ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΔ’ 14 — 22)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγ­χνί­σθη ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ἐθε­ρά­πευ­σε τοὺς ἀρρώ­στους αὐτῶν. 15ὀψί­ας δὲ γενο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐτῷ οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ λέγον­τες· Ἔρη­μός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλ­θεν· ἀπό­λυ­σον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελ­θόν­τες εἰς τὰς κώμας ἀγο­ρά­σω­σιν ἑαυ­τοῖς βρώ­μα­τα. 16ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρεί­αν ἔχου­σιν ἀπελ­θεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. 17οἱ δὲ λέγου­σιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχο­μεν ὧδε εἰ μὴ πέν­τε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύ­ας. 18ὁ δὲ εἶπε· Φέρε­τέ μοι αὐτούς ὧδε. 19καὶ κελεύ­σας τοὺς ὄχλους ἀνα­κλι­θῆ­ναι ἐπὶ τοὺς χόρ­τους, λαβὼν τοὺς πέν­τε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύ­ας, ἀνα­βλέ­ψας εἰς τὸν οὐρα­νὸν εὐλό­γη­σε, καὶ κλά­σας ἔδω­κε τοῖς μαθη­ταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθη­ταὶ τοῖς ὄχλοις. 20καὶ ἔφα­γον πάν­τες καὶ ἐχορ­τά­σθη­σαν, καὶ ἦραν τὸ περισ­σεῦ­ον τῶν κλα­σμά­των δώδε­κα κοφί­νους πλή­ρεις. 21οἱ δὲ ἐσθί­ον­τες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεν­τα­κι­σχί­λιοι χωρὶς γυναι­κῶν καὶ παι­δί­ων. 22Καὶ εὐθέ­ως ἠνάγ­κα­σεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπο­λύ­σῃ τοὺς ὄχλους.

14 Και όταν εβγή­κεν ο Ιησούς από εκεί που έμε­νεν, είδε πολύν λαόν, επλαγ­χνί­σθη αυτούς και εθε­ρά­πευ­σεν όλους όσοι ήσαν άρω­στοι. 15 Αργά δε το από­γευ­μα προ­σήλ­θαν οι μαθη­ταί και του είπαν· “ο τόπος είναι έρη­μος και η ώρα έχει περά­σει· διέ­λυ­σε τα πλή­θη, ώστε να πάνε εις τα γύρω χωριά και να αγο­ρά­σουν δια τον εαυ­τόν τους τρο­φάς”. 16 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν έχουν ανάγ­κην να πάνε· δώστε τους σεις να φάγουν”. (Και είπε τού­το, δια να δώση ευκαι­ρί­αν στους μαθη­τάς να δεί­ξουν την αγά­πην των, αλλά και δια να τους προ­πα­ρα­σκευά­ση ψυχο­λο­γι­κώς δια το θαύ­μα). 17 Εκεί­νοι δε του είπαν· “εδώ δεν έχο­μεν παρά μόνον πέν­τε άρτους και δύο ψάρια”. 18 Ο δε Ιησούς είπε “φέρε­τέ τα εδώ εις εμέ”. 19 Και αφού συνέ­στη­σε εις τα πλή­θη να καθή­σουν επά­νω εις τα χόρ­τα, επή­ρε τους πέν­τε άρτους και τα δύο ψάρια, εσή­κω­σε τα μάτια στον ουρα­νόν, δια να ευχα­ρι­στή­ση τον ουρά­νιον Πατέ­ρα, ευλό­γη­σε, έκο­ψε τους άρτους εις κομ­μά­τια και τα έδω­σε στους μαθη­τάς και οι μαθη­ταί στους όχλους. 20 Εφα­γαν δε όλοι και εχόρ­τα­σαν και εμά­ζευ­σαν ο,τι επε­ρίσ­σευ­σεν από τα κομ­μά­τια, δώδε­κα κοφί­νια γεμά­τα. 21 Εκεί­νοι δε που έφα­γαν ήσαν πέν­τε περί­που χιλιά­δες, εκτός από τας γυναί­κας και τα παι­διά. 22 Και αμέ­σως ο Ιησούς ηνάγ­κα­σε τους μαθη­τάς να εισέλ­θουν στο πλοί­ον και να πάνε προ αυτού στο απέ­ναν­τι μέρος, μέχρις ότου αυτός απο­λύ­ση τα πλή­θη του λαού. (Τού­το δε το έκα­με δια να μη παρα­συρ­θούν και οι μαθη­ταί από τον άκρι­τον ενθου­σια­σμόν των ανθρώ­πων αυτών, που ήθε­λαν να τον ανα­κη­ρύ­ξουν βασι­λέα). 

14 Όταν λοι­πόν ο Ιησούς βγή­κε από το ερη­μι­κό κατα­φύ­γιό του, είδε πολύ λαό, και τους σπλα­χνί­σθη­κε και θερά­πευ­σε τους αρρώ­στους τους. 15 Καθώς όμως πλη­σί­α­ζε να βρα­διά­σει, τον πλη­σί­α­σαν οι μαθη­τές του και του είπαν: Είναι έρη­μος ο τόπος και η ώρα πλέ­ον πέρα­σε. Δώσε δια­τα­γή να δια­λυ­θούν τα πλή­θη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγο­ρά­σουν για τους εαυ­τούς τους τρο­φές να φάνε. 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: Δεν είναι ανάγ­κη να φύγουν και να αγο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δώστε τους εσείς να φάνε. 17 Αλλά εκεί­νοι του είπαν: Δεν έχου­με εδώ τίπο­τε άλλο παρά μόνο πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια. 18 Ο Κύριος τότε είπε: Φέρ­τε τά μου εδώ. 19 Κι αφού παρα­κί­νη­σε τα πλή­θη του λαού να ανα­κλι­θούν στην πρα­σι­νά­δα, πήρε τα πέν­τε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκω­σε τα μάτια του στον ουρα­νό κι ευχα­ρί­στη­σε και επι­κα­λέ­στη­κε τον Πατέ­ρα του. Κι αφού έκο­ψε τα ψωμιά, τα έδω­σε στους μαθη­τές και οι μαθη­τές στα πλή­θη του λαού. 20 Κι έφα­γαν όλοι και χόρ­τα­σαν, και μάζε­ψαν όσα κομ­μά­τια είχαν περισ­σέ­ψει, δώδε­κα δηλα­δή κοφί­νια γεμά­τα. 21 Εκεί­νοι μάλι­στα που έφα­γαν ήταν περί­που πέν­τε χιλιά­δες άνδρες, χωρίς να συνα­πο­λο­γί­ζον­ται στον αριθ­μό αυτό οι γυναί­κες και τα παι­διά. 22 Κι αμέ­σως ο Ιησούς, για να μη παρα­συρ­θούν οι μαθη­τές του από τον ενθου­σια­σμό του πλή­θους που ήθε­λε να τον ανα­κη­ρύ­ξει βασι­λιά, τους ανάγ­κα­σε να μπουν στο πλοίο και να περά­σουν πριν απ’ αυτόν στο απέ­ναν­τι μέρος της λίμνης, ωσό­του αυτός δια­λύ­σει τα πλή­θη του λαού. 

14 Βγῆ­κε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶδε πολὺ λαό, καὶ τοὺς σπλαγ­χνί­σθη­κε, καὶ θερά­πευ­σε τοὺς ἀρρώ­στους των. 15 Ὅταν δὲ πλη­σί­α­ζε νὰ βρα­δυά­σῃ, προ­σῆλ­θαν σ᾽ αὐτὸν οἱ μαθη­ταί του καὶ εἶπαν: «Ὁ τόπος εἶναι­ἔ­ρη­μος καὶ ἡ ὥρα õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­δη περα­σμέ­νη. Δῶσε δια­τα­γὴ νὰ φύγουν τὰ πλή­θη, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ καὶ ν᾽ ἀγο­ρά­σουν τρό­φι­μα νὰ φᾶνε». 16 Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Δὲν χρειά­ζε­ται νὰ φύγουν. Δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». 17 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ τοῦ λέγουν: «Δὲνἔ­χου­με ἐδῶ παρὰ πέν­τε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια». 18 Ἀὐτὸς δὲ εἶπε: «Φέρ­τε μου αὐτὰ ἐδῶ». 19 Καὶ ἀφοῦ διέ­τα­ξε τὰ πλή­θη νὰ ξαπλώ­σουν στὰ χορ­τά­ρια, πῆρε τὰ πέν­τε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ὕψω­σε τὰ μάτια του στὸν οὐρα­νὸ καὶ εὐλό­γη­σε, καὶ ἔκο­ψε καὶ­ἔ­δω­σε στοὺς μαθη­τὰς τὰ ψωμιά, καὶ οἱ μαθη­ταὶ στὰ πλή­θη. 20 Καὶ­ἔ­φα­γαν ὅλοι καὶ χόρ­τα­σαν, καὶ σήκω­σαν τὸ περίσ­σευ­μα ἀπὸ τὰ κομ­μά­τια δώδε­κα κοφί­νια πλή­ρη. 21 Ἐκεῖ­νοι δέ, ποὺ­ἔ­φα­γαν, ἦταν περί­που πέν­τε χιλιά­δες ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά. 22 Ἀμέ­σως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνάγ­κα­σε τοὺς μαθη­τάς του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε πρω­τύ­τε­ρα ἀπ᾽ αὐτὸν στὸ ἀπέ­ναν­τι μέρος, γιὰ νὰ δια­λύ­σῃ ἐν τῷ μετα­ξὺ τὰ πλή­θη. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ

«κού­σας δ ησος νεχώ­ρη­σεν κεθεν ν πλοί ες ρημον τόπον κατ᾿ δίαν· κα κού­σαν­τες ο χλοι κολού­θη­σαν ατ πεζ π τν πόλε­ων(:Όταν λοι­πόν τα άκου­σε αυτά ο Ιησούς, ανα­χώ­ρη­σε από εκεί με πλοίο σε κάποιον ερη­μι­κό τόπο, για να μεί­νει μόνος Του με τους μαθη­τές Του. Και όταν άκου­σαν τα πλή­θη του λαού ότι απο­χώ­ρη­σε σε ερη­μι­κό τόπο, Τον ακο­λού­θη­σαν πεζοί από τις πόλεις)»[Ματθ. 14,13].

Πρό­σε­ξε το ότι ο Κύριος σε κάθε περί­πτω­ση ανα­χω­ρεί, και όταν παρα­δό­θη­κε ο Ιωάν­νης και όταν απο­κε­φα­λί­στη­κε και όταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν οι Ιου­δαί­οι ότι οι μαθη­τές Του γίνον­ται όλο και περισ­σό­τε­ροι· διό­τι θέλει τα περισ­σό­τε­ρα να τα τακτο­ποιεί κατά τρό­πο πιο ανθρώ­πι­νο και να κινεί­ται ως επί το πλεί­στον μέσα στα ανθρώ­πι­να πλαί­σια, επει­δή δεν ήταν ακό­μη και­ρός να απο­κα­λύ­ψει με σαφή­νεια τη θεό­τη­τά Του. Για τον λόγο αυτόν και στους μαθη­τές Του έλε­γε να μην πουν σε κανέ­να ότι Αυτός είναι ο Χρι­στός· διό­τι ήθε­λε αυτό να γίνει περισ­σό­τε­ρο γνω­στό μετά την Ανά­στα­σή Του. Για τον λόγο αυτόν δεν ήταν αρχι­κά πολύ αυστη­ρός προς τους Ιου­δαί­ους εκεί­νους που έδει­ξαν δυσπι­στία, αλλά ήταν περισ­σό­τε­ρο επιει­κής.

Αφού λοι­πόν ανα­χώ­ρη­σε από εκεί, δεν μετα­βαί­νει σε κάποια πόλη, αλλά πηγαί­νει στην έρη­μο και μάλι­στα ταξι­δεύ­ει με πλοίο, ώστε να μην Τον ακο­λου­θή­σει κανείς. Εσύ όμως, σε παρα­κα­λώ, πρό­σε­ξε ότι οι μαθη­τές του Ιωάν­νη αισθά­νον­ται πλέ­ον περισ­σό­τε­ρο οικεί­οι προς τον Ιησού, καθό­σον αυτοί είναι εκεί­νοι που είχαν αναγ­γεί­λει σε Αυτόν το γεγο­νός του απο­κε­φα­λι­σμού του Ιωάν­νη του Βαπτι­στού· και πράγ­μα­τι, αφού εγκα­τέ­λει­ψαν τα πάν­τα, κατα­φεύ­γουν στο εξής προς τον Ιησού. Αυτό ήταν το απο­τέ­λε­σμα και της συμ­φο­ράς από τον θάνα­το του Προ­δρό­μου, αλλά και της απαν­τή­σε­ως που τους έδω­σε ο Ιησούς, η οποία και πέτυ­χε να τους φέρει κον­τά Του.

Για­τί όμως δεν έφυ­γε από το μέρος εκεί­νο πριν Του αναγ­γεί­λουν τον θάνα­το του Ιωάν­νη, μολο­νό­τι βέβαια τον γνώ­ρι­ζε και πριν Του τον αναγ­γεί­λουν; Επει­δή ήθε­λε με όλες τις ενέρ­γειές Του να απο­κα­λύ­πτει την αλή­θεια της θεί­ας οικο­νο­μί­ας· διό­τι πράγ­μα­τι δεν ήθε­λε μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα να το κάνει αυτό πιστευ­τό, καθώς γνώ­ρι­ζε την κακουρ­γία του δια­βό­λου και ότι αυτός θα μετα­χει­ρι­ζό­ταν κάθε μέσο για να δια­λύ­σει αυτήν την εκτί­μη­ση και αντί­λη­ψη.

Ο Ιησούς λοι­πόν γι’ αυτόν τον λόγο φεύ­γει από το μέρος εκεί­νο, τa πλή­θη του λαού όμως και πάλι δεν απο­μα­κρύ­νον­ται από κον­τά Του, αλλά Τον ακο­λου­θούν με αφο­σί­ω­ση, χωρίς να τους φοβί­σει καθό­λου το δρα­μα­τι­κό τέλος του Ιωάν­νου του Βαπτι­στού. Τόσο έντο­νος είναι ο πόθος να βρί­σκον­ται κον­τά στον Ιησού και να ακού­νε τη διδα­σκα­λία Του, τόσο μεγά­λη είναι η δύνα­μη της αγά­πης τους και ακρι­βώς γι΄αυτόν τον λόγο τα πάν­τα η αγά­πη αυτή κατα­νι­κά και απο­κρού­ει τους κιν­δύ­νους. Γι’ αυτό έλα­βαν και αμέ­σως την αμοι­βή τους. «Κα ξελθν ησος(:Και όταν βγή­κε ο Ιησούς από το ερη­μι­κό κατα­φύ­γιό Του)», λέει ο ευαγ­γε­λι­στής, «εδε πολν χλον, κα σπλαγ­χνί­σθη π᾿ ατος κα θερά­πευ­σε τος ἀῤῥώστους ατν(:είδε πολύ λαό, και τους σπλα­χνί­στη­κε και τους θερά­πευ­σε τους αρρώ­στους τους)»[Ματθ.14,14].

Αν και η προ­θυ­μία του λαού ήταν μεγά­λη, εντού­τοις τα όσα έπρατ­τε σε αυτούς ο Ιησούς ήσαν ανώ­τε­ρα από την αμοι­βή κάθε προ­θυ­μί­ας και σπου­δής εκ μέρους του λαού. Γι’ αυτό και ο ευαγ­γε­λι­στής ανα­φέ­ρει ως αιτία της θερα­πεί­ας των ασθε­νών την ευσπλα­χνία του Ιησού και μάλι­στα την ευσπλα­χνία Του εκεί­νην που επε­κτεί­νε­ται προς όλους και για τον λόγο αυτό θερα­πεύ­ει όλους τους ασθε­νείς χωρίς να ζητεί στην περί­πτω­ση αυτή πίστη από τους ασθε­νείς· διότι το γεγο­νός ότι έτρε­ξαν κον­τά Του, ότι εγκα­τέ­λει­ψαν τις πόλεις, ότι Τον ζήτη­σαν και Τον βρή­καν με μεγά­λη προ­θυ­μία και με κάθε επι­μέ­λεια και το ότι παρέ­μει­ναν μαζί Του αν και η πεί­να τους πίε­ζε, όλα αυτά φανε­ρώ­νουν ξεκά­θα­ρα την πίστη τους.

Πρό­κει­ται επί­σης να τους δώσει ως αμοι­βή για την πίστη και την αφο­σί­ω­σή τους και υλι­κή τρο­φή. Και δεν το κάνει αυτό με δική Του πρω­το­βου­λία, αλλά περι­μέ­νει να Του το ζητή­σουν, διό­τι, όπως είπα και άλλο­τε, τηρεί σε κάθε περί­πτω­ση την αρχή αυτή, δηλα­δή δεν σπεύ­δει να θαυ­μα­τουρ­γή­σει, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν Του το ζητή­σουν. Και για­τί δεν Τον πλη­σί­α­σε κάποιος από το πλή­θος για να Του μιλή­σει εξ ονό­μα­τος όλων των άλλων; Διό­τι έτρε­φαν προς Αυτόν υπερ­βο­λι­κό σεβα­σμό, αλλά και δεν ένιω­θαν πεί­να εξαι­τί­ας του πόθου τους να βρί­σκον­ται διαρ­κώς κον­τά Του.

Αλλά ούτε και οι μαθη­τές Του, όταν Τον πλη­σί­α­σαν, δεν Του είπαν «δώσε τρο­φή στο πλή­θος του κόσμου», διό­τι η γνώ­ση τους για τη δύνα­μη του Ιησού ήταν ακό­μη ατε­λής. Αλλά τι λέγουν στον Κύριο καθώς πια πλη­σί­α­ζε να βρα­διά­σει; «ρημός στιν τόπος κα ρα δη παρλθεν· πόλυ­σον τος χλους, να πελ­θόν­τες ες τς κώμας γορά­σω­σιν αυτος βρώ­μα­τα(:Είναι έρη­μος ο τόπος και η ώρα πλέ­ον πέρα­σε. Δώσε δια­τα­γή να δια­λυ­θούν τα πλή­θη του λαού, για να πάνε στα χωριά και να αγο­ρά­σουν για τους εαυ­τούς τους τρο­φές να φάνε)»· διό­τι αφού και μετά το θαύ­μα λησμό­νη­σαν τα όσα συνέ­βη­σαν και μετά από τα κοφί­νια που γέμι­σαν από τα περισ­σεύ­μα­τα, νόμι­ζαν ότι τους ομι­λεί για το ψωμί, όταν απο­κά­λε­σε «ζύμη» την διδα­σκα­λία των Φαρισαίων[βλ.Ματθ.16,6: « δ ησος επεν ατος· ρτε κα προσέχε­τε π τς ζύμης τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καίων(:Ο Ιησούς τότε τους είπε: “Ανοίξ­τε τα μάτια σας και προ­σέ­χε­τε από την κακή επί­δρα­ση της υπο­κρι­τι­κής διδα­σκα­λί­ας των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων, που μοιά­ζει με κακό προ­ζύ­μι”)»],πολύ περισ­σό­τε­ρο τώρα, που δεν είχαν ακό­μη δει τέτοιο θαύ­μα, δεν ήλπι­ζαν ότι ήταν δυνα­τόν να γίνει κάτι τέτοιο(να τρα­φούν δηλα­δή 5000 άνθρω­ποι με μόλις πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια).Αν και πριν από αυτό βέβαια είχε θερα­πεύ­σει πολ­λούς αρρώ­στους, εντού­τοις δεν περί­με­ναν το θαύ­μα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των άρτων. Σε τέτοιο βαθ­μό πνευ­μα­τι­κής ατέ­λειας βρί­σκον­ταν ακό­μη.

Εσύ, όμως, πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, τη σοφία του Διδα­σκά­λου, με ποιο ολο­φά­νε­ρο τρό­πο τους προ­σκα­λεί στο να πιστέ­ψουν. Δηλα­δή, δεν τους είπε ευθύς εξαρ­χής «εγώ θα τους δώσω τρο­φή», εφό­σον αυτό δεν επρό­κει­το να το δεχθούν εύκο­λα. Τι έκα­νε λοι­πόν; Ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος: « δ ησος επεν ατος· ο χρεί­αν χου­σιν πελ­θεν· δότε ατος μες φαγεν(:Ο Ιησούς τούς είπε: ‘’Δεν είναι ανάγ­κη να φύγουν και να αγο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δώστε τους εσείς να φάνε’’)». Δεν είπε «Δίνω Εγώ σε αυτούς» αλλά «Δώστε τους εσείς να φάνε»· διό­τι ακό­μη Τον θεω­ρού­σαν ως άνθρω­πο.

Αυτοί όμως ούτε και μετά από όλα αυτά υψώ­θη­καν πνευ­μα­τι­κά, αλλά εξα­κο­λου­θούν ακό­μη να συνο­μι­λούν μαζί Του σαν να ήταν άνθρω­πος(και όχι Θεάν­θρω­πος-δεν το είχαν ακό­μη εννο­ή­σει) και Του λέγουν: «Οκ χομεν δε ε μ πέν­τε ρτους κα δύο χθύ­ας(:Δεν έχου­με εδώ τίπο­τε άλλο παρά μόνο πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια)».Γι΄αυτό και ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος λέγει ότι «κα νέβη ες τ πλοον πρς ατούς, κα κόπα­σεν νεμος· κα λίαν κ περισ­σο ν αυτος ξίσταν­το κα θαύ­μα­ζον.κα λίαν κ περισ­σο ν αυτος ξίσταν­το κα θαύ­μα­ζον. ο γρ συνκαν π τος ρτοις, λλ᾿ ν ατν καρ­δία πεπωρω­μέ­νη(:και ανέ­βη­κε μαζί τους στο πλοίο και τότε ακα­ριαία ησύ­χα­σε ο άνε­μος. Και κυριεύ­τη­καν μέσα τους από υπερ­βο­λι­κή έκστα­ση, ώστε να μην μπο­ρούν να εκφρά­σουν ό,τι αισθά­νον­ταν. Και θαύ­μα­ζαν, παρό­λο που ο Ιησούς πριν από λίγο είχε κάνει και το άλλο κατα­πλη­κτι­κό θαύ­μα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των άρτων και των ψαριών. Θαύμα­ζαν όμως τώρα πάρα πολύ, διό­τι δεν είχαν κατα­λά­βει τι είχε γίνει με τα ψωμιά και δεν είχαν εκτι­μή­σει βαθιά το θαύ­μα εκεί­νο. Έπρε­πε βέβαια να το είχαν κατα­λά­βει, αλλά η διά­νοιά τους ήταν ακό­μη πωρω­μέ­νη και βρα­δυ­κί­νη­τη, επει­δή δεν είχαν δεχθεί ακό­μη τον φωτι­σμό του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και ήταν η διά­νοιά τους προ­σκολ­λη­μέ­νη ακό­μη στην ύλη)» [:Μάρκ 6,51–52]· [ πρβ. και Μάρκ. 8,17: «Κα γνος ησος λέγει ατος· τί δια­λο­γί­ζε­σθε τι ρτους οκ χετε; οπω νοετε οδ συνί­ε­τε; τι πεπω­ρω­μένην χετε τν καρ­δί­αν μν;(: Ο Ιησούς τότε που ως Θεάν­θρω­πος κατά­λα­βε τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις τους, τους είπε: ‘’Για­τί πέσα­τε σε συλ­λο­γι­σμούς και σκέ­ψεις, επει­δή δεν έχε­τε ψωμιά; Ακό­μη και τώρα, ύστε­ρα από τόσα θαύ­μα­τα που είδα­τε και ακού­σα­τε, δεν εννο­εί­τε και δεν κατα­λα­βαί­νε­τε; Έχε­τε ακό­μη τόσο δυσκί­νη­τη και πωρω­μέ­νη την καρ­διά και την διά­νοιά σας και τόσο σαρ­κι­κές τις σκέ­ψεις σας;’’)»].

Επει­δή λοι­πόν ακό­μη ήσαν προ­σκολ­λη­μέ­νοι στην ύλη και στα γήι­να, τότε πλέ­ον παίρ­νει πρω­το­βου­λία ο Κύριος και προ­σφέ­ρει την βοή­θειά Του και τους λέγει: «Φέρε­τέ μοι ατος δε (:Φέρ­τε τα μου εδώ)»· διότι και αν ακό­μη ο τόπος είναι έρη­μος, είναι όμως παρών Αυτός που τρέ­φει ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη· κι αν η ώρα έχει περά­σει και βρα­διά­ζει, συνο­μι­λεί μαζί σας Αυτός που βρί­σκε­ται πάνω και πέρα από τον χρό­νο και δεν υπό­κει­ται σε ώρες, καθώς κυριαρ­χεί και σε αυτές. Ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης μάλι­στα ανα­φέ­ρει ότι τα ψωμιά ήσαν κρίθινα[βλ. Ιω.6,9: «Λέγει ατ ες κ τν μαθητν ατο, νδρέ­ας δελφς Σίμω­νος Πέτρου. στι παι­δά­ριον ν δε, ς χει πέν­τε ρτους κρι­θί­νους κα δύο ψάρια· λλ τατα τί στιν ες τοσού­τους;(:Λέγει σε Αυτόν ένας από τους μαθη­τές Του, ο Ανδρέ­ας, ο αδελ­φός του Σίμω­νος Πέτρου: είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέν­τε κρί­θι­να ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά τα λίγα μπρο­στά σε τόσο πλή­θος ανθρώ­πων;”)»].Και δεν παρα­θέ­τει τυχαία την λεπτο­μέ­ρεια αυτή, αλλά την προ­σθέ­τει για να μας διδά­ξει να απο­φεύ­γου­με την αλα­ζο­νεία της πολυ­τε­λεί­ας. Άλλω­στε τόσο λιτό ήταν και το τρα­πέ­ζι των προ­φη­τών.

«Κα κελεύ­σας τος χλους νακλιθναι π τος χόρ­τους, λαβν τος πέν­τε ρτους κα τος δύο χθύ­ας, ναβλέ­ψας ες τν ορανν ελόγη­σε, κα κλά­σας δωκε τος μαθη­τας τος ρτους, ο δ μαθη­τα τος χλοις. κα φαγον πάν­τες κα χορ­τά­σθη­σαν, κα ραν τ περισ­σεον τν κλα­σμά­των δώδε­κα κοφί­νους πλή­ρεις. ο δ σθί­ον­τες σαν νδρες σε πεν­τα­κι­σχί­λιοι χωρς γυναικν κα παι­δί­ων(:Και αφού παρα­κί­νη­σε τα πλή­θη του λαού να καθί­σουν πάνω στα χόρ­τα, ύψω­σε το βλέμ­μα Του στον ουρα­νό, ευχα­ρί­στη­σε και επι­κα­λέ­στη­κε τον Πατέ­ρα Του. Αφού ευλό­γη­σε τα ψωμιά, τα έκο­ψε σε κομ­μά­τια, τα έδω­σε στους μαθη­τές και οι μαθη­τές στα πλή­θη του λαού. Και έφα­γαν όλοι και χόρ­τα­σαν, και μάζε­ψαν όσα κομ­μά­τια είχαν περισ­σέ­ψει, δώδε­κα δηλα­δή κοφί­νια γεμά­τα. Εκεί­νοι μάλι­στα που έφα­γαν ήταν περί­που πέν­τε χιλιά­δες άνδρες, χωρίς να συνυ­πο­λο­γί­ζον­ται στον αριθ­μό αυτό οι γυναί­κες και τα παι­διά)»[Ματθ.14,19–21].

Για ποιο λόγο σήκω­σε τα μάτια Του προς τον ουρα­νό και επι­κα­λέ­στη­κε τον Πατέ­ρα Του; Διό­τι έπρε­πε να πιστέ­ψουν οι άνθρω­ποι ότι είναι απε­σταλ­μέ­νος από τον Πατέ­ρα Του και ότι είναι ίσος με Αυτόν. Τα στοι­χεία όμως που απε­δεί­κνυαν αυτά, έδι­ναν εκ πρώ­της όψε­ως την εντύ­πω­ση ότι ήταν αλλη­λο­συγ­κρουό­με­να· διό­τι την ισό­τη­τα την απε­δεί­κνυε το γεγο­νός ότι έπρατ­τε τα πάν­τα με από­λυ­τη εξου­σία ο Κύριος. Το ότι, όμως, προ­ερ­χό­ταν από τον Πατέ­ρα δεν μπο­ρού­σαν να το πιστέ­ψουν δια­φο­ρε­τι­κά, εάν δεν έπρατ­τε τα πάν­τα ανα­φέ­ρον­τας και απο­δί­δον­τας αυτά με μεγά­λη ταπεί­νω­ση στον Πατέ­ρα και επι­κα­λού­με­νος τη βοή­θειά Του. Για τον λόγο αυτό, ούτε το ένα έκα­νε μόνο, ούτε το άλλο, για να απο­δει­κνύ­ον­ται και τα δύο. Και άλλο­τε μεν επι­τε­λεί τα θαύ­μα­τα με εξου­σία, ως από­λυ­τος Κύριος, ενώ άλλο­τε θαυ­μα­τουρ­γεί, αφού πρώ­τα επι­κα­λε­στεί και προ­σευ­χη­θεί στον Πατέ­ρα.

Επί­σης, για να μην σχη­μα­τι­στεί η εντύ­πω­ση ότι όσα πράτ­τει δεν συμ­βι­βά­ζον­ται μετα­ξύ τους, όταν μεν επι­τε­λεί τα μικρό­τε­ρα θαύ­μα­τα, υψώ­νει το βλέμ­μα Του προς τον ουρα­νό, όταν ωστό­σο επι­τε­λεί μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, το κάνει αυτό με από­λυ­τη εξου­σία, ώστε να αντι­λη­φθείς ότι και τα μικρό­τε­ρα δεν τα επι­τε­λεί λαμ­βά­νον­τας δύνα­μη από κάποιον άλλον, αλλά ότι ενερ­γεί έτσι για να απο­δώ­σει τιμή στον Πατέ­ρα Του που Τον γέν­νη­σε. Όταν λοι­πόν συγ­χώ­ρη­σε τις αμαρ­τί­ες, όταν άνοι­ξε τον παρά­δει­σο και εισή­γα­γε εκεί τον ληστή, όταν κατήρ­γη­σε τον παλαιό νόμο στις περισ­σό­τε­ρες εντο­λές του, όταν ανέ­στη­σε πολ­λούς νεκρούς, όταν στα­μά­τη­σε την τρι­κυ­μία στη θάλασ­σα, όταν έλεγ­ξε τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις των ανθρώ­πων, όταν χάρι­σε το φως στα μάτια των εκ γενε­τής τυφλών, πρά­ξεις που απο­κλει­στι­κά ανή­κουν στον Θεό και μόνον και σε κανέ­ναν άλλον, σε καμία από τις περι­πτώ­σεις αυτές δεν φαί­νε­ται να επι­κα­λεί­ται τον Πατέ­ρα Του. Όταν όμως πολ­λα­πλα­σί­α­σε τους άρτους, πράγ­μα που ήταν κατά πολύ μικρό­τε­ρο ως θαύ­μα από όλα τα άλλα, τότε ανυ­ψώ­νει τα μάτια Του προς τον ουρα­νό, προ­σεύ­χε­ται και επι­κα­λεί­ται την βοή­θεια του Πατέ­ρα Του, αφε­νός μεν για να απο­δεί­ξει αυτά που είπα προ­η­γου­μέ­νως, αφε­τέ­ρου δε για να μας διδά­ξει να μην αρχί­ζου­με προ­η­γου­μέ­νως το φαγη­τό μας, εάν πρώ­τα δεν ευχα­ρι­στή­σου­με Εκεί­νον που μας δίδει την τρο­φή.

Και για ποιον λόγο δεν δημιουρ­γεί τρο­φή χωρίς αυτή να υπάρ­χει εκ των προ­τέ­ρων, αλλά πολ­λα­πλα­σιά­ζει την τρο­φή από την ήδη υπάρ­χου­σα(τους πέν­τε άρτους και τα δύο ψάρια); Για να απο­στο­μώ­σει τους κατο­πι­νούς αιρε­τι­κούς Μαρ­κί­ω­να και Μανι­χαίο, που με τη βλά­σφη­μη διδα­σκα­λία τους, επι­δί­ω­καν να απο­ξε­νώ­σουν τον άγιο Τρια­δι­κό Θεό από την δημιουρ­γία και την κτί­ση, και να διδά­ξει με τις πρά­ξεις Του ότι και τα ορα­τά όλα είναι έργα και κτί­σμα­τα δικά Του, όπως επί­σης ότι Αυτός είναι που δίδει τους καρ­πούς και Αυτός είναι που είπε κατά την αρχή της δημιουρ­γί­ας: «Βλα­στη­σά­τω γ βοτά­νην χόρ­του(:Να βλα­στή­σει η γη βοτά­νη χόρ­του)»[Γέν.1,11] και «ξαγα­γέ­τω τ δατα ρπετ ψυχν ζωσν(:Να βγά­λουν τα ύδα­τα των θαλασ­σών ζων­τα­νούς υδρό­βιους οργα­νι­σμούς)»[Γέν.1,20]·ούτε και βέβαια ήταν μικρό­τε­ρο το παρόν θαύ­μα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των άρτων και των ιχθύ­ων από εκεί­νο που ανα­φέ­ρει η Γένε­ση, εφό­σον και εκεί­να, μολο­νό­τι τα δημιούρ­γη­σε από μη υπάρ­χον­τα, εντού­τοις τα έπλα­σε από το νερό. Δεν ήταν μικρό­τε­ρο θαύ­μα το ότι από πέν­τε άρτους δημιούρ­γη­σε τόσους πολ­λούς, καθώς επί­σης και από τα δύο ψάρια τόσα πολ­λά, από το να παρά­γει από τη γη τους καρ­πούς και από το νερό τους υδρό­βιους οργα­νι­σμούς· αυτό ήταν από­δει­ξη ότι ήταν Κύριος και της ξηράς και της θάλασ­σας.

Επει­δή όμως με τα θαύ­μα­τα που έκα­νε θερά­πευε συνε­χώς ασθε­νείς, στην περί­πτω­ση αυτή προ­βαί­νει σε μια καθο­λι­κή θαυ­μα­τουρ­γι­κή ευερ­γε­σία, ώστε να μην είναι μόνο οι πολ­λοί άνθρω­ποι θεα­τές των θαυ­μά­των που γίνον­ταν στους άλλους, αλλά να απο­λαύ­σουν και οι ίδιοι τη δωρεά των θαυ­μά­των Του. Και εκεί­νο ακρι­βώς που κάπο­τε στην έρη­μο(καθώς όδευαν προς τη γη της Επαγ­γε­λί­ας) προ­κα­λού­σε τον θαυ­μα­σμό στους Ιουδαίους(διότι έλε­γαν: «Μ κα ρτον δύνα­ται δοναι τοι­μά­σαι τρά­πε­ζαν τ λα ατο;(:Μήπως μπο­ρεί να μας δώσει και άρτους ή να ετοι­μά­σει τρά­πε­ζα με φαγη­τά για τον λαό του στην έρη­μο;)»[Ψαλμ.77,20]) με το μάν­να που έπε­φτε από τον ουρα­νό και τους έτρε­φε καθη­με­ρι­νά, αυτό το απο­δει­κνύ­ει τώρα εμπρά­κτως. Για τον λόγο αυτό και τους οδη­γεί στην έρη­μο, ώστε να απαλ­λά­ξει τελεί­ως το θαύ­μα από κάθε υπο­ψία και να μη νομί­σει κανέ­νας ότι κάποια πόλη, που βρι­σκό­ταν εκεί κον­τά, πρό­σφε­ρε τα απα­ραί­τη­τα για την τρο­φή των πέν­τε χιλιά­δων αυτών ανθρώ­πων. Γι’ αυτό ακρι­βώς άλλω­στε ο ευαγ­γε­λι­στής ανα­φέ­ρει όχι μόνο τον τόπο, αλλά και την ώρα που έγι­νε το θαύ­μα.

Αλλά και κάτι άλλο διδα­σκό­μα­στε από το γεγο­νός αυτό, την φιλό­σο­φη αντί­λη­ψη των μαθη­τών για την κάλυ­ψη μόνο των εντε­λώς απα­ραί­τη­των αναγ­κών και την αδια­φο­ρία τους για την τρο­φή. Πραγ­μα­τι­κά, αν και ήσαν δώδε­κα άτο­μα, είχαν μόνο πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια. Τόσο επου­σιώ­δεις θεω­ρού­σαν τα σωμα­τι­κές ανάγ­κες και φρόν­τι­ζαν μονά­χα για τα πνευ­μα­τι­κά. Και δεν κρά­τη­σαν τα ολί­γα αυτά τρό­φι­μα για τον εαυ­τό τους, αλλά τα προ­σέ­φε­ραν, όταν τους το ζήτη­σε ο Ιησούς. Από αυτό ακρι­βώς πρέ­πει να διδα­χτού­με ότι, και αν ακό­μη έχου­με λίγα, και αυτά να τα δίνου­με σε όσους έχουν ανάγ­κη.

Όταν λοι­πόν, τους έδω­σε εντο­λή ο Κύριος να φέρουν τα πέν­τε ψωμιά, δεν λένε: ’’Και τι θα φάμε εμείς; Πώς θα κατα­πρα­ΰ­νου­με την πεί­να μας;’’, αλλά υπα­κού­ουν αμέ­σως με προ­θυ­μία. Πέρα από όσα ελέ­χθη­σαν, όπως εγώ του­λά­χι­στον νομί­ζω, για τον λόγο αυτό θαυ­μα­τουρ­γεί με βάση τα υπάρ­χον­τα ψωμιά και τα ψάρια, για να οδη­γή­σει τους μαθη­τές Του στην πίστη, διό­τι ήταν ακό­μα η πίστη τους πολύ ασθε­νής. Γι’ αυτόν τον λόγο και υψώ­νει το βλέμ­μα Του στον ουρα­νό· διό­τι από μεν τα άλλα θαύ­μα­τα είχαν πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα, ενώ δεν είχαν δει τίπο­τε παρό­μοιο με αυτό.

Αφού λοι­πόν ο Κύριος έλα­βε τους άρτους, τους έκο­ψε σε κομ­μά­τια και τα έδι­δε στα πλή­θη του κόσμου μέσω των μαθη­τών Του τιμών­τας τους με αυτήν την ενέρ­γειά Του. Και δεν το κάνει αυτό μόνο για να τους τιμή­σει, αλλά και για να μην δεί­ξουν απι­στία, όταν θα γίνει το θαύ­μα, ούτε να το λησμο­νή­σουν με το πέρα­σμα του χρό­νου, αφού θα είχαν ως μάρ­τυ­ρες τα ίδια τα χέρια τους που είχαν μοι­ρά­σει τα πολ­λα­πλα­σια­σμέ­να ψωμιά και ψάρια. Για τον λόγο αυτό αφή­νει προ­η­γου­μέ­νως και τα πλή­θη του κόσμου να πει­νά­σουν καλά και περι­μέ­νει να έλθουν πρώ­τα οι μαθη­τές Του και να Τον ρωτή­σουν και μέσω αυτών βάζει τα πλή­θη να καθί­σουν και τους μοι­ρά­ζει τα κομ­μά­τια των άρτων και των ψαριών, επει­δή ήθε­λε να εξα­σφα­λί­σει του καθε­νός την ομο­λο­γία και τις πρά­ξεις του. Γι΄αυτό και λαμ­βά­νει τους άρτους από τους μαθη­τές για να έχουν πολ­λές απο­δεί­ξεις των όσων συνέ­βη­σαν και πολ­λά στοι­χεία να τους υπεν­θυ­μί­ζουν το θαύ­μα· διό­τι εάν, μολο­νό­τι συνέ­βη­σαν αυτά, το λησμό­νη­σαν αργό­τε­ρα, τι δεν θα πάθαι­ναν, εάν δεν προ­έ­βαι­νε σε όλες αυτές τις ενέρ­γειες;

Και δίνει εντο­λή στα πλή­θη να καθί­σουν επά­νω στα χόρ­τα με σκο­πό να τους διδά­ξει ότι πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­ζουν καρ­τε­ρι­κά τις δύσκο­λες περι­στά­σεις· διό­τι ήθε­λε να θρέ­ψει όχι μόνο τα σώμα­τά τους, αλλά να διδά­ξει και την ψυχή τους. Και από τον τόπο λοι­πόν, και από το ότι δεν τους έδω­σε τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο παρά ψωμί και ψάρια, και από το ότι σε όλους προ­σέ­φε­ρε τα ίδια και τα έκα­νε κοι­νά, και από το ότι δεν έδω­σε σε κανέ­να περισ­σό­τε­ρο από τον άλλο, τους δίδα­σκε την ταπει­νο­φρο­σύ­νη, την εγκρά­τεια, την αγά­πη, το να επι­δει­κνύ­ουν αμε­ρό­λη­πτα όμοια στά­ση προς όλους και το να θεω­ρούν ότι τα πάν­τα είναι κοι­νά.

«Κα κλά­σας δωκε τος μαθη­τας τος ρτους, ο δ μαθη­τα τος χλοις (:Και αφού έκο­ψε τα ψωμιά ο Κύριος, τα έδω­σε στους μαθη­τές Του και οι μαθη­τές στα πλή­θη του κόσμου)»[Ματθ.14,19].Τους πέν­τε άρτους έκο­ψε και οι πέν­τε αυτοί άρτοι πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ταν στα χέρια των μαθη­τών Του. Και δεν στα­μα­τά το θαύ­μα σε αυτό μόνο το σημείο, αλλά έκα­με ώστε και να περισ­σεύ­σουν οι άρτοι. Και δεν περίσ­σευ­σαν ολό­κλη­ροι άρτοι, αλλά κομ­μά­τια, με σκο­πό να δεί­ξει ότι αυτά ήσαν υπο­λείμ­μα­τα εκεί­νων των άρτων, ώστε όλοι να πλη­ρο­φο­ρη­θούν το γεγο­νός. Και ακρι­βώς για τον λόγο αυτό άφη­σε τον κόσμο να πει­νά­σει, για να μη θεω­ρή­σει κανείς ότι ήταν φαν­τα­σία αυτό που συνέ­βη. Γι’ αυτό έκα­νε να περισ­σεύ­σουν και δώδε­κα κοφί­νια, για να κρα­τή­σει και ο Ιού­δας ένα. Βέβαια μπο­ρού­σε να σβή­σει την πεί­να τους, αλλ΄ όμως δεν θα γνώ­ρι­ζαν τότε οι μαθη­τές Του την δύνα­μή Του, πράγ­μα βέβαια που έγι­νε και στην περί­πτω­ση του Ηλία. Τόσο πολύ λοι­πόν κατε­πλά­γη­σαν οι Ιου­δαί­οι από το θαύ­μα αυτό, ώστε θέλη­σαν και βασι­λέα να Τον ανα­κη­ρύ­ξουν, πράγ­μα βέβαια που δεν έκα­ναν σε κανέ­να από τα άλλα θαύ­μα­τά Του.

Ποια λόγια λοι­πόν θα μπο­ρέ­σουν να παρα­στή­σουν το πώς πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ταν οι άρτοι; Το πώς έρρε­αν τα πλή­θη στην έρη­μο; Το πώς έφτα­σαν για τόσο πλή­θος κόσμου; Διό­τι πράγ­μα­τι ήσαν πέν­τε χιλιά­δες άνθρω­ποι χωρίς τις γυναί­κες και τα παι­διά, πράγ­μα που απο­τε­λεί τον πιο μεγά­λο έπαι­νο του λαού, διό­τι και γυναί­κες και παι­διά περιέ­βαλ­λαν τον Κύριο. Το πώς περίσ­σευ­σαν τα κομ­μά­τια; Καθό­σον και αυτό δεν είναι μικρό­τε­ρο θαύ­μα από το προ­η­γού­με­νο. Και το πώς έμει­ναν τόσα υπο­λείμ­μα­τα, ώστε να γεμί­σουν ισά­ριθ­μα κοφί­νια με τους μαθη­τές, και να μην είναι ούτε περισ­σό­τε­ρα, ούτε λιγό­τε­ρα; Και αφού λοι­πόν έλα­βε τα υπο­λείμ­μα­τα δεν τα έδω­σε στα πλή­θη του κόσμου, αλλά στους μαθη­τές, καθό­σον το πλή­θος του κόσμου βρι­σκό­ταν σε πολύ χαμη­λό­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό επί­πε­δο από ό,τι οι μαθη­τές.

Αφού λοι­πόν έκα­νε το θαύ­μα, «εθέως νάγ­κα­σεν ησος τος μαθητς ατο μβναι ες τ πλοον κα προ­ά­γειν ατν ες τ πέραν, ως ο πολύσ τος χλους(:και αμέ­σως ο Ιησούς, για να μην παρα­συρ­θούν οι μαθη­τές Του από τον ενθου­σια­σμό του πλή­θους που ήθε­λε να Τον ανα­κη­ρύ­ξει βασι­λιά, τους ανάγ­κα­σε να μπουν στο πλοίο και να περά­σουν πριν απ’ Αυτόν στο απέ­ναν­τι μέρος της λίμνης, ωσό­του Αυτός δια­λύ­σει τα πλή­θη του λαού)»[Ματθ.14,21]· διό­τι αν και όταν ήταν παρών, θεω­ρούν­ταν τα επι­τε­λού­με­να απ΄ Αυτόν ως φαν­τα­σία και όχι ως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οπωσ­δή­πο­τε λοι­πόν θα συνέ­βαι­νε το ίδιο εφό­σον θα απου­σί­α­ζε. Γι΄ αυτό λοι­πόν προ­κει­μέ­νου να εξε­τα­στεί με ακρί­βεια το συμ­βάν, έδω­σε εντο­λή να φύγουν από κον­τά Του εκεί­νοι που έλα­βαν τα υπο­λείμ­μα­τα και τα απο­δει­κτι­κά στοι­χεία του θαύ­μα­τος.

Αλλά και σε άλλες περι­πτώ­σεις, όταν επι­τε­λεί μεγά­λα έργα, απο­φεύ­γει το πλή­θος του κόσμου και τους μαθη­τές Του, με σκο­πό να μας διδά­ξει να μην επι­διώ­κου­με σε καμία περί­πτω­ση την δόξα των ανθρώ­πων και να μην παρα­συ­ρό­μα­στε από τον κόσμο. Και όταν ο ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι «τους ανάγ­κα­σε», φανε­ρώ­νει τη μεγά­λη επι­θυ­μία των μαθη­τών να μεί­νουν κον­τά στον Κύριο. Και απέ­στει­λε τους μαθη­τές Του έχον­τας αυτό ως πρό­σχη­μα για το πλή­θος, ώστε να δια­λυ­θεί, ενώ ο Ίδιος ήθε­λε να ανε­βεί στο όρος. Και αυτό το έκα­νε για να μας διδά­ξει να μην ανα­μει­γνυό­μα­στε συνε­χώς με τον κόσμο, ούτε πάλι να τον απο­φεύ­γου­με πάν­το­τε, αλλά και τα δύο να τα κάνου­με προς ωφέ­λεια, το ένα μετά το άλλο, ανά­λο­γα προς την εκά­στο­τε ανάγ­κη.

Ας μάθου­με λοι­πόν κι εμείς να μένου­με πάν­το­τε κον­τά στον Ιησού χωρίς να απο­βλέ­που­με στην υλι­κή αντα­πό­δο­ση, για να μη συμ­βεί να κατη­γο­ρη­θού­με, όπως συνέ­βη και με τους Ιου­δαί­ους. Καθό­σον λέγει ο Κύριος: «Ζητετέ με, οχ τι εδετε σημεα, λλ᾿ τι φάγε­τε κ τν ρτων κα χορ­τά­σθη­τε(:Αλη­θι­νά σας λέω ότι ζητεί­τε να με βρεί­τε όχι επει­δή είδα­τε θαύ­μα­τα που σας έπει­σαν για τη θεϊ­κή μου απο­στο­λή και τη σωτη­ριώ­δη αλή­θεια της διδα­σκα­λί­ας μου, και θέλε­τε έτσι να ωφε­λη­θεί­τε πνευ­μα­τι­κά, αλλά επει­δή φάγα­τε από τους άρτους και χορ­τά­σα­τε, και θέλε­τε πάλι να σας δώσω υλι­κά αγα­θά)»[Ιω.6,26]. Για τον λόγο αυτόν δεν κάνει συνε­χώς αυτό εδώ το θαύ­μα, αλλά το θέτει σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα, με σκο­πό να τους διδά­ξει να μην είναι δού­λοι της κοι­λιάς τους, αλλά να επι­διώ­κουν διαρ­κώς να απο­κτή­σουν τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά.

Επο­μέ­νως και εμείς ας επι­διώ­κου­με αυτά και ας ζητού­με τον Άρτο τον ουρά­νιο και λαμ­βά­νον­τάς τον, ας απαλ­λασ­σό­μα­στε από κάθε βιο­τι­κή φρον­τί­δα· διό­τι, εάν εκεί­νοι άφη­σαν και τα σπί­τια τους και τις πόλεις και τους συγ­γε­νείς και τα πάν­τα και έμε­ναν στην έρη­μο χωρίς να απο­μα­κρύ­νον­ται από εκεί, αν και πιέ­ζον­ταν από την ανάγ­κη της πεί­νας, πολύ περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να συμ­βαί­νει αυτό σε εμάς που πλη­σιά­ζου­με μία τέτοια είδους Τρά­πε­ζα, οι οποί­οι πρέ­πει να δεί­ξου­με περισ­σό­τε­ρη ευσέ­βεια και να ζητού­με με πολύ πόθο πρώ­τα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά, και ύστε­ρα τα υλι­κά. Καθό­σον και οι Ιου­δαί­οι κατη­γο­ρούν­ταν, όχι επει­δή ζήτη­σαν τον Κύριο για τον άρτο, αλλά επει­δή Τον ζήτη­σαν γι΄ αυτόν και μόνο τον σκο­πό και μάλι­στα πρώ­τα γι’ αυτόν· διό­τι εάν κάποιος περι­φρο­νεί μεν τις μεγά­λες δωρε­ές, επι­διώ­κει όμως τις μικρές, τότε ο Δωρε­ο­δό­της τον κατα­φρο­νεί και έτσι χάνει και εκεί­να που αυτός επι­θυ­μεί. Ενώ αντι­θέ­τως, εάν επι­διώ­κου­με με πόθο τα πνευ­μα­τι­κά, μας προ­στί­θεν­ται μαζί με αυτά και τα υλι­κά· καθό­σον αυτά απο­τε­λούν προ­σθή­κη στα πνευ­μα­τι­κά. Αυτά είναι τόσο ασή­μαν­τα και μικρά, συγ­κρι­νό­με­να προς τα πνευ­μα­τι­κά, έστω και αν ακό­μη θεω­ρούν­ται ότι είναι μεγά­λα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΜΘ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11, σελί­δες 302–321.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 2–8‑1998]

[Β381] [Β΄έκδοσις]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, μας διη­γή­θη­κε ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος το θαύ­μα του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων. Ένα θαύ­μα που μας το διη­γούν­ται και οι τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­σταί.

Ας δού­με όμως πώς ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος μας το κατα­γρά­φει, σε μία από­δο­ση. «Εκεί­νον τον και­ρό, ανε­χώ­ρη­σε ο Ιησούς από εκεί με πλοίο σε έναν έρη­μο τόπο, μόνος μαζί με τους δώδε­κα μαθη­τάς Του. Όταν το πλη­ρο­φο­ρή­θη το πλή­θος του κόσμου, τον ηκο­λού­θη­σαν πεζο­πο­ρών­τες από διά­φο­ρες πόλεις. Τότε ο Ιησούς, εβγή­κε από το έρη­μο κατα­φύ­γιό Του και είδε πολύ κόσμο. Τους λυπή­θη­κε και εθε­ρά­πευ­σε τους αρρώ­στους των. Όταν άρχι­σε να σου­ρου­πώ­νει Τον πλη­σιά­ζουν οι μαθη­ταί και Του λέγουν: ’’Ο τόπος είναι ερη­μι­κός και η ώρα περα­σμέ­νη. Από­λυ­σε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και να αγο­ρά­σουν κάτι για να φάνε’’. Ο Ιησούς όμως τους είπε: ‘’Δεν έχουν ανάγ­κη να πάνε που­θε­νά. Δώσα­τέ τους εσείς να φάνε’’. Κι εκεί­νοι Του απαν­τούν: ‘’Δεν έχο­με μαζί μας παρά μόνον πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια’’. Και ο Ιησούς τους λέγει: ‘’Φέρ­τε τα μου εδώ’’. Και αφού έδω­σε εντο­λή στον κόσμο να καθί­σουν για φαγη­τό πάνω στο χορ­τά­ρι, επή­ρε τα πέν­τε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρε­ψε τα μάτια Του στον ουρα­νό, τα ευλό­γη­σε, έκο­ψε τα ψωμιά σε κομ­μά­τια και τα έδω­σε στους μαθη­τάς Του και εκεί­νοι στο πλή­θος. Και έφα­γαν όλοι και χόρ­τα­σαν. Και εσή­κω­σαν τα περισ­σεύ­μα­τα από τα κομ­μά­τια, δώδε­κα κοφί­νια γεμά­τα. Και αυτοί που έφα­γαν, ήσαν περί­που πέν­τε χιλιά­δες άνδρες, χωρίς τις γυναί­κες και τα παι­διά».

Η όλη περι­κο­πή, αγα­πη­τοί, είναι σπου­δαιο­τά­τη. Και είναι γεμά­τη από θεο­λο­γι­κές θέσεις. Θα μεί­νο­με, όμως, μόνο σε μία. Στο σημείο που λέγει: «δωκε τος μαθη­τας τος ρτους, ο δ μαθη­τα τος χλοις». Δηλα­δή αφού ευλό­γη­σε, έδω­σε κομ­μέ­να ψωμιά, τους πέν­τε άρτους που είχαν, εις τους μαθη­τάς Του και οι μαθη­ταί με την σει­ρά τους εις τους όχλους. Σ’ αυτό το σημείο θα μεί­νο­με.

Παρα­τη­ρού­με μία παρά­δο­ση της τρο­φής. Από τα χέρια του Χρι­στού στα χέρια των μαθη­τών. Και από τα χέρια των μαθη­τών στα χέρια του πλή­θους. Δηλα­δή μεσο­λα­βούν μετα­ξύ του πλή­θους και του Ιησού, μεσο­λα­βούν οι μαθη­ταί. Εδώ βλέ­πει κανείς μίαν κατά κυριο­λε­ξί­αν παρά­δο­σιν. Παρα­δί­δω, συ παρα­δί­δεις παρα­κά­τω. Μίαν παρά­δο­σιν. Αυτό θα είναι το θέμα μας σήμε­ρα και θα παρα­κα­λέ­σω πολύ να το προ­σέ­ξο­με.

Αυτή η παρά­δο­σις στο σκη­νι­κό του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, ήταν μία μικρο­γρα­φία της όλης απο­στο­λι­κής παρα­δό­σε­ως, που θα εγί­νε­το και το θεμέ­λιον της Εκκλη­σί­ας. Λέμε στο Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως: « … Πιστεύω ες Μίαν, γίαν, Καθο­λι­κήν καί ποστο­λι­κήν κκλη­σί­αν». Δηλα­δή μίαν Εκκλη­σί­αν που ιδρύ­θη­κε στους δώδε­κα Απο­στό­λους ή που έχει θεμέ­λιό της η Εκκλη­σία τους δώδε­κα Απο­στό­λους. Η απο­στο­λι­κό­τη­τα της Εκκλη­σί­ας είναι ένα από τα βασι­κά θεμέ­λια της Εκκλη­σί­ας. Και σημαί­νει ότι στη­ρί­ζε­ται στην διδα­σκα­λία των Απο­στό­λων που παρέ­λα­βαν ζων­τα­νά από τον ίδιο τον Χρι­στό. Ο Κύριος δεν έγρα­ψε, είναι γνω­στό, τίπο­τα. Οι Από­στο­λοι έγρα­ψαν. Εδί­δα­ξε μόνον ο Κύριος και οι μαθη­ταί παρέ­λα­βαν την διδα­σκα­λία Του, την οποί­αν και κατε­χώ­ρη­σαν, όπως είναι τα λεγό­με­να τέσ­σε­ρα υπο­μνή­μα­τα. Έτσι λέγον­ται. Δηλα­δή τους τέσ­σε­ρις Ευαγ­γε­λι­στάς. Όπως είναι και οι επι­στο­λές του Παύ­λου και των λοι­πών επι­στο­λών.

Οι μαθη­ταί κατο­πι­νά διδά­σκουν ό,τι εδι­δά­χθη­σαν. Με βάση αυτά που έγρα­ψαν. Αυτή η παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας, σας είπα, είναι θεμε­λιώ­δους σημα­σί­ας. Στην Παλαιά Δια­θή­κη δια­τυ­πού­ται ως εξής αυτή η παρά­δο­σις. Και πολύ συχνά μάλι­στα ανα­φέ­ρε­ται αυτή η φρά­ση που θα σας πω: «περώ­τη­σον τόν πατέ­ρα σου καί ναγ­γε­λε σοι, τούς πρε­σβυ­τέ­ρους σου καί ροσι σοι». Δηλα­δή να ρωτή­σεις τον πατέ­ρα σου και θα σου πει. Να ρωτή­σεις τους ηλι­κιω­μέ­νους και θα σου απαν­τή­σουν.

Μάλι­στα, για την εορ­τή του Πάσχα, φυσι­κά εκεί­νοι που πέρα­σαν από την Ερυ­θρά Θάλασ­σα, ήσαν οι μάρ­τυ­ρες. Λέει, λοι­πόν, γρά­φει εκεί ο Μωυ­σής: «Όταν σε ρωτή­σει το παι­δί σου». Για­τί γιόρ­τα­ζαν κάθε χρό­νο την εορ­τή του Πάσχα, λέει, την διά­βα­ση της Ερυ­θράς Θαλάσ­σης. Πέρα­σαν πάρα πολ­λά χρό­νια. Μάλι­στα από την επο­χή του Χρι­στού, από την επο­χή του Μωυ­σέ­ως ως την επο­χή του Χρι­στού, πέρα­σαν 1500 χρό­νια. Λοι­πόν λέγει: «Εάν σε ρωτή­σει το παι­δί σου· πατέ­ρα, για­τί τρώ­με πικρά χόρ­τα; Πατέ­ρα, για­τί τρώ­με άζυ­μο ψωμί; Εσύ θα εξη­γή­σεις». Συνε­πώς πώς διε­τη­ρή­θη αυτή η παρά­δο­σις του Πάσχα της Ερυ­θράς Θαλάσ­σης; Από γενεά σε γενεά. Από πατέ­ρα σε παι­δί. Γι΄αυτό λέγει: «περώ­τη­σον τόν πατέ­ρα σου καί ναγ­γε­λε σοι, τούς πρε­σβυ­τέ­ρους σου καί ροσι σοι». «Και θα σου πουν οι πρε­σβύ­τε­ροι».

Θα μπο­ρού­σε ο Θεός βέβαια να απο­κα­λύ­πτε­ται σε κάθε γενεά. Μια γενεά λογα­ριά­ζε­ται σε 30 χρό­νια. Θα μπο­ρού­σε, δηλα­δή, ο Θεός να απο­κα­λύ­πτε­ται κάθε τριάν­τα χρό­νια. Και να μην υπάρ­χει αυτή η παρά­δο­σις. Όμως ο Θεός θέλει να υπάρ­χει αυτή η παρά­δο­σις. Αν ερω­τή­σε­τε, για­τί; Διό­τι στην Παρά­δο­σιν δια­τη­ρεί­ται ένα θεμε­λιω­δέ­στα­τον στοι­χεί­ον· που λέγε­ται πίστις. Δηλα­δή δια­τη­ρεί­ται η πίστις. Θα πιστέ­ψεις. Εμείς δεν βλέ­πο­με στην ζωή μας τίπο­τα θαύ­μα­τα ή όλα αυτά που περι­γρά­φον­ται στην Παλαιά Δια­θή­κη κ.λπ. κ.λπ. Τίπο­τα. Αλλά τι κάνο­με; Αφού μας παρε­δό­θη­σαν, τα πιστεύ­ο­με. Έτσι δια­τη­ρεί­ται, επι­πλέ­ον, όπως σας είπα, ανα­δει­κνύ­ε­ται αυτό που λέγε­ται πίστις.

Εκεί­νο το «περώ­τη­σον τόν πατέ­ρα σου», να ρωτή­σεις τον πατέ­ρα σου, είναι το θεμέ­λιον –προ­σέξ­τε- της πατε­ρι­κής παρα­δό­σε­ως. Όχι της απο­στο­λι­κής. Αλλά της πατε­ρι­κής παρα­δό­σε­ως. Γι΄αυτό και στην εορ­τή των οικου­με­νι­κών Συνό­δων που έχο­με κάποιες φορές μέσα στον χρό­νο, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως ανά­γνω­σμα απο­βρα­δίς στον Εσπε­ρι­νό εκεί­νο που λέγει ό,τι αφο­ρά σε αυτό: «περώ­τη­σον τόν πατέ­ρα σου».

Βέβαια η απο­στο­λι­κή παρά­δο­σις δια­φέ­ρει από την πατε­ρι­κή παρά­δο­ση. Πρέ­πει αυτά να τα δια­κρί­νο­με. Η απο­στο­λι­κή παρά­δο­σις είναι οι Από­στο­λοι σαν αυτό­πται και σαν αυτή­κο­οι· είδαν με τα μάτια τους, άκου­σαν με τ’ αυτιά τους και τώρα παρα­δί­δουν ό,τι είδαν και ό,τι άκου­σαν. Αυτό λέγε­ται απο­στο­λι­κή παρά­δο­σις.

Ο Κύριος είπε στους μαθη­τάς Του: «Κα σεσθέ μοι μάρ­τυ­ρες ν τε ερου­σαλμ κα ν πάσ τ ουδαί κα Σαμα­ρεί κα ως σχά­του τς γς». «Να στα­θεί­τε», λέει, «μάρ­τυ­ρές μου, στην Ιου­δαία, στην Σαμά­ρεια, σε όλη την Γη». Όπου βγεί­τε, θα πεί­τε: «Εμείς Τον είδα­με, εμείς Τον ακού­σα­με τον Ιησούν». Θα γρά­ψει δε ακό­μη κάτι περισ­σό­τε­ρο ο από­στο­λος Πέτρος: «Φάγα­με και ήπια­με μαζί Του». Κι αν το θέλε­τε, η αιτία που εξε­λέ­γη ο δωδέ­κα­τος μαθη­τής, παρό­τι δεν κατέ­λα­βε βέβαια ο Παύ­λος την θέση του δωδε­κά­του μαθη­τού, απλώς είναι ο δέκα­τος τρί­τος μαθη­τής, κι αυτός είναι αυτή­κο­ος και αυτό­πτης, θα σας το πω μετά, διό­τι έπρε­πε… το λέει εκεί, εις το πρώ­το κεφά­λαιο των Πρά­ξε­ων: «για να γίνει ένας με μας τους ένδε­κα μάρ­τυ­ρας της Ανα­στά­σε­ως του Χρι­στού». «Εγώ τον είδα τον Ιησούν, τον ανα­στη­μέ­νον Ιησούν». Βλέ­πε­τε λοι­πόν ότι έχο­με εδώ την αυτο­ψία, έχο­με την αυτη­κο­ΐα. Ο από­στο­λος Παύ­λος λέει κάπου, παρό­τι είναι μετα­γε­νέ­στε­ρος, είναι όμως ίσος με τους Απο­στό­λους. Τελεί­ως ίσος. Το λέει ο ίδιος. Και έτσι είναι. Αν δεν ήτα­νε, τότε τα συγ­γράμ­μα­τά του, οι επι­στο­λές του, δεν θα ήσαν μέσα στην Αγία Γρα­φή. Και θα ήταν συγ­γράμ­μα­τα δευ­τέ­ρας σει­ράς. Και θα ήταν ο ίδιος από­στο­λος δευ­τέ­ρας σει­ράς. Όχι αυτή­κο­ος και αυτό­πτης. Αλλά τι λέει; «Οχ τν Κύριον ησον ώρα­κα;». «Εγώ δεν είδα», λέει, «τον Κύριον Ιησούν;» Πού τον είδε; Προς Δαμα­σκόν που πήγαι­νε. Μέσα σε εκεί­νη τη φοβε­ρή λάμ­ψη. Και Τον είδε και Τον άκου­σε. Είναι λοι­πόν ίσος, ισό­τι­μος με τους άλλους μαθη­τάς.

Και είναι η τελευ­ταία παραγ­γε­λία που έδω­σε ο Χρι­στός: «Πηγαί­νε­τε, πεί­τε ό,τι ακού­σα­τε και είδα­τε από μένα». «Κα τατα επν» -λέγει- «πήρ­θη». Και αφού είπε αυτά, μας γρά­φει το Βιβλίο των Πρά­ξε­ων, «πήρ­θη», ανε­λή­φθη. Ήταν η τελευ­ταία παραγ­γε­λία. Εκεί­νο το «σεσθέ μοι μάρ­τυ­ρες» περι­κλεί­ει όλο το πνεύ­μα της απο­στο­λι­κής παρα­δό­σε­ως. Για να λέμε «ες Μίαν, γίαν, Καθο­λι­κήν καί ποστο­λι­κήν κκλη­σί­αν». Ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος γρά­φει: «Πορευ­θέν­τες- που τους είπε ο Κύριος- μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη διδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν». Ώστε παρά­δο­σις απο­στο­λι­κή σημαί­νει η παρά­δο­ση- βλέ­πε­τε, επι­μέ­νω να το ξανα­λέω, ε;- η παρά­δο­ση των Απο­στό­λων, ό,τι είδαν και άκου­σαν από τον Κύριον.

Αντί­θε­τα, η πατε­ρι­κή παρά­δο­σις, η παρά­δο­σις των Πατέ­ρων, όχι των απο­στό­λων, όπως την σημειώ­νει η Παλαιά Δια­θή­κη, είναι η ερμη­νεία σαν γράμ­μα και σαν ζωή του Ευαγ­γε­λί­ου από τους Πατέ­ρες και τους αγί­ους. Ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος είναι Πατήρ και συνε­πώς μας δια­τη­ρεί την πατε­ρι­κήν παρά­δο­σιν. Είναι 3–4 αιώ­νες μετά Χρι­στόν. Κ.ο.κ. Και οι άγιοι. Οι πατέ­ρες και οι άγιοι της Εκκλη­σί­ας μας δια­τη­ρούν την λεγο­μέ­νην πατε­ρι­κήν παρά­δο­σιν. Πώς την δια­τη­ρούν; Τι ακρι­βώς δια­τη­ρούν; Προ­σέξ­τε, την ορθήν ερμη­νεί­αν του κει­μέ­νου του Ευαγ­γε­λί­ου. Την ορθήν ερμη­νεί­αν· την οποί­αν ορθήν ερμη­νεί­αν δια­τη­ρούν όχι με το στό­μα, αλλά και με την ζωή τους· διό­τι η ζωή τους είναι έκφρα­σις αυτής της ορθής ερμη­νεί­ας του γράμ­μα­τος του Ευαγ­γε­λί­ου.

Έχο­με λοι­πόν δύο παρα­δό­σεις. Την απο­στο­λι­κήν και την πατε­ρι­κήν. Φυσι­κά η πατε­ρι­κή είναι απο­λύ­τως απο­λύ­τως σύμ­φω­νη, ταυ­τί­ζε­ται, ούτως ειπείν, με την απο­στο­λι­κήν παρά­δο­σιν. Η πατε­ρι­κή παρά­δο­σις είναι γνη­σία ερμη­νεία του παρα­δο­θέν­τος απο­στο­λι­κού υλι­κού. Η πατε­ρι­κή παρά­δο­σις είναι σημαν­τι­κή όσο και η απο­στο­λι­κή παρά­δο­σις, όπως σας είπα. Και τού­το φαί­νε­ται από το φαι­νό­με­νο του Προ­τε­σταν­τι­σμού. Οι Προ­τε­στάν­ται πέτα­ξαν την πατε­ρι­κήν παρά­δο­σιν, είπαν «δεν έχει αξία και σημα­σία» κι έγι­ναν κάπου 400–500 κομ­μά­τια! Κάθε παρα­φυά­δα δια­τη­ρεί μια δική της παρά­δο­ση. Επει­δή πέτα­ξαν την παρά­δο­ση των Πατέ­ρων και των Αγί­ων. Να το απο­τέ­λε­σμα. Είναι πολύ μεγά­λης σημα­σί­ας, τερα­στί­ας σημα­σί­ας.

Όταν ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης βλέ­πει την Άνω Ιερου­σα­λήμ στο όρα­μά του εκεί στην Απο­κά­λυ­ψη, να κατέρ­χε­ται, λέγει, από τον ουρα­νό, ήτο, λέγει, τετρά­γω­νο το τεί­χος αυτής και άλλα πολ­λά, μετα­ξύ των άλλων που περι­γρά­φει από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της, λέει και τού­το: «Κα τ τεχος τς πόλε­ως χον θεμε­λί­ους δώδε­κα», ‑είχε, λέει, δώδε­κα θεμέ­λια το τεί­χος της- (σημειώ­σα­τε δε ότι η Άνω Ιερου­σα­λήμ είναι η Εκκλη­σία) κα π’ ατν δώδε­κα ‑ποί­ων; Των δώδε­κα θεμε­λί­ων- δώδε­κα νόμα­τα τν δώδε­κα ποστό­λων το ρνί­ου». Σαφέ­στα­τα.

Απο­στο­λι­κή παρά­δο­σις είναι ακό­μη και κάτι άλλο, αγα­πη­τοί μου. Είναι η παρά­δο­σις –κι αυτό να το προ­σέ­ξο­με- αυτής καθ’ εαυ­τήν της Εκκλη­σί­ας. Δηλα­δή; Δηλα­δή όταν ο Κύριος ενε­χει­ρί­ζε­το τους άρτους στους μαθη­τάς Του, στο θαύ­μα των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, που ακού­σα­με σήμε­ρα, ενε­χεί­ρι­ζε το σώμα Του, που είναι η Εκκλη­σία. Διό­τι… προ­σέξ­τε, το όλο θαύ­μα του χορ­τα­σμού είναι μία σκια­γρα­φία, αλλά και μία πρώ­τη προ­σέγ­γι­σις και βίω­σις του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Είναι φανε­ρό, από την περι­γρα­φή που μας κάνει ο Ιωάν­νης, ευθύς την επο­μέ­νη, που ανα­ζη­τούν τον Χρι­στόν οι Καπερ­να­ΐ­ται, και τους λέει ο Χρι­στός: «μν μν λέγω μν, ζητετέ με (:με ζητά­τε), οχ τι εδετε σημεα (:όχι για­τί είδα­τε κάποιο θαύ­μα), λλ’ τι φάγε­τε κ τν ρτων κα χορ­τά­σθη­τε (:φάγα­τε ψωμί και χορ­τά­σα­τε)». «Καλός είναι Αυτός». Να το πού­με έτσι; «Να τον κάνου­με και βασι­λιά». Εκεί στην έρη­μο μάλι­στα ήθε­λαν να τον ανα­κη­ρύ­ξουν βασι­λιά, γι΄αυτό – ακού­στε μία λεξού­λα που μας την εξη­γεί ο Ιωάν­νης σήμε­ρα είπα­με το κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον- ο Χρι­στός, λέει, «νάγ­κα­σε» τους μαθη­τάς να μπουν στο πλοίο. Το «αναγ­κά­ζω» θα πει με το ζόρι. Τους ζόρι­σε. «Μπεί­τε μες το καΐ­κι. Και πηγαί­νε­τε απέ­ναν­τι να με περι­μέ­νε­τε». Για­τί τους ηνάγ­κα­σε; Για­τί κυκλο­φο­ρού­σε στην έρη­μο, που ‘φάγαν μόνον οι άνδρες 5000: «Να τον αρπά­ξο­με και να τον κάνο­με βασι­λιά». Και συνε­πώς και τους μαθη­τάς υπουρ­γούς. Άρε­σε στους μαθη­τάς. Άρε­σε στους μαθη­τάς. Και τους έπια­σε –ας μου επι­τρα­πεί η έκφρα­σις- από το αυτί ο Χρι­στός, ηνάγ­κα­σε. «Μπεί­τε στο πλοίο, πηγαί­νε­τε απέ­ναν­τι». Κι ο Κύριος πέρα­σε πρωι­νή ώρα, περ­πα­τών­τας πάνω στη θάλασ­σα. Εκεί­νο το γνω­στό. Το γνω­στό θαύ­μα.

Λοι­πόν, είδα­τε; Είδα­τε; Όχι λοι­πόν για­τί είδα­τε κάποιο σημείο αλλά για­τί φάγα­τε και χορ­τά­σα­τε. Και λέει τώρα ο Χρι­στός: «ργά­ζε­σθε μ τν βρσιν τν πολ­λυ­μέ­νην(:μην εργά­ζε­σθε το φαγη­τό εκεί­νο το οποίο… ξανα­πει­νά­με πάλι και ξανα­τρώ­με), λλ τν βρσιν τν μένου­σαν ες ζων αώνιον(:αλλά το φαγη­τό εκεί­νο το οποίο θα σας κάνει αθα­νά­τους)». Και συμ­πλη­ρώ­νει: «γώ εμι ρτος τς ζως». Είδα­τε; «Εγώ», λέει, «είμαι ο άρτος της ζωής». Όχι μετα­φο­ρι­κά. «κα ρτος δ ν γ δώσω (:και το ψωμί που εγώ θα δώσω), σάρξ μού στιν». «Είναι η σάρ­κα μου». Το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας.

Μάλι­στα οι Καπερ­να­ΐ­ται που ήρθαν να του τα πουν αυτά όλα, αηδί­α­σαν! Δοξά­ζο­με τον Θεό, που το Πνεύ­μα το Άγιον επέ­τρε­ψε να κατα­χω­ρη­θεί αυτή η αηδία τους, η αηδία τους. Ξέρε­τε για­τί; «Μπα», λέει, «θα μας δώσει να φάμε την σάρ­κα Του, το σώμα Του! Τίς δύνα­ται ατο κού­ειν; (:Ποιος αντέ­χει να ακού­ει τέτοια λόγια;)». Και τον άφη­σαν κι έφυ­γαν. Ο Χρι­στός επι­μέ­νει. «Εάν δεν φάτε την Σάρ­κα μου και δεν πιεί­τε το Αίμα μου, δεν έχε­τε ζωήν αιώ­νιον». Έφθα­σε να πει στους μαθη­τάς Του: «Αν σκαν­δα­λι­στή­κα­τε, πηγαί­νε­τε κι εσείς μαζί με τους Καπερ­να­ΐ­τες. Εγώ επι­μέ­νω σε εκεί­νο το οποίο σας λέγω». Δηλα­δή ήτα­νε μία εικό­να, ένα σκια­γρά­φη­μα το θαύ­μα του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Και όταν έδω­σε ο Χρι­στός τα κομ­μά­τια τα ψωμιά, αργό­τε­ρα θα τους δώσει την σάρ­κα Του. Δηλα­δή, τι θα πει αυτό; Θα τους δώσει το μυστή­ριο της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας.

Προ­σέξ­τε, ακό­μη τις ευχα­ρι­στια­κές λέξεις στο θαύ­μα του χορ­τα­σμού. Που δια­τη­ρεί­ται αυτό πώς; Ξέρε­τε; Με την ιερω­σύ­νη. Ακού­στε τι λένε οι ευχα­ρι­στια­κές λέξεις: «Λαβν τος πέν­τε ρτους ναβλέ­ψας ες τν ορανν ελόγη­σεν κα κλά­σας (:έκο­ψε κομ­μά­τια) δωκεν τος μαθη­τας Ατο». Ακού­στε τι μας λέει τώρα ο Ματ­θαί­ος· στην Θεία Ευχα­ρι­στία, στο μυστή­ριον: «Λαβν ησος τν ρτον κα εχαρι­στή­σας κλα­σε κα δίδου τος μαθη­τας κα επε· λάβε­τε φάγε­τε· τοτό στι τ σμά μου». Ατας λέξε­σι, με τις ίδιες λέξεις. Σας κάνει εντύ­πω­ση αυτό;

Ώστε παρά­δο­σις απο­στο­λι­κή δεν είναι μόνον ό,τι είδαν και άκου­σαν οι μαθη­ταί, αλλά και η παρα­λα­βή του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Αν θέλε­τε, κι άλλοι μπο­ρού­σαν να δια­τη­ρή­σουν ό,τι είδαν και άκου­σαν από τον Ιησούν. Αλλά δεν παρέ­λα­βον την Εκκλη­σί­αν. Η παρα­λα­βή του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας είναι ταυ­τό­ση­μη με την παρα­λα­βή της ιερω­σύ­νης! Και συνε­πώς ταυ­τό­ση­μη με την Εκκλη­σία. Μέγα θέμα!

Εκκλη­σία υπάρ­χει όπου υπάρ­χει δια­δο­χή ιερω­σύ­νης. Οι Προ­τε­στάν­ται δεν έχουν Εκκλη­σία. Είναι απλώς –προ­σέξ­τε- θρη­σκευ­τι­κές κοι­νό­τη­τες. Η Εκκλη­σία είναι Μία. Για­τί δεν έχουν; Για­τί κατήρ­γη­σαν, πέτα­ξαν το μυστή­ριον της ιερω­σύ­νης. Γι΄αυτό και όταν τελούν την Θεία Ευχα­ρι­στία, ξέρε­τε πώς την τελούν; Χμ, πώς την τελούν! Πιστεύ­ουν πως είναι μία ανά­μνη­σις και ότι είναι μία υπεν­θύ­μη­σις και ένα σύμ­βο­λον. Αφού θα κοι­νω­νή­σουν οι πιστοί, ό,τι περισ­σέ­ψει, το χύνουν στον νερο­χύ­τη! Και καλά κάνουν που το χύνουν στον νερο­χύ­τη, για­τί δεν είναι ούτε σώμα, ούτε αίμα Χρι­στού. Το ακού­τε παρα­κα­λώ; Για να μην παρα­συρ­θού­με καμιά φορά από κάτι Προ­τε­στάν­τες, Ευαγ­γε­λι­κούς, Πεν­τη­κο­στια­νούς κλπ. κλπ. Συνε­πώς Εκκλη­σία υπάρ­χει όπου υπάρ­χει δια­δο­χή ιερω­σύ­νης. Ιερω­σύ­νη, μυστή­ριον Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας και Εκκλη­σία είναι ταυ­τό­ση­μα. Αυτά τα τρία. Γι΄αυτό και το μυστή­ριον της ιερω­σύ­νης τελεί­ται κατά την διάρ­κεια της Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, κατά την διάρ­κεια του μυστή­ριου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Αυτά τα τρία δια­τη­ρούν την όντως παρά­δο­ση, που σώζει, ανα­γεν­νά, εισά­γει εις την Βασι­λεί­αν του Θεού.

Ο Από­στο­λος Παύ­λος γρά­φει στους Κοριν­θί­ους· προ­σέξ­τε: «γ παρέ­λα­βον π το Κυρί­ου». «Διό­τι εγώ παρέ­λα­βα από τον Κύριον», δηλα­δή απευ­θεί­ας. Είναι εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός εις τον μαθη­τήν Ανα­νία. «Εσύ», λέει, «μόνον θα βαφτί­σεις τον Παύ­λον· δεν θα του κάνεις κήρυγ­μα. Δεν θα του κάνεις κατή­χη­ση. Αυτό είναι δικό μου έργον», λέει ο Χρι­στός. Βλέ­πε­τε; Να κι ένα άλλο σημείο που ο Χρι­στός διδά­σκει απευ­θεί­ας τον Παύ­λον. Πώς; Μην ξεχνά­τε ότι ο Παύ­λος απε­σύρ­θη τρία χρό­νια εις την έρη­μον της Αρα­βί­ας. Κι εκεί είχε απο­κα­λύ­ψεις. Και μετά ήλθε έξω εις τον κόσμον. Λοι­πόν γρά­φει: «γ γρ παρέ­λα­βον π το Κυρί­ου ‑απευ­θεί­ας εννο­εί­ται-, κα παρέ­δω­κα μν (:Eκεί­νο που και σας παρέ­δω­σα) –να η παρά­δο­σις- τι Κριος ᾿Ιησος ν τ νυκτ παρεδδοτο, λαβεν ρτον κα εχαριστσας κλα­σε κα επε· λβετε φγετε· τοτ μο στι τ σμα τ πρ μν κλμενον». Το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Δηλα­δή, «μου παρέ­δω­σε την Εκκλη­σί­αν. Κι εγώ σας την παρα­δί­δω». Δηλα­δή παρά­δο­σις είναι εδώ επι­πλέ­ον και το σημαν­τι­κό­τα­τον, το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας.

Αγα­πη­τοί, για­τί τα είπα­με αυτά όλα; Όχι βέβαια για να σας κου­ρά­σο­με. Για­τί απο­τε­λούν το θεμέ­λιον της σωτη­ρί­ας μας. Γρά­φει πάλι ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Κοριν­θί­ους: Γνω­ρί­ζω δ μν, δελ­φοί, τ εαγγέ­λιον (:Σας κάνω γνω­στό το ευαγ­γέ­λιον — δηλα­δή ό,τι είπε ο Χρι­στός και έπρα­ξε. Αυτό είναι το Ευαγ­γέ­λιον) εηγγε­λι­σά­μην μν(:που εγώ σας το μετέ­δω­σα), κα παρε­λά­βε­τε(:το οποί­ον και παρα­λά­βα­τε), ν κα στή­κα­τε(:επί του οποί­ου και στη­ρί­ζε­στε), δι᾿ ο κα σζεσθε(:και με το οποίο σώζε­στε)». Είδα­τε; «Σας παρέ­δω­σα, σεις παρα­λά­βα­τε, δεχθή­κα­τε δια της πίστε­ως το περιε­χό­με­νον του Ευαγ­γε­λί­ου, το εφαρ­μό­σα­τε και τώρα σωθή­κα­τε».

Ώστε πράγ­μα­τι η παρά­δο­σις είναι το θεμέ­λιον της σωτη­ρί­ας μας. Είναι μία παρά­δο­σις ζώσα. Αν θέλε­τε, Αυτός ο Ίδιος ο Χρι­στός είναι η Παρά­δο­σις. Για­τί παρα­δί­δε­ται από γενεά σε γενεά. Με το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Όταν ο Κύριος παρέ­δι­δε τον άρτον και τα ψάρια, εκεί, στο θαύ­μα των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, στα χέρια των μαθη­τών Του παρέ­δι­δε, τον Εαυ­τόν Του παρέ­δι­δε, για­τί Αυτός είναι ο Αλη­θι­νός Άρτος, που θα το έλε­γε την επο­μέ­νη, που ήταν οι Καπερ­να­ΐ­ται μαζί Του, κ το ορανο κατα­βάς, και ήταν ακό­μη και ο μυστι­κός Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Διό­τι η ακρο­στι­χί­δα της ελλη­νι­κής λέξε­ως ‑κι αυτό προς τιμήν της ελλη­νι­κής γλώσ­σης- Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Θα πει: Ιησούς Χρι­στός Θεού Υιός Σωτήρ(Ι.Χ.Θ.Υ.Σ).

Το Πνεύ­μα το Άγιον δια γρα­φί­δος Απο­στό­λου Παύ­λου μας παραγ­γέλ­λει: «δελ­φοί, στή­κε­τε κα κρα­τετε τς παρα­δό­σεις ς διδά­χθη­τε ετε δι λόγου ετε δι πιστολς μν». Είτε με την επι­στο­λή μας. «Στή­κε­τε κα κρα­τετε». Σημαί­νει να ζεί­τε και να βιώ­νε­τε. Τι; «Τς παρα­δό­σεις ς διδά­χθη­τε». Όποιος δέχε­ται την απο­στο­λι­κή και πατε­ρι­κή παρά­δο­ση, παίρ­νει στα χέρια του τον Αλη­θι­νόν Άρτον και τον Μυστι­κόν Ι.Χ.Θ.Υ.Ν. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_768.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΙΣΧΙΛΙΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1–8‑1993]

[Β284]

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας με την προ­βο­λή του θαύ­μα­τος του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, όπως μας διη­γεί­ται ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, θέλει να μας διδά­ξει πολ­λά. Ο Κύριος, όταν επε­τέ­λει ένα θαύ­μα, πάν­το­τε με αυτό ήθε­λε να διδά­ξει. Έτσι το θαύ­μα γίνε­ται διδα­σκα­λία αλλά και η διδα­σκα­λία φανε­ρώ­νε­ται σαν ένα θαύ­μα.

Φυσι­κά, όταν ο Κύριος επι­τε­λεί ένα θαύ­μα, το πρώ­το επί­πε­δο είναι να υπη­ρε­τη­θεί ένας άμε­σος σκο­πός. Όπως επί παρα­δείγ­μα­τι, ο τυφλός να δει το φως του, ο άρρω­στος να θερα­πευ­θεί, ο παρά­λυ­τος να ανορ­θω­θεί. Έτσι και εις το σημε­ρι­νό θαύ­μα, ο Κύριος δεν ήθε­λε να αφή­σει αυτό το πλή­θος των ανθρώ­πων — μόνον οι άνδρες πέν­τε χιλιά­δες- δεν ήθε­λε να τους αφή­σει να φύγουν πει­να­σμέ­νοι και να απο­κά­μνουν, να ταλαι­πω­ρη­θούν. Γρά­φει: «Καί πολσαι ατούς νήστεις ο θέλω (:Και να τους απο­λύ­σω νηστι­κούς και να φύγουν — λέγει ο Κύριος- δεν θέλω) μήπω­τε κλυθσι ν τ δ(:μήπως στον δρό­μο απο­κά­μνουν από την ταλαι­πω­ρία, την κού­ρα­ση, την πεί­να)»· για­τί ειπώ­θη­κε: «Πώς θα τους ταΐ­σου­με; Έχου­με», λέγει, μόνο πέν­τε ψωμιά και δύο ψάρια. Πώς θα τους ταΐ­σου­με;». «Δεν θέλω να απο­κά­μνουν εις τον δρό­μον».

Ώστε τι βλέ­πο­με εδώ; Βλέ­πο­με ότι στο πρώ­το επί­πε­δο, ένα θαύ­μα εξυ­πη­ρε­τεί μια αμε­σό­τα­τη ανάγ­κη. Αλλά, όπως είπα­με, πάν­το­τε ένα θαύ­μα, είναι μία διδα­σκα­λία. Ή ακό­μη ανοί­γει τον δρό­μο για μία διδα­σκα­λία. Και πράγ­μα­τι, πολ­λοί από τους Καπερ­να­ΐ­τας, επει­δή εχόρ­τα­σαν εκεί­νη την ημέ­ρα ψωμί και ψάρια στην έρη­μο, δωρε­άν, τώρα Τον ανα­ζη­τούν. Και μάλι­στα ήθε­λαν να τον κάνουν και βασι­λέα. Κάπου εκεί περί­που ανα­γνω­ρί­ζουν τη μεσ­σια­νι­κό­τη­τά Του, μόνο για­τί έφα­γαν. Μόνο για­τί έφα­γαν. Και τότε, όταν ηύραν τον Κύριον και του λέγουν «Εδώ είσαι, Κύριε;» κι ο Κύριος τους λέγει: «Με ανα­ζη­τά­τε όχι για­τί άλλο για­τί χορ­τά­σα­τε ψωμί. «μν μν λέγω μν, ζητετέ με, οχ τι εδετε σημεα(:όχι για­τί είδα­τε θαύ­μα­τα — διό­τι όλη την ημέ­ρα ο Κύριος και δίδα­σκε και θαύ­μα­τα έκα­νε, εθε­ρά­πευε όλες τις αρρώ­στιές τους), λλ᾿ τι φάγε­τε κ τν ρτων κα χορ­τά­σθη­τε(:αλλά για­τί φάγα­τε, λέγει, από τα ψωμιά και χορ­τά­σα­τε· γι’αυ­τό με γυρεύ­ε­τεργά­ζε­σθε μ τν βρσιν τν πολ­λυ­μέ­νην, λλ τν βρσιν τν μένου­σαν ες ζων αώνιον, ν υἱὸς το νθρώ­που μν δώσει». «Να εργά­ζε­σθε», λέγει, «για να κερ­δί­σε­τε όχι το φαγη­τό που χάνε­ται. Κι εσείς θα χαθεί­τε. Αλλά το φαγη­τό εκεί­νο, την βρώ­σιν εκεί­νην που μένει εις αιώ­νιον ζωήν, την οποί­αν θα σας δώσει ο Υιός του ανθρώ­που».

Ολο­φά­νε­ρα, αγα­πη­τοί, βλέ­πο­με ότι το θαύ­μα εκεί­νο του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, ανοί­γει τον δρό­μο για τη διδα­σκα­λία περί του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Ολο­φά­νε­ρα. Έχο­με λοι­πόν μία ανα­γω­γή από τον φυσι­κόν χορ­τα­σμόν του λαού, στον χορ­τα­σμό από το σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Να τι είπε ο Κύριος: «γώ εμι ρτος ζν κ το ορανο κατα­βάς». «Τι είπα­τε; Θέλε­τε ψωμί, ε; Σας είπα ότι χορ­τά­σα­τε με ψωμί. Έκα­να το θαύ­μα και χορ­τά­σα­τε. Ε, τού­το σας λέγω: Εγώ είμαι το ψωμί το ζων­τα­νό». Είδα­τε ανα­γω­γή; «Που κατέ­βη­κα από τον ουρα­νόν». «άν τις φάγ κ τού­του το ρτου, ζήσε­ται ες τν αἰῶνα(:Και όποιος φάγει από αυτό το ψωμί, θα ζήσει αιω­νί­ως). Κα ρτος δ ν γ δώσω(:Το ψωμί αυτό που εγώ θα δώσω) σάρξ μού στιν (:είναι η σάρ­κα μου). γρ σάρξ μου ληθς στι βρσις, κα τ αμά μου ληθς στι πόσις». «Είναι η Σάρ­κα μου, λοι­πόν, που θα σας θρέ­ψει. Αυτό είναι το ψωμί ‑και το Αίμα μου. Σας βεβαιώ­νω αλή­θεια ότι η Σάρ­κα μου είναι πραγ­μα­τι­κά κάτι που τρώ­γε­ται και το Αίμα μου πραγ­μα­τι­κά είναι κάτι που πίνε­ται».

Ώστε ο Κύριος προ­ε­τοί­μα­σε την διδα­σκα­λία Του δια το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, με εκεί­νο το θαύ­μα, του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων. Κατά σοφόν τρό­πον. Πραγ­μα­τι­κά βλέ­πο­με να ανα­βαθ­μί­ζε­ται η υπό­θε­σις, για να οδη­γη­θεί εις την διδα­σκα­λί­αν του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Αυτό δε δεν ήταν μία προ­ε­τοι­μα­σία-εικό­να, αλλά μία προ­ε­τοι­μα­σία — βίω­μα. Ο λαός έζη­σε και οι μαθη­ταί Του έζη­σαν, ότι έφα­γαν ψωμί απ’ τα χέρια του Κυρί­ου με κατα­πλη­κτι­κόν τρό­πον. Αυτό δεν ήταν λοι­πόν μία εικό­να, αλλά ένα βίω­μα. Το έζη­σαν. Ήταν το πρώ­το βίω­μα. Τόσο για τον λαό, όσο και δια τους μαθη­τάς.

Το δεύ­τε­ρο βίω­μα είναι όταν πλέ­ον ο Κύριος, χωρίς εικό­νες, χωρίς προ­τυ­πώ­σεις, θα επι­τε­λέ­σει το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας κατά τον Μυστι­κόν Δεί­πνον. Θα πει: «Κα λαβν ρτον -λέγει εκεί- εχαρι­στή­σας κλα­σε κα δωκεν ατος λέγων -επή­ρε το ψωμί, έκα­νε προ­σευ­χή, το κομ­μά­τια­σε(κλάω‑ῶ) όχι με μαχαί­ρι, με τα χέρια Του, όχι κόπτω (κλάω- ῶ) και τους το έδω­σε και τους είπε:- Τοτο στί τό σμα μου -Αυτό είναι το Σώμα μου-. σαύ­τως καί τό ποτή­ριον μετά τό δει­πνσαι λέγων: Τοτο τό ποτή­ριον, Και­νή Δια­θή­κη ν τ αματί μου, τό πέρ μν κχυ­νό­με­νον -Αυτό είναι το Αίμα μου». Το δεύ­τε­ρο βίω­μα βλέ­πο­με να ολο­κλη­ρού­ται λοι­πόν κατά τον Μυστι­κόν Δεί­πνον.

Έχο­με και μία τρί­τη βίω­ση του μυστη­ρί­ου. Θα είναι όταν πλέ­ον οι μαθη­ταί μετά την Ανά­λη­ψη του Κυρί­ου, θα είναι μόνοι και θα τελούν μέσα στην Εκκλη­σία το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Διό­τι αυτό το μυστή­ριο είναι εκεί­νο, είπα μέσα στην Εκκλη­σία, διό­τι αυτό είναι το μυστή­ριον το οποί­ον συνι­στά την Εκκλη­σί­αν. Διό­τι τι είναι η Εκκλη­σία; Το Σώμα του Χρι­στού. Τι είναι η Θεία Κοι­νω­νία; Το Σώμα του Χρι­στού.

Είναι γνω­στό ότι μετά την Ανά­στα­ση, πάλι κον­τά στην ίδια λίμνη — για­τί αυτά έγι­ναν εκεί κον­τά στη λίμνη- όταν ο Κύριος είπε εις τους μαθη­τάς Του «Δετε ναπαύ­σε­σθε λίγον», «πάμε σε έναν ήσυ­χο τόπο να ξεκου­ρα­στεί­τε», είπε στους μαθη­τάς και επε­συ­νέ­βη ο όχλος, είδαν πού, πώς, ψάξαν, τους βρή­καν κι έγι­νε ό,τι έγι­νε· πάλι στην ίδια λίμνη· εκεί, επτά μαθη­ταί του Κυρί­ου, επή­γαν να ψαρέ­ψουν. Μετά την Ανά­στα­σιν, προ της Ανα­λή­ψε­ως. Εκεί διη­μεί­φθη ένας διά­λο­γος ανά­με­σα στον Κύριο και τους επτά μαθη­τάς· που ήσαν, έφθα­σαν πια με το πλοιά­ριό τους, κου­βα­λών­τας το δίχτυ μετά ψάρια, γνω­ρί­ζε­τε βέβαια την ιστο­ρία, και όταν βγή­καν στην παρα­λία, στην ακρο­λι­μνιά, είδαν «νθρα­κιν κει­μέ­νην κα ψάριον πικεί­με­νον κα ρτον». Ενώ τους είπε: «Παι­δία, χετε τι προ­σφά­γιον;». «Έχε­τε τίπο­τα να φάει κανείς; Να προ­γευ­μα­τί­σει;». Κι εκεί­νοι είπαν βαριε­στη­μέ­νοι, για­τί δεν είχαν, — δεν Τον εγνώ­ρι­σαν- για­τί δεν είχαν πιά­σει ούτε ένα ψάρι, ένα μονο­λε­κτι­κόν «Οὐ». Όχι. Τώρα βγαί­νουν και βλέ­πουν μία ανθρα­κιά, κάρ­βου­να αναμ­μέ­να, επά­νω ένα ψάρι να ψήνε­ται και δίπλα ψωμί. Εκπλη­κτι­κόν! Αλλά το πιο εκπλη­κτι­κόν είναι ότι «οδες δ τόλ­μα τν μαθητν ξετά­σαι ατν σ τίς ε, εδότες τι Κύριός στιν». Περί­ερ­γο… Κανείς δεν τολ­μού­σε να του πει: «Ποιος είσαι;». Για­τί εγνώ­ρι­ζαν ότι είναι ο Κύριος. Δεν Τον εγνώ­ρι­σαν; Άλλα­ξε μορ­φή; Βεβαί­ως άλλα­ζε μορ­φή, διό­τι δεν θα ήταν πια ο ιστο­ρι­κός Ιησούς, αλλά ο Ιησούς που θα ήταν μέσ’ το μυστή­ριον· δηλα­δή ο Ιησούς της πίστε­ως. Ο Ιησούς της πίστε­ως. Τον είδαν ιστο­ρι­κά. Τον άγγι­ξαν, Τον έπια­σαν, έφα­γαν μαζί Του, Τον είδαν, Τον ξανα­εί­δαν, έζη­σαν τρία χρό­νια μαζί Του. Πια δεν θα είναι μαζί τους. Και θα ήταν ο Ιησούς της πίστε­ως κι όχι των αισθή­σε­ων. Έτσι λοι­πόν τους προ­παι­δεύ­ει και εις το σημεί­ον αυτό. Συνε­πώς οι μαθη­ταί ζουν στην ατμό­σφαι­ρα ενός μυστη­ρί­ου, για το οποί­ον είναι βεβαιό­τα­τοι ότι είναι ο Ιησούς. Και ταυ­τό­χρο­να ότι ο Ιησούς ανή­κει σε έναν άλλον χώρον. Στον χώρο του ουρα­νού. Τι ήταν δίπλα; Επι­τρέ­ψα­τέ μου να το πω. Το σήμα κατα­τε­θέν ‑επι­τρέ­ψα­τέ μου, σας είπα, ως έκφρα­ση. Το σήμα κατα­τε­θέν του Ιησού. Είναι Εκεί­νος και πλάι Του είναι το ψάρι και το ψωμί. Το ψάρι και το ψωμί. Άρτος και ιχθύς. Το σήμα κατα­τε­θέν του Ιησού. Ούτως ειπείν: «Εκεί θα με βρεί­τε». Είναι ο μυστι­κός ΙΧΘΥΣ. Ιχθύς θα πει ψάρι. Ο μυστι­κός Ιχθύς ν τ ρτ.

Είναι αξιο­πρό­σε­κτο ότι κατά την ευλο­γία των πέν­τε άρτων που έκα­νε ο Κύριος στον χορ­τα­σμό, σε εκεί­νο το θαύ­μα, και των ιχθύ­ων δίνον­τας ο Κύριος τα κλά­σμα­τα, τα κομ­μά­τια των άρτων στους μαθη­τάς Του για να τα μοι­ρά­σουν, δεν γίνε­ται λόγος για την επί­δο­ση ψαριών. Ότι τους έδω­σε τα ψωμιά, τα κομ­μά­τια. Δεν λέει «και τα ψάρια». Τα οποία βεβαί­ως και ευλό­γη­σε, βεβαί­ως και ο λαός έφα­γε, βεβαί­ως έφθα­σαν και εχόρ­τα­σαν. Για­τί; Πώς το λέγει; «Κα κλά­σας δωκε τος μαθη­τας τος ρτους ‑Δεν λέει «τούς χθς»-, ο δ μαθη­τα τος χλοις». Οι δε μαθη­ταί εις τους όχλους. Σκο­πί­μως εδώ απο­σιω­πά­ται ότι έδω­σε και τους ιχθύς, τα ψάρια. Διό­τι ο ΙΧΘΥΣ ‑με κεφα­λαία γράμ­μα­τα- μένει κεκρυμ­μέ­νος, μένει κρυμ­μέ­νος. Είναι ο μυστι­κός άρτος του Ιχθύ­ος. Δηλα­δή το Σώμα του Χρι­στού. Είναι ο ΙΧΘΥΣ ν τ ρτ. Είναι ο Χρι­στός εις τον άρτον. Το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Η αρχαία Εκκλη­σία θα κατα­νο­ή­σει βαθύ­τα­τα όλα αυτά, όπως τα κατε­νόη­σαν και τα εβί­ω­σαν οι μαθη­ταί του Χρι­στού. Ώστε πλέ­ον η λέξις ΙΧΘΥΣ να γίνει σύμ­βο­λον σε ό,τι ανα­φέ­ρε­ται εις τον Ιησούν Χρι­στόν και εις το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Είπα «το σήμα κατα­τε­θέν» που το έβα­λε δίπλα, δηλα­δή «Αμφι­βάλ­λε­τε για μένα ότι είμαι ή δεν είμαι;» εκεί παρά την λίμνην Γενη­σα­ρέτ. Να ο άρτος και ο ιχθύς. «Θέλε­τε να με δεί­τε; Εγώ ταυ­τί­ζο­μαι με το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας». Προ­σέξ­τε: ταυ­τί­ζο­μαι. Έχει σημα­σία. Θα το δού­με λίγο πιο κάτω.

Έτσι, η λέξις ΙΧΘΥΣ, στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα βεβαί­ως, απο­τε­λεί­ται, από των αρχαιο­τά­των χρό­νων, δηλα­δή από τους αρχαί­ους μαθη­τάς, τους Χρι­στια­νούς, είναι ελλη­νι­κή λέξις, ΙΧΘΥΣ, αυτή η λέξις ακρο­στι­χεί­ται…- ξέρε­τε τι θα πει ακρο­στι­χί­δα, παίρ­νω το πρώ­το γράμ­μα μίας λέξε­ως ή μιας προ­τά­σε­ως, παίρ­νω το δεύ­τε­ρο γράμ­μα της δευ­τέ­ρας προ­τά­σε­ως, βάζω τα γράμ­μα­τα κάθε­τα και από εκεί βγά­ζω τώρα μία άλλη λέξη ή άλλες λέξεις ή ολό­κλη­ρη πρό­τα­ση. Αυτό λέγε­ται ακρο­στι­χίς. Έτσι η λέξις ΙΧΘΥΣ ακρο­στι­χεί­ται: Ιησούς Χρι­στός Θεού Υιός Σωτήρ. ΙΧΘΥΣ. Ο Ιησούς Χρι­στός, ο Υιός του Θεού, που είναι Σωτή­ρας. Έτσι το σύμ­βο­λον του ψαριού, του ιχθύ­ος, θα το δού­με, αγα­πη­τοί μου, σε πολ­λά πρω­το­χρι­στια­νι­κά έργα. Σε τάφους, σε οτι­δή­πο­τε, θα δού­με αυτό το σύμ­βο­λον. ΙΧΘΥΣ.

Κάπο­τε βρέ­θη­κε, προ ετών μία επι­τά­φια πλά­κα εις το Οτούν, βορεί­ως της Λυών της Γαλ­λί­ας· που ανά­γε­ται εις τα τέλη του 3ου αιώ­νος η πλά­κα αυτή η επι­τά­φια. Είναι γραμ­μέ­νη Ελλη­νι­κά, σε αρχαί­ον ύφος και σε δακτυ­λι­κό εξά­με­τρο. Κάποιος, του οποί­ου οι γονείς και τ’ αδέλ­φια είχαν πεθά­νει, άγνω­στον για­τί, ετά­φη­σαν εις τον αυτόν τάφον και έβα­λαν από πάνω αυτήν την πλά­κα, την επι­τά­φια πλά­κα, η οποία έγρα­φε:

«χθύ­ος ορανί­ου γιον γένος, τορι σεμν

Χρσαι λαβν ζωήν μβρο­τον ν βρο­ταί­οις

Θεσπε­σί­ων δάτων, τήν σήν φίλε θάλ­πε ψυχή,

δασιν ενά­οις πλου­το­δό­του σοφί­οις

Σωτρος δ’ γίων μελι­ι­δέ­αν λάμ­βα­νε βρσιν

σθιε πει­νά­ων χθύν χων παλά­μαις».

Ο κάθε στί­χος είναι ακρο­στοι­χι­σμέ­νος και λέει: ΙΧΘΥΣ. Πλην του τελευ­ταί­ου. Για­τί ακο­λου­θούν και κάποιοι άλλοι στί­χοι. Λέει και τα ονό­μα­τα των κεκοι­μη­μέ­νων και το όνο­μα εκεί­νου ο οποί­ος συνέ­θε­σε αυτό το επι­τύμ­βιο επί­γραμ­μα, αλλά δεν τα λέγω όλα αυτά. Να σας το μετα­φρά­σω:

«Ω αγία γενεά, δηλα­δή εσείς που βρί­σκε­στε κάτω από την επι­τά­φια πλά­κα, ω αγία γενεά του ουρα­νί­ου Ιχθύ­ος· γέμι­σε από σεμνή ευφρο­σύ­νη τα στή­θη σου τώρα συ, ω αγία γενεά, από χαρά. Αν και είσαι μετα­ξύ των θνη­τών, έχε­τε πεθά­νει. Εδέ­χθης συ, ω γενεά, εδέ­χθης από τα θεσπέ­σια νερά -δηλα­δή τα νερά του αγί­ου Βαπτί­σμα­τος- την αθά­να­τη ζωή. Θάλ­πε, αγα­πη­τέ, την ψυχήν σου εις τα αέναα ύδα­τα της πλου­το­δό­του σοφί­ας. Λάμ­βα­νε την μελι­στα­γή βρώ­σιν του Σωτή­ρος των αγί­ων. ‑Μελι­στα­γής… είναι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού που στά­ζει μέλι-. Τρώ­γε με όρε­ξη τον ιχθύν — το ψάρι, τον Ιησούν Χρι­στόν- που τον κρα­τάς στις παλά­μες σου -Για­τί οι αρχαί­οι κοι­νω­νού­σαν όπως σήμε­ρα εμείς οι ιερείς, παίρ­νον­τας το Σώμα του Χρι­στού εδώ στην δεξιά μας παλά­μη-. Ναι, χόρ­ται­νε μέσα σε αυτόν τον ιχθύν, να χορ­ταί­νεις μέσα σε αυτόν τον ιχθύν». Και ακο­λου­θούν και μερι­κά άλλα. Και ολο­κλη­ρού­ται αυτή η επι­τύμ­βιος επι­γρα­φή. Βλέ­πε­τε τον ιχθύν. Πώς κατε­νόη­σε η αρχαία Εκκλη­σία τον ιχθύν· που ο Κύριος προ­ε­τοί­μα­σε προ­ο­δευ­τι­κά.

Ο Χρι­στός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, αγα­πη­τοί, ήρθε σαν ουρά­νιος άρτος. Ήρθε εις τον κόσμον, ώστε με το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας να ενω­θεί με τους ανθρώ­πους. Προ­σέξ­τε την αγά­πη Του και προ­σέξ­τε την σοφία Του. Δια του μυστη­ρί­ου της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας, δυνά­μει της Εναν­θρω­πή­σε­ως, να ενω­θεί με τους ανθρώ­πους. Και να τους δώσει την αιώ­νια ζωή. Θα πει ο Κύριος: « τρώ­γων μου τν σάρ­κα κα πίνων μου τ αμα χει ζων αώνιον, κα γ ναστή­σω ατν ν τ σχάτ μέρ. γρ σάρξ μου ληθς στι βρσις(:Είναι πράγ­μα­τι κάτι που τρώ­γε­ται η σάρ­κα μου), κα τ αμά μου ληθς στι πόσις(:πράγ­μα­τι κάτι που πίνε­ται)». Υπαι­νίσ­σε­ται τον μυστι­κόν άρτον και τον μυστι­κόν οίνον. Τρό­μα­ξαν δε τότε που τον άκου­γαν οι Καπερ­να­ΐ­ται και είπαν: «Πωω… Τι; Να φάμε τη σάρ­κα Του; Τίς δύνα­ται ατο κού­ειν; Σκλη­ρός ο λόγος. Τι πράγ­μα­τα είναι αυτά;». Δεν μπό­ρε­σαν να κατα­νο­ή­σουν. « τρώ­γων μου τν σάρ­κα», λέγει ο Κύριος, «κα πίνων μου τ αμα, ν μοί μένει κγώ ν ατ». «Αυτός που τρώ­γει την σάρ­κα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα σε μένα κι Εγώ μέσα σ’ αυτόν». Μία αλλη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­σις. Μια κατα­πλη­κτι­κή, απε­ρι­νόη­τη, πάνω απ’ το μυα­λό του ανθρώ­που αλλη­λο­πε­ρι­χώ­ρη­σις.

Αγα­πη­τοί, ο Κύριος, όπως είδα­με, προ­ο­δευ­τι­κά εργά­στη­κε την ένω­σή μας μαζί Του, αφό­του ενην­θρώ­πη­σε ‑για­τί δυνά­μει της Εναν­θρω­πή­σε­ως γίνον­ται όλα αυτά- κάνον­τας αρχή με το θαύ­μα του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων. Τότε από τους πολ­λούς βεβαί­ως δεν κατε­νο­ή­θη. Και όχι μόνον δεν κατε­νο­ή­θη, αλλά και παρε­νο­ή­θη. Πλην των μαθη­τών. Έφθα­σε ο Κύριος να πει: «Μ κα μες θέλε­τε πάγειν;». Για­τί λέει έφυ­γαν. «Σκλη­ρός στίν λόγος οτος. Τίς δύνα­ται ατο κού­ειν;». Γύρι­σαν την πλά­τη τους κι έφυ­γαν. Και λέγει στους δώδε­κα: «Μήπως κι εσείς θέλε­τε να φύγε­τε;». Και είπε ο Από­στο­λος Πέτρος: «Τι λες, Κύριε; Έχεις λόγια ζωής αιω­νί­ου, ρήμα­τα ζωής αιω­νί­ου. Πρός τίνα πελευ­σό­με­θα; Ποιον θα ακο­λου­θή­σο­με;».

Οι άλλοι για­τί έφυ­γαν; Για­τί είχαν μία παχυ­λή, υλι­στι­κή σκέ­ψη και ζωή. Δεν κατε­νόη­σαν. Παρε­νόη­σαν. Και σήμε­ρα, σήμε­ρα, πάμ­πολ­λοι, πάμ­πολ­λοι Χρι­στια­νοί μας δεν κατα­νο­ούν, αγα­πη­τοί μου, αυτό το αγιό­τα­τον μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας. Δεν κατα­νο­ούν ότι αυτό τού­το είναι το σώμα Του και αυτό τού­το είναι το αίμα Του. Νομί­ζουν ότι είναι ένα σύμ­βο­λον, ότι εικο­νί­ζει, ένας εικο­νι­σμός. Και όχι ότι αυτό τού­το, δηλα­δή αυτό το ίδιο είναι το Σώμα Του και αυτό το ίδιο είναι το Αίμα Του, ν μυστη­ρί. Δεν έχει σημα­σία ότι δεν γίνε­ται αντι­λη­πτό στις αισθή­σεις. Διό­τι αν εγί­νε­το αντι­λη­πτό -Αλή­θεια, να σας ερω­τού­σα, τι θα μ’ απαν­τού­σα­τε;- θα κατηρ­γεί­το η πίστις. Αλλά η πίστις δεν πρέ­πει να καταρ­γη­θεί. Γι’αυ­τό δεν είναι αισθη­τό στις αισθή­σεις μας. Το λέγει σαφώς ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων.

Γι’αυ­τό λοι­πόν επει­δή είναι το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού πραγ-μα-τι-κά, δεν συμ­βο­λί­ζει, πραγ­μα­τι­κά, γι΄αυτό, την τελευ­ταία στιγ­μή που πηγαί­νου­με να κοι­νω­νή­σου­με, υπάρ­χει μία ευχή που λέγει να ενι­σχυ­θεί η πίστις μας και λέμε: «τι πιστεύω τι τοτο ατό στι τ χραν­τον Σμά σου κα τοτο ατό στι τ τίμιον Αμά σου». «Πιστεύω ότι Αυτό είναι». Γι’αυ­τό πρέ­πει, όταν έρχε­ται ο ιερεύς με το άγιο ποτή­ριο και λέγει: «Μετά φόβου Θεο, πίστε­ως καί γάπης προ­σέλ­θε­τε», πρέ­πει με φόβο Θεού αλλά και με πίστη. Τι πίστη; Ότι αυτό πού θα πάρω είναι το Σώμα και το Αίμα Του Χρι­στού.

Έτσι, το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας είναι σκο­πός της πνευ­μα­τι­κής μας ζωής. Το Βάπτι­σμά μας είναι το μέσον, είναι η πύλη της πνευ­μα­τι­κής ζωής. Η πύλη. Η Θεία Ευχα­ρι­στία είναι ο σκο­πός και το τέρ­μα της πνευ­μα­τι­κής ζωής. Γι’ αυτό πρέ­πει συχνά να κοι­νω­νού­με. Και για να κοι­νω­νού­με πρέ­πει να είμε­θα προ­σε­κτι­κοί στη ζωή μας. Να τηρού­με τον λόγο του Θεού, ό,τι είπε, το Ευαγ­γέ­λιον. Το είπε ο ίδιος ο Χρι­στός. Και να Τον αγα­πού­με. «Εκεί­νος που με αγα­πά» λέγει, «τηρεί τον λόγον μου, εφαρ­μό­ζει τον λόγον μου». Έτσι το μυστή­ριον της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας είναι το μυστή­ριον της αγά­πης του Θεού στον άνθρω­πο, αλλά και το μυστή­ριον της αγά­πης του ανθρώ­που προς τον Θεό. Όταν ο άνθρω­πος αντα­πο­κρί­νε­ται εις την αγά­πην του Θεού. Και η Θεία Λει­τουρ­γία, που το πλαι­σιώ­νει το μυστή­ριο της Θεί­ας Ευχα­ρι­στί­ας είναι ό,τι αγιό­τε­ρον, είναι ό,τι υψη­λό­τε­ρον που μπο­ρεί να υπάρ­χει στη ζωή και στην ιστο­ρία του κόσμου τού­του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_573.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψι­στος, εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα. Δὲν κάνει τίπο­τα ἄσκο­πο, τίπο­τα ὑπερ­βο­λι­κό, τίπο­τα ποὺ νὰ μὴ χρειά­ζε­ται. Για­τί μερι­κοὶ ἄνθρω­ποι περι­φέ­ρον­ται τόσο ἄσκο­πα καὶ κάνουν τόσο ἀδιά­φο­ρα πράγ­μα­τα; Ἐπει­δὴ δὲν εἶναι βέβαιοι γιά το σκο­πὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἐπί­γειου ταξι­διοῦ τους. Για­τί μερι­κοὶ ἄνθρω­ποι ὑπερ­φορ­τώ­νον­ται μὲ ἄσκο­πες ὑπο­χρε­ώ­σεις, προ­βαί­νουν σὲ ὑπερ­βο­λι­κὲς ἐνέρ­γειες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κινοῦν­ται ἐλεύ­θε­ρα κάτω ἀπὸ τέτοιο βάρος ὑπο­χρε­ώ­σε­ων; Ἐπει­δὴ δὲ γνω­ρί­ζουν τὸ ἕνα πρᾶγ­μα, «οὖ ἔστι χρεία».

Γιὰ νὰ βοη­θή­σει ὁ Κύριος τὸν ἄνθρω­πο νὰ μαζέ­ψει τὸ δια­σκορ­πι­σμέ­νο νοῦ του, νὰ θερα­πεύ­σει τὴ διχα­σμέ­νη καρ­διά του καὶ νὰ συγ­κρο­τή­σει τὴν ἀνε­ξέ­λεγ­κτη δύνα­μή του, ἀπο­κά­λυ­ψε τὸν ἕνα καὶ μονα­δι­κὸ στό­χο ποῦ εἶναι ἀπα­ραί­τη­τος: τὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄσκο­πη εἶναι ἀλή­θεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ ἐπι­τύ­χει διά­φο­ρους στό­χους! Πόσο ἀναί­σθη­τη εἶναι ἡ διχα­σμέ­νη καρ­διά! Πόσο ἀδύ­να­μη εἶναι ἡ θέλη­ση, ὅταν ἡ δύνα­μή της κατα­κερ­μα­τί­ζε­ται!

Ἑνὸς ἐστι χρεία. Μόνο ἕνα πρᾶγ­μα μας χρειά­ζε­ται: ἡ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θαυ­μα­τουρ­γὸς Χρι­στὸς προ­σπά­θη­σε νὰ στρέ­ψει τὰ μάτια καὶ τὴν προ­σο­χὴ ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων πρὸς αὐτὸν τὸν προ­ο­ρι­σμό. Ὅποιος σκέ­φτε­ται ἔτσι, ἔχει ἕνα μόνο στό­χο: το Θεό. Ἕνα αἴσθη­μα: τὴν ἀγά­πη. Μιὰ νοσταλ­γία: νὰ πλη­σιά­σει το Θεό. Μακά­ριος εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ἔφτα­σε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἔχει γίνει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει τίς ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου γιὰ νὰ δημιουρ­γή­σει φωτιά.

Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὴ Μάρ­θα, «Μάρ­θα, Μάρ­θα, μερι­μνᾶς καὶ τυρ­βά­ζη περὶ πολ­λὰ ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία» (Λουκ. ἰ’ 41,42), ἦταν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἕνας ἔλεγ­χος, μιὰ προ­ει­δο­ποί­η­ση στὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔχου­με πραγ­μα­τι­κὴ ἀνάγ­κη, εἶναι ἡ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. στ’ 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκα­νε ὁ Κύριος, εἶχε στὸ νοῦ του τὸ στό­χο αὐτό. Ἐκεῖ εἶχε συγ­κεν­τρω­θεῖ ὅλη ἡ φλό­γα ποὺ φωτί­ζει τοὺς ταξι­διῶ­τες ἐκεί­νους ποὺ περι­φέ­ρον­ται γύρω ἀπὸ τίς χαρά­δρες καὶ τοὺς ἄνε­μο­στρό­βι­λους τῆς πρό­σκαι­ρης αὐτῆς ζωῆς.

Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψι­στος, εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα. Τὰ πάν­τα γίνον­ται μ’ αὐτὸν τὸν ὕψι­στο, τὸ μονα­δι­κὸ στό­χο. Ὅλα εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα, τόσο τὰ λόγια ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κάνει. Δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἕνας ἀργός λόγος, οὔτε ἕνα ἀχρεί­α­στο ἔργο. Καὶ πόσο καρ­πο­φό­ρα ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑκα­τομ­μύ­ρια φορὲς ἔχει καρ­πο­φο­ρή­σει κάθε λόγος καὶ κάθε Τοῦ πρά­ξη, ὡς τίς μέρες μας! Πόσο γλυ­κός, εὐω­δια­στὸς καὶ ζωο­γό­νος εἶναι ὁ καρ­πὸς αὐτός!

Για­τί ὁ Κύριος δὲ μετέ­τρε­ψε τίς πέτρες σὲ ψωμιὰ ὅταν του τὸ ζήτη­σε ὁ σατα­νᾶς; Σὲ δυὸ μετα­γε­νέ­στε­ρες περι­πτώ­σεις, ὅταν γύρω του ὑπῆρ­χε ἕνα πει­να­σμέ­νο πλῆ­θος, πολ­λα­πλα­σί­α­σε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μιὰ τερά­στια ποσό­τη­τα, ὥστε μετὰ τὴ δια­τρο­φὴ τοῦ πλή­θους, περίσ­σε­ψε περισ­σό­τε­ρο ψωμὶ ἀπ’ ὅσο ἦταν ἀρχι­κά. Τὸ πρῶ­το θαῦ­μα ὅμως (ἡ μετα­τρο­πὴ τῶν λίθων σὲ ψωμί), ἦταν κάτι ἀδό­κι­μο, ἀνάρ­μο­στο, ἄτο­πο. Τὸ δεύ­τε­ρο θαῦ­μα (ὁ πολ­λα­πλα­σια­σμὸς τῶν ἄρτων) ἦταν κατάλ­λη­λο, ἀπα­ραί­τη­το καὶ ται­ρια­στό.

Για­τί ὁ Κύριος δὲν ἔδω­σε «σημεῖ­ον ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ» στοὺς Φαρι­σαί­ους, ὅταν του τὸ ζήτη­σαν; Δὲν ἔδω­σε τέτοια σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ σὲ ἀμέ­τρη­τες περι­πτώ­σεις, ὅπως σὲ θαύ­μα­τα-θερα­πεῖ­ες ἀρρώ­στων, λεπρῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων, δὲν ἀνέ­στη­σε νεκρούς; Κάθε σημεῖο ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ στοὺς φθο­νε­ροὺς Φαρι­σαί­ους ὅμως θὰ ἦταν ἀνάρ­μο­στο, ἀκα­τάλ­λη­λο καὶ ὑπερ­βο­λι­κό, ἐνῶ σὲ ἄλλες περι­πτώ­σεις θὰ ἦταν κατάλ­λη­λο, ἀπα­ραί­τη­το καὶ ται­ρια­στό.

Για­τί ὁ Κύριος δὲ μετα­κί­νη­σε ὄρη ἀπὸ ἕνα σημεῖο σὲ ἄλλο ἢ δὲν τὰ ἔρι­ξε στὴ θάλασ­σα; Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κάνει κι αὐτό, δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία. Για­τί λοι­πὸν δὲν τὸ ἔκα­νε; Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ δια­τά­ξει τὴν τρι­κυ­μι­σμέ­νη θάλασ­σα καὶ νὰ γαλη­νέ­ψει, τοὺς ἀνέ­μους καὶ νὰ ἠρε­μή­σουν, σίγου­ρα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μετα­κι­νή­σει ὄρη καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴ θάλασ­σα. Ποιό σκο­πό ὅμως θὰ εἶχε ὑπη­ρε­τή­σει ἔτσι; Κανέ­ναν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος δὲν ἔκα­νε τέτοιο θαῦ­μα. Ὑπῆρ­χε ὅμως μεγά­λη ἀνάγ­κη νὰ γαλη­νέ­ψει ἡ θάλασ­σα καὶ νὰ ἠρε­μή­σει καὶ ἄνε­μος, για­τί ὑπῆρ­χαν ἄνθρω­ποι ποὺ ἔκρα­ζαν γιὰ βοή­θεια, ἐπει­δὴ κιν­δύ­νευαν νὰ πνι­γοῦν.

Μόνο οἱ δαί­μο­νες κι οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ θαύ­μα­τα ποὺ εἶναι ὑπερ­βο­λι­κὰ κι ἀχρεί­α­στα, ὄχι ἀπα­ραί­τη­τα. Προ­σέξ­τε τί ἀνόη­τα πράγ­μα­τα ζήτη­σε ὁ σατα­νᾶς ἀπὸ τὸν Κύριο: νὰ μετα­τρέ­ψει τίς πέτρες σὲ ψωμιὰ στὴν ἔρη­μο, νὰ πηδή­σει κάτω ἀπὸ τὸ πτε­ρύ­γιο τοῦ ναοῦ! Κοι­τᾶξ­τε τώρα καὶ τοὺς σκλη­ρο­τρά­χη­λους ἁμαρ­τω­λούς, τοὺς Φαρι­σαί­ους. Εἶχαν δεῖ πολ­λὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ τὰ κανε ὅλα γιὰ νὰ βοη­θή­σει τοὺς ἀνθρώ­πους. Καὶ τοῦ ζητοῦ­σαν ἔπει­τα νὰ κάνει κάποια ἄσκο­πα κι ἀνώ­φε­λα θαύ­μα­τα, ὅπως τὸ νὰ ρίξει κάποιο βου­νὸ στὴ θάλασ­σα! Ὁ Κύριος ἀρνιό­ταν νὰ κάνει τέτοια θαύ­μα­τα, νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τέτοιες ἀπαι­τή­σεις τοῦ δια­βό­λου καὶ τῶν ὑπο­κρι­τῶν. Ποτὲ ὅμως δὲν ἀρνή­θη­κε νὰ κάνει θαύ­μα­τα ποὺ ἦταν ἀπα­ραί­τη­τα, ἐπει­δὴ ὑπη­ρε­τοῦ­σαν τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα τέτοιο ἀπα­ραί­τη­το καὶ χρή­σι­μο θαῦ­μα: τὸν πολ­λα­πλα­σια­σμὸ τῶν ἄρτων στὴν ἔρη­μο. Αὐτὴ δὲν ἦταν κάποια ἀκα­τοί­κη­τη ἔρη­μος, μιὰ ἔρη­μος ὅπου μόνο ὁ διά­βο­λος κατοι­κοῦ­σε. Ἦταν μιὰ ἔρη­μος ὅπου βρέ­θη­καν πάνω ἀπὸ δέκα χιλιά­δες πει­να­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι. Τὸ συμ­πέ­ρα­σμα γιὰ τὸν ἀριθ­μό τους προ­κύ­πτει ἀπ’ ὅσα γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής, πῶς τὸ πλῆ­θος ἦταν πέν­τε χιλιά­δες ἄντρες, χωρὶς νὰ συνυ­πο­λο­γί­σει τίς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά.

«Καὶ ἐξελ­θὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἔσπλαγ­χνί­σθη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἐθε­ρά­πευ­σε τοὺς ἀρρώ­στους αὐτῶν» (Ματθ. ἴδ’ 14). Αὐτὸ ἔγι­νε τὴν ἐπο­χὴ ποὺ ὁ βασι­λιᾶς Ἡρώ­δης εἶχε ἀπο­κε­φα­λί­σει τὸν Ἰωάν­νη το Βαπτι­στή. Κι ὅταν τὸ ἄκου­σε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἐπι­βι­βά­στη­κε σ’ ἕνα πλοῖο καὶ ἀνα­χώ­ρη­σε «εἵς ἔρη­μον τόπον κατ’ ἰδί­αν» (Ματθ. ἴδ’ 13). Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ τὸ ἀνα­φέ­ρουν καὶ οἱ τέσ­σε­ρις εὐαγ­γε­λι­στές. Μερι­κοὶ ἀνα­φέ­ρουν περισ­σό­τε­ρες λεπτο­μέ­ρειες, ἄλλοι λιγό­τε­ρες. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἰωάν­νη, ὁ Κύριος μπῆ­κε στὸ πλοῖο κον­τὰ στὴν Τιβε­ριά­δα καὶ πέρα­σε στὸ ἀπέ­ναν­τι μέρος τῆς θάλασ­σας τῆς Γαλι­λαί­ας, ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται καὶ θάλασ­σα τῆς Τιβε­ριά­δας. Ὁ Λου­κᾶς λέει πῶς «ὑπε­χώ­ρη­σε κατ’ ἰδί­αν εἰς τόπον ἔρη­μον πόλε­ως καλου­μέ­νης Βηθ­σαϊ­δά» (Θ’ 10).

Τὸ συνή­θι­ζε ὁ Κύριος ν’ ἀπο­σύ­ρε­ται συχνὰ στὴν ἔρη­μο, σὲ ἐρη­μι­κὲς τοπο­θε­σί­ες καὶ σὲ βου­νά. Τὸ ἔκα­νε αὐτὸ γιὰ τρεὶς λόγους: Πρῶ­το, γιὰ νὰ κάνει σύν­το­μα δια­λείμ­μα­τα ἀπὸ τίς ἐντα­τι­κὲς καὶ πολυ­σχι­δεῖς δρα­στη­ριό­τη­τές Του, ὥστε νὰ χωνέ­ψουν κι οἱ ἄνθρω­ποι τίς διδα­χές Του καὶ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ εἶχε κάνει. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ δώσει τὸ παρά­δειγ­μα στοὺς ἀπο­στό­λους καὶ σὲ μᾶς πῶς εἶναι ἀπα­ραί­τη­το ν’ ἀπο­συ­ρό­μα­στε, νὰ εἰσερ­χό­μα­στε στὸ ταμιεῖο μας (Ματθ. στ’ 6), γιὰ νὰ παρα­μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χὴ μόνοι μᾶς μέ το Θεό. Ἡ ἡσυ­χία κι ἡ σιω­πὴ καθα­ρί­ζουν τὸν ἄνθρω­πο, τοῦ διδά­σκουν τὴν ὑπο­τα­γὴ στὸ Θεὸ καὶ τοῦ χαρί­ζουν πνευ­μα­τι­κὴ διαύ­γεια καὶ δύνα­μη. Τρί­το, γιὰ νὰ μᾶς δεί­ξει πῶς ὁ καλὸς καὶ χρή­σι­μος ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νά κρυ­φτεῖ — «Οὐ δύνα­ται πόλις κρυ­βη­ναι ἐπά­νω ὄρους κει­μέ­νη» (Ματθ. ἔ’ 14). Ἔτσι ἔδει­ξε κι ἐπι­σή­μα­νε ποιός εἶναι ὁ πραγ­μα­τι­κὸς τόπος γιὰ τοὺς ἐρη­μῖ­τες καὶ τοὺς μονα­χούς.

Ἡ ἐκκλη­σια­στι­κὴ ἱστο­ρία τὸ ἔχει ἀπο­δεί­ξει αὐτὸ χιλιά­δες φορές. Δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἕνας μονα­δι­κὸς ἐρη­μί­της, ἄνθρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς καὶ θαυ­μα­τουρ­γός, ποὺ νὰ κατόρ­θω­σε νὰ κρυ­φτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Πολ­λοὶ ρωτᾶ­νε ἀναι­τιο­λό­γη­τα: Τί κάνει ὁ μονα­χὸς στὴν ἔρη­μο; Δὲ θά ‘τὰν καλύ­τε­ρα ὁ μονα­χὸς νὰ μένει στὸν κόσμο, ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, καὶ νὰ τοὺς ὑπη­ρε­τεῖ; Πῶς ὅμως μπο­ρεῖ νὰ φωτί­σει ἕνα κερὶ ποῦ δὲν εἶναι ἀναμ­μέ­νο; Ὁ μονα­χὸς κου­βα­λά­ει τὴν ψυχή του στὴν ἔρη­μο σὰν κερὶ ἄκα­φτο. Τὴ φέρ­νει στὴν ἔρη­μο γιὰ νὰ τὴν ἀνά­ψει μὲ προ­σευ­χή, μὲ νηστεία, μὲ περι­συλ­λο­γὴ καὶ ἄσκη­ση. Ἄν κατορ­θώ­σει νὰ τὴν ἀνά­ψει, τὸ φώς Του θὰ λάμ­ψει σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος θὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σει καὶ θὰ τὸν βρεῖ, ἀκό­μα κι ἂν αὐτὸς κρυ­φτεῖ στὴν ἔρη­μο, σὲ ἀπο­μα­κρυ­σμέ­να βου­νὰ ἢ σὲ ἀπρό­σι­τες σπη­λιές. Ὄχι, ὁ μονα­χὸς δὲν εἶναι ἄχρη­στος. Εἶναι ἱκα­νὸς νὰ γίνει πολὺ πιὸ χρή­σι­μος στοὺς ἄλλους ἀπὸ ὁποιον­δή­πο­τε ἄλλον. Αὐτὸ φαί­νε­ται πολὺ καθα­ρὰ σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μάταια κρυ­βό­ταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους στὴν ἔρη­μο, για­τί τὰ πλή­θη τὸν ἔβρι­σκαν καὶ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν.

Ὁ Κύριος τοὺς κοί­τα­ξε καὶ «ἐσπλα­χνί­σθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλε­λυ­μέ­νοι καὶ ἐρρι­μέ­νοι ὡς πρό­βα­τα μὴ ἔχον­τα ποι­μέ­να» (Ματθ. θ’ 36). Κάτω στὶς πόλεις οἱ συνα­γω­γὲς ἦταν γεμᾶ­τες ἀπὸ αὐτό­κλη­τους ποι­μέ­νες, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦταν λύκοι μὲ ἐμφά­νι­ση προ­βά­των. Οἱ ἄνθρω­ποι τὸ ἤξε­ραν αὐτό, τὸ ἔνιω­θαν, ὅπως ἤξε­ραν κι ἔνιω­θαν τὴν ἀμέ­τρη­τη εὐσπλα­χνία καὶ ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ γι’ αὐτούς. Οἱ ἄνθρω­ποι ἤξε­ραν καὶ ἔνιω­θαν πῶς ὁ Χρι­στὸς ἦταν ὁ μόνος Καλὸς Ποι­μέ­νας, πῶς ἡ μέρι­μνά Του γι’ αὐτοὺς ἦταν γνή­σια, στορ­γι­κή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν στὴν ἔρη­μο. Κι ὁ Κύριος ἐθε­ρά­πευ­σε τοὺς ἀρρώ­στους αὐτῶν. Οἱ ἄνθρω­ποι ἔνιω­θαν πῶς τὸν χρειά­ζον­ταν τὸ Χρι­στό, δέν του ζητοῦ­σαν νὰ θαυ­μα­τουρ­γή­σει ἀπὸ μάταιη περιέρ­γεια, ἀλλ’ ἀπὸ μεγά­λη ἀνάγ­κη. Κι ὁ Μάρ­κος μας λέει πῶς ἐκεῖ ἄρχι­σε νὰ τοὺς διδά­σκει.

«Όψί­ας δὲ γενο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐτῷ οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ λέγον­τες· ἔρη­μὸς ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλ­θεν ἀπό­λυ­σον τοὺς ὄχλους, ἶνα ἀπελ­θόν­τες εἰς τὰς κώμας ἀγο­ρά­σω­σιν ἑαυ­τοῖς βρώ­μα­τα» (Ματθ. ἴδ’ 15). Ὁ Ματ­θαῖ­ος δὲ μᾶς λέει τί τὸν κρα­τοῦ­σε τόσο πολὺ μὲ τοὺς ἀνθρώ­πους. Γρά­φει μόνο πῶς θερά­πευ­σε τοὺς ἀρρώ­στους. Ὁ Μάρ­κος τὸ συμ­πλη­ρώ­νει αὐτὸ καὶ λέει πῶς τοὺς δίδα­σκε πολ­λὰ πράγ­μα­τα. Προ­σέξ­τε πόσο ὄμορ­φα συμ­πλη­ρώ­νουν ὁ ἕνας εὐαγ­γε­λι­στὴς τὸν ἄλλο! Ὁ Κύριος συνέ­χι­σε νὰ διδά­σκει τοὺς ὄχλους γιὰ πολ­λὲς ὧρες, ὡσό­του ἄρχι­σε νὰ νυχτώ­νει. Ὅλες αὐτὲς τίς ὧρες ὁ Κύριος δίδα­ξε τόσο πολ­λὰ στὸ λαό, ποῦ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γεμί­σει ὁλό­κλη­ρο εὐαγ­γέ­λιο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης, ὅταν ἔγρα­ψε πῶς «οὐδε αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βιβλία» (Ἰωάν. καὶ 25).

Παρα­τη­ροῦ­με ὅμως καὶ τὴν ἀγά­πη τῶν μαθη­τῶν: Ἔρη­μὸς ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλ­θεν. Τὸ πλῆ­θος πει­νά­ει κι εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε στὸν τόπο του ὁ καθέ­νας. Τὰ σπί­τια τους εἶναι μακριά. Δές, ἐδῶ ἔχου­με καὶ πολ­λὲς γυναῖ­κες, ἔχου­με καὶ παι­διά. Πρέ­πει νὰ βροῦν τρο­φὴ ὅσο πιὸ σύν­το­μα γίνε­ται. Ἄς τους λοι­πὸν νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριὰ γιὰ νὰ βροῦν κάτι νὰ φᾶνε..

Ὁ Χρι­στὸς σίγου­ρα εἶναι πιὸ εὔσπλα­χνος καὶ πιὸ στορ­γι­κὸς ἀπὸ τοὺς μαθη­τές Του. Μήπως δὲν ἔνιω­θε κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ μαθη­τές Του, πῶς οἱ ἄνθρω­ποι πει­νοῦ­σαν κι ἡ νύχτα ἦταν κον­τά; Καὶ βέβαια ὁ Χρι­στὸς ἦταν περισ­σό­τε­ρο ἐλε­ή­μων καὶ στορ­γι­κὸς ἀπὸ τοὺς μαθη­τές Του. Τίς ἀνάγ­κες τῶν ἀνθρώ­πων τίς ἔνιω­θε πρὶν ἀπὸ ἐκεί­νους. Στὴν ἀρχή, ὅπως λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης, «ἐπά­ρας οὔν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλ­μοὺς καὶ θεα­σά­με­νος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχε­ται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιπ­πον πόθεν ἀγο­ρά­σω­μεν ἄρτους ίνα φάγω­σιν οὐτοι;» (Ἰωάν. στ’ 5). Ἡ συζή­τη­ση μέ το Φίλιπ­πο ὅμως τέλειω­σε κι οἱ ἄνθρω­ποι μαζεύ­τη­καν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τοὺς ἀσθε­νεῖς τους. Ὁ Κύριος θερά­πευ­σε πρῶ­τα ὅλους τοὺς ἀρρώ­στους κι ἔπει­τα ἄρχι­σε νὰ διδά­σκει τοὺς ὄχλους. Ἡ διδα­σκα­λία κρά­τη­σε ὼς τὸ βρά­δυ. Καὶ τότε μόνο σκέ­φτη­καν οἱ ἀπό­στο­λοι πῶς οἱ ἄνθρω­ποι θὰ πει­νοῦ­σαν κι ἔπρε­πε νὰ φᾶνε.

Ὁ Κύριος τὸ εἶχε προ­βλέ­ψει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲ μίλη­σε ὅμως, σκό­πι­μα. Περί­με­νε τοὺς ἀπο­στό­λους νὰ θέσουν τὸ πρό­βλη­μα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκα­νε γιὰ δυὸ λόγους: πρῶ­τα γιὰ νὰ τοὺς διε­γεί­ρει τὴν εὐσπλα­χνία καὶ τὴ συμ­πά­θεια καὶ δεύ­τε­ρο γιὰ ν’ ἀπο­δεί­ξει πόσο ἀδύ­να­μοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖ­νον. Τοὺς εἶπε ὁ Χρι­στός: «οὐ χρεί­αν ἔχου­σιν ἀπελ­θεῖν δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ’ 16). Γνώ­ρι­ζε πῶς αὐτὸ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κάνουν, ἦταν ἀδύ­να­το ἀνθρω­πί­νως νὰ γίνει. Τὸ εἶπε ὅμως γιὰ νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν πλή­ρως καὶ νά ὁμο­λο­γή­σουν τὴν ἀδυ­να­μία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «οὐκ ἔχο­μεν ὧδε εἰ μὴ πέν­τε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύ­ας» (Ματθ. ἴδ’ 17). Σύμ­φω­να μὲ τὸν εὐαγ­γε­λι­στὴ Ἰωάν­νη, τὰ λιγο­στὰ αὐτὰ τρό­φι­μα δὲν ἦταν δικά τους, ἀνῆ­καν σὲ κάποιο μικρὸ παι­δὶ ποὺ βρι­σκό­ταν ἐκεῖ. Γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής: «Ἔστι παι­δά­ριον ἕν ὧδε, ὸς ἔχει πέν­τε ἄρτους κρι­θί­νους καὶ δύο όψά­ρια ἀλλὰ ταῦ­τα τί ἔστιν εἰς τοσού­τους;» (Ἰωάν. στ’ 9). Στὸν Κύριο αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἀνδρέ­ας. Παρὰ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ πρω­τό­κλη­τος τῶν ἀπο­στό­λων ζοῦ­σε τόσο και­ρὸ μαζί Του, ἀκό­μα δὲν εἶχε ἑδραιω­θεῖ στὴν πίστη, δὲν εἶχε τελειο­ποι­η­θεῖ. Αὐτὸ εἶναι φανε­ρὸ ἀπὸ ἐκεῖ­νο ποὺ εἶπε: ἀλλὰ ταῦ­τα τί ἐστιν εἰς τοσού­τους; Τὸ ψωμὶ ἦταν κρί­θι­νο. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν συμ­πτω­μα­τι­κό. Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάν­νη τὸ Χρυ­σό­στο­μο, ἀπ’ αὐτὸ μαθαί­νου­με πῶς πρέ­πει νὰ ἰκα­νο­ποιού­μα­στε μὲ ἁπλὲς τρο­φές, νὰ μὴν εἴμα­στε ἀπαι­τη­τι­κοί. «Ἡ λαι­μαρ­γία κι ἡ πολυ­φα­γία εἶναι μητέ­ρες τῆς ἀρρώ­στιας», συμ­πλη­ρώ­νει ὁ ἅγιος πατέ­ρας.

«Ὁ δὲ εἶπε: φέρε­τέ μοὶ αὐτοὺς ὧδε» (Ματθ. ἴδ’ 18). Τώρα εἶχε ἔρθει ἡ δική Του ὥρα. Οἱ ὄχλοι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ βροῦν τρό­φι­μα γιὰ νὰ φᾶνε. Οἱ ἀπό­στο­λοι ὁμο­λό­γη­σαν τὴν ἀδυ­να­μία τους, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τοὺς βοη­θή­σουν. Τότε καὶ μόνο τότε ἦρθε ἡ δική Του ὥρα. Τὸ κλί­μα ἦταν ὥρι­μο γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦ­μα.

«Καὶ κελεύ­σας τοὺς ὄχλους ἀνα­κλι­θῆ­ναι ἐπὶ τοὺς χόρ­τους, λαβὼν τοὺς πέν­τε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύ­ας, ἀνα­βλέ­ψας εἰς τὸν οὐρα­νὸν εὐλό­γη­σε, καὶ κλά­σας ἔδω­κε τοὺς μαθη­ταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθη­ταὶ τοὺς ὄχλοις» (Ματθ. ἴδ’ 19). Για­τί κοί­τα­ξε πρῶ­τα στὸν οὐρα­νὸ ὁ Κύριος; “Ὅταν ἔκα­νε πολ­λά ἀπὸ τ’ ἄλλα θαύ­μα­τά Τοῦ δὲν τὸ εἶχε κάνει, δὲν εἶχε ξανα­κοι­τά­ξει στὸν οὐρα­νό. Δὲν τὸ ἔκα­νε ὅταν ἄνοι­γε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, ὅταν θερά­πευε τοὺς λεπρούς, ἔβγα­ζε δαι­μό­νια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, γαλή­νευε τὴ θάλασ­σα, ἔκα­νε τὸ νερὸ κρα­σὶ κι ὅταν ἀκό­μα ἀνά­σται­νε νεκρούς. Για­τί λοι­πὸν στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐτὴ περί­πτω­ση ἔστρε­ψε τὰ μάτια τοῦ πρὸς τὸν οὐρα­νό, πρὸς τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του; Πρῶ­το, γιὰ νὰ κάνει σαφῆ στοὺς ἀνθρώ­πους τὴν ταυ­τό­τη­τα τῆς θέλη­σης Τοῦ μ’ ἐκεί­νην τοῦ Πατέ­ρα Του, νὰ καταρ­ρί­ψει τὴν ἄπο­ψη καὶ κατη­γο­ρία τῶν Φαρι­σαί­ων, πῶς τὰ θαύ­μα­τα τὰ ἔκα­νε μὲ τὴ συνέρ­γεια τῶν δαι­μό­νων. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ δώσει ὡς ἄνθρω­πος στὸν κόσμο τὸ παρά­δειγ­μα τῆς ταπεί­νω­σης ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τῆς εὐχα­ρι­στί­ας γιὰ κάθε ἀγα­θὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἕνα παρό­μοιο παρά­δειγ­μα μᾶς ἔδω­σε καὶ στὸ Μυστι­κὸ Δεῖ­πνο: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχα­ρι­στή­σας ἔκλα­σε…» (Ματθ. κστ’ 26). Εὐχα­ρί­στη­σε τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του κι ὕστε­ρα εὐλό­γη­σε τὸ ψωμί, ὡς δῶρο Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πρέ­πει νὰ εὐχα­ρι­στοῦ­με καὶ νὰ ὑμνοῦ­με το Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του σὲ κάθε γεῦ­μα, ὅσο λιτὸ κι ἂν εἶναι. Τρί­το, ὡς Θεός, μὲ τὸν πολ­λα­πλα­σια­σμὸ τῶν ἄρτων — μιὰ πρά­ξη ποὺ μοιά­ζει πολὺ μὲ νέα δημιουρ­γία — νὰ ἐκφρά­σει τὴν ἑνό­τη­τα δύνα­μης τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας: τοῦ Πατέ­ρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τῆς ὁμο­ού­σιας καὶ ἀδιαί­ρε­της Τριά­δας, τοῦ Δημιουρ­γοῦ τῶν πάν­των.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς «ἔκλα­σε», ἔκο­ψε τὸν ἄρτο μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Για­τί; Για­τί δὲν ἔδω­σε ἐντο­λὴ στοὺς ἀπο­στό­λους του νὰ τὸ κάνουν; Γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ἐπι­θυ­μοῦ­σε νὰ λογα­ριά­σει τοὺς ἀνθρώ­πους ὡς φιλο­ξε­νού­με­νούς Τοῦ, νὰ τονί­σει τὴ μεγά­λη ἀγά­πη Του γι’ αὐτοὺς καὶ νὰ διδά­ξει ἔτσι κι ἐμᾶς πῶς, ὅταν δίνου­με ἐλεη­μο­σύ­νη καὶ δῶρα, πρέ­πει νὰ τὸ κάνου­με μὲ ἀγά­πη καὶ ἱλα­ρό­τη­τα, ὅπως κι Ἐκεῖ­νος.

«Καὶ ἔφα­γον πάν­τες καὶ ἐχορ­τά­σθη­σαν, καὶ ᾖραν τὸ περισ­σεῦ­ον τῶν κλα­σμά­των δώδε­κα κοφί­νους πλή­ρεις: οἱ δὲ ἐσθί­ον­τες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεν­τα­κι­σχί­λιοι χωρὶς γυναι­κὼν καὶ παι­δί­ων» (Ματθ. ἴδ’ 20,21). Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των, ἡ δόξα ποὺ ξεπερ­νά­ει κάθε ἄλλη δόξα! Γιὰ νὰ πάρουν πέν­τε χιλιά­δες ἄνθρω­ποι (χωρὶς νὰ συνυ­πο­λο­γι­στοῦν οἱ γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διὰ) ἀπὸ μιὰ μπου­κιὰ ψωμί, ὅπως τὸ ἀντί­δω­ρο ποὺ παίρ­νου­με στὴν ἐκκλη­σία, τὰ πέν­τε ψωμιὰ δὲ θὰ ἔφτα­ναν μὲ τίπο­τα. Ἐδῶ ὅμως ἔφα­γον πάν­τες καὶ ἐχορ­τά­σθη­σαν καὶ μάλι­στα περίσ­σε­ψαν καὶ δώδε­κα κοφί­νια. Ἄν αὐτὴ ἦταν κάποια ὀφθαλ­μα­πά­τη, δὲ θὰ ἔγρα­φε ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς πῶς ἐχορ­τά­σθη­σαν. Ἄν κάποιος ἄνθρω­πος μπο­ροῦ­σε νὰ ἐξα­πα­τή­σει ἕναν ἄλλο ὅτι ἔφα­γε, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε ὅμως νὰ πεί­σει ἕναν πει­να­σμέ­νο ὅτι χόρ­τα­σε. Ἄν πράγ­μα­τι ἦταν αὐτὸ κάποια όφθαλ­μα­πά­τη, ἀπὸ ποῦ προ­έ­κυ­ψαν τὰ περισ­σεύ­μα­τα, ποὺ γέμι­σαν δώδε­κα κοφί­νια ψωμιά;

Ὄχι! Μόνο ἄνθρω­ποι ποὺ ἡ καρ­διά τους εἶχε νεκρω­θεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία μπο­ροῦν νὰ τὸ ἀπο­κα­λέ­σουν ὀφθαλ­μα­πά­τη αὐτό. Ἦταν πραγ­μα­τι­κὸ γεγο­νός, ὅπως πραγ­μα­τι­κὸς εἶναι κι ὁ Θεός. Πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξε­τε ὅμως πῶς γιὰ τὸ θαῦ­μα αὐτὸ δὲν ξεση­κώ­θη­καν φωνὲς ἐναν­τί­ον του, δὲν τοῦ ἔδω­σαν κάποιες ἀνόη­τες ἑρμη­νεῖ­ες, ὅπως ἔκα­ναν οἱ Φαρι­σαῖ­οι σὲ πολ­λὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύ­μα­τά Του. Κι ὄχι μόνο δὲν τὸ ἀμφι­σβή­τη­σε κανέ­νας, ἀλλὰ «οἱ ἄνθρω­ποι, ἰδόν­τες καὶ ἐποί­η­σε σημεῖ­ον ὁ Ἰησοῦς, ἔλε­γαν ὅτι οὔτὸς ἔστιν ἀλη­θῶς ὁ προ­φή­της ὁ ἐρχό­με­νος εἰς τὸν κόσμον (Ἰωάν. στ’ 14). Κι οἱ ὄχλοι ἤθε­λαν «ἁρπά­ζειν αὐτὸν ἵνα ποι­ή­σω­σιν αὐτὸν βασι­λέα» (αὐτ. στίχ. 15). Τέτοια ἀπή­χη­ση εἶχε στὸ λαὸ τὸ κατα­πλη­κτι­κὸ αὐτὸ θαῦ­μα!

Πότε προ­σπά­θη­σε κάποιος νὰ μετα­τρέ­ψει μιὰ ἀπά­τη σὲ βασι­λιᾶ; Αὐτὸ ὅμως ἦταν πραγ­μα­τι­κὸ γεγο­νός. Οἱ ἄνθρω­ποι ξεση­κώ­θη­καν ἀπὸ τὴν ἀλή­θεια καὶ ἤθε­λαν νὰ κάνουν τὸ Χρι­στὸ βασι­λιᾶ μὲ τὸ ζόρι. Κι αὐτὸ θὰ εἶχε γίνει, ἂν ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶχε ἀπο­μα­κρυν­θεῖ μόνος Του. Κι ἔτσι ματαιώ­θη­κε τὸ σχέ­διο τοῦ πλή­θους ποὺ ριγοῦ­σε ἀπὸ ἐνθου­σια­σμό.

«Καὶ εὐθέ­ως ἤνάγ­κα­σεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως ου ἀπο­λύ­ση τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ἴδ’ 22). Δὲν εἶναι περί­ερ­γο τὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Χρι­στὸς ἀνάγ­κα­σε τοὺς μαθη­τές Του νὰ μποῦν σὲ πλοῖο καὶ νὰ φύγουν πρὶν ἀπὸ τὸν ἴδιο; Για­τί τὸ ἔκα­νε αὐτό; Πρῶ­το, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δεύ­τε­ρο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἐπρό­κει­το νὰ γίνει. Τοὺς ἄφη­σε ν’ ἀπο­μα­κρυν­θοῦν ἀπὸ τὸ πλῆ­θος ὅσο πιὸ γρή­γο­ρα γινό­ταν, γιὰ νὰ συλ­λο­γι­στοῦν καὶ νὰ συζη­τή­σουν μετα­ξύ τους τὸ μεγά­λο θαῦ­μα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἄρτων. Τοὺς ἄφη­σε νὰ ταξι­δέ­ψουν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπου ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἐπι­σκε­πτό­ταν σύν­το­μα μ’ ἕνα και­νούρ­γιο κι ἀνή­κου­στο θαῦ­μα: θὰ τοὺς πλη­σί­α­ζε περ­πα­τῶν­τας πάνω στὸ νερό, ὅπως περ­πα­τά­ει κανεὶς σὲ στέ­ρεο ἔδα­φος. Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε ἐκεῖ­νο ποὺ ἐπρό­κει­το νὰ γίνει καὶ τί θὰ ἔκα­νε ὁ ἴδιος. Οἱ μαθη­τές Του, ποῦ δὲν ἔβλε­παν τίπο­τα, ἔνιω­σαν ἔκπλη­ξη ποὺ ὁ Χρι­στὸς τοὺς ἔστει­λε πρὶν ἀπ’ Αὐτόν. Τὸν ἄφη­σαν ὅμως μόνο Του μὲ τὸ πλῆ­θος, κατέ­βη­καν ἀπὸ τὸ ὄρος στὴ θάλασ­σα καὶ ξεκί­νη­σαν τὸ ταξί­δι.

Ἕνας ἄλλος ἀναμ­φι­σβή­τη­τος λόγος γιὰ τὴ σπου­δὴ ποὺ ἔδει­ξε ὁ Κύριος νὰ προ­πέμ­ψει τοὺς μαθη­τές Του, νὰ τοὺς ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπὸ τὰ πλή­θη τῶν ἀνθρώ­πων, ἦταν ἐπει­δὴ ὁ ἴδιος ἤθε­λε νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων, ἀπὸ τὰ ἐγκώ­μιά τους καὶ τὴν αὐτο­ε­κτί­μη­ση ποὺ θὰ ἔνιω­θαν ἐπει­δὴ ἦταν μαθη­τὲς τέτοιου Θαυ­μα­τουρ­γοῦ. Ἤθε­λε νὰ τοὺς διδά­ξει πῶς πρέ­πει νὰ εἶναι ταπει­νοί, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶχε πεῖ: «δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Καὶ τώρα τοὺς ἔδιω­ξε ἐπει­δὴ ἤθε­λε νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴν ὑψη­λο­φρο­σύ­νη, ἐπει­δὴ εἶχαν τέτοια σχέ­ση μαζί Του, μὲ τὸ Διδά­σκα­λό τους. Καὶ τελι­κὰ ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ τοὺς κάνει νὰ γνω­ρί­σουν τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη ταπεί­νω­σή Τοῦ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ: μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κατα­πλη­κτι­κὸ θαῦ­μα, ἀπο­σύρ­θη­κε στὴν ἡσυ­χία γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ.

Οἱ μαθη­τές Του ἦταν ἐξοι­κειω­μέ­νοι μὲ τὴ συνή­θειά Τοῦ ν’ ἀπο­σύ­ρε­ται συχνὰ στὴν ἔρη­μο γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ. Ἐκεί­νη τὴν ἡμέ­ρα ὅμως μήπως ἀπο­σύρ­θη­κε σκό­πι­μα στὴν ἔρη­μο, γιὰ νὰ μεί­νει μόνος Του, μετὰ τὴ φοβε­ρὴ εἴδη­ση γιά το θάνα­το τοῦ Ἰωάν­νη τοῦ Βαπτι­στῆ; Ἄς ξεχά­σουν οἱ μαθη­τὲς Τοῦ γιὰ ποιό λόγο πῆγε στὴν ἔρη­μο: ἂς συνει­δη­το­ποι­ή­σουν πῶς τὸ μεγά­λο θαῦ­μα ποὺ τόσο ξαφ­νι­κὰ ἔκα­νε, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἔπαι­νοι κι ὁ θαυ­μα­σμὸς τῶν ἀνθρώ­πων, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κατα­στρέ­ψουν τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ γαλή­νη καὶ τὴν ταπεί­νω­σή Τοῦ, οὔτε καὶ νὰ τὸν κάνουν ν’ ἀλλά­ξει τὴν ἀπό­φα­σή του νὰ πάει στὴν ἔρη­μο γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ.

Ὁλό­κλη­ρο τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ τῆς δια­νο­μῆς τῶν ἄρτων καὶ τῶν ψαριῶν στοὺς ἀνθρώ­πους, ὁ ἀριθ­μὸς τῶν ψαριῶν καὶ τῶν ἄρτων, καθὼς καὶ ὁ ἀριθ­μὸς τῶν κοφι­νιῶν μὲ τὰ περισ­σεύ­μα­τα, ὅλα μαζὶ ἔχουν κι ἕνα ἐσω­τε­ρι­κό, ἕνα βαθύ­τε­ρο νόη­μα. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνα­τό Τοῦ ὁ Κύριος ὀνό­μα­σε τὸν ἄρτο Σῶμα Του. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο περι­στα­τι­κὸ εἶναι ἀλή­θεια πῶς δὲ λέει κάτι τέτοιο μὲ λόγια, τὸ κάνει ὅμως μὲ τὸν ἀριθ­μὸ τῶν ἄρτων. Οἱ πέν­τε ἄρτοι σημαί­νουν τίς πέν­τε αἰσθή­σεις κι οἱ πέν­τε αἰσθή­σεις ἀντι­προ­σω­πεύ­ουν ὅλο τὸ σῶμα. Τὸ ψάρι σημαί­νει τὴ ζωή. Τοὺς πρῶ­τες αἰῶ­νες τῆς χρι­στια­νι­κῆς ζωῆς τὸ Χρι­στὸ τὸν ἀπει­κό­νι­ζαν μὲ τὴ μορ­φὴ ψαριοῦ. Τὸ σύμ­βο­λο αὐτὸ μπο­ρεῖ νὰ τὸ δεῖ ἀκό­μα καὶ σήμε­ρα κανεὶς στὶς ἀρχαῖ­ες χρι­στια­νι­κὲς κατα­κόμ­βες. Ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄπο­ψη, ὁ Χρι­στὸς ἔδω­σε τὸ σῶμα καὶ τὴ ζωή του στοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ νὰ τρα­φοῦν. Καὶ για­τί ἦταν δύο τὰ ψάρια; Ἐπει­δὴ ὁ Κύριος ἔδω­σε καὶ δίνει τὸν ἑαυ­τὸ Τοῦ θυσία τόσο ὅσο διά­στη­μα κρά­τη­σε ἡ ἐπί­γεια δια­δρο­μή Του, ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλη­σία μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σή Τοῦ, ὡς τὴ σημε­ρι­νὴ μέρα. Ποιά σημα­σία ἔχει τὸ γεγο­νὸς ὅτι ἔκο­ψε μόνος τοῦ τοὺς ἄρτους; Αὐτὸ σημαί­νει πῶς Ἐκεῖ­νος, μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή Τοῦ, παρα­δό­θη­κε νὰ θυσια­στεῖ γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων. Για­τί ἔδω­σε τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια στοὺς ἀπο­στό­λους, γιὰ νὰ τὰ μοι­ρά­σουν αὐτοὶ μετὰ στὸ λαό; Ἐπει­δὴ ἐκεῖ­νοι ἦταν ποὺ ἔπρε­πε νὰ μετα­φέ­ρουν τὸ Χρι­στὸ σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν δώσουν στοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τὰ ἔθνη ὡς τρο­φὴ ζωῆς. Τί σημαί­νουν τὰ δώδε­κα κοφί­νια μὲ τὰ περισ­σεύ­μα­τα τῶν ἄρτων; Τὴν ἄφθο­νη καρ­πο­φο­ρία τοῦ ἔργου τῶν ἀπο­στό­λων. Κάθε θερι­σμὸς τῶν ἀπο­στό­λων θὰ εἶναι ἀσύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρος ἀπό το σπό­ρο ποὺ ἔσπει­ραν, ὅπως κάθε καλά­θι εἶχε περισ­σό­τε­ρο ψωμὶ ἀπὸ τοὺς ἄρτους ποὺ ἔφα­γαν καὶ χόρ­τα­σαν οἱ πει­να­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι. (Τὸ περι­στα­τι­κὸ τοῦ θαύ­μα­τος τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἄρτων ποὺ ἔγι­νε μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ μνη­μο­νεύ­ε­ται κάθε φορὰ σὲ μιὰ ὡραία εὐχή, στὴν τελε­τὴ τῆς ἀρτο­κλα­σί­ας: «Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ, ὁ Θεός, ὁ εὐλο­γή­σας τοὺς πέν­τε ἄρτους ἐν τη ἐρή­μῳ καὶ ἐξ αὐτῶν πεν­τα­κι­σχι­λί­ους ἄνδρας χορ­τά­σας, εὐλό­γη­σον καὶ τοὺς ἄρτους τού­τους, τὸν σίτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν μετα­λαμ­βά­νον­τας πιστοὺς δού­λους Σου ἁγί­α­σον»).

Όλ’ αὐτὰ τὰ μυστή­ρια ἔχουν μεγά­λο βάθος, δυσθε­ώ­ρη­το. Ποιός τολ­μᾶ νὰ κοι­τά­ξει τόσο βαθιά, στὰ ἀπύθ­με­να βάθη τους; Ποιός θὰ τολ­μοῦ­σε στὴν πρό­σκαι­ρη ζωή μας νὰ διεισ­δύ­σει στὰ βάθη αὐτά; Ἴσως πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν ἀρκε­τὰ ἐκεῖ­νοι ποὺ τοὺς ἀρέ­σει νὰ δια­βά­ζουν καὶ ν’ ἀκοῦ­νε τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Οἱ ἄγγε­λοι ἀπο­λαμ­βά­νουν μέχρι κορε­σμοῦ τὴ γλυ­κύ­τη­τα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ὅσο περισ­σό­τε­ρο τὸ δια­βά­ζει ὁ ἄνθρω­πος, τόσο περισ­σό­τε­ρο τρέ­πε­ται σὲ σκέ­ψεις πνευ­μα­τι­κὲς καὶ σὲ προ­σευ­χή. Ὅσο περισ­σό­τε­ρο καθο­δη­γεῖ τὴ ζωή του σύμ­φω­να μ’ αὐτό, τόσο ἡ ἀνά­γνω­ση θ’ ἀνοί­γει τὰ βάθη τῶν νοη­μά­των του καὶ θὰ τὸν ἱκα­νο­ποιεῖ μὲ τὸ ἄρω­μά του. Γι’ αὐτὸ πρέ­πει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρ­χο Πατέ­ρα Του καὶ τὸ Πανά­γιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Σκλη­ρό­της καὶ εὐσπλα­χνία

«Καὶ ἐξελ­θὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγ­χνί­σθῃ ἐπ’ αὐτούς» (Ματθ. 14, 14)

ΣΕ Μιὰ ΠΟΛΙ, ἀγα­πη­τοί, σὲ μιὰ πόλι, ποὺ ἦταν κτι­σμέ­νη στὸ βόρειο μέρος τοῦ Ἰσρα­ὴλ καὶ ωνο­μα­ζό­ταν Τιβε­ριάς, πρὸς τιμὴν τοῦ Ρωμαί­ου αὐτο­κρά­το­ρος Τιβε­ρί­ου, ἔγι­νε κάπο­τε ἕνα ἔγκλη­μα. Δὲν τὸ διέ­πρα­ξε ὁ λαός. Τὸ διέ­πρα­ξε ἕνας βασι­λιᾶς. Ἡρώ­δης ὀνο­μα­ζό­ταν, καὶ ἦταν γυιὸς τοῦ κακούρ­γου ἐκεί­νου βασι­λιᾶ, τοῦ Ἡρώ­δη τοῦ Μεγά­λου, ποὺ σκό­τω­σε τίς χιλά­δες τὰ νήπια τῆς Βηθλε­έμ. Ὁ Ἡρώ­δης, ὁ τετράρ­χης της Γαλι­λαί­ας, ἦταν κι αὐτὸς σὰν τὸν πατέ­ρα του. Κακοῦρ­γος καὶ διε­φθαρ­μέ­νος. “Ἄφη­σε τὴ νόμι­μη γυναῖ­κα του, πῆρε ἄλλη γυναῖ­κα, τὴ γυναῖ­κα τοῦ ἀδελ­φοῦ του, καὶ συζοῦ­σε παρά­νο­μα μ’ αὐτήν. Ζοῦ­σε ἀδιάν­τρο­πα καὶ κανέ­ναν δὲν λογά­ρια­ζε. Ὅλοι τὸν φοβοῦν­ταν. Ἕνας μόνο τόλ­μη­σε νὰ τὸν ἐλέγ­ξῃ. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στής. Ὁ βασι­λιᾶς ωργί­στη­κε καὶ διέ­τα­ξε τὴ σύλ­λη­ψη καὶ φυλά­κι­ση τοῦ Ἰωάν­νου. Ὁ Ἰωάν­νης κλεί­στη­κε σὲ μιὰ ἀπαί­σια φυλα­κή, ποὺ δὲν ἦταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀνά­κτο­ρα τοῦ βασι­λιᾶ. Ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ φυλα­κή, τὴ φυλα­κὴ τῆς Μαχαι­ροῦν­τος, ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωάν­νου, τοῦ ἀτρό­μη­του κήρυ­κα τῆς ἀλή­θειας, ἔφθα­νε στὰ ἀνά­κτο­ρα καὶ δὲν ἄφη­νε τὸν παρά­νο­μο βασι­λιᾶ νὰ ἡσυ­χά­σῃ. Δὲν πέρα­σε πολὺς και­ρός, καὶ ὁ Ἡρώ­δης διέ­τα­ξε νὰ θανα­τω­θῇ ὁ κήρυ­κας τῆς ἀλή­θειας. Τὸ ἔκα­νε, για­τί τὸ ζητοῦ­σε ἡ παρά­νο­μη γυναῖ­κα του, ἡ Ἠρω­διά­δα, ποὺ δὲν ὑπέ­φε­ρε τὸν ἔλεγ­χο τοῦ Ἰωάν­νου. Αὐτή, ὅπως ξέρου­με, συμ­βού­λε­ψε τὴν κόρη της νὰ ζητή­σῃ σὰν δῶρο ἀπὸ τὸ βασι­λιᾶ τὸ κεφά­λι τοῦ Ἰωάν­νου. Καὶ οἱ στρα­τιῶ­τες πῆγαν τὴ νύχτα, ἄνοι­ξαν τὴ φυλα­κὴ καὶ θανά­τω­σαν τὸν Ἰωάν­νη. Ἔκο­ψαν τὸ κεφά­λι του καὶ τὸ ἔφε­ραν στὰ ἀνά­κτο­ρα…

Ὁ λαός, ποὺ ἀγα­ποῦ­σε τὸν Ἰωάν­νη, ἄκου­σε καὶ ἔφρι­ξε. Ἀλλὰ τί νὰ κάνῃ ὁ λαός; Νὰ πάρῃ τὰ ὅπλα; Νὰ ἐπα­να­στα­τή­σῃ; Νὰ γκρε­μί­σῃ ἀπ’ τὸ θρό­νο τὸν κακο­ή­θη καὶ κακοῦρ­γο βασι­λιᾶ; Ἦταν εὔκο­λο; Ὁ Ἡρώ­δης ἦταν διω­ρι­σμέ­νος ἀπ’ τὸ ἰσχυ­ρὸ κρά­τος τῆς Ρώμης.

Ὕστε­ρα ἀπ’ το θάνα­το τοῦ Ἰωάν­νου τοῦ Προ­δρό­μου καὶ πονε­μέ­νος καὶ δυστυ­χι­σμέ­νος λαὸς μιὰ ἐλπί­δα μόνο εἶχε. Ποιά ἡ ἐλπί­δα του; Οἱ ἄρχον­τες; Οἱ ἀρχιε­ρεῖς; Οἱ γραμ­μα­τεῖς καὶ φαρι­σαῖ­οι; Οἱ μορ­φω­μέ­νες καὶ ἀνώ­τε­ρες λεγό­με­νες τάξεις τῆς κοι­νω­νί­ας; Ἀλλοί­μο­νο! «Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν ἀπο­γο­η­τεύ­σει το λαό, για­τί φρόν­τι­ζαν μόνο γιὰ τὰ ἀτο­μι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα. Φρόν­τι­ζαν νὰ ζοῦν αὐτοὶ καλά, νὰ ἔχουν τιμὲς καὶ ἀξιώ­μα­τα, καὶ γιά το λαὸ κανέ­να πραγ­μα­τι­κὸ ἐνδια­φέ­ρον δὲν ἔδει­ξαν ποτέ. Κον­τά τους ὁ λαὸς γινό­ταν πιὸ φτω­χὸς καὶ πιὸ δυστυ­χι­σμέ­νος. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ στὰ χεί­λη τους εἶχαν το Θεό, ἀλλὰ στὴν καρ­διά τους εἶχαν τὸ διά­βο­λο. Ἦταν σκλη­ροὶ καὶ ἀπάν­θρω­ποι. Ἔτρω­γαν τὸ ψωμὶ τοῦ ὀρφα­νοῦ καὶ τῆς χήρας καὶ εἶχαν κάνει ἐμπό­ριο τὴ θρη­σκεία. Ἀπὸ τέτοιους σκλη­ροὺς καὶ ἀσε­βεῖς ἄρχον­τες ἦταν ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νος καὶ πολὺς λαός. Ἡ μόνη ἐλπί­δα του ἦταν ὁ Χρι­στός.

Ἀλλὰ ποὺ ἦταν τὴ φορὰ αὐτὴ ὁ Χρι­στός; Ὁ Χρι­στός, λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, μόλις ἄκου­σε τὸ φόνο τοῦ Ἰωάν­νου τοῦ Βαπτι­στοῦ, δὲν ἔμει­νε σὲ πόλι, ἀλλὰ πῆρε τοὺς μαθη­τές του καὶ πῆγε μακριά. Πῆγε στὴν ἔρη­μο. Ὄχι ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ για­τί ἤθε­λε καὶ οἱ μαθη­ταὶ τοῦ ν’ ἀνα­παυ­θοῦν λίγο, νὰ ἠρε­μή­σουν τὰ πνεύ­μα­τά τους ἀπὸ τὴ μεγά­λη ταρα­χὴ τοῦ τρο­με­ροῦ ἐγκλή­μα­τος, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ βρῆ και­ρὸ νὰ προ­σευ­χη­θῇ, νὰ ἐπι­κοι­νω­νή­σῃ μὲ τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα του, καὶ ὡς ἄνθρω­πος νὰ πάρῃ νέες δυνά­μεις, νὰ προ­ε­τοι­μά­σῃ τὸν ἑαυ­τό του γιὰ τὸ δικό του μαρ­τύ­ριο, ποὺ δὲν ἦταν μακριά. Στὴν ἔρη­μο ὁ Χρι­στός! Τὰ θηρία ποὺ ζοῦ­σαν στὴν ἔρη­μο, τὸν σεβά­στη­καν. Ἀλλὰ τὰ ἄλλα θηρία, ποὺ ζοῦ­σαν στὴν πόλι, οἱ ἄνθρω­ποι δηλα­δή, ποὺ τὸν φθο­νοῦ­σαν καὶ τὸν μισοῦ­σαν… Ὦ, δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο θηρίο πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ αἱμο­βό­ρο ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, τὸ σκλη­ρό, τὸν ἄπι­στο καὶ ἄθεο.

Στὴν ἔρη­μο ὁ Χρι­στός! Καὶ ὁ λαός, ὁ πολὺς λαός, ποὺ τὸν ἔχα­σε ἀπὸ κον­τά του, ἀνη­σύ­χη­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ζήσῃ χωρὶς τὸ Χρι­στό. Ἤθε­λε νὰ τὸν ἔχῃ κον­τά του σὰν ἐλπί­δα καὶ παρη­γο­ριά. Γι’ αὐτὸ ξεση­κώ­θη­κε, ἄφη­σε τὰ σπί­τια του, τίς δου­λειές του, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖ­κες καὶ παι­διὰ ξεκί­νη­σαν νὰ πᾶνε νὰ βροῦν τὸ Χρι­στό. Ψάχνουν παν­τοῦ, καὶ ἐπὶ τέλους τὸν βρί­σκουν. Ὦ, πόσο μεγά­λη ἦταν ἡ χαρά τους, ὅταν βρῆ­καν τὸ Χρι­στό!

Ἀλλὰ καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ εἶδε το λαὸ αὐτό, πολὺ συγ­κι­νή­θη­κε. Ὅπως λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, «ἐσπλαγ­χνί­σθῃ ἐπ’ αὐτούς», τὸν πόνε­σε δηλα­δή το λαό, τὸν συμ­πά­θη­σε. Για­τί ἦταν ἕνας λαὸς ἐγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος. Ἦταν ἕνα κοπά­δι χωρὶς τσο­πά­νο. Λύκοι αἱμο­βό­ροι, σκλη­ροὶ καὶ διε­φθαρ­μέ­νοι ἄρχον­τες, σὰν τὸν Ἡρώ­δη, ἦταν ἕτοι­μοι νὰ ὁρμή­σουν καὶ νὰ κατα­σπα­ρά­ξουν το λαό. Τὸ λαὸ αὐτὸ σπλα­χνί­στη­κε ὁ Χρι­στός. Ἀλλὰ ἡ εὐσπλα­χνία τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἦταν σὰν τὴν εὐσπλα­χνία μερι­κῶν ἀνθρώ­πων, ποὺ ὅταν δοῦν κανέ­να δυστυ­χι­σμέ­νο ἄνθρω­πο φαί­νον­ται ὅτι τὸν λυποῦν­ται, λένε μερι­κὰ παρη­γο­ρη­τι­κὰ λόγια, χύνουν λίγα δάκρυα, μὰ τίπο­τε ἄλλο δὲν προ­σφέ­ρουν. Μόνο αἰσθή­μα­τα εἶνε, αἰσθή­μα­τα ξερὰ καὶ ἄκαρ­πα. Ἡ εὐσπλα­χνία τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἦταν μόνο ἕνα αἴσθη­μα. Ἦταν μιὰ εὐσπλα­χνία, ποὺ μόνο αὐτὴ ἄξι­ζε νὰ ὀνο­μά­ζε­ται εὐσπλα­χνία πραγ­μα­τι­κή. Εὐσπλα­χνία, ποὺ ἄκου­γε ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀνθρώ­πων. Εὐσπλα­χνία ποὺ ἀγκά­λια­ζε ὅλους, καὶ δὲν ἄφη­νε κανέ­ναν ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδια­φέ­ρον της. Εὐσπλα­χνία, ὁλο­κλη­ρω­τι­κή. Εὐσπλα­χνία, ποὺ δὲν κοί­τα­ζε μόνο νὰ δώσῃ ψωμὶ στοὺς πει­να­σμέ­νους, νὰ θερα­πεύ­σῃ τοὺς ἀρρώ­στους, νὰ κάνῃ καλὰ τὰ κορ­μιά. Εὐσπλα­χνία, ποὺ κοί­τα­ζε πρῶ­τα τίς ψυχές. Καὶ οἱ ψυχὲς αὐτὲς τῶν χιλιά­δων ἀνθρώ­πων, ποὺ ἄφη­σαν τὰ σπί­τια τους καὶ ἦρθαν νὰ τὸν συναν­τή­σουν, πει­νοῦ­σαν καὶ διψοῦ­σαν. Πει­νοῦ­σαν καὶ διψοῦ­σαν ν’ ἀκού­σουν το λόγο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὰν πεν­τα­κά­θα­ρο νερὸ ἔτρε­χε ἀπὸ τὸ στό­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸν ἄκου­γαν οἱ ἄνθρω­ποι μὲ τέτοια ὄρε­ξη καὶ συγ­κί­νη­σι, ὥστε λησμό­νη­σαν τὴ σωμα­τι­κὴ πεῖ­να καὶ δίψα. Ἄκου­γαν ὧρες ὁλό­κλη­ρες τὸ Χρι­στό, καὶ ἐνῶ πλη­σί­α­ζε νὰ βασι­λέ­ψῃ ὁ ἥλιος, κανέ­νας καὶ καμ­μιὰ δὲν ἔδει­χνε διά­θε­ση νὰ φύγῃ.

Προ­τι­μοῦ­σε ὁ λαὸς αὐτὸς νὰ ζὴ στὴν ἔρη­μο μὲ τὸ Χρι­στό, παρὰ στὴν πόλι χωρὶς τὸ Χρι­στό. Ὁ Χρι­στὸς ἔφτα­νε γιὰ ὅλα. Καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Κον­τὰ στὸ Χρι­στὸ κανέ­νας πει­να­σμέ­νος, κανέ­νας δυστυ­χι­σμέ­νος.

-Νὰ ἐρχό­ταν καὶ πάλι ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο! θὰ πῇ ἴσως κάποιος ποὺ ἀκού­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Πόσο τὸν χρεια­ζό­μα­στε! Ὑπάρ­χουν καὶ σήμε­ρα πονε­μέ­νοι καὶ δυστυ­χι­σμέ­νοι, περισ­σό­τε­ροι ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ὑπάρ­χει ἕνας κόσμος ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀπ’ ὅλους καὶ ἀπ’ ὅλα. Ἄν ἐρχό­ταν ὁ Χρι­στός, ὁ κόσμος αὐτὸς ὁ πονε­μέ­νος θὰ ἔφευ­γε ἀπὸ τίς πόλεις, ποὺ ἔγι­ναν κολά­σεις, καὶ θὰ πήγαι­νε στὴν ἔρη­μο, γιὰ νὰ βρὴ καὶ πάλι τὸ Χρι­στό. Για­τί ὁ Χρι­στὸς καὶ τὴν ἐρη­μιὰ τὴν κάνει νὰ ἀνθί­ζῃ κρί­να καὶ τριαν­τά­φυλ­λα, καὶ γεμί­ζει τίς καρ­διὲς μὲ ἐλπί­δα καὶ χαρά.

Ἄν ἐρχό­ταν ὁ Χρι­στὸς στὸν κόσμο! Ἀλλὰ καὶ Χρι­στὸς ἄφη­σε ἐδῶ στὸν κόσμο ἀνθρώ­πους, ποὺ πρέ­πει νὰ συνε­χί­σουν τὸ ἔργο του. Εἶνε οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἀρχιε­ρεῖς. Καὶ μόνο αὐτοί; Εἶνε οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖ­κες, ποὺ πιστεύ­ουν στὸ ὄνο­μά του. Αὐτοὶ καλοῦν­ται νὰ τὸν μιμη­θοῦν. Καλοῦν­ται νὰ γίνουν σὰν τὸ Χρι­στό, μικρό­χρι­στοι. Καλοῦν­ται νὰ συναι­σθαν­θοῦν ὅλο τὸν πόνο τοῦ συναν­θρώ­που τους, τὸ σωμα­τι­κὸ καὶ τὸν ψυχι­κό. Ὄχι ἀδιά­φο­ροι καὶ σκλη­ροί, ἀλλὰ γεμᾶ­τοι ἀπὸ ἀγά­πη καὶ εὐσπλα­χνία πρέ­πει νὰ εἶνε, νὰ εἴμα­στε ὅλοι, ὥστε γιὰ τὸν καθέ­να μας νὰ ἔχῃ ἐφαρ­μο­γὴ αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Εὐαγ­γέ­λιο γιὰ τὸ Χρι­στό: «Εἶδε πολύν ὄχλον, καὶ ἔσπλαγ­χνί­σθη ἐπ’ αὐτούς» (Ματθ. 14, 14).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek