ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΕ΄ 14 - 30)

14Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 16πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 17ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 19μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. 20καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 21ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 23ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 25καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 27ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· 29τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 30καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

14 Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού. 15 Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν. 16 Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα. 17 Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο. 18 Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του). 19 Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν. 20 Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”. 21 Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”. 22 Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”. 23 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”. 24 Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες. 25 Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”. 26 Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα. 27 Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου. 28 Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη. 30 Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”.

14 Για να σας βρει λοιπόν ο Κύριος έτοιμους, δεν αρκεί να είστε μόνο προνοητικοί και φρόνιμοι, αλλά και δραστήριοι και επιμελείς? διότι η βασιλεία των ουρανών και η κρίση και ανταπόδοση που θα κάνει ο Κύριος θα μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που σκόπευε να ταξιδέψει, ο οποίος κάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του, για να ζητήσει απ’ αυτούς μετά από καιρό λογαριασμό για τη διαχείρισή τους. 15 Ο άνθρωπος δηλαδή αυτός έδωσε σε άλλον πέντε τάλαντα, σε άλλον δύο και σε άλλον ένα? στον καθέναν έδωσε ανάλογα με την ικανότητα που είχε να εμπορευθεί τα όσα θα του έδινε. Κι έφυγε αμέσως για το ταξίδι. (Δηλαδή ο Θεός προίκισε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά με διάφορα χαρίσματα, για να τα χρησιμοποιήσει για το καλό και την ωφέλεια του συνανθρώπου του). 16 Εκείνος λοιπόν που πήρε τα πέντε τάλαντα, πήγε, εργάστηκε μ’ αυτά και κέρδισε άλλα πέντε τάλαντα. 17 Το ίδιο κι εκείνος που πήρε τα δύο τάλαντα, κέρδισε άλλα δύο. Και οι δύο αυτοί δούλοι χρησιμοποίησαν στον ίδιο βαθμό καλής διαθέσεως και ζήλου τις ικανότητες και τα χαρίσματα που τους έδωσε ο Θεός για τη δική του δόξα και την ωφέλεια των συνανθρώπων τους. 18 Εκείνος όμως που πήρε το ένα τάλαντο, πήγε και έσκαψε στη γη κι έκρυψε εκεί το χρήμα του κυρίου του. Δηλαδή δεν καταχράσθηκε το τάλαντο, αλλά έδειξε αμέλεια και δεν εργάστηκε να το επαυξήσει. 19 Ύστερα λοιπόν από πολύν χρόνο ήλθε ο κύριος των δούλων εκείνων κι έκανε λογαριασμό μαζί τους. 20 Κι αφού προσήλθε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα, πρόσφερε άλλα πέντε τάλαντα και είπε: Κύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωσες? να, άλλα πέντε τάλαντα κέρδισα μ’ αυτά. 21 Τότε του είπε ο κύριός του: Πολύ καλά, δούλε καλέ και πιστέ! Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπες μέσα για να απολαύσεις την ίδια χαρά με τον κύριό σου. Αφού φάνηκες πιστός στα πέντε τάλαντα, έλα να γίνεις συγκυρίαρχος στη μεγάλη περιουσία μου. Έλα να απολαύσεις την απεριόριστη μακαριότητα του ουρανού. 22 Πλησίασε κατόπιν κι εκείνος που πήρε τα δύο τάλαντα και είπε: Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες? να, άλλα δύο τάλαντα κέρδισα μ’ αυτά. 23 Και ο κύριός του του είπε: Πολύ καλά, δούλε καλέ και πιστέ! Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπες και συ μέσα να απολαύσεις τη χαρά του κυρίου σου. 24 Πλησίασε όμως κι εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο και είπε: Κύριε, σε κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος σκληρός? διότι θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις στην αποθήκη σου από εκεί που δεν σκόρπισες και δεν λίχνισες τον αλωνισμένο καρπό. 25 Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου μέσα στη γη. Ορίστε, έχεις το χρήμα σου. 26 Τότε ο κύριός του του αποκρίθηκε: Κακέ και τεμπέλη δούλε! Γνώριζες ότι θερίζω εκεί που δεν έσπειρα, και μαζεύω από εκεί που δεν σκόρπισα. 27 Έπρεπε λοιπόν εσύ να καταθέσεις το χρήμα μου στους τραπεζίτες, κι όταν θα ερχόμουν εγώ, θα έπαιρνα με τόκο αυτό που μου ανήκει. 28 Πάρτε λοιπόν απ’ αυτόν το τάλαντο και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Διότι σε καθέναν που έχει και αύξησε με επιμέλεια και ζήλο εκείνο που του δόθηκε, θα του δοθούν κι άλλα και θα έχει και περίσσευμα. Από εκείνον όμως που του δόθηκαν χαρίσματα αλλά τα παραμέλησε και δεν τα εργάστηκε ώστε να έχει κι αυτός κάτι με τη δική του εργασία, θα του πάρουν κι αυτό το λίγο που του δόθηκε και το άφησε ακαλλιέργητο. 30 Και τον άχρηστο δούλο βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πιο απομακρυσμένο από τη βασιλεία μου και απομονωμένο σκοτάδι. Εκεί οι άνθρωποι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους.

14 «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁμοιάζει ἐπίσης μὲ τὸ ἑξῆς. Ἕνας ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ φύγῃ γιὰ τὰ ξένα, κάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ υπάρχοντά του. 15 Καὶ σ᾽ ἄλλον μὲνἔδωσε πέντε τάλαντα, σ᾽ ἄλλον δὲ δύο, καὶ σ᾽ ἄλλον ἕνα, ἀναλόγως μὲ τὴν ἱκανότητα τοῦ καθενός. Καὶἔφυγε γιὰ τὰ ξένα ἀμέσως (γιὰ νὰ δώσῃ ἀρκετὸ χρόνο νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὰ τάλαντα). 16 Ἐκεῖνος δέ, ποὺ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα, πῆγε καὶ ἐργάσθηκε μ᾽ αὐτὰ καὶ κέρδισε ἄλλα πέντε τάλαντα. 17 Ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος, ποὺ πῆρε τὰ δύο, κέρδισε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος, ποὺ πῆρε τὸ ἕνα, πῆγε καὶἔσκαψε στὴ γῆ καὶἔχωσε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. 19 Μετὰ δὲ ἀπὸ πολὺ χρόνο ἦλθε ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶἔκανε μαζί τους λογαριασμό. 20 Καὶ προσῆλθε ἐκεῖνος, ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, καὶ τοῦ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα, καὶ εἶπε: “Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωσες. Κοίταξε, ἄλλα πέντε τάλαντα κέρδισα μ᾽ αὐτά”. 21 Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: “Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ φιλόπονε! Σὲ ὀλίγα υπῆρξες φιλόπονος, πολλὰ θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ. Πέρασε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ κυρίου σου”. 22 Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ πῆρε τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε: “Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωσες. Κοίταξε, ἄλλα δύο τάλαντα κέρδισα μ᾽ αὐτά”. 23 Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: “Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ φιλόπονε! Σὲ ὀλίγα υπῆρξες φιλόπονος, πολλὰ θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ. Πέρασε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ κυρίου σου”. 24 Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντο, καὶ εἶπε: “Κύριε, σὲ κατάλαβα ὅτι εἶσαι πλεονέκτης ἄνθρωπος, ποὺ θερίζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρες, καὶ μαζεύεις ἀπ᾽ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισες σπόρο. 25 Γι᾽ αὐτὸ φοβήθηκα, καὶ πῆγα καὶἔκρυψα τὸ τάλαντό σου στὴ γῆ (γιὰ νὰ μὴ χαθῇ). Νά,ἔχεις τὸ χρῆμα σου”. 26 Τοῦ ἀποκρίθηκε δὲ ὁ κύριός του καὶ τοῦ εἶπε: “Κακὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! Ηξερες, ὅτι θερίζω ἐκεῖ ποὺ δὲνἔσπειρα, καὶ συνάγω ἀπ᾽ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισα σπόρο. 27 Γι᾽ αὐτὸἔπρεπε νὰ καταθέσῃς τὸ χρῆμα μου στοὺς τραπεζῖτες, καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ ἐπέστρεφα, θὰἔπαιρνα πίσω τὸ δικό μου μαζὶ μὲ τόκο. 28 Πάρτε λοιπὸν τὸ τάλαντο ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ δῶστε το σ᾽ αὐτόν, ποὺἔχει τὰ δέκα τάλαντα. 29 Ναί, σὲ καθένα, ὁ ὁποῖοςἔχει, θὰ δοθῇ ἀκόμη, ὥστε νὰἔχῃ καὶ περίσσευμα, ἐνῷ ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲνἔχει, καὶ αὐτό (τὸ λίγο), ποὺ ἔχει, θὰ ἀφαιρεθῇ. 30 Τὸν ἀνάξιο δὲ δοῦλο πετάξετε ἔξω στὸ βαθύτερο σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαίῃ καὶ θὰ τρίζῃ τὰ δόντια (ἀπὸ τὸν πόνο)”».

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

Εάν στον ευαγγελιστή Λουκά εκτίθεται με άλλον τρόπο η παραβολή των ταλάντων[Λουκ. 19,12-21], πρέπει να λεχθεί ως απάντηση το εξής, ότι άλλη είναι η παραβολή αυτή και άλλη εκείνη· διότι σε εκείνη μεν από το ίδιο κεφάλαιο προήλθαν διάφορα έσοδα· διότι από ένα χρυσό νόμισμα των εκατό δραχμών(μία «μν») ο μεν ένας παρουσίασε πέντε, ενώ ο άλλος δέκα, και γι’ αυτό και δεν αμείφτηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Εδώ όμως συνέβη το αντίθετο, γι’ αυτό και η βράβευση ήταν ίση· διότι εκείνος που έλαβε δύο τάλαντα, έδωσε δύο, και εκείνος που έλαβε τα πέντε τάλαντα πάλι το ίδιο. Ενώ εκεί, επειδή υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο μεν ένας παρουσίασε περισσότερα, ενώ ο άλλος λιγότερα έσοδα, ορθώς και στα έπαθλα δεν τιμώνται και οι δύο εξίσου.

Πρόσεξε επίσης ότι παντού δεν απαιτεί αμέσως αυτά που τους εμπιστεύθηκε. Διότι στην παραβολή του αμπελώνα[βλ. Ματθ.21,33: «λλην παραβολν κούσατε. νθρωπός τις ν οκοδεσπότης, στις φύτευσεν μπελνα κα φραγμν ατ περιέθηκε κα ρυξεν ν ατ ληνν κα κοδόμησε πύργον, κα ξέδοτο ατν γεωργος κα πεδήμησεν(:Άλλη παραβολή ακούστε: Ήταν κάποιος νοικοκύρης (:ο Θεός δηλαδή), ο οποίος φύτεψε αμπέλι (:δηλαδή το ιουδαϊκό έθνος). Κι έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα γι’ αυτό. Έβαλε δηλαδή τριγύρω του φράκτη κι έσκαψε μέσα σε αυτό πατητήρι, έκτισε πύργο για να μένουν οι φύλακες και εργάτες, και το εμπιστεύθηκε σε γεωργούς (:στους αρχιερείς και στους άρχοντες του λαού), και αναχώρησε σε άλλη χώρα)»], αφού τον παρέδωσε στους γεωργούς, αποδήμησε· και στη σημερινή παραβολή των ταλάντων εμπιστεύθηκε τα τάλαντα και αποδήμησε, για να μάθεις τη μακροθυμία Του.

Εγώ πάλι νομίζω ότι λέγοντας αυτά υπαινίσσεται και την Ανάσταση. Μόνο που εδώ δεν αναφέρονται πλέον γεωργοί και αμπελώνας, αλλά όλοι είναι εργάτες· διότι δεν αναφέρεται μόνο στους άρχοντες, ούτε στους Ιουδαίους, αλλά σε όλους. Και εκείνοι μεν που προσφέρουν, ομολογούν με ευγνωμοσύνη και τα δικά τους αλλά και όσα τους έδωσε ο δεσπότης. Έτσι ο μεν ένας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας(:Κύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωσες)»,ο δε άλλος λέγει:«Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας(:‘’Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες)», δείχνοντας ότι από Εκείνον έλαβαν το κεφάλαιο της εργασίας τους και Του αναγνωρίζουν μεγάλη χάρη και αποδίδουν το παν σε Αυτόν. Τι λέγει λοιπόν ο δεσπότης; «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!(:Πολύ καλά, δούλε καλέ και πιστέ!)»-διότι αυτό είναι γνώρισμα του αγαθού, το να βλέπει στον πλησίον «ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου (:Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπες μέσα για να απολαύσεις την ίδια χαρά με τον κύριό σου. Αφού φάνηκες πιστός στα πέντε τάλαντα, έλα να γίνεις συγκυρίαρχος στη μεγάλη περιουσία μου. Έλα να απολαύσεις την απεριόριστη μακαριότητα του ουρανού)», δηλώνοντας με την απάντηση αυτήν όλη τη μακαριότητα.

Δεν ομιλεί όμως και ο άλλος έτσι, αλλά πώς; «Κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἀνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ·ἴδε ἔχεις τὸ σόν(:Κύριε, σε κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος σκληρός· διότι θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις στην αποθήκη σου από εκεί που δεν σκόρπισες και δεν λίχνισες τον αλωνισμένο καρπό. Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου μέσα στη γη. Ορίστε, έχεις το χρήμα σου)»[Ματθ.25,24-25]. Τι του απαντά λοιπόν ο δεσπότης; «δει ον σε βαλεν τ ργριν μου τος τραπεζταις (:Έπρεπε λοιπόν εσύ να καταθέσεις το χρήμα μου στους τραπεζίτες)», δηλαδή, έπρεπε να ομιλήσει, να παραινέσει, να συμβουλεύσει. Αλλά δεν πείθονται όσοι ακούνε αυτά που τους συμβουλεύεις; Αυτό δεν αφορά εσένα. Τι θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λογικό από αυτό;

Οι άνθρωποι όμως δεν κάνουν έτσι, αλλά καθιστούν υπεύθυνο του απαιτούμενου εισοδήματος τον ίδιο τον δανειστή τους. Αυτός όμως δεν ενεργεί έτσι, αλλά λέγει ότι «εσύ έπρεπε να πληρώσεις και να μου επιστρέψεις το απαιτούμενο κέρδος». «Κα λθν γ κομισμην ν τ μν σν τκ(:κι όταν θα ερχόμουν εγώ, θα έπαιρνα με τόκο αυτό που μου ανήκει)»· ως «τόκο» εννοεί την επίδειξη των έργων. «Εσύ έπρεπε να κάνεις το ευκολότερο και να αφήσεις το δυσκολότερο σε εμένα». Επειδή λοιπόν δεν έκανε αυτό, λέγει: «ρατε ον π᾿ ατο τ τλαντον κα δτε τ χοντι τ δκα τλαντα. τ γρ χοντι παντ δοθσεται κα περισσευθσεται, π δ το μ χοντος κα χει ρθσεται π᾿ ατο(:Πάρτε λοιπόν απ’ αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα· διότι σε καθέναν που έχει και αύξησε με επιμέλεια και ζήλο εκείνο που του δόθηκε, θα του δοθούν κι άλλα και θα έχει και περίσσευμα. Από εκείνον όμως που του δόθηκαν χαρίσματα αλλά τα παραμέλησε και δεν τα εργάστηκε ώστε να έχει κι αυτός κάτι με τη δική του εργασία, θα του πάρουν κι αυτό το λίγο που του δόθηκε και το άφησε ακαλλιέργητο)»[Ματθ.25,28-29].

Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Εκείνος που έχει το χάρισμα του λόγου και της διδασκαλίας για να ωφελεί και δεν χρησιμοποιεί το χάρισμά του, θα χάσει και το χάρισμα· ενώ εκείνος που καταβάλλει προσπάθεια, θα δεχθεί περισσότερη δωρεά· όπως εκείνος που χάνει και αυτό που έχει λάβει. Δεν περιορίζεται όμως μόνο μέχρι εδώ η ζημία για εκείνον ο οποίος δεν εργάζεται, αλλά τον αναμένει και ανυπόφορη τιμωρία και μαζί με την τιμωρία και η απόφαση η οποία είναι γεμάτη με βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Κα τν χρεον δολον κβλετε ες τ σκτος τ ξτερον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δντων(:Και τον άχρηστο δούλο βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πιο απομακρυσμένο από τη βασιλεία μου και απομονωμένο σκοτάδι. Εκεί οι άνθρωποι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους)»[Ματθ.25,30]. Είδες ότι δεν τιμωρείται μόνο εκείνος που αρπάζει και είναι πλεονέκτης, ούτε εκείνος που προκαλεί κακά, αλλά τιμωρείται με την εσχάτη τιμωρία και εκείνος που δεν κάνει αγαθές πράξεις.

Ας ακούσουμε λοιπόν τα λόγια αυτά. Όσο είναι καιρός ας επιληφθούμε τη σωτηρία μας, ας πάρουμε λάδι στις λαμπάδες, ας καλλιεργήσουμε το τάλαντο· διότι εάν ολιγωρήσουμε και εάν διερχόμαστε τον χρόνο μας εδώ χωρίς να εργαζόμαστε, δεν θα μας ελεήσει κανείς εκεί, έστω και αν χύσουμε μύρια δάκρυα. Κατηγόρησε τον εαυτό του και εκείνος που είχε βρωμερά ενδύματα, αλλά δεν ωφέλησε τίποτε. Επέστρεψε και ό,τι του εμπιστεύθηκε και εκείνος που έλαβε το ένα τάλαντο, και όμως καταδικάστηκε. Παρακάλεσαν και οι πέντε μωρές παρθένοι και προσήλθαν και έκρουσαν τη θύρα αλλά όμως όλα απέβησαν μάταια .

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας προσφέρουμε και χρήματα και προθυμία και προστασία και όλα για την ωφέλεια του πλησίον· διότι ως «τάλαντα» εδώ εννοείται η δύναμη του καθενός, είτε σε προστασία, είτε σε χρήματα, είτε σε διδασκαλία, είτε σε οποιοδήποτε παρόμοιο πράγμα. Ας μην προφασίζεται κανείς ότι «ένα μόνο τάλαντο έχω και δεν μπορώ να κάνω τίποτε»· διότι μπορείς και με ένα να προκόψεις. Διότι δεν είσαι πτωχότερος από εκείνη τη χήρα[Μαρκ.12,42: «Κα πολλο πλούσιοι βαλλον πολλά· κα λθοσα μία χήρα πτωχ βαλε λεπτ δύο, στι κοδράντης κα προσκαλεσάμενος τος μαθητς ατο επεν ατος· μν λέγω μν τι χήρα πτωχ ατη πλεον πάντων βαλε τν βαλλόντων ες τ γαζοφυλάκιον· πάντες γρ κ το περισσεύοντος ατος βαλον· ατη δ κ τς στερήσεως ατς πάντα σα εχεν βαλεν, λον τν βίον ατς (:Και πολλοί πλούσιοι έριχναν πολλά χρήματα στο ειδικό κουτί για τους φτωχούς. Ήλθε και μια φτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη. Κάλεσε τότε ο Ιησούς τους μαθητές Του και τους είπε: ‘’Αληθινά σας λέω ότι η φτωχή αυτή χήρα έριξε περισσότερα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρήματα στο θησαυροφυλάκιο· διότι όλοι αυτοί έριξαν απ’ το περίσσευμά τους. Αυτή όμως έριξε από το υστέρημά της και από την τέλεια φτώχειά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της’’)»].

Ούτε είσαι περισσότερο φτωχός και ακαλλιέργητος από τον Πέτρο και τον Ιωάννη[βλ. Πράξ.3,6: «Επε δ Πέτρος· ργύριον κα χρυσίον οχ πάρχει μοι· δ χω τοτό σοι δίδωμι· ν τ νόματι ησο Χριστο το Ναζωραίου γειρε κα περιπάτει (:Αλλά ο Πέτρος του είπε: ‘’Ούτε ασημένια ούτε χρυσά νομίσματα έχω. Εκείνο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύναμη που δίνει η επίκληση με πίστη του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περπάτα’’)»], οι οποίοι και άπειροι ήσαν και αγράμματοι, αλλά όμως επειδή έδειξαν προθυμία και έκαναν τα πάντα για το κοινό συμφέρον, κέρδισαν τους ουρανούς· διότι τίποτε δεν αγαπά ο Θεός τόσο, όσο το να ζούμε εξυπηρετώντας τους πάντες.

Γι’ αυτό μας έδωσε ο Θεός τον λόγο και τα χέρια και τα πόδια και τη σωματική δύναμη και τον νου και τη φρόνηση, για να τα χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά και για τη δική μας σωτηρία, αλλά και για την ωφέλεια του πλησίον· διότι ο λόγος δεν είναι χρήσιμος μόνο για να υμνούμε και να ευχαριστούμε, αλλά είναι χρήσιμος και στο να διδάσκουμε και να παραινούμε. Και εάν μεν τον χρησιμοποιήσουμε για αυτόν τον σκοπό, μιμούμαστε τον Δεσπότη· εάν όμως για τα αντίθετα, τότε μιμούμαστε τον διάβολο.

Διότι και ο Πέτρος, όταν μεν ομολόγησε τον Χριστό, μακαρίστηκε επειδή ομολόγησε τα λόγια του Πατρός[Ματθ.16,16-18: «ποκριθες δ Σίμων Πέτρος επε· σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος. Κα ποκριθες ησος επεν ατ· μακάριος ε, Σίμων Βαριων, τι σάρξ κα αμα οκ πεκάλυψέ σοι, λλ᾿ πατήρ μου ν τος ορανος. Κγ δέ σοι λέγω τι σ ε Πέτρος, κα π ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τν κκλησίαν, κα πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς(:Ο Σίμων Πέτρος τότε του αποκρίθηκε: ‘’Εσύ είσαι ο Χριστός, ο φυσικός και μονογενής Υιός του Θεού, που δεν είναι νεκρός όπως τα είδωλα, αλλά ζει παντοτινά”. Τότε του αποκρίθηκε ο Ιησούς: “Μακάριος και ευτυχισμένος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, διότι την αλήθεια αυτή της ορθής πίστεως δεν σου τη φανέρωσε κανείς άνθρωπος, αλλά ο Πατέρας μου που είναι στους ουρανούς. Κι εγώ λοιπόν σου λέω ότι εσύ είσαι Πέτρος, και επάνω στο βράχο της αληθινής πίστεως που ομολόγησες, κι έγινες με την ομολογία σου αυτή ο πρώτος λίθος της πνευματικής μου οικοδομής, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και αθάνατη”)»].

Αντίθετα, όταν παρακαλούσε τον Κύριο να αποφύγει τη σταύρωση, επιτιμήθηκε πολύ, διότι φρονούσε εκείνα που αρέσουν στον διάβολο[Ματθ.16,22-23:«Κα προσλαβόμενος ατν Πέτρος ρξατο πιτιμν ατ λέγων· λεώς σοι, Κύριε· ο μ σται σοι τοτο. δ στραφες επε τ Πέτρ· παγε πίσω μου, σαταν· σκάνδαλόν μου ε· τι ο φρονες τ το Θεο, λλ τ τν νθρώπων(:Τότε ο Πέτρος, αφού Τον πήρε ιδιαιτέρως, άρχισε ζωηρά να Τον προτρέπει και να Του λέει: ‘’Ο Θεός να σε φυλάξει απ’ αυτό, Κύριε. Δεν πρέπει να συμβεί αυτό που είπες σε σένα τον Μεσσία”. Ο Κύριος όμως στράφηκε στον Πέτρο και του είπε: ‘’Πήγαινε πίσω μου και φύγε από μπροστά μου, σατανά˙ μου είσαι εμπόδιο στον δρόμο του καθήκοντός μου και πειρασμός. Διότι δεν φρονείς εκείνα που αρέσουν στον Θεό, αλλά εκείνα που αρέσουν στους ανθρώπους’’)»]. Και εάν στην περίπτωση εκείνη, που αυτό που ειπώθηκε από τον Πέτρο ήταν συνέπεια άγνοιας, τόση ήταν η κατηγορία, ποια συγνώμη θα έχουμε, όταν αμαρτάνουμε τόσο πολύ με τη θέλησή μας;

Ας ομιλούμε λοιπόν έτσι, ώστε από την ομιλία μας να γίνονται φανερά τα λόγια του Χριστού. Διότι δεν λέγω τα λόγια του Χριστού εάν πω μονάχα: «ργύριον κα χρυσίον οχ πάρχει μοι· δ χω τοτό σοι δίδωμι· ν τ νόματι ησο Χριστο το Ναζωραίου γειρε κα περιπάτει(:Ούτε ασημένια ούτε χρυσά νομίσματα έχω. Εκείνο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύναμη που δίνει η επίκληση με πίστη του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περπάτα’’)»[Πράξ.3,6], ούτε αν πω «Ταβιθά, νάστηθι(:Ταβιθά, σήκω)»[Πράξ.9,40]. Αλλά πολύ περισσότερο, όταν ενώ υβρίζομαι, ευλογώ, ενώ απειλούμαι, προσεύχομαι υπέρ εκείνου που με απειλεί[Ματθ.5,44: «γ δ λέγω μν, γαπτε τος χθρος μν, ελογετε τος καταρωμένους μς, καλς ποιετε τος μισοσιν μς κα προσεύχεσθε πρ τν πηρεαζόντων μς κα διωκόντων μς(:Εγώ όμως σας λέω να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να εύχεσθε στο Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας καταριούνται, να ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν και να προσεύχεσθε για χάρη εκείνων που σας μεταχειρίζονται υβριστικά και περιφρονητικά και σας καταδιώκουν άδικα, ακόμη κι όταν ο διωγμός τους αυτός σας γίνεται για τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις)»].

Άλλοτε μεν λοιπόν έλεγα ότι η γλώσσα μας είναι χέρι το οποίο ψαύει τα πόδια του Θεού· τώρα όμως με πολλή επίταση λέγω ότι η γλώσσα μας είναι γλώσσα, η οποία μιμείται τη γλώσσα του Χριστού, όταν επιδεικνύει την πρέπουσα προσοχή, όταν ομιλούμε όσα Εκείνος θέλει. Ποια λοιπόν είναι αυτά που Εκείνος θέλει να ομιλούμε; Είναι τα γεμάτα επιείκεια και πραότητα λόγια. Όπως λοιπόν ομιλούσε και Εκείνος, λέγοντας προς όσους Τον ύβριζαν: «λθε γρ ωάννης μήτε σθίων μήτε πίνων, κα λέγουσι· δαιμόνιον χει λθεν υἱὸς το νθρώπου σθίων κα πίνων, κα λέγουσιν· δο νθρωπος φάγος κα ονοπότης, τελωνν φίλος κα μαρτωλν. κα δικαιώθη σοφία π τν τέκνων ατς! (: Οι άνθρωποι της γενιάς αυτής είναι δύστροποι και δεν μπορεί κανείς να τους βρει πουθενά. Διότι ήλθε ο Ιωάννης, ο οποίος ούτε έτρωγε ούτε έπινε όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλά ζούσε ασκητικά, και είπαν γι’ αυτόν: ‘’Είναι ακοινώνητος και μελαγχολικός και έχει μέσα του δαιμόνιο’’. Ήλθε ο υιός του ανθρώπου, που τρώει και πίνει ως εγκρατής αλλά κοινωνικός άνθρωπος, και λένε: ‘’Να ένας άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών’’. Κι έτσι θαυμάσθηκε η θεία σοφία επειδή είναι δίκαιη και εργάσθηκε σοφά για τη σωτηρία των ανθρώπων όχι από όλους, όπως θα έπρεπε, αλλά μόνο απ’ τους ανθρώπους που είναι πραγματικά συνετοί κι έχουν πνεύμα σοφίας)»[Ματθ.11,18-19], και αλλού: «πεκρίθη ατ ησος· ε κακς λάλησα, μαρτύρησον περ το κακο· ε δ καλς, τί με δέρεις;(:Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: ’’Εάν είπα κάτι κακό, απόδειξε ενώπιον του δικαστηρίου με κανονική μαρτυρία ποιο ήταν αυτό το κακό. Εάν όμως μίλησα καλά, γιατί με χτυπάς;’’)» [Ιω.18,23], εάν έτσι ομιλείς και εσύ, εάν ομιλείς αποβλέποντας στη διόρθωση του πλησίον, έχεις γλώσσα η οποία ομοιάζει προς Εκείνη.

Και αυτά τα λέγει ο ίδιος ο Θεός· διότι λέγει: «Δι τοτο τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν πιστρέψς, κα ποκαταστήσω σε, κα πρ προσώπου μου στήσ· κα ἐὰν ξαγάγς τίμιον π ναξίου, ς τ στόμα μου σ· κα ναστρέψουσιν ατο πρς σέ, κα σ οκ ναστρέψεις πρός ατούς(:Για τον λόγο αυτόν αυτά λέει ο Κύριος προς τον προφήτη: ’’Εάν επιστρέψεις προς εμένα με πίστη και ειλικρίνεια, θα σε αποκαταστήσω στην πρότερη θέση σου και θα σου δώσω το δικαίωμα με θάρρος να στέκεις ενώπιόν μου. Εάν ξεχωρίσεις τον αληθινό και τίμιο λόγο μου από τον ανάξιο και ψευδή, θα είσαι εσύ σαν το δικό μου στόμα, και τότε θα επιστρέψουν οι άλλοι προς εσένα, εσύ όμως δε θα επιστρέψεις προς αυτούς’’)»[Ιερ.15,19].

Όταν λοιπόν η γλώσσα σου είναι όπως η γλώσσα του Χριστού, και το στόμα σου γίνει στόμα του Πατρός, και είσαι ναός του Αγίου Πνεύματος, ποια τιμή θα μπορούσε να γίνει ισάξια προς αυτήν; Διότι ούτε εάν το στόμα σου ήταν κατασκευασμένο από χρυσάφι, ούτε αν ήταν από πολύτιμους λίθους, θα έλαμπε τόσο, όπως τώρα, φωτιζόμενο από τον κόσμο της επιείκειας. Διότι, τι είναι πιο ποθητό από ένα στόμα που δεν ξέρει να υβρίζει, αλλά έχει μάθει να ευλογεί και ομιλεί χρηστά; Εάν όμως δεν ανέχεσαι να ευλογείς εκείνον που σε καταριέται, σώπα, και αυτό κάνε το στην αρχή. Έπειτα βαδίζοντας στην οδό και προσέχοντας όπως πρέπει, θα φτάσεις και σε εκείνο και θα αποκτήσεις στόμα τέτοιο που είπαμε.

Και μη νομίσεις πως είναι τολμηρό αυτό που είπα· διότι ο Δεσπότης είναι φιλάνθρωπος και αυτό θα σου δοθεί σαν δώρο της αγαθότητάς Του. Τολμηρό είναι να έχει στόμα που να ομοιάζει τον διάβολο, να έχει γλώσσα όμοια προς πονηρό δαίμονα, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνος ο οποίος συμμετέχει σε τόσο μεγάλα μυστήρια και κοινωνεί την ίδια τη σάρκα του Δεσπότου. Αναλογιζόμενος λοιπόν αυτά, γίνε όπως ταιριάζει σε Εκείνον όσο μπορείς. Όταν λοιπόν γίνεις τέτοιος, δε θα μπορέσει ο διάβολος πλέον να σε δει κατά πρόσωπο. Διότι διακρίνει τον χαρακτήρα τον βασιλικό· γνωρίζει τα όπλα του Χριστού, με τα οποία ηττήθηκε. Και ποια είναι αυτά; Η επιείκεια και η πραότητα· διότι όταν κατά τους πειρασμούς τον ξέσχισε ο Κύριος στο όρος και τον εξέπληξε[βλ.Ματθ.4,1-11], δεν ήταν γνωστό ότι ήταν Χριστός, αλλά τον έδιωξε με τα λόγια μόνο, τον νίκησε με την επιείκεια, τον κατατρόπωσε με την πραότητα.

Αυτό κάνε και εσύ. Όταν δεις άνθρωπο ο οποίος έγινε διάβολος και σε πλησιάζει, έτσι νίκησέ τον και εσύ. Σου έδωσε ο Χριστός τη δύναμη να του μοιάσεις όσο εξαρτάται από εσένα. Μη φοβηθείς ακούγοντας αυτό. Φόβος είναι να μη γίνεις όπως Εκείνος. Μίλα λοιπόν όπως Εκείνος και έγινες ως προς αυτό τέτοιος που είναι Εκείνος, όσο μπορεί κανένας άνθρωπος να γίνει. Για τον λόγο αυτόν είναι ανώτερος εκείνος που ομιλεί έτσι, δηλαδή με επιείκεια και πραότητα απέναντι σε όλους, παρά εκείνος που προφητεύει. Διότι η μεν προφητεία ολόκληρη είναι χάρισμα· εδώ όμως χρειάζεται και κόπος δικός σου και ιδρώτας. Δίδαξε την ψυχή σου να σου διαπλάσει το στόμα έτσι που να μοιάζει το στόμα του Χριστού. Διότι μπορεί να δημιουργήσει τέτοια, εάν θέλει. Γνωρίζει τον τρόπο, εάν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ράθυμος. «Και πώς διαπλάθεται ένα τέτοιο στόμα;», ίσως ρωτήσει κάποιος. «Με ποια χρώματα; Με ποιο υλικό;». Με κανένα υλικό βέβαια και χρώμα, παρά μόνο με αρετή και επιείκεια και ταπεινοφροσύνη.

Ας δούμε πώς διαπλάθεται και το στόμα του διαβόλου, για να μην κατασκευάσουμε ποτέ εκείνο. Πώς πλάσσεται λοιπόν; Με κατάρες, με ύβρεις, με βασκανίες, με επιορκίες· διότι όταν κάποιος χρησιμοποιεί τα δικά λόγια του αντικείμενου, λαμβάνει και τη γλώσσα του. Ποια λοιπόν συγχώρηση θα έχουμε, ή μάλλον ποια τιμωρία δε θα υποστούμε, όταν επιτρέπουμε στη γλώσσα, με την οποία αξιωθήκαμε να γευθούμε τη σάρκα του Δεσπότη, να χρησιμοποιεί λόγια του διαβόλου; Ας μην της επιτρέψουμε λοιπόν, αλλά ας καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να την εκπαιδεύσουμε να μιμείται τον Δεσπότη της· διότι αν την διδάξουμε αυτό, με πολλή παρρησία θα μας τοποθετήσει στο βήμα του Χριστού. Εάν κανείς δεν γνωρίζει να ομιλεί έτσι, ούτε ο δικαστής θα τον ακούσει· διότι όπως, όταν συμβεί να είναι Ρωμαίος ο δικαστής, δε θα ακούσει εκείνον που απολογείται και δεν γνωρίζει να ομιλεί ρωμαϊκά, έτσι και ο Χριστός, αν δεν ομιλείς με τον δικό Του τρόπο, δεν θα σε ακούσει, ούτε θα σε προσέξει.

Ας μάθουμε λοιπόν να ομιλούμε έτσι, όπως συνήθισε να ακούει ο βασιλιάς ο δικός μας· ας προσπαθήσουμε να μιμούμαστε τη γλώσσα εκείνη. Και αν βρεθείς σε πένθος, πρόσεχε να μη σου διαστρεβλώσει το στόμα η μεγάλη λύπη, αλλά να ομιλήσεις όπως ο Χριστός· διότι πένθησε και Αυτός τον Λάζαρο[Ιω.11,33-35: «ησος ον ς εδεν ατν κλαίουσαν κα τος συνελθόντας ατ ουδαίους κλαίοντας, νεβριμήσατο τ πνεύματι κα τάραξεν αυτόν, κα επε· πο τεθείκατε ατόν; λέγουσιν ατ· Κύριε, ρχου κα δε. δάκρυσεν ησος(:Ο Ιησούς λοιπόν, όταν την είδε να κλαίει, και μαζί της να κλαίνε και οι Ιουδαίοι που είχαν έλθει πίσω της, συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό. Και με φωνή ήρεμη, που δεν διακοπτόταν από λυγμούς, είπε: ‘’Πού τον έχετε βάλει;’’. Όσοι ήταν εκεί του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών)» και τον Ιούδα.

Αν βρεθείς σε φόβο, φρόντισε πάλι να ομιλήσεις όπως Εκείνος· διότι βρέθηκε και Αυτός σε φόβο για εσένα κατ’ οικονομίαν. Πες και εσύ: «Πάτερ, ε βούλει παρενεγκεν τοτο τ ποτήριον π᾿ μο· πλν μ τ θέλημά μου, λλ τ σν γινέσθω(:Πάτερ, εάν είναι θέλημά Σου να απομακρύνεις το ποτήριο αυτό του θανάτου από Εμένα, απομάκρυνέ το. Ας μη γίνει όμως αυτό που θέλει η ανθρώπινη φύση μου λόγω της φυσικής της αποστροφής προς το θάνατο, αλλά αυτό που θέλεις Εσύ)»[Λουκ.22,42]. Και όταν κλαις, δάκρυσε ήρεμα όπως Εκείνος. Και όταν βρεθείς σε σκευωρίες και λύπη, και αυτά αντιμετώπισέ τα όπως ο Χριστός· διότι και μηχανορραφίες αντιμετώπισε και λυπήθηκε, αλλά είπε: «Περίλυπός στιν ψυχή μου ως θανάτου· μείνατε δε κα γρηγορετε μετ᾿ μο(:Η ψυχή μου είναι τόσο πολύ λυπημένη, ώστε να κινδυνεύω να πεθάνω απ’ τη λύπη. Μείνετε εδώ άγρυπνοι μαζί μου)»[Ματθ.26,38].

Και σου παρείχε όλα τα υποδείγματα, για να τηρείς αυτά ως μέτρο και να μην καταστρατηγείς τους κανόνες που σου έχουν δοθεί. Έτσι θα μπορέσεις να έχεις στόμα, όμοιο με το στόμα Εκείνου. Έτσι, ενώ θα βαδίζεις επάνω στη γη, θα επιδεικνύεις σε μας γλώσσα όμοια προς τη γλώσσα Εκείνου που κάθεται στον ουρανό, διατηρώντας το μέτρο στη λύπη, στην οργή, στο πένθος, στην αγωνία. Πόσοι από σας είναι εκείνοι που επιθυμούν να δουν τη μορφή Του;

Να λοιπόν, ότι είναι δυνατό όχι μόνο να Τον δούμε, αλλά και να γίνουμε σαν Αυτόν, εάν προσπαθήσουμε. Ας μην αναβάλλουμε λοιπόν· διότι δεν αγαπά τόσο το στόμα των προφητών, όσο εκείνο των επιεικών και πράων ανθρώπων. «Πολλο(:Πολλοί)», λέγει, «ροσί μοι ν κείν τ μέρ· Κύριε Κύριε, ο τ σ νόματι προεφητεύσαμεν, κα τ σ νόματι δαιμόνια ξεβάλομεν, κα τ σ νόματι δυνάμεις πολλς ποιήσαμεν; (:θα μου πουν εκείνη την ημέρα της κρίσεως: “Κύριε, Κύριε, στο όνομά σου δεν προφητεύσαμε, πιστεύοντας ότι είσαι ο Μεσσίας και Υιός του Θεού; και πιστεύοντας σε σένα δεν βγάλαμε δαιμόνια; Και πιστεύοντας σε σένα δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τώρα λοιπόν δεν θα μπούμε στη βασιλεία σου;”)»[Ματθ.7,22].

Το στόμα επίσης του Μωυσή, επειδή ήταν πολύ επιεικής και πράος( διότι λέγει η Γραφή: «Κα νθρωπος Μωυσς πραΰς σφόδρα παρ πάντας τος νθρώπους τος ντας π τς γς(:Ο Μωυσής όμως ήταν άνθρωπος πολύ πράος, πραότερος από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονταν στη γη, και δε θύμωσε για όσα έλεγαν εναντίον του οι αδελφοί του)» [Αριθμ.12,3], τόσο πολύ το ποθούσε και το αγαπούσε, ώστε να πει: «Κα λάλησε Κύριος πρς Μωυσν νώπιος νωπί, ς ε τις λαλήσει πρς τν αυτο φίλον. Κα πελύετο ες τν παρεμβολήν, δ θεράπων ησος υἱὸς Ναυ νέος οκ ξεπορεύετο κ τς σκηνς(:Εκεί μίλησε ο Κύριος προς τον Μωυσή κατά τρόπο προσωπικό και οικείο, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλο του. Όταν ο Μωυσής, αναχωρώντας από τη σκηνή του, επισκεπτόταν το στρατόπεδο, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπηρετούσε, δεν έβγαινε από τη σκηνή, αλλά έμενε μέσα σε αυτήν)» [Εξ.33,11]· βλ. και Αριθμ. 12,8: «Στόμα κατ στόμα λαλήσω ατ, ν εδει κα ο δι᾿ ανιγμάτων, κα τν δόξαν Κυρίου εδε· κα διατί οκ φοβήθητε καταλαλσαι κατ το θεράποντός μου Μωυσ;(: Στόμα με στόμα μίλησα προς αυτόν, κατά πρόσωπο και όχι με παραβολές και σύμβολα. Αυτός είδε τη δόξα του Κυρίου. Εσείς γιατί δεν φοβηθήκατε να καταλαλήσετε ένα τέτοιον υπηρέτη μου, όπως είναι ο Μωυσής;’’)»].

Δεν θα διατάσσεις τους δαίμονες τώρα, αλλά θα διατάσσεις τότε το πυρ της γεένης, εάν έχεις το στόμα σου όμοιο προς το στόμα του Χριστού. Θα διατάσσεις την άβυσσο του πυρός και θα λέγεις: «Σιώπα, πεφίμωσο(:Σώπα, φιμώσου)»[Μάρκ.4,39] και με πολλή παρρησία θα ανεβείς στους ουρανούς και θα απολαύσεις τη βασιλεία, την οποία είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, η δόξα, η δύναμη, η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 12, Υπόμνημα στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, ομιλία ΟΗ΄, σελίδες 89-103.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 69, σελ. 18-27.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Ε (Κυριακοδρόμιο Β΄)

Ο Θεὸς δημιουργεῖ ἀνισότητες καὶ οἱ ἄνθρωποι γογγύζουν γι’ αὐτό. Εἶναι σοφότεροι ἀπὸ τὸ Θεὸ οἱ ἄνθρωποι; Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δημιουργεῖ ἀνισότητες, σημαίνει πῶς ἡ ἀνισότητα εἶναι σοφότερη καὶ καλλίτερη ἀπὸ τὴν ἰσότητα. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὴν ἀνισότητα γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώπου, μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὸ καλὸ στὴν ἀνισότητά τους. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὴν ἀνισότητα λόγῳ τοῦ κάλλους τῆς ἀνισότητας, οἱ ἄνθρωποι ὅμως δὲ βλέπουν κανένα κάλλος σ’ αὐτήν. Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὴν ἀνισότητα ἀπὸ ἀγάπη, ποὺ ἀναπτύσσεται καὶ συντηρεῖται ἀπὸ τὴν ἀνισότητα, ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲ βλέπει καμιὰ ἀγάπη σ’ αὐτήν.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πρωτόγονη ἀνθρώπινη ἐπανάσταση τῆς τυφλότητας ἐνάντια στὴν ἐνόραση, τῆς ἀφροσύνης ἐνάντια στὴ σοφία τοῦ κακοῦ ἐνάντια στὸ καλό, τῆς ἀσχήμιας ἐνάντια στὴν ὡραιότητα, τοῦ φθόνου ἐνάντια στὴν ἀγάπη. Ἡ Εὔα κι ὁ Ἀδὰμ παραδόθηκαν στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ γίνουν ἰσόθεοι. Ὁ Κάιν σκότωσε τὸν ἀδερφὸ τοῦ Ἄβελ, ἐπειδὴ οἱ θυσίες τους δὲ φάνηκαν ἐξίσου ἀρεστὲς στὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ὡς σήμερα οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔκαναν πολέμους λόγῳ τῆς ἀνισότητας. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε δημιουργήσει τὴν ἀνισότητα πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς κι αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μαζί μας. Καὶ λέμε πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δημιούργησε καὶ τοὺς ἀγγέλους ἄνισους.

Ἦταν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἄνισοι οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά: στὸν πλοῦτο, στὴ δύναμη, στὴν κοινωνικὴ θέση. στὴ σοφία κ.τ.ό. Δὲ θέλει ὅμως νὰ ὑπάρχει κανένα εἶδος ἀνταγωνιστικότητας. «Μὴ κατακλιθῆς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν» (Λουκ. ἴδ’ 8), δίδαξε ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἐκεῖνο ποὺ θέλει ὁ Θεός, εἶναι νὰ ὑπάρχει ἀνταγωνιστικότητα στὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἀρετῶν: τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπείνωσης, τῆς πραότητας καὶ τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ χαρίσματα, ἂν καὶ θεωρεῖ τὰ ἐξωτερικὰ χαρίσματα κατώτερα καὶ πιὸ ἀσήμαντα ἀπὸ τὰ ἐσωτερικά. Ἔδωσε τὰ ἐξωτερικὰ χαρίσματα τόσο στὰ ζῶα ὅσο καὶ στὸν ἄνθρωπο. Σκόρπισε τὸν πλούσιο θησαυρό των ἐσωτερικῶν χαρισμάτων ὅμως μόνο στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους κάτι παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ἔδωσε στὰ ζῶα. Γι’ αὐτὸ κι ἔχει περισσότερες ἀπαιτήσεις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι αὐτὸ τὸ παραπάνω ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους, συνίσταται στὶς πνευματικὲς δωρεές.

Ό Θεὸς ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὰ ἐξωτερικὰ χαρίσματα, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὰ ἐσωτερικά. Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ χαρίσματα λειτουργοῦν ὡς μέσα στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Ὅλα τὰ πρόσκαιρα εἶναι προγραμματισμένα νὰ ὑπηρετοῦν τὰ αἰώνια, ὅλα τὰ θνητὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὰ ἀθάνατα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ λειτουργεῖ ἀντίθετα, ποὺ δαπανᾶ ὅλα τὰ πνευματικά του χαρίσματα ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἐξωτερικῶν, πρόσκαιρων ἀγαθῶν, πλούτου, δύναμης, ἐπίγειας δόξας κλπ. εἶναι σάν το γιὸ ποὺ κληρονομεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του μεγάλο πλοῦτο καὶ τὸν ξοδεύει ὅλο γιὰ ν’ ἀγοράσει στάχτες.

Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔνιωσαν μέσα τους τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς προίκισε ὁ Θεός, ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ ἔχουν πολὺ λίγη σημασία, ὅπως εἶναι τὸ δημοτικὸ σχολεῖο σ’ ἐκεῖνον ποὺ προχώρησε σὲ ὑψηλότερα στάδια ἐκπαίδευσης. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται ν’ ἀποκτήσουν ἐξωτερικὰ χαρίσματα εἶναι οἱ ἄφρονες, ὄχι οἱ σοφοί. Οἱ σοφοὶ ἀποδύονται σὲ σκληρότερους μὰ πιὸ ἀποδοτικοὺς ἀγῶνες, ὥστε νὰ πολλαπλασιάσουν τὰ ἐσωτερικά τους χαρίσματα. Γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἰσότητα ἀγωνίζονται ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μποροῦν ἢ δὲν τολμοῦν νὰ κοιτάξουν μέσα τους, ποὺ δὲν βάζουν τὸν ἑαυτό τους ν’ ἀγωνιστεῖ στὸν ἐσωτερικὸ καὶ σπουδαιότερο χῶρο τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τους.

Ό Θεὸς δὲν ἐκτιμᾶ τί εἶναι ἢ τί ἔχει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, πῶς ντύνεται, πῶς τρέφεται, πῶς διδάσκεται ἢ πόσο τὸν ἐκτιμοῦν οἱ ἄλλοι. Ὁ Θεὸς κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς δὲν προσέχει τὴν ἐξωτερικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴν ἐσωτερική του πρόοδο, τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὸν ἐμπλουτισμό του ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Γι’ αὐτὰ μᾶς μιλάει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων, δηλαδὴ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δείχνει τὴ μεγάλη ἐσωτερικὴ ἀνισότητα τῶν ἀνθρώπων στὴν ἴδια τους τὴ φύση. Δείχνει ὅμως καὶ πολὺ περισσότερα. Στὴν ὑψιπετῆ πτήση της ἢ παραβολὴ αὐτὴ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Ἄν μποροῦσε καὶ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσει στὴν πληρότητά της τὴ διδαχὴ τῆς παραβολῆς αὐτῆς καὶ νὰ τὴν τηρήσει στὴ ζωή του, θὰ κέρδιζε τὴν αἰώνια σωτηρία του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

«Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τα ὑπάρχοντα αὐτοῦ καὶ ὦ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ὦ δὲ δύο, ὦ δὲ ἔν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως» (Ματθ. κέ’ 14,15). Μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐδῶ πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὸν παντογνώστη Θεό, τὸν Δοτήρα παντὸς ἀγαθοῦ. Δοῦλοι εἶναι οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἄνθρωποι. Ἀποδημία τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ λογαριαστεῖ ἢ μακροθυμία Του. Τάλαντα εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ λογικὰ πλάσματά Του. Τὸ ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματά του Θεοῦ εἶναι μεγάλα, φαίνεται ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ὀνομασία τους, τὰ «τάλαντα». Τάλαντο ἦταν ἕνα νόμισμα μεγάλης ἀξίας, ἴσο μὲ τὴν ἀξία πέντε χρυσῶν δουκάτων. Ἐπαναλαμβάνουμε πῶς ὁ Κύριος σκόπιμα ὀνόμασε τὰ χαρίσματά Τοῦ «τάλαντα», γιὰ νὰ δείξει πῶς ἀξίζουν πολύ, πῶς ὁ μεγαλόδωρος Δημιουργὸς προίκισε πλούσια τὰ πλάσματά Του. Εἶναι τόσο μεγάλα τὰ χαρίσματα αὐτά, ὥστε ἀκόμα κι αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πρέπει νὰ ὑπολογίσουμε πῶς ἔλαβε ἀρκετά. Ὁ ἄνθρωπος ὑποδηλώνει τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πῶς ἦταν «ἄνθρωπός τις εὐγενής» (Λουκ. ἴθ’ 12). Εὐγενὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου.

Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε καθαρὰ κι ἀπὸ ἄλλα λόγια τῆς ἴδιας εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώρας μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι» (αὐτ.). Μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ γὰ νὰ λάβει τὴ Βασιλεία Του καὶ ὑποσχέθηκε πῶς θὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ ὡς Κριτής.

Ὅταν κατανοήσουμε ὡς ἄνθρωπο τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τότε δοῦλοι Του εἶναι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει χορηγήσει πολλὰ χαρίσματα στὸν καθένα τους (μέσα ἀπὸ τὴ διαφορετικότητα καὶ τὴν ἀνισότητά τους). Ἔτσι ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ φτάνουν στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ στὴν τελείωσή τους. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτὸς ἔστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἑκάστῳ δὲ δίδοται η φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον…πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἔν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α’ Κορ. ἴβ’ 4-7,11).

Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὅλοι οἱ πιστοὶ δέχονται πλούσια τὰ χαρίσματα αὐτά. Μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐνισχύονται καὶ πολλαπλασιάζονται ἀπὸ τὸ Θεό.

Μὲ τὰ πέντε τάλαντα οἱ ἑρμηνευτὲς κατανοοῦν τίς πέντε αἰσθήσεις, μὲ τὰ δύο τάλαντα τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ ἕνα τάλαντο τὴν ἑνιαία ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πέντε σωματικὲς αἰσθήσεις δόθηκαν στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ πνεῦμα καὶ τὴ σωτηρία του. Ἀνήκει στὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπηρετήσει το Θεὸ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἐμπλουτίσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ καλὰ ἔργα. Όλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀφεθεῖ στὴ διάθεση τοῦ Θεοῦ.

Στὴν παιδική του ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ τίς πέντε αἰσθήσεις του. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπόλυτα σωματικὴ ζωή. Ὅταν ὡριμάσει ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τὴ δυαδικότητά του καὶ τὸν πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Στὴν πλήρη πνευματικὴ ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ὡς ἑνιαῖο πνεῦμα, ξεπερνῶντας τὴ διαίρεση τοῦ ἑαυτοῦ του σὲ πέντε ἢ σὲ δύο. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πλήρη ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ νικητῆ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνυπακοὴ στὸ Θεό. Ὅταν φτάσει στὰ μέγιστα ὕψη, τότε πέφτει στὴ μεγαλύτερη καταστροφὴ καὶ θάβει τὰ ταλέντα του στὴ γῆ.

Ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή του, ὅσα δηλαδὴ μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντέξει καὶ νὰ χρησιμοποιήσει. Ὁ Θεὸς βέβαια δίνει στὸν καθένα ἀνάλογα καὶ μὲ τὸ σχέδιο τῆς θείας Του Πρόνοιας. Ὅλα τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας δὲν ἔχουν τίς ἴδιες ἱκανότητες γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἴδια δουλειά. Ἕνας ἔχει μερικὲς ἱκανότητες κι ἄλλος κάποιες ἄλλες. Ὁ καθένας προσφέρει ἀνάλογα μὲ τίς δικές του ἱκανότητες.

Καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. Τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνουν τὴν ταχύτητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸ ἔκανε γρήγορα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ χάρη τῆς Νέας Κτίσης, γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ἔφερε σὲ πέρας τὸ ἔργο Του γρήγορα: ἀποκάλυψε καὶ χορήγησε τίς δωρεές Του κι ἀμέσως ἀκολούθησε το δρόμο Του.

Τί ἔκαναν τώρα οἱ ὑπηρέτες τὰ τάλαντα ποὺ ἔλαβαν; «Πορευθεὶς δὲ καὶ τὰ πέντε τάλαντα λαβῶν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὸ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δέ το ἐν λαβῶν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῆ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 16-18). Ὅλες οἱ ἐφαρμογὲς καὶ οἱ συναλλαγὲς ποὺ γίνονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι μιὰ εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ γίνεται ἢ ποὺ πρέπει νὰ γίνεται στὸ βασίλειο τῶν ψυχῶν τους. Ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κληρονομεῖ κάποια περιουσία, περιμένουν νὰ τὴν αὐξήσει. Ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κληρονομήσει ἀγρούς, περιμένουν νὰ τοὺς καλλιεργήσει. Ἀπὸ ἐκεῖνον ποῦ ἔμαθε κάποια δουλειά, περιμένουν νὰ τὴ χρησιμοποιήσει, τόσο γιὰ τὸ δικό του ὄφελος ὅσο καὶ γιὰ τοὺς δικούς του. Ἀπ’ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει κάποια τέχνη, ἀναμένουν νὰ τὴν μεταδώσει σὲ κάποιον ἄλλον. Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐπένδυσε χρήματα στό ἐμπόριο, περιμένουν νὰ τ’ αὐξήσει. Οἱ ἄνθρωποι κινοῦνται, ἐργάζονται, βελτιώνουν τὰ πράγματα, μαζεύουν, συναλλάσσονται, ἀγοράζουν καὶ πουλᾶνε. Ὅλοι ἀγωνίζονται ν’ ἀποκτήσουν ἐκεῖνα ποῦ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τίς σωματικές τους ἀνάγκες, προσπαθοῦν νὰ βελτιώσουν τὴν ὑγεία τους, μεριμνοῦν γιὰ τίς καθημερινὲς ἀνάγκες τους καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν καλοπέρασή τους γιὰ ὅσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἁπλᾶ ἕνα ἁδρὸ σχέδιο αὐτῶν ποὺ πρέπει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ σπουδαία ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅλες οἱ ἐξωτερικὲς ἀνάγκες μας εἶναι μιὰ εἰκόνα τῶν πνευματικῶν μας ἀναγκῶν, μιὰ ὑπενθύμιση καὶ μιὰ διδαχὴ πῶς πρέπει ν’ ἀσκοῦμε τὸν ἑαυτό μας. ὥστε νὰ φροντίζει γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ διψασμένους, γιὰ τοὺς γυμνοὺς καὶ τοὺς ἄρρωστους, τοὺς ἀκάθαρτους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά.

Ὅποιος ἀπὸ μᾶς ἔλαβε ἀπό το Θεὸ πέντε τάλαντα ἢ δύο ἢ ἕνα, τάλαντα πίστης, σοφίας. γενναιοδωρίας, φόβου Θεοῦ, δίψας γιὰ πνευματικὴ καθαρότητα καὶ δύναμη, ταπείνωσης καὶ ὑπακοῆς στὸ Θεό, πρέπει ν’ ἀγωνιστεῖ ὥστε τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ τὰ διπλασιάσει, ὅπως ἔκαναν ὁ πρῶτος κι ὁ δεύτερος δοῦλος κι ὅπως κάνουν κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ ἐμπόριο ἢ μὲ κάποια τέχνη. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν πολλαπλασιάζει τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ δόθηκε – ὅσο μεγάλο ἢ μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ χάρισμα αὐτό – θὰ κοπεῖ σὰν ἄκαρπο δέντρο καὶ θὰ καεῖ. Αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ οἰκοδεσπότης σὲ κάθε καρποφόρο δέντρο ποὺ δὲν καρποφορεῖ, ποῦ μάταια τὸ εἶχε σκάψει, τὸ εἶχε περιποιηθεῖ καὶ φράξει, θὰ κάνει κι ὁ μεγάλος Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὰ πολύτιμα δέντρα.

Προσέξτε μὲ πόση ἔκπληξη καὶ χλευασμὸ ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνον ποὺ κληρονόμησε ἐδάφη ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ δὲν κάνει τίποτα, ἀλλὰ κάθεται καὶ σπαταλᾶ τὸν πλοῦτο του στὶς προσωπικὲς σωματικὲς ἀνάγκες καὶ ἀπολαύσεις του. Οὔτε ὁ εὐτελέστερος ἀπὸ τοὺς ζητιάνους δὲν προκαλεῖ τόσο τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων, ὅσο ὁ τεμπέλης. Τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα του πνευματικὰ ὀκνηροῦ ποὺ ἔλαβε ἀπό το Θεὸ ἕνα τάλαντο πίστης ἢ σοφίας ἢ εὐγλωττίας ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο χάρισμα καὶ τὸ ἔθαψε ἀχρησιμοποίητο στὴ λάσπη τοῦ σώματός του. Δὲν τὸ αὔξησε μέ το μόχθο του, δὲν τὸ ἔδειξε σὲ κανέναν ἀπὸ ὑπερηφάνεια, δὲν ὠφέλησε κανέναν μ’ αὐτό, ἀπὸ φιλαυτία.

«Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον» (Ματθ. κέ’ 19). Ὁ Θεὸς δὲν ἀπομακρύνεται οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ βοήθειά Τοῦ συνεχίζεται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, σὰν ποτάμι ποὺ ξεχειλίζει. Ὁ καιρὸς τῆς κρίσης Του ὅμως, ὁ καιρὸς τοῦ λογαριασμοῦ ποὺ θὰ κάνει μὲ τούς ἀνθρώπους, ἀργεῖ νὰ ἔρθει. Ὁ Θεὸς εἶναι γρήγορος νὰ βοηθήσει ἐκείνους ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά Τοῦ, ἀργεῖ ὅμως νὰ ζητήσει το λογαριασμὸ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐξοργίζουν, ποὺ χαραμίζουν ἄσκοπα τὰ χαρίσματά Του. Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὴν Τελική Του Κρίση, ὅταν ἔρθει ἡ συντέλεια τοῦ χρόνου καὶ θὰ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐργάτες νὰ λάβουν το μισθό τους.

«Καὶ προσελθών καὶ τὰ πέντε τάλαντα λαβῶν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας: ἰδε ἄλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα ἐπ’ αὐτούς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβῶν εἶπε κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας: ἰδὲ δύο ἄλλα τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτούς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός. ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κέ’ 20-23).

Ἕνας ἕνας οἱ δοῦλοι ἐμφανίστηκαν στὸν κύριο τοὺς καὶ παρουσίασαν το λογαριασμό τους: πόσα ἔλαβαν καὶ πῶς τὰ διαχειρίστηκαν. Θὰ ἐμφανιστοῦμε κι ἐμεῖς ἕνας ἕνας μπροστὰ στὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ θὰ παρουσιάσουμε το λογαριασμὸ μᾶς μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μαρτύρων: πόσα λάβαμε καὶ τὴ χρήση τους κάναμε. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μείνει κρυφό. Τὸ φῶς τοῦ Κυρίου θὰ φωτίσει ὅλους ὅσοι θὰ παρευρίσκονται κι ὅλοι θὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια ὅλων, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ἄν στὴ ζωὴ αὐτὴ κατορθώσαμε νὰ διπλασιάσουμε τὰ χαρίσματά μας, θὰ παρουσιαστοῦμε στὸν Κύριο μὲ πρόσωπο λαμπερό, μὲ καρδιὰ ἐλεύθερη, ὅπως οἱ δυὸ πρῶτοι καλοὶ καὶ πιστοὶ δοῦλοι. Θὰ φωτιστοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ θὰ παραμείνουμε αἰώνια ζωντανοί, ἀκούγοντας τὰ λόγια Τοῦ: εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἀλίμονό μας ὅμως ἂν παρουσιαστοῦμε στὸν Κύριο καὶ στοὺς ἀγγέλους Τοῦ ὅπως ὁ τρίτος δοῦλος, μὲ ἄδεια χέρια, πονηροὶ καὶ ὀκνηροὶ δοῦλοι. Τί σημαίνουν τὰ λόγια, ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω; Σημαίνουν πῶς ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ λάβαμε ἀπό το Θεὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσα κι ἂν εἶναι αὐτά, εἶναι λίγα ἂν συγκριθοῦν μὲ τίς εὐλογίες ποὺ ἀναμένουν τοὺς πιστοὺς στὴ μέλλουσα βασιλεία. Ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὔς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τους ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α ́κόρ. β’ 9). Ἡ παραμικρὴ προσπάθεια ποὺ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό, ἀνταμείβεται ἀπὸ Ἐκεῖνον μὲ πλούσια καὶ βασιλικὰ δῶρα. Γι’ αὐτὸ τὸ λίγο ποῦ ὑπομένουν οἱ πιστοὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ ὑπακοὴ στὸ Θεό, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι ἢ προσπάθειά τους γιὰ τὴν ψυχή τους, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στεφανώσει μὲ δόξα τέτοια, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουν γνωρίσει ἢ φανταστεῖ βασιλεῖς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Τί ἔγινε τώρα μὲ τὸν πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ δοῦλο; «Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ το ἕν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ,οὗ διεσκόρπισας. καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῆ ἴδε ἔχεις τὸ σόν» (Ματθ. κέ’ 24-25). Ἔτσι δικαιολόγησε τὴν πονηριὰ καὶ τὴν ὀκνηρία του στὸν κύριό του ὁ τρίτος δοῦλος. Μὰ δὲν ἦταν μόνος τοῦ σ’ αὐτό. Πόσοι τέτοιοι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας, ποὺ κατηγοροῦν καὶ ἐνοχοποιοῦν τὸ Θεὸ γιὰ κάθε κακία, ἀμέλεια, ὀκνηρία καὶ φιλαυτία τους; Δὲν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν ὁμολογοῦν τὴν ἁμαρτία τους, δὲν εἶναι σίγουροι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιτίθενται στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν κακία, τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀποτυχία τους.

Κάθε λέξη ποὺ ἀπευθύνει ὁ ὀκνηρὸς δοῦλος στὸν κύριό του εἶναι ἀπόλυτα ψευδής. Ποῦ θερίζει ὁ Θεὸς ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔσπειρε; Ποῦ συνάζει ἐκεῖ ποὺ δὲ σκόρπισε; Ὑπάρχει ἔστω κι ἕνας μοναδικὸς σπόρος στὴ γῆ ποῦ δὲν τὸν ἔσπειρε ὁ Θεός; Ὑπάρχουν καλοὶ καρποὶ στὸ σύμπαν ὁλόκληρο ποὺ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ; Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι παραπονοῦνται, γιὰ παράδειγμα, ὅταν ὁ Θεός τους παίρνει τὰ παιδιά. «Δέστε, φωνάζουν, πόσο ἄσπλαχνα παίρνει τὰ παιδιὰ μᾶς πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους». Ἀπὸ ποιά ἄποψη εἶναι δικά σας τὰ παιδιά; Προτοῦ ἐσεῖς τὰ ὀνομάσετε δικά σας, δὲν ἦταν δικά Του; Καὶ γιατί πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους; Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε το χρόνο, δὲν ξέρει πότε εἶναι ὁ σωστὸς χρόνος τους; Οὔτε ἕνας ἰδιοκτήτης στὴ γῆ δὲν περιμένει νὰ ὡριμάσει ὁλόκληρο τὸ δάσος γιὰ νὰ κάνει τὴν κοπὴ τῶν δέντρων, ἀλλὰ κόβει μικρὰ ἢ μεγάλα δέντρα, ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ του, εἴτε τὰ φύτεψε πολὺ καιρὸ νωρίτερα εἴτε πρόσφατα. Ἀντὶ νὰ κατηγοροῦμε το Θεὸ καὶ νὰ καταριόμαστε Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν Όποῖο ἐξαρτᾶται ἢ κάθε ἀνάσα μας, θὰ ἦταν καλύτερα νὰ λέμε μαζὶ μὲ τὸν πολύαθλο Ἰώβ: «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτῳ καὶ ἐγένετο εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰώβ, ἅ’ 21).

Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι κατηγοροῦν το Θεὸ ὅταν τὸ χαλάζι καταστρέφει τὰ σπαρτά τους, ὅταν τὰ πλοῖα τους ποὺ εἶναι φορτωμένα μὲ ἐμπορεύματα χάνονται στὴ θάλασσα ἢ ὅταν ἀρρωσταίνουν κι εἶναι ἀβοήθητοι. Ὁ γογγυσμὸς κι ἡ ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἶναι σκληρὸ πρᾶγμα. Τὸ κάνουν αὐτὸ ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἐπειδὴ ξεχνοῦν τὴν ἁμαρτία τους, ἢ ἐπειδὴ δὲν μποροῦν ἀπ’ αὐτὰ ν’ ἀντλήσουν διδάγματα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ στὶς ψεύτικες δικαιολογίες τοῦ δούλου: «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ἤδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὔκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύριον μοῦ τους τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ» (Ματθ. κέ’ 26-27). Οἱ τραπεζῖτες κάνουν συναλλαγὲς μὲ χρήματα. Ἀνταλλάσσουν χρήματα καὶ κερδίζουν τὸν τόκο. Ἐδῶ ὅμως κρύβεται κι ἄλλο νόημα. Μὲ τοὺς τραπεζῖτες πρέπει νὰ κατανοήσουμε τοὺς εὐεργέτες. Τὰ χρήματα ὑποδηλώνουν τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Τόκος εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Βλέπετε πῶς ὅλα ὅσα γίνονται ἐδῶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. εἶναι εἰκόνα αὐτῶν ποὺ γίνονται καὶ ποὺ θὰ γίνουν στὸ πνευματικὸ βασίλειο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Ἀκόμα κι οἱ τραπεζῖτες μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν σὰν εἰκόνα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητας ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νὰ πεῖ ὁ Κύριος στὸν ὀκνηρὸ δοῦλο: Ἔλαβες ἕνα δῶρο ἀπό το Θεό. Δὲ θέλησες νὰ τὸ χρησιμοποιήσεις γιὰ τὴ σωτηρία σου. Γιατί δὲν τὸ ἔδωσες τοὐλάχιστον σὲ κάποιον εὐεργέτη. σὲ κάποιον εὐαίσθητο ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ἔδινε τὸ δῶρο αὐτὸ σὲ ἄλλους ποὺ τὸ εἶχαν ἀνάγκη καὶ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὴ σωτηρία τούς; Ἔτσι ὅταν θὰ ἐρχόμουν ‘Ἐγώ, θὰ ‘βρισκα περισσότερους ἀνθρώπους σωσμένους, πολλοὺς ποὺ θὰ ἦταν πιστοί, συμπαθεῖς καὶ ταπεινοί. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἐσὺ ἔκρυψες τὸ ταλέντο στὴ γῆ τοῦ σώματός σου, αὐτὸ σάπισε στὸν τάφο καὶ τώρα σοῦ εἶναι ἄχρηστο. Αὐτὰ θὰ πεῖ ὁ Κύριος στὴν Τελικὴ Κρίση Του.

Πόσο, ἀλήθεια, καθαρὴ ἀλλὰ καὶ φοβερὴ εἶναι ἢ διδαχὴ αὐτὴ γιὰ ἐκείνους ποὺ διαθέτουν πλοῦτο πολὺ καὶ δὲ δίνουν στοὺς φτωχούς, ἢ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν σοφία μεγάλη καὶ τὴν κλειδώνουν μέσα τους, σὰ νὰ ναὶ τάφος, ἢ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάθε εἶδος ἀγαθοῦ ἢ ἱκανότητας καὶ δὲν τὰ δείχνουν σὲ κανέναν, ἢ δύναμη μεγάλη καὶ δὲν προστατεύουν τοὺς ἀδύναμους καὶ δυστυχεῖς, ἢ ἔχουν ὄνομα δυνατό, εἶναι διάσημοι καὶ δὲ ρίχνουν οὔτε μιὰ ἀκτῖνα σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι! Τὸ καλλίτερο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς γι’ αὐτούς, εἶναι πῶς εἶναι λῃστές. Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ λογαριάζουν δικά τους, παίρνουν αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στοὺς ἄλλους καὶ κρύβουν αὐτὰ πού τους δόθηκαν. Δὲν εἶναι ἁπλᾶ λῃστὲς ἀλλὰ διαρρῆκτες. ἀφοῦ δὲν βοηθοῦν αὐτοὺς ποὺ μποροῦν καὶ δὲν τοὺς ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία τους. Ἡ ἁμαρτία τοὺς δὲν εἶναι μικρότερη ἀπὸ ἐκείνην τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ καθόταν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ μ’ ἕνα σχοινὶ κι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον ποὺ πνιγόταν, μὰ δὲν τοῦ πέταγε τὸ σχοινὶ γιὰ νὰ σωθεῖ. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Κύριος θὰ πεῖ ὁπωσδήποτε αὐτὰ ποὺ εἶπε στὸν ὀκνηρὸ δοῦλο τῆς παραβολῆς:

«Ἄρατε οὔν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι δέκα τάλαντα τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ καὶ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμός των ὀδόντων» (Ματθ. κέ’ 28-30). Πολλὲς φορὲς συμβαίνει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὥστε τὸ λίγο ποὺ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος νά του τὸ παίρνουν καὶ νὰ τὸ δίνουν σὲ κάποιον ποὺ ἔχει πολλά. Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ εἰκόνα ἐκείνων ποὺ γίνονται στὸ πνευματικὸ βασίλειο. Δὲν παίρνει κάποιος πατέρας χρήματα ἀπὸ ἕνα γιὸ ποὺ ἔχει ἔκλυτη ζωή, γιὰ νὰ τὰ δώσει στὸ σοφὸ γιό του ποὺ ξέρει πῶς νὰ τὰ χρησιμοποιήσει; Δὲν παίρνουν τὸ ὅπλο ἀπὸ ἕναν ἀναξιόπιστο στρατιώτη γιὰ νὰ τὸ δώσουν σ’ ἕναν ἄλλον ἀξιόπιστο; Ὁ Θεὸς παίρνει πίσω τα δῶρα Του ἀπὸ τοὺς ἄπιστους δούλους, ἀκόμα κι ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Σκληρόκαρδοι πλούσιοι ἄνθρωποι συχνὰ χρεωκοποῦν καὶ πεθαίνουν φτωχοί. Φίλαυτοι σoφοὶ ἄνθρωποι καταλήγουν σὲ παράνοια καὶ τρέλα. “Ἅγιοι ποῦ νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια πέφτουν στὴν ἁμαρτία καὶ τελειώνουν τὴ ζωὴ τοὺς ὼς μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Τύραννοι ἄρχοντες καταντοῦν γελοῖοι καὶ χάνουν τὴν ἐξουσία τους. Ἱερεῖς ποὺ δὲ δίδαξαν τοὺς ἄλλους μέ το λόγο ἢ τὸ παράδειγμά τους πέφτουν ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἁμαρτία, ὡσότου τελειώσουν τὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ μεγάλα βάσανα. Χέρια ποὺ δὲ θέλησαν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ μποροῦσαν, ἀρχίζουν νὰ τρέμουν ἢ νὰ σκληραίνουν, νὰ παθαίνουν ἀγκύλωση. Γλῶσσες ποῦ δὲν ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια ποὺ μποροῦσαν νὰ πούν, πρίζονται ἢ μένουν νεκρές. Καὶ γενικὰ ὅλοι ὅσοι κρύβουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τελειώνουν τὴ ζωή τους ὡς ἐπαῖτες, μὲ ἄδεια χέρια.

Ἕνα δῶρο ποὺ δόθηκε σ’ ἕναν πονηρό, σκληρὸ καὶ φίλαυτο ἄνθρωπο, δὲν τὸ παίρνουν ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό του καὶ τὸ δίνουν στοὺς στενότερους συγγενεῖς του, ποὺ τὸν κληρονομοῦν; Τὸ σπουδαιότερο πρᾶγμα εἶναι πῶς τὸ δῶρο ποὺ δόθηκε στὸν ἄπιστο τὸ παίρνουν πρῶτα, του τὸ ἀφαιροῦν κι ἔπειτα τὸν στέλνουν γιὰ νὰ καταδικαστεῖ. Ό Θεὸς δὲν καταδικάζει κανέναν ἐνῶ κρατᾶ ἀκόμα τὸ πολύτιμο δῶρο Του. Ό ἄνθρωπος ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια δικαστήρια, προτοῦ τὸν στείλουν νὰ ὑπηρετήσει τὴν ποινή του, τὸν ἀπογυμνώνουν ἀπὸ τὰ δικά του ροῦχα καὶ τοῦ φοροῦν τὴ στολὴ τῆς φυλακῆς, τὴ στολὴ τῆς καταδίκης καὶ τῆς ντροπῆς. Αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ κάθε δικασμένο ἁμαρτωλό. Πρῶτα του βγάζουν κάθε θεϊκὸ ποὺ ἔχει πάνω του καὶ μετὰ τὸν στέλνουν στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμός των ὀδόντων.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς δίνει μιὰ ξεκάθαρη διδαχὴ πῶς δὲ θὰ κατακριθεῖ ἐκεῖνος μόνο 64 6 ποὺ διαπράττει τὸ πονηρό, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποῦ δὲν πράττει τὸ καλό. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος διδάσκει: «Εἴδότι οὔν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν» (Ἰακ. δ’ 17)

Ὅλες οἱ διδαχὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τὸ παράδειγμά Του, μας συνιστοῦν νὰ κάνουμε τὸ καλό. Τὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴ διάπραξη τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ σημεῖο ἐκκίνησης. Όλόκληρος ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὅμως πρέπει νὰ στρωθεῖ μὲ λουλούδια, δηλαδὴ καλὰ ἔργα. Ἡ τέλεση καλῶν ἔργων μας βοηθάει ἄπειρα στὸ νὰ προφυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργα. Εἶναι δύσκολο νὰ προφυλαχτεὶ κανεὶς ἀπὸ τὸ κακό, ἂν ταυτόχρονα δὲν προχωρήσει στὴν τέλεση τοῦ καλοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ προφυλαχτεὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂν δὲν ἀσκήσει τὴ φιλανθρωπία.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς διαβεβαιώνει πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέριστα εὔσπλαχνος πρὸς ὅλους μας. ἀφοῦ σε κάθε πλασμένο ἄνθρωπο ἔχει δώσει καὶ κάποιο χάρισμα. Εἶναι ἀλήθεια πῶς σὲ μερικούς ἔχει δώσει περισσότερα καὶ σὲ ἄλλους λιγότερα, αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλάζει μὲ κανένα τρόπο τὴν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε πολλὰ καὶ λιγότερα ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔλαβε λίγα. Σὲ ὅλους ὅμως δόθηκαν ἀρκετὰ γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθήσουν στὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.

Θὰ εἶναι λάθος νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πῶς στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλάει μόνο γιὰ τοὺς πλούσιους αὐτοῦ κόσμου. “Ὄχι. Ὁ Χριστὸς μιλάει γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς διάκριση. Ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, ἦρθαν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κάποιο χάρισμα. Ἡ χήρα ποὺ ἔδωσε τὰ τελευταῖα δύο της λεπτὰ στὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, μὲ μέτρο τὸ χρῆμα ἦταν πάρα πολὺ φτωχή, ἦταν πολὺ πλούσια ὅμως ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς θυσίας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὴν καλὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ δώρου – μάλιστα, τοῦ δώρου τῶν δύο λεπτῶν – τὴν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἢ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον» (Μάρκ. ἴβ’ 43).

Ἄς πάρουμε ἕνα περιστατικὸ ποὺ εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ δυσερμήνευτο. Σκέψου ἕναν τυφλὸ ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ κωφάλαλος. “Ὅλη του τὴν ἐπίγεια ζωή, ἀπὸ τὴ γέννησή του ώς το θάνατο, τὴν πέρασε ζῶντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Θὰ σὲ ρωτήσει κάποιος: «Τί χάρισμα ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Πῶς μπορεῖ νὰ σωθεῖ αὐτός;»

Ἔχει κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἕνα χάρισμα καὶ μάλιστα μεγάλο. Αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τοὺς ἄλλους, οἱ ἄλλοι ὅμως τὸν βλέπουν ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἐλεημοσύνη, προκαλεῖ ὅμως τὴν ἐλεημοσύνη τῶν ἄλλων. Δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει λόγια γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὸ Θεό, λειτουργεῖ ὅμως σὰν μιὰ ζωντανὴ ὑπόμνηση στοὺς ἄλλους. Δὲν μπορεῖ νὰ κηρύξει μὲ λόγια, θυμίζει ὅμως στοὺς ἄλλους πῶς πρέπει νὰ ὁμολογοῦν το Θεό. Αὐτὸς μπορεῖ πραγματικὰ νὰ φέρει πολλοὺς στὴ σωτηρία κι ἔτσι νὰ σωθεῖ κι ὁ ἴδιος.

Πρέπει νὰ ξέρουμε πῶς οἱ τυφλοὶ κι οἱ κωφάλαλοι γενικὰ δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κρύβουν τὸ ταλέντο τους. Δὲν κρύβονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κι αὐτὸ εἶναι ἀρκετό. Ὅλα ὅσα ἔχουν νὰ δείξουν, αὐτὰ δείχνουν: τὸν ἑαυτό τους. Αὐτὰ εἶναι τὰ χρήματα ποὺ δίνουν στοὺς τραπεζῖτες καὶ μετὰ τὰ ἐπιστρέφουν στὸν Κύριο μὲ τὸν τόκο τους. Εἶναι κι αὐτοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. Γεμίζουν τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων μὲ φόβο καὶ ἀγάπη. Παρουσιάζουν τὸ κήρυγμα τοῦ Θεοῦ χαραγμένο στὴ σάρκα τους. Αὐτοὶ ποὺ συνήθως θάβουν τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μάτια, αὐτιὰ καὶ γλῶσσα. Σ’ αὐτοὺς δόθηκαν πολλά. Κι ὅταν τοὺς ζητηθοῦν πολλά, δὲ θά ‘χοῦν τίποτα νὰ δώσουν.

Ἢ ἀνισότητα λοιπὸν ἔχει τοποθετηθεῖ στὴν ἴδια τὴ βάση τῆς δημιουργίας. Πρέπει νὰ χαιρόμαστε μ’ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα, ὄχι νὰ ἐπαναστατοῦμε ἐναντίον της. Ἔχει τοποθετηθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ ἀγάπη. ὄχι ἀπὸ μῖσος, ἀπὸ πρόνοια, ὄχι ἀπὸ ἀφροσύνη. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν χειροτέρεψε ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἰσότητας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀπουσία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πνευματικῆς γνώσης τῶν ἀνθρώπων. “Ἄς αὐξήσουμε τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν πνευματική μας ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τότε θὰ δοῦμε πῶς ἀκόμα καὶ διπλάσια ἀνισότητα δὲ θὰ μείωνε στὸ ἐλάχιστο τίς εὐλογίες ποὺ δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Παραβολὴ τῶν ταλάντων φέρνει φώς, γνώση καὶ εἰρήνη στὶς ψυχές μας. Μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ μὴν εἴμαστε ἀργοὶ στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος στὴν ἀγορὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ χρόνος περνάει πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὸ γρηγορότερο ποτάμι. Σύντομα – τὸ ἔπαναλαμβάνω, σύντομα – θὰ μᾶς εὕρει τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Κανένας δὲ θὰ μπορέσει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ἔχει ξεχάσει καὶ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἄφησε ἄφτιαχτο. Γι’ αὐτὸ ἂς βιαστοῦμε, ἂς κάνουμε χρήση τοῦ χαρίσματος ποὺ μᾶς δόθηκε, τὸ ταλέντο ποὺ μᾶς δάνεισε ὁ Κύριος τῶν κυρίων.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ τὴ θεία αὐτὴ διδαχή Του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἡ ἀμοιβὴ τῶν κόπων

«Ἔφῃ δὲ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ: Εὔ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἢς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. 25, 21)

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ τῶν ταλάντων, ἀγαπητοί μου, Ὁ ἡ παραβολή των ἅ ταλάντων, ποὺ ἀκούσαμε, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ θεμελιώδη ἐντολὴ τῆς ἐργασίας.

Ὅπως εἴπαμε καὶ ἄλλοτε, ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἤθελε τὸ πλάσμα του νὰ περνᾷ τὸν καιρό του ἄπρακτο μέσα στὸν παράδεισο. Τὸν τοποθέτησε ἐκεῖ καὶ τοῦ ὥρισε μὲ τί θ’ ἀσχολῆται. Ἀσχολία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐργασία. Ὄχι νὰ μένῃ σὲ ἀκινησία καὶ ἀδράνεια, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ φυλάσσῃ τὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο κῆπο (βλ. Γέν. 2, 15). Συνεπῶς ἡ ἐργασία δὲν εἶνε τιμωρία, ὅπως νομίζουν πολλοί, καὶ δὲν ἐπεβλήθῃ λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἦταν μιὰ εὐχάριστη ἀπασχόληση, ποὺ δὲν κούραζε ἀλλ’ ἀντιθέτως ἔδινε χαρὰ στὸν πρωτόπλαστο. Μετὰ τὴν πτῶσι βεβαίως τὰ πράγματα ἄλλαξαν. Ἡ ἐργασία ἔγινε δύσκολη, καὶ μέχρι σήμερα ἐκτελεῖται μὲ κόπο καὶ ἱδρῶτα. Παιδεύεται τὸ ταλαίπωρο πλάσμα πάνω στὴν ἐργασία, ἀλλ’ αὐτὴ εἶνε ὁ μόνος εὐλογημένος τρόπος γιὰ νὰ βγάζῃ τὸ ψωμί του.

Ἀπὸ τὴν πεῖρα τοῦ τώρα ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει, ὅτι ὁποιοσδήποτε ἄλλος τρόπος πορισμοῦ ἀγαθῶν δὲν εἶνε τόσο θεάρεστος ὅσο ἡ τιμία ἐργασία. Γνωρίζει δὲ ἀκόμη ὅτι, ἂν ἐργασθῇ καὶ κοπιάσῃ, θὰ ἀμειφθῇ. Ἡ ἐργασία, δηλαδή, ἔχει πλέον συνδεθῇ μὲ τὴν ἀμοιβή. Τὸ κοινὸ ἀνθρώπινο αἴσθημα κρίνει ὡς δίκαιο πρᾶγμα, ὅποιος κοπιάζει νὰ ἀμείβεται, καὶ ἄδικο, νὰ κοπιάζῃ κανεὶς χωρὶς νὰ ἀμείβεται. Γι’ αὐτὸ καὶ κοινωνικὴ ἀδικία εἶνε ἐνοχλητικὴ καὶ δὲν ὑποφέρεται, ἀλλὰ προκαλεῖ τὴν ἀντίδραση τῶν λαῶν.

Μὲ βάση αὐτὰ καὶ ὁ Κύριος εἶπε τὴν ὑπέροχη παραβολὴ τῶν ταλάντων. Κάποιος, φεύγοντας γιὰ τόπο μακρινό, κάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ ὑπάρχοντά του. Σὲ ἕναν ἔδωσε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, καὶ σὲ ἄλλον ἕνα. Ὁ πρῶτος, αὐξάνοντας αὐτὰ ποὺ πῆρε μὲ τὴν τιμία ἐργασία του, τὰ διπλασίασε καὶ τὰ πέντε τάλαντα ἔγιναν δέκα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄλλος τὰ δύο τάλαντα, ποὺ πῆρε, τὰ ἔκανε τέσσερα. Ὁ τρίτος ὅμως πῆγε κ’ ἔθαψε τὸ ἕνα τάλαντο του μέσα στὴ γῆ, χωρὶς νὰ ἐργασθῇ καθόλου σ’ αὐτό. Ὅταν λοιπὸν στὸ τέλος ἦρθε ὁ κύριος καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δώσουν λογαριασμό, τότε ἐπέπληξε καὶ τιμώρησε τὸν τελευταῖο γιὰ τὴν πονηρία καὶ τὴν ὀκνηρία του, ἐνῶ καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο ἐργατικοὺς δούλους τὸν ἐπήνεσε καὶ τὸν ἐπιβράβευσε λέγοντας: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε μου! Ἀφοῦ στὰ λίγα, ποὺ πῆρες, φάνηκες συνεπής, τώρα θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ πολλά. Πέρασε νὰ χαρῇς μαζὶ μὲ τὸν κύριό σου (Ματθ. 25, 21).

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι στὸ τέλος ὁ κόπος ἀμείβεται.

Ἀλλ’ ὅπως στὴν ὑλικὴ ζωὴ καὶ στὴν ὑλικὴ ἐργασία ὁ κόπος ἀμείβεται, ἔτσι ἀμείβεται καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὅπως δηλαδὴ ἕνας ἐργοδότης, ἕνας ἀμπελουργός, ἀμείβει τοὺς ἐργάτες του, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ὁ μεγάλος ἐργοδότης ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἔχει καλέσει τὸν καθένα μᾶς σὲ κάποιο ἔργο, ἀφοῦ προηγουμένως μᾶς ἐφοδίασε καὶ μὲ ἕνα πνευματικὸ κεφάλαιο, καὶ στὸ τέλος ὑπόσχεται τὴν ἀμοιβή. Ποιό εἶνε τὸ κεφάλαιο, ποιό τὸ ἔργο, καὶ ποιά ἡ ἀμοιβή;

Κεφάλαιο εἶνε τὰ διάφορα χαρίσματα, οἱ δυνάμεις, τὰ σωματικὰ καὶ πνευματικὰ προσόντα, ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν καθένα. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε δῶρα τῆς φύσεως, καὶ ἄλλα δῶρα τῆς χάριτος. Ἄλλα, δηλαδή, τὰ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ φυσικὴ γέννησή του, καὶ ἄλλα μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως μὲ τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος. Ὅπως ἕνας πατέρας προικίζει τὰ παιδιά του, ὅταν κάνουν οἰκογένεια κι ἀνοίγουν δικό τους σπίτι, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας, ὁ Θεός, ἐφοδιάζει τὰ παιδιά του μὲ ό, τί χρειάζονται στὴν ἐπίγεια ζωή, ὥστε μὲ τὰ ἐφόδια αὐτὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅπως ἕνας πατέρας δὲν θέλει ν’ ἀδικήσῃ κανένα παιδί του, ἀλλ’ ὅλα τὰ ἀγαπᾷ ἐξ ἴσου καὶ προσπαθεῖ μοιράζοντας τὴν περιουσία του σ’ αὐτὰ νὰ εἶνε δίκαιος, ἔτσι καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας μοιράζει τὰ χαρίσματα, τὰ «τάλαντα», μὲ δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Γραφῆς σημαίνει τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ τοῦτο ὅτι δὲν δίνει σὲ ὅλους τὰ ἴδια χαρίσματα. Σὲ ἄλλον δίνει αὐτά, καὶ σὲ ἄλλον δίνει ἄλλα. Γιατί μοιράζει ἔτσι ὁ Θεός; Ὄχι γιὰ νὰ ὑπάρχῃ διαφορὰ καὶ χωρισμὸς τῶν ἀνθρώπων. Ἀντιθέτως, γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ ἕνας ἀνάγκη τὸ χάρισμα τοῦ ἄλλου, καὶ ἔτσι νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ ἑνώνονται ὅλοι μεταξύ τους. Μοιράζει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὰ χαρίσματα μὲ σκοπό τὴν ἑνότητα. Ἔτσι ἡ μοιρασιὰ γίνεται μὲ γνώμονα τὸ καλὸ ὅλων, «πρὸς τὸ συμφέρον» ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α’ Κορ. 12, 7) καί, ὅπως λέει ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων, «ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν» (Ματθ. 25, 15), ὅσο δηλαδὴ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βαστάση. Τὸ βέβαιο εἶνε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς κάποιο χάρισμα.

Κεφάλαιο λοιπὸν εἶνε τὰ χαρίσματα. Καὶ ἔργο ποιό εἶνε; Ἔργο εἶνε ὅλη ἡ ζωή μας. Ἔργο εἶνε ὅ,τι κατορθώνει νὰ δημιουργήσῃ ὁ καθένας ὅσο ζῆ, εἴτε ὑλικὸ εἴτε πνευματικό. Ἔργο προπαντὸς εἶνε ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη, στὸ ἀγαθὸ καὶ στὴν καλωσύνη ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ πρόοδος στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελήματός του, ἡ προκοπὴ στὶς ἀρετές, ἡ ἀξιοποίηση καὶ ἡ αὔξηση τῶν χαρισμάτων. Ὅπως ἕνα χρηματικὸ κεφάλαιο, ὅταν κατατεθῇ στὴν τράπεζα αὐξάνεται, ἐνῶ μένοντας στὴν ἄκρη χάνει τὴν ἀξία του, ἔτσι καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ ἄλλα χαρίσματα πρέπει νὰ κινητοποιοῦνται καὶ νὰ ἀξιοποιοῦνται μὲ ἐργατικότητα. Τότε θὰ ὑπάρχῃ ὠφέλεια, πρόοδος, αὔξησι, ὅπως τὰ τάλαντα τῆς παραβολῆς ἔγιναν ἀπὸ δύο τέσσερα καὶ ἀπὸ πέντε δέκα.

Τέλος μετὰ τὴ δουλειὰ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ἀμοιβῆς. Πότε ὅμως ἀμείβεται ὁ ἄνθρωπος; Ἀμείβεται ἐν μέρει κ’ ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ προπαντὸς ἀμείβεται στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἤ, ἀκριβέστερα, στὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, στὴ μέλλουσα ζωή. «Ὁ Θεός», λέει ὁ ἰ. Χρυσόστομος, «δίδωσι μὲν ἐνταῦθα, πλὴν ὅμως τὴν πᾶσαν (ἀμοιβὴν) ἐν τῷ μέλλοντα ἐταμίευσε» (PG 63, 162). Ἀμοιβὴ λοιπόν, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, εἶνε ἡ ἀνταπόδοση τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Τότε ὁ Θεὸς ἀποδίδει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του. Μικρὲς εἶνε οἱ ἀμοιβὲς σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, κι αὐτὲς γίνονται γιὰ νὰ ἐνισχύεται ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος στοὺς κόπους του καὶ νὰ μὴν ἀποκάμνῃ στὶς προσπάθειες ποὺ καταβάλλει. Ἡ μεγάλη ὅμως ἀμοιβὴ τὸν περιμένει ἐκεῖ! Ὅποιος λάβῃ ἐκείνη τὴν ἀμοιβή, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὰ κερδισμένος. Καὶ ἂν ὑπάρχῃ κάποιος, ποὺ ἐδῶ μὲν δὲν ἀπολαμβάνει ἀμοιβή, ἀμειφθῇ ὅμως ἐκεῖ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τότε αὐτὸς δὲν εἶνε καθόλου ζημιωμένος ἀντιθέτως, αὐτὸς κέρδισε τὸ πᾶν.,πᾷν. Γιατί, ὅπως λέει πάλι ὁ ἰ. Χρυσόστομος, «ἀπὸ τοῦ τέλους ἀεὶ τὰ πράγματα κρίνεται» (PG 51, 119), πάντοτε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελικὴ κατάληξι βγαίνει τὸ συμπέρασμα. Καὶ ὑπάρχουν πράγματι τέτοιες μεγάλες ψυχές, γενναῖοι ἄνθρωποι. Ἔτσι ἦταν λ.χ. ὁ φτωχὸς Λάζαρος τῆς γνωστῆς παραβολῆς (βλ. Λουκ. 16, 19-31). Κάτω ἐδῶ στὴ γῆ δὲν πῆρε καμμιὰ ἀμοιβὴ τῶν κόπων του. Πῆρε ὅμως ἀκέραιο το μισθό του στὸν οὐρανό. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀδίκησε. Μπορεῖ νὰ τὸν δοκίμασε παραπάνω, ἀλλ’ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ τὸν στεφανώσῃ στὸ τέλος, καὶ νὰ τὸν κάνῃ μάλιστα αἰώνιο παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ ὅπως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἥρωες τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς, ἔτσι κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ὑπάρχουν ἀμελεῖς καὶ ὀκνηροί, ἄνθρωποι ἄξιοι τιμωρίας, ὅπως ἦταν λ.χ. ὁ πονηρὸς δοῦλος ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαντο καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴ γῆ. Καὶ ὁ Θεός, ὅπως δὲν ἔδωσε ἐπίγεια ἀμοιβὴ στὸ φτωχὸ Λάζαρο, ἔτσι δὲν βιάστηκε νὰ δώσῃ καὶ ἐπίγεια τιμωρία στὸν πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ δοῦλο· τὸν περίμενε, μήπως φιλοτιμηθῇ καὶ κάνῃ κάποια προσπάθεια. Στὸ τέλος ὅμως πλήρωσε καὶ τοὺς δύο μὲ δικαιοσύνης καὶ ὁ Λάζαρος ἀμείφθηκε, καὶ ὁ πονηρὸς δοῦλος τιμωρήθηκε. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ.

Ἀγαπητοί μου!

Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶνε Ἐργάζεσθε καὶ ἂν ἐργασθῆτε, ὅλοι θὰ πάρετε μισθό! Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐργασθήκατε ὡς τώρα, ἐργασθῆτε τοὐλάχιστον ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς. Σχετικῶς μὲ αὐτὸ μία ἄλλη παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ παραβολὴ τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος (βλ. Ματθ. 20, 116), λέει, ὅτι ὁ Κύριος ἀμείβει ὅλους τοὺς ἐργάτες του, ἔστω καὶ ἂν ἐργάσθηκαν μόνο τίς τελευταῖες ὧρες. Καὶ στὸν γνωστὸ Κατηχητικὸ λόγο, ποὺ διαβάζεται στὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας τοῦ Πάσχα, ἀκοῦμε ὅτι ὁ Δεσπότης Χριστὸς «δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον». Ἄς φιλοτιμηθοῦμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς καὶ ἂς ἐργασθοῦμε μὲ προθυμία καὶ ἐλπίδα.

Ὁ Θεὸς περιμένει καὶ τὴ δική μας προσπάθεια, μὲ πίστι στὴ μέλλουσα ἀνταπόδοση. Ἡ ἀπόδοση δικαιοσύνης τὴν ἡμέρα ἐκείνη εἶνε καὶ μία ἀπόδειξη τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ποὺ πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε.

Γι’ αὐτό, ὅταν ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ μᾶς λέει, ὅτι εἶνε μάταιο νὰ προσπαθήσῃς, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀμοιβή, καὶ ὅτι ὅσο κι ἂν κοπιάσῃς ὅλα θὰ πᾶνε χαμένα, ἐμεῖς ν’ ἀπαντοῦμε μὲ τὰ θεόπνευστα καὶ ἀδιάψευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α’ Κορ. 15, 58).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek