ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ B΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Δ΄ 18 – 23)

18Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, περι­πα­τῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασ­σαν τῆς Γαλι­λαί­ας εἶδεν δύο ἀδελ­φούς, Σίμω­να τὸν λεγό­με­νον Πέτρον καὶ Ἀνδρέ­αν τὸν ἀδελ­φὸν αὐτοῦ, βάλ­λον­τας ἀμφί­βλη­στρον εἰς τὴν θάλασ­σαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 19καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦ­τε ὀπί­σω μου, καὶ ποι­ή­σω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώ­πων. 20οἱ δὲ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὰ δίκτυα ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ. 21Καὶ προ­βὰς ἐκεῖ­θεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελ­φούς, Ἰάκω­βον τὸν τοῦ Ζεβε­δαί­ου καὶ Ἰωάν­νην τὸν ἀδελ­φὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβε­δαί­ου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρ­τί­ζον­τας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶ ἐκά­λε­σεν αὐτούς. 22οἱ δὲ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πατέ­ρα αὐτῶν ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ. 23Καὶ περι­ῆ­γεν ὅλην τὴν Γαλι­λαί­αν ὁ Ἰησοῦς, διδά­σκων ἐν ταῖς συνα­γω­γαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσ­σων τὸ εὐαγ­γέ­λιον τῆς βασι­λεί­ας καὶ θερα­πεύ­ων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλα­κί­αν ἐν τῷ λαῷ.

18 Ενώ δε περι­πα­τού­σε εις την παρα­λί­αν της θαλάσ­σης της Γαλι­λαί­ας, είδε δύο αδελ­φούς, τον Σιμω­να, τον οποί­ον αργό­τε­ρα ο ίδιος ο Χρι­στός ωνό­μα­σε Πετρον, και τον Ανδρέ­αν τον αδελ­φόν αυτού, οι οποί­οι έρι­πταν το δίκτυον εις την θάλασ­σαν, διό­τι ήσαν ψαρά­δες· 19 και λέγει εις αυτούς· “ακο­λου­θή­σα­τέ με και εγώ θα σας κάμω ικα­νούς να ψαρεύ­ε­τε και να προ­σελ­κύ­ε­τε ανθρώ­πους εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών με το δίκτυον του κυρήγ­μα­τος”. 20 Αυτοί αμέ­σως εγκα­τέ­λει­ψαν τα δίκτυα και τον ηκο­λού­θη­σαν. 21 Και προ­χω­ρή­σας από εκεί είδε δύο άλλους αδελ­φούς, τον Ιάκω­βον τον υιόν του Ζεβε­δαί­ου και τον Ιωάν­νην τον αδελ­φόν αυτού να ετοι­μά­ζουν μαζή με τον πατέ­ρα των τον Ζεβε­δαί­ον τα δίκτυά των μέσα στο πλοί­ον· και τους εκά­λε­σεν. 22 Αυτοί δε, χωρίς ανα­βο­λήν, άφη­σαν το πλοί­ον και τον πατέ­ρα των και τον ηκο­λού­θη­σαν. 23 Ο δε Ιησούς περι­ήρ­χε­το τότε όλην την Γαλι­λαί­αν, εδί­δα­σκεν εις τας συνα­γω­γάς (όπου κάθε Σαβ­βα­τον εμα­ζεύ­ον­το οι Εβραί­οι) εκή­ρυσ­σε το χαρ­μό­συ­νον άγγελ­μα της πνευ­μα­τι­κής βασι­λεί­ας, που θα εγκα­θί­δρυε, και εθε­ρά­πευε κάθε ασθέ­νειαν και κάθε σωμα­τι­κήν αδυ­να­μί­αν μετα­ξύ του λαού.

18 Κι ενώ περ­πα­τού­σε κον­τά στη θάλασ­σα της Γαλι­λαί­ας, είδε δυο αδελ­φούς, τον Σίμω­να, τον οποίο κατό­πιν ονό­μα­σε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελ­φό του, οι οποί­οι έρι­χναν δίχτυα στη θάλασ­σα, διό­τι ήταν ψαρά­δες. 19 Και τους λέει: Ακο­λου­θή­στε με, και θα σας κάνω ικα­νούς να ψαρεύ­ε­τε αντί για ψάρια ανθρώ­πους. Αυτούς θα ελκύ­ε­τε στη βασι­λεία των ουρα­νών με τα πνευ­μα­τι­κά δίχτυα του κηρύγ­μα­τος. 20 Κι αυτοί αμέ­σως άφη­σαν τα δίχτυα τους και τον ακο­λού­θη­σαν. 21 Κι αφού προ­χώ­ρη­σε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελ­φούς, τον Ιάκω­βο, τον γιο του Ζεβε­δαί­ου, και τον Ιωάν­νη τον αδελ­φό του, να ετοι­μά­ζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέ­ρα τους Ζεβε­δαίο. Και τους κάλε­σε. 22 Κι αυτοί αμέ­σως άφη­σαν το πλοίο και τον πατέ­ρα τους και τον ακο­λού­θη­σαν. 23 Και περιό­δευε ο Ιησούς όλη τη Γαλι­λαία διδά­σκον­τας στις συνα­γω­γές τους, όπου κάθε Σάβ­βα­το μαζεύ­ον­ταν οι Εβραί­οι για να ακού­σουν την ανά­γνω­ση της Αγί­ας Γρα­φής και να προ­σευ­χη­θούν. Και κήρυτ­τε εκεί το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα ότι πλη­σί­α­ζε ο χρό­νος της πνευ­μα­τι­κής βασι­λεί­ας, που θα έφερ­νε στους ανθρώ­πους την απο­λύ­τρω­ση και τη χαρά. Και θερά­πευε κάθε είδους ασθέ­νεια και αδια­θε­σία στο λαό.

18 Καὶ περι­πα­τών­τας κον­τὰ στὴ λίμνη τῆς Γαλι­λαί­ας εἶδε δύο ἀδελ­φούς, τὸ Σίμω­να ποὺ λέγε­ται Πέτρος καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδελ­φό του, νὰ ρίχνουν δίκτυα στὴ λίμνη, διό­τι ἦταν ἁλιεῖς (ψαρᾶ­δες). 19 Καὶ λέγει σ᾽ αὐτούς: «Ἀκο­λου­θῆ­στε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀνθρώ­πων». 20 Ἀὐτοὶ δὲ ἀμέ­σως ἄφη­σαν τὰ δίκτυα καὶ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν. 21 Καὶ ὅταν προ­χώ­ρη­σε ἀπ᾽ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελ­φούς, τὸν Ἰάκω­βο τὸν υἱὸ τοῦ Ζεβε­δαί­ου καὶ τὸν Ἰωάν­νη τὸν ἀδελ­φό του, μέσα στὸ πλοῖο, μαζὶ μὲ τὸ Ζεβε­δαῖο τὸν πατέ­ρα τους, νὰ τακτο­ποιοῦν τὰ δίκτυά τους, καὶ τοὺς κάλε­σε. 22 Καὶ αὐτοὶ ἀμέ­σως ἄφη­σαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέ­ρα τους καὶ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν. 23 Καὶ περιώ­δευε σ᾽ ὅλη τὴ Γαλι­λαία ὁ Ἰησοῦς διδά­σκον­τας στὶς συνα­γω­γές τους καὶ κηρύτ­τον­τας τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς βασι­λεί­ας καὶ θερα­πεύ­ον­τας κάθε ἀσθέ­νεια καὶ κάθε ἀρρώ­στεια στὸ λαό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο, βάλ­λον­τας μφί­βλη­στρον ες τν θάλασ­σαν· σαν γρ λιες.κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώπων.ο δ εθέως φέν­τες τ δίκτυα κολού­θη­σαν ατ(:Ενώ λοι­πόν περ­πα­τού­σε κον­τά στη θάλασ­σα της Γαλι­λαί­ας, είδε δυο αδελ­φούς· τον Σίμω­να, τον οποίο κατό­πιν ονό­μα­σε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελ­φό του, οι οποί­οι έρι­χναν δίχτυα στη θάλασ­σα, διό­τι ήταν ψαρά­δες. Και τους λέει: ‘’Ακο­λου­θή­στε με και θα σας κάνω ικα­νούς να αλιεύ­ε­τε αντί για ψάρια ανθρώ­πους· αυτούς θα τους ελκύ­ε­τε στη βασι­λεία των ουρα­νών με τα πνευ­μα­τι­κά δίχτυα του κηρύγ­μα­τος’’. Και αυτοί αμέ­σως άφη­σαν τα δίχτυα τους και Τον ακο­λού­θη­σαν)»[Ματθ.4,18–20].

Βέβαια ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης λέγει ότι δια­φο­ρε­τι­κά προ­σκλή­θη­καν αυτοί οι δύο μαθη­τές από τον Κύριο. Επο­μέ­νως, είναι φανε­ρό ότι η παρα­πά­νω πρό­σκλη­ση που τους απηύ­θυ­νε ο Κύριος και που ανα­φέ­ρει εδώ ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος είναι η δεύ­τε­ρη στη σει­ρά. Αυτό επί­σης μπο­ρεί να το δια­πι­στώ­σει κανείς από πολ­λά σημεία. Στο ευαγ­γέ­λιο του Ιωάν­νη λοι­πόν ανα­φέ­ρε­ται ότι ο Ανδρέ­ας και ο Πέτρος προ­σκλή­θη­καν για πρώ­τη φορά, προ­τού κλει­στεί στη φυλα­κή ο Ιωάν­νης ο Βαπτιστής[βλ. Ιω.1,35–36: «Τ παύ­ριον πάλιν εστή­κει ωάν­νης κα κ τν μαθητν ατο δύο, κα μβλέ­ψας τ ησο περι­πα­τοντι λέγει· δε μνς το Θεο. κα κου­σαν ατο ο δύο μαθη­τα λαλοντος, κα κολού­θη­σαν τ ησο(:την άλλη μέρα ο Ιωάν­νης στε­κό­ταν πάλι στο συνη­θι­σμέ­νο μέρος που κήρυτ­τε, και μαζί του ήταν και δύο από τους μαθη­τές του. Και αφού παρα­τή­ρη­σε με ευλά­βεια τον Ιησού, που τη στιγ­μή εκεί­νη περ­πα­τού­σε, είπε: “Αυτός είναι το Αρνίο που παρέ­δω­σε ο Θεός Πατέ­ρας του να θυσια­στεί για χάρη μας”. Οι δύο μαθη­τές τον άκου­σαν να το λέει αυτό και ακο­λού­θη­σαν τον Ιησού)»],ενώ εδώ στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο ανα­φέ­ρε­ται ότι προ­σκλή­θη­καν μετά τη φυλά­κι­ση του Ιωάν­νη του Βαπτιστή[Ματθ. 4,12: «κού­σας δ ησος τι ωάν­νης παρε­δό­θη, νεχώ­ρη­σεν ες τν Γαλι­λαί­αν(:όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης παρα­δό­θη­κε στη φυλα­κή κατά δια­τα­γή του βασι­λιά Ηρώ­δη Αντύ­πα, ανα­χώ­ρη­σε από την Ιου­δαία και πήγε στη Γαλι­λαία)» -βλ. παρα­πά­νω Ματθ. 4,18–19: «Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο, βάλ­λον­τας μφί­βλη­στρον ες τν θάλασ­σαν· σαν γρ λιες. κα λέγει ατος· δετε πίσω μου κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων»].

Επί­σης, στο κατά Ιωάν­νη Ευαγ­γέ­λιο ο Ανδρέ­ας καλεί τον Πέτρο[Ιω. 1,41–42: «ν νδρέ­ας δελφς Σίμω­νος Πέτρου ες κ τν δύο τν κου­σάν­των παρ ωάν­νου κα κολου­θη­σάν­των ατ. ερίσκει οτος πρτος τν δελφν τν διον Σίμω­να κα λέγει ατ· ερήκα­μεν τν Μεσ­σί­αν· στι μεθερ­μη­νευό­με­νον Χρι­στός· κα γαγεν ατν πρς τν ησον (:ο ένας από τους δύο αυτούς μαθη­τές που άκου­σαν από τον Ιωάν­νη τα όσα είπε για τον Ιησού και Τον ακο­λού­θη­σαν, ήταν ο Ανδρέ­ας, ο αδελ­φός του Σίμω­νος Πέτρου. Πριν όμως ακό­μη βρει ο άλλος μαθη­τής τον αδελ­φό του, βρί­σκει ο Ανδρέ­ας πρώ­τος τον αδελ­φό του τον Σίμω­να και του λέει: “Βρή­κα­με τον Μεσσία”-όνομα που στα ελλη­νι­κά σημαί­νει Χρι­στός-. Και ενώ είχε αρχί­σει πια να νυχτώ­νει, τον έφε­ρε την ίδια αυτή μέρα στον Ιησού)»], εδώ όμως και τους δύο τους καλεί ο Χρι­στός.

Και ο μεν Ιωάν­νης λέγει στο Ευαγ­γέ­λιό του ότι όταν είδε ο Ιησούς τον Σίμω­να να έρχε­ται προς Αυτόν του είπε: «Σ ε Σίμων υἱὸς ων, σ κλη­θήσ Κηφς, ρμη­νεύ­ε­ται Πέτρος(:Εσύ είσαι Σίμω­να, ο υιός του Ιωνά· εσύ, επει­δή θα γίνεις στε­ρε­ός στην πίστη σαν πέτρα, θα ονο­μα­στείς Κηφάς, όνο­μα το οποίο στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα ερμη­νεύ­ε­ται Πέτρος)»[Ιω.1,43], ενώ ο Ματ­θαί­ος λέγει ότι έφε­ρε ήδη το όνο­μα αυτό ο μαθη­τής αυτός [Ματθ. 4,18: «Περι­πατν δ παρ τν θάλασ­σαν τς Γαλι­λαί­ας εδε δύο δελ­φούς, Σίμω­να τν λεγό­με­νον Πέτρον κα νδρέ­αν τν δελ­φόν ατο(:και ενώ περ­πα­τού­σε κον­τά στη θάλασ­σα της Γαλι­λαί­ας, είδε δυο αδελ­φούς, τον Σίμω­να, τον οποίο κατό­πιν ονό­μα­σε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελ­φό του, οι οποί­οι έρι­χναν δίχτυα στη θάλασ­σα, διό­τι ήταν ψαρά­δες)»].

Αλλά και από τον τόπο όπου κλή­θη­καν και από πολ­λά άλλα σημεία μπο­ρεί κανέ­νας να αντι­λη­φθεί αυτό και ακό­μη από το γεγο­νός ότι υπά­κου­σαν εύκο­λα και πρό­θυ­μα στην πρό­σκλη­ση και από το ότι εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα· διό­τι ήδη είχαν προ­παι­δευ­τεί καλά. Επί­σης στον ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη φαί­νε­ται ότι ο Ανδρέ­ας ερχό­ταν στην οικία στην οποία διέ­με­νε ο Ιησούς, και άκου­γε πολ­λά από Αυτόν[πρβλ. Ιω. 1,39–40: «Τί ζητετε; ο δ επον ατ· αββί· λέγε­ται ρμη­νευό­με­νον διδά­σκα­λε· πο μένεις; λέγει ατος· ρχε­σθε κα δετε. λθον ον κα εδον πο μένει κα παρ᾿ ατ μει­ναν τν μέραν κεί­νην· ρα ν ς δεκά­τη (:”Τι θέλε­τε και τι ζητά­τε από μένα;”. Κι εκεί­νοι του είπαν: “Ραβ­βί (που σημαί­νει Διδά­σκα­λε), πού μένεις, για να σε επι­σκε­φτού­με και να μιλή­σου­με μαζί σου;” Και Αυτός τους είπε: “Ελά­τε τώρα και δεί­τε πού μένω”. Ήλθαν λοι­πόν και είδαν πού μένει και έμει­ναν κον­τά Του την ημέ­ρα εκεί­νη. Η ώρα μάλι­στα που συνάν­τη­σαν τον Ιησού οι δύο μαθη­τές ήταν περί­που δέκα από την ανα­το­λή του ηλί­ου, δηλα­δή τέσ­σε­ρις το από­γευ­μα)»], ενώ στον ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο ανα­φέ­ρε­ται ότι μόλις άκου­σαν έναν απλό λόγο, αμέ­σως Τον ακολούθησαν[Ματθ.4,20: «Ο δ εθέως φέν­τες τ δίκτυα κολού­θη­σαν ατ(:και αυτοί αμέ­σως άφη­σαν τα δίχτυά τους και Τον ακο­λού­θη­σαν)»].

Βέβαια ήταν φυσι­κό, μολο­νό­τι Τον είχαν ακο­λου­θή­σει από την αρχή, να Τον εγκα­τα­λεί­ψουν στη συνέ­χεια, όταν είδαν τον Ιωάν­νη να φυλα­κί­ζε­ται και τον Ιησού να ανα­χω­ρεί και να επα­νέλ­θουν στην εργα­σία τους. Έτσι, λοι­πόν, τους βρή­κε να ψαρεύ­ουν. Ο δε Ιησούς, ούτε όταν πρώ­τα θέλη­σαν να φύγουν τούς εμπό­δι­σε, ούτε πάλι όταν έφυ­γαν, τους άφη­σε ορι­στι­κά. Υπο­χώ­ρη­σε μεν όταν αυτοί απο­μα­κρύν­θη­καν, έρχε­ται όμως εκ νέου για να τους κάνει πάλι δικούς Του μαθη­τές. Αυτός είναι ένας σπου­δαιό­τα­τος τρό­πος αλιεί­ας.

Πρό­σε­ξε επί­σης την πίστη και την υπα­κοή τους· διό­τι αν και βρί­σκον­ταν στο μέσο της εργα­σί­ας τους(γνωρίζετε βέβαια πόσο απαι­τη­τι­κή είναι η αλιεία), όταν άκου­σαν την προ­τρο­πή του Κυρί­ου δεν ανέ­βα­λαν, ούτε και το μετέ­θε­σαν για αργό­τε­ρα, ούτε είπαν: «Να επι­στρέ­ψου­με στο σπί­τι και να συνεν­νο­η­θού­με με τους δικούς μας», αλλά αφού εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα, Τον ακο­λού­θη­σαν, όπως ο Ελισ­σαί­ος ακο­λού­θη­σε κάπο­τε τον προ­φή­τη Ηλία.

Πραγ­μα­τι­κά αυτού του είδους την υπα­κοή ζητεί από μας για τη μετά­νοιά μας ο Χρι­στός, ώστε να μην ανα­βάλ­λου­με ούτε για ελά­χι­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα, ακό­μα και αν, όπως κρί­νου­με, μας κατε­πεί­γει κάτι από τα πλέ­ον απα­ραί­τη­τα προς το ζην. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλη­σί­α­σε και ζήτη­σε να πάει πρώ­τα να θάψει τον πατέ­ρα του, μήτε αυτό δεν τον άφη­σε να κάμει, δεί­χνον­τας ότι από όλα πρέ­πει να προ­τι­μού­με να Τον ακο­λου­θή­σου­με και να γίνου­με μαθη­τές Του [Μτθ.8,21–22: «τερος δ τν μαθητν ατο επεν ατ· Κύριε, πίτρε­ψόν μοι πρτον πελ­θεν κα θάψαι τν πατέ­ρα μου. δ ησος επεν ατ· κολού­θει μοι, κα φες τος νεκρος θάψαι τος αυτν νεκρούς(:και ένας άλλος από τους μαθη­τές Του του είπε: “Κύριε, δώσε μου την άδεια πρώ­τα να φύγω, να πάω να θάψω τον πατέ­ρα μου, και μετά θα σε ακο­λου­θή­σω παν­τού”. Και ο Ιησούς, προ­βλέ­πον­τας ότι η επι­στρο­φή του μαθη­τή στο σπί­τι του θα τον έρι­χνε σε σοβα­ρές κλη­ρο­νο­μι­κές φρον­τί­δες και δια­μά­χες που θα ψύχραι­ναν το ζήλο του, του είπε: “Ακο­λού­θη­σέ με, και άφη­σε τους συγ­γε­νείς σου, οι οποί­οι, ενώ φαί­νον­ται ζων­τα­νοί, λόγω της απι­στί­ας τους είναι πνευ­μα­τι­κώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς που είναι δικοί τους, διό­τι και αυτοί πέθα­ναν μέσα στην απι­στία”)»].

Εάν πάλι θεω­ρείς ότι Τον ακο­λού­θη­σαν επει­δή ήταν μεγά­λη η υπό­σχε­ση, και πάλι τους θαυ­μά­ζω γι’ αυτό και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, επει­δή παρό­λο που δεν είχαν δει ακό­μα κανέ­να θαυ­μα­τουρ­γι­κό σημείο, πίστε­ψαν σε μια τόσο μεγά­λη υπό­σχε­ση και όλα τα άλλα τα έθε­σαν σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα προ­κει­μέ­νου να Τον ακο­λου­θή­σουν. Πραγ­μα­τι­κά, με όποια λόγια αλιεύ­τη­καν οι ίδιοι, πίστε­ψαν ότι με αυτά θα μπο­ρού­σαν κι άλλους να αλιεύ­σουν και να τους οδη­γή­σουν στη σωτη­ρία των ψυχών τους.

Και σε αυτούς μεν αυτήν την υπό­σχε­ση έδω­σε, σε εκεί­νους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκω­βο και τον Ιωάν­νη τίπο­τα παρό­μοιο δεν είπε, διό­τι η υπα­κοή αυτών που πρώ­τους κάλεσε(δηλαδή του Ανδρέα και του Πέτρου),είχε προ­ε­τοι­μά­σει πλέ­ον και αυτούς. Εξάλ­λου πολ­λά είχαν ακού­σει και προ­η­γου­μέ­νως γι’ Αυτόν.

Πρό­σε­ξε επί­σης πώς κάνει σε μας σαφή υπαι­νιγ­μό και για τη φτώ­χεια του Ιακώ­βου και του Ιωάν­νη· τους βρή­κε να διορ­θώ­νουν και να ράβουν τα δίχτυά τους[Μτθ.4,21: « Κα προβς κεθεν εδεν λλους δύο δελ­φούς, άκω­βον τν το Ζεβε­δαί­ου κα ωάν­νην τν δελφν ατο, ν τ πλοί μετ Ζεβε­δαί­ου το πατρς ατ καταρ­τί­ζον­τας τ δίκτυα ατν(:και αφού προ­χώ­ρη­σε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελ­φούς, τον Ιάκω­βο, τον γιο του Ζεβε­δαί­ου, και τον Ιωάν­νη τον αδελ­φό του, να ετοι­μά­ζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέ­ρα τους Ζεβε­δαίο. Και τους κάλε­σε)»]. Τόσο μεγά­λη ήταν η φτώ­χεια τους, ώστε να διορ­θώ­νουν τα χαλα­σμέ­να, επει­δή δεν μπο­ρού­σαν να αγο­ρά­σουν άλλα.

Δεν ήταν βέβαια κι αυτό τότε μικρή από­δει­ξη της αρε­τής τους, το ότι δηλα­δή υπέ­φε­ραν αγόγ­γυ­στα τη φτώ­χεια τους, το ότι απο­κτού­σαν την τρο­φή τους με τίμιο μόχθο, το ότι είχαν μαζί τους και τον γέρο πατέ­ρα τους και τον περι­ποιούν­ταν[πρβλ. παρα­πά­νω, Ματθ. 4,21–22:«Κα προβς κεθεν εδεν λλους δύο δελ­φούς, άκω­βον τν το Ζεβε­δαί­ου κα ωάν­νην τν δελφν ατο, ν τ πλοί μετ Ζεβε­δαί­ου το πατρς ατ καταρ­τί­ζον­τας τ δίκτυα ατν, κα κάλε­σεν ατούς. ο δ εθέως φέν­τες τ πλοον κα τν πατέ­ρα ατν κολού­θη­σαν ατ(:και αφού προ­χώ­ρη­σε πιο πέρα από εκεί, είδε άλλους δύο αδελ­φούς, τον Ιάκω­βο, τον γιο του Ζεβε­δαί­ου, και τον Ιωάν­νη, τον αδελ­φό του, να ετοι­μά­ζουν τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο μαζί με τον πατέ­ρα τους Ζεβε­δαίο. Και τους κάλε­σε. Και αυτοί αμέ­σως άφη­σαν το πλοίο και τον πατέ­ρα τους και τον ακο­λού­θη­σαν)»].

Αφού λοι­πόν τους έκα­νε μαθη­τές Του, τότε αρχί­ζει να θαυ­μα­τουρ­γεί ενώ­πιόν τους, βεβαιώ­νον­τας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτι­στής Ιωάν­νης. Βρι­σκό­ταν αδιά­κο­πα στις συνα­γω­γές και με την πρά­ξη Του αυτή τους δίδα­σκε ότι δεν είναι κάποιος αντί­θε­τος, ούτε πλά­νος, αλλά έχει έρθει με το θέλη­μα του Θεού, κατό­πιν κοι­νής Τους συμ­φω­νί­ας. Και συχνά­ζον­τας στις συνα­γω­γές, δεν κήρυτ­τε μόνο, αλλά και πολ­λά θαύ­μα­τα επιτελούσε[βλ. Ματθ. 4,23–25: «Κα περιγεν λην τν Γαλι­λαί­αν ησος διδά­σκων ν τας συνα­γω­γας ατν κα κηρύσ­σων τ εαγγέ­λιον τς βασι­λεί­ας κα θερα­πεύ­ων πσαν νόσον κα πσαν μαλα­κί­αν ν τ λα. κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς· κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς· κα κολού­θη­σαν ατ χλοι πολ­λο π τς Γαλι­λαί­ας κα Δεκα­πό­λε­ως κα ερο­σο­λύ­μων κα ουδαί­ας κα πέραν το ορδά­νου(:και περιό­δευε ο Ιησούς όλη τη Γαλι­λαία διδά­σκον­τας στις συνα­γω­γές τους, όπου κάθε Σάβ­βα­το μαζεύ­ον­ταν οι Εβραί­οι για να ακού­σουν την ανά­γνω­ση της Αγί­ας Γρα­φής και να προ­σευ­χη­θούν. Και κήρυτ­τε εκεί το χαρ­μό­συ­νο άγγελ­μα ότι πλη­σί­α­ζε ο χρό­νος της πνευ­μα­τι­κής βασι­λεί­ας, που θα έφερ­νε στους ανθρώ­πους την απο­λύ­τρω­ση και τη χαρά. Και θερά­πευε κάθε είδους ασθέ­νεια και αδια­θε­σία στον λαό. Δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη του σε όλη τη Συρία. Και έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε. Τότε Τον ακο­λού­θη­σαν πολ­λά πλή­θη λαού από τη Γαλι­λαία και από τις δέκα ελλη­νι­κές πόλεις που είχαν κτι­στεί κυρί­ως στην ανα­το­λι­κή όχθη του Ιορ­δά­νη, καθώς επί­σης και από τα Ιερο­σό­λυ­μα και την Ιου­δαία και τη χώρα που εκτεί­νε­ται πέρα από τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό)»].

Πραγ­μα­τι­κά σε κάθε περί­πτω­ση κατά την οποία συμ­βαί­νει κάτι το νέο και παρά­δο­ξο και εισά­γε­ται κάποιος νέος τρό­πος ζωής, συνη­θί­ζει ο Θεός να κάνει θαύ­μα­τα, προ­σφέ­ρον­τας εγγύ­η­ση της δυνά­με­ώς Του προς εκεί­νους που πρό­κει­ται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι λοι­πόν όταν επρό­κει­το να πλά­σει τον άνθρω­πο, δημιούρ­γη­σε όλον τον κόσμο και τότε του έδω­σε εκεί­νο τον νόμο μέσα στον παρά­δει­σο. Και όταν επρό­κει­το να νομο­θε­τή­σει στον Νώε, πάλι μεγά­λα θαύ­μα­τα έκα­με, με τα οποία ανα­δη­μιουρ­γού­σε όλη την πλά­ση και τη φοβε­ρή εκεί­νη θάλασ­σα την έκα­νε να κυριαρ­χεί επί της γης για ένα ολό­κλη­ρο χρό­νο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλα­σμό διέ­σω­σε τον δίκαιο εκεί­νο. Και στα χρό­νια του Αβρα­άμ έδω­σε πολ­λά σημεία της δυνά­με­ώς Του, όπως είναι η νίκη κατά τον πόλε­μο, η πλη­γή κατά του Φαραώ και η απαλ­λα­γή από τους κιν­δύ­νους. Και όταν επί­σης επρό­κει­το να θεσπί­σει τους νόμους στους Εβραί­ους, έδει­ξε πρώ­τα τα θαυ­μα­στά εκεί­να και μεγά­λα σημεία [στο όρος Σινά] και έπει­τα τους έδω­σε τον Νόμο.

Έτσι λοι­πόν κι εδώ θέλον­τας να δώσει έναν ανώ­τε­ρο τρό­πο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακού­σει μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή, επι­βε­βαιώ­νει τους λόγους με την επι­τέ­λε­ση των θαυ­μά­των. Επει­δή δηλα­δή δεν γινό­ταν αντι­λη­πτή με τις αισθή­σεις η κηρυτ­τό­με­νη Βασι­λεία, αυτήν την αφα­νή, με τα ορα­τά σε όλους θαύ­μα­τα την καθι­στά φανε­ρή. Και πρό­σε­ξε την απλό­τη­τα του Ευαγ­γε­λι­στή, ο οποί­ος δεν μας διη­γεί­ται χωρι­στά κάθε περί­πτω­ση όσων θερα­πεύ­ον­ταν, αλλά με τρό­πο συνο­πτι­κό μας ενη­με­ρώ­νει για τα ανα­ρίθ­μη­τα θαύ­μα­τα. «Κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς(:δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε)»[Ματθ.4,24]. «Του έφε­ραν», λέει, «όλους όσοι ταλαι­πω­ρούν­ταν από κάθε λογής ασθέ­νειες και βασα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­ζο­μέ­νους και παρα­λυ­τι­κούς και τους θερά­πευ­σε».

Αλλά γεν­νιέ­ται το ακό­λου­θο ερώ­τη­μα: για ποιον λόγο από κανέ­ναν από όσους θερα­πεύ­τη­καν δεν ζήτη­σε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπει­τα φανε­ρά έλε­γε: «Πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι;(:Πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε;)»[Ματθ.9,28]; Επει­δή δεν είχε δώσει ακό­μα από­δει­ξη της δυνά­με­ώς Του. Εξάλ­λου και μόνο το γεγο­νός ότι προ­σέρ­χον­ταν μόνοι τους και έφερ­ναν ασθε­νείς κον­τά στον Χρι­στό, δεν απο­δει­κνύ­ει τυχαία πίστη· διό­τι τους έφερ­ναν από μακριά, πράγ­μα το οποίο δεν θα έκα­ναν αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι.

Ας Τον ακο­λου­θή­σου­με λοι­πόν κι εμείς· γιατί έχου­με πολ­λές ασθέ­νειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώ­τα να θερα­πεύ­σει· διό­τι γι’ αυτό απο­κα­θι­στά τις σωμα­τι­κές ασθέ­νειες, για να απο­μα­κρύ­νει τα ψυχι­κά νοσή­μα­τα από την ψυχή μας. Ας έρθου­με λοι­πόν κον­τά Του και τίπο­τα βιο­τι­κό ας μην Του ζητή­σου­με παρά μόνο συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας· την παρα­χω­ρεί και τώρα αν τη ζητού­με σοβα­ρά. Τότε βέβαια είχε φτά­σει η φήμη Του ως τη Συρία[Ματθ. 4,24: «κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς»(:δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Κι έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε)»],ενώ τώρα έχει εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Κι εκεί­νοι έτρε­χαν προς Αυτόν, όταν άκου­γαν μόνο πως θερά­πευ­σε δαι­μο­νι­σμέ­νους· εσύ όμως που έχεις περισ­σό­τε­ρες και μεγα­λύ­τε­ρες απο­δεί­ξεις για τη δύνα­μή Του, για­τί δεν σηκώ­νε­σαι να τρέ­ξεις σ’ Αυτόν; Και εκεί­νοι άφη­σαν και πατρί­δα και φίλους και συγ­γε­νείς· εσύ όμως δεν θέλεις μήτε το σπί­τι σου να αφή­σεις, για να πας κον­τά Του και να λάβεις πολύ περισ­σό­τε­ρα; Και μήτε που ζητώ αυτό από σένα. Άφη­σε μόνο την κακή συνή­θεια και μένον­τας στο σπί­τι σου μαζί με τους δικούς σου θα μπο­ρέ­σεις εύκο­λα να σωθείς.

Τώρα αν έχου­με μια σωμα­τι­κή πάθη­ση, κάνου­με τα πάν­τα και κατα­φεύ­γου­με σε κάθε μέσο προ­κει­μέ­νου να απαλ­λα­γού­με από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατά­στα­ση, ανα­βάλ­λου­με και βρα­δύ­νου­με να κάνου­με κάτι. Γι’ αυτό ακρι­βώς δεν γλυ­τώ­νου­με ούτε από τα σαρ­κι­κά παθή­μα­τα, επει­δή εμείς θεω­ρού­με τα αναγ­καία ως πάρερ­γα και τα πάρερ­γα ως αναγ­καία και ενώ αφή­νου­με την πηγή των κακών, θέλου­με να καθα­ρί­σου­με τα ρυά­κια· διό­τι το ότι βέβαια αιτία των σωμα­τι­κών ασθε­νειών είναι η κακία της ψυχής το δήλω­σε και εκεί­νος ο άνθρω­πος στη Βηθεσ­δά που ήταν για τριάν­τα οκτώ χρό­νια παρά­λυ­τος [βλ. Ιω.5,1–18], καθώς και εκεί­νος ο παρά­λυ­τος της Καπερ­να­ούμ, που τον κατέ­βα­σαν από τη στέ­γη ενώ­πιον του Ιησού για να τον θερα­πεύ­σει [βλ. Λουκ.5,17–26].Αντίστοιχα το δήλω­σε αυτό και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς[Γέν.4,8 κ.εξ.].Αλλά και από πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις μπο­ρεί ο καθέ­νας να το δια­πι­στώ­σει αυτό.

Ας αφα­νί­σου­με λοι­πόν την πηγή των κακών και τότε θα στε­ρέ­ψουν όλα τα ρεύ­μα­τα των ασθε­νειών. Δεν είναι μόνο η παρά­λυ­ση ασθέ­νεια, αλλά και η αμαρ­τία· και η δεύ­τε­ρη μάλι­στα είναι πολύ πιο σοβα­ρή ασθέ­νεια από την πρώ­τη, τόσο μάλι­στα, όσο ανώ­τε­ρη είναι από το σώμα η ψυχή. Ας έρθου­με λοι­πόν και τώρα κον­τά Του και ας Τον παρα­κα­λέ­σου­με να σφί­ξει την ψυχή μας που έχει παρα­λύ­σει και αφού αφή­σου­με κάθε βιο­τι­κή μέρι­μνα, ας φρον­τί­ζου­με μόνο για τα πνευ­μα­τι­κά. Εάν με δύνα­μη προ­ση­λω­θείς στα πνευ­μα­τι­κά, τότε φρόν­τι­ζε και για τα γήι­να. Μήτε πάλι να αδια­φο­ρείς για την αμαρ­τία σου, επει­δή δεν αισθά­νε­σαι πόνο· γι’ αυτό ακρι­βώς να στε­νά­ζεις περισ­σό­τε­ρο, επει­δή δεν αισθά­νε­σαι οδύ­νη για τις αμαρ­τί­ες σου· διό­τι αυτό δεν συμ­βαί­νει επει­δή δεν δαγ­κώ­νει η αμαρ­τία, αλλά επει­δή είναι αναί­σθη­τη η ψυχή που αμαρ­τά­νει. Σκέ­ψου λοι­πόν ότι όσοι αισθά­νον­ται τα δικά τους αμαρ­τή­μα­τα στε­νά­ζουν χει­ρό­τε­ρα από αυτούς που τους φονεύ­ουν ή τους καί­νε, πόσα κάνουν και πόσα υπο­φέ­ρουν, πόσους θρή­νους και οδυρ­μούς κάνουν, για να απαλ­λα­γούν από την πονη­ρή συνεί­δη­ση που τους τύπτει. Δεν θα το έκα­ναν αυτό, αν δεν ένιω­θαν σφο­δρό ψυχι­κό πόνο.

Εκεί­νο λοι­πόν που είναι το καλύ­τε­ρο είναι να μην αμαρ­τά­νου­με καθό­λου, ύστε­ρα όμως από αυτό, το να συναι­σθα­νό­μα­στε την αμαρ­τία και να διορ­θω­νό­μα­στε· διό­τι αν μας λεί­πει αυτό, πώς θα παρα­κα­λέ­σου­με τον Θεό και θα ζήσου­με τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας, εμείς που καθό­λου δεν δίνου­με καμία σημα­σία σε αυτά; Πραγ­μα­τι­κά, όταν εσύ, που αμάρ­τη­σες, δεν θέλεις μήτε αυτό να ανα­γνω­ρί­σεις, ότι δηλα­δή αμάρ­τη­σες, για ποια αμαρ­τή­μα­τα θα παρα­κα­λέ­σεις τον Θεό; Για εκεί­να που δεν γνω­ρί­ζεις; Και πώς θα γνω­ρί­σεις το μέγε­θος της ευερ­γε­σί­ας; Εξο­μο­λο­γή­σου λοι­πόν ξεχω­ρι­στά μία μία τις αμαρ­τί­ες σου στον πνευ­μα­τι­κό σου πατέ­ρα, για να μάθεις για ποιες παίρ­νεις συγ­χώ­ρη­ση[για αυτές μονά­χα δηλα­δή που ομο­λο­γείς], για να νιώ­σεις ευγνω­μο­σύ­νη προς τον Ευερ­γέ­τη σου.

Εσύ όμως όταν εξορ­γί­σεις κάποιον άνθρω­πο, και φίλους και γεί­το­νες και θυρω­ρούς παρα­κα­λείς και χρή­μα­τα ξοδεύ­εις και χάνεις πολ­λές ημέ­ρες να πηγαί­νεις να τον βρί­σκεις και να παρα­κα­λείς και αν μια και δύο και αμέ­τρη­τες φορές σε απο­κρού­σει ο θυμω­μέ­νος, δεν ησυ­χά­ζεις, αλλά μεγα­λώ­νει η αγω­νία σου και πλη­θαί­νεις τις παρα­κλή­σεις. Όταν όμως προ­κα­λού­με την οργή του Θεού των όλων, αδρα­νού­με και ησυ­χά­ζου­με και αδια­φο­ρού­με και δια­σκε­δά­ζου­με και μεθού­με και εκτε­λού­με όλες τις συνη­θι­σμέ­νες μας πρά­ξεις. Πότε θα μπο­ρέ­σου­με να Τον εξι­λε­ώ­σου­με; Και πώς με αυτή μας την συμ­πε­ρι­φο­ρά δεν θα Τον εξορ­γί­σου­με περισ­σό­τε­ρο; Πιο πολύ από την αμαρ­τία Τον κάνει να αγα­να­κτεί περισ­σό­τε­ρο και να οργί­ζε­ται η απου­σία της λύπης για την αμαρ­τία. Γι’ αυτό αξί­ζει να κατε­βού­με μέσα στη γη και μήτε τον ήλιο να αντι­κρί­ζου­με μήτε να ανα­πνέ­ου­με καθό­λου, για­τί παρό­λο που έχου­με έναν τόσο διαλ­λα­κτι­κό Κύριο, Τον θυμώ­νου­με και αφού Τον θυμώ­νου­με, του­λά­χι­στο δεν μετα­νο­ού­με. Παρό­λο που Εκεί­νος κι όταν θυμώ­νει, δεν μας μισεί ούτε μας απο­στρέ­φε­ται, αλλά θέλει να μας επα­να­φέ­ρει κον­τά Του έστω και με τον τρό­πο αυτό· για­τί αν μας ευερ­γε­τού­σε αδιά­κο­πα και εμείς Τον υβρί­ζα­με, περισ­σό­τε­ρο θα Τον περι­φρο­νού­σα­με. Για να μη γίνει αυτό, μας απο­στρέ­φε­ται προ­σω­ρι­νά, για να μας έχει κον­τά Του παν­το­τι­νά.

Ας έχου­με θάρ­ρος λοι­πόν στην φιλαν­θρω­πία Του και ας επι­δεί­ξου­με μετά­νοια με ενδια­φέ­ρον πριν φτά­σει η ημέ­ρα εκεί­νη του θανά­του μας κι έπει­τα, που η μετά­νοια δεν θα μπο­ρεί να μας ωφε­λή­σει πλέ­ον. Τώρα όλα είναι στο χέρι μας· τότε όμως η από­φα­ση είναι μόνο στο χέρι του δικα­στού. Ας προ­σπέ­σου­με λοι­πόν στον φιλάν­θρω­πο Κύριό μας και ας εξο­μο­λο­γη­θού­με στον πνευ­μα­τι­κό μα[ πρβλ. Ψαλμ. 94,2: « προ­φθά­σω­μεν τ πρό­σω­πον ατο ν ξομο­λο­γή­σει(:ας τρέ­ξου­με να Τον προ­ϋ­παν­τή­σου­με και να εμφα­νι­στού­με μπρο­στά Του, με δοξο­λο­γί­ες και ας Τον υμνή­σου­με με ψαλ­μούς και αλα­λαγ­μούς)»], ας κλά­ψου­με κι ας θρη­νή­σου­με.

Αν μπο­ρέ­σου­με να κατα­πρα­ΰ­νου­με τον δικα­στή πριν από την δίκη(:την ημέ­ρα της κρίσεως)και μας συγ­χω­ρέ­σει τα αμαρ­τή­μα­τά μας, τότε δεν θα χρεια­στεί μήτε να μπού­με στο δικα­στή­ριο. Όπως πάλι αν δεν γίνει αυτό, θα ακού­σει την απο­λο­γία μας μπρο­στά σε ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη, που θα είναι παρού­σα και δεν έχου­με καμιά ελπί­δα για συγ­χώ­ρη­ση· διό­τι κανέ­νας από εκεί­νους που δεν πήραν άφε­ση για τα αμαρ­τή­μα­τά τους εδώ στη γη, όταν φτά­σει εκεί, δεν θα μπο­ρέ­σει να απο­φύ­γει τις ευθύ­νες του γι’ αυτά. Αλλά όπως οι φυλα­κι­σμέ­νοι εδώ με τις αλυ­σί­δες τους οδη­γούν­ται στο δικα­στή­ριο, έτσι και όλες οι ψυχές όταν φύγουν από εδώ βεβα­ρη­μέ­νες με όλες τις σει­ρές των αμαρ­τη­μά­των τους, οδη­γούν­ται στο φοβε­ρό βήμα. Πραγ­μα­τι­κά η παρού­σα ζωή δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από μια φυλα­κή. Αλλά όπως στο κτί­ριο της φυλα­κής όταν εισέλ­θου­με, τους βλέ­που­με όλους αλυ­σο­δε­μέ­νους, έτσι και τώρα όταν εξέλ­θου­με από τη φαι­νο­με­νι­κή και εισχω­ρή­σου­με μέσα στη ζωή καθε­νός και μέσα στην ψυχή του, θα τη βρού­με δεμέ­νη με αλυ­σί­δες χει­ρό­τε­ρες από τις σιδε­ρέ­νιες.

Για όλα αυτά ας παρα­κα­λέ­σου­με τον Λυτρω­τή των ψυχών μας, ώστε και τα δεσμά μας να σπά­σει, και τον σκλη­ρό αυτόν φύλα­κα να απο­μα­κρύ­νει και αφού μας απαλ­λά­ξει από το φορ­τίο των σιδε­ρέ­νιων αλυ­σί­δων, ας κάμει το φρό­νη­μά μας ελα­φρό­τε­ρο και από το φτε­ρό. Και παρα­κα­λών­τας Τον, ας Του φέρου­με και τα δικά μας δώρα, ζήλο και διά­θε­ση καλή και προ­θυ­μία αγα­θή. Έτσι θα επι­τύ­χου­με και μάλι­στα σε σύν­το­μο χρό­νο να απαλ­λα­γού­με από τα κακά που μας κατέ­χουν και να αντι­λη­φθού­με σε ποια κατά­στα­ση βρι­σκό­μα­στε προ­η­γου­μέ­νως και να απο­κτή­σου­με την ελευ­θε­ρία που μας αρμό­ζει. Αυτήν μακά­ρι να επι­τύ­χου­με όλοι μας με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΙΔ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 440–459.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 34–41.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΕΞΑΡΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΕΞΑΡΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–6‑1992]

(Β263)

Καθώς, αγα­πη­τοί μου, ανοί­γει η εκκλη­σια­στι­κή περί­ο­δος του ευαγ­γε­λι­στού Ματ­θαί­ου, η Εκκλη­σία μας, παρου­σιά­ζει την ωραία εκεί­νη εικό­να που ο Κύριος ανα­ζη­τά τους πρώ­τους Του μαθη­τάς παρά την λίμνην της Τιβε­ριά­δος. Εκεί βρή­κε τα πρώ­τα δύο ζεύ­γη αδελ­φών, που τους κάλε­σε κον­τά Του. Ήταν ο Πέτρος και ο Ανδρέ­ας, ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης. Ήταν ένα όμορ­φο πρωι­νό στην ακρο­λι­μνιά. Εκεί, στα ήσυ­χα νερά της λίμνης, είδε το πρώ­το ζεύ­γος, «βάλ­λον­τας μφί­βλη­στρον ες τν θάλασ­σαν· σαν γρ λιες». Ρίχνον­τας το δίχτυ τους στη θάλασ­σα· για­τί ήσαν αλιείς. Και τους λέγει: «Δετε πίσω μου, κα ποι­ή­σω μς λιες νθρώ­πων». Και εκεί­νοι «εθέως φέν­τες τ πλοον κα τν πατέ­ρα ατν κολού­θη­σαν ατ». Κι εκεί­νοι αμέ­σως, αφού άφη­σαν τα δίχτυα τους, τον ηκο­λού­θη­σαν. Και αφού προ­χώ­ρη­σε λίγο πιο πέρα ο Κύριος, είδε το δεύ­τε­ρο ζεύ­γος αδελ­φών. Τον Ιάκω­βο και τον Ιωάν­νη. Λέγει τότε και σ’ αυτούς να Τον ακο­λου­θή­σουν. «Ο δ εθέως φέν­τες τ πλοον κα τν πατέ­ρα ατν κολού­θη­σαν ατ». Εκεί­νοι δε αμέ­σως, αφού άφη­σαν το πλοίο και τον πατέ­ρα τους, Τον ηκο­λού­θη­σαν.

Οι πρώ­τοι άφη­σαν τα δίχτυα τους και Τον ακο­λου­θούν. Οι δεύ­τε­ροι άφη­σαν πλοίο και πατέ­ρα και ακο­λού­θη­σαν τον Ιησούν. Μένο­με, αγα­πη­τοί μου, έκπλη­κτοι, που τόσο οι πρώ­τοι, όσο και οι δεύ­τε­ροι, άφη­σαν ευθέ­ως, αμέ­σως, ό,τι τους συνέ­δεε και ακο­λου­θούν τον Χριστόν.Τους χαρα­κτη­ρί­ζει εκεί­νο το «ευθέ­ως», τους χαρα­κτη­ρί­ζει μία ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­σις με ό,τι ήσαν δεμέ­νοι. Με πρό­σω­πα και με πράγ­μα­τα. Είναι εκπλη­κτι­κόν. Και μένουν στην εξάρ­τη­ση του Ιησού, χωρίς όρους και συμ­φω­νί­ες.

Αυτήν την απόρ­ρι­ψη των εξαρ­τή­σε­ων και τη μετά­βα­ση σε μία νέα εξάρ­τη­ση, αγα­πη­τοί μου, θα δού­με σήμε­ρα. Οι μαθη­ταί, σαν ψαρά­δες το επάγ­γελ­μα — σαν γρ λιες- για να μη θεω­ρη­θεί ότι απλώς έκα­ναν το χόμπυ τους, δηλα­δή ήσαν ερα­σι­τέ­χνες, πήγαν στη λίμνη εκεί, για να ψαρέ­ψουν. Ήσαν επαγ­γελ­μα­τί­αι. Ζού­σαν. Ήταν η δου­λειά τους. Οι μαθη­ταί, λοι­πόν, σαν ψαρά­δες επαγ­γελ­μα­τί­αι και σαν άνθρω­ποι, είχαν τη δική τους οικο­γέ­νεια· όπως ο Πέτρος. Είχε πεν­θε­ρά, μας σημειώ­νει κάπου αλλού το Ευαγ­γέ­λιο. Ή ήσαν άγα­μοι ακό­μη, όπως ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης, στην πατρι­κή τους οικο­γέ­νεια, με τον πατέ­ρα τους και τη μητέ­ρα τους και τα τυχόν άλλα τους αδέλ­φια. Πάν­τως ευρί­σκον­το στον χώρον των νομί­μων και φυσι­κών εξαρ­τή­σε­ων.

Πράγ­μα­τι, κάθε άνθρω­πος που έρχε­ται εις τον κόσμον, από τη στιγ­μή που παίρ­νει δια­στά­σεις υπάρ­ξε­ως μέσα σε αυτά τα σπλά­χνα ακό­μη της μάνας του, μπαί­νει στην εξάρ­τη­ση του χώρου και του χρό­νου. Ο άνθρω­πος κατ’ ανάγ­κην είναι χωρο­χρο­νι­κός. Δύο δεσμά που μπαί­νουν αμέ­σως στην κάθε ύπαρ­ξη και από τα οποία δεσμά του χώρου και του χρό­νου, είναι αδύ­να­τον να απαλ­λα­γεί κάθε ύπαρ­ξις, φυσι­κά και αυτός ο άνθρω­πος. Έτσι γεν­νιέ­ται ο άνθρω­πος και κατο­πι­νά μπαί­νει σε ένα πολύ­πλο­κο δίκτυο εξαρ­τή­σε­ων, αλλη­λε­ξαρ­τή­σε­ων. Άνθρω­ποι με ανθρώ­πους, κοι­νω­νι­κά, έχο­με μίαν εξάρ­τη­σιν κοι­νω­νι­κά και άνθρω­ποι με περι­βάλ­λον βιο­λο­γι­κά. Ανα­πνέ­ο­με τον αέρα, χωρίς αέρα δεν μπο­ρού­με να ζήσου­με, εξαρ­τώ­με­θα από τον αέρα, το οξυ­γό­νο του αέρος, ακό­μη από το νερό, από τις τρο­φές, από τον ήλιο… Γενι­κά εξαρ­τώ­με­θα. Από τη βαρύ­τη­τά μας επά­νω στη Γη κ.ο.κ. Και αυτή η Γη μας ακό­μη, εξαρ­τά­ται από τον δικό μας τον ήλιο. Πώς κινεί­ται η Γη μας; Κινεί­ται περί τον ήλιον, εξαρ­τώ­με­νη απ’ αυτόν. Αλλά και ο ήλιος ο δικός μας ανή­κει στον δικό μας τον Γαλα­ξία. Αν λογα­ριά­σει κανείς, ότι υπάρ­χουν, όσα είδα­με του­λά­χι­στον μέχρι σήμε­ρα, κάπου δια­κό­σια εκα­τομ­μύ­ρια Γαλα­ξί­αι. Και κάθε Γαλα­ξί­ας έχει εκα­τομ­μύ­ρια και δισε­κα­τομ­μύ­ρια ηλί­ους. Το ένα εξαρ­τά­ται από το άλλο. Και αυτές όλες οι εξαρ­τή­σεις είναι εντε­λώς, εντε­λώς φυσι­κές εκ κατα­σκευ­ής. Έτσι ο Θεός έκα­νε τα πράγ­μα­τα, για­τί έτσι ήθε­λε να κάνει τα πράγ­μα­τα. Να έχουν μια αλλη­λε­ξάρ­τη­σιν. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε, μα απο­λύ­τως τίπο­τε εις τον κόσμον αυτόν, ανε­ξάρ­τη­τον. Ούτε ένα ηλε­κτρό­νιον. Δεν λέγω άτο­μον της ύλης. Ούτε ένα ηλε­κτρό­νιον δεν έχει, θα λέγα­με, ανε­ξαρ­τη­σία. Τα πάν­τα εξαρ­τών­ται. Ένα μόνο δεν εξαρ­τά­ται. Ο Θεός. Ο Θεός είναι έξω από όλα αυτά. Είναι ανε­ξάρ­τη­τος ο Θεός.

Μέσα λοι­πόν σε αυτές τις δαι­δα­λώ­δεις αλλη­λε­ξαρ­τή­σεις, ο Θεός θέλει να πετυ­χαί­νε­ται η κοι­νω­νία των όντων και όλα τα όντα μαζί, την κοι­νω­νία με τον Θεό, διά των χει­ρών του ανθρώ­που. Είδα­τε προ­η­γου­μέ­νως στη Θεία Λει­τουρ­γία; Εση­κώ­σα­με το άγιο ποτή­ριον και το άγιο δισκά­ριον προς της τελε­σιουρ­γή­σε­ως του μυστη­ρί­ου και του είπα­με, εσείς Του είπα­τε του Θεού, δια στό­μα­τος ιερέ­ως: «Τά σά κ τν σν Σοι προ­σφέ­ρο­μεν». Σεις το είπα­τε, με τα χέρια του ιερέ­ως και το κάνα­τε. Για­τί εσείς φτιά­ξα­τε το κρα­σί και το πρό­σφο­ρο. Και προ­σφέ­ρει ο ιερεύς με τα χέρια, τα δικά του είναι, αλλά τα δικά σας χέρια, εις τον Θεόν την κτί­σιν. Έτσι βλέ­πει κανείς ότι πραγ­μα­τι­κά όλα τα όντα μαζί πρέ­πει να τύχουν μιας κοι­νω­νί­ας με τον Θεό, δια των χει­ρών του ανθρώ­που.

Ο άνθρω­πος προ­σφέ­ρει, ως ιερεύς, την κτί­σιν στον Θεό. Προ­σέ­ξα­τέ το. Πας άνθρω­πος. Είναι εκεί­νο που λέγει και στην Παλαιά και στην Και­νή Δια­θή­κη, ότι ο Θεός τον λαόν Του τον έκα­νε να είναι ερες καί βασι­λες. Το γνω­στόν βασί­λειον ερά­τευ­μα. Δεν είναι βέβαια της ώρας να πού­με τι σημαί­νει για τον κάθε πιστό που βαπτί­ζε­ται, ότι είναι ιερεύς της Δημιουρ­γί­ας. Και ιερεύς του εαυ­τού του στον Θεό. Προ­σφέ­ρει στον Θεό. Όταν λέει στην προς Ρωμαί­ους ο από­στο­λος Παύ­λος: «Να προ­σφέ­ρε­τε θυσί­αν ζώσαν και ευά­ρε­στον εις τον Θεόν. Την λογι­κήν», λέγει, ‑δηλα­δή πνευ­μα­τι­κήν- «λατρεία στον Θεό». Τι είναι; Η καθα­ρό­τη­τα του εαυ­τού σας. Είναι εκπλη­κτι­κό αυτό, αγα­πη­τοί μου. Έτσι ζού­σε ο Αδάμ στον Παρά­δει­σο. Προ­σφέ­ρον­τας την κτί­σιν. Εξηρ­τη­μέ­νος από την φύσιν, διό­τι έτρω­γε, έπι­νε, ανέ­πνεε. Ωστό­σο προ­σφέ­ρει στον Θεό την κτί­σιν ως ιερεύς της Δημιουρ­γί­ας. Είναι μεγα­λειώ­δες. Έτσι το θέλει ο Θεός. Και ξανα­λέ­γω: είναι μεγα­λειώ­δες.

Ο Αδάμ όμως με την παρα­δο­χή που έκα­νε με τον διά­βο­λο, αμέ­σως πέρα­σε από τον χώρον των θεί­ων και φυσι­κών και νομί­μων εξαρ­τή­σε­ων, στον χώρο της δαι­μο­νι­κής εξαρ­τή­σε­ως. Κι από δω αρχί­ζει μία περι­πέ­τεια δαι­μο­νι­κών αλλη­λε­ξαρ­τή­σε­ων. Η φύσις δαι­μο­νο­κρα­τεί­ται με την πτώ­ση του Αδάμ και ο άνθρω­πος εξαρ­τά­ται πλέ­ον από μίαν δαι­μο­νο­κρα­του­μέ­νη κτί­ση. Έχουν πολ­λή σημα­σία αυτά. Αρχί­ζει η ιστο­ρία των παθών εις τον άνθρω­πον. Ο άνθρω­πος αρχί­ζει να σωριά­ζει στον εαυ­τό του ή καλύ­τε­ρα, να τον εθί­ζει στα πάθη. Και τα πάθη δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά ο χρο­νι­σμός συγ­κε­κρι­μέ­νων αμαρ­τη­μά­των. Αν πω ψέμα­τα και ξανα­πώ, έκα­να αμαρ­τία. Και ξανα­πώ και ξανα­πώ, τότε αυτή η αμαρ­τία γίνε­ται πάθος, γίνε­ται εθι­σμός. Και έχω μία ροπή, χωρίς κανείς να με προ­κα­λεί, να λέγω ψέμα­τα εκεί που θα ήταν περιτ­τό να πω ψέμα­τα. Για­τί; Για­τί αυτό έγι­νε πάθος. Έτσι, αγα­πη­τοί μου, όλα τα αμαρ­τή­μα­τα, εάν χρο­νί­σουν, γίνον­ται πάθη. Τα πάθη πλέ­ον όμως επι­βάλ­λουν την εξάρ­τη­ση στον άνθρω­πο.

Εδώ είναι που γίνε­ται ο άνθρω­πος ένα τρα­γι­κόν πρό­σω­πον. Εξάρ­τη­σις από τα πάθη αφύ­σι­κος και παρά­νο­μος. Δηλα­δή και παρά φύσιν και παρά νόμον. Αυτό θα πει αφύ­σι­κος και παρά­νο­μος. Ο άνθρω­πος γίνε­ται δού­λος των παθών. Δεν διστά­ζει με τον τρό­πον αυτόν, όχι μόνον τις εντο­λές του Θεού να παρα­βεί –παρά­νο­μος- αλλά και αυτούς τους φυσι­κούς νόμους να παρα­βεί και λέγε­ται «παρά φύσιν άνθρω­πος». Να ανα­φέ­ρω τι σημαί­νει παρά φύσιν άνθρω­πος; Είναι φοβε­ρό. Κάπου ο Δανι­ήλ ανα­φέ­ρε­ται εις τον Αντί­χρι­στον και λέγει εκεί ότι θα καταρ­γή­σει νόμον, τον νόμον και την φύσιν. Δεν είναι όμως της ώρας αυτό. Απλώς έκα­να έναν υπαι­νιγ­μό.

Τώρα ο άνθρω­πος, μετά την πτώ­ση του, τι κάνει; Ανα­ζη­τά την ηδο­νή. Την ηδο­νή εν ευρεία εννοία. Άμε­σα. Εκεί­νη η οποία με τη σει­ρά της η ηδο­νή επι­βάλ­λει την εξάρ­τη­ση από αυτήν του ανθρώ­που. Τον κάνει δού­λο τον άνθρω­πο η ηδο­νή. Η ιστο­ρία της ηδο­νής ξεκί­νη­σε από τον Παρά­δει­σο. Όταν η Εύα είδε ότι ο καρ­πός ήταν ωραί­ος, λέγει να τον βλέ­πεις, και γλυ­κύς να τον τρως. Μέχρι τότε, δεν έβλε­πε η Εύα τον καρ­πόν; Πώς τώρα ξυπνά μία άλλη επι­θυ­μία; Όπως λέγει ο άγιος Ανδρέ­ας Κρή­της στον μεγά­λο του Κανό­να: αυτή η «παρά­λο­γος πιθυ­μία, παρά­λο­γος βρώ­σις». Τι είναι λοι­πόν αυτό; Απ΄τη στιγ­μή που ο άνθρω­πος δοκι­μά­ζει, αφού ξεκι­νά­ει από κει η ανα­ζή­τη­ση της ηδο­νής, της ευχα­ρί­στη­σης πάν­τα, ξανα­λέ­γω, εν ευρεία εννοία, επέρ­χε­ται η οδύ­νη. Εφε­ξής, ηδο­νή και οδύ­νη, θα πηγαί­νουν πλάι πλάι. Έκτο­τε ο άνθρω­πος την ανα­ζη­τά, παρ’ ότι γνω­ρί­ζει την οδύ­νη, ανα­ζη­τά την ηδο­νή και με τον τρό­πον αυτόν εδη­μιούρ­γη­σε τον ευδαι­μο­νι­σμό· που είναι ο υπ’ αριθ­μόν ένα εχθρός του πνευ­μα­τι­κού βίου. Λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ότι « εδαι­μο­νι­σμός διώ­κει μηδε­νός διώ­κον­τος». Ότι ο ευδαι­μο­νι­σμός διώ­κει όχι όπως ο Νέρων και ο Διο­κλη­τια­νός. Εκεί οι Χρι­στια­νοί πραγ­μα­τι­κά εχα­λυ­βδώ­νον­το και αντι­στέ­κον­ταν και γίνον­ταν μάρ­τυ­ρες. Ο ηδο­νι­σμός, η ευη­με­ρία, παρα­λύ­ει τον άνθρω­πον και παρα­δί­δε­ται εις το κοσμι­κόν φρό­νη­μα. Γι΄αυτό λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος ψυχο­λο­γι­κό­τα­τα και αλη­θι­νό­τα­τα ότι όλη αυτή η ιστο­ρία είναι η χει­ρό­τε­ρη για τον άνθρω­πο.

Ακό­μη ο ευδαι­μο­νι­σμός ανα­ζη­τεί­ται στον πλού­τον. Δηλα­δή στα πολ­λά αγα­θά, δηλα­δή σε εκεί­να που είναι παρα­πά­νω από τις ανάγ­κες μας. Εκεί­νο το ξεπέ­ρα­σμα, που λέγει ο Από­στο­λος «χον­τες δ δια­τροφς κα σκε­πά­σμα­τα, τού­τοις ρκε­σθη­σό­με­θα». Με αυτά τα πολ­λά αγα­θά γεν­νιέ­ται η αλα­ζο­νεία του βίου, δηλα­δή είναι μία επί­δει­ξις και μια προ­βο­λή ενός νομι­ζο­μέ­νου υπάρ­χον­τος και υπε­ρέ­χον­τος εγώ. «Εγώ είμαι εγώ!». Ανα­ζη­τεί­ται ακό­μη μέσα εις τον ευδαι­μο­νι­σμό, ένας πλη­θω­ρι­κός πολι­τι­σμός και μάλι­στα τεχνι­κός. Ανα­ζη­τεί­ται ακό­μη η ικα­νο­ποί­η­σις του γενε­τη­σί­ου ενστί­κτου. Με όλο το ρεπερ­τό­ριο των δια­στρο­φών. Επέρ­χε­ται κορε­σμός και ανα­ζη­τού­με νέους τρό­πους ικα­νο­ποι­ή­σε­ως, που είναι ο χώρος των παρε­κτρο­πών, των δια­στρο­φών. Αυτό έκα­ναν οι Σοδο­μί­ται. «πλή­σθη­σαν ρτου», λέει η Γρα­φή. Δηλα­δή χόρ­τα­σαν. Χόρ­τα­σαν, είχαν πολ­λά αγα­θά. Και ανα­ζη­τού­σαν να βρουν σε νέους τρό­πους την ηδο­νή.

Το κάπνι­σμα, ναι, προ­σέξ­τε, το κάπνι­σμα, το κάπνι­σμα είναι ηδο­νι­στι­κόν. Γι΄αυτό και δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος να το κόψει. Διε­γεί­ρει το νευ­ρι­κό σύστη­μα. Και αφή­νει μνή­μη επά­νω στο νευ­ρι­κό σύστη­μα. Κι αν το΄κοψες, αδελ­φέ μου, κάποια φορά, υπάρ­χει μεγά­λη πιθα­νό­της να το ξανα­θυ­μη­θείς. Για­τί απλού­στα­τα είναι ναρ­κω­τι­κόν. Και όπως δόθη­κε ο χαρα­κτη­ρι­σμός «κοι­νής απο­δο­χής». Ναρ­κω­τι­κόν κοι­νής απο­δο­χής. Ναι. Το κάπνι­σμα λοι­πόν μπο­ρεί να χαρα­κτη­ρι­στεί το σήμα κατα­τε­θέν του ηδο­νι­στι­κού πολι­τι­σμού μας. Δεν είναι υπερ­βο­λή. Διό­τι το κάπνι­σμα άνοι­ξε τον δρό­μο· τον δρό­μο στα ναρ­κω­τι­κά· που απο­τε­λούν πλέ­ον την κορω­νί­δα του πράγ­μα­τος. Κανείς δεν έπε­σε στα ναρ­κω­τι­κά εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν έμα­θε να καπνί­ζει. Είναι η πρό­σβα­σις. Είναι η γέφυ­ρα.

Μάλι­στα αυτές τις ημέ­ρες, χθες, προ­χθές, είχα­με την ημέ­ρα κατά των ναρ­κω­τι­κών. Ας θεω­ρη­θούν κι αυτά που λέμε, μία μικρή, σπου­δαιο­τά­τη όμως, με θεο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο, συμ­βο­λή εις την προ­σπά­θεια αυτή, για­τί έχω παρα­τη­ρή­σει ότι κάνο­με μνεία των πραγ­μά­των, ειση­γού­με­θα μύριες μεθό­δους, εκτός από κεί­νη την σπου­δαία, την τρα­νή. Να βάλο­με στα παι­διά μας τον φόβο του Θεού. Και την μη ανα­ζή­τη­ση της ηδο­νής, μ’ αυτήν την ευρεία έννοια.

Έτσι, κάπνι­σμα και ναρ­κω­τι­κά, δημιουρ­γούν φοβε­ρές εξαρ­τή­σεις στον άνθρω­πο. Φοβε­ρές. Να κάνω περι­γρα­φή; Δεν κάνω. Μπο­ρεί και με τα μάτια σας να είδα­τε τους ανθρώ­πους θύμα­τα, ιδί­ως νέους, αυτών των κατα­στά­σε­ων. Ξέρε­τε ότι στην Ελλά­δα, από τον μαθη­τό­κο­σμο έχο­με 27.000 μαθη­τάς, αγό­ρια και κορί­τσια, που παίρ­νουν ναρ­κω­τι­κά; Το ακού­σα­τε καλά; Εικο­σιε­φτά χιλιά­δες μαθη­τάς έχο­με. Δεν σας ανη­συ­χεί αυτό; Δεν μπο­ρεί­τε να σκε­φτεί­τε ότι ένα παι­δί σας, ένα εγγό­νι σας, μπο­ρεί να είναι μέσα σε αυτόν τον αριθ­μό; Κι επει­δή είπα­με αυτόν τον σύν­δε­σμο της ηδο­νής με την οδύ­νη, γι΄αυτό σήμε­ρα βλέ­πο­με άπει­ρα θύμα­τα που ξεκι­νούν από την ηδο­νή και εξαρ­τώ­με­νοι από αυτήν, ζουν την πιο φοβε­ρή οδύ­νη, την πιο τρα­γι­κή οδύ­νη. Μέχρι τον θάνα­το! Και οι εξαρ­τή­σεις αυτές δημιουρ­γούν την πιο στυ­γνή τυραν­νία.

Και ο άνθρω­πος θα μένει πάν­το­τε κατα­δι­κα­σμέ­νος σε αυτές τις δαι­μο­νι­κές, πώς αλλιώς να το πού­με, τις δαι­μο­νι­κές εξαρ­τή­σεις; Τα ναρ­κω­τι­κά ποιος τα έφτια­ξε; Ο Θεός, αγα­πη­τοί μου. Είναι υπεύ­θυ­νος ο Θεός; Άπα­γε. Τα στα­φύ­λια που κάνουν κρα­σί, ποιος τα δημιούρ­γη­σε; Ο Θεός. Αν υπάρ­χουν μέθυ­σοι, φταί­ει ο Θεός; Άπα­γε της βλα­σφη­μί­ας! Είναι η δαι­μο­νι­κή υπό­δει­ξις: «Φάε αυτό». Μα ο Θεός δεν το έκα­νε γι’ αυτό να το φας. Όλα τα πράγ­μα­τα δεν δοκι­μά­ζον­ται. Έχουν ποι­κί­λους σκο­πούς, αν το θέλε­τε, απο­τε­λούν, αν το θέλε­τε, απο­τε­λούν και σκο­πόν να μην είχαν, που έχουν σκο­πόν, και σκο­πόν να μην είχαν, απο­τε­λούν το δέν­δρο της γνώ­σε­ως καλού και κακού, που σου λέει ο Θεός: «Απ’ αυτό δεν θα δοκι­μά­σεις». Βλέ­πε­τε ότι μέσα στην Ιστο­ρία συνε­χί­ζει η παρου­σία του δέν­δρου του καλού και του κακού;

Αλλά πάν­τα θα μένουν έτσι τα πράγ­μα­τα; Όχι, αγα­πη­τοί μου. Γι΄αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού. Να σπά­σει αυτές τις αφύ­σι­κες εξαρ­τή­σεις και να μας ξανα­φέ­ρει στη φυσι­κή και θεϊ­κή εξάρ­τη­ση. Ο Χρι­στός μάς ξανα­γύ­ρι­σε στο μέτρο της χρή­σε­ως της κτί­σε­ως. Μόνο ό,τι είναι φυσι­κόν, ευλο­γεί­ται. Ό,τι είναι αφύ­σι­κον, δεν ευλο­γεί­ται. Ο γάμος ευλο­γεί­ται· αλλά όχι η πορ­νεία. Η λήψη τρο­φής ευλο­γεί­ται. Για­τί έτσι κατα­σκευα­στή­κα­με. Θυμη­θεί­τε όταν ανέ­στη­σε την κόρη του Ιαεί­ρου και είπε: «Δώσα­τέ της να φάει». Εκεί­νος που την ανέ­στη­σε, δεν θα μπο­ρού­σε να τη δυνα­μώ­σει άνευ τρο­φής; Όχι· έτσι τα κατα­σκεύ­α­σε ο Θεός. Αλλά ωστό­σο δεν είναι ευλο­γη­μέ­νη η γαστρι­μαρ­γία. Μας είπε να αγα­πά­με τους γονείς μας και τα παι­διά μας και τους άλλους ανθρώ­πους. Αλλά όχι πιο πάνω από τον Θεό. Έβα­λε μία ιεράρ­χη­ση. Μας έδω­σε μια ωραία φύση, που μπο­ρού­με να την εκμε­ταλ­λευώ­με­θα, αλλά όχι να την κατα­χρώ­με­θα. Ή να την κατα­στρέ­φο­με ή να την θεο­ποιού­με. Με τον τρό­πον αυτόν ο Κύριος μας έβγα­λε από τη δαι­μο­νι­κή και παρά­νο­μη εξάρ­τη­ση σε μία φυσι­κή και νόμι­μη. Και όχι μόνον ο Χρι­στός μας ελευ­θέ­ρω­σε από την αφύ­σι­κη και δαι­μο­νι­κή εξάρ­τη­ση, αλλά και κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο, ασύλ­λη­πτα περισ­σό­τε­ρο. Ήλθε να σπά­σει τα δεσμά του καθη­λω­μέ­νου Προ­μη­θέα από τον Καύ­κα­σον της φθο­ράς και του θανά­του. Για­τί; Για­τί μετά την κοι­νήν ανά­στα­σιν, δεν θα υπάρ­χει φθο­ρά. Φθο­ρά θα πει μετα­βο­λή σωμα­τι­κή. Τρώ­γω, πει­νώ, κοι­μά­μαι, κου­ρά­ζο­μαι. Και λέγει ο Παύ­λος ότι « δ Θες κα ταύ­την(την κοι­λί­αν, γρά­φει στους Κοριν­θί­ους στην Α΄επιστολή του) κα τατα (τα βρώ­μα­τα, τα φαγη­τά) καταρ­γή­σει». Για­τί; Δεν θα υπάρ­χει πλέ­ον η φθο­ρά. Καταρ­γεί­ται και ο θάνα­τος. Φθο­ρά και θάνα­τος, καταρ­γούν­ται αυτά. Κοι­λία λοι­πόν και θάνα­τος, είναι οι δύο ακα­τα­μά­χη­τοι εχθροί που νικών­ται. Και από τους οποί­ους εχθρούς τώρα, έχο­με πλή­ρη εξάρ­τη­ση.

Αυτά μας έφε­ρε ο Κύριος. Ήρθε να σπά­σει λοι­πόν τους δεσμούς του κακού και των εξαρ­τή­σε­ων. Παρα­τη­ρού­με ότι όταν ο Κύριος κάλε­σε τα δύο ζεύ­γη των αδελ­φών, Πέτρον, Ιάκω­βον, Ιωάν­νην και Ανδρέα, τους είπα λίγο ανά­πο­δα, αυτοί άφη­σαν κάποιες φυσι­κές και νόμι­μες και ευλο­γη­μέ­νες εξαρ­τή­σεις. Ψαρά­δες ήσαν. Τι ωραίο επάγ­γελ­μα! Είχαν οικο­γέ­νειες. Τον πατέ­ρα τους, τη μάνα τους είχαν… Άφη­σαν όμως τα σύνερ­γά τους, συγνώ­μη ήσαν εξαρ­τώ­με­νοι από όλα αυτά. Αλλά εδώ έχο­με κάτι κατα­πλη­κτι­κό με τους μαθη­τάς αυτούς, τα δύο ζεύ­γη των μαθη­τών. Να δημιουρ­γούν μία προ­ο­δευ­τι­κή απε­ξάρ­τη­ση ακό­μη κι από αυτές τις φυσι­κές και ευλο­γη­μέ­νες εξαρ­τή­σεις, για να μετα­φερ­θού­με σε μία και μόνη εξάρ­τη­ση, τον Χρι­στό. Τα άφη­σαν όλα. Τα δίχτυα, το πλοίο και τον πατέ­ρα, το επάγ­γελ­μα, τα άφη­σαν όλα. Ο Κύριος τους είπε: «Ελά­τε να σας κάνω αλιείς ανθρώ­πων». Αυτό έκα­ναν οι μαθη­ταί. Δηλα­δή απηλ­λά­γη­σαν από τις εξαρ­τή­σεις, θα το πω άλλη μία φορά, τις φυσι­κές και νόμι­μες και ευλο­γη­μέ­νες, για να δεχθούν μία άλλη εξάρ­τη­ση. Έτσι ο Κύριος, ξανα­γυ­ρί­ζει τον άνθρω­πο στην πρώ­τη, την αρχέ­γο­νη, την παρα­δει­σία εξάρ­τη­ση.

Αγα­πη­τοί, η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, με μία εικό­να τόσο απλή και φυσι­κή, μας έδει­ξε πώς πρέ­πει να κινού­με­θα. Και πρώ­τα πρώ­τα πρέ­πει να σπά­σου­με κάθε δαι­μο­νι­κή εξάρ­τη­ση. Τα πάθη πρέ­πει να φύγουν. Μετά να σπά­σο­με, όσο τού­το είναι επι­τρε­πτό φυσι­κά, για­τί ζού­με εις τον παρόν­τα κόσμο, κάθε φυσι­κή εξάρ­τη­ση, πραγ­μά­των και προ­σώ­πων· που μπο­ρούν να μας εμπο­δί­σουν στο παρα­κά­τω βήμα. Η νηστεία, σκε­φτή­κα­τε ποτέ ότι είναι μία άσκη­σις που προ­σπα­θεί να μας απαλ­λά­ξει, να μας κάνει περισ­σό­τε­ρο ανε­ξάρ­τη­τους του φαι­νο­μέ­νου που λέγε­ται κοι­λία και γαστρι­μαρ­γία; Η ξενι­τεία, δηλα­δή το να πω, θα βρε­θώ μακριά από τους ανθρώ­πους μου και την πατρί­δα μου. Κάπο­τε μπο­ρεί να είναι τρο­πι­κή. Αλλά κυρί­ως είναι τοπι­κή. Πρέ­πει να είναι και τρο­πι­κή και τοπι­κή, αν το θέλε­τε. Τι είναι παρα­κα­λώ η ξενι­τεία; Μία θαυ­μα­σία άσκη­σις απε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σε­ως.

Αλλά δεν στα­μα­τού­με εδώ. Πρέ­πει να προ­χω­ρή­σου­με στην όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα μας εξάρ­τη­ση από την Κύριον. Το καθη­με­ρι­νό μάν­να που έπε­φτε στην έρη­μο, το ενθυ­μεί­σθε; Αυτό θέλει να διδά­ξει. Δεν έρι­χνε μάν­να ο Κύριος για πολ­λές μέρες. Κάθε μέρα. Σήμε­ρα. Όποιος μάζευε περισ­σό­τε­ρο, σκου­λή­κια­ζε την άλλη μέρα. Πλην το μάν­να της Παρα­σκευ­ής πριν το Σάβ­βα­το. Εκεί­νο δεν σκου­λή­κια­ζε. Για­τί; Ήθε­λε αυτό να διδά­ξει ο Κύριος. Ότι ο άνθρω­πος πρέ­πει να μένει ανε­ξάρ­τη­τος ακό­μη και από τη φυσι­κή του τρο­φή! Θα σου τη δώσει ο Κύριος. Θα σου τη δώσει. Για­τί εκεί πρέ­πει, εκεί πρέ­πει να έχεις την εξάρ­τη­σή σου. Τι είπε ο Κύριος εις τον διά­βο­λον; Είναι γραμ­μέ­νο στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο: «Οκ π’ ρτ μόν ζήσε­ται νθρω­πος». Και όλη αυτή η δια­δι­κα­σία, δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά μία διαρ­κής πορεία προς την ελευ­θε­ρία. Η δε ελευ­θε­ρία, όπως την θέλει το Ευαγ­γέ­λιον. Εξάλ­λου, αυτό σημαί­νει, αγα­πη­τοί, απε­λευ­θέ­ρω­σις και σωτη­ρία. Και ο Χρι­στός γι΄αυτό λέγε­ται Λυτρω­τής και Σωτή­ρας.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_531.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 10–7‑1983]

(Β94)

«Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν». Αυτό, αγα­πη­τοί μου, μας παραγ­γέλ­λει σήμε­ρα ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Ρωμαί­ους επι­στο­λήν του. Μία θέσις επι­και­ρο­τά­τη και πάν­το­τε σημαν­τι­κή δια την συν­τή­ρη­σιν μίας κοι­νω­νί­ας ανθρώ­πων. Εις αυτήν την θέσιν βεβαί­ως δεν υπάρ­χει ευχε­τι­κή διά­θε­σις του Απο­στό­λου. Ότι δηλα­δή «ας υπάρ­χει δόξα και ας υπάρ­χει τιμή και ειρή­νη σε καθέ­ναν που εργά­ζε­ται το αγα­θόν». Αλλά καθο­ρί­ζει, τρό­πον τινά, μία λει­τουρ­γία, έναν νόμο, που υπάρ­χει εις αυτόν τού­τον τον άνθρω­πο. Και πραγ­μα­τι­κά είναι η σχέ­σις του αγα­θού ή του κακού ως προς την λει­τουρ­γι­κό­τη­τα του ιδί­ου του ανθρώ­που. Δηλα­δή η δομή της ανθρώ­πι­νης υπάρ­ξε­ως, που δεν είναι παρά η ψυχή και το σώμα, είναι τέτοια ώστε να λει­τουρ­γεί αρμο­νι­κώς, ευρύθ­μως, μόνο με την παρου­σία του αγα­θού. Αντι­θέ­τως, με την παρου­σία του κακού, αυτή η ευρυθ­μία της ανθρω­πί­νης κατα­σκευ­ής δια­λύ­ε­ται. Χάνε­ται κυριο­λε­κτι­κά. Είναι λοι­πόν ένας, ούτως ειπείν, νόμος το αγα­θόν, βιο­λο­γι­κός και ψυχο­λο­γι­κός. Δεν παίρ­νω την σχέ­ση την μετα­φυ­σι­κή, την σχέ­ση του ανθρώ­που με τον Θεό, αυτήν την στιγ­μή που σας ομι­λώ. Αλλά παίρ­νω μόνο ποια είναι η σχέ­σις αυτών των ιδί­ων των μερών ή μελών της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως από βιο­λο­γι­κής και ψυχο­λο­γι­κής πλευ­ράς, με την παρου­σία του αγα­θού ή του κακού. Για­τί λέγει ο ίδιος ο Από­στο­λος λίγο πιο πάνω: «Θλψις καί στε­νο­χω­ρία παν­τί τ ργα­ζο­μέν τό κακόν». «Θλί­ψις, πίε­ση, ζού­ληγ­μα και στε­νο­χω­ρία για καθέ­ναν που εργά­ζε­ται το κακόν». Αντι­θέ­τως: «Δόξα δέ κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν».

Θα πρέ­πει, αγα­πη­τοί μου, πραγ­μα­τι­κά να προ­σέ­ξο­με αυτήν την θέσιν, που ο λόγος του Θεού, δια γρα­φί­δος Απο­στό­λου Παύ­λου μας απο­κα­λύ­πτει. Θα πρέ­πει πάρα πολύ, πραγ­μα­τι­κά. Παρα­τη­ρού­με ότι ο Θεός κατα­σκεύ­α­σε τον άνθρω­πον να μην αμαρ­τά­νει. Και συνε­πώς η ζωή του ανθρώ­που εξαρ­τά­ται από την ζωή του Θεού. Εάν ο άνθρω­πος, κατά κάποιον τρό­πο, αμαρ­τή­σει ή συνε­χί­ζει να αμαρ­τά­νει, απο­κό­πτε­ται από τον Θεό και η ζωή η δική του απο­κό­πτε­ται οπωσ­δή­πο­τε από την ζωή του Θεού. Αλλά ο άνθρω­πος δεν είναι αυτο­ζωή. Μόνον ο Θεός είναι αυτο­ζωή. Και συνε­πώς απο­κο­πτό­με­νος ο άνθρω­πος δια του κακού και όχι δια της εργα­σί­ας του αγα­θού, νεκρού­ται ή δια­λύ­ε­ται. Λέγει πολύ ωραία ένας ψαλ­μι­κός στί­χος: «ποστρέ­ψαν­τός δέ σου τό πρό­σω­πον ταρα­χθή­σον­ται». «Όταν Εσύ ο Θεός, η αυτο­ζωή, γυρί­σεις το πρό­σω­πό σου ‑ανθρω­πο­μορ­φι­κή έκφρα­σις- τότε τα πάν­τα, που παίρ­νουν ζωή από Σένα, όλα θα ταρα­χθούν, όλα θα αισθαν­θούν ότι έχα­σαν τα νερά τους· για­τί τα πάν­τα από Σένα εξαρ­τών­ται και δεν έχουν από μόνα τους την ζωήν».

Αλλά ας δού­με από πιο κον­τά, αγα­πη­τοί μου, το χωρίο αυτό του Απο­στό­λου Παύ­λου, το τόσο πολύ­τι­μο, το οποί­ον σε κάθε στιγ­μή πει­ρα­σμού μας, θα πρέ­πει να το ανα­κα­λού­με εις την μνή­μην μας. Όταν μας τυχαί­νει ένας πει­ρα­σμός δια να πρά­ξο­με το κακόν, τότε αμέ­σως να ενθυ­μού­με­θα και να λέμε: «Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν». Και θα απο­κρού­ο­με τον πει­ρα­σμόν εκεί­νον, ο οποί­ος έρχε­ται να μας ξετι­νά­ξει και να μας δια­λύ­σει πραγ­μα­τι­κά.

Όταν λέγει εδώ ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι είναι δόξα και τιμή και ειρή­νη στον καθέ­να που εργά­ζε­ται το αγα­θόν, μας κάνει εντύ­πω­ση αυτό το «παν­τί». Δηλα­δή στον κάθε ένα. Πράγ­μα­τι, υπάρ­χει μία καθο­λι­κό­της του πράγ­μα­τος. Δεν είναι κάτι το οποί­ον αφο­ρά μόνο κάποια κατη­γο­ρία ανθρώ­πων. Αλλά όλους τους ανθρώ­πους όλων των επο­χών και κάθε πολι­τι­κής, θα λέγα­με, κατα­στά­σε­ως, αν είναι αυτοί οι άνθρω­ποι. Οπου­δή­πο­τε κι αν βρί­σκον­ται. Εξάλ­λου αν παρα­κο­λου­θή­σα­τε την όλη περι­κο­πή, ανα­φέ­ρε­ται εις τον «ουδαον» και εις τον «λλη­να». Και «ουδαος» είναι εκεί­νος που έχει τον νόμο του Θεού, ο δε «λλην» δεν είναι βέβαια ο «λλην» με τη γεω­γρα­φι­κή σημα­σία της λέξε­ως, αλλά με την έννοια της θρη­σκεί­ας. Δηλα­δή την ειδω­λο­λα­τρι­κήν, δηλα­δή ο ειδω­λο­λά­τρης. Ο άνθρω­πος ο οποί­ος δεν έχει τον νόμο του Θεού, αλλά έχει τον νόμο της συνει­δή­σε­ως. Έχει δηλα­δή αυτήν ταύ­την την φύσιν, όπως ο Θεός τον κατε­σκεύ­α­σε, που είναι η εικό­να του Θεού ο κάθε άνθρω­πος και που ο Θεός ετο­πο­θέ­τη­σε μέσα στον κάθε άνθρω­πο τον άγρα­φο νόμον Του. Και εάν ο άνθρω­πος δεν διε­στρά­φη, τότε ο άγρα­φος αυτός νόμος δια­τη­ρεί­ται μέσα εις την καρ­διά και καθο­δη­γεί τον άνθρω­πο. Έτσι θα λέγα­με ότι είναι για κάθε άνθρω­πο αυτή η θέσις, ότι πρέ­πει να τηρεί το αγα­θόν. Οποιοσ­δή­πο­τε κι αν είναι· μικρός και μεγά­λος, πολι­τι­σμέ­νος και απο­λί­τι­στος, της οποιασ­δή­πο­τε επο­χής.

«Παντ», λοι­πόν, «τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν». Σας κάνει εντύ­πω­ση ότι ενώ μιλή­σα­με και είπα­με ότι ο Θεός έβα­λε τον νόμο Του μέσα στις καρ­διές των ανθρώ­πων, που είναι άγρα­φος από ανθρω­πί­νης πλευ­ράς; Σας κάνει εντύ­πω­ση που λέγει εδώ «παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν»; Εάν είναι δηλα­δή μία έμφυ­τος κατά­στα­σις, τότε για­τί θα πρέ­πει να εργα­στώ το αγα­θόν; Έμφυ­τος είναι τι; Ο νόμος του Θεού που καθο­ρί­ζει το τι είναι καλόν και το τι είναι κακόν. Αλλά εγώ θα πρέ­πει να δου­λέ­ψω πάνω πρώ­τα στην εκλο­γή του καλού ή του κακού και κατό­πιν να αρχί­σω να εργά­ζο­μαι πάνω στο αγα­θόν. Διό­τι η ανα­χώ­ρη­σίς μου από τον Παρά­δει­σον στο πρό­σω­πο του Αδάμ και της Εύας, μου καθι­στά στον παρόν­τα κόσμο και εις την παρού­σα ζωή δύσκο­λον το αγα­θόν. Ενώ θα ήτο πολύ εύκο­λον, εάν ήμουν μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Τώρα που βγή­κα από τον Παρά­δει­σον, για μένα τον άνθρω­πο είναι δύσκο­λο το αγα­θόν. Θα πρέ­πει λοι­πόν να δου­λέ­ψω.

Εξάλ­λου, δεν είναι δυνα­τόν να έχει αξία το αγα­θόν, από την στιγ­μή που θα μου δοθεί ως ένα προ­σόν, για το οποίο δεν θα έχω δου­λέ­ψει. Αν, επί παρα­δείγ­μα­τι, είμαι υψη­λός ή κον­τός, αυτό δεν είναι δικό μου θέμα. Αν είμαι έξυ­πνος ή όχι, αν έχω κάποιες καλ­λι­τε­χνι­κές ικα­νό­τη­τες ή όχι, αυτά είναι προ­σόν­τα. Αυτά είναι προ­σόν­τα. Δεν έχω να επαι­νε­θώ. Εάν είμαι έξυ­πνος άνθρω­πος, για­τί να καυ­χη­θώ; Για­τί να μου δώσει ο Θεός αμοι­βήν; Εκεί­νος με έκα­νε έξυ­πνον. Αλλά εάν έχω αρε­τήν, επει­δή μπαί­νει το στοι­χεί­ον της εργα­σί­ας, μπαί­νει το στοι­χεί­ον του κόπου, τότε έχω τον έπαι­νον. Και αυτό έχει πάρα πολ­λή σημα­σία και αξία. Δηλα­δή, με άλλα λόγια, αγα­πη­τοί μου, το αγα­θόν δεν είναι υπό­θε­σις τυχαία. Είναι υπό­θε­σις πραγ­μα­τι­κής δου­λειάς. Πρέ­πει, συνε­πώς, να κατα­βά­λο­με τον κόπο μας, την επι­μέ­λειά μας και το ενδια­φέ­ρον μας.

Μην ξεχνά­τε ότι ο Θεός όταν ετο­πο­θέ­τη­σε τους πρω­το­πλά­στους εις τον Παρά­δει­σον τούς είπε να εργά­ζον­ται. Τι να εργά­ζον­ται; Τον κήπον; Μα ο κήπος ήτο αυτο­φυ­ής. Ακό­μη δεν υπήρ­χε ανάγ­κη καν υδρεύ­σε­ως. Λέγει σαφώς η Αγία Γρα­φή ότι ανήρ­χε­το νερό, λέγει, πηγή και επό­τι­ζε τον κήπον. Τι έπρε­πε να κάνει ο άνθρω­πος; Ω, αγα­πη­τοί μου, να εργα­στεί τις αρε­τές. Κι επει­δή οι πρω­τό­πλα­στοι δεν εργά­στη­καν τις αρε­τές, δεν επρό­σε­ξαν, που τους είπε ο Θεός να προ­σέ­ξουν, δηλα­δή δεν καλ­λιέρ­γη­σαν την προ­σο­χήν, δεν εφρόν­τι­σαν περί της ψυχής των, να βάλουν μάν­τρα, για­τί ο Παρά­δει­σος είναι η ψυχή μας, είναι ακρι­βέ­στε­ρα η ύπαρ­ξίς μας, αυτός είναι ο Παρά­δει­σος του Θεού. Δεν είπε ο Κύριος ότι « Βασι­λεία το Θεο ντός μν στίν»; «Είναι μέσα σας».

Και πήραν την εντο­λή να εργά­ζον­ται τον Παρά­δει­σον και να φυλάτ­τουν τον Παρά­δει­σον. Δηλα­δή τον εαυ­τό τους να τον φυλάτ­τουν από το κακό και από τον διά­βο­λο. Και από την αμαρ­τία. Και να δου­λεύ­ουν, θετι­κώς τώρα, τις εντο­λές του Θεού. Και τότε, ποιες ήταν οι εντο­λές του Θεού; Οι εντο­λές του Θεού ήταν: να εργά­ζον­ται. Εντο­λή ήταν. Να φυλάτ­τουν. Εντο­λή ήταν. Και να νηστεύ­ουν. Δεν θα φάτε από τον καρ­πόν αυτόν. Τρεις εντο­λές. Δεν εδού­λε­ψαν τις εντο­λές, δεν εργά­στη­καν το αγα­θόν και απώ­λε­σαν τον Παρά­δει­σον. Και εξήλ­θον του Παρα­δεί­σου. Έφυ­γε η Χάρις του Θεού. Βεβαί­ως ήτο τοπι­κός Παρά­δει­σος. Μη νομί­σε­τε ότι κάνω απλή μετα­φο­ρά και τα πράγ­μα­τα είναι συμ­βο­λι­κά και μετα­φο­ρι­κά. Ήταν πραγ­μα­τι­κός Παρά­δει­σος. Αλλά ο καθαυ­τό πραγ­μα­τι­κός Παρά­δει­σος, πέραν από την τοπι­κή του διά­στα­ση, είναι αυτός ούτος ο άνθρω­πος! Και απώ­λε­σε ο άνθρω­πος την χάρη του Θεού. Πρέ­πει τώρα να δου­λέ­ψει, να εργα­στεί, και πολύ πιο σκλη­ρά απ’ ό,τι την πρώ­τη φορά, πριν χάσει τον Παρά­δει­σον.

Εάν, λοι­πόν, λέγει ο Από­στο­λος, εργα­στεί ο καθέ­νας το αγα­θόν, τότε σε αυτόν θα είναι δόξα, τιμή, ειρή­νη. Τι είναι αυτή η δόξα; Εννο­εί­ται, βέβαια, η δόξα του Θεού. Σημειώ­σα­τε ότι με τον πλε­ο­να­σμόν του κακού πια στον κόσμον, το αγα­θόν όχι μόνον δεν τιμά­ται αλλά και διώ­κε­ται. Και συνε­πώς ο αγα­θός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος που εκτε­λεί το αγα­θόν, βεβαί­ως για μία στιγ­μή δεν έχει δόξα. Αλλά η δόξα ανα­φέ­ρε­ται στον ουρα­νό. Είναι η θεία δόξα. Είναι εκεί­νη που θα στε­φα­νώ­σει αυτός ο Χρι­στός τον κάθε εργά­τη του αγα­θού. Όμως, όχι ολι­γό­τε­ρον, παρό­τι είπα ότι διώ­κε­ται το αγα­θόν εις τον κόσμον αυτόν, θα σας έλε­γα ότι παρά ταύ­τα, παρά ταύ­τα και εις τον παρόν­τα κόσμον το αγα­θόν δοξά­ζε­ται· διό­τι ίχνη της εικό­νος του Θεού στους ανθρώ­πους υπάρ­χουν. Και δεν μπο­ρεί παρά το αγα­θόν στα μάτια των ανθρώ­πων να στέ­κε­ται πάν­το­τε αγα­θόν. Και να δοξά­ζουν τους εργά­τας του αγα­θού.

Όμως σας λέγω ότι δεν θα ανα­ζη­τή­σο­με την δόξα εις τον παρόν­τα κόσμον. Αλλά εις τον ουρα­νόν. Και η δόξα πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί. Αν ανα­ζη­τή­σο­με την δόξα στον παρόν­τα κόσμο, είμε­θα κενό­δο­ξοι· για­τί ο παρών κόσμος φεύ­γει, απέρ­χε­ται. Το σχή­μα του κόσμου τού­του περ­νά­ει. Και συνε­πώς πού θα στη­ρί­ξο­με την δόξα μας; Σε κάτι που περ­νά; Να για­τί η δόξα, η ανα­ζή­τη­ση μιας τέτοιας δόξης είναι κενο-δοξία(το κε-με έψι­λον). Άδειο πράγ­μα. Αντι­θέ­τως, δεν μας είπε ο Θεός να μην κυνη­γή­σο­με την δόξα. Αλλά όχι την επί­γεια. Αλλά την ουρα­νία. Και μας είπε έναν δρό­μο. Και ο δρό­μος αυτός είπε, είναι το αγα­θόν. «Θέλεις δόξα; Μπρά­βο· Εγώ θα σε δοξά­σω. Κι Εγώ δοξα­σμέ­νος είμαι. Και θα’ χεις την δική μου την δόξα. Θέλεις λοι­πόν; Ναι. Κοί­τα­ξε, θα την τοπο­θε­τή­σεις εκεί που μένει. Στον ουρα­νό. Θα επα­να­λά­βω. Τον δρό­μο; Άκου­σέ τον ποιος είναι. Το αγα­θόν. Θα δια­πρά­ξεις το αγα­θόν. Τρα­χύς ο δρό­μος του αγα­θού, δύσκο­λος. Ζητά πολ­λή υπο­μο­νή, πολ­λή φρον­τί­δα, πολύ κόπο. Αλλά αυτός είναι ο δρό­μος. Άλλος δρό­μος δεν υπάρ­χει. Και γεμά­τος πει­ρα­σμούς ο δρό­μος αυτός».

Έρχε­ται ο διά­βο­λος και σου λέγει και οι κακοί άνθρω­ποι, οι πονη­ροί άνθρω­ποι: «Κου­τός είσαι· τον δρό­μον αυτόν δια­λέ­γεις; Υπάρ­χουν άλλοι δρό­μοι εύκο­λοι». Μπο­ρείς, αδελ­φέ μου, να αντέ­ξεις τον πει­ρα­σμό που θα σου πει το κακόν; Θα σου πει: «Υπάρ­χουν κι άλλοι δρό­μοι εύκο­λοι». Αυτόν τον δρό­μον τον υπέ­δει­ξε ο διά­βο­λος στους πρω­το­πλά­στους. «Θεοί θέλε­τε να γίνε­τε; Θεοί θα γίνε­τε. Α, θεοί, ε; Λοι­πόν εγώ θα σας πω έναν εύκο­λον τρό­πον. Όχι με την υπα­κοή στον Θεό αλλά με την παρα­κοή στο θέλη­μα του Θεού. Φάτε λοι­πόν τον καρ­πόν. Παρα­βεί­τε την εντο­λή». Είδα­τε; Ο εύκο­λος δρό­μος του κακού. Είναι μεγά­λος ο πει­ρα­σμός. Κι αυτός ο πει­ρα­σμός στον οποί­ον υπέ­πε­σαν και υπέ­κυ­ψαν οι πρω­τό­πλα­στοι, για­τί δεν θα υπο­πέ­σο­με εμείς; Κι εκεί­νοι δεν είχαν στο ενερ­γη­τι­κό τους την αμαρ­τία. Ούτε την κλί­ση κανε­νός προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος. Έχο­με εμείς. Είμα­στε ισχυ­ρό­τε­ροι εκεί­νων; Είναι δύσκο­λος, λοι­πόν, ο δρό­μος. Είναι πολύ δύσκο­λος.

Αλλά όταν λέγει «δόξα», συνε­πώς δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά αυτό που είναι και ο προ­ο­ρι­σμός μας. Αν ερω­τή­σε­τε: «Ποιος είναι ο προ­ο­ρι­σμός μας»; Να δοξα­στού­με. Δηλα­δή να μην πεθά­νο­με ποτέ και να είμε­θα μέσα στην δόξα του Θεού. Εις τους αιώ­νας των αιώ­νων.

«Δόξα κα τιμ παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν», λέγει ο Από­στο­λος. Μάλι­στα. Αυτή η τιμή αγα­πη­τοί μου είναι… ω, η τιμή! Όλοι οι άνθρω­ποι ξέρε­τε, θα ήθε­λαν να έχουν τιμή. Αλλά δεν θα πρέ­πει κι εδώ να δια­λέ­ξο­με την γήι­νη τιμή αλλά την θεία τιμή· που οι άγγε­λοι θα σκύ­ψουν μπρο­στά μας. Όχι οι άνθρω­ποι. Οι άγγε­λοι, ε; Οι άγγε­λοι. Μπο­ρεί­τε να φαν­τα­στεί­τε πως οι άγγε­λοι έσκυ­βαν μπρο­στά στους αγί­ους; Ω αυτή η τιμή! Αυτή η τιμή είναι κάτι που φανε­ρώ­νε­ται με εκεί­νο που λέγει ο 8ος ψαλ­μός: «Δόξ καί τιμ στε­φά­νω­σας ατόν». «Με δόξα και τιμή, Κύριε, εστε­φά­νω­σες τον άνθρω­πο». Αυτό που θα πει ο Μέναν­δρος αργό­τε­ρα, ο Έλλη­νας, ο Μέναν­δρος, θα πει: «ς χαρί­εν στί νθρω­πος ταν νθρω­πος ». «Τι χαρι­τω­μέ­νο πλά­σμα είναι ο άνθρω­πος, όταν είναι άνθρω­πος!». Είδα­τε; «Δόξ καί τιμ», με δόξα και τιμή εστε­φά­νω­σες, δίκην στε­φά­νου εστε­φά­νω­σες τον άνθρω­πο. Τι ωραίο πράγ­μα η δόξα και η τιμή! Θα μου πεί­τε βέβαια· εδώ «τιμή» θα πει ό,τι λέμε: «τιμώ έναν άνθρω­πο». Ναι ακρι­βώς αυτό είναι. Να τιμη­θώ, να με εκτι­μή­σουν. Και θα με εκτι­μή­σουν μόνον δια της οδού του αγα­θού. Του τρα­χέ­ος δρό­μου του αγα­θού.

Και ειρή­νη. «Δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρή­νη παν­τὶ τῷ ἐργα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀγα­θόν». Αυτή η ειρή­νη είναι το μέγι­στον αγα­θόν, είναι ο καρ­πός. Θέλε­τε ακό­μη; Είναι ο δεί­κτης, η παρου­σία της ειρή­νης ή η απου­σία της ειρή­νης, είναι ο δεί­κτης της δομής του ανθρώ­που, που σας είπα στην αρχή της ομι­λί­ας μου. Δηλα­δή, σου λεί­πει η ειρή­νη; Αισθά­νε­σαι διά­λυ­ση. Έχε­τε αισθαν­θεί, όταν σας λεί­πει η ειρή­νη, τι αισθά­νε­σθε; Όλα τα μέλη δια­λύ­ον­ται. Κατ’ αρχάς υπάρ­χει διά­λυ­ση ανά­με­σα στην ψυχή και στο σώμα. Υπάρ­χει μία σύγ­κρου­σις. Κι έπει­τα υπάρ­χει μία διά­λυ­σις ανά­με­σα στις δυνά­μεις της ψυχής ‑νοή­σε­ως, βου­λή­σε­ως και συναι­σθή­μα­τος- και ανά­με­σα στα μέλη τα ίδια του σώμα­τος. Ο άνθρω­πος κυριο­λε­κτι­κά τινά­ζε­ται στον αέρα, δια­λύ­ε­ται πραγ­μα­τι­κά. Συνε­πώς η ειρή­νη είναι ένας καρ­πός· καρ­πός πάλι, όταν θα βαδί­σει ο άνθρω­πος τον δρό­μο της αρε­τής, τον δρό­μο του αγα­θού.

Αλλά εδώ πρέ­πει να σας πω, τόσην ώρα μιλάω για το αγα­θό, τι είναι αυτό το αγα­θό; Ποιο είναι; Αυτό το αγα­θό, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι μία αφη­ρη­μέ­νη έννοια· διό­τι όλοι οι άνθρω­ποι λίγο πολύ το αγα­θό το κατα­λα­βαί­νουν. Έχου­νε μία εικό­να του αγα­θού. Ο μικρός και ο μεγά­λος, ο πολι­τι­σμέ­νος και ο απο­λί­τι­στος. Ξέρε­τε όμως πόσος υπο­κει­με­νι­σμός έχει μπει; Και ξέρε­τε ακό­μη αυτό το αγα­θόν όπως το θεω­ρού­με, δεν είναι παρά μία σκιά. Έστω κι αν έχο­με σωστή εικό­να του αγα­θού. Είναι μία σκιά. Είναι μία αντα­νά­κλα­σις, ένας απόη­χος. Αλλά όταν μιλά­με για μία αντα­νά­κλα­ση, έχο­με έναν ήλιο από πίσω. Όταν μιλά­με για έναν απόη­χον, έχο­με μία πηγή ήχου πίσω. Ποια είναι αυτή η πηγή του φωτός, η πηγή του ήχου; Είναι όχι κάτι αφη­ρη­μέ­νο, αλλά κάτι το συγ­κε­κρι­μέ­νο. Είναι ένα πρό­σω­πο, είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Ο Ιησούς Χρι­στός είναι η πηγή του αγα­θού.

Όταν λοι­πόν λέγει «παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν», θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι ποια είναι η σχέ­ση μας με το πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού, την πηγή του αγα­θού; Τι στά­ση έχο­με πάρει εμείς απέ­ναν­τι στον Χρι­στόν; Διό­τι πραγ­μα­τι­κά ο Ιησούς Χρι­στός είναι το αρχέ­τυ­πό μας. Βάσει του σχε­δί­ου Χρι­στός, της Θεαν­θρω­πί­νης Του φύσε­ως, κατα­σκευά­στη­κε ο άνθρω­πος. Και τώρα, εάν ο Χρι­στός είναι η πηγή του αγα­θού, εγώ πρέ­πει να ανα­κλώ το αγα­θόν. Για να έχω αρμο­νι­κή σύν­δε­ση. Να συν­το­νί­ζο­μαι ούτως ειπείν, εις το πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού. Αν δεν τηρώ το αγα­θόν, τότε, ή αγνοώ τον Ιησούν Χρι­στον, τότε δεν είναι δυνα­τόν να έχω το αγα­θόν. Και δεν μπο­ρεί το αγα­θό από μόνο του να με σώσει. Δεν είναι δυνα­τόν. Δεν έχω ειρή­νη. Δεν έχω τα αγα­θά που μου είπε προ­η­γου­μέ­νως ο λόγος του Θεού. Ούτε δόξα, ούτε τιμή. Το κατα­λά­βα­τε αυτό;

Ξέρε­τε σήμε­ρα σε τι μεγά­λο βαθ­μό προ­σπα­θούν οι άνθρω­ποι να βρουν το αγα­θόν έξω από τον Ιησούν Χρι­στόν; Το υπο­γραμ­μί­ζω αυτό. Προ­σέ­ξα­τέ το, αγα­πη­τοί μου. Διό­τι αν μιλή­σου­με και στα­θού­με έξω από τον Ιησούν Χρι­στόν ως προς την εργα­σία του αγα­θού, ακού­στε τι υπάρ­χει. Προ­σέξ­τε. Δεν μιλά­νε όλοι σήμε­ρα για το αγα­θό; Όλοι μιλά­νε. Ακού­στε όμως τι υπάρ­χει. Το άγχος, η βία και η αλλο­τρί­ω­σις. Αυτά είναι σημά­δια ότι ο άνθρω­πος δεν έχει ειρή­νη. Σήμε­ρα οι πιο πολ­λοί άνθρω­ποι έχουν άγχος. Σήμε­ρα οι άνθρω­ποι υφί­σταν­ται την βία κάποιων άλλων. Και σήμε­ρα οι άνθρω­ποι έχουν αλλο­τριω­θεί πλέ­ον, έχουν απο­ξε­νω­θεί. Και από τον ίδιο τον εαυ­τό τους. Δεν μιλάω πια για τον Θεό, για­τί από εκεί είναι η πηγή του κακού, αλλο­τριώ­θη­καν και με τους άλλους ανθρώ­πους, απο­ξε­νώ­θη­καν, αλλά και με τον εαυ­τό τους απο­ξε­νώ­θη­καν. Τον βλέ­πουν τον εαυ­τό τους και τους είναι σαν κάτι το ξένο. Τον σιχαί­νον­ται τον εαυ­τό τους, τον αηδιά­ζουν τον εαυ­τό τους. Αυτά είναι στοι­χεία που δεί­χνει ότι δεν υπάρ­χει ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε ειρή­νη. Για­τί; Δεν δου­λεύ­ουν το αγα­θόν; Πόσα ανθρω­πι­στι­κά συν­θή­μα­τα έχο­με περί αγα­θού; Στα σχο­λειά μας, από δω, από κει, μαθαί­νο­με περί αγα­θού. Το αγα­θόν δεν είναι αφη­ρη­μέ­νον, δεν είναι αφη­ρη­μέ­νη έννοια. Το αγα­θόν είναι συγ­κε­κρι­μέ­νο. Είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Γι’ αυτόν τον λόγο παθαί­νο­με αυτά. Είναι ταλαί­πω­ροι εκεί­νοι οι οποί­οι δεν μπο­ρούν να το κατα­λά­βουν αυτό. Και η επο­χή μας έχει πολ­λούς τέτοιους ταλαί­πω­ρους ανθρώ­πους. Ας το προ­σέ­ξο­με.

Αλλά και κάτι άλλο. Έξω του Ιησού Χρι­στού, το αγα­θόν παρα­παί­ει. Παρα­παί­ει μέσα σε αυτούς τους μαιάν­δρους της ανθρω­πί­νης λογι­κής και της ανθρω­πί­νης καρ­δί­ας. Ο καθέ­νας μέσα του ψάχνει και φτιά­χνει ένα καλού­πι αγα­θού, όπως το κατα­λα­βαί­νει και όπως το αισθά­νε­ται. Κι εκεί παλεύ­ει μέσα σε αυτό το αυτο­κα­τα­σκεύ­α­στον, θα λέγα­με, αγα­θόν. Όλα αυτά, έξω του Ιησού Χρι­στού. Θέλε­τε να σας πάρω ένα παρά­δειγ­μα; Ακού­σα­τέ το. Είναι πάρα πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Σήμε­ρα δεν υπάρ­χει μου φαί­νε­ται ούτε το πιο μικρό παι­δά­κι στο σχο­λείο που να μην άκου­σε την λέξη «υπαρ­ξια­κός», «υπαρ­ξι­σμός» κ.ο.κ. Τι είναι αυτό που λέμε υπαρ­ξι­σμός; Ο υπαρ­ξι­σμός είναι από την έννοια της υπάρ­ξε­ως. Αυτό που λέμε «υπάρ­χω». Προ­σέξ­τε, υπάρ­χω. Είναι λοι­πόν μία φιλο­σο­φι­κή, θα λέγα­με, οπτι­κή γωνιά, που βλέ­πει την ύπαρ­ξη του ανθρώ­που. Αυτή η οπτι­κή γωνιά λέγε­ται υπαρ­ξι­σμός. Προ­σέξ­τε όμως τώρα. Ο υπαρ­ξι­σμός δεν προ­σπα­θεί να ερμη­νεύ­σει την ύπαρ­ξη, να μου πει τι είμαι. Αλλά προ­σπα­θεί να βρει το με ποιον τρό­πο θα πραγ­μα­τώ­σω αυτό που είμαι. Φερει­πείν, είμαι εγώ που είμαι. Υπάρ­χω σε αυτόν τον κόσμο. Τώρα, πώς μπο­ρώ να ζήσω ευτυ­χι­σμέ­να; Δηλα­δή να πραγ­μα­τώ­σω, να κατα­ξιώ­σω την ίδια μου την ύπαρ­ξη. Αυτό λέγε­ται «υπαρ­ξι­σμός». Λοι­πόν, προ­σέξ­τε, παρα­κα­λώ. Όλοι τα έχουν ακού­σει αυτά, κυκλο­φο­ρούν ευρύ­τα­τα, δεν θα ΄θελα να δυσκο­λέ­ψω τις σκέ­ψεις σας, αλλά θα ‘θελα να σας πω, αυτά που ακού­τε κάθε μέρα να σας τα βάλω σε κάποια σει­ρά. Ακού­σα­τε:

Υπάρ­χει ο υπαρ­ξι­σμός ο αρνη­τι­κός που οδη­γεί όχι στον Θεό. Και υπάρ­χει και ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στον Θεό. Το Ευαγ­γέ­λιον δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά ένας οδη­γός υπαρ­ξια­κός. Μας λέγει πώς να ζήσου­με. Αλλά και σήμε­ρα φιλό­σο­φοι που μιλά­νε για την ύπαρ­ξη και είναι διά­χυ­τες οι ιδέ­ες τους, ιδία στον δυτι­κόν κόσμον, διά­χυ­τες, μας μιλά­νε πώς να ζήσου­με. Εξάλ­λου τι είναι ο πολι­τι­σμός; Πώς να ζήσει αυτή η ύπαρ­ξίς μου. Αλλά, λέγει, χωρίς Θεό. Προ­σέξ­τε· χωρίς Θεό. Για­τί μου βγά­ζεις τον Θεό; «Για­τί ο Θεός», λέγει, «με δεσμεύ­ει. Και δεν είμαι ελεύ­θε­ρος να κάνω ό,τι θέλω. Δεν μου χρειά­ζε­ται λοι­πόν ο Θεός». Έχο­με συνε­πώς δύο κατευ­θύν­σεις. Ο υπαρ­ξι­σμός στη μέση. Από δω που οδη­γεί στον Θεό και ο άλλος ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στην αθε­ΐα. Για να δού­με εκεί που οδη­γού­με­θα στην αθε­ΐα, ποια είναι τα απο­τε­λέ­σμα­τα; Δηλα­δή υπαρ­ξι­σμός χωρίς Χρι­στόν. Έχο­με τον μηδε­νι­σμόν, έχο­με τον αναρ­χι­σμόν και στο τέλος την κατα­στρο­φήν της υπάρ­ξε­ως. Αυτή η ίδια η ύπαρ­ξις, ενώ ανα­ζη­τού­σε πώς θα ζήσει, στο τέλος να κατα­στρέ­φε­ται. Κλα­σι­κή εικό­να τα ναρ­κω­τι­κά. Ζητώ να ζήσω την ζωή μου, αυτό θα πει «την ύπαρ­ξή μου», να ζήσω την ζωή μου, παίρ­νω ναρ­κω­τι­κά και αυτο­κα­τα­στρέ­φο­μαι. Αντι­θέ­τως η άλλη πορεία. Ο υπαρ­ξι­σμός που οδη­γεί στον Θεό, οδη­γεί στον Χρι­στό. Τι πετυ­χαί­νει; Ανόρ­θω­ση της εικό­νος του Θεού. Είναι ο πεσμέ­νος άνθρω­πος και σηκώ­νε­ται η εικό­να του Θεού. Ακό­μα έχω οργά­νω­ση αυτών των ανθρω­πί­νων δυνά­με­ών μου και συνο­χή. Νους, καρ­δία και βού­λη­σις, ψυχή και σώμα, είναι οργα­νω­μέ­να μέσα μου, συγ­κρο­τη­μέ­να. Έχω όχι δια­λυ­μέ­νη αλλά οργα­νω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Τρί­τον, έχω σεβα­σμό και διά­σω­ση της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως. Όταν λέμε «ο Χρι­στια­νι­σμός σώζει», «Ήρθα να σας σώσω», λέει ο Χρι­στός, τι είναι αυτό «να σας σώσω»; Ακρι­βώς αυτό. Να σώσει την ύπαρ­ξη.

Όλα αυτά αγα­πη­τοί μου, ξεκι­νούν από το πώς βλέ­πω το αγα­θόν. Ναι, πώς βλέ­πω το αγα­θόν, αλλά τελι­κά τι θα δια­λέ­ξω; Ένα αυτό­νο­μο αγα­θό, ένα αγα­θό που δεν έχει καμία σχέ­ση με τον Θεό ή το αγα­θό που έχει σχέ­ση με τον Θεό και είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χρι­στός; Αν δια­λέ­ξω ένα αγα­θό ανθρω­πι­στι­κό, απ’ αυτά που σερ­βί­ρει η επο­χή μας, θα φθά­σω στον μηδε­νι­σμό. Και στην κατα­στρο­φή της υπάρ­ξε­ως. Αν δια­λέ­ξω το αγα­θόν που είναι Αυτός ούτος ο Χρι­στός, τότε δια­σώ­ζω την ύπαρ­ξή μου. Και τότε για ‘μένα θα ίσχυε αυτό που λέγει – αθά­να­τη πια θέση, ο λόγος του Θεού: «Δόξα κα τιμ κα ερήνη παντ τ ργα­ζο­μέν τ γαθόν».



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_192.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Για­τί οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι πάν­τα τόσο βια­στι­κοὶ σήμε­ρα; Γιὰ νὰ δοῦν ὅσο γίνε­ται πιὸ γρή­γο­ρα τὴν ἐπι­τυ­χία τῶν προ­σπα­θειῶν τους. Κι ἡ ἐπι­τυ­χία ἔρχε­ται καὶ παρέρ­χε­ται, ἀφή­νον­τας πίσω της κάποια ἴχνη λύπης.

Για­τί οἱ γιοὶ τῶν ἀνθρώ­πων εἶναι τόσο βια­στι­κοὶ σήμε­ρα; Γιὰ νὰ δρέ­ψουν τοὺς καρ­ποὺς τῶν ἀγώ­νων τους τὸ συν­το­μό­τε­ρο δυνα­τό. Κι οἱ καρ­ποὶ ἔρχον­ται καὶ παρέρ­χον­ται, ἀφή­νον­τας πίσω τους τὰ ἴχνη κάποιας πικρί­ας.

Ὅταν ἔρχε­ται ὁ θάνα­τος, οἱ σημε­ρι­νοὶ ἄνθρω­ποι πεθαί­νουν βλέ­πον­τας τὸν ἑαυ­τό τους στὸ παρελ­θόν. Βλέ­πουν τίς ἐπι­τυ­χί­ες τους ποὺ ἔχουν ξεχα­στεῖ, τοὺς θερι­σμέ­νους καρ­ποὺς ποὺ ἔχουν σαπί­σει. Μὲ τὸ δικό τους θάνα­το, χάνον­ται καὶ τὰ τελευ­ταῖα ἴχνη τῶν προ­σπα­θειῶν καὶ τῶν καρ­πῶν τους. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔρχον­ται μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς σπέρ­νουν μὲ τὴν ἴδια βια­σύ­νη, θερί­ζουν τοὺς καρ­πούς, τοὺς τρῶ­νε κι ἔπει­τα φεύ­γουν γυμνοὶ καὶ ἄδειοι ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Οἱ ἄνθρω­ποι ἔτσι ἐξε­λίσ­σον­ται. Δὲ γίνε­ται τὸ ἴδιο ὅμως μέ το Θεό. Οἱ ἄνθρω­ποι παρα­τη­ροῦν πῶς ἀντι­με­τω­πί­ζουν τὰ πράγ­μα­τα οἱ ἴδιοι καὶ πῶς τὸ ἀντι­με­τω­πί­ζει ὁ Θεὸς καὶ λένε: Οἱ μύλοι τοῦ Θεοῦ ἀλέ­θουν ἀργά, ἀλλ’ ἀλέ­θουν πολὺ καλά.

Ὁ Θεὸς ἴσως ἀργεῖ στὴ μιὰ γενιά, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ σ’ ὅλο τὸ φάσμα τῶν γενε­ῶν. Συχνὰ σπεί­ρει στὴ μιὰ γενιὰ καὶ θερί­ζει στὴν ἄλλη. Ἔτσι ἡ πρώ­τη γενιὰ (τότε ποὺ σπέρ­νει ὁ Θεὸς) λέει πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀργός. Ἡ ἄλλη γενιά, τότε ποὺ θερί­ζει ὁ Θεός, λέει πῶς εἶναι ταχύς. Στὶς δικές μας, τίς ἀνθρώ­πι­νες ἐνα­σχο­λή­σεις, κάθε θερι­σμὸς δὲν εἶναι πιὸ γρή­γο­ρος ἀπὸ τὸ ὄργω­μα, τὴ σπο­ρά, τὸ ξεχορ­τά­ρια­σμα καὶ τὴν ἀνια­ρὴ περί­ο­δο ἀνα­μο­νῆς τῆς ὡρί­μαν­σης τοῦ καρ­ποῦ; Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν εἶναι οὔτε ἀργὸς οὔτε γρή­γο­ρος. “Ἔχει το ρυθ­μό Του καὶ δὲν τὸν ἐγκα­τα­λεί­πει. Τὸ μυρ­μήγ­κι βλέ­πει μόνο τὴ μυρ­μηγ­κο­φω­λιά του. Ὁ ἀγρό­της ὅμως παρα­τη­ρεῖ ὅλον τὸν ἀγρό.

Ἄν ὁ Χρι­στὸς ἐνερ­γοῦ­σε σύμ­φω­να μὲ τὸν τρό­πο τῶν ἀνθρώ­πων, δὲ θὰ εἶχε δια­λέ­ξει γιὰ ἀπο­στό­λους Του δώδε­κα ψαρᾶ­δες, ἀλλὰ μᾶλ­λον δώδε­κα βασι­λιᾶ­δες τῆς γῆς. Ἄν ἤθε­λε νὰ ‘χεῖ ἄμε­ση ἐπι­τυ­χία στὸ ἔργο Του καὶ νὰ δρέ­ψει τοὺς καρ­ποὺς τῶν ἀγώ­νων Του, μὲ τὴν ἀκα­τα­νί­κη­τη δύνα­μή Τοῦ θὰ εἶχε δια­λέ­ξει δώδε­κα ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνα­τοὺς βασι­λιᾶ­δες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ τοὺς κάνει ὀπα­δοὺς καὶ ἀπο­στό­λους Του. Σκέ­ψου ἁπλᾶ πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ἀμέ­σως ὁ Χρι­στός, σὲ μιά στιγ­μή, νὰ γίνει γνω­στὸς σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο: πόσο γρή­γο­ρα θὰ δια­δί­δον­ταν τότε ἡ διδα­σκα­λία Του! Πῶς θὰ ἐξα­φα­νί­ζον­ταν τὰ εἴδω­λα ἐν ριπῇ ὀφθαλ­μοῦ μ’ ἕνα αὐτο­κρα­το­ρι­κὸ διά­ταγ­μα! Πῶς θὰ μετα­τρέ­πον­ταν ὅλοι οἱ εἰδω­λο­λα­τρι­κοὶ ναοὶ σὲ χρι­στια­νι­κούς! Πῶς θὰ στα­μα­τοῦ­σαν ἀμέ­σως οἱ θυσί­ες ζώων στοὺς θεοὺς καὶ τοὺς καπνοὺς ἀπὸ τίς θυσί­ες θ’ ἀντι­κα­θι­στοῦ­σαν τὰ θυμιά­μα­τα! Σκέ­ψου πόσο εὔκο­λα ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ ἑνὸς Θεοῦ θὰ εἶχε ἱδρυ­θεῖ, γιὰ τὴν ἐξυ­πη­ρέ­τη­ση ὁλό­κλη­ρης τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας! Ὁ Χρι­στός, χωρὶς νὰ χρεια­ζό­ταν νὰ ὑπο­φέ­ρει καὶ νὰ πάθει, θὰ κατα­λάμ­βα­νε τὸν πρῶ­το καὶ μονα­δι­κὸ αὐτο­κρα­το­ρι­κὸ θρό­νο κι ἀπὸ κεῖ θὰ κυβερ­νοῦ­σε ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο ἀπὸ ἀνα­το­λὴ σὲ δύση κι ἀπὸ βορ­ρᾶ ὡς το νότο, μὲ ἀντι­προ­σώ­πους του τοὺς δώδε­κα ὑπο­τε­λεῖς βασι­λιᾶ­δες. Χωρὶς νὰ χρεια­στεῖ νὰ πάθει, οἱ σκλη­ρο­τρά­χη­λοι Ἰου­δαῖ­οι θὰ ἀνα­γνώ­ρι­ζαν τὸ Χρι­στὸ ὡς βασι­λιᾶ καὶ τὸν ἀνα­με­νό­με­νο Μεσ­σία καὶ θὰ τὸν προ­σκυ­νοῦ­σαν.

Στο­χά­σου τελι­κὰ πόσα πράγ­μα­τα θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γίνουν ἀπὸ ἕναν τέτοιο ἐπί­γειο βασι­λιᾶ καὶ μάλι­στα σύν­το­μα, μὲ τὴ δύνα­μη καὶ τὴν εὐφυ­ΐα ἑνὸς μόνο ἀνθρώ­που! Τ’ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα θὰ ἦταν τὰ ἴδια μὲ ὅσα εἶχαν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ὅλες μαζὶ οἱ βασι­λεῖ­ες, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ Χρι­στό. Θὰ ‘χὰν φτά­σει κι αὐτὰ σ’ ἕνα τέλος, μαζὶ μὲ τοὺς ἱδρυ­τές τους. Ὁ κόσμος θὰ ξανα­γύ­ρι­ζε ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ πρίν. Πιὸ γρα­φι­κὰ ἀκό­μα, θὰ ἦταν σὰ νά ‘χὲ ξερι­ζώ­σει κάποιος γίγαν­τας μιὰ πανύ­ψη­λη δρῦ ἀπὸ τὸ δάσος καὶ τὴν εἶχε ξανα­φυ­τέ­ψει σὲ μιὰ πεδιά­δα. Ὅσο διά­στη­μα ὁ γίγαν­τας στε­κό­ταν δίπλα στὸ δέν­τρο καὶ τὸ κρα­τοῦ­σε ὄρθιο μὲ τὸ δυνα­τό του χέρι, ἡ δρῦς θὰ στε­κό­ταν ὄρθια. Μὲ τὸ ποῦ θ’ ἀπο­μα­κρυ­νό­ταν ὁ γίγαν­τας ὅμως, ὁ ἄνε­μος ποῦ θὰ φυσοῦ­σε θὰ τὴν ξερί­ζω­νε καὶ θὰ τὴν ἔρι­χνε κάτω. Οἱ ἄνθρω­ποι θὰ μαζεύ­ον­ταν γύρω ἀπὸ τὴν πεσμέ­νη δρῦ καὶ θὰ θαύ­μα­ζαν πῶς ἕνα τόσο δυνα­τὸ δέν­τρο ἔπε­σε μὲ τὸ πρῶ­το φύση­μα τοῦ ἀνέ­μου, ἐνῶ οἱ ἀργο­α­νά­πτυ­κτες φουν­του­κιὲς δίπλα τους ἀντι­στέ­κον­ταν στὸν ἄνε­μο καὶ στέ­κον­ταν ὄρθιες. Οἱ ἄνθρω­ποι θὰ κου­νοῦ­σαν τὸ κεφά­λι τους καὶ θὰ λεγαν: «Εἶναι ἀλή­θεια πῶς οἱ χαμη­λὲς φουν­του­κιὲς φυτεύ­ον­ται μὲ σπό­ρο κι ἀνα­πτύσ­σον­ται ἀργά, ἀλλ’ ἀντι­στέ­κον­ται σθε­να­ρὰ κι ἀντι­με­τω­πί­ζουν πιὸ εὔκο­λα τὸν ἄνε­μο ἀπὸ τὴν πανύ­ψη­λη δρῦ ποῦ τὴ μετα­φύ­τε­ψε ἕνας γίγαν­τας κι ἔπει­τα τὴν ἐγκα­τέ­λει­ψε. Ὅσο πιὸ βαθιὰ βρί­σκον­ται στὸ ἔδα­φος οἱ ρίζες τοῦ δέν­τρου, τόσο πιὸ δυνα­τὸ καὶ πιὸ ἀνθε­κτι­κὸ θὰ γίνει.

Πόσο σοφὸ ἦταν τὸ νὰ ξεκι­νή­σει ἀπὸ τὰ χαμη­λὰ καὶ Κύριος κι ὄχι ἀπὸ τὴν κορυ­φή. Πόσο σοφὸ ἦταν ν’ ἀρχί­σει τὴν οἰκο­δο­μὴ τῆς βασι­λεί­ας Του ὄχι μὲ βασι­λεῖς, ἀλλὰ μὲ ψαρᾶ­δες. Πόσο καλό, πόσο σωτή­ριο ἦταν γιά μας, ποὺ ζοῦ­με δυὸ χιλιά­δες χρό­νια ἀπὸ τὴ γέν­νη­σή Του, το ὅτι δὲν ἀπέ­βλε­ψε στὴν τελι­κὴ ἐπι­τυ­χία τοῦ ἔργου Του, οὔτε καὶ στὸ νὰ θερί­σει τοὺς καρ­ποὺς τῶν ἀγώ­νων Του ὅσο ζοῦ­σε. Δὲν ἤθε­λε, ὅπως ὁ γίγαν­τας, νὰ μετα­φυ­τέ­ψει με μιᾶς τὸ τερά­στιο δέν­τρο, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς ἀγρό­της νὰ θάψει το σπό­ρο τοῦ δέν­τρου βαθιὰ μέσα στὴ γῆ κι ἔπει­τα νὰ πάει στὸ σπί­τι του. Κι αὐτὸ ἔκα­νε. Ὁ Κύριος ἔθα­ψε το σπό­ρο τοῦ Δέν­τρου τῆς Ζωῆς ὄχι μόνο στὸ βάθος τῆς καρ­διᾶς τῶν ἁπλῶν Γαλι­λαί­ων ψαρά­δων, ἀλλὰ καὶ στὸ βάθος τῆς ἴδιας τῆς κόλα­σης. Ἔπει­τα συνέ­χι­σε τὴν πορεία Του. Καί τὸ δέν­τρο ἀνα­πτυσ­σό­ταν ἀργά, πολὺ ἀργά. Ἄνε­μοι ἰσχυ­ροὶ φύση­ξαν πάνω του σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ τὸ ξερι­ζώ­σουν, μὰ δὲν τὸ κατόρ­θω­σαν. Οἱ ἐχθροὶ ἔκο­ψαν τὸ δέν­τρο, τὸ ἔρι­ξαν κάτω, μὰ οἱ ρίζες του πέτα­ξαν πολ­λοὺς και­νούρ­γιους βλα­στούς. Ὅσο ἐκεῖ­νοι τὸ πελέ­κι­ζαν, τόσο πιὸ γρή­γο­ρα ἀνα­πτυσ­σό­ταν. Οἱ ὀρδὲς τοῦ ἐχθροῦ ἔσκα­ψαν στὴ γῆ, πιὸ βαθιὰ κι ἀπὸ τίς κατα­κόμ­βες γιὰ νὰ τὸ ξερι­ζώ­σουν. Ὅσο ὅμως ἐκεῖ­νοι προ­σπα­θοῦ­σαν, τόσο οἱ ρίζες ἀντι­στέ­κον­ταν, τόσο οἱ και­νούρ­γιοι βλα­στοὶ μεγά­λω­ναν κι ἄλλοι φύτρω­ναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ πύκνω­ναν. Ἔτσι τὸ δέν­τρο τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ φυτεύ­τη­κε μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν τρό­πο κι ὄχι τοῦ ἀνθρώ­που, ἐξα­κο­λου­θεῖ ν’ ἀνθί­ζει ὡς σήμε­ρα, δυὸ χιλιά­δες χρό­νια ἀργό­τε­ρα, παρά­γει καρ­ποὺς γλυ­κοὺς γιὰ ἀνθρώ­πους καὶ ἀγγέ­λους καὶ λάμ­πει ἀπὸ φρε­σκά­δα καὶ κάλ­λος, σὰ νὰ ‘χε φυτευ­τεῖ μιὰ γενιὰ νωρί­τε­ρα.

Ἄν ὁ Κύριος εἶχε ἐνερ­γή­σει ὅπως οἱ ἄνθρω­ποι, εἶναι ἀλή­θεια πῶς θὰ τὸν εἶχαν δοξά­σει πολὺ νωρί­τε­ρα οἱ ἄνθρω­ποι, ἐμεῖς ὅμως δὲ θὰ εἴχα­με σωθεῖ. Δὲν τὸν ἐνδιέ­φε­ρε ἡ δόξα τῶν ἀνθρώ­πων, ὁ ἦχος τῶν ποι­με­νι­κῶν αὐλῶν, ποὺ σήμε­ρα ἀκού­γον­ται κι αὔριο ρίχνον­ται στὴ φωτιά. Ἐκεῖ­νο ποὺ τὸν ἐνδιέ­φε­ρε ἦταν ἡ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων. Δὲν ἦρθε στοὺς ἀνθρώ­πους ὅπως κάνει κάποιος γίγαν­τας σὲ τσίρ­κο, γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ δύνα­μη καὶ τίς ἱκα­νό­τη­τές του, ν’ ἀπο­λαύ­σει τὸ χει­ρο­κρό­τη­μα τῶν θεα­τῶν. Ἠρθε σὰν φίλος σ’ ἐμᾶς, σὰν για­τρὸς σὲ θερα­πευ­τή­ριο γιὰ νὰ μᾶς ἐπι­σκε­φτεῖ, νὰ συνο­μι­λή­σει μὲ τὸν καθέ­να μας καὶ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει συμ­βου­λὲς καὶ θερα­πεία. Εἶναι ἑπο­μέ­νως πολὺ καλὸ γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα, ἀπὸ τότε ποὺ ξεκί­νη­σε ὁ κόσμος ὡς τὴ συν­τέ­λεια, τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐνήρ­γη­σε μὲ θεϊ­κὸ τρό­πο. Διά­λε­ξε γιὰ ἀπο­στό­λους Του ὄχι δώδε­κα τρα­νοὺς βασι­λιᾶ­δες, μὰ δώδε­κα ἄση­μους ψαρᾶ­δες. Στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μαθαί­νου­με μὲ ποιό τρό­πο τοὺς διά­λε­ξε.

«Περι­πα­τῶν δὲ ὁ Ἰησοῦς) παρὰ τὴν θάλασ­σαν τῆς Γαλι­λαί­ας εἶδε δύο ἀδελ­φούς, Σίμω­να τὸν λεγό­με­νον Πέτρος καὶ Ἀνδρέ­αν τὸν ἀδελ­φὸν αὐτοῦ, βάλ­λον­τας ἀμφί­βλη­στρον εἰς τὴν θάλασ­σαν ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς» (Ματθ. δ’ 4). Ἀπὸ ποῦ ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στὴ θάλασ­σα τῆς Γαλι­λαί­ας; Αὐτὸ ὁ εὐαγ­γε­λι­στής μας τὸ λέει στὴν προ­η­γού­με­νη εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πή. Ὅταν ἄκου­σε πῶς φυλά­κι­σαν τὸν Ἰωάν­νη το Βαπτι­στή, ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν Ἰου­δαία καὶ πῆγε στὴ Γαλι­λαία, στὴν περι­φρο­νη­μέ­νη αὐτὴ περιο­χὴ τῆς Ἰσραη­λι­τι­κῆς γῆς. Προ­έ­βλε­πε τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ θάνα­το τοῦ μεγά­λου στρα­τιώ­τη Του, τοῦ Προ­δρό­μου. Ἔτσι φάνη­κε σὰ νὰ ὑπο­χώ­ρη­σε, στὴν οὐσία ὅμως πῆγε νὰ προ­ε­τοι­μα­στεῖ γιὰ νὰ νική­σει τοὺς ἐχθρούς Του. .

Ὅσο διά­στη­μα βρι­σκό­ταν στὴ Γαλι­λαία τώρα, δὲν ἦταν φυσι­κὸ νὰ μεί­νει στὴ Ναζα­ρέτ, ὅπου εἶχε περά­σει τὸ μεγα­λύ­τε­ρο μέρος τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του; Μὰ ποιός προ­φή­της εἶναι ἀπο­δε­κτὸς στὴ δική του πατρί­δα; Στὴ Ναζα­ρὲτ βρι­σκό­ταν, ὅταν οἱ συμ­πα­τριῶ­τες Του θέλη­σαν νὰ τὸν γκρε­μί­σουν ἀπὸ τὸ χεῖ­λος κάποιου βρά­χου. Γιὰ ν’ ἀπο­φύ­γει ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν προ­σω­ρι­νὴ κακία τῶν ἀνθρώ­πων, ἐγκα­τα­στά­θη­κε τελι­κὰ δίπλα στὴ θάλασ­σα τῆς Γαλι­λαί­ας, στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβου­λῶν καὶ Νεφθα­λείμ. Ἐκεῖ ζοῦ­σαν οἱ πιὸ περι­θω­ρια­κοὶ καὶ περι­φρο­νη­μέ­νοι ἄνθρω­ποι, «ἐν σκό­τει, ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανά­του» (βλ. Ἠσ. θ’ 2). Σ’ αὐτὸ τὸ πυκνὸ σκο­τά­δι ἔμελ­λε νὰ θάψει το σπό­ρο τοῦ καρ­πο­φό­ρου δέν­τρου τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου Του.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης γρά­φει πῶς ὁ πρῶ­τος ποὺ κάλε­σε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Ἀνδρέ­ας, στὴν Ἰου­δαία. Ὁ Ἀνδρέ­ας ἦταν πρὶν μαθη­τὴς τοῦ Ἰωάν­νη τοῦ Βαπτι­στῆ. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάν­νης ἔδει­ξε τὸ Χρι­στὸ καὶ εἶπε πῶς Ἐκεῖ­νος ἦταν ἀνώ­τε­ρός του, ὁ Ἀνδρέ­ας ἄφη­σε τὸ δάσκα­λό του καὶ ἀκο­λού­θη­σε τὸ Χρι­στό. Ἀμέ­σως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέ­ας βρῆ­κε τὸν ἀδερ­φό του Σίμω­να καὶ τοῦ εἶπε: «εὑρή­κα­μεν τὸν Μεσ­σί­αν· ὃ ἔστι μεθερ­μη­νευό­με­νον Χρι­στὸς καὶ ἤγα­γεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰωάν. ἅ’ 42–43). Τότε ἦταν ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἔδω­σε στὸ Σίμω­να τὸ ὄνο­μα «Πέτρος», ποὺ σημαί­νει τὴ στα­θε­ρὴ πέτρα τῆς πίστης. Ἡ Δὲν ὑπάρ­χει κάποια ἀντί­φα­ση ἀνά­με­σα σ’ αὐτὰ ποὺ γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης ἐδῶ καὶ σ’ ἐκεῖ­να ποὺ ἀνα­φέ­ρει ὁ Ματ­θαῖ­ος στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο, ὅτι ὁ Κύριος κάλε­σε τὰ δυὸ ἀδέρ­φια στὴ θάλασ­σα τῆς Γαλι­λαί­ας; Σύμ­φω­να μὲ τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Ἰωάν­νη, πρῶ­τος ἀκο­λού­θη­σε τὸ Χρι­στὸ ὁ Ἀνδρέ­ας κι ἔπει­τα ὁ Πέτρος. Στὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαί­ου βλέ­που­με πῶς ὁ Χρι­στὸς τοὺς βρῆ­κε καὶ τοὺς κάλε­σε μαζί. Ἀνα­φέ­ρει μάλι­στα πρῶ­τα τὸν Πέτρο κι ἔπει­τα τὸν Ἀνδρέα. Αὐτὴ δὲν εἶναι μιὰ φανε­ρὴ ἀντί­φα­ση; Ὄχι, καθό­λου. Ὅπως γρά­φει ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ἐδῶ περι­γρά­φον­ται δυὸ χωρι­στὰ γεγο­νό­τα. Τὸ ἕνα ἔλα­βε χώρα στὴν Ἰου­δαία, ὅταν ὁ Βαπτι­στὴς ἦταν ἀκό­μα ἐλεύ­θε­ρος, καὶ τὸ ἄλλο στὴ Γαλι­λαία, ἀργό­τε­ρα, ὅταν ὁ Βαπτι­στὴς εἶχε ἤδη φυλα­κι­στεῖ κι ὁ Κύριος ζοῦ­σε πιὰ στὴν Καπερ­να­ούμ, στὰ παρά­λια τῆς θάλασ­σας τῆς Γαλι­λαί­ας. Ὁ Ἰωάν­νης περι­γρά­φει τὴν προ­η­γού­με­νη συνάν­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ὁ Ματ­θαῖ­ος τὴ μετα­γε­νέ­στε­ρη. Αὐτὸ φαί­νε­ται καθα­ρὰ ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Ματ­θαῖ­ος μιλά­ει γιὰ τὸ «Σίμω­να τὸν λεγό­με­νον Πέτρον», ποὺ σημαί­νει πῶς ὁ Σίμων εἶχε πάρει ἤδη τὸ ὄνο­μα «Πέτρος» ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἡ προ­η­γού­με­νη συνάν­τη­ση, ἡ πρώ­τη ποὺ εἶχε ὁ Πέτρος μὲ τὸ Χρι­στό, ἔγι­νε στὴν Ἰου­δαία, τότε ποὺ ὁ Ἀνδρέ­ας τὸν ἔφε­ρε στὸ Χρι­στό. Τὴν πρώ­τη συνάν­τη­ση τὴν περι­γρά­φει ὁ Ἰωάν­νης: «Καὶ ἤγα­γεν αὐτὸν (ὁ Ἀνδρέ­ας) πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέ­ψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε: σὺ εἰ,εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνά, σὺ κλη­θή­ση Κηφάς, ὸ ἑρμη­νεύ­ε­ται Πέτρος» (Ἰωάν. ἅ’ 43).

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος τὸ γνώ­ρι­ζε αὐτὸ καὶ τώρα περι­γρά­φει τὴν ἑπό­με­νη συνάν­τη­ση ποὺ εἶχαν τὰ παι­διὰ τοῦ Ἰωνὰ μὲ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλά­ει γιὰ «Σίμω­να τὸν λεγό­με­νον Πέτρον». Ἀνα­φέ­ρει πρῶ­τα τὸν Πέτρο κι ὕστε­ρα τὸν Ἄνδρέα, ἐπει­δὴ ὁ Πέτρος ἦταν πιὸ ζωη­ρὸς χαρα­κτῆ­ρας ἀπὸ τὸν ἀδερ­φό του κι ἔκα­νε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἐντύ­πω­ση. Τὸ ὅτι ὁ Ἰωάν­νης κι ὁ Ματ­θαῖ­ος περι­γρά­φουν δύο περι­στα­τι­κά, εἶναι πεν­τα­κά­θα­ρο σ’ ὅποιον δια­βά­σει καὶ τὰ δύο εὐαγ­γέ­λια. Ἐνῶ ὁ Ματ­θαῖ­ος περι­γρά­φει τὴν ὁρι­στι­κὴ κλή­ση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα νὰ γίνουν μαθη­τές, ὁ Ἰωάν­νης περι­γρά­φει ἕνα ἄλλο περι­στα­τι­κό, ὅταν τὰ δυὸ ἀδέρ­φια συνάν­τη­σαν τὸ Χρι­στὸ τότε ποὺ ὁ Πρό­δρο­μος εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!» Συνά­γε­ται καθα­ρὰ πῶς μετὰ τὴν πρώ­τη αὐτὴ συνάν­τη­ση χωρί­στη­καν ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ κι ἀργό­τε­ρα πῆγαν στὴ Γαλι­λαία, ὅπου καί Κύριος τοὺς συνάν­τη­σε τὴν ὥρα ποὺ ἐπι­δί­δον­ταν στὸ ἔργο τους, τοῦ ψαρᾶ.

«Καὶ λέγει αὐτοὺς δεῦ­τε ὀπί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώ­πων. οἱ δὲ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὰ δίκτυα ἠκο­λού­θη­σαν αὐτό» (Ματθ. δ’ 19–20). Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε τὴν καρ­διά τους. Οἱ ψαρᾶ­δες αὐτοὶ εἶχαν μιὰ παι­διά­στι­κη πίστη στὸ Θεό, ὑπά­κου­γαν στὸ λόγο Του. Δὲν εἶχαν συνη­θί­σει νὰ ἐξου­σιά­ζουν καὶ νὰ δίνουν ἐντο­λές, μὰ νὰ ἐργά­ζον­ται ἁπλᾶ καὶ νὰ ὑπα­κούν. Ἡ ταπεί­νω­ση καὶ ἡ ὑπα­κοὴ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ γέμι­ζε τὴν καρ­διά τους. Μπο­ρεῖ νὰ ἦταν ἁπλοϊ­κοὶ ψαρᾶ­δες, ἀλλὰ οἱ ψυχές τους διψοῦ­σαν καὶ πει­νοῦ­σαν γιὰ ἀλή­θεια καὶ δικαιο­σύ­νη. Ὁ Ἀνδρέ­ας εἶχε ἤδη ἐγκα­τα­λεί­ψει μιᾷ φορᾷ τὰ δίχτυα του, γιὰ ν’ ἀκο­λου­θή­σει ὡς μαθη­τὴς τὸν Ἰωάν­νη τὸν Πρό­δρο­μο. Μόλις ὁ Ἰωάν­νης ἔδει­ξε τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπε πῶς ‘Ἐκεῖ­νος ἦταν ἀνώ­τε­ρός του, ὁ Ἀνδρέ­ας ἄφη­σε τὸν Ἰωάν­νη κι ἀκο­λού­θη­σε τὸ Χρι­στό. Ἦταν κι οἱ δυό τους φλο­γε­ρὲς ψυχές, ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σαν μὲ ἀγω­νία τὴ δικαιο­σύ­νη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βασι­λεία Του. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χρι­στὸς ἀπευ­θύν­θη­κε σ’ αὐτοὺς αὐθεν­τι­κά, μὲ ἐξου­σία: «Ἀκο­λού­θει μοι!»

Ἔτσι ἐνερ­γεῖ μὲ ὅλους μας ὁ Θεός. Δὲ θὰ μᾶς πιέ­σει ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με το δρό­μο Του. Μᾶς ἀφή­νει νὰ δια­λέ­ξου­με τὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας ἢ τῆς ἀπώ­λειάς μας ἐλεύ­θε­ρα, σύμ­φω­να μὲ τὴ δική μας ἀντί­λη­ψη. Ὅταν ὅμως ὁ καρ­διο­γνώ­στης Θεὸς μερι­μνᾶ γιὰ νὰ βάλει τίς καρ­διές μας στὸ σωστὸ δρό­μο, στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας, τότε μᾶς ἕλκει στα­θε­ρὰ πρὸς αὐτόν το δρό­μο. Ὅταν βλέ­πει πῶς ἡ καρ­διά μας ἔχει στρα­φεῖ ὁλό­τε­λα πρός το δρό­μο τῆς κακί­ας καὶ τῆς ἀπώ­λειας, τότε μᾶς ἀφή­νει ὁ Θεὸς καὶ πέφτου­με στὴ δυνα­στεία τοῦ σατα­νᾶ. Αὐτὸ ἔγι­νε στὴν περί­πτω­ση τοῦ προ­δό­τη Ἰού­δα. Ὅταν ἡ καρ­διά του στρά­φη­κε ἐξ ὁλο­κλή­ρου πρὸς τὸ πονη­ρὸ καὶ διά­λε­ξε ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸ σκο­τει­νὸ δρό­μο τῆς ἀπώ­λειας, ὁ Χρι­στὸς δὲν προ­σπά­θη­σε περισ­σό­τε­ρο νὰ τὸν γυρί­σει πίσω. Ἀντί­θε­τα, σὰν εἶδε πῶς ὁ σατα­νᾶς εἶχε μπεῖ πιὰ στὸν Ἰού­δα, τοῦ εἶπε: «Ὅ ποιεῖς, ποί­η­σον τάχιον» (Ἰωάν. ἴγ’ 27). Οὔτε στὴν περί­πτω­ση τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἀνδρέα λοι­πόν, οὔτε σὲ κεί­νην τοῦ Ἰού­δα δὲν παρα­βί­α­σε τὴν ἐλευ­θε­ρία τῆς ἐπι­λο­γῆς τους. Μιλά­ει ἁπλᾶ στὶς καρ­διὲς ποὺ ἔχουν ἤδη δια­λέ­ξει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ καὶ λέει ἀπο­φα­σι­στι­κὰ στὸν Πέτρο, «ἀκο­λού­θει μοὶ» καὶ στὸν Ἰού­δα, «ὃ ποιεῖς, ποί­η­σον τάχιον».

Ποι­ή­σω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώ­πων. Τί σημαί­νει αὐτό;

Πῶς ὅπως μέχρι τώρα πιά­νε­τε ψάρια στὰ δίχτυα σᾶς ἀπὸ τὰ σκο­τει­νὰ βάθη τῆς θάλασ­σας, ἔτσι ἀπὸ τώρα, μαζί μου καὶ μὲ τὸ εὐαγ­γέ­λιό μου, θὰ ἁλιεύ­ε­τε ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὰ σκο­τει­νὰ βάθη τῆς κακί­ας αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέ­ας ἄκου­σαν τὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ καὶ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὰ δίκτυα ἤκο­λού­θη­σαν αὐτῷ. Βλέ­πεις πῶς οἱ καρ­διὲς τῶν δύο αὐτῶν ἀνθρώ­πως εἶχαν ἤδη δια­λέ­ξει ν’ ἀκο­λου­θή­σουν τὸ καλό; Δὲ ρώτη­σαν: «Ἀπὸ ποὺ μᾶς καλεῖς; Τί θὰ τρῶ­με; Ποιός θὰ φρον­τί­σει τίς οἰκο­γέ­νειές μας;» Θαρ­ρεῖς πῶς ἦταν σὰ νὰ περί­με­ναν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ αὐτὴν τὴν κλή­ση. Ἄφη­σαν σὰν παι­διὰ ὅλες τίς φρον­τί­δες τοὺς στὸν Κύριο, τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψαν ὅλα κι ἀντα­πο­κρί­θη­καν στὴν κλή­ση Του.

«Καὶ προ­βὰς ἐκεῖ­θεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελ­φούς, Ἰάκω­βον τον τοῦ Ζεβε­δαί­ου καὶ Ἰωάν­νην τὸν ἀδελ­φόν αὐτοῦ, ἕν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβε­δαί­ου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρ­τί­ζον­τας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκά­λε­σεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πατέ­ρα αὐτῶν ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ» (Ματθ. δ’ 21,22). Καὶ πάλι ἐδῶ ἔχου­με τὴν κλή­ση δύο ψαρά­δων, ὄχι δυὸ βασι­λιά­δων. Δὲ φοροῦ­σαν στέμ­μα­τα στὸ κεφά­λι τους, στὸ στῆ­θος τους ὅμως εἶχαν βασι­λι­κὲς καρ­διές. Ὁ Κύριος μαζεύ­ει μαρ­γα­ρι­τά­ρια στὸ σκο­τά­δι. Δια­λέ­γει τοὺς ταπει­νοὺς κι ἀγράμ­μα­τους, γιὰ νὰ κατα­τρο­πώ­σει τοὺς ἰσχυ­ροὺς καὶ τοὺς σοφούς. Δια­λέ­γει τοὺς φτω­χούς, γιὰ νὰ ντρο­πιά­σει τοὺς πλού­σιους.

Ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης ἦταν πολὺ φτω­χοί. Οἱ ἴδιοι ἐπι­σκεύ­α­ζαν τὰ δίχτυα, μαζὶ μὲ τὸν πατέ­ρα τους. Οἱ ψυχές τους ὅμως ἦταν πλού­σιες. Πει­νοῦ­σαν καί διψοῦ­σαν γιὰ τὸ Θεό. Οἱ καρ­διές τους εἶχαν στρα­φεῖ πρὸς τὸ καλό. Καὶ περί­με­ναν. Καὶ μόλις τοὺς κάλε­σε ὁ Κύριος, ἄφη­σαν τὴν ἴδια στιγ­μὴ τὴ δου­λειά τους, τὴ βάρ­κα, τὸν πατέ­ρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ ἠκο­λού­θη­σαν αὐτό.



Ἡ βαθύ­τε­ρη ἔννοια εἶναι ἡ ἑξῆς: ἁλιεῖς, ψαρᾶ­δες, εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν πνευ­μα­τι­κὲς εὐλο­γί­ες τὰ δίκτυα ὑπο­δη­λώ­νουν τὴν ψυχὴ θάλασ­σα εἶναι ὁ κόσμος καὶ πλοῖο τὸ σῶμα. To βάλ­λον­τας ἀμφι­βλη­στρον εἰς τὴν θάλασ­σαν δεί­χνει πῶς οἱ ψαρᾶ­δες ἀνα­ζη­τοῦ­σαν πνευ­μα­τι­κὲς εὐλο­γί­ες, πνευ­μα­τι­κὴ τρο­φή, τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. “Ἅπλω­ναν καὶ βύθι­ζαν τὴν ψυχή τους στὰ πλά­τη καὶ τὰ βάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ βροῦν τίς εὐλο­γί­ες αὐτές, ὅπου καὶ νὰ ἦταν. Καταρ­τί­ζον­τας τὰ δίκτυα σημαί­νει τίς προ­σπά­θειες ποὺ ἔκα­ναν γιὰ νὰ καταρ­τί­σουν τίς ψυχές τους. Γιὰ τοὺς δύο πρώ­τους, το ἀφέν­τες τὰ δίκτυα, ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ, σημαί­νει πῶς ἄφη­σαν τὴν παλιὰ κι ἁμαρ­τω­λὴ ψυχή τους κι ἄρχι­σαν ν’ ἀνα­και­νί­ζον­ται ἀπὸ τὸ Χρι­στό, γιὰ ν’ ἀνα­γεν­νη­θοῦν, νὰ μορ­φώ­σουν και­νούρ­για ψυχὴ καὶ και­νούρ­γιο πνεῦ­μα. Σημαί­νει ἐπί­σης πῶς ἀπὸ τώρα δὲ θ’ ἀνα­ζη­τοῦν πιὰ ν’ ἀπο­κτή­σουν πνευ­μα­τι­κὲς εὐλο­γί­ες μὲ τίς δικές τους προ­σπά­θειες καὶ δυνά­μεις, ἀλλὰ μὲ τὸ Χρι­στό. Δὲ θὰ στη­ρι­χθοῦν στὴ δική τους δύνα­μη, ἀλλὰ στὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Δὲ θὰ βασι­στοῦν στὸ δικό τους νοῦ, ἀλλὰ στὴν ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Θεοῦ. Στοὺς ἄλλους δύο μαθη­τές, το ἀφέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πατέ­ρα αὐτῶν σημαί­νει πῶς ἄφη­σαν τ’ ἁμαρ­τω­λὰ σώμα­τα καὶ τὸν ἐπί­γειο πατέ­ρα τοὺς γιὰ ν’ ἀσχο­λη­θοῦν μὲ τὴ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς τους, νὰ βαδί­σουν πρὸς συνάν­τη­ση τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα τους, ὡς παι­διὰ κατ’ υἱο­θε­σία μέ τη χάρη τοῦ Θεοῦ.

«Καὶ περι­ῆ­γεν ὅλην τὴν Γαλι­λαί­αν ὁ Ἰησοῦς διδά­σκων ἐν ταῖς συνα­γω­γαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσ­σων τὸ εὐαγ­γέ­λιον τῆς βασι­λεί­ας καὶ θερα­πεύ­ων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλα­κί­αν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ’ 23). Μετὰ ἀπὸ τριάν­τα χρό­νια ποὺ εἶχε περά­σει στὴν ἀφά­νεια, τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς ξεκι­νά­ει τὴ θεϊ­κὴ ἀπο­στο­λή Του μὲ ζῆλο κι ἀπο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Αὐτὸ ἐκφρά­ζε­ται μὲ τὰ λόγια περι­ῆ­γεν ὅλην τὴν Γαλι­λαί­αν ὁ Ἰησοῦς. Ἀπο­στο­λὴ καὶ δια­κο­νία Του ἦταν νὰ ἐξη­γή­σει τὸ παλιὸ καὶ νὰ κηρύ­ξει τὸ νέο. Νὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει καὶ τὰ δυὸ μὲ θαύ­μα­τα καὶ θερα­πεῖ­ες. Ὁ Νόμος εἶχε δοθεῖ ἀπό το Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες καὶ μαρ­τυ­ρή­θη­κε μὲ πολ­λὰ θαύ­μα­τα, γιὰ νὰ πιστέ­ψουν οἱ ἄνθρω­ποι πῶς ὁ Νόμος αὐτὸς ἦταν θεϊ­κός. Οἱ ἑρμη­νευ­τὲς τοῦ Νόμου ὅμως εἶχαν σκο­τι­σμέ­νες ψυχὲς καὶ διέ­στρε­ψαν τὸ πνεῦ­μα του. Ὁ παλιὸς Νόμος ἑπο­μέ­νως εἶχε κατα­στεῖ νεκρός, ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρ­ξε ποτέ.

Τώρα ὁ πάνα­γνος κι ἀνα­μάρ­τη­τος Κύριος Ἰησοῦς ἐμφα­νί­ζε­ται ὡς ὁ μονα­δι­κὸς ποὺ ἀντι­λαμ­βά­νε­ται καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἑρμη­νεύ­σει ἀλη­θι­νὰ τὸν πρῶ­το αὐτὸ Νόμο. Ἑρμη­νεύ­ει τὸ νόη­μά του κι ἀπο­κα­λύ­πτει τὸ πνεῦ­μα τοῦ γιὰ τοὺς ἁμαρ­τω­λούς. Εἶναι τώρα καὶ ἑρμη­νευ­τὴς τοῦ Πνεύ­μα­τος, ὅπως ἀργό­τε­ρα τὸ Πνεῦ­μα θὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει τὸν ἴδιο. Δὲν ἀπορ­ρί­πτει τὸν παλιὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀπορ­ρί­ψει, ἀφοῦ Ἐκεῖ­νος τὸν εἶχε δώσει; Ἀπὸ ἄπο­ψη ὅμως πραγ­μα­τι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς καὶ προ­φη­τι­κῆς σημα­σί­ας, τώρα δίνει το νόμο τῆς σωτη­ρί­ας, κηρύτ­τει τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς Βασι­λεί­ας.

Ὁ παλιὸς Νόμος εἶναι σὰν μιὰ καλὴ καὶ εὔφο­ρη γῆ. Μιὰ γῆ ὅμως ποὺ καλύ­φθη­κε ὁλό­κλη­ρη ἀπὸ ἀγκά­θια καὶ ζιζά­νια, παρα­με­λη­μέ­νη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, δηλα­δὴ ἀπὸ ἀσύ­νε­τους ἑρμη­νευ­τές. Ἔτσι τὰ μάτια ὅλων στρέ­φον­ται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐγκα­τα­λειμ­μέ­νη αὐτὴ γῆ. Τώρα ὁ Κύριος τὴν ὀργώ­νει ὁλό­κλη­ρη, σπέρ­νει και­νούρ­γιο σπό­ρο κι οἱ ἄνθρω­ποι τὸν παρα­κο­λου­θοῦν μὲ φόβο καὶ δέος. Κι ὅπως ὁ παλιὸς Νόμος πιστο­ποι­ή­θη­κε μὲ πολ­λὰ θαύ­μα­τα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Νομο­θέ­της, πιστο­ποιεῖ τὸν και­νούρ­γιο Νόμο μὲ πολ­λὰ θαύ­μα­τα. Τὰ θαύ­μα­τα αὐτὰ δὲ γίνον­ται γιὰ νὰ κάνει μιὰ κενό­δο­ξη καὶ μάταιη ἐπί­δει­ξη τῆς δύνα­μής Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει ἀλη­θι­νὴ ὑπη­ρε­σία στοὺς ἀνθρώ­πους. Τὰ θαύ­μα­τα αὐτὰ ἦταν θερα­πεῖ­ες ἀσθε­νειῶν τοῦ σώμα­τος, τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἀνθρώ­πι­νων ἀδυ­να­μιῶν. Ὁ Κύριος μᾶς ἐπι­σκέ­φτη­κε ὄχι σὰν κάποιος μάγος, ἀλλὰ σὰν φίλος καὶ θερα­πευ­τής.

Ὅλοι ἐμεῖς ποὺ πει­νοῦ­με καὶ διψοῦ­με γιὰ τὴ δικαιο­σύ­νη καὶ τὴν ἀγά­πη Του, ἐμεῖς ποὺ ψαρεύ­ου­με μάταια μὲ τὴν ψυχή μας, σὰν δίχτυα, στὴ θάλασ­σα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἂς ἀκού­σου­με τὴ φωνὴ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Μᾶς καλεῖ τώρα, ὅπως τότε τοὺς ψαρᾶ­δες στὴ θάλασ­σα τῆς Γαλι­λαί­ας: «Ἀκο­λού­θει μοι!» Μόλις ἀκού­σου­με τὴ φωνὴ αὐτή, ἂς μὴ διστά­σου­με οὔτε στιγ­μή. Ἄς παρα­τή­σου­με ὅλες τίς παλιὲς δου­λειὲς καὶ τίς παλιὲς ἀγά­πες κι ἂς τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ ἀλη­θι­νός μας φίλος καὶ Θερα­πευ­τής. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι εἴτε ἀνόη­τοι εἴτε ἀπα­τε­ῶ­νες.

Προ­σέξ­τε! Δὲ μᾶς καλεῖ ὡς βασι­λιᾶ­δες ἢ ποι­μέ­νες, ὡς πλού­σιους ἢ φτω­χούς, ὡς σοφοὺς ἢ ἀμα­θεῖς, ἀλλ’ ὡς ἄντρες καὶ γυναῖ­κες ἄρρω­στους, ἀδύ­να­μους. Οἱ ἀρρώ­στιες κι οἱ ἀδυ­να­μί­ες μας προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Γι’ αὐτὸ ἂς προ­σκυ­νή­σου­με τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἂς κραυ­γά­σου­με σ’ Ἐκεῖ­νον, ὅπως ἔκα­ναν τόσοι ἄρρω­στοι κι ἀδύ­να­μοι ἄνθρω­ποι ἐκεῖ­νο τὸν και­ρό: «Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέη­σόν μέ τον ἁμαρ­τω­λό! Συγ­χώ­ρε­σέ μέ, Κύριε, συγ­χώ­ρε­σε τίς ἀμέ­τρη­τες ἁμαρ­τί­ες μου. Καθά­ρι­σὲ με μὲ τὴ δύνα­μή Σοῦ, ζωο­ποί­η­σὲ με μὲ τὸν ζωο­ποιὸ ἄρτο Σου, εἴσελ­θε στὰ ἐσώ­τα­τα βάθη τῆς ψυχῆς μοῦ ὡς καθα­ρὸς καὶ ζωο­γό­νος ἀέρας σὲ σκο­τει­νὸ δωμά­τιο. Κι ἐγὼ τότε θὰ για­τρευ­τῶ θὰ για­τρευ­τῶ καὶ θὰ γίνω καλά, θὰ ζήσω!»

Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δοξα­στεῖ ἔτσι μὲ τὴ δύνα­μη τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν ἁγνό­τη­τα τοῦ σώμα­τός μας, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὑπα­κού­εις;

«Οἱ δὲ εὐθέ­ως ἀφέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πατέ­ρα αὐτῶν ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ» (Ματθ. 4, 22)

ΠΕΤΡΟΣ καὶ Ἀνδρέ­ας, ἀδέλ­φια ἀγα­πη­μέ­να, Ἰάκω­βος καὶ Ἰωάν­νης, ἀδέλ­φια καὶ αὐτοι ἀγα­πη­μέ­να. Ζοῦ­σαν μιὰ ἥσυ­χη ζωὴ στὰ χωριά τους. Τὰ χωριά τους ἦταν κον­τὰ σὲ μιὰ λίμνη, ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται λίμνη τῆς Γαλι­λαί­ας. Ἡ λίμνη αὐτὴ γεμί­ζει ἀπὸ τὰ νερά, ποὺ χύνει σ’ αὐτὴν ὁ Ἰορ­δά­νης ποτα­μός. Εἶνε μιὰ λίμνη πολὺ ὄμορ­φη.

Τὰ χωριά, ποὺ στὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ ἦταν κτι­σμέ­να στὶς ὄχθες τῆς λίμνης αὐτῆς, ζοῦ­σαν ἀπὸ τὸ ψάρε­μα. Ψαρᾶ­δες ἦταν καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέ­ας, ὁ Ἰάκω­βος καὶ ὁ Ἰωάν­νης. Ἔρρι­χναν στὴ λίμνη τὰ δίχτυα τούς, ψάρευαν τὴ νύχτα, καὶ ἀπὸ τὴ δου­λειά τους ζοῦ­σαν αὐτοὶ καὶ οἱ πατρι­κές τους οἰκο­γέ­νειες. Μερο­δού­λι — μερο­φάϊ. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσ­σε­ρις, ὁ Πέτρος, ἦταν ἔγγα­μος.

Φτω­χοὶ ἄνθρω­ποι, ἁπλοϊ­κοὶ καὶ ἀγράμ­μα­τοι. Ποτὲ ἀπὸ τὸ μυα­λό τους δὲν θὰ πέρα­σε ἡ ἰδέα, ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἄλλα­ζαν ἐπάγ­γελ­μα, θὰ πήγαι­ναν μακριά, στὰ πέρα­τα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ φέρουν τὸ φῶς τῆς θεο­γνω­σί­ας σὲ χιλιά­δες ἀνθρώ­πους.

Ἀλλὰ μιὰ μέρα, ἐνῶ οἱ τέσ­σε­ρις αὐτοὶ ἁπλοϊ­κοὶ ψαρᾶ­δες ἀσχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν ἐργα­σία τους, ἄκου­σαν μιὰ φωνή. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. Τοὺς καλοῦ­σε ν’ ἀφή­σουν τὴ δου­λειά τους, καὶ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σουν. Καὶ αὐτοί; Ἀμέ­σως ἄφη­σαν τὴ δου­λειά τους, ἄφη­σαν τὰ δίχτυα καὶ τίς βᾶρ­κες, ὁ Ἰάκω­βος καὶ ὁ Ἰωάν­νης ἄφη­σαν καὶ τὸν πατέ­ρα τους, ποὺ ψάρευε μαζί τους, καὶ ἀκο­λού­θη­σαν τὸ Χρι­στό.

Αὐτὸ ποὺ ἔκα­ναν οἱ τέσ­σε­ρις ψαρᾶ­δες, ν’ ἀφή­σουν τὴ δου­λειά τους καὶ ν’ ἀκο­λου­θή­σουν τὸ Χρι­στό, τὸ θεω­ρεῖ­τε μικρό; Ἀλλὰ ποιός ἄνθρω­πος, ἀγα­πη­τοί μου, ἀφή­νει τὴ δου­λειά του, τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγ­γε­νεῖς, τὴν ἥσυ­χη ζωή, τὴ σιγου­ριὰ ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ πάη μὲ ἕναν, ποὺ οὔτε λεφτὰ ἔχει, οὔτε θέσι καὶ ἀξιώ­μα­τα κοσμι­κά, οὔτε καὶ ὑπο­σχέ­σεις γιὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα δίνει, ἀλλ’ ἀντι­θέ­τως λέει, ὅτι ὅσοι μεί­νουν κον­τά του θὰ ὑπο­φέ­ρουν καὶ θὰ διω­χθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐὰν ἦταν ἄλλοι στὴ θέση τους καὶ ἄκου­γαν τὸ Χρι­στὸ νὰ τοὺς καλή, θὰ ἔφερ­ναν χίλιες δυὸ ἀντιρ­ρή­σεις καὶ δικαιο­λο­γί­ες γιὰ ν’ ἀπο­φύ­γουν την πρό­σκλη­σι. Θὰ θεω­ροῦ­σαν τρέλ­λα ν’ ἀφή­σῃ κανεὶς μιὰ ἥσυ­χη ζωὴ καὶ νὰ τρέ­χῃ πίσω ἀπὸ ἕναν, ποὺ φτω­χό­τε­ρος ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπάρ­χει.

Ἀλλὰ οἱ τέσ­σε­ρις ψαρᾶ­δες τῆς Γαλι­λαί­ας, γιὰ τοὺς ὁποί­ους μιλά­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, στὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἔφε­ραν καμ­μιὰ ἀντίρ­ρη­σι. Ἔδει­ξαν μιὰ προ­θυ­μία ἀξιο­θαύ­μα­στη. Yπά­κου­σαν στὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅλα τὰ ἄφη­σαν, καὶ δίχτυα καὶ πλοῖα καὶ φίλους καὶ συγ­γε­νεῖς καὶ ὅ,τι ἄλλο πρό­σω­πο ἢ πρᾶγ­μα ἀγα­ποῦ­σαν στὸν κόσμο. Γι’ αὐτοὺς ἔφτα­νε τὸ ὅτι θὰ ἔμε­ναν κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Πλοῦ­τος τους ὁ Χρι­στός. Ἀδελ­φός τους, φίλος τους, πατέ­ρας τους καὶ Χρι­στός. Χαρά τους καὶ εὐτυ­χία τους ὁ Χρι­στός. Καὶ οἱ τέσ­σε­ρις, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ὀκτὼ ποὺ κάλε­σε ὁ Χρι­στός, ἔμει­ναν κον­τά του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ποὺ τὸν πρό­δω­σε καὶ βρῆ­κε φρι­κτὸ τέλος. Ὅλοι πιστοί, ὅλοι ὑπά­κουοι στὸ Χρι­στό. Ὑπά­κουοι καὶ στὶς ἐντο­λές του ἐκεῖ­νες, ποὺ τὸ μυα­λὸ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν μπο­ρεῖ νὰ κατα­λά­βῃ. Τί, ἦταν μικρὴ καὶ εὔκο­λη ἡ ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ τοὺς ἔλε­γε νὰ πᾶνε στὰ πέρα­τα τοῦ κόσμου καὶ νὰ κηρύ­ξουν τὸ εὐαγ­γέ­λιο χωρὶς κοσμι­κὴ ὑπο­στή­ρι­ξι; Κι ὅμως οἱ ἀπό­στο­λοι ξεκί­νη­σαν γιὰ νὰ ἐκτε­λέ­σουν τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἦταν σὰν πρό­βα­τα μέσα σὲ κοπά­δια πει­να­σμέ­νων καὶ αἱμο­βό­ρων λύκων. Καὶ ὅλοι βρῆ­καν μαρ­τυ­ρι­κὸ θάνα­το. Φάνη­καν πιστοὶ καὶ ὑπά­κουοι μέχρι θανά­του. Πῶς νὰ μὴ θαυ­μά­σῃ κανεὶς τὴν ὑπα­κοή τους, την παρ­ρη­σία τους, τὴν ἀνδρεία καὶ αὐτα­πάρ­νη­σί τους, τὴν ἀπέ­ραν­τη ἀγά­πη καὶ ἀφο­σί­ω­σή τους στὸ Χρι­στό;

Ἀλλὰ κ’ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί, εἴμα­στε μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Εἴμα­στε χρι­στια­νοί. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαφτι­στή­κα­με φύγα­με ἀπὸ τὸ βασί­λειο τοῦ σατα­νᾶ καὶ γρα­φτή­κα­με στὸν κατά­λο­γο τῶν ἀκο­λού­θων τοῦ Χρι­στοῦ. Δηλώ­σα­με μὲ τὸν ἀνά­δο­χό μας, ὅτι δὲν θὰ κάνου­με πιὰ τὸ θέλη­μα τοῦ σατα­νᾶ, ἀλλὰ θὰ κάνου­με τὸ θέλη­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Θέλη­μα δικό μας δὲν θὰ ἔχου­με. Τὸ θέλη­μα τοῦ Χρι­στοῦ θὰ εἶνε παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα τὰ θελή­μα­τα τὰ δικά μας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώ­πων. Ἀπό­λυ­τη ὑπα­κοὴ στὸ Χρι­στὸ χρω­στᾶ­με. Για­τί ὅ,τι ἐκεῖ­νος μᾶς δια­τά­ζει εἶνε γιὰ τὸ συμ­φέ­ρον μας, τὸ αἰώ­νιο συμ­φέ­ρον μας, καὶ ἀλλοί­μο­νο ἂν δὲν ὑπα­κού­σου­με καὶ δὲν ἐκτε­λέ­σου­με ὅ,τι μᾶς συμ­βου­λεύ­ει καὶ μᾶς δια­τά­ζει ὁ Χρι­στός.

Καὶ γεν­νιέ­ται τὸ ἐρώ­τη­μα Ὑπα­κού­ου­με οἱ σημε­ρι­νοὶ χρι­στια­νοὶ στὸ Χρι­στό;

Ἐκτε­λοῦ­με τὸ ἅγιό του θέλη­μα; Προ­τι­μοῦ­με τὸ θέλη­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἀπὸ κάθε ἄλλο θέλη­μα; Κάνου­με ἀγῶ­να γιὰ νὰ δια­δο­θῇ ὁ λόγος του καὶ νὰ ἐπι­κρα­τή­σῃ τὸ θέλη­μά του πάνω στὴ γῆ; Ἄν ἐξε­τά­σου­με πῶς ζοῦν καὶ πῶς πολι­τεύ­ον­ται οἱ σημε­ρι­νοὶ χρι­στια­νοί, θὰ δοῦ­με, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὑπα­κοῦ­νε στὸ Χρι­στὸ καὶ ἐκτε­λοῦν τίς ἅγιες ἐντο­λὲς τοῦ εἶνε λίγοι. Οἱ πιὸ πολ­λοὶ ἀπό τους σημε­ρι­νοὺς χρι­στια­νοὺς δὲν ἐκτε­λοῦν τὸ ἅγιο τοῦ θέλη­μα. Δὲν τὸν ἀκο­λου­θοῦν στὸ δύσκο­λο δρό­μο τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἀρε­τῆς. Ἄλλους ὁδη­γοὺς ἔχουν. Ἄλλους δρό­μους βαδί­ζουν. Ἀκο­λου­θοῦν ὁδη­γούς, βαδί­ζουν δρό­μους, ποὺ θὰ τοὺς φέρουν στὴν κατα­στρο­φή. Τώρα βέβαια τοὺς φαί­νε­ται, ὅτι ὁ δρό­μος ποὺ ἀκο­λου­θοῦν εἶνε δρό­μος εὐχά­ρι­στος καὶ ἀσφα­λής. Ὁ σατα­νᾶς τους ξεγε­λᾷ, κι αὐτοὶ τὸν πιστεύ­ουν…

Οἱ σημε­ρι­νοὶ χρι­στια­νοὶ δὲν ὑπα­κοῦ­νε στὸ Χρι­στό. Κάνουν ὅ,τι τοὺς ἀρέ­σει. Ὅ,τι ἀρέ­σει στὴ σάρ­κα τους, στὶς ἁμαρ­τω­λές τους ἐπι­θυ­μί­ες. Θεω­ροῦν τίς ἐντο­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἀκα­τόρ­θω­τες γιὰ τὴν ἐπο­χή μας καὶ κάνουν δικούς τους νόμους. Νόμους, ποὺ εἶνε ἀντί­θε­τοι μὲ τὸ γνή­σιο πνεῦ­μα τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα; Ὁ Χρι­στὸς ἔχει θέσει νόμο τὴ νηστεία. Ὁ ἴδιος νήστε­ψε στὴν ἔρη­μο τὴν πιὸ αὐστη­ρὴ νηστεία. Νήστε­ψε σαράν­τα (40) μέρες. Δὲν ἔφα­γε καὶ δὲν ἤπιε. Καὶ ἡ Ἐκκλη­σία, ποὺ συνε­χί­ζει τὸ ἔργο του, ὥρι­σε οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ νηστεύ­ουν. Νὰ νηστεύ­ουν ὁρι­σμέ­νες μέρες. Νὰ νηστεύ­ουν Τετάρ­τη καὶ Παρα­σκευή. Νὰ νηστεύ­ουν τὴ Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, τὴ νηστεία τῶν Χρι­στου­γέν­νων, τὴ νηστεία τῶν ἁγί­ων Ἀπο­στό­λων, τὴ νηστεία τοῦ Δεκα­πεν­ταυ­γού­στου. Τί πρέ­πει νὰ κάνουν οἱ πιστοί; Νὰ ὑπα­κοῦ­νε στὴν ἐντο­λὴ τῆς νηστεί­ας. Ὑπα­κοῦ­νε; Τηροῦν τίς νηστεῖ­ες; Ἄλλο­τε ὅλα τὰ σπί­τια τοῦ χωριοῦ νήστευαν, καὶ μόνο οἱ ἄρρω­στοι δὲ νήστευαν. Τώρα λίγοι δυστυ­χῶς εἶνε ἐκεῖ­νοι ποὺ νηστεύ­ουν Τετάρ­τη καὶ Παρα­σκευή.

Μιὰ ἐντο­λή, τὴν ἐντο­λὴ τῆς νηστεί­ας ἀνα­φέ­ρα­με, καὶ εἴδα­με πόσο σήμε­ρα περι­φρο­νεῖ­ται καὶ κατα­πα­τεῖ­ται. Ν’ ἀνα­φέ­ρου­με κι ἄλλες ἐντο­λές; Τὸ ἴδιο δυστυ­χῶς συμ­βαί­νει καὶ μὲ τίς ἄλλες ἐντο­λὲς τοῦ Κυρί­ου. Δυστυ­χῶς ὁ ἄνθρω­πος γίνε­ται ἀντάρ­της, σηκώ­νει ὑπε­ρή­φα­να τὸ κεφά­λι, καὶ τὸ σκου­λή­κι λέει στὸ Θεό: «Δὲν ὑπα­κούω. Θὰ κάνω ὅ,τι θέλω. Θεὸς εἶμαι ἐγώ, καὶ κάνω δικούς μου νόμους. Οἱ δικοί σου νόμοι πάλιω­σαν πιά… Ἄφη­σὲ με ἥσυ­χο».

Ὦ τῆς ὑπε­ρη­φα­νεί­ας! Ὦ τῆς ἀπο­στα­σί­ας! Ὦ τῆς ἀνυ­πα­κο­ῆς τοῦ ἀνθρώ­που στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα! Ἀλλ’ ὅπως βαδί­ζει ὁ ἄνθρω­πος, δὲν ὑπάρ­χει καμ­μιὰ ἀμφι­βο­λία ὅτι θὰ σκον­τά­ψῃ καὶ θὰ σπά­σῃ τὰ μοῦ­τρα του. Τὰ ἔσπα­σε πολ­λὲς φορές. Θὰ τὰ σπά­σῃ καὶ πάλι. Δυὸ παγ­κό­σμιοι πόλε­μοι δὲν τοῦ ἔβα­λαν μυα­λό. Πότε ἄρα­γε θὰ μάθῃ, ὅτι ἡ ὑπα­κοὴ στὸ Χρι­στὸ εἶνε ζωή, καὶ ἡ ἀνυ­πα­κοὴ στὸ Χρι­στὸ εἶνε θάνα­τος;

Ἅγιοι ἀπό­στο­λοι! Σεῖς, ποὺ δεί­ξα­τε ὑπα­κοὴ στὸ Χρι­στὸ καὶ κάνα­τε ὅ,τι ὁ Χρι­στός σας διέ­τα­ξε, καὶ χάριν τῆς ὑπα­κο­ῆς στὸ θέλη­μά του καὶ τὸ αἷμα σας ἐχύ­σα­τε, πρε­σβεύ­ε­τε στὸ Χρι­στό, νὰ δώσῃ καὶ σ’ ἐμᾶς ὑπα­κοὴ στὸ θέλη­μά του. Νὰ προ­τι­μοῦ­με το θάνα­το, παρὰ νὰ παρα­βοῦ­με μία ἀπὸ τίς ἐντο­λές του.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek