10–12].

  • Αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου, Οι εννέα λόγοι περί μετα­νοί­ας, από­σπα­σμα από την ομι­λία Β’, Απο­στο­λι­κή Δια­κο­νία της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, σει­ρά Η Φωνή των Πατέ­ρων μας, Αθή­να 1998, σελ. 49–52.

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1987, τόμος 30, Ομι­λί­ες Κατη­χη­τι­κές- Ηθι­κές, Λόγοι «Περί μετα­νοί­ας», επι­λο­γές από την ομι­λία Β΄, σελί­δες 126–133.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Γρη­γό­ριος Παλα­μάς (Ομι­λία εις την Περι­κο­πήν)

μιλία ες τήν κατά τόν Τελώ­νην καί τόν Φαρι­σαί­ον το Κυρί­ου παρα­βο­λήν

Εφευ­ρε­τι­κός είναι για το κακό ο νοε­ρός προ­στά­της της κακί­ας· ικα­νός ν’ αφαι­ρέ­σει ευθύς από την αρχή τα θεμέ­λια της αρε­τής που ήδη κατα­τί­θεν­ται στην ψυχή, μέσω της ανελ­πι­στί­ας και της απι­στί­ας, αλλά επί­σης ικα­νός πάλι να επι­τε­θεί μέσω της αδια­φο­ρί­ας και της ραθυ­μί­ας εναν­τί­ον των τοί­χων της οικί­ας της αρε­τής, την ώρα που ανε­γεί­ρον­ται, ακό­μη δε και να κρη­μνί­σει μέσω της υπε­ρη­φά­νειας και της παρα­φρο­σύ­νης τον όρο­φο των αγα­θών έργων οικο­δο­μη­μέ­νο ήδη. Αλλά κρα­τη­θεί­τε, μην πτο­η­θεί­τε· διό­τι ο επι­με­λής είναι περισ­σό­τε­ρο επι­νο­η­τι­κός στα αγα­θά και η αρε­τή έχει περισ­σό­τε­ρη ισχύ γι’ αντι­πα­ρά­τα­ξη προς την κακία, αφού δια­θέ­τει την άνω­θεν χορη­γία και συμ­μα­χία από τον ίδιο ο Οποί­ος δύνα­ται τα πάν­τα και ενδυ­να­μώ­νει από αγα­θό­τη­τα όλους τους ερα­στές της αρε­τής. Έτσι η αρε­τή όχι μόνο παρα­μέ­νει αδιά­σει­στη από ποι­κί­λα πονη­ρές πανουρ­γί­ες που μηχα­νεύ­ε­ται ο Αντι­κεί­με­νος, αλλά μπο­ρεί και να σηκώ­σει και επα­να­φέ­ρει όσους έπε­σαν στον βυθό των κακών και να τους προ­σα­γά­γει εύκο­λα στον Θεό με τη μετά­νοια και την ταπεί­νω­ση.   

Δείγ­μα λοι­πόν και διαρ­κής από­δει­ξη σε όσα ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω είναι το εξής. Πραγ­μα­τι­κά ο Τελώ­νης, ενώ είναι τελώ­νης και, μπο­ρoύ­με να πού­με, ενώ ζει στον πυθ­μέ­να της αμαρ­τί­ας, ελα­φρύ­νε­ται από αυτήν με τρό­πο απλό, αφού έγι­νε συγ­κοι­νω­νός προς όσους διά­γουν ενά­ρε­το βίο με μόνο τον λόγο που είπε στην προ­σευ­χή του, κι αυτόν σύν­το­μο[« Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ(:Κύριε και Θεέ, σπλα­χνί­σου με και συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό)»[Λουκ.18,13], και ανυ­ψώ­νε­ται και υπερ­βαί­νει κάθε κακία και, δικαιω­μέ­νος από τον ίδιο τον αδέ­κα­στο Κρι­τή, συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στον χορό των δικαί­ων. Εάν δε και ο Φαρι­σαί­ος για λόγο που είπε κατα­δι­κά­ζε­ται, παθαί­νει τού­το διό­τι είναι φαρι­σαί­ος και νομί­ζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυ­τού, και όχι διό­τι είναι πραγ­μα­τι­κά δίκαιος· κατα­δι­κά­ζε­ται διό­τι εκφέ­ρει αυθά­δη λόγια, ανά­με­σα στα οποία εκεί­να που παρορ­γί­ζουν τον Θεό δεν είναι λιγό­τε­ρα από αυτά τα λόγια.

 Και για­τί άρα­γε η μεν ταπεί­νω­ση ανε­βά­ζει στο ύψος της δικαιο­σύ­νης, η δε υπε­ρο­ψία κατε­βά­ζει προς τον βυθό της αμαρ­τί­ας; Διό­τι αυτός που νομί­ζει ότι είναι κάποιος σπου­δαί­ος, και μάλι­στα ενώ­πιον του Θεού, δικαί­ως εγκα­τα­λεί­πε­ται από τον Θεό, αφού έχει την γνώ­μη ότι δεν χρειά­ζε­ται την βοή­θειά του· αυτός δε που θεω­ρεί τον εαυ­τό του μηδα­μι­νό και γι’ αυτό απο­βλέ­πει στην άνω­θεν ευσπλα­χνία, δικαί­ως επι­τυγ­χά­νει την από τον Θεό συμ­πά­θεια και βοή­θεια και χάρη· διό­τι λέγει: « Θες περηφνοις ντιτσσε­ται, ταπει­νος δ δδωσι χριν(:Ο Κύριος αντι­τάσ­σε­ται στους υπε­ρη­φά­νους, ενώ στους ταπει­νούς δίδει χάρη)»[Ιακ.4,5].

Απο­δει­κνύ­ον­τας τού­το ο Κύριος με παρα­βο­λή λέγει: «νθρω­ποι δύο νέβη­σαν ες τ ερν προ­σεύ­ξα­σθαι, ες Φαρι­σαος κα τερος τελώ­νης(:Δύο άνθρω­ποι ανέ­βη­καν στο ιερό για να προ­σευ­χη­θούν˙ ο ένας ήταν Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης)»[Λουκ.18,10]. Θέλον­τας να παρα­στή­σει εναρ­γώς το κέρ­δος που προ­κύ­πτει για τον άνθρω­πο από την ταπεί­νω­ση και τη ζημία που προ­κα­λεί­ται από την υπε­ρη­φά­νεια, διαί­ρε­σε σε δύο κατη­γο­ρί­ες όλους όσους προ­σέρ­χον­ται στον ναό, πόσο μάλ­λον βέβαια όσους ανε­βαί­νουν σ’ αυτόν, που είναι οι προ­σερ­χό­με­νοι για προ­σευ­χή στον ναό του Θεού· διό­τι τέτοια είναι η φύση της προ­σευ­χής· ανε­βά­ζει τον άνθρω­πο από τη γη στον ουρα­νό και υπερ­βαί­νον­τας κάθε επου­ρά­νιο, όνο­μα και ύψω­μα και αξί­ω­μα, τον παρου­σιά­ζει στον ίδιο το Θεό του παν­τός. 

Άλλω­στε και ο παλαιός εκεί­νος ναός ευρι­σκό­ταν σε ύψω­μα, σε λόφο της πόλε­ως. Επά­νω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάπο­τε το θανα­τι­κό αφά­νι­ζε την Ιερου­σα­λήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανα­τη­φό­ρο άγγε­λο να κινεί τη ρομ­φαία κατά της πόλε­ως, εκεί ανέ­βη­κε και οικο­δό­μη­σε θυσια­στή­ριο στον Κύριο· προ­σέ­φε­ρε  στον Θεό θυσία και στα­μά­τη­σε η θανα­τη­φό­ρος επι­δη­μία. Αυτά απο­τε­λού­σαν τύπο της σωτη­ριώ­δους και πνευ­μα­τι­κής ανα­βά­σε­ως κατά την ιερά προ­σευ­χή και του ιλα­σμού που προ­έρ­χε­ται έπει­τα από αυτήν(διότι όλα εκεί­να ήσαν προ­τυ­πω­τι­κά για τη σωτη­ρία μας), και, εάν θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλη­σί­ας μας, η οποία πραγ­μα­τι­κά ευρί­σκε­ται επά­νω σε ύψος, σαν άλλος αγγε­λι­κός και υπερ­κό­σμιος χώρος, επά­νω στον οποίο, προς εξι­λα­σμό όλου του κόσμου, ως κατα­στρο­φή του θανά­του και αφθο­νία αθά­να­της ζωής, προ­σφέ­ρε­ται άνω στον Θεό η αναί­μα­κτη, η μεγά­λη και πραγ­μα­τι­κά ευπρόσ­δε­κτη θυσία.  

 Γι’ αυτό λοι­πόν δεν είπε, ότι δύο άνθρω­ποι “προ­σήλ­θαν” στον ναό, αλλά “ανέ­βη­καν”  στον ναό. Υπάρ­χουν βέβαια και τώρα μερι­κοί που, ερχό­με­νοι στην Εκκλη­σία, δεν ανε­βαί­νουν αυτοί, αλλά μάλ­λον καταρ­ρί­πτουν την Εκκλη­σία που εικο­νί­ζει τον ουρα­νό· αυτοί είναι όσοι προ­σέρ­χον­ται για χάρη της συνα­να­στρο­φής και της συνο­μι­λί­ας μετα­ξύ τους, όπως δηλα­δή κάνουν και όσοι επι­δί­δον­ται σε αγο­ρα­πω­λη­σί­ες· πραγ­μα­τι­κά ομοιά­ζουν μετα­ξύ τους, αφού δίδον­τας αυτοί μεν τα αντι­κεί­με­να προς πώλη­ση, εκεί­νοι δε λόγους, παίρ­νουν αντί αυτών τα κατάλ­λη­λα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέ­βα­λε εντε­λώς από τον ναό εκεί­νον: «Κα εσλθεν ησος ες τ ερν το Θεο, κα ξέβα­λε πάν­τας τος πωλοντας κα γορά­ζον­τας ν τ ερ, κα τς τρα­πέ­ζας τν κολ­λυ­βιστν·κα λέγει ατος· γέγρα­πται, οκός μου οκος προ­σευχς κλη­θή­σε­ται· μες δ ατν ποι­ή­σα­τε σπή­λαιον λστν(:Τότε ο Ιησούς μπή­κε στον ιερό ναό που ήταν αφιε­ρω­μέ­νος στο Θεό, κι έβγα­λε έξω όλους εκεί­νους που που­λού­σαν και αγό­ρα­ζαν στο ιερό προ­αύ­λιο των εθνών κι ανα­πο­δο­γύ­ρι­σε τα τρα­πέ­ζια των αργυ­ρα­μοι­βών, καθώς και τα καθί­σμα­τα όπου κάθον­ταν αυτοί που που­λού­σαν τα περι­στέ­ρια. Και τους λέει: Είναι γραμ­μέ­νο στον Ησα­ΐα: “Ο οίκος μου θα ονο­μα­στεί και θα είναι οίκος προ­σευ­χής. Εσείς όμως τον κάνα­τε σπή­λαιο που συχνά­ζουν ληστές, αφού με τις αισχρο­κέρ­δειές σας κατα­κλέ­βε­τε και ληστεύ­ε­τε τους προ­σκυ­νη­τές”)»[Ματθ.21,12], έτσι τους εξέ­βα­λε και από τις συνο­μι­λί­ες τους αυτές κατά τις αγο­ρα­πω­λη­σί­ες, διό­τι δεν ανε­βαί­νουν καθό­λου στον ναό, έστω και αν έρχον­ται καθη­με­ρι­νώς.  

   Ο Φαρι­σαί­ος πάν­τως και ο Τελώ­νης ανέ­βη­καν στον ναό· διό­τι ένα σκο­πό είχαν και οι δύο, να προ­σευ­χη­θούν, αν και ο Φαρι­σαί­ος μετά την άνο­δο κατέρ­ρι­ψε τον εαυ­τό του, ανα­τρε­πό­με­νος από τον τρό­πο με τον οποίο επέ­λε­ξε να προ­σευ­χη­θεί· διό­τι ήταν μεν ο σκο­πός της ανα­βά­σε­ώς τους ο ίδιος, αφού ανέ­βη­καν να προ­σευ­χη­θούν, αλλά ο τρό­πος της προ­σευ­χής ήταν αντί­θε­τος. Ο ένας δηλα­δή ανέ­βαι­νε συν­τε­τριμ­μέ­νος και ταπει­νω­μέ­νος, διό­τι διδά­χθη­κε από τον ψαλ­μω­δό προ­φή­τη ότι ο Θεός δεν θα περι­φρο­νή­σει μια συν­τε­τριμ­μέ­νη και ταπει­νω­μέ­νη καρ­διά, αφού και αυτός ο προ­φή­της λέγει για τον εαυ­τό του, γνω­ρί­ζον­τάς το φυσι­κά από την πεί­ρα του: «ταπει­νώ­θην, κα σωσέ με Κύριος (:Ταπει­νώ­θη­κα και με έσω­σε ο Κύριος)»[Ψαλμ.114,6]. 

Και τι περιο­ρί­ζο­μαι στον προ­φή­τη; Διό­τι ο Θεός των προ­φη­τών προς χάρη μας ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό του γενό­με­νος σαν εμάς, καθώς λέγει ο από­στο­λος: «Κα σχή­μα­τι ερεθες ς νθρω­πος ταπεί­νω­σεν αυτν γενό­μενος πήκο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δ σταυ­ρο(:Και ενώ παρου­σιά­στη­κε με την εξω­τε­ρι­κή όψη του ανθρώ­που, δεν ήταν μόνο άνθρω­πος, όπως φαι­νό­ταν, αλλά ήταν συγ­χρό­νως και Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος)»[Φιλιπ.2,8]. Ο δε Φαρι­σαί­ος ανε­βαί­νει υπερ­βο­λι­κά φου­σκω­μέ­νος και αλα­ζο­νευό­με­νος, με την ιδέα ότι θα αυτο­δι­καιω­θεί· και μάλι­στα ενώ­πιον του Θεού, εμπρός στον Οποίο όλη η δική μας δικαιο­σύ­νη είναι σαν «ς ρκος ποκα­θημνης(:ράκος γυναί­κας που έχει εμμη­νόρ­ροια)»[Ησ.6,5]· διό­τι δεν άκου­σε εκεί­νον που λέγει: «κάθαρ­τος παρ Θε πς ψηλο­κάρ­διος(:Κάθε υπε­ρό­πτης είναι ακά­θαρ­τος ενώ­πιον του Κυρί­ου)»[Παροιμ.16,5] και: « Θες περηφνοις ντιτσσε­ται (:Ο Θεός αντι­τάσ­σε­ται στους υπε­ρη­φά­νους)»[Ιακ.4,8], και «Οα ο συνε­το ν αυτος κα νώπιον ατν πιστή­μονες(: Αλί­μο­νο σ’ αυτούς που αυτο­δι­καιώ­νον­ται και κατά τον εαυ­τό τους είναι επι­στή­μο­νες)»[Ησ.5,21].   

 Δεν τους δια­χώ­ρι­σε μόνο το ήθος αλλά και ο τρό­πος, που ήταν διά­φο­ρος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προ­σευ­χής, που ήταν επί­σης διπλό. Πραγ­μα­τι­κά η προ­σευ­χή δεν είναι θέμα δεή­σε­ως μόνο, αλλά και ευχα­ρι­στί­ας. Ο ένας από τους προ­σευ­χο­μέ­νους ανε­βαί­νει στον ναό του Θεού για να δοξά­σει και να ευχα­ρι­στή­σει τον Θεό για όσα έλα­βε από Αυτόν, ο δε άλλος για να ζητή­σει όσα δεν έλα­βε ακό­μη, μετα­ξύ των οποί­ων είναι και η άφε­ση των αμαρ­τη­μά­των, και μάλι­στα για όσους αμαρ­τά­νουν κάθε ώρα στις ημέ­ρες μας. Από το άλλο μέρος η υπό­σχε­ση  των όσων με ευσέ­βεια προ­σφέ­ρον­ται από εμάς στον Θεό δεν ονο­μά­ζε­ται  προ­σευ­χή, αλλά ευχή· και τού­το το δήλω­σε εκεί­νος που είπε: «Εξασθε κα πόδο­τε Κυρί τ Θε μν(: Κάμε­τε ευχή, και απο­δώ­σε­τέ την στον Κύριο τον Θεό μας)»[Ψαλμ.75,12], και αυτός που λέγει: «γαθν τ μ εξασθαί σε τ εξασθαί σε κα μ ποδοναι(:καλύ­τε­ρο είναι να μην κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτε­λέ­σεις)»[Εκκλ.5,4].

Αλλά το διπλό εκεί­νο είδος της προ­σευ­χής έχει διπλή και την αχρεί­ω­ση για τους απρό­σε­κτους. Δηλα­δή την μεν μία την καθι­στά απο­τε­λε­σμα­τι­κή η υπέρ αφέ­σε­ως των αμαρ­τη­μά­των προ­σευ­χή και η δέη­ση, η πίστη και η κατά­νυ­ξη μετά την απο­χή από τα κακά, ανε­νερ­γό όμως την καθι­στά η από­γνω­ση και η πώρω­ση. Την άλλη την κάμουν ευπρόσ­δε­κτη ευχα­ρι­στία για όσα έχου­με ευερ­γε­τη­θεί από τον Θεό, η ταπεί­νω­ση και η απο­φυ­γή επάρ­σε­ως απέ­ναν­τι στους στε­ρού­με­νους, απα­ρά­δε­κτη δε η έπαρ­ση γι’ αυτά, σαν να απο­κτή­θη­καν με δική μας προ­σπά­θεια και γνώ­ση, και η κατά­κρι­ση εναν­τί­ον αυτών που δεν έχουν πράγ­μα­τα. Ότι λοι­πόν είναι άρρω­στος και στα δύο αυτά ο Φαρι­σαί­ος, ελέγ­χε­ται από τον εαυ­τό του και τα λόγια του· διό­τι, ενώ ανέ­βη­κε στον ναό για να ευχα­ρι­στή­σει, όχι να δεη­θεί, με την ευχα­ρι­στία προς τον Θεό ανέ­μι­ξε αφρό­νως και αθλί­ως έπαρ­ση και κατά­κρι­ση· διό­τι, λέγει, αφού στά­θη­κε καθ’ εαυ­τόν, προ­σευ­χή­θη­κε τα εξής: « Θεός, εχαριστ σοι τι οκ εμ σπερ ο λοι­πο τν νθρώ­πων, ρπα­γες, δικοι, μοι­χοί, κα ς οτος τελώ­νης(:Σ’ ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, διό­τι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώ­πους, που είναι άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώ­νη· ενώ δηλα­δή όλοι οι άλλοι είναι ένο­χοι και αξιο­κα­τά­κρι­τοι, εγώ είμαι ο μόνος ανέ­νο­χος. Σ’ ευχα­ρι­στώ λοι­πόν, διό­τι δεν βλέ­πω στον εαυ­τό μου τις τόσες κακί­ες που έχουν οι άλλοι)»[Λουκ.18,11].

Η στά­ση του Φαρι­σαί­ου δεν δηλώ­νει τη δου­λι­κή παρά­στα­ση, αλλά την αδιάν­τρο­πη υπε­ρο­ψία που είναι αντί­θε­τη προς εκεί­νον που έχει ταπεί­νω­ση δεν έχει το θάρ­ρος ούτε τους οφθαλ­μούς να υψώ­σει προς τον ουρα­νό. Ευλό­γως δε προ­σευ­χό­ταν καθ’ εαυ­τόν ο Φαρι­σαί­ος· διό­τι δεν ανέ­βη­κε προς τον Θεό, αν και δεν αγνο­ού­σε τον καθή­με­νο επά­νω στα Χερου­βείμ και επι­βλέ­πον­τα τα τελευ­ταία σημεία των αβύσ­σων. Η προ­σευ­χή του ήταν ως εξής: Αφού είπε: “Σ’ ευχα­ρι­στώ”, δεν πρό­σθε­σε τα λόγια: «διό­τι από ευσπλα­χνία, σαν σε ασθε­νή ν’ αντι­πα­ρα­τα­χθεί, μου έδω­σες δωρε­άν την απαλ­λα­γή από τις παγί­δες του πονη­ρού». Διό­τι, αδελ­φοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορ­θώ­σει κανείς, αφού πιά­στη­κε στις παγί­δες του εχθρού και έπε­σε στους βρό­χους της αμαρ­τί­ας, να δια­φύ­γει με τη μετά­νοια. Γι’ αυτό οι υπο­θέ­σεις μας διευ­θύ­νον­ται από ανώ­τε­ρη πρό­νοια και πολ­λές φορές, ενώ κατα­βάλ­λα­με μικρή ή καθό­λου προ­σπά­θεια, εμμεί­να­με με τη βοή­θεια του Θεού ανώ­τε­ροι πολ­λών και μεγά­λων παθη­μά­των, ανα­κου­φι­σθέν­τες από συμ­πά­θεια λόγω της ασθε­νεί­ας μας. Και πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­ζου­με τη δωρεά και να ταπει­νω­νό­μα­στε ενώ­πιον αυτού που την έκα­με, αλλά να μην κομ­πά­ζου­με.

Ο Φαρι­σαί­ος όμως λέγει: «Σ’ ευχα­ρι­στώ, Θεέόχι διό­τι έλα­βα καμιά βοή­θεια από σένα», αλλά «διό­τι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρω­ποι»· σαν να διέ­θε­τε αφ’ εαυ­τού και από προ­σω­πι­κή του ικα­νό­τη­τα το προ­σόν ότι δεν ήταν άρπα­γας, μοι­χός και άδι­κος, αν φυσι­κά τα διέ­θε­τε κιό­λας. Δεν πρό­σε­χε πραγ­μα­τι­κά στον εαυ­τό του, αλλά έβλε­πε περισ­σό­τε­ρο όλους τους άλλους παρά τον εαυ­τό του, και εξου­θε­νώ­νον­τας όλους ‑ποια παρα­φρο­σύ­νη -, έναν μόνο θεω­ρού­σε δίκαιο και σώφρο­να, τον εαυ­τό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρω­ποι, άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί, ή όπως αυτός ο τελώ­νης».

  «Πόση μωρία σε δια­κρί­νει», θα μπο­ρού­σε κανείς να του ειπεί. «Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδι­κοι και άρπα­γες, τότε ποιος είναι αυτός που υφί­στα­ται την αρπα­γή και την κάκω­ση; Τι συμ­βαί­νει δε και με αυτόν τον τελώ­νη και την κατ’ εξο­χήν αυτού προ­σθή­κη στη διή­γη­ση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμ­πε­ρι­λη­φθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοι­νή και, θα λέγα­με, οικου­με­νι­κή κατά­κρι­ση; Ή έπρε­πε αυτός να υπο­στεί διπλή κατα­δί­κη, κρι­νό­με­νος από τους φαρι­σαϊ­κούς οφθαλ­μούς σου, αν και στε­κό­ταν μακριά σου; Άλλω­στε ότι ήταν άδι­κος, το γνώ­ρι­ζες, αφού ήταν φανε­ρά τελώ­νης, ότι όμως ήταν μοι­χός, από που το γνώ­ρι­ζες; Ή μήπως δικαιού­σαι  να τον αδι­κείς και να τον προ­πη­λα­κί­ζεις, επει­δή αυτός αδι­κού­σε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλά αυτός μεν βαστά­ζον­τας με ταπει­νό φρό­νη­μα την υπε­ρή­φα­νη κατη­γο­ρία σου και προ­σφέ­ρον­τας στον Θεό με αυτο­μεμ­ψία την ικε­σία, θ’ απαλ­λα­γεί από αυτόν της κατα­δί­κης, δικαί­ως για όσα αδί­κη­σε, εσύ όμως θα κατα­δι­κα­στείς δικαί­ως, διό­τι κατη­γο­ρείς υπε­ρο­πτι­κά εκεί­νον και όλους τους ανθρώ­πους, και από όλους μόνο τον εαυ­τό σου δικαιώ­νεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρω­ποι, άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί”».

 Αυτά τα λόγια απο­δει­κνύ­ουν την υπε­ρο­ψία του Φαρι­σαί­ου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώ­πους, αλλ’ επί­σης και το ψευ­δο­λό­γο της συνει­δή­σε­ώς του· διό­τι αφε­νός μεν εξου­θε­νώ­νει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώ­πους, αφε­τέ­ρου πάλι  απο­δί­δει την απο­φυ­γή των κακών όχι στη δύνα­μη του Θεού, αλλά στη δική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχα­ρι­στεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυ­τό του νομί­ζει ότι όλοι οι άνθρω­ποι είναι ακό­λα­στοι και άδι­κοι και άρπα­γες, ωσάν ο Θεός να μην αξί­ω­σε κανέ­να άλλον πλην αυτού να του παρά­σχει την αρε­τή. Αλλά αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρε­πε σε όλους αυτούς να ευρί­σκον­ται εμπρός τους προς διαρ­πα­γή τα αγα­θά του Φαρι­σαί­ου τού­του.

Δεν φαί­νε­ται όμως κάτι τέτοιο· διό­τι προ­σθέ­τει αυτός: «Νηστεύω δς το σαβ­βά­του, ποδε­κατ πάν­τα σα κτμαι(:Έχω όμως και αρε­τές: νηστεύω δύο φορές την εβδο­μά­δα, κάθε Δευ­τέ­ρα και Πέμ­πτη. Δίνω το ένα δέκα­το από όλα εκεί­να που απο­κτώ, ακό­μη και από τα πιο μικρά και τιπο­τέ­νια, για τα οποία δεν επι­βάλ­λει ο νόμος τη “δεκά­τη”)»[Λουκ.18,12]. Δεν λέγει ότι δίνει το δέκα­το από όσα κατέ­χει, αλλά από όσα απο­κτά, δηλώ­νον­τας με αυτό τις προ­σθή­κες και επαυ­ξή­σεις της περιου­σί­ας του. Επο­μέ­νως είχε μεν όσα κατεί­χε, προ­σε­λάμ­βα­νε δε ανεμ­πό­δι­στα όσα μπο­ρού­σε. Πώς λοι­πόν όλοι οι άνθρω­ποι  πλην αυτού άρπα­ζαν και αδι­κού­σαν; Τόσο αυτο­έ­λεγ­κτο και αυτε­πί­βου­λο πράγ­μα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανά­μι­κτο με την παρα­φρο­σύ­νη είναι πάν­το­τε το ψεύ­δος!

Την μεν απο­δε­κά­τι­ση των εισο­δη­μά­των του προ­έ­βαλ­λε για ν’ απο­δεί­ξει πλή­ρως την δικαιο­σύ­νη του· διό­τι πώς μπο­ρεί να είναι άρπα­γας των ξένων αγα­θών αυτός που απο­δε­κα­τί­ζει τα δικά του; Την δε νηστεία προ­έ­βαλ­λε για την επί­δει­ξη της σωφρο­σύ­νης· διό­τι η νηστεία είναι πρό­ξε­νος της αγνεί­ας. Έστω λοι­πόν, είναι σώφρων και δίκαιος, και, αν θέλεις, και σοφός και νου­νε­χής και ανδρεί­ος και ό,τι άλλο παρό­μοιο· αν μεν το απέ­κτη­σες από τον εαυ­τό σου, και όχι από τον Θεό, για­τί προ­σφεύ­γεις ψευ­δώς στο σχή­μα της προ­σευ­χής κι ανε­βαί­νεις στον ναό και λέγεις ματαί­ως ότι προ­σφέ­ρεις ευχα­ρι­στία; Αν όμως το απέ­κτη­σες από τον Θεό, δεν το έλα­βες για να κομ­πά­ζεις, αλλά για να ενερ­γείς προς οικο­δο­μή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδω­σε. Έπρε­πε λοι­πόν πραγ­μα­τι­κά να χαί­ρε­σαι με ταπεί­νω­ση και να προ­σφέ­ρεις ευχα­ρι­στί­ες, και σ’ αυτόν που το έδω­σε και σ’ αυτούς χάριν των οποί­ων το έλα­βες· διό­τι η λαμ­πά­δα παίρ­νει το φως όχι για τον εαυ­τό της, αλλά για όσους βλέ­πουν.

Και «Σάβ­βα­το» ονο­μά­ζει ο Φαρι­σαί­ος όχι την εβδό­μη ημέ­ρα, αλλά την εβδο­μά­δα ημε­ρών, στις δύο από τις οποί­ες νηστεύ­ει, όπως μεγα­λαυ­χεί, αγνο­ών­τας ότι αυτές μεν είναι ανθρώ­πι­νες αρε­τές, η δε υπε­ρη­φά­νεια είναι δαι­μο­νι­κή. Γι’ αυτό, όταν συζευ­χθεί με αυτές, τις αχρη­στεύ­ει και τις συγ­κα­ταρ­ρί­πτειακό­μη και αν είναι αλη­θι­νές· πόσο μάλ­λον αν είναι κίβδη­λες.

 Αυτά είπε ο Φαρι­σαί­ος. «Κα τελώ­νης μακρό­θεν στς οκ θελεν οδ τος φθαλ­μος ες τν ορανν πραι, λλ᾿ τυπτεν ες τ στθος ατο λέγων· Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ(:Ο τελώ­νης, αντί­θε­τα, στε­κό­ταν μακριά από το θυσια­στή­ριο όπου καί­γον­ταν οι θυσί­ες, και δεν είχε την τόλ­μη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώ­σει επά­νω προς τον ουρα­νό. Αλλά χτυ­πού­σε συνε­χώς το στή­θος του, που περιέ­κλει­νε την αμαρ­τω­λή και ακά­θαρ­τη καρ­διά του, και έλε­γε: “Κύριε και Θεέ, σπλα­χνί­σου με και συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό”)»[Λουκ.18,13].

Βλέ­πε­τε πόση είναι η ταπεί­νω­ση και η πίστη  και η αυτο­μεμ­ψία; Βλέ­πε­τε την άκρα συστο­λή της δια­νοί­ας και των αισθή­σε­ων, συγ­χρό­νως δε και τη συν­τρι­βή της καρ­διάς, ανα­με­μιγ­μέ­νες με την προ­σευ­χή του τελώ­νη τού­του; Διό­τι όταν ανέ­βη­κε στο ναό, για να προ­σευ­χη­θεί υπέρ της αφέ­σε­ως των αμαρ­τη­μά­των του, έφε­ρε μαζί του καλά εφό­δια μεσι­τευ­τι­κά προς τον Θεό, την ακα­ταί­σχυν­τη πίστη, την ακα­τά­κρι­τη αυτο­μεμ­ψία, την ακα­τα­φρό­νη­τη συν­τρι­βή της καρ­δί­ας, την εξυ­ψω­τι­κή ταπεί­νω­ση. Συν­δύ­α­σε δε με την προ­σευ­χή και την προ­σο­χή άρι­στα· διό­τι, λέγει: «Κα τελώ­νης μακρό­θεν στς(:Και ο Τελώ­νης αυτός στε­κό­με­νος από­μα­κρα)». Δεν είπε «στα­θείς», όπως στην περί­πτω­ση του Φαρι­σαί­ου, αλλά «στς»δηλώ­νον­τας με αυτό την επί πολύ παρά­τα­ση της στά­σε­ως, μαζί δε και το επί­μο­νο της δεή­σε­ως και των ικε­τευ­τι­κών λόγων· διό­τι, χωρίς να προ­βά­λει ούτε να δια­νο­η­θεί τίπο­τε άλλο, πρό­σε­χε μόνο στον εαυ­τό του και τον Θεό, περι­στρέ­φον­τας στον εαυ­τό της και πολ­λα­πλα­σιά­ζον­τας μόνη τη μονο­λό­γι­στη δέη­ση, που είναι το απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρο είδος προ­σευ­χής.

 «Ο τελώ­νης», λοι­πόν, «στε­κό­ταν μακριά από το θυσια­στή­ριο όπου καί­γον­ταν οι θυσί­ες, και δεν είχε την τόλ­μη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώ­σει επά­νω προς τον ουρα­νό». Αυτή η στά­ση ήταν συγ­χρό­νως και στά­ση και υπό­κυ­ψη, και δείγ­μα όχι μόνο ευτε­λούς δού­λου, αλλά και κατα­δί­κου. Μαρ­τυ­ρεί δε και την απαλ­λαγ­μέ­νη από την αμαρ­τία ψυχή, που είναι μεν ακό­μη μακριά από τον Θεό, διό­τι δεν έχει ακό­μη την προς Αυτόν παρ­ρη­σία δια των έργων, αλλά ελπί­ζει να εγγί­σει τον Θεό, λόγω της απο­χής από τα κακά και της αγα­θής ήδη προ­θέ­σε­ώς της. Στε­κό­με­νος λοι­πόν έτσι από­μα­κρα ο Τελώ­νης δεν ήθε­λε ούτε τους οφθαλ­μούς του να σηκώ­σει στον ουρα­νό, επι­δει­κνύ­ον­τας με τον τρό­πο και το σχή­μα την αυτο­κα­τά­κρι­ση και αυτο­μεμ­ψία του· διό­τι θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του ανά­ξιο και του ουρα­νού και του επι­γεί­ου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στε­κό­ταν στα πρό­θυ­ρα, προς τον ουρα­νό όμως δεν τολ­μού­σε ούτε ν’ ατε­νί­σει, πόσο μάλ­λον προς τον Θεό του ουρα­νού- αλλά κτυ­πών­τας το στή­θος του από την έντο­νη κατά­νυ­ξη και παρι­στών­τας έτσι τον εαυ­τό του άξιο τιμω­ρί­ας, ανα­πέμ­πον­τας από εκεί βαρυ­πεν­θής τους στε­ναγ­μούς και κλί­νον­τας σαν κατά­δι­κος την κεφα­λή, απο­κα­λού­σε τον εαυ­τό του αμαρ­τω­λό και ζητού­σε με πίστη τον ιλα­σμό, λέγον­τας· «Θεέ, ευσπλαγ­χνί­σου με τον αμαρ­τω­λό»· διό­τι πίστε­ψε σε Εκεί­νον που λέγει: «πιστρέψα­τε πρός με, κα πιστρα­φή­σο­μαι πρς μς(:Επι­στρέψ­τε προς Εμέ­να και Εγώ θα επι­στρέ­ψω προς εσάς)»[Ζαχ.1,3], και στον προ­φή­τη που δια­βε­βαί­ω­σε: «Επα· ξαγο­ρεύ­σω κατ᾿ μο τν νομί­αν μου τ Κυρί· κα σ φκας τν σέβειαν τς καρ­δίας μου(:Είπα, θα εξο­μο­λο­γη­θώ στον Κύριο την ανο­μία μου εναν­τί­ον μου, και Εσύ άφη­σες την ασέ­βεια της καρ­δί­ας μου)»[Ψαλμ.31,5].

Τι συνέ­βη λοι­πόν έπει­τα από αυτά; «Κατέ­βη οτος δεδι­καιω­μένος ες τν οκον ατο γρ κενος· τι πς ψν αυτν ταπει­νω­θή­σε­ται, δ ταπεινν αυτν ψωθή­σε­ται(:Αυτός ο περι­φρο­νη­μέ­νος τελώ­νης κατέ­βη­κε από το ιερό και πήγε στο σπί­τι του αθω­ω­μέ­νος και δικαιω­μέ­νος από τον Θεό και όχι ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος. Δικαιώ­θη­κε λοι­πόν ο τελώ­νης και κατα­κρί­θη­κε ο Φαρι­σαί­ος, διό­τι όποιος υψώ­νει τον εαυ­τό του θα ταπει­νω­θεί από τον Θεό και θα κατα­κρι­θεί. Αντί­θε­τα όποιος ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του θα υψω­θεί και θα τιμη­θεί από τον Θεό)», λέγει ο Κύριος[Λουκ.18,14].Πραγματικά, όπως ο Διά­βο­λος είναι η ίδια η υπε­ρο­ψία, και η υπε­ρη­φά­νεια είναι το ιδιαί­τε­ρο κακό του, γι’ αυτό και συνα­πτο­μέ­νη με οποια­δή­πο­τε ανθρώ­πι­νη αρε­τή την νικά και την καταρ­ρί­πτει, έτσι η ταπεί­νω­ση ενώ­πιον του Θεού είναι αρε­τή των αγα­θών αγγέ­λων και νικά κάθε ανθρώ­πι­νη κακία που επέρ­χε­ται στον πταί­στη· διό­τι η ταπεί­νω­ση είναι όχη­μα της ανα­βά­σε­ως προς τον Θεό, όπως εκεί­να τα σύν­νε­φα, που πρό­κει­ται ν’ ανυ­ψώ­σουν προς τον Θεό αυτούς που θα μεί­νουν σε απεί­ρους αιώ­νες μαζί με τον Θεό, καθώς προ­φή­τευ­σε ο από­στο­λος, λέγον­τας: «πει­τα μες ο ζντες ο περι­λει­πό­με­νοι μα σν ατος ρπα­γη­σό­με­θα ν νεφέ­λαις ες πάν­τη­σιν το Κυρί­ου ες έρα, κα οτω πάν­το­τε σν Κυρί σόμε­θα(:Έπει­τα εμείς που θα είμα­στε τότε ακό­μη στη ζωή, συγ­χρό­νως και μαζί μ’ αυτούς θα αρπα­χτού­με με σύν­νε­φα για να προ­ϋ­παν­τή­σου­με τον Κύριο μετέ­ω­ροι στον αέρα, μετα­ξύ ουρα­νού και γης. Κι έτσι, αφού ανε­βού­με μαζί Του στον ουρα­νό, θα είμα­στε πάν­το­τε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17]. Ό,τι δηλα­δή είναι η νεφέ­λη, είναι και η ταπεί­νω­ση, που συστή­νε­ται δια μετα­νοί­ας και αφή­νει από τους οφθαλ­μούς ρυά­κια με δάκρυα, εξά­γει τους αξί­ους από τα ανά­ξια, τους ανε­βά­ζει και τους συνά­πτει με τον Θεό, δικαιω­μέ­νους δωρε­άν λόγω της ευγνώ­μο­νης προ­αι­ρέ­σε­ως.

 Και ο μεν Τελώ­νης σφε­τε­ρι­ζό­με­νος πρω­τύ­τε­ρα κακο­τέ­χνως τα ξένα πράγ­μα­τα, αλλ’ έπει­τα, εγκα­τα­λεί­πον­τας τη δια­στρο­φή και μη δικαιώ­νον­τας τον εαυ­τό του, δικαιώ­θη­κε, ο δε Φαρι­σαί­ος, ενώ δεν οικειο­ποιούν­ταν όσα ανή­καν σε άλλους, αλλά  δικαιώ­νον­τας τον εαυ­τό του, κατα­δι­κά­σθη­κε. Τώρα, εκεί­νοι που και οικειο­ποιούν­ται τα ανή­κον­τα στους άλλους και επι­χει­ρούν να δικαιώ­σουν τους εαυ­τούς τους, τι θα πάθουν;

 Αλλ’ ας αφή­σου­με τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφη­σε, ως μη πει­θο­μέ­νους με τα λόγια. Μερι­κές φορές όμως και εμείς όταν προ­σευ­χό­μα­στε, ταπει­νω­νό­μα­στε, και ίσως νομί­ζο­με ότι θα κερ­δί­σου­με τη δικαί­ω­ση του Τελώ­νη. Δεν είναι όμως έτσι· διό­τι πρέ­πει να προ­σέ­χου­με τού­το, ότι ο Τελώ­νης, κατα­φρο­νού­με­νος από τον Φαρι­σαίο κατά πρό­σω­πο και μετά την απο­μά­κρυν­σή του από την αμαρ­τία, κατα­φρο­νού­σε κι αυτός τον εαυ­τό του, όχι μόνο μη αντι­λέ­γον­τας, αλλά και συνη­γο­ρών­τας προς εκεί­νον εναν­τί­ον του εαυ­τού του.

 Όταν λοι­πόν κι εσύ αφή­σεις την κακία, δεν αντι­λέ­γεις δε σ’ αυτούς που σε  κατα­φρο­νούν και σε λοι­δο­ρούν, αλλά κατα­δι­κά­ζον­τας και εσύ τον εαυ­τό σου ως κακο­ή­θη, κατα­φεύ­γεις με κατά­νυ­ξη δια της προ­σευ­χής προς την ευσπλαγ­χνία του Θεού μόνο, γνώ­ρι­ζε ότι είσαι λυτρω­μέ­νος Τελώ­νης. Πολ­λοί βέβαια λέγουν τους εαυ­τούς τους αμαρ­τω­λούς, και το λέμε και το νομί­ζου­με επί­σης κι εμείς· αλλά η κατα­φρό­νη­ση είναι που δοκι­μά­ζει την καρ­διά. Όπως δηλα­δή ο μεγά­λος Παύ­λος είναι μακριά από την φαρι­σαϊ­κή μεγα­λαυ­χία, αν και έγρα­φε προς τους ανθρώ­πους που χρη­σι­μο­ποιού­σαν γλωσ­σο­λα­λιά στην Κόριν­θο: «Εχαριστ τ Θε μου πάν­των μν μλλον γλώσσαις λαλν(:Ευχα­ρι­στώ τον Θεό μου διό­τι μου έδω­σε το χάρι­σμα των γλωσ­σών και μιλώ γλώσ­σες περισ­σό­τε­ρο από όλους σας)»[Α΄Κορ.14,18] (γρά­φει αυτά τα πράγ­μα­τα αυτός που αλλού δηλώ­νει ότι είναι «περι­κά­θαρ­μα» όλων των ανθρώπων[Α΄Κορ.4,13: «Βλα­σφη­μού­με­νοι παρα­κα­λομεν· ς περι­κα­θάρ­μα­τα το κόσμου γενή­θη­μεν, πάν­των περί­ψη­μα ως ρτι(:Ενώ μας δυσφη­μούν και μας συκο­φαν­τούν, απαν­τά­με με λόγια γλυ­κά και παρη­γο­ρη­τι­κά. Σαν καθάρ­μα­τα και σκου­πί­δια του κόσμου γίνα­με, απο­βρά­σμα­τα ακά­θαρ­τα της κοι­νω­νί­ας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγ­μή αυτή)»], για να συγ­κρα­τή­σει το φρό­νη­μα εκεί­νων που επαί­ρον­ται εναν­τί­ον αυτών που δεν έχουν το χάρι­σμα)· όπως λοι­πόν ο Παύ­λος, γρά­φον­τας εκεί­να, είναι μακριά από την φαρι­σαϊ­κή μεγα­λαυ­χία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώ­νη και να ταπει­νο­λο­γεί σαν εκεί­νον, αλλά να μη δικαιω­θεί καθώς εκεί­νος· διό­τι πρέ­πει με τα ταπει­νά λόγια του τελώ­νη να συνυ­πάρ­χει και η μετά­θε­ση από τα κακά και η ψυχι­κή διά­θε­ση, η κατά­νυ­ξη και η υπο­μο­νή εκεί­νου.

Και ο Δαβίδ έδει­ξε εμπρά­κτως ότι πρέ­πει, αυτός που κρί­νει τον εαυ­τό του ένο­χο ενώ­πιον του Θεού και μετα­νο­εί, να θεω­ρεί δίκαιη και υπο­φερ­τή την σε βάρος του ύβρη και ατι­μία από άλλους· διό­τι μετά την αμαρ­τία του, όταν άκου­γε προ­σβλη­τι­κούς λόγους από τον Σεμε­εί, έλε­γε σ’ αυτούς που ήθε­λαν ν’ αντι­δρά­σουν: «φετε ατν κα οτως κατα­ρά­σθω, τι Κύριος επεν ατ καταρσθαι τν Δαυίδ(: Αφή­στε τον να με κακο­λο­γεί, διό­τι ο Κύριος του είπε να κακο­λο­γή­σει τον Δαβίδ)»[Β΄Βασ.16,10], λέγον­τας ότι η συγ­χώ­ρη­ση από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρ­τία είναι πρό­σταγ­μα Εκεί­νου, αν και ο Δαβίδ πάλευε τότε με δει­νή και μεγά­λη συμ­φο­ρά, αφού μόλις προ­σφά­τως είχε επα­να­στα­τή­σει εναν­τί­ον του ο Αβεσ­σα­λώμ.

 Τότε μάλι­στα ο Δαβίδ, εγκα­τα­λεί­πον­τας με αφό­ρη­τη οδύ­νη την Ιερου­σα­λήμ, όταν φεύ­γον­τας έφθα­σε στις υπώ­ρειες του όρους των Ελαιών, συνάν­τη­σε ως προ­σθή­κη της συμ­φο­ράς τον Σεμε­εί. Ο Σεμε­εί έρι­χνε εναν­τί­ον του λίθους, τον κακο­λο­γού­σε αστα­μά­τη­τα και τον ύβρι­ζε αναι­δώς· τον απο­κα­λού­σε άνδρα αιμο­βό­ρο και παρά­νο­μο, επα­να­φέ­ρον­τας στη μνή­μη το σχε­τι­κό με την Βηρ­σα­βεέ και τον Ουρία έγκλη­μα προς ονει­δι­σμό του βασι­λέ­ως. Και δεν τον άφη­σε αφού κατα­ρά­στη­κε μια και δυο φορές, και έρι­χνε εναν­τί­ον του λίθους και με λόγια πλη­κτι­κό­τε­ρα από τους λίθους· «αλλά», λέγει, «προ­χω­ρού­σε ο βασι­λεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμε­εί βάδι­ζε από την πλευ­ρά του όρους πλη­σί­ον του βασι­λέ­ως, κατα­ρώ­με­νός τον και ρίχνον­τας λίθους από τα πλά­για, και πασπα­λί­ζον­τάς τον με χώμα». Και δεν εστε­ρεί­το ανθρώ­πων που θα τον εμπό­δι­ζαν ο βασι­λεύς. Ο Αβεσ­σά λοι­πόν ο στρα­τη­γός, μη αντέ­χον­τας, είπε προς τον Δαβίδ· «για­τί κατα­ρά­ται αυτός ο ψόφιος σκύ­λος τον κύριό μου τον βασι­λέα; Θα μετα­βώ λοι­πόν να του κάψω το κεφά­λι». Ο βασι­λεύς όμως συγ­κρά­τη­σε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγον­τας προς αυτούς: «Επως δοι Κύριος ν τ ταπει­νώ­σει μου κα πιστρέ­ψει μοι γαθ ντ τς κατά­ρας ατο τ μέρ ταύτ(:Αφή­στε τον, για να δει ο Κύριος την ταπεί­νω­σή μου και μου αντα­πο­δώ­σει αγα­θά αντί της κατά­ρας αυτού)»[Β΄Βασ.16,12].

 Αυτό το πράγ­μα και τότε μεν τελέ­στη­κε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, δει­κνύ­ε­ται δε και με την παρα­βο­λή γι’ αυτόν τον Τελώ­νη και τον Φαρι­σαίο τελού­με­νο πάν­το­τε από την δικαιο­σύ­νη· διό­τι αυτός που θεω­ρεί τον εαυ­τό του αλη­θι­νά υπεύ­θυ­νο της αιω­νί­ου κολά­σε­ως, πώς δεν θα υπο­μεί­νει γεν­ναί­ως, όχι μόνο ατι­μία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπρα­γία και κακο­πά­θεια γενι­κώς; Αυτός δε που δεί­χνει τέτοια υπο­μο­νή, ως χρε­ώ­στης και ένο­χος, με ελα­φρό­τε­ρη, πρό­σκαι­ρη και δια­κο­πτο­μέ­νη κατα­δί­κη λυτρώ­νε­ται από την πραγ­μα­τι­κά βαριά εκεί­νη και αφό­ρη­τη και ατε­λεί­ω­τη τιμω­ρία· μερι­κές φορές, μάλι­στα, λυτρώ­νε­ται και από τα τωρι­νά δει­νά που τον βασα­νί­ζουν, καθώς η θεία χρη­στό­τη­τα λαμ­βά­νει αρχή από εδώ σαν να χρω­στεί­ται λόγω της υπο­μο­νής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παι­δευο­μέ­νους από τον Κύριο είπε: «ργν Κυρί­ου ποί­σω, τι μαρ­τον ατ, ως το δικαισαι ατν τν δίκην μου(:Θα υπο­μεί­νω την παι­δευ­τι­κή οργή και την τιμω­ρία από τον Κύριο, διό­τι αμάρ­τη­σα σε Αυτόν)»[Μιχ.7,9].

 Είθε κι εμείς, παι­δευό­με­νοι με ευσπλα­χνία, αλλά όχι με οργή και θυμό Κυρί­ου, να μην κατα­βλη­θού­με από την τιμω­ρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλ­μω­δό στο τέλος να ανορ­θω­θού­με, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο αρμό­ζει δόξα, δύνα­μις, τιμή και προ­σκύ­νη­σις μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, μιλία ες τήν κατά τόν Τελώ­νην καί τόν Φαρι­σαί­ον το Κυρί­ου παρα­βο­λήν, ομι­λία Β΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, τόμος 9, σελί­δες 47–73

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (Ἐξή­γη­σις ὑπο­μνη­μα­τι­κή εἰς τό κατά Λου­κάν Εὐαγ­γέ­λιον)

Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας,

Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον,

κεφ.ιη΄, εδά­φια 9–14: η παρα­βο­λή του Τελώ­νου και του Φαρι­σαί­ου

[…] Για να μάθεις όμως πόση ζημία προ­κα­λεί το να κατα­κρί­νου­με τους άλλους και να μη μετα­νο­ού­με για τα δικά μας πταί­σμα­τα, θα σου το επι­βε­βαιώ­σω και από τα ίδια τα Ευαγ­γέ­λια. Λέγει πράγ­μα­τι αυτός ο μακά­ριος Λου­κάς για τον Σωτή­ρα μας Χρι­στό: «Επε δ κα πρός τινας τος πεποι­θό­τας φ᾿ αυτος τι εσ δίκαιοι, κα ξου­θε­νοντας τος λοι­πούς, τν παρα­βολν ταύ­την(:Σε μερι­κούς μάλι­στα που είχαν τη βεβαιό­τη­τα και την αυτο­πε­ποί­θη­ση ότι είναι δίκαιοι και ενά­ρε­τοι, και γι’ αυτό περι­φρο­νού­σαν τους άλλους, είπε την παρα­βο­λή αυτή)»[Λουκ.18,9]. Και ποια είναι η παρα­βο­λή;

«νθρω­ποι δύο νέβη­σαν ες τ ερν προ­σεύ­ξα­σθαι, ες Φαρι­σαος κα τερος τελώ­νης. Φαρι­σαος στα­θες πρς αυτν τατα προ­σηύ­χε­το· Θεός, εχαριστ σοι τι οκ εμ σπερ ο λοι­πο τν νθρώ­πων, ρπα­γες, δικοι, μοι­χοί, κα ς οτος τελώ­νης· νηστεύω δς το σαβ­βά­του, ποδε­κατ πάν­τα σα κτμαι. κα τελώ­νης μακρό­θεν στς οκ θελεν οδ τος φθαλ­μος ες τν ορανν πραι, λλ᾿ τυπτεν ες τ στθος ατο λέγων· Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ. λέγω μν, κατέ­βη οτος δεδι­καιω­μέ­νος ες τν οκον ατο γρ κενος· τι πς ψν αυτν ταπει­νω­θή­σε­ται, δ ταπεινν αυτν ψωθή­σε­ται (:Δύο άνθρω­ποι ανέ­βη­καν στο ιερό για να προ­σευ­χη­θούν· ο ένας ήταν Φαρι­σαί­ος και ο άλλος τελώ­νης. Ο Φαρι­σαί­ος στά­θη­κε όρθιος, για να φαί­νε­ται καλά, και προ­σευ­χό­ταν προς τον εαυ­τό του και για τον εαυ­τό του με τα εξής λόγια: ‘’Σ’ ευχα­ρι­στώ, Θεέ μου, διό­τι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώ­πους, που είναι άρπα­γες, άδι­κοι, μοι­χοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώ­νη· ενώ δηλα­δή όλοι οι άλλοι είναι ένο­χοι και αξιο­κα­τά­κρι­τοι, εγώ είμαι ο μόνος ανέ­νο­χος. Σ’ ευχα­ρι­στώ λοι­πόν, διό­τι δεν βλέ­πω στον εαυ­τό μου τις τόσες κακί­ες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρε­τές: Νηστεύω δύο φορές την εβδο­μά­δα, κάθε Δευ­τέ­ρα και Πέμ­πτη. Δίνω το ένα δέκα­το απ’ όλα εκεί­να που απο­κτώ, ακό­μη και από τα πιο μικρά και τιπο­τέ­νια, για τα οποία δεν επι­βάλ­λει ο νόμος τη «δεκά­τη»’’.

Ο τελώ­νης, αντί­θε­τα, στε­κό­ταν μακριά από το θυσια­στή­ριο όπου καί­γον­ταν οι θυσί­ες, και δεν είχε την τόλ­μη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώ­σει επά­νω προς τον ουρα­νό. Αλλά χτυ­πού­σε συνε­χώς το στή­θος του, που περιέ­κλει­νε την αμαρ­τω­λή και ακά­θαρ­τη καρ­διά του, και έλε­γε: ‘’Κύριε και Θεέ, σπλα­χνί­σου με και συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό’’. Σας βεβαιώ­νω ότι αυτός ο περι­φρο­νη­μέ­νος τελώ­νης κατέ­βη­κε από το ιερό και πήγε στο σπί­τι του αθω­ω­μέ­νος και δικαιω­μέ­νος από τον Θεό και όχι ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος. Δικαιώ­θη­κε λοι­πόν ο τελώ­νης και κατα­κρί­θη­κε ο Φαρι­σαί­ος, διό­τι όποιος υψώ­νει τον εαυ­τό του θα ταπει­νω­θεί από τον Θεό και θα κατα­κρι­θεί. Αντί­θε­τα, όποιος ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του θα υψω­θεί και θα τιμη­θεί από τον Θεό)»[Λουκ. 18,9–14].

Εδώ λοι­πόν ο Κύριος μάς διδά­σκει με ποιον τρό­πο να κάνου­με τις προ­σευ­χές μας προς Αυτόν, για να μη βρε­θούν χωρίς αντα­πό­κρι­ση τα αιτή­μα­τα όσων τις χρη­σι­μο­ποιούν για να επι­κοι­νω­νή­σουν με τον Θεό, ούτε και με αυτά που κάποιος νομί­ζει ότι μπο­ρεί να ωφε­λεί­ται, με αυτά τα ίδια να στρέ­φει ενάν­τια στον εαυ­τό του τον χορη­γό των ουρα­νί­ων χαρι­σμά­των Θεό· διό­τι έχει γρα­φεί: «στι δίκαιος πολ­λύ­με­νος ν δικαί ατο(:Υπάρ­χει δίκαιος ο οποί­ος χάνε­ται κατά την αυτο­δι­καί­ω­σή του)»[Εκκλ. 7,15]· διό­τι ιδού εδώ για τον Φαρι­σαίο έχει εκδο­θεί κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση, επει­δή δεν έκα­νε την προ­σευ­χή του με επί­γνω­ση και σύνε­ση· διό­τι ήταν πολ­λές οι εναν­τί­ον του κατη­γο­ρί­ες· πρώ­τον είναι ενο­χλη­τι­κός και άμυα­λος, για­τί αισθα­νό­ταν θαυ­μα­σμό ο ίδιος για τον εαυ­τό του, αν και η Αγία Γρα­φή φωνά­ζει: «γκω­μια­ζέ­τω σε πέλας κα μ τ σν στό­μα, λλό­τριος κα μ τ σ χεί­λη(:Ας σε επαι­νεί ο άλλος, ο πλη­σί­ον, και όχι το δικό σου στό­μα, ο ξένος και όχι τα δικά σου χεί­λη)»[Παροιμ. 27,2]. Έπει­τα αγνόη­σε ότι το να είναι κάποιος ανώ­τε­ρος από τα κακά, δεν τον κάνει πάν­το­τε και οπωσ­δή­πο­τε αξιο­θαύ­μα­στο, ενώ το να αγα­πά να αντι­πα­ρα­τί­θε­ται με εκεί­νους που συνή­θως χαί­ρουν της εκτι­μή­σε­ως των άλλων, τον κάνει λαμ­πρό και δια­πρε­πή και τον συγ­κα­τα­λέ­γει δίκαια μετα­ξύ εκεί­νων που έχουν γίνει αντι­κεί­με­νο θαυ­μα­σμού.

Ο τελώ­νης λοι­πόν στε­κό­ταν μακριά από το θυσια­στή­ριο, χωρίς να τολ­μά να σηκώ­σει ούτε στον ουρα­νό τα μάτια του, αλλά με το κοκ­κι­νι­σμέ­νο βλέμ­μα του έδει­χνε ότι δεν είχε η ψυχή του καμία παρ­ρη­σία ενώ­πιον του Θεού. Βλέ­πεις ότι περιο­ρί­ζον­τας την παρ­ρη­σία του, επει­δή δεν την είχε, δέχε­ται τα πλήγ­μα­τα από τους ελέγ­χους της συνει­δή­σε­ώς του; Για­τί φοβό­ταν ακό­μα και μόνο να εμφα­νι­στεί ενώ­πιον του Θεού, επει­δή λίγο είχε φρον­τί­σει για την εφαρ­μο­γή των νόμων Του, και με την ίδια τη στά­ση του στο ναό κατη­γο­ρεί τη φαυ­λό­τη­τά του· χτυ­πά το στή­θος του, ομο­λο­γεί τα εγκλή­μα­τά του, δεί­χνει σαν σε για­τρό την ασθέ­νειά του, και παρα­κα­λεί να τον κατευ­σπλα­χνι­σθεί. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν ούτε ο τελώ­νης περι­φρο­νή­θη­κε- για­τί άκου τι λέγει γι΄αυτόν που ομο­λό­γη­σε τις δικές του αμαρ­τί­ες, ο Κρι­τής των όλων, Αυτός που γνω­ρί­ζει καλά τις καρ­διές, Αυτός που δέχε­ται τις προ­σευ­χές όλων: «Λέγω μν, κατέ­βη οτος δεδι­καιω­μέ­νος ες τν οκον ατο γρ κενος(:Σας δια­βε­βαιώ­νω ότι αυτός ο περι­φρο­νη­μέ­νος από τον Φαρι­σαίο τελώ­νης κατέ­βη­κε στο σπί­τι του με συγ­χω­ρη­μέ­νες τις αμαρ­τί­ες του, αθώ­ος και δίκαιος ενώ­πιον του Θεού, παρά ο Φαρι­σαί­ος εκεί­νος)»[Λουκ. 18,14]-, έτσι και κάθε ταπει­νό και με συναί­σθη­ση της αμαρ­τω­λό­τη­τάς του άνθρω­πο ο Κύριος τελι­κά τον δικαιώ­νει.

Και αν κάποιος λοι­πόν γίνει καλός και ενά­ρε­τος, να μην κυριευ­τεί εξαι­τί­ας αυτού από υπε­ρο­ψία, αλλά μάλ­λον να θυμά­ται τον Χρι­στό που λέγει στους αγί­ους απο­στό­λους: «Οτω κα μες, ταν ποι­ή­ση­τε πάν­τα τ δια­τα­χθέν­τα μν, λέγε­τε τι δολοι χρεοί σμεν, τι φεί­λο­μεν ποισαι πεποι­ή­κα­μεν(:Έτσι κι εσείς, όταν κάνε­τε όλα όσα σας διέ­τα­ξε ο Θεός τηρών­τας τις εντο­λές Του, πρέ­πει να λέτε ότι ‘’είμα­στε δού­λοι άχρη­στοι˙ διό­τι εκεί­νο που είχα­με χρέ­ος και καθή­κον να κάνου­με, αυτό και μόνο κάνα­με, και τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο, τίπο­τε το έκτα­κτο και εξαι­ρε­τι­κό’)»[Λουκ. 17,10]. Οφεί­λου­με όμως σαν από έναν αναγ­καίο ζυγό, στον Θεό των όλων τη δου­λεία και την υπο­τα­γή σε καθε­τί. Βλέ­πεις πώς ο τελώ­νης απαλ­λά­χθη­κε από τα αμαρ­τή­μα­τά του, επει­δή υπέ­μει­νε την κατη­γο­ρία του Φαρι­σαί­ου με πρα­ό­τη­τα; Και εκεί­νος βέβαια από τη δόξα έπε­σε στο βάρα­θρο της ατι­μί­ας, ενώ ο τελώ­νης από την ατι­μα­σμέ­νη ζωή του επα­νήλ­θε στη μακά­ρια κατά­στα­ση· και ο ένας απο­χω­ρί­στη­κε πολύ από την εγγύ­τη­τα προς τον Θεό και βρέ­θη­κε αμέ­τρη­τα μακριά, ενώ ο άλλος ανυ­ψώ­θη­κε προς τον τόπο της παρ­ρη­σί­ας. Ο ένας εξαι­τί­ας της έπαρ­σης ταπει­νώ­θη­κε, ενώ ο άλλος εξαι­τί­ας της ταπεί­νω­σης ανυ­ψώ­θη­κε.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,

σελ. 134–135)

  • Κυρίλ­λου Αλε­ξαν­δρεί­ας Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος Παλα­μάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005, «Ἐξή­γη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν Εαγγέ­λιον », τόμος Β΄, σελ. 149–151.

  • Παν.Τρεμπέλα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Ἕνας ἄνθρω­πος βάδι­ζε στὸ δάσος. Ἤθε­λε νὰ δια­λέ­ξει ἕνα καλὸ δέν­τρο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔβγα­ζε δοκά­ρια γιὰ τὴ σκε­πὴ τοῦ σπι­τιοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε δύο δέν­τρα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο. Τὸ ἕνα ἦταν ἴσιο, λεῖο καὶ ψηλό, ἀλλὰ τὸ ἐσω­τε­ρι­κό του, ὁ πυρῆ­νας του, ἦταν σάπιο. Τὸ ἄλλο εἶχε ἀνώ­μα­λη ἐπι­φά­νεια κι ὁ κορ­μός του ἔδει­χνε ἄσχη­μος. Τὸ ἐσω­τε­ρι­κό του ὅμως ἦταν γερό. Ὁ ἄνθρω­πος ἀνα­στέ­να­ξε καὶ εἶπε: «Σὲ τί μπο­ρεῖ νὰ μοῦ χρη­σι­μέ­ψει τὸ ψηλὸ καὶ ἴσιο αὐτὸ δέν­τρο, ἀφοῦ το μέσα του εἶναι σάπιο κι ἀκα­τάλ­λη­λο γιὰ δοκά­ρια; Τὸ ἄλλο μοιά­ζει ἀνώ­μα­λο, ἄσχη­μο, ἀλλὰ τοὐλάχιστον,τουλάχιστο τὸ μέσα τοῦ εἶναι γερό. Ἔτσι, ἂν κατα­βά­λω λίγο μεγα­λύ­τε­ρη προ­σπά­θεια, μπο­ρῶ νὰ τὸ δια­μορ­φώ­σω καὶ νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω γιὰ δοκά­ρια στὸ σπί­τι μου». Καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκε­φτεῖ περισ­σό­τε­ρο, διά­λε­ξε τὸ δέν­τρο ἐκεῖ­νο, τὸ γερό.

Τὸ ἴδιο θὰ κάνει κι ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεχω­ρί­σει δυὸ ἀνθρώ­πους ποὺ βρί­σκον­ται μέσα στὸ ναό Του. Δὲ θὰ δια­λέ­ξει ἐκεῖ­νον ποὺ φαί­νε­ται ἐπι­φα­νεια­κὰ δίκαιος, ἀλλὰ τὸν ἄλλον, ἐκεῖ­νον ποὺ ἡ καρ­διά του εἶναι γεμά­τη μὲ τὴν ἀλη­θι­νὴ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ὑπε­ρή­φα­νοι ἔχουν τὰ μάτια τοὺς διαρ­κῶς ὕψω­μέ­να πρὸς τὸ Θεό. Οἱ καρ­διές τους ὅμως εἶναι κολ­λη­μέ­νες στὴ γῆ. Αὐτοὶ δὲν εὐα­ρε­στοῦν στὸ Θεό. Εὐά­ρε­στοι στὸ Θεὸ εἶναι οἱ ταπει­νοὶ ἄνθρω­ποι, οἱ πρᾶ­οι, ποῦ ἔχουν τὰ μάτια τους χαμη­λω­μέ­να στὴ γῆ, μὰ οἱ καρ­διές τους εἶναι γεμᾶ­τες οὐρα­νό. Ὁ Δημιουρ­γὸς προ­τι­μᾷ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ὁμο­λο­γοῦν στὸ Θεὸ τίς ἁμαρ­τί­ες τους, ὄχι τὰ καλά τους ἔργα.

Ὁ Θεὸς εἶναι για­τρός. Πλη­σιά­ζει στὸ κρε­βά­τι ὅπου κεί­τε­ται ὁ καθέ­νας μας καὶ ρωτά­ει: «Ποῦ πονᾷς;» Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἀξιο­ποιεῖ τὴν παρου­σία τοῦ για­τροῦ κον­τά του καὶ τοῦ φανε­ρώ­νει ὅλους τοὺς πόνους καὶ τίς ἀδυ­να­μί­ες του, εἶναι σοφός. Ἐκεῖ­νος ποὺ κρύ­βει τίς ἁμαρ­τί­ες του καὶ καυ­χιέ­ται μπρο­στὰ στὸ για­τρὸ πῶς εἶναι ὑγι­ής, εἶναι ἀνόη­τος. Λὲς κι ὁ για­τρὸς ἐπι­σκέ­πτε­ται τὸν ἄνθρω­πο γιὰ νὰ δεῖ πόσο καλὰ εἶναι κι ὄχι ἀπὸ τί πάσχει. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος:

«Τὸ ν’ ἁμαρ­τά­νεις εἶναι κακό, ὅταν ὅμως τὸ ὁμο­λο­γεῖς, μπο­ρεῖς νὰ λάβεις βοή­θεια. Ὅταν ὅμως ἁμαρ­τά­νεις καὶ δὲν τὸ παρα­δέ­χε­σαι, δὲν ὑπάρ­χει ἐλπί­δα νὰ βοη­θη­θεῖς».

Γι’ αὐτὸ ἂς γίνου­με σοφοί, συνε­τοί. Ὅταν στε­κό­μα­στε γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦ­με μπρο­στὰ στὸ Θεό, πρέ­πει νὰ νιώ­θου­με πῶς βρι­σκό­μα­στε μπρο­στὰ στὸν πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἐλε­ή­μο­να για­τρό. Ἐκεῖ­νος ρωτά­ει τὸν καθέ­να μᾶς μὲ ἀγά­πη καὶ μέρι­μνα: «Ποῦ πονᾷς;» Ἐμεῖς ἂς μὴν ἀμε­λή­σου­με καθό­λου νὰ τοῦ ἀπο­κα­λύ­ψου­με τὴν ἀρρώ­στια μᾶς, νὰ τοῦ φανε­ρώ­σου­με τίς πλη­γὲς καὶ τίς ἁμαρ­τί­ες μας.

O Κύριός μας Ἰησοῦς μας μιλά­ει γι’ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα στὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Τελώ­νη καὶ τοῦ Φαρι­σαί­ου. Στὸ εὐαγ­γέ­λιο δια­βά­ζου­με πῶς ὁ Χρι­στὸς εἶπε τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ «πρὸς τινας πεποι­θό­τας ἐφ’ ἑαυ­τοῖς ὅτι εἴσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξου­θε­νούν­τας τοὺς λοι­πούς», πρὸς ἐκεί­νους ποὺ εἶχαν τὴν ἀλα­ζο­νι­κὴ αὐτο­πε­ποί­θη­ση πῶς εἶναι δίκαιοι καὶ περι­φρο­νοῦ­σαν τοὺς ἄλλους. Μήπως κι ἐμεῖς συγ­κα­τα­λε­γό­μα­στε ἀνά­με­σα σ’ ἐκεί­νους ποὺ ὁ Κύριος τοὺς ἀπηύ­θυ­νε τὴν παρα­βο­λὴ αὐτή;

Μὴν ἀντι­δρᾷς σ’ αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω. Ὁμο­λό­γη­σε καλύ­τε­ρα τὴν ἀρρώ­στια σοῦ, ταπει­νώ­σου γι’ αὐτὴν καὶ πᾶρε τὸ φάρ­μα­κο ποὺ σοῦ δίνει καὶ πανεύ­σπλα­χνος για­τρός. Σ’ ἕνα νοσο­κο­μεῖο βρί­σκον­ταν πολ­λοὶ ἄρρω­στοι κρε­βα­τω­μέ­νοι. Μερι­κοὶ εἶχαν πυρε­τὸ κι ἀνυ­πο­μο­νοῦ­σαν, περί­με­ναν μὲ ἀγω­νία πότε θά ‘ρθεὶ ὁ για­τρός. Ἄλλοι ἔκο­βαν βόλ­τες, για­τί νόμι­ζαν πῶς ἦταν ὑγιεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγ­κη το για­τρό. Ἕνα πρωι­νὸ ὁ για­τρὸς ἔκα­νε ἐπί­σκε­ψη στοὺς ἀρρώ­στους. Μαζί του ἦταν κι ἕνας φίλος του, ποὺ κρα­τοῦ­σε δῶρα γιὰ νὰ τοὺς δώσει. Ὁ φίλος τοῦ για­τροῦ εἶδε ἐκεί­νους ποὺ ὑπό­φε­ραν ἀπὸ πυρε­τὸ καὶ τοὺς λυπή­θη­κε.

- Θὰ γίνουν καλά; ρώτη­σε το για­τρό. ‘Ἐκεῖ­νος τοῦ ψιθύ­ρι­σε στὸ αὐτί:

- Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἐμπύ­ρε­τοι, ναί, μπο­ροῦν νὰ γίνουν καλά. Τὸ ἴδιο κι οἱ ἄλλοι ποὺ κεί­τον­ται στὰ κρε­βά­τια τους. Αὐτοὶ ποὺ κόβουν βόλ­τες ὅμως, ὄχι, δὲ γίνον­ται καλά. Αὐτοὶ ὑπο­φέ­ρουν ἀπὸ ἀνί­α­τες ἀρρώ­στιες, ἔχει προ­χω­ρή­σει ἡ σήψῃ μέσα τους.

Ὁ φίλος τοῦ για­τροῦ ἔμει­νε κατά­πλη­κτος. Ἡ ἔκπλη­ξή του στρε­φό­ταν πρὸς δύο κατευ­θύν­σεις: πρὸς τὸ μυστή­ριο ποὺ κρύ­βουν οἱ ἀρρώ­στιες καὶ πρὸς τὴν ὀφθαλ­μα­πά­τη τῶν ἀνθρώ­πων.

Φαν­τά­σου τώρα πῶς εἴμα­στε ἄρρω­στοι στὸ νοσο­κο­μεῖο τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρρώ­στια ποὺ ἔχει προ­σβά­λει ὅλους μας ἔχει τὸ ἴδιο ὄνο­μα: ἀδι­κία. Ἡ λέξη αὐτὴ καλύ­πτει ὅλα τὰ πάθη, ὅλες τίς ἐπι­θυ­μί­ες, ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τίς ἀδυ­να­μί­ες ποὺ ἀγγί­ζουν τὴν καρ­διά, τὴν ψυχὴ καί το νοῦ μας. Οἱ ἄρρω­στοι χωρί­ζον­ται σὲ κατη­γο­ρί­ες. Μερι­κοὶ μόλις προ­σβλή­θη­καν ἀπὸ τὴν ἀρρώ­στια, ἄλλοι βρί­σκον­ται σὲ προ­χω­ρη­μέ­νη κατά­στα­ση κι ὑπάρ­χουν κι αὐτοὶ ποὺ βρί­σκον­ται στὸ στά­διο τῆς ἀνάρ­ρω­σης. Τὰ χαρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν ἀσθε­νειῶν αὐτῶν στὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο ὅμως εἶναι τέτοια, ὥστε μόνο ὅσοι θερα­πεύ­τη­καν μπο­ροῦν νὰ κατα­νο­ή­σουν πόσο σοβα­ρὴ ἦταν ἡ ἀσθέ­νεια ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν προ­σβλη­θεῖ. Οἱ πιὸ σοβα­ρὰ ἄρρω­στοι εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν λιγό­τε­ρη ἐπί­γνω­ση τῆς κατά­στα­σής τους. Στὶς σωμα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὑπο­φέ­ρει ἀπὸ ψηλὸ πυρε­τὸ δὲν ξέρει τίπο­τα γιὰ τὸν ἑαυ­τό του ἢ γιὰ τὴν ἀρρώ­στια τοῦ. Οὔτε ὁ τρε­λὸς κατα­λα­βαί­νει τὴν τρέ­λα του.

Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀρχί­ζουν νὰ δια­πράτ­τουν ἀνο­μί­ες, γιὰ λίγο και­ρὸ ντρέ­πον­ται γι’ αὐτές. Ὅταν τὸ κακὸ ὅμως συνε­χί­ζε­ται, ὁ ἄνθρω­πος συνη­θί­ζει στὴν ἁμαρ­τία, ποὺ τοῦ γίνε­ται ἕξη καὶ σιγὰ σιγὰ ὁδη­γεῖ­ται σὲ παρα­λή­ρη­μα καὶ μέθη, φτά­νει σὲ τέτοια κατά­στα­ση, ὥστε ἡ ψυχή του γίνε­ται ἀναί­σθη­τη καὶ δὲν κατα­λα­βαί­νει τὴν ἀρρώ­στια τῆς.

Φαν­τά­σου τώρα ἕνα για­τρὸ νὰ πηγαί­νει σὲ νοσο­κο­μεῖο καὶ νὰ ρωτά­ει: «Τί ἔχε­τε; Ἀπὸ τί ὑπο­φέ­ρε­τε;» Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἡ ἀρρώ­στια τοὺς βρί­σκε­ται στὸ πρῶ­το στά­διο ντρέ­πον­ται νὰ παρα­δε­χτοῦν πῶς εἶναι ἄρρω­στοι κι ἀπαν­τοῦν: «Τίπο­τα». Οἱ ἄλλοι ποὺ ἡ ἀρρώ­στια τοὺς βρί­σκε­ται σὲ προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο ἐκνευ­ρί­ζον­ται μὲ τὴν ἐρώ­τη­ση κι ὄχι μόνο ἀπαν­τοῦν «δὲν ἔχου­με τίπο­τα», ἀλλ’ ἀρχί­ζουν καὶ νὰ καυ­χιοῦν­ται πῶς εἶναι ὑγιεῖς. Μόνο αὐτοὶ ποὺ βρί­σκον­ται στὸ στά­διο τῆς θερα­πεί­ας ἀνα­στε­νά­ζουν κι ἀπαν­τοῦν στὸ για­τρό: «Ἀπ’ ὅλα ὑπο­φέ­ρου­με. Λυπή­σου μας καὶ βοή­θη­σέ μας».

Γρά­φει ὁ Τερ­τυλ­λια­νὸς σὲ μιὰ ὁμι­λία του «Περὶ μετα­νοί­ας»: «Ἄν ντρέ­πε­σαι νὰ ὁμο­λο­γή­σεις τίς ἁμαρ­τί­ες σου, σκέ­ψου τὴ φωτιὰ τῆς κόλα­σης, ποὺ μόνο ἡ ἐξο­μο­λό­γη­ση μπο­ρεῖ νὰ σβή­σει».

Ἀνα­λο­γί­σου όλ’ αὐτὰ λοι­πόν, ἄκου­σε τὴν παρα­βο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ σκέ­ψου πόσο ἀφο­ρᾷ καὶ σένα. Ἄν κραυ­γά­σεις μὲ ἔκπλη­ξη πῶς «ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ δὲ μὲ ἀφο­ρᾷ», σημαί­νει πὼς ἔχεις προ­σβλη­θεῖ ἀπὸ τὴν (πνευ­μα­τι­κὴ) ἀσθέ­νεια ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται ἀνο­μία ἢ ἀδι­κία. Ἄν δια­μαρ­τυ­ρη­θεὶς καὶ πεὶς πῶς «ἐγὼ εἶμαι δίκαιος, ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ ἀφο­ρᾷ τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς γύρῳ,γύρω μου», σημαί­νει πῶς ἡ ἀρρώ­στια ἔχει προ­χω­ρή­σει πολύ. Ἄν ὅμως χτυ­πή­σεις τὸ στῆ­θος σου μὲ μετά­νοια καὶ πεὶς «ἀλή­θεια εἶναι. Εἶμαι ἄρρω­στος, ἔχω ἀνάγ­κη ἀπὸ για­τρό», σημαί­νει πῶς βρί­σκε­σαι σὲ καλὸ δρό­μο γιὰ νὰ θερα­πευ­τεῖς. Τότε μὴ φοβᾶ­σαι. Θὰ γίνεις καλά.

«Ἄνθρω­ποι δύο ἀνέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱερὸν προ­σεύ­ξα­σθαι, ὁ εἰς Φαρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἕτε­ρος τελώ­νης».

Δυὸ ἄνθρω­ποι, δυὸ ἁμαρ­τω­λοί, ἀνέ­βη­καν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρι­σαῖ­ος καὶ ὁ ἄλλος τελώ­νης. Δυὸ ἄνθρω­ποι, δυὸ ἁμαρ­τω­λοί, μὲ τὴ δια­φο­ρὰ πῶς ὁ Φαρι­σαῖ­ος δὲν ἔβλε­πε τὸν ἑαυ­τό του σὰν ἁμαρ­τω­λό, ἐνῶ ὁ τελώ­νης τὸ παρα­δε­χό­ταν. Ὁ Φαρι­σαῖ­ος ἀνῆ­κε στὴν ὑψη­λό­τε­ρη κοι­νω­νι­κὴ τάξη τῆς ἐπο­χῆς, ὁ τελώ­νης στὴν πιὸ περι­φρο­νη­μέ­νη.

«Ὁ Φαρι­σαῖ­ος στα­θεὶς πρὸς ἑαυ­τὸν ταῦ­τα προ­σηύ­χε­το: Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοι­ποι τῶν ἀνθρώ­πων, ἅρπα­γες, ἄδι­κοι, μοι­χοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώ­νης: νηστεύω δὶς τοῦ Σαβ­βά­του, ἀπο­δε­κα­τω πάν­τα ὅσα κτῶ­μαι». Ὁ Φαρι­σαῖ­ος στά­θη­κε ἐπι­δει­κτι­κά, γιὰ νὰ προ­κα­λεῖ ἐντύ­πω­ση, κι ἔλε­γε τὰ ἑξῆς λόγια στὴν προ­σευ­χή του: Θεέ μου, σ’ εὐχα­ρι­στῶ για­τί δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους ποὺ εἶναι ἅρπα­γες, ἄδι­κοι, μοι­χοὶ ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώ­νη. Ἐγὼ τηρῶ κατὰ γράμ­μα τὸ νόμο, νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδο­μά­δα καὶ δίνω ἐλεη­μο­σύ­νη τὸ ἕνα δέκα­το ἀπ’ ὅλα ὅσα κερ­δί­ζω.

Ὁ Φαρι­σαῖ­ος στά­θη­κε μπρο­στὰ ἀκρι­βῶς ἀπὸ τὸ ἱερό. Ἦταν συνή­θεια τῶν Φαρι­σαί­ων νὰ κάθον­ται στὴν πρώ­τη θέση. Τὸ ὅτι ὁ Φαρι­σαῖ­ος καθό­ταν στὴν πρώ­τη θέση, φαί­νε­ται κι ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς πὼς ὁ τελώ­νης ἔστε­κε «μακρό­θεν». Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια τοῦ Φαρι­σαί­ου κι ἡ σιγου­ριά του πῶς ἦταν δίκαιος, δηλα­δὴ πνευ­μα­τι­κὰ ὑγι­ής, ἦταν τέτοια, ὥστε δὲν ἀπαί­τη­σε τὴν πρώ­τη θέση μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, γιὰ νὰ τὸν βλέ­πουν ὅλοι, ἀλλὰ κι ἀπό το Θεό. Τὴν ἀπαι­τοῦ­σε ὄχι μόνο ὅταν συμ­με­τεῖ­χε σὲ γεύ­μα­τα καὶ σὲ συνα­θροί­σεις, μὰ ἀκό­μα καὶ στὸ ναό, τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς. Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του εἶναι ἀρκε­το γιὰ νὰ δεί­ξει πόσο ἄρρω­στος ἦταν πνευ­μα­τι­κὰ ὁ Φαρι­σαῖ­ος, πόσο ἡ ἀρρώ­στια τῆς ἀδι­κί­ας καὶ τῆς ἀλα­ζο­νεί­ας τὸν εἶχαν δια­φθεί­ρει.

Για­τί λέει πρὸς ἑαυ­τὸν ταῦ­τα προ­σηύ­χε­το; Για­τί δὲν προ­σευ­χό­ταν δυνα­τά; Ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς ἀκού­ει πιὸ προ­σε­χτι­κὰ αὐτὰ ποὺ ἡ καρ­διὰ λέει, ὄχι ὅσα προ­φέ­ρουν τὰ χεί­λη. Αὐτὰ ποὺ σκέ­φτε­ται κι αὐτὰ ποὺ αἰσθά­νε­ται ὁ ἄνθρω­πος τὴν ὥρα ποὺ προ­σεύ­χε­ται ἔχουν περισ­σό­τε­ρη σημα­σία γιά το Θεὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προ­φέ­ρει ἡ γλῶσ­σα. Ἡ γλῶσ­σα μπο­ρεῖ νὰ ἐξα­πα­τή­σει, ἡ καρ­διὰ ὅμως ὄχι. Αὐτὴ φανε­ρώ­νει καθα­ρὰ πῶς εἶναι ὁ ἄνθρω­πος μέσα του, ἂν εἶναι μαῦ­ρος ἢ ἄσπρος, ἂν εἶναι εἰλι­κρι­νὴς ἢ ὑπο­κρι­τής.

Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀνθρώ­πων. Ἕνας ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος τολ­μᾷ νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ στὴν ἐκκλη­σία, μπρο­στὰ στὸ Θεό! Τί εἶναι ἡ Ἐκκλη­σία; Δὲν εἶναι ὁ χῶρος ὅπου οἱ ἄρρω­στοι συναν­τοῦν το για­τρό τους; Ἐκεῖ­νοι ποὺ εἶναι ἄρρω­στοι πνευ­μα­τι­κά, ἁμαρ­τω­λοί, πηγαί­νουν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐξο­μο­λο­γη­θοῦν τὴν ἀρρώ­στια τοὺς στὸ Θεό, το για­τρό. Ν’ ἀνα­ζη­τή­σουν τὴ θερα­πεία τους ἀπὸ Ἐκεῖ­νον ποὺ εἶναι ὁ ἀλη­θι­νὸς για­τρὸς γιὰ ὅλες τίς ἀρρώ­στιες, γιὰ ὅλα τὰ βάσα­να τῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ εἶναι ὁ χορη­γὸς ὅλων τῶν ἀγα­θῶν.

Στὸ νοσο­κο­μεῖο δὲν πηγαί­νουν οἱ ὑγιεῖς, γιὰ νὰ καυ­χη­θοῦν στὸ για­τρὸ πόσο καλὴ ὑγεία ἔχουν. Ὁ Φαρι­σαῖ­ος αὐτὸς ὅμως δὲν πῆγε στὸ ναὸ ἀπό­λυ­τα ὑγι­ὴς ψυχι­κά, γιὰ νὰ κομ­πά­σει γιὰ τὴν ὑγεία του. Αὐτὸς ἦταν σοβα­ρὰ ἄρρω­στος, ὑπό­φε­ρε ἀπὸ τὴν ἀρρώ­στια τῆς ἀδι­κί­ας καὶ τῆς ἀλα­ζο­νεί­ας. Στὸν πυρε­τὸ τῆς ἀρρώ­στιας τοῦ αὐτῆς ὅμως δὲν κατα­λά­βαι­νε πόσο σοβα­ρὰ ἄρρω­στος ἦταν.

Κάπο­τε ἐπι­σκέ­φτη­κα ἕνα ψυχια­τρεῖο. Ὁ για­τρὸς μὲ ὁδή­γη­σε μπρο­στὰ ἀπὸ ἕνα συρ­μά­τι­νο πλέγ­μα, κατὰ μῆκος τοῦ δωμα­τί­ου τοῦ πιὸ σοβα­ρὰ ἄρρω­στου ἀπὸ τοὺς ἀσθε­νεῖς του. «Πῶς αἰσθά­νε­σαι;», τὸν ρώτη­σα. Κι ἐκεῖ­νος μοῦ ἀπάν­τη­σε ἀμέ­σως: «Πῶς νομί­ζεις ὅτι μπο­ρῶ νὰ αἰσθά­νο­μαι, ἀνά­με­σα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρε­λούς;».

Τί ἔλε­γε ὁ Φαρι­σαῖ­ος; Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοι­ποὶ τῶν ἀνθρώ­πων. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εὐχα­ρι­στεῖ το Θεὸ ἐπει­δὴ ἀνα­γνω­ρί­ζει ὅτι σ’ Ἐκεῖ­νον ὀφεί­λε­ται το ὅτι δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Ὄχι. Τὰ λόγια Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοί, δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕνα θαυ­μα­σμό, μιὰ αὐτο­εγ­κω­μια­στι­κὴ προ­σέγ­γι­σή του στὸ Θεό, ὥστε Ἐκεῖ­νος ν’ ἀκού­σει τὴν κομ­πορ­ρη­μο­σύ­νη του. Ἀπ’ ὅλα ὅσα λέει, προ­κύ­πτει πῶς δὲν εὐχα­ρι­στεῖ το Θεὸ γιὰ τίπο­τα. Ἀντί­θε­τα, βλα­σφη­μεῖ το Θεό, μὲ τὸ νὰ βλα­σφη­μεῖ ὅλη τὴν ὑπό­λοι­πη δημιουρ­γία Του. Γιὰ τίπο­τα δὲν εὐχα­ρι­στεῖ το Θεό. “Ὅσα λέει γιὰ τὸν ἑαυ­τό του τὸ ἀπο­δί­δει σὲ δικές του ἐνέρ­γειες, στὰ κατορ­θώ­μα­τα ποὺ μόνος αὐτὸς πέτυ­χε, χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Δὲ θὰ πεῖ σὲ καμιὰ περί­πτω­ση πῶς δὲν εἶναι ἅρπα­γας, ἄδι­κος, μοι­χὸς ἢ τελώ­νης ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς τὸν προ­φύ­λα­ξε ἀπὸ τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τὰ πάθη αὐτὰ μὲ τὴ δύνα­μη καὶ τὸ ἔλε­ός Του. Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι, ἐπει­δὴ ὁ ἴδιος ἀπο­τι­μᾷ ἔτσι τὸν ἑαυ­τό του, δηλα­δὴ ἕναν ἄξιο ἄνθρω­πο μὲ ἐξαι­ρε­τι­κὸ χαρα­κτῆ­ρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταί­ρι του σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο. Αὐτὸς ὁ ἐξαι­ρε­τι­κὸς χαρα­κτῆ­ρας κάνει προ­σπά­θειες καὶ θυσί­ες γιὰ νὰ δια­τη­ρη­θεῖ στὸ ὑψη­λὸ αὐτὸ ἐπί­πε­δο, ψηλό­τε­ρα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Αὐτὸ θέλει νὰ πεὶ ὅταν κομ­πά­ζει πῶς νηστεύ­ει δυὸ φορὲς τὴν ἑβδο­μά­δα καὶ δίνει τὸ δέκα­το ἀπ’ ὅλα ὅσα κερ­δί­ζει.

Πόσο εὔκο­λο τρό­πο διά­λε­ξε γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ Φαρι­σαῖ­ος! Εὐκο­λό­τε­ρο κι ἀπὸ τὸν πιὸ εὔκο­λο τρό­πο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν κατα­στρο­φή! ‘Ἀπ’ ὅλες τίς ἐντο­λὲς ποὺ ἔδω­σε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώ­πους, μέσῳ τοῦ Μωυ­σῆ, αὐτὸς διά­λε­ξε τίς δυὸ εὐκο­λό­τε­ρες. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅμως δὲν τηρεῖ καμιά. Ὁ Θεὸς δὲν ἔδω­σε τίς δυὸ αὐτὲς ἐντο­λὲς ἐπει­δὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγ­κη νὰ νηστεύ­ουν καὶ νὰ δίνουν τὸ δέκα­το τῆς περιου­σί­ας τους οἱ ἄνθρω­ποι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲ χρειά­ζε­ται ὁ Θεός. Δὲν ἔδω­σε τίς ἐντο­λὲς αὐτὲς στοὺς ἀνθρώ­πους σὰν αὐτο­σκο­πό, ἀλλά — ὅπως καὶ τίς ἄλλες ἐντο­λές- γιὰ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σουν στὴν ταπεί­νω­ση, στὴν ὑπα­κοὴ στὸ Θεό, στὴν ἀγά­πη γιὰ Ἐκεῖ­νον καὶ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο.

Μὲ λίγα λόγια, τίς ἐντο­λὲς ὁ Θεὸς τίς ἔδω­σε γιὰ νὰ διε­γεί­ρουν, νὰ μαλα­κώ­σουν καὶ νὰ φωτί­σουν τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Ὁ Φαρι­σαῖ­ος τηροῦ­σε τίς ἐντο­λὲς χωρὶς σκο­πό. Νήστευε κι ἔδι­νε τὸ δέκα­το τῆς περιου­σί­ας του ἀλλὰ μισοῦ­σε τοὺς ἄλλους, τοὺς περι­φρο­νοῦ­σε, στά­θη­κε μὲ ἀλα­ζο­νεία μπρο­στὰ στὸ Θεό. Παρέ­μει­νε ἕνα ἄκαρ­πο δέν­τρο. Ὁ καρ­πὸς δὲν ἔγκει­ται στὴ νηστεία, ἀλλὰ στὴν καρ­διά. Ὁ καρ­πὸς δὲν προ­κύ­πτει ἀπὸ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐντο­λὴ ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρ­διά. Ὅλες οἱ ἐντο­λὲς κι ὅλοι οἱ νόμοι ὑπάρ­χουν γιὰ νὰ βελ­τιώ­νουν τὴν καρ­διά. Νὰ τὴ θερ­μαί­νουν, νὰ τὴ φωτί­ζουν, νὰ τὴν ποτί­ζουν, νὰ τὴν περι­χα­ρα­κώ­νουν, νὰ τὴ σπέρ­νουν, νὰ τὴν καλ­λιερ­γοῦν. Κι όλ’ αὐτὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει ὁ ἀγρὸς τῆς καρ­διᾶς, ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ καὶ νὰ ώρι­μά­σει ὁ καρ­πός.

Ὅλα τὰ καλὰ ἔργα εἶναι μέσα, δὲν εἶναι σκο­πὸς εἶναι ἡ μέθο­δος, ὄχι ὁ καρ­πός. Σκο­πὸς εἶναι ἡ καρ­διὰ ποὺ φέρει τὸν καρ­πό.

Ὁ Φαρι­σαῖ­ος μὲ τὴν προ­σευ­χή του δὲν πέτυ­χε τὸν ἐπι­διω­κό­με­νο σκο­πό. Δὲν ἀπο­κά­λυ­ψε τὸ κάλ­λος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ τὴν ἀσχή­μια τῆς. Δὲ φανέ­ρω­σε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ τὴν ἀρρώ­στια. Ὁ Χρι­στὸς θέλη­σε μὲ τὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ νὰ μᾶς δεί­ξει πῶς, ὄχι μόνο ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος Φαρι­σαῖ­ος, ἀλλὰ τὸ σύνο­λο τῶν Φαρι­σαί­ων ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χὴ ἤθε­λε νὰ ἐξου­σιά­ζει τὸν ἰσραη­λι­τι­κὸ λαό. Θέλη­σε μὲ τὴν παρα­βο­λή Του ὁ Κύριος νὰ μᾶς δεί­ξει πῶς ἡ διε­στρα­μέ­νη εὐσέ­βεια κι ὁ πλα­νε­μέ­νος φαρι­σαϊ­σμὸς ἀνή­κουν καί σε μας, σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν χρι­στια­νῶν μέχρι τίς μέρες μας. Δὲν ὑπάρ­χουν σήμε­ρα ἀνά­με­σά μας χρι­στια­νοὶ ποὺ προ­σεύ­χον­ται στὸ Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, ὅπως καὶ Φαρι­σαῖ­ος; Δὲν εἶναι πολ­λοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀρχί­ζουν τὴν προ­σευ­χή τους μὲ κατη­γο­ρί­ες καὶ μομ­φὲς κατα τοῦ πλη­σί­ον τοὺς καὶ τελειώ­νουν μὲ αὐτο­εγ­κω­μια­σμούς; Δὲν εἶναι πολ­λοὶ ἐκεῖ­νοι ποὺ στέ­κον­ται μπρο­στὰ στὸ Θεὸ ὡς δανει­στὲς μπρο­στὰ στὸν ὀφει­λέ­τη τους; Δὲ λένε πολ­λοὶ ἀπό μας, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαί­νω στὴν ἐκκλη­σία, πλη­ρώ­νω τοὺς φόρους μου, κανω δωρε­ὲς στὴν ἐκκλη­σία δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπα­γες καὶ τοὺς συκο­φάν­τες, σὰν τοὺς ἄπι­στους καὶ τοὺς μοι­χούς. Αὐτοὶ μὲ στε­νο­χω­ροῦν ἐμέ­να. Ἐσύ, τί κάνεις, Θεέ μου; Για­τί δὲν τοὺς ἀφα­νί­ζεις αὐτούς, για­τί δὲν ἐπι­βρα­βεύ­εις ἐμέ­να γιὰ ὅλο αὐτὰ ποὺ κάνω γιὰ Σένα; Δὲ βλέ­πεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρ­διά μου, πόσο ὑγι­ὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;»

Πρέ­πει νὰ ξέρεις πῶς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξι­μος, «ὁ Θεὸς δὲν μπο­ρεῖ νά σε ἐξα­πα­τή­σει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖ­νον. Ὅλοι κάνουν το σταυ­ρό τους, μὰ δὲν προ­σεύ­χον­ται ὅλοι». Ὁ Φαρι­σαῖ­ος εἶναι «Ἀβρα­ὰμ ὡς πρὸς τὴ γενειά­δα του, μὰ Χὰμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».

Μ αὐτὸν τὸν τρό­πο μιλᾶ­νε οἱ Φαρι­σαῖ­οι. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἀκού­ει καὶ τοὺς στέλ­νει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαν­τᾷ: «Δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζω τὴν περι­γρα­φὴ ποὺ κάνε­τε στὸν ἑαυ­τό σας». Στὴν τελι­κὴ κρί­ση θὰ τοὺς πεί: «Οὔκ οἴδα ὑμᾶς». Δέν σας ξέρω. Ὁ Θεὸς δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀλλ’ ἀπὸ τίς καρ­διές τους. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκρι­βῶς τρό­πο ποὺ δὲν ἐκτι­μᾷ τὴ συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλ­λα της, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρ­πούς της.

Πὼς θά ‘πρε­πε νὰ προ­σευ­χη­θεῖ ἕνας ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς; Ἰδού, πῶς: «Καὶ ὁ τελώ­νης μακρό­θεν ἐστὼς οὐκ ἤθε­λεν οὐδε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐρα­νὸν ἐπᾶ­ραι, ἀλλ ἔτυ­πτεν εἰς τὸ στῆ­θος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἰλά­σθη­τί μοὶ τὼ ἁμαρ­τω­λῷ». Ὁ τελώ­νης ἔστε­κε μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσια­στή­ριο καὶ δὲν ἤθε­λε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώ­σει πρὸς τὸν οὐρα­νό, ἀλλὰ χτυ­ποῦ­σε τὸ στῆ­θος του κι ἔλε­γε: Θεέ μου, σπλα­χνί­σου κι ἐλέη­σέ μέ τον ἁμαρ­τω­λό.

Ὁ πραγ­μα­τι­κὸς ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς δὲν πηγαί­νει μπρο­στά, στὴν πρώ­τη θέση μέσα στὴν ἐκκλη­σία. Τί ἀνάγ­κη ἔχει νὰ τὸ κάνει αὐτό; Ὁ Θεὸς τὸν βλέ­πει καὶ στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλη­σί­ας τὸ ἴδιο, ὅπως κι ἂν στε­κό­ταν μπρο­στά. Ὁ ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς βρί­σκε­ται πάν­τα σὲ πραγ­μα­τι­κὴ μετά­νοια. «Ἡ μετά­νοια τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι πανη­γύ­ρι γιά το Θεό», λέει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Ὁ ταπει­νὸς ἄνθρω­πος στέ­κε­ται μακριά. Νιώ­θει τὴ μηδα­μι­νό­τη­τά του ἐνώ­πιον τοῦ Θεου, γεμί­ζει μὲ ταπεί­νω­ση μπρο­στὰ στὴ μεγα­λο­σύ­νη Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στής , ὁ «μεί­ζων ἕν γεν­νη­τοὺς γυναι­κών», ὁμο­λό­γη­σε ἔμφο­βος ὅταν τὸν πλη­σί­α­σε καὶ Χρι­στός: «Οὐκ εἰμὶ ἱκα­νὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάν­τα τῶν ὑπο­δη­μά­των αὐτοῦ» (Μάρκ. ἅ’7). Ἡ ἁμαρ­τω­λὴ γυναῖ­κα ἔπλυ­νε τὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὰ δάκρυά της. “Ὁ ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς εἶναι πολὺ ταπει­νός, νιώ­θει εὐτυ­χὴς μόνο ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Θεός του ἐπι­τρέ­πει νὰ πλη­σιά­σει στὰ πόδια Του.

Οὐκ ἤθε­λεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐρα­νὸν ἐπᾶ­ραι. Για­τί;

Τὰ μάτια εἶναι ὁ καθρέ­φτης τῆς ψυχῆς. Τίς ψυχι­κὲς ἁμαρ­τί­ες μπο­ρεῖς νὰ τίς δια­βά­σεις στὰ μάτια. Δὲν δια­πι­στώ­νεις κάθε μέρα πῶς, ὅταν ἕνας ἄνθρω­πος ἁμαρ­τά­νει, χαμη­λώ­νει τὰ μάτια τοῦ μπρο­στὰ στοὺς ἄλλους; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν τὰ μάτια ἑνὸς ἁμαρ­τω­λοῦ νὰ μὴ χαμη­λώ­σουν ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ παν­το­γνώ­στη; Κάθε ἁμαρ­τία ποὺ δια­πράτ­τε­ται μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώ­πους, δια­πράτ­τε­ται κι ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρ­χει ἁμαρ­τία στὴ γῆ ποὺ νὰ παρα­μεί­νει ἀπα­ρα­τή­ρη­τη ἀπό το Θεό. Ὁ ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς τὸ γνω­ρί­ζει αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ ταπει­νώ­νε­ται βαθιά, στέ­κε­ται μὲ ντρο­πὴ μπρο­στὰ στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παρα­βο­λὴ λέει, οὐκ ἤθε­λεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐρα­νὸν ἐπᾶ­ραι.

Ἀλλὰ για­τί χτυ­ποῦ­σε τὸ στῆ­θος του; Γιὰ νὰ δεί­ξει μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο πῶς τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὄργα­νο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρ­τά­νει ὁ ἄνθρω­πος. Οἱ σωμα­τι­κὲς ἐπι­θυ­μί­ες ὁδη­γοῦν τὸν ἄνθρω­πο στὶς μεγα­λύ­τε­ρες ἁμαρ­τί­ες. Ἡ λαι­μαρ­γία ὁδη­γεῖ στὴ λαγνεία. Ἡ λαγνεία ὁδη­γεῖ στὴν ὀργὴ κι αὐτὴ στὸ φόνο. Ἡ σωμα­τι­κὴ ψύχω­ση χωρί­ζει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἐξα­σθε­νί­ζει καὶ σκο­τώ­νει τὸν θεϊ­κὸ ἡρωι­σμὸ ποὺ ἐνυ­πάρ­χει στὸν ἄνθρω­πο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ τελώ­νης χτυ­πά­ει τὸ σῶμα του. Ξέρει καλὰ τὴν ἁμαρ­τία του, τὴν ταπεί­νω­σή του καὶ τὴν ντρο­πὴ ποὺ πρέ­πει νὰ νιώ­θει μπρο­στὰ στὸ Θεό.

Για­τί ὅμως χτυ­πά­ει κυρί­ως τὸ στῆ­θος του κι ὄχι τὸ κεφά­λι του ἢ τὰ χέρια του; Ἐπει­δὴ ἡ καρ­διὰ βρί­σκε­ται στὸ στῆ­θος. Κι ἡ καρ­διὰ εἶναι πηγὴ κάθε ἁμαρ­τί­ας καὶ κάθε ἀρε­τῆς. Εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώ­που ἐκπο­ρευό­με­νον, ἐκεῖ­νο κοι­νοὶ τὸν ἄνθρω­πον. ἔσω­θεν γὰρ ἐκ τῆς καρ­δί­ας τῶν ἀνθρώ­πων οἱ δια­λο­γι­σμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπο­ρεύ­ον­ται, μοι­χεῖ­αι, πορ­νεῖ­αι, φόνοι, κλο­παί, πλε­ο­νε­ξί­αι, πονη­ρί­αι, δόλος, ἀσέλ­γεια, ὀφθαλ­μὸς πονη­ρός, βλα­σφη­μία, ὑπε­ρη­φα­νία, ἀφρο­σύ­νη πάν­τα ταῦ­τα τὰ πονη­ρὰ ἔσω­θεν ἐκπο­ρεύ­ε­ται καὶ κοι­νοὶ τὸν ἄνθρω­πον» (Μάρκ. ζ’ 20–23). Γι αὐτὸ καὶ τελώ­νης χτυ­ποῦ­σε τὸ στῆ­θος του.

Ὁ Θεός, ἰλά­σθη­τί μοὶ τὼ ἁμαρ­τω­λῷ. Θεέ μου, σπλα­χνί­σου κι ἐλέη­σέ μέ τον ἁμαρ­τω­λό. Αὐτὰ ἔλε­γε ὁ τελώ­νης. Δὲν ἀπα­ριθ­μοῦ­σε οὔτε τὰ καλά του ἔργα οὔτε τὰ κακά. Ὁ Θεὸς τὰ γνω­ρί­ζει ὅλα. Κι ὁ Θεὸς δὲν ἐπι­θυ­μεῖ τὴν ἀπα­ρίθ­μη­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν, ἀλλὰ τὴν ταπεί­νω­ση καὶ τὴ μετά­νοια γιὰ όλ’ αὐτά. Ὁ Θεός, ἰλά­σθη­τί μοὶ τὼ ἁμαρ­τω­λῷ.

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λένε ὅλα. Θεέ μου, Ἐσὺ εἶσαι ὁ για­τρὸς κι ἐγὼ ὁ ἄρρω­στος. Μόνο Ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ μὲ θερα­πεύ­σεις, σὲ Σένα μόνο ἀνή­κω. Ὁ για­τρὸς εἶσαι Ἐσύ, θερα­πεία εἶναι τὸ ἔλε­ός Σου. Λέγον­τας ὁ ἄρρω­στος, ἰλά­σθη­τί μοὶ τὼ ἁμαρ­τω­λῷ, εἶναι σὰ νὰ λέει μὲ εἰλι­κρι­νῆ μετά­νοια: «Για­τρέ, δῶσε τὴ θερα­πεία σὲ μένα τὸν ἄρρω­στο. Κανέ­νας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὲ θερα­πεύ­σει παρὰ μόνο Ἐσύ, Θεέ μου. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρ­τον καὶ τὸ πονη­ρὸν ἐνώ­πιόν σου ἐποί­η­σα» (Ψαλμ. ν’6). Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους δὲν ὑπάρ­χει βοή­θεια γιὰ μένα, ὅσο δίκαιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί. Μόνο Ἐσὺ μπο­ρεῖς νὰ μὲ βοη­θή­σεις. Τίποτ’ ἄλλο δὲν μπο­ρεῖ νά με βοη­θή­σει. Οὔτε ἡ νηστεία μου, οὔτε τὸ δέκα­το τῆς περιου­σί­ας μου ποὺ δίνω οὔτε ὅλα τὰ καλά μου ἔργα. Μόνο τὸ ἔλε­ὸς Σοῦ μπο­ρεῖ νὰ γειά­νει τίς πλη­γὲς μοῦ σὰν φάρ­μα­κο σωστι­κό. Ὁ ἔπαι­νος τῶν ἀνθρώ­πων δὲν μπο­ρεῖ νὰ θερα­πεύ­σει τὰ τραύ­μα­τά μου, μᾶλ­λον τὰ χει­ρο­τε­ρεύ­ει. Ἐσὺ μόνα γνω­ρί­ζεις τὴν ἀρρώ­στια μοῦ κι Ἐσὺ ἔχεις καὶ τὴ θερα­πεία. Εἶναι ἄσκο­πο γιὰ μένα νὰ πάω ὁπου­δή­πο­τε ἄλλου ἢ νὰ προ­σευ­χη­θῶ σὲ ὁποιον­δή­πο­τε ἄλλον. Ἄν Ἐσὺ μὲ ἀπορ­ρί­ψεις, ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος δὲν μπο­ρεῖ νά με συγ­κρα­τή­σει ἀπὸ τὴν κατα­στρο­φή. Ἐσύ, μόνο Ἐσύ, Κύριε, μπο­ρεῖς, ἂν τὸ θέλεις. Θεέ μου, συχώ­ρε­σέ μέ, σῶσε με. Ὁ Θεός, ἰλά­σθη­τί μοί το ἁμαρ­τω­λῷ.

Τί λέει ὁ Κύριος τώρα, πὼς ἀπαν­τά­ει σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προ­σευ­χή; «Λέγω ὑμῖν, κατέ­βῃ οὗτος δεδι­καιω­μέ­νος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖ­νος» (Λουκ. ἰη΄14). Σὲ ποιόν ἀπευ­θύ­νει τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος; Σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ νομί­ζου­με πῶς εἴμα­στε δίκαιοι. Ὁ τελώ­νης εἶναι αὐτὸς ποὺ γύρι­σε στὸ σπί­τι του δικαιω­μέ­νος, ὄχι ὁ Φαρι­σαῖ­ος. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὁμο­λο­γεῖ μὲ ταπεί­νω­ση τίς ἁμαρ­τί­ες του γυρί­ζει στὸ σπί­τι του δικαιω­μέ­νος, ὄχι ὁ ἄδι­κος καὶ ἀλα­ζό­νας. Ὁ ταπει­νὸς καὶ μετα­νιω­μέ­νος ἄνθρω­πος δικαιώ­νε­ται, ὄχι ὁ αὐθά­δης, ὁ ματαιό­δο­ξος καὶ ὑπε­ρή­φα­νος. Ὁ για­τρὸς ἐλε­ει καὶ θερα­πεύ­ει τὸν ἄρρω­στο ποὺ ὁμο­λο­γεῖ τὴν ἀρρώ­στια του κι ἀνα­ζη­τᾷ θερα­πεία, ἐνῶ στέλ­νει ἄδειο στὸ σπί­τι του ἐκεῖ­νον ποὺ ἐπι­σκέ­πτε­ται τὸ για­τρὸ γιὰ νὰ κομ­πά­σει πῶς εἶναι ὑγι­ής.

Ὁ Κύριος τελειώ­νει τὴ θαυ­μά­σια παρα­βο­λή Του μὲ τὴν ἑξῆς διδα­χή: «ὅτι πὰς ὁ ὑψῶν ἑαυ­τὸν ταπει­νω­θή­σε­ται, ὁ δὲ ταπει­νῶν ἑαυ­τὸν ὑψω­θή­σε­ται» (Λουκ. ἰη’14). Ποιός εἶναι ὁ ὑψῶν ἑαυ­τὸν καὶ ποιός ὁ ταπει­νῶν; Κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑψω­θεῖ οὔτε ὅσο τὸ φάρ­δος μιᾶς τρί­χας, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὸν σηκώ­σει. Ἐδῶ ὅμως ἐννο­εῖ ἐκεῖ­νον ποὺ νομί­ζει πῶς ὑψώ­νε­ται μὲ τὸ νὰ σπεύ­δει νὰ κατα­λά­βει τὴν πρώ­τη θέση, μπρο­στὰ σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώ­πους ἐκεῖ­νον ποὺ κομ­πά­ζει γιὰ τὰ καλά του ἔργα ἐκεῖ­νον ποὺ ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ἀκό­μα καὶ μπρο­στὰ στὸ Θεὸ αὐτὸν ποὺ ταπει­νώ­νει καὶ περι­φρο­νεῖ τοὺς ἄλλους, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ φαί­νε­ται ἀνώ­τε­ρος. Σ’ ὅλες αὐτὲς τίς περι­πτώ­σεις, ἐκεῖ­νοι ποὺ πιστεύ­ουν πῶς ὑψώ­νον­ται, στὴν οὐσία ταπει­νώ­νον­ται. Ὅσο ἀνώ­τε­ροι φαν­τά­ζουν στὰ δικά τους τὰ μάτια ἢ καὶ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τόσο μικρό­τε­ροι φαί­νον­ται στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Τέτοιους ἀνθρώ­πους θὰ τοὺς ταπει­νώ­σει ὁ Θεός. Κάποια μέρα θὰ τοὺς κάνει νὰ νιώ­σουν τὴν ταπεί­νω­ση αὐτή. «Ὡσό­του ὁ ἄνθρω­πος ἀπο­κτή­σει ταπεί­νω­ση, δὲ θὰ λάβει τὴν ἀντα­πό­δο­ση τῶν ἔργων του. Ἡ ἀντα­πό­δο­ση δὲν δίδε­ται γιὰ τὰ ἔργα ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπεί­νω­ση», λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσα­ὰκ ὁ Σῦρος (Λόγος λδ’).

Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ ταπει­νώ­νει τὸν ἑαυ­τό του; Ὄχι βέβαια ἐκεῖ­νος ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ φαί­νε­ται ταπει­νό­τε­ρος, μὰ ἐκεῖ­νος ποὺ βλέ­πει τὴν ταπει­νό­τη­τά του ἐπει­δὴ εἶναι ἁμαρ­τω­λός. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαι­τεῖ ἄλλη ταπεί­νω­ση ἀπό μας, παρὰ μόνο τὴν αἴσθη­ση καὶ τὴν ὁμο­λο­γία τῆς ἀμαρ­τω­λό­τη­τάς μας. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ αἰσθά­νε­ται κι ὁμο­λο­γεῖ τὸ βάθος ὅπου τὸν βύθι­σε ἡ ἁμαρ­τία, εἶναι ἀδύ­να­το νὰ βυθι­στεῖ περισ­σό­τε­ρο. Ἡ ἁμαρ­τία μᾶς τρα­βά­ει πάν­τα χαμη­λά, στὸ βάθος τῆς κατα­στρο­φῆς, πιὸ βαθιὰ ἀπ’ ὅ,τι μπο­ροῦ­με νὰ φαν­τα­στοῦ­με. Λέει ὁ ἅγιος Μακά­ριος ὁ Αἰγύ­πτιος: «Ὁ ταπει­νὸς ἄνθρω­πος δὲν πέφτει ποτέ. Ποῦ μπο­ρεῖ νὰ πέσει, ἀφοῦ βρί­σκε­ται πιὸ χαμη­λὰ ἀπ’ ὅλους; Ἢ ματαιό­τη­τα εἶναι μεγά­λη αἰσχύ­νη, ἐνῶ ἡ ταπεί­νω­ση εἶναι ὕψος μεγά­λο, τιμὴ καὶ ἀξία» (Ὀμιλ. 19).

Μὲ λίγα λόγια: ‘Ἐκεῖ­νος ποὺ ἐνερ­γεῖ ὅπως ὁ τελώ­νης, τιμᾷ­ται. Ὁ πρῶ­τος (ὁ Φαρι­σαῖ­ος) δὲν μπο­ρεῖ νὰ θερα­πευ­τεῖ, για­τί δὲ βλέ­πει πῶς εἶναι ἄρρω­στος. Ὁ δεύ­τε­ρος (ὁ τελώ­νης) εἶναι ἄρρω­στος, ἀλλὰ βρί­σκε­ται στὸ στά­διο τῆς θερα­πεί­ας ἐπει­δὴ γνω­ρί­ζει τὴν ἀρρώ­στια τοῦ, παρα­κο­λου­θεῖ­ται ἀπό το για­τρὸ καὶ κάνει τὴ θερα­πεία του. Ὁ πρῶ­τος εἶναι σὰν τὸ λεῖο καὶ ψηλὸ δέν­τρο ποὺ μέσα του ὅμως εἶναι σάπιο καὶ γι’ αὐτὸ ἄχρη­στο στὸν οἰκο­δε­σπό­τη. Ὁ δεύ­τε­ρος εἶναι σὰν τὸ δέν­τρο ποὺ ἔχει ἀνώ­μα­λη ἐπι­φά­νεια κι ὁ κορ­μός του εἶναι στρα­βός, μὰ ὁ οἰκο­δε­σπό­της τὸ κατερ­γά­ζε­ται, φτιά­χνει δοκά­ρια καὶ τὰ χρη­σι­μο­ποιεῖ γιὰ τὸ σπί­τι του.

Ὁ Θεὸς νὰ ἐλε­ή­σει ὅλους τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ποὺ μετα­νο­οῦν, νὰ θερα­πεύ­σει ἀπὸ τὴν ἀρρώ­στια τῆς ἁμαρ­τί­ας ὅλους αὐτοὺς ποὺ προ­σεύ­χον­ται μὲ φόβο καὶ δοξά­ζουν τὸν πανεύ­σπλα­χνο Πατέ­ρα, τὸν μονο­γε­νῆ Του Υἱὸ καὶ τὸ Πανά­γιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ Εὐερ­γέ­της μας

«Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοί» (Λουκ. 18, 11)

Ε ΙΝΕ Πρωϊ. Ὁ ἥλιος δὲν βγῆ­κε ἀκό­μη. Δύο ἄνθρω­ποι Ὁ θεός, ξύπνη­σαν, πλύ­θη­καν, ντύ­θη­καν στὰ γιορ­τι­νά τους καὶ χαρού­με­νοι βγαί­νουν ἀπὸ τὸ σπί­τι τους. Ποῦ πηγαί­νουν; Σὲ γάμο, σὲ χορό, σὲ δια­σκε­δά­σεις; Ὀχι. Πηγαί­νουν νὰ συναν­τή­σουν το Βασι­λιᾶ. Πηγαί­νουν στὸ ἀνά­κτο­ρο. Κάτι ἀνώ­τε­ρο πηγαί­νουν στὴν ἐκκλη­σία. Αὐτὴ εἶνε τὸ παλά­τι τοῦ Θεοῦ. Ώ ἡ ἐκκλη­σία! Ὑπάρ­χει ἄλλο σπί­τι ἀνώ­τε­ρο; Ἐκεῖ πηγαί­νουν. Καὶ ὅμως ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι, ποὺ δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλη­σία. Κάπο­τε βέβαια θὰ πᾶνε. Θὰ τοὺς πᾶνε μιὰ μέρα, ὅταν πεθά­νουν. Μὰ τότε τί τὸ ὄφε­λος; Τώρα ποὺ εἴμα­στε ζων­τα­νοὶ πρέ­πει νὰ πηγαί­νου­με στὴν ἐκκλη­σία. Καὶ ἀλλοί­μο­νο ἂν δὲν πηγαί­νου­με. Δὲν πρέ­πει νὰ λεγό­μα­στε ἄνθρω­ποι. Για­τί ἄνθρω­πος λέγε­ται ἐκεῖ­νος, ποὺ δὲν ἔχει σκυμ­μέ­νο τὸ κεφά­λι στὴ γῆ σὰν τὰ κτή­νη, ἀλλὰ σηκώ­νει τὰ μάτια του καὶ βλέ­πει τὸν οὐρα­νό, κάνει τὴν προ­σευ­χή του καὶ δοξά­ζει το Θεό. Ἄνθρω­ποι, «ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρ­δί­ας», φωνά­ζει ἡ Ἐκκλη­σία μας.

Ἀλλ’ ἂς ἐπα­νέλ­θου­με στοὺς δυὸ ἀνθρώ­πους, ποὺ ξεκί­νη­σαν πρωὶ νὰ πᾶνε στὸ ναό. Ποιοὶ εἶνε; Μας τὸ λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ φαρι­σαῖ­ος, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ τελώ­νης. Ἄνθρω­ποι καὶ οἱ δυό. Ἄνθρω­ποι ὅμοιοι στὴ μορ­φή, ἀλλὰ δια­φο­ρε­τι­κοὶ στὴν ψυχή. Πόσο δια­φέ­ρει ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, αὐτὸ θὰ φανῇ ἀπὸ τὸν τρό­πο ποὺ θὰ στα­θοῦν μέσα στὸ ναό. Θὰ φανῇ ἀπὸ τὴν προ­σευ­χὴ ποὺ θὰ κάνουν.

Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο λέει, ὅτι οἱ δυὸ ἄνθρω­ποι «ἀνέ­βη­σαν εἰς τὸ ἱερὸν προ­σεύ­ξα­σθαι» (Λουκ. 18, 10). Ἀκοῦς; Πῆγαν στὴν ἐκκλη­σία γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Ὁ ναὸς εἶνε οἶκος προ­σευ­χῆς. Μαζεύ­ον­ται ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ ἀγα­πη­μέ­νη οἰκο­γέ­νεια. Ἄνθρω­πε, πηγαί­νεις στὴν ἐκκλη­σία; Δὲν θὰ στέ­κε­σαι ἐπι­δει­κτι­κά, δὲν θὰ κοι­τά­ζῃς δεξιὰ κι ἀρι­στε­ρά, δὲν θὰ κου­βεν­τιά­ζῃς, δὲν θὰ γελᾷς, δὲν θὰ χασμου­ριέ­σαι, δὲν θὰ κρι­τι­κά­ρῃς τὸν παπᾶ καὶ τὸν ψάλ­τη, δὲν θ’ ἀφή­νῃς τὸ μυα­λό σου νὰ σκέ­πτε­ται ἄλλα πράγ­μα­τα ἐκτὸς ἀπό το Θεό. Ἄν κάνῃς αὐτά, τότε ἁμαρ­τά­νεις. Για­τί ὁ ναὸς δὲν εἶνε καφε­νεῖο καὶ θέα­τρο. Ὁ ναὸς εἶνε τόπος ἱερός, εἶνε τόπος φοβε­ρός, ποὺ καὶ οἱ ἄγγε­λοι ἀκό­μα τρέ­μουν. Λέγε κ’ ἐσὺ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰακώβ, ὅταν εἶδε μιὰ σκά­λα νὰ ἑνώ­νῃ τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρα­νό, καὶ ἄγγε­λοι νὰ κατε­βαί­νουν καὶ ν’ ἀνε­βαί­νουν: «Ὡς φοβε­ρὸς ὁ τόπος οὗτος οὐκ ἔστι τοῦ­το ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὐτη ἡ πύλη τοῦ οὐρα­νοῦ» (Γέν. 28, 17).

Ἄς δοῦ­με τώρα τί προ­σευ­χὴ ἔκα­ναν αὐτοὶ οἱ δυὸ ἄνθρω­ποι, ποὺ πῆγαν στὸ ναό. Ἄς δοῦ­με πρῶ­τα τὴν προ­σευ­χὴ ποὺ ἔκα­νε ὁ φαρι­σαῖ­ος. «Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοί» (Λουκ. 18, 11). Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶ­τες λέξεις, ποὺ εἶπε ὁ φαρι­σαῖ­ος στὴν προ­σευ­χή του. Καλὰ ἄρχι­σε. Καὶ ἂν ἔλε­γε μόνο αὐτὲς τίς τρεῖς λέξεις, ποιός μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν κατη­γο­ρή­σῃ; Ὁ Θεὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγά­λος εὐερ­γέ­της, καὶ ὁ ἄνθρω­πος, ποὺ ἀπο­λαμ­βά­νει τίς μύριες εὐερ­γε­σί­ες του, πρέ­πει νὰ λέη πάν­το­τε Θεέ μου, σ’ εὐχα­ρι­στῶ.

Ἀλλ’ ἴσως ρωτή­σῃ κανείς: Ποιὲς εἶνε οἱ εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ; Ἄνθρω­πε, τυφλὸς εἶσαι καὶ δὲν βλέ­πεις τὰ μύρια ἀγα­θὰ ποὺ δίνει ὁ Θεός; «Ἐν τῷ Θεῷ ζῶμεν καὶ κινού­με­θα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 17, 28). Τὸ ψάρι ζὴ μέσα στὴ θάλασ­σα. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος ζὴ μέσα στὴ θάλασ­σα τῶν εὐερ­γε­σιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅπου νὰ κινη­θῇ τὸ ψάρι, θάλασ­σα ἔχει. Καὶ ὁ ἄνθρω­πος ὅπου νὰ κινη­θῇ, τὰ ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει. Νὰ μετρή­σου­με τίς εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ; Ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχί­σου­με καὶ ποὺ νὰ τελειώ­σου­με. Σκέ­ψου τί ἤσουν πρὶν νὰ γεν­νη­θῇς. Ἕνα μηδέν. Ποιός ἀπὸ τὴν ἀνυ­παρ­ξία σὲ ἔφε­ρε στὴν ὕπαρ­ξι; Καὶ δὲν σὲ ἔκα­νε πέτρα, δέν­τρο, τετρά­πο­δο. Σὲ ἔκα­νε ἄνθρω­πο. Δὲν σὲ ἔρρι­ξε στὸ φεγ­γά­ρι ἢ σὲ κανέ­να ἄλλο ἀστέ­ρι, ὅπου δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἀέρας οὔτε νερὸ οὔτε φωτιὰ οὔτε ζῶα. Σ’ αὐτὰ τὰ ἄλλα ἄστρα ἦταν ἀδύ­να­το νὰ ζήσῃς. Ἐδῶ στὴ γῆ σὲ ἔβα­λε, ποὺ εἶνε ἕνας μικρὸς παρά­δει­σος. Σὲ ἔκα­νε λοι­πὸν ἄνθρω­πο. Σὲ τίμη­σε. Σὲ προί­κι­σε μὲ ὄργα­να καὶ ἐργα­λεῖα, ποὺ καμ­μιὰ ἐπι­στή­μη δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ. Σοῦ ἔδω­σε μάτια γιὰ νὰ βλέ­πῃς καὶ ν’ ἀπο­λαμ­βά­νῃς αὐτὸ τὸ πανό­ρα­μα ποὺ λέγε­ται φύσις. Σοῦ ἔδω­σε αὐτιά, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὸ κελάϊ­δη­μα τῶν που­λιῶν, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀγα­πη­τῶν σου προ­σώ­πων, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὴ γλυ­κειὰ φωνὴ τῆς θεί­ας διδα­σκα­λί­ας. Σοῦ ἔδω­σε χέρια καὶ πόδια, γιὰ νὰ ἐργά­ζε­σαι. Σοῦ ἔδω­σε μιὰ καρ­διά, ποὺ χτυ­πά­ει κάθε δευ­τε­ρό­λε­πτο. Σοῦ ἔδω­σε μυα­λό, ποὺ δὲν εἶνε σὰν τὸ μυα­λὸ τῶν ζώων, ἀλλ’ εἶνε ἕνα μυα­λὸ θαῦ­μα, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σκέ­πτε­ται, ν’ ἀνα­κα­λύ­πτῃ καὶ νὰ ἐφευ­ρί­σκῃ χίλια δυὸ πράγ­μα­τα. Σοῦ ἔδω­σε μιὰ συνεί­δη­ση, γιὰ νὰ μπο­ρῇς νὰ ξεχω­ρί­ζῃς τὸ καλὸ ἀπ’ τὸ κακό. Σοῦ ἔδω­σε ψυχὴ ἀθά­να­τη. Μὲ λίγες λέξεις, σὲ ἔπλα­σε «κατ’ εἰκό­να καὶ ὁμοί­ω­σιν αὐτοῦ» (Γέν. 1, 26).

Σὰν πατέ­ρας στορ­γι­κὸς κάθε μέρα ἐδῶ στὴ γῆ σοῦ στρώ­νει τρα­πέ­ζι. Ὁ ἀέρας ποὺ ἀνα­πνέ­εις, τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, τὸ σιτά­ρι ποὺ κάνεις ψωμί, τὸ γάλα, τὸ κρέ­ας, τὰ λαχα­νι­κά, τὰ φροῦ­τα ποὺ Τρώς, τὸ μαλ­λὶ ποὺ κάνεις ροῦ­χα καὶ ντύ­νε­σαι, τὰ ξύλα ποὺ κάνεις κάρ­βου­νο γιὰ νὰ ζεσταί­νε­σαι, τὸ σίδε­ρο ποὺ κάνεις ἀλέ­τρι, ὁ ἥλιος ποὺ σὲ φωτί­ζει καὶ σὲ θερ­μαί­νει, τὸ χρυ­σά­φι ποὺ κάνεις νομί­σμα­τα, οἱ πρῶ­τες ὗλες ποὺ κάνεις τὰ μηχα­νι­κά σου προ­ϊ­όν­τα, τὰ βότα­να ποὺ κάνεις τὰ φάρ­μα­κα, ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ἀγα­θὰ τίνος εἶνε, δικά σου; Ὄχι. Τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ὁ Θεὸς τὰ ἔδω­σε, γιὰ νὰ ζῆς καὶ νὰ τὸ ἀπο­λαμ­βά­νῃς. Λοι­πόν, ἄνθρω­πε, ποὺ κολυμ­πᾷς μέσα στὸν ὠκε­α­νὸ τῶν εὐερ­γε­σιῶν τοῦ Θεοῦ, πὲς Θεέ μου, σ’ εὐχα­ρι­στῶ.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὰ ὑλι­κὰ ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεός. Εἶνε καὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀγα­θά, ποὺ εἶνε ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ τὰ ὑλι­κά. Δυστυ­χῶς λίγοι τὰ αἰσθά­νον­ται καὶ εὐγνω­μο­νοῦν τὸν Εὐερ­γέ­τη. Ποιά εἶνε αὐτά; Ἄνοι­ξε τὸ Εὐαγ­γέ­λιο καὶ θὰ δῇς τὸ πνευ­μα­τι­κὸ πανό­ρα­μα. Θὰ μεί­νῃς κατά­πλη­κτος. Θὰ δῇς τί ἔκα­νε ὁ Θεὸς γιὰ σένα, γιὰ τὴν ψυχι­κή σου σωτη­ρία. Ἡ ἁμαρ­τία σὲ ἔκα­νε ἕνα σκου­λή­κι βρω­με­ρό, ποὺ ζῆ καὶ κυλιέ­ται μέσα στὴ λάσπη. Μιὰ ἀηδία εἶνε ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χρι­στός, πῆρε τὸ σκου­λή­κι, πῆρε τὸν ἁμαρ­τω­λό, τὸν ἀκά­θαρ­το ἄνθρω­πο, τὸν ἔπλυ­νε, τὸν καθά­ρι­σε μὲ τὸ τίμιό του αἷμα καὶ τοῦ ἔδω­σε τὴ δύνα­μη νὰ φθά­σῃ στὰ οὐρά­νια. Ἀπὸ σκου­λή­κι νὰ γίνῃ ἀετός, ἀπὸ κτῆ­νος ἄγγε­λος. Ἀπὸ παλαιὸς ἄνθρω­πος νέος ἄνθρω­πος, νέα ὕπαρ­ξις, ποὺ τὴν προ­ο­ρί­ζει νὰ ζήσῃ σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο, ποὺ γλῶσ­σα ἀνθρώ­πων δὲν μπο­ρεῖ νὰ περι­γρά­ψῃ. Νὰ ζήσῃ μέσα στὴ βασι­λεία του. «Τί ἀντα­πο­δώ­σω­μεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάν­των ὤν ἀντα­πέ­δω­κεν ἡμῖν;».

Γιὰ ὅλες λοι­πὸν αὐτὲς τίς εὐερ­γε­σί­ες θὰ ἔπρε­πε διαρ­κῶς νὰ εὐχα­ρι­στοῦ­με το Θεό. Θὰ ἔπρε­πε νὰ πηγαί­νου­με στὴν ἐκκλη­σία καὶ νὰ λέμε κ’ ἐμεῖς «Ὁ Θεός, εὐχα­ρι­στῶ σοί» (Λουκ. 18, 11). Νὰ τὸ λέμε ὅμως ὄχι ὅπως τὸ ἔλε­γε ὁ φαρι­σαῖ­ος, μὲ μιὰ καρ­διὰ ἀκά­θαρ­τη ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴν κατά­κρι­σι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ τὸ λέμε μὲ μιὰ καρ­διὰ γεμά­τη ταπεί­νω­ση καὶ εὐγνω­μο­σύ­νη, μὲ μιὰ βαθειὰ συναί­σθη­ση, ὅτι τέτοιοι ποὺ εἴμα­στε, δὲν εἴμα­στε ἄξιοι ν’ ἀπο­λαμ­βά­νου­με κανέ­να ἀπὸ τὰ ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀντι­θέ­τως εἴμα­στε ἄξιοι τιμω­ρί­ας μεγά­λης. Εἴμα­στε ἄξιοι τῆς αἰω­νί­ου κολά­σε­ως. Ἀλλ’ ὼ Θεέ, δός μας τὸ ἔλε­ός σου καὶ σῶσε μας! Τὸ ἀνα­γνω­ρί­ζου­με, εἴμα­στε ἁμαρ­τω­λὰ παι­διά σου, ἀνά­ξια τῆς ἀγά­πης σου. Σὰν τὸν τελώ­νη τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου στε­κό­μα­στε ἐδῶ στὸ ναό σου, κλαῖ­με ὅλοι τὰ ἁμαρ­τή­μα­τά μας καὶ φωνά­ζου­με: «Ὁ Θεός, ἰλά­σθη­τι ἡμῖν τοῖς ἁμαρ­τω­λοῖς» (Λουκ. 18, 13).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek