ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ) — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Ι΄ 32 — 33, 37 — 38, ΙΘ΄ 27 – 30)

32Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυ­τοῦ Μαθη­ταῖς· Πᾶς ὅστις ὁμο­λο­γή­σει ἐν ἐμοὶ ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ὁμο­λο­γή­σω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς· 33ὅστις δ’ ἂν ἀρνή­ση­ταί με ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ἀρνή­σο­μαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρα­νοῖς. 37Ὁ φιλῶν πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγα­τέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38καὶ ὃς οὐ λαμ­βά­νει τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκο­λου­θεῖ ὀπί­σω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφή­κα­μεν πάν­τα καὶ ἠκο­λου­θή­σα­μέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκο­λου­θή­σαν­τές μοι, ἐν τῇ παλιγ­γε­νε­σίᾳ, ὅταν καθί­σῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ θρό­νου δόξης αὐτοῦ, καθί­σε­σθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τὰς δώδε­κα φυλὰς τοῦ Ἰσρα­ήλ. 29καὶ πᾶς ὅς ἀφῆ­κεν οἰκί­ας ἢ ἀδελ­φοὺς ἢ ἀδελ­φὰς ἢ πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ἢ γυναί­κα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνε­κεν τοῦ ὀνό­μα­τός μου, ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται καὶ ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σει. 30Πολ­λοὶ δὲ ἔσον­ται πρῶ­τοι ἔσχα­τοι καὶ ἔσχα­τοι πρῶ­τοι.

32 Καθέ­νας, λοι­πόν, που με πίστιν και θάρ­ρος και χωρίς να φοβή­ται τους διωγ­μούς, θα με ομο­λο­γή­ση σωτή­ρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώ­πους, θα τον ομο­λο­γή­σω και εγώ έμπρο­σθεν του ουρα­νί­ου πατρός μου ως ιδι­κόν μου. 33 Οποιος όμως με αρνη­θή εμπρός στους ανθρώ­πους, θα αρνη­θώ και εγώ να τον παρα­δε­χθώ ως ιδι­κόν μου εμπρός στον ουρά­νιον Πατέ­ρα μου.  37 Εκεί­νος που αγα­πά τον πατέ­ρα η την μητέ­ρα του παρα­πά­νω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγε­ται οπα­δός μου. Και εκεί­νος που αγα­πά τον υιόν του η την κόρην του παρα­πά­νω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγε­ται οπα­δός μου. 38 Και όποιος δεν παίρ­νει στα­θε­ράν την από­φα­σιν να υπο­στή κάθε ταλαι­πω­ρί­αν και σταυ­ρι­κόν ακό­μη θάνα­τον δια την πίστιν του εις εμέ και δεν με ακο­λου­θεί ως αρχη­γόν και υπό­δειγ­μά του, δεν είναι άξιος για μένα. 27 Τοτε απε­κρί­θη ο Πετρος και του είπε· “ιδού ημείς αφή­σα­μεν όλα και σε ηκο­λου­θή­σα­μεν. Ποία τάχα θα είναι η αμοι­βή μας;” 28 Ο δε Ιησούς απήν­τη­σεν εις αυτούς· “σας δια­βε­βαιώ­νω ότι σεις που με έχε­τε ακο­λου­θή­σει εδώ εις την γην, όταν εις την συν­τέ­λεια των αιώ­νων ανα­δη­μιουρ­γη­θή νέος κόσμος και ανα­στη­θούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώ­που καθί­ση επά­νω στον ένδο­ξον θρό­νον του, τότε και σεις θα καθί­σε­τε επά­νω εις δώδε­κα θρό­νους, δια να κρί­νε­τε τας δώδε­κα φυλάς του Ισρα­ήλ. 29 Και κάθε ένας, ο οποί­ος προς χάριν μου αφή­κε οικί­ας η αδελ­φούς η αδελ­φάς η πατέ­ρα η μητέ­ρα η γυναί­κα η χωρά­φια, θα λάβη εδώ εις την γην εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα και, το σπου­δαιό­τε­ρον, θα κλη­ρο­νο­μή­ση την αιω­νί­αν ζωήν. 30 Πολ­λοί δε που στον κόσμον αυτόν, ένε­κα των αξιω­μά­των τα οποία κατέ­χουν και όχι δια την αρε­τήν των, είναι πρώ­τοι, εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών θα είναι τελευ­ταί­οι και πολ­λοί που στον κόσμον αυτόν θεω­ρούν­ται τελευ­ταί­οι, θα είναι εκεί πρώ­τοι.

32 Μη λογα­ριά­ζε­τε λοι­πόν τους διωγ­μούς και τους κιν­δύ­νους, αλλά να λογα­ριά­ζε­τε τις μεγά­λες αμοι­βές που σας περι­μέ­νουν. Καθέ­νας που θα με ομο­λο­γή­σει ως Σωτή­ρα του και Θεό του μπρο­στά στους ανθρώ­πους που κατα­διώ­κουν την πίστη μου, θα τον ομο­λο­γή­σω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς. 33 Εκεί­νος όμως που θα με αρνη­θεί ως Θεάν­θρω­πο Σωτή­ρα μπρο­στά στους ανθρώ­πους, αυτόν θα τον αρνη­θώ κι εγώ και δεν θα τον ανα­γνω­ρί­σω ως δικό μου μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς.  36 Και εχθροί του πιστού ανθρώ­που θα είναι οι άνθρω­ποι του σπι­τιού του που δεν θα δεχθούν το ευαγ­γέ­λιό μου, το οποίο φέρ­νει την αλη­θι­νή και ουρά­νια ειρή­νη. 37 Εκεί­νος που αγα­πά τον πατέ­ρα του ή την μητέ­ρα του περισ­σό­τε­ρο από μένα, και με αρνεί­ται για να μη χωρι­σθεί από τους γονείς του, δεν αξί­ζει για μένα. Κι εκεί­νος που αγα­πά το γιο του ή την κόρη του περισ­σό­τε­ρο από μένα, δεν είναι άξιος να λέγε­ται μαθη­τής μου. 38 Κι εκεί­νος που δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί σταυ­ρι­κό θάνα­το και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται δηλα­δή σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα. 27 Τότε του απο­κρί­θη­κε ο Πέτρος: Να, εμείς όλα τα αφή­σα­με και σε ακο­λου­θή­σα­με. Τί άρα­γε θα μας δοθεί ως αμοι­βή; 28 Κι ο Ιησούς τους είπε: Αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε, όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­σθεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας του, θα καθί­σε­τε κι εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ. 29 Και καθέ­νας που άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή παι­διά ή χωρά­φια για να μεί­νει ενω­μέ­νος και να μη χωρι­σθεί από μένα, θα πάρει εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα σ’ αυτή τη ζωή και θα κλη­ρο­νο­μή­σει και την αιώ­νια ζωή. 30 Πολ­λοί μάλι­στα που είναι στον κόσμο αυτό πρώ­τοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευ­ταί­οι, και πολ­λοί τελευ­ταί­οι θα είναι εκεί πρώ­τοι.

32 «Γιὰ καθέ­να δέ, ποὺ θὰ κάνῃ ὁμο­λο­γία γιὰ μένα μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώ­πους, θὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὁμο­λο­γία γι᾽ αὐτὸν μπρο­στὰ στὸν Πατέ­ρα μου τὸν οὐρά­νιο. 33 Ἐκεῖ­νον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνη­θῇ μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώ­πους, θὰ τὸν ἀρνη­θῶ καὶ ἐγὼ μπρο­στὰ στὸν Πατέ­ρα μου τὸν οὐρά­νιο». 37 «Ὅποιος ἀγα­πά­ει πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα παρα­πά­νω ἀπὸ μένα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ὅποιος ἀγα­πά­ει υἱὸ ἢ θυγα­τέ­ρα παρα­πά­νω ἀπὸ μένα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 38 Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν παίρ­νει τὸ σταυ­ρό του καὶ δὲν μὲ ἀκο­λου­θεῖ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 27 Τότε ὁ Πέτρος πῆρε τὸ λόγο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ἐμεῖς τὰ ἀφή­σα­με ὅλα καὶ σὲ ἀκο­λου­θή­σα­με. Τί λοι­πὸν θὰ συμ­βῇ σ᾽ ἐμᾶς;». 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Ἀλή­θεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, ποὺ μὲ ἀκο­λου­θή­σα­τε, στὸν και­νούρ­γιο κόσμο, ὅταν καθή­σῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που πάνω στὸν ἔνδο­ξο θρό­νο του, θὰ καθή­σε­τε καὶ σεῖς πάνω σὲ δώδε­κα θρό­νους, καὶ θὰ κρί­νε­τε τὶς δώδε­κα φυλὲς τοῦ Ἰσρα­ήλ. 29 Καὶ καθέ­νας, ποὺ ἄφη­σε σπί­τια ἢ ἀδελ­φοὺς ἢ ἀδελ­φὲς ἢ πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ἢ γυναῖ­κα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς γιὰ τ᾽ ὄνο­μά μου, θὰ λάβῃ ἑκα­τον­τα­πλά­σια, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σῃ ζωὴ αἰώ­νια. 30 Πολ­λοὶ δὲ πρῶ­τοι θὰ γίνουν τελευ­ταῖ­οι, καὶ τελευ­ταῖ­οι θὰ γίνουν πρῶ­τοι».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων της ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής της Κυρια­κής των Αγί­ων Πάν­των]

Αφού απάλ­λα­ξε τους μαθη­τές Του από τον φόβο και την αγω­νία που συν­τά­ρασ­σαν την ψυχή τους επει­δή προ­η­γου­μέ­νως τους είχε ομι­λή­σει για τους επερ­χό­με­νους διωγ­μούς, τους ενι­σχύ­ει ενθαρ­ρύ­νον­τάς τους και πάλι με τα ακό­λου­θα λόγια, εκβάλ­λον­τας τον φόβο με τον φόβο, και όχι μόνο με τον φόβο, αλλά και με την ελπί­δα για μεγά­λα έπα­θλα. Και τους απει­λεί με πολ­λή την εξου­σία, προ­τρέ­πον­τάς τους από κάθε άπο­ψη στο να κηρύτ­τουν με παρ­ρη­σία την αλή­θεια και τους λέγει τα εξής: «Πς ον στις μολο­γή­σει ν μο μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, μολο­γή­σω κγ ν ατ μπρο­σθεν το πατρός μου το ν ορανος. στις δ᾿ ν ρνή­ση­ταί με μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, ρνή­σο­μαι ατν κγ μπρο­σθεν το πατρός μου το ν ορανος(:Μη λογα­ριά­ζε­τε λοι­πόν τους διωγ­μούς και τους κιν­δύ­νους, αλλά να λογα­ριά­ζε­τε τις μεγά­λες αμοι­βές που σας περι­μέ­νουν. Καθέ­νας που θα με ομο­λο­γή­σει ως Σωτή­ρα του και Θεό του μπρο­στά στους ανθρώ­πους που κατα­διώ­κουν την πίστη μου, θα τον ομο­λο­γή­σω και εγώ ως δικό μου πιστό μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς. Εκεί­νος όμως που θα με αρνη­θεί ως Θεάν­θρω­πο Σωτή­ρα μπρο­στά στους ανθρώ­πους, αυτόν θα τον αρνη­θώ κι εγώ και δεν θα τον ανα­γνω­ρί­σω ως δικό μου μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς)»[Μτθ.10,32–33].Δεν προ­τρέ­πει, λοι­πόν, μόνο με τα αγα­θά, αλλά και με τα αντί­θε­τα και κατα­λή­γει στα δυσά­ρε­στα. Και πρό­σε­ξε την ακρί­βεια των λόγων Του. Δεν είπε «μένα» αλλά «ν μοὶ», για να δεί­ξει ότι αυτός που ομο­λο­γεί δεν ομο­λο­γεί με τη δική του δύνα­μη, αλλά με τη βοή­θεια της χάρι­τος από τον ουρα­νό. Για εκεί­νον που το αρνεί­ται όμως δεν είπε «ν μοὶ» αλλά «μένα», διό­τι αυτός, επει­δή στε­ρή­θη­κε τη δωρεά, Τον αρνεί­ται κατ’ αυτόν τον τρό­πο. «Ναι, αλλά για ποιο λόγο κατη­γο­ρεί­ται», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «εάν αρνεί­ται τον Χρι­στό, αφού προ­η­γου­μέ­νως τον εγκα­τέ­λει­ψε η θεία χάρη;». Κατη­γο­ρεί­ται διό­τι η εγκα­τά­λει­ψη αυτή οφεί­λε­ται σε εκεί­νον που τον εγκα­τέ­λει­ψε ο Κύριος εξαι­τί­ας των πονη­ρών του έργων.

Για ποιο λόγο όμως ο Κύριος δεν αρκεί­ται στη νοε­ρή πίστη, αλλά ζητεί και την δια του στό­μα­τος ομο­λο­γία; Επει­δή θέλει να μας εξα­σκή­σει στην παρ­ρη­σία και τη μεγα­λύ­τε­ρη αγά­πη και την αγα­θή διά­θε­ση και να μας ανε­βά­σει σε πνευ­μα­τι­κά υψη­λό­τε­ρο επί­πε­δο. Γι’ αυτό και απευ­θύ­νε­ται προς όλους γενι­κώς τους ανθρώ­πους και δεν ανα­φέ­ρε­ται μόνο στους μαθη­τές Του, αλλά ήδη και τους μαθη­τές αυτών τους καθι­στά γεν­ναί­ους. Πραγ­μα­τι­κά, εκεί­νος που θα μάθει αυτό δεν θα διδά­ξει μόνο με παρ­ρη­σία, αλλά και θα υπο­φέ­ρει τα πάν­τα εύκο­λα και με μεγά­λη προ­θυ­μία.

Η πίστη, λοι­πόν, στη διδα­σκα­λία αυτή οδή­γη­σε πολ­λούς κον­τά στους απο­στό­λους· διό­τι και στην κόλα­ση η τιμω­ρία είναι πολύ μεγά­λη και στα αγα­θά είναι μεγα­λύ­τε­ρη η αμοι­βή. Επει­δή, δηλα­δή, με την πάρο­δο του χρό­νου βρί­σκε­ται σε πλε­ο­νε­κτι­κή θέση ο ενά­ρε­τος και παράλ­λη­λα, ο αμαρ­τω­λός νομί­ζει ότι με την ανα­βο­λή της τιμω­ρί­ας κερ­δί­ζει, για τον λόγο αυτό εισή­γα­γε ως αντίρ­ρο­πο πλε­ο­νέ­κτη­μα ή μάλ­λον πολύ μεγα­λύ­τε­ρο πλε­ο­νέ­κτη­μα, την προ­σθή­κη των αμοι­βών. «Έχεις το πλε­ο­νέ­κτη­μα», λέγει, «επει­δή πρώ­τος εδώ στη γη με ομο­λό­γη­σες ως Θεό και Σωτή­ρα σου; Θα υπερ­θε­μα­τί­σω και εγώ», λέγει, « και θα σου δώσω περισ­σό­τε­ρα, και μάλι­στα κατά πολύ περισ­σό­τε­ρα, διό­τι θα σε ομο­λο­γή­σω εκεί στον ουρα­νό. Βλέ­πεις ότι εκεί φυλάσ­σον­ται και τα αγα­θά και τα κακά; Για­τί λοι­πόν βιά­ζε­σαι και τρέ­χεις; Για­τί ζητείς εδώ στη γη τις αμοι­βές, αφού με την ελπί­δα έχεις σωθεί;[πρβλ. Ρωμ. 8,24–25: «Τ γρ λπί­δι σώθη­μεν· λπς δ βλε­πο­μέ­νη οκ στιν λπίς· γρ βλέ­πει τις, τί κα λπί­ζει; ε δ ο βλέ­πο­μεν λπί­ζο­μεν, δι᾿ πομονς πεκ­δε­χό­με­θα(:και περι­μέ­νου­με τη φανέ­ρω­ση της υιο­θε­σί­ας, διό­τι τώρα με την ελπί­δα των αιω­νί­ων αγα­θών σωθή­κα­με. Και ελπί­δα που μπο­ρεί να τη δει κανείς και συνε­πώς πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, παύ­ει να είναι ελπί­δα· διό­τι πώς είναι δυνα­τόν να ελπί­ζει κανείς ακό­μη για εκεί­νο που το βλέ­πει με τα σωμα­τι­κά του μάτια; Εάν όμως εκεί­νο που δεν βλέ­που­με τώρα, αυτό ελπί­ζου­με να απο­λαύ­σου­με στο μέλ­λον, με πολ­λή υπο­μο­νή και πόθο το περι­μέ­νου­με)»].

Γι’ αυτό λοι­πόν εάν κάνεις ένα καλό και δεν λάβεις εδώ την αμοι­βή, να μην ταράτ­τε­σαι, διό­τι στη μέλ­λου­σα ζωή σε περι­μέ­νει η αμοι­βή γι’ αυτά επαυ­ξη­μέ­νη. Και αν κάνεις κάτι πονη­ρό και δεν τιμω­ρη­θείς, να μην αδια­φο­ρείς, διό­τι εκεί σε περι­μέ­νει η τιμω­ρία, εάν δε μετα­νο­ή­σεις και δε γίνεις καλύ­τε­ρος. Εάν πάλι δεν πιστεύ­εις, σκέ­ψου τα μέλ­λον­τα με βάση όσα συμ­βαί­νουν εδώ. Πραγ­μα­τι­κά, εάν κατά τον και­ρό των αγώ­νων είναι τόσο ένδο­ξοι όσοι ομο­λο­γούν την πίστη τους, συλ­λο­γί­σου ποια δόξα θα έχουν στον και­ρό της απο­νο­μής των στε­φά­νων; Εάν οι εχθροί εδώ σε χει­ρο­κρο­τή­σουν, πώς δεν θα σε θαυ­μά­σει και δεν θα σε επαι­νέ­σει ο Κύριος που είναι πιο φιλό­στορ­γος από κάθε πατέ­ρα; Διό­τι τότε θα δοθούν και οι αμοι­βές για τις καλές πρά­ξεις και οι τιμω­ρί­ες για τις κακές.

Ώστε όσοι αρνούν­ται τον Κύριο και εδώ στη γη, βλά­πτον­ται και στον ουρα­νό επί­σης. Εδώ μεν διό­τι ζουν με πονη­ρή συνεί­δη­ση και εάν δεν πεθαί­νουν ακό­μη, πάν­τως θα πεθά­νουν και εκεί, διό­τι θα υπο­μέ­νουν τη χει­ρό­τε­ρη τιμω­ρία. Εκεί­νοι όμως που δεν αρνούν­ται τον Ιησού και στην παρού­σα ζωή και στην αιώ­νια κερ­δί­ζουν, διό­τι εδώ στη γη ο θάνα­τος τούς παρέ­χει ωφέ­λεια ως μάρ­τυ­ρες του Χρι­στού και ανα­δει­κνύ­ον­ται πιο ένδο­ξοι από τους αμαρ­τω­λούς και στον ουρα­νό απο­λαμ­βά­νουν τα άρρη­τα αγα­θά. Διό­τι ο Θεός δεν είναι πρό­θυ­μος μόνο να τιμω­ρεί, αλλά και να ευερ­γε­τεί και μάλι­στα περισ­σό­τε­ρο για τον λόγο αυτό, παρά για την τιμω­ρία.

Αλλά για­τί την μεν αμοι­βή την ανα­φέ­ρει μία φορά, ενώ την τιμω­ρία δύο φορές; Διό­τι γνώ­ρι­ζε ότι αυτό τους έκα­νε περισ­σό­τε­ρο σώφρο­νες. Για τον λόγο αυτό, αφού είπε προ­η­γου­μέ­νως: «Κα μ φοβηθτε π τν ποκτεν­νόν­των τ σμα, τν δ ψυχν μ δυνα­μέ­νων ποκτεναι· φοβή­θη­τε δ μλλον τν δυνά­με­νον κα ψυχν κα σμα πολέ­σαι ν γεένν(:και επει­δή εκεί­νοι που θα κηρύτ­τουν το ευαγ­γέ­λιο θα κατα­διώ­κον­ται από τους απί­στους, μη φοβη­θεί­τε εκεί­νους που θανα­τώ­νουν το σώμα, αλλά δεν έχουν τη δύνα­μη να θανα­τώ­σουν την ψυχή. Φοβη­θεί­τε όμως ασυγ­κρί­τως περισ­σό­τε­ρο τον Θεό, ο οποί­ος έχει τη δύνα­μη να ρίξει στην κόλα­ση και στην αιώ­νια δυστυ­χία του Άδη και την ψυχή και το σώμα)»[Ματθ.10,28], λέγει πάλι «ρνή­σο­μαι ατν κγ (:αυτόν θα τον αρνη­θώ κι εγώ και δεν θα τον ανα­γνω­ρί­σω ως δικό μου μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς)»[Ματθ. 10,33]. Το ίδιο κάνει και ο Παύ­λος ανα­φέ­ρον­τας συνε­χώς την κόλα­ση.

Αφού λοι­πόν προ­ε­τοί­μα­σε τον ακρο­α­τή από κάθε άπο­ψη ( διό­τι και τους ουρα­νούς άνοι­ξε σε αυτόν και το φοβε­ρό εκεί­νο δικα­στή­ριο έστη­σε, και τον όμι­λο των αγγέ­λων έδει­ξε και την ενώ­πιον αυτών απο­νο­μή των στε­φά­νων καθό­ρι­σε, διευ­κο­λύ­νον­τας κατ’ αυτόν τον τρό­πο σε μεγά­λο βαθ­μό το κήρυγ­μα της ευσε­βεί­ας), τώρα πλέ­ον, για να μην εμπο­δι­στεί η διδα­σκα­λία και το κήρυγ­μα από δει­λία δική τους, τούς προ­τρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­ζον­ται και για σφα­γή ακό­μη, ώστε να μάθουν ότι όσοι επι­μέ­νουν στην πλά­νη, θα τιμω­ρη­θούν και για την επι­βου­λή και για τις εναν­τί­ον τους επι­θέ­σεις.

Κατά συνέ­πεια, ας περι­φρο­νή­σου­με τον θάνα­το, και αν ακό­μη η επο­χή μας δεν το απαι­τεί αυτό, διό­τι θα μετα­βού­με σε πολύ ανώ­τε­ρη ζωή. Αλλά φθεί­ρε­ται το σώμα; Μα γι’ αυτό πρέ­πει να χαι­ρό­μα­στε περισ­σό­τε­ρο, διό­τι φθεί­ρε­ται ο θάνα­τος και αφα­νί­ζε­ται η θνη­τό­τη­τα και όχι η ουσία του σώμα­τος. Διό­τι, όταν θα δεις ανδριάν­τα να λιώ­νει στη φωτιά, δεν θα ονο­μά­σεις το γεγο­νός αυτό «κατα­στρο­φή», αλλά «καλύ­τε­ρη κατα­σκευή». Το ίδιο λοι­πόν να σκέ­πτε­σαι και για το σώμα και να μη θρη­νείς. Διό­τι τότε έπρε­πε να θρη­νού­με, εάν έμε­νε στην κόλα­ση. «Αλλά έπρε­πε», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος, «να συμ­βαί­νει αυτό χωρίς να φθεί­ρον­ται τα σώμα­τα, αλλά να παρα­μέ­νουν ανέ­πα­φα». Και ποια ωφέ­λεια θα είχαν από αυτό οι ζων­τα­νοί ή οι νεκροί; Μέχρι πότε θα αγα­πά­τε τα σώμα­τα; Μέχρι πότε θα μένε­τε προ­σκολ­λη­μέ­νοι στη γη και θα στρέ­φε­τε την προ­σο­χή σας προς τις σκιές;

Για­τί ποια ωφέ­λεια θα μπο­ρού­σε να προ­κύ­ψει από αυτό; Ή μάλ­λον ποια βλά­βη δεν θα προ­ξε­νού­σε; Πραγ­μα­τι­κά εάν δεν φθεί­ρον­ταν τα σώμα­τα, πρώ­τα πρώ­τα θα έμε­νε στους περισ­σό­τε­ρους ανθρώ­πους το μεγα­λύ­τε­ρο από τα κακά, η υπε­ρη­φά­νεια δηλα­δή. Διό­τι ενώ, μολο­νό­τι και τα σώμα­τα δια­λύ­ον­ται και γεμί­ζουν σκου­λή­κια, πολ­λοί εντού­τοις θέλη­σαν να ανα­κη­ρυ­χθούν θεοί, σκε­φτεί­τε τι δεν θα συνέ­βαι­νε εάν το σώμα δεν υφί­στα­το φθο­ρά; Δεύ­τε­ρον, δεν θα γινό­ταν πιστευ­τό ότι το ανθρώ­πι­νο σώμα έχει φτια­χτεί από χώμα· διό­τι αφού τώρα, αν και το απο­δει­κνύ­ει η κατά­λη­ξή του, πολ­λοί άνθρω­ποι έχουν αμφι­βο­λί­ες ακό­μη, τι δεν θα φαν­τά­ζον­ταν εάν δεν το έβλε­παν να γίνε­ται χώμα; Τρί­τον, θα αγα­πού­σαν υπερ­βο­λι­κά τα σώμα­τα και οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι θα γίνον­ταν πιο φιλά­ρε­σκοι και πιο αναί­σθη­τοι στα πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα· διό­τι, αφού και τώρα που τα σώμα­τα αφα­νί­ζον­ται, μερι­κοί εναγ­κα­λί­ζον­ται τους τάφους και τα φέρε­τρα, τι δε θα έκα­ναν εάν είχαν διαρ­κώς και το ίδιο το σώμα ανέ­πα­φο; Τέταρ­τον, δεν θα είχαν μεγά­λη επι­θυ­μία για τα μέλ­λον­τα. Πέμ­πτον, εκεί­νοι που υπο­στη­ρί­ζουν ότι ο κόσμος είναι αθά­να­τος, θα είχαν ισχυ­ρό­τε­ρα επι­χει­ρή­μα­τα και δεν θα παρα­δέ­χον­ταν ότι ο Θεός είναι ο δημιουρ­γός του.

Έκτον, δεν θα μπο­ρού­σαν να γνω­ρί­σουν την αξία της ψυχής και τι σημαί­νει να βρί­σκε­ται η ψυχή μέσα στο σώμα. Έβδο­μο, πολ­λοί που τους έχουν πεθά­νει δικά τους πρό­σω­πα, θα εγκα­τέ­λει­παν τις πόλεις και θα εγκα­θί­σταν­το στα μνή­μα­τα και θα γίνον­ταν σαν παρά­φρο­νες, συζη­τών­τας διαρ­κώς με τους νεκρούς τους. Πραγ­μα­τι­κά αφού τώρα κατα­σκευά­ζουν εικό­να, επει­δή δεν μπο­ρούν να κρα­τούν το σώμα (διό­τι αυτό δεν είναι δυνα­τόν, αλλά και χωρίς τη θέλη­σή τους φεύ­γει και δια­λύ­ε­ται) και παρα­μέ­νουν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στις σανί­δες, εάν αυτό δε δια­λυό­ταν, ποιο ακό­μη άτο­πο πράγ­μα δε θα είχαν επι­νο­ή­σει; Εγώ του­λά­χι­στον νομί­ζω ότι και ναούς θα κατα­σκεύ­α­ζαν οι περισ­σό­τε­ροι για τα σώμα­τα αυτά και εκεί­νοι που έχουν την ικα­νό­τη­τα να εκμε­ταλ­λεύ­ον­ται αυτά και να προ­βαί­νουν σε μαγι­κές ενέρ­γειες θα έπει­θαν τους ανθρώ­πους ότι οι δαί­μο­νες ομι­λούν δια­μέ­σου των σωμά­των αυτών, αφού τώρα βέβαια όσοι απο­τολ­μούν να ασχο­λούν­ται με τις νεκρο­μαν­τεί­ες, επι­χει­ρούν πολύ χει­ρό­τε­ρα από αυτά. Πόσες ειδω­λο­λα­τρί­ες δεν θα δημιουρ­γούν­ταν από το γεγο­νός αυτό; Όταν βέβαια ύστε­ρα από τη σκό­νη και τη στά­χτη προ­σπα­θούν να κάνουν τα ίδια.

Για να αφα­νί­σει ο Θεός όλα τα παρα­πά­νω άτο­πα και να μας διδά­ξει να εγκα­τα­λεί­που­με και να περι­φρο­νού­με όλα τα γήι­να, αφα­νί­ζει τα σώμα­τα από τα μάτια μας. Πραγ­μα­τι­κά, ο φιλό­σαρ­κος και αυτός που προ­σελ­κύ­ε­ται από μια όμορ­φη κοπέ­λα, αν δεν θέλει να διδα­χθεί με τα λόγια την αηδία της σωμα­τι­κής ουσί­ας, θα την γνω­ρί­σει από την αυτο­ψία. Διό­τι πολ­λές συνο­μή­λι­κες της ερω­μέ­νης πολ­λές φορές μάλι­στα και νεό­τε­ρες, πεθαί­νουν και ύστε­ρα από μία ή δύο ημέ­ρες απο­πνέ­ουν δυσω­δία και αίμα σάπιο και χυμούς πυώ­δεις, κατάλ­λη­λους για τα σκου­λή­κια. Συλ­λο­γί­σου, λοι­πόν, τι είδους κάλ­λος αγα­πάς και από ποια ομορ­φιά είσαι μαγε­μέ­νος. Εάν όμως δεν φθεί­ρον­ταν τα σώμα­τα, δεν θα υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα να το αντι­λη­φθού­με καλά αυτό. Αλλά όπως οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι τρέ­χουν στους τάφους, κατά όμοιο τρό­πο και πολ­λοί από τους ερω­τευ­μέ­νους θα σύχνα­ζαν στα μνή­μα­τα και θα δέχον­ταν τους δαί­μο­νες στην ψυχή τους και γρή­γο­ρα θα κατα­λαμ­βά­νον­ταν από τη φοβε­ρή αυτήν μανία. Τώρα όμως μαζί με τα άλλα και αυτό παρη­γο­ρεί την ψυχή, το ότι δηλα­δή δε βλέ­πουν το σώμα και έτσι λησμο­νούν το πάθος.

Εάν επί­σης δε συνέ­βαι­νε αυτό, δε θα υπήρ­χαν μνή­μα­τα, αλλά θα μπο­ρού­σες να δεις τις πόλεις να έχουν νεκρά σώμα­τα αντί ανδριάν­των, επει­δή ο καθέ­νας θα ήθε­λε να βλέ­πει τον δικό του. Και ασφα­λώς μεγά­λη σύγ­χυ­ση θα δημιουρ­γούν­ταν από αυτά και κανείς από τους κοι­νούς ανθρώ­πους δε θα φρόν­τι­ζε για την ψυχή του και δε θα υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα να επι­κρα­τή­σει μέσω του κηρύγ­μα­τος η διδα­σκα­λία περί της αθα­να­σί­ας της ψυχής. Αλλά και άλλα πολ­λά πολύ χει­ρό­τε­ρα από αυτά θα συνέ­βαι­ναν, που δεν είναι καλό να ανα­φέ­ρω.

Γι’ αυτό και σαπί­ζει αμέ­σως το σώμα, για να δεις γυμνό το κάλ­λος της ψυχής. Διό­τι εάν η ψυχή είναι πρό­ξε­νος τόσο μεγά­λου κάλ­λους και τόσης ζωής, θα είναι η ίδια κατά πολύ ανώ­τε­ρη. Εάν το τόσο δύσο­σμο και άσχη­μο σώμα το συν­τη­ρεί, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα συν­τη­ρεί τον εαυ­τό της· διό­τι το καλό δεν είναι το σώμα, αλλά η διά­πλα­σή του και η ανθη­ρό­τη­τα που από την ψυχή διο­χε­τεύ­ε­ται σε αυτό. Να αγα­πάς, λοι­πόν, την ψυχή που κάνει το σώμα να φαί­νε­ται όμορ­φο.

Αλλά για­τί ομι­λώ για τον θάνα­το; Αφού και στη ζωή την ίδια θα σου δεί­ξω ότι όλα τα καλά είναι δικά της. Πραγ­μα­τι­κά, όταν η ψυχή ευχα­ρι­στη­θεί, τότε ρόδα απλώ­νει στο πρό­σω­πο, ενώ όταν λυπη­θεί, αφού αφαι­ρέ­σει το κάλ­λος εκεί­νο, περι­βάλ­λει τα πάν­τα με μαύ­ρη στο­λή. Όταν ευφραί­νε­ται συνε­χώς η ψυχή, το σώμα γίνε­ται ανθε­κτι­κό, ενώ όταν υπο­στεί πόνους, το κάνει περισ­σό­τε­ρο αδύ­να­το και πιο ασθε­νι­κό από τον ιστό της αρά­χνης. Αν πάλι θυμώ­σει η ψυχή, το καθι­στά απο­κρου­στι­κό και αισχρό. Αν δεί­ξει ήρε­μο μάτι, μεγά­λο κάλ­λος του χαρί­ζει. Αν φθο­νεί, του δίδει μεγά­λη ωχρό­τη­τα και αδυ­να­μία. Αν αγα­πά, του δωρί­ζει μεγά­λη ομορ­φιά. Έτσι, λοι­πόν, πολ­λές γυναί­κες, που δεν έχουν ωραία μορ­φή, έχουν λάβει μεγά­λη χάρη από την ψυχή τους. Αντί­θε­τα, άλλες που ακτι­νο­βο­λούν με την ομορ­φιά τους, επει­δή έχουν άσχη­μη ψυχή, κατα­στρέ­φουν το κάλ­λος. Πραγ­μα­τι­κά, σκέ­ψου πώς κοκ­κι­νί­ζει ένα λευ­κό πρό­σω­πο και με την ποι­κι­λία του χρώ­μα­τος πόση ευχα­ρί­στη­ση παρέ­χει, κάθε φορά που πρέ­πει να νιώ­θει ντρο­πή και να κοκ­κι­νί­ζει. Ενώ όταν η ψυχή είναι αναί­σχυν­τη, καθι­στά τη μορ­φή περισ­σό­τε­ρο άγρια από κάθε άλλο θηρίο.

Χωρίς αμφι­βο­λία, τίπο­τε δεν υπάρ­χει ωραιό­τε­ρο και γλυ­κύ­τε­ρο από την καλή ψυχή· διό­τι ο πόθος που ανα­φέ­ρε­ται στα σώμα­τα συνο­δεύ­ε­ται από λύπες, ενώ η αγά­πη για την ψυχή παρέ­χει καθα­ρή και ακύ­μαν­τη ηδο­νή. Για­τί, λοι­πόν, αφή­νεις τον βασι­λέα και προ­σκολ­λά­σαι στον κήρυ­κά του; Για­τί εγκα­τα­λεί­πεις τον φιλό­σο­φο και μαγεύ­ε­σαι από τον διερ­μη­νέα του; Είδες ωραία μάτια; Ζήτη­σε να μάθεις και τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο και αν δεν είναι καλός εκεί­νος, τότε να περι­φρο­νή­σεις και τα μάτια· διό­τι ασφα­λώς δεν θα ένιω­θες καμία συμ­πά­θεια, όταν έβλε­πες μία γυναί­κα άσχη­μη που θα είχε πρό­σω­πο ωραίο, όπως πάλι δεν θα μπο­ρού­σες να ανε­χθείς μία γυναί­κα καλή και ωραία να κρύ­πτε­ται κάτω από το προ­σω­πείο, αλλά θα ήθε­λες να το αφαι­ρέ­σεις, για να τη δεις ακά­λυ­πτη στην ακμή της ομορ­φιάς της. Το ίδιο λοι­πόν να κάνεις και για την ψυχή και αυτή να εξε­τά­ζεις πρώ­τα. Διό­τι η ψυχή περι­βάλ­λε­ται το σώμα σαν προ­σω­πείο. Γι’ αυτό και το σώμα παρα­μέ­νει ως έχει, ενώ η ψυχή και όταν είναι άμορ­φη, έχει τη δυνα­τό­τη­τα γρή­γο­ρα να γίνει ωραία. Και αν έχει μάτι άσχη­μο, τρα­χύ και σκλη­ρό, μπο­ρεί να το κάνει καλό, ήμε­ρο, γαλή­νιο, γλυ­κύ και κατα­δε­κτι­κό.

Αυτήν λοι­πόν την ομορ­φιά ας ζητού­με, αυτήν την ωραία όψη ας επι­διώ­κου­με, ώστε και ο Θεός να επι­θυ­μή­σει το ψυχι­κό μας κάλ­λος και να μας προ­σφέ­ρει τα ουρά­νια και αιώ­νια αγα­θά, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’

ΟΜΙΛΙΑ ΛΕ’: Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ματθ.10,37–38

« φιλν πατέ­ρα μητέ­ρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα φιλν υἱὸν θυγα­τέ­ρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος(:εκεί­νος που αγα­πά τον πατέ­ρα του ή την μητέ­ρα του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, και με αρνεί­ται για να μη χωρι­στεί από τους άπι­στους γονείς του, δεν αξί­ζει για μένα. Και εκεί­νος που αγα­πά τον γιο του ή την κόρη του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, δεν είναι άξιος να λέγε­ται μαθη­τής μου. Και εκεί­νος που δεν παίρ­νει τη στα­θε­ρή από­φα­ση να υπο­στεί κάθε ταλαι­πω­ρία και σταυ­ρι­κό ακό­μη θάνα­το για την πίστη του σε εμέ­να και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται δηλα­δή σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα)»[Ματθ. ι΄37–38].

Είδες αξί­ω­μα διδα­σκά­λου; Είδες πώς απο­δει­κνύ­ει ότι είναι γνή­σιος Υιός του Πατρός Του, και δίνει εντο­λή να εγκα­τα­λεί­ψουν τα πάν­τα και να προ­τι­μή­σουν τη δική Του αγά­πη; «Και για­τί ανα­φέ­ρω», λέγει, «φίλους και συγ­γε­νείς; Διό­τι κι αν ακό­μη προ­τι­μή­σεις τη ζωή σου από τη δική μου αγά­πη, βρί­σκε­σαι πολύ μακριά από τους δικούς μου μαθη­τές».

Τι λοι­πόν; Τα λόγια αυτά δεν είναι αντί­θε­τα προς τις εντο­λές της Παλαιάς Δια­θή­κης; Μη γένοι­το. Όχι μόνο δεν είναι, αλλά μάλι­στα και πολύ συμ­φω­νούν προς εκεί­νην· διό­τι και εκεί εκεί­νους που παρα­σύ­ρον­ται στη λατρεία των ειδώ­λων, δίνει εντο­λή όχι μόνο να τους μισούν, αλλά και να τους λιθο­βο­λούν. Και στο «Δευ­τε­ρο­νό­μιο» θαυ­μά­ζει αυτούς και λέγει: « λέγων τ πατρ κα τ μητρί· οχ ώρα­κά σε, κα τος δελ­φος ατο οκ πέγνω κα τος υος ατο πέγνω· φύλα­ξε τ λόγιά σου κα τν δια­θή­κην σου διε­τή­ρη­σε(:η φυλή του Λευϊ, γεμά­τη ιερό ζήλο, είπε κατά την κατα­σκευή του χρυ­σού μόσχου το οποίο σκό­πευαν να προ­σκυ­νή­σουν οι Ιου­δαί­οι ως θεό τους, προς τους στε­νό­τα­τους συγ­γε­νείς της, τα τέκνα προς τον πατέ­ρα και την μητέ­ρα: ‘’Δεν σε έχω δει άλλη φορά’’· προς τους αδελ­φούς: ‘’Δεν σας ανα­γνω­ρί­ζω ως αδελ­φούς’’· και προς τους υιούς: ‘’σας απαρ­νού­μαι’’. Η φυλή του Λευϊ με την συμ­πε­ρι­φο­ρά της αυτήν φύλα­ξε τα λόγια σου, τήρη­σε τη δια­θή­κη σου)»[Δευτ. 33,9].

Εάν βέβαια ο Παύ­λος δίνει πολ­λές εντο­λές σχε­τι­κά με τον σεβα­σμό προς τους γονείς και μας προ­τρέ­πει να υπα­κού­με ολο­κλη­ρω­τι­κά σε αυτούς, να μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι, διό­τι σε εκεί­να μόνο μας λέγει να υπα­κού­με, που δεν ζημιώ­νουν την ευσέ­βεια· διό­τι, πραγ­μα­τι­κά, είναι αρε­στό στον Θεό να απο­δί­δου­με στους γονείς μας όλη την οφει­λό­με­νη τιμή. Όταν όμως απαι­τούν κάτι παρα­πά­νω από την τιμή που τους αρμό­ζει, τότε δεν πρέ­πει να υπα­κού­με. Γι’ αυτό και ο Λου­κάς στο Ευαγ­γέ­λιό του μάς ανα­φέ­ρει ότι ο Ιησούς είπε: «ε τις ρχε­ται πρός με κα ο μισε τν πατέ­ρα αυτο κα τν μητέ­ρα κα τν γυνακα κα τ τέκνα κα τος δελ­φος κα τς δελ­φάς, τι δ κα τν αυτο ψυχήν, ο δύνα­ταί μου μαθητς εναι(:εάν κανείς έρχε­ται μαζί μου και δεν μισεί τον πατέ­ρα του και τη μητέ­ρα του και τη γυναί­κα του και τους αδελ­φούς του και τις αδελ­φές του, εφό­σον αυτοί του γίνον­ται εμπό­διο να με ακο­λου­θεί, κι ακό­μη εάν δεν μισεί κι αυτή τη ζωή του, εφό­σον ο φόβος του να χάσει τη ζωή του τού γίνε­ται αιτία να με αρνη­θεί, αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι μαθη­τής μου[Λουκ.14,26]. Δεν σε προ­τρέ­πει βέβαια να τους μισείς χωρίς αιτία, διό­τι αυτό είναι πάρα πολύ αντί­θε­το στον Νόμο του Θεού, αλλά «όταν θέλουν να τους αγα­πάς περισ­σό­τε­ρο από εμέ­να, τότε να τους μισή­σεις για την αιτία αυτή»· διό­τι το γεγο­νός αυτό και αυτόν που αγα­πά­ται και αυτόν που αγα­πά είναι ικα­νό να τους κατα­στρέ­ψει.

Έλε­γε επί­σης αυτά για να κατα­στή­σει και τα τέκνα περισ­σό­τε­ρο γεν­ναία, αλλά και τους πατέ­ρες που σκό­πευαν να στα­θούν εμπό­διο στην πίστη των παι­διών τους να τους κάνει πιο πρά­ους. Πραγ­μα­τι­κά, όταν θα έβλε­παν ότι η διδα­σκα­λία Του έχει τόση επί­δρα­ση και δύνα­μη, ώστε να τους απο­σπά τα τέκνα τους από κον­τά τους, ασφα­λώς, θα έπαυαν την αντί­δρα­σή τους, επει­δή θα δια­πί­στω­ναν ότι θα επι­χει­ρού­σαν πράγ­μα­τα αδύ­να­τα. Γι’ αυτό αφού άφη­σε τους μαθη­τές, απευ­θύ­νε­ται προς τους άπι­στους γονείς και τους διδά­σκει να μη φέρουν εμπό­δια, επει­δή αυτά που επι­χει­ρούν είναι αδύ­να­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν.

Στη συνέ­χεια, για να μην αγα­να­κτούν οι γονείς, ούτε να προ­βάλ­λουν δυσχέ­ρειες, πρό­σε­ξε πώς συνε­χί­ζει τον λόγο. Αφού δηλα­δή είπε: «όποιος δεν μισεί τον πατέ­ρα του και τη μητέ­ρα του», πρό­σθε­σε «και τη ζωή του»· διό­τι «για­τί», λέγει, «μου προ­βάλ­λεις τους γονείς, τους αδελ­φούς, τις αδελ­φές και τη σύζυ­γο; Τίπο­τε σε κανέ­ναν δεν είναι περισ­σό­τε­ρο επι­θυ­μη­τό από τη ζωή, αλλά όμως εάν δεν την μισή­σεις και αυτήν, θα πάθεις τα αντί­θε­τα από όλα εκεί­να που θα απο­λαύ­σει εκεί­νος που με αγα­πά». Και μάλι­στα δεν έδω­σε εντο­λή να τη μισή­σεις μόνο, αλλά να την μισή­σεις τόσο, ώστε να είσαι έτοι­μος να την εκθέ­σεις σε πόλε­μο, σε μάχες, σε σφα­γές και σε αίμα­τα. «κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος (:και όποιος δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί, εάν χρεια­στεί, ακό­μη και θάνα­το σταυ­ρι­κό, και δεν ακο­λου­θεί με την στα­θε­ρή από­φα­ση αυτή πίσω μου, μιμού­με­νος σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν μπο­ρεί να είναι μαθη­τής μου και δεν αξί­ζει για μένα)». Δηλα­δή, δεν είπε απλώς ότι πρέ­πει να είναι έτοι­μοι να παρα­τα­χτούν και να αγω­νι­στούν μέχρι θανά­του, αλλά να είναι έτοι­μοι να υπο­στούν βίαιο θάνα­το, και όχι μόνο βίαιο, αλλά και ταπει­νω­τι­κό. Και δεν κάνει ακό­μη κανέ­να λόγο για το δικό Του πάθος, για να εκγυ­μνα­σθούν επί του παρόν­τος με αυτά και να δεχθούν με μεγα­λύ­τε­ρη ευκο­λία την αναγ­γε­λία του.

Άρα­γε δεν αξί­ζει να ανα­ρω­τη­θού­με, πώς, ακού­γον­τας όλα αυτά οι μαθη­τές, δεν έφυ­γε η ψυχή τους από το σώμα τους, αφού σε κάθε περί­πτω­ση και ανά πάσα στιγ­μή οι κίν­δυ­νοι ήσαν άμε­σοι, ενώ τα αγα­θά ήταν μονά­χα αντι­κεί­με­να ελπί­δας; Λοι­πόν, για­τί δεν έφυ­γε η ψυχή τους; Διό­τι ήταν μεγά­λη και η δύνα­μη του Ομι­λούν­τος και η αγά­πη των μαθη­τών Του. Γι’ αυτό αν και άκου­γαν φοβε­ρό­τε­ρα και βαρύ­τε­ρα από όσα έπα­θαν οι μεγά­λοι εκεί­νοι άνδρες, όπως είναι ο Μωυ­σής και ο Ιερε­μί­ας, εντού­τοις έμε­ναν πιστοί και δεν δια­τύ­πω­ναν καμία αντίρ­ρη­ση.

« ερν τν ψυχν ατο πολέ­σει ατήν, κα πολέ­σας τν ψυχν ατο νεκεν μο ερήσει ατήν(:εκεί­νος που σε και­ρό διωγ­μών θα απο­φύ­γει το μαρ­τύ­ριο και θα δια­σώ­σει τη σωμα­τι­κή ζωή του, θα χάσει την υψη­λό­τε­ρη, την ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή, την οποία κερ­δί­ζει κανείς με το μαρ­τύ­ριο· και εκεί­νος που θα θυσιά­σει τη ζωή του για την πίστη του σε μένα, θα κερ­δί­σει την υψη­λό­τε­ρη και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή[Ματθ.10,39].Είδες πόση είναι η ζημία εκεί­νων που αγα­πούν τα επί­γεια πέρα από το επι­τρε­πό­με­νο σημείο; Και πόσο είναι το κέρ­δος εκεί­νων που τα μισούν; Επει­δή όμως οι εντο­λές ήσαν βαριές, αφού τους προ­έ­τρε­πε να έλθουν σε σύγ­κρου­ση προς τους γονείς τους, τα παι­διά τους, τη φυσι­κή τάξη, τη συγ­γέ­νεια, την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη και προς την ίδια τους τη ζωή, γι’ αυτό και ανα­φέ­ρει και την ωφέ­λεια, που είναι πολύ μεγά­λη. «Διό­τι αυτά όχι μόνο δε θα σας βλά­ψουν», λέγει, «αλλά και θα σας ωφε­λή­σουν υπερ­βο­λι­κά, ενώ τα αντί­θε­τα θα σας βλά­ψουν». Αυτό το κάνει συχνά, δηλα­δή τους προ­σελ­κύ­ει προς τις εντο­λές Του βασι­ζό­με­νος σε εκεί­να που επι­θυ­μούν.

Για­τί λοι­πόν δεν θέλεις να περι­φρο­νή­σεις τη ζωή σου; Επει­δή την αγα­πάς; Λοι­πόν γι’ αυτό ακρι­βώς να την περι­φρο­νή­σεις και τότε θα την ωφε­λή­σεις τα μέγι­στα και θα ενερ­γή­σεις όπως ακρι­βώς ενερ­γεί εκεί­νος που αγα­πά. Και πρό­σε­ξε ανέκ­φρα­στη σύνε­ση. Διό­τι δεν προ­ε­τοι­μά­ζει με την εντο­λή αυτή τη στά­ση τους μόνο απέ­ναν­τι στους γονείς και στα τέκνα τους, αλλά και απέ­ναν­τι στη ζωή τους, που είναι το περισ­σό­τε­ρο αγα­πη­τό από όλα, ώστε κατ’ αυτόν τον τρό­πο να γίνει αναμ­φι­σβή­τη­τη πεποί­θη­ση στους μαθη­τές εκεί­νο και να μάθουν ότι και τους παρα­πά­νω με τη συμ­πε­ρι­φο­ρά τους αυτήν θα ωφε­λή­σουν περισ­σό­τε­ρο, καθό­σον βέβαια, συμ­βαί­νει αυτό και στη ζωή, την πλέ­ον πολύ­τι­μη όλων.

‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’

ΟΜΙΛΙΑ ΞΔ΄: Υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Ματθ.19,27–30

«Τότε ἀπο­κρι­θεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφή­κα­μεν πάν­τα καὶ ἠκο­λου­θή­σα­μέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(: τότε Του απο­κρί­θη­κε ο Πέτρος: “Να, εμείς όλα τα αφή­σα­με και σε ακο­λου­θή­σα­με. Τι άρα­γε θα μας δοθεί ως αμοι­βή;”)»[Ματθ. 19,27].

Ποια «πάν­τα» αφή­σα­τε, μακά­ριε Πέτρε; Το καλά­μι του ψαρέ­μα­τος; Το δίχτυ που έπια­νε τα ψάρια; Το πλοίο; Την αλιευ­τι­κή σας τέχνη; Αυτά εννο­είς λέγον­τας «τα πάν­τα»; «Ναι», θα απαν­τού­σε. «Όμως δεν τα λέγω αυτά από φιλο­δο­ξία, αλλά για να παρου­σιά­σω με την ερώ­τη­ση αυτή, το πλή­θος των πτω­χών ανθρώ­πων». Επει­δή δηλα­δή είπε ο Κύριος: «ε θέλεις τέλειος εναι, παγε πώλη­σόν σου τ πάρ­χον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολού­θει μοι(:και ο Ιησούς του είπε: “Εάν θέλεις να είσαι τέλειος πήγαι­νε, πού­λη­σε τα υπάρ­χον­τά σου και μοί­ρα­σέ τα στους φτω­χούς, και θα έχεις θησαυ­ρό στους ουρα­νούς. Και έλα να με ακο­λου­θή­σεις”[Ματθ.19,21], για να μη λέγει κάποιος από τους φτω­χούς: «Τι λοι­πόν; Εάν δεν έχω υπάρ­χον­τα για να τα μοι­ρά­σω σε φτω­χούς, δεν μπο­ρώ να γίνω τέλειος;».

Γι’ αυτό ρωτά ο Πέτρος, για να πλη­ρο­φο­ρη­θείς και εσύ ο πτω­χός ότι δεν έχεις να ζημιω­θείς σε τίπο­τε από την πτω­χεία σου αυτήν. Ρωτά ο Πέτρος, για να μην αμφι­βάλ­λεις καθό­λου, πλη­ρο­φο­ρού­με­νος τού­το από τον Πέτρο (διό­τι ήταν ακό­μη πνευ­μα­τι­κά ατε­λής και δεν είχε λάβει τη χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος), αλλά δεχό­με­νος την από­φα­ση του Διδα­σκά­λου του Πέτρου, να πάρεις θάρ­ρος. Όπως κάνου­με και εμείς, πολ­λές φορές, δηλα­δή, ενώ ομι­λού­με για λογα­ρια­σμό άλλων, παρου­σιά­ζου­με ως δικά μας τα υπό συζή­τη­ση ζητή­μα­τα, το ίδιο λοι­πόν, έκα­νε και ο από­στο­λος, που ρώτη­σε σαν εκπρό­σω­πος της οικου­μέ­νης ολό­κλη­ρης· διό­τι το ότι γνώ­ρι­ζε καλά τα σχε­τι­κά με τον εαυ­τό του, απο­δει­κνύ­ε­ται από όσα ειπώ­θη­καν προ­η­γου­μέ­νως. Πραγ­μα­τι­κά, αυτός που δέχθη­κε από εδώ ακό­μη τα κλει­διά της Βασι­λεί­ας των ουρα­νών, ασφα­λώς, θα είχε περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος και ελπί­δα για να λάβει και τα εκεί αγα­θά.

Πρό­σε­χε, επί­σης, την ακρι­βή ερώ­τη­ση του Πέτρου σε αυτά που ο Χρι­στός ζήτη­σε· διό­τι ο Κύριος δύο πράγ­μα­τα ζήτη­σε από τον πλού­σιο: να δώσει στους πτω­χούς τα υπάρ­χον­τά του και να Τον ακο­λου­θή­σει. Γι’ αυτό και ο Πέτρος τα δύο αυτά προ­βάλ­λει, το γεγο­νός ότι άφη­σε τα πάν­τα και το ότι ακο­λού­θη­σε τον Κύριο. «Διό­τι, ιδού, εμείς αφή­σα­με», λέγει, «τα πάν­τα και σε ακο­λου­θή­σα­με». Η απάρ­νη­ση όμως των πάν­των κατέ­στη δυνα­τή, επει­δή Τον ακο­λού­θη­σαν, αλλά και ευκο­λό­τε­ρα Τον ακο­λού­θη­σαν, επει­δή άφη­σαν τα πάν­τα και τους προ­ε­τοί­μα­ζε να έχουν θάρ­ρος και να χαί­ρον­ται για το ότι εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα.

Και τι απάν­τη­σε ο Χρι­στός; «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ(:αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε, όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­στεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο Υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας Του, θα καθί­σε­τε και εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ[Ματθ.19,28].

«Τι λοι­πόν; Και ο Ιού­δας», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «θα καθί­σει στον θρό­νο;». Όχι βέβαια. «Τότε για­τί ο Κύριος λέγει: ‘’εσείς θα καθί­σε­τε σε δώδε­κα θρό­νους; Πώς θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η υπό­σχε­ση αυτή;». Άκου­σε πώς και με ποιο μέσο θα εκπλη­ρω­θεί. Υπάρ­χει νόμος καθο­ρι­σμέ­νος από τον Θεό, που ανα­γνώ­στη­κε στους Ιου­δαί­ους μέσω του προ­φή­τη Ιερε­μία και λέγει τα ακό­λου­θα: «πέρας λαλή­σω π θνος π βασι­λεί­αν το ξραι ατος κα το πολ­λύ­ειν, κα πιστραφ τ θνος κενο π πάν­των τν κακν ατν, κα μετα­νο­ή­σω περ τν κακν, ν λογι­σά­μην το ποισαι ατος. κα πέρας λαλή­σω π θνος κα βασι­λεί­αν το νοι­κο­δο­μεσθαι κα το κατα­φυ­τεύ­ε­σθαι, κα ποι­ή­σω­σι τ πονηρ ναν­τί­ον μου το μ κού­ειν τς φωνς μου, κα μετα­νο­ή­σω περ τν γαθν, ν λάλη­σα το ποισαι ατος(:εάν προ­α­ναγ­γεί­λω και απο­φα­σί­σω το τέλος ενός έθνους ή ότι θα εξο­λο­θρεύ­σω και θα εξα­φα­νί­σω μία βασι­λεία και τους πολί­τες της, εάν εκεί­νο το έθνος επι­στρέ­ψει προς εμέ­να εν μετα­νοία, και απαρ­νη­θεί και απο­μα­κρυν­θεί από όλες τις κακί­ες, εγώ θα αλλά­ξω γνώ­μη σχε­τι­κά με τις θλί­ψεις και τιμω­ρί­ες, τις οποί­ες είχα σκε­φτεί να επι­φέ­ρω εναν­τί­ον των ανθρώ­πων του λαού αυτού. Εάν αντι­θέ­τως ομι­λή­σω και απο­φα­σί­σω περί ενός έθνους και ενός βασι­λεί­ου ότι θα ανοι­κο­δο­μη­θεί, θα φυτευ­τεί και θα προ­ο­δεύ­σει, ενώ οι άνθρω­ποι του έθνους αυτού πρά­ξουν πονη­ρά ενώ­πιόν μου και δε θέλουν να ακού­σουν και να υπα­κού­σουν στη φωνή μου, τότε θα αλλά­ξω γνώ­μη σχε­τι­κά με τα αγα­θά, που είχα προαναγγείλει,ότι θα απο­στεί­λω σε αυτούς)»[Ιερ.18,7–10]. «Αυτή την ίδια μετα­χεί­ρι­ση, λοι­πόν, δια­φυ­λάσ­σω και για τους αγα­θούς», λέγει. «Δηλα­δή, κι αν ακό­μη πω ότι θα τους ανα­στή­σω σε έθνος μέγα, δεν θα τηρή­σω την υπό­σχε­σή μου, εάν δεν απο­δει­χθούν άξιοι της υπο­σχέ­σε­ως που τους έδω­σα». Πράγ­μα που συνέ­βη και με τον άνθρω­πο που έπλα­σε· υπό­σχε­ται ο Κύριος στη «Γένε­ση»: «κα τρό­μος κα φόβος μν σται π πσι τος θηρί­οις τς γς, π πάν­τα τ πετειν το ορανο κα π πάν­τα τ κινού­με­να π τς γς κα π πάν­τας τος χθύ­ας τς θαλάσ­σης· π χερας μν δέδω­κα(:και ας είστε τρό­μος και φόβος σε όλα τα θηρία της γης, σε όλα τα πτη­νά του ουρα­νού, σε καθε­τί που ζει και κινεί­ται ακό­μη στην ξηρά και σε όλα τα ψάρια της θάλασ­σας. Υπό την εξου­σία σας τα έδω­σα όλα αυτά)»[Γεν.9,2].Και όμως δεν συνέ­βη αυτό, διό­τι ο άνθρω­πος απέ­δει­ξε τον εαυ­τό του ανά­ξιο της εξου­σί­ας αυτής. Όπως ακρι­βώς και ο Ιού­δας.

Επο­μέ­νως, για να μη γίνουν μερι­κοί άνθρω­ποι σκλη­ρό­τε­ροι από την απελ­πι­σία τους για την τιμω­ρία, ούτε πάλι, άλλοι να κατα­στούν πιο αδιά­φο­ροι από την υπό­σχε­ση των αγα­θών, θερα­πεύ­ει και τις δύο αυτές περι­πτώ­σεις με όσα ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω. Σαν να λέγει, δηλα­δή, «εάν σε απει­λή­σω, να μην απελ­πι­στείς, διό­τι έχεις τη δυνα­τό­τη­τα να μετα­νο­ή­σεις και να ανα­τρέ­ψεις την από­φα­σή μου, όπως οι Νινευί­τες. Εάν πάλι σου υπο­σχε­θώ κάποιο αγα­θό, να μην επα­να­παυ­τείς εξαι­τί­ας της υπο­σχέ­σε­ως αυτής· διό­τι εάν απο­δει­χθείς ανά­ξιος, δεν θα σε ωφε­λή­σει καθό­λου η υπό­σχε­σή μου, αλλά θα γίνει αιτία να τιμω­ρη­θείς περισ­σό­τε­ρο. Εγώ βέβαια σου έδω­σα την υπό­σχε­σή μου με την προ­ϋ­πό­θε­ση να φαι­νό­σουν αντά­ξιος της επαγ­γε­λί­ας αυτής».

Για τον λόγο αυτόν και τότε ομι­λών­τας προς τους μαθη­τές Του ο Κύριος δεν τους έδω­σε μία απλή υπό­σχε­ση. Δηλα­δή, δεν τους είπε, «εσείς μόνο», αλλά πρό­σθε­σε: «εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε», ώστε και τον Ιού­δα να θέσει εκτός, και τους μετα­γε­νέ­στε­ρους ανθρώ­πους να προ­σελ­κύ­σει· διό­τι αυτό δεν το είπε μόνο προς εκεί­νους, ούτε και προς τον Ιού­δα, βέβαια, που απο­δεί­χθη­κε ανά­ξιος.

Στους μεν μαθη­τές λοι­πόν, υπο­σχέ­θη­κε τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, όταν τους είπε: «θα καθί­σε­τε σε δώδε­κα θρό­νους», διό­τι είχαν περισ­σό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή κατάρ­τι­ση και δεν ζητού­σαν τίπο­τε από τα επί­γεια, στους άλλους όμως υπο­σχέ­θη­κε και τα παρόν­τα, τα επί­γεια αγα­θά: «κα πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:και καθέ­νας που άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή παι­διά ή χωρά­φια για να μεί­νει ενω­μέ­νος και να μη χωρι­στεί από μένα, θα πάρει εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα σε αυτή τη ζωή και θα κλη­ρο­νο­μή­σει και την αιώ­νια ζωή)»[Ματθ.19,29].

Για να μη νομί­σουν λοι­πόν μερι­κοί, όταν άκου­σαν το «Εσείς»[Ματθ.19,28],ότι αυτά ανα­φέ­ρον­ταν στους μαθη­τές Του και μόνο(εννοώ, δηλα­δή, το ότι θα απο­λαμ­βά­νουν τα μεγα­λύ­τε­ρα αγα­θά και τα πρω­τεία στη μέλ­λου­σα ζωή), γι’ αυτό και εξέ­τει­νε τον λόγο και άπλω­σε την υπό­σχε­σή Του σε ολό­κλη­ρη τη γη και από τα παρόν­τα πράγ­μα­τα δια­βε­βαιώ­νει και τα μέλ­λον­τα. Εξάλ­λου και προς τους μαθη­τές Του στην αρχή της κλή­σε­ώς τους, όταν ήσαν πνευ­μα­τι­κώς ακα­τάρ­τι­στοι, μιλού­σε με βάση τα επί­γεια αγα­θά. Πραγ­μα­τι­κά, όταν τους προ­σκά­λε­σε από τη θάλασ­σα και τους απο­μά­κρυ­νε από την τέχνη τους και τους προ­έ­τρε­ψε να εγκα­τα­λεί­ψουν το πλοίο, δεν τους έκα­νε λόγο για ουρα­νούς, ούτε για θρό­νους, αλλά ομί­λη­σε για τα πράγ­μα­τα της επί­γειας ζωής και είπε: «δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων(:‘’Ακο­λου­θή­στε με και θα σας κάνω ικα­νούς να αλιεύ­ε­τε αντί για ψάρια, ανθρώ­πους. Αυτούς θα ελκύ­ε­τε στη βασι­λεία των ουρα­νών με τα πνευ­μα­τι­κά δίχτυα του κηρύγ­μα­τος’’)»[Ματθ.4,19]. Όταν όμως τους ανύ­ψω­σε πνευ­μα­τι­κά, τότε πλέ­ον τους ομι­λεί και για τα πράγ­μα­τα της άλλης, της ουρά­νιας και αιώ­νιας ζωής.

Αλλά τι σημαί­νει η φρά­ση «κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ»; Σημαί­νει ότι θα τους κατα­κρί­νουν. Διό­τι δεν πρό­κει­ται βέβαια να καθί­σουν ως δικα­στές, αλλά όπως ακρι­βώς είπε ότι η βασί­λισ­σα του νότου θα κατα­κρί­νει τη γενεά εκεί­νη [«βασί­λισ­σα νότου γερ­θή­σε­ται ν τ κρί­σει μετ τς γενες ταύ­της κα κατα­κρι­νε ατήν, τι λθεν κ τν περά­των τς γς κοσαι τν σοφί­αν Σολομνος, κα δο πλεον Σολομνος δε(:η βασί­λισ­σα της νοτιο­δυ­τι­κής Αρα­βί­ας, της χώρας Σαβά, θα ανα­στη­θεί την ώρα της τελι­κής κρί­σε­ως μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατα­κρί­νει· διό­τι η βασί­λισ­σα αυτή ήλθε από την άκρη του κόσμου να ακού­σει τη σοφία του Σολο­μών­τος, ενώ ήταν γυναί­κα και δεν γνώ­ρι­ζε τον αλη­θι­νό Θεό. Και να, εδώ πρό­κει­ται για κάτι ανώ­τε­ρο από τον Σολο­μών­τα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς σοφός, όπως ήταν εκεί­νος, αλλά είμαι η ίδια η ενσάρ­κω­ση της θεί­ας σοφί­ας)»[:Ματθ.12,42], όπως και οι Νινευί­τες θα τους κατα­κρί­νουν [«νδρες Νινευται ναστή­σον­ται ν τ κρί­σει μετ τς γενες ταύ­της κα κατα­κρι­νοσιν ατήν, τι μετε­νόη­σαν ες τ κήρυγ­μα ων, κα δο πλεον ων δε(:Οι Νινευ­ΐ­τες θα ανα­στη­θούν στην τελι­κή κρί­ση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατα­κρί­νουν· διό­τι εκεί­νοι, αν και ήταν αλλο­ε­θνείς και ειδω­λο­λά­τρες, μετα­νόη­σαν στο κήρυγ­μα του Ιωνά, ο οποί­ος ήταν ξένος και δεν έκα­νε κανέ­να θαύ­μα σε αυτούς. Και να, εδώ πολύ περισ­σό­τε­ρα συν­τε­λούν στο να γίνει δεκτό το δικό μου κήρυγ­μα από όσα συν­τε­λούν στο κήρυγ­μα του Ιωνά· διό­τι πριν από εμέ­να οι προ­φή­τες σάς γνω­στο­ποί­η­σαν τον αλη­θι­νό Θεό και σας προ­α­νήγ­γει­λαν την έλευ­σή μου˙ κι εγώ τόσο και­ρό σας κηρύτ­τω και σας απο­δει­κνύω με θαύ­μα­τα κατα­πλη­κτι­κά ότι δεν είμαι απλός προ­φή­της)»[:Ματθ.12,41], κατά όμοιο τρό­πο και οι από­στο­λοι.

Για τον λόγο αυτόν δεν είπε ότι θα κρί­νουν τα έθνη και την οικου­μέ­νη, αλλά τις φυλές του Ισρα­ήλ. Επει­δή οι Ιου­δαί­οι και οι από­στο­λοι ήσαν ανα­θρεμ­μέ­νοι με τους ίδιους νόμους, τα ίδια έθι­μα και το ίδιο πολί­τευ­μα, όταν ισχυ­ρί­ζον­ται οι Ιου­δαί­οι, ότι «γι’ αυτό δεν μπο­ρέ­σα­με να πιστέ­ψου­με στον Χρι­στό, διό­τι μας εμπό­δι­σε ο νόμος να δεχθού­με τις εντο­λές Του», γι’ αυτό παρου­σιά­ζει τους απο­στό­λους στο μέσο, που δέχθη­καν τον ίδιο νόμο και όμως πίστε­ψαν, και έτσι θα κατα­κρί­νουν όλους εκεί­νους. Πράγ­μα που ήδη το είπε σε άλλη περί­πτω­ση όταν έλε­γε: « Κα ε γ ν Βεελ­ζε­βολ κβάλ­λω τ δαι­μό­νια, ο υο μν ν τίνι κβα­λοσι; δι τοτο ατο κρι­τα σον­ται μν(:κι αν εγώ με τη σύμ­πρα­ξη του Βεελ­ζε­βούλ βγά­ζω τα δαι­μό­νια, όπως εσείς ισχυ­ρί­ζε­στε, οι μαθη­τές και τα πνευ­μα­τι­κά σας τέκνα που εξορ­κί­ζουν δαι­μό­νια, με ποια­νού τη δύνα­μη τα βγά­ζουν; Γι’ αυτό εκεί­νοι τους οποί­ους δεν κατη­γο­ρεί­τε, αλλά αφή­νε­τε ελεύ­θε­ρα να εξορ­κί­ζουν, θα είναι δικα­στές, οι οποί­οι θα κατα­δι­κά­σουν την υπο­κρι­σία και τον φθό­νο σας)»[Ματθ.12,27].

«Και τι το σπου­δαίο», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «υπο­σχέ­θη­κε σε αυτούς, εάν εκεί­νο που έχουν οι Νινευί­τες και η βασί­λισ­σα του νότου, το έχουν και οι από­στο­λοι;». Εκτός όμως από αυτά, και άλλα πολ­λά υπο­σχέ­θη­κε σε αυτούς προ­η­γου­μέ­νως, αλλά και στη συνέ­χεια υπό­σχε­ται και άλλα· επο­μέ­νως, δεν θα είναι αυτό μόνο το έπα­θλό τους. Εξάλ­λου, και με την υπό­σχε­σή του αυτή στην παρού­σα περί­πτω­ση άφη­σε να εννο­η­θεί κάτι παρα­πά­νω από εκεί­νους. Πραγ­μα­τι­κά, όσον αφο­ρά εκεί­νους, είπε απλώς: «Άνδρες Νινευί­τες θα ανα­στη­θούν και θα κατα­κρί­νουν τη γενεά αυτή» και «Η βασί­λισ­σα του νότου θα την κατα­κρί­νει».

Όμως για τους απο­στό­λους δεν μίλη­σε έτσι. Και πώς ομί­λη­σε; «Εσείς που με έχε­τε ακο­λου­θή­σει εδώ στη γη, όταν στη συν­τέ­λεια των αιώ­νων ανα­δη­μιουρ­γη­θεί νέος κόσμος και ανα­στη­θούν οι νεκροί και ο Υιός του ανθρώ­που καθί­σει επά­νω στον ένδο­ξο θρό­νο Του, τότε και εσείς θα καθί­σε­τε επά­νω σε δώδε­κα θρό­νους, για να κρί­νε­τε τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ»[Ματθ.19,28], λέγει, για να δηλώ­σει ότι θα συμ­βα­σι­λεύ­σουν και ότι θα συμ­με­τά­σχουν στην δόξα εκεί­νη. «Ε πομνομεν, κα συμ­βα­σι­λεσομεν (: αν δεί­χνου­με υπο­μο­νή, τότε και θα βασι­λέ­ψου­με μαζί με Εκεί­νον)»[Β΄Τιμοθ. 2,12], λέγει ο Παύ­λος. Βέβαια, οι θρό­νοι δεν φανε­ρώ­νουν καθέ­δρα, διό­τι μόνο ο Κύριος κάθε­ται στην έδρα και κρί­νει, αλλά με τους θρό­νους άφη­σε να φανεί η απε­ρί­γρα­πτη τιμή και η δόξα.

Στους απο­στό­λους λοι­πόν αυτά είπε ο Ιησούς, ενώ σε όλους τους άλλους ανθρώ­πους που θα τηρή­σουν τις εντο­λές Του, υπο­σχέ­θη­κε ζωή αιώ­νια και εκα­τον­τα­πλά­σια αγα­θά στην παρού­σα ζωή. Εάν όμως αυτά τα υπο­σχέ­θη­κε στους άλλους, πολύ περισ­σό­τε­ρο τα υπο­σχέ­θη­κε στους απο­στό­λους και αυτά και όλα τα πράγ­μα­τα της επί­γειας ζωής. Και αυτό άλλω­στε εκπλη­ρώ­θη­κε· διό­τι άφη­σαν οι μαθη­τές το ψαρο­κά­λα­μο και τα δίκτυα και εξου­σί­α­ζαν καθ’ ολο­κλη­ρί­αν τις περιου­σί­ες όλων των Χρι­στια­νών , την αξία των σπι­τιών και των χωρα­φιών και αυτά τα σώμα­τα των πιστών. Πραγ­μα­τι­κά, πολ­λές φορές οι πιστοί προ­τί­μη­σαν και να σφα­γούν ακό­μη για χάρη των απο­στό­λων, όπως μαρ­τυ­ρεί για πολ­λούς ο Παύ­λος, όταν λέγει: «Μαρ­τυρ γρ μν τι ε δυνατν τος φθαλ­μος μν ξορξαν­τες ν δκατ μοι (:δίκαια βέβαια σας επαι­νού­σαν και σας μακά­ρι­ζαν· διό­τι μπο­ρώ να βεβαιώ­σω εσάς ότι εάν ήταν δυνα­τόν, και τα μάτια σας ακό­μη θα βγά­ζα­τε και θα μου τα δίνα­τε. Τόσο πολύ με αγα­πού­σα­τε)»[Γαλ.4,15].

Όταν λοι­πόν ο Κύριος λέγει: «καθέ­νας που άφη­σε τη γυναί­κα του»[Ματθ.19,29], δεν το λέγει για να δια­λύ­ον­ται εύκο­λα και χωρίς λόγο οι γάμοι, αλλά όπως εκεί­νο που έλε­γε για την ψυχή, ότι «εκεί­νος που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε εμέ­να, θα κερ­δί­σει αυτήν»[Ματθ.10,39], δεν το έλε­γε για να φονεύ­ου­με τους εαυ­τούς μας, ούτε για να χωρί­ζου­με την ψυχή μας από εδώ από το σώμα, αλλά για να θέτου­με την ευσέ­βεια υπε­ρά­νω πάν­των, το ίδιο λέγει και για τη γυναί­κα και τους αδελ­φούς. Νομί­ζω όμως ότι εδώ υπαι­νίσ­σε­ται και τους διωγ­μούς. «Επει­δή δηλα­δή υπήρ­χαν πολ­λοί πατέ­ρες που παρέ­συ­ραν τα παι­διά τους στην ασέ­βεια και γυναί­κες τους άντρες τους, γι’ αυτό» λέγει, «όταν δίνουν παρό­μοιες συμ­βου­λές να μην τους θεω­ρεί­τε ούτε συζύ­γους, ούτε πατέ­ρες». Πράγ­μα βέβαια που και ο Παύ­λος έλε­γε: «ε δ πιστος χωρί­ζε­ται, χωρι­ζέ­σθω. ο δεδού­λω­ται δελφς δελφ ν τος τοιού­τοις. ν δ ερήν κέκλη­κεν μς Θεός(:εάν όμως ο άπι­στος σύζυ­γος επι­θυ­μεί και θέλει χωρι­σμό, ας χωρί­ζε­ται από αυτόν η Χρι­στια­νή γυναί­κα. Σε τέτοιες περι­πτώ­σεις δεν είναι δεσμευ­μέ­νος ο πιστός ή η πιστή. Ο Θεός μάς έχει καλέ­σει να ζού­με με ειρή­νη εσω­τε­ρι­κή και με ειρή­νη προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθό να ταλαι­πω­ρεί­ται ο πιστός σύζυ­γος από τις έρι­δες και τις δια­μά­χες της άπι­στης συζύ­γου)»[Α΄Κορ.7,15].

Αφού λοι­πόν εξύ­ψω­σε το φρό­νη­μα όλων και τους έπει­σε να έχουν θάρ­ρος και για τους εαυ­τούς τους και για την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη, πρό­σθε­σε: «Πολ­λο δ σον­ται πρτοι σχα­τοι κα σχα­τοι πρτοι(:πολ­λοί που στον κόσμο αυτόν, εξαι­τί­ας των αξιω­μά­των τα οποία κατέ­χουν και όχι εξαι­τί­ας της αρε­τής τους, είναι πρώ­τοι, στη βασι­λεία των ουρα­νών θα είναι τελευ­ταί­οι και πολ­λοί που στον κόσμο αυτόν θεω­ρούν­ται τελευ­ταί­οι, θα είναι εκεί πρώ­τοι)»[Ματθ.19,30]. Αυτό αν και ειπώ­θη­κε αόρι­στα και ανα­φέ­ρε­ται σε πολ­λές κατη­γο­ρί­ες ανθρώ­πων, εντού­τοις ειπώ­θη­κε και γι’ αυτούς και για τους Φαρι­σαί­ους που δεν πίστευαν. Το ίδιο είπε και προ­η­γου­μέ­νως: «Λέγω δ μν τι πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλι­θή­σον­ται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασι­λεί τν ορανν, ο δ υο τς βασι­λεί­ας κβλη­θή­σον­ται ες τ σκό­τος τ ξώτε­ρον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δόν­των(:σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών· ενώ εκεί­νοι που κατά­γον­ται από τον Αβρα­άμ και σύμ­φω­να με τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού είναι κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας, θα ριχτούν έξω απ’ αυτήν, στο σκο­τά­δι που είναι τελεί­ως απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία του Θεού. Εκεί θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους)»[Ματθ. 8,11–12].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΛΔ΄, ΛΕ΄ και ΞΔ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμοι 10 και 11Α, σελί­δες 477–491, 499–507 και 234–245 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26–6‑1994]

(Β300)

Ο Χρι­στός, αγα­πη­τοί μου, είπε εις τους μαθη­τάς Του και δι’ αυτών προς όλους τους πιστούς όλων των αιώ­νων και επο­χών, έναν βαρυ­σή­μαν­το λόγο. Τους είπε: «Πς στις μολογσει ν μο μπρο­σθεν τν νθρπων, μολογσω κγ ν ατ μπρο­σθεν το πατρς μου το ν ορανος· στις δ᾿ ν ρνσητα με μπρο­σθεν τν νθρπων, ρνσομαι ατν κγ μπρο­σθεν το πατρς μου το ν ορανος»· που σημαί­νει ότι ο Χρι­στός ζητά την ομο­λο­γία μας υπέρ του προ­σώ­που Του ενώ­πιον των ανθρώ­πων.

Πώς όμως αυτή η ομο­λο­γία του Χρι­στού μπο­ρεί να εκφρα­στεί; Με τρεις τρό­πους. Ο πρώ­τος τρό­πος, με την ορθό­δο­ξη πίστη. Ο δεύ­τε­ρος τρό­πος, με την ορθό­δο­ξη ευαγ­γε­λι­κή ζωή, με το ευαγ­γε­λι­κό ήθος. Και ο τρί­τος τρό­πος, ως ιερα­πο­στο­λή. Με αυτούς τους τρό­πους μπο­ρού­με να ομο­λο­γή­σου­με τον Χρι­στό. Όχι με ένα μόνο, ερή­μην των άλλων δύο. Αλλά και με τους τρεις τρό­πους.

Ας προ­σπα­θή­σου­με μία προ­σέγ­γι­ση εις αυτούς τους τρό­πους ομο­λο­γί­ας του θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού. Αλλά πριν κάτι πού­με, θα πρέ­πει να σημειώ­σου­με τα κίνη­τρα εκεί­να τα οποία μας ωθούν εις την ομο­λο­γί­αν της Ορθο­δο­ξί­ας. Είναι πρώ­τι­στα η αγά­πη του Χρι­στού. Αν δεν αγα­πάς τον Χρι­στό, είναι αδύ­να­τον, αδύ­να­τον να τον ομο­λο­γή­σεις. Η αγά­πη υπερ­νι­κά ακό­μη και αυτόν τον θάνα­τον· εξ ου και το μαρ­τύ­ριον. Η αγά­πη θα δώσει το θάρ­ρος, αλλά και το άοκνον, το ατεμ­πέ­λια­στο, το άοκνον της ομο­λο­γί­ας του Χρι­στού ισο­βί­ως.

Και όταν λέμε ότι ομο­λο­γού­με τον Χρι­στόν, δεν σημαί­νει τίπο­τε άλλο παρά ότι ομο­λο­γού­με την Ορθο­δο­ξία. Ή αν ομο­λο­γού­με την Ορθο­δο­ξία, ομο­λο­γού­με τον Χρι­στό. Για­τί, απλού­στα­τα, Χρι­στός και Ορθο­δο­ξία ταυ­τί­ζον­ται. Τι είναι η Ορθο­δο­ξία; Ο ορθό­δο­ξος τρό­πος ανα­φο­ράς εις το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού. Η ορθό­δο­ξος ερμη­νεία του θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού. Αυτό είναι Ορθο­δο­ξία. Σημαί­νει λοι­πόν ομο­λο­γία της ανθρω­πί­νης και της θεί­ας φύσε­ως του Ιησού Χρι­στού· με ό,τι μας απο­κα­λύ­πτε­ται στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πό Του μέσα στον λόγο του Θεού, μέσα στην Αγία Γρα­φή. Και η ομο­λο­γία προ­ϋ­πο­θέ­τει κάποια γνώ­ση, βεβαί­ως, του θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Χρι­στού. Αν δεν έχου­με αυτήν την γνώ­ση, τι θα ομο­λο­γή­σου­με; Τι θα δεί­ξου­με;

Όταν ερω­τή­θη­κε εκεί­νος ο τυφλός, που τον θερά­πευ­σε ο Κύριος, αν πιστεύ­ει εις τον Χρι­στόν, που ο Κύριος του το είπε αυτό, εκεί­νος είπε: «Ποιος είναι;». «Εγώ είμαι», λέει ο Κύριος, «Αυτός που σου άνοι­ξα τα μάτια». Κι εκεί­νος είπε: «Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω.» και προ­σε­κύ­νη­σε αυτόν. Τον προ­σε­κύ­νη­σε τον Κύριο. Την ίδια στιγ­μή γίνε­ται ομο­λο­γη­τής του Χρι­στού. Και μάλι­στα ομο­λο­γη­τής εις τους Φαρι­σαί­ους· οι οποί­οι, δεν ήθε­λαν, αμφέ­βαλ­λαν για το θαύ­μα, αμφέ­βαλ­λαν δια την ποιό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού. Και μάλι­στα, επει­δή ακρι­βώς επέ­με­νε ο τυφλός και τους έλε­γε «Μα σας είπα και σας το ξανα­εί­πα, ότι Αυτός μου άνοι­ξε τα μάτια», εθε­ω­ρή­θη­κε και θεω­ρεί­ται ο πρώ­τος ομο­λο­γη­τής του Χρι­στού. Και επει­δή τον έβγα­λαν έξω με λοι­δο­ρία, «Φύγε από δω» ‑του είπαν- «εσύ όλος ν μαρ­τί­αις υπάρ­χεις κι εσύ διδά­σκεις εμάς;». Γι΄αυτό θεω­ρεί­ται και ο πρώ­τος μάρ­τυς του Χρι­στού. Ομο­λο­γη­τής και μάρ­τυς Χρι­στού. Ο πρώ­τος.

Ακό­μη, θα ήθε­λα να πού­με ότι η ομο­λο­γία του Χρι­στού είναι ένα χάρι­σμα. Δεν μπο­ρείς να ομο­λο­γή­σεις τον Χρι­στό, αν δεν έχεις αυτό το χάρι­σμα, το οποίο θα σου δώσει το Πνεύ­μα το Άγιον· το οποί­ον θα σου το δώσει, για­τί αυτό σου δεί­χνει ποιο είναι το θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Χρι­στού, για να Τον ομο­λο­γή­σεις. Εάν λοι­πόν δεν έχεις το Πνεύ­μα του Θεού, δεν μπο­ρείς επ’ ουδε­νί να είσαι ομο­λο­γη­τής του Χρι­στού.

Ο Χρι­στός είπε: «Πς στις μολογσει ν μο» κλπ. Εκεί­νος ο οποί­ος θα ομο­λο­γή­σει- προ­σέξ­τε- ν μο». Δεν είπε «μέ». Παρα­κά­τω το λέει «μέ». Που ανα­φέ­ρε­ται σε εκεί­νους που αρνούν­ται τον Χρι­στόν. Εκεί­νος που θα με αρνη­θεί» Εδώ λέγει «Εκεί­νος που θα ομο­λο­γή­σει «ν μο». Αυτό το «ν μο» σημαί­νει, βοη­θού­με­νος από μένα για να με ομο­λο­γή­σει. Κι όπως λέγει σχο­λιά­ζον­τας ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Δει­κνύς ότι (δεί­χνον­τας ότι) οκ οκεί δυνά­μει, λλά τῇ νωθεν βοη­θού­με­νος χάρι­τι μολο­γεμολογν». Δεν ομο­λο­γεί από δικές του δυνά­μεις, αλλά από την άνω­θεν χάρη, από το Πνεύ­μα το Άγιον. Περί δε τοῦ ρνου­μέ­νου οκ επεν ν μο (Για εκεί­νον ο οποί­ος αρνεί­ται δεν είπε «ν μο») λλά μέ. ρημος γάρ γενό­με­νος τῆς τοῦ Θεοῦ δωρες, οτως ρνεται». Έρη­μος από την δωρεά του Θεού, έρη­μος από το Πνεύ­μα το Άγιον, φθά­νει να με αρνη­θεί. Μη μου πεί­τε, τότε εκεί­νος που αρνεί­ται, τι φταί­ει αν στε­ρεί­ται του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος; Ω! Το κλει­δί όλων αυτών των πραγ­μά­των και πλή­θος άλλων, είναι η προ­αί­ρε­σις. Αν η προ­αί­ρε­σις, αγα­πη­τοί μου, είναι στρα­βή, αυτό το βλέ­πει ο Θεός. Και δεν σου δίνει τη Χάρη. Δεν σου στέλ­νει το Πνεύ­μα το Άγιον. Δεν φταί­ει ο Θεός, για να μη σου δώσει τη χάρη Του, το Πνεύ­μα το Άγιον. Αλλά η δική σου η κακή προ­αί­ρε­σις· η οποία απο­κλί­νει από τον κακό τρό­πο της ζωής σου. Συνή­θως, όχι απο­λύ­τως, αλλά συνή­θως. Για­τί, πόρ­νες κάπο­τε ομο­λο­γούν τον Θεόν. Αλλά συνή­θως, η προ­αί­ρε­σις είναι το κλει­δί όλης μας της ανθρω­πί­νης συμ­πε­ρι­φο­ράς. Όλο το κακό εκπη­γά­ζει όχι από τον διά­βο­λο, από μας. Και από τον διά­βο­λο, αλλά, για­τί τάχα, δεν υπάρ­χει ο διά­βο­λος και για τους ευσε­βείς; Από την προ­αί­ρε­σή μας, την κακή προ­αί­ρε­σή μας, από εκεί πηγά­ζει.

Αλλά ύστε­ρα από αυτά τα λίγα που είπα­με σχε­τι­κά με το ποιες είναι οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις να φθά­σου­με να ομο­λο­γή­σου­με τον Χρι­στό, ας δού­με τώρα αυτές τις τρεις μορ­φές που προ­η­γου­μέ­νως σας ανήγ­γει­λα.

Η πρώ­τη μορ­φή ομο­λο­γί­ας της ορθο­δό­ξου πίστε­ως είναι η ομο­λο­γία του Χρι­στού ορθο­δό­ξως. Δηλα­δή η αντι­με­τώ­πι­σις των αιρέ­σε­ων. Τι είναι η αίρε­σις; Η από­κλι­σις από την ορθήν πίστιν, η στρα­βή ερμη­νεία του θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Χρι­στού. Όπως επί παρα­δείγ­μα­τι, μπο­ρού­σε να λέγει ο Αρεια­νι­σμός ότι δεν είναι Θεός, αλλά μόνον άνθρω­πος. Ή να λέει κάποια άλλη αίρε­σις: «Δεν είναι άνθρω­πος, αλλά είναι Θεός μόνον», κ.ο.κ. ·ότι «η Πανα­γία δεν είναι Θεό­το­κος· είναι Χρι­στο­τό­κος»· κ.λπ. κ.λπ. κλπ. Όσες ποτέ ενε­φα­νί­σθη­σαν αιρέ­σεις. Δηλα­δή στον κοι­νόν χώρον της πίστε­ως, εμφα­νί­ζον­ται άνθρω­ποι, οι οποί­οι έχουν δια­φο­ρε­τι­κή ερμη­νεία και αντί­λη­ψη για την πίστη. Όλες οι αίρε­σεις γεν­νή­θη­καν μέσα εις τον χώρον της Εκκλη­σί­ας· όχι απέ­ξω, μέσα εις τον χώρον της Εκκλη­σί­ας.

Συνε­πώς τι είναι εδώ η ομο­λο­γία του Χρι­στού; Είναι η ορθό­δο­ξος ομο­λο­γία σε εκεί­νους που έχουν δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη για τον Χρι­στόν. Και εκεί­νοι που αντι­με­τω­πί­ζουν την αίρε­σιν λέγον­ται ομο­λο­γη­ταί. Και μάλι­στα αν τύχουν και μαρ­τυ­ρί­ου, όπως είναι ο άγιος Μάξι­μος ο Ομο­λο­γη­τής, όπως είναι ο άγιος Θεό­δω­ρος ο Γρα­πτός, που του έκο­ψαν τη γλώσ­σα, όπως είναι όποιος είναι, και λοι­ποί τόσοι πολ­λοί, αυτοί ανε­δεί­χθη­σαν κατά και­ρούς εναν­τί­ον των αιρέ­σε­ων και των αιρε­τι­κών.

Ομο­λο­γία ακό­μη λέγε­ται όταν ο πιστός στα­θεί μπρο­στά στην ειδω­λο­λα­τρία· η οποία στρέ­φε­ται ως διώ­κτης κατά της Εκκλη­σί­ας. Ο Μέγας Βασί­λειος έναν­τι του ειδω­λο­λα­τρούν­τος Ιου­λια­νού του Παρα­βά­του του αυτο­κρά­το­ρος, στά­θη­κε εδραί­ος. Κι όταν είπε ό,τι είπε, «κού­ε­τω τατα καί βασι­λεύς», είπε εις τον Μόδε­στον τον Έπαρ­χον: «Αυτά που σου είπα, να τα ακού­σει και ο βασι­λιάς!», «κού­ε­τω τατα καί βασι­λεύς». Ομο­λο­γη­τής! Έναν­τι της ειδω­λο­λα­τρί­ας. Έτσι, ο κάθε πιστός, ομο­λο­γεί τον Χρι­στόν. Είτε έναν­τι των αιρέ­σε­ων είναι, είτε έναν­τι της ειδω­λο­λα­τρί­ας, ομο­λο­γεί τον Χρι­στόν, ως τον μονα­δι­κό σωτή­ρα Θεάν­θρω­πον Ιησούν.

Όταν χλευά­ζε­ται ακό­μη ο Χρι­στός από Χρι­στια­νούς ‑αλί­μο­νο, και από μη Χρι­στια­νούς- στα­θεί και υπε­ρα­σπι­στεί το πρό­σω­πο το ανθρώ­πι­νον του Χρι­στού. Όταν ακό­μη, Χρι­στια­νοί μας αρνούν­ται το Ευαγ­γέ­λιο, είτε επι­λε­κτι­κώς είτε καθ΄ολοκληρίαν, συνή­θως επι­λε­κτι­κώς, «δεν συμ­φω­νώ μ’ αυτό που λέει το Ευαγ­γέ­λιο», «δεν συμ­φω­νώ με εκεί­νο που λέει το Ευαγ­γέ­λιο», ο ομο­λο­γη­τής θα υπε­ρα­σπι­στεί το Ευαγ­γέ­λιο. Παν­τού. Μέσα στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, μέσα στην εργα­σία, στο σπί­τι, στο δημό­σιο βίο. Όταν ο Χρι­στός, υπο­τι­μά­ται και πρέ­πει να μιλή­σου­με γι’ Αυτόν ή να διορ­θώ­σου­με αν δεν υπάρ­χει κακή προ­αί­ρε­σις ή να επι­τι­μή­σου­με εάν υπάρ­χει κακή προ­αί­ρε­σις, κακο­πι­στία, θα επι­τι­μή­σο­με, θα επι­πλή­ξο­με. Όλα αυτά σημαί­νουν ομο­λο­γώ τον Χρι­στόν. Δεν ντρέ­πο­μαι. Δεν υπο­στέλ­λω την αλή­θειαν. Δεν συρ­ρι­κνού­μαι.

Δεν είμαι…τέκνον υπο­στο­λής, που λέει στην Προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος. Σιω­πώ, και η σιω­πή μου είναι προ­δο­σία. Η σιω­πή μου… για­τί σιω­πώ; Κινεί­ται από ανθρω­πα­ρέ­σκεια. Για να μην πουν για μένα ότι…να, ότι…να. Προ­τι­μώ να αρέ­σω εις τους ανθρώ­πους, παρά εις τον Θεόν. Αλή­θεια, αδελ­φέ μου, αν σου ‘βρι­ζαν τον Πατέ­ρα, τη γυναί­κα ή τον άνδρα ή το παι­δί σου, θα σιω­πού­σες; Αν έλε­γαν το παι­δί σου ότι είναι νόθο, θα σιω­πού­σες; Αν έλε­γαν ότι ο Χρι­στός δεν είναι ο υιός του Θεού, αλλά κτί­σμα, ίδια είναι βλα­σφη­μία, μόνο εξαι­ρε­τι­κά μεγε­θυ­μέ­νη, επει­δή δεν ανα­φέ­ρε­ται στο παι­δί σου αλλά ανα­φέ­ρε­ται εις τον Υιόν του Θεού; Θα σιω­πού­σες; Και τότε η σιω­πή σου δεν είναι προ­δο­σία;

Ακό­μη, αγα­πη­τοί, ομο­λο­γία Χρι­στού ασκώ όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το βίω­μα, με το ευαγ­γε­λι­κόν ήθος, με τον ορθόν κατά Θεόν βίον. Δηλα­δή, με την ορθο­πρα­ξί­αν. Όχι με την ορθο­δο­ξί­αν μόνον, αλλά και με την ορθο­πρα­ξί­αν, με την ορθή βιω­τήν. Ο Κύριος μας είπε: «Οτω λαμ­ψά­τω τ φς μν μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, πως δωσιν μν τ καλ ργα κα δοξά­σω­σι τν Πατέ­ρα μν τν ν τος ορανος». Τι είπε; «Να ιδούν οι άνθρω­ποι τα καλά σας έργα, τον καλό σας τρό­πο, τον σωστό σας ευαγ­γε­λι­κό βίο για να δοξα­στεί ο Θεός». Αυτό είναι. Έτσι ομο­λο­γού­με τον Χρι­στόν, ζών­τες την ευαγ­γε­λι­κήν αλή­θειαν. Αν δεν ζω ευαγ­γε­λι­κά, δεν ομο­λο­γώ Χρι­στόν. Για­τί δεί­χνω στην πρά­ξη την απι­στία μου. Αν υπο­τε­θεί ότι λέγω ότι είμαι ορθό­δο­ξος Χρι­στια­νός και η ζωή μου είναι βρώ­μι­κη, τότε είμαι ένας υπο­κρι­τής. Αν δεν ζω την εγκρά­τεια, αν μετέρ­χο­μαι τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα, αυτά που οι άνθρω­ποι, οι χρι­στια­νοί μας σήμε­ρα κατά κόρον ζουν, τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα, δεν μπο­ρώ να λέγο­μαι ότι ομο­λο­γώ Χρι­στόν. Αν δεν είμαι ελε­ή­μων και είμαι φιλάρ­γυ­ρος, δεν μπο­ρώ να πω ότι ομο­λο­γώ τον Χρι­στόν. Η πρώ­τη εικό­να που θα δώσω εις τους απέ­ξω, όχι βεβαί­ως προ­βάλ­λον­τας τον εαυ­τόν μου, αλλά εν απλό­τη­τι ζών­τας, η πρώ­τη εικό­να την οποία θα δώσω εις τους απέ­ξω, θα είναι ο τρό­πος με τον οποίο ζω. Λέγε­ται ότι οι άνθρω­ποι πιστεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο στα μάτια τους, παρά στα αυτιά τους. Όχι τι λες, αλλά πώς ζεις. Φυσι­κά ο Χρι­στός είπε: «Μεγά­λος είναι εκεί­νος ο οποί­ος θα διδά­ξει και θα ζήσει το Ευαγ­γέ­λιον». Δηλα­δή «θα με ομο­λο­γή­σει και με τη διδα­χή του, αλλά και με τη ζωή του».

Σήμε­ρα, δεν ξέρω, αλή­θεια, δεν ξέρω, κατά πόσο χωλαί­νει η Ορθο­δο­ξία μας, του­λά­χι­στον στην πατρί­δα μας. Αλλά εκεί που πάσχο­με κυριο­λε­κτι­κά και αρνού­με­θα τον Χρι­στό, είναι αγα­πη­τοί μου, η απου­σία της ορθο­πρα­ξί­ας. Αν βρε­θού­με σε μία πόλη, δού­με τους ανθρώ­πους πώς κινούν­ται, κέν­τρα νυκτε­ρι­νής δια­σκε­δά­σε­ως, ποι­κί­λα στοι­χεία μεσ’ την πόλη αυτή που υπάρ­χουν, θα λέγα­με ότι δεν ξέρο­με αν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι η πόλις αυτή είναι χρι­στια­νι­κή ή ειδω­λο­λα­τρι­κή. Σε τι θα διέ­φε­ρε παρα­κα­λώ η πόλις η χρι­στια­νι­κή, η Αθή­να, η Θεσ­σα­λο­νί­κη, η Πάτρα, δεν ξέρω ποια, η πόλις, εάν ζει κατά τρό­πον, όπως ζει, από του να ήτο χρι­στια­νι­κή πόλις; Το ίδιο είναι. Το ίδιο ζού­με. Γι΄αυτό σας είπα, αμφι­βάλ­λω αν και κατά πόσο στην πατρί­δα μας αυτή τη στιγ­μή, έξω από μεμο­νω­μέ­νες περι­πτώ­σεις, αν ζού­με με ορθο­πρα­ξία. Γι’αυ­τό δια­μαρ­τύ­ρε­ται ο Θεός και λέγει: «Δι᾿ μν βλα­σφη­μεται τ νομά μου ν τος θνε­σι». «Εξαι­τί­ας σας βλα­σφη­μεί­ται το όνο­μά μου εις τους εθνι­κούς». Κι ακό­μη θα πει ο Θεός δια του Ησα­ΐ­ου: « λας οτος τος χεί­λε­σί με τιμ». Μόνο με τα χεί­λη του με τιμά­ει. Γεμί­ζο­με την Εκκλη­σία τα χεί­λη του με τιμά. Γεμί­ζο­με την Εκκλη­σία το Πάσχα…όχι, το Πάσχα φεύ­γο­με, πάμε να φάμε τη μαγει­ρί­τσα μας, την Μεγά­λη Παρα­σκευή, ε, την ώρα που κάνο­με την περι­φο­ρά του Επι­τα­φί­ου, σαχλα­μα­ρί­ζον­τες κατά τη διάρ­κεια της λιτα­νεί­ας του ιερού κου­βου­κλί­ου. Τι φοβε­ρό πράγ­μα! Αν κάποιος από μακριά έβλε­πε, θα έλε­γε «Κοί­τα­ξε οι Χρι­στια­νοί…». Έστω, έστω, έστω επι­φα­νεια­κά, έστω εξω­τε­ρι­κά, αυτό προ­δί­δει ότι είμε­θα ορθό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, με ορθο­δο­ξία και ορθο­πρα­ξία;

Σας είπα προ­η­γου­μέ­νως αυτά σε μικρο­γρα­φία. Αλλά οι Χρι­στια­νοί έναν­τι των εθνών που δεν εγνώ­ρι­ζαν Χρι­στόν, πώς στά­θη­καν; Το ίδιο. Θα περιο­ρι­στώ σε τού­το να σας πω μόνον. Όταν η λεγο­μέ­νη Χρι­στια­νι­κή Ευρώ­πη ξεκί­νη­σε την αποι­κιο­κρα­τία της στις άλλες χώρες της Ασί­ας και της Αφρι­κής, μόνο εικό­να Χρι­στού δεν έδω­σε. Είχε πει ο Γκάν­τι κάπο­τε· Είχαν δεχθεί οι Ινδοί των Άγγλων την κατο­χήν και είχε πει: «Καλός είναι ο Χρι­στια­νι­σμός, αλλά πολύ κακοί είναι οι Χρι­στια­νοί». Βλέ­πε­τε λοι­πόν; Βλέ­πε­τε λοι­πόν τι εικό­να δίδο­με εις τους άλλους για την ορθό­τη­τα του Ευαγ­γε­λί­ου, για το Ευαγ­γέ­λιον και δια την ορθό­τη­τα του βίου του ευαγ­γε­λι­κού; Πάν­τως είτε με ορθά λόγια, είτε με ευαγ­γε­λι­κόν ήθος, ο άνθρω­πος γίνε­ται ομο­λο­γη­τής Χρι­στού.

Είναι όμως και η τρί­τη μορ­φή ομο­λο­γί­ας του Χρι­στού. Είναι η ιερα­πο­στο­λή. Κίνη­τρον της ιερα­πο­στο­λής είναι η αγά­πη στον Χρι­στό και στον άνθρω­πο, για να σωθεί. Ο Χρι­στός να δοξα­στεί. Ο άνθρω­πος, ο συνάν­θρω­πος να σωθεί. Εκεί ομο­λο­γού­με τον Χρι­στόν και είναι κατε­ξο­χήν ομο­λο­γία αγά­πης. Όταν ο Κύριος είπε εις τον Από­στο­λο Πέτρο μετά την Ανά­στα­σή Του, εκεί παρά την λίμνην της Τιβε­ριά­δος, «Σίμων ων, φιλες με πλεον τού­των;». Τρεις φορές το είπε: «Σίμων, παι­δί του Ιωνά, με αγα­πάς περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους;». Και ενώ ο Πέτρος είπε «Ναί, Κύριε, φιλ σε», «Σε αγα­πώ», και μάλι­στα όταν ο Κύριος το επα­νέ­λα­βε και δια τρί­την φοράν, ο Πέτρος ελυ­πή­θη. «Αμφι­βάλ­λει ο Κύριος εάν τον αγα­πώ;». Και στις τρεις περι­πτώ­σεις ο Κύριος απήν­τη­σε κάπως δια­φο­ρε­τι­κά, αλλά το ίδιο νόη­μα. «Ποί­μαι­νε τα πρό­βα­τά μου». «Μ’ αγα­πάς;». «Ποί­μαι­νε τα πρό­βα­τά μου». Τι σημαί­νει αυτό; «Εάν μ’ αγα­πάς, οφεί­λεις να ασκείς ποι­μαν­τι­κή και ιερα­πο­στο­λή. Δεν μπο­ρείς να με αγα­πάς, εάν δεν ασκείς ποι­μαν­τι­κή εις τους άλλους, δεν ασκείς την ιερα­πο­στο­λή». Ποι­μαν­τι­κή λέγε­ται -…το ίδιο πράγ­μα ουσια­στι­κά είναι- αλλά με μία διά­κρι­ση, ότι η ποι­μαν­τι­κή ασκεί­ται εις τους έσω, εις τους πιστούς, ενώ η ιερα­πο­στο­λή εις τους έξω, εις εκεί­νους που ακό­μη δεν εγνώ­ρι­σαν τον Χρι­στόν. Έτσι βλέ­πο­με εδώ ο Κύριος να συν­δέ­ει την αγά­πη με την ιερα­πο­στο­λή. Και η ιερα­πο­στο­λή απαι­τεί πολ­λές θυσί­ες. Ακό­μη και αυτής της ζωής την θυσί­αν.

Κι αν όμως κανείς δεν μπο­ρεί, έχει τον πόθο, δεν μπο­ρεί να βγει πιο έξω, να βγει στο μέτω­πο, να κηρύ­ξει Χρι­στόν ως ιερα­πό­στο­λος… ‑αυτή την στιγ­μή έχο­με τρία κλι­μά­κια εμείς οι ορθό­δο­ξοι Έλλη­νες… Το ένα είναι στην Αφρι­κή, το άλλο είναι στη Νότια Κορέα και το άλλο είναι στις Ινδί­ες. Κι όπου αλλού μπο­ρεί μικρά κλι­μά­κια να υπάρ­χουν. Αυτή τη στιγ­μή. Είναι πολύ δύσκο­λο πράγ­μα. Δεν είναι εύκο­λο πράγ­μα να ζήσεις στις συν­θή­κες της Αφρι­κής. Κάτω από φοβε­ρές όντως προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Δεν μπο­ρείς. Ποθείς; Κάνε κάτι άλλο. Δώσε τα αναγ­καία δια την ιερα­πο­στο­λήν. Στά­σου εις τα μετό­πι­σθεν. Δεν πολε­μούν όλοι στα σύνο­ρα ενός κρά­τους. Είναι και τα μετό­πι­σθεν. Είναι η τρο­φο­δο­σία. Είναι ο εφο­δια­σμός. Είναι όλα εκεί­να που θα βοη­θή­σουν τους πολε­μούν­τας εις την πρώ­την γραμ­μήν. Δεν μπο­ρείς λοι­πόν να γίνεις ιερα­πό­στο­λος; Βοή­θη­σε όμως τους ιερα­πο­στό­λους. Δώσε χρή­μα­τα. Δώσε σκεύη, πράγ­μα­τα. Κάνε προ­σευ­χή. Κάνε προ­σευ­χή δια τους ιερα­πο­στό­λους. Κάνε προ­σευ­χή δια τους μέλ­λον­τας να κατη­χη­θούν ή τους κατη­χου­μέ­νους, για να φθά­σουν εις το άγιον Βάπτι­σμα.

Αγα­πη­τοί, όλες αυτές οι μορ­φές είναι ομο­λο­γία Χρι­στού. Κι όπως είπα­με, η ομο­λο­γία του Χρι­στού ξεκι­νά από την πολ­λήν αγά­πη του Χρι­στού. Και την αγά­πη του πλη­σί­ον. Ίσως… πολ­λά είναι τα σπου­δαία και τα καλά και τα αναγ­καία έργα, αλλά κορυ­φαί­ον όμως είναι η ομο­λο­γία του Χρι­στού. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Πάν­τα δεύ­τε­ρα τίθε­σθε τς μολο­γί­ας τς ες Χρι­στόν». Όλα μπαί­νουν δεύ­τε­ρα, κατο­πι­νά, μπρο­στά στην ομο­λο­γία του Χρι­στού. Θέλε­τε από­δει­ξη; Και ο ληστής επί του σταυ­ρού, δεν είχε περι­θώ­ρια καλών έργων. Αλλά ομο­λό­γη­σε τον Χρι­στόν και σώθη­κε. Και η ομο­λο­γία, όπως είπα­με, έχει μέσα της το μαρ­τυ­ρι­κό στοι­χείο. Δεν μπο­ρείς να ομο­λο­γείς Χρι­στόν και να μη ζεις το μαρ­τύ­ριον. Είτε σαν ανα­στε­ναγ­μός για το κακό που γίνε­ται, για τους ανθρώ­πους που απω­θούν και δεν θέλουν να δεχθούν Χρι­στόν. Είναι το μαρ­τύ­ριο των κατα­στε­να­ζόν­των, που λέγει ο προ­φή­της Ιεζε­κι­ήλ, για ό,τι άσχη­μο έβλε­παν μέσα εις την πόλιν της Ιερου­σα­λήμ. Είναι, σε ένα κόσμο διε­φθαρ­μέ­νο που ζεις αδερ­φέ μου και ανα­στε­νά­ζεις που δεν δέχε­ται τον Χρι­στό, είναι σαν τον δίκαιο Λωτ. Λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος: «Κατα­πο­νού­με­νον (Κοι­τάξ­τε το ρήμα: «Κατα­πο­νού­με­νον». Κατε­πο­νεί­το. Εστε­νο­χω­ρεί­το, υπέ­φε­ρε) π τς τν θέσμων ν σελ­γεί ναστροφς». Όταν ζού­σε μέσα σε εκεί­νη τη βρω­με­ρή, ανή­θι­κη πόλη των Σοδό­μων, ο Λωτ ήτο κατα­πο­νού­με­νος.

Είτε ακό­μη σαν λοι­δο­ρία του κόσμου. Όπως εκεί­νον τον τυφλόν που τον πέτα­ξαν έξω. « Α, αυτός, αυτός ο χαζός, αυτός ο θρη­σκό­λη­πτος». Τον θρη­σκευό­με­νον τον λένε θρη­σκό­λη­πτον. Κοροϊ­δεύ­ουν. «Αυτός που είναι περι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νος, στο περι­θώ­ριο βρί­σκε­ται». Αυτόν ο οποί­ος δίδει ακό­μα τον εαυ­τό του, την ψυχα­γω­γία του, δαπα­νά­ται. Αυτός που δίνει ακό­μα και το αίμα Του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όλα αυτά συνι­στούν το μαρ­τυ­ρι­κό στοι­χείο. Ομο­λο­γη­τής και μάρ­τυ­ρας πάνε πλάι πλάι. Το ένα δεν μπο­ρεί να στα­θεί χωρίς το άλλο. Όλοι οι μάρ­τυ­ρες είχαν την ομο­λο­γία. Αλλιώ­τι­κα δεν θα ήσαν μάρ­τυ­ρες. Και ο Κύριος μας είπε ότι όταν Τον ομο­λο­γή­σου­με μπρο­στά στους ανθρώ­πους, με την όποια στά­ση τους, τότε κι Εκεί­νος θα μας ομο­λο­γή­σει ως δικούς Του εν ημέ­ρα κρί­σε­ως, ενώ­πιον του Πατρός Του, ενώ­πιον των αγί­ων αγγέ­λων και των αγί­ων.

Αγα­πη­τοί, είναι θέμα αγά­πης η ομο­λο­γία. Ας ανα­πτύ­ξου­με την αγά­πη και τότε θα έλθει και η ομο­λο­γία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_605.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22–6‑1997]

[Β357] Έκδο­σις Β΄

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας τιμά πάν­τας τους αγί­ους, τους γνη­σί­ους φίλους του Θεού και ευερ­γέ­τας αλη­θι­νούς των πιστών. Είναι εκεί­νοι που όσο ζού­σαν, επί­στευ­σαν εις τον Θεόν και επο­λι­τεύ­θη­σαν κατά Θεόν. Γι’ αυτό είναι οι πρω­τό­το­κοι του Θεού· που είναι απο­γε­γραμ­μέ­νοι εις τον ουρα­νόν. Και είναι πρω­τό­το­κοι, για­τί θα τύχουν όλοι της μεγά­λης και μονα­δι­κής κλη­ρο­νο­μί­ας, που είναι η Βασι­λεία του Θεού. Όσοι θα είναι εις την Βασι­λεί­αν του Θεού, λέγον­ται «πρω­τό­το­κοι».

Και ελέ­χθη εις τους αγί­ους και εις τους μάρ­τυ­ρας, όπως μας κατα­γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης εις το βιβλί­ον της Απο­κα­λύ­ψε­ως: «να ναπαύ­σων­ται τι χρό­νον μικρόν, ως πλη­ρώ­σω­σι κα ο σύν­δου­λοι ατν κα οἱ ἀδελ­φοί ατν ο μέλ­λον­τες ποκτέν­νε­σθαι ς καί ατοί». Αυτό το «να ναπαύ­σων­ται τι χρό­νον μικρόν» είναι ο χρό­νος από την στιγ­μήν που αυτοί έφυ­γαν από τον κόσμον αυτόν, έως την ανά­στα­ση των νεκρών. Τον απο­κα­λεί «χρό­νον μικρόν». Και ακό­μη, όταν λέγει: «ως πλη­ρώ­σω­σι, ως του συμ­πλη­ρω­θον καί ο σύν­δου­λοι ατν καί ο δελ­φοί ατν», εκεί­νοι οι οποί­οι πρό­κει­ται να απο­κταν­θούν όπως και αυτοί», δεί­χνει ότι διαρ­κώς εις την Εκκλη­σί­αν προ­στί­θεν­ται άγιοι. Έως το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Έως τον δεύ­τε­ρο ερχο­μό του Ιησού Χρι­στού. Η μνή­μη των συνε­πώς δεν έχει παρελ­θον­το­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα, αλλά επί­και­ρον και δυνα­μι­κόν.

Οι Άγιοι Πάν­τες είναι εκεί­νοι που διέ­κρι­ναν την σχε­τι­κό­τη­τα του κόσμου και των αγα­θών του κόσμου τού­του και επρο­τί­μη­σαν και αγά­πη­σαν περισ­σό­τε­ρο τον Κτί­στην παρά την κτί­σιν και τα αγα­θά που δίνει ο Θεός. Και γι’ αυτή των την αγά­πη και βαθιά πίστη και αφο­σί­ω­ση, όπως ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή από την προς Εβραί­ους επι­στο­λή, να μας κατα­γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «μπαιγμν καί μαστί­γων περαν λαβον(:έλα­βον πεί­ραν, δοκί­μα­ζαν εμπαιγ­μούς και μάστι­γες)· τι δέ δεσμν καί φυλακς· λιθά­σθη­σαν (:λιθο­βο­λή­θη­καν), πρί­σθη­σαν (:πριο­νί­στη­καν), πει­ρά­σθη­σαν (:έγι­ναν αντι­κεί­με­νον πολ­λών πει­ρα­σμών) ν φόν μαχαί­ρας πέθα­νον, περιλθον ν μηλω­τας (:γύρι­ζαν στον κόσμο με προ­βιές) ν αγείοις δέρ­μα­σιν, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, ν (:των οποί­ων) οκ ν ξιος κόσμος(:Ο κόσμος δεν ήταν ούτε είναι άξιος των αγί­ων)».

Και πράγ­μα­τι, δεν είναι άξιος ο κόσμος, των αγί­ων. Για­τί ο κόσμος είναι μακριά από τον Θεό. «Κόσμος» με την έννοια την ηθι­κή, με την έννοια την πνευ­μα­τι­κή. Αυτός ο οποί­ος στέ­κε­ται εχθρι­κά απέ­ναν­τι εις τον Θεόν. Εκεί­νο που λέγει ο Από­στο­λος και Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης «Μή γαπτε τόν κόσμον, μηδέ τα ν τ κόσμ». Εννο­εί μην αγα­πά­τε όλα εκεί­να τα σχή­μα­τα τα οποία έχουν απο­μα­κρυν­θεί από τον Θεό. Αυτός είναι ο κόσμος. Ούτε ό,τι υπάρ­χει εις τον κόσμον, εννο­εί­ται τα καμώ­μα­τα του κόσμου τού­του. Και όχι βεβαί­ως την φύσιν, την κτί­σιν, όχι βεβαί­ως τους ανθρώ­πους, τους ανθρώ­πους. Αλλά αυτό το σχή­μα –θα το πω δια τρί­τη φορά- που στέ­κε­ται μακριά από τον Θεό. Και θα στέ­κε­ται. Και πάν­τα θα στέ­κε­ται, έως το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Μ’ αυτήν την έννοιαν «Μή γαπτε τόν κόσμον». Είναι κατα­πλη­κτι­κό. Για­τί εκεί­νος που αγα­πά τον κόσμον, συσχη­μα­τί­ζε­ται με τον κόσμον.

Κι ακό­μα, εάν μεν ο κόσμος δεν είναι άξιος των αγί­ων, όμως ο κόσμος έχει αμε­σό­τα­τη ανάγ­κη από τους αγί­ους. Η παρου­σία των αγί­ων συνι­στά τον κόσμον και δίνει νόη­μα υπάρ­ξε­ως εις τον κόσμον. Αν δεν υπήρ­χαν οι άγιοι, δεν θα είχε λόγον υπάρ­ξε­ως ο κόσμος. Μας το λένε σαφώς οι Πατέ­ρες και μάλι­στα οι πρώ­ι­μοι Πατέ­ρες. Για­τί πολ­λές φορές κι εμείς το λέμε: «Πώς μας ανέ­χε­ται ο Θεός; Με τόσην αμαρ­τί­αν;». Αν ο κόσμος υπάρ­χει, είναι για­τί υπάρ­χουν οι Άγιοι. Ναι. Όπως ο Θεός ηνεί­χε­το τα Σόδο­μα, για­τί εκεί κατοι­κού­σε ο Λωτ, ο ανι­ψιός του Αβρα­άμ, που ήταν δίκαιος. Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι ο κόσμος ουσια­στι­κά -μόνον που δεν το γνω­ρί­ζει- έχει ανάγ­κη από τους αγί­ους, για­τί οι άγιοι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι συν­τη­ρούν την παρου­σία των ανθρώ­πων, την ύπαρ­ξιν των ανθρώ­πων.Και εκτός από την παρου­σία των ζών­των αγί­ων, δηλα­δή των πιστών, που πολι­τεύ­ον­ται ευα­ρέ­στως στον Θεό και την μνή­μη των ζησάν­των αγί­ων και το θαυ­μα­στόν προς μίμη­σιν παρά­δειγ­μά των, έχουν ανάγ­κη, όσο κι αν ο κόσμος γυρί­ζει την πλά­τη εις τους αγί­ους, και τα σοφά τους και τα θαυ­μα­στά τους συγ­γράμ­μα­τα είναι το αλά­τι που συν­τη­ρεί τον κόσμον.

Θαυ­μα­στή και σπου­δαία και ευερ­γε­τι­κή για τον κόσμον είναι και η παρου­σία των αγί­ων λει­ψά­νων. Γι’ αυτά θα μιλή­σο­με σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου. Για τα λεί­ψα­να των αγί­ων. Λεί­ψα­νον θα πει απο­μει­νά­ρι, κατά λέξη, απο­μει­νά­ρι. Αυτό που απέ­μει­νε. Από τι; Από τον θάνα­τον ενός ανθρώ­που, οι σάρ­κες λιώ­νουν εις τον τάφον. Μένουν τα οστά. Τα οστά λέγον­ται λεί­ψα­να, απο­μει­νά­ρια. Για να μην πω κάτι… ότι από τη στιγ­μή που ο άνθρω­πος απο­θνή­σκει, «λεί­ψα­νον» λέγε­ται. Γι΄αυτό λέμε… κι εκεί­νος ο οποί­ος είναι μέσα στο φέρε­τρον, λέγε­ται λεί­ψα­νον. Λεί­ψα­νον θα πει αυτό που από­μει­νε. Από το λεί­πω. Αυτό που από­μει­νε. Για­τί; Για­τί δεν είναι πλή­ρης ο άνθρω­πος μέσα εις το φέρε­τρό του. Λεί­πει η ψυχή. Αλλά ακό­μα περισ­σό­τε­ρο από το σώμα, όταν οι σάρ­κες θα έχουν φθα­ρεί, λιώ­σει, και θα έχουν μεί­νει μόνον τα οστά. Έτσι, κατά κυριο­λε­ξία, ανα­φε­ρό­μα­στε στα άγια λεί­ψα­να, δηλα­δή τα οστά των αγί­ων που έχουν απο­μεί­νει και που βέβαια εύκο­λα δεν φθεί­ρον­ται αυτά.

Ένας οδη­γός μας ορθό­δο­ξος και απλα­νής, για να κατα­λά­βο­με τι είναι τα άγια λεί­ψα­να, θα στα­θεί ο άγιος Νικό­λα­ος Καβά­σι­λας, ο Θεσ­σα­λο­νι­κεύς, με μία θαυ­μα­σία προ­σευ­χή του προς τον Κύριον Ιησούν Χρι­στόν, που ανα­φέ­ρε­ται εις τα λεί­ψα­να των αγί­ων. Την έχω μπρο­στά μου την προ­σευ­χή αυτή και μάλι­στα σε μετά­φρα­ση. Δεν θα ήθε­λα να σας την πω, είναι αρκε­τά αυτά που θα είχα να σας πω· την παρα­λεί­πω. Αλλά θα πάρω μόνο δύο-τρία απο­σπα­σμα­τά­κια από την προ­σευ­χήν αυτήν. Με την θεο­λο­γι­κο­τά­την αυτήν ευχή περί των αγί­ων λει­ψά­νων, μπο­ρού­με να δού­με αυτές τις μερι­κές θέσεις.

Πρώ­τον: Εις τα λεί­ψα­να των αγί­ων βρί­σκο­με πολ­λή θεο­λο­γία. Ναι. Πολ­λή θεο­λο­γία. Και η θεο­λο­γία αυτή εκπη­γά­ζει από το μυστή­ριον της Εναν­θρω­πή­σε­ως. Ξέρε­τε ότι ο λαός μας, ο ορθό­δο­ξος λαός μας, έχει μία τόσην άγνοια… που είναι απελ­πι­σία. Όμως πάρα πολ­λά πράγ­μα­τα τα γνω­ρί­ζει όχι από γνώ­ση· από διαί­σθη­ση! Φερει­πείν, αν πού­με ότι φέρα­με εδώ μία εικό­να θαυ­μα­τουρ­γόν, το «ξιον στί» του Αγί­ου Όρους επί παρα­δείγ­μα­τι. Ή τα λεί­ψα­να κάποιου αγί­ου. Ξέρε­τε πόσος κόσμος θα μαζευ­τεί; Αν ερω­τή­σε­τε αυτόν τον κόσμον, για­τί ήρθαν, δεν ξέρου­νε τι σημαί­νει άγια λεί­ψα­να, ούτε θαυ­μα­τουρ­γός εικών. Είτε της Πανα­γί­ας είτε ενός αγί­ου, είτε οτι­δή­πο­τε. Αγνο­εί. Έτσι, η Ορθο­δο­ξία είναι περα­σμέ­νη ως αίσθη­σις και ως συναί­σθη­μα και ως διαί­σθη­σις εις τον λαό μας. Δεν πρέ­πει όμως να είναι αυτό. Δεν είναι επαρ­κές. Πρέ­πει να έχο­με και γνώ­ση.

Σήμε­ρα λοι­πόν στην αγά­πη σας, θα προ­σπα­θή­σο­με να πού­με κάτι, τι είναι τα άγια λεί­ψα­να. Παίρ­νον­τας, όπως σας είπα, σαν οδη­γό την προ­σευ­χή ‑απο­σπα­σμα­τά­κια, εννο­εί­ται- του αγί­ου Νικο­λά­ου του Καβά­σι­λα. Και είπα­με ότι έχουν πολ­λή θεο­λο­γία, για­τί από εκεί εκπη­γά­ζει το μυστή­ριον της Εναν­θρω­πή­σε­ως. Γρά­φει ο Καβά­σι­λας: «Καί μή κενώ­σας τόν ορανόν τς δόξης Σου ‑απο­τεί­νε­ται εις τον Χρι­στόν η προ­σευ­χή, κεί­με­νο είναι αυτό- ες τήν μετέ­ραν λθες σχα­τιάν (:χωρίς να αδειά­σεις από θεό­τη­τα, ήρθες εδώ στη Γη, εις την δική μας εσχα­τιάν. – Εσχα­τιά… Δεν θα ανα­λύ­σω. Είναι μερι­κά πράγ­μα­τα που είναι πάρα πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά) καί τήν πεσοσαν μν περι­βαλ­λό­με­νος φύσιν (:και περιε­βλή­θης την δική μας τη φύση, η οποία είναι πεσμέ­νη, την ανθρω­πί­νη φύση) γέγο­νας μν νάστα­σις καί νάπλα­σις καί πολύ­τρω­σις καί ζωή (:έγι­νες σε μας η ανά­στα­σις, η ανά­πλα­σις, η απο­λύ­τρω­σις και η ζωή) σαρ­κί τήν σάρ­κα καθα­ρί­σας(:με την δική Σου σάρ­κα, την σάρ­κα μας την καθά­ρι­σες) καί ψυχ τήν ψυχήν γιά­σας (:και με την ανθρω­πί­νη σου ψυχή -για­τί ο Θεός Λόγος είναι άνθρω­πος, δηλα­δή και ψυχή και σώμα- την ψυχή μας –λέγει- την αγί­α­σες) καί θανάτ τόν θάνα­τον κατα­λύ­σας (:και με τον δικόν Σου θάνα­τον, τον δικό μας τον θάνα­τον τον κατέ­λυ­σες, τον κατήρ­γη­σες) καί ταφ καί φθορ τήν φθαρ­σί­αν εσενεγ­κών (:και με την ταφή Σου την αφθαρ­σία μάς έφε­ρες) . Καί σοι τήν πόρ­ρη­τόν Σου φιλαν­θρω­πί­αν δέσθη­σαν (όσοι –λέει- αυτήν την ανεί­πω­τη φιλαν­θρω­πία Σου σεβά­στη­καν) καί τήν μετά Σο κοι­νω­νί­αν συνε­τή­ρη­σαν(:και διε­τή­ρη­σαν μαζί Σου την κοι­νω­νί­αν), τού­τοις ρμο­σας σεαυ­τόν (:αυτούς – λέει- τους ρμο­σες: ρμό­ζω· «ρμο­σες»: «ρμό­ζω». Στον γάμο παίρ­νει ο ιερεύς το χέρι του γαμ­πρού και της νύφης και τα ενώ­νει. Και λέγει εις τον Θεόν: «ρμο­σον ατούς». Από την στιγ­μή εκεί­νη που είναι το κύριο σημείο του γάμου, του μυστη­ρί­ου του γάμου, έχο­με μίαν σάρ­καν: «Καί σον­ται ο δύο ες σάρ­καν μίαν». Εδώ λοι­πόν το ρήμα «ρμο­σον ατούς» σημαί­νει, αγα­πη­τοί μου, δηλα­δή τους ρμο­σες, τους αγί­ους, ότι μαζί Σου ενώ­θη­καν οντο­λο­γι­κά, πραγ­μα­τι­κά, όχι ηθι­κά, οντο­λο­γι­κά) καί τος σώμα­σιν νεχέ­θης καί νεμί­γης(:Εσύ, ο Κύριος Ιησούς ‘’νεχέ­θης καί νεμί­γης’’, μεί­χτη­κες, ανα­κα­τεύ­τη­κες, έγι­νες ένα με τα σώμα­τα των αγί­ων Σου)».

Και πράγ­μα­τι είμε­θα μέλη του σώμα­τος του Χρι­στού. Δεν προ­σλαμ­βά­νο­με τον Χρι­στόν, όταν κοι­νω­νού­με, αλλά μας προ­σλαμ­βά­νει ο Χρι­στός. Και μας καθι­στά μέλη, μέλη δικά Του. Όπως τα μέλη του σώμα­τός μου, τα αυτιά μου, είναι οντο­λο­γι­κώς δεμέ­να με το σώμα μου. Δεν έχου­νε κάτι που να αρχί­σω να ξεβι­δώ­νω το βρά­δυ τα δάχτυ­λά μου και να τα βάζω στην άκρη. Είναι ηνω­μέ­να με το σώμα μου. Έτσι είναι οι άγιοι, ηνω­μέ­νοι με το σώμα του Χρι­στού. Έτσι δημιουρ­γεί­ται η λεγο­μέ­νη θέω­σις των αγί­ων όσο ζουν. Λέγε­ται… για πολ­λούς αγί­ους λέγε­ται ότι και από την παρού­σα ζωή έλαμ­ψαν ως ο ήλιος. Το είπε ο Χρι­στός: Οι δίκαιοι θα λάμ­ψουν σαν τον ήλιο στη Βασι­λεία του Πατρός των. Πώς; Όπως ο Χρι­στός μετε­μορ­φώ­θη εις το όρος Θαβώρ. Ναι. Και έτσι αυτά είναι προ­κα­τα­βο­λι­κά, είναι προ­πλη­ρω­μές. Και τα βλέ­πο­με αυτά σε πάρα πολ­λούς αγί­ους, από την παρού­σα ζωή ακό­μη.

Αλλά γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος τα εξής: Ότι είμε­θα μέλη του σώμα­τος του Χρι­στού- ό,τι σας εξή­γη­σα- και είμε­θα και ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Είναι η Εκκλη­σία δύο πράγ­μα­τα, δύο δια­στά­σεις, λέγα­με την Πεν­τη­κο­στή. Τι; Έχει δύο θεμέ­λια η Εκκλη­σία. Το σώμα του Χρι­στού, που είμε­θα… επι­τρα­πεί­τω μοι, να μου επι­τρα­πεί να πω την λέξη μάζα. Για­τί όταν λέμε σώμα, εννο­ού­με μάζα. Ε, μία ουσία. Και ακό­μη μία διά­στα­σις. Το Πνεύ­μα το Άγιον. Η πνευ­μα­το­λο­γι­κή διά­στα­σις· που το Πνεύ­μα το Άγιον έρχε­ται και κάθε­ται επί τας κεφα­λάς των ανθρώ­πων που ήσαν εις το Υπε­ρώ­ον και έχο­με εδώ όχι ανά­δει­ξη της μάζης, του σώμα­τος, έχο­με ανά­δει­ξη των προ­σώ­πων. Ξέρε­τε πόσος λόγος γίνε­ται στην επο­χή μας για το πρό­σω­πο, για το πρό­σω­πο… Το πρό­σω­πον ανα­δει­κνύ­ε­ται πραγ­μα­τι­κά και ουδέ­πο­τε χάνε­ται, δεν χάνει την αυτο­τέ­λειά του, την κυριό­τη­τά του, την αυτο­συ­νει­δη­σία του ποτέ, εις τους αιώ­νας των αιώ­νων και μετά θάνα­τον. Ποτέ. Το Πνεύ­μα το Άγιον, λοι­πόν, ως θεμέ­λιον της Εκκλη­σί­ας έρχε­ται να δια­τη­ρή­σει τα σώμα­τα.

Θα έχε­τε ακού­σει, ξέρε­τε, καμιά 500αριά, 600αριά αιρέ­σεις υπάρ­χουν στην Ελλά­δα, οι πιο πολ­λές είναι από τις ανα­το­λι­κές χώρες. Δημο­σιεύ­ον­ται τελευ­ταία, έχου­νε δύο συνέ­χειες δημο­σιευ­θεί και βλέ­πε­τε εκεί…- Πώ! Πράγ­μα­τα, περί­ερ­γα…!- ότι όταν πεθά­νει ο άνθρω­πος, κατά τις δοξα­σί­ες αυτών των ανθρώ­πων, έρχε­ται εις ένα Νιρ­βά­να. Νιρ­βά­να θα πει ανά­παυ­σις. Έχο­με κι εμείς έναν λογο­τέ­χνη, παλιό λογο­τέ­χνη, που είχε το ψευ­δώ­νυ­μον Νιρ­βά­νας. Λοι­πόν… έτσι το Νιρ­βά­να τι είναι; Είναι ανά­παυ­σις της ψυχής. Για το σώμα δεν γίνε­ται λόγος. Αλλά ανά­παυ­σις απρό­σω­πη. Δεν έχει συνεί­δη­ση η ψυχή. Δεν έχει συνεί­δη­ση η ψυχή. Μα τότε, όση ευτυ­χία να μου δώσεις, εάν δεν έχω αυτο­συ­νει­δη­σία, είτε στην κόλα­ση με στεί­λεις είτε εις τον Παρά­δει­σον με στεί­λεις, δεν έχει αξία. Καμί­αν αξία. Εδώ δια­τη­ρού­με την αυτο­συ­νει­δη­σία μας, δια­τη­ρού­με το πρό­σω­πό μας. Και εις τον κόσμον αυτόν ακό­μη. Ποιος θα ήταν ο Παύ­λος, επί παρα­δείγ­μα­τι; Αν ήταν ένας άλλος… Φαρι­σαί­ος, τρέ­χα γύρευε. Τι ήταν; Ποιος θα ήξε­ρε σήμε­ρα τον Παύ­λο; Διε­τή­ρη­σε όμως το όνο­μά του, το πρό­σω­πό του, ν Χριστ ησο καί ν Πνεύ­μα­τι γί. Για να δεί­τε δηλα­δή τι σπου­δαίο πράγ­μα είναι αυτό.

Έτσι λοι­πόν, είμε­θα ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και λέγει εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος: «μες στε νας Θεο ζντος, καθς επεν Θες τι νοικσω ν ατος(:θα κατοι­κή­σω εις αυτούς) κα μπε­ρι­πατσω». Και το κατα­πλη­κτι­κό ξέρε­τε ποιο είναι; Είμε­θα ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ποιος; Τι ακρι­βώς; Η ψυχή μας; Το σώμα μας; Και τα δυο. Και η ψυχή μας και το σώμα μας είμε­θα κατοι­κη­τή­ριο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Για­τί; Για­τί ο άνθρω­πος είναι ψυχή και σώμα μαζί. Αν ο θάνα­τος τα χωρί­ζει, θα ξανα­ε­νω­θούν πάλι. Πότε; Με την κοι­νήν ανά­στα­σιν. Ο άνθρω­πος θα είναι πάν­το­τε άνθρω­πος. Όπως με βλέ­πε­τε και σας βλέ­πω. Και θα βλέ­πο­με το πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού στη Βασι­λεία Του με τα ανθρώ­πι­να μάτια μας και θα βλέ­πο­με την ανθρω­πί­νη Του φύση. Ναι. Αυτό θα πει άνθρω­πος. Αυτό θα πει σωτη­ρία. Άγιος που σώζε­ται. Και στην κόλα­ση θα έχει ο άνθρω­πος πλή­ρη την ύπαρ­ξή του· μόνο που θα είναι στην κόλα­ση… Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος αισθά­νε­ται πάρα πολύ άσχη­μα, όταν, λέγει: «Δεν με νοιά­ζουν τα βασα­νι­στή­ρια της κολά­σε­ως, αλλά για­τί θα χάσω την θέα εκεί­νου του γαλη­νού προ­σώ­που του Χρι­στού».

Ακό­μη ένα δεύ­τε­ρο. Ό,τι συνέ­βη ανά­με­σα στις δύο φύσεις του Χρι­στού, την θεία και την ανθρω­πί­νη, με τον ίδιο τρό­πο συμ­βαί­νει και εις τους αγί­ους. Έχω την περι­κο­πή, αλλά δεν σας την δια­βά­ζω για­τί ο χρό­νος δυστυ­χώς πέρα­σε. Τι συνέ­βη; Όταν ο Χρι­στός απέ­θα­νε επί του Σταυ­ρού και ετά­φη εις τον τάφον, τι ετά­φη; Το σώμα Του. Η ανθρω­πί­νη Του ψυχή πού πήγε; Στον Άδη. Εκεί που είπε εις τον ληστήν: «Θα είσαι μαζί μου εις τον Παρά­δει­σον». Αλλά η θεό­τη­τα, ο Θεός Λόγος, δεν έπαυ­σε να είναι ηνω­μέ­νος, ο Θεός Λόγος, και με το σώμα που ήταν εις τον τάφον και με την ψυχήν που ήταν εις τον Άδην. Ε, λέει τώρα ο Νικό­λα­ος Καβά­σι­λας, αυτό συμ­βαί­νει και με τους αγί­ους Σου. Μπο­ρεί να πεθά­νουν, το σώμα τους να είναι στον τάφο και η ψυχή τους εις τον Παρά­δει­σον, αλλά είναι το Πνεύ­μα Σου το Άγιον ηνω­μέ­νο και με το σώμα που είναι στον τάφο και με την ψυχή που είναι στον Παρά­δει­σο. Α, έτσι, ε; Ώστε λοι­πόν τα λεί­ψα­να ενός αγί­ου είναι ηνω­μέ­να με το Πνεύ­μα το Άγιον από την παρού­σα ζωή. Γι΄αυτό θαυ­μα­τουρ­γούν. Διό­τι είναι – θα σας πω μια φρα­σού­λα- είναι ο υλι­κός φορέ­ας, τα οστά, τα λεί­ψα­να, είναι ο υλι­κός φορέ­ας του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ακού­σα­τε; Ο υλι­κός φορέ­ας. Όπως το Ευχέ­λαιον. Το Ευχέ­λαιον, λάδι, είναι ο υλι­κός φορέ­ας του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Κ.ο.κ. Το μύρον που έχο­με και χρι­ζό­με­θα όταν βαπτι­στού­με. Ο υλι­κός φορέ­ας του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που μας δίνει τα χαρί­σμα­τα. Ώστε γι’ αυτό λοι­πόν θαυ­μα­τουρ­γούν τα λεί­ψα­να των αγί­ων. Παρό­τι λεί­πει η ψυχή. Παρό­τι είναι γυμνά οστά. Όμως έχο­με εδώ τού­το. Τα λεί­ψα­να των αγί­ων.

Ακό­μη λέγει ο άγιος Νικό­λα­ος Καβά­σι­λας: «Και μας τα άφη­σες εδώ στη Γη για παρη­γο­ρία δική μας». Για να παρη­γο­ρού­με­θα, να προ­στρέ­χου­με. Γι΄αυτό ο κόσμος, άμα ακού­σει λεί­ψα­να, τρέ­χει, τρέ­χει, τρέ­χει…

Θέλε­τε όμως να προ­χω­ρή­σω και περισ­σό­τε­ρο; Για­τί υπάρ­χουν εικό­νες που θαυ­μα­τουρ­γούν; Για­τί να κάνο­με τον κόπο να πάμε στην Τήνο; Πόσες φορές, θα έλε­γε κανείς: «Να, πήγαι­νε στην Εκκλη­σία και προ­σκύ­νη­σε την εικό­να της Πανα­γί­ας. Τι; Το ίδιο δεν είναι;». Δεν είναι το ίδιο. Για­τί; Διό­τι εκεί­νος που ζωγρά­φι­σε την εικό­να της Πανα­γί­ας ήτα­νε άγιος. Και το αντι­κεί­με­νον αυτό από τα χέρια του αγιά­στη­κε. Είναι κι αυτό, είναι φορέ­ας του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, φορέ­ας του αγια­σμού. Γι΄αυτό κρα­τού­με και τα αντι­κεί­με­να των αγί­ων. Τα αντι­κεί­με­να. «Για­τί», λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «ακό­μα», λέει, «και η σαρ­κο­φά­γος, δηλα­δή τα κου­τιά που έχου­νε μέσα οστά, κι εκεί­να απορ­ρέ­ουν ιάσεις, αγια­σμόν» κ.λπ. κ.λπ. Γι’ αυτόν τον λόγο.

Θέλε­τε να το δεί­τε θεο­λο­γι­κά; Όταν εκεί­νη η αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα προ­σήγ­γι­σε τα ιμά­τια του Κυρί­ου, στο Ευαγ­γέ­λιο γραμ­μέ­νο, στο κατά Λου­κάν, είπε: «Θα πάω να αγγί­ξω τα κρά­σπε­δα των ιμα­τί­ων Του, δηλα­δή το κάτω- κάτω του ιμα­τί­ου, και θα γίνω καλά». Μόλις ήγγι­σε, έγι­νε καλά. Τι ήταν; Ήταν απλώς ένα ρού­χο, ένας χιτώ­νας τον οποί­ον φορού­σε ο Χρι­στός. Τι είπε ο Χρι­στός; «Ποιος με ήγγι­σε; Για­τί Εγώ», λέγει, «γνω­ρί­ζω ότι έφυ­γε από μένα δύνα­μις». Αλλά φεύ­γει από το σώμα του Χρι­στού δύνα­μις και πηγαί­νει στα ιμά­τια. Όπως από την θεό­τη­τα φεύ­γει και πηγαί­νει στην ανθρω­πί­νη φύση του Ιησού. Βλέ­πε­τε λοι­πόν; Τα λου­λού­δια του Επι­τα­φί­ου, τού­το, εκεί­νο, όλα αυτά τα πράγ­μα­τα είναι αγια­σμέ­να! Γι’ αυτό πολ­λά­κις πολ­λά­κις και θαυ­μα­τουρ­γούν.

Ακό­μη βρί­σκο­με στην Αγία Γρα­φή να κλέ­βουν από τον Από­στο­λο Παύ­λο τα «σιμι­κίν­θια». Ξέρε­τε, στην Έφε­σο, φερει­πείν, έμει­νε τρία περί­που χρό­νια και όλη ημέ­ρα ηργά­ζε­το στον αργα­λειό. Ε, είχε μία μπρο­στέ­λα, μία ποδιά είχε και τα μαν­τή­λια που σκού­πι­ζε τον ιδρώ­τα του· «κ το χρω­τός ατοῦ», δηλα­δή από το δέρ­μα του. Τα πετού­σε στην άκρη και πήγαι­νε να κάνει κήρυγ­μα στους πιστούς, κάθε μέρα. Μάλι­στα, 12–1, 12–2, μεση­μέ­ρι. Δεν σας λέω πιο πολύ για­τί. Ενοι­κιά­ζε­το αυτή η αίθου­σα. Και τότε προ­σε­φέ­ρε­το. Και πήγαι­ναν κρυ­φά στο σπί­τι και του κλέ­βαν αυτά. Για­τί; Ν’ ακουμ­πή­σουν το μαν­τή­λι από τον ιδρώ­τα, την ποδιά από την δου­λειά επά­νω σε αρρώ­στους, σε δαι­μο­νι­σμέ­νους, για να γίνουν καλά. Λέει η Αγία Γρα­φή ότι «μόνον η σκιά του Πέτρου ‑η σκιά! -εάν έπε­φτε», λέει, «επά­νω σε έναν άρρω­στο — σε μία πλα­τεία, που φέρ­ναν αρρώ­στους- μόνον η σκιά του», λέει, «να έπε­φτε επά­νω εις τον άρρω­στον, ο άρρω­στος εση­κώ­νε­το όρθιος, υγι­ής»… Εδώ ακρι­βώς, αγα­πη­τοί μου, έχο­με κάτι κατα­πλη­κτι­κά πράγ­μα­τα. Για να κατα­λά­βο­με τι είναι τα λεί­ψα­να των αγί­ων. Τι είναι…

Αγα­πη­τοί, τα σώμα­τα των αγί­ων είναι ήδη εν δυνά­μει και­νή κτί­σις! Γι΄αυτό « ψάμε­νος στέ­ων ‑λέει ο Μέγας Βασί­λειος- ψάμε­νος στέ­ων μάρ­τυ­ρος, λαμ­βά­νει μετου­σί­αν για­σμο, διά τς ν τ σώμα­τι παρε­δρευού­σης χάρι­τος». Ναι. Αυτό είναι κάτι που μας το έδω­σε η Χάρις του Χρι­στού. Και έτσι βλέ­πο­με να υπάρ­χει αυτή η από­δο­σις.

Ω, άγιοι Πάν­τες, ανώ­νυ­μοί τε και γνω­στοί, βλα­στοί Ευαγ­γε­λί­ου και καρ­ποί αμά­ραν­τοι, πορ­φύ­ρα της Εκκλη­σί­ας αιμα­τό­βρε­κτος, απαρ­χαί της φύσε­ως, πρω­τό­το­κοι εν ουρα­νοίς απο­γε­γραμ­μέ­νοι, μιμού­με­νοι υμών τας αρε­τάς και αγώ­νας τους γεν­ναί­ους, από ψυχής συμ­φώ­νως ανα­κρά­ζο­μεν: Δόξα τ στε­φα­νώ­σαν­τι μς, δόξα τ γιά­σαν­τι, δόξα τ ν τ γ καί οραν μς δοξά­σαν­τι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_720.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9–6‑1996]

[Β338] [ Β΄έκδοσις ]

Η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, την περα­σμέ­νη Κυρια­κή, εόρ­τα­σε την Αγί­αν Πεν­τη­κο­στήν. Δηλα­δή την κάθο­δον του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και την παρα­μο­νή Του εις την Εκκλη­σί­αν. Την σημε­ρι­νή Κυρια­κή, η Εκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει την μνή­μη πάν­των των αγί­ων. Αυτό σημαί­νει την φανέ­ρω­ση της Πεν­τη­κο­στής μέσα εις τον κόσμον δια των αγί­ων. Οι άγιοι είναι η από­δει­ξις της Πεν­τη­κο­στής· διό­τι με τον τρό­πον αυτόν, δεχθέν­τες το Πνεύ­μα το Άγιον, γίνον­ται άγιοι. Οι άγιοι, λοι­πόν, είναι ο καρ­πός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος μέσα εις την Ιστο­ρί­αν. Η παρου­σία του αγί­ου ανθρώ­που είναι το πιο και­νού­ριο πράγ­μα που γνω­ρί­ζει ο παλαιω­μέ­νος μας κόσμος. Όταν ο Πλά­των κάνει χρή­ση του όρου «γιος», θα ενθυ­μεί­σθε, εκεί που ανα­φέ­ρε­ται εις τα «σια καί προ­σφιλ» και πάει για να συγ­κρί­νει εκεί την αξία της πατρί­δος- απ’ το σχο­λείο το ξέρο­με αυτό- δεν έχει ο όρος «γιος» στον Πλά­τω­να, δεν έχει καμία σχέ­ση με ό,τι εννο­εί η Αγία Γρα­φή.

Ο άγιος είναι ο και­νός άνθρω­πος -το «και-» με αι-, ο και­νού­ριος άνθρω­πος, είναι η και­νή κτί­σις. Που γίνε­ται και­νού­ρια από τη δημιουρ­γι­κή πνοή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ο άγιος έχει μέσα στην ύπαρ­ξή του το στοι­χεί­ον της αφθαρ­σί­ας και της αθα­να­σί­ας. Επει­δή η ύπαρ­ξις, ολό­κλη­ρη η ύπαρ­ξίς του, ψυχή και σώμα, διε­πο­τί­σθη από το Άγιον Πνεύ­μα. Υπο­γραμ­μί­ζω, ψυχή και σώμα. Όχι μόνον ψυχή.

Ο Από­στο­λος Παύ­λος γρά­φει στους Κολοσ­σα­είς: « ζω μν κέκρυ­πται σν τ Χριστ ν τ Θε». Εδώ υπάρ­χει μία μεγά­λη αλή­θεια, η οποία δεν μπο­ρεί να γίνει κατα­νο­η­τή· παρά μόνον εκεί­νος που ζει μέσα στη ζωή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, να την κατα­νο­ή­σει αυτήν. Ότι η ζωή μας, λέγει, είναι κρυμ­μέ­νη μέσα εις τον Χρι­στό ν τ Θε. Πώς είναι κρυμ­μέ­νη; Πώς είναι κρυμ­μέ­νη. Δεν φαί­νε­ται. Αυτό θα πει «κρυμ­μέ­νη». Η ζωή μας είναι ήδη αθα­να­τι­σμέ­νη και αφθαρ­τι­σμέ­νη. Και είναι τοπο­θε­τη­μέ­νη μέσα εις τον Ιησούν Χρι­στόν, γι’ αυτό δεν φαί­νε­ται. Ο Χρι­στός δεν φαί­νε­ται. Δεν Τον βλέ­πο­με με τα μάτια μας στον παρόν­τα κόσμο. Όμως η ζωή των πιστών είναι εκεί. Πού; Μέσα εις την Θεαν­θρω­πί­νη φύση του Χρι­στού. Ώστε «όταν θα έρθει ο Χρι­στός», που λέγει ο Παύ­λος, « ζωή μν», «που είναι η ζωή μας, τότε και η δική μας η ζωή θα φανε­ρω­θεί». Ότι δηλα­δή θα αφθαρ­τι­σθού­με και θα αθα­να­τι­σθού­με, κατάλ­λη­λοι πλέ­ον δια την Βασι­λεί­αν του Θεού.

Οι άγιοι συνι­στούν την βάσιν της Εκκλη­σί­ας και την από­δει­ξη της παρου­σί­ας της μέσα εις τον κόσμον. Διό­τι άγιοι απο­κα­λύ­πτουν την Εκκλη­σία μέσα εις τον κόσμο. Οι άγιοι είναι η τελεί­ω­σις του Ευαγ­γε­λί­ου, η ολο­κλή­ρω­σις του Ευαγ­γε­λί­ου πάνω στην πρά­ξη. Διό­τι επραγ­μά­τω­σαν τους λόγους του Χρι­στού που είναι στο Ευαγ­γέ­λιον. Οι άγιοι κλεί­νουν και φιμώ­νουν τις πύλες του Άδου και των εχθρών, όταν αυτές ανοί­γουν, για να στρα­φούν εναν­τί­ον της Εκκλη­σί­ας. Έτσι έχο­με την περί­πτω­σιν του μαρ­τυ­ρί­ου. Το μαρ­τύ­ριο είναι η απάν­τη­σις εις τις κραυ­γα­λέ­ες φωνές του Άδου, για να κατα­πιεί την Εκκλη­σί­αν. Γι΄αυτό είπε ο Χρι­στός: «Καί πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς». Δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας. Για­τί; Για­τί εμπρο­σθο­φυ­λα­κή είναι οι άγιοι.

Το και­νού­ριο στοι­χείο που εισά­γουν στον κόσμον είναι η πίστις. Είπα και­νού­ριο στοι­χεί­ον. Γι’ αυτό, στη σημε­ρι­νή εορ­τή των Αγί­ων Πάν­των, η Εκκλη­σία μας χρη­σι­μο­ποιεί την περι­κο­πή που ανα­φέ­ρε­ται εις τον ύμνον της πίστε­ως. Χωρίς να εξη­γή­σω· Εβρ.11,33: «Ο (:Οι οποί­οι) δι πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας, εργά­σαν­το δικαιο­σύ­νην, πέτυ­χον παγ­γε­λιν, φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός, φυγον στό­μα­τα μαχαί­ρας, νεδυ­να­μώ­θη­σαν π σθε­νεί­ας, γενή­θη­σαν σχυ­ρο ν πολέμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλο­τρί­ων· λιθά­σθη­σαν, πρί­σθη­σαν -δηλα­δή πριο­νί­στη­καν- , πει­ρά­σθη­σαν, περιλθον ν μηλω­τας - ζήσαν στις ερη­μιές με προ­βιές προ­βά­των, για­τί δεν είχαν ιμα­τι­σμόν-, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, ν οκ ν ξιος κόσμος, ν ρημί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ρεσι κα σπη­λαί­οις κα τας πας τς γς». Βλέ­πει κανείς την κακου­χία των αγί­ων. Κι εκεί­νο που τους έκα­νε να υπο­μεί­νουν τις κακου­χί­ες ήτο η πίστις. Είναι μία εικό­να, που την παίρ­νει ο συγ­γρα­φεύς, ο Από­στο­λος Παύ­λος, και την κατα­χω­ρεί εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λή του, από την Παλαιά Δια­θή­κη. Προ­σέξ­τε, αυτή η εικό­να είναι περισ­σό­τε­ρον έκτυ­πος εις την Και­νήν Δια­θή­κην. Οι πρώ­τοι μάρ­τυ­ρες, των 300 πρώ­των ετών δηλα­δή που απα­ριθ­μούν­ται σε ένδε­κα εκα­τομ­μύ­ρια γνω­στών, υπο­λο­γί­ζε­ται ότι μέχρι σήμε­ρα έχο­με 40 εκα­τομ­μύ­ρια μάρ­τυ­ρες και ότι θα συνε­χί­σουν να υπάρ­χουν μάρ­τυ­ρες και οι οποί­οι μάρ­τυ­ρες θα στα­θούν σε εντο­νο­τέ­ρα κατά­στα­ση προς τα έσχα­τα, στις ημέ­ρες του Αντι­χρί­στου, πολύ περισ­σό­τε­ρον απ΄ ό,τι μας περι­γρά­φει εδώ η προς Εβραί­ους επι­στο­λή. Δεν έχει τελειώ­σει αυτή η εικό­να. Πραγ­μα­το­ποιεί­ται, πραγ­μα­τώ­νε­ται συνε­χώς με πύκνω­σιν εις τα έσχα­τα της Ιστο­ρί­ας. Να το έχο­με υπό­ψιν μας αυτό.

Η πίστις είναι εκεί­νη που συν­τη­ρεί τον άνθρω­πο. Και πίστις είναι η επα­να­στρο­φή στον Θεό. Διό­τι οι πρω­τό­πλα­στοι κλή­θη­καν να πιστεύ­σουν εις τον λόγον του Κυρί­ου, ημάρ­τη­σαν, έχα­σαν από τον οπτι­κό των ορί­ζον­τα τον αλη­θι­νό Θεό, ελά­τρευ­σαν την κτί­σιν παρά τον Κτί­σαν­τα, με απο­τέ­λε­σμα, παρα­κα­λώ, η πίστις να έχει εξα­φα­νι­στεί. Συνε­πώς είναι μία πορεία η πίστις αντί­θε­τη από την πορεία του Αδάμ. Τι είναι εδώ η πίστις; Μία μορ­φή της. Η υπα­κοή στον Θεό. Μία μορ­φή της πίστε­ως. Η υπα­κοή στον Θεό. Είναι η εμπι­στο­σύ­νη στα λόγια Του, στην δύνα­μή Του, στην αγα­θό­τη­τά Του, στη σοφία Του, στην πρό­νοιά Του. Γι’ αυτό ακρι­βώς λέγει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος: «Χωρς πίστε­ως δύνα­τον εαρεστσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύ­να­τον να στα­θεί κανείς ευά­ρε­στος εις τον Θεόν».

Αυτά που είπα προ­η­γου­μέ­νως, επι­τρέ­ψα­τέ μου, «πίστις στη σοφία του Θεού, στην πρό­νοια του Θεού». Τι θα πει αυτό; Αυτό που λέει ο λαός μας, αλλά δεν το προ­σέ­χει. Εκεί­νο το «Έχει ο Θεός». Εμπι­στεύ­ο­μαι στα χέρια του Θεού. Δεν έχω εργα­σία. Δεν έχω υγεία. Δεν έχω ξέρω ‘γω εκεί­νο που θα χρεια­ζό­μου­να. Έχει ο Θεός. Είναι η πίστις στην πρό­νοια του Θεού, στην σοφία του Θεού, στην αγά­πη του Θεού, όχι μόνον εις την ύπαρ­ξιν του Θεού. Δεν είναι επαρ­κές αυτό, να λέμε ότι πιστεύω στον Θεό. Δεν είναι επαρ­κές. Το ξανα­το­νί­ζω αυτό. Και σημειώ­νει πιο κάτω ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Πιστεσαι γάρ δε τόν προ­σερ­χό­με­νον τ Θε τι στι καί τος κζη­τοσιν ατόν μισθα­πο­δό­της γίνε­ται». «Και τι είναι», λέγει, «αυτό που θα ευα­ρε­στή­σου­με στον Θεόν; Καταρ­χάς εκεί­νος που προ­σέρ­χε­ται εις την πίστιν, να πιστεύ­σει ότι υπάρ­χει ο Θεός. Είναι το πρώ­το βήμα. Και ύστε­ρα ότι εκεί­νοι που Τον εκζη­τούν, πιστεύ­ον­τες εις την πρό­νοιά Του κ.τ.λ. γίνε­ται μισθα­πο­δό­της». Τους δίδει εκεί­νο το οποίο θέλουν.

Ένα θαυ­μά­σιο παρά­δειγ­μα από την προς Εβραί­ους επι­στο­λή που ακού­σα­με σήμε­ρα. «Πίστει χρη­μα­τι­σθες Νε περ τν μηδέ­πω βλε­πο­μέ­νων, ελαβη­θες κατε­σκεύ­α­σε κιβωτν ες σωτη­ρί­αν το οκου ατο, δι᾿ ς κατέ­κρι­νε τν κόσμον, κα τς κατά πίστιν δικαιο­σύ­νης γένε­το κλη­ρο­νό­μος». Δηλα­δή ότι με την πίστη, αφού εχρη­μα­τί­σθη ο Νώε περί του κατα­κλυ­σμού, του είπε ο Θεός: «Θα γίνει κατα­κλυ­σμός…». Αγα­πη­τοί μου, ξέρε­τε τι έγι­νε; Μετά την αναγ­γε­λία, Ύστε­ρα από 120 χρό­νια! Αλλά εκεί­νος είπε: «Πιστεύω εις τον Θεόν». «Πιστός λόγος», που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, «καί πάσης ποδοχς ξιος». «Είναι αξιό­πι­στος ο λόγος του Θεού». Το πότε, Εκεί­νος το ξέρει. Εκεί­νο που είπε, δεν το αλλά­ζει. Δεν μετα­νο­εί εκεί­νο που ο Θεός εξαγ­γέλ­λει. Αυτή είναι δυνα­τή πίστις πραγ­μα­τι­κά. Και μάλι­στα περί των μηδέ­πω βλε­πο­μέ­νων· που ακό­μη δεν τα είχε δει. Δεν είδε τον κατα­κλυ­σμό. Σας είπα, 120 χρό­νια μετά έγι­νε ο κατα­κλυ­σμός. «Ελαβη­θείς», στά­θη­κε με ευλα­βή ψυχή, ότι είναι λόγος Θεού, κατα­σκεύ­α­σε την Κιβω­τό για να σωθεί ο οίκος του, η οικο­γέ­νειά του. Και κατέ­κρι­νε τον κόσμον, για­τί άλλοι δεν πίστευ­σαν. «Νώε, τι κάνεις;». «Κατα­σκευά­ζω μία κιβω­τό». «Για­τί;». «Για­τί ο Θεός θα κατα­στρέ­ψει τον κόσμον με κατα­κλυ­σμόν». Και γελού­σαν. Και κατέ­κρι­νε, λέει, τον κόσμον με την πρά­ξη του αυτή, «καί τς κατά πίστιν δικαιο­σύ­νης γένε­το κλη­ρο­νό­μος». Αυτό το τελευ­ταίο ημι­στί­χιον είναι πάρα πολύ σπου­δαί­ον· που σημαί­νει ότι έγι­νε κλη­ρο­νό­μος των αιω­νί­ων αγα­θών, της Βασι­λεί­ας του Θεού, της κατά πίστιν δικαιο­σύ­νης. «Δικαιο­σύ­νη» εδώ θα πει αγιό­της. Η αγιό­τη­τα που εξη­σφα­λί­σθη από την πίστιν.

Αγα­πη­τοί μου, είναι πάρα πολύ σπου­δαίο. Πρέ­πει να σας το πω αυτό το πράγ­μα, ότι όλοι οι άγιοι, και της Παλαιάς και της Και­νής Δια­θή­κης εκι­νή­θη­σαν εις τον χώρον της δια­θή­κης της πίστε­ως· διό­τι έχο­με κι άλλην δια­θή­κην. Είναι η δια­θή­κη του Νόμου. Η δια­θή­κη του Νόμου, που έδω­σε ο Θεός εις το Σινά. Αλλά δεν ήτο επαρ­κής η δια­θή­κη του Νόμου. Ο Μωυ­σής, ούτε αυτός ο Μωυ­σής δεν δικαιώ­θη­κε από τη δια­θή­κη του Νόμου. Και ξέρε­τε από τι; Διό­τι έπρε­πε να είναι κανείς τελεί­ως, τελεί­ως, τελεί­ως άμεμ­πτος. Για­τί; Για­τί «πσα παρά­βα­σις καί παρα­κοή λαβεν νδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν». Τιμω­ρή­θη­κε. Από τι λέτε, ο Μωυ­σής; Του είπε ο Θεός: «Θα χτυ­πή­σεις τον βρά­χο και θα βγει νερό». Αγα­να­κτι­σμέ­νος όμως από τη συμ­πε­ρι­φο­ρά των Εβραί­ων, εχτύ­πη­σε δύο φορές, με την εξής αγα­να­κτι­σμέ­νη φωνή: «Επι­τέ­λους, τι θέλε­τε, να σας βγά­λω νερό από τον βρά­χο;». Ταπ, ταπ. Δύο φορές χτύ­πη­σε. Γι’ αυτό του το αμάρ­τη­μα δεν μπή­κε στη γη Χανα­άν! Του το είπε ο Θεός σαφώς. Γι΄αυτό του το αμάρ­τη­μα. Τότε ποιος μπο­ρεί να σωθεί; Κανέ­νας. Ο Μωυ­σής μπή­κε εις την Βασι­λεί­αν του Θεού, τον βλέ­πο­με στα δεξιά του Χρι­στού στη Μετα­μόρ­φω­ση, από τη δια­θή­κη της πίστε­ως. Όχι τη δια­θή­κη του Νόμου. Νομί­ζω ότι είμαι σαφής. Ο Νώε επί­στε­ψε και σώθη­κε. Δια­θή­κη πίστε­ως. Οι πρω­τό­πλα­στοι δεν ετή­ρη­σαν την δια­θή­κη της πίστε­ως. Για­τί δεν πίστε­ψαν στα λόγια του Θεού. Και άκου­σαν τον διά­βο­λον. Και έχα­σαν. Παρέ­βη­σαν την δια­θή­κη της πίστε­ως.

Προ­σέξ­τε λοι­πόν τώρα. Και στην Παλαιά Δια­θή­κη ‑κατά κανό­να- και εις την Και­νή Δια­θή­κη -υπέρ κατά κανό­να- δεν σώζε­ται κανείς, εάν δεν δεχθεί την δια­θή­κη της πίστε­ως. Ναι. Θα τηρή­σω τον Νόμο, αλλά δεν μπο­ρώ τέλεια. Είμαι άνθρω­πος. Εκεί όμως που θα σωθώ θα είναι η πίστις. Πέστε μου, ποιον νόμο ετή­ρη­σε ο ληστής επί του σταυ­ρού, που σώθη­κε; Ποιον νόμο; Μήπως την εντο­λή «Ο φονεύ­σεις»; Φονιάς ήταν, ληστής ήταν. «Ο κλέ­ψεις»; Ληστής ήταν. Πώς σώθη­κε; Από την δια­θή­κη της πίστε­ως. «Είσαι», λέει, «Υιός του Θεού Συ. Θυμή­σου με όταν θα’ ρθεις στην Βασι­λεία Σου». Αυτή είναι η δια­θή­κη της πίστε­ως· η οποία βεβαί­ως προ­ϋ­πο­θέ­τει, προ­ϋ­πο­θέ­τει την τήρη­σιν των εντο­λών του Θεού, αναμ­φι­σβή­τη­τα. Αλλά δεν σώζο­μαι με την τήρη­ση των εντο­λών, εάν δεν υπάρ­χει η πίστις. Γι΄αυτό λέει ο Παύ­λος, επα­να­λαμ­βά­νω, «είναι αδύ­να­τον να ευα­ρε­στή­σο­με εις τον Θεόν χωρίς την πίστιν».

Όλοι, λοι­πόν, οι άγιοι είναι μνη­μεία πίστε­ως και αγά­πης προς τον Θεόν. Γι΄αυτό σημειώ­νει η Γρα­φή: «τι γάρ μικρόν σον, σον, ρχό­με­νος ξει καί ο χρο­νιε» (:Να, να, έρχε­ται ο Κύριος, δεν θα χρο­νί­σει. Ήξει. Θα έρθει). δέ δίκαιος κ πίστε­ως ζήσε­ται». Αυτό είναι παρ­μέ­νο από την Παλαιά Δια­θή­κη και ανα­φέ­ρε­ται εις το πρό­σω­πον του Αβρα­άμ. Και το ξανα­χρη­σι­μο­ποιεί ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λήν του. Και λέγει ότι « δίκαιος κ πίστε­ως ζήσε­ται». Όπως ο Αβρα­άμ.

Αγα­πη­τοί, αν σας ανα­φέ­ρω μερι­κά πραγ­μα­τά­κια, που ήτα­νε σύμ­φω­να με την νομο­θε­σία του Χαμου­ραμ­πί, για­τί ο Αβρα­άμ κατή­γε­το από τη Μεσο­πο­τα­μία και ήταν κάτω από τον νόμο του Χαμου­ραμ­πί. Αν σας πω μερι­κά πράγ­μα­τα, θα τρο­μά­ξε­τε. Σήμε­ρα δεν αντέ­χου­νε. Σήμε­ρα δεν αντέ­χου­νε. Καταρ­χάς είχε παλ­λα­κές. Δεν αντέ­χουν. Αλλά ήταν ο άνθρω­πος της πίστε­ως. Όταν του λέει ο Θεός: «Σήκω, φύγε. Θα πας εκεί που θα σου δεί­ξω». Έφυ­γε ο Αβρα­άμ. «Φύγε», λέει, «από την συγ­γέ­νειά σου, από τα κτή­μα­τά σου, από την περιου­σία σου, κι έλα να μεί­νεις εκεί που θα σου δεί­ξω». Γι΄αυτό λοι­πόν « δίκαιος κ πίστε­ως ζήσε­ται». Θα ζήσει ο δίκαιος, ο άγιος από την πίστη. Προ­σέ­ξα­τέ το. Όχι βεβαί­ως μία πίστη γυμνή. Αλλά ο Αβρα­άμ δεν έζη­σε μία πίστη «ψιλή», γυμνή. Αλλά πραγ­μά­τω­σε την πίστη. Για­τί; Σηκώ­θη­κε κι έφυ­γε από την πατρί­δα του. Αυτό δεν είναι πρά­ξις; «Καί ν ποστεί­λη­τε ‑συνε­χί­ζει ο Από­στο­λος… Είναι γραμ­μέ­να και στον Ησα­ΐα αυτά, 26,30- οκ εδοκε ψυχή μο ν ατ». Δηλα­δή, «άν ποστεί­λη­τε …»· ποστέλ­λω την σημαία. Κατε­βά­ζω τη σημαία. Δηλα­δή υπο­στέλ­λω αυτά τα οποία μου λέει ο Θεός. Δεν τα τηρώ. Μα κου­ρά­στη­κα, μα δεν μπο­ρώ. Δεν τα τηρώ. Σ’ αυτό το πράγ­μα η ψυχή μου, λέει ο Θεός, δεν ευα­ρε­στεί.

Ο άγιος με την πίστη «σπά­ει» την αυτο­νο­μία. Για­τί; Για­τί ο Αδάμ έδει­ξε αυτο­νο­μία. «Μπο­ρώ να ζήσω και χωρίς τον Θεό. Να γίνω Θεός χωρίς τον Θεό». Ο άγιος που είναι κάτω από την τήρη­σιν των εντο­λών του Θεού, αυτός σπά­ζει την αυτο­νο­μία και απο­δο­κι­μά­ζει με τον τρό­πον αυτόν το προ­πα­το­ρι­κόν αμάρ­τη­μα.

Ο άγιος Νικό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της, αγα­πη­τοί, σε μία του προ­σευ­χή εις τον Κύριον Ιησούν Χρι­στόν, γρά­φει τα εξής: «ησο, Θεός τν θεν, Κύριος τν κυρί­ων, Βασι­λεύς τν βασι­λέ­ων, γιος τν γίων, τί ντα­πο­δώ­σω σοί περί πάν­των ν μοί ντα­πέ­δω­κας;». Εδώ οι χαρα­κτη­ρι­σμοί «θεοί», «κύριοι», «βασι­λες», «γιοι» ανα­φέ­ρον­ται εις τους πιστούς. Όχι στους βασι­λείς της Γης. Εις τους πιστούς. Για­τί οι άγιοι είναι θεω­μέ­νοι. Και αφού είναι θεω­μέ­νοι, ονο­μά­ζον­ται θεοί, κατά χάριν θεοί -με μικρό θήτα. Οι άγιοι είναι κύριοι, με μικρό κάπα· κατά το κυριαρ­χι­κόν πρω­τί­στως αξί­ω­μα, που έδω­σε ο Θεός εις τον άνθρω­πο, να κυριαρ­χεί σε όλην την κτί­σιν αλλά και το κυριαρ­χι­κόν επί των παθών. Να είσαι κύριος των παθών σου. Αν είσαι μέθυ­σος, δεν είσαι κύριος των παθών σου. Αν είσαι βλά­σφη­μος, δεν είσαι κύριος των παθών σου. Οι άγιοι είναι βασι­λείς. Ναι. Κατά το βασι­λι­κόν αξί­ω­μα του Χρι­στού. Σαφώς το λέγει αυτό στο πρώ­το κεφά­λαιο της Απο­κα­λύ­ψε­ως ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. Ότι μας καθι­στά βασι­λείς. Και ιερείς, προ­σθέ­τει εκεί. Γι΄αυτό λέγε­ται κατά τον Από­στο­λο Πέτρο, είναι δε και στην Παλαιά Δια­θή­κη, «βασί­λειον ερά­τευ­μα». Και αυτοί θα συμ­βα­σι­λεύ­σουν με τον Χρι­στόν. Και θα ιερα­τεύ­σουν άπαν­τες εις την Βασι­λεί­αν του Θεού, με τον αρχιε­ρέα Χρι­στόν. Οι άγιοι εξε­πλή­ρω­σαν την εντο­λή «γιοι γίνε­σθε τι γώ γιος εμί». «Να γίνε­σθε άγιοι, για­τί Εγώ είμαι Άγιος», λέγει ο Θεός.

Αγα­πη­τοί, όσον ποτέ άλλο­τε ο κόσμος, έχει ανάγ­κη από τους αγί­ους, αν και τους περι­φρο­νεί, τους κοροϊ­δεύ­ει, τους γελά­ει τους αγί­ους. Και όμως ποτέ άλλο­τε δεν έχει ανάγ­κη από αγί­ους. Η εντι­μό­τη­τα είναι ένα στοι­χείο της αγιό­τη­τος. Βλέ­πε­τε οι άνθρω­ποι σήμε­ρα κατά πόσον έχουν εντι­μό­τη­τα; Από τον πιο πάνω-πάνω έως τον πιο κάτω- κάτω μέσα σε ένα κρά­τος. Κατα­χρή­σεις επί κατα­χρή­σε­ων. Εξέ­λι­πε η εντι­μό­της.

Εντού­τοις, ενώ όλοι σκαν­δα­λι­ζό­μα­στε δια την απου­σία της εντι­μό­τη­τος, εντού­τοις είμε­θα έτοι­μοι να κοροϊ­δέ­ψου­με τους αγί­ους, οι οποί­οι τηρούν την εντι­μό­τη­τα. Οι άγιοι συνέ­χουν, δηλα­δή κρα­τούν τον κόσμον. Και ο κόσμος υπάρ­χει ένε­κα των αγί­ων. Ναι. Μας το λέγουν οι πρώ­τοι συγ­γρα­φείς των πρώ­των χρό­νων συγ­γρα­φείς Χρι­στια­νοί. Δεν θα είχε ο κόσμος λόγον υπάρ­ξε­ως, εάν δεν υπήρ­χαν οι Χρι­στια­νοί μέσα εις τον κόσμον. Αυτοί λοι­πόν συνέ­χουν τον κόσμον. «Οι άγιοι ζουν στη Γη», όπως λέγει εκεί­νη η θαυ­μά­σια επι­στο­λή προς Διό­γνη­τον, «και πολι­τεύ­ον­ται στον ουρα­νό. Ζουν στη Γη και πολι­τεύ­ον­ται στον ουρα­νό. Δεί­χνουν στον κόσμο τον αλη­θι­νό τύπο ανθρώ­που». Αυτόν τον τύπο που ο κόσμος ψάχνει να δημιουρ­γή­σει, αλλά δεν το πετυ­χαί­νει, για­τί δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Είναι μία περι­κο­πή θαυ­μα­σία. Δεν έχω χρό­νο να σας την πω ολό­κλη­ρη.

Ένα από τα ονό­μα­τα των χρι­στια­νών είναι «γιοι». Αυτό σημαί­νει ότι η αγιό­της είναι το κύριο μέλη­μά μας. Γι΄αυτό λέγει ο Παύ­λος ‑στην προς Εβραί­ους πάν­τα- «διώ­κε­τε τόν για­σμόν ‑να επι­διώ­κε­τε τον αγια­σμόν- ο χωρίς ‑χωρίς τον οποί­ον- οδείς ψεται τόν Κύριον». Κανείς δεν θα ίδει τον Κύριον.

Ο σατα­νάς κατά­φε­ρε, αγα­πη­τοί, στην επο­χή μας, να γελοιο­ποι­ή­σει την έννοια του αγί­ου. Γι΄αυτό χρειά­ζε­ται πολ­λή ανδρεία για να υπερ­νι­κη­θεί μέσα μας το εμπό­διον της γελοιό­τη­τος. Μην ξεχνά­τε δε ότι τον Νώε οι σύγ­χρο­νοί του… ο Νώε σώθη­κε, ε; Είπα «Νώε», με συγ­χω­ρεί­τε, ο Λωτ, σώθη­κε, για­τί νόμι­ζαν οι γαμ­προί του, οι υπο­ψή­φιοι άνδρες των θυγα­τέ­ρων του ότι γελοιά­ζει. Αλλά και τον Νώε τον κορόι­δευαν ως γελοί­ον, για­τί, λέει, «μεγά­λος ήταν», ήταν 500 ετών τότε, «κι έχα­σε το μυα­λό του». Αυτή είναι η μοί­ρα των αγί­ων μέσα εις τον κόσμον.

Ο αγια­σμός είναι η οδός προς την θεω­ρία του προ­σώ­που του Χρι­στού. Οι Άγιοι Πάν­τες είναι τα μνη­μεία που παρα­κι­νούν τον αγια­σμό. Είναι οι οδο­δεί­κτες της κάθε πλα­νε­μέ­νης επο­χής. Είναι τα αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα, οι φίλοι του Θεού, οι φίλοι των ανθρώ­πων. Η φιλία μόνον ανά­με­σα σε αγί­ους μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί. Ο χώρος τους απο­πνέ­ει, ο χώρος ο δικός τους απο­πνέ­ει ευω­δία Χρι­στού, μύρον Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Και όλοι αυτοί είναι οι άγιοι άγγε­λοι, οι δίκαιοι, οι προ­φή­ται, οι Από­στο­λοι, οι Ευαγ­γε­λι­σταί, οι μάρ­τυ­ρες, οι ομο­λο­γη­ταί, οι όσιοι ασκη­ταί, οι αγω­νι­σταί, άνδρες και γυναί­κες, όλων των αιώ­νων και όλων των επο­χών.

Αγα­πη­τοί, ας ακού­σο­με άλλη μία φορά την φωνή του Θεού: «γιοι γίνε­σθε, τι γώ γιος εμί».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_681.mp3



Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά (ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Πραγ­μα­τι­κά είναι θαυ­μα­στός ο Θεός μέσα στους αγί­ους Του. Διό­τι, όταν κανείς θυμη­θεί τους υπερ­φυείς αγώ­νες των μαρ­τύ­ρων, πώς με ασθέ­νεια σαρ­κός κατή­σχυ­ναν τον ισχυ­ρό στην κακία, πώς μένουν αναί­σθη­τοι στις οδύ­νες και στα τραύ­μα­τα, καθώς αγω­νί­ζον­ται με σώμα­τα προς το πυρ, προς το ξίφος, προς ποι­κί­λα και θανα­τη­φό­ρα είδη βασά­νων, αντι­πα­ρα­τασ­σό­με­νοι με την καρ­τε­ρία και, ενώ τέμνον­ται οι σάρ­κες, δια­λύ­ον­ται οι αρμοί και συν­τρί­βον­ται τα οστά, όμως δια­φυ­λάτ­τουν την ομο­λο­γία της πίστε­ως στον Χρι­στό, σώα και αδιά­σπα­στη, ακε­ραία και ακρά­δαν­τη, που γι’αυ­τό τους χαρί­στη­κε και η αναν­τίρ­ρη­τη σοφία του Πνεύ­μα­τος και η δύνα­μη των θαυ­μά­των· όταν ανα­λο­γι­στεί την υπο­μο­νή των οσί­ων, πώς υπέ­φε­ραν εθε­λου­σί­ως σαν ασώ­μα­τοι τις πολυ­ή­με­ρες ασι­τί­ες, τις αγρυ­πνί­ες, τις άλλες ποι­κί­λες κακώ­σεις του σώμα­τος, αντι­τα­χθέν­τες έως το τέλος προς τα πονη­ρά πάθη, προς τα ποι­κί­λα είδη της αμαρ­τί­ας, προς τον εσω­τε­ρι­κό μας αόρα­το πόλε­μο, προς τις αρχές, προς τις εξου­σί­ες, προς τα πνευ­μα­τι­κά της πονη­ρί­ας, ενώ έλιω­ναν και αχρειώ­νον­ταν στον εξω­τε­ρι­κό άνθρω­πο, αλλά ανα­νε­ώ­νον­ταν και θεώ­νον­ταν κατά τον εσω­τε­ρι­κό άνθρω­πο από Εκεί­νον που χαρί­στη­καν σε αυτούς τα χαρί­σμα­τα των ιαμά­των, τα ενερ­γή­μα­τα των δυνά­με­ων· όταν λάβει κανείς αυτά υπό­ψη του και επι­πλέ­ον εννο­ή­σει ότι υπερ­βαί­νουν τη φύση μας, θαυ­μά­ζει και δοξά­ζει τον Θεό που έδω­σε σε αυτούς την τόση άφθο­νη χάρη και δύνα­μη· διό­τι, αν και είχαν αγα­θή και καλ­λί­στη την προ­αί­ρε­ση, χωρίς τη δύνα­μη του Θεού δεν θα κατόρ­θω­ναν να υπερ­βούν τη φύση και να κατα­νι­κή­σουν τον ασώ­μα­το πολέ­μιο, αν και είναι σε σώμα.

Γι΄αυτό και ο ψαλ­μω­δός προ­φή­της, αφού είπε «Θαυ­μαστς Θες ν τος γίοις ατο(:Θαυ­μα­στός είναι ο Θεός στην προ­στα­σία την οποία παρέ­χει στους αγί­ους Του, σε όσους είναι αφο­σιω­μέ­νοι σε Αυτόν)» πρό­σθε­σε: «Ατς δώσει δύνα­μιν κα κρα­ταί­ω­σιν τ λα ατο. ελογητς Θεός(:Αυτός θα δώσει δύνα­μη και κρά­τος υπε­ρο­χής ακα­τά­βλη­το στον λαό Του. Δοξα­σμέ­νος ας είναι Κύριος ο Θεός)» [Ψαλμ.67,36]. Και εξε­τά­στε με σύνε­ση τη δύνα­μη των προ­φη­τι­κών λόγων. «Πραγ­μα­τι­κά», λέγει, «σε όλον τον λαό Του δίδει ο Θεός δύνα­μη και κρα­ταί­ω­ση» -διό­τι δεν έχει προ­σω­πο­λη­ψία ο Θεός· βλ. Πράξ.10,34: «π᾿ ληθεί­ας κατα­λαμ­βά­νο­μαι τι οκ στι προ­σω­πο­λή­πτης Θεός(:Αλη­θι­νά κατα­λα­βαί­νω ότι ο Θεός δεν επη­ρε­ά­ζε­ται από πρό­σω­πα και δεν κάνει μερο­λη­ψί­ες και δια­κρί­σεις)»- «θαυ­μά­ζε­ται όμως μόνο δια των αγί­ων Του».

Όπως δηλα­δή ο ήλιος χύνει από επά­νω πλου­σί­ως τις ακτί­νες σε όλους, τις βλέ­πουν όμως μόνο όσοι έχουν οφθαλ­μούς, και αυτούς μάλι­στα όχι κλει­στούς, απο­λαμ­βά­νουν δε την αυγή καθα­ρά όσοι από την καθα­ρό­τη­τα των ματιών έχουν οξεία όρα­ση και δεν την έχουν αμβλεία από αρρώ­στια ή αχλύ ή κάτι παρό­μοιο πεσμέ­νο στα μάτια, έτσι και ο Θεός από επά­νω χορη­γεί πλού­σια τη βοή­θειά Του σε όλους, διό­τι Αυτός είναι η αενά­ως βρύ­ου­σα σωστι­κή και φωτι­στι­κή πηγή του ελέ­ους και της αγα­θό­τη­τας. Απο­λαμ­βά­νουν δε την από εκεί χάρη και δύνα­μη και ενέρ­γεια της αρε­τής και τελεί­ω­ση ή και για την επί­δει­ξη των θαυ­μά­των, όχι γενι­κά όλοι, αλλά όσοι έχουν αγα­θή προ­αί­ρε­ση και επι­δει­κνύ­ουν με έργα την αγά­πη και πίστη προς τον Θεό, και τα μεν φαύ­λα απο­στρέ­φον­ται τελεί­ως, κρα­τούν δε με στα­θε­ρό­τη­τα τα προ­στάγ­μα­τα του Θεού και υψώ­νουν το μάτι της δια­νοί­ας προς τον ίδιο τον ήλιο της δικαιο­σύ­νης Χρι­στό. Αυτός δε όχι μόνο προ­τεί­νει από επά­νω αορά­τως χέρι βοη­θεί­ας στους αγω­νι­ζο­μέ­νους, αλλά και δια­λέ­γε­ται προς εμάς σήμε­ρα αισθη­τώς με τις προ­τρο­πές Του μέσω του Ευαγ­γε­λί­ου· διό­τι, λέγει: «Πς ον στις μολο­γή­σει ν μο μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, μολο­γή­σω κγ ν ατ μπρο­σθεν το πατρός μου το ν ορανος(:Μη λογα­ριά­ζε­τε τους διωγ­μούς και τους κιν­δύ­νους, αλλά να λογα­ριά­ζε­τε τις μεγά­λες αμοι­βές που σας περι­μέ­νουν. Καθέ­νας που θα με ομο­λο­γή­σει ως Σωτή­ρα του και Θεό του μπρο­στά στους ανθρώ­πους που κατα­διώ­κουν την πίστη μου, θα τον ομο­λο­γή­σω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς)»[Ματθ.10,32].

Βλέ­πε­τε ότι ούτε εμείς δεν μπο­ρού­με να προ­βά­λου­με με παρ­ρη­σία την πίστη και την ομο­λο­γία στον Χρι­στό χωρίς την από Αυτόν δύνα­μη και συνέρ­γεια, ούτε ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός θα μας υπε­ρα­σπι­στεί στον μέλ­λον­τα αιώ­να και θα μας συστή­σει και θα μας οικειώ­σει με τον ύψι­στο Πατέ­ρα χωρίς να λάβει από εμάς τις αφορ­μές. Δηλώ­νον­τας λοι­πόν αυτό, δεν είπε «στις μολο­γή­σει μέ (:όποιος με ομο­λο­γή­σει μπρο­στά στους ανθρώ­πους)», αλλά «στις μολο­γή­σει ν μο(:όποιος ομο­λο­γή­σει μέσα σε εμέ­να)», με την έννοια ότι μπο­ρεί να προ­βά­λει με παρ­ρη­σία την ευσέ­βεια μέσω Εκεί­νου και μέσω της βοή­θειας Εκεί­νου. Έτσι πάλι: «μολο­γή­σω κγ(:Θα ομο­λο­γή­σω και Εγώ)» και δεν είπε «ατόν», αλλά «ν ατ (:μέσα σε αυτόν)», δηλα­δή δια της αγα­θής αντι­στά­σε­ως και καρ­τε­ρί­ας, την οποία επέ­δει­ξε για την ευσέ­βεια.

Πραγ­μα­τι­κά βλέ­πε τι λέγει στη συνέ­χεια για όσους δεί­λια­σαν και πρό­δω­σαν την πίστη: «στις δ᾿ ν ρνή­ση­ταί με μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, ρνή­σο­μαι ατν κγ μπρο­σθεν το πατρός μου το ν ορανος(:Εκεί­νος όμως που θα με αρνη­θεί ως Θεάν­θρω­πο Σωτή­ρα μπρο­στά στους ανθρώ­πους, αυτόν θα τον αρνη­θώ κι εγώ και δεν θα τον ανα­γνω­ρί­σω ως δικό μου μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς)». Δεν είπε εδώ «στις δ᾿ ν ρνή­ση­ταιν μο (:Όποιος αρνη­θεί μέσα σε εμέ­να)»· για­τί; Διό­τι ο αρνού­με­νος, αρνεί­ται τον Θεό, αν στε­ρη­θεί την βοή­θεια από τον Θεό. Για­τί λοι­πόν εγκα­τα­λεί­φθη­κε και έμει­νε έρη­μος του Θεού; Επει­δή αυτός πρό­λα­βε και τον εγκα­τά­λει­ψε, αφού αγά­πη­σε τα πρό­σκαι­ρα και γήι­να περισ­σό­τε­ρο παρά τα επηγ­γελ­μέ­να από τον Θεό ουρά­νια και αιώ­νια αγα­θά. Έτσι πάλι και ο Χρι­στός θα αρνη­θεί όχι μέσα σε αυτόν, αλλά αυτόν, διό­τι δεν βρή­κε σε αυτόν τίπο­τε που να μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει υπέρ αυτού.

Επει­δή λοι­πόν όποιος έχει την κατά θέση αγά­πη μένει στον Θεό, και ο Θεός μένει σε Αυτόν, όπως λέγει ο αγα­πη­μέ­νος από τον Χρι­στό θεο­λό­γος, έτσι, αφού ο Θεός μένει σε εκεί­νον που Τον αγα­πά, αυτός που αγα­πά στ’ αλή­θεια τον Θεό, εύλο­γα τελεί την ομο­λο­γία μέσα στον Θεό, αφού δε και Αυτός μένει στον Θεό, θα τελέ­σει και ο Θεός την ομο­λο­γία υπέρ αυτού. Επο­μέ­νως, το «στις μολο­γή­σει ν μο μπρο­σθεν τν νθρώ­πων, μολο­γή­σω κγ ν ατ (:Καθέ­νας που θα με ομο­λο­γή­σει ως Σωτή­ρα του και Θεό του μπρο­στά στους ανθρώ­πους που κατα­διώ­κουν την πίστη μου, θα τον ομο­λο­γή­σω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπρο­στά στον Πατέ­ρα μου που είναι στους ουρα­νούς)», δηλώ­νει την αδιά­σπα­στη συνά­φεια του Θεού προς όσους Τον ομο­λο­γούν, από την οποία έχει απο­μα­κρυν­θεί εκεί­νος που Τον αρνεί­ται. Έτσι οι θεί­ες αντι­δό­σεις έχουν μαζί τους τη θεία δικαιο­σύ­νη, επι­φέ­ρον­τας από την ομοί­ω­ση τα κατάλ­λη­λα απο­τε­λέ­σμα­τα.

Τέτοια λοι­πόν είναι η ομοιό­τη­τα των βρα­βεί­ων που προ­έρ­χον­ται από τον Θεό προς όσα προ­σφέ­ρον­ται από εμάς προς Αυτόν. Παρα­τη­ρή­στε δε και πόσο μεγά­λη είναι η ανω­τε­ρό­τη­τα της αμοι­βής από τον Θεό προς όσους Τον ομο­λό­γη­σαν μέσα σε Αυτόν· διό­τι ο καθέ­νας από τους αγί­ους, όντας δού­λος Θεού, έδω­σε με παρ­ρη­σία την ομο­λο­γία στον πρό­σκαι­ρο αυτόν βίο και ενώ­πιον θνη­τών ανθρώ­πων, μάλ­λον δε σε σύν­το­μο και­ρό του αιώ­νος τού­του και με παρου­σία λίγων ανθρώ­πων από αυτούς που είπα­με. Ο δε Κύριος Ιησούς Χρι­στός, όντας Θεός και Κύριος του ουρα­νού και της γης, θα τους υπο­στη­ρί­ζει στον αΐδιο και ακα­τά­λυ­το εκεί­νον κόσμο, ενώ­πιον του Θεού και Πατρός, με τους αγγέ­λους, τους αρχαγ­γέ­λους και όλες τις ουρά­νιες δυνά­μεις γύρω τους, και με όλους τους ανθρώ­πους παρόν­τες από τον Αδάμ μέχρι τη συν­τέ­λεια του κόσμου· διό­τι θα ανα­στη­θούν όλοι και θα παρα­στούν στο βήμα του Χρι­στού. Και τότε, ενώ όλοι θα είναι παρόν­τες, όλοι θα βλέ­πουν, θα ανα­κη­ρύ­ξει και θα δοξά­σει και θα στε­φα­νώ­σει εκεί­νους που υπέ­δει­ξαν μέχρι τέλους την πίστη σε Αυτόν.

Τι χρειά­ζε­ται να προ­σπα­θή­σου­με να δεί­ξου­με τους υπερ­φυείς εκεί­νους στε­φά­νους, την υπερ­βο­λή των αμοι­βών εκεί­νων του μέλ­λον­τος, τις οποί­ες ούτε οφθαλ­μός σαν το δικό μας μπο­ρεί να δει, ούτε αυτί να ακού­σει, ούτε καρ­διά να δια­νο­η­θεί; Αλλά και τα τωρι­νά πράγ­μα­τα και τα βλε­πό­με­να, ποια είναι; Ποιος λόγος θα διη­γη­θεί επά­ξια την δόξα από τον Θεό στις σορούς των αγί­ων και στα λεί­ψα­να των οστών, που συμ­πα­ρα­τεί­νε­ται σε όλο τον χρό­νο, την ανα­δι­δό­με­νη από αυτά ιερή ευω­δία, τα μύρα που ανα­βλύ­ζουν, τα χαρί­σμα­τα των ιαμά­των, τα ενερ­γή­μα­τα των δυνά­με­ων, τις πολυει­δείς και σωτή­ριες επι­φά­νειες σε εμάς δι’ αυτών;

Να πω κάτι από τα προ­σφε­ρό­με­να σε αυτούς από εμάς; Σε βρα­χύ χρό­νο, όπως είπα, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η παρ­ρη­σία της κατά Θεόν ομο­λο­γί­ας του καθε­νός από τους αγί­ους και ενώ­πιον μερι­κών αρχόν­των και βασι­λέ­ων· βασι­λείς δε και άρχον­τες και όλοι οι υπή­κο­οι ανυ­μνούν κα μεγα­λύ­νουν, τιμών­τας και δοξά­ζον­τας και προ­σκυ­νών­τας όχι μόνο αυτούς, αλλά και τις εικό­νες τους, ως δεσπο­τών, και παρα­πά­νω από δεσπό­τες και βασι­λείς, τόσο θερ­μά γονα­τί­ζον­τας σε αυτές εκου­σί­ως και χαρού­με­να, ώστε να εύχον­ται να αφή­σουν και στα παι­διά τους τού­το περισ­σό­τε­ρο από καθε­τί άλλο ως κάποιον κλή­ρο πλού­σιο και ποι­η­τι­κό της ανω­τά­της ευδαι­μο­νί­ας. Είναι δε αυτό δείγ­μα και παρά­στα­ση και σαν προ­οί­μιο εκεί­νης της μέλ­λου­σας απόρ­ρη­της δόξας, την οποία έχουν και τώρα στους ουρα­νούς τα πνεύ­μα­τα των δικαί­ων, και την οποία στον μέλ­λον­τα αιώ­να θα απο­κτή­σουν μαζί με αυτά και σώμα­τα που διή­νυ­σαν μαζί τους τον κατά Θεό αγώ­να.

Αυτήν την υπερ­βο­λή της δόξας και των μελ­λον­τι­κών αγα­θών ενδει­κνύ­ον­τας ο Κύριος, προς μεν τους αγί­ους μαθη­τές Του και Απο­στό­λους έλε­γε: «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ (:Αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε, όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­σθεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας του, θα καθί­σε­τε κι εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ)» [Ματθ.19,28], προς όλους δε τους πιστούς γενι­κά λέγει: «Όποιος άφη­σε οικία ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή τέκνα ή αγρούς για το όνο­μά μου, θα λάβει εκα­τον­τα­πλά­σια και θα κλη­ρο­νο­μή­σει αιώ­νια ζωή»· « φιλν πατέ­ρα μητέ­ρα πρ μ οκ στι μου ξιος· κα φιλν υἱὸν θυγα­τέ­ρα πρ μ οκ στι μου ξιος (:Εκεί­νος που αγα­πά τον πατέ­ρα του ή τη μητέ­ρα του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, και με αρνεί­ται για να μη χωρι­στεί από τους γονείς του, δεν αξί­ζει για μένα· και εκεί­νος που αγα­πά τον γιο του ή την κόρη του περισ­σό­τε­ρο από Εμέ­να, δεν είναι άξιος να λέγε­ται μαθη­τής μου)» [Ματθ.10,37].

Επει­δή δηλα­δή ο Θεός και Πατήρ έδω­σε για χάρη μας τον αγα­πη­τό Υιό Του και αυτός ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού έδω­σε τον εαυ­τό του για χάρη μας, δίκαια απαι­τεί από μας να αδια­φο­ρού­με για όλους τους κατά το γένος συγ­γε­νείς μας, όταν είναι εμπό­διο προς την ευσέ­βεια και τον βίο που ται­ριά­ζει σε αυτήν. Και τι ανα­φέ­ρω μόνο τους κατά το γένος συγ­γε­νείς; Διό­τι ακό­μη και την ίδια τη ζωή του είναι δίκαιο και αναγ­καίο να την αφή­σει, όταν το καλέ­σει ο και­ρός, αν θέλει να επι­τύ­χει αιώ­νια ζωή, αφού και ο ίδιος ο Υιός του Θεού έδω­σε τη ζωή Του για χάρη μας. Γι΄αυτό πάλι λέγει ο Ίδιος: «Κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος (:Και εκεί­νος που δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί σταυ­ρι­κό θάνα­το και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται, δηλα­δή, σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα)»[Ματθ.10,38]. Σταυ­ρός λοι­πόν είναι και το να σταυ­ρώ­σει κανείς τη σάρ­κα μαζί με τα παθή­μα­τα και τις επι­θυ­μί­ες.

Όταν λοι­πόν είναι και­ρός ειρή­νης κατά την ευσέ­βεια, ο άνθρω­πος νεκρώ­νον­τας δια της αρε­τής τα πονη­ρά πάθη και τις επι­θυ­μί­ες και έτσι σηκώ­νον­τας τον σταυ­ρό του, ακο­λου­θεί τον Κύριο. Όταν δε είναι και­ρός διωγ­μού, περι­φρο­νών­τας τη ζωή του και προ­δί­δον­τας την ψυχή του υπέρ της ευσε­βεί­ας, έτσι σηκώ­νει τον σταυ­ρό του και ακο­λου­θεί τον Κύριο και έτσι κλη­ρο­νο­μεί την αιώ­νια ζωή· διό­τι, λέγει: « ερν τν ψυχν ατο πολέ­σει ατήν, κα πολέ­σας τν ψυχν ατο νεκεν μο ερήσει ατήν (:Εκεί­νος που σε και­ρό διωγ­μών θα απο­φύ­γει το μαρ­τύ­ριο και θα δια­σώ­σει τη σωμα­τι­κή ζωή του, θα χάσει την υψη­λό­τε­ρη, την ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή, την οποία κερ­δί­ζει κανείς με το μαρ­τύ­ριο. Κι εκεί­νος που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε μένα, θα κερ­δί­σει την υψη­λό­τε­ρη και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή)» [Ματθ.10,39. Στο εδά­φιο αυτό η έκφρα­ση δένε­ται γύρω από τη διπλή έννοια της λέξε­ως ψυχή, που καταρ­χήν σημαί­νει τη ζωτι­κή δύνα­μη του ανθρώ­που, έπει­τα δε και την πνευ­μα­τι­κή ουσία του, όταν γίνε­ται αιώ­νια και θεία].

Τι σημαί­νει ότι «όποιος έχα­σε την ψυχή του θα την χάσει και όποιος έχα­σε την ψυχή του θα τη βρει»; Ο άνθρω­πος είναι διπλός· ο εκτός, δηλα­δή το σώμα, και ο μέσα μας άνθρω­πος, δηλα­δή η ψυχή. Όταν λοι­πόν κάποιος παρα­δώ­σει τον εαυ­τό του σε θάνα­το κατά τον εκτός μας άνθρω­πο, χάνει την ψυχή του που χωρί­ζε­ται από αυτό. Αυτός λοι­πόν που την έχα­σε έτσι υπέρ του Χρι­στού και του ευαγ­γε­λί­ου, πραγ­μα­τι­κά θα τη βρει, αφού της προ­ξε­νή­σει ζωή ουρά­νια και αιώ­νια και κατά την ανά­στα­ση την παρα­λά­βει σε αυτήν την κατά­στα­ση και δι’αυτής γίνει και αυτός τέτοιος και κατά το σώμα, ουρά­νιος και αιώ­νιος. Αλλά επει­δή αυτά είναι δύσκο­λα και μεγά­λα, ται­ρια­στά στους τέλειους μόνο και θα λέγα­με απο­στο­λι­κά, η εντο­λή να σταυ­ρώ­σει τη σάρ­κα μαζί με τα παθή­μα­τα και τις επι­θυ­μί­ες, να είναι έτοι­μος για την εσχά­τη ατί­μω­ση και τον χει­ρό­τε­ρο υπέρ του καλού θάνα­το, να χάσει την ψυχή του για χάρη του ευαγ­γε­λί­ου, το οποίο λέγει στη συνέ­χεια ο Κύριος, είναι και προς παρα­μυ­θία των αγω­νι­ζο­μέ­νων έτσι υπέρ φύσιν, και προς σωτη­ρία των ατε­λε­στέ­ρων· « δεχό­με­νος μς(: Αλλά κι εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται εσάς για φιλο­ξε­νία ως δια­κό­νους του ευαγ­γε­λί­ου μου)», δηλα­δή τους Απο­στό­λους και τους έπει­τα από εκεί­νους πατέ­ρες και διδα­σκά­λους της ευσε­βεί­ας, «μ δέχε­ται (:υπο­δέ­χε­ται όχι εσάς, αλλά Εμέ­να)», λέγει, «κα μ δεχό­με­νος δέχε­ται τν ποστεί­λαν­τά με(:και εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται Εμέ­να, υπο­δέ­χε­ται τον ίδιο τον Θεό Πατέ­ρα, που με απέ­στει­λε στον κόσμο)» [Ματθ.10,40].

Για εκεί­νους τους τέλειους λοι­πόν ετοι­μά­ζει από εδώ υπο­δο­χή, σε όσους όμως δεν είναι παρό­μοιοι προ­σπο­ρί­ζει τη σωτη­ρία από το πώς υπο­δέ­χον­ται εκεί­νους. Αλλά βλέ­πεις και πόσος είναι ο μισθός των δεχο­μέ­νων τους ζών­τας κατά Θεόν και διδα­σκά­λους της αλη­θεί­ας; Διό­τι ο δεχό­με­νος αυτούς δέχε­ται τον Πατέ­ρα και τον Υιό. Πώς λοι­πόν πρέ­πει να τους δεχό­μα­στε; Όχι μόνο να τους φιλο­ξε­νού­με και να τους ανα­παύ­ου­με, αλλά και να τους υπα­κού­ου­με. Γι΄αυτό αλλού για να φοβί­σει όσους αθε­τούν, έλε­γε προς τους μαθη­τές Του: « κού­ων μν μο κού­ει, κα θετν μς μ θετε· δ μ θετν θετε τν ποστεί­λαν­τά με(:Διό­τι όποιος ακού­ει εσάς και υπα­κού­ει σε σας, ακού­ει εμέ­να και υπα­κού­ει σε μένα. Και όποιος παρα­κού­ει εσάς, παρα­κού­ει εμέ­να. Κι εκεί­νος που παρα­κού­ει εμέ­να, παρα­κού­ει τον Θεό, που με έστει­λε στον κόσμο. Κάθε λοι­πόν παρα­κοή και περι­φρό­νη­ση που θα δεί­ξουν οι άνθρω­ποι σε σας είναι σαν να την δεί­χνουν στον ίδιο τον επου­ρά­νιο Θεό)» [Λου­κά 10,16].

Αλλά και αυτός που φιλο­ξε­νεί και ανα­παύ­ει τους ανθρώ­πους του Θεού, αν πράτ­τει τού­το χάριν του Θεού, θα λάβει πολύ μισθό, και για να δηλώ­σει αυτό ο Κύριος έλε­γε: « δεχό­με­νος προ­φή­την ες νομα προ­φή­του μισθν προ­φή­του λήψε­ται, κα δεχό­με­νος δίκαιον ες νομα δικαί­ου μισθν δικαί­ου λήψε­ται(:Εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται και υπο­στη­ρί­ζει και βοη­θά έναν προ­φή­τη, επει­δή είναι προ­φή­της, θα πάρει την ίδια αντα­μοι­βή που θα πάρει κι ο προ­φή­της. Κι εκεί­νος που υπο­δέ­χε­ται τον δίκαιο, επει­δή είναι δίκαιος, θα πάρει την ίδια αντα­μοι­βή που θα πάρει και ο δίκαιος)» [Ματθ.10,41]. Πώς θα λάβει μισθό προ­φή­τη και μισθό δικαί­ου; Όπως λέγει ο από­στο­λος: «Ο γρ να λλοις νεσις, μν δ θλψις, λλ᾿ ξ σότη­τος ν τ νν καιρ τ μν περίσ­σευ­μα ες τ κεί­νων στέ­ρη­μα (:Διότι δεν εννοώ με τη συνει­σφο­ρά αυτή άλλοι να ανα­κου­φι­στούν, ενώ εσείς να στε­ρη­θεί­τε, αλλά λέω, σύμ­φω­να με την ισό­τη­τα που πρέ­πει να υπάρ­χει μετα­ξύ των αδελ­φών, το δικό σας χρη­μα­τι­κό περίσ­σευ­μα να συμ­πλη­ρώ­σει το υστέ­ρη­μα εκεί­νων στη δύσκο­λη περί­στα­ση που βρί­σκον­ται τώρα)»[Β΄Κορ. 8,13].

Αυτός δε που δέχε­ται και ανα­παύ­ει τον δίκαιο ως δίκαιο, και αν δεν είναι μεγα­λό­δω­ρος, αλλά δώσει λίγα πράγ­μα­τα, θα κερ­δί­σει τα μεγά­λα· πραγ­μα­τι­κά λέγει: «Κα ς ἐὰν ποτίσ να τν μικρν τού­των ποτή­ριον ψυχρο μόνον ες νομα μαθη­το, μν λέγω μν, ο μ πολέσ τν μισθν ατο(:Εκεί­νος επί­σης που θα προ­σφέ­ρει σε έναν από τους μαθη­τές μου, αυτούς που ο κόσμος θεω­ρεί μικρούς και άση­μους, έστω κι ένα μόνο ποτή­ρι κρύο νερό που πρό­χει­ρα θα το πάρει από την πηγή και δεν θα κάνει τον κόπο να το βρά­σει, και θα προ­σφέ­ρει την ελά­χι­στη αυτή ή παρό­μοια εξυ­πη­ρέ­τη­ση σε αυτόν επει­δή είναι μαθη­τής μου, αλη­θι­νά σας λέω, δεν θα χάσει στη μέλ­λου­σα ζωή την αντα­μοι­βή που του ανή­κει)»[Ματθ.10,42].

Σε αυτά τα λόγια και παραγ­γέλ­μα­τα δεν φρον­τί­ζει μόνο για τους δικαί­ους και τους μαθη­τές, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο για όσους τους δέχον­ται· διό­τι, αν φρόν­τι­ζε μόνο για εκεί­νους, θα παραι­νού­σε μόνο την υπο­δο­χή και θα ζητού­σε την υπο­δο­χή εκεί­νων και την ανά­παυ­ση, όπως κι αν είναι· τώρα όμως προ­σθέ­τον­τας, σαν προ­φή­τη και μαθη­τή και δίκαιο, δεί­χνει ότι φρον­τί­ζει μάλ­λον για τους υπο­δε­χό­με­νους, μετα­τρέ­πον­τας τη γνώ­μη τους προς το ανώ­τε­ρο, ώστε και ο μισθός να ακο­λου­θή­σει γι’ αυτούς μαζί με την αρε­τή. Η εκκλη­σία λοι­πόν του Χρι­στού, που τιμά και μετά τον θάνα­το αυτούς που έζη­σαν αλη­θι­νά κατά Θεόν, κάθε ημέ­ρα του έτους τελεί τη μνή­μη των αγί­ων που μετέ­στη­σαν κατ’αυτήν από εδώ και απο­δή­μη­σαν από την πρό­σκαι­ρη αυτή ζωή. Συγ­χρό­νως δε προ­βάλ­λει τον βίο του καθε­νός, χάριν της ωφέ­λειάς μας και υπο­δει­κνύ­ει το τέλος τους, είτε ειρη­νι­κά έχει κοι­μη­θεί, είτε με μαρ­τυ­ρι­κό τέλος τελεί­ω­σε τη ζωή του.

Τώρα δε μετά την Πεν­τη­κο­στή, αφού τους συνή­γα­γε όλους μαζί, ανα­πέμ­πει κοι­νό σε αυτούς τον ύμνο, όχι μόνο διό­τι όλοι είναι ενω­μέ­νοι μετα­ξύ τους-διό­τι λέγει προς τον Πατέ­ρα Του στα ευαγ­γέ­λια ο Κύριος: Δώσε «να πάν­τες ν σι, καθς σύ, πάτερ, ν μο κγ ν σοί, να κα ατο ν μν ν σιν (:Σε παρα­κα­λώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη που θα κυριαρ­χεί μετα­ξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενω­μέ­νος με Εμέ­να κι εγώ ενω­μέ­νος με Εσέ­να, επει­δή έχου­με και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρα­κα­λώ να είναι κι αυτοί ένα έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση με μας)» [Ιω.17,20])· όχι μόνο βέβαια γι΄αυτό απο­δί­δει η Εκκλη­σία του Θεού κοι­νό τον ύμνο σε όλους, αλλά και διό­τι φρον­τί­ζει τόσο κατά την αγία Τεσ­σα­ρα­κο­στή, όσο και κατά την μετ’ αυτήν Πεν­τη­κο­στή να φανε­ρώ­νει και να ανυ­μνεί όλα τα έργα του Θεού.

Αφού λοι­πόν εξύ­μνη­σε, όπως γνω­ρί­ζε­τε, τα πάν­τα· πώς δηλα­δή δημιουρ­γή­θη­κε στην αρχή όλος ο κόσμος αυτός από τον Θεό· πώς ο Αδάμ εξο­ρί­στη­κε από τον παρά­δει­σο και τον Θεό· πώς προ­σκλή­θη­κε ο παλαιός λαός· πώς και οι ίδιοι απο­μα­κρύν­θη­καν λόγω παρα­βά­σε­ως από την οικειό­τη­τα προς τον Θεό· πώς ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού «κλί­νας τούς ορανούς» για χάρη μας κατήλ­θε και έπρα­ξε για χάρη μας θαυ­μά­σια και δίδα­ξε τα σωτη­ριώ­δη, έπα­θε και πέθα­νε για μας και εντα­φιά­στη­κε ως άνθρω­πος και ως Θεός ανα­στή­θη­κε τρι­ή­με­ρος και έπει­τα ανα­λή­φθη­κε μαζί με τη σάρ­κα στους ουρα­νούς, από όπου και κατήλ­θε, και αφού κάθι­σε από τα δεξιά του Πατρός, απέ­στει­λε από εκεί το πανά­γιο Πνεύ­μα[Εδώ ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς ανα­φέ­ρε­ται στο περιε­χό­με­νο των Κυρια­κών και εορ­τών της τεσ­σα­ρα­κο­στής και της Πεν­τη­κο­στήςαφού λοι­πόν όλα αυτά τα ανύ­μνη­σε η Εκκλη­σία του Θεού, τώρα προ­σθέ­τει το ελλεί­πον και δεί­χνει πόσους και ποιους καρ­πούς συνή­γα­γε προς την αιώ­νια ζωή η παρου­σία του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρα μας Ιησού Χρι­στού και η δύνα­μη του πανα­γί­ου Πνεύ­μα­τος· τελεί δηλα­δή τη μνή­μη όλων των αγί­ων μαζί και απο­δί­δει σε όλους τον ύμνο και την τιμή σήμε­ρα.

Ας τιμή­σου­με λοι­πόν κι εμείς αδελ­φοί, τους αγί­ους του Θεού. Να τους τιμή­σου­με όμως πώς; Αν κατά τη μίμη­σή τους καθα­ρί­σου­με τους εαυ­τούς μας από κάθε μολυ­σμό σαρ­κός και πνεύ­μα­τος και έτσι αν απο­μα­κρυν­θού­με από τα κακά, φερό­με­νοι δια της απο­χής αυτών προς την αγιο­σύ­νη. Αν παύ­σου­με τη γλώσ­σα μας από όρκο και επιορ­κία, φλυα­ρία και λοι­δο­ρία, και τα χεί­λη μας από ψεύ­δος και συκο­φαν­τία, και έτσι να προ­σφέ­ρου­με σε αυτούς την ευφη­μία.

Αν όμως δεν καθα­ρί­σου­με έτσι τους εαυ­τούς μας, θα ακού­σου­με δικαί­ως από αυτούς ο καθέ­νας μας εκεί­να τα λόγια του Θεού προς τον αμαρ­τω­λό· για­τί τολ­μάς να μνη­μο­νεύ­εις και να ανα­φέ­ρεις και αυτά τα ονό­μα­τα των αγί­ων και να διη­γεί­σαι τη γεμά­τη κάθε αρε­τή και καθα­ρό­τη­τα δια­γω­γή τους; Εσύ ακρι­βώς μίση­σες τον ενά­ρε­το βίο τους και έδιω­ξες από τον εαυ­τό σου την καθα­ρό­τη­τα της ψυχής και του σώμα­τος· «Ε θεώ­ρεις κλέ­πτην, συνέ­τρε­χες ατ, κα μετ μοι­χο τν μερί­δα σου τίθεις. τ στό­μα σου πλε­ό­να­σε κακί­αν, κα γλσσά σου περιέ­πλε­κε δολιό­τη­τας· καθή­με­νος κατ το δελ­φο σου κατε­λά­λεις κα κατ το υο τς μητρός σου τίθεις σκάν­δα­λον(: Εάν έβλε­πες κάποιον κλέ­φτη, έτρε­χες και εσύ μαζί του συνερ­γός στην κλο­πή, και με οποιον­δή­πο­τε μοι­χό είχες και εσύ το μερί­διό σου συμ­με­τέ­χον­τας στις ακο­λα­σί­ες μαζί με αυτόν. Το στό­μα σου το άφη­νες αχα­λί­νω­το στην κακία, ώστε αυτή να ξεχει­λί­ζει σε αυτό, και η γλώσ­σα σου περιέ­πλε­κε επι­νο­ή­σεις πανούρ­γες και δολε­ρές για παγί­δευ­ση και συκο­φαν­τία του πλη­σί­ον. Καθι­σμέ­νος, σαν να μην είχες τίπο­τα άλλο να κάνεις, κατα­λα­λού­σες κατά του αδελ­φού σου δυσφη­μών­τας τον, και κατά του υιού της μητέ­ρας σου, από τα σπλά­χνα της οποί­ας εξήλ­θες και εσύ και εκεί­νος, ετοί­μα­ζες παγί­δες και εμπό­δια για να σκον­τά­ψει και να κατα­πέ­σει)»[Ψαλμ.49,18–20].

Δεν δέχον­ται ύμνο από τέτοια στό­μα­τα, αδελ­φοί, ούτε ο Θεός ούτε οι άγιοι του Θεού· διό­τι, αν ο καθέ­νας από μας δεν δέχε­ται να του προ­σφέ­ρει κάτι το αναγ­καίο το χέρι του που άγγι­σε κόπρο, χωρίς να το πλύ­νει προ­η­γου­μέ­νως, πώς ο Θεός θα δεχτεί τα προ­σφε­ρό­με­να από σώμα και στό­μα ακά­θαρ­το, αν δεν καθα­ρί­σου­με προ­η­γου­μέ­νως τους εαυ­τούς μας; Διό­τι είναι βδε­λυ­ρό­τε­ρη από την κόπρο η αμαρ­τία, ο δόλος, το ψεύ­δος, ο φθό­νος, το μίσος, η πλε­ο­νε­ξία, η προ­δο­σία, τα αισχρά δια­νο­ή­μα­τα και λόγια, και οι μια­ρές πρά­ξεις που τα ακο­λου­θούν. Αλλά πώς καθα­ρί­ζε­ται πάλι όποιος περι­πέ­σει σε αυτά; Δια της μετα­νοί­ας, δια της εξο­μο­λο­γή­σε­ως, δια της αγα­θο­ερ­γί­ας, δια της εκτε­νούς προς τον Θεό δεή­σε­ως.

Όταν λοι­πόν στις εορ­τα­ζό­με­νες μνή­μες των αγί­ων, όλοι μας αργού­με από τις τέχνες και τα επαγ­γέλ­μα­τα, τού­το πρέ­πει να είναι το μελέ­τη­μά μας, πώς να απο­μα­κρυν­θού­με και να γίνου­με ελεύ­θε­ροι από τις αμαρ­τί­ες και τους μολυ­σμούς στα οποία ο καθέ­νας περιέ­πε­σε. Αν δε και τότε παί­ζου­με σε βάρος των ψυχών μας και αδια­φο­ρού­με και μεθού­με, πώς λέμε ότι εορ­τά­ζου­με τους αγί­ους, αφού καθι­στού­με άνα­γνη την ημέ­ρα; Να μην εορ­τά­ζου­με έτσι, αδελ­φοί, παρα­κα­λώ, αλλά να παρου­σιά­σου­με κι εμείς τα σώμα­τα και τις ψυχές ευά­ρε­στες στον Θεό, κατά τη διάρ­κεια αυτών των εορ­τα­σί­μων ημε­ρών μάλι­στα, ώστε με τις πρε­σβεί­ες των αγί­ων να γίνου­με και εμείς μέτο­χοι της απέ­ραν­της εκεί­νης πανη­γύ­ρε­ως και ευφρο­σύ­νης.

Αυτήν είθε να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο πρέ­πει κάθε δόξα μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το πανά­γιο και αγα­θό και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες ΚΑ΄- ΜΒ΄, ομι­λία ΚΕ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, τόμος Ι΄, σελί­δες 126 ‑149.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Γίνε­ται νὰ στεί­λει ἕνας νοι­κο­κύ­ρης τὸν ὑπη­ρέ­τη του νὰ βοσκή­σει τὰ πρό­βα­τα, χωρὶς νὰ τὸν ταΐ­σει; Στέλ­νει ἕνας πατέ­ρας το γιό του στοὺς ἀγροὺς χωρὶς ἀλέ­τρι καὶ βόδια;

Εἶναι δυνα­τὸ νὰ στεί­λει ἕνας διοι­κη­τὴς τὸ στρα­τιώ­τη στὴ μάχη χωρὶς νὰ τὸν ἐφο­διά­σει μὲ ὅπλα;

Αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα δὲ γίνον­ται.

Ἔτσι κι ὁ Θεὸς δὲ στέλ­νει τοὺς δού­λους Του, τοὺς γιοὺς καὶ τοὺς στρα­τιῶ­τες Του στὸν κόσμο χωρὶς τρο­φή, προ­μή­θειες καὶ ὅπλα. Οἱ ἄνθρω­ποι σίγου­ρα δὲν εἶναι οὔτε σοφό­τε­ροι οὔτε πιὸ εὔσπλα­χνοι ἀπό το Θεό. Ἀφοῦ λοι­πὸν οἱ ἄνθρω­ποι δίνουν στοὺς δικούς τους το ἀπα­ραί­τη­τα ἐφό­δια, δὲ θὰ ἐφο­διά­σει πολὺ περισ­σό­τε­ρο ὁ Θεὸς τοὺς πιστοὺς μὲ τὰ ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τίς ἀνάγ­κες τους;

Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς παρέ­χει πλού­σια τη χάρη Του σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἐκτε­λοῦν τὰ ἔργα Του καὶ τηροῦν τίς ἐντο­λές Του, τὸ μαρ­τυ­ρεῖ τὸ παρά­δειγ­μα τῶν ἁγί­ων ἀπο­στό­λων. Τὸ ὅτι δώδε­κα ἁπλοϊ­κοὶ ἄνθρω­ποι, μὲ ἁπλὲς δου­λειές, χωρὶς νὰ δια­θέ­τουν ὅπλα ἢ πλού­τη, κοσμι­κὴ δόξα ἢ δύνα­μη, ἐγκα­τέ­λει­ψαν τὰ σπί­τια καὶ τίς οἰκο­γέ­νειές τους καὶ ξεκί­νη­σαν νὰ γυρί­σουν ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ δια­δώ­σουν τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ, εἶναι κάτι ὁλό­τε­λα και­νούρ­γιο, κάτι ἀντί­θε­το ἀπ’ ὅ,τι πίστευε ὡς τότε ὁ κόσμος ὡς σωστό, δυνα­τὸ καὶ φρό­νι­μο. Μὲ τίπο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξη­γη­θεῖ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, τὴ συνερ­γα­σία τοῦ Θεοῦ καί τη χάρη Του. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκό­μα: πῶς θὰ τολ­μοῦ­σαν οἱ ἁπλοῖ ψαρᾶ­δες ν’ ἀντι­στα­θοῦν στὶς ψευ­δο­δι­δα­σκα­λί­ες τῶν σοφῶν, στὰ ἐφή­με­ρα πλού­τη τῶν πλου­σί­ων καὶ στὴν πονη­ρὴ δύνα­μη τῶν δυνα­τῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοὺς εἶχε πλου­τί­σει μὲ τὴ σοφία Του, δὲν τοὺς εἶχε στη­ρί­ξει μὲ τὴ δύνα­μή Τοῦ καὶ δὲν τοὺς εἶχε ὁπλί­σει μὲ τὰ ὅπλα Του; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἔχουν τόση ἀντο­χὴ καὶ ἀφο­βία, ὥστε νὰ ὑπο­μέ­νουν τόσα ἀπί­θα­να βάσα­να κι ἀφάν­τα­στες ταπει­νώ­σεις, νὰ βασα­νί­ζον­ται ἀπὸ ἀνθρώ­πους, νὰ ξεπερ­νοῦν φυσι­κὲς κατα­στρο­φές, ν’ ἁλυ­σο­δέ­νον­ται, νὰ τοὺς κατα­διώ­κουν μὲ χλευα­σμοὺς καὶ μὲ πέτρες, νὰ λιμο­κτο­νοῦν στὶς φυλα­κές, νὰ σύρον­ται σὲ τρι­κυ­μιώ­δεις θάλασ­σες ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη, νὰ ρίχνον­ται βορὰ στὰ θηρία, νὰ ξυλο­κο­ποῦν­ται καὶ νὰ σταυ­ρώ­νον­ται; Ὅταν οἱ δώδε­κα αὐτοὶ ἄντρες ἔβλε­παν νά ‘χει ὅλος ὁ κόσμος ὁπλι­στεῖ ἐναν­τί­ον τους, θὰ πρε­πε πραγ­μα­τι­κὰ νὰ εἶχαν κάποια μυστη­ριώ­δη κι ἀκα­τα­νί­κη­τη βοή­θεια, κάποια τρο­φὴ ποὺ δὲν τρώ­γε­ται, κάποια ὅπλα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δὲν κρα­τοῦν­ται στὰ χέρια, ἀόρα­τα στὶς ἐχθρι­κὲς δυνά­μεις. Εἶναι τὰ ὅπλα αὐτὰ ποὺ λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Β΄κορ. ἰ’4), «τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρα­τεί­ας ἡμῶν οὐ,οὗ σαρ­κι­κά, ἀλλὰ δυνα­τὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαί­ρε­σιν ὀχυ­ρω­μά­των».

Ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν πέρα­σαν καὶ τὸν κατέ­πλη­ξαν μὲ τὸ πρω­το­φα­νὲς κήρυγ­μα τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Χρι­στοῦ, τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπο­κα­λύ­φθη­κε στοὺς ἀνθρώ­πους σαρ­κω­μέ­νος καὶ μετὰ ἀνα­λή­φθη­κε στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του. Ἔσπει­ραν παν­τοῦ τὸ σπό­ρο τῆς νέας πίστης, τῆς νέας ζωῆς καὶ τῆς νέας κτί­σης. Καὶ τότε ἄρχι­σε ὁ κόσμος νὰ παίρ­νει φωτιά, νὰ καί­γε­ται ἀπὸ τὸ σπό­ρο ποὺ ἐκεῖ­νοι εἶχαν σπεί­ρει, ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶχαν πεῖ κι ἀπὸ τὰ ἴχνη ποὺ εἶχαν ἀφή­σει. Οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ τοὺς κατα­δί­ω­καν, σκορ­πί­στη­καν βασι­λεῖ­ες ποὺ εἶχαν στρα­φεῖ ἐναν­τί­ον τους, δια­λύ­θη­καν· σπί­τια ποὺ δὲν τοὺς δέχτη­καν, κατε­δα­φί­στη­καν μεγά­λοι καὶ σοφοὶ ἄνθρω­ποι ποὺ τοὺς εἶχαν βασα­νί­σει, νική­θη­καν, ἔπε­σαν σὲ ἀπό­γνω­ση καὶ χάθη­καν μὲ τρό­πο ἐλε­ει­νό. Κι ὁ σπό­ρος ποὺ ἔσπει­ραν ἐκεῖ­νοι φύτρω­σε, γιγαν­τώ­θη­κε. Ἡ Ἔκκλη­σία θεμε­λιώ­θη­κε στὸ αἷμα τους, πάνω στὰ ἐρεί­πια τῶν ψεύ­τι­κων καὶ βίαιων ἔργων τῶν ἀνθρώ­πων. Ἐκεῖ­νοι ποὺ τοὺς δέχτη­καν, δοξά­στη­καν ἐκεῖ­νοι ποὺ τοὺς πίστε­ψαν καὶ τοὺς ἀκο­λού­θη­σαν, σώθη­καν. Πόσο, ἀλή­θεια, θάλ­πει ὁ Κύριος τοὺς δού­λους Του! Πόσο πλού­σια ἀμεί­βει τὰ πιστὰ τέκνα Του! Πόσο πλού­σια ὁπλί­ζει σὰν διοι­κη­τὴς τοὺς στρα­τιῶ­τες Του!

Ὁ Κύριος πρῶ­τα ἐφο­διά­ζει καὶ ὁπλί­ζει τοὺς πιστούς Του κι ἔπει­τα τοὺς στέλ­νει στὸ καθῆ­κον καὶ στὴ μάχη. Στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του ὁ Κύριος ἔδει­ξε πῶς ἔτσι γίνον­ται αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα. Κι αὐτό τὸ ἐπι­βε­βαί­ω­σε μὲ τὸν πιὸ σαφῆ κι ἐμφα­τι­κὸ τρό­πο ἡ ἱστο­ρία τῆς Ἐκκλη­σί­ας μετὰ τὴν κάθο­δο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Στὸ εὐαγ­γέ­λιο δια­βά­ζου­με πῶς ὁ Χρι­στὸς κάλε­σε ὅλους τοὺς μαθη­τές Του καὶ «ἔδω­κεν αὐτοῖς ἐξου­σί­αν πνευ­μά­των ἀκα­θάρ­των ὥστε ἐκβάλ­λειν αὐτὰ καὶ θερα­πεύ­ειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλα­κί­αν» (Ματθ. ἰ ́ 4). Μετὰ τοὺς εἶπε νὰ πορευ­τοῦν καὶ νὰ κηρύ­ξουν τὴν ἔλευ­ση τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ καὶ πρό­σθε­σε: «ἀσθε­νοῦν­τας θερα­πεύ­ε­τε, λεπροὺς καθα­ρί­ζε­τε, νεκροὺς ἐγεί­ρε­τε, δαι­μό­νια ἐκβάλ­λε­τε δωρε­ὰν ἐλά­βε­τε, δωρε­ὰν δότε» (α’ 8). Πρῶ­τα τοὺς ὅπλι­σε μὲ ἐξου­σία καὶ δύνα­μη κι ἔπει­τα τοὺς ἔστει­λε στὴ δρά­ση. Γιὰ τόσο μεγά­λη ἀπο­στο­λή, τόσο μεγά­λο ἔργο, οἱ ἀπό­στο­λοι εἶχαν ἀνάγ­κη ἀπὸ μεγά­λη δύνα­μη.

Τὸ ὅτι ἔλα­βαν πραγ­μα­τι­κὰ τέτοια δύνα­μη, τὸ βλέ­που­με στὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆ­ρα Χρι­στοῦ: «δωρε­ὰν ἐλά­βε­τε». Γιὰ νὰ δεί­ξει μετὰ στοὺς ἀπο­στό­λους πόσο μεγά­λη κι ἀκα­τα­νί­κη­τη ἦταν ἡ θεία αὐτὴ δύνα­μη, ποὺ θὰ τὴν εἶχαν πάν­τα μαζί τους, ὁ Κύριος ἔδω­σε ἐντο­λὴ στοὺς ἀπο­στό­λους νὰ ξεκι­νή­σουν τὸ ἔργο τοὺς χωρὶς μέρι­μνες, χωρὶς νὰ πάρουν μαζί τους χρυ­σί­ον ἢ ἄργυ­ρον, οὔτε τρό­φι­μα, οὔτε δύο χιτῶ­νες, οὔτε σάκ­κο καὶ παπού­τσια. Κι ἂν δὲν τοὺς δεχτοῦν, δὲν πρέ­πει νὰ ἐκνευ­ρι­στοῦν, οὔτε καὶ νὰ σκέ­φτον­ται ἀπὸ πρὶν τί ἀπάν­τη­ση θὰ δώσουν στοὺς κρι­τές τους.

Ὁ Κύριος τοὺς ἔδω­σε πρῶ­τα ὅλη τὴν ἀπα­ραί­τη­τη ἐξου­σία κι ἔπει­τα τοὺς ἐξή­γη­σε ὅτι ἡ δύνα­μη αὐτὴ ἦταν ἀρκε­τὴ γιὰ νὰ καλύ­ψει ὅλες τίς ἀνάγ­κες τους, ὅλα τους τὰ προ­βλή­μα­τα. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τοὺς μίλη­σε ἀνοι­χτὰ γιὰ ὅλες τίς δοκι­μα­σί­ες καὶ τοὺς κατα­τρεγ­μούς ποὺ τοὺς περί­με­ναν. «Ἰδού, ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω ὑμᾶς ὡς πρό­βα­τα ἐν,ἕν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ἰ’ 16). Στὴ συνέ­χεια ὅμως τοὺς ἔδω­σε κου­ρά­γιο. Μὴ φοβᾶ­στε, τοὺς εἶπε, «καὶ αἱ τρί­χες τῆς κεφα­λῆς πᾶσαι ἠριθ­μη­μέ­ναι εἰσί» (Ματθ. ἰ’ 30). Ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ βοη­θά­ει τὰ σπουρ­γί­τια, πὼς δὲ θὰ βοη­θή­σει ἐσᾶς; Κι ὁ Κύριος τέλειω­σε μὲ τ’ ἀπο­φα­σι­στι­κὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ξεκα­θα­ρί­ζει μὲ σαφή­νεια τί μπο­ρεῖ νὰ περι­μέ­νει ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦν τὴν ἐξου­σία καὶ τὴ δύνα­μη ποὺ τοὺς δόθη­καν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ καλὸ καὶ τί ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν κάνουν χρή­ση τῆς δύνα­μης αὐτῆς ἢ τὴ χρη­σι­μο­ποιοῦν γιὰ κακό.

«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμο­λο­γή­σει ἐν ἐμοὶ ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ὁμο­λο­γή­σω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρα­νοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνή­ση­ται μὲ ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ἀρνή­σο­μαι αὐτὸν κἀγώ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρα­νοῖς» (Ματθ. ι’ 32,33). Ἀνα­φέ­ρει πρῶ­τα τὴν ἀντα­πό­δο­ση ποὺ θὰ ἔχει ὁ καλὸς καὶ πιστὸς στρα­τιώ­της, ἐκεῖ­νος ποὺ παρα­μέ­νει στα­θε­ρός, ποὺ ὑπο­μέ­νει ἔπει­τα ἀνα­φέ­ρει τὴν τιμω­ρία ποὺ θὰ ἔχει ὁ κακὸς καὶ ἄπι­στος στρα­τιώ­της, ἐκεῖ­νος ποῦ διστά­ζει, ἀμφι­βάλ­λει καὶ παρα­δί­νε­ται στὸν ἐχθρό. Μπο­ρεῖ νὰ λάβει μεγα­λύ­τε­ρη ἀντα­μοι­βὴ κανεὶς ἀπὸ ἐκεί­νης ποὺ τοῦ ὑπό­σχε­ται ὁ Χρι­στός, πῶς ὁ ἴδιος στὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του, μπρο­στὰ στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του καὶ τίς ἀμέ­τρη­τες ἀγγε­λι­κὲς χορεῖ­ες, θὰ τὸν ὁμο­λο­γή­σει ὡς δικό Του; πῶς θὰ τὸν ἐγγρά­ψει στὸ αἰώ­νιο βιβλίο τῆς ζωῆς; πῶς θὰ τὸν στε­φα­νώ­σει με ἀνέκ­φρα­στη καὶ ἄφθι­τη δόξα καὶ θὰ τὸν τοπο­θε­τή­σει στὰ δεξιά Του, στὴν ἀθά­να­τη σύνα­ξη τοῦ οὐρα­νοῦ; Μπο­ρεῖ νὰ λάβει μεγα­λύ­τε­ρη τιμω­ρία ὁ ἄνθρω­πος ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἀρνη­θεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ νὰ τοῦ πεῖ μπρο­στὰ σ’ ὁλό­κλη­ρη τὴ συναγ­μέ­νη συν­τρο­φιὰ ἀγγέ­λων καὶ ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα Του, πῶς «δὲ σὲ γνω­ρί­ζω, δὲν εἶσαι δικὸς Μοῦ το ὄνο­μά σου δὲν εἶναι γραμ­μέ­νο στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Φύγε»;

Τὸ ὅτι εἶναι ἀπό­λυ­τα ἀναγ­καῖο νὰ ἐπι­κα­λού­μα­στε ἀνοι­χτὰ καὶ νὰ ὁμο­λο­γοῦ­με τὸ ὄνο­μα τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, ὅπως εἶναι καὶ τὸ νὰ πιστεύ­ου­με σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν καρ­διά μας, τὸ βλέ­που­με στὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου: «ὅτι ἐὰν ὁμο­λο­γή­σῃς ἐν τῷ στό­μα­τί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύ­σεις ἐν τὴ καρ­δία σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγει­ρεν ἐκ νεκρῶν, σωθή­σῃ» (Ρωμ. ἰ’ 9). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς πρέ­πει νὰ ὁμο­λο­γοῦ­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος εἶναι φτιαγ­μέ­νος ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, πρέ­πει ὁλό­κλη­ρος νὰ ὁμο­λο­γεῖ Ἐκεῖ­νον ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄνθρω­πο.

«Ὁ φιλῶν πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγα­τέ­ρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ἰ’ 37). Τὰ περί­ερ­γα αὐτὰ λόγια μπο­ρεῖ νὰ τὰ πεῖ Ἐκεῖ­νος μόνο ποὺ εἶναι περισ­σό­τε­ρο ὑπεύ­θυ­νος γιὰ τὴ ζωή μας, ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐπί­γειο πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα μας. Μόνο Ἐκεῖ­νος ποὺ μᾶς ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα μας τολ­μᾷ νὰ μιλή­σει μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο τοὺς γιούς μας καὶ τίς θυγα­τέ­ρες μᾶς ἀπ’ ὅσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς ἀγα­πή­σου­με. Οἱ πατέ­ρες κι οἱ μητέ­ρες μας μᾶς γέν­νη­σαν μὲ πόνο. Ἐκεῖ­νος μᾶς γεν­νᾷ γιὰ αἰώ­νια χαρὰ κι αἰώ­νια δόξα. Οἱ πατέ­ρες κι οἱ μητέ­ρες μας παίρ­νουν ἀπὸ Ἐκεῖ­νον γιὰ νὰ μᾶς δώσουν. Αὐτοὶ μᾶς ἑτοι­μά­ζουν τὸ φαγη­τό, Ἐκεῖ­νος ὅμως μᾶς δίνει τὴν πνοή. Ποιό ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο, τὸ φαγη­τὸ ἢ ἢ πνοή; Οἱ γονεῖς μας παρέ­χουν τὰ ροῦ­χα, Ἐκεῖ­νος ἑτοι­μά­ζει τὴν καρ­διά μας. Ποιό εἶναι πιὸ ἀπα­ραί­τη­το, τὸ ροῦ­χο ἢ ἡ καρ­διά; Ἐκεῖ­νος μᾶς ἔφε­ρε στὸν κόσμο. Οἱ γονεῖς μας εἶναι ἡ εἴσο­δος ἀπ’ ὅπου μᾶς ἔφε­ρε. Ποιός κάνει περισ­σό­τε­ρα γιά μας, Ἐκεῖ­νος ποὺ μᾶς ἔφε­ρε στὴν πόλη ἢ ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία περά­σα­με μέσα;

Ὁ Κύριος δὲν ἀπο­κλεί­ει βέβαια τὴν ἀγά­πη πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὴν οἰκο­γέ­νειά μας ποὺ ὅλοι ὀφεί­λου­με στοὺς οἰκεί­ους μας καὶ ποῦ εἶναι μιὰ ἀπὸ τίς δυὸ μέγι­στες ἐντο­λές Του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδει­ξε τὴν ἀγά­πη Τοῦ πρὸς τὴν Πανα­γία Μητέ­ρα Τοῦ ἀκό­μα κι ὅταν βρι­σκό­ταν καρ­φω­μέ­νος στὸ σταυ­ρό, τότε ποὺ τὴν ἐμπι­στεύ­τη­κε στὴ φρον­τί­δα τοῦ ἀγα­πη­μέ­νου ἀπο­στό­λου καὶ εἶπε στὸν Ἰωάν­νη πῶς ἐκεῖ­νος θὰ γινό­ταν γιός της, στὴ δική του θέση. Ἐδῶ μιλά­ει στὸ γενι­κὸ πλαί­σιο τῶν διωγ­μῶν καὶ τῶν πει­ρα­σμῶν ποὺ ἀνα­μέ­νουν τοὺς ἀπο­στό­λους. Ὁ πατέ­ρας καὶ ἡ μητέ­ρα θὰ φοβη­θοῦν. Ὁ γιὸς κι ἡ θυγα­τέ­ρα ἐπί­σης θὰ φοβη­θοῦν καὶ θὰ ποῦν στὸν ἀπό­στο­λο τοῦ Χρι­στοῦ: «Ἀπαρ­νή­σου τὸ Χρι­στό, ζῆσε εἰρη­νι­κὰ μαζί μας, μὴ φεύ­γεις ἀπὸ τὸ σπί­τι. Ζῆσε ὅπως ζοῦν κι οἱ ἄλλοι. Μὴ νοιά­ζε­σαι γιὰ τὴν και­νούρ­για πίστη! Αὐτὴ μπο­ρεῖ νά σε ἀπο­σπά­σει ἀπό μας καὶ νά σε ὁδη­γή­σει στὴν ἀγχό­νη. Καὶ μεὶς τί θὰ κάνου­με τότε; Θὰ μᾶς βασα­νί­σουν κι ἐμᾶς μὲ βασα­νι­στή­ρια, θὰ μᾶς ἀφή­σουν νηστι­κούς, ἴσως καί νὰ μᾶς σκο­τώ­σουν. Γι’ αὐτὸ σὲ φέρα­με στὸν κόσμο», θὰ ποῦν ὁ πατέ­ρας καὶ ἡ μητέ­ρα, «γιὰ νὰ δοκι­μά­σου­με πικρί­ες στὰ γηρα­τειά μας γιὰ χάρη σου;»

Ὁ γιός σας κι ἡ θυγα­τέ­ρα σας θὰ σᾶς ρωτή­σουν για­τί τοὺς φέρα­τε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τοὺς ἐμπαί­ζουν οἱ ἄλλοι, νὰ τοὺς περι­φρο­νοῦν, νὰ τοὺς κατα­διώ­κουν κι ἴσως τελι­κὰ νὰ τοὺς σκο­τώ­σουν; «Ἄν μᾶς ἀγα­πᾶ­τε, ἐγκα­τα­λεί­ψε­τε τὸ Χρι­στὸ καὶ ζῆστε ἐδῶ μαζί μας, εἰρη­νι­κά».

Σὲ τέτοιες κρί­σι­μες στιγ­μὲς καὶ ἀπό­στο­λος πρέ­πει νὰ πάρει τὴν ἀπό­φα­ση: ποιός ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο γιὰ ἐκεῖ­νον, ποιόν ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο: τὸ Χρι­στὸ ἢ τοὺς γονεῖς Του; Τὸ Χρι­στὸ ἢ τὰ παι­διά του; Στὴν ἀπό­φα­σή τους αὐτὴ κρέ­με­ται ἡ αἰω­νιό­τη­τα ὁλό­κλη­ρη, καθὼς κι ἡ αἰω­νιό­τη­τα τῶν δικῶν τους ἀνθρώ­πων. Ποτὲ στὴ ζωή του ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἀντι­με­τω­πί­ζει καὶ δὲν ἔχει νὰ κάνει πιὸ κρί­σι­μη ἐπι­λο­γή. Καὶ βέβαια δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνει ἕνα βῆμα πρὸς τὴ μιὰ κατεύ­θυν­ση κι ἄλλο πρὸς τὴν ἄλλη. Τέτοια στιγ­μὴ ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ μοι­ρά­σει τὴν καρ­διά του, ἀλλὰ νὰ τὴν τοπο­θε­τή­σει στὴ μιὰ πλευ­ρὰ ἢ στὴν ἄλλη. “Ἄν μέσα στὴν καρ­διά σου λατρεύ­εις τὸ Χρι­στό, μπο­ρεῖς νὰ σώσεις τοὺς συγ­γε­νεῖς σου, ὅπως καὶ τὸν ἑαυ­τό σου. Ἄν ἡ καρ­διά σου ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο τὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα, το γιὸ καὶ τὴ θυγα­τέ­ρα, σίγου­ρα θὰ χαθεῖς καὶ σὺ κι ἐκεῖ­νοι. Ὅποιος ἀπαρ­νιέ­ται τὸ Χρι­στὸ μπρο­στὰ στὸν κόσμο, θὰ τὸν αρνη­θεί κι ὁ Χρι­στὸς στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση, ποὺ θὰ γίνει μπρο­στὰ στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του καὶ σ’ ὅλες τίς χορεῖ­ες ἀγγέ­λων καὶ ἁγί­ων.

(Ὁ ὅσιος Ἰσί­δω­ρος ὁ Πηλου­σιώ­της ἔγρα­ψε στὸν ἄρχον­τα Φιλη­τό, ποὺ ἀπο­γο­η­τεύ­τη­κε ἐπει­δὴ δὲν κατόρ­θω­σε νὰ συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὴν ὑψη­λὴ κοι­νω­νία: «ἡ δόξα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀξί­ζει λιγό­τε­ρο κι ἀπὸ τὸν ἱστὸ μιᾶς ἀρά­χνης, εἶναι πιὸ ἀσή­μαν­τη κι ἀπὸ ἕνα ὄνει­ρο. Γι’ αὐτὸ σήκω­σε τὰ μάτια σου καὶ κοί­τα­ξε ἐκεῖ­να ποὺ ἀξί­ζουν περισ­σό­τε­ρο καὶ τότε θὰ ἠρε­μή­σεις τὴν ταραγ­μέ­νη ψυχή σου. Ὅποιος ζητᾷ καὶ τὴ μιὰ δόξα καὶ τὴν ἄλλη, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τίς ἀπο­κτή­σει καὶ τίς δυό. Ἴσως εἶναι δυνα­τὸ νὰ τίς κατορ­θώ­σει καὶ τίς δύο μόνο ὅταν ἐπι­διώ­κει ὄχι τίς δύο, ἀλλὰ τὴ μία: τὴν οὐρά­νια δόξα. Γι’ αὐτό, ἂν ἐπι­διώ­κεις νὰ δοξα­στεῖς, ἀνα­ζή­τη­σε τὴ θεία, τὴν οὐρά­νια δόξα. Καὶ τότε συνή­θως ἀκο­λου­θεῖ κι ἡ ἐπί­γεια» (Ἐπι­στο­λὴ 5).

Ὁ Κύριος τὸ ξεκα­θά­ρι­σε στοὺς ἀπο­στό­λους πῶς αὐτὴ ἡ στιγ­μὴ τῆς ἀπό­φα­σης, εἶναι δύσκο­λη. «Καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώ­που οἱ οἰκια­κοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. ἰ’ 36), εἶπε. Κι ἐδῶ ἐννο­εῖ τὴν οἰκο­γέ­νειά του, ποὺ θὰ τὸν ἐμπο­δί­σει περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὁποιον­δή­πο­τε ἄλλον στὸν κόσμο ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸ Χρι­στό. Κι ἂν τὸ κάνει αὐτό, θὰ κατα­δι­κα­στεῖ πιὸ αὐστη­ρά. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἔτσι εἶναι. Δὲν εἶναι οἱ ἐχθροί μας ποὺ μᾶς δεσμεύ­ουν μ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ οἱ φίλοι μας. Δὲν εἶναι οἱ ξένοι, ἀλλὰ οἱ συγ­γε­νεῖς μας. Γιὰ νὰ κάνει εὐκο­λό­τε­ρο τὸ χωρι­σμὸ ἀπὸ τὴν οἰκο­γέ­νεια καὶ γιὰ νὰ ἠρε­μή­σει τὴ συνεί­δη­ση ἐκεί­νων ποὺ ἐπι­θυ­μοῦν νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψουν τὴν οἰκο­γέ­νεια τους γιὰ χάρη Του, ὁ Κύριος τοὺς λέει προ­κα­τα­βο­λι­κὰ νὰ μὴ φρον­τί­ζουν γιὰ τίπο­τα, ὅπως τὰ σπουρ­γί­τια. Ἄς μὴν ἀνη­συ­χοῦν ποὺ θὰ βρε­θεῖ κάποιος γιὰ νὰ ταΐ­σει καὶ νὰ ντύ­σει τὰ παι­διά τους ὅταν λεί­πουν οἱ ἴδιοι. Θὰ τοὺς θρέ­ψει καὶ θὰ τοὺς ντύ­σει Ἐκεῖ­νος ποὺ τρέ­φει καὶ ντύ­νει τὰ σπουρ­γί­τια. Οὔτε ἕνα σπουρ­γί­τι δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὴ γνώ­ση καὶ τὸ θέλη­μα τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα. Γιὰ τὰ παι­διά σου, ὅπως καὶ γιὰ σένα, καὶ αἱ τρί­χες τῆς κεφα­λῆς πᾶσαι ἠριθ­μη­μέ­ναι εἰσί. Γι’ αὐτὸ ἄφη­σε τοὺς καὶ ἀκο­λού­θη­σε Τόν. Ὅταν βρί­σκε­σαι μαζί τους, δὲν εἶσαι ἐσὺ ποὺ φρον­τί­ζεις γι’ αὐτούς, ἀλλ’ ὁ Θεός. Καὶ θὰ συνε­χί­ζει νὰ τοὺς φρον­τί­ζει τὸ ἴδιο καλὰ κι ὅταν ἐσὺ λεί­πεις.

Ὅμως ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ, ὅπως οἱ υἱοὶ κι οἱ θυγα­τέ­ρες, ἔχουν κι ἄλλο νόη­μα, βαθύ­τε­ρο. Ὁ πατὴρ καὶ ἢ μήτηρ ἐδῶ ὑπο­νο­οῦν καὶ τοὺς δασκά­λους ἐκεί­νους καὶ τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ὁδη­γοὺς ποῦ, μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη διδα­σκα­λία τους, δημιουρ­γοῦν μέσα μας ἕνα πνεῦ­μα ποὺ ἀντι­τί­θε­ται στὸ Χρι­στὸ καὶ στὸ εὐαγ­γέ­λιο. Μᾶς διδά­σκουν τὴν ἐγκό­σμια σοφία ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ τὸ σῶμα, ὄχι τὴν ψυχή, ποὺ μᾶς χωρί­ζει ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ καὶ μᾶς αἰχ­μα­λω­τί­ζει στὴ γῆ. Ὅσο δὲ γνω­ρί­ζου­με τὸ Χρι­στό, ἔχου­με τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς αὐτοὺς γονεῖς σὰν εἴδω­λα. Εἴτε τοὺς ἀκοῦ­με προ­σω­πι­κὰ εἴτε δια­βά­ζου­με τὰ βιβλία τους, μέσα μας τοὺς ἀγα­πᾶ­με, τοὺς σεβό­μα­στε, τοὺς δοξά­ζου­με καὶ τοὺς λατρεύ­ου­με. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγα­πᾷ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώ­πους περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ Χρι­στό, δὲν εἶναι ἄξιος τοῦ Χρι­στοῦ.

Οἱ υἱοὶ κι οἱ θυγα­τέ­ρες ὑπο­νο­οῦν τίς πρά­ξεις μας, τὰ ἔργα μας, τὴ δημιουρ­γία, τὸ χτί­σι­μο, τὸ γρά­ψι­μο κλπ., ὅλα ἐκεῖ­να δηλα­δὴ ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ὑπε­ρη­φα­νευό­μα­στε, ἐπει­δὴ εἶναι προ­ϊ­όν­τα τοῦ νοῦ καὶ τῶν χεριῶν μας. Σ’ αὐτὰ τὰ προ­ϊ­όν­τα μας βρί­σκε­ται ἡ καρ­διά μας, ἡ ἀγά­πη μας, ἡ ὑπε­ρη­φά­νειά μας. Μὰ τί εἶναι όλ’ αὐτὰ τὰ προ­ϊ­όν­τα κι ὅλα τὰ ἔργα μᾶς ἂν συγ­κρι­θοῦν μὲ τὸ Χρι­στό; Δὲν εἶναι παρὰ σύν­νε­φα καπνοῦ μπρο­στὰ στὸν ἥλιο, σκό­νη τοῦ χρό­νου μπρο­στὰ στὴν αἰω­νιό­τη­τα. Ὅποιος λοι­πὸν ἀγα­πᾷ όλ’ αὐτὰ περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ Χρι­στό, δὲν εἶναι ἄξιος τοῦ Χρι­στοῦ.

Καὶ συνέ­χι­σε ὁ Κύριος: «Καὶ ὅς οὐ λαμ­βά­νει τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκο­λου­θεῖ ὀπί­σω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ἰ’ 38). Μὲ τὴ λέξη σταυ­ρὸς ἐδῶ πρέ­πει πρῶ­τα νὰ κατα­νο­ή­σου­με αὐτὰ ποὺ μᾶς παρου­σί­α­σε ὁ Χρι­στὸς μὲ τὰ προ­γη­γού­με­να λόγια Του, δηλα­δή το χωρι­σμὸ ἀπὸ πατέ­ρα καὶ μητέ­ρα, ἀπὸ γιὸ καὶ θυγα­τέ­ρα, ἀπὸ τὰ παι­διά, ἀπὸ φίλους καὶ δασκά­λους, καθὼς κι ἀπὸ τὴ δου­λειά μας. Ὁ σταυ­ρὸς εἶναι πόνος. Ἀλλὰ κι ὁ χωρι­σμὸς εἶναι πόνος.

Μὲ τὴ λέξη σταυ­ρὸς πρέ­πει ἐπί­σης νὰ κατα­νο­ή­σου­με ὅλους τοὺς πει­ρα­σμούς, τὰ βασα­νι­στή­ρια καὶ τὴν ἀγω­νία ποὺ θ’ ἀντι­με­τω­πί­σει ὁ πιστὸς τοῦ Χρι­στοῦ στὸ δρό­μο του. Όλ’ αὐτὰ εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ ἀγα­πᾷ ἀλη­θι­νά, γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἀγά­πη δυνα­τή. Όλ’ αὐτὰ εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτα, ἀναγ­καῖα, ὅπως τὸ πικρὸ φάρ­μα­κο ποὺ πρέ­πει νὰ πάρει ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος γιὰ νὰ θερα­πευ­τεῖ. Κάθε πιστὸς τοῦ Χρι­στοῦ θὰ συναν­τή­σει στὸ δρό­μο του ὀδυ­νη­ροὺς πει­ρα­σμούς, βασα­νι­στή­ρια, ἀγω­νία. Κι ὁ σταυ­ρὸς κάθε πιστοῦ θὰ εἶναι δια­φο­ρε­τι­κός. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χρι­στὸς λέει πῶς ὁ καθέ­νας θὰ φέρει τὸ δικό του σταυ­ρό.

Μὲ τὴ λέξη σταυ­ρὸς ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ ἐννο­ή­σου­με μόνο τὰ βάσα­να καὶ τὸν πόνο ποὺ ἀντι­με­τω­πί­ζει ὁ ἄνθρω­πος ἐξω­τε­ρι­κά. Εἶναι καὶ τὰ ἐσω­τε­ρι­κὰ βάσα­να κι οἱ πόνοι ποὺ συνο­δεύ­ουν το χωρι­σμὸ τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό του, ὅταν χωρί­ζε­ται ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο, ἀπὸ τίς ἁμαρ­τω­λὲς συνή­θειες καὶ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὸ σῶμα του. Αὐτὸς εἶναι ἴσως ὁ μεγα­λύ­τε­ρος σταυ­ρός. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν κου­βα­λή­σει χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ κι ἂν δὲν ἀγα­πᾷ πολὺ τὸ Χρι­στό. Εἶναι ὅμως ἕνας σταυ­ρὸς ποὺ πρέ­πει ὁπωσ­δή­πο­τε νὰ φέρει στοὺς ὤμους του.

Λίγο ἀργό­τε­ρα εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ εὑρῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπο­λέ­σει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπω­λέ­σας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνε­κεν ἐμοῦ εὑρή­σει αὐτήν» (Ματθ. ἰ’ 39). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἐκεῖ­νος ποὺ προ­σέ­χει ἰδιαί­τε­ρα τὴν παλιὰ ψυχή του, ποὺ εἶναι ὁλό­κλη­ρη κηλι­δω­μέ­νη ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καὶ μολυ­σμέ­νη ἀπὸ τὰ πάθη, σίγου­ρα θὰ τὴ χάσει. Τίπο­τα ἀκά­θαρ­το ἢ ρυπα­ρὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ παρα­στεῖ μπρο­στὰ στὸ πρό­σω­πο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως χάνει τὴν παλιά του ψυχή, τὴν ἀπορ­ρί­πτει καὶ τὴν ἀπο­μα­κρύ­νει γιὰ χάρη τοῦ Χρι­στοῦ, γιὰ χάρη τῆς ἀνα­γέν­νη­σης καὶ ἀνα­καί­νι­σής της, γιὰ χάρη τοῦ και­νοῦ ἀνθρώ­που, τῆς και­νῆς ψυχῆς, ἐκεῖ­νος θὰ τὴ βρεῖ. Θὰ βρεὶ δηλα­δὴ τὴν και­νούρ­για αὐτὴ ψυχὴ ἑκα­τὸ φορὲς λαμ­πρό­τε­ρη καὶ πλου­σιό­τε­ρη ἀπὸ τὴν παλιά. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, ἐκεῖ­νος ποὺ ἐγκα­τα­λεί­πει πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα, ἀδελ­φοὺς ἢ ἀδελ­φές, σύζυ­γο ἢ παι­διά, θ’ ἀντα­μει­φθεῖ ἑκα­τὸ φορὲς πλου­σιό­τε­ρα.

Τέλος μὲ τὸ σταυ­ρὸ πρέ­πει νὰ κατα­νο­ή­σου­με τὸν τίμιο καὶ ζωο­ποιὸ Σταυ­ρὸ τοῦ Κυρί­ου. Δὲν ἀφή­νου­με κατὰ μέρος μιὰ δοκι­μα­σία γιὰ νὰ τὴν ἀλλά­ξου­με μὲ μιὰν ἄλλη, παρό­μοια. Φορ­τω­νό­μα­στε πάνω μας το Σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ, δηλα­δὴ τίς δοκι­μα­σί­ες, τὸν πόνο, τὰ βασα­νι­στή­ρια, γιὰ νὰ καθα­ρι­στοῦ­με ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, γιὰ τὴν ἀνα­καί­νι­ση τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴν αἰώ­νια ζωή.

Νὰ τί εἶπε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γιά το Σταυ­ρὸ τοῦ Κυρί­ου: «Ἐμοί δὲ μὴ γένοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῶ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, δι’ οὐ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται, κἀγώ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. στ’ 14). Ὁ κόσμος ἔχει νεκρω­θεῖ γι’ αὐτὸν ποὺ φέρει το Σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπως κι ὁ ἴδιος γιὰ τὸν κόσμο. Νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ζων­τα­νὸς γιὰ τὸ Θεό. Τὸ ὅτι ὁ Σταυ­ρὸς αὐτὸς σὲ ἄλλους μὲν εἶναι σκάν­δα­λο καὶ σὲ ἄλλους μωρία (βλ. A΄ Κορ. ἅ ́ 23), δὲν εἶναι κάτι περί­ερ­γο. Οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ θάλ­πουν τὴν παλιά, τὴν ἁμαρ­τω­λὴ ψυχή, ἐκεῖ­νοι δηλα­δὴ ποῦ εἶναι δοῦ­λοι τοῦ κόσμου καὶ τῶν σωμα­τι­κῶν ἐπι­θυ­μιῶν τους, δὲν μπο­ροῦν νὰ κατα­λά­βουν κανέ­να εἶδος δοκι­μα­σί­ας, παρὰ μόνο γιὰ κάποιο ἐγκό­σμιο κέρ­δος, ὅπως ὑγεία, πλού­τη, τιμὴ ἢ δόξα. Ὁ Σταυ­ρὸς τοῦ Χρι­στοῦ σημαί­νει πόνο καὶ δοκι­μα­σί­ες, ποὺ ὁ ἄνθρω­πος ὑπο­μέ­νει γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὸν πλου­τι­σμὸ τῆς ψυχῆς του, γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Βασι­λιᾶ τῆς Και­νῆς Βασι­λεί­ας καὶ τῆς μόνης ἀγά­πης ἐκεί­νων ποῦ τὸν ὁμο­λο­γοῦν.

«Τότε ἀπο­κρι­θεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφή­κα­μεν πάν­τα καὶ ἤκο­λου­θή­σα­μέν σοί: τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» (Ματθ. ἴθ’ 27). Πότε ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος; Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος συμ­βού­λε­ψε τὸν πλού­σιο νεα­νία, ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σε τὴν αἰώ­νια ζωή, νὰ πάει νὰ που­λή­σει ὅλα του τὰ ὑπάρ­χον­τα, νὰ τὰ δώσει στοὺς φτω­χοὺς κι ἔπει­τα νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σει. Κι ὁ νεα­νί­ας «ἀπῆλ­θε λυπού­με­νος ἢν γὰρ ἔχων κτή­μα­τα πολ­λά» (Ματθ. ἴθ’ 22). Τότε ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ Πέτρος κι ἡ Ἐκκλη­σία τοπο­θέ­τη­σε τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ πρῶ­το μέρος τῆς σημε­ρι­νῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς περι­κο­πῆς, ἐπει­δὴ ἔχει στε­νὴ πνευ­μα­τι­κὴ συνά­φεια μαζί της. Ὁ ἅγιος Πέτρος ρώτη­σε ἐξ ὀνό­μα­τος ὅλων τῶν ἀπο­στό­λων, τί θὰ γινό­ταν μ’ αὐτούς. Τὰ εἶχαν ἀφή­σει ὅλα: τὰ σπί­τια τους, τίς οἰκο­γέ­νειές τους, τὴ δου­λειά τους καὶ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν.

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκο­λου­θή­σαν­τές μοι, ἐν τῇ παλιγ­γε­νε­σίᾳ, ὅταν καθί­σῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ θρό­νου δόξης αὐτοῦ, καθί­σε­σθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τὰς δώδε­κα φυλὰς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. ιθ’ 28). Ἡ ἀπάν­τη­ση ποὺ ἔδω­σε ὁ Χρι­στὸς στὸν Πέτρο ἀπευ­θυ­νό­ταν σ’ ὅλους τοὺς ἀπο­στό­λους. Εἶπεν αὐτοῖς, γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής. Ἀνά­με­σά τους ὅμως ἦταν κι ὁ Ἰού­δας. Θὰ καθή­σει κι αὐτὸς στὸ θρό­νο; Τότε ὁ Ἰού­δας δὲν εἶχε ἀκό­μα προ­δώ­σει τὸ Χρι­στό, μ’ ὅλο ποὺ ἡ προ­δο­σία εἶχε κιό­λας ριζώ­σει στὴν καρ­διά του. Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε ἀπὸ πρὶν πῶς ὁ Ἰού­δας θὰ τὸν προ­δώ­σει, γι’ αὐτὸ καὶ μίλη­σε ὑπο­θε­τι­κά, μὲ προ­σο­χή. Δὲν εἶπε «ὅλοι ἐσεῖς», ἀλλὰ ὑμεῖς οἱ ἀκο­λου­θή­σαν­τές μοι. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰού­δας ὁ προ­δό­της ἀπο­κλειό­ταν, για­τί αὐτὸς βάδι­σε ἕνα μέρος τοῦ δρό­μου μαζὶ μὲ τὸ Χρι­στό, δὲν τὸν ἀκο­λού­θη­σε ἀλη­θι­νά. Σύν­το­μα θ’ ἀπο­χω­ρι­ζό­ταν ὁρι­στι­κὰ ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ καὶ τοὺς ἀπο­στό­λους. Καὶ τότε κάποιος ἄλλος θὰ παιρ­νε τὴ θέση του καὶ θὰ καθό­ταν στὸ θρό­νο του.

Ὁ Κύριος ὑπο­σχέ­θη­κε πολὺ μεγά­λη ἀντα­μοι­βὴ στοὺς πιστοὺς ἀπο­στό­λους Του. Θὰ γίνον­ταν κρι­τὲς ὁλό­κλη­ρου τοῦ Ἰσραη­λι­τι­κοῦ λαοῦ. Ὄχι τοῦ κόσμου ὁλό­κλη­ρου, ἀφοῦ κρι­τὴς τῆς οἰκου­μέ­νης θὰ γινό­ταν ὁ ἴδιος. Οἱ ἀπό­στο­λοι θὰ ἔκρι­ναν τίς φυλὲς τοῦ Ἰσρα­ήλ, ἀπ’ ὅπου κατά­γον­ταν. Τὸ ἔθνος αὐτὸ θὰ ἔκρι­νε τοὺς ἀπο­στό­λους σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Οἱ ἀπό­στο­λοι ὅμως θά το κρί­νουν στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση, τότε ποὺ ὅλοι οἱ λαοὶ κι ὅλα τὰ ἔθνη θὰ χωρι­στοῦν στὰ δεξιὰ καί το ἀρι­στε­ρά, τότε ποὺ μερι­κοὶ θὰ κλη­θοῦν στὴν αἰώ­νια μακα­ριό­τη­τα κι ἄλλοι στὴν αἰώ­νια κόλα­ση. Τότε, σ’ αὐτὴ τὴ νέα κτί­ση, οἱ ἀπό­στο­λοι θὰ καθί­σουν σὲ δώδε­κα θρό­νους δόξης στὰ δεξιὰ τοῦ Κυρί­ου καὶ θὰ κρί­νουν το λαό τους, ἐκεί­νους ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶχαν γίνει κρι­τές τους. Κι ἡ κρί­ση τους δὲ θὰ εἶναι κρί­ση ἐκδί­κη­σης, μὰ δικαιο­σύ­νης.

Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ στοὺς ἀπο­στό­λους ἀφο­ροῦ­σε μόνο σ’ αὐτούς. Στὴν ἀπάν­τη­σή Τοῦ αὐτὴ ὅμως πρό­σθε­σε κάτι ποὺ ἐφαρ­μό­ζε­ται σ’ ὅλους τοὺς πιστούς, κάθε ἐπο­χῆς: «Καὶ πὰς ὸς ἀφῆ­κεν οἰκί­ας ἢ ἀδελ­φοὺς ἢ ἀδελ­φὰς ἢ πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ἢ γυναῖ­κα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνε­κεν τοῦ ὀνό­μα­τός μου, ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται καὶ ζωὴν αἰώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σει» (Ματθ. ἴθ’ 29). Οἱ ἀπό­στο­λοι κι οἱ ἅγιοι δὲν ἔλα­βαν ἑκα­τὸ φορὲς περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα εἶχαν ἀφή­σει γιὰ χάρη τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ; Ἑκα­τον­τά­δες ἑκα­τον­τά­δων ἐκκλη­σί­ες δὲν ἔχουν οἰκο­δο­μη­θεῖ σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ φέρουν τὸ ὄνο­μά τους; Ἑκα­τον­τά­δες ἢ μᾶλ­λον ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, δὲν τοὺς ὀνο­μά­ζουν πνευ­μα­τι­κοὺς πατέ­ρες κι ἀδελ­φούς; Ἡ ὑπό­σχε­ση ποὺ ἔδω­σε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβρα­ὰμ ἐκπλη­ρώ­θη­κε κυριο­λε­κτι­κὰ στοὺς ἁγί­ους τοῦ Θεοῦ. Τὰ πνευ­μα­τι­κά τους παι­διὰ ἐπλη­θύν­θη­σαν, ἔγι­ναν πραγ­μα­τι­κὰ «ὼς τοὺς ἀστέ­ρας τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον την παρὰ τὸ χεῖ­λος τῆς θαλάσ­σης» (Γέν. ἅ’ 17). Ἄν γυναῖ­κες όσί­ες, μάρ­τυ­ρες καὶ παρ­θέ­νες, δὲν εἶχαν γίνει πνευ­μα­τι­κὲς μητέ­ρες κι ἀδελ­φὲς σὲ πολ­λοὺς πιστούς, ποιοὶ θ’ ἀκο­λου­θοῦ­σαν τὸ παρά­δειγ­μά τους καὶ θά γίνον­ταν μαθη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ; Δὲν ὑπάρ­χουν καὶ σήμε­ρα ἀπό­στο­λοι καὶ ἅγιοι στὴ γῆ, ὅπως ὑπῆρ­χαν σ’ ὅλη τὴ διάρ­κεια τῆς ἱστο­ρί­ας τῆς χρι­στια­νι­κῆς Ἐκκλη­σί­ας; Ὅταν ἐγκα­τέ­λει­ψαν τὰ σπί­τια καὶ τὴ γῆ τους, δὲν ἔγι­ναν ὅλα τὰ σπί­τια κι ἡ γῆ τῶν πιστῶν δικά τους σπί­τια, δική τους γῆ; Ἄφη­σαν λίγα — ἀκό­μα καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπο­στο­λι­κῆς δια­κο­νί­ας τους — καὶ ἔλα­βαν πολ­λά. Δὲν ἦταν φτω­χοί, οὔτε τοὺς ἔλει­πε τίπο­τε (βλ. Πράξ. δ’ 34). Τὰ πνευ­μα­τι­κὰ παι­διὰ εἶναι πολὺ περισ­σό­τε­ρα ἀπὸ τὰ φυσι­κά. Τὸ πνευ­μα­τι­κὸ κέρ­δος εἶναι μεγα­λύ­τε­ρο ἀπὸ τὸ ὑλι­κό. Κι ὁ Κύριος προ­σθέ­τει πῶς ὅλοι, πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ κερ­δί­σουν τὴν αἰώ­νια ζωή.

Μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἔννοια τὸ σπί­τι ὑπο­δη­λώ­νει τὴν παλαιά, τὴν ἁμαρ­τω­λὴ ψυχή. Ἄδελ­φοὺς ἢ ἀδελ­φὰς ἢ πατέ­ρα ἢ μητέ­ρα ἢ γυναῖ­κα, εἶναι οἱ ἐγκό­σμιοι δεσμοὶ τῆς ψυχῆς. Παι­διὰ εἶναι οἱ ἁμαρ­τω­λές μας πρά­ξεις. Γῆ εἶναι ὁλό­κλη­ρος ὁ αἰσθη­τὸς κόσμος, μαζὶ μὲ τὰ σώμα­τά μας. Ἐκεῖ­νος ποὺ τὰ ἐγκα­τα­λεί­πει όλ’ αὐτὰ γιὰ χάρη τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ λάβει ἑκα­τὸ φορὲς περισ­σό­τε­ρα, ἀλλὰ καὶ καλύ­τε­ρα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶχε πρίν. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ λάβει αἰώ­νια ζωή.

Ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸν ἀριθ­μὸ ἑκα­τό, ἐπει­δὴ αὐτὸς ἐκφρά­ζει τὴν πλη­ρό­τη­τα τῶν δωρε­ῶν ποὺ θὰ λάβει ὁ πιστός. Ὄχι ἑκα­τον­τά­δες, μὰ χιλιά­δες χιλιά­δων ἄντρες καὶ γυναῖ­κες τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψαν όλ’ αὐτὰ καὶ τὰ ἔλα­βαν ὅλα. Σ’ αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ὁμοί­ους τοὺς ἔχει ἀφιε­ρω­θεῖ ἡ σημε­ρι­νὴ Κυρια­κή. Μερι­κοὶ ἅγιοι μνη­μο­νεύ­ον­ται ἰδιαί­τε­ρα στὴ διάρ­κεια τοῦ ἔτους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ γνω­στοί. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς ὅμως ὑπάρ­χει ἕνας τερά­στιος ἀριθ­μὸς ἁγί­ων ποὺ παρα­μέ­νουν ἄγνω­στοι στοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο γνω­στοὶ στὸν ζῶν­τα καὶ πάν­σο­φο Θεό. Ὅλοι μαζὶ σχη­μα­τί­ζουν τὴν ἔνδο­ξη Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ στὸν οὐρα­νὸ καὶ βρί­σκον­ται σὲ στε­νὴ σχέ­ση μαζί μας, ποὺ ἀπαρ­τί­ζου­με τὴ στρα­τευό­με­νη Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ στὴ γῆ. Ἀνά­με­σα στοὺς ἁγί­ους Του ὁ Χρι­στὸς λάμ­πει ὅπως ὁ ἥλιος ἀνά­με­σα στὰ ἄστρα. Για­τί ἐκεῖ­νοι εἶναι «μέλη τοῦ σώμα­τος αὐτοῦ» (Ἐφ. ἔ’ 30). Εἶναι ζων­τα­νοὶ καὶ δυνα­τοί, κον­τὰ στὸ Θεό. Ἀλλὰ εἶναι καὶ σὲ μᾶς κον­τά. Παρα­τη­ροῦν διαρ­κῶς τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Μᾶς συνο­δεύ­ουν ἄγρυ­πνα ἀπὸ τὴ γέν­νη­ση ώς το θάνα­τό μας. Ἀκοῦν τίς ἱκε­σί­ες μας, γνω­ρί­ζουν τὰ προ­βλή­μα­τά μας καὶ μᾶς βοη­θοῦν μὲ τὴ δύνα­μη καὶ τίς προ­σευ­χές τους, ποὺ ἀνέρ­χον­ται «ὡς ὀσμὴ εὐω­δί­ας πνευ­μα­τι­κῆς» στὸν οὐρα­νό, στὸ θρό­νο τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀποκ. ἡ 3,4).

Αὐτοὶ εἶναι οἱ μεγα­λο­μάρ­τυ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, οἱ ὅσιοι καὶ θεο­φό­ροι πατέ­ρες, ἱερεῖς καὶ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἀφο­σιω­μέ­νοι βασι­λεῖς καὶ βασί­λισ­σες ποὺ ὑπε­ρα­σπί­στη­καν τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς διῶ­κτες της ὁμο­λο­γη­τὲς καὶ ἐρη­μῖ­τες, ἀσκη­τὲς καὶ ἀνα­χω­ρη­τές, στυ­λί­τες καὶ διὰ Χρι­στὸν σαλοί, κον­το­λο­γὶς ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἡ ἀγά­πη τοὺς για τὸ Χρι­στὸ ἐπι­σκί­α­σε κάθε ἄλλη ἀγά­πη στὴ γῆ καί ποῦ στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψαν ὅλα καὶ ὑπό­μει­ναν ὡς τὸ τέλος. Ὅλοι αὐτοὶ σώθη­καν οἱ ἴδιοι ἀλλὰ ἔσω­σαν καὶ ἄλλους. Ἐκεῖ­νοι μᾶς βοη­θοῦν σήμε­ρα νὰ βροῦ­με καὶ μεῖς τὴ σωτη­ρία μας. Ἐκεῖ­νοι δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδιο­τέ­λεια ἢ φθό­νο. Ὅσο μεγα­λύ­τε­ρο πλῆ­θος ἀντρῶν καὶ γυναι­κῶν σωθοῦν καὶ τοὺς συναν­τή­σουν στὴ δόξα ἐκεί­νη ὅπου βρί­σκον­ται κι οἱ ἴδιοι, τόσο περισ­σό­τε­ρο χαί­ρον­ται. Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν νικη­τὲς μὲ τὴν πίστη. Κατέ­σβε­σαν τὴν πύρι­νη δύνα­μη ποὺ μὲ τὴ μορ­φὴ τῶν παθῶν κατέ­και­γε τὴν ἀδύ­να­μη φύση τοῦ ἀνθρώ­που. Πολ­λοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ὑπό­μει­ναν ἐγκό­σμιους χλευα­σμοὺς κι ἐπι­θέ­σεις, ἁλυ­σί­δες, φυλα­κές, λιθο­βο­λι­σμό. Πολ­λοὶ ἀπ’ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποί­ους δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος, περι­πλα­νή­θη­καν στὴ γῆ, «ἐν ἐρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι καὶ ὄρε­σι καὶ σπη­λαί­οις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἐβρ. ἰα’ 38). Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι μιᾷ δοκι­μα­σίᾳ γιά μας. Ἡ ἀντα­μοι­βή μας δίδε­ται στὸν ἄλλο κόσμο, το μέλ­λον­τα. Ἐκεῖ­νοι πέρα­σαν τὴ δοκι­μα­σία μὲ ἐπι­τυ­χία καὶ τώρα μᾶς προ­σφέ­ρουν τὴ βοή­θειά τους γιὰ νὰ μὴ ντρο­πια­στοῦ­με, ἀλλὰ νὰ περά­σου­με τὴ δοκι­μα­σία ὅπως καὶ κεῖ­νοι, νὰ γίνου­με σὰν κι αὐτοὺς στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Πραγ­μα­τι­κά, «θαυ­μα­στὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγί­οις αὐτοῦ!»

Ἡ Ἐκκλη­σία σκό­πι­μα γιορ­τά­ζει τὴν Κυρια­κὴ τῶν Ἁγί­ων Πάν­των μιὰ Κυρια­κὴ μετὰ τὴ γιορ­τὴ τῆς καθό­δου τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Κι αὐτὸ γιὰ δική μας ὠφέ­λεια, γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξει πῶς οἱ ἀπό­στο­λοι κι ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπο­δεί­χτη­κε πῶς ἦταν οἱ μεγα­λύ­τε­ροι ἥρω­ες στὴν ἱστο­ρία τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας, ὄχι τόσο μὲ τὴ δική τους δύνα­μη, ὅσο μὲ τὴν εὐλο­γη­μέ­νη δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀνα­τρά­φη­καν μὲ τὸν ἄρτο τοῦ Θεοῦ, πού χορη­γεῖ ἡ πρό­νοιά Τοῦ, καὶ ὁπλί­στη­καν μὲ τὰ ὅπλα Του. Ἔτσι ἦταν ἕτοι­μοι ν’ ἀντέ­ξουν στὴ μάχη, νὰ τὰ ὑπο­μεί­νουν ὅλα καὶ νὰ ναὶ νικη­φό­ροι σὲ ὅλα.

(Ὁ ὅσιος Μακά­ριος ὁ Μέγας δίδα­σκε ἀπὸ τὴ δική του ἐμπει­ρία, πῶς ὁ ἄνθρω­πος πρέ­πει ἀπὸ μόνος τοῦ ν’ ἀσκεῖ τὰ καλὰ ἔργα γιὰ μακρὺ χρο­νι­κὸ διά­στη­μα, μὲ μεγά­λη προ­σπά­θεια κι ἀπο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, καὶ στὸ τέλος «ὁ Θεὸς ἔρχε­ται, ἐνοι­κεῖ σ’ αὐτὸν κι αὐτὸς στὸν Κύριο καὶ τότε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σπέρ­νει τίς ἐντο­λές Του μέσα του καὶ τὸν γεμί­ζει μὲ πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­ποὺς» Όμι­λία 19).

Ὅπως γίνε­ται μὲ τὸ παρά­δειγ­μα τῶν ἀπο­στό­λων, ἔτσι καὶ τὰ παρα­δείγ­μα­τα ὅλων τῶν ἁγί­ων μας ἀπο­κα­λύ­πτουν καθα­ρὰ τὴ μέγι­στη καὶ γλυ­κιὰ ἀλή­θεια πῶς ὁ Θεὸς δὲ στέλ­νει τοὺς δού­λους Του στὶς κοι­λά­δες χωρὶς φαγη­τό, οὔτε τοὺς γιούς του στοὺς ἀγροὺς χωρὶς ἐργα­λεῖα, οὔτε καὶ τοὺς στρα­τιῶ­τες στὴ μάχη δίχως ὅπλα. Ὕμνος καὶ δόξα πρέ­πει γι’ αὐτὸ στὸν Ὕψι­στο Κύριο, ποὺ δοξά­ζει τοὺς ἁγί­ους Του μὲ νῖκες καὶ ἀντι­δο­ξά­ζε­ται ἀπ’ αὐτούς.

«Πολ­λοὶ δὲ ἔσον­ται πρῶ­τοι ἔσχα­τοι καὶ ἔσχα­τοι πρῶ­τοι» (Ματθ. ιθ’ 30). Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο τέλειω­σε ὁ Κύριος τὰ προ­φη­τι­κά Του λόγια πρὸς τοὺς ἀπο­στό­λους. Λόγια ποὺ μέχρι σήμε­ρα ἐκπλη­ρώ­νον­ται, μ’ ὅλο ποὺ στὴν πλη­ρό­τη­τά τους θὰ ἐκπλη­ρω­θοῦν στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση. Τοὺς ἀπο­στό­λους στὸ Ἰσρα­ὴλ τοὺς λογά­ρια­ζαν «ἔσχα­τους». Οἱ Φαρι­σαῖ­οι κι οἱ ὑπο­κρι­τὲς ποὺ κατα­δί­ω­καν τοὺς ἀπο­στό­λους, λογα­ριά­ζον­ταν «πρῶ­τοι». «Ὡς περι­κα­θάρ­μα­τα τοῦ κόσμου ἐγε­νή­θη­μεν, πάν­των περί­φη­μα ἕως ἄρτι» (A΄ Κορ. δ’ 13). Οἱ ἀπό­στο­λοι ὅμως ἔγι­ναν πρῶ­τοι κι οἱ διῶ­κτες τους ἔσχα­τοι, τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρα­νό. Ὁ προ­δό­της Ἰού­δας ἦταν ἀνά­με­σα στοὺς πρώ­τους. Μὲ τὴν προ­δο­σία τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως ἔγι­νε ἔσχα­τος. Πολ­λοὶ ἅγιοι λογα­ριά­ζον­ταν ἔσχα­τοι, μὰ στὴν οὐρά­νια βασι­λεία ἔγι­ναν πρῶ­τοι. Οἱ βασα­νι­στὲς κι ἐκεῖ­νοι ποὺ τοὺς ἐνέ­παι­ζαν, ἀπὸ τὴν πρώ­τη τιμη­τι­κὴ θέση κι ἀπὸ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ ἔπε­σαν στὴν τελευ­ταία. Στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση θ’ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ καθα­ρὰ πόσο πολ­λοί, ποὺ τώρα ἀνά­με­σά μας φαί­νον­ται πρῶ­τοι, θὰ κατα­λά­βουν τὴν τελευ­ταία θέση πόσο πολ­λοί, ποὺ βλέ­πουν τὸν ἑαυ­τό τους ἀλλὰ κι ἄλλοι τοὺς βλέ­πουν στὴν τελευ­ταία θέση, θ’ ἀνυ­ψω­θοῦν στὴν πρώ­τη.

Ἡ παρά­γρα­φος αὐτὴ ἔχει καὶ τὴ βαθύ­τε­ρη, τὴν Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ σημα­σία της. Μέσα στὸν καθέ­να μας γίνε­ται μιὰ πάλη ἀνά­με­σα στὸν κατώ­τε­ρο καὶ τὸν ἀνώ­τε­ρο ἄνθρω­πο. Ὅταν μέσα μας βασι­λεύ­ει ἐκεῖ­νος ποὺ εἶναι μικρό­ψυ­χος, κακός, ἁμαρ­τω­λὸς καὶ δει­λός, τότε στὴν ψυχή μας ὑπερ­τε­ρεῖ καὶ βασι­λεύ­ει ὁ κατώ­τε­ρος ἄνθρω­πος. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἐξο­μο­λο­γεῖ­ται τὴν ἁμαρ­τία του, μετα­νο­εῖ καὶ κοι­νω­νεῖ τὰ ἄχραν­τα μυστή­ρια τοῦ Χρι­στοῦ, τότε ὁ κατώ­τε­ρος ἄνθρω­πος μέσα του ὑπο­χω­ρεῖ ἀπὸ τὴν πρώ­τη θέση στὴν τελευ­ταία κι ὁ ἀνώ­τε­ρος ἄνθρω­πος ἀνε­βαί­νει ἀπὸ τὴν τελευ­ταία θέση στὴν πρώ­τη. Ὅταν τὸ κάλ­λος κι ἡ ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ κυριαρ­χοῦν μέσα μας, μὲ ταπεί­νω­ση καὶ ὑπα­κοὴ στὸ Χρι­στό, μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, τότε ὁ ἀνώ­τε­ρος ἄνθρω­πος βρί­σκε­ται στὴν πρώ­τη θέση κι ὁ κατώ­τε­ρος στὴν τελευ­ταία. Ἀλί­μο­νο ὅμως! Συμ­βαί­νει σὲ μερι­κὲς περι­πτώ­σεις ὁ καλὸς κι ἀφο­σιω­μέ­νος ἄνθρω­πος ν’ ἀπο­κτή­σει ὑπερ­βο­λι­κὴ αὐτο­πε­ποί­θη­ση, νὰ γίνει ἔτσι ὑπε­ρή­φα­νος, κι ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια νὰ πέσει σ’ ὅλα τὰ κακά. Τότε ὁ κατώ­τε­ρος ἄνθρω­πος σκαρ­φα­λώ­νει στὴν πρώ­τη θέση κι ὁ ἀνώ­τε­ρος γλι­στρά­ει στὴν τελευ­ταία. Ἔτσι ὁ πρῶ­τος γίνε­ται ἔσχα­τος κι ὁ ἔσχα­τος πρῶ­τος.

Πρέ­πει λοι­πὸν ν’ ἀγρυ­πνοῦ­με διαρ­κῶς καὶ νὰ προ­σέ­χου­με, νὰ μὴν ἐμπι­στευό­μα­στε ὑπερ­βο­λι­κὰ τὸν ἑαυ­τό μας, ἀλλὰ τὴν ἐλπί­δα μας ὅλη νὰ τὴν ἀνα­θέ­του­με μὲ προ­σευ­χὴ στὸν Κύριο καὶ στὰ νικη­φό­ρα ὅπλα τῆς θεϊ­κῆς Του δύνα­μης: «Πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μουν­τί με Χρι­στῷ» (Φιλιπ. δ’ 13), γρά­φει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Τὰ πάν­τα μπο­ροῦ­με νὰ κάνου­με, παν­το­δύ­να­με Κύριε, μὲ Σένα καὶ τὴν παν­το­τει­νὴ παρου­σία Σου μέσα μας. Μόνοι μας τίπο­τα δὲν εἴμα­στε ἄξιοι νὰ κάνου­με, παρὰ μόνο τὴν ἁμαρ­τία. Χωρὶς Ἐσέ­να, τὸν Οἰκο­δε­σπό­τη μας, πει­νᾶ­με. Χωρὶς Ἐσέ­να, τὸν Πατέ­ρα μας, εἴμα­στε γυμνοί. Χωρὶς Ἐσέ­να, τὸν Ἀρχη­γό μας, εἴμα­στε ἄοπλοι κι ἀδύ­να­μοι. Μαζὶ Σοῦ ὅμως, Σωτῆ­ρα μας, ἔχου­με τὰ πάν­τα, μπο­ροῦ­με νὰ κάνου­με τὰ πάν­τα. Μ’ εὐγνω­μο­σύ­νη καὶ δοξο­λο­γία προ­σευ­χό­μα­στε: Μή μας ἐγκα­τα­λεί­πεις, μή μας στε­ρεῖς τὴ βοή­θειά Σοῦ ὅσο ζου­με! Σὲ Σένα πρέ­πει ἡ δόξα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἀρνεῖ­σαι τὸ Χρι­στό;

«Ὅστις δ’ ἂν ἀρνή­ση­ται μὲ ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων, ἀρνή­σο­μαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπρο­σθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρα­νοῖς» (Ματθ. 10, 33)

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ Χρι­στὸς καλεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ ἔρθουν κον­τά του καὶ νὰ γίνουν ἀκό­λου­θοί του. Δὲν κάνει καμ­μιὰ ἐξαί­ρε­σι. Καλεῖ τοὺς ἄντρες, καλεῖ τίς γυναῖ­κες, καλεῖ τὰ παι­διά,

καλεῖ πλου­σί­ους καὶ φτω­χούς, καλεῖ σοφοὺς καὶ ἀγραμ­μά­τους. Καλεῖ, χωρὶς νὰ λαμ­βά­νῃ ὑπ’ ὄψιν κατα­γω­γή, ἡλι­κία, χρῶ­μα, φυλὴ καὶ ἔθνος. Ὅλοι εἶνε δεκτοί. Ἀνοι­χτὲς εἶνε οἱ πόρ­τες τῆς δικῆς του βασι­λεί­ας.

Ἀλλ’ ἐνῶ τοὺς καλεῖ, δὲν βιά­ζει κανέ­να. Δὲν χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴ βία, ὅπως οἱ βασι­λιᾶ­δες καὶ οἱ τύραν­νοι τοῦ κόσμου. Τὸ μόνο ὅπλο τοῦ εἶνε ὁ λόγος.

Μ’ αὐτὸ προ­σπα­θεῖ νὰ πεί­σῃ τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σουν. Τοὺς καλεῖ ἀπὸ ἀγά­πη. Μιὰ ἀγά­πη, ποὺ δὲν ὑπάρ­χει μέτρο νὰ μετρη­θῇ. Μιὰ ἀγά­πη ἀπέ­ραν­τη. Ὅπως ἡ κλῶσ­σα ποὺ βλέ­πει τὸν κίν­δυ­νο κρά­ζει καὶ καλεῖ κον­τά της τὰ που­λιά, γιὰ νὰ τὰ φυλά­ξῃ κάτω ἀπὸ τίς φτε­ροῦ­γες της, ἔτσι καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ θέλει νὰ σώσῃ τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ βέβαιη καὶ αἰώ­νια κατα­στρο­φή, τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κον­τά του καὶ νὰ ἀσφα­λι­σθοῦν κάτω ἀπό το σταυ­ρό, κάτω ἀπὸ τίς παν­το­δύ­να­μες φτε­ροῦ­γες τῆς ἀγά­πης του.

Ἀσφά­λεια, χαρά, εἰρή­νη καὶ εὐτυ­χία, νὰ τί θὰ βροῦν οἱ ἄνθρω­ποι κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Καὶ θὰ ἔπρε­πε ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι νὰ τρέ­χουν καὶ νὰ πηγαί­νουν στὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ γίνων­ται πιστοὶ ἀκό­λου­θοί του.

Ἀλλὰ τρέ­χουν καὶ πᾶνε ὅλοι στὸ Χρι­στό; Ὄχι. Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦ­νε τὴν πρό­σκλη­σί του καὶ πηγαί­νουν κον­τά του. Ἀλλὰ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λίγους δὲν μένουν ὅλοι μέχρι τέλους. Μένουν μέχρις ὅτου τὰ πράγ­μα­τα πηγαί­νουν καλὰ καὶ κανέ­νας δὲν τοὺς ἐνο­χλεῖ γιὰ τὴν πίστι τους. Ὅταν δοῦν ὅτι τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους ζημιώ­νον­ται, τότε δει­λιά­ζουν καὶ ἀρνοῦν­ται τὸ Χρι­στό. Τὸν ἀρνοῦν­ται ὅπως ὁ Πέτρος, ποὺ ξημε­ρώ­νον­τας Μεγά­λη Παρα­σκευὴ φοβή­θη­κε καὶ ἀρνή­θη­κε τρεῖς φορὲς τὸ Χρι­στό. «Οὐκ οἶδα τον ἄνθρω­πον», ἔλε­γε σ’ ἐκεί­νους ποὺ τὸν ρωτοῦ­σαν ἂν εἶνε μαθη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ (Ματθ. 26, 72). «Οὐκ οἶδα…».… Δὲν τὸν ξέρω, ἀφῆ­στε μὲ ἥσυ­χο!… Πέτρο, τί κάνεις; Ἀρνεῖ­σαι τὸ Χρι­στό; Δὲν ἤσουν ἐσὺ ποὺ ἔλε­γες, ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀρνη­θῇς ποτέ;… Βέβαια ὁ Πέτρος γιὰ τὴν ἄρνη­ση αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ μετα­νόη­σε εἰλι­κρι­νά, ἔχυ­σε δάκρυα πικρά, καὶ οὐδέ­πο­τε πιὰ στὴ ζωή του τὸν ἀρνή­θη­κε. Ὅπου καὶ ἂν βρι­σκό­ταν ώμο­λο­γοῦ­σε μὲ θάρ­ρος τὸ Χρι­στό. Καὶ τέλος μαρ­τύ­ρη­σε ὁμο­λο­γῶν­τας τὸ ὄνο­μά του. Πόσοι ὅμως ἀπ’ αὐτούς, ποὺ ἀρνοῦν­ται σήμε­ρα τὸ Χρι­στό, μετα­νο­οῦν σὰν τὸν Πέτρο καὶ χύνουν δάκρυα πικρὰ γιὰ τὴν ἄρνη­σί τους; Γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με ὅλοι, κι αὐτοὶ κ’ ἐμεῖς, πόσο μεγά­λη ἁμαρ­τία εἶνε ἡ ἄρνη­σις τοῦ Χρι­στοῦ, ἂς ἀκού­σου­με τί λέει σήμε­ρα στὸ Εὐαγ­γέ­λιο ὁ Χρι­στὸς γιά ‘κεί­νους ποὺ τὸν ἀρνοῦν­ται, γιὰ κεί­νους ποὺ δὲν ἔχουν τὸν ἡρωι­σμὸ νὰ τὸν ὁμο­λο­γοῦν. Φοβε­ρὰ εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ. «Ὅποιος», λέει, «θὰ μὲ ὁμο­λο­γή­σῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώ­πους, θὰ τὸν ὁμο­λο­γή­σω κ’ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα. Ὅποιος θὰ μ’ ἀρνη­θῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώ­πους, θὰ τὸν ἀρνη­θῶ κ’ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα» (Ματθ. 10, 32–33).

Σύμ­φω­να μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἡ ὁμο­λο­γία τοῦ Χρι­στοῦ ἀξί­ζει αἰώ­νιο ἔπαι­νο, ἐνῶ ἡ ἄρνη­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ἄρνη­ση τῆς ὀρθο­δό­ξου πίστε­ως, εἶνε ἀξία αἰω­νί­ας κολά­σε­ως. Ὁμο­λο­γεῖς τὸ Χρι­στό; Θὰ σὲ ὁμο­λο­γή­σῃ κ’ ἐκεῖ­νος. Ἀρνεῖ­σαι τὸ Χρι­στό; Θὰ σ’ ἀρνη­θῇ κ’ ἐκεῖ­νος. Μικρὸ θεω­ρεῖς νὰ σ’ ἀρνη­θῇ ὁ Χρι­στός; Δὲν σοῦ κάνει αὐτὸ καμ­μιά ἐντύ­πω­σι; Θὰ ἔρθῃ ὅμως ὥρα, ποὺ θὰ πονέ­σῃς καὶ θὰ κλά­ψῃς ἀπα­ρη­γό­ρη­τα. Ἀλλὰ τότε τί τὸ ὄφε­λος; Θὰ εἶνε πιὰ πολὺ ἀργά. Τώρα κλαῖς γιὰ ἄλλα πράγ­μα­τα. Τώρα κλαῖς καὶ ἀνα­στε­νά­ζεις καὶ ἔχεις μεγά­λο πόνο στὴν καρ­διά, για­τί παρα­κα­λῶ; Για­τί ἡ γυναῖ­κα, ποὺ ἀγα­ποῦ­σες καὶ ζοῦ­σες μαζί της καὶ περ­νοῦ­σες εὐχά­ρι­στες ὧρες καὶ μέρες, ἡ γυναῖ­κα αὐτὴ τώρα σὲ ἀρνιέ­ται καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ σὲ κοι­τά­ξῃ οὔτε νὰ σοῦ πῇ καλη­μέ­ρα. Σοῦ στοι­χί­ζει, λοι­πόν, ἡ ἄρνη­ση μιᾶς γυναί­κας, καὶ δὲν σοῦ στοι­χί­ζει ἡ ἄρνη­σις τοῦ Χρι­στοῦ; Ἀλλ’ ὁ Χρι­στός, ποὺ θὰ σὲ ἀρνη­θῇ καὶ δὲν θὰ γυρί­σῃ πιὰ νὰ σὲ κοι­τά­ξῃ, ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα, ἀξί­ζει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Πῶς νά σου τὸ πῶ; πῶς νά σου τὸ περι­γρά­ψω, γιὰ νὰ τὸ αἰσθαν­θῇς; Νὰ πάψῃ ὁ ἥλιος νὰ σὲ θερ­μαί­νῃ καὶ νὰ σὲ φωτί­ζῃ, νὰ πάψουν οἱ πηγὲς νὰ σὲ δρο­σί­ζουν, νὰ πάψουν τὰ δέν­τρα νὰ σὲ τρέ­φουν, νὰ πάψῃ ὁ ἀέρας νὰ σοῦ δίνη τὸ ὀξυ­γό­νο, θὰ εἶνε μεγά­λες συμ­φο­ρές. Ἀλλὰ τί εἶνε οἱ συμ­φο­ρὲς αὐτὲς μπρο­στὰ στὴ συμ­φο­ρὰ νὰ σὲ ἀρνη­θῇ ὁ Χρι­στός; Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ Ἥλιος, ποὺ φωτί­ζει καὶ θερ­μαί­νει. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ ἀθά­να­το Νερό. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ Δέν­δρο τῆς ζωῆς. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ πᾶν. Νὰ σὲ ἀρνη­θῇ ὁ Χρι­στός; Δὲν ὑπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρὰ ἀπὸ αὐτή.

Ἀλλ’ ἴσως κάποιος, ποὺ ἀκού­ει τὰ λόγια αὐτά, νὰ πῇ: «Ἐγὼ εἶμαι χρι­στια­νός. Βαφτί­στη­κα στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀγα­πῶ τὸ Χρι­στό. Πῶς μοῦ λές, ὅτι τὸν ἀρνοῦ­μαι; Ἐγὼ δὲν θυμᾶ­μαι καμ­μιὰ περί­πτω­ση ποὺ νὰ τὸν ἔχω ἀρνη­θῇ…».…

Λές, ἄνθρω­πε, ὅτι δὲν θυμᾶ­σαι καμ­μιὰ περί­πτω­ση ποὺ νὰ ἀρνή­θη­κες τὸ Χρι­στό; Μακά­ρι νὰ ἦταν ἔτσι! Ἀλλὰ δυστυ­χῶς δὲν εἶνε ἔτσι. Θὰ σοῦ θυμί­σω μερι­κὲς περι­πτώ­σεις καὶ θὰ πει­σθῇς.

Ξέρω ὅτι, ὅταν εἶσαι μόνος σου στὸ σπί­τι, πρὶν καθή­σῃς στὸ τρα­πέ­ζι, κάνεις το σταυ­ρό σου. Δὲν βάζεις μπου­κιὰ στὸ στό­μα σοῦ χωρὶς νὰ πῆς τὴν προ­σευ­χή σου. Ἀλλὰ νὰ φεύ­γεις ἀπὸ τὸ χωριό σου καὶ πηγαί­νεις στὴ μεγά­λη πολι­τεία, καὶ κάποιοι συγ­γε­νεῖς σου, ποὺ εἶνε ἐγκα­τε­στη­μέ­νοι καὶ ζοῦ­νε σὰν πρω­τευου­σιά­νοι, σὲ καλοῦν στὸ τρα­πέ­ζι τους. Πηγαί­νεις. Θαμ­πώ­νε­σαι ἀπὸ τὴν πολυ­τέ­λεια. Φαγη­τὰ ἐκλε­κτά. Σερ­βί­τσια σπουδαία.,σπουδαῖα. Τί νὰ τὰ κάνῃς ὅμως; Αὐτοὶ ποὺ σὲ καλοῦν δὲν πιστεύ­ουν. Εἶνε μοντέρ­νοι ἄνθρω­ποι. Κάπο­τε ἔκα­ναν το σταυ­ρό τους. Τώρα δὲν τὸν κάνουν. Κάθον­ται στὸ τρα­πέ­ζι χωρὶς σταυ­ρό. Καὶ κοροϊ­δεύ­ουν ἐκεί­νους, ποὺ ἐξα­κο­λου­θοῦν ἀκό­μη νὰ κάνουν το σταυ­ρό τους. Ἐσὺ στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ τί θὰ κάνῃς; Θὰ σηκω­θῇς ὄρθιος καὶ θὰ κάνῃς το σταυ­ρό σου ἀδια­φο­ρῶν­τας γιὰ τίς εἰρω­νεῖ­ες τῶν συγ­γε­νῶν σου; Ἐὰν ναί, τότε ὡμο­λό­γη­σες τό Χρι­στὸ καὶ εἶσαι ἄξιος ἐπαί­νου. Ἐὰν ὅμως ντρα­πῇς τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ δὲν κάνῃς το σταυ­ρό σου, τότε ἔχα­σες τὴν εὐκαι­ρία νὰ ὁμο­λο­γή­σῃς τὸ Χρι­στό. Τὸν ἀρνή­θη­κες, καὶ εἶσαι ἄξιος τιμω­ρί­ας καὶ κατα­δί­κης.

Θέλεις κι ἄλλες περι­πτώ­σεις ποὺ ἀρνή­θη­κες τὸ Χρι­στό; Ταξι­δεύ­εις. Ξεκι­νᾷ τὸ αὐτο­κί­νη­το, ὁ σιδη­ρό­δρο­μος, τὸ καρά­βι, τὸ ἀερο­πλά­νο. Σὰν χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ κάνῃς το σταυ­ρό σου. Ἀλλὰ σὺ δὲν τὸν κάνεις, για­τί αὐτοὶ ποὺ συν­τα­ξι­δεύ­ουν μαζί σου δὲν κάνουν το σταυ­ρό τους καὶ κοροϊ­δεύ­ουν τὴ θρη­σκεία. Κ’ ἐσὺ ντρέ­πε­σαι καὶ φοβᾶ­σαι. Ἀρνεῖ­σαι ἔτσι τὸ Χρι­στό.

Μικρές, θὰ πῇς, εἶνε οἱ ἀρνή­σεις αὐτές. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ μικρὰ θὰ προ­χω­ρή­σῃς στὰ μεγά­λα, καὶ θὰ καταν­τή­σῃς ν’ ἀρνη­θῇς καὶ αὐτὴ τὴν πίστι σου.

Ἀγα­πη­τοί μου! Ὁ Χρι­στὸς δὲν μᾶς θέλει δει­λοὺς καὶ ἄναν­δρους. Θέλει νὰ εἴμα­στε γεν­ναῖ­οι καὶ τολ­μη­ροί. Θέλει νὰ τὸν ὁμο­λο­γοῦ­με ὅπου καὶ νὰ βρι­σκό­μα­στε. Δὲν πρέ­πει νὰ μοιά­ζου­με μὲ τὰ παι­διά, ποὺ παί­ζουν τὸ κρυ­φτού­λι καὶ κρύ­βον­ται. Ὄχι κρυ­πτο­χρι­στια­νοί. Ἀλλὰ χρι­στια­νοὶ μὲ παρ­ρη­σία καὶ θάρ­ρος, ποὺ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα θὰ ὁμο­λο­γοῦ­με τὸ Χρι­στὸ καὶ θὰ προ­τι­μοῦ­με νὰ ξερ­ρι­ζώ­σουν τὴ γλῶσ­σα μας, νὰ κόψουν τὸ κεφά­λι μας, παρὰ ν’ ἀρνη­θοῦ­με καὶ νὰ βλα­σφη­μή­σου­με τὸ Σωτῆ­ρα Χρι­στό.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek