ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ — ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Η΄ 27 — 39)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐλθόν­τι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χὠραν τῶν Γαδα­ρη­νῶν ὑπήν­τη­σεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλε­ως, ὃς εἶχε δαι­μό­νια ἐκ χρό­νων ἱκα­νῶν, καὶ ἱμά­τιον οὐκ ἐνε­δι­δύ­σκε­το, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμε­νεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνή­μα­σιν. 28ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνα­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγά­λῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψί­στου; δέο­μαί σου, μή με βασα­νί­σῃς. 29παρήγ­γει­λε γὰρ τῷ πνεύ­μα­τι τῷ ἀκα­θάρ­τῳ ἐξελ­θεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώ­που. πολ­λοῖς γὰρ χρό­νοις συνηρ­πά­κει αὐτόν, καὶ ἐδε­σμεῖ­το ἁλύ­σε­σι καὶ πέδαις φυλασ­σό­με­νος, καὶ διαρ­ρήσ­σων τὰ δεσμὰ ἠλαύ­νε­το ὑπὸ τοῦ δαί­μο­νος εἰς τὰς ἐρή­μους. 30ἐπη­ρώ­τη­σε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνο­μα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγε­ών· ὅτι δαι­μό­νια πολ­λὰ εἰσῆλ­θεν εἰς αὐτόν· 31καὶ παρε­κά­λει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπι­τά­ξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσ­σον ἀπελ­θεῖν. 32Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέ­λη χοί­ρων ἱκα­νῶν βοσκο­μέ­νη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρε­κά­λουν αὐτὸν ἵνα ἐπι­τρέ­ψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκεί­νους εἰσελ­θεῖν· καὶ ἐπέ­τρε­ψεν αὐτοῖς. 33ἐξελ­θόν­τα δὲ τὰ δαι­μό­νια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώ­που εἰσῆλ­θον εἰς τοὺς χοί­ρους, καὶ ὥρμη­σεν ἡ ἀγέ­λη κατὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπε­πνί­γη. 34ἰδόν­τες δὲ οἱ βόσκον­τες τὸ γεγε­νη­μέ­νον ἔφυ­γον, καὶ ἀπήγ­γει­λαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35ἐξῆλ­θον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγο­νὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθή­με­νον τὸν ἄνθρω­πον, ἀφ’ οὗ τὰ δαι­μό­νια ἐξε­λη­λύ­θει, ἱμα­τι­σμέ­νον καὶ σωφρο­νοῦν­τα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφο­βή­θη­σαν. 36ἀπήγ­γει­λαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόν­τες πῶς ἐσώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθείς. 37καὶ ἠρώ­τη­σαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆ­θος τῆς περι­χώ­ρου τῶν Γαδα­ρη­νῶν ἀπελ­θεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγά­λῳ συνεί­χον­το· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖ­ον ὑπέ­στρε­ψεν. 38ἐδέ­ε­το δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξε­λη­λύ­θει τὰ δαι­μό­νια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέ­λυ­σε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 39Ὑπό­στρε­φε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διη­γοῦ ὅσα ἐποί­η­σέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλ­θε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσ­σων ὅσα ἐποί­η­σεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

27 Οταν δε ο Ιησούς εβγή­κεν εις την ξηράν, τον συνάν­τη­σεν ένας άνθρω­πος της πόλε­ως εκεί­νης, ο οποί­ος είχε μέσα του δαι­μό­νια από πολ­λά χρό­νια και δεν εφο­ρού­σε ένδυ­μα και δεν έμε­νε σε σπί­τι, αλλά μέσα εις τα μνή­μα­τα. 28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύ­γα­σε δυνα­τά, έπε­σεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγά­λην είπε· “ποία σχέ­σις υπάρ­χει ανά­με­σα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψί­στου; Σε παρα­κα­λώ, μη με βασα­νί­σης και μη με κλεί­σης από τώρα στον φρι­κτόν Αδην”. 29 Είπε δε αυτά ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος, διό­τι ο Χρι­στός διέ­τα­ξε το ακά­θαρ­τον πνεύ­μα να βγη και να φύγη από τον άνθρω­πον, επει­δή από πολ­λά χρό­νια τον είχεν αρπά­ξει και κυριεύ­σει. Οι δε άλλοι άνθρω­ποι, ένε­κα της αγριό­τη­τος αυτού, τον έδε­ναν με αλυ­σί­δες και με ισχυ­ρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσ­σουν, ώστε να μη επι­τί­θε­ται και κακο­ποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπα­ζε τα δεσμά και ωδη­γεί­το βιαί­ως από τον δαί­μο­να εις ερη­μι­κούς τόπους. 30 Τον ερώ­τη­σε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνο­μά σου;” Εκεί­νος δε απήν­τη­σε· “λεγε­ών”. Διό­τι πολ­λά δαι­μό­νια είχαν εισέλ­θει στον άνθρω­πον αυτόν. 31 Και παρα­κα­λού­σαν τα δαι­μό­νια αυτόν, να μη τα δια­τά­ξη και πάνε εις τα τρί­σβα­θα του Αδου. 32 Ητο δε εκεί μία αγέ­λη με πολ­λούς χοί­ρους, που έβο­σκαν στο βου­νό· και τον παρα­κα­λού­σαν τα δαι­μό­νια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκεί­νους τους χοί­ρους. Και τους το επέ­τρε­ψεν ο Κυριος (διό­τι κατά λόγον δικαιο­σύ­νης έπρε­πε να τιμω­ρη­θούν με την απώ­λειαν των χοί­ρων οι ιδιο­κτή­ται των, επει­δή τους έτρε­φαν, μολο­νό­τι αυτό απη­γο­ρεύ­ε­το από τον μωσαϊ­κόν νόμον). 33 Αφού δε εξήλ­θον τα δαι­μό­νια από τον άνθρω­πον, εμπή­καν στους χοί­ρους και ώρμη­σε ασυγ­κρά­τη­το όλο το καπά­δι επά­νω στον κρυ­μνόν, ερρί­φθη από εκεί εις την θάλασ­σαν και επνί­γη­σαν οι χοί­ροι. 34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγο­νός αυτό, έφυ­γαν και το ανήγ­γει­λαν εις την πόλιν και εις όσους συναν­τού­σαν, από αυτούς που έμε­ναν στους αγρούς. 35 Εβγή­καν δε από την πόλιν οι άνθρω­ποι, δια να ίδουν αυτό που έγι­νε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρω­πον, από τον οποί­ον είχαν βγη τα δαι­μό­νια, να κάθε­ται κον­τά εις τα πόδια του Ιησού, ντυ­μέ­νος, ήρε­μος και φρό­νι­μος, και εφο­βή­θη­σαν. 36 Είχαν δε διη­γη­θή εις αυτούς εκεί­νοι που είδαν το γεγο­νός, πως ελευ­θε­ρώ­θη­κε ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος. 37 Και όλον το πλή­θος της περιο­χής των Γαδα­ρη­νών τον παρε­κά­λε­σαν να φύγη από αυτούς, διό­τι είχαν κυριευ­θή από μεγά­λον φόβον, δια την τιμω­ρί­αν που τους επε­βλή­θη. Ενο­χοι δε και δι’ άλλα καθώς ήσαν, εφο­βούν­το πολύ και άλλας τιμω­ρί­ας. Ο δε Ιησούς εμπή­κε στο πλοί­ον και επέ­στρε­ψε. 38 Παρα­κα­λού­σε δε αυτόν ο άνθρω­πος, από τον οποί­ον είχαν βγη τα δαι­μό­νια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστει­λε ειρη­νι­κά εις την πόλιν του, λέγων· 39 “γύρι­σε στο σπί­τι σου και να διη­γή­σαι όσα έκα­με εις σε ο Θεός”. Και εκεί­νος έφυ­γε και δια­λα­λού­σε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκα­με εις αυτόν. 

27 Κι όταν βγή­κε στη στε­ριά, τον συνάν­τη­σε κάποιος άνθρω­πος που κατα­γό­ταν από την πόλη, ο οποί­ος είχε μέσα του δαι­μό­νια από πολ­λά χρό­νια. Αυτός δεν φορού­σε πάνω του ρού­χα ούτε έμε­νε σε σπί­τι, αλλά ζού­σε μέσα στα μνή­μα­τα. 28 Όταν όμως είδε τον Ιησού, από το φόβο του έβγα­λε μια δυνα­τή κραυ­γή, έπε­σε στα πόδια του και με φωνή μεγά­λη είπε: Ποιά σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μένα και σένα και τί ζητάς από μένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψί­στου; Σε παρα­κα­λώ, μη με βασα­νί­σεις και μη μου επι­βά­λεις την τιμω­ρία να κλει­στώ από τώρα μέσα στο σκο­τά­δι του Άδη. 29 Και είπε τα λόγια αυτά ο δαι­μο­νι­σμέ­νος, διό­τι ο Ιησούς είχε δια­τά­ξει το ακά­θαρ­το δαι­μο­νι­κό πνεύ­μα να βγει από τον άνθρω­πο. Διό­τι από πολ­λά χρό­νια τον είχε κυριεύ­σει, και του δημιουρ­γού­σε άγρια έξα­ψη. Γι ’ αυτό τον έδε­ναν με αλυ­σί­δες και με σιδε­ρέ­νια δεσμά στα πόδια, και τον φύλα­γαν να μην κάνει κανέ­να κακό ή βλά­ψει κανέ­ναν. Αλλά αυτός έσπα­ζε τα δεσμά και συρό­ταν βίαια από τον δαί­μο­να στις ερη­μιές. 30 Τον ρώτη­σε τότε ο Ιησούς: Ποιό είναι το όνο­μά σου; Κι αυτός του απάν­τη­σε: Λεγε­ών, δηλα­δή ταξιαρ­χία στρα­τιω­τών. Και είχε αυτό το όνο­μα, διό­τι είχαν μπει μέσα στον άνθρω­πο αυτό όχι μόνο ένα αλλά πολ­λά δαι­μό­νια. 31 Και τα δαι­μό­νια αυτά με το στό­μα του δαι­μο­νι­σμέ­νου τον παρα­κα­λού­σαν να μην τα δια­τά­ξει να πάνε στα τρί­σβα­θα του Άδη. 32 Στο μετα­ξύ εκεί κον­τά ήταν ένα κοπά­δι από πολ­λούς χοί­ρους που έβο­σκαν στο βου­νό. Και τα δαι­μό­νια τον παρα­κα­λού­σαν να τους επι­τρέ­ψει να μπουν σ’ εκεί­νους τους χοί­ρους. Και ο Κύριος τους το επέ­τρε­ψε, επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας το Μωσαϊ­κό νόμο, ο οποί­ος απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Με τον τρό­πο αυτό ο Κύριος τιμώ­ρη­σε την παρα­νο­μία τους αυτή. 33 Κι αφού βγή­καν τα δαι­μό­νια απ’ τον άνθρω­πο, μπή­καν στους χοί­ρους. Τότε το κοπά­δι όρμη­σε με ασυγ­κρά­τη­τη μανία προς το γκρε­μό, κι έπε­σε κάτω στη λίμνη και πνί­γη­κε. 34 Μόλις είδαν αυτό που έγι­νε εκεί­νοι που έβο­σκαν τους χοί­ρους, έφυ­γαν και ανήγ­γει­λαν το συμ­βάν της κατα­στρο­φής των χοί­ρων στους κατοί­κους της πόλε­ως και σ’ όσους έμε­ναν έξω στην ύπαι­θρο. 35 Τότε οι άνθρω­ποι βγή­καν από την πόλη και τα περί­χω­ρα για να δουν αυτό που έγι­νε, και ήλθαν στον Ιησού. Και πράγ­μα­τι, βρή­καν τον άνθρω­πο από τον οποίο είχαν βγει τα δαι­μό­νια να κάθε­ται κον­τά στα πόδια του Ιησού και να είναι ντυ­μέ­νος και σωφρο­νι­σμέ­νος. Και φοβή­θη­καν. 36 Κι όσοι είχαν δει το περι­στα­τι­κό τους διη­γή­θη­καν πώς έγι­νε καλά και σώθη­κε ο δαι­μο­νι­σμέ­νος. 37 Τότε όλο το πλή­θος της περι­φέ­ρειας των Γαδα­ρη­νών παρα­κά­λε­σαν τον Ιησού να φύγει από κον­τά τους, διό­τι κυριεύ­θη­καν από μεγά­λο φόβο όταν είδαν τη δίκαιη τιμω­ρία που επι­βλή­θη­κε σ’ εκεί­νους που εξέ­τρε­φαν χοί­ρους παρά την απα­γό­ρευ­ση του νόμου. Και ο Ιησούς μπή­κε στο πλοίο και επέ­στρε­ψε στο μέρος από το οποίο είχε έλθει. 38 Ο άνθρω­πος όμως από τον οποίο είχαν βγει τα δαι­μό­νια τον παρα­κα­λού­σε να μένει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του έδω­σε την εντο­λή να φύγει λέγον­τας: 39 Γύρι­σε πίσω στο σπί­τι σου και να διη­γεί­σαι όσα σου έκα­νε ο Θεός, ο οποί­ος σε απάλ­λα­ξε από τα δαι­μό­νια. Κι εκεί­νος έφυ­γε και διε­κή­ρυτ­τε σ’ όλη την

27  Kαὶ ὅταν βγῆ­κε στὴν ξηρά, βρέ­θη­κε μπρο­στά του κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὴν πόλι, ποὺ εἶχε δαι­μό­νια ἀπὸ πολ­λὰ χρό­νια, καὶ ροῦ­χο δὲν φοροῦ­σε, καὶ σὲ σπί­τι δὲν ἔμε­νε, ἀλλὰ στὰ μνή­μα­τα. 28  Ὅταν δὲ εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἔβγα­λε κραυ­γή, καὶ ἔπε­σε στὰ πόδια του, καὶ μὲ φωνὴ μεγά­λη εἶπε: «Tί κοι­νὸ ὑπάρ­χει ἀνά­με­σα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, Yἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψί­στου; Σὲ παρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βασα­νί­σῃς». 29  Διό­τι διέ­τα­ξε τὸ πνεῦ­μα τὸ ἀκά­θαρ­το νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο. Πολ­λὲς δὲ φορὲς τὸν εἶχε πιά­σει, καὶ τὸν ἔδε­ναν μὲ ἁλυ­σί­δες καὶ μὲ δεσμὰ στὰ πόδια, ἀλλ’ ἔσπα­ζε τὰ δεσμὰ καὶ φερό­ταν ἀπὸ τὸ δαί­μο­να στοὺς ἐρή­μους τόπους. 30  Tὸν ρώτη­σε δὲ ὁ Ἰησοῦς: «Ποιό εἶναι τὸ ὄνο­μά σου;». Aὐτὸς δὲ εἶπε, «Λεγε­ών», διό­τι πολ­λὰ δαι­μό­νια εἶχαν μπεῖ μέσα του. 31  Kαὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴ τὰ δια­τά­ξῃ νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσ­σο (στὰ τρί­σβα­θα τοῦ ᾅδη). 32  Ἦταν δὲ ἐκεῖ μία ἀγέ­λη ἀπὸ πολ­λοὺς χοί­ρους, ποὺ ἔβο­σκαν στὸ βου­νό. Kαὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐπι­τρέ­ψῃ νὰ μποῦν σ’ ἐκεί­νους, καὶ τοὺς ἐπέ­τρε­ψε. 33  Kαὶ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο καὶ μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους, καὶ ὥρμη­σε ἡ ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων καὶ γκρε­μί­στη­κε στὴ λίμνη καὶ πνί­γη­κε. 34  Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ βοσκοὶ τὸ γεγο­νός, ἔφυ­γαν δρο­μαί­ως, καὶ τὸ ἀνήγ­γει­λαν στὴν πόλι καὶ στὰ χωριά. 35  Kαὶ βγῆ­καν γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸ γεγο­νός, καὶ ἦλθαν στὸν Ἰησοῦ, καὶ βρῆ­καν τὸν ἄνθρω­πο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια, νὰ κάθε­ται στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ντυ­μέ­νος καὶ φρό­νι­μος, καὶ φοβή­θη­καν. 36  Oἱ δὲ αὐτό­πτες διη­γή­θη­καν σ’ αὐτοὺς πῶς σώθη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. 37  Kαὶ ὅλο τὸ πλῆ­θος τῆς περιο­χῆς τῶν Γαδα­ρη­νῶν τὸν παρα­κά­λε­σαν νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτούς, διό­τι ἦταν κυριευ­μέ­νοι ἀπὸ μεγά­λο φόβο. Tότε αὐτὸς μπῆ­κε στὸ πλοῖο καὶ ἐπέ­στρε­ψε. 38  Ὁ δὲ ἄνθρω­πος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια, τὸν παρα­κα­λοῦ­σε νὰ τὸν κρα­τή­σῃ κον­τά του. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔδιω­ξε λέγον­τας: 39  «Γύρι­σε στὸ σπί­τι σου, καὶ διη­γή­σου ὅσα σοῦ ἔκα­νε ὁ Θεός». Kαὶ ἔφυ­γε, καὶ δια­κή­ρυτ­τε σ’ ὅλη τὴν πόλι ὅσα τοῦ ἔκα­νε ὁ Ἰησοῦς.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ

[:Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Ματθ.8,28–34]

«Κα λθόν­τι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γερ­γε­σηνν πήν­τη­σαν ατ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κ τν μνη­μεί­ων ξερ­χό­με­νοι, χαλε­πο λίαν, στε μ σχύ­ειν τιν παρελ­θεν δι τς δο κεί­νης. Κα δο κρα­ξαν λέγον­τες· τί μν κα σοί, ησο υἱὲ το Θεο; λθες δε πρ και­ρο βασα­νί­σαι μς;(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέ­ναν­τι όχθη, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, Τον συνάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι που έβγαι­ναν από τα μνή­μα­τα που υπήρ­χαν εκεί, στα οποία ευχα­ρι­στιούν­ταν να κατοι­κούν. Ήταν και οι δύο επι­θε­τι­κοί και πολύ επι­κίν­δυ­νοι˙ τόσο, ώστε να μην μπο­ρεί κανείς να περά­σει απ’ τον δρό­μο εκεί­νο. Και ξαφ­νι­κά απ’ τον φόβο τους κραύ­γα­σαν δυνα­τά και είπαν: “Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα, πριν από τον και­ρό της παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, για να μας βασα­νί­σεις;”)»[Ματθ.8,28–29].

Επει­δή ο κόσμος θεω­ρού­σε τον Ιησού ακό­μη ως έναν απλό άνθρω­πο, ήρθαν τώρα οι δαί­μο­νες και ανα­κη­ρύσ­σουν την θεό­τη­τά Του. Και αυτοί που την τρι­κυ­μι­σμέ­νη πρώ­τα και τώρα, έπει­τα από την εντο­λή Του, ησυ­χα­σμέ­νη θάλασ­σα, δεν την άκου­γαν που μαρ­τυ­ρού­σε με την από­το­μη γαλή­νευ­σή της την ομο­λο­γία του Δημιουρ­γού της, άκου­γαν τους δαί­μο­νες που κραύ­γα­ζαν αυτά, που ακρι­βώς και εκεί­νη κραύ­γα­ζε με τη γαλή­νη της. Κι έπει­τα, για να μη θεω­ρη­θεί ότι η δια­κή­ρυ­ξη αυτή των δαι­μό­νων απέ­βλε­πε στην κολα­κεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρό­σταγ­μά Του είχε επι­βλη­θεί στα στοι­χεία της φύσης και είχε κοπά­σει την τρι­κυ­μία, φωνά­ζουν δυνα­τά, βασι­ζό­με­νοι στην πεί­ρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρό­ω­ρα για να μας βασα­νί­σεις;». Γι’ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο ομο­λο­γούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεω­ρη­θεί ύπο­πτη κολα­κεί­ας η παρά­κλη­σή τους· για­τί δέχον­ταν αόρα­τα χτυ­πή­μα­τα και τους έδερ­νε χει­ρό­τε­ρη από όσο την θάλασ­σα τρι­κυ­μία κι ένιω­θαν να τρυ­πιούν­ται και να καί­γον­ται και να παθαί­νουν αθε­ρά­πευ­τα κακά και από την παρου­σία Του μονά­χα.

Πραγ­μα­τι­κά, επει­δή κανέ­νας δεν είχε την τόλ­μη να τους πλη­σιά­σει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χρι­στός έρχε­ται προς αυτούς. Και ο μεν Ματ­θαί­ος λέγει ότι Του έλε­γαν: «λθες δε πρ και­ρο βασα­νί­σαι μς;(:Ήρθες εδώ να μας βασα­νί­σεις, πριν έλθει ο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νος και­ρός της κρί­σε­ως και της τιμω­ρί­ας μας;)»[Ματθ.8,29], ενώ οι άλλοι ευαγ­γε­λι­στές πρό­σθε­σαν ότι Τον παρα­κα­λού­σαν και Τον εξόρ­κι­ζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο[πρβ. Μάρκ. 5,10: «Κα παρε­κά­λει ατν πολλ να μ ποστείλ ατος ξω τς χώρας(:Και παρα­κα­λού­σε πολύ τον Ιησού να μην τους στεί­λει έξω από τη χώρα εκεί­νη)» και Λουκ.8,51: «Κα παρε­κά­λει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσ­σον πελ­θεν(:Και τα δαι­μό­νια αυτά με το στό­μα του δαι­μο­νι­σμέ­νου Τον παρα­κα­λού­σαν να μην τα δια­τά­ξει να πάνε στα τρί­σβα­θα του Άδη)»· διό­τι νόμι­ζαν ότι έφτα­σε γι’ αυτούς η κόλα­ση και φοβή­θη­καν ότι θα τιμω­ρη­θούν πλέ­ον.

Εάν πάλι όσοι μελε­τούν το Ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά λέγουν ότι ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8,27: «ξελ­θόν­τι δ ατ π τν γν πήν­τη­σεν ατ νήρ τις κ τς πόλε­ως, ς εχε δαι­μό­νια κ χρό­νων κανν, κα μάτιον οκ νεδιδύσκε­το κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνή­μα­σιν(:Και όταν ο Ιησούς βγή­κε στη στε­ριά, τον συνάν­τη­σε κάποιος άνθρω­πος που κατα­γό­ταν από την πόλη, ο οποί­ος είχε μέσα του δαι­μό­νια από πολ­λά χρό­νια. Αυτός δεν φορού­σε πάνω του ρού­χα ούτε έμε­νε σε σπί­τι, αλλά ζού­σε μέσα στα μνή­μα­τα)»], ενώ ο Ματ­θαί­ος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους[βλ. Ματθ.8,28: «Κα λθόν­τι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γερ­γε­σηνν πήν­τη­σαν ατ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κ τν μνη­μεί­ων ξερ­χό­με­νοι, χαλε­πο λίαν, στε μ σχύ­ειν τιν παρελ­θεν δι τς δο κεί­νης(:Όταν λοι­πόν ήλθε στην απέ­ναν­τι παρα­λία, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, ήρθαν να Τον συναν­τή­σουν δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι που έβγαι­ναν από τα μνη­μεία και οι οποί­οι ήσαν άγριοι και επι­θε­τι­κοί, ώστε να μην μπο­ρεί να περά­σει κανείς από τον δρό­μο εκεί­νον)»], ούτε και το γεγο­νός αυτό παρου­σιά­ζει δια­φω­νία μετα­ξύ των δύο ευαγ­γε­λι­στών· διό­τι εάν έγρα­φε ο Λου­κάς ότι ένας μόνο δαι­μο­νι­ζό­με­νος υπήρ­ξε και δεν υπήρ­χε άλλος, θα φαι­νό­ταν ότι δια­φω­νού­σε προς τον Ματ­θαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλη­σε για έναν δαι­μο­νι­ζό­με­νο και ο άλλος για δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νους, δεν προ­έρ­χε­ται από αντί­φα­ση το πράγ­μα, αλλά από τον δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο αφη­γή­σε­ως.

Πραγ­μα­τι­κά προ­σω­πι­κά νομί­ζω ότι ο Λου­κάς διά­λε­ξε τον φοβε­ρό­τε­ρο από τους δύο και γι’ αυτόν έκα­νε λόγο. Γι’ αυτό και περι­γρά­φει πιο τρα­γι­κά τη συμ­φο­ρά του, όπως για παρά­δειγ­μα ότι έσπα­ζε τα δεσμά και τις αλυ­σί­δες με τις οποί­ες προ­σπα­θού­σαν να τον δέσουν και περι­πλα­νιό­ταν στην έρη­μο. Ο Μάρ­κος επί­σης προ­σθέ­τει ότι κατα­ξέ­σκι­ζε τον εαυ­τό του με τις πέτρες[ βλ. Μάρκ. 5,5: «Κα δι παντς νυκτς κα μέρας ν τος μνή­μα­σι κα ν τος ρεσιν ν κρά­ζων κα κατα­κό­πτων αυτν λίθοις(:Και συνε­χώς νύχτα και μέρα έμε­νε στα μνή­μα­τα και στα βου­νά κι έβγα­ζε κραυ­γές και κατα­πλή­γω­νε τον εαυ­τό του με πέτρες)»].

Και οι λόγοι των δαι­μο­νι­ζό­με­νων προς τον Ιησού ήσαν αρκε­τοί για να απο­δεί­ξουν τη σκλη­ρό­τη­τα και την αναι­σχυν­τία τους. «Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα για να μας βασα­νί­σεις;», λέγουν. Δεν μπο­ρού­σαν βέβαια να ισχυ­ρι­στούν ότι δεν αμάρ­τη­σαν, δια­τυ­πώ­νουν όμως την αξί­ω­ση να μην τιμω­ρη­θούν πριν από την καθο­ρι­σμέ­νη ώρα. Επει­δή δηλα­δή τους βρή­καν τα αθε­ρά­πευ­τα κακά και επει­δή αυτοί ενερ­γού­σαν παρά­νο­μα και διέ­στρε­φαν και βασά­νι­ζαν με κάθε τρό­πο το δημιούρ­γη­μα του Θεού, γι’ αυτό νόμι­ζαν ότι εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λής των συμ­βάν­των, δεν θα περί­με­νε τον καθο­ρι­σμέ­νο και­ρό της κολά­σε­ως, γι’ αυτό Τον παρα­κα­λού­σαν και Τον ικέ­τευαν. Και εκεί­νοι που δεν τους συγ­κρα­τού­σαν τα σιδη­ρά δεσμά, έρχον­ται δέσμιοι. Εκεί­νοι που τρι­γύ­ρι­ζαν στα βου­νά, κατέ­βη­καν στην πεδιά­δα. Εκεί­νοι που εμπό­δι­ζαν τους άλλους να περ­νούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσ­σει τον δρό­μο, στά­θη­καν. Για ποιο λόγο όμως παρέ­με­ναν στα μνή­μα­τα οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι; Επει­δή ήθε­λαν να δημιουρ­γή­σουν στους ανθρώ­πους ολέ­θρια αντί­λη­ψη, ότι δηλα­δή οι ψυχές των απο­θα­νόν­των γίνον­ται δαί­μο­νες, πράγ­μα που εύχο­μαι να μη σας περά­σει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέ­ψη.

«Ναι, αλλά ποια απάν­τη­ση», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «μπο­ρείς να δώσεις στο γεγο­νός ότι πολ­λοί από τους μάγους αρπά­ζουν παι­διά και τα σφά­ζουν, ώστε στη συνέ­χεια να έχουν την ψυχή τους βοη­θό στις μαγεί­ες τους;». Και πώς απο­δει­κνύ­ε­ται αυτό; Το ότι βέβαια, σφά­ζουν τα παι­διά, το λέγουν πολ­λοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παι­διών που σφα­γιά­ζον­ται συνερ­γά­ζον­ται με τους μάγους, από πού το γνω­ρί­ζεις; Πες μου, σε παρα­κα­λώ. «Αυτοί», θα απαν­τού­σε αυτός που πιθα­νόν να εξέ­φρα­ζε αυτήν την απο­ρία, « οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι φωνά­ζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δεί­να». Μα κι αυτό είναι πλε­κτά­νη και απά­τη δια­βο­λι­κή· διό­τι δεν είναι η ψυχή του απο­θα­νόν­τος που φωνά­ζει, αλλά ο δαί­μο­νας που υπο­κρί­νε­ται αυτά, με σκο­πό να εξα­πα­τή­σει εκεί­νους που τον ακού­νε· διό­τι εάν ήταν δυνα­τόν να εισέλ­θει η ψυχή στην υπό­στα­ση του δαί­μο­νος, πολύ ευκο­λό­τε­ρα θα εισερ­χό­ταν στο δικό της σώμα. Έπει­τα, δεν μπο­ρεί να δικαιο­λο­γη­θεί λογι­κά το να συνερ­γά­ζε­ται η σφα­γεί­σα ψυχή με τον σφα­γέα της. Ούτε πάλι δικαιο­λο­γεί­ται να μπο­ρεί ο άνθρω­πος να μετα­βάλ­λει ασώ­μα­τη δύνα­μη σε άλλου είδους υπό­στα­ση. Πραγ­μα­τι­κά εάν αυτό είναι αδύ­να­το για τα σώμα­τα και δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μετα­μορ­φώ­σει κανείς το σώμα ανθρώ­που σε σώμα όνου, πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι αυτό αδύ­να­το για την αόρα­τη ψυχή και κανέ­νας δεν θα μπο­ρέ­σει να την μετα­σχη­μα­τί­σει στην υπό­στα­ση του δαί­μο­νος.

Κατά συνέ­πεια, οι από­ψεις αυτές προ­έρ­χον­ται από μεθυ­σμέ­να γρα­ΐ­δια και προ­ο­ρί­ζον­ται να εκφο­βί­ζουν τα μικρά παι­διά· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή που απο­χω­ρί­ζε­ται από το σώμα να πλα­νά­ται πλέ­ον στη γη. Πράγ­μα­τι, «δικαί­ων δ ψυχα ν χειρ Θεο, κα ο μ ψηται ατν βάσα­νος(:η ζωή των δικαί­ων βρί­σκε­ται κάτω από το παν­το­δύ­να­μο προ­στα­τευ­τι­κό χέρι του Θεού και καμία θλί­ψη και βάσα­νος δεν θα τους εγγί­σει, χωρίς ο Θεός να το επι­τρέ­ψει)»[Σοφ. Σολ.3,1]. Εάν όμως βρί­σκον­ται στα χέρια του Κυρί­ου οι ψυχές των δικαί­ων, τότε βρί­σκον­ται και των παι­διών οι ψυχές, διό­τι τα παι­διά δεν είναι πονη­ρά. Αλλά και των αμαρ­τω­λών ανθρώ­πων οι ψυχές αμέ­σως φεύ­γουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνε­ται φανε­ρό από την παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου( πρβ. Λουκ. 16,19–31).

Και σε άλλη περί­πτω­ση όμως λέγει ο Κύριος: «φρον, ταύτ τ νυκτ τν ψυχήν σου παι­τοσιν π σο· δ τοί­μα­σας τίνι σται;(:Άμυα­λε και ανόη­τε άνθρω­πε, που στή­ρι­ξες την ευτυ­χία σου μόνο στις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς και νόμι­σες ότι η μακρο­ζω­ία σου εξαρ­τιό­ταν από τα πλού­τη σου και όχι από Εμέ­να˙ τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ και­ρό ονει­ρευό­σουν ως νύχτα ευτυ­χί­ας και νόμι­ζες ότι θα άρχι­ζε από εδώ και πέρα η ανα­παυ­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή ζωή σου, οι φοβε­ροί δαί­μο­νες απαι­τούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθά­νεις. Αυτά λοι­πόν που ετοί­μα­σες και απο­θή­κευ­σες σε ποιον θα ανή­κουν και σε ποιους κλη­ρο­νό­μους θα περιέλ­θουν;)»[Λουκ.12,20].

Βέβαια δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή που εξήλ­θε από το σώμα να περι­φέ­ρε­ται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσι­κό· διό­τι, ενώ όταν βαδί­ζου­με επά­νω στη συνη­θι­σμέ­νη και γνώ­ρι­μη περιο­χή της γης, έχον­τας το σώμα μας, δεν γνω­ρί­ζου­με ποια κατεύ­θυν­ση να πάρου­με κάθε φορά που θα βρε­θού­με σε άγνω­στο δρό­μο, εάν δεν έχου­με οδη­γό, κατά ποια λογι­κή η ψυχή, που χωρί­στη­κε από το σώμα και απο­ξε­νώ­θη­κε από όλες τις συνή­θειές της, θα γνω­ρί­σει πού πρέ­πει να βαδί­ζει χωρίς να έχει τον οδη­γό της;

Αλλά και από άλλες περι­πτώ­σεις μπο­ρεί κανείς να πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παρα­μεί­νει στη γη. Πραγ­μα­τι­κά, ο Στέ­φα­νος λέγει: «Κύριε ησο, δέξαι τ πνεμά μου(:Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύ­μα μου)»[Πράξ.7,59].Και ο Παύ­λος, επί­σης, λέγει: «μο γρ τ ζν Χριστς κα τ ποθα­νεν κέρ­δος(:διό­τι για μένα η ζωή είναι ο Χρι­στός, αφού ζω τη νέα ζωή του Χρι­στού και ζει μέσα μου ο Χρι­στός. Όμως και το να πεθά­νω είναι κέρ­δος, διό­τι με τον θάνα­το θα ενω­θώ πλή­ρως με τον Χρι­στό)»[Φιλιπ.1,21].Και για τον πατριάρ­χη Αβρα­άμ λέγει η Γρα­φή: «Κα κλεί­πων πέθα­νεν βραμ ν γήρ καλ πρε­σβύ­της κα πλή­ρης μερν κα προ­σε­τέ­θη πρς τν λαν ατο(:Και αφού τον εγκα­τέ­λει­ψαν οι δυνά­μεις του, πέθα­νε ο Αβρα­άμ σε ευτυ­χι­σμέ­να γηρα­τειά, γέρον­τας πλή­ρης ημε­ρών, και προ­στέ­θη­κε στους προ­γό­νους του που εκδή­μη­σαν από τον κόσμο αυτόν)»[Γέν.25,8].

Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρ­τω­λών μπο­ρούν να παρα­μεί­νουν εδώ, άκου­σε που ο πλού­σιος της παρα­βο­λής θερ­μά παρα­κα­λού­σε γι’ αυτό, χωρίς να το επι­τυγ­χά­νει[ βλ. Λουκ. 16, 27–31]· διό­τι εάν αυτό ήταν δυνα­τόν, θα ερχό­ταν αυτός στη γη και θα γνω­στο­ποιού­σε όσα συνέ­βαι­ναν εκεί. Κατά συνέ­πεια, είναι φανε­ρό ότι οι ψυχές μετά την απο­δη­μία τους από τη γη μετα­βαί­νουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνα­τό­τη­τα να επι­στρέ­ψουν στη γη, αλλά περι­μέ­νουν τη φοβε­ρή ημέ­ρα της κρί­σε­ως.

Κι αν κανέ­νας ρωτή­σει: Για ποιον λόγο πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Χρι­στός ό,τι του ζήτη­σαν οι δαί­μο­νες, δίνον­τάς τους την άδεια να εισέλ­θουν στην αγέ­λη των χοίρων;[Ματθ.8,31–32: « Ο δ δαί­μο­νες παρε­κά­λουν ατν λέγον­τες· ε κβάλ­λεις μς, πίτρε­ψον μν πελ­θεν ες τν γέλην τν χοί­ρων. κα επεν ατος· πάγε­τε. Ο δ ξελ­θόν­τες πλθον ες τν γέλην τν χοί­ρων· κα δο ρμη­σε πσα γέλη τν χοί­ρων κατ το κρη­μνο ες τν θάλασ­σαν κα πέθα­νον ν τος δασιν(:Οι δαί­μο­νες τότε άρχι­σαν να τον παρα­κα­λούν λέγον­τας: “Εάν πρό­κει­ται να μας βγά­λεις έξω από εδώ, δώσε μας την άδεια να φύγου­με και να μπού­με μέσα στο κοπά­δι των χοί­ρων”. Και επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, που απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας, ο Κύριος τιμω­ρών­τας την παρα­νο­μία τους αυτή είπε στους δαί­μο­νες: “Πηγαί­νε­τε”. Και αυτοί βγή­καν απ’ τους ανθρώ­πους και πήγαν στους χοί­ρους. Και ξαφ­νι­κά όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε με μανία από το επά­νω μέρος του γκρε­μού προς τα κάτω, στη θάλασ­σα, και πνί­γη­καν στα νερά της λίμνης)».

Θα λέγα­με ότι ο Κύριος δεν το έκα­νε αυτό υπα­κού­ον­τας σε αυτούς, αλλά επει­δή πολ­λά ήθε­λε με την ενέρ­γειά Του αυτή να διδά­ξει· το πρώ­το που δίδα­ξε αυτούς που ελευ­θε­ρώ­θη­καν από τους πονη­ρούς εκεί­νους τυράν­νους τους ήταν το μέγε­θος της κατα­στρο­φής που προ­κα­λούν αυτοί που τους επι­βου­λεύ­ον­ται, δηλα­δή οι αντί­χρι­στοι δαί­μο­νες. Δεύ­τε­ρο, να μάθουν όλοι οι άνθρω­ποι ότι ούτε στους χοί­ρους τολ­μούν οι δαί­μο­νες να εισέλ­θουν, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρί­το ότι θα μπο­ρού­σαν να προ­ξε­νή­σουν σε εκεί­νους φοβε­ρό­τε­ρα κακά από ό,τι στους χοί­ρους, εάν δεν προ­στα­τεύ­ον­ταν σε μεγά­λο βαθ­μό και μέσα ακό­μα στη συμ­φο­ρά τους από την πρό­νοια του Θεού· διό­τι στον καθέ­να βέβαια είναι φανε­ρό από κάθε άπο­ψη ότι εμάς τους ανθρώ­πους οι δαί­μο­νες μάς μισούν περισ­σό­τε­ρο από τα άλο­γα ζώα.

Επο­μέ­νως αυτοί που δεν λυπή­θη­καν τους χοί­ρους, αλλά μονά­χα μέσα σε μια στιγ­μή τούς κατέρ­ρι­ξαν όλους στον γκρε­μό, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα το έκα­ναν στους ανθρώ­πους, που τους είχαν κυριεύ­σει, παρα­σύ­ρον­τας και επα­να­φέ­ρον­τάς τους στις ερη­μιές, εάν μέσα σε αυτή την τυραν­νι­κή κατα­πί­ε­ση δεν επι­δει­κνυό­ταν σε μεγά­λο βαθ­μό πολ­λή φρον­τί­δα από μέρους του Θεού, που χαλι­να­γω­γού­σε και συγ­κρα­τού­σε και στα­μα­τού­σε την περαι­τέ­ρω ορμή τους. Επο­μέ­νως, είναι φανε­ρό ότι δεν υπάρ­χει κανέ­νας άνθρω­πος που να μην τον προ­στα­τεύ­ει η πρό­νοια του Θεού. Εάν ωστό­σο δεν μας προ­στα­τεύ­ει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρό­πο, και αυτό είναι ένα είδος μεγά­λης προ­νοί­ας· διό­τι ανα­λό­γως προς το ωφέ­λι­μο για τον καθέ­να εκδη­λώ­νει και την πρό­νοιά Του ο Θεός.

Εκτός από όσα ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω, διδα­σκό­μα­στε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύ­μα, ότι δηλα­δή δεν προ­νο­εί μονά­χα από κοι­νού για όλους μας, αλλά και για τον καθέ­να χωρι­στά, πράγ­μα που δήλω­σε προς τους μαθη­τές Του, λέγον­τάς τους ότι ακό­μα και οι τρί­χες του κεφα­λιού τους έχουν αριθμηθεί[Ματθ.10,30:«μν δ κα α τρί­χες τς κεφαλς πσαι ριθ­μη­μέ­ναι εσί(:Και όσο για σας, μάθε­τε ότι ο Θεός έχει μετρη­μέ­νες ακό­μη και τις τρί­χες του κεφα­λιού σας όλες, τη στιγ­μή που εσείς για μια απ’ αυτές δεί­χνε­τε μικρή ή καμία φρον­τί­δα, και αγνο­εί­τε τον αριθ­μό τους. Ο Θεός δηλα­δή γνω­ρί­ζει και αυτά ακό­μη τα ελά­χι­στα που σας συμ­βαί­νουν, στα οποία εσείς δίνε­τε μικρή σημα­σία)»]. Μα και από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους τού­τους ανθρώ­πους μπο­ρεί κανέ­νας να το δια­πι­στώ­σει καθα­ρά αυτό. Πραγ­μα­τι­κά θα τους είχαν πνί­ξει προ πολ­λού οι δαί­μο­νες, εάν δεν τους προ­στά­τευε απο­τε­λε­σμα­τι­κά η εκ του ουρα­νού φρον­τί­δα.

Γι’ αυτούς λοι­πόν τους λόγους επέ­τρε­ψε στους δαί­μο­νες να εισέλ­θουν στην αγέ­λη των χοί­ρων, και επι­πλέ­ον για να πλη­ρο­φο­ρη­θούν και όσοι κατοι­κού­σαν στα μέρη εκεί­να την δύνα­μή Του· διό­τι όπου ήταν πολύ γνω­στό το όνο­μά Του, δεν άφη­νε τη δύνα­μή Του να εκδη­λω­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό, όπου όμως κανέ­νας δεν τον γνώ­ρι­ζε, αλλά είχαν πλή­ρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφη­νε να ακτι­νο­βο­λούν τα θαύ­μα­τά Του, ώστε να τους προ­σελ­κύ­σει στο να γνω­ρί­σουν τη θεϊ­κή Του υπό­στα­ση. Ότι βρί­σκον­ταν σε χον­δρο­ει­δή άγνοια οι κάτοι­κοι της πόλε­ως αυτής φαί­νε­ται από το τέλος· διό­τι ενώ έπρε­πε να Τον προ­σκυ­νή­σουν και να εκδη­λώ­σουν τον θαυ­μα­σμό τους για τη δύνα­μη Του, αντι­θέ­τως αυτοί ήθε­λαν να Τον απο­μα­κρύ­νουν και «δόν­τες ατν παρε­κά­λε­σαν πως μεταβ π τν ρίων ατν(:και τότε όλοι οι κάτοι­κοι της πόλε­ως βγή­καν για να συναν­τή­σουν τον Ιησού˙ και όταν Τον είδαν, Τον παρα­κά­λε­σαν να φύγει από τα σύνο­ρά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγα­λύ­τε­ρα κακά)»[Ματθ.8,34].

Αλλά για ποιο λόγο έρι­ξαν στον γκρε­μό και σκό­τω­σαν οι δαί­μο­νες τους χοί­ρους; Ο λόγος είναι ότι παν­τού προ­σπα­θούν κάθε στιγ­μή με μεγά­λη προ­θυ­μία να ρίχνουν τους ανθρώ­πους στη λύπη και πάν­το­τε χαί­ρον­ται με την κατα­στρο­φή. Αυτό άλλω­στε έκα­με ο διά­βο­λος και στον Ιώβ. Μολο­νό­τι και εκεί ο Θεός το επέ­τρε­ψε, όχι βέβαια επει­δή και στην περί­πτω­ση αυτή υπά­κου­σε στον διά­βο­λο, αλλά επει­δή ήθε­λε να απο­δεί­ξει τον δού­λο Του πιο λαμ­πρό με την υπο­μο­νή και την καρ­τε­ρία που επρό­κει­το να επι­δεί­ξει στις δοκι­μα­σί­ες και να αφαι­ρέ­σει κάθε πρό­φα­ση γι’ αναι­σχυν­τία από τον δαί­μο­να και ακό­μη να στρέ­ψει κατά της κεφα­λής του όσα έκα­νε σε βάρος του δικαί­ου Ιώβ. Πραγ­μα­τι­κά και τώρα συνέ­βη το αντί­θε­το από εκεί­νο που επι­δί­ω­καν οι δαί­μο­νες· γιατί και η δύνα­μη του Χρι­στού ανα­κη­ρυσ­σό­ταν περί­τρα­να και παρου­σια­ζό­ταν πιο καθα­ρά η κακία των δαι­μό­νων, απ’ την οποία ελευ­θέ­ρω­σε αυτούς που είχαν στην κατο­χή τους, και ακό­μα ότι μήτε τους χοί­ρους δεν μπο­ρού­σαν να αγγί­ξουν, αν δεν το επέ­τρε­πε ο Θεός των όλων.

Αν επι­χει­ρού­σε τώρα να τα εξε­τά­σει κανέ­νας αυτά και αλλη­γο­ρι­κά, δεν θα υπήρ­χε καμιά δυσκο­λία στους συσχε­τι­σμούς. Πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με καλά, ότι υπάρ­χουν πολ­λοί άνθρω­ποι που γίνον­ται πνευ­μα­τι­κώς όμοιοι με τους χοί­ρους εξαι­τί­ας της απου­σί­ας προ­σπά­θειας για χαλι­να­γώ­γη­ση των παθών τους και αυτοί φυσι­κά επη­ρε­ά­ζον­ται πιο εύκο­λα από τις προ­σπά­θειες των δαι­μό­νων να τους οδη­γή­σουν στο κακό. Και εφό­σον εκεί­νοι που υφί­σταν­ται αυτά, παρα­μέ­νουν άνθρω­ποι και δεν φτά­νουν στο σημείο να πωρω­θούν παν­τε­λώς χωρίς μετά­νοια, μπο­ρούν και κατα­φέρ­νουν να νική­σουν τα δαι­μο­νι­κά πάθη τους πολ­λές φορές και με τη μετά­νοια και την εξο­μο­λό­γη­ση να τα εξα­λεί­ψουν· αν όμως μετα­μορ­φω­θούν από την αμε­τα­νο­η­σία τους και καταν­τή­σουν ολό­τε­λα σε κατά­στα­ση χοί­ρων και ως άλο­γα ζώα ακο­λου­θούν αμε­τα­νόη­τοι τα πάθη τους, δεν δαι­μο­νί­ζον­ται μόνο αλλά και κατα­κρη­μνί­ζον­ται, χάνουν δηλα­δή ορι­στι­κά την ψυχή τους.

Επι­πλέ­ον, για να μη σχη­μα­τί­σει κανείς την εντύ­πω­ση ότι η θερα­πεία των δαι­μο­νι­ζό­με­νων Γερ­γε­ση­νών αυτών νέων και η συνο­μι­λία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού με τους δαί­μο­νες που τους είχαν κυριεύ­σει ήταν κάτι πλα­στό και σκη­νο­θε­τη­μέ­νο, αλλά να πιστέ­ψει από­λυ­τα ότι πραγ­μα­τι­κά βγή­καν οι δαί­μο­νες από τους δύο ταλαί­πω­ρους αυτούς νέους, έρχε­ται ο θάνα­τος των χοί­ρων και το πιστο­ποιεί αυτό.

Πρό­σε­ξε τώρα εκτός από τη θεϊ­κή δύνα­μη, και την πρα­ό­τη­τα του Κυρί­ου. Όταν δηλα­δή, ύστε­ρα από τόσες ευερ­γε­σί­ες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοι­κοι της περιο­χής, επει­δή θίχτη­καν τα οικο­νο­μι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα από τον πνιγ­μό των χοί­ρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοί­ρους εξαι­τί­ας του ανε­ξέ­λεγ­κτου πάθους της φιλαρ­γυ­ρί­ας, ήθε­λαν να Τον διώ­ξουν, δεν έφε­ρε αντίρ­ρη­ση, αλλά ανα­χώ­ρη­σε, και εγκα­τέ­λει­ψε αυτούς που μόνοι τους έκρι­ναν και παρου­σί­α­σαν τον εαυ­τό τους ανά­ξιο για τη διδα­σκα­λία Του· έφυ­γε και τους άφη­σε πλέ­ον ως δασκά­λους για τη θεϊ­κή Του υπό­στα­ση και δύνα­μη, αυτούς που ελευ­θε­ρώ­θη­καν από τους δαί­μο­νες, καθώς και τους χοι­ρο­βο­σκούς που έμει­ναν εντε­λώς ξαφ­νι­κά χωρίς τους χοί­ρους τους που αφη­νια­σμέ­νοι όρμη­σαν και κατα­κρη­μνί­στη­καν, ώστε απ’ αυτούς να κατα­νο­ούν πλέ­ον εις βάθος-άσχε­τα αν η κακή προ­αί­ρε­σή τους δεν τους άφη­νε να παρα­δε­χτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμ­βεί. Ο Κύριος έφυ­γε, όμως άφη­σε ζωη­ρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγ­μα­τι­κά το μέγε­θος της ζημί­ας συν­τε­λού­σε στη διά­δο­ση της ειδή­σε­ως του γεγο­νό­τος αυτού και το συμ­βάν άγγι­ζε την ψυχή τους. Από πολ­λούς ακού­ον­ταν φωνές που επι­βε­βαί­ω­ναν το παρά­ξε­νο αυτό θαύ­μα· το δια­κή­ρυτ­ταν περί­τρα­να οι θερα­πευ­μέ­νοι, το δια­κή­ρυτ­τε το γεγο­νός του κατα­πον­τι­σμού των ζώων, το δια­κή­ρυτ­ταν οι ιδιο­κτή­τες των χοί­ρων και οι χοι­ρο­βο­σκοί.

Παρό­μοιες κατα­στά­σεις και σήμε­ρα ακό­μη μπο­ρεί να δει κανέ­νας. Πολ­λοί είναι δυστυ­χώς οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι και στην επο­χή μας, άνθρω­ποι κυριευ­μέ­νοι από τα δαι­μο­νι­κά πάθη τους, που τίπο­τα δεν τους συγ­κρα­τεί από τη μανία τους, ούτε σίδε­ρα, ούτε αλυ­σί­δες, ούτε συστά­σεις από πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους, ούτε συμ­βου­λές, ούτε απει­λές ούτε τίπο­τα παρό­μοιο από αυτά.

Πραγ­μα­τι­κά, όταν κάποιος για παρά­δειγ­μα είναι ακό­λα­στος και έχει γίνει αιχ­μά­λω­τος του σωμα­τι­κού κάλ­λους και των σαρ­κι­κών επι­θυ­μιών και ηδο­νών, σε τίπο­τα δεν δια­φέ­ρει από έναν άνθρω­πο δαι­μο­νι­σμέ­νο· αλλά περι­φέ­ρε­ται γυμνός όπως εκεί­νοι οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι Γερ­γε­ση­νοί νέοι, ντυ­μέ­νος βέβαια με ρού­χα, αλλά στε­ρη­μέ­νος από την αλη­θι­νή ενδυ­μα­σία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλά­σμα­τος του Θεού τού ται­ριά­ζει· και ναι μεν δεν κατα­πλη­γώ­νει το σώμα του με πέτρες, όπως έκα­ναν οι δύστυ­χοι εκεί­νοι νέοι της σημε­ρι­νής ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής, όμως κατα­ξε­σκί­ζε­ται με αμαρ­τή­μα­τα που είναι πολύ πιο κοπτε­ρά από πολ­λές μαζί πέτρες. Ποιος λοι­πόν θα μπο­ρέ­σει να δέσει έναν τέτοιον άνθρω­πο; Ποιος θα τον στα­μα­τή­σει από την ασχη­μο­σύ­νη και την μανία αυτή που δεν τον αφή­νει να συγ­κεν­τρω­θεί και να ανα­κτή­σει τον αυτο­έ­λεγ­χό του, αλλά τον κάνει να επι­θυ­μεί να βρί­σκε­ται πάν­τα στα μνή­μα­τα; Διό­τι τι άλλο από μνή­μα­τα δεν είναι τα κατα­γώ­για της πορ­νεί­ας, γεμά­τα από δυσω­δία και σαπί­λα;

Τέτοιος δεν είναι επί­σης και κάθε άνθρω­πος που υπο­φέ­ρει από το δαι­μο­νιώ­δες πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας; Κάθε μέρα αντι­με­τω­πί­ζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρή­μα­τά του ή δεν κατα­φέ­ρει να τα αυξή­σει, καθώς και την απει­λή ότι κάποιοι μπο­ρούν να του τα κλέ­ψουν, παρά το ότι ακού­ει συστά­σεις των πνευ­μα­τι­κών ανθρώ­πων που προ­σπα­θούν να τον συνε­τί­σουν και προ­ει­δο­ποι­ή­σεις για τη φθο­ρά που η αρρω­στη­μέ­νη φιλο­χρη­μα­τία του αυτή προ­ξε­νεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπά­ει και όταν έλθει κανείς με την πρό­θε­ση να τον απε­λευ­θε­ρώ­σει από τη δου­λεία της φιλαρ­γυ­ρί­ας, τον εξορ­κί­ζει να μην τον ελευ­θε­ρώ­σει, επει­δή θεω­ρεί μεγά­λο βάσα­νο το να μην βρί­σκε­ται κάτω από την βάσα­νο αυτήν.

Αλλά τι μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί αθλιό­τε­ρο από τον άνθρω­πο αυτόν; Διό­τι εκεί­νος ο δαί­μο­νας στην περιο­χή των Γερ­γε­ση­νών, αν και είχε κατα­φρο­νή­σει τους ανθρώ­πους, εντού­τοις υπο­χώ­ρη­σε στην προ­στα­γή του Χρι­στού και αμέ­σως βγή­κε από το σώμα του ανθρώ­που. Αυτός όμως δεν υπα­κού­ει ούτε στην προ­στα­γή του Θεού. Πραγ­μα­τι­κά, ενώ κάθε ημέ­ρα ακού­ει τον Θεό να του λέγει ότι «Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν· γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στον Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24], και να απει­λεί με τη γέε­να και τις ατέ­λειω­τες κολά­σεις, εντού­τοις δεν υπα­κού­ει. Όχι βέβαια επει­δή είναι ισχυ­ρό­τε­ρος του Χρι­στού, αλλά επει­δή ο Χρι­στός δεν μας κάνει σώφρο­νες χωρίς να το θέλου­με.

Γι’ αυτό οι άνθρω­ποι αυτοί ζουν σαν να βρί­σκον­ται στην έρη­μο, έστω και αν βρί­σκον­ται στο κέν­τρο των πόλε­ων· διό­τι ποιος άνθρω­πος με μυα­λό θα ήθε­λε να συνα­να­στρέ­φε­ται με τους ανθρώ­πους αυτού του είδους; Εγώ του­λά­χι­στον θα προ­τι­μού­σα να συγ­κα­τοι­κώ με πλή­θος δαι­μο­νι­σμέ­νους, παρά με έναν άνθρω­πο που να έπα­σχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το απο­δει­κνύ­ει η συμ­πε­ρι­φο­ρά του καθε­νός από αυτούς. Πραγ­μα­τι­κά, οι φιλάρ­γυ­ροι νομί­ζουν ως εχθρό τους και εκεί­νον που καμία αδι­κία δεν τους έχει κάνει και επι­θυ­μούν να τον κατα­στή­σουν δού­λο τους, όταν είναι ελεύ­θε­ρος, και με μύρια κακά τον απει­λούν. Αντί­θε­τα, οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι δεν κάνουν τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά στρέ­φουν τη νόσο εναν­τί­ον του εαυ­τού τους. Οι φιλάρ­γυ­ροι, επί­σης, κατα­στρέ­φουν πολ­λά σπί­τια και γίνον­ται αιτία να βλα­σφη­μεί­ται το όνο­μα του Θεού και γενι­κά είναι κατα­στρο­φή για την πόλη και την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη. Όσοι όμως ενο­χλούν­ται από τους δαί­μο­νες είναι άξιοι μάλ­λον οίκτου και δακρύ­ων. Και οι τελευ­ταί­οι ως επί το πλεί­στον παρα­φέ­ρον­ται κατό­πιν σκέ­ψε­ως συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι σαν έξαλ­λοι, κατε­χό­με­νοι από μια παρά­δο­ξη μανία.

Αλη­θι­νά, ποιο παρό­μοιο κάνουν όλοι οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι, σαν εκεί­νο που απο­τόλ­μη­σε ο Ιού­δας και διέ­πρα­ξε την έσχα­τη παρα­νο­μία; Και όλοι όσοι μιμούν­ται τη δια­γω­γή του Ιού­δα, σαν τα φοβε­ρά θηρία που δρα­πέ­τευ­σαν από τα κλου­βιά τους κατα­τρο­μά­ζουν τις πόλεις· επει­δή κανείς δεν τα συγ­κρα­τεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώ­πους, δηλα­δή τους κατε­χό­με­νους από το πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας, τούς περι­βάλ­λουν από παν­τού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικα­στών, η απει­λή των νόμων, η κατα­κραυ­γή του κόσμου και άλλα περισ­σό­τε­ρα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπά­ζουν και ανα­στα­τώ­νουν τα πάν­τα. Και εάν κανείς εξα­φά­νι­ζε τελεί­ως τις δεσμεύ­σεις αυτές, τότε θα έβλε­πε καθα­ρά ότι ο δαί­μο­νας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριό­τε­ρος και πιο μανιώ­δης από αυτόν που βγή­κε τώρα από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους των Γερ­γε­ση­νών.

Αλλά επει­δή αυτό δεν είναι δυνα­τόν να συμ­βεί στην πρά­ξη, ας το λάβου­με ως υπό­θε­ση για λίγο και ας αφαι­ρέ­σου­με όλες τις δεσμεύ­σεις από τον φιλάρ­γυ­ρο και τότε θα γνω­ρί­σου­με τη μεγά­λη του μανία. Αλλά να μη φοβη­θεί­τε το θηρίο, όταν θα το απο­κα­λύ­ψου­με· διό­τι η σκη­νή είναι υπο­θε­τι­κή και δεν υφί­στα­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Έστω λοι­πόν ένας άνθρω­πος που βγά­ζει φωτιά από τα μάτια του, μαύ­ρος, έχον­τας σε κάθε ώμο δρά­κον­τες αντί για χέρια. Έχει επί­σης και στό­μα όπου αντί για δόν­τια έχει καρ­φω­μέ­να ξίφη και αντί για γλώσ­σα έχει πηγή που βγά­ζει δηλη­τή­ριο και φαρ­μά­κι. Η κοι­λιά του πάλι είναι πιο αδη­φά­γος από κάθε καμί­νι και κατα­τρώ­γει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτε­ρά και είναι πιο γρή­γο­ρα από τη φωτιά. Το πρό­σω­πό του επί­σης ας υπο­θέ­σου­με ότι είναι κατα­σκευα­σμέ­νο μει­κτό από σκύ­λο και λύκο και ότι δεν ομι­λεί σαν άνθρω­πος, αλλά εκβάλ­λει έναν ήχο απαί­σιο, αηδια­στι­κό και φοβε­ρό. Ας πού­με λοι­πόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του.

Ίσως να σας φαί­νον­ται φοβε­ρά όσα ειπώ­θη­καν. Ωστό­σο δεν τον σκια­γρα­φή­σα­με ακό­μη αντά­ξιο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, διό­τι ύστε­ρα από αυτά πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με και άλλα. Πραγ­μα­τι­κά, ας υπο­θέ­σου­με ακό­μη ότι σφά­ζει εκεί­νους που συναν­τά, ότι τους κατα­τρώ­γει και γεύ­ε­ται τις σάρ­κες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβε­ρός ο φιλάρ­γυ­ρος, διό­τι επέρ­χε­ται εναν­τί­ον όλων σαν Άδης, τους κατα­βρο­χθί­ζει όλους και τρι­γυ­ρί­ζει σαν κοι­νός εχθρός ολό­κλη­ρου του ανθρω­πί­νου γένους. Επει­δή επι­θυ­μεί να μην υπάρ­χει κανέ­νας άνθρω­πος, για να κατέ­χει αυτός τα πάν­τα. Δεν στα­μα­τά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφα­νί­σει όλους με την επι­θυ­μία του, κατέ­χε­ται από τον πόθο να αλλά­ξει την ουσία του χώμα­τος και να το κάνει χρυ­σά­φι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγ­για και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαί­νον­ται πάνω στη γη.

Και για να αντι­λη­φθεί­τε ότι δεν παρα­στή­σα­με ακό­μη την μανία αυτού, ας μην υπάρ­χει ο κατή­γο­ρος και αυτός που εκφο­βί­ζει, αλλά αφαί­ρε­σε υπο­θε­τι­κώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπά­ζει το ξίφος και να φονεύ­ει τους πάν­τες, χωρίς να ξεχω­ρί­ζει, ούτε φίλο, ούτε συγ­γε­νή, ούτε αδελ­φό, ούτε και τον πατέ­ρα του ακό­μη. Μάλ­λον, όμως, στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν χρειά­ζε­ται ούτε καν να κάνου­με υπό­θε­ση, αλά ας ρωτή­σου­με αυτόν, εάν δεν δημιουρ­γεί στη φαν­τα­σία του παρό­μοιες φαν­τα­σιώ­σεις και δεν επι­τί­θε­ται νοε­ρώς για να φονεύ­σει τους πάν­τες, φίλους, συγ­γε­νείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλ­λον ούτε και η ερώ­τη­ση χρειά­ζε­ται· διό­τι όλοι γνω­ρί­ζουν καλά ότι όσοι κατέ­χον­ται από το πάθος αυτό αγα­να­κτούν και για το γήρας του πατέ­ρα τους και εκεί­νο που είναι γλυ­κύ και ποθη­τό από όλους, να έχουν, δηλα­δή, παι­διά, το θεω­ρούν βαρύ και φορ­τι­κό. Γι’ αυτό πολ­λοί, παρα­κι­νού­με­νοι από την ιδέα αυτήν, θεώ­ρη­σαν καλό την ατε­κνία και κατέ­στη­σαν ανί­κα­νη τη φύση, όχι με το να φονεύ­σουν τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν, αλλά με το να μην επι­τρέ­ψουν να λάβουν καν αρχή.

Λοι­πόν, να μην παρα­ξε­νεύ­ε­στε, επει­δή σας παρου­σί­α­σα κατ’ αυτόν τον τρό­πο τον φιλάρ­γυ­ρο, διό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι πολύ χει­ρό­τε­ρος από ό,τι τον περιέ­γρα­ψα. Αλλά ας σκε­φτού­με πώς θα μπο­ρέ­σου­με να τον απαλ­λά­ξου­με από τον δαί­μο­να. Πώς θα τον απαλ­λά­ξου­με, λοι­πόν; Εάν αντι­λη­φθεί πλή­ρως ότι η φιλαρ­γυ­ρία του είναι αντί­θε­τη προς αυτό ακρι­βώς, δηλα­δή, στο να του δίνει χρή­μα­τα· διό­τι εκεί­νοι που επι­θυ­μούν να κερ­δί­σουν τα μικρά υφί­σταν­ται μεγά­λες ζημί­ες. Γι’ αυτό ακρι­βώς και έχει γίνει παροι­μία ανά­λο­γη με την επι­θυ­μία αυτήν. Πραγ­μα­τι­κά, πολ­λοί πολ­λές φορές που θέλη­σαν να δανεί­σουν με υπερ­βο­λι­κούς τόκους και παρα­συ­ρό­με­νοι από την προσ­δο­κία του κέρ­δους, δεν ερεύ­νη­σαν το ποιόν αυτών που τους δάνει­ζαν χρή­μα­τα, έχα­σαν μαζί με τον τόκο και το κεφά­λαιο ολό­κλη­ρο. Άλλοι πάλι που περιέ­πε­σαν σε κιν­δύ­νους και δεν θέλη­σαν να ξοδέ­ψουν λίγα, έχα­σαν και τη ζωή τους μαζί με την περιου­σία τους. Επί­σης, ενώ τους δόθη­κε η ευκαι­ρία να απο­κτή­σουν ή αξιώ­μα­τα προ­σο­δο­φό­ρα, ή κάτι άλλο παρό­μοιο, επει­δή κόλ­λη­σαν στις λεπτο­μέ­ρειες, έχα­σαν το παν.

Επει­δή δηλα­δή δεν γνω­ρί­ζουν να σπεί­ρουν, αλλά πάν­το­τε φρον­τί­ζουν να θερί­ζουν, γι’ αυτό συνε­χώς χάνουν τη συγ­κο­μι­δή· διό­τι κανείς δεν μπο­ρεί πάν­τα να θερί­ζει, όπως δεν μπο­ρεί διαρ­κώς να κερ­δί­ζει. Αφού λοι­πόν δεν θέλουν να ξοδεύ­ουν, δεν γνω­ρί­ζουν και να κερ­δί­ζουν. Αλλά είτε πρέ­πει να νυμ­φευ­τούν, πάλι παθαί­νουν το ίδιο· διό­τι ή εξα­πα­τή­θη­καν και πήραν πλού­σια γυναί­κα, αλλά με πολ­λά ελατ­τώ­μα­τα, πάλι υπέ­στη­σαν μεγα­λύ­τε­ρη ζημία· διό­τι τον πλού­το δεν τον δημιουρ­γεί η περιου­σία, αλλά η αρε­τή. Πραγ­μα­τι­κά, ποια η ωφέ­λεια του πλού­του, όταν η γυναί­κα είναι πολυέ­ξο­δη και άσω­τη και δια­σκορ­πί­ζει τα πάν­τα χει­ρό­τε­ρα από τον άνε­μο; Ποια η ωφέ­λεια εάν είναι ακό­λα­στη και έχει πλή­θος ερα­στών; Ποια η ωφέ­λεια, εάν είναι μέθυ­ση; Μήπως δεν θα κάνει τον σύζυ­γό της πιο πτω­χό από όλους; Και όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέ­πτον­ται έτσι, αλλά, παρα­συ­ρό­με­νοι από τη μεγά­λη τους αγά­πη προς τα χρή­μα­τα, αγο­ρά­ζουν από κακό υπο­λο­γι­σμό όχι τους καλούς δού­λους, αλλά φρον­τί­ζουν να βρουν τους φτη­νούς.

Όλα αυτά λοι­πόν αφού τα σκε­φτεί­τε καλά(επειδή δεν μπο­ρεί­τε ακό­μη να ακού­σε­τε τη διδα­σκα­λία για τη γέε­να και τη βασι­λεία) και αφού κατα­λά­βε­τε τις ζημί­ες που υπο­μέ­νε­τε κάθε φορά από τη φιλο­χρη­μα­τία, όταν δανεί­ζε­τε, όταν αγο­ρά­ζε­τε, όταν νυμ­φεύ­ε­στε, όταν υπε­ρα­σπί­ζε­στε κάποιον, όταν κάνε­τε οτι­δή­πο­τε άλλο, στα­μα­τή­στε να αγα­πά­τε υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα· διό­τι έτσι θα μπο­ρέ­σε­τε και εδώ στη γη να ζήσε­τε με ασφά­λεια και αφού κάνε­τε μικρή προ­σπά­θεια, θα μπο­ρέ­σε­τε να ακού­σε­τε και το κήρυγ­μα για την ευσέ­βεια και όταν κοι­τά­ξε­τε με προ­σο­χή , θα δεί­τε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιο­σύ­νης και θα απο­κτή­σε­τε τα αγα­θά που Αυτός έχει υπο­σχε­θεί, τα οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΚΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 10, σελί­δες 253–277.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΜΙΑΣ ΠΟΛΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22-10-2000]

(Β424)

Ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, μαζί με τους μαθη­τάς Του κατέ­πλευ­σε με πλοιά­ριο απέ­ναν­τι από τη Γαλι­λαία, ανα­το­λι­κά, στην περιο­χή των Γερ­γε­ση­νών. Τα Γέρ­γε­σα ή Γάδα­ρα, ήταν πόλις της Δεκα­πό­λε­ως της Παλαι­στί­νης και κατοι­κού­σαν εκεί κυρί­ως Έλλη­νες. Μη σας κάνει εντύ­πω­ση. Λέγε­ται μάλι­στα ότι αυτοί οι Έλλη­νες εκεί ήσαν επί­γο­νοι εκ των στρα­τιω­τών του Μεγά­λου Αλε­ξάν­δρου. Είναι γνω­στό πού πέθα­νε ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος και το στρά­τευ­μά του έμει­νε σκορ­πι­σμέ­νο από δω και από εκεί, εγκα­τε­στά­θη­σαν οι άνθρω­ποι κ.λπ. Έτσι θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι η ζωή των κατοί­κων ήταν απρό­σε­κτη· α φού μάλι­στα έτρε­φαν χοί­ρους, πράγ­μα που απα­γο­ρευό­ταν βεβαί­ως στους Εβραί­ους.Έτσι ακό­μη μπο­ρού­με να κατα­νο­ή­σου­με και την παρου­σία δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων ανθρώ­πων.

Ωστό­σο η πόλις αυτή έδει­ξε μία αρνη­τι­κή στά­ση στον Κύριό μας. Και μάλι­στα ζήτη­σαν να απο­μα­κρυν­θεί ο Κύριος από την πόλη τους, να φύγει. Ευγε­νώς μεν, αλλά να φύγει. Και ευγε­νώς διό­τι εφο­βούν­το από ό,τι είδαν. Είναι μία θλι­βε­ρή στά­ση που διαρ­κώς επα­να­λαμ­βά­νε­ται στην Ιστο­ρία και γι’ αυτό πρέ­πει να στα­θεί για μας παρά­δειγ­μα, για μας τους Έλλη­νες, ένα παρά­δειγ­μα προς απο­φυ­γή.

Ο Κύριος διερ­χό­ταν την έρη­μο της περιο­χής των Γερ­γε­ση­νών, όταν κάποια στιγ­μή είδαν μπρο­στά τους κάποιον άνθρω­πο από εκεί­νη την πόλη. Ήταν σαφώς δαι­μο­νι­σμέ­νος άνθρω­πος. Πρέ­πει ωστό­σο να δια­κρί­νου­με ‑και θα ήταν μεγά­λο λάθος αν δεν το δια­κρί­να­με- τον δαι­μο­νι­σμό από την τρέ­λα. Άλλο είναι ο τρε­λός και άλλο ο δαι­μο­νι­σμέ­νος. Θυμά­μαι κάπο­τε που είχα επι­σκε­φτεί εγώ ένα δαι­μο­νι­σμέ­νο νέο στο σπί­τι του, μου είπε τι έχω μέσα στην τσάν­τα μου, στον χαρ­το­φύ­λα­κά μου. Και τι βιβλίο είχα και στη σελί­δα εκεί­νη την α σελί­δα τι έγρα­φε! Ο τρε­λός αυτά δεν τα ξέρει. Τα ξέρει όμως ο δαι­μο­νι­σμέ­νος άνθρω­πος, διό­τι του υπα­γο­ρεύ­ε­ται ό,τι νομί­ζει ο διά­βο­λος και συνε­πώς έτσι μας δίνει την εικό­να αυτή.

Ο άνθρω­πος αυτός, μας πλη­ρο­φο­ρεί ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής, είχε προ πολ­λού χρό­νου δαι­μό­νια πολ­λά. Ιμα­τι­σμό δεν φορού­σε. Σε σπί­τι δεν έμε­νε. Αλλά στους θολω­τούς τάφους- έτσι μπο­ρού­με να εννο­ή­σου­με πώς έμε­νε στους τάφους εκεί­νης της περιο­χής. Ήταν τάφοι, όπως ακρι­βώς ήταν και ο τάφος του Λαζά­ρου και του Χρι­στού. Δηλα­δή τάφοι σκα­λι­σμέ­νοι μέσα σε βαθου­λώ­μα­τα, σε βρά­χους κ.λπ. Δεν ήταν δηλα­δή τάφοι υπό­γειοι. Οπό­τε εκεί μπο­ρού­σε κανείς πράγ­μα­τι κάποιος να πάει να μεί­νει.

Ήταν δε ο φόβος και ο τρό­μος των διερ­χο­μέ­νων από την περιο­χή εκεί­νη, όπως μας το λέγει αυτό άλλος Ευαγ­γε­λι­στής. Τον έδε­ναν με αλυ­σί­δες, αλλά τις έσπα­ζε και έφευ­γε πάλι προς την έρη­μο. Όταν τον ρώτη­σε ο Κύριος ποιο είναι το όνο­μά του, αυτός απάν­τη­σε: «Λεγε­ών». Λεγε­ών είναι το ρωμαϊ­κό σύν­ταγ­μα που απο­τε­λεί­ται από 6.000 στρα­τιώ­τες. Δηλα­δή σήμαι­νε πλή­θος δαι­μό­νων. «Αυτό είναι το όνο­μά μου. Πλή­θος δαι­μό­νων». Φυσι­κά μίλη­σε ένας δαί­μων, εξ ονό­μα­τος και των άλλων δαι­μό­νων. Και οι δαί­μο­νες ζήτη­σαν αν ο Κύριος τούς φυγά­δευε, διό­τι αντε­λή­φθη­σαν τη δύνα­μη του Χρι­στού, να μην τους στεί­λει στον Άδη, καλύ­τε­ρα, στην κόλα­ση, στην άβυσ­σο, αλλά στους χοί­ρους, εκεί­νους που εκεί γύρω έβο­σκαν. Και ο Κύριος τούς είπε: «Πηγαί­νε­τε». «Αυτό ζητά­τε. Πηγαί­νε­τε». Βλέ­πε­τε εδώ ο Κύριος πραγ­μα­το­ποιεί τη θέλη­ση των δαι­μό­νων. Βέβαια είναι μία θέλη­ση κατά παρα­χώ­ρη­ση. Δεν είναι μία θέλη­ση κατ’ ευδο­κί­αν. Μην ξεχνά­με τα δύο αυτά θελή­μα­τα του Θεού. Το κατά παρα­χώ­ρη­ση και το κατά ευδο­κί­αν. Και τότε οι δαί­μο­νες έφυ­γαν από τον άνθρω­πο αυτόν, πήγαν στους χοί­ρους, που ήσυ­χοι και ήρε­μοι έβο­σκαν εκεί στην ακρο­λι­μνιά, δαι­μο­νί­στη­καν οι χοί­ροι και τότε έπε­σαν όλοι οι χοί­ροι μαζί, ένα κοπά­δι δύο χιλιά­δων, μέσα στη λίμνη και πνί­γη­καν.

Οι βόσκον­τες, οι χοι­ρο­βο­σκοί κατα­τρό­μα­ξαν κυριο­λε­κτι­κά. Έφυ­γαν και απήγ­γει­λαν οι χοι­ρο­βο­σκοί στους Γερ­γε­ση­νούς το γεγο­νός. Ότι αυτό και αυτό συνέ­βη. Εκεί­νοι βγή­καν από την πόλη τους να δουν τα ανα­τρέ­ξαν­τα, τι συνέ­βη. Τους κατέ­λα­βε μόλις είδαν ένας φόβος απί­στευ­τος· που δεν ήξε­ραν πώς να κινη­θούν. Για­τί από τη μια έβλε­παν τους πνιγ­μέ­νους χοί­ρους — δεν μπο­ρού­σαν αυτό να το αρνη­θούν- και από την άλλη έβλε­παν αυτόν τον πρώ­ην συμ­πα­τριώ­τη τους βέβαια, δαι­μο­νι­σμέ­νο, να κάθε­ται παρά τους πόδας του Ιησού σωφρο­νών και ιμα­τι­σμέ­νος. Δεν μπο­ρού­σαν ούτε το ένα να αρνη­θούν, ούτε το άλλο, αγα­πη­τοί μου, να αρνη­θούν. Κι όταν η πόλις όλη βγή­κε και είδε τα δια­τρέ­ξαν­τα, τότε, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς «ρώτη­σαν ατν παν τ πλθος τς περι­χώ­ρου τν Γαδα­ρηνν πελ­θεν π᾿ ατν, τι φόβ μεγάλ συνεί­χον­το». Τον παρα­κά­λε­σαν τον Κύριο, δεν το έκα­ναν με το ζόρι, σου λέει, «εδώ πράγ­μα­τα υπερ­φυ­σι­κά υπάρ­χουν», πώς λοι­πόν να κινη­θούν με το ζόρι; «Σε παρα­κα­λού­με, Κύριε, φύγε από εδώ».

Αλή­θεια, για­τί φοβή­θη­καν; Υπάρ­χουν, αγα­πη­τοί μου, δύο στά­σεις στον φόβο μπρο­στά στον Θεό. Η μία στά­ση είναι η συναί­σθη­ση της αμαρ­τω­λό­τη­τας. Αυτό που συνέ­βη στον Από­στο­λο Πέτρο όταν ο Κύριος μίλη­σε από το καΐ­κι του, διό­τι το πλή­θος Τον ζου­λού­σε, Τον έσπρω­χνε και παρα­κά­λε­σε ο Κύριος να μιλή­σει από το καΐ­κι του, κον­τά στην παρα­λία, και όταν μετά την ομι­λία ο Κύριος είπε στον Πέτρο να προ­βούν σε αλιεία, μεση­με­ριά­τι­κα, τρό­μα­ξε ο Πέτρος όταν είδε τόση αλιεία, τόσα ψάρια και κατά­λα­βε ότι πρό­κει­ται- άκου­σε και το κήρυγ­μα- ότι πρό­κει­ται περί σπου­δαί­ου προ­σώ­που, θεί­ου προ­σώ­που. Χωρίς βέβαια ακό­μη να ξέρει ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Αν θέλε­τε, οι μαθη­τές, ξέρε­τε πότε έμα­θαν ακρι­βώς ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός; Μετά την Πεν­τη­κο­στή. Αν το θέλε­τε. Και τότε γονά­τι­σε μπρο­στά στον Κύριο ο Πέτρος και είπε: «Κύριε, έξελ­θε, βγες από το καΐ­κι μου. Είμαι αμαρ­τω­λός άνθρω­πος εγώ· μη ο Θεός δει τις δικές μου αμαρ­τί­ες και με τιμω­ρή­σει». Εδώ τι βλέ­που­με; Έναν φόβο απέ­ναν­τι στον Θεό, για την αμαρ­τω­λό­τη­τά του ο άνθρω­πος.

Αλλά και η άλλη στά­ση του φόβου απέ­ναν­τι στον Θεό. Είναι από την ενο­χλη­τι­κή παρου­σία του Θεού, ένε­κα αμε­τα­νο­η­σί­ας. Εγώ θέλω να αμαρ­τά­νω. Δεν θέλω να με βλέ­πει ο Θεός. Κρύ­βο­μαι-τι ανόη­τος που είναι ο άνθρω­πος…- πίσω από το δάχτυ­λό μου· να το πω όπως το λέει και ο λαός.

Και έτσι λοι­πόν, ας φύγει αυτός ο θεϊ­κός άνθρω­πος, ο Ιησούς, για να μπο­ρού­με άνε­τα να ζού­με όπως εμείς θέλου­με. Θα έχου­με τα μεζε­δά­κια μας από τα χοι­ρι­νά κρέ­α­τα, το λιγό­τε­ρο, και όλες τις άλλες αμαρ­τί­ες. Για­τί είπα «τα μεζε­δά­κια μας»; Ο νόμος απα­γό­ρευε το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Αυτοί τρώ­γα­νε χοι­ρι­νό κρέ­ας. Αφού έβο­σκαν πολ­λά κοπά­δια. Δύο χιλιά­δες τον αριθ­μό από χοί­ρους. Γι’ αυτό επέ­τρε­ψε ο Κύριος να μπουν οι δαί­μο­νες, για να μην μπουν στους ανθρώ­πους, που παρέ­βαι­ναν την εντο­λή του Θεού, να μπού­νε του­λά­χι­στον στους χοί­ρους. Ήθε­λαν όμως οι Γερ­γε­ση­νοί να ζουν τη ζωή τους. Όταν είπα προ­η­γου­μέ­νως ότι κατοι­κού­σαν Έλλη­νες, βέβαια δεν ήταν αμι­γώς Έλλη­νες. Ήσαν και Εβραί­οι. Αλλά επει­δή όμως αρκε­τοί από αυτούς, από τους Έλλη­νες, είχαν επι­βάλ­λει τον τρό­πο της ζωής τους και στους Εβραί­ους της περιο­χής, γι’ αυτό θεω­ρούν­ταν πάρα πολύ αμαρ­τω­λοί άνθρω­ποι αυτοί.

Και προ­φα­νώς, βλέ­που­με εδώ, έπρε­πε οι Γερ­γε­ση­νοί να συναι­σθαν­θούν το θαύ­μα που έγι­νε στον συμ­πα­τριώ­τη τους. Συγ­κι­νή­θη­καν; Όχι, αγα­πη­τοί μου. Μόνο φοβή­θη­καν. Αλλά για τον λόγο που σας εξή­γη­σα. Για­τί θα μπο­ρού­σαν να στε­ρη­θούν εκεί­να τα αγα­θά που ήδη απο­λάμ­βα­ναν· τα αμαρ­τω­λά τους αγα­θά. Έτσι, δεν πρό­σε­ξαν. Πώς να προ­σέ­ξει ο άνθρω­πος, που έχει τυφλο­πά­νι στα μάτια του και δεν βλέ­πει τα θαυ­μά­σια του Θεού

Δεν πρό­σε­ξαν ότι υπήρ­ξε τρο­μα­κτι­κή δια­φο­ρά και συμ­πε­ρι­φο­ρά, ανά­με­σα στον πρώ­ην δαι­μο­νι­σμέ­νο συμ­πα­τριώ­τη τους με τώρα το τι βλέ­πουν. Πρώ­τα ο άνθρω­πος αυτός και το ήξε­ραν «λαύ­νε­το», όπως μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, «π το δαί­μο­νος ες τς ρήμους». Τώρα κάθε­ται σωφρο­νών και ιμα­τι­σμέ­νος παρά τους πόδας του Ιησού. Πρώ­τα ιμα­τι­σμό δεν φορού­σε. Άνθρω­ποι τέτοιοι σχί­ζουν τα ρού­χα τους, τα βγά­ζουν, το ξέρε­τε. Μια μικρή παρεν­θε­σού­λα. Μήπως και εκεί­νοι που το καλο­καί­ρι βγά­ζουν τα ρού­χα τους και περ­πα­τά­νε γυμνοί, μήπως έχουν εν τινι βαθ­μώ δαι­μο­νι­σμό; Ο καθέ­νας ας σκε­φτεί…

Πρώ­τα είχε συμ­πε­ρι­φο­ρά μανια­κού ο άνθρω­πος αυτός· ενώ τώρα είναι ήρε­μος και μυα­λω­μέ­νος. Αυτή τη δια­φο­ρά δεν την είδαν οι ταλαί­πω­ροι οι Γερ­γε­ση­νοί; Πρώ­τα, ο άνθρω­πος αυτός, ο συμ­πα­τριώ­της τους, ήταν ακοι­νώ­νη­τος. Με ποιον θα μπο­ρού­σε να κάνει συν­τρο­φιά; Ποιος θα τον έκα­νε συν­τρο­φιά; Τώρα τον βλέ­που­με να βρί­σκε­ται ανά­με­σα στους ανθρώ­πους, τον Κύριο και τους μαθη­τές Του. Το θέμα είναι ότι όλα αυτά που βλέπουν…βλέπουν; Δεν συγ­κι­νούν­ται. Και αυτό είναι το δυστύ­χη­μά τους.

Πρό­σθε­τα, πλη­ρο­φο­ρούν­ται οι Γερ­γε­ση­νοί και τον διά­λο­γο ανά­με­σα στον δαι­μο­νι­σμέ­νο και τον Ιησού. Λέγει εδώ το Ιερό Ευαγ­γέ­λιο: «πήγ­γει­λαν δ ατος ο δόν­τες(κυρί­ως ήταν οι βοσκοί των χοί­ρων) πς σώθη δαι­μο­νι­σθείς». Είπαν: «Το και το. Αυτά είπε ο Κύριος, αυτά είπε στον Κύριο αυτός». Έμα­θαν και αυτές τις λεπτο­μέ­ρειες. Δηλα­δή αυτόν τον διά­λο­γο. Και ο διά­λο­γος απο­κά­λυ­ψε κατα­πλη­κτι­κά πράγ­μα­τα. Με πολύ πλού­το, αν θέλε­τε και με θεο­λο­γία πολ­λή. Και ότι δεν ήταν φαν­τα­σιώ­σεις εκεί­να τα οποία ειπώ­θη­καν από τους άλλους. Δηλα­δή που τα ανα­κοί­νω­σαν. Δηλα­δή ποιοι μίλη­σαν; Ο Ιησούς και ο δαι­μο­νι­σμέ­νος. Δεν ήσαν φαν­τα­σιώ­σεις. Δεν ήσαν πράγ­μα­τα που τα σκέ­φτη­καν εκεί­νη την ώρα για να τα πουν, για να τα κάνουν· διό­τι από τη μια μεριά, θα επα­να­λά­βω, θερα­πεύ­ε­ται ο δαι­μο­νι­σμέ­νος, και από την άλλη πνί­γον­ται 2.000 χοί­ροι! Είναι δυνα­τόν ποτέ να είναι όλα αυτά φαν­τα­σιώ­σεις;

Οι δαί­μο­νες, λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, είναι πραγ­μα­τι­κό­της, είναι πνεύ­μα­τα, είναι πρό­σω­πα. Όταν λέμε πρό­σω­πο, σημαί­νει ότι έχου­με λογι­κή και αυτο­γνω­σία. Οι άνθρω­ποι είναι πρό­σω­πα. Οι γάτες μας δεν είναι πρό­σω­πα. Το πρό­σω­πο δεν είναι αυτό που λέμε μάτια, μύτη, φρύ­δια. Πρό­σω­πο είναι αυτό που λέμε ότι έχω αυτο­γνω­σία του εαυ­τού μου. Ο άνθρω­πος λοι­πόν είναι πρό­σω­πο. Οι δαί­μο­νες είναι πρό­σω­πα. Όπως και οι άγιοι άγγε­λοι είναι πρό­σω­πα. Εξάλ­λου στη φύση τους οι δαί­μο­νες δεν άλλα­ξαν από τους αγί­ους αγγέ­λους. Άγγε­λοι ήσαν, αλλά με την υπε­ρη­φά­νειά τους μετα­βλή­θη­καν σε δαί­μο­νες. Δηλα­δή απε­χω­ρί­σθη­σαν της θεί­ας δόξης. Απε­χω­ρί­σθη­σαν του Θεού. Συνε­πώς οι δαί­μο­νες είναι πρό­σω­πα.

Αλλά εδώ θα ήθε­λα να σημειώ­σω ότι υπάρ­χουν και σήμε­ρα χρι­στια­νοί μας που δεν πιστεύουν,-εγώ δε το έχω ακού­σει πολ­λές φορές- δεν πιστεύ­ουν στην ύπαρ­ξη και αγγέ­λων και δαι­μό­νων. «Α, λέει, εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρ­χουν άγγε­λοι». Τους αγγέ­λους, ξέρε­τε, πώς τους θεω­ρούν; Δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεία μέσα στις διη­γή­σεις της Αγί­ας Γρα­φής. Τους δε δαί­μο­νες, ξέρε­τε πώς τους θεω­ρούν; Προ­σω­πο­ποί­η­ση του κακού. Φερει­πείν οι αρχαί­οι Έλλη­νες μιλού­σαν για τις Ερι­νύ­ες. Αλλά εκεί βέβαια μιλού­σαν για μια προ­σω­πο­ποί­η­ση του κακού. Έτσι κι εδώ τώρα λένε: «Οι δαί­μο­νες δεν υπάρ­χουν». Απλώς επα­να­λαμ­βά­νω λένε ότι είναι προ­σω­πο­ποί­η­ση του κακού. Όχι, αγα­πη­τοί μου. Δεν είναι προ­σω­πο­ποί­η­ση του κακού. Είναι πρό­σω­πα οι δαί­μο­νες.

Μας λέγει ο άγιος Ιωάν­νης ο Ευαγ­γε­λι­στής στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «Ες τοτο φανε­ρώ­θη υἱὸς το Θεο να λύσ τ ργα το δια­βό­λου». Αυτός είναι ο σκο­πός που εφα­νε­ρώ­θη στον κόσμο αυτόν ο υιός του Θεού. Για να λύσει τα έργα του δια­βό­λου. Να δια­λύ­σει τα έργα του δια­βό­λου. Και σας ερω­τώ. Η παρου­σία, συνε­πώς του Χρι­στού στον κόσμο είναι ένας Δον­κι­χω­τι­σμός; Ξέρε­τε τι ήταν ο Δον Κιχώ­της. Αυτό το ποί­η­μα του Ισπα­νού κτλ κτλ. Όταν έβλε­πε ανε­μό­μυ­λους τους περ­νού­σε για ήρω­ες φοβε­ρούς. Και είχε ένα κον­τά­ρι και προ­σπα­θού­σε να τους χτυ­πή­σει. Αλλά δεν ήταν παρά ανε­μό­μυ­λοι. Δεν ήταν βέβαια γίγαν­τες. Έτσι λοι­πόν ήρθε ο Χρι­στός εδώ με ένα δον­κι­χω­τι­κό τρό­πο; Να πολε­μή­σει ανύ­παρ­κτα πράγ­μα­τα; Ανύ­παρ­κτα πρό­σω­πα; Αν είναι δυνα­τόν!

Οι δαί­μο­νες, αγα­πη­τοί μου, είναι φρι­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η παρου­σία αγγέ­λων και η παρου­σία δαι­μό­νων στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων, πρέ­πει να το πού­με αυτό, είναι συχνό­τα­τη. Ξέρε­τε πόσοι άνθρω­ποι σε μας μάς έχουν πει ότι έχουν δει τον διά­βο­λο; Όχι στον ύπνο τους. Στον ξύπνιο τους. Να σου λέει: «Μου τρα­βά­ει την κου­βέρ­τα από το κρε­βά­τι. Να πω ότι είναι ιδέα;». Μα σου τρα­βά­ει την κου­βέρ­τα από το κρε­βά­τι. Κι άλλα πολ­λά φαι­νό­με­να περί­ερ­γα και παρά­ξε­να, που έχου­με πλή­θος πλή­θος μαρ­τυ­ρί­ες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Πολ­λοί άνθρω­ποι έχουν δει τους δαί­μο­νες. Και πολ­λοί άνθρω­ποι έχουν δει και αγγέ­λους. Έχου­με λοι­πόν αυτήν εδώ τη μαρ­τυ­ρία της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Μία εμπει­ρία. Ακό­μη αν θέλε­τε, ολό­κλη­ρη η Αγία Γρα­φή, Και­νή και Παλαιά Δια­θή­κη, είναι κατα­γε­μά­τη από την παρου­σία και δαι­μό­νων και αγγέ­λων.

Αλλά εγώ θα σας έλε­γα μια αρνη­τι­κή περί­πτω­ση. Δεν πιστεύ­εις, αδελ­φέ, στην Αγία Γρα­φή; Πρό­σε­ξε θα σου πάρω μία μαρ­τυ­ρία που δεν μπο­ρείς να την αρνη­θείς. Είναι η μαρ­τυ­ρία της μαγεί­ας και η μαρ­τυ­ρία του πνευ­μα­τι­σμού. Ο πνευ­μα­τι­σμός και η μαγεία υπη­ρε­τούν­ται από τον διά­βο­λο. Όταν σου λέει πράγ­μα­τα που δεν είναι δυνα­τόν άνθρω­πος να τα ξέρει… Όταν σου λέει «ο μακα­ρί­της σε εκεί­νο το σημείο του περι­βο­λιού σας έκρυ­ψε χρή­μα­τα», αυτός πού τα ξέρει; Σημειώ­στε δε,έξω από το κλί­μα του μεσάζοντος(μέντιουμ θα πει μεσά­ζων) δεν ξέρει τίπο­τα ο άνθρω­πος αυτός. Μέσα στο κλί­μα του πράγ­μα­τος γνω­ρί­ζει πού είναι αυτά τα χρή­μα­τα και σου λέει: «Είναι εκεί». Δεν έχε­τε ακού­σει ανθρώ­πους που λένε «θα πάω στο μέν­τιουμ, να μάθω τού­το ή εκεί­νο». Από πού θα τα μάθει το μέν­τιουμ και θα σου τα πει εσέ­να; Του τα πλη­ρο­φο­ρούν οι δαί­μο­νες. Αν θέλεις, αδελ­φέ, πάρε αυτήν τη μαρ­τυ­ρία. Τη μαρ­τυ­ρία αν όχι της Αγί­ας Γρα­φής, επα­να­λαμ­βά­νω, του­λά­χι­στον τη μαρ­τυ­ρία του Πνευ­μα­τι­σμού.

Σημα­σία έχει ότι ολό­κλη­ρες κοι­νω­νί­ες ανθρώ­πων δεν θέλουν σήμε­ρα τον Ιησού Χρι­στό. Δεν Τον θέλουν. Όπως τότε οι Γερ­γε­ση­νοί δεν ήθε­λαν τον Κύριο Ιησού. Ήθε­λαν να ζουν στην ησυ­χία της αμαρ­τω­λό­τη­τάς τους. Αισθά­νον­ται ότι θα στε­ρη­θούν αυτούς τους ποι­κί­λους ηδο­νι­σμούς τους. Αφού το Ευαγ­γέ­λιο είναι ασκη­τι­κό. Γι’ αυτό και σήμε­ρα δεν θέλουν οι άνθρω­ποι να δεχθούν το Ευαγ­γέ­λιο. Ξανα­λέ­γω, για­τί το Ευαγ­γέ­λιο είναι ασκη­τι­κό. Ασκη­τι­κό. Και τι προ­τι­μούν; Θα τρο­μά­ξε­τε. Τον Ισλα­μι­σμό! Ξέρε­τε ότι η Ευρώ­πη κον­τεύ­ει να γίνει ισλα­μι­κή; Ναι, ναι. Η χρι­στια­νι­κή Ευρώ­πη. Η χρι­στια­νι­κή Δύση. Το ξέρε­τε ότι κον­τεύ­ει να γίνει ισλα­μι­κή; Για­τί όλα αυτά τα συγ­χω­ρεί ο Ισλα­μι­σμός. Τα δέχε­ται. Συνε­πώς; Για­τί να πάω στον Χρι­στια­νι­σμό, που είναι ασκη­τι­κός; Και αν ο Ισλα­μι­σμός-προ­σέ­ξα­τε αυτό το σημείο- νική­θη­κε έξω από τη Βιέν­νη, το θυμό­σα­στε από την Ιστο­ρία, από το σχο­λείο, που οι Τούρ­κοι φτά­σα­νε έξω από τη Βιέν­νη; Νίκη­σαν τότε τελι­κά τους Τούρ­κους. Και νική­θη­κε ο Ισλα­μι­σμός. Όμως σήμε­ρα ο Ισλα­μι­σμός νικά και διεισ­δύ­ει στην Ευρώ­πη και στην Αμε­ρι­κή με τον τρό­πο του. Κατά τρό­πο ειρη­νι­κό. Ναι. Για­τί; Για­τί απλού­στα­τα οι χρι­στια­νοί μας διαρ­κώς υπο­βαθ­μί­ζον­ται πνευ­μα­τι­κώς. Και αφή­νουν περι­θώ­ρια, ναι περι­θώ­ρια να μπαί­νει ο Ισλα­μι­σμός. Ύστε­ρα, μην ξεχνά­τε, αυτός ο άνθρω­πος πώς δαι­μο­νί­στη­κε, ξέρε­τε; Άφησε παρά­θυ­ρα στον διά­βο­λο. Και σήμε­ρα οι Ευρω­παί­οι και οι Δυτι­κοί γενι­κώς, αφή­νουν παρά­θυ­ρα στον διά­βο­λο, υπο­βαθ­μί­ζε­ται η πνευ­μα­τι­κή τους ζωή, για να φτά­σουν να δεχτούν τελι­κά αυτόν τον ισλα­μι­σμό ο οποί­ος όλα τα συγ­χω­ρεί.

Έτσι λοι­πόν οι Χρι­στια­νοί της Δύσε­ως, διαρ­κώς και διαρ­κώς απω­θούν τον Χρι­στό από τις κοι­νω­νί­ες τους. «Κα ρώτη­σαν ατν -μας λέει ο ευαγ­γε­λι­στής, προ­σκά­λε­σαν τον Κύριο- παν τ πλθος τς περι­χώ­ρου τν Γαδα­ρηνν πελ­θεν π᾿ ατν, τι φόβ μεγάλ συνεί­χον­το». Να φύγει από κον­τά τους για­τί, λέει, είχαν κυριευ­τεί από πάρα πολύ μεγά­λο φόβο. Τι λέει; Να φύγει. Να φύγει… Και ο Κύριος τι έκα­νε; Ακού­στε. «Ατς δ (ο Ιησούς)μβς ες τ πλοον πέστρε­ψεν». Ξανα­γύ­ρι­σε πίσω. Μπή­κε στο πλοίο και γύρι­σε πίσω. Δηλα­δή έφυ­γε ο Ιησούς. Ο Κύριος αφή­νει εκεί­νους που αγα­πούν περισ­σό­τε­ρο τους χοί­ρους τους και φεύ­γει.

Τι σημαί­νει όμως ότι ο Κύριος φεύ­γει; Αίρει την χάρη Του από τον λαό αυτόν. Και τότε έρχον­ται όλα τα δει­νά. Προ­παν­τός ο δαι­μο­νι­σμός. Βασι­λεύ­ει πλέ­ον ο διά­βο­λος. Ο Κύριος είπε σαφώς: «ν γρ μ πιστεύ­ση­τε τι γώ εμι(το βάρος πέφτει στο Εγώ ειμί. Ποιος; Ο Υιός του Θεού ο Εναν­θρω­πή­σας), ποθα­νεσθε ν τας μαρ­τί­αις μν». Είναι βαρύς, τρο­με­ρός, από­λυ­τος λόγος αυτός. «Εάν δεν πιστέ­ψε­τε ότι είμαι εγώ, θα χαθεί­τε». Αυτό πρέ­πει να το έχου­με υπό­ψη μας.

Αλλά αν η πόλη εκεί­νη δεν δέχτη­κε τον Κύριο, όπως ο θερα­πευ­θείς αυτός, «δέε­το δ ατο νήρ, φ᾿ ο ξελη­λύ­θει τ δαι­μό­νια, εναι σν ατ», δηλα­δή Τον παρα­κα­λού­σε τον Κύριο, ο πρώ­ην δαι­μο­νι­σθείς, να είναι μαζί Του. «Να έρθω κι εγώ Κύριε μαζί Σου». Τρο­με­ρή αντί­θε­ση, αλή­θεια, για την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως. Θα πει ο Κύριος: «Αυτός ήθε­λε να έρθει μαζί μου. Εσείς, ολό­κλη­ρη πόλη, δεν θελή­σα­τε». Αλλά τι λέει ο Κύριος; «πόστρε­φε ες τν οκόν σου κα διη­γο σα ποί­η­σέ σοι Θεός». «Πήγαι­νε στο σπί­τι σου και να διη­γεί­σαι όσα αγα­θά και σπου­δαία έκα­νε για σένα ο Θεός». Ναι. Ο Κύριος έφευ­γε αλλά άφη­νε ένα ζων­τα­νό μνη­μείο της αγά­πης Του και της ευερ­γε­σί­ας Του, αυτόν τον άνθρω­πο, μέσα σ’ αυτήν την αμαρ­τω­λή πόλη.

Αλλά τι σημαί­νει «πόστρε­φε ες τν οκόν σου», «γύρ­να στο σπί­τι σου;» Σημαί­νει, «γύρι­σε πίσω στον εαυ­τό σου». Διό­τι ήσουν μέχρι τώρα εκτός εαυ­τού. Γυρί­ζω στον εαυ­τό μου σημαί­νει πρώ­τον αυτο­γνω­σία. Δεύ­τε­ρον, ανά­κλη­ση των δυνά­με­ων της ψυχής, επει­δή υπήρ­χε μέχρι τώρα σκορ­πι­σμός της προ­σω­πι­κό­τη­τος. Τρί­τον, σύν­δε­ση του εαυ­τού σου, του εαυ­τού μου με τον Θεό, ώστε να μην υπάρ­χουν ανοίγ­μα­τα στον διά­βο­λο, παρά­θυ­ρα, μπου­κα­πόρ­τες για να μπαί­νει ο διά­βο­λος μέσα στη ζωή μου. Και τέταρ­τον: εξω­ραϊ­σμός του οίκου του εαυ­τού μου. Δηλα­δή θα προ­σπα­θή­σω να ζω την αγιό­τη­τα. Να στο­λί­ζο­μαι. Και επι­πρό­σθε­τα: Γίνου ιερα­πό­στο­λος στην πόλη αυτή· που αρνή­θη­κε Εμέ­να, τον Κύριο, να με δεχτεί. Και ο άνθρω­πος έπρα­ξε όπως του ειπώ­θη­κε. Είναι πολύ συγ­κι­νη­τι­κό.

Αγα­πη­τοί, έχου­με πολ­λά να πάρου­με από μία πόλη που αρνή­θη­κε να δεχτεί τον Χρι­στό. Κι επει­δή και σήμε­ρα δεν γίνε­ται απο­δε­κτός ο Χρι­στός στην πατρί­δα μας, λίγο-λίγο απο­χρι­στια­νο­ποιού­μα­στε, ας ανα­λο­γι­στού­με τι τρο­με­ρές συνέ­πειες θα μπο­ρού­σα­με να έχου­με, εάν δεν μετα­νο­ή­σου­με… Ναι. Από μας εξαρ­τά­ται.

Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_853.mp3

Αγ. Γρη­γό­ριος Παλα­μάς ( ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ

« ν κ το Θεο τ ήμα­τα το Θεο κούει (:Εκεί­νος που κατά­γε­ται από τον Θεό και απέ­κτη­σε με την άσκη­ση της αρε­τής πραγ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια με τον Θεό, ακού­ει με προ­σο­χή και ενδια­φέ­ρον τους λόγους του Θεού και τους εγκολ­πώ­νε­ται)»[Ιω.8,47], λέγει ο Κύριος. Δηλα­δή υπα­κού­ει στις εντο­λές του Θεού και μετα­τρέ­πει τους λόγους σε έργα, ζει και πολι­τεύ­ε­ται κατά Χρι­στόν, εκτε­λεί το θέλη­μα του ουρα­νί­ου Πατρός, και γίνε­ται « κλη­ρο­νό­μος μν Θεο, συγ­κλη­ρο­νό­μος δ Χρι­στο»[βλ. Ρωμ.8,17: «Ε δ τέκνα, κα κλη­ρο­νό­μοι, κλη­ρο­νό­μοι μν Θεο, συγ­κλη­ρο­νό­μοι δ Χρι­στο, επερ συμ­πά­σχο­μεν να κα συν­δο­ξα­σθμεν(:αφού λοι­πόν είμα­στε παι­διά, είναι φυσι­κό να είμα­στε και κλη­ρο­νό­μοι του Θεού ως πατέ­ρα μας και συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού ως αδελ­φού μα. Και γινό­μα­στε συγ­κλη­ρο­νό­μοι του Χρι­στού εάν βεβαί­ως πάσχου­με μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξα­στού­με μαζί Του)»].

Όποιος όμως παρα­κού­ει τον Θεό, δια­πράτ­τει την αμαρ­τία, και επι­δί­δε­ται σε αυτήν αμε­τα­νόη­τα. Είναι δού­λος της αμαρ­τί­ας και δεν είναι από τον Θεό αλλά από τον Πονη­ρό, αφού με την κακή προ­αί­ρε­ση μετα­πλάσ­σει την φύση την οποί­αν έλα­βε από τον Θεό, και την εξο­μοιώ­νει με τον πατέ­ρα της απω­λεί­ας. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλε­γε στους Ιου­δαί­ους: «μες κ το πατρς το δια­βό­λου στέ, κα τς πιθυ­μί­ας το πατρς μν θέλε­τε ποιεν. κενος νθρω­πο­κτό­νος ν π᾿ ρχς κα ν τ ληθεί οχ στη­κεν, τι οκ στιν λήθεια ν ατ· ταν λαλ τ ψεδος, κ τν δίων λαλε, τι ψεύ­στης στ κα πατρ ατο(:Εσείς, που καυ­χιέ­στε ότι είστε παι­διά του Θεού, έχε­τε πατέ­ρα τον διά­βο­λο. Απ’ αυτόν κατά­γε­στε και τον δικό του χαρα­κτή­ρα και τα ιδιώ­μα­τα κλη­ρο­νο­μή­σα­τε. Κι όσα αμαρ­τω­λά και φονι­κά επι­θυ­μεί ο πατέ­ρας σας αυτός, αυτά και σεις θέλε­τε και είστε απο­φα­σι­σμέ­νοι να κάνε­τε. Εκεί­νος που από την αρχή της δημιουρ­γί­ας του ανθρώ­που ήταν φονιάς του ανθρώ­που˙ και με το ψέμα του παρέ­συ­ρε τον άνθρω­πο στην αμαρ­τία και το θάνα­το. Και δεν μπο­ρεί να στα­θεί στην αλή­θεια, διό­τι δεν υπάρ­χει μέσα του κανέ­νας πόθος για την αλή­θεια και καμία διά­θε­ση να πει κάπο­τε την αλή­θεια. Όταν λέει το ψέμα, το βγά­ζει από μέσα του. Λέει ψέμα­τα, διό­τι είναι ψεύ­της και πατέ­ρας του ψεύ­δους, ο πρώ­τος επι­νο­η­τής και ο κύριος υπο­βο­λέ­ας του)»[Ιω.8,44].

Αυτού του είδους οι άνθρω­ποι είναι φανε­ρά αθλιό­τε­ροι και από τους δαι­μο­νι­ζό­με­νους, έστω και αν δια­φεύ­γουν την προ­σο­χή των πολ­λών. Πράγ­μα­τι, ενώ οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κατα­κό­πτουν τα σώμα­τά τους και μερι­κές φορές βλά­πτουν σωμα­τι­κώς όποιους συναν­τούν, εκεί­νοι που δια των πονη­ρών επι­θυ­μιών τους έχουν εξο­μοιω­θεί με τον αρχέ­κα­κο εχθρό, δια­φθεί­ρουν τις ψυχές τις δικές τους και όσων τους συνα­να­στρέ­φον­ται απρό­σε­κτα. Και ενώ οι πρώ­τοι στον και­ρό του θανά­του απο­βάλ­λουν μαζί με το σώμα και την επή­ρεια των δαι­μό­νων, οι δεύ­τε­ροι, επει­δή αμαρ­τά­νουν αμε­τα­νόη­τα, έχουν αθά­να­τη και μόνι­μη την βλά­βη. Επί­σης, τον ενο­χλού­με­νο φανε­ρά στο σώμα από τον δαί­μο­να όλοι τον λυπού­μα­στε όταν τον αντι­κρύ­σου­με, ενώ τον φονιά και τον φιλάρ­γυ­ρο, τον υπε­ρή­φα­νο και τον αναί­σχυν­το, και τον ανυ­πό­τα­κτο και όλους τους ομοί­ους των, όχι μόνον δεν τους λυπό­μα­στε, αλλά και τους μισού­με· διό­τι ο ένας περι­πί­πτει στο πάθος ακού­σια, ενώ αυτός που αγα­πά την αμαρ­τία προ­σελ­κύ­ει με την ελεύ­θε­ρή του προ­αί­ρε­ση το κακό, μερι­κές φορές μάλι­στα απο­κρύ­πτον­τας τη βλα­πτι­κό­τη­τα και την κακο­ή­θεια της νόσου του.

Επει­δή όμως οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι δεν είναι σε θέση να αντι­λη­φθούν την εναν­τί­ον μας μανία του δια­βό­λου, από τις επι­θέ­σεις εκεί­νου κατά της ψυχής και από την συνερ­γία του στην αμαρ­τία, παρα­χώ­ρη­σε ο Θεός να υπάρ­χουν και κατά το σώμα δαι­μο­νο­φό­ρη­τοι, ώστε να μάθου­με από αυτούς όλοι, πόσο φοβε­ρή είναι η κατά­στα­ση της ψυχής που έκα­με αυτόν ένοι­κό της δια των πονη­ρών έργων.

Όταν λοι­πόν ο Μονο­γε­νής Υιός του Θεού, από απρο­σμέ­τρη­το πέλα­γος φιλαν­θρω­πί­ας, χαμή­λω­σε τους ουρα­νούς και κατέ­βη­κε στη γη[πρβ. Ψαλμ,143,5:«Κύριε, κλνον ορανος κα κατά­βη­θι, ψαι τν ρέων, κα καπνι­σθή­σον­ται(:Εσύ όμως, Κύριε, που είσαι τόσο συγ­κα­τα­βα­τι­κός προς εμάς τους ευτε­λείς ανθρώ­πους, χαμή­λω­σε τους ουρα­νούς και κατέ­βα. Άγγι­ξε με τα χέρια Σου τα βου­νά και θα ανά­ψουν και θα γεμί­σουν καπνό)»], για να ελευ­θε­ρώ­σει τις ψυχές μας από την τυραν­νία του δια­βό­λου, απε­δί­ω­κε τα δαι­μό­νια και από τους φανε­ρά κατά το σώμα δαι­μο­νι­ζό­με­νους. Το έκα­με αυτό για να παρου­σιά­σει και να επι­βε­βαιώ­σει με τη φανε­ρώς ενερ­γού­με­νη ελευ­θε­ρία και ίαση, τη συν­τε­λού­με­νη κρυ­φά απε­λευ­θέ­ρω­ση και ίαση της ψυχής.

Πράγ­μα­τι, και όταν χάρι­σε την θερα­πεία στην ψυχή του παρα­λυ­τι­κού, όχι μόνον δεν επευ­φη­μή­θη­κε από εκεί­νους που έβλε­παν μόνο τα φαι­νό­με­να, αλλά και βλα­σφη­μή­θη­κε. Γι’ αυτό θερά­πευ­σε και τη σωμα­τι­κή του παρά­λυ­ση, για να μάθουν, όπως ο ίδιος έλε­γε προς τους παρόν­τες, «τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας(:ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων)»[Ματθ.9,6].

Κυρί­ως γι’ αυτό λοι­πόν απο­μα­κρύ­νει τους δαί­μο­νες από τους δαι­μο­νι­ζό­με­νους, για να μάθου­με ότι Αυτός είναι που τους απο­διώ­κει και από τις ψυχές μας, και μας χαρί­ζει την αιώ­νια ελευ­θε­ρία.

«ξελ­θόν­τι δ ατ π τν γν(:Και όταν βγή­κε στη στε­ριά)», σύμ­φω­να με την περι­κο­πή του Ευαγ­γε­λί­ου που δια­βά­στη­κε σήμε­ρα, «πήν­τη­σεν ατ νήρ τις κ τς πόλε­ως, ς εχε δαι­μό­νια κ χρό­νων κανν κα μάτιον οκ νεδι­δύ­σκε­το κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνή­μα­σιν(:Τον συνάν­τη­σε κάποιος άνθρω­πος που κατα­γό­ταν από την πόλη, ο οποί­ος είχε μέσα του δαι­μό­νια από πολ­λά χρό­νια. Αυτός δεν φορού­σε πάνω του ρού­χα ούτε έμε­νε σε σπί­τι, αλλά ζού­σε μέσα στα μνή­μα­τα)»[Λουκ.8,27].«Εξήλ­θε», λέγει, όχι «ήλθε στην ξηρά», για να δεί­ξει ότι ήλθε με πλοίο, αφού ήδη και τη θύελ­λα του ανέ­μου κατέ­παυ­σε, και την θάλασ­σα γαλή­νευ­σε με την επι­τί­μη­σή Του· διό­τι όταν από την Γαλι­λαία επι­βι­βά­στη­κε στο πλοίο με τους μαθη­τές Του, είπε προς αυτούς, όπως λέγει παρα­πά­νω ο Ευαγ­γε­λι­στής: «Διέλ­θω­μεν ες τ πέραν τς λίμνης(:Ας περά­σου­με στο απέ­ναν­τι μέρος της λίμνης Γεν­νη­σα­ρέτ)»[Λουκ.8,22]. Από εδώ φαί­νε­ται ότι προ­εί­δε το γεγο­νός, και από ευσπλα­χνία ήλθε αυτό­κλη­τος βοη­θός στον βασα­νι­ζό­με­νο τόσο φοβε­ρά και τόσο πολ­λά έτη από τους δαί­μο­νες.

Ο Λου­κάς λοι­πόν λέγει ότι ήταν ένας και είχε πολ­λά δαι­μό­νια, ο Μάρ­κος όμως ομι­λεί και αυτός περί ενός, «ν πνεύ­μα­τι καθάρτ(:κυριευ­μέ­νος από πνεύ­μα ακά­θαρ­το)». Ο δε Ματ­θαί­ος ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ήσαν δύο μαζί και βασα­νί­ζον­ταν από πολ­λά δαι­μό­νια. Την αιτία λοι­πόν, για την οποία άλλοι Ευαγ­γε­λι­στές ομι­λούν για έναν, άλλοι δε για περισ­σο­τέ­ρους, και δαι­μο­νι­ζό­με­νους και δαι­μό­νια, την φανέ­ρω­σε και ο Λου­κάς και ο Μάρ­κος· διό­τι το ένα, το οποίο ο Μάρ­κος ονό­μα­σε ακά­θαρ­το πνεύ­μα, εξε­τα­ζό­με­νο στη συνέ­χεια από τον Κύριο λέγει: «Λεγεν νομά μοι, τι πολ­λοί σμεν(:Το όνο­μά μου είναι Λεγε­ών, δηλα­δή ταξιαρ­χία στρα­τιω­τών. Κι έχω αυτό το όνο­μα, διό­τι εδώ μέσα είμα­στε πολ­λοί)»[Μάρκ.5,9]. Πράγ­μα­τι η «λεγε­ώ­να» είναι ορμα­θός και πολυά­ριθ­μο σύστη­μα αγγέ­λων ή ανθρώ­πων, οι οποί­οι στέ­κον­ται, μετα­κι­νούν­ται μαζί και απο­βλέ­πουν και κινούν­ται προς ένα έργο και σκο­πό. Γι’ αυτό και οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι εκεί­νοι, αφού ως ενερ­γού­με­νοι και φερό­με­νοι κατά τέτοιο σύστη­μα συνευ­ρί­σκον­ταν μαζί και στα μνή­μα­τα και στα όρη και διώ­κον­ταν μαζί αδιά­σπα­στα, άλλο­τε μεν ανα­φέ­ρον­ται σε ενι­κό αριθ­μό, άλλο­τε δε σε πλη­θυν­τι­κό, και αυτοί και τα πονη­ρά πνεύ­μα­τα που τους ταλαι­πω­ρού­σαν.

Επί­σης, δεν συνάν­τη­σε και δεν ανε­γνώ­ρι­σε απλώς τον Ιησού ο Λεγε­ών των πονη­ρών πνευ­μά­των δια­μέ­σου του ανθρώ­που εκεί­νου, αλλά και «δν δ τν ησον κα νακρά­ξας προ­σέ­πε­σεν ατ κα φων μεγάλ επε·τί μο κα σοί, ησο, υἱὲ το Θεο το ψίστου; δέο­μαί σου, μή με βασα­νίσς(:όταν όμως είδε τον Ιησού, από το φόβο του έβγα­λε μια δυνα­τή κραυ­γή, έπε­σε στα πόδια Tου και με φωνή μεγά­λη είπε: “Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μένα και σένα και τι ζητάς από μένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψί­στου; Σε παρα­κα­λώ, μη με βασα­νί­σεις και μη μου επι­βά­λεις την τιμω­ρία να κλει­στώ από τώρα μέσα στο σκο­τά­δι του Άδη”)»[Λουκ.8,28].

«Παρήγ­γει­λε γρ», λέγει, «τ πνεύ­μα­τι τ καθάρτ ξελ­θεν π το νθρώ­που (:ο Χρι­στός διέ­τα­ξε το ακά­θαρ­το πνεύ­μα να βγει και να φύγει από τον άνθρω­πο)»[Λουκ.8,29].Έχον­τας κατα­πλεύ­σει για τον σκο­πό αυτόν ο Κύριος από ευσπλα­χνία στην παρα­λία εκεί­νη όπου ζού­σε ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος, διέ­τα­ξε μεν τον λεγε­ώ­να των δαι­μό­νων να εξέλ­θει από τον άνθρω­πο, δεν του είπε όμως πού να απέλ­θει. Γι’ αυτό εκεί­νο το παμ­μί­α­ρο σμή­νος των πονη­ρών πνευ­μά­των κατε­λή­φθη από αμη­χα­νία, και φοβή­θη­κε μήπως παρα­δο­θεί τώρα από τον Κύριο στη μέλ­λου­σα κατα­δί­κη, στην προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη γι’ αυτά γέεν­να του πυρός, με την οποία θα παρα­δο­θούν σε τέλεια ακι­νη­σία, αφού θα καταρ­γη­θεί κάθε ενέρ­γειά τους. Αναγ­κά­στη­κε λοι­πόν να προ­σέλ­θει, και να προ­σπέ­σει, χρη­σι­μο­ποιών­τας ταπει­νό­τε­ρα και αλη­θι­νά λόγια προς τον Κύριο, τα οποία Τον μαρ­τύ­ρη­σαν ότι είναι Υιός του Υψί­στου. Μέσα στην πονη­ρία τους νόμι­ζαν ότι με αυτήν την μαρ­τυ­ρία, σαν με κάποια κολα­κεία, θα μετα­πεί­σουν τον Κύριο των όλων.

Και ο Κύριος ανέ­χτη­κε την μαρ­τυ­ρία των δαι­μό­νων, προς καταρ­τι­σμό των ευρι­σκο­μέ­νων στο πλοίο· διό­τι πριν από λίγο, βλέ­πον­τας ο κόσμος τα τόσο μεγά­λα θαύ­μα­τά του στη θάλασ­σα, έλε­γαν μετα­ξύ τους με απο­ρία: «Τίς ρα οτός στιν, τι κα τος νέμοις πιτάσ­σει κα τ δατι, κα πακού­ου­σιν ατ;(: Ποιος λοι­πόν να είναι αυτός; Είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρος απ’ ό,τι Τον θεω­ρού­σα­με μέχρι τώρα· διό­τι δια­τά­ζει ακό­μη και τους ανέ­μους και τα κύμα­τα της λίμνης, και Τον υπα­κού­ουν)»[Λουκ.8,25]. Τώρα όμως έμα­θαν ότι είναι ο Υιός του Θεού του Υψί­στου· διό­τι πάν­το­τε, ακό­μη και ο διά­βο­λος, είναι συνερ­γός στη βου­λή του Θεού, όχι όμως επει­δή το θέλει ούτε απο­βλέ­πον­τας σε αυτό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θεο­φό­ρους λέγει, ότι «το κακό συνερ­γεί στο αγα­θό, όχι με καλή προ­αί­ρε­ση» [ βλ. Ιω. Χρυ­σο­στό­μου «Προς Στα­γεί­ριον» και Μεγά­λου Βασι­λεί­ου « τι οκ στίν ατιος τν κακν Θεός»] .

Ο Κύριος, λοι­πόν, θέλον­τας να φανε­ρώ­σει στους παρόν­τες ότι ο δαί­μο­νας που τόσο φρίτ­τει ενώ­πιόν Του δεν είναι ένας, αλλά πλή­θος πολύ, τον ρώτη­σε: «Τί σοί στιν νομα; δ επε· λεγε­ών· τι δαι­μό­νια πολλ εσλθεν ες ατόν(:Τον ρώτη­σε λοι­πόν ο Ιησούς λέγον­τάς του: ’’Ποιο είναι το όνο­μά σου;”. Και εκεί­νος απάν­τη­σε: ‘’Λεγε­ών’’, δηλα­δή ταξιαρ­χία στρα­τιω­τών. Και είχε αυτό το όνο­μα, διό­τι είχαν μπει μέσα στον άνθρω­πο αυτό όχι μόνο ένα αλλά πολ­λά δαι­μό­νια)». Λέγουν ορι­σμέ­νοι ότι το τάγ­μα της λεγε­ώ­νας απο­τε­λεί­ται από έξι περί­που χιλιά­δες.

«Κα παρε­κά­λει ατν(:Και Τον παρα­κα­λού­σαν τα δαι­μό­νια)», λέγει, «να μ πιτάξ ατος ες τν βυσ­σον πελ­θεν(:να μην τα δια­τά­ξει και πάνε στα τρί­σβα­θα του Άδου)». Βλέ­πεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπα­με παρα­πά­νω, αυτός που τους ανάγ­κα­σε και να προ­σέλ­θουν, και να προ­σπέ­σουν, και να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν σχή­μα­τα και λόγια αλη­θι­νά και ταπει­νό­τε­ρα. Κοί­τα­ξε όμως και την παν­το­κρα­το­ρι­κή εξου­σία του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρος ημών Ιησού Χρι­στού. Πράγ­μα­τι· ο δαί­μο­νας και χωρίς να το θέλει Τον μαρ­τύ­ρη­σε Κύριο και της αβύσ­σου. Και ποιος είναι Αυτός που επι­βλέ­πει αβύσ­σους; Βεβαί­ως Αυτός που κάθε­ται στους ουρα­νούς, Αυτός που περιέ­χει και κατευ­θύ­νει τα πάν­τα.

Βλέ­πε επί­σης και ότι το στί­φος των δαι­μό­νων δεν μπο­ρεί να μένει που­θε­νά, αν δεν έχει πάρει από Αυτόν την άδεια ή την παρα­χώ­ρη­ση. Γι’ αυτό και όταν προ­στά­χτη­κε από τον Κύριο να φύγει, αλλά δεν έλα­βε εντο­λή πού να απέλ­θει, κατε­λή­φθη από μεγά­λη βία, και βρή­κε ως κατα­φύ­γιο τους χοί­ρους, οι οποί­οι έβο­σκαν στο όρος, ώστε να δια­φύ­γει μέσω αυτών. Αλλά ούτε κατ’ αυτών είχε από μόνον του την εξου­σία, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο δεν την έχει εναν­τί­ον των ανθρώ­πων. Διό­τι, λέγει: «ν δ κε γέλη χοί­ρων κανν βοσκο­μέ­νων ν τ ρει· κα παρε­κά­λουν ατν να πιτρέψ ατος ες κεί­νους εσελ­θεν· κα πέτρε­ψεν ατος. ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νια π το νθρώ­που εσλθον ες τος χοί­ρους, κα ρμη­σεν γέλη κατ το κρη­μνο ες τν λίμνην κα πεπνί­γη(:Στο μετα­ξύ εκεί κον­τά ήταν ένα κοπά­δι από πολ­λούς χοί­ρους που έβο­σκαν στο βου­νό. Και τα δαι­μό­νια Τον παρα­κα­λού­σαν να τους επι­τρέ­ψει να μπουν σε εκεί­νους τους χοί­ρους. Και ο Κύριος τους το επέ­τρε­ψε, επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, ο οποί­ος απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Με τον τρό­πο αυτό ο Κύριος τιμώ­ρη­σε την παρα­νο­μία τους αυτή. Και αφού βγή­καν τα δαι­μό­νια απ’ τον άνθρω­πο, μπή­καν στους χοί­ρους. Τότε το κοπά­δι όρμη­σε με ασυγ­κρά­τη­τη μανία προς τον γκρε­μό, και έπε­σε κάτω στη λίμνη και πνί­γη­κε)».

Τα δαι­μό­νια λοι­πόν, ζητών­τας δήθεν πρό­φα­ση φυγής, και έχον­τας κακο­ποιό προ­αί­ρε­ση, ζήτη­σαν την άδεια κατά των χοί­ρων, επει­δή ο Σωτή­ρας τα έδιω­χνε από τους ανθρώ­πους. Συνει­δη­το­ποί­η­σαν ότι την στιγ­μή εκεί­νη δεν διώ­κον­ταν από έναν ή δύο, αλλά δια του Ενός από όλους τους ανθρώ­πους. Και ο Κύριος τους το επέ­τρε­ψε, για να γνω­ρί­σου­με εμείς από όσα έπα­θαν οι χοί­ροι, ότι ούτε τον άνθρω­πο εκεί­νον δεν θα λυπούν­ταν να τον κατα­στρέ­ψουν τελεί­ως, αν δεν ανα­χαι­τί­ζον­ταν και πριν αορά­τως από την δύνα­μη Εκεί­νου.

«δόν­τες δ(:Όταν όμως είδαν)», λέγει, «ο βόσκον­τες τ γεγε­νη­μέ­νον φυγον, κα πήγ­γει­λαν ες τν πόλιν κα ες τος γρούς(:Μόλις είδαν αυτό που έγι­νε εκεί­νοι που έβο­σκαν τους χοί­ρους, έφυ­γαν και ανήγ­γει­λαν το συμ­βάν της κατα­στρο­φής των χοί­ρων στους κατοί­κους της πόλε­ως και σε όσους έμε­ναν έξω στην ύπαι­θρο)»[Λουκ.8,34]. Λάβε­τε τώρα παρα­κα­λώ στον νου σας τον άσω­το υιό του Ευαγ­γε­λί­ου, που σώθη­κε με την απο­μά­κρυν­ση από τους χοί­ρους, για να κατα­λά­βε­τε ποιοι ήσαν αυτοί που έβο­σκαν τους χοί­ρους, ή μάλ­λον ποιοι ομοιά­ζουν με αυτούς. Πράγ­μα­τι ο χοι­ρώ­δης βίος εξ αιτί­ας της ακα­θαρ­σί­ας του, συμ­βο­λί­ζει κάθε πονη­ρό πάθος. Και χοί­ροι είναι κυρί­ως αυτοί που περι­φέ­ρουν τον ρυπω­μέ­νο από τη σάρ­κα χιτώ­να. Προϊ­στά­με­νοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκεί­νοι που υπε­ρέ­χουν από αυτούς στην ηδυ­πά­θεια, και λαμ­βά­νουν πρό­νοια για την σάρ­κα και την δίαι­τά τους, με τέτοιο τρό­πο ώστε να εκπλη­ρώ­νουν την επι­θυ­μία τους.

Σ’ εμάς όμως δεν επι­τρέ­πει ο χρό­νος ούτε, όπως βλέ­πε­τε, ο θόρυ­βος του πλή­θους, να ασχο­λη­θού­με λεπτο­με­ρώς με τη συνέ­χεια, ποια δηλα­δή είναι η γύμνω­ση που προ­κα­λεί­ται στην ψυχή από την αμαρ­τία, την οποία υπο­δή­λω­νε ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος εκεί­νος, και ποια η δια­βί­ω­ση στα όρη [διό­τι, λέγει «μάτιον οκ νεδι­δύ­σκε­το κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνή­μα­σιν(:αυτός δεν φορού­σε πάνω του ρού­χα ούτε έμε­νε σε σπί­τι, αλλά ζού­σε μέσα στα μνή­μα­τα)»] και ποιες οι αλυ­σί­δες, οι χει­ρο­πέ­δες και τα δεσμά τα οποία εκεί­νος έσπα­ζε και έφευ­γε διω­κό­με­νος.

Αλλά ας απο­φύ­γου­με και εμείς, μάλι­στα οι μονα­χοί, την συνα­να­στρο­φή και συμ­βί­ω­ση με τους χοί­ρους· διό­τι κατά τη ρήση του Παύ­λου «Μ πλανσθε· φθεί­ρου­σιν θη χρηστ μιλί­αι κακαί. φθεί­ρου­σιν ήθη χρη­στά ομι­λί­αι κακαί (: Μην πλα­νά­τε τον εαυ­τό σας με ψέμα­τα. Και μη συνα­να­στρέ­φε­στε με τους παλιούς σας φίλους που είχα­τε όταν ήσα­σταν ειδω­λο­λά­τρες. Μην ξεχνά­τε ότι οι κακές συνα­να­στρο­φές δια­φθεί­ρουν τα καλά ήθη)»[Α΄Κορ.15,33], και ως επί το πλεί­στον καθέ­νας είναι ή γίνε­ται όμοιος με τους συν­τρό­φους του. Τι το όφε­λος να φύγεις ορι­στι­κώς από τον κόσμο και να κατα­φύ­γεις στα αφιε­ρω­μέ­να στον Θεό φρον­τι­στή­ρια, να εξέρ­χε­σαι όμως καθη­με­ρι­νώς από αυτά και να συμ­φύ­ρε­σαι πάλι με τον κόσμο; Πώς, πες μου, τρι­γυρ­νών­τας στις αγο­ρές θα απο­φύ­γεις τα προ­σα­νάμ­μα­τα των παθών, δια των οποί­ων επέρ­χε­ται ο θάνα­τος της ψυχής, που χωρί­ζει τον άνθρω­πο από τον Θεό; Αυτός είναι ο θάνα­τος « ναβαί­νων ες μς διά τν θυρί­δων», οι οποί­ες είναι μέσα μας, δηλα­δή των αισθή­σε­ων. Αυτές έγι­ναν αφορ­μή να εκπέ­σουν από την αθα­να­σία και οι προ­πά­το­ρες εκεί­νοι.

Ας φύγου­με λοι­πόν όλοι μας μακριά, άλλοι από την συμ­βί­ω­ση με τα κακά, έστω και αν μας φαί­νε­ται ότι υπερ­τε­ρού­με πολ­λών στην κατα­γω­γή και στην δόξα και στην σωμα­τι­κή ρώμη και στον υλι­κό πλού­το, και άλλοι από την ομοί­ω­ση προς τους χοί­ρους, λαμ­βά­νον­τας στον νου μας την λίμνη εκεί­νη του ασβέ­στου πυρός, μέσα στην οποί­αν, φευ!, θα πέσουν όσοι αμε­τα­νόη­τα υπη­ρε­τούν τις προ­σβο­λές των δαι­μό­νων. Και βλέ­πον­τας το βάρα­θρο στο οποίο κρη­μνί­ζον­ται όταν πεθαί­νουν, όσοι μέχρι το τέλος τους ομοιά­ζουν ως προς τον τρό­πον της ζωής με τους χοί­ρους, ας απο­μα­κρυν­θού­με χωρίς επι­στρο­φή από τον όντως δυσώ­δη βίο της αμαρ­τί­ας, και ας προ­σέλ­θου­με έτσι καλώς και δικαί­ως στην πηγή των μύρων, την οποία μας χάρι­σε ο Θεός, και εκχύ­νε­ται μέσα από τη λάρ­να­κα από την σωρό του εντο­πί­ου μας Χρι­στο­μάρ­τυ­ρος αγί­ου Δημη­τρί­ου.

Και αφού με την χρή­ση τού­των αγια­σθού­με και ενι­σχυ­θού­με, να κηρύτ­του­με και στους αγρούς και στις πόλεις, όπου και αν είμα­στε, την θειό­τα­τη δύνα­μη και ενέρ­γεια του θεί­ου αυτού μύρου. Δεν εννοώ με την γλώσ­σα και τα λόγια -διό­τι ποιος δεν άκου­σε με την δική του ακοή την συρ­ροή των θαυ­μά­των που γίνον­ται εδώ;-, αλλά με την μετα­βο­λή της ζωής μας προς το καλύ­τε­ρο, ώστε βλέ­πον­τάς μας όλοι να πουν: «Ατη λλοί­ω­σις τς δεξις το ψίστου(:Αυτή η μετα­βο­λή της κατα­στά­σε­ώς μας είναι έργο της δεξιάς του Υψί­στου Θεού μας)»[Ψαλ.76,11], με την οποία δεξιά έχει αγιο­γρα­φη­θεί ο μέγας Δημή­τριος, και δια της οποί­ας μετα­σχη­μα­τί­ζει αυτούς που τον πλη­σιά­ζουν προς το θειό­τε­ρο, ώστε να έχει και στον ουρα­νό συμ­πο­λί­τες αυτούς που ευτύ­χη­σαν να είναι στη γη συγ­κά­τοι­κοί του. Αυτό είθε να συμ­βεί με τις πρε­σβεί­ες εκεί­νου, και να επι­τύ­χου­με όλοι τις υπε­σχη­μέ­νες ουρά­νιες μονές, και την εκεί συνοί­κη­ση με τους αγί­ους, χάρι­τι και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο πρέ­πει δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­αι (ΜΓ΄-ΞΓ΄), ομι­λία Ν΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1986, τόμος 11, σελί­δες 197–211.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ  ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ

«Κα κατέ­πλευ­σεν ες τν χώραν τν Γαδα­ρηνν, τις στν ντί­πε­ρα τς Γαλι­λαί­ας(:Και έφτα­σαν με το πλοίο στη χώρα των Γαδα­ρη­νών, η οποία βρί­σκε­ται απέ­ναν­τι από τη Γαλι­λαία)»[Λουκ. 8, 26].

Κατέ­βη­κε ο Σωτή­ρας στη χώρα των Γαδα­ρη­νών μαζί με τους άγιους μαθη­τές. Έπει­τα τους συνάν­τη­σε κάποιος άνδρας, ο οποί­ος ήταν κατοι­κία πολ­λών και ακα­θάρ­των πνευ­μά­των, χωρίς νου και μυα­λό, και δεν ξεχώ­ρι­ζε καθό­λου από εκεί­νους που είχαν πεθά­νει και βρί­σκον­ταν στη γη και μάλ­λον ήταν ίσως ακό­μα χει­ρό­τε­ρος για­τί τρι­γυρ­νών­τας γυμνός στα μνή­μα­τα των πεθα­μέ­νων, ήταν από­δει­ξη της απαν­θρω­πιάς των δαι­μό­νων. Επι­τρέ­πει βέβαια ο Θεός των όλων κατ’ οικο­νο­μί­αν κάποιοι να υπο­τα­χτούν σε αυτούς, όχι για να υπο­φέ­ρουν, αλλά μάλ­λον για να μάθου­με εμείς μέσω αυτών πόσο μισάν­θρω­ποι και μισό­κα­λοι είναι οι δαί­μο­νες απέ­ναν­τι εμάς, και έτσι να πάψου­με να θέλου­με να υπο­τασ­σό­μα­στε σε αυτούς, για­τί όταν πάσχει ένας, οικο­δο­μούν­ται πολ­λοί

Ο Γαδα­ρη­νός αυτός, δηλα­δή η αγέ­λη των δαι­μο­νί­ων που κρυ­βό­ταν μέσα του, έτρε­χε πίσω από τον Χρι­στό και φώνα­ζε τα εξής: «Τί μο κα σοί, ησο, υἱὲ το Θεο το ψίστου; δέο­μαί σου, μή με βασα­νίσς(:Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μένα και σένα και τι ζητάς από μένα, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψί­στου; Σε παρα­κα­λώ, μη με βασα­νί­σεις και μη μου επι­βά­λεις την τιμω­ρία να κλει­στώ από τώρα μέσα στο σκο­τά­δι του Άδη)»[Λουκ.8,28]. Πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, εδώ, δει­λία περι­πλεγ­μέ­νη με πολύ θρά­σος και από­γνω­ση. Δείγ­μα βέβαια της δια­βο­λι­κής από­γνω­σης είναι το ότι τολ­μά να λέγει: «Τι κοι­νό υπάρ­χει ανά­με­σα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ του Θεού;», ενώ δείγ­μα δει­λί­ας το ότι παρα­κα­λεί να μη βασα­νι­στεί. Αλλά όμως, εάν γνω­ρί­ζεις ότι Αυτός είναι οπωσ­δή­πο­τε Υιός του Υψί­στου Θεού, ομο­λο­γείς ότι είναι Θεός του ουρα­νού και της γης, και όλων όσα υπάρ­χουν σε αυτά, τότε για­τί αρπά­ζεις αυτά που δεν είναι δικά σου ή μάλ­λον αυτά που είναι δικά Του; Έπει­τα λέγεις: «Τι κοι­νό υπάρ­χει ανά­με­σα σε εμέ­να και σε εσέ­να;». Και ποιος από τους βασι­λείς της γης θα ανε­χθεί μέχρι τέλους να είναι υπο­ταγ­μέ­νοι στους βαρ­βά­ρους αυτοί που είναι κάτω από τα σκή­πτρα του; Βγά­ζε από το στό­μα σου τις κραυ­γές που σου πρέ­πουν. Και αυτές είναι αυτό που λες: «σε παρα­κα­λώ, μη με βασα­νί­σεις».

Και πρό­σε­χε σε παρα­κα­λώ πάλι την ασύγ­κρι­τη δόξα Εκεί­νου που είναι πέρα από όλα, εννοώ την ακα­τα­νί­κη­τη δύνα­μη του Χρι­στού. Συν­τρί­βει τον Σατα­νά, θέλον­τας να πάθει μόνο αυτός αυτό. Τα λόγια του Χρι­στού είναι γι΄αυτόν φωτιά και φλό­γες. Είναι λοι­πόν αλή­θεια όσα λέγει ο μακά­ριος Ψαλ­μω­δός: «Τ ρη σε κηρς τάκη­σαν π προ­σώ­που Κυρί­ου, π προ­σώ­που Κυρί­ου πάσης τς γς(:Όπως το κερί λιώ­νει μπρο­στά στη φωτιά, έτσι λιώ­νουν τα όρη μπρο­στά στην παν­το­δύ­να­μη παρου­σία του Κυρί­ου, ενώ­πιον του κυρί­αρ­χου και εξου­σια­στή όλης της γης)» [Ψαλμ.96,5]· με «ρη» βέβαια παρο­μοιά­ζει εδώ ο Ψαλ­μω­δός τις υψη­λές και υπε­ρή­φα­νες δυνά­μεις, δηλα­δή τις πονη­ρές. Όμως, προ­σβάλ­λον­τας τη δύνα­μη και εξου­σία του Σωτή­ρα μας που είναι φωτιά, αυτές λιώ­νουν σαν κερί.

Τον ρώτη­σε ο Χρι­στός και τον πρό­στα­ξε να πει ποιο είναι το όνο­μά του. Τον ρωτού­σε άρα­γε επει­δή δεν ήξε­ρε και ζητού­σε σαν ένας από εμάς να μάθει; Και πώς δεν είναι τελεί­ως ανόη­το το να πού­με ή να σκε­φτού­με κάτι τέτοιο; Για­τί ως Θεός τα γνω­ρί­ζει όλα, και εξε­τά­ζει την καρ­διά και τους νεφρούς. Ρώτη­σε κατ’ οικο­νο­μία για να μάθου­με ότι μεγά­λο πλή­θος δαι­μο­νί­ων κατα­κυ­ρί­ευ­σε μία ψυχή ανθρώ­που. Επει­δή δηλα­δή ο Κύριος γνώ­ρι­ζε το πλή­θος των δαι­μό­νων που κατοι­κού­σαν μέσα σε εκεί­νον τον άνθρω­πο, ενώ εκεί­νοι που έβλε­παν, έβλε­παν έναν άνδρα και άκουαν μία φωνή, λέγει: «τί σοί στιν νομα;(:ποιο είναι το όνο­μά σου;)», για να μην πει ο Ίδιος ότι είναι πολ­λοί και δεν γίνει πιστευ­τός, αλλά να ομο­λο­γή­σουν οι ίδιοι ότι είναι πολ­λοί.

«Κα παρε­κά­λει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσ­σον πελ­θεν· ν δ κε γέλη χοί­ρων κανν βοσκο­μέ­νων ν τ ρει· κα παρε­κά­λουν ατν να πιτρέψ ατος ες κεί­νους εσελ­θεν·κα πέτρε­ψεν ατος·ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νια π το νθρώ­που εσλθον ες τος χοί­ρους, κα ρμη­σεν γέλη κατ το κρη­μνο ες τν λίμνην κα πεπνί­γη(:και τα δαι­μό­νια αυτά με το στό­μα του δαι­μο­νι­σμέ­νου Τον παρα­κα­λού­σαν να μην τα δια­τά­ξει να πάνε στα τρί­σβα­θα του Άδη. Στο μετα­ξύ εκεί κον­τά ήταν ένα κοπά­δι από πολ­λούς χοί­ρους που έβο­σκαν στο βου­νό. Και τα δαι­μό­νια Τον παρα­κα­λού­σαν να τους επι­τρέ­ψει να μπουν σε εκεί­νους τους χοί­ρους. Και ο Κύριος τους το επέ­τρε­ψε, επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, ο οποί­ος απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Με τον τρό­πο αυτό ο Κύριος τιμώ­ρη­σε την παρα­νο­μία τους αυτή. Και αφού βγή­καν τα δαι­μό­νια απ’ τον άνθρω­πο, μπή­καν στους χοί­ρους. Τότε το κοπά­δι όρμη­σε με ασυγ­κρά­τη­τη μανία προς το γκρε­μό, κι έπε­σε κάτω στη λίμνη και πνί­γη­κε)»[Λουκ.8,31–33].

Παρα­κά­λε­σαν λοι­πόν τον Κύριο οι δαί­μο­νες που βρί­σκον­ταν μέσα σε εκεί­νον τον άνθρω­πο να μην τους στεί­λει από τώρα στα τρί­σβα­θα του Άδη, επει­δή προ­φα­νώς προ­η­γου­μέ­νως είχαν ήδη απο­στα­λεί άλλοι δαί­μο­νες στην άβυσ­σο και γι’ αυτό εκεί­νοι που είχαν απο­μεί­νει είχαν κατα­λη­φθεί τώρα από φρί­κη ενώ­πιον του Ιησού, μήπως πάθαι­ναν κάτι ανά­λο­γο. Κατό­πιν ζήτη­σε η αγέ­λη των ακα­θάρ­των πνευ­μά­των την ίση και όμοια με τον εαυ­τό της αγέ­λη των χοί­ρων για να εισχω­ρή­σει. Και ο Χρι­στός συγ­κα­τά­νευ­σε κατ’ οικο­νο­μία, αν και δεν αγνο­ού­σε αυτό που θα έκα­ναν. Τους έδω­σε λοι­πόν αυτήν την εξου­σία, για να γίνει σε εμάς μαζί με τα άλλα και αυτό αφορ­μή ωφέ­λειας και ελπί­δα ασφά­λειας. Για­τί ζητούν την εξου­σία των χοί­ρων, επει­δή δηλα­δή δεν την είχαν, και αυτοί που δεν είχαν την εξου­σία των τόσο μικρών και ευτε­λών, πώς θα μπο­ρού­σαν να βλά­ψουν κάποιον από τους σφρα­γι­σμέ­νους από τον Χρι­στό με το άγιο Βάπτι­σμα, και που είχαν στη­ριγ­μέ­νη την ελπί­δα τους σε Αυτόν;

Αλλά όμως μαζί με αυτό μπο­ρού­με να μάθου­με από αυτό που συνέ­βη στην αγέ­λη των χοί­ρων και τού­το, ότι δηλα­δή οι ασε­βείς δαί­μο­νες είναι κακοί και επι­βου­λεύ­ον­ται εκεί­νους που τίθεν­ται κάτω από την εξου­σία τους· για­τί αυτό θα μπο­ρού­σε να το δεί­ξει, και πολύ καθα­ρά, το ότι καταγ­κρέ­μι­σαν τους χοί­ρους και τους κατέ­πνι­ξαν στα νερά. Και γι’ αυτό ο Χρι­στός συγ­κα­τέ­νευ­σε όταν Του το ζήτη­σαν, με σκο­πό να μάθου­με εμείς από το συμ­βάν ποιοι ακρι­βώς είναι, ότι δηλα­δή είναι σκλη­ροί και θηριώ­δεις.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Κυρίλ­λου, αρχιε­πι­σκό­που Αλε­ξαν­δρεί­ας, ξήγη­σις πομνη­μα­τι­κή ες τό κατά Λου­κάν εαγγέ­λιον, Πανε­πι­στή­μιο Αιγαί­ου, ερευ­νη­τι­κό έργο «Οι δρό­μοι της πίστης: Ψηφια­κή Πατρο­λο­γία»

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Το όνο­μά μας

«Ἐπη­ρώ­τη­σε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων: Τί σοί ἐστιν όνο­μα; ο δε είπε: Λεγε­ών» (Λουκ. 8, 30)

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, αγα­πη­τοί μου, όπως είπα­με και άλλο­τε, δεν έμε­νε πάν­το­τε στον ίδιο τόπο. Πήγαι­νε από πόλι σε πόλι, από χωριό σε χωριό, για να κηρύ­ξη σ’ όλους τους ανθρώ­πους. Και ένα μόνο άνθρω­πο αν συναν­τού­σε, καθό­ταν και τον δίδα­σκε, όπως παρα­δείγ­μα­τος χάριν τη Σαμα­ρεί­τι­δα.

Ήλιος ήταν ο Χρι­στός, ήλιος πνευ­μα­τι­κός, και ήθε­λε παν­τού να σκορ­πί­ζη τις ακτί­νες της θεί­ας διδα­σκα­λί­ας του, που δια­λύ­ουν τα πυκνά σκο­τά­δια και φωτί­ζουν, θερ­μαί­νουν και γλυ­καί­νουν τις ψυχές. Εκεί­νες, εννο­εί­ται, τις ψυχές, που θέλουν και αγα­πούν το φῶς. Για­τί υπάρ­χουν καὶ ψυχές, ποὺ δὲν θέλουν τὸ φῶς. Τοὺς ἀρέ­σει νὰ ζοῦν καὶ νὰ κυλιοῦν­ται μέσα στὰ σκο­τά­δια τῆς πλά­νης καὶ τῆς ἁμαρ­τί­ας. Οἱ ἄπι­στοι εἶνε σὰν τίς νυχτε­ρί­δες καὶ τίς κου­κου­βά­γιες, ποὺ κρύ­βον­ται τὴ μέρα καὶ βγαί­νουν τὴ νύχτα. Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς σκορ­πί­ζει σὲ ὅλους τὸ φῶς του, για­τί εἶνε γεμᾶ­τος καλω­σύ­νη καὶ θέλει νὰ τοὺς κάνῃ ὅλους εὐτυ­χι­σμέ­νους. Δὲν τοὺς βιά­ζει ὅμως. Τοὺς ἀφή­νει ἐλεύ­θε­ρους νὰ δια­λέ­ξουν ἢ τὸ φῶς καὶ τὸ σκο­τά­δι. Φῶς ὁ Χρι­στὸς καὶ τὰ καλὰ ἔργα, σκο­τά­δι καὶ διά­βο­λος καὶ τὰ πονη­ρὰ ἔργα.

Ἔτσι ὁ Χρι­στός, περιο­δεύ­ον­τας πόλεις καὶ χωριά, ἔφθα­σε σὲ μιὰ ἀπο­μα­κρυ­σμέ­νη περιο­χή, ποὺ λεγό­ταν χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν. Σ’ αὐτὴ τὴ χώρα κατοι­κοῦ­σαν ἄνθρω­ποι χωρὶς εὐγε­νι­κὰ αἰσθή­μα­τα. Ἐκεῖ­νο ποὺ κοί­τα­ζαν ἦταν μόνο τὸ συμ­φέ­ρον τους. Θρη­σκεία τους ἦταν ἡ ἑβραϊ­κή. Καὶ ἔπρε­πε νὰ τηροῦν τίς ἐντο­λὲς τοῦ μωσαϊ­κοῦ νόμου. Μιὰ ἀπὸ τίς ἐντο­λὲς αὐτὲς ἦταν καὶ τὸ νὰ μὴν τρῶ­νε χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Ὁ Θεὸς εἶχε κάποιο σκο­πὸ καὶ ἔδω­σε τὴν ἐντο­λὴ αὐτή. Ἀλλ’ οἱ Γαδα­ρη­νοί, ἄνθρω­ποι ὅπως εἴπα­με συμ­φε­ρον­το­λό­γοι, δὲν τηροῦ­σαν τὴν ἐντο­λή. Ἔτρε­φαν κοπά­δια χοί­ρους, τοὺς που­λοῦ­σαν καὶ μάζευαν λεφτά. Τὸ συμ­φέ­ρον, ὁ μαμω­νάς, ἦταν ὁ θεός τους.

Στὴ χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν ὑπῆρ­χαν δαι­μο­νι­σμέ­νοι, γιὰ τοὺς ὁποί­ους μιλή­σα­με καὶ ἄλλο­τε.

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν πολὺ φοβε­ρός. Εἶχε μιὰ δύνα­μι, ποὺ πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι μαζὶ δὲν εἶχαν. Ὅταν τοὺς ἔφευ­γε, ἦταν δύσκο­λο νὰ τὸν πιά­σουν. Τὸν ἔδε­ναν μὲ σχοι­νιὰ καὶ ἁλυ­σί­δες, κ’ ἐκεῖ­νος τὰ ἔκο­βε σὰν κλω­στές. Ἔσχι­ζε τὰ ροῦ­χα του καὶ περ­πα­τοῦ­σε γυμνός. Δὲν φοβό­ταν κανέ­να, δὲν ντρε­πό­ταν κανέ­να. Καὶ πήγαι­νε καὶ κατοι­κοῦ­σε μέσα στὰ νεκρο­τα­φεῖα. Ἄνθρω­πος δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ περά­σῃ ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ βρι­σκό­ταν ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρό­μος ὅλης τῆς περιο­χῆς.

Ἀλλὰ νά! Αὐτὸς ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἄνθρω­πος, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρό­μος ὅλων, τώρα φοβᾶ­ται καὶ τρέ­μει ὁ ἴδιος. Τρέ­μει σὰν τὰ φύλ­λα τοῦ δέν­τρου ποὺ τὰ φυσά­ει δυνα­τὸς ἄνε­μος. Τρέ­μει καὶ φωνά­ζει καὶ παρα­κα­λεῖ. Τί συμ­βαί­νει; Μπρο­στά του τώρα στέ­κε­ται Ἕνας, ποὺ εἶνε ὁ φόβος καὶ ὁ τρό­μος τῶν δαι­μό­νων. Στέ­κε­ται καὶ Χρι­στός. Δὲν θὰ περά­σουν πολ­λὰ λεπτὰ καὶ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος θὰ θερα­πευ­θῇ. Τὰ δαι­μό­νια, ποὺ φωλιά­ζουν τόσα χρό­νια μέσα του, θὰ φύγουν, καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Χρι­στοῦ θὰ μποῦν μέσα στοὺς χοί­ρους, καὶ τὸ κοπά­δι τῶν χοί­ρων θὰ ὁρμή­σῃ καὶ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὸ γκρε­μὸ στὴ λίμνη ποὺ εἶνε ἐκεῖ κον­τά, καὶ οἱ Γαδα­ρη­νοὶ θὰ ταρα­χθοῦν, θὰ κλά­ψουν τὰ γου­ρού­νια τους, καὶ θὰ διώ­ξουν τὸ Χρι­στὸ πέρα ἀπὸ τὴ χώρα τους. Ἀλλὰ γιὰ τὴν κατα­στρο­φὴ τῶν χοί­ρων καὶ τὴν ἐλε­ει­νὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῶν Γαδα­ρη­νῶν πρὸς τὸ Χρι­στὸ μιλή­σα­με ἄλλο­τε.

Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο θὰ στρέ­ψου­με τώρα τὴν προ­σο­χή μας. Προ­τοῦ ὁ Χρι­στὸς θερα­πεύ­σῃ τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο, τοῦ ἔκα­νε μιὰ ἐρώ­τη­ση: «Ποιό εἶνε τὸ ὄνο­μά σου;». Ἀσφα­λῶς καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἄνθρω­πος εἶχε κάποιο ὄνο­μα, ποὺ τοῦ ἔδω­σαν οἱ γονεῖς του ὅταν ἦταν μικρός. Μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­ζό­ταν Σαμου­ήλ, μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­ζό­ταν Ἰωσήφ. Δὲν ξέρου­με ποιό ἦταν τὸ ὄνο­μά του. Πάν­τως εἶχε ὄνο­μα, ὅπως ἔχου­με ὄνο­μα ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι. Ἀλλ’ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἄνθρω­πος δὲν εἶπε τὸ ὄνο­μά του. Στὸ ἐρώ­τη­μα τοῦ Χρι­στοῦ, «Ποιό εἶνε τὸ ὄνο­μά σου;» ἀπήν­τη­σε: Λεγε­ὼν εἶνε τὸ ὄνο­μά μου! Ἀλλὰ ἡ λέξι λεγε­ὼν δὲν εἶνε ὄνο­μα ἀνθρώ­που. Ἡ λέξι λεγε­ὼν ἦταν στρα­τιω­τι­κὴ λέξι τῆς ρωμαϊ­κῆς γλώσ­σης. Λεγε­ὼν ἐσή­μαι­νε ἕνα στρα­τιω­τι­κὸ σῶμα ἀπὸ ἕξι χιλιά­δες στρα­τιῶ­τες. Ἡ λεγε­ών, δηλα­δή, ἦταν μιὰ σημε­ρι­νὴ μεραρ­χία.

Μὲ τὴ λέξι λεγε­ὼν ὠνό­μα­σε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος τὸν ἑαυ­τό του. Περί­ερ­γο πρᾶγ­μα. Για­τί ἄρα γὲ ὠνό­μα­σε τὸν ἑαυ­τό του μ’ αὐτὴ τὴ λέξι; Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο μᾶς ἐξη­γεῖ το για­τί. Ὠνό­μα­σε ἔτσι τὸν ἑαυ­τό του, για­τί μέσα τοῦ κατοι­κοῦ­σαν πολ­λὰ δαι­μό­νια. Λεγε­ὼν ὁλό­κλη­ρη, μεραρ­χία ὁλό­κλη­ρη ἀπὸ δαι­μό­νια. Τί φρί­κη, τί δυστυ­χία! Ὁ ἄνθρω­πος κατοι­κία χιλιά­δων δαι­μό­νων. Αὐτοὶ τὸν κυβερ­νοῦ­σαν. Αὐτοὶ τὸν ἔκα­ναν νὰ λέη καὶ νὰ κάνῃ φοβε­ρὰ πράγ­μα­τα. Αὐτοὶ κατήρ­γη­σαν καὶ τὸ ὄνο­μά του, καὶ τοῦ ἔδω­σαν δικό τους ὄνο­μα.

Ποιό εἶνε τὸ ὄνο­μά σου; Λεγε­ών! Αὐτὴ ἡ ἐρώ­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ κι αὐτὴ ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου εἶνε διδα­κτι­κές. Διδά­σκουν κ’ ἐμᾶς τοὺς σημε­ρι­νοὺς χρι­στια­νούς. Για­τί καὶ ὁ καθέ­νας ἀπὸ μᾶς ἔχει κάποιο ὄνο­μα. Ὄνο­μα χρι­στια­νι­κό. Τὸ πήρα­με σὲ μιὰ ὥρα εὐλο­γη­μέ­νη, τὴν ὥρα τῆς βαπτί­σε­ώς μας. Τὴν ὥρα ἐκεί­νη διώ­ξα­με ἀπὸ μέσα μας τὸ διά­βο­λο μὲ ὅλη τὴν πομ­πή του, καὶ πήγα­με μὲ τὸ μέρος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ δώσα­με ὑπό­σχε­σι μὲ τὸ στό­μα τοῦ ἀνα­δό­χου, τοῦ νονοῦ μας δηλα­δή, ὅτι θὰ μεί­νου­με γιὰ πάν­τα μὲ τὸ μέρος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ πᾶμε μὲ τὸ διά­βο­λο. Τὸν φτύ­σα­με τὸ διά­βο­λο. Τὸ ὄνο­μα ποὺ πήρα­με τὴν ὥρα τῆς βαπτί­σε­ως εἶνε ὄνο­μα ἑνὸς ἁγί­ου, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς ἄνθρω­πος σὰν κ’ ἐμᾶς, μὲ κακί­ες καὶ ἐλατ­τώ­μα­τα, ἀλλ’ ἀγω­νί­στη­κε καὶ μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ νίκη­σε τίς κακί­ες καὶ τὰ ἐλατ­τώ­μα­τά του, καὶ ἔτσι ἔγι­νε ἅγιος. Καὶ μὲ τὸ ὄνο­μά του, ποὺ πήρα­με, εἶνε σὰν νὰ μᾶς λέη Μιμη­θῆ­τε με.

Ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς βαπτι­σμέ­νους χρι­στια­νούς τηροῦν τὴν ὑπό­σχε­ση ποὺ ἔδω­σαν στὸ Χρι­στό; Πόσοι τιμοῦν τὸ ὄνο­μα τοῦ ἁγί­ου ποὺ φέρουν; Πόσοι μιμοῦν­ται τὴ ζωὴ τῶν ἁγί­ων; Δυστυ­χῶς πολ­λοὶ ἄφη­σαν τὸν ἑαυ­τό τους, ἄνοι­ξαν τίς πόρ­τες τῆς ψυχῆς τους, καὶ μέσα τους μπῆ­κε καὶ διά­βο­λος. Καὶ ὁ διά­βο­λος δὲν μπαί­νει μόνος. Σὲ πολ­λὲς περι­πτώ­σεις παίρ­νει κι ἄλλους δαί­μο­νες καὶ ἔρχον­ται ὅλοι μαζὶ καὶ φωλιά­ζουν μέσα στὴν ἁμαρ­τω­λὴ καὶ ἀμε­τα­νόη­τη ψυχή. Καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ αὐτὴ γίνε­ται κατοι­κία δαι­μό­νων. Νὰ μετρή­σου­με τὰ δαι­μό­νια; Ἑπτὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶνε τὰ πιὸ γνω­στά. Εἶνε τὰ δαι­μό­νια τῆς πορ­νεί­ας, τῆς ὑπε­ρη­φα­νεί­ας, τῆς ἀκη­δί­ας, τῆς λαι­μαρ­γί­ας, τοῦ θυμοῦ, τῆς φιλαρ­γυ­ρί­ας, καὶ τοῦ φθό­νου. Καὶ κον­τὰ σ’ αὐτὰ πόσα ἄλλα δαι­μό­νια ὑπάρ­χουν, καὶ παρα­κι­νοῦν τοὺς ἀνθρώ­πους σὲ διά­φο­ρες ἁμαρ­τί­ες, μικρὲς καὶ μεγά­λες! Τὰ δαι­μό­νια κυβερ­νοῦν τον ἀσε­βῆ ἄνθρω­πο.

Τὸν κάνουν νὰ φλυα­ρῇ, νὰ κατα­κρί­νῃ, νὰ αἰσχρο­λο­γῇ, νὰ κατα­ρᾷ­ται, νὰ ψευ­δορ­κή, νὰ βλα­στη­μάη, νὰ γίνε­ται ξετσί­πω­τος, νὰ ἀδι­κῇ, νὰ κλέ­βῃ, νὰ πορ­νεύη, νὰ σκο­τώ­νῃ καὶ τόσα ἄλλα κακὰ νὰ κάνῃ μὲ λίγα λόγια, νὰ ζῆ μιὰ δαι­μο­νι­σμέ­νη ζωή, γιὰ τὴν ὁποία ται­ριά­ζει τὸ ὄνο­μα λεγε­ών. Λεγε­ῶ­νες, ναὶ λεγε­ῶ­νες κυβερ­νοῦν σήμε­ρα τὴ ζωὴ τῶν πολ­λῶν.

Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ τρό­μος τῶν δαι­μό­νων, ἔλα, ὅπως πῆγες στὴ χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν, καὶ ἐλευ­θέ­ρω­σε τὰ πλά­σμα­τά σου ἀπὸ τὴν τυραν­νία τῶν δαι­μό­νων. Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek