ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΒ΄ 35 — 46)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, νομι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, πει­ρά­ζων αὐτόν καὶ λέγων· 36Διδά­σκα­λε, ποία ἐντο­λὴ μεγά­λη ἐν τῷ νόμῳ; 37ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγα­πή­σεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρ­δίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ δια­νοίᾳ σου· 38αὕτη ἐστὶ πρώ­τη καὶ μεγά­λη ἐντο­λή. 39δευ­τέ­ρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σεαυ­τόν. 40ἐν ταύ­ταις ταῖς δυσὶν ἐντο­λαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται. 41Συνηγ­μέ­νων δὲ τῶν Φαρι­σαί­ων ἐπη­ρώ­τη­σεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 42λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χρι­στοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγου­σιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυ­ῒδ. 43λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυ­ῒδ ἐν Πνεύ­μα­τι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 44εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑπο­πό­διον τῶν ποδῶν σου; 45εἰ οὖν Δαυ­ῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46καὶ οὐδεὶς ἐδύ­να­το αὐτῷ ἀπο­κρι­θῆ­ναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλ­μη­σέ τις ἀπ’ ἐκεί­νης τῆς ἡμέ­ρας ἐπε­ρω­τῆ­σαι αὐτὸν οὐκέ­τι.

35 και ένας από αυτούς νομο­δι­δά­σκα­λος, τον ηρώ­τη­σε, με την πονη­ράν διά­θε­σιν να τον φέρη εις δύσκο­λον θέσιν, λέγων· 36 “Διδά­σκα­λε, ποία είναι η μεγα­λυ­τέ­ρα εντο­λή μέσα στον νόμον;” 37 Ο δε Ιησούς απήν­τη­σεν εις αυτόν· “να αγα­πάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρ­διάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιά­νοιάν σου. 38 Αυτή είναι η πρώ­τη και μεγά­λη εντο­λή. 39 Δευ­τέ­ρα δε εντο­λή ομοία με αυτήν· να αγα­πάς τον πλη­σί­ον σου σαν τον εαυ­τόν σου. 40 Επά­νω εις τας δύο αυτάς εντο­λάς όλος ο νόμος και οι προ­φή­ται στη­ρί­ζον­ται”. (Και εις την πονη­ράν εκεί­νην ερώ­τη­σιν έδω­σε την θεί­αν απάν­τη­σίν του”. 41 Ενώ δε ήσαν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι οι Φαρι­σαί­οι, τους ηρώ­τη­σεν ο Ιησούς 42 λέγων· “ποί­αν γνώ­μην έχε­τε περί του Χρι­στού; Τινος είναι από­γο­νος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι από­γο­νος του Δαυ­ΐδ”. 43 Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον από­γο­νος του Δαυ­ΐδ, πως τότε ο Δαυ­ΐδ, εμπνε­ό­με­νος από το Αγιον Πνεύ­μα, ονο­μά­ζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, 44 είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χρι­στόν, κάθι­σε εις τα δεξιά μου επί του θρό­νου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υπο­πό­διον, επά­νω στο οποί­ον θα πατούν τα πόδια σου; 45 Εάν λοι­πόν ο Δαυίδ ονο­μά­ζει αυτόν Κυριον και Θεόν, πως είναι απλούς από­γο­νός του, όπως σεις νομί­ζε­τε; (Ο Δαυίδ λοι­πόν, σύμ­φω­να με απο­κά­λυ­ψιν εκ μέρους του Θεού, επί­στευ­σε και προ­ε­κή­ρυ­ξε τον Μεσ­σί­αν, τον κατά σάρ­κα από­γο­νόν του, ως Κυριον του και Θεόν). 46 Και κανείς δεν ημπό­ρε­σε ούτε λέξιν να απαν­τή­ση ούτε ετόλ­μη­σε κανείς από εκεί­νην την ημέ­ραν να ερω­τή­ση πλέ­ον αυτόν.

35 κι ένας απ’ αυτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, τον ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τάς τον, για να δει ποιά από­κρι­ση θα έδι­νε, και του είπε: 36 Διδά­σκα­λε, ποιά είναι η πιο μεγά­λη εντο­λή στο νόμο; 37 Ο Ιησούς του είπε: Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε αυτόν ολο­κλη­ρω­τι­κά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολό­κλη­ρη η θέλη­σή σου να είναι παρα­δο­μέ­νη σ’ αυτόν, και με το νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. 38 Αυτή είναι η πρώ­τη και μεγά­λη εντο­λή. 39 Και δεύ­τε­ρη εντο­λή όμοια μ’ αυτήν και εξί­σου σπου­δαία είναι: Να αγα­πάς το συνάν­θρω­πό σου όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου. 40 Σ’ αυτές τις δύο εντο­λές στη­ρί­ζε­ται όλος ο νόμος και η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών. 41 Κι ενώ ήταν συναγ­μέ­νοι οι Φαρι­σαί­οι, τους ρώτη­σε ο Ιησούς: 42 Τί γνώ­μη έχε­τε σχε­τι­κά με τον Μεσ­σία, που θα ανα­δει­χθεί και θα χρι­σθεί Μεσ­σί­ας από τον ίδιο τον Θεό; Ποια­νού από­γο­νος είναι; Του απαν­τούν: Του Δαβίδ. 43 Τους λέει: Πώς λοι­πόν ο Δαβίδ εμπνε­ό­με­νος από το Άγιον Πνεύ­μα τον ονο­μά­ζει Κύριο, όταν λέει? 44 είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χρι­στό: Κάθι­σε στο θρό­νο μου στα δεξιά μου, ωσό­του θέσω τους εχθρούς σου σαν υπο­στή­ριγ­μα που θα ακουμ­πούν και θα πατούν επά­νω τα πόδια σου. Αλλά οι παπ­πού­δες δεν ονο­μά­ζουν ποτέ κυρί­ους τους τα εγγό­νια τους και τα δισέγ­γο­νά τους. Ούτε στέ­κει ποτέ να προ­σφω­νούν οι πρό­γο­νοι τους απο­γό­νους τους κυρί­ους. 45 Εάν λοι­πόν ο Δαβίδ τον ονο­μά­ζει Κύριο, πώς είναι υιός και από­γο­νός του; Αυτό σημαί­νει ότι ο Μεσ­σί­ας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ αλλά και υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και κύριος του Δαβίδ. 46 Και κανείς δεν μπό­ρε­σε να του απο­κρι­θεί ούτε λέξη, ούτε τόλ­μη­σε κανείς από την ημέ­ρα εκεί­νη να του υπο­βάλ­λει πλέ­ον άλλα ερω­τή­μα­τα.

35 καὶ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τας αὐτὸν καὶ λέγον­τας: 36 «Διδά­σκα­λε, ποιά εἶναι ἡ μεγα­λύ­τε­ρη ἐντο­λὴ στὸ νόμο;». 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ν᾽ ἀγα­πᾷς τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μ᾽ ὅλη τὴν καρ­διά σου καὶ μ᾽ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μ᾽ ὅλο τὸ νοῦ σου. 38 Ἀὐτὴ εἶναι ἡ πρώ­τη καὶ μεγα­λύ­τε­ρη ἐντο­λή. 39 Δεύ­τε­ρη δέ, ὁμοία μὲ αὐτή, εἶναι: Ν᾽ ἀγα­πᾷς τὸν πλη­σί­ον σου σὰν τὸν ἑαυ­τό σου. 40 Σ᾽ αὐτὲς τὶς δύο ἐντο­λὲς στη­ρί­ζον­ται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­τες (ἡ διδα­σκα­λία τῶν προ­φη­τῶν)». 41 Ὅταν δὲ οἱ Φαρι­σαῖ­οι ἦταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, ὁ Ἰησοῦς τοὺς ρώτη­σε 42 λέγον­τας: «Τί νομί­ζε­τε γιὰ τὸ Μεσ­σία; Τίνος εἶναι ἀπό­γο­νος;». Τοῦ λέγουν: «Τοῦ Δαβίδ». 43 Τοὺς λέγει: «Ἀλλὰ πῶς ὁ Δαβὶδ μὲ τὴν ἔμπνευ­σι τοῦ Πνεύ­μα­τος τὸν ὀνο­μά­ζει Κύριο, ὅταν λέγῃ, 44 “Εἶπεν ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου, κάθη­σε στὰ δεξιά μου ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου υπο­πό­διο τῶν ποδιῶν σου”; 45 Ἀφοῦ λοι­πὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνο­μά­ζει Κύριο, πῶς εἶναι ἀπό­γο­νός του;». 46 Καὶ κανεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ ἀπαν­τή­σῃ λέξι, οὔτε τόλ­μη­σε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεί­νη τὴν ἡμέ­ρα νὰ τοῦ υπο­βά­λῃ πλέ­ον ἐρώ­τη­σι.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Ο δ Φαρι­σαοι κού­σαν­τες τι φίμω­σε τος Σαδ­δου­καί­ους, συνή­χθη­σαν π τ ατό, διδά­σκα­λε, ποία ντολ μεγά­λη ν τ νόμ; (:Οι Φαρι­σαί­οι όμως, όταν άκου­σαν ότι ο Ιησούς απο­στό­μω­σε τους Σαδ­δου­καί­ους, μαζεύ­τη­καν στο ίδιο μέρος όπου ήταν και εκεί­νος μαζί με τους Σαδ­δου­καί­ους, και ένας απ’ αυτούς, νομο­δι­δά­σκα­λος, τον ρώτη­σε δοκι­μά­ζον­τάς τον, για να δει ποια από­κρι­ση θα έδι­νε, και του είπε: ‘’Διδά­σκα­λε, ποια είναι η πιο μεγά­λη εντο­λή στον νόμο;’’)»[Ματθ.22,3–36].

Πάλι ο ευαγ­γε­λι­στής προ­βάλ­λει την αιτία για την οποία έπρε­πε να σιω­πή­σουν, και δεί­χνει με αυτό την θρα­σύ­τη­τα εκεί­νων. Πώς και με ποιον τρό­πο; Με το ότι αν και απο­στο­μώ­θη­καν εκεί­νοι[:οι Σαδ­δου­καί­οι με την απάν­τη­ση με την οποία μόλις προ­η­γου­μέ­νως τους είχε απο­στο­μώ­σει ο Κύριος σχε­τι­κά με την ανά­στα­ση των νεκρών, βλ. Ματθ.22,23–33], αυτοί[:οι Φαρι­σαί­οι] πάλι επι­τί­θεν­ται. Έπρε­πε δε μετά από αυτό να ησυ­χά­ζουν, αλλά αυτοί συνα­γω­νί­ζον­ται με τους προ­η­γου­μέ­νους, και προ­βάλ­λουν τον νομι­κό, όχι με σκο­πό να μάθουν, αλλά επι­χει­ρούν να παγι­δεύ­σουν τον Κύριο και Τον ερω­τούν: «Ποια είναι η πρώ­τη εντο­λή;». Επει­δή λοι­πόν η πρώ­τη εντο­λή είναι: «γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου(:Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου)»[Ματθ.22,37], καθώς περί­με­ναν να τους δώσει κάποια αφορ­μή, συμ­πλη­ρώ­νον­τας και διορ­θώ­νον­τας αυτήν εξαι­τί­ας του ότι παρου­σί­α­ζε τον εαυ­τό Του Θεό, του κάνουν αυτήν την ερώ­τη­ση.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; Αφού φανέ­ρω­σε την αιτία που τους οδή­γη­σε σε αυτό που πήγα­ζε από την έλλει­ψη κάθε ίχνους αγά­πης, από το ότι λιώ­νουν από φθό­νο και κατα­κυ­ριεύ­ον­ται από ζηλο­τυ­πία, λέγει: «γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου ν λ τ καρ­δί σου κα ν λ τ ψυχ σου κα ν λ τ δια­νοί σου. Ατη στ πρώ­τη κα μεγά­λη ντο­λή. Δευ­τέ­ρα δ μοία ατ· γαπή­σεις τν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν(:Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε Αυτόν ολο­κλη­ρω­τι­κά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολό­κλη­ρη η θέλη­σή σου να είναι παρα­δο­μέ­νη σε Αυτόν, και με τον νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε Αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Αυτή είναι η πρώ­τη και μεγά­λη εντο­λή. Και δεύ­τε­ρη εντο­λή όμοια με αυτήν και εξί­σου σπου­δαία είναι: Να αγα­πάς τον συνάν­θρω­πό σου όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου)»[Ματθ. 22, 37–39]. Για­τί όμως είναι όμοια με αυτήν; Διό­τι η πρώ­τη εντο­λή προ­ε­τοι­μά­ζει την δεύ­τε­ρη και συγ­χρό­νως συγ­κρο­τεί­ται από αυτήν. Διό­τι «πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ λεγ­χθ τ ργα ατο(:καθέ­νας που επι­μέ­νει να κάνει έργα πονη­ρά και κακά, δεν αδια­φο­ρεί απλώς, αλλά απο­στρέ­φε­ται το φως. Και δεν έρχε­ται στο φως, για να μη γίνε­ται φανε­ρή η ασχή­μια και η ανη­θι­κό­τη­τα των έργων του και προ­κλη­θεί έτσι η απο­δο­κι­μα­σία του και η εξέ­γερ­ση της συνει­δή­σε­ώς του)» [Ιω.3,20].

Και πάλι: «Επεν φρων ν καρ­δί ατο· Οκ στι Θεός(:Είπε στο βάθος του εσω­τε­ρι­κού του ο σκο­τι­σμέ­νος από την αμαρ­τία μέχρι αφρο­σύ­νης άνθρω­πος: ‘’Δεν υπάρ­χει Θεός’’)» [Ψαλμ.52,1]. Και τι προ­κύ­πτει από αυτό; Ότι «Διε­φθά­ρη­σαν κα βδε­λύ­χθη­σαν ν νομί­αις(:Ο άφρων και οι όμοιοί του διε­φθά­ρη­σαν και με την παρά­νο­μη και αδιόρ­θω­τα αμαρ­τω­λή δια­γω­γή τους έγι­ναν βδε­λυ­κτοί και μιση­τοί από τον Θεό και τους ευσε­βείς ανθρώ­πους)» [Ψαλ.52,3]· και πάλι: «ίζα γρ πάν­των τν κακν στιν φιλαρ­γυ­ρία, ς τινες ρεγό­με­νοι πεπλα­νή­θη­σαν π τς πίστε­ως(:διό­τι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαρ­γυ­ρία. Μερι­κοί μάλι­στα λόγω της φιλαρ­γυ­ρί­ας τους κυριεύ­τη­καν από σφο­δρή και ακό­ρε­στη επι­θυ­μία για το χρή­μα και γι’ αυτό απο­πλα­νή­θη­καν από την πίστη και έμπη­ξαν γύρω από τον εαυ­τό τους σαν καρ­φιά πολ­λούς πόνους και αγω­νί­ες)» [Α΄Τιμ. 6,10]· και «Ἐὰν γαπτέ με, τς ντολς τς μς τηρή­σα­τε(: Εάν με αγα­πά­τε, να τηρεί­τε τις εντο­λές μου)» [Ιω. 14,15]. Όλες μάλι­στα οι εντο­λές Του με απο­κο­ρύ­φω­μά τους είναι: «γαπή­σεις Κύριον τν Θεόν σου ξ λης τς καρ­δί­ας σου κα ξ λης τς ψυχς σου κα ξ λης τς σχύ­ος σου κα ξ λης τς δια­νοί­ας σου, κα τν πλη­σί­ον σου ς σεαυ­τόν(:Να αγα­πάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρ­διά, ώστε σε Αυτόν να είσαι ολο­κλη­ρω­τι­κά παρα­δο­μέ­νος, με όλα τα βάθη της εσω­τε­ρι­κής και πνευ­μα­τι­κής υπάρ­ξε­ώς σου˙ και με όλη σου την ψυχή, ώστε Αυτόν να ποθείς με όλο το συναί­σθη­μά σου˙ και με όλη τη θέλη­ση και τη δύνα­μή σου, ώστε καθε­τί που θα κάνεις να είναι σύμ­φω­νο με το θέλη­μά Του. Και με όλη σου τη δύνα­μη και με δρα­στη­ριό­τη­τα ακού­ρα­στη να εργά­ζε­σαι για την εφαρ­μο­γή του θελή­μα­τός Του. Να Τον αγα­πάς και με τον νου σου ολό­κλη­ρο, ώστε Αυτόν πάν­το­τε να σκέ­φτε­σαι. Να αγα­πάς επί­σης και τον πλη­σί­ον σου, τον συνάν­θρω­πό σου, όσο και όπως αγα­πάς τον εαυ­τό σου)»[Λου­κά 10,27].

Εάν λοι­πόν η αγά­πη προς τον Θεό σημαί­νει αγά­πη προς τον πλη­σί­ον-διό­τι λέγει «Εάν με αγα­πάς, Πέτρε, ποί­μαι­νε τα πρό­βα­τά μου»[Ιω.21,17]-, η δε αγά­πη προς τον πλη­σί­ον συν­τε­λεί στην δια­φύ­λα­ξη των εντο­λών, τότε κατά φυσι­κό λόγο έπει­τα λέγει ότι «ν ταύ­ταις τας δυσν ντο­λας λος νόμος κα ο προφται κρέ­μαν­ται(:σε αυτές τις δύο εντο­λές στη­ρί­ζε­ται όλος ο νόμος και η διδα­σκα­λία των προ­φη­τών)»[: Ματθ.22,40]. Γι’αυ­τό λοι­πόν ακρι­βώς που έκα­νε προ­η­γου­μέ­νως, το ίδιο κάνει και τώρα εδώ. Καθό­σον και εκεί, όταν ρωτή­θη­κε για τον τρό­πο της ανα­στά­σε­ως, τους δίδα­ξε τι είναι ανά­στα­ση, διδά­σκον­τάς τους μάλι­στα περισ­σό­τε­ρα από όσα χρειά­ζον­ταν να πει­στούν. Και εδώ απαν­τών­τας στην πρώ­τη ερώ­τη­ση, απαν­τά και στην δεύ­τε­ρη που δεν δια­φέ­ρει και πολύ από την πρώ­τη (διό­τι είναι μεν δεύ­τε­ρη, αλλά είναι όμοια με την πρώ­τη), υπαι­νισ­σό­με­νος με τον τρό­πο αυτόν το κίνη­τρο της ερω­τή­σε­ώς τους, διό­τι από μίσος τον ρώτη­σαν. Καθό­σον « γάπη ο ζηλο(:η αγά­πη δεν ζηλο­φθο­νεί)» [Α΄Κορ.13,4]. Με αυτό παρου­σιά­ζει τον εαυ­τό Του να πει­θαρ­χεί και στον μωσαϊ­κό νόμο και στους προ­φή­τες.

Αλλά για­τί ο μεν Ματ­θαί­ος λέει ότι τον ρώτη­σε ο νομι­κός με σκο­πό να τον πει­ρά­ξει, ενώ ο Μάρ­κος λέγει το αντί­θε­το; Διό­τι λέγει: «Κα ησος δν τι νου­νεχς πεκρί­θη, επεν ατ· ο μακρν ε π τς βασι­λεί­ας το Θεο(:Κι ο Ιησούς, όταν είδε ότι συνε­τά και φρό­νι­μα απο­κρί­θη­κε, του είπε: Δεν είσαι μακριά απ’ την Βασι­λεία του Θεού, όπως είναι μακριά οι άλλοι γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι, που με εξω­τε­ρι­κούς μόνο τύπους ζητούν να αρέ­σουν στον Θεό. Και κανείς πλέ­ον δεν τολ­μού­σε να τον ρωτή­σει)» [Μάρκ.12,34]. Δεν αντι­φά­σκουν μετα­ξύ τους, αλλά αντι­θέ­τως συμ­φω­νούν σε μεγά­λο βαθ­μό. Διό­τι τον ρώτη­σε στην αρχή με σκο­πό να τον πει­ρά­ξει, επει­δή όμως ωφε­λή­θη­κε ο νομι­κός από την απάν­τη­ση, επαι­νέ­θη­κε. Ούτε βέβαια τον επαί­νε­σε από την αρχή, αλλά όταν είπε ότι η προς τον πλη­σί­ον αγά­πη έχει μεγα­λύ­τε­ρη αξία από τις θυσί­ες ολο­καυ­τω­μά­των, τότε λέγει: «Δεν βρί­σκε­σαι μακριά από την Βασι­λεία του Θεού»· διό­τι παρέ­βλε­ψε τα δευ­τε­ρεύ­ον­τα και ασχο­λή­θη­κε με την αρχή της αρε­τής. Καθό­σον όλα εκεί­να, και το Σάβ­βα­το και τα λοι­πά, γι’ αυτόν τον σκο­πό έγι­ναν. Και ούτε του έπλε­ξε πλή­ρη έπαι­νο, αλλά ακό­μη μικρό. Διό­τι με τους λόγους του: «Δεν βρί­σκε­σαι μακριά», του δεί­χνει ότι ακό­μη απέ­χει ώστε να ζητή­σει το υπό­λοι­πο. Εάν δε με το να πει «ες στι Θες κα οκ στιν λλος πλν ατο(:Ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρ­χει άλλος εκτός από Αυτόν)»[Μάρκ.12,32], τον επαί­νε­σε ο Κύριος, αυτό να μη σε κάνει να θαυ­μά­ζεις, αλλά και από αυτό μάθε καλά πως απαν­τά ο Κύριος ανά­λο­γα με την διά­θε­ση αυτών που Τον πλη­σιά­ζουν. Διό­τι και αν ακό­μη λέγουν άπει­ρα λόγια αντά­ξια της δόξης του Χρι­στού, όμως δεν θα τολ­μή­σουν να πουν αυτό, ότι δηλα­δή δεν υπάρ­χει καθό­λου Θεός.

Για ποιον λόγο λοι­πόν επαι­νεί αυτόν που είπε ότι δεν υπάρ­χει άλλος Θεός εκτός από τον Πατέ­ρα; Ο Κύριος δεν εξαι­ρού­σε τον εαυ­τό Του από το να είναι Θεός· μακριά κάτι τέτοιο· αλλά επει­δή δεν ήταν ακό­μη ο κατάλ­λη­λος και­ρός να απο­κα­λύ­ψει την θεό­τη­τά του αφή­νει εκεί­νον να μένει στην εκ προ­τέ­ρου γνω­στή πίστη και τον επαι­νεί που γνω­ρί­ζει καλά την παλαιά, ώστε να τον προ­ε­τοι­μά­σει για την διδα­σκα­λία της Και­νής Δια­θή­κης, εισά­γον­τας αυτήν τον κατάλ­λη­λο και­ρό. Άλλω­στε δε και το «Ένας είναι ο Θεός, και άλλος από Αυτόν δεν υπάρ­χει» και στην Παλαιά Δια­θή­κη και παν­τού δεν λέγε­ται προς αθέ­τη­ση του Υιού, αλλά έχει λεχθεί προς αντι­δια­στο­λή από τα είδω­λα. Ώστε, επαι­νών­τας αυτόν που έδω­σε αυτήν την απάν­τη­ση, τον επαι­νεί γι’ αυτήν ακρι­βώς την πίστη του.

Στη συνέ­χεια και μετά την απάν­τη­ση ερω­τά: «Τί μν δοκε περ το Χρι­στο; Τίνος υός στι; Λέγου­σιν ατ· το Δαυ­ΐδ(: ‘’Ποια γνώ­μη έχε­τε σχε­τι­κά με τον Μεσ­σία, που θα ανα­δει­χθεί και θα χρι­σθεί Μεσ­σί­ας από τον ίδιο τον Θεό; Τίνος από­γο­νος είναι;’’. Του απαν­τούν: ‘’Του Δαβίδ’’)»[Ματθ.22,42]. Πρό­σε­χε μετά από πόσα θαύ­μα­τα ερω­τά· μετά από πόσα σημεία, μετά από πόσες ερω­τή­σεις, μετά από πόσες απο­δεί­ξεις συμ­φω­νί­ας του προς τον Πατέ­ρα τόσο με τα λόγια όσο και με τα έργα, μετά από τον έπαι­νο αυτού που είπε ότι «Ένας είναι ο Θεός», ώστε να μην βρουν δικαιο­λο­γία και πουν ότι θαύ­μα­τα μεν έκα­νε, αλλά όμως ήταν αντί­θε­τος προς τον νόμο και πολέ­μιος προς τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν κάνει την ερώ­τη­ση αυτήν μετά από τόσα, οδη­γών­τας αυτούς με τρό­πο λαν­θά­νον­τα στο να ομο­λο­γή­σουν και Αυτόν Θεό. Και τους μεν μαθη­τές καταρ­χήν τους ρώτη­σε, τι λένε οι άλλοι γι’ Αυτόν, και στη συνέ­χεια ζήτη­σε την γνώ­μη τους, αυτούς όμως δεν τους ρωτά έτσι, αν και Τον ονό­μα­σαν πλά­νο και πονη­ρό, επει­δή χωρίς φόβο έλε­γαν τα πάν­τα. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν εξε­τά­ζει την γνώ­μη αυτών των ίδιων.

Επει­δή, λοι­πόν, στη συνέ­χεια επρό­κει­το να βαδί­σει προς το Πάθος ανα­φέ­ρει την προ­φη­τεία που δια­κη­ρύτ­τει αυτόν σαφώς Κύριο, αλλά όμως αυτό δεν γίνε­ται απλώς και ως έτυ­χε, ούτε θέτει αυτό εκ των προ­τέ­ρων ως σκο­πό Του, αλλά κατό­πιν ευλό­γου αιτί­ας. Διό­τι, αφού ρώτη­σε αυτούς προ­η­γου­μέ­νως, επει­δή η απάν­τη­σή τους δεν περι­λάμ­βα­νε την πραγ­μα­τι­κή τους γνώ­μη γι’ Αυτόν(διότι τον ονό­μα­ζαν απλό άνθρω­πο), ανα­τρέ­πον­τας την εσφαλ­μέ­νη τους γνώ­μη, ανα­φέ­ρει τον Δαβίδ, ο οποί­ος ανα­κη­ρύτ­τει την θεό­τη­τά Του. Διό­τι εκεί­νοι μεν νόμι­ζαν ότι ήταν απλός άνθρω­πος, για τον λόγο αυτόν και έλε­γαν ότι ήταν υιός του Δαβίδ, Αυτός όμως, διορ­θώ­νον­τας αυτήν την γνώ­μη τους, ανα­φέ­ρει τον Δαβίδ, ο οποί­ος δια­βε­βαιώ­νει και την κυριό­τη­τά Του και ότι είναι γνή­σιος Υιός του Θεού και ομό­τι­μος προς τον Πατέ­ρα Του. Και δεν στα­μα­τά μέχρις εδώ, αλλά με σκο­πό να τους προ­κα­λέ­σει φόβο, προ­σθέ­τει και τους επό­με­νους λόγους, «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υπο­πό­διο των ποδών σου», ώστε να τους προ­σελ­κύ­σει έστω και με αυτόν τον τρό­πο. Και για να μη λένε ότι έδω­σε την απάν­τη­ση με σκο­πό να κολα­κεύ­σει εκεί­νον τον νομι­κό και ότι αυτή η γνώ­μη ήταν ανθρώ­πι­νη, πρό­σε­χε τι λέγει: «Πς ον Δαυδ ν Πνεματι Κριον ατν καλε λγων, επεν Κριος τ Κυρίῳ μου, κθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρος σου ποπδιον τν ποδν σου; Ε ον Δαυδ καλε ατν Κριον, πς υἱὸς ατο στι;(: Πώς λοι­πόν ο Δαβίδ, εμπνε­ό­με­νος από το Άγιο Πνεύ­μα, τον ονο­μά­ζει Κύριο, όταν λέει: «Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χρι­στό: ‘’Κάθι­σε στον θρό­νο μου στα δεξιά μου, ωσό­του θέσω τους εχθρούς σου σαν υπο­στή­ριγ­μα που θα ακουμ­πούν και θα πατούν επά­νω τα πόδια σου’’; Αλλά οι παπ­πού­δες δεν ονο­μά­ζουν ποτέ κυρί­ους τους τα εγγό­νια τους και τα δισέγ­γο­νά τους. Ούτε στέ­κει ποτέ να προ­σφω­νούν οι πρό­γο­νοι τους απο­γό­νους τους, κυρί­ους. Εάν λοι­πόν ο Δαβίδ Τον ονο­μά­ζει Κύριο, πώς είναι υιός και από­γο­νός του; Αυτό σημαί­νει ότι ο Μεσ­σί­ας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και Υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και Κύριος του Δαβίδ)»[Ματθ.22, 43–45· πρβ. Ψαλμ.109,1: «Επεν Κύριος τ Κυρί μου· κάθου κ δεξιν μου, ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου(: Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Μεσ­σία: Κάθι­σε στα δεξιά μου δοξα­ζό­με­νος και απο­λαμ­βά­νον­τας ίση τιμή με εμέ­να, έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο στή­ριγ­μα, που θα πατούν επά­νω τα πόδια σου)»].

Πρό­σε­χε πώς με τρό­πο μαλα­κό εισά­γει την περί του εαυ­τού Του γνώ­μη και δόξα. Καταρ­χήν είπε «Ποια γνώ­μη έχε­τε για τον Χρι­στό; Τίνος Υιός είναι;», ώστε με την ερώ­τη­ση να τους οδη­γή­σει στην απάν­τη­ση. Στη συνέ­χεια, επει­δή είπαν ότι είναι Υιός του Δαβίδ, δεν είπε: «Να και ο Δαβίδ λέγει το εξής», αλλά και πάλι με τρό­πο ερω­τή­σε­ως λέγει: «Πς ον Δαυ­ΐδ ν Πνεύ­μα­τι Κύριον ατν καλε λέγων, επεν Κύριος τ Κυρί μου, κάθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου; ε ον Δαυ­ΐδ καλε ατν Κύριον, πς υός ατο στι;(: Πώς λοι­πόν ο Δαβίδ εμπνε­ό­με­νος από το Άγιο Πνεύ­μα τον ονο­μά­ζει Κύριο, όταν λέει: ‘’Είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Χρι­στό: Κάθι­σε στον θρό­νο μου στα δεξιά μου, ωσό­του θέσω τους εχθρούς σου σαν υπο­στή­ριγ­μα που θα ακουμ­πούν και θα πατούν επά­νω τα πόδια σου’’. Αλλά οι παπ­πού­δες δεν ονο­μά­ζουν ποτέ κυρί­ους τους τα εγγό­νια τους και τα δισέγ­γο­νά τους. Ούτε στέ­κει ποτέ να προ­σφω­νούν οι πρό­γο­νοι τους απο­γό­νους τους κυρί­ους. Εάν λοι­πόν ο Δαβίδ τον ονο­μά­ζει Κύριο, πώς είναι υιός και από­γο­νός του; Αυτό σημαί­νει ότι ο Μεσ­σί­ας δεν είναι μόνο υιός του Δαβίδ, αλλά και υιός του Θεού, και γι’ αυτό είναι και κύριος του Δαβίδ)» [Ματθ.22,43–45], ώστε να μην παρου­σια­στεί ως αντι­τι­θέ­με­νος προς τους λόγους τους. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «Ποια γνώ­μη έχε­τε για εμέ­να;», αλλά «περί του Χρι­στού». Για τον λόγο αυτόν και οι από­στο­λοι με πλά­γιο τρό­πο ομι­λού­σαν για τον Δαβίδ λέγον­τας: «Μπο­ρού­με με παρ­ρη­σία να σας πού­με για τον Πατριάρ­χη Δαβίδ, ότι πέθα­νε και εντα­φιά­στη­κε» [Ιω.3,13].

Κατά όμοιο τρό­πο και ο Κύριος για τον λόγο αυτόν υπό μορ­φήν ερω­τή­σε­ως και συλ­λο­γι­σμού εισά­γει την αλή­θεια αυτήν, λέγον­τας: «Πώς λοι­πόν ο Δαβίδ, εμπνευ­σμέ­νος από το Άγιο Πνεύ­μα, ονο­μά­ζει Αυτόν Κύριο με τα λόγια : Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθι­σε στα δεξιά μου μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υπο­πό­διο των ποδών σου». Και πάλι: «Εάν λοι­πόν ο Δαβίδ ονο­μά­ζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;». Με τα λόγια αυτά δεν αναι­ρεί το ότι είναι υιός του, μη γένοι­το, διό­τι δεν θα επι­τι­μού­σε τον Πέτρο γι’αυ­τό, αλλά διορ­θώ­νει την εσφαλ­μέ­νη γνώ­μη εκεί­νων. Ώστε όταν λέει «Πώς είναι υιός του;» εννο­εί αυτό, ότι δηλα­δή «δεν είναι το πράγ­μα όπως το εννο­εί­τε εσείς». Διό­τι εκεί­νοι έλε­γαν ότι είναι μόνο υιός του Δαβίδ και όχι και Κύριος. Και αυτό το έκα­νε μετά την μαρ­τυ­ρία, και πάλι όμως με τρό­πο πλά­γιο: «Εάν λοι­πόν ο Δαβίδ ονο­μά­ζει αυτόν Κύριο, πώς είναι υιός του;».

Αλλά όμως, αν και άκου­σαν αυτά, δεν έδω­σαν καμία απάν­τη­ση· διό­τι βέβαια ήθε­λαν να μάθουν κάτι από τα πρέ­πον­τα. Για τον λόγο αυτόν ο Ίδιος προ­σθέ­τει τους λόγους ότι είναι Κύριος του Δαβίδ. Μάλ­λον δε ούτε και αυτό λέγει κατά τρό­πο ευθύ, αλλά αφού έλα­βε μαζί του τον προ­φή­τη, για τον λόγο ότι έδει­χναν μεγά­λη απι­στία προς αυτόν, και δια­βαλ­λό­ταν από αυτούς. Αυτό λοι­πόν που κατε­ξο­χήν πρέ­πει να σκε­πτό­μα­στε, είναι ότι δεν πρέ­πει να σκαν­δα­λι­ζό­μα­στε και όταν ακό­μη λέγε­ται από Αυτόν κάτι το ταπει­νό και μη ευθές. Διό­τι η αιτία του, μαζί με πολ­λές άλλες, ήταν η συγ­κα­τά­βα­σή Του να συνο­μι­λεί με αυτούς. Για τον λόγο αυτόν και τώρα διδά­σκει τις αλή­θειες με μορ­φή ερω­τή­σε­ως και απαν­τή­σε­ως, υπαι­νίσ­σε­ται δε και με τον τρό­πο αυτόν την αξία Αυτού. Διό­τι δεν ήταν το ίδιο να ακού­σουν να ονο­μά­ζε­ται Κύριος των Ιου­δαί­ων και Κύριος του Δαβίδ.

Εσύ πάλι πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, και το επί­και­ρο του πράγ­μα­τος. Διό­τι όταν είπε ότι «Ένας είναι ο Κύριος», τότε και για τον εαυ­τό Του είπε ότι είναι Κύριος, απο­δει­κνύ­ον­τας αυτό όχι μόνο με τα έργα Του, αλλά και με την προ­φη­τεία. Και απο­δει­κνύ­ει ότι χάριν Αυτού και ο Πατήρ αμύ­νε­ται εναν­τί­ον τους, διό­τι λέγει: «μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υπο­πό­διο των ποδών σου»· και από τους λόγους αυτούς γίνε­ται φανε­ρή πολ­λή ομό­νοια του Πατρός προς Αυτόν, καθώς και τιμή. Και θέτει αυτό ως το τέλος των συζη­τή­σε­ών Του με αυτούς, το οποίο ήταν υψη­λό και μέγα και ικα­νό να κλεί­σει τα στό­μα­τά τους. Καθό­σον οι λόγοι αυτοί τους έκα­ναν να σιω­πή­σουν, όχι με την θέλη­σή τους, αλλά επει­δή δεν είχαν τίπο­τε να πουν, και έτσι δέχτη­καν καί­ριο πλήγ­μα, ώστε να μην τολ­μή­σουν ποτέ πλέ­ον στο εξής να επι­χει­ρή­σουν το ίδιο πράγ­μα. Διό­τι λέγει: «Κα οδες δύνα­το ατ ποκριθναι λόγον, οδ τόλ­μη­σέ τις π᾿ κεί­νης τς μέρας περωτσαι ατν οκέτι(:Και κανείς δεν μπό­ρε­σε να του απο­κρι­θεί ούτε λέξη, ούτε τόλ­μη­σε κανείς από την ημέ­ρα εκεί­νη να του υπο­βάλ­λει πλέ­ον άλλα ερω­τή­μα­τα)»[Ματθ. 22, 46]. Δεν ήταν δε μικρή η ωφέ­λεια που ελάμ­βα­νε το πλή­θος από αυτό. Για τον λόγο αυτόν και προς αυτούς πλέ­ον στρέ­φει τον λόγο, αφού απο­μά­κρυ­νε τους λύκους και απέ­κρου­σε τις επι­βου­λές τους. Διό­τι εκεί­νοι δεν κέρ­δι­ζαν τίπο­τε, επει­δή κυριεύ­τη­καν από την κενο­δο­ξία και ενέ­πε­σαν στο φοβε­ρό αυτό πάθος. Πράγ­μα­τι αυτό το πάθος είναι φοβε­ρό και πολυ­κέ­φα­λο· διό­τι κυριευ­μέ­νοι από αυτήν άλλοι μεν ποθούν σφό­δρα την εξου­σία, άλλοι δε τα χρή­μα­τα και άλλοι την δύνα­μη. Καθώς μάλι­στα προ­χω­ρεί η κενο­δο­ξία, χρη­σι­μο­ποιεί και την ελεη­μο­σύ­νη και την νηστεία και τις προ­σευ­χές και την διδα­σκα­λία και γενι­κώς είναι πολ­λές οι κεφα­λές αυτού του θηρί­ου. Αλλά το να κενο­δο­ξούν μεν ως προς όλα τα άλλα δεν είναι καθό­λου αξιο­θαύ­μα­στο, το να χρη­σι­μο­ποιούν όμως την νηστεία και να προ­σεύ­χον­ται από φιλο­δο­ξία, αυτό είναι το παρά­ξε­νο και αξιο­δά­κρυ­το[…].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΟΑ΄(επιλεγμένο απόσπασμα),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, σελί­δες 460–473.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diat

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Ὅποιος θέλει νὰ ὀνει­δί­σει το Θεό, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ντρο­πιά­ζε­ται ὁ ἴδιος, ἐνῶ ὁ Θεὸς δοξά­ζε­ται περισ­σό­τε­ρο. Ὅποιος προ­σπα­θεῖ νὰ ταπει­νώ­σει τὸ δίκαιο ἄνθρω­πο, κατα­λή­γει στὸ τέλος νὰ ταπει­νώ­νε­ται ὁ ἴδιος καὶ νὰ ἐγκω­μιά­ζε­ται o δίκαιος. Ἐκεῖ­νος ποὺ βάζει βρά­χο στὸ δρό­μο τοῦ δίκαιου ἀνθρώ­που θὰ προ­σκό­ψει πάνω του ὁ ἴδιος, ἐνῶ θ’ ἀναγ­κά­σει τὸ δίκαιο νὰ σκαρ­φα­λώ­σει στὰ ὕψη, ἀπ’ ὅπου θὰ βλέ­πει καλύ­τε­ρα καὶ μακρύ­τε­ρα. Αὐτὸς ποὺ φυσά­ει τὴ φωτιὰ τοῦ δίκαιου ἀνθρώ­που γιὰ νὰ τὴ σβή­σει, θὰ τὴ βοη­θή­σει νὰ γίνει μεγα­λύ­τε­ρη, ἐνῶ θὰ σβή­σει ἡ δική του.

Στὴν τρι­κυ­μιώ­δη θάλασ­σα αὐτοῦ τοῦ κόσμου βρά­χος εἶναι ὁ Θεός, ὅπου οἱ δίκαιοι σώζον­ται, ἐνῶ τὰ πλοῖα τῶν ἀθέ­ων ναυα­γοῦν. Στὴν ταραγ­μέ­νη θάλασ­σα τῆς ζωῆς o δίκαιος ἄνθρω­πος εἶναι «λίθος προ­σκόμ­μα­τος» γιὰ τὸν ἁμαρ­τω­λό. Ὁ ἁμαρ­τω­λὸς σπρώ­χνει το βρά­χο πρὸς τὴ μιὰ πλευ­ρὰ καὶ πέφτει στὸ λάκ­κο ποὺ ἄφη­σε ὁ βρά­χος πίσω του. Ἐκεῖ­νος ποὺ ρίχνει τὴ σκό­νη κόν­τρα στὸν ἄνε­μο, θὰ τυφλω­θεῖ. Ἐκεῖ­νος ποὺ σωρεύ­ει βρά­χους σὲ μιὰ λίμνη, θὰ πνι­γεῖ.

Ὁ Θεὸς ἔχει ἀφή­σει σκό­πι­μα τὸν δίκαιο ἄοπλο καὶ ἀπρο­στά­τευ­το σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιὰ ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τῇ δύνα­μή Τοῦ καὶ γιὰ νὰ βάλει «λίθον προ­σκόμ­μα­τος» μπρο­στὰ στοὺς τυράν­νους. Ἕνα νῆμα δικαιο­σύ­νης εἶναι πιὸ δυνα­τὸ καὶ πιὸ ἀνθε­κτι­κὸ ἀπὸ μιὰ ἁλυ­σί­δα ἀδι­κί­ας. Ὁ τύραν­νος προ­σπα­θεῖ νὰ σπά­σει τὸ νῆμα τῆς δικαιο­σύ­νης, ἀλλὰ θὰ τυλι­χτεῖ σ’ αὐτὸ καὶ θὰ πνι­γεῖ.

Ὁ σατα­νᾶς προ­σπά­θη­σε νὰ βλά­ψει τὸν δίκαιο Ἰώβ, ἀλλὰ τὸν βοή­θη­σε ν’ ἀνε­βεῖ στοὺς οὐρα­νούς. Ὅταν ὁ Ἰὼβ φαι­νό­ταν ἀδύ­να­μος, τότε βγῆ­κε νικη­τής. Ὁ σατα­νᾶς θέλη­σε νὰ κατα­στρέ­ψει το βασι­λιᾶ Ἡρώ­δης· ὁ Ἡρώ­δης μὲ τὴν κακία του δὲν μπό­ρε­σε ν’ ἀντι­στα­θεῖ. Κατα­στρά­φη­κε ὁ βασι­λιᾶς τότε ποὺ φαι­νό­ταν παν­το­δύ­να­μος. Ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ Θεοῦ μοιά­ζουν ἀδύ­να­μα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶναι ὅμως πιὸ δυνα­τὰ κι ἀπὸ τ’ ἄστρα, πιὸ ἠχη­ρὰ κι ἀπό το θόρυ­βο τοῦ ὠκε­α­νοῦ.

Ἀκοῦ­στε καὶ διδα­χθεῖ­τε ἀπὸ τίς παρα­κά­τω ἀντι­θέ­σεις ποὺ οἰκο­νό­μη­σε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτη­ρία μᾶς: Μωυ­σης καὶ Φαραώ, Δαβὶδ καὶ Γολιάθ, Ἰὼβ καὶ σατα­νᾶς, Ἱερου­σα­λὴμ καὶ Βαβυ­λών, οἱ Τρεῖς Παῖ­δες κι ὁ Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρας, Δανι­ὴλ καὶ Δαρεῖ­ος, ἀπό­στο­λοι καὶ Ρώμη. Ἄν κατα­νο­ή­σου­με τὴ διδα­χὴ ποὺ μᾶς ἔδω­σε ὁ Θεὸς μὲ τὰ σαφῆ παρα­δείγ­μα­τα αὐτά, θ’ ἀνα­φω­νή­σου­με μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Δαβίδ: «Οὗτοι ἐν ἅρμα­σι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν τῷ ὀνό­μα­τι Κυρί­ου Θεοῦ ἡμῶν μεγα­λυν­θη­σό­με­θα» (Ψαλμ. ἴθ’ 8). Θ’ ἀντι­λη­φθοῦ­με μὲ τὸ νοῦ μας τότε καὶ θὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με μὲ τὴν καρ­διά μας τὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου: «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξε­λέ­ξα­το ὁ Θεὸς ἶνα τοὺς σοφοὺς καται­σχύ­νη καὶ τὰ ἀσθε­νῆ τοῦ κόσμου ἐξε­λέ­ξα­το ὁ Θεὸς ϊνα καται­σχύ­νη τὰ ἰσχυ­ρά» (Α’ Κορ. ἅ’ 27).

Δὲν μπο­ρεῖς που­θε­νὰ στὴν παγ­κό­σμια ἱστο­ρία νὰ δεῖς καθα­ρό­τε­ρα τὴ θέση τοῦ καλοῦ στὸν κόσμο, ὅσο στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Νὰ δεὶς δηλα­δὴ τὴν πορεία τοῦ καλοῦ, τὴν πλα­σμα­τι­κὴ ἀδυ­να­μία του καὶ τὴν ἀκα­τα­μά­χη­τη δύνα­μή του. Ὁ πασί­γνω­στος, ἐμφα­νί­στη­κε σὰν ἄγνω­στος. Ὁ δικαιό­τε­ρος, κατα­δι­κά­στη­κε ὡς ἄνο­μος. Ὁ ἰσχυ­ρό­τε­ρος, ἀφέ­θη­κε νὰ θανα­τω­θεῖ ὡς ἀδύ­να­μος. Καὶ ποιό ἦταν τελι­κὰ τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα; Νίκη καὶ δόξα. Ἡ δική Του νίκη καὶ δόξα, μὰ ἡ ἧττα καὶ τὸ ὄνει­δος ἐκεί­νων ποῦ δὲν τὸν δέχτη­καν, ποῦ δὲν τὸν ὁμο­λό­γη­σαν, ποὺ τὸν βασά­νι­σαν. Τὸ ἀλη­θι­νὸ τέλος ὅμως δὲν ἔφτα­σε ἀκό­μα. Κι ὅταν ἔρθει, τότε θ’ ἀνα­δει­χτεί ὅλη ἡ μεγα­λο­σύ­νη τῆς νίκης Του κι ἡ λαμ­πρό­τη­τα τῆς δόξας Του. Τότε μόνο θ’ ἀπο­κα­λυ­φτεῖ ὅλος ὁ τρό­μος τῆς ἥττας καὶ τὸ ὄνει­δος ἐκεί­νων ποὺ τὸν κατα­δί­ω­ξαν καὶ τὸν βασά­νι­σαν. Κάθε φορὰ ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ἔστη­ναν τὰ δίχτυα τοὺς γιὰ νὰ παγι­δέ­ψουν τὸ Χρι­στό, ἔπε­φταν οἱ ἴδιοι στὴν παγί­δα. Κάθε φορὰ ποὺ προ­ε­τοι­μά­ζον­ταν νὰ τὸν ταπει­νώ­σουν, ταπει­νώ­νον­ταν οἱ ἴδιοι. Ὅσες φορὲς προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸν φιμώ­σουν, φιμώ­θη­καν οἱ ἴδιοι. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅλα ὅσα ἔκα­ναν γιὰ νὰ τὸν ταπει­νώ­σουν, κατέ­λη­ξαν στὴ δική Του δόξα καὶ στὸ δικό τους ὄνει­δος. Αὐτὸ γινό­ταν τότε, τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ σήμε­ρα. “Ὅποιος ἀντι­τί­θε­ται στὸ Χρι­στὸ σήμε­ρα, θὰ πέσει, τὸν περι­μέ­νει ὄλε­θρος. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀντί­θε­ση θὰ προ­κύ­ψει ἡ δόξα κι ἡ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ θὰ λάμ­ψουν περισ­σό­τε­ρο. Ἔτσι εἶναι σήμε­ρα, ἔτσι θὰ εἶναι αὔριο κι ἔτσι θὰ εἶναι ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς φανε­ρώ­νει θαυ­μά­σια τί παθαί­νουν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀπο­πει­ρῶν­ται νὰ ἐκπει­ρά­σουν το Θεό, νὰ τιμη­θοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ ταπει­νώ­σουν Ἐκεῖ­νον.

Καὶ ἐπη­ρώ­τη­σεν εἰς ἐξ αὐτῶν, νομι­κός, πει­ρά­ζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδά­σκα­λε, ποία ἐντο­λὴ μεγά­λη ἐν τῷ νόμῳ;» (Ματθ. κβ’ 35,36 ). Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευ­ταία ἀπὸ μιὰ σει­ρά πει­ρα­σμῶν, μὲ τοὺς ὁποί­ους οἱ Ἰου­δαῖ­οι προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ βροῦν ἀφορ­μὴ γιὰ νὰ κατα­δι­κά­σουν σὲ θάνα­το τὸ Χρι­στό. Πόσο ἔχει ἐγκλω­βί­σει ὁ πονη­ρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους! Ἐνῶ ὁ Θεὸς προ­σπα­θεῖ νὰ βρεῖ μιὰ μονα­δι­κὴ καλὴ πρά­ξη τοῦ μεγα­λύ­τε­ρου ἁμαρ­τω­λοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει, οἱ ἄνθρω­ποι ἀγω­νί­ζον­ται νὰ βροῦν μιὰ μονα­δι­κὴ ἁμαρ­τία τοῦ δίκαιου γιὰ νὰ τὸν θανα­τώ­σουν.

Τὴν πρώ­τη φορὰ οἱ ἀρχιε­ρεῖς κι οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ δοκί­μα­σαν τὸ Χρι­στὸ μὲ τὴν ἐρώ­τη­ση: «εν ποία ἐξου­σία ταῦ­τα ποιεῖς, καί τις σοὶ ἔδω­κεν τὴν ἐξου­σί­αν ταύ­την;» (Ματθ. καὶ 23). Στὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ Χρι­στὸς ἀπάν­τη­σε μὲ ἄλλη ἐρώ­τη­ση, γιὰ τὸν Ἰωάν­νη το Βαπτι­στή, κατὰ πόσο δηλα­δὴ πίστευαν πῶς τὸ βάπτι­σμά του ἦταν ἀπὸ Θεοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώ­πων. Μὲ τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔφε­ρε σὲ σύγ­χυ­ση τοὺς ἐχθρούς Του, για­τί σκέ­φτη­καν μετα­ξύ τους: «Ἐὰν εἴπω­μεν ἐξ οὐρα­νοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, δια­τὶ οὖν οὔκ επι­στεύ­σα­τε αὐτῷ ἐὰν δὲ εἴπω­μεν ἐξ ἀνθρώ­πων, φοβού­με­θα τὸν ὄχλον πάν­τες γὰρ ἔχου­σι τὸν Ἰωάν­νην ὡς προ­φή­της» (Ματθ. καὶ 25,26).

Ἡ ἐρώ­τη­ση αὐτὴ κατέ­λη­ξε σὲ δόξα τοῦ Χρι­στού καὶ σὲ ὄνει­δος τῶν ἐπι­κρι­τῶν Του, για­τί ἔτσι ἀπο­κα­λύ­φτη­κε ἡ δει­λία τους νὰ ποῦν τὴν ἀλή­θεια. Ταυ­τό­χρο­να ὅμως τοὺς δίδα­ξε πῶς ὁ Ἰωάν­νης ἦταν σταλ­μέ­νος ἀπό το Θεὸ καί, κυρί­ως, πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦταν ὁ οὐρά­νιος κυβερ­νή­της. Στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ βρέ­θη­καν σὲ ἀμη­χα­νία καί ἔχθρα μετα­ξύ τους οἱ ἱερεῖς κι οἱ γραμ­μα­τεῖς ποὺ πολε­μοῦ­σαν τὸ Χρι­στό.

Στὴ συνέ­χεια οἱ Φαρι­σαῖ­οι κι οἱ Ἠρω­δια­νοὶ προ­σπά­θη­σαν νὰ παγι­δέ­ψουν τὸ Χρι­στὸ μὲ τὴν ἐρώ­τη­ση ἂν ἔπρε­πε ἢ ὄχι νὰ πλη­ρώ­νουν φόρο στὸν Καί­σα­ρα: «Εἶπε οὖν ἡμῖν, τί σοὶ δοκεῖ; ἔξε­στι δοῦ­ναι κῆν­σον τῷ Καί­σα­ρι ἢ οὐ;» (Ματθ. κβ’ 17). Ὁ Χρι­στὸς κοί­τα­ξε τὸ νόμι­σμα ποὺ εἶχε τὴν εἰκό­να τοῦ Καί­σα­ρα κι ἀπάν­τη­σε: «Ἀπό­δο­τε οὖν τα Καί­σα­ρος Καί­σα­ρι καί τα τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῶ» (Ματθ. κβ’ 21). Κι αὐτὴ ἡ δοκι­μα­σία κατέ­λη­ξε στὴ δόξα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ στὴν ντρο­πὴ ἐκεί­νων ποὺ ρώτη­σαν. Μὲ τὰ λόγια Του ὁ Χρι­στὸς πρό­σθε­σε ἕνα ἀκό­μα τοῦ­βλο στὴν οἰκο­δο­μὴ τῆς διδα­σκα­λί­ας Του. Μᾶς ἄφη­σε ἔτσι ἕνα ὑπέ­ρο­χο καὶ οὐσιῶ­δες μάθη­μα καὶ ταυ­τό­χρο­να ντρό­πια­σε τοὺς ὑπο­κρι­τές, ἀπο­κα­λύ­πτον­τας τοὺς πονη­ροὺς σκο­πούς τους. Μὲ τὴ δοκι­μα­σία αὐτὴ οἱ παλιοὶ παρα­δο­σια­κοὶ ἐχθροί — οἱ Φαρι­σαῖ­οι κι οἱ Ἠρω­δια­νοί — συνερ­γά­στη­καν. Οἱ πρῶ­τοι ἐπει­δὴ ἤθε­λαν νὰ φανοῦν πατριῶ­τες καὶ φίλοι τοῦ λαοῦ καὶ οἱ δεύ­τε­ροι, ἐπει­δὴ ἦταν πιστοὶ στοὺς Ρωμαί­ους, τοὺς κυρί­αρ­χους τῆς Παλαι­στί­νης.

Μετὰ πλη­σί­α­σαν τὸ Χρι­στὸ οἱ Σαδ­δου­καῖ­οι, μὲ μιὰ και­νούρ­για δοκι­μα­σία.

Ὅταν πέθα­ναν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ἑπτὰ ἀδέρ­φια, ποὺ σύμ­φω­να μὲ τὸ Μωσαϊ­κὸ Νόμο εἶχαν ὅλοι τους μὲ τὴ σει­ρὰ τὴν ἴδια γυναῖ­κα, στὴν ἀνά­στα­ση τῶν νεκρῶν σὲ ποιόν ἀπ’ ὅλους θ’ ἀνῆ­κε ἡ γυναῖ­κα; Στὴν ἀνόη­τη αὐτὴ ἐρώ­τη­ση, ποὺ οἱ ὑπο­κρι­τὲς νόμι­ζαν πῶς ἦταν πολὺ ἔξυ­πνη γιὰ νὰ παγι­δέ­ψουν τὸ Χρι­στό, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπάν­τη­σε: «Ἐν τη ἀνα­στά­σει οὔτε γαμοῦ­σιν οὔτε ἐκγα­μί­ζον­ται, ἀλλ’ ὡς ἄγγε­λοι Θεοῦ ἐν οὐρα­νὸ εἰσι» (Ματθ. κβ’ 30). Στοὺς Σαδ­δου­καί­ους ποὺ εἶχαν καλῆ θύρα­θεν παι­δεία καὶ δὲν πίστευαν οὔτε στὴν Ἁγία Γρα­φὴ οὔτε στὴ μετὰ θάνα­τον ζωή, ὁ Κύριος ἅρπα­ξε τὴν εὐκαι­ρία νὰ στη­ρί­ξει τὴν πίστη στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωὴ καὶ στὴν ἀνά­στα­ση λέγον­τας: «Περὶ δὲ τῆς ἀνα­στά­σε­ως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέ­γνω­τε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγον­τος, ἐγὼ εἶμι ὁ Θεὸς Ἀβρα­ὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσα­ὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζών­των» (Ματθ. κβ’ 31,32). Ἔτσι κι αὐτὸς ὁ πει­ρα­σμὸς εἶχε σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα νὰ νική­σει ὁ Χρι­στὸς καὶ νὰ χάσουν ἐκεῖ­νοι. Ὁ Κύριος δίνει ἀπαν­τή­σεις στὶς ἐρω­τή­σεις τους ποὺ κανέ­νας ἄλλος δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δώσει. Κι ἔτσι ἡ ἄγνοια κι ἡ ἀνο­η­σία τῶν ὑπο­κρι­τῶν ἀπο­δεί­χτη­κε.

Τέλος ὅταν οἱ Σαδ­δου­καί­οι, ποὺ ὁ κόσμος τοὺς λογά­ρια­ζε ἀνθρώ­πους σοφούς, ὅπως βέβαια πίστευαν κι οἱ ἴδιοι, ἔνιω­σαν ὅτι νική­θη­καν, τότε συνερ­γά­στη­καν μὲ τοὺς χει­ρό­τε­ρους ἐχθρούς τους, τοὺς Φαρι­σαί­ους. Συμ­φώ­νη­σαν νὰ συν­δυά­σουν τὴν ἐπί­θε­σή τους κι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ρώτη­σε τὸ Χρι­στὸ ἐξ ὀνό­μα­τος ὅλων: ποία ἐντο­λὴ μεγά­λη ἐν τῷ νόμῳ; Μὲ τίς ἐρω­τή­σεις αὐτὲς οἱ ὑπη­ρέ­τες τοῦ σκό­τους πίστευαν πῶς θὰ παγι­δέ­ψουν τὸ Χρι­στό, πῶς θὰ βροῦν ἀφορ­μὴ νὰ τὸν κατα­δι­κά­σουν. Εἶχαν ποδο­πα­τή­σει τίς μέγι­στες ἐντο­λὲς ποὺ ἔδω­σε ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Μωυ­σῆ κι ἔμει­ναν μὲ δυὸ μόνο ἄδεια ὄστρα­κα: τὴν περι­το­μὴ καὶ τὸ σαβ­βα­τι­σμό, τὴν τήρη­ση δηλα­δὴ τῆς ἀργί­ας τοῦ Σαβ­βά­του. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς κι αὐτὲς ἦταν ἐντο­λὲς τοῦ Θεοῦ, μὰ ὄχι ἀπὸ τίς μεγά­λες, τίς βασι­κές. Ὅταν δόθη­καν δὲν ἦταν τόσο στεῖ­ρες καὶ ἀσή­μαν­τες, ὅσο ἀργό­τε­ρα ποὺ κατα­νο­ή­θη­καν. Οἱ Σαδ­δου­καῖ­οι νόμι­ζαν πῶς ὁ Χρι­στὸς θὰ ἔδι­νε μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον τρό­πο ἔμφα­ση σὲ μιὰ ἀπὸ τίς τρείς· στὴν περι­το­μή, στὸ σαβ­βα­τι­σμὸ ἢ σὲ κάποια ἄλλη νέα δική του ἐντο­λή. Σκέ­φτον­ταν: «Ἄν πεῖ πῶς ἡ μέγι­στη ἐντο­λὴ εἶναι ἡ περι­το­μή, θὰ τὸν κατη­γο­ρή­σου­με πῶς ὑπο­τι­μᾶ τὴν τήρη­ση τοῦ Σαβ­βά­του. Ἄν πεῖ πῶς τὸ Σάβ­βα­το εἶναι μεγα­λύ­τε­ρη ἐντο­λή, θὰ τὸν κατη­γο­ρή­σου­με πῶς μειώ­νει τὴν περι­το­μή. Ἄν ὑπο­στη­ρί­ξει κάποια δική του ἐντο­λῇ, θὰ τὸν κατη­γο­ρή­σου­με πῶς ὑπο­τι­μᾶ τὸν ἀρχαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ». Ἠταν ἀνί­κα­νοι μὲ τὸν ἀδύ­να­μο νοῦ τους νὰ ὑπο­ψια­στοῦν πῶς ὁ Χρι­στὸς θὰ τόνι­ζε αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἐκεῖ­νοι ἦταν ἐντε­λῶς ἀδύ­να­μοι, πῶς μιλῶν­τας γιὰ τὸ παλιό, ἐξέ­φρα­ζε τὸ και­νούρ­γιο.

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ’ ἀγα­πή­σεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐν ὅλῃ τῇ καρ­δίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ δια­νοίᾳ σου: αὕτη ἐστὶ πρώ­τη καὶ μεγά­λη ἐντο­λή: δευ­τέ­ρα δὲ ὁμοία αὐτὴ ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ ὡς σεαυ­τόν» (Ματθ. κβ’ 37,38,39). Κι οἱ δυὸ αὐτές ἐντο­λὲς ὑπάρ­χουν στὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη, ἂν καὶ δὲ θὰ τίς συναν­τή­σου­με μαζί. Βρί­σκον­ται σὲ δύο δια­φο­ρε­τι­κὰ βιβλία τοῦ Μωυ­σῆ (Δευ­τε­ρο­νό­μιο στ’ 5 καὶ Λευ­ϊ­τι­κὸ ἴθ’ 18). Δὲν περιέ­χον­ται στὶς Δέκα Εντο­λές του Θεοῦ, ποὺ συνι­στοῦν τὸ θεμέ­λιο ὅλου τοῦ Μωσαϊ­κοῦ Νόμου. Ἀνα­φέ­ρον­ται συμ­πτω­μα­τι­κὰ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τίς ἔχουν προ­σέ­ξει πολ­λοί. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγο­νὸς ὅτι τοπο­θε­τή­θη­καν ἀνά­με­σα στὶς μικρό­τε­ρες ἐντο­λές. Αὐτὸ ἔγι­νε μὲ τὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ, ἐπει­δὴ οἱ ἄνθρω­ποι τότε δὲν ἦταν ἕτοι­μοι νὰ δεχτοῦν τίς ἐντο­λὲς αὐτές. Πρέ­πει νὰ φοι­τή­σει σὲ κατώ­τε­ρο σχο­λεῖο κανεὶς κι ἔπει­τα σὲ ἀνώ­τε­ρο. Ὁ Δεκά­λο­γος τοῦ Μωυ­σῆ ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὸ κατώ­τε­ρο σχο­λεῖο προ­ε­τοι­μα­σί­ας γιὰ τὸ ἀνώ­τε­ρο σχο­λεῖο τῆς ἀγά­πης.

«Ἀγα­πή­σεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώ­τη καὶ μέγι­στη ἐντο­λή. Ἡ δεύ­τε­ρη πηγά­ζει ἀπὸ τὴν πρώ­τη κι ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπ’ αὐτήν. Ὑπάρ­χει ἀγά­πη μὲ ἐντο­λή; Ὄχι, δὲν ὑπάρ­χει. Δυστυ­χῶς ὅμως, πρέ­πει νὰ ὑπάρ­χουν ἐντο­λὲς γιὰ τὴν ἀγά­πη, ἐπει­δὴ ἡ σκο­τι­σμέ­νη καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που ἔχει ξεχά­σει τὴ φυσι­κὴ ἀγά­πη ποὺ πρέ­πει νὰ ‘χεῖ γιὰ Ἐκεῖ­νον ποὺ ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ἡ μητέ­ρα δὲν ὑπεν­θυ­μί­ζει στὸ παι­δὶ πῶς πρέ­πει νὰ τὴν ἀγα­πᾶ, ἐκτὸς ἂν τὸ παι­δί της τὴν ξεχνᾶ, τὴν περι­φρο­νεῖ, τὴν θλί­βει πολὺ καὶ γλι­στρᾶ στὸν ὀλι­σθη­ρὸ δρό­μο τῆς κοσμι­κῆς ἀγά­πης. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ἡ ἀγά­πη πρὸς τὴ μητέ­ρα γίνε­ται ἐντο­λή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ μητέ­ρα ὅσο γιὰ τὸ παι­δί.

Ὁ Θεὸς δὲ δίνει καμιὰ ἐντο­λὴ ἀγά­πης στοὺς ἀγγέ­λους, για­τί βρί­σκον­ται κον­τά Του κι εἶναι φυσι­κό τους νὰ τὸν ἀγα­ποῦν.

Εἶναι μεγά­λη ντρο­πὴ γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος τὸ γεγο­νὸς ὅτι προ­κά­λε­σε τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ τῆς ἀγά­πης. Ἡ ἐντο­λὴ γιὰ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ εἶναι συνά­μα ἐπί­πλη­ξη πρὸς τὸν ἄνθρω­πο. Ὅποιος ἔχει τὴν παρα­μι­κρὴ ἰδέα γιὰ ἐκεῖ­να ποὺ κάνει ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ ὅ,τι ἑπο­μέ­νως ὀφεί­λει ὁ ἴδιος στὸ Θεό, πρέ­πει νὰ νιώ­σει πραγ­μα­τι­κὰ πολὺ μεγά­λη ντρο­πή, ποὺ ἔγι­νε αἴτιος νὰ δεχτεῖ τέτοια ἐντο­λή. Τὸ ν’ ἀγα­πᾶ το Θεὸ ὁ ἄνθρω­πος εἶναι πιὸ φυσι­κὸ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι γιὰ ἕνα παι­δὶ ἡ ἀγά­πη πρὸς τὴ μητέ­ρα του. Ἡ ἀγά­πη τοῦ ἀνθρώ­που γιά το Θεὸ ἑπο­μέ­νως, χωρὶς τὴν ὕπαρ­ξη καμιᾶς ἐντο­λῆς, εἶναι πιὸ προ­φα­νής, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἡ ἀγά­πη τοῦ παι­διοῦ πρὸς τὴ μητέ­ρα του.

Για­τί τὸ παι­δὶ ἀγα­πᾶ τὴ μητέ­ρα του; Ἐπει­δὴ νιώ­θει πῶς ἡ μητέ­ρα του τὸν ἀγα­πᾶ. Για­τί ὁ ἄνθρω­πος δὲ νιώ­θει τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο; Ἐπει­δὴ ἡ καρ­διά του ἔχει σκλη­ρυν­θεῖ, ἡ πνευ­μα­τι­κή του ὅρα­ση ἔχει σκο­τι­στεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, νὰ τίς κάνει νὰ νιώ­σουν τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ, νὰ δώσει φὼς στὴ σκο­τι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κὴ ὅρα­σή τους.

Ὁ ὅσιος Τύχων τοῦ Ζαν­τὸνσκ γρά­φει στὸν Α’ τόμο τῶν Ἔργων του: «Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑπέρ­τα­το ἀγα­θό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προ­έρ­χε­ται κάθε ἀγα­θὸ καί κάθε εὐλο­γία. Τὸ νὰ ζεῖς κον­τὰ στὸ Θεὸ εἶναι ἡ εὐτυ­χία μέσα στὴ δυστυ­χία, πλοῦ­τος μέσα στὴ φτώ­χεια, ἀνά­παυ­ση μέσα στὴ στέ­ρη­ση. Ἀγά­πα Τον, ὡς τὸ ὑπέρ­τα­το ἀγα­θὸ καὶ τὴν ὑπέρ­τα­τη εὐλο­γία, περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ κάθε πλά­σμα, περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸν πατέ­ρα καὶ τὴ μητέ­ρα σου, περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ σύζυ­γο καὶ παι­διά, περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυ­τό σου».

Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε στὸν κόσμο ὡς ἡ μέγι­στη καὶ ἰσχυ­ρό­τε­ρη ἔκφρα­ση τῆς ἀναλ­λοί­ω­της ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο. Ἦρθε γιὰ ν’ ἀνά­ψει ξανὰ τὸ σβη­σμέ­νο πῦρ τῆς ἀγά­πης στὶς καρ­διὲς τῶν παι­διῶν τοῦ Θεοῦ, νὰ κατα­στή­σει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ φυσι­κὸ ἐκεῖ­νο ποὺ κάπο­τε ἦταν ἐντε­λῶς αὐτο­νόη­το στοὺς ἀνθρώ­πους, ὅπως καὶ στοὺς ἀγγέ­λους, ἀλλὰ μὲ τὸν και­ρὸ ἔγι­νε ἀφύ­σι­κο. Ἄν μιὰ μητέ­ρα δὲν ἀγα­ποῦ­σε τὸ παι­δί της, θὰ μπο­ροῦ­σε τὸ παι­δὶ ν’ ἀγα­πή­σει τὴ μητέ­ρα τοῦ; Ἄν ο Θεὸς δὲν ἀγα­ποῦ­σε τὸν ἄνθρω­πο, θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ ἄνθρω­πος ν’ ἀγα­πή­σει το Θεό; Ὁ Θεὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀρχή ‑καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκό­μα αγα­πά τὸν ἄνθρω­πο. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι φυσι­κὸ στὸν ἄνθρω­πο ν’ ἀγα­πᾶ το Θεό.

Στὴν ἀρχιε­ρα­τι­κὴ προ­σευ­χή Του ὁ Χρι­στὸς πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος, εἶπε στὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του: «… ἶνα γινώ­σκη ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέ­στει­λας καὶ ἠγά­πη­σας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγά­πη­σας» (Ἰωάν. ἴζ’ 23). Τί ὑπέ­ρο­χα καὶ παρη­γο­ρη­τι­κὰ λόγια! Ὁ Θεὸς ἔχει πατρι­κὴ ἀγά­πη γιά μας τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς κι ἀκά­θαρ­τους ἀνθρώ­πους, ἀγά­πη σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἔχει γιά το μονο­γε­νῆ Του Υἱό. Ἐκεῖ­νοι ποὺ μπο­ροῦν νὰ γνω­ρί­ζουν καὶ νὰ νιώ­θουν τὸ βάθος τῆς ἄσβε­στης φλό­γας τῆς θεϊ­κῆς ἀγά­πης, δὲν ἔχουν ἀνάγ­κη ἀπὸ καμιὰ ἐντο­λὴ ἀγά­πης. Τὸ ἀντί­θε­το μάλι­στα, θὰ ἔνιω­θαν ντρο­πὴ ἂν κάποιος τοὺς ἔδι­νε ἐντο­λὴ πῶς πρέ­πει ν’ ἀγα­ποῦν το Θεό, ν’ ἀντα­πο­δώ­σουν ἀγά­πη στὴν ἀγά­πη.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης, ποὺ ἔγει­ρε τὸ κεφά­λι του στὸ στῆ­θος τοῦ Κυρί­ου καὶ Θεοῦ του, ἐκεῖ­νος ποὺ εἶχε τὴν πλη­ρέ­στε­ρη δυνα­τὴ ἀντί­λη­ψη τοῦ βάθους καὶ τῆς γλυ­κύ­τη­τας τῆς θεί­ας ἀγά­πης ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνε­ξάν­τλη­τη πηγή της, γρά­φει: «Ἐν τού­τῳ ἐστὶν ἡ ἀγά­πη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγα­πή­σα­μεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς» (Ἰωάν. δ’ 10). Καὶ παρα­κά­τω: «Ἡμεῖς ἀγα­πῶ­μεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶ­τος ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς» (Αὐτ. δ’ 19).

Προ­σέξ­τε μὲ τί τρό­πο γρά­φει! Αὐτὰ δὲν εἶναι ἐπι­τη­δευ­μέ­να λόγια κάποιου σοφοῦ κοσμι­κοῦ δια­νο­η­τῆ. Εἶναι τὸ μουρ­μού­ρι­σμα καὶ τὸ ψέλ­λι­σμα τῆς καρ­διᾶς κάποιου ποὺ εἶχε δοκι­μά­σει τὴν ἀγά­πη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πηγή της καὶ χρη­σι­μο­ποιεῖ μὲ χαρὰ κι εὐχα­ρί­στη­ση τ’ ἁπλού­στε­ρα λόγια γιὰ νὰ ἐκφρά­σει τὴν ἀνέκ­φρα­στη ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ.

Ἄς δοῦ­με τώρα τί γρά­φει γιὰ τὴν ἀγά­πη ἕνας ἄλλος ἀπό­στο­λος, ποῦ πρὶν μισοῦ­σε καὶ κατα­δί­ω­κε τὸ Χρι­στό: «Τίς ἡμᾶς χωρί­σει ἀπὸ τῆς ἀγά­πης τοῦ Χρι­στοῦ; θλῖ­ψις ἢ στε­νο­χω­ρία ἢ διωγ­μὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνό­της ἢ κίν­δυ­νος ἢ μάχαι­ρα;… πέπει­σμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνα­τος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγε­λοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνά­μεις οὔτε ἐνε­στώ­τα οὔτε μέλ­λον­τα οὔτε ὕψω­μα οὔτε βάθος οὔτε τίς κτί­σις ἑτέ­ρα δυνή­σε­ται ἡμᾶς χωρί­σαι ἀπὸ τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ της ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. ἡ 35, 38–39).

Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουρ­γή­θη­κε ὁ κόσμος, δὲν πιστεύω πῶς δια­τύ­πω­σε κάποιος ἄνθρω­πος καλύ­τε­ρα τὴν ἀγά­πη. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγά­πη σύμ­φω­νη μὲ κάποια ἐντο­λὴ ἢ προ­ϊ­ὸν ἐντο­λῆς. Οἱ ἐντο­λὲς δίνον­ται σ’ ἐκεί­νους ποὺ τοὺς ἀξί­ζει νὰ τιμω­ρη­θοῦν ἐπει­δὴ εἶναι ἀναί­σθη­τοι στὴν ἀγά­πη, ἐπει­δὴ βεβη­λώ­νουν τὴν ἀγά­πη κι ἡ ἀγνω­μο­σύ­νη τους στὸ Θεὸ ἔφτα­σε στὸν οὐρα­νό. Οὔτε ὁ Χρι­στὸς οὔτε οἱ ἀπό­στο­λοι οὔτε κι ὅλοι οἱ χοροὶ ἐκεί­νων ποὺ ἀγα­ποῦν το Θεὸ τόσο στὸν οὐρα­νὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ, ἔχουν ἐκφρά­σει καλύ­τε­ρα τὴν ἐντο­λὴ γιὰ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἢ ἔδω­σαν πιὸ ἰσχυ­ρὸ κίνη­τρο στὴν τήρη­ση τῆς ἐντο­λῆς αὐτῆς, ἀπό την ἁπλῆ ὑπεν­θύ­μι­ση πῶς αὐτὸς πρῶ­τος ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς.

Βιβλία ὁλό­κλη­ρα θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γρα­φοῦν — καὶ ἔχουν γρα­φεῖ — μὲ ἀπο­δεί­ξεις τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ γιά μας καὶ γιὰ λόγους ποὺ ἔχου­με κι ἐμεῖς ν’ ἀγα­πᾶ­με το Θεό. Ὁλό­κλη­ρος ὁ κτι­στὸς κόσμος, ὁρα­τὸς καὶ ἀόρα­τος, εἶναι μιὰ ἀπό­δει­ξη τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη — ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, οἱ ἐπο­χές, τὸ διά­στη­μα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τῆς θεί­ας πρό­νοιας, ἡ μεγά­λη ἀνο­χὴ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἁμαρ­τω­λούς, ἡ ἀόρα­τη μὰ δυνα­μι­κὴ παρου­σία τῶν δικαί­ων καὶ πολ­λὰ ἄλλα ποὺ δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀνα­φερ­θοῦν ξεχω­ρι­στά, εἶναι ὅλα ἀπο­δεί­ξεις τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ γιά μας. Ἀλλὰ για­τί ν’ ἀπα­ριθ­μοῦ­με ολ’ αὐτά, ὅταν εἶναι ἀρκε­τὸ νὰ ποῦ­με ἁπλᾶ πῶς ὁ Θεός μας ἀγα­πᾶ, πῶς αὐτὸς πρῶ­τος ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς; Ἡ κάθο­δος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώ­πους, τὰ ἔργα Του καὶ τὸ Πάθος Του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, ὑπερ­βαί­νουν μὲ τὸ μεγα­λεῖο καὶ τὴ λαμ­πρό­τη­τά τους κάθε ἄλλη ἀπό­δει­ξη γιὰ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδα­σκα­λία Του τὸ φανε­ρώ­νει αὐτό, τὰ ἔργα Του τὸ βεβαιώ­νουν, τὸ Πάθος Του τὸ σφρα­γί­ζει. Ἑπο­μέ­νως οἱ ἐντο­λὲς Τοῦ γιὰ τὴν ἀγά­πη ἔπρε­πε νὰ εἶναι στὴν καρ­διά μας μιά φυσι­κὴ αἴσθη­ση, ὅμοια μὲ τὴν ἀγά­πη τοῦ παι­διοῦ πρὸς τὴ μητέ­ρα του: ὅμοια μὰ πολὺ ἰσχυ­ρό­τε­ρη.

Για­τί ὁ Κύριος μὲ τὴν ἐντο­λή Του μᾶς λέει ν’ ἀγα­πᾶ­με το Θεὸ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ ὅλη τὴ διά­νοιά μας; Πρῶ­το, ὥστε ἡ ἐντο­λὴ αὐτὴ νὰ χαρα­χτεῖ ὅσο τὸ δυνα­τὸ βαθύ­τε­ρα στὸ νοῦ μας. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ἡ ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ ἀπο­κλεί­ει κάθε ἄλλη ἀγά­πη, κάθε ἀπό­σχι­ση τῆς ἀγά­πης, κάθε ὑπη­ρε­σία σὲ δυὸ κυρί­ους — στὸ Θεὸ καί το μαμ­μω­νᾶ.

Ὑπάρ­χει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη, βαθύ­τε­ρη ἔννοια. Ὁ Θεὸς εἶναι Τρια­δι­κός — Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦ­μα — ἀλλὰ ἐν μονά­δι. Κι ὁ ἄνθρω­πος ὅμως εἶναι τρια­δι­κός — καρ­διά, ψυχὴ καὶ νοῦς. Ὁ Πατέ­ρας ἀγα­πᾶ τὸν ἄνθρω­πο, ὁ Υἱὸς ἀγα­πᾶ τὸν ἄνθρω­πο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἀγα­πᾶ τὸν ἄνθρω­πο. Ὁ Θεὸς ὁλό­κλη­ρος ἀγα­πᾶ τὸν ἄνθρω­πο. Ἐμεῖς ἑπο­μέ­νως ἔχου­με τὴν ἐντο­λή, ὁλό­κλη­ρος ὁ ἄνθρω­πος ν’ ἀγα­πᾶ ὁλό­κλη­ρο το Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἀγα­πᾶ μὲ ὅλη του τὴν καρ­διά, ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ ὅλο του το νοῦ, τότε ἀγα­πᾶ ὁλό­κλη­ρος ὁ ἄνθρω­πος. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἀγα­πᾶ τὸν Πατέ­ρα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ἀγα­πᾶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τότε ὁ ἄνθρω­πος ἀγα­πᾶ ὁλό­κλη­ρο το Θεό. Ὅταν ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώ­που ἀγα­πᾶ ἕνα μέρος τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἀγά­πη δὲν εἶναι πλή­ρης. Τότε ἡ ἀγά­πη δὲν εἶναι ἀγά­πη. Ἕνας διαι­ρε­μέ­νος ἄνθρω­πος δὲν εἶναι ἄνθρω­πος, ὅπως κι ἕνας διαι­ρε­μέ­νος Θεὸς δὲν εἶναι Θεός.

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος λέει πῶς ἀγα­πᾶ τὸν Πατέ­ρα, ἀλλὰ δὲ γνω­ρί­ζει τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, δὲν ἔχει τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος λέει πῶς ἀγα­πᾶ τὸν Υἱό, ἀλλὰ δὲ γνω­ρί­ζει τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ἢ πῶς ἀγα­πᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ἀλλὰ δὲ γνω­ρί­ζει τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸν Υἱό, τότε δὲν ἀγα­πᾶ το Θεό, για­τί δὲ γνω­ρί­ζει το Θεὸ στὴν πλη­ρό­τη­τά Του. Μέ τον ἴδιο τρό­πο ὁ ἄνθρω­πος ποὺ λέει πῶς ἀγα­πᾶ τὸ Θεὸ μόνο μὲ τὴν καρ­διὰ ἢ μὲ τὴν ψυχὴ ἢ μὲ τὸ νοῦ του, δὲν ἀγα­πᾶ το Θεό, για­τί δὲ γνω­ρί­ζει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἑαυ­τό του ἤ, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δὲν ξέρει ν’ ἀγα­πᾶ. Ἡ ἀγά­πη, ἡ πραγ­μα­τι­κὴ ἀγά­πη, ὁδη­γεῖ­ται ἀπὸ τὸ πλῆ­ρες στὸ πλῆ­ρες.

Βλέ­πε­τε πῶς μὲ τὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ καὶ ἀνε­ξάν­τλη­το περιε­χό­με­νό τους, οἱ ἁπλὲς αὐτὲς ἐντο­λὲς ἀπορ­ρί­πτουν ὅλες τίς αἱρέ­σεις ἐναν­τί­ον τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θεοῦ; Κι ἀκό­μα, πῶς ἀπ’ αὐτὲς κονιορ­το­ποιοῦν­ται ὅλες οἱ δευ­τε­ρο­γε­νεῖς ψυχο­λο­γι­κὲς ἑρμη­νεῖ­ες κάποιων σύγ­χρο­νων ἐπι­στη­μό­νων, ποὺ διαι­ροῦν τὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο καὶ τὸν βλέ­πουν ὡς κάτι ἐντε­λῶς ἀνά­ξιο καὶ ἀξιο­θρή­νη­το;

«Δευ­τέ­ρα δὲ ὁμοία αὐτὴ ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ ὡς σεαυ­τόν» (Ματθ. κβ’ 39). Δὲ λέει πῶς εἶναι ἴσης ἀξί­ας μὲ τὴν πρώ­τη, ἀλλὰ ὁμοία αὐτή. Ἡ δεύ­τε­ρη ἐντο­λὴ μιλά­ει γιὰ τὴν ἀγά­πη ὄχι πρὸς τὸ Δημιουρ­γό, ἀλλὰ πρὸς τὰ δημιουρ­γή­μα­τα. Τὸ παι­δὶ ποὺ ἀγα­πᾶ τὴ μητέ­ρα του, ἀγα­πᾶ κι ὅλα ὅσα λέει ἢ κάνει ἡ μητέ­ρα του. Τὸ παι­δὶ πού ἀγα­πᾶ τὴ μητέ­ρα του, ἀγα­πᾶ κυρί­ως τ’ ἀδέρ­φια καὶ τίς ἀδερ­φές του. Ἡ ἀγά­πη γιὰ τὴ μητέ­ρα του δυνα­μώ­νει τὴν ἀγά­πη γιὰ τ’ ἀδέρ­φια του. “Ὅποιος ἀγα­πᾶ τοὺς γονεῖς του, εἶναι φυσι­κὸ ν’ ἀγα­πᾶ καὶ τ’ ἀδέρ­φια του. Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν ἀγα­πᾶ τοὺς γονεῖς του, σπά­νια θ’ ἀγα­πή­σει τ’ ἀδέρ­φια του. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγα­πᾶ τὸ Θεό, εὔκο­λα θ’ ἀγα­πή­σει τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους σὰν ἀδέρ­φια του ἐν Θεῷ. Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν ἀγα­πᾶ το Θεό, αὐτα­πα­τᾶ­ται ἂν νομί­ζει πῶς ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους. Στὴν καλ­λί­τε­ρη περί­πτω­ση τέτοιος ἄνθρω­πος θὰ “χεῖ μόνο κάποια ὀμι­χλώ­δη συμ­πά­θεια γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ κι αὐτὴ ἀκό­μα θὰ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ φιλαυ­τία.

Ἡ ἐντο­λὴ αὐτή, μ’ ὅλο ποὺ τὴ συναν­τᾶ­με καὶ στὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη, ἀπὸ τὰ χεί­λη τοῦ Χρι­στοῦ ἀκού­γε­ται ἐντε­λῶς και­νούρ­για. Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἀνα­φέ­ρει πάλι ὁ Ἰησοῦς: «Ἐντο­λὴν και­νὴν δίδω­μι ὑμῖν ἶνα ἀγα­πᾶ­τε ἀλλή­λους, καθὼς ἠγά­πη­σα ὑμᾶς ἶνα καὶ ὑμεῖς ἀγα­πᾶ­τε ἀλλή­λους» (Ἰωάν. ἴγ ́ 34). Εἶναι και­νή, και­νούρ­για, πρῶ­το ἐπει­δὴ τὴν εἶπε Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔδει­ξε γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἀγά­πη στὴν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου. Δεύ­τε­ρο, ἐπει­δὴ ἡ ἔννοια «ἀλλή­λους» ἐπε­κτεί­νε­ται πολὺ μακρύ­τε­ρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ καὶ φτά­νει σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ Θεοῦ. «Ἀγα­πᾶ­τε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», λέει ὁ Κύριος, «ἐὰν γὰρ ἀγα­πή­ση­τε τοὺς ἀγα­πῶν­τας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχε­τε;» (Ματθ. ἔ’ 44,46). Ὁ Θεὸς δέν κάνει τὸν ἥλιο Τοῦ νὰ λάμ­πει καὶ στοὺς ἐχθρούς μας; Δὲ στέλ­νει τὴ βρο­χή Του καὶ σ’ ἐκεί­νους ποὺ δὲ σ’ ἀγα­ποῦν; Ἐσὺ πρέ­πει ν’ ἀγα­πᾶς τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ χάρη τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ. Ὁ δια­χω­ρι­σμὸς τῶν δίκαιων ἀπὸ τοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς ἀνή­κει στὸ Θεό.

Οἱ πλη­σί­ον μᾶς εἶναι ὁ ὁρα­τὸς χῶρος ὅπου δεί­χνου­με τὴν ἀγά­πη μᾶς γιὰ τὸν ἀόρα­το Θεό. Σὲ ποιόν θὰ βεβαιω­θεῖ ἡ ἀγά­πη μᾶς γιὰ τὸ Θεό, ἂν ὄχι στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ζοῦν μαζί μας στὴ γῆ; Ὁ Θεὸς εὐα­ρε­στεῖ­ται ἀπὸ τὴν ἀγά­πη μᾶς γιὰ τὸν πλη­σί­ον, ὅπως ἡ μητέ­ρα χαί­ρε­ται ὅταν κάποιος ξένος δεί­χνει τὴν ἀγά­πη του πρὸς τὸ παι­δί της. Εἶναι τόσο οὐσια­στι­κὸ νὰ δεί­χνου­με τὴν ἀγά­πη μᾶς πρὸς τὸ Θεὸ μέσῳ τῆς ἀγά­πης μᾶς πρὸς τοὺς ἀνθρώ­πους γύρῳ μας, ὥστε ὁ ἀπό­στο­λος τῆς ἀγά­πης ἀπο­κα­λεῖ ψεύ­τη ἐκεῖ­νον ποὺ λέει πῶς ἀγα­πᾶ το Θεὸ ἀλλὰ μισεῖ τὸν ἀδερ­φό του: «Ἐὰν τίς εἴπη ὅτι ἀγα­πῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελ­φὸν αὐτοῦ μισῆ, ψεύ­στης ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. δ’ 20).

Οἱ πλη­σί­ον εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα σχο­λεῖο, ὅπου ἀσκού­μα­στε στὴν πιὸ τέλεια ἀγά­πη — στὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Κάθε πρά­ξη ἀγά­πης ποὺ κάνου­με γιὰ τὸν ἄλλον, πλη­ροῖ τὴν ἀγά­πη μᾶς γιὰ τὸ Θεό. Ἡ βάση τῆς ἀγά­πης μας γιὰ τὸν πλη­σί­ον φανε­ρώ­νε­ται καθα­ρά, μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἀπο­στό­λους Του, καθὼς κι ἀπὸ τὴν χορεία ὅλων ἐκεί­νων ποὺ εὐα­ρέ­στη­σαν στὸ Θεό, δηλα­δὴ ἀπὸ τοὺς θεο­φό­ρους πατέ­ρες μας καὶ τοὺς μάρ­τυ­ρες. Τὰ μεγα­λύ­τε­ρα ἔργα ἀγά­πης εἶναι ἡ φιλαν­θρω­πία, ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν προ­σβο­λῶν, ἡ προ­σευ­χὴ γιὰ τοὺς ἄλλους, ἡ βοή­θεια στοὺς ἀδύ­να­τους, ἡ διόρ­θω­ση τῶν ὑπε­ρη­φά­νων, ἡ ἐπί­πλη­ξη τῶν ἀνό­μων, ἡ διδα­σκα­λία τῶν ἀγραμ­μά­των, ἡ ἀπό­κρυ­ψη τῶν ἀδυ­να­μιῶν τῶν ἄλλων, ὁ ἔπαι­νος τῶν ἀρε­τῶν τῶν ἄλλων, ἡ ὑπε­ρά­σπι­ση τῶν κατα­πιε­σμέ­νων καὶ ἡ θυσία τῆς ζωῆς μᾶς γιὰ τοὺς ἄλλους. «Μεί­ζο­να ταύ­της ἀγά­πην οὐδεὶς ἔχει, ἶνα τίς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῆ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰε’ 13). Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρω­πος κάνει ἀκό­μα καὶ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη θυσία γιὰ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο λόγο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγά­πη, ἡ θυσία του εἶναι ἄκαρ­πη (βλ. Α ́ Κορ. ἴγ’ 3). “Ὅποιος ἔχει ἀγά­πη τὰ ἔχει ὅλα. Αὐτὸς ἐκπλη­ρώ­νει ὅλον το νόμο.

Τέλος, ἂς ἀνα­φέ­ρου­με τὴ βαθιὰ ἀντί­λη­ψη τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου γιὰ τὴν Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ, ἀπ’ ὅπου προ­κύ­πτει φυσι­κὰ καὶ ἀβί­α­στα ἡ ἀντί­λη­ψη τῆς ἀγά­πης γιὰ τὸν πλη­σί­ον μας. Ὅλοι οἱ πιστοὶ εἴμα­στε μέλη τοῦ Χρι­στοῦ, ζων­τα­νὰ τμή­μα­τα τοῦ Σώμα­τός Τοῦ (βλ. Ἐφ. κεφ. δ’& ἔ’, AΚορ. στ’ 15). Συμ­με­τέ­χου­με ὅλοι σ’ ἕνα μεγά­λο, ζων­τα­νὸ ὀργα­νι­σμὸ καὶ δια­μορ­φώ­νου­με τὸ οὐρά­νιο σῶμα, κεφα­λὴ τοῦ ὁποί­ου εἶναι ὁ Χρι­στός. Ἔτσι λοι­πόν, πρέ­πει νὰ βοη­θᾶ­με μὲ ἀγά­πη ὁ καθέ­νας τὴν ἀνά­πτυ­ξη καὶ τὴν πρό­ο­δο τοῦ ἄλλου. Ὅταν προ­ο­δεύ­ει ἕνα μέλος τοῦ σώμα­τος, αὐτὸ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ὠφέ­λεια ὅλου τοῦ σώμα­τος. Ὅταν ἕνα μέλος τοῦ σώμα­τος εἶναι ἄρρω­στο, τότε ὅλο τὸ σῶμα ὑπο­φέ­ρει καὶ ἀσθε­νεῖ. Ἡ ἀγά­πη γιὰ τὸν πλη­σί­ον μᾶς ὑπη­ρε­τεῖ τόσο τὴ δική μας ὑγεία ὅσο καὶ τὴ δική του. Ἡ ἀγά­πη εἶναι ὑγεία τὸ μῖσος εἶναι ἀρρώ­στια. Ἡ ἀγά­πη εἶναι σωτη­ρία τὸ μῖσος εἶναι κατα­δί­κη.

Οἱ δύο αὐτὲς ἐντο­λὲς γιὰ τὴν ἀγά­πη εἶναι οἱ μέγι­στες τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Μεγα­λύ­τε­ρες οὔτε ὑπῆρ­ξαν οὔτε καὶ πρό­κει­ται νὰ ὑπάρ­ξουν στὴ γῆ. Αὐτὸς εἶναι ὁ «βασι­λι­κὸς νόμος», ὅπως τὸν ὀνο­μά­ζει ὁ ἀπό­στο­λος Ἰάκω­βος (β’ 8). Σ’ αὐτὸν στη­ρί­ζε­ται ὁ οὐρα­νὸς καὶ μ’ αὐτὸν σώζε­ται ἡ γῆ. «Ἐν ταύ­ταις ταῖς δυσὶν ἐντο­λαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται» (Ματθ. κβ’ 40). Ὁ Θεὸς ἔδω­σε στὸ Μωυ­σῆ ὅλον το νόμο ἀπὸ ἀγά­πη. Ὁ Θεὸς ἐνέ­πνευ­σε τοὺς προ­φῆ­τες ἀπὸ ἀγά­πη. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ κανεὶς πῶς οἱ τέσ­σε­ρις πρῶ­τες ἐντο­λὲς ἀνα­φέ­ρον­ται στὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ κι οἱ ὑπό­λοι­πες ἕξι στὴν ἀγά­πη τοῦ πλη­σί­ον μας, μ’ ὅλο ποῦ καὶ οἱ δέκα ἀρχαῖ­ες ἐντο­λὲς εἶναι ἁπλῆ σκιά τοῦ Νόμου τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὴν ἀγά­πη. Θὰ μπο­ροῦ­σε ἐπί­σης νὰ πεῖ κανεὶς πῶς κάθε καλὸ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρω­πος προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἀγά­πη γιά το Θεὸ καὶ τὸν συνάν­θρω­πό του. Τέλος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἰπω­θεῖ πῶς ὅλες οἱ ἁμαρ­τί­ες ποὺ δια­πρά­χθη­καν ποτέ, ἦταν ἁμαρ­τί­ες ἐναν­τί­ον τῆς ἀγά­πης, εἴτε γιά το Θεὸ εἴτε γιὰ τὸν πλη­σί­ον. Ἄν προ­χω­ρή­σου­με περισ­σό­τε­ρο στὴ θεώ­ρη­ση τοῦ βάθους καὶ τῆς ἔκτα­σης τῶν δύο αὐτῶν ἐντο­λῶν, θὰ ποῦ­με ἐλεύ­θε­ρα πῶς τόσο ὁ οὐρα­νὸς ὅσο καὶ ἡ γῆ ἐξαρ­τιῶν­ται ἀπ’ αὐτὲς ὁλό­κλη­ρος ὁ κτι­στὸς κόσμος, τόσο ὁ ἀγγε­λι­κὸς ὅσο καὶ ὁ ὑλι­κός.

Προ­σέξ­τε τί κατόρ­θω­σαν νὰ κάνουν μὲ τὴ συνω­μο­σία τους οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ! Προ­σέξ­τε τί πύρι­νες σπί­θες χάρα­ξαν τὴν πέτρα μὲ τὰ πανοῦρ­γα χτυ­πή­μα­τά τους! Ἤθε­λαν νὰ ταπει­νώ­σουν καὶ νὰ μπερ­δέ­ψουν τὸ Χρι­στό. Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν νὰ κονιορ­το­ποι­η­θοῦν οἱ ἴδιοι καὶ νὰ ὑψω­θεῖ ὁ Χρι­στὸς στὸ θρό­νο τοῦ αἰώ­νιου Νομο­δό­τη. Ἡ τελευ­ταία αὐτὴ δοκι­μα­σία πρό­σφε­ρε στὸ Χρι­στὸ αἰώ­νια δόξα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς πολύ­τι­μη βοή­θεια, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀπο­κα­λύ­ψει τίς ἐντο­λὲς τῆς ἀγά­πης.

Μετὰ τὴν ἀπάν­τη­ση αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ οἱ ἐχθροί Του ἀπο­στο­μώ­θη­καν. «Οὐδε ἐτόλ­μη­σέ τις ἀπ’ ἐκεί­νης τῆς ἡμέ­ρας ἐπε­ρω­τῆ­σαι αὐτὸν οὐκέ­τι» (Ματθ. κβ’ 46). Κι ὄχι μόνο αὐτό. Σύμ­φω­να μὲ τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Μάρ­κου, ὁ νομι­κὸς ποὺ ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση στὸν Κύριο, βρι­σκό­ταν πολὺ κον­τὰ στὸ νὰ γίνει μαθη­τὴς τοῦ Κυρί­ου. Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «οὐ μακρὰν εἴ ἀπὸ τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. ἴβ’ 34). Κι αὐτὸ ἐπει­δὴ ὅταν ἄκου­σε ὁ νομι­κὸς τὴν κατα­πλη­κτι­κὴ ἀπάν­τη­ση τοῦ Κυρί­ου, δὲν μπό­ρε­σε νὰ συγ­κρα­τη­θεῖ κι ἀνα­φώ­νη­σε: «Καλῶς, διδά­σκα­λε, ἐπ’ ἀλη­θεί­ας εἶπας» καὶ πρό­σθε­σε «πῶς τὸ ἀγα­πᾶν τὸν πλη­σί­ον ὡς ἑαυ­τὸν πλειὸν ἔστι πάν­των τῶν ὁλο­καυ­τω­μά­των καὶ θυσιῶν» (Μάρκ. ἴβ’32,33). Ἐκεῖ­νος ποὺ λογά­ρια­ζε τον ἑαυ­τό του νικη­τή, βρέ­θη­κε ἐξου­θε­νω­μέ­νος. Αὐτοὶ ποὺ σκέ­φτη­καν νὰ τὸν παγι­δέ­ψουν, καταν­τρο­πιά­στη­καν. Κι ἀπὸ τότε δὲν τολ­μοῦ­σε κανέ­νας νὰ τοῦ κάνει τέτοιες ἐρω­τή­σεις.

Τότε ἦρθε ἡ σει­ρὰ τοῦ Χρι­στοῦ νὰ τοὺς ρωτή­σει: «Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χρι­στοῦ; τίνος υἱὸς ἔστι; λέγου­σιν αὐτὸ τοῦ Δαβίδ. λέγει αὐτοὺς πῶς oυν Δαβὶδ ἐν Πνεύ­μα­τι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μοῦ ἕως ἂν θὼ τοὺς ἐχθρούς σου ὑπο­πό­διον τῶν ποδῶν σου; εἴ οὔν Δαβὶδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;» (Ματθ. κβ’ 42 — 45). Μὲ τὴν ἐρώ­τη­σή Τοῦ αὐτὴ ὁ Κύριος ἤθε­λε πρώτ’ ἀπ’ ὅλα νὰ κάνει σαφὲς πῶς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Χρι­στός. Δεύ­τε­ρο ἤθε­λε νὰ δεί­ξει σ’ ἐκεί­νους ποὺ περί­με­ναν το Μεσ­σία ὡς ἐπί­γειο βασι­λιᾶ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβίδ, ποὺ θὰ διω­χνε τοὺς Ρωμαί­ους καὶ θὰ μετέ­τρε­πε τὸν Ἰσρα­ὴλ σ’ ἕνα δυνα­τὸ ἐπί­γειο βασί­λειο, πῶς αὐτα­πα­τῶν­ται. Τρί­το νὰ φανε­ρώ­σει πῶς ἐκεῖ­νοι ποὺ τὸν ἐκπει­ρά­ζουν εἶναι ἐχθροί Του καὶ τέταρ­το, πῶς αὐτοί, ὡς ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἐπρό­κει­το νὰ ἔρθει καὶ ποὺ εἶχε ἤδη ἔρθει, θὰ κατα­τρο­πω­θοῦν καὶ θὰ τιμω­ρη­θοῦν. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ἔλε­γαν, ἦταν: «Υἱὸς Δαβίδ». Μόνο αὐτὸ ἤξε­ραν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατα­γό­ταν πραγ­μα­τι­κὰ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβὶδ κι ἑπο­μέ­νως, σύμ­φω­να μὲ το νόμο τους, ἦταν υἱὸς Δαβίδ.

O προ­φή­της Δαβὶδ δὲ σκε­φτό­ταν τὸ Μεσ­σία ὡς υἱὸ τοῦ κατὰ σάρ­κα μόνο, δια­φο­ρε­τι­κὰ δὲ θὰ τὸν ὀνό­μα­ζε Κύριό του. Δὲν ὑπάρ­χει που­θε­νὰ κάποιος πρό­γο­νος ποὺ νὰ ὀνο­μά­ζει τὸν ἀπό­γο­νό του «Κύριο». Ὁ Δαβὶδ ὅμως εἶδε «ἐν πνεύ­μα­τι» καὶ ὁμο­λό­γη­σε τὴ διπλὴ φύση τοῦ Χρι­στοῦ, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώ­πι­νη καὶ τὸν ὀνό­μα­σε Κύριο, «ἐν πνεύ­μα­τι» πάλι. Ὁ Δαβὶδ κατα­νόη­σε τὸ μυστή­ριο τῆς ἐνσάρ­κω­σης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ παλιά, μὲ τὸ προ­φη­τι­κὸ πνεῦ­μα του, πολὺ καλύ­τε­ρα ἀπὸ τοὺς Φαρισ­σαί­ους καὶ τοὺς Σαδ­δου­καί­ους, ποὺ εἶδαν τὸ Χρι­στὸ πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο. Ὁ Χρι­στὸς θὰ γεν­νιό­ταν ἀπὸ τὸν Οἶκο του, θὰ ‘παιρ­νε σάρ­κα ἀπὸ τὴν ἁγία Παρ­θέ­νο Μαρία, ποῦ κατα­γό­ταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ. Θὰ ἐρχό­ταν ὡς ὁ αἰώ­νιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σύμ­φω­να μὲ τὴ θεία φύση Του. Κι ἔτσι ἦρθε. Ὁ Κύριος παρα­θέ­τει τὰ λόγια τοῦ Δαβὶδ ὄχι γιὰ νὰ τὰ διορ­θώ­σει, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει. Ὅλα ὅσα προ­εῖ­δε καὶ προ­εῖ­πε ὁ Δαβὶδ ἦταν ἀλη­θι­νά. Ὅλα ἔγι­ναν ὅπως τὰ εἶχε γρά­ψει. Ὁ Μεσ­σί­ας ποὺ εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἀνέ­με­νε ὁ κόσμος, ἦρθε στὴ γῆ τόσο ὡς υἱὸς Δαβὶδ ὅσο καὶ ὡς Υἱὸς Θεοῦ. Μετὰ τὴν Ἀνά­στα­ση καὶ τὴν Ἀνά­λη­ψή Του, πραγ­μα­τι­κὰ «ἐκά­θι­σεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγα­λω­σύ­νης ἐν ὑψη­λοῖς» (Ἐβρ. ἅ’ 3) κι ὅλοι οἱ ἐχθροί Του ἔγι­ναν ὑπο­πό­διο τῶν ποδῶν Του. Ἡ ἐξου­σία Του ἦταν «ὑπε­ρά­νω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξου­σί­ας καὶ δυνά­με­ως καὶ κυριό­τη­τος καὶ παν­τὸς ὀνό­μα­τος ὀνο­μα­ζο­μέ­νου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶ­νι τού­τῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλ­λον­τι» (Ἐφ. ἅ’ 21).

Τώρα ἔχου­με ἕνα ἀπο­κα­λυμ­μέ­νο μυστή­ριο. Τότε ἦταν μιὰ μυστή­ρια ἀπο­κά­λυ­ψη. Ὁ Κύριος ἑπο­μέ­νως δὲ μιλοῦ­σε γιὰ τὸν Ἑαυ­τό Του. Παρέ­θε­σε ἁπλᾶ τὴν προ­φη­τεία τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἔπρε­πε νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ Ἰου­δαῖ­οι. Γνώ­ρι­ζαν γράμ­μα­τα, διά­βα­ζαν τίς λέξεις, μόνο τὸ νόη­μα τῶν λεγο­μέ­νων δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κατα­νο­ή­σουν. Ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πλευ­ρά του δὲν τοὺς ἔλε­γε τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Τοὺς ρωτοῦ­σε μόνο ἂν κατα­νο­οῦ­σαν το Νόμο, γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ εἶχαν κάνει τὴν ἐρώ­τη­ση: ποία ἐντο­λὴ μεγά­λη ἐν τῷ νόμῳ; Ἔδω­σε μιὰ καθα­ρὴ ἀπάν­τη­ση στὴν ἐρώ­τη­σή τους «καὶ οὐδεὶς ἐδύ­να­το αὐτὸ ἀπο­κρι­θῆ­ναι λόγον» (Ματθ. κβ’ 46). Ἀπο­δεί­χτη­κε ἔτσι καθα­ρὰ πῶς γνώ­ρι­ζε το Νόμο, ἐνῶ ἐκεῖ­νοι τὸν ἀγνο­οῦ­σαν, κι ἂς προ­φα­σί­ζον­ταν πῶς λογά­ρια­ζαν ἑαυ­τοὺς παν­το­γνῶ­στες στὸ νομι­κὸ χῶρο. Ὁ Κύριος δὲ γνώ­ρι­ζε μόνο τὸ γράμ­μα τοῦ Νόμου. Κατα­νο­οῦ­σε καὶ τὸ πνεῦ­μα του, τὴν πνοή του. Ἐκεῖ­νοι γνώ­ρι­ζαν μόνο τὸ γράμ­μα του, ἀγνο­οῦ­σαν τὸ πνεῦ­μα καὶ τὴ ζωή του. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ἤξε­ραν τίπο­τα. Κι αὐτὸ ποὺ γνώ­ρι­ζαν τοὺς ὁδη­γοῦ­σε στὸν ὄλε­θρο τὸ δικό τους, καθὼς κι ἐκεί­νων ποὺ τοὺς ἄκου­γαν.

«Οὐδὲ ἐτόλ­μη­σε τις ἀπ’ ἐκεί­νης τῆς ἡμέ­ρας ἐπε­ρω­τῆ­σαι αὐτὸν οὐκέ­τι» (Ματθ. κβ’ 46). Οἱ συζη­τή­σεις ποὺ εἶχαν μαζὶ Τοῦ τοὺς γέμι­σαν φόβο, για­τί νικη­τὴς ἔβγαι­νε πάν­τα ἐκεῖ­νος. Δὲν μπο­ρού­σαν νὰ τὸν παγι­δέ­ψουν μὲ λόγια, ὥστε νὰ τὸν κατα­δι­κά­σουν. Τώρα λοι­πὸν ἄφη­σαν τὰ λόγια κατὰ μέρος κι ἔπια­σαν τὸ χρυ­σὸ καὶ τὸ ἀσή­μι, γιὰ νὰ δωρο­δο­κή­σουν τὸν Ἰού­δα καὶ τοὺς ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες. Αὐτὸ ποὺ ἀπέ­τυ­χαν νὰ κάνουν μὲ τὰ λόγια, τὸ κατόρ­θω­σαν μὲ τὸ ἀσή­μι καὶ τὸ χρυ­σά­φι. Κι αὐτὴ ἡ ἐπι­φα­νεια­κὴ ἐπι­τυ­χία τους ὅμως ἀπο­δεί­χτη­κε τρα­γι­κὴ γι’ αὐτούς. Ἡ τελευ­ταία αὐτὴ καὶ πιὸ ἄδι­κη κατα­φυ­γή τους ἔφε­ρε τὸ ἀντί­θε­το ἀπο­τέ­λε­σμα, ὅπως φάνη­κε καὶ σ’ ὅλες τίς προ­φο­ρι­κὲς δοκι­μα­σί­ες ποὺ τοῦ ἔθε­σαν. Για­τί πρό­σφε­ρε στὸ Χρι­στὸ τὴν τελευ­ταία καὶ μονα­δι­κὴ νίκη, ἐνῶ σ’ ἐκεί­νους ἔδω­σε τὸ ἀνε­πα­νόρ­θω­το χτύ­πη­μα καὶ τὸν αἰώ­νιο ὄλε­θρό τους. Μόλις εἶχαν περά­σει τρεὶς μέρες ἀπὸ τότε ποὺ πλή­ρω­σαν ἀνθρώ­πους γιὰ νὰ συλ­λά­βουν τὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σουν ἐναν­τί­ον Του, ὅταν ἀναγ­κά­στη­καν νὰ πλη­ρώ­σουν φύλα­κες γιὰ νὰ κρύ­ψουν τὴν Ἀνά­στα­σή Του!

Θὰ ἦταν χίλιες φορὲς καλύ­τε­ρα νὰ μὴν εἶχε γεν­νη­θεῖ κάποιος ἄνθρω­πος, παρὰ νὰ γεν­νη­θεῖ καὶ νὰ στα­θεῖ ἐνάν­τια στὸ Θεό. Ὅσοι θελή­σουν νὰ ταπει­νώ­σουν το Θεό, θὰ ταπει­νω­θοῦν οἱ ἴδιοι, ἐνῶ ὁ Θεὸς θὰ δοξα­στεῖ περισ­σό­τε­ρο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ θαυ­μα­στό. Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Αθά­να­το Ευαγ­γέ­λιο!

«Εν ταύ­ταις ταις δυσιν εντο­λαίς όλος ο νόμος και οι προ­φή­ται κρέ­μαν­ται» (Ματθ. 22, 40)

ΠΛΗΣΙΑΣΕ, αγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, λέει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, πλη­σί­α­σε κάποιος νομι­κός το Χρι­στό, θέλον­τας να τον δοκι­μά­ση, και του υπέ­βα­λε το ερώ­τη­μα: «Διδά­σκα­λε, ποία εντο­λή μεγά­λη εν τω νόμω;». Ποιά είνε η σπου­δαιό­τε­ρη έντο­λή; Και ο Ιησούς απήν­τη­σε: «Αγα­πή­σεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρ­δία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη δια­νοία σου» (Ματθ. 22, 37). Αυτή είνε η πρώ­τη και πιο μεγά­λη εντο­λή. Και δευ­τέ­ρα σαν κι αυτήν· «Αγα­πή­σεις τον πλη­σί­ον σου ως σεαυ­τόν» (Ματθ. 22, 39). Με τα λόγια αυτά ο Χρι­στός έδει­ξε, ότι στην κορυ­φή όλων των εντο­λών είνε η αγά­πη, η διπλή αγά­πη και αγά­πη προς τον Θεό και η αγά­πη προς τον πλη­σί­ον. Και μετά απ’ αυτά πρό­σθε­σε: «Εν ταύ­ταις ταις δυσίν εντο­λαίς όλος ο νόμος και οι προ­φή­ται κρέ­μαν­ται» (Ματθ. 22, 40). Τι σημαί­νουν τα λόγια αυτά; Ότι όλη η Παλαιά Δια­θή­κη και όλη η αγία Γρα­φή και όλος ο νόμος και το θέλη­μα του Θεού συνο­ψί­ζον­ται και συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σ’ αυτές τις δύο εντο­λές.

Ο λόγος αυτός του Χρι­στού δεί­χνει πόσο ανώ­τε­ρο είνε το Ευαγ­γέ­λιο απέ­ναν­τι στα άλλα θρη­σκευ­τι­κά και φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα. Αντί άλλου λοι­πόν δικού μας κηρύγ­μα­τος, ας μετα­φέ­ρου­με εδώ ωρι­σμέ­νες ωραί­ες παρα­τη­ρή­σεις, που κάνει πάνω στα λόγια αυτά ο ι. Χρυ­σό­στο­μος.

Περί­φη­μοι αρχαί­οι φιλό­σο­φοι, λέει ο ι. πατήρ, παρ’ όλη τη σοφία τους, παρ’ όλο το μήκος των συγ­γραμ­μά­των τους και παρ’ όλη τη δια­λε­κτι­κή τους ικα­νό­τη­τα, δεν μπό­ρε­σαν να δώσουν στους ανθρώ­πους να κατα­λά­βουν στοι­χειώ­δεις έννοιες, π.χ. τί είνε ορθό και δίκαιο. Ούτε ήταν δυνα­τόν, απλοϊ­κοι γεωρ­γοί και τεχνί­τες και οικο­δό­μοι και οι άλλοι που ζούν από χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία ν’ αφή­σουν τις ασχο­λί­ες τους και να ριχτούν στη μελέ­τη φιλο­σο­φι­κών συγ­γραμ­μά­των, όπως λ.χ. της Πολι­τεί­ας του Πλά­τω­νος, για να μάθουν τι είνε δίκαιο. Διό­τι μέχρις ότου μελε­τή­σουν τέτοια ὀγκώ­δη συγ­γράμ­μα­τα καὶ μάθουν τί εἶνε ὀρθὸ καὶ δίκαιο, θὰ εἶχαν πεθά­νει ἀπὸ τὴν πεί­να. Ἐνῶ στὸ Εὐαγ­γέ­λιο! Ὅλα ὑπάρ­χουν σ’ αὐτό. Καὶ ποιό εἶνε τὸ δίκαιο, καὶ ποιό εἶνε τὸ πρέ­πον, καὶ ποιό εἶνε τὸ συμ­φέ­ρον. Μ’ ἕνα λόγο, ὅλη τὴν ἀλή­θεια καὶ ὅλη τὴν ἀρε­τή, θὰ τὰ βρὴς ἐκεῖ. Ὁ Χρι­στὸς μέσα σὲ λίγα καὶ σαφῆ λόγια συμ­πε­ριέ­λα­βε ὅ,τι εἶνε σπου­δαῖο καὶ ἀναγ­καῖο γιὰ τὴ σωτη­ρία μας.

Καὶ μόνο αὐτό; Ὅ,τι λέει ὁ Χρι­στὸς τὸ διδά­σκει μὲ τόσο ἁπλὸ καὶ μετα­δο­τι­κὸ τρό­πο, ὥστε νὰ διευ­κο­λύ­νον­ται ὅλοι, καὶ ὁ πιὸ ἀδα­ὴς καὶ ἀμόρ­φω­τος, νὰ τὸ κατα­λά­βουν καὶ νὰ τὸ θυμῶν­ται. Ἔχει δὲ ὁ Χρι­στὸς στὰ λόγια του καὶ ώρι­σμέ­νες μεστὲς ἐκφρά­σεις, οἱ ὁποῖ­ες μὲ μονα­δι­κὸ τρό­πο ἁπλο­ποιοῦν καὶ κάνουν εὔκο­λα καὶ τὰ πιὸ δύσκο­λα πράγ­μα­τα. Θέλε­τε δύο παρα­δείγ­μα­τα; Ἕνας τέτοιος λόγος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἀκού­σα­με νὰ λέη στὸ νομι­κό «‘Ἐν ταύ­ταις ταῖς δυσιν ἐντο­λαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται» (Ματθ. 22, 40), ὅλος δηλα­δὴ ὁ θεῖ­ος νόμος συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀγά­πη πρός το Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλη­σί­ον. Μὴ πελα­γο­δρο­μείς, λέει, καὶ μὴ δυσκο­λεύ­ε­σαι νὰ θυμη­θῇς. Ἄν ἔμα­θες τὸ μάθη­μα τῆς ἀγά­πης, τὰ ἔμα­θες ὅλα. Ἄλλος τέτοιος λόγος εἶνε ὁ γνω­στὸς ἐκεῖ­νος «χρυ­σοῦς κανών» «Πάν­τα ὅσα ἂν θέλε­τε ἕνα ποιῶ­σιν ὑμῖν οἱ ἄνθρω­ποι, οὕτῳ καὶ ὑμεῖς ποιεῖ­τε αὐτοῖς: οὗτος γὰρ ἔστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προ­φῆ­ται» (Ματθ. 7, 12). Ποιά εἶνε δηλα­δή, μὲ σύν­το­μα λόγια, ἡ περί­λη­ψη καὶ ἡ καρ­διὰ τοῦ θεί­ου νόμου; Ἰδού: Ὅ,τι θέλε­τε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρω­ποι, αὐτὸ νὰ κάνε­τε κ’ ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Ὑπάρ­χει ἁπλού­στε­ρη καὶ σαφέ­στε­ρη διδα­σκα­λία;

Αὐτὰ καὶ στὸ γεωρ­γό, καὶ στὸ δοῦ­λο, καὶ στὴ χήρα γυναῖ­κα, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ παι­δί, καὶ σ’ ἐκεῖ­νον ἀκό­μη ποὺ θεω­ρεῖ­ται πολὺ μικρᾶς δια­νο­ή­σε­ως, «πάν­τα εὐσύ­νο­πτα καὶ ράδια κατα­μα­θείν», ὅλα εἶνε εὔκο­λα νὰ τὰ συγ­κρα­τή­σουν καὶ νὰ τὰ μάθουν.

Πῶς ἐξη­γεῖ­ται αὐτό; Ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος ἀπαν­τᾷ: «Τοιαῦ­τα γὰρ τὰ τῆς ἀλη­θεί­ας», αὐτὰ εἶνε τὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἀλή­θειας, ἔτσι εἶνε ἡ ἀλή­θεια.

Ἡ ἀλή­θεια εἶνε ἁπλῆ. Καὶ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο εἶνε ἡ ἀλή­θεια στὰ πνευ­μα­τι­κὰ ζητή­μα­τα. Γι’ αὐτὸ ὅλοι κατα­λα­βαί­νουν την ἁπλῆ ἀλή­θεια τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ὄχι ἐπει­δὴ μιλά­ει γιὰ μικρὰ καὶ εὔκο­λα πράγ­μα­τα. Ἀντι­θέ­τως, μιλά­ει γιὰ ὑψη­λὰ καὶ δύσκο­λα. Ζητά­ει λ.χ. παρ­θε­νία, ζητά­ει ἀκτη­μο­σύ­νη, ζητά­ει νηστεία κ.λπ.. ‘Ὄχι λοι­πὸν ἐπει­δὴ ζητά­ει εὔκο­λα πράγ­μα­τα, ἀλλ’ ἐπει­δὴ κλεί­νει μέσα του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ἔγι­νε καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ γίνε­ται δεκτὸ ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο.

Αὐτὸ δεί­χνουν τ’ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ κηρύγ­μα­τος. Ὅλοι δηλα­δὴ τώρα, λέει ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος, ὅλοι ἔμα­θαν τί πρέ­πει νὰ κάνουν. Καὶ δὲν τὸ ἔμα­θαν ἁπλῶς σὰν θεω­ρία, ἀλλὰ τὸ κάνουν καί πρᾶ­ξι. Καὶ ὄχι μόνο στὶς πόλεις, ὅπου ἡ ζωὴ θεω­ρεῖ­ται καλ­λιερ­γη­μέ­νη καὶ πολι­τι­σμέ­νη, οὔτε ἐκεῖ ὅπου συγ­κεν­τρώ­νε­ται ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὲς τίς κορυ­φὲς τῶν ὀρέ­ων, ἐπά­νω στὰ βου­νά. Θὰ δὴς πράγ­μα­τι ἐκεῖ νὰ ὑπάρ­χῃ πολ­λὴ πνευ­μα­τι­κό­της, καὶ σὲ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα νὰ λάμ­πουν χοροὶ ἀγγέ­λων, καὶ ὁ οὐρά­νιος τρό­πος ζωῆς νὰ πραγ­μα­το­ποι­ῆ­ται ἐδῶ στὴ γῆ.

Ἰδοὺ ἡ ἀλη­θι­νὴ πολι­τεία, αὐτὴ ποὺ μᾶς ἐπρό­βα­λαν οἱ ψαρᾶ­δες οἱ ἀγράμ­μα­τοι μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ, ὄχι ἐκεί­νη ἡ Πολι­τεία ποὺ συνέ­θε­σε ὁ φιλό­σο­φος Πλά­των καὶ δίδα­σκε τοὺς μαθη­τές του στὴ σχο­λὴ ποὺ εἶχε ἱδρύ­σει. Ἄλλω­στε καὶ μετα­ξὺ τῶν δύο σχο­λεί­ων ὑπάρ­χει δια­φο­ρά. Γιὰ νὰ ἐγγρα­φῇ κάποιος στὶς σχο­λὲς τῶν φιλο­σό­φων, ἔπρε­πε νὰ εἶνε μικρός, κάτω ἀπὸ μιὰ ὡρι­σμέ­νη ἡλι­κία. Ἐνῶ γιὰ νὰ ἐγγρα­φοῦν ὡς μαθη­ταὶ οἱ ἄνθρω­ποι στὸ σχο­λεῖο τῶν ψαρά­δων τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ διδα­χθοῦν τὸ πολί­τευ­μα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, δὲν γίνον­ται δεκτοὶ μόνο ἀπὸ τὴ μικρὴ παι­δι­κὴ ἡλι­κία, ὅπως ὥρι­ζαν οἱ ἀρχαῖ­οι φιλό­σο­φοι γιὰ τίς σχο­λές τους στὸ σχο­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ τὰ μαθή­μα­τα προ­σφέ­ρον­ται ἀδια­κρί­τως σὲ ὅλους, σὲ ἀνθρώ­πους ὅλων τῶν ἡλι­κιῶν. Καὶ γιὰ νὰ φθά­σουν, ἂς ποῦ­με, νὰ πάρουν ἐδῶ τὸ πτυ­χίο τους καὶ νὰ ὀνο­μα­σθοῦν ἐνά­ρε­τοι, δὲν ἀπαι­τεῖ­ται νὰ εἶνε τόσων καὶ τόσων ἐτῶν, ὅπως ἔλε­γαν οἱ φιλό­σο­φοι στὸ σχο­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ γίνον­ται δεκτοὶ μικροὶ καὶ μεγά­λοι. Τέλος, ἂν θελή­σῃς νὰ συγ­κρί­νῃς τὸ περιε­χό­με­νο τῶν δύο διδα­σκα­λιῶν, τοῦ Χρι­στοῦ καί των φιλο­σό­φων, θὰ δῇς ὅτι ἐκεῖ­να μὲν ποὺ ἔλε­γαν οἱ ἀρχαῖ­οι φιλό­σο­φοι ἦταν παι­χνί­δια γιὰ παι­διά, ἐνῶ τὰ διδάγ­μα­τα τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου του Χρι­στοῦ εἶνε ἡ ἀλη­θι­νὴ πραγ­μα­τι­κό­της (βλ. PG 57, 19–20).

Ἀθά­να­το Εὐαγ­γέ­λιο! Ὑπε­ρέ­χεις στὸ περιε­χό­με­νο καὶ τίς ἀλή­θειες, ὑπε­ρέ­χεις καὶ στὴ μορ­φή, στὸν τρό­πο ποὺ προ­σφέ­ρεις τίς ἀλή­θειες σοῦ.

Ἄν ἐρω­τᾶ λοι­πὸν κανείς, πῶς γίνε­ται νὰ καλύ­πτῃ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο ὅλα τὰ ἐνδια­φέ­ρον­τα καὶ ποὺ βρί­σκε­ται τὸ μυστι­κό του νὰ ἑλκύῃ τίς ψυχές, ἡ ἀπάν­τη­ση εἶνε Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο ἔχει μιὰ ἀσυ­να­γώ­νι­στη ἁπλό­τη­τα, τὴν ἁπλό­τη­τα τῆς ἀλη­θεί­ας. Διό­τι πάν­το­τε ἡ ἀλή­θεια εἶνε ἁπλῆ. «Ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀλη­θεί­ας ἔφυ», ὅπως ἔλε­γαν οἱ ἀρχαῖ­οι· ὁ λόγος τῆς ἀλη­θεί­ας εἶνε ἁπλός. Ὁ δὲ συν­δυα­σμὸς ἀλη­θεί­ας καὶ ἁπλό­τη­τος, ἰδοὺ ἔκεῖ­νο ποὺ ἱκα­νο­ποιεῖ ὅλους.

Ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί,

Δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ προ­βά­λῃ τὴν πρό­φα­σι, ὅτι τὸ Εὐαγ­γέ­λιο εἶνε δύσκο­λο, ἀκα­τα­νόη­το, ὅτι εἶνε γιὰ τὴν ἀρι­στο­κρα­τία τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας. Ἀπό­δει­ξις, ὅτι καὶ ψαρᾶ­δες καὶ σκη­νο­ποιοὶ καὶ τελῶ­νες τὸ δέχθη­καν. Ἀλλ’ αὐτὸ βέβαια δὲν σημαί­νει, ὅτι δὲν ἱκα­νο­ποιεῖ καί τους μορ­φω­μέ­νους. Ἀπό­δει­ξις, ὅτι καὶ βου­λευ­ταὶ καὶ νομι­κοὶ καὶ φαρι­σαῖ­οι τὸ δέχθη­καν. Τὸ συμ­πέ­ρα­σμα: Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο προ­ο­ρί­ζε­ται γιὰ ὅλους, εἴτε ἀγράμ­μα­τοι εἶνε εἴτε ἐγγράμ­μα­τοι, εἴτε μορ­φω­μέ­νοι εἴτε ἀμόρ­φω­τοι, εἴτε ἀρι­στο­κρά­τες εἴτε ἄση­μος λαός, καὶ γίνε­ται κατα­νο­η­τὸ ἀπὸ ὅλους. Πότε ὅμως, ὅταν ὑπάρ­χῃ καὶ στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που ἁπλό­της καὶ ταπεί­νω­σις.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek