ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ - ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (Η΄ 41 - 56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. 47ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. 52ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. 55καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

41 Και ιδού, ήλθε κάποιος άνθρωπος, ονόματι Ιάρειος, ο οποίος ήτο και άρχων της συναγωγής. Και αφού έπεσεν εις τα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να μεταβή στο σπίτι του, 42 διότι η μονογενής κόρη, την οποίαν είχε, δώδεκα περίπου ετών, ήτο ετοιμοθάνατος. Καθώς δε ο Ιησούς επήγαινεν στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη τον επίεζαν με τον συνωστισμόν των. 43 Και μια γυναίκα, που από δώδεκα έτη υπέφερε από αιμοραγίαν και η οποία είχε εξοδέψει όλην την περιουσίαν της εις ιατρούς, χωρίς να μπορέση να θεραπευθή από κανένα, 44 επλησίασε πίσω από τον Ιησούν, ήγγισε την άκρη από το ιμάτιόν του και αμέσως εσταμάτησε η αιμοραγία της. 45 Και είπεν ο Ιησούς· “ποιός είναι αυτός, που με ήγγισε;” Επειδή δε όλοι ηρνούντο, είπεν ο Πετρος και οι μαθηταί που ήσαν μαζή του· “διδάσκαλε, τα πλήθη σε στενοχωρούν και σε πιέζουν ολόγυρα και συ λέγεις ποιός με ήγγισε;” 46 Ο δε Ιησούς είπε· “κάποιος με ήγγισε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι δύναμις θαυματουργική εβγήκε από εμέ”. 47 Η δε γυναίκα, όταν είδε ότι δεν εξέφυγε από την προσοχήν του Ιησού, τρέμουσα από φόβον και ευλάβειαν ήλθε, έπεσε γονατιστή εμπρός του και διηγήθηκε εις αυτόν και εμπρός εις όλον το πλήθος την αιτίαν, δια την οποίαν τον ήγγισεν, όπως επίσης και το γεγονός, ότι εθεραπεύθηκε αμέσως. 48 Ο δε Ιησούς της είπε· “θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε ειρηνική και χαρούμενη, χωρίς την ανησυχίαν και την θλίψιν που είχες προηγουμένως από την ασθένειάν σου”. 49 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου λέγων εις αυτόν, ότι “πέθανε η κόρη σου, μη ενοχλείς και μη βάζεις εις κόπον τον διδάσκαλον”. 50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε την είδησιν, είπεν στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και θα σωθή η κόρη σου”. 51 Οταν δε ήλθε στο σπίτι, δεν αφήκε κανένα να μπη, ει μη μόνον τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα. 52 Εκλαιαν δε όλοι και οδυρόμενοι εκτυπούσαν τας κεφαλάς και τα στήθη των δια την νεκράν. Ο δε Ιησούς είπε· “μη κλαίετε· δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. 53 Και τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν καλά, ότι η κόρη είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως έβγαλε όλους έξω, επιασε το χέρι της και εφώναξε λέγων· “Κορη, σήκω επάνω”. 55 Και αμέσως η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε· και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάγη, δια να αναλάβη τελείως από την εξάντλησιν της ασθενείας που την οδήγησε στον θάνατον. 56 Και έμειναν εκστατικοί και κατάπληκτοι οι γονείς αυτής. Ο δε Ιησούς παρήγγειλε εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα το γεγονός.

41 Τότε ήλθε στον Ιησού κάποιος άνθρωπος που ονομαζόταν Ιάειρος και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Κι αφού έπεσε γονατιστός κοντά στα πόδια του, τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, 42 διότι είχε μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων που βρισκόταν στα τελευταία της και πέθαινε. Και την ώρα που ο Ιησούς πήγαινε στο σπίτι του Ιαείρου, τα πλήθη του λαού τον περιέβαλλαν ασφυκτικά και τον πίεζαν. 43 Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, 44 αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. 45 Τότε είπε ο Ιησούς: Ποιός με άγγιξε; Κι επειδή όλοι οι τριγύρω αρνούνταν, είπε ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές που ήταν μαζί του: Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά? και συ λες, ποιός με άγγιξε; 46 Ο Ιησούς όμως είπε: Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική. 47 Όταν λοιπόν η γυναίκα είδε ότι δεν μπόρεσε να κρυφτεί και δεν ξέφυγε από τον Ιησού αυτό που έκανε, ήλθε τρέμοντας από το φόβο της, κι αφού έπεσε γονατιστή μπροστά του, του διηγήθηκε μπροστά σ’ όλο το πλήθος του λαού για ποια αιτία τον άγγιξε και πως θεραπεύθηκε αμέσως. 48 Τότε ο Ιησούς της είπε: Έχε θάρρος, κόρη μου, η πεποίθηση που είχες ότι θα έβρισκες την υγεία σου αν με άγγιζες, αυτή η πίστη σου σ’ έχει θεραπεύσει. Πήγαινε στο καλό, ειρηνική και ελεύθερη από κάθε ανησυχία που δοκίμαζες πιο πριν εξαιτίας της ασθενείας σου. 49 Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: Πέθανε η κόρη σου? μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο. 50 Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: Μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ το θάνατο. 51 Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. 52 Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: Μην κλαίτε? δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. 53 Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. 54 Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω επάνω. 55 Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της. 56 Οι γονείς της έμειναν εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών του.

41  Kαὶ ἰδοὺ ἦλθε ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ποὺ ἦταν ἄρχων τῆς συναγωγῆς. Kαὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ στὸ σπίτι του, 42 διότι εἶχε θυγατέρα μονογενῆ δώδεκα ἐτῶν, ποὺ πέθαινε. Ὅταν δὲ πήγαινε, τὰ πλήθη τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. 43  Kάποια δὲ γυναῖκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα ἤδη ἔτη, καὶ δαπάνησε ὅλη τὴν περιουσία της σὲ ἰατρούς, καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, 44  πλησίασε ἀπὸ πίσω καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. 45  Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε: «Ποιός μὲ ἄγγιξε;». Ἐνῷ δὲ ὅλοι ἀρνοῦνταν, ὁ Πέτρος καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί του εἶπαν: «Διδάσκαλε, τὰ πλήθη εἶναι συνωστισμέ να γύρω σου καὶ σὲ συνθλίβουν, καὶ σὺ λέγεις, “ Ποιός μὲ ἄγγιξε;”». 46  Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Mὲ ἄγγιξε κάποιος. Διότι ἐγὼ κατάλαβα, ὅτι βγῆκε δύναμι ἀπὸ μένα». 47  Ὅταν δὲ εἶδε ἡ γυναῖκα, ὅτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχή του, τρέμοντας ἦλθε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ εἶπε τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία τὸν ἄγγιξε, καὶ ὅτι θεραπεύθηκε ἀμέσως. 48  Aὐτὸς δὲ τῆς εἶπε: «Ἔχε θάρρος, κόρη μου! Ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε. Φύγε ἥσυχη». 49  Ἐνῷ δὲ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει: «Πέθανε ἡ θυγατέρα σου, μὴν ἐνοχλῇς τὸ διδάσκαλο». 50  Ἀλλ’ ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Mὴ φοβᾶσαι! Mόνο πίστευε καὶ θὰ σωθῇ (θὰ ἐπανέλθῃ, θὰ ἀναστηθῇ)». 51  Ὅταν δὲ ἦλθε στὸ σπίτι, δὲν ἄφησε νὰ μπῇ μέσα κανείς, παρὰ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τῆς κόρης καὶ ἡ μητέρα. 52  Ἔκλαιαν δὲ ὅλοι καὶ τὴ θρηνοῦσαν. Ἀλλ’ αὐτὸς εἶπε: «Mὴ κλαῖτε! Δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». 53  Tότε, γνωρίζοντας ὅτι πέθανε, ἄρχισαν νὰ γελοῦν εἰς βάρος του. 54  Aὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω καὶ τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, φώναξε λέγοντας: «Kόρη, σήκω ἐπάνω!». 55  Kαὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της, καὶ ἀμέσως σηκώθηκε ἐπάνω, καὶ διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. 56  Kαὶ οἱ γονεῖς της ἔμειναν ἐκστατικοί. Ἐκεῖνος δὲ τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴν εἰποῦν τὸ γεγονὸς σὲ κανένα.

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΡΡΟΟΥΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΙΑΕΙΡΟΥ

«Τατα ατο λαλοντος ατος δο ρχων ες προσελθν προσεκύνει ατ λέγων τι θυγάτηρ μου ρτι τελεύτησεν· λλ λθν πίθες τν χερά σου π᾿ ατν κα ζήσεται(:Κι ενώ τους έλεγε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκείνη κάποιος άρχοντας της συναγωγής Τον πλησίασε και Τον προσκύνησε λέγοντας ότι “η κόρη μου πριν από λίγο πέθανε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει”)»[Ματθ.9,18].

Τα λόγια τα πρόφτασαν τα έργα, ώστε ακόμη περισσότερο να αποστομωθούν οι Φαρισαίοι· διότι αυτός που ήρθε ήταν αρχισυνάγωγος και το πένθος του ήταν βαρύ· επειδή το είχε μονάκριβο το παιδί και είχε γίνει δώδεκα χρονών, δηλαδή αυτό βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του· αυτό λοιπόν το ανέστησε ευθέως ο Κύριος. Εάν όμως ο ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου ήλθαν λέγοντας «Μ σκύλλε τν διδάσκαλοντι τέθνηκεν θυγάτηρ σου (:Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο)»[Λουκ.8,49], ερμηνεύουμε ως εξής, ότι η φράση « θυγάτηρ μου ρτι τελεύτησεν (:η κόρη μου πριν λίγο πέθανε)»[Ματθ.9,18] που είπε ο Ιάειρος, όπως μας αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, προήλθε από τις σκέψεις που έκανε ο αρχισυνάγωγος, ενώ βάδιζε προς τον Ιησού ή ότι Του το είπε για να παρουσιάσει με δραματικότερο τρόπο την συμφορά του· διότι είναι συνήθεια σε εκείνους που παρακαλούν και ζητούν κάτι, να μεγαλοποιούν με τα λόγια τα βάσανά τους και να λένε κάτι παραπάνω από την πραγματική τους κατάσταση, με σκοπό να αποσπάσουν μεγαλύτερη την συμπάθεια από εκείνους που ικετεύουν.

Πρόσεξε επίσης το ασθενές της πίστεως αυτού του ανθρώπου· διότι απαιτεί δύο πράγματα από τον Χριστό, και να πάει στο σπίτι του και να βάλει το χέρι Του επάνω στο παιδί, κάτι που αποδεικνύει ότι πριν την αφήσει και φύγει, η μικρή κοπέλα ανέπνεε ακόμη. Και βέβαια όσοι έχουν ασθενή πίστη έχουν ανάγκη και από την προσωπική παρουσία και από τα αισθητά πράγματα.

Και ο μεν ευαγγελιστής Μάρκος λέει ότι πήρε μαζί Του τους τρεις μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη [Μάρκ.5,40: « δ κβαλν πάντας παραλαμβάνει τν πατέρα το παιδίου κα τν μητέρα κα τος μετ᾿ ατο, κα εσπορεύεται που ν τ παιδίον νακείμενον(:Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει μαζί Του τον πατέρα του κοριτσιού και τη μητέρα και τους τρεις μαθητές που ήταν μαζί Του, και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο)»],καθώς επίσης και ο Λουκάς[Λουκ.8,51: «λθν δ ες τν οκίαν οκ φκεν εσελθεν οδένα ε μ Πέτρον κα ωάννην κα άκωβον κα τν πατέρα τς παιδς κα τν μητέρα(:Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα)»]· ο Ματθαίος όμως λέει απλώς ότι ο Ιησούς πήρε μαζί Του τους μαθητές Του. Για ποιον λόγο, όμως, δεν πήρε μαζί Του και τον Ματθαίο, αν και βέβαια προ ολίγου είχε προσέλθει στην ομάδα των μαθητών Του; Ίσως για να του αυξήσει την επιθυμία Του και επειδή ακόμη βρισκόταν σε πνευματική ατέλεια. Γι’ αυτό λοιπόν τιμά τους τρεις εκείνους μαθητές, για να προσπαθήσουν και οι άλλοι να γίνουν όπως εκείνοι. Προς το παρόν ήταν αρκετό να δει τα όσα συνέβησαν με την αιμορροούσα και να τιμηθεί με την συμμετοχή του στο τραπέζι και να συμπεριληφθεί στον κύκλο των μαθητών Του.

Όταν σηκώθηκε, Τον ακολουθούσαν πολλοί, με την ιδέα ότι μετέβαινε για πολύ μεγάλο θαύμα και εξαιτίας του προσώπου που προσήλθε και Τον κάλεσε, και επειδή οι περισσότεροι που πνευματικώς είναι ανώριμοι, δεν φρόντιζαν τόσο για την ψυχή τους, όσο για τη θεραπεία του σώματος. Και συνέρρεαν, άλλοι μεν παρακινούμενοι από τις δικές τους ασθένειες, άλλοι δε επειδή επιθυμούσαν να δουν τη θεραπεία των άλλων που έπασχαν· αρχικώς δηλαδή ήταν λίγοι εκείνοι που πήγαιναν συχνά κοντά Του, για να ακούσουν τους λόγους Του και την διδασκαλία Του. Ωστόσο βέβαια δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν στην οικία, αλλά μόνο στους μαθητές, και αυτούς όχι όλους, διότι ήθελε να μας διδάξει να αποφεύγουμε πάντοτε την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους.

Γράφει ο Ευαγγελιστής: «Κα δο γυνή, αμοῤῥοοσα δώδεκα τη, προσελθοσα πισθεν ψατο το κρασπέδου το ματίου ατο. λεγε γρ ν αυτ, ἐὰν μόνον ψωμαι το ματίου ατο, σωθήσομαι(:Και να λοιπόν μια γυναίκα που έπασχε δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, πλησίασε από πίσω του κρυφά, επειδή ντρεπόταν και δεν ήθελε να γίνει φανερή η αρρώστια της, κι άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του. Και το έκανε αυτό διότι έλεγε μέσα της: “και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά του θα γίνω υγιής”)»[Ματθ.9,20-21].

Για ποιον λόγο όμως δεν Τον πλησίασε θαρρετά; Ντρεπόταν για την αρρώστια της, νομίζοντας πως είναι ακάθαρτη· γιατί αν η γυναίκα που έχει τα έμμηνά της νόμιζε πως δεν είναι καθαρή, πολύ περισσότερο θα είχε αυτήν την εντύπωση όποια έπασχε από τέτοια αρρώστια. Επειδή πραγματικά θεωρούνταν από τον μωσαϊκό Νόμο μεγάλη ακαθαρσία η ασθένεια αυτή. Γι’ αυτό και προσπαθεί να κρυφτεί και να μη γίνει αντιληπτή· διότι ούτε και αυτή δεν είχε ακόμη την πρέπουσα και ολοκληρωμένη αντίληψη για τον Χριστό, αλλιώς δε θα πίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Έτσι πλησιάζει πρώτη αυτή η γυναίκα δημόσια τον Κύριο: είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι πηγαίνει προς το κορίτσι που είχε πεθάνει.

Στο σπίτι της βέβαια δεν τόλμησε να Τον καλέσει, μολονότι ήταν εύπορη, ούτε πάλι ήρθε κοντά Του φανερά, μόνο κρυφά άγγιξε με πίστη τα ρούχα Του· διότι ούτε είχε αμφιβολία, ούτε είπε μέσα της· «Θα απαλλαγώ άραγε από την αρρώστια; Μήπως δε θα απαλλαγώ;», αλλά έχοντας βέβαιη την ελπίδα για την αποκατάσταση της υγείας της, Τον πλησίασε με αυτόν τον τρόπο. «Έλεγε μέσα της», διηγείται ο Ευαγγελιστής· «Και μόνο ν’ αγγίξω το ένδυμά Του, θα σωθώ από την ασθένειά μου.» Είδε βέβαια από ποια οικία είχε βγει ο Ιησούς, δηλαδή των τελωνών, και ποιοι ήταν αυτοί που Τον ακολουθούσαν, δηλαδή οι αμαρτωλοί και οι τελώνες· και όλα αυτά βέβαια την γέμισαν με ελπίδες.

Πώς ενήργησε λοιπόν ο Χριστός; Δεν την άφησε να μείνει απαρατήρητη, αλλά τη φέρνει στο επίκεντρο και την αποκαλύπτει σε όλους, για πολλούς λόγους. Αν και μερικοί από τους πνευματικά αναίσθητους ισχυρίζονται ότι το έκανε αυτό επειδή ποθούσε την δόξα· διότι «για ποιον λόγο», λένε, «δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη;» Τι είναι αυτό που λες, μιαρέ κα μάλιστα μιαρότατε άνθρωπε; Αυτός που δίνει εντολή να σιωπούν οι θεραπευόμενοι απ’ Αυτόν, Αυτός που αφήνει μύρια θαύματα να περνούν απαρατήρητα, Αυτός επιθυμεί την δόξα;

Επομένως, για ποιο λόγο την οδηγεί στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους, αποκαλύπτοντας τη θεραπεία της; Κατά πρώτον, διαλύει τον φόβο της γυναίκας για να μη ζει πλέον με αγωνία, πιεζόμενη από τις τύψεις της συνειδήσεώς της, επειδή πιθανό να είχε την εντύπωση ότι κατά κάποιο τρόπο είχε υφαρπάξει την δωρεά. Δεύτερον, διορθώνει τη σκέψη της, επειδή νόμισε ότι διέφυγε την προσοχή Του. Τρίτον αποκαλύπτει σε όλους την πίστη της, ώστε οι άλλοι να τη μιμηθούν· και το ότι όμως σταμάτησε τις πηγές της αιμορραγίας δεν ήταν μικρότερο θαύμα από το ότι απέδειξε ότι τα γνωρίζει όλα. Έπειτα τον αρχισυνάγωγο, ο οποίος επρόκειτο να ολιγοπιστήσει και να καταστρέψει έτσι τα πάντα, τον συγκρατεί στην πίστη του μέσω της γυναικός. Καθόσον αυτοί που ήλθαν από την οικία του έλεγαν: «Μ σκύλλε τν διδάσκαλοντι τέθνηκεν θυγάτηρ σου (:Μην ταλαιπωρείς τον διδάσκαλο, διότι πέθανε η κόρη σου)»· και οι ευρισκόμενοι στο σπίτι του αρχισυναγώγου, περιγελούσαν τον Ιησού όταν είπε ότι κοιμάται η κόρη. Ήταν λοιπόν φυσικό και ο πατέρας να έχει πάθει κάτι παρόμοιο.

Γι’ αυτό, για να προφθάσει αυτήν την ενδεχόμενη αδυναμία, φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους την γυναίκα εκείνη. Για να πεισθείς βέβαια ότι ο αρχισυνάγωγος ήταν ανάμεσα στους πάρα πολύ ανώριμους πνευματικά, άκουσε τι λέει ο Κύριος προς αυτόν: «Μ φοβο· μόνον πίστευε, κα σωθήσεται (:Μη φοβάσαι, εσύ μόνο πίστευε και θα σωθεί)»· καθόσον σκόπιμα περίμενε ο Ιησούς να επέλθει ο θάνατος και μετά να μεταβεί εκεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξη της αναστάσεώς της. Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά και παρατείνει τη συνομιλία Του με την γυναίκα, για ν’ αφήσει χρόνο να πεθάνει στο μεταξύ το κορίτσι και να προσέλθουν αυτοί που θα ανακοίνωναν τα συμβάντα και να πουν: «Μην βάζεις πλέον σε κόπο και ενόχληση τον Διδάσκαλο».

Αυτό λοιπόν και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος υπονοεί και το επισημαίνει λέγοντας: «Ενώ ο Ιησούς μιλούσε ακόμα, ήρθαν οι απεσταλμένοι από την οικία του αρχισυναγώγου, λέγοντας ‘’Πέθανε η κόρη σου, μη βάζεις στον κόπο τον Διδάσκαλο”». Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη θεωρηθεί ύποπτη και αμφισβητηθεί η ανάστασή της. Και αυτό το κάνει σε κάθε παρόμοια περίπτωση. Έτσι και στον Λάζαρο καθυστέρησε και μία και δύο και τρεις μέρες. Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους οδηγεί την αιμορροούσα στο επίκεντρο της προσοχής του πλήθους και λέει: «Θάρσει, θύγατερ(:Έχε θάρρος, κόρη μου)»· όπως ακριβώς έλεγε και στον παράλυτο· «έχε θάρρος, παιδί μου». Kaι πράγματι η γυναίκα ήταν γεμάτη από φόβο και γι’ αυτό της λέει «έχε θάρρος» και την ονομάζει ‘’θυγατέρα’’, επειδή η πίστη της την έκανε κόρη Του. Έπειτα ακολουθεί και το εγκώμιο : « πίστις σου σέσωκέ σε(:Η πίστη σου σε έχει σώσει)».

Ο ευαγγελιστής Λουκάς όμως μας δίνει και άλλες περισσότερες λεπτομέρειες για την γυναίκα αυτή. Όταν δηλαδή, λέγει, πλησίασε τον Ιησού και θεραπεύθηκε, ο Χριστός δεν την κάλεσε αμέσως, αλλά προηγουμένως είπε: «Τίς ψάμενός μου;(:Ποιος είναι εκείνος που με άγγιξε;)». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές Του έλεγαν : «πιστάτα, ο χλοι συνέχουσί σε κα ποθλίβουσι, κα λέγεις τίς ψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού Σε περικύκλωσαν και Σε πιέζουν· και Συ λέγεις: ‘’Ποιος με άγγιξε;’’)» το γεγονός αυτό είναι μέγιστη απόδειξη ότι ο Ιησούς είχε σώμα πραγματικό και ότι δεν είχε την παραμικρή υπερηφάνεια, διότι τα πλήθη δεν Τον ακολουθούσαν εξ αποστάσεως, αλλά Τον περιέβαλλαν από κοντά και Τον συνέθλιβαν από παντού-· Αυτός, λέγει ο Λουκάς, επέμενε λέγοντας ότι «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύναμιν ξελθοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγιξε· διότι εγώ αντιλήφθηκα ότι εξήλθε από εμένα κάποια δύναμη θαυματουργική)». Έτσι έδωσε πιο χειροπιαστή απάντηση στην καχυποψία των πιο δύσπιστων από τους ακροατές. Αυτά τα έλεγε, επίσης, για να πείσει την γυναίκα να ομολογήσει μόνη της την πράξη της. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν την έλεγξε αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι γνωρίζει τα πάντα με σαφήνεια, να την πείσει από μόνη της να τα αποκαλύψει όλα και να την προετοιμάσει να διακηρύξει το θαύμα που επιτελέσθηκε και να μην κινήσει υποψίες εάν το ανακοίνωνε ο Ίδιος.

Είδες ότι η γυναίκα αποδείχτηκε ανώτερη στην πίστη από τον αρχισυνάγωγο; Δεν έπιασε, δεν κράτησε τον Ιησού, αλλά απλώς Τον άγγιξε με τα άκρα των δακτύλων της, και, αν και ήλθε τελευταία, έφυγε πρώτη, αφού θεραπεύθηκε. Και εκείνος μεν οδηγούσε όλο τον ιατρό στο σπίτι του, ενώ σε αυτήν αποδείχθηκε αρκετή η απλή επαφή και μόνο. Πραγματικά, μολονότι ήταν συνδεδεμένη μόνιμα και υπέφερε πολλά χρόνια από την ασθένειά της, παρά ταύτα η πίστη της τής αναπτέρωνε το ηθικό της. Πρόσεξε επίσης τον τρόπο με τον οποίο την παρηγορεί ο Κύριος λέγοντας « πίστις σου σέσωκέ σε(:η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και βέβαια, εάν την είχε οδηγήσει στο μέσο των παρευρισκομένων με σκοπό την επίδειξη, δεν θα ήταν δυνατόν να προσθέσει τα λόγια αυτά.

Όμως μίλησε έτσι αφενός μεν για να οδηγήσει τον αρχισυνάγωγο στο να πιστέψει, αφετέρου δε και της γυναίκας την πίστη να διακηρύξει και ακόμη για να προσφέρει με τα λόγια αυτά σε αυτήν ευχαρίστηση και ωφέλεια όχι μικρότερη από την αποκατάσταση της σωματικής της υγείας. Το ότι λοιπόν θέλοντας εκείνη να δοξάσει έκανε αυτά και άλλους να διορθώσει και όχι τον εαυτό Του να δοξάσει, γίνεται ολοφάνερο από όλα όσα ελέχθησαν· διότι ο Ίδιος βεβαίως και χωρίς αυτό το περιστατικό επρόκειτο εξίσου να είναι άξιος θαυμασμού (διότι τα θαύματά Του ήταν αφθονότερα από τις χιονονιφάδες και πολύ πιο μεγαλύτερα από αυτό και επιτέλεσε και επρόκειτο να κάνει)· η γυναίκα όμως, αν δεν συνέβαινε αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα έφευγε απαρατήρητη και θα είχε στερηθεί τους μεγάλους αυτούς επαίνους. Και ακριβώς γι’ αυτό την οδήγησε στο μέσο του πλήθους και διεκήρυξε την πίστη της και απέβαλε τον φόβο της (καθόσον, λέγει, τον πλησίασε τρέμοντας) και γέμισε την ψυχή της με θάρρος και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντάς της τα εξής: «Πορεύου ες ερήνην(:Πήγαινε και ζήσε με ειρήνη)».

Και όταν ήλθε ο Ιησούς στην οικία του άρχοντος και είδε εκείνους που έπαιζαν με τον αυλό, και το πλήθος να δημιουργεί με τον θρήνο του θόρυβο, λέει προς αυτούς: «ναχωρετε· ο γρ πέθανε τ κοράσιον, λλ καθεύδει, κα κατεγέλων ατο (:”Φύγετε από εδώ, διότι το κοριτσάκι δεν πέθανε αλλά κοιμάται”. Κι εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι ήταν πεθαμένο)»[Ματθ.9,24]. Καλές ήταν οι αποδείξεις των αρχισυναγώγων, αφού μετά την έλευση του θανάτου οι αυλοί και τα κύμβαλα προκαλούσαν τον θρήνο. Τι έκανε, λοιπόν, ο Χριστός; Όλους τους άλλους τους έβγαλε έξω και μόνο τους γονείς πήρε μαζί Του, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να υποστηριχθεί ότι την θεράπευσε με άλλον τρόπο· και προτού την αναστήσει τους ενθαρρύνει με τα λόγια λέγοντας τα εξής: «Δεν πέθανε το κορίτσι αλλά κοιμάται».

Και σε πολλές περιπτώσεις κάνει το ίδιο πράγμα. Όπως ακριβώς λοιπόν στην περίπτωση της τρικυμιώδους θάλασσας επιτιμά αρχικά τους μαθητές, έτσι βεβαίως και στην περίπτωση αυτή αρχικά εκβάλλει τον φόβο από την σκέψη των παρευρισκομένων, δείχνοντάς τους συγχρόνως ότι είναι εύκολο πράγμα σε Αυτόν να αναστήσει τους νεκρούς(πράγμα βεβαίως που είχε κάνει και στην περίπτωση του Λαζάρου με τα εξής λόγια: «Λάζαρος φίλος μν κεκοίμηται· λλ πορεύομαι να ξυπνήσω ατόν(:Ο φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω)»[Ιω.11,11] και συγχρόνως διδάσκει τους παρευρισκομένους ότι δεν πρέπει να φοβούνται τον θάνατο, διότι αυτός δεν είναι θάνατος, αλλά έχει μεταβληθεί πλέον σε ύπνο.

Επειδή δηλαδή επρόκειτο και ο ίδιος ο Κύριος να πεθάνει, προετοιμάζει τους μαθητές Του με τις θαυματουργικές ενέργειές Του επί των σωμάτων των άλλων, να έχουν θάρρος και να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με ηρεμία. Και πράγματι λοιπόν από την στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο και στο εξής, ο θάνατος κατάντησε να είναι ύπνος. Παρά ταύτα όμως Τον περιγελούσαν. Ο Ίδιος όμως δεν αγανάκτησε που δεν γινόταν πιστευτός για το θαύμα το οποίο επρόκειτο μετά από λίγο να επιτελέσει, ούτε τους επιτίμησε για το γέλιο τους, για να γίνουν και το περιπαικτικό γέλιο τους και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα γενικώς απόδειξη ότι πέθανε πραγματικά η κόρη.

Επειδή βέβαια ως επί το πλείστον δεν πιστεύουν οι άνθρωποι μετά την πραγματοποίηση των θαυμάτων το προλαμβάνει αυτό με τις αποκρίσεις αυτών των ίδιων, πράγμα βέβαια που είχε γίνει και στην περίπτωση του Λαζάρου και του Μωυσή. Καθόσον στον Μωυσή λέγει: «Τί τοτό στι τ ν τ χειρί σου;(:Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;)»[Έξ.4,2], ώστε, όταν θα το έβλεπε να μεταβάλλεται σε φίδι, να μην λησμονούσε ότι ήταν ράβδος πριν από το θαύμα αυτό, αλλά ενθυμούμενος τους δικούς του λόγους να εκπλαγεί με αυτό που θα συνέβαινε. Και στην περίπτωση του Λαζάρου λέγει: «Πο τεθείκατε ατόν;(:πού τον έχετε ενταφιάσει;)»[Ιω.11,34], με σκοπό να μην μπορούν να αμφισβητήσουν ότι τον ανέστησε ενώ ήταν νεκρός αυτοί που θα έλεγαν το «ρχου κα δε(:έλα να δεις)» και ότι «Κύριε, δη ζει· τεταρταος γάρ στι (:Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες)»[Ιω.11,35-39].

Αφού λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τους όχλους τους έβγαλε όλους έξω και παρουσία των γονέων θαυματουργεί, εισάγοντας όχι άλλη ψυχή στο σώμα της νεκρής, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ίδια που είχε εξέλθει και την ανασταίνει σαν ακριβώς να κοιμόταν. Και πιάνει το χέρι της με σκοπό να καταστήσει σαφές ότι διατίθεται να την αναστήσει, ώστε να τους προετοιμάσει, βλέποντας αυτό, να πιστέψουν στην ανάσταση· διότι ο μεν πατέρας της έλεγε: «πίθες τν χερά σου π᾿ ατν (:Θέσε το χέρι σου επάνω της)», ενώ Αυτός κάνει κάτι τι επιπλέον· διότι δεν θέτει το χέρι Του απλώς επάνω της, αλλά την ανασταίνει κρατώντας την από το χέρι, αποδεικνύοντας έτσι ότι όλα είναι δυνατά σε Αυτόν. Και δεν την ανασταίνει μόνο, αλλά και δίδει εντολή να της δώσουν να φάει, για να μη νομίσουν ότι αυτό που συνέβη ήταν δημιούργημα της φαντασίας. Και δεν της δίνει τροφή ο ίδιος, αλλά διατάσσει εκείνους να της δώσουν, όπως ακριβώς δηλαδή και στην περίπτωση του Λαζάρου όταν είπε: «λύσατε ατν κα φετε πάγειν(:Λύστε τον από τους νεκρικούς επιδέσμους που τον είχατε τυλίξει και αφήστε τον μόνο του να πάει στο σπίτι)»[Ιω.11,44] και στη συνέχεια κάθισαν και έφαγαν μαζί στο ίδιο τραπέζι. Καθόσον πάντοτε συνήθιζε και τα δύο να εφαρμόζει, αποδεικνύοντας κατά τρόπο απολύτως αναμφισβήτητο και τον θάνατο και την ανάσταση.

Εσύ όμως, σε παρακαλώ, μην προσέχεις μόνο την ανάσταση, αλλά και το γεγονός ότι παρήγγειλε να μην αναγγείλουν το συμβάν σε κανένα. Και αυτό το δίδαγμα κατεξοχήν λάβε από όλα αυτά, την ταπεινοφροσύνη του Κυρίου και την αποφυγή της ματαιοδοξίας, και μαζί με αυτό πρόσεξε και εκείνο, ότι δηλαδή έβγαλε έξω από την οικία εκείνους που θρηνούσαν, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν ήσαν άξιοι να δουν ένα τέτοιο θαύμα. Και μην εξέλθεις μαζί με τους αυλητές, αλλά παράμεινε μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· διότι εάν τότε έβγαλε εκείνους έξω, πολύ περισσότερο θα το πράξει αυτό τώρα· επειδή τότε μεν δεν ήταν φανερό ακόμη ότι ο θάνατος είχε καταντήσει σε ύπνο, ενώ τώρα αυτό είναι πιο ολοφάνερο και από τον ίδιο τον ήλιο. Δεν σου ανέστησε όμως τώρα την θυγατέρα σου; Αλλά οπωσδήποτε θα την αναστήσει και με μεγαλύτερη μάλιστα δόξα· διότι εκείνο μεν το κορίτσι αν και αναστήθηκε πέθανε και πάλι αφού γέρασε, ενώ το δικό σου όταν αναστηθεί θα παραμένει στο εξής αθάνατο.

Κανένας λοιπόν ας μην οδύρεται, κι ας μη θρηνεί, κι ας μη δυσφημεί το κατόρθωμα του Χριστού. Γιατί νίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν άδικα; Ο θάνατος μεταβλήθηκε σε ύπνο. Γιατί οδύρεσαι και κλαις; Έτσι, εάν το έκαναν αυτό οι ειδωλολάτρες, έπρεπε να τους περιγελάς. Όταν όμως διαπράττει τέτοιες ασχημίες ο πιστός Χριστιανός, ποια δικαιολογία και ποια συγνώμη υπάρχει για μας στις τέτοιες ανοησίες μας και μάλιστα ύστερα και από τόσον καιρό, κι από τόσο ξεκάθαρη απόδειξη της αναστάσεως; Εσύ όμως σπεύδεις σαν να θέλεις να αυξήσεις το αμάρτημα, και μας φέρνεις ειδωλολάτρισσες γυναίκες για να θρηνήσουν αυξάνοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο το πένθος και ζωηρεύοντας την φωτιά της καμίνου, χωρίς να ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τίς δ συμφώνησις Χριστ πρς Βελίαλ; τίς μερς πιστ μετ πίστου;(:Ποια συμφωνία μπορεί να υπάρξει μεταξύ του Χριστού με τον Σατανά και ποιο κοινό μερίδιο μπορεί να έχει ένας πιστός με έναν άπιστο;)»[Β΄Κορ.6,15].

Και τα παιδιά των ειδωλολατρών, που δεν έχουν καμιά γνώση για τη ανάσταση, βρίσκουν ωστόσο λόγους παρηγοριάς. «Υπόμενε με γενναιότητα», λένε· «διότι δεν μπορείς να ακυρώσεις ό,τι έγινε, ούτε να το επανορθώσεις με τους θρήνους σου». Εσύ όμως που ακούς πιο πνευματικούς και πιο ωφέλιμους λόγους, δεν ντρέπεσαι να προβαίνεις σε μεγαλύτερες απ’ αυτούς ασχημίες; Ούτε λέμε· «Υπόμεινε με γενναιότητα, επειδή δεν μπορούμε να ακυρώσουμε ό,τι έγινε». Αλλά λέμε: «Υπόμεινε με γενναιότητα, γιατί θα αναστηθεί οπωσδήποτε». Κοιμάται το παιδί, δεν πέθανε. Αναπαύεται, δεν χάθηκε. Το περιμένει ανάσταση και παντοτινή ζωή και αθανασία και κατάσταση αγγελική. Δεν ακούτε τον ψαλμό που λέει: «πίστρεψον, ψυχή μου, ες τν νάπαυσίν σου, τι Κύριος εηργέτησέ σε(:Γύρισε, ψυχή μου, στην ανάπαυσή σου, γιατί ο Κύριος σε ευεργέτησε)»;[Ψαλμ.114,7]. Ευεργεσία ονομάζει ο Θεός το πράγμα και συ θρηνείς;

Και τι περισσότερο θα έκανες, αν ήσουν αντίπαλος κι εχθρός εκείνου που πέθανε; Αν πρέπει να θρηνεί κάποιος, πρέπει να θρηνεί ο διάβολος. Εκείνος ας θρηνεί και ας οδύρεται, γιατί ακολουθούμε την οδό που οδηγεί σε μεγαλύτερα αγαθά. Σε εκείνου την πονηρία αξίζει αυτός ο θρήνος, όχι σε εσένα που πρόκειται να λάβεις ως αμοιβή τον στέφανο και να αναπαυθείς, καθόσον ο θάνατος είναι λιμάνι γαλήνιο. Κοίταξε πόσα κακά γεμίζουν τη ζωή αυτή· τα πράγματα προχωρούν στο χειρότερο και απ’ την αρχή δεν ήταν μικρή η καταδίκη που έλαβες ως κληρονομιά από το προπατορικό αμάρτημα: «ν λύπαις τέξ τέκνα(:Με λύπες θα γεννάς τα παιδιά σου)», λέει[Γέν.3,16]· και «ν δρτι το προσώπου σου φαγ τν ρτον σου(:Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα φας το ψωμί σου)»[Γέν.3,17]· και «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:Μέσα στον κόσμο θα δοκιμάσετε θλίψη)»[Ιω. 16,33].

Για την εκεί ζωή όμως τίποτα τέτοιο δεν έχει λεχθεί, αλλά εξ ολοκλήρου το αντίθετο· «πέδρα δύνη, λύπη κα στεναγμός(:Δεν υπάρχει εκεί ο πόνος, η λύπη κι ο στεναγμός)»[Ησ.35,10] και «πολλο π νατολν κα δυσμν ξουσι κα νακλιθήσονται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασιλεί τν ορανν(:Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11]· και ότι η ζωή εκεί είναι παστάδα πνευματική και λαμπάδες φαιδρές και μετάσταση προς τον ουρανό.

[…] Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν ας συγκρατούμαστε. Έτσι και τον νεκρό μας ευχαριστούμε και θα λάβουμε τους επαίνους πολλών ανθρώπων και απ’ τον Θεό θα λάβουμε τους μεγάλους μισθούς της υπομονής και θα κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά. Αυτά μακάρι να τα επιτύχουμε όλα με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΛΑ΄, σελίδες 337-365.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-11-1993]

(Β 287)

Εκπληκτικό θαύμα, αγαπητοί μου, η ανάστασις της θυγατρός του Ιαείρου. Και μάλιστα, διπλούν θαύμα! Γιατί όταν ο Κύριος κατευθύνετο προς το σπίτι του αρχισυναγώγου Ιαείρου, ένα άλλο θαύμα έλαβε χώρα. Ήταν το θαύμα της θεραπείας της αιμορροούσης εκείνης γυναικός. Και όσα εκεί ελέχθησαν με την αιμορροούσα γυναίκα, έχουν βάθος πίστεως και βάθος θεολογίας.

Αλλά και στην ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου, η θεολογία που απορρέει είναι αποκαλυπτική. Ας δούμε όμως, πώς την ανάσταση αυτής της μικρής κόρης διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σας διαβάζω το κείμενο, παραλείποντας το περιστατικό της αιμορροούσης: «Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν… ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον (:Μην ενοχλείς, μην τον βάζεις σε κόπο. Πέθανε η κόρη σου). δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. λθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. κλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν(:Έκαναν κοπετόν). δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει(:Κοιμάται). Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν(Και τον καταγελούσαν οι γύρω, γνωρίζοντες ότι είχε πεθάνει). Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου(:Ω μικρό παιδί, σήκω).Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα(:αμέσως), καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν(:Διέταξε ο Κύριος να της δοθεί φαγητό). Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός(:Όμως Εκείνος παρήγγειλε εις αυτούς, τους γονείς, σε κανένα να μην πουν το γεγονός της αναστάσεως της κόρης των)».

Κάθε πρότασις και κεφάλαιον θεολογίας, αγαπητοί μου… Ωστόσο, ας μείνομε σε ένα θέμα, που δεν θα ήτο θεολογικό, εκ πρώτης όψεως. Στο θέμα της παιδικής θνησιμότητος. Γιατί αυτό το μικρό κοριτσάκι, το μόλις 12 ετών παιδάκι, να πεθάνει; Γιατί; Κι ενώ μοιάζει αυτονόητο ότι μικροί και μεγάλοι πεθαίνουν, δεν είναι όμως τόσο αυτονόητο, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Βέβαια, εισήχθη ο θάνατος σαν καρπός της παρακοής των πρωτοπλάστων. Αλλά ο Αδάμ, μετά την παρακοή του, έζησε 930 χρόνια! Και δεν πέθανε πρόωρα. Το μικρό αυτό παιδάκι, γιατί πεθαίνει; Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ηλικία του, τη ζωή του; Είναι ολότελα αφύσικο ο θάνατος στην μικρή ηλικία.

Όταν ο Θεός ευλογούσε τους πρωτοπλάστους και δι’ αυτών όλους βεβαίως τους ανθρώπους, είπε τούτο: «Αξάνεσθε καί πληθύνεσθε». Έχομε ποτέ σκεφθεί τι σημαίνει αυτό το «αξάνεσθε»; Θα πει «να μεγαλώσετε». Θα πει ότι «παίρνετε την ευλογία να ολοκληρώσετε το μεγάλωμά σας να ολοκληρώσετε τα χρόνια της ζωής σας. Ναι, δεν θα πεθαίνατε ποτέ, τώρα που εισήχθη δια της αμαρτίας ο θάνατος, θα πεθάνετε, αλλά όχι μόλις γεννηθείτε. Αλλά Εγώ έβαλα όρια ζωής», λέει ο Κύριος. «Και έτσι, θα έχετε τη δυνατότητα να αυξηθείτε, να μεγαλώσετε, να ζήσετε. Παρότι ο θάνατος που μπήκε με την αμαρτία έγινε καθεστώς».

Τώρα τι ανακόπτει το νήμα της ζωής ενός παιδιού, ώστε να μη φθάνει σε εκείνο το ευλογημένο, που είπε ο Θεός «αξάνεσθε;». Αλήθεια, τι στέκεται αιτία στην παιδική θνησιμότητα; Βέβαια η αμαρτία· που έγινε κι αυτή πλέον ένα καθεστώς. Έγινε παγία κατάστασις· που κληροδοτείται πλέον εις τα παιδιά, χωρίς αυτά να φταίνε. Άρρωστοι γονείς, συντελούν στην παιδική θνησιμότητα. Υπάρχουν αρρώστιες, αγαπητοί μου, αρρώστιες των γονέων, κυρίως από προσωπικές των αμαρτίες. Όχι πάντοτε όμως. Διότι κι εκείνοι εκληρονόμησαν από τους γονείς των ό,τι εκληρονόμησαν, από τους προγόνους των ακριβέστερα. Όχι πάντοτε όμως προσωπικές των αμαρτίες, το τονίζω· που δεν επιτρέπουν την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών των.

Στην ακολουθία του γάμου, που πρέπει οι έγγαμοι μια φορά τον χρόνο και οι δυο μαζί να μελετούν την ακολουθία του γάμου, αφού θα ΄χουνε τη σχετική ακολουθία, το βιβλιαράκι, το τευχίδιο αυτό κάπου εκεί στα εικονίσματά των. Μια φορά λοιπόν τον χρόνο, το λέγω τρεις φορές, θα το κατεβάζουν από τα εικονίσματα και θα το μελετούν. Για να μην πω κάτι άλλο… Και ο κάθε πιστός πρέπει να διαβάζει την ακολουθία του Βαπτίσματος, του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Για να ξέρομε και να ανανεώνομε τι θα πει βάπτισμα και τι θα πει γάμος. Και πώς τοποθετείται και το ένα και το άλλο μυστήριο στα μάτια του Θεού.

Στην ακολουθία λοιπόν του γάμου, αγαπητοί, συναντούμε τα εξής αιτήματα, που είναι πολύ χαρακτηριστικά, έτσι πολύ πρόχειρα σταχυολογώντας τα: «πρ το ελογηθναι τν γάμον τοτον(Ας ευχηθούμε να ευλογηθεί αυτός ο γάμος)». «πρ το παρασχεθναι ατος(Ας ευχηθούμε να παρασχεθεί σε αυτούς, τους νεονύμφους) σωφροσύνην, κα καρπν κοιλίας πρς τ συμφέρον». «πρ το εφρανθναι ατος ν ράσει υἱῶν κα θυγατέρων(Ας ευχηθούμε να χαρούν οι νεόνυμφοι βλέποντας αγόρια και κορίτσια ως παιδιά τους)». «πρ το δωρηθναι ατος(Ας ευχηθούμε γι’ αυτούς) ετεκνίας πόλαυσιν(να απολαύσουν μία ευτεκνία, δηλαδή, και καλλιτεκνία, δηλαδή γερά και καλοκαμωμένα παιδιά), κα κατάγνωστον διαγωγήν(και να ευχηθούμε γι’ αυτούς να έχουν διαγωγή ακαταγόρητον)». «ξίωσον ατος δεν τέκνα τέκνων (Δώσε τους να δουν, Κύριε, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, τρισέγγονα, τέκνα τέκνων, απεριορίστως)· τν κοίτην ατν νεπιβούλευτον διατήρησον(Και το συζυγικό κρεβάτι φύλαξέ το χωρίς προσβολές αμαρτίας)».

Τι παρατηρούμε εδώ; Κάτι πολύ πρόχειρο, σας είπα, έχει πολλά σημεία, πολλές θέσεις η ακολουθία του γάμου. Πρώτον, βλέπομε ότι ευλογείται ο γάμος. Βέβαια, τι θα λέγαμε για τον πολιτικόν γάμο; Μπορεί να ευλογηθεί ο πολιτικός γάμος; Τι είναι; Πορνεία. Πόσο; Τι; Εκατό τοις εκατό πορνεία. Και όχι μόνον αυτό, Κάτι χειρότερο. Διότι εκείνος που πηγαίνει στην πορνεία, πηγαίνει στην πορνεία. Εδώ όμως είναι απώθησις, άρνησις, ενός μυστηρίου, ανθρώπων που εβαπτίσθησαν. Διότι αν δεν είχαν βαπτιστεί, ε, βέβαια, είναι επόμενον, πώς να αναζητήσουν την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού; Αλλά εδώ εβαπτίσθησαν, λένε ότι πιστεύουν πολλάκις και όμως απωθούν την ευλογία του Θεού. Είναι πολλές φορές χειρότερα, θα επαναλάβω, απ’ ό,τι είναι η πορνεία... Ταλαίπωροι και φτωχοί άνθρωποι, αν δεν ευλογήσει ο Θεός κάθε μας έργο, κι ένα από τα μεγάλα έργα του ανθρώπου πάνω στη Γη, είναι ο γάμος, πού θέλετε να φθάσετε; Τι θέλετε να επιτύχετε; Το βεβαιώνει η Γραφή: «Ἐὰν μ Κύριος οκοδομήσ οκον, ες μάτην κοπίασαν ο οκοδομοντες». «Οκος» δεν είναι ο οίκος, το σπίτι. Είναι κι αυτό. «Οκος» είναι η οικογένεια. «Εάν ο Κύριος», βεβαιώνει το Πνεύμα του Θεού, «δεν οικοδομήσει, δεν ευλογήσει ο Θεός, αυτό το σπιτικό, μάταια κοπιάζουν εκείνοι που θέλουν να φτιάξουν σπιτικό». Υπάρχει τίποτε έξω από την ευλογία του Θεού που μπορεί να σταθεί; Κι όμως αρνούμεθα την ευλογία του Θεού. Γι΄αυτό, σας είπα, ζητά ο ιερεύς από τους παρισταμένους, ο γάμος αυτών των ανθρώπων να ευλογηθεί.

Δεύτερον. Είναι η προϋπόθεση της σωφροσύνης. Ναι. Είναι η αγνότης του γάμου. Η αγνότης του γάμου μέσ’ τον γάμο. Γιατί πολλάκις ο γάμος μεταβάλλεται ευσχήμως εις παλλακείαν, κατά δυστυχίαν. Σωφροσύνη λοιπόν μέσα εις τον γάμον. Και αναζητείται η ηδονή κατά τέτοιο τρόπο, όπως λέει ένας σύγχρονος Γάλλος γιατρός, ο Rene Puaux, ότι το σαράκι του γάμου είναι η φιληδονία. Όταν υπάρχει ακράτεια, δεν υπάρχει εγκράτεια, την οποία ωραιότατα και σοφότατα καθορίζει η Εκκλησία με τις ημέρες των νηστειών και της εγκρατείας, Σαρακοστών, Τετάρτης, Παρασκευής και εδεσίμων ημερών σαν ένας χαλινός εις αυτό το σαράκι που λέγεται ηδονοθηρία και που καταστρέφει, λέει, την αγάπη του γάμου. Κι όμως κινούνται στην ηδονοθηρία οι άνθρωποι, ακριβώς εξ ονόματος της αγάπης του γάμου. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό είναι η καταστροφή του γάμου. Όταν μάλιστα αναζητούνται όχι κατά φύσιν, αλλά παρά φύσιν πράξεις και καταστάσεις.

Εξάλλου, προ του γάμου ζητείται η εγκράτεια. Ζητείται η αγνότης και από τα δύο φύλα. Τα στεφάνια εκείνα με τα οποία θα στεφανωθούν οι νεόνυμφοι, τη στιγμή της τελετής του μυστηρίου του γάμου, δεν είναι παρά τα στεφάνια εις το σκάμμα της αγνότητος και της σωφροσύνης. Το λέγει σαφέστατα αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος. «Επειδή», λέγει, «έμειναν αγνοί μέχρι τη στιγμή εκείνη του γάμου, γι΄αυτό η Εκκλησία στεφανώνει την αγνότητά τους τη μέχρι εκείνη τη στιγμή». Σήμερα, με τις προγαμιαίες σχέσεις, πέστε μου, αλήθεια, τα στέφανα δεν είναι παρωδία; Να πάρουν έναν δειλό του πολέμου και να του δώσουν ένα μέγα παράσημο, μεγαλόσταυρο. Δεν θα ήτο παρωδία; Μια κοροϊδία δεν θα ήταν; Φοβάμαι ότι εδώ άνθρωποι που ζήσαν ανήθικα, με ποικίλες γυναίκες, ποικίλους άνδρες, αλλά και μεταξύ των προ του γάμου έχοντες σχέσεις, έρχονται τώρα να… στεφανωθούν!

Τρίτον. Απ’ αυτά που σας είπα κάνω σχολιασμό. Είναι η χαρά να δουν τέκνα τέκνων. Να δουν παιδιά, εγγόνια και παρακάτω. Ναι. Εφόσον δεν ακολασταίνουν, δεν παρεμποδίζουν την σύλληψιν· που είναι τόσο μέγα θέμα σήμερα και επικαιρότατο. Δεν κάνουν εκτρώσεις. «Δεν πετούν τα γεννώμενα», για να χρησιμοποιήσω αυτήν τη φράση, που είναι από την προς Διόγνητον επιστολή. «Οι Χριστιανοί», λέει, «δεν πετούν τα γεννώμενα, αυτά που γεννιώνται». Δεν τα πετούν. Βέβαια, τότε θα δουν τέκνα τέκνων. Αν λένε «Και ποιος θα τα μεγαλώσει τα παιδιά;». Πατέρα, μητέρα, δεν τα μεγαλώνεις εσύ τα παιδιά. Εσύ είσαι διαχειριστής. Ο Θεός μεγαλώνει τα παιδιά. Εσύ είσαι οικονόμος του μυστηρίου του γάμου, οικονόμος Θεού. Γιατί ο Θεός θέλει να γεμιστεί ο οίκος Του, όπως λέει σε μία παραβολή ο Κύριος: «να γεμισθ οκος μου», «να γεμιστεί η Βασιλεία του Θεού με νέα πρόσωπα». Εσύ είσαι εκείνος ο οποίος θα θρέψεις τα παιδιά σου; Δεν είναι απιστία εάν λες: «Δεν κάνω παιδιά, παρεμποδίζω τη σύλληψη, έκανα ένα, δύο, τα υπόλοιπα, αν συλληφθούν τα πετάω εις τον Καιάδα»; Σε ερωτώ: Εσύ τρέφεις τα παιδιά;

Τέταρτον. Είναι η χαρά της ευτεκνίας. Γερά παιδιά. Γιατί οι γονείς και οι παππούδες και οι προπαππούδες έζησαν με σωφροσύνη. Και οι προ-προπαππούδες… Κάποτε ερωτήθηκε ένας Αμερικανός από πότε αρχίζει η αγωγή και η υγεία και η ευτεκνία, η καλλιτεκνία και είπε: «Πριν από εκατό χρόνια!». Ναι, για τον καθένα, πριν από εκατό χρόνια. Δεν είναι υπερβολή. Δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ο κληρονομικός παράγων έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έτσι λέγει ο Τihamer Τοth σε ένα του βιβλίο: «Είδες που συγχαίρουν τον πατέρα και τη μητέρα όταν γεννήσει ένα καλοκαμωμένο παιδί; Γιατί συγχαίρουν; Γιατί συ ο νέος και η νέα σταθήκατε αγνοί, καθαροί και κάνατε ένα γερό παιδί. Γι΄αυτό σας συγχαίρουν». Όχι γιατί γεννήθηκε γερό παιδί. Αλλά γιατί εσείς σταθήκατε και δημιουργήσατε προϋποθέσεις να γεννηθεί ένα τέτοιο γερό, καλοκαμωμένο παιδί.

Έτσι, να πάμε σε ένα πέμπτο σημείο, να μη σας κουράζω άλλο, είναι η ακατάγνωστος διαγωγή. Έτσι το λέει ακριβώς. Η ακατηγόρητη διαγωγή. Όχι μοιχεία. Λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους: «Τίμιος γάμος ν πσι κα κοίτη(το κρεβάτι) μίαντος(καθαρή)· πόρνους δ κα μοιχος(εκείνοι που μετήλθαν ανηθικότητα προ του γάμου των, αυτό λέγεται πορνεία, και μοιχούς, η μοιχεία μέσ’ τον γάμο, δηλαδή ο τρίτος άνθρωπος) κρινε Θεός». Θα τους κρίνει ο Θεός. Θα τους καταδικάσει ο Θεός.

Όλα αυτά είναι, αγαπητοί, βασικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της ζωής των παιδιών μας. Είναι ακόμη και μερικά άλλα που συντελούν στην υγεία και στη ζωή των παιδιών, να μην έχομε την παιδική θνησιμότητα. Να προχωρήσω; Το κάπνισμα των γονέων και μάλιστα της μητέρας και ιδιαίτατα όταν η μητέρα εγκυμονεί. Τι παιδί θα βγάλει; Δεν το λέγω εγώ, το λέει η Ιατρική. Παιδιά σπαστικά, περίεργα, ανώμαλα, παιδιά προβληματικά. Δεν μπορούν… επιτρέψατέ μου να πω μία λεξούλα, δεν μου ξεφεύγει αλλά είναι πολύ χαρακτηριστική, δεν μπορούν τα παιδιά αυτά να παλουκωθούν πουθενά. Έχουν μία κινητικότητα καταπληκτική. Μα είναι κάτι φοβερό. Μα πουθενά δεν μπορούν να σταθούν. Γιατί; Γιατί η μαμά κάπνιζε όταν εγκυμονούσε. Ή επιτέλους το περιβάλλον της ως εγκυμονούσα, ο σύζυγός της, εκάπνιζε. Αυτά δεν τα λέγω εγώ, τα λέγει αυτή η Ιατρική.

Ακόμη, το άγχος της μητέρας, ιδία όταν κυοφορεί. Δηλητηριάζεται η τροφή που παρέχεται στο παιδί της. Αλλά και όταν υπάρχει η γαλακτοτροφία πάλι, όταν είναι αγχώδης άνθρωπος, το γάλα δηλητηριάζεται στο παιδί που το δίνει. Είναι δηλητήριο…

Ακόμη πρέπει να σας πω, και να μην το ξεχνούν οι άνθρωποι αυτό, ότι κατά την σύλληψιν, όταν υπάρχει η μέθη, η κόπωσις, και η οργή, ένα από τα τρία, στον έναν ή και στους δύο συζύγους, τότε υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότης το παιδί να έχει πάθει ζημία.

Ακόμη είναι και η ψυχολογική καταπίεση των παιδιών. Όταν τα καταπιέζομε κατά έναν περίεργο τρόπο. Δεν είναι εκείνο το οποίο λένε «Μην καταπιέζεις το παιδί». Είναι κάτι άλλα πράγματα, τα οποία χρόνο δεν έχω να σας τα πω. Ακόμα είναι η πείνα. Όταν υποτρέφονται τα παιδιά, έτσι…κακοζούν, κακοτρέφονται τα παιδιά. Όταν ο πατέρας είναι τεμπέλης ή τα τρώει και τα πίνει όλα στο καπηλειό. Ή επιτέλους, όταν υπάρχει και πείνα. Του ‘41 τα παιδιά, είχα περιέργεια, τι παιδιά θα γίνουν; Δεν έπαθαν ουσιαστικά τίποτε. Όσους γνώρισα, δεν έπαθαν. Αλλά, ήταν και μικρό το χρονικό διάστημα. Το θέμα είναι ότι αν υπάρχει μία γενική πείνα, εδώ δεν υπάρχει ενοχή στους γονείς. Ε, φυσικόν είναι. Είναι γενικό το φαινόμενο.

Κι ερχόμεθα τώρα στο φαινόμενο: μοναχοπαίδι. Κι αν μεν ο Θεός δεν έδωσε άλλο παιδί, δεν έδωσε ο Θεός. Με χίλια βάσανα έκαναν ένα παιδί, βεβαίως δεν υπάρχει ενοχή. Και η Σάρα είχε ένα παιδί, και τι παιδί… Τον Ισαάκ. Και η Ελισάβετ είχε ένα παιδί και τι παιδί. Τον Ιωάννη τον Βαπτιστή! Όταν όμως το μοναχοπαίδι είναι προϊόν μιας μόδας για ένα μόνο παιδί, να κάνομε ένα παιδί ή το πολύ δύο, και λένε εκείνο το φοβερό: «Αν ξεφύγει…». Εγώ αν ήξερα ότι γεννήθηκα, δημιουργήθηκα και γεννήθηκα γιατί «ξέφυγα», καταλαβαίνετε τι θα πει αυτό το «ξέφυγα», δεν θα τιμούσα ποσώς τους γονείς μου. Α, ώστε λοιπόν είμαι παιδί του «ξεφεύγματος», της διαφυγής; Επειδή ξέφυγα, γεννήθηκα; Δεν θέλατε εγώ να γεννηθώ; Δεν με αγαπούσατε; Αν τα δει κανείς ένα ένα όλα αυτά! Και όταν το παιδί αυτό πεθάνει, το ένα, τότε πόσος ο οδυρμός; Αλλά κάποτε, για να αποκατασταθεί το πράγμα, είναι πολύ πολύ αργά.

Ο Ιάειρος είχε μόνον ένα παιδί. Αλλά δεν ξέρομε γιατί είχε μόνον ένα παιδί. Πιθανότατα γιατί δεν έκανε άλλο παιδί, δεν μπορούσε να κάνει άλλο παιδί. Όχι γιατί δεν ήθελε. Πιθανότατα. Γι΄αυτό και ο καημός για τον θάνατό του, για τον θάνατο της κόρης του ήταν πολύ μεγάλος. Η πολυτεκνία, αγαπητοί μου, συνήθως μπαίνει στο στόχαστρον της ειρωνείας. Όταν κάποιος σταθεί να έχει παραπάνω από τρία παιδιά. «Μπα!». Και ειπώθηκε κάποτε σε ένα παιδάκι: «Κουνέλα είναι η μάνα σου;». Και ειπώθηκε από τη δασκάλα στο σχολείο. «Κουνέλα», λέει, «είναι η μάνα σου;». Όταν είπε το κοριτσάκι αυτό ότι «έκανε κι άλλο παιδί η μητέρα μου». Το τέταρτο. Φοβερό, αγαπητοί μου. Ούτε ακόμη και η πολιτεία καλά καλά δεν φροντίζει.

Ωστόσο, θα αδικούσαμε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή, να σταματήσω εδώ για όσα είπα, αν δεν βαθαίναμε σε κάποια περιστατικά. Πολύ σύντομα. Ο Κύριος ελυπήθη τον Ιάειρον, ίσως γιατί δεν ήταν υπεύθυνος του ότι δεν είχε μόνο ένα παιδί, όπως σας είπα, γι΄αυτό και ανέστησε την δωδεκαέτιδα κόρη του. Και τι παρατηρούμε εδώ; «Διέταξεν ατ δοθναι φαγεν». Έδωσε εντολή να της δώσουν να φάει. Περίεργο… Εκείνος που ανέστησε, δεν θα μπορούσε να δυναμώσει το κορίτσι; Ή Εκείνος που ανέστησε τον Λάζαρον, δεν θα μπορούσε να πει στον λίθο που έφραζε το μνημείον: «Λίθε παραμερίσου, πέτρα παραμερίσου». Όχι. Για να δείξει ότι όσα μπορούν οι άνθρωποι, Εκείνος δεν τα μετέρχεται. Ούτε καταργεί τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους που Αυτός εθεμελίωσε.

Όταν είπε ο Κύριος: « πας, γείρου», λέει εφώναξε ο Κύριος. «Σήκω πάνω, παιδί». « πας, γείρου» –σήκω απ’ το κρεβάτι σου- που ήταν νεκροκρέβατο εκείνη τη στιγμή. Ο Κύριος φώναξε με δυνατή φωνή. Και η φωνή Του έφθασε, αλήθεια, στον Άδη. Όπως όταν φώναξε για τον Λάζαρο. «Λάζαρε, δερο ξω». Με δυνατή φωνή. Και η φωνή του Κυρίου έφθασε στον Άδη. Όπου και η ψυχή επέστρεψε. Η φράσις «κα πέστρεψε τ πνεμα ατς κα νέστη», τι δείχνει; Ότι η ψυχή είναι στοιχείο ανεξάρτητο του σώματος. Όταν χωρίζει απ’ αυτό, τότε πορεύεται προς τον οικείον τόπον. Δεν είναι η ψυχή προϊόν της ύλης, όπως θέλουν να λένε οι υλισταί.

Όταν ο Κύριος είπε ακόμη ότι « κόρη καθεύδει»,δεν πέθανε, -λέει- κοιμάται», οι γύρω…τι; «Κατεγέλων ατο». Τον κορόιδευαν, γελούσαν· «εδότες τι πέθανεν». Πολύ ωραία. «Εδότες τι πέθανεν». Έδωσαν τη μαρτυρία ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Μπράβο! Ευχαριστούμε αυτούς που κατεγέλων τον Κύριον. Γιατί έδωσαν το βεβαιωτικόν ότι το κορίτσι πέθανε. Άρα λοιπόν η ανάστασις ήτο πραγματική.

Αγαπητοί, ποιος μπορεί να σταθεί κύριος έναντι του θανάτου; Κανείς. Μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Κι όπως λέει ο Ίδιος: «γώ εμι πρτος κα σχατος κα ζν, κα γενόμην νεκρός, κα δο ζν εμι ες τος αἰῶνας τν αώνων κα χω τς κλες το θανάτου κα το δου». «Εγώ έχω τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου και του Άδου».

Εκείνο που μένει για μας είναι να μένομε στις προϋποθέσεις ενός χριστιανικού γάμου και μας εν Χριστώ τεκνογονίας. Αν υπάρχουν παράγοντες έξω από μας, τότε δεν υπάρχει ενοχή, ούτε και ευθύνη. Εξάλλου, υπάρχουν παράγοντες πλείστοι όσοι που σ’ αυτούς δεν ευθυνόμεθα. Εμείς θα μένομε στην υπακοή του Χριστού κι Εκείνος θα επιτρέπει ό,τι είναι για την δόξα Του, ό,τι είναι για το δικό μας συμφέρον.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_579.mp3

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμί)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Θες γγίζων γώ εμί»[Ιερεμ.23,23]

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1986]

(Β167)

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, μας διηγείται πώς ο Κύριος ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου. Ενώ όμως ο Κύριος πήγαινε προς το σπίτι του Ιαείρου, συνέβη ένα άλλο θαυμαστό περιστατικό, που ήταν η θεραπεία μιας αιμορροούσης γυναικός.

Η γυναίκα αυτή ήταν άρρωστη από δώδεκα χρόνια· και ξόδεψε όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς όμως θεραπεία. Και τώρα έρχεται και εγγίζει το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου μας, σε μια στιγμή που ο όχλος που Τον συνόδευε, κυριολεκτικά Τον συνέθλιβε. Και τότε ο Κύριος σταμάτησε και είπε: «Τίς ψάμενός μου;». «Ποιος είναι εκείνος ο οποίος με άγγιξε;» Και στη διαμαρτυρία των μαθητών ότι : «Κύριε, ο όχλος εδώ σε συνθλίβει, σε συμπνίγει, σε συνέχει· ερωτάς ποιος είναι εκείνος που σε άγγιξε;».Και ο Κύριος επέμενε: «ψατό μού τις(:Κάποιος με άγγιξε)· γ γρ γνων δύναμιν ξελθοσαν π᾿ ἐμο». «Γιατί εγώ», λέγει, «κατάλαβα γνωρίζω από μένα έφυγε κάποια δύναμις».

Αυτά τα λόγια του Κυρίου μας, αγαπητοί μου, δίδουν μία ωραιότατη εικόνα του πώς ο άνθρωπος εγγίζει τον Θεό και πώς ο Θεός εγγίζει τον άνθρωπο, για να του δώσει τα αγαθά Του. Είναι δηλαδή ένα αμοιβαίο άγγιγμα. Πράγματι, είναι δυνατόν ο Θεός να εγγίζει τα δημιουργήματά Του και τον άνθρωπο; Είναι αυτό δυνατόν; Δηλαδή ο άπειρος Θεός, το τέλειο Πνεύμα, είναι δυνατό να εγγίζει τα δημιουργήματά Του; Και τον βρωμερό άνθρωπο; Είναι αλήθεια ότι τόσο πολύ έχασε ο άνθρωπος από τον οπτικό του ορίζοντα τον Θεό, ώστε φθάνει να τοποθετεί τον Θεό στον ουρανό, ψυχρό και αδιάφορο έναντι ολόκληρης της Δημιουργίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εκείνη τη φιλοσοφική θέση του ΝτεϊσμούDeismus– η οποία θέλει τον Θεό, Δημιουργό μεν, αλλά αδιάφορο έναντι της δημιουργίας την οποία δημιούργησε. «Ο Θεός έβαλε τους νόμους», έτσι λέγει αυτή η φιλοσοφική θεωρία, «και αυτοί ρυθμίζουν τα πάντα μέσα στον κόσμο». Δηλαδή μοιάζει, λέγει, η δημιουργία, με ένα μεγάλο ρολόι που το χόρδισε ο Θεός και τώρα πλέον δουλεύει μόνο του το ρολόι αυτό, η δημιουργία αυτή, ενώ ο Θεός μένει αδιάφορος και ψυχρός έναντι των όσων δημιούργησε. Και τούτο για να διασώσει αυτή η φιλοσοφική θέση τη μεγαλοπρέπεια, τη μεγαλειότητα του Θεού.

Αλλά να όμως που ο ίδιος ο Θεός έρχεται να διαψεύσει αυτές τις ανθρώπινες θέσεις και να βεβαιώσει ο ίδιος δια του προφήτου Ιερεμίου 23, 23: «Θες γγίζων γώ εμι , λέγει Κύριος, κα οχ Θες πόῥῥωθεν». «Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που πλησιάζω, που εγγίζω. Δεν είμαι Θεός που στέκομαι από μακριά, Θεός πόρρωθεν». Είναι μία απάντηση σε αυτή τη θέση του Ντεϊσμού, αλλά και γενικότερα στον καθένα που θα πίστευε ότι ο Θεός στέκεται μακριά και δεν είναι δυνατόν να ξεπέφτει από τη μεγαλοπρέπειά Του, να προσεγγίζει την υλική δημιουργία και εμάς προπαντός τους ανθρώπους που είμαστε… σκουλήκια.

Πώς όμως ο Θεός εγγίζει τη Δημιουργία Του; Με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της αγάπης Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της προνοίας Του, όπως είναι η άκτιστη ενέργεια της διακυβέρνησεώς Του, όπως είναι τόσες άκτιστες ενέργειές Του, οι οποίες -άκτιστες, σας το ξαναλέγω- οι οποίες κυβερνούν τον κόσμο, συντηρούν τον κόσμο, συνέχουν τον κόσμο και έτσι ο Θεός προσεγγίζει τη Δημιουργία Του δια των ακτίστων Του ενεργειών.

Ο Θεός βέβαια δεν έκανε τους φυσικούς νόμους, ώστε να ρυθμίζουν αυτοί την κίνηση και τη συντήρηση του παντός. Πίσω από τους φυσικούς νόμους στέκεται ο Θεός. Για να το καταλάβουμε αυτό, ασφαλώς ορίζει για τη γέννηση ενός ανθρώπου καινούριου, ορίζει τους γονείς του. Θέλει ο Θεός να συντελέσουν οι άνθρωποι για τη γέννηση ενός ανθρώπου. Και ο Θεός στέκεται τρόπον τινά πιο πέρα, όταν οι άνθρωποι ρυθμίζουν τα της δημιουργίας ενός καινούριου ανθρώπου. Ποιος σας είπε ότι ο Θεός είναι πιο πέρα; Ο Θεός είναι ακριβώς πίσω από τους γονείς. Ακριβώς πίσω από τους γονείς. Και ρυθμίζει τα πάντα για τη δημιουργία ενός ανθρώπου.

Θέλετε να δείτε κάτι πιο καταπληκτικό; Λέγει η Σοφία Σειράχ ότι «Εγώ η Σοφία(δηλαδή ο Ενυπόστατος Λόγος), Εγώ που δημιούργησα τα πάντα, Εγώ βρίσκομαι μέσα στη μήτρα της κάθε μάνας, μαζί με εκείνον που θα δημιουργηθεί». Φτάνει εκεί; Και μιλάμε για φυσικούς νόμους; Ναι. Έκανε ο Θεός τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους, αλλά ο Θεός είναι μέσα στους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Δεν ξεφεύγει τίποτα από τη γνώση Του. Και τίποτα δεν διαφεύγει από την αγάπη Του. Ένα σπουργίτι δεν χάνει τη ζωή του, χωρίς να το γνωρίζει αυτό ο Θεός.

Γι’ αυτό, πάρα πολύ ωραία ψάλλει ο ψαλμωδός και λέει στον 138 Ψαλμό: «Πο πορευθ π το πνεύματός σου κα π το προσώπου σου πο φύγω; (:Πού μπορώ να πάω; Πού μπορώ να ξεφύγω από το βλέμμα σου, από το μάτι Σου, από την παρουσία Σου;). ἐὰν ναβ ες τν ορανόν, σ κε ε (:«εάν ανέβω», λέγει, «στον ουρανό, εκεί είσαι Εσύ»), ἐὰν καταβ ες τν δην, πάρει (:εάν υποτεθεί ότι κατεβαίνω στον άδη, και εκεί ακόμη είσαι παρών). ἐὰν ναλάβοιμι τς πτέρυγάς μου κατ᾿ ρθρον (:εάν υποτεθεί ότι είμαι ένα πουλί και πάρω τα φτερά μου και πετάξω ανατολικά) κα κατασκηνώσω ες τ σχατα τς θαλάσσης(:και φθάσω δυτικά, εκεί που τελειώνει η έσχατη θάλασσα- που είναι η Μεσόγειος Θάλασσα) κα γρ κε χείρ σου δηγήσει με, κα καθέξει με δεξιά σου(:ακόμα και εκεί θα με οδηγήσει το χέρι Σου, και το δεξί Σου χέρι θα με κρατάει σφικτά)». Παντού ο Θεός, παντού η αγάπη του Θεού, παντού η πρόνοια του Θεού. Θεός γγίζων. Πραγματικά Θεός ἐγγίζων.

Αλλά το καταπληκτικότερο από όλα, αγαπητοί μου, είναι ότι αυτή η προσέγγιση δεν περιορίζεται μόνο δια των ακτίστων ενεργειών αλλά και με την Ενανθρώπηση Αυτού του ίδιου του Δημιουργού. Όταν έλεγε «γώ Θεός γγίζων», το έλεγε κατά κυριολεξία. Ότι «δεν εγγίζω Εγώ, το άπειρο Πνεύμα την ύλη και τα πνεύματα εκείνα που βεβαίως είναι τόσο μακριά από Εμένα, που είναι το τέλειο και άπειρο Πνεύμα, δεν τα εγγίζω μόνο δια των ακτίστων μου ενεργειών, όπως σας είπα, αλλά τώρα έρχομαι να γίνω Εγώ ο Ίδιος, άνθρωπος, να μπω μέσα στη Δημιουργία μου κατ’ αισθητόν τρόπο, να φορέσω τη Δημιουργία μου, να αποτελέσει αυτή το ένδυμά μου. Και διαλέγω τον άνθρωπο να ντυθώ. Κι έτσι να ζήσω μέσα στην ίδια μου τη Δημιουργία!».

Και αφού το κάνει αυτό με την Ενανθρώπηση ο Υιός του Θεού, Αυτός που μας δημιούργησε, έρχεται τώρα, αγαπητοί μου, και αφήνει τους ανθρώπους, όχι να Τον εγγίζουν, αλλά να Τον συνθλίβουν και να Τον συνέχουν. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Εγγίζει και εγγίζεται. Περιβάλλεται την ανθρώπινη φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση ο όλος Θεός. Για να μπορούμε να εγγίζουμε τον όλο Θεό. Και θέλει να εγγίζουμε την ανθρώπινή Του φύση, για να αντλούμε από Αυτόν χάριτες. Ο ίδιος είπε: «γ γρ γνων δύναμιν ξελθοσαν π᾿ μο». «Εγώ γνωρίζω· δύναμη έφυγε από μένα». Και βεβαίως ομιλεί με έναν τρόπο λίγο αυστηρό. «Ποιος με ήγγισε;» Όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί ήθελε να αναδείξει και να επαινέσει εκείνη την αιμορροούσα γυναίκα που Τον ήγγισε. Και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ(:Πάρε θάρρος, παιδί μου, πάρε θάρρος, η πίστις σου σε έχει σώσει)». Το ότι πίστεψες ότι εγγίζεις Αυτόν τον Δημιουργό, ακριβώς αυτό σε έχει σώσει. Έχεις αποσπάσει ακριβώς αυτό το σημείο επαφής, δια του οποίου δέχτηκες τη χάρη να γίνεις καλά, δέχτηκες την ευεργεσία.

Και το ακόμη πιο καταπληκτικό είναι ότι αυτή η γυναίκα δεν ήγγισε τον Κύριο, αλλά ήγγισε αυτό το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου· που σημαίνει ότι ο Θεός εγγίζει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά ολόκληρη τη Δημιουργία Του. Και συνεπώς μπορούμε να έχουμε με τον τρόπο αυτόν και τα λεγόμενα «αγιασμένα αντικείμενα» από τα οποία αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Χριστού. Έτσι έχουμε τα λείψανα των αγίων, που ενώθηκαν με τον Θεό. Και τώρα αυτά δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Οι εικόνες δεν είναι παρά τα κράσπεδα του ιματίου του Ιησού. Και με άλλους χίλιους τρόπους κατά μυστηριακό τρόπο δεχόμαστε τη χάρη. Διαμέσου του ελαίου, του μυστηρίου του Ευχελαίου. Διαμέσου του Βαπτίσματος, δηλαδή διαμέσου του νερού. Διαμέσου του επιτραχηλίου, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών, στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Διαμέσου του Τιμίου Σταυρού που μπορούμε να φορούμε κ.ο.κ. Αντλούμε τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.

Εντούτοις, ενώ ο όχλος συνθλίβει, ο Κύριος σταματά στο απλό άγγιγμα της αιμορροούσης γυναικός. Περίεργο! Αντιφατικό για μια στιγμή, στην ενέργεια: «Κύριε, σε συνθλίβει ο κόσμος και εσύ λες: Ποιος με ήγγισε;». Ναι. Αυτό σήμαινε ότι αυτό το άγγιγμα της αιμορροούσης είχε προϋποθέσεις. Ποιες λοιπόν είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Μια βασική προϋπόθεση είναι η πίστις. Τι είπε ο Κύριος στην αιμορροούσα γυναίκα; «Θάρσει, θύγατερ, πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου ες ερήνην». Α, η πίστις σου. Α, αυτό λοιπόν αποτελεί την προϋπόθεση προσεγγίσεως και εγγίσεως. Ναι. Είναι η πίστις στον θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τίμιο Σταυρό. Όλοι βέβαια τον Τίμιο Σταυρό τον χρησιμοποιούν. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι. Θέλετε; Ακόμη και οι μάγοι! Αλλά δεν ενεργεί παρά μόνο σε όσους πιστεύουν. Μόνο σε αυτούς ενεργεί η χάρις του Τιμίου Σταυρού. Έτσι έχουμε ένα άγγιγμα και υλικό και πνευματικό. Δεν είναι αρκετό να πω «θα εγγίσω την εικόνα, τον Σταυρό, το κράσπεδο του Κυρίου». Πρέπει να πιστεύω αυτό που θα εγγίσω. Είναι η πίστις. Έτσι έχω το άγγιγμα στο υλικό στοιχείο και έχω την πίστη που είναι στον πνευματικό χώρο.

Για ένα λαό όμως που πιστεύει, ο Θεός είναι γγίζων ακόμη. Για έναν λαό που πιστεύει. Ναι. Γράφει ο Μωυσής εκείνα τα πολύ- πολύ μεγάλα λόγια στο Δευτερονόμιο, 4,7 ότι: «Ποον θνος μέγα, στιν ατ Θες γγίζων ατος, ς Κύριος Θες μν ν πσιν, ος ἐὰν ατν πικαλεσώμεθα;». «Ποιος είναι εκείνος ο μεγάλος, ο παμμέγιστος λαός που είναι ο Θεός Του που τον εγγίζει; Ο δικός μας ο Θεός είναι ο Θεός Εκείνος που εγγίζει εμάς, είναι πολύ κοντά μας». Γι’ αυτό, ό,τι Του ζητήσουμε, σε ό,τι Τον επικαλεστούμε, μας το δίδει.

Ώστε λοιπόν ο Κύριος είναι πολύ κοντά σε έναν λαό. Στον λαό του Ισραήλ, τότε. Αλλά και στον δικό μας τον λαό είναι πολύ κοντά ο Κύριος. Αλλά εμείς όμως, εμείς οι Έλληνες, ο λαός μας αυτήν την ιστορική στιγμή, όπως υπήρξαν κι άλλες ιστορικές στιγμές, εμείς είμεθα σε μία κατάσταση αποστασίας. Και αυτή η κατάσταση της αποστασίας υπερβάλλει κάθε προηγούμενη ιστορική στιγμή. Αυτό είναι η τραγικότητά μας. Έχουμε Θεό εγγίζοντα και απέχουμε από τον Θεό. Εκείνος μας φτάνει κι εμείς φεύγομε… Όπως και ο Ισραήλ είχε τον Θεό, τον ίδιο Θεό, ο ίδιος Θεός είναι, εγγίζει, κι εκείνος ο λαός φεύγει… Αγαπητοί μου, γεωγραφικά είμαστε ένας μικρός λαός, όπως και οι Εβραίοι ήταν μικρός λαός. Ποτέ ο Θεός τους Εβραίους δεν τους έκανε αυτοκρατορία. Όπως έκανε και επέτρεψε να γίνουν άλλοι λαοί. Ποτέ. Γεωγραφικά πάντοτε ήταν ένας μικρός λαός. Κι όμως βλέπετε πώς εδώ αποκαλείται ο λαός αυτός; «Μέγας. Έθνος μέγα». Πού είναι αυτή η μεγαλοσύνη; Η μεγαλοσύνη του λαού εκείνου, όπως και η δική μας μεγαλοσύνη, είναι στον εγγίζοντα Θεό. Εκεί είναι η μεγαλοσύνη μας, όπως και η μεγαλοσύνη τους.

Οι άλλοι λαοί μεγαλουργούν δια του πολιτισμού, που είναι στηριγμένος επάνω στον ανθρώπινο λόγο, και που όπως είδαμε, μέσα στην ιστορική πορεία, ο πολιτισμός τελικά οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα αδιέξοδο. Ενώ ο λαός μας, για να μεγαλουργήσει να φανεί μεγάλος, έστω κι αν γεωγραφικά είναι μικρός, θα πρέπει να μένει στην πίστη του Χριστού. Στηριγμένος όχι στον ανθρώπινο λόγο, αλλά στον θείο λόγο. Τότε εκείνο που θα ζητούσαμε στον Θεό, θα μας το έδινε. Ό,τι Του ζητούσαμε, θα μας το έδινε. Ουσιαστικά, θα είμαστε μεγάλος λαός, γιατί; Γιατί έχουμε Θεόν εγγίζοντα.

Έχομε όμως και τις δοκιμασίες σαν λαός. Και τότε ο Κύριος είναι εγγίζων; Όταν έχουμε τις ποικίλες δοκιμασίες που περνούμε; Ναι. Διότι, όπως λέγει το βιβλίο της Ιουδήθ, 8,27 που δεν είναι παρά ένα βιβλίο μιας εθνικής περιπέτειας, συναρπαστικότατο δε βιβλίο, λέει: «Ες νουθέτησιν μαστιγο Κύριος τος γγίζοντας ατ». Όταν εγγίζουν οι άνθρωποι τον Κύριο, επειδή είναι ατελείς και ακάθαρτοι, είναι λίγο παρήκουα παιδιά –να το πω έτσι- ο Θεός, με δοκιμασία, με μαστίγιο, μαστιγώνει τον λαό εκείνον τον οποίο θέλει να τον νουθετήσει και να τον βοηθήσει. Αλλά και σαν άτομα ακόμη, ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας. Προσεγγίζει δια της παιδαγωγίας.

Γράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολήν ότι: «Θεός μν ς υος διαλγεται(:σαν παιδιά Του μιλάει σε σας)· υἱέ μου, μ λιγρει παιδεας Κυρου, μηδ κλου π’ ατο λεγχμενος(: Παιδί μου, μην αποκάμεις όταν ελέγχεσαι από τον Θεό, ούτε να ολιγωρείς, να αμελείς την παιδεία την οποία σου δίδει ο Κύριος). ν γρ γαπ Κριος παιδεει(:όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί), μαστιγο δ πντα υἱὸν ν παραδχεται(:και μαστιγώνει κάθε παιδί Του, που το δέχεται δικό Του παιδί). Ε παιδεαν πομνετε, ς υος μν προσφρεται Θες(:εάν υπομένετε, λέει, παιδείαν, παιδαγωγίαν, σαν παιδιά Του σας προσφέρεται ο Θεός)· τς γρ στιν υἱὸς ν ο παιδεει πατρ; Ε δ χωρς στε παιδεας, ς μτοχοι γεγνασι πντες, ρα νθοι στ κα οχ υο(: εάν όμως μένετε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία μέτοχοι βρέθηκαν όλοι οι δίκαιοι και όλοι οι άγιοι, τότε είσαστε νόθοι και δεν είσαστε παιδιά του Θεού)(Γιατί μας παιδαγωγεί;). Ο Θεός μας παιδαγωγεί, λέγει, «π τ συμφρον, ες τ μεταλαβεν τς γιτητος ατο». Για να γίνομε μέτοχοι της αγιότητος του Θεού.

Αλλά ακόμη, αγαπητοί μου, έχουμε και ένα άγγιγμα του Θεού, εγγίζει τις ανθρώπινες καρδιές. Κι αυτές, εγγιζόμενες από τον Θεό, πυρπολούνται. Και «ατη λλοίωσις τς δεξις το ψίστου.», λέγει ο Ψαλμωδός στον 76ο Ψαλμό. Ναι. Ο Κύριος άγγιξε τις καρδιές των δύο προς Εμμαούς, μετά την Ανάστασή Του, όταν τους συνοδεύει και ως το χωριό τους. Και όταν ο Κύριος εξαφανίζεται, λέγουν ανάμεσά τους: «Όσην ώρα μας μιλούσε, πώς οι καρδιές μας εκαίοντο και επυρπολούντο;».

Ναι. Έτσι βλέπομε τόσες επιστροφές και τόσες μεταστροφές των ανθρώπων. Γιατί άραγε; Αφήνουν τον δρόμο της αμαρτίας και γυρίζουν πίσω. Τι έγινε; Και είμαστε όλοι μάρτυρες, όταν έχουμε μάτια να βλέπουμε αυτών των επιστροφών και των μεταστροφών. Τι έγινε; Το άγγιγμα της δεξιάς του Υψίστου στην καρδιά του ανθρώπου που την αλλοιώνει. Τι έκανε τον ένα ληστή, ενώ και οι δυο εβλασφήμουν τον Κύριον επί του Σταυρού, τι έκανε τον έναν ληστή να πυρποληθεί και να ομολογήσει την πίστη του στον Κύριο; Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να θεολογήσει. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ταν λθς ν τ βασιλεί σου». Γεμάτα από θεολογία λόγια. Ποια βασιλεία; Τον σταυρώνουν οι άρχοντες ως έσχατον ληστήν τον Κύριον, κακούργον, ως αντιποιήσαντα αρχήν. Έκανε τον εαυτό Του Θεό. Και όμως λέγει ο ληστής: «Όταν θα έλθεις στη βασιλεία Σου, θυμήσου με». Λόγια γεμάτα θεολογία. Τι έκανε τον ληστήν, αγαπητοί μου, να νιώσει αλλαγή μέσα του και να την ομολογήσει; Αυτό το άγγιγμα, αυτό το άγγιγμα στην καρδιά

Τι έκανε τον Παύλο προ της Δαμασκού να αλλάξει πορεία, όταν με μένος πηγαίνει να συλλάβει τους Χριστιανούς της πόλεως αυτής; Τι άλλο, παρά ο Χριστός. Εμφανίζεται και εγγίζει τον Παύλο. Τι έκανε τον Μέγα Αντώνιο, όταν άκουσε εκείνη την ευαγγελική περικοπή περί του πλουσίου νεανίσκου, που εκείνος μεν έφυγε «σκυθρωπάζων», γιατί δεν είχε όρεξη να δώσει την περιουσία του και να ακολουθήσει τον Κύριο· αλλά ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε την περικοπή αυτή… δεκαοκτώ χρονών παιδί ήταν, τόσο συγκλονίστηκε, ώστε τα πάντα έφυγε και πήγε και έγινε ασκητής. Τι έκανε τον ιερό Αυγουστίνο να επιστρέψει; Και τόσους και τόσους και τόσους, παρά αυτό το άγγιγμα στην καρδιά που κάνει Αυτός ο Θεός Λόγος και τότε τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα πυρπολούνται…

Αγαπητοί μου, γράφει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «γγίσατε τ Θε, κα γγίσει μν». «Εγγίσατε», λέει, «εις τον Θεόν και θα σας εγγίσει κι Εκείνος». Είναι αυτό το αμοιβαίο άγγιγμα. Ένα μόνο να προσέχουμε. Να μην εγγίζομε μόνο με τα λόγια αλλά με την καρδιά. Είναι εκείνο που παραπονείται ο Κύριος στον Ησαΐα 29,13 όταν λέγει: «γγίζει μοι λας οτος ν τ στόματι ατο(:Με εγγίζει αυτός ο λαός μόνο με το στόμα του. Όχι με την καρδιά του. Μόνο με το στόμα του)». Και όταν με την καρδιά μας εγγίζομε τον Κύριο, τότε γρήγορα θα νιώσουμε ότι ο Κύριος είναι παρών, είναι παντού, είναι γύρω μας, είναι μέσα μας. Τότε θα έχουμε και ένα αίσθημα ασφαλείας· γιατί αυτό το αίσθημα το στερείται ο σύγχρονος κόσμος. Έχει αυτό το αίσθημα της ανασφάλειας, γιατί ο κόσμος δεν εγγίζει τον Θεό. Η αιμορροούσα γυναίκα, αγαπητοί, άγγιξε τον Κύριο με πίστη και σώθηκε. Αν Τον εγγίσουμε κι εμείς με πίστη και υπακοή, θα σωθούμε.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_339.mp3

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1997]

(Β 365)

Ο Κύριος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την Γαλιλαία στην Ιουδαία. Και ο λαός Τον υποδέχεται με ενθουσιασμό, γιατί «σαν», όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «σαν πάντες προσδοκντες ατόν». Τον περίμεναν με χαρά -το «προσδοκ», επί αγαθών πραγμάτων. Τον περίμεναν με χαρά. Τα πλήθη είχαν αναγνωρίσει την αξία της παρουσίας του Χριστού, έστω κι αν ακόμη δεν εγνώριζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.

Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας αρχισυνάγωγος, που το όνομά του ήταν Ιάειρος. Αυτός ήλθε, αφού γονάτισε μπροστά εις τον Ιησούν, και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την δωδεκαετή θυγατέρα του, μονογενές παιδί, δεν είχε άλλο παιδί, που εκινδύνευε να πεθάνει. Κι ενώ ο Κύριος επορεύετο προς το σπίτι του Ιαείρου, κάποιος υπηρέτης του φθάνει λέγοντας ότι «Τέθνηκεν θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς περισσότερο τον διδάσκαλον». Δηλαδή «να μην έρθει στο σπίτι, μην τον ενοχλείς».

Μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, τα αισθήματα, την καρδιά του Ιαείρου, εκείνη την στιγμή; «Δεν πρόλαβε να πάει ο Κύριος; Δεν πρόλαβε να την θεραπεύσει; Πέθανε;…». Πολύ οδυνηρά αισθήματα πραγματικά. Επόμενον, λοιπόν, ήταν να κλονιστεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθήσεται». «Μόνον να πιστεύεις και θα σωθεί». Αλήθεια, τι παρήγορος είναι αυτή η φωνή του Χριστού την ώρα εκείνη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνιστά αυτή η φράσις του Κυρίου; Τι ήθελε να πει; Να πιστεύει. Την πίστιν ήθελε να πει. Διότι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Τος πιστεύουσιν χαρίζετο (:Σε εκείνους που πίστευαν, εχαρίζετο) να τν πίστιν κα τν χάριν κατασχεν δυνηθσιν, γνώρισμα γρ τς προαιρέσεως τς ψυχς πίστις στίν». Ώστε με την πίστιν να μπορέσουν να αποκτήσουν και την χάριν. «Δηλαδή αν θέλεις, ω Ιάειρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέπει να πιστεύεις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύεις όμως. Θα πιστεύεις σε τι; Σε μένα. Προσέξτε: Σε μένα, στο θεανθρώπινο πρόσωπό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώρισμα, λέει ο Μέγας Αθανάσιος, της προαιρέσεως της ψυχής. Γιατί η πίστις είναι πράγματι ένα στοιχείο, ένα γνώρισμα της προαιρέσεως της ψυχής. Βλέπετε; Της προαιρέσεως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπορεί να είναι αναγκαστικά, μπορεί να είναι… το μόνο που εκφράζει την προαίρεση είναι η πίστις.

Ωστόσο ο Κύριος κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάειρος ήταν επίσημον πρόσωπο. Ήτο αρχισυνάγωγος. Και όλο αυτό το συγκεντρωμένο πλήθος τι έκανε; «κλαιον κα κόπτοντο». «Κόπτομαι» θα πει χτυπάω το στήθος μου, ξεριζώνω τα μαλλιά μου, κλαίω, οδύρομαι, ολοφύρομαι, ολολύζω. Όλα αυτά όταν πενθώ· και εκφράζονται όλα αυτά με το «κόπτομαι». Και ο Κύριος απευθυνόμενος στο πλήθος λέγει: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Παράξενος λόγος! Μέσα σε εκείνον τον κοπετόν, που υπήρχε, να ακουστεί η φωνή: «Μη κλαίτε. Και γιατί να μην κλαίτε; Γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Τι φυσικότερον, βεβαίως, του πένθους και των δακρύων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαίουν, το είπε εν όψει της αναστάσεως του κοριτσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ξεκομίζετο», λέει, « νεκρός». Δηλαδή μετεφέρετο από το σπίτι εις το νεκροταφείον, εις τον τάφον. Δεν υπήρχε νεκροταφείο στους Εβραίους, με την έννοιαν που έχομε εμείς έναν τόπον περιγραμμένον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνήματα, στους πολυπληθείς εκείνους βράχους που υπήρχαν. Έσκαβαν κι έβαλαν… μέσα εκεί. Θυμηθείτε τον τάφο του Χριστού. Ή ήταν, αν θέλετε, τεχνητός ο τάφος αυτός· είτε φυσικός είτε τεχνητός.

Όμως, όπως είδαμε εδώ, το πλήθος… «κλαιον κα κόπτοντο». Κλάμα και κοπετός. Είναι, ωστόσο, μία υπερβολή πένθους. Αυτή η υπερβολή του πένθους υπάρχει και σε μας ακόμη σήμερα, στους Χριστιανούς. Θυμηθείτε ότι «τ πλθος», λέγει, «κόπτετο», τότε με τον θάνατον του Στεφάνου· που δεν θα έπρεπε. Κι εμείς «κοπτόμεθα», χτυπιόμαστε, ξεριζώνομε τα μαλλιά μας, θα επαναλάβω. Και ακόμη έχομε και τις μοιρολογίστρες. Αυτή είναι κληρονομιά από τους αρχαίους προγόνους μας. Οι γυναίκες εκείνες, οι οποίες πηγαίνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και μοιρολογούν, λένε τραγούδια, ελεγεία, πένθιμα τραγούδια. Και δημιουργείται ένα πολύ πνιγηρό κλίμα μέσα εις στο σπίτι του κεκοιμημένου. Φοβερά πνιγηρό κλίμα. Είναι αγαπητοί μου, μία υπερβολή… Όταν πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού και πιστεύομε και εις την ανάστασιν των κεκοιμημένων, των νεκρών, τότε γιατί; Ο Χριστός ανεστήθη. Και αφού ανεστήθη ο Χριστός, θα αναστηθούμε κι εμείς. Πού το ξέρομε; Μα αναστήθηκε ο ίδιος. Έδωσε την μαρτυρία. Ότι θα αναστηθούμε. Το είπε βέβαια. Αλλά και θα αναστηθούμε, γιατί αναστήθηκε ο Ίδιος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλαίμε υπερβολικά, όταν έχομε κάποιο πένθος. Σαν άνθρωποι βεβαίως θα λυπηθούμε, θα κλαύσομε. Δεν υπάρχει αντίρρηση. Αλλά ανθρώπινα, απλά, σαν Χριστιανοί. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «το να μην κλάψεις είναι θηριώδες». Δεν ξέρω αν κάποια ζώα μπορεί να κλάψουν. Τα ζώα δεν έχουν δάκρυα. Κάποτε όμως από την έκφρασή τους αντιλαμβανόμαστε το πένθος τους. Για να μην απαριθμήσω τώρα κάποια ζώα και πτηνά ακόμη, όπως είναι ο κύκνος κ.λπ. Αλλά το να μην κλαύσεις είναι θηριώδες. «Το να κλαις πολύ, είναι», λέει, «πολύπαθον πράγμα». Το μέτρον. Το πένθος λοιπόν που έχομε θα είναι υπό το πρίσμα της αναστάσεως των νεκρών.

Ακόμη ο Κύριος έδωσε και έναν επιπλέον χαρακτηρισμόν. Ότι «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». «Δεν πέθανε», λέγει, «αλλά κοιμάται». Γιατί για κείνη τη στιγμή όντως ο θάνατος ήταν ύπνος. Αφού λίγο μετά ο Κύριος θα έδινε την ανάσταση. Όπως πηγαίνομε κάποιον και τον ξυπνούμε και του λέμε: «Σήκω». Ακούστε· βάζουμε και το χέρι μας και τον σπρώχνομε λιγάκι. «Σήκω, ξύπνα». Και ο Κύριος πήρε το χέρι της κορασίδος, του κοριτσιού και της είπε: « πας (:ω παιδ), γείρου». Σήκω. Όντως λοιπόν ήταν μία εικόνα ύπνου και καθόλου θανάτου.

Όμως ο χρόνος, είτε είναι λίγη ώρα, όπως ήταν με την κοπέλα αυτή ή αιώνες και χιλιετίες, θα φθάσει οπωσδήποτε η κοινή ανάστασις των πάντων. Όλων. Γιατί θα σηκωθούμε όλοι από τον θάνατον, από τον ύπνον του θανάτου. Συνεπώς ουσιαστικά δεν υπάρχει θάνατος. Πρέπει να σας πω ότι πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δεν πιστεύουν, δεν πιστεύουν εις την ανάσταση των νεκρών. Νομίζουν ότι πρόκειται περί της αναστάσεως των ψυχών. Μα δεν είμεθα αιρετικοί να πιστεύομε ότι πιστεύουν οι θνητοψυχίται. Οι Χιλιασταί φερειπείν, αν και είναι αίρεσις πολύ αρχαία αυτήν. Ότι η ψυχή πεθαίνει και η ψυχή θα αναστηθεί. Ποιος σας το είπε αυτό; Ποιος σας το είπε; Θα ακούσομε παρακάτω ή ακόμη όταν ο Κύριος λέγει ό,τι λέγει, από πού γυρίζει; Γυρίζει η ψυχή. Δεν πέθανε η ψυχή. Το σώμα χωρίστηκε απλώς από την ψυχήν. Μη, λοιπόν, υποστηρίζομε τέτοια πράγματα. Το σώμα θα αναστηθεί. Το ακούσατε καλά; Το σώμα θα αναστηθεί. «Μα… ». Αυτό, που δεν μπορούμε να το καταλάβομε είναι γιατί έχομε ορθολογισμόν. Εκείνος που μας έκανε εκ του μηδενός, εκείνος που έκανε εκ του μηδενός τα πάντα και μας έκανε εκ του είναι, της υπάρξεως, τι; Της ύλης. Αυτός είναι ικανός να επανασυστήσει όχι κάποιο άλλο σώμα, αλλά το ίδιο το σώμα. Γιατί λέει ο Απόστολος Παύλος «Θα δώσομε λόγον εις τον Κύριον, εις τον Ιησούν Χριστόν για ό,τι επράξαμε και με την ψυχή μας και με το σώμα μας»;. Δεν μπορούμε λοιπόν να πάρομε άλλο σώμα. Θα είναι το ίδιο σώμα. Το ακούσατε; Εάν δεν το πιστεύομε, τότε να βάλομε ερωτηματικό κατά πόσο είμεθα Χριστιανοί. Είναι δόγμα πίστεως. Με αποδείξεις. «Προσδοκ νάστασιν νεκρν». Και μάλιστα το Ιεροσολυμιτικόν Σύμβολον της Πίστεως λέγει: «Προσδοκ νάστασιν σαρκός». Κυριολεκτεί: «Προσδοκ νάστασιν σαρκός».

Συνεπώς δεν υπάρχει θάνατος ουσιαστικά. Αυτό που λέμε «θάνατος» -θα έβαζα την λέξη μέσα σε εισαγωγικά- είναι ύπνος. Αυτός που πέθανε συνεπώς είναι κεκοιμημένος. Δηλαδή εκοιμήθη. Και ο χώρος στον οποίον κατετέθη το σώμα του λέγεται κοιμητήριον. Όχι νεκροταφείον. Λέγεται κοιμητήριον.

Όταν ο Κύριος εζήτησε από τον Ιάειρον και του είπε «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», πώς μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, αυτό το «σωθήσεται»; Προσέξτε εδώ. Πίστευε, μη φοβάσαι. Πίστευε. Θα σωθεί. Πώς μπορούμε να εννοήσομε αυτό το «θα σωθεί;». Με την ολοκληρίαν της ανθρωπίνης υπάρξεως. Πολλές φορές μιλάμε και λέμε «σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία…» – ξέρομε τι θα πει σωτηρία; Θα πει: ολοκληρία της ανθρωπίνης υπάρξεως στη Βασιλεία του Θεού. «λοκληρία». Η λέξις είναι της Καινής Διαθήκης. Προσέξατέ το αυτό. Γιατί όταν το πνεύμα επιστρέφει εις το σώμα, δημιουργείται αυτή η ολοκληρία. Επειδή, όταν ο άνθρωπος, δηλαδή το σώμα χωριστεί από την ψυχήν, δεν μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» το σώμα. Ούτε μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» την ψυχήν. Άνθρωπος είναι και η ψυχή και το σώμα μαζί. Συνεπώς, τι είναι αυτή η σωτηρία; Η «λοκληρία». Δηλαδή η ένωσις ξανά ψυχής και σώματος. Τότε μπορούμε να μιλάμε για άνθρωπον. Και μάλιστα δημιουργείται αυτή η «λοκληρία», δηλαδή αυτό το σος (το θηλυκό κάνει σα, σον το ουδέτερον). «Σος», δηλαδή ολόκληρος. Λέμε, «Είμαι σώος και αβλαβής». Το λέμε. Έκφρασις είναι. Το λέμε πολύ καλά: «Είμαστε σώοι και αβλαβείς». Έκφρασις είναι της καθημερινής μας ζωής. Τι θα πει «σώοι»; Ότι είμαστε σώοι; Δηλαδή είμαστε ολόκληροι. Και δεν ουδεμίαν βλάβην. Αυτό θα πει. Ώστε λοιπόν, από δω που παράγεται η σωτηρία, από το σώος, θα πει έχω την ψυχή μου και το σώμα μου, δεν μου λείπει τίποτα.

Να προχωρήσω σε μία λεπτομέρεια; Ο Χριστός είπε δια τους υποψηφίους μάρτυρας: «Μη φοβηθείτε», λέει, «μη φοβηθείτε. Μία τρίχα από την κεφαλή σας», λέγει, «δεν θα χαθεί». «Κύριε, εδώ μας παίρνουν το κεφάλι με το μαρτύριο, κι εσύ μας λες, ούτε μία τρίχα θα χαθεί από την κεφαλή μας;». Ναι. Γιατί; Γιατί θα αποκατασταθεί ο άνθρωπος. Μέχρι μη απωλείας των τριχών της κεφαλής. Είναι καταπληκτικό! Δεν το λέγω εγώ. Το είπε ο Χριστός· ο Οποίος ανεστήθη. Δεν είναι λόγια ο Χριστιανισμός. Είναι αποδείξεις, είναι γεγονότα. Πάρτε το είδηση. Δεν είναι θεωρία ο Χριστιανισμός. Είναι γεγονότα. Είναι ζωή ο Χριστιανισμός.

Λοιπόν, σαν να έλεγε ο Κύριος, όταν του είπε: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», σαν να του λέγε: «Μη φοβάσαι. Εσύ θα πιστεύεις σ’ αυτό που Εγώ θα κάνω, πίστευε σε μένα, και τότε θα σωθεί. Δηλαδή θα αναστηθεί. Θα ξαναγυρίσει η ψυχή πίσω εις το σώμα».

«Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Ποιοι κατεγέλουν; «Κατεγέλων αὐτοῦ» ποιοι; Όλος εκείνος ο κόσμος που είχε μαζευτεί, μαθαίνοντας ότι η κόρη του Ιαείρου είχε πεθάνει. «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Αφού πέθανε». Και γελούσαν. Δηλαδή, χλεύαζαν. Γελώ… δεν είναι το γέλιο· είναι η χλεύη, η κοροϊδία. Στάθηκε, ωστόσο, αυτή η κοροϊδία ένα πολύτιμο στοιχείο. Έστω και αρνητικό στοιχείο. Ότι όντως το κορίτσι είχε πεθάνει. «Αφού», λέει, «πέθανε». Ο κόσμος το βεβαίωνε. Πέθανε. Είναι λοιπόν μία μαρτυρία ότι πέθανε το κορίτσι. Συνεπώς η ανάστασις θα ήτο πραγματική.

Αλλά γιατί γελούσαν; Γιατί δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό τους την ανάσταση ενός νεκρού ανθρώπου. Εδώ είναι το καταπληκτικό. Όπως κι εμείς μπορούμε να γελάμε για την ανάσταση των νεκρών. Σας ξαναλέγω δεν είμεθα Χριστιανοί, εάν δεν πιστεύομε εις την ανάσταση των νεκρών. Αυτοί γιατί γελούσαν; Γιατί αγνοούσαν από την Γραφή την ανάσταση των νεκρών. Ναι. Γι’ αυτό. Αγνοούσαν. Όπως κι εμείς αγνοούμε προπαντός από την Καινή Διαθήκη την ανάσταση των νεκρών. Ξέρετε τι σήμαινε αυτό, το πλήθος όταν γελούσε; Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Μην πάρετε τα μαργαριτάρια της πίστεως και τα ρίξετε», λέει, «μπροστά στα γουρούνια, στους χοίρους. Γιατί θα πάνε να δοκιμάσουν ότι δεν είναι βαλανίδια. Δεν τρώγονται τα μαργαριτάρια. Και τότε θα θυμώσουν τα γουρούνια και θα ‘ρθουν να σας προγγίξουν». Αυτό σήμαινε τώρα εδώ. Ως να ερίπτοντο τα μαργαριτάρια της πίστεως στα πόδια των ανθρώπων που δεν πίστευαν. Γι’ αυτό δεν ήσαν άξιοι βεβαίως να παρευρεθούν εις την ανάστασιν του κοριτσιού. Τους έβγαλε όλους έξω ο Χριστός. «Φύγετε», τους είπε, «φύγετε». Για να μην παρεξηγηθεί, κράτησε τρεις μαθητάς. Τους άλλους εννέα τους άφησε απέξω. Το βλέπομε αυτό και σ’ άλλες περιπτώσεις που το κάνει ο Κύριος. Η κάθε περίπτωση έχει τη σημασία της. Πάντως εδώ λέει: «λθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα». «Δεν άφησε κανείς να μπει μέσα». Δεν τους άξιζε. Για τον λόγο που σας εξήγησα. Παρά μόνον τους γονείς του κοριτσιού και τους τρεις μαθητάς, Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην.

Και τότε ο Κύριος «κρατήσας», λέγει, «τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου». «Πήρε το χέρι και εφώνησε, φώναξε: ‘’Ω παιδί, εγείρου, ξύπνα, σήκω’’». Ο Κύριος κρατάει από το χέρι το νεκρό κορίτσι. Όπως στην αγιογραφία βλέπομε να κρατάει με το χέρι Του, το ένα Του χέρι ο Χριστός, τον Αδάμ· και με το άλλο Του χέρι την Εύα. Αν θα δείτε την ορθόδοξη αγιογραφία, την εικόνα του Χριστού στον Άδη, κρατάει από δω κι από δω, γιατί έτσι μας σηκώνει. Ωραία εικόνα αυτή! Και είναι και φυσική για μια στιγμή. Όπως πάμε και σκουντάμε εκείνον που κοιμάται. Σας το είπα προηγουμένως. Ο Κύριος λοιπόν έτσι κινείται. Δείχνει Ποιος αναστήνει τον άνθρωπο. Όχι κάποιος άλλος. Αλλά Αυτός ο ίδιος ο Υιός, Ενανθρωπήσας, του Θεού. Δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πεσμένος, έχει πέσει. Έχει πέσει και ηθικά και οντολογικά. Ηθικά γιατί φταίει. Έκανε αμαρτία. Την παράβαση. Τότε οι πρωτόπλαστοι έναντι του Θεού. Παρέβησαν την εντολή Του. Οντολογικά, γιατί…τι θα πει πίπτω; Πτώμα. Λέμε πτώμα. Αυτός είναι πτώμα. Δηλαδή δεν είναι όρθιος. Δεν στέκει στα πόδια του. Είναι οριζοντιωμένος. Είναι πτώμα. Κι έρχεται τώρα ο Χριστός να ξαναστήσει στα πόδια του τον άνθρωπον. Αυτό θα πει ότι έρχεται να τον σηκώσει οντολογικά. Όχι ηθικά, όχι μεταφορικά. Οντολογικά. Έχει σημασία. Αυτό θα πει και ανάστασις. Από το «νίστημι». Στέκομαι στα πόδια μου. Αυτό θα πει ανάστασις.

Και «φώνησεν» μας σημειώνει ο ευαγγελιστής. Φώναξε. Πού φώναξε; Θα μπορούσε να ακούσει η κοπέλα; Αφού ήταν νεκρή. Πού έφθασε η φωνή του Χριστού; Αγαπητοί μου, εκεί που ήταν, στον τόπο εκείνον που ήταν η ψυχή. Δηλαδή; Στον τόπο των ψυχών. Στον άδη. Πω! Πω! Δηλαδή φθάνει η φωνή του Χριστού εις τον άδη; Πού είναι ο άδης; Πού είναι; Εφώνησε και εις στην περίπτωση του γιου της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου: «Λάζαρε – ήταν έξω από τον τάφο ο Χριστός, σας είπα ήταν σπήλαιοδερο ξω». Έλα έξω. Για να ακούσει όμως ο Λάζαρος και να βγει έξω, έπρεπε να φθάσει η φωνή του Χριστού, πού; Στον άδη! Είναι κάτι φοβερό, φοβερό! Καταπληκτικό, θα λέγαμε.

Και σημειώνει ο Λουκάς: «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα». Επέστρεψε. Προσέξτε την λέξη. «Επέστρεψε, ξαναγύρισε το πνεύμα της, η ψυχή της και ανέστη παραχρήμα». Αμέσως, λέει, ανεστήθη. Άλλο, λοιπόν, σώμα και άλλο ψυχή. Είναι δυο πράγματα. Το σώμα ήταν μπροστά εκεί. Η ψυχή επιστρέφει. Και αμέσως, όταν ενώθηκε πάλι με το σώμα, η κοπέλα σηκώθηκε. Μπορούμε να συλλάβομε αυτό το «ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς»; Μπορούμε να το συλλάβομε;

Αγαπητοί μου, σε εκείνη την ωραία προφητεία του Ιεζεκιήλ, την οποίαν λέμε όταν γυρίζομε από τον Επιτάφιο, όταν κάνομε την περιφορά την Μεγάλη Παρασκευή, με εκείνα τα κόκαλα… Μια πεδιάδα, λέει, με κόκαλα…κ.τ.λ. Κι εκεί, κατά έναν έτσι τρόπον ότι τα κόκαλα αυτά απέκτησαν σάρκες, νεύρα, ξέρω γω, γι΄αυτό και λέμε σ’ εκείνη την περίπτωση στον Επιτάφιο αυτήν την περικοπή: Η κοινή ανάστασις των πάντων. Καταλαβαίνομε; Καταλαβαίνομε;

Ας προσέξομε. Δεν επιστρέφει κάποια άλλη ψυχή. Ο Θεός δεν είναι παραγωγός ψυχών. Όπως θα το ήθελε ο Πλάτων. Ο Πλάτων ομιλεί περί παραγωγής ψυχών. Και έτσι, παίρνει μία ψυχή, την βάζει σε ένα σώμα το οποίον… ξέρω ‘γω, πώς δημιουργείται εκεί, κι έχομε έναν άνθρωπο. Όχι αγαπητοί μου. Η ίδια η ψυχή θα γυρίσει πίσω. Η ιδία η ψυχή. Γιατί θα κριθούμε. Μία καινούρια ψυχή τι θα μπορούσε να πει ότι αμάρτησα. Χάνομε το εγώ, χάνομε την ταυτότητά μας αν έχομε μίαν άλλην ψυχήν. Είναι η ίδια η ψυχή μας, που διατηρεί αυτήν την αυτογνωσίαν, την μνήμη.

Τι λέει ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; «Μνήσθητι, θυμήσου, ότι εσύ στη Γη που ήσουν, απέλαβες τ’ αγαθά σου» κ.τ.λ. Δηλαδή μνήμη. Αν δεν έχω λοιπόν αυτογνωσία και μνήμη, τότε, πάει η ταυτότητά μου. Χάθηκε. Είναι σπουδαία στοιχεία αυτά. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Ο γρ λλην ψυχν εσήνεγκεν λλ’ κείνην, τν π το σώματος ποπτάσαν (:που πέταξε, έφυγε) ταύτην ποίησε στραφναι π΄ατ». Η ίδια ψυχή γυρίζει πίσω. Γυρίζει. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για επιστροφή της ψυχής, αυτό σημαίνει ότι έχω αληθινό χωρισμό ψυχής και σώματος. Σημαίνει ακόμα διαφοροποίηση ψυχής και σώματος, όπως σας το είπα. Σημαίνει ότι το υλικόν σώμα κατατίθεται στη Γη, ενώ η πνευματική ψυχή απέρχεται εις τον ίδιον τόπον αυτής. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεν γυρίζει από δω και από κει η ψυχή. Δεν είναι γύρω από το σπίτι που έμενε. Δεν είναι στο νεκροταφείο. Δεν… Στον οικείον της τόπον». Προσέξατε. Λέει ο Χριστός: «Κα πελεύσονται οτοι ες κόλασιν αώνιον» μετά την ανάστασιν, «ο δ δίκαιοι ες ζων αώνιον». Προσέξτε αυτό το «αώνιον».

Αγαπητοί, διέταξε ο Κύριος όταν την ανέστησε να της δώσουν να φάει. Περίεργο πράγμα…! Ναι. Γιατί περίεργο; Έκανε το μέγιστον, που δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Και άφησε το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Να δώσουν φαγητό στην κοπέλα. Όπως είπε. «Δερο, Λάζαρε, ξω», αφού προηγουμένως τι είπε; «Σηκώσατε την πλάκα που φράζει τον τάφον. Αυτό μπορείτε να το κάνετε. Θα το κάνετε». Και ακόμη, γιατί ο Θεός θέλει να ζούμε τρώγοντας. Εκείνος έκανε την Δημιουργία έτσι. Στην Βασιλεία του Θεού όμως δεν θα υπάρχει η τροφή. « Θεός», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «και ταύτην (:την κοιλίαν) και τατα (:τα βρώματα) καταργήσει». Δεν θα έχουν πλέον θέσιν. Θα ζούμε πώς; Το Πνεύμα του Θεού θέλει τώρα να τρώμε. Τότε δεν θα τρώμε. Εννοείται, από τις τροφές.

Αγαπητοί, μεγάλα και θαυμαστά αποτελούν το μυστήριον του θανάτου. Κανείς δεν μας πληροφόρησε γι’ αυτό, παρά μόνον Εκείνος που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός. Είναι Εκείνος που είπε: «Κα χω τς κλες το θανάτου κα το δου». Το λέει στην Αποκάλυψη. Γι’αυτό η σωτηρία μας βρίσκεται μόνον εις τον Ιησούν Χριστόν. Εκείνο που είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Οκ στιν ν λλ οδεν σωτηρία, οδ γρ νομα στ τερον π τν ορανόν, τ δεδομένον ν νθρώποις, ν δε σωθναι μς». Να λοιπόν τι αξίζει να πιστεύομε εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_735.mp3

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«Κα γυν οσα ν ύσει αματος π τν δώδεκα, τις ατρος προσαναλώσασα λον τν βίον οκ σχυσεν π᾿ οδενς θεραπευθναι, προσελθοσα πισθεν ψατο το κρασπέδου το ματίου ατο, κα παραχρμα στη ύσις το αματος ατς.Κα επεν ησος· τίς ψάμενός μου;(: Τότε λοιπόν κάποια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, η οποία μαζί με τα άλλα βάσανα της αρρώστιας της είχε ξοδέψει και όλη την περιουσία της σε γιατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν, αφού πλησίασε τον Ιησού από πίσω, ώστε να μην την αντιληφθεί κανείς, επειδή ντρεπόταν να γίνει φανερή η αρρώστιά της, άγγιξε την άκρη του εξωτερικού ενδύματός του κι αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς: “Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;”)»[Λουκ.8, 43-45].

Δεν αγνοήθηκε όμως το παράδοξο, γιατί αν και ο Σωτήρας γνωρίζει τα πάντα, ερωτά σαν να μη γνωρίζει και λέγει: «Ποιος με άγγιξε;». Και ενώ οι άγιοι απόστολοι είπαν με πειστικότητα «πιστάτα, ο χλοι συνέχουσί σε κα ποθλίβουσι, κα λέγεις τίς ψάμενός μου;(:Διδάσκαλε, τα πλήθη του λαού σε περικύκλωσαν και σε πιέζουν ασφυκτικά˙ κι εσύ λες, ποιος με άγγιξε; )», πράγμα που είναι μεγίστη απόδειξη ότι Αυτός και αληθινή σάρκα φέρει, και καταπατεί κάθε υπερηφάνεια, γιατί δεν Τον ακολουθούσαν από μακριά, αλλά Τον είχαν περικυκλωμένο από παντού, Αυτός φέρει στη μέση και επικεντρώνει την προσοχή τους σε αυτό που έγινε και λέγει επιμένοντας ότι «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύναμιν ξελθοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγιξε. Διότι εγώ κατάλαβα ότι βγήκε από πάνω μου δύναμη θαυματουργική)»[Λουκ.8,46].

Άραγε λοιπόν ο Κύριος από φιλοδοξία δεν άφησε να διαφύγει η απόδειξη της θεοπρεπούς ενέργειάς Του, δηλαδή το παράδοξο που συνέβη με τη γυναίκα; Δεν λέμε αυτό· γιατί πώς θα το έκανε αυτό Αυτός που σε πολλές περιπτώσεις συνιστούσε να σιωπούν; Αλλά μάλλον λέμε εκείνο: ότι δηλαδή παντού αποβλέπει στην ωφέλεια αυτών που καλούνται στη χάρη μέσω της πίστεως. Άρα πολλούς θα έβλαπτε το θαύμα αυτό μένοντας άγνωστο, με το να γίνει όμως γνωστό ωφέλησε όχι και λίγο, εκτός από τους άλλους, και τον άρχοντα της συναγωγής· γιατί του έκανε πιο ασφαλή την ελπίδα για τον αναμενόμενο, και του έδινε ακλόνητο θάρρος ότι ο Χριστός θα αρπάξει τη θυγατέρα του και από τις παγίδες του θανάτου -γιατί δεν επιτρεπόταν στους μη καθαρούς να αγγίξουν κάποιον από τους αγίους ή να πλησιάσουν άνδρα ιερό.

Έχουμε λοιπόν πληροφορηθεί ότι ο Εμμανουήλ είναι Θεός αληθινός, και από αυτό που έγινε με τρόπο θαυματουργικό, και από αυτά που είπε με τρόπο θεοπρεπή· γιατί λέγει: «Εγώ αισθάνθηκα να έχει βγει κάποια δύναμη θαυματουργική από εμένα». Είναι βέβαια πέρα από τα δικά μας μέτρα, ή ίσως και τα αγγελικά, το να μπορούμε να εκπέμψουμε κάποια δύναμη, και μάλιστα από τη δική μας φύση, δηλαδή από τον εαυτό μας. Το πράγμα αυτό ταιριάζει μόνο στην πέρα και πάνω από όλα φύση. Γιατί κανένα από τα κτίσματα δεν έχει κάποια δύναμη ιατρική, ή κάποια άλλη ξεχωριστή, αλλά αυτό που έχει είναι δοσμένο από τον Θεό.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

«τι ατο λαλοντος ρχεταί τις παρ το ρχισυναγώγου λέγων ατ τι τέθνηκεν θυγάτηρ σου· μ σκύλλε τν διδάσκαλον. δ ησος κούσας πεκρίθη ατ λέγων· μ φοβο· μόνον πίστευε, κα σωθήσεται. λθν δ ες τν οκίαν οκ φκεν εσελθεν οδένα ε μ Πέτρον κα ωάννην κα άκωβον κα τν πατέρα τς παιδς κα τν μητέρα. κλαιον δ πάντες κα κόπτοντο ατήν. δ επε· μ κλαίετε· οκ πέθανεν λλ καθεύδει. κα κατεγέλων ατο, εδότες τι πέθανεν. ατς δ κβαλν ξω πάντας κα κρατήσας τς χειρς ατς φώνησε λέγων· πας, γείρου.κα πέστρεψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παραχρμα (:Κι ενώ μιλούσε ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του είπε: “Πέθανε η κόρη σου˙ μην κουράζεις άλλο και μην ενοχλείς πια τον διδάσκαλο”. Ο Ιησούς όμως, μόλις άκουσε την είδηση αυτή, του είπε: “Μη φοβάσαι, μόνο συνέχισε να πιστεύεις, και θα σωθεί η κόρη σου απ’ τον θάνατο”. Κατόπιν, όταν έφθασε στο σπίτι του Ιαείρου, δεν άφησε να μπει κανείς άλλος στο δωμάτιο της νεκρής παρά μόνο ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. Στο μεταξύ όλοι έκλαιγαν και χτυπούσαν τα στήθη τους και τα κεφάλια τους για τη νεκρή. Ο Ιησούς όμως τους είπε: “Μην κλαίτε˙ δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήταν βέβαιοι ότι το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το χέρι της και της φώναξε δυνατά: “Κόρη, σήκω επάνω”. Τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»[Λουκ.8,49-55].

Η εξιστόρηση βέβαια του θαύματος είχε ως εξής· ίσως όμως πρέπει να την εξετάσουμε λεπτομερέστερα και πνευματικότερα. Οι απλοϊκότεροι λοιπόν ας θαυμάζουν τα μεγαλεία του Θεού έτσι όπως τα βλέπουν (γιατί ωφελούν ακόμα και νοούμενα σωματικά), εκείνοι όμως που μπορούν να προχωρήσουν περισσότερο, θα δουν και θα καταλάβουν ότι και αυτά συνέβαιναν σε εκείνους ως τύποι, αλλά γράφτηκαν για εμάς, αφού προσευχηθούμε στον Θεό, ας ζητήσουμε να έρθει λόγος που να αποσαφηνίσει και αυτά[βλ. Α΄Κορ.10,6:«Τατα δ τύποι μν γενήθησαν(:και όλα αυτά έγιναν προφητικές εικόνες που προαναγγέλλουν τι θα συμβεί και σε εμάς, ώστε να προσέχουμε και να μην επιθυμούμε κακά πράγματα, όπως και εκείνοι επιθύμησαν και τιμωρηθήκαν)»].

Θα μας αποσαφηνίσει πώς ενώ πήγαινε ο Κύριος προς τη θυγατέρα του αρχισυναγώγου Ιαείρου, πρώτη η αιμορροούσα που Τον συνάντησε στο δρόμο, θεραπεύεται. Διότι ο Υιός του Θεού είχε πάει προηγουμένως στη συναγωγή των Ιουδαίων και έμαθε πως η μικρή κοπέλα νοσεί και πεθαίνει· γιατί τα παραπτώματα του Ισραήλ την είχαν κάνει να πεθάνει, ενώ η αιμορροούσα που τη συνάντησε στο δρόμο, η γεμάτη ακαθαρσία, της οποίας το αίμα δεν έρρεε στην περίοδο την έμμηνο, αλλά αιμορροούσε διαρκώς, αυτή πριν από εκείνη πιστεύει στον Υιό του Θεού. Και Αυτός βέβαια κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου, αυτή όμως θέλει έστω και το άκρο του ενδύματός Του να αγγίξει.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο σημείο αυτό, πράγμα που δεν είπε ο ευαγγελιστής Ματθαίος, πρόσθεσε ότι η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου ήταν δώδεκα ετών, αλλά και η αιμορροούσα έπασχε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Άρα λοιπόν συγχρόνως με τη γέννηση εκείνης, άρχισε αυτή να υποφέρει από αιμορραγία· γιατί το ίδιο το όριο του χρόνου γίνεται το τέλος της κόρης του αρχισυναγώγου και η αρχή της σωτηρίας της αιμορροούσης γυναίκας. Εκείνη πεθαίνει δώδεκα ετών, και αυτή, αφού πίστεψε, θεραπεύθηκε από το πάθος δώδεκα ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανένα γιατρό· γιατί πολλοί γιατροί από τους εθνικούς υπόσχονταν ότι θα την θεραπεύσουν. Εάν εξετάσεις εκείνους που φιλοσοφούσαν και υπόσχονταν την αλήθεια, θα δεις ότι είναι γιατροί που προσπαθούσαν να θεραπεύσουν. Αυτή όμως, μολονότι δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της, δεν μπόρεσε από κανένα γιατρό να θεραπευτεί. Έπιασε απλώς το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού με πίστη και θεραπεύτηκε.

Εάν εξετάσουμε την πίστη μας προς τον Ιησού Χριστό και κατανοήσουμε πόσο μεγάλος είναι ο Υιός του Θεού, και Ποιον αγγίξαμε, θα δούμε ότι σε σύγκριση με το κράσπεδο αυτό, δηλαδή το κάτω άκρο του ενδύματος του Ιησού, αγγίξαμε κράσπεδο, αλλά όμως το κράσπεδο μάς θεραπεύει και μας κάνει να ακούμε από τον Ιησού: «θάρσει, θύγατερ, πίστις σου σέσωκέ σε(:έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έχει σώσει)». Και αν εμείς θεραπευθούμε, θα αναστηθεί και η θυγατέρα του αρχισυνάγωγου· διότι λέγει ο απόστολος Παύλος: «χρις ο τ πλήρωμα τν θνν εσέλθ κα οτω πς σραλ σωθήσεται καθς γέγραπται· ξει κ Σιν υόμενος κα ποστρέψει σεβείας π ακώβ (:και η αλήθεια αυτή είναι ότι έχει γίνει σκλήρυνση σε μέρος του ισραηλίτικου λαού έως ότου εισέλθει στη βασιλεία του Χριστού ο πλήρης αριθμός των εθνικών που έχει ορίσει ο Θεός. Και έτσι, όταν εκπληρωθεί ο όρος αυτός, ολόκληρος ο ισραηλιτικός λαός ως σύνολο θα σωθεί, όπως έχει γραφεί στις προφητείες του Ησαΐα: “Θα έλθει από τη Σιών ο ελευθερωτής και θα αποδιώξει τις ασέβειες από τους απογόνους του Ιακώβ”)» [Ρωμ.11,25 και Ησ.59,20].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγίου Κυρίλλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ερευνητικό έργο «Οι δρόμοι της πίστης: Ψηφιακή Πατρολογία»[σελίδες 57 και 58 του PDF].

(https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/09/commentarii-in-lucam_.pdf)

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος ΣΤ (Κυριακοδρόμιο Γ΄)

Όταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν σ’ ἕνα βράχο, τόν κάνουν νά λάμπει. Ὅταν ἡ φλόγα ἀγγίξει ἕνα ἄκαφτο κερί, τό ἀνάβει. Ὅταν ὁ μαγνήτης ἀγγίξει ἕνα μεταλλικό ἀντικείμενο, τό μαγνητίζει. Ὅταν τό ἠλεκτροφόρο καλώδιο ἀγγίξει ἕνα συνηθισμένο σύρμα, καί τά δυό τους ἠλεκτρίζονται.

Ὅλες αὐτές οἱ φυσικές ἐνέργειες δέν εἶναι παρά εἰκόνες ἤ πνευματικά φαινόμενα. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν στόν ἐξωτερικό κόσμο, εἶναι ἁπλά ἡ εἰκόνα ὅσων γίνονται στόν ἐσωτερικό. Ὁλόκληρη ἡ ἐφήμερη φύση εἶναι σάν ἕνα ὄνειρο, σέ σχέση μέ τήν ἐσωτερική πραγματικότητα, σάν ἕνα παραμύθι, ὅταν μιλᾶμε μέ ὅρους αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ ψυχή εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ σώματος. Ὁ Θεός εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Θεός ἀγγίζει τήν ψυχή, τήν ζωοποιεῖ, τῆς μεταδίδει τήν ὅραση. Ὅταν ἡ ψυχή ἀγγίζει τό σῶμα, κάνει τό ἴδιο. Τό σῶμα λαβαίνει φῶς, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό, ὅραση, ἀκοή καί κίνηση ἀπό τήν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχή ἀναχωρεῖ ἀπό τό σῶμα, ὅλ’ αὐτά χάνονται, ἐξαφανίζονται. Ἡ ψυχή δέχεται ἀπό τό Θεό ἕναν εἰδικό φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό, ὅραση, ἀκοή καί κίνηση. Κι ὅλ’ αὐτά χάνονται ὅταν ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό Θεό.

Ὑπάρχει ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο πού ὅταν ἀγγίζει μιά νεκρή ψυχή τήν ἐπαναφέρει στή ζωή, τῆς μεταδίδει φῶς καί θερμότητα, μαγνητισμό καί ἠλεκτρισμό ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς; Ὑπάρχει κάποιος σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, πού ὅταν ἄγγιξε ἕνα νεκρό σῶμα τό ἔκανε νά σηκωθεῖ, νά μιλήσει καί νά περπατήσει; Σίγουρα πρέπει νά “χει ὑπάρξει. Διαφορετικά ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνήτης κι ὁ ἠλεκτρισμός κι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στόν κόσμο, θά ἦταν ἡ φαντασία κάποιου πού δέν ὑπάρχει, ἡ σκιά κάποιου ἀνύπαρκτου ὄντος, ἕνα ὄνειρο, μακριά ἀπό τήν πραγματικότητα. Πρέπει νά ἔχει ὑπάρξει. Διαφορετικά ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός δέ θά εἶχε ἐμφανιστεῖ στή γῆ. Ἐμφανίστηκε γιά νά παρουσιάσει στούς ἀνθρώπους τήν πραγματικότητα· πώς ἡ φύση ὁλόκληρη, μέ ὅλα ὅσα συμβαίνουν μέσα της, δέν εἶναι παρά μιά εἰκόνα, ἕνα ὄνειρο, ἕνα παραμύθι. Ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά φανερώσει τήν ἀλήθεια ὅσων φανερώνουν ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνητισμός κι ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ φύση ὁλόκληρη. Ἡ φύση πού δημιουργήθηκε καί τοποθετήθηκε μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό σάν ἕνα ἀνοιχτό βιβλίο, πού ὅμως αὐτός δέν μπόρεσε ἀκόμα νά τό διαβάσει σωστά.

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πύρινη στήλη στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀπό Ἐκεῖνον οἱ νεκρές ψυχές παίρνουν ζωή καί θερμότητα, κίνηση καί ὀμορφιά. Εἶναι τό Δέντρο τῆς Ζωῆς, πού ὅταν ἀγγίζει τά νεκρά σώματα τούς μεταδίδει ζωή, τ’ ἀνασταίνει, τούς δίνει κίνηση καί λόγο. Εἶναι τό ἁγνό καί εὐωδιαστό θεραπευτικό βάλσαμο, πού ὅταν τό ἀγγίζουν οἱ τυφλοί ξαναβρίσκουν τό φῶς, οἱ κουφοί τήν ἀκοή τους, οἱ παράλυτοι τήν κίνηση, οἱ ἄλαλοι τή λαλιά τους, οἱ παράφρονες τή λογική τους, οἱ λεπροί καθαρίζονται, κάθε ἀρρώστια θεραπεύεται.

* * *

Tό σημερινό εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἕνα ἀκόμα παράδειγμα, γιά νά καταλάβουμε πώς ὅταν κάποιος ἔρχεται σ’ ἐπαφή μέ τό Χριστό, ἄν εἶναι ἄρρωστος θεραπεύεται κι ἄν εἶναι νεκρός ἀνασταίνεται. Ἐκεῖνον τόν καιρό λοιπόν, «ἰδού ἦλθεν ἀνήρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καί αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καί πεσών παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτόν εἰσελθεῖν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγάτηρ μονογενής ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καί αὕτη ἀπέθνησκεν» (Λουκ. η 41, 42). Γιά ποιόν καιρό μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής; Πότε ἔγιναν αὐτά; Τότε πού ὁ Κύριος διέσχισε τή λίμνη καί γύρισε μέ τό πλοῖο ἀπό τή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τότε πού θεράπευσε τούς δυό δαιμονισμένους καί νωρίτερα εἶχε γαληνέψει τήν καταιγίδα στή λίμνη. Ἀφοῦ εἶχε κάνει τά δυό μεγάλα αὐτά θαύματα, τόν καλοῦν τώρα νά κάνει ἕνα τρίτο. Ν’ ἀναστήσει ἕνα νεκρό. Κι ὅλ’ αὐτά μέσα σέ πολύ περιορισμένο χρόνο, λές καί βιαζόταν νά κάνει ὅσα περισσότερα καλά μποροῦσε στούς ἀνθρώπους, ὅσο ζοῦσε στή γῆ, καί νά μᾶς δώσει ἔτσι παράδειγμα πώς πρέπει νά βιαζόμαστε νά κάνουμε τό καλό, πώς πρέπει νά περπατᾶμε ὅσο ἔχουμε τό φῶς (πρβλ. Ἰωάν. ιβ ́ 35).

Ἄν καί τά τρία αὐτά θαύματα δέ φαίνονται νά μοιάζουν μεταξύ τους, ὅλα ἔχουν ἕνα κοινό χαρακτηριστικό. Ὅλα ἀποκαλύπτουν τήν κυριαρχική δύναμη τοῦ Χριστοῦ τήν κυριαρχία Του στή φύση, στούς δαίμονες καί στό θάνατο, στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι δύσκολο νά πεῖ κανείς ποιό ἀπό τά τρία αὐτά θαύματα εἶναι πιό φοβερό καί πιό συγκλονιστικό. Τί εἶναι πιό δύσκολο: νά τιθασεύσεις τήν καταιγίδα σέ θάλασσα καί ἀέρα, νά θεραπεύσεις τούς ἀνίατα δαιμονισμένους ἤ ν’ ἀναστήσεις νεκρό; γιά ἕνα θνητό ἄνθρωπο καί τά τρία αὐτά εἶναι ἐξίσου δύσκολα. Γιά τό Χριστό ὅμως εἶναι καί τά τρία ἐξίσου εὔκολα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμβαθύνει στό καθένα ἀπό τά τρία θαύματα, ἡ ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τή μεγαλοσύνη καί τήν παντοδυναμία τῆς πνοῆς, πού ἐν ἀρχῇ, δημιούργησε τόν κόσμο. «Καί εἶπεν ὁ Θεός…καί ἐγένετο οὕτως» (Γέν. α ́ 11).

Ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει ἄρχοντα τόν Ἰάειρο. Τί εἴδους ἄρχοντας ἦταν τό ἐξηγοῦν ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς: Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὅπου ρυθμίζονται τά θρησκευτικά καί ἐθνικά θέματα. Τό μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στο νεκροκράβατο. Αὐτό ἦταν κάτι τρομερό γι’ αὐτόν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, εἶχαν μιά ἀμυδρή κι ἀκαθόριστη πίστη στή μετά θάνατον ζωή. Γιά ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐξουσίας αὐτό ἦταν διπλό χτύπημα: πρῶτο ἦταν ἡ θλίψη του ὡς γονιοῦ καί δεύτερο τό αἴσθημα ντροπῆς καί ταπείνωσης μπροστά στούς ἀνθρώπους, καθώς τέτοια φοβερή ἀπώλεια φαινόταν σάν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἀπόγνωσή του ἦρθε στό Χριστό «καί πεσών προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλ’ ἐλθών ἐπίθες τήν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν καί ζήσεται» (Ματθ. θ ́ 18).

Γιατί γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς πώς ἡ κόρη τοῦ ἄρχοντα «ἀπέθνησκεν», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος γράφει πώς «ἄρτι ἐτελεύτησεν»; Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τό περιστατικό ὅπως ἔγινε, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μεταφέρει τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέτη. Δέ συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ὑπερβάλουν τή δυστυχία τους; Ἡ ὑπερβολή προέρχεται πρῶτα ἀπό τό γεγονός ὅτι ὅταν ἡ δυστυχία ἔρχεται ξαφνικά, ἀναπάντεχα, φαίνεται πολύ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι πραγματικά εἶναι. Δεύτερο, ἐπειδή ἐκεῖνος πού ζητάει βοήθεια, γενικά παρουσιάζει τό πρόβλημά του μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά, ὥστε νά λάβει τή βοήθεια ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Ὅταν καίγεται ἕνα σπίτι, δέν ἀκοῦμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθῆστε, τό σπίτι μου κατακάηκε»; Τό σπίτι βέβαια δέν ἔχει κατακαεῖ, καίγεται. Τό ὅτι τό κορίτσι δέν εἶχε πεθάνει ἀκόμα τή στιγμή πού ὁ πατέρας του μιλοῦσε στόν Κύριο, θά τ’ ἀκούσουμε λίγο ἀργότερα ἀπό τούς ὑπηρέτες τοῦ Ἰάειρου.

Μ’ ὅλο πού ὁ Ἰάειρος αὐτός εἶχε κάποια πίστη στό Χριστό, αὐτή δέ θά μποροῦσε νά συγκριθεῖ μέ κείνην τοῦ ρωμαίου ἑκατόνταρχου στήν Καπερναούμ. Ὁ τελευταῖος ζητοῦσε ἀπό τό Χριστό νά μήν πάει στο σπίτι του, ἐπειδή ἦταν ἁμαρτωλός, ἀρκοῦσε νά πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. ή 8). Ὁ Ἰάειρος κάλεσε τόν Κύριο στό σπίτι του, γιά ν’ ἀκουμπήσει τό χέρι Του στή νεκρή θυγατέρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καί κάτι ὑλικό μέσα της. Ἐπίθες τήν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάειρος ζήτησε ἀπό τόν Κύριο ἕνα χειροπιαστό τρόπο θεραπείας. Λές κι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε λιγότερη δύναμη ἀπό τό χέρι Του! Λές κι ἡ φωνή πού γαλήνευε τά κύματα καί τήν καταιγίδα, πού ἔβγαζε τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους κι ἀργότερα ἀνάστησε τό Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετά τό θάνατο καί τήν ταφή του, δέν μποροῦσε ν’ ἀναστήσει τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολύ φιλεύσπλαχνος. Δέ θ’ ἀρνιόταν τή βοήθειά Του πρός τό θλιμμένο πατέρα ἐπειδή ἡ πίστη του δέν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκίνησε ἀμέσως γιά νά βοηθήσει.

Στό δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ Ἰάειρου ἔγινε κι ἕνα θαῦμα σέ μιά γυναίκα πού εἶχε πολύ μεγαλύτερη πίστη ἀπό τόν Ἰάειρο. Κι αὐτό βοήθησε τόν Ἰάειρο, τόν ἔπεισε πώς ὁλόκληρος ὁ Χριστός ἔχει θαυματουργική δύναμη, ὄχι μόνο τά χέρια Του. Μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἄν ἔρθει κανείς σ’ ἐπαφή μέ τόν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αὐτό εἶναι πηγή θάρρους σ’ αὐτούς πού δέν μποροῦν νά πλησιάσουν τό Χριστό μέ τόν ἕνα τρόπο, μποροῦν ὅμως μέ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλωσε τά χέρια Του στό σταυρό γιά ν’ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐκείνους πού προστρέχουν κοντά Του, ἀπό ὅποια πλευρά κι ἄν ἔρχονται.

Προσέξτε τώρα τί ἔγινε ὅταν ὁ Χριστός πορεύτηκε μαζί μέ τό πλῆθος πρός τό σπίτι τοῦ Ἰάειρου.

«Ἐν δέ τῷ ὑπάγειν αὐτόν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καί γυνή οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις προσαναλώσασα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενός θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. ή 42-44). Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Χριστός πάτησε τό πόδι Του στή στεριά, ἐρχόμενος ἀπό τά Γάδαρα, συνοδευόταν ἀπό ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. «Συνήχθη ὄχλος πολύς ἐπ’ αὐτόν», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος (ε ́ 21). Ὅλοι ἤθελαν νά βρεθοῦν κοντά Του, ν’ ἀκούσουν τά σπάνια λόγια Του καί νά δοῦν τά θαυμαστά ἔργα Του. Μερικοί τόν ἀκολουθοῦσαν ἀπό πείνα καί δίψα πνευματική κι ἄλλοι ἀπό περιέργεια. Μέσα στό πλῆθος βρισκόταν κι ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἄρρωστη ἀπό μιά ἀκάθαρτη ἀρρώστια. Ἡ ρύση αἵματος σέ μιά γυναίκα, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι φυσιολογική, εἶναι ἕνα δύσκολο καί ταπεινωτικό πράγμα. Μιά διαρκής ρύση αἵματος ὅμως, πού διαρκεῖ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν σάν μιά ζωντανή κόλαση βασάνων, ντροπῆς κι ἀκαθαρσίας. Ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε ἀναζητήσει θεραπεία κι εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε σέ γιατρούς καί φάρμακα. Τίποτα ὅμως δέ βοήθησε, κανένας γιατρός δέν μποροῦσε νά τήν γιατρέψει. Φανταστεῖτε τό καθημερινό πλύσιμό της, τό καθάρισμά της, τή στενοχώρια καί τήν ντροπή της. Ἔμοιαζε σά νά τή δημιούργησε ὁ Θεός γι’ αὐτό μόνο τό λόγο: γιά νά τρέχει τό αἷμα της καί κείνη νά περνᾶ τίς μέρες της στή γῆ σέ μιά προσπάθεια νά σταματήσει τή ρύση, πού δέ σταματοῦσε, μ’ ἕναν πόνο πού δέ γιατρευόταν καί μέ μιά ντροπή ἀνέκφραστη. Ἔτσι πιστεύουμε πώς γίνεται μέ κάθε χρόνια ἀσθένεια. Ὁ Θεός ὅμως εἶχε προβλέψει γι’ αὐτήν, ὅπως προβλέπει καί γιά κάθε πλάσμα Του. Ἡ ἀρρώστια της συντέλεσε στήν ψυχική της σωτηρία καί στή δόξα τοῦ Θεοῦ.

«Ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ ́ 21), εἶπε μέσα της καί πίεζε τό πλῆθος γιά νά βρεθεῖ κοντά στό Χριστό. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς. Νωρίτερα εἶχε στηρίξει τήν πίστη της στούς γιατρούς πού εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτή ὅμως ἀποδείχτηκε ἄκαρπη. Ἀπό μόνη της ἡ πίστη δέν εἶναι ἀρκετή, ἄν αὐτός πού πιστεύεις δέν ἔχει τή δύναμη νά βοηθήσει. Γι’ αὐτό ἄς σιωπήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἰσχυρίζονται (εἴτε ἀπό ἄγνοια εἶτε ἀπό ἔλλειψη πίστης) πώς τά θαύματα του εὐαγγελίου ἔγιναν ἀπό ὑποβολή ἤ αὐθυποβολή. Ἡ ταπεινή καί βασανισμένη αὐτή γυναίκα δέν εἶχε οὔτε τήν τόλμη οὔτε τήν ἐλπίδα νά παρουσιαστεῖ μπροστά στό Χριστό, νά τοῦ ἐξηγήσει τό πρόβλημά της καί νά ζητήσει βοήθεια. Πῶς θά μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό μπροστά σ’ ἕνα τεράστιο πλῆθος, ὅταν μάλιστα ντρεπόταν γιά τήν κατάστασή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκάθαρτης» ἀρρώστιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἄν τήν εἶχε δημοσιοποιήσει, θά εἰσέπραττε τή δημόσια ἀποστροφή, τήν κατακραυγή καί τήν καταδίκη. Γι’ αὐτό καί προσέγγισε τόν Κύριο κρυφά, ἀπό πίσω, καί ἄγγιξε τό ἱμάτιό Του.

Καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Πῶς κατάλαβε πώς ἔπαψε ἡ ρύση τοῦ αἵματος; «Ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπό τῆς μάστιγος», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος (ε 29). Ὅπως ἕνα ζωντανό σκουλήκι πού σπαρταρᾶ ἀκατάπαυστα γύρω ἀπό μιά διαπυημένη πληγή, ἔτσι θά ἔπρεπε νά νιώθει κι ἡ δύστυχη αὐτή γυναίκα τήν ἀσταμάτητη ρύση τοῦ αἵματος. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσε πώς ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Δέν ἔνιωθε τήν αἱμορραγία μέσα της, ὅπως δέν τή νιώθει καί κάθε ὑγιής ἄνθρωπος. Μέσα της μπῆκε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνητισμός σ ̓ ἕνα μαγνήτη ἤ τό φῶς σ’ ἕνα σκοτεινό δωμάτιο.

Δέν ἦταν αὐτό τό μοναδικό περιστατικό ἀνθρώπου πού γιατρεύτηκε μόνο μέ τό ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγγελίων διαβάζουμε πώς πολλοί ἤθελαν ἁπλά ν’ ἀγγίξουν τό κράσπεδο τῶν ἱματίων Του «καί ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ’ 36).

Πόσα τέτοια ἀνήκουστα θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στούς ἀνθρώπους, πού ἔμειναν ἀκαταχώρητα! Κι αὐτό ὄχι μόνο στά τριάντα χρόνια πού ἦρθε γιά νά κηρύξει τό σωστικό Του εὐαγγέλιο στούς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπό τήν ἴδια μέρα καί ὥρα τῆς σύλληψής Του στήν πάναγνη κοιλιά τῆς Μητέρας Του. Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τά θαύματά Του εἶναι περισσότερα ἀπό τίς σταγόνες τῆς βροχῆς».

Πόσο ἄλλαξε μυστηριωδῶς ὅλη ἡ κτίση μέ τήν κατά σάρκα παρουσία Του στή γῆ! Πόσα θαύματα γίνονται καί σήμερα στούς πιστούς πού συμμετέχουν στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας! Εἶναι ἀμέτρητα κι ἀκατανόητα. Ἡ αἱμορροούσα γυναίκα δέν ἄγγιξε τό σῶμα Του, ἀλλά τό ἱμάτιό Του μόνο. Κι ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ μακρόχρονη πάθησή της, πού γιά χρόνια πολλά προσπαθοῦσαν οἱ γιατροί νά γιατρέψουν χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὅλα ὅσα εἶχε τά σκόρπισε σέ γιατρούς καί σέ φάρμακα, γιά νά βρεῖ τή θεραπεία της. Νά ὅμως πού μπροστά της βρέθηκε ὁ Κύριος, ὁ γιατρός πού δέν ἀποβλέπει σέ χρήματα, πού δέν τῆς ζητάει τίποτα, ἀλλά τῆς δίνει ὅλα ὅσα ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε. Κι αὐτό χωρίς καμιά προσπάθεια, μόχθο ἤ καθυστέρηση. Αὐτή εἶναι ἡ πληρότητα καί τελειότητα κάθε ἄνωθεν δωρεᾶς, πού ἔρχεται «ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α’ 17).

«Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δέ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καί οἱ σύν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καί ἀποθλίβουσι, καί λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τίς· ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ̓ ἐμοῦ» (Λουκ. ή 45,46). Γιατί ρώτησε ὁ Κύριος, ἀφοῦ γνώριζε ποιά ἦταν αὐτή πού τόν ἄγγιξε, ἀλλά καί πώς δέν μποροῦσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ρώτησε, ἀφοῦ δέν ἤξεραν; Γιά νά φανερώσει τήν πίστη τῆς γυναίκας πού θεραπεύτηκε, νά τήν ἐπιβεβαιώσει μιά καί καλή τόσο στήν ἴδια ὅσο καί στούς ἄλλους, ἀλλά καί γιά ν’ ἀποκαλύψει τή θεϊκή δύναμή Του σέ κείνους πού ἦταν μπροστά, καθώς καί σ’ ἐμᾶς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά δέχεται κάθε θεϊκό δῶρο μέ εὐχαριστία κι εὐγνωμοσύνη. Ὁ Κύριος θέλησε νά δώσει ἔμφαση στήν πίστη τῆς γυναίκας, γιά νά μᾶς διδάξει πώς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά δώσει ὁ Θεός κάθε καλό στούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀλήθεια πώς μέ τό ἀμέτρητο ἔλεός Του ὁ Θεός, συχνά κάνει τό καλό στούς ἀνθρώπους χωρίς προαπαιτούμενο τήν πίστη τους. Ὅταν ὅμως ζητάει τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, δίνει ἔμφαση στήν ὀντότητά τους, ὡς ἐλευθέρων καί λογικῶν πλασμάτων. Πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύθερος καί λογικός ὁ ἄνθρωπος ἄν, ἀπό τήν πλευρά του, δέν εἶναι ἕτοιμος νά δεχτεῖ τή σωτηρία του; Ὁ Θεός ζητάει ἀπό τούς ἀνθρώπους τό ἐλάχιστο πού μπορεῖ νά ζητήσει: πίστη στό ζωντανό Θεό, στήν ἀγάπη Του, στή διαρκή ετοιμότητά Του νά δώσει καί νά κάνει στούς ἀνθρώπους ὅλα ὅσα συντελοῦν στό καλό του.

Μέ τή διακήρυξη τῆς πίστης τῆς γυναίκας αὐτῆς ὅμως, ὁ Κύριος ἤθελε νά ἐνισχύσει καί τήν πίστη τοῦ Ἰάειρου. Νά τοῦ δείξει πώς δέν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀπαιτήσει ἀπό τόν Κύριο νά πάει στό σπίτι του γιά ν’ ἀγγίξει μέ τό χέρι Του τό νεκρό κορίτσι. Ἔχει τή δύναμη νά θεραπεύσει μέ πολλούς τρόπους κι ὄχι μόνο μέ τήν ἐπίθεση τῶν χεριῶν. Μπορεῖ νά θεραπεύσει μέ τά ροῦχα Του ὅπως καί μέ τά χέρια Του, ἀπό ἀπόσταση σά νά βρίσκεται κοντά, ἀπό τό δρόμο ὅπως καί μέσα στό σπίτι.

Ὁ Κύριος θέλει νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τή θεϊκή Του δύναμη, δέν ἐπιδιώκει τόν ἔπαινό τους. Οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων γιά τόν Κύριο ἦταν ἐντελῶς μάταιοι, ἕνα τίποτα. Ἤθελε ὅμως νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι, νά κάνουν χρήση τῆς ἀλήθειας. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κάθε ἀγαθό πού δέχονται οἱ ἄνθρωποι, ἔρχεται ἀπευθείας ἀπό τό Θεό. Τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ δέ θεράπευσε τήν αἱμορροούσα γυναίκα χωρίς τή γνώση τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν ἄμεση δύναμη πού πήγαζε ἀπ ̓ Αὐτόν. Εἶναι ἡ ἴδια ζωντανή δύναμη τοῦ Θεοῦ πού θαυματουργεῖ στόν πιστό ἀπό τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τίς εἰκόνες. Ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δέν μπορεῖ μέ μόνη τή δύναμή του νά κάνει ὁποιοδήποτε καλό στούς ἀνθρώπους. Δέ γίνεται νά μή γνωρίζει ὁ Θεός τή θεϊκή δύναμη πού πηγάζει ἀπό τόν ἴδιο.

Αὐτό γίνεται μέ ὅλα τά ἐγκόσμια μέσα θεραπείας, αὐτό γίνεται καί μέ τά μεταλλικά νερά. Ὁ Θεός δέν ἀπέχει ἀπό τά γιατρικά καί τά μεταλλικά νερά περισσότερο, ἀπ’ ὅσο ἀπέχει ὁ Χριστός ἀπό ὁ τά ἱμάτιά Του. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ φάρμακα καί μεταλλικά νερά μέ τέτοια πίστη καί τέτοια συστολή, φόβο καί σεβασμό, πού εἶχε κι ἡ γυναίκα αὐτή ὅταν ἄγγιζε τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, θά θεραπευτεῖ. Ὅποιος ὅμως χρησιμοποιεῖ φάρμακα καί μεταλλικά νερά χωρίς Θεό, ἤ ἀκόμα περισσότερο ἀντίθετα στό Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Ἄν κάποιος ἀπ’ αὐτούς θεραπεύεται, δέχεται τή θεραπεία του ἀπό τήν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γνωρίσει καί νά ὁμολογήσει κάποια στιγμή τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί νά τόν δοξάσει. Ὁ Χριστός θεράπευσε τόν δαιμονισμένο στά Γάδαρα χωρίς ἐκεῖνος νά διαθέτει τήν πίστη αὐτή, χωρίς νά τήν ὁμολογεῖ. Γιά νά γίνει γνωστό γιά ποιό λόγο τόν θεράπευσε ὅμως, τοῦ εἶπε: «ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου πρός τούς σούς καί ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καί ἠλέησέ σε» (Μάρκ. ε ́ 19).

Πολλοί ἀπό τό πλῆθος πού ἀκολουθοῦσε τό Χριστό τόν ἄγγιζαν, δέν ἔλαβαν ὅμως τή θεραπεία πού δέχτηκε ἡ αἱμορροούσα γυναίκα, γιατί αὐτή τόν ἄγγιξε μέ πίστη καί φόβο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σήμερα σέ πολλούς πού προσκυνοῦν χωρίς πίστη καί φόβο τίς εἰκόνες, τά λείψανα τῶν ἁγίων, τόν Τίμιο Σταυρό καί τό Εὐαγγέλιο, ὅπως γινόταν καί μέ τό μεγάλο πλῆθος μέ τά περίεργα μυαλά καί τίς παγωμένες καρδιές πού ἄγγιζαν τό Χριστό. Μέ τούς ἀληθινούς πιστούς ὅμως γίνεται αὐτό πού ἔγινε μέ τήν αἱμορροούσα γυναίκα, πού θεραπεύτηκε. Ὅποιος ἔχει μάτια, ἄς δεῖ. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἄς ἀκούσει!

«Ἰδοῦσα δέ ἡ γυνή ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καί προσπεσοῦσα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντός τοῦ λαοῦ, καί ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δέ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. ή 47,48). Ἡ γυναίκα ἔνιωσε ἀπό τή φωνή καί τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πώς Ἐκεῖνος γνώριζε τό μυστικό της, πώς ἡ ἴδια δέ θά μποροῦσε νά τοῦ τό κρύψει. Ἔτρεμε ἀπό φόβο καί στάθηκε πρόσωπο μέ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον πού γνωρίζει τίς πιό καλοκρυμμένες πράξεις τῶν ἀνθρώπων, τά πιό μύχια μυστικά πού κρύβουν στήν καρδιά τους. Εἶχε νιώσει τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τή θαυματουργική θεραπευτική δύναμή Του, γι’ αὐτό κι ἔτρεμε ἀπό φόβο μπροστά Του. Τώρα ὅμως πού ἄκουσε πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τό βαθύ μυστικό της, ὁ φόβος μπροστά στόν παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζί μέ τήν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς φανερώθηκε κι ἡ πανσοφία Του. Προχώρησε μπροστά καί τά ὁμολόγησε ὅλα. Ἡ ντροπή της μεταβλήθηκε σέ φόβο. Ἡ ντροπή γιά τήν ἀρρώστια της ἐξαφανίστηκε, ἀφοῦ θεραπεύτηκε. Στή θέση τῆς ντροπῆς ἦρθε τώρα ὁ φόβος μπροστά στήν παντοδυναμία καί τήν πανσοφία Του.

Τήν εἶδε ἔτσι φοβισμένη ὁ στοργικός Κύριος καί τήν παρηγόρησε μέ τά πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Ὑπάρχει πιό γλυκιά παρηγοριά στόν κόσμο, ἀπό τό ν’ ἀκούσει κανείς τά λόγια αὐτά ἀπό τόν ἀθάνατο Βασιλιά καί Κύριο; Τῆς δίνει θάρρος, τήν ὀνομάζει «θυγατέρα» Του. Δέν ὑπάρχει πραγματικό καί διαρκές θάρρος, ἔξω ἀπ’ αὐτό πού δίνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό ἀφοβία, ἄν δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό Θεό. Δέ γνωρίζει τίποτα ἀπό παρηγοριά καί συμπάθεια, ὡσότου γνωρίσει κι ὁμολογήσει τό Θεό ὡς Πατέρα του καί τόν ἴδιο ὡς παιδί τοῦ Θεοῦ. Κανένας δέν μπορεῖ ν’ ἀκούσει τά λόγια αὐτά μέσα του, ὡσότου ἀνακαινιστεῖ κι ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἡ γυναίκα αὐτή ἔδειξε πώς ἀναγεννήθηκε σωματικά καί πνευματικά. Σωματικά, ἐπειδή τό μισοπεθαμένο σῶμα της γιατρεύτηκε, ἀναζωογονήθηκε. Πνευματικά, ἐπειδή γνώρισε κι ἔνιωσε τήν παντοδυναμία καί πανσοφία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Αὐτά εἶναι λόγια διδαχῆς, ἀλλά καί θάρρους. Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχε φανερώσει τήν ταπείνωσή Του μέ τό νά νηστέψει καί νά πλύνει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του· ἄν τή δύναμή Του δέν τήν εἶχε ἀποδώσει στόν Οὐράνιο Πατέρα Του, κι ἄν τή δόξα Του δέν τήν εἶχε μοιραστεῖ μέ ἀνθρώπους, ἀποδίδοντας τά δικά Του σ’ ἐκείνους, τότε σίγουρα ἡ γῆ θά ἔτρεμε συνέχεια σέ κάθε βηματισμό Του· σέ κάθε λόγο Του ὁ κόσμος ὁλόκληρος θά φλεγόταν. Ποιός θά τολμοῦσε νά τόν κοιτάξει κατάματα; Ποιός θά μποροῦσε νά καθήσει δίπλα Του καί νά τόν ἀγγίξει; Ποιός θά μποροῦσε ν’ ἀκούσει τό λόγο Του καί νά μή διαλυθεῖ, νά ἐξαφανιστεῖ; Ὁ Κύριος ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη σάρκα γιά νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφός μέ ἀδελφό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αὐτό ἔδινε κουράγιο στούς ἀνθρώπους σέ κάθε τους βῆμα. Γι’ αὐτό κι ἀπέδιδε ὅλα τά ἔργα Του στήν πίστη τους.

Τήν ὥρα πού ὁ Κύριος τέλειωνε μέ τήν αἱμορροούσα γυναίκα, ἡ κατάσταση τοῦ Ἰάειρου εἶχε χειροτερέψει.

«Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τίς παρά τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μή σκύλλε τόν διδάσκαλον. ὁ δέ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μή φοβοῦ· μόνον πίστευε, καί σωθήσεται» (Λουκ. ή 49,50). Γίνεται φανερό ἀπό τά λόγια αὐτά πώς ἡ κόρη τοῦ Ἰάειρου δέν εἶχε πεθάνει ὅταν ἐκεῖνος κάλεσε τό Χριστό στό σπίτι του. Βρισκόταν στή νεκρική κλίνη της, ἔπνεε «τά λοίσθια», γι’ αὐτό καί θά μποροῦσαν νά τήν ὀνομάσουν νεκρή.

Μή σκύλλε τόν διδάσκαλον. Ὁ Χριστός ἦταν γνωστός ὡς Διδάσκαλος. Τόν ὀνόμαζαν ἔτσι ἐκεῖνοι πού δέν ἔνιωθαν τήν ἀπεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε ὅμως πόσο πράος καί σπλαχνικός ἦταν ὁ Κύριος! Προτοῦ ὁ ἄρχοντας Ιάειρος ξεσπάσει σέ δάκρυα κι ἐκφράσει τόν πατρικό του πόνο, Ἐκεῖνος τόν στήριξε μέ λόγια παρηγορητικά κι ἐνθαρρυντικά: Μή φοβοῦ! Αὐτό βέβαια δέν ἀλλάζει μέ τίποτα τήν κατάσταση. Μισοπεθαμένο ἤ πεθαμένο τό κορίτσι, δέν ἔχει διαφορά. Τίποτα δέν μποροῦσε νά πάρει ἀπό τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τό μόνο πού ἀπέμενε στό δύστυχο πατέρα ἦταν ν’ ἀκολουθήσει αὐτά πού τοῦ ἔλεγε ὁ Κύριος, τό μόνο πού μποροῦσε νά κάνει, ἦταν τό μόνον πίστευε! Εἶδες πρίν, ἀπό τήν αἱμορροούσα γυναίκα, τί μπορεῖ νά κάνει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού μέ μιά μόνο σκέψη μποροῦσε νά θεραπεύσει τήν αἱμορραγία της, πού τήν ταλαιπωροῦσε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, μπορεῖ νά ἑνώσει ξανά τήν ψυχή μέ τό σῶμα τῆς κόρης σου. Ἐσύ νά πιστεύεις μόνο καί σωθήσεται!

«Ἐλθών δέ εἰς τήν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μή Πέτρον καί Ἰωάννην καί Ἰάκωβον καί τόν πατέρα τῆς παιδός καί τήν μητέρα» (Λουκ. η ́ 51). Πέντε μάρτυρες εἶναι ἀρκετοί. Δύο μάρτυρες δέ φτάνουν στά ἐγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα μέ τό νόμο; Πῆρε μαζί Του τρεῖς μαθητές Του, ἐκείνους πού ἀργότερα θά μαρτυροῦσαν τήν ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του στό Θαβώρ καί τήν προσευχή τῆς ἀγωνίας Του στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Πῆρε ἐκείνους πού τότε ἦταν πιό ὥριμοι πνευματικά ἀπό τούς ἄλλους ἐννιά, πού θά μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό βαθύτερο μυστήριο τῆς δύναμης καί τῆς ὕπαρξής Του. Οἱ τρεῖς αὐτοί μαθητές θά ἔβλεπαν τήν πρώτη ἀνάσταση νεκροῦ πού θά κατόρθωνε μέ τή δύναμή Του ὁ Κύριος καί στή συνέχεια θά τό διηγοῦνταν στούς συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους ἔτσι νά “χουν καί κεῖνοι πίστη. Ἀργότερα πού ὁ Κύριος θ’ ἀνάσταινε τό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν καί τό Λάζαρο, θά παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ μαθητές. Εἶναι προφανές γιατί πῆρε καί τούς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ μαζί Του. Ἡ νεκρή κόρη τους θά βοηθοῦσε στήν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους. Ποιός θά ‘χε τό δικαίωμα νά βοηθηθεῖ ἀπό τήν κόρη, περισσότερο ἀπό τούς γονεῖς της;

Μπῆκε στό σπίτι ὁ Κύριος κι ἡ σκέψη Του ἦταν σέ κείνους πού ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν τό νεκρό κορίτσι. «Ἔκλαιον δέ πάντες καί ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δέ εἶπε· μή κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει· καί κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν» (Λουκ. η ́ 52,53). Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στή σκηνή αὐτή. Γράφουν πώς εἶχαν κληθεῖ ἀπό τή γειτονιά μουσικοί καί ἐπαγγελματίες θρηνωδοί. Αὐτό ἦταν ἔθιμο στούς πλούσιους Ἰουδαίους, ὅπως καί στούς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔκλαιγαν, θορυβοῦσαν καί μοιρολογοῦσαν (βλ. Μάρκ. ε ́ 38). Ὁ Ἰάειρος ἦταν ἀπό τούς πιό σπουδαίους, ἄν ὄχι ὁ πιό σπουδαῖος ἄνθρωπος τοῦ τόπου. Ἐκτός ἀπό τούς μισθωμένους μουσικούς καί θρηνωδούς, πρέπει νά παρευρίσκονταν στό σπίτι του καί πολλοί συγγενεῖς, φίλοι καί γείτονες, πού ἔκλαιγαν πραγματικά τό κορίτσι πού ἔφυγε πρόωρα.

Γιατί εἶπε στούς ἀνθρώπους ὁ Κύριος, πώς οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει; Ἤξερε καλά πώς εἶχε πεθάνει. Πρῶτα, λοιπόν, τό εἶπε γιά νά ἐπιβεβαιώσουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πώς τό κορίτσι ἦταν πραγματικά πεθαμένο. Καί δέ θά μποροῦσαν νά τό βεβαιώσουν καλύτερα αὐτό, παρά μέ τόν περιφρονητικό καγχασμό τους, ἐπειδή ὁ Κύριος δέν ἤξερε πώς τό κορίτσι ἦταν νεκρό. Δεύτερο, γιά νά φανερώσει πώς μπροστά Του ὁ θάνατος εἶχε χάσει τήν ὀσμή καί τή δύναμή του στούς ἀνθρώπους, δέν ἦταν παρά ἁπλά ἕνα ὄνειρο. Ὁ θάνατος δέν εἶναι ἐκμηδένιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δέν εἶναι κι ὁ ὕπνος. Θάνατος εἶναι τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή ζωή αὐτή στήν ἄλλη. Καί Κύριος τόσο αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο καί τῆς ἄλλης εἶναι Ἕνας. Γιά τόν ἄνθρωπο πού εἶναι στηριγμένος στή σωματική ζωή, ἡ ἀναχώρηση ἀπό αὐτή σημαίνει ἀναχώρηση ἀπό τή ζωή γενικά. Ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται στο δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οἱ ἐπιβάτες, δέ γίνεται ἀλλιῶς, ὅπως σκέφτονται οἱ ἀνόητοι, οἱ αἰσθησιακοί ἄνθρωποι. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ὅμως βλέπουν πώς ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται, οἱ ἐπιβάτες βγαίνουν ἀπό τά συντρίμμια, τ’ ἀφήνουν ἐκεῖ καί συνεχίζουν τό ταξίδι τους χωρίς τ’ αὐτοκίνητο. Ἐκεῖνος πού ἔφτιαξε τόσο τό αὐτοκίνητο ὅσο καί τούς ἐπιβάτες δέν μπορεῖ νά ἐπισκευάσει τό αὐτοκίνητο καί νά πεῖ στούς ἐπιβάτες νά ξαναμποῦν μέσα; Τό ἴδιο γίνεται μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν: τό ἀβοήθητο σῶμα θεραπεύεται καί ἡ ψυχή ξαναγυρίζει μέσα του.

Ὁ Κύριος σέ καμιά περίπτωση δέ χρησιμοποίησε ὑπερβολή ὅταν παρομοίασε τό θάνατο μέ ὕπνο. Τό ἀπόδειξε αὐτό μέ τήν ἀνάστασή Του, μετά ἀπό μαρτυρικό θάνατο καί τρεῖς μέρες στόν τάφο, μέ τήν ἀνάσταση πολλῶν νεκρῶν τήν ὥρα τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, ἀλλά κι ἀργότερα, σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ὅταν νεκροί ξαναγύρισαν στή ζωή μέ τίς προσευχές ἁγίων καί θεάρεστων ἀνθρώπων. Κι ἐδῶ τό φανέρωσε μέ τήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου.

Ὅταν λοιπόν ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μιά ἐπαρκή ὁμάδα μαρτύρων, τί ἔκανε μετά; «Αὐτός δέ ἐκβαλών ἔξω πάντας καί κρατήσας τῆς χειρός αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου» (Λουκ. ή 54). Ἐκεῖνοι πού εἶχαν γεμίσει πρίν τό δωμάτιο ὅπου κείτονταν ἡ κόρη, εἶχαν πειστεῖ γιά τό θάνατό της κι ἑπομένως δέ χρειάζονταν ἐκεῖ. Θ’ ἄκουγαν ἀργότερα γιά τό θαῦμα καί θά τήν ἔβλεπαν ζωντανή. Τώρα ὁ Κύριος ἔπρεπε νά στηρίξει τόν ἄρχοντα τοῦ λαοῦ καί τούς τρεῖς μαθητές Του στήν πίστη τους. Σκοπός Του σέ κάθε θαῦμα ἦταν νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀποκάλυψη καί στή χαρά, μέ τή σοφή πρόνοια πού ἦταν ὁλοφάνερη μέ κάθε λεπτομέρεια. Αρχικά τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω κι ἔμειναν μέσα στό δωμάτιο οἱ ἑπτά: πέντε ζωντανοί, μιά νεκρή κι ὁ Ζωοδότης. Δέν εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο αὐτό, πού φανερώνει τήν κρυμμένη ἤ μᾶλλον τήν ἀποκαλυμμένη ψυχή; Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ πεθαίνει, ἐκεῖνος συνεχίζει νά ζεῖ μέ τίς πέντε αἰσθήσεις του μιά ζωή σαρκική, ἄδεια, σέ ἀπόγνωση. Ἁπλώνει τά χέρια του πρός κάθε κατεύθυνση ζητώντας βοήθεια. Αὐτοί εἶναι οἱ σημερινοί «ὑλιστές». Σκιές σωματικές χωρίς ψυχή. Ἀπελπισμένα πλάσματα, πού μέ τίς αἰσθήσεις τους – τά μάτια, τ’ αὐτιά τους κλπ. – προσκολλῶνται στόν κόσμο ὥστε, ἔστω καί πρόσκαιρα, ν’ ἀποφύγουν ὅσο μποροῦν νά κατέβουν στόν τάφο, ἐκεῖ πού βρίσκεται κιόλας ἡ ψυχή τους. Ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτούς ὅμως, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γνωρίσει τό Χριστό, κράζει σ’ Ἐκεῖνον γιά βοήθεια. Ὁ Χριστός τότε προσεγγίζει τή νεκρή ψυχή καί τήν ξαναφέρνει στή ζωή, πρός κατάπληξη καί θαυμασμό τοῦ ἐπιπόλαιου κι αἰσθησιακοῦ ἀνθρώπου. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει τά ἴδια ἀκριβῶς λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος στήν Ἀραμαϊκή, καθώς ἄγγιζε τήν κόρη μέ τό χέρι Του: «Ταβιθά, κούμι! ». Αὐτό σημαίνει τό ἴδιο πού λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: ἡ παῖς, ἐγείρου!

Τί ἔγινε μέ τή νεκρή κόρη ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε τά λόγια αὐτά; «Καί ἐπέστρεψε τό πνεῦμα αὐτῆς, καί ἀνέστη παραχρῆμα, καί διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν» (Λουκ. ή 55). Νά λοιπόν πού ὁ θάνατος μοιάζει μέ τόν ὕπνο! Καί ἐπέστρεψε τό πνεῦμα αὐτῆς. Τό πνεῦμα της εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα, εἶχε πάει στόν τόπο τόν προορισμένο γιά τά πνεύματα τῶν νεκρῶν. Μέ τό ἄγγιγμα καί τά λόγια Του ὁ Κύριος ἐδῶ ἔκανε δύο θαύματα: Πρῶτα θεράπευσε τό σῶμα καί δεύτερο, ἔφερε ἀπό τό βασίλειο τῶν πνευμάτων τό πνεῦμα της καί τό ἔβαλε σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα. Ἄν δέν εἶχε θεραπεύσει τό σῶμα, τί καλό θά εἶχε προκύψει γιά τήν κόρη, ἄν ξαναγύριζε τό πνεῦμα της σ’ ἕνα ἄρρωστο κορμί; Θά εἶχε ξαναγυρίσει στή ζωή ἄρρωστη, γιά νά πεθάνει ξανά. Τέτοια μισο-ἀνάσταση δέ θά ‘ταν ἐπαναφορά στή ζωή, ἀλλά στά βάσανα. Ὁ Κύριος δέ δίνει μισά δῶρα, ἀλλ’ ὁλόκληρα. Δέ δίνει ἀτελή δῶρα, ἀλλά τέλεια. Δέν ἔδωσε τήν ὅραση στό ἕνα μάτι τοῦ τυφλοῦ, μά στά δύο. Δέν ἔδωσε στό ἕνα αὐτί τήν ἀκοή τοῦ κωφοῦ, ἀλλά καί στά δύο. Δέ θεράπευσε τό ἕνα πόδι τοῦ παράλυτου, μά καί τά δύο. Τό ἴδιο ἔκανε κι ἐδῶ. Ἀποκατάστησε τό πνεῦμα σ’ ἕνα ὑγιές σῶμα, ὄχι σέ ἄρρωστο, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ‘ναι ὑγιής.

Μετά ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δώσουν νά φάει. Διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ξανά πώς τό κορίτσι δέν ξαναγύρισε ἁπλά στή ζωή, ἀλλά ἀπόλυτα ὑγιές. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος γράφει πώς «καί εὐθέως ἀνέστη τό κοράσιον καί περιεπάτει» (ε ́ 42). Θά ‘δινε ἔτσι τή μαρτυρία πώς τό κορίτσι ἦταν ἐντελῶς καλά σωματικά. Τό ὅτι ἀναστήθηκε ἐντελῶς καλά, ἔπρεπε νά φανεῖ ὅσο πιό ξεκάθαρα γινόταν. Τό κορίτσι σηκώθηκε, περπάτησε κι ἔφαγε. Ὁ Κύριος γνώριζε μέ τί ἄπιστο λαό εἶχε νά κάνει. Ετσι, μαζί μέ τά θαύματα, φρόντιζε νά ὑπάρχουν καί ἀποδείξεις, ὥστε νά φανερωθεῖ πώς τό θαῦμα ἦταν ἀπαραίτητο καί ὠφέλιμο στούς ἀνθρώπους. Ἔπειτα, ἔπρεπε ν’ ἀποδειχτεῖ πώς μόνο Αὐτός μποροῦσε νά θαυματουργεῖ. Αὐτός καί κανένας ἄλλος. Καί τρίτο, ὥστε τό θαῦμα νά ἔχει ἐπαρκή μαρτυρία καί νά γίνει ἀποδεκτό ὡς ἀναμφισβήτητο γεγονός. Ἀλήθεια, πόσο καλά γνώριζε ὁ Κύριος αὐτό τό πονηρό καί ἄπιστο γένος τῶν ἀνθρώπων!

«Καί ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δέ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενί εἰπεῖν τό γεγονός» (Λουκ. ή 56). Μέ τήν ἐντολή Του αὐτή ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τούς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ πού ἀνάστησε, πώς πρῶτο καί κύριο μέλημά τους ἦταν νά εὐχαριστήσουν καί νά δοξολογήσουν τό Θεό. Τό σπουδαῖο ἐκείνη τή στιγμή δέν ἦταν νά τρέξουν καί νά πληροφορήσουν τόν κόσμο γιά τό θαῦμα, ἀλλά νά γονατίσουν μπροστά στόν ἀληθινό Θεό μέ μεγάλη ταπείνωση καί νά τοῦ προσφέρουν τίς θερμές τους εὐχαριστίες. Τό θαῦμα θά διαδοθεῖ μόνο του, χωρίς τή βοήθειά σας. Μή νοιάζεστε γι’ αὐτό. Δέν εἶναι δική σας δουλειά τήν ἱερή καί φοβερή αὐτή στιγμή νά ἐπικεντρωθεῖτε στό πῶς θά ἱκανοποιήσετε τήν περιέργεια τοῦ κόσμου, ἀλλά νά ἐκτελέσετε τό χρέος σας στό Θεό.

Μέ τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας καί τήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰάειρου, ὁ Κύριος συνέχισε τό ἔργο Του γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν κακή περιέργεια. Ἡ περιέργεια εἶναι πραγματικά ἕνα κακό. Χωρίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό καί τήν πνίγει στή θάλασσα τῶν ἐφήμερων ὑποθέσεων καί τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα κακό, περισσότερο ἀπό κακό, γιατί πολλές φορές ὁδηγεῖ στό σωματικό καί συχνά στόν ψυχικό θάνατο. Πολλές ἁμαρτίες καί πάθη, σωματικά καί ψυχικά, ἔχουν τίς ρίζες τους στήν περιέργεια. Ὅπως μιά ὄμορφη παπαρούνα κρύβει μέσα της δηλητήριο, ἔτσι κι ἡ περιέργεια κρύβει μέσα της ἕνα δυνατό δηλητήριο πού καταστρέφει ψυχή καί σῶμα. Ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν κόσμο αὐτόν γιά νά ἱκανοποιήσει τήν περιέργεια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γιά νά σώσει τίς ψυχές τους. Λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «Οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμός τοῦ ὁρᾶν, καί οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπό ἀκροάσεως» (α’ 8).

Ὁ Κύριος δέ θεράπευσε τήν αἱμορροούσα γυναίκα ἐπειδή ἄγγιξε τά ἱμάτιά Του ἀπό περιέργεια, ἀλλ’ ἐπειδή, στόν πόνο καί τή δυστυχία της, ἔτρεξε νά τόν ἀγγίξει μέ πίστη. Μάταια οἱ περίεργοι περιμένουν θαῦμα ἀπό τό Θεό. Δέ θά τούς κάνει ποτέ τό χατήρι. Ἀπό τή στιγμή πού τά θαύματα γίνονται γιά νά καλύψουν κάποια ἀνθρώπινη ἀνάγκη, οἱ περίεργοι δέν ἔχουν καμιά βοήθεια ἀπ’ αὐτά. Περισσότερη βοήθεια θά περιμένουν οἱ νεκροί ἀπό τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, παρά οἱ περίεργοι. Μήπως ὁ γιατρός ἐπισκέπτεται ἐκείνους πού νομίζουν πώς εἶναι ὑγιεῖς, πού εἶναι ἱκανοποιημένοι μέ τόν ἑαυτό τους καί δέν τόν καλοῦν;

Μήπως ὁ Κύριος εἶναι λιγότερο σοφός ἀπό τούς γιατρούς, γιά νά γυρίζει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ καί νά κάνει ἐπίδειξη τῆς δύναμης καί τῶν ἱκανοτήτων Του; Γι’ αὐτό, ἄρχοντα Ἰάειρε, μή νοιάζεσαι ποιός θά διαδώσει τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης σου. Μή νοιάζεσαι ἀκόμα, ἁμαρτωλέ, ποιός θά διαδώσει τό θαῦμα τῆς ψυχικῆς καί σωματικῆς θεραπείας σου. Ὁ Θεός γνώριζε τό ἀσύρματο τηλέφωνο καί τόν τηλέγραφο προτοῦ ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν ν’ ἀνοίξουν τό στόμα τους καί χρησιμοποιήσουν τή γλώσσα τους γιά νά πληροφορήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά τίς νέες εἰδήσεις. Ὁ Κύριος γνωρίζει πιό ἀξιόπιστα καί τελειότερα μέσα γιά νά πληροφορήσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μάθουν ὅλα τά καλά νέα πού μεταδίδονται ἀπό τό τηλέφωνο καί τόν της λέγραφο. Ὁ Δημιουργός τοῦ λόγου, τῆς γλώσσας καί τῆς ἀτμόσφαιρας ἔχει τά δικά Του μέσα ἐπικοινωνίας μέ κάθε πλάσμα Του, τρόπους πού πληρώνουν ὁλόκληρο τό διάστημα, κάθε χρονική στιγμή.

Νά μνημονεύετε τό χρέος σας στό Θεό, τό χορηγό κάθε «δόσης ἀγαθῆς». Μήν ὀλιγωρήσετε νά προσφέρετε προσευχές εὐχαριστίας καί ὑπακοῆς στό θεϊκό Του θέλημα. Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἀδυναμία καὶ παντοδυναμία

«Ἰάθῃ παραχρήμα» «Ἀνέστῃ παραχρήμα» (Λουκ. 8, 47, 55)

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ, ἀγαπητοί μου, στοὺς πολλους ἢ ἰδέα, ὅτι τὸ χρῆμα, ὁ παρᾶς, εἶνε παντοδύναμος. Ὅποιος ἔχει λεφτά, ἀκοῦς νὰ λένε, κάνει ὅ,τι θέλει. Μὲ τὰ λεφτὰ ἀνοίγει ὅλες τίς πόρτες. Τὰ λεφτὰ εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδί. Καὶ μέγαρο κτίζεις, καὶ μὲ πολυτελέστατα ἔπιπλα τὸ ἐπιπλώνεις, καὶ καλοριφὲρ βάζεις, καὶ αὐτοκίνητο παίρνεις, καὶ ἐκδρομὲς κάνεις στὸ ἐσωτερικὸ καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ τὰ παιδιά σου σπουδάζεις καὶ τὰ στέλνεις στὸ ἐξωτερικὸ καὶ γίνονται μεγάλοι ἐπιστήμονες, καὶ τὰ κορίτσια σου παντρεύεις μὲ τοὺς καλύτερους γαμπρούς, καὶ στὰ δικαστήρια βάζεις τοὺς πιὸ δυνατοὺς δικηγόρους, καὶ ὅπου συναντήσῃς δυσκολίες, πληρώνεις καὶ βγαίνεις ἀπ’ τίς δυσκολίες. Ἅμα ἔχῃς λεφτά, ἔχεις ὅλα τὰ μέσα. Ὁ παρᾶς εἶνε χαμοθεός! Αὐτὸ τὸ θεό, τὸ μαμωνά, πέφτουν καὶ προσκυνοῦν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι.

Στὸ χρῆμα πιστεύουν οἱ πολλοί. Ἄλλοι πάλι πιστεύουν στὶς θέσεις καὶ στὰ ἀξιώματα. Καὶ ἄλλοι πιστεύουν στὶς γνώσεις καὶ στὴν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη, λένε, κάνει θαύματα. Αὐτὴ θὰ λύσῃ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ θὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο.

Δύναμις τὸ χρῆμα. Δύναμις οἱ θέσεις καὶ τὰ ἀξιώματα. Δύναμις ἢ ἐξουσία. Δύναμις οἱ γνώσεις. Δύναμις ἢ ἐπιστήμη. Δύναμις ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ τί δύναμι, ἀπεριόριστη; Ὄχι. Ὅσο μεγάλη καὶ ἂν φαίνεται ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, στὴν πραγματικότητα εἶνε μικρὴ καὶ περιορισμένη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε παντοδύναμος. Παντοδύναμος εἶνε μόνο ὁ Χριστός.

Θέλετε ἀπόδειξι; Εἶνε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Δυὸ πρόσωπα παρουσιάζονται μέσα στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶχαν χτυπηθῇ σκληρὰ ἀπὸ τὸν πόνο. Τὸ ἕνα πρόσωπο εἶνε μιὰ γυναῖκα, ἡ αἱμορροοῦσα. Τὸ ἄλλο εἶνε ἕνας ἄντρας, ὁ Ἰάειρος. Καὶ οἱ δυὸ εἶχαν περιέλθει σὲ ἀδυναμία καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτε. Καὶ γι’ αὐτὸ ἦρθαν στὸ Χριστὸ καὶ ζητοῦσαν τὴ βοήθειά του. Τί εἶχε συμβῇ; Ἡ γυναῖκα εἶχε ἀρρωστήσει. Στό κορμί της ἄνοιξε πληγὴ καὶ ἔτρεχε αἷμα. Πάθαινε, δηλαδή, συχνὰ αἱμορραγία. Ἡ γυναικεία αὐτὴ ἀρρώστια τὴν ἐξαντλοῦσε. Ἡ αἱμορραγία δὲν σταματοῦσε. Τῆς συνέστησαν νὰ πάη σὲ γιατρούς, ποὺ φημίζονταν γιὰ τὴν ἱκανότητά τους. Πῆγε. Γύρισε πολλοὺς γιατρούς. Ἀκολούθησε τίς συμβουλές τους. Πῆρε φάρμακα πολλά. “Ἔκανε δίαιτα. Νόμιζε, ὅτι ἔτσι θὰ γινόταν καλά. Ἀλλ’ ἀποτέλεσμα μηδέν. Ἡ αἱμορραγία συνεχιζόταν. Δώδεκα χρόνια κρατοῦσε ἡ κατάσταση αὐτή. Ἡ γυναῖκα δὲν ἦταν, φαίνεται, φτωχή. Ἄν ἦταν φτωχή, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πάη σὲ τόσους γιατρούς. Ἡ γυναῖκα ἦταν εὔπορη, πλούσια. Καὶ προκειμένου ν’ ἀποκτήσῃ τὴν ὑγεία της δὲν λυπήθηκε τὰ χρήματα. Ἄχ, θὰ ἔλεγε, ἂς γίνω καλά, κι ἂς μὴ μείνῃ πεντάρα πάνω μου. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν περιουσία, ὅταν δὲν ἔχω ὑγεία;… Ξώδεψε λοιπὸν ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς καὶ σὲ φάρμακα, μὰ δὲν ἔγινε καλά. Πήγαινε στὸ χειρότερο. Δυστυχισμένη γυναῖκα! Οἱ γιατροὶ στράγγιζαν τὸ πουγγί σου, καὶ ἡ ἀρρώστια στράγγιζε τὸ αἷμα σου…

Ἀπελπισμένη ἡ γυναῖκα ἀπὸ γιατροὺς καὶ φάρμακα, ἀδύνατη, συντρίμμι ἀπὸ τὴν αἱμορραγία, ἔρχεται στὸ Χριστό. Ἔρχεται μὲ πίστι, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ τὴν κάνῃ καλά. Λέει μέσα της Φτάνει ν’ ἀγγίξω τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ γίνω καλά. Καὶ μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ἄγγιξε, καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ αἱμορραγία σταμάτησε ἀμέσως. Χριστέ μου! Ποιά δύναμις εἶνε αὐτή, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ ἅγιό σου σῶμα καὶ ἔκανε ἀμέσως καλὰ τὴν ἄρρωστη αὐτὴ γυναῖκα; Μὰ γιατί ἀπορῶ; Γιατί ρωτάω; Μήπως εἶνε μικρότερη ἡ δύναμί σου, Χριστέ, ποὺ ἔχει μέσα της ἡ θεία Μετάληψις, τὸ ἅγιό σου σῶμα καὶ τὸ τίμιό σου αἷμα; Χριστέ μου, ἀξίωσέ μὲ νὰ πλησιάζω, νὰ σ’ ἀγγίζω, νὰ σὲ παίρνω μέσα μου, μὲ τὴν πίστι ἐκείνη ποὺ εἶχε ἡ ἄρρωστη γυναῖκα. Σὺ εἶσαι ὁ παντοδύναμος Θεός. Καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες.

Εἴδαμε, ἀγαπητοί, τὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας. Εἴδαμε τὴν ἀδυναμία ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων μέσων γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας. Ἄς δοῦμε τώρα καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου προσώπου, τοῦ Ἰαείρου.

Τί ἦταν ὁ Ἰάειρος; «Ἀρχων τῆς συναγωγῆς» (Λουκ. 8, 41). Κατεῖχε, δηλαδή, μιὰ ξεχωριστὴ καὶ ἀνώτερη θέση μέσα στὴν ἑβραϊκὴ κοινότητα. Εἶχε ἐξουσία καὶ ἐπιρροὴ πάνω στὸ λαό. Ἀλλὰ νὰ καὶ αὐτὸς μὲ τὸ ἀξίωμα περιέρχεται σὲ ἀδυναμία πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴ γυναῖκα. Τί εἶχε συμβῇ; Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε μιὰ μονάκριβη κόρη. ‘Ἠταν δώδεκα χρονῶν. Ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ του! Ἀλλὰ νά, ἡ μονάκριβη κόρη ἀρρωσταίνει, πέφτει στὸ κρεβάτι καὶ κινδυνεύει. Ὁ πατέρας βέβαια, σὰν εὔπορος καὶ πλούσιος ποὺ ἦταν καὶ αὐτός, θά κάλεσε γιατροὺς καὶ θ’ ἀγόρασε φάρμακα καὶ θὰ μεταχειρίστηκε ὅλα τὰ ἀνθρώπινα μέσα γιὰ νὰ γίνῃ καλὰ ἡ κόρη του. Ἀλλὰ ἡ κατάσταση χειροτερεύει καὶ ὁ θάνατος πλησιάζει. Ποιός μπορεῖ νὰ διώξῃ το θάνατο ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου; Ὁ θάνατος εἶνε σκληρὸς καὶ δὲν κάνει διακρίσεις. Ἁρπάζει τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, ἀλλ’ ἁρπάζει καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Μπαίνει στὸ σπίτι τοῦ φτωχοῦ, ἀλλὰ μπαίνει καὶ στὸ σπίτι τοῦ πλουσίου. Χτυπάει τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ χτυπάει καὶ τοὺς ἄρχοντες.

Ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου ψυχορραγεῖ. Καὶ ὁ πατέρας, ἀπελπισμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια, βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τρέχει. Πηγαίνει στὸ Χριστό. Καί, ἄρχοντας αὐτὸς τῶν Ἰουδαίων, ταπεινώνεται, πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλεῖ, νὰ πάη στὸ σπίτι καὶ νὰ γλυτώσῃ τὴν κόρη του ἀπό το θάνατο. Καὶ ὁ Χριστός, ἀφοῦ θεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα γυναῖκα, πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλὰ ἡ κόρη εἶχε πεθάνει. Κλάματα καὶ σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούγονταν. Ὁ Χριστός τους διώχνει ὅλους ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς νεκρᾶς, κρατάει μόνο κοντά του τοὺς τρεῖς ἀγαπημένους μαθητές του καὶ τοὺς γονεῖς τῆς κόρης, στέκεται μπροστὰ στὴ νεκρά, πιάνει τὸ χέρι της, διατάζει ν’ ἀναστηθῇ, καὶ τὸ θαῦμα ἀμέσως ἔγινε. Ἡ κόρη ἀναστήθηκε.

Στὴν περίπτωση τῆς αἱμορροούσης γυναικὸς ὁ Χριστὸς νίκησε τὴν ἀσθένεια. Στὴν περίπτωση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ὁ Χριστὸς νίκησε το θάνατο. Καὶ στὰ δυὸ θαύματα φαίνεται καθαρά, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ.

Αΐ, σεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ ἱεροκήρυκες! θὰ μᾶς φωνάξῃ κάποιος σᾶς ἀρέσει νὰ μιλᾶτε γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ κήρυγμα ταίριαζε στὶς παλιὲς γενιές, τότε ποὺ ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶχε προοδεύσει ἀκόμη κι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀδύναμος καὶ ἄοπλος. Τώρα ὅμως, ποὺ ἡ ἐπιστήμη προώδευσε κι ὁ ἄνθρωπος γίνεται συνεχῶς δυνατώτερος καὶ ὁπλίζεται μὲ τὰ μέσα τῆς ἐπιστήμης, ποὺ βλέπετε σεῖς τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου;

Μᾶς ἐρωτοῦν οἱ ἄπιστοι, ποὺ βλέπουμε τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου; Τοὺς ἀπαντοῦμε. Ἐσεῖς ποὺ καυχᾶσθε γιὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, δὲν σᾶς λέμε νὰ ἐπισκεφθῆτε τὰ νοσοκομεῖα, ποὺ εἶνε γεμᾶτα ἀπὸ ἀρρώστους, οὔτε τὰ νεκροταφεῖα, ποὺ εἶνε γεμᾶτα ἀπὸ νεκρούς. Μπῆτε μέσα στὰ διαστημόπλοιά σας καὶ πετᾶξτε στὰ ἄστρα. Ἐκεῖ θὰ δῆτε καὶ θὰ αἰσθανθῆτε, πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος εἶνε ὁ Θεός!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek