ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ιζ΄ 14 — 23)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἄνθρω­πός τις προ­σῆλ­θεν τῷ Ἰησοῦ, γονυ­πε­τῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15Κύριε, ἐλέη­σόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σελη­νιά­ζε­ται καὶ κακῶς πάσχει· πολ­λά­κις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολ­λά­κις εἰς τὸ ὕδωρ. 16καὶ προ­σή­νεγ­κα αὐτὸν τοῖς μαθη­ταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυ­νή­θη­σαν αὐτὸν θερα­πεῦ­σαι. 17ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπι­στος καὶ διε­στραμ­μέ­νη! ἕως πότε ἔσο­μαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν; φέρε­τέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18καὶ ἐπε­τί­μη­σεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλ­θεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαι­μό­νιον καὶ ἐθε­ρα­πεύ­θη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκεί­νης. 19Τότε προ­σελ­θόν­τες οἱ μαθη­ταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ’ ἰδί­αν εἶπον· Δια­τί ἡμεῖς οὐκ ἠδυ­νή­θη­μεν ἐκβα­λεῖν αὐτό; 20ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπι­στί­αν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχη­τε πίστιν ὡς κόκ­κον σινά­πε­ως, ἐρεῖ­τε τῷ ὄρει τού­τῳ, μετά­βη­θι ἐντεῦ­θεν ἐκεῖ, καὶ μετα­βή­σε­ται· καὶ οὐδὲν ἀδυ­να­τή­σει ὑμῖν. 21τοῦ­το δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπο­ρεύ­ε­ται εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ. 22Ἀνα­στρε­φο­μέ­νων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλι­λαί­αν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλ­λει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δί­δο­σθαι εἰς χεῖ­ρας ἀνθρώ­πων 23καὶ ἀπο­κτε­νοῦ­σιν αὐτόν, καὶ τῇ τρί­τῃ ἡμέ­ρᾳ ἐγερ­θή­σε­ται.

14 Και όταν κατέ­βη­καν και ήλθαν προς το πλή­θος, επλη­σί­α­σεν αυτόν ένας άνθρω­πος, που εγο­νά­τι­σε εμπρός του με ευλά­βειαν και είπε· 15 “Κυριε σπλαγ­χνί­σου το παι­δί μου, διό­τι σελη­νιά­ζε­ται και ταλαι­πω­ρεί­ται πολύ φοβε­ρά· διό­τι πολ­λές φορές πίπτει εις την φωτιά και πολ­λές φορές στο νερό. 16 Και έφε­ρα αυτόν προς τους μαθη­τάς σου με την παρά­κλη­σιν να τον θερα­πεύ­σουν και αυτοί δεν ημπό­ρε­σαν να του χαρί­σουν την θερα­πεί­αν”. 17 Απε­κρί­θη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά άπι­στος και διε­στραμ­μέ­νη από την κακί­αν! Εως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέ­χω­μαι; Φερε­τε μου αυτόν εδώ”. 18 Και επέ­πλη­ξεν ο Ιησούς το δαι­μό­νιον και εβγή­κεν αυτό από το παι­δί, το οποί­ον και εθε­ρα­πεύ­θη από την ώρα εκεί­νην. 19 Τοτε επλη­σί­α­σαν οι μαθη­ταί τον Ιησούν ιδιαι­τέ­ρως και είπαν· “δια­τί ημείς δεν ημπο­ρέ­σα­μεν να διώ­ξω­με αυτό το δαι­μό­νιον;” (Είπαν δε τού­το, διό­τι εις άλλας περι­στά­σεις είχαν εκδιώ­ξει δαι­μό­νια). 20 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “ένε­κα της απι­στί­ας σας. Διό­τι σας δια­βε­βαιώ­νω, εάν έχε­τε πίστιν σαν το μικρό σπό­ρο του σινα­πιού, θα πήτε στο βου­νό τού­το· πήγαι­νε από εδώ εκεί και θα πάη και τίπο­τε δεν θα είναι για σας αδύ­να­τον. 21 Μαθε­τε δε ότι αυτό το είδος των δαι­μο­νί­ων δεν εκδιώ­κε­ται παρά με προ­σευ­χήν και νηστεί­αν”. 22 Ενώ δε περι­ήρ­χον­το εις την Γαλι­λαί­αν, είπε εις αυτούς ο Ιησούς· “ο Υιός του ανθρώ­που μέλ­λει να παρα­δο­θή εις τα χέρια μοχθη­ρών ανθρώ­πων 23 και θα τον θανα­τώ­σουν, και κατά την τρί­την ημέ­ρα θα ανα­στη­θή”. Και ελυ­πή­θη­σαν παρά πολύ οι μαθη­ταί.

14 Κι όταν έφθα­σαν στο πλή­θος του λαού, τον πλη­σί­α­σε κάποιος άνθρω­πος που γονά­τι­σε μπρο­στά του κι έλε­γε: 15 Κύριε, λυπή­σου και σπλα­χνί­σου το παι­δί μου, διό­τι σελη­νιά­ζε­ται και υπο­φέ­ρει άσχη­μα, αλλά και κιν­δυ­νεύ­ει τον έσχα­το κίν­δυ­νο. Διό­τι πολ­λές φορές πέφτει στη φωτιά, και πολ­λές φορές στο νερό, και κιν­δυ­νεύ­ει έτσι να καεί ή να πνι­γεί. 16 Και τον έφε­ραν στους μαθη­τές σου, αλλά δεν μπό­ρε­σαν να τον θερα­πεύ­σουν. 17 Ο Ιησούς τότε απο­κρί­θη­κε: Ώ γενεά που τόσα θαύ­μα­τα είδες και είσαι ακό­μη άπι­στη, κι απ΄ την κακία σου είσαι διε­στραμ­μέ­νη! Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι; Φέρ­τε τον μου εδώ. 18 Τότε τον επέ­πλη­ξε ο Ιησούς και βγή­κε απ’ αυτόν το δαι­μό­νιο και θερα­πεύ­τη­κε το παι­δί απ’ την ώρα εκεί­νη. 19 Τότε οι μαθη­τές πλη­σί­α­σαν ιδιαι­τέ­ρως τον Ιησού κα του είπαν: Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να βγά­λου­με το δαι­μό­νιο αυτό; 20 Και ο Κύριος τους είπε: Επει­δή σας λεί­πει η πίστη. Διό­τι αλη­θι­νά σας λέω, εάν έχε­τε πίστη θερ­μή και δυνα­τή σαν το μικρό σπό­ρο του σινα­πιού, θα πεί­τε στο βου­νό αυτό, πήγαι­νε από εδώ εκεί, και θα μετα­κι­νη­θεί. Και τίπο­τε δεν θα είναι αδύ­να­το σε σας. 21 Αυτό όμως το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στο Θεό. 22 Κι ενώ αυτοί περιό­δευαν στη Γαλι­λαία, τους είπε ο Ιησούς: Ο υιός του ανθρώ­που πρό­κει­ται να παρα­δο­θεί πολύ σύν­το­μα σε χέρια ανθρώ­πων, 23 και θα τον θανα­τώ­σουν, και την τρί­τη ημέ­ρα από τον θάνα­τό του θα ανα­στη­θεί. Και οι μαθη­τές λυπή­θη­καν πάρα πολύ.

14 Καὶ ὅτα­νἔ­φθα­σαν στὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ, ἦλθε σ᾽ αὐτὸν κάποιος ἄνθρω­πος, ποὺ γονά­τι­σε μπρο­στά του 15 καὶ­ἔ­λε­γε: «Κύριε, ἐλέη­σε (λυπή­σου καὶ σῶσε) τὸν υἱό μου, διό­τι σελη­νιά­ζε­ται καὶ υπο­φέ­ρει φοβε­ρά. Πολ­λὲς δὲ φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολ­λὲς στὸ νερό. 16 Καὶ τὸν ἔφε­ρα στοὺς μαθη­τάς σου, ἀλλὰ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸν θερα­πεύ­σουν». 17 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τότε: «Ὦ γενεὰ ἄπι­στη καὶ διε­στραμ­μέ­νη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέ­χω­μαι; Φέρ­τε μου αὐτὸν ἐδῶ». 18 Καὶ στρε­φό­με­νος πρὸς αὐτὸ­νἔ­δω­σεν αὐστη­ρὸ παράγ­γελ­μα ὁ Ἰησοῦς καὶ βγῆ­κε ἀπ᾽ αὐτὸν τὸ δαι­μό­νιο καὶ θερα­πεύ­τη­κε τὸ παι­δὶ ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη. 19 Τότε πῆγαν οἱ μαθη­ταὶ στὸν Ἰησοῦ ἰδιαι­τέ­ρως καὶ τοῦ εἶπαν: «Για­τί ἐμεῖς δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ τὸ βγά­λω­με (τὸ δαι­μό­νιο);». 20 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Λόγῳ τῆς ἀπι­στί­ας σας. Ἀλη­θι­νὰ δὲ σᾶς λέγω, ἂν ἔχε­τε πίστι (θερ­μὴ καὶ δυνα­τὴ) σὰν τὸ σπό­ρο τοῦ σινα­πιοῦ, θὰ εἰπῆ­τε σ᾽ αὐτὸ τὸ ὄρος: “Μετα­το­πί­σου ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ”, καὶ θὰ μετα­το­πι­σθῇ. Καὶ τίπο­τε δὲν θὰ εἶναι ἀδύ­να­το σὲ σᾶς. 21 Ἀὐτοῦ δὲ τοῦ εἴδους τὰ δαι­μό­νια δὲν βγαί­νουν, παρὰ μὲ προ­σευ­χὴ καὶ μὲ νηστεία». 22 Ἐνῷ δὲ περιώ­δευαν στὴ Γαλι­λαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Μέλ­λει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που νὰ παρα­δο­θῇ σὲ χέρια ἀνθρώ­πων. 23 Καὶ θὰ τὸν θανα­τώ­σουν, καὶ τὴν τρί­τη ἡμέ­ρα θὰ ἀνα­στη­θῇ». Καὶ λυπή­θη­καν πάρα πολύ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ.17, 14–23]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

«Κα λθόν­των ατν πρς τν χλον προσλθεν ατ νθρω­πος γονυ­πετν ατν κα λέγων· Κύριε, λέη­σόν μου τν υόν, τι σελη­νιά­ζε­ται κα κακς πάσχει· πολ­λά­κις γρ πίπτει ες τ πρ κα πολ­λά­κις ες τ δωρ. κα προ­σή­νεγ­κα ατν τος μαθη­τας σου, κα οκ δυνή­θη­σαν ατν θερα­πεσαι(:Και όταν κατέ­βη­καν από το όρος της Μετα­μορ­φώ­σε­ως και ήλθαν προς το πλή­θος, πλη­σί­α­σε Αυτόν ένας άνθρω­πος, που γονά­τι­σε εμπρός Του και είπε: “Κύριε, σπλα­χνί­σου το παι­δί μου, διό­τι σελη­νιά­ζε­ται, ταλαι­πω­ρεί­ται και υπο­φέ­ρει άσχη­μα, αλλά και κιν­δυ­νεύ­ει τον έσχα­το κίν­δυ­νο· διό­τι πολ­λές φορές πέφτει στη φωτιά και πολ­λές φορές στο νερό, και κιν­δυ­νεύ­ει έτσι να καεί ή να πνι­γεί. Και έφε­ρα αυτόν προς τους μαθη­τές Σου με την παρά­κλη­ση να τον θερα­πεύ­σουν και αυτοί δεν μπό­ρε­σαν να του χαρί­σουν την θερα­πεία”)»[Ματθ.17,14–16].

Αυτόν τον άνθρω­πο η Γρα­φή μάς τον παρου­σιά­ζει πάρα πολύ ασθε­νή ως προς την πίστη· και τού­το είναι φανε­ρό από πολ­λά σημεία, και από αυτό το οποίο είπε ο Χρι­στός: «Ε δύνα­σαι πιστεσαι, πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι (:Εάν εσύ μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, θα γίνει ό,τι καλό επι­θυ­μείς, επει­δή σε εκεί­νον που πιστεύ­ει όλα είναι δυνα­τά)»[Μάρκ.9,23] και από αυτό το οποίο είπε ο πατέ­ρας αυτός που προ­σήλ­θε στον Κύριο: «Βοή­θει μου τ πιστί(:Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύνα­μη να με βοη­θή­σεις. Βοή­θη­σέ με να απαλ­λα­γώ απ’ την ολι­γο­πι­στία μου και ανα­πλή­ρω­σε εσύ την έλλει­ψη της πίστε­ώς μου)»[Μάρκ.9,24]· και από το να δια­τά­ξει ο Χρι­στός τον δαί­μο­να να μην εισέλ­θει πλέ­ον σε αυτόν· και από το να πει πάλι ο άνθρω­πος στον Χρι­στό: «Ε τι δύνα­σαι(:Εάν μπο­ρείς να κάνεις κάτι)»[Μάρκ.9,22].

«Και για­τί κατη­γο­ρεί τους μαθη­τές», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κανείς, «εάν η απι­στία η δική του υπήρ­ξε η αιτία του να μην εξέλ­θει ο δαί­μο­νας από το παι­δί του;». Για να δεί­ξει ότι είναι δυνα­τόν σε αυτούς, εάν έχουν πίστη, να θερα­πεύ­σουν πολ­λές φορές τους ασθε­νείς, ακό­μη και αν αυτοί που επι­ζη­τού­σαν τη θερα­πεία για τους δικούς τους δεν είχαν οι ίδιοι την απα­ραί­τη­τη πίστη· διό­τι όπως ακρι­βώς αρκού­σε πολ­λές φορές η πίστη αυτού που προ­σέρ­χον­ταν στο να λάβει βοή­θεια και από μικρό­τε­ρο ως προς το αξί­ω­μα ακό­μη, έτσι πολ­λές φορές υπήρ­ξε αρκε­τή η δύνα­μη και η πίστη αυτών που διε­νερ­γού­σαν τις θαυ­μα­τουρ­γι­κές θερα­πεί­ες, στο να θαυ­μα­τουρ­γή­σουν και χωρίς να πιστεύ­ουν οι προ­σευ­χό­με­νοι.

Οι θεί­ες Γρα­φές πιστο­ποιούν και τα δύο αυτά· διό­τι και όσοι βρί­σκον­ταν κον­τά στον Κορνήλιο[Πράξ. 10,1 κ.ε.] εξαι­τί­ας της πίστε­ώς τους προ­σείλ­κυ­σαν τη θεία χάρη· και ακό­μη και στην περί­πτω­ση του Ελι­σαί­ου, χωρίς κανείς να πιστέ­ψει, ανα­στή­θη­κε ένας νεκρός· διό­τι εκεί­νοι οι οποί­οι έρι­ξαν το νεκρό σώμα μέσα στον τάφο του προ­φή­τη Ελι­σαί­ου, όχι εξαι­τί­ας της πίστε­ως, αλλά εξαι­τί­ας της δει­λί­ας τους το έρι­ξαν απλώς και ως έτυ­χε, επει­δή φοβή­θη­καν τον βασα­νι­σμό για τον φόνο που είχε γίνει και έφυ­γαν· και αυτός που ρίχτη­κε εκεί μέσα στον τάφο του Ελι­σαί­ου είχε πεθά­νει και από μόνης της δύνα­μης του αγί­ου σώμα­τος του προ­φή­τη ανα­στή­θη­κε ο νεκρός[βλ. Δ΄Βασ. 13,20–21:«Κα πέθα­νεν λισαιέ, κα θαψαν ατόν. κα μονό­ζω­νοι Μωβ λθον ν τ γ λθόν­τος το νιαυ­το· κα γένε­το ατν θαπτόν­των τν νδρα, κα δο εδον τν μονό­ζω­νον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύ­θη κα ψατο τν στέ­ων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(:Ο Ελι­σαί­ος πέθα­νε και τον εντα­φί­α­σαν. Κατά το επό­με­νο έτος εισέ­βα­λαν στην χώρα των Ισραη­λι­τών επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Ενώ λοι­πόν οι Ισραη­λί­τες έθα­πταν ένα νεκρό, φάνη­καν από μακριά ερχό­με­νοι οι επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Κατε­λή­φθη­σαν από τρό­μο οι Ισραη­λί­τες και έρι­ξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοι­κτό τάφο του Ελι­σαί­ου και τρά­πη­καν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγι­ξε τα οστά του Ελι­σαί­ου, ανέ­ζη­σε και ανορ­θώ­θη­κε στα πόδια του)»].Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι στην περί­πτω­ση αυτήν οι μαθη­τές φάνη­καν ασθε­νείς στην πίστη, αλλά όχι όλοι· διό­τι οι στύ­λοι[δηλα­δή ο Πέτρος, ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης. Ο πατέ­ρας εκεί­νος έφε­ρε τον ασθε­νή του υιό στους άλλους μαθη­τές, όταν οι τρεις μαθη­τές βρί­σκον­ταν στο όρος της Μετα­μορ­φώ­σε­ως] δεν παρευ­ρί­σκον­ταν εκεί.

Αλλά και από την άλλη πλευ­ρά πρό­σε­χε και την αγνω­μο­σύ­νη του ανθρώ­που αυτού, πώς δηλα­δή συναν­τά τον Ιησού ενώ­πιον του λαού και ομι­λεί εναν­τί­ον των μαθη­τών Του λέγον­τας ότι «κα προ­σή­νεγ­κα ατν τος μαθη­τας σου, κα οκ δυνή­θη­σαν ατν θερα­πεσαι(:και έφε­ρα αυτόν προς τους μαθη­τές Σου με την παρά­κλη­ση να τον θερα­πεύ­σουν και αυτοί δεν μπό­ρε­σαν να του χαρί­σουν τη θερα­πεία)».

Ωστό­σο, ο Χρι­στός, απαλ­λάσ­σον­τας τους μαθη­τές από τις κατη­γο­ρί­ες ενώ­πιον του λαού, επιρ­ρί­πτει σε εκεί­νον τη μεγα­λύ­τε­ρη ευθύ­νη: « γενε πιστος κα διε­στραμ­μέ­νη! ως πότε σομαι μεθ᾿ μν;(: Ω γενεά άπι­στη και διε­στραμ­μέ­νη από την κακία! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;)»[Ματθ.17,17], μη απευ­θυ­νό­με­νος μόνο στο πρό­σω­πο του πατέ­ρα, για να μη φέρει σε δύσκο­λη θέση τον άνθρω­πο αυτόν, αλλά και σε όλους τους Ιου­δαί­ους· διό­τι φυσι­κό ήταν να σκαν­δα­λι­στούν πολ­λοί από τους παρόν­τες και να σκε­φτούν περί των μαθη­τών πράγ­μα­τα που δεν άρμο­ζαν. Και όταν λέγει «έως πότε θα είμαι μαζί σας;», απο­δει­κνύ­ει πάλι ότι είναι ευπρόσ­δε­κτος σε Αυτόν ο θάνα­τος και κάτι το επι­θυ­μη­τό, και λίαν αγα­πη­τή η ανα­χώ­ρη­ση από αυτήν τη ζωή· και ότι όχι το να σταυ­ρω­θεί, αλλά το να είναι μαζί τους είναι βαρύ.

Αλλά όμως δεν στα­μά­τη­σε μόνο στις κατη­γο­ρί­ες, αλλά τι λέγει; «Φέρε­τέ μοι ατν δε(:Φέρε­τέ μου αυτόν εδώ)». Και ο Ίδιος ρωτά τον πατέ­ρα για πόσο χρό­νο είναι ο υιός του ασθε­νής, και τους μαθη­τές δικαιο­λο­γών­τας, και εκεί­νον οδη­γών­τας σε καλή ελπί­δα, και στο να πιστέ­ψει, ότι θα απαλ­λα­γεί από το κακό. Και αφή­νει τον νέο να σπα­ρά­ζει ακό­μη, όχι προς επί­δει­ξη (καθό­σον και τον επι­τί­μη­σε επει­δή συγ­κεν­τρω­νό­ταν πολύ πλή­θος) αλλά για αυτόν τον πατέ­ρα, ώστε όταν δει το δαι­μό­νιο να ταράσ­σε­ται εξαι­τί­ας του ότι προ­σκλή­θη­κε και μόνο ενώ­πιον του Χρι­στού, έτσι του­λά­χι­στον να οδη­γη­θεί στην πίστη για το επι­κεί­με­νο θαύ­μα. Επει­δή λοι­πόν εκεί­νος είπε ότι «παι­διό­θεν(:από την παι­δι­κή του ηλι­κία)»[Μάρκ.9,21] και ότι «εάν μπο­ρείς, βοή­θη­σέ με», ο Χρι­στός λέγει «σε εκεί­νον που πιστεύ­ει όλα είναι δυνα­τά»[Μάρκ.9,22–23], επιρ­ρί­πτον­τας πάλι την κατη­γο­ρία σε αυτόν.

Και όταν μεν ο λεπρός έλε­γε «Κύριε, ἐὰν θέλς δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι(:Κύριε, πιστεύω ότι, εάν θέλεις, μπο­ρείς να με καθα­ρί­σεις από τη λέπρα)»[Λουκ.5,12], μαρ­τυ­ρών­τας με τα λόγια του αυτά τη δύνα­μη του Κυρί­ου, ο Χρι­στός για να επι­βε­βαιώ­σει το λεχθέν και να τον επαι­νέ­σει έλε­γε: «Θέλω, καθα­ρί­σθη­τι (:Θέλω να καθα­ρι­στείς από τη λέπρα, καθα­ρί­σου)»[Λουκ. 5,13]. Όταν όμως αυτός ο πατέ­ρας δεν είπε τίπο­τε αντά­ξιο της δυνά­με­ώς Του με το να πει «εάν δύνα­σαι, βοή­θη­σέ με», βλέ­πε πώς το διορ­θώ­νει, επει­δή δεν ειπώ­θη­κε καλώς. Τι λέγει λοι­πόν; «Εάν μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, όλα είναι δυνα­τά σε όποιον πιστεύ­ει»· αυτό σημαί­νει: «Έχω τόσο μεγά­λο πλού­το δυνά­με­ως και εξου­σί­ας, ώστε μπο­ρώ να κατα­στή­σω ικα­νούς και άλλους να επι­τε­λούν αυτά τα θαύ­μα­τα. Επο­μέ­νως εάν πιστεύ­εις όπως πρέ­πει», λέγει, «και ο ίδιος μπο­ρείς να θερα­πεύ­σεις και αυτόν και άλλους πολ­λούς».

Και αφού είπε αυτά, ελευ­θέ­ρω­σε τον δαι­μο­νι­ζό­με­νο. Εσύ πάλι μην σκέ­πτε­σαι μόνο από αυτό την πρό­νοια και την ευερ­γε­σία Του, αλλά και από τον χρό­νο εκεί­νον κατά τον οποίο επέ­τρε­ψε την εντός του ανθρώ­που παρα­μο­νή του δαί­μο­νος· διό­τι εάν και τότε δεν εκδη­λω­νό­ταν στον νέο αυτόν σε τόσο μεγά­λο βαθ­μό η πρό­νοια του Θεού, θα είχε προ πολ­λού απο­λε­σθεί. Καθό­σον, όπως λέγει ο δυστυ­χής εκεί­νος πατέ­ρας, «το δαι­μό­νιο ρίχνει τον γιο του άλλο­τε στη φωτιά και άλλο­τε στο νερό». Και εκεί­νος ο δαί­μο­νας που απο­τολ­μού­σε τέτοια πράγ­μα­τα σε βάρος του νέου αυτού, ασφα­λώς και θα τον οδη­γού­σε στο θάνα­το, εάν ο Θεός δεν του συγ­κρα­τού­σε τη μεγά­λη μανία με ισχυ­ρό χαλι­νό· όπως ακρι­βώς συνέ­βη αυτό και στην περί­πτω­ση των δύο εκεί­νων γυμνών (δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων), οι οποί­οι έτρε­χαν στις ερή­μους, και κατέ­κο­πταν τα σώμα­τά τους με πέτρες[Ματθ.8,28 κ.ε.].

Μη θορυ­βη­θείς επί­σης, εάν τον απο­κα­λεί «σελη­νια­ζό­με­νο», διό­τι η ονο­μα­σία αυτή ανή­κει στον πατέ­ρα του δαι­μο­νι­ζό­με­νου. Πώς όμως ο Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι «κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς(:δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη Του σε όλη τη Συρία. Και έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε)»[Ματθ.4,24].Τους ονο­μά­ζει έτσι στη­ρι­ζό­με­νος στην αντί­λη­ψη των πολ­λών[κατά τη λαϊ­κή αντί­λη­ψη επί της ασθε­νεί­ας αυτής ασκούν επί­δρα­ση οι φάσεις της σελή­νης. Κάποιες μορ­φές της νόσου κατά την Αγία Γρα­φή οφεί­λον­ται στην επε­νέρ­γεια των ακα­θάρ­των πνευ­μά­των]· διότι ο διά­βο­λος για να δια­βά­λει το φυσι­κό στοι­χείο, κάνει τους δαι­μο­νι­ζό­με­νους να κατα­λαμ­βά­νον­ται από κρί­σεις και πάλι τους ελευ­θε­ρώ­νει κατά τις περι­στρο­φές της σελή­νης· όχι διό­τι εκεί­νη επε­νερ­γεί, μη γένοι­το· αλλά ο διά­βο­λος δια­πράτ­τει την κακουρ­γία αυτήν, προς δια­βο­λή του φυσι­κού στοι­χεί­ου. Γι’ αυτό και επι­κρά­τη­σε μετα­ξύ των ανόη­των η εσφαλ­μέ­νη αυτή αντί­λη­ψη, και εξα­πα­τώ­με­νοι απο­κα­λούν «σελη­νια­ζο­μέ­νους» τους δαι­μο­νι­ζό­με­νους.

«Τότε προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα τ ησο κατ᾿ δίαν επον· δια­τί μες οκ δυνή­θη­μεν κβα­λεν ατό;(:Τότε οι μαθη­τές πλη­σί­α­σαν ιδιαι­τέ­ρως τον Ιησού κα του είπαν: “Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να βγά­λου­με το δαι­μό­νιο αυτό;” (Και αυτό το είπαν, διό­τι σε άλλες περι­στά­σεις είχαν εκδιώ­ξει δαι­μό­νια)»][Ματθ. 17,19]. Σε εμέ­να φαί­νον­ται ότι αγω­νιούν και φοβούν­ται μην τυχόν έχα­σαν τη χάρη, την οποία τους είχε εμπι­στευ­θεί ο Θεός· διό­τι έλα­βαν εξου­σία κατά δαι­μό­νων ακαθάρτων[Ματθ.10,8: «σθε­νοντας θερα­πεύ­ε­τε, λεπρος καθα­ρί­ζε­τε, νεκρος γεί­ρε­τε, δαι­μό­νια κβάλ­λε­τε· δωρεν λάβε­τε, δωρεν δότε(:Και για να επι­βε­βαιώ­νε­ται το κήρυγ­μά σας, σας δίνω εξου­σία και δύνα­μη να θερα­πεύ­ε­τε ασθε­νείς, να καθα­ρί­ζε­τε λεπρούς, να ανα­σταί­νε­τε νεκρούς, να βγά­ζε­τε δαι­μό­νια. Τη χάρη αυτή της θαυ­μα­τουρ­γί­ας τη λάβα­τε δωρε­άν, δωρε­άν δώστε την και εσείς, χωρίς να παίρ­νε­τε χρή­μα­τα)»].Γι’ αυτό και ρωτούν, αφού Τον πλη­σί­α­σαν ιδιαι­τέ­ρως, χωρίς να ντρέ­πον­ται (διό­τι εφό­σον συνέ­βη ό,τι συνέ­βη, και ελέγ­χθη­καν, ήταν περιτ­τό να ντρέ­πον­ται στο εξής να ομο­λο­γή­σουν με τα λόγια την αδυ­να­μία τους), αλλά επει­δή επρό­κει­το να Τον ρωτή­σουν περί μυστι­κού και μεγά­λου πράγ­μα­τος.

Τι είπε λοι­πόν ο Χρι­στός; «Δι τν πιστί­αν μν· μν γρ λέγω μν, ἐὰν χητε πίστιν ς κόκ­κον σινά­πε­ως, ρετε τ ρει τούτ μετά­βη­θι ντεθεν κε, κα μετα­βή­σε­ται, κα οδν δυνα­τή­σει μν(:Επει­δή σας λεί­πει η πίστη· διό­τι αλη­θι­νά σας λέω, εάν έχε­τε πίστη θερ­μή και δυνα­τή σαν το μικρό σπό­ρο του σινα­πιού, θα πεί­τε στο βου­νό αυτό, πήγαι­νε από εδώ εκεί, και θα μετα­κι­νη­θεί. Και τίπο­τε δεν θα είναι αδύ­να­το σε σας)»[Ματθ.17,20].

Εάν όμως ρωτάς «σε ποια περί­πτω­ση μετα­κί­νη­σαν όρος;», θα σου απαν­τή­σω ότι πραγ­μα­το­ποί­η­σαν πολύ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, ανα­σταί­νον­τας μυρί­ους νεκρούς· διό­τι δεν είναι ίσο το να μετα­κι­νή­σεις όρος και να διώ­ξεις τον θάνα­το από ένα νεκρό σώμα. Ανα­φέ­ρον­ται δε μετά τους απο­στό­λους ως άγιοι μερι­κοί πολύ μικρό­τε­ροι ως προς το αξί­ω­μα από εκεί­νους, οι οποί­οι και όταν παρέ­στη ανάγ­κη να μετα­κι­νή­σουν όρη, τα μετα­κί­νη­σαν[Και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός σε κήρυγ­μά του για τη δύνα­μη της πίστε­ως, μάς ανα­φέ­ρει για τον Πατριάρ­χη Αλε­ξαν­δρεί­ας Ιωακείμ(1487–1563),ότι επι­τέ­λε­σε παρό­μοιο θαύ­μα:«… Εις την Αλε­ξάν­δρειαν ήτον ένας Πατριάρ­χης, το όνο­μά του Ιωα­κείμ, αγιό­τα­τος άνθρω­πος, σοφός και ενά­ρε­τος. Ακού­γον­τας ο βασι­λεύς τον Πατριάρ­χην πως ήτον άγιος άνθρω­πος, τον αγά­πα κατά πολ­λά. Λέγει ο Εβραί­ος του βασι­λέ­ως: ‘’Κάτι πολ­λήν αγά­πην έχεις με τον Πατριάρ­χην’’. Του λέγει ο Βασι­λεύς: ‘’ο Ιωα­κείμ, ο Πατριάρ­χης, είναι καλός, δίκαιος άνθρω­πος’’. Του λέγει ο Εβραί­ος, σαν βεζύ­ρης οπού ήτον: ‘’Κρά­ξε, Βασι­λεύ, τον Πατριάρ­χην να έλθη’’. ..Λέγει ο Εβραί­ος του Πατριάρ­χου:’’ Τι θέλο­μεν να φιλο­νι­κώ­μεν; Εγώ ακούω, οπού λέγει ο Χρι­στός σας εις το ευαγ­γέ­λιον πως όποιος έχει πίστιν όσον με ένα σπυ­ρί σινά­πι μετα­το­πά ένα βου­νό από τον τόπον του και πηγαί­νει σ’ άλλο μέρος’’. Λέγει ο Πατριάρ­χης: ‘’Αλη­θι­νά, έτσι το λέγει το ευαγ­γέ­λιον’’. Λέγει του ο Εβραί­ος: ‘’λοι­πόν, αν είσαι άξιος, πρό­στα­ξε και συ να σηκω­θή από τον τόπον του το βου­νό και τότε να πιστεύ­σω’’. ….Ήτον ένα βου­νό από την Αίγυ­πτον έως τρεις ώρες μακριά. Λέγει ο Εβραί­ος: ‘’Βασι­λέα, πρό­στα­ξε τον Πατριάρ­χη να σηκώ­ση εκεί­νο το βου­νό να πιστεύ­σω­μεν και εμείς’’. Τότε πιά­νει ο Πατριάρ­χης και θυμιά­ζει από μακριά εκεί­νο το βου­νό και κάμνον­τας τον Σταυ­ρόν του τρεις φορές, λέγον­τας και το όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού. ‘’Σε προ­στά­ζω εσέ βου­νό να σηκω­θής και να έρθης εδώ’’. Και, ω του θαύ­μα­τος! Ευθύς εση­κώ­θη εκεί­νο το βου­νό και έγι­νε τρία, εις τύπον της Αγί­ας Τριά­δος, και εκί­νη­σε και ερχό­ταν. Φωνά­ζει ο βασι­λεύς και λέγει: ‘’για το όνο­μα του Θεού! Βοή­θη­σέ μας και εχα­θή­κα­με!’’. Ερχό­ταν απά­νω τους το βου­νό. Και κάνον­τας πάλιν δέη­σιν ο Πατριάρ­χης εστά­θη το βου­νό έως έξι μίλια μακριά από την Αίγυ­πτον και το ωνό­μα­σαν Ντουρ νταγ· θέλει να ειπή: « στά­σου βου­νό πάλιν».Ο Εβραί­ος δεν επί­στευ­σεν και λέγει: ‘’Πάλιν λέγει το Ευαγ­γέ­λιον πως όποιος έχει πίστιν, ανί­σως και τύχη ανάγ­κη να πιή θανά­σι­μον φαρ­μά­κι, δεν απο­θαί­νει. Λοι­πόν πρό­στα­ξε τον Πατριάρ­χην να του κάμω ένα φαρ­μά­κι να το πίη’’… Ο Εβραί­ος παρε­σκεύ­α­σε ιδί­αις χερ­σίν ένα φαρ­μά­κι, το οποίο μόνο να το ήγγι­ζες στα χεί­λη θα απέ­θνη­σκες. Ο Πατριάρ­χης ήπιε όλο το ποτή­ρι και δεν έπα­θε τίπο­τε. Και λέγει τώρα στον βασι­λιά: «Πες του να ξεπλύ­νη τώρα το ποτή­ρι και να πιη το ξέπλυ­μα». Και μόλις το ήπιε ο Εβραί­ος πέθα­νε μπρο­στά σε όλους!»].

Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι και οι από­στο­λοι θα τα μετα­κι­νού­σαν εάν παρί­στα­το ανάγ­κη. Και εάν τότε δεν παρέ­στη τέτοια ανάγ­κη, μην κατη­γο­ρείς. Εξάλ­λου και ο Χρι­στός δεν είπε ότι «οπωσ­δή­πο­τε θα μετα­κι­νή­σε­τε όρη, αλλά θα μπο­ρέ­σε­τε να πρά­ξε­τε και αυτό». Αν όμως δεν μετα­κί­νη­σαν όρη (τού­το συνέ­βη όχι διό­τι δεν μπό­ρε­σαν — πώς ήταν δυνα­τόν αφού κατόρ­θω­σαν τα μεγα­λύ­τε­ρα) αλλά επει­δή δεν θέλη­σαν, για το ότι δεν παρέ­στη ανάγ­κη. Φυσι­κό επί­σης ήταν και να έχει συμ­βεί αυτό, και να μην έχει γρα­φεί· καθό­σον δεν έγρα­ψαν οι Ευαγ­γε­λι­στές όλα τα θαύ­μα­τα που επι­τε­λέ­στη­καν από τους μαθη­τές του Κυρί­ου. Αλλά βέβαια τότε ήσαν ακό­μη πολύ ατε­λείς πνευ­μα­τι­κά.

Τι λοι­πόν; Δεν είχαν τότε ούτε αυτήν την πίστη, δηλα­δή σαν το σπό­ρο του σινα­πιού; Και βέβαια δεν την είχαν· διό­τι δεν ήσαν πάν­το­τε οι ίδιοι· για τού­το και ο Πέτρος άλλο­τε μεν μακα­ρί­ζε­ται από τον Κύριο, άλλο­τε όμως επι­τι­μά­ται. Αλλά και οι υπό­λοι­ποι μαθη­τές κατη­γο­ρούν­ται από τον Κύριο για πνευ­μα­τι­κή ατέ­λεια, όταν δεν αντι­λή­φθη­καν τον λόγο Του σχε­τι­κά με τη ζύμη[βλ. Ματθ.16,6–12].Συνέβη λοι­πόν και τότε να φανούν πνευ­μα­τι­κά αδύ­να­τοι· διό­τι ήσαν πνευ­μα­τι­κά πάρα πολύ ατε­λείς πριν από τη σταύ­ρω­σή Του. Στην περί­πτω­ση μάλι­στα αυτήν ‘’πίστη’’ εννο­εί εκεί­νη με την οποία μπο­ρού­σαν να κάνουν θαύ­μα­τα και ανα­φέ­ρει τον κόκ­κο του σινα­πιού, για να φανε­ρώ­σει την απε­ρί­γρα­πτη δύνα­μη της πίστε­ως· διό­τι μολο­νό­τι το σινά­πι φαί­νε­ται ως προς το μέγε­θος μικρό, όμως έχει την πιο μεγά­λη δύνα­μη από όλα. Για να δεί­ξει λοι­πόν ότι και ελά­χι­στη ακό­μη, αλλά γνή­σια πίστη, μπο­ρεί μεγά­λα πράγ­μα­τα να επι­τύ­χει, ανέ­φε­ρε το σινά­πι· και δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτό, αλλά πρό­σθε­σε και όρη και προ­χώ­ρη­σε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο· διό­τι, λέγει «τίπο­τε δεν θα σας είναι αδύ­να­το».

Εσύ όμως θαύ­μα­σε από όλα αυτά και τη φιλο­σο­φία τους και τη δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος. Την μεν φιλο­σο­φία τους, επει­δή δεν έκρυ­ψαν το ελάτ­τω­μά τους, ενώ τη δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος, διό­τι τόσο πολύ ανα­βί­βα­σε, σιγά σιγά, εκεί­νους που δεν είχαν πίστη ούτε σαν τον κόκ­κο του σινα­πιού, ώστε να πηγά­σουν από αυτούς ποτα­μοί και πηγές πίστε­ως.

«Τοτο δ τ γένος οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μ ν προ­σευχ κα νηστεί(:Αυτό όμως το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].

Με τα λόγια αυτά ο Κύριος εννο­ού­σε όχι μόνο τους δαί­μο­νες που κατέ­χουν τους σελη­νια­ζο­μέ­νους, αλλά όλο το γένος των δαι­μό­νων. Βλέ­πεις πως τώρα με τα λόγια Του αυτά τους προ­ε­τοι­μά­ζει για να ακού­σουν τα σχε­τι­κά με τη νηστεία; Μη μου ανα­φέ­ρεις βέβαια τις σπά­νιες εκεί­νες περι­πτώ­σεις που ορι­σμέ­νοι εξέ­βα­λαν δαι­μό­νια και χωρίς νηστεία. Εάν όμως θελή­σει κάποιος να το προ­βά­λει αυτό και για εκεί­νους που επι­τι­μούν ένα και ενδε­χο­μέ­νως και δύο, αλλά όμως είναι αδύ­να­τον, κάποιος που πάσχει και κάνει τρυ­φη­λή ζωή, να απαλ­λα­γεί κάπο­τε από αυτήν τη μανία· διό­τι αυτός που υπο­φέ­ρει από αυτήν την ασθέ­νεια, αυτός κατε­ξο­χήν έχει ανάγ­κη από αυτό το πράγ­μα. «Αλλά όμως», θα πει κάποιος, «εάν έχου­με πίστη, τι χρειά­ζε­ται η νηστεία;». Χρειά­ζε­ται επει­δή και η νηστεία μαζί με την πίστη προ­σφέ­ρει πολύ μεγά­λη δύνα­μη. Καθό­σον προ­σφέ­ρει πολ­λή ευσέ­βεια στον άνθρω­πο και τον μετα­βάλ­λει από άνθρω­πο σε άγγε­λο και τον κάνει να αγω­νί­ζε­ται εναν­τί­ον των ασω­μά­των δυνά­με­ων. Αυτό όμως δεν μπο­ρεί να το κάνει μόνη της, αλλά χρειά­ζε­ται και προ­σευ­χή και μάλι­στα η προ­σευ­χή κατέ­χει την πρώ­τη θέση.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πόσα είναι τα αγα­θά που προ­έρ­χον­ται από αυτές τις δύο αρε­τές· διότι αυτός που προ­σεύ­χε­ται και νηστεύ­ει όπως πρέ­πει, δεν χρειά­ζε­ται πολ­λά πράγ­μα­τα, και αυτός που δεν χρειά­ζε­ται πολ­λά πράγ­μα­τα, δεν θα ήταν δυνα­τόν να γίνει φιλο­χρή­μα­τος και αυτός που δεν είναι φιλο­χρή­μα­τος, είναι περισ­σό­τε­ρο πρό­θυ­μος για ελεη­μο­σύ­νη. Αυτός που νηστεύ­ει είναι απαλ­λαγ­μέ­νος από βάρη, έχει πτε­ρά και προ­σεύ­χε­ται με καθα­ρή καρ­διά, σβή­νει τις πονη­ρές επι­θυ­μί­ες και εξευ­με­νί­ζει τον Θεό και ταπει­νώ­νει την υπε­ρη­φα­νευό­με­νη ψυχή του.

Για τον λόγο αυτόν και οι Από­στο­λοι σχε­δόν πάν­το­τε νήστευαν. Αυτός που προ­σεύ­χε­ται και νηστεύ­ει έχει διπλές φτε­ρού­γες, πιο ελα­φρές και από τους ίδιους τους ανέ­μους· διό­τι δεν χασμου­ριέ­ται κατά την ώρα της προ­σευ­χής, ούτε τεν­τώ­νε­ται, ούτε βυθί­ζε­ται σε ύπνο-πράγ­μα που το παθαί­νουν οι περισ­σό­τε­ροι- αλλά έχει μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη από τη φωτιά και είναι ανώ­τε­ρος από τα γήι­να πράγ­μα­τα. Και για τον λόγο αυτόν ο άνθρω­πος αυτός είναι ο μεγα­λύ­τε­ρος εχθρός και πολέ­μιος των δαι­μό­νων· καθό­σον τίπο­τε δεν υπάρ­χει πιο δυνα­τό από τον άνθρω­πο εκεί­νο που η προ­σευ­χή του είναι ειλι­κρι­νής· διό­τι εάν γυναί­κα κατόρ­θω­σε να κάμ­ψει κάποιον άρχον­τα που δεν φοβό­ταν ούτε τον Θεό, ούτε και τον άνθρω­πο ντρε­πό­ταν, πολύ πιο εύκο­λα θα προ­σελ­κύ­σει τον Θεό εκεί­νος που επι­μέ­νει διαρ­κώς στην προ­σευ­χή του προς Αυτόν και εξου­σιά­ζει την κοι­λιά του και απο­φεύ­γει την τρυ­φη­λή ζωή.

Εάν όμως το σώμα σου είναι ασθε­νές, ώστε να μην μπο­ρείς να νηστεύ­εις συνε­χώς, αλλά όμως δεν είναι ασθε­νές και για την προ­σευ­χή, ούτε ανί­σχυ­ρο για να περι­φρο­νή­σει και την κοι­λιά· διό­τι εάν δεν μπο­ρείς να νηστεύ­εις, όμως μπο­ρείς να μην κάνεις τρυ­φη­λή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγ­μα, ούτε απέ­χει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικα­νό και αυτό να κατα­βά­λει την μανία του δια­βό­λου· καθό­σον τίπο­τε δεν είναι τόσο αγα­πη­τό στον δαί­μο­να εκεί­νο, όσο η τρυ­φη­λή ζωή και η μέθη, διό­τι είναι η πηγή και η μητέ­ρα όλων των κακών.

«ναστρε­φο­μέ­νων δ ατν ες τν Γαλι­λαί­αν επεν ατος ησος· μέλ­λει υἱὸς το νθρώ­που παρα­δί­δο­σθαι ες χερας νθρώ­πων κα ποκτε­νοσιν ατόν, κα τ τρίτ μέρ γερ­θή­σε­ται. κα λυπή­θη­σαν σφό­δρα(:Και ενώ αυτοί περιό­δευαν στη Γαλι­λαία, τους είπε ο Ιησούς: “Ο Yιός του ανθρώ­που πρό­κει­ται να παρα­δο­θεί πολύ σύν­το­μα σε χέρια ανθρώ­πων, και θα Tον θανα­τώ­σουν, και την τρί­τη ημέ­ρα από τον θάνα­τό Tου θα ανα­στη­θεί”. Και οι μαθη­τές λυπή­θη­καν πάρα πολύ)»[Ματθ.17,22–23].

Για να μην ανα­ρω­τιούν­ται λοι­πόν για ποιο λόγο μένουν συνε­χώς εκεί, Τους ομι­λεί και πάλι για το πάθος Του· αυτό ακρι­βώς ακού­γον­τας δεν ήθε­λαν να δουν τα Ιερο­σό­λυ­μα. Πρό­σε­χε λοι­πόν πως μολο­νό­τι και ο Πέτρος επι­τι­μή­θη­κε, και συνο­μί­λη­σαν με Αυτόν ο Μωυ­σής και ο Ηλί­ας περί του πράγ­μα­τος αυτού, και ονό­μα­σαν δόξα τον θάνα­τό Του, και άφη­σε ο Πατήρ Του από τον ουρα­νό να ακου­στεί η φωνή Του[Λουκά 9,30–36: «Κα δο νδρες δύο συνε­λά­λουν ατ, οτινες σαν Μωϋσς κα λίας, ο φθέν­τες ν δόξ λεγον τν ξοδον ατο ν μελ­λε πλη­ρον ν ερου­σα­λήμ. δ Πέτρος κα ο σν ατ σαν βεβα­ρη­μέ­νοι πν· δια­γρη­γο­ρή­σαν­τες δ εδον τν δόξαν ατο κα τος δύο νδρας τος συνεσττας ατ. Κα γένε­το ν τ δια­χω­ρί­ζε­σθαι ατος π᾿ ατο επεν Πέτρος πρς τν ησον· πιστά­τα, καλόν στιν μς δε εναι· κα ποι­ή­σω­μεν σκηνς τρες, μίαν σο κα μίαν Μωϋ­σε κα μίαν λί, μ εδς λέγει. Τατα δ ατο λέγον­τος γένε­το νεφέ­λη κα πεσκί­α­σεν ατούς· φοβή­θη­σαν δ ν τ εσελ­θεν κεί­νους ες τν νεφέ­λην· κα φων γένε­το κ τς νεφέ­λης λέγου­σα· οτός στιν υός μου γαπη­τός· ατο κού­ε­τε. Κα ν τ γενέ­σθαι τν φωνν ερέθη ησος μόνος. Κα ατο σίγη­σαν κα οδεν πήγ­γει­λαν ν κεί­ναις τας μέραις οδν ν ωρά­κα­σιν(:Και ιδού δύο άνδρες συνο­μι­λού­σαν μαζί Του. Και αυτοί ήσαν ο Μωυ­σής και ο Ηλί­ας, οι οποί­οι παρου­σιά­στη­καν με δόξα και έλε­γαν για την έξο­δό Του, για την ανα­χώ­ρη­σή Του από τον κόσμο αυτό, την οποία σύμ­φω­να με τις προ­φη­τεί­ες έμελ­λε να εκπλη­ρώ­σει στην Ιερου­σα­λήμ. Ο δε Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθη­τές είχαν κατα­λη­φτεί από βαρύ ύπνο. Όταν όμως ξύπνη­σαν, είδαν την δόξα Του και τους δύο άνδρες, που στέ­κον­ταν μαζί Του. Και συνέ­βη, όταν οι δύο άνδρες ετοι­μά­ζον­ταν να χωρι­στούν από τον Ιησού, είπε ο Πέτρος προς Αυτόν: “Διδά­σκα­λε, είναι καλά να μένου­με εδώ· ας κάνου­με τρεις σκη­νές, μία για Εσέ­να, μία για τον Μωυ­σή και μία για τον Ηλία”. Και τα έλε­γε αυτά, χωρίς να κατα­λα­βαί­νει καλά-καλά, τι είναι αυτό που έλε­γε. Ενώ λοι­πόν ο Πέτρος έλε­γε αυτά, ήλθε ένα σύν­νε­φο και τους σκέ­πα­σε. Και φοβή­θη­καν ο Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθη­τές, όταν ο Ιησούς και οι δύο προ­φή­τες εισήλ­θαν στην παρά­δο­ξη εκεί­νη νεφέ­λη, η οποία ήταν σημείο της παρου­σί­ας του Θεού, όπως και άλλο­τε στο όρος Σινά. Και ακού­στη­κε φωνή από την νεφέ­λη, η οποία έλε­γε: “Αυτός είναι ο μονο­γε­νής Υιός μου, ο κατε­ξο­χήν αγα­πη­τός, που Τον έστει­λα Σωτή­ρα του κόσμου. Αυτόν να ακού­τε”. Και αφού έγι­νε αυτή η φωνή, βρέ­θη­κε ο Ιησούς μόνος· και οι τρεις μαθη­τές κρά­τη­σαν σιγή για το γεγο­νός και σε κανέ­ναν εκεί­νες τις μέρες δεν ανα­κοί­νω­σαν τίπο­τε από όσα είδαν)»], και τόσα θαύ­μα­τα έγι­ναν, και βρι­σκό­ταν προ των θυρών η Ανά­στα­σή Του (διό­τι δεν είπε ότι θα μεί­νει επί πολύ χρό­νο στον θάνα­το, αλλά είπε ότι θα ανα­στη­θεί την τρί­τη ημέ­ρα), ούτε και έτσι μπό­ρε­σαν να υπο­φέ­ρουν το πράγ­μα, αλλά λυπή­θη­καν· και όχι απλώς λυπή­θη­καν, αλλά σε βαθ­μό υπερ­βο­λι­κό.

Και συνέ­βη αυτό επει­δή δεν ήσαν σε θέση ακό­μη να αντι­λη­φθούν τη δύνα­μη των όσων λέγον­ταν. Και ακρι­βώς αυτό υπαι­νισ­σό­με­νοι ο Μάρ­κος και ο Λου­κάς έλε­γαν· ο Μάρ­κος ότι: «Ο δ γνό­ουν τ ῥῆμα, κα φοβοντο ατν περωτσαι(:αυτοί όμως δεν κατα­λά­βαι­ναν τον λόγο αυτό για την ανά­στα­ση και απέ­φευ­γαν να Του ζητή­σουν εξη­γή­σεις επει­δή φοβούν­ταν μήπως ακού­σουν απ’ Αυτόν κάτι άλλο πιο δυσά­ρε­στο ή και επι­τι­μή­σεις· διό­τι δεν είχαν ακό­μη κατα­λά­βει αυτό για το οποίο τους είχε μιλή­σει επα­νει­λημ­μέ­να)»[Μάρκ.9,32], ενώ ο Λου­κάς ότι: «Ο δ γνό­ουν τ ῥῆμα τοτο, κα ν παρα­κε­κα­λυμ­μέ­νον π᾿ ατν να μ ασθων­ται ατό, κα φοβοντο ρωτσαι ατν περ το ήμα­τος τού­του(:Αυτοί όμως δεν κατά­λα­βαν ποια σημα­σία είχαν αυτά τα λόγια Του˙ το νόη­μά τους παρέ­με­νε κρυμ­μέ­νο απ’ αυτούς, για να μην το κατα­νο­ή­σουν· διό­τι δεν ήταν ακό­μη και­ρός να φωτί­σει ο Θεός τον νου τους για να κατα­νο­ούν τις Γρα­φές. Εάν το κατα­νο­ού­σαν παρά­και­ρα, ήταν επό­με­νο να κυριεύ­ον­ται από διαρ­κή κατή­φεια και απο­θάρ­ρυν­ση. Και από ευλά­βεια φοβούν­ταν να Τον ρωτή­σουν και δεν είχαν το θάρ­ρος να Του ζητή­σουν εξη­γή­σεις για τα λόγια Του αυτά)»[Λουκ.9,45].

Αλλά όμως εάν δεν εννόη­σαν τη σημα­σία του λόγου αυτού πώς τότε λυπή­θη­καν; Διό­τι δεν τους ήταν όλα άγνω­στα, αλλά το ότι επρό­κει­το να πεθά­νει το γνώ­ρι­ζαν, διό­τι το άκου­γαν συνέ­χεια αυτό, τι τέλος πάν­των όμως ήταν αυτός ο θάνα­τος και ότι θα πάψει πολύ γρή­γο­ρα η ισχύς του και ότι θα επι­φέ­ρει αμέ­τρη­τα αγα­θά, αυτό δεν το γνώ­ρι­ζαν ακό­μη με από­λυ­τη ακρί­βεια· ακό­μη δεν γνώ­ρι­ζαν ούτε και αυτή η Ανά­στα­σή Του τι τέλος πάν­των ήταν, αλλά την αγνο­ού­σαν και αυτήν. Για τον λόγο αυτό λυπούν­ταν· καθό­σον ήταν μεγά­λη η αφο­σί­ω­σή τους προς τον Διδά­σκα­λό τους.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΝΖ΄και ΝΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, σελί­δες 17–31 και 40–43.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΤΡΥΦΗΛΗΣ ΖΩΗΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΤΡΥΦΗΛΗΣ ΖΩΗΣ

Εάν το σώμα σου είναι ασθε­νές, ώστε να μην μπο­ρείς να νηστεύ­εις συνε­χώς, αλλά όμως δεν είναι ασθε­νές και για την προ­σευ­χή, ούτε ανί­σχυ­ρο για να περι­φρο­νή­σει και την κοι­λιά· διό­τι εάν δεν μπο­ρείς να νηστεύ­εις, όμως μπο­ρείς να μην κάνεις τρυ­φη­λή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγ­μα, ούτε απέ­χει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικα­νό και αυτό να κατα­βά­λει την μανία του δια­βό­λου· καθό­σον τίπο­τε δεν είναι τόσο αγα­πη­τό στον δαί­μο­να εκεί­νο, όσο η τρυ­φη­λή ζωή και η μέθη, διό­τι είναι η πηγή και η μητέ­ρα όλων των κακών.

Με αυτήν λοι­πόν κάπο­τε οδή­γη­σε τους Ισραη­λί­τες στην ειδω­λο­λα­τρία και με αυτήν παρέ­συ­ρε τους Σοδο­μί­τες σε παρά­νο­μους έρω­τες. Διό­τι λέγει: « Πλν τοτο τ νόμη­μα Σοδό­μων τς δελφς σου, περη­φα­νία· ν πλη­σμον ρτων κα ν εθηνί ονου σπα­τά­λων ατ κα α θυγα­τέ­ρες ατς. τοτο πρχεν ατ κα τας θυγα­τρά­σιν ατς, κα χερα πτω­χο κα πένη­τος οκ ντε­λαμ­βά­νον­το(:αλλά η παρα­νο­μία των Σοδό­μων, της αδελ­φής σου αυτής πόλε­ως, ήταν η υπε­ρη­φά­νεια. Μέσα στην αφθο­νία των άρτων και του οίνου και των υλι­κών αγα­θών ζού­σε αυτή και οι κωμο­πό­λεις της μία άσω­τη και σπά­τα­λη ζωή. Επι­πλέ­ον υπήρ­χε σε αυτήν και στις κωμο­πό­λεις της και σκλη­ρό­τη­τα, διό­τι δεν έδι­δαν σε απλω­μέ­νο χέρι του πτω­χού και του πένη­τος καμία βοή­θεια)»[Ιεζ.16,49]. Με αυτήν οδή­γη­σε σε απώ­λεια πλή­θος άλλων ανθρώ­πων και τους παρέ­δω­σε στη γέε­να.

Διό­τι ποιο κακό είναι αυτό που δεν το προ­ξε­νεί η τρυ­φη­λή ζωή; Κάνει τους ανθρώ­πους χοί­ρους και μάλι­στα χει­ρό­τε­ρους και από χοί­ρους· διό­τι ο μεν χοί­ρος κυλί­ε­ται μέσα στον βούρ­κο και τρέ­φε­ται με την κοπριά, ενώ αυτός που αγα­πά τις απο­λαύ­σεις και την τρυ­φη­λή ζωή κάθε­ται και τρώ­γει σε τρα­πέ­ζι που είναι πιο βρω­με­ρό και από εκεί­νο του χοί­ρου, επι­νο­ών­τας ανή­θι­κες συνου­σί­ες και παρά­νο­μους έρω­τες. Ο άνθρω­πος αυτού του είδους δεν δια­φέ­ρει σε τίπο­τε από τον δαι­μο­νι­ζό­με­νο, διό­τι κατά τον ίδιο τρό­πο δια­πράτ­τει αναι­σχυν­τί­ες και ενερ­γεί ως παρά­φρο­νας. Και τον μεν δαι­μο­νι­ζό­με­νο, ακό­μη και τον ελε­ού­με, ενώ αυτόν που είναι άνθρω­πος των απο­λαύ­σε­ων τον απο­φεύ­γου­με και τον απο­στρε­φό­μα­στε. Για­τί τέλος πάν­των όλα αυτά; Διό­τι με τη θέλη­σή του φέρε­ται ως παρά­φρο­νας και το στό­μα του, τα μάτια του και τη μύτη του κι όλα γενι­κώς, τα μετα­βάλ­λει σε οχε­τό και αυλά­κια ακα­θαρ­σιών. Και αν θελή­σεις να δεις και τον εσω­τε­ρι­κό του κόσμο, θα δεις και την ψυχή του να είναι σαν μέσα σε κάποια κακο­και­ρία και παγω­νιά παγω­μέ­νη και ναρ­κω­μέ­νη και να μην μπο­ρεί σε τίπο­τε να ωφε­λή­σει το σκά­φος της λόγω της υπερ­βο­λι­κής κακο­και­ρί­ας που την περι­βάλ­λει.

Ντρέ­πο­μαι να ανα­φέ­ρω τα κακά που παθαί­νουν άντρες και γυναί­κες από την τρυ­φη­λή ζωή, τα αφή­νω όμως στην συνεί­δη­σή τους που τα γνω­ρί­ζει λεπτο­με­ρέ­στε­ρα· διό­τι τι υπάρ­χει αισχρό­τε­ρο από γυναί­κα που μεθά ή που παρα­φέ­ρε­ται γενι­κώς; Και όσο ασθε­νέ­στε­ρο είναι το σκεύ­ος, τόσο πιο μεγά­λο είναι το ναυά­γιο, είτε αυτή είναι ελεύ­θε­ρη, είτε είναι δού­λη· διό­τι η μεν ελεύ­θε­ρη δια­πράτ­τει ασχη­μο­σύ­νες μπρο­στά στα μάτια των δού­λων, ενώ η δού­λη πάλι όμοια μετα­ξύ των δού­λων και γίνον­ται αιτία να βλα­σφη­μούν­ται τα δώρα του Θεού από τους ανόη­τους.

Ακούω πάλι πολ­λούς που λέγουν, όταν συμ­βαί­νουν αυτού του είδους τα πάθη, «μακά­ρι να μην υπήρ­χε ο οίνος». Πόσο μεγά­λη αλή­θεια ανο­η­σία, πόσο μεγά­λη παρα­φρο­σύ­νη… Άλλοι αμαρ­τά­νουν και εσύ κατη­γο­ρείς τις δωρε­ές του Θεού; Πόση αλή­θεια τρέ­λα αυτό δεν απο­δει­κνύ­ει; Μήπως λοι­πόν ο οίνος, άνθρω­πέ μου, προ­ξέ­νη­σε αυτό το κακό; Όχι ο οίνος, αλλά η ακο­λα­σία αυτών που απο­λαμ­βά­νουν αυτόν κακώς. Επο­μέ­νως πες να μην υπάρ­χει μέθη, να μην υπάρ­χει τρυ­φη­λή ζωή· εάν όμως επρό­κει­το να πεις να μην υπάρ­χει οίνος, θα φτά­σεις σιγά σιγά να πεις να μην υπάρ­χει σίδη­ρος, για να μην υπάρ­χουν φονιά­δες, να μην υπάρ­χει νύκτα, για να μην υπάρ­χουν κλέ­φτες, να μην υπάρ­χει φως, για να μην υπάρ­χουν συκο­φάν­τες, να μην υπάρ­χει γυναί­κα, για να μη συμ­βαί­νουν μοι­χεί­ες και γενι­κά θα τα καταρ­γή­σεις όλα.

Αλλά να μην σκέ­πτε­σαι έτσι, διό­τι αυτή είναι σατα­νι­κή σκέ­ψη, ούτε να κατη­γο­ρείς τον οίνο, αλλά τη μέθη, και αφού πλη­σιά­σεις αυτόν που μεθά, τότε που είναι νηφά­λιος, περί­γρα­ψέ του όλη την ασχη­μο­σύ­νη του και πες του ότι ο οίνος δόθη­κε για να ευφραι­νό­μα­στε και όχι για να δια­πράτ­του­με ασχη­μο­σύ­νες, για να γελού­με και όχι για να γινό­μα­στε γελοί­οι, για να μας χαρί­ζει υγεία και όχι για να ασθε­νού­με, για να θερα­πεύ­σου­με την ασθέ­νεια του σώμα­τός μας, και όχι για να μας εξα­σθε­νί­σει την ψυχή. Ο Θεός σε τίμη­σε με αυτό το δώρο· για­τί εσύ υβρί­ζεις τον εαυ­τόν σου με το να μην τον χρη­σι­μο­ποιείς με μέτρο; Άκου­σε τι λέγει ο Παύ­λος: «Μηκτι δροπτει, λλ’ ον λγ χρ δι τν στμαχν σου κα τς πυκνς σου σθε­νεας(: να μην πίνεις πλέ­ον μόνο νερό όταν τρως το φαγη­τό σου, αλλά να χρη­σι­μο­ποιείς και λίγο κρα­σί για το στο­μά­χι σου και τις συχνές ασθέ­νειές σου)»[Α΄Τιμ.5,23]. Εάν λοι­πόν εκεί­νος ο άγιος άνθρω­πος, ο Τιμό­θε­ος προς τον οποίο απευ­θυ­νό­ταν με την επι­στο­λή του ο από­στο­λος Παύ­λος, δεν έπι­νε οίνο μέχρις ότου του το επέ­τρε­ψε ο διδά­σκα­λος, μολο­νό­τι επέ­φε­ρε από ασθέ­νεια και από πολ­λές άλλες την μίαν κατό­πιν της άλλης αρρώ­στιες, ποιας συγ­χω­ρή­σε­ως θα μπο­ρού­σα­με να τύχου­με εμείς που μεθού­με, ενώ είμα­στε υγιείς;

Σε εκεί­νον μεν έλε­γε: «Να χρη­σι­μο­ποιείς λίγο οίνο για το στο­μά­χι σου» ενώ στον καθέ­να από εσάς που μεθά­τε θα πει: «Να χρη­σι­μο­ποιείς λίγο οίνο, ώστε να απο­φεύ­γεις τις πορ­νεί­ες, τις συχνές αισχρο­λο­γί­ες και τις άλλες πονη­ρές επι­θυ­μί­ες τις οποί­ες γεν­νά συνή­θως η μέθη. Εάν όμως δεν θέλε­τε να τον απο­φεύ­γε­τε για όλα αυτά, του­λά­χι­στον απο­φεύ­γε­τέ τον για τις λύπες και τις αηδί­ες που πηγά­ζουν από αυτόν· διό­τι ο οίνος δόθη­κε για να μας ευφραί­νει· διό­τι λέγει ο Ψαλ­μω­δός: «ονος εφραί­νει καρ­δί­αν νθρώ­που(:ο οίνος ευφραί­νει την καρ­διά του ανθρώ­που)»[Ψαλμ.103,15]· εσείς όμως κατα­στρέ­φε­τε και αυτήν την ιδιό­τη­τά του»· διό­τι ποια ευφρο­σύ­νη μάς προ­ξε­νεί, όταν είμα­στε εκτός εαυ­τού και υπο­φέ­ρου­με από απεί­ρους πόνους και όλα τα βλέ­που­με να γυρί­ζουν άνω-κάτω και κατε­χό­μα­στε από ζάλη, και χρεια­ζό­μα­στε, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που υπο­φέ­ρουν από πυρε­τό, εκεί­νους που κατα­βρέ­χουν με έλαιο τις κεφα­λές τους;

Τα λόγια μου αυτά δεν ειπώ­θη­καν για όλους, ή καλύ­τε­ρα για όλους ειπώ­θη­καν. Όχι επει­δή όλοι μεθούν· μη γένοι­το· αλλά επει­δή δεν φρον­τί­ζουν για αυτούς που μεθούν εκεί­νοι που δεν μεθούν. Για τού­το και απευ­θύ­νο­μαι περισ­σό­τε­ρο προς εσάς που είστε υγιείς· διό­τι και ο ιατρός, αφού αφή­σει τους ασθε­νείς, συνο­μι­λεί με εκεί­νους που κάθον­ται κον­τά στους ασθε­νείς. Προς εσάς λοι­πόν απευ­θύ­νω τον λόγο και σας παρα­κα­λώ ούτε να αφή­σε­τε ποτέ τον εαυ­τό σας να κυριευ­τεί από αυτό το πάθος, και να φρον­τί­ζε­τε εκεί­νους που κυριεύ­τη­καν από αυτό, ώστε να μη φαί­νον­ται χει­ρό­τε­ροι και από τα ζώα· διό­τι εκεί­να μεν δεν ζητούν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από αυτό που είναι αναγ­καίο, ενώ αυτοί έχουν γίνει αλο­γό­τε­ροι και από εκεί­να, καθό­σον υπερ­βαί­νουν τα όρια του μέτρου.

Πόσο καλύ­τε­ρος λοι­πόν είναι από αυτούς ο όνος; Πόσο επί­σης είναι καλύ­τε­ρος ο σκύ­λος; Καθό­σον το καθέ­να από τα ζώα αυτά, αλλά και από όλα γενι­κώς τα άλλα, είτε είναι ανάγ­κη να φάγει είτε είναι ανάγ­κη να πιει, γνω­ρί­ζει ως όριο την αυτάρ­κεια και δεν προ­χω­ρεί πέρα από το αναγ­καίο· και αν ακό­μη άπει­ροι το εξα­ναγ­κά­ζουν, δε θα θελή­σει να ξεπε­ρά­σει το μέτρο. Άρα λοι­πόν εσείς είστε χει­ρό­τε­ροι και από τα άλο­γα ζώα, όχι μόνο σύμ­φω­να με τη λογι­κή των υγιώς σκε­πτό­με­νων ανθρώ­πων, αλλά και σύμ­φω­να με τη δική σας ακό­μη λογι­κή. Το ότι βέβαια θεω­ρεί­τε τους εαυ­τούς σας άξιους περισ­σό­τε­ρης περι­φρο­νή­σε­ως από τους σκύ­λους και τους όνους, γίνε­ται φανε­ρό από όλα αυτά· διό­τι τα μεν άλο­γα ζώα δεν τα εξα­ναγ­κά­ζεις να φάνε πέρα από την κανο­νι­κή τρο­φή· και αν σε ρωτή­σει κάποιος, «για ποιον λόγο;», θα του απαν­τή­σεις για να μην τους προ­ξε­νή­σεις ζημία· για τον εαυ­τό σου όμως δεν λαμ­βά­νεις ούτε αυτήν την πρό­νοια. Έτσι θεω­ρείς τον εαυ­τό σου πιο ευτε­λή από εκεί­να και τον αφή­νεις αβο­ή­θη­το ώστε να υπο­φέ­ρει διαρ­κώς.

Αλλά δεν υπο­μέ­νεις τη βλά­βη από τη μέθη μόνο κατά την ημέ­ρα της μέθης, αλλά και μετά όταν περά­σει η ημέ­ρα εκεί­νη. Και όπως ακρι­βώς και αν ακό­μη περά­σει ο πυρε­τός, παρα­μέ­νει η βλά­βη από τον πυρε­τό, έτσι και όταν ακό­μη περά­σει η μέθη, η ζάλη από τη μέθη εξα­κο­λου­θεί να επι­δρά και στην ψυχή και στο σώμα. Και το μεν άθλιο σώμα βρί­σκε­ται κάτω σε κατά­στα­ση παρα­λυ­σί­ας, όπως ακρι­βώς το σκά­φος που ναυά­γη­σε, ενώ η ψυχή αυτού που είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο ταλαί­πω­ρη από το σώμα, και όταν αυτό ακό­μη έχει δια­λυ­θεί, διε­γεί­ρει τη συμ­φο­ρά και την επι­θυ­μία ανά­πτει, και όταν φαί­νε­ται ότι σωφρο­νεί, τότε προ­πάν­των εκδη­λώ­νε­ται η μανία του, καθό­σον φέρει στη φαν­τα­σία του οίνο, πιθά­ρια, φιά­λες και ποτή­ρια. Και όπως ακρι­βώς κατά την περί­πτω­ση κακο­και­ρί­ας και αν ακό­μη πάψει η ανε­μο­θύ­ελ­λα, όμως παρα­μέ­νει η ζημία που προ­κλή­θη­κε από τη θύελ­λα, έτσι λοι­πόν και στην περί­πτω­ση αυτή· καθό­σον όπως ακρι­βώς στην περί­πτω­ση εκεί­νη ρίχνον­ται στη θάλασ­σα τα μετα­φε­ρό­με­να πράγ­μα­τα, έτσι και εδώ απο­βάλ­λον­ται όλα σχε­δόν τα αγα­θά.

Είτε λοι­πόν βρει σωφρο­σύ­νη, είτε ντρο­πή, είτε σύνε­ση, είτε επιεί­κεια, είτε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, όλα τα ρίπτει η μέθη στο πέλα­γος της παρα­νο­μί­ας. Αλλά όμως δεν είναι πλέ­ον όμοια τα όσα συμ­βαί­νουν στη συνέ­χεια· διό­τι σε εκεί­νη μεν την περί­πτω­ση μετά την απόρ­ρι­ψη των μετα­φε­ρό­με­νων πραγ­μά­των, το σκά­φος γίνε­ται ελα­φρύ­τε­ρο, στην περί­πτω­ση όμως της μέθης γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο βαρύ· διό­τι αντί εκεί­νου του πλού­του δέχε­ται άμμο και ύδωρ αλμυ­ρό και όλα τα υπο­λείμ­μα­τα της μέθης, τα οποία κατα­βυ­θί­ζουν αμέ­σως το σκά­φος μαζί με τους επι­βά­τες και τον κυβερ­νή­τη.

Ώστε λοι­πόν για να μην πάσχου­με όλα αυτά, ας απαλ­λά­ξου­με τους εαυ­τούς μας από τη θύελ­λα αυτήν. Δεν είναι δυνα­τό μεθών­τας κανείς να δει τη βασι­λεία των ουρα­νών. Διό­τι λέγει ο από­στο­λος Παύ­λος: «μ πλανσθε· οτε πόρ­νοι οτε εδωλο­λά­τραι οτε μοι­χο οτε μαλα­κο οτε ρσε­νο­κοται οτε πλε­ο­νέ­κται οτε κλέ­πται οτε μέθυ­σοι, ο λοί­δο­ροι, οχ ρπα­γες βασι­λεί­αν Θεο ο κλη­ρο­νο­μή­σου­σι(:Μην πλα­νά­στε. Ούτε οι πόρ­νοι, ούτε οι ειδω­λο­λά­τρες, ούτε οι μοι­χοί, ούτε οι εκθη­λυ­μέ­νοι και θηλυ­πρε­πείς, ούτε οι αρσε­νο­κοί­τες, ούτε οι πλε­ο­νέ­κτες, ούτε οι κλέ­φτες, ούτε οι μέθυ­σοι, ούτε αυτοί που εμπαί­ζουν και βρί­ζουν τους άλλους, ούτε οι άρπα­γες με κανέ­να τρό­πο δεν θα κλη­ρο­νο­μή­σουν τη βασι­λεία του Θεού)»[Α΄Κορ.6,9–10].

Και για­τί λέγω “τη βασι­λεία’’; Διό­τι εκεί­νος που έχει συν­δέ­σει τη ζωή του με τη μέθη δεν είναι δυνα­τόν ούτε τα παρόν­τα πράγ­μα­τα να δει . Καθό­σον η μέθη τις ημέ­ρες τις κάνει νύκτες και το φως σκο­τά­δι και μολο­νό­τι αυτοί που μεθούν έχουν ανοι­κτά τα μάτια τους δε βλέ­πουν ούτε τα πόδια τους. Και δεν είναι αυτό μόνο το φοβε­ρό, αλλά μαζί με αυτά υφί­σταν­ται και άλλη φοβε­ρό­τε­ρη τιμω­ρία, διό­τι κατα­λαμ­βά­νον­ται από παρά­λο­γη λύπη, μανία, ασθέ­νεια, γέλω­τα και διαρ­κώς χλευά­ζον­ται. Ποια λοι­πόν συγ­χώ­ρη­ση υπάρ­χει για αυτούς που κεν­τούν τους εαυ­τούς τους με τόσα κακά; Δεν υπάρ­χει καμία.

Ας απο­φύ­γου­με λοι­πόν αυτήν την ασθέ­νεια, ώστε και τα αγα­θά της παρού­σης ζωής να απο­λαύ­σου­με και τα μελ­λον­τι­κά, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μη μαζί και στον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΝΖ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, σελί­δες 31–39.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 109- 114 (ή: 51–54 του PDF).

https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLc00xQlk2TnZfbVE/view

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 4–9‑1983]

(Β97)

Όταν, αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος επέ­στρε­ψε από το όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθη­τάς Του, τον Ιάκω­βον, τον Ιωάν­νην και τον Πέτρον, έφθα­σε εκεί που ήσαν οι άλλοι μαθη­ταί, οι εννέα, τους οποί­ους είχαν περι­κυ­κλώ­σει πλή­θος πολύ κόσμου, Φαρι­σαί­οι, και ακό­μη ένας δυστυ­χι­σμέ­νος πατέ­ρας, ο οποί­ος έφε­ρε το παι­δί του εις τους μαθη­τάς του Κυρί­ου να το θερα­πεύ­σουν, που ήταν δαι­μο­νι­σμέ­νο και δεν μπό­ρε­σαν. Και τώρα έρχε­ται εις τον Κύριον και Του λέγει: «Κύριε, σε παρα­κα­λώ κάνε καλά το παι­δί μου, για­τί το έφε­ρα στους μαθη­τάς σου και δεν μπό­ρε­σαν να μου το κάνουν καλά». Και τότε ο Κύριος ανα­στέ­να­ξε και είπε: « γενε πιστος κα διε­στραμ­μέ­νη! ως πότε σομαι μεθ᾿ μν; ως πότε νέξο­μαι μν;». «Ω γενεά άπι­στη και διε­στραμ­μέ­νη, έως πότε θα είμαι μαζί σας, έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι, που είδα­τε τόσα θαύ­μα­τα και μένε­τε ακό­μη στην απι­στία σας;». Και τότε εζή­τη­σε να φέρουν το παι­δί μπρο­στά Του, από το οποί­ον έβγα­λε το δαι­μό­νιον και το απήλ­λα­ξε.

Όταν έμει­νε με τους μαθη­τάς Του, μόνοι έμει­ναν, ερώ­τη­σαν οι εννέα μαθη­ταί: «Για­τί δεν μπο­ρέ­σα­με εμείς να βγά­λο­με το δαι­μό­νιο;». Και ο Κύριος τους απήν­τη­σε: «Δι τν πιστί­αν μν». «Ένε­κα της απι­στί­ας σας δεν μπο­ρέ­σα­τε να βγά­λε­τε το δαι­μό­νιο».

Και τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Μπο­ρεί να είμα­στε βαπτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί, όπως και οι μαθη­ταί ηκο­λού­θουν τον Κύριον, να ζού­με κον­τά εις τον Χρι­στό, να δεχό­με­θα τις ευλο­γί­ες Του και ταυ­τό­χρο­να να είμε­θα, άπι­στοι; Αυτοί οι οποί­οι εστά­λη­σαν να κηρύσ­σουν το ευαγ­γέ­λιο της Βασι­λεί­ας, να κάνουν θαύ­μα­τα και να διώ­χνουν δαί­μο­νες οι μαθη­ταί, για μια στιγ­μή βρί­σκον­ται άπι­στοι; Είναι δυνα­τόν στον πυρή­να της πίστε­ως να υπάρ­χει η απι­στία; Έτσι φαί­νε­ται, αγα­πη­τοί μου. Από τα πράγ­μα­τα έτσι φαί­νε­ται. Και μπο­ρού­με να πού­με ότι η απι­στία είναι κάτι που μπο­ρεί να κρύ­πτε­ται με ένα περί­βλη­μα πίστε­ως και μάλι­στα κάπο­τε και θερ­μής.

Τι είναι εκεί­νο το οποίο μπο­ρεί να γεν­νά την απι­στία; Και δια την οποί­αν πίστιν μας δεν μπο­ρού­με να είμε­θα σίγου­ροι. Δεν μπο­ρού­με. Τι έκα­νε τον Από­στο­λο Πέτρο, από την μια να ομο­λο­γεί τον Κύριον ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζών­τος και από την άλλη να τον αρνεί­ται; Εάν, άγιε Πέτρε του Θεού, άγιε Από­στο­λε του Θεού, Εκεί­νον τον οποί­ον ομο­λό­γη­σες ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζών­τος, τώρα για­τί φοβεί­σαι να Τον ομο­λο­γή­σεις ενώ­πιον δυο- τριών ανθρώ­πων ασή­μων; Για ποιο λόγο; Μήπως λοι­πόν πράγ­μα­τι μέσα στον πυρή­να, θα ξανα­πώ άλλη μία φορά, στον πυρή­να της πίστε­ως, φωλιά­ζει η απι­στία; Έτσι φαί­νε­ται, ξανα­λέ­γω. Τι είναι εκεί­νο το οποίο μπο­ρεί να δημιουρ­γεί τι να φωλιά­ζει ή να δια­τη­ρεί αυτήν την απι­στί­αν; Νομί­ζω ότι μας ενδια­φέ­ρει όλους, για­τί όλοι θα θέλα­με να είμε­θα πιστοί.

Αγα­πη­τοί μου, το πρώ­το πράγ­μα είναι ο ορθο­λο­γι­σμός μας. Τι είναι ο ορθο­λο­γι­σμός; Είναι αυτό που λέγει ο Κύριος σε μίαν άλλη περί­πτω­ση· «άν πιστεύ­ε­τε μηδέν δια­κρι­νό­με­νοι». «Δια­κρί­νο­μαι» θα πει «έχω μίαν απι­στί­αν, η οποία στη­ρί­ζε­ται στον λογι­σμό μου». Αυτό θα το λέγα­με με έναν σύγ­χρο­νο τρό­πο «ορθο­λο­γι­σμόν». Τι είναι ακρι­βώς ο ορθο­λο­γι­σμός; Ο ορθο­λο­γι­σμός είναι το να βάζω τα πράγ­μα­τα με την δική μου λογι­κή να τα ερμη­νεύ­σω. Ο Κύριος είπε πιο κάτω, στην ιδί­αν περι­κο­πήν: «άν χητε πίστιν ς κόκ­κον σινά­πε­ως», δηλα­δή κάτι λίγη πίστη, αλλά θερ­μή, «μπο­ρεί­τε να πεί­τε σε αυτό το βου­νό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει στην θάλασ­σα και θα σας υπα­κού­σει». Τι είναι τώρα ο ορθο­λο­γι­σμός; Ο ορθο­λο­γι­σμός είναι ο εξής: «Πώς είναι δυνα­τόν ένα βου­νό να φύγει από την θέση του και να πάει να πέσει εις την θάλασ­σαν; Είναι δυνα­τόν ποτέ;».

Θέλε­τε ακό­μη κάτι άλλο; Έχο­με ιστο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο; Εάν είχα­με ένα ιστο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο, να απο­πει­ρα­θού­με να το κάνο­με. Μα εάν δεν υπάρ­χει ιστο­ρι­κό προ­η­γού­με­νο, τότε για­τί; Ε, αυτό θα πει ορθο­λο­γι­σμός. Δηλα­δή το να βάζεις όχι την εμπι­στο­σύ­νη σου στον λόγο του Θεού μπρο­στά, αλλά το να βάζεις τον δικό σου λογι­σμό, το δικό σου σχή­μα της λογι­κής, για να ερμη­νεύ­σεις τα φαι­νό­με­να. Αυτό λέγε­ται ορθο­λο­γι­σμός. Δηλα­δή με άλλα λόγια είναι μια αρρώ­στια του ιδί­ου του λογι­κού. Διό­τι η λογι­κή είναι δημιούρ­γη­μα του Θεού. Αλλά η λογι­κή η ιδία, σαν δημιούρ­γη­μα του Θεού, θα πρέ­πει να πει στον εαυ­τόν της: «Έχω τα όριά μου». Η ιδία η λογι­κή πρέ­πει να υπα­γο­ρεύ­σει εις τον άνθρω­πον και να του πει· αφού έχω τα όριά μου, πέραν τού­των των ορί­ων θα έχεις εμπι­στο­σύ­νη στην αγά­πη και την δύνα­μη και την σοφία του Θεού. Αλλά δεν το κάνει όμως αυτό η λογι­κή, για­τί έχει αρρω­στή­σει. Και αφού έχει αρρω­στή­σει, αυτή η λογι­κή, έχει αρρω­στή­σει, υπο­βάλ­λει αρρω­στη­μέ­να πράγ­μα­τα. Συνε­πώς ο ορθο­λο­γι­σμός είναι μία αρρω­στη­μέ­νη κατά­στα­σις. Είναι αυτή η αρρω­στη­μέ­νη κατά­στα­ση του πεπτω­κό­τος ανθρώ­που, του ξεπε­σμέ­νου ανθρώ­που. Δηλα­δή αυτός ο ορθο­λο­γι­σμός πάνω στον οποί­ον στη­ρί­ζε­ται, τρέ­φε­ται, ζει, αυξά­νει γενι­κά ο άνθρω­πος, ειδι­κό­τε­ρα δε ο δυτι­κός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος της Δύσε­ως. Τρέ­φε­ται με αυτόν τον ορθο­λο­γι­σμόν. Παρό­τι η Δύσις είναι χρι­στια­νι­κή, φωλιά­ζει μέσα στην καρ­διά του δυτι­κού ανθρώ­που αυτός ο ορθο­λο­γι­σμός που του γεν­νά την απι­στία και έχο­με τόσα φαι­νό­με­να απι­στί­ας στον δυτι­κόν άνθρω­πον.

Είναι όμως κι άλλος λόγος, που μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει την απι­στία. Είναι ο διε­φθαρ­μέ­νος βίος. Όταν κανείς, δηλα­δή, πιστεύ­ει στον Θεό, αλλά ταυ­το­χρό­νως ζει έναν βίον διε­φθαρ­μέ­νον, έναν βίον αμαρ­τω­λόν. Έναν αμαρ­τω­λό βίο, τον οποί­ον όμως αγα­πά. Δεν ομο­λο­γεί. Διό­τι ποιος δεν είναι αμαρ­τω­λός; Θα λέγα­με τότε, αφού είμε­θα όλοι αμαρ­τω­λοί, τότε όλοι κου­τσαί­νο­με στην πίστη; Αναμ­φι­σβή­τη­τα όχι. Δεν είναι η αμαρ­τω­λό­τη­τα που ομο­λο­γώ. Δεν είναι η αμαρ­τω­λό­τη­τα για την οποία μετα­νοώ και παρα­δέ­χο­μαι. Αλλά είναι η αμαρ­τω­λό­τη­τα την οποία δεν παρα­δέ­χο­μαι· θέλω να την κρα­τώ για δική μου, να είναι στη ζωή μου και θα ήθε­λε και να την δικαιο­λο­γώ, αν θέλε­τε ‑τρα­γι­κό για τον άνθρω­πο…- με το ίδιο το Ευαγ­γέ­λιο. Το Ευαγ­γέ­λιο να μου δικαιο­λο­γεί την διε­φθαρ­μέ­νη μου ζωή. Είναι φοβε­ρό! Φοβε­ρό!

Σ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις, αγα­πη­τοί μου, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με είναι εκεί­νο το οποί­ον λέγει πάλι ο λόγος του Θεού, ο Ιωάν­νης το λέγει: «Τό φς λήλυ­θεν ες τόν κόσμον καί ο νθρω­ποι γάπη­σαν μλλον τό σκό­τος τό φς». Λέγει εδώ: «ν γρ πονηρ ατν τ ργα. Πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ λεγ­χθ τ ργα ατο». Να η ψυχο­λο­γία του πράγ­μα­τος, να η ερμη­νεία του πράγ­μα­τος. «Καθέ­νας που πράτ­τει», λέει, «το πονη­ρόν, πράτ­τει τα φαύ­λα, μισεί το φως». Για­τί; Το μισεί διό­τι, εφό­σον επι­μέ­νει και θέλει να επι­μέ­νει εις το να πράτ­τει τα φαύ­λα, επό­με­νον είναι, εάν έρθει κον­τά στο φως που είναι ο Χρι­στός, η ζωή του να ελεγ­χθεί, να φανε­ρω­θεί. Και τότε, εάν απ’ την μία επι­μέ­νει να ζει και απ’ την άλλη θα είναι κον­τά στο φως, τότε τι κάνει; Προ­σβάλ­λε­ται, υπο­τι­μά­ται, και για να μην υπο­τι­μη­θεί, τι κάνει; Δεν πάει στο φως. Και όχι μόνον δεν πάει στο φως αλλά και μισεί το φως. Επι­τί­θε­ται εναν­τί­ον του φωτός, να το σταυ­ρώ­σει το φως, να φύγει από την μέση, δια να μην υπάρ­χει στοι­χεί­ον ελέγ­χου της συνει­δή­σε­ώς του.

Είναι φοβε­ρή η ψυχο­λο­γία του ανθρώ­που που θα ήθε­λε να μένει στην αμαρ­τία χωρίς να μετα­νο­εί. Αυτό του δίδει την διά­στα­ση της απι­στί­ας. Μένει στην απι­στία τελι­κά. Όταν θα του πεις του άλλου: «Μην πέφτεις στην ανη­θι­κό­τη­τα», την οποία αγα­πά, θα σου πει: «Και πού είναι γραμ­μέ­νο αυτό;». «Μα το είπε ο Χρι­στός». «Το αμφι­σβη­τώ». «Πιστεύ­εις στον Χρι­στό;». «Βεβαιό­τα­τα!». «Ε, μα πώς πιστεύ­εις στον Χρι­στό, όταν αμφι­σβη­τείς τα λόγια Του;». Πιστεύω στον Χρι­στό σημαί­νει «πιστεύω στα λόγια Του». Εδώ υπάρ­χει μία ασυ­νέ­πεια. Πώς λοι­πόν είναι δυνα­τόν να λες «Πιστεύω» και να αμφι­σβη­τείς τον λόγον του Χρι­στού; Βλέ­πε­τε, ο άνθρω­πος ο οποί­ος θέλει να μένει στην αμαρ­τία; Ενώ ο άνθρω­πος ο αμαρ­τω­λός που έχει μετά­νοια, θα πει: «Δεν το ήξε­ρα. Ώστε το λέγει ο Χρι­στός, θα αλλά­ξω ζωή». Αυτό είναι μία φυσιο­λο­γι­κή ομα­λή κατά­στα­σις.

Θυμη­θεί­τε εκεί­νο που λέγει ο ψαλ­μι­κός στί­χος: «Επεν φρων ν καρ­δί ατο· Οκ στι Θεός». Ποιος είναι αυτός ο φρων; Είναι ο αμαρ­τω­λός άνθρω­πος ο οποί­ος λέγει· «Δεν υπάρ­χει Θεός». Ώστε σήμε­ρα, αν υπο­τε­θεί ότι λέμε, και το λέμε, ότι δεν υπάρ­χει ο Θεός, τότε τι σημαί­νει; Σημαί­νει δύο πράγ­μα­τα. Η λέξις φρων σημαί­νει δυο πράγ­μα­τα. Καταρ­χάς, κατά κυριο­λε­ξί­αν θα πει ο μη έχων φρό­νη­σιν, ο άμυα­λος άνθρω­πος, δηλα­δή ο άνθρω­πος που δεν έχει μυα­λό. Λέει ότι δεν υπάρ­χει Θεός. Ώστε είναι αμυα­λο­σύ­νης απο­τέ­λε­σμα η αθε­ΐα; Ε, δεν θέλει φιλο­σο­φία, να το κατα­λά­βει κανείς αυτό το πράγ­μα. Και το άλλο, φρων θα πει εδώ και αμαρ­τω­λός. Ώστε, επεν φρων ν καρ­δί ατο … Πού το είπε; «Ἐν καρ­δί ατοῦ». Για­τί ν καρ­δί ατο; Διό­τι η καρ­δία, κατά τον Κύριον, είναι η έδρα των λογι­σμών των επι­θυ­μιών και όλων εκεί­νων που κατό­πιν η καρ­δία θα εξω­τε­ρι­κεύ­σει με πρά­ξεις. Λέει: «Από την καρ­δία εκπο­ρεύ­ον­ται μοι­χεί­ες, πορ­νεί­ες, κλο­πές», είπε ο Κύριος.

Πολύ ωραία λέγει ο ιερός Αυγου­στί­νος το εξής: «Κανείς δεν αρνεί­ται τον Θεό παρά μόνον όσοι έχουν συμ­φέ­ρον να μην υπάρ­χει». Αλλά εκεί­νη η μαρ­τυ­ρία που είναι πολύ αξιό­λο­γη, είναι του αγί­ου Θεο­φί­λου Αντιο­χεί­ας, είναι του 2ου αιώ­νος, που λέγει στην πρώ­τη του επι­στο­λή προς Αυτο­λύ­κον — φίλος του ήτο ή εικο­νι­κόν πρό­σω­πον, δεν ξέρο­με ακρι­βώς- τα εξής. Αμφι­σβη­τεί αυτός ο φίλος του ο ειδω­λο­λά­τρης, αμφι­σβη­τεί διά την ύπαρ­ξιν του Θεού, όπως τα παρου­σιά­ζει τα πράγ­μα­τα ο Θεό­φι­λος. Και λέγει: «ν φς· “Δεξόν μοι τν θεόν σου”, κγώ σοι εποι­μι ν· “Δεξόν μοι τν νθρω­πόν σου κγώ σοι δεί­ξω τν Θεόν μου”». Είναι κλα­σι­κή αυτή η πρό­τα­σις· κλα­σι­κή. Ακού­σα­τέ την. Και πολύ σπου­δαία. Νομί­ζω συνο­ψί­ζει όσα είπα­με. «Εάν μου πεις, δεί­ξε μου τον Θεόν σου για τον οποί­ον μιλάς τόσο και λες ‘’ο Θεός μου και ο Θεός μου’’· δεί­ξε μου τον. Θα σου τον δεί­ξω, λέγει. Θα σου τον δεί­ξω, εάν μου δεί­ξεις κι εσύ ποιος είσαι». «Δεξόν μοι τν νθρω­πόν σου». Δεί­ξε μου ποιος είσαι, ποια είναι η ζωή σου. «Βλέ­πε­ται γρ Θες τος δυνα­μέ­νοις ατν ρν». Διό­τι τον Θεόν πράγ­μα­τι μπο­ρείς να τον δεις. Βλέ­πε­ται ο Θεός, ορά­ται ο Θεός. Για εκεί­νους που μπο­ρούν να Τον δουν. «Δεξον ον κα σ σεαυ­τόν, ε οκ ε μοι­χός(:Δεί­ξε κι εσύ τον εαυ­τό σου ότι δεν είσαι μοι­χός), ρπαξ, ργί­λος, φθο­νε­ρός, λαζών, πλή­κτης, φιλάρ­γυ­ρος». Εάν δεν είσαι όλα αυτά, τότε δεν έχεις λόγους να πεις ότι δεν υπάρ­χει ο Θεός. Εάν είσαι όλα αυτά και θέλεις να μένεις σε αυτό που είσαι, τότε έχεις λόγους να λες: «Πού είναι ο Θεός;».

Και κάτι που είναι πολύ σπου­δαίο ακό­μα και είναι όχι ένα παρά­δειγ­μα, προ­σέξ­τε αυτό το σημείο, όχι ένα παρά­δειγ­μα, αλλά είναι μία πραγ­μα­τι­κό­της· λυπού­μαι, δεν θα μπο­ρέ­σω να σας την ανα­λύ­σω περισ­σό­τε­ρο. Είναι η εξής. Λέγει: «Η ανθρω­πί­νη ψυχή μοιά­ζει με ένα κάτο­πτρο, με έναν καθρέ­πτη. Εάν τώρα η επι­φά­νεια του καθρέ­πτου έχει σκου­ριά, τότε δεν μπο­ρεί να ανα­κλά­σει το φως». Όλα, ξέρε­τε, τα χαρί­σμα­τα, όλες οι θεί­ες ενέρ­γειες έρχον­ται στον άνθρω­πο από τον Θεό. Η αγά­πη δεν είναι παρά μία ενέρ­γεια του Θεού, που έρχε­ται στον άνθρω­πο. Δεν μπο­ρεί να αγα­πή­σει ο άνθρω­πος, εάν ο Θεός δεν στεί­λει την ενέρ­γειά Του αυτή, την άκτι­στη ενέρ­γεια. Και η πίστις το ίδιο. Έχει πολ­λά σημεία η Αγία Γρα­φή που το δεί­χνει αυτό. Θυμη­θεί­τε για την πίστη που μιλά­με, θυμη­θεί­τε εκεί­νο που λέγει ο Χρι­στός: «Εάν ο Πατήρ δεν σας ελκύ­σει προς Εμέ­να, δεν μπο­ρεί­τε να ‘ρθεί­τε σε μένα». Τι θα πει «Δεν σας ελκύ­σει;». Θα πει ότι πρέ­πει να στεί­λει την θεία Του άκτι­στη ενέρ­γεια που ανα­φέ­ρε­ται στο θέμα της ελκύ­σε­ως στην πίστη. Αλλιώ­τι­κα δεν γίνε­ται. «Μα τότε», θα πει κάποιος, «μα τότε εγώ δεν ελκύ­στη­κα, για να μην πιστεύω».

Δεν είναι έτσι τα πράγ­μα­τα. Αλλά μια που μιλάω για την έλξη, επι­τρέ­ψα­τέ μου να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την μαγνη­τι­κή ιδιό­τη­τα. Αδελ­φέ μου, εάν είσαι σίδη­ρος θα ελκυ­στείς. Εάν είσαι μπρούν­τζος, δεν θα ελκυ­στείς. Εάν είσαι αλου­μί­νιο, δεν θα ελκυ­στείς. Δεν παύ­ει να ασκεί την ελκτι­κή δύνα­μη ο μαγνή­της. Εσύ δεν έλκε­σαι. Για­τί είσαι κάτι άλλο. Έτσι κι εδώ. Όταν έρχον­ται οι θεί­ες ακτί­νες, οι θεί­ες άκτι­στες ενέρ­γειες, επά­νω στην ψυχή να ανα­κλα­στούν και να επα­νέλ­θουν, παν ό,τι ανα­κλά­ται, ξανα­γυ­ρί­ζει πίσω… τι θα πει «ανα­κλά­ται» εδώ; «Ανα­κλά­ται» θα πει, αγα­πη­τοί μου, ότι όταν θα σου στεί­λει ο Θεός την ενέρ­γεια να πιστέ­ψεις, πρέ­πει να ανα­κλά­σεις αυτήν την ενέρ­γεια. Δηλα­δή να αντα­πο­κρι­θείς. Σου στέλ­νει την ενέρ­γειά Του κι Εσύ πρέ­πει να πεις: «Πιστεύω, Κύριε». Αλλά πότε θα γίνει η ανά­κλα­σις αυτών των θεί­ων ακτί­νων; Όταν ο καθρέ­πτης της ψυχής σου είναι λεί­ος, είναι καθα­ρός και μπο­ρεί να ανα­κλά­σει. Πότε γεμί­ζει σκου­ριά; Από τις αμαρ­τί­ες, τις ηθε­λη­μέ­νες αμαρ­τί­ες. Για­τί ο αμαρ­τω­λός σώζε­ται. Μετα­νο­εί. Αλλά τις ηθε­λη­μέ­νες, που είναι εκεί ο εγωι­σμός, ο ριζω­μέ­νος στο κέν­τρον της ψυχής, που δεν αφή­νει περι­θώ­ρια ανα­κλά­σε­ως αυτής της θεί­ας ενερ­γεί­ας. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «Μακά­ριοι ο καθα­ροί τ καρ­δί τι ατοί τόν Θεόν ψον­ται». «Ευτυ­χι­σμέ­νοι εκεί­νοι που έχουν καθα­ρή καρ­διά, για­τί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς; Είναι ό,τι σας λέγω τόσην ώρα.

Αλλά ακό­μη είναι και κάτι άλλο που γεν­νά­ει, αγα­πη­τοί μου, την απι­στία. Δηλα­δή στο κέν­τρον της πίστε­ως δημιουρ­γεί­ται το μικρό­βιον της απι­στί­ας. Ποιο είναι αυτό; Αυτό είναι… — εδώ θέλω να το προ­σέ­ξε­τε αυτό- είναι…- θα πω μία σύγ­χρο­νη λέξη, η οποία δεν μ’ αρέ­σει σαν λέξη, αλλά θα την πω για­τί είναι γνω­στή- είναι ο σνο­μπι­σμός. Δηλα­δή να το πω Ελλη­νι­κά, η μίμη­σις. Αλλά η μίμη­σις επί αξιο­θρή­νη­των πραγ­μά­των. Όχι επί σπου­δαί­ων πραγ­μά­των. Το να μιμη­θείς το καλό, να μιμη­θείς το ωραίο, αυτό δεν λέγε­ται σνο­μπι­σμός. Η λέξις αυτή ‑ξένη είναι, όπως σας είπα- και καθιε­ρώ­θη­κε στην γλώσ­σα μας, να φανε­ρώ­σει την μίμη­σιν επί πραγ­μά­των ανο­ή­των και που δεν δια­θέ­τει κανείς κρί­ση και λογι­κή να κρί­νει αν αυτό είναι καλό ή δεν είναι καλό. Απλώς επει­δή το κάνουν οι πολ­λοί, το κάνω κι εγώ. Ντύ­νε­ται ο άλλος σαν καρα­γκιό­ζης, θα ντυ­θώ κι εγώ σαν Καρα­γκιό­ζης, όχι διό­τι κάπως η λογι­κή μου δεν θα μου έλε­γε ότι αυτό που είναι… βγαί­νω με τις πυτζά­μες μου, σήμε­ρα βγαί­νουν οι γυναί­κες με τις πυτζά­μες τους έξω. Φορά­νε κάτι παν­τε­λό­νια… σαν πυτζά­μες είναι· που κάπο­τε θα ντρε­πόν­του­σαν να βγουν στο σαλό­νι τους απ’ την κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους, και βγαί­νου­νε στους δρό­μους… Να πεις κανείς: «Βρε κυρά μου, δεν ντρέ­πε­σαι με αυτόν τον τρό­πο που βγαί­νεις έξω;». Θα σου απαν­τή­σει, αν είναι ειλι­κρι­νής: «Το κατα­λα­βαί­νω». «Για­τί το κάνεις;». «Μα όλες έτσι βγαί­νουν».Άρα λοι­πόν τι είναι ο σνο­μπι­σμός; Ο σνο­μπι­σμός είναι η μίμη­σις επί πραγ­μά­των που η λογι­κή και η κρί­σις έχουν ευνου­χι­στεί, έχουν παρα­με­ρι­στεί. Είναι δυστύ­χη­μα, όταν ο άνθρω­πος ενερ­γεί κατ΄αυτόν τον τρό­πον. Ο λογι­κός άνθρω­πος.

Ε, λοι­πόν, αγα­πη­τοί, σήμε­ρα παρου­σιά­ζε­ται το φαι­νό­με­νο και της απι­στί­ας και της αθε­ΐ­ας ευρύ­τα­τα, στον ελλη­νι­κό μας χώρο, να μην πάω πιο πέρα, μένω στον ελλη­νι­κό μας χώρο. Αν ερω­τή­σε­τε κάποιον: «Καλά δεν πιστεύ­εις; Εσύ ήσου­να πιστός μέχρι τώρα». Αν έχει ειλι­κρί­νεια, θα σας πει ότι πιστεύ­ει. Αλλά τότε για­τί μιλά­ει με τρό­πο που σαν να δεί­χνει ότι είναι άθε­ος; Θα σας πει, αν έχει πάν­τα ειλι­κρί­νεια, το ξανα­λέ­γω, θα σας πει: «Για­τί όλοι έτσι μιλά­νε». Μα δεν έχεις προ­σω­πι­κό­τη­τα, άνθρω­πε; Δεν έχεις ιδί­αν κρί­σιν; Είσαι τόσο δου­λι­κός, ώστε να ακο­λου­θείς το τι λέγει το σύνο­λο, η μάζα; Δεν έχεις δική σου κρί­ση; Αυτό είναι το φοβε­ρό. Λοι­πόν, στην επο­χή μας, στον ελλα­δι­κό μας χώρο, αγα­πη­τοί μου, αυτό το φαι­νό­με­νο, αυτό το μυστή­ριο της ανο­μί­ας ενερ­γεί­ται. Και συνα­γω­νι­ζό­με­θα να εμφα­νι­στού­με ο ένας απι­στό­τε­ρος του άλλου, ο ένας αθε­ό­τε­ρος του άλλου. Αυτό όμως είναι πια ένα κατάν­τη­μα αυτής της χώρας, που υπήρ­ξε ανέ­κα­θεν χρι­στια­νι­κή. Και αν θέλε­τε, η πίστις υπήρ­χε και στους προ­γό­νους μας, που ήσαν ειδω­λο­λά­τρες. Για­τί αν δεν υπήρ­χε αυτή η πίστη, έστω κι αν ειδω­λο­λά­τρες ήσαν, δεν θα κτί­ζα­νε Παρ­θε­νώ­νες και σπου­δαί­ους ναούς με καλ­λι­τε­χνή­μα­τα που τα θαυ­μά­ζει ο κόσμος όλος.

Τι σημαί­νει; Σημαί­νει ότι έχο­με μαρα­ζώ­σει, έχο­με ξεφτί­σει. Και βλέ­πε­τε την αθε­ΐα να κηρύσ­σε­ται παν­τού με τον τρό­πο που σας είπα· τον σνο­μπι­σμό. Στην οικο­γέ­νεια μέσα; Ω στην οικο­γέ­νεια μέσα! Αρχί­ζει η πίστη στην οικο­γέ­νεια να ατο­νεί και να δημιουρ­γεί­ται η απι­στία. Δεν κάνουν πια οι άνθρω­ποι προ­σευ­χή. Οι γονείς δεν βάζουν τα παι­διά τους από νήπια να μάθουν να προ­σεύ­χον­ται, να κάνουν τον σταυ­ρό τους στο τρα­πέ­ζι, να κοι­νω­νούν, να εξο­μο­λο­γούν­ται, να πηγαί­νουν στην Εκκλη­σία. Στην κοι­νω­νία έξω; Τι να πει κανείς; Τι να πει κανείς; Στα σχο­λεία μας; Που εκεί ακρι­βώς καθρε­πτί­ζε­ται η αγω­γή της νέας γενε­άς; Κατε­βά­ζο­με τις εικό­νες του Χρι­στού, οι δάσκα­λοι και καθη­γη­ταί μιλά­νε εναν­τί­ον του Χρι­στού, άλλοι θα μιλή­σου­νε περι­φρο­νη­τι­κό­τα­τα για τον Χρι­στό και άλλοι, οι κάπως ευγε­νέ­στε­ροι, όχι ολι­γό­τε­ρον δηλη­τη­ριώ­δεις, θα μιλή­σουν για την ανθρω­πί­νη μόνον φύσιν του Χρι­στού. Έτσι βλέ­πε­τε, διαρ­κώς, μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, στην οικο­γέ­νεια, το σχο­λειό και την κοι­νω­νία να ανθεί το φαι­νό­με­νον της αθε­ΐ­ας και της απι­στί­ας. Δεν είναι κρί­μα; Δεν είναι κρί­μα;

Οι Έλλη­νες δεν είμα­στε πολ­λοί. Εννέα εκα­τομ­μύ­ρια είμα­στε. Αν αγα­πη­τοί μου, όμως μερι­κοί άνθρω­ποι ξεφύ­γουν απ’ αυτόν τον κλοιόν, για­τί περί κλοιού πρό­κει­ται, που λέγε­ται «σνο­μπι­σμός» και στα­θούν όρθιοι και πουν: «Για στά­σου βρε αδελ­φέ, αν εσύ είσαι άπι­στος, εγώ δεν είμαι. Λες ότι είσαι παρα­δο­σια­κός; Και τι είναι η παρά­δο­ση; Τα μπου­ζού­κια; Οι πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις; Και τα σαν­τού­ρια; Για­τί αυτά βάζο­με συνέ­χεια στο ραδιό­φω­νο και στην τηλε­ό­ρα­ση και λέμε… «παρά­δο­σις» και «παρά­δο­σις». Στα χωριά κρα­τά­νε από μια μέχρι εφτά μέρες οι γιορ­τές, με σαν­τού­ρια και με χορούς. Αυτά είναι η Παρά­δο­ση; Αυτά είναι η Παρά­δο­ση; Φτω­χοί άνθρω­ποι! Η Παρά­δο­σις είναι να κρα­τή­σεις την ψυχή του λαού σου. Και η ψυχή του λαού σου είναι η πίστις. Η πίστις στον Χρι­στό και η αγά­πη στην πατρί­δα σου. Αν αυτά δεν τα κρα­τή­σεις, έχα­σες την ψυχή σου.

Θυμη­θεί­τε τι έλε­γε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτω­λός. Τι έλε­γε; «Ό,τι να σας κάνουν, να σας γδά­ρουν, να σας τηγα­νί­σουν, να σας κάνουν, να σας κάνουν… ψυχή και Χρι­στό μην χάσε­τε». Αυτό είναι η Παρά­δο­σις. Αυτό που λέγει στον Τιμό­θεο ο Παύ­λος: «Φύλα­ξε την παρα­κα­τα­θή­κη». Αυτό θα πει παρα­κα­τα­θή­κη. Θα πει παρά­δο­σις. Δηλα­δή αυτό που παίρ­νω και σου δίνω. Αυτό θα πει παρα­κα­τα­θή­κη. Παίρ­νω και σου δίνω. Και σου λέω «Κρά­τα το καλά». Και τι λέει εκεί στην Απο­κά­λυ­ψη ο Χρι­στός; «Κρά­τει καλά αυτό που έχεις. Για να μην σου πάρει κανείς το στε­φά­νι με το να πετά­ξεις αυτό που κρα­τάς. Κρά­τα καλά αυτό που έχεις». Τι είναι αυτό που έχεις; Αυτό που σας είπα τόσην ώρα. Αυτό είναι Παρά­δο­σις. Εκεί­νος που το κατά­λα­βε καλά αυτό, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, τότε δεν παρα­σύ­ρε­ται από τα ρεύ­μα­τα αυτά της επο­χής, από αυτόν τον σνο­μπι­σμόν τον ανόη­το, τον βλα­κω­δέ­στα­το και δαι­μο­νι­κό­τα­τον ταυ­το­χρό­νως. Αλλά στέ­κε­ται όρθιος. Στέ­κε­ται όρθιος και λέει: «Εγώ κρα­τώ την παρά­δο­ση των προ­γό­νων μου. Κρα­τώ εκεί­νο που πήρα από την μάνα μου και τον πατέ­ρα μου, κι εκεί­νοι απ’ τους γονείς των κι εκεί­νοι απ’ τους Απο­στό­λους και οι Από­στο­λοι από τον Χρι­στό. Αυτή είναι η αλή­θεια. Αυτή είναι η μία πίστις, αυτή είναι η μία Παρά­δο­ση, μπρο­στά στην οποία αξί­ζει να πεθά­νει κανείς».

Αν λοι­πόν, εμείς οι Έλλη­νες, είμα­στε 9 εκα­τομ­μύ­ρια και μερι­κοί δεν υπο­κύ­ψουν σ’ αυτούς τους συγ­χρό­νους πει­ρα­σμούς αντί πινα­κί­ου φακής, για να έχο­με κάποια αγα­θά και κάποια καλο­πέ­ρα­ση, τότε ίσως μας λυπη­θεί ο Θεός και επι­ζή­σου­με. Αν όμως όλοι οι Έλλη­νες φθά­σουν σ’ αυτό το κατάν­τη­μα της απεμ­πο­λή­σε­ως των πάν­των, ε, τότε… η Ελλά­δα τέλειω­σε την ζωή της μέσα στην Ιστο­ρία· την τέλειω­σε. Δεν θα ήθε­λα ποτέ να είμαι προ­φή­της κακών αλλά ας μιμη­θού­με του­λά­χι­στον τον Αβρα­άμ που ζήτη­σε: «Αν υπάρ­χουν μερι­κοί άνθρω­ποι στα Σόδο­μα, να σωθούν οι πόλεις αυτές». Έτσι, αν υπάρ­χουν, αν υπάρ­χουν κάποιοι Έλλη­νες πιστοί, που θα μεί­νουν πιστοί παρά το ρεύ­μα της επο­χής, τότε η Ελλάς θα ζήσει. Κατα­λα­βαί­νε­τε, αγα­πη­τοί μου, τι ανε­βαί­νει και τι πέφτει επά­νω στους ώμους μας; Κατα­λα­βαί­νε­τε τι επω­μι­ζό­με­θα; Κι εμείς οι κλη­ρι­κοί κι εσείς οι λαϊ­κοί. Εμείς οι πιστοί δηλα­δή. Κατα­λα­βαί­νε­τε; Έχο­με πολ­λή ευθύ­νη. Έχω να σηκώ­σω στους ώμους μου εκεί­νο που δεν σηκώ­νει ο άλλος. Και ο παρα­πέ­ρα και ο παρα­πέ­ρα. Το φορ­τίο; Βαρύ­τα­το. Μα πρέ­πει να το σηκώ­σω. Και ο Χρι­στός θα με βοη­θή­σει να το σηκώ­σω, να το σηκώ­σο­με. Και άμα το σηκώ­σο­με, αγα­πη­τοί μου, το φορ­τίο, τότε κι εμείς θα σωθού­με και θα έχο­με εκφρά­σει στους συμ­πα­τριώ­τες μας, Έλλη­νες και Χρι­στια­νούς, την πιο αγνή, την πιο καθα­ρή, την πιο σπου­δαία αγά­πη. Μια αγά­πη στη­ριγ­μέ­νη πάνω στη βαθιά πίστη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_198.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ)

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 17, 14–23]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 12–8‑2001]

(Β440) [έκδο­σις Β΄]

Η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, αγα­πη­τοί μου, μας φέρει στο προ­σκή­νιον ένα πάν­τα επί­και­ρο θέμα: Το παι­δί. Ή τα προ­βλή­μα­τα της παι­δι­κής ηλι­κί­ας. Σας υπεν­θυ­μί­ζω, στην περι­κο­πή ήταν ένας πατέ­ρας που πήγε το παι­δί του ‑ήταν δαι­μο­νι­σμέ­νο παι­δί- το οδή­γη­σε στον Κύριο. Ο Κύριος, όμως, απου­σί­α­ζε, ήταν στο Θαβώρ με τους τρεις μαθη­τάς. Και έφε­ρε το παι­δί του εις τους άλλους εννέα μαθη­τάς, τους παρε­κά­λε­σε να το θερα­πεύ­σουν το παι­δί, εκεί­νοι δεν μπό­ρε­σαν, κορόι­δευαν δε κάποιοι Φαρι­σαί­οι και Γραμ­μα­τείς κ.τ.λ. Ήρθε ο Κύριος και εθε­ρά­πευ­σε το παι­δί. Αυτό το θαύ­μα είναι που μας διη­γεί­ται ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, αγα­πη­τοί.

Πάν­τως, ήτο τρα­γι­κή η θέσις εκεί­νου του πατέ­ρα, που είχε εκεί­νο το δαι­μο­νι­σμέ­νο παι­δί. Και ο Κύριος αγα­να­κτεί! Ακρι­βώς για­τί δεν του το είχαν φέρει πιο μπρο­στά. Μάλι­στα μας σημειώ­νει ο Μάρ­κος: «Κα πηρώ­τη­σε τν πατέ­ρα ατο· πόσος χρό­νος στν ς τοτο γέγο­νεν ατ; δ επε· παι­διό­θεν». «Πόσος και­ρός είναι που του συμ­βαί­νει αυτό;». Κι εκεί­νος είπε: «Παι­διό­θεν». Δεν γεν­νή­θη­κε –προ­σέξ­τε- αλλά από παι­δί παρου­σί­α­σε σημεία δαι­μο­νι­σμού.

Με την απάν­τη­ση «παι­διό­θεν» -όχι ότι ο Κύριος δεν ήξε­ρε, αλλά ήθε­λε να βρει την ευκαι­ρία να δώσει μιαν απάν­τη­ση- ήθε­λε ο Κύριος να κάνει τον πατέ­ρα να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι όφει­λε να είχε φέρει το παι­δί του στον Κύριο πιο γρη­γο­ρό­τε­ρα. Ναι, πιο γρη­γο­ρό­τε­ρα.

Η ψυχο­σω­μα­τι­κή υγεία του παι­διού οπωσ­δή­πο­τε είναι ένα πρό­βλη­μα που ξεκι­νά από αυτήν την κύη­ση του παι­διού. Προ­σέξ­τε, από αυτήν την κύη­ση του παι­διού. Ενώ ακό­μη βρί­σκε­ται εις τα σπλά­χνα της μάνας του. Και φυσι­κά, οι λόγοι είναι πολ­λοί. Και οφεί­λον­ται κυρί­ως στους γονείς και μάλι­στα η κατά­στα­ση της μητέ­ρας κατά τον χρό­νον της κυή­σε­ως. Πώς περ­νά­ει η μητέ­ρα; Έχει προ­βλή­μα­τα; Εννο­εί­ται προ­βλή­μα­τα προ­σω­πι­κά της. Καπνί­ζει; Τι είπα; Καπνί­ζει; Πιθα­νό­τα­τα θα βγά­λει ανώ­μα­λο παι­δί. Και το ξέρουν αυτό οι γυναί­κες. Και καπνί­ζουν από τα 15 τους χρό­νια. Για να μην μπο­ρούν να το κόψουν όταν παν­τρευ­τούν και θα έρθει η ώρα να εγκυ­μο­νή­σουν. Κι ενώ ο σύζυ­γος απα­γο­ρεύ­ει στη γυναί­κα του να καπνί­σει, για­τί θέλει γερά παι­διά, απλού­στα­τα εκεί­νη, το ξέρου­με αυτό, εκεί­νη κρυ­φά καπνί­ζει. Πέστε μου, αν βγά­λεις, κυρά μου, ανώ­μα­λο παι­δί, θα ‘θελες να σε κρα­τή­σει το παι­δί αυτό στο σπί­τι μέσα, για να το ντα­ντεύ­εις μια ζωή ολό­κλη­ρη; Επει­δή είχες την απρο­νο­η­σία, όταν κυο­φο­ρού­σες, να καπνί­ζεις; Δεν θα ανα­φερ­θού­με, λοι­πόν, σε αυτά τα προ­βλή­μα­τα της γυναι­κός, αλλά σε εκεί­νους που το παι­δί είναι πλέ­ον ένας άνθρω­πος πλή­ρης και γεν­νή­θη­κε ανά­με­σα στους γονείς του.

Ένα λάθος των γονέ­ων είναι να νομί­ζουν ότι το παι­δί είναι ιδιο­κτη­σία τους. Προ­σέξ­τε αυτό. Είναι γενι­κό λάθος αυτό. Ή και, ακό­μα χει­ρό­τε­ρα, ενερ­γούν αγω­γή σ’ αυτό το παι­δί, όπως αυτοί θα νόμι­ζαν. Όχι, αγα­πη­τοί μου. Το παι­δί είναι ιδιο­κτη­σία του Θεού! Και οι γονείς είναι οι εντε­ταλ­μέ­νοι για μια αγω­γή, όπως θα την θέλει ο Θεός. Δεν είναι, λοι­πόν, το παι­δί ιδιο­κτη­σία μας. Το παι­δί πρέ­πει να φθά­σει να αντα­πο­κρι­θεί στην κλή­ση του Θεού. Και για να το επι­τύ­χει, πρέ­πει να γνω­ρί­σει τον Χρι­στόν.

Ο φτω­χός εκεί­νος πατέ­ρας της ευαγ­γε­λι­κής σημε­ρι­νής περι­κο­πής έπρε­πε να είχε πάει το παι­δί του γρη­γο­ρό­τε­ρα εις τον Χρι­στόν. Είναι εκεί­νο το «γρη­γο­ρό­τε­ρα», θα μου πεί­τε, τι σημαί­νει αυτό; Πατέ­ρα, μητέ­ρα, στέλ­νεις εγκαί­ρως το παι­δί σου, ενώ είναι ακό­μη νήπιο, στην Εκκλη­σία; Το κοι­νω­νείς συχνά το παι­δί σου; Ακό­μη να σε ρωτή­σω, όταν λίγο μεγα­λώ­σει, ενώ βέβαια φρον­τί­ζεις το παι­δί σου να είναι καλός μαθη­τής στο σχο­λείο, το στέλ­νεις το παι­δί σου στο κατη­χη­τι­κό σχο­λείο; Αυτό θα πει εγκαί­ρως πηγαί­νω το παι­δί μου στον Χρι­στόν. Για­τί αλλιώ­τι­κα, πρό­σε­ξε, υπάρ­χει το ενδε­χό­με­νο, δεν είναι βέβαιο, ο Θεός ξέρει, υπάρ­χει το ενδε­χό­με­νο κάπου το παι­δί σου για κάποιους λόγους να δαι­μο­νι­σθεί. Και ο Θεός να φυλά­ει…

Ο Χρι­στός είναι ο Σωτήρ της παι­δι­κής ηλι­κί­ας. Όταν κάπο­τε προ­σέ­φε­ραν οι μητέ­ρες τα παι­διά τους, μας ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής, να ευλο­γη­θούν από τον Κύριον, οι μαθη­ταί τις εμπό­δι­σαν. Ότι τάχα ενο­χλούν τον Κύριον. Και ο Κύριος επέ­πλη­ξε τους μαθη­τάς Του. Και είπε: «φετε τ παι­δία ρχε­σθαι πρός με κα μ κωλύ­ε­τε ατά· τν γρ τοιού­των στν βασι­λεία το Θεο. «Μην εμπο­δί­ζε­τε», λέει, τα παι­διά να έρθουν σε μένα. Για­τί σ’ αυτά ανή­κει η Βασι­λεία του Θεού».

Άλλο­τε πάλι, για να διδά­ξει την ταπεί­νω­ση και την απλό­τη­τα εις τους μαθη­τάς Του, σημειώ­νει ο Ματ­θαί­ος: «Προ­σκα­λεσμενος ᾿Ιησος παιδον (:φώνα­ξε ένα παι­δά­κι) στη­σεν ατ ν μσ ατν κα επεν· μν λγω μν, ἐὰν μ στραφτε κα γνησθε ς τ παιδα, ο μ εσλθη­τε ες τν βασι­λεαν τν ορανν. στις ον ταπεινσει αυτν ς τ παιδον τοτο, οτς στιν μεζων ν τ βασι­λείᾳ τν ορανν». Είναι, δηλα­δή, το παι­δά­κι ως υπό­δειγ­μα ταπει­νώ­σε­ως. Γιατί…ε, μπο­ρεί να το μαλώ­σου­με το παι­δί, να κλά­ψει, να πονέ­σει, αλλά γρή­γο­ρα συνέρ­χε­ται. Αυτό είναι το σπου­δαίο. Δηλα­δή δεν κρα­τά­ει κακία. Αυτό θέλει να πει ο Κύριος, ότι αν δεν στρα­φεί­τε και γίνε­τε σαν τα παι­διά…

Και, το σπου­δαιό­τε­ρον, ότι ο Κύριος ταυ­τί­ζει τον εαυ­τόν Του με το παι­δί, για να δεί­ξει πόσο προ­στα­τεύ­ει τα παι­διά. Και λέει μάλι­στα: «ς ἐὰν δξηται παιδον τοιοτον ν π τ νματ μου, μ δχεται (: Όποιος δεχθεί ένα παι­δί τέτοιο… -κι εδώ ‘’παι­δί­ον’’ βέβαια εννο­εί απλόν άνθρω­πο, όχι μόνον παι­δί- δέχε­ται εμέ­να). ς δ᾿ ν σκαν­δα­λίσ να τν μικρν τού­των τν πιστευόν­των ες μέ, συμ­φέ­ρει ατ να κρε­μα­σθ μύλος νικς ες τν τρά­χη­λον ατο κα κατα­πον­τι­σθ ν τ πελά­γει τς θαλάσ­σης (:Όποιος, όμως, σκαν­δα­λί­σει ένα από αυτά τα μικρά παι­διά, -και γενι­κό­τε­ρα απλούς ανθρώ­πους, δεν είναι μόνον το παι­δί, αλλά απλούς ανθρώ­πους- τον συμ­φέ­ρει να βάλει μία μυλό­πε­τρα στον λαι­μό του, να κρε­μά­σει και να πάει να φουν­τά­ρει στο ανοι­χτό πέλα­γος)». Δηλα­δή η αυτο­κτο­νία του θα είναι μικρό­τε­ρη αμαρ­τία από τον σκαν­δα­λι­σμό που θα μπο­ρού­σε να επι­φέ­ρει.

Πώς μπο­ρού­με να σκαν­δα­λί­σου­με ένα παι­δί; Ή έναν απλό άνθρω­πο; Κι επει­δή το θέμα μου είναι για τα παι­διά, ένα παι­δί. Να σας πω. Όταν ο πατέ­ρας ή η μητέ­ρα πει: «Δεν υπάρ­χει Θεός!». Τι; Ξέρεις τι είπες στο παι­δί σου; Όταν ο δάσκα­λος στο σχο­λείο θα πει: «Δεν υπάρ­χει Θεός». Θα πουν στο σπί­τι: «Νηστεί­ες; Α, εφευ­ρή­μα­τα των παπά­δων». Σκαν­δά­λι­σες το παι­δί σου. Και πρό­σε­ξε, θα το κάνεις, όπως λέει ο Κύριος, «διπλό­τε­ρον γεέν­νης». «Θα τιμω­ρη­θεί το παι­δί σου περισ­σό­τε­ρο απ’ ό,τι θα τιμω­ρη­θείς εσύ». Για­τί θα γίνει αχρεί­ος άνθρω­πος! Λέμε τέτοια πράγ­μα­τα στα παι­διά; Και αν λάβε­τε υπό­ψιν τι λέγε­ται στα παι­διά, από εκεί­να τα οποία δεν θα έπρε­πε να λέγον­ται, κατα­λα­βαί­νε­τε πόσο ευρύς είναι αυτός ο σκαν­δα­λι­σμός. Ο Θεός να φυλά­ει. Τ’ ακού­σα­τε; Ο Θεός να φυλά­ει.

Με βάση τα λόγια αυτά του Χρι­στού, αγα­πη­τοί, τι θα λέγα­με για τη σημε­ρι­νή παι­δα­γω­γι­κή στα σπί­τια και στα σχο­λεία, που είναι απο­τρε­πτι­κή από τον Χρι­στόν. Δηλα­δή τα διώ­χνουν τα παι­διά από τον Χρι­στόν. Τι θα λέγα­με; Αυτή είναι σήμε­ρα η αγω­γή που υπάρ­χει και στα σχο­λεία, εκτός εξαι­ρέ­σε­ων, και στα σπί­τια μας, πάλι εκτός εξαι­ρέ­σε­ων.

Από τις τρεις ανα­στά­σεις νεκρών που ανα­φέ­ρον­ται στα Ευαγ­γέ­λια, οι δύο ανα­φέ­ρον­ται σε παι­διά. Η μία είναι η ανά­στα­σις του υιού της χήρας και η θυγα­τέ­ρα του Ιαεί­ρου, που ήταν 12 χρο­νών κορι­τσά­κι. Είχαν πεθά­νει και ο Κύριος ανέ­στη­σε αυτά τα δύο παι­διά. Και τα παι­διά που έχουν την ευλο­γία του Θεού, από θεία ροπή, στρέ­φον­ται προς τον Χρι­στόν, έστω κι αν οι μεγά­λοι δεν το κάνουν αυτό. Ξέρε­τε, δηλα­δή, τι συμ­βαί­νει; Αν οι γονείς εσφαλ­μέ­να συμ­βου­λεύ­σουν τα παι­διά τους, ξέρε­τε τι θα κάνουν τα παι­διά; Δεν θα τους ακού­σου­νε. Πολ­λές φορές. Όχι πάν­τα όμως. Πολ­λές φορές. Και τότε εκεί­να ακο­λου­θούν εκεί­να τα οποία λέγει ο Θεός· διό­τι τα παι­διά αυτά είναι τότε θεο­δί­δα­κτα! Δεν μεσο­λα­βούν οι γονείς, δεν μεσο­λα­βούν οι δάσκα­λοι, καθη­γη­ταί. Έρχε­ται ο Ίδιος ο Θεός και διδά­σκει αυτά τα παι­διά. Πώς; Ο Θεός βρί­σκει τους τρό­πους να διδά­ξει τα παι­διά.

Και τού­το φαί­νε­ται από την θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δο του Χρι­στού στα Ιερο­σό­λυ­μα. Ώστε να φθά­σει ο Κύριος να πει… που ξέρε­τε, ξέρε­τε, έκα­ναν παρα­τή­ρη­ση οι αιώ­νιοι αυτοί Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι στον Κύριο: «Δεν ακούς τι λένε τα παι­διά;», του είπαν του Χρι­στού. «Ναι», ο Κύριος απήν­τη­σε, «ακούω, ναι. Οδέπο­τε νέγνω­τε τι κ στό­μα­τος νηπί­ων κα θηλα­ζόν­των κατηρ­τί­σω ανον; Ἐὰν οτοι σιω­πή­σω­σιν, ο λίθοι κεκρά­ξον­ται». «Δεν δια­βά­σα­τε στη Γρα­φή ότι από τέτοια παι­διά –και μάλι­στα μιλά­ει για θηλά­ζον­τα παι­διά, ξέρε­τε, τα θηλά­ζον­τα, είναι μερι­κά πράγ­μα­τα τεχνι­κά, πρέ­πει να τα ξέρο­με, οι Εβραί­οι εθή­λα­ζαν τα παι­διά τους έως τριών ετών. Συνε­πώς ένα παι­δί τριών ετών έχει συνεί­δη­ση του εαυ­τού του. Αυτά λέγον­ται «θηλά­ζον­τα». Πάνω από τα τρία τους χρό­νια είναι απλώς «παι­δία», παι­διά. Να σας πω και μια λεπτο­μέ­ρεια. Ξέρε­τε, όταν η μητέ­ρα, θα το ξέρε­τε, όταν η μητέ­ρα θηλά­ζει, δεν συλ­λαμ­βά­νει νέο παι­δί. Λένε μερι­κοί: «Καλά, πόσα παι­διά μία γυναί­κα μπο­ρεί να κάνει, εάν υπο­τε­θεί ότι η σύλ­λη­ψις εμπο­δί­ζε­ται;». Μα δεν υπάρ­χει θέμα. Δεν συλ­λαμ­βά­νει η μητέ­ρα. Για­τί θηλά­ζει ακό­μα το παι­δί της. Αν κάποιος δεν το ήξε­ρε, ας το μάθει λοι­πόν. Α, εν τω μετα­ξύ, λέει εδώ: «Δεν το δια­βά­σα­τε αυτό στην Αγία Γρα­φή; Και λέτε να σιω­πή­σουν τα παι­διά; Που εις Εμέ­να λέγουν ‘’Ωσαν­νά ο ερχό­με­νος’’ κ.τ.λ. Εάν αυτά σιω­πή­σουν, οι πέτρες θα κρά­ξουν, οι λίθοι, -λέει- κεκρά­ξον­ται».

Ο νηπιά­σας Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός είναι, λοι­πόν, ο αλη­θι­νός Σωτήρ των παι­διών. Κι Εκεί­νος που τα αγά­πη­σε όσο κανέ­νας νομο­θέ­της ή σοφός ή παι­δα­γω­γός ή κοι­νω­νιο­λό­γος επά­νω εις την Γη. Βγά­ζουν τόσες και τόσες θεω­ρί­ες στρα­βές. Είναι υπερ­βο­λι­κό αυτό που λέμε; Ο αιώ­νας μας εκλή­θη «αιών του παι­διού». Το ξέρε­τε. Θυμό­σα­στε πριν από μερι­κά χρό­νια μια δια­φή­μι­ση που έβγαι­νε κάποιο μικρό παι­δά­κι, πολύ μικρό, κρα­τού­σε και ένα μπα­στου­νά­κι, έξω από τα αυτο­κί­νη­τα ζωγρα­φί­ζα­νε της εται­ρεί­ας αυτής: Ο «Mister Baby». «Ο κύριος Μπέ­μπης». Ναι. Ότι δηλα­δή «τα παι­διά τα προ­σέ­χο­με, τι θέλει ένα παι­δί να μην κακο­τυ­χί­σει, να μην κακο­πά­θει, να του το δώσο­με». Και ονο­μά­στη­κε παρα­κα­λώ, «ο αιών του παι­διού». Δηλα­δή το παι­δί κάπου περί­που θεο­ποι­ή­θη­κε. Και ταυ­τό­χρο­να κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το! Πώς; Όπως στην αρχαία Ελλά­δα· που θεο­ποι­ή­θη­κε το ανθρώ­πι­νο σώμα και ταυ­τό­χρο­να κατα­δι­κά­στη­κε. Πώς; Όταν το σώμα θεω­ρή­θη­κε στην αρχαία Ελλά­δα φυλα­κή της ψυχής. Κι εδώ με τις εκτρώ­σεις! Από την μια ο «Mister Baby», ο «κύριος Μπέ­μπης», και από την άλλη γίνον­ται οι εκτρώ­σεις. Όσο σε καμία άλλη επο­χή οι εκτρώ­σεις επή­ραν διά­στα­ση όσο στην επο­χή μας. Έτσι από τη μια λέμε: «Όλα για το παι­δί», «αιών του παι­διού» και από την άλλη θεσπί­ζο­με νόμους για την έκτρω­ση, όπως σας είπα, και αφή­νο­με στην κατα­δί­κη της πεί­νας, ναι, ναι, και του θανά­του, εκα­τομ­μύ­ρια παι­διά για­τί η οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή δεν επι­τρέ­πει κάτι δια­φο­ρε­τι­κό παγ­κο­σμί­ως τώρα…

Και αυτά ως προς την ζωή και την σωμα­τι­κή ανά­πτυ­ξη βέβαια των παι­διών. Όσο, όμως, για την πνευ­μα­τι­κή τους ανά­πτυ­ξη, τα πράγ­μα­τα είναι κυριο­λε­κτι­κώς τρα­γι­κά. Το μεγά­λο θύμα του αιώ­νος είναι η νεό­τη­τα. Ναι· που επει­δή ακρι­βώς εμπο­δί­στη­κε να πλη­σιά­σει τον Χρι­στόν, κατήν­τη­σε αλη­θι­νά δαι­μο­νι­σμέ­νη! Η σαρ­κο­λα­τρία που της προ­σφέ­ρα­με, την οδή­γη­σε στην απο­χαύ­νω­ση, στην ασυ­δο­σία, στα ναρ­κω­τι­κά, στην αναρ­χία, στον πλή­ρη απο­προ­σα­να­το­λι­σμό της ζωής, στην αθε­ΐα, στον σωμα­τι­κό και στον πνευ­μα­τι­κό θάνα­το. Πέστε μου, αν ένα αγό­ρι κι ένα κορί­τσι που φεύ­γουν 10 και 11 το βρά­δυ… ‑ο παπ­πούς μου έλε­γε από την μάνα μου ο παπ­πούς μου: «Όποιος περ­πα­τά­ει έξω την νύχτα… κάτι θα πατά­ει. Ή κακά -έλε­γε- ή λάσπες». Δηλα­δή νωρίς στο σπί­τι σου. Όταν βγαί­νει, λοι­πόν, ένα παι­δί στις 10 και στις 11 ‑εφη­βι­κής ηλι­κί­ας, αγό­ρια-κορί­τσια‑, για να γυρί­σουν στις 3, 4, 5 και στις 6 το πρωί… πέστε μου εάν αυτό δεν είναι δαι­μό­νιο ή όχι. Πού πας, κορί­τσι μου; Πού πας, αγό­ρι μου; Πού πηγαί­νεις; Να δια­σκε­δά­σεις; Τέτοια ώρα; Και τέτοια δια­σκέ­δα­ση; Έχου­με, λοι­πόν, τα αντί­ποι­να. Εμπο­δί­σα­τε γονείς, τα παι­διά σας να πάνε στην Εκκλη­σία, να πάνε κον­τά στον Χρι­στό; Θα το κάνεις το παι­δί σου έτσι. Θα σου ‘ρχε­ται τις πρωι­νές ώρες. Διά­λε­ξε και πάρε.

Ποιος, λοι­πόν, μπο­ρεί να καυ­χη­θεί ότι αγα­πά την νεό­τη­τα και το παι­δί, έξω από τον Ιησούν Χρι­στόν; Πρέ­πει, αγα­πη­τοί μου, να αντι­λη­φθού­με ότι όταν φέρο­με παι­διά στον κόσμο, αυτά πρέ­πει να γίνουν πολί­τες της Βασι­λεί­ας του Θεού. Και όχι «κατά­ρας τέκνα», όπως λέει ο Από­στο­λος Πέτρος στη δεύ­τε­ρή του επι­στο­λή.

Ο τρό­πος που ζού­με και παρα­δειγ­μα­τί­ζο­με τα παι­διά μας, τα καθι­στά, όπως σας είπα και προ­η­γου­μέ­νως, «διπλό­τε­ρα γεέν­νης». Απ’ ό,τι δηλα­δή είναι οι γονείς. Οι γονείς πρώ­τι­στα πρέ­πει να δίδουν διαρ­κώς το καλό παρά­δειγ­μα, αφού οι ίδιοι, πριν δημιουρ­γή­σουν οικο­γέ­νεια, συνε­κρό­τη­σαν τον εαυ­τό τους σε πνευ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Αυτή είναι η ωρι­μό­τη­τα ενός υπο­ψη­φί­ου πατέ­ρα και μιας υπο­ψη­φί­ας μητέ­ρας. Πρέ­πει να έχο­με, μίαν, θα λέγα­με, συγ­κρό­τη­ση πνευ­μα­τι­κή.

Η αγω­γή του παι­διού- ακού­στε, θα σας φανεί παρά­ξε­νο- αρχί­ζει τρεις γενε­ές, όχι τρία χρό­νια, τρεις γενε­ές πριν έλθει στον κόσμο!!! Έτσι είπε ένας κάπο­τε ψυχο­λό­γος. Το παι­δί πρέ­πει να φτια­χτεί τρεις γενε­ές πριν γεν­νη­θεί. Δηλα­δή; Δηλα­δή το θέμα της κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τος. Ποιος υπήρ­ξε ο γονιός σου; Ο παπ­πούς σου; Ο προ­πάπ­πους σου; Ποιοι υπήρ­ξαν αυτοί; Προ­ε­τοί­μα­σαν; Άνοι­ξαν τον δρό­μο για να γίνει σωστός άνθρω­πος; Σωστά λοι­πόν, ότι αρχί­ζει η αγω­γή τρεις γενε­ές πριν το παι­δί γεν­νη­θεί.

Όταν έρθει στον κόσμο, το παι­δί πρέ­πει να ιδεί τους γονείς του, να τους αντι­λη­φθεί στή­λες του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος! Γλυ­πτά της θεί­ας χάρι­τος. Για να μπο­ρέ­σουν να αντι­σταθ­μί­σουν την φοβε­ρή και αντί­χρι­στη επο­χή μας. Οι γονείς θα οδη­γούν τα παι­διά τους στην χρι­στια­νι­κή κατάρ­τι­ση και νου και καρ­δί­ας, με την κατή­χη­ση, την τιμιό­τη­τα, την ελεη­μο­σύ­νη, την αυτο­θυ­σία, την κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά, με την προ­σευ­χή. Να δει το παι­δί τους γονείς του να προ­σεύ­χον­ται. Να υπάρ­χει εντι­μό­της. Όχι εκεί­νο που λένε, το στοι­χειώ­δες που ξεκι­νού­με «Πες στο τηλέ­φω­νο ‑πάει το παι­δί να πει- ‘’Δεν είναι ο μπα­μπάς μου εδώ’’». Ψέμα­τα. Και μαθαί­νεις το παι­δί σου ψέμα­τα να λέει. Θα σου πει κι εσέ­να ψέμα­τα, εάν το μαθαί­νεις το παι­δί σου ψέμα­τα να λέει. Αλλά και τόσα άλλα, προ­παν­τός θέμα­τα εντι­μό­τη­τος. Όταν αντι­λαμ­βά­νε­ται το παι­δί ότι ο πατέ­ρας του δεν είναι έντι­μος άνθρω­πος. Χρω­στά­ει, δεν πλη­ρώ­νει τα χρέη του, μετέρ­χε­ται μεθό­δους παγα­πον­τιάς κ.λπ. Το παι­δί τα βλέ­πει αυτά. Ποιος σας είπε ότι το παι­δί δεν τα βλέ­πει αυτά και δεν κατα­λα­βαί­νει; Θα τα επα­να­λά­βει στη ζωή του. Απλού­στα­τα.

Οι γονείς θα προ­σέ­χουν τον σκαν­δα­λι­σμό των παι­διών των, όπως και τον σκαν­δα­λι­σμό του περι­βάλ­λον­τος. Όσο τού­το βέβαια είναι δυνα­τόν εις αυτούς. Ο σκαν­δα­λι­σμός ανα­φέ­ρε­ται στην πίστη, στην ηθι­κή και εις την ψυχο­λο­γία. Και στα τρία αυτά. Θα αγα­πούν οι γονείς τα παι­διά τους, αλλά την αγά­πη τη σωστή που οδη­γεί στη σωτη­ρία και όχι την αγά­πη τη συναι­σθη­μα­τι­κή, που καθι­στά το παι­δί εγωι­στι­κό, μαμό­θρευ­το, απρο­σάρ­μο­στο κοι­νω­νι­κά, θα πάμε να το φιλή­σου­με στο κρε­βα­τά­κι του, θα ζητά­με συγνώ­μη αν κάπου το λυπή­σου­με. Ακού­στε. Το έχω ακού­σει πολ­λές φορές. Να πάει ο μπα­μπάς να πει: «Συγνώ­μη παι­δά­κι μου που σε έδει­ρα». Ζητάς συγνώ­μη για­τί το έδει­ρες το παι­δί σου; Έκρι­νες να το δεί­ρεις. Και πας και τώρα λες: «Συγνώ­μη, παι­δά­κι μου, που σε έδει­ρα»; Αυτός τι θα γίνει; Εγωι­στής δεν θα γίνει;

Οι γονείς θα εμπνέ­ουν συνε­χώς τον φόβο και την αγά­πη του Θεού. Έτσι το παι­δί θα ανα­πτύσ­σε­ται αρμο­νι­κά, σωστά, σε μία αλη­θι­νή προ­σω­πι­κό­τη­τα, με βαθιά πίστη και βαθιά αγά­πη, χωρίς συμ­πλέγ­μα­τα κατω­τε­ρό­τη­τος, αλη­θι­νά ελεύ­θε­ρο και δημιουρ­γι­κό.

Αγα­πη­τοί, το παι­δί είναι ένας κόσμος απέ­ραν­τος. Σαν το αχα­νές σύμ­παν. Και εύπλα­στο σαν το κερί. Το παι­δί είναι ο μελ­λον­τι­κός πολί­της της Βασι­λεί­ας του Θεού. Γι’αυ­τό, αν είστε γονείς, ο Θεός σας ενε­πι­στεύ­θη τις αθά­να­τες ψυχές των να τις δια­πλάσ­σε­τε χρι­στια­νι­κά. Αν είστε εκπαι­δευ­τι­κοί, έχε­τε την ίδια βαριά ευθύ­νη. Για να μην μπω, πρέ­πει πολ­λές φορές ο καθη­γη­τής και ο δάσκα­λος να διορ­θώ­σου­νε κατα­στά­σεις, το παι­δί, τον μαθη­τή, που βρή­καν άσχη­μες από το σπί­τι του. Αν είστε οτι­δή­πο­τε και σας περι­βάλ­λουν παι­διά, σεβα­στεί­τε την προ­σω­πι­κό­τη­τά του. Αγα­πή­σα­τέ τα. Δώσα­τέ τους το καλό παρά­δειγ­μα. Έτσι τα παι­διά μας θα έχουν γίνει τέκνα υπα­κο­ής. Και όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος «τέκνα φωτός», «τέκνα ες περι­ποί­η­σιν» «τέκνα ες υοθε­σί­αν π το Θεο». Μόνον έτσι ο κόσμος θα γίνει καλύ­τε­ρος, εάν ζητά­τε έναν κόσμο καλύ­τε­ρο. Μόνον έτσι ο κόσμος θα σωθεί. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_887.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ)

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 17, 14–23]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–8‑1999]

(Β403)

Ο Κύριός μας Ιησούς Χρι­στός, αγα­πη­τοί μου, με τους τρεις μαθη­τάς του, Πέτρον, Ιάκω­βον και Ιωάν­νην, είχαν κατέλ­θει από το όρος της Μετα­μορ­φώ­σε­ως, το Θαβώρ. Έζη­σαν εκεί οι τρεις μαθη­ταί αλη­θι­νά βιώ­μα­τα της Βασι­λεί­ας του Θεού. Για­τί ο χρό­νος αυτός της Μετα­μορ­φώ­σε­ως του Σωτή­ρος ήτο μία παρέν­θε­σις, μία χρο­νι­κή παρέν­θε­σις της Βασι­λεί­ας του Θεού. Ένα κομ­μά­τι της Βασι­λεί­ας του Θεού.

Κάτω όμως εις την πεδιά­δα τα πράγ­μα­τα ήσαν δια­φο­ρε­τι­κά. Τους περί­με­νε η γνω­στή αθλιό­της των ανθρώ­πων. Ένας ταλαί­πω­ρος πατέ­ρας, γονυ­πε­τών­τας μπρο­στά στον Κύριο, ζητά το έλε­ός Του για το παι­δί του, που εσε­λη­νιά­ζε­το. Και ότι το δαι­μό­νιο το έσπρω­χνε στην αυτο­κα­τα­στρο­φή. Άλλο­τε στο νερό για να πνι­γεί και άλλο­τε στη φωτιά για να καεί. Και προ­σθέ­τει ο πατέ­ρας: «Προσνεγ­κα ατν τος μαθη­τας σου, κα οκ δυνθησαν ατν θερα­πεσαι». Και τότε ο Κύριος είπε: « γενε πιστος κα διε­στραμμνη! ως πτε σομαι μεθ᾿ μν; ως πτε νξομαι μν;». «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;». Και βέβαια εθε­ρά­πευ­σε το δαι­μο­νι­σμέ­νο, αυτό, παι­δί.

Θα πρέ­πει όμως να μεί­νο­με σ’ αυτούς Του τους λόγους, του Κυρί­ου λόγους. Απε­κά­λε­σε την γενεά εκεί­νη «πιστη καί διε­στραμ­μέ­νη». Και προ­σέ­θε­σε: «ως πτε», λέγει, «σομαι μεθ᾿ μν;(:έως πότε θα είμαι μαζί σας;).ως πτε νξομαι μν;(:Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;)».

Πρό­κει­ται για την ανο­χή του Χρι­στού. Γι’ αυτήν θα μιλή­σο­με. Τι είναι η ανο­χή; Είναι το «νέχε­σθαι» (απα­ρέμ­φα­τον). Το «πομέ­νειν». Είναι η επιεί­κεια. Είναι η μακρο­θυ­μία. Η ανα­βο­λή, δηλα­δή, μιας κυρώ­σε­ως, μιας τιμω­ρί­ας. Αυτό είναι η μακρο­θυ­μία. Αυτό είναι η ανο­χή. Είναι μία ενέρ­γεια του Θεού, άκτι­στος. Και είναι φυσι­κά αρε­τή. Την ιδί­αν αρε­τή καλεί­ται και ο άνθρω­πος προς τον άλλον άνθρω­πον να επι­δεί­ξει. Δηλα­δή να είναι ανε­κτι­κός, να έχει ανο­χή. Να ανέ­χε­ται.

Αλλά θα μεί­νο­με μόνο στην ανο­χή του Χρι­στού. Δεν θα μιλή­σο­με δια την μετα­ξύ μας ανο­χήν. Μόνο δια την ανο­χήν του Χρι­στού, που με σαφή­νεια είπε: «ως πτε νξομαι μν;».

Σαν άκτι­στος ενέρ­γεια του Θεού, αγα­πη­τοί μου, είναι άπει­ρος, χωρίς όρια. Δεν έχει όρια. Όπως και κάθε άκτι­στος ενέρ­γεια του Θεού δεν έχει όρια. Όπως οι άλλες ενέρ­γειες του Θεού, η αγά­πη, η δικαιο­σύ­νη του Θεού, είναι όλες άκτι­στες ενέρ­γειες του Θεού και είναι απε­ριό­ρι­στες, είναι άπει­ρες. Όμως, επει­δή αυτές οι άκτι­στες ενέρ­γειες κινούν­ται μέσα στον χρό­νον, γι’αυ­τό βρί­σκον­ται κάτω από έναν περιο­ρι­σμόν· χρο­νι­κόν περιο­ρι­σμόν. Ένε­κα του ότι κινούν­ται οι άπει­ρες, άκτι­στες το ξανα­λέ­γω, ενέρ­γειες του Θεού μέσα στον χρό­νο, γι’αυ­τό κινούν­ται, βεβαί­ως, περιο­ρι­σμέ­να.

Για παρά­δειγ­μα, ο Θεός από αγά­πη στέλ­νει τον Υιό Του για να σώσει τον κόσμο. Αν όμως η αγά­πη του Θεού περι­φρο­νη­θεί, όπως περι­φρο­νή­θη­κε, οι άνθρω­ποι εσταύ­ρω­σαν τον Υιόν, τον Εναν­θρω­πή­σαν­τα, του Θεού, τότε έρχε­ται η δικαιο­σύ­νη του Θεού. Χωρίς να παύ­σει να υπάρ­χει η αγά­πη του Θεού, επει­δή κινεί­ται μέσα στον χρό­νο, παρα­με­ρί­ζε­ται, για να εκδη­λω­θεί στη συνέ­χεια η άλλη άκτι­στος ενέρ­γεια του Θεού: η δικαιο­σύ­νη του Θεού. Έτσι, παρα­μέ­νουν μεν άπει­ρες, κινού­με­νες όμως οι άκτι­στες ενέρ­γειες - θέλω να το κατα­λά­βο­με, γι΄αυτό το επα­να­λαμ­βά­νω, να με συγ­χω­ρεί­τε- μέσα στον χρό­νο, γι’ αυτόν τον λόγο έχο­με περιό­δους της αγά­πης του Θεού και περιό­δους της δικαιο­σύ­νης του Θεού.

Έτσι κατα­νο­εί­ται και η έκφρα­σις του Κυρί­ου που είπε: «ως πτε νξομαι μν;». Αυτό το «ως πτε;» είναι χρο­νι­κόν. Και συνε­πώς η φρά­σις αυτο­μά­τως που είπε ο Κύριος περιο­ρί­ζει τον χρό­νον. «Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι».

Αν κοι­τά­ξο­με την Ιστο­ρία, αυτό εύκο­λα θα το κατα­νο­ή­σο­με. Ο Θεός ανέ­χε­ται, βέβαια, την πτώ­σιν των πρω­το­πλά­στων, με σκο­πό να διορ­θω­θεί το κακό με την Εναν­θρώ­πη­ση του Υιού του Θεού, που ήταν εις τον νουν του Θεού. Ήταν στον σκο­πό Του, δηλα­δή, η Εναν­θρώ­πη­σις.

Ανέ­χε­ται ακό­μη και την αδελ­φο­κτο­νία του Άβελ· που σκό­τω­σε ο Κάιν τον Άβελ. Μπο­ρού­σε να έλθει πιο μπρο­στά και να εμπο­δί­σει τον Κάιν. Ανέ­χε­ται. Όταν επι­τε­λεί­ται ο φόνος, μετά λέγει ο Θεός εις τον Κάιν: «Κάιν, πού είναι ο αδελ­φός σου, ο Άβελ;».

Ανέ­χε­ται την κακία των πρώ­των ανθρώ­πων. Των απο­γό­νων, δηλα­δή, του Αδάμ και της Εύας, αλλά η ανο­χή Του περιο­ρί­ζε­ται στα 120 χρό­νια, για να δώσει ευκαι­ρία μετα­νοί­ας. Τι είπε ο Θεός; «Θα πνι­γούν όλοι οι άνθρω­ποι με Κατα­κλυ­σμό. Δεν θα μεί­νει κανέ­νας. Πλην του Νώε και της οικο­γε­νεί­ας του». Γι’αυ­τό λέγει στον Νώε: «Πιά­σε να κατα­σκευά­σεις μίαν Κιβω­τόν». Ερω­τούν οι συν­το­πί­ται του: «Νώε, τι φτιά­χνεις;». Λέει: «Μία Κιβω­τό». «Ο σκο­πός;». «Διό­τι ο Θεός θα επι­φέ­ρει Κατα­κλυ­σμόν- δηλα­δή θα τελειώ­σει η ανο­χή του Θεού- και θα πνι­γούν οι άνθρω­ποι. Θα’ ρθει η δικαιο­σύ­νη του Θεού». Και τον περι­γε­λού­σαν τον Νώε. Εκα­τόν είκο­σι χρό­νια χρειά­στη­κε για να κατα­σκευα­στεί αυτή η Κιβω­τός. Ήταν πολύ μεγά­λου μήκους. Σαν ένα μικρό καρά­βι ήταν. Τι μικρό; Σαν ένα υπε­ρω­κε­ά­νιο ήταν. Με πολ­λά πατώ­μα­τα. Σκε­φθεί­τε, την επο­χή εκεί­νη, χωρίς εργα­λεία κ.τ.λ. πώς θα μπο­ρού­σε να φτια­χτεί αυτή η Κιβω­τός. Με πολ­λά δια­με­ρί­σμα­τα για τα ζώα κ.λπ. κ.λπ. Για­τί κρά­τη­σε 120 χρό­νια; Όχι από τεχνι­κή αδυ­να­μία. Αλλά με την ευκαι­ρία της τεχνι­κής αδυ­να­μί­ας, να περά­σει ο και­ρός και να μετα­νο­ή­σουν οι άνθρω­ποι. Δηλα­δή εκα­τόν είκο­σι χρό­νια! Κι όμως οι άνθρω­ποι δεν μετα­νο­ούν. Και όχι μόνο δεν μετα­νο­ούν, αλλά και χλευά­ζουν. Οπό­τε έρχε­ται η δικαιο­σύ­νη του Θεού με τον καθο­λι­κόν, εκεί­νον, Κατα­κλυ­σμό.

Μετά τον Κατα­κλυ­σμό έχο­με μια σει­ρά γεγο­νό­των, που ο Θεός δεί­χνει την ανο­χή Του. Φθά­νο­με, όμως, σε ένα πάν­το­τε όριον, αυτό θέλω να σας μεί­νει άμα φύγε­τε, σε ένα όριον ανο­χής. Είναι η συμ­πε­ρι­φο­ρά της Πεν­τα­πό­λε­ως των Σοδό­μων· οι οποί­οι αμάρ­τα­ναν σε απί­θα­νον βαθ­μόν. Και αυτό το απί­θα­νον, δεί­χνει με μία εικό­να, ότι κατε­βαί­νει ο Θεός να δει… «Για­τί», λέει, «ανέ­βη­κε ‘’φάσις’’, είδη­σις στον ουρα­νό, ότι αυτοί οι άνθρω­ποι είναι σοδο­μί­ται, δηλα­δή ομο­φυ­λό­φι­λοι. Από μικρού έως μεγά­λου. Μπα!» Σαν να μην πιστεύ­ει ο Θεός στα αυτιά Του. Και λέει ο Ίδιος- εικό­να είναι, ο Θεός είναι παν­τα­χού παρών και τα ξέρει όλα, και πριν γίνουν τα ξέρει ο Θεός όλα, αλλά είναι μία εικό­να της εκπλή­ξε­ως τρό­πον τινά του Θεού-: «Περί­ερ­γο… Αυτά κάνουν; Θα κατέ­βω, λοι­πόν, να ιδώ, έτσι είναι;» Λέει εκεί στον Αβρα­άμ ο Θεός, που Τον φιλο­ξε­νεί ο Αβρα­άμ τον Θεόν, υπό την μορ­φή τριών ανδρών. Δηλα­δή απί­στευ­τα πράγ­μα­τα· που δεί­χνει το μέγε­θος της δια­φθο­ράς. Και έρχε­ται, έρχε­ται αυτή η επι­τό­πια βεβαί­ω­σις, που είναι έκφρα­σις της εξαν­τλή­σε­ως του ορί­ου της ανο­χής, σαν μεση­μέ­ρι σήμε­ρα, ο Θεός φιλο­ξε­νεί­ται από τον Αβρα­άμ, κατε­βαί­νει κάτω στην Πεν­τά­πο­λη, οι δύο άνδρες εκ των τριών, συναν­τούν τον Λωτ, και την άλλη μέρα το πρωί φθά­νει η κατα­στρο­φή. Δεν έμει­νε ούτε ένας! Οι πόλεις, πλην μιας, να μην σας λέω πολ­λή ιστο­ρία, κατε­κά­η­σαν με πυρ και θεί­ον. Σύμ­βο­λον και εικό­να της αιω­νί­ου κολά­σε­ως.

Λέγουν πολ­λοί: «Καλά η κόλα­σις είναι πυρ και θεί­ον;». Αγα­πη­τοί μου, θα ανα­στη­θούν οι νεκροί; Θα ανα­στη­θούν τα σώμα­τά τους; Ε, λοι­πόν, θα είναι πυρ και θεί­ον. Ω, μακά­ρι να ήταν πυρ και θεί­ον… Διό­τι η φωτιά αυτή που βγά­ζει θειά­φι, όταν καί­ε­ται το θειά­φι, είναι πολύ μικρο­τέ­ρας εντά­σε­ως από την φωτιά που λέγε­ται «άκτι­στον πυρ»· που απορ­ρέ­ει από την ουσία του Θεού. Αυτή, λοι­πόν, η φωτιά, δεν είναι υλι­κή φωτιά, της κολά­σε­ως, αλλά είναι το άκτι­στον πυρ που απορ­ρέ­ει μεν από τον Θεό, φθά­νει στην κόλα­ση ως πυρ αφεγ­γές, ενώ αντί­θε­τα φθά­νει εις την Βασι­λεί­αν του Θεού ως φως χωρίς καυ­στι­κό­τη­τα. Και είναι αυτό το φως της Βασι­λεί­ας του Θεού. Αυτό που είδαν οι μαθη­ταί, ένα κομ­μα­τά­κι για μια στιγ­μή, την ημέ­ρα της Μετα­μορ­φώ­σε­ως.

Θα μπο­ρού­σε, λοι­πόν, να πει ο Θεός, ο Άγιος Τρια­δι­κός Θεός: «ως πτε νξομαι μν;». «Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;». Και ήλθε αυτή, όπως σας είπα, η φοβε­ρή κατα­στρο­φή, που απο­τε­λεί, θα το ξανα­πώ άλλη μια φορά, ιστο­ρι­κό τύπο, ιστο­ρι­κό τύπο της αιω­νί­ου κολά­σε­ως. Όπως και οι δέκα πλη­γές του Φαραώ θα στα­θούν ιστο­ρι­κός τύπος των εσχά­των επί των ημε­ρών του Αντι­χρί­στου. Ο Θεός βλέ­πε­τε, βάζει αυτούς τους ιστο­ρι­κούς τύπους, για να πεί­σει τους ανθρώ­πους. Όπως ο χορ­τα­σμός των Εβραί­ων, όχι των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, στην έρη­μο 40 χρό­νια, είναι, είναι ιστο­ρι­κός τύπος το πώς τα 3 ½ χρό­νια του Αντι­χρί­στου θα τρέ­φον­ται οι πιστοί εις την ερη­μιά. Ο Θεός παν­τού κατο­χυ­ρώ­νει τις αλή­θειές Του.

Κι ερχό­με­θα σε παρα­δείγ­μα­τα εις τους χρό­νους της Και­νής Δια­θή­κης. Είναι γνω­στό ότι η Καπερ­να­ούμ ήταν μία πολύ υπε­ρή­φα­νη πόλη. Στην υπε­ρη­φά­νειά της… πλού­σια ήταν, είχε συνα­γω­γήν, ήταν εκεί έδρα του Ρωμαί­ου Διοι­κη­τού, στην υπε­ρη­φά­νειά της, λοι­πόν, δεν επρό­σε­ξε την παρου­σία του Χρι­στού· που την πόλη αυτή την είχε ο Χρι­στός σαν ένα ορμη­τή­ριο του ευαγ­γε­λι­σμού των γύρω περιο­χών. Έδει­χναν μια αδια­φο­ρία εις τον Χρι­στόν οι Καπερ­να­ΐ­ται. Μια αδια­φο­ρία από μια απι­στία προς τον Χρι­στόν, από μια υπο­τί­μη­ση που έτρε­φαν προς τον Χρι­στόν. Γι’αυ­τό ο Κύριος είπε τα εξής- μας τα σημειώ­νει ο Ματ­θαί­ος στο 11ον κεφά­λαιον-: «Κα σὺ», λέγει, «Καπερ­να­ούμ, ως το ορανο ψωθεσα, ως δου κατα­βι­βα­σθή­ση(:μέχρι τον Άδη θα κατέ­βεις)· τι ε ν Σοδό­μοις γενή­θη­σαν α δυνά­μεις α γενό­με­ναι ν σοί, μει­ναν ν μέχρι τς σήμε­ρον(:διό­τι αν –λέγει- έγι­ναν τα θαύ­μα­τα εις τα Σόδο­μα τότε -εννο­εί τα θαύ­μα­τα που έγι­ναν στην Καπερ­να­ούμ, αν είχαν γίνει στα Σόδο­μα-, δεν θα είχαν κατα­στρα­φεί και θα παρέ­με­ναν μέχρι σήμε­ρα ως πόλεις.-Πόλεις, πολ­λές πόλεις, σας είπα, πέν­τε πόλεις). Πλν λέγω μν», λέγει ο Χρι­στός, «τι γ Σοδό­μων νεκτό­τε­ρον σται ν μέρ κρί­σε­ως σοί (:Σας βεβαιώ­νω, ότι όταν θα έρθει η ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, τα Σόδο­μα θα είναι ανε­κτό­τε­ρα από την παρου­σία της Καπερ­να­ούμ)». Δηλα­δή το να είσαι ομο­φυ­λό­φι­λος είναι φοβε­ρή αμαρ­τία· το να αδια­φο­ρείς έναν­τι του Θεού, είναι πιο μεγά­λη αμαρ­τία.

Κι έρχε­ται κατό­πιν η πόλις της Ιερου­σα­λήμ, που στά­θη­κε προ­φη­το­κτό­νος και Χρι­στο­κτό­νος. Έκλαυ­σεν ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, όταν είδε από το όρος των Ελαιών την Ιερου­σα­λήμ, την πόλη και είπε: «τι ε γνως κα σύ (:αν εγνώ­ρι­ζες κι εσύ), καί γε ν τ μέρ σου ταύτ, τ πρς ερήνην σου! Νν δ κρύ­βη π φθαλμν σου·τι ξου­σιν μέραι π σ κα περι­βα­λοσιν ο χθροί σου χάρα­κά σοι (:θα ΄ρθουν μέρες για σένα.. θα κάνουν όρυγ­μα γύρω από την πόλη- ήτα­νε τει­χι­σμέ­νη πόλις) κα περι­κυ­κλώ­σου­σί σε κα συνέ­ξου­σί σε πάν­το­θεν - Κλοιός φοβε­ρός. Ξέρε­τε ποιος μήνας ήταν; Που έπε­σε η Ιερου­σα­λήμ; Ήταν ο Αύγου­στος. Σας το λέγω έτσι, ν παρόδ - κα δαφιοσί σε κα τ τέκνα σου ν σοί, κα οκ φήσου­σιν ν σο λίθον π λίθ, νθ᾿ ν οκ γνως τν καιρν τς πισκοπς σου». «Δεν κατά­λα­βες τον και­ρόν της ‘’επισκοπή’’ς σου» θα πει της επι­σκέ­ψε­ως που σου έκα­νε ο Θεός. «Εγώ είμαι ο Θεός σου ο Εναν­θρω­πή­σας. Δεν το πήρες είδη­ση. Δεν το αντε­λή­φθης. Άκου­σες την διδα­σκα­λία μου. Είδες τα θαύ­μα­τά μου. Περιε­φρό­νη­σες, Ιερου­σα­λήμ».

Και ο χρό­νος αυτής της ανο­χής, ξέρε­τε πόσο ήταν; Περί­που τρεις δεκα­ε­τί­ες. Ο χρό­νος της ανο­χής του Χρι­στού. Να μετα­νο­ή­σει η πόλις. «Όχι». Να πιστέ­ψει η πόλις. «Όχι». Είδε την Ανά­στα­σιν. Άκου­σε, είδε και την Πεν­τη­κο­στή. «Όχι». Δεν μετα­νο­εί η πόλις. Το 70 μ.Χ. ήλθε η φοβε­ρά κατα­στρο­φή της πόλε­ως. Έως εκεί ήταν τα όρια τα χρο­νι­κά της ανο­χής του Χρι­στού.

Στο βιβλί­ον της «Απο­κα­λύ­ψε­ως» ειδο­ποιεί ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, τις επτά Εκκλη­σί­ες της ανθυ­πα­τι­κής Ασί­ας, δηλα­δή της Μικράς Ασί­ας, όπως την γνω­ρί­ζο­με. Ότι αν δεν μετα­νο­ή­σουν οι επτά ιστο­ρι­κές Εκκλη­σί­ες, Σμύρ­νης, Φιλα­δελ­φεί­ας κ.τ.λ. κ.τ.λ., αν δεν μετα­νο­ή­σουν, της Εφέ­σου, που ήταν η πρω­τεύ­ου­σα της ανθυ­πα­τι­κής Ασί­ας, τότε ο Χρι­στός θα μετα­κι­νή­σει την λυχνία τους. Τι θα πει «θα μετα­κι­νή­σει τη λυχνία τους»; Δηλα­δή θα παύ­σει να υπάρ­χει η τοπι­κή τους Εκκλη­σία. Εάν δεν μετα­νο­ή­σουν. Εδώ έχο­με κάτι το κατα­πλη­κτι­κό· που εγγί­ζει και την δική μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η Μικρά Ασία ήταν ελλη­νι­κή δε. Το γνω­ρί­ζε­τε. Πέρα­σαν 20 αιώ­νες από τότε που ο Χρι­στός εξήγ­γει­λε, ότι αν δεν μετα­νο­ή­σουν οι πόλεις αυτές, οι Εκκλη­σί­ες αυτές, θα μετα­κι­νη­θεί η λυχνία των. Δηλα­δή θα χαθούν. Ιστο­ρι­κά θα σβή­σουν. Είκο­σι αιώ­νες! Και ήρθε το 1922… Ναι. Ήρθε το 1922 και αυτές οι ιστο­ρι­κές, τοπι­κές Εκκλη­σί­ες της Μικράς Ασί­ας ξερι­ζώ­θη­καν. Δεν υπάρ­χουν πια. Μετά το 1922, δεν υπάρ­χουν πια. Να το στε­ρε­ώ­σου­με καλά στο μυα­λό μας. Στον αιώ­να μας έγι­νε αυτό. Η ανο­χή του Χρι­στού κρά­τη­σε 2000 χρό­νια! Εκεί στα­μά­τη­σε.

Eίναι αλη­θές ότι η εμφά­νι­σις του Αντι­χρί­στου, θα είναι ο καρ­πός και η συνι­στα­μέ­νη της απο­στα­σί­ας, της γενι­κής απο­στα­σί­ας. Και ακό­μη πρέ­πει να πού­με ότι ο δυτι­κός χρι­στια­νι­κός κόσμος, δηλα­δή η Ευρώ­πη και η Αμε­ρι­κή… βέβαια λέμε ότι είναι ο δυτι­κός κόσμος χρι­στια­νι­κός· αλλά ήδη ο δυτι­κός Χρι­στια­νι­σμός ζει την απο­στα­σία του. Ο νεο­α­ρεια­νι­σμός…- η Ευρώ­πη και η Αμε­ρι­κή δεν πιστεύ­ει στη θεό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού. Ο Νεο­α­ρεια­νι­σμός έχει φθά­σει σε ακρό­τα­τα σημεία. Πολ­λοί Χρι­στια­νοί στρέ­φον­ται, εκ της Δύσε­ως Χρι­στια­νοί, στρέ­φον­ται, θα σας κατα­πλή­ξει, εις τον Μωα­με­θα­νι­σμόν! Αν στή­νον­ται στις πρω­τεύ­ου­σες της Ευρώ­πης, στή­νον­ται μινα­ρέ­δες και τζα­μιά, δεν είναι μόνον για τις ανάγ­κες των Αρά­βων και των Μου­σουλ­μά­νων. Αλλά δυστυ­χώς πολ­λοί Χρι­στια­νοί προ­σχω­ρούν εις τον Μωα­με­θα­νι­σμόν. Είναι περί­ερ­γο πράγ­μα. Αλλά και στις ποι­κί­λες θρη­σκεί­ες της Ανα­το­λής· οι οποί­ες φυτρώ­νουν σαν τα μανι­τά­ρια. Κι εδώ στην Ελλά­δα έχο­με. Που η καθε­μιά απ’ αυτές τις θρη­σκεί­ες διεκ­δι­κεί μια μεσ­σια­νι­κό­τη­τα. «Εγώ», λέει, «είμαι εκεί­νη που θα φέρω ό,τι θα φέρω εις τον κόσμον». Μια μεσ­σια­νι­κό­τη­τα. Και ο Κύριος Ιησούς ανέ­χε­ται. Αλλά έως πότε;

Στην πατρί­δα μας έχο­με πολ­λά­κις προ­κα­λέ­σει τον ουρα­νόν, με πρά­ξεις που δεν έχο­με χρό­νο αυτήν τη στιγ­μή να ανα­φέ­ρο­με. Ο Κύριος ανέ­χε­ται. Στον ορί­ζον­τα, όμως, δια­κρί­νον­ται φοβε­ρά απει­λη­τι­κά σύν­νε­φα και απει­λούν όχι μόνο την πατρί­δα μας αλλά πιθα­νώς την υφή­λιον ολό­κλη­ρον! Και μετά­νοια; Που­θε­νά. Προ­σέγ­γι­ση στον Χρι­στόν; Που­θε­νά. Η μετά­νοια θα παρέ­τει­νε τον χρό­νον της ανο­χής του Χρι­στού, όπως το είπε για τα Σόδο­μα, έναν­τι της κακό­τη­τος, της υπε­ρη­φα­νεί­ας των κατοί­κων της Καπερ­να­ούμ που σας είπα προ­η­γου­μέ­νως. Ζού­με όμως, κατά την βεβαί­ω­σιν του Κυρί­ου, ανέ­φε­ρε και την περί­πτω­ση του Κατα­κλυ­σμού και την περί­πτω­ση των Σοδό­μων, «έτσι», λέει « ’κάναν, πριν τον Κατα­κλυ­σμό, έτσι ‘κάναν πριν την κατα­στρο­φή των Σοδό­μων. Έτσι θα κάνουν», λέει ο Κύριος, «και πριν το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Θα αγο­ρά­ζουν, θα που­λά­νε, θα παν­τρεύ­ον­ται, aμέ­ρι­μνοι, στην απο­στα­σία τους, στην απι­στία τους και θα ‘ρθει», λέγει, «αιφ­νί­διος ο όλε­θρος». Είναι στα ευαγ­γέ­λια γραμ­μέ­να αυτά, αγα­πη­τοί μου. Άμα δια­βά­ζο­με την Αγία Γρα­φή, εκεί τα βρί­σκο­με.

Έτσι, λοι­πόν, οι άνθρω­ποι σήμε­ρα, βυθι­σμέ­νοι στον υλι­σμό μας και στις ηδο­νές μας, αυτά τα δυο που χαρα­κτη­ρί­ζουν την επο­χή μας, αδια­φο­ρού­με για όλα, για­τί ουσια­στι­κά δεν πιστεύ­ο­με.

Αγα­πη­τοί, ας αντι­λη­φθού­με ότι η ανο­χή του Χρι­στού έχει όρια. Και τα όρια αυτά έχουν φοβε­ρά μικρύ­νει, στε­νέ­ψει. Ετοι­μα­ζό­μα­στε να γιορ­τά­σο­με τα 2000 χρό­νια από την Γέν­νη­ση του Χρι­στού, με γιορ­τές… θέλε­τε; Απα­ρά­δε­κτες! Δεν έχω και­ρό να σας το πω. Όταν θα πλη­σιά­ζει η αλλα­γή της χρο­νιάς και θα μπού­με στο 2000, τότε θα σας πω για­τί είναι απα­ρά­δε­κτες αυτές οι γιορ­τές.

Ωστό­σο, δεν αντι­λαμ­βα­νό­με­θα ότι τα 2000 χρό­νια είναι ένας φοβε­ρός έλεγ­χος στη χρι­στια­νο­σύ­νη κι ένας ισχυ­ρός κόλα­φος, ένα χαστού­κι, ότι «Άνθρω­ποι, 20 αιώ­νες Χρι­στια­νι­σμού, δεν απο­φέ­ρα­τε καρ­πούς αξί­ους της μετα­νοί­ας! Τι κάνα­τε είκο­σι αιώ­νες;». Αντί να γιορ­τά­ζα­με, θα έπρε­πε να πεν­θού­με. Αλή­θεια, πέρα­σαν 20 αιώ­νες! Πού είναι οι καρ­ποί της Εκκλη­σί­ας; Πού είναι οι καρ­ποί του Χρι­στια­νι­σμού; Πού είναι εις τον δια­βόη­τον δυτι­κόν κόσμον; Πού είναι;

Τι μένει; Ο τερ­μα­τι­σμός του χρό­νου της ανο­χής του Χρι­στού. Για μια, ακό­μη, φορά, μάς ειδο­ποιεί ο Κύριος: «ως πότε νέξο­μαι μν;». Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_812.mp3



Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρό­νου ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πίστευαν πῶς ὑπάρ­χει πνευ­μα­τι­κὸς κόσμος, ἀόρα­τα πνεύ­μα­τα. Πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι ὅμως ἀπο­μα­κρύν­θη­καν ἀπὸ τὴ θεω­ρία αὐτὴ κι ἀπο­δί­δουν μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, παρὰ στὰ ἀγα­θά. Μὲ τὴν πάρο­δο τοῦ χρό­νου θεο­ποί­η­σαν τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, ἔχτι­σαν ναοὺς πρὸς τιμή τους, προ­σέ­φε­ραν θυσί­ες καὶ προ­σευ­χὲς καὶ κατέ­φευ­γαν σ’ αὐτὰ γιὰ κάθε πρό­βλη­μά τους. Ὅσο περ­νοῦ­σαν τὰ χρό­νια πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι ἐγκα­τέ­λει­ψαν τελεί­ως τὴν πίστη τους στὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα κι ἀφέ­θη­καν νὰ πιστεύ­ουν μόνο στὰ πονη­ρά, στοὺς «κακοὺς θεούς», ὅπως τὰ ὀνό­μα­ζαν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ἔμοια­ζε πιὰ μὲ στά­διο, ὅπου ἄνθρω­ποι καὶ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἀντα­γω­νί­ζον­ταν μετα­ξύ τους. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα βασά­νι­ζαν τοὺς ἀνθρώ­πους ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο, τοὺς τύφλω­ναν πνευ­μα­τι­κά, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σβή­σουν ἀπὸ τὴ μνή­μη τους τὴν ἰδέα τοῦ καλοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μέγι­στης καὶ θεόσ­δο­της δύνα­μης τῶν ἀγα­θῶν πνευ­μά­των.

Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύ­ουν στὰ πνεύ­μα­τα. Ἡ πίστη αὐτὴ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὀρθή. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀπορ­ρί­πτουν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπει­δὴ ἡ ὅρα­σή τους εἶναι μόνο σωμα­τι­κὴ καὶ ἔτσι δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸν δοῦν. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς κόσμος ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευ­μα­τι­κός, ἂν ἦταν ὁρα­τὸς στὰ σωμα­τι­κὰ μάτια. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὁ νοῦς τοῦ δὲν ἔχει τυφλω­θεῖ καὶ τὴν καρ­διά του δὲν τὴν ἔχει κάνει ἀναί­σθη­τη ἡ ἁμαρ­τία, μπο­ρεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώ­σει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρ­ξη, πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμα­στε μόνοι μας. Συν­τρο­φιὰ μᾶς δὲν εἶναι μόνο ἡ βου­βὴ καὶ ἄλα­λη φύση, οἱ βρά­χοι, τὰ φυτά, τὰ ζῶα καὶ τ’ ἄλλα πλά­σμα­τα, στοι­χεῖα καὶ φαι­νό­με­να. Οἱ ψυχές μας βρί­σκον­ται σὲ συνε­χῆ ἐπα­φὴ μὲ τὸν ἀόρα­το κόσμο, μὲ ἀόρα­τες ὑπάρ­ξεις. Ἐκεῖ­νοι ποῦ ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπορ­ρί­πτουν τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη θεο­ποιοῦν καὶ προ­σκυ­νοῦν τὰ πονη­ρά, εἶναι πλα­νε­μέ­νοι.

Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο, ὅλοι σχε­δὸν οἱ λαοὶ πίστευαν πῶς τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἦταν δυνα­τὰ καὶ τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα ἀνί­σχυ­ρα. Οἱ πονη­ρὲς δυνά­μεις κυριαρ­χοῦ­σαν πραγ­μα­τι­κὰ στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς ὀνό­μα­σε τὸν ἀρχη­γό τους ἄρχον­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ κι οἱ ἄρχον­τες τῶν Ἰου­δαί­ων ἀπέ­δι­δαν ὅλη τὴ θεϊ­κή δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ στὸ διά­βο­λο καὶ τοὺς ἀγγέ­λους του.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ξερι­ζώ­σει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώ­πων στὸ πονη­ρὸ καὶ νὰ σπεί­ρει στὶς ψυχές τους τὴν πίστη στὸ ἀγα­θό, στὴν παν­το­δυ­να­μία τοῦ καλοῦ καὶ τὴν ἀκα­τα­νί­κη­τη δύνα­μή του. Ὁ Χρι­στὸς δὲν κατήρ­γη­σε, ἀλλ’ ἐπι­βε­βαί­ω­σε τὴν ἀρχαία καὶ παγ­κό­σμια πίστη στὰ πνεύ­μα­τα. Ἀπο­κά­λυ­ψε ὅμως τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο ὅπως πραγ­μα­τι­κὰ εἶναι κι ὄχι ὅπως φαι­νό­ταν στοὺς ἀνθρώ­πους μὲ τὴ φθο­ρο­ποιὸ ἐπιρ­ροὴ τῶν δαι­μό­νων. Ὁ ἕνας, ἀγα­θός, σοφὸς καὶ παν­το­δύ­να­μος Θεός, εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ὅσο καὶ τοῦ φυσι­κοῦ κόσμου, ὁρα­τοῦ καὶ ἀορά­του. Τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα εἶναι οἱ ἄγγε­λοι κι ὁ ἀριθ­μός τους εἶναι ἀμέ­τρη­τος. Τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα, οἱ ἄγγε­λοι, εἶναι ἀπεί­ρως πιὸ δυνα­τὰ ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ἔχουν ἐξου­σία νὰ κάνουν τίπο­τα, ἂν ὁ παν­τε­πό­πτης Θεὸς δὲν τὸ ἐπι­τρέ­ψει.

Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα εἶναι πολυά­ριθ­μα. Σ’ ἕνα μόνο δαι­μο­νι­σμέ­νο στὰ Γάδα­ρα, ποὺ τὸν θερά­πευ­σε ὁ Κύριος, κατοι­κοῦ­σε ὁλό­κλη­ρη λεγε­ῶ­να, δηλα­δὴ μερι­κὲς χιλιά­δες δαί­μο­νες. Τὰ πονη­ρὰ αὐτὰ πνεύ­μα­τα πλα­νοῦ­σαν τοὺς ἀνθρώ­πους, λαοὺς ὁλό­κλη­ρους, ἐκεῖ­νο τὸν και­ρό, ὅπως καὶ σήμε­ρα πλα­νοῦν πολ­λοὺς ἁμαρ­τω­λούς, προ­σπα­θοῦν νὰ τοὺς πεί­σουν πῶς εἶναι παν­το­δύ­να­μα πῶς εἶναι στὴν οὐσία οἱ μόνοι θεοί, πῶς ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρ­χουν ἄλλοι θεοί, ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα δὲν ὑπάρ­χουν. “Ὅπου κι ἂν ἐμφα­νί­στη­κε ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ἐκεῖ­να ἔφευ­γαν μακριὰ ἔντρο­μα. Ἀνα­γνώ­ρι­ζαν πῶς ὁ Κύριος εἶχε ἐξου­σία καὶ δύνα­μη, πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς διώ­ξει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς στεί­λει στὴν ἄβυσ­σο τῆς κόλα­σης. Προ­κα­λοῦ­σαν ἀνα­τα­ρα­χὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο μὲ τὴν παρα­χώ­ρη­ση τοῦ Θεοῦ. Πολε­μοῦ­σαν τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος μὲ τόση ὁρμή, ὅπως τὰ όρνια πέφτουν στὰ θνη­σι­μαία. Τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν λογά­ρια­ζαν κατα­φύ­γιο, κρη­σφύ­γε­τό τους.

Ξαφ­νι­κὰ ὁ φορέ­ας τοῦ ἀγα­θοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους. Τρέ­μον­τας ἀπὸ φόβο ἐκεῖ­νοι ἔκρα­ξαν: «Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ ὑιε τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ και­ρου βασα­νί­σαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’ 29). Κανέ­νας δὲ φοβᾶ­ται τόσο πολύ, ὅσο ἐκεῖ­νος ποὺ βασα­νί­ζει τοὺς ἄλλους. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα βασά­νι­ζαν τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ χιλιά­δες χρό­νια, ἔβρι­σκαν ἱκα­νο­ποί­η­ση στὰ βασα­νι­στή­ρια αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χρι­στό, τρό­μα­ξαν μπρο­στὰ στὸ μέγι­στο Κρι­τή τους. Ἦταν ἕτοι­μα νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψουν τὸν ἄνθρω­πο καὶ νὰ μποῦν στὰ γου­ρού­νια ἢ καὶ σὲ ἄλλα πλά­σμα­τα, φτά­νει νὰ μὴν τὰ ἐξό­ρι­ζε ὁ Χρι­στὸς ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Χρι­στὸς ὅμως δὲν εἶχε τέτοια πρό­θε­ση. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι γεμᾶ­τος μὲ ἀνά­μι­κτες δυνά­μεις. Εἶναι ἕνα πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν νὰ δια­λέ­ξουν ἐντε­λῶς συνει­δη­τὰ καὶ ἐλεύ­θε­ρα: “Ἢ θ’ ἀκο­λου­θή­σουν το Νικη­τὴ Χρι­στό, ἢ θὰ πᾶνε μαζὶ μὲ τ’ ἀκά­θαρ­τα καὶ νικη­μέ­να πνεύ­μα­τα. Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε στοὺς ἀνθρώ­πους ὡς Ἄγά­πη, γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ δύνα­μη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακὸ καὶ νὰ στε­ρε­ώ­σει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώ­πων στὸ ἀγα­θό — μόνο στὸ ἀγα­θό.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα μόνο περι­στα­τι­κὸ ἀπὸ ἀνα­ρίθ­μη­τα ἄλλα ἀνά­λο­γα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγά­πη Τοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἔδει­ξε γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὴ δύνα­μη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακὸ καὶ πῶς προ­σπά­θη­σε νὰ στε­ρε­ώ­σει τὴν πίστη στὸ παν­το­δύ­να­μο καὶ νικη­φό­ρο ἀγα­θό.

«Καὶ ἐλθόν­των αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προ­σῆλ­θεν αὐτῷ ἄνθρω­πος γονυ­πε­τῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέη­σόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σελη­νιά­ζε­ται καὶ κακῶς πάσχει πολ­λά­κις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολ­λά­κις εἰς τὸ ὕδωρ» (Ματθ. ἴζ’ 14–15). Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ τὸ ἀνα­φέ­ρουν κι ἄλλοι δυὸ εὐαγ­γε­λι­στές: ὁ Μάρ­κος (Θ’ 9–17) κι ὁ Λου­κᾶς (Θ’ 37–42). Κι οἱ δυό τους ἀνα­φέ­ρουν κάποιες λεπτο­μέ­ρειες γιὰ τὴν ἀρρώ­στια τοῦ παι­διοῦ. Ἠταν ὁ μονα­δι­κὸς γιὸς τοῦ πατέ­ρα καὶ τὸν κατεῖ­χε πνεῦ­μα ἄλα­λο. Ὅταν τὸ ἀκά­θαρ­το πνεῦ­μα ἔμπαι­νε μέσα τοῦ, «ἐξαίφ­νης κρά­ζει καὶ σπα­ράσ­σει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ, καὶ μόγις ἀπο­χω­ρεῖ ἀπ’ αὐτοῦ συν­τρί­βων αὐτόν» (Λουκ. θ’ 39). Τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα κυριεύ­ει τὸ παι­δὶ κι αὐτὸ ἔξαφ­να κραυ­γά­ζει, συγ­κλο­νί­ζε­ται μὲ σπα­σμοὺς ὅλο του τὸ σῶμα, συν­τρί­βε­ται καὶ βγά­ζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στό­μα. Πολὺ δύσκο­λα φεύ­γει ἀπὸ μέσα του.

Τὰ βέλη τοῦ πονη­ροῦ στό­χευαν ταυ­τό­χρο­να τρεὶς στό­χους: τὸν ἄνθρω­πο, τὴν κτί­ση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παι­δὶ «σελη­νια­ζό­ταν». Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐνο­χο­ποι­η­θεῖ ἡ σελή­νη γιὰ τὴν ἀρρώ­στια κάποιου ἀνθρώ­που; “Ἄν ἡ σελή­νη ἔχει τὴ δύνα­μη νὰ προ­κα­λέ­σει σ’ ἕναν ἄνθρω­πο ἀλα­λία ἢ παρα­φρο­σύ­νη, για­τί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρί­σκε­ται στὴ σελή­νη ἀλλὰ στὸ πονη­ρὸ καὶ ἀκά­θαρ­το πνεῦ­μα ποὺ πλα­νᾶ τὸν ἄνθρω­πο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύ­βε­ται. Ἔνο­χο­ποιεὶ τὴ σελή­νη, ὥστε οἱ ἄνθρω­ποι νὰ μὴ κατη­γο­ρή­σουν τὸ ἴδιο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο θέλει νὰ ὁδη­γή­σει τὸν ἄνθρω­πο στὴ σκέ­ψη πῶς ὅλη ἡ κτί­ση τοῦ Θεοῦ εἶναι κακή, πῶς τὸ κακὸ ἔρχε­ται στὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ποὺ ἐξέ­πε­σαν ἀπό το Θεό. Τὰ θύμα­τά τους ἐνερ­γο­ποιοῦν­ται στὶς ἀλλα­γὲς φάσης τῆς σελή­νης, ὥστε οἱ ἄνθρω­ποι νὰ σκε­φτοῦν: «Ὁρί­στε, τὸ κακὸ αὐτὸ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴ σελή­νη!» Κι ἀφοῦ τὴ σελή­νη τὴ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός, σημαί­νει πῶς τὸ κακὸ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλα­νιοῦν­ται οἱ ἄνθρω­ποι ἀπὸ τ’ ἄγρια καὶ πανοῦρ­γα αὐτὰ θηρία.

“Ὅλα ὅσα ἔκα­νε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Αὐτὸ εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀλη­θι­νό. “Ὅλη ἡ κτί­ση ἔγι­νε γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τή­σει τὸν ἄνθρω­πο, νὰ τὸν βοη­θή­σει, ὄχι νὰ τὸν βλά­ψει. Ἄν καὶ ὑπάρ­χουν πράγ­μα­τα ποὺ ἐμπο­δί­ζουν τὴ φυσι­κὴ ἱκα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἀνθρώ­που, ἀκό­μα κι λει­τουρ­γοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν χαρο­ποιοῦν καὶ νὰ τὴν ἐμπλου­τί­ζουν. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρα­νοὶ καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκου­μέ­νην καὶ τὸ πλή­ρω­μα αὐτῆς σὺ ἔθε­με­λί­ω­σας » (Ψαλμ. πῆ’ 12), ἀνα­φω­νεῖ ὁ ἱερὸς Ψαλ­μω­δός. Κι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας λέει μὲ τὸ στό­μα τοῦ προ­φή­τη Ἠσα­ΐα: «πάν­τα γὰρ ταῦ­τα ἐποί­η­σεν ἢ χεὶρ μοῦ» (ξστ’ 2).

Ὁτι­δή­πο­τε λοι­πὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι καλό. Ἡ πηγὴ βγά­ζει μόνο ὅ,τι περιέ­χει, ὄχι ὅ,τι θέλει. Δὲν ὑπάρ­χει κακὸ στὸ Θεό. Πῶς λοι­πὸν μπο­ρεῖ νὰ προ­κύ­ψει κακὸ ἀπὸ Ἐκεῖ­νον, τὴ μονα­δι­κὴ πηγὴ τοῦ καλοῦ; Πολ­λοὶ ἀδα­εῖς κι ἀπε­ρί­σκε­πτοι ἄνθρω­ποι ὀνο­μά­ζουν μεγά­λο κακὸ τὴν ἀρρώ­στια. Εἶναι ἀλή­θεια ὅμως πως δὲν εἶναι κακὴ κάθε ἀρρώ­στια. Μερι­κὲς ἀρρώ­στιες εἶναι ἔργο τοῦ πονη­ροῦ κι ἄλλες εἶναι θερα­πεία τοῦ κακοῦ. Κακὸ εἶναι τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα ποὺ ἐνερ­γεῖ σ’ ἕναν παρά­φρο­να ἢ παρα­νοϊ­κὸ ἄνθρω­πο.

Οἱ ἀρρώ­στιες κι οἱ δυστυ­χί­ες ποὺ βρῆ­καν πολ­λοὺς ἀπὸ τοὺς βασι­λιᾶ­δες τοῦ Ἰσρα­ήλ, ἐπει­δὴ ἔπρα­ξαν τὸ κακὸ ἐνώ­πιον τοῦ Κυρί­ου (βλ. Α ́ Βασ. 25, 30), ἦταν συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τί­ας τους. Οἱ ἀρρώ­στιες κι οἱ δυστυ­χί­ες ὅμως ποὺ ἐπι­τρέ­πει ὁ Κύριος νὰ ἐπι­σκε­φτοῦν τοὺς δίκαιους, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονη­ροῦ ἀλλὰ φάρ­μα­κο, τόσο γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς δίκαιους ὅσο καὶ γιὰ τοὺς δικούς τους, ποὺ κατα­νο­οῦν πῶς τὰ βάσα­να τὰ στέλ­νει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Τὰ βάσα­να ποῦ ἔρχον­ται ἀπὸ τίς ἐπι­θέ­σεις τῶν πονη­ρῶν πνευ­μά­των στὸν ἄνθρω­πο ἢ εἶναι συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τί­ας, εἶναι κακά. Ἐκεῖ­να τὰ βάσα­να ποὺ ἐπι­τρέ­πει ὁ Θεός, γιὰ νὰ καθα­ρί­σει τελεί­ως τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, νὰ τὸν ἐλευ­θε­ρώ­σει ἀπὸ τὴν τυραν­νία τοῦ πονη­ροῦ καὶ νὰ τὸν φέρει κον­τά Του, εἶναι καθαρ­κτι­κά. Αὐτὰ δὲν προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὸ διά­βο­λο οὔτε καὶ εἶναι ἀπὸ μόνα τους κακά. Προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ λει­τουρ­γοῦν γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώ­που. «Ἀγα­θὸν μοὶ ὅτι ἐτα­πεί­νω­σάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώ­μα­τά σου» (Ψαλμ. ριη’ 71), λέει ὁ προ­φη­τά­να­κτας Δαβίδ.

Ὁ πονη­ρὸς εἶναι κακός. Δρό­μος τοῦ πονη­ροῦ εἶναι ἡ ἁμαρ­τία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πονη­ρὸ καὶ τὴν ἁμαρ­τία, δὲν ὑπάρ­χει κανέ­να κακό. Τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα εἶναι ἔνο­χο γιὰ τὰ βάσα­να τοῦ παι­διοῦ αὐτοῦ, ὄχι ἡ σελή­νη. Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο δὲν περιό­ρι­ζε τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ δὲν προ­στά­τευε τὸν ἄνθρω­πο ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμε­σα εἴτε ἔμμε­σα μὲ τοὺς ἀγγέ­λους Του, τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα θὰ ἐξο­λό­θρευαν ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους ἀστρα­πιαῖα, σωμα­τι­κὰ καὶ ψυχι­κά, ὅπως ἐξο­λο­θρεύ­ουν οἱ ἀκρί­δες τοὺς σπό­ρους στοὺς ἀγρούς.

«Καὶ προ­σή­νεγ­κα αὐτὸν τοὺς μαθη­ταῖς σου καὶ οὐκ ἠδυ­νή­θη­σαν αὐτὸν θερα­πεῦ­σαι» (Ματθ. ἴζ’ 16), εἶπε στὸν Κύριο ὁ πατέ­ρας τοῦ ἄρρω­στου παι­διοῦ. Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἔλει­παν τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθη­τὲς τοῦ Κυρί­ου: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης, ποὺ εἶχαν ἀκο­λου­θή­σει τὸν Κύριο στὸ ὄρος Θαβώρ, τότε ποὺ μετα­μορ­φώ­θη­κε μπρο­στά τους. Ὅταν κατέ­βη­καν ἀπὸ τὸ ὄρος μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, βρῆ­καν ἐκεῖ τὸ πλῆ­θος συγ­κεν­τρω­μέ­νο γύρω ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀπο­στό­λους, καθὼς καὶ τὸ ἄρρω­στο παι­δί. Ἀφοῦ δὲ βρῆ­κε τὸ Χρι­στό, ὁ δύστυ­χος πατέ­ρας ἔφε­ρε τὸ παι­δὶ στοὺς μαθη­τές Του, ἐκεῖ­νοι ὅμως δὲν μπό­ρε­σαν νὰ βοη­θή­σουν. Δὲν εἶχαν τὴ δύνα­μη νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ γιὰ τρεὶς λόγους: πρῶ­το, ἐπει­δὴ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν ἀρκε­τὴ πίστης δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ κι ὁ πατέ­ρας τοῦ παι­διοῦ δὲν εἶχε πίστη καὶ τρί­το, ἐπει­δὴ ἡ πίστη ἔλει­πε κι ἀπὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς ποὺ παρευ­ρί­σκον­ταν ἐκεῖ καὶ συζη­τοῦ­σαν μὲ τοὺς μαθη­τές, ὅπως ἀνα­φέ­ρει ὁ Μάρ­κος (Θ’ 16). Ἡ ἀπι­στία τοῦ πατέ­ρα τοῦ παι­διοῦ εἶναι φανε­ρὴ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χρι­στό. Δὲ μίλη­σε ὅπως ὁ λεπρός, ποὺ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλης δύνα­σαι μὲ καθα­ρί­σαι» (Ματθ. ἡ 2). Τότε μίλη­σε ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ εἶχε δυνα­τὴ πίστη. Δὲ μίλη­σε ὅπως ὁ Ἰάει­ρος, ὅταν κάλε­σε τὸ Χρι­στὸ γιὰ ν’ ἀνα­στή­σει τὴν κόρη του: «ἐλθὼν ἐπί­θες ἐπ’ αὐτὴν τὴν χεί­ρά σου καὶ ζήσε­ται» (Ματθ. θ’ 18). Κι ἐδῶ μίλη­σε ἕνας ἄνθρω­πος μὲ δυνα­τὴ πίστη. Πολὺ λιγό­τε­ρο μίλη­σε ὅπως καὶ ἑκα­τόν­ταρ­χος στὴν Καπερ­να­ούμ, ποῦ ἦταν ἄρρω­στος ὁ δοῦ­λος του: «μόνον εἶπε λόγῳ καὶ ἰαθή­σε­ται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ 8). Ἐδῶ μίλη­σε ἡ πολὺ μεγά­λη πίστη. Ἐκεί­νη ποὺ εἶχε τὴ μεγα­λύ­τε­ρη πίστη ὅμως, ἡ αἱμορ­ρο­οῦ­σα γυναῖ­κα, δὲν εἶπε τίπο­τα.

Σύρ­θη­κε στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἄγγι­ξε τὸ ἱμά­τιό Του.

Ὁ πατέ­ρας τοῦ παι­διοῦ δὲ μίλη­σε σὰν κι αὐτούς. Αὐτὸς εἶπε στὸ Χρι­στό: «εἴ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν» (Μάρκ. Θ’ 22). Εἴ τί δύνα­σαι! “Ἄν μπο­ρεῖς, κάνε κάτι. Ταλαί­πω­ρος ἄνθρω­πος! Θὰ πρέ­πει νὰ εἶχε μάθει πολὺ λίγα γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴ δύνα­μή Τοῦ γιὰ νὰ μιλά­ει ἔτσι σ’ Ἐκεῖ­νον, ποῦ μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὰ πάν­τα. Κι ἡ ἀδύ­να­μη πίστη του ἐξα­σθέ­νη­σε ἀκό­μα περισ­σό­τε­ρο τὴ δύνα­μη τῶν ἀπο­στό­λων νὰ τὸν βοη­θή­σουν. Ἔτσι οἱ σκό­πι­μες συκο­φαν­τί­ες τῶν γραμ­μα­τέ­ων ἐναν­τί­ον τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν μαθη­τῶν Του, βοή­θη­σαν γιὰ νὰ δια­τυ­πώ­σει μὲ τόση ἀμφι­βο­λία ὁ πατέ­ρας τοῦ παι­διοῦ τὴν ἐρώ­τη­ση: εἴ τί δύνα­σαι. Ἡ ἐρώ­τη­ση αὐτὴ προ­δί­δει μόνο μιὰ ἀμυ­δρὴ ἀκτῖ­να πίστης, πολὺ πολὺ μικρῆς, ἕτοι­μης νὰ σβή­σει.

«Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν: ὼ γενεὰ ἄπι­στος καὶ διε­στραμ­μέ­νη! ἕως πότε ἔσο­μαι μεθ’ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν;» (Ματθ. ἴζ’ 17). Ὁ Κύριος ἀπευ­θύν­θη­κε ἐπι­τι­μη­τι­κὰ σ’ ὅλους γενι­κά: στοὺς ἄπι­στους καὶ τοὺς ὀλι­γό­πι­στους τοῦ Ἰσρα­ήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἦταν μπρο­στά τους στὸν πατέ­ρα τοῦ ἄρρω­στου παι­διοῦ, στοὺς μαθη­τές Του καὶ κυρί­ως στοὺς γραμ­μα­τεῖς. Ὦ, γενεὰ ἄπι­στος! Γενεὰ ποὺ ἔχεις ὑπο­τα­χθεῖ στὸν πονη­ρό, στὸ διά­βο­λο, ποὺ πιστεύ­ει στα­θε­ρὰ στὴ δύνα­μη τοῦ πονη­ροῦ, ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ δου­λι­κὰ τὸν πονη­ρὸ καὶ ἀρνεῖ­ται τὸ καλό, ποὺ ἀντι­τί­θε­ται στὸ Θεὸ γενεὰ ποὺ ἔχει λίγη ἢ καὶ καθό­λου πίστη στὸ καλό, ποὺ ἐπα­να­στα­τεῖ στὸ καλό! Γι’ αὐτὸ καὶ πρό­σθε­σε τὴ λέξη διε­στραμ­μέ­νη ὁ Κύριος. “Ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ δεί­ξει ἀπὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται ἡ ἀπι­στία: ἀπὸ τὴ δια­στρο­φή, τὴ δια­φθο­ρὰ ἤ ‑ἀκό­μα πιὸ καθα­ρά- ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Ἡ ἀπι­στία εἶναι συνέ­πεια. Αἰτία εἶναι ἡ δια­φθο­ρά. Ἡ ἀπι­στία εἶναι κοι­νω­νία μὲ τὸ διά­βο­λο. Ἡ ἁμαρ­τία ‑δια­φθο­ρά- εἶναι ὁ δρό­μος ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν κοι­νω­νία αὐτή. Δια­φθο­ρὰ εἶναι ἡ κατά­στα­ση ἀπο­στα­σί­ας ἀπό το Θεό. Ἀπι­στία εἶναι τὸ σκο­τά­δι, ἡ ἀδυ­να­μία κι ὁ τρό­μος ὅπου βυθί­ζε­ται ὁ ἄνθρω­πος ὅταν ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπό το Θεό.

Ἀξί­ζει νὰ ἐπι­ση­μά­νου­με πόσο προ­σε­χτι­κὲς ἐκφρά­σεις χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ Κύριος. Μιλά­ει γενι­κά, δὲν κατο­νο­μά­ζει κανέ­ναν. Δὲν τὸν ἐνδια­φέ­ρει νὰ κάνει κρι­τι­κὴ στοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐαι­σθη­το­ποι­ή­σει. Δὲ θέλει νὰ τοὺς προ­σβά­λει ἢ νὰ τοὺς ταπει­νώ­σει, ἀλλὰ νὰ ξυπνή­σει τὴ συνεί­δη­σή τους, νὰ τοὺς βοη­θή­σει νὰ ξεπε­ρά­σουν τὸν ἑαυ­τό τους. Πόσο ὑπέ­ρο­χη εἶναι ἡ διδα­χή Του γιὰ τὴν ἐπο­χή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρό­θυ­μη στὰ λόγια, τόσο γρή­γο­ρη νὰ προ­σβά­λει! “Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι μπο­ροῦ­σαν σήμε­ρα νὰ περιο­ρί­σουν τὴ γλῶσ­σα τους καὶ νὰ μετρή­σουν τὰ λόγια τους, νὰ στα­μα­τή­σουν νὰ προ­σβά­λουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, τότε τὸ μισὸ κακὸ στὸν κόσμο θὰ ἐξα­φα­νι­ζό­ταν, τὰ μισὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα θὰ ἐγκα­τέ­λει­παν τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὁ ἀπό­στο­λος Ἰάκω­βος, ποὺ διδά­χτη­κε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Διδα­σκά­λου Του, λέει: «Πολ­λὰ γὰρ πταί­ο­μεν ἅπαν­τες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταί­ει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνα­τὸς χαλι­να­γω­γῆ­σαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλι­νοὺς εἰς τὰ στό­μα­τα βάλ­λο­μεν πρὸς τὸ πεί­θε­σθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετά­γο­μεν» (Ἰάκ. γ’ 2–3).

Τί σημαί­νουν τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ἕως πότε ἔσο­μαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν; Φαν­τα­στεῖ­τε ἕναν εὐγε­νῆ καὶ φωτι­σμέ­νο ἄνθρω­πο, νὰ τὸν ἔχουν ἀναγ­κά­σει νὰ ζήσει ἀνά­με­σα σὲ ἀγρί­ους. “Ἢ ἕνα βασι­λιᾶ ποὺ ἀφή­νει το θρό­νο του καὶ κατε­βαί­νει στοὺς ἀγύρ­τες κι ἀπα­τε­ῶ­νες, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ μάθει τὸν τρό­πο ζωῆς τους, ἀλλὰ νὰ τοὺς διδά­ξει πῶς νὰ σκέ­φτον­ται, νὰ ἐργά­ζον­ται καί νὰ νιώ­θουν σὰν βασι­λιᾶ­δες, μὲ εὐγέ­νεια καὶ μεγα­λο­καρ­δία. Ὅταν περ­νοῦ­σαν τρεῖς μέρες, ἀκό­μα κι ἕνας βασι­λιᾶς θὰ φώνα­ζε: «Πόσο και­ρὸ μπο­ρῶ νὰ μεί­νω μαζί σας;» Θὰ μπού­χτι­ζε ἀπὸ τὴν ὑπερ­βο­λι­κὴ ἀγριό­τη­τα, τὴν ἀνο­η­σία, τὴν ἀκα­θαρ­σία καὶ τὴ δυσω­δία αὐτῶν τῶν τριῶν ἡμε­ρῶν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ «Βασι­λεὺς τῶν βασι­λέ­ων», ἔβγα­λε τέτοια φωνὴ μετὰ ἀπὸ τριάν­τα τρία ὁλό­κλη­ρα χρό­νια ποὺ ζοῦ­σε ἀνά­με­σα σὲ ἀνθρώ­πους, ποὺ ἀπεῖ­χαν ἀπὸ τὴν ἀρχον­τιά Του πολὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅσο ἀπέ­χουν οἱ ἀγριό­τε­ροι τῶν ἀνθρώ­πων ἀπὸ τὸν εὐγε­νέ­στε­ρο ἀνά­με­σά τους, ἀπ’ ὅσο δια­φέ­ρει ὁ πιὸ βρώ­μι­κος ἀγύρ­της ἀπὸ τὸν μέγι­στο τῶν ἐπί­γειων βασι­λιά­δων.

Σίγου­ρα ὁ Κύριος δὲ θὰ μετροῦ­σε το χρό­νο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ εἶχε κάνει μπρο­στὰ σὲ χιλιά­δες ἀνθρώ­πους, μὲ τὴ διδα­σκα­λία του ποὺ εἶχε δια­δο­θεῖ σὲ πολ­λὲς χιλιά­δες ἀνθρώ­πι­νες ψυχές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύ­μα­τα, μετὰ ἀπὸ τόσες διδα­χὲς καὶ ἄπει­ρα θαυ­μα­στὰ περι­στα­τι­κὰ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ καλύ­ψουν χιλιά­δες χρό­νια, ξαφ­νι­κὰ εἶδε πῶς οἱ μαθη­τὲς Τοῦ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ θερα­πεύ­σουν ἕναν ἐπι­λη­πτι­κὸ νέο καὶ νὰ βγά­λουν ἕνα δαι­μό­νιο ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, μ’ ὅλο ποὺ τοὺς εἶχε διδά­ξει μὲ λόγια καὶ μὲ τὸ παρά­δειγ­μά Τοῦ πῶς νὰ ἐκβά­λουν λεγε­ῶ­νες δαι­μό­νων. Κι ἄκου­σε ἕναν ἁμαρ­τω­λὸ μὲ πολὺ ἀδύ­να­μη πίστη νὰ τοῦ λέει: εἰ,εἶ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν.

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπι­τί­μη­σε ἐκεί­νους ποὺ ἦταν μπρο­στὰ γιὰ τὴν ἀπι­στία τους, μετὰ τοὺς ἔδω­σε ἐντο­λὴ νὰ φέρουν τὸ ἄρρω­στο παι­δὶ μπρο­στὰ Τοῦ: φέρε­τέ μου αὐτὸν ὧδε. Τότε ἐπι­τί­μη­σε τὸ δαι­μό­νιο κι ἐκεῖ­νο βγῆ­κε ἀμέ­σως ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ παι­διοῦ. Τὴν ἴδια στιγ­μὴ τὸ παι­δὶ ἔγι­νε καλά. Αὐτὰ ἀνα­φέ­ρει ὁ Ματ­θαῖ­ος. Οἱ ἄλλοι δύο εὐαγ­γε­λι­στὲς δίνουν λεπτο­μέ­ρειες γιὰ ὅσα ἔγι­ναν πρὶν ἀπὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ θερα­πεία τοῦ παι­διοῦ. Οἱ τρεῖς αὐτὲς λεπτο­μέ­ρειες εἶναι οἱ ἑξῆς: πρώ­τη, πῶς ὁ Χρι­στὸς ρώτη­σε τὸν πατέ­ρα ἀπὸ πότε εἶναι ἄρρω­στο τὸ παι­δί.: δεύ­τε­ρη, πῶς ἔδω­σε ἔμφα­ση στὴν πίστη, ὡς προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς θερα­πεί­ας καὶ τρί­τη, πῶς τὴν ὥρα ποὺ ὁδη­γοῦ­σαν τὸ παι­δὶ μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος ὁ διά­βο­λος ἐγκα­τέ­λει­ψε τὸ παι­δὶ κι ἔφυ­γε.

«Πόσος χρό­νος ἐστὶν ὼς τοῦ­το γέγο­νεν αὐτῷ;», ρώτη­σε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέ­ρα τοῦ ἄρρω­στου παι­διοῦ (Μάρκ. Θ’ 21). Καὶ βέβαια δὲν ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ γιὰ τὸν ἑαυ­τό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκού­σουν οἱ συγ­κεν­τρω­μέ­νοι ἄνθρω­ποι. Ὁ ἴδιος τὸ ἤξε­ρε καλά, γνώ­ρι­ζε πῶς ἡ ἀρρώ­στια τοῦ παι­διοῦ ἦταν μακρο­χρό­νια. Ὁ πατέ­ρας ἀπάν­τη­σε: «παι­διό­θεν». Ἄς ἀνα­λο­γι­στεῖ καὶ καθέ­νας πόσα τρο­με­ρὰ βάσα­να προ­κα­λοῦν­ται ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ πόσο μεγά­λη εἶναι ἡ προ­στα­σία τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴν προ­στα­σία Του, τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα σίγου­ρα θὰ εἶχαν κυριο­λε­κτι­κὰ ἀφα­νί­σει τόσο τὸ σῶμα ὅσο καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ παι­διοῦ. Καὶ τελι­κὰ ἂς σκε­φτοῦ­με πόσο μεγά­λη εἶναι ἡ δύνα­μη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πάνω στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Βοή­θη­σον ἡμῖν, εἶπε στὸ Χρι­στὸ ὁ πατέ­ρας τοῦ παι­διοῦ. Δὲν ἀνέ­φε­ρε μόνο τὸ παι­δί, για­τί τὰ βάσα­να τοῦ παι­διοῦ ἦταν καὶ τοῦ πατέ­ρα του βάσα­να, ὅπως καὶ ὅλης τῆς οἰκο­γέ­νειας. “Ἄν τὸ παι­δὶ θερα­πευό­ταν, θὰ ἐλευ­θε­ρώ­νον­ταν ἀπὸ τὸ βάρος πολ­λὲς ἀνθρώ­πι­νες ψυχές. Κι ὁ Χρι­στός του ἀπάν­τη­σε: «εἴ δύνα­σαι πιστεῦ­σαι, πάν­τα δυνα­τά το πιστεύ­ον­τι» (Μάρκ. Θ’ 23).

Ὅπως συνή­θι­ζε νὰ ἐνερ­γεῖ ὁ Κύριος, ἤθε­λε νὰ κάνει κι ἐδῶ τὸ μέγι­στο δυνα­τὸ καλὸ μὲ μιὰ πρά­ξη. “Ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν ὑγεία τοῦ παι­διοῦ. Ἀλλὰ για­τί νὰ μὴν ὠφε­λή­σει καὶ τοὺς ἄλλους; Για­τί νὰ μὴν ἐνι­σχύ­σει καὶ νὰ στα­θε­ρο­ποι­ή­σει τὴν πίστη τοῦ πατέ­ρα; Για­τί νὰ μὴν κάνει ταυ­τό­χρο­να κι ἕνα τρί­το καλό, νὰ δεί­ξει δηλα­δὴ τὴ δύνα­μή Του ὅσο πιὸ καθα­ρὰ γινό­ταν, ὥστε νὰ τὸν πιστέ­ψουν οἱ ἄνθρω­ποι; Καὶ για­τί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρ­το καλό, νὰ καταγ­γεί­λει τὴν ἀπι­στία καὶ τὴ δια­φθο­ρά, καθὼς καὶ τὴ χαμερ­πῆ τάση τῶν ἀνθρώ­πων πρὸς τὸ κακό, πρὸς τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὴν ἁμαρ­τία; Καὶ για­τί νὰ μὴν ἐπι­τύ­χει κι ἕναν πέμ­πτο καλό, κι ἕνα ἕκτο κι ἕνα ἕβδο­μο κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ μπο­ροῦν νὰ προ­κύ­ψουν ἀπὸ μιὰ καλὴ πρά­ξη; Μιὰ καλὴ πρά­ξη συνή­θως σέρ­νει μαζί της πολ­λὲς ἄλλες, ὅπως τὸ τρέ­νο σέρ­νει πολ­λὰ βαγό­νια.

Προ­σέξ­τε ἐπί­σης πὼς ὁ Κύριος συν­δυά­ζει μὲ πολ­λὴ σοφία τὴν ἀκρί­βεια μὲ τὴ λεπτό­τη­τα. Ὅταν κατάγ­γει­λε αὐστη­ρὰ τὴν ἀπι­στία, μίλη­σε γενι­κά, γιὰ νὰ διε­γεί­ρει ὅλων τὴν πίστη, χωρὶς νὰ ταπει­νώ­σει κανέ­ναν προ­σω­πι­κά. Μετά, ὅταν στρά­φη­κε σ’ ἐκεῖ­νον ποῦ τὸν ἱκέ­τευε, δὲ μίλη­σε αὐστη­ρά, ἀλλὰ μὲ μεγά­λη προ­σο­χὴ καὶ εὐγέ­νεια: εἰ,εἶ δύνα­σαι πιστεῦ­σαι… Αὐτὴ ἡ προ­σε­χτι­κὴ δια­τύ­πω­ση κι ἡ εὐγέ­νεια τοῦ Χρι­στοῦ ἔφε­ρε τὸ ἐπι­θυ­μη­τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα. Ὁ πατέ­ρας ἔκρα­ξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια: «πιστεύω, κύριε βοή­θει μου τὴ ἀπι­στία» (Μάρκ. Θ’ 24).

Δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα ποὺ νὰ λιώ­νει εὐκο­λό­τε­ρα τὸν πάγο τῆς ἀπι­στί­ας ὅσο τὰ δάκρυα. Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἔκλα­ψε μπρο­στὰ στὸν Κύριο καί μετα­νόη­σε γιὰ τὴν προ­η­γού­με­νη ζωή του, ἀπὸ μέσα του ξεπή­δη­σε ἡ πίστη ὅπως τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Καὶ τότε εἶπε τὰ λόγια ποὺ ἔμει­ναν ὡς ἕνα δυνα­τὸ μήνυ­μα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώ­πων: πιστεύω, κύριε· βοή­θει μου τὴ ἀπι­στία.

Τὰ λόγια αὐτὰ δεί­χνουν πῶς ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ οὔτε νὰ πιστέ­ψει χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ μόνος του μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει σὲ μιὰ ὑπο­ψία πίστης, νὰ πιστεύ­ει δηλα­δὴ στὸ καλὸ καὶ στὸ κακὸ ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ν’ ἀμφι­βάλ­λει γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ὁ δρό­μος ὅμως ἀπὸ τὴ μερι­κὴ πίστη στὴν ἀλη­θι­νὴ εἶναι πραγ­μα­τι­κὰ μακρύς. Χωρὶς τὸ καθο­δη­γη­τι­κὸ χέρι τοῦ Θεοῦ κανέ­νας ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸ δρό­μο αὐτό. Τὸ νόη­μα τῶν λόγων τοῦ πατέ­ρα τοῦ παι­διοῦ, πιστεύω, κύριε βοή­θεια μοῦ τὴ ἀπι­στία, εἶναι: «Βοή­θη­σέ μέ, Κύριε, νὰ πιστέ­ψω σὲ Σένα! Βοή­θη­σέ μὲ νὰ μὴν πιστέ­ψω στὸ κακό! Βοή­θη­σέ μὲ ν’ ἀπαλ­λα­γῶ ἐντε­λῶς ἀπὸ τὸν πονη­ρὸ καὶ νὰ ἑνω­θῶ μαζί Σου!»

«Ἔτι δὲ προ­σερ­χο­μέ­νου αὐτοῦ ἔρρη­ξεν αὐτὸν τὸ δαι­μό­νιον καὶ συνε­σπά­ρα­ξεν» (Λουκ. θ’ 42). Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευ­ταῖο πρᾶγ­μα ποὺ ἐπέ­τρε­ψε ὁ Θεὸς στὸ δαί­μο­να. Κι αὐτὸ ὥστε νὰ δοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι το φόβο καὶ τὸν τρό­μο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­κα­λέ­σει ὁ διά­βο­λος στὸν ἄνθρω­πο. Νὰ κατα­λά­βουν πόσο ἄνε­παρ­κὴς εἶναι ἡ δύνα­μη τῶν ἀνθρώ­πων, ἀκό­μα καὶ τῶν καλ­λί­τε­ρων για­τρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλι­τώ­σουν ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὸν τρό­μο τὴ ζωὴ ἔστω καὶ ἑνὸς μόνο ἀνθρώ­που. Ἔτσι ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι δοὺν τὴ δύνα­μη τοῦ δια­βό­λου καὶ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν τὴ δική τους ἀδυ­να­μία, θὰ κατα­νο­ή­σουν πόσο μεγα­λειώ­δης καὶ θεϊ­κὴ εἶναι ἡ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Μάρ­κος κατα­γρά­φει τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα: «Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄλα­λον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπι­τάσ­σω, ἔξελ­θε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέ­τι εἰσέλ­θης εἰς αὐτόν» (Μάρκ. Θ’ 25). Σοὶ ἐπι­τάσ­σω, εἶπε ὁ Κύριος. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύνα­μης καὶ τῆς ἐξου­σί­ας. Δὲν τὴ δανεί­ζε­ται ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15), εἶχε πεῖ σὲ ἄλλη περί­πτω­ση ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Καὶ τώρα βλέ­που­με πῶς τὸ ἐπι­βε­βαιώ­νει αὐτὸ στὴν πρά­ξη. «Σοῦ μιλάω Ἐγώ: σὲ δια­τά­ζω μὲ τὴν ἐξου­σία ποὺ ἔχω καὶ σὲ διώ­χνω ἀπὸ τὸ παι­δὶ μὲ τὴ δύνα­μή μου». Ἄς τὸ κατα­λά­βουν καλὰ οἱ ἄνθρω­ποι πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προ­φῆ­τες, ποὺ ἔκα­ναν κάποια θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖ­νος ποὺ προ­α­νήγ­γει­λαν οἱ προ­φῆ­τες καὶ ἀνέ­με­νε ὁ κόσμος.

Θὰ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με ἰδιαί­τε­ρα καὶ τὸ δεύ­τε­ρο σκέ­λος τῆς ἐντο­λῆς τοῦ Χρι­στοῦ πρὸς τὸ διά­βο­λος καὶ μηκέ­τι εἰσέλ­θης εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τοῦ ἔδω­σε τὴν ἐντο­λὴ ὄχι μόνο νὰ φύγει, μὰ καὶ νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σει στὸν ἄνθρω­πο ποὺ εἶχε τόσο πολὺ ταλαι­πω­ρή­σει. Αὐτὸ σημαί­νει πὼς ἀκό­μα κι ὅταν καθα­ρι­στεῖ καὶ θερα­πευ­τει ὁ ἄνθρω­πος, μπο­ρεῖ νὰ προ­σβλη­θεῖ ξανὰ ἀπὸ τὸ ἀκά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα. Ὁ διά­βο­λος μπο­ρεῖ νὰ ξανάρ­θει στὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν ὁποῖο διώ­χτη­κε. Αὐτὸ γίνε­ται ὅταν ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ποὺ μετά­νιω­σε καὶ συχω­ρέ­θη­κε ἀπό το Θεό, ξανα­γυ­ρί­σει στὴν παλιὰ ἁμαρ­τία του. Τότε ὁ διά­βο­λος βρί­σκει ἀνοι­χτὴ τὴν εἴσο­δο καὶ ξαναμ­παί­νει στὸν ἄνθρω­πο.

Ὁ Κύριος ἐδῶ δια­τά­ζει τὸ διά­βο­λο ὄχι μόνο νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σει τὸ παι­δί, μὰ καὶ νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σει ποτέ. Κι αὐτὸ γιὰ δυὸ λόγους: πρῶ­το, ὥστε τὸ θεϊ­κὸ δῶρο ποὺ τοῦ ἔδω­σε νὰ εἶναι ὁλο­κλη­ρω­μέ­νο καὶ τέλειο: καὶ δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ διδα­χτοῦ­με πῶς, ἀφοῦ λάβου­με τὴν ἄφε­ση ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν πρέ­πει νὰ ξανα­γυ­ρί­σου­με στὴν ἁμαρ­τία, «ὥσπερ κύων ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέ­ρα­μα» (Βπέτρ. β’ 22), γιὰ νὰ μὴν ἐκτε­θοῦ­με στὸν κίν­δυ­νο κι ἀνοί­ξου­με πάλι τὴν πόρ­τα στὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα γιὰ νὰ μπεῖ μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύ­σει.

Μετὰ τὸ μεγά­λο αὐτὸ θαῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, «ἔξε­πλήσ­σον­το πάν­τες ἐπὶ τὴ μεγα­λειό­τη­τα τοῦ Θεοῦ», γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς (θ’ 43). Πόσο καλὸ θὰ ἦταν νὰ ἔμε­νε ὁ θαυ­μα­σμὸς αὐτὸς διαρ­κὴς κι ἀνε­ξά­λει­πτος ἀπὸ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων! Νὰ μὴν ἔσβη­νε τόσο γρή­γο­ρα ὅσο οἱ σαπου­νό­φου­σκες στὸ νερό! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρ­νει μάταια. “Ἄν ὁ σπό­ρος ποὺ πέφτει στὸ δρό­μο, στὴν πέτρα ἢ ἀνά­με­σα στὰ ζιζά­νια χάνε­ται, ἐκεῖ­νος ποὺ πέφτει σὲ καλὴ γῆ μένει ζων­τα­νὸς καὶ ἀπο­δί­δει καρ­ποὺς ἑκα­τον­τα­πλά­σιους..

Ἀργό­τε­ρα ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἔμει­νε μόνος μὲ τοὺς μαθη­τές Του, ἐκεῖ­νοι τὸν ρώτη­σαν: «Τότε προ­σελ­θόν­τες οἱ μαθη­ταὶ τὼ Ἰησοῦ κατ’ ἰδί­αν εἶπον· δια­τὶ ἤμεὶς οὐκ ἠδυ­νή­θη­μεν ἐκβα­λεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς: διὰ τὴν ἀπι­στί­αν ὑμῶν, ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχε­τε πίστιν ὡς κόκ­κον σινά­πε­ως, ἔρεῖ­τε τῷ ὄρει τού­τῳ μετά­βη­θι ἐντεῦ­θεν ἐκεῖ, καὶ μετα­βή­σε­ται, καὶ οὐδὲν ἀδυ­να­τί­σει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’ 19–20). Ἡ ρίζα τῆς ἀδυ­να­μί­ας τῶν ἀπο­στό­λων ἑπο­μέ­νως ἦταν ἡ ἀπι­στία. “Ὅσο μεγα­λύ­τε­ρη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη κι ἡ δύνα­μη. Λιγό­τε­ρη πίστη, λιγό­τε­ρη δύνα­μη. Νωρί­τε­ρα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀπο­στό­λους «ἐξου­σί­αν πνευ­μά­των ἀκα­θάρ­των, ὥστε ἐκβάλ­λειν αὐτὰ καί θερα­πεύ­ειν πᾶσαν νόσον καὶ μαλα­κί­αν» (Ματθ. ἰ’ 1). Οἱ μαθη­τὲς ἔκα­ναν γιὰ κάποιο διά­στη­μα καλὴ χρή­ση αὐτῆς τῆς ἐξου­σί­ας. Στὸ μέτρο ὅμως ποὺ ἐξα­σθέ­νη­σε ἡ πίστη τους, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώ­πων εἴτε ἀπὸ ὑπε­ρη­φά­νεια, ἐξα­σθέ­νη­σε καὶ ἡ δύνα­μη ποὺ τοὺς ἔδω­σε. Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξου­σία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα. Μὲ τὴν παρα­κοή, τὴν ἀπλη­στία καὶ τὴν ὑπε­ρη­φά­νειά του ὅμως, ἔχα­σε τὴν ἐξου­σία αὐτή. Οἱ ἀπό­στο­λοι τώρα, ἀπὸ κάποιο δικό τους σφάλ­μα, εἶχαν χάσει τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ Κύριος. Ἡ χαμέ­νη αὐτὴ δύνα­μη τώρα μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­κτη­θεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη καὶ περισ­σό­τε­ρη πίστη.

Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὁ Κύριος ἔδω­σε μεγά­λη ἔμφα­ση στὸ θέμα τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπο­ρεῖ νὰ μετα­κι­νή­σει καὶ ὄρη. Δὲν ἀδυ­να­τεῖ τίπο­τα μπρο­στά της. “Ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, τὸ ἄρω­μά του ὅμως μπο­ρεῖ νὰ δια­πε­ρά­σει ἕνα μπὼλ ὁλό­κλη­ρο μὲ φαγη­τό. Γρά­φει ὁ ἅγιος Κύριλ­λος Ἱερο­σο­λύ­μων στὴν Κατή­χη­σή του ἀρ. 5: «Ὅπως ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ, ποῦ εἶναι μικρὸς σὲ μέγε­θος ἀλλὰ μεγά­λος σὲ ἐνέρ­γεια, ὅταν σπα­ρεὶ σ’ ἕναν τόπο βγά­ζει πολ­λοὺς κλά­δους, ὥστε σ’ αὐτοὺς νὰ κάθον­ται καὶ που­λιά, ἔτσι εἶναι κι ἡ πίστη. Σύν­το­μα κάνει ἔργα μεγά­λα. Γι’ αὐτὸ ἔχε­τε πίστη σ’ Ἐκεῖ­νον, γιὰ νά σας δώσει πίστη δυνα­τή, ποῦ ἐνερ­γεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώ­πι­νη δύνα­μη». Ἄν ἔχε­τε πίστη ἔστω ὅσο ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ, τὰ βου­νὰ θὰ ὑπο­χω­ρή­σουν μπρο­στά σας καὶ θὰ μετα­κι­νη­θοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.

Για­τί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲ μετα­κί­νη­σε βου­νά; Ἐπει­δὴ δέν του ἦταν ἀπα­ραί­τη­το νὰ τὸ κάνει. Ἔκα­νε ἐκεῖ­να μόνο τὰ θαύ­μα­τα, ποὺ χρειά­ζον­ταν γιὰ νὰ ὠφε­λή­σουν τοὺς ἀνθρώ­πους, γιὰ τὴ σωτη­ρία τους. Εἶναι ὅμως μεγα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα νὰ μετα­κι­νή­σεις ἕνα βου­νὸ ἢ νὰ μετα­τρέ­ψεις τὸ νερὸ σὲ κρα­σί, νὰ πολ­λα­πλα­σιά­σεις τούς ἄρτους, νὰ ἐκβά­λεις πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, νὰ θερα­πεύ­σεις ὅλων τῶν λογιῶν τίς ἀρρώ­στιες, νὰ περ­πα­τή­σεις πάνω στὸ νερὸ ἢ νὰ γαλη­νέ­ψεις μ’ ἕνα λόγο — ἢ καὶ μία σκέ­ψη — τίς καται­γί­δες καὶ τοὺς ἀνέ­μους; Δὲν ἄπο­κλεί­ε­ται πιστοὶ τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ εἶχαν πολὺ μεγά­λη πίστη καὶ σὲ εἰδι­κὲς περι­πτώ­σεις, νὰ “καναν καὶ τὸ θαῦ­μα αὐτό, νὰ μετα­κί­νη­σαν δηλα­δὴ ὄρη. Εἶναι ὅμως τὰ ψηλὰ βου­νὰ πιὸ φοβε­ρὰ φορ­τία γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τίς ἔγκό­σμιες μέρι­μνες, τοὺς ἔγκό­σμιους δεσμοὺς καὶ τίς ἁλυ­σί­δες τῶν παθῶν; Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σηκώ­σει τὰ βάρη αὐτὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴ θάλασ­σα, σίγου­ρα ἔχει μετα­κι­νή­σει τὸ μεγα­λύ­τε­ρο βου­νὸ τοῦ κόσμου.

«Τοῦ­το δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπο­ρεύ­ε­ται εἰ,εἶ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’ 21). Ἡ νηστεία κι ἡ προ­σευ­χὴ εἶναι οἱ δύο πυλῶ­νες τῆς πίστης, δυὸ δυνα­τὲς φλό­γες ποὺ κατα­καί­ουν τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Μὲ τὴ νηστεία κατα­πραύ­νον­ται καὶ νεκρώ­νον­ται ὅλα τὰ σωμα­τι­κὰ πάθη, κυρί­ως τὰ σαρ­κι­κά. Μὲ τὴν προ­σευ­χὴ πολε­μοῦν­ται κι ἄφα­νί­ζον­ται ὅλα τ’ ἄλλα πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως πονη­ρὲς ἐπι­θυ­μί­ες, κακὲς πρά­ξεις, φθό­νος, ἐκδί­κη­ση, μῖσος, κακία, ὑπε­ρη­φά­νεια, κενο­δο­ξία καὶ ἄλλα. Μὲ τὴ νηστεία καθα­ρί­ζον­ται τὰ δοχεῖα τοῦ σώμα­τος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ ἀκά­θαρ­το περιε­χό­με­νό των ἐγκό­σμιων παθῶν καὶ τῆς κακί­ας τους. Μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ἕλκε­ται τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα στὸ ἄδειο καὶ καθα­ρὸ δοχεῖο κι ἐγκα­θί­στα­ται στὸν ἄνθρω­πο ἡ πλη­ρό­τη­τα τῆς πίστης. — Ἡ Ὀρθό­δο­ξη Ἐκκλη­σία ἔχει ἀπὸ χρό­νια ἀμνη­μό­νευ­τα τονί­σει τὴ δοκι­μα­σμέ­νη συν­τα­γὴ τῆς νηστεί­ας γιὰ ὅλα τὰ σωμα­τι­κὰ πάθη καὶ σὰν ἕνα δυνα­τό ὅπλο ἐναν­τί­ον τῶν πονη­ρῶν πνευ­μά­των. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ὑπο­βαθ­μί­ζουν ἢ ἀπορ­ρί­πτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑπο­βαθ­μί­ζουν κι ἀπορ­ρί­πτουν μιὰ θεμε­λια­κὴ ἐντο­λὴ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, ποὺ ἀφο­ρᾶ στὴ σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ προ­σευ­χὴ ἐνι­σχύ­ε­ται μὲ τὴ νηστεία, ἡ πίστη ἑδραιώ­νε­ται κι ἀπὸ τὴ μιὰ (τὴν προ­σευ­χὴ) κι ἀπὸ τὴν ἄλλη (τὴ νηστεία). Κι ἡ πίστη μετα­κι­νεῖ ὄρη, ἐκβάλ­λει δαι­μό­νια καὶ κάνει δυνα­τὰ τὰ ἀδύ­να­τα.

Τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο δὲ φαί­νε­ται νὰ ἔχουν σχέ­ση μὲ τὸ περι­στα­τι­κὸ ποὺ προ­η­γή­θη­κε. Μετὰ τὸ μεγά­λο θαῦ­μα τῆς θερα­πεί­ας τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου παι­διοῦ κι ἐνῶ οἱ ἄνθρω­που θαύ­μα­ζαν τὸ γεγο­νός, ὁ Κύριος ἄρχι­σε νὰ μιλά­ει στοὺς μαθη­τὲς γιὰ τὸ Πάθος Του. «Μέλ­λει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δί­δο­σθαι εἰς χεῖ­ρας ἀνθρώ­πων. καὶ ἀπο­κτε­νού­σιν αὐτόν, καὶ τὴ τρί­τη ἡμέ­ρα ἐγερ­θή­σε­ται. καὶ ἐλυ­πή­θη­σαν σφό­δρα» (Ματθ. ἴζ’ 22, 23). Για­τί μετὰ τὸ θαῦ­μα, ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ κάποια ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύ­μα­τά Του, ὁ Κύριος μιλοῦ­σε στοὺς μαθη­τὲς γιὰ τὸ Πάθος Του; Τὸ ἔκα­νε αὐτὸ ὥστε, ὅταν ἐρχό­ταν τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου, νὰ μὴν ἀπο­καρ­διω­θοῦν, νὰ μὴν ὀλι­γο­πι­στή­σουν. Τά ‘λεγε αὐτὰ στοὺς μαθη­τὲς μετὰ ἀπὸ τὰ μεγά­λα θαύ­μα­τά Τοῦ, ὥστε οἱ προρ­ρή­σεις αὐτές, κον­τὰ στὰ μεγά­λα γεγο­νό­τα, τὴ δόξα καὶ τὰ ἐγκώ­μια μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ὑπο­δέ­χον­ταν, νὰ χαρα­χτοῦν καλύ­τε­ρα στὸ νοῦ τους. Τά ‘λεγε ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδά­ξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀπο­στό­λους ἀλλὰ καί μας. Νὰ κατα­νο­ή­σου­με πῶς μετὰ ἀπὸ τόσο μεγά­λα ἔργα δὲν πρέ­πει νὰ ζητοῦ­με καὶ νὰ περι­μέ­νου­με ἀντα­μοι­βὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ νὰ εἴμα­στε ἕτοι­μοι γιὰ τὸ χει­ρό­τε­ρο, γιὰ τὰ σκλη­ρό­τε­ρα χτυ­πή­μα­τα καί τις ταπει­νώ­σεις, ἀκό­μα κι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βοη­θή­σα­με κι εὐερ­γε­τή­σα­με πολύ.

Ὁ Κύριος δὲν προ­εῖ­πε μόνο τὸ πάθος καί το θάνα­τό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔνδο­ξη Ἀνά­στα­σή Του. Στὸ τέλος ὅλων ὑπάρ­χει ἡ Ἀνά­στα­ση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώ­νια δόξα. Ὁ Κύριος προ­εῖ­πε στοὺς μαθη­τές Του κάτι ποὺ φαι­νό­ταν ἀδύ­να­το. Ἤθε­λε νὰ τονώ­σει τὴν πίστη τους, γιὰ ν’ ἀντι­με­τω­πί­σουν ὅσα θ’ ἀκο­λου­θοῦ­σαν, νὰ τοὺς διδά­ξει πῶς πρέ­πει νὰ πιστέ­ψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πίστη ὅση ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ ἢ ἀκό­μα λιγό­τε­ρη, πρέ­πει νὰ χεῖ κάθε ἄνθρω­πος γιὰ νὰ ναὶ προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος καὶ νὰ περι­μέ­νει κάθε εἶδος βασά­νων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Νὰ ‘ναὶ σίγου­ρος ὅμως πῶς στὸ τέλος ὑπάρ­χει ἡ ἀνά­στα­ση. Κάθε ἐπί­γεια δόξα καὶ κάθε ἔπαι­νο πρέ­πει νὰ τὰ λογα­ριά­ζου­με σὰν μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμ­βους ποὺ μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει ὁ κόσμος, πρέ­πει ν’ ἀνα­μέ­νου­με τὸν πει­ρα­σμό. Ὅλα ὅσα μᾶς στέλ­νει ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας μας, πρέ­πει νὰ τὰ δεχό­μα­στε μὲ ταπεί­νω­ση καὶ ὑπα­κοή. Δὲν πρέ­πει ν’ ἀπα­ριθ­μοῦ­με τὰ καλὰ ποὺ ἔχου­με κάνει γιά το λαό, τὴν πόλη ἢ τὸ χωριό, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρί­δα μας. Δὲν πρέ­πει νὰ ἐπα­να­στα­στοῦ­με ὅταν μᾶς πιέ­ζουν προ­βλή­μα­τα. “Ἄν κάνα­με κάτι γιὰ τοὺς πλη­σί­ον μας, αὐτὸ ἔγι­νε μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. “Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ γίνε­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐμεῖς εἴμα­στε ἁπλᾶ ὄργα­νά Του. Ἑπο­μέ­νως δὲν πρέ­πει νὰ γογ­γύ­ζου­με ὅταν μᾶς στεί­λει ὁ Θεὸς βάσα­να μετά την εγκό­σμια δόξα, ταπεί­νω­ση μετὰ ἀπὸ ἐπαί­νους, φτώ­χεια μετὰ τὸν πλοῦ­το, περι­φρό­νη­ση μετὰ ἀπὸ ματαιο­δο­ξία, ἀρρώ­στια μετὰ τὴν ὑγεία, μόνω­ση καὶ ἐγκα­τά­λει­ψη μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπό­λαυ­ση πολ­λῶν φίλων.

Ὁ Θεὸς γνω­ρί­ζει για­τί μᾶς τὰ στέλ­νει όλ’ αὐτά. Γνω­ρί­ζει πῶς ὅλα εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Πρῶ­το, γιὰ νὰ μάθου­με νὰ ἐκτι­μοῦ­με τίς αἰώ­νιες κι ἄφθαρ­τες ἀξί­ες καὶ νὰ μὴν ὁδη­γη­θοῦ­με στὸ θάνα­το παρα­συρ­μέ­νοι ἀπὸ τὴν ψεύ­τι­κη καὶ παρο­δι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δεύ­τε­ρο, πῶς δὲν πρέ­πει νὰ λάβου­με ἀντα­πό­δο­ση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ τὰ καλὰ ποὺ κάνα­με σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, για­τί ἔτσι δὲ θὰ μεί­νει τίπο­τα νὰ περι­μέ­νου­με γιὰ νὰ λάβου­με στὴ μέλ­λου­σα ζωή. “Ὅταν φτά­σου­με στὴν πύλη τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας, εὔχο­μαι νὰ μὴν ἀκού­σου­με: «Πορεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἤδη ἀπέ­χε­τε τὸν μισθὸν ὑμῶν».

Ἐλπί­ζω νὰ μὴ συμ­βεῖ αὐτό σε μᾶς. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦ­με αἰώ­νια ὅταν ἔρθει τὸ σίγου­ρο τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου λάβα­με δόξα καὶ τιμή, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ὁ μονα­δι­κός μας Φίλος, μᾶς διδά­σκει πῶς μετὰ τὴ μέγι­στη δόξα, τὸν ἔπαι­νο καὶ τὴν τιμὴ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει αὐτὸς ὁ κόσμος, πρέ­πει νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με γιὰ ν’ ἀνα­λά­βου­με τὸ σταυ­ρό μας. Γι’ αὐτὸ πρέ­πει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρ­χο Πατέ­ρα Του καὶ τὸ Πανά­γιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὅπλα κατὰ τοῦ πονη­ροῦ

«Τοῦ­το δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπο­ρεύ­ε­ται εἰ,εἶ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17, 21)

ΠΟΙΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, ποιός δὲν θέλει τὴν εἰρή­νη; Ὅλος ὁ κόσμος ἀγα­πᾷ τὴν εἰρή­νη. Ὅταν μάλι­στα τὴν στε­ρῆ­ται, τότε περισ­σό­τε­ρο τὴν ἀνα­ζη­τα. Ἀλλὰ δυστυ­χῶς, παρὰ τὸν παναν­θρώ­πι­νο πόθο γιὰ εἰρή­νη, ὁ κόσμος πολ­λὲς φορὲς δοκί­μα­σε — καὶ δοκι­μά­ζει ἀκό­μα- τὴ φωτιὰ τοῦ πολέ­μου. Ὑλι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα καὶ ἀνθρώ­πι­νου ἐγωι­σμοὶ σπρώ­χνουν τυφλὰ στὴν κατα­στρο­φή. Δύο παγ­κό­σμιοι καὶ ἀμέ­τρη­τοι ἄλλοι τοπι­κοὶ πόλε­μοι σκόρ­πι­σαν καὶ σκορ­πί­ζουν τὴ φρί­κη. Ὅσοι ἔζη­σαν τέτοιες ἡμέ­ρες, εὔχον­ται νὰ μὴ ξανα­γυ­ρί­σουν ποτέ. Φιλή­συ­χοι ἄνθρω­ποι, ποὺ παρὰ τὴ θέλη­σή τους ὁδη­γή­θη­καν στὴν ἀλλη­λο­σφα­γή, φωνά­ζουν ἀπὸ τὰ μύχια τῆς ψυχῆς· Κατα­ρα­μέ­νος ὁ πόλε­μος!

- Ἄν ὅμως αὐτὸς ὁ πόλε­μος εἶνε κατα­ρα­μέ­νος, ὑπάρ­χει ἕνας ἄλλος πόλε­μος ποὺ εἶνε εὐλο­γη­μέ­νος. Εὐλο­γη­μέ­νος πόλε­μος; μὰ τί εἶνε αὐτὰ ποὺ λές; θ’ ἀπο­ρή­σῃ κανείς. Ναί, ἀγα­πη­τοί μου, ὑπάρ­χει καὶ εὐλο­γη­μέ­νος πόλε­μος. Εἶνε πόλε­μος, στὸν ὁποῖ­ον ὁ χρι­στια­νὸς καλεῖ­ται νὰ λάβῃ μέρος ὄχι μόνον ἑκου­σί­ως, μὲ τὴ θέλη­σή του, ἀλλὰ καὶ ὁλο­ψύ­χως, μὲ ὅλη τὴν καρ­διά του. Εἶνε πόλε­μος ἐναν­τί­ον τοῦ κακοῦ γι’ αὐτὸ εἶνε εὐλο­γη­μέ­νος. Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ πόλε­μος; Εἶνε ὁ πόλε­μος ἐναν­τί­ον τοῦ μεγα­λυ­τέ­ρου ἐχθροῦ μας, ἐναν­τί­ον τοῦ δια­βό­λου.

Ἔχου­με πόλε­μο λοι­πόν. Ἐχθρὸς σ’ αὐτὸ τὸν πόλε­μο εἶνε ὁ διά­βο­λος. Καὶ ὅπλα; Μὲ τί ὅπλα μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ πολε­μή­σῃ τὸ διά­βο­λο; Διό­τι αὐτὸς βέβαια δὲν πολε­μεῖ­ται μὲ κανό­νια καὶ ἅρμα­τα καὶ ἀερο­πλά­να ἢ καὶ πυρη­νι­κὲς βόμ­βες ἀκό­μη. Ἄλλα ὅπλα χρειά­ζον­ται ἐδῶ. Γιὰ τὰ ὅπλα ἐναν­τί­ον τοῦ δια­βό­λου μᾶς ὁμι­λεῖ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο σήμε­ρα. Ἄς δοῦ­με λοι­πόν, ποιά ὅπλα κατὰ τοῦ πονη­ροῦ συνι­στᾷ ἡ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πὴ ποὺ ἀκού­σα­με.

Ἕνας πατέ­ρας γονα­τί­ζει ἐμπρὸς στὸν Κύριο καὶ τὸν παρα­κα­λεῖ νὰ θερα­πεύ­σῃ το γυιό του, ποὺ πάσχει ἀπὸ ἐπή­ρεια τοῦ πονη­ροῦ πνεύ­μα­τος. Το δαι­μό­νιο ρίχνει τὸ παι­δὶ ἄλλο­τε στὴ φωτιὰ κι ἄλλο­τε στὸ νερό. Οἱ μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ, παρὰ τὴν καλή τους διά­θε­ση, δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸ ἀπαλ­λά­ξουν ἀπὸ τὴν τυραν­νία. Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς μὲ ἕνα λόγο του διώ­χνει τὸ δαι­μό­νιο καὶ ἀπαλ­λάσ­σει ἀμέ­σως τὸ παι­δί. Κι ὅταν ἔφυ­γε ὁ κόσμος οἱ μαθη­ταὶ πλη­σιά­ζουν ἰδιαι­τέ­ρως το Διδά­σκα­λο καὶ τὸν ἐρω­τοῦν: «Για­τί ἐμεῖς δὲν κατορ­θώ­σα­με νὰ τὸ βγά­λου­με;». Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἀπαν­τᾷ: «Λόγῳ τῆς ἀπι­στί­ας σας. Ἀλή­θεια σᾶς λέω, ἂν ἔχε­τε πίστι σάν το σπό­ρο τοῦ σινα­πιοῦ, θὰ πῆτε σὲ τοῦ­το τὸ βου­νό, Φύγε ἀπό ‘δὼ καὶ πήγαι­νε ἐκεῖ, καὶ θὰ πάη, καὶ τίπο­τε δὲν θὰ στα­θῇ ἀδύ­να­το γιά σας. Τοῦ­το δὲ τὸ γένος (τῶν δαι­μό­νων) δὲν βγαί­νει παρὰ μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νηστεία» (Ματθ. 17, 1921). Μέσα στὰ λόγια αὐτὰ ἀκοῦ­με τὸν Κύριο νὰ ὑπο­δει­κνύῃ τρία ὅπλα κατὰ τοῦ πονη­ροῦ πρῶ­το ὅπλο ἢ πίστι, δεύ­τε­ρο ἡ προ­σευ­χή, καὶ τρί­το ἢ νηστεία.

Πρῶ­το ὅπλο ἡ πίστι. Ποιά πίστις Ἡ θερ­μὴ καὶ ἀκλό­νη­τη πίστι. Δὲν μπο­ρέ­σα­τε, λέει, ὁ Χρι­στὸς στοὺς μαθη­τάς του, νὰ βγά­λε­τε τὸ δαι­μό­νιο ἐξ αἰτί­ας τῆς ἀπι­στί­ας σας ἐνῶ ἂν εἴχα­τε πίστι θερ­μὴ καὶ δυνα­τή, ὅπως θερ­μὸ καὶ δυνα­τὸ εἶνε τὸ σινά­πι, καὶ βου­νὰ ἀκό­μη θὰ μετα­κι­νού­σα­τε. Μὲ τὴν πίστι νικιέ­ται ὁ πονη­ρός. Νὰ πιστεύ­ου­με λοι­πὸν στὸ Θεό, ποὺ εἶνε ὁ παν­το­δύ­να­μος, ὁ δὲ διά­βο­λος ἐνώ­πιόν του φοβᾷ­ται καὶ τρέ­μει. Νὰ πιστεύ­ου­με στὸ λόγο τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, ποὺ βεβαιώ­νει ὅτι, ἂν ἀντι­στα­θοῦ­με στὸ διά­βο­λο, ἐκεῖ­νος θὰ φύγῃ νικη­μέ­νος «Ἀντί­στη­τε τῷ δια­βό­λῳ, καὶ φεύ­ξε­ται ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰακ. 4, 7). Νὰ πιστεύ­ου­με στὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ καὶ βου­νὰ παρα­με­ρί­ζει καὶ μετα­το­πί­ζει.

Δεύ­τε­ρο ὅπλο ἡ προ­σευ­χή. «Τοῦ­το τὸ γένος οὐκ ἐκπο­ρεύ­ε­ται εἰ,εἶ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17, 21). Μεγά­λη ἡ δύνα­μη τῆς προ­σευ­χῆς, καὶ θαυ­μα­στὰ τὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τά της σὲ ὥρα πει­ρα­σμοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, ὅταν περ­νοῦ­σε τίς στιγ­μὲς τῆς ὑπερ­τά­της ἀγω­νί­ας του στὸν κῆπο τῆς Γεθ­ση­μα­νή, ἀντι­με­τώ­πι­σε τὸν πει­ρα­σμὸ μὲ προ­σευ­χὴ «καὶ γενό­με­νος ἐν ἀγω­νίᾳ ἐκτε­νέ­στε­ρον προ­σηύ­χε­το», λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς (Λουκ. 22, 44). Μὲ τὸν τρό­πο αὐτὸν ὑπέ­δει­ξε, ὅταν βρε­θοῦ­με καὶ ἐμεῖς μέσα στὸν κυκλῶ­να τοῦ πει­ρα­σμοῦ, ἔτσι ν’ ἀντι­με­τω­πί­ζου­με τὴν ἐπί­θε­σι τοῦ δια­βό­λου, μὲ προ­σευ­χή. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν κυκλῶ­να, σὲ ὥρα γαλή­νης καὶ προ­τοῦ μᾶς βρὴ καὶ πει­ρα­σμός, ὁ Χρι­στὸς συνέ­στη­σε «Προ­σεύ­χε­σθε μὴ εἰσελ­θεῖν εἰς πει­ρα­σμόν» (Λουκ. 22, 40). Γι’ αὐτὸ ἂς προ­σευ­χώ­με­θα καὶ προ­κα­τα­βο­λι­κῶς — προ­λη­πτι­κῶς. Ἄλλω­στε καὶ στὴν κυρια­κὴ προ­σευ­χή, τὸ γνω­στὸ «Πάτερ ἡμῶν», μᾶς δίδα­ξε νὰ λέμε: «Καὶ μὴ εἰσε­νέγ­κῃς ἡμᾶς εἰς πει­ρα­σμόν, ἀλλὰ ρύσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονη­ροῦ» (Ματθ. 6, 13). .

Τὸ δὲ τρί­το ὅπλο, ποὺ συνι­στᾷ ὁ Χρι­στός, εἶνε ἡ νηστεία. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νήστε­ψε στὴν ἔρη­μο καὶ νίκη­σε τοὺς τρεῖς πει­ρα­σμοὺς τοῦ δια­βό­λου. Οἱ προ­φῆ­τες νήστε­ψαν, οἱ ἀπό­στο­λοι νήστε­ψαν, οἱ μάρ­τυ­ρες νήστε­ψαν, οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκη­ται προ­παν­τὸς νήστε­ψαν. Ἡ νηστεία λεπτύ­νει τὰ αἰσθή­μα­τα, βοη­θά­ει στὴν προ­σευ­χή, ταπει­νώ­νει τὴ σάρ­κα καὶ τὸ σαρ­κι­κὸ φρό­νη­μα, ἰσχυ­ρο­ποιεῖ τὸ πνεῦ­μα, κάνει τὸν ἄνθρω­πο πρό­θυ­μο στὴν ἐφαρ­μο­γὴ τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Θεοῦ, ἑλκύ­ει τη χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπο­διώ­κει τίς δαι­μο­νι­κὲς ἐπή­ρειες, κάνει θαύ­μα­τα. Δὲν ἐννο­οῦ­με βεβαί­ως τὴ νηστεία μόνο ἀπὸ τρο­φὲς ἐννο­οῦ­με τὴ νηστεία καὶ ἀπὸ τὰ πάθη. Μὴ λησμο­νοῦ­με, λοι­πόν, καὶ αὐτὸ τὸ τόσο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ ὅπλο.

Ὁ χρι­στια­νὸς ὅμως ἔχει κι ἄλλα ὅπλα κατὰ τοῦ πονη­ροῦ. Μετὰ τὴ θυσία τοῦ Χρι­στοῦ, μὲ τὴν ὁποία νική­θη­κε ὁ σατα­νᾶς, κον­τὰ στὰ τρία ὅπλα ποὺ εἴδα­με, ἡ Ἐκκλη­σία διδά­σκει, ὅτι ὁ Κύριος μᾶς χάρι­σε κι ἄλλο ἕνα ὅπλο κατὰ τοῦ πονη­ροῦ. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁ τίμιος σταυ­ρός του. Γι’ αὐτὸ σ’ ἕναν ὡραῖο ὕμνο οἱ ὀρθό­δο­ξοι ψάλ­λου­με: «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ δια­βό­λου τὸν σταυ­ρόν σου ἡμῖν δέδω­κας: φρίτ­τει γὰρ καὶ τρέ­μει μὴ φέρων καθο­ρὰν αὐτοῦ τὴν δύνα­μιν, ὅτι νεκροὺς ἀνι­στὰ καὶ θάνα­τον κατήρ­γη­σε. Διὰ τοῦ­το προ­σκυ­νοῦ­μεν τὴν ταφήν σου καὶ τὴν ἔγερ­σιν». Μᾶς ἔδω­σες, λέει, Κύριε, ὅπλο κατὰ τοῦ δια­βό­λου τὸν τίμιο σταυ­ρό σου καὶ πράγ­μα­τι ὁ διά­βο­λος φρίτ­τει καί τρέ­μει, μὴ ἀντέ­χον­τας ν’ ἀντι­κρύ­ζῃ τὴ δύνα­μί του. Διό­τι ὁ σταυ­ρὸς ἀνα­σταί­νει νεκροὺς καὶ κατήρ­γη­σε το θάνα­το. Γι’ αὐτὸ κ’ ἐμεῖς, Κύριε, προ­σκυ­νοῦ­με τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνά­στα­σή σου. Ἄς σημειώ­νου­με, λοι­πόν, τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ λέγον­τας «Ἰησοῦς Χρι­στὸς νικᾷ».

Ἄς ἐρω­τή­σου­με τέλος καὶ κάποιον ἀπό ‘κεί­νους ποὺ πάλε­ψαν μὲ τὸ διά­βο­λο καὶ νίκη­σαν. Ἄς ρωτή­σου­με λ.χ. τὸν ἅγιο Ἀντώ­νιο, νὰ μᾶς πῇ, τί ὅπλο χρη­σι­μο­ποί­η­σε; Καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώ­νιος ἀπαν­τᾷ: «Εἶδα», λέει, «ἐγὼ τίς παγί­δες τοῦ δια­βό­λου ἁπλω­μέ­νες κάτω στὴ γῆ, καὶ φοβι­σμέ­νος εἶπα: Ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὰ νική­σῃ αὐτά; Καὶ τότε ἄκου­σα φωνή: Ὅποιος ἔχει ταπεί­νω­σι». Ὁ ταπει­νὸς βρί­σκε­ται κάτω ἀπὸ τὴν προ­στα­τευ­τι­κὴ ὀμπρέλ­λα τῆς θεί­ας χάρι­τος καὶ ἀπο­κρού­ει κάθε δαι­μο­νι­κὴ ἐπί­θε­σι.

Ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί. Μὴ ζοῦ­με στὴν ἄγνοια. Μὴ ζοῦ­με στὴν ἀμέ­λεια, ἀνύ­πο­πτοι του τί γίνε­ται στὸν κόσμο. Γύρῳ,Γύρω μας καὶ μέσα μας γίνε­ται μάχη, μάχη πνευ­μα­τι­κή. «Ἀόρα­τος πόλε­μος», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικό­δη­μος ὁ Ἁγιο­ρεί­της στὸ ὁμώ­νυ­μο περί­φη­μο βιβλίο του, τὸ ὁποῖο συνι­στῶ νὰ δια­βά­ζε­τε. Ὁ δὲ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος διευ­κρι­νί­ζει: «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρ­κα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξου­σί­ας, πρὸς τοὺς κοσμο­κρά­το­ρας τοῦ σκό­τους τοῦ αἰῶ­νος τού­του, πρὸς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ τῆς πονη­ρί­ας ἐν τοῖς ἐπου­ρα­νί­οις» (Ἐφ. 6, 12). Βρο­χὴ τὰ βόλια. Κεφά­λια πέφτουν! Ἀόρα­τοι ἐχθροὶ κάνουν ἐπι­θέ­σεις κάθε ὥρα καὶ στιγ­μή. Ψυχὲς ἀθά­να­τες κιν­δυ­νεύ­ουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἂς εἴμα­στε ἄγρυ­πνοι. Ὄχι στὸν ὕπνο, ἀλλὰ στὰ ὅπλα, στὰ ὅπλα τὰ πνευ­μα­τι­κά. Στὴ μάχη αὐτὴ ὁ Χρι­στὸς δὲν μᾶς ἄφη­σε χωρὶς ὅπλα. Πνεῦ­μα ὁ ἐχθρός, πνευ­μα­τι­κὰ καὶ τὰ ὅπλα ἐναν­τί­ον του. Ἀπα­ριθ­μή­σα­με πέν­τε ὅπλα, ποὺ ἀπο­τε­λοῦν μιὰ τέλεια πνευ­μα­τι­κὴ πανο­πλία· πίστι, προ­σευ­χή, νηστεία, ταπεί­νω­σι καὶ ὁ τίμιος σταυ­ρός. Ἐὰν χρη­σι­μο­ποιοῦ­με τὰ ὅπλα αὐτά, τότε ὁ ἐχθρὸς θὰ νικη­θῇ καὶ θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θῇ καὶ στὸν καθέ­να μας ὁ θριαμ­βευ­τι­κὸς λόγος τοῦ Χρι­στοῦ «Ἐθε­ώ­ρουν τὸν σατα­νᾶν ὡς ἀστρα­πὴν ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ πεσόν­τα» (Λουκ. 10, 18). Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek