ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Η’ 28 — 34, Θ΄ 1)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐλθόν­τι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ὑπήν­τη­σαν αὐτῷ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ἐκ τῶν μνη­μεί­ων ἐξερ­χό­με­νοι, χαλε­ποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύ­ειν τινὰ παρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκεί­νης. 29καὶ ἰδοὺ ἔκρα­ξαν λέγον­τες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ και­ροῦ βασα­νί­σαι ἡμᾶς; 30ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέ­λη χοί­ρων πολ­λῶν βοσκο­μέ­νη. 31οἱ δὲ δαί­μο­νες παρε­κά­λουν αὐτὸν λέγον­τες· Εἰ ἐκβάλ­λεις ἡμᾶς, ἐπί­τρε­ψον ἡμῖν ἀπελ­θεῖν εἰς τὴν ἀγέ­λην τῶν χοί­ρων. 32καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπά­γε­τε. οἱ δὲ ἐξελ­θόν­τες ἀπῆλ­θον εἰς τὴν ἀγέ­λην τῶν χοί­ρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμη­σεν πᾶσα ἡ ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων κατὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θάλασ­σαν, καὶ ἀπέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕδα­σιν. 33οἱ δὲ βόσκον­τες ἔφυ­γον, καὶ ἀπελ­θόν­τες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγ­γει­λαν πάν­τα καὶ τὰ τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. 34καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλ­θεν εἰς συνάν­τη­σιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόν­τες αὐτὸν παρε­κά­λε­σαν ὅπως μετα­βῇ ἀπὸ τῶν ὁρί­ων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖ­ον διε­πέ­ρα­σεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν.

28 Οταν δε ήλθε εις την απέ­ναν­τι παρα­λί­αν, εις την χώραν των Γερ­γε­ση­νών, τον απάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι, που έβγαι­ναν από τα μνη­μεία και οι οποί­οι ήσαν άγριοι και επι­θε­τι­κοί, ώστε να μη ημπο­ρή να περά­ση κανείς από τον δρό­μον εκεί­νον. 29 Και ιδού, όταν τον αντί­κρυ­σαν, έκρα­ξαν με φωνήν μεγά­λην και είπαν· “τι κοι­νόν υπάρ­χει μετα­ξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασα­νί­σης, πριν έλθη ο προ­κα­θω­ρι­σμέ­νος και­ρός της κρί­σε­ως και της τιμω­ρί­ας μας;” 30 Ευρί­σκε­το δε μακρυά από αυτούς ένα κοπά­δι από πολ­λούς χοί­ρους, που έβο­σκαν. 31 Οι δε δαί­μο­νες τον παρα­κα­λού­σαν και έλε­γαν· “εάν θα μας διώ­ξης από τους δύο αυτούς ανθρώ­πους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπά­δι των χοί­ρων”. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαί­νε­τε”. Και αυτοί εβγή­καν από τους ανθρώ­πους και επή­γαν στο κοπά­δι των χοί­ρων. Και ιδού με μανί­αν και γρυλ­λι­σμούς ώρμη­σε όλο το καπά­δι των χοί­ρων από το μέρος του κρη­μνού εις την θάλασ­σαν και επνί­γη­σαν εις τα νερά. (Επέ­τρε­ψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμω­ρη­θούν έτσι οι ιδιο­κτή­ται της αγγέ­λης, διό­τι παρά τον μωσαϊ­κόν νόμον αυτοί έτρε­φαν χοί­ρους). 33 Οι χοι­ρο­βο­σκοί έφυ­γαν κατα­τρο­μαγ­μέ­νοι, επή­γαν εις την πόλιν και εγνω­στο­ποί­η­σαν όλα όσα συνέ­βη­σαν και μάλι­στα τα της θερα­πεί­ας των δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. 34 Και ιδού όλη η πόλις εβγή­κε, δια να συναν­τή­ση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρε­κά­λε­σαν να φύγη από τα όρια της περιο­χής των· (και τού­το, διό­τι εφο­βή­θη­σαν, μήπως δια τας παρα­βά­σεις των υπο­στούν και άλλην τιμω­ρί­αν). Αφού εμπή­κε στο πλοί­ον ο Ιησούς, επέ­ρα­σε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλα­δή την Καπερ­να­ούμ.

28 Κι όταν ο Κύριος ήλθε στην απέ­ναν­τι όχθη, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, τον συνάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι που έβγαι­ναν από τα μνή­μα­τα που υπήρ­χαν εκεί, στα οποία ευχα­ρι­στιούν­ταν να κατοι­κούν. Ήταν και οι δύο επι­θε­τι­κοί και πολύ επι­κίν­δυ­νοι? τόσο, ώστε να μην μπο­ρεί κανείς να περά­σει απ’ το δρό­μο εκεί­νο. 29 Και ξαφ­νι­κά απ’ το φόβο τους κραύ­γα­σαν δυνα­τά και είπαν: Ποιά σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα, πριν από τον και­ρό της παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, για να μας βασα­νί­σεις; 30 Στο μετα­ξύ υπήρ­χε μακριά απ’ αυτούς ένα κοπά­δι με πολ­λούς χοί­ρους, που έβο­σκαν εκεί. 31 Οι δαί­μο­νες τότε άρχι­σαν να τον παρα­κα­λούν λέγον­τας: Εάν πρό­κει­ται να μας βγά­λεις έξω από εδώ, δώσ’ μας την άδεια να φύγου­με και να μπού­με μέσα στο κοπά­δι των χοί­ρων. 32 Κι επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον Μωσαϊ­κό νόμο, που απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας, ο Κύριος τιμω­ρών­τας την παρα­νο­μία τους αυτή είπε στους δαί­μο­νες: Πηγαί­νε­τε. Κι αυτοί βγή­καν απ’ τους ανθρώ­πους και πήγαν στους χοί­ρους. Και ξαφ­νι­κά όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε με μανία από το επά­νω μέρος του γκρε­μού προς τα κάτω, στη θάλασ­σα, και πνί­γη­καν στα νερά της λίμνης. 33 Τότε εκεί­νοι που έβο­σκαν τους χοί­ρους έφυ­γαν, κι αφού πήγαν στην πόλη, ανήγ­γει­λαν όλα όσα έγι­ναν, και ιδιαι­τέ­ρως το τι συνέ­βη με τους δαι­μο­νι­σμέ­νους. 34 Και τότε όλοι οι κάτοι­κοι της πόλε­ως βγή­καν για να συναν­τή­σουν τον Ιησού? κι όταν τον είδαν, τον παρα­κά­λε­σαν να φύγει από τα σύνο­ρά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγα­λύ­τε­ρα κακά. Και αφού μπή­κε σ’ ένα πλοίο, πέρα­σε στην απέ­ναν­τι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική του πόλη, την Καπερ­να­ούμ. 

28 Ὅταν δὲἔ­φθα­σε στὸ ἀπέ­ναν­τι μέρος, στὴ χώρα τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, τὸν συνάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι, ποὺ­ἔ­βγαι­ναν ἀπὸ τοὺς τάφους, φοβε­ροὶ πολύ, ὥστε νὰ μὴ μπο­ρῇ κανεὶς νὰ περά­σῃ ἀπὸ τὸ δρό­μο ἐκεῖ­νο. 29 Καὶ ἰδοὺ­ἔ­κρα­ξαν λέγον­τας: «Τί σχέ­σι­ἔ­χου­με ἐμεῖς μ᾽ ἐσέ­να, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς βασα­νί­σῃς προ­τοῦ­ἔλ­θῃ ὁ και­ρός μας;». 30 Μακριὰ δὲ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν μία μεγά­λη ἀγέ­λη ἀπὸ χοί­ρους, ποὺ­ἔ­βο­σκε. 31 Ὁἱ δὲ δαί­μο­νες τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν λέγον­τας: «Ἐὰν πρό­κει­ται νὰ μᾶς βγά­λῃς, ἄφη­σέ μας νὰ πᾶμε στὴν ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων». 32 Καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαί­νε­τε». Καὶ βγῆ­καν καὶ πῆγαν στὴν ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων. Καὶ ἰδοὺ ὥρμη­σε ὅλη ἡ ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων καὶ γκρε­μί­στη­κε στὴ λίμνη καὶ πνί­γη­κε στὰ νερά. 33 Ὁἱ δὲ βοσκοὶ ἔφυ­γαν, καὶ πῆγαν στὴν πόλι, καὶ ἀνήγ­γει­λαν ὅλα τὰ συμ­βάν­τα, καὶ ἰδί­ως τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους. 34 Καὶ ἰδοὺ ὅλοι οἱ κάτοι­κοι τῆς πόλε­ως βγῆ­καν νὰ συναν­τή­σουν τὸν Ἰησοῦ, καί, ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρα­κά­λε­σαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν περιο­χή τους. Τότε ἐπι­βι­βά­σθη­κε σὲ πλοῖο καὶ πέρα­σε ἀπέ­ναν­τι καὶ ἦλθε στὴν πόλι του (τὴν Καρ­πε­να­ούμ). 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΓΕΡΓΕΣΗΝΩΝ

«Κα λθόν­τι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γερ­γε­σηνν πήν­τη­σαν ατ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κ τν μνη­μεί­ων ξερ­χό­με­νοι, χαλε­πο λίαν, στε μ σχύ­ειν τιν παρελ­θεν δι τς δο κεί­νης. κα δο κρα­ξαν λέγον­τες· τί μν κα σοί, ησο υἱὲ το Θεο; λθες δε πρ και­ρο βασα­νί­σαι μς;(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέ­ναν­τι όχθη, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, τον συνάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι που έβγαι­ναν από τα μνή­μα­τα που υπήρ­χαν εκεί, στα οποία ευχα­ρι­στιούν­ταν να κατοι­κούν. Ήταν και οι δύο επι­θε­τι­κοί και πολύ επι­κίν­δυ­νοι˙ τόσο, ώστε να μην μπο­ρεί κανείς να περά­σει απ’ τον δρό­μο εκεί­νο. Και ξαφ­νι­κά απ’ τον φόβο τους κραύ­γα­σαν δυνα­τά και είπαν: “Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα, πριν από τον και­ρό της παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, για να μας βασα­νί­σεις;”)»[Ματθ.8,28–29].

Επει­δή ο κόσμος θεω­ρού­σε τον Ιησού ακό­μη ως έναν απλό άνθρω­πο, ήρθαν τώρα οι δαί­μο­νες και ανα­κη­ρύσ­σουν τη θεό­τη­τά Του. Και αυτοί που την τρι­κυ­μι­σμέ­νη πρώ­τα και τώρα, έπει­τα από την εντο­λή Του, ησυ­χα­σμέ­νη θάλασ­σα, δεν την άκου­γαν που μαρ­τυ­ρού­σε με την από­το­μη γαλή­νευ­σή της την ομο­λο­γία του Δημιουρ­γού της, άκου­γαν τους δαί­μο­νες που κραύ­γα­ζαν αυτά, που ακρι­βώς και εκεί­νη κραύ­γα­ζε με τη γαλή­νη της. Κι έπει­τα, για να μη θεω­ρη­θεί ότι η δια­κή­ρυ­ξη αυτή των δαι­μό­νων απέ­βλε­πε στην κολα­κεία του Ιησού που λίγο πριν με ένα πρό­σταγ­μά Του είχε επι­βλη­θεί στα στοι­χεία της φύσης και είχε κοπά­σει την τρι­κυ­μία, φωνά­ζουν δυνα­τά, βασι­ζό­με­νοι στην πεί­ρα τους και λέγουν: «Ήρθες εδώ πρό­ω­ρα για να μας βασα­νί­σεις;». Γι’ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο ομο­λο­γούν την έχθρα τους προς τον Κύριο, για να μη θεω­ρη­θεί ύπο­πτη κολα­κεί­ας η παρά­κλη­σή τους· για­τί δέχον­ταν αόρα­τα χτυ­πή­μα­τα και τους έδερ­νε χει­ρό­τε­ρη από όσο την θάλασ­σα τρι­κυ­μία κι ένιω­θαν να τρυ­πιούν­ται και να καί­γον­ται και να παθαί­νουν αθε­ρά­πευ­τα κακά και από την παρου­σία Του μονά­χα.

Πραγ­μα­τι­κά, επει­δή κανέ­νας δεν είχε την τόλ­μη να τους πλη­σιά­σει μέχρι τότε, ο ίδιος ο Χρι­στός έρχε­ται προς αυτούς. Και ο μεν Ματ­θαί­ος λέγει ότι Του έλε­γαν: «λθες δε πρ και­ρο βασα­νί­σαι μς;(:Ήρθες εδώ να μας βασα­νί­σεις, πριν έλθει ο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νος και­ρός της κρί­σε­ως και της τιμω­ρί­ας μας;)»[Ματθ.8,29], ενώ οι άλλοι ευαγ­γε­λι­στές πρό­σθε­σαν ότι Τον παρα­κα­λού­σαν και Τον εξόρ­κι­ζαν για να μην τους ρίξει στην άβυσσο[πρβ. Μάρκ. 5,10: «Κα παρε­κά­λει ατν πολλ να μ ποστείλ ατος ξω τς χώρας(:Και παρα­κα­λού­σε πολύ τον Ιησού να μην τους στεί­λει έξω από τη χώρα εκεί­νη)» και Λουκ.8,51: «Κα παρε­κά­λει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσ­σον πελ­θεν(:Και τα δαι­μό­νια αυτά με το στό­μα του δαι­μο­νι­σμέ­νου Τον παρα­κα­λού­σαν να μην τα δια­τά­ξει να πάνε στα τρί­σβα­θα του Άδη)». Διό­τι νόμι­ζαν ότι έφτα­σε γι’ αυτούς η κόλα­ση και φοβή­θη­καν ότι θα τιμω­ρη­θούν πλέ­ον.

Εάν πάλι όσοι μελε­τούν το Ευαγ­γέ­λιο του Λου­κά λέγουν ότι ο δαι­μο­νι­ζό­με­νος ήταν ένας [βλ. Λουκ. 8,27: «ξελ­θόν­τι δ ατ π τν γν πήν­τη­σεν ατ νήρ τις κ τς πόλε­ως, ς εχε δαι­μό­νια κ χρό­νων κανν, κα μάτιον οκ νεδιδύσκε­το κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνή­μα­σιν(:Και όταν ο Ιησούς βγή­κε στη στε­ριά, τον συνάν­τη­σε κάποιος άνθρω­πος που κατα­γό­ταν από την πόλη, ο οποί­ος είχε μέσα του δαι­μό­νια από πολ­λά χρό­νια. Αυτός δεν φορού­σε πάνω του ρού­χα ούτε έμε­νε σε σπί­τι, αλλά ζού­σε μέσα στα μνή­μα­τα)»], ενώ ο Ματ­θαί­ος κάνει λόγο για δύο δαιμονιζόμενους[βλ. Ματθ.8,28: «Κα λθόν­τι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γερ­γε­σηνν πήν­τη­σαν ατ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κ τν μνη­μεί­ων ξερ­χό­με­νοι, χαλε­πο λίαν, στε μ σχύ­ειν τιν παρελ­θεν δι τς δο κεί­νης(:Όταν λοι­πόν ήλθε στην απέ­ναν­τι παρα­λία, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, ήρθαν να Τον συναν­τή­σουν δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι που έβγαι­ναν από τα μνη­μεία και οι οποί­οι ήσαν άγριοι και επι­θε­τι­κοί, ώστε να μην μπο­ρεί να περά­σει κανείς από τον δρό­μο εκεί­νον)»], ούτε και το γεγο­νός αυτό παρου­σιά­ζει δια­φω­νία μετα­ξύ των δύο ευαγ­γε­λι­στών· διό­τι εάν έγρα­φε ο Λου­κάς ότι ένας μόνο δαι­μο­νι­ζό­με­νος υπήρ­ξε και δεν υπήρ­χε άλλος, θα φαι­νό­ταν ότι δια­φω­νού­σε προς τον Ματ­θαίο. Τώρα όμως που ο ένας μίλη­σε για έναν δαι­μο­νι­ζό­με­νο και ο άλλος για δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νους, δεν προ­έρ­χε­ται από αντί­φα­ση το πράγ­μα, αλλά από τον δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο αφη­γή­σε­ως. Πραγ­μα­τι­κά προ­σω­πι­κά νομί­ζω ότι ο Λου­κάς διά­λε­ξε τον φοβε­ρό­τε­ρο από τους δύο και γι’ αυτόν έκα­νε λόγο. Γι’ αυτό και περι­γρά­φει πιο τρα­γι­κά τη συμ­φο­ρά του, όπως για παρά­δειγ­μα ότι έσπα­ζε τα δεσμά και τις αλυ­σί­δες με τις οποί­ες προ­σπα­θού­σαν να τον δέσουν και περι­πλα­νιό­ταν στην έρη­μο. Ο Μάρ­κος επί­σης προ­σθέ­τει ότι κατα­ξέ­σκι­ζε τον εαυ­τό του με τις πέτρες[ βλ. Μάρκ. 5,5: «Κα δι παντς νυκτς κα μέρας ν τος μνή­μα­σι κα ν τος ρεσιν ν κρά­ζων κα κατα­κό­πτων αυτν λίθοις(:Και συνε­χώς νύχτα και μέρα έμε­νε στα μνή­μα­τα και στα βου­νά κι έβγα­ζε κραυ­γές και κατα­πλή­γω­νε τον εαυ­τό του με πέτρες)»].

Και οι λόγοι των δαι­μο­νι­ζό­με­νων προς τον Ιησού ήσαν αρκε­τοί για να απο­δεί­ξουν τη σκλη­ρό­τη­τα και την αναι­σχυν­τία τους. «Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα για να μας βασα­νί­σεις;», λέγουν. Δεν μπο­ρού­σαν βέβαια να ισχυ­ρι­στούν ότι δεν αμάρ­τη­σαν, δια­τυ­πώ­νουν όμως την αξί­ω­ση να μην τιμω­ρη­θούν πριν από την καθο­ρι­σμέ­νη ώρα. Επει­δή δηλα­δή τους βρή­καν τα αθε­ρά­πευ­τα κακά και επει­δή αυτοί ενερ­γού­σαν παρά­νο­μα και διέ­στρε­φαν και βασά­νι­ζαν με κάθε τρό­πο το δημιούρ­γη­μα του Θεού, γι’ αυτό νόμι­ζαν ότι εξαι­τί­ας της υπερ­βο­λής των συμ­βάν­των, δεν θα περί­με­νε τον καθο­ρι­σμέ­νο και­ρό της κολά­σε­ως, γι’ αυτό Τον παρα­κα­λού­σαν και Τον ικέ­τευαν. Και εκεί­νοι που δεν τους συγ­κρα­τού­σαν τα σιδη­ρά δεσμά, έρχον­ται δέσμιοι. Εκεί­νοι που τρι­γύ­ρι­ζαν στα βου­νά, κατέ­βη­καν στην πεδιά­δα. Εκεί­νοι που εμπό­δι­ζαν τους άλλους να περ­νούν από εκεί, μόλις είδαν τον Ιησού να τους φράσ­σει τον δρό­μο, στά­θη­καν. Για ποιο λόγο όμως παρέ­με­ναν στα μνή­μα­τα οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι; Επει­δή ήθε­λαν να δημιουρ­γή­σουν στους ανθρώ­πους ολέ­θρια αντί­λη­ψη, ότι δηλα­δή οι ψυχές των απο­θα­νόν­των γίνον­ται δαί­μο­νες, πράγ­μα που εύχο­μαι να μη σας περά­σει από τον νου ούτε και σαν απλή σκέ­ψη.

«Ναι, αλλά ποια απάν­τη­ση», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «μπο­ρείς να δώσεις στο γεγο­νός ότι πολ­λοί από τους μάγους αρπά­ζουν παι­διά και τα σφά­ζουν, ώστε στη συνέ­χεια να έχουν την ψυχή τους βοη­θό στις μαγεί­ες τους;». Και πώς απο­δει­κνύ­ε­ται αυτό; Το ότι βέβαια, σφά­ζουν τα παι­διά, το λέγουν πολ­λοί, αλλά το ότι οι ψυχές των παι­διών που σφα­γιά­ζον­ται συνερ­γά­ζον­ται με τους μάγους, από πού το γνω­ρί­ζεις; Πες μου, σε παρα­κα­λώ. «Αυτοί», θα απαν­τού­σε αυτός που πιθα­νόν να εξέ­φρα­ζε αυτήν την απο­ρία, « οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι φωνά­ζουν ότι εγώ είμαι η ψυχή του δεί­να». Μα κι αυτό είναι πλε­κτά­νη και απά­τη δια­βο­λι­κή· διό­τι δεν είναι η ψυχή του απο­θα­νόν­τος που φωνά­ζει, αλλά ο δαί­μο­νας που υπο­κρί­νε­ται αυτά, με σκο­πό να εξα­πα­τή­σει εκεί­νους που τον ακού­νε. Διό­τι εάν ήταν δυνα­τόν να εισέλ­θει η ψυχή στην υπό­στα­ση του δαί­μο­νος, πολύ ευκο­λό­τε­ρα θα εισερ­χό­ταν στο δικό της σώμα. Έπει­τα, δεν μπο­ρεί να δικαιο­λο­γη­θεί λογι­κά το να συνερ­γά­ζε­ται η σφα­γεί­σα ψυχή με τον σφα­γέα της. Ούτε πάλι δικαιο­λο­γεί­ται να μπο­ρεί ο άνθρω­πος να μετα­βάλ­λει ασώ­μα­τη δύνα­μη σε άλλου είδους υπό­στα­ση. Πραγ­μα­τι­κά εάν αυτό είναι αδύ­να­το για τα σώμα­τα και δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μετα­μορ­φώ­σει κανείς το σώμα ανθρώ­που σε σώμα όνου, πολύ περισ­σό­τε­ρο είναι αυτό αδύ­να­το για την αόρα­τη ψυχή και κανέ­νας δεν θα μπο­ρέ­σει να την μετα­σχη­μα­τί­σει στην υπό­στα­ση του δαί­μο­νος.

Κατά συνέ­πεια, οι από­ψεις αυτές προ­έρ­χον­ται από μεθυ­σμέ­να γρα­ΐ­δια και προ­ο­ρί­ζον­ται να εκφο­βί­ζουν τα μικρά παι­διά· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή που απο­χω­ρί­ζε­ται από το σώμα να πλα­νά­ται πλέ­ον στη γη. Πράγ­μα­τι, «δικαί­ων δ ψυχα ν χειρ Θεο, κα ο μ ψηται ατν βάσα­νος(:η ζωή των δικαί­ων βρί­σκε­ται κάτω από το παν­το­δύ­να­μο προ­στα­τευ­τι­κό χέρι του Θεού και καμία θλί­ψη και βάσα­νος δεν θα τους εγγί­σει, χωρίς ο Θεός να το επι­τρέ­ψει)»[Σοφ. Σολ.3,1]. Εάν όμως βρί­σκον­ται στα χέρια του Κυρί­ου οι ψυχές των δικαί­ων, τότε βρί­σκον­ται και των παι­διών οι ψυχές, διό­τι τα παι­διά δεν είναι πονη­ρά. Αλλά και των αμαρ­τω­λών ανθρώ­πων οι ψυχές αμέ­σως φεύ­γουν μακριά από τη γη. Και αυτό γίνε­ται φανε­ρό από την παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου( πρβ. Λουκ. 16,19–31).

Και σε άλλη περί­πτω­ση όμως λέγει ο Κύριος: «φρον, ταύτ τ νυκτ τν ψυχήν σου παι­τοσιν π σο· δ τοί­μα­σας τίνι σται;(:Άμυα­λε και ανόη­τε άνθρω­πε, που στή­ρι­ξες την ευτυ­χία σου μόνο στις απο­λαύ­σεις της κοι­λιάς και νόμι­σες ότι η μακρο­ζω­ία σου εξαρ­τιό­ταν από τα πλού­τη σου και όχι από Εμέ­να˙ τη νύχτα αυτή, που εδώ και πολύ και­ρό ονει­ρευό­σουν ως νύχτα ευτυ­χί­ας και νόμι­ζες ότι θα άρχι­ζε από εδώ και πέρα η ανα­παυ­τι­κή και απο­λαυ­στι­κή ζωή σου, οι φοβε­ροί δαί­μο­νες απαι­τούν να πάρουν την ψυχή σου. Σε λίγο θα πεθά­νεις. Αυτά λοι­πόν που ετοί­μα­σες και απο­θή­κευ­σες σε ποιον θα ανή­κουν και σε ποιους κλη­ρο­νό­μους θα περιέλ­θουν;)»[Λουκ.12,20].

Βέβαια δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή που εξήλ­θε από το σώμα να περι­φέ­ρε­ται εδώ κάτω. Και αυτό είναι πολύ φυσι­κό· διό­τι, ενώ όταν βαδί­ζου­με επά­νω στη συνη­θι­σμέ­νη και γνώ­ρι­μη περιο­χή της γης, έχον­τας το σώμα μας, δεν γνω­ρί­ζου­με ποια κατεύ­θυν­ση να πάρου­με κάθε φορά που θα βρε­θού­με σε άγνω­στο δρό­μο, εάν δεν έχου­με οδη­γό, κατά ποια λογι­κή η ψυχή, που χωρί­στη­κε από το σώμα και απο­ξε­νώ­θη­κε από όλες τις συνή­θειές της, θα γνω­ρί­σει πού πρέ­πει να βαδί­ζει χωρίς να έχει τον οδη­γό της;

Αλλά και από άλλες περι­πτώ­σεις μπο­ρεί κανείς να πλη­ρο­φο­ρη­θεί ότι δεν είναι δυνα­τόν η ψυχή χωρίς το σώμα της να παρα­μεί­νει στη γη. Πραγ­μα­τι­κά, ο Στέ­φα­νος λέγει: «Κύριε ησο, δέξαι τ πνεμά μου(:Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύ­μα μου)»[Πράξ.7,59].Και ο Παύ­λος, επί­σης, λέγει: «μο γρ τ ζν Χριστς κα τ ποθα­νεν κέρ­δος(:Διό­τι για μένα η ζωή είναι ο Χρι­στός, αφού ζω τη νέα ζωή του Χρι­στού και ζει μέσα μου ο Χρι­στός. Όμως και το να πεθά­νω είναι κέρ­δος, διό­τι με τον θάνα­το θα ενω­θώ πλή­ρως με τον Χρι­στό)»[Φιλιπ.1,21].Και για τον πατριάρ­χη Αβρα­άμ λέγει η Γρα­φή: «Κα κλεί­πων πέθα­νεν βραμ ν γήρ καλ πρε­σβύ­της κα πλή­ρης μερν κα προ­σε­τέ­θη πρς τν λαν ατο(:Και αφού τον εγκα­τέ­λει­ψαν οι δυνά­μεις του, πέθα­νε ο Αβρα­άμ σε ευτυ­χι­σμέ­να γηρα­τειά, γέρον­τας πλή­ρης ημε­ρών, και προ­στέ­θη­κε στους προ­γό­νους του που εκδή­μη­σαν από τον κόσμο αυτόν)»[Γέν.25,8].

Το ότι βέβαια, ούτε οι ψυχές των αμαρ­τω­λών μπο­ρούν να παρα­μεί­νουν εδώ, άκου­σε που ο πλού­σιος της παρα­βο­λής θερ­μά παρα­κα­λού­σε γι’ αυτό, χωρίς να το επι­τυγ­χά­νει[ βλ. Λουκ. 16, 27–31]· διό­τι εάν αυτό ήταν δυνα­τόν, θα ερχό­ταν αυτός στη γη και θα γνω­στο­ποιού­σε όσα συνέ­βαι­ναν εκεί. Κατά συνέ­πεια, είναι φανε­ρό ότι οι ψυχές μετά την απο­δη­μία τους από τη γη μετα­βαί­νουν σε κάποιο χώρο, από όπου δεν έχουν τη δυνα­τό­τη­τα να επι­στρέ­ψουν στη γη, αλλά περι­μέ­νουν τη φοβε­ρή ημέ­ρα της κρί­σε­ως.

Κι αν κανέ­νας ρωτή­σει: Για ποιον λόγο πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Χρι­στός ό,τι του ζήτη­σαν οι δαί­μο­νες, δίνον­τάς τους την άδεια να εισέλ­θουν στην αγέ­λη των χοίρων;[Ματθ.8,31–32: « Ο δ δαί­μο­νες παρε­κά­λουν ατν λέγον­τες· ε κβάλ­λεις μς, πίτρε­ψον μν πελ­θεν ες τν γέλην τν χοί­ρων. κα επεν ατος· πάγε­τε. ο δ ξελ­θόν­τες πλθον ες τν γέλην τν χοί­ρων· κα δο ρμη­σε πσα γέλη τν χοί­ρων κατ το κρη­μνο ες τν θάλασ­σαν κα πέθα­νον ν τος δασιν(:Οι δαί­μο­νες τότε άρχι­σαν να τον παρα­κα­λούν λέγον­τας: “Εάν πρό­κει­ται να μας βγά­λεις έξω από εδώ, δώσε μας την άδεια να φύγου­με και να μπού­με μέσα στο κοπά­δι των χοί­ρων”. Και επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, που απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας, ο Κύριος τιμω­ρών­τας την παρα­νο­μία τους αυτή είπε στους δαί­μο­νες: “Πηγαί­νε­τε”. Και αυτοί βγή­καν απ’ τους ανθρώ­πους και πήγαν στους χοί­ρους. Και ξαφ­νι­κά όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε με μανία από το επά­νω μέρος του γκρε­μού προς τα κάτω, στη θάλασ­σα, και πνί­γη­καν στα νερά της λίμνης)».

Θα λέγα­με ότι ο Κύριος δεν το έκα­νε αυτό υπα­κού­ον­τας σε αυτούς, αλλά επει­δή πολ­λά ήθε­λε με την ενέρ­γειά Του αυτή να διδά­ξει· το πρώ­το που δίδα­ξε αυτούς που ελευ­θε­ρώ­θη­καν από τους πονη­ρούς εκεί­νους τυράν­νους τους ήταν το μέγε­θος της κατα­στρο­φής που προ­κα­λούν αυτοί που τους επι­βου­λεύ­ον­ται, δηλα­δή οι αντί­χρι­στοι δαί­μο­νες. Δεύ­τε­ρο, να μάθουν όλοι οι άνθρω­ποι ότι ούτε στους χοί­ρους τολ­μούν οι δαί­μο­νες να εισέλ­θουν, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν δώσει άδεια ο Ιησούς. Τρί­το ότι θα μπο­ρού­σαν να προ­ξε­νή­σουν σε εκεί­νους φοβε­ρό­τε­ρα κακά από ό,τι στους χοί­ρους, εάν δεν προ­στα­τεύ­ον­ταν σε μεγά­λο βαθ­μό και μέσα ακό­μα στη συμ­φο­ρά τους από την πρό­νοια του Θεού· διό­τι στον καθέ­να βέβαια είναι φανε­ρό από κάθε άπο­ψη ότι εμάς τους ανθρώ­πους οι δαί­μο­νες μάς μισούν περισ­σό­τε­ρο από τα άλο­γα ζώα.

Επο­μέ­νως αυτοί που δεν λυπή­θη­καν τους χοί­ρους, αλλά μονά­χα μέσα σε μια στιγ­μή τούς κατέρ­ρι­ξαν όλους στον γκρε­μό, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα το έκα­ναν στους ανθρώ­πους, που τους είχαν κυριεύ­σει, παρα­σύ­ρον­τας και επα­να­φέ­ρον­τάς τους στις ερη­μιές, εάν μέσα σε αυτή την τυραν­νι­κή κατα­πί­ε­ση δεν επι­δει­κνυό­ταν σε μεγά­λο βαθ­μό πολ­λή φρον­τί­δα από μέρους του Θεού, που χαλι­να­γω­γού­σε και συγ­κρα­τού­σε και στα­μα­τού­σε την περαι­τέ­ρω ορμή τους. Επο­μέ­νως, είναι φανε­ρό ότι δεν υπάρ­χει κανέ­νας άνθρω­πος που να μην τον προ­στα­τεύ­ει η πρό­νοια του Θεού. Εάν ωστό­σο δεν μας προ­στα­τεύ­ει όλους όμοια, ούτε με τον ίδιο τρό­πο, και αυτό είναι ένα είδος μεγά­λης προ­νοί­ας· διό­τι ανα­λό­γως προς το ωφέ­λι­μο για τον καθέ­να εκδη­λώ­νει και την πρό­νοιά Του ο Θεός.

Εκτός από όσα ειπώ­θη­καν παρα­πά­νω, διδα­σκό­μα­στε και κάτι άλλο απ’ αυτό το θαύ­μα, ότι δηλα­δή δεν προ­νο­εί μονά­χα από κοι­νού για όλους μας, αλλά και για τον καθέ­να χωρι­στά, πράγ­μα που δήλω­σε προς τους μαθη­τές Του, λέγον­τάς τους ότι ακό­μα και οι τρί­χες του κεφα­λιού τους έχουν αριθμηθεί[Ματθ.10,30:«μν δ κα α τρί­χες τς κεφαλς πσαι ριθ­μη­μέ­ναι εσί(:Και όσο για σας, μάθε­τε ότι ο Θεός έχει μετρη­μέ­νες ακό­μη και τις τρί­χες του κεφα­λιού σας όλες, τη στιγ­μή που εσείς για μια απ’ αυτές δεί­χνε­τε μικρή ή καμία φρον­τί­δα, και αγνο­εί­τε τον αριθ­μό τους. Ο Θεός δηλα­δή γνω­ρί­ζει και αυτά ακό­μη τα ελά­χι­στα που σας συμ­βαί­νουν, στα οποία εσείς δίνε­τε μικρή σημα­σία)»]. Μα και από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους τού­τους ανθρώ­πους μπο­ρεί κανέ­νας να το δια­πι­στώ­σει καθα­ρά αυτό. Πραγ­μα­τι­κά θα τους είχαν πνί­ξει προ πολ­λού οι δαί­μο­νες, εάν δεν τους προ­στά­τευε απο­τε­λε­σμα­τι­κά η εκ του ουρα­νού φρον­τί­δα.

Γι’ αυτούς λοι­πόν τους λόγους επέ­τρε­ψε στους δαί­μο­νες να εισέλ­θουν στην αγέ­λη των χοί­ρων, και επι­πλέ­ον για να πλη­ρο­φο­ρη­θούν και όσοι κατοι­κού­σαν στα μέρη εκεί­να την δύνα­μή Του· διό­τι όπου ήταν πολύ γνω­στό το όνο­μά Του, δεν άφη­νε τη δύνα­μή Του να εκδη­λω­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό, όπου όμως κανέ­νας δεν τον γνώ­ρι­ζε, αλλά είχαν πλή­ρη άγνοια γι’ Αυτόν, εκεί άφη­νε να ακτι­νο­βο­λούν τα θαύ­μα­τά Του, ώστε να τους προ­σελ­κύ­σει στο να γνω­ρί­σουν τη θεϊ­κή Του υπό­στα­ση. Ότι βρί­σκον­ταν σε χον­δρο­ει­δή άγνοια οι κάτοι­κοι της πόλε­ως αυτής φαί­νε­ται από το τέλος· διό­τι ενώ έπρε­πε να Τον προ­σκυ­νή­σουν και να εκδη­λώ­σουν τον θαυ­μα­σμό τους για τη δύνα­μη Του, αντι­θέ­τως αυτοί ήθε­λαν να Τον απο­μα­κρύ­νουν και «δόν­τες ατν παρε­κά­λε­σαν πως μεταβ π τν ρίων ατν(:και τότε όλοι οι κάτοι­κοι της πόλε­ως βγή­καν για να συναν­τή­σουν τον Ιησού˙ και όταν Τον είδαν, Τον παρα­κά­λε­σαν να φύγει από τα σύνο­ρά τους, από φόβο μήπως πάθουν και μεγα­λύ­τε­ρα κακά)»[Ματθ.8,34].

Αλλά για ποιο λόγο έρι­ξαν στον γκρε­μό και σκό­τω­σαν οι δαί­μο­νες τους χοί­ρους; Ο λόγος είναι ότι παν­τού προ­σπα­θούν κάθε στιγ­μή με μεγά­λη προ­θυ­μία να ρίχνουν τους ανθρώ­πους στη λύπη και πάν­το­τε χαί­ρον­ται με την κατα­στρο­φή. Αυτό άλλω­στε έκα­με ο διά­βο­λος και στον Ιώβ. Μολο­νό­τι και εκεί ο Θεός το επέ­τρε­ψε, όχι βέβαια επει­δή και στην περί­πτω­ση αυτή υπά­κου­σε στον διά­βο­λο, αλλά επει­δή ήθε­λε να απο­δεί­ξει τον δού­λο Του πιο λαμ­πρό με την υπο­μο­νή και την καρ­τε­ρία που επρό­κει­το να επι­δεί­ξει στις δοκι­μα­σί­ες και να αφαι­ρέ­σει κάθε πρό­φα­ση γι’ αναι­σχυν­τία από τον δαί­μο­να και ακό­μη να στρέ­ψει κατά της κεφα­λής του όσα έκα­νε σε βάρος του δικαί­ου Ιώβ. Πραγ­μα­τι­κά και τώρα συνέ­βη το αντί­θε­το από εκεί­νο που επι­δί­ω­καν οι δαί­μο­νες· γιατί και η δύνα­μη του Χρι­στού ανα­κη­ρυσ­σό­ταν περί­τρα­να και παρου­σια­ζό­ταν πιο καθα­ρά η κακία των δαι­μό­νων, απ’ την οποία ελευ­θέ­ρω­σε αυτούς που είχαν στην κατο­χή τους, και ακό­μα ότι μήτε τους χοί­ρους δεν μπο­ρού­σαν να αγγί­ξουν, αν δεν το επέ­τρε­πε ο Θεός των όλων.

Αν επι­χει­ρού­σε τώρα να τα εξε­τά­σει κανέ­νας αυτά και αλλη­γο­ρι­κά, δεν θα υπήρ­χε καμιά δυσκο­λία στους συσχε­τι­σμούς. Πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με καλά, ότι υπάρ­χουν πολ­λοί άνθρω­ποι που γίνον­ται πνευ­μα­τι­κώς όμοιοι με τους χοί­ρους εξαι­τί­ας της απου­σί­ας προ­σπά­θειας για χαλι­να­γώ­γη­ση των παθών τους και αυτοί φυσι­κά επη­ρε­ά­ζον­ται πιο εύκο­λα από τις προ­σπά­θειες των δαι­μό­νων να τους οδη­γή­σουν στο κακό. Και εφό­σον εκεί­νοι που υφί­σταν­ται αυτά, παρα­μέ­νουν άνθρω­ποι και δεν φτά­νουν στο σημείο να πωρω­θούν παν­τε­λώς χωρίς μετά­νοια, μπο­ρούν και κατα­φέρ­νουν να νική­σουν τα δαι­μο­νι­κά πάθη τους πολ­λές φορές και με τη μετά­νοια και την εξο­μο­λό­γη­ση να τα εξα­λεί­ψουν· αν όμως μετα­μορ­φω­θούν από την αμε­τα­νο­η­σία τους και καταν­τή­σουν ολό­τε­λα σε κατά­στα­ση χοί­ρων και ως άλο­γα ζώα ακο­λου­θούν αμε­τα­νόη­τοι τα πάθη τους, δεν δαι­μο­νί­ζον­ται μόνο αλλά και κατα­κρη­μνί­ζον­ται, χάνουν δηλα­δή ορι­στι­κά την ψυχή τους.

Επι­πλέ­ον, για να μη σχη­μα­τί­σει κανείς την εντύ­πω­ση ότι η θερα­πεία των δαι­μο­νι­ζό­με­νων Γερ­γε­ση­νών αυτών νέων και η συνο­μι­λία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού με τους δαί­μο­νες που τους είχαν κυριεύ­σει ήταν κάτι πλα­στό και σκη­νο­θε­τη­μέ­νο, αλλά να πιστέ­ψει από­λυ­τα ότι πραγ­μα­τι­κά βγή­καν οι δαί­μο­νες από τους δύο ταλαί­πω­ρους αυτούς νέους, έρχε­ται ο θάνα­τος των χοί­ρων και το πιστο­ποιεί αυτό.

Πρό­σε­ξε τώρα εκτός από τη θεϊ­κή δύνα­μη, και την πρα­ό­τη­τα του Κυρί­ου . Όταν δηλα­δή, ύστε­ρα από τόσες ευερ­γε­σί­ες που είδαν απ’ Αυτόν οι κάτοι­κοι της περιο­χής, επει­δή θίχτη­καν τα οικο­νο­μι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα από τον πνιγ­μό των χοί­ρων, όντας οι ίδιοι όμοιοι με τους χοί­ρους εξαι­τί­ας του ανε­ξέ­λεγ­κτου πάθους της φιλαρ­γυ­ρί­ας, ήθε­λαν να Τον διώ­ξουν, δεν έφε­ρε αντίρ­ρη­ση, αλλά ανα­χώ­ρη­σε, και εγκα­τέ­λει­ψε αυτούς που μόνοι τους έκρι­ναν και παρου­σί­α­σαν τον εαυ­τό τους ανά­ξιο για τη διδα­σκα­λία Του· έφυ­γε και τους άφη­σε πλέ­ον ως δασκά­λους για τη θεϊ­κή Του υπό­στα­ση και δύνα­μη, αυτούς που ελευ­θε­ρώ­θη­καν από τους δαί­μο­νες, καθώς και τους χοι­ρο­βο­σκούς που έμει­ναν εντε­λώς ξαφ­νι­κά χωρίς τους χοί­ρους τους που αφη­νια­σμέ­νοι όρμη­σαν και κατα­κρη­μνί­στη­καν, ώστε απ’ αυτούς να κατα­νο­ούν πλέ­ον εις βάθος-άσχε­τα αν η κακή προ­αί­ρε­σή τους δεν τους άφη­νε να παρα­δε­χτούν τα λάθη και τα πάθη τους- όλα όσα είχαν συμ­βεί. Ο Κύριος έφυ­γε, όμως άφη­σε ζωη­ρό στις ψυχές τους τον φόβο. Πραγ­μα­τι­κά το μέγε­θος της ζημί­ας συν­τε­λού­σε στη διά­δο­ση της ειδή­σε­ως του γεγο­νό­τος αυτού και το συμ­βάν άγγι­ζε την ψυχή τους. Από πολ­λούς ακού­ον­ταν φωνές που επι­βε­βαί­ω­ναν το παρά­ξε­νο αυτό θαύ­μα· το δια­κή­ρυτ­ταν περί­τρα­να οι θερα­πευ­μέ­νοι, το δια­κή­ρυτ­τε το γεγο­νός του κατα­πον­τι­σμού των ζώων, το δια­κή­ρυτ­ταν οι ιδιο­κτή­τες των χοί­ρων και οι χοι­ρο­βο­σκοί.

Παρό­μοιες κατα­στά­σεις και σήμε­ρα ακό­μη μπο­ρεί να δει κανέ­νας. Πολ­λοί είναι δυστυ­χώς οι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι και στην επο­χή μας, άνθρω­ποι κυριευ­μέ­νοι από τα δαι­μο­νι­κά πάθη τους, που τίπο­τα δεν τους συγ­κρα­τεί από τη μανία τους, ούτε σίδε­ρα, ούτε αλυ­σί­δες, ούτε συστά­σεις από πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους, ούτε συμ­βου­λές, ούτε απει­λές ούτε τίπο­τα παρό­μοιο από αυτά.

Πραγ­μα­τι­κά, όταν κάποιος για παρά­δειγ­μα είναι ακό­λα­στος και έχει γίνει αιχ­μά­λω­τος του σωμα­τι­κού κάλ­λους και των σαρ­κι­κών επι­θυ­μιών και ηδο­νών, σε τίπο­τα δεν δια­φέ­ρει από έναν άνθρω­πο δαι­μο­νι­σμέ­νο· αλλά περι­φέ­ρε­ται γυμνός όπως εκεί­νοι οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι Γερ­γε­ση­νοί νέοι, ντυ­μέ­νος βέβαια με ρού­χα, αλλά στε­ρη­μέ­νος από την αλη­θι­νή ενδυ­μα­σία και είναι γυμνός από τη δόξα που ως πλά­σμα­τος του Θεού τού ται­ριά­ζει· και ναι μεν δεν κατα­πλη­γώ­νει το σώμα του με πέτρες, όπως έκα­ναν οι δύστυ­χοι εκεί­νοι νέοι της σημε­ρι­νής ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής, όμως κατα­ξε­σκί­ζε­ται με αμαρ­τή­μα­τα που είναι πολύ πιο κοπτε­ρά από πολ­λές μαζί πέτρες. Ποιος λοι­πόν θα μπο­ρέ­σει να δέσει έναν τέτοιον άνθρω­πο; Ποιος θα τον στα­μα­τή­σει από την ασχη­μο­σύ­νη και την μανία αυτή που δεν τον αφή­νει να συγ­κεν­τρω­θεί και να ανα­κτή­σει τον αυτο­έ­λεγ­χό του, αλλά τον κάνει να επι­θυ­μεί να βρί­σκε­ται πάν­τα στα μνή­μα­τα; Διό­τι τι άλλο από μνή­μα­τα δεν είναι τα κατα­γώ­για της πορ­νεί­ας, γεμά­τα από δυσω­δία και σαπί­λα;

Τέτοιος δεν είναι επί­σης και κάθε άνθρω­πος που υπο­φέ­ρει από το δαι­μο­νιώ­δες πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας; Κάθε μέρα αντι­με­τω­πί­ζει τον φόβο μήπως χάσει τα χρή­μα­τά του ή δεν κατα­φέ­ρει να τα αυξή­σει, καθώς και την απει­λή ότι κάποιοι μπο­ρούν να του τα κλέ­ψουν, παρά το ότι ακού­ει συστά­σεις των πνευ­μα­τι­κών ανθρώ­πων που προ­σπα­θούν να τον συνε­τί­σουν και προ­ει­δο­ποι­ή­σεις για τη φθο­ρά που η αρρω­στη­μέ­νη φιλο­χρη­μα­τία του αυτή προ­ξε­νεί στην ψυχή του. Όλα αυτά τα δεσμά τα σπά­ει και όταν έλθει κανείς με την πρό­θε­ση να τον απε­λευ­θε­ρώ­σει από τη δου­λεία της φιλαρ­γυ­ρί­ας, τον εξορ­κί­ζει να μην τον ελευ­θε­ρώ­σει, επει­δή θεω­ρεί μεγά­λο βάσα­νο το να μην βρί­σκε­ται κάτω από την βάσα­νο αυτήν.

Αλλά τι μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί αθλιό­τε­ρο από τον άνθρω­πο αυτόν; Διό­τι εκεί­νος ο δαί­μο­νας στην περιο­χή των Γερ­γε­ση­νών, αν και είχε κατα­φρο­νή­σει τους ανθρώ­πους, εντού­τοις υπο­χώ­ρη­σε στην προ­στα­γή του Χρι­στού και αμέ­σως βγή­κε από το σώμα του ανθρώ­που. Αυτός όμως δεν υπα­κού­ει ούτε στην προ­στα­γή του Θεού. Πραγ­μα­τι­κά, ενώ κάθε ημέ­ρα ακού­ει τον Θεό να του λέγει ότι «Οδες δύνα­ται δυσ κυρί­οις δου­λεύ­ειν· γρ τν να μισή­σει κα τν τερον γαπή­σει, νς νθέ­ξε­ται κα το τέρου κατα­φρο­νή­σει. ο δύνα­σθε Θε δου­λεύ­ειν κα μαμων(:Μην απα­τά­τε τον εαυ­τό σας με την ιδέα ότι είναι δυνα­τόν να θησαυ­ρί­ζει κανείς και στη γη και ταυ­τό­χρο­να να είναι προ­σκολ­λη­μέ­νος και στον Θεό. Κανείς δεν μπο­ρεί να είναι συγ­χρό­νως δού­λος σε δύο κυρί­ους· διό­τι ή θα μισή­σει τον ένα και θα αγα­πή­σει τον άλλο, ή θα προ­σκολ­λη­θεί στον ένα και θα περι­φρο­νή­σει τον άλλο. Δεν μπο­ρεί­τε να είστε συγ­χρό­νως δού­λοι και του Θεού και του μαμω­νά, δηλα­δή του πλού­του. Ή θα μισή­σε­τε τον πλού­το για να αγα­πή­σε­τε τον Θεό, ή θα προ­σκολ­λη­θεί­τε στον πλού­το και θα περι­φρο­νή­σε­τε τότε τον Θεό)»[Ματθ.6,24], και να απει­λεί με τη γέε­να και τις ατέ­λειω­τες κολά­σεις, εντού­τοις δεν υπα­κού­ει. Όχι βέβαια επει­δή είναι ισχυ­ρό­τε­ρος του Χρι­στού, αλλά επει­δή ο Χρι­στός δεν μας κάνει σώφρο­νες χωρίς να το θέλου­με.

Γι’ αυτό οι άνθρω­ποι αυτοί ζουν σαν να βρί­σκον­ται στην έρη­μο, έστω και αν βρί­σκον­ται στο κέν­τρο των πόλε­ων. Διό­τι ποιος άνθρω­πος με μυα­λό θα ήθε­λε να συνα­να­στρέ­φε­ται με τους ανθρώ­πους αυτού του είδους; Εγώ του­λά­χι­στον θα προ­τι­μού­σα να συγ­κα­τοι­κώ με πλή­θος δαι­μο­νι­σμέ­νους, παρά με έναν άνθρω­πο που να έπα­σχε από την νόσο αυτήν. Και για το ότι δεν κάνω λάθος, όταν λέγω αυτά, μας το απο­δει­κνύ­ει η συμ­πε­ρι­φο­ρά του καθε­νός από αυτούς. Πραγ­μα­τι­κά, οι φιλάρ­γυ­ροι νομί­ζουν ως εχθρό τους και εκεί­νον που καμία αδι­κία δεν τους έχει κάνει και επι­θυ­μούν να τον κατα­στή­σουν δού­λο τους, όταν είναι ελεύ­θε­ρος, και με μύρια κακά τον απει­λούν. Αντί­θε­τα, οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι δεν κάνουν τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά στρέ­φουν τη νόσο εναν­τί­ον του εαυ­τού τους. Οι φιλάρ­γυ­ροι, επί­σης, κατα­στρέ­φουν πολ­λά σπί­τια και γίνον­ται αιτία να βλα­σφη­μεί­ται το όνο­μα του Θεού και γενι­κά είναι κατα­στρο­φή για την πόλη και την οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη. Όσοι όμως ενο­χλούν­ται από τους δαί­μο­νες είναι άξιοι μάλ­λον οίκτου και δακρύ­ων. Και οι τελευ­ταί­οι ως επί το πλεί­στον παρα­φέ­ρον­ται κατό­πιν σκέ­ψε­ως συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι σαν έξαλ­λοι, κατε­χό­με­νοι από μια παρά­δο­ξη μανία.

Αλη­θι­νά, ποιο παρό­μοιο κάνουν όλοι οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι, σαν εκεί­νο που απο­τόλ­μη­σε ο Ιού­δας και διέ­πρα­ξε την έσχα­τη παρα­νο­μία; Και όλοι όσοι μιμούν­ται τη δια­γω­γή του Ιού­δα, σαν τα φοβε­ρά θηρία που δρα­πέ­τευ­σαν από τα κλου­βιά τους κατα­τρο­μά­ζουν τις πόλεις· επει­δή κανείς δεν τα συγ­κρα­τεί. Βέβαια, και αυτούς τους ανθρώ­πους, δηλα­δή τους κατε­χό­με­νους από το πάθος της φιλαρ­γυ­ρί­ας, τούς περι­βάλ­λουν από παν­τού δεσμά, όπως είναι ο φόβος των δικα­στών, η απει­λή των νόμων, η κατα­κραυ­γή του κόσμου και άλλα περισ­σό­τε­ρα από αυτά, αλλά όμως και τα δεσμά αυτά τα σπά­ζουν και ανα­στα­τώ­νουν τα πάν­τα. Και εάν κανείς εξα­φά­νι­ζε τελεί­ως τις δεσμεύ­σεις αυτές, τότε θα έβλε­πε καθα­ρά ότι ο δαί­μο­νας που έχουν μέσα τους αυτοί είναι πολύ αγριό­τε­ρος και πιο μανιώ­δης από αυτόν που βγή­κε τώρα από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους των Γερ­γε­ση­νών.

Αλλά επει­δή αυτό δεν είναι δυνα­τόν να συμ­βεί στην πρά­ξη, ας το λάβου­με ως υπό­θε­ση για λίγο και ας αφαι­ρέ­σου­με όλες τις δεσμεύ­σεις από τον φιλάρ­γυ­ρο και τότε θα γνω­ρί­σου­με τη μεγά­λη του μανία. Αλλά να μη φοβη­θεί­τε το θηρίο, όταν θα το απο­κα­λύ­ψου­με· διό­τι η σκη­νή είναι υπο­θε­τι­κή και δεν υφί­στα­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Έστω λοι­πόν ένας άνθρω­πος που βγά­ζει φωτιά από τα μάτια του, μαύ­ρος, έχον­τας σε κάθε ώμο δρά­κον­τες αντί για χέρια. Έχει επί­σης και στό­μα όπου αντί για δόν­τια έχει καρ­φω­μέ­να ξίφη και αντί για γλώσ­σα έχει πηγή που βγά­ζει δηλη­τή­ριο και φαρ­μά­κι. Η κοι­λιά του πάλι είναι πιο αδη­φά­γος από κάθε καμί­νι και κατα­τρώ­γει ό,τι της ρίπτουν. Και τα πόδια του έχουν φτε­ρά και είναι πιο γρή­γο­ρα από τη φωτιά. Το πρό­σω­πό του επί­σης ας υπο­θέ­σου­με ότι είναι κατα­σκευα­σμέ­νο μει­κτό από σκύ­λο και λύκο και ότι δεν ομι­λεί σαν άνθρω­πος, αλλά εκβάλ­λει έναν ήχο απαί­σιο, αηδια­στι­κό και φοβε­ρό. Ας πού­με λοι­πόν ότι έχει φωτιά και στα χέρια του.

Ίσως να σας φαί­νον­ται φοβε­ρά όσα ειπώ­θη­καν. Ωστό­σο δεν τον σκια­γρα­φή­σα­με ακό­μη αντά­ξιο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, διό­τι ύστε­ρα από αυτά πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με και άλλα. Πραγ­μα­τι­κά, ας υπο­θέ­σου­με ακό­μη ότι σφά­ζει εκεί­νους που συναν­τά, ότι τους κατα­τρώ­γει και γεύ­ε­ται τις σάρ­κες τους. Αλλά και από αυτόν είναι πιο φοβε­ρός ο φιλάρ­γυ­ρος, διό­τι επέρ­χε­ται εναν­τί­ον όλων σαν Άδης, τους κατα­βρο­χθί­ζει όλους και τρι­γυ­ρί­ζει σαν κοι­νός εχθρός ολό­κλη­ρου του ανθρω­πί­νου γένους. Επει­δή επι­θυ­μεί να μην υπάρ­χει κανέ­νας άνθρω­πος, για να κατέ­χει αυτός τα πάν­τα. Δεν στα­μα­τά, όμως μέχρι εδώ, αλλά, αφού τους αφα­νί­σει όλους με την επι­θυ­μία του, κατέ­χε­ται από τον πόθο να αλλά­ξει την ουσία του χώμα­τος και να το κάνει χρυ­σά­φι. Και όχι μόνον το χώμα, αλλά και τα όρη και τα φαράγ­για και τις πηγές και όλα εν γένει όσα φαί­νον­ται πάνω στη γη.

Και για να αντι­λη­φθεί­τε ότι δεν παρα­στή­σα­με ακό­μη την μανία αυτού, ας μην υπάρ­χει ο κατή­γο­ρος και αυτός που εκφο­βί­ζει, αλλά αφαί­ρε­σε υπο­θε­τι­κώς μόνο τον φόβο των νόμων και τότε θα δεις αυτόν να αρπά­ζει το ξίφος και να φονεύ­ει τους πάν­τες, χωρίς να ξεχω­ρί­ζει, ούτε φίλο, ούτε συγ­γε­νή, ούτε αδελ­φό, ούτε και τον πατέ­ρα του ακό­μη. Μάλ­λον, όμως, στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν χρειά­ζε­ται ούτε καν να κάνου­με υπό­θε­ση, αλά ας ρωτή­σου­με αυτόν, εάν δεν δημιουρ­γεί στη φαν­τα­σία του παρό­μοιες φαν­τα­σιώ­σεις και δεν επι­τί­θε­ται νοε­ρώς για να φονεύ­σει τους πάν­τες, φίλους, συγ­γε­νείς και τους ίδιους τους γονείς του. Αλλά μάλ­λον ούτε και η ερώ­τη­ση χρειά­ζε­ται· διό­τι όλοι γνω­ρί­ζουν καλά ότι όσοι κατέ­χον­ται από το πάθος αυτό αγα­να­κτούν και για το γήρας του πατέ­ρα τους και εκεί­νο που είναι γλυ­κύ και ποθη­τό από όλους, να έχουν, δηλα­δή, παι­διά, το θεω­ρούν βαρύ και φορ­τι­κό. Γι’ αυτό πολ­λοί, παρα­κι­νού­με­νοι από την ιδέα αυτήν, θεώ­ρη­σαν καλό την ατε­κνία και κατέ­στη­σαν ανί­κα­νη τη φύση, όχι με το να φονεύ­σουν τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν, αλλά με το να μην επι­τρέ­ψουν να λάβουν καν αρχή.

Λοι­πόν, να μην παρα­ξε­νεύ­ε­στε, επει­δή σας παρου­σί­α­σα κατ’ αυτόν τον τρό­πο τον φιλάρ­γυ­ρο, διό­τι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι πολύ χει­ρό­τε­ρος από ό,τι τον περιέ­γρα­ψα. Αλλά ας σκε­φτού­με πώς θα μπο­ρέ­σου­με να τον απαλ­λά­ξου­με από τον δαί­μο­να. Πώς θα τον απαλ­λά­ξου­με, λοι­πόν; Εάν αντι­λη­φθεί πλή­ρως ότι η φιλαρ­γυ­ρία του είναι αντί­θε­τη προς αυτό ακρι­βώς, δηλα­δή, στο να του δίνει χρή­μα­τα· διό­τι εκεί­νοι που επι­θυ­μούν να κερ­δί­σουν τα μικρά υφί­σταν­ται μεγά­λες ζημί­ες. Γι’ αυτό ακρι­βώς και έχει γίνει παροι­μία ανά­λο­γη με την επι­θυ­μία αυτήν. Πραγ­μα­τι­κά, πολ­λοί πολ­λές φορές που θέλη­σαν να δανεί­σουν με υπερ­βο­λι­κούς τόκους και παρα­συ­ρό­με­νοι από την προσ­δο­κία του κέρ­δους, δεν ερεύ­νη­σαν το ποιόν αυτών που τους δάνει­ζαν χρή­μα­τα, έχα­σαν μαζί με τον τόκο και το κεφά­λαιο ολό­κλη­ρο. Άλλοι πάλι που περιέ­πε­σαν σε κιν­δύ­νους και δεν θέλη­σαν να ξοδέ­ψουν λίγα, έχα­σαν και τη ζωή τους μαζί με την περιου­σία τους. Επί­σης, ενώ τους δόθη­κε η ευκαι­ρία να απο­κτή­σουν ή αξιώ­μα­τα προ­σο­δο­φό­ρα, ή κάτι άλλο παρό­μοιο, επει­δή κόλ­λη­σαν στις λεπτο­μέ­ρειες, έχα­σαν το παν.

Επει­δή δηλα­δή δεν γνω­ρί­ζουν να σπεί­ρουν, αλλά πάν­το­τε φρον­τί­ζουν να θερί­ζουν, γι’ αυτό συνε­χώς χάνουν τη συγ­κο­μι­δή· διό­τι κανείς δεν μπο­ρεί πάν­τα να θερί­ζει, όπως δεν μπο­ρεί διαρ­κώς να κερ­δί­ζει. Αφού λοι­πόν δεν θέλουν να ξοδεύ­ουν, δεν γνω­ρί­ζουν και να κερ­δί­ζουν. Αλλά είτε πρέ­πει να νυμ­φευ­τούν, πάλι παθαί­νουν το ίδιο·διότι ή εξα­πα­τή­θη­καν και πήραν πλού­σια γυναί­κα, αλλά με πολ­λά ελατ­τώ­μα­τα, πάλι υπέ­στη­σαν μεγα­λύ­τε­ρη ζημία· διό­τι τον πλού­το δεν τον δημιουρ­γεί η περιου­σία, αλλά η αρε­τή. Πραγ­μα­τι­κά, ποια η ωφέ­λεια του πλού­του, όταν η γυναί­κα είναι πολυέ­ξο­δη και άσω­τη και δια­σκορ­πί­ζει τα πάν­τα χει­ρό­τε­ρα από τον άνε­μο; Ποια η ωφέ­λεια εάν είναι ακό­λα­στη και έχει πλή­θος ερα­στών; Ποια η ωφέ­λεια, εάν είναι μέθυ­ση; Μήπως δεν θα κάνει τον σύζυ­γό της πιο πτω­χό από όλους; Και όχι μόνο στο θέμα του γάμου σκέ­πτον­ται έτσι, αλλά, παρα­συ­ρό­με­νοι από τη μεγά­λη τους αγά­πη προς τα χρή­μα­τα, αγο­ρά­ζουν από κακό υπο­λο­γι­σμό όχι τους καλούς δού­λους, αλλά φρον­τί­ζουν να βρουν τους φτη­νούς.

Όλα αυτά λοι­πόν αφού τα σκε­φτεί­τε καλά(επειδή δεν μπο­ρεί­τε ακό­μη να ακού­σε­τε τη διδα­σκα­λία για τη γέε­να και τη βασι­λεία) και αφού κατα­λά­βε­τε τις ζημί­ες που υπο­μέ­νε­τε κάθε φορά από τη φιλο­χρη­μα­τία, όταν δανεί­ζε­τε, όταν αγο­ρά­ζε­τε, όταν νυμ­φεύ­ε­στε, όταν υπε­ρα­σπί­ζε­στε κάποιον, όταν κάνε­τε οτι­δή­πο­τε άλλο, στα­μα­τή­στε να αγα­πά­τε υπερ­βο­λι­κά τα χρή­μα­τα· διό­τι έτσι θα μπο­ρέ­σε­τε και εδώ στη γη να ζήσε­τε με ασφά­λεια και αφού κάνε­τε μικρή προ­σπά­θεια, θα μπο­ρέ­σε­τε να ακού­σε­τε και το κήρυγ­μα για την ευσέ­βεια και όταν κοι­τά­ξε­τε με προ­σο­χή , θα δεί­τε τον ίδιο τον Ήλιο της δικαιο­σύ­νης και θα απο­κτή­σε­τε τα αγα­θά που Αυτός έχει υπο­σχε­θεί, τα οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΚΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 10, σελί­δες 253–277.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 65, σελ. 80- 91.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–7‑1990]

(Β234)

Στη σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος μάς ανα­φέ­ρει το περι­στα­τι­κό της συναν­τή­σε­ως του Κυρί­ου με δύο δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους ανθρώ­πους, στην περιο­χή της πόλε­ως των Γερ­γε­σών. Η όλη ιστο­ρία, αφε­νός με τη θερα­πεία τους και την απαλ­λα­γή τους από τους δαί­μο­νες, αφε­τέ­ρου με τον δαι­μο­νι­σμό και τον πνιγ­μό των δύο χιλιά­δων περί­που χοί­ρων στη λίμνη, κατε­τρό­μα­ξε τους κατοί­κους των Γερ­γε­σών. Και η συμ­πε­ρι­φο­ρά των κατοί­κων της πόλε­ως εκεί­νης, μπρο­στά στο διπλούν αυτό θαύ­μα, εστά­θη αρνη­τι­κή. Αυτό περισ­σό­τε­ρο μας κατα­πλήσ­σει από την παρου­σία των θαυ­μά­των του Κυρί­ου. Δηλα­δή η αρνη­τι­κή στά­ση των Γερ­γε­ση­νών.

Αλλά ας δού­με πώς ακρι­βώς μας τα διη­γεί­ται ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, σε μια νεο­ελ­λη­νι­κή από­δο­ση. «Όταν έφθα­σε στην πέρα όχθη ο Ιησούς, στην περιο­χή των Γερ­γε­ση­νών, Τον συνήν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι, που έβγαι­ναν από τα μνή­μα­τα και ήταν τόσο φοβε­ροί, που κανείς δεν μπο­ρού­σε να περά­σει από εκεί­νον τον δρό­μον. Και άρχι­σαν να φωνά­ζουν και να λένε: ‘’Τι σχέ­σις υπάρ­χει ανά­με­σά μας, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ να μας βασα­νί­σεις πριν την ώρα μας;’’. Μακριά απ’ αυτούς έβο­σκε ένα κοπά­δι από πολ­λούς χοί­ρους. Και οι δαί­μο­νες Τον παρα­κα­λού­σαν και Του έλε­γαν: ‘’Αν είναι να μας διώ­ξεις, επί­τρε­ψέ μας να πάμε στο κοπά­δι των χοί­ρων’’. Και τους είπε: ‘’Πηγαί­νε­τε’’. Και αυτοί εβγή­καν και επή­γαν στο κοπά­δι των χοί­ρων. Και τότε, όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε και γκρε­μί­στη­κε στη λίμνη και επνί­γη­σαν μέσα στα νερά. Τότε, οι βοσκοί έφυ­γαν και αφού πήγαν στην πόλη, ανήγ­γει­λαν όλα τα δια­τρέ­ξαν­τα και ό,τι συνέ­βη με τους δαι­μο­νι­σμέ­νους. Και τότε όλη η πόλις εβγή­κε να συναν­τή­σει τον Ιησού. Και όταν Τον είδαν, Τον παρε­κά­λε­σαν να φύγει από την περιο­χή τους…».

Βλέ­πε­τε ότι μας εντυ­πω­σιά­ζει πραγ­μα­τι­κά αυτή η περί­ερ­γη μεν αλλά όχι ψυχο­λο­γι­κά ανερ­μή­νευ­τη συμ­πε­ρι­φο­ρά των κατοί­κων της πόλε­ως. Θα σας το πω στο κεί­με­νο: «Κα δο πσα πλις ξλθεν ες συνντη­σιν τ ᾿Ιησο, κα δντες ατν παρεκλεσαν πως μεταβ π τν ρων ατν. Καί μβς ες πλοον διεπρασε κα λθεν ες τν δαν πλιν». Δηλα­δή ο Ιησούς ξαναμ­πή­κε εις το πλοιά­ριο και έφυ­γε και πήγε εις την Καπερ­να­ούμ.

Βέβαια κάποιος φόβος κατέ­λα­βε τις ψυχές αυτών των ανθρώ­πων και ο φόβος αυτός ήταν ένας περί­ερ­γος φόβος. Είναι ο φόβος του αμαρ­τω­λού, που δεν θέλει να διορ­θω­θεί. Διό­τι σκέ­φτη­καν και είπαν: «Και άλλα στρα­βά πράγ­μα­τα θα βρει ο Ιησούς μέσα στην πόλη μας», διό­τι το να τρέ­φουν οι Εβραί­οι χοί­ρους ήταν στρα­βό πράγ­μα. Ο νόμος έλε­γε σαφώς ότι ούτε χοι­ρι­νό κρέ­ας έπρε­πε να φάγουν, ούτε ακό­μη να βόσκουν χοί­ρους και να εμπο­ρεύ­ον­ται το χοι­ρι­νό κρέ­ας. Συνε­πώς σκέ­φτη­καν ότι «αν ο Ιησούς έλθει και δει κι άλλα πράγ­μα­τα μέσα εις την πόλη, θα μας ζημιώ­σει υλι­κά». Και έτσι φοβή­θη­καν μεν, αλλά όπως μας λέγουν άλλοι Ευαγ­γε­λι­σταί, «κατε­τρό­μα­ξαν», αλλά ωστό­σο όμως εκεί­νοι ζήτη­σαν ο Κύριος να φύγει.

Εμείς θα μεί­νο­με όχι στην εξή­γη­ση αυτής της συμ­πε­ρι­φο­ράς αυτών των ανθρώ­πων, όσο στην ενέρ­γειά τους. «δντες ατν παρεκλεσαν πως μεταβ π τν ρων ατν». Να φύγει από τα όριά τους. Και η προ­σπά­θειά τους και η επι­θυ­μία τους ήταν να απο­πέμ­ψουν τον Κύριον από τα όριά τους. Υπο­γραμ­μί­ζω αυτό το «από τα όριά τους», για­τί ακρι­βώς αυτό θα απο­τε­λέ­σει, πρώ­τα ο Θεός, το κύριο θέμα μας. Από τα όριά τους.

Είναι ο άνθρω­πος που δεν δέχε­ται, αγα­πη­τοί μου, την παρου­σία του Θεού στον κύκλο της υπάρ­ξε­ώς του. Δεν Τον αρνεί­ται, αλλά Τον εξο­ρί­ζει. Και «εξο­ρί­ζω» θα πει βγά­ζω από τα όρια. Τον βγά­ζω έξω. Όμως πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με ότι ο Θεός πάν­το­τε θέτει όρια. Μόνο που τα όρια αυτά ποι­κίλ­λουν στην ιστο­ρία μέσα των ανθρώ­πων και έτσι ο άνθρω­πος πρέ­πει να γνω­ρί­ζει τα όριά του. Ώστε αν θέλει κάτι να βγά­λει από τα όριά του, να ξέρει τι θα βγά­λει. Κι αν πρέ­πει κάτι να κρα­τή­σει εντός των ορί­ων του, τι θα κρα­τή­σει. Σε ποια περιο­χή θα κρα­τή­σει.

Η λέξις «ριον», να σας κάνω και μία μικρή, έτσι, γραμ­μα­τι­κή, θα έλε­γα, παρα­τή­ρη­ση, είναι η λέξη «ρος»(με δασεία· όχι το «ρος» που θέλει ψιλή και θα πει «βου­νό». Αλλά « ρος»). Αρσε­νι­κού γένους, με δασεία. Και είναι το ριον. Για να το κατα­λά­βο­με, τη λέξη αυτή τη λέμε σήμε­ρα με την πρό­θε­ση «συν». Λέμε «σύνο­ρον». Σε ουδέ­τε­ρο γένος. Δηλα­δή αυτό που είναι…, που με περι­βάλ­λει και τρό­πον τινά με περιο­ρί­ζει και κινού­μαι εντός αυτού του συνό­ρου, εντός αυτών των ορί­ων, εντός αυτού του όρου. Συχνά θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω παρα­κά­τω τη λέξη «ρος», για­τί είναι πάρα πολύ σπου­δαί­ος.

Ο Θεός βάζει τα όρια. Θυμη­θεί­τε ότι στην ομι­λία του ο Από­στο­λος Παύ­λος είπε εκεί­νο που ανα­φέ­ρει στο Δευ­τε­ρο­νό­μιον ο Μωυ­σής εις την τελευ­ταί­αν του ωδή, ότι «ο Θεός είναι Εκεί­νος, ο Οποί­ος έβα­λε τα όρια των Εθνών». Δηλα­δή τα σύνο­ρα. Και ο Θεός είναι Εκεί­νος που ή κατ΄ευδοκίαν ενερ­γεί ή κατά παρα­χώ­ρη­σιν, είναι Εκεί­νος ο οποί­ος ρυθ­μί­ζει τα όρια των Εθνών. Είχε πει εις τον Δαβίδ: «Θα σου μεγα­λώ­σω τα όρια της πατρί­δος σου». Και τα βρή­κε τα ευρύ­τε­ρα όρια που ποτέ είχε ο Ισρα­ήλ στην ιστο­ρία του,ο Σολο­μών. Αλλά άρχι­σαν όμως να συρ­ρι­κνούν­ται τα όρια του χώρου του Σολο­μών­τος, της πατρί­δος, για­τί άρχι­σε να αμαρ­τά­νει. Το είπε σαφώς ο Θεός. Και είπε ακό­μη: «Θα σε τιμω­ρή­σω -είπε στον Σολομώντα‑, όχι εσέ­να, χάριν του πατρός σου, αλλά τους απο­γό­νους σου». Και ήδη μόλις ο Σολο­μών πέθα­νε, όχι μόνο συρ­ρι­κνώ­θη­καν τα όρια αλλά και αυτός ούτος ο Ισρα­ήλ χωρί­στη­κε σε δύο βασί­λεια. Εις το νότιον και εις το βόρειον βασί­λειον. Το βασί­λειο του Ιού­δα και το βασί­λειον του Ισρα­ήλ.

Έτσι λοι­πόν ο Θεός είναι Εκεί­νος ο Οποί­ος βάζει όρια. Τα βάζει μέσα στην Ιστο­ρία. Τα βάζει και μέσα εις την φύσιν. Λέγει ο 103ος ψαλ­μός: «ριον θου, ο παρε­λεύ­σον­ται, οδ πιστρέ­ψου­σι καλύ­ψαι τν γν». Εδώ ειδι­κά ομι­λεί για την θάλασ­σα. Αν δεί­τε όμως το πιο πάνω όμως κεί­με­νο ‑είναι από τον προ­οι­μια­κό Ψαλ­μό- θα δεί­τε όμως ότι δεν είναι μόνον το θέμα της θαλάσ­σης, που έβα­λε όριον, που δεν θα περά­σουν. Δεν λέει «δεν θα περά­σει». Δεν θα περά­σουν, ούτε θα γυρί­σουν να καλύ­ψουν την γη. Σε μία πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση είναι η θάλασ­σα· η οποία ό,τι να κάνει, δεν μπο­ρεί να προ­σπε­ρά­σει την ξηρά. Όσο και αν είναι τρι­κυ­μι­σμέ­νη. Όμως, επει­δή είναι σε πλη­θυν­τι­κή εκφο­ρά, θα λέγα­με, ανα­φέ­ρε­ται και αφο­ρά εις όλους τους φυσι­κούς νόμους και όλα τα φυσι­κά φαι­νό­με­να. Κανέ­να φυσι­κό φαι­νό­με­νον δεν ξεπερ­νά­ει κάποια όρια. Όσο να κάνει κατα­κλυ­σμό, θα περά­σει. Όσο να κάνει ζέστη, θα περά­σει. Όσο να κάνει σει­σμό, θα περά­σει. Υπάρ­χουν όρια. Και ο Θεός βάζει τα όρια μέσα εις την Δημιουρ­γία Του, διό­τι αν υπήρ­χε απε­ριό­ρι­στη παρου­σία ενός φαι­νο­μέ­νου, τότε θα εδη­μιουρ­γεί­το μία ατα­ξία εις την φύσιν.

Μάλι­στα για τη θάλασ­σα ο συγ­γρα­φεύς της προς Διό­γνη­τον επι­στο­λής λέγει: «Τν θάλασ­σαν δίοις ροις νέκλει­σεν». «Κάτω από ειδι­κούς όρους», δηλα­δή κάτω από ειδι­κά σύνο­ρα, «έκλει­σε ο Θεός την θάλασ­σαν». Και ο ίδιος ο Θεός δια­μαρ­τύ­ρε­ται για τον άνθρω­πο, που ενώ η φύσις τηρεί τους όρους αυτής, ο άνθρω­πος όμως δεν τηρεί τους όρους αυτού· διό­τι εάν η φύσις έγι­νε με όρους, δηλα­δή με όρια, πολύ παρα­πά­νω πρέ­πει να είναι ο άνθρω­πος. Τα όρια δεν περιο­ρί­ζουν την ελευ­θε­ρία. Ποιος διε­νο­ή­θη ποτέ, βάζον­τας κάγ­κε­λα στην ταρά­τσα του ή στο μπαλ­κό­νι του, ότι του περιο­ρί­στη­κε η ελευ­θε­ρία; Κι όμως εκεί είναι ένας όρος, ένα όριον. Για­τί αν το περά­σεις, θα πέσεις και θα σκο­τω­θείς. Κανείς λοι­πόν δεν δια­νο­ή­θη­κε ότι τα κάγ­κε­λα μιας ταρά­τσας είναι δέσμευ­ση της ελευ­θε­ρί­ας. Το λέω αυτό για­τί έχο­με ένα κόμ­πλεξ ελευ­θε­ρί­ας στην επο­χή μας, το οποί­ον υπε­ρέ­βα­λε καθε­τί άλλο. Υπε­ρέ­βα­λε παν όριον και πάν­τα όρον πραγ­μα­τι­κά.

Ακού­στε λοι­πόν τι λέγει ο Θεός δια του προ­φή­του Ιερε­μί­ου: «κού­σα­τε δ τατα, λας μωρς κα κάρ­διος(:Άκου­σε, λαέ μου, συ που είσαι μωρός και ανόη­τος και χωρίς αισθή­μα­τα), μ μ ο φοβη­θή­σε­σθε;(:Εμέ­να δεν θα με φοβη­θεί­τε;) λέγει Κύριος, π προ­σώ­που μου οκ ελαβη­θή­σε­σθε;(: Μπρο­στά μου, λέγει, δεν θα με ντρα­πεί­τε;) τν τάξαν­τα μμον ριον τ θαλάσσ, πρό­σταγ­μα αώνιον, κα οχ περ­βή­σε­ται ατό κα ταρα­χθή­σε­ται κα ο δυνή­σε­ται, κα χήσου­σι τ κύμα­τα ατς κα οχ περ­βή­σε­ται ατό; (: Συ, λαέ, δεν βλέ­πεις; Δεν βλέ­πεις τη θάλασ­σα, που Εγώ είμαι Εκεί­νος ο Οποί­ος έθε­σα το όριον, αιώ­νιον πρό­σταγ­μα.- Ώστε λοι­πόν ο όρος είναι πρό­σταγ­μα. Ναι. Και δεν θα το υπερ­βεί η θάλασ­σα αυτό ποτέ- Θα ταρα­χθεί μέσα, θα λέγα­με, εις την κοί­την της αλλά θα ηχή­σουν τα κύμα­τά της, θα έχο­με τον σάλον, αλλά δεν θα μπο­ρέ­σει να υπερ­βεί ποτέ εκεί που την έβα­λε ο Θεός τη θάλασ­σα). Τ δ λα τούτ γενή­θη καρ­δία νήκο­ος κα πει­θής κα ξέκλι­ναν κα πήλ­θο­σαν (:Αλλά σ’ αυτόν τον λαό, σ’ αυτόν τον λαό που γίνη­κε καρ­διά ανυ­πά­κουη και απει­θής)· κα οκ επον ν τ καρ­δί ατν· φοβηθμεν δ Κύριον τν Θεν μν(:Και δεν είπαν: ‘’Να φοβη­θού­με Κύριον τον Θεό μας. Εάν βάζει όρια μέσα στη φύσιν, κι εμείς υπερ­βαί­νο­με τα δικά μας όρια, να Τον φοβη­θού­με)». Δεν μετέ­φρα­σα, για­τί ήθε­λα αυτό το σημείο να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω.

«Κα ξέκλι­ναν κα πήλ­θο­σαν». «κκλί­νω» θα πει «τρα­βάω άλλο δρό­μο». Και «πήλ­θο­σαν» θα πει «πλθον», έφυ­γαν. Αυτές οι δύο λεξού­λες εκφρά­ζουν την υπέρ­βα­ση των όρων του λαού αυτού ή του ανθρώ­που. Ξεπέ­ρα­σε τα όριά του ο άνθρω­πος. Και πράγ­μα­τι, δυστυ­χώς για τον άνθρω­πο, από την πρώ­τη στιγ­μή ο άνθρω­πος υπε­ρέ­βη τους όρους του. Ο Θεός τού έθε­σε έναν πρώ­τον όρον. «Δεν θα δοκι­μά­σεις από τον καρ­πόν αυτόν». Υπε­ρέ­βη τον όρον αυτόν. Μέσα στον Παρά­δει­σον. Και εδο­κί­μα­σε ο Αδάμ και η Εύα τον καρ­πόν. Το απο­τέ­λε­σμα, ποιο ήταν; Η υπέρ­βα­σις αυτού του όρου; Ξανα­λέ­γω, υπεν­θυ­μί­ζω, ρος θα πει σύνο­ρον, θα πει όριον. Αλλά χρη­σι­μο­ποιώ την λέξιν «ρος». Είναι προ­τι­μό­τε­ρος. Βγαί­νον­τας από τον όρο του ή από τους όρους του, βγή­κε από τον Παρά­δει­σο. Να λοι­πόν ένα πρώ­το απο­τέ­λε­σμα.

Ακό­μη, από τότε βγαί­νει από τους ρους της ζωής του. Και μπαί­νει μέσα στον χώρο του θανά­του. Βγή­κε από τον προ­ο­ρι­σμό του που είναι η θέω­σις και η Βασι­λεία του Θεού. Είδε τον προ­ο­ρι­σμό του ότι είναι ο θάνα­τος. Άκου­γα προ­χθές μια εκπομ­πή για τον Μότσαρτ. Έβλε­πε ότι ο προ­ο­ρι­σμός του ‑βέβαια ο Μότσαρτ, αν δεν το ξέρε­τε, ήταν τέκτων, ήταν Μασώ­νος. Και… συμ­πε­ρά­νε­τε και τα παρα­κά­τω- έβλε­πε ότι ο προ­ο­ρι­σμός του ανθρώ­που είναι ο θάνα­τος. Ωραία η μου­σι­κή Μότσαρτ, αλλά ταλαί­πω­ρε και φτω­χέ… «Ο προ­ο­ρι­σμός του ανθρώ­που είναι ο θάνα­τος, είναι να πεθά­νει»… Έτσι κάπως και ο Σαρτρ. Έτσι κάπως και ο παρα­κά­τω και ο παρα­κά­τω, να μην ανα­φέ­ρο­μαι σε ονό­μα­τα, εκεί­νοι που δηλη­τη­ρί­α­σαν την Ευρώ­πη. Και η Ευρώ­πη με τη σει­ρά της δηλη­τη­ρί­α­σε ολό­κλη­ρη την Υφή­λιο. Έτσι ο άνθρω­πος μπή­κε εις τον χώρον της κολά­σε­ως.

Bγήκε ακό­μα από την ίδια του τη φύση. Και παρου­σί­α­σε το φαι­νό­με­νον της ομο­φυ­λο­φι­λί­ας. Τι είναι αυτό; Υπέρ­βα­σις δεν είναι του ρου; Ξεπέ­ρα­σες τη φύση σου. Και τι έγι­νες; Αυτό που δεν έπρε­πε να γίνεις. Εκεί­νο που ο Θεός δεν ήθε­λε να γίνεις. Αλλά και ο πολι­τι­σμός δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά θεο­ποιού­με­νος, να είναι μια υπέρ­βα­ση των συν­θη­κών και των όρων της ζωής του ανθρώ­που. Ένα μικρό μόνο παρά­δειγ­μα. Η κατα­στρο­φή του περι­βάλ­λον­τος που ζει ο άνθρω­πος. Έκα­νε κάτι, το ξεπέ­ρα­σε και κατέ­στρε­ψε αυτό το ίδιο το σπί­τι του, τη Γη. Και την κατα­στρέ­φει διαρ­κώς. Τη Γη. Δεν είναι υπέρ­βα­σις αυτό; Έτσι ο σύγ­χρο­νος άνθρω­πος έγι­νε αγνώ­ρι­στα αφύ­σι­κος. Επει­δή ξεπέ­ρα­σε τους ρους του.

Αλλά ο άνθρω­πος ηκο­λού­θη­σε το παρά­δειγ­μα του δια­βό­λου. Για­τί αυτός είναι ο πρώ­τος που έφυ­γε από τους ρους που του έθε­σε ο Θεός. Δια­βά­ζο­με εις τον ιερόν Δαμα­σκη­νόν να μας λέγει ότι: «Πρω­το­στά­της ς περι­γεί­ου τάξε­ως καί τς γς τήν φυλακν γχει­ρι­σθες παρά Θεο πήρ­θη κατ το πεποι­η­κό­τος ατν Θεο». Ο Θεός τον έβα­λε τον Εωσφό­ρον- ακού­στε τι τον έβα­λε τον Εωσφό­ρον…- πρω­το­στά­την, δηλα­δή αρχη­γόν, της περι­γεί­ου τάξε­ως και της Γης. Ό,τι αφο­ρά τη Γη και το περι­βάλ­λον της Γης. Η περί­γειος τάξις είναι… να το φαν­τα­στώ κάπως έτσι, να το φαν­τα­στού­με, θα λέγα­με, ο πλα­νη­τι­κός χώρος. Εκεί­νος ο χώρος που ζει και υπάρ­χει και κινεί­ται η Γη· που γυρί­ζει γύρω από τον ήλιον και οι άλλοι πλα­νή­ται. Αυτή είναι η περί­γειος. Ό,τι αφο­ρά τον χώρον της Γης. Αλλά και την ίδια τη Γη, ήταν πρω­το­στά­της να την φυλάτ­τει. «Φυλακν γχει­ρι­σθες παρά Θεο». Επή­ρε από τον Θεό την εντο­λή να φυλάτ­τει τη Γην. πήρ­θη όμως, υπε­ρη­φα­νεύ­θη­κε. Τι θα πει «υπε­ρη­φα­νεύ­θη­κε»; Ξεπέ­ρα­σε τους όρους τους και τα έχα­σε όλα.

Μας λέγει ο Μέγας Αθα­νά­σιος που το παίρ­νει από τον Ησα­ΐα και από τον Ιεζε­κι­ήλ: «Οτω γάρ ερηκεν (:Για­τί έτσι είπε) ναβή­σο­μαι καί θήσο­μαι τόν θρό­νον μου νώπιον το Θεο καί σομαι μοιος τ ψίστ». «Θα ανε­βώ και θα βάλω τον θρό­νο μου ενώ­πιον του Θεού και θα είμαι ίσος με τον Θεό». Αυτό που εμπνέ­ει και στον ταλαί­πω­ρο άνθρω­πο. Τι; «Δεν υπάρ­χει Θεός»... Και μάλι­στα ξεπερ­νά­ει τον διά­βο­λο ο άνθρω­πος, για­τί ο διά­βο­λος πιστεύ­ει, «οι δαί­μο­νες», λέει, «πιστεύ­ου­σι και φρίτ­του­σι», λέει η Αγία Γρα­φή. Ο άνθρω­πος λέει: «Δεν υπάρ­χει Θεός». Ξεπέ­ρα­σε τον διά­βο­λο. Έγι­νε δαι­μο­νι­κό­τε­ρος του δαί­μο­νος. Και τι λέγει ο άνθρω­πος; «Εγώ είμαι ο Θεός. Δεν υπάρ­χει Θεός». Αυτός ο ανθρω­πο­κεν­τρι­σμός.

Και έτσι ο Εωσφό­ρος υπε­ρέ­βη τους όρους του και κατέ­λη­ξε…, χμ, πού κατέ­λη­ξε; Τι ειρω­νεία! Να ζητά­ει να κατα­φύ­γει στην αγέ­λη των χοί­ρων! «Κύριε», λέει, «επί­τρε­ψέ μας- ‘’Επί­τρε­ψέ μας’’!, ακό­μη κι εκεί δεν έχει δικαί­ω­μα- να πάμε ‑να το πω έτσι απλο­ελ­λη­νι­κά- στα γου­ρού­νια». Βλέ­πε­τε, από πρω­το­στά­της της Γης και της περι­γεί­ου, κατέ­λη­ξε να μπει, να ζητά­ει να μπει μέσα στους χοί­ρους. Είναι κατάν­τη­μα. Γι΄αυτό λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος εις τον πρώ­τον θεο­λο­γι­κόν του λόγον, στην πέμ­πτη παρά­γρα­φο, λέει ‑και προ­σέ­ξα­τέ το πολύ αυτό-: «Εσω τν μετέ­ρων ρων φιλο­σοφμεν (:Μέσα· -μέσα από τους όρους, μέσα από τα σύνο­ρα, ένθεν, όχι εκεί­θεν, ή εκεί­σε, ένθεν, εδώ, από μέσα, από μέσα από τα σύνο­ρα-, φιλο­σοφμεν. Το «φιλο­σοφμεν» εννο­εί το «θεο­λογμεν», να θεο­λο­γού­με) «καί μή ες Αγυπτον κφε­ρό­με­θα, μηδέ ες σσυ­ρί­ους κατα­συ­ρό­με­θα, μηδέ δωμεν τήν δήν Κυρί­ου πί γς λλο­τρί­ας». Τι θέλει να πει αυτό; Ξέρε­τε ότι οι Εβραί­οι, επει­δή υπε­ρέ­βαι­ναν τους όρους των, ποιοι ήταν οι όροι των; Ειδω­λο­λα­τρού­σαν. Και ο Θεός επέ­τρε­πε να υπερ­βούν και τα όρια της πατρί­δος των. Και άλλο­τε μεν εσύ­ρον­το εις την Αίγυ­πτον, άλλο­τε εσύ­ρον­το από τους Ασσυ­ρί­ους και άλλο­τε εσύ­ρον­το από τους Ασσυ­ρί­ους και άλλο­τε εσύ­ρον­το από τους Βαβυ­λω­νί­ους· που λέει: «Ούτε σε ξένη γη (είναι η Βαβυ­λώ­να) εκεί να ψάλ­λο­με την ωδή μας», είπαν οι Εβραί­οι. «Πώς να ψάλ­λο­με ωδήν Κυρί­ου εις αλλο­τρί­αν γην;». Σε ξένη γη; Για­τί; Αυτά ο λαός; Για­τί είχε βγει τους όρους του. Και λέγει τώρα ο άγιος Γρη­γό­ριος, μη βγού­με κι εμείς για να μην υπο­στού­με ό,τι υπέ­στη­σαν εκεί­νοι. Και τι μπο­ρεί να είναι αυτό; Δύνα­σαι να φιλο­σο­φή­σεις εφό­σον δεν έχεις θεο­λο­γία; Ο αρχαί­ος κόσμος δεν είχε θεο­λο­γία. Να φιλο­σο­φή­σεις αλλά κατά τις δυνα­τό­τη­τές σου. Δύνα­σαι να θεο­λο­γή­σεις; Κατά τις δυνα­τό­τη­τές σου. Όχι παρα­πά­νω, όχι πιο πολύ. Για­τί θα βγεις έξω και τότε πραγ­μα­τι­κά θα βρε­θείς σε αλλό­τριους χώρους. Όπως το βλέ­πο­με αυτό στον χώρο της φιλο­σο­φί­ας, ανόη­τα πράγ­μα­τα. Είδα­τε ο Σαρτρ. «Τι είναι», λέγει, «ο προ­ο­ρι­σμός του ανθρώ­που; Ο θάνα­τος. Απ’ το μηδέν στο μηδέν». Τι ακρι­βώς μπο­ρού­σε να πει ένας θεο­λό­γος ο οποί­ος υπερ­βαί­νει τους όρους του; Να γίνει αιρε­τι­κός. Η αίρε­σις δεν είναι παρά η υπέρ­βα­σις της θεο­λο­γί­ας, αλλά τι υπέρ­βα­σις; Όπως ο άνθρω­πος θέλει και κατα­λα­βαί­νει. Ας προ­σέ­χο­με λοι­πόν. Γι΄αυτό λέγει: «πί τν μετέ­ρων ρων (εσω) στά­με­νοι». Θα στα­θού­με στους μετέ­ρους νόμους, ρους. Ξέρε­τε, είναι μία του μυα­λού υπό­θε­ση αυτή. Η υπε­ρη­φά­νεια του νοός. Να θέλει ο άνθρω­πος να ξεπερ­νά­ει τα όριά του.

Γι΄αυτό, ερμη­νεύ­ον­τας ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος τη συμ­πε­ρι­φο­ρά και το πάθη­μα της Εύας, λέγει ότι «οκ νασχο­μέ­νη μήν πί τν οκεί­ωνρων», έφθα­σε να υπο­τα­γεί στον άνδρα. Δεν υπέ­μει­νε στους δικούς της ρους. Αλλά έφθα­σε να υπερ­βεί τους όρους της και τελι­κά να υπο­τάσ­σε­ται εις τον άνδρα. Ενώ πρώ­τα, ο Θεός, δεν έκα­νε την Εύα να υπο­τάσ­σε­ται εις τον άνδρα. Τώρα την υπο­τάσ­σει υπό τον άνδρα. Αλλά και η σύγ­χρο­νη γυναί­κα, για Δευ­τέ­ρα φορά, μετά από εκεί­νο που συνέ­βη εις την Εύα, απο­πει­ρά­ται να εξέλ­θει των οικεί­ων της όρων, και κατα­σκεύ­α­σε αυτό που λέμε «φεμι­νι­σμός». Ο φεμι­νι­σμός δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά εκεί­νο που νομί­ζει ότι της δίνει αίγλη, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την καταρ­ρα­κώ­νει. Ναι. Δεν έχω χρό­νο να σας εξη­γή­σω πιο πολ­λά. Αυτό γίνε­ται αντι­λη­πτό. Και έγι­νε αντι­λη­πτό. Η γυναί­κα άρχι­σε να κατα­λα­βαί­νει ότι εξευ­τε­λί­ζε­ται, με τον φεμι­νι­σμόν. Ναι, ναι. Εξευ­τε­λί­ζε­ται. «Ενώ πάει για μαλ­λί, βγαί­νει κου­ρε­μέ­νη», να πω αυτήν την λαϊ­κή παροι­μία. Εξευ­τε­λί­ζε­ται η γυναί­κα. Ήδη στην Ευρώ­πη, στη Γαλ­λία συγ­κε­κρι­μέ­να, οι γυναί­κες είπαν: «Τι κάνο­με;». Και όπως λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος για την Εύα αλλά και για κάθε γυναί­κα της κάθε επο­χής: «μάν­θα­νε δια τς πεί­ρας ατς, μετ’ ο πολύ τς συμ­βουλς τό λέθριον (:Έμα­θε από πεί­ρα πόσο ολε­θρία ήταν εκεί­νη η συμ­βου­λή του δια­βό­λου, να ξεπε­ρά­σει τα όριά της)».

Ο Από­στο­λος Παύ­λος θέλει τη γυναί­κα όταν προ­σεύ­χε­ται στην Εκκλη­σία, με κάλυμ­μα. Μία μαν­τή­λα. Ξέρε­τε για­τί; Διό­τι το θεω­ρεί ότι είναι σύμ­βο­λον της υπο­τα­γής της γυναι­κός εις τον άνδρα. Και αν κρα­τή­σο­με το σύμ­βο­λον, δεν θα χάσο­με την ουσία. Πετών­τας το σύμ­βο­λον, χάνο­με την ουσία. Κάπο­τε στον Παρά­δει­σο, αγα­πη­τοί μου, ο άνθρω­πος, ξελ­θών τν δίων του ρων, εξήλ­θε του Παρα­δεί­σου, βγή­κε από τον Παρά­δει­σον. Τώρα όμως, από αγά­πη, ο Λόγος του Θεού έρχε­ται να ανα­ζη­τή­σει τον άνθρω­πον που είναι έξω από τους όρους του. Και ο άνθρω­πος, το είδα­με στους Γερ­γε­ση­νούς, αντί να πει: «Εγώ βγή­κα από τους όρους μου, ήλθες εσύ να με ξανα­βά­λεις μέσα», όπως ο τσομ­πά­νης… χάθη­κε ένα πρό­βα­το, έφυ­γε από τους όρους του στά­βλου και φεύ­γει και γυρί­ζει τα βου­νά και το παίρ­νει και το γυρί­ζει πίσω· ο ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος να πει: «Όχι, εγώ θέλω να είμαι έξω από τους όρους μου, σε παρα­κα­λώ, έξελ­θε των ορί­ων μου!». Τώρα κατα­λα­βαί­νε­τε αυτήν την ευαγ­γε­λι­κή σημα­σία; «Βγες από τα σύνο­ρά μου. Δεν σε θέλω». Το συμ­πέ­ρα­σμα είναι ότι οπό­τε ο άνθρω­πος… και φεύ­γει ο Θεός, όπο­τε ο άνθρω­πος διώ­χνει τον Θεό από την ζωή του, φθά­νει να βγαί­νει ο ίδιος από τα όρια της δικής του ζωής. Εξο­ρί­ζον­τας τον Θεόν ο ταλαί­πω­ρος άνθρω­πος αυτε­ξο­ρί­ζε­ται. Απο­μα­κρύ­νον­τας τον Θεό, αλλο­τριώ­νε­ται. Ξεπερ­νά τα όρια ακό­μα και της σωμα­τι­κής του αντο­χής. Από τον αθλη­τι­σμό μέχρι την καθη­με­ρι­νή βιο­πά­λη. Αν ακού­σε­τε, για να έχουν επι­δό­σεις οι αθλη­ταί, τι μετέρ­χον­ται, που είναι κατα­στρο­φή του σώμα­τος, για να έχουν ξεπέ­ρα­σμα, ξεπερ­νούν τους όρους της αντο­χής του ανθρω­πί­νου σώμα­τος. Δεν έχω και­ρό να σας πω παρα­δείγ­μα­τα. Ξεπερ­νά ακό­μα και την οικο­νο­μι­κή του αντο­χή. Και τι κάνει; Χρε­ω­κο­πεί. Ξεπερ­νά τα ταλέν­τα του. Και νομί­ζει ότι είναι κάτι. Και γελοιο­ποιεί­ται. Για­τί περ­νά­ει τους όρους του.

Αγα­πη­τοί, ο άνθρω­πος ξεχνά ότι βρί­σκε­ται ανά­με­σα σε δύο ορο­θέ­σια, τα οποία δεν μπο­ρεί ποτέ να ξεπε­ρά­σει. Είναι ο χώρος και ο χρό­νος. Αυτά τα δυο, ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σει να τα ξεπε­ρά­σει. Θα τα ξεπε­ρά­σει όμως. Αλλά όχι ο ίδιος. Θα τον βγά­λει Αυτός ο Θεός από εκεί μέσα· για­τί ο Θεός έβα­λε τον χρό­νο και τον χώρο. Όταν θα τον βάλει τον άνθρω­πο στη Βασι­λεία του Θεού. Τώρα όμως δεν μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει ούτε τον χώρο ούτε τον χρό­νο. Ούτε να με βάζουν στο ψυγείο και να μεί­νω στην κατά­ψυ­ξη 192 βαθ­μούς υπό το μηδέν, μήπως κάποια χρό­νια μερι­κά παρα­κά­τω βρει κάτι η Επι­στή­μη να με ξανα­α­να­στή­σει. Είδα­τε; Προ­σπα­θού­με να βγού­με διαρ­κώς από τους όρους μας…

Ακό­μη, οι όροι των Συνό­δων, των Οικου­με­νι­κών και των Τοπι­κών Συνό­δων, όροι λέγον­ται, και δεν είναι παρά οι κανό­νες οι οποί­οι περιο­ρί­ζουν μία κατά­στα­ση, άμα τους ξεπε­ρά­σεις, έχεις ατα­ξία. Όταν η Εκκλη­σία ξεπερ­νά­ει τους ρους της, τους κανό­νες, έχει ατα­ξία. Το βλέ­πει κανείς ολο­κά­θα­ρα. Και στην επο­χή μας και σε κάθε επο­χή. Οι όροι λοι­πόν των Συνό­δων μάς περι­σώ­ζουν- ακού­σα­τε- μας περι­σώ­ζουν τους όρους της φύσε­ως! Δεν μας αφή­νουν να βγού­με από τη φύση μας. Και η ταπεί­νω­σις της δια­νοί­ας είναι εκεί­νη που κάθε στιγ­μή θα μας εμπο­δί­ζει να ξεπερ­νά­με τους όρους μας. Να λέμε : «Φθά­νει, έως εδώ, όχι παρα­κά­τω». Αλλά και η λιτό­τη­τα του βίου, από πρα­κτι­κής πλευ­ράς, δεν θα επι­τρέ­πει ποτέ στην Τεχνι­κή και στην Επι­στή­μη απε­ριό­ρι­στες ανα­ζη­τή­σεις, κατά το ψαλ­μι­κόν του 16ου Ψαλ­μού: «Κα τν κεκρυμ­μέ­νων σου πλή­σθη γαστρ ατν»…

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_474.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΓΕΙΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΓΕΙΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–7‑2001]

[Β438] [έκδο­σις Β΄]

Όποτε,αγαπητοί μου, η ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή ανα­φέ­ρε­ται σε θερα­πεία δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων, αισθα­νό­με­θα μία θλί­ψη για το φαι­νό­με­νο του δαι­μο­νι­σμού. Όπως ακού­σα­με σήμε­ρα στην ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Και ο δαι­μο­νι­σμός είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όσο και αν θέλο­με να την αμφι­σβη­τή­σο­με, ιδί­ως άνθρω­ποι άπι­στοι, που δεν πιστεύ­ουν ούτε σε αγγέ­λους ούτε σε δαί­μο­νες, για να μην πω δεν πιστεύ­ουν ούτε στον Θεό, αυτοί αμφι­σβη­τούν. Κι όμως ο δαι­μο­νι­σμός είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σκλη­ρή και φοβε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και εξ αντι­κει­μέ­νου πραγ­μα­τι­κό­τη­τα… Διό­τι όταν επνί­γη­σαν οι χοί­ροι- κανέ­να ζώο δεν αυτο­κτο­νεί, είναι γνω­στό- τόσες χιλιά­δες χοί­ροι να πάνε να πνι­γούν στην λίμνη…,αυτό δεί­χνει ‑και το έδει­ξε ο Θεός εις τους Σαδ­δου­καί­ους, οι οποί­οι δεν πίστευαν εις τους δαί­μο­νες, ούτε σε αγγέ­λους- είναι μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τόσες χιλιά­δες χοί­ροι να αυτο­κτο­νή­σουν;

Δια­κρί­νε­ται δε ο δαι­μο­νι­σμός ‑σαφώς από τους ιερούς Ευαγγελιστάς‑, η δαι­μο­νο­λη­ψία από την ασθέ­νεια. Σαφής διά­κρι­σις. Η δαι­μο­νο­λη­ψία είναι κατά­λη­ψις της ανθρω­πί­νης προ­σω­πι­κό­τη­τος από τον δαί­μο­να. Θυμού­μαι κάποιον νεα­ρόν, που υπη­ρε­τού­σε εδώ στρα­τιώ­της, στη Λάρι­σα και κατε­λαμ­βά­νε­το από δαι­μό­νιο, ο ίδιος μου το είπε, και το δαι­μό­νιο του σήκω­νε το χέρι και τον χτυ­πού­σε στο πρό­σω­πο με γρο­θιές. Με το δικό του το χέρι. Γρο­θιές. Και να παρα­κα­λά­ει τώρα, να παρα­κα­λά­ει: «Μη με χτυ­πάς άλλο, δεν μπο­ρώ!». Φοβε­ρό… Παρα­με­ρί­ζε­ται εδώ η ανθρω­πί­νη προ­σω­πι­κό­της και προ­βάλ­λε­ται το δαι­μο­νι­κό πρό­σω­πο, το δαι­μο­νι­κό εγώ. Αυτό μπο­ρεί να είναι περιο­δι­κό. Όπως στην ιστο­ρία που σας είπα τώρα. Το και συνη­θέ­στε­ρον. Ή και μόνι­μο μπο­ρεί να είναι.

Η κατά­λη­ψις ακό­μη μπο­ρεί να είναι και στο σώμα του ανθρώ­που, και στην ψυχή δηλα­δή και στο σώμα, στο εγώ και στο σώμα. Πάν­τως η θέα ενός δαι­μο­νι­ζο­μέ­νου είναι φρι­κτή. Συλ­λο­γί­ζε­ται κανείς το κατάν­τη­μα της εικό­νος του Θεού στον άνθρω­πο. Όλα αυτά ξέρε­τε για­τί. Για­τί παρε­δό­θη ο άνθρω­πος εις τον διά­βο­λον. Δεν ήκου­σε τον Θεόν, όταν του είπε «Μη δοκι­μά­σε­τε από τον καρ­πόν». Άκου­σε όμως τον διά­βο­λο που του είπε: «Ο Θεός σας είπε ψέμα­τα, για να μη γίνε­τε θεοί. Γι’αυ­τό σας είπε να μην δοκι­μά­σε­τε τον καρ­πόν». Και εδο­κί­μα­σαν. Από την στιγ­μή εκεί­νη ο άνθρω­πος παρε­δό­θη εις την εξου­σία του σατα­νά. Κι επει­δή και η κτί­σις όλη έγι­νε χάριν του ανθρώ­που, και η κτί­σις ακό­μη, εν πολ­λοίς και σε πολ­λές περι­πτώ­σεις, δαι­μο­νο­κρα­τεί­ται.

Και ανα­ρω­τιέ­ται κανείς: Για­τί; Καταρ­χάς πρέ­πει να πού­με, όπως τότε στην επο­χή του Χρι­στού, υπάρ­χουν πολ­λοί δαι­μο­νι­σμέ­νοι και στην επο­χή μας. Και δεν είναι δαι­μο­νι­ζό­με­νοι με την ευρεία έννοια. Που λέμε κάποιον: «Αυτός είναι δαι­μο­νι­σμέ­νος άνθρω­πος». Με την ευρεία έννοια το λέμε. Όταν ενερ­γεί αντί­θε­τα από το θέλη­μα του Θεού. Αλλά δυστυ­χώς και με την στε­νή σημα­σία της λέξε­ως.

Πρέ­πει ακό­μη να δια­κρί­νο­με την δαι­μο­νο­λη­ψία από την τρέ­λα. Υπάρ­χει σαφής διά­κρι­σις. Η τρέ­λα δεν είναι τίπο­τε άλλα παρά μία βλά­βη του εγκε­φά­λου. Εκεί, εις τα κέν­τρα του εγκε­φά­λου συμ­βαί­νει κάτι και προ­κα­λεί­ται το φαι­νό­με­νον που σας είπα, η τρέ­λα. Ακό­μη και τα λεγό­με­να «ψυχο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα» δια­κρί­νον­ται έστω με τις ποι­κί­λες των επι­πτώ­σεις. Δεν μπο­ρού­με να πού­με ότι ένας άνθρω­πος που έχει ψυχο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα, ότι είναι δαι­μο­νι­σμέ­νος. Αυτό θα ήταν πάρα πολύ βαρύ να το πού­με αυτό.

Στο θέμα μας, δεν θα μεί­νο­με στην δαι­μο­νο­λη­ψία. Αλλά με αφορ­μή αυτήν, θα ήταν καλό να επι­ση­μά­νο­με την ανάγ­κη δια­τη­ρή­σε­ως της ψυχο­σω­μα­τι­κής μας υγεί­ας· που είναι μεγά­λο κεφά­λαιο η ψυχο­σω­μα­τι­κή μας υγεία. Και δεν φαί­νε­ται αυτο­νόη­το να μιλά­ει κανείς για την ψυχο­σω­μα­τι­κή του υγεία. Καθό­λου αυτο­νόη­το. Αφού φθά­νο­με να μην την εκτι­μού­με σοβα­ρά.

«Το κάπνι­σμα βλά­πτει», λέμε, αλλά ποιος το λογα­ριά­ζει; «Η τηλε­ό­ρα­σις βλά­πτει», λέμε, «ψυχι­κά και σωμα­τι­κά». Αλλά ποιος το λογα­ριά­ζει αυτό; «Οι ποι­κί­λες ανώ­μα­λες ψυχι­κές κατα­στά­σεις επι­δρούν στον ανθρώ­πι­νο οργα­νι­σμό». Αλλά ποιος το αντι­λαμ­βά­νε­ται αυτό;

Το θέμα είναι ότι η ψυχο­σω­μα­τι­κή μας υγεία είναι το πρώ­τον φυσι­κόν αγα­θόν που έχο­με, πολύ­τι­μο και αναν­τι­κα­τά­στα­το και πρέ­πει πολύ να προ­σέ­ξο­με. Πολ­λές φορές λέμε: «Καλά, άνθρω­πε, δεν είδες εσύ σε πινα­κί­δες πελω­ρί­ων δια­στά­σε­ων, που είναι δια­φη­μί­σεις τσι­γά­ρων κ.τ.λ. ότι το κάπνι­σμα βλά­πτει σοβα­ρά την υγεία;». Κι όμως το κάνει. Κι όμως καπνί­ζει. Εδώ είναι το περί­ερ­γο, το περί­ερ­γο εις τον άνθρω­πο.

Λέγει η Σοφία Σει­ράχ το εξής εις το 30όν κεφά­λαιον: «Κρείσ­σων πτωχς γις κα σχύ­ων τ ξει – δηλα­δή: Είναι καλύ­τε­ρος ο φτω­χός, που είναι όμως υγι­ής και έχει ευρω­στία - πλού­σιος μεμα­στι­γω­μέ­νος ες σμα ατοῦ- παρά ο πλού­σιος που έχει μάστι­γες στο σώμα του, δηλα­δή αρρώ­στιες. γεία κα εεξία βέλ­τιον παντς χρυ­σί­ου - Ποιος δεν το ξέρει αυτό; Από την πεί­ρα το ξέρο­με ότι είναι η υγεία και ευε­ξία καλύ­τε­ρη από όλα τα χρυ­σά­φια του κόσμου-, κα σμα ερωστον –υγιές- λβος μέτρη­τος- και σώμα εύρω­στο, υγιές, παρά πλού­τος αμέ­τρη­τος. Οκ στι πλοτος βελ­τί­ων γεί­ας σώμα­τος- Δεν υπάρ­χει πλού­τος καλύ­τε­ρος από την υγεία-, κα οκ στιν εφρο­σύ­νη πρ χαρν καρ­δί­ας- και δεν υπάρ­χει, λέει, ευφρο­σύ­νη, πέρα από την χαρά της καρ­διάς».

Όλοι γνω­ρί­ζο­με ότι εκεί­νο που αρρω­σταί­νει είναι το σώμα. Εντού­τοις λίγοι γνω­ρί­ζουν ότι και η ψυχή υπό­κει­ται στην ασθέ­νεια και μάλι­στα πολ­λές ασθέ­νειες. Δεν το αντι­λαμ­βα­νό­με­θα αυτό. Και δεν φυλάτ­το­με την υγεί­αν της ψυχής, παρά φυλάτ­το­με την υγεία του σώμα­τος. Ο σύν­δε­σμος βέβαια ψυχής και σώμα­τος, δεν αφή­νει στε­γα­νά. Είναι ηνω­μέ­νη η ψυχή με το σώμα. Πώς συν­δέ­ε­ται όμως η ψυχή με το σώμα, αυτό είναι άγνω­στο. Δεν το έχει βρει κανείς. Καμία επι­στή­μη δεν το έχει βρει. Ένα μόνο. Από τα απο­τε­λέ­σμα­τα γνω­ρί­ζο­με ότι συν­δέ­ε­ται η ψυχή με το σώμα. Και έχο­με μια αμοι­βαία επί­δρα­ση. Επι­δρά το σώμα στην ψυχή, όταν κανείς είναι άρρω­στος σωμα­τι­κά, βεβαί­ως είναι δύσθυ­μος. Δηλα­δή ψυχι­κά δεν αισθά­νε­ται καλά. Και αντί­στρο­φα: Όταν η ψυχή είναι άρρω­στη, τότε επι­δρά επί του σώμα­τος και τότε προ­κα­λεί πολ­λές ανω­μα­λί­ες.

Λέγει ένας ωραί­ος στί­χος και ακρι­βέ­στα­τος, που λέμε εις την Παρά­κλη­σιν της Πανα­γί­ας: «σθε­νε μου τ σμα, σθε­νε μου κα ψυχή. π τν πολλν μου μαρ­τιν, σθε­νε μου τ σμα, σθε­νε μου κα ψυχή». Δηλα­δή, ασθε­νεί και το σώμα, ασθε­νεί και η ψυχή. Όταν το σώμα λοι­πόν ασθε­νεί, επη­ρε­ά­ζει και καθι­στά δύσθυ­μον, όπως ήδη είπα­με και την ψυχή. Και αντί­στρο­φα, να μην τα επα­να­λαμ­βά­νω. Παρό­τι πολ­λές φορές πρέ­πει να επα­να­λαμ­βά­νον­ται για μία ακου­στι­κή εδραί­ω­ση.

Αλλά τι αρρω­σταί­νει την ψυχήν; Τα πάθη και η κατε­γνω­σμέ­νη συνεί­δη­ση. Ναι, ναι, ναι. Κατε­γνω­σμέ­νη θα πει κατα­μαρ­τυ­ρού­σα συνεί­δη­ση. Όταν έκα­νες κάτι, σκό­τω­σες έναν άνθρω­πο, αδί­κη­σες κάποιον άνθρω­πο, έβλα­ψες κάποιον άνθρω­πο και η συνεί­δη­σή σου δεν σε αφή­νει. Η συνεί­δη­σή σου είναι κατε­γνω­σμέ­νη. Δηλα­δή σου κατα­μαρ­τυ­ρεί.

Ας δού­με πάλι τι λέγει η Σοφία Σει­ράχ πάνω σ’ αυτό το σημείο, στο 30ον πάλι κεφά­λαιον. Λέγει: «γάπα τν ψυχήν σου κα παρα­κά­λει τν καρ­δί­αν σου κα λύπην μακρν πόστη­σον π σο-Διώ­ξε την λύπη μακριά από σένα. Τη λύπη. Η λύπη δεν είναι παρά στην ψυχή-· πολ­λος γρ πώλε­σεν λύπη, κα οκ στιν φέλεια ν ατ-Για­τί λέει, πολ­λούς κατέ­στρε­ψε η λύπη και δεν υπάρ­χει καμία ωφέ­λεια σ’ αυτή. Αμφι­βάλ­λε­τε γι’αυ­τό; Ότι η λύπη προ­κα­λεί αρρώ­στιες; Καμία αντίρ­ρη­σις δεν υπάρ­χει. Αλλά και όχι μόνον η λύπη:- Ζλος κα θυμς –συνε­χί­ζει η Σοφία Σει­ράχ- λατ­τοσιν μέρας- Αν είσαι ζηλιά­ρης, αν είσαι θυμώ­δης, σου μικραί­νει η ζωή· «λατ­τοσιν μέρας». Ναι, ναι, θα ζήσεις λιγό­τε­ρο, εάν είσαι ζηλιά­ρης και θυμώ­δης-, κα πρ και­ρο γρας γει μέρι­μνα –Η μέρι­μνα. Κι αυτή είναι φοβε­ρή. Η μέρι­μνα, η φρον­τί­δα. Τι θα κάνο­με; Τι θα κάνο­με; Τι θα κάνο­με, τι θα φάμε, τι θα πιού­με, πώς θα παν­τρέ­ψο­με το παι­δί μας, τι επάγ­γελ­μα θα κάνο­με, πόσα λεφτά θα βγά­λο­με. Αυτή η μέρι­μνα η καθη­με­ρι­νή… τι λέγει εδώ; Ότι άγει; Οδη­γεί στο πρό­ω­ρον γήρας. Το ακού­σα­τε;

Τέσ­σε­ρα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά σημεία ανα­φέ­ρει εδώ βλέ­πο­με η Σοφία Σει­ράχ που αρρω­σταί­νουν την ψυχήν. Και θα πρέ­πει αυτά να τα προ­σέ­ξο­με. Πρώτον:η λύπη, που ανα­φέ­ρα­με. Δεύ­τε­ρον: ο φθό­νος, η ζήλεια. Τρίτον:ο θυμός. Τέταρ­τον η μέρι­μνα. Αυτά τα τέσ­σε­ρα. Προ­σβάλ­λουν την ψυχήν. Και αρρω­σταί­νουν την ψυχήν.

Γεν­νιέ­ται όμως το ερώ­τη­μα: Τι σχέ­ση έχουν αυτά τα ψυχι­κά πάθη με την όλη σωμα­τι­κή μας υγεία; Αν έχουν! Έγρα­φε ο πολύς Μαρί­νος Γερου­λά­νος, για­τρός διά­ση­μος, μακα­ρί­της πλέ­ον. Θα έχε­τε ακού­σει πιθα­νώς το όνο­μά του. Γρά­φει, έγρα­φε το εξής: « Ουδε­μία οργα­νι­κή λει­τουρ­γία υπάρ­χει, το στο­μά­χι, η καρ­διά, το συκώ­τι, τα έντε­ρα, η οποία να μην κατευ­θύ­νε­ται από την ψυχήν (Το ξέρο­με). Ουδε­μία λει­τουρ­γι­κή παρε­κτρο­πή, ως είναι η εκδή­λω­σις της νόσου, εις την οποί­αν να μην συμ­με­τέ­χει η ψυχή». Πολ­λοί άνθρω­ποι επει­δή στε­νο­χω­ριούν­ται πονά­ει το στο­μά­χι τους. Δεν μπο­ρούν να χωνέ­ψου­νε, να έχουν καλή χώνευ­ση, όταν έχουν στε­νο­χώ­ρια. Μάλι­στα λέγε­ται το εξής: «Εάν είσαι πολύ στε­νο­χω­ρη­μέ­νος, μην καθί­σεις να φας. Πήγαι­νε, ξάπλω­σε να σου περά­σει, κάνε μία βόλ­τα και μετά γύρι­σε να φας. Για­τί αυτό που θα φας θα είναι μολύ­βι μέσα στο στο­μά­χι σου». Βλέ­πε­τε;

Τα τέσ­σε­ρα αυτά προ­η­γού­με­να πάθη που είπα­με, ανή­κουν στην ψυχή. Και όμως επη­ρε­ά­ζουν κάθε λει­τουρ­γία του σώμα­τος, όπως την καρ­διά, την πίε­ση του αίμα­τος… Δεν ανε­βαί­νει η πίε­σις, παρα­κα­λώ, όταν ο άνθρω­πος είναι στενοχωρημένος,όταν είναι πιε­σμέ­νος; Κλπ. κλπ. Και τις έσω εκκρί­σεις. Να σας πω μία χαρα­κτη­ρι­στι­κή. Όταν στε­νο­χω­ρε­θείς, οι σια­λο­γό­νοι αδέ­νες –δεν είμαι για­τρός, αλλά απ’ ό,τι ξέρο­με και δια­βά­ζο­με- οι σια­λο­γό­νοι αδέ­νες, οι αδέ­νες που είναι εδώ στο στό­μα μας αρι­στε­ρά, δεξιά, τι είναι; Είναι εκεί­νοι που βγά­ζουν το σάλιο. Το σάλιο είναι σπου­δαί­ον υγρόν. Και θεω­ρεί­ται μάλι­στα υγρόν χωνευ­τι­κόν. Δηλα­δή προ­στί­θε­ται εις τα υγρά του στο­μά­χου για να γίνει η χώνευ­σις. Τι παρα­τη­ρού­με; Όταν στε­νο­χω­ρε­θού­με, αυτοί οι αδέ­νες δεν βγά­ζουν σάλιο. Και τι λέμε στον συνο­μι­λη­τή μας; «Στέ­γνω­σε η γλώσ­σα μας». Πώς στέ­γνω­σε η γλώσ­σα μας; Από την στε­νο­χώ­ρια μας. Βλέ­πε­τε παρα­κα­λώ;

Λέγε­ται ότι το εξήν­τα τοις εκα­τό των αρθρι­τι­κών έχει ψυχι­κά αίτια. Κυριο­λε­κτι­κά λοι­πόν τα πάθη δηλη­τη­ριά­ζουν την ψυχή, δηλη­τη­ριά­ζουν και το σώμα. Πολύ συχνά βλέ­πο­με την όψη του πάσχον­τος, που είναι ο καθρέ­πτης της σωμα­τι­κής και ψυχι­κής μας κατα­στά­σε­ως, να εξαρ­τά­ται από τον χαρα­κτή­ρα μας. Φερει­πείν, ένας που είναι ζηλιά­ρης, δεν έχει χρώ­μα στο πρό­σω­πο· είναι κίτρι­νος. «Άντε βρε ζηλιά­ρη!» του λέμε. «Κιτρι­νιά­ρη!». Ο λαός αυτά τα γνω­μα­τεύ­ει. Για­τί; «Η ζήλεια», λέει, «σε έφα­γε. Είσαι κιτρι­νιά­ρης». Είναι αλή­θεια;

Θα επα­να­λά­βο­με τώρα τον στί­χο από την Παρά­κλη­ση που λέμε στην Πανα­γία μας: «π τν πολλν μου μαρ­τιν, σθε­νε μου τ σμα, σθε­νε μου κα ψυχή». Γι’αυ­τό πρέ­πει να προ­σέ­χο­με.

Από τα τέσ­σε­ρα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά σημεία, που αρρω­σταί­νουν την ψυχή, αυτά που ήδη ανα­φέ­ρα­με, τα ξανα­λέω γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα, η λύπη, ο φθό­νος, ο θυμός και η μέρι­μνα, θα ανα­φερ­θού­με, από τα τέσ­σε­ρα αυτά, μόνο εις την λύπην.

Η λύπη θεω­ρεί­ται ένα από τα επτά θανά­σι­μα αμαρ­τή­μα­τα. Το ξέρο­με αυτό; Αν ανοί­ξε­τε την Φιλο­κα­λία, θα δεί­τε, μετα­ξύ των θανα­σί­μων αμαρ­τη­μά­των, που είναι η πορ­νεία, που είναι η πλε­ο­νε­ξία, η φιλαρ­γυ­ρία κτλ. είναι και η λύπη. Θα μου πει κάποιος, «Δεν το είχα φαν­τα­στεί ποτέ ότι η λύπη είναι θανά­σι­μον αμάρ­τη­μα». Ναι. Μάλι­στα κάπου λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Κυρώ­σα­τε γάπην- σε κάποιον αιμο­μί­κτην της Κορίν­θου- κυρώ­σα­τέ του, λέει, αγά­πη –δηλα­δή συγ­χω­ρή­σα­τέ τον- να του μιλά­τε». Για­τί είχε δώσει ο ίδιος παραγ­γε­λία να μην του μιλά­νε, αυτού του αιμο­μί­κτη. Για­τί είχε σχέ­σεις με την μητριά του. Αιμο­μί­κτης. «Κυρώ­σα­τέ του, λοι­πόν, αγά­πη, για να μην κατα­πο­θεί από την πολ­λή λύπη. Να μην το κατα­πιεί η λύπη». Είδα­τε; Να μην τον κατα­πιεί η λύπη. Μάλι­στα η Παλαιά Δια­θή­κη πάρα πολύ συχνά ανα­φέ­ρε­ται στο θέμα της λύπης. Και η Σοφία Σει­ράχ ομοί­ως.

Λέει ακό­μη η Σοφία Σει­ράχ, ακού­στε, στο 30όν πάλι κεφά­λαιον: «Λύπην μακρν πόστη­σον π σο· πολ­λος γρ πώλε­σεν λύπη, κα οκ στιν φέλεια ν ατ». Και δεν υπάρ­χει ωφέ­λεια σε αυτήν. Ακό­μη στο πέν­θος πολ­λοί λυπούν­ται υπερ­βο­λι­κά. Το να λυπη­θείς είναι ανθρώ­πι­νο. Το να μη λυπη­θείς είναι θηριώ­δες. Έτσι λένε οι Πατέ­ρες. Το να λυπη­θείς υπερ­βο­λι­κά, αυτό είναι παθια­σμέ­νη κατά­στα­ση. Λοι­πόν, λέει, για το θέμα του πέν­θους: «Πρό­σε­ξε, θα λυπη­θείς όσο πρέ­πει. Να μη σε κατη­γο­ρή­σουν οι άνθρω­ποι ότι ήσουν άκαρ­δος. Πέθα­νε η μάνα σου, πέθα­νε ο πατέ­ρας σου και …να πω ότι γελάς; Ότι δεν σ’ ενδια­φέ­ρει; Θα πουν: ‘’Κοί­τα­ξε αναι­σθη­σία που έχει αυτός ο άνθρω­πος’’. Όχι. Θα πεν­θή­σεις. Και μάλι­στα λέει… τρεις μέρες θα πεν­θή­σεις· όχι περισ­σό­τε­ρο». Ναι, ναι. Ο λαός επέν­θη­σε τον Ααρών, 30 μέρες. Και τον Μωυ­σή 40 μέρες. Από εκεί έχο­με πάρει που έχο­με τις 40 μέρες πέν­θους. Όχι περισ­σό­τε­ρο. Για­τί όχι περισ­σό­τε­ρο; «πό λύπης κβαί­νει θάνα­τος». Διό­τι από την λύπη βγαί­νει ο θάνα­τος. Και: «λύπη καρ­δί­ας κάμ­ψει σχύν». Και η λύπη της καρ­διάς θα λυγί­σει την δύνα­μή σου, και την σωμα­τι­κή και την ψυχι­κή.

Αυτή λοι­πόν η λύπη, η κατά κόσμον λύπη, είναι κατά κόσμον λύπη αυτή, δεν είναι η κατά Θεόν λύπη, εκεί­νη που λέγε­ται χαρ­μο­λύ­πη· που είναι μεμειγ­μέ­νη η λύπη με την χαρά. Για τις αμαρ­τί­ες μου, φερει­πείν αν πεν­θώ, δεν έχει τίπο­τα κακό να μου κάνει. Και πότε είναι κατά κόσμον λύπη; Άμα λυπη­θώ άμα χαθούν χρή­μα­τα, άμα χάσω κάποιες ευκαι­ρί­ες, όταν χάσω την υγεία μου. Ξέρε­τε μερι­κοί άνθρω­ποι πώς απο­γο­η­τεύ­ον­ται! Κάπου κάπου μας παρου­σιά­ζον­ται τα φαι­νό­με­να, στα νοσο­κο­μεία. Στο αντι­καρ­κι­νι­κό των Αθη­νών, να του πει ο για­τρός ότι «είσαι ανί­α­τος». Όπως τελευ­ταία είπε σε κάποια κοπέ­λα ο για­τρός κάπου στην Ελλά­δα: «Πωπω­πω­πω! Είσαι ανί­α­τη!».Κι όμως έπε­σε και έξω στην γνω­μά­τευ­σή του. Ας είναι. Πέφτουν από το μπαλ­κό­νι και αυτο­κτο­νούν. Από τι κινή­θη­καν; Από την υπερ­βο­λι­κή τους λύπη. Με πρό­σω­πα που πέθα­ναν, αγα­πη­μέ­να τους κ.ο.κ. Αυτά λέγον­ται κατά κόσμον λύπη. Δεν υπάρ­χει καμία σχέ­ση με την κατά Θεόν λύπη, θα το ξανα­το­νί­σω αυτό· που δίδει παρη­γο­ρία στην καρ­διά. Και είναι η χαρ­μο­λύ­πη, όπως σας ανέ­φε­ρα.

Λέγει ο άγιος Κασ­σια­νός ο Ρωμαί­ος: «σπερ σςσς είναι ο σκώ­ρος- μάτιον καί σκώ­ληξ ξύλον, οτως λύπη την το νθρώ­που ψυχήν κατε­σθί­ει». «Κατα­τρώ­ει την ψυχήν του ανθρώ­που, όπως», λέει, «ο σκώ­ρος τον ιμα­τι­σμό και το σκου­λή­κι το ξύλο».

Η λύπη λοι­πόν οδη­γεί στην μελαγ­χο­λία και η μελαγ­χο­λία οδη­γεί στην ψυχο­πά­θεια και αν όχι και εις την αυτο­κτο­νία. Τι πρέ­πει να κάνο­με; Να ασκού­με­θα, αγα­πη­τοί μου, στην απο­μά­κρυν­ση των παθών, που δημιουρ­γούν, σαν νοσο­γό­νοι παρά­γον­τες, ασθέ­νειες της ψυχής και του σώμα­τος. Όπως είπα­με, ο φθό­νος, η μέρι­μνα κ.ο.κ.

Και πάλι λέγει η Σοφία Σει­ράχ: «γάπα τήν ψυχήν σου καί παρα­κά­λει τήν καρ­δί­αν σου». «Να αγα­πάς την ψυχήν σου και να παρη­γο­ρείς την καρ­δί­αν σου». Που σημαί­νει να έχεις πάν­το­τε την χαρά της ζωής. Η ζωή έχει αξία. Επει­δή είναι έργο του Θεού και επε­κτεί­νε­ται εις την αιω­νιό­τη­τα. Θα ζήσο­με στην αιω­νιό­τη­τα με την ψυχήν αυτήν και με την ανά­στα­ση του σώμα­τος. Δεν παρα­λεί­πω πάν­τα να το σημειώ­νω αυτό.

Ακό­μη λέγει: «ν πσι τος ργοις σου γίνου ντρε­χής, καί πν ρρώ­στη­μα ο μή σοί παν­τή­σει». Δηλα­δή «σε όλα τα έργα σου να είσαι προ­σε­κτι­κός και τότε καμία αρρώ­στια δεν θα έλθει να σε προ­σβά­λει».

Η πίστις στην πρό­νοια του Θεού, θα σας έλε­γα, αγα­πη­τοί μου, είναι το καλύ­τε­ρο φάρ­μα­κο που μπο­ρού­με να παίρ­νο­με. Εκεί­νο που λέμε καμία φορά επι­πό­λαια: «Έχει ο Θεός». Και τι θα γίνει εκεί κι εκεί; Η απάν­τη­σις: «Έχει ο Θεός». Είναι φάρ­μα­κο! Η πίστις στην πρό­νοια του Θεού. Είναι πολύ σπου­δαίο στοι­χείο.

Η αγά­πη στον πλη­σί­ον, σαν εικό­να του Θεού, μετριά­ζει και εξα­φα­νί­ζει και την ζήλεια και τον θυμό. Να τα φάρ­μα­κα, αγα­πη­τοί μου.

Αγα­πη­τοί, προ ετών είχε γίνει ένα Συνέ­δριο σε μία πόλη, το Μπό­σεϋ της Ελβε­τί­ας, και μετα­ξύ των άλλων ειπώ­θη­καν και τα εξής. Αντι­γρά­φω: «Η ασθέ­νεια δεν οφεί­λε­ται μόνον εις την τυχαί­αν συμ­βο­λήν ενός μικρο­βί­ου ή άλλων φυσι­κών παρα­γόν­των. Κρύ­ω­σα κ.τ.λ. Αλλά δηλοί και την έκφρα­σιν μίας δυσαρ­μο­νί­ας της προ­σω­πι­κό­τη­τος και του κόσμου την απάρ­νη­σιν της θεί­ας τάξε­ως. Η υγεία σημαί­νει κάτι περισ­σό­τε­ρον από την απου­σία της ασθε­νεί­ας. Συνί­στα­ται εις μίαν αρμο­νί­αν μετα­ξύ σώμα­τος και ψυχής».

Το συμ­πέ­ρα­σμα είναι ότι η σωμα­τι­κή μας υγεία είναι απο­τέ­λε­σμα της ψυχι­κής μας υγεί­ας. Αλλά η καλή δια­τή­ρη­ση της ψυχι­κής υγεί­ας είναι η τήρη­σις των εντο­λών του Θεού. Όπως μας είπε ο Χρι­στός. Δεν θα έχο­με κατε­γνω­σμέ­νη συνεί­δη­ση. Όταν δεν υπάρ­χει αυτή η κατε­γνω­σμέ­νη συνεί­δη­σις, και τα πάθη απου­σιά­ζουν και τότε η καρ­διά έχει ειρή­νη. Αχ, αυτή η πολυ­πό­θη­τη ειρή­νη της ψυχής! Η πίστις, η αγά­πη και η ειρή­νη είναι ο θεμέ­λιος της ψυχι­κής μας υγεί­ας. Είθε κάπο­τε να το κατα­νο­ή­σο­με αυτό. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_882.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Oι ἄνθρω­ποι εἶναι ἄδι­κοι μὲ τὸ Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορ­γί­ζον­ται μαζί Του. Ποιός ἔχει τὸ δικαί­ω­μα ὅμως νὰ ἐξορ­γι­στεῖ ἐναν­τί­ον ὁποιου­δή­πο­τε καὶ μάλι­στα ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ;

Οἱ ἄθε­οι κλεί­νουν τὸ στό­μα τους καὶ σκέ­φτον­ται: «Ἄς μὴν ἀνα­φέ­ρου­με τὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐξα­φα­νι­στεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο». Ἀνόη­τοι ἄνθρω­ποι! Τὰ στό­μα­τά σας εἶναι μιὰ μικρὴ μειο­νό­τη­τα στὸ εὗρος τοῦ κόσμου. Ἔχε­τε δεῖ ἢ ἀκού­σει πῶς δίνει φωνῆ στὸ ποτά­μι ἕνα φράγ­μα; Aν δὲν ἦταν τὸ φράγ­μα, τὸ ποτά­μι δὲ θ’ ἀκου­γό­ταν, θὰ ἦταν μουγ­γό. Τὸ φράγ­μα ὅμως ἄνοι­ξε τὸ λαρύγ­γι του καὶ κάθε μικρὴ στα­γό­να ἀπέ­κτη­σε γλῶσ­σα.

Τὸ δικό σας φράγ­μα θὰ κάνει τὸ ἴδιο: θ’ ἀνοί­ξει τὸ λαρύγ­γι τῶν ἄλα­λων καὶ θὰ διδά­ξει τοὺς βωβοὺς νὰ μιλή­σουν. “Ἄν τὰ χεί­λη σας πάψουν νὰ ὁμο­λο­γοῦν τὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρ­διά σας θὰ γεμί­σει μὲ φόβο ὅταν ἀκού­σε­τε νὰ τὸν ὁμο­λο­γοῦν οἱ ἄσο­φοι καὶ οἱ βου­βοί. Ἀλή­θεια σᾶς λέω: “Ἄν ἐσεῖς σιω­πή­σε­τε, οἱ λίθοι κεκρά­ξον­ται. Ἀκό­μα κι ἂν δὲ μιλή­σει κανέ­νας ἄνθρω­πος στὴ γῆ, θ’ ἀπο­κτή­σει φωνῇ τὸ χορ­τά­ρι. Ἀκό­μα κι ἂν ἀπο­κη­ρύ­ξουν τὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι, αὐτὸ θὰ γρα­φτεῖ στὸ οὐρά­νιο τόξο, στὸν οὐρα­νό, θὰ χαρα­χτεῖ μὲ φωτιὰ σὲ κάθε χόρ­το, σὲ κάθε κόκ­κο ἄμμου. Τότε ἡ ἄμμος θὰ μετα­τρα­πεῖ σὲ ἄνθρω­πο κι ὁ ἄνθρω­πος σὲ ἄμμο.

«Οἱ οὐρα­νοὶ διη­γοῦν­ται δόξαν Θεοῦ, ποί­η­σιν δὲ χει­ρῶν αὐτοῦ ἀναγ­γέ­λει τὸ στε­ρέ­ω­μα. ἡμέ­ρα τὴ ἡμέ­ρα ἐρεύ­γε­ται ρημα, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγ­γέλ­λει γνῶ­σιν» (Ψαλμ. ἰη’ 2,3)). Αὐτὰ μᾶς ἀπαγ­γέ­λει ὁ ἱερὸς Ψαλ­μω­δὸς καὶ προ­φή­της. Κι ἐσεῖς τί λέτε; Κρα­τᾶ­τε μιὰ περι­φρο­νη­τι­κὴ σιγὴ γιὰ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ λοι­πὸν θὰ δώσουν φωνὴ οἱ πέτρες. Κι ὅταν μιλή­σουν οἱ πέτρες θὰ θελή­σεις νὰ μιλή­σεις κι ἐσύ, μὰ δὲ θὰ μπο­ρέ­σεις. Θά σου ἀφαι­ρε­θεῖ ὁ λόγος καὶ θὰ δοθεῖ στὶς πέτρες. Καὶ τότε οἱ πέτρες θὰ μετα­τρα­ποῦν σὲ ἀνθρώ­πους κι οἱ ἄνθρω­ποι σὲ πέτρες.

Στοὺς παλιό­τε­ρους και­ροὺς ἄνθρω­ποι μὲ σκλη­ρὸ στό­μα ἔτυ­χε νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σουν, οἱ γλῶσ­σες τους δὲν ἦταν λυμέ­νες γιὰ νὰ τὸν δοξο­λο­γή­σουν. Τότε ὁ Θεὸς ἐλευ­θέ­ρω­σε τὰ στό­μα­τα τῶν δαι­μό­νων γιὰ νὰ ντρο­πιά­σουν τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀφοῦ οἱ δαί­μο­νες ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δαί­μο­νες ποὺ ἦταν σκλη­ρό­τε­ροι ἀπὸ τήν πέτρα καὶ κατώ­τε­ροι σὲ ἀξία ἀπὸ τὴν ἄμμο, ἔκρα­ξαν ὅταν εἶδαν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρω­ποι γύρῳ,γύρω Του ὅμως ἔμει­ναν ἄφω­νοι. Κι ὅταν ἐκεῖ­νος ποὺ εἶχε ἐντε­λῶς ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀναγ­κά­στη­κε νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὸ ὄνο­μὰ Τοῦ, πῶς δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ἢ ἀθώα πέτρα, ποὺ ὑπο­τάσ­σε­ται τυφλὰ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Θεὸς δίνει μαθή­μα­τα στοὺς ἀνθρώ­πους ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, ποὺ εἶναι γεμᾶ­τος ἀγγέ­λους καὶ στο­λί­ζε­ται ἀπὸ ἄστρα, ὄχι μόνο ἀπό τη γῆ, ποὺ εἶναι γεμά­τη ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουρ­γη­μέ­να πλά­σμα­τα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀκό­μα κι ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ δώσει μιὰ εὐκαι­ρία στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, ποὺ βρί­σκουν πολὺ εὔκο­λα τὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν κόλα­ση, ὥστε νὰ ντρο­πια­στοῦν ἀπὸ κάτι, ὁτι­δή­πο­τε, νὰ κοι­τά­ξουν ψηλὰ στὸν οὐρα­νὸ καὶ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο, ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὴ δυσω­δία.

Οἱ ἐκλε­κτοὶ ποὺ συνό­δευαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ στὶς πορεῖ­ες Του εἶχαν ἀπο­δεί­ξει πῶς ἡ πίστη τους ἦταν ρηχή. Ἔτσι ὁ Κύριος τοὺς ὁδή­γη­σε σὲ μιὰ περιο­χὴ ὅπου ἐπι­κρα­τοῦ­σε ἡ πιὸ φανα­τι­κὴ εἰδω­λο­λα­τρεία, ὥστε μ’ αὐτὰ ποῦ θὰ γίνον­ταν, νὰ τοὺς συνε­τί­σει καὶ νὰ καταγ­γεί­λει τὴ λει­ψή τους πίστη. Αὐτὰ ποὺ ἔγι­ναν, περι­γρά­φον­ται στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο.

«Καὶ ἐλθόν­τι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, ὑπήν­τη­σαν αὐτῷ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ἐκ τῶν μνη­μεί­ων ἐξερ­χό­με­νοι, χαλε­ποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύ­ειν τινὰ παρελ­θεϊν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκεί­νης» (Ματθ. κή’ 28). Τὰ Γέρ­γε­σα καὶ τὰ Γάδα­ρα ἦταν δυὸ πόλεις εἰδω­λο­λα­τρι­κές, στὴν ἀπώ­τε­ρη ἀκτὴ τῆς θάλασ­σας τῆς Γαλι­λαί­ας. Ἠταν δυὸ ἀπὸ τίς δέκα πόλεις ποὺ βρί­σκον­ταν στὰ παρά­λια αὐτά. Σύμ­φω­να μὲ ὅσα ἀνα­φέ­ρουν οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς Μάρ­κος καὶ Λου­κᾶς, τὰ Γάδα­ρα ἀνα­φέ­ρον­ται ἀντὶ γιὰ τὰ Γέρ­γε­σα. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς οἱ δυὸ πόλεις πρέ­πει νὰ βρί­σκον­ταν πολὺ κον­τὰ ἢ μιὰ στὴν ἄλλη καὶ πῶς τὸ περι­στα­τι­κὸ ποὺ ἀνα­φέ­ρουν πρέ­πει νὰ ἔγι­νε κάπου ἀνά­με­σα στὶς δυό.

Οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς ἀνα­φέ­ρουν ἕναν τρε­λὸ ἄνθρω­πο, ἐνῶ ὁ Ματ­θαῖ­ος μιλά­ει γιὰ δύο. Οἱ πρῶ­τοι εὐαγ­γε­λι­στὲς ἀνα­φέ­ρουν τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ φαί­νε­ται πῶς ἦταν χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ τὸν ἔτρε­με ὅλη ἢ περιο­χή. Ὁ Ματ­θαῖ­ος τους ἀνα­φέ­ρει καὶ τοὺς δύο, ἐπει­δὴ καὶ τοὺς δύο θερά­πευ­σε ὁ Κύριος. Τὸ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἦταν πιὸ γνω­στὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον, φαί­νε­ται ἀπὸ τὴν περι­γρα­φὴ τοῦ Λου­κᾶ, ποὺ λέει πῶς ὁ τρε­λὸς αὐτὸς κατα­γό­ταν ἀπὸ τὴν πόλη («ὑπήν­τη­σεν αὐτὸ ἀνὴρ τίς ἐκ τῆς πόλε­ως », Λουκ. ἡ’ 9). Σὰν ντό­πιο λοι­πὸν πρέ­πει νὰ τὸν γνώ­ρι­ζαν καλύ­τε­ρα ἀπὸ τὸν ἄλλον, ποὺ μᾶλ­λον κατα­γό­ταν ἀπὸ κάποιο χωριό. Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Λου­κᾶ ἐπί­σης συμ­πε­ραί­νου­με πῶς εἶχε δαι­μό­νια ἐκ χρό­νων ἱκα­νῶν. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ἦταν ἄρρω­στος ἀπὸ χρό­νια καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸν ἤξε­ρε ὅλη ἡ περιο­χή. Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ πιὸ ἄρρω­στος καὶ φρε­νια­σμέ­νος ἀπὸ τὸν ἄλλον, προ­κύ­πτει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει ὁ Λου­κᾶς, πῶς «ἔδε­σμεῖ­το ἁλύ­σε­σι καὶ πέδαις φυλασ­σό­με­νος, καὶ διαρ­ρήσ­σων τὰ δεσμὰ ἤλαύ­νε­το ὑπὸ τοῦ δαί­μο­νος εἰς τὰς ἐρή­μους» (Λουκ. ἡ 29). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ δύο εὐαγ­γε­λι­στὲς ἀνα­φέ­ρουν μόνο τὸν ἕνα δαι­μο­νι­ζό­με­νο, ἂν καὶ ἦταν δύο. Πολὺ συχνὰ κάνου­με τὸ ἴδιο καὶ μεὶς σήμε­ρα ὅταν ἀνα­φέ­ρου­με κάποιο περι­στα­τι­κὸ καὶ ἀνα­φέ­ρου­με γιὰ παρά­δειγ­μα μόνο τὸν ἀρχη­γὸ μιᾶς συμ­μο­ρί­ας λῃστῶν ποὺ συλ­λή­φθη­καν. Ὅταν συλ­λή­φθη­κε ὁλό­κλη­ρη ἡ συμ­μο­ρία μὲ τὸν ἀρχη­γό της λέμε πῶς ἕνας λῃστὴς ἔτσι κι ἔτσι, ἀρχη­γὸς τῶν ὑπό­λοι­πων λῃστῶν, πιά­στη­κε. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ εὐαγ­γε­λι­στές. Ὅπως ὁ Μάρ­κος κι ὁ Λου­κᾶς συμ­πλη­ρώ­νουν τὴν ἀφή­γη­ση τοῦ Ματ­θαί­ου σὲ μιὰ λεπτο­μέ­ρεια, ἔτσι κάνει κι ὁ Ματ­θαῖ­ος στὸ Μάρ­κο καί το Λου­κᾶ σὲ ἄλλες περι­πτώ­σεις. Παρά­δειγ­μα τὸ περι­στα­τι­κὸ μὲ τοὺς δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νους.

Οἱ δαι­μο­νι­ζό­με­νοι αὐτοὶ ζοῦ­σαν στοὺς τάφους, περι­πλα­νιοῦν­ταν στὴν ἔρη­μο καὶ τρο­μο­κρα­τοῦ­σαν τοὺς ἀνθρώ­πους στοὺς ἀγροὺς καὶ στοὺς δρό­μους. Ἰδιαί­τε­ρα φόβι­ζαν αὐτοὺς ποὺ περ­νοῦ­σαν κον­τὰ ἀπό το δρό­μο ὅπου ἔμε­ναν ἐκεῖ­νοι. Οἱ εἰδω­λο­λά­τρες συχνὰ ἔφτια­χναν τοὺς τάφους δίπλα στὸ δρό­μο, ἐνῶ καὶ οἱ Ἰου­δαῖ­οι συνή­θι­ζαν πολ­λὲς φορὲς νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Ὁ τάφος τῆς Ραχὴλ εἶναι δίπλα στὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λὴμ στὴ Βηθλε­έμ. Ὁ τάφος τοῦ Μανασ­σὴ εἶναι δίπλα στὸ δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὴ Νεκρὰ Θάλασ­σα. Ὁ διά­βο­λος εἶχε κατα­λά­βει τοὺς δυὸ αὐτοὺς δαι­μο­νι­ζό­με­νους καὶ τοὺς χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε ὡς ὅπλα γιὰ νὰ βλά­ψει τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ἔχουν κατα­λη­φθεῖ ἀπὸ δαι­μό­νια, ἔχουν ὡς κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό τους νὰ κάνουν τὸ κακὸ καὶ νὰ κατα­στρέ­φουν. Ἠταν γυμνοὶ ἀπὸ κάθε καλὸ πρᾶγ­μα. Γιὰ τὸν ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς λέγε­ται πῶς δὲ φοροῦ­σε ροῦ­χα (μάτιον οὔκ ἐνε­δι­δά­σκε­το). Μαζὶ μὲ τὴ σωμα­τι­κή του γύμνω­ση, ἦταν γυμνὴ καὶ ἄδεια ἡ ψυχή του, δὲν εἶχε κανέ­να καλὸ μέσα του, κανέ­να δῶρο τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Θεοῦ. Ἠταν κυριο­λε­κτι­κὰ γυμνὸς ἀπὸ κάθε καλό, ποῦ εἶναι χάρι­σμα τοῦ Θεοῦ. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἦταν τόσο κακοὶ καὶ πονη­ροί, ὥστε μὴ ἰσχύ­ειν τινὰ παρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκεί­νης.

«Καὶ ἰδοὺ ἔκρα­ξαν λέγον­τες· τί ἤμϊν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ και­ροῦ βασα­νί­σαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’ 29). Τὸ πιὸ ἀξιο­ση­μεί­ω­το στὴν κραυ­γὴ αὐτὴ τῶν δαι­μό­νων, εἶναι ὅτι ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸν Ἰησοῦ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ βρον­το­φώ­νη­σαν μὲ τρό­μο. Ἄς καται­σχυν­θοῦν λοι­πὸν ἐκεῖ­νοι ποὺ κοι­τά­ζουν κατὰ πρό­σω­πο τὸν Κύριο καὶ δὲν τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζουν ἢ τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζουν μὲν ἀλλὰ δὲν τὸν ὁμο­λο­γοῦν δημό­σια. (Γρά­φει ὁ Ζηγα­βη­νός: «Καθὼς οἱ μαθη­τὲς κι ὁ λαὸς τὸν ἔβλε­παν σὰν ἄνθρω­πο, οἱ δαί­μο­νες ἦρθαν τώρα νὰ κηρύ­ξουν τὴ θεό­τη­τά Του»).

Εἶναι ἀλή­θεια πῶς οἱ δαί­μο­νες δὲν ὁμο­λό­γη­σαν τὸ Χρι­στὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐχα­ρί­στη­ση, δὲ χάρη­καν καὶ γι’ αὐτὸ ἔκρα­ξαν δυνα­τά. Δὲ φώνα­ξαν ὅπως κάνει ὁ ἄνθρω­πος ποὺ βρῆ­κε μεγά­λο θησαυ­ρὸ ἢ ὅπως φώνα­ξε γεμᾶ­τος χαρὰ καὶ ἀπό­στο­λος Πέτρος, «σὺ εἴ ὁ Χρι­στός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶν­τος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Οἱ δαί­μο­νες ἔκρα­ξαν ἀπὸ φόβο καὶ τρό­μο, για­τί μπρο­στά τους ἔβλε­παν Ἐκεῖ­νον ποὺ θὰ τοὺς κρί­νει. “Ἔκρα­ξαν καὶ ὁμο­λό­γη­σαν Ἐκεῖ­νον ποὺ στὸ ὄνο­μά Του μόνο ἔτρε­μαν ἀπὸ φόβο, ποὺ τὸ ὄνο­μα αὐτὸ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ κρύ­ψουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, νὰ τὸ σβή­σουν ἀπὸ τίς καρ­διές τους. Όμο­λό­γη­σαν τὸ ὄνο­μά Του μέσα στὸν τρό­μο καὶ τὴν ἀπελ­πι­σία τους, μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, μὲ τὴν ἴδια ἀπέ­χθεια κι ἀπό­γνω­ση ποὺ προ­φέ­ρουν τὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι.

Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ρώτη­σαν οἱ δαί­μο­νες. Τί κοι­νὸ ἔχου­με μετα­ξύ μας Ἐσὺ κι ἐμεῖς; Ποιό εἶναι τὸ μήνυ­μα ποὺ φέρ­νει αὐτὴ ἡ ἀνα­πάν­τε­χη κι ἀνε­πι­θύ­μη­τη ἐπί­σκε­ψή Σοῦ; «Τίς δὲ κοι­νω­νία Χρι­στου καὶ Βελί­αλ;» (Βκορ. στ’ 15). Ἀπο­λύ­τως καμία. Οἱ ὑπη­ρέ­τες τοῦ Βελί­αλ ἑπο­μέ­νως, οἱ βασα­νι­στὲς τῶν ἀνθρώ­πων, ρωτοῦν τὸ Χρι­στὸ για­τί ἦρθε πρό­ω­ρα, πρὶν ἀπὸ τὸν και­ρό Του, νὰ τοὺς βασα­νί­σει. Ἠλθες ὧδε πρὸ και­ροῦ βασα­νί­σαι ἡμᾶς; Τὴν ὥρα τῆς κρί­σης καὶ τῆς αἰώ­νιας κατα­δί­κης τους τὴν περι­μέ­νουν. Ἡ ἐμφά­νι­ση τοῦ Χρι­στοῦ μπρο­στά τους ἀπὸ μόνη της ἦταν ἕνα βάσα­νο, ἕνα βασα­νι­στή­ριο χει­ρό­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ λάμ­ψη τῆς φωτιᾶς σὲ μιὰ ἀρά­χνη. “Ὅταν λεί­πει ὁ Χρι­στός, οἱ δαί­μο­νες εἶναι τόσο βάναυ­σοι καὶ ἀλα­ζό­νες, ὥστε ὑπο­τι­μοῦν καὶ ὑπο­βι­βά­ζουν τοὺς ἀνθρώ­πους στὴν κατη­γο­ρία τῶν ζώων, τρο­μο­κρα­τοῦν ὅλη τὴν περιο­χὴ ὥστε μὴ ἰσχύ­ειν τινὰ παρελ­θεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκεί­νης.

Ἡ παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ἔφε­ρε σὲ ἀξιο­θρή­νη­τη ἀπό­γνω­ση. Ὁ τρό­μος τους ταπεί­νω­σε, ὅπως καὶ κάθε τύραν­νο ὁ κρι­τής. Γι’ αὐτὸ κι ἄρχι­σαν νὰ ζητοῦν ταπει­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὸν Κύριο ἶνα μὴ ἐπι­τά­ξη αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσ­σον ἀπελ­θεϊν, νὰ μή τους στεί­λει στὰ βάθη τῆς θάλασ­σας (Λουκ. ἡ 31). Ἡ ἱκε­σία τους νὰ μὴ ἐπι­τά­ξη αὐτοῖς νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσ­σο, σημαί­νει πῶς ἂν τοὺς διέ­τα­ζε, θὰ ἦταν ἀναγ­κα­σμέ­νοι νὰ πᾶνε. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ, αὐτὴ ἦταν ἡ δύνα­μή Τοῦ! Ἡ ἄβυσ­σος ἦταν ὁ πραγ­μα­τι­κός τους τόπος, ἡ ἀλη­θι­νή τους κατοι­κία. Εἶπε ὁ προ­φή­της γιὰ τὸν ἀρχη­γὸ τῶν δαι­μό­νων: «Πῶς ἐξέ­πε­σεν ἐκ τοῦ οὐρα­νου ὁ ἑωσφό­ρος ὁ πρωϊ ἀνατέλλων…νύν δὲ εἰς ἅδην κατα­βή­ση καὶ εἰς τὰ θεμέ­λια τῆς γῆς» (Ἠσ. Ἴδ’ 12,15).

Θὰ κατα­δι­κα­στεῖ στὴν ἄβυσ­σο, ὅπου εἶναι ὁ βρυγ­μὸς καὶ ὁ τριγ­μὸς τῶν ὀδόν­των.

Ὁ Θεὸς ἄφη­σε τοὺς δαί­μο­νες νὰ περι­φέ­ρον­ται ἐλεύ­θε­ροι ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, λόγῳ τῶν ἁμαρ­τιῶν τους. Εἶναι καλύ­τε­ρα γι’ αὐτοὺς νὰ κυκλο­φο­ροῦν ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, παρὰ νὰ κατοι­κή­σουν στὴν ἄβυσ­σο; “Ὅταν κυκλο­φο­ροῦν ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, βασα­νί­ζουν ἐκεί­νους ὅταν βρί­σκον­ται στὰ βάθη τῆς ἀβύσ­σου, μόνο τὸν ἑαυ­τό τους ἔχουν νὰ βασα­νί­ζουν. Ὅταν βρί­σκον­ται ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους βασα­νί­ζον­ται πάλι, μὰ τότε ἡ κόλα­σή τους μειώ­νε­ται ἀπὸ τὴν κόλα­ση τῶν ἄλλων.

Ὁ διά­βο­λος εἶναι κατα­στρο­φέ­ας γιὰ τὸ σῶμα, σκώ­λωψ τη σαρ­κί, ὅπως τὸν ὀνό­μα­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ποὺ εἶχε νιώ­σει τὴν παρου­σία τοῦ (βλ. Βκορ. ἴβ’ 7). Χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸ σῶμα σὰν σκά­λα, σκαρ­φα­λώ­νει στὴν ψυχὴ καὶ πιά­νε­ται ἀπὸ τὴν καρ­διὰ καί το νοῦ, ὡσό­του κατα­σπα­ρά­ξει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄνθρω­πο, ὥσπου νὰ τὸν παρα­μορ­φώ­σει καὶ νὰ τὸν γυμνώ­σει ἀπὸ κάθε κάλ­λος καὶ ἁγνό­τη­τα, ἀπὸ κάθε αἴσθη­μα δικαιο­σύ­νης, ἀγά­πης καὶ πίστης, ἐλπί­δας κι ἐπι­θυ­μί­ας γιὰ τὸ ἀγα­θό. Μετὰ ἐγκα­θί­στα­ται στὸν ἄνθρω­πο ὅπως κάθε­ται ὁ βασι­λιᾶς στὸ θρό­νο του, καὶ παίρ­νει τὰ ἡνία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώμα­τος στὰ χέρια του. Τότε ὁ ἄνθρω­πος μετα­βάλ­λε­ται σὲ κτῆ­νος ποὺ τὸ ἱππεύ­ει ὁ σατα­νᾶς, γίνε­ται ἕνα ἄθυρ­μα ποῦ τὸν δια­σκε­δά­ζει, ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ κατα­σπα­ρά­ζει.

Κάπως ἔτσι ἦταν οἱ δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ποὺ περι­γρά­φον­ται στὸ εὐαγ­γέ­λιο. Δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται ἂν οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ εἶδαν τὸ Χρι­στό, ἂν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σαν, τὸν ὀνό­μα­σαν ἢ ἂν συνο­μί­λη­σαν μαζί Του. Όλ’ αὐτά τα ἔκα­ναν οἱ δαί­μο­νες ποὺ ἦταν μέσα τους. Οἱ δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρ­χαν, σὰν δυὸ σώμα­τα ποῦ τὰ ὁδη­γοῦ­σαν οἱ δαί­μο­νες καὶ τὰ κατεύ­θυ­ναν μὲ τὰ καμ­τσί­κια τούς. Τὸ νὰ θερα­πεύ­σει κανεὶς τέτοιους ἀνθρώ­πους, ἦταν σὰ ν’ ἀνα­σταί­νει νεκρούς. Ἀλλὰ ἦταν καὶ κάτι παρα­πά­νω ἀπ’ αὐτό, για­τί νεκρὸς ἄνθρω­πος σημαί­νει πῶς ἡ ψυχὴ ἔχει ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα. Τότε ὅμως ἡ ψυχὴ βρί­σκε­ται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ τὴν ξανα­γυ­ρί­σει στὸ σῶμα, νὰ ἐπα­να­φέ­ρει τὴ ζωή. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ὅμως ἦταν αἰχ­μά­λω­τοι στοὺς δαί­μο­νες, ποὺ τοὺς κρα­τοῦ­σαν δέσμιους. “Ἔπρε­πε ν’ ἀπο­σπά­σει πρῶ­τα τίς ψυχὲς τοὺς ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες, νὰ ἐκβάλ­λει τοὺς δαί­μο­νες ἀπὸ τὸ σῶμα τους κι ἔπει­τα νὰ τοὺς θερα­πεύ­σει. Ἔτσι τὸ θαῦ­μα τῆς θερα­πεί­ας τῶν δύστυ­χων αὐτῶν ἀνθρώ­πων εἶναι τοὐ­λά­χι­στον ἴσο μὲ ἀνά­στα­ση νεκρῶν, ἂν ὄχι μεγα­λύ­τε­ρο.

Ἠλθες ὧδε πρὸ και­ροῦ βασα­νί­σαι ἡμᾶς; ρώτη­σαν οἱ δαί­μο­νες τὸ Χρι­στό. Ἤξε­ραν πῶς τελι­κὰ τοὺς περι­μέ­νει ἡ κόλα­ση. “Ἄχ, νὰ τὸ γνώ­ρι­ζαν κι οἱ ἄνθρω­ποι αὐτό! Νὰ συνει­δη­το­ποιοῦ­σαν πῶς τοὺς περι­μέ­νει κόλα­ση ὅμοια μὲ κεί­νης ποὺ περι­μέ­νει τοὺς δαί­μο­νες! Οἱ δαί­μο­νες ἤξε­ραν πῶς στὸ τέλος τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ἡ βασι­κὴ τρο­φή τους, θὰ ἐλευ­θε­ρω­νό­ταν ἀπὸ τὰ χέρια τους, πῶς οἱ ἴδιοι θὰ ρίχνον­ταν στὴ σκο­τει­νὴ ἄβυσ­σο, ὅπου μόνο τὸν ἑαυ­τό τους θὰ εἶχαν νὰ βασα­νί­ζουν. Ὁ μέγας προ­φή­της εἶπε γιὰ τὸν ἀρχη­γὸ τῶν δαι­μό­νων: «σὺ δὲ ριφή­ση ἐν τοῖς όρε­σιν ὡς νεκρὸς ἔβδε­λυγ­μέ­νος μετὰ πολ­λῶν τεθνη­κό­των ἐκκε­κεν­τη­μέ­νων μαχαί­ραις, κατα­βαι­νόν­των εἰς ἅδου» (Ἠσ. ἰε’ 19). Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπι­βε­βαί­ω­σε: «Ἐθε­ώ­ρουν τὸν σατα­ναν ὡς ἀστρα­πὴν ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ πεσόν­τα» (Λουκ. ἰ’ 18). Στὸ τέλος θὰ δοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι τοὺς ἁμαρ­τω­λούς, ποῦ θὰ ριφθοῦν καὶ κεῖ­νοι σὰν ἀστρα­πὴ «εἰς τὸ πὺρ τὸ αἰώ­νιον τὸ ἤτοι­μα­σμέ­νον το δια­βό­λῳ καὶ τοὺς ἀγγέ­λους αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 41).

Τὴν ὥρα ποὺ οἱ δαί­μο­νες ἱκέ­τευαν μὲ φόβο καὶ τρό­μο τὸ Χρι­στό, στὸ διπλα­νὸ λόφο ἦταν ἕνα μεγά­λο κοπά­δι ἀπὸ δυὸ περί­που χιλιά­δες χοί­ρους, ποὺ ἔβο­σκαν ἤρε­μα ἐκεῖ (βλ. Μάρκ. ἔ’ 13). Οἱ δαί­μο­νες παρα­κά­λε­σαν τὸ Χρι­στό: «Εἴ ἐκβάλ­λεις ἡμᾶς, ἐπί­τρε­ψον ἡμῖν ἀπελ­θεῖν εἰς τὴν ἀγέ­λην τῶν χοί­ρων» (Ματθ. ἡ’ 31). Μή μας στέλ­νεις στὴν ἄβυσ­σο, τοῦ εἴπα­νε, ἀλλὰ ἄφη­σέ μας τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ μποῦ­με μέσα στοὺς χοί­ρους. Εἰ,Εἶ ἐκβάλ­λεις ἡμᾶς. Δὲν εἶπαν μὴ μᾶς βγά­ζεις ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, αὐτὸν δὲν ἤθε­λαν οὔτε νὰ τὸν κατο­νο­μά­σουν, γι’ αὐτοὺς ἦταν τελεί­ως νεκρός.

Ἀπ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρ­χει κανέ­νας ποὺ νὰ μισεῖ καὶ νὰ φθο­νεῖ τόσο ὁ διά­βο­λος, ὅσο ὁ ἄνθρω­πος. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀντί­θε­τα, τόνι­ζε ἰδιαί­τε­ρα τὴ λέξη «ἄνθρω­πος». «Ἔξελ­θε τὸ πνεῦ­μα τὸ ἀκά­θαρ­τον ἐκ τοῦ ἀνθρώ­που» (Μάρκ. ἔ’ 8). Οἱ δαί­μο­νες δὲν ἤθε­λαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο. Θὰ προ­τι­μοῦ­σαν πολὺ περισ­σό­τε­ρο νὰ μεί­νουν σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ πᾶνε στοὺς χοί­ρους. Σὲ τί θὰ τοὺς χρη­σί­μευαν οἱ χοῖ­ροι; Οἱ δαί­μο­νες μπο­ροῦν νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ μοιά­ζουν μὲ τοὺς χοί­ρους, ὁπό­τε τί τοὺς χρειά­ζον­ται οἱ χοῖ­ροι; “Ὅπως καὶ νὰ “χοῦν τὰ πράγ­μα­τα, ἀκό­μα κι ἂν βρί­σκον­ται μέσα στοὺς χοί­ρους ἢ σὲ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο πλά­σμα, ἡ κακία τους στρέ­φε­ται ἴσια στὸν ἄνθρω­πο. Μέσα ἀπὸ τοὺς χοί­ρους, σκο­πὸς τοὺς ἦταν νὰ βλά­ψουν τὸν ἄνθρω­πο. Ἄν δὲν μπο­ροῦ­σαν μὲ ἄλλον τρό­πο, θὰ ἔκα­ναν τὸ κακὸ μὲ τὸ νὰ πνί­ξουν τοὺς χοί­ρους καὶ νὰ στρέ­ψουν τὴν ὀργὴ τῶν ἀνθρώ­πων ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν μπρο­στά τους ἔχουν τὴν ἀπει­λὴ τῆς ἀβύσ­σου, ἀντὶ γι’ αὐτὴν προ­τι­μοῦν νὰ πᾶνε στοὺς χοί­ρους.

«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς: ὑπά­γε­τε. οἱ δὲ ἐξελ­θόν­τες ἀπῆλ­θον εἰς τὴν ἀγέ­λην τῶν χοί­ρων καὶ ἰδοὺ ὥρμη­σε πᾶσα ἡ ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων κατὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θάλασ­σαν καὶ ἀπέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕδα­σιν» (Ματθ. ἡ 32). Οἱ δαί­μο­νες θὰ μπο­ροῦ­σαν εὔκο­λα νὰ ὁδη­γή­σουν τοὺς ταλαί­πω­ρους αὐτοὺς ἀνθρώ­πους νὰ πνι­γοῦν στὴ θάλασ­σα, ἂν δὲν τοὺς ἐμπό­δι­ζε ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἀσυ­νή­θι­στο νὰ βλέ­πει κανεὶς ἀνθρώ­πους ποὺ ἔχουν παρα­νο­ή­σει νὰ πέφτουν ἀπὸ μεγά­λο ὕψος καὶ νὰ γίνον­ται κομ­μά­τια ἢ νὰ πνί­γον­ται στὸ νερὸ ἢ νὰ πέφτουν στὴ φωτιὰ ἢ νὰ ἀπαγ­χο­νί­ζον­ται. Οἱ παγ­κά­κι­στοι δαί­μο­νες ὁδη­γοῦν τοὺς ἀνθρώ­πους σὲ τέτοιο τέλος μὲ σκο­πὸ ὄχι μόνο νὰ κατα­στρέ­ψουν τὴ ζωή τους, ἀλλὰ νὰ νεκρώ­σουν καὶ τὴν ψυχή τους, τόσο στὴν παροῦ­σα ὅσο καὶ στὴ μέλ­λου­σα ζωή. Πολὺ συχνὰ ὅμως συμ­βαί­νει νὰ παρεμ­βαί­νει ὁ Θεὸς μὲ τὴ σοφὴ πρό­νοιά Τοῦ καὶ νὰ προ­φυλ­λάσ­σει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τέτοιο θάνα­το.

Για­τί ὁ Κύριος ἐπέ­τρε­ψε στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα νὰ μποῦν στοὺς χοί­ρους; Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ εἶχε στεί­λει στὰ δέν­τρα ἢ στὶς πέτρες. Για­τί εἰδι­κὰ στοὺς χοί­ρους; “Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ κάνει τὸ θέλη­μά τους, ἐπει­δὴ ἐκεῖ­νοι του τὸ ζήτη­σαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διδά­ξει τοὺς ἀνθρώ­πους. “Ὅπου ὑπάρ­χουν χοῖ­ροι, ὑπάρ­χει καὶ ἀκα­θαρ­σία. Καὶ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἀγα­ποῦν τὰ ἀκά­θαρ­τα μέρη. Ὅπου δὲν ὑπάρ­χει ἀκα­θαρ­σία, τὴ φτιά­χνουν μόνοι τους βιαί­ως. “Ὅταν βρί­σκουν λίγη ἀκα­θαρ­σία, προ­σθέ­τουν σύν­το­μα κι ἄλλη καὶ τὴν κάνουν περισ­σό­τε­ρη. Ὅταν μπαί­νουν μέσα ἀκό­μα καὶ στὸν πιὸ καθα­ρὸ ἄνθρω­πο, μαζεύ­ουν γρή­γο­ρα μέσα του ἀκα­θαρ­σία χοί­ρων. Μὲ τὸ τρέ­ξι­μο τῶν χοί­ρων καὶ τὸ πέσι­μό τους στὴ θάλασ­σα, ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ μᾶς διδά­ξει πόσο ἀδύ­να­μη εἶναι ἡ ἀντί­στα­ση τῆς λαι­μαρ­γί­ας καὶ τῆς πολυ­φα­γί­ας στὶς δια­βο­λι­κὲς δυνά­μεις καὶ νὰ μᾶς θυμί­σει τὴν ἀρε­τὴ τῆς νηστεί­ας.

Τί σχέ­ση ἔχουν ἡ λαι­μαρ­γία κι ἡ πολυ­φα­γία μὲ τοὺς χοί­ρους; Προ­σέξ­τε πόσο γρή­γο­ρα τοὺς κατέ­λα­βαν οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυνά­μεις καὶ τοὺς ὁδή­γη­σαν στὴν κατα­στρο­φή! Τὸ ἴδιο γίνε­ται μὲ τοὺς λαί­μαρ­γους καὶ τοὺς ἀχόρ­τα­γους ἀνθρώ­πους, ποὺ νομί­ζουν πῶς θὰ γίνουν δυνα­τοὶ μὲ τὴν πολυ­φα­γία. Μὲ τὸν τρό­πο αὐτὸν ὅμως δὲ γίνον­ται δυνα­τό­τε­ροι, ἀλλὰ μᾶλ­λον ἀσθε­νέ­στε­ροι, τόσο σωμα­τι­κὰ ὅσο καὶ πνευ­μα­τι­κά. (Ὁ Μέγας Βασί­λειος λέει στὸ λόγο τοῦ I’ περὶ νηστεί­ας τ’ ἀκό­λου­θα: «Γνω­ρί­ζω πῶς οἱ για­τροὶ δὲ συνι­στοῦν στοὺς ἀρρώ­στους ποι­κι­λία φαγη­τῶν, ἀλλ’ ἀπο­χὴ καὶ νηστεία. Μὴ νομί­σεις πῶς ὁ καπε­τά­νιος κάποιου πλοί­ου θὰ σώσει εὐκο­λό­τε­ρα τὸ πλοῖο τοῦ ἂν τὸ ὑπερ­φορ­τώ­σει κι ὄχι ἂν τὸ φορ­τώ­σει μὲ μέτρο»). Οἱ λαί­μαρ­γοι ἄνθρω­ποι ἔχουν ἀδύ­να­μο χαρα­κτῆ­ρα. Δει­λιά­ζουν τόσο μπρο­στὰ στοὺς ἀνθρώ­πους, ὅσο καὶ πολὺ περισ­σό­τε­ρο) μπρο­στὰ στοὺς δαί­μο­νες. Δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα εὐκο­λό­τε­ρο στοὺς δαί­μο­νες ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πνί­ξουν στὴ θάλασ­σα τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θανά­του.

Ἐδῶ βλέ­που­με μιὰ ἀκό­μα πιὸ καθα­ρὴ διδα­σκα­λία. Βλέ­που­με πόσο φοβε­ρὴ εἶναι ἡ δύνα­μη τοῦ δια­βό­λου ἂν δὲν τὴν ἐλέγ­χει ὁ Θεός. Οἱ δαί­μο­νες ποὺ κατοι­κού­σαν σὲ δύο μόνο ἀνθρώ­πους, ἔπνι­ξαν σὲ λίγα λεπτὰ περί­που δύο χιλιά­δες γου­ρού­νια. Ὁ Θεὸς ὅμως τοὺς κρα­τοῦ­σε ἐκεῖ ὡσό­του ἔρθει ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία ποὺ εἶχε πάνω τους. Μετὰ τοὺς ἐπέ­τρε­ψε νὰ πᾶνε στοὺς χοί­ρους, γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ δύνα­μη τῶν δαι­μό­νων. Ἄν τὸ ἐπέ­τρε­πε ὁ Θεός, οἱ δαί­μο­νες θὰ ἔκα­ναν μέσα σὲ λίγα λεπτὰ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, αὐτὸ ποὺ ἔκα­ναν στοὺς χοί­ρους. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀγα­πᾶ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Ἡ ἀπε­ριό­ρι­στη ἀγά­πη Του μᾶς συν­τη­ρεῖ στὴ ζωὴ καὶ μᾶς προ­στα­τεύ­ει ἀπὸ τοὺς πιὸ σκλη­ροὺς κι ἀδυ­σώ­πη­τους ἐχθρούς μας.

Θὰ ρωτή­σουν μερι­κοί: Δὲ λυπή­θη­κε ὁ Θεὸς πρῶ­τα μὲ τὸ χαμὸ τόσων πολ­λῶν χοί­ρων καὶ δεύ­τε­ρο μὲ τὴ ζημιὰ τῶν χωρι­κῶν; Μόνο ὁ πονη­ρὸς ὁδη­γεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους σὲ τέτοιες σκέ­ψεις, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι πιὸ εὔσπλα­χνος ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Τί ἄλλο εἶναι οἱ χοῖ­ροι, παρὰ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ; “Ὅταν ὁ Θεὸς δὲ λυπᾶ­ται τὰ λευ­κὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ, ποὺ εἶναι στο­λι­σμέ­να καλύ­τε­ρα ἀπό το βασι­λιᾶ Σολο­μῶν­τα καὶ αὔριο ρίχνον­ται στὴ φωτιά, για­τί νὰ λυπη­θεῖ τὰ γου­ρού­νια; Εἶναι δυσκο­λό­τε­ρο στὸ Θεὸ νὰ φτιά­ξει χοί­ρους ἀπὸ τὸ νὰ φτιά­ξει τὰ κρί­να τοῦ ἀγροῦ; Θὰ ποῦν ὅμως κάποιοι ἄλλοι: Δὲν εἶναι θέμα κάλ­λους ἀλλὰ χρη­σι­μό­τη­τας. Καὶ εἶναι οἱ χοῖ­ροι χρή­σι­μοι στοὺς ἀνθρώ­πους μόνο ὅταν τοὺς τρέ­φουν καὶ τοὺς παχαί­νουν κι ὄχι ὅταν βοη­θοῦν στὸ φωτι­σμὸ τῆς ψυχῆς τους; Κι ἐδῶ ἐρχό­μα­στε στὴ δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση. «Πολ­λῶν στρου­θί­ων δια­φέ­ρε­τε ὑμεῖς» (Ματθ. ἰ’ 31). Ἐσεῖς ἀξί­ζε­τε περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ πολ­λὰ σπουρ­γί­τια, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθη­τές Του. Δὲν ἀξί­ζουν περισ­σό­τε­ρο οἱ ἄνθρω­ποι ἀπὸ πολ­λοὺς χοί­ρους, ἔστω καὶ δυὸ ἢ τρεῖς χιλιά­δες ἀπ’ αὐτούς;

Ἄς ἀνα­λο­γι­στεῖ ὁ καθέ­νας τὴ δική του ἀξία. Καὶ τότε θὰ φτά­σει στὸ ἀσφα­λὲς συμ­πέ­ρα­σμα πῶς, σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μεγά­λη ὠφέ­λεια ποὺ δέχτη­καν οἱ ἄνθρω­ποι, ἡ ἀπώ­λεια (τῶν χοί­ρων) ἦταν πολὺ μικρή. Ἠταν ὁπωσ­δή­πο­τε ἀπα­ραί­τη­το νὰ δεί­ξει στὸ ἀναί­σθη­το ἀνθρώ­πι­νο γένος πόσο ἀκά­θαρ­τοι εἶναι οἱ δαί­μο­νες, ἀλλὰ καὶ πόση εἶναι ἡ δύνα­μή τους.

Δὲν ὑπάρ­χουν λόγια ἀνθρώ­πι­να νὰ τὸ ἐκφρά­σουν καλύ­τε­ρα αὐτό, ὅσο ἡ δαι­μο­νο­λη­ψία κι ὁ πνιγ­μὸς τῶν χοί­ρων τὴ στιγ­μὴ ἀκρι­βῶς ποὺ τὰ ἀκά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα μπῆ­καν μέσα τους. Ποιά λόγια θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ πεί­σουν τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες Γερ­γε­ση­νοὺς καὶ Γαδα­ρη­νούς, ἂν αὐτὴ ἡ τρο­με­ρὴ ἀπό­δει­ξη ‑ἢ μᾶλ­λον ἀπο­κά­λυ­ψη δεν μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς ξυπνή­σει ἀπό το λήθαρ­γο τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν σὲ ποιό λάκ­κο τοὺς τρα­βοῦ­σαν ἀνη­λε­ῶς οἱ δαί­μο­νες, ὅπως ἔκα­ναν μὲ τοὺς χοί­ρους; Τί θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς φέρει εὐκο­λό­τε­ρα στὴν πίστη τοῦ παν­το­δύ­να­μου Χρι­στοῦ;

Ἄς δοῦ­με ὅμως τί ἔγι­νε μετά. «Οἱ δὲ βόσκον­τες ἔφυ­γον, καὶ ἀπελ­θόν­τες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγ­γει­λαν πάν­τα καί τα τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἢ πόλις ἐξῆλ­θεν εἰς συνάν­τη­σιν τὼ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόν­τες αὐτὸν παρε­κά­λε­σαν ὅπως μετα­βῆ ἀπὸ τῶν ὁρί­ων αὐτῶν» (Ματθ. ἡ’ 33,34). Οἱ βοσκοὶ κι οἱ κάτοι­κοι τῆς πόλης φοβή­θη­καν πολὺ (Λουκ. ἡ 35), τρό­μα­ξαν. Εἶδαν κάτι ποὺ ποτὲ τοὺς δὲν εἶχαν δεῖ ἢ ἀκού­σει. Οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι ποὺ τοὺς κατα­τρό­μα­ζαν τόσα χρό­νια, τώρα κάθον­ταν στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ ἤρε­μοι, νηφά­λιοι. “Ἄκου­σαν τὸ περι­στα­τι­κὸ ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους καὶ τοὺς βοσκούς, πῶς δηλα­δὴ ὁ Χρι­στὸς θερά­πευ­σε τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους κι ἔτρε­μαν ἀπὸ φόβο μπρο­στὰ στό Χρι­στό. Ὅταν ἄκου­σαν μάλι­στα πῶς οἱ δαί­μο­νες τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν ἔντρο­μοι νὰ τοὺς ἐπι­τρέ­ψει νὰ μποῦν στοὺς χοί­ρους, ἂν τοὺς ἔβγα­ζε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἡ κατά­πλη­ξή τους μεγά­λω­σε. Ἔμα­θαν τελι­κὰ πῶς τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ὅρμη­σαν σὰν ἀνε­μο­στρό­βι­λος, παρέ­συ­σαν τοὺς χοί­ρους καὶ τοὺς ἔρι­ξαν στὴ θάλασ­σα.

Τ’ ἄκου­σαν όλ’ αὐτὰ οἱ Γερ­γε­ση­νοὶ κι οἱ Γαδα­ρη­νοὶ καὶ τὰ συνει­δη­το­ποί­η­σαν καλά. Μετὰ εἶδαν καὶ τοὺς δυὸ θερα­πευ­μέ­νους, ποὺ ἐνῶ λίγο νωρί­τε­ρα ἔμοια­ζαν νεκροί, τώρα κάθον­ταν ἰμα­τι­σμέ­νοι καὶ σωφρο­νοῦν­τες, σὰ ν’ ἀνα­στή­θη­καν ἐκ νεκρῶν. Κοί­τα­ξαν μετὰ τὸ πρό­σω­πο τοῦ πρά­ου καὶ ταπει­νοῦ Κυρί­ου. Ἔστε­κε ἤρε­μα καὶ εἰρη­νι­κὰ μπρο­στά τους, σὰ νὰ μὴν εἶχε κάνει λίγο πρὶν ἕνα θαῦ­μα μεγα­λύ­τε­ρο ἀπὸ τὸ νὰ ἰσο­πε­δώ­σει το λόφο τῶν Γερ­γε­σῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασ­σα. Ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ἕνα κρά­τη­σαν οἱ κάτοι­κοι τῶν δύο πόλε­ων στὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­διά τους: πῶς τὰ γου­ρού­νια τους χάθη­καν, ἡ περιου­σία τους κατα­στρά­φη­κε χωρὶς ἐπα­νόρ­θω­ση. Ἀντὶ νὰ κάνουν μετά­νοια καὶ νὰ τὸν εὐχα­ρι­στή­σουν ποῦ ἔσω­σε τοὺς δυὸ δαι­μο­νι­σμέ­νους, ἐκεῖ­νοι παρα­πο­νιοῦν­ταν ἐπει­δὴ ἔχα­σαν τὰ γου­ρού­νια! Ἀντὶ νὰ προ­σκα­λέ­σουν τὸν Κύριο γιὰ νὰ τὸν φιλο­ξε­νή­σουν, τοῦ ζήτη­σαν νὰ φύγει ἀπὸ τὰ ὅριά τους ὅσο γίνε­ται πιὸ γρή­γο­ρα. Ἀντὶ νὰ ὑμνή­σουν καὶ νὰ δοξο­λο­γή­σουν το Θεό, ἐκεῖ­νοι ἄρχι­σαν νὰ θρη­νοῦν γιὰ τὸ χαμὸ τῶν γου­ρου­νιῶν.

Ἄς μὴ βια­στοῦ­με νὰ κατη­γο­ρή­σου­με τὴν ἀγά­πη τῶν Γερ­γε­ση­νῶν γιὰ τὰ γου­ρού­νια τους, προ­τοῦ ἀξιο­λο­γή­σου­με τὴ σημε­ρι­νὴ κοι­νω­νία. Νὰ ἐκτι­μή­σου­με ὅλους τοὺς συμ­πο­λῖ­τες μας ποὺ ἐπί­σης εἶναι πολὺ δεμέ­νοι μὲ τὰ ζῶα τους, ὅπως οἱ Γερ­γε­ση­νοί, ποῦ νόμι­ζαν πῶς τὰ γου­ρού­νια τους ἀξί­ζουν περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τοὺς γεί­το­νές τους. Γιὰ σκε­φθεῖ­τε, πόσοι εἶναι σήμε­ρα ἐκεῖ­νοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν το σταυ­ρό τους, ὁμο­λο­γοῦν τὸ Χρι­στὸ μὲ τὴ γλῶσ­σα τους, ἀλλὰ πολὺ σύν­το­μα θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ σκο­τώ­σουν δυὸ ἀνθρώ­πους, ἂν ἡ πρά­ξη αὐτὴ θὰ τοὺς χάρι­ζε δυὸ χιλιά­δες χοί­ρους; Ἢ σκε­φθεῖ­τε ἂν ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ ἀνά­με­σά σας ποὺ θὰ θυσί­α­ζαν δυὸ χιλιά­δες χοί­ρους γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωὴ δύο δαι­μο­νι­σμέ­νων. “Ἄς ντρα­ποῦν ἐκεῖ­νοι ποὺ κατα­δι­κά­ζουν τοὺς Γερ­γε­ση­νοὺς προ­τοῦ κατη­γο­ρή­σουν τὸν ἑαυ­τό τους. Ἄν οἱ Γερ­γε­ση­νοὶ ἀνα­σταί­νον­ταν σήμε­ρα ἀπὸ τοὺς τάφους τους κι ἄρχι­ζαν νὰ μετροῦν πόσοι ἄνθρω­ποι ἔχουν τὴν ἴδια νοο­τρο­πία μαζί τους, στὴν Εὐρώ­πη θὰ φθα­ναν σ’ ἕνα τερά­στιο ἀριθ­μό. Ἐκεῖ­νοι τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ζήτη­σαν ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ νὰ φύγει, ἐνῶ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώ­πης τὸν ἀπο­μα­κρύ­νουν οἱ ἴδιοι. Για­τί; Γιὰ νὰ μεί­νουν μόνοι μὲ τὰ γου­ρού­νια τους καὶ τοὺς κυρί­ους τους, τοὺς δαί­μο­νες.

Όλό­κλη­ρο τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος, ἔχει κι ἕνα βαθύ­τε­ρο νόη­μα. Αὐτὰ ποὺ εἴπα­με ὼς τώρα εἶναι ἀρκε­τὰ γιὰ διδα­σκα­λία, γιὰ ὑπό­μνη­ση καὶ γιὰ τὴν ἀνά­στα­ση ὅλων ἐκεί­νων ποὺ μέσα στὸ σῶμα τους νιώ­θουν κλει­σμέ­νοι σὰ νὰ βρί­σκον­ταν μέσα σὲ τάφο: ἐκεί­νων ποὺ ἀντι­λαμ­βά­νον­ται τὴν ἐπί­δρα­ση τῶν δαι­μο­νι­κῶν δυνά­με­ων στὰ πάθη ποῦ τοὺς πιέ­ζουν σὰν χει­ρο­πέ­δες ἢ σὰν ἁλυ­σί­δες, πού τοὺς τρα­βοῦν βίαια στὴν ἄβυσ­σο τῆς κατα­στρο­φῆς ἐκεί­νων ποῦ, παρ’ όλ’ αὐτά, πιστεύ­ουν στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που, ὅτι ἡ ψυχή τους ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλα τὰ γου­ρού­νια, ὅλα τὰ κτή­νη, ὅλες τίς περιου­σί­ες καὶ τὰ πλού­τη, ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὴ θερα­πεία καί το Θερα­πευ­τὴ τῶν ἀσθε­νειῶν τους περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγα­θά τους.

Όλό­κλη­ρη ἡ διή­γη­ση τελειώ­νει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖ­ον διε­πέ­ρα­σε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στοὺς Γερ­γε­ση­νοὺς δὲν εἶπε οὔτε λέξη. Σὲ τί θὰ χρη­σί­μευαν οἱ λέξεις ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔπει­σε τὸ θαῦ­μα; Οἱ λέξεις δὲ θὰ τοὺς ἔκα­ναν νὰ πιστέ­ψουν. Τί ἀξία θὰ εἶχε νὰ κάνει τοὺς νεκροὺς τάφους νὰ πιστέ­ψουν; Κατέ­βη­κε το λόφο σιω­πη­λός, μπῆ­κε στὸ πλοῖο καὶ ἀνα­χώ­ρη­σε. Τί ταπεί­νω­ση, πόση ὑπο­μο­νή, τί θεϊ­κὸ μεγα­λεῖο! Πόσο κενὴ ἦταν ἡ νίκη γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς Καί­σα­ρες ποὺ ἔγρα­ψε στὴ σύγ­κλη­το: «Ἦλθον, εἶδον, ἐκυ­ρί­ευ­σα!». Ὁ Χρι­στὸς εἶδε, κυρί­ευ­σε καὶ ἔμει­νε σιω­πη­λός. Κρα­τῶν­τας τὴ σιω­πή Του ἔδω­σε στὴ νίκη Του ἕναν ὑπέ­ρο­χο κι αἰώ­νιο χαρα­κτῆ­ρα. Ἄν θέλουν οἱ εἰδω­λο­λά­τρες ἂς μάθουν ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ ταπει­νοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, ποὺ ποτὲ δὲ φρον­τί­ζει νὰ ἐντυ­πω­σιά­σει. “Ὅποιος τὸν δέχε­ται, δέχε­ται τὴν αἰώ­νια ζωή. “Ὅποιος τὸν διώ­χνει ἀπὸ τὴ ζωή του, παρα­μέ­νει στὴ συν­τρο­φιὰ τῶν χοί­ρων, στὴν αἰώ­νια παρα­φρο­σύ­νη καὶ τὸν αἰώ­νιο θάνα­το.

Κύριε Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέη­σέ μας τοὺς ἁμαρ­τω­λούς, θερά­πευ­σε μᾶς, σῶσε μας! Σὲ Σένα πρέ­πει δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Κατα­στρο­φή!

«Καὶ ἰδοὺ ὥρμη­σε πᾶσα ἡ ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων κατὰ τοῦ κρη­μνοῦ εἰς τὴν θάλασ­σαν καὶ ἀπέ­θα­νον ἐν τοῖς ὕδα­σιν» (Ματθ. 8, 32)

ΜΙΛΗΣΑΜΕ ἀγα­πη­τοί μου, μιλή­σα­με καὶ ἄλλο­τε γιὰ μιὰ λίμνη, ποὺ καὶ μέχρι σήμε­ρα ὑπάρ­χει στὸ Ἰσρα­ήλ. Εἶνε μιὰ λίμνη μεγά­λη, ὅπως ἡ δική μας λίμνη Μεγά­λη Πρέ­σπα. Ὀνο­μά­ζε­ται λίμνη τῆς Γαλι­λαί­ας. Πρὸς τὸ δυτι­κὸ μέρος τῆς λίμνης ὑπῆρ­χαν χωριά, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν φτω­χοὶ ψαρᾶ­δες. Ὑπῆρ­χε δὲ καὶ μιὰ πόλις, ἡ Καπερ­να­ούμ. Στὴν πόλι αὐτὴ καὶ στὴν περιο­χὴ συχνὰ πήγαι­νε καὶ Χρι­στός. Ἀγα­ποῦ­σε τὸ λαὸ αὐτό. Ἀπὸ τοὺς ψαρᾶ­δες αὐτοὺς διά­λε­ξε ὁ Χρι­στὸς τοὺς πιὸ πολ­λοὺς μαθη­τάς του. Θρη­σκευ­τι­κοὶ καὶ εὐγε­νεῖς ἦταν οἱ ἄνθρω­ποι τῆς περιο­χῆς αὐτῆς. Ἀλλὰ πρὸς τὴν ἄλλη πλευ­ρὰ τῆς λίμνης, τὴν ἀνα­το­λι­κή, οἱ ἄνθρω­ποι ἦταν πολὺ δια­φο­ρε­τι­κοί. Εἶχαν κάποια ἀγριό­τη­τα. Πόσο δια­φέ­ρουν οἱ ἄνθρω­ποι μιᾶς περιο­χῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους μιᾶς ἄλλης! Καὶ πόσο δια­φέ­ρουν οἱ ἄνθρω­ποι ἑνὸς χωριοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ κατοι­κοῦν στὸ γει­το­νι­κὸ χωριό! Εὐσε­βεῖς στὸ ἕνα χωριό, ἀσε­βεῖς στὸ ἄλλο. Ἐργα­τι­κοὶ στὸ ἕνα, τεμ­πέ­λη­δες στὸ ἄλλο. Φιλό­ξε­νοι στὸ ἕνα, ἀφι­λό­ξε­νοι στὸ ἄλλο ἀφή­νουν τὸν ξένο νὰ κοι­μη­θῇ ἔξω.

Σὲ κάποια πλα­γιὰ τοῦ βου­νοῦ τῆς ἀνα­το­λι­κῆς πλευ­ρᾶς τῆς λίμνης, ὅπου ἦταν ἡ χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν, ἔβο­σκε τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη ἕνα κοπά­δι ἀπὸ χοί­ρους. Δυὸ χιλιά­δες περί­που κεφά­λια ἦταν. Τοὺς ἔβο­σκαν δυὸ βοσκοί. Οἱ χοῖ­ροι ἀνῆ­καν σὲ κάποια μικρὴ πόλι, ποὺ βρι­σκό­ταν ἐκεῖ κον­τά. Τὸ κοπά­δι αὐτὸ ἦταν μιὰ ὁλό­κλη­ρη περιου­σία. Πολ­λὰ χρή­μα­τα κέρ­δι­ζαν οἱ Γαδα­ρη­νοὶ ἀπὸ τοὺς χοί­ρους. Μὲ πόση χαρὰ ἔβλε­παν τὸ κοπά­δι ν’ αὐξά­νῃ καὶ νὰ πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται! Οἱ χοῖ­ροι ὁ θησαυ­ρός τους!

Ἀλλὰ νά, μέσα σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἦρθε ἡ μεγά­λη κατα­στρο­φή. Ἀπὸ τοὺς χοί­ρους δὲν ἔμει­νε οὔτε ἕνας. Μόνο οἱ χοι­ρο­βο­σκοὶ σώθη­καν καὶ ἦρθαν στὴν πόλι. Οἱ κάτοι­κοι, ποὺ δὲν βρέ­θη­καν στὸν τόπο τῆς κατα­στρο­φῆς καὶ δὲν ἤξε­ραν τίπο­τε, τώρα ποὺ βλέ­πουν τοὺς βοσκοὺς τρο­μαγ­μέ­νους καὶ χωρὶς τοὺς χοί­ρους, τοὺς ρωτᾶ­νε

-Τί πάθα­τε; Ποῦ εἶνε τὰ ζων­τα­νά;

Καὶ οἱ βοσκοὶ ἀρχί­ζουν νὰ διη­γοῦν­ται πῶς ἔγι­νε ἡ κατα­στρο­φή. Σὰν νὰ τοὺς ἀκοῦ­με

-Ἄχ, ἀφεν­τά­δες μας, τί πάθα­με! Ἐκεῖ ποὺ ἥσυ­χα ἔβο­σκαν οἱ χοῖ­ροι καὶ κανέ­να σημά­δι ταρα­χῆς δὲν παρου­σί­α­ζαν, ξαφ­νι­κά, μὰ πῶς νά σας τὸ περι­γρά­ψου­με; Τέτοιο πρᾶγ­μα δὲν ξανά­γι­νε οὔτε θὰ ξανα­γί­νῃ. Ξαφ­νι­κὰ οἱ χοῖ­ροι ἄρχι­σαν νὰ γρυ­λί­ζουν, σήκω­σαν ψηλὰ τὰ πόδια, τέν­τω­σαν τὰ αὐτιά τους καὶ ἄρχι­σαν νὰ τρέ­χουν σὰν τρελ­λοί. Ποῦ νὰ στα­μα­τή­σουν! Ἔτρε­χαν συνε­χῶς, καὶ πῆγαν στὸ γκρε­μό, ποὺ ἀπὸ κάτω εἶνε τὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης. Καὶ ἀπό ‘κεῖ­νο τὸ γκρε­μὸ ἄρχι­σαν νὰ πέφτουν. Ἀκού­γα­με τὸ χτύ­πο ποὺ ἔκα­ναν πέφτον­τας στὴ λίμνη. Ὅλοι ἔπε­σαν. Δὲν ἔμει­νε οὔτε ἕνας…

Οἱ Γαδα­ρη­νοί, ποὺ ἄκου­γαν τοὺς βοσκοὺς καὶ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐξη­γή­σουν πῶς ἔγι­νε αὐτὸ τὸ φοβε­ρὸ γεγο­νός, ρωτοῦν τοὺς βοσκούς

-Πῶς ἔγι­νε ἡ κατα­στρο­φή;

Καὶ οἱ βοσκοί, συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὴ διή­γη­σί τους, εἶπαν

-Λίγα λεπτὰ προ­τοῦ νὰ γίνῃ ἡ κατα­στρο­φὴ ἦρθε ἀπὸ τὴ λίμνη μὲ μιὰ βάρ­κα ἕνας ἄνθρω­πος. Τί ἄνθρω­πος ἦταν αὐτός! Ξέρε­τε τοὺς δύο ἐκεί­νους δαι­μο­νι­σμέ­νους, ποὺ σχί­ζα­νε τὰ ροῦ­χα τους καὶ περ­πα­τοῦ­σαν γυμνοὶ κ’ ἔμε­ναν στὶς σπη­λιές καὶ στὰ μνή­μα­τα καὶ πετρο­βο­λοῦ­σαν τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ δὲν τοὺς ἄφη­ναν νὰ περά­σουν ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖ­να. Τοὺς ξέρε­τε τί ἄγρια θηρία ἦταν. Αὔ, ἐλᾶ­τε τώρα νὰ τοὺς δῆτε. Ἀπὸ θηρία ἔχουν γίνει ἀρνά­κια. Τοὺς ἔκα­νε καλὰ ὁ ξένος ἐκεῖ­νος ἄνθρω­πος. Αὐτὸς ἔδω­σε δια­τα­γὴ καὶ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια. Ἀλλὰ προ­τοῦ νὰ βγοῦν τὸν παρα­κά­λε­σαν νὰ ἐπι­τρέ­ψῃ νὰ πᾶνε στοὺς χοί­ρους. Κ’ ἐκεῖ­νος τοὺς ἐπέ­τρε­ψε, καὶ τὰ δαι­μό­νια πῆγαν στὸ κοπά­δι καὶ τὸ ἔκα­ναν ἄνω — κάτω. Ναί, τὰ δαι­μό­νια ἔσπρω­ξαν τοὺς χοί­ρους νὰ πέσουν στὴ θάλασ­σα.

-Πῶς λέγε­ται αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος καὶ ποὺ εἶνε τώρα; ρώτη­σαν οἱ Γαδα­ρη­νοί.

-Ἰησοῦς εἶνε τὸ ὄνο­μά του, ἀπαν­τοῦν οἱ χοι­ρο­βο­σκοί. Δὲν ἔφυ­γε ἀκό­μη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖ­νο. Εἶνε μαζί του καὶ κάποιοι ἄλλοι ἄνθρω­ποι. Μαζί του εἶνε καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θερά­πευ­σε. Φαί­νε­ται, ὅτι ξεκι­νά­ει καὶ ἔρχε­ται πρὸς τὴν πόλι μας…

-Δυστυ­χία μας! λένε οἱ Γαδα­ρη­νοί. Σ’ ἐμᾶς ἔρχε­ται; Μᾶς ἔπνι­ξε τοὺς χοί­ρους, μᾶς κατέ­στρε­ψε μιὰ ὁλό­κλη­ρη περιου­σία, καὶ τώρα τί θέλει σ’ ἐμᾶς; Νὰ τοῦ ποῦ­με κ’ εὐχα­ρι­στῶ; Αὐτὸ ἔλει­πε. Ὄχι. Δὲν θέλου­με νὰ ἔρθῃ στὴν πόλι μας. Θὰ πᾶμε νά του τὸ ποῦ­με. Θὰ πᾶμε ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες καὶ παι­διά…

Μὲ τέτοια αἰσθή­μα­τα οἱ Γαδα­ρη­νοὶ ξεκί­νη­σαν καὶ πῆγαν στὸ Χρι­στό. Καὶ τὸν παρα­κά­λε­σαν, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐπι­σκε­φθῇ τὴν πόλι τους, ἀλλὰ καὶ νὰ φύγῃ μακριὰ ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ σέβε­ται τὴν ἐλευ­θε­ρία τῶν ἀνθρώ­πων, δὲν θέλη­σε νὰ πάη στὴν πόλι χωρὶς τὴ θέλη­σή τους. Ἔφυ­γε. Μπῆ­κε στὴ βάρ­κα, πέρα­σε τὴ λίμνη, κ’ ἔφθα­σε στὴν Καπερ­να­ούμ.

Μερι­κοί, ποὺ ἀκοῦ­νε τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, σκαν­δα­λί­ζον­ται καὶ ρωτοῦν: Για­τί ὁ Χρι­στὸς νὰ κατα­στρέ­ψῃ τὴν περιου­σία τῶν ἀνθρώ­πων; Διό­τι, ἀπαν­τοῦ­με, οἱ δυὸ χιλιά­δες χοῖ­ροι ἦταν περιου­σία παρά­νο­μη. Ὁ παλαιὸς νόμος, ὁ νόμος τοῦ Μωϋ­σέ­ως, δὲν ἐπέ­τρε­πε νὰ τρέ­φουν οἱ Ἑβραῖ­οι γου­ρού­νια καὶ νὰ τρῶ­νε τὸ κρέ­ας τους. Καὶ μέχρι σήμε­ρα ἀκό­μη οἱ Ἑβραῖ­οι, ὅπως καὶ οἱ Τοῦρ­κοι, δὲν τρῶ­νε τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Θὰ ἔπρε­πε λοι­πὸν οἱ Γαδα­ρη­νοί, ποὺ ἦταν Ἑβραῖ­οι, νὰ τηροῦν τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ τῆς θρη­σκεί­ας τους καὶ νὰ μὴ τρέ­φουν χοί­ρους. Ἀλλ’ αὐτοί, ἀδιά­φο­ροι καὶ ἀσε­βεῖς, λαί­μαρ­γοι καὶ πλε­ο­νέ­κτες, ἄνθρω­ποι ὑλι­σταί, καθό­λου δὲν ἐλάμ­βα­ναν ὑπ’ ὄψιν τους τὴν θεϊ­κὴ ἐντο­λή. Λεφτὰ νὰ μαζεύ­ουν, τὸ κέφι τους νὰ κάνουν, τὰ κρέ­α­τα νὰ τρῶ­νε, καὶ γιὰ τὴ θρη­σκεία δὲν ἔδι­ναν καμ­μιὰ σημα­σία. Γι’ αὐτὸ καὶ Χρι­στός, τιμω­ρῶν­τας τὴν ἀσέ­βειά τους, ἐπέ­τρε­ψε στοὺς δαί­μο­νες νὰ κατα­στρέ­ψουν τὴν ἀγέ­λη τῶν χοί­ρων.

Αὐτὰ ἔπα­θαν οἱ Γαδα­ρη­νοί. Ἀλλ’ οἱ Γαδα­ρη­νοὶ δὲν ἐξέ­λι­παν ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρ­χουν δυστυ­χῶς καὶ σήμε­ρα Γαδα­ρη­νοί. Ὑπάρ­χουν, δηλα­δή, ἄνθρω­ποι ἰδιο­τε­λεῖς καὶ συμ­φε­ρον­το­λό­γοι, ἄνθρω­ποι ποὺ παρα­πά­νω ἀπ’ ὅλα ἔχουν τὸ συμ­φέ­ρον τους, καὶ χάριν τοῦ συμ­φέ­ρον­τος δὲν διστά­ζουν νὰ παρα­βοῦν το νόμο τοῦ Θεοῦ. Λεφτὰ καὶ μόνο λεφτὰ σκέ­πτον­ται καὶ ποθοῦν μέρα καὶ νύχτα. Καὶ στὸ ὄνει­ρό τους λεφτὰ βλέ­πουν. Κοι­τᾶξ­τε τους. Εἶνε Κυρια­κή, εἶνε μεγά­λη γιορ­τὴ καὶ χτυ­πᾷ ἡ καμ­πά­να. Πηγαί­νουν στὴν ἐκκλη­σία; Ὄχι. Στὰ μαγα­ζιὰ καὶ στὰ χωρά­φια θὰ πᾶνε, μὲ διά­φο­ρες δου­λειὲς θ’ ἀσχο­λη­θοῦν. Δὲν θέλουν νὰ χάσουν οὔτε ἕνα λεπτὸ τῆς ὥρας. Καὶ ὅπως κατα­πα­τοῦν αὐτὴ τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κατα­πα­τοῦν καὶ τίς ἄλλες ἐντο­λές. Στὸ δικα­στή­ριο κάνουν ψεύ­τι­κους ὅρκους, κλέ­βουν στὸ ζύγι τὸν πελά­τη τους, χίλια δυὸ ἄλλα ἄτι­μα καὶ ἁμαρ­τω­λὰ μέσα μετα­χει­ρί­ζον­ται, γιὰ νὰ ἀπα­τή­σουν τοὺς ἀνθρώ­πους. Τρῶ­νε τὸ ψωμὶ τῶν ὀρφα­νῶν καὶ τῶν χηρῶν, πατοῦν πάνω σὲ πτώ­μα­τα, βάφουν τὰ χέρια τους στὸ αἷμα. Λεφτὰ καὶ μόνο λεφτὰ ν’ ἀπο­κτή­σουν. Καὶ κάνουν λεφτά, καὶ ἀπο­κτοῦν περιου­σί­ες, καὶ ὁ κόσμος ζηλεύ­ει. Τί ἔξυ­πνοι, τί καπά­τσοι ἄνθρω­ποι! λέει γι’ αὐτοὺς ὁ κόσμος.

Ἀλλὰ ποιό εἶνε τὸ τέλος τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν; Εἶνε ἡ κατα­στρο­φή. Κατα­στρο­φή, σὰν τὴν κατα­στρο­φὴ τῶν Γαδα­ρη­νῶν. Σὲ μιὰ στιγ­μή, ποὺ δὲν περι­μέ­νουν, ὅλη ἡ περιου­σία ποὺ ἀπό­κτη­σαν μὲ τὰ ἁμαρ­τω­λὰ μέσα, κατα­στρέ­φε­ται. Τὰ δια­βο­λο­μα­ζώ­μα­τα γίνον­ται ἀνε­μο­σκορ­πί­σμα­τα.

Χρι­στια­νοί μου! Μακριὰ ἀπὸ τέτοιες περιου­σί­ες. Προ­τι­μό­τε­ρο φτω­χὸς μὲ τὸ Χρι­στό, παρὰ ἑκα­τομ­μυ­ριοῦ­χος μὲ τὸ διά­βο­λο.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek