ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ) - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Ι΄ 32 - 33, 37 - 38, ΙΘ΄ 27 – 30)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
32Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 37Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29καὶ πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναίκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι.
32 Καθένας, λοιπόν, που με πίστιν και θάρρος και χωρίς να φοβήται τους διωγμούς, θα με ομολογήση σωτήρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του ουρανίου πατρός μου ως ιδικόν μου. 33 Οποιος όμως με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως ιδικόν μου εμπρός στον ουράνιον Πατέρα μου. 37 Εκείνος που αγαπά τον πατέρα η την μητέρα του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον υιόν του η την κόρην του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. 38 Και όποιος δεν παίρνει σταθεράν την απόφασιν να υποστή κάθε ταλαιπωρίαν και σταυρικόν ακόμη θάνατον δια την πίστιν του εις εμέ και δεν με ακολουθεί ως αρχηγόν και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για μένα. 27 Τοτε απεκρίθη ο Πετρος και του είπε· “ιδού ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν. Ποία τάχα θα είναι η αμοιβή μας;” 28 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτούς· “σας διαβεβαιώνω ότι σεις που με έχετε ακολουθήσει εδώ εις την γην, όταν εις την συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθή νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώπου καθίση επάνω στον ένδοξον θρόνον του, τότε και σεις θα καθίσετε επάνω εις δώδεκα θρόνους, δια να κρίνετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 29 Και κάθε ένας, ο οποίος προς χάριν μου αφήκε οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η χωράφια, θα λάβη εδώ εις την γην εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερον, θα κληρονομήση την αιωνίαν ζωήν. 30 Πολλοί δε που στον κόσμον αυτόν, ένεκα των αξιωμάτων τα οποία κατέχουν και όχι δια την αρετήν των, είναι πρώτοι, εις την βασιλείαν των ουρανών θα είναι τελευταίοι και πολλοί που στον κόσμον αυτόν θεωρούνται τελευταίοι, θα είναι εκεί πρώτοι.
32 Μη λογαριάζετε λοιπόν τους διωγμούς και τους κινδύνους, αλλά να λογαριάζετε τις μεγάλες αμοιβές που σας περιμένουν. Καθένας που θα με ομολογήσει ως Σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. 33 Εκείνος όμως που θα με αρνηθεί ως Θεάνθρωπο Σωτήρα μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. 36 Και εχθροί του πιστού ανθρώπου θα είναι οι άνθρωποι του σπιτιού του που δεν θα δεχθούν το ευαγγέλιό μου, το οποίο φέρνει την αληθινή και ουράνια ειρήνη. 37 Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του περισσότερο από μένα, και με αρνείται για να μη χωρισθεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Κι εκείνος που αγαπά το γιο του ή την κόρη του περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου. 38 Κι εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση αυτή, δεν μιμείται δηλαδή σε όλα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα. 27 Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος: Να, εμείς όλα τα αφήσαμε και σε ακολουθήσαμε. Τί άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή; 28 Κι ο Ιησούς τους είπε: Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεσθεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. 29 Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μη χωρισθεί από μένα, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή. 30 Πολλοί μάλιστα που είναι στον κόσμο αυτό πρώτοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευταίοι, και πολλοί τελευταίοι θα είναι εκεί πρώτοι.
32 «Γιὰ καθένα δέ, ποὺ θὰ κάνῃ ὁμολογία γιὰ μένα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ κάνω καὶ ἐγὼ ὁμολογία γι᾽ αὐτὸν μπροστὰ στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιο. 33 Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιο». 37 «Ὅποιος ἀγαπάει πατέρα ἢ μητέρα παραπάνω ἀπὸ μένα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ὅποιος ἀγαπάει υἱὸ ἢ θυγατέρα παραπάνω ἀπὸ μένα, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 38 Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 27 Τότε ὁ Πέτρος πῆρε τὸ λόγο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ἐμεῖς τὰ ἀφήσαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε. Τί λοιπὸν θὰ συμβῇ σ᾽ ἐμᾶς;». 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, ποὺ μὲ ἀκολουθήσατε, στὸν καινούργιο κόσμο, ὅταν καθήσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ἔνδοξο θρόνο του, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς πάνω σὲ δώδεκα θρόνους, καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. 29 Καὶ καθένας, ποὺ ἄφησε σπίτια ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὲς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς γιὰ τ᾽ ὄνομά μου, θὰ λάβῃ ἑκατονταπλάσια, καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴ αἰώνια. 30 Πολλοὶ δὲ πρῶτοι θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ τελευταῖοι θὰ γίνουν πρῶτοι».
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
[Υπομνηματισμός των χωρίων της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής των Αγίων Πάντων]
Αφού απάλλαξε τους μαθητές Του από τον φόβο και την αγωνία που συντάρασσαν την ψυχή τους επειδή προηγουμένως τους είχε ομιλήσει για τους επερχόμενους διωγμούς, τους ενισχύει ενθαρρύνοντάς τους και πάλι με τα ακόλουθα λόγια, εκβάλλοντας τον φόβο με τον φόβο, και όχι μόνο με τον φόβο, αλλά και με την ελπίδα για μεγάλα έπαθλα. Και τους απειλεί με πολλή την εξουσία, προτρέποντάς τους από κάθε άποψη στο να κηρύττουν με παρρησία την αλήθεια και τους λέγει τα εξής: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς(:Μη λογαριάζετε λοιπόν τους διωγμούς και τους κινδύνους, αλλά να λογαριάζετε τις μεγάλες αμοιβές που σας περιμένουν. Καθένας που θα με ομολογήσει ως Σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω και εγώ ως δικό μου πιστό μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς. Εκείνος όμως που θα με αρνηθεί ως Θεάνθρωπο Σωτήρα μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς)»[Μτθ.10,32-33].Δεν προτρέπει, λοιπόν, μόνο με τα αγαθά, αλλά και με τα αντίθετα και καταλήγει στα δυσάρεστα. Και πρόσεξε την ακρίβεια των λόγων Του. Δεν είπε «ἐμένα» αλλά «ἐν ἐμοὶ», για να δείξει ότι αυτός που ομολογεί δεν ομολογεί με τη δική του δύναμη, αλλά με τη βοήθεια της χάριτος από τον ουρανό. Για εκείνον που το αρνείται όμως δεν είπε «ἐν ἐμοὶ» αλλά «ἐμένα», διότι αυτός, επειδή στερήθηκε τη δωρεά, Τον αρνείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Ναι, αλλά για ποιο λόγο κατηγορείται», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «εάν αρνείται τον Χριστό, αφού προηγουμένως τον εγκατέλειψε η θεία χάρη;». Κατηγορείται διότι η εγκατάλειψη αυτή οφείλεται σε εκείνον που τον εγκατέλειψε ο Κύριος εξαιτίας των πονηρών του έργων.
Για ποιο λόγο όμως ο Κύριος δεν αρκείται στη νοερή πίστη, αλλά ζητεί και την δια του στόματος ομολογία; Επειδή θέλει να μας εξασκήσει στην παρρησία και τη μεγαλύτερη αγάπη και την αγαθή διάθεση και να μας ανεβάσει σε πνευματικά υψηλότερο επίπεδο. Γι’ αυτό και απευθύνεται προς όλους γενικώς τους ανθρώπους και δεν αναφέρεται μόνο στους μαθητές Του, αλλά ήδη και τους μαθητές αυτών τους καθιστά γενναίους. Πραγματικά, εκείνος που θα μάθει αυτό δεν θα διδάξει μόνο με παρρησία, αλλά και θα υποφέρει τα πάντα εύκολα και με μεγάλη προθυμία.
Η πίστη, λοιπόν, στη διδασκαλία αυτή οδήγησε πολλούς κοντά στους αποστόλους· διότι και στην κόλαση η τιμωρία είναι πολύ μεγάλη και στα αγαθά είναι μεγαλύτερη η αμοιβή. Επειδή, δηλαδή, με την πάροδο του χρόνου βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ο ενάρετος και παράλληλα, ο αμαρτωλός νομίζει ότι με την αναβολή της τιμωρίας κερδίζει, για τον λόγο αυτό εισήγαγε ως αντίρροπο πλεονέκτημα ή μάλλον πολύ μεγαλύτερο πλεονέκτημα, την προσθήκη των αμοιβών. «Έχεις το πλεονέκτημα», λέγει, «επειδή πρώτος εδώ στη γη με ομολόγησες ως Θεό και Σωτήρα σου; Θα υπερθεματίσω και εγώ», λέγει, « και θα σου δώσω περισσότερα, και μάλιστα κατά πολύ περισσότερα, διότι θα σε ομολογήσω εκεί στον ουρανό. Βλέπεις ότι εκεί φυλάσσονται και τα αγαθά και τα κακά; Γιατί λοιπόν βιάζεσαι και τρέχεις; Γιατί ζητείς εδώ στη γη τις αμοιβές, αφού με την ελπίδα έχεις σωθεί;[πρβλ. Ρωμ. 8,24-25: «Τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα(:και περιμένουμε τη φανέρωση της υιοθεσίας, διότι τώρα με την ελπίδα των αιωνίων αγαθών σωθήκαμε. Και ελπίδα που μπορεί να τη δει κανείς και συνεπώς πραγματοποιήθηκε, παύει να είναι ελπίδα· διότι πώς είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς ακόμη για εκείνο που το βλέπει με τα σωματικά του μάτια; Εάν όμως εκείνο που δεν βλέπουμε τώρα, αυτό ελπίζουμε να απολαύσουμε στο μέλλον, με πολλή υπομονή και πόθο το περιμένουμε)»].
Γι’ αυτό λοιπόν εάν κάνεις ένα καλό και δεν λάβεις εδώ την αμοιβή, να μην ταράττεσαι, διότι στη μέλλουσα ζωή σε περιμένει η αμοιβή γι’ αυτά επαυξημένη. Και αν κάνεις κάτι πονηρό και δεν τιμωρηθείς, να μην αδιαφορείς, διότι εκεί σε περιμένει η τιμωρία, εάν δε μετανοήσεις και δε γίνεις καλύτερος. Εάν πάλι δεν πιστεύεις, σκέψου τα μέλλοντα με βάση όσα συμβαίνουν εδώ. Πραγματικά, εάν κατά τον καιρό των αγώνων είναι τόσο ένδοξοι όσοι ομολογούν την πίστη τους, συλλογίσου ποια δόξα θα έχουν στον καιρό της απονομής των στεφάνων; Εάν οι εχθροί εδώ σε χειροκροτήσουν, πώς δεν θα σε θαυμάσει και δεν θα σε επαινέσει ο Κύριος που είναι πιο φιλόστοργος από κάθε πατέρα; Διότι τότε θα δοθούν και οι αμοιβές για τις καλές πράξεις και οι τιμωρίες για τις κακές.
Ώστε όσοι αρνούνται τον Κύριο και εδώ στη γη, βλάπτονται και στον ουρανό επίσης. Εδώ μεν διότι ζουν με πονηρή συνείδηση και εάν δεν πεθαίνουν ακόμη, πάντως θα πεθάνουν και εκεί, διότι θα υπομένουν τη χειρότερη τιμωρία. Εκείνοι όμως που δεν αρνούνται τον Ιησού και στην παρούσα ζωή και στην αιώνια κερδίζουν, διότι εδώ στη γη ο θάνατος τούς παρέχει ωφέλεια ως μάρτυρες του Χριστού και αναδεικνύονται πιο ένδοξοι από τους αμαρτωλούς και στον ουρανό απολαμβάνουν τα άρρητα αγαθά. Διότι ο Θεός δεν είναι πρόθυμος μόνο να τιμωρεί, αλλά και να ευεργετεί και μάλιστα περισσότερο για τον λόγο αυτό, παρά για την τιμωρία.
Αλλά γιατί την μεν αμοιβή την αναφέρει μία φορά, ενώ την τιμωρία δύο φορές; Διότι γνώριζε ότι αυτό τους έκανε περισσότερο σώφρονες. Για τον λόγο αυτό, αφού είπε προηγουμένως: «Καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ(:και επειδή εκείνοι που θα κηρύττουν το ευαγγέλιο θα καταδιώκονται από τους απίστους, μη φοβηθείτε εκείνους που θανατώνουν το σώμα, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να θανατώσουν την ψυχή. Φοβηθείτε όμως ασυγκρίτως περισσότερο τον Θεό, ο οποίος έχει τη δύναμη να ρίξει στην κόλαση και στην αιώνια δυστυχία του Άδη και την ψυχή και το σώμα)»[Ματθ.10,28], λέγει πάλι «ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ (:αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς)»[Ματθ. 10,33]. Το ίδιο κάνει και ο Παύλος αναφέροντας συνεχώς την κόλαση.
Αφού λοιπόν προετοίμασε τον ακροατή από κάθε άποψη ( διότι και τους ουρανούς άνοιξε σε αυτόν και το φοβερό εκείνο δικαστήριο έστησε, και τον όμιλο των αγγέλων έδειξε και την ενώπιον αυτών απονομή των στεφάνων καθόρισε, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μεγάλο βαθμό το κήρυγμα της ευσεβείας), τώρα πλέον, για να μην εμποδιστεί η διδασκαλία και το κήρυγμα από δειλία δική τους, τούς προτρέπει να προετοιμάζονται και για σφαγή ακόμη, ώστε να μάθουν ότι όσοι επιμένουν στην πλάνη, θα τιμωρηθούν και για την επιβουλή και για τις εναντίον τους επιθέσεις.
Κατά συνέπεια, ας περιφρονήσουμε τον θάνατο, και αν ακόμη η εποχή μας δεν το απαιτεί αυτό, διότι θα μεταβούμε σε πολύ ανώτερη ζωή. Αλλά φθείρεται το σώμα; Μα γι’ αυτό πρέπει να χαιρόμαστε περισσότερο, διότι φθείρεται ο θάνατος και αφανίζεται η θνητότητα και όχι η ουσία του σώματος. Διότι, όταν θα δεις ανδριάντα να λιώνει στη φωτιά, δεν θα ονομάσεις το γεγονός αυτό «καταστροφή», αλλά «καλύτερη κατασκευή». Το ίδιο λοιπόν να σκέπτεσαι και για το σώμα και να μη θρηνείς. Διότι τότε έπρεπε να θρηνούμε, εάν έμενε στην κόλαση. «Αλλά έπρεπε», θα μπορούσε να πει κάποιος, «να συμβαίνει αυτό χωρίς να φθείρονται τα σώματα, αλλά να παραμένουν ανέπαφα». Και ποια ωφέλεια θα είχαν από αυτό οι ζωντανοί ή οι νεκροί; Μέχρι πότε θα αγαπάτε τα σώματα; Μέχρι πότε θα μένετε προσκολλημένοι στη γη και θα στρέφετε την προσοχή σας προς τις σκιές;
Γιατί ποια ωφέλεια θα μπορούσε να προκύψει από αυτό; Ή μάλλον ποια βλάβη δεν θα προξενούσε; Πραγματικά εάν δεν φθείρονταν τα σώματα, πρώτα πρώτα θα έμενε στους περισσότερους ανθρώπους το μεγαλύτερο από τα κακά, η υπερηφάνεια δηλαδή. Διότι ενώ, μολονότι και τα σώματα διαλύονται και γεμίζουν σκουλήκια, πολλοί εντούτοις θέλησαν να ανακηρυχθούν θεοί, σκεφτείτε τι δεν θα συνέβαινε εάν το σώμα δεν υφίστατο φθορά; Δεύτερον, δεν θα γινόταν πιστευτό ότι το ανθρώπινο σώμα έχει φτιαχτεί από χώμα· διότι αφού τώρα, αν και το αποδεικνύει η κατάληξή του, πολλοί άνθρωποι έχουν αμφιβολίες ακόμη, τι δεν θα φαντάζονταν εάν δεν το έβλεπαν να γίνεται χώμα; Τρίτον, θα αγαπούσαν υπερβολικά τα σώματα και οι περισσότεροι άνθρωποι θα γίνονταν πιο φιλάρεσκοι και πιο αναίσθητοι στα πνευματικά θέματα· διότι, αφού και τώρα που τα σώματα αφανίζονται, μερικοί εναγκαλίζονται τους τάφους και τα φέρετρα, τι δε θα έκαναν εάν είχαν διαρκώς και το ίδιο το σώμα ανέπαφο; Τέταρτον, δεν θα είχαν μεγάλη επιθυμία για τα μέλλοντα. Πέμπτον, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο κόσμος είναι αθάνατος, θα είχαν ισχυρότερα επιχειρήματα και δεν θα παραδέχονταν ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του.
Έκτον, δεν θα μπορούσαν να γνωρίσουν την αξία της ψυχής και τι σημαίνει να βρίσκεται η ψυχή μέσα στο σώμα. Έβδομο, πολλοί που τους έχουν πεθάνει δικά τους πρόσωπα, θα εγκατέλειπαν τις πόλεις και θα εγκαθίσταντο στα μνήματα και θα γίνονταν σαν παράφρονες, συζητώντας διαρκώς με τους νεκρούς τους. Πραγματικά αφού τώρα κατασκευάζουν εικόνα, επειδή δεν μπορούν να κρατούν το σώμα (διότι αυτό δεν είναι δυνατόν, αλλά και χωρίς τη θέλησή τους φεύγει και διαλύεται) και παραμένουν προσκολλημένοι στις σανίδες, εάν αυτό δε διαλυόταν, ποιο ακόμη άτοπο πράγμα δε θα είχαν επινοήσει; Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι και ναούς θα κατασκεύαζαν οι περισσότεροι για τα σώματα αυτά και εκείνοι που έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται αυτά και να προβαίνουν σε μαγικές ενέργειες θα έπειθαν τους ανθρώπους ότι οι δαίμονες ομιλούν διαμέσου των σωμάτων αυτών, αφού τώρα βέβαια όσοι αποτολμούν να ασχολούνται με τις νεκρομαντείες, επιχειρούν πολύ χειρότερα από αυτά. Πόσες ειδωλολατρίες δεν θα δημιουργούνταν από το γεγονός αυτό; Όταν βέβαια ύστερα από τη σκόνη και τη στάχτη προσπαθούν να κάνουν τα ίδια.
Για να αφανίσει ο Θεός όλα τα παραπάνω άτοπα και να μας διδάξει να εγκαταλείπουμε και να περιφρονούμε όλα τα γήινα, αφανίζει τα σώματα από τα μάτια μας. Πραγματικά, ο φιλόσαρκος και αυτός που προσελκύεται από μια όμορφη κοπέλα, αν δεν θέλει να διδαχθεί με τα λόγια την αηδία της σωματικής ουσίας, θα την γνωρίσει από την αυτοψία. Διότι πολλές συνομήλικες της ερωμένης πολλές φορές μάλιστα και νεότερες, πεθαίνουν και ύστερα από μία ή δύο ημέρες αποπνέουν δυσωδία και αίμα σάπιο και χυμούς πυώδεις, κατάλληλους για τα σκουλήκια. Συλλογίσου, λοιπόν, τι είδους κάλλος αγαπάς και από ποια ομορφιά είσαι μαγεμένος. Εάν όμως δεν φθείρονταν τα σώματα, δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να το αντιληφθούμε καλά αυτό. Αλλά όπως οι δαιμονισμένοι τρέχουν στους τάφους, κατά όμοιο τρόπο και πολλοί από τους ερωτευμένους θα σύχναζαν στα μνήματα και θα δέχονταν τους δαίμονες στην ψυχή τους και γρήγορα θα καταλαμβάνονταν από τη φοβερή αυτήν μανία. Τώρα όμως μαζί με τα άλλα και αυτό παρηγορεί την ψυχή, το ότι δηλαδή δε βλέπουν το σώμα και έτσι λησμονούν το πάθος.
Εάν επίσης δε συνέβαινε αυτό, δε θα υπήρχαν μνήματα, αλλά θα μπορούσες να δεις τις πόλεις να έχουν νεκρά σώματα αντί ανδριάντων, επειδή ο καθένας θα ήθελε να βλέπει τον δικό του. Και ασφαλώς μεγάλη σύγχυση θα δημιουργούνταν από αυτά και κανείς από τους κοινούς ανθρώπους δε θα φρόντιζε για την ψυχή του και δε θα υπήρχε η δυνατότητα να επικρατήσει μέσω του κηρύγματος η διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής. Αλλά και άλλα πολλά πολύ χειρότερα από αυτά θα συνέβαιναν, που δεν είναι καλό να αναφέρω.
Γι’ αυτό και σαπίζει αμέσως το σώμα, για να δεις γυμνό το κάλλος της ψυχής. Διότι εάν η ψυχή είναι πρόξενος τόσο μεγάλου κάλλους και τόσης ζωής, θα είναι η ίδια κατά πολύ ανώτερη. Εάν το τόσο δύσοσμο και άσχημο σώμα το συντηρεί, πολύ περισσότερο θα συντηρεί τον εαυτό της· διότι το καλό δεν είναι το σώμα, αλλά η διάπλασή του και η ανθηρότητα που από την ψυχή διοχετεύεται σε αυτό. Να αγαπάς, λοιπόν, την ψυχή που κάνει το σώμα να φαίνεται όμορφο.
Αλλά γιατί ομιλώ για τον θάνατο; Αφού και στη ζωή την ίδια θα σου δείξω ότι όλα τα καλά είναι δικά της. Πραγματικά, όταν η ψυχή ευχαριστηθεί, τότε ρόδα απλώνει στο πρόσωπο, ενώ όταν λυπηθεί, αφού αφαιρέσει το κάλλος εκείνο, περιβάλλει τα πάντα με μαύρη στολή. Όταν ευφραίνεται συνεχώς η ψυχή, το σώμα γίνεται ανθεκτικό, ενώ όταν υποστεί πόνους, το κάνει περισσότερο αδύνατο και πιο ασθενικό από τον ιστό της αράχνης. Αν πάλι θυμώσει η ψυχή, το καθιστά αποκρουστικό και αισχρό. Αν δείξει ήρεμο μάτι, μεγάλο κάλλος του χαρίζει. Αν φθονεί, του δίδει μεγάλη ωχρότητα και αδυναμία. Αν αγαπά, του δωρίζει μεγάλη ομορφιά. Έτσι, λοιπόν, πολλές γυναίκες, που δεν έχουν ωραία μορφή, έχουν λάβει μεγάλη χάρη από την ψυχή τους. Αντίθετα, άλλες που ακτινοβολούν με την ομορφιά τους, επειδή έχουν άσχημη ψυχή, καταστρέφουν το κάλλος. Πραγματικά, σκέψου πώς κοκκινίζει ένα λευκό πρόσωπο και με την ποικιλία του χρώματος πόση ευχαρίστηση παρέχει, κάθε φορά που πρέπει να νιώθει ντροπή και να κοκκινίζει. Ενώ όταν η ψυχή είναι αναίσχυντη, καθιστά τη μορφή περισσότερο άγρια από κάθε άλλο θηρίο.
Χωρίς αμφιβολία, τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο και γλυκύτερο από την καλή ψυχή· διότι ο πόθος που αναφέρεται στα σώματα συνοδεύεται από λύπες, ενώ η αγάπη για την ψυχή παρέχει καθαρή και ακύμαντη ηδονή. Γιατί, λοιπόν, αφήνεις τον βασιλέα και προσκολλάσαι στον κήρυκά του; Γιατί εγκαταλείπεις τον φιλόσοφο και μαγεύεσαι από τον διερμηνέα του; Είδες ωραία μάτια; Ζήτησε να μάθεις και τον εσωτερικό κόσμο και αν δεν είναι καλός εκείνος, τότε να περιφρονήσεις και τα μάτια· διότι ασφαλώς δεν θα ένιωθες καμία συμπάθεια, όταν έβλεπες μία γυναίκα άσχημη που θα είχε πρόσωπο ωραίο, όπως πάλι δεν θα μπορούσες να ανεχθείς μία γυναίκα καλή και ωραία να κρύπτεται κάτω από το προσωπείο, αλλά θα ήθελες να το αφαιρέσεις, για να τη δεις ακάλυπτη στην ακμή της ομορφιάς της. Το ίδιο λοιπόν να κάνεις και για την ψυχή και αυτή να εξετάζεις πρώτα. Διότι η ψυχή περιβάλλεται το σώμα σαν προσωπείο. Γι’ αυτό και το σώμα παραμένει ως έχει, ενώ η ψυχή και όταν είναι άμορφη, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να γίνει ωραία. Και αν έχει μάτι άσχημο, τραχύ και σκληρό, μπορεί να το κάνει καλό, ήμερο, γαλήνιο, γλυκύ και καταδεκτικό.
Αυτήν λοιπόν την ομορφιά ας ζητούμε, αυτήν την ωραία όψη ας επιδιώκουμε, ώστε και ο Θεός να επιθυμήσει το ψυχικό μας κάλλος και να μας προσφέρει τα ουράνια και αιώνια αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
ΟΜΙΛΙΑ ΛΕ’: Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ.10,37-38
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος(:εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του περισσότερο από Εμένα, και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους άπιστους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από Εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου. Και εκείνος που δεν παίρνει τη σταθερή απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και σταυρικό ακόμη θάνατο για την πίστη του σε εμένα και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση αυτή, δεν μιμείται δηλαδή σε όλα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα)»[Ματθ. ι΄37-38].
Είδες αξίωμα διδασκάλου; Είδες πώς αποδεικνύει ότι είναι γνήσιος Υιός του Πατρός Του, και δίνει εντολή να εγκαταλείψουν τα πάντα και να προτιμήσουν τη δική Του αγάπη; «Και γιατί αναφέρω», λέγει, «φίλους και συγγενείς; Διότι κι αν ακόμη προτιμήσεις τη ζωή σου από τη δική μου αγάπη, βρίσκεσαι πολύ μακριά από τους δικούς μου μαθητές».
Τι λοιπόν; Τα λόγια αυτά δεν είναι αντίθετα προς τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης; Μη γένοιτο. Όχι μόνο δεν είναι, αλλά μάλιστα και πολύ συμφωνούν προς εκείνην· διότι και εκεί εκείνους που παρασύρονται στη λατρεία των ειδώλων, δίνει εντολή όχι μόνο να τους μισούν, αλλά και να τους λιθοβολούν. Και στο «Δευτερονόμιο» θαυμάζει αυτούς και λέγει: «ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί· οὐχ ἑώρακά σε, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω· ἐφύλαξε τὰ λόγιά σου καὶ τὴν διαθήκην σου διετήρησε(:η φυλή του Λευϊ, γεμάτη ιερό ζήλο, είπε κατά την κατασκευή του χρυσού μόσχου το οποίο σκόπευαν να προσκυνήσουν οι Ιουδαίοι ως θεό τους, προς τους στενότατους συγγενείς της, τα τέκνα προς τον πατέρα και την μητέρα: ‘’Δεν σε έχω δει άλλη φορά’’· προς τους αδελφούς: ‘’Δεν σας αναγνωρίζω ως αδελφούς’’· και προς τους υιούς: ‘’σας απαρνούμαι’’. Η φυλή του Λευϊ με την συμπεριφορά της αυτήν φύλαξε τα λόγια σου, τήρησε τη διαθήκη σου)»[Δευτ. 33,9].
Εάν βέβαια ο Παύλος δίνει πολλές εντολές σχετικά με τον σεβασμό προς τους γονείς και μας προτρέπει να υπακούμε ολοκληρωτικά σε αυτούς, να μην παραξενεύεσαι, διότι σε εκείνα μόνο μας λέγει να υπακούμε, που δεν ζημιώνουν την ευσέβεια· διότι, πραγματικά, είναι αρεστό στον Θεό να αποδίδουμε στους γονείς μας όλη την οφειλόμενη τιμή. Όταν όμως απαιτούν κάτι παραπάνω από την τιμή που τους αρμόζει, τότε δεν πρέπει να υπακούμε. Γι’ αυτό και ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του μάς αναφέρει ότι ο Ιησούς είπε: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι(:εάν κανείς έρχεται μαζί μου και δεν μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του και τη γυναίκα του και τους αδελφούς του και τις αδελφές του, εφόσον αυτοί του γίνονται εμπόδιο να με ακολουθεί, κι ακόμη εάν δεν μισεί κι αυτή τη ζωή του, εφόσον ο φόβος του να χάσει τη ζωή του τού γίνεται αιτία να με αρνηθεί, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μαθητής μου)»[Λουκ.14,26]. Δεν σε προτρέπει βέβαια να τους μισείς χωρίς αιτία, διότι αυτό είναι πάρα πολύ αντίθετο στον Νόμο του Θεού, αλλά «όταν θέλουν να τους αγαπάς περισσότερο από εμένα, τότε να τους μισήσεις για την αιτία αυτή»· διότι το γεγονός αυτό και αυτόν που αγαπάται και αυτόν που αγαπά είναι ικανό να τους καταστρέψει.
Έλεγε επίσης αυτά για να καταστήσει και τα τέκνα περισσότερο γενναία, αλλά και τους πατέρες που σκόπευαν να σταθούν εμπόδιο στην πίστη των παιδιών τους να τους κάνει πιο πράους. Πραγματικά, όταν θα έβλεπαν ότι η διδασκαλία Του έχει τόση επίδραση και δύναμη, ώστε να τους αποσπά τα τέκνα τους από κοντά τους, ασφαλώς, θα έπαυαν την αντίδρασή τους, επειδή θα διαπίστωναν ότι θα επιχειρούσαν πράγματα αδύνατα. Γι’ αυτό αφού άφησε τους μαθητές, απευθύνεται προς τους άπιστους γονείς και τους διδάσκει να μη φέρουν εμπόδια, επειδή αυτά που επιχειρούν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν.
Στη συνέχεια, για να μην αγανακτούν οι γονείς, ούτε να προβάλλουν δυσχέρειες, πρόσεξε πώς συνεχίζει τον λόγο. Αφού δηλαδή είπε: «όποιος δεν μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του», πρόσθεσε «και τη ζωή του»· διότι «γιατί», λέγει, «μου προβάλλεις τους γονείς, τους αδελφούς, τις αδελφές και τη σύζυγο; Τίποτε σε κανέναν δεν είναι περισσότερο επιθυμητό από τη ζωή, αλλά όμως εάν δεν την μισήσεις και αυτήν, θα πάθεις τα αντίθετα από όλα εκείνα που θα απολαύσει εκείνος που με αγαπά». Και μάλιστα δεν έδωσε εντολή να τη μισήσεις μόνο, αλλά να την μισήσεις τόσο, ώστε να είσαι έτοιμος να την εκθέσεις σε πόλεμο, σε μάχες, σε σφαγές και σε αίματα. «καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (:και όποιος δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί, εάν χρειαστεί, ακόμη και θάνατο σταυρικό, και δεν ακολουθεί με την σταθερή απόφαση αυτή πίσω μου, μιμούμενος σε όλα το παράδειγμά μου, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου και δεν αξίζει για μένα)». Δηλαδή, δεν είπε απλώς ότι πρέπει να είναι έτοιμοι να παραταχτούν και να αγωνιστούν μέχρι θανάτου, αλλά να είναι έτοιμοι να υποστούν βίαιο θάνατο, και όχι μόνο βίαιο, αλλά και ταπεινωτικό. Και δεν κάνει ακόμη κανένα λόγο για το δικό Του πάθος, για να εκγυμνασθούν επί του παρόντος με αυτά και να δεχθούν με μεγαλύτερη ευκολία την αναγγελία του.
Άραγε δεν αξίζει να αναρωτηθούμε, πώς, ακούγοντας όλα αυτά οι μαθητές, δεν έφυγε η ψυχή τους από το σώμα τους, αφού σε κάθε περίπτωση και ανά πάσα στιγμή οι κίνδυνοι ήσαν άμεσοι, ενώ τα αγαθά ήταν μονάχα αντικείμενα ελπίδας; Λοιπόν, γιατί δεν έφυγε η ψυχή τους; Διότι ήταν μεγάλη και η δύναμη του Ομιλούντος και η αγάπη των μαθητών Του. Γι’ αυτό αν και άκουγαν φοβερότερα και βαρύτερα από όσα έπαθαν οι μεγάλοι εκείνοι άνδρες, όπως είναι ο Μωυσής και ο Ιερεμίας, εντούτοις έμεναν πιστοί και δεν διατύπωναν καμία αντίρρηση.
«Ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν(:εκείνος που σε καιρό διωγμών θα αποφύγει το μαρτύριο και θα διασώσει τη σωματική ζωή του, θα χάσει την υψηλότερη, την ευτυχισμένη αιώνια ζωή, την οποία κερδίζει κανείς με το μαρτύριο· και εκείνος που θα θυσιάσει τη ζωή του για την πίστη του σε μένα, θα κερδίσει την υψηλότερη και ευτυχισμένη αιώνια ζωή)»[Ματθ.10,39].Είδες πόση είναι η ζημία εκείνων που αγαπούν τα επίγεια πέρα από το επιτρεπόμενο σημείο; Και πόσο είναι το κέρδος εκείνων που τα μισούν; Επειδή όμως οι εντολές ήσαν βαριές, αφού τους προέτρεπε να έλθουν σε σύγκρουση προς τους γονείς τους, τα παιδιά τους, τη φυσική τάξη, τη συγγένεια, την οικουμένη ολόκληρη και προς την ίδια τους τη ζωή, γι’ αυτό και αναφέρει και την ωφέλεια, που είναι πολύ μεγάλη. «Διότι αυτά όχι μόνο δε θα σας βλάψουν», λέγει, «αλλά και θα σας ωφελήσουν υπερβολικά, ενώ τα αντίθετα θα σας βλάψουν». Αυτό το κάνει συχνά, δηλαδή τους προσελκύει προς τις εντολές Του βασιζόμενος σε εκείνα που επιθυμούν.
Γιατί λοιπόν δεν θέλεις να περιφρονήσεις τη ζωή σου; Επειδή την αγαπάς; Λοιπόν γι’ αυτό ακριβώς να την περιφρονήσεις και τότε θα την ωφελήσεις τα μέγιστα και θα ενεργήσεις όπως ακριβώς ενεργεί εκείνος που αγαπά. Και πρόσεξε ανέκφραστη σύνεση. Διότι δεν προετοιμάζει με την εντολή αυτή τη στάση τους μόνο απέναντι στους γονείς και στα τέκνα τους, αλλά και απέναντι στη ζωή τους, που είναι το περισσότερο αγαπητό από όλα, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει αναμφισβήτητη πεποίθηση στους μαθητές εκείνο και να μάθουν ότι και τους παραπάνω με τη συμπεριφορά τους αυτήν θα ωφελήσουν περισσότερο, καθόσον βέβαια, συμβαίνει αυτό και στη ζωή, την πλέον πολύτιμη όλων.
‘’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’’
ΟΜΙΛΙΑ ΞΔ΄: Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ.19,27-30
«Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(: τότε Του αποκρίθηκε ο Πέτρος: “Να, εμείς όλα τα αφήσαμε και σε ακολουθήσαμε. Τι άραγε θα μας δοθεί ως αμοιβή;”)»[Ματθ. 19,27].
Ποια «πάντα» αφήσατε, μακάριε Πέτρε; Το καλάμι του ψαρέματος; Το δίχτυ που έπιανε τα ψάρια; Το πλοίο; Την αλιευτική σας τέχνη; Αυτά εννοείς λέγοντας «τα πάντα»; «Ναι», θα απαντούσε. «Όμως δεν τα λέγω αυτά από φιλοδοξία, αλλά για να παρουσιάσω με την ερώτηση αυτή, το πλήθος των πτωχών ανθρώπων». Επειδή δηλαδή είπε ο Κύριος: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:και ο Ιησούς του είπε: “Εάν θέλεις να είσαι τέλειος πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς. Και έλα να με ακολουθήσεις”)»[Ματθ.19,21], για να μη λέγει κάποιος από τους φτωχούς: «Τι λοιπόν; Εάν δεν έχω υπάρχοντα για να τα μοιράσω σε φτωχούς, δεν μπορώ να γίνω τέλειος;».
Γι’ αυτό ρωτά ο Πέτρος, για να πληροφορηθείς και εσύ ο πτωχός ότι δεν έχεις να ζημιωθείς σε τίποτε από την πτωχεία σου αυτήν. Ρωτά ο Πέτρος, για να μην αμφιβάλλεις καθόλου, πληροφορούμενος τούτο από τον Πέτρο (διότι ήταν ακόμη πνευματικά ατελής και δεν είχε λάβει τη χάρη του αγίου Πνεύματος), αλλά δεχόμενος την απόφαση του Διδασκάλου του Πέτρου, να πάρεις θάρρος. Όπως κάνουμε και εμείς, πολλές φορές, δηλαδή, ενώ ομιλούμε για λογαριασμό άλλων, παρουσιάζουμε ως δικά μας τα υπό συζήτηση ζητήματα, το ίδιο λοιπόν, έκανε και ο απόστολος, που ρώτησε σαν εκπρόσωπος της οικουμένης ολόκληρης· διότι το ότι γνώριζε καλά τα σχετικά με τον εαυτό του, αποδεικνύεται από όσα ειπώθηκαν προηγουμένως. Πραγματικά, αυτός που δέχθηκε από εδώ ακόμη τα κλειδιά της Βασιλείας των ουρανών, ασφαλώς, θα είχε περισσότερο θάρρος και ελπίδα για να λάβει και τα εκεί αγαθά.
Πρόσεχε, επίσης, την ακριβή ερώτηση του Πέτρου σε αυτά που ο Χριστός ζήτησε· διότι ο Κύριος δύο πράγματα ζήτησε από τον πλούσιο: να δώσει στους πτωχούς τα υπάρχοντά του και να Τον ακολουθήσει. Γι’ αυτό και ο Πέτρος τα δύο αυτά προβάλλει, το γεγονός ότι άφησε τα πάντα και το ότι ακολούθησε τον Κύριο. «Διότι, ιδού, εμείς αφήσαμε», λέγει, «τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». Η απάρνηση όμως των πάντων κατέστη δυνατή, επειδή Τον ακολούθησαν, αλλά και ευκολότερα Τον ακολούθησαν, επειδή άφησαν τα πάντα και τους προετοίμαζε να έχουν θάρρος και να χαίρονται για το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα.
Και τι απάντησε ο Χριστός; «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ(:αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεστεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο Υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας Του, θα καθίσετε και εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)»[Ματθ.19,28].
«Τι λοιπόν; Και ο Ιούδας», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «θα καθίσει στον θρόνο;». Όχι βέβαια. «Τότε γιατί ο Κύριος λέγει: ‘’εσείς θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους; Πώς θα πραγματοποιηθεί η υπόσχεση αυτή;». Άκουσε πώς και με ποιο μέσο θα εκπληρωθεί. Υπάρχει νόμος καθορισμένος από τον Θεό, που αναγνώστηκε στους Ιουδαίους μέσω του προφήτη Ιερεμία και λέγει τα ακόλουθα: «πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος ἢ ἐπὶ βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ τοῦ ἀπολλύειν, καὶ ἐπιστραφῇ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἀπὸ πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς. καὶ πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλείαν τοῦ ἀνοικοδομεῖσθαι καὶ τοῦ καταφυτεύεσθαι, καὶ ποιήσωσι τὰ πονηρὰ ἐναντίον μου τοῦ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς μου, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐλάλησα τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς(:εάν προαναγγείλω και αποφασίσω το τέλος ενός έθνους ή ότι θα εξολοθρεύσω και θα εξαφανίσω μία βασιλεία και τους πολίτες της, εάν εκείνο το έθνος επιστρέψει προς εμένα εν μετανοία, και απαρνηθεί και απομακρυνθεί από όλες τις κακίες, εγώ θα αλλάξω γνώμη σχετικά με τις θλίψεις και τιμωρίες, τις οποίες είχα σκεφτεί να επιφέρω εναντίον των ανθρώπων του λαού αυτού. Εάν αντιθέτως ομιλήσω και αποφασίσω περί ενός έθνους και ενός βασιλείου ότι θα ανοικοδομηθεί, θα φυτευτεί και θα προοδεύσει, ενώ οι άνθρωποι του έθνους αυτού πράξουν πονηρά ενώπιόν μου και δε θέλουν να ακούσουν και να υπακούσουν στη φωνή μου, τότε θα αλλάξω γνώμη σχετικά με τα αγαθά, που είχα προαναγγείλει,ότι θα αποστείλω σε αυτούς)»[Ιερ.18,7-10]. «Αυτή την ίδια μεταχείριση, λοιπόν, διαφυλάσσω και για τους αγαθούς», λέγει. «Δηλαδή, κι αν ακόμη πω ότι θα τους αναστήσω σε έθνος μέγα, δεν θα τηρήσω την υπόσχεσή μου, εάν δεν αποδειχθούν άξιοι της υποσχέσεως που τους έδωσα». Πράγμα που συνέβη και με τον άνθρωπο που έπλασε· υπόσχεται ο Κύριος στη «Γένεση»: «καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα(:και ας είστε τρόμος και φόβος σε όλα τα θηρία της γης, σε όλα τα πτηνά του ουρανού, σε καθετί που ζει και κινείται ακόμη στην ξηρά και σε όλα τα ψάρια της θάλασσας. Υπό την εξουσία σας τα έδωσα όλα αυτά)»[Γεν.9,2].Και όμως δεν συνέβη αυτό, διότι ο άνθρωπος απέδειξε τον εαυτό του ανάξιο της εξουσίας αυτής. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας.
Επομένως, για να μη γίνουν μερικοί άνθρωποι σκληρότεροι από την απελπισία τους για την τιμωρία, ούτε πάλι, άλλοι να καταστούν πιο αδιάφοροι από την υπόσχεση των αγαθών, θεραπεύει και τις δύο αυτές περιπτώσεις με όσα ειπώθηκαν παραπάνω. Σαν να λέγει, δηλαδή, «εάν σε απειλήσω, να μην απελπιστείς, διότι έχεις τη δυνατότητα να μετανοήσεις και να ανατρέψεις την απόφασή μου, όπως οι Νινευίτες. Εάν πάλι σου υποσχεθώ κάποιο αγαθό, να μην επαναπαυτείς εξαιτίας της υποσχέσεως αυτής· διότι εάν αποδειχθείς ανάξιος, δεν θα σε ωφελήσει καθόλου η υπόσχεσή μου, αλλά θα γίνει αιτία να τιμωρηθείς περισσότερο. Εγώ βέβαια σου έδωσα την υπόσχεσή μου με την προϋπόθεση να φαινόσουν αντάξιος της επαγγελίας αυτής».
Για τον λόγο αυτόν και τότε ομιλώντας προς τους μαθητές Του ο Κύριος δεν τους έδωσε μία απλή υπόσχεση. Δηλαδή, δεν τους είπε, «εσείς μόνο», αλλά πρόσθεσε: «εσείς που με ακολουθήσατε», ώστε και τον Ιούδα να θέσει εκτός, και τους μεταγενέστερους ανθρώπους να προσελκύσει· διότι αυτό δεν το είπε μόνο προς εκείνους, ούτε και προς τον Ιούδα, βέβαια, που αποδείχθηκε ανάξιος.
Στους μεν μαθητές λοιπόν, υποσχέθηκε τα μελλοντικά αγαθά, όταν τους είπε: «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους», διότι είχαν περισσότερη πνευματική κατάρτιση και δεν ζητούσαν τίποτε από τα επίγεια, στους άλλους όμως υποσχέθηκε και τα παρόντα, τα επίγεια αγαθά: «καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μη χωριστεί από μένα, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα σε αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)»[Ματθ.19,29].
Για να μη νομίσουν λοιπόν μερικοί, όταν άκουσαν το «Εσείς»[Ματθ.19,28],ότι αυτά αναφέρονταν στους μαθητές Του και μόνο(εννοώ, δηλαδή, το ότι θα απολαμβάνουν τα μεγαλύτερα αγαθά και τα πρωτεία στη μέλλουσα ζωή), γι’ αυτό και εξέτεινε τον λόγο και άπλωσε την υπόσχεσή Του σε ολόκληρη τη γη και από τα παρόντα πράγματα διαβεβαιώνει και τα μέλλοντα. Εξάλλου και προς τους μαθητές Του στην αρχή της κλήσεώς τους, όταν ήσαν πνευματικώς ακατάρτιστοι, μιλούσε με βάση τα επίγεια αγαθά. Πραγματικά, όταν τους προσκάλεσε από τη θάλασσα και τους απομάκρυνε από την τέχνη τους και τους προέτρεψε να εγκαταλείψουν το πλοίο, δεν τους έκανε λόγο για ουρανούς, ούτε για θρόνους, αλλά ομίλησε για τα πράγματα της επίγειας ζωής και είπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων(:‘’Ακολουθήστε με και θα σας κάνω ικανούς να αλιεύετε αντί για ψάρια, ανθρώπους. Αυτούς θα ελκύετε στη βασιλεία των ουρανών με τα πνευματικά δίχτυα του κηρύγματος’’)»[Ματθ.4,19]. Όταν όμως τους ανύψωσε πνευματικά, τότε πλέον τους ομιλεί και για τα πράγματα της άλλης, της ουράνιας και αιώνιας ζωής.
Αλλά τι σημαίνει η φράση «κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ»; Σημαίνει ότι θα τους κατακρίνουν. Διότι δεν πρόκειται βέβαια να καθίσουν ως δικαστές, αλλά όπως ακριβώς είπε ότι η βασίλισσα του νότου θα κατακρίνει τη γενεά εκείνη [«βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε(:η βασίλισσα της νοτιοδυτικής Αραβίας, της χώρας Σαβά, θα αναστηθεί την ώρα της τελικής κρίσεως μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατακρίνει· διότι η βασίλισσα αυτή ήλθε από την άκρη του κόσμου να ακούσει τη σοφία του Σολομώντος, ενώ ήταν γυναίκα και δεν γνώριζε τον αληθινό Θεό. Και να, εδώ πρόκειται για κάτι ανώτερο από τον Σολομώντα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς σοφός, όπως ήταν εκείνος, αλλά είμαι η ίδια η ενσάρκωση της θείας σοφίας)»[:Ματθ.12,42], όπως και οι Νινευίτες θα τους κατακρίνουν [«ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε(:Οι Νινευΐτες θα αναστηθούν στην τελική κρίση μαζί με τη γενιά αυτή και θα την κατακρίνουν· διότι εκείνοι, αν και ήταν αλλοεθνείς και ειδωλολάτρες, μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά, ο οποίος ήταν ξένος και δεν έκανε κανένα θαύμα σε αυτούς. Και να, εδώ πολύ περισσότερα συντελούν στο να γίνει δεκτό το δικό μου κήρυγμα από όσα συντελούν στο κήρυγμα του Ιωνά· διότι πριν από εμένα οι προφήτες σάς γνωστοποίησαν τον αληθινό Θεό και σας προανήγγειλαν την έλευσή μου˙ κι εγώ τόσο καιρό σας κηρύττω και σας αποδεικνύω με θαύματα καταπληκτικά ότι δεν είμαι απλός προφήτης)»[:Ματθ.12,41], κατά όμοιο τρόπο και οι απόστολοι.
Για τον λόγο αυτόν δεν είπε ότι θα κρίνουν τα έθνη και την οικουμένη, αλλά τις φυλές του Ισραήλ. Επειδή οι Ιουδαίοι και οι απόστολοι ήσαν αναθρεμμένοι με τους ίδιους νόμους, τα ίδια έθιμα και το ίδιο πολίτευμα, όταν ισχυρίζονται οι Ιουδαίοι, ότι «γι’ αυτό δεν μπορέσαμε να πιστέψουμε στον Χριστό, διότι μας εμπόδισε ο νόμος να δεχθούμε τις εντολές Του», γι’ αυτό παρουσιάζει τους αποστόλους στο μέσο, που δέχθηκαν τον ίδιο νόμο και όμως πίστεψαν, και έτσι θα κατακρίνουν όλους εκείνους. Πράγμα που ήδη το είπε σε άλλη περίπτωση όταν έλεγε: « Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν(:κι αν εγώ με τη σύμπραξη του Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς ισχυρίζεστε, οι μαθητές και τα πνευματικά σας τέκνα που εξορκίζουν δαιμόνια, με ποιανού τη δύναμη τα βγάζουν; Γι’ αυτό εκείνοι τους οποίους δεν κατηγορείτε, αλλά αφήνετε ελεύθερα να εξορκίζουν, θα είναι δικαστές, οι οποίοι θα καταδικάσουν την υποκρισία και τον φθόνο σας)»[Ματθ.12,27].
«Και τι το σπουδαίο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «υποσχέθηκε σε αυτούς, εάν εκείνο που έχουν οι Νινευίτες και η βασίλισσα του νότου, το έχουν και οι απόστολοι;». Εκτός όμως από αυτά, και άλλα πολλά υποσχέθηκε σε αυτούς προηγουμένως, αλλά και στη συνέχεια υπόσχεται και άλλα· επομένως, δεν θα είναι αυτό μόνο το έπαθλό τους. Εξάλλου, και με την υπόσχεσή του αυτή στην παρούσα περίπτωση άφησε να εννοηθεί κάτι παραπάνω από εκείνους. Πραγματικά, όσον αφορά εκείνους, είπε απλώς: «Άνδρες Νινευίτες θα αναστηθούν και θα κατακρίνουν τη γενεά αυτή» και «Η βασίλισσα του νότου θα την κατακρίνει».
Όμως για τους αποστόλους δεν μίλησε έτσι. Και πώς ομίλησε; «Εσείς που με έχετε ακολουθήσει εδώ στη γη, όταν στη συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθεί νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο Υιός του ανθρώπου καθίσει επάνω στον ένδοξο θρόνο Του, τότε και εσείς θα καθίσετε επάνω σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ»[Ματθ.19,28], λέγει, για να δηλώσει ότι θα συμβασιλεύσουν και ότι θα συμμετάσχουν στην δόξα εκείνη. «Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν (: αν δείχνουμε υπομονή, τότε και θα βασιλέψουμε μαζί με Εκείνον)»[Β΄Τιμοθ. 2,12], λέγει ο Παύλος. Βέβαια, οι θρόνοι δεν φανερώνουν καθέδρα, διότι μόνο ο Κύριος κάθεται στην έδρα και κρίνει, αλλά με τους θρόνους άφησε να φανεί η απερίγραπτη τιμή και η δόξα.
Στους αποστόλους λοιπόν αυτά είπε ο Ιησούς, ενώ σε όλους τους άλλους ανθρώπους που θα τηρήσουν τις εντολές Του, υποσχέθηκε ζωή αιώνια και εκατονταπλάσια αγαθά στην παρούσα ζωή. Εάν όμως αυτά τα υποσχέθηκε στους άλλους, πολύ περισσότερο τα υποσχέθηκε στους αποστόλους και αυτά και όλα τα πράγματα της επίγειας ζωής. Και αυτό άλλωστε εκπληρώθηκε· διότι άφησαν οι μαθητές το ψαροκάλαμο και τα δίκτυα και εξουσίαζαν καθ’ ολοκληρίαν τις περιουσίες όλων των Χριστιανών , την αξία των σπιτιών και των χωραφιών και αυτά τα σώματα των πιστών. Πραγματικά, πολλές φορές οι πιστοί προτίμησαν και να σφαγούν ακόμη για χάρη των αποστόλων, όπως μαρτυρεί για πολλούς ο Παύλος, όταν λέγει: «Μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι (:δίκαια βέβαια σας επαινούσαν και σας μακάριζαν· διότι μπορώ να βεβαιώσω εσάς ότι εάν ήταν δυνατόν, και τα μάτια σας ακόμη θα βγάζατε και θα μου τα δίνατε. Τόσο πολύ με αγαπούσατε)»[Γαλ.4,15].
Όταν λοιπόν ο Κύριος λέγει: «καθένας που άφησε τη γυναίκα του»[Ματθ.19,29], δεν το λέγει για να διαλύονται εύκολα και χωρίς λόγο οι γάμοι, αλλά όπως εκείνο που έλεγε για την ψυχή, ότι «εκείνος που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε εμένα, θα κερδίσει αυτήν»[Ματθ.10,39], δεν το έλεγε για να φονεύουμε τους εαυτούς μας, ούτε για να χωρίζουμε την ψυχή μας από εδώ από το σώμα, αλλά για να θέτουμε την ευσέβεια υπεράνω πάντων, το ίδιο λέγει και για τη γυναίκα και τους αδελφούς. Νομίζω όμως ότι εδώ υπαινίσσεται και τους διωγμούς. «Επειδή δηλαδή υπήρχαν πολλοί πατέρες που παρέσυραν τα παιδιά τους στην ασέβεια και γυναίκες τους άντρες τους, γι’ αυτό» λέγει, «όταν δίνουν παρόμοιες συμβουλές να μην τους θεωρείτε ούτε συζύγους, ούτε πατέρες». Πράγμα βέβαια που και ο Παύλος έλεγε: «εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός(:εάν όμως ο άπιστος σύζυγος επιθυμεί και θέλει χωρισμό, ας χωρίζεται από αυτόν η Χριστιανή γυναίκα. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι δεσμευμένος ο πιστός ή η πιστή. Ο Θεός μάς έχει καλέσει να ζούμε με ειρήνη εσωτερική και με ειρήνη προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθό να ταλαιπωρείται ο πιστός σύζυγος από τις έριδες και τις διαμάχες της άπιστης συζύγου)»[Α΄Κορ.7,15].
Αφού λοιπόν εξύψωσε το φρόνημα όλων και τους έπεισε να έχουν θάρρος και για τους εαυτούς τους και για την οικουμένη ολόκληρη, πρόσθεσε: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι(:πολλοί που στον κόσμο αυτόν, εξαιτίας των αξιωμάτων τα οποία κατέχουν και όχι εξαιτίας της αρετής τους, είναι πρώτοι, στη βασιλεία των ουρανών θα είναι τελευταίοι και πολλοί που στον κόσμο αυτόν θεωρούνται τελευταίοι, θα είναι εκεί πρώτοι)»[Ματθ.19,30]. Αυτό αν και ειπώθηκε αόριστα και αναφέρεται σε πολλές κατηγορίες ανθρώπων, εντούτοις ειπώθηκε και γι’ αυτούς και για τους Φαρισαίους που δεν πίστευαν. Το ίδιο είπε και προηγουμένως: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων(:σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών· ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριχτούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους)»[Ματθ. 8,11-12].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλίες ΛΔ΄, ΛΕ΄ και ΞΔ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμοι 10 και 11Α, σελίδες 477-491, 499-507 και 234-245 .
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμοι 65, σελ. 180-196 (ή: 91-95 του PDF) και 67, σελ.201-213 (ή:97-98 και 101 – 103 του PDF)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΩΣ ΟΜΟΛΟΓΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-6-1994]
(Β300)
Ο Χριστός, αγαπητοί μου, είπε εις τους μαθητάς Του και δι’ αυτών προς όλους τους πιστούς όλων των αιώνων και εποχών, έναν βαρυσήμαντο λόγο. Τους είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»· που σημαίνει ότι ο Χριστός ζητά την ομολογία μας υπέρ του προσώπου Του ενώπιον των ανθρώπων.
Πώς όμως αυτή η ομολογία του Χριστού μπορεί να εκφραστεί; Με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος, με την ορθόδοξη πίστη. Ο δεύτερος τρόπος, με την ορθόδοξη ευαγγελική ζωή, με το ευαγγελικό ήθος. Και ο τρίτος τρόπος, ως ιεραποστολή. Με αυτούς τους τρόπους μπορούμε να ομολογήσουμε τον Χριστό. Όχι με ένα μόνο, ερήμην των άλλων δύο. Αλλά και με τους τρεις τρόπους.
Ας προσπαθήσουμε μία προσέγγιση εις αυτούς τους τρόπους ομολογίας του θεανθρωπίνου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά πριν κάτι πούμε, θα πρέπει να σημειώσουμε τα κίνητρα εκείνα τα οποία μας ωθούν εις την ομολογίαν της Ορθοδοξίας. Είναι πρώτιστα η αγάπη του Χριστού. Αν δεν αγαπάς τον Χριστό, είναι αδύνατον, αδύνατον να τον ομολογήσεις. Η αγάπη υπερνικά ακόμη και αυτόν τον θάνατον· εξ ου και το μαρτύριον. Η αγάπη θα δώσει το θάρρος, αλλά και το άοκνον, το ατεμπέλιαστο, το άοκνον της ομολογίας του Χριστού ισοβίως.
Και όταν λέμε ότι ομολογούμε τον Χριστόν, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ομολογούμε την Ορθοδοξία. Ή αν ομολογούμε την Ορθοδοξία, ομολογούμε τον Χριστό. Γιατί, απλούστατα, Χριστός και Ορθοδοξία ταυτίζονται. Τι είναι η Ορθοδοξία; Ο ορθόδοξος τρόπος αναφοράς εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Η ορθόδοξος ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι Ορθοδοξία. Σημαίνει λοιπόν ομολογία της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως του Ιησού Χριστού· με ό,τι μας αποκαλύπτεται στο θεανθρώπινο πρόσωπό Του μέσα στον λόγο του Θεού, μέσα στην Αγία Γραφή. Και η ομολογία προϋποθέτει κάποια γνώση, βεβαίως, του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Αν δεν έχουμε αυτήν την γνώση, τι θα ομολογήσουμε; Τι θα δείξουμε;
Όταν ερωτήθηκε εκείνος ο τυφλός, που τον θεράπευσε ο Κύριος, αν πιστεύει εις τον Χριστόν, που ο Κύριος του το είπε αυτό, εκείνος είπε: «Ποιος είναι;». «Εγώ είμαι», λέει ο Κύριος, «Αυτός που σου άνοιξα τα μάτια». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω.» και προσεκύνησε αυτόν. Τον προσεκύνησε τον Κύριο. Την ίδια στιγμή γίνεται ομολογητής του Χριστού. Και μάλιστα ομολογητής εις τους Φαρισαίους· οι οποίοι, δεν ήθελαν, αμφέβαλλαν για το θαύμα, αμφέβαλλαν δια την ποιότητα του Ιησού Χριστού. Και μάλιστα, επειδή ακριβώς επέμενε ο τυφλός και τους έλεγε «Μα σας είπα και σας το ξαναείπα, ότι Αυτός μου άνοιξε τα μάτια», εθεωρήθηκε και θεωρείται ο πρώτος ομολογητής του Χριστού. Και επειδή τον έβγαλαν έξω με λοιδορία, «Φύγε από δω» -του είπαν- «εσύ όλος ἐν ἁμαρτίαις υπάρχεις κι εσύ διδάσκεις εμάς;». Γι΄αυτό θεωρείται και ο πρώτος μάρτυς του Χριστού. Ομολογητής και μάρτυς Χριστού. Ο πρώτος.
Ακόμη, θα ήθελα να πούμε ότι η ομολογία του Χριστού είναι ένα χάρισμα. Δεν μπορείς να ομολογήσεις τον Χριστό, αν δεν έχεις αυτό το χάρισμα, το οποίο θα σου δώσει το Πνεύμα το Άγιον· το οποίον θα σου το δώσει, γιατί αυτό σου δείχνει ποιο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, για να Τον ομολογήσεις. Εάν λοιπόν δεν έχεις το Πνεύμα του Θεού, δεν μπορείς επ’ ουδενί να είσαι ομολογητής του Χριστού.
Ο Χριστός είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ» κλπ. Εκείνος ο οποίος θα ομολογήσει- προσέξτε- ἐν ἐμοὶ». Δεν είπε «ἐμέ». Παρακάτω το λέει «ἐμέ». Που αναφέρεται σε εκείνους που αρνούνται τον Χριστόν. Εκείνος που θα με αρνηθεί» Εδώ λέγει «Εκείνος που θα ομολογήσει «ἐν ἐμοὶ». Αυτό το «ἐν ἐμοὶ» σημαίνει, βοηθούμενος από μένα για να με ομολογήσει. Κι όπως λέγει σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεικνύς ότι (δείχνοντας ότι) οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλά τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν». Δεν ομολογεί από δικές του δυνάμεις, αλλά από την άνωθεν χάρη, από το Πνεύμα το Άγιον. Περί δε τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν ἐν ἐμοὶ (Για εκείνον ο οποίος αρνείται δεν είπε «ἐν ἐμοὶ») ἀλλά ἐμέ. Ἒρημος γάρ γενόμενος τῆς τοῦ Θεοῦ δωρεᾶς, οὓτως ἀρνεῖται». Έρημος από την δωρεά του Θεού, έρημος από το Πνεύμα το Άγιον, φθάνει να με αρνηθεί. Μη μου πείτε, τότε εκείνος που αρνείται, τι φταίει αν στερείται του Αγίου Πνεύματος; Ω! Το κλειδί όλων αυτών των πραγμάτων και πλήθος άλλων, είναι η προαίρεσις. Αν η προαίρεσις, αγαπητοί μου, είναι στραβή, αυτό το βλέπει ο Θεός. Και δεν σου δίνει τη Χάρη. Δεν σου στέλνει το Πνεύμα το Άγιον. Δεν φταίει ο Θεός, για να μη σου δώσει τη χάρη Του, το Πνεύμα το Άγιον. Αλλά η δική σου η κακή προαίρεσις· η οποία αποκλίνει από τον κακό τρόπο της ζωής σου. Συνήθως, όχι απολύτως, αλλά συνήθως. Γιατί, πόρνες κάποτε ομολογούν τον Θεόν. Αλλά συνήθως, η προαίρεσις είναι το κλειδί όλης μας της ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Όλο το κακό εκπηγάζει όχι από τον διάβολο, από μας. Και από τον διάβολο, αλλά, γιατί τάχα, δεν υπάρχει ο διάβολος και για τους ευσεβείς; Από την προαίρεσή μας, την κακή προαίρεσή μας, από εκεί πηγάζει.
Αλλά ύστερα από αυτά τα λίγα που είπαμε σχετικά με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις να φθάσουμε να ομολογήσουμε τον Χριστό, ας δούμε τώρα αυτές τις τρεις μορφές που προηγουμένως σας ανήγγειλα.
Η πρώτη μορφή ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως είναι η ομολογία του Χριστού ορθοδόξως. Δηλαδή η αντιμετώπισις των αιρέσεων. Τι είναι η αίρεσις; Η απόκλισις από την ορθήν πίστιν, η στραβή ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Όπως επί παραδείγματι, μπορούσε να λέγει ο Αρειανισμός ότι δεν είναι Θεός, αλλά μόνον άνθρωπος. Ή να λέει κάποια άλλη αίρεσις: «Δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι Θεός μόνον», κ.ο.κ. ·ότι «η Παναγία δεν είναι Θεότοκος· είναι Χριστοτόκος»· κ.λπ. κ.λπ. κλπ. Όσες ποτέ ενεφανίσθησαν αιρέσεις. Δηλαδή στον κοινόν χώρον της πίστεως, εμφανίζονται άνθρωποι, οι οποίοι έχουν διαφορετική ερμηνεία και αντίληψη για την πίστη. Όλες οι αίρεσεις γεννήθηκαν μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας· όχι απέξω, μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας.
Συνεπώς τι είναι εδώ η ομολογία του Χριστού; Είναι η ορθόδοξος ομολογία σε εκείνους που έχουν διαφορετική αντίληψη για τον Χριστόν. Και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την αίρεσιν λέγονται ομολογηταί. Και μάλιστα αν τύχουν και μαρτυρίου, όπως είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως είναι ο άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός, που του έκοψαν τη γλώσσα, όπως είναι όποιος είναι, και λοιποί τόσοι πολλοί, αυτοί ανεδείχθησαν κατά καιρούς εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών.
Ομολογία ακόμη λέγεται όταν ο πιστός σταθεί μπροστά στην ειδωλολατρία· η οποία στρέφεται ως διώκτης κατά της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος έναντι του ειδωλολατρούντος Ιουλιανού του Παραβάτου του αυτοκράτορος, στάθηκε εδραίος. Κι όταν είπε ό,τι είπε, «Ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς», είπε εις τον Μόδεστον τον Έπαρχον: «Αυτά που σου είπα, να τα ακούσει και ο βασιλιάς!», «ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς». Ομολογητής! Έναντι της ειδωλολατρίας. Έτσι, ο κάθε πιστός, ομολογεί τον Χριστόν. Είτε έναντι των αιρέσεων είναι, είτε έναντι της ειδωλολατρίας, ομολογεί τον Χριστόν, ως τον μοναδικό σωτήρα Θεάνθρωπον Ιησούν.
Όταν χλευάζεται ακόμη ο Χριστός από Χριστιανούς -αλίμονο, και από μη Χριστιανούς- σταθεί και υπερασπιστεί το πρόσωπο το ανθρώπινον του Χριστού. Όταν ακόμη, Χριστιανοί μας αρνούνται το Ευαγγέλιο, είτε επιλεκτικώς είτε καθ΄ολοκληρίαν, συνήθως επιλεκτικώς, «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει το Ευαγγέλιο», «δεν συμφωνώ με εκείνο που λέει το Ευαγγέλιο», ο ομολογητής θα υπερασπιστεί το Ευαγγέλιο. Παντού. Μέσα στην καθημερινότητα, μέσα στην εργασία, στο σπίτι, στο δημόσιο βίο. Όταν ο Χριστός, υποτιμάται και πρέπει να μιλήσουμε γι’ Αυτόν ή να διορθώσουμε αν δεν υπάρχει κακή προαίρεσις ή να επιτιμήσουμε εάν υπάρχει κακή προαίρεσις, κακοπιστία, θα επιτιμήσομε, θα επιπλήξομε. Όλα αυτά σημαίνουν ομολογώ τον Χριστόν. Δεν ντρέπομαι. Δεν υποστέλλω την αλήθειαν. Δεν συρρικνούμαι.
Δεν είμαι…τέκνον υποστολής, που λέει στην Προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος. Σιωπώ, και η σιωπή μου είναι προδοσία. Η σιωπή μου… γιατί σιωπώ; Κινείται από ανθρωπαρέσκεια. Για να μην πουν για μένα ότι…να, ότι…να. Προτιμώ να αρέσω εις τους ανθρώπους, παρά εις τον Θεόν. Αλήθεια, αδελφέ μου, αν σου ‘βριζαν τον Πατέρα, τη γυναίκα ή τον άνδρα ή το παιδί σου, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν το παιδί σου ότι είναι νόθο, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είναι ο υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, ίδια είναι βλασφημία, μόνο εξαιρετικά μεγεθυμένη, επειδή δεν αναφέρεται στο παιδί σου αλλά αναφέρεται εις τον Υιόν του Θεού; Θα σιωπούσες; Και τότε η σιωπή σου δεν είναι προδοσία;
Ακόμη, αγαπητοί, ομολογία Χριστού ασκώ όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το βίωμα, με το ευαγγελικόν ήθος, με τον ορθόν κατά Θεόν βίον. Δηλαδή, με την ορθοπραξίαν. Όχι με την ορθοδοξίαν μόνον, αλλά και με την ορθοπραξίαν, με την ορθή βιωτήν. Ο Κύριος μας είπε: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τι είπε; «Να ιδούν οι άνθρωποι τα καλά σας έργα, τον καλό σας τρόπο, τον σωστό σας ευαγγελικό βίο για να δοξαστεί ο Θεός». Αυτό είναι. Έτσι ομολογούμε τον Χριστόν, ζώντες την ευαγγελικήν αλήθειαν. Αν δεν ζω ευαγγελικά, δεν ομολογώ Χριστόν. Γιατί δείχνω στην πράξη την απιστία μου. Αν υποτεθεί ότι λέγω ότι είμαι ορθόδοξος Χριστιανός και η ζωή μου είναι βρώμικη, τότε είμαι ένας υποκριτής. Αν δεν ζω την εγκράτεια, αν μετέρχομαι τα σαρκικά αμαρτήματα, αυτά που οι άνθρωποι, οι χριστιανοί μας σήμερα κατά κόρον ζουν, τα σαρκικά αμαρτήματα, δεν μπορώ να λέγομαι ότι ομολογώ Χριστόν. Αν δεν είμαι ελεήμων και είμαι φιλάργυρος, δεν μπορώ να πω ότι ομολογώ τον Χριστόν. Η πρώτη εικόνα που θα δώσω εις τους απέξω, όχι βεβαίως προβάλλοντας τον εαυτόν μου, αλλά εν απλότητι ζώντας, η πρώτη εικόνα την οποία θα δώσω εις τους απέξω, θα είναι ο τρόπος με τον οποίο ζω. Λέγεται ότι οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο στα μάτια τους, παρά στα αυτιά τους. Όχι τι λες, αλλά πώς ζεις. Φυσικά ο Χριστός είπε: «Μεγάλος είναι εκείνος ο οποίος θα διδάξει και θα ζήσει το Ευαγγέλιον». Δηλαδή «θα με ομολογήσει και με τη διδαχή του, αλλά και με τη ζωή του».
Σήμερα, δεν ξέρω, αλήθεια, δεν ξέρω, κατά πόσο χωλαίνει η Ορθοδοξία μας, τουλάχιστον στην πατρίδα μας. Αλλά εκεί που πάσχομε κυριολεκτικά και αρνούμεθα τον Χριστό, είναι αγαπητοί μου, η απουσία της ορθοπραξίας. Αν βρεθούμε σε μία πόλη, δούμε τους ανθρώπους πώς κινούνται, κέντρα νυκτερινής διασκεδάσεως, ποικίλα στοιχεία μεσ’ την πόλη αυτή που υπάρχουν, θα λέγαμε ότι δεν ξέρομε αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πόλις αυτή είναι χριστιανική ή ειδωλολατρική. Σε τι θα διέφερε παρακαλώ η πόλις η χριστιανική, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, δεν ξέρω ποια, η πόλις, εάν ζει κατά τρόπον, όπως ζει, από του να ήτο χριστιανική πόλις; Το ίδιο είναι. Το ίδιο ζούμε. Γι΄αυτό σας είπα, αμφιβάλλω αν και κατά πόσο στην πατρίδα μας αυτή τη στιγμή, έξω από μεμονωμένες περιπτώσεις, αν ζούμε με ορθοπραξία. Γι’αυτό διαμαρτύρεται ο Θεός και λέγει: «Δι᾿ ὑμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι». «Εξαιτίας σας βλασφημείται το όνομά μου εις τους εθνικούς». Κι ακόμη θα πει ο Θεός δια του Ησαΐου: «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ». Μόνο με τα χείλη του με τιμάει. Γεμίζομε την Εκκλησία τα χείλη του με τιμά. Γεμίζομε την Εκκλησία το Πάσχα…όχι, το Πάσχα φεύγομε, πάμε να φάμε τη μαγειρίτσα μας, την Μεγάλη Παρασκευή, ε, την ώρα που κάνομε την περιφορά του Επιταφίου, σαχλαμαρίζοντες κατά τη διάρκεια της λιτανείας του ιερού κουβουκλίου. Τι φοβερό πράγμα! Αν κάποιος από μακριά έβλεπε, θα έλεγε «Κοίταξε οι Χριστιανοί…». Έστω, έστω, έστω επιφανειακά, έστω εξωτερικά, αυτό προδίδει ότι είμεθα ορθόδοξοι Χριστιανοί, με ορθοδοξία και ορθοπραξία;
Σας είπα προηγουμένως αυτά σε μικρογραφία. Αλλά οι Χριστιανοί έναντι των εθνών που δεν εγνώριζαν Χριστόν, πώς στάθηκαν; Το ίδιο. Θα περιοριστώ σε τούτο να σας πω μόνον. Όταν η λεγομένη Χριστιανική Ευρώπη ξεκίνησε την αποικιοκρατία της στις άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, μόνο εικόνα Χριστού δεν έδωσε. Είχε πει ο Γκάντι κάποτε· Είχαν δεχθεί οι Ινδοί των Άγγλων την κατοχήν και είχε πει: «Καλός είναι ο Χριστιανισμός, αλλά πολύ κακοί είναι οι Χριστιανοί». Βλέπετε λοιπόν; Βλέπετε λοιπόν τι εικόνα δίδομε εις τους άλλους για την ορθότητα του Ευαγγελίου, για το Ευαγγέλιον και δια την ορθότητα του βίου του ευαγγελικού; Πάντως είτε με ορθά λόγια, είτε με ευαγγελικόν ήθος, ο άνθρωπος γίνεται ομολογητής Χριστού.
Είναι όμως και η τρίτη μορφή ομολογίας του Χριστού. Είναι η ιεραποστολή. Κίνητρον της ιεραποστολής είναι η αγάπη στον Χριστό και στον άνθρωπο, για να σωθεί. Ο Χριστός να δοξαστεί. Ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος να σωθεί. Εκεί ομολογούμε τον Χριστόν και είναι κατεξοχήν ομολογία αγάπης. Όταν ο Κύριος είπε εις τον Απόστολο Πέτρο μετά την Ανάστασή Του, εκεί παρά την λίμνην της Τιβεριάδος, «Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με πλεῖον τούτων;». Τρεις φορές το είπε: «Σίμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από τους άλλους;». Και ενώ ο Πέτρος είπε «Ναί, Κύριε, φιλῶ σε», «Σε αγαπώ», και μάλιστα όταν ο Κύριος το επανέλαβε και δια τρίτην φοράν, ο Πέτρος ελυπήθη. «Αμφιβάλλει ο Κύριος εάν τον αγαπώ;». Και στις τρεις περιπτώσεις ο Κύριος απήντησε κάπως διαφορετικά, αλλά το ίδιο νόημα. «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». «Μ’ αγαπάς;». «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τι σημαίνει αυτό; «Εάν μ’ αγαπάς, οφείλεις να ασκείς ποιμαντική και ιεραποστολή. Δεν μπορείς να με αγαπάς, εάν δεν ασκείς ποιμαντική εις τους άλλους, δεν ασκείς την ιεραποστολή». Ποιμαντική λέγεται -…το ίδιο πράγμα ουσιαστικά είναι- αλλά με μία διάκριση, ότι η ποιμαντική ασκείται εις τους έσω, εις τους πιστούς, ενώ η ιεραποστολή εις τους έξω, εις εκείνους που ακόμη δεν εγνώρισαν τον Χριστόν. Έτσι βλέπομε εδώ ο Κύριος να συνδέει την αγάπη με την ιεραποστολή. Και η ιεραποστολή απαιτεί πολλές θυσίες. Ακόμη και αυτής της ζωής την θυσίαν.
Κι αν όμως κανείς δεν μπορεί, έχει τον πόθο, δεν μπορεί να βγει πιο έξω, να βγει στο μέτωπο, να κηρύξει Χριστόν ως ιεραπόστολος… -αυτή την στιγμή έχομε τρία κλιμάκια εμείς οι ορθόδοξοι Έλληνες… Το ένα είναι στην Αφρική, το άλλο είναι στη Νότια Κορέα και το άλλο είναι στις Ινδίες. Κι όπου αλλού μπορεί μικρά κλιμάκια να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να ζήσεις στις συνθήκες της Αφρικής. Κάτω από φοβερές όντως προϋποθέσεις. Δεν μπορείς. Ποθείς; Κάνε κάτι άλλο. Δώσε τα αναγκαία δια την ιεραποστολήν. Στάσου εις τα μετόπισθεν. Δεν πολεμούν όλοι στα σύνορα ενός κράτους. Είναι και τα μετόπισθεν. Είναι η τροφοδοσία. Είναι ο εφοδιασμός. Είναι όλα εκείνα που θα βοηθήσουν τους πολεμούντας εις την πρώτην γραμμήν. Δεν μπορείς λοιπόν να γίνεις ιεραπόστολος; Βοήθησε όμως τους ιεραποστόλους. Δώσε χρήματα. Δώσε σκεύη, πράγματα. Κάνε προσευχή. Κάνε προσευχή δια τους ιεραποστόλους. Κάνε προσευχή δια τους μέλλοντας να κατηχηθούν ή τους κατηχουμένους, για να φθάσουν εις το άγιον Βάπτισμα.
Αγαπητοί, όλες αυτές οι μορφές είναι ομολογία Χριστού. Κι όπως είπαμε, η ομολογία του Χριστού ξεκινά από την πολλήν αγάπη του Χριστού. Και την αγάπη του πλησίον. Ίσως… πολλά είναι τα σπουδαία και τα καλά και τα αναγκαία έργα, αλλά κορυφαίον όμως είναι η ομολογία του Χριστού. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πάντα δεύτερα τίθεσθε τῆς ὁμολογίας τῆς εἰς Χριστόν». Όλα μπαίνουν δεύτερα, κατοπινά, μπροστά στην ομολογία του Χριστού. Θέλετε απόδειξη; Και ο ληστής επί του σταυρού, δεν είχε περιθώρια καλών έργων. Αλλά ομολόγησε τον Χριστόν και σώθηκε. Και η ομολογία, όπως είπαμε, έχει μέσα της το μαρτυρικό στοιχείο. Δεν μπορείς να ομολογείς Χριστόν και να μη ζεις το μαρτύριον. Είτε σαν αναστεναγμός για το κακό που γίνεται, για τους ανθρώπους που απωθούν και δεν θέλουν να δεχθούν Χριστόν. Είναι το μαρτύριο των καταστεναζόντων, που λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, για ό,τι άσχημο έβλεπαν μέσα εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Είναι, σε ένα κόσμο διεφθαρμένο που ζεις αδερφέ μου και αναστενάζεις που δεν δέχεται τον Χριστό, είναι σαν τον δίκαιο Λωτ. Λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «Καταπονούμενον (Κοιτάξτε το ρήμα: «Καταπονούμενον». Κατεπονείτο. Εστενοχωρείτο, υπέφερε) ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς». Όταν ζούσε μέσα σε εκείνη τη βρωμερή, ανήθικη πόλη των Σοδόμων, ο Λωτ ήτο καταπονούμενος.
Είτε ακόμη σαν λοιδορία του κόσμου. Όπως εκείνον τον τυφλόν που τον πέταξαν έξω. « Α, αυτός, αυτός ο χαζός, αυτός ο θρησκόληπτος». Τον θρησκευόμενον τον λένε θρησκόληπτον. Κοροϊδεύουν. «Αυτός που είναι περιθωριοποιημένος, στο περιθώριο βρίσκεται». Αυτόν ο οποίος δίδει ακόμα τον εαυτό του, την ψυχαγωγία του, δαπανάται. Αυτός που δίνει ακόμα και το αίμα Του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όλα αυτά συνιστούν το μαρτυρικό στοιχείο. Ομολογητής και μάρτυρας πάνε πλάι πλάι. Το ένα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το άλλο. Όλοι οι μάρτυρες είχαν την ομολογία. Αλλιώτικα δεν θα ήσαν μάρτυρες. Και ο Κύριος μας είπε ότι όταν Τον ομολογήσουμε μπροστά στους ανθρώπους, με την όποια στάση τους, τότε κι Εκείνος θα μας ομολογήσει ως δικούς Του εν ημέρα κρίσεως, ενώπιον του Πατρός Του, ενώπιον των αγίων αγγέλων και των αγίων.
Αγαπητοί, είναι θέμα αγάπης η ομολογία. Ας αναπτύξουμε την αγάπη και τότε θα έλθει και η ομολογία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_605.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-6-1997]
[Β357] Έκδοσις Β΄
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας τιμά πάντας τους αγίους, τους γνησίους φίλους του Θεού και ευεργέτας αληθινούς των πιστών. Είναι εκείνοι που όσο ζούσαν, επίστευσαν εις τον Θεόν και επολιτεύθησαν κατά Θεόν. Γι’ αυτό είναι οι πρωτότοκοι του Θεού· που είναι απογεγραμμένοι εις τον ουρανόν. Και είναι πρωτότοκοι, γιατί θα τύχουν όλοι της μεγάλης και μοναδικής κληρονομίας, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Όσοι θα είναι εις την Βασιλείαν του Θεού, λέγονται «πρωτότοκοι».
Και ελέχθη εις τους αγίους και εις τους μάρτυρας, όπως μας καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως: «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καί αὐτοί». Αυτό το «ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν» είναι ο χρόνος από την στιγμήν που αυτοί έφυγαν από τον κόσμον αυτόν, έως την ανάσταση των νεκρών. Τον αποκαλεί «χρόνον μικρόν». Και ακόμη, όταν λέγει: «ἕως πληρώσωσι, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν καί οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καί οἱ ἀδελφοί αὐτῶν», εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να αποκτανθούν όπως και αυτοί», δείχνει ότι διαρκώς εις την Εκκλησίαν προστίθενται άγιοι. Έως το τέλος της Ιστορίας. Έως τον δεύτερο ερχομό του Ιησού Χριστού. Η μνήμη των συνεπώς δεν έχει παρελθοντολογικό χαρακτήρα, αλλά επίκαιρον και δυναμικόν.
Οι Άγιοι Πάντες είναι εκείνοι που διέκριναν την σχετικότητα του κόσμου και των αγαθών του κόσμου τούτου και επροτίμησαν και αγάπησαν περισσότερο τον Κτίστην παρά την κτίσιν και τα αγαθά που δίνει ο Θεός. Και γι’ αυτή των την αγάπη και βαθιά πίστη και αφοσίωση, όπως ακούσαμε στη σημερινή αποστολική περικοπή από την προς Εβραίους επιστολή, να μας καταγράφει ο Απόστολος Παύλος: «Ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον(:έλαβον πείραν, δοκίμαζαν εμπαιγμούς και μάστιγες)· ἔτι δέ δεσμῶν καί φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν (:λιθοβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν (:πριονίστηκαν), ἐπειράσθησαν (:έγιναν αντικείμενον πολλών πειρασμών) ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἕν μηλωταῖς (:γύριζαν στον κόσμο με προβιές) ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν (:των οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος(:Ο κόσμος δεν ήταν ούτε είναι άξιος των αγίων)».
Και πράγματι, δεν είναι άξιος ο κόσμος, των αγίων. Γιατί ο κόσμος είναι μακριά από τον Θεό. «Κόσμος» με την έννοια την ηθική, με την έννοια την πνευματική. Αυτός ο οποίος στέκεται εχθρικά απέναντι εις τον Θεόν. Εκείνο που λέγει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τα ἐν τῷ κόσμῳ». Εννοεί μην αγαπάτε όλα εκείνα τα σχήματα τα οποία έχουν απομακρυνθεί από τον Θεό. Αυτός είναι ο κόσμος. Ούτε ό,τι υπάρχει εις τον κόσμον, εννοείται τα καμώματα του κόσμου τούτου. Και όχι βεβαίως την φύσιν, την κτίσιν, όχι βεβαίως τους ανθρώπους, τους ανθρώπους. Αλλά αυτό το σχήμα –θα το πω δια τρίτη φορά- που στέκεται μακριά από τον Θεό. Και θα στέκεται. Και πάντα θα στέκεται, έως το τέλος της Ιστορίας. Μ’ αυτήν την έννοιαν «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον». Είναι καταπληκτικό. Γιατί εκείνος που αγαπά τον κόσμον, συσχηματίζεται με τον κόσμον.
Κι ακόμα, εάν μεν ο κόσμος δεν είναι άξιος των αγίων, όμως ο κόσμος έχει αμεσότατη ανάγκη από τους αγίους. Η παρουσία των αγίων συνιστά τον κόσμον και δίνει νόημα υπάρξεως εις τον κόσμον. Αν δεν υπήρχαν οι άγιοι, δεν θα είχε λόγον υπάρξεως ο κόσμος. Μας το λένε σαφώς οι Πατέρες και μάλιστα οι πρώιμοι Πατέρες. Γιατί πολλές φορές κι εμείς το λέμε: «Πώς μας ανέχεται ο Θεός; Με τόσην αμαρτίαν;». Αν ο κόσμος υπάρχει, είναι γιατί υπάρχουν οι Άγιοι. Ναι. Όπως ο Θεός ηνείχετο τα Σόδομα, γιατί εκεί κατοικούσε ο Λωτ, ο ανιψιός του Αβραάμ, που ήταν δίκαιος. Βλέπετε λοιπόν ότι ο κόσμος ουσιαστικά -μόνον που δεν το γνωρίζει- έχει ανάγκη από τους αγίους, γιατί οι άγιοι είναι εκείνοι οι οποίοι συντηρούν την παρουσία των ανθρώπων, την ύπαρξιν των ανθρώπων.Και εκτός από την παρουσία των ζώντων αγίων, δηλαδή των πιστών, που πολιτεύονται ευαρέστως στον Θεό και την μνήμη των ζησάντων αγίων και το θαυμαστόν προς μίμησιν παράδειγμά των, έχουν ανάγκη, όσο κι αν ο κόσμος γυρίζει την πλάτη εις τους αγίους, και τα σοφά τους και τα θαυμαστά τους συγγράμματα είναι το αλάτι που συντηρεί τον κόσμον.
Θαυμαστή και σπουδαία και ευεργετική για τον κόσμον είναι και η παρουσία των αγίων λειψάνων. Γι’ αυτά θα μιλήσομε σήμερα, αγαπητοί μου. Για τα λείψανα των αγίων. Λείψανον θα πει απομεινάρι, κατά λέξη, απομεινάρι. Αυτό που απέμεινε. Από τι; Από τον θάνατον ενός ανθρώπου, οι σάρκες λιώνουν εις τον τάφον. Μένουν τα οστά. Τα οστά λέγονται λείψανα, απομεινάρια. Για να μην πω κάτι… ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποθνήσκει, «λείψανον» λέγεται. Γι΄αυτό λέμε… κι εκείνος ο οποίος είναι μέσα στο φέρετρον, λέγεται λείψανον. Λείψανον θα πει αυτό που απόμεινε. Από το λείπω. Αυτό που απόμεινε. Γιατί; Γιατί δεν είναι πλήρης ο άνθρωπος μέσα εις το φέρετρό του. Λείπει η ψυχή. Αλλά ακόμα περισσότερο από το σώμα, όταν οι σάρκες θα έχουν φθαρεί, λιώσει, και θα έχουν μείνει μόνον τα οστά. Έτσι, κατά κυριολεξία, αναφερόμαστε στα άγια λείψανα, δηλαδή τα οστά των αγίων που έχουν απομείνει και που βέβαια εύκολα δεν φθείρονται αυτά.
Ένας οδηγός μας ορθόδοξος και απλανής, για να καταλάβομε τι είναι τα άγια λείψανα, θα σταθεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο Θεσσαλονικεύς, με μία θαυμασία προσευχή του προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, που αναφέρεται εις τα λείψανα των αγίων. Την έχω μπροστά μου την προσευχή αυτή και μάλιστα σε μετάφραση. Δεν θα ήθελα να σας την πω, είναι αρκετά αυτά που θα είχα να σας πω· την παραλείπω. Αλλά θα πάρω μόνο δύο-τρία αποσπασματάκια από την προσευχήν αυτήν. Με την θεολογικοτάτην αυτήν ευχή περί των αγίων λειψάνων, μπορούμε να δούμε αυτές τις μερικές θέσεις.
Πρώτον: Εις τα λείψανα των αγίων βρίσκομε πολλή θεολογία. Ναι. Πολλή θεολογία. Και η θεολογία αυτή εκπηγάζει από το μυστήριον της Ενανθρωπήσεως. Ξέρετε ότι ο λαός μας, ο ορθόδοξος λαός μας, έχει μία τόσην άγνοια… που είναι απελπισία. Όμως πάρα πολλά πράγματα τα γνωρίζει όχι από γνώση· από διαίσθηση! Φερειπείν, αν πούμε ότι φέραμε εδώ μία εικόνα θαυματουργόν, το «Ἄξιον ἐστί» του Αγίου Όρους επί παραδείγματι. Ή τα λείψανα κάποιου αγίου. Ξέρετε πόσος κόσμος θα μαζευτεί; Αν ερωτήσετε αυτόν τον κόσμον, γιατί ήρθαν, δεν ξέρουνε τι σημαίνει άγια λείψανα, ούτε θαυματουργός εικών. Είτε της Παναγίας είτε ενός αγίου, είτε οτιδήποτε. Αγνοεί. Έτσι, η Ορθοδοξία είναι περασμένη ως αίσθησις και ως συναίσθημα και ως διαίσθησις εις τον λαό μας. Δεν πρέπει όμως να είναι αυτό. Δεν είναι επαρκές. Πρέπει να έχομε και γνώση.
Σήμερα λοιπόν στην αγάπη σας, θα προσπαθήσομε να πούμε κάτι, τι είναι τα άγια λείψανα. Παίρνοντας, όπως σας είπα, σαν οδηγό την προσευχή -αποσπασματάκια, εννοείται- του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα. Και είπαμε ότι έχουν πολλή θεολογία, γιατί από εκεί εκπηγάζει το μυστήριον της Ενανθρωπήσεως. Γράφει ο Καβάσιλας: «Καί μή κενώσας τόν οὐρανόν τῆς δόξης Σου -αποτείνεται εις τον Χριστόν η προσευχή, κείμενο είναι αυτό- εἰς τήν ἡμετέραν ἦλθες ἐσχατιάν (:χωρίς να αδειάσεις από θεότητα, ήρθες εδώ στη Γη, εις την δική μας εσχατιάν. – Εσχατιά… Δεν θα αναλύσω. Είναι μερικά πράγματα που είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικά) καί τήν πεσοῦσαν ἡμῶν περιβαλλόμενος φύσιν (:και περιεβλήθης την δική μας τη φύση, η οποία είναι πεσμένη, την ανθρωπίνη φύση) γέγονας ἡμῖν ἀνάστασις καί ἀνάπλασις καί ἀπολύτρωσις καί ζωή (:έγινες σε μας η ανάστασις, η ανάπλασις, η απολύτρωσις και η ζωή) σαρκί τήν σάρκα καθαρίσας(:με την δική Σου σάρκα, την σάρκα μας την καθάρισες) καί ψυχῇ τήν ψυχήν ἁγιάσας (:και με την ανθρωπίνη σου ψυχή –γιατί ο Θεός Λόγος είναι άνθρωπος, δηλαδή και ψυχή και σώμα- την ψυχή μας –λέγει– την αγίασες) καί θανάτῳ τόν θάνατον καταλύσας (:και με τον δικόν Σου θάνατον, τον δικό μας τον θάνατον τον κατέλυσες, τον κατήργησες) καί ταφῇ καί φθορᾷ τήν ἀφθαρσίαν εἰσενεγκών (:και με την ταφή Σου την αφθαρσία μάς έφερες) . Καί ὅσοι τήν ἀπόρρητόν Σου φιλανθρωπίαν ᾐδέσθησαν (όσοι –λέει- αυτήν την ανείπωτη φιλανθρωπία Σου σεβάστηκαν) καί τήν μετά Σοῦ κοινωνίαν συνετήρησαν(:και διετήρησαν μαζί Σου την κοινωνίαν), τούτοις ἥρμοσας σεαυτόν (:αυτούς – λέει- τους ἥρμοσες: ἁρμόζω· «ἥρμοσες»: «ἁρμόζω». Στον γάμο παίρνει ο ιερεύς το χέρι του γαμπρού και της νύφης και τα ενώνει. Και λέγει εις τον Θεόν: «Ἅρμοσον αὐτούς». Από την στιγμή εκείνη που είναι το κύριο σημείο του γάμου, του μυστηρίου του γάμου, έχομε μίαν σάρκαν: «Καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκαν μίαν». Εδώ λοιπόν το ρήμα «ἅρμοσον αὐτούς» σημαίνει, αγαπητοί μου, δηλαδή τους ἥρμοσες, τους αγίους, ότι μαζί Σου ενώθηκαν οντολογικά, πραγματικά, όχι ηθικά, οντολογικά) καί τοῖς σώμασιν ἐνεχέθης καί ἀνεμίγης(:Εσύ, ο Κύριος Ιησούς ‘’ἐνεχέθης καί ἀνεμίγης’’, μείχτηκες, ανακατεύτηκες, έγινες ένα με τα σώματα των αγίων Σου)».
Και πράγματι είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού. Δεν προσλαμβάνομε τον Χριστόν, όταν κοινωνούμε, αλλά μας προσλαμβάνει ο Χριστός. Και μας καθιστά μέλη, μέλη δικά Του. Όπως τα μέλη του σώματός μου, τα αυτιά μου, είναι οντολογικώς δεμένα με το σώμα μου. Δεν έχουνε κάτι που να αρχίσω να ξεβιδώνω το βράδυ τα δάχτυλά μου και να τα βάζω στην άκρη. Είναι ηνωμένα με το σώμα μου. Έτσι είναι οι άγιοι, ηνωμένοι με το σώμα του Χριστού. Έτσι δημιουργείται η λεγομένη θέωσις των αγίων όσο ζουν. Λέγεται… για πολλούς αγίους λέγεται ότι και από την παρούσα ζωή έλαμψαν ως ο ήλιος. Το είπε ο Χριστός: Οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη Βασιλεία του Πατρός των. Πώς; Όπως ο Χριστός μετεμορφώθη εις το όρος Θαβώρ. Ναι. Και έτσι αυτά είναι προκαταβολικά, είναι προπληρωμές. Και τα βλέπομε αυτά σε πάρα πολλούς αγίους, από την παρούσα ζωή ακόμη.
Αλλά γράφει ο Απόστολος Παύλος τα εξής: Ότι είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού– ό,τι σας εξήγησα- και είμεθα και ναός του Αγίου Πνεύματος. Είναι η Εκκλησία δύο πράγματα, δύο διαστάσεις, λέγαμε την Πεντηκοστή. Τι; Έχει δύο θεμέλια η Εκκλησία. Το σώμα του Χριστού, που είμεθα… επιτραπείτω μοι, να μου επιτραπεί να πω την λέξη μάζα. Γιατί όταν λέμε σώμα, εννοούμε μάζα. Ε, μία ουσία. Και ακόμη μία διάστασις. Το Πνεύμα το Άγιον. Η πνευματολογική διάστασις· που το Πνεύμα το Άγιον έρχεται και κάθεται επί τας κεφαλάς των ανθρώπων που ήσαν εις το Υπερώον και έχομε εδώ όχι ανάδειξη της μάζης, του σώματος, έχομε ανάδειξη των προσώπων. Ξέρετε πόσος λόγος γίνεται στην εποχή μας για το πρόσωπο, για το πρόσωπο… Το πρόσωπον αναδεικνύεται πραγματικά και ουδέποτε χάνεται, δεν χάνει την αυτοτέλειά του, την κυριότητά του, την αυτοσυνειδησία του ποτέ, εις τους αιώνας των αιώνων και μετά θάνατον. Ποτέ. Το Πνεύμα το Άγιον, λοιπόν, ως θεμέλιον της Εκκλησίας έρχεται να διατηρήσει τα σώματα.
Θα έχετε ακούσει, ξέρετε, καμιά 500αριά, 600αριά αιρέσεις υπάρχουν στην Ελλάδα, οι πιο πολλές είναι από τις ανατολικές χώρες. Δημοσιεύονται τελευταία, έχουνε δύο συνέχειες δημοσιευθεί και βλέπετε εκεί…- Πώ! Πράγματα, περίεργα…!- ότι όταν πεθάνει ο άνθρωπος, κατά τις δοξασίες αυτών των ανθρώπων, έρχεται εις ένα Νιρβάνα. Νιρβάνα θα πει ανάπαυσις. Έχομε κι εμείς έναν λογοτέχνη, παλιό λογοτέχνη, που είχε το ψευδώνυμον Νιρβάνας. Λοιπόν… έτσι το Νιρβάνα τι είναι; Είναι ανάπαυσις της ψυχής. Για το σώμα δεν γίνεται λόγος. Αλλά ανάπαυσις απρόσωπη. Δεν έχει συνείδηση η ψυχή. Δεν έχει συνείδηση η ψυχή. Μα τότε, όση ευτυχία να μου δώσεις, εάν δεν έχω αυτοσυνειδησία, είτε στην κόλαση με στείλεις είτε εις τον Παράδεισον με στείλεις, δεν έχει αξία. Καμίαν αξία. Εδώ διατηρούμε την αυτοσυνειδησία μας, διατηρούμε το πρόσωπό μας. Και εις τον κόσμον αυτόν ακόμη. Ποιος θα ήταν ο Παύλος, επί παραδείγματι; Αν ήταν ένας άλλος… Φαρισαίος, τρέχα γύρευε. Τι ήταν; Ποιος θα ήξερε σήμερα τον Παύλο; Διετήρησε όμως το όνομά του, το πρόσωπό του, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Για να δείτε δηλαδή τι σπουδαίο πράγμα είναι αυτό.
Έτσι λοιπόν, είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος. Και λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος: «Ὑμεῖς ἐστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς(:θα κατοικήσω εις αυτούς) καὶ ἐμπεριπατήσω». Και το καταπληκτικό ξέρετε ποιο είναι; Είμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος, ποιος; Τι ακριβώς; Η ψυχή μας; Το σώμα μας; Και τα δυο. Και η ψυχή μας και το σώμα μας είμεθα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα μαζί. Αν ο θάνατος τα χωρίζει, θα ξαναενωθούν πάλι. Πότε; Με την κοινήν ανάστασιν. Ο άνθρωπος θα είναι πάντοτε άνθρωπος. Όπως με βλέπετε και σας βλέπω. Και θα βλέπομε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στη Βασιλεία Του με τα ανθρώπινα μάτια μας και θα βλέπομε την ανθρωπίνη Του φύση. Ναι. Αυτό θα πει άνθρωπος. Αυτό θα πει σωτηρία. Άγιος που σώζεται. Και στην κόλαση θα έχει ο άνθρωπος πλήρη την ύπαρξή του· μόνο που θα είναι στην κόλαση… Ο Ιερός Χρυσόστομος αισθάνεται πάρα πολύ άσχημα, όταν, λέγει: «Δεν με νοιάζουν τα βασανιστήρια της κολάσεως, αλλά γιατί θα χάσω την θέα εκείνου του γαληνού προσώπου του Χριστού».
Ακόμη ένα δεύτερο. Ό,τι συνέβη ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού, την θεία και την ανθρωπίνη, με τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και εις τους αγίους. Έχω την περικοπή, αλλά δεν σας την διαβάζω γιατί ο χρόνος δυστυχώς πέρασε. Τι συνέβη; Όταν ο Χριστός απέθανε επί του Σταυρού και ετάφη εις τον τάφον, τι ετάφη; Το σώμα Του. Η ανθρωπίνη Του ψυχή πού πήγε; Στον Άδη. Εκεί που είπε εις τον ληστήν: «Θα είσαι μαζί μου εις τον Παράδεισον». Αλλά η θεότητα, ο Θεός Λόγος, δεν έπαυσε να είναι ηνωμένος, ο Θεός Λόγος, και με το σώμα που ήταν εις τον τάφον και με την ψυχήν που ήταν εις τον Άδην. Ε, λέει τώρα ο Νικόλαος Καβάσιλας, αυτό συμβαίνει και με τους αγίους Σου. Μπορεί να πεθάνουν, το σώμα τους να είναι στον τάφο και η ψυχή τους εις τον Παράδεισον, αλλά είναι το Πνεύμα Σου το Άγιον ηνωμένο και με το σώμα που είναι στον τάφο και με την ψυχή που είναι στον Παράδεισο. Α, έτσι, ε; Ώστε λοιπόν τα λείψανα ενός αγίου είναι ηνωμένα με το Πνεύμα το Άγιον από την παρούσα ζωή. Γι΄αυτό θαυματουργούν. Διότι είναι – θα σας πω μια φρασούλα- είναι ο υλικός φορέας, τα οστά, τα λείψανα, είναι ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος. Ακούσατε; Ο υλικός φορέας. Όπως το Ευχέλαιον. Το Ευχέλαιον, λάδι, είναι ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος. Κ.ο.κ. Το μύρον που έχομε και χριζόμεθα όταν βαπτιστούμε. Ο υλικός φορέας του Αγίου Πνεύματος, που μας δίνει τα χαρίσματα. Ώστε γι’ αυτό λοιπόν θαυματουργούν τα λείψανα των αγίων. Παρότι λείπει η ψυχή. Παρότι είναι γυμνά οστά. Όμως έχομε εδώ τούτο. Τα λείψανα των αγίων.
Ακόμη λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Και μας τα άφησες εδώ στη Γη για παρηγορία δική μας». Για να παρηγορούμεθα, να προστρέχουμε. Γι΄αυτό ο κόσμος, άμα ακούσει λείψανα, τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Θέλετε όμως να προχωρήσω και περισσότερο; Γιατί υπάρχουν εικόνες που θαυματουργούν; Γιατί να κάνομε τον κόπο να πάμε στην Τήνο; Πόσες φορές, θα έλεγε κανείς: «Να, πήγαινε στην Εκκλησία και προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας. Τι; Το ίδιο δεν είναι;». Δεν είναι το ίδιο. Γιατί; Διότι εκείνος που ζωγράφισε την εικόνα της Παναγίας ήτανε άγιος. Και το αντικείμενον αυτό από τα χέρια του αγιάστηκε. Είναι κι αυτό, είναι φορέας του Αγίου Πνεύματος, φορέας του αγιασμού. Γι΄αυτό κρατούμε και τα αντικείμενα των αγίων. Τα αντικείμενα. «Γιατί», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «ακόμα», λέει, «και η σαρκοφάγος, δηλαδή τα κουτιά που έχουνε μέσα οστά, κι εκείνα απορρέουν ιάσεις, αγιασμόν» κ.λπ. κ.λπ. Γι’ αυτόν τον λόγο.
Θέλετε να το δείτε θεολογικά; Όταν εκείνη η αιμορροούσα γυναίκα προσήγγισε τα ιμάτια του Κυρίου, στο Ευαγγέλιο γραμμένο, στο κατά Λουκάν, είπε: «Θα πάω να αγγίξω τα κράσπεδα των ιματίων Του, δηλαδή το κάτω- κάτω του ιματίου, και θα γίνω καλά». Μόλις ήγγισε, έγινε καλά. Τι ήταν; Ήταν απλώς ένα ρούχο, ένας χιτώνας τον οποίον φορούσε ο Χριστός. Τι είπε ο Χριστός; «Ποιος με ήγγισε; Γιατί Εγώ», λέγει, «γνωρίζω ότι έφυγε από μένα δύναμις». Αλλά φεύγει από το σώμα του Χριστού δύναμις και πηγαίνει στα ιμάτια. Όπως από την θεότητα φεύγει και πηγαίνει στην ανθρωπίνη φύση του Ιησού. Βλέπετε λοιπόν; Τα λουλούδια του Επιταφίου, τούτο, εκείνο, όλα αυτά τα πράγματα είναι αγιασμένα! Γι’ αυτό πολλάκις πολλάκις και θαυματουργούν.
Ακόμη βρίσκομε στην Αγία Γραφή να κλέβουν από τον Απόστολο Παύλο τα «σιμικίνθια». Ξέρετε, στην Έφεσο, φερειπείν, έμεινε τρία περίπου χρόνια και όλη ημέρα ηργάζετο στον αργαλειό. Ε, είχε μία μπροστέλα, μία ποδιά είχε και τα μαντήλια που σκούπιζε τον ιδρώτα του· «ἐκ τοῦ χρωτός αὐτοῦ», δηλαδή από το δέρμα του. Τα πετούσε στην άκρη και πήγαινε να κάνει κήρυγμα στους πιστούς, κάθε μέρα. Μάλιστα, 12-1, 12-2, μεσημέρι. Δεν σας λέω πιο πολύ γιατί. Ενοικιάζετο αυτή η αίθουσα. Και τότε προσεφέρετο. Και πήγαιναν κρυφά στο σπίτι και του κλέβαν αυτά. Γιατί; Ν’ ακουμπήσουν το μαντήλι από τον ιδρώτα, την ποδιά από την δουλειά επάνω σε αρρώστους, σε δαιμονισμένους, για να γίνουν καλά. Λέει η Αγία Γραφή ότι «μόνον η σκιά του Πέτρου -η σκιά! –εάν έπεφτε», λέει, «επάνω σε έναν άρρωστο – σε μία πλατεία, που φέρναν αρρώστους– μόνον η σκιά του», λέει, «να έπεφτε επάνω εις τον άρρωστον, ο άρρωστος εσηκώνετο όρθιος, υγιής»… Εδώ ακριβώς, αγαπητοί μου, έχομε κάτι καταπληκτικά πράγματα. Για να καταλάβομε τι είναι τα λείψανα των αγίων. Τι είναι…
Αγαπητοί, τα σώματα των αγίων είναι ήδη εν δυνάμει καινή κτίσις! Γι΄αυτό «ὁ ἀψάμενος ὀστέων -λέει ο Μέγας Βασίλειος- ὁ ἀψάμενος ὀστέων μάρτυρος, λαμβάνει μετουσίαν ἁγιασμοῦ, διά τῆς ἐν τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος». Ναι. Αυτό είναι κάτι που μας το έδωσε η Χάρις του Χριστού. Και έτσι βλέπομε να υπάρχει αυτή η απόδοσις.
Ω, άγιοι Πάντες, ανώνυμοί τε και γνωστοί, βλαστοί Ευαγγελίου και καρποί αμάραντοι, πορφύρα της Εκκλησίας αιματόβρεκτος, απαρχαί της φύσεως, πρωτότοκοι εν ουρανοίς απογεγραμμένοι, μιμούμενοι υμών τας αρετάς και αγώνας τους γενναίους, από ψυχής συμφώνως ανακράζομεν: Δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καί οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_720.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-6-1996]
[Β338] [ Β΄έκδοσις ]
Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, την περασμένη Κυριακή, εόρτασε την Αγίαν Πεντηκοστήν. Δηλαδή την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος και την παραμονή Του εις την Εκκλησίαν. Την σημερινή Κυριακή, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη πάντων των αγίων. Αυτό σημαίνει την φανέρωση της Πεντηκοστής μέσα εις τον κόσμον δια των αγίων. Οι άγιοι είναι η απόδειξις της Πεντηκοστής· διότι με τον τρόπον αυτόν, δεχθέντες το Πνεύμα το Άγιον, γίνονται άγιοι. Οι άγιοι, λοιπόν, είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος μέσα εις την Ιστορίαν. Η παρουσία του αγίου ανθρώπου είναι το πιο καινούριο πράγμα που γνωρίζει ο παλαιωμένος μας κόσμος. Όταν ο Πλάτων κάνει χρήση του όρου «ἅγιος», θα ενθυμείσθε, εκεί που αναφέρεται εις τα «ὅσια καί προσφιλῆ» και πάει για να συγκρίνει εκεί την αξία της πατρίδος- απ’ το σχολείο το ξέρομε αυτό- δεν έχει ο όρος «ἅγιος» στον Πλάτωνα, δεν έχει καμία σχέση με ό,τι εννοεί η Αγία Γραφή.
Ο άγιος είναι ο καινός άνθρωπος –το «και-» με αι-, ο καινούριος άνθρωπος, είναι η καινή κτίσις. Που γίνεται καινούρια από τη δημιουργική πνοή του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος έχει μέσα στην ύπαρξή του το στοιχείον της αφθαρσίας και της αθανασίας. Επειδή η ύπαρξις, ολόκληρη η ύπαρξίς του, ψυχή και σώμα, διεποτίσθη από το Άγιον Πνεύμα. Υπογραμμίζω, ψυχή και σώμα. Όχι μόνον ψυχή.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κολοσσαείς: «Ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Εδώ υπάρχει μία μεγάλη αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή· παρά μόνον εκείνος που ζει μέσα στη ζωή του Αγίου Πνεύματος, να την κατανοήσει αυτήν. Ότι η ζωή μας, λέγει, είναι κρυμμένη μέσα εις τον Χριστό ἐν τῷ Θεῷ. Πώς είναι κρυμμένη; Πώς είναι κρυμμένη. Δεν φαίνεται. Αυτό θα πει «κρυμμένη». Η ζωή μας είναι ήδη αθανατισμένη και αφθαρτισμένη. Και είναι τοποθετημένη μέσα εις τον Ιησούν Χριστόν, γι’ αυτό δεν φαίνεται. Ο Χριστός δεν φαίνεται. Δεν Τον βλέπομε με τα μάτια μας στον παρόντα κόσμο. Όμως η ζωή των πιστών είναι εκεί. Πού; Μέσα εις την Θεανθρωπίνη φύση του Χριστού. Ώστε «όταν θα έρθει ο Χριστός», που λέγει ο Παύλος, «ἡ ζωή ἡμῶν», «που είναι η ζωή μας, τότε και η δική μας η ζωή θα φανερωθεί». Ότι δηλαδή θα αφθαρτισθούμε και θα αθανατισθούμε, κατάλληλοι πλέον δια την Βασιλείαν του Θεού.
Οι άγιοι συνιστούν την βάσιν της Εκκλησίας και την απόδειξη της παρουσίας της μέσα εις τον κόσμον. Διότι άγιοι αποκαλύπτουν την Εκκλησία μέσα εις τον κόσμο. Οι άγιοι είναι η τελείωσις του Ευαγγελίου, η ολοκλήρωσις του Ευαγγελίου πάνω στην πράξη. Διότι επραγμάτωσαν τους λόγους του Χριστού που είναι στο Ευαγγέλιον. Οι άγιοι κλείνουν και φιμώνουν τις πύλες του Άδου και των εχθρών, όταν αυτές ανοίγουν, για να στραφούν εναντίον της Εκκλησίας. Έτσι έχομε την περίπτωσιν του μαρτυρίου. Το μαρτύριο είναι η απάντησις εις τις κραυγαλέες φωνές του Άδου, για να καταπιεί την Εκκλησίαν. Γι΄αυτό είπε ο Χριστός: «Καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Δηλαδή της Εκκλησίας. Γιατί; Γιατί εμπροσθοφυλακή είναι οι άγιοι.
Το καινούριο στοιχείο που εισάγουν στον κόσμον είναι η πίστις. Είπα καινούριο στοιχείον. Γι’ αυτό, στη σημερινή εορτή των Αγίων Πάντων, η Εκκλησία μας χρησιμοποιεί την περικοπή που αναφέρεται εις τον ύμνον της πίστεως. Χωρίς να εξηγήσω· Εβρ.11,33: «Οἳ (:Οι οποίοι) διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν -δηλαδή πριονίστηκαν- , ἐπειράσθησαν, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς – ζήσαν στις ερημιές με προβιές προβάτων, γιατί δεν είχαν ιματισμόν-, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Βλέπει κανείς την κακουχία των αγίων. Κι εκείνο που τους έκανε να υπομείνουν τις κακουχίες ήτο η πίστις. Είναι μία εικόνα, που την παίρνει ο συγγραφεύς, ο Απόστολος Παύλος, και την καταχωρεί εις την προς Εβραίους επιστολή του, από την Παλαιά Διαθήκη. Προσέξτε, αυτή η εικόνα είναι περισσότερον έκτυπος εις την Καινήν Διαθήκην. Οι πρώτοι μάρτυρες, των 300 πρώτων ετών δηλαδή που απαριθμούνται σε ένδεκα εκατομμύρια γνωστών, υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα έχομε 40 εκατομμύρια μάρτυρες και ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν μάρτυρες και οι οποίοι μάρτυρες θα σταθούν σε εντονοτέρα κατάσταση προς τα έσχατα, στις ημέρες του Αντιχρίστου, πολύ περισσότερον απ΄ ό,τι μας περιγράφει εδώ η προς Εβραίους επιστολή. Δεν έχει τελειώσει αυτή η εικόνα. Πραγματοποιείται, πραγματώνεται συνεχώς με πύκνωσιν εις τα έσχατα της Ιστορίας. Να το έχομε υπόψιν μας αυτό.
Η πίστις είναι εκείνη που συντηρεί τον άνθρωπο. Και πίστις είναι η επαναστροφή στον Θεό. Διότι οι πρωτόπλαστοι κλήθηκαν να πιστεύσουν εις τον λόγον του Κυρίου, ημάρτησαν, έχασαν από τον οπτικό των ορίζοντα τον αληθινό Θεό, ελάτρευσαν την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα, με αποτέλεσμα, παρακαλώ, η πίστις να έχει εξαφανιστεί. Συνεπώς είναι μία πορεία η πίστις αντίθετη από την πορεία του Αδάμ. Τι είναι εδώ η πίστις; Μία μορφή της. Η υπακοή στον Θεό. Μία μορφή της πίστεως. Η υπακοή στον Θεό. Είναι η εμπιστοσύνη στα λόγια Του, στην δύναμή Του, στην αγαθότητά Του, στη σοφία Του, στην πρόνοιά Του. Γι’ αυτό ακριβώς λέγει στην προς Εβραίους ο Απόστολος: «Χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύνατον να σταθεί κανείς ευάρεστος εις τον Θεόν».
Αυτά που είπα προηγουμένως, επιτρέψατέ μου, «πίστις στη σοφία του Θεού, στην πρόνοια του Θεού». Τι θα πει αυτό; Αυτό που λέει ο λαός μας, αλλά δεν το προσέχει. Εκείνο το «Έχει ο Θεός». Εμπιστεύομαι στα χέρια του Θεού. Δεν έχω εργασία. Δεν έχω υγεία. Δεν έχω ξέρω ‘γω εκείνο που θα χρειαζόμουνα. Έχει ο Θεός. Είναι η πίστις στην πρόνοια του Θεού, στην σοφία του Θεού, στην αγάπη του Θεού, όχι μόνον εις την ύπαρξιν του Θεού. Δεν είναι επαρκές αυτό, να λέμε ότι πιστεύω στον Θεό. Δεν είναι επαρκές. Το ξανατονίζω αυτό. Και σημειώνει πιο κάτω ο Απόστολος Παύλος: «Πιστεῦσαι γάρ δεῖ τόν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καί τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτόν μισθαποδότης γίνεται». «Και τι είναι», λέγει, «αυτό που θα ευαρεστήσουμε στον Θεόν; Καταρχάς εκείνος που προσέρχεται εις την πίστιν, να πιστεύσει ότι υπάρχει ο Θεός. Είναι το πρώτο βήμα. Και ύστερα ότι εκείνοι που Τον εκζητούν, πιστεύοντες εις την πρόνοιά Του κ.τ.λ. γίνεται μισθαποδότης». Τους δίδει εκείνο το οποίο θέλουν.
Ένα θαυμάσιο παράδειγμα από την προς Εβραίους επιστολή που ακούσαμε σήμερα. «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατά πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Δηλαδή ότι με την πίστη, αφού εχρηματίσθη ο Νώε περί του κατακλυσμού, του είπε ο Θεός: «Θα γίνει κατακλυσμός…». Αγαπητοί μου, ξέρετε τι έγινε; Μετά την αναγγελία, Ύστερα από 120 χρόνια! Αλλά εκείνος είπε: «Πιστεύω εις τον Θεόν». «Πιστός ὁ λόγος», που λέγει ο Απόστολος Παύλος, «καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Είναι αξιόπιστος ο λόγος του Θεού». Το πότε, Εκείνος το ξέρει. Εκείνο που είπε, δεν το αλλάζει. Δεν μετανοεί εκείνο που ο Θεός εξαγγέλλει. Αυτή είναι δυνατή πίστις πραγματικά. Και μάλιστα περί των μηδέπω βλεπομένων· που ακόμη δεν τα είχε δει. Δεν είδε τον κατακλυσμό. Σας είπα, 120 χρόνια μετά έγινε ο κατακλυσμός. «Εὐλαβηθείς», στάθηκε με ευλαβή ψυχή, ότι είναι λόγος Θεού, κατασκεύασε την Κιβωτό για να σωθεί ο οίκος του, η οικογένειά του. Και κατέκρινε τον κόσμον, γιατί άλλοι δεν πίστευσαν. «Νώε, τι κάνεις;». «Κατασκευάζω μία κιβωτό». «Γιατί;». «Γιατί ο Θεός θα καταστρέψει τον κόσμον με κατακλυσμόν». Και γελούσαν. Και κατέκρινε, λέει, τον κόσμον με την πράξη του αυτή, «καί τῆς κατά πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Αυτό το τελευταίο ημιστίχιον είναι πάρα πολύ σπουδαίον· που σημαίνει ότι έγινε κληρονόμος των αιωνίων αγαθών, της Βασιλείας του Θεού, της κατά πίστιν δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη» εδώ θα πει αγιότης. Η αγιότητα που εξησφαλίσθη από την πίστιν.
Αγαπητοί μου, είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Πρέπει να σας το πω αυτό το πράγμα, ότι όλοι οι άγιοι, και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης εκινήθησαν εις τον χώρον της διαθήκης της πίστεως· διότι έχομε κι άλλην διαθήκην. Είναι η διαθήκη του Νόμου. Η διαθήκη του Νόμου, που έδωσε ο Θεός εις το Σινά. Αλλά δεν ήτο επαρκής η διαθήκη του Νόμου. Ο Μωυσής, ούτε αυτός ο Μωυσής δεν δικαιώθηκε από τη διαθήκη του Νόμου. Και ξέρετε από τι; Διότι έπρεπε να είναι κανείς τελείως, τελείως, τελείως άμεμπτος. Γιατί; Γιατί «πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Τιμωρήθηκε. Από τι λέτε, ο Μωυσής; Του είπε ο Θεός: «Θα χτυπήσεις τον βράχο και θα βγει νερό». Αγανακτισμένος όμως από τη συμπεριφορά των Εβραίων, εχτύπησε δύο φορές, με την εξής αγανακτισμένη φωνή: «Επιτέλους, τι θέλετε, να σας βγάλω νερό από τον βράχο;». Ταπ, ταπ. Δύο φορές χτύπησε. Γι’ αυτό του το αμάρτημα δεν μπήκε στη γη Χαναάν! Του το είπε ο Θεός σαφώς. Γι΄αυτό του το αμάρτημα. Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κανένας. Ο Μωυσής μπήκε εις την Βασιλείαν του Θεού, τον βλέπομε στα δεξιά του Χριστού στη Μεταμόρφωση, από τη διαθήκη της πίστεως. Όχι τη διαθήκη του Νόμου. Νομίζω ότι είμαι σαφής. Ο Νώε επίστεψε και σώθηκε. Διαθήκη πίστεως. Οι πρωτόπλαστοι δεν ετήρησαν την διαθήκη της πίστεως. Γιατί δεν πίστεψαν στα λόγια του Θεού. Και άκουσαν τον διάβολον. Και έχασαν. Παρέβησαν την διαθήκη της πίστεως.
Προσέξτε λοιπόν τώρα. Και στην Παλαιά Διαθήκη -κατά κανόνα- και εις την Καινή Διαθήκη -υπέρ κατά κανόνα- δεν σώζεται κανείς, εάν δεν δεχθεί την διαθήκη της πίστεως. Ναι. Θα τηρήσω τον Νόμο, αλλά δεν μπορώ τέλεια. Είμαι άνθρωπος. Εκεί όμως που θα σωθώ θα είναι η πίστις. Πέστε μου, ποιον νόμο ετήρησε ο ληστής επί του σταυρού, που σώθηκε; Ποιον νόμο; Μήπως την εντολή «Οὐ φονεύσεις»; Φονιάς ήταν, ληστής ήταν. «Οὐ κλέψεις»; Ληστής ήταν. Πώς σώθηκε; Από την διαθήκη της πίστεως. «Είσαι», λέει, «Υιός του Θεού Συ. Θυμήσου με όταν θα’ ρθεις στην Βασιλεία Σου». Αυτή είναι η διαθήκη της πίστεως· η οποία βεβαίως προϋποθέτει, προϋποθέτει την τήρησιν των εντολών του Θεού, αναμφισβήτητα. Αλλά δεν σώζομαι με την τήρηση των εντολών, εάν δεν υπάρχει η πίστις. Γι΄αυτό λέει ο Παύλος, επαναλαμβάνω, «είναι αδύνατον να ευαρεστήσομε εις τον Θεόν χωρίς την πίστιν».
Όλοι, λοιπόν, οι άγιοι είναι μνημεία πίστεως και αγάπης προς τον Θεόν. Γι΄αυτό σημειώνει η Γραφή: «Ἔτι γάρ μικρόν ὅσον, ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἤξει καί οὐ χρονιεῖ» (:Να, να, έρχεται ο Κύριος, δεν θα χρονίσει. Ήξει. Θα έρθει). Ὁ δέ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Αυτό είναι παρμένο από την Παλαιά Διαθήκη και αναφέρεται εις το πρόσωπον του Αβραάμ. Και το ξαναχρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους επιστολήν του. Και λέγει ότι «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Όπως ο Αβραάμ.
Αγαπητοί, αν σας αναφέρω μερικά πραγματάκια, που ήτανε σύμφωνα με την νομοθεσία του Χαμουραμπί, γιατί ο Αβραάμ κατήγετο από τη Μεσοποταμία και ήταν κάτω από τον νόμο του Χαμουραμπί. Αν σας πω μερικά πράγματα, θα τρομάξετε. Σήμερα δεν αντέχουνε. Σήμερα δεν αντέχουνε. Καταρχάς είχε παλλακές. Δεν αντέχουν. Αλλά ήταν ο άνθρωπος της πίστεως. Όταν του λέει ο Θεός: «Σήκω, φύγε. Θα πας εκεί που θα σου δείξω». Έφυγε ο Αβραάμ. «Φύγε», λέει, «από την συγγένειά σου, από τα κτήματά σου, από την περιουσία σου, κι έλα να μείνεις εκεί που θα σου δείξω». Γι΄αυτό λοιπόν «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Θα ζήσει ο δίκαιος, ο άγιος από την πίστη. Προσέξατέ το. Όχι βεβαίως μία πίστη γυμνή. Αλλά ο Αβραάμ δεν έζησε μία πίστη «ψιλή», γυμνή. Αλλά πραγμάτωσε την πίστη. Γιατί; Σηκώθηκε κι έφυγε από την πατρίδα του. Αυτό δεν είναι πράξις; «Καί ἄν ὑποστείλητε -συνεχίζει ο Απόστολος… Είναι γραμμένα και στον Ησαΐα αυτά, 26,30- οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μοῦ ἐν αὐτῷ». Δηλαδή, «ἐάν ὑποστείλητε …»· ὑποστέλλω την σημαία. Κατεβάζω τη σημαία. Δηλαδή υποστέλλω αυτά τα οποία μου λέει ο Θεός. Δεν τα τηρώ. Μα κουράστηκα, μα δεν μπορώ. Δεν τα τηρώ. Σ’ αυτό το πράγμα η ψυχή μου, λέει ο Θεός, δεν ευαρεστεί.
Ο άγιος με την πίστη «σπάει» την αυτονομία. Γιατί; Γιατί ο Αδάμ έδειξε αυτονομία. «Μπορώ να ζήσω και χωρίς τον Θεό. Να γίνω Θεός χωρίς τον Θεό». Ο άγιος που είναι κάτω από την τήρησιν των εντολών του Θεού, αυτός σπάζει την αυτονομία και αποδοκιμάζει με τον τρόπον αυτόν το προπατορικόν αμάρτημα.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αγαπητοί, σε μία του προσευχή εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, γράφει τα εξής: «Ἰησοῦ, ὁ Θεός τῶν θεῶν, ὁ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων, ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, τί ἀνταποδώσω σοί περί πάντων ὧν ἐμοί ἀνταπέδωκας;». Εδώ οι χαρακτηρισμοί «θεοί», «κύριοι», «βασιλεῖς», «ἅγιοι» αναφέρονται εις τους πιστούς. Όχι στους βασιλείς της Γης. Εις τους πιστούς. Γιατί οι άγιοι είναι θεωμένοι. Και αφού είναι θεωμένοι, ονομάζονται θεοί, κατά χάριν θεοί –με μικρό θήτα. Οι άγιοι είναι κύριοι, με μικρό κάπα· κατά το κυριαρχικόν πρωτίστως αξίωμα, που έδωσε ο Θεός εις τον άνθρωπο, να κυριαρχεί σε όλην την κτίσιν αλλά και το κυριαρχικόν επί των παθών. Να είσαι κύριος των παθών σου. Αν είσαι μέθυσος, δεν είσαι κύριος των παθών σου. Αν είσαι βλάσφημος, δεν είσαι κύριος των παθών σου. Οι άγιοι είναι βασιλείς. Ναι. Κατά το βασιλικόν αξίωμα του Χριστού. Σαφώς το λέγει αυτό στο πρώτο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Ότι μας καθιστά βασιλείς. Και ιερείς, προσθέτει εκεί. Γι΄αυτό λέγεται κατά τον Απόστολο Πέτρο, είναι δε και στην Παλαιά Διαθήκη, «βασίλειον ἰεράτευμα». Και αυτοί θα συμβασιλεύσουν με τον Χριστόν. Και θα ιερατεύσουν άπαντες εις την Βασιλείαν του Θεού, με τον αρχιερέα Χριστόν. Οι άγιοι εξεπλήρωσαν την εντολή «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ Ἅγιος εἰμί». «Να γίνεσθε άγιοι, γιατί Εγώ είμαι Άγιος», λέγει ο Θεός.
Αγαπητοί, όσον ποτέ άλλοτε ο κόσμος, έχει ανάγκη από τους αγίους, αν και τους περιφρονεί, τους κοροϊδεύει, τους γελάει τους αγίους. Και όμως ποτέ άλλοτε δεν έχει ανάγκη από αγίους. Η εντιμότητα είναι ένα στοιχείο της αγιότητος. Βλέπετε οι άνθρωποι σήμερα κατά πόσον έχουν εντιμότητα; Από τον πιο πάνω-πάνω έως τον πιο κάτω- κάτω μέσα σε ένα κράτος. Καταχρήσεις επί καταχρήσεων. Εξέλιπε η εντιμότης.
Εντούτοις, ενώ όλοι σκανδαλιζόμαστε δια την απουσία της εντιμότητος, εντούτοις είμεθα έτοιμοι να κοροϊδέψουμε τους αγίους, οι οποίοι τηρούν την εντιμότητα. Οι άγιοι συνέχουν, δηλαδή κρατούν τον κόσμον. Και ο κόσμος υπάρχει ένεκα των αγίων. Ναι. Μας το λέγουν οι πρώτοι συγγραφείς των πρώτων χρόνων συγγραφείς Χριστιανοί. Δεν θα είχε ο κόσμος λόγον υπάρξεως, εάν δεν υπήρχαν οι Χριστιανοί μέσα εις τον κόσμον. Αυτοί λοιπόν συνέχουν τον κόσμον. «Οι άγιοι ζουν στη Γη», όπως λέγει εκείνη η θαυμάσια επιστολή προς Διόγνητον, «και πολιτεύονται στον ουρανό. Ζουν στη Γη και πολιτεύονται στον ουρανό. Δείχνουν στον κόσμο τον αληθινό τύπο ανθρώπου». Αυτόν τον τύπο που ο κόσμος ψάχνει να δημιουργήσει, αλλά δεν το πετυχαίνει, γιατί δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Είναι μία περικοπή θαυμασία. Δεν έχω χρόνο να σας την πω ολόκληρη.
Ένα από τα ονόματα των χριστιανών είναι «ἅγιοι». Αυτό σημαίνει ότι η αγιότης είναι το κύριο μέλημά μας. Γι΄αυτό λέγει ο Παύλος -στην προς Εβραίους πάντα- «διώκετε τόν ἁγιασμόν -να επιδιώκετε τον αγιασμόν- οὐ χωρίς -χωρίς τον οποίον– οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον». Κανείς δεν θα ίδει τον Κύριον.
Ο σατανάς κατάφερε, αγαπητοί, στην εποχή μας, να γελοιοποιήσει την έννοια του αγίου. Γι΄αυτό χρειάζεται πολλή ανδρεία για να υπερνικηθεί μέσα μας το εμπόδιον της γελοιότητος. Μην ξεχνάτε δε ότι τον Νώε οι σύγχρονοί του… ο Νώε σώθηκε, ε; Είπα «Νώε», με συγχωρείτε, ο Λωτ, σώθηκε, γιατί νόμιζαν οι γαμπροί του, οι υποψήφιοι άνδρες των θυγατέρων του ότι γελοιάζει. Αλλά και τον Νώε τον κορόιδευαν ως γελοίον, γιατί, λέει, «μεγάλος ήταν», ήταν 500 ετών τότε, «κι έχασε το μυαλό του». Αυτή είναι η μοίρα των αγίων μέσα εις τον κόσμον.
Ο αγιασμός είναι η οδός προς την θεωρία του προσώπου του Χριστού. Οι Άγιοι Πάντες είναι τα μνημεία που παρακινούν τον αγιασμό. Είναι οι οδοδείκτες της κάθε πλανεμένης εποχής. Είναι τα αγαπημένα πρόσωπα, οι φίλοι του Θεού, οι φίλοι των ανθρώπων. Η φιλία μόνον ανάμεσα σε αγίους μπορεί να αναπτυχθεί. Ο χώρος τους αποπνέει, ο χώρος ο δικός τους αποπνέει ευωδία Χριστού, μύρον Αγίου Πνεύματος. Και όλοι αυτοί είναι οι άγιοι άγγελοι, οι δίκαιοι, οι προφήται, οι Απόστολοι, οι Ευαγγελισταί, οι μάρτυρες, οι ομολογηταί, οι όσιοι ασκηταί, οι αγωνισταί, άνδρες και γυναίκες, όλων των αιώνων και όλων των εποχών.
Αγαπητοί, ας ακούσομε άλλη μία φορά την φωνή του Θεού: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι Ἐγώ Ἅγιος εἰμί».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_681.mp3
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Πραγματικά είναι θαυμαστός ο Θεός μέσα στους αγίους Του. Διότι, όταν κανείς θυμηθεί τους υπερφυείς αγώνες των μαρτύρων, πώς με ασθένεια σαρκός κατήσχυναν τον ισχυρό στην κακία, πώς μένουν αναίσθητοι στις οδύνες και στα τραύματα, καθώς αγωνίζονται με σώματα προς το πυρ, προς το ξίφος, προς ποικίλα και θανατηφόρα είδη βασάνων, αντιπαρατασσόμενοι με την καρτερία και, ενώ τέμνονται οι σάρκες, διαλύονται οι αρμοί και συντρίβονται τα οστά, όμως διαφυλάττουν την ομολογία της πίστεως στον Χριστό, σώα και αδιάσπαστη, ακεραία και ακράδαντη, που γι’αυτό τους χαρίστηκε και η αναντίρρητη σοφία του Πνεύματος και η δύναμη των θαυμάτων· όταν αναλογιστεί την υπομονή των οσίων, πώς υπέφεραν εθελουσίως σαν ασώματοι τις πολυήμερες ασιτίες, τις αγρυπνίες, τις άλλες ποικίλες κακώσεις του σώματος, αντιταχθέντες έως το τέλος προς τα πονηρά πάθη, προς τα ποικίλα είδη της αμαρτίας, προς τον εσωτερικό μας αόρατο πόλεμο, προς τις αρχές, προς τις εξουσίες, προς τα πνευματικά της πονηρίας, ενώ έλιωναν και αχρειώνονταν στον εξωτερικό άνθρωπο, αλλά ανανεώνονταν και θεώνονταν κατά τον εσωτερικό άνθρωπο από Εκείνον που χαρίστηκαν σε αυτούς τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων· όταν λάβει κανείς αυτά υπόψη του και επιπλέον εννοήσει ότι υπερβαίνουν τη φύση μας, θαυμάζει και δοξάζει τον Θεό που έδωσε σε αυτούς την τόση άφθονη χάρη και δύναμη· διότι, αν και είχαν αγαθή και καλλίστη την προαίρεση, χωρίς τη δύναμη του Θεού δεν θα κατόρθωναν να υπερβούν τη φύση και να κατανικήσουν τον ασώματο πολέμιο, αν και είναι σε σώμα.
Γι΄αυτό και ο ψαλμωδός προφήτης, αφού είπε «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ(:Θαυμαστός είναι ο Θεός στην προστασία την οποία παρέχει στους αγίους Του, σε όσους είναι αφοσιωμένοι σε Αυτόν)» πρόσθεσε: «Αὐτὸς δώσει δύναμιν καὶ κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. εὐλογητὸς ὁ Θεός(:Αυτός θα δώσει δύναμη και κράτος υπεροχής ακατάβλητο στον λαό Του. Δοξασμένος ας είναι Κύριος ο Θεός)» [Ψαλμ.67,36]. Και εξετάστε με σύνεση τη δύναμη των προφητικών λόγων. «Πραγματικά», λέγει, «σε όλον τον λαό Του δίδει ο Θεός δύναμη και κραταίωση» -διότι δεν έχει προσωποληψία ο Θεός· βλ. Πράξ.10,34: «Ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός(:Αληθινά καταλαβαίνω ότι ο Θεός δεν επηρεάζεται από πρόσωπα και δεν κάνει μεροληψίες και διακρίσεις)»– «θαυμάζεται όμως μόνο δια των αγίων Του».
Όπως δηλαδή ο ήλιος χύνει από επάνω πλουσίως τις ακτίνες σε όλους, τις βλέπουν όμως μόνο όσοι έχουν οφθαλμούς, και αυτούς μάλιστα όχι κλειστούς, απολαμβάνουν δε την αυγή καθαρά όσοι από την καθαρότητα των ματιών έχουν οξεία όραση και δεν την έχουν αμβλεία από αρρώστια ή αχλύ ή κάτι παρόμοιο πεσμένο στα μάτια, έτσι και ο Θεός από επάνω χορηγεί πλούσια τη βοήθειά Του σε όλους, διότι Αυτός είναι η αενάως βρύουσα σωστική και φωτιστική πηγή του ελέους και της αγαθότητας. Απολαμβάνουν δε την από εκεί χάρη και δύναμη και ενέργεια της αρετής και τελείωση ή και για την επίδειξη των θαυμάτων, όχι γενικά όλοι, αλλά όσοι έχουν αγαθή προαίρεση και επιδεικνύουν με έργα την αγάπη και πίστη προς τον Θεό, και τα μεν φαύλα αποστρέφονται τελείως, κρατούν δε με σταθερότητα τα προστάγματα του Θεού και υψώνουν το μάτι της διανοίας προς τον ίδιο τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό. Αυτός δε όχι μόνο προτείνει από επάνω αοράτως χέρι βοηθείας στους αγωνιζομένους, αλλά και διαλέγεται προς εμάς σήμερα αισθητώς με τις προτροπές Του μέσω του Ευαγγελίου· διότι, λέγει: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς(:Μη λογαριάζετε τους διωγμούς και τους κινδύνους, αλλά να λογαριάζετε τις μεγάλες αμοιβές που σας περιμένουν. Καθένας που θα με ομολογήσει ως Σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς)»[Ματθ.10,32].
Βλέπετε ότι ούτε εμείς δεν μπορούμε να προβάλουμε με παρρησία την πίστη και την ομολογία στον Χριστό χωρίς την από Αυτόν δύναμη και συνέργεια, ούτε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός θα μας υπερασπιστεί στον μέλλοντα αιώνα και θα μας συστήσει και θα μας οικειώσει με τον ύψιστο Πατέρα χωρίς να λάβει από εμάς τις αφορμές. Δηλώνοντας λοιπόν αυτό, δεν είπε «ὅστις ὁμολογήσει ἐμέ (:όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους)», αλλά «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ(:όποιος ομολογήσει μέσα σε εμένα)», με την έννοια ότι μπορεί να προβάλει με παρρησία την ευσέβεια μέσω Εκείνου και μέσω της βοήθειας Εκείνου. Έτσι πάλι: «Ὁμολογήσω κἀγὼ(:Θα ομολογήσω και Εγώ)» και δεν είπε «αὐτόν», αλλά «ἐν αὐτῷ (:μέσα σε αυτόν)», δηλαδή δια της αγαθής αντιστάσεως και καρτερίας, την οποία επέδειξε για την ευσέβεια.
Πραγματικά βλέπε τι λέγει στη συνέχεια για όσους δείλιασαν και πρόδωσαν την πίστη: «Ὃστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς(:Εκείνος όμως που θα με αρνηθεί ως Θεάνθρωπο Σωτήρα μπροστά στους ανθρώπους, αυτόν θα τον αρνηθώ κι εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικό μου μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς)». Δεν είπε εδώ «Ὃστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηται ἐν ἐμοὶ (:Όποιος αρνηθεί μέσα σε εμένα)»· γιατί; Διότι ο αρνούμενος, αρνείται τον Θεό, αν στερηθεί την βοήθεια από τον Θεό. Γιατί λοιπόν εγκαταλείφθηκε και έμεινε έρημος του Θεού; Επειδή αυτός πρόλαβε και τον εγκατάλειψε, αφού αγάπησε τα πρόσκαιρα και γήινα περισσότερο παρά τα επηγγελμένα από τον Θεό ουράνια και αιώνια αγαθά. Έτσι πάλι και ο Χριστός θα αρνηθεί όχι μέσα σε αυτόν, αλλά αυτόν, διότι δεν βρήκε σε αυτόν τίποτε που να μπορούσε να χρησιμοποιήσει υπέρ αυτού.
Επειδή λοιπόν όποιος έχει την κατά θέση αγάπη μένει στον Θεό, και ο Θεός μένει σε Αυτόν, όπως λέγει ο αγαπημένος από τον Χριστό θεολόγος, έτσι, αφού ο Θεός μένει σε εκείνον που Τον αγαπά, αυτός που αγαπά στ’ αλήθεια τον Θεό, εύλογα τελεί την ομολογία μέσα στον Θεό, αφού δε και Αυτός μένει στον Θεό, θα τελέσει και ο Θεός την ομολογία υπέρ αυτού. Επομένως, το «Ὃστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ (:Καθένας που θα με ομολογήσει ως Σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους που καταδιώκουν την πίστη μου, θα τον ομολογήσω κι εγώ ως δικό μου πιστό μπροστά στον Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς)», δηλώνει την αδιάσπαστη συνάφεια του Θεού προς όσους Τον ομολογούν, από την οποία έχει απομακρυνθεί εκείνος που Τον αρνείται. Έτσι οι θείες αντιδόσεις έχουν μαζί τους τη θεία δικαιοσύνη, επιφέροντας από την ομοίωση τα κατάλληλα αποτελέσματα.
Τέτοια λοιπόν είναι η ομοιότητα των βραβείων που προέρχονται από τον Θεό προς όσα προσφέρονται από εμάς προς Αυτόν. Παρατηρήστε δε και πόσο μεγάλη είναι η ανωτερότητα της αμοιβής από τον Θεό προς όσους Τον ομολόγησαν μέσα σε Αυτόν· διότι ο καθένας από τους αγίους, όντας δούλος Θεού, έδωσε με παρρησία την ομολογία στον πρόσκαιρο αυτόν βίο και ενώπιον θνητών ανθρώπων, μάλλον δε σε σύντομο καιρό του αιώνος τούτου και με παρουσία λίγων ανθρώπων από αυτούς που είπαμε. Ο δε Κύριος Ιησούς Χριστός, όντας Θεός και Κύριος του ουρανού και της γης, θα τους υποστηρίζει στον αΐδιο και ακατάλυτο εκείνον κόσμο, ενώπιον του Θεού και Πατρός, με τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους και όλες τις ουράνιες δυνάμεις γύρω τους, και με όλους τους ανθρώπους παρόντες από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια του κόσμου· διότι θα αναστηθούν όλοι και θα παραστούν στο βήμα του Χριστού. Και τότε, ενώ όλοι θα είναι παρόντες, όλοι θα βλέπουν, θα ανακηρύξει και θα δοξάσει και θα στεφανώσει εκείνους που υπέδειξαν μέχρι τέλους την πίστη σε Αυτόν.
Τι χρειάζεται να προσπαθήσουμε να δείξουμε τους υπερφυείς εκείνους στεφάνους, την υπερβολή των αμοιβών εκείνων του μέλλοντος, τις οποίες ούτε οφθαλμός σαν το δικό μας μπορεί να δει, ούτε αυτί να ακούσει, ούτε καρδιά να διανοηθεί; Αλλά και τα τωρινά πράγματα και τα βλεπόμενα, ποια είναι; Ποιος λόγος θα διηγηθεί επάξια την δόξα από τον Θεό στις σορούς των αγίων και στα λείψανα των οστών, που συμπαρατείνεται σε όλο τον χρόνο, την αναδιδόμενη από αυτά ιερή ευωδία, τα μύρα που αναβλύζουν, τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων, τις πολυειδείς και σωτήριες επιφάνειες σε εμάς δι’ αυτών;
Να πω κάτι από τα προσφερόμενα σε αυτούς από εμάς; Σε βραχύ χρόνο, όπως είπα, πραγματοποιήθηκε η παρρησία της κατά Θεόν ομολογίας του καθενός από τους αγίους και ενώπιον μερικών αρχόντων και βασιλέων· βασιλείς δε και άρχοντες και όλοι οι υπήκοοι ανυμνούν κα μεγαλύνουν, τιμώντας και δοξάζοντας και προσκυνώντας όχι μόνο αυτούς, αλλά και τις εικόνες τους, ως δεσποτών, και παραπάνω από δεσπότες και βασιλείς, τόσο θερμά γονατίζοντας σε αυτές εκουσίως και χαρούμενα, ώστε να εύχονται να αφήσουν και στα παιδιά τους τούτο περισσότερο από καθετί άλλο ως κάποιον κλήρο πλούσιο και ποιητικό της ανωτάτης ευδαιμονίας. Είναι δε αυτό δείγμα και παράσταση και σαν προοίμιο εκείνης της μέλλουσας απόρρητης δόξας, την οποία έχουν και τώρα στους ουρανούς τα πνεύματα των δικαίων, και την οποία στον μέλλοντα αιώνα θα αποκτήσουν μαζί με αυτά και σώματα που διήνυσαν μαζί τους τον κατά Θεό αγώνα.
Αυτήν την υπερβολή της δόξας και των μελλοντικών αγαθών ενδεικνύοντας ο Κύριος, προς μεν τους αγίους μαθητές Του και Αποστόλους έλεγε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ (:Αληθινά σας λέω ότι εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ξαναγεννηθεί ο κόσμος και θα έχει συντελεσθεί η ανάσταση των νεκρών, οπότε θα καθίσει ο υιός του ανθρώπου σε θρόνο λαμπρό, αντάξιο της δόξας του, θα καθίσετε κι εσείς σε δώδεκα θρόνους δικάζοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)» [Ματθ.19,28], προς όλους δε τους πιστούς γενικά λέγει: «Όποιος άφησε οικία ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς για το όνομά μου, θα λάβει εκατονταπλάσια και θα κληρονομήσει αιώνια ζωή»· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος (:Εκείνος που αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα του περισσότερο από Εμένα, και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα· και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του περισσότερο από Εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου)» [Ματθ.10,37].
Επειδή δηλαδή ο Θεός και Πατήρ έδωσε για χάρη μας τον αγαπητό Υιό Του και αυτός ο μονογενής Υιός του Θεού έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, δίκαια απαιτεί από μας να αδιαφορούμε για όλους τους κατά το γένος συγγενείς μας, όταν είναι εμπόδιο προς την ευσέβεια και τον βίο που ταιριάζει σε αυτήν. Και τι αναφέρω μόνο τους κατά το γένος συγγενείς; Διότι ακόμη και την ίδια τη ζωή του είναι δίκαιο και αναγκαίο να την αφήσει, όταν το καλέσει ο καιρός, αν θέλει να επιτύχει αιώνια ζωή, αφού και ο ίδιος ο Υιός του Θεού έδωσε τη ζωή Του για χάρη μας. Γι΄αυτό πάλι λέγει ο Ίδιος: «Καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (:Και εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση αυτή, δεν μιμείται, δηλαδή, σε όλα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα)»[Ματθ.10,38]. Σταυρός λοιπόν είναι και το να σταυρώσει κανείς τη σάρκα μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες.
Όταν λοιπόν είναι καιρός ειρήνης κατά την ευσέβεια, ο άνθρωπος νεκρώνοντας δια της αρετής τα πονηρά πάθη και τις επιθυμίες και έτσι σηκώνοντας τον σταυρό του, ακολουθεί τον Κύριο. Όταν δε είναι καιρός διωγμού, περιφρονώντας τη ζωή του και προδίδοντας την ψυχή του υπέρ της ευσεβείας, έτσι σηκώνει τον σταυρό του και ακολουθεί τον Κύριο και έτσι κληρονομεί την αιώνια ζωή· διότι, λέγει: «Ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν (:Εκείνος που σε καιρό διωγμών θα αποφύγει το μαρτύριο και θα διασώσει τη σωματική ζωή του, θα χάσει την υψηλότερη, την ευτυχισμένη αιώνια ζωή, την οποία κερδίζει κανείς με το μαρτύριο. Κι εκείνος που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε μένα, θα κερδίσει την υψηλότερη και ευτυχισμένη αιώνια ζωή)» [Ματθ.10,39. Στο εδάφιο αυτό η έκφραση δένεται γύρω από τη διπλή έννοια της λέξεως ψυχή, που καταρχήν σημαίνει τη ζωτική δύναμη του ανθρώπου, έπειτα δε και την πνευματική ουσία του, όταν γίνεται αιώνια και θεία].
Τι σημαίνει ότι «όποιος έχασε την ψυχή του θα την χάσει και όποιος έχασε την ψυχή του θα τη βρει»; Ο άνθρωπος είναι διπλός· ο εκτός, δηλαδή το σώμα, και ο μέσα μας άνθρωπος, δηλαδή η ψυχή. Όταν λοιπόν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του σε θάνατο κατά τον εκτός μας άνθρωπο, χάνει την ψυχή του που χωρίζεται από αυτό. Αυτός λοιπόν που την έχασε έτσι υπέρ του Χριστού και του ευαγγελίου, πραγματικά θα τη βρει, αφού της προξενήσει ζωή ουράνια και αιώνια και κατά την ανάσταση την παραλάβει σε αυτήν την κατάσταση και δι’αυτής γίνει και αυτός τέτοιος και κατά το σώμα, ουράνιος και αιώνιος. Αλλά επειδή αυτά είναι δύσκολα και μεγάλα, ταιριαστά στους τέλειους μόνο και θα λέγαμε αποστολικά, η εντολή να σταυρώσει τη σάρκα μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, να είναι έτοιμος για την εσχάτη ατίμωση και τον χειρότερο υπέρ του καλού θάνατο, να χάσει την ψυχή του για χάρη του ευαγγελίου, το οποίο λέγει στη συνέχεια ο Κύριος, είναι και προς παραμυθία των αγωνιζομένων έτσι υπέρ φύσιν, και προς σωτηρία των ατελεστέρων· «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς(: Αλλά κι εκείνος που υποδέχεται εσάς για φιλοξενία ως διακόνους του ευαγγελίου μου)», δηλαδή τους Αποστόλους και τους έπειτα από εκείνους πατέρες και διδασκάλους της ευσεβείας, «ἐμὲ δέχεται (:υποδέχεται όχι εσάς, αλλά Εμένα)», λέγει, «καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με(:και εκείνος που υποδέχεται Εμένα, υποδέχεται τον ίδιο τον Θεό Πατέρα, που με απέστειλε στον κόσμο)» [Ματθ.10,40].
Για εκείνους τους τέλειους λοιπόν ετοιμάζει από εδώ υποδοχή, σε όσους όμως δεν είναι παρόμοιοι προσπορίζει τη σωτηρία από το πώς υποδέχονται εκείνους. Αλλά βλέπεις και πόσος είναι ο μισθός των δεχομένων τους ζώντας κατά Θεόν και διδασκάλους της αληθείας; Διότι ο δεχόμενος αυτούς δέχεται τον Πατέρα και τον Υιό. Πώς λοιπόν πρέπει να τους δεχόμαστε; Όχι μόνο να τους φιλοξενούμε και να τους αναπαύουμε, αλλά και να τους υπακούουμε. Γι΄αυτό αλλού για να φοβίσει όσους αθετούν, έλεγε προς τους μαθητές Του: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με(:Διότι όποιος ακούει εσάς και υπακούει σε σας, ακούει εμένα και υπακούει σε μένα. Και όποιος παρακούει εσάς, παρακούει εμένα. Κι εκείνος που παρακούει εμένα, παρακούει τον Θεό, που με έστειλε στον κόσμο. Κάθε λοιπόν παρακοή και περιφρόνηση που θα δείξουν οι άνθρωποι σε σας είναι σαν να την δείχνουν στον ίδιο τον επουράνιο Θεό)» [Λουκά 10,16].
Αλλά και αυτός που φιλοξενεί και αναπαύει τους ανθρώπους του Θεού, αν πράττει τούτο χάριν του Θεού, θα λάβει πολύ μισθό, και για να δηλώσει αυτό ο Κύριος έλεγε: «Ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται(:Εκείνος που υποδέχεται και υποστηρίζει και βοηθά έναν προφήτη, επειδή είναι προφήτης, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει κι ο προφήτης. Κι εκείνος που υποδέχεται τον δίκαιο, επειδή είναι δίκαιος, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει και ο δίκαιος)» [Ματθ.10,41]. Πώς θα λάβει μισθό προφήτη και μισθό δικαίου; Όπως λέγει ο απόστολος: «Οὐ γὰρ ἵνα ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δὲ θλῖψις, ἀλλ᾿ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα (:Διότι δεν εννοώ με τη συνεισφορά αυτή άλλοι να ανακουφιστούν, ενώ εσείς να στερηθείτε, αλλά λέω, σύμφωνα με την ισότητα που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των αδελφών, το δικό σας χρηματικό περίσσευμα να συμπληρώσει το υστέρημα εκείνων στη δύσκολη περίσταση που βρίσκονται τώρα)»[Β΄Κορ. 8,13].
Αυτός δε που δέχεται και αναπαύει τον δίκαιο ως δίκαιο, και αν δεν είναι μεγαλόδωρος, αλλά δώσει λίγα πράγματα, θα κερδίσει τα μεγάλα· πραγματικά λέγει: «Καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ(:Εκείνος επίσης που θα προσφέρει σε έναν από τους μαθητές μου, αυτούς που ο κόσμος θεωρεί μικρούς και άσημους, έστω κι ένα μόνο ποτήρι κρύο νερό που πρόχειρα θα το πάρει από την πηγή και δεν θα κάνει τον κόπο να το βράσει, και θα προσφέρει την ελάχιστη αυτή ή παρόμοια εξυπηρέτηση σε αυτόν επειδή είναι μαθητής μου, αληθινά σας λέω, δεν θα χάσει στη μέλλουσα ζωή την ανταμοιβή που του ανήκει)»[Ματθ.10,42].
Σε αυτά τα λόγια και παραγγέλματα δεν φροντίζει μόνο για τους δικαίους και τους μαθητές, αλλά πολύ περισσότερο για όσους τους δέχονται· διότι, αν φρόντιζε μόνο για εκείνους, θα παραινούσε μόνο την υποδοχή και θα ζητούσε την υποδοχή εκείνων και την ανάπαυση, όπως κι αν είναι· τώρα όμως προσθέτοντας, σαν προφήτη και μαθητή και δίκαιο, δείχνει ότι φροντίζει μάλλον για τους υποδεχόμενους, μετατρέποντας τη γνώμη τους προς το ανώτερο, ώστε και ο μισθός να ακολουθήσει γι’ αυτούς μαζί με την αρετή. Η εκκλησία λοιπόν του Χριστού, που τιμά και μετά τον θάνατο αυτούς που έζησαν αληθινά κατά Θεόν, κάθε ημέρα του έτους τελεί τη μνήμη των αγίων που μετέστησαν κατ’αυτήν από εδώ και αποδήμησαν από την πρόσκαιρη αυτή ζωή. Συγχρόνως δε προβάλλει τον βίο του καθενός, χάριν της ωφέλειάς μας και υποδεικνύει το τέλος τους, είτε ειρηνικά έχει κοιμηθεί, είτε με μαρτυρικό τέλος τελείωσε τη ζωή του.
Τώρα δε μετά την Πεντηκοστή, αφού τους συνήγαγε όλους μαζί, αναπέμπει κοινό σε αυτούς τον ύμνο, όχι μόνο διότι όλοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους-διότι λέγει προς τον Πατέρα Του στα ευαγγέλια ο Κύριος: Δώσε «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν (:Σε παρακαλώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγάπη και την ομοφροσύνη που θα κυριαρχεί μεταξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενωμένος με Εμένα κι εγώ ενωμένος με Εσένα, επειδή έχουμε και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρακαλώ να είναι κι αυτοί ένα έχοντας κοινωνία και ένωση με μας)» [Ιω.17,20])· όχι μόνο βέβαια γι΄αυτό αποδίδει η Εκκλησία του Θεού κοινό τον ύμνο σε όλους, αλλά και διότι φροντίζει τόσο κατά την αγία Τεσσαρακοστή, όσο και κατά την μετ’ αυτήν Πεντηκοστή να φανερώνει και να ανυμνεί όλα τα έργα του Θεού.
Αφού λοιπόν εξύμνησε, όπως γνωρίζετε, τα πάντα· πώς δηλαδή δημιουργήθηκε στην αρχή όλος ο κόσμος αυτός από τον Θεό· πώς ο Αδάμ εξορίστηκε από τον παράδεισο και τον Θεό· πώς προσκλήθηκε ο παλαιός λαός· πώς και οι ίδιοι απομακρύνθηκαν λόγω παραβάσεως από την οικειότητα προς τον Θεό· πώς ο μονογενής Υιός του Θεού «κλίνας τούς οὐρανούς» για χάρη μας κατήλθε και έπραξε για χάρη μας θαυμάσια και δίδαξε τα σωτηριώδη, έπαθε και πέθανε για μας και ενταφιάστηκε ως άνθρωπος και ως Θεός αναστήθηκε τριήμερος και έπειτα αναλήφθηκε μαζί με τη σάρκα στους ουρανούς, από όπου και κατήλθε, και αφού κάθισε από τα δεξιά του Πατρός, απέστειλε από εκεί το πανάγιο Πνεύμα[Εδώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στο περιεχόμενο των Κυριακών και εορτών της τεσσαρακοστής και της Πεντηκοστής]· αφού λοιπόν όλα αυτά τα ανύμνησε η Εκκλησία του Θεού, τώρα προσθέτει το ελλείπον και δείχνει πόσους και ποιους καρπούς συνήγαγε προς την αιώνια ζωή η παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και η δύναμη του παναγίου Πνεύματος· τελεί δηλαδή τη μνήμη όλων των αγίων μαζί και αποδίδει σε όλους τον ύμνο και την τιμή σήμερα.
Ας τιμήσουμε λοιπόν κι εμείς αδελφοί, τους αγίους του Θεού. Να τους τιμήσουμε όμως πώς; Αν κατά τη μίμησή τους καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος και έτσι αν απομακρυνθούμε από τα κακά, φερόμενοι δια της αποχής αυτών προς την αγιοσύνη. Αν παύσουμε τη γλώσσα μας από όρκο και επιορκία, φλυαρία και λοιδορία, και τα χείλη μας από ψεύδος και συκοφαντία, και έτσι να προσφέρουμε σε αυτούς την ευφημία.
Αν όμως δεν καθαρίσουμε έτσι τους εαυτούς μας, θα ακούσουμε δικαίως από αυτούς ο καθένας μας εκείνα τα λόγια του Θεού προς τον αμαρτωλό· γιατί τολμάς να μνημονεύεις και να αναφέρεις και αυτά τα ονόματα των αγίων και να διηγείσαι τη γεμάτη κάθε αρετή και καθαρότητα διαγωγή τους; Εσύ ακριβώς μίσησες τον ενάρετο βίο τους και έδιωξες από τον εαυτό σου την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος· «Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις. τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητας· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον(: Εάν έβλεπες κάποιον κλέφτη, έτρεχες και εσύ μαζί του συνεργός στην κλοπή, και με οποιονδήποτε μοιχό είχες και εσύ το μερίδιό σου συμμετέχοντας στις ακολασίες μαζί με αυτόν. Το στόμα σου το άφηνες αχαλίνωτο στην κακία, ώστε αυτή να ξεχειλίζει σε αυτό, και η γλώσσα σου περιέπλεκε επινοήσεις πανούργες και δολερές για παγίδευση και συκοφαντία του πλησίον. Καθισμένος, σαν να μην είχες τίποτα άλλο να κάνεις, καταλαλούσες κατά του αδελφού σου δυσφημώντας τον, και κατά του υιού της μητέρας σου, από τα σπλάχνα της οποίας εξήλθες και εσύ και εκείνος, ετοίμαζες παγίδες και εμπόδια για να σκοντάψει και να καταπέσει)»[Ψαλμ.49,18-20].
Δεν δέχονται ύμνο από τέτοια στόματα, αδελφοί, ούτε ο Θεός ούτε οι άγιοι του Θεού· διότι, αν ο καθένας από μας δεν δέχεται να του προσφέρει κάτι το αναγκαίο το χέρι του που άγγισε κόπρο, χωρίς να το πλύνει προηγουμένως, πώς ο Θεός θα δεχτεί τα προσφερόμενα από σώμα και στόμα ακάθαρτο, αν δεν καθαρίσουμε προηγουμένως τους εαυτούς μας; Διότι είναι βδελυρότερη από την κόπρο η αμαρτία, ο δόλος, το ψεύδος, ο φθόνος, το μίσος, η πλεονεξία, η προδοσία, τα αισχρά διανοήματα και λόγια, και οι μιαρές πράξεις που τα ακολουθούν. Αλλά πώς καθαρίζεται πάλι όποιος περιπέσει σε αυτά; Δια της μετανοίας, δια της εξομολογήσεως, δια της αγαθοεργίας, δια της εκτενούς προς τον Θεό δεήσεως.
Όταν λοιπόν στις εορταζόμενες μνήμες των αγίων, όλοι μας αργούμε από τις τέχνες και τα επαγγέλματα, τούτο πρέπει να είναι το μελέτημά μας, πώς να απομακρυνθούμε και να γίνουμε ελεύθεροι από τις αμαρτίες και τους μολυσμούς στα οποία ο καθένας περιέπεσε. Αν δε και τότε παίζουμε σε βάρος των ψυχών μας και αδιαφορούμε και μεθούμε, πώς λέμε ότι εορτάζουμε τους αγίους, αφού καθιστούμε άναγνη την ημέρα; Να μην εορτάζουμε έτσι, αδελφοί, παρακαλώ, αλλά να παρουσιάσουμε κι εμείς τα σώματα και τις ψυχές ευάρεστες στον Θεό, κατά τη διάρκεια αυτών των εορτασίμων ημερών μάλιστα, ώστε με τις πρεσβείες των αγίων να γίνουμε και εμείς μέτοχοι της απέραντης εκείνης πανηγύρεως και ευφροσύνης.
Αυτήν είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο πρέπει κάθε δόξα μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΚΑ΄- ΜΒ΄, ομιλία ΚΕ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος Ι΄, σελίδες 126 -149.
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)
Γίνεται νὰ στείλει ἕνας νοικοκύρης τὸν ὑπηρέτη του νὰ βοσκήσει τὰ πρόβατα, χωρὶς νὰ τὸν ταΐσει; Στέλνει ἕνας πατέρας το γιό του στοὺς ἀγροὺς χωρὶς ἀλέτρι καὶ βόδια;
Εἶναι δυνατὸ νὰ στείλει ἕνας διοικητὴς τὸ στρατιώτη στὴ μάχη χωρὶς νὰ τὸν ἐφοδιάσει μὲ ὅπλα;
Αὐτὰ τὰ πράγματα δὲ γίνονται.
Ἔτσι κι ὁ Θεὸς δὲ στέλνει τοὺς δούλους Του, τοὺς γιοὺς καὶ τοὺς στρατιῶτες Του στὸν κόσμο χωρὶς τροφή, προμήθειες καὶ ὅπλα. Οἱ ἄνθρωποι σίγουρα δὲν εἶναι οὔτε σοφότεροι οὔτε πιὸ εὔσπλαχνοι ἀπό το Θεό. Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι δίνουν στοὺς δικούς τους το ἀπαραίτητα ἐφόδια, δὲ θὰ ἐφοδιάσει πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς τοὺς πιστοὺς μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τίς ἀνάγκες τους;
Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς παρέχει πλούσια τη χάρη Του σ’ ἐκείνους ποὺ ἐκτελοῦν τὰ ἔργα Του καὶ τηροῦν τίς ἐντολές Του, τὸ μαρτυρεῖ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Τὸ ὅτι δώδεκα ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, μὲ ἁπλὲς δουλειές, χωρὶς νὰ διαθέτουν ὅπλα ἢ πλούτη, κοσμικὴ δόξα ἢ δύναμη, ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια καὶ τίς οἰκογένειές τους καὶ ξεκίνησαν νὰ γυρίσουν ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κάτι ὁλότελα καινούργιο, κάτι ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι πίστευε ὡς τότε ὁ κόσμος ὡς σωστό, δυνατὸ καὶ φρόνιμο. Μὲ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεργασία τοῦ Θεοῦ καί τη χάρη Του. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα: πῶς θὰ τολμοῦσαν οἱ ἁπλοῖ ψαρᾶδες ν’ ἀντισταθοῦν στὶς ψευδοδιδασκαλίες τῶν σοφῶν, στὰ ἐφήμερα πλούτη τῶν πλουσίων καὶ στὴν πονηρὴ δύναμη τῶν δυνατῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοὺς εἶχε πλουτίσει μὲ τὴ σοφία Του, δὲν τοὺς εἶχε στηρίξει μὲ τὴ δύναμή Τοῦ καὶ δὲν τοὺς εἶχε ὁπλίσει μὲ τὰ ὅπλα Του; Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν τόση ἀντοχὴ καὶ ἀφοβία, ὥστε νὰ ὑπομένουν τόσα ἀπίθανα βάσανα κι ἀφάνταστες ταπεινώσεις, νὰ βασανίζονται ἀπὸ ἀνθρώπους, νὰ ξεπερνοῦν φυσικὲς καταστροφές, ν’ ἁλυσοδένονται, νὰ τοὺς καταδιώκουν μὲ χλευασμοὺς καὶ μὲ πέτρες, νὰ λιμοκτονοῦν στὶς φυλακές, νὰ σύρονται σὲ τρικυμιώδεις θάλασσες ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ κόσμου στὴν ἄλλη, νὰ ρίχνονται βορὰ στὰ θηρία, νὰ ξυλοκοποῦνται καὶ νὰ σταυρώνονται; Ὅταν οἱ δώδεκα αὐτοὶ ἄντρες ἔβλεπαν νά ‘χει ὅλος ὁ κόσμος ὁπλιστεῖ ἐναντίον τους, θὰ πρεπε πραγματικὰ νὰ εἶχαν κάποια μυστηριώδη κι ἀκατανίκητη βοήθεια, κάποια τροφὴ ποὺ δὲν τρώγεται, κάποια ὅπλα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δὲν κρατοῦνται στὰ χέρια, ἀόρατα στὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις. Εἶναι τὰ ὅπλα αὐτὰ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β΄κορ. ἰ’4), «τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ,οὗ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων».
Ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν πέρασαν καὶ τὸν κατέπληξαν μὲ τὸ πρωτοφανὲς κήρυγμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφθηκε στοὺς ἀνθρώπους σαρκωμένος καὶ μετὰ ἀναλήφθηκε στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Ἔσπειραν παντοῦ τὸ σπόρο τῆς νέας πίστης, τῆς νέας ζωῆς καὶ τῆς νέας κτίσης. Καὶ τότε ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ παίρνει φωτιά, νὰ καίγεται ἀπὸ τὸ σπόρο ποὺ ἐκεῖνοι εἶχαν σπείρει, ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶχαν πεῖ κι ἀπὸ τὰ ἴχνη ποὺ εἶχαν ἀφήσει. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς καταδίωκαν, σκορπίστηκαν βασιλεῖες ποὺ εἶχαν στραφεῖ ἐναντίον τους, διαλύθηκαν· σπίτια ποὺ δὲν τοὺς δέχτηκαν, κατεδαφίστηκαν μεγάλοι καὶ σοφοὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς εἶχαν βασανίσει, νικήθηκαν, ἔπεσαν σὲ ἀπόγνωση καὶ χάθηκαν μὲ τρόπο ἐλεεινό. Κι ὁ σπόρος ποὺ ἔσπειραν ἐκεῖνοι φύτρωσε, γιγαντώθηκε. Ἡ Ἔκκλησία θεμελιώθηκε στὸ αἷμα τους, πάνω στὰ ἐρείπια τῶν ψεύτικων καὶ βίαιων ἔργων τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς δέχτηκαν, δοξάστηκαν ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς πίστεψαν καὶ τοὺς ἀκολούθησαν, σώθηκαν. Πόσο, ἀλήθεια, θάλπει ὁ Κύριος τοὺς δούλους Του! Πόσο πλούσια ἀμείβει τὰ πιστὰ τέκνα Του! Πόσο πλούσια ὁπλίζει σὰν διοικητὴς τοὺς στρατιῶτες Του!
Ὁ Κύριος πρῶτα ἐφοδιάζει καὶ ὁπλίζει τοὺς πιστούς Του κι ἔπειτα τοὺς στέλνει στὸ καθῆκον καὶ στὴ μάχη. Στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ὁ Κύριος ἔδειξε πῶς ἔτσι γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα. Κι αὐτό τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸν πιὸ σαφῆ κι ἐμφατικὸ τρόπο ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὸ εὐαγγέλιο διαβάζουμε πῶς ὁ Χριστὸς κάλεσε ὅλους τοὺς μαθητές Του καὶ «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. ἰ ́ 4). Μετὰ τοὺς εἶπε νὰ πορευτοῦν καὶ νὰ κηρύξουν τὴν ἔλευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ πρόσθεσε: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (α’ 8). Πρῶτα τοὺς ὅπλισε μὲ ἐξουσία καὶ δύναμη κι ἔπειτα τοὺς ἔστειλε στὴ δράση. Γιὰ τόσο μεγάλη ἀποστολή, τόσο μεγάλο ἔργο, οἱ ἀπόστολοι εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλη δύναμη.
Τὸ ὅτι ἔλαβαν πραγματικὰ τέτοια δύναμη, τὸ βλέπουμε στὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ: «δωρεὰν ἐλάβετε». Γιὰ νὰ δείξει μετὰ στοὺς ἀποστόλους πόσο μεγάλη κι ἀκατανίκητη ἦταν ἡ θεία αὐτὴ δύναμη, ποὺ θὰ τὴν εἶχαν πάντα μαζί τους, ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους νὰ ξεκινήσουν τὸ ἔργο τοὺς χωρὶς μέριμνες, χωρὶς νὰ πάρουν μαζί τους χρυσίον ἢ ἄργυρον, οὔτε τρόφιμα, οὔτε δύο χιτῶνες, οὔτε σάκκο καὶ παπούτσια. Κι ἂν δὲν τοὺς δεχτοῦν, δὲν πρέπει νὰ ἐκνευριστοῦν, οὔτε καὶ νὰ σκέφτονται ἀπὸ πρὶν τί ἀπάντηση θὰ δώσουν στοὺς κριτές τους.
Ὁ Κύριος τοὺς ἔδωσε πρῶτα ὅλη τὴν ἀπαραίτητη ἐξουσία κι ἔπειτα τοὺς ἐξήγησε ὅτι ἡ δύναμη αὐτὴ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ καλύψει ὅλες τίς ἀνάγκες τους, ὅλα τους τὰ προβλήματα. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τοὺς μίλησε ἀνοιχτὰ γιὰ ὅλες τίς δοκιμασίες καὶ τοὺς κατατρεγμούς ποὺ τοὺς περίμεναν. «Ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν,ἕν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ἰ’ 16). Στὴ συνέχεια ὅμως τοὺς ἔδωσε κουράγιο. Μὴ φοβᾶστε, τοὺς εἶπε, «καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. ἰ’ 30). Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βοηθάει τὰ σπουργίτια, πὼς δὲ θὰ βοηθήσει ἐσᾶς; Κι ὁ Κύριος τέλειωσε μὲ τ’ ἀποφασιστικὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ξεκαθαρίζει μὲ σαφήνεια τί μπορεῖ νὰ περιμένει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δύναμη ποὺ τοὺς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ καλὸ καὶ τί ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν κάνουν χρήση τῆς δύναμης αὐτῆς ἢ τὴ χρησιμοποιοῦν γιὰ κακό.
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηται μὲ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι’ 32,33). Ἀναφέρει πρῶτα τὴν ἀνταπόδοση ποὺ θὰ ἔχει ὁ καλὸς καὶ πιστὸς στρατιώτης, ἐκεῖνος ποὺ παραμένει σταθερός, ποὺ ὑπομένει ἔπειτα ἀναφέρει τὴν τιμωρία ποὺ θὰ ἔχει ὁ κακὸς καὶ ἄπιστος στρατιώτης, ἐκεῖνος ποῦ διστάζει, ἀμφιβάλλει καὶ παραδίνεται στὸν ἐχθρό. Μπορεῖ νὰ λάβει μεγαλύτερη ἀνταμοιβὴ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνης ποὺ τοῦ ὑπόσχεται ὁ Χριστός, πῶς ὁ ἴδιος στὴν οὐράνια βασιλεία Του, μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ τίς ἀμέτρητες ἀγγελικὲς χορεῖες, θὰ τὸν ὁμολογήσει ὡς δικό Του; πῶς θὰ τὸν ἐγγράψει στὸ αἰώνιο βιβλίο τῆς ζωῆς; πῶς θὰ τὸν στεφανώσει με ἀνέκφραστη καὶ ἄφθιτη δόξα καὶ θὰ τὸν τοποθετήσει στὰ δεξιά Του, στὴν ἀθάνατη σύναξη τοῦ οὐρανοῦ; Μπορεῖ νὰ λάβει μεγαλύτερη τιμωρία ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἀρνηθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ νὰ τοῦ πεῖ μπροστὰ σ’ ὁλόκληρη τὴ συναγμένη συντροφιὰ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ οὐράνιου Πατέρα Του, πῶς «δὲ σὲ γνωρίζω, δὲν εἶσαι δικὸς Μοῦ το ὄνομά σου δὲν εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Φύγε»;
Τὸ ὅτι εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο νὰ ἐπικαλούμαστε ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ὁμολογοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως εἶναι καὶ τὸ νὰ πιστεύουμε σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν καρδιά μας, τὸ βλέπουμε στὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσεις ἐν τὴ καρδία σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ» (Ρωμ. ἰ’ 9). Αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, πρέπει ὁλόκληρος νὰ ὁμολογεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο.
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ἰ’ 37). Τὰ περίεργα αὐτὰ λόγια μπορεῖ νὰ τὰ πεῖ Ἐκεῖνος μόνο ποὺ εἶναι περισσότερο ὑπεύθυνος γιὰ τὴ ζωή μας, ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐπίγειο πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας. Μόνο Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας τολμᾷ νὰ μιλήσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ περισσότερο τοὺς γιούς μας καὶ τίς θυγατέρες μᾶς ἀπ’ ὅσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μποροῦμε νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Οἱ πατέρες κι οἱ μητέρες μας μᾶς γέννησαν μὲ πόνο. Ἐκεῖνος μᾶς γεννᾷ γιὰ αἰώνια χαρὰ κι αἰώνια δόξα. Οἱ πατέρες κι οἱ μητέρες μας παίρνουν ἀπὸ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ μᾶς δώσουν. Αὐτοὶ μᾶς ἑτοιμάζουν τὸ φαγητό, Ἐκεῖνος ὅμως μᾶς δίνει τὴν πνοή. Ποιό ἀξίζει περισσότερο, τὸ φαγητὸ ἢ ἢ πνοή; Οἱ γονεῖς μας παρέχουν τὰ ροῦχα, Ἐκεῖνος ἑτοιμάζει τὴν καρδιά μας. Ποιό εἶναι πιὸ ἀπαραίτητο, τὸ ροῦχο ἢ ἡ καρδιά; Ἐκεῖνος μᾶς ἔφερε στὸν κόσμο. Οἱ γονεῖς μας εἶναι ἡ εἴσοδος ἀπ’ ὅπου μᾶς ἔφερε. Ποιός κάνει περισσότερα γιά μας, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔφερε στὴν πόλη ἢ ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία περάσαμε μέσα;
Ὁ Κύριος δὲν ἀποκλείει βέβαια τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τὴν οἰκογένειά μας ποὺ ὅλοι ὀφείλουμε στοὺς οἰκείους μας καὶ ποῦ εἶναι μιὰ ἀπὸ τίς δυὸ μέγιστες ἐντολές Του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδειξε τὴν ἀγάπη Τοῦ πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα Τοῦ ἀκόμα κι ὅταν βρισκόταν καρφωμένος στὸ σταυρό, τότε ποὺ τὴν ἐμπιστεύτηκε στὴ φροντίδα τοῦ ἀγαπημένου ἀποστόλου καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη πῶς ἐκεῖνος θὰ γινόταν γιός της, στὴ δική του θέση. Ἐδῶ μιλάει στὸ γενικὸ πλαίσιο τῶν διωγμῶν καὶ τῶν πειρασμῶν ποὺ ἀναμένουν τοὺς ἀποστόλους. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα θὰ φοβηθοῦν. Ὁ γιὸς κι ἡ θυγατέρα ἐπίσης θὰ φοβηθοῦν καὶ θὰ ποῦν στὸν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀπαρνήσου τὸ Χριστό, ζῆσε εἰρηνικὰ μαζί μας, μὴ φεύγεις ἀπὸ τὸ σπίτι. Ζῆσε ὅπως ζοῦν κι οἱ ἄλλοι. Μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὴν καινούργια πίστη! Αὐτὴ μπορεῖ νά σε ἀποσπάσει ἀπό μας καὶ νά σε ὁδηγήσει στὴν ἀγχόνη. Καὶ μεὶς τί θὰ κάνουμε τότε; Θὰ μᾶς βασανίσουν κι ἐμᾶς μὲ βασανιστήρια, θὰ μᾶς ἀφήσουν νηστικούς, ἴσως καί νὰ μᾶς σκοτώσουν. Γι’ αὐτὸ σὲ φέραμε στὸν κόσμο», θὰ ποῦν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα, «γιὰ νὰ δοκιμάσουμε πικρίες στὰ γηρατειά μας γιὰ χάρη σου;»
Ὁ γιός σας κι ἡ θυγατέρα σας θὰ σᾶς ρωτήσουν γιατί τοὺς φέρατε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τοὺς ἐμπαίζουν οἱ ἄλλοι, νὰ τοὺς περιφρονοῦν, νὰ τοὺς καταδιώκουν κι ἴσως τελικὰ νὰ τοὺς σκοτώσουν; «Ἄν μᾶς ἀγαπᾶτε, ἐγκαταλείψετε τὸ Χριστὸ καὶ ζῆστε ἐδῶ μαζί μας, εἰρηνικά».
Σὲ τέτοιες κρίσιμες στιγμὲς καὶ ἀπόστολος πρέπει νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση: ποιός ἀξίζει περισσότερο γιὰ ἐκεῖνον, ποιόν ἀγαπᾷ περισσότερο: τὸ Χριστὸ ἢ τοὺς γονεῖς Του; Τὸ Χριστὸ ἢ τὰ παιδιά του; Στὴν ἀπόφασή τους αὐτὴ κρέμεται ἡ αἰωνιότητα ὁλόκληρη, καθὼς κι ἡ αἰωνιότητα τῶν δικῶν τους ἀνθρώπων. Ποτὲ στὴ ζωή του ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιμετωπίζει καὶ δὲν ἔχει νὰ κάνει πιὸ κρίσιμη ἐπιλογή. Καὶ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἕνα βῆμα πρὸς τὴ μιὰ κατεύθυνση κι ἄλλο πρὸς τὴν ἄλλη. Τέτοια στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μοιράσει τὴν καρδιά του, ἀλλὰ νὰ τὴν τοποθετήσει στὴ μιὰ πλευρὰ ἢ στὴν ἄλλη. “Ἄν μέσα στὴν καρδιά σου λατρεύεις τὸ Χριστό, μπορεῖς νὰ σώσεις τοὺς συγγενεῖς σου, ὅπως καὶ τὸν ἑαυτό σου. Ἄν ἡ καρδιά σου ἀγαπᾷ περισσότερο τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, το γιὸ καὶ τὴ θυγατέρα, σίγουρα θὰ χαθεῖς καὶ σὺ κι ἐκεῖνοι. Ὅποιος ἀπαρνιέται τὸ Χριστὸ μπροστὰ στὸν κόσμο, θὰ τὸν αρνηθεί κι ὁ Χριστὸς στὴν Τελικὴ Κρίση, ποὺ θὰ γίνει μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα Του καὶ σ’ ὅλες τίς χορεῖες ἀγγέλων καὶ ἁγίων.
(Ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἔγραψε στὸν ἄρχοντα Φιλητό, ποὺ ἀπογοητεύτηκε ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσε νὰ συμπεριληφθεῖ στὴν ὑψηλὴ κοινωνία: «ἡ δόξα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀξίζει λιγότερο κι ἀπὸ τὸν ἱστὸ μιᾶς ἀράχνης, εἶναι πιὸ ἀσήμαντη κι ἀπὸ ἕνα ὄνειρο. Γι’ αὐτὸ σήκωσε τὰ μάτια σου καὶ κοίταξε ἐκεῖνα ποὺ ἀξίζουν περισσότερο καὶ τότε θὰ ἠρεμήσεις τὴν ταραγμένη ψυχή σου. Ὅποιος ζητᾷ καὶ τὴ μιὰ δόξα καὶ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ τίς ἀποκτήσει καὶ τίς δυό. Ἴσως εἶναι δυνατὸ νὰ τίς κατορθώσει καὶ τίς δύο μόνο ὅταν ἐπιδιώκει ὄχι τίς δύο, ἀλλὰ τὴ μία: τὴν οὐράνια δόξα. Γι’ αὐτό, ἂν ἐπιδιώκεις νὰ δοξαστεῖς, ἀναζήτησε τὴ θεία, τὴν οὐράνια δόξα. Καὶ τότε συνήθως ἀκολουθεῖ κι ἡ ἐπίγεια» (Ἐπιστολὴ 5).
Ὁ Κύριος τὸ ξεκαθάρισε στοὺς ἀποστόλους πῶς αὐτὴ ἡ στιγμὴ τῆς ἀπόφασης, εἶναι δύσκολη. «Καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. ἰ’ 36), εἶπε. Κι ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν οἰκογένειά του, ποὺ θὰ τὸν ἐμποδίσει περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἄλλον στὸν κόσμο ν’ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό. Κι ἂν τὸ κάνει αὐτό, θὰ καταδικαστεῖ πιὸ αὐστηρά. Καὶ πραγματικὰ ἔτσι εἶναι. Δὲν εἶναι οἱ ἐχθροί μας ποὺ μᾶς δεσμεύουν μ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ οἱ φίλοι μας. Δὲν εἶναι οἱ ξένοι, ἀλλὰ οἱ συγγενεῖς μας. Γιὰ νὰ κάνει εὐκολότερο τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ γιὰ νὰ ἠρεμήσει τὴ συνείδηση ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν οἰκογένεια τους γιὰ χάρη Του, ὁ Κύριος τοὺς λέει προκαταβολικὰ νὰ μὴ φροντίζουν γιὰ τίποτα, ὅπως τὰ σπουργίτια. Ἄς μὴν ἀνησυχοῦν ποὺ θὰ βρεθεῖ κάποιος γιὰ νὰ ταΐσει καὶ νὰ ντύσει τὰ παιδιά τους ὅταν λείπουν οἱ ἴδιοι. Θὰ τοὺς θρέψει καὶ θὰ τοὺς ντύσει Ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ ντύνει τὰ σπουργίτια. Οὔτε ἕνα σπουργίτι δὲν πέφτει στὴ γῆ χωρὶς τὴ γνώση καὶ τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Γιὰ τὰ παιδιά σου, ὅπως καὶ γιὰ σένα, καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. Γι’ αὐτὸ ἄφησε τοὺς καὶ ἀκολούθησε Τόν. Ὅταν βρίσκεσαι μαζί τους, δὲν εἶσαι ἐσὺ ποὺ φροντίζεις γι’ αὐτούς, ἀλλ’ ὁ Θεός. Καὶ θὰ συνεχίζει νὰ τοὺς φροντίζει τὸ ἴδιο καλὰ κι ὅταν ἐσὺ λείπεις.
Ὅμως ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ, ὅπως οἱ υἱοὶ κι οἱ θυγατέρες, ἔχουν κι ἄλλο νόημα, βαθύτερο. Ὁ πατὴρ καὶ ἢ μήτηρ ἐδῶ ὑπονοοῦν καὶ τοὺς δασκάλους ἐκείνους καὶ τοὺς πνευματικοὺς ὁδηγοὺς ποῦ, μὲ τὴν πλανεμένη διδασκαλία τους, δημιουργοῦν μέσα μας ἕνα πνεῦμα ποὺ ἀντιτίθεται στὸ Χριστὸ καὶ στὸ εὐαγγέλιο. Μᾶς διδάσκουν τὴν ἐγκόσμια σοφία ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ σῶμα, ὄχι τὴν ψυχή, ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ μᾶς αἰχμαλωτίζει στὴ γῆ. Ὅσο δὲ γνωρίζουμε τὸ Χριστό, ἔχουμε τοὺς πνευματικοὺς αὐτοὺς γονεῖς σὰν εἴδωλα. Εἴτε τοὺς ἀκοῦμε προσωπικὰ εἴτε διαβάζουμε τὰ βιβλία τους, μέσα μας τοὺς ἀγαπᾶμε, τοὺς σεβόμαστε, τοὺς δοξάζουμε καὶ τοὺς λατρεύουμε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους περισσότερο ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν εἶναι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ υἱοὶ κι οἱ θυγατέρες ὑπονοοῦν τίς πράξεις μας, τὰ ἔργα μας, τὴ δημιουργία, τὸ χτίσιμο, τὸ γράψιμο κλπ., ὅλα ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ὑπερηφανευόμαστε, ἐπειδὴ εἶναι προϊόντα τοῦ νοῦ καὶ τῶν χεριῶν μας. Σ’ αὐτὰ τὰ προϊόντα μας βρίσκεται ἡ καρδιά μας, ἡ ἀγάπη μας, ἡ ὑπερηφάνειά μας. Μὰ τί εἶναι όλ’ αὐτὰ τὰ προϊόντα κι ὅλα τὰ ἔργα μᾶς ἂν συγκριθοῦν μὲ τὸ Χριστό; Δὲν εἶναι παρὰ σύννεφα καπνοῦ μπροστὰ στὸν ἥλιο, σκόνη τοῦ χρόνου μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Ὅποιος λοιπὸν ἀγαπᾷ όλ’ αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν εἶναι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: «Καὶ ὅς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ἰ’ 38). Μὲ τὴ λέξη σταυρὸς ἐδῶ πρέπει πρῶτα νὰ κατανοήσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς παρουσίασε ὁ Χριστὸς μὲ τὰ προγηγούμενα λόγια Του, δηλαδή το χωρισμὸ ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα, ἀπὸ γιὸ καὶ θυγατέρα, ἀπὸ τὰ παιδιά, ἀπὸ φίλους καὶ δασκάλους, καθὼς κι ἀπὸ τὴ δουλειά μας. Ὁ σταυρὸς εἶναι πόνος. Ἀλλὰ κι ὁ χωρισμὸς εἶναι πόνος.
Μὲ τὴ λέξη σταυρὸς πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε ὅλους τοὺς πειρασμούς, τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ θ’ ἀντιμετωπίσει ὁ πιστὸς τοῦ Χριστοῦ στὸ δρόμο του. Όλ’ αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητα σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ ἀληθινά, γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἀγάπη δυνατή. Όλ’ αὐτὰ εἶναι ἀναπόφευκτα, ἀναγκαῖα, ὅπως τὸ πικρὸ φάρμακο ποὺ πρέπει νὰ πάρει ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπευτεῖ. Κάθε πιστὸς τοῦ Χριστοῦ θὰ συναντήσει στὸ δρόμο του ὀδυνηροὺς πειρασμούς, βασανιστήρια, ἀγωνία. Κι ὁ σταυρὸς κάθε πιστοῦ θὰ εἶναι διαφορετικός. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς λέει πῶς ὁ καθένας θὰ φέρει τὸ δικό του σταυρό.
Μὲ τὴ λέξη σταυρὸς ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἐννοήσουμε μόνο τὰ βάσανα καὶ τὸν πόνο ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος ἐξωτερικά. Εἶναι καὶ τὰ ἐσωτερικὰ βάσανα κι οἱ πόνοι ποὺ συνοδεύουν το χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τίς ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὸ σῶμα του. Αὐτὸς εἶναι ἴσως ὁ μεγαλύτερος σταυρός. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κουβαλήσει χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κι ἂν δὲν ἀγαπᾷ πολὺ τὸ Χριστό. Εἶναι ὅμως ἕνας σταυρὸς ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ φέρει στοὺς ὤμους του.
Λίγο ἀργότερα εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ εὑρῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπωλέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. ἰ’ 39). Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἐκεῖνος ποὺ προσέχει ἰδιαίτερα τὴν παλιὰ ψυχή του, ποὺ εἶναι ὁλόκληρη κηλιδωμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μολυσμένη ἀπὸ τὰ πάθη, σίγουρα θὰ τὴ χάσει. Τίποτα ἀκάθαρτο ἢ ρυπαρὸ δὲν μπορεῖ νὰ παραστεῖ μπροστὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως χάνει τὴν παλιά του ψυχή, τὴν ἀπορρίπτει καὶ τὴν ἀπομακρύνει γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ χάρη τῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνακαίνισής της, γιὰ χάρη τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου, τῆς καινῆς ψυχῆς, ἐκεῖνος θὰ τὴ βρεῖ. Θὰ βρεὶ δηλαδὴ τὴν καινούργια αὐτὴ ψυχὴ ἑκατὸ φορὲς λαμπρότερη καὶ πλουσιότερη ἀπὸ τὴν παλιά. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει πατέρα ἢ μητέρα, ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφές, σύζυγο ἢ παιδιά, θ’ ἀνταμειφθεῖ ἑκατὸ φορὲς πλουσιότερα.
Τέλος μὲ τὸ σταυρὸ πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Δὲν ἀφήνουμε κατὰ μέρος μιὰ δοκιμασία γιὰ νὰ τὴν ἀλλάξουμε μὲ μιὰν ἄλλη, παρόμοια. Φορτωνόμαστε πάνω μας το Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τίς δοκιμασίες, τὸν πόνο, τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Νὰ τί εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά το Σταυρὸ τοῦ Κυρίου: «Ἐμοί δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὐ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ» (Γαλ. στ’ 14). Ὁ κόσμος ἔχει νεκρωθεῖ γι’ αὐτὸν ποὺ φέρει το Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως κι ὁ ἴδιος γιὰ τὸν κόσμο. Νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ζωντανὸς γιὰ τὸ Θεό. Τὸ ὅτι ὁ Σταυρὸς αὐτὸς σὲ ἄλλους μὲν εἶναι σκάνδαλο καὶ σὲ ἄλλους μωρία (βλ. A΄ Κορ. ἅ ́ 23), δὲν εἶναι κάτι περίεργο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ θάλπουν τὴν παλιά, τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή, ἐκεῖνοι δηλαδὴ ποῦ εἶναι δοῦλοι τοῦ κόσμου καὶ τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν τους, δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν κανένα εἶδος δοκιμασίας, παρὰ μόνο γιὰ κάποιο ἐγκόσμιο κέρδος, ὅπως ὑγεία, πλούτη, τιμὴ ἢ δόξα. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ σημαίνει πόνο καὶ δοκιμασίες, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑπομένει γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὸν πλουτισμὸ τῆς ψυχῆς του, γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Καινῆς Βασιλείας καὶ τῆς μόνης ἀγάπης ἐκείνων ποῦ τὸν ὁμολογοῦν.
«Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἤκολουθήσαμέν σοί: τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» (Ματθ. ἴθ’ 27). Πότε ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Πέτρος; Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος συμβούλεψε τὸν πλούσιο νεανία, ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν αἰώνια ζωή, νὰ πάει νὰ πουλήσει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχοὺς κι ἔπειτα νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Κι ὁ νεανίας «ἀπῆλθε λυπούμενος ἢν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά» (Ματθ. ἴθ’ 22). Τότε ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Πέτρος κι ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ πρῶτο μέρος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἐπειδὴ ἔχει στενὴ πνευματικὴ συνάφεια μαζί της. Ὁ ἅγιος Πέτρος ρώτησε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀποστόλων, τί θὰ γινόταν μ’ αὐτούς. Τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα: τὰ σπίτια τους, τίς οἰκογένειές τους, τὴ δουλειά τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ» (Ματθ. ιθ’ 28). Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸν Πέτρο ἀπευθυνόταν σ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους. Εἶπεν αὐτοῖς, γράφει ὁ εὐαγγελιστής. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν κι ὁ Ἰούδας. Θὰ καθήσει κι αὐτὸς στὸ θρόνο; Τότε ὁ Ἰούδας δὲν εἶχε ἀκόμα προδώσει τὸ Χριστό, μ’ ὅλο ποὺ ἡ προδοσία εἶχε κιόλας ριζώσει στὴν καρδιά του. Ὁ Κύριος γνώριζε ἀπὸ πρὶν πῶς ὁ Ἰούδας θὰ τὸν προδώσει, γι’ αὐτὸ καὶ μίλησε ὑποθετικά, μὲ προσοχή. Δὲν εἶπε «ὅλοι ἐσεῖς», ἀλλὰ ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἰούδας ὁ προδότης ἀποκλειόταν, γιατί αὐτὸς βάδισε ἕνα μέρος τοῦ δρόμου μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀληθινά. Σύντομα θ’ ἀποχωριζόταν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Καὶ τότε κάποιος ἄλλος θὰ παιρνε τὴ θέση του καὶ θὰ καθόταν στὸ θρόνο του.
Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε πολὺ μεγάλη ἀνταμοιβὴ στοὺς πιστοὺς ἀποστόλους Του. Θὰ γίνονταν κριτὲς ὁλόκληρου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ὄχι τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, ἀφοῦ κριτὴς τῆς οἰκουμένης θὰ γινόταν ὁ ἴδιος. Οἱ ἀπόστολοι θὰ ἔκριναν τίς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀπ’ ὅπου κατάγονταν. Τὸ ἔθνος αὐτὸ θὰ ἔκρινε τοὺς ἀποστόλους σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Οἱ ἀπόστολοι ὅμως θά το κρίνουν στὴν Τελικὴ Κρίση, τότε ποὺ ὅλοι οἱ λαοὶ κι ὅλα τὰ ἔθνη θὰ χωριστοῦν στὰ δεξιὰ καί το ἀριστερά, τότε ποὺ μερικοὶ θὰ κληθοῦν στὴν αἰώνια μακαριότητα κι ἄλλοι στὴν αἰώνια κόλαση. Τότε, σ’ αὐτὴ τὴ νέα κτίση, οἱ ἀπόστολοι θὰ καθίσουν σὲ δώδεκα θρόνους δόξης στὰ δεξιὰ τοῦ Κυρίου καὶ θὰ κρίνουν το λαό τους, ἐκείνους ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶχαν γίνει κριτές τους. Κι ἡ κρίση τους δὲ θὰ εἶναι κρίση ἐκδίκησης, μὰ δικαιοσύνης.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀποστόλους ἀφοροῦσε μόνο σ’ αὐτούς. Στὴν ἀπάντησή Τοῦ αὐτὴ ὅμως πρόσθεσε κάτι ποὺ ἐφαρμόζεται σ’ ὅλους τοὺς πιστούς, κάθε ἐποχῆς: «Καὶ πὰς ὸς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ἴθ’ 29). Οἱ ἀπόστολοι κι οἱ ἅγιοι δὲν ἔλαβαν ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα εἶχαν ἀφήσει γιὰ χάρη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ; Ἑκατοντάδες ἑκατοντάδων ἐκκλησίες δὲν ἔχουν οἰκοδομηθεῖ σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ φέρουν τὸ ὄνομά τους; Ἑκατοντάδες ἢ μᾶλλον ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, δὲν τοὺς ὀνομάζουν πνευματικοὺς πατέρες κι ἀδελφούς; Ἡ ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραὰμ ἐκπληρώθηκε κυριολεκτικὰ στοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Τὰ πνευματικά τους παιδιὰ ἐπληθύνθησαν, ἔγιναν πραγματικὰ «ὼς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον την παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης» (Γέν. ἅ’ 17). Ἄν γυναῖκες όσίες, μάρτυρες καὶ παρθένες, δὲν εἶχαν γίνει πνευματικὲς μητέρες κι ἀδελφὲς σὲ πολλοὺς πιστούς, ποιοὶ θ’ ἀκολουθοῦσαν τὸ παράδειγμά τους καὶ θά γίνονταν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ; Δὲν ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀπόστολοι καὶ ἅγιοι στὴ γῆ, ὅπως ὑπῆρχαν σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας; Ὅταν ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια καὶ τὴ γῆ τους, δὲν ἔγιναν ὅλα τὰ σπίτια κι ἡ γῆ τῶν πιστῶν δικά τους σπίτια, δική τους γῆ; Ἄφησαν λίγα – ἀκόμα καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποστολικῆς διακονίας τους – καὶ ἔλαβαν πολλά. Δὲν ἦταν φτωχοί, οὔτε τοὺς ἔλειπε τίποτε (βλ. Πράξ. δ’ 34). Τὰ πνευματικὰ παιδιὰ εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὰ φυσικά. Τὸ πνευματικὸ κέρδος εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ ὑλικό. Κι ὁ Κύριος προσθέτει πῶς ὅλοι, πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ κερδίσουν τὴν αἰώνια ζωή.
Μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τὸ σπίτι ὑποδηλώνει τὴν παλαιά, τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή. Ἄδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα, εἶναι οἱ ἐγκόσμιοι δεσμοὶ τῆς ψυχῆς. Παιδιὰ εἶναι οἱ ἁμαρτωλές μας πράξεις. Γῆ εἶναι ὁλόκληρος ὁ αἰσθητὸς κόσμος, μαζὶ μὲ τὰ σώματά μας. Ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἐγκαταλείπει όλ’ αὐτὰ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, θὰ λάβει ἑκατὸ φορὲς περισσότερα, ἀλλὰ καὶ καλύτερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶχε πρίν. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, θὰ λάβει αἰώνια ζωή.
Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ τὸν ἀριθμὸ ἑκατό, ἐπειδὴ αὐτὸς ἐκφράζει τὴν πληρότητα τῶν δωρεῶν ποὺ θὰ λάβει ὁ πιστός. Ὄχι ἑκατοντάδες, μὰ χιλιάδες χιλιάδων ἄντρες καὶ γυναῖκες τὰ ἐγκατέλειψαν όλ’ αὐτὰ καὶ τὰ ἔλαβαν ὅλα. Σ’ αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ὁμοίους τοὺς ἔχει ἀφιερωθεῖ ἡ σημερινὴ Κυριακή. Μερικοὶ ἅγιοι μνημονεύονται ἰδιαίτερα στὴ διάρκεια τοῦ ἔτους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς ὅμως ὑπάρχει ἕνας τεράστιος ἀριθμὸς ἁγίων ποὺ παραμένουν ἄγνωστοι στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο γνωστοὶ στὸν ζῶντα καὶ πάνσοφο Θεό. Ὅλοι μαζὶ σχηματίζουν τὴν ἔνδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὸν οὐρανὸ καὶ βρίσκονται σὲ στενὴ σχέση μαζί μας, ποὺ ἀπαρτίζουμε τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ. Ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους Του ὁ Χριστὸς λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος ἀνάμεσα στὰ ἄστρα. Γιατί ἐκεῖνοι εἶναι «μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἐφ. ἔ’ 30). Εἶναι ζωντανοὶ καὶ δυνατοί, κοντὰ στὸ Θεό. Ἀλλὰ εἶναι καὶ σὲ μᾶς κοντά. Παρατηροῦν διαρκῶς τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Μᾶς συνοδεύουν ἄγρυπνα ἀπὸ τὴ γέννηση ώς το θάνατό μας. Ἀκοῦν τίς ἱκεσίες μας, γνωρίζουν τὰ προβλήματά μας καὶ μᾶς βοηθοῦν μὲ τὴ δύναμη καὶ τίς προσευχές τους, ποὺ ἀνέρχονται «ὡς ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς» στὸν οὐρανό, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀποκ. ἡ 3,4).
Αὐτοὶ εἶναι οἱ μεγαλομάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ἄντρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι πατέρες, ἱερεῖς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοσιωμένοι βασιλεῖς καὶ βασίλισσες ποὺ ὑπερασπίστηκαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς διῶκτες της ὁμολογητὲς καὶ ἐρημῖτες, ἀσκητὲς καὶ ἀναχωρητές, στυλίτες καὶ διὰ Χριστὸν σαλοί, κοντολογὶς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀγάπη τοὺς για τὸ Χριστὸ ἐπισκίασε κάθε ἄλλη ἀγάπη στὴ γῆ καί ποῦ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα καὶ ὑπόμειναν ὡς τὸ τέλος. Ὅλοι αὐτοὶ σώθηκαν οἱ ἴδιοι ἀλλὰ ἔσωσαν καὶ ἄλλους. Ἐκεῖνοι μᾶς βοηθοῦν σήμερα νὰ βροῦμε καὶ μεῖς τὴ σωτηρία μας. Ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδιοτέλεια ἢ φθόνο. Ὅσο μεγαλύτερο πλῆθος ἀντρῶν καὶ γυναικῶν σωθοῦν καὶ τοὺς συναντήσουν στὴ δόξα ἐκείνη ὅπου βρίσκονται κι οἱ ἴδιοι, τόσο περισσότερο χαίρονται. Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν νικητὲς μὲ τὴν πίστη. Κατέσβεσαν τὴν πύρινη δύναμη ποὺ μὲ τὴ μορφὴ τῶν παθῶν κατέκαιγε τὴν ἀδύναμη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ὑπόμειναν ἐγκόσμιους χλευασμοὺς κι ἐπιθέσεις, ἁλυσίδες, φυλακές, λιθοβολισμό. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος, περιπλανήθηκαν στὴ γῆ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἐβρ. ἰα’ 38). Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι μιᾷ δοκιμασίᾳ γιά μας. Ἡ ἀνταμοιβή μας δίδεται στὸν ἄλλο κόσμο, το μέλλοντα. Ἐκεῖνοι πέρασαν τὴ δοκιμασία μὲ ἐπιτυχία καὶ τώρα μᾶς προσφέρουν τὴ βοήθειά τους γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστοῦμε, ἀλλὰ νὰ περάσουμε τὴ δοκιμασία ὅπως καὶ κεῖνοι, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτοὺς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ!»
Ἡ Ἐκκλησία σκόπιμα γιορτάζει τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων μιὰ Κυριακὴ μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτὸ γιὰ δική μας ὠφέλεια, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς οἱ ἀπόστολοι κι ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀποδείχτηκε πῶς ἦταν οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ὄχι τόσο μὲ τὴ δική τους δύναμη, ὅσο μὲ τὴν εὐλογημένη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνατράφηκαν μὲ τὸν ἄρτο τοῦ Θεοῦ, πού χορηγεῖ ἡ πρόνοιά Τοῦ, καὶ ὁπλίστηκαν μὲ τὰ ὅπλα Του. Ἔτσι ἦταν ἕτοιμοι ν’ ἀντέξουν στὴ μάχη, νὰ τὰ ὑπομείνουν ὅλα καὶ νὰ ναὶ νικηφόροι σὲ ὅλα.
(Ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Μέγας δίδασκε ἀπὸ τὴ δική του ἐμπειρία, πῶς ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀπὸ μόνος τοῦ ν’ ἀσκεῖ τὰ καλὰ ἔργα γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα, μὲ μεγάλη προσπάθεια κι ἀποφασιστικότητα, καὶ στὸ τέλος «ὁ Θεὸς ἔρχεται, ἐνοικεῖ σ’ αὐτὸν κι αὐτὸς στὸν Κύριο καὶ τότε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σπέρνει τίς ἐντολές Του μέσα του καὶ τὸν γεμίζει μὲ πνευματικοὺς καρποὺς» Όμιλία 19).
Ὅπως γίνεται μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ἀποστόλων, ἔτσι καὶ τὰ παραδείγματα ὅλων τῶν ἁγίων μας ἀποκαλύπτουν καθαρὰ τὴ μέγιστη καὶ γλυκιὰ ἀλήθεια πῶς ὁ Θεὸς δὲ στέλνει τοὺς δούλους Του στὶς κοιλάδες χωρὶς φαγητό, οὔτε τοὺς γιούς του στοὺς ἀγροὺς χωρὶς ἐργαλεῖα, οὔτε καὶ τοὺς στρατιῶτες στὴ μάχη δίχως ὅπλα. Ὕμνος καὶ δόξα πρέπει γι’ αὐτὸ στὸν Ὕψιστο Κύριο, ποὺ δοξάζει τοὺς ἁγίους Του μὲ νῖκες καὶ ἀντιδοξάζεται ἀπ’ αὐτούς.
«Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι» (Ματθ. ιθ’ 30). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τέλειωσε ὁ Κύριος τὰ προφητικά Του λόγια πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Λόγια ποὺ μέχρι σήμερα ἐκπληρώνονται, μ’ ὅλο ποὺ στὴν πληρότητά τους θὰ ἐκπληρωθοῦν στὴν Τελικὴ Κρίση. Τοὺς ἀποστόλους στὸ Ἰσραὴλ τοὺς λογάριαζαν «ἔσχατους». Οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ ὑποκριτὲς ποὺ καταδίωκαν τοὺς ἀποστόλους, λογαριάζονταν «πρῶτοι». «Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίφημα ἕως ἄρτι» (A΄ Κορ. δ’ 13). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως ἔγιναν πρῶτοι κι οἱ διῶκτες τους ἔσχατοι, τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στὸν οὐρανό. Ὁ προδότης Ἰούδας ἦταν ἀνάμεσα στοὺς πρώτους. Μὲ τὴν προδοσία τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔγινε ἔσχατος. Πολλοὶ ἅγιοι λογαριάζονταν ἔσχατοι, μὰ στὴν οὐράνια βασιλεία ἔγιναν πρῶτοι. Οἱ βασανιστὲς κι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἐνέπαιζαν, ἀπὸ τὴν πρώτη τιμητικὴ θέση κι ἀπὸ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔπεσαν στὴν τελευταία. Στὴν Τελικὴ Κρίση θ’ ἀποκαλυφθεῖ καθαρὰ πόσο πολλοί, ποὺ τώρα ἀνάμεσά μας φαίνονται πρῶτοι, θὰ καταλάβουν τὴν τελευταία θέση πόσο πολλοί, ποὺ βλέπουν τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ κι ἄλλοι τοὺς βλέπουν στὴν τελευταία θέση, θ’ ἀνυψωθοῦν στὴν πρώτη.
Ἡ παράγραφος αὐτὴ ἔχει καὶ τὴ βαθύτερη, τὴν Ἡ πνευματικὴ σημασία της. Μέσα στὸν καθένα μας γίνεται μιὰ πάλη ἀνάμεσα στὸν κατώτερο καὶ τὸν ἀνώτερο ἄνθρωπο. Ὅταν μέσα μας βασιλεύει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι μικρόψυχος, κακός, ἁμαρτωλὸς καὶ δειλός, τότε στὴν ψυχή μας ὑπερτερεῖ καὶ βασιλεύει ὁ κατώτερος ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξομολογεῖται τὴν ἁμαρτία του, μετανοεῖ καὶ κοινωνεῖ τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ κατώτερος ἄνθρωπος μέσα του ὑποχωρεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη θέση στὴν τελευταία κι ὁ ἀνώτερος ἄνθρωπος ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν τελευταία θέση στὴν πρώτη. Ὅταν τὸ κάλλος κι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ κυριαρχοῦν μέσα μας, μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὸ Χριστό, μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, τότε ὁ ἀνώτερος ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν πρώτη θέση κι ὁ κατώτερος στὴν τελευταία. Ἀλίμονο ὅμως! Συμβαίνει σὲ μερικὲς περιπτώσεις ὁ καλὸς κι ἀφοσιωμένος ἄνθρωπος ν’ ἀποκτήσει ὑπερβολικὴ αὐτοπεποίθηση, νὰ γίνει ἔτσι ὑπερήφανος, κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια νὰ πέσει σ’ ὅλα τὰ κακά. Τότε ὁ κατώτερος ἄνθρωπος σκαρφαλώνει στὴν πρώτη θέση κι ὁ ἀνώτερος γλιστράει στὴν τελευταία. Ἔτσι ὁ πρῶτος γίνεται ἔσχατος κι ὁ ἔσχατος πρῶτος.
Πρέπει λοιπὸν ν’ ἀγρυπνοῦμε διαρκῶς καὶ νὰ προσέχουμε, νὰ μὴν ἐμπιστευόμαστε ὑπερβολικὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ τὴν ἐλπίδα μας ὅλη νὰ τὴν ἀναθέτουμε μὲ προσευχὴ στὸν Κύριο καὶ στὰ νικηφόρα ὅπλα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμουντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13), γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὰ πάντα μποροῦμε νὰ κάνουμε, παντοδύναμε Κύριε, μὲ Σένα καὶ τὴν παντοτεινὴ παρουσία Σου μέσα μας. Μόνοι μας τίποτα δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ κάνουμε, παρὰ μόνο τὴν ἁμαρτία. Χωρὶς Ἐσένα, τὸν Οἰκοδεσπότη μας, πεινᾶμε. Χωρὶς Ἐσένα, τὸν Πατέρα μας, εἴμαστε γυμνοί. Χωρὶς Ἐσένα, τὸν Ἀρχηγό μας, εἴμαστε ἄοπλοι κι ἀδύναμοι. Μαζὶ Σοῦ ὅμως, Σωτῆρα μας, ἔχουμε τὰ πάντα, μποροῦμε νὰ κάνουμε τὰ πάντα. Μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ δοξολογία προσευχόμαστε: Μή μας ἐγκαταλείπεις, μή μας στερεῖς τὴ βοήθειά Σοῦ ὅσο ζουμε! Σὲ Σένα πρέπει ἡ δόξα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρνεῖσαι τὸ Χριστό;
«Ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηται μὲ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 33)
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔρθουν κοντά του καὶ νὰ γίνουν ἀκόλουθοί του. Δὲν κάνει καμμιὰ ἐξαίρεσι. Καλεῖ τοὺς ἄντρες, καλεῖ τίς γυναῖκες, καλεῖ τὰ παιδιά,
καλεῖ πλουσίους καὶ φτωχούς, καλεῖ σοφοὺς καὶ ἀγραμμάτους. Καλεῖ, χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν καταγωγή, ἡλικία, χρῶμα, φυλὴ καὶ ἔθνος. Ὅλοι εἶνε δεκτοί. Ἀνοιχτὲς εἶνε οἱ πόρτες τῆς δικῆς του βασιλείας.
Ἀλλ’ ἐνῶ τοὺς καλεῖ, δὲν βιάζει κανένα. Δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ βία, ὅπως οἱ βασιλιᾶδες καὶ οἱ τύραννοι τοῦ κόσμου. Τὸ μόνο ὅπλο τοῦ εἶνε ὁ λόγος.
Μ’ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ πείσῃ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Τοὺς καλεῖ ἀπὸ ἀγάπη. Μιὰ ἀγάπη, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέτρο νὰ μετρηθῇ. Μιὰ ἀγάπη ἀπέραντη. Ὅπως ἡ κλῶσσα ποὺ βλέπει τὸν κίνδυνο κράζει καὶ καλεῖ κοντά της τὰ πουλιά, γιὰ νὰ τὰ φυλάξῃ κάτω ἀπὸ τίς φτεροῦγες της, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ θέλει νὰ σώσῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ βέβαιη καὶ αἰώνια καταστροφή, τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κοντά του καὶ νὰ ἀσφαλισθοῦν κάτω ἀπό το σταυρό, κάτω ἀπὸ τίς παντοδύναμες φτεροῦγες τῆς ἀγάπης του.
Ἀσφάλεια, χαρά, εἰρήνη καὶ εὐτυχία, νὰ τί θὰ βροῦν οἱ ἄνθρωποι κοντὰ στὸ Χριστό. Καὶ θὰ ἔπρεπε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ τρέχουν καὶ νὰ πηγαίνουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνωνται πιστοὶ ἀκόλουθοί του.
Ἀλλὰ τρέχουν καὶ πᾶνε ὅλοι στὸ Χριστό; Ὄχι. Λίγοι εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὴν πρόσκλησί του καὶ πηγαίνουν κοντά του. Ἀλλὰ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λίγους δὲν μένουν ὅλοι μέχρι τέλους. Μένουν μέχρις ὅτου τὰ πράγματα πηγαίνουν καλὰ καὶ κανένας δὲν τοὺς ἐνοχλεῖ γιὰ τὴν πίστι τους. Ὅταν δοῦν ὅτι τὰ συμφέροντά τους ζημιώνονται, τότε δειλιάζουν καὶ ἀρνοῦνται τὸ Χριστό. Τὸν ἀρνοῦνται ὅπως ὁ Πέτρος, ποὺ ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευὴ φοβήθηκε καὶ ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς τὸ Χριστό. «Οὐκ οἶδα τον ἄνθρωπον», ἔλεγε σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ρωτοῦσαν ἂν εἶνε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 26, 72). «Οὐκ οἶδα…»…. Δὲν τὸν ξέρω, ἀφῆστε μὲ ἥσυχο!… Πέτρο, τί κάνεις; Ἀρνεῖσαι τὸ Χριστό; Δὲν ἤσουν ἐσὺ ποὺ ἔλεγες, ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀρνηθῇς ποτέ;… Βέβαια ὁ Πέτρος γιὰ τὴν ἄρνηση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ μετανόησε εἰλικρινά, ἔχυσε δάκρυα πικρά, καὶ οὐδέποτε πιὰ στὴ ζωή του τὸν ἀρνήθηκε. Ὅπου καὶ ἂν βρισκόταν ώμολογοῦσε μὲ θάρρος τὸ Χριστό. Καὶ τέλος μαρτύρησε ὁμολογῶντας τὸ ὄνομά του. Πόσοι ὅμως ἀπ’ αὐτούς, ποὺ ἀρνοῦνται σήμερα τὸ Χριστό, μετανοοῦν σὰν τὸν Πέτρο καὶ χύνουν δάκρυα πικρὰ γιὰ τὴν ἄρνησί τους; Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅλοι, κι αὐτοὶ κ’ ἐμεῖς, πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἀκούσουμε τί λέει σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς γιά ‘κείνους ποὺ τὸν ἀρνοῦνται, γιὰ κείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὸν ἡρωισμὸ νὰ τὸν ὁμολογοῦν. Φοβερὰ εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὅποιος», λέει, «θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὅποιος θὰ μ’ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κ’ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα» (Ματθ. 10, 32-33).
Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀξίζει αἰώνιο ἔπαινο, ἐνῶ ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄρνηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἶνε ἀξία αἰωνίας κολάσεως. Ὁμολογεῖς τὸ Χριστό; Θὰ σὲ ὁμολογήσῃ κ’ ἐκεῖνος. Ἀρνεῖσαι τὸ Χριστό; Θὰ σ’ ἀρνηθῇ κ’ ἐκεῖνος. Μικρὸ θεωρεῖς νὰ σ’ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Δὲν σοῦ κάνει αὐτὸ καμμιά ἐντύπωσι; Θὰ ἔρθῃ ὅμως ὥρα, ποὺ θὰ πονέσῃς καὶ θὰ κλάψῃς ἀπαρηγόρητα. Ἀλλὰ τότε τί τὸ ὄφελος; Θὰ εἶνε πιὰ πολὺ ἀργά. Τώρα κλαῖς γιὰ ἄλλα πράγματα. Τώρα κλαῖς καὶ ἀναστενάζεις καὶ ἔχεις μεγάλο πόνο στὴν καρδιά, γιατί παρακαλῶ; Γιατί ἡ γυναῖκα, ποὺ ἀγαποῦσες καὶ ζοῦσες μαζί της καὶ περνοῦσες εὐχάριστες ὧρες καὶ μέρες, ἡ γυναῖκα αὐτὴ τώρα σὲ ἀρνιέται καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ σὲ κοιτάξῃ οὔτε νὰ σοῦ πῇ καλημέρα. Σοῦ στοιχίζει, λοιπόν, ἡ ἄρνηση μιᾶς γυναίκας, καὶ δὲν σοῦ στοιχίζει ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ; Ἀλλ’ ὁ Χριστός, ποὺ θὰ σὲ ἀρνηθῇ καὶ δὲν θὰ γυρίσῃ πιὰ νὰ σὲ κοιτάξῃ, ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα, ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Πῶς νά σου τὸ πῶ; πῶς νά σου τὸ περιγράψω, γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῇς; Νὰ πάψῃ ὁ ἥλιος νὰ σὲ θερμαίνῃ καὶ νὰ σὲ φωτίζῃ, νὰ πάψουν οἱ πηγὲς νὰ σὲ δροσίζουν, νὰ πάψουν τὰ δέντρα νὰ σὲ τρέφουν, νὰ πάψῃ ὁ ἀέρας νὰ σοῦ δίνη τὸ ὀξυγόνο, θὰ εἶνε μεγάλες συμφορές. Ἀλλὰ τί εἶνε οἱ συμφορὲς αὐτὲς μπροστὰ στὴ συμφορὰ νὰ σὲ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Ἥλιος, ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀθάνατο Νερό. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ Δένδρο τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν. Νὰ σὲ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορὰ ἀπὸ αὐτή.
Ἀλλ’ ἴσως κάποιος, ποὺ ἀκούει τὰ λόγια αὐτά, νὰ πῇ: «Ἐγὼ εἶμαι χριστιανός. Βαφτίστηκα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀγαπῶ τὸ Χριστό. Πῶς μοῦ λές, ὅτι τὸν ἀρνοῦμαι; Ἐγὼ δὲν θυμᾶμαι καμμιὰ περίπτωση ποὺ νὰ τὸν ἔχω ἀρνηθῇ…»….
Λές, ἄνθρωπε, ὅτι δὲν θυμᾶσαι καμμιὰ περίπτωση ποὺ νὰ ἀρνήθηκες τὸ Χριστό; Μακάρι νὰ ἦταν ἔτσι! Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶνε ἔτσι. Θὰ σοῦ θυμίσω μερικὲς περιπτώσεις καὶ θὰ πεισθῇς.
Ξέρω ὅτι, ὅταν εἶσαι μόνος σου στὸ σπίτι, πρὶν καθήσῃς στὸ τραπέζι, κάνεις το σταυρό σου. Δὲν βάζεις μπουκιὰ στὸ στόμα σοῦ χωρὶς νὰ πῆς τὴν προσευχή σου. Ἀλλὰ νὰ φεύγεις ἀπὸ τὸ χωριό σου καὶ πηγαίνεις στὴ μεγάλη πολιτεία, καὶ κάποιοι συγγενεῖς σου, ποὺ εἶνε ἐγκατεστημένοι καὶ ζοῦνε σὰν πρωτευουσιάνοι, σὲ καλοῦν στὸ τραπέζι τους. Πηγαίνεις. Θαμπώνεσαι ἀπὸ τὴν πολυτέλεια. Φαγητὰ ἐκλεκτά. Σερβίτσια σπουδαία.,σπουδαῖα. Τί νὰ τὰ κάνῃς ὅμως; Αὐτοὶ ποὺ σὲ καλοῦν δὲν πιστεύουν. Εἶνε μοντέρνοι ἄνθρωποι. Κάποτε ἔκαναν το σταυρό τους. Τώρα δὲν τὸν κάνουν. Κάθονται στὸ τραπέζι χωρὶς σταυρό. Καὶ κοροϊδεύουν ἐκείνους, ποὺ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ κάνουν το σταυρό τους. Ἐσὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ τί θὰ κάνῃς; Θὰ σηκωθῇς ὄρθιος καὶ θὰ κάνῃς το σταυρό σου ἀδιαφορῶντας γιὰ τίς εἰρωνεῖες τῶν συγγενῶν σου; Ἐὰν ναί, τότε ὡμολόγησες τό Χριστὸ καὶ εἶσαι ἄξιος ἐπαίνου. Ἐὰν ὅμως ντραπῇς τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν κάνῃς το σταυρό σου, τότε ἔχασες τὴν εὐκαιρία νὰ ὁμολογήσῃς τὸ Χριστό. Τὸν ἀρνήθηκες, καὶ εἶσαι ἄξιος τιμωρίας καὶ καταδίκης.
Θέλεις κι ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἀρνήθηκες τὸ Χριστό; Ταξιδεύεις. Ξεκινᾷ τὸ αὐτοκίνητο, ὁ σιδηρόδρομος, τὸ καράβι, τὸ ἀεροπλάνο. Σὰν χριστιανὸς πρέπει νὰ κάνῃς το σταυρό σου. Ἀλλὰ σὺ δὲν τὸν κάνεις, γιατί αὐτοὶ ποὺ συνταξιδεύουν μαζί σου δὲν κάνουν το σταυρό τους καὶ κοροϊδεύουν τὴ θρησκεία. Κ’ ἐσὺ ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι. Ἀρνεῖσαι ἔτσι τὸ Χριστό.
Μικρές, θὰ πῇς, εἶνε οἱ ἀρνήσεις αὐτές. Ἀλλὰ ἀπὸ τὰ μικρὰ θὰ προχωρήσῃς στὰ μεγάλα, καὶ θὰ καταντήσῃς ν’ ἀρνηθῇς καὶ αὐτὴ τὴν πίστι σου.
Ἀγαπητοί μου! Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς θέλει δειλοὺς καὶ ἄνανδρους. Θέλει νὰ εἴμαστε γενναῖοι καὶ τολμηροί. Θέλει νὰ τὸν ὁμολογοῦμε ὅπου καὶ νὰ βρισκόμαστε. Δὲν πρέπει νὰ μοιάζουμε μὲ τὰ παιδιά, ποὺ παίζουν τὸ κρυφτούλι καὶ κρύβονται. Ὄχι κρυπτοχριστιανοί. Ἀλλὰ χριστιανοὶ μὲ παρρησία καὶ θάρρος, ποὺ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα θὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστὸ καὶ θὰ προτιμοῦμε νὰ ξερριζώσουν τὴ γλῶσσα μας, νὰ κόψουν τὸ κεφάλι μας, παρὰ ν’ ἀρνηθοῦμε καὶ νὰ βλασφημήσουμε τὸ Σωτῆρα Χριστό.