ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΔ’ 14 - 22)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. 15ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. 16ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 17οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. 18ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. 19καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 20καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. 21οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 22Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
14 Και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από εκεί που έμενεν, είδε πολύν λαόν, επλαγχνίσθη αυτούς και εθεράπευσεν όλους όσοι ήσαν άρωστοι. 15 Αργά δε το απόγευμα προσήλθαν οι μαθηταί και του είπαν· “ο τόπος είναι έρημος και η ώρα έχει περάσει· διέλυσε τα πλήθη, ώστε να πάνε εις τα γύρω χωριά και να αγοράσουν δια τον εαυτόν τους τροφάς”. 16 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν έχουν ανάγκην να πάνε· δώστε τους σεις να φάγουν”. (Και είπε τούτο, δια να δώση ευκαιρίαν στους μαθητάς να δείξουν την αγάπην των, αλλά και δια να τους προπαρασκευάση ψυχολογικώς δια το θαύμα). 17 Εκείνοι δε του είπαν· “εδώ δεν έχομεν παρά μόνον πέντε άρτους και δύο ψάρια”. 18 Ο δε Ιησούς είπε “φέρετέ τα εδώ εις εμέ”. 19 Και αφού συνέστησε εις τα πλήθη να καθήσουν επάνω εις τα χόρτα, επήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον ουράνιον Πατέρα, ευλόγησε, έκοψε τους άρτους εις κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητάς και οι μαθηταί στους όχλους. 20 Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζευσαν ο,τι επερίσσευσεν από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 21 Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν πέντε περίπου χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά. 22 Και αμέσως ο Ιησούς ηνάγκασε τους μαθητάς να εισέλθουν στο πλοίον και να πάνε προ αυτού στο απέναντι μέρος, μέχρις ότου αυτός απολύση τα πλήθη του λαού. (Τούτο δε το έκαμε δια να μη παρασυρθούν και οι μαθηταί από τον άκριτον ενθουσιασμόν των ανθρώπων αυτών, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλέα).
14 Όταν λοιπόν ο Ιησούς βγήκε από το ερημικό καταφύγιό του, είδε πολύ λαό, και τους σπλαχνίσθηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους. 15 Καθώς όμως πλησίαζε να βραδιάσει, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον πέρασε. Δώσε διαταγή να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους τροφές να φάνε. 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: Δεν είναι ανάγκη να φύγουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε. 17 Αλλά εκείνοι του είπαν: Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. 18 Ο Κύριος τότε είπε: Φέρτε τά μου εδώ. 19 Κι αφού παρακίνησε τα πλήθη του λαού να ανακλιθούν στην πρασινάδα, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό κι ευχαρίστησε και επικαλέστηκε τον Πατέρα του. Κι αφού έκοψε τα ψωμιά, τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στα πλήθη του λαού. 20 Κι έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και μάζεψαν όσα κομμάτια είχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδή κοφίνια γεμάτα. 21 Εκείνοι μάλιστα που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συναπολογίζονται στον αριθμό αυτό οι γυναίκες και τα παιδιά. 22 Κι αμέσως ο Ιησούς, για να μη παρασυρθούν οι μαθητές του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού.
14 Βγῆκε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶδε πολὺ λαό, καὶ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους των. 15 Ὅταν δὲ πλησίαζε νὰ βραδυάσῃ, προσῆλθαν σ᾽ αὐτὸν οἱ μαθηταί του καὶ εἶπαν: «Ὁ τόπος εἶναιἔρημος καὶ ἡ ὥρα õθελε νὰ τὴν διαπομπεύσῃ, σκέφθηκεδη περασμένη. Δῶσε διαταγὴ νὰ φύγουν τὰ πλήθη, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ καὶ ν᾽ ἀγοράσουν τρόφιμα νὰ φᾶνε». 16 Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Δὲν χρειάζεται νὰ φύγουν. Δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». 17 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ τοῦ λέγουν: «Δὲνἔχουμε ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια». 18 Ἀὐτὸς δὲ εἶπε: «Φέρτε μου αὐτὰ ἐδῶ». 19 Καὶ ἀφοῦ διέταξε τὰ πλήθη νὰ ξαπλώσουν στὰ χορτάρια, πῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ὕψωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ εὐλόγησε, καὶ ἔκοψε καὶἔδωσε στοὺς μαθητὰς τὰ ψωμιά, καὶ οἱ μαθηταὶ στὰ πλήθη. 20 Καὶἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν, καὶ σήκωσαν τὸ περίσσευμα ἀπὸ τὰ κομμάτια δώδεκα κοφίνια πλήρη. 21 Ἐκεῖνοι δέ, ποὺἔφαγαν, ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. 22 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε πρωτύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος, γιὰ νὰ διαλύσῃ ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πλήθη.
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ
«Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων(:Όταν λοιπόν τα άκουσε αυτά ο Ιησούς, αναχώρησε από εκεί με πλοίο σε κάποιον ερημικό τόπο, για να μείνει μόνος Του με τους μαθητές Του. Και όταν άκουσαν τα πλήθη του λαού ότι αποχώρησε σε ερημικό τόπο, Τον ακολούθησαν πεζοί από τις πόλεις)»[Ματθ. 14,13].
Πρόσεξε το ότι ο Κύριος σε κάθε περίπτωση αναχωρεί, και όταν παραδόθηκε ο Ιωάννης και όταν αποκεφαλίστηκε και όταν πληροφορήθηκαν οι Ιουδαίοι ότι οι μαθητές Του γίνονται όλο και περισσότεροι· διότι θέλει τα περισσότερα να τα τακτοποιεί κατά τρόπο πιο ανθρώπινο και να κινείται ως επί το πλείστον μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, επειδή δεν ήταν ακόμη καιρός να αποκαλύψει με σαφήνεια τη θεότητά Του. Για τον λόγο αυτόν και στους μαθητές Του έλεγε να μην πουν σε κανένα ότι Αυτός είναι ο Χριστός· διότι ήθελε αυτό να γίνει περισσότερο γνωστό μετά την Ανάστασή Του. Για τον λόγο αυτόν δεν ήταν αρχικά πολύ αυστηρός προς τους Ιουδαίους εκείνους που έδειξαν δυσπιστία, αλλά ήταν περισσότερο επιεικής.
Αφού λοιπόν αναχώρησε από εκεί, δεν μεταβαίνει σε κάποια πόλη, αλλά πηγαίνει στην έρημο και μάλιστα ταξιδεύει με πλοίο, ώστε να μην Τον ακολουθήσει κανείς. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι οι μαθητές του Ιωάννη αισθάνονται πλέον περισσότερο οικείοι προς τον Ιησού, καθόσον αυτοί είναι εκείνοι που είχαν αναγγείλει σε Αυτόν το γεγονός του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Βαπτιστού· και πράγματι, αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, καταφεύγουν στο εξής προς τον Ιησού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και της συμφοράς από τον θάνατο του Προδρόμου, αλλά και της απαντήσεως που τους έδωσε ο Ιησούς, η οποία και πέτυχε να τους φέρει κοντά Του.
Γιατί όμως δεν έφυγε από το μέρος εκείνο πριν Του αναγγείλουν τον θάνατο του Ιωάννη, μολονότι βέβαια τον γνώριζε και πριν Του τον αναγγείλουν; Επειδή ήθελε με όλες τις ενέργειές Του να αποκαλύπτει την αλήθεια της θείας οικονομίας· διότι πράγματι δεν ήθελε μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα να το κάνει αυτό πιστευτό, καθώς γνώριζε την κακουργία του διαβόλου και ότι αυτός θα μεταχειριζόταν κάθε μέσο για να διαλύσει αυτήν την εκτίμηση και αντίληψη.
Ο Ιησούς λοιπόν γι’ αυτόν τον λόγο φεύγει από το μέρος εκείνο, τa πλήθη του λαού όμως και πάλι δεν απομακρύνονται από κοντά Του, αλλά Τον ακολουθούν με αφοσίωση, χωρίς να τους φοβίσει καθόλου το δραματικό τέλος του Ιωάννου του Βαπτιστού. Τόσο έντονος είναι ο πόθος να βρίσκονται κοντά στον Ιησού και να ακούνε τη διδασκαλία Του, τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της αγάπης τους και ακριβώς γι΄αυτόν τον λόγο τα πάντα η αγάπη αυτή κατανικά και αποκρούει τους κινδύνους. Γι’ αυτό έλαβαν και αμέσως την αμοιβή τους. «Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς(:Και όταν βγήκε ο Ιησούς από το ερημικό καταφύγιό Του)», λέει ο ευαγγελιστής, «εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν(:είδε πολύ λαό, και τους σπλαχνίστηκε και τους θεράπευσε τους αρρώστους τους)»[Ματθ.14,14].
Αν και η προθυμία του λαού ήταν μεγάλη, εντούτοις τα όσα έπραττε σε αυτούς ο Ιησούς ήσαν ανώτερα από την αμοιβή κάθε προθυμίας και σπουδής εκ μέρους του λαού. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής αναφέρει ως αιτία της θεραπείας των ασθενών την ευσπλαχνία του Ιησού και μάλιστα την ευσπλαχνία Του εκείνην που επεκτείνεται προς όλους και για τον λόγο αυτό θεραπεύει όλους τους ασθενείς χωρίς να ζητεί στην περίπτωση αυτή πίστη από τους ασθενείς· διότι το γεγονός ότι έτρεξαν κοντά Του, ότι εγκατέλειψαν τις πόλεις, ότι Τον ζήτησαν και Τον βρήκαν με μεγάλη προθυμία και με κάθε επιμέλεια και το ότι παρέμειναν μαζί Του αν και η πείνα τους πίεζε, όλα αυτά φανερώνουν ξεκάθαρα την πίστη τους.
Πρόκειται επίσης να τους δώσει ως αμοιβή για την πίστη και την αφοσίωσή τους και υλική τροφή. Και δεν το κάνει αυτό με δική Του πρωτοβουλία, αλλά περιμένει να Του το ζητήσουν, διότι, όπως είπα και άλλοτε, τηρεί σε κάθε περίπτωση την αρχή αυτή, δηλαδή δεν σπεύδει να θαυματουργήσει, εάν προηγουμένως δεν Του το ζητήσουν. Και γιατί δεν Τον πλησίασε κάποιος από το πλήθος για να Του μιλήσει εξ ονόματος όλων των άλλων; Διότι έτρεφαν προς Αυτόν υπερβολικό σεβασμό, αλλά και δεν ένιωθαν πείνα εξαιτίας του πόθου τους να βρίσκονται διαρκώς κοντά Του.
Αλλά ούτε και οι μαθητές Του, όταν Τον πλησίασαν, δεν Του είπαν «δώσε τροφή στο πλήθος του κόσμου», διότι η γνώση τους για τη δύναμη του Ιησού ήταν ακόμη ατελής. Αλλά τι λέγουν στον Κύριο καθώς πια πλησίαζε να βραδιάσει; «Ἒρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα(:Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον πέρασε. Δώσε διαταγή να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τους εαυτούς τους τροφές να φάνε)»· διότι αφού και μετά το θαύμα λησμόνησαν τα όσα συνέβησαν και μετά από τα κοφίνια που γέμισαν από τα περισσεύματα, νόμιζαν ότι τους ομιλεί για το ψωμί, όταν αποκάλεσε «ζύμη» την διδασκαλία των Φαρισαίων[βλ.Ματθ.16,6: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων(:Ο Ιησούς τότε τους είπε: “Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι”)»],πολύ περισσότερο τώρα, που δεν είχαν ακόμη δει τέτοιο θαύμα, δεν ήλπιζαν ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο(να τραφούν δηλαδή 5000 άνθρωποι με μόλις πέντε ψωμιά και δύο ψάρια).Αν και πριν από αυτό βέβαια είχε θεραπεύσει πολλούς αρρώστους, εντούτοις δεν περίμεναν το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Σε τέτοιο βαθμό πνευματικής ατέλειας βρίσκονταν ακόμη.
Εσύ, όμως, πρόσεξε, σε παρακαλώ, τη σοφία του Διδασκάλου, με ποιο ολοφάνερο τρόπο τους προσκαλεί στο να πιστέψουν. Δηλαδή, δεν τους είπε ευθύς εξαρχής «εγώ θα τους δώσω τροφή», εφόσον αυτό δεν επρόκειτο να το δεχθούν εύκολα. Τι έκανε λοιπόν; Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν(:Ο Ιησούς τούς είπε: ‘’Δεν είναι ανάγκη να φύγουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώστε τους εσείς να φάνε’’)». Δεν είπε «Δίνω Εγώ σε αυτούς» αλλά «Δώστε τους εσείς να φάνε»· διότι ακόμη Τον θεωρούσαν ως άνθρωπο.
Αυτοί όμως ούτε και μετά από όλα αυτά υψώθηκαν πνευματικά, αλλά εξακολουθούν ακόμη να συνομιλούν μαζί Του σαν να ήταν άνθρωπος(και όχι Θεάνθρωπος-δεν το είχαν ακόμη εννοήσει) και Του λέγουν: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας(:Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια)».Γι΄αυτό και ο ευαγγελιστής Μάρκος λέγει ότι «καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη(:και ανέβηκε μαζί τους στο πλοίο και τότε ακαριαία ησύχασε ο άνεμος. Και κυριεύτηκαν μέσα τους από υπερβολική έκσταση, ώστε να μην μπορούν να εκφράσουν ό,τι αισθάνονταν. Και θαύμαζαν, παρόλο που ο Ιησούς πριν από λίγο είχε κάνει και το άλλο καταπληκτικό θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ψαριών. Θαύμαζαν όμως τώρα πάρα πολύ, διότι δεν είχαν καταλάβει τι είχε γίνει με τα ψωμιά και δεν είχαν εκτιμήσει βαθιά το θαύμα εκείνο. Έπρεπε βέβαια να το είχαν καταλάβει, αλλά η διάνοιά τους ήταν ακόμη πωρωμένη και βραδυκίνητη, επειδή δεν είχαν δεχθεί ακόμη τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και ήταν η διάνοιά τους προσκολλημένη ακόμη στην ύλη)» [:Μάρκ 6,51-52]· [ πρβ. και Μάρκ. 8,17: «Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;(: Ο Ιησούς τότε που ως Θεάνθρωπος κατάλαβε τις απόκρυφες σκέψεις τους, τους είπε: ‘’Γιατί πέσατε σε συλλογισμούς και σκέψεις, επειδή δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσα θαύματα που είδατε και ακούσατε, δεν εννοείτε και δεν καταλαβαίνετε; Έχετε ακόμη τόσο δυσκίνητη και πωρωμένη την καρδιά και την διάνοιά σας και τόσο σαρκικές τις σκέψεις σας;’’)»].
Επειδή λοιπόν ακόμη ήσαν προσκολλημένοι στην ύλη και στα γήινα, τότε πλέον παίρνει πρωτοβουλία ο Κύριος και προσφέρει την βοήθειά Του και τους λέγει: «Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε (:Φέρτε τα μου εδώ)»· διότι και αν ακόμη ο τόπος είναι έρημος, είναι όμως παρών Αυτός που τρέφει ολόκληρη την οικουμένη· κι αν η ώρα έχει περάσει και βραδιάζει, συνομιλεί μαζί σας Αυτός που βρίσκεται πάνω και πέρα από τον χρόνο και δεν υπόκειται σε ώρες, καθώς κυριαρχεί και σε αυτές. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μάλιστα αναφέρει ότι τα ψωμιά ήσαν κρίθινα[βλ. Ιω.6,9: «Λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου. ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;(:Λέγει σε Αυτόν ένας από τους μαθητές Του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου: “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά τα λίγα μπροστά σε τόσο πλήθος ανθρώπων;”)»].Και δεν παραθέτει τυχαία την λεπτομέρεια αυτή, αλλά την προσθέτει για να μας διδάξει να αποφεύγουμε την αλαζονεία της πολυτελείας. Άλλωστε τόσο λιτό ήταν και το τραπέζι των προφητών.
«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων(:Και αφού παρακίνησε τα πλήθη του λαού να καθίσουν πάνω στα χόρτα, ύψωσε το βλέμμα Του στον ουρανό, ευχαρίστησε και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του. Αφού ευλόγησε τα ψωμιά, τα έκοψε σε κομμάτια, τα έδωσε στους μαθητές και οι μαθητές στα πλήθη του λαού. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και μάζεψαν όσα κομμάτια είχαν περισσέψει, δώδεκα δηλαδή κοφίνια γεμάτα. Εκείνοι μάλιστα που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συνυπολογίζονται στον αριθμό αυτό οι γυναίκες και τα παιδιά)»[Ματθ.14,19-21].
Για ποιο λόγο σήκωσε τα μάτια Του προς τον ουρανό και επικαλέστηκε τον Πατέρα Του; Διότι έπρεπε να πιστέψουν οι άνθρωποι ότι είναι απεσταλμένος από τον Πατέρα Του και ότι είναι ίσος με Αυτόν. Τα στοιχεία όμως που απεδείκνυαν αυτά, έδιναν εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι ήταν αλληλοσυγκρουόμενα· διότι την ισότητα την απεδείκνυε το γεγονός ότι έπραττε τα πάντα με απόλυτη εξουσία ο Κύριος. Το ότι, όμως, προερχόταν από τον Πατέρα δεν μπορούσαν να το πιστέψουν διαφορετικά, εάν δεν έπραττε τα πάντα αναφέροντας και αποδίδοντας αυτά με μεγάλη ταπείνωση στον Πατέρα και επικαλούμενος τη βοήθειά Του. Για τον λόγο αυτό, ούτε το ένα έκανε μόνο, ούτε το άλλο, για να αποδεικνύονται και τα δύο. Και άλλοτε μεν επιτελεί τα θαύματα με εξουσία, ως απόλυτος Κύριος, ενώ άλλοτε θαυματουργεί, αφού πρώτα επικαλεστεί και προσευχηθεί στον Πατέρα.
Επίσης, για να μην σχηματιστεί η εντύπωση ότι όσα πράττει δεν συμβιβάζονται μεταξύ τους, όταν μεν επιτελεί τα μικρότερα θαύματα, υψώνει το βλέμμα Του προς τον ουρανό, όταν ωστόσο επιτελεί μεγαλύτερα θαύματα, το κάνει αυτό με απόλυτη εξουσία, ώστε να αντιληφθείς ότι και τα μικρότερα δεν τα επιτελεί λαμβάνοντας δύναμη από κάποιον άλλον, αλλά ότι ενεργεί έτσι για να αποδώσει τιμή στον Πατέρα Του που Τον γέννησε. Όταν λοιπόν συγχώρησε τις αμαρτίες, όταν άνοιξε τον παράδεισο και εισήγαγε εκεί τον ληστή, όταν κατήργησε τον παλαιό νόμο στις περισσότερες εντολές του, όταν ανέστησε πολλούς νεκρούς, όταν σταμάτησε την τρικυμία στη θάλασσα, όταν έλεγξε τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, όταν χάρισε το φως στα μάτια των εκ γενετής τυφλών, πράξεις που αποκλειστικά ανήκουν στον Θεό και μόνον και σε κανέναν άλλον, σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν φαίνεται να επικαλείται τον Πατέρα Του. Όταν όμως πολλαπλασίασε τους άρτους, πράγμα που ήταν κατά πολύ μικρότερο ως θαύμα από όλα τα άλλα, τότε ανυψώνει τα μάτια Του προς τον ουρανό, προσεύχεται και επικαλείται την βοήθεια του Πατέρα Του, αφενός μεν για να αποδείξει αυτά που είπα προηγουμένως, αφετέρου δε για να μας διδάξει να μην αρχίζουμε προηγουμένως το φαγητό μας, εάν πρώτα δεν ευχαριστήσουμε Εκείνον που μας δίδει την τροφή.
Και για ποιον λόγο δεν δημιουργεί τροφή χωρίς αυτή να υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά πολλαπλασιάζει την τροφή από την ήδη υπάρχουσα(τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια); Για να αποστομώσει τους κατοπινούς αιρετικούς Μαρκίωνα και Μανιχαίο, που με τη βλάσφημη διδασκαλία τους, επιδίωκαν να αποξενώσουν τον άγιο Τριαδικό Θεό από την δημιουργία και την κτίση, και να διδάξει με τις πράξεις Του ότι και τα ορατά όλα είναι έργα και κτίσματα δικά Του, όπως επίσης ότι Αυτός είναι που δίδει τους καρπούς και Αυτός είναι που είπε κατά την αρχή της δημιουργίας: «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου(:Να βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου)»[Γέν.1,11] και «Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν(:Να βγάλουν τα ύδατα των θαλασσών ζωντανούς υδρόβιους οργανισμούς)»[Γέν.1,20]·ούτε και βέβαια ήταν μικρότερο το παρόν θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων από εκείνο που αναφέρει η Γένεση, εφόσον και εκείνα, μολονότι τα δημιούργησε από μη υπάρχοντα, εντούτοις τα έπλασε από το νερό. Δεν ήταν μικρότερο θαύμα το ότι από πέντε άρτους δημιούργησε τόσους πολλούς, καθώς επίσης και από τα δύο ψάρια τόσα πολλά, από το να παράγει από τη γη τους καρπούς και από το νερό τους υδρόβιους οργανισμούς· αυτό ήταν απόδειξη ότι ήταν Κύριος και της ξηράς και της θάλασσας.
Επειδή όμως με τα θαύματα που έκανε θεράπευε συνεχώς ασθενείς, στην περίπτωση αυτή προβαίνει σε μια καθολική θαυματουργική ευεργεσία, ώστε να μην είναι μόνο οι πολλοί άνθρωποι θεατές των θαυμάτων που γίνονταν στους άλλους, αλλά να απολαύσουν και οι ίδιοι τη δωρεά των θαυμάτων Του. Και εκείνο ακριβώς που κάποτε στην έρημο(καθώς όδευαν προς τη γη της Επαγγελίας) προκαλούσε τον θαυμασμό στους Ιουδαίους(διότι έλεγαν: «Μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ αὐτοῦ;(:Μήπως μπορεί να μας δώσει και άρτους ή να ετοιμάσει τράπεζα με φαγητά για τον λαό του στην έρημο;)»[Ψαλμ.77,20]) με το μάννα που έπεφτε από τον ουρανό και τους έτρεφε καθημερινά, αυτό το αποδεικνύει τώρα εμπράκτως. Για τον λόγο αυτό και τους οδηγεί στην έρημο, ώστε να απαλλάξει τελείως το θαύμα από κάθε υποψία και να μη νομίσει κανένας ότι κάποια πόλη, που βρισκόταν εκεί κοντά, πρόσφερε τα απαραίτητα για την τροφή των πέντε χιλιάδων αυτών ανθρώπων. Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε ο ευαγγελιστής αναφέρει όχι μόνο τον τόπο, αλλά και την ώρα που έγινε το θαύμα.
Αλλά και κάτι άλλο διδασκόμαστε από το γεγονός αυτό, την φιλόσοφη αντίληψη των μαθητών για την κάλυψη μόνο των εντελώς απαραίτητων αναγκών και την αδιαφορία τους για την τροφή. Πραγματικά, αν και ήσαν δώδεκα άτομα, είχαν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Τόσο επουσιώδεις θεωρούσαν τα σωματικές ανάγκες και φρόντιζαν μονάχα για τα πνευματικά. Και δεν κράτησαν τα ολίγα αυτά τρόφιμα για τον εαυτό τους, αλλά τα προσέφεραν, όταν τους το ζήτησε ο Ιησούς. Από αυτό ακριβώς πρέπει να διδαχτούμε ότι, και αν ακόμη έχουμε λίγα, και αυτά να τα δίνουμε σε όσους έχουν ανάγκη.
Όταν λοιπόν, τους έδωσε εντολή ο Κύριος να φέρουν τα πέντε ψωμιά, δεν λένε: ’’Και τι θα φάμε εμείς; Πώς θα καταπραΰνουμε την πείνα μας;’’, αλλά υπακούουν αμέσως με προθυμία. Πέρα από όσα ελέχθησαν, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, για τον λόγο αυτό θαυματουργεί με βάση τα υπάρχοντα ψωμιά και τα ψάρια, για να οδηγήσει τους μαθητές Του στην πίστη, διότι ήταν ακόμα η πίστη τους πολύ ασθενής. Γι’ αυτόν τον λόγο και υψώνει το βλέμμα Του στον ουρανό· διότι από μεν τα άλλα θαύματα είχαν πολλά παραδείγματα, ενώ δεν είχαν δει τίποτε παρόμοιο με αυτό.
Αφού λοιπόν ο Κύριος έλαβε τους άρτους, τους έκοψε σε κομμάτια και τα έδιδε στα πλήθη του κόσμου μέσω των μαθητών Του τιμώντας τους με αυτήν την ενέργειά Του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο για να τους τιμήσει, αλλά και για να μην δείξουν απιστία, όταν θα γίνει το θαύμα, ούτε να το λησμονήσουν με το πέρασμα του χρόνου, αφού θα είχαν ως μάρτυρες τα ίδια τα χέρια τους που είχαν μοιράσει τα πολλαπλασιασμένα ψωμιά και ψάρια. Για τον λόγο αυτό αφήνει προηγουμένως και τα πλήθη του κόσμου να πεινάσουν καλά και περιμένει να έλθουν πρώτα οι μαθητές Του και να Τον ρωτήσουν και μέσω αυτών βάζει τα πλήθη να καθίσουν και τους μοιράζει τα κομμάτια των άρτων και των ψαριών, επειδή ήθελε να εξασφαλίσει του καθενός την ομολογία και τις πράξεις του. Γι΄αυτό και λαμβάνει τους άρτους από τους μαθητές για να έχουν πολλές αποδείξεις των όσων συνέβησαν και πολλά στοιχεία να τους υπενθυμίζουν το θαύμα· διότι εάν, μολονότι συνέβησαν αυτά, το λησμόνησαν αργότερα, τι δεν θα πάθαιναν, εάν δεν προέβαινε σε όλες αυτές τις ενέργειες;
Και δίνει εντολή στα πλήθη να καθίσουν επάνω στα χόρτα με σκοπό να τους διδάξει ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν καρτερικά τις δύσκολες περιστάσεις· διότι ήθελε να θρέψει όχι μόνο τα σώματά τους, αλλά να διδάξει και την ψυχή τους. Και από τον τόπο λοιπόν, και από το ότι δεν τους έδωσε τίποτε περισσότερο παρά ψωμί και ψάρια, και από το ότι σε όλους προσέφερε τα ίδια και τα έκανε κοινά, και από το ότι δεν έδωσε σε κανένα περισσότερο από τον άλλο, τους δίδασκε την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια, την αγάπη, το να επιδεικνύουν αμερόληπτα όμοια στάση προς όλους και το να θεωρούν ότι τα πάντα είναι κοινά.
«Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις (:Και αφού έκοψε τα ψωμιά ο Κύριος, τα έδωσε στους μαθητές Του και οι μαθητές στα πλήθη του κόσμου)»[Ματθ.14,19].Τους πέντε άρτους έκοψε και οι πέντε αυτοί άρτοι πολλαπλασιάζονταν στα χέρια των μαθητών Του. Και δεν σταματά το θαύμα σε αυτό μόνο το σημείο, αλλά έκαμε ώστε και να περισσεύσουν οι άρτοι. Και δεν περίσσευσαν ολόκληροι άρτοι, αλλά κομμάτια, με σκοπό να δείξει ότι αυτά ήσαν υπολείμματα εκείνων των άρτων, ώστε όλοι να πληροφορηθούν το γεγονός. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό άφησε τον κόσμο να πεινάσει, για να μη θεωρήσει κανείς ότι ήταν φαντασία αυτό που συνέβη. Γι’ αυτό έκανε να περισσεύσουν και δώδεκα κοφίνια, για να κρατήσει και ο Ιούδας ένα. Βέβαια μπορούσε να σβήσει την πείνα τους, αλλ΄ όμως δεν θα γνώριζαν τότε οι μαθητές Του την δύναμή Του, πράγμα βέβαια που έγινε και στην περίπτωση του Ηλία. Τόσο πολύ λοιπόν κατεπλάγησαν οι Ιουδαίοι από το θαύμα αυτό, ώστε θέλησαν και βασιλέα να Τον ανακηρύξουν, πράγμα βέβαια που δεν έκαναν σε κανένα από τα άλλα θαύματά Του.
Ποια λόγια λοιπόν θα μπορέσουν να παραστήσουν το πώς πολλαπλασιάζονταν οι άρτοι; Το πώς έρρεαν τα πλήθη στην έρημο; Το πώς έφτασαν για τόσο πλήθος κόσμου; Διότι πράγματι ήσαν πέντε χιλιάδες άνθρωποι χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά, πράγμα που αποτελεί τον πιο μεγάλο έπαινο του λαού, διότι και γυναίκες και παιδιά περιέβαλλαν τον Κύριο. Το πώς περίσσευσαν τα κομμάτια; Καθόσον και αυτό δεν είναι μικρότερο θαύμα από το προηγούμενο. Και το πώς έμειναν τόσα υπολείμματα, ώστε να γεμίσουν ισάριθμα κοφίνια με τους μαθητές, και να μην είναι ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα; Και αφού λοιπόν έλαβε τα υπολείμματα δεν τα έδωσε στα πλήθη του κόσμου, αλλά στους μαθητές, καθόσον το πλήθος του κόσμου βρισκόταν σε πολύ χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο από ό,τι οι μαθητές.
Αφού λοιπόν έκανε το θαύμα, «εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους(:και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού)»[Ματθ.14,21]· διότι αν και όταν ήταν παρών, θεωρούνταν τα επιτελούμενα απ΄ Αυτόν ως φαντασία και όχι ως πραγματικότητα, οπωσδήποτε λοιπόν θα συνέβαινε το ίδιο εφόσον θα απουσίαζε. Γι΄ αυτό λοιπόν προκειμένου να εξεταστεί με ακρίβεια το συμβάν, έδωσε εντολή να φύγουν από κοντά Του εκείνοι που έλαβαν τα υπολείμματα και τα αποδεικτικά στοιχεία του θαύματος.
Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όταν επιτελεί μεγάλα έργα, αποφεύγει το πλήθος του κόσμου και τους μαθητές Του, με σκοπό να μας διδάξει να μην επιδιώκουμε σε καμία περίπτωση την δόξα των ανθρώπων και να μην παρασυρόμαστε από τον κόσμο. Και όταν ο ευαγγελιστής λέγει ότι «τους ανάγκασε», φανερώνει τη μεγάλη επιθυμία των μαθητών να μείνουν κοντά στον Κύριο. Και απέστειλε τους μαθητές Του έχοντας αυτό ως πρόσχημα για το πλήθος, ώστε να διαλυθεί, ενώ ο Ίδιος ήθελε να ανεβεί στο όρος. Και αυτό το έκανε για να μας διδάξει να μην αναμειγνυόμαστε συνεχώς με τον κόσμο, ούτε πάλι να τον αποφεύγουμε πάντοτε, αλλά και τα δύο να τα κάνουμε προς ωφέλεια, το ένα μετά το άλλο, ανάλογα προς την εκάστοτε ανάγκη.
Ας μάθουμε λοιπόν κι εμείς να μένουμε πάντοτε κοντά στον Ιησού χωρίς να αποβλέπουμε στην υλική ανταπόδοση, για να μη συμβεί να κατηγορηθούμε, όπως συνέβη και με τους Ιουδαίους. Καθόσον λέγει ο Κύριος: «Ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε(:Αληθινά σας λέω ότι ζητείτε να με βρείτε όχι επειδή είδατε θαύματα που σας έπεισαν για τη θεϊκή μου αποστολή και τη σωτηριώδη αλήθεια της διδασκαλίας μου, και θέλετε έτσι να ωφεληθείτε πνευματικά, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε, και θέλετε πάλι να σας δώσω υλικά αγαθά)»[Ιω.6,26]. Για τον λόγο αυτόν δεν κάνει συνεχώς αυτό εδώ το θαύμα, αλλά το θέτει σε δεύτερη μοίρα, με σκοπό να τους διδάξει να μην είναι δούλοι της κοιλιάς τους, αλλά να επιδιώκουν διαρκώς να αποκτήσουν τα πνευματικά αγαθά.
Επομένως και εμείς ας επιδιώκουμε αυτά και ας ζητούμε τον Άρτο τον ουράνιο και λαμβάνοντάς τον, ας απαλλασσόμαστε από κάθε βιοτική φροντίδα· διότι, εάν εκείνοι άφησαν και τα σπίτια τους και τις πόλεις και τους συγγενείς και τα πάντα και έμεναν στην έρημο χωρίς να απομακρύνονται από εκεί, αν και πιέζονταν από την ανάγκη της πείνας, πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνει αυτό σε εμάς που πλησιάζουμε μία τέτοια είδους Τράπεζα, οι οποίοι πρέπει να δείξουμε περισσότερη ευσέβεια και να ζητούμε με πολύ πόθο πρώτα τα πνευματικά αγαθά, και ύστερα τα υλικά. Καθόσον και οι Ιουδαίοι κατηγορούνταν, όχι επειδή ζήτησαν τον Κύριο για τον άρτο, αλλά επειδή Τον ζήτησαν γι΄ αυτόν και μόνο τον σκοπό και μάλιστα πρώτα γι’ αυτόν· διότι εάν κάποιος περιφρονεί μεν τις μεγάλες δωρεές, επιδιώκει όμως τις μικρές, τότε ο Δωρεοδότης τον καταφρονεί και έτσι χάνει και εκείνα που αυτός επιθυμεί. Ενώ αντιθέτως, εάν επιδιώκουμε με πόθο τα πνευματικά, μας προστίθενται μαζί με αυτά και τα υλικά· καθόσον αυτά αποτελούν προσθήκη στα πνευματικά. Αυτά είναι τόσο ασήμαντα και μικρά, συγκρινόμενα προς τα πνευματικά, έστω και αν ακόμη θεωρούνται ότι είναι μεγάλα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΜΘ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 302-321.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 174-183 .
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 2-8-1998]
[Β381] [Β΄έκδοσις]
Σήμερα, αγαπητοί μου, μας διηγήθηκε ο ευαγγελιστής Ματθαίος το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Ένα θαύμα που μας το διηγούνται και οι τέσσερις Ευαγγελισταί.
Ας δούμε όμως πώς ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος μας το καταγράφει, σε μία απόδοση. «Εκείνον τον καιρό, ανεχώρησε ο Ιησούς από εκεί με πλοίο σε έναν έρημο τόπο, μόνος μαζί με τους δώδεκα μαθητάς Του. Όταν το πληροφορήθη το πλήθος του κόσμου, τον ηκολούθησαν πεζοπορώντες από διάφορες πόλεις. Τότε ο Ιησούς, εβγήκε από το έρημο καταφύγιό Του και είδε πολύ κόσμο. Τους λυπήθηκε και εθεράπευσε τους αρρώστους των. Όταν άρχισε να σουρουπώνει Τον πλησιάζουν οι μαθηταί και Του λέγουν: ’’Ο τόπος είναι ερημικός και η ώρα περασμένη. Απόλυσε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και να αγοράσουν κάτι για να φάνε’’. Ο Ιησούς όμως τους είπε: ‘’Δεν έχουν ανάγκη να πάνε πουθενά. Δώσατέ τους εσείς να φάνε’’. Κι εκείνοι Του απαντούν: ‘’Δεν έχομε μαζί μας παρά μόνον πέντε ψωμιά και δύο ψάρια’’. Και ο Ιησούς τους λέγει: ‘’Φέρτε τα μου εδώ’’. Και αφού έδωσε εντολή στον κόσμο να καθίσουν για φαγητό πάνω στο χορτάρι, επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε τα μάτια Του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητάς Του και εκείνοι στο πλήθος. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και εσήκωσαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Και αυτοί που έφαγαν, ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά».
Η όλη περικοπή, αγαπητοί, είναι σπουδαιοτάτη. Και είναι γεμάτη από θεολογικές θέσεις. Θα μείνομε, όμως, μόνο σε μία. Στο σημείο που λέγει: «Ἒδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις». Δηλαδή αφού ευλόγησε, έδωσε κομμένα ψωμιά, τους πέντε άρτους που είχαν, εις τους μαθητάς Του και οι μαθηταί με την σειρά τους εις τους όχλους. Σ’ αυτό το σημείο θα μείνομε.
Παρατηρούμε μία παράδοση της τροφής. Από τα χέρια του Χριστού στα χέρια των μαθητών. Και από τα χέρια των μαθητών στα χέρια του πλήθους. Δηλαδή μεσολαβούν μεταξύ του πλήθους και του Ιησού, μεσολαβούν οι μαθηταί. Εδώ βλέπει κανείς μίαν κατά κυριολεξίαν παράδοσιν. Παραδίδω, συ παραδίδεις παρακάτω. Μίαν παράδοσιν. Αυτό θα είναι το θέμα μας σήμερα και θα παρακαλέσω πολύ να το προσέξομε.
Αυτή η παράδοσις στο σκηνικό του χορτασμού των πεντακισχιλίων, ήταν μία μικρογραφία της όλης αποστολικής παραδόσεως, που θα εγίνετο και το θεμέλιον της Εκκλησίας. Λέμε στο Σύμβολον της Πίστεως: « … Πιστεύω εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Δηλαδή μίαν Εκκλησίαν που ιδρύθηκε στους δώδεκα Αποστόλους ή που έχει θεμέλιό της η Εκκλησία τους δώδεκα Αποστόλους. Η αποστολικότητα της Εκκλησίας είναι ένα από τα βασικά θεμέλια της Εκκλησίας. Και σημαίνει ότι στηρίζεται στην διδασκαλία των Αποστόλων που παρέλαβαν ζωντανά από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Κύριος δεν έγραψε, είναι γνωστό, τίποτα. Οι Απόστολοι έγραψαν. Εδίδαξε μόνον ο Κύριος και οι μαθηταί παρέλαβαν την διδασκαλία Του, την οποίαν και κατεχώρησαν, όπως είναι τα λεγόμενα τέσσερα υπομνήματα. Έτσι λέγονται. Δηλαδή τους τέσσερις Ευαγγελιστάς. Όπως είναι και οι επιστολές του Παύλου και των λοιπών επιστολών.
Οι μαθηταί κατοπινά διδάσκουν ό,τι εδιδάχθησαν. Με βάση αυτά που έγραψαν. Αυτή η παράδοση της Εκκλησίας, σας είπα, είναι θεμελιώδους σημασίας. Στην Παλαιά Διαθήκη διατυπούται ως εξής αυτή η παράδοσις. Και πολύ συχνά μάλιστα αναφέρεται αυτή η φράση που θα σας πω: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου καί ἐροῦσι σοι». Δηλαδή να ρωτήσεις τον πατέρα σου και θα σου πει. Να ρωτήσεις τους ηλικιωμένους και θα σου απαντήσουν.
Μάλιστα, για την εορτή του Πάσχα, φυσικά εκείνοι που πέρασαν από την Ερυθρά Θάλασσα, ήσαν οι μάρτυρες. Λέει, λοιπόν, γράφει εκεί ο Μωυσής: «Όταν σε ρωτήσει το παιδί σου». Γιατί γιόρταζαν κάθε χρόνο την εορτή του Πάσχα, λέει, την διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Μάλιστα από την εποχή του Χριστού, από την εποχή του Μωυσέως ως την εποχή του Χριστού, πέρασαν 1500 χρόνια. Λοιπόν λέγει: «Εάν σε ρωτήσει το παιδί σου· πατέρα, γιατί τρώμε πικρά χόρτα; Πατέρα, γιατί τρώμε άζυμο ψωμί; Εσύ θα εξηγήσεις». Συνεπώς πώς διετηρήθη αυτή η παράδοσις του Πάσχα της Ερυθράς Θαλάσσης; Από γενεά σε γενεά. Από πατέρα σε παιδί. Γι΄αυτό λέγει: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου καί ἐροῦσι σοι». «Και θα σου πουν οι πρεσβύτεροι».
Θα μπορούσε ο Θεός βέβαια να αποκαλύπτεται σε κάθε γενεά. Μια γενεά λογαριάζεται σε 30 χρόνια. Θα μπορούσε, δηλαδή, ο Θεός να αποκαλύπτεται κάθε τριάντα χρόνια. Και να μην υπάρχει αυτή η παράδοσις. Όμως ο Θεός θέλει να υπάρχει αυτή η παράδοσις. Αν ερωτήσετε, γιατί; Διότι στην Παράδοσιν διατηρείται ένα θεμελιωδέστατον στοιχείον· που λέγεται πίστις. Δηλαδή διατηρείται η πίστις. Θα πιστέψεις. Εμείς δεν βλέπομε στην ζωή μας τίποτα θαύματα ή όλα αυτά που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη κ.λπ. κ.λπ. Τίποτα. Αλλά τι κάνομε; Αφού μας παρεδόθησαν, τα πιστεύομε. Έτσι διατηρείται, επιπλέον, όπως σας είπα, αναδεικνύεται αυτό που λέγεται πίστις.
Εκείνο το «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου», να ρωτήσεις τον πατέρα σου, είναι το θεμέλιον –προσέξτε- της πατερικής παραδόσεως. Όχι της αποστολικής. Αλλά της πατερικής παραδόσεως. Γι΄αυτό και στην εορτή των οικουμενικών Συνόδων που έχομε κάποιες φορές μέσα στον χρόνο, χρησιμοποιείται ως ανάγνωσμα αποβραδίς στον Εσπερινό εκείνο που λέγει ό,τι αφορά σε αυτό: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου».
Βέβαια η αποστολική παράδοσις διαφέρει από την πατερική παράδοση. Πρέπει αυτά να τα διακρίνομε. Η αποστολική παράδοσις είναι οι Απόστολοι σαν αυτόπται και σαν αυτήκοοι· είδαν με τα μάτια τους, άκουσαν με τ’ αυτιά τους και τώρα παραδίδουν ό,τι είδαν και ό,τι άκουσαν. Αυτό λέγεται αποστολική παράδοσις.
Ο Κύριος είπε στους μαθητάς Του: «Καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». «Να σταθείτε», λέει, «μάρτυρές μου, στην Ιουδαία, στην Σαμάρεια, σε όλη την Γη». Όπου βγείτε, θα πείτε: «Εμείς Τον είδαμε, εμείς Τον ακούσαμε τον Ιησούν». Θα γράψει δε ακόμη κάτι περισσότερο ο απόστολος Πέτρος: «Φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του». Κι αν το θέλετε, η αιτία που εξελέγη ο δωδέκατος μαθητής, παρότι δεν κατέλαβε βέβαια ο Παύλος την θέση του δωδεκάτου μαθητού, απλώς είναι ο δέκατος τρίτος μαθητής, κι αυτός είναι αυτήκοος και αυτόπτης, θα σας το πω μετά, διότι έπρεπε… το λέει εκεί, εις το πρώτο κεφάλαιο των Πράξεων: «για να γίνει ένας με μας τους ένδεκα μάρτυρας της Αναστάσεως του Χριστού». «Εγώ τον είδα τον Ιησούν, τον αναστημένον Ιησούν». Βλέπετε λοιπόν ότι έχομε εδώ την αυτοψία, έχομε την αυτηκοΐα. Ο απόστολος Παύλος λέει κάπου, παρότι είναι μεταγενέστερος, είναι όμως ίσος με τους Αποστόλους. Τελείως ίσος. Το λέει ο ίδιος. Και έτσι είναι. Αν δεν ήτανε, τότε τα συγγράμματά του, οι επιστολές του, δεν θα ήσαν μέσα στην Αγία Γραφή. Και θα ήταν συγγράμματα δευτέρας σειράς. Και θα ήταν ο ίδιος απόστολος δευτέρας σειράς. Όχι αυτήκοος και αυτόπτης. Αλλά τι λέει; «Οὐχὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν ἑώρακα;». «Εγώ δεν είδα», λέει, «τον Κύριον Ιησούν;» Πού τον είδε; Προς Δαμασκόν που πήγαινε. Μέσα σε εκείνη τη φοβερή λάμψη. Και Τον είδε και Τον άκουσε. Είναι λοιπόν ίσος, ισότιμος με τους άλλους μαθητάς.
Και είναι η τελευταία παραγγελία που έδωσε ο Χριστός: «Πηγαίνετε, πείτε ό,τι ακούσατε και είδατε από μένα». «Καὶ ταῦτα εἰπὼν» –λέγει- «ἐπήρθη». Και αφού είπε αυτά, μας γράφει το Βιβλίο των Πράξεων, «ἐπήρθη», ανελήφθη. Ήταν η τελευταία παραγγελία. Εκείνο το «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες» περικλείει όλο το πνεύμα της αποστολικής παραδόσεως. Για να λέμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: «Πορευθέντες– που τους είπε ο Κύριος- μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Ώστε παράδοσις αποστολική σημαίνει η παράδοση- βλέπετε, επιμένω να το ξαναλέω, ε;- η παράδοση των Αποστόλων, ό,τι είδαν και άκουσαν από τον Κύριον.
Αντίθετα, η πατερική παράδοσις, η παράδοσις των Πατέρων, όχι των αποστόλων, όπως την σημειώνει η Παλαιά Διαθήκη, είναι η ερμηνεία σαν γράμμα και σαν ζωή του Ευαγγελίου από τους Πατέρες και τους αγίους. Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι Πατήρ και συνεπώς μας διατηρεί την πατερικήν παράδοσιν. Είναι 3-4 αιώνες μετά Χριστόν. Κ.ο.κ. Και οι άγιοι. Οι πατέρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας διατηρούν την λεγομένην πατερικήν παράδοσιν. Πώς την διατηρούν; Τι ακριβώς διατηρούν; Προσέξτε, την ορθήν ερμηνείαν του κειμένου του Ευαγγελίου. Την ορθήν ερμηνείαν· την οποίαν ορθήν ερμηνείαν διατηρούν όχι με το στόμα, αλλά και με την ζωή τους· διότι η ζωή τους είναι έκφρασις αυτής της ορθής ερμηνείας του γράμματος του Ευαγγελίου.
Έχομε λοιπόν δύο παραδόσεις. Την αποστολικήν και την πατερικήν. Φυσικά η πατερική είναι απολύτως απολύτως σύμφωνη, ταυτίζεται, ούτως ειπείν, με την αποστολικήν παράδοσιν. Η πατερική παράδοσις είναι γνησία ερμηνεία του παραδοθέντος αποστολικού υλικού. Η πατερική παράδοσις είναι σημαντική όσο και η αποστολική παράδοσις, όπως σας είπα. Και τούτο φαίνεται από το φαινόμενο του Προτεσταντισμού. Οι Προτεστάνται πέταξαν την πατερικήν παράδοσιν, είπαν «δεν έχει αξία και σημασία» κι έγιναν κάπου 400-500 κομμάτια! Κάθε παραφυάδα διατηρεί μια δική της παράδοση. Επειδή πέταξαν την παράδοση των Πατέρων και των Αγίων. Να το αποτέλεσμα. Είναι πολύ μεγάλης σημασίας, τεραστίας σημασίας.
Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βλέπει την Άνω Ιερουσαλήμ στο όραμά του εκεί στην Αποκάλυψη, να κατέρχεται, λέγει, από τον ουρανό, ήτο, λέγει, τετράγωνο το τείχος αυτής και άλλα πολλά, μεταξύ των άλλων που περιγράφει από τα χαρακτηριστικά της, λέει και τούτο: «Καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα», -είχε, λέει, δώδεκα θεμέλια το τείχος της– (σημειώσατε δε ότι η Άνω Ιερουσαλήμ είναι η Εκκλησία) καὶ ἐπ’ αὐτῶν δώδεκα -ποίων; Των δώδεκα θεμελίων- δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου». Σαφέστατα.
Αποστολική παράδοσις είναι ακόμη και κάτι άλλο, αγαπητοί μου. Είναι η παράδοσις –κι αυτό να το προσέξομε- αυτής καθ’ εαυτήν της Εκκλησίας. Δηλαδή; Δηλαδή όταν ο Κύριος ενεχειρίζετο τους άρτους στους μαθητάς Του, στο θαύμα των πεντακισχιλίων, που ακούσαμε σήμερα, ενεχείριζε το σώμα Του, που είναι η Εκκλησία. Διότι… προσέξτε, το όλο θαύμα του χορτασμού είναι μία σκιαγραφία, αλλά και μία πρώτη προσέγγισις και βίωσις του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Είναι φανερό, από την περιγραφή που μας κάνει ο Ιωάννης, ευθύς την επομένη, που αναζητούν τον Χριστόν οι Καπερναΐται, και τους λέει ο Χριστός: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με (:με ζητάτε), οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα (:όχι γιατί είδατε κάποιο θαύμα), ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε (:φάγατε ψωμί και χορτάσατε)». «Καλός είναι Αυτός». Να το πούμε έτσι; «Να τον κάνουμε και βασιλιά». Εκεί στην έρημο μάλιστα ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά, γι΄αυτό – ακούστε μία λεξούλα που μας την εξηγεί ο Ιωάννης σήμερα είπαμε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον- ο Χριστός, λέει, «ἠνάγκασε» τους μαθητάς να μπουν στο πλοίο. Το «αναγκάζω» θα πει με το ζόρι. Τους ζόρισε. «Μπείτε μες το καΐκι. Και πηγαίνετε απέναντι να με περιμένετε». Γιατί τους ηνάγκασε; Γιατί κυκλοφορούσε στην έρημο, που ‘φάγαν μόνον οι άνδρες 5000: «Να τον αρπάξομε και να τον κάνομε βασιλιά». Και συνεπώς και τους μαθητάς υπουργούς. Άρεσε στους μαθητάς. Άρεσε στους μαθητάς. Και τους έπιασε –ας μου επιτραπεί η έκφρασις- από το αυτί ο Χριστός, ηνάγκασε. «Μπείτε στο πλοίο, πηγαίνετε απέναντι». Κι ο Κύριος πέρασε πρωινή ώρα, περπατώντας πάνω στη θάλασσα. Εκείνο το γνωστό. Το γνωστό θαύμα.
Λοιπόν, είδατε; Είδατε; Όχι λοιπόν γιατί είδατε κάποιο σημείο αλλά γιατί φάγατε και χορτάσατε. Και λέει τώρα ο Χριστός: «Ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην(:μην εργάζεσθε το φαγητό εκείνο το οποίο… ξαναπεινάμε πάλι και ξανατρώμε), ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον(:αλλά το φαγητό εκείνο το οποίο θα σας κάνει αθανάτους)». Και συμπληρώνει: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς». Είδατε; «Εγώ», λέει, «είμαι ο άρτος της ζωής». Όχι μεταφορικά. «καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω (:και το ψωμί που εγώ θα δώσω), ἡ σάρξ μού ἐστιν». «Είναι η σάρκα μου». Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Μάλιστα οι Καπερναΐται που ήρθαν να του τα πουν αυτά όλα, αηδίασαν! Δοξάζομε τον Θεό, που το Πνεύμα το Άγιον επέτρεψε να καταχωρηθεί αυτή η αηδία τους, η αηδία τους. Ξέρετε γιατί; «Μπα», λέει, «θα μας δώσει να φάμε την σάρκα Του, το σώμα Του! Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; (:Ποιος αντέχει να ακούει τέτοια λόγια;)». Και τον άφησαν κι έφυγαν. Ο Χριστός επιμένει. «Εάν δεν φάτε την Σάρκα μου και δεν πιείτε το Αίμα μου, δεν έχετε ζωήν αιώνιον». Έφθασε να πει στους μαθητάς Του: «Αν σκανδαλιστήκατε, πηγαίνετε κι εσείς μαζί με τους Καπερναΐτες. Εγώ επιμένω σε εκείνο το οποίο σας λέγω». Δηλαδή ήτανε μία εικόνα, ένα σκιαγράφημα το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων, του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Και όταν έδωσε ο Χριστός τα κομμάτια τα ψωμιά, αργότερα θα τους δώσει την σάρκα Του. Δηλαδή, τι θα πει αυτό; Θα τους δώσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Προσέξτε, ακόμη τις ευχαριστιακές λέξεις στο θαύμα του χορτασμού. Που διατηρείται αυτό πώς; Ξέρετε; Με την ιερωσύνη. Ακούστε τι λένε οι ευχαριστιακές λέξεις: «Λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν καὶ κλάσας (:έκοψε κομμάτια) ἔδωκεν τοῖς μαθηταῖς Αὐτοῦ». Ακούστε τι μας λέει τώρα ο Ματθαίος· στην Θεία Ευχαριστία, στο μυστήριον: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου». Αὐταῖς λέξεσι, με τις ίδιες λέξεις. Σας κάνει εντύπωση αυτό;
Ώστε παράδοσις αποστολική δεν είναι μόνον ό,τι είδαν και άκουσαν οι μαθηταί, αλλά και η παραλαβή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αν θέλετε, κι άλλοι μπορούσαν να διατηρήσουν ό,τι είδαν και άκουσαν από τον Ιησούν. Αλλά δεν παρέλαβον την Εκκλησίαν. Η παραλαβή του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είναι ταυτόσημη με την παραλαβή της ιερωσύνης! Και συνεπώς ταυτόσημη με την Εκκλησία. Μέγα θέμα!
Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει διαδοχή ιερωσύνης. Οι Προτεστάνται δεν έχουν Εκκλησία. Είναι απλώς –προσέξτε- θρησκευτικές κοινότητες. Η Εκκλησία είναι Μία. Γιατί δεν έχουν; Γιατί κατήργησαν, πέταξαν το μυστήριον της ιερωσύνης. Γι΄αυτό και όταν τελούν την Θεία Ευχαριστία, ξέρετε πώς την τελούν; Χμ, πώς την τελούν! Πιστεύουν πως είναι μία ανάμνησις και ότι είναι μία υπενθύμησις και ένα σύμβολον. Αφού θα κοινωνήσουν οι πιστοί, ό,τι περισσέψει, το χύνουν στον νεροχύτη! Και καλά κάνουν που το χύνουν στον νεροχύτη, γιατί δεν είναι ούτε σώμα, ούτε αίμα Χριστού. Το ακούτε παρακαλώ; Για να μην παρασυρθούμε καμιά φορά από κάτι Προτεστάντες, Ευαγγελικούς, Πεντηκοστιανούς κλπ. κλπ. Συνεπώς Εκκλησία υπάρχει όπου υπάρχει διαδοχή ιερωσύνης. Ιερωσύνη, μυστήριον Θείας Ευχαριστίας και Εκκλησία είναι ταυτόσημα. Αυτά τα τρία. Γι΄αυτό και το μυστήριον της ιερωσύνης τελείται κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, κατά την διάρκεια του μυστήριου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτά τα τρία διατηρούν την όντως παράδοση, που σώζει, αναγεννά, εισάγει εις την Βασιλείαν του Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους· προσέξτε: «Ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου». «Διότι εγώ παρέλαβα από τον Κύριον», δηλαδή απευθείας. Είναι εκείνο που είπε ο Χριστός εις τον μαθητήν Ανανία. «Εσύ», λέει, «μόνον θα βαφτίσεις τον Παύλον· δεν θα του κάνεις κήρυγμα. Δεν θα του κάνεις κατήχηση. Αυτό είναι δικό μου έργον», λέει ο Χριστός. Βλέπετε; Να κι ένα άλλο σημείο που ο Χριστός διδάσκει απευθείας τον Παύλον. Πώς; Μην ξεχνάτε ότι ο Παύλος απεσύρθη τρία χρόνια εις την έρημον της Αραβίας. Κι εκεί είχε αποκαλύψεις. Και μετά ήλθε έξω εις τον κόσμον. Λοιπόν γράφει: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου -απευθείας εννοείται-, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν (:Eκείνο που και σας παρέδωσα) –να η παράδοσις- ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον». Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Δηλαδή, «μου παρέδωσε την Εκκλησίαν. Κι εγώ σας την παραδίδω». Δηλαδή παράδοσις είναι εδώ επιπλέον και το σημαντικότατον, το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Αγαπητοί, γιατί τα είπαμε αυτά όλα; Όχι βέβαια για να σας κουράσομε. Γιατί αποτελούν το θεμέλιον της σωτηρίας μας. Γράφει πάλι ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους: Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον (:Σας κάνω γνωστό το ευαγγέλιον – δηλαδή ό,τι είπε ο Χριστός και έπραξε. Αυτό είναι το Ευαγγέλιον) ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν(:που εγώ σας το μετέδωσα), ὃ καὶ παρελάβετε(:το οποίον και παραλάβατε), ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε(:επί του οποίου και στηρίζεστε), δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε(:και με το οποίο σώζεστε)». Είδατε; «Σας παρέδωσα, σεις παραλάβατε, δεχθήκατε δια της πίστεως το περιεχόμενον του Ευαγγελίου, το εφαρμόσατε και τώρα σωθήκατε».
Ώστε πράγματι η παράδοσις είναι το θεμέλιον της σωτηρίας μας. Είναι μία παράδοσις ζώσα. Αν θέλετε, Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός είναι η Παράδοσις. Γιατί παραδίδεται από γενεά σε γενεά. Με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Όταν ο Κύριος παρέδιδε τον άρτον και τα ψάρια, εκεί, στο θαύμα των πεντακισχιλίων, στα χέρια των μαθητών Του παρέδιδε, τον Εαυτόν Του παρέδιδε, γιατί Αυτός είναι ο Αληθινός Άρτος, που θα το έλεγε την επομένη, που ήταν οι Καπερναΐται μαζί Του, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, και ήταν ακόμη και ο μυστικός Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Διότι η ακροστιχίδα της ελληνικής λέξεως -κι αυτό προς τιμήν της ελληνικής γλώσσης- Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Θα πει: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ(Ι.Χ.Θ.Υ.Σ).
Το Πνεύμα το Άγιον δια γραφίδος Αποστόλου Παύλου μας παραγγέλλει: «Ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν». Είτε με την επιστολή μας. «Στήκετε καὶ κρατεῖτε». Σημαίνει να ζείτε και να βιώνετε. Τι; «Τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε». Όποιος δέχεται την αποστολική και πατερική παράδοση, παίρνει στα χέρια του τον Αληθινόν Άρτον και τον Μυστικόν Ι.Χ.Θ.Υ.Ν. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_768.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 1-8-1993]
[Β284]
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας με την προβολή του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων, όπως μας διηγείται ο ευαγγελιστής Ματθαίος, θέλει να μας διδάξει πολλά. Ο Κύριος, όταν επετέλει ένα θαύμα, πάντοτε με αυτό ήθελε να διδάξει. Έτσι το θαύμα γίνεται διδασκαλία αλλά και η διδασκαλία φανερώνεται σαν ένα θαύμα.
Φυσικά, όταν ο Κύριος επιτελεί ένα θαύμα, το πρώτο επίπεδο είναι να υπηρετηθεί ένας άμεσος σκοπός. Όπως επί παραδείγματι, ο τυφλός να δει το φως του, ο άρρωστος να θεραπευθεί, ο παράλυτος να ανορθωθεί. Έτσι και εις το σημερινό θαύμα, ο Κύριος δεν ήθελε να αφήσει αυτό το πλήθος των ανθρώπων – μόνον οι άνδρες πέντε χιλιάδες- δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν πεινασμένοι και να αποκάμνουν, να ταλαιπωρηθούν. Γράφει: «Καί ἀπολῦσαι αὐτούς νήστεις οὐ θέλω (:Και να τους απολύσω νηστικούς και να φύγουν – λέγει ο Κύριος- δεν θέλω) μήπωτε ἐκλυθῶσι ἐν τῇ ὁδῷ(:μήπως στον δρόμο αποκάμνουν από την ταλαιπωρία, την κούραση, την πείνα)»· γιατί ειπώθηκε: «Πώς θα τους ταΐσουμε; Έχουμε», λέγει, μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. Πώς θα τους ταΐσουμε;». «Δεν θέλω να αποκάμνουν εις τον δρόμον».
Ώστε τι βλέπομε εδώ; Βλέπομε ότι στο πρώτο επίπεδο, ένα θαύμα εξυπηρετεί μια αμεσότατη ανάγκη. Αλλά, όπως είπαμε, πάντοτε ένα θαύμα, είναι μία διδασκαλία. Ή ακόμη ανοίγει τον δρόμο για μία διδασκαλία. Και πράγματι, πολλοί από τους Καπερναΐτας, επειδή εχόρτασαν εκείνη την ημέρα ψωμί και ψάρια στην έρημο, δωρεάν, τώρα Τον αναζητούν. Και μάλιστα ήθελαν να τον κάνουν και βασιλέα. Κάπου εκεί περίπου αναγνωρίζουν τη μεσσιανικότητά Του, μόνο γιατί έφαγαν. Μόνο γιατί έφαγαν. Και τότε, όταν ηύραν τον Κύριον και του λέγουν «Εδώ είσαι, Κύριε;» κι ο Κύριος τους λέγει: «Με αναζητάτε όχι γιατί άλλο γιατί χορτάσατε ψωμί. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα(:όχι γιατί είδατε θαύματα – διότι όλη την ημέρα ο Κύριος και δίδασκε και θαύματα έκανε, εθεράπευε όλες τις αρρώστιές τους), ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε(:αλλά γιατί φάγατε, λέγει, από τα ψωμιά και χορτάσατε· γι’αυτό με γυρεύετε)· ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει». «Να εργάζεσθε», λέγει, «για να κερδίσετε όχι το φαγητό που χάνεται. Κι εσείς θα χαθείτε. Αλλά το φαγητό εκείνο, την βρώσιν εκείνην που μένει εις αιώνιον ζωήν, την οποίαν θα σας δώσει ο Υιός του ανθρώπου».
Ολοφάνερα, αγαπητοί, βλέπομε ότι το θαύμα εκείνο του χορτασμού των πεντακισχιλίων, ανοίγει τον δρόμο για τη διδασκαλία περί του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ολοφάνερα. Έχομε λοιπόν μία αναγωγή από τον φυσικόν χορτασμόν του λαού, στον χορτασμό από το σώμα και το Αίμα του Χριστού. Να τι είπε ο Κύριος: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». «Τι είπατε; Θέλετε ψωμί, ε; Σας είπα ότι χορτάσατε με ψωμί. Έκανα το θαύμα και χορτάσατε. Ε, τούτο σας λέγω: Εγώ είμαι το ψωμί το ζωντανό». Είδατε αναγωγή; «Που κατέβηκα από τον ουρανόν». «Ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα(:Και όποιος φάγει από αυτό το ψωμί, θα ζήσει αιωνίως). Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω(:Το ψωμί αυτό που εγώ θα δώσω) ἡ σάρξ μού ἐστιν (:είναι η σάρκα μου). Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις». «Είναι η Σάρκα μου, λοιπόν, που θα σας θρέψει. Αυτό είναι το ψωμί -και το Αίμα μου. Σας βεβαιώνω αλήθεια ότι η Σάρκα μου είναι πραγματικά κάτι που τρώγεται και το Αίμα μου πραγματικά είναι κάτι που πίνεται».
Ώστε ο Κύριος προετοίμασε την διδασκαλία Του δια το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, με εκείνο το θαύμα, του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Κατά σοφόν τρόπον. Πραγματικά βλέπομε να αναβαθμίζεται η υπόθεσις, για να οδηγηθεί εις την διδασκαλίαν του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό δε δεν ήταν μία προετοιμασία-εικόνα, αλλά μία προετοιμασία – βίωμα. Ο λαός έζησε και οι μαθηταί Του έζησαν, ότι έφαγαν ψωμί απ’ τα χέρια του Κυρίου με καταπληκτικόν τρόπον. Αυτό δεν ήταν λοιπόν μία εικόνα, αλλά ένα βίωμα. Το έζησαν. Ήταν το πρώτο βίωμα. Τόσο για τον λαό, όσο και δια τους μαθητάς.
Το δεύτερο βίωμα είναι όταν πλέον ο Κύριος, χωρίς εικόνες, χωρίς προτυπώσεις, θα επιτελέσει το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας κατά τον Μυστικόν Δείπνον. Θα πει: «Καὶ λαβὼν ἄρτον –λέγει εκεί- εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων –επήρε το ψωμί, έκανε προσευχή, το κομμάτιασε(κλάω-ῶ) όχι με μαχαίρι, με τα χέρια Του, όχι κόπτω (κλάω- ῶ) και τους το έδωσε και τους είπε:- Τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου -Αυτό είναι το Σώμα μου-. Ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων: Τοῦτο τό ποτήριον, ἡ Καινή Διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τό ὑπέρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον –Αυτό είναι το Αίμα μου». Το δεύτερο βίωμα βλέπομε να ολοκληρούται λοιπόν κατά τον Μυστικόν Δείπνον.
Έχομε και μία τρίτη βίωση του μυστηρίου. Θα είναι όταν πλέον οι μαθηταί μετά την Ανάληψη του Κυρίου, θα είναι μόνοι και θα τελούν μέσα στην Εκκλησία το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Διότι αυτό το μυστήριο είναι εκείνο, είπα μέσα στην Εκκλησία, διότι αυτό είναι το μυστήριον το οποίον συνιστά την Εκκλησίαν. Διότι τι είναι η Εκκλησία; Το Σώμα του Χριστού. Τι είναι η Θεία Κοινωνία; Το Σώμα του Χριστού.
Είναι γνωστό ότι μετά την Ανάσταση, πάλι κοντά στην ίδια λίμνη – γιατί αυτά έγιναν εκεί κοντά στη λίμνη- όταν ο Κύριος είπε εις τους μαθητάς Του «Δεῦτε ἀναπαύσεσθε ὀλίγον», «πάμε σε έναν ήσυχο τόπο να ξεκουραστείτε», είπε στους μαθητάς και επεσυνέβη ο όχλος, είδαν πού, πώς, ψάξαν, τους βρήκαν κι έγινε ό,τι έγινε· πάλι στην ίδια λίμνη· εκεί, επτά μαθηταί του Κυρίου, επήγαν να ψαρέψουν. Μετά την Ανάστασιν, προ της Αναλήψεως. Εκεί διημείφθη ένας διάλογος ανάμεσα στον Κύριο και τους επτά μαθητάς· που ήσαν, έφθασαν πια με το πλοιάριό τους, κουβαλώντας το δίχτυ μετά ψάρια, γνωρίζετε βέβαια την ιστορία, και όταν βγήκαν στην παραλία, στην ακρολιμνιά, είδαν «ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον». Ενώ τους είπε: «Παιδία, ἔχετε τι προσφάγιον;». «Έχετε τίποτα να φάει κανείς; Να προγευματίσει;». Κι εκείνοι είπαν βαριεστημένοι, γιατί δεν είχαν, – δεν Τον εγνώρισαν- γιατί δεν είχαν πιάσει ούτε ένα ψάρι, ένα μονολεκτικόν «Οὐ». Όχι. Τώρα βγαίνουν και βλέπουν μία ανθρακιά, κάρβουνα αναμμένα, επάνω ένα ψάρι να ψήνεται και δίπλα ψωμί. Εκπληκτικόν! Αλλά το πιο εκπληκτικόν είναι ότι «οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν». Περίεργο… Κανείς δεν τολμούσε να του πει: «Ποιος είσαι;». Γιατί εγνώριζαν ότι είναι ο Κύριος. Δεν Τον εγνώρισαν; Άλλαξε μορφή; Βεβαίως άλλαζε μορφή, διότι δεν θα ήταν πια ο ιστορικός Ιησούς, αλλά ο Ιησούς που θα ήταν μέσ’ το μυστήριον· δηλαδή ο Ιησούς της πίστεως. Ο Ιησούς της πίστεως. Τον είδαν ιστορικά. Τον άγγιξαν, Τον έπιασαν, έφαγαν μαζί Του, Τον είδαν, Τον ξαναείδαν, έζησαν τρία χρόνια μαζί Του. Πια δεν θα είναι μαζί τους. Και θα ήταν ο Ιησούς της πίστεως κι όχι των αισθήσεων. Έτσι λοιπόν τους προπαιδεύει και εις το σημείον αυτό. Συνεπώς οι μαθηταί ζουν στην ατμόσφαιρα ενός μυστηρίου, για το οποίον είναι βεβαιότατοι ότι είναι ο Ιησούς. Και ταυτόχρονα ότι ο Ιησούς ανήκει σε έναν άλλον χώρον. Στον χώρο του ουρανού. Τι ήταν δίπλα; Επιτρέψατέ μου να το πω. Το σήμα κατατεθέν -επιτρέψατέ μου, σας είπα, ως έκφραση. Το σήμα κατατεθέν του Ιησού. Είναι Εκείνος και πλάι Του είναι το ψάρι και το ψωμί. Το ψάρι και το ψωμί. Άρτος και ιχθύς. Το σήμα κατατεθέν του Ιησού. Ούτως ειπείν: «Εκεί θα με βρείτε». Είναι ο μυστικός ΙΧΘΥΣ. Ιχθύς θα πει ψάρι. Ο μυστικός Ιχθύς ἐν τῷ ἄρτῳ.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά την ευλογία των πέντε άρτων που έκανε ο Κύριος στον χορτασμό, σε εκείνο το θαύμα, και των ιχθύων δίνοντας ο Κύριος τα κλάσματα, τα κομμάτια των άρτων στους μαθητάς Του για να τα μοιράσουν, δεν γίνεται λόγος για την επίδοση ψαριών. Ότι τους έδωσε τα ψωμιά, τα κομμάτια. Δεν λέει «και τα ψάρια». Τα οποία βεβαίως και ευλόγησε, βεβαίως και ο λαός έφαγε, βεβαίως έφθασαν και εχόρτασαν. Γιατί; Πώς το λέγει; «Καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους -Δεν λέει «τούς ἰχθῦς»-, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις». Οι δε μαθηταί εις τους όχλους. Σκοπίμως εδώ αποσιωπάται ότι έδωσε και τους ιχθύς, τα ψάρια. Διότι ο ΙΧΘΥΣ -με κεφαλαία γράμματα- μένει κεκρυμμένος, μένει κρυμμένος. Είναι ο μυστικός άρτος του Ιχθύος. Δηλαδή το Σώμα του Χριστού. Είναι ο ΙΧΘΥΣ ἐν τῷ ἄρτῳ. Είναι ο Χριστός εις τον άρτον. Το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Η αρχαία Εκκλησία θα κατανοήσει βαθύτατα όλα αυτά, όπως τα κατενόησαν και τα εβίωσαν οι μαθηταί του Χριστού. Ώστε πλέον η λέξις ΙΧΘΥΣ να γίνει σύμβολον σε ό,τι αναφέρεται εις τον Ιησούν Χριστόν και εις το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Είπα «το σήμα κατατεθέν» που το έβαλε δίπλα, δηλαδή «Αμφιβάλλετε για μένα ότι είμαι ή δεν είμαι;» εκεί παρά την λίμνην Γενησαρέτ. Να ο άρτος και ο ιχθύς. «Θέλετε να με δείτε; Εγώ ταυτίζομαι με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας». Προσέξτε: ταυτίζομαι. Έχει σημασία. Θα το δούμε λίγο πιο κάτω.
Έτσι, η λέξις ΙΧΘΥΣ, στην ελληνική γλώσσα βεβαίως, αποτελείται, από των αρχαιοτάτων χρόνων, δηλαδή από τους αρχαίους μαθητάς, τους Χριστιανούς, είναι ελληνική λέξις, ΙΧΘΥΣ, αυτή η λέξις ακροστιχείται…- ξέρετε τι θα πει ακροστιχίδα, παίρνω το πρώτο γράμμα μίας λέξεως ή μιας προτάσεως, παίρνω το δεύτερο γράμμα της δευτέρας προτάσεως, βάζω τα γράμματα κάθετα και από εκεί βγάζω τώρα μία άλλη λέξη ή άλλες λέξεις ή ολόκληρη πρόταση. Αυτό λέγεται ακροστιχίς. Έτσι η λέξις ΙΧΘΥΣ ακροστιχείται: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. ΙΧΘΥΣ. Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που είναι Σωτήρας. Έτσι το σύμβολον του ψαριού, του ιχθύος, θα το δούμε, αγαπητοί μου, σε πολλά πρωτοχριστιανικά έργα. Σε τάφους, σε οτιδήποτε, θα δούμε αυτό το σύμβολον. ΙΧΘΥΣ.
Κάποτε βρέθηκε, προ ετών μία επιτάφια πλάκα εις το Οτούν, βορείως της Λυών της Γαλλίας· που ανάγεται εις τα τέλη του 3ου αιώνος η πλάκα αυτή η επιτάφια. Είναι γραμμένη Ελληνικά, σε αρχαίον ύφος και σε δακτυλικό εξάμετρο. Κάποιος, του οποίου οι γονείς και τ’ αδέλφια είχαν πεθάνει, άγνωστον γιατί, ετάφησαν εις τον αυτόν τάφον και έβαλαν από πάνω αυτήν την πλάκα, την επιτάφια πλάκα, η οποία έγραφε:
«Ἰχθύος οὐρανίου ἅγιον γένος, ἤτορι σεμνῷ
Χρῆσαι λαβῶν ζωήν ἄμβροτον ἐν βροταίοις
Θεσπεσίων ὑδάτων, τήν σήν φίλε θάλπε ὦ ψυχή,
Ὕδασιν ἀενάοις πλουτοδότου σοφίοις
Σωτῆρος δ’ ἁγίων μελιιδέαν λάμβανε βρῶσιν
ἒσθιε πεινάων ἰχθύν ἔχων παλάμαις».
Ο κάθε στίχος είναι ακροστοιχισμένος και λέει: ΙΧΘΥΣ. Πλην του τελευταίου. Γιατί ακολουθούν και κάποιοι άλλοι στίχοι. Λέει και τα ονόματα των κεκοιμημένων και το όνομα εκείνου ο οποίος συνέθεσε αυτό το επιτύμβιο επίγραμμα, αλλά δεν τα λέγω όλα αυτά. Να σας το μεταφράσω:
«Ω αγία γενεά, δηλαδή εσείς που βρίσκεστε κάτω από την επιτάφια πλάκα, ω αγία γενεά του ουρανίου Ιχθύος· γέμισε από σεμνή ευφροσύνη τα στήθη σου τώρα συ, ω αγία γενεά, από χαρά. Αν και είσαι μεταξύ των θνητών, έχετε πεθάνει. Εδέχθης συ, ω γενεά, εδέχθης από τα θεσπέσια νερά –δηλαδή τα νερά του αγίου Βαπτίσματος- την αθάνατη ζωή. Θάλπε, αγαπητέ, την ψυχήν σου εις τα αέναα ύδατα της πλουτοδότου σοφίας. Λάμβανε την μελισταγή βρώσιν του Σωτήρος των αγίων. -Μελισταγής… είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που στάζει μέλι-. Τρώγε με όρεξη τον ιχθύν – το ψάρι, τον Ιησούν Χριστόν– που τον κρατάς στις παλάμες σου –Γιατί οι αρχαίοι κοινωνούσαν όπως σήμερα εμείς οι ιερείς, παίρνοντας το Σώμα του Χριστού εδώ στην δεξιά μας παλάμη-. Ναι, χόρταινε μέσα σε αυτόν τον ιχθύν, να χορταίνεις μέσα σε αυτόν τον ιχθύν». Και ακολουθούν και μερικά άλλα. Και ολοκληρούται αυτή η επιτύμβιος επιγραφή. Βλέπετε τον ιχθύν. Πώς κατενόησε η αρχαία Εκκλησία τον ιχθύν· που ο Κύριος προετοίμασε προοδευτικά.
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, αγαπητοί, ήρθε σαν ουράνιος άρτος. Ήρθε εις τον κόσμον, ώστε με το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας να ενωθεί με τους ανθρώπους. Προσέξτε την αγάπη Του και προσέξτε την σοφία Του. Δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, δυνάμει της Ενανθρωπήσεως, να ενωθεί με τους ανθρώπους. Και να τους δώσει την αιώνια ζωή. Θα πει ο Κύριος: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις(:Είναι πράγματι κάτι που τρώγεται η σάρκα μου), καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις(:πράγματι κάτι που πίνεται)». Υπαινίσσεται τον μυστικόν άρτον και τον μυστικόν οίνον. Τρόμαξαν δε τότε που τον άκουγαν οι Καπερναΐται και είπαν: «Πωω… Τι; Να φάμε τη σάρκα Του; Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; Σκληρός ο λόγος. Τι πράγματα είναι αυτά;». Δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα», λέγει ο Κύριος, «καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ». «Αυτός που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα σε μένα κι Εγώ μέσα σ’ αυτόν». Μία αλληλοπεριχώρησις. Μια καταπληκτική, απερινόητη, πάνω απ’ το μυαλό του ανθρώπου αλληλοπεριχώρησις.
Αγαπητοί, ο Κύριος, όπως είδαμε, προοδευτικά εργάστηκε την ένωσή μας μαζί Του, αφότου ενηνθρώπησε -γιατί δυνάμει της Ενανθρωπήσεως γίνονται όλα αυτά- κάνοντας αρχή με το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων. Τότε από τους πολλούς βεβαίως δεν κατενοήθη. Και όχι μόνον δεν κατενοήθη, αλλά και παρενοήθη. Πλην των μαθητών. Έφθασε ο Κύριος να πει: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;». Γιατί λέει έφυγαν. «Σκληρός ἐστίν ὁ λόγος οὗτος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». Γύρισαν την πλάτη τους κι έφυγαν. Και λέγει στους δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;». Και είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Τι λες, Κύριε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου, ρήματα ζωής αιωνίου. Πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ποιον θα ακολουθήσομε;».
Οι άλλοι γιατί έφυγαν; Γιατί είχαν μία παχυλή, υλιστική σκέψη και ζωή. Δεν κατενόησαν. Παρενόησαν. Και σήμερα, σήμερα, πάμπολλοι, πάμπολλοι Χριστιανοί μας δεν κατανοούν, αγαπητοί μου, αυτό το αγιότατον μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας. Δεν κατανοούν ότι αυτό τούτο είναι το σώμα Του και αυτό τούτο είναι το αίμα Του. Νομίζουν ότι είναι ένα σύμβολον, ότι εικονίζει, ένας εικονισμός. Και όχι ότι αυτό τούτο, δηλαδή αυτό το ίδιο είναι το Σώμα Του και αυτό το ίδιο είναι το Αίμα Του, ἐν μυστηρίῳ. Δεν έχει σημασία ότι δεν γίνεται αντιληπτό στις αισθήσεις. Διότι αν εγίνετο αντιληπτό –Αλήθεια, να σας ερωτούσα, τι θα μ’ απαντούσατε;– θα κατηργείτο η πίστις. Αλλά η πίστις δεν πρέπει να καταργηθεί. Γι’αυτό δεν είναι αισθητό στις αισθήσεις μας. Το λέγει σαφώς ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.
Γι’αυτό λοιπόν επειδή είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού πραγ-μα-τι-κά, δεν συμβολίζει, πραγματικά, γι΄αυτό, την τελευταία στιγμή που πηγαίνουμε να κοινωνήσουμε, υπάρχει μία ευχή που λέγει να ενισχυθεί η πίστις μας και λέμε: «Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου». «Πιστεύω ότι Αυτό είναι». Γι’αυτό πρέπει, όταν έρχεται ο ιερεύς με το άγιο ποτήριο και λέγει: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», πρέπει με φόβο Θεού αλλά και με πίστη. Τι πίστη; Ότι αυτό πού θα πάρω είναι το Σώμα και το Αίμα Του Χριστού.
Έτσι, το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας είναι σκοπός της πνευματικής μας ζωής. Το Βάπτισμά μας είναι το μέσον, είναι η πύλη της πνευματικής ζωής. Η πύλη. Η Θεία Ευχαριστία είναι ο σκοπός και το τέρμα της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό πρέπει συχνά να κοινωνούμε. Και για να κοινωνούμε πρέπει να είμεθα προσεκτικοί στη ζωή μας. Να τηρούμε τον λόγο του Θεού, ό,τι είπε, το Ευαγγέλιον. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός. Και να Τον αγαπούμε. «Εκείνος που με αγαπά» λέγει, «τηρεί τον λόγον μου, εφαρμόζει τον λόγον μου». Έτσι το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας είναι το μυστήριον της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο, αλλά και το μυστήριον της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος ανταποκρίνεται εις την αγάπην του Θεού. Και η Θεία Λειτουργία, που το πλαισιώνει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ό,τι αγιότερον, είναι ό,τι υψηλότερον που μπορεί να υπάρχει στη ζωή και στην ιστορία του κόσμου τούτου.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_573.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)
Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος, εἶναι ἀπαραίτητα. Δὲν κάνει τίποτα ἄσκοπο, τίποτα ὑπερβολικό, τίποτα ποὺ νὰ μὴ χρειάζεται. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι περιφέρονται τόσο ἄσκοπα καὶ κάνουν τόσο ἀδιάφορα πράγματα; Ἐπειδὴ δὲν εἶναι βέβαιοι γιά το σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἐπίγειου ταξιδιοῦ τους. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι ὑπερφορτώνονται μὲ ἄσκοπες ὑποχρεώσεις, προβαίνουν σὲ ὑπερβολικὲς ἐνέργειες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μποροῦν νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα κάτω ἀπὸ τέτοιο βάρος ὑποχρεώσεων; Ἐπειδὴ δὲ γνωρίζουν τὸ ἕνα πρᾶγμα, «οὖ ἔστι χρεία».
Γιὰ νὰ βοηθήσει ὁ Κύριος τὸν ἄνθρωπο νὰ μαζέψει τὸ διασκορπισμένο νοῦ του, νὰ θεραπεύσει τὴ διχασμένη καρδιά του καὶ νὰ συγκροτήσει τὴν ἀνεξέλεγκτη δύναμή του, ἀποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ στόχο ποῦ εἶναι ἀπαραίτητος: τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄσκοπη εἶναι ἀλήθεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνίζεται νὰ ἐπιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο ἀναίσθητη εἶναι ἡ διχασμένη καρδιά! Πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ θέληση, ὅταν ἡ δύναμή της κατακερματίζεται!
Ἑνὸς ἐστι χρεία. Μόνο ἕνα πρᾶγμα μας χρειάζεται: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θαυματουργὸς Χριστὸς προσπάθησε νὰ στρέψει τὰ μάτια καὶ τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὸς αὐτὸν τὸν προορισμό. Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι, ἔχει ἕνα μόνο στόχο: το Θεό. Ἕνα αἴσθημα: τὴν ἀγάπη. Μιὰ νοσταλγία: νὰ πλησιάσει το Θεό. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει γίνει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγκεντρώνει τίς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου γιὰ νὰ δημιουργήσει φωτιά.
Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζη περὶ πολλὰ ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία» (Λουκ. ἰ’ 41,42), ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνας ἔλεγχος, μιὰ προειδοποίηση στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔχουμε πραγματικὴ ἀνάγκη, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. στ’ 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε ὁ Κύριος, εἶχε στὸ νοῦ του τὸ στόχο αὐτό. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ φλόγα ποὺ φωτίζει τοὺς ταξιδιῶτες ἐκείνους ποὺ περιφέρονται γύρω ἀπὸ τίς χαράδρες καὶ τοὺς ἄνεμοστρόβιλους τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος, εἶναι ἀπαραίτητα. Τὰ πάντα γίνονται μ’ αὐτὸν τὸν ὕψιστο, τὸ μοναδικὸ στόχο. Ὅλα εἶναι ἀπαραίτητα, τόσο τὰ λόγια ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κάνει. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀργός λόγος, οὔτε ἕνα ἀχρείαστο ἔργο. Καὶ πόσο καρποφόρα ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑκατομμύρια φορὲς ἔχει καρποφορήσει κάθε λόγος καὶ κάθε Τοῦ πράξη, ὡς τίς μέρες μας! Πόσο γλυκός, εὐωδιαστὸς καὶ ζωογόνος εἶναι ὁ καρπὸς αὐτός!
Γιατί ὁ Κύριος δὲ μετέτρεψε τίς πέτρες σὲ ψωμιὰ ὅταν του τὸ ζήτησε ὁ σατανᾶς; Σὲ δυὸ μεταγενέστερες περιπτώσεις, ὅταν γύρω του ὑπῆρχε ἕνα πεινασμένο πλῆθος, πολλαπλασίασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μιὰ τεράστια ποσότητα, ὥστε μετὰ τὴ διατροφὴ τοῦ πλήθους, περίσσεψε περισσότερο ψωμὶ ἀπ’ ὅσο ἦταν ἀρχικά. Τὸ πρῶτο θαῦμα ὅμως (ἡ μετατροπὴ τῶν λίθων σὲ ψωμί), ἦταν κάτι ἀδόκιμο, ἀνάρμοστο, ἄτοπο. Τὸ δεύτερο θαῦμα (ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἄρτων) ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε «σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» στοὺς Φαρισαίους, ὅταν του τὸ ζήτησαν; Δὲν ἔδωσε τέτοια σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ ἀμέτρητες περιπτώσεις, ὅπως σὲ θαύματα-θεραπεῖες ἀρρώστων, λεπρῶν, δαιμονισμένων, δὲν ἀνέστησε νεκρούς; Κάθε σημεῖο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στοὺς φθονεροὺς Φαρισαίους ὅμως θὰ ἦταν ἀνάρμοστο, ἀκατάλληλο καὶ ὑπερβολικό, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις θὰ ἦταν κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
Γιατί ὁ Κύριος δὲ μετακίνησε ὄρη ἀπὸ ἕνα σημεῖο σὲ ἄλλο ἢ δὲν τὰ ἔριξε στὴ θάλασσα; Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει κι αὐτό, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ ἔκανε; Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ διατάξει τὴν τρικυμισμένη θάλασσα καὶ νὰ γαληνέψει, τοὺς ἀνέμους καὶ νὰ ἠρεμήσουν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ μετακινήσει ὄρη καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴ θάλασσα. Ποιό σκοπό ὅμως θὰ εἶχε ὑπηρετήσει ἔτσι; Κανέναν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος δὲν ἔκανε τέτοιο θαῦμα. Ὑπῆρχε ὅμως μεγάλη ἀνάγκη νὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα καὶ νὰ ἠρεμήσει καὶ ἄνεμος, γιατί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔκραζαν γιὰ βοήθεια, ἐπειδὴ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν.
Μόνο οἱ δαίμονες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸ Χριστὸ θαύματα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ κι ἀχρείαστα, ὄχι ἀπαραίτητα. Προσέξτε τί ἀνόητα πράγματα ζήτησε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸν Κύριο: νὰ μετατρέψει τίς πέτρες σὲ ψωμιὰ στὴν ἔρημο, νὰ πηδήσει κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ! Κοιτᾶξτε τώρα καὶ τοὺς σκληροτράχηλους ἁμαρτωλούς, τοὺς Φαρισαίους. Εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὰ κανε ὅλα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ ζητοῦσαν ἔπειτα νὰ κάνει κάποια ἄσκοπα κι ἀνώφελα θαύματα, ὅπως τὸ νὰ ρίξει κάποιο βουνὸ στὴ θάλασσα! Ὁ Κύριος ἀρνιόταν νὰ κάνει τέτοια θαύματα, νὰ ἱκανοποιήσει τέτοιες ἀπαιτήσεις τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὑποκριτῶν. Ποτὲ ὅμως δὲν ἀρνήθηκε νὰ κάνει θαύματα ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦσαν τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο ἀπαραίτητο καὶ χρήσιμο θαῦμα: τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων στὴν ἔρημο. Αὐτὴ δὲν ἦταν κάποια ἀκατοίκητη ἔρημος, μιὰ ἔρημος ὅπου μόνο ὁ διάβολος κατοικοῦσε. Ἦταν μιὰ ἔρημος ὅπου βρέθηκαν πάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι. Τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸν ἀριθμό τους προκύπτει ἀπ’ ὅσα γράφει ὁ εὐαγγελιστής, πῶς τὸ πλῆθος ἦταν πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίσει τίς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
«Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἔσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν» (Ματθ. ἴδ’ 14). Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης εἶχε ἀποκεφαλίσει τὸν Ἰωάννη το Βαπτιστή. Κι ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε σ’ ἕνα πλοῖο καὶ ἀναχώρησε «εἵς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν» (Ματθ. ἴδ’ 13). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ ἀναφέρουν καὶ οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές. Μερικοὶ ἀναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, ἄλλοι λιγότερες. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη, ὁ Κύριος μπῆκε στὸ πλοῖο κοντὰ στὴν Τιβεριάδα καὶ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ὀνομάζεται καὶ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας. Ὁ Λουκᾶς λέει πῶς «ὑπεχώρησε κατ’ ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά» (Θ’ 10).
Τὸ συνήθιζε ὁ Κύριος ν’ ἀποσύρεται συχνὰ στὴν ἔρημο, σὲ ἐρημικὲς τοποθεσίες καὶ σὲ βουνά. Τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ τρεὶς λόγους: Πρῶτο, γιὰ νὰ κάνει σύντομα διαλείμματα ἀπὸ τίς ἐντατικὲς καὶ πολυσχιδεῖς δραστηριότητές Του, ὥστε νὰ χωνέψουν κι οἱ ἄνθρωποι τίς διδαχές Του καὶ τὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάνει. Δεύτερο, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα στοὺς ἀποστόλους καὶ σὲ μᾶς πῶς εἶναι ἀπαραίτητο ν’ ἀποσυρόμαστε, νὰ εἰσερχόμαστε στὸ ταμιεῖο μας (Ματθ. στ’ 6), γιὰ νὰ παραμένουμε στὴν προσευχὴ μόνοι μᾶς μέ το Θεό. Ἡ ἡσυχία κι ἡ σιωπὴ καθαρίζουν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ διδάσκουν τὴν ὑποταγὴ στὸ Θεὸ καὶ τοῦ χαρίζουν πνευματικὴ διαύγεια καὶ δύναμη. Τρίτο, γιὰ νὰ μᾶς δείξει πῶς ὁ καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νά κρυφτεῖ – «Οὐ δύναται πόλις κρυβηναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ἔ’ 14). Ἔτσι ἔδειξε κι ἐπισήμανε ποιός εἶναι ὁ πραγματικὸς τόπος γιὰ τοὺς ἐρημῖτες καὶ τοὺς μοναχούς.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τὸ ἔχει ἀποδείξει αὐτὸ χιλιάδες φορές. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς ἐρημίτης, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ θαυματουργός, ποὺ νὰ κατόρθωσε νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ ρωτᾶνε ἀναιτιολόγητα: Τί κάνει ὁ μοναχὸς στὴν ἔρημο; Δὲ θά ‘τὰν καλύτερα ὁ μοναχὸς νὰ μένει στὸν κόσμο, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ; Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ φωτίσει ἕνα κερὶ ποῦ δὲν εἶναι ἀναμμένο; Ὁ μοναχὸς κουβαλάει τὴν ψυχή του στὴν ἔρημο σὰν κερὶ ἄκαφτο. Τὴ φέρνει στὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν ἀνάψει μὲ προσευχή, μὲ νηστεία, μὲ περισυλλογὴ καὶ ἄσκηση. Ἄν κατορθώσει νὰ τὴν ἀνάψει, τὸ φώς Του θὰ λάμψει σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος θὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ θὰ τὸν βρεῖ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς κρυφτεῖ στὴν ἔρημο, σὲ ἀπομακρυσμένα βουνὰ ἢ σὲ ἀπρόσιτες σπηλιές. Ὄχι, ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι ἱκανὸς νὰ γίνει πολὺ πιὸ χρήσιμος στοὺς ἄλλους ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Αὐτὸ φαίνεται πολὺ καθαρὰ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μάταια κρυβόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἔρημο, γιατί τὰ πλήθη τὸν ἔβρισκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν.
Ὁ Κύριος τοὺς κοίταξε καὶ «ἐσπλαχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Κάτω στὶς πόλεις οἱ συναγωγὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ αὐτόκλητους ποιμένες, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν λύκοι μὲ ἐμφάνιση προβάτων. Οἱ ἄνθρωποι τὸ ἤξεραν αὐτό, τὸ ἔνιωθαν, ὅπως ἤξεραν κι ἔνιωθαν τὴν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτούς. Οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν καὶ ἔνιωθαν πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ μόνος Καλὸς Ποιμένας, πῶς ἡ μέριμνά Του γι’ αὐτοὺς ἦταν γνήσια, στοργική. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἔρημο. Κι ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Οἱ ἄνθρωποι ἔνιωθαν πῶς τὸν χρειάζονταν τὸ Χριστό, δέν του ζητοῦσαν νὰ θαυματουργήσει ἀπὸ μάταιη περιέργεια, ἀλλ’ ἀπὸ μεγάλη ἀνάγκη. Κι ὁ Μάρκος μας λέει πῶς ἐκεῖ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει.
«Όψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημὸς ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἶνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα» (Ματθ. ἴδ’ 15). Ὁ Ματθαῖος δὲ μᾶς λέει τί τὸν κρατοῦσε τόσο πολὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Γράφει μόνο πῶς θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Ὁ Μάρκος τὸ συμπληρώνει αὐτὸ καὶ λέει πῶς τοὺς δίδασκε πολλὰ πράγματα. Προσέξτε πόσο ὄμορφα συμπληρώνουν ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς τὸν ἄλλο! Ὁ Κύριος συνέχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους γιὰ πολλὲς ὧρες, ὡσότου ἄρχισε νὰ νυχτώνει. Ὅλες αὐτὲς τίς ὧρες ὁ Κύριος δίδαξε τόσο πολλὰ στὸ λαό, ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει ὁλόκληρο εὐαγγέλιο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν ἔγραψε πῶς «οὐδε αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. καὶ 25).
Παρατηροῦμε ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μαθητῶν: Ἔρημὸς ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν. Τὸ πλῆθος πεινάει κι εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας. Τὰ σπίτια τους εἶναι μακριά. Δές, ἐδῶ ἔχουμε καὶ πολλὲς γυναῖκες, ἔχουμε καὶ παιδιά. Πρέπει νὰ βροῦν τροφὴ ὅσο πιὸ σύντομα γίνεται. Ἄς τους λοιπὸν νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριὰ γιὰ νὰ βροῦν κάτι νὰ φᾶνε..
Ὁ Χριστὸς σίγουρα εἶναι πιὸ εὔσπλαχνος καὶ πιὸ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Μήπως δὲν ἔνιωθε κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ μαθητές Του, πῶς οἱ ἄνθρωποι πεινοῦσαν κι ἡ νύχτα ἦταν κοντά; Καὶ βέβαια ὁ Χριστὸς ἦταν περισσότερο ἐλεήμων καὶ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τίς ἔνιωθε πρὶν ἀπὸ ἐκείνους. Στὴν ἀρχή, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἐπάρας οὔν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ίνα φάγωσιν οὐτοι;» (Ἰωάν. στ’ 5). Ἡ συζήτηση μέ το Φίλιππο ὅμως τέλειωσε κι οἱ ἄνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τοὺς ἀσθενεῖς τους. Ὁ Κύριος θεράπευσε πρῶτα ὅλους τοὺς ἀρρώστους κι ἔπειτα ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους. Ἡ διδασκαλία κράτησε ὼς τὸ βράδυ. Καὶ τότε μόνο σκέφτηκαν οἱ ἀπόστολοι πῶς οἱ ἄνθρωποι θὰ πεινοῦσαν κι ἔπρεπε νὰ φᾶνε.
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε προβλέψει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲ μίλησε ὅμως, σκόπιμα. Περίμενε τοὺς ἀποστόλους νὰ θέσουν τὸ πρόβλημα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτα γιὰ νὰ τοὺς διεγείρει τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴ συμπάθεια καὶ δεύτερο γιὰ ν’ ἀποδείξει πόσο ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον. Τοὺς εἶπε ὁ Χριστός: «οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ’ 16). Γνώριζε πῶς αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν, ἦταν ἀδύνατο ἀνθρωπίνως νὰ γίνει. Τὸ εἶπε ὅμως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν πλήρως καὶ νά ὁμολογήσουν τὴν ἀδυναμία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας» (Ματθ. ἴδ’ 17). Σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, τὰ λιγοστὰ αὐτὰ τρόφιμα δὲν ἦταν δικά τους, ἀνῆκαν σὲ κάποιο μικρὸ παιδὶ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «Ἔστι παιδάριον ἕν ὧδε, ὸς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο όψάρια ἀλλὰ ταῦτα τί ἔστιν εἰς τοσούτους;» (Ἰωάν. στ’ 9). Στὸν Κύριο αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἀνδρέας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρωτόκλητος τῶν ἀποστόλων ζοῦσε τόσο καιρὸ μαζί Του, ἀκόμα δὲν εἶχε ἑδραιωθεῖ στὴν πίστη, δὲν εἶχε τελειοποιηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε: ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; Τὸ ψωμὶ ἦταν κρίθινο. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν συμπτωματικό. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε πῶς πρέπει νὰ ἰκανοποιούμαστε μὲ ἁπλὲς τροφές, νὰ μὴν εἴμαστε ἀπαιτητικοί. «Ἡ λαιμαργία κι ἡ πολυφαγία εἶναι μητέρες τῆς ἀρρώστιας», συμπληρώνει ὁ ἅγιος πατέρας.
«Ὁ δὲ εἶπε: φέρετέ μοὶ αὐτοὺς ὧδε» (Ματθ. ἴδ’ 18). Τώρα εἶχε ἔρθει ἡ δική Του ὥρα. Οἱ ὄχλοι δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τρόφιμα γιὰ νὰ φᾶνε. Οἱ ἀπόστολοι ὁμολόγησαν τὴν ἀδυναμία τους, δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Τότε καὶ μόνο τότε ἦρθε ἡ δική Του ὥρα. Τὸ κλίμα ἦταν ὥριμο γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα.
«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοὺς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοὺς ὄχλοις» (Ματθ. ἴδ’ 19). Γιατί κοίταξε πρῶτα στὸν οὐρανὸ ὁ Κύριος; “Ὅταν ἔκανε πολλά ἀπὸ τ’ ἄλλα θαύματά Τοῦ δὲν τὸ εἶχε κάνει, δὲν εἶχε ξανακοιτάξει στὸν οὐρανό. Δὲν τὸ ἔκανε ὅταν ἄνοιγε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, ὅταν θεράπευε τοὺς λεπρούς, ἔβγαζε δαιμόνια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γαλήνευε τὴ θάλασσα, ἔκανε τὸ νερὸ κρασὶ κι ὅταν ἀκόμα ἀνάσταινε νεκρούς. Γιατί λοιπὸν στὴ συγκεκριμένη αὐτὴ περίπτωση ἔστρεψε τὰ μάτια τοῦ πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα Του; Πρῶτο, γιὰ νὰ κάνει σαφῆ στοὺς ἀνθρώπους τὴν ταυτότητα τῆς θέλησης Τοῦ μ’ ἐκείνην τοῦ Πατέρα Του, νὰ καταρρίψει τὴν ἄποψη καὶ κατηγορία τῶν Φαρισαίων, πῶς τὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ συνέργεια τῶν δαιμόνων. Δεύτερο, γιὰ νὰ δώσει ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο τὸ παράδειγμα τῆς ταπείνωσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τῆς εὐχαριστίας γιὰ κάθε ἀγαθὸ ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἕνα παρόμοιο παράδειγμα μᾶς ἔδωσε καὶ στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε…» (Ματθ. κστ’ 26). Εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα Του κι ὕστερα εὐλόγησε τὸ ψωμί, ὡς δῶρο Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ ὑμνοῦμε το Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του σὲ κάθε γεῦμα, ὅσο λιτὸ κι ἂν εἶναι. Τρίτο, ὡς Θεός, μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων – μιὰ πράξη ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ νέα δημιουργία – νὰ ἐκφράσει τὴν ἑνότητα δύναμης τῆς Ἁγίας Τριάδας: τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁμοούσιας καὶ ἀδιαίρετης Τριάδας, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς «ἔκλασε», ἔκοψε τὸν ἄρτο μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Γιατί; Γιατί δὲν ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους του νὰ τὸ κάνουν; Γιὰ νὰ δείξει πῶς ἐπιθυμοῦσε νὰ λογαριάσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς φιλοξενούμενούς Τοῦ, νὰ τονίσει τὴ μεγάλη ἀγάπη Του γι’ αὐτοὺς καὶ νὰ διδάξει ἔτσι κι ἐμᾶς πῶς, ὅταν δίνουμε ἐλεημοσύνη καὶ δῶρα, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μὲ ἀγάπη καὶ ἱλαρότητα, ὅπως κι Ἐκεῖνος.
«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ᾖραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις: οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικὼν καὶ παιδίων» (Ματθ. ἴδ’ 20,21). Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἡ δόξα ποὺ ξεπερνάει κάθε ἄλλη δόξα! Γιὰ νὰ πάρουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι (χωρὶς νὰ συνυπολογιστοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ) ἀπὸ μιὰ μπουκιὰ ψωμί, ὅπως τὸ ἀντίδωρο ποὺ παίρνουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ πέντε ψωμιὰ δὲ θὰ ἔφταναν μὲ τίποτα. Ἐδῶ ὅμως ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν καὶ μάλιστα περίσσεψαν καὶ δώδεκα κοφίνια. Ἄν αὐτὴ ἦταν κάποια ὀφθαλμαπάτη, δὲ θὰ ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστὴς πῶς ἐχορτάσθησαν. Ἄν κάποιος ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ἐξαπατήσει ἕναν ἄλλο ὅτι ἔφαγε, δὲ θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ πείσει ἕναν πεινασμένο ὅτι χόρτασε. Ἄν πράγματι ἦταν αὐτὸ κάποια όφθαλμαπάτη, ἀπὸ ποῦ προέκυψαν τὰ περισσεύματα, ποὺ γέμισαν δώδεκα κοφίνια ψωμιά;
Ὄχι! Μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἡ καρδιά τους εἶχε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μποροῦν νὰ τὸ ἀποκαλέσουν ὀφθαλμαπάτη αὐτό. Ἦταν πραγματικὸ γεγονός, ὅπως πραγματικὸς εἶναι κι ὁ Θεός. Πρέπει νὰ προσέξετε ὅμως πῶς γιὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ξεσηκώθηκαν φωνὲς ἐναντίον του, δὲν τοῦ ἔδωσαν κάποιες ἀνόητες ἑρμηνεῖες, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι σὲ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύματά Του. Κι ὄχι μόνο δὲν τὸ ἀμφισβήτησε κανένας, ἀλλὰ «οἱ ἄνθρωποι, ἰδόντες καὶ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι οὔτὸς ἔστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον (Ἰωάν. στ’ 14). Κι οἱ ὄχλοι ἤθελαν «ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα» (αὐτ. στίχ. 15). Τέτοια ἀπήχηση εἶχε στὸ λαὸ τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα!
Πότε προσπάθησε κάποιος νὰ μετατρέψει μιὰ ἀπάτη σὲ βασιλιᾶ; Αὐτὸ ὅμως ἦταν πραγματικὸ γεγονός. Οἱ ἄνθρωποι ξεσηκώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἤθελαν νὰ κάνουν τὸ Χριστὸ βασιλιᾶ μὲ τὸ ζόρι. Κι αὐτὸ θὰ εἶχε γίνει, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀπομακρυνθεῖ μόνος Του. Κι ἔτσι ματαιώθηκε τὸ σχέδιο τοῦ πλήθους ποὺ ριγοῦσε ἀπὸ ἐνθουσιασμό.
«Καὶ εὐθέως ἤνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως ου ἀπολύση τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ἴδ’ 22). Δὲν εἶναι περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦν σὲ πλοῖο καὶ νὰ φύγουν πρὶν ἀπὸ τὸν ἴδιο; Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Πρῶτο, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δεύτερο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει. Τοὺς ἄφησε ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅσο πιὸ γρήγορα γινόταν, γιὰ νὰ συλλογιστοῦν καὶ νὰ συζητήσουν μεταξύ τους τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Τοὺς ἄφησε νὰ ταξιδέψουν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπου ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἐπισκεπτόταν σύντομα μ’ ἕνα καινούργιο κι ἀνήκουστο θαῦμα: θὰ τοὺς πλησίαζε περπατῶντας πάνω στὸ νερό, ὅπως περπατάει κανεὶς σὲ στέρεο ἔδαφος. Ὁ Κύριος γνώριζε ἐκεῖνο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ ἴδιος. Οἱ μαθητές Του, ποῦ δὲν ἔβλεπαν τίποτα, ἔνιωσαν ἔκπληξη ποὺ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστειλε πρὶν ἀπ’ Αὐτόν. Τὸν ἄφησαν ὅμως μόνο Του μὲ τὸ πλῆθος, κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος στὴ θάλασσα καὶ ξεκίνησαν τὸ ταξίδι.
Ἕνας ἄλλος ἀναμφισβήτητος λόγος γιὰ τὴ σπουδὴ ποὺ ἔδειξε ὁ Κύριος νὰ προπέμψει τοὺς μαθητές Του, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ἦταν ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ ἐγκώμιά τους καὶ τὴν αὐτοεκτίμηση ποὺ θὰ ἔνιωθαν ἐπειδὴ ἦταν μαθητὲς τέτοιου Θαυματουργοῦ. Ἤθελε νὰ τοὺς διδάξει πῶς πρέπει νὰ εἶναι ταπεινοί, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶχε πεῖ: «δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Καὶ τώρα τοὺς ἔδιωξε ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ εἶχαν τέτοια σχέση μαζί Του, μὲ τὸ Διδάσκαλό τους. Καὶ τελικὰ ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τοὺς κάνει νὰ γνωρίσουν τὴν ἀπεριόριστη ταπείνωσή Τοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο καταπληκτικὸ θαῦμα, ἀποσύρθηκε στὴν ἡσυχία γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Οἱ μαθητές Του ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴ συνήθειά Τοῦ ν’ ἀποσύρεται συχνὰ στὴν ἔρημο γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὅμως μήπως ἀποσύρθηκε σκόπιμα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μείνει μόνος Του, μετὰ τὴ φοβερὴ εἴδηση γιά το θάνατο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ; Ἄς ξεχάσουν οἱ μαθητὲς Τοῦ γιὰ ποιό λόγο πῆγε στὴν ἔρημο: ἂς συνειδητοποιήσουν πῶς τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ τόσο ξαφνικὰ ἔκανε, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἔπαινοι κι ὁ θαυμασμὸς τῶν ἀνθρώπων, δὲν μποροῦσαν νὰ καταστρέψουν τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴν ταπείνωσή Τοῦ, οὔτε καὶ νὰ τὸν κάνουν ν’ ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή του νὰ πάει στὴν ἔρημο γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ὁλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τῆς διανομῆς τῶν ἄρτων καὶ τῶν ψαριῶν στοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀριθμὸς τῶν ψαριῶν καὶ τῶν ἄρτων, καθὼς καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν κοφινιῶν μὲ τὰ περισσεύματα, ὅλα μαζὶ ἔχουν κι ἕνα ἐσωτερικό, ἕνα βαθύτερο νόημα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Τοῦ ὁ Κύριος ὀνόμασε τὸν ἄρτο Σῶμα Του. Στὸ συγκεκριμένο περιστατικὸ εἶναι ἀλήθεια πῶς δὲ λέει κάτι τέτοιο μὲ λόγια, τὸ κάνει ὅμως μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἄρτων. Οἱ πέντε ἄρτοι σημαίνουν τίς πέντε αἰσθήσεις κι οἱ πέντε αἰσθήσεις ἀντιπροσωπεύουν ὅλο τὸ σῶμα. Τὸ ψάρι σημαίνει τὴ ζωή. Τοὺς πρῶτες αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τὸ Χριστὸ τὸν ἀπεικόνιζαν μὲ τὴ μορφὴ ψαριοῦ. Τὸ σύμβολο αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα κανεὶς στὶς ἀρχαῖες χριστιανικὲς κατακόμβες. Ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὸ σῶμα καὶ τὴ ζωή του στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τραφοῦν. Καὶ γιατί ἦταν δύο τὰ ψάρια; Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἔδωσε καὶ δίνει τὸν ἑαυτὸ Τοῦ θυσία τόσο ὅσο διάστημα κράτησε ἡ ἐπίγεια διαδρομή Του, ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλησία μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ὡς τὴ σημερινὴ μέρα. Ποιά σημασία ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι ἔκοψε μόνος τοῦ τοὺς ἄρτους; Αὐτὸ σημαίνει πῶς Ἐκεῖνος, μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Τοῦ, παραδόθηκε νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἔδωσε τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια στοὺς ἀποστόλους, γιὰ νὰ τὰ μοιράσουν αὐτοὶ μετὰ στὸ λαό; Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἦταν ποὺ ἔπρεπε νὰ μεταφέρουν τὸ Χριστὸ σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν δώσουν στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ἔθνη ὡς τροφὴ ζωῆς. Τί σημαίνουν τὰ δώδεκα κοφίνια μὲ τὰ περισσεύματα τῶν ἄρτων; Τὴν ἄφθονη καρποφορία τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων. Κάθε θερισμὸς τῶν ἀποστόλων θὰ εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερος ἀπό το σπόρο ποὺ ἔσπειραν, ὅπως κάθε καλάθι εἶχε περισσότερο ψωμὶ ἀπὸ τοὺς ἄρτους ποὺ ἔφαγαν καὶ χόρτασαν οἱ πεινασμένοι ἄνθρωποι. (Τὸ περιστατικὸ τοῦ θαύματος τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων ποὺ ἔγινε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μνημονεύεται κάθε φορὰ σὲ μιὰ ὡραία εὐχή, στὴν τελετὴ τῆς ἀρτοκλασίας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ὁ εὐλογήσας τοὺς πέντε ἄρτους ἐν τη ἐρήμῳ καὶ ἐξ αὐτῶν πεντακισχιλίους ἄνδρας χορτάσας, εὐλόγησον καὶ τοὺς ἄρτους τούτους, τὸν σίτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνοντας πιστοὺς δούλους Σου ἁγίασον»).
Όλ’ αὐτὰ τὰ μυστήρια ἔχουν μεγάλο βάθος, δυσθεώρητο. Ποιός τολμᾶ νὰ κοιτάξει τόσο βαθιά, στὰ ἀπύθμενα βάθη τους; Ποιός θὰ τολμοῦσε στὴν πρόσκαιρη ζωή μας νὰ διεισδύσει στὰ βάθη αὐτά; Ἴσως πληροφορηθοῦν ἀρκετὰ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ διαβάζουν καὶ ν’ ἀκοῦνε τὸ εὐαγγέλιο. Οἱ ἄγγελοι ἀπολαμβάνουν μέχρι κορεσμοῦ τὴ γλυκύτητα τοῦ εὐαγγελίου. Ὅσο περισσότερο τὸ διαβάζει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο τρέπεται σὲ σκέψεις πνευματικὲς καὶ σὲ προσευχή. Ὅσο περισσότερο καθοδηγεῖ τὴ ζωή του σύμφωνα μ’ αὐτό, τόσο ἡ ἀνάγνωση θ’ ἀνοίγει τὰ βάθη τῶν νοημάτων του καὶ θὰ τὸν ἱκανοποιεῖ μὲ τὸ ἄρωμά του. Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σκληρότης καὶ εὐσπλαχνία
«Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθῃ ἐπ’ αὐτούς» (Ματθ. 14, 14)
ΣΕ Μιὰ ΠΟΛΙ, ἀγαπητοί, σὲ μιὰ πόλι, ποὺ ἦταν κτισμένη στὸ βόρειο μέρος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ωνομαζόταν Τιβεριάς, πρὸς τιμὴν τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος Τιβερίου, ἔγινε κάποτε ἕνα ἔγκλημα. Δὲν τὸ διέπραξε ὁ λαός. Τὸ διέπραξε ἕνας βασιλιᾶς. Ἡρώδης ὀνομαζόταν, καὶ ἦταν γυιὸς τοῦ κακούργου ἐκείνου βασιλιᾶ, τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου, ποὺ σκότωσε τίς χιλάδες τὰ νήπια τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἡρώδης, ὁ τετράρχης της Γαλιλαίας, ἦταν κι αὐτὸς σὰν τὸν πατέρα του. Κακοῦργος καὶ διεφθαρμένος. “Ἄφησε τὴ νόμιμη γυναῖκα του, πῆρε ἄλλη γυναῖκα, τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ συζοῦσε παράνομα μ’ αὐτήν. Ζοῦσε ἀδιάντροπα καὶ κανέναν δὲν λογάριαζε. Ὅλοι τὸν φοβοῦνταν. Ἕνας μόνο τόλμησε νὰ τὸν ἐλέγξῃ. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Ὁ βασιλιᾶς ωργίστηκε καὶ διέταξε τὴ σύλληψη καὶ φυλάκιση τοῦ Ἰωάννου. Ὁ Ἰωάννης κλείστηκε σὲ μιὰ ἀπαίσια φυλακή, ποὺ δὲν ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ βασιλιᾶ. Ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ φυλακή, τὴ φυλακὴ τῆς Μαχαιροῦντος, ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀτρόμητου κήρυκα τῆς ἀλήθειας, ἔφθανε στὰ ἀνάκτορα καὶ δὲν ἄφηνε τὸν παράνομο βασιλιᾶ νὰ ἡσυχάσῃ. Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, καὶ ὁ Ἡρώδης διέταξε νὰ θανατωθῇ ὁ κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἔκανε, γιατί τὸ ζητοῦσε ἡ παράνομη γυναῖκα του, ἡ Ἠρωδιάδα, ποὺ δὲν ὑπέφερε τὸν ἔλεγχο τοῦ Ἰωάννου. Αὐτή, ὅπως ξέρουμε, συμβούλεψε τὴν κόρη της νὰ ζητήσῃ σὰν δῶρο ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. Καὶ οἱ στρατιῶτες πῆγαν τὴ νύχτα, ἄνοιξαν τὴ φυλακὴ καὶ θανάτωσαν τὸν Ἰωάννη. Ἔκοψαν τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἔφεραν στὰ ἀνάκτορα…
Ὁ λαός, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη, ἄκουσε καὶ ἔφριξε. Ἀλλὰ τί νὰ κάνῃ ὁ λαός; Νὰ πάρῃ τὰ ὅπλα; Νὰ ἐπαναστατήσῃ; Νὰ γκρεμίσῃ ἀπ’ τὸ θρόνο τὸν κακοήθη καὶ κακοῦργο βασιλιᾶ; Ἦταν εὔκολο; Ὁ Ἡρώδης ἦταν διωρισμένος ἀπ’ τὸ ἰσχυρὸ κράτος τῆς Ρώμης.
Ὕστερα ἀπ’ το θάνατο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ πονεμένος καὶ δυστυχισμένος λαὸς μιὰ ἐλπίδα μόνο εἶχε. Ποιά ἡ ἐλπίδα του; Οἱ ἄρχοντες; Οἱ ἀρχιερεῖς; Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι; Οἱ μορφωμένες καὶ ἀνώτερες λεγόμενες τάξεις τῆς κοινωνίας; Ἀλλοίμονο! «Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν ἀπογοητεύσει το λαό, γιατί φρόντιζαν μόνο γιὰ τὰ ἀτομικά τους συμφέροντα. Φρόντιζαν νὰ ζοῦν αὐτοὶ καλά, νὰ ἔχουν τιμὲς καὶ ἀξιώματα, καὶ γιά το λαὸ κανένα πραγματικὸ ἐνδιαφέρον δὲν ἔδειξαν ποτέ. Κοντά τους ὁ λαὸς γινόταν πιὸ φτωχὸς καὶ πιὸ δυστυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στὰ χείλη τους εἶχαν το Θεό, ἀλλὰ στὴν καρδιά τους εἶχαν τὸ διάβολο. Ἦταν σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι. Ἔτρωγαν τὸ ψωμὶ τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας καὶ εἶχαν κάνει ἐμπόριο τὴ θρησκεία. Ἀπὸ τέτοιους σκληροὺς καὶ ἀσεβεῖς ἄρχοντες ἦταν ἀπογοητευμένος καὶ πολὺς λαός. Ἡ μόνη ἐλπίδα του ἦταν ὁ Χριστός.
Ἀλλὰ ποὺ ἦταν τὴ φορὰ αὐτὴ ὁ Χριστός; Ὁ Χριστός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε τὸ φόνο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, δὲν ἔμεινε σὲ πόλι, ἀλλὰ πῆρε τοὺς μαθητές του καὶ πῆγε μακριά. Πῆγε στὴν ἔρημο. Ὄχι ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ γιατί ἤθελε καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ ν’ ἀναπαυθοῦν λίγο, νὰ ἠρεμήσουν τὰ πνεύματά τους ἀπὸ τὴ μεγάλη ταραχὴ τοῦ τρομεροῦ ἐγκλήματος, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ βρῆ καιρὸ νὰ προσευχηθῇ, νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα του, καὶ ὡς ἄνθρωπος νὰ πάρῃ νέες δυνάμεις, νὰ προετοιμάσῃ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ δικό του μαρτύριο, ποὺ δὲν ἦταν μακριά. Στὴν ἔρημο ὁ Χριστός! Τὰ θηρία ποὺ ζοῦσαν στὴν ἔρημο, τὸν σεβάστηκαν. Ἀλλὰ τὰ ἄλλα θηρία, ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλι, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, ποὺ τὸν φθονοῦσαν καὶ τὸν μισοῦσαν… Ὦ, δὲν ὑπάρχει ἄλλο θηρίο πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ αἱμοβόρο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸ σκληρό, τὸν ἄπιστο καὶ ἄθεο.
Στὴν ἔρημο ὁ Χριστός! Καὶ ὁ λαός, ὁ πολὺς λαός, ποὺ τὸν ἔχασε ἀπὸ κοντά του, ἀνησύχησε. Δὲν μποροῦσε νὰ ζήσῃ χωρὶς τὸ Χριστό. Ἤθελε νὰ τὸν ἔχῃ κοντά του σὰν ἐλπίδα καὶ παρηγοριά. Γι’ αὐτὸ ξεσηκώθηκε, ἄφησε τὰ σπίτια του, τίς δουλειές του, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ ξεκίνησαν νὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸ Χριστό. Ψάχνουν παντοῦ, καὶ ἐπὶ τέλους τὸν βρίσκουν. Ὦ, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τους, ὅταν βρῆκαν τὸ Χριστό!
Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε το λαὸ αὐτό, πολὺ συγκινήθηκε. Ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «ἐσπλαγχνίσθῃ ἐπ’ αὐτούς», τὸν πόνεσε δηλαδή το λαό, τὸν συμπάθησε. Γιατί ἦταν ἕνας λαὸς ἐγκαταλελειμμένος. Ἦταν ἕνα κοπάδι χωρὶς τσοπάνο. Λύκοι αἱμοβόροι, σκληροὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄρχοντες, σὰν τὸν Ἡρώδη, ἦταν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ νὰ κατασπαράξουν το λαό. Τὸ λαὸ αὐτὸ σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός. Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν σὰν τὴν εὐσπλαχνία μερικῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὅταν δοῦν κανένα δυστυχισμένο ἄνθρωπο φαίνονται ὅτι τὸν λυποῦνται, λένε μερικὰ παρηγορητικὰ λόγια, χύνουν λίγα δάκρυα, μὰ τίποτε ἄλλο δὲν προσφέρουν. Μόνο αἰσθήματα εἶνε, αἰσθήματα ξερὰ καὶ ἄκαρπα. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν μόνο ἕνα αἴσθημα. Ἦταν μιὰ εὐσπλαχνία, ποὺ μόνο αὐτὴ ἄξιζε νὰ ὀνομάζεται εὐσπλαχνία πραγματική. Εὐσπλαχνία, ποὺ ἄκουγε ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Εὐσπλαχνία ποὺ ἀγκάλιαζε ὅλους, καὶ δὲν ἄφηνε κανέναν ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον της. Εὐσπλαχνία, ὁλοκληρωτική. Εὐσπλαχνία, ποὺ δὲν κοίταζε μόνο νὰ δώσῃ ψωμὶ στοὺς πεινασμένους, νὰ θεραπεύσῃ τοὺς ἀρρώστους, νὰ κάνῃ καλὰ τὰ κορμιά. Εὐσπλαχνία, ποὺ κοίταζε πρῶτα τίς ψυχές. Καὶ οἱ ψυχὲς αὐτὲς τῶν χιλιάδων ἀνθρώπων, ποὺ ἄφησαν τὰ σπίτια τους καὶ ἦρθαν νὰ τὸν συναντήσουν, πεινοῦσαν καὶ διψοῦσαν. Πεινοῦσαν καὶ διψοῦσαν ν’ ἀκούσουν το λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὰν πεντακάθαρο νερὸ ἔτρεχε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἄκουγαν οἱ ἄνθρωποι μὲ τέτοια ὄρεξη καὶ συγκίνησι, ὥστε λησμόνησαν τὴ σωματικὴ πεῖνα καὶ δίψα. Ἄκουγαν ὧρες ὁλόκληρες τὸ Χριστό, καὶ ἐνῶ πλησίαζε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κανένας καὶ καμμιὰ δὲν ἔδειχνε διάθεση νὰ φύγῃ.
Προτιμοῦσε ὁ λαὸς αὐτὸς νὰ ζὴ στὴν ἔρημο μὲ τὸ Χριστό, παρὰ στὴν πόλι χωρὶς τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς ἔφτανε γιὰ ὅλα. Καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Κοντὰ στὸ Χριστὸ κανένας πεινασμένος, κανένας δυστυχισμένος.
-Νὰ ἐρχόταν καὶ πάλι ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο! θὰ πῇ ἴσως κάποιος ποὺ ἀκούει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Πόσο τὸν χρειαζόμαστε! Ὑπάρχουν καὶ σήμερα πονεμένοι καὶ δυστυχισμένοι, περισσότεροι ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἀπογοητευμένος ἀπ’ ὅλους καὶ ἀπ’ ὅλα. Ἄν ἐρχόταν ὁ Χριστός, ὁ κόσμος αὐτὸς ὁ πονεμένος θὰ ἔφευγε ἀπὸ τίς πόλεις, ποὺ ἔγιναν κολάσεις, καὶ θὰ πήγαινε στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ βρὴ καὶ πάλι τὸ Χριστό. Γιατί ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἐρημιὰ τὴν κάνει νὰ ἀνθίζῃ κρίνα καὶ τριαντάφυλλα, καὶ γεμίζει τίς καρδιὲς μὲ ἐλπίδα καὶ χαρά.
Ἄν ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο! Ἀλλὰ καὶ Χριστὸς ἄφησε ἐδῶ στὸν κόσμο ἀνθρώπους, ποὺ πρέπει νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο του. Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Καὶ μόνο αὐτοί; Εἶνε οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ πιστεύουν στὸ ὄνομά του. Αὐτοὶ καλοῦνται νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καλοῦνται νὰ γίνουν σὰν τὸ Χριστό, μικρόχριστοι. Καλοῦνται νὰ συναισθανθοῦν ὅλο τὸν πόνο τοῦ συνανθρώπου τους, τὸ σωματικὸ καὶ τὸν ψυχικό. Ὄχι ἀδιάφοροι καὶ σκληροί, ἀλλὰ γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρέπει νὰ εἶνε, νὰ εἴμαστε ὅλοι, ὥστε γιὰ τὸν καθένα μας νὰ ἔχῃ ἐφαρμογὴ αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ Χριστό: «Εἶδε πολύν ὄχλον, καὶ ἔσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτούς» (Ματθ. 14, 14).