ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ) - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (ΙΗ΄ 9 - 14)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 10Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
9 Είπε δε και προς μερικούς, που είχαν την αλαζονικήν αυτοπεποίθησιν ότι είναι δίκαιοι και περιφρονούσαν τους άλλους, την παραβολήν αυτήν. 10 “Δυο άνθρωποι ανέβησαν στο ιερόν να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. 11 Ο Φαρισαίος εστάθη επιδεικτικώς δια να προκαλή εντύπωσιν· και δια να δοξάση τον ευατόν του, αυτά προσηύχετο· Σε ευχαριστώ, Θεε μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί η και ωσάν αυτός ο τελώνης. 12 Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πεμπτην, δίδω το δέκατον από όλα γενικώς όσα αποκτώ. Εγώ είμαι ενάρετος. 13 Και ο τελώνης, που εστέκετο κάπου μακρυά από το θυσιαστήριον, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώση στον ουρανόν, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγων· Θεε μου, σπλαγχνίσου με τον αμαρτωλόν και συγχώρησέ με. 14 Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίον τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένας τας αμαρτίας του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος. Διότι κάθε ένας που υψώνει τον ευατόν του, θα ταπεινωθή από τον Θεόν και θα καταδικασθή, ενώ εξ αντιθέτου εκείνος που ταπεινώνει τον ευατόν του θα υψωθή και θα δοξασθή από τον Θεόν”.
9 Σε μερικούς μάλιστα που είχαν τη βεβαιότητα και την αυτοπεποίθηση ότι είναι δίκαιοι και ενάρετοι, και γι’ αυτό περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παραβολή αυτή: 10 Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν? ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. 11 Ο Φαρισαίος στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, και προσευχόταν προς τον εαυτό του και για τον εαυτό του με τα εξής λόγια: Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη. Ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. 12 Έχω όμως και αρετές: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα κα Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο απ’ όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη κι από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη “δεκάτη”. 13 Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό. 14 Σας βεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό.
9 Eἶπε δὲ καὶ γιὰ μερικούς, ποὺ εἶχαν πεποίθησι στοὺς ἑαυτούς τους ὅτι εἶναι ἐνάρετοι, καὶ θεωροῦσαν τοὺς ἄλλους μηδέν, αὐτὴ τὴν παραβολή: 10 «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. 11 Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μόνος καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν προσευχή: “Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι ἐκβιασταί, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. 12 Nηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα ἀποκτῶ”. 13 Ὁ δὲ τελώνης στάθηκε μακριά (πολὺ πίσω), καὶ δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ πρὸς τὸν οὐρανό. Kτυποῦσε δὲ τὸ στῆθος του λέγοντας: “Θεέ μου, σπλαγχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό”. 14 Σᾶς βεβαιώνω: Kατέβηκε αὐτὸς δικαιωμένος στὸ σπίτι του, καὶ ὄχι ἐκεῖνος. Ὁπωσδήποτε καθένας, ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ ταπεινωθῇ, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ ὑψωθῇ».
Πνευματικά θησαυρίσματα από ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
Αν θέλεις να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Τί ὑπερηφανεύεται γῆ καὶ σποδός;(:Γιατί έχει τόση αλαζονεία και υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, που είναι χώμα και στάχτη;)»[Σοφία Σειράχ 10,9]. Κι αν εκείνος σου πει ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά τον θάνατό του, δώσε του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του· έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμη του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του»[Σοφ.Σειρ.10,9: «Ὅτι ἐν ζωῇ ἔῤῥιψα τὰ ἐνδόσθια αὐτοῦ(:Διότι του υπερήφανου ανθρώπου, ενόσω ακόμη ζούσε, έριξα κάτω τα εντόσθιά του)»].
Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφτεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα, ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλά απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Με αυτόν τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει «Θα ανέβω στον ουρανό» [βλ. Ησ. 14,13-16: «Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βοῤῥᾶν, ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ,νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς. οἱ ἰδόντες σε θαυμάσονται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦσιν· οὗτος ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν, ὁ σείων βασιλεῖς;(:Εσύ λοιπόν όταν ζούσες, είπες με τον νου σου: ’’Θα ανεβώ στον ουρανό, επάνω στα αστέρια του ουρανού θα στήσω τον θρόνο μου, θα καθίσω ένδοξος βασιλιάς σε όρος υψηλό, στα όρη τα υψηλά, που βρίσκονται προς τον Βορρά. Θα ανεβώ’’, είπες, ‘’επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψιστο Θεό’’. Τώρα ιδού, θα κατεβείς στον άδη, στα βάθη, όπου υπάρχουν τα θεμέλια της γης. Οι άνθρωποι, οι οποίοι θα δουν το κατάντημά σου, θα καταπλαγούν και θα πουν: ’’αυτός λοιπόν είναι ο άνθρωπος που ανετάρασσε και τρομοκρατούσε την οικουμένη, συγκλόνιζε και κατεκρήμνιζε τους βασιλείς;’’»],πού θα έφτανε με το λογισμό του αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει τον λαιμό του, να ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;»[: Σοφ. Σειρ. 10,9].
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θα αναφωνήσεις και εσύ μαζί με τον προφήτη: «Πᾶσα σάρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου(:Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι και η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο)»[Ησ. 40,6].
Γιατί λοιπόν υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και σκιά, χορτάρι και αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουν εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος με όσους συναντάς στην αγορά. Αν λοιπόν είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;
Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε με εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν πάλι είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σε εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν να αντικρίσεις.
Ο άνθρωπος και τα ανθρώπινα δεν είναι, θα το ξαναπώ, παρά χώμα και στάχτη και καπνός και σκιά και ό,τι πιο μηδαμινό από αυτά. Γιατί, πες μου, τι είναι εκείνο που θεωρείς μεγάλο; Ένα πολιτειακό αξίωμα; Ποιο; Το αξίωμα του «υπάτου»; Βέβαια, πολλοί νομίζουν ότι μεγαλύτερο αξίωμα δεν υπάρχει. Ε λοιπόν, από τον άνθρωπο που ανέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δεν έχει ένας άλλος, που δεν είναι ύπατος. Και οι δύο στην ίδια ανθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Και οι δύο ύστερα από λίγο δε θα υπάρχουν.
Πότε έγινε ύπατος; Και για πόσον καιρό έμεινε ύπατος; Πες μου! Για δύο μέρες; Μα αυτό γίνεται και στα όνειρα. «Ναι, αλλά είναι όνειρα», απαντάς. Ε και; Όσα συμβαίνουν την ημέρα, δεν είναι όνειρα; Γιατί να μην τα λέμε και αυτά όνειρα; Όπως όταν ξημερώσει, αποδεικνύεται ότι τα όνειρα δεν είναι τίποτα, έτσι και όταν νυχτώσει, αποδεικνύεται ότι τα γεγονότα της ημέρας δεν είναι τίποτα. Και όπως την ημέρα δεν δοκιμάζει κανείς ευχαρίστηση από τα όνειρα που είδε τη νύχτα, έτσι και τη νύχτα δεν δοκιμάζει καμίαν απόλαυση από όσα έγιναν την ημέρα.
Έγινες λοιπόν ύπατος; Έγινα κι εγώ τη νύχτα στο όνειρό μου. «Ναι», λες, «αλλά εγώ έγινα πραγματικά, ενώ εσύ φανταστικά». Και τι μ’ αυτό; Δεν έχεις τίποτα περισσότερο από εμένα, εκτός από το ότι οι άνθρωποι λένε για σένα. «Ο τάδε είναι- ή ήταν-ύπατος», κι από τη φράση τούτη δοκιμάζεις μια κενόδοξη ευχαρίστηση. Τέλειωσε η φράση; Εξαφανίστηκε και η ευχαρίστηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την πραγματικότητα: Τέλειωσε η υπατεία; Εξαφανίστηκε η δόξα.
Ας δεχθούμε, όμως ότι κάποιος έγινε ύπατος και έμεινε στο αξίωμα αυτό όχι για δυο μέρες, αλλά για δύο ή τρία τέσσερα χρόνια. Σε ρωτάω, λοιπόν πού είναι όσοι διετέλεσαν ύπατοι για δέκα χρόνια; Πουθενά. Τους ξέχασαν όλοι. Σκέψου τώρα τον απόστολο Παύλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αυτός; Όχι. Ονομαστός ήταν όσο ζούσε, περισσότερο ονομαστός έγινε αφού πέθανε, κοσμοξάκουστος είναι και σήμερα, τόσους αιώνες μετά την κοίμησή τους. Και αυτό μόνο στη γη. Γιατί ποια λόγια μπορούν να παραστήσουν τη δόξα και τη λαμπρότητά του στον ουρανό;
Όπως βλέπουμε τα κύματα, τη μια στιγμή να ανεβαίνουν σε τεράστιο ύψος και την άλλη να χαμηλώνουν, έτσι βλέπουμε κα όσους κυριεύονται από αλαζονεία για τα πλούτη τους ή τη δόξα τους, τη μια στιγμή να είναι ψηλά και την άλλη να ταπεινώνονται ελεεινά. Αυτούς υπαινίσσεται ο μακάριος Δαβίδ, όταν λέει: «Μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος, ἢ ὅταν πληθυνθῇ ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ· ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ. ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλογηθήσεται· ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν ἀγαθύνῃς αὐτῷ. εἰσελεύσεται ἕως γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, ἕως αἰῶνος οὐκ ὄψεται φῶς. καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς(:Μην ταράζεσαι, όταν ένας ασεβής άνθρωπος πλουτίζει ή όταν μεγαλώνει η δόξα του σπιτιού του· διότι όταν πεθάνει, τίποτε δεν θα πάρει μαζί του από τα πλούτη του, ούτε η δόξα του θα κατεβεί μαζί με αυτόν στον άδη. Εφόσον βέβαια ζει τον παρόντα επίγειο βίο, θα επαινείται από τους κόλακες, και αυτός ο ίδιος θα επαινέσει και εσένα, όταν θα εκτραπείς σε κολακείες και επαίνους προς αυτόν. Θα πεθάνει όμως και θα μεταβεί να συναντήσει τους προγόνους του. Ποτέ πλέον δεν θα δει το φως του ήλιου. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενώ έχει πάρει από τον Θεό την ανυπολόγιστη τιμή της λογικής του φύσεως, δε συνετίστηκε, αλλά έταξε τον εαυτό του στη θέση των ανόητων κτηνών, έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπο της ζωής και τα ένστικτα)» [Ψαλμ. 48,17]. Καλά λοιπόν είπε ο Δαβίδ: «Μην ταράζεσαι». Γιατί ύστερα από λίγο, θα δεις τον πλούσιο ή τον δοξασμένο να είναι πεσμένος χάμω, νεκρός και ακίνητος, γυμνωμένος από τα επίγεια αγαθά. Τίποτε από αυτά δεν μπορεί να πάρει μαζί του. Τα αφήνει όλα εδώ και φεύγει για πάντα, φορτωμένος μόνο με την κακία του και τις αμαρτίες του.
Σωστά λοιπόν το πάθος αυτό έχει ονομαστεί κενοδοξία, που σημαίνει κενή, δηλαδή άδεια, δόξα· γιατί ουσιαστικά είναι άδεια, δεν έχει τίποτα το χρήσιμο. Είναι σαν ένα προσωπείο με υπέροχα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που καθώς είναι ψεύτικο και κενό από μέσα, μολονότι ωραιότερο από αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο, δεν κάνει ποτέ κανέναν να το ερωτευθεί. Τέτοια είναι και η τιμή, η υπόληψη, που θέλει να απολαμβάνει κανείς από τον κόσμο, ή μάλλον πολύ χειρότερη. Γιατί τίποτα δεν αποξενώνει τόσο τον άνθρωπο από τη φιλανθρωπία του Θεού, τίποτα δεν τον ρίχνει τόσο εύκολα στη φωτιά της κολάσεως όσο η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η έπαρση, η αλαζονεία.
Έχουμε υπερηφάνεια; Η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω κι αν είμαστε σωματικά αγνοί, έστω κι αν κάνουμε νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες. «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος(:Ακάθαρτος είναι μπροστά στον Θεό κάθε υπερήφανος)», λέει η Αγία Γραφή[:Παροιμ. 16,5]. Και είναι τόσο μεγάλο κακό η κενοδοξία, όχι μόνο γιατί παρασύρει στην αμαρτία όσους κυριεύει, αλλά και γιατί συνοδεύει συχνά ακόμα και την αρετή. Αν δεν μπορέσει να μας βγάλει από τον δρόμο της αρετής, μας βλάπτει χρησιμοποιώντας την ίδια την αρετή, καθώς μας αναγκάζει να υπομένουμε τους κόπους της, μας στερεί όμως τους καρπούς της. Δεν είναι δυνατόν, όταν κανείς επιθυμεί και την αρετή και τη δόξα, να πετύχει και τις δύο. Μπορεί βέβαια να αποκτήσει και τις δύο, όταν επιδιώκει μόνο τη μία, την ουράνια αρετή, οπότε είναι δυνατό να ακολουθήσει και η δόξα. Όταν όμως επιθυμεί και τις δύο, καμία δεν θα πετύχει.
Εκείνος, δηλαδή, που κάνει μια καλή πράξη, προσπαθώντας να κερδίσει και τη δόξα των ανθρώπων, είτε μπορέσει να αποκτήσει αυτήν τη δόξα είτε όχι, παίρνει την αμοιβή του στην παρούσα ζωή, και καμιάν ανταμοιβή δεν θα πάρει για την καλή του πράξη στην άλλη ζωή. Γιατί; Επειδή στέρησε τον εαυτό του από τη γενναιοδωρία του Κυρίου, προτιμώντας τη μικρή δόξα των ανθρώπων από τη μεγάλη και αιώνια δόξα του δίκαιου Κριτή.
Από το άλλο μέρος, εκείνος που ασκεί κάποια πνευματική αρετή μόνο και μόνο για να είναι ευάρεστος στο Θεό, και την αρετή του διατηρεί ακέραιη και πλούτο αδαπάνητο αποταμιεύει στον ουρανό και παρηγοριά μεγάλη νιώθει από τη χρηστή προσδοκία της μελλοντικής αιώνιας ζωής. Αυτός, μαζί με τη θεϊκή ανταμοιβή του, που βρίσκεται ασφαλισμένη στο θησαυροφυλάκιο του ουρανού, θα γνωρίσει, χωρίς να το θέλει, και την ανθρώπινη δόξα. Γιατί τότε απολαμβάνουμε άφθονη τη δόξα, όταν αδιαφορούμε γι’ αυτήν, όταν δεν την επιζητούμε.
Έτσι λοιπόν όλα τα κερδίζει όποιος ταπεινά κάνει το καθετί για τον Θεό, και όλα τα χάνει όποιος υπερήφανα επιδιώκει την τιμή των ανθρώπων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Θέματα ζωής(από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 29-35.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
Πνευματικά θησαυρίσματα από ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Αν η αμαρτία, όταν είναι ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη, τρέχει τόσο γρήγορα στο δρόμο της θεϊκής ευσπλαχνίας, ώστε μπορεί να ξεπεράσει και την αρετή που τρέχει με αλαζονεία, τότε πού δεν θα φτάσει η αρετή, όταν συνυπάρχει με την ταπεινοφροσύνη; Αν εκείνοι που ομολογούν τα αμαρτήματά τους, βρίσκουν έλεος από τον Κύριο, τότε πόσα στεφάνια δεν θα κερδίσουν εκείνοι που έχουν πλήρη επίγνωση των αγαθών τους πράξεων και παραμένουν ταπεινοί;
Έχεις πραγματοποιήσει αναρίθμητα καλά έργα; Έχεις αποκτήσει κάθε αρετή; Όλα αυτά είναι μάταια και ανώφελα, αν δεν συνοδεύονται από την ταπεινοφροσύνη. Κανένα, μα κανένα κατόρθωμα δεν μπορεί να σταθεί δίχως αυτήν.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με σώμα και ψυχή, δηλαδή με ένα στοιχείο υλικό και με ένα πνευματικό, είναι και τούτος: όταν κυριεύεται από την αλαζονεία, να ταπεινώνεται από την ευτέλεια του φθαρτού σώματος, και όταν του έρχεται λογισμός εξευτελιστικός για τη θεόπλαστη φύση του, να ενθαρρύνεται από την ευγένεια της αθάνατης ψυχής του. Γι’ αυτό είναι καλό να συλλογιζόμαστε την καταγωγή μας, να θυμόμαστε από τι και πώς δημιουργηθήκαμε.
Έβαλε ακόμα μέσα μας ο Θεός μεγάλες δυνάμεις, αλλά και πολλές αδυναμίες. Έτσι, με τις δυνάμεις δοξάζεται η δική Του σοφία και με τις αδυναμίες περιορίζεται η δική μας υπερηφάνεια. Μας έδωσε, λ.χ., γλώσσα που μιλάει, ψάλλει, υμνεί τον Κύριο του σύμπαντος, διηγείται την ωραιότητα της κτίσεως, συζητάει για τα γήινα και τα επουράνια, για τα πρόσκαιρα και τα αιώνια. Και όλα αυτά, μολονότι είναι ένα μικρό κομμάτι σάρκας, που δεν έχει μέγεθος ούτε δυο δαχτύλων. Για να μη νομίζει, λοιπόν, η γλώσσα πως είναι κάτι σπουδαίο και υπερηφανεύεται για τις θεόσδοτες ικανότητές της, πολλές φορές, με θεία παραχώρηση, πληγώνεται ή πρήζεται. Έτσι μαθαίνει ότι ενώ μπορεί να μιλάει για πράγματα αθάνατα, η ίδια είναι θνητή· και ενώ ο Θεός, τον οποίο κηρύσσει, είναι παντοδύναμος, η ίδια είναι αδύναμη.
Μας έδωσε ακόμα ο Πλάστης μας το μάτι, τον μικρό αυτό βολβό, με τον οποίο ατενίζουμε ολόκληρη την κτίση. Και για να μην υπερηφανεύεται το μάτι, έχοντας τέτοια θαυμαστή ικανότητα, προσβάλλεται συχνά από διάφορες παθήσεις, που μειώνουν ή και αποσβήνουν την όραση. Έτσι μαθαίνει τι είναι στην πραγματικότητα, μαθαίνει όμως και να δοξάζει, μέσω της ορατής κτίσεως, τον Δημιουργό.
Σκέψου τώρα, αν ο άνθρωπος μολονότι σέρνει μαζί του τόσες αδυναμίες, συχνά ξεχνάει την ελεεινότητά του και ξεσηκώνεται με θρασύτητα εναντίον του Ευεργέτη του, μέχρι πού θα έφτανε η έπαρσή του αν ήταν ολότελα απαλλαγμένος από τις αδυναμίες αυτές;
Βάλε λοιπόν καλά στο νου σου εσύ ο ψηλομύτης, ότι ο πλησίον σου, που δεν καταδέχεσαι ούτε να τον κοιτάξεις, είναι κι αυτός άνθρωπος όμοιος και ισότιμος με εσένα. Φτωχός είναι εκείνος κι εσύ πλούσιος; Αγράμματος είναι εκείνος κι εσύ μορφωμένος; Άσημος είναι εκείνος κι εσύ ένδοξος; Τι σημασία έχουν όλα αυτά τα πρόσκαιρα και μάταια; Δεν αποτελεί και ο συνάνθρωπός σου μιαν εικόνα του Θεού; Γιατί λοιπόν τον περιφρονείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι στο πρόσωπό του περιφρονείς τον ίδιο τον Θεό; Γιατί δεν τον εξυπηρετείς, δεν τον περιποιείσαι, δεν τον τιμάς; Επειδή το ξέρω, τον θεωρείς κατώτερό σου. Και σε ρωτάω: Πόσο κατώτεροι ήταν οι απόστολοι από τον Χριστό; Άνθρωποι αυτοί, Θεός Εκείνος. Αγράμματοι αυτοί, πάνσοφος Εκείνος. Πάμφτωχοι αυτοί, πάμπλουτος Εκείνος. Κι όμως, ο Κύριος καταδέχθηκε να πλύνει τα πόδια τους. Δεν θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο στους συνανθρώπους σου; Αλλά μήτε να το ακούσεις δεν μπορείς!
Αν δεν μιμηθείς τον Χριστό στην ταπείνωση, δεν θα έχεις θέση κοντά Του στη μέλλουσα ζωή. Το αιώνιο συμφέρον σου, επομένως, επιβάλλει να μην υπερηφανεύεσαι για τα αγαθά και τα πλούτη σου. Αυτό επιβάλλει όμως και το πρόσκαιρο γήινο συμφέρον σου. Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προκαλεί τόσο το φθόνο των άλλων, όσο ο πλούσιος. Όταν μάλιστα ο πλούσιος είναι και υπερφίαλος, τότε μισείται δύο φορές. Ο ταπεινός, αντίθετα, μετριάζει το μίσος που αισθάνονται γι’ αυτόν οι άλλοι. Αν επιπλέον είναι ελεήμων, κερδίζει και την αγάπη τους. Έτσι κατέχει με μεγαλύτερη ασφάλεια τα υπάρχοντά του. Τόσο σπουδαία είναι η ταπεινοφροσύνη· δεν μας χαρίζει μόνο την ουράνια βασιλεία, αλλά μας ωφελεί και σε τούτον τον κόσμο.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, ούτε για τον πλούτο μας, ούτε για κανένα προτέρημά μας. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την φύση μας, ας σκεφτούμε τις αμαρτίες μας, ας μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Η αυτογνωσία θα βάλει στην ψυχή μας την ταπεινοφροσύνη.Εκείνος, μάλιστα, που θεωρεί πως δεν έχει καμιάν αξία, αυτός είναι που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτό του.
Τίποτα δεν είναι τόσο αρεστό στον Κύριο, όσο το ταπεινό φρόνημα. «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (:Διδαχθείτε απ΄το δικό μου παράδειγμα)», είπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ(:γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά)»[Ματθ.11,29]. Και πραγματικά, αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, μολονότι Υιός του μεγάλου Θεού, θα διάλεγε ως μητέρα μιαν άσημη κόρη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο δημιουργός του ορατού και αοράτου κόσμου, θα κατέβαινε από τον ουρανό στη γη; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο εξουσιαστής του πλούτου όλης της κτίσεως, θα καταδεχόταν να ξαπλωθεί μέσα σε ένα φτωχικό παχνί; Αν δεν ήταν ταπεινός Εκείνος, ο αναμάρτητος και αθώος, θα μαστιγωνόταν, θα χλευαζόταν, θα πέθαινε πάνω στο σταυρό, για τη σωτηρία των αμαρτωλών και ένοχων ανθρώπων; Τόσο ταπεινός είναι, ώστε θυσιάστηκε για τις αμαρτίες που εμείς κάναμε. Τόσο ταπεινός είναι, ώστε Θεός αυτός, παρακαλάει και ικετεύει εμάς,τα πλάσματά Του, να μετανοήσουμε, για να μην καταστραφούμε.
Έχεις λοιπόν ταπεινό φρόνημα; Μη θαυμάζεις τον εαυτό σου! Σκέψου πόσο χαμηλά κατέβηκε ο Κύριός σου και τότε όχι μόνο δεν θα θαυμάσεις, αλλά και θα περιγελάσεις τον εαυτό σου. Ακόμα κι αν ήσουνα ο ταπεινότερος από όλους τους ανθρώπους, δε θα είχες κάνει τίποτα το σπουδαίο, μπροστά σε αυτό που έκανε ο Χριστός. Ποιο θα είναι το κέρδος σου, άλλωστε, αν η ταπεινοφροσύνη σε οδηγήσει στην υπερηφάνεια; Και όποιος λέει πως είναι καλύτερα να κατορθώνουμε μιαν αρετή και να υπερηφανευόμαστε, παρά να πέφτουμε σε ένα αμάρτημα και να ταπεινωνόμαστε, αυτός αγνοεί τη ζημιά που προξενεί η αλαζονεία και το κέρδος που επιφέρει η ταπεινοφροσύνη. Γιατί ο άνθρωπος που κατορθώνει κάτι και υπερηφανεύεται γι’ αυτό, γρήγορα θα πέσει, όπως έχει αποδείξει η πείρα, στην έσχατη απώλεια. Απεναντίας, εκείνος που πέφτει σε ένα παράπτωμα και ταπεινώνεται από την πτώση του και εμπειρότερος γίνεται και γρήγορα ξανασηκώνεται, αν βέβαια θέλει, και επανορθώνει το σφάλμα του.
Ωστόσο θα μου πείτε πολλοί από αυτούς που προχωρούσαν σταθερά στον σωστό δρόμο πριν δοκιμάσουν πειρασμούς, έπεσαν σε παραπτώματα όταν τους βρήκαν πειρασμοί. Σας απαντώ, λοιπόν: Ποιος είναι εκείνος που γνωρίζει καλά, αν κάποιος βαδίζει στον σωστό δρόμο, εκτός από τον παντογνώστη Κύριο, τον δημιουργό μας, που δεν αγνοεί καμία πράξη, κανένα λόγο, κανένα αίσθημά μας; Γιατί, πολλές φορές άνθρωποι που εμείς τους θεωρούμε χρηστούς και ενάρετους, είναι ανήθικοι και ανέντιμοι.
Ας τους αφήσουμε, όμως αυτούς και ας μιλήσουμε για τους άλλους, που πραγματικά ζουν με χρηστότητα. Και όλες τις αρετές να έχουν αποκτήσει, αν έχουν παραμελήσει τη σπουδαιότερη, την ταπεινοφροσύνη, εγκαταλείπονται από τον Θεό, για να συνειδητοποιήσουν έτσι ότι όσα κατόρθωσαν δεν οφείλονται στη δική τους δύναμη, αλλά στη δική Του χάρη, βοήθεια και προστασία. Γιατί ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα συντρέχει τους πιστούς και ταπεινούς δούλους Του. Θα σας θυμίσω δύο τρία σχετικά περιστατικά από την Αγία Γραφή.
Όταν ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ και οι Φιλισταίοι βοσκοί έδιωξαν άδικα τον Ισαάκ από τα χωράφια του κι από τα πηγάδια που με τόσον κόπο είχε ανοίξει, αυτός δε φέρθηκε μικρόψυχα, δεν αγανάκτησε, δε λιποψύχησε, δεν είπε και δεν σκέφτηκε τίποτα κακό μήτε για τους ανθρώπους, που τον αδίκησαν, μήτε για τον Θεό, που δεν τον υπερασπίστηκε. Γι’ αυτό ο Κύριος τον τίμησε και τον βοήθησε υπερβολικά. Του φανερώθηκε την ίδια νύχτα και του είπε «ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός σου· μὴ φοβοῦ· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι καὶ εὐλογήσω σε καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου δι᾿ Ἁβραὰμ τὸν πατέρα σου(: Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου του Αβραάμ. Μη φοβάσαι. Είμαι μαζί σου και θα σε ευλογήσω και θα πληθύνω και τους απογόνους σου ένεκα του Αβραάμ του πατέρα σου)»[Γέν.26,24]. Σαν άκουσε τα λόγια τούτα ο δίκαιος Ισαάκ, παρηγορήθηκε και εγκαρδιώθηκε. Η θεϊκή υπόσχεση δεν άργησε να εκπληρωθεί. Κοίτα πόση δύναμη έχει η ταπείνωση! Εκείνοι που πρωτύτερα τον είχαν διώξει, ήρθαν τώρα να τον συναντήσουν, να του ζητήσουν συγνώμη και να ομολογήσουν τη δύναμή του. «ἰδόντες ἑωράκαμεν, ὅτι ἦν Κύριος μετὰ σοῦ(:Είδαμε πια καθαρά ότι ο Κύριος είναι μαζί σου)», του είπαν (Γέν. 26,28). Και ποιος μπορεί να είναι δυνατότερος από εκείνον που έχει τον Θεό μαζί του;
Ας δούμε τώρα πώς ταξίδεψε σε ξένη γη ο γιος του Ισαάκ, ο Ιακώβ, όταν τον καταδίωκε ο αδελφός του, γιατί μεγάλη ωφέλεια θα αποκομίσουμε και απ’ αυτό. «Καὶ ἐξῆλθεν Ἰακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαῤῥάν αυτός καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ (:Και ο Ιακώβ αναχώρησε από το φρέαρ του όρκου και καθώς πήγαινε προς την Χαρράν της Μεσοποταμίας και βρέθηκε σε ένα τόπο και κοιμήθηκε εκεί)», λέει η Αγία Γραφή: «Ἒδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ(:Καθώς είχε δύσει ο ήλιος. Και αφού πήρε ένα λιθάρι, το έβαλε για προσκέφαλό του και κοιμήθηκε στον τόπο εκείνο)»[Γέν. 28,10-11]. Βλέπεις φιλοσοφική διάθεση, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια; Βλέπεις μεγαλοψυχία και απλότητα σε έναν νέο από πλούσια οικογένεια, αναθρεμμένο με κάθε φροντίδα και περιποίηση; Μια πέτρα χρησιμοποίησε για προσκέφαλο και πάνω στο χώμα πλάγιασε για να κοιμηθεί. Και αξιώθηκε να δει τον ίδιο τον Κύριο, που του είπε: «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ· μὴ φοβοῦ(:Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ, των πατέρων σου. Μη φοβάσαι)»[Γέν.28,13].Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω: «καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν ῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς(:Εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προστατεύω σε κάθε δρόμο σου, όπου κι αν πας)»[Γέν. 28,14].
Αν λοιπόν θέλεις να είναι πραγματικά μεγάλα τα κατορθώματά σου, ούτε μεγάλα να τα θεωρήσεις, ούτε στον εαυτό σου να τα αποδώσεις ποτέ. Πάντα να ομολογείς ότι στη χάρη του Θεού οφείλονται όλα. Έτσι κάνεις τον Κύριο οφειλέτη σου, όχι μόνο για τα κατορθώματα, αλλά και για την ευγνωμοσύνη, τη μετριοφροσύνη, την ταπείνωσή σου. Έτσι κερδίζεις και την αγάπη, τη συμπάθεια, την ευμένεια των ανθρώπων· γιατί κανένας δεν είναι τόσο αγαπητός και συμπαθητικός, όσο ο ταπεινός.
Η ταπείνωσή σου, όμως πρέπει να είναι γνήσια και πηγαία, όχι υποκριτική η επιφανειακή. Να είναι αμετάπτωτη και να εκδηλώνεται όμοια σε όλους, είτε φίλοι είναι είτε εχθροί, είτε μεγάλοι είτε μικροί. Να μην αποτελεί μόνο χαρακτηριστικό της εξωτερικής σου συμπεριφοράς, αλλά και βίωμα της καρδιάς σου.
Την αληθινή ταπεινοφροσύνη, που είναι συνδυασμένη με τη διάκριση, μπορεί να σου τη διδάξει ένα περιστατικό από το Ευαγγέλιο: «Ἐλθόντων δὲ αὐτῶν εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθον οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρῳ καὶ εἶπον· ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τὰ δίδραχμα;(:Και όταν ο Ιησούς και οι μαθητές Του έφθασαν στην Καπερναούμ, ήλθαν στον Πέτρο οι εισπράκτορες του φόρου των δύο δραχμών που οι Ιουδαίοι από ευλάβεια πρόσφεραν για τον ναό, και είπαν: ‘’Ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τις δύο δραχμές;’’)»[Ματθ. 17,24].Παρατήρησε ότι δεν τόλμησαν να μιλήσουν στον Χριστό, αλλά στον Πέτρο· και σε αυτόν όχι επιθετικά, αλλά συγκρατημένα. Δεν κατηγόρησαν τον Κύριο. Απλώς ρώτησαν με συστολή: «Οὐ τελεῖ;(:Δεν πληρώνει;)». Γιατί δεν πίστευαν, βέβαια, πως ήταν Υιός του Θεού, Τον σέβονταν όμως για τα θαύματα που έκανε.
Τι απάντησε λοιπόν ο Πέτρος; «Ναί (:Ναι, πληρώνει)». Μα μόλις μπήκε στο σπίτι, όπου έμενε, και πριν πει τίποτα, τον πρόλαβε ο παντογνώστης Κύριος και του είπε: «Τί σοι δοκεῖ, Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ τίνων λαμβάνουσι τέλη ἢ κῆνσον; Ἀπὸ τῶν υἱῶν αὐτῶν ἢ ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων;(:Τι γνώμη έχεις, Σίμων; Οι βασιλείς της γης από ποιους παίρνουν δασμούς ή κεφαλικό φόρο; Από τα παιδιά τους ή από τους ξένους, που δεν είναι μέλη του βασιλικού τους οίκου;)». «Ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων(:Από τους ξένους)», αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Ἄραγε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί (:Συνεπώς τα παιδιά του βασιλιά απαλλάσσονται από κάθε φορολογία. Ούτε εγώ λοιπόν, που είμαι γνήσιος Υιός του Θεού, ούτε εσείς που με υπηρετείτε, είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε φόρο για τον οίκο του Θεού Πατέρα μας)», συμπέρανε ο Ιησούς [Ματθ.17,25-26]. Τι εννοούσε με αυτό; Ότι αφού οι γιοι των επίγειων βασιλιάδων απαλλάσσονται από τη φορολογία, πολύ περισσότερο Εκείνος, ο Υιός του ουράνιου Βασιλιά και Βασιλιάς ο ίδιος. Ωστόσο πρόσθεσε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα· ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ(:Για να μη σκανδαλίσουμε, πάντως, τους εισπράκτορες του φόρου, πήγαινε στη θάλασσα, ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα βγάλεις· άνοιξε το στόμα του και θα βρεις μέσα ένα τετράδραχμο· παρ’ το και δώσε τους το, για μένα και για σένα)»[Ματθ. 17,27].
Βλέπεις ότι δεν αρνείται να πληρώσει τον φόρο, ούτε και προστάζει απλά τον Πέτρο να τον πληρώσει. Πληρώνει, αφού πρώτα αποδεικνύει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Γιατί; Για να μη σκανδαλιστούν οι εισπράκτορες και οι μαθητές Του. Δεν δίνει δηλαδή τον φόρο σαν υποχρεωμένος σε πληρωμή, αλλά για την αδυναμία εκείνων.
Και για ποιο λόγο δεν τους λέει να δώσουν τον φόρο από το ταμείο τους; Για να δείξει και σε τούτη την περίσταση ότι είναι Θεός και Κύριος του σύμπαντος, ότι εξουσιάζει και τη θάλασσα. Προείπε, λοιπόν, ότι από τον βυθό της θα πιαστεί ένα ψάρι, που θα πληρώσει τον φόρο. Και πραγματικά, με τη βουλή και το πρόσταγμά Του, πιάστηκε το ψάρι, που είχε στο στόμα του ένα τετράδραχμο. Αυτό το νόμισμα προσφέροντάς Του ως δώρο η θάλασσα, έδειξε την υποταγή της στον Δημιουργό της. Αλλά και ο Κύριος έδειξε την ταπείνωσή Του, πληρώνοντας φόρο στους εισπράκτορες-ο Θεός στους ανθρώπους, ο Πλάστης στα πλάσματα, ο ευεργέτης στους οφειλέτες.
Ας μην υπερηφανευόμαστε, λοιπόν, για τίποτα. Ας θεωρούμε τον εαυτό μας τιποτένιο. Είμαστε αμαρτωλοί; Αν το παραδεχόμαστε και το ομολογούμε με συντριβή, όπως ο τελώνης της ευαγγελικής παραβολής, γινόμαστε δίκαιοι. Είμαστε δίκαιοι; Αν πιστεύουμε ταπεινά πως είμαστε αμαρτωλοί, γινόμαστε δυο φορές δίκαιοι. Γιατί «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν(:ο Θεός εναντιώνεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς όμως δίνει τη χάρη Του)»[Ιακ.4,6].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Θέματα ζωής(από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, σελ. 36-44, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2010.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ
«…Έχεις όμως και τρίτο δρόμο που φέρνει στη μετάνοια. Και σου παρουσίασα πολλές οδούς μετάνοιας, για να σου κάνω με την ποικιλία τους εύκολη τη σωτηρία. Όμως ποια είναι αυτή η τρίτη οδός; Η ταπεινοφροσύνη. Έχε ταπεινό φρόνημα και εξάλειψες το πλήθος των αμαρτιών σου. Και έχεις και γι᾽ αυτό απόδειξη από την Αγία Γραφή, από την ανάγνωση της παραβολής του Τελώνη και του Φαρισαίου [:Λουκα 18, 10-14 ].
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης(:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν˙ ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης)», λέγει· και άρχισε ο Φαρισαίος να απαριθμεί τις αρετές του: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη. Ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρετές: Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώνης)».
Άθλια και ταλαίπωρη ψυχή, όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί λύπησες και τον πλησίον σου; Δεν σου άρκεσε η οικουμένη, κι έφτασες να καταδικάσεις και τον Τελώνη; Όλους λοιπόν τους κατηγόρησες και δεν λυπήθηκες ούτε τον ένα αυτόν άνθρωπο; ‘’Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτός ο Τελώνης’’. Και συνεχίζει: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι(:Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς)». Είπε δηλαδή λόγια αλαζονικά. Άθλιε άνθρωπε, καλά όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες και τον πλησίον σου Τελώνη; Δεν χόρτασες με την κατηγορία της οικουμένης, αλλά κατέκρινες κι εκείνον που ήταν μαζί σου;
Τι έκαμε λοιπόν ο Τελώνης; Όταν τα άκουσε αυτά δεν είπε: «Εσύ ποιος είσαι που λες αυτά εναντίον μου; Από πού γνωρίζεις τον βίο μου; Δεν με συναναστράφηκες. Δεν έμεινες μαζί μου. Δεν ζήσαμε μαζί. Γιατί υπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιος είναι μάρτυρας των δικών σου αγαθοεργιών; Γιατί παινεύεις τον εαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στον εαυτό σου;» Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν είπε ο Τελώνης, αλλά, αφού έσκυψε, προσκύνησε τον Θεό και είπε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό», και με την ταπεινοφροσύνη που έδειξε ο Τελώνης, δικαιώθηκε. Αντίθετα ο Φαρισαίος κατέβηκε από το ναό στερημένος τη δικαίωση, ενώ ο Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τη δικαίωση. Κι έτσι τα λόγια νίκησαν τα έργα. Γιατί ο ένας έχασε τη δικαίωση από τα έργα, ενώ ο άλλος με τον ταπεινό λόγο και λογισμό πέτυχε τη δικαίωση. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο· γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς, ενώ είναι μεγάλος, ταπεινώνει τον εαυτό του. Αυτό που είπε ο Τελώνης δεν ήταν λόγος ταπεινοφροσύνης, αλλά ήταν η αλήθεια· γιατί ήταν αληθινά τα λόγια· ήταν πραγματικά αμαρτωλός.
Πραγματικά πες μου, τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη; Είναι έμπορος ξένης σοδειάς, και καρπώνεται καρπούς από ξένους κόπους. Και τον κόπο βέβαια δεν τον προσέχει, ενώ το κέρδος το μοιράζεται. Ώστε η αμαρτία του Τελώνη είναι η χειρότερη. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι ο Τελώνης, παρά σκέτος εκβιασμός. Εκβιασμός χωρίς φόβο, αμαρτία νόμιμη, εύσχημη πλεονεξία. Πραγματικά τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη που κάθεται στον δρόμο και τρυγάει τους ξένους κόπους; Όταν είναι η ώρα των κόπων, καμιά φροντίδα εκ μέρους του, όταν όμως φτάνει η στιγμή του κέρδους, από εκείνα που δεν κόπιασε παίρνει τη μερίδα. Ώστε, εάν ο Τελώνης, ενώ ήταν αμαρτωλός, πέτυχε τόση μεγάλη δωρεά με την ταπεινοφροσύνη του, πόσο πιο μεγάλη δεν θα επιτύχει εκείνος που είναι ενάρετος και ζει ταπεινά; Ώστε, αν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και ταπεινωθείς, γίνεσαι δίκαιος.
Θέλεις να μάθεις και ποιος είναι ταπεινόφρονας; Πρόσεχε τον Παύλο τον δάσκαλο της οικουμένης, τον πνευματικό ρήτορα, το σκεύος της εκλογής, το λιμάνι το ακύμαντο, τον πύργο τον ασάλευτο, εκείνον που με το μικροκαμωμένο σώμα του περικύκλωνε την οικουμένη και σαν κάποιος φτερωτός περιέτρεξε αυτήν. Πρόσεχε εκείνον που έχει ταπεινό λογισμό, τον αμαθή και φιλόσοφο, τον φτωχό και πλούσιο. Εκείνον ονομάζω πραγματικό ταπεινόφρονα, εκείνον που υπέμεινε αμετρήτους κόπους, που έστησε αμέτρητα τρόπαια κατά του διαβόλου, που κήρυττε και έλεγε:
«Χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί(: Με τη χάρη του Θεού όμως είμαι ό,τι είμαι τώρα, δηλαδή Απόστολος, ίσος με τους άλλους. Και η χάρη που μου έδωσε ο Κύριος δεν έμεινε άκαρπη και χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο από όλους αυτούς κοπίασα. Και το έργο μάλιστα αυτό δεν το εργάστηκα εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου και με ενισχύει)» [Α’ Κορ. 15, 10]. Εκείνος που υπέμεινε φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευσε με επιστολές την οικουμένη, εκείνος που κλήθηκε με ουράνια φωνή. Εκείνος ταπεινοφρονεί, λέγοντας:
« Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ(:Γιατί εγώ είμαι ο πιο ασήμαντος, ο κατώτερος απ᾽ όλους τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησία του Θεού)» [Α’ Κορ. 15, 9].
Είδες μέγεθος ταπεινοφροσύνης, είδες τον Παύλο που ταπεινοφρονεί, που ονομάζει ελάχιστο τον εαυτό του; Γιατί λέγει:«Εγώ είμαι ο πιο ασήμαντος από τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος». Γιατί αυτό πραγματικά είναι ταπεινοφροσύνη, το να ταπεινώνεται σε όλους και να ονομάζει τον εαυτό του ελάχιστο. Σκέψου ποιος ήταν αυτός που έλεγε αυτά τα λόγια. Ήταν ο Παύλος,ο πολίτης του ουρανού,αυτός που σωματικά ίσα-ίσα που ζούσε,το στήριγμα των εκκλησιών,ο επίγειος άγγελος,ο ουράνιος άνθρωπος.
Γι’ αυτό ευχαρίστως ασχολούμαι με τον άνδρα αυτόν και τον ενθυμούμαι, επειδή βλέπω την ομορφιά της αρετής του. Δεν μου ευφραίνει τόσο τα μάτια ο ήλιος, όταν ανατέλλει και σκορπά τις λαμπρές του ακτίνες, όσο μου φωτίζει τη σκέψη το πρόσωπο του Παύλου. Γιατί ο ήλιος φωτίζει τα μάτια, ο Παύλος όμως σου δίνει φτερά και σε ανεβάζει σε ουράνια ύψη, καθώς σου κάνει την ψυχή ψηλότερη από τον ήλιο και ανώτερη από τη σελήνη. Τέτοια είναι η δύναμη της αρετής. Κάνει άγγελο τον άνθρωπο, δίνει φτερά στην ψυχή και την ανυψώνει στον ουρανό. Αυτήν την αρετή μας διδάσκει ο Παύλος. Ας προθυμοποιηθούμε λοιπόν και ας φροντίσουμε να γίνουμε ζηλωτές της αρετής του.
Αλλά δεν πρέπει να ξεφύγουμε από το θέμα μας. Σκοπός μας ήταν να υποδείξουμε ως τρίτο δρόμο της μετάνοιας την ταπεινοφροσύνη και ακόμη πως ο τελώνης ούτε καν έδειξε ταπεινοφροσύνη, αλλά απλώς ομολόγησε την αλήθεια φανερώνοντας τα αμαρτήματά του. Και δικαιώθηκε ο τελώνης χωρίς να πληρώσει χρήματα, χωρίς να διανύσει πέλαγα, χωρίς να βαδίσει δρόμους μακρινούς, χωρίς να περάσει θάλασσες άπειρες, χωρίς να προσκαλέσει φίλους, χωρίς να καταναλώσει χρόνο πολύ, αλλά δια της ταπεινοφροσύνης δικαιώθηκε και αξιώθηκε να κερδίσει την Βασιλεία των ουρανών, την οποία είθε όλοι μας να κερδίσουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
[σελίδες 10-12].
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Οι εννέα λόγοι περί μετανοίας, απόσπασμα από την ομιλία Β’, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σειρά Η Φωνή των Πατέρων μας, Αθήνα 1998, σελ. 49-52.
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 30, Ομιλίες Κατηχητικές- Ηθικές, Λόγοι «Περί μετανοίας», επιλογές από την ομιλία Β΄, σελίδες 126-133.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 9, σελίδες 31-34(ή 13- 15 του PDF).
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν
Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, μέσω της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλά επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί μέσω της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίσει μέσω της υπερηφάνειας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένο ήδη. Αλλά κρατηθείτε, μην πτοηθείτε· διότι ο επιμελής είναι περισσότερο επινοητικός στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο ο Οποίος δύναται τα πάντα και ενδυναμώνει από αγαθότητα όλους τους εραστές της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστη από ποικίλα πονηρές πανουργίες που μηχανεύεται ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρει όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγει εύκολα στον Θεό με τη μετάνοια και την ταπείνωση.
Δείγμα λοιπόν και διαρκής απόδειξη σε όσα ειπώθηκαν παραπάνω είναι το εξής. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να πούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρύνεται από αυτήν με τρόπο απλό, αφού έγινε συγκοινωνός προς όσους διάγουν ενάρετο βίο με μόνο τον λόγο που είπε στην προσευχή του, κι αυτόν σύντομο[«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(:Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό)»[Λουκ.18,13], και ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον ίδιο τον αδέκαστο Κριτή, συγκαταλέγεται στον χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο που είπε καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν είναι λιγότερα από αυτά τα λόγια.
Και γιατί άραγε η μεν ταπείνωση ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν(:Ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη)»[Ιακ.4,5].
Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης(:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν˙ ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης)»[Λουκ.18,10]. Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το κέρδος που προκύπτει για τον άνθρωπο από την ταπείνωση και τη ζημία που προκαλείται από την υπερηφάνεια, διαίρεσε σε δύο κατηγορίες όλους όσους προσέρχονται στον ναό, πόσο μάλλον βέβαια όσους ανεβαίνουν σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύση της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός.
Άλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί τη ρομφαία κατά της πόλεως, εκεί ανέβηκε και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε στον Θεό θυσία και σταμάτησε η θανατηφόρος επιδημία. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του ιλασμού που προέρχεται έπειτα από αυτήν(διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για τη σωτηρία μας), και, εάν θέλεις, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμό όλου του κόσμου, ως καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.
Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι “προσήλθαν” στον ναό, αλλά “ανέβηκαν” στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη της συναναστροφής και της συνομιλίας μεταξύ τους, όπως δηλαδή κάνουν και όσοι επιδίδονται σε αγοραπωλησίες· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν τα αντικείμενα προς πώληση, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον: «Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν·καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν(:Τότε ο Ιησούς μπήκε στον ιερό ναό που ήταν αφιερωμένος στο Θεό, κι έβγαλε έξω όλους εκείνους που πουλούσαν και αγόραζαν στο ιερό προαύλιο των εθνών κι αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, καθώς και τα καθίσματα όπου κάθονταν αυτοί που πουλούσαν τα περιστέρια. Και τους λέει: Είναι γραμμένο στον Ησαΐα: “Ο οίκος μου θα ονομαστεί και θα είναι οίκος προσευχής. Εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο που συχνάζουν ληστές, αφού με τις αισχροκέρδειές σας κατακλέβετε και ληστεύετε τους προσκυνητές”)»[Ματθ.21,12], έτσι τους εξέβαλε και από τις συνομιλίες τους αυτές κατά τις αγοραπωλησίες, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.
Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να προσευχηθεί· διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς τους ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλά ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι διδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του: «Ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με ὁ Κύριος (:Ταπεινώθηκα και με έσωσε ο Κύριος)»[Ψαλμ.114,6].
Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος: «Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)»[Φιλιπ.2,8]. Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον Οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν «ὡς ράκος ἀποκαθημένης(:ράκος γυναίκας που έχει εμμηνόρροια)»[Ησ.6,5]· διότι δεν άκουσε εκείνον που λέγει: «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος(:Κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου)»[Παροιμ.16,5] και: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται (:Ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους)»[Ιακ.4,8], και «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες(: Αλίμονο σ’ αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες)»[Ησ.5,21].
Δεν τους διαχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στον ναό του Θεού για να δοξάσει και να ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεση των αμαρτημάτων, και μάλιστα για όσους αμαρτάνουν κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεση των όσων με ευσέβεια προσφέρονται από εμάς στον Θεό δεν ονομάζεται προσευχή, αλλά ευχή· και τούτο το δήλωσε εκείνος που είπε: «Εὔξασθε καὶ ἀπόδοτε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν(: Κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας)»[Ψαλμ.75,12], και αυτός που λέγει: «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι(:καλύτερο είναι να μην κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις)»[Εκκλ.5,4].
Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απρόσεκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική η υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και η δέηση, η πίστη και η κατάνυξη μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό όμως την καθιστά η απόγνωση και η πώρωση. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδεκτη ευχαριστία για όσα έχουμε ευεργετηθεί από τον Θεό, η ταπείνωση και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερούμενους, απαράδεκτη δε η έπαρση γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με δική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκριση εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι λοιπόν είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του· διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση· διότι, λέγει, αφού στάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης(:Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη· ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι)»[Λουκ.18,11].
Η στάση του Φαρισαίου δεν δηλώνει τη δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε: “Σ’ ευχαριστώ“, δεν πρόσθεσε τα λόγια: «διότι από ευσπλαχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού». Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού πιάστηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με τη μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανώτερη πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με τη βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε τη δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζουμε.
Ο Φαρισαίος όμως λέγει: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, όχι διότι έλαβα καμιά βοήθεια από σένα», αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαγας, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν πρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, και εξουθενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο θεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης».
«Πόση μωρία σε διακρίνει», θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. «Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες, τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και, θα λέγαμε, οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και στεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το γνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το γνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι· αλλά αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως για όσα αδίκησε, εσύ όμως θα καταδικαστείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικά εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. “Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί“».
Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφετέρου πάλι αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στη δική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλά αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκονται εμπρός τους προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου.
Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός: «Νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι(:Έχω όμως και αρετές: νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο από όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη και από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη “δεκάτη”)»[Λουκ.18,12]. Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμπόδιστα όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!
Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαγας των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, και, αν θέλεις, και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία; Αν όμως το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωση και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για όσους βλέπουν.
Και «Σάββατο» ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτει, ακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.
Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ(:Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: “Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό”)»[Λουκ.18,13].
Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωση και η πίστη και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και τη συντριβή της καρδιάς, αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστη, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωση. Συνδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα· διότι, λέγει: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς(:Και ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα)». Δεν είπε «σταθείς», όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «ἑστὼς», δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, πρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνη τη μονολόγιστη δέηση, που είναι το αποτελεσματικότερο είδος προσευχής.
«Ο τελώνης», λοιπόν, «στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό». Αυτή η στάση ήταν συγχρόνως και στάση και υπόκυψη, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς Αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλά ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκριση και αυτομεμψία του· διότι θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού στεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό όμως δεν τολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την έντονη κατάνυξη και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιο τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό και ζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό»· διότι πίστεψε σε Εκείνον που λέγει: «Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς(:Επιστρέψτε προς Εμένα και Εγώ θα επιστρέψω προς εσάς)»[Ζαχ.1,3], και στον προφήτη που διαβεβαίωσε: «Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου(:Είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και Εσύ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου)»[Ψαλμ.31,5].
Τι συνέβη λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται(:Αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό)», λέγει ο Κύριος[Λουκ.18,14].Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία, και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωση ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη· διότι η ταπείνωση είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας: «Ἒπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα(:Έπειτα εμείς που θα είμαστε τότε ακόμη στη ζωή, συγχρόνως και μαζί μ’ αυτούς θα αρπαχτούμε με σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μετέωροι στον αέρα, μεταξύ ουρανού και γης. Κι έτσι, αφού ανεβούμε μαζί Του στον ουρανό, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17]. Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωση, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονης προαιρέσεως.
Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας τη διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, δικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, ενώ δεν οικειοποιούνταν όσα ανήκαν σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς τους, τι θα πάθουν;
Αλλ’ ας αφήσουμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχόμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσουμε τη δικαίωση του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχουμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας, αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.
Όταν λοιπόν κι εσύ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και εσύ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξη δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς, και το λέμε και το νομίζουμε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνηση είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο: «Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν(:Ευχαριστώ τον Θεό μου διότι μου έδωσε το χάρισμα των γλωσσών και μιλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας)»[Α΄Κορ.14,18] (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι «περικάθαρμα» όλων των ανθρώπων[Α΄Κορ.4,13: «Βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι(:Ενώ μας δυσφημούν και μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρηγορητικά. Σαν καθάρματα και σκουπίδια του κόσμου γίναμε, αποβράσματα ακάθαρτα της κοινωνίας στα μάτια όλων μέχρι τη στιγμή αυτή)»], για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα ταπεινά λόγια του τελώνη να συνυπάρχει και η μετάθεση από τα κακά και η ψυχική διάθεση, η κατάνυξη και η υπομονή εκείνου.
Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δίκαιη και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους· διότι μετά την αμαρτία του, όταν άκουγε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν: «Ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ(: Αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ)»[Β΄Βασ.16,10], λέγοντας ότι η συγχώρηση από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα Εκείνου, αν και ο Δαβίδ πάλευε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.
Τότε μάλιστα ο Δαβίδ, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έριχνε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράστηκε μια και δυο φορές, και έριχνε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικότερα από τους λίθους· «αλλά», λέγει, «προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί βάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίχνοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα». Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συγκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ(:Αφήστε τον, για να δει ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού)»[Β΄Βασ.16,12].
Αυτό το πράγμα και τότε μεν τελέστηκε και πραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη· διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πώς δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δείχνει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαριά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές, μάλιστα, λυτρώνεται και από τα τωρινά δεινά που τον βασανίζουν, καθώς η θεία χρηστότητα λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε: «Ὀργὴν Κυρίου ὑποίσω, ὅτι ἥμαρτον αὐτῷ, ἕως τοῦ δικαιῶσαι αὐτὸν τὴν δίκην μου(:Θα υπομείνω την παιδευτική οργή και την τιμωρία από τον Κύριο, διότι αμάρτησα σε Αυτόν)»[Μιχ.7,9].
Είθε κι εμείς, παιδευόμενοι με ευσπλαχνία, αλλά όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μην καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος να ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Γρηγορίου του Παλαμά Άπαντα τα έργα, Ὁμιλία εἰς τήν κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαίον τοῦ Κυρίου παραβολήν, ομιλία Β΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 9, σελίδες 47-73
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας,
Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον,
κεφ.ιη΄, εδάφια 9-14: η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου
[…] Για να μάθεις όμως πόση ζημία προκαλεί το να κατακρίνουμε τους άλλους και να μη μετανοούμε για τα δικά μας πταίσματα, θα σου το επιβεβαιώσω και από τα ίδια τα Ευαγγέλια. Λέγει πράγματι αυτός ο μακάριος Λουκάς για τον Σωτήρα μας Χριστό: «Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην(:Σε μερικούς μάλιστα που είχαν τη βεβαιότητα και την αυτοπεποίθηση ότι είναι δίκαιοι και ενάρετοι, και γι’ αυτό περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παραβολή αυτή)»[Λουκ.18,9]. Και ποια είναι η παραβολή;
«Ἂνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται (:Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, και προσευχόταν προς τον εαυτό του και για τον εαυτό του με τα εξής λόγια: ‘’Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη· ενώ δηλαδή όλοι οι άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σ’ ευχαριστώ λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι. Έχω όμως και αρετές: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Δίνω το ένα δέκατο απ’ όλα εκείνα που αποκτώ, ακόμη και από τα πιο μικρά και τιποτένια, για τα οποία δεν επιβάλλει ο νόμος τη «δεκάτη»’’.
Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο όπου καίγονταν οι θυσίες, και δεν είχε την τόλμη όχι μόνο τα χέρια του, αλλά ούτε τα μάτια του να σηκώσει επάνω προς τον ουρανό. Αλλά χτυπούσε συνεχώς το στήθος του, που περιέκλεινε την αμαρτωλή και ακάθαρτη καρδιά του, και έλεγε: ‘’Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό’’. Σας βεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε από το ιερό και πήγε στο σπίτι του αθωωμένος και δικαιωμένος από τον Θεό και όχι ο Φαρισαίος εκείνος. Δικαιώθηκε λοιπόν ο τελώνης και κατακρίθηκε ο Φαρισαίος, διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα κατακριθεί. Αντίθετα, όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα τιμηθεί από τον Θεό)»[Λουκ. 18,9-14].
Εδώ λοιπόν ο Κύριος μάς διδάσκει με ποιον τρόπο να κάνουμε τις προσευχές μας προς Αυτόν, για να μη βρεθούν χωρίς ανταπόκριση τα αιτήματα όσων τις χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τον Θεό, ούτε και με αυτά που κάποιος νομίζει ότι μπορεί να ωφελείται, με αυτά τα ίδια να στρέφει ενάντια στον εαυτό του τον χορηγό των ουρανίων χαρισμάτων Θεό· διότι έχει γραφεί: «Ἒστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ (:Υπάρχει δίκαιος ο οποίος χάνεται κατά την αυτοδικαίωσή του)»[Εκκλ. 7,15]· διότι ιδού εδώ για τον Φαρισαίο έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, επειδή δεν έκανε την προσευχή του με επίγνωση και σύνεση· διότι ήταν πολλές οι εναντίον του κατηγορίες· πρώτον είναι ενοχλητικός και άμυαλος, γιατί αισθανόταν θαυμασμό ο ίδιος για τον εαυτό του, αν και η Αγία Γραφή φωνάζει: «Ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ μὴ τὰ σὰ χείλη(:Ας σε επαινεί ο άλλος, ο πλησίον, και όχι το δικό σου στόμα, ο ξένος και όχι τα δικά σου χείλη)»[Παροιμ. 27,2]. Έπειτα αγνόησε ότι το να είναι κάποιος ανώτερος από τα κακά, δεν τον κάνει πάντοτε και οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο, ενώ το να αγαπά να αντιπαρατίθεται με εκείνους που συνήθως χαίρουν της εκτιμήσεως των άλλων, τον κάνει λαμπρό και διαπρεπή και τον συγκαταλέγει δίκαια μεταξύ εκείνων που έχουν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Ο τελώνης λοιπόν στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο, χωρίς να τολμά να σηκώσει ούτε στον ουρανό τα μάτια του, αλλά με το κοκκινισμένο βλέμμα του έδειχνε ότι δεν είχε η ψυχή του καμία παρρησία ενώπιον του Θεού. Βλέπεις ότι περιορίζοντας την παρρησία του, επειδή δεν την είχε, δέχεται τα πλήγματα από τους ελέγχους της συνειδήσεώς του; Γιατί φοβόταν ακόμα και μόνο να εμφανιστεί ενώπιον του Θεού, επειδή λίγο είχε φροντίσει για την εφαρμογή των νόμων Του, και με την ίδια τη στάση του στο ναό κατηγορεί τη φαυλότητά του· χτυπά το στήθος του, ομολογεί τα εγκλήματά του, δείχνει σαν σε γιατρό την ασθένειά του, και παρακαλεί να τον κατευσπλαχνισθεί. Όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο τελώνης περιφρονήθηκε- γιατί άκου τι λέγει γι΄αυτόν που ομολόγησε τις δικές του αμαρτίες, ο Κριτής των όλων, Αυτός που γνωρίζει καλά τις καρδιές, Αυτός που δέχεται τις προσευχές όλων: «Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος(:Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίο τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένες τις αμαρτίες του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος)»[Λουκ. 18,14]-, έτσι και κάθε ταπεινό και με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του άνθρωπο ο Κύριος τελικά τον δικαιώνει.
Και αν κάποιος λοιπόν γίνει καλός και ενάρετος, να μην κυριευτεί εξαιτίας αυτού από υπεροψία, αλλά μάλλον να θυμάται τον Χριστό που λέγει στους αγίους αποστόλους: «Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(:Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας διέταξε ο Θεός τηρώντας τις εντολές Του, πρέπει να λέτε ότι ‘’είμαστε δούλοι άχρηστοι˙ διότι εκείνο που είχαμε χρέος και καθήκον να κάνουμε, αυτό και μόνο κάναμε, και τίποτε περισσότερο, τίποτε το έκτακτο και εξαιρετικό’’)»[Λουκ. 17,10]. Οφείλουμε όμως σαν από έναν αναγκαίο ζυγό, στον Θεό των όλων τη δουλεία και την υποταγή σε καθετί. Βλέπεις πώς ο τελώνης απαλλάχθηκε από τα αμαρτήματά του, επειδή υπέμεινε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα; Και εκείνος βέβαια από τη δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, ενώ ο τελώνης από την ατιμασμένη ζωή του επανήλθε στη μακάρια κατάσταση· και ο ένας αποχωρίστηκε πολύ από την εγγύτητα προς τον Θεό και βρέθηκε αμέτρητα μακριά, ενώ ο άλλος ανυψώθηκε προς τον τόπο της παρρησίας. Ο ένας εξαιτίας της έπαρσης ταπεινώθηκε, ενώ ο άλλος εξαιτίας της ταπείνωσης ανυψώθηκε.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»
(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf,
σελ. 134-135)
Κυρίλλου Αλεξανδρείας Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον », τόμος Β΄, σελ. 149-151.
Παν.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Β (Καιρός Μετανοίας)
Ἕνας ἄνθρωπος βάδιζε στὸ δάσος. Ἤθελε νὰ διαλέξει ἕνα καλὸ δέντρο, ἀπ’ ὅπου θὰ ἔβγαζε δοκάρια γιὰ τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐκεῖ εἶδε δύο δέντρα, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο. Τὸ ἕνα ἦταν ἴσιο, λεῖο καὶ ψηλό, ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό του, ὁ πυρῆνας του, ἦταν σάπιο. Τὸ ἄλλο εἶχε ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμός του ἔδειχνε ἄσχημος. Τὸ ἐσωτερικό του ὅμως ἦταν γερό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Σὲ τί μπορεῖ νὰ μοῦ χρησιμέψει τὸ ψηλὸ καὶ ἴσιο αὐτὸ δέντρο, ἀφοῦ το μέσα του εἶναι σάπιο κι ἀκατάλληλο γιὰ δοκάρια; Τὸ ἄλλο μοιάζει ἀνώμαλο, ἄσχημο, ἀλλὰ τοὐλάχιστον,τουλάχιστο τὸ μέσα τοῦ εἶναι γερό. Ἔτσι, ἂν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορῶ νὰ τὸ διαμορφώσω καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσω γιὰ δοκάρια στὸ σπίτι μου». Καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκεφτεῖ περισσότερο, διάλεξε τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τὸ γερό.
Τὸ ἴδιο θὰ κάνει κι ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεχωρίσει δυὸ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ ναό Του. Δὲ θὰ διαλέξει ἐκεῖνον ποὺ φαίνεται ἐπιφανειακὰ δίκαιος, ἀλλὰ τὸν ἄλλον, ἐκεῖνον ποὺ ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη μὲ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ὑπερήφανοι ἔχουν τὰ μάτια τοὺς διαρκῶς ὕψωμένα πρὸς τὸ Θεό. Οἱ καρδιές τους ὅμως εἶναι κολλημένες στὴ γῆ. Αὐτοὶ δὲν εὐαρεστοῦν στὸ Θεό. Εὐάρεστοι στὸ Θεὸ εἶναι οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρᾶοι, ποῦ ἔχουν τὰ μάτια τους χαμηλωμένα στὴ γῆ, μὰ οἱ καρδιές τους εἶναι γεμᾶτες οὐρανό. Ὁ Δημιουργὸς προτιμᾷ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁμολογοῦν στὸ Θεὸ τίς ἁμαρτίες τους, ὄχι τὰ καλά τους ἔργα.
Ὁ Θεὸς εἶναι γιατρός. Πλησιάζει στὸ κρεβάτι ὅπου κείτεται ὁ καθένας μας καὶ ρωτάει: «Ποῦ πονᾷς;» Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιοποιεῖ τὴν παρουσία τοῦ γιατροῦ κοντά του καὶ τοῦ φανερώνει ὅλους τοὺς πόνους καὶ τίς ἀδυναμίες του, εἶναι σοφός. Ἐκεῖνος ποὺ κρύβει τίς ἁμαρτίες του καὶ καυχιέται μπροστὰ στὸ γιατρὸ πῶς εἶναι ὑγιής, εἶναι ἀνόητος. Λὲς κι ὁ γιατρὸς ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ δεῖ πόσο καλὰ εἶναι κι ὄχι ἀπὸ τί πάσχει. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τὸ ν’ ἁμαρτάνεις εἶναι κακό, ὅταν ὅμως τὸ ὁμολογεῖς, μπορεῖς νὰ λάβεις βοήθεια. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνεις καὶ δὲν τὸ παραδέχεσαι, δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βοηθηθεῖς».
Γι’ αὐτὸ ἂς γίνουμε σοφοί, συνετοί. Ὅταν στεκόμαστε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε μπροστὰ στὸ Θεό, πρέπει νὰ νιώθουμε πῶς βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἐλεήμονα γιατρό. Ἐκεῖνος ρωτάει τὸν καθένα μᾶς μὲ ἀγάπη καὶ μέριμνα: «Ποῦ πονᾷς;» Ἐμεῖς ἂς μὴν ἀμελήσουμε καθόλου νὰ τοῦ ἀποκαλύψουμε τὴν ἀρρώστια μᾶς, νὰ τοῦ φανερώσουμε τίς πληγὲς καὶ τίς ἁμαρτίες μας.
O Κύριός μας Ἰησοῦς μας μιλάει γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου. Στὸ εὐαγγέλιο διαβάζουμε πῶς ὁ Χριστὸς εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τινας πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς ὅτι εἴσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιπούς», πρὸς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν ἀλαζονικὴ αὐτοπεποίθηση πῶς εἶναι δίκαιοι καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς ἄλλους. Μήπως κι ἐμεῖς συγκαταλεγόμαστε ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ὁ Κύριος τοὺς ἀπηύθυνε τὴν παραβολὴ αὐτή;
Μὴν ἀντιδρᾷς σ’ αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω. Ὁμολόγησε καλύτερα τὴν ἀρρώστια σοῦ, ταπεινώσου γι’ αὐτὴν καὶ πᾶρε τὸ φάρμακο ποὺ σοῦ δίνει καὶ πανεύσπλαχνος γιατρός. Σ’ ἕνα νοσοκομεῖο βρίσκονταν πολλοὶ ἄρρωστοι κρεβατωμένοι. Μερικοὶ εἶχαν πυρετὸ κι ἀνυπομονοῦσαν, περίμεναν μὲ ἀγωνία πότε θά ‘ρθεὶ ὁ γιατρός. Ἄλλοι ἔκοβαν βόλτες, γιατί νόμιζαν πῶς ἦταν ὑγιεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη το γιατρό. Ἕνα πρωινὸ ὁ γιατρὸς ἔκανε ἐπίσκεψη στοὺς ἀρρώστους. Μαζί του ἦταν κι ἕνας φίλος του, ποὺ κρατοῦσε δῶρα γιὰ νὰ τοὺς δώσει. Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ εἶδε ἐκείνους ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ πυρετὸ καὶ τοὺς λυπήθηκε.
– Θὰ γίνουν καλά; ρώτησε το γιατρό. ‘Ἐκεῖνος τοῦ ψιθύρισε στὸ αὐτί:
– Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ ἐμπύρετοι, ναί, μποροῦν νὰ γίνουν καλά. Τὸ ἴδιο κι οἱ ἄλλοι ποὺ κείτονται στὰ κρεβάτια τους. Αὐτοὶ ποὺ κόβουν βόλτες ὅμως, ὄχι, δὲ γίνονται καλά. Αὐτοὶ ὑποφέρουν ἀπὸ ἀνίατες ἀρρώστιες, ἔχει προχωρήσει ἡ σήψῃ μέσα τους.
Ὁ φίλος τοῦ γιατροῦ ἔμεινε κατάπληκτος. Ἡ ἔκπληξή του στρεφόταν πρὸς δύο κατευθύνσεις: πρὸς τὸ μυστήριο ποὺ κρύβουν οἱ ἀρρώστιες καὶ πρὸς τὴν ὀφθαλμαπάτη τῶν ἀνθρώπων.
Φαντάσου τώρα πῶς εἴμαστε ἄρρωστοι στὸ νοσοκομεῖο τοῦ κόσμου. Ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχει προσβάλει ὅλους μας ἔχει τὸ ἴδιο ὄνομα: ἀδικία. Ἡ λέξη αὐτὴ καλύπτει ὅλα τὰ πάθη, ὅλες τίς ἐπιθυμίες, ὅλες τίς ἁμαρτίες καὶ τίς ἀδυναμίες ποὺ ἀγγίζουν τὴν καρδιά, τὴν ψυχὴ καί το νοῦ μας. Οἱ ἄρρωστοι χωρίζονται σὲ κατηγορίες. Μερικοὶ μόλις προσβλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἄλλοι βρίσκονται σὲ προχωρημένη κατάσταση κι ὑπάρχουν κι αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς ἀνάρρωσης. Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι τέτοια, ὥστε μόνο ὅσοι θεραπεύτηκαν μποροῦν νὰ κατανοήσουν πόσο σοβαρὴ ἦταν ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν προσβληθεῖ. Οἱ πιὸ σοβαρὰ ἄρρωστοι εἶναι κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν λιγότερη ἐπίγνωση τῆς κατάστασής τους. Στὶς σωματικὲς ἀρρώστιες ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ψηλὸ πυρετὸ δὲν ξέρει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ. Οὔτε ὁ τρελὸς καταλαβαίνει τὴν τρέλα του.
Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρχίζουν νὰ διαπράττουν ἀνομίες, γιὰ λίγο καιρὸ ντρέπονται γι’ αὐτές. Ὅταν τὸ κακὸ ὅμως συνεχίζεται, ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει στὴν ἁμαρτία, ποὺ τοῦ γίνεται ἕξη καὶ σιγὰ σιγὰ ὁδηγεῖται σὲ παραλήρημα καὶ μέθη, φτάνει σὲ τέτοια κατάσταση, ὥστε ἡ ψυχή του γίνεται ἀναίσθητη καὶ δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀρρώστια τῆς.
Φαντάσου τώρα ἕνα γιατρὸ νὰ πηγαίνει σὲ νοσοκομεῖο καὶ νὰ ρωτάει: «Τί ἔχετε; Ἀπὸ τί ὑποφέρετε;» Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀρρώστια τοὺς βρίσκεται στὸ πρῶτο στάδιο ντρέπονται νὰ παραδεχτοῦν πῶς εἶναι ἄρρωστοι κι ἀπαντοῦν: «Τίποτα». Οἱ ἄλλοι ποὺ ἡ ἀρρώστια τοὺς βρίσκεται σὲ προχωρημένο στάδιο ἐκνευρίζονται μὲ τὴν ἐρώτηση κι ὄχι μόνο ἀπαντοῦν «δὲν ἔχουμε τίποτα», ἀλλ’ ἀρχίζουν καὶ νὰ καυχιοῦνται πῶς εἶναι ὑγιεῖς. Μόνο αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας ἀναστενάζουν κι ἀπαντοῦν στὸ γιατρό: «Ἀπ’ ὅλα ὑποφέρουμε. Λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
Γράφει ὁ Τερτυλλιανὸς σὲ μιὰ ὁμιλία του «Περὶ μετανοίας»: «Ἄν ντρέπεσαι νὰ ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου, σκέψου τὴ φωτιὰ τῆς κόλασης, ποὺ μόνο ἡ ἐξομολόγηση μπορεῖ νὰ σβήσει».
Ἀναλογίσου όλ’ αὐτὰ λοιπόν, ἄκουσε τὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ σκέψου πόσο ἀφορᾷ καὶ σένα. Ἄν κραυγάσεις μὲ ἔκπληξη πῶς «ἡ παραβολὴ αὐτὴ δὲ μὲ ἀφορᾷ», σημαίνει πὼς ἔχεις προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν (πνευματικὴ) ἀσθένεια ποὺ ὀνομάζεται ἀνομία ἢ ἀδικία. Ἄν διαμαρτυρηθεὶς καὶ πεὶς πῶς «ἐγὼ εἶμαι δίκαιος, ἡ παραβολὴ αὐτὴ ἀφορᾷ τοὺς ἁμαρτωλοὺς γύρῳ,γύρω μου», σημαίνει πῶς ἡ ἀρρώστια ἔχει προχωρήσει πολύ. Ἄν ὅμως χτυπήσεις τὸ στῆθος σου μὲ μετάνοια καὶ πεὶς «ἀλήθεια εἶναι. Εἶμαι ἄρρωστος, ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ γιατρό», σημαίνει πῶς βρίσκεσαι σὲ καλὸ δρόμο γιὰ νὰ θεραπευτεῖς. Τότε μὴ φοβᾶσαι. Θὰ γίνεις καλά.
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης».
Δυὸ ἄνθρωποι, δυὸ ἁμαρτωλοί, ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Δυὸ ἄνθρωποι, δυὸ ἁμαρτωλοί, μὲ τὴ διαφορὰ πῶς ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὰν ἁμαρτωλό, ἐνῶ ὁ τελώνης τὸ παραδεχόταν. Ὁ Φαρισαῖος ἀνῆκε στὴν ὑψηλότερη κοινωνικὴ τάξη τῆς ἐποχῆς, ὁ τελώνης στὴν πιὸ περιφρονημένη.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο: Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποι τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης: νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατω πάντα ὅσα κτῶμαι». Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά, γιὰ νὰ προκαλεῖ ἐντύπωση, κι ἔλεγε τὰ ἑξῆς λόγια στὴν προσευχή του: Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ γιατί δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη. Ἐγὼ τηρῶ κατὰ γράμμα τὸ νόμο, νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνω ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζω.
Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μπροστὰ ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἱερό. Ἦταν συνήθεια τῶν Φαρισαίων νὰ κάθονται στὴν πρώτη θέση. Τὸ ὅτι ὁ Φαρισαῖος καθόταν στὴν πρώτη θέση, φαίνεται κι ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ὁ τελώνης ἔστεκε «μακρόθεν». Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου κι ἡ σιγουριά του πῶς ἦταν δίκαιος, δηλαδὴ πνευματικὰ ὑγιής, ἦταν τέτοια, ὥστε δὲν ἀπαίτησε τὴν πρώτη θέση μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι, ἀλλὰ κι ἀπό το Θεό. Τὴν ἀπαιτοῦσε ὄχι μόνο ὅταν συμμετεῖχε σὲ γεύματα καὶ σὲ συναθροίσεις, μὰ ἀκόμα καὶ στὸ ναό, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του εἶναι ἀρκετο γιὰ νὰ δείξει πόσο ἄρρωστος ἦταν πνευματικὰ ὁ Φαρισαῖος, πόσο ἡ ἀρρώστια τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀλαζονείας τὸν εἶχαν διαφθείρει.
Γιατί λέει πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο; Γιατί δὲν προσευχόταν δυνατά; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀκούει πιὸ προσεχτικὰ αὐτὰ ποὺ ἡ καρδιὰ λέει, ὄχι ὅσα προφέρουν τὰ χείλη. Αὐτὰ ποὺ σκέφτεται κι αὐτὰ ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται ἔχουν περισσότερη σημασία γιά το Θεὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προφέρει ἡ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει, ἡ καρδιὰ ὅμως ὄχι. Αὐτὴ φανερώνει καθαρὰ πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέσα του, ἂν εἶναι μαῦρος ἢ ἄσπρος, ἂν εἶναι εἰλικρινὴς ἢ ὑποκριτής.
Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τολμᾷ νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ στὴν ἐκκλησία, μπροστὰ στὸ Θεό! Τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Δὲν εἶναι ὁ χῶρος ὅπου οἱ ἄρρωστοι συναντοῦν το γιατρό τους; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἄρρωστοι πνευματικά, ἁμαρτωλοί, πηγαίνουν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὴν ἀρρώστια τοὺς στὸ Θεό, το γιατρό. Ν’ ἀναζητήσουν τὴ θεραπεία τους ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς γιατρὸς γιὰ ὅλες τίς ἀρρώστιες, γιὰ ὅλα τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
Στὸ νοσοκομεῖο δὲν πηγαίνουν οἱ ὑγιεῖς, γιὰ νὰ καυχηθοῦν στὸ γιατρὸ πόσο καλὴ ὑγεία ἔχουν. Ὁ Φαρισαῖος αὐτὸς ὅμως δὲν πῆγε στὸ ναὸ ἀπόλυτα ὑγιὴς ψυχικά, γιὰ νὰ κομπάσει γιὰ τὴν ὑγεία του. Αὐτὸς ἦταν σοβαρὰ ἄρρωστος, ὑπόφερε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀλαζονείας. Στὸν πυρετὸ τῆς ἀρρώστιας τοῦ αὐτῆς ὅμως δὲν καταλάβαινε πόσο σοβαρὰ ἄρρωστος ἦταν.
Κάποτε ἐπισκέφτηκα ἕνα ψυχιατρεῖο. Ὁ γιατρὸς μὲ ὁδήγησε μπροστὰ ἀπὸ ἕνα συρμάτινο πλέγμα, κατὰ μῆκος τοῦ δωματίου τοῦ πιὸ σοβαρὰ ἄρρωστου ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς του. «Πῶς αἰσθάνεσαι;», τὸν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε ἀμέσως: «Πῶς νομίζεις ὅτι μπορῶ νὰ αἰσθάνομαι, ἀνάμεσα σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρελούς;».
Τί ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος; Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν πραγματικότητα δὲν εὐχαριστεῖ το Θεὸ ἐπειδὴ ἀναγνωρίζει ὅτι σ’ Ἐκεῖνον ὀφείλεται το ὅτι δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὄχι. Τὰ λόγια Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοί, δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕνα θαυμασμό, μιὰ αὐτοεγκωμιαστικὴ προσέγγισή του στὸ Θεό, ὥστε Ἐκεῖνος ν’ ἀκούσει τὴν κομπορρημοσύνη του. Ἀπ’ ὅλα ὅσα λέει, προκύπτει πῶς δὲν εὐχαριστεῖ το Θεὸ γιὰ τίποτα. Ἀντίθετα, βλασφημεῖ το Θεό, μὲ τὸ νὰ βλασφημεῖ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία Του. Γιὰ τίποτα δὲν εὐχαριστεῖ το Θεό. “Ὅσα λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ ἀποδίδει σὲ δικές του ἐνέργειες, στὰ κατορθώματα ποὺ μόνος αὐτὸς πέτυχε, χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Δὲ θὰ πεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση πῶς δὲν εἶναι ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχὸς ἢ τελώνης ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν προφύλαξε ἀπὸ τίς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη αὐτὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεός Του. Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀποτιμᾷ ἔτσι τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ ἕναν ἄξιο ἄνθρωπο μὲ ἐξαιρετικὸ χαρακτῆρα, ποὺ δὲν ἔχει τὸ ταίρι του σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτὸς ὁ ἐξαιρετικὸς χαρακτῆρας κάνει προσπάθειες καὶ θυσίες γιὰ νὰ διατηρηθεῖ στὸ ὑψηλὸ αὐτὸ ἐπίπεδο, ψηλότερα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ θέλει νὰ πεὶ ὅταν κομπάζει πῶς νηστεύει δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνει τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα ὅσα κερδίζει.
Πόσο εὔκολο τρόπο διάλεξε γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ Φαρισαῖος! Εὐκολότερο κι ἀπὸ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή! ‘Ἀπ’ ὅλες τίς ἐντολὲς ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους, μέσῳ τοῦ Μωυσῆ, αὐτὸς διάλεξε τίς δυὸ εὐκολότερες. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν τηρεῖ καμιά. Ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε τίς δυὸ αὐτὲς ἐντολὲς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νὰ νηστεύουν καὶ νὰ δίνουν τὸ δέκατο τῆς περιουσίας τους οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ δὲ χρειάζεται ὁ Θεός. Δὲν ἔδωσε τίς ἐντολὲς αὐτὲς στοὺς ἀνθρώπους σὰν αὐτοσκοπό, ἀλλά – ὅπως καὶ τίς ἄλλες ἐντολές- γιὰ νὰ καρποφορήσουν στὴν ταπείνωση, στὴν ὑπακοὴ στὸ Θεό, στὴν ἀγάπη γιὰ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ λίγα λόγια, τίς ἐντολὲς ὁ Θεὸς τίς ἔδωσε γιὰ νὰ διεγείρουν, νὰ μαλακώσουν καὶ νὰ φωτίσουν τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Φαρισαῖος τηροῦσε τίς ἐντολὲς χωρὶς σκοπό. Νήστευε κι ἔδινε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας του ἀλλὰ μισοῦσε τοὺς ἄλλους, τοὺς περιφρονοῦσε, στάθηκε μὲ ἀλαζονεία μπροστὰ στὸ Θεό. Παρέμεινε ἕνα ἄκαρπο δέντρο. Ὁ καρπὸς δὲν ἔγκειται στὴ νηστεία, ἀλλὰ στὴν καρδιά. Ὁ καρπὸς δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη ἐντολὴ ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδιά. Ὅλες οἱ ἐντολὲς κι ὅλοι οἱ νόμοι ὑπάρχουν γιὰ νὰ βελτιώνουν τὴν καρδιά. Νὰ τὴ θερμαίνουν, νὰ τὴ φωτίζουν, νὰ τὴν ποτίζουν, νὰ τὴν περιχαρακώνουν, νὰ τὴ σπέρνουν, νὰ τὴν καλλιεργοῦν. Κι όλ’ αὐτὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καρποφορήσει ὁ ἀγρὸς τῆς καρδιᾶς, ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ ώριμάσει ὁ καρπός.
Ὅλα τὰ καλὰ ἔργα εἶναι μέσα, δὲν εἶναι σκοπὸς εἶναι ἡ μέθοδος, ὄχι ὁ καρπός. Σκοπὸς εἶναι ἡ καρδιὰ ποὺ φέρει τὸν καρπό.
Ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν προσευχή του δὲν πέτυχε τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Δὲν ἀποκάλυψε τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ τὴν ἀσχήμια τῆς. Δὲ φανέρωσε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Ὁ Χριστὸς θέλησε μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ νὰ μᾶς δείξει πῶς, ὄχι μόνο ὁ συγκεκριμένος Φαρισαῖος, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Φαρισαίων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἤθελε νὰ ἐξουσιάζει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Θέλησε μὲ τὴν παραβολή Του ὁ Κύριος νὰ μᾶς δείξει πῶς ἡ διεστραμένη εὐσέβεια κι ὁ πλανεμένος φαρισαϊσμὸς ἀνήκουν καί σε μας, σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι τίς μέρες μας. Δὲν ὑπάρχουν σήμερα ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ ποὺ προσεύχονται στὸ Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως καὶ Φαρισαῖος; Δὲν εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀρχίζουν τὴν προσευχή τους μὲ κατηγορίες καὶ μομφὲς κατα τοῦ πλησίον τοὺς καὶ τελειώνουν μὲ αὐτοεγκωμιασμούς; Δὲν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ Θεὸ ὡς δανειστὲς μπροστὰ στὸν ὀφειλέτη τους; Δὲ λένε πολλοὶ ἀπό μας, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαίνω στὴν ἐκκλησία, πληρώνω τοὺς φόρους μου, κανω δωρεὲς στὴν ἐκκλησία δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς συκοφάντες, σὰν τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς μοιχούς. Αὐτοὶ μὲ στενοχωροῦν ἐμένα. Ἐσύ, τί κάνεις, Θεέ μου; Γιατί δὲν τοὺς ἀφανίζεις αὐτούς, γιατί δὲν ἐπιβραβεύεις ἐμένα γιὰ ὅλο αὐτὰ ποὺ κάνω γιὰ Σένα; Δὲ βλέπεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρδιά μου, πόσο ὑγιὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;»
Πρέπει νὰ ξέρεις πῶς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξιμος, «ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νά σε ἐξαπατήσει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖνον. Ὅλοι κάνουν το σταυρό τους, μὰ δὲν προσεύχονται ὅλοι». Ὁ Φαρισαῖος εἶναι «Ἀβραὰμ ὡς πρὸς τὴ γενειάδα του, μὰ Χὰμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».
Μ αὐτὸν τὸν τρόπο μιλᾶνε οἱ Φαρισαῖοι. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς στέλνει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαντᾷ: «Δὲν ἀναγνωρίζω τὴν περιγραφὴ ποὺ κάνετε στὸν ἑαυτό σας». Στὴν τελικὴ κρίση θὰ τοὺς πεί: «Οὔκ οἴδα ὑμᾶς». Δέν σας ξέρω. Ὁ Θεὸς δὲν ἀναγνωρίζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀλλ’ ἀπὸ τίς καρδιές τους. Μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ποὺ δὲν ἐκτιμᾷ τὴ συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλλα της, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρπούς της.
Πὼς θά ‘πρεπε νὰ προσευχηθεῖ ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς; Ἰδού, πῶς: «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδε τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ». Ὁ τελώνης ἔστεκε μακριὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ χτυποῦσε τὸ στῆθος του κι ἔλεγε: Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ἐλέησέ μέ τον ἁμαρτωλό.
Ὁ πραγματικὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς δὲν πηγαίνει μπροστά, στὴν πρώτη θέση μέσα στὴν ἐκκλησία. Τί ἀνάγκη ἔχει νὰ τὸ κάνει αὐτό; Ὁ Θεὸς τὸν βλέπει καὶ στὸ πίσω μέρος τῆς ἐκκλησίας τὸ ἴδιο, ὅπως κι ἂν στεκόταν μπροστά. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς βρίσκεται πάντα σὲ πραγματικὴ μετάνοια. «Ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πανηγύρι γιά το Θεό», λέει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος στέκεται μακριά. Νιώθει τὴ μηδαμινότητά του ἐνώπιον τοῦ Θεου, γεμίζει μὲ ταπείνωση μπροστὰ στὴ μεγαλοσύνη Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής , ὁ «μείζων ἕν γεννητοὺς γυναικών», ὁμολόγησε ἔμφοβος ὅταν τὸν πλησίασε καὶ Χριστός: «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ» (Μάρκ. ἅ’7). Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ δάκρυά της. “Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς εἶναι πολὺ ταπεινός, νιώθει εὐτυχὴς μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεός του ἐπιτρέπει νὰ πλησιάσει στὰ πόδια Του.
Οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι. Γιατί;
Τὰ μάτια εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς. Τίς ψυχικὲς ἁμαρτίες μπορεῖς νὰ τίς διαβάσεις στὰ μάτια. Δὲν διαπιστώνεις κάθε μέρα πῶς, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, χαμηλώνει τὰ μάτια τοῦ μπροστὰ στοὺς ἄλλους; Πῶς θὰ μποροῦσαν τὰ μάτια ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ νὰ μὴ χαμηλώσουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ παντογνώστη; Κάθε ἁμαρτία ποὺ διαπράττεται μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, διαπράττεται κι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία στὴ γῆ ποὺ νὰ παραμείνει ἀπαρατήρητη ἀπό το Θεό. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς τὸ γνωρίζει αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ ταπεινώνεται βαθιά, στέκεται μὲ ντροπὴ μπροστὰ στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παραβολὴ λέει, οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι.
Ἀλλὰ γιατί χτυποῦσε τὸ στῆθος του; Γιὰ νὰ δείξει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πῶς τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος. Οἱ σωματικὲς ἐπιθυμίες ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες. Ἡ λαιμαργία ὁδηγεῖ στὴ λαγνεία. Ἡ λαγνεία ὁδηγεῖ στὴν ὀργὴ κι αὐτὴ στὸ φόνο. Ἡ σωματικὴ ψύχωση χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἐξασθενίζει καὶ σκοτώνει τὸν θεϊκὸ ἡρωισμὸ ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ τελώνης χτυπάει τὸ σῶμα του. Ξέρει καλὰ τὴν ἁμαρτία του, τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν ντροπὴ ποὺ πρέπει νὰ νιώθει μπροστὰ στὸ Θεό.
Γιατί ὅμως χτυπάει κυρίως τὸ στῆθος του κι ὄχι τὸ κεφάλι του ἢ τὰ χέρια του; Ἐπειδὴ ἡ καρδιὰ βρίσκεται στὸ στῆθος. Κι ἡ καρδιὰ εἶναι πηγὴ κάθε ἁμαρτίας καὶ κάθε ἀρετῆς. Εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοὶ τὸν ἄνθρωπον. ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοὶ τὸν ἄνθρωπον» (Μάρκ. ζ’ 20-23). Γι αὐτὸ καὶ τελώνης χτυποῦσε τὸ στῆθος του.
Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ἐλέησέ μέ τον ἁμαρτωλό. Αὐτὰ ἔλεγε ὁ τελώνης. Δὲν ἀπαριθμοῦσε οὔτε τὰ καλά του ἔργα οὔτε τὰ κακά. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα. Κι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ μετάνοια γιὰ όλ’ αὐτά. Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ.
Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λένε ὅλα. Θεέ μου, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιατρὸς κι ἐγὼ ὁ ἄρρωστος. Μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ θεραπεύσεις, σὲ Σένα μόνο ἀνήκω. Ὁ γιατρὸς εἶσαι Ἐσύ, θεραπεία εἶναι τὸ ἔλεός Σου. Λέγοντας ὁ ἄρρωστος, ἰλάσθητί μοὶ τὼ ἁμαρτωλῷ, εἶναι σὰ νὰ λέει μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια: «Γιατρέ, δῶσε τὴ θεραπεία σὲ μένα τὸν ἄρρωστο. Κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ μὲ θεραπεύσει παρὰ μόνο Ἐσύ, Θεέ μου. «Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα» (Ψαλμ. ν’6). Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει βοήθεια γιὰ μένα, ὅσο δίκαιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί. Μόνο Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Τίποτ’ ἄλλο δὲν μπορεῖ νά με βοηθήσει. Οὔτε ἡ νηστεία μου, οὔτε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας μου ποὺ δίνω οὔτε ὅλα τὰ καλά μου ἔργα. Μόνο τὸ ἔλεὸς Σοῦ μπορεῖ νὰ γειάνει τίς πληγὲς μοῦ σὰν φάρμακο σωστικό. Ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὰ τραύματά μου, μᾶλλον τὰ χειροτερεύει. Ἐσὺ μόνα γνωρίζεις τὴν ἀρρώστια μοῦ κι Ἐσὺ ἔχεις καὶ τὴ θεραπεία. Εἶναι ἄσκοπο γιὰ μένα νὰ πάω ὁπουδήποτε ἄλλου ἢ νὰ προσευχηθῶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Ἄν Ἐσὺ μὲ ἀπορρίψεις, ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νά με συγκρατήσει ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἐσύ, μόνο Ἐσύ, Κύριε, μπορεῖς, ἂν τὸ θέλεις. Θεέ μου, συχώρεσέ μέ, σῶσε με. Ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοί το ἁμαρτωλῷ.
Τί λέει ὁ Κύριος τώρα, πὼς ἀπαντάει σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχή; «Λέγω ὑμῖν, κατέβῃ οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος» (Λουκ. ἰη΄14). Σὲ ποιόν ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος; Σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ νομίζουμε πῶς εἴμαστε δίκαιοι. Ὁ τελώνης εἶναι αὐτὸς ποὺ γύρισε στὸ σπίτι του δικαιωμένος, ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁμολογεῖ μὲ ταπείνωση τίς ἁμαρτίες του γυρίζει στὸ σπίτι του δικαιωμένος, ὄχι ὁ ἄδικος καὶ ἀλαζόνας. Ὁ ταπεινὸς καὶ μετανιωμένος ἄνθρωπος δικαιώνεται, ὄχι ὁ αὐθάδης, ὁ ματαιόδοξος καὶ ὑπερήφανος. Ὁ γιατρὸς ἐλεει καὶ θεραπεύει τὸν ἄρρωστο ποὺ ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστια του κι ἀναζητᾷ θεραπεία, ἐνῶ στέλνει ἄδειο στὸ σπίτι του ἐκεῖνον ποὺ ἐπισκέπτεται τὸ γιατρὸ γιὰ νὰ κομπάσει πῶς εἶναι ὑγιής.
Ὁ Κύριος τελειώνει τὴ θαυμάσια παραβολή Του μὲ τὴν ἑξῆς διδαχή: «ὅτι πὰς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. ἰη’14). Ποιός εἶναι ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν καὶ ποιός ὁ ταπεινῶν; Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ οὔτε ὅσο τὸ φάρδος μιᾶς τρίχας, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὸν σηκώσει. Ἐδῶ ὅμως ἐννοεῖ ἐκεῖνον ποὺ νομίζει πῶς ὑψώνεται μὲ τὸ νὰ σπεύδει νὰ καταλάβει τὴν πρώτη θέση, μπροστὰ σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους ἐκεῖνον ποὺ κομπάζει γιὰ τὰ καλά του ἔργα ἐκεῖνον ποὺ ὑπερηφανεύεται ἀκόμα καὶ μπροστὰ στὸ Θεὸ αὐτὸν ποὺ ταπεινώνει καὶ περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ φαίνεται ἀνώτερος. Σ’ ὅλες αὐτὲς τίς περιπτώσεις, ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν πῶς ὑψώνονται, στὴν οὐσία ταπεινώνονται. Ὅσο ἀνώτεροι φαντάζουν στὰ δικά τους τὰ μάτια ἢ καὶ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τόσο μικρότεροι φαίνονται στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Τέτοιους ἀνθρώπους θὰ τοὺς ταπεινώσει ὁ Θεός. Κάποια μέρα θὰ τοὺς κάνει νὰ νιώσουν τὴν ταπείνωση αὐτή. «Ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει ταπείνωση, δὲ θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοση τῶν ἔργων του. Ἡ ἀνταπόδοση δὲν δίδεται γιὰ τὰ ἔργα ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπείνωση», λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος (Λόγος λδ’).
Ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του; Ὄχι βέβαια ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ φαίνεται ταπεινότερος, μὰ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὴν ταπεινότητά του ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλός. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπαιτεῖ ἄλλη ταπείνωση ἀπό μας, παρὰ μόνο τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὁμολογία τῆς ἀμαρτωλότητάς μας. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται κι ὁμολογεῖ τὸ βάθος ὅπου τὸν βύθισε ἡ ἁμαρτία, εἶναι ἀδύνατο νὰ βυθιστεῖ περισσότερο. Ἡ ἁμαρτία μᾶς τραβάει πάντα χαμηλά, στὸ βάθος τῆς καταστροφῆς, πιὸ βαθιὰ ἀπ’ ὅ,τι μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε. Λέει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: «Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν πέφτει ποτέ. Ποῦ μπορεῖ νὰ πέσει, ἀφοῦ βρίσκεται πιὸ χαμηλὰ ἀπ’ ὅλους; Ἢ ματαιότητα εἶναι μεγάλη αἰσχύνη, ἐνῶ ἡ ταπείνωση εἶναι ὕψος μεγάλο, τιμὴ καὶ ἀξία» (Ὀμιλ. 19).
Μὲ λίγα λόγια: ‘Ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ ὅπως ὁ τελώνης, τιμᾷται. Ὁ πρῶτος (ὁ Φαρισαῖος) δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ, γιατί δὲ βλέπει πῶς εἶναι ἄρρωστος. Ὁ δεύτερος (ὁ τελώνης) εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ βρίσκεται στὸ στάδιο τῆς θεραπείας ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν ἀρρώστια τοῦ, παρακολουθεῖται ἀπό το γιατρὸ καὶ κάνει τὴ θεραπεία του. Ὁ πρῶτος εἶναι σὰν τὸ λεῖο καὶ ψηλὸ δέντρο ποὺ μέσα του ὅμως εἶναι σάπιο καὶ γι’ αὐτὸ ἄχρηστο στὸν οἰκοδεσπότη. Ὁ δεύτερος εἶναι σὰν τὸ δέντρο ποὺ ἔχει ἀνώμαλη ἐπιφάνεια κι ὁ κορμός του εἶναι στραβός, μὰ ὁ οἰκοδεσπότης τὸ κατεργάζεται, φτιάχνει δοκάρια καὶ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸ σπίτι του.
Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν, νὰ θεραπεύσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτοὺς ποὺ προσεύχονται μὲ φόβο καὶ δοξάζουν τὸν πανεύσπλαχνο Πατέρα, τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁ Εὐεργέτης μας
«Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοί» (Λουκ. 18, 11)
Ε ΙΝΕ Πρωϊ. Ὁ ἥλιος δὲν βγῆκε ἀκόμη. Δύο ἄνθρωποι Ὁ θεός, ξύπνησαν, πλύθηκαν, ντύθηκαν στὰ γιορτινά τους καὶ χαρούμενοι βγαίνουν ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ποῦ πηγαίνουν; Σὲ γάμο, σὲ χορό, σὲ διασκεδάσεις; Ὀχι. Πηγαίνουν νὰ συναντήσουν το Βασιλιᾶ. Πηγαίνουν στὸ ἀνάκτορο. Κάτι ἀνώτερο πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε τὸ παλάτι τοῦ Θεοῦ. Ώ ἡ ἐκκλησία! Ὑπάρχει ἄλλο σπίτι ἀνώτερο; Ἐκεῖ πηγαίνουν. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Κάποτε βέβαια θὰ πᾶνε. Θὰ τοὺς πᾶνε μιὰ μέρα, ὅταν πεθάνουν. Μὰ τότε τί τὸ ὄφελος; Τώρα ποὺ εἴμαστε ζωντανοὶ πρέπει νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν πηγαίνουμε. Δὲν πρέπει νὰ λεγόμαστε ἄνθρωποι. Γιατί ἄνθρωπος λέγεται ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει σκυμμένο τὸ κεφάλι στὴ γῆ σὰν τὰ κτήνη, ἀλλὰ σηκώνει τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν οὐρανό, κάνει τὴν προσευχή του καὶ δοξάζει το Θεό. Ἄνθρωποι, «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἀλλ’ ἂς ἐπανέλθουμε στοὺς δυὸ ἀνθρώπους, ποὺ ξεκίνησαν πρωὶ νὰ πᾶνε στὸ ναό. Ποιοὶ εἶνε; Μας τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ φαρισαῖος, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ τελώνης. Ἄνθρωποι καὶ οἱ δυό. Ἄνθρωποι ὅμοιοι στὴ μορφή, ἀλλὰ διαφορετικοὶ στὴν ψυχή. Πόσο διαφέρει ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, αὐτὸ θὰ φανῇ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ σταθοῦν μέσα στὸ ναό. Θὰ φανῇ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ θὰ κάνουν.
Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι οἱ δυὸ ἄνθρωποι «ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι» (Λουκ. 18, 10). Ἀκοῦς; Πῆγαν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ναὸς εἶνε οἶκος προσευχῆς. Μαζεύονται ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ ἀγαπημένη οἰκογένεια. Ἄνθρωπε, πηγαίνεις στὴν ἐκκλησία; Δὲν θὰ στέκεσαι ἐπιδεικτικά, δὲν θὰ κοιτάζῃς δεξιὰ κι ἀριστερά, δὲν θὰ κουβεντιάζῃς, δὲν θὰ γελᾷς, δὲν θὰ χασμουριέσαι, δὲν θὰ κριτικάρῃς τὸν παπᾶ καὶ τὸν ψάλτη, δὲν θ’ ἀφήνῃς τὸ μυαλό σου νὰ σκέπτεται ἄλλα πράγματα ἐκτὸς ἀπό το Θεό. Ἄν κάνῃς αὐτά, τότε ἁμαρτάνεις. Γιατί ὁ ναὸς δὲν εἶνε καφενεῖο καὶ θέατρο. Ὁ ναὸς εἶνε τόπος ἱερός, εἶνε τόπος φοβερός, ποὺ καὶ οἱ ἄγγελοι ἀκόμα τρέμουν. Λέγε κ’ ἐσὺ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰακώβ, ὅταν εἶδε μιὰ σκάλα νὰ ἑνώνῃ τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, καὶ ἄγγελοι νὰ κατεβαίνουν καὶ ν’ ἀνεβαίνουν: «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὐτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28, 17).
Ἄς δοῦμε τώρα τί προσευχὴ ἔκαναν αὐτοὶ οἱ δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ πῆγαν στὸ ναό. Ἄς δοῦμε πρῶτα τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ φαρισαῖος. «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοί» (Λουκ. 18, 11). Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες λέξεις, ποὺ εἶπε ὁ φαρισαῖος στὴν προσευχή του. Καλὰ ἄρχισε. Καὶ ἂν ἔλεγε μόνο αὐτὲς τίς τρεῖς λέξεις, ποιός μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορήσῃ; Ὁ Θεὸς εἶνε ὁ πιὸ μεγάλος εὐεργέτης, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀπολαμβάνει τίς μύριες εὐεργεσίες του, πρέπει νὰ λέη πάντοτε Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ.
Ἀλλ’ ἴσως ρωτήσῃ κανείς: Ποιὲς εἶνε οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ; Ἄνθρωπε, τυφλὸς εἶσαι καὶ δὲν βλέπεις τὰ μύρια ἀγαθὰ ποὺ δίνει ὁ Θεός; «Ἐν τῷ Θεῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 17, 28). Τὸ ψάρι ζὴ μέσα στὴ θάλασσα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ζὴ μέσα στὴ θάλασσα τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅπου νὰ κινηθῇ τὸ ψάρι, θάλασσα ἔχει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅπου νὰ κινηθῇ, τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει. Νὰ μετρήσουμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ; Ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσουμε καὶ ποὺ νὰ τελειώσουμε. Σκέψου τί ἤσουν πρὶν νὰ γεννηθῇς. Ἕνα μηδέν. Ποιός ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία σὲ ἔφερε στὴν ὕπαρξι; Καὶ δὲν σὲ ἔκανε πέτρα, δέντρο, τετράποδο. Σὲ ἔκανε ἄνθρωπο. Δὲν σὲ ἔρριξε στὸ φεγγάρι ἢ σὲ κανένα ἄλλο ἀστέρι, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀέρας οὔτε νερὸ οὔτε φωτιὰ οὔτε ζῶα. Σ’ αὐτὰ τὰ ἄλλα ἄστρα ἦταν ἀδύνατο νὰ ζήσῃς. Ἐδῶ στὴ γῆ σὲ ἔβαλε, ποὺ εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος. Σὲ ἔκανε λοιπὸν ἄνθρωπο. Σὲ τίμησε. Σὲ προίκισε μὲ ὄργανα καὶ ἐργαλεῖα, ποὺ καμμιὰ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ. Σοῦ ἔδωσε μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς καὶ ν’ ἀπολαμβάνῃς αὐτὸ τὸ πανόραμα ποὺ λέγεται φύσις. Σοῦ ἔδωσε αὐτιά, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὸ κελάϊδημα τῶν πουλιῶν, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀγαπητῶν σου προσώπων, γιὰ ν’ ἀκοῦς τὴ γλυκειὰ φωνὴ τῆς θείας διδασκαλίας. Σοῦ ἔδωσε χέρια καὶ πόδια, γιὰ νὰ ἐργάζεσαι. Σοῦ ἔδωσε μιὰ καρδιά, ποὺ χτυπάει κάθε δευτερόλεπτο. Σοῦ ἔδωσε μυαλό, ποὺ δὲν εἶνε σὰν τὸ μυαλὸ τῶν ζώων, ἀλλ’ εἶνε ἕνα μυαλὸ θαῦμα, ποὺ μπορεῖ νὰ σκέπτεται, ν’ ἀνακαλύπτῃ καὶ νὰ ἐφευρίσκῃ χίλια δυὸ πράγματα. Σοῦ ἔδωσε μιὰ συνείδηση, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ξεχωρίζῃς τὸ καλὸ ἀπ’ τὸ κακό. Σοῦ ἔδωσε ψυχὴ ἀθάνατη. Μὲ λίγες λέξεις, σὲ ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Γέν. 1, 26).
Σὰν πατέρας στοργικὸς κάθε μέρα ἐδῶ στὴ γῆ σοῦ στρώνει τραπέζι. Ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεις, τὸ νερὸ ποὺ πίνεις, τὸ σιτάρι ποὺ κάνεις ψωμί, τὸ γάλα, τὸ κρέας, τὰ λαχανικά, τὰ φροῦτα ποὺ Τρώς, τὸ μαλλὶ ποὺ κάνεις ροῦχα καὶ ντύνεσαι, τὰ ξύλα ποὺ κάνεις κάρβουνο γιὰ νὰ ζεσταίνεσαι, τὸ σίδερο ποὺ κάνεις ἀλέτρι, ὁ ἥλιος ποὺ σὲ φωτίζει καὶ σὲ θερμαίνει, τὸ χρυσάφι ποὺ κάνεις νομίσματα, οἱ πρῶτες ὗλες ποὺ κάνεις τὰ μηχανικά σου προϊόντα, τὰ βότανα ποὺ κάνεις τὰ φάρμακα, ὅλα αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα ἀγαθὰ τίνος εἶνε, δικά σου; Ὄχι. Τοῦ Θεοῦ εἶνε. Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε, γιὰ νὰ ζῆς καὶ νὰ τὸ ἀπολαμβάνῃς. Λοιπόν, ἄνθρωπε, ποὺ κολυμπᾷς μέσα στὸν ὠκεανὸ τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, πὲς Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ.
Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο τὰ ὑλικὰ ποὺ σοῦ δίνει ὁ Θεός. Εἶνε καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, ποὺ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ὑλικά. Δυστυχῶς λίγοι τὰ αἰσθάνονται καὶ εὐγνωμονοῦν τὸν Εὐεργέτη. Ποιά εἶνε αὐτά; Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θὰ δῇς τὸ πνευματικὸ πανόραμα. Θὰ μείνῃς κατάπληκτος. Θὰ δῇς τί ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ σένα, γιὰ τὴν ψυχική σου σωτηρία. Ἡ ἁμαρτία σὲ ἔκανε ἕνα σκουλήκι βρωμερό, ποὺ ζῆ καὶ κυλιέται μέσα στὴ λάσπη. Μιὰ ἀηδία εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ἦρθε ὁ Χριστός, πῆρε τὸ σκουλήκι, πῆρε τὸν ἁμαρτωλό, τὸν ἀκάθαρτο ἄνθρωπο, τὸν ἔπλυνε, τὸν καθάρισε μὲ τὸ τίμιό του αἷμα καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ φθάσῃ στὰ οὐράνια. Ἀπὸ σκουλήκι νὰ γίνῃ ἀετός, ἀπὸ κτῆνος ἄγγελος. Ἀπὸ παλαιὸς ἄνθρωπος νέος ἄνθρωπος, νέα ὕπαρξις, ποὺ τὴν προορίζει νὰ ζήσῃ σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο, ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπων δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψῃ. Νὰ ζήσῃ μέσα στὴ βασιλεία του. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὤν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;».
Γιὰ ὅλες λοιπὸν αὐτὲς τίς εὐεργεσίες θὰ ἔπρεπε διαρκῶς νὰ εὐχαριστοῦμε το Θεό. Θὰ ἔπρεπε νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ λέμε κ’ ἐμεῖς «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοί» (Λουκ. 18, 11). Νὰ τὸ λέμε ὅμως ὄχι ὅπως τὸ ἔλεγε ὁ φαρισαῖος, μὲ μιὰ καρδιὰ ἀκάθαρτη ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν κατάκρισι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ τὸ λέμε μὲ μιὰ καρδιὰ γεμάτη ταπείνωση καὶ εὐγνωμοσύνη, μὲ μιὰ βαθειὰ συναίσθηση, ὅτι τέτοιοι ποὺ εἴμαστε, δὲν εἴμαστε ἄξιοι ν’ ἀπολαμβάνουμε κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως εἴμαστε ἄξιοι τιμωρίας μεγάλης. Εἴμαστε ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἀλλ’ ὼ Θεέ, δός μας τὸ ἔλεός σου καὶ σῶσε μας! Τὸ ἀναγνωρίζουμε, εἴμαστε ἁμαρτωλὰ παιδιά σου, ἀνάξια τῆς ἀγάπης σου. Σὰν τὸν τελώνη τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου στεκόμαστε ἐδῶ στὸ ναό σου, κλαῖμε ὅλοι τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ φωνάζουμε: «Ὁ Θεός, ἰλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς» (Λουκ. 18, 13).