ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΒ΄ 2 - 14)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 3καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. 10καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου· 12καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
2 “Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με βασιλέα, ο οποίος έκαμε μεγαλοπρεπείς γάμους στο παιδί του. 3 Και έστειλε τους δούλους του να καλέση τους προσκαλεσμένους του στους γάμους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν. 4 Παλιν έστειλε άλλους δούλους λέγων· Ειπέτε στους προσκαλεσμένους· ιδού το συμπόσιον το έχω ετοιμάσει, οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγή και όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στους γάμους. 5 Αλλ’ εκείνοι επεριφρόνησαν την πρόσκλησιν, αδιαφόρησαν και επήγαν άλλος με στο κτήμα του, άλλος δε στο εμπόριόν του. 6 Οι υπόλοιποι δε, αφού επιασαν τους δούλους, τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. 7 Ακούσας δε ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη δια την αχαρακτήριστον συμπεριφοράν των προσκαλεσμένων, έστειλε τα στρατεύματά του, εξωλόθρευσε τους φονείς εκείνους και κατέκαυσε την πόλιν των. 8 Τοτε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι προσκεκλημένοι δεν ήσαν άξιοι να παρακαθήσουν στο συμπόσιον. 9 Πηγαίνετε λοιπόν εκεί, όπου βγάζουν οι δρόμοι και ξεχύνονται οι άνθρωποι, και όσους αν βρήτε καλέσατέ τους στους γάμους. 10 Εξήλθον οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους και συνεκέντρωσαν όλους όσους ευρήκαν καλούς και κακούς· και εγέμισε η μεγάλη αίθουσα του γαμηλίου συμποσίου από συνδαιτημόνας. 11 Οταν δε εισήλθεν ο Βασιλεύς να ίδη τους καθισμένους στο συμπόσιον, παρετήρησεν εκεί ένα άνθρωπον, ο όποιος δεν εφορούσε κατάλληλον για γάμον ένδυμα 12 και λέγει εις αυτόν· Φιλε, πως εμπήκες εδώ, χωρίς να έχης κατάλληλον ένδυμα γάμου; (Επρεπε να φιλοτιμηθής από την τιμήν που σου έκανα και να προσπαθήσης να βρης ένα τέτοιο ένδυμα). Εκείνος δε έμεινε άφωνος. 13 Τοτε είπε ο βασιλεύς στους υπηρέτας· Δεστε του πόδια και χέρια, πέρτε τον και ρίψατέ τον στο πυκνότατον σκότος· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. 14 Διότι πολλοί είναι οι προσκεκλημένοι εις την βασιλείαν του Θεού, αλλά ολίγοι είναι οι εκλεκτοί, που δέχονται με ευγνωμοσύνην την πρόσκλησιν και ετοιμάζονται όπως πρέπει”.
2 Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με κάποιον άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος έκανε εορτασμούς γάμου για το γιο του. 3 Έστειλε λοιπόν τους δούλους του για να καλέσει αυτούς που είχαν προσκληθεί στο γάμο, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν. 4 Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντας? Πείτε στους καλεσμένους: Ιδού, ετοίμασα το μεσημεριανό μου τραπέζι. Οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια είναι σφαγμένα, κι όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στο γάμο. 5 Αυτοί όμως αδιαφόρησαν κι έφυγαν, άλλος στο χωράφι του κι άλλος στην εμπορική του επιχείρηση. 6 Και οι υπόλοιποι, αφού έπιασαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. 7 Όταν τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς εκείνος, θύμωσε, κι αφού έστειλε τα στρατεύματά του, εξολόθρευσε τους φονιάδες εκείνους και κατέκαψε την πόλη τους. (Έτσι τιμωρήθηκαν οι Ιουδαίοι και τα Ιεροσόλυμα, τους οποίους υπονοεί η παραβολή). 8 Τότε λέει στους δούλους του: Το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο? οι καλεσμένοι όμως δεν ήταν άξιοι να πάρουν μέρος σ’ αυτό. 9 Πηγαίνετε λοιπόν στα σταυροδρόμια και τα τρίστρατα, κι όσους βρείτε εκεί, καλέστε τους στους γάμους. 10 Βγήκαν τότε εκείνοι οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα του γάμου από ανθρώπους που κάθισαν στο τραπέζι. (Αυτό πραγματοποιήθηκε με την Εκκλησία, στην οποία κλήθηκαν και προσήλθαν οι ειδωλολάτρες που πίστεψαν). 11 Κι όταν μπήκε ο βασιλιάς για να δει τους καθισμένους στο τραπέζι, είδε εκεί κι έναν άνθρωπο που δεν φορούσε επίσημο ένδυμα γάμου. Δεν είχε δηλαδή μαζί με την πίστη και τον καρπό της πίστεως, δηλαδή τις αρετές. 12 Και του λέει: Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς να έχεις ενδυμασία γάμου; Ήταν εύκολο να απευθυνθείς στην υπηρεσία μου και να σου δώσει μια τέτοια ενδυμασία. Κι αυτός τότε αποστομώθηκε. 13 Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: Δέστε τα χέρια και τα πόδια του και πάρτε τον και ρίξτε τον έξω, στο πιο βαθύ σκοτάδι, που είναι μακριά από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί οι άνθρωποι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. 14 Διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι στη βασιλεία του Θεού, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί, που έχουν τις αρετές και θα κληρονομήσουν τη βασιλεία αυτή.
2 «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶνἔγινε ὁμοία μὲ ἄνθρωπο βασιλέα, ποὺἔκανε τὸ γάμο τοῦ υἱοῦ του. 3 Καὶἔστειλε τοὺς δούλους του, γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς προσκεκλημένους νὰἔλθουν στὸ γάμο, ἀλλὰ δὲν õθελε νὰ τὴν διαπομπεύσῃ, σκέφθηκεθελαν νὰἔλθουν. 4 Πάλιἔστειλε ἄλλους δούλους λέγοντας: “Νὰ εἰπῆτε στοὺς προσκεκλημένους: Ἰδοὺ ἑτοίμασα τὸ συμπόσιό μου, ἔχουν σφαγῆ οἱ ταῦροι μου καὶ τὰ θρεφτάρια, καὶ εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Ἐλᾶτε στὸ γάμο”. 5 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἀδιαφόρησαν καὶ πῆγαν, ἄλλος μὲν στὸν ἀγρό του, ἄλλος δὲ στὴν ἐμπορική του ἐπιχείρησι. 6 Ὁἱ δὲ υπόλοιποιἔπιασαν τοὺς δούλους του, καὶ τοὺς κακοποίησαν, καὶ τοὺς σκότωσαν. 7 Ὅταν δὲ πληροφορήθηκε ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, ὠργίσθηκε, καὶἔστειλε τὸ στρατό του καὶ ἐξωλόθρευσε ἐκείνους τοὺς φονεῖς, καὶ τὴν πόλι τους πυρπόλησε. 8 Τότε λέγει στοὺς δούλους του: “Τὸ μὲν τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἕτοιμο, οἱ δὲ προσκεκλημένοι δὲν ἦταν ἄξιοι. 9 Πηγαίνετε λοιπὸν κατὰ μῆκος τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους θὰ βρῆτε, καλέσετε στὸ γάμο”. 10 Τότε οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι βγῆκαν στοὺς δρόμους, καὶ συγκέντρωσαν ὅλους, ὅσους βρῆκαν, καὶ δυστυχεῖς καὶ εὐτυχεῖς. Καὶ γέμισε ἡ αἴθουσα τοῦ γάμου ἀπὸ συνδαιτυμόνες. 11 Ὅταν δὲ μπῆκε ὁ βασιλεὺς γιὰ νὰ ἰδῇ τοὺς συνδαιτυμόνες, εἶδε ἐκεῖ ἕνα ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἦταν ντυμένος μὲἔνδυμα γάμου, 12 καὶ τοῦ λέγει: “Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ μὴἔχονταςἔνδυμα γάμου;”. Ἀὐτὸς δὲἔμεινεν ἄναυδος. 13 Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπε στὰ πρόσωπα, ποὺ διακονοῦσαν (στὸ γάμο): “Δέστε του πόδια καὶ χέρια, καὶ σηκῶστε τον καὶ πετάξτε τονἔξω στὸ βαθύτερο σκοτάδι”. Ἐκεῖ θὰ κλαίῃ καὶ θὰ τρίζῃ τὰ δόντια (ἀπὸ τὸν πόνο). 14 Πολλοὶ δὲ εἶναι καλεσμένοι, ἀλλ᾽ ὀλίγοι εἶναι ἐκλεκτοί».
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: ‘’Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16].
Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως κάποιον ύπουλο και πονηρό και εκτιμούν ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα, βέβαια, να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με κανέναν τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να καταλήγει σε τολμηρές κρίσεις για ζητήματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο κάποιου ανθρώπου και πόσο μάλιστα όταν πρόκειται να τον κατηγορήσει για κάτι, καθώς επίσης και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία για τυχόν δόλιες προθέσεις του συγκεκριμένου νέου· πιο συγκεκριμένα, λέγει τα εξής για τον νεανίσκο αυτόν: «Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:Και καθώς ο Ιησούς έβγαινε στον δρόμο, έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον ρωτούσε)»[Μάρκ.10,17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ…(:ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε και του είπε…)»[Μάρκ.10,21].
Οπωσδήποτε όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από το περιστατικό αυτό· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, η φιλαργυρία καταστρέφει οποιαδήποτε αρετή διαθέτουμε, καταστρέφει τα πάντα. Δικαιολογημένα λοιπόν και ο Παύλος είπε ότι αυτό το πάθος είναι η ρίζα όλων των κακών[Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Γιατί ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία· μερικοί μάλιστα, λόγω της φιλαργυρίας τους, κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)»; Επειδή ο νέος αυτός Τον πλησίασε με την ιδέα ότι ο Κύριος είναι ένας οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος ανάμεσα στους πολλούς και κάποιος από τους Ιουδαίους διδασκάλους· για τούτο λοιπόν και σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος ο Ιησούς, ο νέος αυτός συζητεί μαζί Του. Καθόσον ο παντογνώστης Κύριος και σε πολλές άλλες περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει: «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν(:Εσείς οι Σαμαρείτες, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίο πολύ λίγο γνωρίζετε. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που περισσότερο από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζουμε)»· και: «Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:Ίσως μου πείτε: ‘’Εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία’’. Πράγματι. Εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη)»[Ιω.5,31].
Όταν λοιπόν λέγει: «Οὐδεὶς ἀγαθὸς(:Κανείς δεν είναι αγαθός)», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό Του από το ότι είναι αγαθός, μη σκεφτείς κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση· διότι δεν είπε: «Για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλά είπε ότι «οὐδεὶς ἀγαθὸς(:κανείς δεν είναι αγαθός)»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού και για να ξεχωρίσει το μέγεθός της. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(:παρά μόνο ένας, ο Θεός)». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό Του στον νεανίσκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο και παραπάνω αποκαλούσε τους ανθρώπους ‘’πονηρούς’’, λέγοντας: «Εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν(:εάν λοιπόν εσείς, ενώ είστε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, γνωρίζετε να δίνετε στα παιδιά σας ωφέλιμα πράγματα)»[Ματθ.7,11]. Πραγματικά και στην περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», όχι για να αποδώσει το γνώρισμα της πονηρίας σε όλη γενικά την ανθρώπινη φύση πονηρή (διότι το «εσείς» δεν σημαίνει ‘’όλοι εσείς οι άνθρωποι’’),αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· για τούτο και πρόσθεσε· «…πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;(: πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας σας, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώσει καλά και ωφέλιμα σ’ εκείνους που του ζητούν;)»[Ματθ.7,11].
Αλλά θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: «Ποια κατεπείγουσα ανάγκη υπήρχε ή ποια χρησιμότητα επέβαλε στον Κύριο να δώσει αυτήν την απάντηση;». Με τον τρόπο αυτόν ο Ιησούς εξυψώνει πνευματικά τον πλούσιο αυτό νέο σιγά-σιγά και τον διδάσκει να απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεό, και τον πείθει επίσης να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει Αυτόν που πράγματι είναι αγαθός και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και σε Αυτόν να αποδίδει τις τιμές.
Διότι και όταν λέγει: «Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε (:Όμως εσείς μην επιδιώκετε να καλείστε ‘’διδάσκαλοι’’· διότι ένας είναι ο διδάσκαλός σας, ο Χριστός, και όλοι εσείς είστε αδέλφια και άρα ίσοι μεταξύ σας)»[Ματθ.23,8], το λέγει σε αντιδιαστολή προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποια είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κυριεύτηκε από τέτοια δυνατή επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή· διότι η γη μεν, η ψυχή δηλαδή του νέου, ήταν εύφορη και πλούσια, όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο.
Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν τη στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για να υπακούει στις εντολές· διότι λέγει: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή😉».Τόσο ήταν προετοιμασμένος και πρόθυμος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και στις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή π.χ. στην περίπτωση του νομικού[βλ. Ματθ.22,35-40: «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται (:Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι Εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους, κι ένας απ’ αυτούς, νομοδιδάσκαλος, Τον ρώτησε δοκιμάζοντάς Τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και Του είπε: “Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στον νόμο;” Ο Ιησούς του είπε: “Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σε Αυτόν, και με το νου σου ολόκληρο, ώστε Αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εντολή όμοια με αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών”)»].
Αλλά και αν ακόμη το αποσιώπησε ο ευαγγελιστής, ο Χριστός όμως δεν θα ήταν δυνατόν να τον αφήσει απαρατήρητο για τις υστερόβουλες προθέσεις του, αλλά θα τον έλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι πλανήθηκε και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, ο νέος αυτός δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε· διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλά εξαγριώνονταν όταν τους αποστόμωνε. Όμως δεν συνέβη αυτό στον νέο, αλλά έφυγε καταλυπημένος και κατηφής, πράγμα που αποτελεί όχι μικρή απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρή διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμούσε μεν την αιώνια ζωή, αλλά όμως τον είχε κατακυριεύσει ένα φοβερότατο πάθος, αυτό της φιλαργυρίας.
Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε: «Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς(:Εάν όμως θέλεις να μπεις στην αιώνια και μακάρια ζωή, τήρησε σε όλη τη ζωή σου τις εντολές)», ο νέος ρωτάει: «Ποίας;(:Ποιες εντολές😉», όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του μωσαϊκού Νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από κάποια σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να τηρεί τις εντολές του νόμου, απαντά: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου(:Όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικία)». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και πάλι ρωτά: «Τί ἔτι ὑστερῶ;(:Σε τι ακόμη υστερώ;)», πράγμα που αποδείκνυε επίσης και αυτό τη μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε.
Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με)»[Ματθ.19,21]. Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει για αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως πείραζε τον Κύριο, δε θα Του έδινε αυτήν την απάντηση. Τώρα όμως και του απαντά σχετικώς, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στη διάθεση του νέου, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν καθορίσει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει: «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία: «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.
«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα ακόμη σε αυτά που ήδη έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να προσφέρει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσο υπερέχει ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. ‘’Θησαυρό’’ δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία και την αφθονία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει τη μονιμότητα και την ασφάλειά της· προσπαθούσε δηλαδή όσο ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα και να τον κάνει να καταλάβει στο μέτρο των ανθρώπινών του δυνατοτήτων.
Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους φτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά Του και να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο· διότι λέγει ο Κύριος: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι(:Εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί)»[Λουκά 9,23]. Ώστε η εντολή αυτή, το να θυσιάζει δηλαδή κανείς και την ίδια του τη ζωή του είναι πολύ πιο ανώτερη από το να περιφρονήσει τα χρήματα και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.
«Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος(:Μόλις όμως ο νέος άκουσε αυτόν τον λόγο, έφυγε λυπημένος)». Και στη συνέχεια, για να δείξει ο ευαγγελιστής ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το αφύσικο, λέγει: «ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά (:διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη σε αυτά)» [Ματθ.19,22]. Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος της φιλαργυρίας αυτοί που έχουν λίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δεν θα παύσω να το επαναλαμβάνω συνεχώς, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο τη φλόγα και κάνει πιο φτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σε αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία για αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο τη φτώχειά τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη επέδειξε ότι έχει πάνω του το πάθος αυτό της φιλαργυρίας· διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλά έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.
Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν(:Αληθινά σας λέγω ότι δύσκολα θα εισέλθει πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών)», κατηγορώντας όχι τα ίδια τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σε αυτά. Εάν όμως θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης· διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς από τα υπάρχοντά του σε όσους έχουν ανάγκη, συλλογίσου πόσο πυρ επισωρεύει και το να αρπάζει κιόλας και τα αγαθά των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ο Κύριος ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον οι ίδιοι οι μαθητές ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε στην κατοχή τους; Με σκοπό να τους διδάξει να μην αισχύνονται για την πενία τους και απολογούμενος, κατά κάποιο τρόπο, προς αυτούς για το ότι δεν τους επέτρεψε να έχουν τίποτε.
Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, στη συνέχεια τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλά αδύνατο σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλας και της βελόνας· διότι λέγει: «Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν(:Ευκολότερο είναι να περάσει μία καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία του Θεού)». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δεν θα είναι μικρή και ασήμαντη η αμοιβή εκείνων που ενώ είναι πλούσιοι, μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, για να δείξει δηλαδή ότι χρειάζεται άφθονη χάρη από μέρους του Θεού εκείνος ο πλούσιος που πρόκειται να επιτύχει τη σωτηρία. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές Του, είπε: «Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι(:Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στο Θεό όμως όλα είναι δυνατά. Μπορεί λοιπόν ο Θεός με τη χάρη του να λύσει τους δεσμούς της καρδιάς κάθε καλοπροαίρετου πλουσίου με το χρήμα και να τον καταστήσει άξιο της σωτηρίας. Αρκεί να έχει την καλή διάθεση της αυταπαρνήσεως και θυσίας)»[Ματθ.19,26].
Και για ποια αιτία ταράσσονται οι μαθητές, ενώ ήσαν πτωχοί και μάλιστα πολύ πτωχοί; Για ποιο λόγο θορυβούνται; Επειδή λυπούνταν και ενδιαφέρονταν για τη σωτηρία των άλλων ανθρώπων και μεγάλη στοργή είχαν για όλους και αισθάνονταν πλέον σαν διδάσκαλοι των άλλων. Έτσι, λοιπόν, έτρεμαν και φοβούνταν για την οικουμένη ολόκληρη, εξαιτίας της αποφάσεως αυτής, ώστε χρειάζονταν μεγάλη παρηγορία. Γι’ αυτό ο Κύριος τούς κοίταξε πρώτα και τους είπε: «Εκείνα που είναι αδύνατα να γίνουν από τους ανθρώπους, αυτά είναι δυνατά να γίνουν από τον Θεό». Αφού λοιπόν με το ήμερο και πράο βλέμμα Του παρηγόρησε τη γεμάτη από ταραχή σκέψη τους και διέλυσε την αγωνία τους (διότι αυτό το έκανε φανερό ο ευαγγελιστής, όταν είπε: «Ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς(:Ο Ιησούς λοιπόν τους κοίταξε κατάματα και εκφραστικά και τους είπε)», στη συνέχεια τους καθησυχάζει και με τα λόγια Του, αφού τους παρουσίασε τη δύναμη του Θεού και έτσι τους γέμισε με θάρρος.
Αλλά εάν επιθυμείς να μάθεις και τον τρόπο και πώς θα μπορούσε το αδύνατο να γίνει δυνατό, άκου· διότι δεν είπε φυσικά αυτά τα παραπάνω λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος, να σπεύσουμε με ευκολία να αναλάβουμε τον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες και τους άθλους μας, να επιτύχουμε να αποκτήσουμε την αιώνια ζωή.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί; Αν απαρνηθείς τα υπάρχοντά σου, αν μοιράσεις τα χρήματά σου, αν απαλλαγείς από την πονηρή επιθυμία σου. Το ότι λοιπόν αυτό δεν είναι έργο μόνο του Θεού, αλλά το είπε αυτό με σκοπό να δείξει το μέγεθος του κατορθώματος, άκουσε τα όσα λέγει στη συνέχεια. Διότι όταν ο Πέτρος είπε: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι(:Ιδού εμείς αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε)» και ρώτησε «Τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;(:Ποια τάχα θα είναι η αμοιβή μας;)» [Ματθ.19,27], ορίζοντας τον μισθό για εκείνους ο Κύριος, πρόσθεσε: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Και κάθε ένας, ο οποίος για χάρη μου άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή χωράφια, θα λάβει εδώ στη γη εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή)»[Ματθ.19,29]. Έτσι το αδύνατο γίνεται δυνατό. Αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος: «Πώς αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί; Πώς είναι δυνατόν αυτός που κατακυριεύτηκε μία φορά από την επιθυμία αυτού του είδους να απαρνηθεί τα χρήματά του;». Αν αρχίσει να μοιράζει τα υπάρχοντά του και να περικόπτει τα περιττά πράγματα· διότι έτσι θα προχωρήσει και πιο πέρα και θα προχωρήσει στο εξής ευκολότερα.
Μη ζητήσεις λοιπόν να ανέβεις αμέσως, εάν σου φαίνεται δύσκολο το ανέβασμα με την πρώτη, αλλά ανέβαινε ήρεμα και σιγά σιγά την κλίμακα αυτήν που σε οδηγεί στον ουρανό· διότι, όπως ακριβώς αυτοί που υποφέρουν από πυρετό, έχοντας μέσα τους ευκολοερέθιστη και πλεονάζουσα χολή, όταν προσθέσουν τροφές και ποτά, όχι μόνο δε σβήνουν τη δίψα τους, αλλά και ανάπτουν τη φλόγα, έτσι και οι φιλοχρήματοι, όταν προσθέτουν τα χρήματα στην πονηρή αυτή επιθυμία, που είναι πολύ πιο ευκολοερέθιστη από εκείνη τη χολή, την ανάπτουν ακόμη περισσότερο. Τίποτε λοιπόν δεν καθησυχάζει αυτήν τη φιλοχρηματία τόσο, όσο η απομάκρυνση καταρχήν της επιθυμίας του κέρδους, όπως ακριβώς βέβαια και την ευκολοερέθιστη χολή το λίγο φαγητό και η αποβολή. «Αλλά», θα πει κάποιος, «πώς θα γίνει αυτό;» Εάν κατανοήσεις ότι όσο μεν αυξάνονται τα πλούτη σου, ποτέ δε θα σταματήσει η δίψα σου γι’ αυτά και να βαστάζεσαι από την επιθυμία του περισσότερου, όταν όμως απαλλαγείς από τα υπάρχοντά σου, θα μπορέσεις και την ασθένεια αυτήν να την καθησυχάσεις.
Μην περιβάλλεσαι λοιπόν από περισσότερα, για να μην επιδιώκεις ακατόρθωτα πράγματα και υποφέρεις αθεράπευτα και να γίνεσαι έτσι, υπό την επίδραση αυτής τη λύσσας, ελεεινότερος από όλους. Διότι πες μου: ποιος θα μπορούσαμε να πούμε βασανίζεται και υποφέρει, αυτός που επιθυμεί πολυτελή φαγητά και ποτά και δεν μπορεί να τα απολαύσει όπως θέλει, ή αυτός που δεν είναι κυριευμένος από μια τέτοια επιθυμία; Είναι ολοφάνερο ότι βασανίζεται αυτός που έχει μεν αυτήν την επιθυμία, αλλά δεν μπορεί να απολαύσει αυτά που επιθυμεί. Τόσο δηλαδή οδυνηρό είναι αυτό, το να μην μπορεί δηλαδή να απολαύσει κανείς αυτό που επιθυμεί και το να διψά αλλά να μην μπορεί να πιει κάτι για να ξεδιψάσει, ώστε, θέλοντας ο Χριστός να μας παρουσιάσει με παράδειγμα την γέεννα που περιμένει τους αμετανόητους, με αυτόν τον τρόπο επέλεξε να την περιγράψει και να παρουσιάσει τον πλούσιο έτσι να κατακαίεται [βλ. παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου: Λουκά 16,19-31]· τιμωρούνταν δηλαδή εκείνος ο άσπλαχνος πλούσιος με το ότι επιθυμούσε μία σταγόνα ύδατος και δεν μπορούσε να την απολαύσει.
Εκείνος λοιπόν που περιφρονεί τα χρήματα κατάπαυσε την επιθυμία αυτήν, ενώ αυτός που επιθυμεί να πλουτίζει και να αποκτήσει περισσότερα, την άναψε περισσότερο την επιθυμία του και ουδέποτε αρκείται σε αυτά που έχει· αλλά και αν ακόμη αποκτήσει άπειρα τάλαντα, επιθυμεί άλλα τόσα· και αν τα αποκτήσει και αυτά, επιθυμεί και πλάι τους άλλα διπλάσια από αυτά, και προχωρώντας, εύχεται και τα όρη και η γη και η θάλασσα κι όλα γενικώς να γίνουν προς χάριν του χρυσός, κατεχόμενος από μία νέα μορφή φοβερής μανίας, που δεν μπορεί έτσι να σβήσει ποτέ. Και για να μάθεις ότι το κακό αυτό δεν σταματά με την προσθήκη, αλλά με την αφαίρεση, πρόσεξε το εξής: Εάν κάποτε σου γεννιόταν η παράλογη επιθυμία να πετάξεις και να μεταβείς κάπου μέσω του αέρος, πώς θα μπορούσες να σβήσεις αυτήν την παράλογη επιθυμία σου; Με το να κάνεις φτερά και να κατασκευάσεις άλλα όργανα, ή με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι επιθυμεί ακατόρθωτα πράγματα κι ότι δεν πρέπει να επιχειρεί κανένα από αυτά; Ολοφάνερο είναι ότι θα έσβηνες την άτοπη αυτή επιθυμία σου με το να πείσεις τον λογισμό σου ότι η υλοποίησή της είναι ανέφικτη.
«Αλλά», θα έλεγε κάποιος, «εκείνο είναι αδύνατο». Όμως και αυτό είναι πιο ακατόρθωτο, το να βρεις δηλαδή τέρμα για την επιθυμία σου. Καθόσον είναι ευκολότερο, αν και είμαστε άνθρωποι, να πετάξουμε, παρά με την προσθήκη του επιπλέον να σταματήσουμε την σφοδρή αυτήν επιθυμία· διότι όταν είναι κατορθωτά αυτά που επιθυμούμε, είναι δυνατόν να παρηγορηθεί κανείς και με την απόλαυση, όταν όμως είναι ακατόρθωτα, μία πρέπει να είναι τότε η φροντίδα μας, πώς να απομακρυνθούμε από αυτήν την επιθυμία μας· διότι δεν είναι δυνατόν κατά άλλον τρόπο να ξανακερδίσουμε την ψυχή μας. Ώστε λοιπόν για να μην στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αλλά, αφού αποβάλουμε τη σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών· διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε τόσο μεγάλος κόπος, αλλά και το κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπο επαγρυπνεί, φροντίζει τα μελλοντικά και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του σε αυτά άπαξ δια παντός, οπωσδήποτε αυτός θα αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.
Αναλογιζόμενος λοιπόν όλα αυτά, βγάλε από μέσα σου την πονηρή επιθυμία των χρημάτων. Βέβαια ούτε και αυτό μπορείς να μου πεις, ότι σου παρέχει μεν αυτή η επιθυμία τα παρόντα· αλλά όμως σου στερεί τα μέλλοντα· και αν ακόμη βέβαια συνέβαινε αυτό, θα ήταν χειρότερη κόλαση και τιμωρία. Τώρα όμως ούτε αυτό είναι δυνατό· διότι μαζί με την γέεννα και πριν από την γέεννα εκείνη, και στην εδώ ζωή σου γίνεται πρόξενος χειρότερης κολάσεως. Καθόσον η επιθυμία αυτή πολλές οικίες κατέστρεψε και φοβερούς πολέμους υποκίνησε και οδήγησε κατ’ ανάγκην τη ζωή σε βίαιο θάνατο· και επίσης, πριν από τους κινδύνους αυτούς, καταστρέφει την ευγένεια της ψυχής και κατέστησε πολλές φορές αυτόν που διακατέχεται από αυτήν, δειλό, άνανδρο, θρασύ, ψεύτη, συκοφάντη, άρπαγα, πλεονέκτη και οτιδήποτε άλλο χειρότερο.
Αλλά μήπως καταγοητεύεσαι, όταν βλέπεις τη λάμψη των χρημάτων και το πλήθος των υπηρετών και το κάλλος των οικοδομημάτων και τις τιμές όταν διέρχεσαι από την αγορά; Ποια λοιπόν θεραπεία θα μπορέσει να βρεθεί για το πονηρό αυτό τραύμα; Αν σκεφτείς, πώς καταντούν όλα αυτά την ψυχή σου· ότι την καθιστούν σκοτεινή, έρημη, αισχρή και άσχημη· αν αναλογιστείς με τη βοήθεια πόσων κακών αποκτήθηκαν αυτά, με πόσους κόπους φυλάσσονται μέχρι τέλους, αλλά και όταν ακόμη αποφύγει κανείς όλων τις αρπαγές, αφού έλθει ο θάνατος, πολλές φορές οδηγεί αυτά στα χέρια των εχθρών σου, ενώ εσένα σε παίρνει γυμνό από όλα και φεύγει, χωρίς να σύρεις από πίσω σου τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνο τα τραύματα και τις πληγές, τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει.
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να λάμπει εξωτερικά από τα ενδύματά του και τη μεγάλη ακολουθία του, ανάλυσε λεπτομερώς τη συνείδησή του, και θα βρεις μέσα της πολλή πονηρία και θα δεις να υπάρχει μέσα της πολλή σκόνη. Αναλογίσου τον Παύλο, τον Πέτρο, σκέψου τον Ιωάννη, τον Ηλία· ή, καλύτερα, σκέψου τον Υιό του Θεού που δεν είχε πού να κλίνει την κεφαλή Του. Γίνε μιμητής Εκείνου και των δούλων Εκείνου και να φέρεις στη φαντασία σου τον απερίγραπτο πλούτο αυτών. Εάν όμως για μια στιγμή ρίξεις το βλέμμα σου προς τα χρήματα και σκοτιστεί και πάλι το μυαλό σου, όπως ακριβώς στην περίπτωση κάποιου ναυαγίου τη στιγμή που έρχεται η καταιγίδα, άκουσε την απόφαση του Χριστού που λέγει ότι είναι αδύνατο ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών. Και απέναντι από την απόφαση αυτήν θέσε τα όρη, τη γη και τη θάλασσα και κάνε τα όλα αυτά, εάν θέλεις, με τη σκέψη σου χρυσό· θα διαπιστώσεις λοιπόν τότε ότι τίποτε δεν μπορεί να εξισωθεί με τη ζημία που προέρχεται από αυτά.
Και εσύ μεν σκέπτεσαι τόσα και τόσα στρέμματα γης, και τις δέκα ή είκοσι οικίες ή και περισσότερες και τα τόσο πολλά δημόσια λουτρά, και τους χίλιους δούλους ή τις δύο χιλιάδες αυτών και τα αργυροστόλιστα και χρυσοστόλιστα οχήματα, εγώ όμως σου λέγω εκείνο: Εάν ο καθένας από εσάς τους πλουσίους, εγκατέλειπε αυτήν την φτώχεια (διότι αυτά είναι φτώχεια εν συγκρίσει με εκείνα που πρόκειται να σας πω), και αποκτούσε ολόκληρο τον κόσμο και ο καθένας από αυτούς είχε τόσους πολλούς ανθρώπους, όσοι τώρα κατοικούν σε όλα τα μέρη της γης και της θαλάσσης, και είχε ο καθένας όλη την οικουμένη, και τη γη και τη θάλασσα και παντού είχε οικοδομήματα και πόλεις και έθνη, και από παντού έρρεε προς χάριν του αντί ύδατος, αντί πηγών, χρυσός, δεν θα μπορούσα να πω ότι αυτοί που έχουν αυτά τα τόσα πλούτη ότι αξίζουν τρεις οβολούς, εάν επρόκειτο να αποκλειστούν από την Βασιλεία των Ουρανών· διότι εάν τώρα, επιθυμώντας να αποκτήσουν χρήματα, βασανίζονται όταν δεν επιτύχουν στην προσπάθειά τους αυτήν, εάν επρόκειτο να λάβουν γνώση των απορρήτων εκείνων αγαθών, τι θα αρκούσε τότε για να τους παρηγορήσει; Δεν υπάρχει τίποτε.
Μην μου προβάλλεις λοιπόν την αφθονία των χρημάτων, αλλά να σκέπτεσαι πόσο μεγάλη είναι η ζημία που υφίστανται οι εραστές αυτής, οι οποίοι αντί τούτων χάνουν τη Βασιλεία των ουρανών, και παθαίνουν το ίδιο πράγμα που παθαίνει κάποιος, εάν συνέβαινε να εκπέσει από την τιμητική του θέση στα ανάκτορα, και να θεωρεί πολύ σπουδαίο πράγμα τη μία σωρό κοπριάς που έχει. Καθόσον ως προς τίποτε δεν διαφέρει η συγκέντρωση των χρημάτων από εκείνη, μάλλον δε είναι και καλύτερη· διότι η μεν κοπριά είναι χρήσιμη και για τη γεωργία και για τη θέρμανση του λουτρού και για άλλα παρόμοια, ο κρυμμένος όμως μέσα στη γη χρυσός δεν είναι χρήσιμος για κανένα από αυτά.
Και μακάρι να ήταν μόνο άχρηστος· όμως τώρα ανάπτει και πολλές καμίνους σε εκείνον που τον έχει, εάν συμβεί να μην τον χρησιμοποιεί όπως πρέπει· διότι τα περισσότερα κακά προέρχονται από αυτόν. Για τον λόγο αυτόν οι ειδωλολάτρες αποκαλούσαν την φιλαργυρία «ακρόπολη των κακών», ο δε μακάριος Παύλος τη χαρακτήρισε κατά τρόπο καλύτερο και παραστατικότερο, αφού την ονόμασε ρίζα όλων των κακών[πρβλ. Α΄Τιμ.6,10: «Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς(:Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα, διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και γι’ αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ας μάθουμε να είμαστε μιμητές εκείνων που είναι άξιοι μιμήσεως. Όχι τις λαμπρές οικοδομές, ούτε τους πλούσιους αγρούς, αλλά να ζηλεύουμε τους άνδρες εκείνους που έχουν πολλή παρρησία ενώπιον του Θεού, εκείνους που είναι πλούσιοι στον ουρανό, τους κυρίους των θησαυρών εκείνων, τους πραγματικά πλουσίους, τους πτωχούς χάριν του ονόματος του Χριστού, ώστε και των αιωνίων αγαθών να επιτύχουμε με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΞΓ΄, σελίδες 208-233.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 196-207 .
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-8-1980]
[Β33]
Εάν έπρεπε, αγαπητοί μου, να ερωτήσουμε τι είναι το Ευαγγέλιον, θα μπορούσαμε με συντομία να απαντήσουμε: «Η παράδοσις της αληθείας». Αλλά τι είναι αλήθεια; Η αλήθεια είναι ο Χριστός και ο λόγος Του. Όχι ο λόγος Του, αλλά και ο λόγος Του. Διότι ο ίδιος είπε: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια». Συνεπώς η αλήθεια είναι τα λόγια Του. Αλλά η πηγή των λόγων Του είναι ο Ίδιος. Συνεπώς η πηγή της αληθείας είναι το πρόσωπό Του.
Επανερχόμενοι λοιπόν εις την ερώτηση, εάν θα πρέπει να ρωτήσουμε τι είναι Ευαγγέλιον, θα απαντούσαμε: «Η Αλήθεια, η Παράδοσις της αληθείας». Δηλαδή ο Χριστός και ο λόγος Του. Αλλ’ όμως πολλές φορές, αγαπητοί μου, ξεχνάμε αυτήν την Παράδοσιν της αληθείας, που είναι το Ευαγγέλιον. Ο Απόστολος Παύλος θα βρεθεί σε μία πολύ δύσκολη θέση, δυσάρεστη, όταν θα γράψει την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του εις την εκκλησία της Κορίνθου και θα τους πει: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» κ.λπ. Δηλαδή μερικοί Κορίνθιοι αμφισβητούσαν την ανάστασιν των νεκρών.
Και φυσικά, όπως λέγει ευστοχότατα κάποιος Πατήρ ότι «εάν αμφισβητείς την ανάστασιν των νεκρών, τότε μην μιλάς πια για το Ευαγγέλιο, δεν έχεις τίποτα». Και συνεπώς ο Απόστολος Παύλος βλέποντας πόσο ακριβώς μεγάλο είναι το θέμα αυτό, αφιερώνει ένα ολόκληρο και μακρότατο κεφάλαιον υπέρ της αναστάσεως των νεκρών, αφού βεβαίως η κατοχύρωσις θα γίνει επάνω στην Ανάσταση του Χριστού. Και θα τους πει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν ἀδελφοί», δηλαδή το «γνωρίζω» εδώ έχει την έννοια «Σας υπενθυμίζω. Γιατί το ξέρετε. Αλλά, το ξεχάσατε;». Δεν τους θίγει. Να τους πει: «Το αμφισβητήσατε; Σας υπενθυμίζω, λοιπόν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον. Εκείνο που εγώ ευαγγελίστηκα σε σας. Εκείνο το οποίον εσείς παραλάβατε και επάνω στο οποίο σεις σταθήκατε, δια του οποίου Ευαγγελίου σεις σώζεσθε, εἰ κατέχετε, εάν βεβαίως το κρατάτε».
Εδώ βλέπομε, σ’ αυτήν την έκφρασή του, αγαπητοί μου, όλη εκείνη την διαδικασία της παραδόσεως της αληθείας. Γιατί είναι μεγάλο θέμα η παράδοσις της αληθείας. Είναι αυτό που πήρα εγώ, να το δώσω στον άλλον. Αλλά αυτό που θα δώσω στον άλλον, πώς θα το δώσω; Και αυτός που θα το πάρει από μένα και θα το δώσει στην επόμενη γενεά, πώς θα το δώσει; Θα το δώσει ακέραιο, σωστό, όπως ακριβώς βγήκε από την πηγήν; Ή θα είναι διαφορετικό; Έτσι προκύπτει, αγαπητοί μου, ένα πρόβλημα. Φυσικά αυτό που λέγει εδώ ο Απόστολος ότι «εγώ σας έδωκα το Ευαγγέλιον –εὐηγγελισάμην ὑμῖν τό Εὐαγγέλιον- το οποίον εσείς πήρατε και επάνω στο οποίο σταθήκατε», θέμα δεν ετίθετο τόσο τότε εις τον Απόστολον και την γενεά στην οποία υπάρχει, διότι είναι ο ίδιος εκείνος ο οποίος πήρε απευθείας από την πηγήν τον λόγο του Θεού, όπως και οι άγιοι Απόστολοι. Μάλιστα θα πει λίγο πιο κάτω, που ακούσαμε την αποστολικήν περικοπήν, ότι «εἴτε ἐγώ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτῳ κηρύσσομεν καί οὕτως ἐπιστεύσατε». «Έτσι κηρύσσομε και έτσι πιστεύετε. Αλλά το θέμα είναι ότι εκείνο που εγώ σας έδωκα, εσείς πώς το παραλάβατε; Και ακόμη, όταν εσείς θα το δώσετε λίγο πιο κάτω, οι άλλοι οι επιγενέστεροι, πώς θα το παραλάβουν;».
Όταν λέμε, αγαπητοί μου, «Παράδοση», τι ακριβώς εννοούμε; Είναι ό,τι λέγει η λέξις σε μία πρώτη διάσταση. Δηλαδή αυτό το οποίο παίρνω και δίδω. «Ὃ παρέλαβον -λέγει ο Απόστολος- ὃ καί παρέδωκα ὑμῖν». Τι; Ότι ο Χριστός απέθανε και την τρίτη ημέρα ανέστη. Αυτό πήρα, αυτό σας έδωκα. Αυτό βασικά είναι Παράδοσις. Αλλά το θέμα είναι όταν γραφτεί αυτή η Παράδοσις, κι αυτή η Παράδοσις εγράφη, είναι το Ευαγγέλιον – φερ’ ειπείν, αυτά που γράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος, αυτά αγαπητοί είναι κατατεθειμένα, έγιναν βιβλίο. Έτσι λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Οι επόμενες γενεές, όταν θα διαβάσουν αυτό, πώς θα το καταλάβουν; Δηλαδή πώς θα το ερμηνεύσουν το Ευαγγέλιο; Διότι αν δεν υπήρχε πρόβλημα ερμηνείας, τότε δεν υπήρχε θέμα παραδόσεως. Εάν υπήρχε ένας τρόπος που όλες οι γενεές να καταλαβαίνουν το Ευαγγέλιο σωστά, όπως ακριβώς παρεδόθη από τον Κύριον στους μαθητάς Του, επαναλαμβάνω, δεν θα υπήρχε ανάγκη παραδόσεως.
Η Παράδοσις λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ακριβώς βλέπει τις Γραφές. Πώς η Εκκλησία, πάντοτε η Εκκλησία, από την εποχή των Αποστόλων, από την Αποστολικήν Εκκλησίαν μέχρι σήμερα, πώς η Εκκλησία βλέπει τις Γραφές και τι φρονεί γι’ αυτές. Δηλαδή, πώς ερμηνεύει τις γραφές. Και έτσι το κλειδί της ερμηνείας βρίσκεται μέσα εις αυτό το φρόνημα της Εκκλησίας, δηλαδή μέσα εις αυτήν την Παράδοση της Εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι είναι θεμελιωδέστατο αυτό, από τα πιο θεμελιώδη. Γιατί αν αυτό δεν το κρατώ στα χέρια μου, τότε πώς θα καταλάβω την Γραφή; Και μην νομίσετε ότι αυτό είναι μια κουβέντα με την οποία μπορούμε τώρα να απασχολούμεθα και ανήκει σε κάποιους άλλους κύκλους θεωρητικούς. Όχι, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Το πείραμα έγινε. Έγινε στους Προτεστάντες. Επήραν την Γραφή και άρχισαν να την μελετούν. Και επειδή ήθελαν να αντιδράσουν εις την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, την Δυτικήν, την Εκκλησίαν της Ρώμης, γι΄αυτό τον λόγο άρχισαν να λέγουν ότι… «Μελετάτε την Γραφήν κι όπως την καταλαβαίνετε». Κι έτσι ο κάθε ένας μελετητής έγινε μία αυθεντία ερμηνείας. Το αποτέλεσμα; Επειδή δεν δέχτηκαν την Παράδοσιν, το φρόνημα της Εκκλησίας, πώς ερμηνεύει η Εκκλησία, το αποτέλεσμα είναι να διασπαστούν σε χίλια κομμάτια. Και η πίστις να διασπαστεί και να εισαχθούν πλήθος αναρίθμητο αιρέσεων. Επόμενο ήταν. Διότι όταν ο καθένας ερμηνεύει όπως θέλει, δεν θα εισαχθούν αιρέσεις;
Κατηγορούν την Εκκλησία μας ότι κρατούμε την Παράδοση. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν. Προσέξτε. Όχι τας Παραδόσεις· την Παράδοσιν(Το Π με κεφαλαίο και ενάρθρως). Την Παράδοσιν. Όχι «Παράδοσιν», την Παράδοσιν. Συγκεκριμένο στοιχείο. Την Παράδοσιν. Μας κατηγορούν. Ή ακόμη αν θέλετε και η εποχή μας είναι τέτοια, που εμείς οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να στεκόμεθα εναντίον της Παραδόσεως και να λέμε: «Και πού τα βρήκες αυτά; Και τι είναι αυτά;». Και πολλοί που θα’ θελαν ίσως να ζήσουν μία πνευματική ζωή, έξω όμως από την Εκκλησία, έξω από την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως πολλές φορές έχομε λογίους ανθρώπους, που παίρνουν την Γραφή την μελετούν, την θαυμάζουν αλλά την καταλαβαίνουν όπως θέλουν αυτοί. Τότε αυτό δεν έχει καμία αξία. Γιατί απλούστατα η Γραφή κατανοείται μόνο μέσα εις την Εκκλησίαν. Μόνον. Δεν μπορώ ποτέ να βρω τον Χριστό, εάν δεν μελετήσω την Γραφή μες την Εκκλησία· που θα πει μέσα στο φρόνημα, με το φρόνημα της Εκκλησίας. Αυτή όμως η Παράδοσις είναι μέσα εις αυτήν την ουσίαν του Χριστιανισμού.
Θα μπορούσαμε να απαντήσομε λοιπόν το εξής: Όταν ο Χριστός παρέδωκε στους Αποστόλους την αλήθειαν, τι είπε; Είπε το εξής: «Εγώ δεν ελάλησα τίποτε απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Τίποτα δεν ελάλησα παραπάνω ή παρακάτω απ’ ό,τι ήκουσα από τον Πατέρα. Κι εκείνο που ήκουσα από τον Πατέρα, τούτο λαλώ». Αλλά αυτό που ο Χριστός λαλεί επιβεβαιούται από το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Συνεπώς παρατηρούμε ότι μέσα εις τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος να υπάρχει μία ιδιότυπος παράδοσις. Λέγω «ιδιότυπος» διότι ο Θεός είναι εις. Η ουσία του Θεού είναι μία. Παρά ταύτα, επειδή «ο Χριστιανισμός είναι μίμησις της Αγίας Τριάδος», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γι΄αυτό και εις το σημείο αυτό η Εκκλησία μιμείται την Αγία Τριάδα. Σε τι; Στην Παράδοση. Αφού ο Υιός τίποτα δεν λέγει απ’ ό,τι δεν ήκουσε από τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον επιβεβαιοί παν ό,τι ο Υιός είπε την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι τότε κατενοήθη, αλλά και το σπουδαίον είναι ότι δεν θα ήρχετο ποτέ η Πεντηκοστή εάν ο άνθρωπος Ιησούς, όπως τον έβλεπαν οι άνθρωποι, δεν ήτο αληθής. Συνεπώς το Πνεύμα το Άγιον απέδειξε την ημέρα της Πεντηκοστής ότι ο Ιησούς είναι αληθής, συνεπώς είναι Θεάνθρωπος. Ώστε αυτή η Παράδοσις μέσα στη ζωή της Αγίας Τριάδος, που δείχνει μια πειθαρχία, η οποία μας καταπλήσσει, γίνεται μοντέλο, γίνεται πρότυπον για μας μες την Εκκλησία.
Έτσι τώρα πηγή είναι ο Ιησούς Χριστός. Διδάσκει. Οι μαθηταί ακούν. Κατόπιν εκείνοι παίρνουν την εντολή ότι «Πορευθέντες εἰς πάντα τά ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «Αφού τους διδάξετε να τηρούν όσα εγώ σας παρήγγειλα». Προσέξτε: Πάντα. Ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Και η αξία, αγαπητοί μου, του Αποστόλου είναι η πιστότητα. Ο Απόστολος δεν πρωτοτυπεί. Η αξία του δεν είναι στην πρωτοτυπίαν. Η αξία του είναι εις την πιστότητα. Εάν παρέδωκε επακριβώς εκείνο το οποίον έχει πάρει.
Και κατόπιν, η Παράδοση αυτή περνάει στους αγίους της Εκκλησίας μας, στους Πατέρες. Και συνεπώς η Αποστολική Παράδοσις γίνεται Πατερική Παράδοσις. Και είναι το φρόνημα της Εκκλησίας. Είναι το κλειδί της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικότατα εις την Α΄ του επιστολή. Δια πολλών, εγώ σας λέω μόνον τρεις λέξεις. Το λέγει κατ’ επανάληψιν συνωνύμους λέξεις: «Ὃ ἑωράκαμεν, ὃ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν». «Εκείνο που είδαμε και εκείνο που ακούσαμε, αυτό σας λέμε. Τίποτα παραπάνω από εκείνο που είδαμε και ακούσαμε και τα χέρια μας», λέγει παρακάτω, «εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής. Και σας τα λέμε όχι για να κάνομε τον έξυπνο, αλλά για να έχετε κι εσείς την ζωή, όπως την έχομε και εμείς». Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου. Αυτή ακριβώς η πιστότης. Θα μας πει δε αργότερα ο Μέγας Αθανάσιος το εξής θαυμάσιον: «Εἴδομεν καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς Παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν (:την οποίαν) ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». «Καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν». Συνεπώς το ταμείον της αληθείας είναι σ’ αυτό που εφύλαξαν οι Πατέρες, που επήραν από κείνο που εδίδαξαν οι Απόστολοι, οι οποίοι ήκουσαν από το στόμα του Χριστού. «Ἐν ταύτῃ γάρ τῇ παραδόσει ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται». «Εδώ είναι», λέγει, «θεμελιωμένη, έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία. Επάνω εις αυτήν την Παράδοσιν».
Έτσι, αγαπητοί, βλέπομε ότι δεν μπορούμε να λέμε ότι θα παίρνομε την Γραφή να την διαβάζομε, για να παίρνομε συνθήματα ζωής και να την εξηγούμε όπως εμείς την θέλομε και μας συμφέρει. Ή ακόμη να βλέπομε κάποια που να νομίζομε ότι μας αρέσουν και κάποια άλλα να τα βάζομε στην άκρη. Η Γραφή ολόκληρη είναι η αλήθεια.
Θα ΄θελα όμως ακόμη να σας τονίσω και κάτι άλλο. Πολλές φορές, όταν μελετούμε την Γραφή, νομίζομε ότι είναι ένα γράμμα η Γραφή. Όπως ακριβώς θα ήταν ένας που μας στέλνει ένα γράμμα, μια επιστολή, και ξεχνάμε για μια στιγμή τον αποστολέα και μένομε μόνο στο γράμμα. Έτσι θέλομε πολλές φορές να μείνομε σε ένα ρητό, το οποίο θα θέλαμε να το εφαρμόσομε. Σωστό. Δεν αντιλέγει κανείς. Ξεχνάμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιώδες. Ότι δεν είναι αρκετό να πεις «Θα βάλω μπροστά να εφαρμόσω το Ευαγγέλιον, με άσκηση φυσικά». Δεν πρέπει να ξεχνώ ότι πίσω από εκείνο που διαβάζω, πίσω από εκείνο το οποίον με πάσαν προσπάθειαν προσπαθώ να το οικειωθώ, είναι ένα πρόσωπο. Δεν είναι ένας λόγος. Είναι ένα πρόσωπο. Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Ιησούς Χριστός. Γι΄αυτό η Παράδοσις δεν είναι ένα γράμμα. Είναι μία ζωντανή πραγματικότης. Και η τελειοτάτη έκφρασις αυτής της Παραδόσεως, όχι σαν γράμμα, αλλά σαν ζωή, είναι η Θεία Λειτουργία. Την νύχτα που παρεδίδετο ο Υιός Σου, ω Πάτερ, πήρε στα χέρια Του το ψωμί και το κρασί και είπε: «Αυτό είναι το Σώμα μου και αυτό είναι το Αίμα μου· γιατί είμαι Εγώ σ’ αυτό που τώρα Εγώ σας παραδίδω». Και η Εκκλησία εκράτησε την υψίστην Παράδοσιν, την Θεία Λειτουργία. Τον ανεκτίμητον αυτόν θησαυρόν. Και δεν έχομε πια μια παράδοση γράμματος, αλλά μια Παράδοση προσώπου. Αυτόν τον Ίδιον τον Χριστό· ο Οποίος είναι… το Σώμα Του, η Εκκλησία. Έτσι, ο Χριστός και η Εκκλησία είναι Ένα. Ό,τι η κεφαλή με το σώμα. «Και το σώμα του Χριστού», λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι η Εκκλησία». Όταν κοινωνούμε σωστά, όπως πρέπει, το σώμα και το αίμα του Χριστού, κρατάμε την Παράδοση, την ζώσα Παράδοση. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγει ο Απόστολος Παύλος ότι θα τελείται το μυστήριον αυτό ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ, έως ότου έλθει ο Χριστός. Δεν έχει σημασία, αγαπητοί μου, αν λίγοι άνθρωποι τηρούν αυτό. Έστω κι αν αποτελεστεί ένα λείμμα. Πάντα δε, θα είναι η Ορθοδοξία.
Μην το ταυτίζομε, θέλω να ξυπνήσομε λίγο, να ξυπνήσομε. Μην το ταυτίζομε, «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ». Κάποτε θα δραπετεύσει η Ορθοδοξία από την Ελλάδα. Θα δραπετεύσει. Δεν ξέρω πού θα πάει. Στην Κίνα θα πάει; Στην Ουγκάντα θα πάει; Στον Βόρειο Πόλο θα πάει; Δεν ξέρω. Στους Εσκιμώους; Δεν ξέρω. Ένα μόνο. Η Ορθοδοξία θα μείνει ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ ο Χριστός. Μας το είπε ο Απόστολος Παύλος. Βεβαίως, εάν δεν μείνει η Ορθοδοξία στην Ελλάδα, εδώ που κηρύχτηκε κι από δω που ξεκίνησαν οι ιεραπόστολοι, πραγματικά θα ήταν κάτι πολύ λυπηρό για μας. Πάρα πολύ λυπηρό για μας. Αλλά, όπως πηγαίνομε και όπως σκεφτόμαστε και όπως κινούμεθα εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, φοβάμαι ότι γρήγορα θα χάσομε αυτήν μας την μεγάλη δόξα και τιμή. Όπως την έχασαν και οι Εβραίοι· την τιμή να γνωρίσουν τον Χριστό. Μην νομίζετε, ο Θεός δεν μεροληπτεί. Ο Θεός δεν περιορίζεται από συναισθηματισμούς. Όχι. «Τήρησες; Θα σε ανεβάσω και θα σε δοξάσω. Δεν ετήρησες; Θα σε απορρίψω»... Δεν εδίστασε, λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, «να απορρίψει τον Ισραήλ. Εσύ ποιος είσαι; Εσύ είσαι αγριέλαιος. Θα σε απορρίψει. Εάν λέει την φύσει καλλιέλαιον απέρριψε, εσύ που είσαι αγριέλαιος και σε εκέντρισε δηλαδή σε μπόλιασε, πολύ παραπάνω θα σε απορρίψει».
Γι’ αυτόν τον λόγο αν αγαπάμε και την πατρίδα μας, την Ελλάδα, ας προσέξομε. Η Ελλάς υπάρχει γιατί υπάρχει Ορθοδοξία. Ή καλύτερα, η δόξα της Ελλάδος είναι η Ορθοδοξία. Και η Ορθοδοξία είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, είναι η Παράδοση των Αποστόλων, είναι η Παράδοση των Πατέρων. Και εμείς είμεθα η ζώσα παρακαταθήκη. Αλλά ακόμη κάτι να μην ξεχνάμε. Οι Πατέρες, όπως και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Σωκράτης και ει τις έτερος σοφός και σπουδαίος, όπως και οι μεγάλοι καλλιτέχνες, δεν ανήκουν στην Ελλάδα αλλά σε όλον τον κόσμο. Είναι κληρονομιά όλου του κόσμου. Βεβαίως οι Πατέρες είναι Έλληνες, αλλά δεν ανήκουν παρά σε ολόκληρο τον κόσμο. Μην, λοιπόν, εμείς καυχόμαστε και λέμε ότι οι Πατέρες ήσαν Έλληνες. Είδατε τι σας διάβασα; Την γνώμη του Μεγάλου Αθανασίου. Και όμως οι Πατέρες θα πουν: «Ανήκομε σ’ όλο τον κόσμο. Όπου υπάρχει Ορθοδοξία. Και σας σάς αγνοούμε». Μη μείνομε, δηλαδή, μόνο με το όνομα. Με ψιλό όνομα ότι οι Πατέρες είναι Έλληνες. Αλλά να κρατήσομε την πίστιν μας. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Κρατάτε τάς παραδόσεις». «Να κρατάτε τις παραδόσεις που εγώ σας παρέδωσα». Θα πει να κρατούμε ,να φυλάττουμε. Και τι λέγει ο Κύριος στην Αποκάλυψη σε μια Του επιστολή σε μία Του Εκκλησία. «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω». «Κράτησε αυτό που έχεις, έως ότου έλθω». Και θέλετε; Αυτή η Εκκλησία της Μικράς Ασίας… -αν και οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας είναι τύπος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με επτά πτυχές, με επτά πλευρές, μία η Εκκλησία. Αυτές οι τοπικές Εκκλησίες αποτελούν τύπον. Αυτή η Εκκλησία που πήρε την εντολή να κρατήσει εκείνο που έχει έως ότου έλθει ο Χριστός, δεν το κράτησε. Η λυχνία της έσβησε. Οριστικά το 1922. Έσβησε. Πάει. Βλέπετε δεν εκράτησε την λυχνίαν έως ότου έλθει ο Χριστός. Τι δυστύχημα… Λοιπόν η φωνή του Χριστού μάς ειδοποιεί: «Κράτει ὃ ἔχεις ἕως οὗ ἄν ἔλθω».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_069.mp3
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-8-1990]
[Β237]
Είναι συγκινητικό, αγαπητοί μου, όταν βλέπεις τους νέους ανθρώπους να αναζητούν το αγαθόν, το τέλειον, για να το γνωρίσουν και για να το βιώσουν. Μια υποδειγματική περίπτωση με θετική και αρνητική πλευρά μάς παρουσιάζει σήμερα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας διηγείται ότι ένας πλούσιος νεανίσκος με καλή καρδιά και αγαθή προαίρεση, πλησίασε τον Κύριον και Τον ερωτά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Και ο Κύριος τού απαντά: «Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς». «Εάν θέλεις να κερδίσεις την ζωήν την αιώνιον, να εισέλθεις εις αυτήν, να εφαρμόσεις τις εντολές». Κι εκείνος έκπληκτος, γιατί ίσως κάτι το άλλο περίμενε, ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απήντησε ότι είναι οι εντολές, οι γνωστότατες, του δεκαλόγου. Η πρώτη εντολή, η δευτέρα, η δεκάτη. Ο νεανίσκος όμως σημείωσε ότι τις εντολές αυτές, του δεκαλόγου, τις είχε εφαρμόσει από μικρό παιδί. Γι’αυτό και εξεπλάγη. Εδώ θα έλεγα, η προσφορά της «πεζότητος» -τη λέξη «πεζότητα» την βάζω εντός εισαγωγικών- των εντολών. Λέμε: «Ε, τώρα, τις εντολές…». Δεν ξέρουμε. Οι άνθρωποι αναζητούν πάντα κάτι καινούριο, κάτι άλλο. Και όταν δουν έναν εκπληκτικόν διδάσκαλον, τότε ζητούν ακριβώς αυτό το κάτι άλλο. Ο Κύριος όμως παραπέμπει στον δεκάλογον, τον γνωστόν, τον αιώνιον, τον αναλλοίωτον δεκάλογον του νόμου του Θεού.
Ωστόσο, εφόσον είπε ότι από μικρό παιδί είχε εφαρμόσει τον νόμον, τότε ο Κύριος περνά σε μία τελειοτέρα φάση πνευματικής ζωής. Και του λέγει: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». «Εάν», λέγει, «θέλεις να είσαι τέλειος», μία υπέρβαση δηλαδή των εντολών, όχι ότι οι εντολές δεν καθιστούν τέλειον τον άνθρωπον, αλλά εδώ μίαν υπέρβασιν των εντολών -άλλοτε θα μιλήσομε γι’ αυτήν την υπέρβαση των εντολών- τι του λέγει; «Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα εις τους πτωχούς και θα ΄χεις εκεί τον θησαυρόν· στον ουρανόν. Και έλα να με ακολουθήσεις».
Όμως ο πλούσιος νεανίσκος, επειδή ακριβώς είχε πολλή περιουσία και ήτο και φιλοχρήματος, λυπήθηκε γι’ αυτήν την απάντηση που του έδωκε ο Κύριος και ανεχώρησε χωρίς πια να ενδιαφερθεί για κάτι περισσότερο.
Παρατηρεί κανείς στη συμπεριφορά αυτού του νεανίσκου, πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πλευρές. Και ακριβώς αυτές, αγαπητοί μου, ας προσέξομε. Καταρχάς προσεγγίζει τον Κύριον. Όχι μόνο για τη φήμη που είχε ο Κύριος, αλλά και για την αυθεντία Του. Είχε αυθεντία. Η διδασκαλία του Κυρίου ήταν όντως αυθεντική. Γι’αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο 7ο κεφάλαιο, όταν είχε πει ο Κύριος την περιώνυμον εκείνη διδασκαλία Του επί του Όρους: «Καὶ ἐγένετο – σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής- ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ –είχαν μείνει έκπληκτοι οι όχλοι-· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς». Διότι εδίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων». Όχι όπως οι γραμματείς. Δηλαδή ήτο αυθεντία.
Έτσι μια βασική προϋπόθεση αναζητήσεως διδασκάλου, είναι η αυθεντία του. Προσέξτε, παρακαλώ, αυτό το σημείο. Είναι η αυθεντία του. Αλλά η εποχή μας, αν θα έπρεπε να δούμε την εποχή μας, έχει γκρεμίσει κάθε αυθεντία. Και την αυθεντία του ανθρώπου και την αυθεντία του Θεού. Έτσι, ο κάθε νέος που θέλει να μάθει, σε ποιον αλήθεια θα καταφύγει, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να του δώσει μια αυθεντική απάντηση; Οι γονείς; Χμ… Οι γονείς, αγαπητοί μου, έπαυσαν να είναι αυθεντία. Οι εκπαιδευτικοί; Αλίμονο, απώλεσαν κάθε αυθεντία. Θα έλεγα ότι ο νέος δεν πείθεται πια, ό,τι και αν του πουν. Κυρίως όταν αναφερθούν σε διδασκαλία ανθρωπιστική. Δεν πείθεται πλέον ο νέος. Εξάλλου, οι εκπαιδευτικοί έσπευσαν να αποβάλλουν κάθε αυθεντία, γιατί την θεωρούν πια την αυθεντία μύθον. Δηλαδή οι εκπαιδευτικοί μας απομυθοποιήθηκαν. Απομυθοποιήθηκαν. Είναι φοβερόν. Η πολιτεία; Η πολιτεία με τους άρχοντές της, τους ταγούς της; Και αυτή με την σειρά της ήρθε να απορρίψει κάθε αυθεντία έναντι των πολιτών της. Δηλαδή η αυθεντία πλέον δεν υπάρχει. Έτσι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί πια δεν εμπνέουν καμία αυθεντία εις τον πολίτην. Βέβαια βαλθήκαμε με τα δέκα μας δάκτυλα και με τα δέκα νύχια των δακτύλων μας, να σκάψομε και να θάψομε την αυθεντία. Την κοροϊδέψαμε. Την ειρωνευτήκαμε. Είπαμε ότι «Ουφ! Αυθεντία… Τι θα πει αυθεντία του γονιού, τι θα πει αυθεντία του δασκάλου, του εκπαιδευτικού, τι θα πει αυθεντία της πολιτείας… Κολοκύθια στο πάτερο»- Με συγχωρείτε…
Το ίδιο πράγμα συνέβη και εις τον εκκλησιαστικό χώρο. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας πια αφήρεσαν και την αυθεντία από τον Θεό. Κατ’ επέκτασιν και από τον κλήρο που υπηρετεί τον Θεό και τον λαό. Έτσι αυθεντία δεν υπάρχει. Ή ακριβέστερα, αυθεντία γίνεται ο κάθε άνθρωπος: «Γιατί είσαι εσύ αυθεντία και δεν είμαι εγώ αυθεντία; Είμαι εγώ λοιπόν αυθεντία. Και δεν έχω να αναγνωρίσω κανέναν άλλον, έξω από τον εαυτόν μου». Έτσι έχομε ένα φαινόμενον, το φαινόμενον του λεγομένου Κοινωνικού Προτεσταντισμού. Είναι γνωστό ότι ο Προτεσταντισμός θεωρεί αυθεντία όχι τον Πάπα, εξάλλου γι’αυτό έφυγε από τη δυτική Εκκλησία, την Ρωμαιοκαθολική, γιατί δεν έδιδε πλέον αυθεντία εις την έδρα του Πάπα, αλλά τι είπε ο Προτεσταντισμός; «Αυθεντία, Χριστιανέ, είσαι εσύ, ο καθένας. Δεν έχεις να κοιτάξεις πουθενά αλλού παρά στον εαυτό σου. Μελέτα την Αγία Γραφή και αυτή θα σου πει ό,τι έχει να σου πει, όπως εσύ την καταλάβεις». Εμείς λέμε: «Έχομε την αυθεντία των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής». «Όχι», λέγει ο Προτεσταντισμός, «είσαι εσύ η αυθεντία. Και θα καταλάβεις αυτό που θα καταλάβεις, αυτό είναι το σωστό». Δηλαδή μια υποκειμενική κατάσταση. Γι’αυτό σας είπα, έχομε έναν κοινωνικόν Προτεσταντισμό ως προς το φαινόμενο αυτό της αυθεντίας. Έχομε δηλαδή στην εποχή μας ό,τι συνέβη τότε στην εποχή του Σωκράτους. Το φαινόμενο της διδασκαλίας των Σοφιστών, που με την διδασκαλία τους αυτή -Πρωταγόρας, Πρόδικος ο Κείος κ.ά.- όλοι αυτοί με την διδασκαλία τους διέφθειραν τους πολίτας των Αθηνών και γενικά την Ελλάδα. Και η Ελλάδα παρήκμασε θρησκευτικά, γιατί αυτοί εκήρυτταν ότι δεν υπάρχουν θεοί. Θρησκευτικά παρήκμασε η Ελλάς, πολιτιστικά, πολιτειακά, και σαν νόμοι και σαν ήθος και σαν θεσμοί. Σας θυμίζω τον Σωκράτη, που είχε πει στον Ιπποκράτη, τον νεαρόν Ιπποκράτη, που ήθελε να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα: «Και τι θα πας να μάθεις εκεί;», του λέει. «Τι θα πας να μάθεις εκεί, που ήρθες πρωί πρωί να σε πάω εκεί να γίνεις μαθητής του σοφιστού. Τι θα μάθεις εκεί;». Είναι πάρα πολύ αξιόλογα εκείνα που λέει ο Σωκράτης εις τον Ιπποκράτην τον νεαρόν. Αν θέλομε, αγαπητοί μου, ανόρθωση, επανόρθωση, πρέπει να προσδώσομε το κύρος και την αυθεντία, ό,τι πρέπει να έχει κύρος και αυθεντία.
Ο πλούσιος νεανίσκος στην συνέχεια ερωτά τον Κύριον: «Τί ἀγαθὸν ποιήσω για να έχω ζωήν αιώνιον;». «Τι αγαθό να κάνω για να αποκτήσω την αιώνιον ζωήν;». Εδώ βλέπομε εις τον νεανίσκον την αναζήτηση του αγαθού. «Τί ἀγαθὸν ποιήσω;». Σαν ένα μέσο απόκτησης της αιωνίου ζωής.
Αλήθεια, τι είναι αγαθόν; Θα έπρεπε η απάντησις να ήτο αυτονόητος· διότι το αγαθόν είναι αντιληπτόν από κάθε άνθρωπον. Εντούτοις, το αγαθόν δεν είναι αυτονόητον, αγαπητοί μου. Διότι η αδαμιαία πτώσις το αγαθόν το έκανε, αφού προηγουμένως το κατακερμάτισε, το έκανε υποκειμενικόν. Τι είναι αγαθόν; «Αυτό που νομίζω εγώ ότι είναι αγαθόν. Αυτό είναι αγαθόν». Και ότι δεν υπάρχει εξ αντικειμένου το αγαθόν, αλλά εξ υποκειμένου. Και έτσι η απάντησις εξαρτάται από τον κοσμοθεωριακόν προσανατολισμό που μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος. Ο καθένας δηλαδή έχει μία διαφορετική απάντηση να δώσει, τι είναι αγαθόν. Άλλη δίδει ο υλιστής, άλλη δίδει ο ιδεαλιστής, άλλη απάντηση δίδει ο Χριστιανός. Είναι όπως και η αλήθεια. Εκείνο που είχε πει ο Πιλάτος: «Τί ἐστίν ἀλήθεια;». Ξέρετε, εκεί δεν ήταν ερώτημα. Ήταν εκείνο το … «Δεν βαριέσαι… Μου ήρθες», λέγει, «να μαρτυρήσεις για την αλήθεια, τι εστίν αλήθεια». «Καί εὐθέως», λέει, «ἐξῆλθεν ἔξω, εἰς τό Πραιτώριον» κ.τ.λ. ο Πιλάτος. Δηλαδή: «Δεν βαριέσαι, πολλοί λένε την αλήθεια. Ήρθες κι εσύ, ένας απ’ όλους αυτούς τους πολλούς, να πεις για την αλήθεια. Δεν βαριέσαι, τί ἐστίν ἀλήθεια, τι είναι αλήθεια…». Έτσι κι εδώ: «Τι είναι αγαθόν; Δεν βαριέσαι, τι είναι αγαθόν». Όπως η αλήθεια χρήζει, αγαπητοί μου, αποκαλύψεως, έτσι και το αγαθόν χρήζει αποκαλύψεως. Πρέπει να μας αποκαλύψει ο Θεός τι είναι αγαθόν. Ο πλούσιος νεανίσκος καλώς ερώτησε τον Κύριον.
Αλλά σήμερα η γενεά μας, πώς θεωρεί το αγαθόν; Τι είναι γι’ αυτήν την γενεά μας το αγαθόν; Καταρχάς είναι μια κακώς νοουμένη ελευθερία. Ή αν θέλετε, ένα κακέκτυπο της ελευθερίας. Το πρώτο αγαθόν. Μιλάμε για ελευθερία. Αλλά σήμερα η γενεά μας αυτήν την ελευθερία την έχει φοβερά κακοποιήσει. Ακόμη, αγαθόν είναι για κάποιους η αναρχία. Ή η απελευθέρωσις απ’ όλα τα ταμπού. Είναι ο ευδαιμονισμός. Είναι η ψυχαγωγία σαν δια-σκέδασις· που θα πει… από το «διασκεδάννυμι»= σκορπίζω, διασκορπίζω. Κι έτσι, εκείνο που λέει στον άσωτον υιόν στην παραβολή ο Κύριος, ότι «διεσκόρπισεν τήν οὐσίαν τοῦ Πατρός» και η ουσία του πατρός είναι το κατ’ εικόνα, ο σύγχρονος άνθρωπος διασκορπίζει, σπαταλά το κατ’ εικόνα. Διασκεδάζει, σκορπίζει το κατ΄εικόνα. Σήμερα ο άνθρωπος όταν πηγαίνει να διασκεδάσει, στην πραγματικότητα στραπατσαρίζεται. Στραπατσαρίζει την ἐν αὐτῶ εικόνα του Θεού. Ο πανσεξουαλισμός θεωρείται αγαθόν ή φροϋδισμός. Ο πλούτος. Η αεργία. Όχι η ανεργία. Η αεργία. Άεργος είναι αυτός που δεν θέλει να εργαστεί. Ενώ άνεργος είναι αυτός που δεν βρίσκει δουλειά. Έτσι, βλέπετε τα παιδιά μας σήμερα, φεύγουν το πρωί απ’ το σπίτι, γυρίζουν το μεσημέρι για να φάνε, πάνε στις καφετέριες… δεν θέλουν να δουλέψουνε. Είναι ακατανόητο πράγμα! Κάποτε οι άνθρωποι πήγαιναν στα καφενεία, νέοι και μεγάλοι, αλλά πήγαιναν το βράδυ. Να πας σε καφενείο τις πρωινές ώρες, ήταν ακατανόητο. Πήγαιναν μόνο οι συνταξιούχοι. Σήμερα θα δείτε οι καφετέριες είναι γεμάτες από νέους, ώρες πρωινές… Αυτή η αεργία… Ο τυχοδιωκτισμός. Ακόμα, ο αστισμός. Δηλαδή ένα βόλεμα επαγγελματικό, μια τεχνική άνεση, ένα όμορφο σπίτι, κι ακόμη μια καλή υγεία. Διαβάζομε μύριες συνταγές, για να αποκτήσουμε και να έχουμε και να διατηρήσομε μια καλή υγεία. Ένας δηλαδή άκρατος βιταλισμός, ένας ζωισμός. Δηλαδή αυτό που λέμε και χαρακτηρίζει τα ζώα: «Να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω! Όχι πνευματικά. Αλλά να ζήσω ζωικά». Όλα αυτά, αγαπητοί μου, θα σας απαντήσουν οι σύγχρονοι άνθρωποι ότι είναι το αγαθόν. Και τούτο γιατί ο σύγχρονος κοσμοθεωριακός προσανατολισμός είναι υλιστικός. Απλούστατα, το βλέπει κανείς. Έχομε τον λεγόμενον «πρακτικόν υλισμόν». Θα πούμε πάλι και θα το ξαναπούμε ότι η έννοια του αγαθού χρήζει αποκαλύψεως. Από πηγή αυθεντική. Κι Αυτός είναι ο Θεός.
Ο πλούσιος νεανίσκος ακόμα είπε εις τον Κύριον: «Τί ἀγαθόν ποιήσω;». «Τι αγαθό να κάνω;». Δεν ζητά μια θεωρητική απάντηση, αλλά μια πρακτική απάντηση. Η εποχή μας αναζητά, αλλά δεν θέλει να κουραστεί. Το στοιχείον της ασκήσεως είναι αποκρουστικόν. Διότι ο Χριστιανισμός είναι άσκησις. Είναι μάλιστα σταυρικός, σταυρική άσκησις. Και οι αρχαίοι έλεγαν ότι «τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Τα αγαθά αποκτώνται με κόπους. Αλλά ο Χριστιανισμός σήμερα για να αρέσει στους πολλούς –προσέξτε αυτό το σημείο- έχει νοθευτεί σε βαθμόν υπερβολικόν. Κι έτσι για να προσελκύει δήθεν τους νέους, οι οποίοι δεν θέλουν να κουραστούν, απεχθάνονται αυτό που λέγεται άσκησις εν ευρεία εννοία. Μια μορφή της ασκήσεως, η πιο μικρή, είναι η νηστεία. Επειδή λοιπόν απεχθάνονται την άσκηση, έρχεται τότε να μεταβάλει, να μεταβάλει, ο Χριστιανισμός, δηλαδή εμείς, που κατά κάποιο τρόπο προσφέρομε τον Χριστιανισμόν, έρχεται, αγαπητοί μου, να προσφερθεί ως Κοινωνισμός και ως Ανθρωπισμός. Δηλαδή απώλεσε όλο το στοιχείο του μυστηρίου του Θεού. Κι έγινε ανθρώπινος ο Χριστιανισμός. Έγινε ανθρωποκεντρικός, όχι θεοκεντρικός. Όχι τι θα πει ο Θεός, αλλά πώς καταλαβαίνομε εμείς οι άνθρωποι, για να ζήσομε δήθεν κάποια στοιχεία του Χριστιανισμού, για να λεγόμαστε Χριστιανοί. Είδατε; Θα ήθελα πολύ χρόνο να σας πω πώς μετεβλήθη δυστυχώς ο Χριστιανισμός σε Κοινωνισμό και σε Ανθρωπισμό.
Όλα αυτά βέβαια χωρίς Θεό. Αυτόνομα. Διότι εκείνος που θα δεχθεί έναν Χριστιανισμό ως Κοινωνισμό, δεν δυσκολεύεται να τοποθετήσει έναν Θεό τόσο μακριά που ούτε Εκείνος να ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος να ενδιαφέρεται για τον Θεό. Ουσιαστικά δηλαδή μία αυτόνομη κατάσταση. Γι’αυτό και οι νέοι μας στο τέλος καταντούν ρηχοί, αθεολόγητοι, ανερμάτιστοι. Δεν έχουν βάθος. Δεν έχουν βάθος. Γιατί; Το βάθος είναι ο Θεός.
Ο νεανίσκος ακόμα είπε: «ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον». «Για να έχω», λέγει, «αιώνιο ζωή». Το αγαθό το έβλεπε σαν μέσον ενός σκοπού· της αιωνίου ζωής. Στις αναζητήσεις τους όμως οι σύγχρονοι νέοι μας, που διψούν για την αιωνία ζωή…- αλλά τελικά δεν την αναζητούν. Είναι σαν εκείνον τον άρρωστο άνθρωπο που έχει πάθει αφυδάτωση και δεν ξέρει τι έχει. Διψά και πέρασε στην κατάσταση της αφυδατώσεως. Και δεν ξέρει ότι του λείπει το νερό. Δηλαδή έχει μία υπολανθάνουσα δίψα η γενεά μας, ιδίως η γενεά των νέων. Ο οπτικός των ορίζων περιορίζεται μόνον εις τον παρόντα αιώνα, εις την παρούσα ζωή. Δεν θέλει ο σύγχρονος νέος κάτι το μελλοντικό, κάτι που να είναι επέκεινα της παρούσης ζωής. Κι εδώ φαίνεται ακριβώς η ρηχότης και η πνευματική μυωπία. Βέβαια δεν είναι όλοι οι νέοι αυτό. Πρέπει να το πούμε.
Αλλά σε εποχές παρακμής… δεν το αντιλαμβάνεστε ότι η εποχή μας είναι εποχή παρακμής; Φοβερής παρακμής; Παρά τον πλούτο του τεχνικού πολιτισμού; Φοβερής παρακμής; Λοιπόν σε εποχής παρακμής, αποπροσανατολισμού και υποκαταστάσεως των πάντων, πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και θαυμάσιοι νέοι, οι οποίοι εντελώς συγκεκριμένα αναζητούν, όχι αφηρημένα, εντελώς συγκεκριμένα, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, αναζητούν την αιωνία ζωή. Την αιωνία ζωή! Ως απουσία του θανάτου. Και των ανθρωπίνων δεινών. Ως αφθαρσία, και αιωνία νεότης, ως αιωνία μακαριότης. Έτσι την ζητούν. Όπως την προσφέρει ο λόγος του Θεού. Ακόμη, ως γνώσις και ως θεωρία του Χριστού. Λέγει ο Κύριος: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή …-Ποια είναι η αιώνιος ζωή; ἵνα γινώσκωσι σέ τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αγαπητοί μου, η αιώνιος ζωή είναι Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί η αιώνιος ζωή. Δεν είναι εδώ ο Χριστός και εκεί είναι η Βασιλεία Του. Όταν λέμε Βασιλεία, όταν λέμε αιώνιος ζωή, δεν είναι παρά Αυτός ούτος ο Χριστός, αυτή η παρουσία του Χριστού, αυτός ο χώρος που είναι ο Χριστός.
Πολλές φορές οι νέοι αναζητούν την αιώνια ζωή μέσα εις τον Μοναχισμόν. Είναι το ίδιο φαινόμενο που παρετηρήθη μετά από την επισημοποίηση του Χριστιανισμού, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Είδαν πολλοί νέοι να επέρχεται με ακάθεκτον τρόπον μία εκκοσμίκευση μέσα στην Εκκλησία. Γι’αυτό και αφήνουν τις πόλεις και αναχωρούν εις την έρημον. Μέχρι τότε, που υπήρχε το μαρτύριο στις πόλεις, δεν υπήρχε λόγος να πάνε εις την έρημο. Τώρα που κοσμικοποιείται η Εκκλησία, εκκοσμικεύεται, αφήνουν τις πόλεις, και πηγαίνουν στην έρημο. Μια ζωντανή Εκκλησία δίδει βέβαια πάντοτε δυνατότητες αιωνίου ζωής και αν ακόμη είναι μέσα στην πόλη. Αλλά μια ζωντανή Εκκλησία, η οποία προσελκύει τους νέους, είτε στην έρημο των πόλεων, είτε στην έρημο από ανθρώπους. Αλλά η ζώσα, η ζωντανή Εκκλησία. Γι’αυτό, αγαπητοί μου, θα λέγαμε, για την Εκκλησία μας σήμερα, υπάρχει εκείνο που είπε ο Χριστός και εφαρμόζονται τα λόγια Του, που είπε εις τον άγγελον της Εκκλησίας των Σάρδεων, είναι στην Αποκάλυψη, είναι στο τρίτο κεφάλαιο. Λέγει: «Οἶδά σου τὰ ἔργα (:Γνωρίζω τα έργα σου) ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ(:Έχεις μόνο όνομα ότι ζεις)». Λέμε: «Ορθοδοξία, Ορθόδοξος Εκκλησία». Το όνομα έχομε. Είμαστε νεκροί. «Γίνου γρηγορῶν(:ξύπνα, σήκω), καὶ στήρισον τὰ λοιπὰ ἃ ἔμελλον ἀποθνήσκειν (: τα μέλη της Εκκλησίας στήριξέ τα. –Επρόκειτο να πεθάνουν). Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας(:Θυμήσου πώς πήρες και πώς άκουσες), καὶ τήρει καὶ μετανόησον».
Η Ορθόδοξός μας Εκκλησία έχει ανάγκη να μετανοήσει. Δηλαδή εμείς να γυρίσουμε πίσω. Να δούμε την αρχέγονο Εκκλησία, όπως οι Πατέρες την είδαν, όπως την στήριξαν και ερμήνευσαν τον Λόγο του Θεού. Ορθά βεβαίως, εξ ου και Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα μέλη μιας ζωντανής Εκκλησίας πρέπει πάντοτε να αναζητούν την αιώνιον ζωήν. Πάντοτε. Αν σταματήσουν μπροστά σ’ αυτήν αναζητούντες αλλότρια και εγκόσμια πράγματα, έχουν αστοχήσει. Πάντοτε την αιώνιον ζωήν. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», λέει ο Απόστολος Παύλος.
Για εποχές μιας φοβερής παρακμής ακόμα, έχουν γραφεί και οι λόγοι του Ψαλμωδού: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰς ἐστί συνιών ἤ ἐκζητών τόν Θεόν -Σκύβει ο Θεός από τον ουρανό να δει, υπάρχει κάποιος που ζητάει τον Θεό; Που καταλαβαίνει κάτι από τον Θεό;- Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν (:Όλοι εξέκλιναν, όλοι έγιναν αχρείοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν, ἕως ἑνός». «Κανένας», λέγει ο Ψαλμωδός, στον 13ο Ψαλμό του.
Αγαπητοί μου, ο πλούσιος νεανίσκος απήλθε λυπούμενος. Και στην εποχή μας υπάρχει η δίψα της αιωνίου ζωής, αλλά όταν ακούσουν τους όρους για να την αποκτήσουν, διαμαρτύρονται και λέγουν: «Σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος. Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;». «Φοβερά πράγματα. Ποιος μπορεί να τα ακούσει αυτά που λέει η Εκκλησία;». Και ο Κύριος λέγει… «Ἐμβλέψας αὐτῶ -λέει άλλος Ευαγγελιστής· δηλαδή τον κοίταξε τον νεανίσκον- ἠγάπησεν αὐτόν». «Τον συνεπάθησε». Όπως ακριβώς συμπαθεί ο Θεός κάθε νέο άνθρωπο, που του γυρίζει την πλάτη…
Αγαπητοί μου, ο Κύριος είναι ο κομιστής της αιωνίου ζωής. Καλύτερα; Σας το είπα προηγουμένως, είναι η αποκάλυψις του Θεού Λόγου, ως ανθρώπου ανάμεσά μας, είναι η αποκάλυψις της αιωνίου ζωής που πλέον δια του Ιησού Χριστού και εν τω Ιησού Χριστώ μπορούμε να προσεγγίσομε και να κατακτήσομε. Κάποτε ένας νεαρός είκοσι ετών, ο Μέγας Αντώνιος, όταν άκουσε αυτήν την σημερινή ευαγγελική περικοπή, τραντάχτηκε, συγκλονίστηκε. Και είπε: «Εγώ τι κάνω;». Πούλησε τα υπάρχοντά του κι έφυγε για την έρημο. Εκείνο που δεν έκανε ο πλούσιος νεανίσκος στην εποχή του Χριστού, το έκανε ο Μέγας Αντώνιος. Αλήθεια, πώς τον έλεγαν εκείνον τον νεανίσκον; Μήπως θυμόσαστε; Δεν είχε όνομα. Το όνομά του δεν έμεινε στην αιωνιότητα. Αλλά ο Μέγας Αντώνιος; Ε, είναι ο Μέγας Αντώνιος! Έμεινε στην αιωνιότητα. Γιατί; Γιατί ζήτησε ακριβώς την αιωνιότητα.
Κορυφαία, αγαπητοί μου, αναζήτησή μας πρέπει να είναι η αιώνιος ζωή. Ιδιαιτέρως μάλιστα των νέων. Εξάλλου σε νέον έγραψε ο Απόστολος Παύλος, στον Τιμόθεο, όταν του γράφει στην πρώτη του επιστολή: «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς». «Ἐπιλαμβάνομαι» θα πει αρπάζω, πιάνω. «Ἐπιλαβοῦ της αἰωνίου ζωῆς», της αιωνίου ζωής. Αυτήν την αιώνιον ζωήν, αγαπητοί, πρέπει κι εμείς να πιάσομε· καλά να πιάσομε, να κρατήσομε, για να μπορέσομε να ζήσομε μέσα σ’ αυτήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_480.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)
Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλπίζει σ’ Ἐκεῖνον, περισσότερο ἀπ’ ὁποιονδήποτε ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο.
Ὁ Θεὸς ζητάει ὅμως καὶ κάτι παραπάνω: θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσκολληθεῖ μὲ ἀγάπη μόνο σ’ Ἐκεῖνον. Καὶ τότε, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ θ’ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ μέσα του, θὰ γίνει ἕνα καὶ μὲ τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ το Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μνηστεία τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό. Κάθε ἄλλη ἕνωση εἶναι μοιχεία καὶ πορνεία. Μόνο τέτοια στενὴ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Χριστό, ποῦ σ’ ἐμᾶς ἀπεικονίζεται πιὸ καθαρὰ μὲ τὸν ἐπίγειο γάμο, μπορεῖ νὰ κάνει τὴν ψυχὴ πλούσια καὶ καρποφόρα. Ὅλες οἱ ἄλλες σχέσεις ποὺ μπορεῖ νὰ συνάψει ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγκάθια καὶ ζιζάνια, ποὺ εἶναι γυμνὰ καὶ ἄγονα ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Ἄν αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ χριστιανοὶ ὅμως πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν, ἰδιαίτερα οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶναι στὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοσή μας νὰ κατανοήσουμε τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νὰ κατανοήσουμε τὴν αἰωνιότητα πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς, νὰ κατανοήσουμε το χρόνο πιὸ σωστὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης.
Μὲ ὅ,τι εἶναι πιὸ στενὰ δεμένη ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μ’ αὐτὸ κι ἔχει δεσμευτεῖ, εἴτε αὐτὸ εἶναι ζωντανὸ εἴτε νεκρὸ πρᾶγμα, εἴτε πρόκειται γιὰ σῶμα εἴτε γιὰ κάποιο ροῦχο, γιὰ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε ἐπίγειο ἀγαθό, ἐγκόσμια δόξα ἢ τιμή, πάθος ἢ ὅ,τι ἄλλο στὴν κτίση, ὅπως γιὰ παράδειγμα κόσμημα, τρόφιμο, ποτό, χορό, φύση ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Κάθε τέτοια δέσμευση τῆς ψυχῆς εἶναι ἄνομη κι ἐπισύρει ἀτέλειωτη δυστυχία γιὰ τὴν ψυχή, τόσο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ὅσο καὶ στὸν ἄλλον. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴν ἄνομη σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄντρα καί τη γυναῖκα, ποὺ ἐπιφέρει στενοχώριες ὄχι μόνο σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο, ἀλλὰ καὶ στὰ τυχὸν παιδιὰ ποὺ θ’ ἀποκτήσουν. Δὲν πρέπει νὰ κρύβουμε ἐκεῖνο ποῦ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει πεντακάθαρα: πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ζηλωτὴς (Ἔξ. κ’ 5, Δευτ. δ’ 24). Ὁ ζῆλος τοῦ Θεοῦ δὲ στρέφεται ἐναντίον ἄλλου στὴ γῆ, παρὰ μόνον στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς θέλει ἀποκλειστικότητα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέλει πιστὴ μὲ καθαρότητα καὶ εἰλικρίνεια. Κι αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ θέλει γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει – ὅπως πρέπει καὶ μεῖς νὰ γνωρίζουμε μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ – πῶς ἂν ἡ πίστη τῆς ψυχῆς στὸ Θεό, το Δημιουργό, εἶναι ἐλλιπής, πῶς ἂν ἑνωθεῖ μὲ ἀπόλυτη ἀγάπη μὲ κάποιον ἄλλον ἢ κάτι ἄλλο στὸν κόσμο, τότε σιγὰ σιγὰ θὰ ὑποδουλωθεῖ, θὰ γίνει σκλάβα, θὰ εἶναι σὰν μιὰ σκοτεινὴ κι ἀπελπισμένη σκιὰ καὶ τελικὰ θὰ καταλήξει σὲ μιὰ ἐλεεινὴ εἰκόνα ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ τρυγμὸς κι ὁ βρυγμός των ὀδόντων.
Ἡ θερμὴ ἀγάπη τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεὸ εἶναι ὁ μόνος νόμιμος δεσμός. Κάθε ἄλλη ἀγάπη, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπό το Θεὸ ἢ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἶναι εἰδωλολατρεία. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρωπος μετατρέπει τὸ σῶμα σ’ ἕναν ψεύτικο θεό, ἕνα εἴδωλο. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε ἐπίγειο ἀγαθὸ ἢ κόσμημα, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεὶ τὰ ἀντικείμενα αὐτά. Μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ ὁποιονδήποτε ἢ γιὰ ὁτιδήποτε, ὁ ἄνθρωπος εἰδωλοποιεὶ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ ἄνθρωπος καθοδηγεῖ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸ Θεό, σὲ κάτι μικρότερο καὶ ὑποδεέστερο ἀπὸ τὸ Θεό, σὲ κάτι λιγότερο ἄξιο ν’ ἀγαπηθεῖ. Σὲ ὁτιδήποτε πιστεύει ὁ ἄνθρωπος, ἐλπίζει ἢ ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ, καθίσταται εἴδωλο, ἕνας ψεύτικος θεὸς τῆς ψεύτικης ψυχῆς. Κάθε τέτοια ειδωλολατρεία οἱ προφῆτες τὴν ὀνόμασαν μοιχεία καὶ πορνεία (Ἰερ. γ 1, Ἰεζεκ. κγ’ 7).
Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες ταυτίζονται μὲ τὰ εἴδωλά τους. Σὲ κάθε ἀγάπη, ὁ ἄνθρωπος χάνεται σταδιακὰ στὸ ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης του. Ἐκεῖνο ποὺ ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται συχνότερα, ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο, σιγὰ σιγὰ θὰ γίνει ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ὕπαρξής του, εἴτε τρόφιμο εἶναι αὐτὸ εἴτε ποτό, χρυσὸς ἢ ἀσήμι, κόσμημα ἢ ροῦχο, σπίτια ἢ κτήματα, τιμὴ ἢ δύναμη. Αὐτὸ τὸ διαβάζουμε καὶ στὴν Ἁγία Γραφή: «Επορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν» (Δβασ. ἴζ’ 15).
Ἡ ἐπιθυμία ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἄντρα καὶ μιὰ γυναῖκα εἶναι κάτι φυσικό, δὲν εἶναι ἐξαίρεση. Ὁ ἄνθρωπος ταυτίζεται μὲ ὅ,τι ἀγαπᾶ. Ἄν αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶ εἶναι ὁ Θεός, γίνεται Θεός. Ἄν εἶναι ὁ πηλός, γίνεται πηλός. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ἢ κολάζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Μιὰ μόνο σωστικὴ ἀγάπη ὑπάρχει, ἡ ἀγάπη γιά το Θεό. Κάθε ἄλλη ἀγάπη εἶναι ἀπώλεια. Ἕνας μόνο νόμιμος καὶ σωστικὸς γάμος ὑπάρχει γιά την ψυχή: ὁ γάμος της μέ το Θεό. Κάθε ἄλλος γάμος ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ γάμο αὐτό, ὅπως οἱ ἀκτῖνες ἀπὸ τὸν ἥλιο, εἶναι κολάσιμος.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει τὴν πιὸ καθαρὴ εἰκόνα τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ μυστηρίου. Μᾶς λέει δηλαδὴ πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου στεφανώνεται μέ το Θεό, ὡς πιστὴ νύμφη: πῶς σὰν τυφλὸς προδότης καὶ ἄπιστος σύζυγος ἀπὸ τὴν ἄλλη, παρασύρεται στὸν ὄλεθρο καὶ στὸ σκοτάδι, στὰ ζιζάνια καὶ τὴν κακία τῆς εἰδωλολατρείας.
«Ώμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ματθ. κβ’ 2). Ὅπως καὶ στὶς ἄλλες παραβολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι κι ἐδῶ ἀναφέρεται σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὼς τὸ τέλος. Ἄνθρωποι σοφοὶ δουλεύουν σκληρὰ γιὰ νὰ γράψουν μεγάλα καὶ πολλὲς φορὲς ἀκατανόητα βιβλία γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νὰ πετύχουν σ’ αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν νὰ κάνουν, συχνὰ ὅμως μπλέκουν τὴ διάρθρωση τοὺς καὶ συγχέουν τὰ νοήματα. Ὁ Χριστὸς ὅμως, μὲ μιὰ σύντομη καὶ ἁπλῆ παραβολή, τὰ λέει ὅλα καθαρὰ καὶ κατανοητά. Πράγματι, «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ’ 46).
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ λόγια. Μόνο μὲ κάτι ποὺ εἶναι οἰκεῖο σε μᾶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα, μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ καὶ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ γάμος εἶναι μιὰ εὐκαιρία χαρᾶς στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἀπὸ μόνη της χαρά, μπορεῖ ἑπομένως νὰ περιγραφεῖ μ’ ἕνα γάμο. Ὁ βασιλιᾶς τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Υἱός Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκάλυψε πῶς Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Νυμφίος (Ἰωάν. γ’ 29). Κι αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Ματθ. θ’ 15). Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ξεκινῶντας μὲ τὴν ἔξωση τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, εἶναι ἡ πορεία προετοιμασίας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου γιά το γάμο της μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀρχὴ τῆς γιορτῆς τοῦ γάμου. Ὁλόκληρη ἡ περίοδος ἀπὸ τὴν ἔλευσὴ Τοῦ ώς το θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, εἶναι ἡ συνέχιση τῆς γαμήλιας γιορτῆς στὸν κόσμο. Ἡ χαρὰ ὅμως θὰ φτάσει στὸ ἀπογαιό της μόνο στὴ μέλλουσα ζωή. Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο εἶναι τὸ πιὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος γενικὰ καὶ γιὰ κάθε ψυχὴ ξεχωριστά, ὅπως ἡ ἔλευση τοῦ νυμφίου στὴ νύμφη.
Ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ὁ πιὸ χαρούμενος λαὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, ποῦ δέχτηκαν τὸ Χριστὸ ὡς Νυμφίο, ἀφοῦ τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε προπαρασκευαστεὶ καλύτερα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ Τὸν δεχτεῖ. Τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶχε την ἐπιπλέον χαρά νὰ εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ συνάντησε τὸ Χριστό, τὸ πρῶτο ποὺ τὸν γνώρισε καὶ τὸν ὑποδέχτηκε, γιὰ ν’ ἀναγγείλει τὴ χαρὰ τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν λαῶν τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποῦ, στὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελίου, χρησιμοποεῖται πληθυντικός: ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ἦρθε στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν Ἰουδαίων. Ὁ νυμφίος κάθε ψυχῆς ποὺ ἀναζητοῦσε σωτηρία, ζωὴ καὶ χαρά, εἶχε ἔρθει. Ὁ νυμφίος ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶχε ἔρθει γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅσο μεγάλη κι ἂν ἦταν ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλῃ τόσῃ ἦταν ἡ τυφλότητα κι ἡ κακία τῶν ἁμαρτωλῶν στὴ γῆ. «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. ἅ’ 11), γράφει ὁ εὐαγγελιστής. Ἦρθε λοιπὸν πρῶτα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ πολὺ προσεχτικὰ εἶχε προετοιμάσει ὡς νύμφη Τοῦ: στὸν Ἰουδαϊκὸ λαό. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὅμως δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀντίθετα, τὸν περιφρόνησε καὶ τὸν ἀπόρριψε.
Συνεχίζει ἡ παραβολή: «Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν» (Ματθ. κβ’ 3). Θέλοντας νὰ προετοιμάσει τὴ γιορτὴ γιὰ τοὺς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, ὁ Θεὸς ἔστελνε πρῶτα γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τοὺς προφῆτες, γιὰ ν’ ἀναγγείλουν τὴ γιορτὴ ποὺ πλησίαζε καὶ νὰ καλέσουν τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ προετοιμαστεῖ κι ἐκεῖνος, ὥστε νά ὑποδεχτεῖ τὸ Νυμφίο Χριστό. Οἱ προφῆτες ἦταν οἱ πρῶτοι ὑπηρέτες ποὺ ἔστειλε γιὰ νὰ καλέσει τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἤδη ἐμφανιστεῖ στὸν κόσμο, στάλθηκε ὡς ἀγγελιαφόρος ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, γιὰ ν’ ἀναγγείλει κι αὐτός, νὰ κραυγάσει δυνατὰ καὶ νὰ καλέσει. Ὅπως ὅμως ἕνας πολὺ μικρὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἄκουσε τοὺς ἀρχαίους προφῆτες, ἔτσι καὶ τώρα πολλοὶ λίγοι πρόσεξαν τὸν κήρυκα τῆς ἐρήμου, τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.
«Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων: εἴπατε τοῖς κεκλημένοις: ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροι μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα δεῦτε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 4). Οἱ ἄλλοι ὑπηρέτες ἦταν οἱ ἀπόστολοι κι οἱ συνεργάτες τους. Προσκεκλημένοι ἦταν πάλι οἱ ἴδιοι: οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα: «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰε’ 24). Στὴν ἀρχὴ ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους: «Πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ἰ’ 6). Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι τὸν ἀπόρριψαν, ὅταν οἱ κακοὶ γεωργοὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὸν θανάτωσαν, τότε, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ἔδωσε καινούργια ἐντολή: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19).
Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἐπαγγελία Του, οἱ Ἑβραῖοι ὅμως τὴν καταπάτησαν. Ὁ Θεὸς ἔμεινε πιστὸς στὴ νύμφη Του, στὴν ἐκλεκτή Του, στὸ λαὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πιστὸς ὡς τὸ τέλος. Ἡ νύμφη ὅμως δὲ στάθηκε πιστὴ στὸ Νυμφίο της, συνῆψε ἀμέτρητους ἄνομους δεσμοὺς μὲ εἴδωλα καὶ θεοὺς ψεύτικους, ποῦ δὲν τοὺς ἄφηνε γιὰ νὰ γυρίσει στὸν προδομένο Νυμφίο της.
Ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα. Ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ὅλα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἀνανέωση τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια ἀποκάλυψε στὴν πληρότητά της μὲ τὸ πλούσιο συμπόσιο τοῦ βασιλιᾶ. Ἡ νίκη ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐναντίον τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς μέριμνας, ἡ νίκη ἐνάντια στὴ φύση – ὅλες αὐτὲς οἱ νῖκες ποὺ τρέφουν κι ἀνανεώνουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐδῶ, μπροστά μας. Γι’ αὐτὸ προσέλθετε.
Ὁ οὐρανὸς ὡς τότε ἔμοιαζε κλεισμένος μὲ σιδερένιες μπάρες γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔμοιαζαν μὲ ἐλεεινὲς νύμφες, κλεισμένες μέσα σὲ ὑγρὴ φυλακή. Τώρα ὅμως ὁ οὐρανὸς εἶναι ὀρθάνοιχτος. Στὴ γῆ ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐμφανίστηκαν οἱ ἄγγελοι, οἱ νεκροὶ ἐμφανίστηκαν ζωντανοὶ κι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἔφτασε στὸν οὐρανό. Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός! Πόσο πλούσιο εἶναι τὸ τραπέζι Του! Προσέλθετε!
Οἱ τυφλὲς ψυχὲς ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴ σκοτεινή καὶ νοτερὴ φυλακή, ἀντὶ νὰ δεχτοῦν τὴν πρόσκληση στοὺς γάμους, ἔκαναν ἕνα πολὺ φοβερὸ ἔγκλημα: θανάτωσαν τὸ Σωτῆρα, το Νυμφίο τους. Κι αὐτὸ ἀκόμα ὅμως δὲν ἐξάντλησε τὴν ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μετέτρεψε τὸ ἔγκλημά τους σὲ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἡδονῆς. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ σταυρωμένου Κυρίου, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα γλυκύτερα ἀπὸ τὰ στέατα, προσφέρονται στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ. Προσέλθετε! Κοινωνῆστε τὴ γλυκύτητα ποὺ ζηλεύουν ἀκόμα κι οἱ ἄγγελοι. Οἱ ποταμοὶ χαρίτων τοῦ παντοδύναμου καὶ Ζωοποιοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἐλεύθεροι. Πάντα ἕτοιμα. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, τὰ πάντα. Ὅλα ὅσα χρειάζεται ἡ μολυσμένη νύμφη γιὰ νὰ καθαριστεῖ, οἱ πεινασμένοι νὰ τραφοῦν, οἱ πληγωμένοι νὰ γιατρευτοῦν, οἱ γυμνοὶ νὰ ντυθοῦν, οἱ παράφρονες νά ‘ρθοὺν στὰ λογικά τους, οἱ μέθυσοι νὰ γίνουν νηφάλιοι, οἱ νεκροὶ ν’ ἀναστηθοῦν. Ἐδῶ ὑπάρχει τὸ βάπτισμα μὲ νερό, μὲ φωτιά, μὲ πνεῦμα. Ἐδῶ θὰ βρεῖτε τὴν ἀνάπαυση μετὰ τὴ νηστεία, τὰ φτερὰ τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ εἶναι τὸ λάδι, ὁ ἄρτος κι ὁ οἶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ βασιλικὴ ἱερωσύνη γιὰ νὰ σᾶς καθοδηγήσει, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὅλες αὐτὲς τίς δωρεὲς φέρνει ὁ Νυμφίος στὴ νύμφη Του καὶ τίς τοποθετεῖ στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ. Προσέλθετε, λοιπόν, στοὺς γάμους.
«Οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς την ἐμπορίας αὐτοῦ οἱ δέ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν» (Ματθ. κβ’ 5,6). Δὲν ὠφελεῖ νὰ προσφέρεις νόμιμο γάμο σὲ μιὰ ἐπαγγελματία πόρνη. Δὲ θὰ δώσει καμιὰ σημασία στὸ νόμιμο σύζυγό της. Ἔχει τόσο πολὺ συνηθίσει στὰ εἴδωλά της, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ κόψει τοὺς δεσμοὺς τῆς μαζί τους. Τὸ εἴδωλο μιᾶς ἄσωτης ψυχῆς εἶναι ὁ ἀγρός, μιᾶς ἄλλης εἶναι τὸ ἐμπόριο, μιᾶς τρίτης κάτι ἄλλο. Ὁ ἀγρὸς ὑποδηλώνει τὸ σῶμα μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη του, τὸ ἐμπόριο τὴν ἀπληστία, δηλαδὴ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν φθαρτῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ καθένας κατευθύνθηκε πρὸς τὸ εἴδωλό του, δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει τίποτα γιὰ τὸ Νυμφίο. Ἄλλοι ἔνιωσαν προσβολὴ μὲ τὴν πρόσκληση καὶ πῆραν τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ, τοὺς ἔβρισαν ἢ τοὺς σκότωσαν. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, σύντομα μετά το Γολγοθᾶ, μυκτήρισαν καὶ κακοποίησαν τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη (Πράξ. δ’ 3) κι ἀργότερα θανάτωσαν τὸν ἀρχιδιάκονο Στέφανο, τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο καὶ πολλοὺς ἄλλους.
«Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὀργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε» (Ματθ. κβ’ 7). Βασιλιᾶς εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὀργή Του εἶναι ἡ ἔσχατη ἐξάντληση τῆς ὑπομονῆς Του, ἡ ὥρα ποὺ ἡ εὐσπλαχνία Του μετατρέπεται σὲ δικαιοσύνη. Στρατεύματα εἶναι ὁ ρωμαϊκὸς στρατός, φονεῖς εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πόλις αὐτῶν εἶναι ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητη, ἀνεξάντλητη. Δὲν τιμώρησε ἀμέσως τοὺς Ἰουδαίους μετά το θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, περίμενε ἄλλα σαράντα χρόνια. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε ἀναλάβει νὰ κάνει νηστεία γιὰ σαράντα μέρες, ἔτσι ὁ Δημιουργὸς τῆς ἀνθρωπότητας μετά το Γολγοθᾶ ἔκανε νηστεία ὑπομονῆς γιὰ σαράντα χρόνια. Δὲ βιαζόταν νὰ τιμωρήσει τὰ ἐγκλήματα ποὺ διέπραξαν οἱ ἄνθρωποι ἐναντίον Του, γιὰ νὰ μὴν ποῦν ἔπειτα: «Δές, ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδικητικός. Ἄς ἐκδικηθοῦμε κι λοιπόν». Ὄχι. Ὁ Θεὸς μόνο μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἐπέτρεψε νὰ τιμωρηθεῖ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκαναν οἱ ἄρχοντες τοῦ ἐναντίον τῶν δούλων Του.
Ἀπ’ αὐτὸ πρέπει νὰ διδαχτοῦμε πῶς δὲν πρέπει νὰ ζητᾶμε ἐκδίκηση γιὰ ἀδικίες ποὺ ἔγιναν προσωπικὰ σ’ ἐμᾶς. Πρέπει νὰ προσπαθοῦμε ὅσο γίνεται περισσότερο νὰ διορθώνουμε τοὺς ἄδικους. Γιατί ὁ Θεὸς ὀνομάζει στρατεύματά Του το ρωμαϊκὸ στρατό; Ἐπειδὴ χρησιμοποίησε τὸ στρατὸ αὐτὸν γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸν ἀχάριστο περιούσιο λαό Του. Ὅπως παλιότερα εἶχε χρησιμοποιήσει τὰ εἰδωλολατρικὰ στρατεύματα τῆς Ἀσσυρίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Βαβυλώνας γιὰ νὰ τιμωρήσει καὶ νὰ προειδοποιήσει τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἔτσι καὶ τώρα χρησιμοποίησε τὰ στρατεύματα τῆς Ρώμης γιὰ νὰ τιμωρήσει τὸ ἀχάριστο αὐτὸ ἔθνος. Οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες Βεσπασιανὸς καὶ Τίτος, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, κυριάρχησαν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν κατέκαψαν, σκότωσαν πολλοὺς Ἰουδαίους καὶ σκόρπισαν τοὺς ὑπόλοιπους στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου. Αὐτὸ ποῦ προφήτεψε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Γάμου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Βασιλιᾶ, ἐκπληρώθηκε στὸ ἀκέραιο. Ἄς δοῦμε τώρα τί κάνει ὁ βασιλιᾶς μετὰ τὴν τιμωρία καὶ τὸν διωγμὸ τῶν Ἰουδαίων:
«Τότε λέγει τοὺς δούλους αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμὸς ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι: πορεύεσθε οὔν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους» (Ματθ. κβ’ 8,9). Ὁ γάμος έτοιμὸς ἐστιν, εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς καινούργιους δούλους Του. Ἀπὸ τὴν πλευρά μου, λέει ὁ Θεός, εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Οἱ πρῶτοι καλεσμένοι ὅμως δὲν ἦταν ἄξιοι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρθουν. Κοίταξαν μὰ δὲν εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲ χάρηκαν. Ἀφουγκράστηκαν μὰ δὲν ἄκουσαν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν. Ἀγάπησαν περισσότερο τὰ εἴδωλα τὰ σωματικά, τὸ μαμμωνᾶ, τὰ πλούτη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση. Ἠταν δεμένοι μὲ τίς ἁλυσίδες τῆς δουλείας στὰ κατώτερα, στὰ ὑποδεέστερα, γι’ αὐτὸ καὶ σήκωσαν τὰ χέρια τους ἐναντίον τοῦ Ὕψιστου.
Τώρα, λοιπόν, πορεύεσθε ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν καὶ καλέστε ὅποιον βρεῖτε μπροστά σας. Ὁ Ἰσραὴλ εἶναι σὰν ἕνα περιφραγμένο ἀμπέλι. Ἀποδείχτηκε ἄκαρπο ὅμως. Γι’ αὐτὸ βγεῖτε ἀπό τὸν ἀμπελῶνα αὐτόν, πηγαίνετε στὰ ἀπερίφραχτα ἀμπέλια τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καλέστε τοὺς ὅλους. Ὁ Ἰσραὴλ μοιάζει μὲ ἕνα κλειστὸ ἐνυδρεῖο, φίδια ὅμως ἔχουν ἀφήσει ἐκεῖ τ’ αὐγά τους. Πηγαίνετε λοιπὸν στὰ ἀνοιχτὰ καὶ ρῖξτε τὰ δίχτυα στὴ θάλασσα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ἰσραὴλ δείχνει νὰ εἶναι ἕνα φυτώριο, βαλμένο μέσα στὸν ἀγρό του Θεοῦ, ἀπ’ ὅπου θὰ μεταφυτεύονταν εὐγενῆ φροῦτα στὸν ἀγρὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ φυτώριο ὅμως ἔμεινε ἄγονο. Πηγαίνετε λοιπὸν στὸν ἀνοιχτὸ ἀγρὸ τῆς γῆς καὶ φυτέψτε εὐγενεῖς καρπούς.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων ποὺ εἶπε μετὰ ὁ Χριστός: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν οδών, ἐννοοῦσε τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, ἐκεῖ ποῦ οἱ δρόμοι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἀνηφορικοὶ καὶ δύσβατου. Τὰ δρομάκια ἔχουν ἀγκάθια κι οἱ μεγάλοι δρόμοι ἔχουν κροκάλες γλιστερές. Οἱ σπόροι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲ κάθε κίνδυνο. Ὁ Θεὸς κοίταζε αὐτὸν τὸν μεγάλο καὶ πυκνοκατοικημένο κόσμο μὲ τὴν ἴδια πατρικὴ ἀγάπη καὶ μέριμνα ὅπως καί τον Ἰσραήλ. Τὸν φρόντιζε κι αὐτόν, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Τὸν Ἰσραὴλ τὸν καθοδηγοῦσε μὲ ἀποκαλύψεις, μὲ προφῆτες καὶ σημεῖα. Τὰ ἄλλα ἔθνη τὰ καθοδηγοῦσε μὲ τὸ νὰ τοὺς χαρίζει ἐσωτερικὴ δύναμη συνείδησης καὶ ἀντίληψης. Ἦταν πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ σώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες, ὅσοι ἦταν πιστοὶ καὶ ὑπάκουοι.
Ἦταν πολλοὶ ὅμως καὶ ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς – ὅσοι ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴ συνείδηση καὶ τὴν ἀντίληψή τους. Τώρα, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀπέρριψε τὸ προηγούμενο ἔθνος, ὁ Θεὸς ἄνοιξε διάπλατα σὲ ὅλους τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ δρόμο.
«Καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηροὺς τε καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων» (Ματθ. κβ’ 10). Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα Διαθήκη ποὺ κάνει ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο στὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζεύει (ἡ Ἐκκλησία) ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπὸ τίς φτεροῦγες της, ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἀπὸ Βορρᾶ καὶ Νότο, ἀπ’ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀπ’ ὅλες τίς γλῶσσες καὶ τίς τάξεις ἀνθρώπων. Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ καινούργια γενιά του δίκαιου Ἀβραάμ. Ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ ἀπίστησε, ἀφοῦ ἔπαιξε το ρόλο του ὡς περιούσιος λαὸς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τώρα ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕνα καινούργιο κανάλι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: τὸ νέο Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ ἐξηγήσουν τὴ στροφὴ τοὺς ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸ λαὸ στοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας εἶπαν στοὺς πρώτους: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτούς της αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πράξ. ἴγ’ 46). Ἔτσι ἔγινε ἡ καινούργια ἐπιλογὴ μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας, μιὰ νέα ἱστορία, νέα σωτηρία μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, καθὼς ἡ παλιὰ ἐπιλογὴ ξεκίνησε καὶ πραγματοποιήθηκε μὲ τοὺς πατριάρχες, τὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ γέμισε μὲ καλοὺς καὶ κακούς, ἀφοῦ ὅλοι κλήθηκαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχε χωρίσει τὸν κόσμο σὲ Ἰουδαίους καὶ μὴ Ἰουδαίους. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης χωρίζει σὲ καλοὺς καὶ κακούς. Ὅλοι κλήθηκαν, καλοὶ καὶ κακοί. Δὲ σώζονται ὅλοι ὅμως ἐκεῖνοι ποὺ ἁπλᾶ γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ βάπτισμα. Ὁ Πολυεύσπλαχνος Κύριος φανερώνει τὴν ὑπομονή Του στὴν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἔκανε καὶ στὴν παλιὰ Ἐκκλησία. Ὁ σοφὸς οἰκοδεσπότης λέει στοὺς ὑπηρέτες τοῦ νὰ μὴν ξεριζώσουν τὰ ζιζάνια τοῦ σίτου ἀμέσως, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀφήσουν νὰ ὡριμάσουν καὶ τὰ δύο καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμα γιά το θερισμό. Μέσα στὰ μεγάλα δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μπαίνουν καλὰ καὶ κακὰ ψάρια κι ὅλα τ’ ἀδειάζουν στὴν παραλία. Τότε μόνο ξεχωρίζουν τὰ καλὰ ψάρια ἀπὸ τὰ κακά. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς προσθέτει τὰ ἑξῆς στὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ: «Ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ τυφλοὺς καὶ χωλοὺς εἰσάγαγε ὧδε» (Λουκ. ιδ’ 21).
Οἱ Ἰουδαῖοι θὰ σκέφτηκαν ὅτι ἔτσι ὁ Χριστός ἔκανε μιὰ σωστὴ περιγραφὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στὴν πραγματικότητα ἔτσι ἦταν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη στὴ γῆ, ὡσότου γνώρισαν τὸ Χριστὸ καὶ κάθησαν στὴν πλούσια τράπεζα ποὺ τοὺς παράθεσε μὲ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ χορηγοῦσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ χορηγεῖ στὸν κόσμο. Χωρὶς τὸ Χριστὸ εἴμαστε ὅλοι φτωχοί, ἀνάπηροι, χωλοὶ καὶ τυφλοί. Μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει πλούσιους μὲ τ’ ἀληθινὰ πλούτη Του. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπ’ ὅλες τίς ἀρρώστιες μᾶς, νὰ μᾶς στρέψει πρὸς τὰ ἀγαθὰ ἔργα καὶ νὰ ὁδηγήσει τὰ πόδια μας στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μᾶς δώσει τὸ φῶς γιὰ νὰ δοῦμε τὸν αἰώνιο προορισμό μας, ποὺ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γαμήλια δῶρα, ἀπὸ κάθε χαρὰ κι εὐφροσύνη.
«Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου. καὶ λέγει αὐτῷ’ ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἔφιμώθη» (Ματθ. κβ’11,12). Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου; Τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου τῆς ψυχῆς εἶναι πρώτ’ ἀπ’ ὅλα ἡ ἁγνότητα. Γράφει στοὺς πιστοὺς καὶ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡρμοσάμην ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι το Χριστῷ» (Βκορ. ἰα’ 2). Ἡ παρθενικὴ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα εἶναι τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς. Στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέει καὶ σὲ ἄλλους πιστοὺς ποιό ἔνδυμα πρέπει νὰ φορᾶνε: «Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν…επί πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ’ 12,14). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ὅταν συνάπτει γάμο μὲ τὸν ἀθάνατο Χριστό.
Τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ τελειότητα ἁγνείας τῆς ψυχῆς, ἀπ’ ὅλες τίς ἐπίγειες ὑπάρξεις, τὴν ἔδειξε ἢ πάναγνη καὶ παναγία Παρθένος Μητέρα τοῦ Θεοῦ, Ἐκείνη ποὺ ἔδωσε σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα της στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας. Κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ Χριστὸ στὴν καρδιά του, ἂν ἡ καρδιὰ αὐτὴ δὲν εἶναι ἐντελῶς καθαρῆ, ἂν δὲν εἶναι ἀμέριστα καὶ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένη στὸ Χριστό. Σὰν ἁγνὴ παρθένος ἔχει μιὰ μόνο ἀγάπη: τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου της, φτιαγμένο ἀπὸ ὕφασμα καὶ χρυσό. Ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ ἀγάπη κυοφοροῦν καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρετές, εἴτε τίς ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος εἴτε ὄχι, ποῦ καρποφοροῦν πλούσια καλὰ ἔργα. Τὰ καλὰ ἔργα εἶναι τὰ στολίδια καὶ τὰ διαμάντια ποὺ στολίζουν τὸ ἱμάτιο τῆς ἁγνότητας καὶ τὸ χρυσοποίκιλτο ἔνδυμα τῆς ἀγάπης.
Ὁ ὅσιος Μακάριος γράφει στὴν 15η Ὁμιλία τοῦ: «Μὲ τὸ ἔνδυμα γάμου κατανοοῦμε τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ φορέσει τὸ ἔνδυμα αὐτό, δὲν μπορεῖ νὰ σύμμετάσχει στὴ γαμήλια τελετὴ καὶ στὸ συμπόσιο».
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς πῆγε καὶ εἶδε τοὺς καλεσμένους, εἶδε κι ἕναν ποῦ δὲ φοροῦσε αὐτὸ τὸ ἔνδυμα γάμου. Ἑταῖρε, τοῦ εἶπε. Γιατί τὸν ὀνόμασε «ἑταῖρο», φίλο Του; Πρῶτο, γιὰ νὰ δείξει πόσο ἐκτιμᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Δεύτερο, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, εἶναι πραγματικὰ φίλος κάθε ἀνθρώπου, χωρὶς διάκριση, ἐκτὸς ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀνάξιος κι ἀπορρίπτει τὴ φιλία Του. «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν» (Ἰωάν. ἰε’ 14), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους. Ἀλήθεια, πόση συγκατάβαση καὶ πόση μεγαλοκαρδία δείχνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους! Ὁ παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων, ὀνομάζει φίλους Τοῦ τοὺς ἀδύναμους ἀνθρώπους! Μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια πῶς ἐκτελοῦν τίς ἐντολές Του.
Ὁ φιλοξενούμενος αὐτὸς ὅμως δὲ φοροῦσε ἔνδυμα γάμου. Δὲν ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διαφορετικὰ θὰ εἶχε βρεῖ τέτοιο ἔνδυμα γιὰ νὰ φορέσει. Γιατί λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ὀνομάζει φίλο Του; Ἐπειδὴ εἶναι βαφτισμένος κι ἔτσι συγκαταλέγεται μὲ τοὺς πιστούς, λογαριάζεται ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ. Καλῶντας τὸν φίλο, ὁ Θεὸς τὸν ἐπιτιμᾶ ἐπειδὴ δὲν ἔμεινε πιστὸς στὴ φιλία του. Αὐτὸς δὲν ἔμεινε πιστὸς στὴ φιλία του μέ το Θεό, ὄχι ὁ Θεὸς ἀπέναντί του. Ὁ δὲ ἔφιμώθη.
Τί θὰ μποροῦσε ν’ ἀπαντήσει; Πῶς δὲν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει τέτοιο ἔνδυμα; Ἢ πῶς δέν μποροῦσε ν’ ἀγοράσει ὕφασμα γιὰ νὰ τὸ κόψει καὶ νὰ τὸ ράψει στὰ μέτρα του; Ὅλα θὰ ἦταν μάταια. Ὁ Θεὸς εἶχε προμηθεύσει ὅλους τοὺς καλεσμένους μ’ ἕνα ἕτοιμο ἔνδυμα. Μόνο ἡ καλὴ θέληση τοῦ ἔλειπε, γιὰ νὰ βγάλει τὰ παλιὰ καὶ βρώμικα ροῦχα του τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ φορέσει τὸ καινούργιο ἔνδυμα τῆς σωτηρίας, τὸ χρυσοποίκιλτο γαμήλιο ἔνδυμα. Δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ ὅμως καὶ τώρα ἔμεινε σιωπηλός, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πεῖ.
«Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμός των ὀδόντων» (Ματθ. κβ’ 13). Τὰ χέρια του τὰ εἶχε κιόλας δέσει μὲ τίς ἁμαρτίες του, ὅπως καὶ τὰ πόδια του, μὲ τὸ νὰ βαδίζει το δρόμο τῆς ἀνομίας καὶ τῆς ἀδικίας. Ἀπό την παροῦσα ζωὴ εἶχε κιόλας διαλέξει τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φώς, τὸν βρυγμὸ καὶ τὸν τρυγμό των ὀδόντων, ἀντὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Εἶχε καταδικάσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀπώλεια. Στὸ Θεὸ δὲν ἀπέμενε παρὰ ν’ ἀπαγγείλει τὴ δίκαιη κρίση Του. Ὁ ἄθεος «σειραις τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν σφίγγεται» (Παρ. ἔ’ 22), μας λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅπως ἦταν δεμένος καὶ συρόταν ἀπὸ τίς ἁμαρτίες του ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτός, ἔτσι θὰ εἶναι δεμένος καὶ στὸν ἄλλο κόσμο. Στὴν ἄλλη ζωὴ δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Τὸ δέσιμο τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν αὐτὸ δείχνει. Πῶς δὲν ὑπάρχει μετάνοια, πῶς δὲν ὑπάρχει καμιὰ δυνατότητα νὰ κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ κερδίσει τὴ σωτηρία του καὶ τὴν εἴσοδό του στὴν οὐράνια βασιλεία.
Ὁ Κύριος τέλειωσε τὴν ὑπέροχη καὶ προφητικὴ παραβολή του μέ το ἀκόλουθα λόγια: «Πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Ματθ. κβ’ 14). Τὰ λόγια αὐτὰ ἰσχύουν τόσο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς. Ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους ἦταν λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅπως λίγοι ὑπάρχουν κι ἀνάμεσα στοὺς χριστιανούς. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι εἴμαστε καλεσμένοι στὸ τραπέζι τοῦ Βασιλιᾶ, μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅμως ποιοὶ εἶναι οἱ ἐκλεκτοί. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ἀπὸ μᾶς ποὺ θ’ ἀκούσουν τὸν Ὕψιστο Βασιλιᾶ νὰ τοῦ λέει ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων: ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; Τί ντροπή, τί ἀνώφελη ντροπή! Τί ἀπώλεια, τί ἀναπότρεπτη ἀπώλεια! Εἶναι ἀλήθεια πῶς ὁ Θεὸς μᾶς ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τώρα, κάθε φορὰ ποὺ πλησιάζουμε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ κοινωνήσουμε, νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ τὸ Νυμφίο Χριστό. Ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; Ἄς τεντώσουμε τ’ αὐτιὰ καὶ τὴ συνείδησή μας ὅταν πλησιάζουμε τὸ ἅγιο ποτήριο καὶ θ’ ἀκούσουμε σίγουρα τὰ λόγια αὐτά, αὐτὴν τὴν ἐπίπληξη. Εὔχομαι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν ἐπιφέρουν τὸν κλαυθμὸ καὶ τὸ βρυγμό των ὀδόντων, στὸ σκότος ποὺ θ’ ἀκολουθήσει τὰ τελευταῖα λόγια Του.
Ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς ἐγγυηθεῖ πῶς ὁ Θεὸς δὲ θὰ μᾶς πεῖ τὰ λόγια αὐτὰ σήμερα, γιὰ τελευταία φορὰ στὴν ἐπίγεια ζωή μας; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ πῶς ἡ ψυχή του δὲ θὰ βρεθεῖ τὴν ἴδια αὐτη νύχτα στὴν πανένδοξη οὐράνια σύναξη, γύρω ἀπὸ τὸ βασιλικὸ τραπέζι, φορῶντας τὸ λερωμένο ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας; Ποιός θνητὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίζει πῶς ἡ σημερινὴ μέρα δὲν εἶναι καθοριστικὴ γι’ αὐτόν, γιὰ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα; Λίγα δευτερόλεπτα ἦταν ἀποφασιστικὰ γιὰ τὴν τύχη τῶν δύο λῃστῶν στὸ σταυρό. Ὁ ἕνας τοὺς στάθηκε ἀνίκανος νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὰ λίγα αὐτὰ δευτερόλεπτα καὶ ὁδηγήθηκε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Ὁ ἄλλος χρησιμοποίησε μὲ σοφία καὶ σύνεση τὰ λίγα αὐτὰ δευτερόλεπτα: μετάνιωσε, ὁμολόγησε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ σωτηρία του: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σοῦ» (Λουκ. κγ’ 420. Τὴν ἴδια ἐκείνη στιγμὴ ἡ ψυχή του ἀπεκδύθηκε τὸ παλιὸ ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας καὶ φόρεσε τὸ ὑπέροχο ἔνδυμα τοῦ γάμου. Ὁ μετανιωμένος λῃστὴς παρουσιάστηκε στὸ βασιλικὸ τραπέζι στὸν παράδεισο, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς.
Ἄς μὴν καθυστερήσουμε λοιπὸν οὔτε γιὰ μιὰ μόνο στιγμὴ τὴ μετάνοιά μας. Κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει ἴσως νὰ εἶναι ἡ τελευταία ποὺ μᾶς συγκαταριθμεὶ μὲ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄς καθαρίσουμε κι άς πλύνουμε γρήγορα την ψυχή μας, τουλάχιστο με τον ίδιο ζήλο που καθαρίζουμε το σώμα μας, που αύριο θ’ αποτελέσει τροφή για τα σκουλήκια. Ἄς την καθαρίσουμε με μετάνοια και δάκρυα, ἄς την πλύνουμε με νηστεία και προσευχή. Ἄς την ντύσουμε με ένδυμα υφασμένο με αγνότητα κι αγάπη, στολισμένο με καλά έργα, με συγχωρητικότητα και συμπάθεια. Ας κάνουμε αυτό το λόγο που ζητάει από μάς ο Θεός. Εκείνος θά κάνει τα υπόλοιπα.
Όταν ένα παιδί φωνάζει στη μαμά του πώς λερώθηκε, εκείνη το καθαρίζει, το πλένει και το αλλάζει. Πόσο ποιό εύσπλαχνος όμως είναι ο ουράνιος Πατέρας μας απ’ όσο είναι οποιαδήποτε μητέρα στα παιδιά της! Η αλήθεια είναι πώς η ψυχή όλων των ανθρώπων είναι τόσο λεκιασμένη, που από μόνη της δε θα μπορούσε ποτέ να καθαριστεί και να γίνει άξια γιά νά παρουσιαστεί μπροστά στο Θεό.
Άς συνειδητοποιήσει λοιπόν κάθε άνθρωπος τόν πνευματικό του ρύπο. Ἄς νιώσει απέχθεια γι’ αυτόν μ’ όλη του την καρδιά κι ας κάνει αυτό το λίγο πού μάς ζητά ο Θεός. Τό σπουδαιότερο που έχει να κάνει, είναι να κραυγάσει στο Θεό, να ζητήσει να τον καθαρίσει Εκείνος εν πυρί και πνεύματι. Ο Θεός περιμένει τέτοιες κραυγές από τά μετανιωμένα παιδιά Του, κρατώντας το καλλίτερο αγγελικό ένδυμα στα χέρια Του. Περιμένει πάντα για να καθαρίσει, να πλύνει, να φωτίσει, νὰ χρίσει μὲ μύρο καὶ νὰ ντύσει ὅλους ἐκείνους ποὺ μετανοοῦν καὶ κραυγάζουν.
Ἄς ἔχει δόξα καὶ πανεύσπλαχνός Θεός μας! Δόξα καὶ αἶνος στὸν οὐράνιο Νυμφίο τῶν ψυχῶν μας, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εὐπρέπεια στὸ ναό
«Ἐταιρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» (Ματθ. 22. 12)
Οἱ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ, ἀγαπητοί μου, οἱ παραβολές, ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ βρίσκονται γραμμένες στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εἶνε ἄφθαστες. Οἱ ἀλήθειες τοὺς φωτίζουν καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ οἱ εἰκόνες, ποὺ χρησιμοποιοῦνται σ’ αὐτές, ἑλκύουν τὴν προσοχὴ καὶ κάνουν τὴ διδασκαλία εὐχάριστη. Θέλετε παράδειγμα; Ἰδοὺ ἡ παραβολὴ τοῦ δείπνου τῶν γάμων τοῦ υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.
Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς παρομοιάζει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴ χαρὰ τοῦ παραδείσου, μὲ ἕνα γαμήλιο τραπέζι. Διδάσκει ἔτσι τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὑπάρχει ἀληθινὰ πέραν τοῦ τάφου μιὰ ἀτελεύτητη ζωή, γεμάτη εὐτυχία καὶ μακαριότητα, τὴν ὁποία ὅμως θ’ ἀπολαύσουν μόνο ὅσοι ἔχουν ἑτοιμασθῇ γι’ αὐτήν. Γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ νὰ καταλάβουμε, ὅτι χρειάζεται προετοιμασία, κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ περιβολὴ τῶν προσκεκλημένων στὸ δεῖπνο” χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνδύματος. Καὶ εἶνε ἀλήθεια, ὅτι κανεὶς δὲν πηγαίνει σ’ ἕνα γάμο μὲ τὰ συνηθισμένα ροῦχα· ντύνεται ἐπισήμως. Μὲ εὐχάριστο, λοιπόν, καὶ κατανοητὸ τρόπο διδάσκει, ὅτι στὸ τραπέζι αὐτὸ κανεὶς δὲν θὰ γίνῃ δεκτός, ἂν δὲν ἔχῃ τὴν κατάλληλη περιβολή. Τὸ δὲ ἔνδυμα, ὅπως λένε οἱ ἐρμηνευται, σημαίνει τίς ἀρετὲς τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν φτάνει, δηλαδή, ἁπλῶς νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὸ Θεὸ ἀπαιτεῖται νὰ κοσμῇ τὴν πίστη του καὶ μὲ ἀρετές. Διαφορετικά, θ’ ἀκούσῃ τὴν ἐλεγκτικὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ λέη «Ἐταιρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;», δηλαδὴ Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ χωρὶς νὰ ἔχῃς ἐνδυμασία κατάλληλη γιὰ γάμο; (Ματθ. 22, 12)
Αὐτά, μὲ λίγα λόγια, λέει ἡ ὡραιοτάτη παραβολή. Ἀναφέρεται, ὅπως εἴδαμε, στὸ πνευματικὸ ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ ἀξιωθῇ ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπολαύσῃ τὴν οὐράνιο βασιλεία. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ βασιλεία ἐκείνη, μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, μεταφέρεται ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα, οἱ δὲ χριστιανοὶ προσεύχονται καθημερινῶς λέγοντας «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6, 10), γι’ αὐτὸ δὲν εἶνε λάθος, τὰ λόγια «Ἐταιρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» (Ματθ. 22, 12) νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε ὄχι μόνο πνευματικῶς ἀλλὰ καὶ πραγματικῶς. «Ἔνδυμα γάμου», δηλαδή, εἶνε ὄχι μόνο οἱ ἀρετές, ποὺ πρέπει νὰ κοσμοῦν τίς ψυχὲς τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ πνευματικοῦ δείπνου τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἀρχοντικὴ ἀμφίεση καὶ κοσμία ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πάντοτε βεβαίως ἀλλ’ ἰδιαιτέρως ὅταν ἔρχωνται στὸ ναό. Ἄς μιλήσουμε λοιπὸν γιὰ τὴν περιβολὴ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ζήτημα αὐτὸ πολλοὶ ἴσως τὸ θεωρήσουν τυπικό. Ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ τύπος περικλείει οὐσία. Ὅπως τὸ καρύδι καὶ τὸ ἀμύγδαλο χρειάζονται καὶ τὸ σκληρὸ περίβλημα, ποὺ κρύβει μέσα καὶ προστατεύει τὴν ψίχα, ἔτσι κ’ ἐδῶ. Ἀφοῦ λοιπὸν στοὺς καρποὺς χρειάζεται καὶ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα, γιατί καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἐρχόμαστε γιὰ νὰ σώσουμε τίς ψυχές μας, νὰ μὴ χρειάζονται καὶ μερικὰ ἐξωτερικά -ἀλλ’ ὄχι νεκρά- πράγματα, μερικοὶ οὐσιώδεις τύποι; Αὐτοὶ διατηροῦν μέσα τους τὴν οὐσία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ σωτηρίας.
Ἕνα τέτοιο ἐξωτερικὸ πρᾶγμα εἶνε καὶ ἡ ἐνδυμασία καὶ ἡ ἐν γένει ἐμφάνισί μας παντοῦ βεβαίως ἀλλὰ προπαντὸς στὸ ναό. Εἶνε ἀνάγκη νὰ θίξουμε τὸ ζήτημα αὐτό, διότι ἡ κατάστασι φθάνει ἤδη σὲ ἀπροχώρητο σημεῖο. Ὄχι πλέον ἔξω, στοὺς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες, στὰ μέσα συγκοινωνίας καὶ «ψυχαγωγίας», στὰ θέατρα καὶ στὶς παραλίες, ἀλλὰ τώρα καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους τῆς λατρείας, σὲ ὧρες μάλιστα ἱερῶν μυστηρίων, ἡ ἀπρεπὴς ἐνδυμασία καὶ ἐμφάνισι μολύνει τὴν καθαρότητα καὶ ταράζει τὴ γαλήνη, ποὺ πρέπει ἐκεῖ νὰ ἐπικρατοῦν. Οἱ ἱεροὶ ναοὶ μεταβάλλονται σὲ κοσμικὰ σαλόνια καὶ ἀκόμη καὶ σὲ πλὰζ γυμνιστῶν. Γι’ αὐτὸ ἐδῶ θ’ ἀπευθύνουμε μερικὲς συμβουλές.
Καὶ πρῶτα στοὺς ἄνδρες καὶ στοὺς νέους. Ἄς προσπαθήσουν πρῶτα αὐτοὶ νὰ εἶνε ἐν τάξει ὅσον ἀφορᾷ τὴ δική τους πλευρά. Νὰ ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους ὅτι, σύμφωνα μὲ ρητὴ ἀποστολικὴ ἐντολή, ὁ ἄνδρας, τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται καὶ διδάσκει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ εἶνε ἀσκεπής, νὰ μὴ φέρῃ τίποτε ἐπάνω στὸ κεφάλι του. Ἐπίσης δὲν εἶνε ὀρθὸ ν’ ἀφήνουν νὰ μακραίνουν τὰ μαλλιά τους, νὰ τρέφουν κόμη καὶ νὰ τὴν περιποιοῦνται μὲ φιλαρέσκεια (βλ. Α’ Κορ. 11, 4 καὶ 14). Ὅταν ἔρχωνται στὸν ἰ. ναὸ δὲν κάνει νὰ μπαίνουν μὲ ἐνδυμασία ἀθλητικὴ (κοντὰ παντελόνια, μὲ ἀκάλυπτα μέλη) ἢ νὰ στέκονται μὲ τὰ χέρια πίσω ἢ νὰ καπνίζουν καὶ νὰ συζητοῦν χωρὶς φόβο Θεοῦ.
Περισσότερο ὅμως ἂς προσέξουν οἱ γυναῖκες καὶ οἱ νέες. Δὲν κάνει νὰ ἔρχονται στὸ ναὸ μὲ ἐμφάνιση ποὺ προκαλεῖ τὰ περίεργα καὶ ἁμαρτωλὰ βλέμματα ἀνδρῶν καὶ νέων. Παίρνουν στὸ λαιμό τους μεγάλη ἁμαρτία. Πρῶτα – πρῶτα νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψι τους, ὅτι τὸ παντελόνι στὴ γυναῖκα τὸ ἀπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ γράφει: «Οὐκ ἔσται σκεύη ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικί, οὐδε μὴ ἐνδήσηται ἀνηρ στολὴν γυναικείαν», δηλαδή: «Δὲν θὰ φορέσῃ γυναῖκα ἐνδύματα ἀνδρικά, οὔτε ἄνδρας νὰ ντυθῇ γυναικεία φορεσιά» (Δευτ. 22, 5). Προφάσεις καὶ δικαιολογίες ὑπάρχουν πολλές, μιὰ χριστιανὴ ὅμως δὲν πρέπει νὰ παρασύρεται ἀπὸ αὐτά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε ὑπεράνω ὅλων. Ἔπειτα, σὰν θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, ὀφείλουν νὰ προσέξουν στὰ φορέματά τους τρία πράγματα. Πρῶτον νὰ μὴν εἶνε λειψὰ (κοντά, ὅσα δηλαδὴ ἀφήνουν ἀκάλυπτες σάρκες, εἴτε ἀπὸ κάτω, εἴτε ἀπὸ πάνω, εἴτε τώρα καὶ στὴ μέση). Δεύτερον νὰ μὴν εἶνε ἐφαρμοστὰ (στενά, κολλητὰ στὸ σῶμα, ποὺ κάνουν ἐμφανεῖς ὅλες τίς γραμμές). Καὶ τρίτον νὰ μὴν εἶνε διαφανῆ (διότι τὸ διαφανὲς δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸ γυμνό). Ὅσες ἐπιμένουν νὰ πηγαίνουν ἔτσι στὸν ἱερὸ ναό, νὰ γνωρίζουν ὅτι δὲν εἶνε ἐν τάξει. Φέρονται σὰν τίς εἰδωλολάτρισσες, εἰσάγουν στὴν Ἐκκλησία συνήθειες ξένες καὶ βέβηλες. Τὸ αἴσθημα τῆς ντροπῆς καὶ προπαντὸς τὸ αἴσθημα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτρέπει στὴ χριστιανή, ποὺ πρότυπό της πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν Παναγία καὶ τίς ἅγιες γυναῖκες τῆς πίστεώς μας, νὰ ἐμφανίζεται ἔτσι.
Μὴ θεωρηθοῦν αὐτὰ ὡς ὑπερβολικὰ καὶ αὐστηρά. Ἀντιθέτως, εἶνε ἐπιεικῆ. Ἄν αὐτὰ θεωροῦνται αὐστηρά, ποῦ ν’ ἀκούσετε κ’ ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ ὁρίζει ὁ θεόπνευστος νόμος τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιός θὰ τολμήσῃ νὰ τὰ ὑπενθυμίσῃ αὐτὰ στὶς γυναῖκες τῆς Ἐκκλησίας σήμερα; Μακάρι οἱ σημερινὲς χριστιανὲς νὰ εἶχαν τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ τὴν πειθαρχία ποὺ εἶχαν οἱ γυναῖκες τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ποῦ, μόλις τοὺς ἔλεγε κάτι, π.χ. γιὰ τὰ περιττὰ κοσμήματα καὶ στολίδια, ἀμέσως πειθαρχοῦσαν καὶ μὲ προθυμία τὰ ἔβγαζαν. Μακάρι ἀκόμη νὰ εἶχαν τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν προθυμία τῶν γυναικῶν τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως ἦταν οἱ ὑπέροχες μητέρες καὶ ἀδελφές των μὲ τὰ σεμνὰ ἤθη (οἱ ἅγιες Ἀνθοῦσα, Μακρίνα, Μόνικα, Ὀλυμπιάς, κ.ἄ.). Μακάρι τέλος νὰ ἔφθαναν καὶ στὸ ὕψος τῶν γυναικῶν τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐφήρμοζαν κι αὐτὲς ὅσα ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τῶν γυναικῶν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἀνοίξαμε τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ φθάσαμε ὡς ἐδῶ, ἂς τολμήσουμε νὰ ὑπενθυμίσουμε, τί ἀκριβῶς παραγγέλλει ἐκεῖ ὄχι κανένας ἄλλος ἀλλ’ αὐτὸ τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. Μ’ αὐτά, ποὺ θὰ ποῦμε τώρα, θὰ δοκιμασθῇ ἡ προθυμία καὶ ἡ πειθαρχία τῶν χριστιανῶν γυναικῶν στὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Λέει, λοιπόν, ὁ ἀπόστολος, ὅτι -ἀντιθέτως μὲ τοὺς ἄνδρες, ποὺ ὅπως εἴπαμε δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τρέφουν μακριὰ μαλλιά- ὅλες οἱ γυναῖκες, μεγάλες καὶ μικρές, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κόβουν τὰ μαλλιά τους. Εἶνε «αἰσχρόν», λέει, νὰ κόβῃ ἡ γυναῖκα τὰ μαλλιά της. Ὄχι δὲ μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅταν προσεύχεται καὶ λέη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶνε ντροπὴ νὰ ἔχῃ ἀκάλυπτη τὴν κεφαλή της, πρέπει δηλαδὴ στὴν ἐκκλησία νὰ εἶνε σκεπασμένη μὲ σεμνὸ μαντήλι (βλ. Α’ Κορ. 11, 5-6).
Σ’ αὐτὰ ἂς προσθέσουμε κάτι ἀκόμη καὶ νὰ σταματήσουμε. Παρατηρεῖται πολλὲς φορὲς στοὺς ναοὺς τὸ ἄσχημο φαινόμενο, γυναῖκες νὰ φεύγουν ἀπὸ τίς θέσεις τους καὶ νὰ καταλαμβάνουν θέσεις ἀνάμεσα στοὺς ἄνδρες. Γιὰ τίς γυναῖκες, ὅπως εἶνε γνωστό, ὑπάρχει ὅλο τὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ καὶ ὁλόκληρος ὁ γυναικωνίτης. Ἄς ἀρκεσθοῦν λοιπὸν στοὺς χώρους αὐτούς, ποὺ εἶνε ἀρκετοί, καὶ νὰ μὴ ἀναμιγνύονται μὲ τοὺς ἄνδρες.
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, Οἱ καλοὶ ποιμένες καταβάλλουν πάντοτε προσπάθεια νὰ περιφρουρῆται ἡ εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ πιστὸς λαὸς καὶ μάλιστα οἱ γυναῖκες δείξουν πειθαρχία, τότε στοὺς ἱεροὺς ναούς μας ὅλα θὰ γίνωνται «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν» (Α’ Κορ. 14, 40). Εἶνε λυπηρό, οἱ ἐντεταλμένοι τὼν ναῶν μας νὰ βρίσκονται στὴν ἀνάγκη ν’ ἀπαγορεύουν τὴν εἴσοδο σὲ πρόσωπα ποὺ δὲν θέλουν νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξι. Εἶνε λυπηρό, ν’ ἀναγκάζονται νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἐρώτημα «Ἐταιρε, πῶς εἴσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου;» (Ματθ. 22, 12). Ὅπου, ἀντιθέτως, οἱ πιστοὶ καὶ μάλιστα οἱ γυναῖκες πειθαρχοῦν καὶ ὑπακούουν στὰ ἀποστολικὰ καὶ πατερικὰ παραγγέλματα, ἐκεῖ ἡ λατρεία τελεῖται ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός, δηλαδὴ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 4, 24).