ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Η΄ 5 – 13)

5Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐλθόν­τι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερ­να­οὺμ προ­σῆλ­θεν αὐτῷ ἑκα­τόν­ταρ­χος παρα­κα­λῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6Κύριε, ὁ παῖς μου βέβλη­ται ἐν τῇ οἰκίᾳ παρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βασα­νι­ζό­με­νος. 7καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ ἐλθὼν θερα­πεύ­σω αὐτόν. 8καὶ ἀπο­κρι­θεὶς ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκα­νὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέ­γην εἰσέλ­θῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθή­σε­ται ὁ παῖς μου. 9καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρω­πός εἰμι ὑπὸ ἐξου­σί­αν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυ­τὸν στρα­τιώ­τας, καὶ λέγω τού­τῳ, πορεύ­θη­τι, καὶ πορεύ­ε­ται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχε­ται, καὶ τῷ δού­λῳ μου, ποί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποιεῖ. 10ἀκού­σας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύ­μα­σε καὶ εἶπε τοῖς ἀκο­λου­θοῦ­σιν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσρα­ὴλ τοσαύ­την πίστιν εὗρον. 11λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολ­λοὶ ἀπὸ ἀνα­το­λῶν καὶ δυσμῶν ἥξου­σιν καὶ ἀνα­κλι­θή­σον­ται μετὰ Ἀβρα­ὰμ καὶ Ἰσα­ὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασι­λείᾳ τῶν οὐρα­νῶν, 12οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασι­λεί­ας ἐκβλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀδόν­των. 13καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκα­τον­τάρ­χῷ· Ὕπα­γε, καὶ ὡς ἐπί­στευ­σας γενη­θή­τω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκεί­νῃ.

Ενώ δε εισήλ­θεν ο Ιησούς εις την Καπερ­να­ούμ, τον επλη­σί­α­σε με σεβα­σμόν ένας εκα­τόν­ταρ­χος παρα­κα­λών αυτόν και λέγων· “Κυριε, ο δού­λος μου είναι κατά­κοι­τος στο σπί­τι μου παρά­λυ­τος και βασα­νί­ζε­ται από τρο­με­ρούς πόνους”. Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “εγώ θα έλθω και θα τον θερα­πεύ­σω”. Ο εκα­τόν­ταρ­χος όμως απε­κρί­θη και είπε· Κυριε, δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλ­θης συ, ο Παν­το­δύ­να­μος, κάτω από την στέ­γην μου. Αλλά πες ένα μόνον λόγον και αμέ­σως θα θερα­πευ­θή ο δού­λος μου. Ημπο­ρείς δε να δια­τά­ξης και η δια­τα­γή σου θα γίνη έργον. Διό­τι και εγώ είμαι άνθρω­πος, και ευρί­σκο­μαι υπό την εξου­σί­αν των ανω­τέ­ρων μου, έχω δε υπό τας δια­τα­γάς μου στρα­τιώ­τας και λέγω στού­τον, πήγαι­νε και πηγαί­νει, και στον άλλον, έλα και έρχε­ται, και στον δού­λον μου κάμε τού­το και το κάμνει”. 10 Ακού­σας ο Ιησούς τα γεμά­τα πίστιν αυτά λόγια εθαύ­μα­σε και είπεν εις αυτούς που τον ακο­λου­θού­σαν· “σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι ούτε μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών δεν εύρη­κα τόσον μεγά­λην πίστιν. 11 Αλη­θι­νά δε σας λέγω ότι από τας χώρας της Ανα­το­λής και της Δυσε­ως, από όλα τα μέρη της οικου­μέ­νης, θα έλθουν πολ­λοί και θα παρα­κα­θή­σουν στο πνευ­μα­τι­κόν δεί­πνον μαζή με τον Αβρα­άμ και τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ εις την βασι­λεί­αν των ουρα­νών. 12 Οι δε κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, (οι από­γο­νοι δηλα­δή των πατριαρ­χών, που έχουν τας επαγ­γε­λί­ας του Θεού), θα εκδιω­χθούν και θα ριφθούν στο πυκνό­τα­τον σκό­τος του Αδου. Εκεί θα είναι ο κλαυθ­μός και το τρί­ξι­μο των οδόν­των”. 13 Και είπεν ο Ιησούς στον εκα­τόν­ταρ­χον· “πήγαι­νε και όπως επί­στευ­σες, ότι δηλα­δή ημπο­ρώ με ένα μου λόγον να θερα­πεύ­σω τον δού­λον σου, ας γίνη προς χάριν σου”. Και πράγ­μα­τι εθε­ρα­πεύ­θη ο δού­λος του αμέ­σως κατά την ώρα εκεί­νην.

Κι όταν ο Ιησούς μπή­κε στην Καπερ­να­ούμ, ήλθε κον­τά του ένας εκα­τόν­ταρ­χος, ο οποί­ος τον παρα­κα­λού­σε και του έλε­γε: Κύριε, ο δού­λος μου είναι κατά­κοι­τος και παρά­λυ­τος στο σπί­τι και βασα­νί­ζε­ται από τρο­με­ρούς πόνους. Ο Ιησούς τότε του λέει: Θα έλθω εγώ στο σπί­τι σου και θα τον θερα­πεύ­σω. Και ο εκα­τόν­ταρ­χος του απο­κρί­θη­κε: Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλ­θεις κάτω από τη στέ­γη του σπι­τιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα για­τρευ­θεί ο δού­λος μου. Διό­τι κι εγώ άνθρω­πος είμαι κάτω από εξου­σία και παίρ­νω δια­τα­γές από ανω­τέ­ρους, αλλά κι έχω στις δια­τα­γές μου στρα­τιώ­τες? και λέω σ’ ένα στρα­τιώ­τη: πήγαι­νε? και πηγαί­νει. Και σ’ άλλον λέω, έλα, κι έρχε­ται. Και στο δού­λο μου λέω, κάνε αυτό, και το εκτε­λεί. Πόσο μάλ­λον θα εκτε­λε­σθεί ο δικός σου λόγος. Διό­τι εσύ δεν είσαι κάτω από τις δια­τα­γές κανε­νός, αλλά έχεις εξου­σία πάνω σε όλες τις αόρα­τες δυνά­μεις! 10 Όταν ο Ιησούς άκου­σε τα λόγια του αυτά, θαύ­μα­σε και είπε σ’ εκεί­νους που τον ακο­λου­θού­σαν: Αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κε ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού. 11 Σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών. 12 Ενώ εκεί­νοι που κατά­γον­ται από τον Αβρα­άμ και σύμ­φω­να με τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού είναι κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκο­τά­δι που είναι τελεί­ως απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία του Θεού. Εκεί θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους. 13 Και είπε ο Ιησούς στον εκα­τόν­ταρ­χο: Πήγαι­νε στο σπί­τι σου κι ας γίνει σε σένα όπως το πίστε­ψες (ότι δηλα­δή μόνο με το λόγο μου και από μακριά μπο­ρώ να θερα­πεύ­σω το δού­λο σου). Και πράγ­μα­τι εκεί­νη τη στιγ­μή θερα­πεύ­θη­κε ο δού­λος του.

Ὅταν δὲ μπῆ­κε στὴν Καπερ­να­ούμ, ἦλθε σ᾽ αὐτὸν ἕνας ἑκα­τόν­ταρ­χος, παρα­κα­λών­τας αὐτὸν καὶ λέγον­τας: «Κύριε, ὁ δοῦ­λος μου εἶναι κατά­κοι­τος στὸ σπί­τι ὡς παρα­λυ­τι­κός, καὶ βασα­νί­ζε­ται φρι­κτά». Τοῦ λέγει δὲ ὁ Ἰησοῦς: «Ἐγὼ θὰἔλ­θω καὶ θὰ τὸν θερα­πεύ­σω». Ἀλλ᾽ ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος εἶπε τότε: «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ μπῇς κάτω ἀπὸ τὴ στέ­γη μου. Ἀλλὰ μόνο δῶσε δια­τα­γὴ μὲ λόγο, καὶ θὰ θερα­πευ­θῇ ὁ δοῦ­λος μου. Διό­τι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρω­πος κάτω ἀπὸ ἐξουσία,ἔχοντας ὅμως στὶς δια­τα­γές μου στρα­τιῶ­τες, καὶ λέγω σὲ τοῦ­τον, “Πήγαι­νε”, καὶ πηγαί­νει, καὶ σ᾽ ἄλλον, “ Ελα”, καὶ­ἔρ­χε­ται, καὶ στὸ δοῦ­λο μου, “Κάνε τοῦ­το”, καὶ τὸ κάνει». 10 Ὅταν δὲ ἄκου­σε ὁ Ἰησοῦς, θαύ­μα­σε, καὶ εἶπε σ᾽ αὐτούς, ποὺ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν: «Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, οὔτε στὸν Ἰσρα­ὴλ δὲν βρῆ­κα τόσο μεγά­λη πίστι. 11 Καὶ σᾶς βεβαιώ­νω, ὅτι πολ­λοὶ ἀπὸ Ἀνα­το­λὴ καὶ Δύσι θὰἔλ­θουν, καὶ θὰ καθή­σουν στὸ τρα­πέ­ζι στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβρα­ὰμ καὶ τὸν Ἰσα­ὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, 12 ἐνῷ οἱ ἄνθρω­ποι τῆς βασι­λεί­ας θὰ πετα­χθοῦ­νἔ­ξω στὸ βαθύ­τε­ρο σκο­τά­δι. Ἐκεῖ θὰ κλαῖ­νε καὶ θὰ τρί­ζουν τὰ δόν­τια (ἀπὸ τὸν πόνο)». 13 Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς στὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο: «Πήγαι­νε καὶ νὰ σοῦ γίνῃ ὅπως πίστευ­σες». Καὶ θερα­πεύ­θη­κε ὁ δοῦ­λος του ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ

«Εσελθντι δ ατ ες Καπερ­ναομ προσλθεν ατ κατνταρ­χος παρα­καλν ατν κα λγων· Κριε, πας μου ββλη­ται ν τ οκίᾳ παρα­λυ­τικς, δεινς βασα­νιζμενος(:και όταν ο Ιησούς μπή­κε στην Καπερ­να­ούμ, ήλθε κον­τά Του ένας εκα­τόν­ταρ­χος, ο οποί­ος Τον παρα­κα­λού­σε και Του έλε­γε: “Κύριε, ο δού­λος μου είναι κατά­κοι­τος και παρά­λυ­τος στο σπί­τι και βασα­νί­ζε­ται από τρο­με­ρούς πόνους”)»[Ματθ.8,5–6].

Όταν λοι­πόν ο Ιησούς κατέ­βη­κε από το όρος[:αμέ­σως μετά την επί του Όρους ομι­λία Του], τότε προ­σήλ­θε σ΄Αυτόν ο λεπρός για να Τον παρα­κα­λέ­σει να τον θεραπεύσει[βλ. Ματθ.8,1–4: «Κατα­βάν­τι δ ατ π το ρους κολοθησαν ατ χλοι πολ­λο. Κα δο λεπρς λθν προ­σεκνει ατ λγων· Κριε, ἐὰν θλς, δνασα με καθαρσαι. κα κτενας τν χερα ψατο ατο ᾿Ιησος λγων· θλω, καθαρσθη­τι. κα εθως καθαρσθη ατο λπρα. κα λγει ατ ᾿Ιησος· ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προσνεγ­κε τ δρον προσταξε Μωσς ες μαρτριον ατος(: όταν κατέ­βη­κε ο Ιησούς από το βου­νό, Τον ακο­λού­θη­σαν πολ­λά πλή­θη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προ­σκυ­νού­σε γονα­τι­στός λέγον­τας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από τις πλη­γές και τα εξαν­θή­μα­τα της ακά­θαρ­της αρρώ­στιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλω­σε το χέρι Του και τον άγγι­ξε λέγον­τας: “Θέλω. Καθα­ρί­σου”. Και αμέ­σως καθα­ρί­στη­κε η λέπρα του, και έγι­νε τελεί­ως υγι­ής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρό­σε­ξε να μην πεις σε κανέ­ναν το θαύ­μα της θερα­πεί­ας σου, αλλά πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε το δώρο που έχει καθο­ρί­σει ο Μωυ­σής. Για να χρη­σι­μεύ­σει η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά του δώρου σου ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στον ιερέα και στους Ιου­δαί­ους ότι και εσύ θερα­πεύ­τη­κες τελεί­ως και εγώ δεν ήλθα να καταρ­γή­σω τον νόμο”)»], ενώ ο εκα­τόν­ταρ­χος πήγε στον Ιησού έπει­τα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλ­θε στην Καπερ­να­ούμ.

Για ποιον λόγο λοι­πόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν ανέ­βη­καν στο όρος; Όχι από οκνη­ρία, διό­τι και των δύο η πίστη ήταν θερ­μή, αλλά για να μη δια­κό­ψουν τη διδα­σκα­λία. Όταν λοι­πόν προ­σήλ­θε στον Ιησού ο εκα­τόν­ταρ­χος, λέγει: «Κύριε, ο δού­λος μου είναι κατά­κοι­τος και παρά­λυ­τος στο σπί­τι και βασα­νί­ζε­ται από τρο­με­ρούς πόνους». Μερι­κοί, λοι­πόν, λέγουν ότι για να δικαιο­λο­γη­θεί ανέ­φε­ρε και την αιτία για την οποία δεν τον έφε­ρε μαζί του. «Διό­τι δεν ήταν δυνα­τόν», λέγουν, «να τον μετα­φέ­ρει σηκω­τό, ενώ ήταν παρά­λυ­τος και υπέ­φε­ρε, ευρι­σκό­με­νος στο τέλος της ζωής του». Για το ότι ήταν ετοι­μο­θά­να­τος, το λέγει ο Λου­κάς ότι επρό­κει­το να πεθά­νει[βλ. Λουκ.7,2: «κατον­τάρ­χου δέ τινος δολος κακς χων μελ­λε τελευτν, ς ν ατ ντι­μος(: στο μετα­ξύ ο δού­λος κάποιου εκα­τόν­ταρ­χου ήταν πολύ άρρω­στος και κιν­δύ­νευε να πεθά­νει. Και ο δού­λος αυτός ήταν αγα­πη­τός στον εκα­τόν­ταρ­χο για την πίστη και την υπα­κοή που του έδει­χνε)»]. Εγώ όμως λέω ότι αυτό είναι από­δει­ξη της μεγά­λης του πίστε­ως, η οποία ήταν πολύ μεγα­λύ­τε­ρη από εκεί­νων που κατέ­βα­σαν τον άλλον παρα­λυ­τι­κό από τη χαλα­σμέ­νη σκε­πή[πρβ.Μάρκ.2,1–12]· διότι επει­δή γνώ­ρι­σε πολύ καλά ότι και μόνη η προ­στα­γή Του αρκεί για να σηκω­θεί ο κατά­κοι­τος, θεώ­ρη­σε περιτ­τό να τον μετα­φέ­ρει εκεί.

Τι έκα­νε λοι­πόν ο Ιησούς; Αυτό που δεν έκα­νε σε καμία προ­η­γού­με­νη περί­πτω­ση, το κάνει εδώ· διό­τι πάν­το­τε ακο­λου­θού­σε την παρά­κλη­ση αυτών που Τον ικέ­τευαν, εδώ όμως και προ­χω­ρεί βια­στι­κά και δεν υπό­σχε­ται μόνο να τον θερα­πεύ­σει, αλλά και να μετα­βεί στην οικία του. Το πράτ­τει λοι­πόν αυτό για να γνω­ρί­σου­με την αρε­τή του εκα­τόν­ταρ­χου· διό­τι εάν δεν υπο­σχό­ταν αυτό, αλλά έλε­γε: «Πήγαι­νε, θα θερα­πευ­τεί ο δού­λος σου», δεν θα γνω­ρί­ζα­με τίπο­τε από αυτά. Αυτό βεβαί­ως έπρα­ξε και στην περί­πτω­ση της συρο­φοι­νί­κισ­σας γυναί­κας[:της Χανα­ναί­ας] που ενήρ­γη­σε όλως αντι­θέ­τως· διό­τι εδώ μεν, αν και δεν προ­σκα­λεί­ται στην οικία, λέγει μόνος Του ότι θα μετα­βεί, για να πλη­ρο­φο­ρη­θείς την πίστη του εκα­τον­τάρ­χου και τη μεγά­λη του ταπει­νο­φρο­σύ­νη· στην περί­πτω­ση όμως της Φοι­νί­κισ­σας[:που ζητού­σε να θερα­πεύ­σει την κόρη της από ένα πονη­ρό πνεύ­μα που την ταλαι­πω­ρού­σε] και αρνεί­ται τη θερα­πεία και απο­ρεί που επιμένει[Μάρκ.7,25–30]. Διό­τι σαν σοφός και επι­νο­η­τι­κός ιατρός που είναι, γνω­ρί­ζει να πράτ­τει τα αντί­θε­τα από τα αντί­θε­τα. Και εδώ μεν, στην περί­πτω­ση του εκα­τον­τάρ­χου, με την αυτο­προ­αί­ρε­τη παρου­σία του, εκεί δε, στην περί­πτω­ση της Χανα­ναί­ας, απο­κα­λύ­πτει την πίστη της γυναι­κός με την παρα­τε­τα­μέ­νη επι­μο­νή και ένθερ­μη παρά­κλη­ση.

Έτσι ενερ­γεί και στην περί­πτω­ση του Αβρα­άμ λέγον­τας: «Οὐ μὴ κρύ­ψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβρα­ὰμ τοῦ παι­δός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:δεν θα κρύ­ψω εγώ από τον ευλα­βή δού­λο μου τον Αβρα­άμ εκεί­να τα οποία πρό­κει­ται να κάμω)» [Γέν. 18,17], για να πλη­ρο­φο­ρη­θείς τη φιλο­στορ­γία του Αβρα­άμ και την πρό­νοιά του υπέρ των Σοδό­μων [πρβ. Γέν. 18, 23–25 κ.έ.: « Κα γγί­σας βραμ επε· μ συνα­πο­λέσς δίκαιον μετ σεβος κα σται δίκαιος ς σεβής; ἐὰν σι πεν­τή­κον­τα δίκαιοι ν τ πόλει, πολες ατούς; οκ νήσεις πάν­τα τν τόπον νεκεν τν πεν­τή­κον­τα δικαί­ων, ἐὰν σιν ν ατ; μηδαμς σ ποι­ή­σεις ς τ ῥῆμα τοτο, το ποκτεναι δίκαιον μετ σεβος, κα σται δίκαιος ς σεβής. μηδαμς· κρί­νων πσαν τν γν, ο ποι­ή­σεις κρί­σιν; (:και ο Αβρα­άμ, αφού πλη­σί­α­σε τον Κύριο, είπε: «Είναι δυνα­τόν να κατα­στρέ­ψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασε­βή και θα είναι λοι­πόν ο δίκαιος στην ίδια μοί­ρα με τον ασε­βή; Εάν βρί­σκον­ται στην πόλη αυτή[των Σοδό­μων] πενήν­τα δίκαιοι, θα τους κατα­στρέ­ψεις μαζί με τους ασε­βείς; Δεν θα αφή­σεις ατι­μώ­ρη­τη όλη την πόλη εξαι­τί­ας των πενήν­τα δίκαιων, εάν αυτοί ζουν στην πόλη αυτή; Ουδέ­πο­τε Εσύ ο Θεός δεν θα κάνεις κάτι τέτοιο· ποτέ δηλα­δή δεν θα φονεύ­σεις τον δίκαιο μαζί με τον ασε­βή· είναι αδύ­να­τον εσύ ο δίκαιος να εξι­σώ­σεις δίκαιο και ασε­βή και να συμ­πε­ρι­φερ­θείς προς αυτούς με τον ίδιο τρό­πο· ουδέ­πο­τε θα κάνεις κάτι τέτοιο. Εσύ, ο Οποί­ος είσαι ο δίκαιος κρι­τής όλου του κόσμου, δεν θα εφαρ­μό­σεις και εδώ δικαιο­σύ­νη;)»].

Και στην περί­πτω­ση του Λωτ εκεί­νοι που απε­στά­λη­σαν αρνούν­ται αρχι­κά να εισέλ­θουν στον οίκο του, για να γνω­ρί­σεις το μέγε­θος της φιλο­ξε­νί­ας του δικαί­ου εκείνου[πρβ. Γέν.19,1–3 κ.ε.: «Ἦλθον δέ οἱ δύο ἄγγε­λοι εἰς Σόδο­μα ἑσπέ­ρας· Λὼτ δὲ ἐκά­θη­το παρὰ τὴν πύλην Σοδό­μων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξα­νέ­στη εἰς συνάν­τη­σιν αὐτοῖς καὶ προ­σε­κύ­νη­σε τῷ προ­σώ­πῳ ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλί­να­τε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παι­δὸς ὑμῶν καὶ κατα­λύ­σα­τε καὶ νίψα­σθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρί­σαν­τες ἀπε­λεύ­σε­σθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλα­τείᾳ κατα­λύ­σο­μεν. καὶ κατε­βιά­ζε­το αὐτούς, καὶ ἐξέ­κλι­ναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλ­θον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποί­η­σεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύ­μους ἔπε­ψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφα­γον(: ενώ ο Κύριος συνο­μι­λού­σε ακό­μη με τον Αβρα­άμ, οι δύο άγγε­λοι, που χωρί­στη­καν από αυτούς, έφτα­σαν στα Σόδο­μα κατά το βρά­δυ, για να εκτε­λέ­σουν την εντο­λή που έλα­βαν από τον Θεό. Παρά το ότι τελεί­ω­σε η ημέ­ρα, ο Λωτ καθό­ταν κον­τά στην πύλη των Σοδό­μων έτοι­μος να προ­σφέ­ρει φιλο­ξε­νία, διό­τι γνώ­ρι­ζε την κακό­τη­τα και το αφι­λό­ξε­νο των Σοδο­μι­τών. Όταν είδε τους δύο αγγέ­λους, σηκώ­θη­κε από τη θέση του και έτρε­ξε προς συνάν­τη­σή τους και τους προ­σκύ­νη­σε με το πρό­σω­πο στη γη, αν και δεν γνώ­ρι­ζε ότι ήσαν άγγε­λοι, και τους είπε: “Κύριοι, ιδού· περά­στε, παρα­κα­λώ, στο σπί­τι του δού­λου σας, και δια­νυ­κτε­ρεύ­στε κον­τά μου και πλύ­νε­τε τα πόδια σας, που είναι κου­ρα­σμέ­να και λερω­μέ­να από την οδοι­πο­ρία, και αφού σηκω­θεί­τε νωρίς αύριο το πρωί συνε­χί­ζε­τε τον δρό­μο σας”. Οι δύο άγγε­λοι όμως απάν­τη­σαν: “Όχι· θα περά­σου­με τη νύκτα στην πλα­τεία της πόλε­ως, στο ύπαι­θρο”. Όταν ο Λωτ είδε ότι αρνιούν­ται, επέ­μει­νε· τους βία­ζε με παρα­κλή­σεις και τους πίε­ζε με ικε­σί­ες να δεχτούν την πρό­σκλη­σή του. Οι δύο άγγε­λοι, κατό­πιν της επι­μο­νής του, υπο­χώ­ρη­σαν, λοξο­δρό­μη­σαν και μπή­καν στο σπί­τι του. Και ο Λωτ τούς παρέ­θε­σε δεί­πνο, τους έδω­σε να πιουν, τους έψη­σε στη φωτιά άζυ­μες κου­λού­ρες και έφα­γαν)» ].

Τι λέγει λοι­πόν ο εκα­τόν­ταρ­χος; «Κριε, οκ εμ κανς να μου π τν στγην εσλθς(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλ­θεις κάτω από τη στέ­γη του σπι­τιού μου)»[Ματθ.8,8].Ας το ακού­σου­με όσοι πρό­κει­ται να υπο­δε­χτού­με τον Χρι­στό διό­τι είναι δυνα­τόν Τον υπο­δε­χτού­με και σήμε­ρα. Ας το ακού­σου­με και ας γίνου­με ζηλω­τές Του και ας Τον δεχτού­με με την ίδια πίστη· καθό­σον όταν υπο­δέ­χε­σαι φτω­χό που πει­νά και είναι γυμνός, είναι σαν να υπο­δέ­χε­σαι και φιλο­ξε­νείς Εκεί­νον.

«λλ μνον επ λγ, κα αθσεται πας μου(:αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα για­τρευ­τεί ο δού­λος μου)»[Ματθ.8,8]. Πρό­σε­ξε ότι και ο εκα­τόν­ταρ­χος, όπως ακρι­βώς και ο λεπρός, έχει την αρμό­ζου­σα γνώ­μη γι’ Αυτόν· διό­τι ούτε αυτός είπε «Παρα­κά­λε­σε τον Θεό», ούτε είπε: «Προ­σευ­χή­σου και ικέ­τευ­σέ Τον», αλλά «Πρό­στα­ξε μόνο».

Έπει­τα, φοβού­με­νος μήπως ο Ιησούς αρνη­θεί, μετριά­ζον­τας την παρά­κλη­σή του λέγει: «κα γρ γ νθρωπς εμι π ξουσαν, χων π᾿ μαυτν στρα­τιτας, κα λγω τοτ, πορεθητι, κα πορεεται, κα λλ, ρχου, κα ρχε­ται, κα τ δολ μου, ποησον τοτο, κα ποιε(:διό­τι κι εγώ άνθρω­πος είμαι κάτω από εξου­σία και παίρ­νω δια­τα­γές από ανω­τέ­ρους, αλλά κι έχω στις δια­τα­γές μου στρα­τιώ­τες˙ και λέω σ’ ένα στρα­τιώ­τη: “Πήγαι­νε”˙ και πηγαί­νει. Και σ’ άλλον λέω: “Έλα”, κι έρχε­ται. Και στον δού­λο μου λέω: “Κάνε αυτό”, και το εκτε­λεί. Πόσο μάλ­λον θα εκτε­λε­σθεί ο δικός Σου λόγος. Διό­τι Εσύ δεν είσαι κάτω από τις δια­τα­γές κανε­νός, αλλά έχεις εξου­σία πάνω σε όλες τις αόρα­τες δυνά­μεις”)»[Ματθ.8,9].

«Και τι σημα­σία έχει αυτό», θα πει κάποιος, «εάν ο εκα­τόν­ταρ­χος περιέ­γρα­ψε αυτό με τέτοια παρο­μοί­ω­ση; Διό­τι αυτό που ερευ­νού­με είναι εάν ο Χρι­στός το απο­δέ­χτη­κε αυτό και το επι­κύ­ρω­σε». Είναι ορθό και πολύ φρό­νι­μο αυτό που λέγεις. Λοι­πόν ας το ερευ­νή­σου­με αυτό, και θα δια­πι­στώ­σου­με αυτό ακρι­βώς που συνέ­βη στην περί­πτω­ση του λεπρού, αυτό να έχει συμ­βεί και εδώ. Διό­τι όπως ακρι­βώς ο λεπρός είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλς, δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι(:“Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από τις πλη­γές και τα εξαν­θή­μα­τα της ακά­θαρ­της αρρώ­στιας μου”)»-και δεν βασι­ζό­μα­στε μόνο στα λόγια του λεπρού σχε­τι­κά με την εξου­σία του Χρι­στού, αλλά και στους λόγους του Χρι­στού· διό­τι όχι μόνο δεν απέρ­ρι­ψε την υπό­νοιά του, αλλά και την επι­βε­βαί­ω­σε περισ­σό­τε­ρο, με το να προ­σθέ­σει αυτό που ήταν περιτ­τό να πει, λέγον­τας το: «Θλω, καθαρσθη­τι (:Θέλω, καθα­ρί­σου)»[Ματθ.8,3], για να επι­κυ­ρώ­σει την πίστη εκείνου‑, έτσι και εδώ, βέβαια, είναι δίκαιο να εξε­τά­σου­με εάν συνέ­βη κάτι παρό­μοιο· και πράγ­μα­τι θα δια­πι­στώ­σου­με να έχει συμ­βεί το ίδιο πράγ­μα. Διό­τι αφού είπε ο εκα­τόν­ταρ­χος αυτά τα λόγια και παρα­δέ­χτη­κε τόση εξου­σία, όχι μόνο δεν τον κατη­γό­ρη­σε ο Κύριος, αλλά και τον επι­δο­κί­μα­σε και έκα­με κάτι επι­πλέ­ον από την επι­δο­κι­μα­σία. Διό­τι δεν είπε ο ευαγ­γε­λι­στής ότι μόνο επαί­νε­σε τα λόγια του, αλλά δηλώ­νον­τας και επέ­κτα­ση του επαί­νου λέγει ότι και θαύ­μα­σε· και δεν θαύ­μα­σε απλώς, αλλά παρου­σία ολό­κλη­ρου του πλή­θους τον παρου­σί­α­σε και στους άλλους ως υπό­δειγ­μα, ώστε να τον μιμη­θούν.

Βλέ­πεις πώς θαυ­μά­ζε­ται ο καθέ­νας από αυτούς που ομο­λό­γη­σαν την εξου­σία Του; Και κατα­λαμ­βα­νό­ταν από έκπλη­ξη το πλή­θος με τη διδα­σκα­λία Του, διό­τι δίδα­σκε «ς ξου­σί­αν χων»[βλ. Ματθ.7,28–29: «Κα γένε­το τε συνε­τέ­λε­σεν ησος τος λόγους τού­τους, ξεπλήσ­σον­το ο χλοι π τ διδαχ ατο· ν γρ διδά­σκων ατος ς ξου­σί­αν χων, κα οχ ς ο γραμ­μα­τες(:και όταν ο Ιησούς τελεί­ω­σε τους λόγους Του αυτούς, τα πλή­θη για πολ­λή ώρα έμε­ναν εκστα­τι­κά και έκπλη­κτα από τη διδα­σκα­λία Του· διό­τι τους δίδα­σκε πάν­το­τε με εξου­σία και κύρος, ως νομο­θέ­της και κρι­τής και αυθεν­τι­κός γνώ­στης της αλή­θειας, και όχι σαν τους γραμ­μα­τείς, οι οποί­οι για να επι­βε­βαιώ­σουν τα όσα έλε­γαν ανα­φέ­ρον­ταν στον νόμο και τις παρα­δό­σεις των παλαιο­τέ­ρων)»] και όχι μόνο δεν τους επέ­πλη­ξε γι’ αυτήν τη γνώ­μη τους, αλλά και αφού έλα­βε αυτούς κατέ­βη από το όρος και με τον τρό­πο με τον οποίο καθά­ρι­σε τον λεπρό επι­βε­βαί­ω­σε την πίστη αυτών.

Ο δε λεπρός πάλι, έλε­γε: «Εάν θέλεις, μπο­ρείς να με καθα­ρί­σεις»· και όχι μόνο δεν τον επι­τί­μη­σε, αλλά και θερα­πεύ­ον­τάς τον τόν καθά­ρι­σε έτσι όπως είπε εκεί­νος. Ο εκα­τόν­ταρ­χος πάλι, λέγει τα εξής: «Πες μόνο ένα λόγο και θα θερα­πευ­τεί ο δού­λος μου», ενώ ο Ιησούς θαυ­μά­ζον­τάς τον, έλε­γε: «μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον(:Αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κα ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10].

Και για να δια­πι­στώ­σεις το ίδιο πράγ­μα και από αντί­θε­τη περί­πτω­ση πρό­σε­ξε αυτό· επει­δή η Μάρ­θα δεν είπε τίπο­τε το παρό­μοιο, αλλά αντί­θε­τα είπε ότι «λλ κα νν οδα τι σα ν ατήσ τν Θεόν, δώσει σοι Θεός(:ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελ­φός μου είναι πεθα­μέ­νος, ό,τι κι αν ζητή­σεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11, 22], όχι μόνο επαι­νέ­θη­κε, μολο­νό­τι και γνω­στή ήταν και αγα­πη­τή και από τους πλέ­ον αφο­σιω­μέ­νους μαθη­τές Του, αλλά και επι­τι­μή­θη­κε και διορ­θώ­θη­κε από Αυτόν, διό­τι δεν είχε ομι­λή­σει ορθά. Καθό­σον έλε­γε προς αυτήν: «Οκ επόν σοι τι ἐὰν πιστεύσς, ψει τν δόξαν το Θεο;(:Δεν σου είπα ότι εάν πιστέ­ψεις, θα δεις τον ένδο­ξο θρί­αμ­βο της παν­το­δυ­να­μί­ας του Θεού εναν­τί­ον του θανά­του με την ανά­στα­ση του αδελ­φού σου; Αυτή θα είναι το σύμ­βο­λο και το προ­μή­νυ­μα της κοι­νής ανα­στά­σε­ως όλων των ανθρώ­πων’’)» [Ιω.11,40], επι­πλήτ­τον­τάς την σαν ακό­μη να μην είχε πιστέ­ψει.

Και ακό­μη επει­δή εκεί­νη έλε­γε: «σα ν ατήσ τν Θεόν, δώσει σοι Θεός(:ό,τι κι αν ζητή­σεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)»», απο­μα­κρύ­νον­τάς την από την αντί­λη­ψη αυτού του είδους και διδά­σκον­τας ότι δεν έχει ανάγ­κη να λάβει από Άλλον, αλλά ότι Αυτός είναι η πηγή των αγα­θών, λέγει: «γώ εμι νάστα­σις κα ζωή(:Εγώ είμαι η ανά­στα­ση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύνα­μη να ανα­σταί­νω, διό­τι είμαι η πηγή της ζωής)»[Ιω. 11,25], δηλα­δή «δεν περι­μέ­νω από άλλον να δεχτώ ενέρ­γεια, αλλά κατ’ ιδί­αν δύνα­μη πράτ­τω τα πάν­τα».

Για τον λόγο αυτόν και θαυ­μά­ζει τον εκα­τόν­ταρ­χο και τον παρου­σιά­ζει σε όλο το πλή­θος και τον τιμά με την υπό­σχε­ση ότι θα του δώσει τη βασι­λεία, και τους άλλους προ­σκα­λεί να επι­δεί­ξουν τον ίδιο ζήλο. Και για να πλη­ρο­φο­ρη­θείς ότι με αυτόν τον σκο­πό τα είπε αυτά, για να διδά­ξει και τους άλλους δηλα­δή να πιστεύ­ουν ομοί­ως, άκου­σε του ευαγ­γε­λι­στή τους κατάλ­λη­λους λόγους δια των οποί­ων υπαι­νί­χτη­κε αυτό· διό­τι λέγει: «κού­σας δ ησος θαύ­μα­σε κα επε τος κολου­θοσιν· μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον(:Όταν ο Ιησούς άκου­σε τα λόγια του αυτά, θαύ­μα­σε και είπε σε εκεί­νους που Τον ακο­λου­θού­σαν:Αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κα ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού”)».

Επο­μέ­νως το να σκέ­πτε­ται κανείς γι’ Αυτόν μεγά­λα πράγ­μα­τα, αυτό κατε­ξο­χήν είναι από­δει­ξη της πίστε­ως και αφορ­μή να κλη­ρο­νο­μή­σει τη βασι­λεία και τα άλλα αγα­θά του ουρα­νού· διό­τι ο έπαι­νός Του για τον εκα­τόν­ταρ­χο δεν στα­μά­τη­σε μόνο στα λόγια, αλλά αντί της πίστε­ως και τον ασθε­νή τον παρέ­δω­σε υγιή, και πλέ­κει γι’αυτόν λαμ­πρό στέ­φα­νο και του υπό­σχε­ται μεγά­λες δωρε­ές, λέγον­τας τα εξής: «Λέγω δ μν τι πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλι­θή­σον­ται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασι­λεί τν ορανν (: σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών)»[Ματθ.8,11].

Επει­δή λοι­πόν έκα­νε πολ­λά θαύ­μα­τα, στη συνέ­χεια τούς διδά­σκει με μεγα­λύ­τε­ρη παρ­ρη­σία. Έπει­τα, για να μη νομί­σει κανείς ότι αυτά είναι λόγια κολα­κεί­ας, αλλά για να γνω­ρί­σουν όλοι γενι­κώς ότι είχε τέτοια ψυχι­κή διά­θε­ση, λέγει: «παγε, κα ς πίστευ­σας γενη­θή­τω σοι(:“Πήγαι­νε στο σπί­τι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστε­ψες (ότι δηλα­δή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπο­ρώ να θερα­πεύ­σω τον δού­λο σου)”)»[Ματθ.8,13]. Και αμέ­σως επα­κο­λού­θη­σε η πρά­ξη της θερα­πεί­ας, επι­βε­βαιώ­νον­τας την προ­αί­ρε­σή του. «Κα άθη πας ατο ν τ ρ κείν(:και πράγ­μα­τι εκεί­νη τη στιγ­μή θερα­πεύ­θη­κε ο δού­λος του)».. Πράγ­μα που ακρι­βώς συνέ­βη και στη Συρο­φοι­νί­κισ­σα· καθό­σον λέγει και σε εκεί­νη: « γναι, μεγλη σου πστις! Γενηθτω σοι ς θλεις. κα ἰάθη θυγτηρ ατς π τς ρας κενης (:”ω γυναί­κα, είναι μεγά­λη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις”. Και πράγ­μα­τι απ’ την ώρα ακρι­βώς εκεί­νη για­τρεύ­τη­κε η κόρη της)» [Ματθ.15,28].

Επει­δή όμως και ο Λου­κάς [πρβ. Λου­κά 7,1–10] περι­γρά­φον­τας αυτό το θαύ­μα προ­σθέ­τει και πολ­λά άλλα, τα οποία φαί­νε­ται να δια­φω­νούν, είναι ανάγ­κη να σας εξη­γή­σω και αυτά [πρβ. Ματθ. 8, 5–13, Λου­κά 7, 1–10]. Τι λέγει λοι­πόν ο Λου­κάς; «Απέ­στει­λε ο εκα­τόν­ταρ­χος Ιου­δαί­ους πρε­σβυ­τέ­ρους προς Αυτόν, και Τον παρα­κα­λού­σε να έλθει» [βλ. Λου­κά 7,3: «κού­σας δ περ το ησο πέστει­λε πρς ατν πρε­σβυ­τέ­ρους τν ουδαί­ων ρωτν ατν πως λθν δια­σώσ τν δολον ατο(:όταν λοι­πόν άκου­σε για τον Ιησού ότι ήλθε στην Καπερ­να­ούμ, Του έστει­λε μερι­κούς πρε­σβυ­τέ­ρους των Ιου­δαί­ων και Τον παρα­κα­λού­σε να έλθει και να σώσει το δού­λο του από τον έσχα­το κίν­δυ­νο)»]. Ο δε Ματ­θαί­ος λέγει ότι ο ίδιος αφού προ­σήλ­θε έλε­γε ότι «Δεν είμαι άξιος» [πρβ. Ματθ.8,5]. Και μερι­κοί λέγουν ότι αυτός ο εκα­τόν­ταρ­χος που ανα­φέ­ρει ο Λου­κάς δεν είναι ίδιος με εκεί­νον που ανα­φέ­ρει ο Ματ­θαί­ος, αν και έχει πολ­λές ομοιό­τη­τες. Διό­τι για εκεί­νον λέγει, ότι «γαπ γρ τ θνος μν, κα τν συνα­γωγν ατς κοδό­μη­σεν μν(: διό­τι, έλε­γαν: “Ο εκα­τόν­ταρ­χος αυτός αγα­πά το έθνος μας, και τη συνα­γω­γή μας την έκτι­σε ο ίδιος με δικά του χρή­μα­τα”)» [Λου­κά 7,5]· για τον εκα­τόν­ταρ­χο όμως που ανα­φέ­ρει ο Ματ­θαί­ος, ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον(:αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κα ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού)». Και στην περί­πτω­ση εκεί­νου μεν δεν είπε ότι «Πολ­λοί θα έλθουν από την ανα­το­λή», πράγ­μα που σημαί­νει ότι εκεί­νος ήταν Ιου­δαί­ος. Τι λοι­πόν θα πού­με; Ότι αυτή μεν είναι εύκο­λη λύση[:να πού­με δηλα­δή ότι πρό­κει­ται περί δια­φο­ρε­τι­κών προ­σώ­πων], παρα­μέ­νει όμως να εξε­τά­σου­με εάν αυτή είναι αλη­θι­νή.

Εγώ νομί­ζω ότι αυτός ο εκα­τόν­ταρ­χος που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος είναι ίδιος με εκεί­νον που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς. «Μα τότε», θα έλε­γε κανείς, «για ποιον λόγο ο Ματ­θαί­ος λέγει ότι αυτός είπε: “Δεν είμαι άξιος να εισέλ­θεις στην οικία μου”», ενώ ο Λου­κάς ότι «έστει­λε και τον κάλε­σε να έλθει στην οικία του»; [πρβ. Λου­κά 7,3]. Εγώ νομί­ζω ότι ο Λου­κάς υπο­νο­εί την κολα­κεία των Ιου­δαί­ων και ότι αυτοί που ζουν υπό τη σκιά κάποιας συμ­φο­ράς εύκο­λα αλλά­ζουν γνώ­μη. Διό­τι ήταν φυσι­κό ο εκα­τόν­ταρ­χος να θέλη­σε να μετα­βεί και να καλέ­σει τον Ιησού και να εμπο­δί­στη­κε από τους Ιου­δαί­ους που τον κολά­κευ­σαν λέγον­τας, ότι «θα πάμε εμείς και θα σου φέρου­με αυτόν». Πρό­σε­ξε λοι­πόν ότι και η παρά­κλη­σή τους είναι γεμά­τη από κολα­κεία. «Διό­τι ο εκα­τόν­ταρ­χος αυτός αγα­πά το έθνος μας», λέγουν, «και τη συνα­γω­γή μας την έκτι­σε ο ίδιος με δικά του χρή­μα­τα» [Λου­κά 7,5]. Ούτε γνω­ρί­ζουν για ποιον λόγο επαι­νούν τον άντρα. Διό­τι το ορθό ήταν να πουν: «Θέλη­σε μεν αυτός να έλθει και να σε παρα­κα­λέ­σει, εμείς όμως τον εμπο­δί­σα­με βλέ­πον­τας τη συμ­φο­ρά και το πτώ­μα να είναι κατά­κοι­το», και έτσι να παρου­σιά­σουν το μέγε­θος της πίστε­ως του εκα­τον­τάρ­χου. Όμως δεν το λέγουν αυτό, διό­τι δεν ήθε­λαν να απο­κα­λύ­ψουν την πίστη του ανδρός εξαι­τί­ας του φθό­νου τους, αλλά προ­τι­μού­σαν μάλ­λον να επι­σκιά­σουν την αρε­τή εκεί­νου προς χάριν του οποί­ου ήλθαν να Τον παρα­κα­λέ­σουν, για να μη φανεί ότι ήταν κάποιος σπου­δαί­ος αυτός που παρα­κα­λού­σε, παρά δια­κη­ρύσ­σον­τας την πίστη εκεί­νου να επι­τύ­χουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διό­τι ο φθό­νος είναι ικα­νός να σκο­τί­σει τον νου.

Αλλά ο Κύριος που γνω­ρί­ζει τα από­κρυ­φα επαί­νε­σε εκεί­νον και χωρίς αυτοί να το θέλουν. Και το ότι αυτό είναι αλη­θές, άκου­σε τον Λου­κά πάλι που ερμη­νεύ­ει αυτό. Διό­τι αυτός λέγει τα εξής, ότι: « δ ησος πορεύ­ε­το σν ατος. δη δ ατο ο μακρν πέχον­τος π τς οκίας πεμ­ψε πρς ατν κατόν­ταρ­χος φίλους λέγων ατ· Κύριε, μ σκύλ­λου· ο γάρ εμι κανς να π τν στέ­γην μου εσέλθς(:πράγ­μα­τι λοι­πόν ο Ιησούς άρχι­σε να προ­χω­ρά μαζί τους προς το σπί­τι του εκα­τον­τάρ­χου. Λίγο όμως πριν φθά­σουν στο σπί­τι, όταν πλέ­ον ήταν πολύ κον­τά, έστει­λε ο εκα­τόν­ταρ­χος κάποιους φίλους του και του είπε: “Κύριε, μην ταλαι­πω­ρεί­σαι και μην μπαί­νεις σε μεγα­λύ­τε­ρο κόπο να έλθεις στο σπί­τι μου. Διό­τι δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέ­γη μου”)» [Λου­κά 7,6]. Όταν δηλα­δή απαλ­λά­χθη­κε από την ενό­χλη­ση αυτών, τότε απο­στέλ­λει ανθρώ­πους και Tου λέγει: «Μη νομί­σεις ότι δεν ήλθα λόγω οκνη­ρί­ας, αλλά επει­δή έκρι­να τον εαυ­τό μου ότι είμαι ανά­ξιος, να σε δεχτώ στην οικία μου».

Εάν λοι­πόν ο μεν Ματ­θαί­ος λέγει ότι είπε αυτό σε αυτόν όχι δια των φίλων[πρβ. Λου­κά 7,6], αλλά ο ίδιος αυτο­προ­σώ­πως, αυτό δεν έχει καμία σημα­σία· διό­τι αυτό που ερευ­νού­με είναι εάν παρου­σί­α­σε ο καθέ­νας την προ­θυ­μία του ανδρός και εάν είχε την πρέ­που­σα γνώ­μη περί του Χρι­στού. Είναι φυσι­κό επί­σης να ήλθε και αυτός μετά την απο­στο­λή των φίλων του και να είπε αυτά. Εάν όμως δεν το ανέ­φε­ρε αυτό ο Λου­κάς, αλλά ούτε ο Ματ­θαί­ος εκεί­νο, αυτό δεν σημαί­νει ότι αντι­φά­σκουν μετα­ξύ τους, αλλά μάλ­λον ότι συμ­πλη­ρώ­νει ο ένας ό,τι παρέ­λει­ψε ο άλλος.

Πρό­σε­ξε ακό­μη πως και με άλλο τρό­πο δια­κή­ρυ­ξε την πίστη του ο Λου­κάς λέγον­τας ότι επρό­κει­το να πεθά­νει ο δού­λος του[πρβ. Λου­κά 7,2]. Αλλά όμως ούτε αυτό τον οδή­γη­σε σε από­γνω­ση, ούτε τον έκα­με να απελ­πι­στεί, αλλά και σε αυτήν την κατά­στα­ση έλπι­ζε ότι θα επι­ζή­σει. Εάν όμως ο μεν Ματ­θαί­ος λέγει ότι ο Χρι­στός είπε ότι «Ούτε μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών δεν βρή­κα τόσο μεγά­λη πίστη», λόγια που φανε­ρώ­νουν ότι αυτός δεν ήταν Ισραη­λί­της, ο δε Λου­κάς λέγει ότι έχτι­σε τη συνα­γω­γή [πρβ. Λου­κά 7,5], ούτε αυτό δηλώ­νει αντί­φα­ση· διό­τι ήταν δυνα­τόν και Ιου­δαί­ος να μην ήταν και τη συνα­γω­γή να οικο­δο­μή­σει και το έθνος να αγα­πά.

Εσύ, όμως, σε παρα­κα­λώ, μην εξε­τά­ζεις απλώς τα λόγια του εκα­τον­τάρ­χου, αλλά πρό­σθε­σε και το αξί­ω­μα αυτού και τότε θα δεις την αρε­τή του ανδρός· καθό­σον είναι μεγά­λη η αλα­ζο­νεία αυτών που είναι στην εξου­σία και ούτε στις συμ­φο­ρές ταπει­νώ­νον­ται. Ο ανα­φε­ρό­με­νος λοι­πόν από τον Ιωάν­νη αξιω­μα­τού­χος φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατά­βη­θι (:Κατέ­βα)» [«Κατά­βη­θι», δηλα­δή από την Κανά στην Καπερ­να­ούμ· πρβ. Ιω. 4,46–47: «Ηλθεν ον πλιν ᾿Ιησος ες τν Καν τς Γαλι­λαας, που ποησε τ δωρ ονον. κα ν τις βασι­λικς, ο υἱὸς σθνει ν Καπερ­ναομ· οτος κοσας τι ᾿Ιησος κει κ τς ᾿Ιου­δαας ες τν Γαλι­λααν, πλθε πρς ατν κα ρτα ατν να καταβ κα ἰάσηται ατο τν υἱόν· μελ­λε γρ ποθνσκειν(:ήλθε λοι­πόν ο Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλι­λαί­ας, όπου παλιό­τε­ρα είχε μετα­τρέ­ψει το νερό σε κρα­σί. Εκεί υπήρ­χε κάποιος άνθρω­πος που ανή­κε στη βασι­λι­κή αυλή του Ηρώ­δη, και το παι­δί του ήταν βαριά άρρω­στο στην Καπερ­να­ούμ. Αυτός λοι­πόν, μόλις άκου­σε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιου­δαία στη Γαλι­λαία, έφυ­γε από την Καπερ­να­ούμ και πήγε να τον συναν­τή­σει˙ και άρχι­σε να τον παρα­κα­λεί να κατε­βεί από την Κανά στην Καπερ­να­ούμ και να θερα­πεύ­σει τον γιο του˙ διό­τι ήταν βαριά άρρω­στος και κιν­δύ­νευε να πεθά­νει)»[πρβ. Ιω.4,49].

Δεν συμ­βαί­νει όμως το ίδιο με τον εκα­τόν­ταρ­χο αυτής της διη­γή­σε­ως, αλλά και από εκεί­νον και από αυτούς που κατέ­βα­σαν από τη χαλα­σμέ­νη σκε­πή το κρεβάτι[πρβ. Μάρκ.2,1–2: «Κα εσλθε πάλιν ες Καπερ­ναομ δι᾿ μερν κα κού­σθη τι ες οκόν στι. κα εθέως συνή­χθη­σαν πολ­λοί, στε μηκέ­τι χωρεν μηδ τ πρς τν θύραν· κα λάλει ατος τν λόγον. κα ρχον­ται πρς ατν παρα­λυ­τικν φέρον­τες, αρόμε­νον π τεσ­σά­ρων. κα μ δυνά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι ατ δι τν χλον, πεστέ­γα­σαν τν στέ­γην που ν, κα ξορύ­ξαν­τες χαλσι τν κρά­βατ­τον, φ᾿ παρα­λυ­τικς κατέ­κει­το(:Ύστε­ρα από μερι­κές ημέ­ρες μπή­κε πάλι ο Ιησούς στην Καπερ­να­ούμ˙ κι έγι­νε γνω­στό ότι βρί­σκε­ται σε κάποιο σπί­τι. Αμέ­σως λοι­πόν μαζεύ­τη­καν τόσο πολ­λοί, ώστε να γεμί­σει το σπί­τι και να μην υπάρ­χει χώρος πλέ­ον ούτε δίπλα στη θύρα. Και τους δίδα­σκε τον λόγο του Θεού Έρχον­ται τότε και Του φέρ­νουν έναν παρά­λυ­το, που τον σήκω­ναν πάνω σ’ ένα κρε­βά­τι τέσ­σε­ρις. Κι επει­δή δεν μπο­ρού­σαν εξαι­τί­ας του πλή­θους να τον πλη­σιά­σουν, ξεσκέ­πα­σαν τη σκε­πή στο μέρος όπου βρι­σκό­ταν ο Κύριος, κι αφού έκα­ναν ένα άνοιγ­μα, έρι­ξαν από κει κάτω σιγά – σιγά το κρε­βά­τι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλω­μέ­νος ο παρά­λυ­τος)»], ο εκα­τόν­ταρ­χος συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πολύ καλύ­τε­ρα· διό­τι δεν ζητεί τη σωμα­τι­κή παρου­σία του Ιησού, ούτε μετέ­φε­ρε τον ασθε­νή πλη­σί­ον του Ιατρού, πράγ­μα που σημαί­νει ότι δεν σκε­πτό­ταν γι’αυτόν μικρά πράγ­μα­τα, αλλά πίστευε ότι ήταν θεό­σταλ­τος· γι’ αυτόν τον λόγο και λέγει: «Πες μόνο έναν λόγο» [Ματθ.8,8 και Λου­κά 7,7]. Και δεν λέγει στην αρχή: «Πες έναν λόγο» αλλά αρχι­κώς περι­γρά­φει μόνο την ασθέ­νεια· διό­τι ούτε περί­με­νε, λόγω της μεγά­λης ταπει­νο­φρο­σύ­νης του, αμέ­σως να συναι­νέ­σει ο Χρι­στός και να θελή­σει να έλθει στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν μόλις άκου­σε τους λόγους του Κυρί­ου: «Εγώ θα έλθω και θα τον θερα­πεύ­σω», τότε λέγει: «Πες μονά­χα έναν λόγο». Ούτε και η ασθέ­νεια τού προ­ξέ­νη­σε σύγ­χυ­ση, αλλά και μέσα στη συμ­φο­ρά του φιλο­σο­φεί, προ­σέ­χον­τας όχι τόσο στην υγεία του δού­λου του, όσο προς το να μη φανεί να πράτ­τει τίπο­τε το ασε­βές. Μολο­νό­τι, βέβαια, δεν Τον εξα­νάγ­κα­σε να έλθει στην οικία του, αλλά ο Χρι­στός υπο­σχέ­θη­κε αυτό, παρά ταύ­τα και πάλι φοβεί­ται μην τυχόν φανεί να υπερ­τι­μά τη δική του αξία και να επι­σύ­ρει εναν­τί­ον του βαρύ παρά­πτω­μα.

Είδες τη σύνε­σή του; Πρό­σε­ξε και τη μωρία των Ιου­δαί­ων οι οποί­οι λέγουν: «ξιός στιν παρέ­ξει τοτο(:αξί­ζει να του κάνει τη χάρη αυτή που ζητά)» [Λου­κά 7,4]. Διό­τι ενώ έπρε­πε να προ­σφύ­γουν στη φιλαν­θρω­πία του Ιησού, αυτοί όμως προ­βάλ­λουν την αξία του εκα­τον­τάρ­χου, και ούτε γνω­ρί­ζουν πώς πρέ­πει να δια­τυ­πώ­σουν το αίτη­μά τους. Όμως δεν συμ­βαί­νει το ίδιο με εκεί­νον· αλλά και είπε ότι είναι ο ίδιος πολύ ανά­ξιος όχι μόνο να δεχτεί την ευερ­γε­σία, αλλά και να δεχτεί τον Κύριο στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν και αφού είπε «ο δού­λος μου είναι ασθε­νής» δεν πρό­σθε­σε το «Πες», επει­δή φοβή­θη­κε μήπως ήταν ανά­ξιος να δεχτεί τη δωρεά, αλλά ανέ­φε­ρε μόνο τη συμ­φο­ρά. Όταν πάλι είδε τον Χρι­στό να δεί­χνει προ­θυ­μία, ούτε και τότε προ­χώ­ρη­σε με ορμή, αλλά και πάλι συγ­κρα­τεί­ται μέσα στον χώρο της πρε­πού­σης μετριο­πά­θειάς του.

Εάν όμως κάποιος έλε­γε: «Για ποιον λόγο δεν αντα­πέ­δω­σε την τιμή ο Χρι­στός σε αυτόν;», θα μπο­ρού­σα­με να πού­με αυτό, ότι του αντα­πέ­δω­σε και μάλι­στα μεγά­λη τιμή. Πρώ­τον μεν, με το ότι φανέ­ρω­σε την πίστη του, πράγ­μα που κατε­ξο­χήν έγι­νε φανε­ρό από του ότι δεν μετέ­βη ο ίδιος στην οικία του[πρβ. Ματθ.8,13 και Λου­κά 7,10]. Δεύ­τε­ρον δε, με το ότι τον εισή­γα­γε στη βασι­λεία και τον προ­τί­μη­σε από όλο το ιου­δαϊ­κό έθνος· διό­τι επει­δή θεώ­ρη­σε τον εαυ­τό του ανά­ξιο να δεχτεί τον Χρι­στό στην οικία του, και άξιος κρί­θη­κε της βασι­λεί­ας των ουρα­νών και πέτυ­χε τα καλά που από­λαυ­σε ο Αβρα­άμ.

«Και για­τί», θα έλε­γε κανείς, «και ο λεπρός δεν επαι­νέ­θη­κε αν και επέ­δει­ξε μεγα­λύ­τε­ρη πίστη από τον εκα­τόν­ταρ­χο;» Διό­τι δεν είπε εκεί­νος: «Πες έναν λόγο», αλλά αυτό που ήταν πολύ μεγα­λύ­τε­ρο: «Θέλη­σε μόνο»· πράγ­μα που ο Προ­φή­της λέγει για τον Πατέ­ρα, ότι « δ Θες μν ν τ οραν κα ν τ γ πάν­τα, σα θέλη­σεν, ποί­η­σε(:ο Θεός μας όμως τόσο στον ουρα­νό, όσο και στη γη, όλα όσα θέλη­σε τα έκα­νε και τίπο­τε δεν παρου­σιά­στη­κε αδύ­να­το στη θέλη­σή Του)» [Ψαλμ.113,11].

Αλλά και ο λεπρός επαι­νέ­θη­κε από τον Χρι­στό. Διό­τι όταν λέγει «ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προ­σέ­νεγ­κε τ δρον προ­σέ­τα­ξε Μωσς ες μαρ­τύ­ριον ατος(:Πρό­σε­ξε να μην πεις σε κανέ­ναν το θαύ­μα της θερα­πεί­ας σου, αλλά πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε το δώρο που έχει καθο­ρί­σει ο Μωυ­σής. Για να χρη­σι­μεύ­σει η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά του δώρου σου ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στον ιερέα και στους Ιου­δαί­ους ότι και εσύ θερα­πεύ­τη­κες τελεί­ως και εγώ δεν ήλθα να καταρ­γή­σω τον νόμο”)» [Ματθ.8,4], δεν λέγει τίπο­τε άλλο παρά αυτό, ότι «εσύ θα κατη­γο­ρή­σεις αυτούς από όσους πίστε­ψες». Εξάλ­λου δεν ήταν το ίδιο πράγ­μα να πιστέ­ψει ένας Ιου­δαί­ος και ένας εκτός του έθνους των Ιου­δαί­ων· διό­τι το ότι δεν ήταν Ιου­δαί­ος ο εκα­τόν­ταρ­χος φαί­νε­ται και από το ότι ήταν εκα­τον­τάρ­χης και από τα λόγια που είπε: «Ούτε μετα­ξύ των Ισραη­λι­τών δεν βρή­κα τόσο μεγά­λη πίστη».

Και ήταν βέβαια, πολύ σπου­δαίο πράγ­μα ένας άνθρω­πος εκτός του ιου­δαϊ­κού έθνους να φτά­σει σε τόσο υψη­λή έννοια περί του Χρι­στού. Καθό­σον, όπως εγώ πιστεύω, φαν­τά­στη­κε τις ουρά­νιες στρα­τιές ή ότι σε Αυτόν έτσι υπο­τάσ­σον­ται τα πάθη και ο θάνα­τος και όλα τα άλλα, όπως οι στρα­τιώ­τες στον ίδιο τον εκα­τόν­ταρ­χο. Για τον λόγο αυτόν και έλε­γε: «Διό­τι και εγώ που είμαι ένας άνθρω­πος και είμαι κάτω από εξου­σία»· δηλα­δή: «Εσύ είσαι Θεός, ενώ εγώ άνθρω­πος· εγώ είμαι υπό την εξου­σία άλλων, ενώ εσύ δεν είσαι υπό εξου­σία άλλων. Εάν, λοι­πόν, εγώ, που είμαι άνθρω­πος και υπό εξου­σί­αν, μπο­ρώ να κάνω τόσο μεγά­λα πράγ­μα­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτός που είναι και Θεός και δεν είναι υπό εξου­σί­αν άλλων». Θέλει δηλα­δή, να Τον πεί­σει σε μεγά­λο βαθ­μό, ότι δεν τα λέγει όλα αυτά για να παρου­σιά­σει ένα παρό­μοιο παρά­δειγ­μα, αλλά ότι ο Κύριος υπε­ρέ­χει σε μεγά­λο βαθ­μό· διό­τι «εάν εγώ», λέγει, «που είμαι ισό­τι­μος με αυτούς που δια­τάσ­σω και που βρί­σκο­μαι υπό εξου­σία, όμως λόγω της μικρής αυτής υπε­ρο­χής της αρχής μπο­ρώ τόσο σπου­δαία πράγ­μα­τα να πρά­ξω και δεν φέρει κανέ­νας αντίρ­ρη­ση, αλλά αυτά που δια­τά­ζω, αυτά γίνον­ται, και αν ακό­μη είναι δια­φό­ρων ειδών τα παραγγέλματα(διότι λέγω στον ένα «Πήγαι­νε» και πηγαί­νει, και στον άλλο «Έλα» και έρχε­ται), πολύ περισ­σό­τε­ρα αυτός μπο­ρεί να πρά­ξει». Μερι­κοί πάλι ανα­γι­γνώ­σκουν ως εξής αυτό το χωρίο: «Διό­τι εάν εγώ, που είμαι άνθρω­πος» και θέτον­τας σημείο στί­ξε­ως ανά­με­σα προ­σθέ­τουν: «έχω υπό την εξου­σία μου στρα­τιώ­τες».

Εσύ όμως πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, πως ο εκα­τόν­ταρ­χος έδει­ξε ότι ο Ιησούς μπο­ρεί να εξου­σιά­σει τον θάνα­το σαν ένα δού­λο και να τον δια­τάσ­σει ως Δεσπό­της του. Διό­τι όταν λέγει: «Έλα» και έρχε­ται, και «πήγαι­νε» και πηγαί­νει, αυτό εννο­εί, ότι δηλα­δή: «Αν δια­τά­ξεις να μην έλθει ο θάνα­τος στον δού­λο μου, δεν θα έλθει». Είδες κατά ποιον τρό­πο ήταν πιστός; Διό­τι αυτό που επρό­κει­το αργό­τε­ρα να γίνει σε όλους φανε­ρό, αυτό αυτός ήδη έκα­νε ολο­φά­νε­ρο, ότι έχει εξου­σία και επί του θανά­του και επί της ζωής, και οδη­γεί κάτω στις πύλες του Άδου και ανε­βά­ζει από εκεί. Και δεν έκα­νε λόγο μόνο περί στρα­τιω­τών, αλλά και περί δού­λων, πράγ­μα που ήταν δείγ­μα μεγα­λύ­τε­ρης υπα­κο­ής. Αλλά όμως αν και είχε τόσο μεγά­λη πίστη, θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του ανά­ξιο ακό­μη. Ο Χρι­στός όμως δεί­χνον­τας ότι είναι άξιος να εισέλ­θει στην οικία του, έκα­νε πολύ πιο μεγά­λα πράγ­μα­τα, διό­τι και τον θαύ­μα­σε, και δια­κή­ρυ­ξε την πίστη του, και του έδω­σε περισ­σό­τε­ρα από αυτά που ζήτη­σε. Καθό­σον ήλθε ζητών­τας σωμα­τι­κή υγεία για τον δού­λο του και έφυ­γε αφού έλα­βε τη βασι­λεία των ουρα­νών.

Είδες ότι ήδη απο­δει­κνυό­ταν αλη­θι­νό το «ζητετε δ πρτον τν βασι­λεαν το Θεο κα τν δικαιοσνην ατο, κα τατα πντα προ­στεθσεται μν(:να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά. Και τότε αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί με εκεί­να)»; [Ματθ.6,33]. Διό­τι, επει­δή επέ­δει­ξε πολ­λή πίστη και ταπει­νο­φρο­σύ­νη και τον ουρα­νό τού έδω­σε και την υγεία του δού­λου τού πρό­σθε­σε· και δεν τον τίμη­σε μόνο με αυτό, αλλά και με το να δεί­ξει ποιοι είναι εκεί­νοι που απο­βάλ­λον­ται από τη βασι­λεία των ουρα­νών και εισά­γε­ται αυτός. Καθό­σον εξ αυτού πλέ­ον καθι­στά σε όλους γνω­στό, ότι σώζε­ται κανείς δια της πίστε­ως και όχι από τη φύλα­ξη των δια­τά­ξε­ων του μωσαϊ­κού νόμου.

Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς όχι μόνο στους Ιου­δαί­ους, αλλά και στους εθνι­κούς θα δοθεί αυτή η δωρεά ως βρα­βείο· και περισ­σό­τε­ρο σε εκεί­νους, παρά σε αυτούς. «Διό­τι μη νομί­σε­τε, βέβαια», λέγει, «ότι αυτό συνέ­βη απο­κλει­στι­κά και μόνο για τον εκα­τόν­ταρ­χο, καθό­σον αυτό θα συμ­βεί και σε όλη την οικου­μέ­νη». Αυτό λοι­πόν το έλε­γε προ­φη­τεύ­ον­τας για τα έθνη και δίνον­τας αγα­θές ελπί­δες σε αυτούς. Καθό­σον υπήρ­χαν πολ­λοί από τα μέρη της Γαλι­λαί­ας όπου διέ­με­ναν πολ­λοί εθνι­κοί [πρβ.Ματθ.4,15, 18 και 8,1]. Αυτά επί­σης τα έλε­γε για να προ­φυ­λά­ξει τους εθνι­κούς από την απο­γο­ή­τευ­ση και για να εξυ­γιά­νει το φρό­νη­μα των Ιου­δαί­ων. Για να μην προ­σβά­λουν τα λόγια Του αυτούς που Τον άκου­γαν, και για να μη δώσει σε αυτούς καμία αφορ­μή για κατη­γο­ρία, δεν ομι­λεί προ­η­γου­μέ­νως για τους εθνι­κούς, παρά μόνο όταν έλα­βε αφορ­μή από τον εκα­τόν­ταρ­χο, χωρίς, φυσι­κά, και πάλι να ανα­φέ­ρει καθα­ρά το όνο­μα των εθνι­κών.

Διό­τι δεν είπε: «Πολ­λοί από τους εθνι­κούς» αλλά «Πολ­λοί από την ανα­το­λή και τη δύση», πράγ­μα που φανέ­ρω­νε το όνο­μα των εθνι­κών, δεν σκαν­δά­λι­ζε όμως έτσι αυτούς που Τον άκου­γαν, διό­τι ήταν κεκα­λυμ­μέ­νος ο λόγος Του[βλ. Ματθ.8,11–12: «λέγω δ μν τι πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλι­θή­σον­ται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασι­λεί τν ορανν, ο δ υο τς βασι­λεί­ας κβλη­θή­σον­ται ες τ σκό­τος τ ξώτε­ρον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δόν­των(:σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών· ενώ εκεί­νοι που κατά­γον­ται από τον Αβρα­άμ και σύμ­φω­να με τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού είναι κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκο­τά­δι που είναι τελεί­ως απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία του Θεού. Εκεί θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους”)»].





Και δεν καλύ­πτει μόνο με αυτόν τον τρό­πο τη σκέ­ψη ότι η διδα­σκα­λία ήταν μία και­νο­το­μία, αλλά και με το ότι ανέ­φε­ρε αντί της βασι­λεί­ας, τους κόλ­πους του Αβρα­άμ. Διό­τι ούτε αυτό το όνο­μα ήταν γνω­στό στους εθνι­κούς, και περισ­σό­τε­ρο πλη­γώ­νον­ταν οι Ιου­δαί­οι με το ότι ανα­φε­ρό­ταν το όνο­μα του Αβρα­άμ. Για τον λόγο αυτόν και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής δεν είπε τίπο­τε ευθέ­ως περί γεέν­νης, αλλά είπε αυτό που περισ­σό­τε­ρο στε­νο­χω­ρού­σε αυτούς: «κα μ δξητε λγειν ν αυτος, πατρα χομεν τν ᾿Αβραμ· λγω γρ μν τι δναται Θες κ τν λθων τοτων γεραι τκνα τ ᾿Αβραμ(:και μη σας αρέ­σει να εξα­πα­τά­τε τον εαυ­τό σας και να λέτε μέσα σας: “εμείς έχου­με πατέ­ρα τον Αβρα­άμ”· διό­τι σας λέω ότι ο Θεός έχει τη δύνα­μη και απ’ αυτές εδώ τις πέτρες να ανα­στή­σει απο­γό­νους του Αβρα­άμ)» [Ματθ.3,9]. Μαζί επί­σης με αυτά φρον­τί­ζει και για κάτι άλλο, το να μη νομι­στεί, δηλα­δή, ότι είναι αντί­θε­τος με τον νόμο της Παλαιάς Δια­θή­κης· διό­τι αυτός που θαυ­μά­ζει τους πατριάρ­χες και ονο­μά­ζει τους κόλ­πους εκεί­νων τέλος των αγα­θών, με πολ­λή δύνα­μη αναι­ρεί και αυτήν την υπο­ψία.

Κανείς λοι­πόν ας μη νομί­ζει ότι στους λόγους αυτούς η απει­λή είναι μία· διό­τι είναι διπλή και στους Ιου­δαί­ους η τιμω­ρία και η ευφρο­σύ­νη στους εθνι­κούς. Στους μεν Ιου­δαί­ους όχι επει­δή εξέ­πε­σαν της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, αλλά επει­δή εξέ­πε­σαν από αυτήν που ήταν δική τους· στους εθνι­κούς δε όχι επει­δή απέ­κτη­σαν αγα­θά απλώς, αλλά επει­δή τα απέ­κτη­σαν αυτά χωρίς να τα περι­μέ­νουν. Και ένα τρί­το που συνέ­βη μετα­ξύ αυτών είναι ότι οι εθνι­κοί έλα­βαν τα αγα­θά που ανή­καν στους Ιου­δαί­ους. Και «υιούς της βασι­λεί­ας» ονο­μά­ζει αυτούς για τους οποί­ους ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη η βασι­λεία των ουρα­νών· πράγ­μα που τους πλή­γω­νε κατε­ξο­χήν. Αφού λοι­πόν τους έδει­ξε ότι σύμ­φω­να με την επαγ­γε­λία και την υπό­σχε­ση βρί­σκον­ταν στους κόλ­πους του Αβρα­άμ, στη συνέ­χεια τους απο­μα­κρύ­νει. Έπει­τα επει­δή αυτό που ελέ­χθη ήταν ασα­φές, επι­βε­βαιώ­νε­ται αυτό με το θαύ­μα· όπως ακρι­βώς βέβαια, και τα θαύ­μα­τα επα­λη­θεύ­ει με την προ­φη­τεία που ειπώ­θη­κε σχε­τι­κά με αυτά.

Αυτός λοι­πόν που δεν πιστεύ­ει τη θερα­πεία που συνέ­βη στον δού­λο, τότε ας πιστέ­ψει το θαύ­μα εκεί­νο, καθό­σον επα­λη­θεύ­τη­κε σήμε­ρα η προ­φη­τεία του· διό­τι, και η προ­φη­τεία έγι­νε πριν από το απο­τέ­λε­σμα φανε­ρή σε όλους από το τότε θαύ­μα. Για τον λόγο αυτόν, βέβαια, αφού προ­η­γου­μέ­νως προ­εί­πε αυτά, στη συνέ­χεια θερά­πευ­σε τον παρα­λυ­τι­κό, για να γίνουν πιστευ­τά τα μέλ­λον­τα να συμ­βούν από τα παρόν­τα και το μικρό­τε­ρο δια­μέ­σου του μεγα­λύ­τε­ρου· διό­τι το να απο­λαμ­βά­νουν οι μεν ενά­ρε­τοι τα αγα­θά, οι δε αντί­θε­οι να υπο­μέ­νουν τα λυπη­ρά, δεν φανε­ρώ­νει τίπο­τε άλλο, αλλά ότι συνέ­βαι­νε αυτό κατά τρό­πο φυσι­κό και ήταν απο­τέ­λε­σμα των φυσι­κών νόμων· το να ενδυ­να­μώ­σει όμως το σώμα του παρα­λυ­τι­κού και να ανα­στή­σει τον νεκρό[πρβ. Λου­κά 7,2] ήταν κάτι μεγα­λύ­τε­ρο από φυσι­κό.

Αλλά όμως στη μεγά­λη αυτήν και θαυ­μα­στή ενέρ­γεια πρό­σφε­ρε πάρα πολ­λά και ο εκα­τόν­ταρ­χος· και ακρι­βώς αυτό θέλον­τας να δηλώ­σει και ο Χρι­στός έλε­γε: «Πήγαι­νε και ας σου γίνει όπως πίστε­ψες». Είδες πώς διε­κή­ρυ­ξε η υγεία του δού­λου και τη δύνα­μη του Χρι­στού και την πίστη του εκα­τον­τάρ­χου και επι­βε­βαί­ω­σε αυτό που θα συνέ­βαι­νε στο μέλ­λον; Μάλ­λον δε όλα διε­κή­ρυτ­ταν τη δύνα­μη του Χρι­στού· διό­τι δεν θερά­πευ­σε μόνο το σώμα του δού­λου, αλλά και την ψυχή του εκα­τον­τάρ­χου προ­σείλ­κυ­σε στην πίστη δια των θαυ­μά­των αυτών.

Εσύ όμως να μην προ­σέ­χεις μόνο αυτό, το ότι δηλα­δή πίστε­ψε αυτός και το ότι θερα­πεύ­τη­κε εκεί­νος, αλλά θαύ­μα­σε και την ταχύ­τη­τα με την οποία συνέ­βη­σαν. Καθό­σον για να δηλώ­σει αυτό ο ευαγ­γε­λι­στής, έλε­γε: «Και θερα­πεύ­τη­κε ο δού­λος του την ίδια εκεί­νη στιγ­μή»· όπως ακρι­βώς λοι­πόν είπε και στην περί­πτω­ση του λεπρού, ότι «Αμέ­σως καθα­ρί­στη­κε» [Ματθ.8,2]· διό­τι όχι μόνο η θερα­πεία, αλλά και το ότι αυτή έγι­νε κατά τρό­πο παρά­δο­ξο και εν ριπή οφθαλ­μού, φανέ­ρω­νε τη δύνα­μή Του. Και δεν ωφε­λού­σε μόνο με αυτήν, αλλά και με το ότι συνε­χώς κατά την επί­δει­ξη των θαυ­μά­των ανέ­πτυσ­σε λόγους περί της βασι­λεί­ας των ουρα­νών και προ­σείλ­κυε όλους προς αυτήν· διό­τι και αυτούς που απει­λού­σε ότι θα τους εκβά­λει, τους απει­λού­σε όχι για να τους εκβά­λει, αλλά για να τους προ­σελ­κύ­σει προς αυτήν, εκφο­βί­ζον­τας αυτούς με τους λόγους.

Εάν όμως ούτε και έτσι δεν ωφε­λούν­ταν, αυτών είναι όλη η ευθύ­νη και όλων εκεί­νων που πάσχουν από την ίδια ασθέ­νεια· διό­τι αυτό θα έβλε­πε κανείς να συμ­βαί­νει όχι μόνο μετα­ξύ των Ιου­δαί­ων, αλλά και μετα­ξύ αυτών που πίστε­ψαν στον Χρι­στό. Διό­τι και ο Ιού­δας ήταν υιός της βασι­λεί­ας και άκου­σε μαζί με τους μαθη­τές: «μν λέγω μν τι μες ο κολου­θή­σαν­τές μοι, ν τ παλιγ­γε­νε­σί, ταν καθίσ υἱὸς το νθρώ­που π θρό­νου δόξης ατο, καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους κρί­νον­τες τς δώδε­κα φυλς το σρα­ήλ(:Αλη­θι­νά σας λέω ότι εσείς που με ακο­λου­θή­σα­τε, όταν ξανα­γεν­νη­θεί ο κόσμος και θα έχει συν­τε­λε­σθεί η ανά­στα­ση των νεκρών, οπό­τε θα καθί­σει ο υιός του ανθρώ­που σε θρό­νο λαμ­πρό, αντά­ξιο της δόξας Του, θα καθί­σε­τε κι εσείς σε δώδε­κα θρό­νους δικά­ζον­τας τις δώδε­κα φυλές του Ισρα­ήλ)» [Ματθ.19,28], αλλά έγι­νε υιός της γεέν­νης· ο Αιθί­ο­πας [πρβ. Πράξ.8,26–39] όμως, αν και ήταν βάρ­βα­ρος [:δηλα­δή ειδω­λο­λά­τρης, εθνι­κός] άνθρω­πος και από αυτούς που κατά­γον­ταν από την ανα­το­λή και τη δύση, θα απο­λαύ­σει στε­φά­νους μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ.

Αυτό συμ­βαί­νει σήμε­ρα και σε μας. Διό­τι λέγει: «Πολ­λο δ σον­ται πρτοι σχα­τοι κα σχα­τοι πρτοι(:πολ­λοί μάλι­στα που είναι στον κόσμο αυτό πρώ­τοι, θα είναι στον άλλο κόσμο τελευ­ταί­οι, και πολ­λοί τελευ­ταί­οι θα είναι εκεί πρώ­τοι)» [Ματθ.19,30]. Και αυτό το λέγει, ώστε και οι αμαρ­τω­λοί να μη χάνουν το θάρ­ρος τους, με τη σκέ­ψη ότι τάχα δεν μπο­ρούν να επι­στρέ­ψουν στον Θεό και οι πιστοί να μην παίρ­νουν θάρ­ρος, ότι τάχα είναι αμε­τα­κί­νη­τοι. Αυτό δια­κη­ρύτ­τον­τας και ο Ιωάν­νης προ­η­γου­μέ­νως έλε­γε: «Μπο­ρεί ο Θεός και από αυτούς τους λίθους να ανα­στή­σει τέκνα για τον Αβρα­άμ» [Ματθ.3,9]. Επει­δή, δηλα­δή, επρό­κει­το αυτό να συμ­βεί, προ­λέ­γε­ται προ πολ­λού χρό­νου, ώστε κανείς να μη θορυ­βη­θεί από το παρά­ξε­νο του πράγ­μα­τος. Αλλά εκεί­νος μεν λέγει αυτό ως κάτι που ενδε­χο­μέ­νως να συμ­βεί· διό­τι προ­η­γή­θη­κε του Χρι­στού· ο Χρι­στός όμως ως κάτι που θα συμ­βεί οπωσ­δή­πο­τε, παρέ­χον­τας την από­δει­ξη από τις πρά­ξεις Του.

Ας μην έχου­με λοι­πόν στον εαυ­τό μας μεγά­λη εμπι­στο­σύ­νη εμείς οι πιστοί, αλλά να λέμε στους εαυ­τούς μας: «στε δοκν στά­ναι βλε­πέ­τω μ πέσ(:από τα διδα­κτι­κά λοι­πόν αυτά παρα­δείγ­μα­τα της ιστο­ρί­ας του Ισρα­ήλ, βγαί­νει το συμ­πέ­ρα­σμα ότι όποιος έχει την ιδέα ότι στέ­κε­ται καλά στα πόδια του, ας προ­σέ­χει μην πέσει όπως έπε­σαν και οι Ισραη­λί­τες που ανέ­φε­ρα)» [Α΄Κορ.10,12]. Ούτε να κατα­λαμ­βα­νό­μα­στε από από­γνω­ση όσοι πέφτου­με, αλλά να λέμε στους εαυ­τούς μας: «τι τάδε λέγει Κύριος· μ πίπτων οκ νίστα­ται; ποστρέ­φων οκ ναστρέ­φει;(:διό­τι αυτά λέγει ο Κύριος: Μήπως αυτός που πέφτει, δεν σηκώ­νε­ται, ή μήπως εκεί­νος που έχα­σε τον δρό­μο του και πλα­νή­θη­κε δεν προ­σπα­θεί να τον βρει πάλι και να επι­στρέ­ψει;)» [Ιερ.8,4].

Καθό­σον πολ­λοί αν και ανέ­βη­καν σε αυτήν την κορυ­φή του ουρα­νού και επέ­δει­ξαν όλη την υπο­μο­νή, και μολο­νό­τι κατέ­λα­βαν τις ερή­μους και δεν είδαν ούτε στο όνει­ρό τους γυναί­κα, επει­δή προς στιγ­μή έδει­ξαν οκνη­ρία παραγ­κω­νί­στη­καν και έπε­σαν σε αυτό το βάρα­θρο της κακί­ας. Άλλοι δε πάλι από εκεί, ανέ­βη­καν στον ουρα­νό, και από το θέα­τρο και την ορχή­στρα μετα­πή­δη­σαν προς την αγγε­λι­κή πολι­τεία· και τόση αρε­τή επέ­δει­ξαν, ώστε να εκδιώ­ξουν δαί­μο­νες και να κάνουν πολ­λά άλλα παρό­μοια θαύ­μα­τα. Και οι μεν Γρα­φές είναι γεμά­τες από αυτούς, η δε ζωή μας είναι γεμά­τη από αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα. Έτσι και πόρ­νοι και ασή­μαν­τοι κλεί­νουν τα στό­μα­τα των Μανι­χαί­ων[Μανι­χαί­οι: ήσαν οπα­δοί της θρη­σκεί­ας του εκ Περ­σί­ας Μάνεν­τος, η οποία προ­ήλ­θε από την περ­σι­κή δυαρ­χία του φωτός και του σκό­τους, όπου απέ­δι­δε αντί­στοι­χα το αγα­θό και το κακό. Αργό­τε­ρα προ­σέ­λα­βε και στοι­χεία από τον Χρι­στια­νι­σμό], οι οποί­οι λένε ότι η κακία είναι ακί­νη­τη και βρί­σκον­ται υπό την κυριαρ­χία του δια­βό­λου, και παρα­λύ­ουν τα χέρια αυτών που θέλουν να αγω­νι­στούν για το καλό και ανα­τρέ­πουν έτσι όλη τη ζωή· διό­τι αυτοί που πιστεύ­ουν σε αυτά και τα μετα­δί­δουν δεν βλά­πτουν μόνο ως προς τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, αλλά και εδώ όλα τα κάνουν άνω-κάτω, όσο βέβαια, εξαρ­τά­ται από αυτούς· διό­τι πότε κανείς από αυτούς που ζουν στην κακία θα φρον­τί­σει για την αρε­τή, όταν πιστεύ­ει ότι είναι αδύ­να­τη η επά­νο­δος προς εκεί­νη και η μετα­βο­λή προς το καλύ­τε­ρο; Διό­τι εάν τώρα που υπάρ­χουν και νόμοι, και απει­λές περί τιμω­ριών, και δόξα που διε­γεί­ρει τους περισ­σό­τε­ρους, και γέε­να του πυρός ανα­με­νό­με­νη, και βασι­λεία των ουρα­νών που μας έχει υπο­σχε­θεί, και ονει­δί­ζον­ται οι κακοί ενώ εγκω­μιά­ζον­ται οι καλοί, μόλις και μετά δυσκο­λί­ας μερι­κοί προ­τι­μούν τους ιδρώ­τες υπέρ της αρε­τής, εάν όλα αυτά τα αφαι­ρέ­σεις, ποιο είναι εκεί­νο που θα εμπο­δί­σει να χαθούν όλα και να δια­φθα­ρούν;

Αφού λοι­πόν συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με τη δια­βο­λι­κή κακουρ­γία και ότι όλοι αυτοί που επι­χει­ρούν να νομο­θε­τούν την περί της ειμαρ­μέ­νης[ειμαρ­μέ­νη: έτσι καλούν­ταν η τύχη του κάθε ανθρώ­που στον κόσμο με όλες τις περι­πέ­τειές της· με άλλα λόγια η ανα­πό­τρε­πτη μοί­ρα, το πεπρω­μέ­νο· επί­σης καλούν­ταν έτσι και η προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη υπέρ­τα­τη δύνα­μη που κυβερ­νά τη φύση και ρυθ­μί­ζει τις πρά­ξεις των ανθρώ­πων. Η πίστη στη ειμαρ­μέ­νη καλεί­ται «μοι­ρο­κρα­τία», έναν­τι της οποί­ας ο Χρι­στια­νι­σμός αντι­τάσ­σει την πίστη στην πρό­νοια του Θεού, κατά την οποία τίπο­τε δεν συμ­βαί­νει τυχαί­ως, αλλά τα πάν­τα βρί­σκον­ται υπό την προ­στα­σία του Θεού και μάλι­στα η ανθρώ­πι­νη ύπαρ­ξη] διδα­σκα­λία αντι­τί­θεν­ται και προς τους μη Χρι­στια­νούς νομο­θέ­τες και προς τους νόμους του Θεού και προς τη λογι­κή της φύσε­ως και προς την κοι­νή αντί­λη­ψη όλων γενι­κώς των ανθρώ­πων και προς αυτούς τους βαρ­βά­ρους, δηλα­δή, και προς τους Σκύ­θες και τους Θρά­κες, ας επα­γρυ­πνού­με, αγα­πη­τοί μου, και αφού απο­φύ­γου­με όλους εκεί­νους και ας βαδί­ζου­με και με θάρ­ρος και με φόβο δια της στε­νής εκεί­νης οδού. Με φόβο μεν εξαι­τί­ας των γκρε­μών που υπάρ­χουν και από τα δύο μέρη, με θάρ­ρος δε επει­δή προ­η­γεί­ται από εμάς ο Ιησούς. Ας βαδί­ζου­με με πνευ­μα­τι­κή διαύ­γεια και άγρυ­πνοι.

Επει­δή έστω και λίγο να νυστά­ξει κανείς αμέ­σως θα κατα­πον­τι­στεί. Διό­τι δεν είμα­στε προ­σε­κτι­κό­τε­ροι από τον Δαβίδ, ο οποί­ος επει­δή έδει­ξε αμέ­λεια μόνο για λίγο, κατα­κρη­μνί­στη­κε μέσα σε αυτό το βάρα­θρο της αμαρ­τί­ας. Αλλά αμέ­σως σηκώ­θη­κε. Μη βλέ­πεις λοι­πόν μόνο το ότι αμάρ­τη­σε, αλλά και το ότι απέ­πλυ­νε την αμαρ­τία του. Διό­τι η Γρα­φή ακρι­βώς γι΄αυτό περιέ­λα­βε αυτήν την ιστο­ρία, όχι για να πλη­ρο­φο­ρη­θείς την πτώ­ση του, αλλά για να θαυ­μά­σεις την ανόρ­θω­σή του· για να διδα­χτείς πως πρέ­πει να σηκώ­νε­σαι όταν συμ­βεί να πέσεις. Διό­τι όπως ακρι­βώς οι ιατροί, αφού εκλέ­ξουν τα φοβε­ρό­τε­ρα από τα νοσή­μα­τα, τα γρά­φουν στα βιβλία και διδά­σκουν τη μέθο­δο της θερα­πεί­ας τους, ώστε με το να είναι ασκη­μέ­νοι στα βαρύ­τε­ρα να μπο­ρούν εύκο­λα να θερα­πεύ­ον­ται από τα ελα­φρό­τε­ρα, έτσι, βέβαια, και ο Θεός τα μεγα­λύ­τε­ρα από τα αμαρ­τή­μα­τα τα απε­κά­λυ­ψε για να μπο­ρούν, μέσω αυτών, να επι­τύ­χουν εύκο­λα τη διόρ­θω­ση των μικρών πται­σμά­των τους· διό­τι εάν θερα­πεύ­τη­καν εκεί­να, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα θερα­πευ­τούν τα μικρό­τε­ρα.

Ας δού­με λοι­πόν και πώς αμάρ­τη­σε και πώς θερα­πεύ­τη­κε ο μακά­ριος εκεί­νος Δαβίδ. Ποια λοι­πόν ήταν η αρρώ­στιά του; Μοί­χευ­σε και φόνευ­σε. Διό­τι δεν αισθά­νο­μαι ντρο­πή δια­κη­ρύσ­σον­τας αυτά με δυνα­τή φωνή. Διό­τι εάν το Πνεύ­μα το άγιο δεν θεώ­ρη­σε ντρο­πή να παρα­θέ­σει όλη αυτήν την ιστορία[πρβ. Β΄Βασ.11–12], πολύ περισ­σό­τε­ρο ούτε εμείς πρέ­πει να την επι­σκιά­ζου­με. Για τον λόγο αυτόν ακρι­βώς δεν δια­κη­ρύσ­σω μόνο αυτά αλλά προ­σθέ­τω και κάτι άλλο. Ότι δηλα­δή, όσοι απο­κρύ­πτουν αυτά, αυτοί κατε­ξο­χήν επι­κα­λύ­πτουν την αρε­τή εκεί­νου· και όπως ακρι­βώς αυτοί που απο­σιω­πούν τον πόλε­μο του Γολιάθ, τον απο­στε­ρούν όχι από μικρά στε­φά­νια, το ίδιο πράτ­τουν και αυτοί που παρα­λεί­πουν αυτήν την ιστο­ρία.

Δεν φαί­νε­ται, λοι­πόν, ότι είναι παρά­ξε­νο αυτό που ειπώ­θη­κε; Δείξ­τε όμως λίγη υπο­μο­νή και τότε θα δια­πι­στώ­σε­τε ότι αυτά δικαί­ως ειπώ­θη­καν. Διό­τι για τον λόγο αυξά­νω το αμάρ­τη­μα και κάνω πιο παρά­δο­ξο τον λόγο μου, για να παρα­σκευά­σω τα φάρ­μα­κα με περισ­σό­τε­ρη αφθο­νία. Ποιο λοι­πόν είναι αυτό που προ­σθέ­τω; Την αρε­τή του ανδρός, πράγ­μα που κάνει μεγα­λύ­τε­ρο και το αμάρ­τη­μα. Διό­τι σε όλες τις περι­πτώ­σεις δεν κρί­νον­ται όλα κατά όμοιο τρό­πο· διό­τι, λέγει: « γρ λάχι­στος συγ­γνω­στός στιν λέους, δυνα­το δ δυνατς τασθή­σον­ται(:διό­τι ο άση­μος και ο αφα­νής στον οποίο δεν δόθη­κε καμία εξου­σία και κανέ­να αξί­ω­μα, είναι άξιος της συγνώ­μης και του ελέ­ους του Θεού. Αυτοί όμως που έλα­βαν δύνα­μη και εξου­σία, θα κρι­θούν με αυστη­ρό­τη­τα)» [Σοφ. Σολ. 6,6]· και· «κενος δ δολος, γνος τ θέλη­μα το κυρί­ου αυτο κα μ τοι­μά­σας μηδ ποι­ή­σας πρς τ θέλη­μα ατο, δαρή­σε­ται πολ­λάς(: και γενι­κό­τε­ρα για κάθε δού­λο ισχύ­ει αυτός ο κανό­νας: “Εκεί­νος ο δού­λος που γνώ­ρι­σε το θέλη­μα του κυρί­ου του και δεν ετοί­μα­σε ούτε έκα­νε αυτό που θέλει ο κύριός του, θα δεχθεί πολ­λές μαστι­γώ­σεις και θα τιμω­ρη­θεί αυστη­ρά, διό­τι συνει­δη­τά παρέ­βη το θέλη­μα του κυρί­ου του”)» [Λου­κά 12,47]. Ώστε η περισ­σό­τε­ρη γνώ­ση γίνε­ται αιτία για μεγα­λύ­τε­ρη τιμω­ρία. Και ακρι­βώς γι΄αυτό εάν ιερέ­ας επρό­κει­το να δια­πρά­ξει τα ίδια αμαρ­τή­μα­τα με το ποί­μνιό του, δεν θα τιμω­ρη­θεί το ίδιο, αλλά πολύ φοβε­ρό­τε­ρα. Ίσως όμως, βλέ­πον­τας να αυξά­νει η κατη­γο­ρία, να τρέ­με­τε και να φοβά­στε και να με εκλαμ­βά­νε­τε κατά­πλη­κτοι ως κάποιον που βαδί­ζει κατευ­θεί­αν στον γκρε­μό. Αλλά όμως εγώ έχω τόση εμπι­στο­σύ­νη στην αρε­τή του δικαί­ου που με κάνει να προ­χω­ρώ πιο πέρα· διό­τι όσο θα αυξή­σω το αμάρ­τη­μα, τόσο περισ­σό­τε­ρο σπου­δαίο θα μπο­ρέ­σω να παρου­σιά­σω το εγκώ­μιο του Δαβίδ.

Θα ρωτή­σει κάποιος:«Τι παρα­πά­νω από αυτά μπο­ρείς να ανα­φέ­ρεις;». Και βέβαια υπάρ­χουν πάρα πολ­λά· διό­τι όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση του Κάιν αυτό που συνέ­βη δεν ήταν απλός φόνος, αλλά και από πολ­λούς φόνους χει­ρό­τε­ρο, επει­δή δεν φόνευ­σε ξένο, αλλά τον αδελ­φό του, και αδελ­φό μάλι­στα που δεν τον είχε αδι­κή­σει, αλλά είχε αδι­κη­θεί, και όχι μετά από πολ­λούς φονιά­δες, αφού πρώ­τος εφηύ­ρε αυτός το βδέ­λυγ­μα, έτσι, βέβαια, και εδώ δεν ήταν μόνο φόνος το εγχεί­ρη­μα· διό­τι δεν ήταν κάποιος τυχαί­ος ο άνδρας που έπρα­ξε αυτό, αλλά προ­φή­της· και δεν φονεύ­ει αυτόν που είχε αδι­κή­σει, αλλά αυτόν που είχε αδι­κη­θεί· διό­τι πράγ­μα­τι τον είχε αδι­κή­σει κατά τρό­πο θανά­σι­μο, διό­τι του άρπα­ξε τη γυναί­κα του· αλλά όμως μετά από εκεί­νο πρό­σθε­σε και τον φόνο.

Βλέ­πε­τε πως δεν λυπή­θη­κα το δίκαιο; Πως περιέ­γρα­ψα τα αμαρ­τή­μα­τά του χωρίς κανέ­να περιο­ρι­σμό; Αλλά όμως έχω τόση πεποί­θη­ση στην απο­λο­γία, ώστε μετά από το τόσο βάρος του αμαρ­τή­μα­τος θα ήθε­λα να παρευ­ρί­σκον­ται εδώ και οι Μανι­χαί­οι, που αυτοί κυρί­ως δια­κω­μω­δούν όλα αυτά, καθώς και οι πλα­νη­μέ­νοι οπα­δοί του Μαρ­κί­ω­νος[Μαρ­κί­ων: μέγας αιρε­σιάρ­χης, που κατα­γό­ταν από τη Σινώ­πη του Πόν­του, υιός επι­σκό­που και υπήρ­ξε μαθη­τής του Βασι­λεί­δου. Έζη­σε τον 2ο αιώ­να και υπήρ­ξε μέγας γνω­στι­κός. Δίδα­σκε ότι ο ύψι­στος αγα­θός Θεός της Παλαιάς Δια­θή­κης έστει­λε τον υιό Του τον Χρι­στό, για να απαλ­λά­ξει τον άνθρω­πο από την τυραν­νία του δεύ­τε­ρου Θεού, του δημιουρ­γού του κόσμου. Ο Χρι­στός είχε κατ’αυτόν φαι­νο­με­νι­κό σώμα. Απέρ­ρι­πτε την Παλαιά Δια­θή­κη και από την Και­νή δεχό­ταν το κατά Ιωάν­νην ευαγ­γέ­λιο και 10 επι­στο­λές, πλην των Ποι­μαν­τι­κών και της προς Εβραί­ους], για να τους κλεί­σω τελεί­ως τα στό­μα­τα. Διό­τι εκεί­νοι μεν λέγουν ότι φόνευ­σε και μοί­χευ­σε ο Δαβίδ, εγώ όμως λέγω όχι μόνο αυτό, αλλά διπλό φανέ­ρω­σα τον φόνο και από το ότι φονεύ­τη­κε ο αδι­κη­μέ­νος και από την ποιό­τη­τα του προ­σώ­που που διέ­πρα­ξε τον φόνο.

Διό­τι δεν είναι το ίδιο πράγ­μα, αυτός που αξιώ­θη­κε να λάβει το Πνεύ­μα και έτυ­χε τόσων πολ­λών ευερ­γε­σιών και είχε το κύρος και βρι­σκό­ταν σε τέτοια ηλι­κία να δια­πράτ­τει παρό­μοια πράγ­μα­τα με εκεί­νον που δεν έχει κανέ­να από όλα αυτά τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα. Αλλά όμως κυρί­ως ως προς αυτό είναι αξιο­θαύ­μα­στος ο γεν­ναί­ος εκεί­νος άνδρας, ότι, αν και κατέ­πε­σε σε αυτόν τον πυθ­μέ­να της κακί­ας, δεν έχα­σε το θάρ­ρος του, ούτε κατε­λή­φθη από από­γνω­ση, ούτε άφη­σε τον εαυ­τό του πεσμέ­νο, αν και δέχτη­κε θανα­τη­φό­ρο πλήγ­μα παρά του δια­βό­λου, αλλά ταχέ­ως, μάλ­λον δε ευθέ­ως και με πολ­λή σφο­δρό­τη­τα έδω­σε περισ­σό­τε­ρο θανα­τη­φό­ρο πλήγ­μα από αυτό που δέχτη­κε. Και συνέ­βη εδώ το ίδιο με εκεί­νο που συμ­βαί­νει στον πόλε­μο και κατά την ώρα της μάχης, όταν κάποιος βάρ­βα­ρος καρ­φώ­σει το δόρυ του στην καρ­διά κάποιου γεν­ναί­ου στρα­τιώ­τη ή του ρίξει βέλος στο ήπαρ και έτσι του προ­σθέ­σει δεύ­τε­ρο τραύ­μα περισ­σό­τε­ρο θανα­τη­φό­ρο από το πρώ­το, και μολο­νό­τι είναι πεσμέ­νος και βρέ­χε­ται με πολύ αίμα από όλα τα μέρη αυτός που δέχτη­κε αυτά τα φοβε­ρά πλήγ­μα­τα, ξαφ­νι­κά σηκώ­νε­ται και ρίχνει δόρυ εναν­τί­ον εκεί­νου που τον τόξευ­σε και τον αφή­νει ευθέ­ως νεκρό στο πεδίο της μάχης. Έτσι βεβαί­ως και εδώ, όσο μεγα­λύ­τε­ρη ήθε­λες να παρου­σιά­σεις την πλη­γή, τόσο περισ­σό­τε­ρο αξιο­θαύ­μα­στη παρου­σιά­ζεις την ψυχή εκεί­νου που επλή­γη, επει­δή βρή­κε τη δύνα­μη μετά το βαρύ αυτό τραύ­μα, και να σηκω­θεί και να λάβει θέση στη γραμ­μή της πολε­μι­κής φάλαγ­γας και να κατα­βά­λει αυτόν που τον πλή­γω­σε.

Πόσο μεγά­λο επί­σης είναι αυτό το γνω­ρί­ζουν προ­παν­τός όσοι υπο­πί­πτουν σε βαριές αμαρ­τί­ες· διό­τι δεν είναι το ίδιο πράγ­μα μία γεν­ναία και νεα­νι­κή ψυχή να βαδί­ζει ορθά και να τρέ­χει διαρκώς(διότι μια τέτοια ψυχή έχει ως συνο­δοι­πό­ρο την αγα­θή ελπί­δα που την αλεί­φει, τη διε­γεί­ρει, την ενδυ­να­μώ­νει και την κάνει περισ­σό­τε­ρο πρό­θυ­μη), και μία ψυχή που μετά από τα αμέ­τρη­τα βρα­βεία και τις νίκες να υπο­στεί τη χει­ρό­τε­ρη ζημία και να μπο­ρέ­σει πάλι να συνε­χί­σει τους ίδιους αγώ­νες. Και για να γίνει περισ­σό­τε­ρο σαφές αυτό που λέγω, θα προ­σπα­θή­σω να σας παρου­σιά­σω και άλλο παρά­δειγ­μα όχι κατώ­τε­ρο από το προ­η­γού­με­νο. Σκέ­ψου λοι­πόν κάποιον κυβερ­νή­τη που διήλ­θε μύρια πελά­γη, μετά τον διά­πλου ολό­κλη­ρης της θάλασ­σας, μετά τις πολ­λές τρι­κυ­μί­ες και τους σκο­πέ­λους και τα κύμα­τα, επει­δή είχε πολύ φορ­τίο, να κατα­βυ­θί­ζε­ται σε αυτήν την είσο­δο του λιμέ­νος και να δια­σώ­ζε­ται μόλις και μετά βίας από το φοβε­ρό αυτό ναυά­γιο με γυμνό το σώμα. Ποια θα μπο­ρού­σε να είναι η διά­θε­σή του για τη θάλασ­σα, τη ναυ­τι­λία και τους πόνους γενι­κό­τε­ρα αυτού του είδους; Άρα­γε θα θελή­σει ποτέ αυτός ο άνθρω­πος, εάν δεν έχει πάρα πολύ γεν­ναία ψυχή, να αντι­κρύ­σει θάλασ­σα ή πλοίο ή λιμέ­να; Εγώ του­λά­χι­στον νομί­ζω όχι· αλλά ξαπλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι και σκε­πα­σμέ­νος θα βλέ­πει την ημέ­ρα σαν τη νύκτα, εγκα­τα­λεί­πον­τας και λησμο­νών­τας τα πάν­τα. Και μάλ­λον θα προ­τι­μή­σει να ζει ως επαί­της παρά να πλη­σιά­σει αυτούς τους πόνους. Όμως δεν ήταν τέτοιος ο μακά­ριος αυτός Δαβίδ· αλλά μολο­νό­τι υπέ­στη τέτοιο ναυά­γιο, μετά από τους μύριους εκεί­νους πόνους και ιδρώ­τες δεν έμει­νε σκε­πα­σμέ­νος στο κρε­βά­τι του, αλλά και το πλοίο έρι­ξε στη θάλασ­σα, και αφού άνοι­ξε τα πανιά και έπια­σε το πηδά­λιο στα χέρια του επι­χεί­ρη­σε τους ίδιους πόνους και πάλι συγ­κέν­τρω­σε περισ­σό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό πλού­το.

Εάν λοι­πόν το να παρα­μέ­νει κανείς ασά­λευ­τος και το να μη μένει πεσμέ­νος, όταν πέσει, είναι τόσο άξιο θαυ­μα­σμού, πόσους στε­φά­νους δεν θα άξι­ζε το να σηκω­θεί και να πρά­ξει παρό­μοια κατορ­θώ­μα­τα; Και βέβαια, πολ­λά ήσαν εκεί­να που τον οδή­γη­σαν σε από­γνω­ση. Και πρώ­τα-πρώ­τα, το μέγε­θος του αμαρ­τή­μα­τος· δεύ­τε­ρον το ότι δεν συνέ­βη αυτό στην αρχή της ζωής του, τότε που ήσαν περισ­σό­τε­ρες και οι ελπί­δες, αλλά συνέ­βη να τα πάθει αυτά προς το τέλος της ζωής του. Διό­τι ούτε ο έμπο­ρος, που ναυα­γεί μόλις εξέλ­θει από τον λιμέ­να, λυπά­ται κατά όμοιο τρό­πο με εκεί­νον που προ­σκρού­ει σε σκό­πε­λο μετά από μύρια ταξί­δια. Τρί­τον, το ότι έπα­θε αυτό ενώ ήδη είχε συγ­κεν­τρώ­σει πολύ πλού­το. Καθό­σον τότε δεν ήσαν μικρά τα φορ­τία που ήσαν υπό την εξου­σία του· όπως επί παρα­δείγ­μα­τι τα όσα συνέ­βη­σαν κατά τη νεα­νι­κή ηλι­κία του όταν ήταν βοσκός· τα συμ­βάν­τα στον αγώ­να του κατά του Γολιάθ, όταν έστη­σε το λαμ­πρό εκεί­νο τρό­παιο, και η μεγα­λο­ψυ­χία την οποία έδει­ξε στον Σαούλ. Διό­τι πράγ­μα­τι επέ­δει­ξε την ευαγ­γε­λι­κή μακρο­θυ­μία, διό­τι τον ευσπλα­χνι­ζό­ταν συνε­χώς, αν και μύριες φορές είχε συλ­λά­βει στα χέρια του τον εχθρό· και προ­τί­μη­σε μάλ­λον να χάσει την πατρί­δα του και την ελευ­θε­ρία του και αυτήν τη ζωή του παρά να φονεύ­σει αυτόν που τον επι­βου­λεύ­τη­κε άδι­κα. Και μετά τη βασι­λεία δε δεν ήσαν μικρά τα κατορ­θώ­μα­τά του. Μαζί δε με τα όσα ελέ­χθη­σαν και η εκτί­μη­ση των περισ­σό­τε­ρων ανθρώ­πων προς αυτόν και το ότι εξέ­πε­σε από το μεγα­λείο του, του προ­κα­λού­σαν ασφα­λώς πολ­λή ταρα­χή. Διό­τι ούτε η πορ­φύ­ρα τού έδι­νε τόση χαρά, όσο τον ντρό­πια­ζε η κηλί­δα της αμαρ­τί­ας.

Γνω­ρί­ζε­τε όμως οπωσ­δή­πο­τε πόσο τρο­με­ρό πράγ­μα είναι να δια­σύ­ρον­ται τα αμαρ­τή­μα­τα και ότι χρειά­ζε­ται ένας τέτοιος άνθρω­πος να έχει μεγά­λη ψυχή, ώστε, μετά την κατη­γο­ρία του πλή­θους και τους τόσους πολ­λούς μάρ­τυ­ρες των παρα­πτω­μά­των του που είχε να μην περιέλ­θει σε αλη­θι­νή από­γνω­ση. Αλλά όμως όλα αυτά τα βέλη της ψυχής, αφού τα έσυ­ρε έξω ο γεν­ναί­ος εκεί­νος άνδρας, τόσο έλαμ­ψε στη συνέ­χεια, τόσο απέ­πλυ­νε την κηλί­δα και τόσο καθα­ρός έγι­νε, ώστε να παρη­γο­ρούν­ται οι από­γο­νοί του μετά τον θάνα­τό του για τα αμαρ­τή­μα­τά τους· και αυτό ακρι­βώς που λεγό­ταν για τον Αβρα­άμ φαί­νε­ται να το λέγει ο Θεός και γι’αυτόν· μάλ­λον δε πολύ περισ­σό­τε­ρο γι’αυτόν. Διό­τι στην περί­πτω­ση του Πατριάρ­χου λέγει ότι «κα εσήκουσεν Θες τν στε­ναγμν ατν, κα μνή­σθη Θες τς δια­θή­κης ατο τς πρς βραμ κα σακ κα ακώβ(:και ο Θεός άκου­σε τους στε­ναγ­μούς τους και θυμή­θη­κε τη δια­θή­κη που έκα­νε με τον Αβρα­άμ και τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ, στην οποία υπο­σχέ­θη­κε ότι θα προ­στα­τεύ­σει τον λαό Του)Θ» [πρβ. Έξ.2,24], εδώ όμως λέγει όχι της δια­θή­κης, αλλά τι; «περα­σπι πρ τς πόλε­ως ταύ­της το σσαι ατν δι᾿ μ κα δι Δαυδ τν παδά μου(:θα υπε­ρα­σπι­στώ την πόλη αυτή για να τη σώσω εξαι­τί­ας της αγα­θό­τη­τας και της φιλαν­θρω­πί­ας μου και για χάρη του δού­λου μου του Δαβίδ)» [Ησ. 37,35].

Και τον Σολο­μών­τα επί­σης εξαι­τί­ας της εύνοιάς του προς εκεί­νον δεν τον άφη­σε να εκπέ­σει της βασι­λεί­ας του, αν και διέ­πρα­ξε τόσο μεγά­λη αμαρ­τία. Και τόσο μεγά­λη υπήρ­ξε η δόξα του ανδρός, ώστε ο Πέτρος μετά από τόσα χρό­νια ομι­λών­τας προς τους Ιου­δαί­ους να λέγει τα εξής: «νδρες δελ­φοί, ξν επεν μετ παῤῥησί­ας πρς μς περ το πατριάρ­χου Δαυ­ΐδ τι κα τελεύ­τη­σε κα τάφη κα τ μνμα ατο στιν ν μν χρι τς μέρας ταύ­της(:άνδρες αδελ­φοί, ας μου επι­τρα­πεί να σας πω ελεύ­θε­ρα για τον πατριάρ­χη Δαβίδ, ο οποί­ος είπε την προ­φη­τεία αυτή, ότι αυτός και πέθα­νε και εντα­φιά­στη­κε, και το μνη­μείο του είναι ανά­με­σά μας εδώ στα Ιερο­σό­λυ­μα μέχρι σήμε­ρα. Δεν εφαρ­μό­ζε­ται λοι­πόν η προ­φη­τεία αυτή στον Δαβίδ, που παρα­μέ­νει νεκρός και θαμ­μέ­νος μέχρι σήμε­ρα)»[Πράξ.2,29].

Αλλά και ο Χρι­στός, ομι­λών­τας προς τους Ιου­δαί­ους, παρου­σιά­ζει αυτόν ότι αξιώ­θη­κε, μετά την αμαρ­τία του, να λάβει τόση δωρεά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ώστε να αξιω­θεί να προ­φη­τεύ­σει πάλι και δια τη δική Του θεό­τη­τα· και κλεί­νον­τας τα στό­μα­τα αυτών εξ αυτού του γεγο­νό­τος έλε­γε: «λγει ατος· πς ον Δαυδ ν Πνεματι Κριον ατν καλε λγων, επεν Κριος τ Κυρίῳ μου, κθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρος σου ποπδιον τν ποδν σου;(: τους λέει: Πώς λοι­πόν ο Δαβίδ εμπνε­ό­με­νος από το Άγιον Πνεύ­μα τον ονο­μά­ζει Κύριο, όταν λέει˙”Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χρι­στό: Κάθι­σε στο θρό­νο μου στα δεξιά μου, ωσό­του θέσω τους εχθρούς σου σαν υπο­στή­ριγ­μα που θα ακουμ­πούν και θα πατούν επά­νω τα πόδια σου”. Αλλά οι παπ­πού­δες δεν ονο­μά­ζουν ποτέ κυρί­ους τους τα εγγό­νια τους και τα δισέγ­γο­νά τους. Ούτε στέ­κει ποτέ να προ­σφω­νούν οι πρό­γο­νοι τους απο­γό­νους τους κυρί­ους)» [Ματθ.22,43–44]. Και ακρι­βώς αυτό που συνέ­βη με τον Μωυ­σή αυτό συνέ­βη και με τον Δαβίδ. Διό­τι όπως ακρι­βώς τη Μαρία, εν αγνοία του Μωυ­σή, την τιμώ­ρη­σε ο Θεός εξαι­τί­ας της ύβρε­ώς της προς τον αδελ­φό της, επει­δή αγα­πού­σε πάρα πολύ τον άγιο, έτσι και τον Δαβίδ όταν κιν­δύ­νευ­σε από τον υιό του αμέ­σως τον βοή­θη­σε, και μάλι­στα χωρίς τη θέλη­σή του.

Είναι λοι­πόν αρκε­τά και αυτά, μάλ­λον δε αυτά είναι περισ­σό­τε­ρο ικα­νά από τα άλλα-για να δεί­ξουν την αρε­τή του ανδρός. Διό­τι όταν ο Θεός απο­φα­σί­ζει, δεν χρειά­ζε­ται πλέ­ον να εξε­τά­ζει κανείς το θέμα. Εάν όμως θέλε­τε να γνω­ρί­σε­τε και τα επι­μέ­ρους της ευσέ­βειας του Δαβίδ, μπο­ρεί­τε να εξε­τά­σε­τε λεπτο­με­ρώς την ιστο­ρία που περι­γρά­φει τη ζωή του μετά την αμαρ­τία του, όπου θα δεί­τε την παρ­ρη­σία του προς τον Θεό, την εύνοια του Θεού προς αυτόν, την πρό­ο­δό του στην αρε­τή και την κατά τις τελευ­ταί­ες ημέ­ρες της ζωή του ευσέ­βειά του [βλ. Α΄, Β΄και Γ΄Βασ. 1–2. Α΄και Β΄Παραλ., Ψαλ­μούς, Ρουθ].

Έχον­τας λοι­πόν υπό­ψη αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα, ας δια­τη­ρού­με την πνευ­μα­τι­κή μας διαύ­γεια και ας προ­σπα­θού­με να μην πέφτου­με στο βάρα­θρο της αμαρ­τί­ας. Εάν όμως ποτέ πέσου­με, να μην παρα­μέ­νου­με κατά­κοι­τοι· διό­τι ούτε σας ανέ­φε­ρα τα αμαρ­τή­μα­τα του Δαβίδ για να σας κάνω να είστε αδιά­φο­ροι, αλλά για να σας εμβά­λω περισ­σό­τε­ρο φόβο. Διό­τι εάν εκεί­νος ο δίκαιος, επει­δή αδια­φό­ρη­σε λίγο μονά­χα, δέχτη­κε τέτοιου είδους τραύ­μα­τα, τι θα πάθου­με εμείς που καθη­με­ρι­νά αμε­λού­με; Μην προ­σέ­ξεις, λοι­πόν, μόνο το ότι έπε­σε και αδια­φο­ρή­σεις, αλλά σκέ­ψου και πόσα έπρα­ξε στη συνέ­χεια, πόσους θρή­νους επέ­δει­ξε, πόση μετά­νοια, το ότι πρό­σθε­σε στις ημέ­ρες και τις νύκτες, τις πηγές των δακρύ­ων που έχυ­σε, το λού­σι­μο της κλί­νης του με τα δάκρυά του, και επι­πλέ­ον τον σάκ­κο της μετα­νοί­ας που περιε­βλή­θη. Εάν δε εκεί­νος είχε ανάγ­κη από τόσο μεγά­λη επι­στρο­φή, πότε θα μπο­ρέ­σου­με να σωθού­με εμείς, που εξα­κο­λου­θού­με να είμα­στε αναί­σθη­τοι μετά από τόσα αμαρ­τή­μα­τα; Διό­τι αυτός που έχει πολ­λά κατορ­θώ­μα­τα, εύκο­λα θα μπο­ρού­σε με αυτά να καλύ­ψει τα αμαρ­τή­μα­τά του, ο γυμνός όμως από έργα αρε­τής, όπου και αν δεχτεί το βέλος, η πλη­γή που δέχε­ται είναι θανα­τη­φό­ρος.

Για να μη συμ­βεί λοι­πόν αυτό, ας οπλί­σου­με τους εαυ­τούς μας με αγα­θά έργα, και αν συμ­βεί κάποιο αμάρ­τη­μα, ας το απο­πλύ­νου­με, ώστε να αξιω­θού­με, αφού ζήσου­με τον παρόν­τα βίο μας εις δόξαν του Θεού, να απο­λαύ­σου­με και τη μέλ­λου­σα ζωή, την οποία είθε να συμ­βεί να επι­τύ­χου­με όλοι μας, δια της χάρι­τος και της φιλαν­θρω­πί­ας του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΚΣΤ΄,πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 10, σελί­δες 170–215.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 65, σελ. 38–61.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 9–7‑1995]

(Β319)

Ακού­σα­με, αγα­πη­τοί, την ωραία περι­κο­πή του Ματ­θαί­ου σήμε­ρα, που ένας εκα­τόν­ταρ­χος ζητά από τον Κύριον την θερα­πεία του δει­νώς βασα­νι­ζο­μέ­νου δού­λου του. Κι αυτός ο εκα­τόν­ταρ­χος βεβαί­ως δεν ανή­κε εις τον λαόν του Θεού. Ήταν Ρωμαί­ος πολί­της, αξιω­μα­τού­χος και ειδω­λο­λά­τρης. Η στά­ση του, όμως, έναν­τι του Κυρί­ου ήταν στά­ση αξιο­θαύ­μα­στη. Λέγει το ιερό κεί­με­νο ότι: «κού­σας δ ησος θαύ­μα­σε κα επε τος κολου­θοσιν· μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον».

Και είπε ο Κύριος εκεί­νον τον θαυ­μά­σιον λόγον, που εξι­σώ­νει πλέ­ον τους εθνι­κούς , δηλα­δή τους ειδω­λο­λά­τρας, με τον λαόν του Θεού ‑όσοι φυσι­κά θα απε­δέ­χον­το το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πό Του: «μήν λγω δ μν τι πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλιθσον­ται μετ ᾿Αβραμ κα ᾿Ισακ κα ᾿Ιακβ ν τ βασι­λείᾳ τν ορανν, ο δ υο τς βασι­λεας κβληθσον­ται ες τ σκτος τ ξτερον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δντων». Ότι δηλα­δή «από τους εθνι­κούς θα γίνει απο­δε­κτόν το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πό Του· ενώ από τους υιούς της βασι­λεί­ας, αυτοί που κλή­θη­καν πρώ­τοι να μπουν στην Βασι­λεία του Θεού, ο λαός του Θεού, οι Εβραί­οι, αυτοί», λέει, «θα εκβλη­θούν έξω». Και το «ξω» δεν είναι παρά, όπως σαφώς εδώ το λέγει ο Κύριος, η κόλα­σις.

Τι είναι όμως εκεί­νο που δίδει τόσα προ­νό­μια; Είναι η πίστις. Σε τι πίστις; Στο θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού. Βλέ­πει κανείς την στά­ση του εκα­τόν­ταρ­χου, του στρα­τιω­τι­κού, έναν­τι του Κυρί­ου, στά­ση πλή­ρους πίστε­ως. Και από την άλλη βλέ­πει την στά­ση των υιών της Βασι­λεί­ας, να λέγουν, οι Εβραί­οι, να λέγουν δια τον Κύριον ότι είναι ο άρχων των δαι­μο­νί­ων, ο σφε­τε­ρι­στής θεί­ων ιδιο­τή­των και άξιος, συνε­πώς, θανά­του σταυ­ρού και κολά­σε­ως.

Όντως η παρου­σία του Χρι­στού στον κόσμον εδη­μιούρ­γη­σε κρί­σιν. Κρί­ση στις ανθρώ­πι­νες ψυχές. Και τις χώρι­σε σε δύο στρα­τό­πε­δα. Σε εκεί­νους που θα πίστευαν και σε εκεί­νους που δεν θα πίστευαν. Είναι γνω­στό ότι έχο­με πάρα πολ­λά σημεία, στοι­χεία που μπο­ρού­με να λέμε ότι ο κόσμος χωρί­ζε­ται στα δυο. Λέμε: «το ανα­το­λι­κό και το δυτι­κό μπλοκ», παρά­δειγ­μα. Λέμε: «ο ανα­το­λι­κός και ο δυτι­κός πολι­τι­σμός» κ.ο.κ. Αγα­πη­τοί μου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μόνον ένα πράγ­μα χωρί­ζει την ανθρω­πό­τη­τα. Μόνον ένα. Όλα τα άλλα είναι χωρι­σμοί κατ’ επί­φα­σιν. Όπως θα χωρί­ζα­με ένα θέμα μας στο βιβλίο που γρά­φο­με σε κεφά­λαια, ενώ τα κεφά­λαια έχουν μετα­ξύ των ενό­τη­τα, έτσι κι εδώ, μπο­ρού­με να λέμε τού­το ή εκεί­νο· στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πρό­κει­ται περί ανθρώ­πων οι οποί­οι συν­δέ­ον­ται, ούτως ή άλλως, μετα­ξύ των. Δια­φο­ρο­ποιούν­ται και συν­δέ­ον­ται. Ένα χωρί­ζει τους ανθρώ­πους. Η πίστις και η απι­στία. Η πίστις στο θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Χρι­στού, η απι­στία και η άρνη­σις του θεαν­θρώ­πι­νου προ­σώ­που του Χρι­στού. Έτσι αυτή η κρί­σις είναι η μεγα­λύ­τε­ρη μέσα στην Ιστο­ρία των ανθρώ­πων. Για­τί το τέλος της Ιστο­ρί­ας θα στα­θεί ακρι­βώς πάνω εις αυτήν την κρί­σιν. Όταν θα έλθει το τέλος της Ιστο­ρί­ας, δεν θα στα­θούν οι άνθρω­ποι σαν δυτι­κοί και ανα­το­λι­κοί, σαν πολι­τι­σμέ­νοι και απο­λί­τι­στοι, σαν λευ­κοί και μαύ­ροι, αλλά θα στα­θούν σαν πιστεύ­σαν­τες και μη πιστεύ­σαν­τες.

Και εκεί­νοι οι οποί­οι πιστεύ­ουν, θέλουν να πιστέ­ψουν, είναι εκεί­νοι που ανα­ζη­τούν και βρί­σκουν τον Ιησούν Χρι­στόν κι εκεί­νοι που ανα­ζη­τά ο Χρι­στός και τους βρί­σκει. Πρό­κει­ται για μια αμοι­βαία ανα­ζή­τη­ση και αμοι­βαία εύρε­ση. Και αξί­ζει να την προ­σεγ­γί­σου­με. Δεν μας ενδια­φέ­ρει ότι υπάρ­χει η μερί­δα των ανθρώ­πων που δεν πιστεύ­ει. Γι΄αυτό και ο Από­στο­λος Παύ­λος πολ­λές φορές, όταν κατα­πιά­νε­ται με ένα τέτοιο θέμα, αγνο­εί το τι θα γίνουν παρα­κά­τω οι απι­στούν­τες. Λέει: «Εμείς οι περι­λει­πό­με­νοι που θα ζού­με τότε, μαζί με εκεί­νους οι οποί­οι πίστευ­σαν, ρπα­γησμεθα ν νεφλαις ες πντη­σιν το Κυρου» κ.λπ. Από­στο­λε Παύ­λε, οι αμαρ­τω­λοί τι έχου­νε γίνει; Δεν μας ενδια­φέ­ρει. Είναι άξιοι της τύχης των. Ναι. Διό­τι απλού­στα­τα, λυπού­με­θα, αλλά είναι άξιοι της τύχης των, διό­τι απλού­στα­τα είναι το απο­τέ­λε­σμα της κακής των προ­αι­ρέ­σε­ως.

Γι’αυ­τό εδώ ας μου επι­τρα­πεί να μεί­νο­με ανά­με­σα στον Χρι­στόν και τους πιστούς. Και πρό­κει­ται, όπως σας είπα, για μια αμοι­βαία ανα­ζή­τη­ση, αλλά και μία αμοι­βαία εύρε­ση. Εκεί­νοι που δεν ανα­ζη­τούν, φυσι­κά δεν ευρί­σκουν. Δεν μας ενδια­φέ­ρει. Κι εκεί­νους που ανα­ζη­τά ο Χρι­στός, αλλά δεν αντα­πο­κρί­νον­ται, συνε­πώς κι αυτοί δεν τον ευρί­σκουν. Δεν μας ενδια­φέ­ρει. Μη νομι­στεί αυτό το «δεν μας ενδια­φέ­ρει» ότι πρό­κει­ται περί ασπλα­χνί­ας. Για­τί τότε πρώ­τος άσπλα­χνος είναι ο Χρι­στός που παρα­πέμ­πει στην κόλα­ση τους τέτοιους ανθρώ­πους. Ή καλύ­τε­ρα, ορθό­τε­ρα, παρα­πέμ­πον­ται από τον ίδιον τον εαυ­τόν τους. Ένας μαθη­τής, όταν μένει στην ίδια τάξη, δεν τον παρα­πέμ­πει ο σύλ­λο­γος των καθη­γη­τών. Αυτός παρα­πέμ­πει τον εαυ­τόν του στο να μεί­νει στην ίδια τάξη.

Έτσι λοι­πόν ο Θεός ανα­ζη­τά και βρί­σκει. Ο Θεός ανα­ζη­τά τον άνθρω­πο. Είναι ο μεγά­λος μαγνή­της που έλκει τα αντί­τυ­πά Του, τις εικό­νες Του. Το πρω­τό­τυ­πον έχει τα αντί­τυ­πα. Και ότι « Θεός πάν­τας θέλει σωθναι καί ες πίγνω­σιν ληθεί­ας λθεν» δεν υπάρ­χει καμία αντίρ­ρη­ση. Όλους θέλει ο Θεός να τους σώσει. Ο Θεός προ της πτώ­σε­ως είχε κοι­νω­νία με τον άνθρω­πο. Διε­κό­πη όμως η κοι­νω­νία αυτή ένε­κα της αμαρ­τί­ας των πρω­το­πλά­στων. Και όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, ο Θεός έκτο­τε δεν εγκα­τέ­λει­ψε τον άνθρω­πον. Τον περι­πο­λού­σε. Προ­σέξ­τε το ρήμα. Τον περι­πο­λού­σε. Και θα πει εις τους κατοί­κους των Λύστρων: «Οκ μάρ­τυ­ρον αυτόν φκεν». Ο Θεός. Αγα­θο­ποιών. Δεν αφή­κε τον εαυ­τόν Του χωρίς μαρ­τυ­ρί­αν. «Οκ μάρ­τυ­ρον». Είναι πολύ σημαν­τι­κό, πάρα πολύ σημαν­τι­κό. Να πει κανείς: «Μα, δεν ξέρω τον Θεό». Ο Θεός δίδει πάν­τα στην Ιστο­ρία την μαρ­τυ­ρία της υπάρ­ξε­ώς Του και της προ­σω­πι­κό­τη­τός Του. Έτσι: «γαθο­ποιν, ορανό­θεν μν ετούς διδούς καί και­ρούς καρ­πο­φό­ρους (:δίδει την βρο­χή, δίδει τους ευκρά­τους και­ρούς, για να καρ­πο­φο­ρή­σει η γη) μπι­πλν τροφς καί εφρο­σύ­νης τάς καρ­δί­ας μν». «Και γεμί­ζει, χορ­ταί­νει», λέγει, «και δίδει και αγαλ­λί­α­ση, ευφρο­σύ­νη από τα αγα­θά της Γης». Και όπως λέγει ένας στί­χος των Επι­τα­φί­ων Εγκω­μί­ων, είναι στο « ζωή ν τάφ», το ψάλ­λο­με κάθε Μεγά­λη Παρα­σκευή: «π γς κατλθες, να σώσς δάμ, κα ν γ μ ερηκώς τοτον Δέσπο­τα, μέχρις δου κατε­λή­λυ­θας ζητν». Τι ομορ­φιά έχει αυτός ο στί­χος! «Κατέ­βη­κες στην Γη για να σώσεις τον Αδάμ. Δεν τον βρή­κες όμως για­τί είχε πεθά­νει». Είχες πει: «άν παραβτε τήν ντο­λή μου, θανάτ ποθα­νεσθε». «Δεν τον βρή­κες. Είχε πεθά­νει. Δεν ησύ­χα­σες. Και κατέ­βη­κες στον Άδη, για να πας να τον βρεις». Τι ωραί­ος στί­χος! Αν έτσι έχο­με αίσθη­ση του πράγ­μα­τος.

Έτσι, λοι­πόν, αγα­πη­τοί, δεί­χνει ότι ο Χρι­στός φρον­τί­ζει, ζητά, ζητά να βρει και να σώσει. Η παρα­βο­λή του απο­λω­λό­τος προ­βά­του είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή. «Έχα­σε», λέει, «ένα πρό­βα­το, είχε εκα­τό, άφη­σε τα ενε­νήν­τα εννέα και πάει να βρει το ένα». Είναι η ανθρω­πό­τη­τα. Ακό­μα η παρα­βο­λή της ακάρ­που συκής. «λθε», λέει, «ζητν ‑ζητν!- καρ­πόν ν ατ καί οχ ερεν». «Ζητά­ει καρ­πό, αλλά δεν τον βρή­κε». Είναι βέβαια, αρχι­κά ο λαός του Ισρα­ήλ. Ζητού­σε καρ­πό. Αλλά δεν βρή­κε. Ζητού­σε όμως. Στην παρα­βο­λή της χαμέ­νης δραχ­μής. «Καί ζητε», λέει, «πιμελς, ως του ερ». «Και ζητεί», λέει, «επι­με­λώς, έως ότου εύρει». Μία γυναί­κα είχε δέκα δραχ­μές. Μία την έχα­σε. Κάπου στο σπί­τι μέσα. Άνα­ψε, λέει, λυχνά­ρι κι άρχι­σε να ψάχνει. Και την βρή­κε την δραχ­μή την χαμέ­νη. Κοι­τάξ­τε την φρα­σού­λα: «Καί ζητε πιμελς -πιμελς- ως του ερ». Είναι ο χαμέ­νος άνθρω­πος· που ψάχνει να τον βρει ο Χρι­στός. Δια του Ησα­ΐ­ου λέγει: «μφα­νής γενή­θην, τος μέ περωτσι (:έγι­να φανε­ρός σε εκεί­νους οι οποί­οι δεν με ρωτού­σαν) ερέθην τος μέ μή ζητοσιν». «Και βρέ­θη­κα μπρο­στά σε εκεί­νους οι οποί­οι δεν με ζητού­σαν». Δηλα­δή μία αυτε­πάγ­γελ­τος πρά­ξις.

Δηλα­δή ο Χρι­στός ζητά­ει να βρει τον άνθρω­πον. «Επα· δού εμί ν τ θνει, ο οκ κάλε­σάν μου τό νομα». «Είπα· Να, είμαι σε εκεί­νον τον λαό», στους εθνι­κούς συγ­κε­κρι­μέ­να, «στους ειδω­λο­λά­τρας συγ­κε­κρι­μέ­να πρώ­τοι εκ των οποί­ων είμε­θα εμείς οι Έλλη­νες, εκεί­νοι που δεν με κάλε­σαν με τ΄όνομά Μου, εκεί­νοι να φανε­ρώ­σω». Και αντι­θέ­τει ο Κύριος: «ξεπέ­τα­σα τάς χερας μου λην τήν μέραν πρός λαόν πει­θοντα καί ντι­λέ­γον­τα» ‑ομι­λεί δια τους Εβραί­ους. «Άπλω­σα τα χέρια μου…». Όταν ξέρε­τε, μιλά­με, πολ­λές φορές, κι έχο­με αγα­νά­κτη­ση , απλώ­νο­με τα χέρια μας. Αυτό θα πει «ξεπέ­τα­σα τάς χερας μου». Όλη την ημέ­ρα. Κάθε μέρα. Σε έναν λαό που απει­θεί και αντι­λέ­γει. Κοι­τάξ­τε αντι­πα­ρά­θε­σις. Γι΄αυτό ο Κύριος ανα­ζη­τά την πίστη στο θεαν­θρώ­πι­νό πρό­σω­πό Του, για να δώσει την Βασι­λεία Του. Γι΄αυτό εθαύ­μα­σε, αγα­πη­τοί μου, εθαύ­μα­σε πραγ­μα­τι­κά τον εκα­τόν­ταρ­χο για την συμ­πε­ρι­φο­ρά του· που σας είπα, ήταν ειδω­λο­λά­τρης.

Έτσι, ερω­τά ο Κύριος ως προς το θέμα της πίστε­ως. Για­τί οι Εβραί­οι δεν πίστε­ψαν. Και να το μυστή­ριον, όπως λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος, δύο χιλιά­δες χρό­νια. Δεν επί­στε­ψαν. Ένα μέρος ‑αν θέλε­τε να ολο­κλη­ρώ­σω- ένα μέρος από αυτούς, θα πιστέ­ψουν λίγο πριν από την Δευ­τέ­ρα Παρου­σία του Χρι­στού. Αν δεί­τε τους Εβραί­ους να αρχί­σουν να πιστεύ­ουν ομα­δι­κά, θα πεί­τε: «Ήλθε το τέλος!». Είναι σημά­δι των εσχά­των. Κάπο­τε ρωτή­θη­κε ο Κύριος εάν θα έλθει. «Δεν υπάρ­χει θέμα εκεί», είπε ο Κύριος. «Το πρό­βλη­μα δεν είναι αν θα έλθω ή δεν θα έλθω. Βεβαί­ως θα έλθω». Το πρό­βλη­μα είναι κάπου αλλού: «Πλήν, Υός το νθρώ­που λθών ρα ερήσει τήν πίστιν πί τς Γς;». «Εγώ θα ‘ρθω. Αλλά θα βρω την πίστη επά­νω στη Γη;». Ναι. Ο Κύριος μάς είπε ότι η πίστις… — το θέτει ερω­τη­μα­τι­κώς δεν απαν­τά, αλλά γνω­ρί­ζο­με από άλλα σημεία ότι δεν θα βρει την πίστιν, παρά μόνον σε έναν μικρό αριθ­μό χρι­στια­νών. Όπως δεν θα βρει και την αγά­πη. Παρά μόνον σε ένα μικρό αριθ­μό χρι­στια­νών. Για­τί ο Κύρος μας είπε ότι και η αγά­πη θα ψυγεί, θα παγώ­σει. Και ομι­λεί φυσι­κά για τους Χρι­στια­νούς.

Ο Κύριος ομι­λεί ακό­μα περί μεγά­λου πει­ρα­σμού εφ’ όλης της γης εις τα έσχα­τα της Ιστο­ρί­ας. Το λέγει αυτό εις τον άγγε­λον της Φιλα­δελ­φεί­ας, δηλα­δή εις τον επί­σκο­πον, εις την Εκκλη­σί­αν της Φιλα­δελ­φεί­ας, μία από τις επτά ιστο­ρι­κές Εκκλη­σί­ες της Μικράς Ασί­ας. Και λέγει: «Κγώ σέ τηρή­σω κ τς ρας το πει­ρα­σμο τς μελ­λού­σης ρχε­σθαι πί τς οκου­μέ­νης λης». «Θα σε φυλά­ξω», λέει. Ξέρε­τε οι επτά αυτές παραγ­γε­λί­ες στις επτά ιστο­ρι­κές εκκλη­σί­ες, είναι επτά πτυ­χές της Μίας, Αγί­ας, Καθο­λι­κής και Απο­στο­λι­κής Εκκλη­σί­ας. Και προ­φα­νώς απο­τεί­νε­ται εις το λείμ­μα, εις το υπό­λοι­πον. Σε εκεί­νο το μικρό ποί­μνιον που θα σώσει, που θα μεί­νει σωστό. «Μή φοβοῦ, τό μικρό ποί­μνιον», λέει ο Χρι­στός, «Μη φοβά­σαι, ω μικρό ποί­μνιον». Είναι κλη­τι­κή. Δεν είναι ονο­μα­στι­κή, είναι κλη­τι­κή. «τι εδόκη­σε Πατήρ δοναι μν τήν βασι­λεί­αν». «Έτσι, λοι­πόν», λέγει, «επει­δή ετή­ρη­σες τις εντο­λές μου, τις εφύ­λα­ξες, κι Εγώ θα σε φυλά­ξω από εκεί­νον τον πει­ρα­σμόν που πρό­κει­ται να έλθει σε όλη την οικου­μέ­νη» - Προ­σέξ­τε: «οικου­μέ­νη», «οικου­μέ­νη»! — «πειρσαι τούς κατοι­κοντας πί τς Γς»· που αυτός ο πει­ρα­σμός θα θέσει υπό δοκι­μα­σί­αν αυτούς που κατοι­κούν επά­νω στη γη.

Ποιος είναι αυτός ο πει­ρα­σμός; Ακού­σα­τέ τον ποιος είναι και τρο­μά­ξα­τε. Για­τί έχο­με μπει στην περιο­χή του πει­ρα­σμού αυτού. Κι εμείς οι Έλλη­νες μάλι­στα… Είναι ο πει­ρα­σμός ποιος; Η αμφι­σβή­τη­σις της θεαν­θρω­πί­νης φύσε­ως του Χρι­στού. Αυτός είναι ο πει­ρα­σμός. Το ακού­σα­τε; Η αμφι­σβή­τη­σις της θεαν­θρω­πί­νης φύσε­ως του Χρι­στού. «Ο Χρι­στός δεν είναι Θεός». Αυτό είναι. Δηλα­δή ο διαρ­κώς υπάρ­χων, υπο­βό­σκων και ανα­δει­κνυό­με­νος εις τα έσχα­τα Αρεια­νι­σμός· ο οποί­ος Αρεια­νι­σμός ηρνεί­το βεβαί­ως την θεί­αν φύσιν του Ιησού Χρι­στού. Η απι­στία στον Χρι­στό, να το πού­με έτσι απλά. Και το βλέ­πο­με, το βλέ­πο­με, σας είπα, να έρχε­ται ταχύ­τα­τα, αλμα­τω­δώς, στην επο­χή μας, στην χώρα μας, στον κόσμον όλον. Η Ευρώ­πη; Προ πολ­λού, η χρι­στια­νι­κή Ευρώ­πη. Αρεια­νί­ζει. Δεν το λέω εγώ. Ο μακα­ρι­στός πατήρ Ιου­στί­νος Πόπο­βιτς, έγρα­ψε ολό­κλη­ρο βιβλίο. Δια­βά­σα­τέ το. «Άνθρω­πος και Θεάν­θρω­πος». Η Ευρώ­πη; Αρεια­νί­ζει. Η Αμε­ρι­κή; Η Αμε­ρι­κή είναι Ευρώ­πη. Οι ίδιοι κάτοι­κοι είναι. Οι Έλλη­νες; Ω, οι Έλλη­νες… Ανοίξ­τε, παρα­κα­λώ, ραδιό­φω­να, τηλε­ο­ρά­σεις, δεν ξέρω, ανοίξ­τε, να δεί­τε τι θα ακού­τε κάθε φορά. Να δεί­τε τι θα ακού­τε και να σας πιά­νει αγα­νά­κτη­ση… Κυριο­λε­κτι­κά. Λοι­πόν. Μέσα στον χρό­νο στον μετα­ξύ των δύο παρου­σιών του Χρι­στού, ο Κύριος συνε­χώς ζητά να βρει την πίστη. Κι όπου την βρει, την επαι­νεί. Και την θαυ­μά­ζει. Όπως ακρι­βώς στά­θη­κε ο Κύριος μπρο­στά στην πίστη του εκα­τον­τάρ­χου, που ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή.

Είναι, όμως, αγα­πη­τοί μου, και η πλευ­ρά του ανθρώ­που. Όταν ο άνθρω­πος τώρα ανα­ζη­τά τον Χρι­στόν και Τον βρί­σκει. Όταν ο Φίλιπ­πος λέγει εις τον Ναθα­να­ήλ: «Ευρή­κα­με τον Μεσ­σία!». Προ­φα­νώς εδώ υπο­νο­εί­ται ότι Τον ανε­ζή­τουν. Για­τί; Πού Τον ανε­ζή­τουν; Όχι βεβαί­ως εις τους δρό­μους και στα βου­νά. Εις τις γρα­φές. Κι εκεί εγνώ­ρι­ζαν πολύ καλά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του Μεσ­σί­ου. Για δια­βά­στε Παλαιά Δια­θή­κη να δεί­τε. Δια­βά­στε τον Ησα­ΐα· όλους τους προ­φή­τες· τον Ησα­ΐα, να δεί­τε πόσο κυριο­λε­κτι­κά και μετά πολ­λών λεπτο­με­ρειών ανα­φέ­ρε­ται ο προ­φή­της και οι προ­φή­ται εις τα γνω­ρί­σμα­τα, εις τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του Μεσ­σί­ου. Οι Εβραί­οι δεν Τον ανε­γνώ­ρι­σαν. Δεν πρό­σε­χαν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα εξαγ­γε­λό­με­να υπό των προ­φη­τών. Αλλά ο Φίλιπ­πος και ο Ναθα­να­ήλ, φίλοι ήσαν, μελε­τού­σαν κατά τρό­πον αμε­ρό­λη­πτον. Όχι μερο­λη­πτι­κόν, ότι έρχε­ται ένας Μεσ­σί­ας που θα μας απαλ­λά­ξει από τους Ρωμαί­ους και θα τρώ­με με χρυ­σά κου­τά­λια… Αυτά που πιστεύ­ει σήμε­ρα ο Σιω­νι­σμός. Το ίδιο κλί­μα, το ίδιο κλί­μα… Και θα γίνο­με κοσμο­κρά­το­ρες, που λέει ο Σιω­νι­σμός. Όχι, όχι, όχι. Θέλο­με τον Μεσ­σία. Με τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά Του εκεί­να που βλέ­πο­με στην Αγία Γρα­φή. Και όταν μίλη­σε ο Χρι­στός εις τον Φίλιπ­πον, ο Φίλιπ­πος Τον ανα­γνώ­ρι­σε. Αμέ­σως.

Και πάει και λέει στον Ναθα­να­ήλ: «Βρή­κα­με τον Μεσ­σία». Ποιον; «ν γρα­ψε Μωσής καί ο προφται». Για­τί αυτούς μελε­τού­σαν. Έτσι λοι­πόν σημαί­νει ότι δηλα­δή «Τον βρή­κα­με» σημαί­νει Τον ανε­ζή­τουν. Τότε κανείς μόνον βρί­σκει όταν ανα­ζη­τά . Γι’αυ­τό σημειώ­νει και ο Παύ­λος εις τους Αθη­ναί­ους — ειδω­λο­λά­τραι ήσαν οι Αθη­ναί­οι πρό­γο­νοί μας. «Ζητε τόν Κύριον, ε ρα γέ ψηλα­φή­σειεν ατόν καί εροιεν». Να, ψηλά­φη­σε. Θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Ψηλά­φη­σε. Ψηλά­φη­σε στην κτί­σιν και θα τον βρεις. Είναι μέσα μας. Για­τί; Για­τί ο Θεός, δεν άφη­σε, όπως είπε εις τα Λύστρα, τον εαυ­τόν Του αμάρ­τυ­ρον, χωρίς μαρ­τυ­ρία. «Καί γέ ο μακράν πό νός κάστου μν πάρ­χον­τα». «Δεν υπάρ­χει μακριά από τον καθέ­ναν από μας». «ν ατ γάρ ζμεν καί κινού­με­θα καί σμέν». Σ’ αυτόν υπάρ­χο­με, σ’ Αυτόν κινού­με­θα. Όχι κατά παν­θεϊ­στι­κόν τρό­πον.

Και θα σημειώ­σει: «ς καί τινες τν καθ’ μς ποι­ητν ερήκα­σι». «Όπως έχουν πει και μερι­κοί από τους δικούς σας ποι­η­τάς και φιλο­σό­φους». Και ο αρχαί­ος κόσμος, ο έξω από τα όρια του Ισρα­ήλ, ανα­ζη­τού­σε τον Κύριον. Και ο Κύριος για να δεί­ξει αυτήν την ανθρω­πί­νη ανα­ζή­τη­ση και εύρε­ση, είπε την παρα­βο­λή του πολυ­τί­μου μαρ­γα­ρί­του. «ς ερών (εκεί­νος ο άνθρω­πος, λέει) ναν πολύ­τι­μον μαρ­γα­ρί­την, πελ­θών πέπρα­κε πάν­τα σα εχε καί γόρα­σε ατόν». «Όσα είχε τα πού­λη­σε για να αγο­ρά­σει αυτόν τον μαρ­γα­ρί­την». Τι επού­λη­σε; Καλός είναι ο πολι­τι­σμός αλλά εάν με απο­μα­κρύ­νει από τον Χρι­στόν… για­τί από ένα όριο και πέρα στρέ­φε­ται εναν­τί­ον του ανθρώ­που ο πολι­τι­σμός, περιτ­τόν να σας το εξη­γή­σω περισ­σό­τε­ρο, τον ξεπου­λώ, για να αγο­ρά­σω τον πολύ­τι­μον μαρ­γα­ρί­τη. Και ό,τι άλλο, ό,τι άλλο… Ομοί­ως και η παρα­βο­λή του κρυμ­μέ­νου θησαυ­ρού. Βρή­κε, λέει, έναν θησαυ­ρό σε ένα χωρά­φι. Μαζεύ­ει τις οικο­νο­μί­ες του, αγο­ρά­ζει τον αγρόν, για να έχει τον θησαυ­ρό. Είναι η Γρα­φή, είναι η Γρα­φή· κι εκεί μέσα θα βρεις τον θησαυ­ρόν. Αυτές οι δυο παρα­βο­λές του πολυ­τί­μου μαρ­γα­ρί­του και του κρυμ­μέ­νου θησαυ­ρού, δεί­χνουν ότι είναι Αυτός ο Χρι­στός, ο πολύ­τι­μος μαρ­γα­ρί­της. Γι΄αυτό ο Κύριος συνι­στά έντο­να και λέγει: «Ζητετε καί ερήσε­τε (:και θα βρεί­τε)». « ζητν ‑λέει αλλού- ερίσκει». «Αυτός ο οποί­ος ζητά­ει, βρί­σκει».

Αγα­πη­τοί, πρό­βλη­μα δεν υφί­στα­ται αν θα ανα­ζη­τή­σο­με τον Κύριον διά να Τον βρού­με. Πρό­βλη­μα εκεί δεν υπάρ­χει. Το πρό­βλη­μα υφί­στα­ται στο αν υπάρ­χει η ανα­ζή­τη­σις. Και ερω­τού­με: Σήμε­ρα ανα­ζη­τού­με τον Κύριον; Βέβαια κάποιοι άνθρω­ποι Τον ανα­ζη­τούν και δεν θα παύ­σουν να Τον ανα­ζη­τούν. Και βέβαια Τον βρί­σκουν. Αλλά είναι οι ολί­γοι. Οι πολ­λοί Τον ανα­ζη­τούν στα υπο­κα­τά­στα­τα. Γι΄αυτό υπάρ­χει και το πλή­θος των αιρέ­σε­ων και των ανα­το­λι­κών θρη­σκειών, που βρί­σκουν απή­χη­ση στους Χρι­στια­νούς μας. Ξέρε­τε ποιο είναι το έσχα­τον υπο­κα­τά­στα­τον ανα­ζη­τή­σε­ως του Χρι­στού και της μακα­ριό­τη­τος; Τα ναρ­κω­τι­κά! Επει­δή δεν βρί­σκουν τον Χρι­στόν ή δεν θέλουν να Τον βρουν, πηγαί­νουν στα υπο­κα­τά­στα­τα. Είναι λυπη­ρό. Να ανα­ζη­τού­με τον Χρι­στό εκεί που δεν υπάρ­χει. Γι΄αυτό ο Ψαλ­μω­δός με μελαγ­χο­λι­κό τρό­πο γρά­φει: «Κύριος κ το ορανο διέ­κυ­ψεν (:έσκυ­ψε από τον ουρα­νό) πί τούς υούς τν νθρώ­πων το δεν (:να δει) ε στι συνιν κζητν τόν Θεόν (:Ποιος είναι φρό­νι­μος και ποιος ανα­ζη­τά τον Κύριον;)». Και συμ­πλη­ρώ­νει μελαγ­χο­λι­κά: «Πάν­τες ξέκλι­ναν(:όλοι στρα­βο­λό­ξυ­σαν) μα χρειώ­θη­σαν (:έγι­ναν αχρεί­οι) οκ στι ποιν χρη­στό­τη­τα, οκ στιν ως νός». Κανείς! Και δεν ανα­ζη­τού­με τον αλη­θι­νόν Κύριον Ιησούν Χρι­στόν, επει­δή εξε­κλί­να­με. Δηλα­δή απο­μα­κρυν­θή­κα­με. Όπως είπα­με, λοξο­δρο­μή­σα­με. Επει­δή γινή­κα­με αχρεί­οι. Το ήθος μας έγι­νε αχρεί­ον. Επει­δή δεν ποιού­με χρη­στό­τη­τα. Δεν ασκού­με την αρε­τή. Είναι η επο­χή μας φοβε­ρή επο­χή. Γκρε­μί­ζει τα πάν­τα. Γι΄αυτό επι­τρέ­πει ο Κύριος για τιμω­ρία μας να πλα­νώ­με­θα.

Τι χρειά­ζε­ται; Ταπεί­νω­σις και αυτο­γνω­σία. Όπως και ο εκα­τόν­ταρ­χος που είπε: «Κύριε, οκ εμί κανός ‚να μου πό τήν στέ­γην εσέλθς». Και προ­σθέ­τει με πίστη: «λλά μόνον επέ λόγ καί αθή­σε­ται πας μου». Και όταν υπάρ­χει ταπεί­νω­σις και η αυτο­γνω­σία, τότε έρχε­ται και η θεο­λο­γία. Και η θεο­λο­γία είναι να ζητή­σεις και να βρεις τον Θεόν Λόγον. Αφού πρώ­τα Εκεί­νος σε ανε­ζή­τη­σε. Και Τον βρί­σκεις και σε βρί­σκει. Και Τον θαυ­μά­ζεις και σε θαυ­μά­ζει. Όπως τότε ο Κύριος εθαύ­μα­σε τον εκα­τόν­ταρ­χον.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_644.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἔχει μεγά­λη ταπεί­νω­ση, πρα­ό­τη­τα, ὑπο­τα­γῆ καὶ ὑπα­κοὴ στὸ Θεό, πῶς μπο­ρεῖ νὰ σωθεῖ; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ σωθεῖ ἕνας ἄπι­στος κι ἁμαρ­τω­λὸς ἄνθρω­πος, ὅταν κι ὁ δίκαιος «μόλις σώζε­ται» (Ἀπέτρ. δ’ 18); Τὸ νερὸ δὲ μαζεύ­ε­ται στὰ ψηλὰ κι ἀπό­κρη­μνα βου­νά, ἀλλὰ σὲ χαμη­λά, ἐπί­πε­δα καὶ βαθιὰ μέρη. Τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ δὲν κατοι­κεῖ στοὺς ὑπε­ρή­φα­νους, ποῦ κομ­πά­ζουν καὶ ἀντι­τί­θεν­ται στὸ Θεό, ἀλλὰ στοὺς ταπει­νοὺς καὶ τοὺς πρά­ους, ποὺ ἡ καρ­διά τους εἶναι ταπει­νω­μέ­νη κι εἰρη­νι­κή, ποὺ εἶναι ὑπο­ταγ­μέ­νοι στὸ μεγα­λεῖο τοῦ Θεοῦ κι ὑπά­κουοι στὸ θέλη­μά Του.

Ὅταν κάποια ἀρρώ­στια προ­σβάλ­λει ἕνα κλί­μα ποὺ ἔχει φυτέ­ψει ὁ οἰκο­δε­σπό­της καὶ τὸ φρον­τί­ζει προ­σε­κτι­κὰ γιὰ χρό­νο πολύ, τὸ κόβει καὶ τὸ καί­ει καί στὴ θέση του φυτεύ­ει ἕνα ἀγριό­κλη­μα. Ὅταν οἱ γιοὶ ξεχνοῦν τὴν ἀγά­πη τοῦ πατέ­ρα τους κι ἐπα­να­στα­τοῦν ἐναν­τί­ον του, τί θὰ τοὺς κάνει; Θ’ ἀπο­μα­κρύ­νει τὰ παι­διὰ ἀπὸ τὸ σπί­τι του καὶ στὴ θέση τους θὰ προ­σλά­βει μισθω­τούς.

Ὅπως συμ­βαί­νει στὴ φύση, ἔτσι γίνε­ται καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώ­πους. Λένε οἱ ἄπι­στοι: Ἔτσι γίνε­ται σύμ­φω­να μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσης καὶ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώ­πων. Οἱ πιστοὶ ὅμως δὲ μιλᾶ­νε ἔτσι. Ἐκεῖ­νοι τρα­βοῦν τὸ παρα­πέ­τα­σμα τῶν φυσι­κῶν καὶ τῶν ἀνθρώ­πι­νων νόμων, ἀτε­νί­ζουν μὲ φλο­γε­ρὰ μάτια τὸ μυστή­ριο τῆς αἰώ­νιας ἐλευ­θε­ρί­ας καὶ μιλοῦν δια­φο­ρε­τι­κά. Λένε: “Ἔτσι γίνε­ται μὲ τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὸ καλό μας. Ὁ Θεὸς τὰ γρά­φει αὐτὰ μὲ τὸ χέρι Του. Ἐκεῖ­νοι ποὺ μπο­ροῦν νὰ δια­βά­ζουν αὐτὰ ποὺ χαρά­ζει ὁ Θεὸς μὲ φωτιὰ καὶ πνεῦ­μα τόσο στὴ φύση ὅσο καὶ στοὺς ἀνθρώ­πους, μόνο αὐτοὶ θὰ κατα­λά­βουν τὴ σημα­σία τους. Ἐκεῖ­νοι ποὺ μπρο­στὰ στὰ μάτια τους ἡ φύση κι ἡ ἀνθρώ­πι­νη ζωὴ ἀνα­κα­τεύ­ον­ται ὅπως ἕνας μεγά­λος σωρὸς ἀπὸ γράμ­μα­τα, χωρὶς πνεῦ­μα καὶ νόη­μα, λένε πῶς ὅλα εἶναι «τυχαία». «Ὅλα ὅσα βλέ­που­με γύρῳ,γύρω μας, λένε, ἔγι­ναν τυχαῖα». Μὲ αὐτὸ ἐννο­οῦν πῶς ὅλος αὐτὸς ὁ σωρὸς μὲ τὰ γράμ­μα­τα κινεῖ­ται καὶ ἀνα­κα­τεύ­ε­ται ἀπὸ μόνος του, κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνόη­τη μίξη προ­κύ­πτει τὸ ἕνα γεγο­νὸς ἢ τὸ ἄλλο. Ἄν ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἐλε­ή­μων καὶ εὔσπλαγ­χνος, θὰ γελοῦ­σε μ’ αὐτοὺς τοὺς ἑρμη­νευ­τὲς τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Ὑπάρ­χει ὅμως καὶ κάποιος ποὺ γελά­ει καὶ χαί­ρε­ται μὲ τὴν ἀνο­η­σία αὐτοῦ τοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ: τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα, ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύσης, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἔλε­ος οὔτε συμ­πά­θεια πρὸς τὸν ἄνθρω­πο.

Ὅταν μιὰ χήνα περι­πλα­νιέ­ται σ’ ἕναν πολύ­χρω­μο τάπη­τα ποὺ εἶναι ἁπλω­μέ­νος σὲ λιβά­δι, ἴσως σκε­φτεῖ πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ σχέ­δια καὶ τὰ χρώ­μα­τα τοῦ τάπη­τα βρέ­θη­καν ἐκεῖ τυχαία, πῶς ὁ τάπη­τας ξεπή­δη­σε ξαφ­νι­κὰ ἀπό τη γῆ, ὅπως τὸ γρα­σί­δι — κατὰ τὸ σκε­πτι­κὸ τῆς χήνας. Ἡ ὑφάν­τρα ὅμως, ποῦ ὕφα­νε καὶ ἔβα­ψε τὸν τάπη­τα, γνω­ρί­ζει πῶς δὲ βρέ­θη­κε τυχαῖα ἐκεῖ. Ξέρει τί σημαί­νει κάθε λεπτο­μέ­ρεια τοῦ σχε­δί­ου καὶ τῶν χρω­μά­των, για­τί τὰ σχέ­δια καὶ τὰ χρώ­μα­τα παρου­σιά­ζον­ται μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἔχουν συν­δυα­στεῖ. Μόνο ἡ ὑφάν­τρα μπο­ρεῖ νὰ δια­βά­σει καὶ νὰ ἐξη­γή­σει τὸν τάπη­τα, ἐκεί­νη ποῦ τὸν ὕφα­νε μὲ τὸ χέρι της, καθὼς κι ἐκεῖ­νοι στοὺς ὁποί­ους τὸ διη­γεῖ­ται. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ ἄπι­στοι. Περι­φέ­ρον­ται γύρω ἀπὸ τὸν πανέ­μορ­φο τάπη­τα τοῦ κόσμου καὶ λένε πῶς ὅλα ἔγι­ναν «τυχαῖα». Ὁ Θεὸς μόνο, ποῦ ὕφα­νε αὐτὸν τὸν κόσμο, γνω­ρί­ζει τὴ σημα­σία ποὺ ἔχει κάθε κλω­στὴ στὸ στη­μό­νι καὶ στὸ ὑφά­δι, καθὼς καὶ κεῖ­νοι στοὺς ὁποί­ους Ἐκεῖ­νος τὸ ἀπο­κα­λύ­πτει.

Ὁ Ἠσα­ΐ­ας εἶδε καὶ ἔγρα­ψε: «Κύριος Ὕψι­στος ἐν ἁγί­οις ἀνα­παυό­με­νος καὶ ὀλι­γο­ψύ­χοις διδοὺς μακρο­θυ­μί­αν καὶ διδοὺς ζωῆς τους συν­τε­τριμ­μέ­νοις τὴν καρ­δί­αν» (Ἠσ. νζ’ 15). Ὁ Θεὸς βρί­σκε­ται στὴ γῆ ἀνά­με­σα σὲ κεί­νους ποὺ ἔχουν καρ­δί­αν συν­τε­τριμ­μέ­νην καὶ τετα­πει­νω­μέ­νην. Ὁ Θεὸς ἀπο­κα­λύ­πτει τὰ μυστή­ρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς σ’ ἐκεί­νους στοὺς ὁποί­ους «ἐνοι­κεῖ». Σ’ αὐτοὺς ἐξη­γεῖ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ βάθη ὅλων ἐκεί­νων ποὺ ὁ ἴδιος ἔγρα­ψε μέσα ἀπὸ τὰ πράγ­μα­τα καὶ τὰ γεγο­νό­τα. Ὁ Ἀβρα­άμ, ὁ Ἰσα­άκ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μωυ­σῆς κι ὁ Δαβὶδ εἶχαν συν­τε­τριμ­μέ­νη καρ­διά, ταπει­νὸ πνεῦ­μα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Θεὸς κατοι­κοῦ­σε μέσα τους καὶ ὑπο­σχέ­θη­κε πῶς θὰ εἶναι μαζί τους καὶ μὲ τοὺς ἀπο­γό­νους τους, ἐφό­σον ἐκεῖ­νοι ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἔχουν συν­τε­τριμ­μέ­νη καρ­διὰ καὶ ταπει­νὸ πνεῦ­μα. Ὅταν ὅμως ἡ συχνὴ ἐπα­φὴ μὲ τὸ Θεὸ κάνει κάποιον ἄνθρω­πο ὑπε­ρή­φα­νο, τότε ἐκεῖ­νος βλά­πτε­ται περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲ γνώ­ρι­σαν τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ καὶ δὲν εἶχαν ἐπα­φῆ μαζί Του.

Τὸ καλ­λί­τε­ρο καὶ σαφέ­στε­ρο παρά­δειγ­μα σ’ αὐτὸ τὸ θέμα μας τὸ δίνουν οἱ Ἰσραη­λῖ­τες. Ἠταν ἀπό­γο­νοι τῶν μεγά­λων καὶ θεα­ρέ­στων προ­πα­τό­ρων ποὺ προ­α­να­φέ­ρα­με. Ἡ ἐπα­φή τους ὅμως μὲ τὸν ἀλη­θι­νὸ Θεὸ τοὺς δημιούρ­γη­σε οἴη­ση. Ἔτσι τὸ ἔθνος αὐτὸ ἄρχι­σε νὰ βλέ­πει ὅλα τ’ ἄλλα ἔθνη μὲ περι­φρό­νη­ση, σὰ νὰ ‘τὰν σκύ­βα­λα πετα­μέ­να. Μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους αὐτὴ ὅμως προ­κά­λε­σαν τὴ δική τους κατα­στρο­φή. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια τοὺς τύφλω­σε τόσο πολύ, ὥστε τὸ μόνο ποὺ κρά­τη­σαν ἀπ’ ὅλα ὅσα τοὺς ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Θεὸς μὲ τοὺς προ­φῆ­τες καὶ τοὺς ἄλλους δίκαιους τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης, ἦταν πῶς αὐτοὶ ἀπο­τε­λοῦ­σαν τὸν ἐκλε­κτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν περιού­σιο. Τὸ πνεῦ­μα καὶ τὸ νόη­μα τῆς ἀρχαί­ας ἀπο­κά­λυ­ψης τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτοὺς εἶχε ὁλό­τε­λα χαθεῖ. Ἡ Ἁγία Γρα­φὴ χόρευε μπρο­στὰ στὰ μάτια τους σὰν ἕνα συνο­θύ­λευ­μα μὲ ἀκα­τα­νόη­τα γράμ­μα­τα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο μὲ μιὰ νέα ἀπο­κά­λυ­ψη, ἐκεῖ­νοι μὲ τὴν τυφλό­τη­τά τους ἀγνο­οῦ­σαν τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν φτά­σει στὸ ἐπί­πε­δο τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν. Μὲ τὴ σκο­τι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κή τους ὅρα­ση καὶ τὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς καρ­διᾶς τους, εἶχαν καταν­τή­σει πολὺ χει­ρό­τε­ροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες.

Ἡ σημε­ρι­νὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πὴ μᾶς ἀπο­δεί­χνει τὴν ἀλή­θεια αὐτῶν ποὺ εἴπα­με παρα­πά­νω. Μᾶς περι­γρά­φει ἕνα γεγο­νὸς ποὺ μᾶς δεί­χνει πῶς κάποιοι ἄνθρω­ποι εἶναι ὑγιεῖς ἀνά­με­σα στοὺς ἀσθε­νεῖς κι ἄλλοι εἶναι ἄρρω­στοι ἀνά­με­σα στοὺς ὑγιεῖς. Πῶς ὑπάρ­χει πίστη ἀνά­με­σα στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες καὶ ἀπι­στία ἀνά­με­σα σὲ κεί­νους ποὺ ὑπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται γιὰ τὴν καθα­ρό­τη­τα τῆς πίστης τους, κομ­πά­ζουν ὅτι εἶναι ὁ ἐκλε­κτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ περι­κο­πὴ αὐτὴ γρά­φτη­κε σὰν μιὰ διδα­χὴ γιὰ ὅλες τίς ἐπο­χὲς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ ἐφαρ­μό­ζε­ται καί σε μᾶς μέχρι σήμε­ρα. Ἡ διδα­χὴ αὐτὴ εἶναι τόσο ὀξεῖα, ὅσο καὶ τὸ ξίφος τῶν χερου­βίμ, καθα­ρὴ σὰν τὸν ἥλιο, φρέ­σκια κι ἀνα­πάν­τε­χη ὅπως τὰ λου­λού­δια τοῦ ἀγροῦ. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς δημιουρ­γή­σει δέος μὲ τὴν ὀξύ­τη­τά της, νὰ μᾶς φωτί­σει μὲ τὴν καθα­ρό­τη­τά της καὶ νὰ μᾶς ἀφυ­πνί­σει ἀπὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ νάρ­κω­ση κι ἀδρά­νειά μας. Κυρί­ως ὅμως κατα­γρά­φη­κε γιὰ νὰ προ­ει­δο­ποι­ή­σει ὅλους ἐμᾶς τοὺς χρι­στια­νοὺς νὰ μὴν ξεχα­στοῦ­με καὶ πέσου­με στὴν οἴη­ση ἐπει­δὴ ἐκκλη­σια­ζό­μα­στε, προ­σευ­χό­μα­στε στὸ Θεὸ καὶ ὁμο­λο­γοῦ­με τὸ Χρι­στό. Για­τί τότε στὴν τελι­κὴ Κρί­ση τοῦ Θεοῦ θὰ συναν­τή­σου­με μπρο­στά μας ἀνθρώ­πους ποὺ βρί­σκον­ται ἔξω ἀπὸ τήν ‘Ἐκκλη­σία, ἄλλ’ ἔχουν μεγα­λύ­τε­ρη πίστη καὶ περισ­σό­τε­ρα καλὰ ἔργα.

«Εἰσελ­θόν­τι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερ­να­οὺμ προ­σῆλ­θεν αὐτὸ ἑκα­τόν­ταρ­χος παρα­κα­λῶν αὐτὸν καὶ λέγων: Κύριε, ὁ παῖς μου βέβλη­ται ἐν τῇ οἰκίᾳ παρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βασα­νι­ζό­με­νος» (Ματθ. ἡ’ 5,6). Ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ἦταν ἀξιω­μα­τι­κὸς στὰ στρα­τό­πε­δα τῆς Καπερ­να­ούμ, ποὺ ἦταν ἡ πιὸ σπου­δαία πόλη στὰ παρά­λια τῆς Γαλι­λαί­ας. Δὲν ξέρου­με, ἀλλ’ ἔχει καὶ δευ­τε­ρεύ­ου­σα σημα­σία, ἂν ὑπα­γό­ταν ἀπ’ εὐθεί­ας στὴ Ρώμη ἢ βρι­σκό­ταν στὴν ἐξου­σία τοῦ Ἡρώ­δη Ἀντί­πα, μᾶλ­λον ὅμως ἀνα­φε­ρό­ταν ἀπ’ εὐθεί­ας στὴ Ρώμη. Αὐτὸ ποὺ ἀξί­ζει νὰ ἐπι­ση­μά­νου­με εἶναι ὅτι ἦταν εἰδω­λο­λά­τρης, ὄχι Ἰου­δαῖ­ος. Εἶναι ὁ πρῶ­τος Ρωμαῖ­ος ἀξιω­μα­τι­κὸς ποὺ ἀνα­φέ­ρε­ται στὸ εὐαγ­γέ­λιο ὅτι πίστε­ψε στὸ Χρι­στό. Δεύ­τε­ρος ἦταν ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ ὑπη­ρε­σία στὴ σταύ­ρω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἐκεῖ­νος ποὺ σὰν εἶδε τὰ ὑπερ­φυ­σι­κὰ φαι­νό­με­να τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Κύριος παρέ­δι­δε τὸ πνεῦ­μα Του, ἀνα­φώ­νη­σε: «Ἀλη­θῶς Θεοῦ Υἱὸς ἢν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54). Μετὰ ἀνα­φέ­ρε­ται κι ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος Κορ­νή­λιος στὴν Και­σά­ρεια, ἐκεῖ­νος ποῦ τὸν βάφτι­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (βλ. Πράξ. κεφ. ι). Ἄν κι οἱ ἀξιω­μα­τι­κοὶ αὐτοὶ ἦταν εἰδω­λο­λά­τρες, γνώ­ρι­σαν τὴν ἀλή­θεια καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πίστε­ψαν σ’ Αὐτὸν πιὸ γρή­γο­ρα ἀπὸ τίς ὀρδὲς τῶν σοφῶν ἀλλὰ τυφλῶν Ἰου­δαί­ων γραμ­μα­τέ­ων.

Κύριε, ὁ παῖς μου βέβλη­ται ἐν τῇ οἰκίᾳ παρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βασα­νι­ζό­με­νος. Ὁ «παῖς» του ἑκα­τόν­ταρ­χον πρέ­πει νὰ ἦταν δοῦ­λος του. Κι ὁ ὑψη­λό­βαθ­μος ἀξιω­μα­τι­κός, ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος, μίλη­σε σὰν ἁπλὸς στρα­τιώ­της ποὺ ζητά­ει βοή­θεια. Ἡ παρά­λυ­ση εἶναι τρο­με­ρὴ πάθη­ση. Ὁ νεα­ρὸς στρα­τιώ­της βρι­σκό­ταν στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ θανά­του, ὅπως διη­γεῖ­ται ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς. Καὶ φαί­νε­ται πῶς ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος τὸν ἀγα­ποῦ­σε πολύ. Ἔτσι μόλις ἄκου­σε πῶς ὁ Χρι­στὸς ἔφτα­νε στὴν Καπερ­να­ούμ, ξεκί­νη­σε νὰ πάει νά τον συναν­τή­σει καὶ νὰ τοῦ ζητή­σει βοή­θεια γιὰ τὸν ἀγα­πη­μέ­νο του δοῦ­λο. Ὁ Ὅποιος δια­βά­ζει τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ στοὺς δύο εὐαγ­γε­λι­στές, το Ματ­θαῖο καί το Λου­κᾶ, θὰ σχη­μα­τί­σει τὴν ἐντύ­πω­ση πῶς οἱ δυὸ ἀφη­γη­τὲς δια­φω­νοῦν μετα­ξύ τους. Ὁ Ματ­θαῖ­ος γρά­φει πῶς ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος πλη­σί­α­σε ὁ ἴδιος τὸ Χρι­στὸ καὶ τοῦ παρου­σί­α­σε τὸ αἴτη­μά του. Ὁ Λου­κᾶς γρά­φει πῶς ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος πρῶ­τα ἔστει­λε τοὺς Ἰου­δαί­ους πρε­σβυ­τέ­ρους γιὰ νὰ ζητή­σουν ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ νὰ βοη­θή­σει τὸ δοῦ­λο του. Μετά, ὅταν ὁ Κύριος πλη­σί­α­ζε στὸ σπί­τι του, ἔστει­λε τοὺς φίλους του νὰ τὸν συναν­τή­σουν καὶ νὰ τοῦ ζητή­σουν νὰ μὴν πάει στὸ σπί­τι του, ἐπει­δὴ ἐκεῖ­νος (ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος) ἦταν ἁμαρ­τω­λός. Ἔφτα­νε νὰ πεῖ ἕνα λόγο ὁ Κύριος κι ὁ δοῦ­λος του θὰ γινό­ταν καλά. «Ἀλλὰ μόνον εἶπε λόγῳ καὶ ιαθή­σε­ται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’ 8).

Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ἀνά­με­σα στὶς δυὸ διη­γή­σεις ὑπάρ­χει μιὰ δια­φο­ρά, ἀλλ’ ὄχι ἀντί­φα­ση. Ἡ δια­φο­ρὰ συνί­στα­ται στὸ ὅτι ὁ Ματ­θαῖ­ος παρα­λεί­πει τοὺς δυὸ ἀγγε­λια­φό­ρους ποὺ ἔστει­λε ἀρχι­κὰ ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος στὸν Κύριο, ἐνῶ ὁ Λου­κᾶς δὲν ἀνα­φέ­ρει τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος, παρὰ τὴν ταπεί­νω­ση ποὺ ἔνιω­θε μπρο­στὰ στὸ μεγα­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ, πῆγε νὰ τὸν συναν­τή­σει. Ἡ ὄμορ­φη καὶ ἀμοι­βαία αὐτὴ φιλο­φρό­νη­ση ποὺ ἔχουν οἱ δυὸ εὐαγ­γε­λι­στές, ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, δημιουρ­γεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ χαρὰ στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἄνθρω­πο. Ἄν, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, ὅλα τὰ γεγο­νό­τα εἶχαν κατα­γρα­φεῖ μὲ τὸν ἴδιο ἀκρι­βῶς τρό­πο ἀπὸ τοὺς εὐαγ­γε­λι­στές, ὁ καθέ­νας θὰ σκε­φτό­ταν πῶς ὁ ἕνας ἀντι­γρά­φει τὸν ἄλλον. Τί χρειά­ζον­ταν τότε τέσ­σε­ρις εὐαγ­γε­λι­στὲς καὶ τέσ­σε­ρα εὐαγ­γέ­λια; Σὲ ὅλα τὰ δικα­στή­ρια στὴ γῆ ἢ μαρ­τυ­ρία δύο μαρ­τύ­ρων ἀπαι­τεῖ­ται γιὰ ν’ ἀπο­δει­χτεῖ ἕνα γεγο­νός, νὰ γίνει πιστευ­τό. Ὁ Θεός μας ἔδω­σε δυὸ φορὲς τὴ διπλὴ μαρ­τυ­ρία μὲ τοὺς τέσ­σε­ρις εὐαγ­γε­λι­στές, ὥστε ὅσοι ἐπι­διώ­κουν τὴ σωτη­ρία τους νὰ πιστέ­ψουν ὅσο τὸ δυνα­τὸ πιὸ εὔκο­λα καὶ πιὸ γρή­γο­ρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι δὲν πιστέ­ψουν καὶ ὁδεύ­ουν πρὸς τὴν ἀπώ­λεια νὰ εἶναι ἀνα­πο­λό­γη­τοι. Ὁ Θεός μας ἔδω­σε τοὺς τέσ­σε­ρις εὐαγ­γε­λι­στὲς ἂν καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δώσει ὅλη τὴ σοφία Του γιὰ τὴ σωτη­ρία μας στὸ ἕνα μόνο εὐαγ­γέ­λιο. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ δοῦ­με τὴν ἀμοι­βαία φιλο­φρό­νη­σή τους καὶ νὰ μάθου­με ἀπ’ αὐτὸ πῶς πρέ­πει νὰ κάνου­με κι τὸ ἴδιο στὴ ζωή μας, ἀνά­λο­γα μὲ τὰ δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­να πνευ­μα­τι­κὰ χαρί­σμα­τα ποὺ ἔδω­σε ὁ Θεὸς στὸν καθέ­να μας, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς Σώμα­τος ποὺ εἴμα­στε. Ἔτσι πρέ­πει νὰ βοη­θᾶ­με ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀνά­λο­γα μὲ τίς δυνά­μεις καὶ τίς ἱκα­νό­τη­τές μας.

Ἔχον­τας μπρο­στά μας τίς δύο διη­γή­σεις, μπο­ροῦ­με νὰ βγά­λου­με ἀκρι­βῆ συμ­πε­ρά­σμα­τα καὶ νὰ καθα­ρί­σει ἡ εἰκό­να τοῦ γεγο­νό­τος ποὺ μᾶς ἀπα­σχο­λεῖ. Ἀκού­ον­τας γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴ δύνα­μη τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ καὶ αἰσθα­νό­με­νος τὴν ἀνθρώ­πι­νη ἀμαρ­τω­λό­τη­τα κι ἀνα­ξιό­τη­τά του, ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ζήτη­σε πρῶ­τα ἀπὸ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῶν Ἰου­δαί­ων νὰ πᾶνε ἐκεῖ­νοι στὸν Κύριο καὶ νὰ τὸν παρα­κα­λέ­σουν νὰ πάει στὸ σπί­τι του. Δὲν ἦταν καθό­λου σίγου­ρος πῶς ὁ Κύριος θὰ “θελε νὰ τὸν ἐπι­σκε­φτεῖ. Ἴσως νὰ σκε­φτό­ταν: «Ἐγὼ εἶμαι εἰδω­λο­λά­τρης κι ἁμαρ­τω­λός. Ἐκεῖ­νος εἶναι διο­ρα­τι­κός. Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀκού­σει τὸ ὄνο­μά μου θὰ κατα­λά­βει ἀμέ­σως πῶς εἶμαι ἁμαρ­τω­λός. Ποιός ξέρει τότε ἂν θὰ θελή­σει νὰ ἔρθει στὸ σπί­τι μου; Εἶναι καλύ­τε­ρα νά στεί­λω τοὺς Ἰου­δαί­ους κι ἂν ἀρνη­θεῖ, ἡ ἄρνη­ση θὰ εἶναι σ’ αὐτούς, ἂν δεχτεί…θα δοῦ­με». Ὅταν δια­πί­στω­σε πῶς ὁ Κύριος δέχτη­κε, τὰ ‘χασε, βρέ­θη­κε σὲ μεγά­λη ἀμη­χα­νία. Τότε ἔστει­λε τοὺς φίλους του νὰ ποῦν στὸ Χρι­στὸ νὰ μὴν ἔρθει στὸ σπί­τι του, για­τί ἦταν ἀμαρ­τω­λὸς καὶ ἀνά­ξιος. Ἔφτα­νε μόνο νὰ πεὶ ἕνα λόγο κι ὁ δοῦ­λος του θὰ γινό­ταν καλά.

Μέ το ποὺ ἔφτα­σαν οἱ δοῦ­λοι του ὅμως στὸ Χρι­στὸ καὶ τοῦ ἔδω­σαν τὸ μήνυ­μα τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου, ἔφτα­σε κι ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος. Ἠταν τόσο θλιμ­μέ­νος, ποὺ δὲν ἄντε­χε νὰ μεί­νει στὸ σπί­τι του. Νὰ ἐρχό­ταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ σπί­τι τοῦ; “Ὄχι, ὄχι. Οἱ φίλοι του δὲν ἤξε­ραν ἀκό­μα ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Ὅσο γιὰ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῶν Ἰου­δαί­ων, ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος θὰ εἶχε μάθει ἀπὸ πρὶν πῶς μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λει­τουρ­γοῦ­σαν ἀντα­γω­νι­στι­κὰ στὸ Χρι­στό, δὲν πίστευαν σ’ Αὐτόν. “Ἔτσι ἔτρε­ξε νὰ τὸν συναν­τή­σει ὁ ἴδιος, ἀφοῦ τώρα ἤξε­ρε πῶς δὲ θ’ ἀρνιό­ταν κι ἑπο­μέ­νως δὲ θὰ τὸν ταπεί­νω­νε μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώ­πους, ἐπει­δὴ ἦταν καὶ ἀξιω­μα­τι­κός.

Εἶναι ἀλή­θεια πῶς οἱ Ἰου­δαῖ­οι μίλη­σαν μὲ καλὰ λόγια στὸ Χρι­στὸ γιὰ τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο. «Ἄξιὸς ἔστιν ὦ παρέ­ξει τοῦ­το. ἀγα­πᾶ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συνα­γω­γὴν αὐτὸς ώκο­δό­μη­σεν ἡμῖν» (Λουκ. ζ’ 4–5). “Ὅλα ὅσα κι ἂν εἶπαν ὅμως δὲν ἀγγί­ζουν τὴν οὐσία τοῦ θέμα­τος. Πρό­βα­λαν τὴν καλο­σύ­νη του ἐκα­τόν­ταρ­χου γιὰ δικό τους ὄφε­λος. Ἀγα­πᾶ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, εἶπαν. Ἄλλοι Ρωμαῖ­οι ἀξιω­μα­τι­κοὶ κι ἀξιω­μα­τοῦ­χοι περι­φρο­νοῦ­σαν τοὺς Ἰου­δαί­ους, αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀγα­ποῦ­σε. Καὶ τὴν συνα­γω­γὴν αὐτὸς ᾠκο­δό­μη­σεν ἡμῖν. Ἦταν σὰ νά ‘λεγαν δηλα­δή: Αὐτὸς ξοδεύ­ει τὰ δικά του χρή­μα­τα καὶ μεις γλι­τώ­νου­με τὰ δικά μας. Μᾶς οἰκο­δό­μη­σε ἕναν οἶκο προ­σευ­χῆς ποὺ τὸν εἴχα­με ἀνάγ­κη, ἀλλιῶς θ’ ἀναγ­κα­ζό­μα­σταν νὰ τὸν οἰκο­δο­μή­σου­με καὶ νὰ τὸν πλη­ρώ­σου­με μόνοι μας». Τὰ εἶπαν όλ’ αὐτὰ σὰ ν’ ἀπευ­θύ­νον­ταν στὸν Καϊ­ά­φα, ὄχι στὸ Χρι­στό. Ὁ Χρι­στὸς δὲν τοὺς ἔδω­σε καμιὰ ἀπάν­τη­ση σ’ αὐτά, ἔμει­νε σιω­πη­λὸς καὶ ἐπο­ρεύ­ε­το σὺν αὐτοῖς. Τότε οἱ φίλοι του ἐκα­τόν­ταρ­χου πῆγαν νὰ συναν­τή­σουν τὸ Χρι­στὸ καὶ στὸ τέλος πῆγε κι ὁ ἴδιος ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος.

Ὅταν ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος βρέ­θη­κε πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο μὲ τὸ Χρι­στό, ἔπρε­πε βέβαια νὰ τοῦ ἐξη­γή­σει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ ὅλο τὸ πρό­βλη­μα, ἂν κι ὁ Χρι­στὸς εἶχε ἤδη πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ γι’ αὐτό. «Καὶ λέει αὐτὸ καὶ Ἰησοῦς: ἐγὼ ἐλθὼν θερα­πεύ­σω αὐτόν» (Ματθ. ἡ’ 5). Προ­σέξ­τε πῶς μιλά­ει ἐκεῖ­νος ποὺ ἔχει ἐξου­σία καὶ δύνα­μη! Δὲν εἶπε «θὰ δοῦ­με», οὔτε τὸν ρώτη­σε ὅπως ἔκα­νε μὲ ἄλλους: «Πιστεύ­εις πῶς μπο­ρῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό;» Ἔβλε­πε ἤδη στὴν καρ­διὰ τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου τὴν πίστη του. Ἔτσι εἶπε ἀπο­φα­σι­στι­κά, μ’ ἕναν τρό­πο ποὺ κανέ­νας για­τρὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει: Ἐγὼ ἐλθὼν θερα­πεύ­σω αὐτόν.

Ὁ Κύριος μίλη­σε σκό­πι­μα μὲ τέτοια ἀπο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, γιὰ νὰ προ­κα­λέ­σει ἀπὸ τὸ στό­μα τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου τὴν ἀπάν­τη­ση μπρο­στὰ στοὺς Ἰου­δαί­ους. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπι­τε­λεῖ ἕνα ἔργο, τὸ κάνει μὲ τέτοιο τρό­πο ὥστε νὰ μὴν ὑπη­ρε­τεῖ μιὰ μόνο περιο­χή, ἀλλὰ πολ­λές. Ὁ Κύριος ἤθε­λε τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ νὰ ὠφε­λή­σει πολ­λούς: νὰ θερα­πεύ­σει τὸν ἄρρω­στο, ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τὴ μεγά­λη πίστη τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου, νὰ ἐπι­τι­μή­σει τοὺς Ἰου­δαί­ους γιὰ τὴν ἀπι­στία τους καὶ νὰ κάνει μιᾷ μεγά­λῃ προ­φη­τείᾳ γιὰ τὴ βασι­λεία Του: νὰ μιλή­σει δηλα­δὴ γιὰ κεί­νους ποὺ νομί­ζουν πῶς εἶναι ἄξιοι νὰ μποῦν στὴ βασι­λεία Του, ποὺ οὐδέ­πο­τε θὰ μποῦν, καθὼς καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ ἐλπί­δα, ἀλλὰ τελι­κὰ θὰ μποῦν.

«Καὶ ἀπο­κρι­θεὶς ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ἔφη: Κύριε, οὐκ εἰμι ἱκα­νὸς νὰ μοῦ ὑπὸ τὴν στέ­γην εἰσέλ­θης: ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθή­σε­ται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’ 8). Τί τερά­στια δια­φο­ρὰ ὑπάρ­χει ἀνά­με­σα στὴ φλο­γε­ρὴ αὐτὴ πίστη καὶ τὴν ψυχρή, νομι­κί­στι­κη πίστη τῶν Φαρι­σαί­ων! Ἡ πίστη τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου μοιά­ζει μὲ φωτιὰ ποὺ καί­ει, ἐνῶ τῶν Φαρι­σαί­ων ἡ πίστη εἶναι σὰν εἰκό­να τῆς φωτιᾶς. Ὅταν κάποιος Φαρι­σαῖ­ος κάλε­σε στὸ σπί­τι του τὸ Χρι­στὸ γιὰ δεῖ­πνο, μὲ τὴ νομι­κί­στι­κη νοο­τρο­πία του σκέ­φτη­κε πῶς, μὲ τὸ νὰ τὸν καλέ­σει στὸ σπί­τι του, τιμοῦ­σε πολὺ τὸ Χρι­στό. Δὲ δια­νο­ή­θη­κε καθό­λου πῶς ὁ Χρι­στὸς τιμοῦ­σε αὐτὸν καὶ τὸ σπί­τι του μὲ τὴν ἐπί­σκε­ψή Του. Μέ την ἀλα­ζο­νεία καὶ τὴν ὑπέρ­με­τρη ὑπε­ρη­φά­νειά του, ὁ Φαρι­σαῖ­ος ἀμέ­λη­σε ἀκό­μα καὶ τίς συνη­θι­σμέ­νες φιλο­φρο­νή­σεις καὶ τίς πρά­ξεις φιλο­ξε­νί­ας, δηλα­δὴ δὲν ἔφε­ρε νερὸ στὸ φιλο­ξε­νού­με­νο γιὰ νὰ πλύ­νει τὰ πόδια Του, δὲν τὸν ὑπο­δέ­χτη­κε μὲ ἐναγ­κα­λι­σμὸ οὔτε καὶ ἔχρι­σε τὸ κεφά­λι Του μὲ μύρο (βλ. Λουκ. ζ’ 44–46).

Προ­σέξ­τε τώρα πόσο ταπει­νὸς ἦταν ὁ εἰδω­λο­λά­τρης αὐτός, πόσο συν­τε­τριμ­μέ­νος στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸν Κύριο, ἂν καὶ δὲν εἶχε δια­βά­σει το νόμο τοῦ Μωυ­σῆ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες. Εἶχε μόνο τὸν κοι­νὸ νοῦ, τὸ μονα­δι­κὸ φῶς γιὰ νὰ δια­κρί­νει τὴν ἀλή­θεια ἀπὸ τὸ ψέμα, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Ἤξε­ρε πῶς ὁποιοσ­δή­πο­τε ἄλλος κάτοι­κος τῆς Καπερ­να­οὺμ θὰ τὸ λογά­ρια­ζε μεγά­λη τιμὴ νὰ δεχτεῖ τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο στὸ σπί­τι του. Στὸ Χρι­στὸ ὅμως καὶ ἑκα­τόν­ταρ­χος δὲν ἔβλε­πε ἕνα συνη­θι­σμέ­νο ἄνθρω­πο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: οὐκ εἶμι ἱκα­νὸς νὰ μοῦ ὑπὸ τὴν στέ­γην εἰσέλ­θης.

Τί μεγά­λη, τί ὑπέ­ρο­χη πίστη στὸ Χρι­στὸ καὶ τὴ δύνα­μή Τοῦ! Μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἡ ἀρρώ­στια θὰ ξεπε­ρα­στεῖ, ὁ δοῦ­λος μου θὰ γίνει καλά. Οὔτε ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος δὲν μπο­ροῦ­σε, γιὰ μεγά­λο χρο­νι­κὸ διά­στη­μα, νὰ φτά­σει σὲ τόσο μεγά­λη πίστη. Στὴν παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος ἔνιω­σε τὴν παρου­σία, τὸ πῦρ καὶ τὸ φῶς τοῦ οὐρα­νοῦ. Για­τί ἔπρε­πε νὰ μπεῖ τόσο μεγά­λη φωτιὰ στὸ σπί­τι του, ὅταν καὶ μιὰ σπί­θα θὰ ἦταν ἀρκε­τή; Για­τί νὰ βάλει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἥλιο στὸ σπί­τι του, ὅταν ἀρκοῦ­σε καὶ μιὰ μόνο ἀκτῖ­να του; Ἄν ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος γνώ­ρι­ζε τίς Γρα­φές, ὅπως ἐμεῖς σήμε­ρα, ἴσως νὰ ἔλε­γε στὸ Χρι­στό: «Ἐσύ, ποὺ μόνο μὲ τὸ λόγο Σου δημιούρ­γη­σες τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρω­πο, μπο­ρεῖς μ’ ἕνα Σου λόγο νὰ θερα­πεύ­σεις τὸν ἄρρω­στο. Μιὰ μόνο λέξη Σου εἶναι ἀρκε­τή, για­τί εἶναι πιὸ δυνα­τὴ ἀπὸ τὴ φωτιά, πιὸ λαμ­πε­ρὴ ἀπὸ τὴν ἀκτῖ­να τοῦ ἥλιου. Μόνον εἶπε λόγῳ! Πόση ντρο­πὴ πρέ­πει νὰ προ­ξε­νή­σει σὲ πολ­λοὺς ἀπὸ μᾶς σήμε­ρα ἡ μεγά­λη αὐτὴ πίστη, σὲ μᾶς ποὺ γνω­ρί­ζου­με τίς Γρα­φές, ἀλλὰ ἡ πίστη μας εἶναι ἑκα­τὸ φορὲς μικρό­τε­ρη!

Ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος δὲν τέλειω­σε μὲ τὰ λόγια αὐτά. Συνέ­χι­σε γιὰ νὰ ἐξη­γή­σει ποὺ στή­ρι­ζε τόσο πολὺ τὴν πίστη του στὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ: «Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρω­πος εἶμι ὑπὸ ἐξου­σί­αν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυ­τὸν στρα­τιώ­τας, καὶ λέγω τού­τῳ, πορεύ­θη­τι, καὶ πορεύ­ε­ται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχε­ται, καὶ τῶν δού­λῳ μου, ποί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποιεῖ» (Ματθ. ἡ’ 9).

Τί ἦταν ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος; Ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ εἶχε στὴν ἐξου­σία του ἑκα­τὸ στρα­τιῶ­τες καὶ ὑπῆρ­χαν ἄλλοι ἑκα­τὸ ποὺ τὸν ἐξου­σί­α­ζαν. Ἐκεῖ­νοι ποὺ βρί­σκον­ταν στὴν ἐξου­σία του ἦταν ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ τὸν υπα­κούν. Ὅταν λοι­πὸν αὐτός, ποὺ εἶχε καὶ ἀνω­τέ­ρους νὰ τὸν ἐξου­σιά­ζουν, ἀλλὰ ποὺ εἶχε κι ὁ ἴδιος μικρό­τε­ρη ἐξου­σία, μπο­ροῦ­σε νὰ δίνει δια­τα­γὲς στοὺς στρα­τιῶ­τες καὶ τοὺς δού­λους του, πόση μεγα­λύ­τε­ρη ἐξου­σία εἶχε ὁ Χρι­στός, ποῦ δὲν ἐξου­σιά­ζε­ται ἀπὸ κανέ­ναν ἄνθρω­πο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἢ ὑπέρ­τα­τη ἐξου­σία στὴ φύση καὶ στὸν ἄνθρω­πο. Ὅταν τόσοι ἄνθρω­ποι ὑπο­τάσ­σον­ται στὴν ἀδύ­να­μη φωνὴ τοῦ ἑκα­τον­τάρ­χου, πῶς νὰ μὴν ὑπο­τάσ­σον­ται τὰ πάν­τα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι δυνα­τὸς σὰν τὴ ζωή, ὀξὺς σὰν ξίφος καὶ φοβε­ρὸς σὰν τὴν καται­γί­δα;

Ποιοὶ εἶναι οἱ στρα­τιῶ­τες καὶ οἱ δοῦ­λοι τοῦ Χρι­στοῦ; Δὲν εἶναι κάθε λογι­κὴ ὕπαρ­ξη ἐνταγ­μέ­νη στὸ στρα­τὸ τοῦ Χρι­στοῦ; Οἱ ἄγγε­λοι, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους καὶ τοὺς θεο­φο­βού­με­νους ἀνθρώ­πους, δὲν εἶναι στρα­τιῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ; Ὅλες οἱ δυνά­μεις τῆς φύσης, τῶν ἀσθε­νειῶν καὶ τοῦ θανά­του, δὲν εἶναι δοῦ­λοι Του; Ὁ Κύριος δια­τά­ζει τὴ ζωή. Λέει: «πήγαι­νε σ’ αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλη ὕπαρ­ξη» καὶ πηγαί­νει. Λέει «ἔλα πίσω» καὶ γυρί­ζει. Στέλ­νει ζωή, ἐπι­τρέ­πει τὴν ἀρρώ­στια καί το θάνα­το. Θερα­πεύ­ει τοὺς ἀρρώ­στους καὶ ἀνα­σταί­νει τοὺς νεκρούς. Στὸ λόγο Του, οἱ ἀγγε­λι­κὲς δυνά­μεις κάμ­πτουν ὅπως ἡ φλό­γα στὸν ἰσχυ­ρὸ ἄνε­μο. «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγε­νή­θη­σαν, αὐτὸς ἐνε­τεί­λα­το καὶ ἐκτί­σθη­σαν» (Ψαλμ. λβ’ 9). Κανέ­νας δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὴ δύνα­μή Τοῦ, δὲν τολ­μᾶ ν’ ἀμφι­σβη­τή­σει τὸ λόγο Του. «Οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος» (Ἰωάν. ζ’ 46). Δὲ μιλοῦ­σε σὰν ἄνθρω­πος ποὺ ἐξου­σιά­ζε­ται, ἀλλὰ ὡς ἄρχον­τας, «ὡς ἐξου­σί­αν ἔχων» (Ματθ. ζ’ 29). Εἶχε τέτοιο πρό­σω­πο ποὺ ἔκα­νε τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο νὰ τὸν ἱκε­τεύ­σει: εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθή­σε­ται ὁ παῖς μου. Θερα­πεία παρα­λυ­τι­κοῦ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κάνει κανέ­νας θνη­τὸς ἄνθρω­πος στὴ γῆ, γιά τὸ Χρι­στὸ ὅμως ἦταν ἐντε­λῶς συνη­θι­σμέ­νο πρᾶγ­μα. Δὲ χρεια­ζό­ταν νὰ κατα­βά­λει κάποια μεγά­λη προ­σπά­θεια γιὰ νὰ κάνει τὴ θερα­πεία, οὔτε κἂν νὰ πάει στὸ σπί­τι τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου. Δὲν εἶχε ἀνάγ­κη οὔτε κἄν νὰ δεῖ τὸν ἄρρω­στο. Δὲ χρεια­ζό­ταν νὰ τὸν πιά­σει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν σηκώ­σει. Μόνο εἰπὲ λόγῳ καὶ τὸ ἔργο θὰ γίνει. Αὐτὸ ἦταν τὸ μέτρο τῆς πίστης τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου, τῆς ἀπὸ μέρους τοῦ ἀπο­δο­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ «Ἀκού­σας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύ­μα­σε καὶ εἶπε τοὶς ἀκο­λου­θοῦ­σιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἕν τῷ Ἰσρα­ὴλ τοσαύ­την πίστιν εὗρον» (Ματθ. ἡ’ 10). Για­τί θαύ­μα­σε ὁ Χρι­στός, ἀφοῦ γνώ­ρι­ζε ἀπὸ πρὶν ποιά θὰ ἦταν ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου; Δὲν προ­κά­λε­σε τὴν ἀπάν­τη­ση αὐτὴ μὲ τὰ λόγια Του, ἐγὼ ἐλθὼν θερα­πεύ­σω αὐτόν; Για­τί λοι­πὸν τώρα θαυ­μά­ζει; Ἁπλᾶ γιὰ νὰ διδά­ξει ἐκεί­νους ποὺ ἦταν μαζί Του. Θαυ­μά­ζει γιὰ νὰ τοὺς δεί­ξει τί ἀξί­ζει νὰ θαυ­μά­ζε­ται σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Θαυ­μά­ζει τὴ μεγά­λη πίστη τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ, γιὰ νὰ διδά­ξει τοὺς πιστοὺς πῶς πρέ­πει νὰ ἐκτι­μοῦν τὴ μεγά­λη πίστη. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα στὸν κόσμο ποὺ ν’ ἀξί­ζει τόσο θαυ­μα­σμὸ ὅσο ἡ μεγά­λη πίστη κάποιου ἀνθρώ­που. Ὁ Χρι­στὸς δὲ θαύ­μα­ζε τὴν ὀμορ­φιὰ τῆς θάλασ­σας τῆς Γαλι­λαί­ας, ἐπει­δὴ τέτοια ὀμορ­φιὰ σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὰ κάλ­λη τοῦ οὐρα­νοῦ, ποὺ ἁπλω­νό­ταν μπρο­στὰ στὰ μάτια Του, δὲν ἄξι­ζε τίπο­τα. Οὔτε καὶ τὴ μεγά­λη σοφία τῶν ἀνθρώ­πων θαύ­μα­ζε, οὔτε τὰ πλού­τη καὶ τὴ δύνα­μή τους. Όλ’ αὐτὰ εἶναι μηδα­μι­νὰ μπρο­στὰ στὴ σοφία, τὸν πλοῦ­το καὶ τὴ δύνα­μη τῆς βασι­λεί­ας τῶν οὐρα­νῶν, ποὺ τοῦ ἦταν τόσο οἰκεία. Ἀλλ’ οὔτε καὶ τίς μεγά­λες ἐθνι­κὲς συνα­θροί­σεις ποὺ γίνον­ταν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιά τη γιορ­τὴ θαύ­μα­ζε. Τέτοιες συνα­θροί­σεις ἦταν ἐντε­λῶς ἀσή­μαν­τες σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὴ σύνα­ξη τῶν ἀγγέ­λων στὸν οὐρα­νό, ποὺ γίνον­ταν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου. Ὅταν οἱ ἄλλοι θαύ­μα­ζαν τὸ περί­φη­μο κάλ­λος τοῦ ναοῦ τοῦ Σολο­μῶν­τα, Ἐκεῖ­νος μιλοῦ­σε γιὰ τὴν ἰσο­πέ­δω­ση τοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἄξι­ζε νὰ θαυ­μά­ζει κανεὶς ἦταν ἡ μεγά­λη πίστη κάποιου ἀνθρώ­που. Εἶναι τὸ μέγι­στο καὶ κάλ­λι­στο γεγο­νὸς στὴ γῆ. Μὲ τὴν πίστη καὶ σκλά­βος ἐλευ­θε­ρώ­νε­ται, ὁ μισθω­τὸς γίνε­ται υἱὸς Θεοῦ, ὁ θνη­τὸς ἄνθρω­πος μετα­βάλ­λε­ται σὲ ἀθά­να­το. Ὅταν ὁ δίκαιος Ἰὼβ κεί­τον­ταν πλη­γω­μέ­νος στὶς στά­χτες καὶ τὰ ἐρεί­πια ὅλης του τῆς περιου­σί­ας, ὅταν εἶχε χάσει καὶ τὰ παι­διὰ τοῦ ἀκό­μα, ἡ πίστη τοῦ στὸ Θεὸ παρέ­μει­νε ἀναλ­λοί­ω­τη, ἀκλό­νη­τη. Ἐνῶ ὑπό­φε­ρε ἀπὸ τίς πλη­γὲς καὶ τοὺς πόνους, ἔκρα­ζε: «Εἴη τὸ ὄνο­μα Κυρί­ου εὐλο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰῶ­νας» (Ἰὼβ ἅ’ 21).

Σὲ ποιούς ἐκφρά­ζει ὁ Κύριος Ἰησοῦς το θαυ­μα­σμό Του; Τοὺς ἀκο­λου­θοῦ­σιν. Οἱ ἀκο­λου­θοῦν­τες ἦταν οἱ ἅγιοι ἀπό­στο­λοι. Θαύ­μα­ζε, γιὰ νὰ διδα­χτοῦν ἐκεῖ­νοι. Οἱ ἄλλοι Ἰου­δαῖ­οι ποὺ εἶχαν πάει μαζί του στὸ σπί­τι τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου, ἄκου­σαν τὰ λόγια ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Κύριος γιὰ νὰ δια­τυ­πώ­σει το θαυ­μα­σμὸ Τοῦ: οὐδέ ἕν τῷ Ἰσρα­ὴλ τοσαύ­την πίστιν εὗρον. Τοὺς εἶπε δηλα­δὴ ὁ Κύριος πῶς τέτοια πίστη δὲ συνάν­τη­σε οὔτε ἀνά­με­σα στοὺς Ἰσραη­λῖ­τες, ποὺ ἔπρε­πε νὰ εἶχαν μεγα­λύ­τε­ρη πίστη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁ Κύριος τοὺς εἶχε ἀπο­κα­λύ­ψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία Του, τὴ μέρι­μνα καὶ τὴν ἀγά­πη Του μὲ ἀμέ­τρη­τα σημεῖα καὶ θαύ­μα­τα, καθὼς καὶ μὲ τὰ πύρι­να λόγια τῶν προ­φη­τῶν Του. Στὸν Ἰσρα­ὴλ ὅμως ἡ πίστη εἶχε σχε­δὸν ὁλό­τε­λα ἀφυ­δα­τω­θεῖ, εἶχε στε­γνώ­σει. Ὁ ἐκλε­κτὸς λαὸς εἶχε ἐπα­να­στα­τή­σει ἐνάν­τια στὸν Πατέ­ρα. Τόσο ἡ καρ­διὰ ὅσο κι ὁ νοῦς τους τυφλώ­θη­καν, πέτρω­σαν. Ἀκό­μα κι οἱ ἀπό­στο­λοι Του στὴν ἀρχή — γιὰ παρά­δειγ­μα ὁ Πέτρος — δὲν εἶχαν τόση πίστη στὸ Χρι­στὸ ὅση ὁ Ρωμαῖ­ος αὐτὸς ἀξιω­μα­τι­κός. Οὔτε καὶ οἱ ἀδελ­φές του Λάζα­ρου, ποὺ ἐπι­σκέ­φτη­κε ὁ Χρι­στὸς στὸ σπί­τι τους, οὔτε κι οἱ συγ­γε­νεῖς καὶ οἱ φίλοι Του στὴ Ναζα­ρέτ, ποὺ μεγά­λω­σαν μαζί.

Τώρα ὁ Κύριος, ποὺ βλέ­πει μὲ τὸ πνεῦ­μα Τοῦ ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου, προ­φη­τεύ­ει τίς δυσμε­νεῖς ἐξε­λί­ξεις γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους, ἀλλὰ καὶ τίς εὐχά­ρι­στες εἰδή­σεις γιὰ τὸν εἰδω­λο­λα­τρι­κὸ κόσμο:

«Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολ­λοὶ ἀπὸ ἀνα­το­λῶν καὶ δυσμῶν ἤξoυ­σι καὶ ἀνα­κλι­θή­σον­ται μετὰ Ἀβρα­άμ καὶ Ἰσα­ὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασι­λείᾳ τῶν οὐρα­νῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασι­λεί­ας ἐκβλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον: ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των» (Ματθ. ἡ’ 11,12). Ἡ προ­φη­τεία αὐτὴ ἐκπλη­ρώ­θη­κε καὶ ἐκπλη­ρώ­νε­ται ὡς τίς μέρες μας στὸ ἀκέ­ραιο.

Στὰ ἀνα­το­λι­κὰ καὶ τὰ δυτι­κὰ τῶν Ἰου­δαί­ων ζοῦ­σαν εἰδω­λο­λα­τρι­κοὶ λαοί. (Ὁ Θεο­φύ­λα­κτος λέει: «Ὁ Κύριος δὲ λέει “πολ­λοὶ εἰδω­λο­λά­τρες” ἀλλὰ ” πολλοί…από ἀνα­το­λῶν καὶ δυσμῶν”, ἂν καὶ εἶναι φανε­ρὸ πῶς ἔννο­οῦ­σε τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες. Για­τί δὲν κατο­νο­μά­ζει τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες; Γιὰ νὰ μὴ σκαν­δα­λί­σει τοὺς Ἰου­δαί­ους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε ἀπὸ ἀνα­το­λῶν καὶ δυσμῶν»). Πολ­λοὶ ἀπ’ αὐτοὺς προ­σῆλ­θαν στὴν πίστη ὡς ὁλό­κλη­ρα ἔθνη, ὅπως οἱ Ἀρμέ­νιοι, οἱ Αἰθί­ο­πες, οἱ Ἕλλη­νες καὶ οἱ Ρωμαῖ­οι, καθὼς καὶ οἱ ὑπό­λοι­ποι λαοὶ τῆς Εὐρώ­πης. Σὲ μερι­κὲς χῶρες ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ ἀσπά­στη­κε τὴν πίστη, ὅπως στὴν Ἀρα­βία, τὴν Αἴγυ­πτο, τὴν Ἰνδία, τὴν Περ­σία, τὴν Ἰαπω­νία κ.ἄ. ἐνῶ οἱ υἱοὶ τῆς βασι­λεί­ας (οἱ Ἰου­δαῖ­οι), στοὺς ὁποί­ους προ­σφέρ­θη­κε πρῶ­τα ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἔμει­ναν ἄκαμ­πτοι στὴν ἀπι­στία τοὺς μέχρι σήμε­ρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δια­σκορ­πί­στη­καν σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο, ἀπο­σπά­στη­καν ἀπὸ τίς ἑστί­ες τους, περι­φρο­νή­θη­καν καὶ μισή­θη­καν ἀπὸ τοὺς λαοὺς ἀνά­με­σα στοὺς ὁποί­ους ἔζη­σαν ὡς μετα­νά­στες. Ἡ ζωή τους στὴ γῆ ἔγι­νε σκό­τος ἐξώ­τε­ρον, κλαυθ­μὸς καὶ βρυγ­μός των ὀδόν­των. Στὸν ἄλλο κόσμο, στὸ ἀθά­να­το τρα­πέ­ζι τῶν προ­πα­τό­ρων τοὺς Ἀβρα­άμ, Ἰσα­ὰκ καὶ Ἰακώβ, θὰ βρε­θοῦν ἄλλοι ἄνθρω­ποι ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς φυλὲς καὶ τίς γλῶσ­σες, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Σ’ ἐκεῖ­νον τὸν κόσμο, γιά τοὺς ἄπι­στους υἱοὺς τῆς βασι­λεί­ας θὰ ὑπάρ­ξει σκό­τος, κλαυθ­μὸς καὶ βρυγ­μός των ὀδόν­των.

Ὁ γεωρ­γὸς ξερι­ζώ­νει καὶ καί­ει τὸ μαρα­μέ­νο κλῆ­μα καὶ στὴ θέση του τοπο­θε­τεῖ βλα­στά­ρια ἀπὸ παλιὰ κλή­μα­τα. Θὰ ξεχω­ρί­σει τοὺς ἐπα­να­στα­τη­μέ­νους γιοὺς τοῦ οὐρά­νιου Πατέ­ρα Του γιὰ πάν­τα, αἰώ­νια, καὶ θὰ υἱο­θε­τή­σει τοὺς μισθω­τούς Του. Οἱ ἐκλε­κτοί Του θὰ γίνουν ἀπό­βλη­τοι κι οἱ ἀπό­βλη­τοι ἐκλε­κτοί. Οἱ πρῶ­τοι θὰ γίνουν ἔσχα­τοι κι οἱ ἔσχα­τοι πρῶ­τοι. Κι ὁ Ἰησοῦς συνέ­χι­σε καὶ εἶπε στὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο:

«Καὶ εἶπεν Ἰησοῦς τὰ ἑκα­τον­τάρ­χῳ ὕπα­γε, καὶ ὡς ἐπί­στευ­σας γενη­θή­τω σοί. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκεί­νῃ» (Ματθ. ἡ’ 13). Προ­φή­τευ­σε πρῶ­τα κι ἔπει­τα ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐπι­βρα­βεύ­σει τὴν πίστη τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει τὴν προ­φη­τεία Του. Εἶπε ἕνα λόγο κι ὁ δοῦ­λος θερα­πεύ­τη­κε. Ὅπως στὴν πρώ­τη δημιουρ­γία ὁ Θεὸς εἶπε καὶ ἐγε­νή­θη­σαν, ἔτσι καὶ τώρα στὴν Και­νὴ Κτί­ση, ὁ Κύριος λέει καὶ γίνε­ται. Ὁ παρά­λυ­τος ἄνθρω­πος, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν θερα­πεύ­σει ὁλό­κλη­ρη ἡ Ρωμαϊ­κὴ αὐτο­κρα­το­ρία, θερα­πεύ­τη­κε καὶ σηκώ­θη­κε ἀμέ­σως μ’ ἕνα θεϊ­κὸ λόγο τοῦ Σωτῆ­ρα μας. Ἡ ἀρρώ­στια εἶναι ὑπη­ρέ­της τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος λέει «πήγαι­νε», πηγαί­νει ὅταν λέει «ἔλα», ἔρχε­ται. Ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος ἔγι­νε καλὰ δίχως φάρ­μα­κα καὶ ἀλοι­φές, ἐπει­δὴ ὁ ὑπη­ρέ­της (ἡ ἀρρώ­στια) ἀνα­γνώ­ρι­σε τὴ φωνὴ τοῦ Ἀφέν­τη του καὶ ἀνα­χώ­ρη­σε. Τὰ φάρ­μα­κα κι οἱ ἀλοι­φὲς δὲ θερα­πεύ­ουν. Ὁ Θεὸς θερα­πεύ­ει. Ὁ Θεὸς θερα­πεύ­ει εἴτε ἄμε­σα μέ το λόγο Του εἴτε μὲ τὰ φάρ­μα­κα καὶ τίς ἀλοι­φές, ἀνά­λο­γα μὲ τὴν πολ­λὴ ἢ λίγη πίστη τοῦ ἄρρω­στου. Δὲν ὑπάρ­χει σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο φάρ­μα­κο γιὰ κάθε περί­πτω­ση, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ διώ­ξει τὴν ἀρρώ­στια καὶ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν ὑγεία χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, τὴ δύνα­μη, τὴν παρου­σία καί το λόγο Του.

Ἄς ἔχει δόξα ὁ Θεὸς γιὰ τίς ἀμέ­τρη­τες θερα­πεῖ­ες ποὺ κάνει στοὺς πιστοὺς μὲ τὸ δυνα­μι­κό Του λόγο, τόσο στὰ ἀρχαῖα χρό­νια ὅσο καὶ σήμε­ρα. Προ­σκυ­νοῦ­με τὸν ἅγιο καὶ παν­το­δύ­να­μο λόγο Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνα­δη­μιουρ­γεῖ, θερα­πεύ­ει τοὺς ἄρρω­στους, ἀνα­σταί­νει ὅσους ἔπε­σαν, δοξά­ζει τοὺς περι­φρο­νη­μέ­νους, ἐπι­βρα­βεύ­ει τοὺς πιστοὺς καὶ προ­ση­λυ­τί­ζει τοὺς ἄπι­στους. Κι όλ’ αὐτὰ μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Μονο­γε­νοῦς Του Υἱοῦ, τοῦ Κυρί­ου καὶ Σωτῆ­ρα μας, μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Μαζὶ μὲ τίς χορεῖ­ες τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων, προ­σκυ­νοῦ­με τὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Πιστεύ­εις;

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τὰ ἑκα­τον­τάρ­χῳ· Ὑπα­γε, καὶ ὡς ἐπί­στευ­σας γενη­θή­τω σοί» (Ματθ. 8, 13)

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ἄγα­πη­τοί μου, προ­τοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χρι­στός, ὑπῆρ­χαν δοῦ­λοι. Τί ἦταν οἱ δοῦ­λοι; Ἀνθρω­ποι ἦταν φυσι­κὰ κι αὐτοί, ἀλλὰ δὲν τοὺς λογά­ρια­ζαν γιὰ ἀνθρώ­πους. Δικαιώ­μα­τα ἀνθρώ­που δὲν εἶχαν. Κανέ­νας νόμος δὲν τοὺς προ­στά­τευε. Οἱ κύριοι τοὺς τοὺς ἔκα­ναν ὅ,τι ἤθε­λαν. Τοὺς ἔβα­ζαν στὶς πιὸ βαρειὲς δου­λειές. Ἔσκα­βαν τὰ χωρά­φια, κου­βα­λοῦ­σαν πέτρες καὶ λάσπη γιὰ νὰ χτί­ζουν τ’ ἀφεν­τι­κὰ τὰ μέγα­ρά τους, δού­λευαν μὲ ἁλυ­σί­δες στὰ πόδια στὰ μεταλ­λεῖα, στὰ κάτερ­γα, τρα­βοῦ­σαν κου­πὶ στὰ πλοῖα, καὶ πάλευαν μὲ ἄγρια θηρία γιὰ νὰ βλέ­πουν καὶ νὰ δια­σκε­δά­ζουν οἱ κύριοι τούς. Καμ­μιὰ πλη­ρω­μὴ δὲν ἔπαιρ­ναν γιὰ τίς δου­λειὲς ποὺ ἔκα­ναν. Ἡ τρο­φή τους ἦταν, ἄθλια. Σπί­τια δικά τους δὲν εἶχαν. Ἀλλοί­μο­νο δὲ ἂν τὸ ἀφεν­τι­κὸ δὲν ἦταν εὐχα­ρι­στη­μέ­νο μαζί τους. Τοὺς τιμω­ροῦ­σε σκλη­ρά. Τοὺς χτυ­ποῦ­σε ἀλύ­πη­τα. Μπο­ροῦ­σε ἀκό­μη καὶ νὰ τοὺς σκο­τώ­σῃ, χωρὶς νὰ δώσῃ λόγο σὲ κανέ­να. Ὅπο­τε ἤθε­λε τὸ ἀφεν­τι­κό, ἔπαιρ­νε τὸ δοῦ­λο καὶ τὸν πήγαι­νε στὰ σκλα­βο­πά­ζα­ρα, ἐκεῖ δηλα­δὴ ποὺ που­λοῦ­σαν καὶ ἀγό­ρα­ζαν δού­λους, ὅπως σήμε­ρα που­λᾶ­νε καὶ ἀγο­ρά­ζουν ζῶα.

Ἀλλὰ για­τί ἐδῶ μιλᾶ­με γιὰ δού­λους; Διό­τι τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ποὺ ἀκού­σα­με σήμε­ρα, μιλά­ει κι αὐτὸ γιὰ ἕνα δοῦ­λο, δοῦ­λο ποὺ ὑπη­ρε­τοῦ­σε σὲ κάποιο ἀφεν­τι­κό.

Ὁ δοῦ­λος αὐτὸς ἀρρώ­στη­σε κ’ ἔπε­σε στὸ κρε­βά­τι. Ἡ ἀρρώ­στια τοῦ ἦταν σοβα­ρή. Τὸ κορ­μί του παρέ­λυ­σε. Πονοῦ­σε πολύ. Ἦταν πιὰ ἕνας δοῦ­λος ἄχρη­στος, ἂν καὶ ἦταν νέος. Αὐτὸν τὸν ἄχρη­στο δοῦ­λο τί περί­με­νε κανεὶς νὰ τὸν κάνῃ καὶ κύριός του; Νὰ δεί­ξῃ ἐνδια­φέ­ρον; νὰ τὸν πάη στοὺς για­τρούς; ν’ ἀγο­ρά­σῃ φάρ­μα­κα; Κάθε ἄλλο. Τέτοιο ἐνδια­φέ­ρον, ὅπως εἴπα­με, δὲν ἔδει­χναν οἱ κύριοι τῶν δού­λων. ‘Ἀδια­φο­ροῦ­σαν τελεί­ως, καὶ τοὺς ἄφη­ναν νὰ πεθά­νουν.

Ἀλλὰ ὁ κύριος τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου ἦταν πολὺ δια­φο­ρε­τι­κὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους κυρί­ους. Ἠταν ἕνας ἐξαι­ρε­τι­κὸς ἄνθρω­πος. Δὲν ἦταν Iου­δαί­ος· εἰδω­λο­λά­τρης ἦταν. Δὲν ἦταν ἱερεύς· ἀξιω­μα­τι­κὸς ἦταν. ὁ βαθ­μὸς τοῦ ἑκα­τόν­ταρ­χος, δηλα­δὴ εἶχε τὸ βαθ­μὸ ποὺ ἔχει σήμε­ρα στὸ στρα­τὸ ὁ λοχα­γός. Ἦταν λοχα­γός, ποὺ ἀνῆ­κε ὄχι σ’ ἕνα μικρὸ κρά­τος, ἀλλὰ στὸ πιὸ ἰσχυ­ρὸ κρά­τος, ὅπως ἦταν τότε ἡ Ρωμαϊ­κὴ αὐτο­κρα­το­ρία. Μὲ τὰ ὅπλα ἀσχο­λοῦν­ταν. Σὲ ἄγριες μάχες καὶ πολέ­μους θὰ εἶχε λάβει μέρος. Σκλη­ρὴ καρ­διὰ θὰ περί­με­νε κανεὶς νὰ ἔχῃ καὶ ἑκα­τόν­ταρ­χος. Καὶ ὅμως οὔτε τὸ ἀξί­ω­μά του, οὔτε ἡ κατα­γω­γή του, οὔτε τὸ ἄθλιο εἰδω­λο­λα­τρι­κὸ περι­βάλ­λον ποὺ ζοῦ­σε κατώρ­θω­σαν νὰ ἐπη­ρε­ά­σουν τὸν ἐξαι­ρε­τι­κὸ αὐτὸν ἄνθρω­πο. Μέσ’ στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ ὑπῆρ­χε μιὰ σπί­θα, μιὰ θεϊ­κὴ σπί­θα. Ἀγα­ποῦ­σε ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος τὸ δοῦ­λο του. Αὐτὸς ἔβλε­πε τὸ δοῦ­λο τοῦ σὰν πλά­σμα τοῦ Θεοῦ. Δὲν τοῦ ἐπέ­τρε­πε ἡ συνεί­δη­σί του ν’ ἀδια­φο­ρή­σῃ γιὰ τὸν ἄρρω­στο δοῦ­λο του. Ἔδει­ξε λοι­πὸν ἐνδια­φέ­ρον σὰν νὰ ἦταν παι­δί του. Καὶ φάρ­μα­κα θὰ ἀγό­ρα­σε, καὶ σὲ για­τροὺς θὰ τὸν πῆγε, καὶ ὅ,τί μπο­ροῦ­σε θὰ ἔκα­νε.

Mα τοῦ κάκου. ὁ δοῦ­λος δὲν γινό­ταν καλά. Ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ εἶνε παρά­λυ­τος, νὰ πονάη. Καὶ οἱ πόνοι τοῦ δού­λου ἦταν καὶ πόνοι τοῦ ἑκα­τον­τάρ­χου. Τί εὐγε­νι­κός, τί ἐξαι­ρε­τι­κὸς ἄνθρω­πος ἦταν αὐτὸς καὶ ἑκα­τόν­ταρ­χος! Ἕνα κομ­μά­τι μάλα­μα μέσα σὲ βου­νὸ σκου­ριᾶς. Ἕνα ἀστέ­ρι μέσα στὸ φοβε­ρὸ σκο­τά­δι τῆς ἀσπλα­χνί­ας.

Ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος, ὅταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅτι ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται στὴν πόλη ποὺ ὑπη­ρε­τοῦ­σε αὐτὸς σὰν φρού­ραρ­χος, δὲν ἔχα­σε τὴν εὐκαι­ρία. Ἔτρε­ξε νὰ συναν­τή­σῃ τὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τὸν παρα­κα­λέ­σῃ γιὰ τὸ δοῦ­λο του. Για­τί εἶχε ἀκού­σει, ὅτι ὁ Χρι­στὸς κάνει θαύ­μα­τα. Καὶ νὰ λοι­πὸν ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό.

Θαυ­μά­στε τον. Μὲ πόση ταπεί­νω­σι στέ­κε­ται μπρο­στὰ στὸν Κύριο! Μὲ πόση πίστι ὑπο­βάλ­λει τὴν παρά­κλη­σί του, νὰ κάνῃ ὁ Χρι­στὸς καλὰ τὸ δοῦ­λο του!

-Θὰ ἔρθω στὸ σπί­τι σου νὰ τὸν θερα­πεύ­σω, λέει ὁ Χρι­στός.

-Ὄχι, Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ μιὰ τέτοια ἐπί­σκε­ψι. Κι ἀπὸ μακριὰ ἀκό­μη, Κύριε, μπο­ρεῖς νὰ τὸν κάνῃς καλά. Ὅπως ἐγὼ δια­τά­ζω τοὺς στρα­τιῶ­τες μου καὶ κάνουν ὅ,τι τοὺς πῶ, ἔτσι κ’ ἐσύ, Κύριε, μπο­ρεῖς νὰ δια­τά­ξῃς τίς ἀρρώ­στιες καὶ νὰ φύγουν μακριά. Μικρὴ δὲ ἡ δική μου ἐξου­σία. Ἡ δική σου πολὺ μεγά­λη. Φτά­νει ἕνας λόγος σου, Κύριε, γιὰ νὰ τὸν θερα­πεύ­σῃ.

Ὁ Χρι­στὸς θαύ­μα­σε ἀκού­γον­τας τὰ λόγια τοῦ ἑκα­τον­τάρ­χου. Εἶδε, ὅτι ὁ Ρωμαῖ­ος αὐτὸς ἑκα­τόν­ταρ­χος εἶχε μιὰ πίστι μεγά­λη. Μιὰ πίστι, ποὺ δὲν εἶχαν τα ἑκα­τομ­μύ­ρια τῶν Ἰου­δαί­ων. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἔβλε­παν τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός, καὶ ὅμως δὲν πίστευαν, καὶ οἱ ἄρχον­τες τοὺς τὸν μισοῦ­σαν καὶ ἤθε­λαν νὰ τὸν θανα­τώ­σουν. Καὶ ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος, ποὺ δὲν ἀνῆ­κε στὸν περιού­σιο, στὸν ἐκλε­κτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχῃ τέτοια πίστι; — Ὁ Χρι­στός, ἀφοῦ ἐπαί­νε­σε τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο γιὰ τὴ μεγά­λη του πίστι, θερά­πευ­σε τὸ δοῦ­λο. Τὸν θερά­πευ­σε χωρὶς νὰ πάη στὸ σπί­τι τοῦ ἑκα­τον­τάρ­χου. Τὸν θερά­πευ­σε ἀπὸ μακριά. Τὸν θερά­πευ­σε μὲ ἕνα μόνο λόγο του «Ὕπα­γε, καὶ ὡς ἐπί­στευ­σας γενη­θή­τω σοί» (Ματθ. 8, 13).

Ἄχ, νὰ εἴχα­με καὶ ἐμεῖς τὴν πίστι αὐτὴ τοῦ ἑκα­τον­τάρ­χου! «Κύριε», εἶπε, «φθά­νει ἕνας λόγος σου γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ δοῦ­λο μου». Για­τί ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶνε σὰν τοὺς λόγους τῶν ἀνθρώ­πων. Οἱ ἄνθρω­ποι δὲν μπο­ροῦν μέ το λόγο τους νὰ κάνουν ὅ,τι ἔκα­νε ὁ Χρι­στός. Εἶνε ἀδύ­να­το. Χίλιες δια­τα­γὲς νὰ δώσουν στὴ φωτιά, ἡ φωτιὰ δὲν θὰ σβή­σῃ. Χίλιες δια­τα­γὲς νὰ δώσουν στὴν ἀγριε­μέ­νη θάλασ­σα, ἡ θάλασ­σα δὲν θὰ γαλη­νέ­ψῃ. Χίλιες δια­τα­γὲς νὰ δώσουν στὴν ἄψυ­χη ὕλη, ἡ ὕλη δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζων­τα­νέ­ψῃ καὶ νὰ βγῆ ἀπὸ αὐτὴν ὄχι ἄνθρω­πος, ὄχι ζῶο, ὄχι που­λί, ἀλλ’ οὔτε μιὰ πετα­λού­δα, οὔτε ἕνα μυρ­μήγ­κι. Ποιός τὰ ἔκα­νε ὅλα αὐτά; Ὁ Χρι­στός. Πῶς; Μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο. «Εἶπε, καὶ ἐγε­νή­θη­σαν» (Ψαλμ. 148, 5). .

Καὶ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ τέτοια δύνα­μι, για­τί δὲν εἶνε λόγος ἀνθρώ­που, ἀλλ’ εἶνε λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούρ­γη­σε τὸ σύμ­παν καὶ ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ μὲ σῶμα ἀνθρώ­πι­νο, καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶνε παρὼν μέσα στὴν Ἐκκλη­σία του, ποὺ εἶνε τὸ σῶμα του. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ἡ κεφα­λή, ἡ ἀνω­τά­τη ἀρχὴ καὶ ἐξου­σία. Ναί, μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό, σὰν στρα­τιῶ­τες ποὺ περι­μέ­νουν δια­τα­γές, στέ­κον­ται ὅλα τὰ στοι­χεῖα τῆς φύσε­ως, ὅλα τὰ δημιουρ­γή­μα­τα, ὁ ἥλιος, ἡ σελή­νη, τὰ ἄστρα, ἡ θάλασ­σα, οἱ ποτα­μοί, οἱ ἄνθρω­ποι, οἱ ἄγγε­λοι καὶ οἱ ἀρχάγ­γε­λοι. Ὅλοι καὶ ὅλα σ’ αὐτὸν ὑπα­κοῦ­νε, καὶ αὐτὸς κυβερ­νᾷ τὸ σύμ­παν μὲ τοὺς φυσι­κοὺς καὶ ὑπερ­φυ­σι­κοὺς νόμους. Καὶ κάνει θαύ­μα­τα στὸν οὐρα­νὸ καὶ στὴ γῆ. Καὶ ἂν ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι, ποὺ δὲν τὸν πιστεύ­ουν καὶ δὲν θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλη­μά του, σ’ αὐτοὺς θὰ ἔχῃ ἐφαρ­μο­γὴ τὸ «Ὄψον­ται εἰς ὄν ἐξε­κέν­τη­σαν» (Ζαχ. 12, 10 [ἐβρ.]: Ἰωάν. 19, 37).

Ὁ Χρι­στός, ἀγα­πη­τέ μου, ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ Κύριος, ὁ παν­το­δύ­να­μος, ὁ πάν­σο­φος καὶ πανά­γα­θος Θεός. Αὐτὸ πίστευε ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Αὐτὸ πίστευαν χιλιά­δες καὶ ἑκα­τομ­μύ­ρια πιστοί, ἄνδρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ ἔκα­ναν θαύ­μα­τα. Καὶ ἐρω­τῶ: Πιστεύ­εις ἐσὺ ὅπως ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος; Ἄν πιστεύ­ῃς, δεῖ­ξε κ’ ἐσὺ τὴν πίστι σου μὲ τὴν ταπεί­νω­σι καὶ μὲ τὴν ἀγά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον, ὅπως τὴν ἔδει­ξε καὶ ἑκα­τόν­ταρ­χος. Δεῖ­ξε μὲ ἔργα τὴν πίστι σου. Καὶ τότε θὰ δῇς κ’ ἐσὺ στὴ ζωή σου σὲ χίλιες περι­πτώ­σεις τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ θ’ ἀκοῦς τὴν παν­το­δύ­να­μη φωνή του «Ὕπα­γε, καὶ ὡς ἐπί­στευ­σας γενη­θή­τω σοί» (Ματθ. 8, 13).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek