ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Η’ 28 - 34, Θ΄ 1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 29καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 30ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 31οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 32καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 33οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 34καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

28 Οταν δε ήλθε εις την απέναντι παραλίαν, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μη ημπορή να περάση κανείς από τον δρόμον εκείνον. 29 Και ιδού, όταν τον αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην και είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασανίσης, πριν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;” 30 Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκαν. 31 Οι δε δαίμονες τον παρακαλούσαν και έλεγαν· “εάν θα μας διώξης από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπάδι των χοίρων”. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Και αυτοί εβγήκαν από τους ανθρώπους και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανίαν και γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι των χοίρων από το μέρος του κρημνού εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται της αγγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). 33 Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν και μάλιστα τα της θεραπείας των δαιμονιζομένων. 34 Και ιδού όλη η πόλις εβγήκε, δια να συναντήση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια της περιοχής των· (και τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως δια τας παραβάσεις των υποστούν και άλλην τιμωρίαν). Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ.

28 Κι όταν ο Κύριος ήλθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν από τα μνήματα που υπήρχαν εκεί, στα οποία ευχαριστιούνταν να κατοικούν. Ήταν και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι? τόσο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει απ’ το δρόμο εκείνο. 29 Και ξαφνικά απ’ το φόβο τους κραύγασαν δυνατά και είπαν: Ποιά σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρόωρα, πριν από τον καιρό της παγκόσμιας κρίσεως, για να μας βασανίσεις; 30 Στο μεταξύ υπήρχε μακριά απ’ αυτούς ένα κοπάδι με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν εκεί. 31 Οι δαίμονες τότε άρχισαν να τον παρακαλούν λέγοντας: Εάν πρόκειται να μας βγάλεις έξω από εδώ, δώσ’ μας την άδεια να φύγουμε και να μπούμε μέσα στο κοπάδι των χοίρων. 32 Κι επειδή αυτοί που έτρεφαν τους χοίρους το έκαναν αυτό παραβαίνοντας τον Μωσαϊκό νόμο, που απαγόρευε ως ακάθαρτο το χοιρινό κρέας, ο Κύριος τιμωρώντας την παρανομία τους αυτή είπε στους δαίμονες: Πηγαίνετε. Κι αυτοί βγήκαν απ’ τους ανθρώπους και πήγαν στους χοίρους. Και ξαφνικά όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε με μανία από το επάνω μέρος του γκρεμού προς τα κάτω, στη θάλασσα, και πνίγηκαν στα νερά της λίμνης. 33 Τότε εκείνοι που έβοσκαν τους χοίρους έφυγαν, κι αφού πήγαν στην πόλη, ανήγγειλαν όλα όσα έγιναν, και ιδιαιτέρως το τι συνέβη με τους δαιμονισμένους. 34 Και τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως βγήκαν για να συναντήσουν τον Ιησού? κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από τα σύνορά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγαλύτερα κακά. Και αφού μπήκε σ’ ένα πλοίο, πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική του πόλη, την Καπερναούμ. 

28 Ὅταν δὲἔφθασε στὸ ἀπέναντι μέρος, στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι, ποὺἔβγαιναν ἀπὸ τοὺς τάφους, φοβεροὶ πολύ, ὥστε νὰ μὴ μπορῇ κανεὶς νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο. 29 Καὶ ἰδοὺἔκραξαν λέγοντας: «Τί σχέσιἔχουμε ἐμεῖς μ᾽ ἐσένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς βασανίσῃς προτοῦἔλθῃ ὁ καιρός μας;». 30 Μακριὰ δὲ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν μία μεγάλη ἀγέλη ἀπὸ χοίρους, ποὺἔβοσκε. 31 Ὁἱ δὲ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Ἐὰν πρόκειται νὰ μᾶς βγάλῃς, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων». 32 Καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε». Καὶ βγῆκαν καὶ πῆγαν στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε ὅλη ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων καὶ γκρεμίστηκε στὴ λίμνη καὶ πνίγηκε στὰ νερά. 33 Ὁἱ δὲ βοσκοὶ ἔφυγαν, καὶ πῆγαν στὴν πόλι, καὶ ἀνήγγειλαν ὅλα τὰ συμβάντα, καὶ ἰδίως τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς δαιμονισμένους. 34 Καὶ ἰδοὺ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως βγῆκαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, καί, ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Τότε ἐπιβιβάσθηκε σὲ πλοῖο καὶ πέρασε ἀπέναντι καὶ ἦλθε στὴν πόλι του (τὴν Καρπεναούμ). 

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ

«Κα λθόντι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γεργεσηνν πήντησαν ατ δύο δαιμονιζόμενοι κ τν μνημείων ξερχόμενοι, χαλεπο λίαν, στε μ σχύειν τιν παρελθεν δι τς δο κείνης. κα δο κραξαν λέγοντες· τί μν κα σοί, ησο υἱὲ το Θεο; λθες δε πρ καιρο βασανίσαι μς;(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν από τα μνήματα που υπήρχαν εκεί, στα οποία ευχαριστιούνταν να κατοικούν. Ήταν και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι˙ τόσο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει απ’ τον δρόμο εκείνο. Και ξαφνικά απ’ τον φόβο τους κραύγασαν δυνατά και είπαν: “Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρόωρα, πριν από τον καιρό της παγκόσμιας κρίσεως, για να μας βασανίσεις;”)»[Ματθ.8,28-29].

Επειδή ο κόσμος θεωρούσε τον Ιησού ακόμη ως έναν απλό άνθρωπο, ήρθαν τώρα οι δαίμονες και ανακηρύσσουν τη θεότητά Του. Και αυτοί που την τρικυμισμένη πρώτα και τώρα, έπειτα από την εντολή Του, ησυχασμένη θάλασσα, δεν την άκουγαν που μαρτυρούσε με την απότομη γαλήνευσή της την ομολογία του Δημιουργού της, άκουγαν τους δαίμονες που κραύγαζαν αυτά, που ακριβώς και εκείνη κραύγαζε με τη γαλήνη της. Κι έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι η διακήρυξη αυτή των δαιμόνων απέβλεπε στην κολακεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρόσταγμά Του είχε επιβληθεί στα στοιχεία της φύσης και είχε κοπάσει την τρικυμία, φωνάζουν δυνατά, βασιζόμενοι στην πείρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ομολογούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεωρηθεί ύποπτη κολακείας η παράκλησή τους· γιατί δέχονταν αόρατα χτυπήματα και τους έδερνε χειρότερη από όσο την θάλασσα τρικυμία κι ένιωθαν να τρυπιούνται και να καίγονται και να παθαίνουν αθεράπευτα κακά και από την παρουσία Του μονάχα.

Πραγματικά, επειδή κανένας δεν είχε την τόλμη να τους πλησιάσει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χριστός έρχεται προς αυτούς. Και ο μεν Ματθαίος λέγει ότι Του έλεγαν: «λθες δε πρ καιρο βασανίσαι μς;(:Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις, πριν έλθει ο προκαθορισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;)»[Ματθ.8,29], ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές πρόσθεσαν ότι Τον παρακαλούσαν και Τον εξόρκιζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο[πρβ. Μάρκ. 5,10: «Κα παρεκάλει ατν πολλ να μ ποστείλ ατος ξω τς χώρας(:Και παρακαλούσε πολύ τον Ιησού να μην τους στείλει έξω από τη χώρα εκείνη)» και Λουκ.8,51: «Κα παρεκάλει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσσον πελθεν(:Και τα δαιμόνια αυτά με το στόμα του δαιμονισμένου Τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στα τρίσβαθα του Άδη)». Διότι νόμιζαν ότι έφτασε γι’ αυτούς η κόλαση και φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν πλέον.

Εάν πάλι όσοι μελετούν το Ευαγγέλιο του Λουκά λέγουν ότι ο δαιμονιζόμενος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8,27: «ξελθόντι δ ατ π τν γν πήντησεν ατ νήρ τις κ τς πόλεως, ς εχε δαιμόνια κ χρόνων κανν, κα μάτιον οκ νεδιδύσκετο κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνήμασιν(:Και όταν ο Ιησούς βγήκε στη στεριά, τον συνάντησε κάποιος άνθρωπος που καταγόταν από την πόλη, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια. Αυτός δεν φορούσε πάνω του ρούχα ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε μέσα στα μνήματα)»], ενώ ο Ματθαίος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους[βλ. Ματθ.8,28: «Κα λθόντι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γεργεσηνν πήντησαν ατ δύο δαιμονιζόμενοι κ τν μνημείων ξερχόμενοι, χαλεπο λίαν, στε μ σχύειν τιν παρελθεν δι τς δο κείνης(:Όταν λοιπόν ήλθε στην απέναντι παραλία, στη χώρα των Γεργεσηνών, ήρθαν να Τον συναντήσουν δύο δαιμονιζόμενοι που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μην μπορεί να περάσει κανείς από τον δρόμο εκείνον)»], ούτε και το γεγονός αυτό παρουσιάζει διαφωνία μεταξύ των δύο ευαγγελιστών· διότι εάν έγραφε ο Λουκάς ότι ένας μόνο δαιμονιζόμενος υπήρξε και δεν υπήρχε άλλος, θα φαινόταν ότι διαφωνούσε προς τον Ματθαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλησε για έναν δαιμονιζόμενο και ο άλλος για δύο δαιμονιζόμενους, δεν προέρχεται από αντίφαση το πράγμα, αλλά από τον διαφορετικό τρόπο αφηγήσεως. Πραγματικά προσωπικά νομίζω ότι ο Λουκάς διάλεξε τον φοβερότερο από τους δύο και γι’ αυτόν έκανε λόγο. Γι’ αυτό και περιγράφει πιο τραγικά τη συμφορά του, όπως για παράδειγμα ότι έσπαζε τα δεσμά και τις αλυσίδες με τις οποίες προσπαθούσαν να τον δέσουν και περιπλανιόταν στην έρημο. Ο Μάρκος επίσης προσθέτει ότι καταξέσκιζε τον εαυτό του με τις πέτρες[ βλ. Μάρκ. 5,5: «Κα δι παντς νυκτς κα μέρας ν τος μνήμασι κα ν τος ρεσιν ν κράζων κα κατακόπτων αυτν λίθοις(:Και συνεχώς νύχτα και μέρα έμενε στα μνήματα και στα βουνά κι έβγαζε κραυγές και καταπλήγωνε τον εαυτό του με πέτρες)»].

Και οι λόγοι των δαιμονιζόμενων προς τον Ιησού ήσαν αρκετοί για να αποδείξουν τη σκληρότητα και την αναισχυντία τους. «Ήλθες εδώ πρόωρα για να μας βασανίσεις;», λέγουν. Δεν μπορούσαν βέβαια να ισχυριστούν ότι δεν αμάρτησαν, διατυπώνουν όμως την αξίωση να μην τιμωρηθούν πριν από την καθορισμένη ώρα. Επειδή δηλαδή τους βρήκαν τα αθεράπευτα κακά και επειδή αυτοί ενεργούσαν παράνομα και διέστρεφαν και βασάνιζαν με κάθε τρόπο το δημιούργημα του Θεού, γι’ αυτό νόμιζαν ότι εξαιτίας της υπερβολής των συμβάντων, δεν θα περίμενε τον καθορισμένο καιρό της κολάσεως, γι’ αυτό Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν. Και εκείνοι που δεν τους συγκρατούσαν τα σιδηρά δεσμά, έρχονται δέσμιοι. Εκείνοι που τριγύριζαν στα βουνά, κατέβηκαν στην πεδιάδα. Εκείνοι που εμπόδιζαν τους άλλους να περνούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσσει τον δρόμο, στάθηκαν. Για ποιο λόγο όμως παρέμεναν στα μνήματα οι δαιμονιζόμενοι; Επειδή ήθελαν να δημιουργήσουν στους ανθρώπους ολέθρια αντίληψη, ότι δηλαδή οι ψυχές των αποθανόντων γίνονται δαίμονες, πράγμα που εύχομαι να μη σας περάσει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέψη.

«Ναι, αλλά ποια απάντηση», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «μπορείς να δώσεις στο γεγονός ότι πολλοί από τους μάγους αρπάζουν παιδιά και τα σφάζουν, ώστε στη συνέχεια να έχουν την ψυχή τους βοηθό στις μαγείες τους;». Και πώς αποδεικνύεται αυτό; Το ότι βέβαια, σφάζουν τα παιδιά, το λέγουν πολλοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παιδιών που σφαγιάζονται συνεργάζονται με τους μάγους, από πού το γνωρίζεις; Πες μου, σε παρακαλώ. «Αυτοί», θα απαντούσε αυτός που πιθανόν να εξέφραζε αυτήν την απορία, « οι δαιμονισμένοι φωνάζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δείνα». Μα κι αυτό είναι πλεκτάνη και απάτη διαβολική· διότι δεν είναι η ψυχή του αποθανόντος που φωνάζει, αλλά ο δαίμονας που υποκρίνεται αυτά, με σκοπό να εξαπατήσει εκείνους που τον ακούνε. Διότι εάν ήταν δυνατόν να εισέλθει η ψυχή στην υπόσταση του δαίμονος, πολύ ευκολότερα θα εισερχόταν στο δικό της σώμα. Έπειτα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λογικά το να συνεργάζεται η σφαγείσα ψυχή με τον σφαγέα της. Ούτε πάλι δικαιολογείται να μπορεί ο άνθρωπος να μεταβάλλει ασώματη δύναμη σε άλλου είδους υπόσταση. Πραγματικά εάν αυτό είναι αδύνατο για τα σώματα και δεν υπάρχει περίπτωση να μεταμορφώσει κανείς το σώμα ανθρώπου σε σώμα όνου, πολύ περισσότερο είναι αυτό αδύνατο για την αόρατη ψυχή και κανένας δεν θα μπορέσει να την μετασχηματίσει στην υπόσταση του δαίμονος.

Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές προέρχονται από μεθυσμένα γραΐδια και προορίζονται να εκφοβίζουν τα μικρά παιδιά· διότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή που αποχωρίζεται από το σώμα να πλανάται πλέον στη γη. Πράγματι, «δικαίων δ ψυχα ν χειρ Θεο, κα ο μ ψηται ατν βάσανος(:η ζωή των δικαίων βρίσκεται κάτω από το παντοδύναμο προστατευτικό χέρι του Θεού και καμία θλίψη και βάσανος δεν θα τους εγγίσει, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψει)»[Σοφ. Σολ.3,1]. Εάν όμως βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου οι ψυχές των δικαίων, τότε βρίσκονται και των παιδιών οι ψυχές, διότι τα παιδιά δεν είναι πονηρά. Αλλά και των αμαρτωλών ανθρώπων οι ψυχές αμέσως φεύγουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου( πρβ. Λουκ. 16,19-31).

Και σε άλλη περίπτωση όμως λέγει ο Κύριος: «φρον, ταύτ τ νυκτ τν ψυχήν σου παιτοσιν π σο· δ τοίμασας τίνι σται;(:Άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς και νόμισες ότι η μακροζωία σου εξαρτιόταν από τα πλούτη σου και όχι από Εμένα˙ τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ καιρό ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας και νόμιζες ότι θα άρχιζε από εδώ και πέρα η αναπαυτική και απολαυστική ζωή σου, οι φοβεροί δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθάνεις. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες και αποθήκευσες σε ποιον θα ανήκουν και σε ποιους κληρονόμους θα περιέλθουν;)»[Λουκ.12,20].

Βέβαια δεν είναι δυνατόν η ψυχή που εξήλθε από το σώμα να περιφέρεται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσικό· διότι, ενώ όταν βαδίζουμε επάνω στη συνηθισμένη και γνώριμη περιοχή της γης, έχοντας το σώμα μας, δεν γνωρίζουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε κάθε φορά που θα βρεθούμε σε άγνωστο δρόμο, εάν δεν έχουμε οδηγό, κατά ποια λογική η ψυχή, που χωρίστηκε από το σώμα και αποξενώθηκε από όλες τις συνήθειές της, θα γνωρίσει πού πρέπει να βαδίζει χωρίς να έχει τον οδηγό της;

Αλλά και από άλλες περιπτώσεις μπορεί κανείς να πληροφορηθεί ότι δεν είναι δυνατόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παραμείνει στη γη. Πραγματικά, ο Στέφανος λέγει: «Κύριε ησο, δέξαι τ πνεμά μου(:Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου)»[Πράξ.7,59].Και ο Παύλος, επίσης, λέγει: «μο γρ τ ζν Χριστς κα τ ποθανεν κέρδος(:Διότι για μένα η ζωή είναι ο Χριστός, αφού ζω τη νέα ζωή του Χριστού και ζει μέσα μου ο Χριστός. Όμως και το να πεθάνω είναι κέρδος, διότι με τον θάνατο θα ενωθώ πλήρως με τον Χριστό)»[Φιλιπ.1,21].Και για τον πατριάρχη Αβραάμ λέγει η Γραφή: «Κα κλείπων πέθανεν βραμ ν γήρ καλ πρεσβύτης κα πλήρης μερν κα προσετέθη πρς τν λαν ατο(:Και αφού τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του, πέθανε ο Αβραάμ σε ευτυχισμένα γηρατειά, γέροντας πλήρης ημερών, και προστέθηκε στους προγόνους του που εκδήμησαν από τον κόσμο αυτόν)»[Γέν.25,8].

Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρτωλών μπορούν να παραμείνουν εδώ, άκουσε που ο πλούσιος της παραβολής θερμά παρακαλούσε γι’ αυτό, χωρίς να το επιτυγχάνει[ βλ. Λουκ. 16, 27-31]· διότι εάν αυτό ήταν δυνατόν, θα ερχόταν αυτός στη γη και θα γνωστοποιούσε όσα συνέβαιναν εκεί. Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι οι ψυχές μετά την αποδημία τους από τη γη μεταβαίνουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη γη, αλλά περιμένουν τη φοβερή ημέρα της κρίσεως.

Κι αν κανένας ρωτήσει: Για ποιον λόγο πραγματοποίησε ο Χριστός ό,τι του ζήτησαν οι δαίμονες, δίνοντάς τους την άδεια να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων;[Ματθ.8,31-32: « Ο δ δαίμονες παρεκάλουν ατν λέγοντες· ε κβάλλεις μς, πίτρεψον μν πελθεν ες τν γέλην τν χοίρων. κα επεν ατος· πάγετε. ο δ ξελθόντες πλθον ες τν γέλην τν χοίρων· κα δο ρμησε πσα γέλη τν χοίρων κατ το κρημνο ες τν θάλασσαν κα πέθανον ν τος δασιν(:Οι δαίμονες τότε άρχισαν να τον παρακαλούν λέγοντας: “Εάν πρόκειται να μας βγάλεις έξω από εδώ, δώσε μας την άδεια να φύγουμε και να μπούμε μέσα στο κοπάδι των χοίρων”. Και επειδή αυτοί που έτρεφαν τους χοίρους το έκαναν αυτό παραβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο, που απαγόρευε ως ακάθαρτο το χοιρινό κρέας, ο Κύριος τιμωρώντας την παρανομία τους αυτή είπε στους δαίμονες: “Πηγαίνετε”. Και αυτοί βγήκαν απ’ τους ανθρώπους και πήγαν στους χοίρους. Και ξαφνικά όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε με μανία από το επάνω μέρος του γκρεμού προς τα κάτω, στη θάλασσα, και πνίγηκαν στα νερά της λίμνης)».

Θα λέγαμε ότι ο Κύριος δεν το έκανε αυτό υπακούοντας σε αυτούς, αλλά επειδή πολλά ήθελε με την ενέργειά Του αυτή να διδάξει· το πρώτο που δίδαξε αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους πονηρούς εκείνους τυράννους τους ήταν το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούν αυτοί που τους επιβουλεύονται, δηλαδή οι αντίχριστοι δαίμονες. Δεύτερο, να μάθουν όλοι οι άνθρωποι ότι ούτε στους χοίρους τολμούν οι δαίμονες να εισέλθουν, εάν προηγουμένως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρίτο ότι θα μπορούσαν να προξενήσουν σε εκείνους φοβερότερα κακά από ό,τι στους χοίρους, εάν δεν προστατεύονταν σε μεγάλο βαθμό και μέσα ακόμα στη συμφορά τους από την πρόνοια του Θεού· διότι στον καθένα βέβαια είναι φανερό από κάθε άποψη ότι εμάς τους ανθρώπους οι δαίμονες μάς μισούν περισσότερο από τα άλογα ζώα.

Επομένως αυτοί που δεν λυπήθηκαν τους χοίρους, αλλά μονάχα μέσα σε μια στιγμή τούς κατέρριξαν όλους στον γκρεμό, πολύ περισσότερο θα το έκαναν στους ανθρώπους, που τους είχαν κυριεύσει, παρασύροντας και επαναφέροντάς τους στις ερημιές, εάν μέσα σε αυτή την τυραννική καταπίεση δεν επιδεικνυόταν σε μεγάλο βαθμό πολλή φροντίδα από μέρους του Θεού, που χαλιναγωγούσε και συγκρατούσε και σταματούσε την περαιτέρω ορμή τους. Επομένως, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μην τον προστατεύει η πρόνοια του Θεού. Εάν ωστόσο δεν μας προστατεύει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρόπο, και αυτό είναι ένα είδος μεγάλης προνοίας· διότι αναλόγως προς το ωφέλιμο για τον καθένα εκδηλώνει και την πρόνοιά Του ο Θεός.

Εκτός από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, διδασκόμαστε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύμα, ότι δηλαδή δεν προνοεί μονάχα από κοινού για όλους μας, αλλά και για τον καθένα χωριστά, πράγμα που δήλωσε προς τους μαθητές Του, λέγοντάς τους ότι ακόμα και οι τρίχες του κεφαλιού τους έχουν αριθμηθεί[Ματθ.10,30:«μν δ κα α τρίχες τς κεφαλς πσαι ριθμημέναι εσί(:Και όσο για σας, μάθετε ότι ο Θεός έχει μετρημένες ακόμη και τις τρίχες του κεφαλιού σας όλες, τη στιγμή που εσείς για μια απ’ αυτές δείχνετε μικρή ή καμία φροντίδα, και αγνοείτε τον αριθμό τους. Ο Θεός δηλαδή γνωρίζει και αυτά ακόμη τα ελάχιστα που σας συμβαίνουν, στα οποία εσείς δίνετε μικρή σημασία)»]. Μα και από τους δαιμονισμένους τούτους ανθρώπους μπορεί κανένας να το διαπιστώσει καθαρά αυτό. Πραγματικά θα τους είχαν πνίξει προ πολλού οι δαίμονες, εάν δεν τους προστάτευε αποτελεσματικά η εκ του ουρανού φροντίδα.

Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους επέτρεψε στους δαίμονες να εισέλθουν στην αγέλη των χοίρων, και επιπλέον για να πληροφορηθούν και όσοι κατοικούσαν στα μέρη εκείνα την δύναμή Του· διότι όπου ήταν πολύ γνωστό το όνομά Του, δεν άφηνε τη δύναμή Του να εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό, όπου όμως κανένας δεν τον γνώριζε, αλλά είχαν πλήρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφηνε να ακτινοβολούν τα θαύματά Του, ώστε να τους προσελκύσει στο να γνωρίσουν τη θεϊκή Του υπόσταση. Ότι βρίσκονταν σε χονδροειδή άγνοια οι κάτοικοι της πόλεως αυτής φαίνεται από το τέλος· διότι ενώ έπρεπε να Τον προσκυνήσουν και να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για τη δύναμη Του, αντιθέτως αυτοί ήθελαν να Τον απομακρύνουν και «δόντες ατν παρεκάλεσαν πως μεταβ π τν ρίων ατν(:και τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως βγήκαν για να συναντήσουν τον Ιησού˙ και όταν Τον είδαν, Τον παρακάλεσαν να φύγει από τα σύνορά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγαλύτερα κακά)»[Ματθ.8,34].

Αλλά για ποιο λόγο έριξαν στον γκρεμό και σκότωσαν οι δαίμονες τους χοίρους; Ο λόγος είναι ότι παντού προσπαθούν κάθε στιγμή με μεγάλη προθυμία να ρίχνουν τους ανθρώπους στη λύπη και πάντοτε χαίρονται με την καταστροφή. Αυτό άλλωστε έκαμε ο διάβολος και στον Ιώβ. Μολονότι και εκεί ο Θεός το επέτρεψε, όχι βέβαια επειδή και στην περίπτωση αυτή υπάκουσε στον διάβολο, αλλά επειδή ήθελε να αποδείξει τον δούλο Του πιο λαμπρό με την υπομονή και την καρτερία που επρόκειτο να επιδείξει στις δοκιμασίες και να αφαιρέσει κάθε πρόφαση γι’ αναισχυντία από τον δαίμονα και ακόμη να στρέψει κατά της κεφαλής του όσα έκανε σε βάρος του δικαίου Ιώβ. Πραγματικά και τώρα συνέβη το αντίθετο από εκείνο που επιδίωκαν οι δαίμονες· γιατί και η δύναμη του Χριστού ανακηρυσσόταν περίτρανα και παρουσιαζόταν πιο καθαρά η κακία των δαιμόνων, απ’ την οποία ελευθέρωσε αυτούς που είχαν στην κατοχή τους, και ακόμα ότι μήτε τους χοίρους δεν μπορούσαν να αγγίξουν, αν δεν το επέτρεπε ο Θεός των όλων.

Αν επιχειρούσε τώρα να τα εξετάσει κανένας αυτά και αλληγορικά, δεν θα υπήρχε καμιά δυσκολία στους συσχετισμούς. Πρέπει να γνωρίζουμε καλά, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γίνονται πνευματικώς όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας της απουσίας προσπάθειας για χαλιναγώγηση των παθών τους και αυτοί φυσικά επηρεάζονται πιο εύκολα από τις προσπάθειες των δαιμόνων να τους οδηγήσουν στο κακό. Και εφόσον εκείνοι που υφίστανται αυτά, παραμένουν άνθρωποι και δεν φτάνουν στο σημείο να πωρωθούν παντελώς χωρίς μετάνοια, μπορούν και καταφέρνουν να νικήσουν τα δαιμονικά πάθη τους πολλές φορές και με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να τα εξαλείψουν· αν όμως μεταμορφωθούν από την αμετανοησία τους και καταντήσουν ολότελα σε κατάσταση χοίρων και ως άλογα ζώα ακολουθούν αμετανόητοι τα πάθη τους, δεν δαιμονίζονται μόνο αλλά και κατακρημνίζονται, χάνουν δηλαδή οριστικά την ψυχή τους.

Επιπλέον, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η θεραπεία των δαιμονιζόμενων Γεργεσηνών αυτών νέων και η συνομιλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού με τους δαίμονες που τους είχαν κυριεύσει ήταν κάτι πλαστό και σκηνοθετημένο, αλλά να πιστέψει απόλυτα ότι πραγματικά βγήκαν οι δαίμονες από τους δύο ταλαίπωρους αυτούς νέους, έρχεται ο θάνατος των χοίρων και το πιστοποιεί αυτό.

Πρόσεξε τώρα εκτός από τη θεϊκή δύναμη, και την πραότητα του Κυρίου . Όταν δηλαδή, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής, επειδή θίχτηκαν τα οικονομικά τους συμφέροντα από τον πνιγμό των χοίρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοίρους εξαιτίας του ανεξέλεγκτου πάθους της φιλαργυρίας, ήθελαν να Τον διώξουν, δεν έφερε αντίρρηση, αλλά αναχώρησε, και εγκατέλειψε αυτούς που μόνοι τους έκριναν και παρουσίασαν τον εαυτό τους ανάξιο για τη διδασκαλία Του· έφυγε και τους άφησε πλέον ως δασκάλους για τη θεϊκή Του υπόσταση και δύναμη, αυτούς που ελευθερώθηκαν από τους δαίμονες, καθώς και τους χοιροβοσκούς που έμειναν εντελώς ξαφνικά χωρίς τους χοίρους τους που αφηνιασμένοι όρμησαν και κατακρημνίστηκαν, ώστε απ’ αυτούς να κατανοούν πλέον εις βάθος-άσχετα αν η κακή προαίρεσή τους δεν τους άφηνε να παραδεχτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Κύριος έφυγε, όμως άφησε ζωηρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγματικά το μέγεθος της ζημίας συντελούσε στη διάδοση της ειδήσεως του γεγονότος αυτού και το συμβάν άγγιζε την ψυχή τους. Από πολλούς ακούονταν φωνές που επιβεβαίωναν το παράξενο αυτό θαύμα· το διακήρυτταν περίτρανα οι θεραπευμένοι, το διακήρυττε το γεγονός του καταποντισμού των ζώων, το διακήρυτταν οι ιδιοκτήτες των χοίρων και οι χοιροβοσκοί.

Παρόμοιες καταστάσεις και σήμερα ακόμη μπορεί να δει κανένας. Πολλοί είναι δυστυχώς οι δαιμονιζόμενοι και στην εποχή μας, άνθρωποι κυριευμένοι από τα δαιμονικά πάθη τους, που τίποτα δεν τους συγκρατεί από τη μανία τους, ούτε σίδερα, ούτε αλυσίδες, ούτε συστάσεις από πνευματικούς ανθρώπους, ούτε συμβουλές, ούτε απειλές ούτε τίποτα παρόμοιο από αυτά.

Πραγματικά, όταν κάποιος για παράδειγμα είναι ακόλαστος και έχει γίνει αιχμάλωτος του σωματικού κάλλους και των σαρκικών επιθυμιών και ηδονών, σε τίποτα δεν διαφέρει από έναν άνθρωπο δαιμονισμένο· αλλά περιφέρεται γυμνός όπως εκείνοι οι δαιμονισμένοι Γεργεσηνοί νέοι, ντυμένος βέβαια με ρούχα, αλλά στερημένος από την αληθινή ενδυμασία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλάσματος του Θεού τού ταιριάζει· και ναι μεν δεν καταπληγώνει το σώμα του με πέτρες, όπως έκαναν οι δύστυχοι εκείνοι νέοι της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, όμως καταξεσκίζεται με αμαρτήματα που είναι πολύ πιο κοπτερά από πολλές μαζί πέτρες. Ποιος λοιπόν θα μπορέσει να δέσει έναν τέτοιον άνθρωπο; Ποιος θα τον σταματήσει από την ασχημοσύνη και την μανία αυτή που δεν τον αφήνει να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του, αλλά τον κάνει να επιθυμεί να βρίσκεται πάντα στα μνήματα; Διότι τι άλλο από μνήματα δεν είναι τα καταγώγια της πορνείας, γεμάτα από δυσωδία και σαπίλα;

Τέτοιος δεν είναι επίσης και κάθε άνθρωπος που υποφέρει από το δαιμονιώδες πάθος της φιλαργυρίας; Κάθε μέρα αντιμετωπίζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρήματά του ή δεν καταφέρει να τα αυξήσει, καθώς και την απειλή ότι κάποιοι μπορούν να του τα κλέψουν, παρά το ότι ακούει συστάσεις των πνευματικών ανθρώπων που προσπαθούν να τον συνετίσουν και προειδοποιήσεις για τη φθορά που η αρρωστημένη φιλοχρηματία του αυτή προξενεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπάει και όταν έλθει κανείς με την πρόθεση να τον απελευθερώσει από τη δουλεία της φιλαργυρίας, τον εξορκίζει να μην τον ελευθερώσει, επειδή θεωρεί μεγάλο βάσανο το να μην βρίσκεται κάτω από την βάσανο αυτήν.

Αλλά τι μπορεί να θεωρηθεί αθλιότερο από τον άνθρωπο αυτόν; Διότι εκείνος ο δαίμονας στην περιοχή των Γεργεσηνών, αν και είχε καταφρονήσει τους ανθρώπους, εντούτοις υποχώρησε στην προσταγή του Χριστού και αμέσως βγήκε από το σώμα του ανθρώπου. Αυτός όμως δεν υπακούει ούτε στην προσταγή του Θεού. Πραγματικά, ενώ κάθε ημέρα ακούει τον Θεό να του λέγει ότι «Οδες δύναται δυσ κυρίοις δουλεύειν· γρ τν να μισήσει κα τν τερον γαπήσει, νς νθέξεται κα το τέρου καταφρονήσει. ο δύνασθε Θε δουλεύειν κα μαμων(:Μην απατάτε τον εαυτό σας με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να θησαυρίζει κανείς και στη γη και ταυτόχρονα να είναι προσκολλημένος και στον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δύο κυρίους· διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά, δηλαδή του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα περιφρονήσετε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24], και να απειλεί με τη γέενα και τις ατέλειωτες κολάσεις, εντούτοις δεν υπακούει. Όχι βέβαια επειδή είναι ισχυρότερος του Χριστού, αλλά επειδή ο Χριστός δεν μας κάνει σώφρονες χωρίς να το θέλουμε.

Γι’ αυτό οι άνθρωποι αυτοί ζουν σαν να βρίσκονται στην έρημο, έστω και αν βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων. Διότι ποιος άνθρωπος με μυαλό θα ήθελε να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους αυτού του είδους; Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να συγκατοικώ με πλήθος δαιμονισμένους, παρά με έναν άνθρωπο που να έπασχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το αποδεικνύει η συμπεριφορά του καθενός από αυτούς. Πραγματικά, οι φιλάργυροι νομίζουν ως εχθρό τους και εκείνον που καμία αδικία δεν τους έχει κάνει και επιθυμούν να τον καταστήσουν δούλο τους, όταν είναι ελεύθερος, και με μύρια κακά τον απειλούν. Αντίθετα, οι δαιμονισμένοι δεν κάνουν τίποτε παρόμοιο, αλλά στρέφουν τη νόσο εναντίον του εαυτού τους. Οι φιλάργυροι, επίσης, καταστρέφουν πολλά σπίτια και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Θεού και γενικά είναι καταστροφή για την πόλη και την οικουμένη ολόκληρη. Όσοι όμως ενοχλούνται από τους δαίμονες είναι άξιοι μάλλον οίκτου και δακρύων. Και οι τελευταίοι ως επί το πλείστον παραφέρονται κατόπιν σκέψεως συμπεριφερόμενοι σαν έξαλλοι, κατεχόμενοι από μια παράδοξη μανία.

Αληθινά, ποιο παρόμοιο κάνουν όλοι οι δαιμονισμένοι, σαν εκείνο που αποτόλμησε ο Ιούδας και διέπραξε την έσχατη παρανομία; Και όλοι όσοι μιμούνται τη διαγωγή του Ιούδα, σαν τα φοβερά θηρία που δραπέτευσαν από τα κλουβιά τους κατατρομάζουν τις πόλεις· επειδή κανείς δεν τα συγκρατεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώπους, δηλαδή τους κατεχόμενους από το πάθος της φιλαργυρίας, τούς περιβάλλουν από παντού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικαστών, η απειλή των νόμων, η κατακραυγή του κόσμου και άλλα περισσότερα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπάζουν και αναστατώνουν τα πάντα. Και εάν κανείς εξαφάνιζε τελείως τις δεσμεύσεις αυτές, τότε θα έβλεπε καθαρά ότι ο δαίμονας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριότερος και πιο μανιώδης από αυτόν που βγήκε τώρα από τους δαιμονισμένους των Γεργεσηνών.

Αλλά επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν να συμβεί στην πράξη, ας το λάβουμε ως υπόθεση για λίγο και ας αφαιρέσουμε όλες τις δεσμεύσεις από τον φιλάργυρο και τότε θα γνωρίσουμε τη μεγάλη του μανία. Αλλά να μη φοβηθείτε το θηρίο, όταν θα το αποκαλύψουμε· διότι η σκηνή είναι υποθετική και δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Έστω λοιπόν ένας άνθρωπος που βγάζει φωτιά από τα μάτια του, μαύρος, έχοντας σε κάθε ώμο δράκοντες αντί για χέρια. Έχει επίσης και στόμα όπου αντί για δόντια έχει καρφωμένα ξίφη και αντί για γλώσσα έχει πηγή που βγάζει δηλητήριο και φαρμάκι. Η κοιλιά του πάλι είναι πιο αδηφάγος από κάθε καμίνι και κατατρώγει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτερά και είναι πιο γρήγορα από τη φωτιά. Το πρόσωπό του επίσης ας υποθέσουμε ότι είναι κατασκευασμένο μεικτό από σκύλο και λύκο και ότι δεν ομιλεί σαν άνθρωπος, αλλά εκβάλλει έναν ήχο απαίσιο, αηδιαστικό και φοβερό. Ας πούμε λοιπόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του.

Ίσως να σας φαίνονται φοβερά όσα ειπώθηκαν. Ωστόσο δεν τον σκιαγραφήσαμε ακόμη αντάξιο της πραγματικότητας, διότι ύστερα από αυτά πρέπει να προσθέσουμε και άλλα. Πραγματικά, ας υποθέσουμε ακόμη ότι σφάζει εκείνους που συναντά, ότι τους κατατρώγει και γεύεται τις σάρκες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβερός ο φιλάργυρος, διότι επέρχεται εναντίον όλων σαν Άδης, τους καταβροχθίζει όλους και τριγυρίζει σαν κοινός εχθρός ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Επειδή επιθυμεί να μην υπάρχει κανένας άνθρωπος, για να κατέχει αυτός τα πάντα. Δεν σταματά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφανίσει όλους με την επιθυμία του, κατέχεται από τον πόθο να αλλάξει την ουσία του χώματος και να το κάνει χρυσάφι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγγια και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαίνονται πάνω στη γη.

Και για να αντιληφθείτε ότι δεν παραστήσαμε ακόμη την μανία αυτού, ας μην υπάρχει ο κατήγορος και αυτός που εκφοβίζει, αλλά αφαίρεσε υποθετικώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπάζει το ξίφος και να φονεύει τους πάντες, χωρίς να ξεχωρίζει, ούτε φίλο, ούτε συγγενή, ούτε αδελφό, ούτε και τον πατέρα του ακόμη. Μάλλον, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειάζεται ούτε καν να κάνουμε υπόθεση, αλά ας ρωτήσουμε αυτόν, εάν δεν δημιουργεί στη φαντασία του παρόμοιες φαντασιώσεις και δεν επιτίθεται νοερώς για να φονεύσει τους πάντες, φίλους, συγγενείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλλον ούτε και η ερώτηση χρειάζεται· διότι όλοι γνωρίζουν καλά ότι όσοι κατέχονται από το πάθος αυτό αγανακτούν και για το γήρας του πατέρα τους και εκείνο που είναι γλυκύ και ποθητό από όλους, να έχουν, δηλαδή, παιδιά, το θεωρούν βαρύ και φορτικό. Γι’ αυτό πολλοί, παρακινούμενοι από την ιδέα αυτήν, θεώρησαν καλό την ατεκνία και κατέστησαν ανίκανη τη φύση, όχι με το να φονεύσουν τα παιδιά που γεννήθηκαν, αλλά με το να μην επιτρέψουν να λάβουν καν αρχή.

Λοιπόν, να μην παραξενεύεστε, επειδή σας παρουσίασα κατ’ αυτόν τον τρόπο τον φιλάργυρο, διότι στην πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερος από ό,τι τον περιέγραψα. Αλλά ας σκεφτούμε πώς θα μπορέσουμε να τον απαλλάξουμε από τον δαίμονα. Πώς θα τον απαλλάξουμε, λοιπόν; Εάν αντιληφθεί πλήρως ότι η φιλαργυρία του είναι αντίθετη προς αυτό ακριβώς, δηλαδή, στο να του δίνει χρήματα· διότι εκείνοι που επιθυμούν να κερδίσουν τα μικρά υφίστανται μεγάλες ζημίες. Γι’ αυτό ακριβώς και έχει γίνει παροιμία ανάλογη με την επιθυμία αυτήν. Πραγματικά, πολλοί πολλές φορές που θέλησαν να δανείσουν με υπερβολικούς τόκους και παρασυρόμενοι από την προσδοκία του κέρδους, δεν ερεύνησαν το ποιόν αυτών που τους δάνειζαν χρήματα, έχασαν μαζί με τον τόκο και το κεφάλαιο ολόκληρο. Άλλοι πάλι που περιέπεσαν σε κινδύνους και δεν θέλησαν να ξοδέψουν λίγα, έχασαν και τη ζωή τους μαζί με την περιουσία τους. Επίσης, ενώ τους δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσουν ή αξιώματα προσοδοφόρα, ή κάτι άλλο παρόμοιο, επειδή κόλλησαν στις λεπτομέρειες, έχασαν το παν.

Επειδή δηλαδή δεν γνωρίζουν να σπείρουν, αλλά πάντοτε φροντίζουν να θερίζουν, γι’ αυτό συνεχώς χάνουν τη συγκομιδή· διότι κανείς δεν μπορεί πάντα να θερίζει, όπως δεν μπορεί διαρκώς να κερδίζει. Αφού λοιπόν δεν θέλουν να ξοδεύουν, δεν γνωρίζουν και να κερδίζουν. Αλλά είτε πρέπει να νυμφευτούν, πάλι παθαίνουν το ίδιο·διότι ή εξαπατήθηκαν και πήραν πλούσια γυναίκα, αλλά με πολλά ελαττώματα, πάλι υπέστησαν μεγαλύτερη ζημία· διότι τον πλούτο δεν τον δημιουργεί η περιουσία, αλλά η αρετή. Πραγματικά, ποια η ωφέλεια του πλούτου, όταν η γυναίκα είναι πολυέξοδη και άσωτη και διασκορπίζει τα πάντα χειρότερα από τον άνεμο; Ποια η ωφέλεια εάν είναι ακόλαστη και έχει πλήθος εραστών; Ποια η ωφέλεια, εάν είναι μέθυση; Μήπως δεν θα κάνει τον σύζυγό της πιο πτωχό από όλους; Και όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέπτονται έτσι, αλλά, παρασυρόμενοι από τη μεγάλη τους αγάπη προς τα χρήματα, αγοράζουν από κακό υπολογισμό όχι τους καλούς δούλους, αλλά φροντίζουν να βρουν τους φτηνούς.

Όλα αυτά λοιπόν αφού τα σκεφτείτε καλά(επειδή δεν μπορείτε ακόμη να ακούσετε τη διδασκαλία για τη γέενα και τη βασιλεία) και αφού καταλάβετε τις ζημίες που υπομένετε κάθε φορά από τη φιλοχρηματία, όταν δανείζετε, όταν αγοράζετε, όταν νυμφεύεστε, όταν υπερασπίζεστε κάποιον, όταν κάνετε οτιδήποτε άλλο, σταματήστε να αγαπάτε υπερβολικά τα χρήματα· διότι έτσι θα μπορέσετε και εδώ στη γη να ζήσετε με ασφάλεια και αφού κάνετε μικρή προσπάθεια, θα μπορέσετε να ακούσετε και το κήρυγμα για την ευσέβεια και όταν κοιτάξετε με προσοχή , θα δείτε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιοσύνης και θα αποκτήσετε τα αγαθά που Αυτός έχει υποσχεθεί, τα οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 10, σελίδες 253-277.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 80- 91.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 8-7-1990]

(Β234)

Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου, ο ευαγγελιστής Ματθαίος μάς αναφέρει το περιστατικό της συναντήσεως του Κυρίου με δύο δαιμονιζομένους ανθρώπους, στην περιοχή της πόλεως των Γεργεσών. Η όλη ιστορία, αφενός με τη θεραπεία τους και την απαλλαγή τους από τους δαίμονες, αφετέρου με τον δαιμονισμό και τον πνιγμό των δύο χιλιάδων περίπου χοίρων στη λίμνη, κατετρόμαξε τους κατοίκους των Γεργεσών. Και η συμπεριφορά των κατοίκων της πόλεως εκείνης, μπροστά στο διπλούν αυτό θαύμα, εστάθη αρνητική. Αυτό περισσότερο μας καταπλήσσει από την παρουσία των θαυμάτων του Κυρίου. Δηλαδή η αρνητική στάση των Γεργεσηνών.

Αλλά ας δούμε πώς ακριβώς μας τα διηγείται ο ευαγγελιστής Ματθαίος, σε μια νεοελληνική απόδοση. «Όταν έφθασε στην πέρα όχθη ο Ιησούς, στην περιοχή των Γεργεσηνών, Τον συνήντησαν δύο δαιμονισμένοι, που έβγαιναν από τα μνήματα και ήταν τόσο φοβεροί, που κανείς δεν μπορούσε να περάσει από εκείνον τον δρόμον. Και άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: ‘’Τι σχέσις υπάρχει ανάμεσά μας, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;’’. Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους. Και οι δαίμονες Τον παρακαλούσαν και Του έλεγαν: ‘’Αν είναι να μας διώξεις, επίτρεψέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων’’. Και τους είπε: ‘’Πηγαίνετε’’. Και αυτοί εβγήκαν και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και τότε, όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και επνίγησαν μέσα στα νερά. Τότε, οι βοσκοί έφυγαν και αφού πήγαν στην πόλη, ανήγγειλαν όλα τα διατρέξαντα και ό,τι συνέβη με τους δαιμονισμένους. Και τότε όλη η πόλις εβγήκε να συναντήσει τον Ιησού. Και όταν Τον είδαν, Τον παρεκάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους…».

Βλέπετε ότι μας εντυπωσιάζει πραγματικά αυτή η περίεργη μεν αλλά όχι ψυχολογικά ανερμήνευτη συμπεριφορά των κατοίκων της πόλεως. Θα σας το πω στο κείμενο: «Κα δο πσα πλις ξλθεν ες συνντησιν τ ᾿Ιησο, κα δντες ατν παρεκλεσαν πως μεταβ π τν ρων ατν. Καί μβς ες πλοον διεπρασε κα λθεν ες τν δαν πλιν». Δηλαδή ο Ιησούς ξαναμπήκε εις το πλοιάριο και έφυγε και πήγε εις την Καπερναούμ.

Βέβαια κάποιος φόβος κατέλαβε τις ψυχές αυτών των ανθρώπων και ο φόβος αυτός ήταν ένας περίεργος φόβος. Είναι ο φόβος του αμαρτωλού, που δεν θέλει να διορθωθεί. Διότι σκέφτηκαν και είπαν: «Και άλλα στραβά πράγματα θα βρει ο Ιησούς μέσα στην πόλη μας», διότι το να τρέφουν οι Εβραίοι χοίρους ήταν στραβό πράγμα. Ο νόμος έλεγε σαφώς ότι ούτε χοιρινό κρέας έπρεπε να φάγουν, ούτε ακόμη να βόσκουν χοίρους και να εμπορεύονται το χοιρινό κρέας. Συνεπώς σκέφτηκαν ότι «αν ο Ιησούς έλθει και δει κι άλλα πράγματα μέσα εις την πόλη, θα μας ζημιώσει υλικά». Και έτσι φοβήθηκαν μεν, αλλά όπως μας λέγουν άλλοι Ευαγγελισταί, «κατετρόμαξαν», αλλά ωστόσο όμως εκείνοι ζήτησαν ο Κύριος να φύγει.

Εμείς θα μείνομε όχι στην εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, όσο στην ενέργειά τους. «δντες ατν παρεκλεσαν πως μεταβ π τν ρων ατν». Να φύγει από τα όριά τους. Και η προσπάθειά τους και η επιθυμία τους ήταν να αποπέμψουν τον Κύριον από τα όριά τους. Υπογραμμίζω αυτό το «από τα όριά τους», γιατί ακριβώς αυτό θα αποτελέσει, πρώτα ο Θεός, το κύριο θέμα μας. Από τα όριά τους.

Είναι ο άνθρωπος που δεν δέχεται, αγαπητοί μου, την παρουσία του Θεού στον κύκλο της υπάρξεώς του. Δεν Τον αρνείται, αλλά Τον εξορίζει. Και «εξορίζω» θα πει βγάζω από τα όρια. Τον βγάζω έξω. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός πάντοτε θέτει όρια. Μόνο που τα όρια αυτά ποικίλλουν στην ιστορία μέσα των ανθρώπων και έτσι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τα όριά του. Ώστε αν θέλει κάτι να βγάλει από τα όριά του, να ξέρει τι θα βγάλει. Κι αν πρέπει κάτι να κρατήσει εντός των ορίων του, τι θα κρατήσει. Σε ποια περιοχή θα κρατήσει.

Η λέξις «ριον», να σας κάνω και μία μικρή, έτσι, γραμματική, θα έλεγα, παρατήρηση, είναι η λέξη «ρος»(με δασεία· όχι το «ρος» που θέλει ψιλή και θα πει «βουνό». Αλλά « ρος»). Αρσενικού γένους, με δασεία. Και είναι το ριον. Για να το καταλάβομε, τη λέξη αυτή τη λέμε σήμερα με την πρόθεση «συν». Λέμε «σύνορον». Σε ουδέτερο γένος. Δηλαδή αυτό που είναι…, που με περιβάλλει και τρόπον τινά με περιορίζει και κινούμαι εντός αυτού του συνόρου, εντός αυτών των ορίων, εντός αυτού του όρου. Συχνά θα χρησιμοποιήσω παρακάτω τη λέξη «ρος», γιατί είναι πάρα πολύ σπουδαίος.

Ο Θεός βάζει τα όρια. Θυμηθείτε ότι στην ομιλία του ο Απόστολος Παύλος είπε εκείνο που αναφέρει στο Δευτερονόμιον ο Μωυσής εις την τελευταίαν του ωδή, ότι «ο Θεός είναι Εκείνος, ο Οποίος έβαλε τα όρια των Εθνών». Δηλαδή τα σύνορα. Και ο Θεός είναι Εκείνος που ή κατ΄ευδοκίαν ενεργεί ή κατά παραχώρησιν, είναι Εκείνος ο οποίος ρυθμίζει τα όρια των Εθνών. Είχε πει εις τον Δαβίδ: «Θα σου μεγαλώσω τα όρια της πατρίδος σου». Και τα βρήκε τα ευρύτερα όρια που ποτέ είχε ο Ισραήλ στην ιστορία του,ο Σολομών. Αλλά άρχισαν όμως να συρρικνούνται τα όρια του χώρου του Σολομώντος, της πατρίδος, γιατί άρχισε να αμαρτάνει. Το είπε σαφώς ο Θεός. Και είπε ακόμη: «Θα σε τιμωρήσω -είπε στον Σολομώντα-, όχι εσένα, χάριν του πατρός σου, αλλά τους απογόνους σου». Και ήδη μόλις ο Σολομών πέθανε, όχι μόνο συρρικνώθηκαν τα όρια αλλά και αυτός ούτος ο Ισραήλ χωρίστηκε σε δύο βασίλεια. Εις το νότιον και εις το βόρειον βασίλειον. Το βασίλειο του Ιούδα και το βασίλειον του Ισραήλ.

Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι Εκείνος ο Οποίος βάζει όρια. Τα βάζει μέσα στην Ιστορία. Τα βάζει και μέσα εις την φύσιν. Λέγει ο 103ος ψαλμός: «ριον θου, ο παρελεύσονται, οδ πιστρέψουσι καλύψαι τν γν». Εδώ ειδικά ομιλεί για την θάλασσα. Αν δείτε όμως το πιο πάνω όμως κείμενο -είναι από τον προοιμιακό Ψαλμό- θα δείτε όμως ότι δεν είναι μόνον το θέμα της θαλάσσης, που έβαλε όριον, που δεν θα περάσουν. Δεν λέει «δεν θα περάσει». Δεν θα περάσουν, ούτε θα γυρίσουν να καλύψουν την γη. Σε μία πρώτη προσέγγιση είναι η θάλασσα· η οποία ό,τι να κάνει, δεν μπορεί να προσπεράσει την ξηρά. Όσο και αν είναι τρικυμισμένη. Όμως, επειδή είναι σε πληθυντική εκφορά, θα λέγαμε, αναφέρεται και αφορά εις όλους τους φυσικούς νόμους και όλα τα φυσικά φαινόμενα. Κανένα φυσικό φαινόμενον δεν ξεπερνάει κάποια όρια. Όσο να κάνει κατακλυσμό, θα περάσει. Όσο να κάνει ζέστη, θα περάσει. Όσο να κάνει σεισμό, θα περάσει. Υπάρχουν όρια. Και ο Θεός βάζει τα όρια μέσα εις την Δημιουργία Του, διότι αν υπήρχε απεριόριστη παρουσία ενός φαινομένου, τότε θα εδημιουργείτο μία αταξία εις την φύσιν.

Μάλιστα για τη θάλασσα ο συγγραφεύς της προς Διόγνητον επιστολής λέγει: «Τν θάλασσαν δίοις ροις νέκλεισεν». «Κάτω από ειδικούς όρους», δηλαδή κάτω από ειδικά σύνορα, «έκλεισε ο Θεός την θάλασσαν». Και ο ίδιος ο Θεός διαμαρτύρεται για τον άνθρωπο, που ενώ η φύσις τηρεί τους όρους αυτής, ο άνθρωπος όμως δεν τηρεί τους όρους αυτού· διότι εάν η φύσις έγινε με όρους, δηλαδή με όρια, πολύ παραπάνω πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Τα όρια δεν περιορίζουν την ελευθερία. Ποιος διενοήθη ποτέ, βάζοντας κάγκελα στην ταράτσα του ή στο μπαλκόνι του, ότι του περιορίστηκε η ελευθερία; Κι όμως εκεί είναι ένας όρος, ένα όριον. Γιατί αν το περάσεις, θα πέσεις και θα σκοτωθείς. Κανείς λοιπόν δεν διανοήθηκε ότι τα κάγκελα μιας ταράτσας είναι δέσμευση της ελευθερίας. Το λέω αυτό γιατί έχομε ένα κόμπλεξ ελευθερίας στην εποχή μας, το οποίον υπερέβαλε καθετί άλλο. Υπερέβαλε παν όριον και πάντα όρον πραγματικά.

Ακούστε λοιπόν τι λέγει ο Θεός δια του προφήτου Ιερεμίου: «κούσατε δ τατα, λας μωρς κα κάρδιος(:Άκουσε, λαέ μου, συ που είσαι μωρός και ανόητος και χωρίς αισθήματα), μ μ ο φοβηθήσεσθε;(:Εμένα δεν θα με φοβηθείτε;) λέγει Κύριος, π προσώπου μου οκ ελαβηθήσεσθε;(: Μπροστά μου, λέγει, δεν θα με ντραπείτε;) τν τάξαντα μμον ριον τ θαλάσσ, πρόσταγμα αώνιον, κα οχ περβήσεται ατό κα ταραχθήσεται κα ο δυνήσεται, κα χήσουσι τ κύματα ατς κα οχ περβήσεται ατό; (: Συ, λαέ, δεν βλέπεις; Δεν βλέπεις τη θάλασσα, που Εγώ είμαι Εκείνος ο Οποίος έθεσα το όριον, αιώνιον πρόσταγμα.- Ώστε λοιπόν ο όρος είναι πρόσταγμα. Ναι. Και δεν θα το υπερβεί η θάλασσα αυτό ποτέ- Θα ταραχθεί μέσα, θα λέγαμε, εις την κοίτην της αλλά θα ηχήσουν τα κύματά της, θα έχομε τον σάλον, αλλά δεν θα μπορέσει να υπερβεί ποτέ εκεί που την έβαλε ο Θεός τη θάλασσα). Τ δ λα τούτ γενήθη καρδία νήκοος κα πειθής κα ξέκλιναν κα πήλθοσαν (:Αλλά σ’ αυτόν τον λαό, σ’ αυτόν τον λαό που γίνηκε καρδιά ανυπάκουη και απειθής)· κα οκ επον ν τ καρδί ατν· φοβηθμεν δ Κύριον τν Θεν μν(:Και δεν είπαν: ‘’Να φοβηθούμε Κύριον τον Θεό μας. Εάν βάζει όρια μέσα στη φύσιν, κι εμείς υπερβαίνομε τα δικά μας όρια, να Τον φοβηθούμε)». Δεν μετέφρασα, γιατί ήθελα αυτό το σημείο να χρησιμοποιήσω.

«Κα ξέκλιναν κα πήλθοσαν». «κκλίνω» θα πει «τραβάω άλλο δρόμο». Και «πήλθοσαν» θα πει «πλθον», έφυγαν. Αυτές οι δύο λεξούλες εκφράζουν την υπέρβαση των όρων του λαού αυτού ή του ανθρώπου. Ξεπέρασε τα όριά του ο άνθρωπος. Και πράγματι, δυστυχώς για τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή ο άνθρωπος υπερέβη τους όρους του. Ο Θεός τού έθεσε έναν πρώτον όρον. «Δεν θα δοκιμάσεις από τον καρπόν αυτόν». Υπερέβη τον όρον αυτόν. Μέσα στον Παράδεισον. Και εδοκίμασε ο Αδάμ και η Εύα τον καρπόν. Το αποτέλεσμα, ποιο ήταν; Η υπέρβασις αυτού του όρου; Ξαναλέγω, υπενθυμίζω, ρος θα πει σύνορον, θα πει όριον. Αλλά χρησιμοποιώ την λέξιν «ρος». Είναι προτιμότερος. Βγαίνοντας από τον όρο του ή από τους όρους του, βγήκε από τον Παράδεισο. Να λοιπόν ένα πρώτο αποτέλεσμα.

Ακόμη, από τότε βγαίνει από τους ρους της ζωής του. Και μπαίνει μέσα στον χώρο του θανάτου. Βγήκε από τον προορισμό του που είναι η θέωσις και η Βασιλεία του Θεού. Είδε τον προορισμό του ότι είναι ο θάνατος. Άκουγα προχθές μια εκπομπή για τον Μότσαρτ. Έβλεπε ότι ο προορισμός του -βέβαια ο Μότσαρτ, αν δεν το ξέρετε, ήταν τέκτων, ήταν Μασώνος. Και… συμπεράνετε και τα παρακάτω- έβλεπε ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Ωραία η μουσική Μότσαρτ, αλλά ταλαίπωρε και φτωχέ… «Ο προορισμός του ανθρώπου είναι ο θάνατος, είναι να πεθάνει»… Έτσι κάπως και ο Σαρτρ. Έτσι κάπως και ο παρακάτω και ο παρακάτω, να μην αναφέρομαι σε ονόματα, εκείνοι που δηλητηρίασαν την Ευρώπη. Και η Ευρώπη με τη σειρά της δηλητηρίασε ολόκληρη την Υφήλιο. Έτσι ο άνθρωπος μπήκε εις τον χώρον της κολάσεως.

Bγήκε ακόμα από την ίδια του τη φύση. Και παρουσίασε το φαινόμενον της ομοφυλοφιλίας. Τι είναι αυτό; Υπέρβασις δεν είναι του ρου; Ξεπέρασες τη φύση σου. Και τι έγινες; Αυτό που δεν έπρεπε να γίνεις. Εκείνο που ο Θεός δεν ήθελε να γίνεις. Αλλά και ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά θεοποιούμενος, να είναι μια υπέρβαση των συνθηκών και των όρων της ζωής του ανθρώπου. Ένα μικρό μόνο παράδειγμα. Η καταστροφή του περιβάλλοντος που ζει ο άνθρωπος. Έκανε κάτι, το ξεπέρασε και κατέστρεψε αυτό το ίδιο το σπίτι του, τη Γη. Και την καταστρέφει διαρκώς. Τη Γη. Δεν είναι υπέρβασις αυτό; Έτσι ο σύγχρονος άνθρωπος έγινε αγνώριστα αφύσικος. Επειδή ξεπέρασε τους ρους του.

Αλλά ο άνθρωπος ηκολούθησε το παράδειγμα του διαβόλου. Γιατί αυτός είναι ο πρώτος που έφυγε από τους ρους που του έθεσε ο Θεός. Διαβάζομε εις τον ιερόν Δαμασκηνόν να μας λέγει ότι: «Πρωτοστάτης ς περιγείου τάξεως καί τς γς τήν φυλακν γχειρισθες παρά Θεο πήρθη κατ το πεποιηκότος ατν Θεο». Ο Θεός τον έβαλε τον Εωσφόρον- ακούστε τι τον έβαλε τον Εωσφόρον…- πρωτοστάτην, δηλαδή αρχηγόν, της περιγείου τάξεως και της Γης. Ό,τι αφορά τη Γη και το περιβάλλον της Γης. Η περίγειος τάξις είναι… να το φανταστώ κάπως έτσι, να το φανταστούμε, θα λέγαμε, ο πλανητικός χώρος. Εκείνος ο χώρος που ζει και υπάρχει και κινείται η Γη· που γυρίζει γύρω από τον ήλιον και οι άλλοι πλανήται. Αυτή είναι η περίγειος. Ό,τι αφορά τον χώρον της Γης. Αλλά και την ίδια τη Γη, ήταν πρωτοστάτης να την φυλάττει. «Φυλακν γχειρισθες παρά Θεο». Επήρε από τον Θεό την εντολή να φυλάττει τη Γην. πήρθη όμως, υπερηφανεύθηκε. Τι θα πει «υπερηφανεύθηκε»; Ξεπέρασε τους όρους τους και τα έχασε όλα.

Μας λέγει ο Μέγας Αθανάσιος που το παίρνει από τον Ησαΐα και από τον Ιεζεκιήλ: «Οτω γάρ ερηκεν (:Γιατί έτσι είπε) ναβήσομαι καί θήσομαι τόν θρόνον μου νώπιον το Θεο καί σομαι μοιος τ ψίστ». «Θα ανεβώ και θα βάλω τον θρόνο μου ενώπιον του Θεού και θα είμαι ίσος με τον Θεό». Αυτό που εμπνέει και στον ταλαίπωρο άνθρωπο. Τι; «Δεν υπάρχει Θεός»... Και μάλιστα ξεπερνάει τον διάβολο ο άνθρωπος, γιατί ο διάβολος πιστεύει, «οι δαίμονες», λέει, «πιστεύουσι και φρίττουσι», λέει η Αγία Γραφή. Ο άνθρωπος λέει: «Δεν υπάρχει Θεός». Ξεπέρασε τον διάβολο. Έγινε δαιμονικότερος του δαίμονος. Και τι λέγει ο άνθρωπος; «Εγώ είμαι ο Θεός. Δεν υπάρχει Θεός». Αυτός ο ανθρωποκεντρισμός.

Και έτσι ο Εωσφόρος υπερέβη τους όρους του και κατέληξε…, χμ, πού κατέληξε; Τι ειρωνεία! Να ζητάει να καταφύγει στην αγέλη των χοίρων! «Κύριε», λέει, «επίτρεψέ μας- ‘’Επίτρεψέ μας’’!, ακόμη κι εκεί δεν έχει δικαίωμα- να πάμε -να το πω έτσι απλοελληνικά- στα γουρούνια». Βλέπετε, από πρωτοστάτης της Γης και της περιγείου, κατέληξε να μπει, να ζητάει να μπει μέσα στους χοίρους. Είναι κατάντημα. Γι΄αυτό λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εις τον πρώτον θεολογικόν του λόγον, στην πέμπτη παράγραφο, λέει -και προσέξατέ το πολύ αυτό-: «Εσω τν μετέρων ρων φιλοσοφμεν (:Μέσα·μέσα από τους όρους, μέσα από τα σύνορα, ένθεν, όχι εκείθεν, ή εκείσε, ένθεν, εδώ, από μέσα, από μέσα από τα σύνορα-, φιλοσοφμεν. Το «φιλοσοφμεν» εννοεί το «θεολογμεν», να θεολογούμε) «καί μή ες Αγυπτον κφερόμεθα, μηδέ ες σσυρίους κατασυρόμεθα, μηδέ δωμεν τήν δήν Κυρίου πί γς λλοτρίας». Τι θέλει να πει αυτό; Ξέρετε ότι οι Εβραίοι, επειδή υπερέβαιναν τους όρους των, ποιοι ήταν οι όροι των; Ειδωλολατρούσαν. Και ο Θεός επέτρεπε να υπερβούν και τα όρια της πατρίδος των. Και άλλοτε μεν εσύροντο εις την Αίγυπτον, άλλοτε εσύροντο από τους Ασσυρίους και άλλοτε εσύροντο από τους Ασσυρίους και άλλοτε εσύροντο από τους Βαβυλωνίους· που λέει: «Ούτε σε ξένη γη (είναι η Βαβυλώνα) εκεί να ψάλλομε την ωδή μας», είπαν οι Εβραίοι. «Πώς να ψάλλομε ωδήν Κυρίου εις αλλοτρίαν γην;». Σε ξένη γη; Γιατί; Αυτά ο λαός; Γιατί είχε βγει τους όρους του. Και λέγει τώρα ο άγιος Γρηγόριος, μη βγούμε κι εμείς για να μην υποστούμε ό,τι υπέστησαν εκείνοι. Και τι μπορεί να είναι αυτό; Δύνασαι να φιλοσοφήσεις εφόσον δεν έχεις θεολογία; Ο αρχαίος κόσμος δεν είχε θεολογία. Να φιλοσοφήσεις αλλά κατά τις δυνατότητές σου. Δύνασαι να θεολογήσεις; Κατά τις δυνατότητές σου. Όχι παραπάνω, όχι πιο πολύ. Γιατί θα βγεις έξω και τότε πραγματικά θα βρεθείς σε αλλότριους χώρους. Όπως το βλέπομε αυτό στον χώρο της φιλοσοφίας, ανόητα πράγματα. Είδατε ο Σαρτρ. «Τι είναι», λέγει, «ο προορισμός του ανθρώπου; Ο θάνατος. Απ’ το μηδέν στο μηδέν». Τι ακριβώς μπορούσε να πει ένας θεολόγος ο οποίος υπερβαίνει τους όρους του; Να γίνει αιρετικός. Η αίρεσις δεν είναι παρά η υπέρβασις της θεολογίας, αλλά τι υπέρβασις; Όπως ο άνθρωπος θέλει και καταλαβαίνει. Ας προσέχομε λοιπόν. Γι΄αυτό λέγει: «πί τν μετέρων ρων (εσω) στάμενοι». Θα σταθούμε στους μετέρους νόμους, ρους. Ξέρετε, είναι μία του μυαλού υπόθεση αυτή. Η υπερηφάνεια του νοός. Να θέλει ο άνθρωπος να ξεπερνάει τα όριά του.

Γι΄αυτό, ερμηνεύοντας ο Ιερός Χρυσόστομος τη συμπεριφορά και το πάθημα της Εύας, λέγει ότι «οκ νασχομένη μήν πί τν οκείωνρων», έφθασε να υποταγεί στον άνδρα. Δεν υπέμεινε στους δικούς της ρους. Αλλά έφθασε να υπερβεί τους όρους της και τελικά να υποτάσσεται εις τον άνδρα. Ενώ πρώτα, ο Θεός, δεν έκανε την Εύα να υποτάσσεται εις τον άνδρα. Τώρα την υποτάσσει υπό τον άνδρα. Αλλά και η σύγχρονη γυναίκα, για Δευτέρα φορά, μετά από εκείνο που συνέβη εις την Εύα, αποπειράται να εξέλθει των οικείων της όρων, και κατασκεύασε αυτό που λέμε «φεμινισμός». Ο φεμινισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκείνο που νομίζει ότι της δίνει αίγλη, ενώ στην πραγματικότητα την καταρρακώνει. Ναι. Δεν έχω χρόνο να σας εξηγήσω πιο πολλά. Αυτό γίνεται αντιληπτό. Και έγινε αντιληπτό. Η γυναίκα άρχισε να καταλαβαίνει ότι εξευτελίζεται, με τον φεμινισμόν. Ναι, ναι. Εξευτελίζεται. «Ενώ πάει για μαλλί, βγαίνει κουρεμένη», να πω αυτήν την λαϊκή παροιμία. Εξευτελίζεται η γυναίκα. Ήδη στην Ευρώπη, στη Γαλλία συγκεκριμένα, οι γυναίκες είπαν: «Τι κάνομε;». Και όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος για την Εύα αλλά και για κάθε γυναίκα της κάθε εποχής: «μάνθανε δια τς πείρας ατς, μετ’ ο πολύ τς συμβουλς τό λέθριον (:Έμαθε από πείρα πόσο ολεθρία ήταν εκείνη η συμβουλή του διαβόλου, να ξεπεράσει τα όριά της)».

Ο Απόστολος Παύλος θέλει τη γυναίκα όταν προσεύχεται στην Εκκλησία, με κάλυμμα. Μία μαντήλα. Ξέρετε γιατί; Διότι το θεωρεί ότι είναι σύμβολον της υποταγής της γυναικός εις τον άνδρα. Και αν κρατήσομε το σύμβολον, δεν θα χάσομε την ουσία. Πετώντας το σύμβολον, χάνομε την ουσία. Κάποτε στον Παράδεισο, αγαπητοί μου, ο άνθρωπος, ξελθών τν δίων του ρων, εξήλθε του Παραδείσου, βγήκε από τον Παράδεισον. Τώρα όμως, από αγάπη, ο Λόγος του Θεού έρχεται να αναζητήσει τον άνθρωπον που είναι έξω από τους όρους του. Και ο άνθρωπος, το είδαμε στους Γεργεσηνούς, αντί να πει: «Εγώ βγήκα από τους όρους μου, ήλθες εσύ να με ξαναβάλεις μέσα», όπως ο τσομπάνης… χάθηκε ένα πρόβατο, έφυγε από τους όρους του στάβλου και φεύγει και γυρίζει τα βουνά και το παίρνει και το γυρίζει πίσω· ο ταλαίπωρος άνθρωπος να πει: «Όχι, εγώ θέλω να είμαι έξω από τους όρους μου, σε παρακαλώ, έξελθε των ορίων μου!». Τώρα καταλαβαίνετε αυτήν την ευαγγελική σημασία; «Βγες από τα σύνορά μου. Δεν σε θέλω». Το συμπέρασμα είναι ότι οπότε ο άνθρωπος… και φεύγει ο Θεός, όποτε ο άνθρωπος διώχνει τον Θεό από την ζωή του, φθάνει να βγαίνει ο ίδιος από τα όρια της δικής του ζωής. Εξορίζοντας τον Θεόν ο ταλαίπωρος άνθρωπος αυτεξορίζεται. Απομακρύνοντας τον Θεό, αλλοτριώνεται. Ξεπερνά τα όρια ακόμα και της σωματικής του αντοχής. Από τον αθλητισμό μέχρι την καθημερινή βιοπάλη. Αν ακούσετε, για να έχουν επιδόσεις οι αθληταί, τι μετέρχονται, που είναι καταστροφή του σώματος, για να έχουν ξεπέρασμα, ξεπερνούν τους όρους της αντοχής του ανθρωπίνου σώματος. Δεν έχω καιρό να σας πω παραδείγματα. Ξεπερνά ακόμα και την οικονομική του αντοχή. Και τι κάνει; Χρεωκοπεί. Ξεπερνά τα ταλέντα του. Και νομίζει ότι είναι κάτι. Και γελοιοποιείται. Γιατί περνάει τους όρους του.

Αγαπητοί, ο άνθρωπος ξεχνά ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο οροθέσια, τα οποία δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει. Είναι ο χώρος και ο χρόνος. Αυτά τα δυο, ποτέ δεν θα μπορέσει να τα ξεπεράσει. Θα τα ξεπεράσει όμως. Αλλά όχι ο ίδιος. Θα τον βγάλει Αυτός ο Θεός από εκεί μέσα· γιατί ο Θεός έβαλε τον χρόνο και τον χώρο. Όταν θα τον βάλει τον άνθρωπο στη Βασιλεία του Θεού. Τώρα όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο. Ούτε να με βάζουν στο ψυγείο και να μείνω στην κατάψυξη 192 βαθμούς υπό το μηδέν, μήπως κάποια χρόνια μερικά παρακάτω βρει κάτι η Επιστήμη να με ξανααναστήσει. Είδατε; Προσπαθούμε να βγούμε διαρκώς από τους όρους μας…

Ακόμη, οι όροι των Συνόδων, των Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων, όροι λέγονται, και δεν είναι παρά οι κανόνες οι οποίοι περιορίζουν μία κατάσταση, άμα τους ξεπεράσεις, έχεις αταξία. Όταν η Εκκλησία ξεπερνάει τους ρους της, τους κανόνες, έχει αταξία. Το βλέπει κανείς ολοκάθαρα. Και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή. Οι όροι λοιπόν των Συνόδων μάς περισώζουν- ακούσατε- μας περισώζουν τους όρους της φύσεως! Δεν μας αφήνουν να βγούμε από τη φύση μας. Και η ταπείνωσις της διανοίας είναι εκείνη που κάθε στιγμή θα μας εμποδίζει να ξεπερνάμε τους όρους μας. Να λέμε : «Φθάνει, έως εδώ, όχι παρακάτω». Αλλά και η λιτότητα του βίου, από πρακτικής πλευράς, δεν θα επιτρέπει ποτέ στην Τεχνική και στην Επιστήμη απεριόριστες αναζητήσεις, κατά το ψαλμικόν του 16ου Ψαλμού: «Κα τν κεκρυμμένων σου πλήσθη γαστρ ατν»…

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_474.mp3

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΓΕΙΑ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΓΕΙΑ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 8-7-2001]

[Β438] [έκδοσις Β΄]

Όποτε,αγαπητοί μου, η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σε θεραπεία δαιμονιζομένων, αισθανόμεθα μία θλίψη για το φαινόμενο του δαιμονισμού. Όπως ακούσαμε σήμερα στην ευαγγελική περικοπή. Και ο δαιμονισμός είναι μία πραγματικότητα. Όσο και αν θέλομε να την αμφισβητήσομε, ιδίως άνθρωποι άπιστοι, που δεν πιστεύουν ούτε σε αγγέλους ούτε σε δαίμονες, για να μην πω δεν πιστεύουν ούτε στον Θεό, αυτοί αμφισβητούν. Κι όμως ο δαιμονισμός είναι μία πραγματικότητα. Σκληρή και φοβερή πραγματικότητα. Και εξ αντικειμένου πραγματικότητα… Διότι όταν επνίγησαν οι χοίροι- κανένα ζώο δεν αυτοκτονεί, είναι γνωστό- τόσες χιλιάδες χοίροι να πάνε να πνιγούν στην λίμνη…,αυτό δείχνει -και το έδειξε ο Θεός εις τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι δεν πίστευαν εις τους δαίμονες, ούτε σε αγγέλους- είναι μία πραγματικότητα. Τόσες χιλιάδες χοίροι να αυτοκτονήσουν;

Διακρίνεται δε ο δαιμονισμός -σαφώς από τους ιερούς Ευαγγελιστάς-, η δαιμονοληψία από την ασθένεια. Σαφής διάκρισις. Η δαιμονοληψία είναι κατάληψις της ανθρωπίνης προσωπικότητος από τον δαίμονα. Θυμούμαι κάποιον νεαρόν, που υπηρετούσε εδώ στρατιώτης, στη Λάρισα και κατελαμβάνετο από δαιμόνιο, ο ίδιος μου το είπε, και το δαιμόνιο του σήκωνε το χέρι και τον χτυπούσε στο πρόσωπο με γροθιές. Με το δικό του το χέρι. Γροθιές. Και να παρακαλάει τώρα, να παρακαλάει: «Μη με χτυπάς άλλο, δεν μπορώ!». Φοβερό… Παραμερίζεται εδώ η ανθρωπίνη προσωπικότης και προβάλλεται το δαιμονικό πρόσωπο, το δαιμονικό εγώ. Αυτό μπορεί να είναι περιοδικό. Όπως στην ιστορία που σας είπα τώρα. Το και συνηθέστερον. Ή και μόνιμο μπορεί να είναι.

Η κατάληψις ακόμη μπορεί να είναι και στο σώμα του ανθρώπου, και στην ψυχή δηλαδή και στο σώμα, στο εγώ και στο σώμα. Πάντως η θέα ενός δαιμονιζομένου είναι φρικτή. Συλλογίζεται κανείς το κατάντημα της εικόνος του Θεού στον άνθρωπο. Όλα αυτά ξέρετε γιατί. Γιατί παρεδόθη ο άνθρωπος εις τον διάβολον. Δεν ήκουσε τον Θεόν, όταν του είπε «Μη δοκιμάσετε από τον καρπόν». Άκουσε όμως τον διάβολο που του είπε: «Ο Θεός σας είπε ψέματα, για να μη γίνετε θεοί. Γι’αυτό σας είπε να μην δοκιμάσετε τον καρπόν». Και εδοκίμασαν. Από την στιγμή εκείνη ο άνθρωπος παρεδόθη εις την εξουσία του σατανά. Κι επειδή και η κτίσις όλη έγινε χάριν του ανθρώπου, και η κτίσις ακόμη, εν πολλοίς και σε πολλές περιπτώσεις, δαιμονοκρατείται.

Και αναρωτιέται κανείς: Γιατί; Καταρχάς πρέπει να πούμε, όπως τότε στην εποχή του Χριστού, υπάρχουν πολλοί δαιμονισμένοι και στην εποχή μας. Και δεν είναι δαιμονιζόμενοι με την ευρεία έννοια. Που λέμε κάποιον: «Αυτός είναι δαιμονισμένος άνθρωπος». Με την ευρεία έννοια το λέμε. Όταν ενεργεί αντίθετα από το θέλημα του Θεού. Αλλά δυστυχώς και με την στενή σημασία της λέξεως.

Πρέπει ακόμη να διακρίνομε την δαιμονοληψία από την τρέλα. Υπάρχει σαφής διάκρισις. Η τρέλα δεν είναι τίποτε άλλα παρά μία βλάβη του εγκεφάλου. Εκεί, εις τα κέντρα του εγκεφάλου συμβαίνει κάτι και προκαλείται το φαινόμενον που σας είπα, η τρέλα. Ακόμη και τα λεγόμενα «ψυχολογικά προβλήματα» διακρίνονται έστω με τις ποικίλες των επιπτώσεις. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας άνθρωπος που έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι είναι δαιμονισμένος. Αυτό θα ήταν πάρα πολύ βαρύ να το πούμε αυτό.

Στο θέμα μας, δεν θα μείνομε στην δαιμονοληψία. Αλλά με αφορμή αυτήν, θα ήταν καλό να επισημάνομε την ανάγκη διατηρήσεως της ψυχοσωματικής μας υγείας· που είναι μεγάλο κεφάλαιο η ψυχοσωματική μας υγεία. Και δεν φαίνεται αυτονόητο να μιλάει κανείς για την ψυχοσωματική του υγεία. Καθόλου αυτονόητο. Αφού φθάνομε να μην την εκτιμούμε σοβαρά.

«Το κάπνισμα βλάπτει», λέμε, αλλά ποιος το λογαριάζει; «Η τηλεόρασις βλάπτει», λέμε, «ψυχικά και σωματικά». Αλλά ποιος το λογαριάζει αυτό; «Οι ποικίλες ανώμαλες ψυχικές καταστάσεις επιδρούν στον ανθρώπινο οργανισμό». Αλλά ποιος το αντιλαμβάνεται αυτό;

Το θέμα είναι ότι η ψυχοσωματική μας υγεία είναι το πρώτον φυσικόν αγαθόν που έχομε, πολύτιμο και αναντικατάστατο και πρέπει πολύ να προσέξομε. Πολλές φορές λέμε: «Καλά, άνθρωπε, δεν είδες εσύ σε πινακίδες πελωρίων διαστάσεων, που είναι διαφημίσεις τσιγάρων κ.τ.λ. ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία;». Κι όμως το κάνει. Κι όμως καπνίζει. Εδώ είναι το περίεργο, το περίεργο εις τον άνθρωπο.

Λέγει η Σοφία Σειράχ το εξής εις το 30όν κεφάλαιον: «Κρείσσων πτωχς γις κα σχύων τ ξει – δηλαδή: Είναι καλύτερος ο φτωχός, που είναι όμως υγιής και έχει ευρωστία – πλούσιος μεμαστιγωμένος ες σμα ατοῦ- παρά ο πλούσιος που έχει μάστιγες στο σώμα του, δηλαδή αρρώστιες. γεία κα εεξία βέλτιον παντς χρυσίου – Ποιος δεν το ξέρει αυτό; Από την πείρα το ξέρομε ότι είναι η υγεία και ευεξία καλύτερη από όλα τα χρυσάφια του κόσμου-, κα σμα ερωστον –υγιές- λβος μέτρητος- και σώμα εύρωστο, υγιές, παρά πλούτος αμέτρητος. Οκ στι πλοτος βελτίων γείας σώματος- Δεν υπάρχει πλούτος καλύτερος από την υγεία-, κα οκ στιν εφροσύνη πρ χαρν καρδίας– και δεν υπάρχει, λέει, ευφροσύνη, πέρα από την χαρά της καρδιάς».

Όλοι γνωρίζομε ότι εκείνο που αρρωσταίνει είναι το σώμα. Εντούτοις λίγοι γνωρίζουν ότι και η ψυχή υπόκειται στην ασθένεια και μάλιστα πολλές ασθένειες. Δεν το αντιλαμβανόμεθα αυτό. Και δεν φυλάττομε την υγείαν της ψυχής, παρά φυλάττομε την υγεία του σώματος. Ο σύνδεσμος βέβαια ψυχής και σώματος, δεν αφήνει στεγανά. Είναι ηνωμένη η ψυχή με το σώμα. Πώς συνδέεται όμως η ψυχή με το σώμα, αυτό είναι άγνωστο. Δεν το έχει βρει κανείς. Καμία επιστήμη δεν το έχει βρει. Ένα μόνο. Από τα αποτελέσματα γνωρίζομε ότι συνδέεται η ψυχή με το σώμα. Και έχομε μια αμοιβαία επίδραση. Επιδρά το σώμα στην ψυχή, όταν κανείς είναι άρρωστος σωματικά, βεβαίως είναι δύσθυμος. Δηλαδή ψυχικά δεν αισθάνεται καλά. Και αντίστροφα: Όταν η ψυχή είναι άρρωστη, τότε επιδρά επί του σώματος και τότε προκαλεί πολλές ανωμαλίες.

Λέγει ένας ωραίος στίχος και ακριβέστατος, που λέμε εις την Παράκλησιν της Παναγίας: «σθενε μου τ σμα, σθενε μου κα ψυχή. π τν πολλν μου μαρτιν, σθενε μου τ σμα, σθενε μου κα ψυχή». Δηλαδή, ασθενεί και το σώμα, ασθενεί και η ψυχή. Όταν το σώμα λοιπόν ασθενεί, επηρεάζει και καθιστά δύσθυμον, όπως ήδη είπαμε και την ψυχή. Και αντίστροφα, να μην τα επαναλαμβάνω. Παρότι πολλές φορές πρέπει να επαναλαμβάνονται για μία ακουστική εδραίωση.

Αλλά τι αρρωσταίνει την ψυχήν; Τα πάθη και η κατεγνωσμένη συνείδηση. Ναι, ναι, ναι. Κατεγνωσμένη θα πει καταμαρτυρούσα συνείδηση. Όταν έκανες κάτι, σκότωσες έναν άνθρωπο, αδίκησες κάποιον άνθρωπο, έβλαψες κάποιον άνθρωπο και η συνείδησή σου δεν σε αφήνει. Η συνείδησή σου είναι κατεγνωσμένη. Δηλαδή σου καταμαρτυρεί.

Ας δούμε πάλι τι λέγει η Σοφία Σειράχ πάνω σ’ αυτό το σημείο, στο 30ον πάλι κεφάλαιον. Λέγει: «γάπα τν ψυχήν σου κα παρακάλει τν καρδίαν σου κα λύπην μακρν πόστησον π σοΔιώξε την λύπη μακριά από σένα. Τη λύπη. Η λύπη δεν είναι παρά στην ψυχή· πολλος γρ πώλεσεν λύπη, κα οκ στιν φέλεια ν ατ-Γιατί λέει, πολλούς κατέστρεψε η λύπη και δεν υπάρχει καμία ωφέλεια σ’ αυτή. Αμφιβάλλετε γι’αυτό; Ότι η λύπη προκαλεί αρρώστιες; Καμία αντίρρησις δεν υπάρχει. Αλλά και όχι μόνον η λύπη:- Ζλος κα θυμς –συνεχίζει η Σοφία Σειράχ- λαττοσιν μέρας– Αν είσαι ζηλιάρης, αν είσαι θυμώδης, σου μικραίνει η ζωή· «λαττοσιν μέρας». Ναι, ναι, θα ζήσεις λιγότερο, εάν είσαι ζηλιάρης και θυμώδης-, κα πρ καιρο γρας γει μέριμνα –Η μέριμνα. Κι αυτή είναι φοβερή. Η μέριμνα, η φροντίδα. Τι θα κάνομε; Τι θα κάνομε; Τι θα κάνομε, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, πώς θα παντρέψομε το παιδί μας, τι επάγγελμα θα κάνομε, πόσα λεφτά θα βγάλομε. Αυτή η μέριμνα η καθημερινή… τι λέγει εδώ; Ότι άγει; Οδηγεί στο πρόωρον γήρας. Το ακούσατε;

Τέσσερα αντιπροσωπευτικά σημεία αναφέρει εδώ βλέπομε η Σοφία Σειράχ που αρρωσταίνουν την ψυχήν. Και θα πρέπει αυτά να τα προσέξομε. Πρώτον:η λύπη, που αναφέραμε. Δεύτερον: ο φθόνος, η ζήλεια. Τρίτον:ο θυμός. Τέταρτον η μέριμνα. Αυτά τα τέσσερα. Προσβάλλουν την ψυχήν. Και αρρωσταίνουν την ψυχήν.

Γεννιέται όμως το ερώτημα: Τι σχέση έχουν αυτά τα ψυχικά πάθη με την όλη σωματική μας υγεία; Αν έχουν! Έγραφε ο πολύς Μαρίνος Γερουλάνος, γιατρός διάσημος, μακαρίτης πλέον. Θα έχετε ακούσει πιθανώς το όνομά του. Γράφει, έγραφε το εξής: « Ουδεμία οργανική λειτουργία υπάρχει, το στομάχι, η καρδιά, το συκώτι, τα έντερα, η οποία να μην κατευθύνεται από την ψυχήν (Το ξέρομε). Ουδεμία λειτουργική παρεκτροπή, ως είναι η εκδήλωσις της νόσου, εις την οποίαν να μην συμμετέχει η ψυχή». Πολλοί άνθρωποι επειδή στενοχωριούνται πονάει το στομάχι τους. Δεν μπορούν να χωνέψουνε, να έχουν καλή χώνευση, όταν έχουν στενοχώρια. Μάλιστα λέγεται το εξής: «Εάν είσαι πολύ στενοχωρημένος, μην καθίσεις να φας. Πήγαινε, ξάπλωσε να σου περάσει, κάνε μία βόλτα και μετά γύρισε να φας. Γιατί αυτό που θα φας θα είναι μολύβι μέσα στο στομάχι σου». Βλέπετε;

Τα τέσσερα αυτά προηγούμενα πάθη που είπαμε, ανήκουν στην ψυχή. Και όμως επηρεάζουν κάθε λειτουργία του σώματος, όπως την καρδιά, την πίεση του αίματος… Δεν ανεβαίνει η πίεσις, παρακαλώ, όταν ο άνθρωπος είναι στενοχωρημένος,όταν είναι πιεσμένος; Κλπ. κλπ. Και τις έσω εκκρίσεις. Να σας πω μία χαρακτηριστική. Όταν στενοχωρεθείς, οι σιαλογόνοι αδένες –δεν είμαι γιατρός, αλλά απ’ ό,τι ξέρομε και διαβάζομε- οι σιαλογόνοι αδένες, οι αδένες που είναι εδώ στο στόμα μας αριστερά, δεξιά, τι είναι; Είναι εκείνοι που βγάζουν το σάλιο. Το σάλιο είναι σπουδαίον υγρόν. Και θεωρείται μάλιστα υγρόν χωνευτικόν. Δηλαδή προστίθεται εις τα υγρά του στομάχου για να γίνει η χώνευσις. Τι παρατηρούμε; Όταν στενοχωρεθούμε, αυτοί οι αδένες δεν βγάζουν σάλιο. Και τι λέμε στον συνομιλητή μας; «Στέγνωσε η γλώσσα μας». Πώς στέγνωσε η γλώσσα μας; Από την στενοχώρια μας. Βλέπετε παρακαλώ;

Λέγεται ότι το εξήντα τοις εκατό των αρθριτικών έχει ψυχικά αίτια. Κυριολεκτικά λοιπόν τα πάθη δηλητηριάζουν την ψυχή, δηλητηριάζουν και το σώμα. Πολύ συχνά βλέπομε την όψη του πάσχοντος, που είναι ο καθρέπτης της σωματικής και ψυχικής μας καταστάσεως, να εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας. Φερειπείν, ένας που είναι ζηλιάρης, δεν έχει χρώμα στο πρόσωπο· είναι κίτρινος. «Άντε βρε ζηλιάρη!» του λέμε. «Κιτρινιάρη!». Ο λαός αυτά τα γνωματεύει. Γιατί; «Η ζήλεια», λέει, «σε έφαγε. Είσαι κιτρινιάρης». Είναι αλήθεια;

Θα επαναλάβομε τώρα τον στίχο από την Παράκληση που λέμε στην Παναγία μας: «π τν πολλν μου μαρτιν, σθενε μου τ σμα, σθενε μου κα ψυχή». Γι’αυτό πρέπει να προσέχομε.

Από τα τέσσερα αντιπροσωπευτικά σημεία, που αρρωσταίνουν την ψυχή, αυτά που ήδη αναφέραμε, τα ξαναλέω γρήγορα γρήγορα, η λύπη, ο φθόνος, ο θυμός και η μέριμνα, θα αναφερθούμε, από τα τέσσερα αυτά, μόνο εις την λύπην.

Η λύπη θεωρείται ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το ξέρομε αυτό; Αν ανοίξετε την Φιλοκαλία, θα δείτε, μεταξύ των θανασίμων αμαρτημάτων, που είναι η πορνεία, που είναι η πλεονεξία, η φιλαργυρία κτλ. είναι και η λύπη. Θα μου πει κάποιος, «Δεν το είχα φανταστεί ποτέ ότι η λύπη είναι θανάσιμον αμάρτημα». Ναι. Μάλιστα κάπου λέει ο Απόστολος Παύλος: «Κυρώσατε γάπην– σε κάποιον αιμομίκτην της Κορίνθου- κυρώσατέ του, λέει, αγάπη –δηλαδή συγχωρήσατέ τοννα του μιλάτε». Γιατί είχε δώσει ο ίδιος παραγγελία να μην του μιλάνε, αυτού του αιμομίκτη. Γιατί είχε σχέσεις με την μητριά του. Αιμομίκτης. «Κυρώσατέ του, λοιπόν, αγάπη, για να μην καταποθεί από την πολλή λύπη. Να μην το καταπιεί η λύπη». Είδατε; Να μην τον καταπιεί η λύπη. Μάλιστα η Παλαιά Διαθήκη πάρα πολύ συχνά αναφέρεται στο θέμα της λύπης. Και η Σοφία Σειράχ ομοίως.

Λέει ακόμη η Σοφία Σειράχ, ακούστε, στο 30όν πάλι κεφάλαιον: «Λύπην μακρν πόστησον π σο· πολλος γρ πώλεσεν λύπη, κα οκ στιν φέλεια ν ατ». Και δεν υπάρχει ωφέλεια σε αυτήν. Ακόμη στο πένθος πολλοί λυπούνται υπερβολικά. Το να λυπηθείς είναι ανθρώπινο. Το να μη λυπηθείς είναι θηριώδες. Έτσι λένε οι Πατέρες. Το να λυπηθείς υπερβολικά, αυτό είναι παθιασμένη κατάσταση. Λοιπόν, λέει, για το θέμα του πένθους: «Πρόσεξε, θα λυπηθείς όσο πρέπει. Να μη σε κατηγορήσουν οι άνθρωποι ότι ήσουν άκαρδος. Πέθανε η μάνα σου, πέθανε ο πατέρας σου και …να πω ότι γελάς; Ότι δεν σ’ ενδιαφέρει; Θα πουν: ‘’Κοίταξε αναισθησία που έχει αυτός ο άνθρωπος’’. Όχι. Θα πενθήσεις. Και μάλιστα λέει… τρεις μέρες θα πενθήσεις· όχι περισσότερο». Ναι, ναι. Ο λαός επένθησε τον Ααρών, 30 μέρες. Και τον Μωυσή 40 μέρες. Από εκεί έχομε πάρει που έχομε τις 40 μέρες πένθους. Όχι περισσότερο. Γιατί όχι περισσότερο; «πό λύπης κβαίνει θάνατος». Διότι από την λύπη βγαίνει ο θάνατος. Και: «λύπη καρδίας κάμψει σχύν». Και η λύπη της καρδιάς θα λυγίσει την δύναμή σου, και την σωματική και την ψυχική.

Αυτή λοιπόν η λύπη, η κατά κόσμον λύπη, είναι κατά κόσμον λύπη αυτή, δεν είναι η κατά Θεόν λύπη, εκείνη που λέγεται χαρμολύπη· που είναι μεμειγμένη η λύπη με την χαρά. Για τις αμαρτίες μου, φερειπείν αν πενθώ, δεν έχει τίποτα κακό να μου κάνει. Και πότε είναι κατά κόσμον λύπη; Άμα λυπηθώ άμα χαθούν χρήματα, άμα χάσω κάποιες ευκαιρίες, όταν χάσω την υγεία μου. Ξέρετε μερικοί άνθρωποι πώς απογοητεύονται! Κάπου κάπου μας παρουσιάζονται τα φαινόμενα, στα νοσοκομεία. Στο αντικαρκινικό των Αθηνών, να του πει ο γιατρός ότι «είσαι ανίατος». Όπως τελευταία είπε σε κάποια κοπέλα ο γιατρός κάπου στην Ελλάδα: «Πωπωπωπω! Είσαι ανίατη!».Κι όμως έπεσε και έξω στην γνωμάτευσή του. Ας είναι. Πέφτουν από το μπαλκόνι και αυτοκτονούν. Από τι κινήθηκαν; Από την υπερβολική τους λύπη. Με πρόσωπα που πέθαναν, αγαπημένα τους κ.ο.κ. Αυτά λέγονται κατά κόσμον λύπη. Δεν υπάρχει καμία σχέση με την κατά Θεόν λύπη, θα το ξανατονίσω αυτό· που δίδει παρηγορία στην καρδιά. Και είναι η χαρμολύπη, όπως σας ανέφερα.

Λέγει ο άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος: «σπερ σςσς είναι ο σκώρος- μάτιον καί σκώληξ ξύλον, οτως λύπη την το νθρώπου ψυχήν κατεσθίει». «Κατατρώει την ψυχήν του ανθρώπου, όπως», λέει, «ο σκώρος τον ιματισμό και το σκουλήκι το ξύλο».

Η λύπη λοιπόν οδηγεί στην μελαγχολία και η μελαγχολία οδηγεί στην ψυχοπάθεια και αν όχι και εις την αυτοκτονία. Τι πρέπει να κάνομε; Να ασκούμεθα, αγαπητοί μου, στην απομάκρυνση των παθών, που δημιουργούν, σαν νοσογόνοι παράγοντες, ασθένειες της ψυχής και του σώματος. Όπως είπαμε, ο φθόνος, η μέριμνα κ.ο.κ.

Και πάλι λέγει η Σοφία Σειράχ: «γάπα τήν ψυχήν σου καί παρακάλει τήν καρδίαν σου». «Να αγαπάς την ψυχήν σου και να παρηγορείς την καρδίαν σου». Που σημαίνει να έχεις πάντοτε την χαρά της ζωής. Η ζωή έχει αξία. Επειδή είναι έργο του Θεού και επεκτείνεται εις την αιωνιότητα. Θα ζήσομε στην αιωνιότητα με την ψυχήν αυτήν και με την ανάσταση του σώματος. Δεν παραλείπω πάντα να το σημειώνω αυτό.

Ακόμη λέγει: «ν πσι τος ργοις σου γίνου ντρεχής, καί πν ρρώστημα ο μή σοί παντήσει». Δηλαδή «σε όλα τα έργα σου να είσαι προσεκτικός και τότε καμία αρρώστια δεν θα έλθει να σε προσβάλει».

Η πίστις στην πρόνοια του Θεού, θα σας έλεγα, αγαπητοί μου, είναι το καλύτερο φάρμακο που μπορούμε να παίρνομε. Εκείνο που λέμε καμία φορά επιπόλαια: «Έχει ο Θεός». Και τι θα γίνει εκεί κι εκεί; Η απάντησις: «Έχει ο Θεός». Είναι φάρμακο! Η πίστις στην πρόνοια του Θεού. Είναι πολύ σπουδαίο στοιχείο.

Η αγάπη στον πλησίον, σαν εικόνα του Θεού, μετριάζει και εξαφανίζει και την ζήλεια και τον θυμό. Να τα φάρμακα, αγαπητοί μου.

Αγαπητοί, προ ετών είχε γίνει ένα Συνέδριο σε μία πόλη, το Μπόσεϋ της Ελβετίας, και μεταξύ των άλλων ειπώθηκαν και τα εξής. Αντιγράφω: «Η ασθένεια δεν οφείλεται μόνον εις την τυχαίαν συμβολήν ενός μικροβίου ή άλλων φυσικών παραγόντων. Κρύωσα κ.τ.λ. Αλλά δηλοί και την έκφρασιν μίας δυσαρμονίας της προσωπικότητος και του κόσμου την απάρνησιν της θείας τάξεως. Η υγεία σημαίνει κάτι περισσότερον από την απουσία της ασθενείας. Συνίσταται εις μίαν αρμονίαν μεταξύ σώματος και ψυχής».

Το συμπέρασμα είναι ότι η σωματική μας υγεία είναι αποτέλεσμα της ψυχικής μας υγείας. Αλλά η καλή διατήρηση της ψυχικής υγείας είναι η τήρησις των εντολών του Θεού. Όπως μας είπε ο Χριστός. Δεν θα έχομε κατεγνωσμένη συνείδηση. Όταν δεν υπάρχει αυτή η κατεγνωσμένη συνείδησις, και τα πάθη απουσιάζουν και τότε η καρδιά έχει ειρήνη. Αχ, αυτή η πολυπόθητη ειρήνη της ψυχής! Η πίστις, η αγάπη και η ειρήνη είναι ο θεμέλιος της ψυχικής μας υγείας. Είθε κάποτε να το κατανοήσομε αυτό. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_882.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)

Oι ἄνθρωποι εἶναι ἄδικοι μὲ τὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐξοργίζονται μαζί Του. Ποιός ἔχει τὸ δικαίωμα ὅμως νὰ ἐξοργιστεῖ ἐναντίον ὁποιουδήποτε καὶ μάλιστα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;

Οἱ ἄθεοι κλείνουν τὸ στόμα τους καὶ σκέφτονται: «Ἄς μὴν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐξαφανιστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο». Ἀνόητοι ἄνθρωποι! Τὰ στόματά σας εἶναι μιὰ μικρὴ μειονότητα στὸ εὗρος τοῦ κόσμου. Ἔχετε δεῖ ἢ ἀκούσει πῶς δίνει φωνῆ στὸ ποτάμι ἕνα φράγμα; Aν δὲν ἦταν τὸ φράγμα, τὸ ποτάμι δὲ θ’ ἀκουγόταν, θὰ ἦταν μουγγό. Τὸ φράγμα ὅμως ἄνοιξε τὸ λαρύγγι του καὶ κάθε μικρὴ σταγόνα ἀπέκτησε γλῶσσα.

Τὸ δικό σας φράγμα θὰ κάνει τὸ ἴδιο: θ’ ἀνοίξει τὸ λαρύγγι τῶν ἄλαλων καὶ θὰ διδάξει τοὺς βωβοὺς νὰ μιλήσουν. “Ἄν τὰ χείλη σας πάψουν νὰ ὁμολογοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά σας θὰ γεμίσει μὲ φόβο ὅταν ἀκούσετε νὰ τὸν ὁμολογοῦν οἱ ἄσοφοι καὶ οἱ βουβοί. Ἀλήθεια σᾶς λέω: “Ἄν ἐσεῖς σιωπήσετε, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ἀκόμα κι ἂν δὲ μιλήσει κανένας ἄνθρωπος στὴ γῆ, θ’ ἀποκτήσει φωνῇ τὸ χορτάρι. Ἀκόμα κι ἂν ἀποκηρύξουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸ θὰ γραφτεῖ στὸ οὐράνιο τόξο, στὸν οὐρανό, θὰ χαραχτεῖ μὲ φωτιὰ σὲ κάθε χόρτο, σὲ κάθε κόκκο ἄμμου. Τότε ἡ ἄμμος θὰ μετατραπεῖ σὲ ἄνθρωπο κι ὁ ἄνθρωπος σὲ ἄμμο.

«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τὸ στερέωμα. ἡμέρα τὴ ἡμέρα ἐρεύγεται ρημα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν» (Ψαλμ. ἰη’ 2,3)). Αὐτὰ μᾶς ἀπαγγέλει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς καὶ προφήτης. Κι ἐσεῖς τί λέτε; Κρατᾶτε μιὰ περιφρονητικὴ σιγὴ γιὰ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν θὰ δώσουν φωνὴ οἱ πέτρες. Κι ὅταν μιλήσουν οἱ πέτρες θὰ θελήσεις νὰ μιλήσεις κι ἐσύ, μὰ δὲ θὰ μπορέσεις. Θά σου ἀφαιρεθεῖ ὁ λόγος καὶ θὰ δοθεῖ στὶς πέτρες. Καὶ τότε οἱ πέτρες θὰ μετατραποῦν σὲ ἀνθρώπους κι οἱ ἄνθρωποι σὲ πέτρες.

Στοὺς παλιότερους καιροὺς ἄνθρωποι μὲ σκληρὸ στόμα ἔτυχε νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ τὸν ἀναγνωρίσουν, οἱ γλῶσσες τους δὲν ἦταν λυμένες γιὰ νὰ τὸν δοξολογήσουν. Τότε ὁ Θεὸς ἐλευθέρωσε τὰ στόματα τῶν δαιμόνων γιὰ νὰ ντροπιάσουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ οἱ δαίμονες ἀναγνώρισαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ τήν πέτρα καὶ κατώτεροι σὲ ἀξία ἀπὸ τὴν ἄμμο, ἔκραξαν ὅταν εἶδαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι γύρῳ,γύρω Του ὅμως ἔμειναν ἄφωνοι. Κι ὅταν ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ἐντελῶς ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομὰ Τοῦ, πῶς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ἢ ἀθώα πέτρα, ποὺ ὑποτάσσεται τυφλὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Θεὸς δίνει μαθήματα στοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀγγέλους καὶ στολίζεται ἀπὸ ἄστρα, ὄχι μόνο ἀπό τη γῆ, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργημένα πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀκόμα κι ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ δώσει μιὰ εὐκαιρία στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ βρίσκουν πολὺ εὔκολα τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κόλαση, ὥστε νὰ ντροπιαστοῦν ἀπὸ κάτι, ὁτιδήποτε, νὰ κοιτάξουν ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὴ δυσωδία.

Οἱ ἐκλεκτοὶ ποὺ συνόδευαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ στὶς πορεῖες Του εἶχαν ἀποδείξει πῶς ἡ πίστη τους ἦταν ρηχή. Ἔτσι ὁ Κύριος τοὺς ὁδήγησε σὲ μιὰ περιοχὴ ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ πιὸ φανατικὴ εἰδωλολατρεία, ὥστε μ’ αὐτὰ ποῦ θὰ γίνονταν, νὰ τοὺς συνετίσει καὶ νὰ καταγγείλει τὴ λειψή τους πίστη. Αὐτὰ ποὺ ἔγιναν, περιγράφονται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

«Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεϊν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» (Ματθ. κή’ 28). Τὰ Γέργεσα καὶ τὰ Γάδαρα ἦταν δυὸ πόλεις εἰδωλολατρικές, στὴν ἀπώτερη ἀκτὴ τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας. Ἠταν δυὸ ἀπὸ τίς δέκα πόλεις ποὺ βρίσκονταν στὰ παράλια αὐτά. Σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς, τὰ Γάδαρα ἀναφέρονται ἀντὶ γιὰ τὰ Γέργεσα. Αὐτὸ σημαίνει πῶς οἱ δυὸ πόλεις πρέπει νὰ βρίσκονταν πολὺ κοντὰ ἢ μιὰ στὴν ἄλλη καὶ πῶς τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρουν πρέπει νὰ ἔγινε κάπου ἀνάμεσα στὶς δυό.

Οἱ εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν ἕναν τρελὸ ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μιλάει γιὰ δύο. Οἱ πρῶτοι εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ φαίνεται πῶς ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἔτρεμε ὅλη ἢ περιοχή. Ὁ Ματθαῖος τους ἀναφέρει καὶ τοὺς δύο, ἐπειδὴ καὶ τοὺς δύο θεράπευσε ὁ Κύριος. Τὸ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ γνωστὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον, φαίνεται ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πῶς ὁ τρελὸς αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη («ὑπήντησεν αὐτὸ ἀνὴρ τίς ἐκ τῆς πόλεως », Λουκ. ἡ’ 9). Σὰν ντόπιο λοιπὸν πρέπει νὰ τὸν γνώριζαν καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, ποὺ μᾶλλον καταγόταν ἀπὸ κάποιο χωριό. Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Λουκᾶ ἐπίσης συμπεραίνουμε πῶς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ χρόνια καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸν ἤξερε ὅλη ἡ περιοχή. Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ πιὸ ἄρρωστος καὶ φρενιασμένος ἀπὸ τὸν ἄλλον, προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει ὁ Λουκᾶς, πῶς «ἔδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἤλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους» (Λουκ. ἡ 29). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ δύο εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν μόνο τὸν ἕνα δαιμονιζόμενο, ἂν καὶ ἦταν δύο. Πολὺ συχνὰ κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ μεὶς σήμερα ὅταν ἀναφέρουμε κάποιο περιστατικὸ καὶ ἀναφέρουμε γιὰ παράδειγμα μόνο τὸν ἀρχηγὸ μιᾶς συμμορίας λῃστῶν ποὺ συλλήφθηκαν. Ὅταν συλλήφθηκε ὁλόκληρη ἡ συμμορία μὲ τὸν ἀρχηγό της λέμε πῶς ἕνας λῃστὴς ἔτσι κι ἔτσι, ἀρχηγὸς τῶν ὑπόλοιπων λῃστῶν, πιάστηκε. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ εὐαγγελιστές. Ὅπως ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς συμπληρώνουν τὴν ἀφήγηση τοῦ Ματθαίου σὲ μιὰ λεπτομέρεια, ἔτσι κάνει κι ὁ Ματθαῖος στὸ Μάρκο καί το Λουκᾶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς δύο δαιμονιζόμενους.

Οἱ δαιμονιζόμενοι αὐτοὶ ζοῦσαν στοὺς τάφους, περιπλανιοῦνταν στὴν ἔρημο καὶ τρομοκρατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους στοὺς ἀγροὺς καὶ στοὺς δρόμους. Ἰδιαίτερα φόβιζαν αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν κοντὰ ἀπό το δρόμο ὅπου ἔμεναν ἐκεῖνοι. Οἱ εἰδωλολάτρες συχνὰ ἔφτιαχναν τοὺς τάφους δίπλα στὸ δρόμο, ἐνῶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι συνήθιζαν πολλὲς φορὲς νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Ὁ τάφος τῆς Ραχὴλ εἶναι δίπλα στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴ Βηθλεέμ. Ὁ τάφος τοῦ Μανασσὴ εἶναι δίπλα στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ὁ διάβολος εἶχε καταλάβει τοὺς δυὸ αὐτοὺς δαιμονιζόμενους καὶ τοὺς χρησιμοποιοῦσε ὡς ὅπλα γιὰ νὰ βλάψει τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ δαιμόνια, ἔχουν ὡς κύριο χαρακτηριστικό τους νὰ κάνουν τὸ κακὸ καὶ νὰ καταστρέφουν. Ἠταν γυμνοὶ ἀπὸ κάθε καλὸ πρᾶγμα. Γιὰ τὸν ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς λέγεται πῶς δὲ φοροῦσε ροῦχα (μάτιον οὔκ ἐνεδιδάσκετο). Μαζὶ μὲ τὴ σωματική του γύμνωση, ἦταν γυμνὴ καὶ ἄδεια ἡ ψυχή του, δὲν εἶχε κανένα καλὸ μέσα του, κανένα δῶρο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἠταν κυριολεκτικὰ γυμνὸς ἀπὸ κάθε καλό, ποῦ εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἦταν τόσο κακοὶ καὶ πονηροί, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.

«Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἤμϊν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’ 29). Τὸ πιὸ ἀξιοσημείωτο στὴν κραυγὴ αὐτὴ τῶν δαιμόνων, εἶναι ὅτι ἀναγνώρισαν τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ βροντοφώνησαν μὲ τρόμο. Ἄς καταισχυνθοῦν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ κοιτάζουν κατὰ πρόσωπο τὸν Κύριο καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ἢ τὸν ἀναγνωρίζουν μὲν ἀλλὰ δὲν τὸν ὁμολογοῦν δημόσια. (Γράφει ὁ Ζηγαβηνός: «Καθὼς οἱ μαθητὲς κι ὁ λαὸς τὸν ἔβλεπαν σὰν ἄνθρωπο, οἱ δαίμονες ἦρθαν τώρα νὰ κηρύξουν τὴ θεότητά Του»).

Εἶναι ἀλήθεια πῶς οἱ δαίμονες δὲν ὁμολόγησαν τὸ Χριστὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δὲ χάρηκαν καὶ γι’ αὐτὸ ἔκραξαν δυνατά. Δὲ φώναξαν ὅπως κάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρῆκε μεγάλο θησαυρὸ ἢ ὅπως φώναξε γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀπόστολος Πέτρος, «σὺ εἴ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Οἱ δαίμονες ἔκραξαν ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, γιατί μπροστά τους ἔβλεπαν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς κρίνει. “Ἔκραξαν καὶ ὁμολόγησαν Ἐκεῖνον ποὺ στὸ ὄνομά Του μόνο ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο, ποὺ τὸ ὄνομα αὐτὸ προσπαθοῦσαν νὰ κρύψουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τὸ σβήσουν ἀπὸ τίς καρδιές τους. Όμολόγησαν τὸ ὄνομά Του μέσα στὸν τρόμο καὶ τὴν ἀπελπισία τους, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, μὲ τὴν ἴδια ἀπέχθεια κι ἀπόγνωση ποὺ προφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πολλοὶ ἄνθρωποι.

Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ρώτησαν οἱ δαίμονες. Τί κοινὸ ἔχουμε μεταξύ μας Ἐσὺ κι ἐμεῖς; Ποιό εἶναι τὸ μήνυμα ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ ἀναπάντεχη κι ἀνεπιθύμητη ἐπίσκεψή Σοῦ; «Τίς δὲ κοινωνία Χριστου καὶ Βελίαλ;» (Βκορ. στ’ 15). Ἀπολύτως καμία. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βελίαλ ἑπομένως, οἱ βασανιστὲς τῶν ἀνθρώπων, ρωτοῦν τὸ Χριστὸ γιατί ἦρθε πρόωρα, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρό Του, νὰ τοὺς βασανίσει. Ἠλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Τὴν ὥρα τῆς κρίσης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης τους τὴν περιμένουν. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ μπροστά τους ἀπὸ μόνη της ἦταν ἕνα βάσανο, ἕνα βασανιστήριο χειρότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ λάμψη τῆς φωτιᾶς σὲ μιὰ ἀράχνη. “Ὅταν λείπει ὁ Χριστός, οἱ δαίμονες εἶναι τόσο βάναυσοι καὶ ἀλαζόνες, ὥστε ὑποτιμοῦν καὶ ὑποβιβάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν κατηγορία τῶν ζώων, τρομοκρατοῦν ὅλη τὴν περιοχὴ ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔφερε σὲ ἀξιοθρήνητη ἀπόγνωση. Ὁ τρόμος τους ταπείνωσε, ὅπως καὶ κάθε τύραννο ὁ κριτής. Γι’ αὐτὸ κι ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ταπεινωμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο ἶνα μὴ ἐπιτάξη αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεϊν, νὰ μή τους στείλει στὰ βάθη τῆς θάλασσας (Λουκ. ἡ 31). Ἡ ἱκεσία τους νὰ μὴ ἐπιτάξη αὐτοῖς νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο, σημαίνει πῶς ἂν τοὺς διέταζε, θὰ ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ πᾶνε. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἦταν ἡ δύναμή Τοῦ! Ἡ ἄβυσσος ἦταν ὁ πραγματικός τους τόπος, ἡ ἀληθινή τους κατοικία. Εἶπε ὁ προφήτης γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῶν δαιμόνων: «Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανου ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωϊ ἀνατέλλων…νύν δὲ εἰς ἅδην καταβήση καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς» (Ἠσ. Ἴδ’ 12,15).

Θὰ καταδικαστεῖ στὴν ἄβυσσο, ὅπου εἶναι ὁ βρυγμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων.

Ὁ Θεὸς ἄφησε τοὺς δαίμονες νὰ περιφέρονται ἐλεύθεροι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τους. Εἶναι καλύτερα γι’ αὐτοὺς νὰ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ κατοικήσουν στὴν ἄβυσσο; “Ὅταν κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, βασανίζουν ἐκείνους ὅταν βρίσκονται στὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, μόνο τὸν ἑαυτό τους ἔχουν νὰ βασανίζουν. Ὅταν βρίσκονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους βασανίζονται πάλι, μὰ τότε ἡ κόλασή τους μειώνεται ἀπὸ τὴν κόλαση τῶν ἄλλων.

Ὁ διάβολος εἶναι καταστροφέας γιὰ τὸ σῶμα, σκώλωψ τη σαρκί, ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ εἶχε νιώσει τὴν παρουσία τοῦ (βλ. Βκορ. ἴβ’ 7). Χρησιμοποιεῖ τὸ σῶμα σὰν σκάλα, σκαρφαλώνει στὴν ψυχὴ καὶ πιάνεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ καί το νοῦ, ὡσότου κατασπαράξει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὥσπου νὰ τὸν παραμορφώσει καὶ νὰ τὸν γυμνώσει ἀπὸ κάθε κάλλος καὶ ἁγνότητα, ἀπὸ κάθε αἴσθημα δικαιοσύνης, ἀγάπης καὶ πίστης, ἐλπίδας κι ἐπιθυμίας γιὰ τὸ ἀγαθό. Μετὰ ἐγκαθίσταται στὸν ἄνθρωπο ὅπως κάθεται ὁ βασιλιᾶς στὸ θρόνο του, καὶ παίρνει τὰ ἡνία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος στὰ χέρια του. Τότε ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλεται σὲ κτῆνος ποὺ τὸ ἱππεύει ὁ σατανᾶς, γίνεται ἕνα ἄθυρμα ποῦ τὸν διασκεδάζει, ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ κατασπαράζει.

Κάπως ἔτσι ἦταν οἱ δαιμονιζόμενοι ποὺ περιγράφονται στὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ἀναφέρεται ἂν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶδαν τὸ Χριστό, ἂν τὸν ἀναγνώρισαν, τὸν ὀνόμασαν ἢ ἂν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αὐτά τα ἔκαναν οἱ δαίμονες ποὺ ἦταν μέσα τους. Οἱ δαιμονιζόμενοι ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχαν, σὰν δυὸ σώματα ποῦ τὰ ὁδηγοῦσαν οἱ δαίμονες καὶ τὰ κατεύθυναν μὲ τὰ καμτσίκια τούς. Τὸ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τέτοιους ἀνθρώπους, ἦταν σὰ ν’ ἀνασταίνει νεκρούς. Ἀλλὰ ἦταν καὶ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτό, γιατί νεκρὸς ἄνθρωπος σημαίνει πῶς ἡ ψυχὴ ἔχει ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Τότε ὅμως ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὴν ξαναγυρίσει στὸ σῶμα, νὰ ἐπαναφέρει τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὅμως ἦταν αἰχμάλωτοι στοὺς δαίμονες, ποὺ τοὺς κρατοῦσαν δέσμιους. “Ἔπρεπε ν’ ἀποσπάσει πρῶτα τίς ψυχὲς τοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονες, νὰ ἐκβάλλει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὸ σῶμα τους κι ἔπειτα νὰ τοὺς θεραπεύσει. Ἔτσι τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύστυχων αὐτῶν ἀνθρώπων εἶναι τοὐλάχιστον ἴσο μὲ ἀνάσταση νεκρῶν, ἂν ὄχι μεγαλύτερο.

Ἠλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ρώτησαν οἱ δαίμονες τὸ Χριστό. Ἤξεραν πῶς τελικὰ τοὺς περιμένει ἡ κόλαση. “Ἄχ, νὰ τὸ γνώριζαν κι οἱ ἄνθρωποι αὐτό! Νὰ συνειδητοποιοῦσαν πῶς τοὺς περιμένει κόλαση ὅμοια μὲ κείνης ποὺ περιμένει τοὺς δαίμονες! Οἱ δαίμονες ἤξεραν πῶς στὸ τέλος τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἡ βασικὴ τροφή τους, θὰ ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὰ χέρια τους, πῶς οἱ ἴδιοι θὰ ρίχνονταν στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο, ὅπου μόνο τὸν ἑαυτό τους θὰ εἶχαν νὰ βασανίζουν. Ὁ μέγας προφήτης εἶπε γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῶν δαιμόνων: «σὺ δὲ ριφήση ἐν τοῖς όρεσιν ὡς νεκρὸς ἔβδελυγμένος μετὰ πολλῶν τεθνηκότων ἐκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εἰς ἅδου» (Ἠσ. ἰε’ 19). Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπιβεβαίωσε: «Ἐθεώρουν τὸν σαταναν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» (Λουκ. ἰ’ 18). Στὸ τέλος θὰ δοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἁμαρτωλούς, ποῦ θὰ ριφθοῦν καὶ κεῖνοι σὰν ἀστραπὴ «εἰς τὸ πὺρ τὸ αἰώνιον τὸ ἤτοιμασμένον το διαβόλῳ καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 41).

Τὴν ὥρα ποὺ οἱ δαίμονες ἱκέτευαν μὲ φόβο καὶ τρόμο τὸ Χριστό, στὸ διπλανὸ λόφο ἦταν ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπὸ δυὸ περίπου χιλιάδες χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν ἤρεμα ἐκεῖ (βλ. Μάρκ. ἔ’ 13). Οἱ δαίμονες παρακάλεσαν τὸ Χριστό: «Εἴ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων» (Ματθ. ἡ’ 31). Μή μας στέλνεις στὴν ἄβυσσο, τοῦ εἴπανε, ἀλλὰ ἄφησέ μας τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ μποῦμε μέσα στοὺς χοίρους. Εἰ,Εἶ ἐκβάλλεις ἡμᾶς. Δὲν εἶπαν μὴ μᾶς βγάζεις ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸν δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸν κατονομάσουν, γι’ αὐτοὺς ἦταν τελείως νεκρός.

Ἀπ’ ὅλα τὰ πλάσματα στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ μισεῖ καὶ νὰ φθονεῖ τόσο ὁ διάβολος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀντίθετα, τόνιζε ἰδιαίτερα τὴ λέξη «ἄνθρωπος». «Ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου» (Μάρκ. ἔ’ 8). Οἱ δαίμονες δὲν ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θὰ προτιμοῦσαν πολὺ περισσότερο νὰ μείνουν σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους. Σὲ τί θὰ τοὺς χρησίμευαν οἱ χοῖροι; Οἱ δαίμονες μποροῦν νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ μοιάζουν μὲ τοὺς χοίρους, ὁπότε τί τοὺς χρειάζονται οἱ χοῖροι; “Ὅπως καὶ νὰ “χοῦν τὰ πράγματα, ἀκόμα κι ἂν βρίσκονται μέσα στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἡ κακία τους στρέφεται ἴσια στὸν ἄνθρωπο. Μέσα ἀπὸ τοὺς χοίρους, σκοπὸς τοὺς ἦταν νὰ βλάψουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄν δὲν μποροῦσαν μὲ ἄλλον τρόπο, θὰ ἔκαναν τὸ κακὸ μὲ τὸ νὰ πνίξουν τοὺς χοίρους καὶ νὰ στρέψουν τὴν ὀργὴ τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν μπροστά τους ἔχουν τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀβύσσου, ἀντὶ γι’ αὐτὴν προτιμοῦν νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους.

«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς: ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. ἡ 32). Οἱ δαίμονες θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς ἀνθρώπους νὰ πνιγοῦν στὴ θάλασσα, ἂν δὲν τοὺς ἐμπόδιζε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀσυνήθιστο νὰ βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν παρανοήσει νὰ πέφτουν ἀπὸ μεγάλο ὕψος καὶ νὰ γίνονται κομμάτια ἢ νὰ πνίγονται στὸ νερὸ ἢ νὰ πέφτουν στὴ φωτιὰ ἢ νὰ ἀπαγχονίζονται. Οἱ παγκάκιστοι δαίμονες ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους σὲ τέτοιο τέλος μὲ σκοπὸ ὄχι μόνο νὰ καταστρέψουν τὴ ζωή τους, ἀλλὰ νὰ νεκρώσουν καὶ τὴν ψυχή τους, τόσο στὴν παροῦσα ὅσο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή. Πολὺ συχνὰ ὅμως συμβαίνει νὰ παρεμβαίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴ σοφὴ πρόνοιά Τοῦ καὶ νὰ προφυλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τέτοιο θάνατο.

Γιατί ὁ Κύριος ἐπέτρεψε στὰ πονηρὰ πνεύματα νὰ μποῦν στοὺς χοίρους; Θὰ μποροῦσε νὰ τὰ εἶχε στείλει στὰ δέντρα ἢ στὶς πέτρες. Γιατί εἰδικὰ στοὺς χοίρους; “Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ κάνει τὸ θέλημά τους, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι του τὸ ζήτησαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδάξει τοὺς ἀνθρώπους. “Ὅπου ὑπάρχουν χοῖροι, ὑπάρχει καὶ ἀκαθαρσία. Καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀγαποῦν τὰ ἀκάθαρτα μέρη. Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀκαθαρσία, τὴ φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. “Ὅταν βρίσκουν λίγη ἀκαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι ἄλλη καὶ τὴν κάνουν περισσότερη. Ὅταν μπαίνουν μέσα ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ καθαρὸ ἄνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ἀκαθαρσία χοίρων. Μὲ τὸ τρέξιμο τῶν χοίρων καὶ τὸ πέσιμό τους στὴ θάλασσα, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ ἀντίσταση τῆς λαιμαργίας καὶ τῆς πολυφαγίας στὶς διαβολικὲς δυνάμεις καὶ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἀρετὴ τῆς νηστείας.

Τί σχέση ἔχουν ἡ λαιμαργία κι ἡ πολυφαγία μὲ τοὺς χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τοὺς κατέλαβαν οἱ δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴν καταστροφή! Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς λαίμαργους καὶ τοὺς ἀχόρταγους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζουν πῶς θὰ γίνουν δυνατοὶ μὲ τὴν πολυφαγία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὅμως δὲ γίνονται δυνατότεροι, ἀλλὰ μᾶλλον ἀσθενέστεροι, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ πνευματικά. (Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει στὸ λόγο τοῦ I’ περὶ νηστείας τ’ ἀκόλουθα: «Γνωρίζω πῶς οἱ γιατροὶ δὲ συνιστοῦν στοὺς ἀρρώστους ποικιλία φαγητῶν, ἀλλ’ ἀποχὴ καὶ νηστεία. Μὴ νομίσεις πῶς ὁ καπετάνιος κάποιου πλοίου θὰ σώσει εὐκολότερα τὸ πλοῖο τοῦ ἂν τὸ ὑπερφορτώσει κι ὄχι ἂν τὸ φορτώσει μὲ μέτρο»). Οἱ λαίμαργοι ἄνθρωποι ἔχουν ἀδύναμο χαρακτῆρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο καὶ πολὺ περισσότερο) μπροστὰ στοὺς δαίμονες. Δὲν ὑπάρχει τίποτα εὐκολότερο στοὺς δαίμονες ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πνίξουν στὴ θάλασσα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.

Ἐδῶ βλέπουμε μιὰ ἀκόμα πιὸ καθαρὴ διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἂν δὲν τὴν ἐλέγχει ὁ Θεός. Οἱ δαίμονες ποὺ κατοικούσαν σὲ δύο μόνο ἀνθρώπους, ἔπνιξαν σὲ λίγα λεπτὰ περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ὁ Θεὸς ὅμως τοὺς κρατοῦσε ἐκεῖ ὡσότου ἔρθει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε πάνω τους. Μετὰ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τῶν δαιμόνων. Ἄν τὸ ἐπέτρεπε ὁ Θεός, οἱ δαίμονες θὰ ἔκαναν μέσα σὲ λίγα λεπτὰ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸ ποὺ ἔκαναν στοὺς χοίρους. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη Του μᾶς συντηρεῖ στὴ ζωὴ καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τοὺς πιὸ σκληροὺς κι ἀδυσώπητους ἐχθρούς μας.

Θὰ ρωτήσουν μερικοί: Δὲ λυπήθηκε ὁ Θεὸς πρῶτα μὲ τὸ χαμὸ τόσων πολλῶν χοίρων καὶ δεύτερο μὲ τὴ ζημιὰ τῶν χωρικῶν; Μόνο ὁ πονηρὸς ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ τέτοιες σκέψεις, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι πιὸ εὔσπλαχνος ἀπὸ τὸ Χριστό. Τί ἄλλο εἶναι οἱ χοῖροι, παρὰ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ; “Ὅταν ὁ Θεὸς δὲ λυπᾶται τὰ λευκὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ποὺ εἶναι στολισμένα καλύτερα ἀπό το βασιλιᾶ Σολομῶντα καὶ αὔριο ρίχνονται στὴ φωτιά, γιατί νὰ λυπηθεῖ τὰ γουρούνια; Εἶναι δυσκολότερο στὸ Θεὸ νὰ φτιάξει χοίρους ἀπὸ τὸ νὰ φτιάξει τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ; Θὰ ποῦν ὅμως κάποιοι ἄλλοι: Δὲν εἶναι θέμα κάλλους ἀλλὰ χρησιμότητας. Καὶ εἶναι οἱ χοῖροι χρήσιμοι στοὺς ἀνθρώπους μόνο ὅταν τοὺς τρέφουν καὶ τοὺς παχαίνουν κι ὄχι ὅταν βοηθοῦν στὸ φωτισμὸ τῆς ψυχῆς τους; Κι ἐδῶ ἐρχόμαστε στὴ δεύτερη περίπτωση. «Πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς» (Ματθ. ἰ’ 31). Ἐσεῖς ἀξίζετε περισσότερο ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Δὲν ἀξίζουν περισσότερο οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ἔστω καὶ δυὸ ἢ τρεῖς χιλιάδες ἀπ’ αὐτούς;

Ἄς ἀναλογιστεῖ ὁ καθένας τὴ δική του ἀξία. Καὶ τότε θὰ φτάσει στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα πῶς, σὲ σχέση μὲ τὴ μεγάλη ὠφέλεια ποὺ δέχτηκαν οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἀπώλεια (τῶν χοίρων) ἦταν πολὺ μικρή. Ἠταν ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο νὰ δείξει στὸ ἀναίσθητο ἀνθρώπινο γένος πόσο ἀκάθαρτοι εἶναι οἱ δαίμονες, ἀλλὰ καὶ πόση εἶναι ἡ δύναμή τους.

Δὲν ὑπάρχουν λόγια ἀνθρώπινα νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα αὐτό, ὅσο ἡ δαιμονοληψία κι ὁ πνιγμὸς τῶν χοίρων τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μπῆκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θὰ μποροῦσαν νὰ πείσουν τοὺς εἰδωλολάτρες Γεργεσηνοὺς καὶ Γαδαρηνούς, ἂν αὐτὴ ἡ τρομερὴ ἀπόδειξη -ἢ μᾶλλον ἀποκάλυψη δεν μποροῦσε νὰ τοὺς ξυπνήσει ἀπό το λήθαργο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ συνειδητοποιήσουν σὲ ποιό λάκκο τοὺς τραβοῦσαν ἀνηλεῶς οἱ δαίμονες, ὅπως ἔκαναν μὲ τοὺς χοίρους; Τί θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς φέρει εὐκολότερα στὴν πίστη τοῦ παντοδύναμου Χριστοῦ;

Ἄς δοῦμε ὅμως τί ἔγινε μετά. «Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καί τα τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἢ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τὼ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῆ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν» (Ματθ. ἡ’ 33,34). Οἱ βοσκοὶ κι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης φοβήθηκαν πολὺ (Λουκ. ἡ 35), τρόμαξαν. Εἶδαν κάτι ποὺ ποτὲ τοὺς δὲν εἶχαν δεῖ ἢ ἀκούσει. Οἱ δαιμονισμένοι ποὺ τοὺς κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ ἤρεμοι, νηφάλιοι. “Ἄκουσαν τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς βοσκούς, πῶς δηλαδὴ ὁ Χριστὸς θεράπευσε τοὺς δαιμονισμένους κι ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στό Χριστό. Ὅταν ἄκουσαν μάλιστα πῶς οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν ἔντρομοι νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στοὺς χοίρους, ἂν τοὺς ἔβγαζε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἡ κατάπληξή τους μεγάλωσε. Ἔμαθαν τελικὰ πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅρμησαν σὰν ἀνεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τοὺς χοίρους καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα.

Τ’ ἄκουσαν όλ’ αὐτὰ οἱ Γεργεσηνοὶ κι οἱ Γαδαρηνοὶ καὶ τὰ συνειδητοποίησαν καλά. Μετὰ εἶδαν καὶ τοὺς δυὸ θεραπευμένους, ποὺ ἐνῶ λίγο νωρίτερα ἔμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ἰματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες, σὰ ν’ ἀναστήθηκαν ἐκ νεκρῶν. Κοίταξαν μετὰ τὸ πρόσωπο τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ Κυρίου. Ἔστεκε ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μπροστά τους, σὰ νὰ μὴν εἶχε κάνει λίγο πρὶν ἕνα θαῦμα μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ ἰσοπεδώσει το λόφο τῶν Γεργεσῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα. Ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ἕνα κράτησαν οἱ κάτοικοι τῶν δύο πόλεων στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους: πῶς τὰ γουρούνια τους χάθηκαν, ἡ περιουσία τους καταστράφηκε χωρὶς ἐπανόρθωση. Ἀντὶ νὰ κάνουν μετάνοια καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ποῦ ἔσωσε τοὺς δυὸ δαιμονισμένους, ἐκεῖνοι παραπονιοῦνταν ἐπειδὴ ἔχασαν τὰ γουρούνια! Ἀντὶ νὰ προσκαλέσουν τὸν Κύριο γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήσουν, τοῦ ζήτησαν νὰ φύγει ἀπὸ τὰ ὅριά τους ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ἀντὶ νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν το Θεό, ἐκεῖνοι ἄρχισαν νὰ θρηνοῦν γιὰ τὸ χαμὸ τῶν γουρουνιῶν.

Ἄς μὴ βιαστοῦμε νὰ κατηγορήσουμε τὴν ἀγάπη τῶν Γεργεσηνῶν γιὰ τὰ γουρούνια τους, προτοῦ ἀξιολογήσουμε τὴ σημερινὴ κοινωνία. Νὰ ἐκτιμήσουμε ὅλους τοὺς συμπολῖτες μας ποὺ ἐπίσης εἶναι πολὺ δεμένοι μὲ τὰ ζῶα τους, ὅπως οἱ Γεργεσηνοί, ποῦ νόμιζαν πῶς τὰ γουρούνια τους ἀξίζουν περισσότερο ἀπὸ τοὺς γείτονές τους. Γιὰ σκεφθεῖτε, πόσοι εἶναι σήμερα ἐκεῖνοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν το σταυρό τους, ὁμολογοῦν τὸ Χριστὸ μὲ τὴ γλῶσσα τους, ἀλλὰ πολὺ σύντομα θὰ μποροῦσαν νὰ σκοτώσουν δυὸ ἀνθρώπους, ἂν ἡ πράξη αὐτὴ θὰ τοὺς χάριζε δυὸ χιλιάδες χοίρους; Ἢ σκεφθεῖτε ἂν ὑπάρχουν πολλοὶ ἀνάμεσά σας ποὺ θὰ θυσίαζαν δυὸ χιλιάδες χοίρους γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωὴ δύο δαιμονισμένων. “Ἄς ντραποῦν ἐκεῖνοι ποὺ καταδικάζουν τοὺς Γεργεσηνοὺς προτοῦ κατηγορήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἄν οἱ Γεργεσηνοὶ ἀνασταίνονταν σήμερα ἀπὸ τοὺς τάφους τους κι ἄρχιζαν νὰ μετροῦν πόσοι ἄνθρωποι ἔχουν τὴν ἴδια νοοτροπία μαζί τους, στὴν Εὐρώπη θὰ φθαναν σ’ ἕνα τεράστιο ἀριθμό. Ἐκεῖνοι τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ζήτησαν ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ φύγει, ἐνῶ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τὸν ἀπομακρύνουν οἱ ἴδιοι. Γιατί; Γιὰ νὰ μείνουν μόνοι μὲ τὰ γουρούνια τους καὶ τοὺς κυρίους τους, τοὺς δαίμονες.

Όλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος, ἔχει κι ἕνα βαθύτερο νόημα. Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε ὼς τώρα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ διδασκαλία, γιὰ ὑπόμνηση καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων ἐκείνων ποὺ μέσα στὸ σῶμα τους νιώθουν κλεισμένοι σὰ νὰ βρίσκονταν μέσα σὲ τάφο: ἐκείνων ποὺ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἐπίδραση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων στὰ πάθη ποῦ τοὺς πιέζουν σὰν χειροπέδες ἢ σὰν ἁλυσίδες, πού τοὺς τραβοῦν βίαια στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς ἐκείνων ποῦ, παρ’ όλ’ αὐτά, πιστεύουν στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ἡ ψυχή τους ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ γουρούνια, ὅλα τὰ κτήνη, ὅλες τίς περιουσίες καὶ τὰ πλούτη, ποὺ ἀναζητοῦν τὴ θεραπεία καί το Θεραπευτὴ τῶν ἀσθενειῶν τους περισσότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγαθά τους.

Όλόκληρη ἡ διήγηση τελειώνει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στοὺς Γεργεσηνοὺς δὲν εἶπε οὔτε λέξη. Σὲ τί θὰ χρησίμευαν οἱ λέξεις ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔπεισε τὸ θαῦμα; Οἱ λέξεις δὲ θὰ τοὺς ἔκαναν νὰ πιστέψουν. Τί ἀξία θὰ εἶχε νὰ κάνει τοὺς νεκροὺς τάφους νὰ πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἀναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση ὑπομονή, τί θεϊκὸ μεγαλεῖο! Πόσο κενὴ ἦταν ἡ νίκη γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς Καίσαρες ποὺ ἔγραψε στὴ σύγκλητο: «Ἦλθον, εἶδον, ἐκυρίευσα!». Ὁ Χριστὸς εἶδε, κυρίευσε καὶ ἔμεινε σιωπηλός. Κρατῶντας τὴ σιωπή Του ἔδωσε στὴ νίκη Του ἕναν ὑπέροχο κι αἰώνιο χαρακτῆρα. Ἄν θέλουν οἱ εἰδωλολάτρες ἂς μάθουν ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ταπεινοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ ποτὲ δὲ φροντίζει νὰ ἐντυπωσιάσει. “Ὅποιος τὸν δέχεται, δέχεται τὴν αἰώνια ζωή. “Ὅποιος τὸν διώχνει ἀπὸ τὴ ζωή του, παραμένει στὴ συντροφιὰ τῶν χοίρων, στὴν αἰώνια παραφροσύνη καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο.

Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς, θεράπευσε μᾶς, σῶσε μας! Σὲ Σένα πρέπει δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Καταστροφή!

«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8, 32)

ΜΙΛΗΣΑΜΕ ἀγαπητοί μου, μιλήσαμε καὶ ἄλλοτε γιὰ μιὰ λίμνη, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχει στὸ Ἰσραήλ. Εἶνε μιὰ λίμνη μεγάλη, ὅπως ἡ δική μας λίμνη Μεγάλη Πρέσπα. Ὀνομάζεται λίμνη τῆς Γαλιλαίας. Πρὸς τὸ δυτικὸ μέρος τῆς λίμνης ὑπῆρχαν χωριά, ποὺ κατοικοῦσαν φτωχοὶ ψαρᾶδες. Ὑπῆρχε δὲ καὶ μιὰ πόλις, ἡ Καπερναούμ. Στὴν πόλι αὐτὴ καὶ στὴν περιοχὴ συχνὰ πήγαινε καὶ Χριστός. Ἀγαποῦσε τὸ λαὸ αὐτό. Ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες αὐτοὺς διάλεξε ὁ Χριστὸς τοὺς πιὸ πολλοὺς μαθητάς του. Θρησκευτικοὶ καὶ εὐγενεῖς ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ἀλλὰ πρὸς τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς λίμνης, τὴν ἀνατολική, οἱ ἄνθρωποι ἦταν πολὺ διαφορετικοί. Εἶχαν κάποια ἀγριότητα. Πόσο διαφέρουν οἱ ἄνθρωποι μιᾶς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μιᾶς ἄλλης! Καὶ πόσο διαφέρουν οἱ ἄνθρωποι ἑνὸς χωριοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὸ γειτονικὸ χωριό! Εὐσεβεῖς στὸ ἕνα χωριό, ἀσεβεῖς στὸ ἄλλο. Ἐργατικοὶ στὸ ἕνα, τεμπέληδες στὸ ἄλλο. Φιλόξενοι στὸ ἕνα, ἀφιλόξενοι στὸ ἄλλο ἀφήνουν τὸν ξένο νὰ κοιμηθῇ ἔξω.

Σὲ κάποια πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς λίμνης, ὅπου ἦταν ἡ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ἔβοσκε τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἕνα κοπάδι ἀπὸ χοίρους. Δυὸ χιλιάδες περίπου κεφάλια ἦταν. Τοὺς ἔβοσκαν δυὸ βοσκοί. Οἱ χοῖροι ἀνῆκαν σὲ κάποια μικρὴ πόλι, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Τὸ κοπάδι αὐτὸ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη περιουσία. Πολλὰ χρήματα κέρδιζαν οἱ Γαδαρηνοὶ ἀπὸ τοὺς χοίρους. Μὲ πόση χαρὰ ἔβλεπαν τὸ κοπάδι ν’ αὐξάνῃ καὶ νὰ πολλαπλασιάζεται! Οἱ χοῖροι ὁ θησαυρός τους!

Ἀλλὰ νά, μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ἦρθε ἡ μεγάλη καταστροφή. Ἀπὸ τοὺς χοίρους δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνας. Μόνο οἱ χοιροβοσκοὶ σώθηκαν καὶ ἦρθαν στὴν πόλι. Οἱ κάτοικοι, ποὺ δὲν βρέθηκαν στὸν τόπο τῆς καταστροφῆς καὶ δὲν ἤξεραν τίποτε, τώρα ποὺ βλέπουν τοὺς βοσκοὺς τρομαγμένους καὶ χωρὶς τοὺς χοίρους, τοὺς ρωτᾶνε

-Τί πάθατε; Ποῦ εἶνε τὰ ζωντανά;

Καὶ οἱ βοσκοὶ ἀρχίζουν νὰ διηγοῦνται πῶς ἔγινε ἡ καταστροφή. Σὰν νὰ τοὺς ἀκοῦμε

-Ἄχ, ἀφεντάδες μας, τί πάθαμε! Ἐκεῖ ποὺ ἥσυχα ἔβοσκαν οἱ χοῖροι καὶ κανένα σημάδι ταραχῆς δὲν παρουσίαζαν, ξαφνικά, μὰ πῶς νά σας τὸ περιγράψουμε; Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάγινε οὔτε θὰ ξαναγίνῃ. Ξαφνικὰ οἱ χοῖροι ἄρχισαν νὰ γρυλίζουν, σήκωσαν ψηλὰ τὰ πόδια, τέντωσαν τὰ αὐτιά τους καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν σὰν τρελλοί. Ποῦ νὰ σταματήσουν! Ἔτρεχαν συνεχῶς, καὶ πῆγαν στὸ γκρεμό, ποὺ ἀπὸ κάτω εἶνε τὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης. Καὶ ἀπό ‘κεῖνο τὸ γκρεμὸ ἄρχισαν νὰ πέφτουν. Ἀκούγαμε τὸ χτύπο ποὺ ἔκαναν πέφτοντας στὴ λίμνη. Ὅλοι ἔπεσαν. Δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνας…

Οἱ Γαδαρηνοί, ποὺ ἄκουγαν τοὺς βοσκοὺς καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν πῶς ἔγινε αὐτὸ τὸ φοβερὸ γεγονός, ρωτοῦν τοὺς βοσκούς

-Πῶς ἔγινε ἡ καταστροφή;

Καὶ οἱ βοσκοί, συμπληρώνοντας τὴ διήγησί τους, εἶπαν

-Λίγα λεπτὰ προτοῦ νὰ γίνῃ ἡ καταστροφὴ ἦρθε ἀπὸ τὴ λίμνη μὲ μιὰ βάρκα ἕνας ἄνθρωπος. Τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός! Ξέρετε τοὺς δύο ἐκείνους δαιμονισμένους, ποὺ σχίζανε τὰ ροῦχα τους καὶ περπατοῦσαν γυμνοὶ κ’ ἔμεναν στὶς σπηλιές καὶ στὰ μνήματα καὶ πετροβολοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τοὺς ξέρετε τί ἄγρια θηρία ἦταν. Αὔ, ἐλᾶτε τώρα νὰ τοὺς δῆτε. Ἀπὸ θηρία ἔχουν γίνει ἀρνάκια. Τοὺς ἔκανε καλὰ ὁ ξένος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Αὐτὸς ἔδωσε διαταγὴ καὶ βγῆκαν τὰ δαιμόνια. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ βγοῦν τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους. Κ’ ἐκεῖνος τοὺς ἐπέτρεψε, καὶ τὰ δαιμόνια πῆγαν στὸ κοπάδι καὶ τὸ ἔκαναν ἄνω – κάτω. Ναί, τὰ δαιμόνια ἔσπρωξαν τοὺς χοίρους νὰ πέσουν στὴ θάλασσα.

-Πῶς λέγεται αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ποὺ εἶνε τώρα; ρώτησαν οἱ Γαδαρηνοί.

-Ἰησοῦς εἶνε τὸ ὄνομά του, ἀπαντοῦν οἱ χοιροβοσκοί. Δὲν ἔφυγε ἀκόμη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο. Εἶνε μαζί του καὶ κάποιοι ἄλλοι ἄνθρωποι. Μαζί του εἶνε καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θεράπευσε. Φαίνεται, ὅτι ξεκινάει καὶ ἔρχεται πρὸς τὴν πόλι μας…

-Δυστυχία μας! λένε οἱ Γαδαρηνοί. Σ’ ἐμᾶς ἔρχεται; Μᾶς ἔπνιξε τοὺς χοίρους, μᾶς κατέστρεψε μιὰ ὁλόκληρη περιουσία, καὶ τώρα τί θέλει σ’ ἐμᾶς; Νὰ τοῦ ποῦμε κ’ εὐχαριστῶ; Αὐτὸ ἔλειπε. Ὄχι. Δὲν θέλουμε νὰ ἔρθῃ στὴν πόλι μας. Θὰ πᾶμε νά του τὸ ποῦμε. Θὰ πᾶμε ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά…

Μὲ τέτοια αἰσθήματα οἱ Γαδαρηνοὶ ξεκίνησαν καὶ πῆγαν στὸ Χριστό. Καὶ τὸν παρακάλεσαν, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐπισκεφθῇ τὴν πόλι τους, ἀλλὰ καὶ νὰ φύγῃ μακριὰ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ σέβεται τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, δὲν θέλησε νὰ πάη στὴν πόλι χωρὶς τὴ θέλησή τους. Ἔφυγε. Μπῆκε στὴ βάρκα, πέρασε τὴ λίμνη, κ’ ἔφθασε στὴν Καπερναούμ.

Μερικοί, ποὺ ἀκοῦνε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, σκανδαλίζονται καὶ ρωτοῦν: Γιατί ὁ Χριστὸς νὰ καταστρέψῃ τὴν περιουσία τῶν ἀνθρώπων; Διότι, ἀπαντοῦμε, οἱ δυὸ χιλιάδες χοῖροι ἦταν περιουσία παράνομη. Ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, δὲν ἐπέτρεπε νὰ τρέφουν οἱ Ἑβραῖοι γουρούνια καὶ νὰ τρῶνε τὸ κρέας τους. Καὶ μέχρι σήμερα ἀκόμη οἱ Ἑβραῖοι, ὅπως καὶ οἱ Τοῦρκοι, δὲν τρῶνε τὸ χοιρινὸ κρέας. Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν οἱ Γαδαρηνοί, ποὺ ἦταν Ἑβραῖοι, νὰ τηροῦν τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς θρησκείας τους καὶ νὰ μὴ τρέφουν χοίρους. Ἀλλ’ αὐτοί, ἀδιάφοροι καὶ ἀσεβεῖς, λαίμαργοι καὶ πλεονέκτες, ἄνθρωποι ὑλισταί, καθόλου δὲν ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν τους τὴν θεϊκὴ ἐντολή. Λεφτὰ νὰ μαζεύουν, τὸ κέφι τους νὰ κάνουν, τὰ κρέατα νὰ τρῶνε, καὶ γιὰ τὴ θρησκεία δὲν ἔδιναν καμμιὰ σημασία. Γι’ αὐτὸ καὶ Χριστός, τιμωρῶντας τὴν ἀσέβειά τους, ἐπέτρεψε στοὺς δαίμονες νὰ καταστρέψουν τὴν ἀγέλη τῶν χοίρων.

Αὐτὰ ἔπαθαν οἱ Γαδαρηνοί. Ἀλλ’ οἱ Γαδαρηνοὶ δὲν ἐξέλιπαν ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ σήμερα Γαδαρηνοί. Ὑπάρχουν, δηλαδή, ἄνθρωποι ἰδιοτελεῖς καὶ συμφεροντολόγοι, ἄνθρωποι ποὺ παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουν τὸ συμφέρον τους, καὶ χάριν τοῦ συμφέροντος δὲν διστάζουν νὰ παραβοῦν το νόμο τοῦ Θεοῦ. Λεφτὰ καὶ μόνο λεφτὰ σκέπτονται καὶ ποθοῦν μέρα καὶ νύχτα. Καὶ στὸ ὄνειρό τους λεφτὰ βλέπουν. Κοιτᾶξτε τους. Εἶνε Κυριακή, εἶνε μεγάλη γιορτὴ καὶ χτυπᾷ ἡ καμπάνα. Πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία; Ὄχι. Στὰ μαγαζιὰ καὶ στὰ χωράφια θὰ πᾶνε, μὲ διάφορες δουλειὲς θ’ ἀσχοληθοῦν. Δὲν θέλουν νὰ χάσουν οὔτε ἕνα λεπτὸ τῆς ὥρας. Καὶ ὅπως καταπατοῦν αὐτὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καταπατοῦν καὶ τίς ἄλλες ἐντολές. Στὸ δικαστήριο κάνουν ψεύτικους ὅρκους, κλέβουν στὸ ζύγι τὸν πελάτη τους, χίλια δυὸ ἄλλα ἄτιμα καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα μεταχειρίζονται, γιὰ νὰ ἀπατήσουν τοὺς ἀνθρώπους. Τρῶνε τὸ ψωμὶ τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, πατοῦν πάνω σὲ πτώματα, βάφουν τὰ χέρια τους στὸ αἷμα. Λεφτὰ καὶ μόνο λεφτὰ ν’ ἀποκτήσουν. Καὶ κάνουν λεφτά, καὶ ἀποκτοῦν περιουσίες, καὶ ὁ κόσμος ζηλεύει. Τί ἔξυπνοι, τί καπάτσοι ἄνθρωποι! λέει γι’ αὐτοὺς ὁ κόσμος.

Ἀλλὰ ποιό εἶνε τὸ τέλος τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν; Εἶνε ἡ καταστροφή. Καταστροφή, σὰν τὴν καταστροφὴ τῶν Γαδαρηνῶν. Σὲ μιὰ στιγμή, ποὺ δὲν περιμένουν, ὅλη ἡ περιουσία ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὰ ἁμαρτωλὰ μέσα, καταστρέφεται. Τὰ διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα.

Χριστιανοί μου! Μακριὰ ἀπὸ τέτοιες περιουσίες. Προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὸ Χριστό, παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek