ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΣΤ΄ 22 – 33)

22Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὁ λύχνος τοῦ σώμα­τός ἐστιν ὁ ὀφθαλ­μός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλ­μός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτει­νὸν ἔσται· 23ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλ­μός σου πονη­ρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκο­τει­νὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκό­τος ἐστί, τὸ σκό­τος πόσον; 24Οὐδεὶς δύνα­ται δυσὶ κυρί­οις δου­λεύ­ειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισή­σει καὶ τὸν ἕτε­ρον ἀγα­πή­σει, ἢ ἑνὸς ἀνθέ­ξε­ται καὶ τοῦ ἑτέ­ρου κατα­φρο­νή­σει· οὐ δύνα­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καὶ μαμω­νᾷ. 25Διὰ τοῦ­το λέγω ὑμῖν, μὴ μερι­μνᾶ­τε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγη­τε καὶ τί πίη­τε, μηδὲ τῷ σώμα­τι ὑμῶν τί ἐνδύ­ση­σθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖ­όν ἐστιν τῆς τρο­φῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύ­μα­τος; 26ἐμβλέ­ψα­τε εἰς τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅτι οὐ σπεί­ρου­σιν οὐδὲ θερί­ζου­σιν οὐδὲ συνά­γου­σιν εἰς ἀπο­θή­κας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος τρέ­φει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλ­λον δια­φέ­ρε­τε αὐτῶν; 27τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μερι­μνῶν δύνα­ται προ­σθεῖ­ναι ἐπὶ τὴν ἡλι­κί­αν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 28καὶ περὶ ἐνδύ­μα­τος τί μερι­μνᾶ­τε; κατα­μά­θε­τε τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξά­νει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· 29λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολο­μὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιε­βά­λε­το ὡς ἓν τού­των. 30Εἰ δὲ τὸν χόρ­τον τοῦ ἀγροῦ, σήμε­ρον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέν­νυ­σιν, οὐ πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑμᾶς, ὀλι­γό­πι­στοι; 31μὴ οὖν μερι­μνή­ση­τε λέγον­τες, τί φάγω­μεν ἤ τί πίω­μεν ἤ τί περι­βα­λώ­με­θα; 32πάν­τα γὰρ ταῦ­τα τὰ ἔθνη ἐπι­ζη­τεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος ὅτι χρῄ­ζε­τε τού­των ἁπάν­των. 33ζητεῖ­τε δὲ πρῶ­τον τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιο­σύ­νην αὐτοῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑμῖν.

22 Ο λύχνος, που φωτί­ζει και εξυ­πη­ρε­τεί το σώμα, είναι το μάτι (λύχνος δε που φωτί­ζει την ψυχήν είναι ο νους, το λογι­κόν που σας έχει δώσει ο Θεός). Εάν λοι­πόν το μάτι είναι γερό και καθα­ρό, όλον το σώμα θα φωτί­ζε­ται, θα είναι φωτει­νόν (έτσι θα φωτί­ζε­ται και η ψυχή σου, εάν ο νους και η καρ­δία σου δεν έχουν τυφλω­θή από την προ­σκόλ­λη­σιν στους επι­γεί­ους θησαυ­ρούς). 23 Εάν όμως το μάτι σου είναι κατε­στραμ­μέ­νον και ανί­κα­νον να ίδη το φως, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν το φως, που σου έδω­κεν ο Θεός (ο νους δηλα­δή και η συνεί­δη­σις, εξ αιτί­ας της προ­σκολ­λή­σε­ως εις τα υλι­κά αγα­θά), είναι σκο­τά­δι, τότε το ηθι­κόν σκο­τά­δι της ψυχής σου πόσον πυκνόν και αδια­πέ­ρα­στον θα είναι; 24 Κανείς δεν ημπο­ρεί να υπη­ρε­τή συγ­χρό­νως δύο κυρί­ους· διό­τι η θα μισή­ση τον ένα και θα αγα­πή­ση τον άλλον η θα προ­σκολ­λη­θή στον ένα και θα κατα­φρο­νή­ση τον άλλο. Και σεις δεν είναι δυνα­τόν να υπη­ρε­τή­τε τον Θεόν και τον πλού­τον· η θα αγα­πή­σε­τε τον Θεόν και θα περι­φρο­νή­σε­τε τους επι­γεί­ους θησαυ­ρούς η θα υπο­δου­λω­θή­τε εις αυτούς και θα κατα­φρο­νή­σε­τε τον Θεόν. 25 Δια τού­το ακρι­βώς και σας λέγω, μη φρον­τί­ζε­τε με στε­νο­χω­ρί­αν και αγω­νί­αν δια την ζωήν σας, δηλα­δή δια το τι θα φάγε­τε και το τι θα πίε­τε, ούτε και δια το σώμα σας με τι θα ενδυ­θή­τε. Δεν αξί­ζει η ζωή περισ­σό­τε­ρον από την τρο­φήν και το σώμα από το ένδυ­μα; (Ο Θεός, που σας έδω­σε το πολυ­τι­μό­τε­ρον, δεν θα σας δώση και το κατώ­τε­ρον;) 26 Παρα­τη­ρή­στε τα πτη­νά του ουρα­νού και ίδε­τε ότι αυτά ούτε σπέρ­νουν ούτε θερί­ζουν ούτε συγ­κεν­τρώ­νουν τρο­φάς εις απο­θή­κας. Και όμως ο Πατήρ σας ο ουρά­νιος τα τρέ­φει. Σεις δεν έχε­τε ασυγ­κρί­τως μεγα­λυ­τέ­ραν αξί­αν από αυτά; 27 Ποιός δε από σας, όσας πολ­λάς και μεγά­λας φρον­τί­δας και αν κατα­βά­λη, ημπο­ρεί να προ­σθέ­ση στο ανά­στη­μά του ένα πήχυν; 28 Και περί του ενδύ­μα­τος δια­τί φρον­τί­ζε­τε με τόσην ανη­συ­χί­αν και αγω­νί­αν; Παρα­τη­ρή­στε με προ­σο­χήν τα άνθη του αγρού, πως φυτρώ­νουν και πως αυξά­νουν. Ούτε κοπιά­ζουν ούτε γνέ­θουν. 29 Και όμως σας λέγω τού­το, ούτε και αυτός ο Σολο­μών με όλην του την βασι­λι­κήν μεγα­λο­πρέ­πειαν και δόξαν δεν εφό­ρε­σε ποτέ ένα τόσον περί­λαμ­προν ένδυ­μα ωσαν αυτό, με το οποί­ον περι­βάλ­λε­ται ένα από τα ταπει­νά αυτά άνθη. 30 Εάν δε ο Θεός ενδύη με τόσην λαμ­πρό­τη­τα τα χορ­τά­ρια του αγρού, που σήμε­ρα υπάρ­χουν και αύριον ρίπτον­ται στον φούρ­νον, δεν θα ενδύ­ση πολύ περισ­σό­τε­ρον σας, ολι­γό­πι­στοι; 31 Λοι­πόν μη κυριευ­θή­τε ποτέ από την ανή­συ­χον μέρι­μναν και μη λέγε­τε συνε­χώς, τι θα φάγω­μεν η τι θα πίω­μεν η τι θα ενδυ­θώ­μεν; 32 Διό­τι οι ειδω­λο­λά­τραι (που δεν γνω­ρί­ζουν τα αιώ­νια αγα­θά και την στορ­γι­κήν πρό­νοιαν του Θεού), επι­ζη­τούν απο­κλε­στι­κά και μόνον αυτά τα φθαρ­τά αγα­θά. Σεις όμως μην κυριεύ­ε­σθε από τέτοιες μέρι­μνες, διό­τι ο Πατήρ σας ο ουρά­νιος γνω­ρί­ζει ότι έχε­τε ανάγ­κην από όλα αυτά, και σαν πανά­γα­θος, που είναι, θα σας τα δώση. 33 Ζητεί­τε δε κατά πρώ­τον και κύριον λόγον την βασι­λεί­αν του Θεού και την αρε­τήν που θέλει από σας ο Θεός, και όλα αυτά τα επί­γεια αγα­θά θα σας δοθούν μαζή με τα ανε­κτί­μη­τα αγα­θά της βασι­λεί­ας των ουρα­νών. 

22 Και δεν είναι μικρή συμ­φο­ρά να κολ­λή­σει ο νους και η καρ­διά σας στα γήι­να και μάταια. Για να το κατα­λά­βε­τε αυτό, σας φέρ­νω μια εικό­να: Το λυχνά­ρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι? και το λυχνά­ρι που φωτί­ζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοι­πόν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμά­το φως, σαν να ήταν ολό­κλη­ρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτί­ζε­ται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρ­διά σου δεν έχουν τυφλω­θεί απ’ τη φιλαρ­γυ­ρία και την προ­σκόλ­λη­ση στα μάταια. 23 Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμ­μέ­νο και τυφλω­μέ­νο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν εκεί­νο που σου δόθη­κε για να σου μετα­δί­δει φως γίνει σκο­τά­δι, σε πόσο σκο­τά­δι θα βυθι­σθείς; Κάτι ανά­λο­γο θα συμ­βεί, εάν και ο νους σκο­τι­σθεί από την προ­σκόλ­λη­ση στον πλού­το. Σε πόσο ηθι­κό σκο­τά­δι θα βυθι­σθεί τότε η ψυχή σου! 24 Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στο Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους. Διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό. 25 Η καρ­διά σας λοι­πόν πρέ­πει να ανή­κει απο­κλει­στι­κά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψ­τε τη ρίζα της πλε­ο­νε­ξί­ας? και μη φρον­τί­ζε­τε με αγω­νία και στε­νο­χώ­ρια για τη ζωή σας τί θα φάτε και τί θα πιεί­τε, ούτε για το σώμα σας τί ένδυ­μα θα φορέ­σε­τε. Δεν αξί­ζει η ζωή περισ­σό­τε­ρο από την τρο­φή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυ­μα; Ο Θεός λοι­πόν που σας έδω­σε αυτά τα ανώ­τε­ρα, θα σας δώσει κα τα κατώ­τε­ρα, την τρο­φή δηλα­δή και το ένδυ­μα. 26 Κοι­τάξ­τε τα που­λιά που πετούν στον αέρα και δεί­τε ότι αυτά δεν σπέρ­νουν ούτε θερί­ζουν ούτε μαζεύ­ουν τρο­φές σε απο­θή­κες για το χει­μώ­να ή τον και­ρό της στε­ρή­σε­ως. Κι όμως ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας σας τα τρέ­φει. Εσείς δεν αξί­ζε­τε πολύ περισ­σό­τε­ρα από αυτά; 27 Και για να κατα­λά­βε­τε πόσο ανόη­τη και ανί­σχυ­ρη είναι αυτή η μέρι­μνα, σας ρωτώ: Ποιός από σας, οσο­δή­πο­τε κι αν φρον­τί­σει, μπο­ρεί να προ­σθέ­σει στο ανά­στη­μά του έναν πήχη; Κανέ­νας. Τί κατορ­θώ­νε­τε λοι­πόν με τη μέρι­μνά σας; 28 Αλλά και για το ένδυ­μα για­τί κυριεύ­ε­σθε από ανή­συ­χη και αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα; Παρα­τη­ρή­στε τα αγριο­λού­λου­δα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό, με ποιο τρό­πο αυξά­νουν. Δεν κοπιά­ζουν ούτε γνέ­θουν? 29 κι όμως σας λέω ότι ούτε ο σοφός σε επι­νο­ή­σεις Σολο­μών, με όλη την ξακου­σμέ­νη βασι­λι­κή του μεγα­λο­πρέ­πεια και τη λαμ­πρή και ένδο­ξη περι­βο­λή και εμφά­νι­σή του, δεν ντύ­θη­κε με ένδυ­μα τόσο ωραίο και θαυ­μά­σιο, όπως περι­βάλ­λε­ται ένα από τα αγριο­λού­λου­δα αυτά. 30 Κι αν ο Θεός ντύ­νει με τόση μεγα­λο­πρέ­πεια τα αγριό­χορ­τα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προ­ο­ρι­σμό να ζήσουν αιώ­νια, όπως εσείς, αλλά σήμε­ρα υπάρ­χουν και αύριο ρίχνον­ται στο φούρ­νο ως καύ­σι­μη ύλη, δεν θα φρον­τί­σει πολύ περισ­σό­τε­ρο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυ­μα, ολι­γό­πι­στοι; 31 Μην κατα­λη­φθεί­τε λοι­πόν ποτέ από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα λέγον­τας: τί θα φάμε, ή τί θα πιού­με, ή με ποιό ένδυ­μα θα ντυ­θού­με; 32 Διό­τι οι εθνι­κοί και ειδω­λο­λά­τρες, οι οποί­οι αγνο­ούν εντε­λώς τα ουρά­νια αγα­θά που έχουν ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρ­τά ως τα μόνα σοβα­ρά και απα­ραί­τη­τα. Εσείς όμως μην ανη­συ­χεί­τε γι’ αυτά, διό­τι ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας γνω­ρί­ζει ότι έχε­τε ανάγ­κη απ’ όλα αυτά και συνε­πώς θα σας τα δώσει. 33 Να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά. Και τότε αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί μ’ εκεί­να.

22 «Ὁ λύχνος τοῦ σώμα­τος εἶναι ὁ ὀφθαλ­μός. Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλ­μός σου εἶναι υγι­ής, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι φωτει­νό. 23 Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλ­μός σου εἶναι βλαμ­μέ­νος καὶ τυφλω­μέ­νος, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι σκο­τει­νό. Ἐὰν δὲ τὸ ἐσω­τε­ρι­κό σου φῶς (ὁ νοῦς, ἡ συνεί­δη­σι) εἶναι σκο­τά­δι, τὸ σκο­τά­δι πόσο θὰ εἶναι;». 24 «Κανεὶς δὲν δύνα­ται νὰ εἶναι δοῦ­λος σὲ δύο κυρί­ους (συγ­χρό­νως), διό­τι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισή­σῃ καὶ τὸν ἄλλο θ᾽ ἀγα­πή­σῃ, ἢ στὸν ἕνα θὰ προ­σκολ­λη­θῇ καὶ τὸν ἄλλο θὰ κατα­φρο­νή­σῃ. Δὲν δύνα­σθε νὰ εἶσθε δοῦ­λοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμω­νᾶ (τοῦ χρή­μα­τος)». 25 «Γι᾽ αὐτὸ σᾶς λέγω, μὴν ἀγω­νιᾶ­τε γιὰ τὴ ζωή σας τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆ­τε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί θὰ ντυ­θῆ­τε. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴν τρο­φή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸἔν­δυ­μα; 26 Κοι­τά­ξε­τε στὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅτι δὲν σπεί­ρουν οὔτε θερί­ζουν οὔτε ἀπο­θη­κεύ­ουν, ἀλλ᾽ ὁ πατέ­ρας σας ὁ οὐρά­νιος τὰ τρέ­φει. Σεῖς δὲν υπε­ρέ­χε­τε πολὺ ἀπ᾽ αὐτά; 27 Ποιός δὲ ἀπὸ σᾶς, ὅσο καὶ ἂν φρον­τί­σῃ, δύνα­ται νὰ προ­σθέ­σῃ στὸ ἀνά­στη­μά του ἕνα πῆχυ; 28 Καὶ γιὰ­ἔν­δυ­μα τί ἀγω­νιᾶ­τε; Παρα­τη­ρή­σε­τε τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ πόσο ὡραῖα εἶναι. Δὲν κοπιά­ζουν οὔτε γνέ­θουν. 29 Σᾶς λέγω δέ, ὅτι οὔτε ὁ Σολο­μῶν παρ᾽ ὅλη τὴ δόξα του ντύ­θη­κε σὰν ἕνα ἀπ᾽ αὐτά. 30 Καὶ ἐὰν τὸ χορ­τά­ρι τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμε­ρα ñπάρ­χει καὶ αὔριο ρίχνε­ται στὸ φοῦρ­νο (καὶ καί­ε­ται), ὁ Θεὸς τόσο ὡραῖα ντύ­νει, δὲν θὰ δώσῃ ἔνδυ­μα πολὺ περισ­σό­τε­ρο σ᾽ ἐσᾶς, ὀλι­γό­πι­στοι; 31 Μὴ ἀγχώ­νε­σθε λοι­πὸν λέγον­τας, τί θὰ φᾶμε ἢ τί θὰ πιοῦ­με ἢ τί θὰ ντυ­θοῦ­με; 32 Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐπι­διώ­κουν (σὰν νὰ εἶναι μέγι­στα ἀγα­θὰ) οἱ ἐθνι­κοί (οἱ εἰδω­λο­λά­τρες). Γνω­ρί­ζει δὲ ὁ πατέ­ρας σας ὁ οὐρά­νιος, ὅτι ἔχε­τε ἀνάγ­κη ἀπὸ ὅλα αὐτά. 33 Γι᾽ αὐτὸ πρῶ­τα νὰ ζητῆ­τε (γιὰ νὰ λάβε­τε) τὴ βασι­λεία καὶ τὴ δόξα ποὺ δίνει ὁ Θεός, καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν ἐπι­προ­σθέ­τως.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

« λύχνος το σώμα­τός στιν φθαλ­μός· ἐὰν ον φθαλ­μός σου πλος , λον τ σμά σου φωτει­νόν σται· ἐὰν δ φθαλ­μός σου πονηρς , λον τ σμά σου σκο­τεινν σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος στί, τ σκό­τος πόσον; (:και δεν είναι μικρή συμ­φο­ρά να κολ­λή­σει ο νους και η καρ­διά σας στα γήι­να και μάταια. Για να το κατα­λά­βε­τε αυτό, σας φέρ­νω μια εικό­να: Το λυχνά­ρι που δίνει φως στο σώμα είναι το μάτι και το λυχνά­ρι που φωτί­ζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοι­πόν το μάτι σου είναι υγιές, όλο το σώμα σου θα είναι γεμά­το φως, σαν να ήταν ολό­κλη­ρο το σώμα σου μάτι. Έτσι θα φωτί­ζε­ται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρ­διά σου δεν έχουν τυφλω­θεί απ’ τη φιλαρ­γυ­ρία και την προ­σκόλ­λη­ση στα μάταια. Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμ­μέ­νο και τυφλω­μέ­νο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν εκεί­νο που σου δόθη­κε για να σου μετα­δί­δει φως γίνει σκο­τά­δι, σε πόσο σκο­τά­δι θα βυθι­στείς; Κάτι ανά­λο­γο θα συμ­βεί, εάν και ο νους σκο­τι­στεί από την προ­σκόλ­λη­ση στον πλού­το. Σε πόσο ηθι­κό σκο­τά­δι θα βυθι­στεί τότε η ψυχή σου!)»[Ματθ.6,22–23].

Επει­δή προ­η­γου­μέ­νως είχε ανα­φέ­ρει τον νου και είπε γι’ αυτόν ότι γίνε­ται ολό­τε­λα υπό­δου­λος και αιχ­μά­λω­τος, αλλά αυτό δεν ήταν εύκο­λα κατα­νο­η­τό από τους πολ­λούς ανθρώ­πους, γι’ αυτό στρέ­φει τη διδα­σκα­λία προς τα εξω­τε­ρι­κά και τα πράγ­μα­τα που βρί­σκον­ται μπρο­στά μας και που είναι περισ­σό­τε­ρο αντι­λη­πτά με τις αισθή­σεις μας και τα καθη­με­ρι­νά μας βιώ­μα­τα, ώστε δια­μέ­σου αυτών να κατα­νο­ή­σουν και τα πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα. «Εάν λοι­πόν, δεν αντι­λή­φθη­κες», λέγει, «τι είναι τέλος πάν­των η βλά­βη του νου, να το κατα­λά­βεις από τα υλι­κά πράγ­μα­τα, διό­τι ό,τι είναι ο οφθαλ­μός για το σώμα, αυτό είναι ο νους για την ψυχή».

Όπως λοι­πόν δεν θα προ­τι­μού­σες να στο­λί­ζε­σαι με χρυ­σά κοσμή­μα­τα και να φορείς μετα­ξω­τά ενδύ­μα­τα, όμως τα μάτια σου να έχουν χάσει την όρα­σή τους, αλλά θεω­ρείς την υγεία αυτών πιο ποθη­τή από την αφθο­νία όλων αυτών των αγαθών(διότι εάν χάσεις και κατα­στρέ­ψεις την όρα­σή σου, δεν έχεις πλέ­ον καμία ωφέ­λεια από την υπό­λοι­πη ζωή σου)· όπως δηλα­δή όταν τυφλω­θούν τα μάτια σου, χάνουν ως επί το πλεί­στον την ενερ­γη­τι­κό­τη­τά τους και τα υπό­λοι­πα μέλη του σώμα­τος, αφού θα σβή­σει γι’ αυτά το φως, έτσι και όταν δια­φθα­ρεί η διά­νοιά σου, θα γεμί­σει η ζωή σου από αμέ­τρη­τα κακά. Συνε­πώς, όπως στη φρον­τί­δα του σώμα­τος, αυτό θέτου­με ως προ­τε­ραιό­τη­τα και αυτό κυρί­ως προ­σέ­χου­με, το να είναι υγιή τα μάτια μας, έτσι και στη φρον­τί­δα της ψυχής πρέ­πει ως προ­τε­ραιό­τη­τα να θέτου­με να δια­τη­ρεί­ται ο νους υγι­ής.

Εάν όμως τυφλώ­σου­με αυτόν, ο οποί­ος οφεί­λει να δίνει φως και στα άλλα μέλη του σώμα­τος, τότε πώς θα βλέ­που­με πλέ­ον; Όπως εκεί­νος, που στέ­ρε­ψε την πηγή, ξήρα­νε και τον ποτα­μό, κατά όμοιο τρό­πο και εκεί­νος που αφά­νι­σε τον νου του, έρι­ξε στο σκο­τά­δι κάθε πρά­ξη της επί­γειας ζωής του. Γι’ αυτό ο Κύριος λέγει: «εάν το εσω­τε­ρι­κό σου φως είναι σκο­τά­δι, σε πόσο μεγά­λο σκο­τά­δι θα βυθι­στείς;». Πραγ­μα­τι­κά όταν ο κυβερ­νή­της του πλοί­ου πνι­γεί, όταν ο λύχνος σβή­σει και όταν ο αρχη­γός αιχ­μα­λω­τι­στεί, τότε ποια ελπί­δα θα έχουν οι υπή­κο­οι;

Για τον λόγο αυτόν, λοι­πόν, αφού παρέ­λει­ψε να ανα­φέ­ρει τώρα τους κιν­δύ­νους, τις δια­μά­χες και τις δίκες, οι οποί­ες προ­κα­λούν­ται εξαι­τί­ας του πλού­του( τις είχε υπο­νο­ή­σει, βέβαια, αυτές και παρα­πά­νω, όταν είπε: «σθι ενον τ ντι­δίκ σου ταχ ως του ε ν τ δ μετ᾿ ατο, μήπο­τέ σε παραδ ντί­δι­κος τ κριτ κα κρι­τής σε παραδ τ πηρέ­τη, κα ες φυλακν βλη­θήσ(:να είσαι συμ­βι­βα­στι­κός και να έχεις συμ­φι­λιω­τι­κές δια­θέ­σεις απέ­ναν­τι στο δανει­στή με τον οποίο βρί­σκε­σαι σε δίκη. Και δεί­ξε τις δια­θέ­σεις σου αυτές γρή­γο­ρα, για όσο διά­στη­μα βρί­σκε­σαι μαζί του στον δρό­μο που οδη­γεί στο δικα­στή­ριο. Πρό­λα­βε, μην τυχόν σε παρα­δώ­σει ο αντί­δι­κος στο δικα­στή, κι ο δικα­στής σε κατα­δι­κά­σει και σε παρα­δώ­σει στον εκτε­λε­στή των ποι­νών και σε ρίξει στη φυλα­κή)»[Ματθ.5,25], με το να ανα­φέ­ρει τώρα τα χει­ρό­τε­ρα από όλα, που συμ­βαί­νουν, απο­μα­κρύ­νει με τον τρό­πο αυτόν από την πονη­ρή επι­θυ­μία.

Πραγ­μα­τι­κά, είναι πολύ χει­ρό­τε­ρο το να υπο­δου­λω­θεί ο νους στο πάθος αυτό, παρά να κλει­στεί στη φυλα­κή. Και το τελευ­ταίο δεν συμ­βαί­νει οπωσ­δή­πο­τε, ενώ το πρώ­το είναι συν­δε­δε­μέ­νο με την επι­θυ­μία των χρη­μά­των. Γι’ αυτό και θέτει την υπο­δού­λω­ση του νου, επει­δή είναι βαρύ­τε­ρο κακό, μετά τη φυλά­κι­ση, που οπωσ­δή­πο­τε βέβαια συμ­βαί­νει. «Διό­τι ο Θεός», λέγει, «μας έδω­σε τον νου, για να εξα­λεί­ψου­με την άγνοιά μας και να κρί­νου­με ορθά τα πράγ­μα­τα και χρη­σι­μο­ποιών­τας τον νου σαν ένα όπλο και φως εναν­τί­ον του καθε­νός που μας λυπεί και μας βλά­πτει, να παρα­μέ­νου­με σε ασφά­λεια». Εμείς ‚όμως, σπα­τα­λού­με την δωρεά αυτή για περιτ­τά και ανώ­φε­λα πράγ­μα­τα.

Πραγ­μα­τι­κά, τι ωφε­λούν­ται οι χρυ­σον­τυ­μέ­νοι στρα­τιώ­τες, όταν ο στρα­τη­γός τους σύρε­ται στην αιχ­μα­λω­σία; Ποιο το κέρ­δος για ένα όμορ­φα δια­κο­σμη­μέ­νο πλοίο, όταν πνι­γεί ο κυβερ­νή­της του; Τι αξία έχει ένα σώμα δυνα­τό, όταν τα μάτια έχουν στε­ρη­θεί την οπτι­κή τους ικα­νό­τη­τα; Δηλα­δή, όπως ακρι­βώς εάν κάποιος, τον για­τρό, ο οποί­ος οφεί­λει να παρα­μέ­νει υγι­ής για να θερα­πεύ­ει τις ασθέ­νειες, αφού τον κάνει να ασθε­νή­σει, ορί­σει έπει­τα να τον ξαπλώ­σουν σε αργυ­ρό κρε­βά­τι και να βρί­σκε­ται μέσα σε χρυ­σό θάλα­μο, δεν θα μπο­ρεί πλέ­ον άρρω­στος ο για­τρός να προ­σφέ­ρει καμία ωφέ­λεια στους ασθε­νείς, κατά όμοιο τρό­πο, αν και εσύ, αφού δια­φθεί­ρεις τον νου, ο οποί­ος έχει τη δύνα­μη να δια­λύ­ει τα πάθη, καθί­σεις έπει­τα κον­τά στον θησαυ­ρό σου, όχι μόνο δεν θα έχεις καμία ωφέ­λεια, αλλά θα πάθεις μεγά­λη ζημία και την ψυχή ολό­κλη­ρη θα βλά­ψεις.

Είδες ότι δια­μέ­σου εκεί­νων, με τα οποία επι­θυ­μούν σε κάθε περί­πτω­ση οι άνθρω­ποι την πονη­ρία, απο­μα­κρύ­νει αυτούς από αυτήν και τους επα­να­φέ­ρει στην αρε­τή; «Για ποιο λόγο», λέγει, «θέλεις τα χρή­μα­τα; Όχι για να απο­λαύ­σεις την ηδο­νή και την τρυ­φή; Αυτό λοι­πόν δεν θα το επι­τύ­χεις με τα χρή­μα­τα, αλλά με την τελεί­ως αντί­θε­τη κατά­στα­ση». Πραγ­μα­τι­κά, εάν όταν τυφλω­θού­με, δεν αισθα­νό­μα­στε κανέ­να από τα ευχά­ρι­στα εξαι­τί­ας της συμ­φο­ράς αυτής, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα πάθου­με το ίδιο, όταν δια­στρα­φεί και δια­φθα­ρεί ο νους μας. «Για­τί, πάλι, τα κρύ­βει μέσα στη γη; Για να προ­φυ­λάσ­σον­ται εκεί με τη μέγι­στη δυνα­τή ασφά­λεια; Αλλά και εδώ», λέγει, «το αντί­θε­το συμ­βαί­νει. Όπως δηλα­δή, εκεί­νον που νηστεύ­ει, που ελε­εί, που προ­σεύ­χε­ται για λόγους κενο­δο­ξί­ας, δια­μέ­σου εκεί­νων τα οποία προ­πάν­των επι­θυ­μεί, τον απο­σπά από την κενο­δο­ξία («Διό­τι, για ποιο λόγο προ­σεύ­χε­σαι και ελε­είς με τέτοιο τρό­πο;», λέγει. «Επει­δή επι­θυ­μείς τη δόξα των ανθρώ­πων; Λοι­πόν, μην προ­σεύ­χε­σαι έτσι», λέγει, «και τότε θα επι­τύ­χεις τη δόξα αυτήν κατά τη μελ­λον­τι­κή ημέ­ρα της κρί­σε­ως)», έτσι και τον φιλάρ­γυ­ρο δια­μέ­σου εκεί­νων τα οποία προ­πάν­των επι­θυ­μεί, τον προ­σελ­κύ­ει και τον απο­σπά από το φοβε­ρό αυτό πάθος του. «Τι θέλεις λοι­πόν; Να φυλάσ­σον­ται τα χρή­μα­τά σου και να απο­λαμ­βά­νεις την ηδο­νή; Και τα δύο αυτά θα σου τα δώσω με μεγά­λη αφθο­νία, εάν κατα­θέ­σεις τα χρή­μα­τά σου εκεί που σε προ­τρέ­πω».

Βέβαια, πιο καθα­ρά απέ­δει­ξε τη ζημία του νου, που προ­κα­λεί­ται από την αιτία αυτή, στη συνέ­χεια, όταν έκα­νε λόγο για τα αγκά­θια. Αλλά και τώρα στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν έθι­ξε τυχαία αυτό, αφού έδει­ξε ότι έχει βυθι­στεί στο σκο­τά­δι ο άνθρω­πος που κατέ­χε­ται από τη μανία της φιλαρ­γυ­ρί­ας. Και όπως εκεί­νοι που βρί­σκον­ται και βαδί­ζουν στο σκο­τά­δι δεν βλέ­πουν τίπο­τε καθα­ρά, αλλά εάν δουν ένα σχοι­νί, έχουν την πλα­νε­μέ­νη εντύ­πω­ση ότι είναι φίδι, κι αν πάλι δουν βου­νά και χαρά­δρες πεθαί­νουν από τον φόβο τους, έτσι και αυτοί εκεί­να, που δεν προ­κα­λούν φόβο σε όσους τα βλέ­πουν, τα υπο­ψιά­ζον­ται ότι μπο­ρεί να τους βλά­ψουν.

Πραγ­μα­τι­κά, φοβούν­ται την πενία. Ή μάλ­λον όχι την πενία μόνο, αλλά και την όποια ζημία θα τύχαι­νε να τους συμ­βεί. Και όταν χάσουν κάτι το ελά­χι­στο, λυπούν­ται και κλαί­νε περισ­σό­τε­ρο από εκεί­νους που δεν έχουν ούτε την αναγ­καία τρο­φή. Εξάλ­λου, πολ­λοί πλού­σιοι κατέ­φυ­γαν στον εκού­σιο δια πνιγ­μού θάνα­το, επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να υπο­φέ­ρουν τις δυσκο­λί­ες. Επί­σης, θεω­ρούν τόσο σοβα­ρό το να υβρί­ζον­ται και να αδι­κούν­ται, ώστε και εξαι­τί­ας αυτού, πάλι, πολ­λοί έθε­σαν τέρ­μα βίαια στη ζωή τους· διό­τι ο πλού­τος τούς κατέ­στη­σε αδύ­να­τους για να αντι­με­τω­πί­σουν κάθε δυσχέ­ρεια, εκτός από του να υπη­ρε­τούν τον ίδιο. Πραγ­μα­τι­κά, όταν τους προ­στά­ζει να δου­λεύ­ουν σε αυτόν και τους φόνους αψη­φούν και τις μαστι­γώ­σεις και τις ύβρεις και κάθε προ­σβο­λή. Αυτό βέβαια είναι από­δει­ξη εσχά­της αθλιό­τη­τας, αφού σε εκεί­να που έπρε­πε να φιλο­σο­φούν, είναι πιο ανί­σχυ­ροι από όλους, ενώ σε εκεί­να, που έπρε­πε να είναι πιο προ­σε­κτι­κοί, είναι πιο αναί­σχυν­τοι και αυθά­δεις. Ασφα­λώς, με αυτούς συμ­βαί­νει το ίδιο με εκεί­νο, το οποίο θα πάθει, όποιος ξόδε­ψε όλα τα χρή­μα­τά του σε ασή­μαν­τα πράγ­μα­τα. Αυτός λοι­πόν όταν έλθει η στιγ­μή για την αναγ­καία δαπά­νη, επει­δή δεν έχει τίπο­τε να ξοδέ­ψει, υφί­στα­ται τα ανί­α­τα κακά, αφού όλη η περιου­σία του δαπα­νή­θη­κε κακώς.

Και όπως ακρι­βώς οι άνθρω­ποι του θεά­τρου γνω­ρί­ζουν τις πονη­ρές εκεί­νες τέχνες επά­νω στη σκη­νή και κατά την ώρα της ασκή­σε­ώς τους υπο­μέ­νουν πολ­λά παρά­δο­ξα και επι­κίν­δυ­να, ενώ σε άλλα πράγ­μα­τα χρή­σι­μα και αναγ­καία είναι πιο γελοί­οι από όλους, έτσι και αυτοί εδώ. Πραγ­μα­τι­κά εκεί­νοι που βαδί­ζουν επά­νω στο τεν­τω­μέ­νο σχοι­νί και δεί­χνουν τόση ανδρεία, όταν κάποιο αναγ­καίο θέμα απαι­τεί τόλ­μη και ανδρεία, δεν είναι σε θέση ούτε να σκε­φτούν κάτι, ούτε μπο­ρούν να ανε­χθούν κάτι παρό­μοιο. Κατά όμοιο τρό­πο και οι πλού­σιοι, ενώ τολ­μούν τα πάν­τα χάριν των χρη­μά­των, δεν ανέ­χον­ται, ούτε μικρό ούτε μεγά­λο να υπο­στούν για να συνη­θί­σουν να ασκούν­ται στην πνευ­μα­τι­κή ζωή και τις θυσί­ες που αυτή απαι­τεί. Και όπως όσοι εργά­ζον­ται σε θέα­τρα και σε τσίρ­κα ασκούν κάτι και επι­κίν­δυ­νο και ανώ­φε­λο, έτσι και οι πλού­σιοι υπο­μέ­νουν πολ­λούς κιν­δύ­νους και δυσκο­λί­ες, χωρίς να φθά­νουν ποτέ σε κάποιο χρή­σι­μο απο­τέ­λε­σμα, και συγ­χρό­νως, βρί­σκον­ται σε διπλό σκο­τά­δι, αφε­νός μεν το προ­ερ­χό­με­νο από την τύφλω­ση, που προ­κα­λεί η δια­στρο­φή του νου, και αφε­τέ­ρου υπο­μέ­νον­τας το μεγά­λο σκο­τά­δι που δημιουρ­γεί η απα­τη­λή θολού­ρα των βιο­τι­κών μερι­μνών. Γι’ αυτό βέβαια δεν μπο­ρούν να βλέ­πουν με ευκο­λία. Οπωσ­δή­πο­τε, όποιος βρί­σκε­ται στο σκο­τά­δι, απαλ­λάσ­σε­ται από το σκο­τά­δι, μόνο όταν φανεί ο ήλιος, ενώ όποιος έχει τυφλω­θεί, δεν πετυ­χαί­νει αυτό, ούτε και όταν ανα­τεί­λει ο ήλιος. Αυτό, λοι­πόν, έπα­θαν και αυτοί· διό­τι δεν ακού­νε ούτε τον Ήλιο της δικαιο­σύ­νης, ο οποί­ος έλαμ­ψε και τους συμ­βου­λεύ­ει, επει­δή ο πλού­τος τούς έκλει­σε τους οφθαλ­μούς. Γι’ αυτό και υπο­μέ­νουν διπλό σκο­τά­δι, το ένα από τον εαυ­τό τους και το άλλο επει­δή δεν προ­σέ­χουν στον Διδά­σκα­λο.

Ας προ­σέ­χου­με, λοι­πόν, σε Αυτόν με ακρί­βεια, ώστε να ανα­βλέ­ψου­με έστω και αργά. Και πώς είναι δυνα­τόν να ανα­βλέ­ψεις; Εάν μάθεις το πώς τυφλώ­θη­κες. Πώς τυφλώ­θη­κες λοι­πόν; Από την πονη­ρή επι­θυ­μία. Όπως δηλα­δή, ένα βλα­βε­ρό υγρό, όταν στά­ξει επά­νω στην καθα­ρή κόρη ενός οφθαλ­μού, φέρει την τύφλω­ση, έτσι και ο έρω­τας των χρη­μά­των δημιουρ­γεί μπρο­στά στα μάτια μας πυκνή νεφέ­λη. Αλλά είναι εύκο­λο να δια­σκορ­πί­σου­με και να δια­λύ­σου­με τη νεφέ­λη αυτήν, εάν δεχτού­με την ακτί­να της διδα­σκα­λί­ας του Χρι­στού, εάν ακού­σου­με Αυτόν να μας συμ­βου­λεύ­ει και να λέγει: «Μ θησαυ­ρί­ζε­τε μν θησαυ­ρος π τς γς(:μη μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς πάνω στη γη, όπου ο σκό­ρος και η φθο­ρά της σαπί­λας ή της σκου­ριάς αφα­νί­ζουν τα απο­θη­κευ­μέ­να είδη του πλού­του και όπου οι κλέ­φτες τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων και τα κλέ­βουν)»[Ματθ. 6,19].

«Και τι θα κερ­δί­σω», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «από την ακρό­α­ση του λόγου του Θεού, όταν με κατέ­χει η επι­θυ­μία;». Μα προ­πάν­των η συνε­χής ακρό­α­ση του θεί­ου λόγου θα μπο­ρέ­σει να νική­σει και να εξα­λεί­ψει και κάθε εμπα­θή επι­θυ­μία. Συνε­πώς, εάν επι­μέ­νεις να κατέ­χε­σαι από το πάθος αυτό, τότε σκέ­ψου ότι δεν πρό­κει­ται για επι­θυ­μία· διό­τι τι είδους επι­θυ­μία είναι αυτή να υπο­μέ­νεις σκλη­ρή δου­λεία, να υφί­στα­σαι την τυραν­νία, να δένε­σαι από κάθε πλευ­ρά, να παρα­μέ­νεις στο σκο­τά­δι, να είσαι γεμά­τος ταρα­χή, να υπο­βάλ­λε­σαι σε ανω­φε­λείς κόπους και να φυλάσ­σεις τα χρή­μα­τα για τους άλλους, πολ­λές φορές μάλι­στα ακό­μα και για τους εχθρούς σου; Ποιας επι­θυ­μί­ας είναι άξια αυτά; Ποια φυγή ή δρό­μο δεν αξί­ζουν; Τι επι­θυ­μία είναι αυτή να εμπι­στεύ­ε­σαι τον θησαυ­ρό σου στους κλέ­φτες; Εάν βέβαια επι­θυ­μείς υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα, να τα μετα­φέ­ρεις εκεί όπου είναι δυνα­τόν να παρα­μέ­νουν ασφα­λή και απεί­ρα­κτα· διό­τι όσα κάνεις τώρα, δεν απο­δει­κνύ­ουν άνθρω­πο, ο οποί­ος επι­θυ­μεί τα χρή­μα­τα, αλλά άνθρω­πο που επι­θυ­μεί τη δου­λεία, την αδι­κία, τη ζημία και τη συνε­χή οδύ­νη. Εσύ λοι­πόν, εάν κάποιος άνθρω­πος σού υπο­δεί­ξει έναν τόπο ασφα­λή πάνω στη γη, είτε σε οδη­γή­σει και στην έρη­μο ακό­μη, υπο­σχό­με­νος ασφά­λεια στη φύλα­ξη των χρη­μά­των, δεν διστά­ζεις, ούτε αρνεί­σαι, αλλά έχεις εμπι­στο­σύ­νη και μετα­φέ­ρεις εκεί τα χρή­μα­τα. Όταν όμως αντί των ανθρώ­πων, σου το υπό­σχε­ται αυτό ο Θεός και σου προ­τεί­νει όχι την έρη­μο, αλλά τον ουρα­νό, εσύ δέχε­σαι τα αντί­θε­τα αυτού.

Μολο­νό­τι, και αν ακό­μη τα χρή­μα­τά σου βρί­σκον­ται σε από­λυ­τη ασφά­λεια εδώ στη γη, εντού­τοις ουδέ­πο­τε θα μπο­ρέ­σεις να απαλ­λα­γείς από την φρον­τί­δα. Και στην περί­πτω­ση ακό­μη που δεν τα χάσεις, δεν θα απαλ­λα­γείς σε καμία περί­πτω­ση από την έγνοια και την αγω­νία να μη σου τα αρπά­ξουν. Στον ουρα­νό, όμως, εάν τα απο­τα­μιεύ­εις, δεν θα πάθεις τίπο­τε από αυτά. Και επι­πλέ­ον θα ωφε­λη­θείς, διό­τι δεν κρύ­βεις το χρυ­σά­φι σου μόνο, αλλά και το φυτεύ­εις για να λάβεις εκα­τον­τα­πλά­σιο καρ­πό· διό­τι το ίδιο γίνε­ται και θησαυ­ρός και σπό­ρος, μάλ­λον όμως κάτι ανώ­τε­ρο και από τα δύο αυτά: διό­τι ο μεν σπό­ρος δεν δια­τη­ρεί­ται συνε­χώς, ενώ αυτό μένει παν­το­τι­νά, ο δε θησαυ­ρός δεν βλα­στά­νει, ενώ η ενέρ­γεια αυτή της τήρη­σης των εντο­λών του Θεού φέρει καρ­πούς αθά­να­τους.

Εάν τώρα μου ανα­φέ­ρεις τον χρό­νο και την ανα­βο­λή της απο­δό­σε­ως, μπο­ρώ και εγώ να σου δεί­ξω και να σου πω όσα απο­λαμ­βά­νεις και εδώ στη γη. Εκτός αυτών, θα προ­σπα­θή­σω να σου απο­δεί­ξω από τα ίδια τα επί­γεια πράγ­μα­τα και τις βιο­τι­κές φρον­τί­δες, ότι ματαί­ως προ­βάλ­λεις αυτές τις προ­φά­σεις. Πραγ­μα­τι­κά, πολ­λά πράγ­μα­τα κατα­σκευά­ζεις και στην παρού­σα ζωή, τα οποία δεν πρό­κει­ται να τα απο­λαύ­σεις ο ίδιος. Και όταν σε κατη­γο­ρεί κανέ­νας, προ­βάλ­λεις τα παι­διά σου και τα παι­διά εκεί­νων και έχεις την εντύ­πω­ση ότι βρί­σκεις ικα­νο­ποι­η­τι­κή δικαιο­λο­γία για τους περιτ­τούς κόπους στους οποί­ους υπο­βάλ­λε­σαι. Όταν λοι­πόν ενώ βρί­σκε­σαι σε βαθύ γήρας, οικο­δο­μείς λαμ­πρές οικί­ες, πολ­λές μάλι­στα φορές θα απο­θά­νεις προ­τού να τελειώ­σουν αυτές. Επί­σης, όταν φυτεύ­εις δέν­τρα τα οποία θα καρ­πο­φο­ρή­σουν ύστε­ρα από πολ­λά έτη (δηλα­δή, όταν φυτεύ­εις σε ένα χωρά­φι δέν­τρα που ο καρ­πός τους θα έλθει ύστε­ρα από ανα­ρίθ­μη­τα έτη),όταν αγο­ρά­ζεις περιου­σί­ες και κτή­μα­τα, τα οποία θα περιέλ­θουν στην κυριό­τη­τά σου ύστε­ρα από πολύ χρό­νο, και άλλα πολ­λά παρό­μοια με ζήλο εκτε­λείς, από τα οποία δεν θα λάβεις ο ίδιος την από­λαυ­ση, άρα­γε για τον εαυ­τό σου ή για τους μετα­γε­νέ­στε­ρους τα κάνεις;

Κατά ποια λογι­κή, λοι­πόν, δεν είναι από­δει­ξη μεγά­λης ανο­η­σί­ας, εδώ από τη μια πλευ­ρά να μην αγα­να­κτείς καθό­λου για την ανα­βο­λή του χρό­νου, και μάλι­στα, όταν πρό­κει­ται με την ανα­βο­λή αυτή να χάσεις ολό­κλη­ρη την αμοι­βή των κόπων σου, και από την άλλη να σε κυριεύ­ει η αδια­φο­ρία από την εκεί ανα­βο­λή, όταν μάλι­στα σου επι­φέ­ρει μεγα­λύ­τε­ρο κέρ­δος και δεν μετα­βι­βά­ζει τα αγα­θά στους άλλους, αλλά μετα­φέ­ρει σε εσέ­να τις δωρε­ές;

Πέραν τού­των, και η ανα­βο­λή δεν είναι μεγά­λη· διό­τι τα πράγ­μα­τα είναι πολύ κον­τά μας, και δεν γνω­ρί­ζου­με, εάν δεν λάβουν τέλος όλα τα επί­γεια κατά τη διάρ­κεια της δικής μας γενε­άς και δεν έλθει η φοβε­ρή εκεί­νη ημέ­ρα, παρου­σιά­ζον­τας σε μας το φρι­κτό και αδέ­κα­στο δικα­στή­ριο· διό­τι πολ­λά από τα σημεία, που θα προ­η­γη­θούν αυτής, ήδη πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν, διό­τι και το Ευαγ­γέ­λιο κηρύ­χθη­κε πλέ­ον σε όλη την οικου­μέ­νη και οι πόλε­μοι και οι σει­σμοί και η πεί­να συνέ­βη­σαν και δεν μας χωρί­ζει μεγά­λη από­στα­ση από αυτήν. Αλλά δεν παρα­κο­λου­θείς τα σημεία; Και αυτό είναι μέγι­στο σημείο· διότι και οι άνθρω­ποι της επο­χής του Νώε δεν αντι­λή­φθη­καν τα προ­μη­νύ­μα­τα της πανω­λε­θρί­ας εκεί­νης, αλλά ενώ δια­σκέ­δα­ζαν, έτρω­γαν, νυμ­φεύ­ον­ταν και ασχο­λούν­ταν με τις συνη­θι­σμέ­νες εργα­σί­ες, έτσι απρο­ε­τοί­μα­στους τους κατέ­λα­βε η κατα­στρο­φή εκεί­νη. Επί­σης, και οι κάτοι­κοι των Σοδό­μων κατά όμοιο τρό­πο κατα­κά­η­καν από τους κεραυ­νούς που έπε­σαν τότε, ενώ ζού­σαν απο­λαμ­βά­νον­τας, χωρίς να αντι­λη­φθούν τίπο­τε από τα συμ­βαί­νον­τα.

Όλα αυτά σκε­πτό­με­νοι, λοι­πόν, ας στρέ­ψου­με την προ­σο­χή μας στην προ­ε­τοι­μα­σία της απο­δη­μί­ας μας από τη γη· διό­τι και αν ακό­μη δεν έλθει ποτέ η κοι­νή ημέ­ρα της συν­τέ­λειας, το τέλος του καθε­νός είναι κον­τά μας, είτε είναι γέρος κανείς, είτε νέος. Και δεν είναι δυνα­τόν, όταν φύγου­με από τη γη, ούτε λάδι να αγο­ρά­σου­με πλέ­ον, ούτε να παρα­κα­λέ­σου­με και να βρού­με συγνώ­μη, είτε παρα­κα­λεί για εμάς ο Αβρα­άμ, ο Νώε, ο Ιακώβ και ο Δανι­ήλ. Συνε­πώς, εφό­σον έχου­με ακό­μη και­ρό, ας απο­τα­μιεύ­σου­με εκ των προ­τέ­ρων μεγά­λη παρ­ρη­σία απέ­ναν­τι στον Θεό, ας συγ­κεν­τρώ­σου­με άφθο­νο λάδι, ας μετα­φέ­ρου­με τα πάν­τα στον ουρα­νό, ώστε και στον κατάλ­λη­λο και­ρό, κατά τον οποίο προ­πάν­των χρεια­ζό­μα­στε αυτά, να απο­λαύ­σου­με τα πάν­τα, με την χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από την ομι­λία ΚΑ΄

του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

στο Υπό­μνη­μά του στο Κατά Ματ­θαί­ον ευαγ­γέ­λιον

«Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν· γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων (:μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στον Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)» [Ματθ.6,24].

Βλέ­πεις με ποιο τρό­πο μάς απο­μα­κρύ­νει σιγά-σιγά από τα υλι­κά πράγ­μα­τα και με περισ­σό­τε­ρα λόγια εισά­γει την εντο­λή για την ακτη­μο­σύ­νη και κατα­τρο­πώ­νει την τυραν­νία της φιλαρ­γυ­ρί­ας; Διό­τι δεν αρκέ­στη­κε, βέβαια, σε όσα είπε προ­η­γου­μέ­νως, αν και ήταν πολ­λά και σπου­δαία, αλλά προ­σθέ­τει και άλλα περισ­σό­τε­ρα και φοβε­ρό­τε­ρα· διό­τι τι είναι πιο φοβε­ρό από όσα τώρα έχουν λεχθεί, εάν βέβαια, επρό­κει­το εμείς να στα­μα­τή­σου­με να είμα­στε δού­λοι του Χρι­στού, εξαι­τί­ας των χρη­μά­των; Και τι είναι πιο ποθη­τό, εάν, βέβαια, πρό­κει­ται να περι­φρο­νή­σου­με την τάση μας να απο­τα­μιεύ­ου­με περιτ­τά επί­γεια αγα­θά και να συσ­σω­ρεύ­ου­με χρήματα,από το να δια­τη­ρή­σου­με τέλεια την αφο­σί­ω­ση και την αγά­πη μας προς τον Κύριο; Διό­τι εκεί­νο το οποίο πάν­το­τε λέγω, το ίδιο θα επα­να­λά­βω και τώρα, ότι δηλα­δή, και με τα δύο παρω­θεί τον ακρο­α­τή προς την υπα­κοή των λόγων Του και με τα ωφέ­λι­μα και με τα βλα­βε­ρά, υπο­δει­κνύ­ον­τας ως άρι­στος ιατρός και την νόσο που προ­έρ­χε­ται από την απρο­σε­ξία και την υγεία που χαρί­ζει η υπα­κοή.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν με ποιον τρό­πο, πάλι, καθι­στά φανε­ρό το κέρ­δος αυτό και πώς απο­δει­κνύ­ει το συμ­φέ­ρον από την απο­φυ­γή των αντί­θε­των πραγ­μά­των. Πραγ­μα­τι­κά, «δεν μας προ­ξε­νεί, μόνο αυτήν τη βλά­βη», λέγει, «ο πλού­τος, επει­δή εξο­πλί­ζει τους ληστές εναν­τί­ον μας, ούτε επει­δή προ­κα­λεί μεγά­λο σκο­τι­σμό στο μυα­λό μας, αλλά και επει­δή μας απο­κό­πτει από το να είμα­στε δού­λοι στον Θεό και μας καθι­στά αιχ­μα­λώ­τους των αψύ­χων χρη­μά­των και κατά συνέ­πεια μας βλά­πτει διπλά, με το να μας υπο­δου­λώ­νει σε εκεί­να, που έπρε­πε να εξου­σιά­ζου­με, και με το να μας απο­μα­κρύ­νει από την υπη­ρε­σία του θελή­μα­τος του Θεού, στον Οποί­ον προ­πάν­των είναι ανάγ­κη να είμα­στε δού­λοι».

Όπως δηλα­δή προ­η­γου­μέ­νως απέ­δει­ξε ότι είναι διπλή η ζημία, και όταν απο­θη­σαυ­ρί­ζου­με εδώ στη γη τα χρή­μα­τά μας, όπου ο σκό­ρος τα αφα­νί­ζει, και όταν δεν τα ενα­πο­θέ­του­με στον ουρα­νό, όπου η φύλα­ξή τους είναι εξασφαλισμένη[πρβλ.Ματθ.6,19–21: «Μ θησαυ­ρί­ζε­τε μν θησαυ­ρος π τς γς, που σς κα βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται δια­ρύσ­σου­σι κα κλέπτουσι·θησαυρίζετε δ μν θησαυ­ρος ν οραν, που οτε σς οτε βρσις φανί­ζει, κα που κλέ­πται ο διο­ρύσ­σου­σιν οδ κλέ­πτου­σιν· που γάρ στιν θησαυρς μν, κε σται κα καρ­δία μν(:Μη μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς πάνω στη γη, όπου ο σκό­ρος και η φθο­ρά της σαπί­λας ή της σκου­ριάς αφα­νί­ζουν τα απο­θη­κευ­μέ­να είδη του πλού­του κι όπου οι κλέ­φτες τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων και τα κλέ­βουν. Μαζεύ­ε­τε για τον εαυ­τό σας θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, όπου ούτε ο σκό­ρος ούτε η σαπί­λα και η σκου­ριά αφα­νί­ζουν τους απο­θη­κευ­μέ­νους θησαυ­ρούς σας και όπου οι κλέ­φτες δεν τρυ­πούν τους τοί­χους των θησαυ­ρο­φυ­λα­κί­ων σας ούτε κλέ­βουν. Πρέ­πει λοι­πόν να θησαυ­ρί­ζε­τε θησαυ­ρούς στον ουρα­νό, για να είναι και η καρ­διά σας προ­σκολ­λη­μέ­νη στο Θεό και στα ουρά­νια. Διό­τι εκεί όπου είναι ο θησαυ­ρός σας, εκεί θα είναι και η καρ­διά σας)»], κατά όμοιο τρό­πο και εδώ δεί­χνει διπλή τη ζημία, ανα­φέ­ρον­τας και εκεί­να που απο­μα­κρύ­νουν από τον Θεό και εκεί­να που υπο­τάσ­σουν στον μαμ­μω­νά.

Ωστό­σο δεν το θέτει ευθέ­ως αυτό, αλλά το παρου­σιά­ζει σιγά-σιγά με απλούς συλ­λο­γι­σμούς, λέγον­τας τα εξής: «Κανείς δεν μπο­ρεί να δου­λεύ­ει σε δύο κυρί­ους»· και απο­κα­λεί δύο δια­φο­ρε­τι­κούς «κυρί­ους», εκεί­νους οι οποί­οι δίδουν αντί­θε­τα προ­στάγ­μα­τα· διό­τι εάν δεν συνέ­βαι­νε αυτό, δεν θα ήσαν και δύο· πράγ­μα­τι, όπως ανα­φέ­ρε­ται στο βιβλίο των Πρά­ξε­ων για τους πρώ­τους Χρι­στια­νούς, «το πλή­θους τν πιστευ­σάν­των ν καρ­δία κα ψυχ μία(:συγ­χρό­νως και το πλή­θος εκεί­νων που είχαν πιστέ­ψει στο Ευαγ­γέ­λιο είχαν αρμο­νι­κή και αδιά­σπα­στη ομο­φρο­σύ­νη, μια ψυχή και μια καρ­διά ˙ διό­τι τόσο οι καρ­διές τους όσο και ολό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή τους ύπαρ­ξη ήταν ενω­μέ­να. Επι­κρα­τού­σε δηλα­δή μετα­ξύ τους πλή­ρης συμ­φω­νία και αρμο­νία φρο­νη­μά­των και συναι­σθη­μά­των. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρι­σκό­ταν να λέει ότι και το ελά­χι­στο από τα υπάρ­χον­τά του και την περιου­σία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μετα­ξύ τους όλα σε κοι­νή ωφέ­λεια και χρή­ση)»[Πράξ.4,32] και μολο­νό­τι ήσαν διαι­ρε­μέ­νοι σε πολ­λά σώμα­τα, ωστό­σο η ομό­νοια έκα­νε τους πολ­λούς σαν να ήταν ένας άνθρω­πος.

Έπει­τα, προ­ε­κτεί­νον­τας αυτά, λέγει: «Όχι μόνο δεν θα δου­λέ­ψει στον πλού­το, αλλά θα τον μισή­σει και θα τον απο­στρα­φεί· διό­τι ή τον ένα θα μισή­σει», λέγει, «και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό»[Ματθ.6,24]. Και εκ πρώ­της όψε­ως φαί­νε­ται ότι έχει λεχθεί το ίδιο πράγ­μα. Ασφα­λώς, δεν το εξέ­θε­σε τυχαία έτσι αυτό, αλλά για να απο­δεί­ξει ότι η μετα­βο­λή προς το καλύ­τε­ρο είναι εύκο­λη. Για να μη λες, λοι­πόν, ότι «έγι­να δού­λος, βρί­σκο­μαι υπό την τυραν­νία του χρή­μα­τος», σου υπο­δει­κνύ­ει ότι είναι δυνα­τή η αλλα­γή θέσε­ως και όπως ακρι­βώς από τη μία κατά­στα­ση πέρα­σες στην άλλη, έτσι και από αυτήν είναι δυνα­τόν να μετα­πη­δή­σεις σε δια­φο­ρε­τι­κή.

Ο πλού­τος είναι τα αγα­θά της Γης σε σημαν­τι­κή ποσό­τη­τα, που σκο­πό έχει να καλύ­ψει τις ανάγ­κες του ανθρώ­που. Άρα ο πλού­τος έρχε­ται να υπη­ρε­τή­σει τις ανάγ­κες του. Και συνε­πώς αφού υπη­ρε­τεί, είναι υπη­ρέ­της και όχι αφεν­τι­κό του ανθρώ­που, που δυστυ­χώς μετά την πτώ­ση των πρω­το­πλά­στων, θεο­ποί­η­σε την υλι­κή δημιουρ­γία εφό­σον έχα­σε από τον οπτι­κό ορί­ζον­τά του τον Θεό που ως τότε ανα­γνώ­ρι­ζε ως Δημιουρ­γό, τρο­φέα και κυβερ­νή­τη του.

Είναι επο­μέ­νως διπλή η ζημία, και όταν απο­θη­σαυ­ρί­ζου­με εδώ στη γη τα χρή­μα­τά μας, όπου ο σκό­ρος τα αφα­νί­ζει, και όταν δεν τα ενα­πο­θέ­του­με στον ουρα­νό, όπου είναι η φύλα­ξή τους εξα­σφα­λι­σμέ­νη, όπως λίγο πριν σε άλλο σημείο της επί του όρους ομι­λί­ας Του μας είχε υπο­δεί­ξει. Ο πλού­τος, λοι­πόν, εφό­σον υπάρ­χει, θα πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται στη φιλαν­θρω­πία. Πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται στη φιλαν­θρω­πία. Δηλα­δή ο πλού­τος είναι θέμα χρή­σε­ως, όχι υπο­δου­λώ­σε­ως, αφού βεβαί­ως θα καλύ­πτει τις ανάγ­κες και όχι τις επι­θυ­μί­ες εκεί­νου που κατέ­χει τον πλού­το.

Αφού λοι­πόν μίλη­σε γενι­κά και αόρι­στα, για να πεί­σει τον ακρο­α­τή να κατα­στεί αμε­ρό­λη­πτος κρι­τής των όσων λέγον­ται και να λάβει την από­φα­σή του επί τη βάσει της φύσε­ως των πραγ­μά­των, όταν πλέ­ον τον έκα­νε να συμ­φω­νή­σει με τους λόγους Του[με τη γενι­κή αρχή αυτή δηλα­δή που εκφρά­στη­κε μέσα από τα λόγια του Κυρί­ου στο Ματθ.6,24-βλ. και αμέ­σως παρα­κά­τω], τότε απο­κα­λύ­πτει και την πραγ­μα­τι­κή Του σκέ­ψη. Πρό­σθε­σε λοι­πόν: «ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στο Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24]. Ας αισθαν­θού­με φρί­κη, αφού αντι­λη­φθού­με τι δια­πρά­ξα­με ώστε ο Χρι­στός να πει και να τοπο­θε­τή­σει τον χρυ­σό σε ίδια θέση με τον Θεό… Εάν όμως αυτό είναι φρι­κτό, ασφα­λώς είναι πολύ πιο φρι­κτό να γίνε­ται στην πρά­ξη και να προ­τι­μού­με την τυραν­νία του χρυ­σού από τον φόβο του Θεού.

Τι λοι­πόν; Δεν υπήρ­ξαν Δίκαιοι της Παλαιάς Δια­θή­κης που να ήσαν πλού­σιοι; Ο Αβρα­άμ, για παρά­δειγ­μα, ή ο Ιώβ δεν ήσαν πλού­σιοι και μάλι­στα πάρα πολύ; Και βέβαια. «Τότε με ποιον τρό­πο», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «προ­ό­δευ­σαν στην αρε­τή ο Αβρα­άμ και ο Ιώβ;»; Ναι· ήσαν πλού­σιοι. Όμως ήσαν αφεν­τι­κά και όχι υπη­ρέ­τες του πλού­του, κατα­να­λώ­νον­τας τον πλού­το σε εκεί­νους που τον είχαν ανάγ­κη· διό­τι και ο Ιώβ ήταν πλού­σιος, αλλά δεν ήταν δού­λος στον μαμ­μω­νά, μα τον είχε υπό την εξου­σία του και ήταν κύριος και όχι δού­λος του. Σαν να ήταν λοι­πόν δια­χει­ρι­στής ξένων χρη­μά­των, έτσι θεω­ρού­σε τα αγα­θά του, χωρίς να αρπά­ζει τα χρή­μα­τα των άλλων, αλλά έδι­νε και τα δικά του στους φτω­χούς. Και το σπου­δαιό­τε­ρο, βέβαια, είναι ότι δεν χαι­ρό­ταν, όταν τα είχε, πράγ­μα το οποίο απο­δεί­κνυε, όταν έλε­γε «ε δ κα εφράν­θην πολ­λο πλού­του μοι γενο­μέ­νου, ε δ κα π᾿ ναριθ­μή­τοις θέμην χερά μου(:ποτέ δεν δοκί­μα­σα υλό­φρο­νη χαρά και αγαλ­λί­α­ση για τον πλού­το, τον οποίο απέ­κτη­σα, ποτέ δεν άπλω­σα το χέρι μου προς από­κτη­ση ανα­ρίθ­μη­του πλού­του)»[Ιώβ,31,25],γι’ αυτό και δεν λυπή­θη­κε, όταν τα έχα­σε.

Δυστυ­χώς όμως οι περισ­σό­τε­ροι από τους σημε­ρι­νούς πλου­σί­ους δεν είναι παρό­μοιοι με εκεί­νους τους δικαί­ους της Παλαιάς και της Και­νής Δια­θή­κης, αλλά έχουν γίνει χει­ρό­τε­ροι από κάθε δού­λο, σαν να πλη­ρώ­νουν φόρους σε κάποιο φοβε­ρό τύραν­νο. Πραγ­μα­τι­κά, ο έρω­τας για την από­κτη­ση όλο και περισ­σό­τε­ρων χρη­μά­των έχει κυριεύ­σει την διά­νοιά τους, σαν να ήταν κάποια ακρό­πο­λις, και από εκεί εκδί­δει κάθε μέρα τα παρά­νο­μα δια­τάγ­μα­τά του και δεν υπάρ­χει κανέ­νας, που να τα παρα­κού­ει. Δεν μπο­ρούν να ανα­βλέ­ψουν στον ουρα­νό, καθώς είναι μονί­μως προ­ση­λω­μέ­νοι και αγχω­μέ­νοι για τη συγ­κέν­τρω­ση επι­γεί­ων και μόνο θησαυ­ρών. Και κατά κανό­να ποτέ δεν είναι ευτυ­χι­σμέ­νοι, εφό­σον έχουν χάσει από τον οπτι­κό τους ορί­ζον­τα τον Θεό και δεν αξιο­ποιούν το χάρι­σμα (διό­τι περί ταλάν­του πρό­κει­ται κι εδώ) που τους εμπι­στεύ­θη­κε ο Θεός για ανα­κού­φι­ση του πόνου του πλη­σί­ον, παρά μόνο στο να υπη­ρε­τούν αμέ­τρη­τες και βλα­βε­ρές επι­θυ­μί­ες στις οποί­ες γίνον­ται ταλαί­πω­ροι δού­λοι.

Μη φιλο­σο­φείς λοι­πόν περιτ­τά πράγ­μα­τα, καθό­σον μίλη­σε μία φορά ο ίδιος ο Θεός και είπε ότι είναι αδύ­να­το να συνυ­πάρ­χουν η δου­λεία προς τον πλού­το και η δου­λεία προς τον Θεό. Μη λέγεις λοι­πόν εσύ ότι είναι δυνα­τόν αυτό· διό­τι πώς είναι δυνα­τό να συνυ­πάρ­ξουν, όταν ο μεν ένας αφέν­της προ­στά­ζει να αρπά­ζεις όσα ανή­κουν στους συναν­θρώ­πους σου, ο δε άλλος να χαρί­ζεις ακό­μη και αυτά που εσύ έχεις στην κατο­χή σου; Όταν ο ένας αφέν­της σού δίνει εντο­λή να σωφρο­νείς, ενώ ο άλλος να πορ­νεύ­εις; Όταν ο μεν ένας σού δίνει εντο­λή να εξου­σιά­ζεις την κοι­λιά σου ενώ ο άλλος να μεθάς και να ζεις ζωή ακό­λα­στη; · και ο μεν ένας διδά­σκει να περι­φρο­νείς τα υλι­κά πράγ­μα­τα, ο δε άλλος να προ­ση­λώ­νε­σαι στα γήι­να; · ο μεν ένας να θαυ­μά­ζεις μάρ­μα­ρα και τοί­χους και ορό­φους, ενώ ο άλλος και να περι­φρο­νείς αυτά και να τιμάς την ευσέ­βεια;

Σε αυτήν την περί­πτω­ση ονό­μα­σε τον μαμ­μω­νά «κύριο», όχι επει­δή εκ φύσε­ως είναι κύριος, αλλά εξαι­τί­ας της ταλαι­πω­ρί­ας αυτών που υπο­τάσ­σον­ται σ’ αυτόν. Κατά παρό­μοιο τρό­πο και την κοι­λιά την ονο­μά­ζει «θεό», όχι από το αξί­ω­μα του αφεν­τι­κού, αλλά από την αθλιό­τη­τα αυτών που γίνον­ται δού­λοι σε αυτήν, πράγ­μα το οποίο είναι χει­ρό­τε­ρο από κάθε τιμω­ρία και ικα­νό να τιμω­ρή­σει πριν από την τελι­κή κόλα­ση αυτόν που συλ­λαμ­βά­νει στα δίχτυά της· διό­τι από ποιους κατα­δί­κους δεν θα ήσαν αθλιό­τε­ροι αυτοί που, ενώ έχουν Κύριο τον Θεό, φεύ­γουν όμως οικειο­θε­λώς από την ήμε­ρη βασι­λεία Του προς τη φοβε­ρή και σκλη­ρή εκεί­νη τυραν­νία, όταν μάλι­στα όλα αυτά προ­ξε­νούν ακό­μη και σε αυτήν τη ζωή τόση ζημία; Διό­τι πράγ­μα­τι είναι απε­ρί­γρα­πτη και ανυ­πο­λό­γι­στη η ζημία από αυτό το πράγ­μα, καθό­σον λαμ­βά­νουν χώρα εξαι­τί­ας αυτού και δίκες και αδι­κί­ες και δια­μά­χες και κόποι και βλά­βη της ψυχής· και το φοβε­ρό­τε­ρο από όλα είναι το ότι χάνει κανείς τα ουρά­νια αγα­θά, που τα παρέ­χει η υπη­ρε­σία στο θέλη­μα του Θεού.

Αφού δίδα­ξε λοι­πόν με όλα αυτά το συμ­φέ­ρον που έχει κανείς να περι­φρο­νεί τα χρή­μα­τα και μίλη­σε και για τον τρό­πο που μπο­ρεί κανείς να ασφα­λί­σει τα χρή­μα­τα, καθώς και για την ηδο­νή της ψυχής και για την από­κτη­ση της ευσέ­βειας και με ποιον τρό­πο θα ασφα­λί­σει κανείς την ευσέ­βεια, παρου­σιά­ζει στη συνέ­χεια δυνα­τή την εφαρ­μο­γή της εντο­λής αυτής της συμ­βου­λής. Διό­τι αυτό είναι προ­πάν­των το δείγ­μα της άρι­στης νομο­θε­σί­ας, το να μην παραγ­γέλ­λει μόνο αυτά που συμ­φέ­ρουν, αλλά και να παρέ­χει τη δυνα­τό­τη­τα να εφαρ­μο­στούν.

Για τον λόγο αυτό και συνε­χί­ζει προ­σθέ­τον­τας τα εξής: «Μ μερι­μντε τ ψυχ μν τί φάγη­τε κα τί πίη­τε, μηδ τ σώμα­τι μν τί νδύ­ση­σθε(:η καρ­διά σας λοι­πόν πρέ­πει να ανή­κει απο­κλει­στι­κά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψ­τε τη ρίζα της πλε­ο­νε­ξί­ας˙ και μη φρον­τί­ζε­τε με αγω­νία και στε­νο­χώ­ρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιεί­τε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυ­μα θα φορέ­σε­τε. Δεν αξί­ζει η ζωή περισ­σό­τε­ρο από την τρο­φή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυ­μα; Ο Θεός λοι­πόν που σας έδω­σε αυτά τα ανώ­τε­ρα, θα σας δώσει κα τα κατώ­τε­ρα, την τρο­φή δηλα­δή και το ένδυ­μα)»[Ματθ.6,25]. Για να μη λένε: «Τι λοι­πόν; Πώς θα μπο­ρέ­σου­με να ζήσου­με, εάν δώσου­με όλα τα χρή­μα­τά μας;». Σε αυτήν λοι­πόν την αντίρ­ρη­ση λαμ­βά­νει θέση κατά τρό­πο πολύ κατάλ­λη­λο. Όπως δηλα­δή, εάν έλε­γε από την αρχή «μ μερι­μντε», θα φαι­νό­ταν ότι είναι βαριά η εντο­λή, κατά όμοιο τρό­πο, αφού απέ­δει­ξε τη βλά­βη που προ­κα­λεί­ται από τη φιλαρ­γυ­ρία, καθι­στά πλέ­ον στη συνέ­χεια ευπρόσ­δε­κτη την παραί­νε­ση αυτή. Γι’ αυτό ακρι­βώς και τώρα δεν είπε μόνο «μ μερι­μντε», αλλά πρώ­τα ανέ­φε­ρε την αιτία , και στη συνέ­χεια έδω­σε αυτήν την εντο­λή.

Πραγ­μα­τι­κά αφού είπε: «Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι του Θεού και δού­λοι του πλού­του»[Ματθ.6,24], πρό­σθε­σε: «Αφού λοι­πόν η καρ­διά σας θα πρέ­πει να ανή­κει απο­κλει­στι­κά στον Θεό, για τον λόγο αυτό σας λέγω να κόψε­τε τη ρίζα της πλε­ο­νε­ξί­ας και να μη φρον­τί­ζε­τε με αγω­νία και στε­νο­χώ­ρια για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιεί­τε, ούτε και για το σώμα σας, τι θα ντυ­θεί­τε». Τι εννο­εί με τη λέξη «τοτο», όταν λέγει «Δι τοτο λέγω μν, μ μερι­μντε»; Εννο­εί το απε­ρί­γρα­πτο της ζημί­ας που προ­κα­λούν όλα αυτά στην ψυχή μας· διό­τι η ζημία δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο στα χρή­μα­τα, αλλά η πλη­γή ανα­φέ­ρε­ται στα σπου­δαιό­τε­ρα σημεία και στην απώ­λεια της σωτη­ρί­ας μας, επει­δή μας απο­μα­κρύ­νει από τον Θεό, ο οποί­ος μας δημιούρ­γη­σε, μας φρον­τί­ζει και μας αγα­πά.

Επει­δή λοι­πόν απέ­δει­ξε ότι η ζημία είναι απε­ρί­γρα­πτη, επι­τεί­νει πλέ­ον την εντο­λή. Πραγ­μα­τι­κά δεν μας εντέλ­λε­ται να απο­βάλ­λου­με τα υπάρ­χον­τά μας μόνο, αλλά να μη φρον­τί­ζου­με ούτε για την αναγ­καία τρο­φή, λέγον­τας τα εξής: «μη μερι­μνά­τε για την ψυχή σας τι θα φάτε», όχι επει­δή η ψυχή έχει ανάγ­κη από τρο­φή, αφού είναι ασώ­μα­τη, αλλά μίλη­σε σύμ­φω­να με την κοι­νή συνή­θεια· διό­τι, μολο­νό­τι δεν χρειά­ζε­ται την τρο­φή, δεν θα μπο­ρού­σε να παρα­μεί­νει δια­φο­ρε­τι­κά στο σώμα, παρά μόνο όταν τρέ­φε­ται αυτό.

Και αφού είπε αυτό, δεν το θέτει απλώς, αλλά και εδώ χρη­σι­μο­ποιεί συλ­λο­γι­σμούς, άλλους μεν από όσα υπάρ­χουν σε εμάς, άλλους δε από άλλα παρα­δείγ­μα­τα. Και από όσα συμ­βαί­νουν σε εμάς λέγει: «οχ ψυχ πλεόν στι τς τροφς κα τ σμα το νδύ­μα­τος; (:η καρ­διά σας λοι­πόν πρέ­πει να ανή­κει απο­κλει­στι­κά στο Θεό. Γι’ αυτό σας λέω, κόψ­τε τη ρίζα της πλε­ο­νε­ξί­ας˙ και μη φρον­τί­ζε­τε με αγω­νία και στε­νο­χώ­ρια για τη ζωή σας τι θα φάτε και τι θα πιεί­τε, ούτε για το σώμα σας τι ένδυ­μα θα φορέ­σε­τε. Δεν αξί­ζει η ζωή περισ­σό­τε­ρο από την τρο­φή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυ­μα; Ο Θεός λοι­πόν που σας έδω­σε αυτά τα ανώ­τε­ρα, θα σας δώσει κα τα κατώ­τε­ρα, την τρο­φή δηλα­δή και το ένδυ­μα»[Ματθ.6,25]. «Συνε­πώς, Αυτός που σας έδω­σε το πολυ­τι­μό­τε­ρο, δε θα σας δώσει και το κατώ­τε­ρο;» Αυτός που δημιούρ­γη­σε που έπλα­σε τη σάρ­κα που τρέ­φε­ται, πώς δε θα δώσει την τρο­φή; Για το λόγο αυτό ακρι­βώς δεν είπε απλώς «μη μερι­μνά­τε τι θα φάτε και τι θα πιεί­τε και τι θα ντυ­θεί­τε», αλλά «για το σώμα σας» και «για την ψυχή σας» επει­δή σκό­πευε από αυτά να λάβει τις απο­δεί­ξεις, οδη­γών­τας τον λόγο επί τη βάσει της συγ­κρί­σε­ως.

Αλλά την μεν ψυχή την έδω­σε μία φορά και παρα­μέ­νει αναλ­λοί­ω­τη, ενώ το σώμα κάθε μέρα δίνει και αυξά­νει. Επε­ξη­γών­τας λοι­πόν αυτά τα δύο, δηλα­δή και της ψυχής την αθα­να­σία και του σώμα­τος τη φθαρ­τό­τη­τα, πρό­σθε­σε τα εξής: «Τίς δ ξ μν μερι­μνν δύνα­ται προ­σθεναι π τν λικί­αν ατο πχυν να;(:και για να κατα­λά­βε­τε πόσο ανόη­τη και ανί­σχυ­ρη είναι αυτή η μέρι­μνα, σας ρωτώ: Ποιος από σας, οσο­δή­πο­τε κι αν φρον­τί­σει, μπο­ρεί να προ­σθέ­σει στο ανά­στη­μά του έναν πήχη; Κανέ­νας. Τι κατορ­θώ­νε­τε λοι­πόν με τη μέρι­μνά σας;)»[Ματθ.6,27].Και χωρίς να κάνει λόγο για την ψυχή, επει­δή δεν λαμ­βά­νει αύξη­ση, μίλη­σε μόνο για το σώμα, καθι­στών­τας φανε­ρό από αυτό και εκεί­νο, ότι δηλα­δή δεν θα το αυξή­σει αυτό η τρο­φή, αλλά η πρό­νοια του Θεού. Το ίδιο πράγ­μα δηλώ­νον­τας ο Παύ­λος με άλλες λέξεις έλε­γε: «στε οτε φυτεύ­ων στί τι οτε ποτί­ζων, λλ᾿ αξάνων Θεός(:συνε­πώς ούτε εκεί­νος που φυτεύ­ει αξί­ζει τίπο­τε, ούτε εκεί­νος που ποτί­ζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξη­ση. Αυτός και μόνο είναι το παν)»[Α΄Κορ.3,7].

Από αυτά λοι­πόν που συμ­βαί­νουν σε εμάς προ­έ­τρε­ψε κατ’ αυτόν τον τρό­πο, ενώ από άλλα παρα­δείγ­μα­τα προ­έ­τρε­ψε με τα εξής λόγια: «μβλέ­ψα­τε ες τ πετειν το ορανο(:Κοι­τάξ­τε τα που­λιά που πετούν στον αέρα και δεί­τε ότι αυτά δεν σπέρ­νουν ούτε θερί­ζουν ούτε μαζεύ­ουν τρο­φές σε απο­θή­κες για το χει­μώ­να ή τον και­ρό της στε­ρή­σε­ως. Κι όμως ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας σας τα τρέ­φει. Εσείς δεν αξί­ζε­τε πολύ περισ­σό­τε­ρα από αυτά;)»[Ματθ.6,26]. Για να μη λέγει λοι­πόν κανείς ότι απο­κο­μί­ζου­με ωφέ­λεια όταν μερι­μνού­με, τους απο­στο­μώ­νει και με το παρά­δειγ­μα του ανώ­τε­ρου και με το παρά­δειγ­μα του κατώ­τε­ρου. Το σπου­δαιό­τε­ρο βέβαια είναι η ψυχή και το σώμα, το κατώ­τε­ρο δε τα πτη­νά. «Εάν λοι­πόν τόσο πολύ ενδια­φέ­ρε­ται», λέγει, «για τα ελά­χι­στα, για­τί δεν θα δώσει σε εσάς;» Και προς αυτούς μεν έτσι μίλη­σε( επει­δή ήταν όχλος αμόρ­φω­τος), ενώ προς τον διά­βο­λο δεν μίλη­σε με αυτόν τον τρό­πο. Αλλά πώς; «Οκ π᾿ ρτ μόν ζήσε­ται νθρω­πος, λλ᾿ π παντ ήμα­τι κπο­ρευο­μέν δι στό­μα­τος Θεο(:είναι γραμ­μέ­νο στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο ότι ο άνθρω­πος δεν θα δια­τη­ρη­θεί στη ζωή μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προ­στα­γή που θα εξέλ­θει από το στό­μα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τρο­φή ακό­μη θα ζήσει ο άνθρω­πος)»[Ματθ.4,4].

Εδώ ανα­φέ­ρει τα πτη­νά και μάλι­στα με έντο­νο συμ­βου­λευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα, πράγ­μα το οποίο έχει μεγά­λη δύνα­μη για να είναι απο­τε­λε­σμα­τι­κή η παραί­νε­ση. Ωστό­σο ορι­σμέ­νοι από τους ασε­βείς έφτα­σαν σε τόσο μεγά­λη ανο­η­σία, ώστε να αμφι­σβη­τούν την αξία του παρα­δείγ­μα­τος. «Διό­τι» λέγουν, «δεν έπρε­πε ομι­λών­τας για ενί­σχυ­ση της προ­αί­ρε­σης, να προ­τρέ­πει προς τον σκο­πό αυτόν με πλε­ο­νε­κτή­μα­τα από τη φύση· διό­τι», λέγουν, «αυτό υπάρ­χει σε αυτά εκ φύσε­ως».

Τι λοι­πόν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με σχε­τι­κά με αυτά; Ότι αν και αυτά υπάρ­χουν στα πτη­νά εκ φύσε­ως, όμως είναι δυνα­τό και σε μας να συμ­βεί αυτό κατ’ ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή· διό­τι δεν είπε «κοι­τάξ­τε ότι τα πτη­νά πετούν, πράγ­μα που ήταν αδύ­να­το στον άνθρω­πο, αλλά ότι τρέ­φον­ται χωρίς φρον­τί­δα, πράγ­μα που και εμείς εύκο­λα μπο­ρού­με να το επι­τύ­χου­με, εάν θέλου­με. Και αυτό το απέ­δει­ξαν έμπρα­κτα αυτοί που το κατόρ­θω­σαν. Για τον λόγο αυτόν πρέ­πει προ­παν­τός να θαυ­μά­σει κανείς τη σύνε­ση του νομο­θέ­τη, ότι δηλα­δή αν και μπο­ρού­σε να λάβει το παρά­δειγ­μα από τους ανθρώ­πους και μπο­ρού­σε να ανα­φέ­ρει τον Ηλία και τον Μωυ­σή και τον Ιωάν­νη και άλλους παρό­μοιους, που δεν κατέ­βα­λαν καμία μέρι­μνα, και να τους ανα­φέ­ρει ως παρά­δειγ­μα, για να τους κατη­γο­ρή­σει, όμως ανέ­φε­ρε τα άλο­γα ζώα· διό­τι εάν μεν ανέ­φε­ρε εκεί­νους τους δικαί­ους, θα μπο­ρού­σαν αυτοί να πουν ότι δεν γίνα­με ακό­μη όπως εκεί­νοι.

Τώρα όμως αφού απο­σιώ­πη­σε αυτούς και παρου­σί­α­σε τα πτη­νά του ουρα­νού, αφαί­ρε­σε από αυτούς τη δικαιο­λο­γία, μιμού­με­νος και εδώ παλαιό νόμο. Καθό­σον μάλι­στα και η Παλαιά Δια­θή­κη προ­τρέ­πει και προς τη μέλισ­σα και προς το μυρ­μήγ­κι και προς το τρυ­γό­νι και προς το χελι­δό­νι. Και αυτό μάλι­στα δεν είναι μικρή από­δει­ξη τιμής, όταν, αυτά που εκεί­να έχουν εκ φύσε­ως, αυτά να μπο­ρού­με εμείς να τα επι­τύ­χου­με προ­αι­ρε­τι­κά. Εάν λοι­πόν τόσο πολύ φρον­τί­ζει για αυτά που προ­ο­ρί­ζον­ται για μας, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα φρον­τί­σει για εμάς· εάν φρον­τί­ζει για τους δού­λους, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα φρον­τί­σει για τον κύριο. Για τον λόγο αυτόν είπε: «προ­σέξ­τε τα πτη­νά» και δεν είπε ότι ούτε εκμε­ταλ­λεύ­ον­ται κάτι, ούτε εμπο­ρεύ­ον­ται· διό­τι κάτι τέτοιο θα ήταν εντε­λώς απα­ρά­δε­κτο· αλλά τι είπε: «Δεν σπεί­ρουν, ούτε θερί­ζουν».

«Τι λοι­πόν;» θα ρωτή­σει κάποιος· «δεν πρέ­πει να σπεί­ρει κανείς;». Δεν είπε ότι δεν πρέ­πει να σπεί­ρει κανείς, αλλά ότι δεν πρέ­πει να μερι­μνά κανείς· ούτε ότι δεν πρέ­πει να εργά­ζε­ται κανείς, αλλά ότι δεν πρέ­πει κανείς να φρο­νεί μικρά και ταπει­νά και να ασχο­λεί­ται με όλη τη δύνα­μή του με τις φρον­τί­δες· διό­τι έδω­σε εντο­λή και να τρε­φό­μα­στε αλλά όμως να μη μερι­μνού­με. Αυτή την παραί­νε­ση, εμπνε­ό­με­νος εξ ουρα­νού, προ­λέ­γει και ο Δαβίδ, λέγον­τας τα εξής, κατά τρό­πο αινιγ­μα­τι­κό: «νοί­γεις σ τν χερά σου κα μπι­πλς πν ζον εδοκί­ας(:ανοί­γεις Εσύ τα παν­το­δύ­να­μα και γεν­ναιό­δω­ρα χέρια Σου και γεμί­ζεις κάθε ζων­τα­νό ον με όλα τα αγα­θά, που του χρειά­ζον­ται)» [Ψαλμ.144,16]· και σε άλλο σημείο: «διδόν­τι τος κτή­νε­σι τροφν ατν κα τος νεοσ­σος τν κορά­κων τος πικα­λου­μέ­νοις ατόν(:Δοξο­λο­γή­σα­τε Αυτόν, ο οποί­ος παρέ­χει τρο­φή στα κτή­νη, όπως επί­σης και στα μικρά που­λιά των κορά­κων, τα οποία με τους κρωγ­μούς τους φαί­νε­ται σαν να Τον επι­κα­λούν­ται)» [Ψαλμ.146,9].

«Ποιοι λοι­πόν», θα ρωτή­σει κάποιος, «δεν μερί­μνη­σαν;» Δεν άκου­σες όλους εκεί­νους τους δικαί­ους που σου προ­α­νέ­φε­ρα; Δεν βλέ­πεις μαζί με εκεί­νους τον Ιακώβ, ο οποί­ος ανα­χώ­ρη­σε από την πατρι­κή του οικία χωρίς τίπο­τε να έχει; Δεν ακούς τον Ιακώβ λοι­πόν, ο οποί­ος προ­σεύ­χε­ται και λέγει: «ἐὰν Κύριος Θες μετ᾿ μο κα δια­φυ­λάξ με ν αυτός δ ταύτ, γ πορεύ­ο­μαι, κα δ μοι ρτον φαγεν κα μάτιον περι­βα­λέ­σθαι(: εάν ο Κύριος και Θεός είναι μαζί μου και θελή­σει να με δια­φυ­λά­ξει στον δρό­μο τον οποίο εγώ βαδί­ζω, και μου δώσει άρτο Αυτός τρο­φή και ιμά­τιο για ενδυ­μα­σία και μου δώσει όσα μου χρειά­ζον­ται κατά αυτούς τους χρό­νους της ξενι­τεί­ας μου)» [Γέν.28,20];Και τα λόγια αυτά που προ­φέ­ρει στην προ­σευ­χή του ο Ιακώβ δεν φανε­ρώ­νουν μέρι­μνα, αλλά είναι δείγ­μα ενός ανθρώ­που που εμπι­στεύ­ε­ται το παν στον Θεό. Αυτό και οι από­στο­λοι το πέτυ­χαν, αφού απέρ­ρι­ψαν τα πάν­τα και δεν μερί­μνη­σαν, καθώς και οι πέν­τε χιλιά­δες και οι τρεις χιλιάδες[πρβλ. Πράξ.2,41: «ο μν ον σμέ­νως ποδε­ξά­με­νοι τν λόγον ατο βαπτί­σθη­σαν, κα προ­σε­τέ­θη­σαν τ μέρ κείν ψυχα σε τρι­σχί­λιαι(:κι αυτοί δέχθη­καν ολο­κάρ­δια και γεμά­τοι χαρά το λόγο και τη διδα­σκα­λία του Πέτρου, και βαπτί­στη­καν. Κι έτσι προ­στέ­θη­καν στα μέλη της Εκκλη­σί­ας την ημέ­ρα εκεί­νη περί­που τρεις χιλιά­δες άνθρω­ποι)» και Πράξ.4,4: «πολ­λο δ τν κου­σάν­των τν λόγον πίστευ­σαν, κα γενή­θη ριθμς τν νδρν σε χιλιά­δες πέν­τε (:παρό­λα αυτά, πολ­λοί απ’ αυτούς που άκου­σαν τον λόγο του Πέτρου πίστε­ψαν, και ο αριθ­μός των πιστών του Ιησού Χρι­στού που βρί­σκον­ταν στα Ιερο­σό­λυ­μα έφθα­σε περί­που στους πέν­τε χιλιά­δες άνδρες, εκτός από τις γυναί­κες και τα παι­διά)»].

Εάν όμως δεν δέχε­σαι, ακού­γον­τας τόσα λόγια, να απαλ­λά­ξεις τον εαυ­τό σου από τα σκλη­ρά αυτά δεσμά, κατάρ­γη­σε τη φρον­τί­δα, αφού πρώ­τα κατα­νο­ή­σεις ότι αυτό απο­τε­λεί ανο­η­σία. «Διό­τι ποιος από σας», λέγει ο Κύριος, «μερι­μνών­τας μπο­ρεί να προ­σθέ­σει ένα πήχυ στο ανά­στη­μά του;». Βλέ­πεις πως από το γνω­στό έκα­νε φανε­ρό και το αόρα­το; «Διό­τι όπως ακρι­βώς μερι­μνών­τας δεν θα μπο­ρέ­σεις», λέγει, «να προ­σθέ­σεις στο σώμα ούτε το ελά­χι­στο, κατά τον ίδιο τρό­πο δεν θα μπο­ρέ­σεις ούτε τρο­φή να συγ­κεν­τρώ­σεις, έστω και αν έχεις αυτήν τη γνώ­μη». Από αυτό καθί­στα­ται φανε­ρό ότι δεν είναι η δική μας φρον­τί­δα, αλλά η πρό­νοια του Θεού είναι εκεί­νη που προ­ξε­νεί το παν, ακό­μη δε και εκεί όπου νομί­ζου­με ότι ενερ­γού­με μόνοι μας· ευθύς αμέ­σως αν ήθε­λε Εκεί­νος να μας εγκα­τα­λεί­ψει, ούτε φρον­τί­δα, ούτε μέρι­μνα, ούτε πόνος, ούτε τίπο­τε άλλο από τα παρό­μοια μπο­ρεί να κάνει τίπο­τε, αλλά τα πάν­τα θα εξα­φα­νι­στούν.

Ας μην νομί­ζου­με λοι­πόν ότι είναι ανε­φάρ­μο­στα τα προ­στάγ­μα­τα του Θεού· διό­τι είναι πολ­λοί αυτοί που τα επι­τυγ­χά­νουν και τώρα και ζουν ευσε­βή και μετρη­μέ­νη ζωή. Εάν όμως εσύ το αγνο­είς, δεν είναι καθό­λου παρά­δο­ξο· διό­τι και ο Ηλί­ας νόμι­ζε ότι είναι μόνος, αλλά άκου­σε τα εξής: «Κα κατα­λεί­ψεις ν σραλ πτ χιλιά­δας νδρν, πάν­τα γόνα­τα, οκ κλα­σαν γόνυ τ Βάαλ, κα πν στό­μα, ο προ­σε­κύ­νη­σεν ατ(:θα αφή­σεις όμως ζων­τα­νούς και ασφα­λείς μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών, επτά χιλιά­δες άντρες, όλους εκεί­νους οι οποί­οι δεν έκαμ­ψαν γόνυ για να προ­σκυ­νή­σουν τον Βάαλ, και όλα τα στό­μα­τα εκεί­να τα οποία δεν τον προ­σκύ­νη­σαν)» [Γ΄Βασ.19,18].

Επο­μέ­νως είναι ολο­φά­νε­ρο ότι και τώρα υπάρ­χουν πολ­λοί που ζουν όπως τότε οι από­στο­λοι, όπως ακρι­βώς ζού­σαν τότε οι τρεις χιλιά­δες και οι πέν­τε χιλιά­δες. Εάν όμως δεν πιστεύ­ου­με, δεν σημαί­νει ότι δεν υπάρ­χουν όσοι ασκούν την αρε­τή, αλλά ότι απέ­χου­με πάρα πολύ από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν αυτός που μεθά δεν θα μπο­ρού­σε να πιστέ­ψει εύκο­λα, ότι υπάρ­χει κάποιος άνθρω­πος που δεν γεύ­ε­ται ούτε νερό, μολο­νό­τι βέβαια και αυτό που πέτυ­χαν πολ­λοί από τους δικούς μας μονα­χούς· και αυτός που ζει με άπει­ρες γυναί­κες, δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει, ότι είναι εύκο­λο κανείς να είναι παρ­θέ­νος, ούτε και εκεί­νος που αρπά­ζει τα ξένα πράγ­μα­τα, ότι και τα δικά του κάποιος εύκο­λα θα του τα αφαι­ρέ­σει, έτσι ούτε αυτοί που κατα­λιώ­νουν καθη­με­ρι­νά τους εαυ­τούς τους με μύριες φρον­τί­δες δεν θα μπο­ρού­σαν εύκο­λα να το παρα­δε­χτούν αυτό.

Το ότι βέβαια υπάρ­χουν πολ­λοί που το επι­τυγ­χά­νουν αυτό, είναι δυνα­τό να το απο­δεί­ξου­με από αυτούς που ζουν και στις μέρες μας ευσε­βή ζωή. Γνω­ρί­ζω πολύ καλά βέβαια ότι το φορ­τίο της ακτη­μο­σύ­νης προς το παρόν υπερ­βάλ­λει τις δυνά­μεις σας, όσο κι αν αυτό είναι το τέλειο για κάθε Χρι­στια­νό. Εσείς όμως προς το παρόν αρκεί να μάθε­τε του­λά­χι­στον να μην είστε πλε­ο­νέ­κτες και ότι είναι μέγι­στη αρε­τή η ελεη­μο­σύ­νη, και επι­πλέ­ον να γνω­ρί­ζε­τε ότι πρέ­πει να δίδε­τε με προ­θυ­μία στους φτω­χούς από αυτά που έχε­τε. Ας απορ­ρί­ψου­με, επί­σης, την περιτ­τή πολυ­τέ­λεια και να κρα­τή­σου­με το μέτρο στη ζωή και τη συμ­πε­ρι­φο­ρά μας και να μάθου­με να απο­κτού­με με δικαί­ους κόπους όλα γενι­κώς εκεί­να τα οποία μας είναι απα­ραί­τη­τα.

Ας θυμη­θού­με ότι και ο μακά­ριος Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής, όταν συνο­μι­λού­σε με εκεί­νους που ασχο­λούν­ται με την είσπρα­ξη των φόρων και με τους στρα­τευό­με­νους, έδι­νε εντο­λή να αρκούν­ται στους μισθούς τους [Λουκ.3,12–14: «λθον δ κα τελναι βαπτι­σθναι, κα επον πρς ατόν· διδά­σκα­λε, τί ποι­ή­σο­μεν; δ επε πρς ατούς· μηδν πλέ­ον παρ τ δια­τε­ταγ­μέ­νον μν πράσ­σε­τε. πηρώ­των δ ατν κα στρα­τευό­με­νοι λέγον­τες· κα μες τί ποι­ή­σο­μεν; κα επε πρς ατούς· μηδέ­να συκο­φαν­τή­ση­τε μηδ δια­σεί­ση­τε, κα ρκεσθε τος ψωνί­οις μν(:Ήλθαν ακό­μη ανά­με­σα στους άλλους και κάποιοι τελώ­νες να βαπτι­στούν και του είπαν: “Διδά­σκα­λε, τι να κάνου­με;” Και εκεί­νος τους είπε: “Μην εισπράτ­τε­τε τίπο­τε παρα­πά­νω από εκεί­νο που σας επι­τρέ­πει ο νόμος να εισπράτ­τε­τε”. Τον ρωτού­σαν μάλι­στα και κάποιοι στρα­τιω­τι­κοί και του έλε­γαν: “Κι εμείς τι να κάνου­με;” Και τους έλε­γε: “Μην κατη­γο­ρή­σε­τε με ψεύ­τι­κες κατη­γο­ρί­ες κανέ­ναν και μην τον εκβιά­σε­τε με το φόβο και την απει­λή για να του απο­σπά­σε­τε χρή­μα­τα. Και να αρκεί­στε στο μισθό που παίρ­νε­τε”)»]· διό­τι πράγ­μα­τι ήθε­λε να τους οδη­γή­σει και προς υψη­λό­τε­ρη φιλο­σο­φία, επει­δή όμως δεν ήταν ακό­μη προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι για αυτά, τους λέγει τα απλού­στε­ρα, διό­τι εάν τους έλε­γε τα υψη­λό­τε­ρα από αυτά, δεν θα πρό­σε­χαν σε αυτά, και δεν θα μπο­ρού­σαν να εφαρ­μό­σουν και τα απλού­στε­ρα. Για τον λόγο αυτόν βέβαια και εγώ σας διδά­σκω τα απλού­στε­ρα· διό­τι πράγ­μα­τι γνω­ρί­ζω πολύ καλά ότι το φορ­τίο της ακτη­μο­σύ­νης προς το παρόν υπερ­βάλ­λει τις δυνά­μεις σας και όσο απέ­χει ο ουρα­νός από τη γη, τόσο απέ­χει και αυτή η φιλο­σο­φία από εσάς.

Επο­μέ­νως ας ασχο­λού­μα­στε του­λά­χι­στον με τις απλές εντο­λές· διό­τι ούτε αυτό είναι μικρή παρη­γο­ρία. Μολο­νό­τι βέβαια ορι­σμέ­νοι από τους Έλλη­νες και αυτό το πέτυ­χαν, αν και όχι με την κατάλ­λη­λη διά­θε­ση, και εγκα­τέ­λει­ψαν όλα τα υπάρ­χον­τά τους. Όμως εγώ θα είμαι ευχα­ρι­στη­μέ­νος με σας να προ­σφέ­ρε­τε με αφθο­νία την ελεη­μο­σύ­νη· διό­τι σύν­το­μα και προς εκεί­να θα έλθου­με, εάν βαδί­ζου­με κατ’αυτόν τον τρό­πο. Εάν όμως δεν πράτ­του­με ούτε αυτό, ποιας συγ­χω­ρή­σε­ως θα μπο­ρού­σα­με να ήμα­σταν άξιοι, εμείς οι οποί­οι λαμ­βά­νου­με εντο­λή να ξεπε­ρά­σου­με τους ανθρώ­πους του Νόμου και απο­δει­κνυό­μα­στε κατώ­τε­ροι και από τους Έλλη­νες φιλο­σό­φους;

Εάν όμως δεν το πράτ­του­με ούτε αυτό, ποιας συγ­χω­ρή­σε­ως θα μπο­ρού­σα­με να ήμα­σταν άξιοι εμείς, οι οποί­οι λαμ­βά­νου­με εντο­λή να είμα­στε άγγε­λοι και τέκνα πιστά του Θεού, κι εμείς να μη φρον­τί­ζου­με να είμα­στε έστω άνθρω­ποι; Διό­τι το να αρπά­ζει κανείς και να είναι αχόρ­τα­γος δεν είναι δείγ­μα της ημε­ρό­τη­τας των ανθρώ­πων, αλλά της αγριό­τη­τας των θηρί­ων· μάλι­στα δε είναι χει­ρό­τε­ροι και από εκεί­να αυτοί που επι­τί­θεν­ται εναν­τί­ον ξένων πραγ­μά­των· διό­τι στα θηρία μεν υπάρ­χει αυτή η ιδιό­τη­τα εκ φύσε­ως, εμείς όμως οι άνθρω­ποι, οι οποί­οι τιμη­θή­κα­με με τη λογι­κή και κατα­πί­πτου­με σε αυτήν την παρά φύση άπρε­πη ενέρ­γεια να αρπά­ζου­με με πλε­ο­νε­ξία ακό­μα και όσα ανή­κουν στους άλλους, ποια συγ­χώ­ρη­ση θα απο­λαύ­σου­με;

Αφού λοι­πόν κατα­νο­ή­σου­με το ύψος της φιλο­σο­φί­ας που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας, του­λά­χι­στον ας φθά­σου­με στη μέση, για να απο­φύ­γου­με τη μέλ­λου­σα τιμω­ρία και βαδί­ζον­τας αυτήν την οδό να μπο­ρέ­σου­με να φθά­σου­με στην κορυ­φή των αγα­θών, τα οποία μακά­ρι να επι­τύ­χου­με όλοι μας με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα κα η δύνα­μις στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από την ομι­λία ΚΒ΄

του αγί­ου Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου

στο Υπό­μνη­μά του στο Κατά Ματ­θαί­ον ευαγ­γέ­λιον

«Κα περ νδύ­μα­τος τί μερι­μντε; κατα­μά­θε­τε τ κρνα το γρο πς αξάνει· ο κοπι οδ νήθει·λέγω δ μν τι οδ Σολομν ν πάσ τ δόξ ατο περιε­βά­λε­το ς ν τού­των(:αλλά και για το ένδυ­μα για­τί κυριεύ­ε­στε από ανή­συ­χη και αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα; Παρα­τη­ρή­στε τα αγριο­λού­λου­δα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό, με ποιο τρό­πο αυξά­νουν. Δεν κοπιά­ζουν ούτε γνέθουν˙κι όμως σας λέω ότι ούτε ο σοφός σε επι­νο­ή­σεις Σολο­μών­τας, με όλη την ξακου­σμέ­νη βασι­λι­κή του μεγα­λο­πρέ­πεια και τη λαμ­πρή και ένδο­ξη περι­βο­λή και εμφά­νι­σή του, δεν ντύ­θη­κε με ένδυ­μα τόσο ωραίο και θαυ­μά­σιο, όπως περι­βάλ­λε­ται ένα από τα αγριο­λού­λου­δα αυτά)»[:Ματθ.6,28–29].

Αφού μίλη­σε για την αναγ­καία τρο­φή και από­δει­ξε ότι δεν πρέ­πει να μερι­μνά κανέ­νας ούτε γι’ αυτήν, προ­χω­ρεί λοι­πόν προς το ευτε­λέ­στε­ρο· διό­τι δεν είναι τόσο αναγ­καία τα ρού­χα όσο η τρο­φή. Εξαι­τί­ας ποιου πράγ­μα­τος λοι­πόν δεν χρη­σι­μο­ποιεί και εδώ το ίδιο παρά­δειγ­μα των πτη­νών, ούτε μας ανα­φέ­ρει το παγώ­νι και τον κύκνο και το πρό­βα­το; Καθό­σον ήταν δυνα­τό πολ­λά τέτοια παρα­δείγ­μα­τα να λάβει από τα πτη­νά· επει­δή θέλει και από τα δύο να απο­δεί­ξει την υπερ­βο­λή και από την ευτέ­λεια αυτών που έχουν τέτοια ευπρέ­πεια και από τη μεγα­λο­δω­ρία του καλ­λω­πι­σμού που δόθη­κε στα κρί­να.

Για τον λόγο αυτόν όταν συμ­πλή­ρω­σε τον λόγο Του, δεν τα ονο­μά­ζει πλέ­ον κρί­να, αλλά «χορ­τά­ρι του αγρού». Και δεν αρκεί­ται σε αυτό το όνο­μα, αλλά πάλι προ­σθέ­τει κι άλλη ακό­μη ευτέ­λεια σε αυτό, ονο­μά­ζον­τάς το «σήμε­ρον ντα»: «και αν ο Θεός ντύ­νει με τόση μεγα­λο­πρέ­πεια τα αγριό­χορ­τα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προ­ο­ρι­σμό να ζήσουν αιώ­νια, όπως εσείς, αλλά σήμε­ρα υπάρ­χουν και αύριο ρίχνον­ται στο φούρ­νο ως καύ­σι­μη ύλη, δεν θα φρον­τί­σει πολύ περισ­σό­τε­ρο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυ­μα, ολι­γό­πι­στοι;)»[:Ματθ.6,30]. Και δεν είπε ότι και αύριο δεν θα υπάρ­χουν, αλλά και πάλι χρη­σι­μο­ποιεί μια ευτε­λέ­στε­ρη φρά­ση ότι δηλα­δή «ρίχνον­ται στο φούρ­νο ως καύ­σι­μη ύλη». Και δεν είπε απλώς «το ενδύ­ει», αλλά ότι το ενδύ­ει κατά τόσο ωραίο τρό­πο.

Βλέ­πεις ότι παν­τού χρη­σι­μο­ποιεί τις υπερ­βο­λές και τις επι­τά­σεις; Και το κάνει αυτό για να τους ψέξει· γι΄ αυτό βέβαια και πρό­σθε­σε: «δεν θα φρον­τί­σει πολύ περισ­σό­τε­ρο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυ­μα, ολι­γό­πι­στοι;)». Πράγ­μα­τι και αυτό έχει πάρα πολύ έμφα­ση·. διό­τι με το «σας» δεν εννο­εί τίπο­τα άλλο παρά το πολυ­τί­μη­το και πάρα πολύ αξιό­λο­γο του ανθρώ­πι­νου γένους· είναι σαν να τους λέει: «εσάς τους οποί­ους έδω­σε ψυχή, στους οποί­ους διέ­πλα­σε το σώμα, για τους οποί­ους δημιούρ­γη­σε όλα όσα βλέ­που­με, για τους οποί­ους απέ­στει­λε προ­φή­τες και έστει­λε τον νόμο και έκα­νε τόσα αμέ­τρη­τα καλά για τους οποί­ους έδω­σε τον Μονο­γε­νή Υιό Του και δώρι­σε γι’ Αυτόν τα αμέ­τρη­τα χαρί­σμα­τά Του». Αφού λοι­πόν τους έδω­σε σαφείς απο­δεί­ξεις, στη συνέ­χεια τους επι­πλήτ­τει απο­κα­λών­τας τους ως ολι­γό­πι­στους· διό­τι τέτοιος πρέ­πει να είναι αυτός που δίνει συμ­βου­λές· δεν συμ­βου­λεύ­ει μόνο αλλά και ψέγει, για να τους παρα­κι­νή­σει περισ­σό­τε­ρο ώστε να πιστέ­ψουν στους λόγους Του.

Με αυτά μας διδά­σκει όχι μόνο να μη μερι­μνού­με, αλλά ούτε να κατα­κυ­ριευό­μα­στε από την πολυ­τέ­λεια των ενδυ­μά­των· διό­τι η ευπρέ­πεια είναι ιδιό­τη­τα της χλόης και το κάλ­λος του χόρ­του· και μάλι­στα έχει περισ­σό­τε­ρη αξία το χορ­τά­ρι από μια τέτοιου είδους στο­λή. Για­τί λοι­πόν μεγα­λο­φρο­νείς για πράγ­μα­τα, μετα­ξύ των οποί­ων το βρα­βείο της νίκης το έχει η βοτά­νι, με πολ­λή μάλι­στα υπε­ρο­χή;

Και πρό­σε­χε πως από την αρχή απο­δει­κνύ­ει το πρό­σταγ­μα εύκο­λο, και πάλι τους διδά­σκει από τα αντί­θε­τα και από εκεί­να που φοβούν­ται· διό­τι αφού είπε «Παρα­τη­ρή­στε τα αγριο­λού­λου­δα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό», πρό­σθε­σε· «Δεν κοπιά­ζουν ούτε γνέ­θουν». Ώστε έδω­σε αυτήν την εντο­λή επει­δή θέλει να μας απαλ­λά­ξει από τους κόπους. Δεν είναι λοι­πόν κόπος το να μη μερι­μνά κανείς γι’ αυτά, αλλά κόπος είναι το να μερι­μνά κανείς. Και όπως ακρι­βώς με το να πει «δεν σπεί­ρουν», δεν κατάρ­γη­σε τον σπό­ρο αλλά την φρον­τί­δα, έτσι λέγον­τας «δεν κοπιά­ζουν, ούτε γνέ­θουν», δεν αφαί­ρε­σε την εργα­σία αλλά την μέρι­μνα.

Και αν ο Σολο­μών νική­θη­κε από την ομορ­φιά αυτών, και όχι μόνο μια φορά ούτε δύο, αλλά καθ’ όλη τη διάρ­κεια της βασι­λεί­ας του (διό­τι δεν μπο­ρού­σε κανείς να πει ότι κάπο­τε μεν ενδυό­ταν με παρό­μοια, όχι όμως και στη συνέ­χεια, αλλά ότι δεν καλ­λω­πί­στη­κε κατά αυτόν τον τρό­πο ούτε μια μέρα· διό­τι αυτό το δήλω­σε λέγον­τας: «καθ’ όλη την βασι­λεία του»). Και ούτε μπο­ρεί να πει ότι από αυτό μεν το άνθος νική­θη­κε, όμως το άλλο το απο­μι­μή­θη­κε , αλλά ότι νική­θη­κε από όλα γενι­κώς· (γι’ αυτό και έλε­γε ότι «(:δεν ντύ­θη­κε με ένδυ­μα τόσο ωραίο και θαυ­μά­σιο, όπως περι­βάλ­λε­ται ένα από τα αγριο­λού­λου­δα αυτά)»· διό­τι όσο απέ­χει η αλή­θεια από το ψεύ­δος, τόση είναι η από­στα­ση των ενδυ­μά­των εκεί­νων και αυτών των ανθών). Εάν λοι­πόν εκεί­νος ομο­λό­γη­σε την ήττα του, ο πιο ένδο­ξος από όλους που ποτέ γίνον­ταν βασι­λείς, πότε εσύ θα μπο­ρέ­σεις να υπερ­βάλ­λεις και μάλ­λον να πλη­σιά­σεις, έστω και στο ελά­χι­στο, αυτού του είδους την ομορ­φιά; Από όλα αυτά μας διδά­σκει να μην επι­θυ­μού­με καθό­λου αυτού του είδους τον καλ­λω­πι­σμό· διό­τι πρό­σε­ξε το τέλος αυτού: μετά τη νίκη, ρίπτε­ται στον φούρ­νο.

Εάν λοι­πόν για τα ευτε­λή και τα κανε­νός λόγου αξία, που παρέ­χουν κάποια τυχαία ωφέ­λεια, τόσο μεγά­λη πρό­νοια απέ­δει­ξε ο Θεός, που θα εγκα­τα­λεί­ψει εσέ­να το σπου­δαιό­τε­ρο από όλες τις ζων­τα­νές υπάρ­ξεις; Και για­τί τότε τα δημιούρ­γη­σε τόσο ωραία; Για να κατα­στή­σει γνω­στή την σοφία Του και τη μεγά­λη δύνα­μη Του, για να γνω­ρί­σου­με από παν­τού την δόξα Του· διό­τι δεν διη­γούν­ταν μόνο οι ουρα­νοί την δόξα του Θεού[Ψαλμ.18,2: «Ο ορανο διη­γονται δόξαν Θεο, ποί­η­σιν δ χειρν ατο ναγ­γέλ­λει τ στε­ρέ­ω­μα(:οι ουρα­νοί με τη μεγα­λο­πρε­πή αρμο­νία και το κάλ­λος τους διη­γούν­ται σε κάθε νοή­μο­να άνθρω­πο την ένδο­ξη σοφία και δύνα­μη του Θεού που τους δημιούρ­γη­σε. Την υπερ­θαύ­μα­στη κτί­ση, την οποία δημιούρ­γη­σαν οι χεί­ρες Του, εξαγ­γέλ­λει ο ουρα­νός που ως απέ­ραν­τος στε­ρε­ω­μέ­νος θόλος εκτεί­νε­ται πάνω από εμάς)»], αλλά και η γη· και αυτό δηλώ­νον­τας ο Δαυίδ, έλε­γε: «νετε τν Κύριον) τ ρη κα πάν­τες ο βου­νοί, ξύλα καρ­πο­φό­ρα κα πσαι κέδροι(: δοξο­λο­γεί­τε τον Κύριο τα όρη τα υψη­λά και όλοι οι λόφοι, όλα τα καρ­πο­φό­ρα και όλα τα άγρια δέν­τρα όπως οι κέδροι)»[Ψαλμ.148,9]. Άλλα μεν με τον καρ­πό, άλλα πάλι με το μέγε­θος και άλλα με το κάλ­λος τους ανα­πέμ­πουν την δοξο­λο­γία προς Αυτόν που τα δημιούρ­γη­σε· διό­τι και αυτό είναι από­δει­ξη πολ­λής αφθο­νί­ας της σοφί­ας, όταν και στα πάρα πολύ ευτε­λή (διό­τι τι πιο ευτε­λές από αυτό που σήμε­ρα υπάρ­χει και αύριο δεν υπάρ­χει;) παρέ­χει τόσο πολύ κάλ­λος. Εάν λοι­πόν στο χορ­τά­ρι έδω­σε αυτό που δεν του είναι αναγ­καίο (διό­τι σε τι συν­τε­λεί το κάλ­λος αυτού στην τρο­φή της φωτιάς;), πώς δεν θα δώσει σε εσέ­να ό,τι σου είναι αναγ­καίο; Εάν το πλέ­ον αφε­λές το στό­λι­σε με αφθο­νία, και αυτό όχι για κάποια ανάγ­κη, αλλά το έκα­νε από γεν­ναιο­δω­ρία, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα δώσει σε εσέ­να, που είσαι ο σπου­δαιό­τε­ρος όλων των δημιουρ­γη­μά­των, όλα εκεί­να που σου είναι αναγ­καία.

Αφού λοι­πόν απέ­δει­ξε ότι είναι πάρα πολύ μεγά­λη η πρό­νοια του Θεού, και επει­δή έπρε­πε να τους επι­πλή­ξει στη συνέ­χεια, χρη­σι­μο­ποιεί εδώ την επιεί­κεια κατη­γο­ρών­τας αυτούς όχι για απι­στία, αλλά για ολι­γο­πι­στία. «Διό­τι εάν το χόρ­το του αγρού» λέει «ο Θεός το ενδύ­ει κατά αυτό τον τρό­πο, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα ενδύ­σει εσάς ολι­γό­πι­στοι». Και είναι αλή­θεια πως όλα αυτά τα έκα­νε Αυτός: «πάν­τα δι᾿ ατο γένε­το, κα χωρς ατο γένε­το οδ ν γέγο­νεν(:όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα δημιουρ­γή­θη­καν δι’ Αυτού, σε συνερ­γα­σία με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγι­νε το παρα­μι­κρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], αλλά όμως στην αρχή που­θε­νά δεν μνη­μο­νεύ­ει τον εαυ­τό Του· διό­τι ήταν αρκε­τό κατά αρχήν να απο­δεί­ξει την αυθεν­τία Του, το να λέει σε κάθε μια από τις εντο­λές: «Έχε­τε ακού­σει από την ανά­γνω­ση του Νόμου στις συνα­γω­γές ότι είπε ο Θεός στους προ­γό­νους μας - Εγώ όμως σας λέω…»[Ματθ.5,21,22ε].

Μην απο­ρή­σεις λοι­πόν όταν και στη συνέ­χεια απο­κρύ­πτει τον εαυ­τό Του ή λέει κάτι ταπει­νό για τον εαυ­τό Του· διό­τι στην αρχή ένα σκο­πό είχε, να κάνει παρα­δε­κτό τον λόγο Του σε αυτούς, και με όλα να απο­δεί­ξει ότι δεν είναι κάποιος αντί­θε­τος, αλλά ότι βρί­σκε­ται σε αρμο­νία και συμ­φω­νία με τον Πατέ­ρα· πράγ­μα βέβαια που κάνει και εδώ· διό­τι στον τόσο μακρό λόγο Του, συνε­χώς ανα­φέ­ρει τον Πατέ­ρα Του, θαυ­μά­ζον­τας την σοφία Αυτού, την πρό­νοια, την μέρι­μνα Του για όλα, και για τα μεγά­λα και για τα μικρά·διό­τι και όταν μιλά­ει για την Ιερου­σα­λήμ, ονό­μα­σε αυτήν «πόλη του μεγά­λου βασιλέως»[Ματθ.5,35:«Μήτε ες ερο­σό­λυ­μα, τι πόλις στ το μεγά­λου βασι­λέ­ως(:μην ορκι­σθεί­τε ούτε στην Ιερου­σα­λήμ, διό­τι εξαι­τί­ας του ναού του Θεού που είναι εκεί κτι­σμέ­νος, είναι πόλη του μεγά­λου βασι­λέ­ως Θεού)»· και όταν μνη­μό­νευ­σε τον ουρα­νό, τον ονό­μα­σε πάλι θρό­νο του Θεού[βλ.Ματθ.5,34: «γ δ λέγω μν μ μόσαι λως· μήτε ν τ οραν, τι θρό­νος στ το Θεο (:Εγώ όμως σας λέω να μην ορκι­σθεί­τε καθό­λου. Μην ορκι­στεί­τε ούτε στον ουρα­νό, διό­τι ο ουρα­νός είναι θρό­νος του Θεού)»] και όταν μιλού­σε για την οικο­νο­μία στον κόσμο, σε Αυτόν πάλι απο­δί­δει το παν, λέγον­τας ότι: «Για να μοιά­σε­τε έτσι και να γίνε­τε παι­διά του Πατέ­ρα σας που είναι στους ουρα­νούς· διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του, τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους»[Ματθ.5,45].

Και στην προ­σευ­χή δίδα­σκε κανείς να λέει πως «τι σο στιν βασι­λεία κα δύνα­μις κα δόξα ες τος αἰῶνας· μήν(:τα ζητού­με όλα αυτά από Εσέ­να, διό­τι δική Σου είναι η βασι­λεία και η δύνα­μη και η δόξα στους ατε­λεύ­τη­τους αιώ­νες. Αμήν)»[Ματθ.6,13β]. Και εδώ μιλών­τας για την πρό­νοια Αυτού και απο­δει­κνύ­ει ότι είναι αρι­στο­τέ­χνης και στα ασή­μαν­τα λέει ότι «ενδύ­ει το χόρ­το του αγρού». Και που­θε­νά δεν τον ονο­μά­ζει Πατέ­ρα Του να μην αγα­να­κτούν πλέ­ον. Και αν για τα ασή­μαν­τα και αναγ­καία δεν πρέ­πει να μερι­μνά κανείς, ποιας συγ­χώ­ρη­σης θα μπο­ρού­σαν να τύχουν αυτοί που μερι­μνούν για τα πολυ­τε­λή πράγ­μα­τα; Μάλ­λον και ποιας συγ­χω­ρή­σε­ως θα μπο­ρού­σαν να είναι άξιοι αυτοί που δεν κοι­μούν­ται για να αφαι­ρέ­σουν τα πράγ­μα­τα των άλλων;

«Μ ον μερι­μνή­ση­τε λέγον­τες, τί φάγω­μεν τί πίω­μεν τί περι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ τατα τ θνη πιζη­τε· οδε γρ πατρ μν οράνιος τι χρζετε τού­των πάν­των(:μην κατα­λη­φθεί­τε λοι­πόν ποτέ από αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα λέγον­τας: “τι θα φάμε, ή τι θα πιού­με, ή με ποιο ένδυ­μα θα ντυ­θού­με;” Διό­τι οι εθνι­κοί και ειδω­λο­λά­τρες, οι οποί­οι αγνο­ούν εντε­λώς τα ουρά­νια αγα­θά που έχουν ασυγ­κρί­τως ανώ­τε­ρη αξία, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρ­τά ως τα μόνα σοβα­ρά και απα­ραί­τη­τα. Εσείς όμως μην ανη­συ­χεί­τε γι’ αυτά, διό­τι ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας γνω­ρί­ζει ότι έχε­τε ανάγ­κη απ’ όλα αυτά και συνε­πώς θα σας τα δώσει)»[Ματθ.6,31–32].

Είδες πως πάλι η συμ­βου­λή Του έγι­νε εντο­νό­τε­ρη και κατέ­στη­σε γνω­στό ότι δεν πρό­στα­ξε τίπο­τα το ενο­χλη­τι­κό, ούτε το δυσά­ρε­στο; Όπως ακρι­βώς λοι­πόν όταν έλε­γε: «ἐὰν γρ γαπή­ση­τε τος γαπντας μς, τίνα μισθν χετε; οχ κα ο τελναι τ ατ ποιοσι; κα ἐὰν σπά­ση­σθε τος φίλους μν μόνον, τί περισσν ποιετε; οχ κα ο τελναι οτω ποιοσιν;(:διότι εάν αγα­πή­σε­τε μόνο εκεί­νους που σας αγα­πούν, ποια αντα­μοι­βή έχε­τε να πάρε­τε από τον Θεό; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώ­νες; Κι αν χαι­ρε­τά­τε μόνο τους φίλους σας Ιου­δαί­ους, τι σπου­δαίο κάνε­τε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώ­νες;)»[Ματθ.5,46–47], παρό­τρυ­νε αυτούς υπεν­θυ­μί­ζον­τας τους εθνι­κούς, έτσι και τώρα ανα­φέ­ρει εκεί­νους επι­πλήτ­τον­τας εμάς και δεί­χνον­τας ότι ζητά­ει από εμάς κάποιο αναγ­καίο χρέ­ος· διό­τι ενώ πρέ­πει να ξεπε­ρά­σου­με κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο τους Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­ους, ποια αξία θα δικαιού­μα­σταν εμείς, που όχι μόνο δεν ξεπε­ρά­σα­με εκεί­νους, αλλά και που παρα­μέ­νου­με και στην ευτέ­λεια των εθνι­κών και μιμού­μα­στε τη μικρο­ψυ­χία τους;

Μάλι­στα δεν αρκέ­στη­κε μόνο στην επί­πλη­ξη, αλλά αφού τους επέ­πλη­ξε με όλα αυτά και διή­γει­ρε την προ­θυ­μία τους, και αφού τους έκα­νε να νιώ­σουν μεγά­λη ντρο­πή, στη συνέ­χεια τους προ­τρέ­πει και με άλλο τρό­πο λέγον­τας: «Οδε γρ πατρ μν οράνιος τι χρζετε τού­των πάν­των(:εσείς όμως μην ανη­συ­χεί­τε γι’ αυτά, διό­τι ο ουρά­νιος Πατέ­ρας σας γνω­ρί­ζει ότι έχε­τε ανάγ­κη απ’ όλα αυτά και συνε­πώς θα σας τα δώσει)». Δεν είπε: «γνω­ρί­ζει ο Θεός», αλλά «γνω­ρί­ζει ο Πατέ­ρας σας ο ουρά­νιος», ώστε να δημιουρ­γή­σει σε αυτούς μεγα­λύ­τε­ρη ελπί­δα· διό­τι εάν είναι Πατέ­ρας μας και μάλι­στα τέτοιος Πατέ­ρας, δεν θα μπο­ρέ­σει να αδια­φο­ρή­σει για τους υιούς Του να βρί­σκον­ται στα χει­ρό­τε­ρα κακά, κατά τη στιγ­μή μάλι­στα που ούτε οι άνθρω­ποι που είναι πατέ­ρες δεν το ανέ­χον­ται αυτό.

Και μετά από αυτό προ­σθέ­τει και άλλον συλ­λο­γι­σμό. Ποιος λοι­πόν είναι αυτός; «τι χρζετε τού­των πάν­των (:ότι έχε­τε ανάγ­κη όλων αυτών)». Αυτό λοι­πόν που λέγει σημαί­νει το εξής. Μήπως δηλα­δή αυτά είναι ασή­μαν­τα για να τα περι­φρο­νή­σει ο Θεός; Και όμως ούτε τα ασή­μαν­τα περι­φρό­νη­σε, όπως δηλα­δή στην περί­πτω­ση του χορ­τα­ριού· στην παρού­σα περί­πτω­ση μάλι­στα είναι και αναγ­καία. Ώστε αυτό που θεω­ρείς ότι είναι αιτία της φρον­τί­δας σου, αυτό είναι ικα­νό νομί­ζω να σε απο­μα­κρύ­νει από αυτήν τη φρον­τί­δα· διό­τι αν ισχυ­ρί­ζε­σαι ότι «για τον λόγο αυτόν πρέ­πει να μερι­μνώ, επει­δή είναι αναγ­καία», αντι­θέ­τως εγώ λέγω ότι ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν δεν πρέ­πει να μερι­μνή­σεις, επει­δή είναι αναγ­καία. Αλλά και αν ακό­μη ήταν περιτ­τά, πάλι δεν θα έπρε­πε έτσι να οδη­γού­μα­στε σε από­γνω­ση, αλλά θα έπρε­πε να ελπί­ζα­με στη χορη­γία τους· επει­δή όμως είναι αναγ­καία, δεν πρέ­πει καθό­λου να αμφι­βάλ­λου­με· διό­τι ποιος είναι εκεί­νος ο πατέ­ρας, ο οποί­ος ανέ­χε­ται, ώστε να μην εξα­σφα­λί­σει στα παι­διά Του ούτε τα αναγ­καία;

Επο­μέ­νως και γι΄αυτόν τον λόγο ο Θεός οπωσ­δή­πο­τε θα σου χορη­γή­σει· καθό­σον μάλι­στα Αυτός είναι δημιουρ­γός της φύσε­ως και γνω­ρί­ζει με ακρί­βεια Αυτός την ανάγ­κη της. Φυσι­κά ούτε αυτό δεν θα μπο­ρού­σες να πεις, ότι είναι μεν Πατέ­ρας και ότι αναγ­καία είναι αυτά που ζητού­με, όμως αγνο­εί ότι έχου­με την ανάγ­κη τους· διό­τι Αυτός που γνω­ρί­ζει τη φύση, και είναι δημιουρ­γός αυτής, και διέ­πλα­σε αυτήν κατ’ αυτόν τον τρό­πο, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι και την ανάγ­κη της γνω­ρί­ζει περισ­σό­τε­ρο από εσέ­να που έχεις την ανάγ­κη αυτών· καθό­σον έτσι έκρι­νε Αυτός σκό­πι­μο ώστε αυτή να βρί­σκε­ται σε τέτοιου είδους ανάγ­κη. Δεν θα εναν­τιω­θεί λοι­πόν σε αυτά που θέλη­σε ο Ίδιος, που δημιούρ­γη­σε μεν αυτή τη μεγά­λη ανάγ­κη, και θα απαλ­λά­ξει πάλι αυτήν από τη φυσι­κή ανάγ­κη και τα αναγ­καία.

Ας μη φρον­τί­ζου­με λοι­πόν· διό­τι δεν θα κερ­δί­σου­με τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο εκτός από το να βασα­νί­ζου­με τους εαυ­τούς μας· διό­τι όταν ο Θεός μάς δίνει και όταν μερι­μνού­με και όταν δεν μερι­μνού­με, και μάλι­στα πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν δεν μερι­μνού­με, ποιο είναι από τη φρον­τί­δα επι­πλέ­ον κέρ­δος σου, παρά το να απαι­τείς για τον εαυ­τό σου περιτ­τή τιμω­ρία; Διό­τι ούτε όταν πρό­κει­ται κάποιος να μετα­βεί σε πλου­σιο­πά­ρο­χο γεύ­μα, θα φτά­σει στο σημείο να φρον­τί­ζει για την τρο­φή, ούτε αυτός που πηγαί­νει προς πηγή φρον­τί­ζει για νερό. Ας μη μερι­μνού­με λοι­πόν ούτε και εμείς και ας μη μικρο­ψυ­χού­με τη στιγ­μή που έχου­με εμείς και από κάθε πηγή και από άπει­ρα προ­ε­τοι­μα­σμέ­να δεί­πνα, πλου­σιό­τε­ρη τη χορη­γία της πρό­νοιας του Θεού.

Μετά λοι­πό από όσα προ­ει­πώ­θη­καν, προ­σθέ­τει και άλλον πάλι συλ­λο­γι­σμό για να μη χάνου­με το θάρ­ρος μας για τέτοια πράγ­μα­τα. Λέγει: «Ζητετε δ πρτον τν βασι­λεί­αν το Θεο κα τν δικαιο­σύ­νην ατο, κα τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν(:Να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σάς ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά. Και τότε αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί με εκεί­να)»[Ματθ.6,33].

Αφού λοι­πόν ελευ­θέ­ρω­σε την ψυχή από τη μέρι­μνα, μνη­μό­νευ­σε τότε και τα σχε­τι­κά με τον ουρα­νό· διό­τι ήλθε να ελευ­θε­ρώ­σει από τα παλαιά και να καλέ­σει προς μία μεγα­λύ­τε­ρη πατρί­δα. Για τον λόγο αυτόν τα πράτ­τει όλα ώστε να μας απαλ­λά­ξει από τα περιτ­τά και από την προ­σή­λω­σή μας στα γήι­να. Για τον λόγο αυτόν μνη­μό­νευ­σε και τους εθνι­κούς, λέγον­τας ότι οι εθνι­κοί τα επι­ζη­τούν αυτά, οι οποί­οι κοπιά­ζουν μόνο για την παρού­σα ζωή και οι οποί­οι δεν κάνουν κανέ­να λόγο για τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, ούτε έχουν ιδέα για τα ουρά­νια πράγ­μα­τα. Σε σας όμως δεν είναι αυτά τα πρω­τεύ­ον­τα πράγ­μα­τα, αλλά άλλα· διό­τι δεν δημιουρ­γη­θή­κα­με γι’ αυτό, για να τρώ­με κα να πίνου­με και να ντυ­νό­μα­στε, αλλά για να γίνου­με αρε­στοί στον Θεό και να επι­τύ­χου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά. Όπως ακρι­βώς αυτά κατα­λαμ­βά­νουν κατά την προ­σπά­θειά μας δευ­τε­ρεύ­ου­σα θέση, έτσι και κατά την προ­σευ­χή μας ας είναι δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας.

Γι’ αυτό και έλε­γε: «Να ζητεί­τε τη βασι­λεία των ουρα­νών και όλα αυτά θα προ­στε­θούν σε σας». Και δεν είπε «θα δοθούν» αλλά «θα προ­στε­θούν», για να μάθεις ότι κανέ­να από αυτά που δίνον­ται κατά το παρόν δεν είναι μεγα­λύ­τε­ρο από το μέγε­θος των μελ­λον­τι­κών αγα­θών. Για τον λόγο λοι­πόν αυτόν προ­τρέ­πει να μην τα ζητεί κανείς αυτά, αλλά να ζητεί μεν άλλα, να έχει πίστη όμως ότι και αυτά θα προ­στε­θούν σε εκεί­να. Επο­μέ­νως να ζητάς τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά και θα λάβεις και τα παρόν­τα· να μη ζητάς αυτά που βλέ­πεις, οπωσ­δή­πο­τε όμως να είσαι βέβαιος πως και εκεί­να θα τα λάβεις. Καθό­σον δεν σου ται­ριά­ζει να ζητείς από τον Κύριο τέτοια πράγ­μα­τα· διό­τι ενώ οφεί­λεις να δαπα­νάς όλη τη φρον­τί­δα και τη μέρι­μνα για εκεί­να τα απε­ρί­γρα­πτα αγα­θά, ντρο­πιά­ζεις πάρα πολύ τον εαυ­τό σου, ξοδεύ­ον­τας αυτήν στην επι­θυ­μία των εφή­με­ρων πραγ­μά­των.

«Μα τι λοι­πόν;», θα ρωτή­σει κάποιος· «δεν πρό­στα­ξε να ζητεί κανείς στην προ­σευ­χή του τον άρτο;» Αλλά όμως πρό­σθε­σε «τόν πιού­σιον», και σε αυτόν πάλι πρό­σθε­σε το «σήμε­ρον»[Λουκ.11,3]· πράγ­μα το οποίο βέβαια κάνει και τώρα· διό­τι δεν είπε: «μη μερι­μνή­σε­τε», αλλά «μη μερι­μνή­σε­τε για την αυρια­νή ημέ­ρα»· και έτσι μας παρέ­χει και την ελευ­θε­ρία και την ψυχή μάς προ­ση­λώ­νει στα πλέ­ον αναγ­καία. Καθό­σον και εκεί­να πρό­στα­ξε γι’ αυτό να τα ζητά­ει κανείς, όχι επει­δή ο Θεός έχει ανάγ­κη της δικής μας υπεν­θυ­μί­σε­ως, αλλά για να μάθου­με ότι με τη δική Του τη βοή­θεια επι­τυγ­χά­νου­με αυτά τα οποία επι­τυγ­χά­νου­με, και για να εξοι­κειω­θού­με με τη συνε­χή προ­σευ­χή γι΄αυτά.

Είδες πώς τους έπει­σε και σε αυτήν την περί­πτω­ση ότι θα λάβουν οπωσ­δή­πο­τε τα παρόν­τα αγα­θά; Διό­τι Αυτός που χορη­γεί τα μεγα­λύ­τε­ρα, θα δώσει πολύ περισ­σό­τε­ρο τα μικρό­τε­ρα· διό­τι, λέγει, «δεν είπα για τον λόγο αυτόν να μη μερι­μνά­τε ούτε και να ζητεί­τε για να ταλαι­πω­ρεί­στε και να περι­φέ­ρε­στε γυμνοί, αλλά για να έχε­τε και αυτά σε αφθο­νία· πράγ­μα που βέβαια περισ­σό­τε­ρο από όλα ήταν ικα­νό να προ­σελ­κύ­σει αυτούς». Όπως ακρι­βώς λοι­πόν στην περί­πτω­ση της ελεη­μο­σύ­νης απο­τρέ­πον­τας αυτούς να επι­δει­κνύ­ον­ται στους ανθρώ­πους, τους έπει­θε περισ­σό­τε­ρο με αυτό, με το ότι υπο­σχό­ταν ότι θα τους δίνει με περίσ­σεια γεν­ναιο­δω­ρία- «διό­τι ο Πατέ­ρας σου», λέγει, «που βλέ­πει στα κρυ­φά, θα σου το απο­δώ­σει στα φανε­ρά)» [Ματθ.6,4] – έτσι και εδώ, απο­τρέ­πον­τας αυτούς από το να ζητούν αυτά, με αυτό προ­πάν­των τους πεί­θει, με το ότι δηλα­δή υπό­σχε­ται ότι θα δώσει με περίσ­σεια τα αγα­θά σε αυτούς που δεν ζητούν· διό­τι λέγει, « γι’ αυτό παραγ­γέλ­λω να μη ζητείς, όχι για να μη λάβεις, αλλά για να λάβεις με αφθο­νία· για να τα λάβεις όπως ακρι­βώς σου ται­ριά­ζει, και με την ωφέ­λεια που σου αρμό­ζει· για να μην κάνεις τον εαυ­τό σου, με το να μερι­μνάς και να κατα­πο­νεί­σαι με τη φρον­τί­δα τους, ανά­ξιο και αυτών και των πνευ­μα­τι­κών αγα­θών· για να μην υπο­μεί­νεις περιτ­τή ταλαι­πω­ρία και εκπέ­σεις πάλι από αυτό που επι­ζη­τείς».

«Μ ον μερι­μνή­ση­τε ες τν αριον· γρ αριον μερι­μνή­σει τ αυτς· ρκετν τ μέρ κακία ατς(:Μην κυριευ­τεί­τε λοι­πόν από ανή­συ­χη φρον­τί­δα για όσα ενδέ­χε­ται να παρου­σια­στούν αύριο· διό­τι η αυρια­νή ημέ­ρα θα φρον­τί­σει για όλα όσα θα σας συμ­βούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέ­ρα η δική της σκο­τού­ρα και ταλαι­πω­ρία)»[Ματθ.6,34], δηλα­δή η ταλαι­πω­ρία, η συν­τρι­βή. Δεν σου είναι αρκε­τό το να τρως τον άρτο σου με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου; [Γέν.3,19: «ν δρτι το προ­σώ­που σου φαγ τν ρτον σου, ως το ποστρέ­ψαι σε ες τν γν, ξ ς λήφθης, τι γ ε κα ες γν πελεύσ(:σε όλο το διά­στη­μα της ζωής σου θα τρως τον άρτο σου με τον ιδρώ­τα του προ­σώ­που σου, μέχρι τη στιγ­μή που θα πεθά­νεις και επι­στρέ­ψει το σώμα του στη γη, από την οποία έχει πλα­σθεί· διό­τι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα κατα­λή­ξει και χώμα πάλι θα γίνει)» ], Για­τί προ­σθέ­τεις και άλλη, την ταλαι­πω­ρία από τη φρον­τί­δα, κατά την στιγ­μή που πρό­κει­ται να ελευ­θε­ρω­θείς και από τους προ­η­γού­με­νους κόπους;

«Κακία» λοι­πόν εδώ δεν ονο­μά­ζει την πονη­ρία, μη γένοι­το, αλλά την ταλαι­πω­ρία και τον πόνο και τις συμ­φο­ρές· όπως ακρι­βώς και αλλού λέγει: «Ε φωνή­σει σάλ­πιγξ ν πόλει, κα λας ο πτο­η­θή­σε­ται; ε σται κακία ν πόλει, ν Κύριος οκ ποί­η­σε;(: είναι δυνα­τόν να σαλ­πί­σει πολε­μι­κή σάλ­πιγ­γα σε κάποια πόλη και ο λαός να μην ταρα­χτεί; Είναι δυνα­τόν να υπάρ­ξει κάποια σύμ­φο­ρα σε μία πόλη, την οποία ο Κύριος να μην έχει παρα­χω­ρή­σει;)»[Αμώς 3,6], που εννο­εί όχι τις αρπα­γές, ούτε τις πλε­ο­νε­ξί­ες, ούτε κανέ­να άλλο από τα παρό­μοια, αλλά τις πλη­γές που προ­έρ­χον­ται από πάνω.

Και αλλού λέγει: « γ κατα­σκευά­σας φς κα ποι­ή­σας σκό­τος, ποιν ερήνην κα κτί­ζων κακά· γ Κύριος Θες ποιν πάν­τα τατα(:εγώ κατα­σκεύ­α­σα το φως και έκα­μα το σκο­τά­δι. Επι­φέ­ρω και απο­κα­θι­στώ ειρή­νη αλλά και παρα­χω­ρώ να έρχον­ται συμ­φο­ρές και θλί­ψεις. Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός, ο οποί­ος κάνω όλα αυτά)» [Ησ. 45,7] · διό­τι ούτε εδώ εννο­εί την κακία, αλλά τις ελλεί­ψεις τρο­φών και τις ασθέ­νειες, τα οποία θεω­ρούν­ται από τους πολ­λούς ότι είναι κακά· διό­τι συνη­θί­ζε­ται από τον πολύ κόσμο να τα ονο­μά­ζει αυτά κακά. Κατ’ αυτόν τον τρό­πο λοι­πόν και οι ιερείς και οι μάν­τεις των πέν­τε εκεί­νων σατρα­πειών, όταν έζε­ψαν στην κιβω­τό της Δια­θή­κης τις αγε­λά­δες και τις άφη­σαν να βαδί­ζουν χωρίς τις δαμά­λεις, «κακία» ονό­μα­ζαν τις θεό­σταλ­τες εκεί­νες πλη­γές και την ολι­γο­ψυ­χία και την οδύ­νη που συνέ­βη σε αυτούς εξαι­τί­ας αυτών [πρβλ. Α΄Βασ. 6,1 κ.ε.]. Αυτό λοι­πόν δηλώ­νει και εδώ λέγον­τας: «Είναι αρκε­τή στην κάθε μέρα η κακία της»· διό­τι τίπο­τε δεν κάνει να πονέ­σει τόσο η ψυχή όσο η μέρι­μνα και η φρον­τί­δα.

Έτσι και ο Παύ­λος προ­τρέ­πον­τας για παρ­θε­νία έδι­νε την εξής συμ­βου­λή: «θέλω δ μς μερί­μνους εναι. γαμος μερι­μν τ το Κυρί­ου, πς ρέσει τ Κυρί(:θέλω λοι­πόν να είστε ελεύ­θε­ροι από φρον­τί­δες που σας ζαλί­ζουν και σας ρίχνουν σε μεγά­λη ανη­συ­χία. Ο άγα­μος στρέ­φει ολό­κλη­ρη την προ­σο­χή και την φρον­τί­δα του σε όσα παραγ­γέλ­λει ο Κύριος· φρον­τί­ζει πολύ πώς να αρέ­σει στον Κύριο)»[Α΄Κορ.7,32]. Επί­σης όταν ο Κύριος λέγει ότι η αυρια­νή ημέ­ρα θα μερι­μνή­σει για τον εαυ­τό της, δεν εννο­εί ότι η ημέ­ρα θα μερι­μνή­σει γι’ αυτά, αλλά επει­δή μιλού­σε προς ένα λαό πνευ­μα­τι­κά ατε­λέ­στε­ρο, θέλον­τας να κάνει περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­η­τά τα λεγό­με­νά Του, προ­σω­πο­ποιεί τον και­ρό, ομι­λών­τας προς αυτούς σύμ­φω­να με τη συνή­θεια των πολ­λών.

Και εδώ μεν συμ­βου­λεύ­ει απλώς, στη συνέ­χεια όμως και νομο­θε­τεί λέγον­τας: «Μ κτή­ση­σθε χρυσν μηδ ργυ­ρον μηδ χαλκν ες τς ζώνας μν, μ πήραν ες δν μηδ δύο χιτνας μηδ ποδή­μα­τα μηδ άβδον· ξιος γάρ στιν ργά­της τς τροφς ατο(:μην απο­κτή­σε­τε και μη φυλά­γε­τε στις ζώνες σας χρυ­σά νομί­σμα­τα, ούτε αργυ­ρά, ούτε χάλ­κι­να. Ούτε να απο­κτή­σε­τε σάκο για να βάζε­τε σε αυτόν ψωμί για τον δρό­μο που θα κάνε­τε. Ούτε δύο που­κά­μι­σα να απο­κτή­σε­τε, ούτε υπο­δή­μα­τα εκτός από τα πέδι­λα που θα φορά­τε, αλλά ούτε και ραβδί. Αυτά σας είναι περιτ­τά· διό­τι είστε εργά­τες που εργά­ζε­στε για την πνευ­μα­τι­κή ωφέ­λεια των ανθρώ­πων, και κάθε εργά­της δικαιού­ται να δέχε­ται την τρο­φή του από εκεί­νους για τους οποί­ους μοχθεί)»[Ματθ.10,9–10]. Αφού δηλα­δή τα απέ­δει­ξε αυτά έμπρα­κτα, τότε πλέ­ον εισά­γει και τη νομο­θε­σία που ήταν εντο­νό­τε­ρη από τους λόγους, όταν και ο λόγος έγι­νε ευπρόσ­δε­κτος, αφού επι­βε­βαιώ­θη­κε προ­η­γου­μέ­νως με τα δικά Του έργα.

Πού λοι­πόν επι­βε­βαί­ω­σε τους λόγους Του με τα έργα Του; Άκου­σε Αυτόν που λέγει: «Κα λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις, δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:οι αλε­πού­δες έχουν τρύ­πες που τις χρη­σι­μο­ποιούν ως φωλιές, και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη για να κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο υιός του ανθρώ­που ‑δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος γνω­στός από τις υπο­σχέ­σεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσ­σί­ας πρό­κει­ται να έλθω πάλι Κρι­τής ένδο­ξος πάνω στις νεφέ­λες του ουρα­νού- δεν έχει ούτε πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ να έχεις σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των ακο­λού­θων μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες, όπως η δική μου)»[Ματθ. 8,20]. Και δεν αρκεί­ται μόνο σε αυτό, αλλά παρέ­χει και στους μαθη­τές την δυνα­τό­τη­τα να απο­δεί­ξουν αυτά, διό­τι και αυτούς τους προ­ε­τοί­μα­σε έτσι και δεν τους άφη­σε να έχουν από τίπο­τε ανάγ­κη.

Πρό­σε­ξε επί­σης και την κηδε­μο­νία Του, που ξεπερ­νά τη φιλο­στορ­γία κάθε πατέ­ρα· «διό­τι», λέγει, «σας δίνω αυτήν την εντο­λή όχι για τίπο­τε άλλο, αλλά για να σας απαλ­λά­ξω από περιτ­τές φρον­τί­δες· διό­τι και αν σήμε­ρα μερι­μνή­σεις για την επό­με­νη ημέ­ρα, και αύριο πάλι θα μερι­μνή­σεις. Για ποιο λόγο λοι­πόν το περιτ­τό; Για­τί κατα­ναγ­κά­ζεις την ημέ­ρα να λαμ­βά­νει περισ­σό­τε­ρο από την ταλαι­πω­ρία που έτυ­χε να έχει, και μαζί με τους δικούς της κόπους προ­σθέ­τεις και το φορ­τίο της επό­με­νης ημέ­ρας, και όλα αυτά κατά τη στιγ­μή που ως προς τίπο­τε δεν πρό­κει­ται να ανα­κου­φί­σεις την άλλη ημέ­ρα από την προ­σθή­κη που γίνε­ται, παρά μόνο θα φανε­ρώ­σεις περίσ­σευ­μα περιτ­τών κόπων;».

Για να τους ψέξει επί­σης περισ­σό­τε­ρο, σχε­δόν σαν να έδω­σε ψυχή στον χρό­νο, τον παρου­σιά­ζει ως αδι­κού­με­νο και να φωνά­ζει ενάν­τια σε αυτούς για την περιτ­τή κατα­πό­νη­σή του. Και βέβαια έλα­βες την ημέ­ρα, για να φρον­τί­ζεις για όσα ανή­κουν σε αυτήν. Εξαι­τί­ας τίνος λοι­πόν προ­σθέ­τεις σε αυτήν και όσα ανή­κουν στην επό­με­νη; Μήπως δεν είναι αρκε­τό φορ­τίο η δική της φρον­τί­δα; Για ποιον λόγο λοι­πόν τη βαρύ­νεις περισσότερο;Όταν μάλι­στα ο νομο­θέ­της τα λέγει αυτά, και αυτός που πρό­κει­ται να σε δικά­σει, ανα­λο­γί­σου τις αγα­θές ελπί­δες που προ­βάλ­λει μπρο­στά μας, όταν ο Ίδιος επι­βε­βαιώ­νει ότι αυτή η ζωή είναι γεμά­τη από ταλαι­πω­ρί­ες και κόπους, ώστε να είναι αρκε­τή και η φρον­τί­δα της μιας ημέ­ρας να μας βλά­ψει και να μας συν­τρί­ψει.

Παρ’ όλα αυτά όμως, αν και έχουν λεχθεί τόσα πολ­λά και τόσο σπου­δαία, εμείς φρον­τί­ζου­με μεν για τα επί­γεια, αλλά δεν φρον­τί­ζου­με καθό­λου για τα ουρά­νια, αλλά αντι­στρέ­ψα­με την τάξη, πολε­μών­τας και από τις δύο πλευ­ρές τους λόγους του Κυρί­ου. Πρό­σε­ξε λοι­πόν· «μη ζητεί­τε», μας λέγει, «καθό­λου τα παρόν­τα»· εμείς όμως ζητού­με αυτά συνε­χώς. «Ζητεί­τε», λέγει, «τα επου­ρά­νια»· εμείς όμως ούτε για ελά­χι­στη ώρα δεν ζητού­με εκεί­να, αλλά αντι­θέ­τως όση μέρι­μνα κατα­βάλ­λου­με για τα βιο­τι­κά, τόση αδια­φο­ρία επι­δει­κνύ­ου­με για τα πνευ­μα­τι­κά, και μάλι­στα και πολύ μεγα­λύ­τε­ρη.

Ωστό­σο όμως δεν μπο­ρεί να γίνε­ται πάν­το­τε αυτό, ούτε πάν­το­τε είναι δυνα­τό αυτά να συμ­βαί­νουν. Καλά περι­φρο­νού­με τους λόγους Του για δέκα μέρες, για είκο­σι, για εκα­τό· μα δεν πρέ­πει τέλος πάν­των να επι­στρέ­ψου­με και να πέσου­με στα χέρια Αυτού που δικά­ζει; Ίσως όμως παρέ­χει παρη­γο­ρία η ανα­βο­λή. Και ποια είναι η παρη­γο­ρία, το να ανα­μέ­νεις καθη­με­ρι­νά κόλα­ση και τιμω­ρία; Διό­τι εάν θέλεις κάποια παρη­γο­ρία να έχεις από αυτήν την ανα­βο­λή, λάβε τη διόρ­θω­ση που προ­έρ­χε­ται από τη μετά­νοια· διό­τι και αν νομί­ζεις ότι η ανα­βο­λή της τιμω­ρί­ας ότι σου παρέ­χει κάποια ανα­κού­φι­ση, πολύ μεγα­λύ­τε­ρο είναι το κέρ­δος το να μην υπο­πέ­σεις στην τιμω­ρία.

Ας χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με λοι­πόν αυτήν την ανα­βο­λή που κάνει ο Θεός προ­κει­μέ­νου να μας τιμω­ρή­σει για την αδια­φο­ρία μας, ώστε να απαλ­λα­γού­με εντε­λώς από τα επι­κεί­με­να κακά· διό­τι δεν είναι κανέ­να από τα παραγ­γέλ­μα­τά Του ούτε φορ­τι­κό, ούτε και βαρύ, αλλά είναι όλα τόσο εύκο­λα και εφαρ­μό­σι­μα, ώστε εάν προ­σφέ­ρου­με μόνο γνή­σια προ­αί­ρε­ση, θα μπο­ρέ­σου­με να τα εφαρ­μό­σου­με και αν ακό­μη είμα­στε υπεύ­θυ­νοι μυρί­ων αμαρ­τη­μά­των.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες Κ΄, ΚΑ΄ και ΚΒ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 9 σελί­δες 712–727 και τόμος 10, σελί­δες 9–27 και 30–53 αντί­στοι­χα.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 183–212.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

















ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Κ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 9, σελί­δες 712–727.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 64, σελ. 183- 190 (ή: 88- 92 του PDF) .

https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLUnhXelZwYTVqWWs/view

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΑΤΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΜΗ ΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΑΤΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 15–6‑1980]

(Β31)

Ένα, αγα­πη­τοί μου, ιδιαί­τε­ρο γνώ­ρι­σμα της επο­χής μας, είναι η συνύ­παρ­ξις πολ­λών ιδε­ών και πολ­λών ρευ­μά­των. Είναι πραγ­μα­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κό της επο­χής μας. Είναι ένας κόσμος συγ­κρη­τι­στι­κός. Ένας κόσμος η επο­χή μας, που δεν θέλει να απο­βάλ­λει τον άλλον, ούτε να τον δια­χω­ρί­σει, αλλά να τον συγ­χω­νεύ­σει. Έτσι βλέ­που­με, σε όλους τους τομείς, ιδί­ως στον κοι­νω­νι­κό τομέα και τον πολι­τι­κό, να υπάρ­χει μία ανάγ­κη συνυ­πάρ­ξε­ως. Ότι δηλα­δή να υπάρ­χεις κι εσύ, να υπάρ­χω κι εγώ. Να συνυ­πάρ­χο­με. Δεν σου λέγω ότι είσαι ή καλός ή κακός, ούτε εγώ λέγω ότι είμαι καλός ή κακός, απλώς υπάρ­χεις και υπάρ­χω. Συνε­πώς να υπάρ­χεις και να υπάρ­χω. Άρα, να συνυ­πάρ­χο­με.

Και βεβαί­ως δεν είναι θέμα μας αυτή τη στιγ­μή να πού­με αν αυτό είναι καλό ή κακό. Ένα μόνο έχω να πω: ότι εις τον χώρο της πίστε­ως η συνύ­παρ­ξις είναι κάτι αδια­νόη­το. Είναι τόσο αδια­νόη­το, ώστε να λέγει ο Κύριος ότι δεν μπο­ρείς να είσαι και με τον Θεό και με τον σατα­νά. Δεν μπο­ρούν αυτά τα δύο να συνυ­πάρ­χουν μέσα εις την ψυχή σου. Ακού­σα­τε τον λόγον του Κυρί­ου: «Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν· γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. Ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων». Δεν μπο­ρεί­τε να δου­λεύ­ε­τε και εις τον Θεόν και εις τον διά­βο­λον. Δεν μπο­ρεί­τε να έχε­τε δύο αφεν­τι­κά ‑δυσ κυρί­οις-·και τον Θεό και τον διά­βο­λο.

Έτσι, αγα­πη­τοί μου, βλέ­πο­με εδώ ότι δεν είναι δυνα­τή μία συνύ­παρ­ξις εις τον χώρον της πίστε­ως. Εντού­τοις, παρά τον ρητόν λόγον αυτόν του Κυρί­ου, οι Χρι­στια­νοί, ιδιαι­τέ­ρως οι Χρι­στια­νοί, κατα­φέρ­νουν, εκεί­νο που ο Κύριος είπε: «Ο δύνα­σθε δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν», εκεί­νοι να λέγουν: «Δυνά­με­θα δυσί κυρί­οις δου­λεύ­ειν, κατά το δοκούν· όσο θέλο­με, όπο­τε θέλο­με και κατά το μέτρο που επι­θυ­μού­με. Και κατά τα ποσο­στά που εμείς κρί­νο­με. Θέλο­με επί παρα­δείγ­μα­τι να έχο­με ογδόν­τα τοις εκα­τό τον σατα­νά, είκο­σι τοις εκα­τό τον Θεό. Ή αντί­στρο­φα. Είκο­σι τοις εκα­τό τον σατα­νά και ογδόν­τα τοις εκα­τό τον Θεό». Όμως πρέ­πει να το ξέρο­με. Όταν λέγει ο Κύριος «Ο δύνα­σθε», αυτό το «Ο δύνα­σθε», δεν είναι με την έννοια της εντο­λής, αλλά είναι και με την έννοια της δυνα­τό­τη­τος. Δεν μπο­ρεί­τε να δου­λεύ­ε­τε σε δύο αφεν­τι­κά. Όχι «δεν σας επι­τρέ­πε­ται». Το «δεν σας επι­τρέ­πε­ται», βεβαί­ως δεν σας επι­τρέ­πε­ται. Δεν μπο­ρεί­τε. Είναι αυτό που λέγει ο λαός: «Δεν χωρά­νε δύο καρ­πού­ζια κάτω από την ίδια μασχά­λη». Δεν μπο­ρεί­τε. Επει­δή όμως εμείς κάνο­με να μπο­ρού­με, τότε θα πρέ­πει να δια­ψεύ­δο­με τον Κύριον.

Αλλά ο Κύριος δια­ψεύ­δε­ται; Δεν δια­ψεύ­δε­ται. Και ιδού το απο­τέ­λε­σμα. Μέσα στην ανθρώ­πι­νη ψυχή, όταν γίνε­ται προ­σπά­θεια συνυ­πάρ­ξε­ως αυτών των δύο κυρί­ων, και του Θεού και του σατα­νά, να επέρ­χε­ται διχα­σμός της ψυχής. Και έχο­με αυτό το φοβε­ρό φαι­νό­με­νο της μερι­κής ή της καθο­λι­κής ψυχο­πα­θεί­ας. Εγώ θα σας έλε­γα, αγα­πη­τοί μου, χωρίς υπερ­βο­λήν και χωρίς ενδοια­σμό· εάν σήμε­ρα στην επο­χή μας τα ψυχι­κά νοσή­μα­τα είναι ηυξη­μέ­να, δεν ξέρω πόσοι άλλοι λόγοι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι μπο­ρεί να τα δημιουρ­γούν, ένας βασι­κός λόγος, όταν θα μου λέγα­τε: «Οι θόρυ­βοι, ο τρό­πος της ζωής κ.τ.λ., οι μέρι­μνες» ‑ακού­σα­με και περί μερί­μνης στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περικοπή‑, εγώ θα σας έλε­γα, βασι­κά είναι ένας κύριος λόγος. Ότι θέλο­με να δου­λεύ­ο­με σε δύο αφεν­τι­κά. Με απο­τέ­λε­σμα αυτόν τον διχα­σμόν της ψυχής.

Αλλά όταν λέμε ότι δεν πρέ­πει να δου­λεύ­ο­με σε δύο αφεν­τι­κά, αλλά πρέ­πει να δου­λεύ­ο­με μόνο σε ένα αφεν­τι­κό, τότε πώς το εννο­ού­με αυτό; Όταν λέγω ότι μόνο στον Θεό θέλω να δου­λεύω, να είμαι δού­λος μόνο του Θεού, αυτό δεν σημαί­νει ότι αυτο­μά­τως βρί­σκο­μαι στον χώρο του Θεού. Σημαί­νει ότι θα ασκή­σω πολύν αγώ­να και πολ­λή προ­σπά­θεια. Δεν πρέ­πει να ξεχνώ ότι είμαι ο άνθρω­πος που φέρω το προ­πα­το­ρι­κόν αμάρ­τη­μα. Ότι έχω μέσα μου… έχει κολ­λή­σει σαν τα όστρα­κα στο πλοίο, έχει κολ­λή­σει μέσα μου η ασθέ­νεια, η ανημ­πο­ριά, το κακό, που έχει γίνει δευ­τέ­ρα φύσις το κακό στην ύπαρ­ξή μου. Θα πρέ­πει λοι­πόν να αγω­νί­ζο­μαι. Δεν θα πρέ­πει να πω ότι αμέ­σως, με ένα πήδη­μα, βρέ­θη­κα εις τον χώρο του Θεού. Δεν μπο­ρώ να λέγω ότι ήγγι­σα τον Θεόν. Θα λέγω απλώς «πορεύ­ο­μαι». Θα λέγω απλώς «προ­σεγ­γί­ζω». Θα προ­σεγ­γί­ζω απρο­σεγ­γί­στως. Δεν μπο­ρώ να λέγω ότι είμαι τέλειος. Απλώς είμαι στον δρό­μο να γίνω τέλειος. Άρα λοι­πόν αγω­νί­ζο­μαι- συγνώ­μη- είμαι στο μέρος του Θεού, στον χώρο του Θεού, σημαί­νει έχω μία πορεία προς τον Θεό. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό, το «προς τον Θεό». Για­τί πολ­λοί άνθρω­ποι νομί­ζουν ότι από τη στιγ­μή που θα μετα­νο­ή­σουν, πρέ­πει να είναι τέλειοι. Το δυστύ­χη­μα είναι και το αντί­στρο­φο. Έχουν πιστέ­ψει ότι είναι τέλειοι, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υστε­ρούν φοβε­ρά. Και μόνο για­τί μετε­νόη­σα και βρί­σκο­μαι σε έναν χώρο που νομί­ζω ότι είναι του Θεού, ναι, του Θεού, αλλά ότι έγι­να τέλειος…, αυτό είναι φοβε­ρό. Είναι φοβε­ρό. Είναι μία υπε­ρο­ψία που στο τέλος με κάνει να βρί­σκο­μαι εις την αντί­θε­τη παρά­τα­ξη, εις την παρά­τα­ξη του σατα­νά.

Ακό­μη, είμαι στον χώρο του Θεού, υπη­ρε­τώ τον Θεό, πρέ­πει να προ­σέ­ξω και κάτι άλλο. Μία πέμ­πτη φάλαγ­γα που δρα και ενερ­γεί μέσα εις την ψυχή μου. Είναι ο εχθρός. Ο εχθρός θα με πολε­μή­σει όταν δει να τον εγκα­τα­λεί­πω. Βεβαί­ως ο εχθρός δεν με πολε­μά όταν είμαι δικός του. Θα με πολε­μή­σει ιδιαι­τέ­ρως όταν θα του πω: «Γεια σου παλιέ μου εχθρέ, δεν σε θέλω, σε απο­κη­ρύσ­σω». Τότε θα με πολε­μή­σει. Και θα με πολε­μή­σει με κάθε τρό­πο. Πρώ­τα-πρώ­τα είναι αυτός ο εαυ­τός μου. Ο παλιός μου αμαρ­τω­λός εαυ­τός. Ο βεβα­ρυ­μέ­νος εαυ­τός μου. Ύστε­ρα είναι αυτός ο αμαρ­τω­λός κόσμος· ο οποί­ος διαρ­κώς θα με ελκύ­ει στο κακό. Και τρί­τον είναι ο διά­βο­λος. Προ­σω­πι­κά ο διά­βο­λος, που θα έρθει να με πολε­μή­σει. Ο Χρι­στια­νός που έχει αγώ­να, πρέ­πει να το ξέρει. Και πολ­λές φορές πάνε στρα­βά πολ­λά πράγ­μα­τα. Πάνε ανά­πο­δα πολ­λές φορές τα πράγ­μα­τα. Να μη φοβεί­ται. Ο διά­βο­λος έχει τρία όπλα. Και τα οποία χρη­σι­μο­ποιεί με κάθε τρό­πο. Είναι η έκπλη­ξις, ο αιφ­νι­δια­σμός και η απο­γο­ή­τευ­σις. Αν το θέλε­τε και από στρα­τη­γι­κής πλευ­ράς είναι τρία όπλα του εχθρού φοβε­ρά. Όταν σπεί­ρει εις τα μετό­πι­σθεν… σπεί­ρει τι; Σπεί­ρει τον φόβον, σπεί­ρει την έκπλη­ξιν. Τι έκα­νε ο εχθρός; Τι είναι αυτό; Τι σημαί­νει αυτό; Ή ακό­μη εκεί­νη η φοβε­ρή απο­γο­ή­τευ­ση που γεν­νιέ­ται στην ψυχή ότι «δεν θα νική­σω», ότι «είμα­στε χαμέ­νοι, όπως και να έχει το πράγ­μα». Αυτά, με την προ­πα­γάν­δα του ο εχθρός στον πολι­τι­κό χώρο. Στον στρα­τιω­τι­κό χώρο θα σπεί­ρει τεχνηέν­τως. Αυτό κάνει και ο διά­βο­λος, αγα­πη­τοί μου.

Δεν πρέ­πει πρώ­τα-πρώ­τα να εκπλησ­σό­με­θα. Ήρθε ένας πει­ρα­σμός. Μας το λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος. Ήρθε ένας πει­ρα­σμός. Για­τί εκπλήσ­σε­σαι; Για­τί; Δεν τον περί­με­νες; Δεν τον περί­με­νες; Για­τί αιφ­νι­διά­ζε­σαι; Ο διά­βο­λος σε αιφ­νι­διά­ζει. Για­τί ταράσ­σε­σαι; Για­τί λες: «Τι είναι αυτό; Και για­τί μου ‘ρθε εμέ­να; Σ’εμένα ήρθαν όλα τα κακά;». Νομί­ζο­με, αγα­πη­τοί μου, ότι «βρί­σκο­μαι στον χώρο του Θεού» σημαί­νει ότι τώρα ο Θεός θα με έχει κάτω από την προ­στα­σία Του, που τίπο­τε κακό δεν θα με βρει πια. Και θα είμαι ο άνθρω­πος που θα είμαι μέσα σε μία γυά­λα, σε ένα μπου­κά­λι και θα με φυλά­γει εκεί ο Θεός να μην πάθω τίπο­τα. Δεν είναι τα πράγ­μα­τα, αγα­πη­τοί μου, έτσι. «τοι­μά­σθην», λέει ο ψαλ­μω­δός, «κα οκ ταρά­χθην». Ετοι­μά­στη­κα και για την έκπλη­ξη και για τον αιφ­νι­δια­σμό και για την απο­γο­ή­τευ­ση και δεν ταρά­χτη­κα. Μόνο εάν ετοι­μα­στού­με… Αν αύριο το πρωί, αγα­πη­τοί μου, ξεσπά­σει ένας διωγ­μός εναν­τί­ον των Χρι­στια­νών, τι έχει να γίνει; Πόσοι θα μεί­νουν όρθιοι; Πόσοι θα έρχον­ται στην Εκκλη­σία; Αλλά για­τί λέγω «διωγ­μός»; Αύριο, ο πατέ­ρας σου, η μάνα σου, ο συγ­γε­νής σου, ο γεί­το­νάς σου, σε κοροϊ­δέ­ψει, για­τί σε βλέ­πει να έχεις μια προ­κο­πή πνευ­μα­τι­κή, ο διά­βο­λος σε πει­ρά­ζει εκεί. Μην αιφ­νι­διά­ζε­σαι. Μην λες: «Δεν θα ξανα­πάω στην Εκκλη­σία για­τί με κοροϊ­δεύ­ουν, δεν μπο­ρώ να αντέ­ξω εκεί­νο το οποίο μου κάνουν». Αγα­πη­τοί, πρέ­πει να βρε­θού­με στον χώρο του Θεού, αλλά ετοι­μα­σμέ­νοι. Πρέ­πει να ξέρο­με πώς θα δου­λέ­ψο­με εις τον Θεόν. Δεν πρέ­πει δηλα­δή να πέσο­με θύμα­τα του κόσμου, του σατα­νά, αλλά και του παλιού μας εαυ­τού.

Έτσι λοι­πόν ας ξεκι­νή­σου­με, αγα­πη­τοί μου. Ας ξεκι­νή­σου­με να ανή­κου­με μόνον εις τον Θεό. Μη γινό­μα­στε σχι­ζο­φρε­νι­κοί άνθρω­ποι. Να υπη­ρε­τού­με Θεό και διά­βο­λο. Τον Θεό μόνο. Μόνο τον Θεό. Και τότε πραγ­μα­τι­κά θα έχο­με γίνει παι­διά του Θεού. Μόνο αν βάλο­με στην άκρη τον σατα­νά. Και του πού­με: «Δεν σε θέλω». Μόνο αν βάλο­με στην άκρη τον κόσμο και πού­με «Δια­χω­ρί­ζω τις ευθύ­νες μου, δεν έχω καμία σχέ­ση με τον κόσμο»…

Και τότε θα γίνο­με παι­διά του Θεού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_065.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9–7‑1989]

(Β219)

Η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, είναι ένα από­σπα­σμα από την επί του Όρους ομι­λία του Κυρί­ου μας. Στην ομι­λία Του αυτή ο Κύριος, που είναι μία, θα λέγα­με, συνα­γω­γή, ένα μάζε­μα, πλου­σιο­τά­τη συνα­γω­γή διδα­χών πνευ­μα­τι­κού βίου και προ­σα­να­το­λι­σμού, μας τονί­ζει όπως είδα­με, ότι ο γήι­νος θησαυ­ρός σκο­τί­ζει τον νου και δεν τον αφή­νει να δει τα αγα­θά του ουρα­νού. Αυτό είναι το ένα θέμα από αυτό το από­σπα­σμα από την επί του Όρους ομι­λία του Κυρί­ου. Γι΄αυτό, λέει, αν ξεκί­νη­σες, άνθρω­πε, με στό­χο σου τα ουρά­νια αγα­θά, αλλά προ­σβλέ­πεις με πάθος και εις την φιλαρ­γυ­ρί­αν, δηλα­δή εις την αγά­πη του χρή­μα­τος -φιλαρ­γυ­ρία δεν θα πει τσιγ­κου­νιά, θα πει αγά­πη προς το χρή­μα, φίλος του αργυ­ρί­ου- πρέ­πει να μάθεις ότι δεν μπο­ρείς, λέει ο Κύριος, να δου­λεύ­εις σε δύο αφεν­τι­κά, στον Θεό και στο χρή­μα.

Κατό­πιν, ένα δεύ­τε­ρο σημείο, ανα­φέ­ρε­ται ο Κύριος με πολ­λές εικό­νες και παρα­δείγ­μα­τα από την Δημιουρ­γία, όπως τα κρί­να του αγρού, όπως τα που­λά­κια, όπως ο Σολο­μών πώς ντύ­θη­κε κ.τ.λ. ότι η αγω­νιώ­δης φρον­τί­δα για την ζωή σου δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά μία ολι­γο­πι­στία· διό­τι δεν σκέ­φτη­κες ότι πάνω από σένα φρον­τί­ζει ο ουρά­νιος Πατήρ. Συνε­πώς αν έχεις αυτήν την αγω­νιώ­δη φρον­τί­δα, αυτή θα σε βλά­ψει.

Και τελειώ­νει με ένα συμ­πέ­ρα­σμα επά­νω σε αυτές τις δύο θέσεις της αγά­πης προς τα χρή­μα­τα και της αγω­νιώ­δους φρον­τί­δος. Τελειώ­νει με το εξής συμ­πέ­ρα­σμα ο Κύριος: «Ζητετε δέ πρτον τήν βασι­λεί­αν το Θεο καί τήν δικαιο­σύ­νην ατο καί τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν». «Ζητά­τε», λέει, «πρώ­τα την Βασι­λεία του Θεού· ύστε­ρα την δικαιο­σύ­νη του Θεού· και όλα τα άλλα θα σας προ­στε­θούν».

Βέβαια, ο Κύριος δεν εννο­ού­σε ότι αρνεί­ται την σημα­σία του χρή­μα­τος, όταν έλε­γε «Τι φρον­τί­ζε­τε και τι μερι­μνά­τε;» ή ακό­μη ότι… «Τι θέλεις να μαζεύ­εις χρή­μα­τα;», διό­τι το χρή­μα αντι­προ­σω­πεύ­ει τον κόπον, τον μόχθον του ανθρώ­που. Είναι καθ’ εαυ­τό το χρή­μα άνευ σημα­σί­ας. Μάλι­στα στην επο­χή μας ‑για­τί παλιό­τε­ρα είχε μία αντα­πό­κρι­ση αξί­ας, μια αξία πραγ­μα­τι­κή- σήμε­ρα που έχο­με το χαρ­το­νό­μι­σμα επί παρα­δείγ­μα­τι, το χρή­μα δεν είναι παρά ένα αντι­προ­σω­πευ­τι­κό, που έρχε­ται να μας πει ότι αυτό αντι­προ­σω­πεύ­ει κάποιον κόπον, μίαν αξί­αν. Αντι­προ­σω­πεύ­ει. Δεν έχει καθ’ εαυ­τό το χρή­μα μία αξία. Και συνε­πώς είναι χρή­σι­μο διό­τι θα μπο­ρού­σε με τον τρό­πον αυτόν κανείς να έχει μία συναλ­λα­γή ή μία ανταλ­λα­γή αγα­θών. Κι αν λάβει κανείς υπό­ψιν του μάλι­στα ότι το χρή­μα το χρη­σι­μο­ποί­η­σε και η μικρή ομά­δα του Κυρί­ου μας Ιησού, με ταμία μάλι­στα τον Ιού­δα. Καθ’ εαυ­τό λοι­πόν το χρή­μα, δεν είναι κακό. Σας είπα, είναι ένας τρό­πος συναλ­λα­γής. Θα μου δώσεις, να σου δώσω. Δηλα­δή ανταλ­λάσ­σο­με τους κόπους μας. Και είναι μία, θα λέγα­με, ευφυ­ής επι­νόη­σις (επι­νόη­σις είναι ε;) του ανθρώ­που.

Αλλά και το άλλο, θα λέγα­με, που είναι η φρον­τί­δα για τα υλι­κά αγα­θά, πώς θα ζήσο­με, πώς θα ντυ­θού­με, όλα αυτά απο­τε­λούν δευ­τε­ρεύ­ον­τα στοι­χεία. Αυτό θέλει να πει ο Κύριος. Δεν τα αρνεί­ται. Όταν λέγει «ο Πατήρ σας ο ουρά­νιος γνω­ρί­ζει τι έχε­τε από ανάγ­κη». Διό­τι, αν το θέλε­τε, αγα­πη­τοί μου, αυτά τα στοι­χεία απο­τε­λούν στοι­χεία που ικα­νο­ποιούν την δομή μας. Αυτά είναι κατα­σκευα­στι­κά δεδο­μέ­να. Δεν κατα­σκευα­στή­κα­με να τρώ­με; Δεν κατα­σκευα­στή­κα­με να μην τρώ­με. Εις την Βασι­λεί­αν του Θεού, μετά την ανά­στα­ση των νεκρών, δεν θα υπάρ­χει βεβαί­ως τρο­φή. Ούτε θα υπάρ­χει ανάγ­κη ενδύ­μα­τος ή κατοι­κί­ας. Εφό­σον είμε­θα εις τον παρόν­τα κόσμο και ο τρό­πος, η δομή της κατα­σκευ­ής μας, η κατα­σκευή μας είναι τέτοια, έχο­με ανάγ­κη από όλα αυτά. Δεν θέλει λοι­πόν ο Κύριος να πει «Αυτά πετάξ­τε τα, δεν σας είναι χρή­σι­μα». Δεν μιλά­ει σαν τον Διο­γέ­νη τον κυνι­κόν, που… «δεν σου χρειά­ζε­ται τίπο­τα, έξω από την φού­χτα σου, για να πιεις νερό». Όχι. Χρειά­ζον­ται. Όλα χρειά­ζον­ται. Κι ο ίδιος ο Κύριος έκα­νε χρή­ση του πολι­τι­σμού της επο­χής Του, εν μέτρω φυσι­κά. Αλλά σας ξανα­λέ­γω, ότι το θέμα Του δεν είναι εκεί, αλλά είναι ότι άλλα έχουν την προ­τε­ραιό­τη­τα· και άλλα έπον­ται.

Ας προ­σεγ­γί­σου­με όμως αυτό το τελι­κό Του συμ­πέ­ρα­σμα ότι «Ζητετε δέ πρτον τήν Βασι­λεί­αν το Θεο» κτλ. Ο Κύριος λοι­πόν είπε: «Ζητετε τήν Βασι­λεί­αν το Θεο». Ζητεί­τε. Το ρήμα «ζητ» στην αρχαία ελλη­νι­κή, είναι πιο ισχυ­ρό από το ρήμα «ατ». Θυμη­θεί­τε εκεί­νο που είπε ο Κύριος: «Ατετε καί δοθή­σε­ται, ζητετε καί ερήσε­τε». Οπό­τε λοι­πόν το «ζητ» είναι ισχυ­ρό­τε­ρον του «ατ». Τι σημαί­νει αυτό; Θα το δού­με πάλι από την Αγία Γρα­φή, όταν θυμη­θού­με ακό­μη την παρα­βο­λή της απω­λε­σθεί­σης δραχ­μής, που εκεί­νη η γυναί­κα, λέγει, έψα­ξε να βρει την δραχ­μή που έχα­σε και ζητεί, λέει ο Κύριος στην παρα­βο­λή, «ζητε χήρα γυνακα πιμελς ως του ερ». Ώστε λοι­πόν επι­με­λώς ζητεί. Ή αν το θέλε­τε, εκεί­νη την άλλη παρα­βο­λή που ανα­φέ­ρε­ται εις την Βασι­λεί­αν του Θεού «μπόρ ζητοντι καλούς μαρ­γα­ρί­τας». Με έμπο­ρο που ζητεί καλά μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Ζητά­ει. Τι θα πει λοι­πόν «ζητ»; Το ρήμα «ζητ» έρχε­ται να μας πει ότι «ψάχνω να βρω κάτι, κάτι που έχα­σα ή κάτι που είναι κρυμ­μέ­νο ή κάτι που είναι μακρι­νό ή κάτι που είναι δύσκο­λο». Κρα­τή­στε παρα­κα­λώ αυτά τα σημεία, για να δεί­τε, ως προς την Βασι­λεί­αν του Θεού, τι θέλει να πει ο Κύριος. Τι είπε ο Κύριος; «Ζητετε τήν Βασι­λεί­αν το Θεο». Δηλα­δή; Σαν κάτι να είναι χαμέ­νο, σαν κάτι δύσκο­λο, σαν κάτι μακρι­νό· το οποίο τώρα πρέ­πει να ψάξο­με να το βρού­με.

Πράγ­μα­τι. Οι πρω­τό­πλα­στοι ήσαν μέσα εις τον Παρά­δει­σον και δεν είχαν ανάγ­κη να βρουν τον Παρά­δει­σον, διό­τι ετο­πο­θε­τή­θη­καν μέσα εις τον Παρά­δει­σον. Αλλά από την στιγ­μή όμως που έχα­σαν οι άνθρω­ποι τον Παρά­δει­σον, τότε, για να δεί­ξει ο Κύριος ότι για να ξανα­πο­κτη­θεί ο Παρά­δει­σος χρειά­ζε­ται έρευ­να, χρειά­ζε­ται κόπο, φρον­τί­δα, δάκρυα, άσκη­ση· ότι δεν είναι εύκο­λο πράγ­μα, για­τί ο άνθρω­πος μετά την πτώ­ση του εχα­λά­ρω­σε τις δυνά­μεις του, τις νοη­τι­κές, τις συναι­σθη­μα­τι­κές και τις βου­λη­τι­κές, και συνε­πώς είναι κάτι πολύ δύσκο­λο για να βρει την Βασι­λεία του Θεού… Θυμη­θεί­τε εκεί­νον τον πλού­σιον νεα­νί­σκον, ο οποί­ος επε­θύ­μει μεν, δεν μπο­ρού­σε όμως να ξεκολ­λή­σει από εκεί­να τα πράγ­μα­τα με τα οποία ήταν δεμέ­νος και συγ­κε­κρι­μέ­να με τον πλού­τον. Ακό­μη ο Κύριος μας είπε ότι η πύλη που οδη­γεί στην Βασι­λεία του Θεού είναι στε­νή. Στε­νός είναι και ο δρό­μος. Και συνε­πώς θέλει κόπο, δυσκο­λία, ιδρώ­τα.

Ακό­μη, η ανα­ζή­τη­ση της Βασι­λεί­ας του Θεού πρέ­πει να είναι επί­μο­νη. Να έχει διά­θε­ση εκεί­νος που την ζητά­ει, αρπα­κτι­κή! Η Βασι­λεία του Θεού, είπε ο Κύριος, βιά­ζε­ται(δηλα­δή υφί­στα­ται βια­σμόν· άλλο ισχυ­ρό­τε­ρο ρήμα του «ζητώ» το «βιά­ζω») «καί βια­σταί ρπά­ζου­σιν ατήν». Άλλο ρήμα το «ρπά­ζω». Βλέ­πε­τε πόσο ισχυ­ρά ρήμα­τα. Για να δεί­ξει ο Κύριος ότι η Βασι­λεία του Θεού για να κατα­κτη­θεί ‑είπα «κατακτηθεί»-πρέπει να γίνει κανείς ούτε λίγο ούτε πολύ, βια­στής και άρπα­γας. Όχι χρη­μά­των. Αλλά της Βασι­λεί­ας του Θεού· που δεί­χνει ότι δεν σου παρα­δί­δε­ται η Βασι­λεία του Θεού εύκο­λα. Γι΄αυτό, έκτο­τε, μετά την πτώ­σιν των πρω­το­πλά­στων, η Βασι­λεία του Θεού, αγα­πη­τοί μου, ψάχνε­ται, ερευ­νά­ται. Κι αν το θέλε­τε, για να βρει κανείς, για­τί τι είναι η Βασι­λεία του Θεού, δεν είναι τίπο­τα άλλο παρά αυτός ο Θεός. Αυτό είναι όλο η Βασι­λεία του Θεού. «Καί ατη στίν αώνιος ζωή να γινώ­σκω­σί σε, τόν μόνον ληθι­νόν Θεόν καί ν πέστει­λας, ησον Χρι­στόν». Είναι λοι­πόν αυτή η γνώ­σις, αυτή η θεω­ρία του Θεού. Γι΄αυτό ο άνθρω­πος μέσα εις τον Παρά­δει­σον έβλε­πε τον Θεό. Τώρα πια δεν τον βλέ­πει. Πρέ­πει να ψάξει για να Τον δει, να Τον βρει, να Τον δει. Εκεί μέσ’ τον Παρά­δει­σον, υπήρ­χε άνε­σις. Ήρχε­το ο Θεός Λόγος και είχε μία κοι­νω­νία με τους πρω­το­πλά­στους.

Τώρα δεν είναι πια τα πράγ­μα­τα έτσι. Λέγει πολύ πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά το βιβλί­ον της Σοφί­ας Σει­ράχ εις το 4ο κεφά­λαιο τα εξής: «Διε­στραμ­μέ­νος πορεύ­ε­ται μετ’ ατο ν πρώ­τοις» –Ποιος πορεύ­ε­ται; Η Σοφία. Ποια είναι η Σοφία; Η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία, ο Θεός Λόγος· που έγι­νε κατο­πι­νά άνθρω­πος. «Πορεύ­ε­ται», λέγει, «μετ’ αυτού, μετά του ανθρώ­που, κατ΄αρχάς διε­στραμ­μέ­να». «Διε­στραμ­μέ­να» όχι με την έννοια την ηθι­κή. Αλλά με την έννοια την τεχνι­κή. Δηλα­δή κάτι που δια­στρέ­φε­ται, κάτι που δεν είναι ευθεία γραμ­μή αλλά είναι στε­νω­πή, δρο­μά­κια από δω, ανη­φο­ρί­τσες από κει, κατη­φο­ρί­τσες από κει, κάτι δύσκο­λο. «Στην αρχή», λοι­πόν, λέγει, «η Σοφία πηγαί­νει… ‑εννο­εί­ται, εκεί­νος που την ανα­ζη­τά την Σοφία- αναμ­φι­σβή­τη­τα πηγαί­νει μαζί του δύσκο­λα». Ακού­στε· το υπο­γραμ­μί­ζω. Δύσκο­λα. «Φόβον δέ καί δει­λί­αν πάξει π’ ατόν (:θα του δώσει, θα του φέρει φόβο και δει­λία) καί βασα­νί­σει ατόν ν παι­δεί ατς ( – το υπο­γραμ­μί­ζω ιδιαι­τέ­ρως αυτό το σημείο. Και θα τον βασα­νί­σει τον άνθρω­πο στην δική της βασα­νι­στι­κή παι­δα­γω­γία. Τ’ ακού­σα­τε; Θα τον βασα­νί­σει) ἔως ο μπι­στεύσ τ ψυχ ατο καί πει­ράσ ατόν ν τος δικαιώ­μα­σιν ατς» -έως ότου, λέγει, του δημιουρ­γή­σει την εμπι­στο­σύ­νη στον εαυ­τό της. Δηλα­δή την πίστη. Έως ότου ανα­πτυ­χθεί η πίστις. Και θα τον υπο­βά­λει, «πει­ράσ», θα τον δοκι­μά­σει διά των εντο­λών σε δοκι­μα­σί­ες). «Καί πάλιν πανή­ξει κατ’ εθεαν πρός ατόν (:και θα επα­να­κάμ­ψει η Σοφία. Αλλά αυτή τη φορά όχι για να βασα­νί­σει) καί εφρα­νε ατόν (:θα τον ευχα­ρι­στή­σει, θα τον ευφρά­νει) καί ποκα­λύ­ψει ατ τά κρυ­πτά ατς(:και θα του απο­κα­λύ­ψει τα μυστή­ρια του Ουρα­νού, τα μυστή­ρια της Βασι­λεί­ας του Θεού)». Αυτά είναι τα «κρυ­πτά» της Βασι­λεί­ας. Βλέ­πε­τε; Όλα αυτά εκφρά­ζον­ται με το ρήμα «ζητ». «Ζητετε πρτον», λέει, «τήν Βασι­λεί­αν το Θεο». Ζητεί­τε.

Αλλά, να ανα­ζη­τη­θεί η Βασι­λεία του Θεού, η οποία βρί­σκε­ται με τόσο κόπο, τι είναι η Βασι­λεία του Θεού; Είναι η κατα­ξί­ω­σις του νοή­μα­τος της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως. Υπάρ­χω για να κατα­ξιω­θώ να ζήσω μέσα σε μία κατά­στα­ση, μέσα στην Βασι­λεία του Θεού. Να πώς το είπε ο Κύριος: «Δετε ο ελογη­μέ­νοι το πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τήν τοι­μα­σμέ­νην μν βασι­λεί­αν πό κατα­βολς κόσμου». «Ελά­τε να κλη­ρο­νο­μή­σε­τε την ετοι­μα­σμέ­νη για σας βασι­λεία»· που ετοι­μά­στη­κε τότε που εθε­με­λιού­το η Δημιουρ­γία. Ώστε λοι­πόν η Βασι­λεία είναι έτοι­μη για μένα! Ναι. Με έκα­νε ο Θεός για την δική Του την Βασι­λεία. Κατα­ξιώ­νω λοι­πόν την ύπαρ­ξή μου, όταν βρε­θώ τελι­κά εις την Βασι­λεί­αν του Θεού. Οι ασε­βείς δεν κατα­ξιώ­νουν την ύπαρ­ξή τους. Για­τί θα βρε­θούν εις την αιω­νία κόλα­ση. Και αυτό είναι το φοβε­ρόν. Ότι δεν κατα­ξιώ­νουν την ανθρω­πί­νη τους ύπαρ­ξη. Την αφή­νουν και πηγαί­νει τσά­μπα ‑ας μου επι­τρα­πεί η λέξις. Την κατα­σπα­τα­λούν. Την ξοδεύ­ουν εκεί που δεν θα έπρε­πε να την ξοδέ­ψουν και συνε­πώς δεν την κατα­ξιώ­νουν.

Αλλά ακό­μα, αν θέλε­τε, η Βασι­λεία του Θεού είναι και η θεω­ρία του προ­σώ­που του Θεού. Το εζή­τη­σε ο Ίδιος ο Κύριος από τον Πατέ­ρα Του τον Ουρά­νιον: «Πάτερ», λέγει, «ος δέδω­κάς μοι (:εκεί­νους που μου έδω­κες. Τους μαθη­τάς και διά των μαθη­τών όλους τους πιστούς) θέλω να που εμί γώ κκενοι σι μετ’ μο (όπου είμαι, να είναι κι εκεί­νοι μαζί μου ‑Κατα­πλη­κτι­κό, δηλα­δή) να θεωρσι τήν δόξαν τήν μήν (:για να βλέ­πουν την δική μου την δόξα ‑Και κανείς δεν μπο­ρεί να δει την δόξα του Θεού, εάν δεν έχει και ο ίδιος δόξα) ν δέδω­κάς μοί τι γάπη­σάς με πρό κατα­βολς κόσμου».

Ακό­μη, αν θέλε­τε, κατά έναν θριαμ­βευ­τι­κόν τρό­πον, ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, στο βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως λέγει: «Καί ψον­ται τό πρό­σω­πον Ατο (και θα δουν το πρό­σω­πο του Χρι­στούο‑οι δίκαιοι ε;) καί τό νομα Ατο πί τν μετώ­πων ατν (και το όνο­μά Του στα μέτω­πά τους ‑που σημαί­νει κτή­μα του Θεού, ιδιο­κτη­σία του Θεού, κλή­ρος του Θεού, λαός του Θεού). Καί κέκλη­ται τό νομα Ατο Λόγος το Θεο» (: Και εκλή­θη το όνο­μα… ‑Τι όνο­μα εγρά­φη; Ο Λόγος του Θεού, η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία, ο Εναν­θρω­πή­σας Λόγος, ο Ιησούς Χρι­στός)».

Εξάλ­λου, πάλι λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην πρώ­τη του επι­στο­λή: «τι ψόμε­θα ατόν καθώς στί». «Θα Τον δού­με όπως είναι». Πώς είναι; Όπως έφυ­γε από την Γη. Ανα­λαμ­βα­νό­με­νος με πλη­σμο­νή, πλη­σμο­νή θεί­ας δόξης. Αν το θέλε­τε, όπως Τον είδαν οι τρεις μαθη­ταί εις το Θαβώ­ριον όρος.

Ακό­μη, η Βασι­λεία του Θεού είναι η μακα­ριό­τη­τα του Θεού στους πιστούς, η μετα­φο­ρά της μακα­ριό­τη­τος. Μακα­ριό­της θα πει ευτυ­χία. Συνε­πώς η ευτυ­χία που φεύ­γει από τον Θεό και έρχε­ται εις τους πιστούς, κι εκεί απο­λαμ­βά­νουν αυτήν την μακα­ριό­τη­τα οι πιστοί, κι αυτή η μακα­ριό­τη­τα προ­σφέ­ρε­ται με δύο τρό­πους. Πρώ­τα πρώ­τα σαν απου­σία των λυπη­ρών. Και ύστε­ρα σαν παρου­σία των ευφρο­σύ­νων. Σαν απου­σία των λυπη­ρών, μας λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Απο­κά­λυ­ψη: «Καί ξαλεί­ψει π’ατν Θεός πν δάκρυον πό τν φθαλμν ατν καί θάνα­τος οκ σται τι (:δεν υπάρ­χει πια θάνα­τος) οτε πέν­θος, οτε κραυ­γή, οτε πόνος, οκ σται τι (:δεν υπάρ­χει πια). τι τά πρτα πλθον (:οι πρώ­τες κατα­στά­σεις, η πρώ­τη βαθ­μί­δα, η επι­γεία ζωή του ανθρώ­που πέρα­σε. Πέρα­σε)».

Και η παρου­σία των αγα­θών: «γώ τ διψντι ‑λέγει ο Κύριος- δώσω κ τς πηγς το δατος δωρε­άν (:Σε εκεί­νον που διψά θα του δώσω Εγώ, λέγει ο Κύριος) νικν σται ατ τατα (:όλα αυτά ανή­κουν σε εκεί­νον που θα έχει νική­σει) καί σομαι ατ Θεόν καί ατός σται μοι υός». Ιδού η μακα­ριό­τη­τα. «Ότι Εγώ θα είμαι για κεί­νον Θεός, κι εκεί­νος θα είναι για μένα υιός, παι­δί». Κι όπως το παι­δί απο­λαμ­βά­νει τα αγα­θά του Πατέ­ρα Του, έτσι και ο άνθρω­πος θα απο­λαμ­βά­νει τα αγα­θά του ουρα­νί­ου Πατρός.

Ακό­μη είπε ο Κύριος, αγα­πη­τοί: «Ζητετε πρτον τήν Βασι­λεί­αν το Θεο». «Να ζητά­τε πρώ­τα την Βασι­λεί­αν του Θεού». Αυτό το «πρτον» βέβαια σε σχέ­ση με ό,τι νομί­ζε­τε ότι έχε­τε ανάγ­κη από την ζωή. Δηλα­δή θες να ντυ­θείς; Θες να φας; Ναι. Θες χρή­μα­τα; Ναι. Αλλά αυτά σε σχέ­ση με την Βασι­λεία του Θεού. Συνε­πώς πρώ­τα η Βασι­λεία του Θεού. Ύστε­ρα αυτά. Αυτό το «πρτον» όπως λέγει ο Ζιγα­βη­νός «ντί το ξαι­ρέ­τως καί μάλι­στα». Δηλα­δή όλως εξαι­ρε­τι­κά, κατ’ εξο­χήν, μάλ­λον μάλι­στα. Κατά το μάλ­λον και μάλ­λον και μάλ­λον πρέ­πει να ζητά­τε την Βασι­λεί­αν του Θεού. Πρώ­το πρώ­το. Αυτό θα πει «λως ξαι­ρέ­τως καί μάλι­στα». Όπως δε, δια­σώ­ζουν δύο εκκλη­σια­στι­κοί συγ­γρα­φείς, ο Κλή­μης ο Αλε­ξαν­δρεύς και ο Ωρι­γέ­νης, έχο­με και μίαν άλλη γρα­φή από το Ευαγ­γέ­λιον είναι η εξής: «Ατετε τά μεγά­λα καί τά μικρά μν προ­στε­θή­σε­ται ( :Ζητά­τε τα μεγά­λα και τα μικρά θα σας προ­στε­θούν)· ατετε τά που­ρά­νια καί τά πίγεια προ­στε­θή­σε­ται μν». «Ζητά­τε», λέγει, «τα επου­ρά­νια και τα επί­γεια θα σας προ­στε­θούν». Είναι δηλα­δή μία άλλη γρα­φή.

Έτσι βλέ­πο­με εδώ ότι ο Κύριος δίδει, αυτό θέλω να προ­σέ­ξο­με, μία ιεράρ­χη­ση των θεμά­των. Ιεράρ­χη­ση των θεμά­των. Τι είναι πρώ­το και τι είναι δεύ­τε­ρο. Τι είναι τρί­το και τι είναι δέκα­το. Όπως και οι εντο­λές όταν λέμε «Εντο­λή πρώ­τη: Αγα­πή­σεις Κύριον τον Θεόν σου.. Εντο­λή πέμ­πτη: το ‑το, εντο­λή δεκά­τη: το- το…». Δεν σημαί­νει ότι… πώς να τα κάνα­με, έπρε­πε να δώσο­με μία αρίθ­μη­ση. Πρώ­το, δεύ­τε­ρο, τρί­το. Δεν είναι τυχαία η αρίθ­μη­σις, αλλά είναι κατά μίαν ιεράρ­χη­σιν. Αν το θέλε­τε, οι τέσ­σε­ρις πρώ­τες εντο­λές αφο­ρούν στη σχέ­ση μας με τον Θεό, και η παρά­βα­σή τους δεν είναι αμαρ­τία αλλά είναι ασέ­βεια, και οι άλλες έξι εντο­λές είναι σε σχέ­ση με τους άλλους ανθρώ­πους, και δεν είναι ασέ­βεια, αλλά είναι αμαρ­τία. Συνε­πώς η αρίθ­μη­σις, ένα, δύο, τρία, είναι όχι τυχαία αλλά σκό­πι­μη. Όπως κι εδώ. Όταν λέει: «Πρτον τήν Βασι­λεί­αν το Θεο» -θα πει πρώ­το. Το δεύ­τε­ρο είναι δεύ­τε­ρο. Το τρί­το είναι τρί­τον. Μην κάνο­με, ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζο­με τα πράγ­μα­τα και έχο­με πρώ­τα εκεί­να που είναι τελευ­ταία και τελευ­ταία εκεί­να τα οποία είναι πρώ­τα.

Δυστυ­χώς, από την στιγ­μή που οι πρω­τό­πλα­στοι έχα­σαν από τον οπτι­κό των ορί­ζον­τα τον Θεόν Λόγον, εχά­λα­σε μέσα τους η δυνα­τό­τη­τα να προσ­διο­ρί­ζουν ιεραρ­χι­κά τα πράγ­μα­τα. Κι έτσι αυτή η κλί­μα­κα ιεραρ­χή­σε­ως έχει ανα­τρα­πεί. Βάζο­με το πάνω κάτω και το κάτω επά­νω. Πάρ­τε παρά­δειγ­μα, σε όλες τις επο­χές και στην επο­χή μας, οι άνθρω­ποι δίνουν προ­τε­ραιό­τη­τα στα υλι­κά αγα­θά, τι μισθό θα έχο­με, τι αυτο­κί­νη­το θα έχο­με και εν παρό­δω μιλά­με για την Βασι­λεία του Θεού, εν περι­θω­ρίω θέτο­με την Βασι­λεί­αν του Θεού. Βλέ­πε­τε; Ότι χάσα­με αυτήν την ικα­νό­τη­τα να μπο­ρού­με τα πράγ­μα­τα να τα ιεραρ­χού­με.

Ο Κύριος για­τί ήλθε; Ήλθε να μας διορ­θώ­σει αυτήν την αμαρ­τω­λή αντι­στρο­φή. Αυτό δηλα­δή το αμαρ­τω­λό ανα­πο­δο­γύ­ρι­σμα. Και πρέ­πει να κατα­λά­βο­με ότι είναι πολύ δύσκο­λο, ακό­μη θεω­ρη­τι­κά εάν το αντι­λη­φθού­με, πρα­κτι­κά να το εφαρ­μό­σο­με. Να τα βάλο­με τα πράγ­μα­τα στη σει­ρά τους.

Ακό­μη ο Κύριος μάς είπε μαζί με την Βασι­λεί­αν του Θεού, να ζητά­με και την δικαιο­σύ­νη Αυτού. Τι είναι η δικαιο­σύ­νη; Μήπως είναι η δικαιο­σύ­νη πού θα ζητού­σαν οι άνθρω­ποι.. «Κύριε, δεν βλέ­πεις τι γίνε­ται πάνω στη Γη; Έλα να επι­βά­λεις την δικαιο­σύ­νη Σου και να επι­βά­λεις μία τάξη;». Ή «να επι­βά­λεις την δικαιο­σύ­νη στην κατα­νο­μή των υλι­κών αγα­θών;». Όχι αγα­πη­τοί μου, όχι. Λέγει ο Ζιγα­βη­νός ότι « δικαιο­σύ­νη εναι καθ΄όλου ρετή». Δηλα­δή δικαί­ω­σις και δικαιο­σύ­νη στην Αγία Γρα­φή θα πει, εκτός από την στε­νή σημα­σία «δικαιο­σύ­νη» θα πει και αγιό­τη­τα. Συνε­πώς το θέμα είναι να ζητά­τε την αγιό­τη­τα του Θεού. Ο Θεός βέβαια είναι το πρό­τυ­πον της αγιό­τη­τος. Το πρό­τυ­πον. Πρέ­πει να μάθο­με δηλα­δή ποια είναι αυτή η αγιό­τη­τα του Θεού. Ο Κύριος είπε: «σεσθε ον μες τέλειοι, σπερ Πατήρ μν οράνιος, τέλειος στίν». «Να είσα­στε τέλειοι, όπως ο Πατέ­ρας σας, το υπό­δειγ­μα, το πρό­τυ­πον. Στον ουρα­νό είναι τέλειος».

Τι είναι λοι­πόν το να ζητώ την αγιό­τη­τα του Θεού; Να κατα­ξιώ­σω το «καθ’ μοί­ω­σιν». Έγι­να κατ΄εικόνα, θέλω δεν θέλω. Είμαι άνθρω­πος, θέλω δεν θέλω. Αλλά το «καθ’ μοί­ω­σιν», αν θέλω. Όχι «θέλω δεν θέλω». Αν θέλω. Συνε­πώς τι είναι να ζητή­σω την αγιό­τη­τα του Θεού αφού ο Θεός είναι Άγιος; Να κατα­ξιώ­σω το «καθ’ μοί­ω­σιν». Ο Από­στο­λος Παύ­λος είπε: «Διώ­κε­τε τόν για­σμόν ο χωρίς (:χωρίς τον Οποί­ον) οδείς ψεται τόν Κύριον». Η αγιό­τη­τα, μην ξεχνά­με, ότι έρχε­ται από τον Θεόν. Από τον Θεόν στον άνθρω­πο. Αν εκεί­νος φυσι­κά την ζητή­σει την αγιό­τη­τα. Και πάλι η αγιό­τη­τα γίνε­ται οδός που οδη­γεί τον άνθρω­πο προς τον Θεό. Από τον Θεό η αγιό­τη­τα και ξανα­γυ­ρί­ζει πάλι πίσω. Και γίνε­ται δρό­μος, για να φθά­σει ο άνθρω­πος στον Θεό. Δεν έχο­με παρά να θυμη­θού­με την κλί­μα­κα του Ιακώβ. Στην κορυ­φή της κλί­μα­κος προ­βάλ­λε­ται ο Θεός. Ο άνθρω­πος είναι κάτω. Οφεί­λει να ανε­βεί την κλί­μα­κα. Αλλά ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σει να ανε­βεί στον ουρα­νό, εάν δεν ριφθεί η κλί­μα­κα από τον Ουρα­νό στη Γη, αν δεν στη­θεί η Κλί­μα­κα. Και τότε ανε­βαί­νει ο άνθρω­πος προς τα εκεί. Αν θέλει.

Ο Κύριος ακό­μα είπε: «Καί τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν». «Όλα αυτά θα σας προ­στε­θούν». Ποια; Όλα τα άλλα. Βλέ­πε­τε; Δεν αρνεί­ται ο Κύριος τα αγα­θά. Αλλά θέλει να μας πει ότι πρώ­τα είναι τα ουρά­νια και μετά τα επί­γεια. Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Οκ επε δοθή­σε­ται λλά προ­στε­θή­σε­ται». Δεν είπε «θα σας δοθούν» αλλά «θα σας προ­στε­θούν». Διό­τι δεν είναι κάτι το ξεχω­ρι­στό τα επί­γεια αγα­θά· αλλά θα ‘ρθουν να προ­στε­θούν σε εκεί­να τα οποία ήδη θα έχο­με ζητή­σει.

Αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος με την Εναν­θρώ­πη­σή Του και με την διδα­σκα­λία Του μας έβγα­λε από το σκο­τά­δι και την σύγ­χυ­ση των αξιών. Τι αξί­ζει και ακό­μη τι είναι πρώ­το και τι είναι δεύ­τε­ρο απ’ ό,τι αξί­ζει. Κι έδω­σε το μέτρο όλων των πραγ­μά­των. Μας είπε ότι στην κορυ­φή βρί­σκε­ται η ανα­ζή­τη­σις της Βασι­λεί­ας του Θεού. Ακό­μα και η μίμη­σις της αγιό­τη­τος του Θεού. Μας έδω­σε λοι­πόν δύο κρι­τή­ρια. Την Βασι­λεία Του και την αγιό­τη­τά Του. Μ’ αυτά τα δύο κρι­τή­ρια πρέ­πει να κρί­νο­με και να ζυγί­σου­με και να μετρή­σου­με όλα τα πράγ­μα­τα του κόσμου τού­του. Με αυτά πρέ­πει να μάθο­με να βλέ­πο­με τον κόσμον και την παρού­σα ζωή. Αν υπο­τε­θεί ότι ανα­τρέ­που­με τα πράγ­μα­τα, τότε κιν­δυ­νεύ­ο­με να χάσου­με την Βασι­λεία του Θεού και να αστο­χή­σου­με βαριά και αμε­τά­κλη­τα από τον προ­ο­ρι­σμό μας. Γι΄αυτό ας ξανα­κού­σου­με άλλη μια φορά τα λόγια του Κυρί­ου: «Ζητετε πρτον τήν Βασι­λεί­αν το Θεο καί τήν δικαιο­σύ­νην Ατο καί τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_444.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ κατοι­κοῦν στὴ γῆ, τὴ μεγα­λύ­τε­ρη εὐθύ­νη ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ τὴ φέρει ἐκεῖ­νος ποὺ θέλει νὰ ὀνο­μά­ζε­ται χρι­στια­νός. Ὁ Θεὸς ἔδω­σε περισ­σό­τε­ρα στοὺς χρι­στια­νοὺς καὶ θ’ ἀπαι­τή­σει περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ αὐτούς. Στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ἔχουν ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπὸ τὴν ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἔδω­σε τὴ φύση καὶ τὸ νοῦ. Τὴ φύση ὡς βιβλίο καί το νοῦ ὡς ὁδη­γὸ γιὰ τὴν ἀνά­γνω­ση τοῦ βιβλί­ου αὐτοῦ. Στοὺς χρι­στια­νοὺς ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸ νοῦ, ἀφοῦ ἀπο­κα­τα­στά­θη­κε ἡ πρώ­τη ἀπο­κά­λυ­ψη, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔδω­σε τὴ νέα ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς ἀλή­θειας. Οἱ χρι­στια­νοὶ ἔχουν ἐπὶ πλέ­ον τὴν Ἐκκλη­σία, ποὺ εἶναι φύλα­κας, ἑρμη­νευ­τὴς καὶ ὁδη­γὸς καὶ στὶς δυὸ ἀπο­κα­λύ­ψεις. Καί, τέλος, οἱ χρι­στια­νοὶ ἔχουν τὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, που έδω­σε ζωή από την αρχή της Εκκλη­σί­ας, που διδά­σκει και την καθο­δη­γεί. Έτσι, ενώ οι μή χρι­στια­νοί έχουν μόνο ένα χάρι­σμα που τους καθο­δη­γεί και τούς διδά­σκει από το βιβλίο της φύσης — το νου — οι χρι­στια­νοί έχουν πέν­τε χαρί­σμα­τα: το νου, την πρώ­τη απο­κά­λυ­ψη (Παλαιά Δια­θή­κη), τη νέα απο­κά­λυ­ψη (Και­νή Δια­θή­κη), την Εκκλη­σία και τη δύνα­μη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ὅταν κάποιος που δεν είναι χρι­στια­νός στρέ­φε­ται πρός τη φύση, για να τη δια­βά­σει και να την ερμη­νεύ­σει, για βοή­θεια έχει το φῶς ενός μόνο κεριού: του νου. Όταν ο Ιου­δαί­ος στρέ­φε­ται στη φύση, γιά να τη δια­βά­σει και να την ερμη­νεύ­σει, έχει το φῶς δύο κεριών: του νου του και της Παλαιάς Δια­θή­κης. “Όταν ο χρι­στια­νός στρέ­φε­ται προς τη φύση, γιά νά τη δια­βά­σει και να την ερμη­νεύ­σει, έχει το φῶς πέν­τε κεριών: του νου, της Παλαιάς Δια­θή­κης, της Και­νής Δια­θή­κης, της Εκκλη­σί­ας και της δύνα­μης του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Ποιός λοι­πόν βλέ­πει καλύ­τε­ρα και καθα­ρό­τε­ρα; Εκεί­νος που δια­θέ­τει ένα κερί, ο άλλος με τα δύο ή όποιος έχει πέν­τε κεριά; Αναμ­φι­σβή­τη­τα όλοι μπο­ρούν να δια­βά­σουν ως ένα σημείο, δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία όμως πώς εκεί­νος που έχει πέν­τε κεριά θα δει μακρύ­τε­ρα και θα δια­βά­σει καθα­ρό­τε­ρα από τον άλλον που έχει ένα ή δύο κεριά.

Όταν ο άνθρω­πος που πορεύ­ε­ται με το φῶς πέν­τε κεριών τα βρί­σκει όλα σβη­σμέ­να, θα νιώ­σει πώς βρί­σκε­ται σε μεγα­λύ­τε­ρο σκο­τά­δι από εκεί­νον που βάδι­ζε με το φῶς ενός κεριού, που έσβη­σε κι αυτό. Όταν δυό άνθρω­ποι βρε­θούν στο ίδιο σκο­τά­δι, εκεί­νος που έρχε­ται από πιο φωτει­νό τόπο θα το νιώ­σει πιό βαθύ. Ὅσοι ὅμως βαδί­ζουν στὸ φῶς ποῦ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἕνα μόνο κερί — μὲ καθα­ρὸ νοῦ — μπο­ροῦν νὰ δια­κρί­νουν μέσα ἀπὸ τὴ σκο­τει­νὴ κοι­λά­δα αὐτῆς τῆς ζωῆς τὸ μεγά­λο φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως εἶναι πολὺ πιὸ εὔκο­λο σ’ ἐκεί­νους ποὺ ὁ δρό­μος τους φωτί­ζε­ται ἀπὸ μιὰ πεν­τά­φω­τη λυχνία. Ὅταν ἐκεῖ­νοι ποὺ περ­πα­τοῦν μ’ ἕνα κερὶ εἶναι ἀνα­πο­λό­γη­τοι (βλ. Ρωμ. α’ 20) ἂν ξεφύ­γουν ἀπό το δρό­μο καὶ χαθοῦν στὸ σκο­τά­δι, τί ἀπάν­τη­ση μπο­ροῦν νὰ δώσουν ἐκεῖ­νοι ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ἔδω­σε νὰ κρα­τοῦν στὰ χέρια τοὺς πεν­τά­φω­τη λυχνία, ἂν ξεφύ­γουν ἀπὸ τὸ δρό­μο Του καὶ χαθοῦν στὸ σκο­τά­δι; Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, τὴ μεγα­λύ­τε­ρη εὐθύ­νη ἐνώ­πιον Θεοῦ τὴν ἔχει ὁ ἄνθρω­πος ποὺ θέλει νὰ ὀνο­μά­ζε­ται χρι­στια­νός.

Στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπο­κα­λύ­πτει ἁπλὲς καὶ καθα­ρὲς ἀλή­θειες ποὺ πολ­λοὶ ἀπὸ μᾶς ποδο­πα­τοῦ­με θελη­μα­τι­κὰ ἢ ἀθέ­λη­τα. Εἶναι τόσο καθα­ρὲς κι ἁπλὲς οἱ ἀλή­θειες αὐτές, ὥστε ὁ ἄνθρω­πος ποὺ κρα­τᾶ ἕνα κερί, ποὺ ἔχει δηλα­δὴ καθα­ρὸ καὶ θεόσ­δο­το νοῦ, μπο­ρεῖ νὰ τίς δεῖ καὶ νὰ τίς ἀνα­γνω­ρί­σει. Λέει ὁ Κύριος: «Ὁ λύχνος τοῦ σώμα­τός ἐστιν ὁ ὀφθαλ­μός: ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλ­μός σου ἁπλοῦς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου φωτει­νὸν ἔσται. Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλ­μός σου πονη­ρὸς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκο­τει­νὸν ἔσται» (Ματθ. στ’ 22,23).

Τὰ μάτια εἶναι τὰ παρά­θυ­ρα τοῦ σώμα­τος. Ἀπὸ τὰ μάτια τὸ σῶμα ἀντι­λαμ­βά­νε­ται τὸ φῶς καὶ γνω­ρί­ζει πῶς ζεῖ μέσα στὸ φῶς. Ἄν τὸ παρά­θυ­ρο αὐτὸ εἶναι ἑρμη­τι­κὰ κλει­σμέ­νο, τὸ σῶμα βρί­σκε­ται μέσα σ’ ἕνα φοβε­ρὸ σκο­τά­δι. Τὰ μάτια εἶναι ὁδη­γὸς τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅταν ὁ ὁδη­γὸς αὐτὸς προ­πο­ρεύ­ε­ται στα­θε­ρά, τὸ σῶμα προ­χω­ρεῖ μπρο­στὰ καὶ δὲν παρεκ­κλί­νει ἀπὸ τὴν πορεία του, τὰ πόδια πᾶνε ἐκεῖ ποὺ πρέ­πει, τὰ χέρια κάνουν αὐτὸ ποὺ πρέ­πει καὶ κάθε μέλος καὶ ὄργα­νο κάνει τὴ δου­λειά του ὅπως πρέ­πει. Ἄν ὅμως ὁ ὁδη­γὸς πέσει σὲ σκο­τά­δι, θὰ ὁδη­γή­σει κι τὸν ἀκο­λου­θοῦν στὸ σκο­τά­δι. Ἄν τὰ μάτια σβή­σουν καὶ στα­μα­τή­σουν νὰ φωτί­ζουν τὸ σῶμα, τὸ παχὺ στρῶ­μα σκο­τα­διοῦ θὰ τὸ καλύ­ψει! Τότε ὅλοι οἱ δρό­μοι θὰ εἶναι κλει­στοὶ γιὰ τὸ σῶμα. Τὰ πόδια εἴτε δὲ θὰ κινοῦν­ται καθό­λου εἴτε θ’ ἀκο­λου­θοῦν στρα­βὸ δρό­μο. Τὰ χέρια εἴτε δὲ θὰ δου­λεύ­ουν εἴτε θὰ κάνουν ἄσχη­μα πράγ­μα­τα. Κάθε ὄργα­νο θὰ κάνει τὸ δικό του στρα­βὸ ἔργο. Τὰ πόδια θὰ εἶναι βαριά, θὰ βαδί­ζουν ἀργά, προ­σπα­θῶν­τας μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ν’ ἀντι­με­τω­πί­σουν τὸ σκο­τά­δι. Τὰ χέρια θ’ ἁπλώ­νον­ται γιὰ νὰ ψηλα­φί­σουν, γιὰ ν’ ἀνα­πλη­ρώ­σουν μὲ τὴν ἁφὴ αὐτὸ ποὺ τοὺς λεί­πει, τὸ φώς. Τὸ αὐτὶ θὰ τεν­τώ­νε­ται ν’ ἀκού­σει, στὴν προ­σπά­θειά του ν’ ἀντι­κα­τα­στή­σει τὸ φώς. “Ὅλα ὅμως θὰ εἶναι μάταια. Χωρὶς μάτια, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που μετα­τρέ­πε­ται σὲ φυλα­κή.

Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα ποῦ ‘χοῦν τὰ λόγια αὐτὰ γίνε­ται ὁλο­φά­νε­ρο ἀπὸ τὴν πρό­τα­ση ποὺ ἀκο­λου­θεῖ: «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκό­τος ἐστί, τὸ σκό­τος πόσον;» (Ματθ. στ’ 23). Ὁ Κύριος δὲ λέει «τὸ φῶς ποῦ εἶναι σὲ σένα», ἢ «ποῦ εἶναι μπρο­στά σου», ἀλλὰ μέσα σου, τὸ φῶς τὸ ἐν σοί. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐντο­πί­ζει ὅλη τὴν εἰκό­να τοῦ ματιοῦ καὶ τοῦ σώμα­τος στὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο, στὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή. Τὸ μάτι ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὸ νοῦ καὶ τὸ σῶμα τὴν ψυχή. Στὴν Ἁγία Γρα­φὴ ἀνα­φέ­ρε­ται πολ­λὲς φορὲς ἡ ὅρα­ση τοῦ νοῦ, καθὼς καὶ ἡ τυφλό­τη­τά του. Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ζητᾶ ἀπό το Θεὸ γιὰ τοὺς Ἐφε­σί­ους νὰ κάνει «πεφω­τι­σμέ­νους τοὺς ὀφθαλ­μοὺς τῆς καρ­δί­ας» (ἅ’ 18). Ὁ ἱερὸς Ψαλ­μω­δὸς εὔχε­ται: «Ἀπο­κά­λυ­ψαν τοὺς ὀφθαλ­μούς μου, καὶ κατα­νο­ή­σω τὰ θαυ­μά­σια ἐκ τοῦ νόμου σοῦ» (Ψαλμ. ριη’ 18). Ἐδῶ ἐννο­εῖ τὰ μάτια τοῦ νοῦ, τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ ὅρα­ση, μὲ τὴν ὁποία μόνο μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ δεῖ το νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ νοῦς εἶναι τὸ μάτι ὁλό­κλη­ρης τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι τὸ παρά­θυ­ρο τῆς ψυχῆς ποὺ βλέ­πει πρὸς τὸ Θεό. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθα­ρός, ἐλα­φρὺς καὶ ἀνοι­χτὸς στὸ Θεό, στὴν ψυχὴ πέφτει οὐρά­νιο φὼς κι οἱ λογι­σμοί μας στρέ­φον­ται κατευ­θεῖ­αν στὸ Θεό. Ὅλα μας τὰ καρ­δια­κὰ αἰσθή­μα­τα μετα­τρέ­πον­ται σὲ ἀγά­πη γιά το Θεὸ καί το νόμο Του. Ὅλοι μας οἱ στό­χοι, οἱ ἐπι­θυ­μί­ες μας κι οἱ ἐνέρ­γειες τῆς ψυχῆς μας, τὰ πάν­τα, εἶναι λου­σμέ­να στὸ φῶς. Εἶναι ὅλα καθα­ρὰ καὶ θέλουν νὰ ὑπη­ρε­τοῦν το Θεό. Μοιά­ζουν μ’ ἕναν ἡλιό­λου­στο ἀγρό, ὅπου τὰ κοπά­δια βόσκουν κι ὁ τσο­πά­νος εἶναι χαρού­με­νος. Ἐκεῖ δὲν τολ­μοῦν νὰ μποῦν οἱ λύκοι, για­τί ὑπάρ­χει ἄπλε­το φῶς. Μόνο ὅταν δύσει ὁ ἥλιος κι ἐπι­κρα­τή­σει τὸ σκο­τά­δι, θὰ τολ­μή­σουν νὰ μποῦν στὸν ἀγρὸ αὐτὸν οἱ λύκοι γιὰ ν’ ἁρπά­ξουν ὅ,τι μπο­ροῦν.

Ὅταν ὁ νοῦς μας εἶναι φωτι­σμέ­νος καὶ καθα­ρός, οἱ ψυχές μας ἐλευ­θε­ρώ­νον­ται ἀπὸ τ’ ἄγρια θηρία τῆς κακί­ας καὶ τῶν παθῶν. Ἐκεῖ μπαί­νουν μόνο ὅταν σκιά­ζον­ται ἀπὸ τὸ σκο­τά­δι τοῦ ἀρρω­στη­μέ­νου νοῦ. Στὸ Γερον­τι­κὸ δια­βά­ζου­με πῶς ὁ ἀββᾶς Βενια­μὶν κάπο­τε ἦταν βαριὰ ἄρρω­στος, ὅδευε πρὸς τὸ θάνα­το. Οἱ μαθη­τὲς κι οἱ θαυ­μα­στές του ἄρχι­σαν νὰ προ­σεύ­χον­ται μὲ πόνο δίπλα στὸ κρε­βά­τι του γιὰ νὰ γίνει καλά. Ὁ γέρον­τας ποὺ ἄκου­σε γιὰ ποιό λόγο προ­σεύ­χον­ταν, τοὺς εἶπε: «Προ­σευ­χη­θεῖ­τε νὰ μὴν ἀρρω­στή­σει ὁ μέσα μου ἄνθρω­πος. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου εἶχα πολὺ λίγη βοή­θεια ὅταν ἦταν ὑγιές. Τώρα ποὺ εἶναι ἄρρω­στο, δὲ νιώ­θω ὅτι κιν­δυ­νεύω».

“Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθα­ρός, ὅλα εἶναι καθα­ρὰ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, ὁ ἄνθρω­πος ὁλό­κλη­ρος εἶναι καθα­ρός. «Πάν­τα μὲν καθα­ρὰ τοὺς καθα­ρούς» (Τίτ. ἅ’ 15). Δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία ὅμως πῶς μέσα σὲ κάθε ἄνθρω­πο, μαζὶ μὲ τὴ μέγι­στη καθα­ρό­τη­τα συνυ­πάρ­χει κι ἡ ἀκα­θαρ­σία. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἔχει καθα­ρὸ νοῦ ὅμως δὲ βλέ­πει τὴν ἀκα­θαρ­σία. Ὁ καθα­ρὸς ἄνθρω­πος κατευ­θύ­νει το νοῦ του κι ὁ νοῦς κατευ­θύ­νει τὴν ψυχὴ ὁλό­κλη­ρη μόνο σ’ ἐκεῖ­να ποὺ εἶναι καθα­ρὰ τόσο μέσα στὸν ἄνθρω­πο ὅσο καὶ στὸν κόσμο ἔξω. Κι ὅταν κατευ­θύ­νει τὸ νοῦ του μόνο σ’ ἐκεῖ­να ποὺ εἶναι καθα­ρά, ἡ καθα­ρό­τη­τά του βελ­τιώ­νε­ται ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο. Ὅσο ὁ νοῦς μας προ­σεγ­γί­ζει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν τέλειο σὲ καθα­ρό­τη­τα καὶ σὲ φώς, τόσο καθα­ρό­τε­ρος γίνε­ται. Καὶ μαζὶ μὲ τὸ νοῦ μας καθα­ρί­ζε­ται ἡ καρ­διὰ κι ἡ ψυχή μας, φωτί­ζον­ται περισ­σό­τε­ρο, γίνον­ται λαμ­πε­ρὲς κι ἀπο­κτοῦν μεγα­λύ­τε­ρη ἀντί­λη­ψη.

Ὅταν ὁ νοῦς ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν ἀρνιέ­ται ἢ τὸν βλα­σφη­μεῖ, τότε τὸ κερὶ τῆς ψυχῆς σβή­νει. Τότε τὸ παρά­θυ­ρο τοῦ δωμα­τί­ου κλεί­νει ἑρμη­τι­κά, ὁ ὁδη­γὸς τῆς ψυχῆς παρεκ­κλί­νει ἀπό το δρό­μο του καὶ πέφτει σὲ λάκ­κο. Πόσο σκο­τει­νὴ γίνε­ται ἡ ψυχὴ τότε! Μέσα της ξεσπᾶ ἀνταρ­σία, ὁδεύ­ει στὰ τυφλὰ καὶ παρα­πα­τᾶ ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ δρό­μου στὴν ἄλλη. Μιὰ ἀχτί­δα μοιά­ζει νὰ γίνε­ται ὁδη­γὸς τῆς ψυχῆς, κάτι σὰν σπί­θα, μὰ γρή­γο­ρα σβή­νει κι αὐτὴ καὶ παρα­δί­νει τη χει­ρα­γω­γία σὲ κάποιο παρο­δι­κὸ συναί­σθη­μα. Αὐτὸ σύν­το­μα ἀντι­κα­θί­στα­ται ἀπὸ ἄλλες σκέ­ψεις κι ἄλλα αἰσθή­μα­τα, ἀπὸ τὴ μιὰ ἐπι­θυ­μία ἢ τὴν ἄλλη, ὡσό­του τελι­κὰ ὁ ἄνθρω­πος πέσει στὸ σκο­τά­δι τῆς μαύ­ρης ἀπελ­πι­σί­ας. Ἡ ἀδύ­να­μη καὶ σκο­τι­σμέ­νη ψυχὴ τότε παρα­δί­δε­ται ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴν καθο­δή­γη­ση της ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ἀπὸ μόνο του ἔχει γίνει σκο­τά­δι καὶ τυφλό­τη­τα, ἀφοῦ τοῦ λεί­πει τὸ φῶς τῆς ψυχῆς. Καὶ τὸ σῶμα γίνε­ται ὁδη­γός. Ὁ τυφλὸς ὁδη­γεῖ τὸν τυφλὸ ωσό­του πέσουν κι οἱ δυὸ μέσα σὲ λάκ­κο.

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως ἔχουν ἐφαρ­μο­γὴ καὶ σὲ γονεῖς καὶ δασκά­λους, σὲ ἡγέ­τες τοῦ λαοῦ καὶ στοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς λει­τουρ­γοῦν κατὰ κάποιο τρό­πο σὰν μάτια στὰ παι­διά τους, ὅπως οἱ δάσκα­λοι στοὺς μαθη­τὲς καὶ οἱ ἡγέ­τες στοὺς λαούς. Ἄν ἐκεῖ­νοι ποὺ προ­η­γοῦν­ται δὲν μπο­ροῦν νὰ δοῦν ποὺ πηγαί­νουν, τότε πολὺ λιγό­τε­ρο θὰ μπο­ροῦν νὰ δοῦν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀκο­λου­θοῦν. Ἄν οἱ γονεῖς ἔχουν ξεστρα­τί­σει, πῶς τὰ παι­διά τους θὰ μπο­ρέ­σουν νὰ βροῦν τὸν ἴσιο δρό­μο; Ἄν οἱ δάσκα­λοι λένε ψέμα­τα, πῶς θὰ μπο­ρέ­σουν οἱ μαθη­τές τους νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ἀλή­θεια; Ἄν οἱ ἡγέ­τες εἶναι ἄθε­οι, πῶς νὰ πιστέ­ψει ὁ λαός τους; Ἄν οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι καθα­ροί, πῶς νὰ δια­τη­ρη­θοῦν καθα­ροὶ οἱ πιστοί; Τότε σ’ ἐκεί­νους θὰ ἰσχύ­σουν τὰ προ­φη­τι­κὰ λόγια ποῦ, χρό­νια ἀμέ­τρη­τα νωρί­τε­ρα, εἶχαν ἐπα­λη­θευ­τεῖ στοὺς Ἰσραη­λῖ­τες: «βλέ­πον­τες βλέ­ψε­τε καὶ οὐ,οὗ μὴ συνῇ­τε» (Ματθ. ιγ’ 14). Αὐτὸ σημαί­νει: θὰ κοι­τά­ζε­τε μὲ τὰ σωμα­τι­κά σας μάτια τὰ πνευ­μα­τι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ γεγο­νό­τα καὶ δὲ θὰ τὰ βλέ­πε­τε. Για­τί τὰ σωμα­τι­κὰ μάτια βλέ­πουν μόνο ὅ,τι εἶναι αἰσθη­τό, σωμα­τι­κό· τα πνευ­μα­τι­κὰ μάτια (ὁ νοὺς) βλέ­πουν ὅ,τι εἶναι πνευ­μα­τι­κό. Ὅταν ἡ ὅρα­ση τοῦ νοῦ σας εἶναι ἀνύ­παρ­κτη, τυφλή, ὅλα τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ποὺ ὑπάρ­χουν στὸν οὐρα­νὸ καί τη γῆ παρα­μέ­νουν ἀόρα­τα καὶ ἄγνω­στα σέ σας, ἐπει­δὴ βλέ­πε­τε μόνο μὲ τὰ σωμα­τι­κὰ μάτια. «Ψυχι­κὸς δὲ ἄνθρω­πος οὐ,οὗ δέχε­ται τὰ τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θεοῦ μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ,οὗ δύνα­ται γνῶ­ναι, ὅτι πνευ­μα­τι­κῶς ἀνα­κρί­νε­ται» (A Κορ. β’ 14). Ὁ μὴ ἀνα­γεν­νη­μέ­νος ἄνθρω­πος, ὁ σαρ­κι­κός, δὲ δέχε­ται ἐκεῖ­να ποὺ ἀπο­κα­λύ­πτει τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ, τοῦ φαί­νον­ται ἀνόη­τα. Δὲν ἔχει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἱκα­νό­τη­τα νὰ γνω­ρί­σει, ἐπει­δὴ αὐτὰ ἐρευ­νῶν­ται καὶ κατα­νο­οῦν­ται μὲ πνευ­μα­τι­κὸ τρό­πο.

Προ­σέξ­τε τί λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος: «Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χρι­στοῦ ἔχο­μεν» (Α Κορ. β’ 16). Μακά­ριος εἶναι ἐκεῖ­νος ἀπό μας ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ πῶς ἔχει νοῦν Χρι­στοῦ! Μακά­ριος εἶναι ὅποιος ἔχει ἀπορ­ρί­ψει τόν ἐγκό­σμιο καὶ θνη­τὸ νοῦ του καὶ τὸν ἔχει ἀντι­κα­τα­στή­σει μὲ νοῦν Χρι­στοῦ! Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς θὰ φωτι­στεῖ ὁλό­κλη­ρος καὶ θὰ δεῖ ὅλον τὸν κόσμο λου­σμέ­νο σὲ οὐρά­νιο φῶς, ὅπως ὁ Μωυ­σῆς εἶδε τὴ φλε­γό­με­νη βάτο. Αὐτὸς θὰ βαδί­σει μὲ σιγου­ριὰ μέσα στὴ σκο­τει­νὴ κοι­λά­δα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, για­τί ὁ δρό­μος τοῦ θὰ φωτι­στεῖ μὲ τὴ μέγι­στη λυχνία, μὲ τὸ μάτι ποὺ βλέ­πει τὰ πάν­τα, μὲ τὸ καθα­ρό­τε­ρο νοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἀκο­λου­θῶν ἐμοὶ οὐ,οὗ μὴ περι­πα­τή­σει ἐν τὴ σκο­τία» (Ἰωάν. ἡ’ 12).

Ὁ Χρι­στὸς εἶναι τὸ φῶς μας. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι τὸ μάτι μας στὴ ζωή. Ἄν ὁ ἄνθρω­πος θέλει νὰ γνω­ρί­σει τὴ ζωή, νὰ βρεῖ το δρό­μο τῆς ἀλη­θι­νῆς ζωῆς, πρέ­πει νὰ κοι­τά­ζει μὲ τὸ μάτι αὐτό. Κάθε ἄλλο μάτι ἔχει σκο­τι­στεῖ ἐπι­κίν­δυ­να, ἔχει λίγο ἢ πολὺ κηλι­δω­θεῖ καὶ μεγι­στο­ποιεῖ ἢ ἐλα­χι­στο­ποιεῖ τὰ ἀντι­κεί­με­να, ὅπως κάνουν οἱ φακοί. Τὰ παρα­μορ­φώ­νουν, τὰ κάνουν νὰ φαί­νον­ται πιὸ κον­τὰ ἢ πιὸ μακριά. Μόνο μὲ τὸ μάτι τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με τὰ πράγ­μα­τα ὅπως εἶναι, τόσο στὸν οὐρα­νὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ, τόσο στοὺς ἀνθρώ­πους ὅσο καὶ στὴν ὑπό­λοι­πη πλά­ση. Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ εἶναι πολὺ πιὸ σκλη­ρὸ στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ τοὺς ἔχει δοθεῖ ἡ δυνα­τό­τη­τα νὰ βλέ­πουν μὲ τὸ μάτι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ δὲν τὸ κάνουν. Αὐτοὶ θὰ εἶναι ἀνα­πο­λό­γη­τοι.

«Οὐδεὶς δύνα­ται δυσὶ κυρί­οις δου­λεύ­ειν ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισή­σει καὶ τὸν ἕτε­ρον ἀγα­πή­σει, ἢ ἑνὸς ἀνθέ­ξε­ται καὶ τοῦ ἑτέ­ρου κατα­φρο­νή­σει. οὐ,οὗ δύνα­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καὶ μαμω­νά» (Ματθ. στ’ 24). Δὲν εἶναι δυνα­τὸ οἱ δύο τρο­χοὶ κάποιου ὀχή­μα­τος νὰ κινοῦν­ται μπρο­στὰ κι οἱ ἄλλοι δύο πίσω. Δὲ γίνε­ται νὰ κοι­τά­ζει ὁ ἄνθρω­πος μὲ τὸ ἕνα μάτι τὴν ἀνα­το­λὴ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὴ δύση. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσα­ΐ­ας: «Ὅπως δὲν μπο­ρεῖ τὸ ἕνα μάτι νὰ κοι­τά­ζει τὸν οὐρα­νὸ καὶ τὸ ἄλλο τὴ γῆ, ἔτσι κι ὁ νοῦς δὲν μπο­ρεῖ νὰ συν­δυά­σει τίς οὐρά­νιες μέρι­μνες μὲ τίς ἐπί­γειες». Εἶναι δυνα­τὸ τὸ ἕνα πόδι νὰ βαδί­ζει δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀρι­στε­ρά; Αὐτὸ δὲ γίνε­ται. Ἔτσι εἶναι ἀδύ­να­το ἀπὸ τὴ μιὰ νὰ πορεύ­ε­ται κανεὶς σὲ συνάν­τη­ση μέ το Θεὸ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ εἶναι σφι­χτο­δε­μέ­νος στὴ γῆ. Δὲν μπο­ρεῖ ὁ ἄνθρω­πος νὰ εἶναι δοῦ­λος καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁμαρ­τί­ας. Εἴτε θ’ ἀγα­πή­σει το Θεὸ καὶ θὰ μισή­σει τὴν ἁμαρ­τία, εἴτε τὸ ἀντί­θε­το, δηλα­δὴ θ’ ἀγα­πή­σει τὴν ἁμαρ­τία καὶ θὰ μισή­σει το Θεό. Γιὰ νὰ δώσει ἰδιαί­τε­ρη ἔμφα­ση σ’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸ ἐπα­να­λαμ­βά­νει μὲ ἄλλα λόγια: ἢ ἑνὸς ἀνθέ­ξε­ται καὶ τοῦ ἑτέ­ρου κατα­φρο­νή­σει.

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος προ­σκολ­λη­θεῖ στὸ Θεό, δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­σκολ­λη­θεῖ καὶ στὸν ἐχθρό Του. Ἡ ἀγά­πη γι’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σημαί­νει μῖσος γιά το Θεό. Ὁ Θεὸς ζητά­ει ὁλό­κλη­ρη τὴν καρ­διά μας. Καὶ γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτὸ μᾶς προ­σφέ­ρει κάθε βοή­θεια κι ὅλες τίς δωρε­ές Του: «ὅτι οἱ ὀφθαλ­μοὶ Κυρί­ου ἐπι­βλέ­που­σιν ἐν πάσῃ τῇ γῆ, κατι­σχῦ­σαι ἐν πάσῃ καρ­δίᾳ πλή­ρει πρὸς αὐτόν» (Β’ Παραλ. ἴστ’ 9). Τὰ μάτια τοῦ Κυρί­ου ἐπι­βλέ­πουν ὅλη τὴν οἰκου­μέ­νη, γιὰ νὰ στη­ρί­ζουν καὶ νὰ ἐνι­σχύ­ουν ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν ἀφο­σιω­μέ­νη ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν καρ­διά τους σ’ Αὐτόν. Τὸ τρί­πτυ­χο τοῦ σωστοῦ χρι­στια­νοῦ εἶναι: τέλειος, ὁλο­κλη­ρω­μέ­νος, ἁγνὸς χωρὶς πίστη, ἐλπί­δα κι ἀγά­πη γιὰ τὸν κόσμο. Γεμᾶ­τος μὲ πίστη, ἐλπί­δα κι ἀγά­πη γιὰ τὸ ζῶν­τα κι ἀθά­να­το Θεό.

Ὅποιος προ­σκολ­λᾶ­ται στὸ Θεὸ πρέ­πει νὰ περι­φρο­νή­σει ἀλη­θι­νὰ κάθε εἶδος φθαρ­της, ἀπα­τη­λῆς καὶ θανά­σι­μης ἀπό­λαυ­σης ποὺ προ­σφέ­ρει αὐτὸς ὁ κόσμος. “Ὅποιος ἀντί­θε­τα παρα­δί­νε­ται ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὰ χέρια τῆς ἀπα­τη­λῆς ἐλπί­δας καὶ ὑπό­σχε­σης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ περι­φρο­νή­σει καὶ θὰ κατα­φρο­νή­σει το Θεό.

«Μὴ πλα­νᾶ­σθε, Θεὸς οὐ,οὗ μυκτη­ρί­ζε­ται» (Γαλ. στ’ 7). Δὲν μπο­ρεῖς νὰ ξεγε­λά­σεις καὶ νὰ περι­παί­ξεις το Θεό. Ἐκεῖ­νον ποὺ ἀπορ­ρί­πτει το Θεό, θὰ τὸν ἀπορ­ρί­ψει κι ὁ ἴδιος. Κι ὁ Θεὸς μὲν θὰ παρα­μεί­νει Θεός, ὁ ἄνθρω­πος ὅμως θὰ ξεγρα­φτεῖ ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῆς Ζωῆς, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ πρέ­πει νὰ παρα­μεί­νεις συνε­πὴς στὴν ἀφο­σί­ω­σή σου στὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἔχεις διχα­σμέ­νη καρ­διά. Ὅταν βάλεις τὸ χέρι στὸ ἀλέ­τρι τοῦ Θεοῦ, μὴ γυρί­ζεις πίσω.

Ἀφοῦ ξεκί­νη­σες νὰ ἐλευ­θε­ρω­θεῖς ἀπὸ τὰ Σόδο­μα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μὴν κοι­τά­ζεις πίσω σου, γιὰ νὰ μὴ γίνεις «στή­λη ἅλα­τος», ὅπως ἡ γυναῖ­κα τοῦ Λώτ, ἀνί­κα­νος νὰ βαδί­σεις μπρο­στὰ ἢ πίσω. Ἀφοῦ γλί­τω­σες ἀπὸ τὸν ἄδι­κο Φαραὼ τῆς Αἰγύ­πτου, μὴν ἐπι­θυ­μή­σεις νὰ ξανα­γυ­ρί­σεις στὴ σκλα­βιά, ἀκό­μα κι ἂν στὸ δρό­μο πρὸς τὴ σωτη­ρία σου χρεια­στεῖ ν’ ἀντι­με­τω­πί­σεις ἐμπό­δια ὅπως ἡ θάλασ­σα κι ἡ ἔρη­μος, ἡ πεῖ­να, ἡ δίψα κι οἱ πολυά­ριθ­μοι ἐχθροί. Ὁ Κύριος πορεύ­ε­ται πάν­τα μπρο­στὰ ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ βαδί­ζουν το δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας, γιὰ νά τους σώσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­ει στὴν πορεία τοὺς ἀπὸ τὴ θάλασ­σα, τὴν ἔρη­μο καὶ τοὺς πολυ­πλη­θεῖς ἐχθρούς τους.

«Οὐ,Οὗ δύνα­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καὶ μαμω­νά». Ὁ Κύριος ἐπι­ση­μαί­νει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὴν πρώ­τη σκέ­ψη, ὅτι οὐδεὶς δύνα­ται δυσὶ κυρί­ους δου­λεύ­ειν. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑπη­ρε­τεῖ κανεὶς δυὸ κυρί­ους ποὺ οἱ σκέ­ψεις, οἱ ἐπι­θυ­μί­ες καὶ τὸ θέλη­μά τους συγ­κρού­ον­ται. Ὁ δίκαιος Ἀβρα­ὰμ ὑπη­ρέ­τη­σε τρεῖς κυρί­ους, (βλ. Γέν. ἰη’ 12). Οἱ κύριοι αὐτοὶ ὅμως ἦταν ἕνας στὴν οὐσία καὶ τὸ πνεῦ­μα. Μπο­ροῦ­με νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με τριάν­τα ἀγγέ­λους τοῦ Θεοῦ ἢ τρια­κό­σιους ἀπὸ τοὺς ἁγί­ους Του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν εἶναι τριάν­τα ἢ τρια­κό­σιοι κύριοι, ἀλλὰ μόνο ἕνας. Εἶναι ὁ φωτει­νὸς στρα­τὸς τοῦ Θεοῦ τῆς ἀλή­θειας καὶ τῆς δικαιο­σύ­νης, ποὺ ὑπό­κει­ται στὸν Ἕνα καὶ μονα­δι­κὸ Κύριο: το Θεό. Τὸ ὅτι δὲν πρέ­πει νὰ νομί­ζου­με πῶς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με δύο καλοὺς καὶ ἁγί­ους ἀνθρώ­πους, τὸ ἐξη­γεῖ ὁ Κύριος λέγον­τας πῶς ἐννο­εῖ δυὸ ἀντι­κρουό­με­νες δυνά­μεις ποὺ δὲν ἔχουν τίπο­τα κοι­νὸ μετα­ξύ τους, ὅπως ἡ νύχτα μὲ τὴ μέρα. Θεὸς καὶ μαμω­νὰς εἶναι δυὸ ἀντι­κρού­με­νοι κύριοι, ἀφεν­τά­δες, στοὺς ὁποί­ους μαζὶ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ προ­σφέ­ρου­με τὴν ὑπη­ρε­σία μας. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με το Θεὸ γιὰ τὴ σωτη­ρία μας καὶ τὸ μαμω­νὰ γιὰ τὴν κατα­δί­κη καὶ τὸ θάνα­τό μας.

Μαμω­νὰς εἶναι λέξη φοι­νι­κι­κὴ καὶ σημαί­νει «πλοῦ­τος». Λέγε­ται πὼς οἱ πολυ­θεϊ­στὲς Φοί­νι­κες εἶχαν καὶ εἴδω­λο μὲ τὸ ὄνο­μα αὐτό, ποὺ τὸ προ­σκυ­νοῦ­σαν ὡς θεὸ τοῦ πλού­του. Για­τί ὁ Κύριος χ τὴν ξένη αὐτὴ λέξη γιὰ νὰ δηλώ­σει τὴν ἀντί­θε­ση τοῦ Θεοῦ; Γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ βαθιὰ περι­φρό­νη­σή Τοῦ στὴ θεο­ποί­η­ση τοῦ πλού­του, στὴν ὑπη­ρε­σία καὶ τὴν αἰχ­μα­λω­σία στὰ πλού­τη. «Ρίζα γὰρ πάν­των τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαρ­γυ­ρία» (A Tιμ. στ’ 10). Φιλαρ­γυ­ρία δὲ σημαί­νει μόνο τὴν ἀγά­πη γιὰ τὸ χρῆ­μα, ἀλλὰ γιὰ κάθε ὑπερ­βο­λι­κὸ καὶ ψυχο­κτό­νο πλοῦ­το. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ ὁ Κύριος: «Δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ ὑπη­ρε­τεῖ­τε το Θεὸ καὶ τὸ ψέμα, για­τί ὁ Θεὸς εἶναι ἀλή­θεια» ἤ «το Θεὸ καὶ τὴν ἁρπα­γή, για­τί ὁ Θεὸς εἶναι εὔσπλαγ­χνος» ἢ «τὸ Θεὸ καὶ τὴ φιλη­δο­νία, για­τί ὁ Θεὸς εἶναι καθα­ρὸς» ἤ «το Θεὸ καί το φθό­νο, για­τί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγά­πη» ἤ «το Θεὸ καὶ» ὁποια­δή­πο­τε ἁμαρ­τία, για­τί ὁ Θεὸς εἶναι ἀνα­μάρ­τη­τος, ἐχθρὸς τῆς ἁμαρ­τί­ας.

Για­τί ὁ Κύριος τόνι­σε ἰδιαί­τε­ρα τὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ πλού­του ὡς ἀντί­θε­τη στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ Θεοῦ; Ἐπει­δὴ ἡ ὑπη­ρε­σία τοῦ πλού­του προ­κα­λεῖ καὶ κάνει δυνα­τὲς ὅλες τίς ἄλλες ἁμαρ­τί­ες καὶ τίς κακί­ες. Ὅποιος προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν πλοῦ­το μ’ ὅλη του τὴν καρ­διά, δὲ θὰ μπο­ρέ­σει νὰ προ­φυ­λα­χτεὶ ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴν κλο­πή, τὴ λαγνεία, τὴν ψευ­δορ­κία ἢ ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸ φόνο, ἁπλᾶ καὶ μόνο γιὰ νὰ δια­τη­ρή­σει καὶ ν’ αὐξή­σει τὰ πλού­τη του. Δὲ θὰ μπο­ρέ­σει νὰ προ­φυ­λα­χτεὶ ἀπὸ τό φθό­νο καὶ τὸ μῖσος γιὰ κεί­νους ποὺ ἔχουν περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ αὐτόν. Τὰ πλού­τη θὰ τοῦ ἀνοί­ξουν σύν­το­μα τὸ δρό­μο πρὸς κάθε ἄλλη ἁμαρ­τία καὶ κακία, ὅπως τὴ μέθη, τὴν χαρ­το­παι­ξία, τὴ φιλη­δο­νία, τὴ μοι­χεία καὶ κάθε ἀκα­θαρ­σία.

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος βλέ­πει πῶς οἱ ἄλλοι τὸν φθο­νοὺν ἀλλὰ τὸν τιμοῦν γιὰ τὰ πλού­τη του, θὰ πάψει νὰ φοβᾶ­ται το Θεὸ καὶ νὰ τὸν προ­σκυ­νᾶ. Θ’ ἀντι­με­τω­πί­σει μὲ περι­φρό­νη­ση το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ἐκκλη­σία Του καὶ σύν­το­μα θὰ κατα­λή­ξει νὰ γίνει βλά­σφη­μος καὶ ἄθε­ος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος διά­λε­ξε τὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ πλού­του — ἢ τοῦ μαμω­νά, τοῦ δαί­μο­να τοῦ πλού­του — ὡς δια­με­τρι­κὰ ἀντί­θε­τη στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ τὸν πλοῦ­το κατα­λή­γει στὴν αἰχ­μα­λω­σία του καὶ κατα­στρέ­φει ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν ψυχή του. Ὁ Μέγας Βασί­λειος λέει στὴν ὁμι­λία του γιὰ τὴ φιλαρ­γυ­ρία: «Ἄξιο­θρή­νη­τος εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ζητά­ει πολ­λά. Ἢ μεγά­λη ἀπαί­τη­ση δημιουρ­γεῖ στὴ ζωὴ μιὰ λαι­μαρ­γία ἐπι­θυ­μιῶν. Εἶναι σὰν τὴ φωτιὰ ποὺ κατα­καί­ει τὰ πάν­τα καὶ δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ τὴ στα­μα­τή­σει, ὡσό­του τὰ κάνει ὅλα στά­χτη. Τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ μὲ τὴ φιλαρ­γυ­ρία. Ὑπάρ­χει κανεὶς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὴ στα­μα­τή­σει;»

Σὲ μιὰν ἄλλη περί­πτω­ση εἶχε πεῖ ὁ Κύριος: «Τί γὰρ ὠφε­λεῖ­ται ἄνθρω­πος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερ­δή­ση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιω­θῆ;» (Ματθ. ἴστ’ 26). Ὁ κόσμος εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ παρα­μεί­νει στὴν κυριαρ­χία Του. Ὁ πλού­σιος ἄνθρω­πος, ὅταν πεθά­νει, θὰ μεί­νει χωρὶς τὸν κόσμο καὶ χωρὶς ψυχή· στὴν κρί­ση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πιὸ φτω­χὸς κι ἀπὸ τὸ φτω­χό­τε­ρο τῶν ἐργα­τῶν καὶ τῶν ὑπαλ­λή­λων του σ’ αὐτὴ τὴ ζωή.

Συνε­χί­ζει ὁ Κύριος: «Διὰ τοῦ­το λέγω ὑμῖν, μὴ μερι­μνᾶ­τε τὴ ψυχὴ ὑμῶν τί φάγη­τε καὶ τί πίη­τε, μηδέ το σώμα­τι ὑμῶν τί ἐνδύ­ση­σθε οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖ­ον ἔστι τῆς τρο­φῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύ­μα­τος;» (Ματθ. στ’ 25).

Διὰ τοῦ­το λέγω ὑμῖν… Για­τί; Γιὰ ποιό λόγο; Ἐπει­δὴ τὰ χρή­μα­τα εἶναι τόσο ψυχο­φθό­ρα. Ἐπει­δὴ ἡ ὑπη­ρε­σία στὸ μαμω­νὰ σ’ ἐμπο­δί­ζει ἀπὸ τὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ Θεοῦ. Ἐπει­δὴ θέλω νὰ γίνε­τε κύριοι ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλης της κτί­σης, στὴν ὁποία ὁ Θεὸς τοπο­θέ­τη­σε τὸν ἄνθρω­πο. Δὲ θέλω νὰ γίνε­τε ὑπη­ρέ­τες τῶν ὑπη­ρε­τῶν σας καὶ δοῦ­λοι τῶν δού­λων σας. Γι’ αὐτὸ μὴ γονα­τί­ζε­τε ἀπὸ τίς μέρι­μνες γιὰ τρο­φή, ποτὸ καὶ ἐνδύ­μα­τα. Εἶναι πιὸ δύσκο­λο νὰ δημιουρ­γή­σε­τε ἕνα σῶμα παρὰ νὰ τὸ συν­τη­ρεῖ­τε μὲ τρο­φὴ κι ἐνδύ­μα­τα. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ ἤδη ἔκα­νε τὸ σπου­δαιό­τε­ρο, θὰ κάνει καὶ τὸ εὐκο­λό­τε­ρο. «Οἰδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος ὅτι χρή­ζε­τε τού­των ἁπάν­των» (Ματθ. στ’ 32). Τὸ μάτι Του εἶναι πάν­τα στραμ­μέ­νο πάνω μας καὶ μᾶς παρα­κο­λου­θεῖ. Τὸ γεμᾶ­το χέρι Του εἶναι πάν­τα ἁπλω­μέ­νο πρὸς τὸ μέρος μας.

Δὲ βλέ­που­με ὁλό­γυ­ρά μας, πρὸς κάθε κατεύ­θυν­ση, πῶς ὁ Θεὸς παρέ­χει τρο­φή, ποτὸ καὶ ἐνδύ­μα­τα σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τά Τοῦ; Τρέ­φει τὰ μηρ­μύγ­κια στὸ χῶμα, τ’ ἄγρια θηρία στὰ δάση, τὰ ψάρια στὴ θάλασ­σα. “Ὅταν ἔρχε­ται ὁ κρύ­ος και­ρός, στέλ­νει τὰ χελι­δό­νια καὶ τοὺς γερα­νοὺς σὲ θερ­μό­τε­ρα κλί­μα­τα, ὅπου τὰ τρέ­φει ὅλο τὸ χει­μῶ­νας βρί­σκει στὴν ἀρκού­δα φωλιὰ γιὰ νὰ ξεχει­μω­νιά­σει. Ποτί­ζει τὰ δέν­τρα καὶ τὰ φυτά. Ἄρδεύ­ει τοὺς λόφους καὶ τίς πεδιά­δες. Ὑπάρ­χει κάποιο πλά­σμα, κάποιο δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ποὺ νὰ τὸ ἄφη­σε γυμνό; Ποιός ντύ­νει τὸ λιον­τά­ρι καὶ τὴν τίγρη, το λύκο καὶ τὴν ἀλε­ποῦ, ἂν ὄχι Ἐκεῖ­νος; Ποιός φτιά­χνει τοῦ κόκο­ρα τὴ φορε­σιὰ ἢ τοῦ κόρα­κα, ποιός κατα­σκευά­ζει τὸ καύ­κα­λο της χελώ­νας καὶ τὰ λέπια τοῦ ψαριοῦ, ἂν ὄχι Ἐκεῖ­νος; Ποιός δίνει τὸ μαλ­λὶ στό πρό­βα­το καὶ στὴν κατσί­κα, τὴ σκλη­ρὴ τρί­χα στὸ χοῖ­ρο, τὸ δέρ­μα στὸ μοσχά­ρι καὶ τὴ χαί­τη στὸ ἄλο­γο, ἂν ὄχι Αὐτός; Ποιός κεν­τᾶ τὰ φτε­ρὰ τῆς πετα­λού­δας καὶ τὸ σῶμα τῆς σφή­κας, ποιός φτιά­χνει τὸ κέλυ­φος γιὰ κάθε ἔντο­μο ποὺ κρύ­βε­ται στὸ γρα­σί­δι καὶ τὰ φύλ­λα, ἂν ὄχι Ἐκεῖ­νος; Ποιός ντύ­νει μὲ φλού­δα ὅλα τὰ δέν­τρα καὶ στο­λί­ζει τὸ στέ­λε­χος τοῦ καλαμ­πο­κιοῦ; Ποιός κλώ­θει καὶ ὑφαί­νει τίς στο­λὲς γιὰ τὰ λου­λού­δια τοῦ ἀγροῦ μὲ τόση λαμ­πρό­τη­τα, ποὺ οὔτε οἱ ἐπί­γειοι βασι­λιᾶ­δες δὲ δια­θέ­τουν; Ὁ Κύριος, ὁ ζων­τα­νὸς Κύριος ποὺ τὰ δημιούρ­γη­σε. Αὐτὸς ὁ Κύριος τότε, εἶναι δυνα­τὸ νὰ λογα­ριά­σει μόνο τὸν ἄνθρω­πο θετό, ἀνά­με­σα σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τά Του; Ἐκεῖ­νος ποὺ τρέ­φει καὶ ποτί­ζει τὸ ἄγρια θηρία στὰ δάση, τὸ πρά­σι­νο στοὺς λόφους καὶ στοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ ἔντο­μα, θ’ ἀφή­σει τὸ πιὸ ἔνδο­ξο καὶ τιμη­μέ­νο ἀπὸ τὰ πλά­σμα­τά Του — τον ἄνθρω­πο — πει­να­σμέ­νο, διψα­σμέ­νο καὶ γυμνό;

«Ἐμβλέ­ψα­τε εἰς τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅτι οὐ,οὗ σπεί­ρου­σιν οὐδὲ θερί­ζου­σιν οὐδὲ συνά­γου­σιν εἰς ἀπο­θή­κας ». Καὶ ποιός τὰ τρέ­φει; «Ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος τρέ­φει αὐτά» (Ματθ. στ’ 26). Δὲ λέει «ὁ Πατέ­ρας τους», ἀλλὰ «ὁ Πατέ­ρας σας», Ὁ Θεὸς εἶναι μόνο Δημιουρ­γός τους, γιά σας ὅμως εἶναι κάτι παρα­πά­νω: εἶναι ὁ Πατέ­ρας σας. Ἐσεῖς εἶστε πολὺ καλ­λί­τε­ροι, ἀξί­ζε­τε πολὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ αὐτά.

Μὲ τὰ λόγια Του αὐτὰ ὁ Χρι­στὸς δεί­χνει τὴν ἀσύγ­κρι­τη ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που σὲ σχέ­ση μὲ τὰ ἄλλα πλά­σμα­τα. Δὲν εἴμα­στε καλ­λί­τε­ροι ἀπὸ τὰ που­λιά; Κι ἂν εἴμα­στε καλ­λί­τε­ροι, εἶναι δυνα­τὸ καὶ πάν­σο­φος Θεὸς νὰ ταΐ­σει τὰ κατώ­τε­ρα πλά­σμα­τα καὶ νὰ ξεχά­σει νὰ θρέ­ψει τὰ σπου­δαιό­τε­ρα ποὺ ἔχει στὸν κόσμο, δηλα­δή τὰ παι­διά Του; Κι ἔπει­τα ὅλες οἱ φρον­τί­δες μᾶς γιὰ φαγη­τὸ καὶ ποτὸ θὰ μᾶς εἶναι ἄχρη­στες ἂν ὁ Θεὸς δὲ δώσει τὴ ζωο­ποιό Του δύνα­μη στὰ προ­ϊ­όν­τα ποὺ θὰ κατα­να­λώ­σου­με. Δὲν εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ μᾶς τρέ­φει, ἀλλὰ ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ στὸ ψωμί. Δὲν εἶναι τὸ νερὸ ποὺ μᾶς ξεδι­ψά­ει, ἀλλὰ ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ στὸ νερό. Μόνοι μας δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κάνου­με τίπο­τα. «Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μερι­μνῶν δύνα­ται προ­σθῆ­ναι ἐπὶ τὴν ἡλι­κί­αν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;» (Ματθ. στ’ 27). Ποιός ἀπὸ μᾶς μπο­ρεῖ νὰ προ­σθέ­σει ἔστω καὶ μιὰ μέρα στὴν ἐπί­γεια ζωή του; «Κύριε, λέει ὁ Δαβίδ, γνώ­ρι­σε τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθ­μὸν τῶν ἡμε­ρῶν μου, τίς ἔστιν» (Ψαλμ. λὴ 5). Ἐκεῖ­νοι ποὺ τρῶ­νε καὶ πίνουν πολύ, δὲν πεθαί­νουν ὅπως κι αὐτοὶ ποὺ τρῶ­νε λίγο; Οἱ λαί­μαρ­γοι κι οἱ ἀδη­φά­γοι δὲν πεθαί­νουν πιὸ γρή­γο­ρα ἀπὸ τοὺς ἀσκη­τές; Ἐκεῖ­νοι ποὺ τρῶ­νε καὶ πίνουν πολύ, γίνον­ται ἔστω καὶ κατὰ τί ψηλό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους; Ἄν λοι­πόν, μὲ τὸ νὰ φρον­τί­ζεις μόνος σου γιὰ τὸ φαγη­τὸ καὶ τὸ ποτό, δὲν μπο­ρεῖς νὰ προ­σθέ­σεις οὔτε ἕνα ἑκα­το­στὸ στὸ ἀνά­στη­μά σου ἢ νὰ ἐπι­μη­κύ­νεις τὴ ζωή σου ἔστω καὶ γιὰ μιὰ μέρα, ἄφη­σε κατὰ μέρος τίς φρον­τί­δες γιὰ τὸ σῶμα σου καὶ μερί­μνη­σε γιὰ τὴν ψυχή σου. Ὅταν τὸ σῶμα σου ἀπο­βιώ­σει, μὲ τὴν ψυχή σου θὰ παρου­σια­στεῖς μπρο­στὰ στὸ Θεό.

«Καὶ περὶ ἐνδύ­μα­τος τί μερι­μνᾶ­τε; κατα­μά­θε­τε τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξά­νει: οὐ,οὗ κοπιᾶ οὐδε νήθει: λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολο­μῶν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιε­βά­λε­το ὡς ἔν τού­των» (Ματθ. στ’ 28,29). Ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ που­λιὰ πρῶ­τα, γιὰ νὰ δεί­ξει πόσο πρέ­πει νὰ ντρέ­πον­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ μερι­μνοῦν ὑπερ­βο­λι­κὰ γιὰ τὴ δια­τρο­φή τους. Τώρα ἀνα­φέ­ρε­ται σ’ ἕνα ἀκό­μα κατώ­τε­ρο μέρος τῆς δημιουρ­γί­ας: στὰ λου­λού­δια τοῦ ἀγροῦ. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ κάνει νὰ ντρέ­πον­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ φρον­τί­ζουν ὑπερ­βο­λι­κὰ γιὰ τὸ ντύ­σι­μό τους. Για­τί ὁ Κύριος μιλά­ει μόνο γιὰ τὰ κρί­να κι ὄχι γιὰ κάποιο ἄλλο λου­λού­δι, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ στό­λι­σε μὲ λιγό­τε­ρο κάλ­λος ἀπὸ τὸ κρί­νο; Πρῶ­τα ἐπει­δὴ τὸ κρί­νο, μὲ τὴ λευ­κό­τη­τά του, ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὴν ἁγνό­τη­τα. Γι’ αὐτὸ τὸν ξεχω­ρί­ζει ἀπὸ τὰ ὑπό­λοι­πα λου­λού­δια τοῦ ἀγροῦ.

Ὁ Ἰωάν­νης εἶδε στὴν Ἀπο­κά­λυ­ψη τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρα­νὸ «ὡς ἀρνί­ον… καὶ ὄχλον πολύν…εστώτας ἐνώ­πιον τοῦ θρό­νου καὶ ἐνώ­πιον τοῦ ἀρνί­ου, περι­βε­βλη­μέ­νους στο­λὰς λευ­κάς» (Ἀποκ. ζ’ 9). Δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ ὁ Κύριος θέλει νὰ συγ­κρί­νει τὸ κάλ­λος τοῦ λου­λου­διοῦ ἐκεί­νου μὲ τὸ βασι­λιᾶ Σολο­μῶν­τα, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγα­νε πῶς τοῦ ἄρε­σε τὸ λευ­κὸ χρῶ­μα. Ὁ Κύριος συγ­κρί­νει ἐπί­σης τὰ κρί­να μέ το Σολο­μῶν­τα, ἐπει­δὴ ὁ Σολο­μῶν ἦταν ὁ πλου­σιό­τε­ρος κι ἐνδο­ξό­τε­ρος βασι­λιᾶς τῶν ἀρχαί­ων χρό­νων. Καὶ νὰ ποὺ ὁ βασι­λιᾶς Σολο­μῶν, ὁ πλού­σιος καὶ σοφός, παρὰ τὸ γεγο­νὸς ὅτι προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ντύ­νε­ται ὅσο πολυ­τε­λέ­στε­ρα καὶ πιὸ φαν­τα­χτε­ρὰ γινό­ταν, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὰ ἄψυ­χα κρί­να τοῦ ἀγροῦ ποὺ τὰ ἔντυ­νε ὁ Θεός. Καμιὰ ἀνθρώ­πι­νη φρον­τί­δα καὶ προ­σπά­θεια λοι­πὸν δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ παν­το­δύ­να­μος Θεός.

«Εἰ δὲ τὸν χόρ­τον τοῦ ἀγροῦ, σήμε­ρον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέν­νυ­σιν, οὐ,οὗ πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑμᾶς, ὀλι­γό­πι­στοι;» (Ματθ. στ’ 30). Παρὰ τὸ γεγο­νὸς ὅτι τὸ κρί­νο εἶναι πανέ­μορ­φο, ὅμως δὲν εἶναι τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο ἀπό ἕνα συνη­θι­σμέ­νο χόρ­το, ποὺ σήμε­ρα ἀνθί­ζει καὶ αὔριο ξεραί­νε­ται καὶ τὸ ρίχνουν στὸ φοῦρ­νο. Ὁ Θεὸς λοι­πόν, ποὺ στο­λί­ζει μὲ τόση ὀμορ­φιὰ αὐτὸ τὸ χόρ­το τοῦ ἀγροῦ, ποῦ δὲν κινεῖ­ται ἀπὸ μόνο του, δὲ σκέ­φτε­ται οὔτε μιλά­ει, θ’ ἀφή­σει ἐσᾶς γυμνούς, ὀλι­γό­πι­στοι; Νὰ τὸ ξέρε­τε, όλι­γό­πἱ­στοι, πῶς ὅσο περισ­σό­τε­ρο φρον­τί­ζε­τε ἐσεῖς γιὰ τὸν ἑαυ­τό σας, τόσο λιγό­τε­ρο ἀσχο­λεῖ­ται ὁ Θεὸς γιά σας.

Ὁ Κύριος ἐπα­να­λαμ­βά­νει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὴν ἐντο­λὴ Τοῦ νὰ μὴν ἀνη­συ­χοῦ­με ὑπερ­βο­λι­κὰ γιὰ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦ­με καὶ τί θὰ φορέ­σου­με. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλ­λά­ξει ἀπὸ τίς ὑπερ­βο­λι­κὲς φρον­τί­δες ποῦ σκο­τί­ζουν τὴν πνευ­μα­τι­κή μας ὅρα­ση, τυφλώ­νουν το νοῦ μας καὶ μᾶς βυθί­ζουν στὸ σκό­τος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μᾶς παρα­δί­δουν στὰ χέρια τοῦ μαμω­νά, ἀπο­μα­κρυ­σμέ­νους καὶ ἀπο­ξε­νω­μέ­νους ἀπό το Θεό.

«Ἔχον­τες δὲ δια­τρο­φῆς καὶ σκε­πά­σμα­τα, τού­τοις ἀρκε­σθη­σό­με­θα» (Α ́ Τιμ. στ’ 8). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὅταν ἔχου­με ἐκεῖ­να ποὺ μᾶς εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα, αὐτὰ ποὺ μᾶς παρέ­χει ὁ Θεός, ἂς μὴν ἐπι­ζη­τοῦ­με περισ­σό­τε­ρα. Ὅταν ἀνη­συ­χοῦ­με γιὰ περιτ­τὰ πράγ­μα­τα, ὅπως γιὰ παρά­δειγ­μα ἡ φρον­τί­δα μας γιὰ τὴν ἑπό­με­νη μέρα, αὐτὸ στὸ τέλος θὰ μᾶς ὁδη­γή­σει στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ σατα­νᾶ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διδά­σκει νὰ ζητοῦ­με μὲ τὴν προ­σευ­χὴ μᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιού­σιον, τὸ καθη­με­ρι­νό μας σιτη­ρέ­σιο. Μὲ τὴ φρά­ση αὐτὴ πρέ­πει νὰ ἐννο­ή­σου­με καὶ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἄρτο, ἐκεῖ­νον ποὺ ζωο­γο­νεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους. Μᾶς διδά­σκει πῶς δὲν πρέ­πει νὰ ζητᾶ­με ἀπὸ τὸ Θεὸ σωμα­τι­κὲς πολυ­τέ­λειες καὶ ὑπερ­βο­λές, «πάν­τα γὰρ ταῦ­τα τὰ ἔθνη ἐπι­ζη­τεῖ» (Ματθ. στ’ 32). Ἐκεῖ­νοι ποὺ δὲ γνω­ρί­ζουν τὴν ἀλή­θεια τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη δύνα­μη καὶ ἀγά­πη Του, τὴν ἀξία τῆς ἀθά­να­της ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που ἢ τὸ κάλ­λος καὶ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δικαιο­σύ­νης Του, ἂς ζητοῦν περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα χρειά­ζον­ται. Ὁ Θεὸς τοὺς δίνει σύμ­φω­να μὲ τίς ἐπι­θυ­μί­ες τους. Ἔτσι δὲν τοὺς ὀφεί­λει τίπο­τα οὔτε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο οὔτε καὶ στὸ μέλ­λον­τα. Κάθε ἀντα­μοι­βή τους τὴν παίρ­νουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ὅπως τὰ που­λιὰ τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ.

Ὅλη ἡ δόξα τῶν πετει­νῶν τοῦ οὐρα­νοῦ περιο­ρί­ζε­ται στὴν ἐπί­γεια ζωή τους. Ὅλο τὸ κάλ­λος τῶν κρί­νων τοῦ ἀγροῦ εἶναι ἐφή­με­ρο, ἐξαν­τλεῖ­ται σύν­το­μα στὸ χρό­νο. Γιὰ τὰ παι­διά Του ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει προ­ε­τοι­μά­σει ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου τὴν οὐρά­νια βασι­λεία Του, ὅπου τὰ περι­μέ­νει ἀνέκ­φρα­στη δόξα. Ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώ­που λοι­πὸν δὲν ἔγκει­ται στὴν τρο­φή, στὸ ποτὸ καὶ στὰ ροῦ­χα. Ἄν ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώ­που ἐξαν­τλοῦν­ταν σ’ αὐτά, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἔτρε­φε καὶ θὰ τὸν ἔντυ­νε χίλιες φορὲς καλύ­τε­ρα σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ τ’ ἄλλα πλά­σμα­τα ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, στὴ θάλασ­σα ἢ στὸν ἀέρα. Μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ βασι­λιᾶς Σολο­μῶν­τας, μὲ ὅλη του τὴ δόξα δὲν ἦταν τόσο ὄμορ­φα στο­λι­σμέ­νος ὅσο τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρω­ποι πρέ­πει νὰ κατα­λά­βουν πῶς ἡ δόξα τους δὲ βρί­σκε­ται στὰ πολυ­τε­λῆ ροῦ­χα, ἀλλὰ σὲ κάτι ἀνώ­τε­ρο καὶ πιὸ ἀνθε­κτι­κὸ στὸ χρό­νο. Πρέ­πει νὰ πάρουν τὰ μάτια καὶ τὴν καρ­διὰ τοὺς ἀπὸ τὴν ἐφή­με­ρη δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ν’ ἀνα­ζη­τή­σουν τὴ δόξα ἐκεί­νη ποὺ τοὺς ἔχει ὑπο­σχε­θεῖ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ τὴν ὁποία τοὺς προ­ο­ρί­ζει.

«Ζητεῖ­τε δὲ πρῶ­τον τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιο­σύ­νην αὐτοῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑμῖν» (Ματθ. στ’ 33). Μὴ ζητᾶ­τε κου­ρέ­λια ἀπὸ Ἐκεῖ­νον ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σᾶς δώσει βασι­λι­κὲς στο­λές. Μὴν ἐπαι­τεῖ­τε ψίχου­λα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ βασι­λι­κὸ τρα­πέ­ζι, ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ θέλει νὰ σᾶς κάνει ὁμο­τρά­πε­ζούς Του. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Βασι­λιᾶς καὶ σεὶς εἶστε οἱ γιοί Του. Νὰ ζητᾶ­τε αὐτὰ ποὺ ἁρμό­ζουν σὲ βασι­λι­κὰ παι­διά, ἐκεῖ­να ποὺ εἴχα­τε πρὶν μὰ τὰ χάσα­τε μὲ τὴν ἁμαρ­τία. Ν’ ἀνα­ζη­τᾶ­τε πλού­τη ποῦ δὲν τὰ τρώ­ει ὁ σκό­ρος, δὲν τὰ φθεί­ρει ἡ σκου­ριὰ καὶ δὲν τὰ κλέ­βουν οἱ κλέ­φτες. Ἄν ἀξιω­θεῖ­τε νὰ λάβε­τε τὸ ἀνώ­τε­ρα, ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ λάβε­τε καὶ τὰ ὑπο­δε­έ­στε­ρα. Ζητεῖ­στε πρῶ­τα τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κάθε­ται στὸ θρό­νο Του καὶ βασι­λεύ­ει (βλ. Ψαλμ. ρβ’ 19), τὴ βασι­λεία κάθε εὐλο­γί­ας καὶ δικαιο­σύ­νης, ἐκεῖ ποὺ «οἱ δίκαιοι ἐκλάμ­ψου­σιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ’ 43), ὅπου δὲν ὑπάρ­χει πόνος, θλί­ψη ἢ στε­ναγ­μός, οὔτε θάνα­τος.

Μὴ γίνε­τε σὰν τὸν Ἄσω­το Υἱὸ ποὺ ἔφυ­γε ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα του καὶ κατάν­τη­σε νὰ τρώ­ει χοι­ρο­τρο­φές. Προ­σπα­θῆ­στε νὰ γυρί­σε­τε ἀπὸ τὴ μακρι­νὴ χώρα στὸ σπί­τι τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα σας, για­τί «ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ (εἶναι) δικαιο­σύ­νη καὶ εἰρή­νη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ἴδ’ 17). Μὴ μοιά­σε­τε στὸν Ἠσαύ, ποὺ πού­λη­σε τὰ πρω­το­τό­κια γιὰ ἕνα πιά­το φακῆς. Θ’ ἀνταλ­λά­ξεις τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μακα­ριό­τη­τά της γιὰ ἕνα πιά­το φακῆ ποὺ σοῦ προ­σφέ­ρει ὁ κόσμος αὐτός; Εὔχο­μαι νὰ μᾶς φυλά­ξει ὁ Θεὸς ἀπὸ τέτοια ντρο­πὴ καὶ ἀτι­μία. Εὔχο­μαι νὰ καθο­δη­γή­σει τὰ νοε­ρὰ μάτια μας, γιὰ νὰ μὴ σκο­τι­στοῦν καὶ ξεστρα­τί­σουν ἀπὸ τὸ μαμω­νὰ καὶ τὸν πονη­ρὸ τῆς ἐπί­γειας παρα­κμῆς καὶ ἀπά­της. Εὔχο­μαι νὰ μᾶς δώσει φωτι­σμό, ὥστε νὰ γίνου­με σὰν τοὺς υἱοὺς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχα­σαν τὴ βασι­λεία καὶ τώρα δὲ σκέ­φτον­ται τίποτ’ ἄλλο, παρὰ πῶς νὰ τὴν ἀπο­κτή­σουν ξανά.

Στὴ Συρία ὑπάρ­χει μιὰ ἐκκλη­σία ποὺ ἔφτια­ξε ὁ αὐτο­κρά­το­ρας Ἰου­στι­νια­νός. Ἐκεῖ ὑπάρ­χει μιὰ ἐπι­γρα­φὴ ποὺ ἔδω­σε ἐντο­λὴ ὁ ἴδιος ὁ αὐτο­κρά­το­ρας νὰ τοπο­θε­τη­θεῖ. Ἡ ἐπι­γρα­φὴ αὐτὴ δια­τη­ρεῖ­ται ὼς σήμε­ρα καὶ λέει: «Ἡ βασι­λεία Σου βασι­λεία πάν­των τῶν αἰώ­νων» (Ψαλμ. ρμδ’ 13). Εὔχο­μαι νὰ μᾶς βοη­θή­σει ὁ Κύριος νὰ ἐγκολ­πω­θοῦ­με τὰ λόγια αὐτά, νὰ τὰ κάνου­με δικά μας, νὰ γίνουν ἡ ἔκφρα­ση τῆς νοσταλ­γί­ας τῆς καρ­διᾶς μᾶς γιὰ τὸ Χρι­στό. Ὅλα τ’ ἄλλα ἔχουν δευ­τε­ρεύ­ου­σα σημα­σία, εἶναι ἀσή­μαν­τα. Ὅλες τίς ἄλλες ἐπί­γειες βασι­λεῖ­ες τίς περι­μέ­νει τάφος, φθο­ρά. Κι ὅταν ὁ κόσμος αὐτὸς κι οἱ ἐπί­γειες βασι­λεῖ­ες παρέλ­θουν, οἱ δίκαιοι θὰ συμ­ψά­λουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους στὸν οὐρα­νό: «Ἡ βασι­λεία Σου, Χρι­στὲ ὁ Θεός, βασι­λεία πάν­των τῶν αἰώ­νων, καὶ ἡ δεσπο­τεία Σοῦ ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ».

Στὸ μέγι­στο Διδά­σκα­λο ὑπὸ τὸν ἥλιο, στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στὸ καὶ Θεό μας, πρέ­πει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μέ το Θεὸ Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τί μερι­μνᾶ­τε;

«Μὴ οὖν μερι­μνή­ση­τε λέγον­τες, τί φάγω­μεν ἢ τί πίω­μεν ἢ τί περι­βα­λώ­με­θα;» (Ματθ. 6, 31)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἄνθρω­πος στὴν ἀρχὴ ζοῦ­σε μιὰ ἁπλῆ καὶ εὐχά­ρι­στη ζωή. Ζοῦ­σε μέσα σὲ φυσι­κὸ περι­βάλ­λον, σ’ ἕναν ὄμορ­φο κόσμο, ποὺ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεὸς γιὰ χάρη του. Τὸ μέρος, ὅπου ζοῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος, ἡ ἁγία Γρα­φὴ τὸ ὀνο­μά­ζει παρά­δει­σο. Εἶνε ἀδύ­να­το νὰ φαν­τα­σθοῦ­με τὴν ὀμορ­φιὰ τοῦ παρα­δεί­σου.

Μέσα στὸ ἐκλε­κτὸ αὐτὸ κομ­μά­τι τῆς γῆς ζοῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος μιὰ ἁπλῆ καὶ εὐχά­ρι­στη ζωή. Μὴ νομί­σου­με, ὅτι ἦταν ὅλη τὴ μέρα ξαπλω­μέ­νος καὶ δὲν ἔκα­νε τίπο­τε. Ὄχι! Ὁ Θεὸς δὲν θέλει τὸν ἄνθρω­πο τεμ­πέ­λη. Ἡ Γρα­φὴ λέει, ὅτι ὁ πρῶ­τος ἄνθρω­πος μέσα στὸν παρά­δει­σο ἐργα­ζό­ταν, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἀγω­νία ποὺ ἐργά­ζε­ται καὶ ἄνθρω­πος ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν πτώ­ση του. Ἡ ἐργα­σία του ἦταν μιὰ εὐχά­ρι­στη ἀπο­σχό­λη­σι, μιὰ ἄσκη­ση τῶν φυσι­κῶν του δυνά­με­ων. Ἦταν μιὰ εὐλο­γία Θεοῦ. Ὁ ἄνθρω­πος ἀπο­λάμ­βα­νε τὰ ἀγα­θά τῆς θεί­ας δημιουρ­γί­ας. Τρο­φή του ἦταν οἱ καρ­ποὶ τῶν δέν­δρων. Ποτό του ἦταν τὸ καθα­ρό, τὸ κρυ­στάλ­λι­νο νερό, ποὺ ἔτρε­χε καὶ πότι­ζε τὸν παρά­δει­σο. Μου­σι­κή του τὰ ὁλό­γλυ­κα τρα­γού­δια τῶν που­λιῶν. Ὁ ὕπνος του ἐλα­φρὸς κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τῶν δέν­τρων. Καθα­ρὸς ἀέρας τὸν δρό­σι­ζε. Ζοῦ­σε ἔχον­τας ἐμπι­στο­σύ­νη στὸ Θεό.

Ἀλλ’ ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν πτώ­ση τοῦ ἀνθρώ­που τὰ πράγ­μα­τα ἄλλα­ξαν. Ἡ φύσι ἀγρί­ε­ψε. Ἡ γῆ ἔβγα­λε ἀγκά­θια. Ὁ παρά­δει­σος ἔκλει­σε. Ὁ ἄνθρω­πος βρέ­θη­κε ἔξω. Βρέ­θη­κε μέσα σ’ ἕνα ἄλλο περι­βάλ­λον, ποὺ δὲν εἶχε τὴν ὀμορ­φιὰ τοῦ παρα­δεί­σου.

Καὶ ὁ ἄνθρω­πος στὸ νέο περι­βάλ­λον, ποὺ βρέ­θη­κε μετὰ τὴν πτῶ­σι, ἄρχι­σε νὰ ἐργά­ζε­ται. Νὰ ἐργά­ζε­ται ἐντα­τι­κά, νὰ ποτί­ζῃ τὸ χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶ­τα του, καὶ ἡ γῆ νὰ τοῦ δίνῃ καὶ πάλι τὰ ἀγα­θὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐργα­σία του ὁ ἄνθρω­πος ἔγι­νε κι αὐτὸς κατὰ κάποιο τρό­πο δημιουρ­γὸς καὶ συνερ­γὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἄγρια μέρη τῆς γῆς, δάση πυκνὰ καὶ ἀπά­τη­τα, φωλιὲς φιδιῶν καὶ ἀγρί­ων θηρί­ων, μὲ τὴν ἐργα­σία τοῦ ἀνθρώ­που καλ­λιερ­γή­θη­καν καὶ ἔγι­ναν κτή­μα­τα εὔφο­ρα, ἀμπέ­λια καὶ ἐλαιο­στά­σια καὶ περι­βό­λια. Ἡ ὀμορ­φιὰ τοῦ παρα­δεί­σου ἄρχι­σε καὶ πάλι νὰ παρου­σιά­ζε­ται, καὶ θὰ ἔπρε­πε στὸ νέο αὐτὸ κόσμο ὁ ἄνθρω­πος νὰ ζῇ ἄνε­τα καὶ εὐτυ­χι­σμέ­να. Ἡ γῆ μὲ τὰ προ­ϊ­όν­τα της, μὲ ἐντα­τι­κὴ καλ­λιέρ­γεια, ἐπαρ­κεῖ νὰ θρέ­ψῃ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ἀνθρώ­πους, διπλά­σιο καὶ τρι­πλά­σιο πλη­θυ­σμὸ ἀπὸ ὅ,τι ἔχει σήμε­ρα.

Ἀλλὰ δυστυ­χῶς ὁ κόσμος δὲν ζῆ εὐτυ­χι­σμέ­νος. Στε­νο­χώ­ρια, λύπη, μελαγ­χο­λία, ταρα­χή, ἀνη­συ­χία καὶ ἀγω­νία βασι­λεύ­ουν στὸν κόσμο. Για­τί; Για­τί ὁ ἄνθρω­πος ἄφη­σε την ἁπλῆ ζωὴ καὶ ἔγι­νε λαί­μαρ­γος καὶ πλε­ο­νέ­κτης, καὶ δὲν μένει ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος μὲ ὅσα εἶνε ἀναγ­καῖα γιὰ τὴ ζωή του. Ἄλλο­τε ἕνα φαγη­τό του ἔφτα­νε. Τώρα θέλει νὰ βλέ­πῃ στὸ τρα­πέ­ζι πολ­λὰ καὶ πολυέ­ξο­δα φαγη­τά. Ἄλλο­τε ἔτρω­γε τὸ κρέ­ας μιὰ φορὰ τὴν ἑβδο­μά­δα ἢ καὶ ἀραιό­τε­ρα. Τώρα θέλει νὰ τρώη κρέ­ας κάθε μέρα, λὲς καὶ τὰ ζῶα φυτρώ­νουν σὰν τὰ χορ­τά­ρια. Τρώ­ει κρέ­ας ἀκό­μη καὶ τὴ Μεγά­λη Παρα­σκευή. Ἄλλο­τε ἔμε­νε εὐχα­ρι­στη­μέ­νος νὰ πίνῃ τὸ καθα­ρὸ νερὸ τῆς πηγῆς. Τώρα θέλει νὰ σβή­νῃ τὴ δίψα του μὲ ποτά­μια ἀπὸ μπί­ρες καὶ οἰνο­πνεύ­μα­τα. Ἄλλο­τε ἕνα καθα­ρὸ ροῦ­χο ἔφτα­νε γιὰ νὰ σκε­πά­σῃ τὴ γύμνια του. Τώρα θέλει νὰ ἔχῃ πολ­λὰ ροῦ­χα, πολ­λὰ κου­στού­μια. Ἄλλο­τε ἦταν ταπει­νὰ ἐπι­πλω­μέ­νο τὸ σπι­τά­κι του. Τώρα θέλει νὰ στο­λί­ζῃ τὸ σπί­τι του μὲ ἔπι­πλα πολυ­τε­λεί­ας…

Ἔτσι ὁ ἄνθρω­πος ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν ἁπλό­τη­τα τῆς ζωῆς, ἔπε­σε στὴν πολυ­τέ­λεια, αὔξη­σε τίς ἀνάγ­κες του, ζητά­ει περιτ­τὰ πράγ­μα­τα, κ’ ἔγι­νε δυστυ­χι­σμέ­νος. Ὦ, ἂν μπο­ροῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος νὰ πετά­ξῃ ἔξω ἀπ’ τὴ ζωή του τὰ περιτ­τὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ ζήσῃ πιὸ ἁπλᾶ, πόσο εὐτυ­χι­σμέ­νος θὰ ἦταν! Ἕνας ἀρχαῖ­ος φιλό­σο­φος τῆς πατρί­δος μας ἔλε­γε, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος, ὅσο λιγό­τε­ρα πράγ­μα­τα ἔχει ἀνάγ­κη, τόσο πλη­σιά­ζει το Θεό, για­τί ὁ Θεὸς εἶνε ἀνεν­δε­ής, δὲν ἔχει δηλα­δὴ καθό­λου ἀνάγ­κες. Ἀλλὰ ποῦ ν’ ἀκού­σῃ ὁ ἄνθρω­πος τῇ λογι­κῇ; Ποῦ ν’ ἀφή­σῃ τὰ περιτ­τὰ καὶ βλα­βε­ρὰ πράγ­μα­τα; Μερι­κὰ ἀπ’ αὐτὰ τοῦ ἔγι­ναν πάθος, δευ­τέ­ρα φύσις. Αὐτὸς ποὺ καπνί­ζει 20–30 τσι­γά­ρα τὴ μέρα καὶ ξοδεύ­ει τόσα χρή­μα­τα, θεω­ρεῖ τὸ κάπνι­σμα ἀνάγ­κη ἀνώ­τε­ρη ἀπ’ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγη­τό. Προ­τι­μᾷ νὰ μεί­νῃ χωρὶς ψωμί, παρὰ χωρὶς τσι­γά­ρο. Καὶ ἂν τοῦ λεί­ψῃ ὁ καπνός, γίνε­ται σὰν τρελ­λός. Ἀφή­νει τὴ δου­λειά του καὶ τρέ­χει νὰ βρῆ τὸ βρω­μό­χορ­το, τὸν καπνό, ποὺ ὄχι μόνο ξαφρί­ζει τὸ πορ­το­φό­λι του, ἀλλὰ καὶ δηλη­τη­ριά­ζει τὸ κορ­μί του. Καὶ αὐτὸ ποὺ βλέ­που­με στὸν καπνι­στή, τὸ βλέ­που­με καὶ σ’ ἄλλους ἀνθρώ­πους, ποὺ ἔχουν κυριευ­θῇ ἀπὸ ἄλλα περιτ­τὰ καὶ ἁμαρ­τω­λὰ πράγ­μα­τα καὶ πάθῃ.

Ἔτσι ὁ ἄνθρω­πος ἔγι­νε ὅλος μέρι­μνα καὶ ἀγω­νία. Βρί­σκε­ται σὲ μιὰ διαρ­κῆ ἔντα­ση. Τί θά φάη; Τί θὰ πιή; Τί θὰ ντυ­θῇ; Τί θὰ κάνῃ γιὰ νὰ βρῆ λεφτά; Καὶ ὅταν βρῆ λεφτά, τί θὰ κάνῃ γιὰ νὰ τ’ αὐξή­σῃ καὶ νὰ τ’ ἀσφα­λί­ση; Αὐτὰ καὶ ἄλλα σκέ­πτε­ται μέρα καὶ νύχτα. Αὐτὰ εἶνε σὰν τ’ ἀγκά­θια, ποὺ σὲ ἀγκυ­λώ­νουν καὶ δὲν σ’ ἀφή­νουν ἥσυ­χο. Ἀγκα­θό­το­πος γίνε­ται καὶ τὸ μυα­λὸ τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ συνε­χῶς σκέ­πτε­ται πῶς θὰ πλου­τί­σῃ, πῶς θὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σῃ τίς διά­φο­ρες ἁμαρ­τω­λές του ἐπι­θυ­μί­ες, πῶς θὰ ζήσῃ τὴ ζωὴ τοῦ ἔξω ἀπ’ το νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἀνη­συ­χία, ταρα­χή, ἀγω­νία γύρω ἀπὸ τίς διά­φο­ρες ἀνάγ­κες τῆς ζωῆς εἶνε τὸ χαρα­κτη­ρι­στι­κὸ γνώ­ρι­σμα τῆς ἐπο­χῆς μας. Ποτὲ ἄλλο­τε οἱ ἄνθρω­ποι δὲν ἦταν τόσο ταραγ­μέ­νοι καὶ ἀνή­συ­χοι, ὅσο εἶνε στὴν ἐπο­χή μας. Φρι­κτὴ κατά­στα­ση! Κατά­στα­ση, ποὺ χτυ­πᾷ στὰ νεῦ­ρα, στὴν καρ­διά, στὸ μυα­λό. Νευ­ρι­κοὶ καὶ καρ­δια­κοὶ ἔγι­ναν οἱ ἄνθρω­ποι. Μὲ χάπια προ­σπα­θοῦν νὰ ἠρε­μή­σουν τὰ νεῦ­ρα τους καὶ νὰ βροῦν λίγο ὕπνο. Τὸ παρα­μι­κρό τους ἐνο­χλεῖ. Οἱ ψυχο­λό­γοι ὀνο­μά­ζουν τὴν κατά­στα­ση αὐτὴ ἄγχος, ποὺ σημαί­νει ἀγω­νία. Σὰν νὰ ἔχῃ περά­σει κανεὶς μιὰ θηλειὰ στὸ λαι­μὸ τοῦ ἀνθρώ­που, καὶ διαρ­κῶς τὴν τρα­βᾷ καὶ τὴ σφίγ­γει, καὶ ὁ ἄνθρω­πος μὲ δυσκο­λία ἀνα­πνέ­ει, καὶ τέλος πεθαί­νει. Θηλειὰ εἶνε ἡ ἀγω­νία ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴν προ­σπά­θεια νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σῃ ὁ ἄνθρω­πος ὅλες του τίς ἀνάγ­κες, ποὺ ὅπως εἶπα­με οἱ περισ­σό­τε­ρες ἀπ’ αὐτὲς εἶνε περιτ­τὲς καὶ βλα­βε­ρές.

Ταλαί­πω­ρος ἄνθρω­πος! Πνί­γε­ται μέσα στὴ θάλασ­σα τῶν φρον­τί­δων καὶ μερι­μνῶν.

Ποιό εἶνε τὸ φάρ­μα­κο τῆς φοβε­ρῆς αὐτῆς ψυχι­κῆς ἀρρώ­στιας τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος; Βρί­σκε­ται μέσα στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Εἶνε ἡ πίστη στὸ Θεό, στὸν παν­το­δύ­να­μο καὶ πανά­γα­θο Πατέ­ρα. Ὅποιος πιστεύ­ει στὸ Θεὸ δὲν ἀνη­συ­χεῖ, δὲν ταρά­ζε­ται, δὲν ἀπελ­πί­ζε­ται. Ἕνας φτω­χός, ποὺ πιστεύ­ει στὸ Θεό, κάνει τὸ βρά­δι τὴν προ­σευ­χή του, πλα­γιά­ζει στὸ ξύλι­νο κρε­βά­τι του, καὶ κοι­μᾷ­ται μὲ εἰρή­νη. Ἐνῶ ἕνας ἑκα­τομ­μυ­ριοῦ­χος, ποὺ δὲν πιστεύ­ει στὸ Θεὸ καὶ θεὸ ἔχει τὸ μαμω­νά, αὐτὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ κλεί­σῃ μάτι καὶ νὰ κοι­μη­θῇ στὸ μαλα­κὸ κρε­βά­τι του. Λὲς καὶ τὸ στρῶ­μα τοῦ εἶνε γεμᾶ­το βελό­νες καὶ ἀγκά­θια. Ὁ φτω­χὸς μὲ τὸν ἐπιού­σιο ἄρτο ζὴ μὲ ὑγεία καὶ χαρά, δὲν πάει σὲ για­τροὺς καὶ δὲν παίρ­νει φάρ­μα­κα. Ἐνῶ ὁ ἄπι­στος ἑκα­τομ­μυ­ριοῦ­χος ἀπὸ τὴν πολ­λὴ ἀγω­νία κατα­στρέ­φει τὴν ὑγεία του καὶ πεθαί­νει πρό­ω­ρα.

-Καὶ λοι­πόν, ποιό εἶνε τὸ συμ­πέ­ρα­σμα; Νὰ μὴν ἐργά­ζο­μαι;

Ὄχι, ἄνθρω­πε. Νὰ ἐργά­ζε­σαι, ἀλλὰ παρα­πά­νω ἀπὸ τὴν ἐργα­σία νὰ ἔχῃς τὴν ἐμπι­στο­σύ­νη στὸ Θεό. «Ἐμβλέ­ψα­τε εἰς τὰ πετει­νὰ τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅτι οὐ,οὗ σπεί­ρου­σιν οὐδὲ θερί­ζου­σιν οὐδὲ συνά­γου­σιν εἰς ἀπο­θή­κας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά­νιος τρέ­φει αὐτά» (Ματθ. 6, 26). Χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ οὔτε μιὰ ὥρα δὲν μπο­ρεῖς νὰ ζήσῃς, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃς ὅλα τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια τοῦ κόσμου. «Ἑαυ­τούς», λοι­πόν, «καὶ ἀλλή­λους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χρι­στῷ τῷ Θεῷ παρα­θώ­με­θα».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek