ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΕ΄ 14 — 30)

14Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παρα­βο­λὴν ταύ­την· ἄνθρω­πός τις ἀπο­δη­μῶν ἐκά­λε­σε τοὺς ἰδί­ους δού­λους καὶ παρέ­δω­κεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρ­χον­τα αὐτοῦ, 15καὶ ᾧ μὲν ἔδω­κε πέν­τε τάλαν­τα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκά­στῳ κατὰ τὴν ἰδί­αν δύνα­μιν, καὶ ἀπε­δή­μη­σεν εὐθέ­ως. 16πορευ­θεὶς δὲ ὁ τὰ πέν­τε τάλαν­τα λαβὼν εἰρ­γά­σα­το ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποί­η­σεν ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα· 17ὡσαύ­τως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρ­δη­σε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελ­θὼν ὤρυ­ξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέ­κρυ­ψε τὸ ἀργύ­ριον τοῦ κυρί­ου αὐτοῦ. 19μετὰ δὲ χρό­νον πολὺν ἔρχε­ται ὁ κύριος τῶν δού­λων ἐκεί­νων καὶ συναί­ρει μετ’ αὐτῶν λόγον. 20καὶ προ­σελ­θὼν ὁ τὰ πέν­τε τάλαν­τα λαβὼν προ­σή­νεγ­κεν ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα λέγων· κύριε, πέν­τε τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας· ἴδε ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα ἐκέρ­δη­σα ἐπ’ αὐτοῖς. 21ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἦς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σε κατα­στή­σω· εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου. 22προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαν­τα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαν­τα ἐκέρ­δη­σα ἐπ’ αὐτοῖς. 23ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἦς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σε κατα­στή­σω· εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου. 24προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαν­τον εἰλη­φὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκλη­ρὸς εἶ ἄνθρω­πος, θερί­ζων ὅπου οὐκ ἔσπει­ρας καὶ συνά­γων ὅθεν οὐ διε­σκόρ­πι­σας· 25καὶ φοβη­θεὶς ἀπελ­θὼν ἔκρυ­ψα τὸ τάλαν­τόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀκνη­ρέ! ᾔδεις ὅτι θερί­ζω ὅπου οὐκ ἔσπει­ρα καὶ συνά­γω ὅθεν οὐ διε­σκόρ­πι­σα! 27ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύ­ριόν μου τοῖς τρα­πε­ζί­ταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκο­μι­σά­μην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28ἄρα­τε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαν­τον καὶ δότε τῷ ἔχον­τι τὰ δέκα τάλαν­τα· 29τῷ γὰρ ἔχον­τι παν­τὶ δοθή­σε­ται καὶ περισ­σευ­θή­σε­ται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχον­τος καὶ ὃ ἔχει ἀρθή­σε­ται ἀπ’ αὐτοῦ. 30καὶ τὸν ἀχρεῖ­ον δοῦ­λον ἐκβά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀδόν­των. Ταῦ­τα λέγων ἐφώ­νει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκού­ειν ἀκουέ­τω.

14 Διό­τι η βασι­λεία των ουρα­νών και η δευ­τέ­ρα παρου­σία του υιού του ανθρώ­που ομοιά­ζει προς ένα άνθρω­πον, ο οποί­ος, προ­κει­μέ­νου να ταξι­δεύ­ση, εκά­λε­σε τους δού­λους του και παρέ­δω­κε εις αυτούς όλα τα υπάρ­χον­τά του, επί απο­δώ­σει λογα­ρια­σμού. 15 Και εις μεν τον ένα έδω­κε πέν­τε τάλαν­τα, στον άλλον δύο, στον τρί­τον ένα, σύμ­φω­να με την ικα­νό­τη­τά που είχε ο καθέ­νας. Και αμέ­σως ετα­ξί­δευ­σε εις μακρυ­νήν χώραν. 16 Εκεί­νος που επή­ρε τα πέν­τε τάλαν­τα, επή­γε ειρ­γά­σθη με αυτά και εκέρ­δη­σε άλλα πέν­τε τάλαν­τα. 17 Το ίδιο και εκεί­νος που είχε τα δύο, εκέρ­δη­σε άλλα δύο. 18 Εκεί­νος όμως που επή­ρε το ένα τάλαν­τον, επή­γε, έσκα­ψε εις την γην και έκρυ­ψε εκεί τα χρή­μα­τα του κυρί­ου του. (Δεν ήτο κλέ­πτης και κατα­χρα­στής, αλλά αμε­λής και πονη­ρός. Δεν κατη­σώ­τευ­σε το τάλαν­τον, αλλά το αφή­κε αχρη­σι­μο­ποί­η­τον, πράγ­μα που φανε­ρώ­νει ασέ­βειαν και απεί­θειαν προς τον κύριόν του). 19 Υστε­ρα από πολύν χρό­νον, ήλθε ο κύριος εκεί­νων των δού­λων και εζή­τη­σε από αυτούς λογα­ρια­σμόν. 20 Και προ­σελ­θών εκεί­νος ο οποί­ος είχε πάρει τα πέν­τε τάλαν­τα επρό­σφε­ρε και άλλα πέν­τε τάλαν­τα λέγων· “Κυριε, πέν­τε τάλαν­τα μου παρέ­δω­κες. Ιδού άλλα πέν­τε τάλαν­τα εκέρ­δη­σα με αυτά”. 21 Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δού­λε, αγα­θέ και πιστέ! Εις ολί­γα υπήρ­ξες πιστός, εις πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Είσελ­θε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρί­ου σου”. 22 Προ­σελ­θών δε και εκεί­νος, που είχε λάβει τα δύο τάλαν­τα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαν­τα μου παρέ­δω­κες· ιδού άλλα δύο εκέρ­δη­σα επά­νω εις αυτά”. 23 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δού­λε αγα­θέ και πιστέ! Εις ολί­γα υπήρ­ξες πιστός, εις πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Ελα και συ μέσα, δια να απο­λαύ­σης την χαρά του Κυρί­ου σου”. 24 Προ­σήλ­θε δε και εκεί­νος, που είχε λάβει το ένα τάλαν­το, και είπε· “Κυριε, σε εγνώ­ρι­σα ότι είσαι σκλη­ρός άνθρω­πος, που θερί­ζεις εκεί όπου δεν έσπει­ρες και μαζεύ­εις από εκεί όπου δεν εσκόρ­πι­σες. 25 Και επει­δή εφο­βή­θη­κα, επή­γα και έκρυ­ψα το τάλαν­τόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανή­κει”. 26 Απο­κρι­θείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δού­λε πονη­ρέ και οκνη­ρέ! Εγνώ­ρι­ζες ότι εγώ θερί­ζω εκεί όπου δεν έσπει­ρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρ­πι­σα. 27 Επρε­πε λοι­πόν συ να κατα­θέ­σης τα χρή­μα­τά μου στους τρα­πε­ζί­τας και όταν εγώ θα ερχό­μουν, θα έπαιρ­να με τον τόκο του αυτό που είναι ιδι­κόν μου. 28 Παρ­τε, λοι­πόν, από αυτόν το τάλαν­τον και δώστε το εις εκεί­νον, που έχει τα δέκα τάλαν­τα. 29 Διό­τι εις εκεί­νον ο οποί­ος με την εργα­σί­αν και την τιμιό­τη­τά του έχει αυξή­σει αυτό που του εδό­θη, θα του δοθούν και άλλα πολ­λά με το παρα­πά­νω. Από εκεί­νον δε που του εδό­θη­σαν μεν χαρί­σμα­τα, αλλά δεν τα εκαλ­λιέρ­γη­σε, θα του αφαι­ρε­θή, και αυτό που του εδό­θη. 30 Και τον άχρη­στον αυτόν πονη­ρόν δού­λον βγάλ­τε τον από εδώ και ρίξ­τε τον στο πυκνό σκο­τά­δι της κολά­σε­ως· εκεί θα είναι ο κλαυθ­μός και ο τριγ­μός των οδόν­των”.

14 Για να σας βρει λοι­πόν ο Κύριος έτοι­μους, δεν αρκεί να είστε μόνο προ­νο­η­τι­κοί και φρό­νι­μοι, αλλά και δρα­στή­ριοι και επι­με­λείς? διό­τι η βασι­λεία των ουρα­νών και η κρί­ση και αντα­πό­δο­ση που θα κάνει ο Κύριος θα μοιά­ζει μ’ έναν άνθρω­πο που σκό­πευε να ταξι­δέ­ψει, ο οποί­ος κάλε­σε τους δού­λους του και τους παρέ­δω­σε τα υπάρ­χον­τά του, για να ζητή­σει απ’ αυτούς μετά από και­ρό λογα­ρια­σμό για τη δια­χεί­ρι­σή τους. 15 Ο άνθρω­πος δηλα­δή αυτός έδω­σε σε άλλον πέν­τε τάλαν­τα, σε άλλον δύο και σε άλλον ένα? στον καθέ­ναν έδω­σε ανά­λο­γα με την ικα­νό­τη­τα που είχε να εμπο­ρευ­θεί τα όσα θα του έδι­νε. Κι έφυ­γε αμέ­σως για το ταξί­δι. (Δηλα­δή ο Θεός προί­κι­σε κάθε άνθρω­πο ξεχω­ρι­στά με διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα, για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για το καλό και την ωφέ­λεια του συναν­θρώ­που του). 16 Εκεί­νος λοι­πόν που πήρε τα πέν­τε τάλαν­τα, πήγε, εργά­στη­κε μ’ αυτά και κέρ­δι­σε άλλα πέν­τε τάλαν­τα. 17 Το ίδιο κι εκεί­νος που πήρε τα δύο τάλαν­τα, κέρ­δι­σε άλλα δύο. Και οι δύο αυτοί δού­λοι χρη­σι­μο­ποί­η­σαν στον ίδιο βαθ­μό καλής δια­θέ­σε­ως και ζήλου τις ικα­νό­τη­τες και τα χαρί­σμα­τα που τους έδω­σε ο Θεός για τη δική του δόξα και την ωφέ­λεια των συναν­θρώ­πων τους. 18 Εκεί­νος όμως που πήρε το ένα τάλαν­το, πήγε και έσκα­ψε στη γη κι έκρυ­ψε εκεί το χρή­μα του κυρί­ου του. Δηλα­δή δεν κατα­χρά­σθη­κε το τάλαν­το, αλλά έδει­ξε αμέ­λεια και δεν εργά­στη­κε να το επαυ­ξή­σει. 19 Ύστε­ρα λοι­πόν από πολύν χρό­νο ήλθε ο κύριος των δού­λων εκεί­νων κι έκα­νε λογα­ρια­σμό μαζί τους. 20 Κι αφού προ­σήλ­θε εκεί­νος που πήρε τα πέν­τε τάλαν­τα, πρό­σφε­ρε άλλα πέν­τε τάλαν­τα και είπε: Κύριε, πέν­τε τάλαν­τα μου παρέ­δω­σες? να, άλλα πέν­τε τάλαν­τα κέρ­δι­σα μ’ αυτά. 21 Τότε του είπε ο κύριός του: Πολύ καλά, δού­λε καλέ και πιστέ! Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Μπες μέσα για να απο­λαύ­σεις την ίδια χαρά με τον κύριό σου. Αφού φάνη­κες πιστός στα πέν­τε τάλαν­τα, έλα να γίνεις συγ­κυ­ρί­αρ­χος στη μεγά­λη περιου­σία μου. Έλα να απο­λαύ­σεις την απε­ριό­ρι­στη μακα­ριό­τη­τα του ουρα­νού. 22 Πλη­σί­α­σε κατό­πιν κι εκεί­νος που πήρε τα δύο τάλαν­τα και είπε: Κύριε, δύο τάλαν­τα μου παρέ­δω­σες? να, άλλα δύο τάλαν­τα κέρ­δι­σα μ’ αυτά. 23 Και ο κύριός του του είπε: Πολύ καλά, δού­λε καλέ και πιστέ! Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Μπες και συ μέσα να απο­λαύ­σεις τη χαρά του κυρί­ου σου. 24 Πλη­σί­α­σε όμως κι εκεί­νος που είχε πάρει το ένα τάλαν­το και είπε: Κύριε, σε κατά­λα­βα ότι είσαι άνθρω­πος σκλη­ρός? διό­τι θερί­ζεις εκεί που δεν έσπει­ρες και μαζεύ­εις στην απο­θή­κη σου από εκεί που δεν σκόρ­πι­σες και δεν λίχνι­σες τον αλω­νι­σμέ­νο καρ­πό. 25 Και επει­δή φοβή­θη­κα, πήγα και έκρυ­ψα το τάλαν­τό σου μέσα στη γη. Ορί­στε, έχεις το χρή­μα σου. 26 Τότε ο κύριός του του απο­κρί­θη­κε: Κακέ και τεμ­πέ­λη δού­λε! Γνώ­ρι­ζες ότι θερί­ζω εκεί που δεν έσπει­ρα, και μαζεύω από εκεί που δεν σκόρ­πι­σα. 27 Έπρε­πε λοι­πόν εσύ να κατα­θέ­σεις το χρή­μα μου στους τρα­πε­ζί­τες, κι όταν θα ερχό­μουν εγώ, θα έπαιρ­να με τόκο αυτό που μου ανή­κει. 28 Πάρ­τε λοι­πόν απ’ αυτόν το τάλαν­το και δώστε το σ’ εκεί­νον που έχει τα δέκα τάλαν­τα. 29 Διό­τι σε καθέ­ναν που έχει και αύξη­σε με επι­μέ­λεια και ζήλο εκεί­νο που του δόθη­κε, θα του δοθούν κι άλλα και θα έχει και περίσ­σευ­μα. Από εκεί­νον όμως που του δόθη­καν χαρί­σμα­τα αλλά τα παρα­μέ­λη­σε και δεν τα εργά­στη­κε ώστε να έχει κι αυτός κάτι με τη δική του εργα­σία, θα του πάρουν κι αυτό το λίγο που του δόθη­κε και το άφη­σε ακαλ­λιέρ­γη­το. 30 Και τον άχρη­στο δού­λο βγάλ­τε τον από εδώ και ρίξ­τε τον στο πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία μου και απο­μο­νω­μέ­νο σκο­τά­δι. Εκεί οι άνθρω­ποι θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους.

14 «Ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν ὁμοιά­ζει ἐπί­σης μὲ τὸ ἑξῆς. Ἕνας ἄνθρω­πος, προ­κει­μέ­νου νὰ φύγῃ γιὰ τὰ ξένα, κάλε­σε τοὺς δού­λους του καὶ τοὺς παρέ­δω­σε τὰ υπάρ­χον­τά του. 15 Καὶ σ᾽ ἄλλον μὲνἔ­δω­σε πέν­τε τάλαν­τα, σ᾽ ἄλλον δὲ δύο, καὶ σ᾽ ἄλλον ἕνα, ἀνα­λό­γως μὲ τὴν ἱκα­νό­τη­τα τοῦ καθε­νός. Καὶ­ἔ­φυ­γε γιὰ τὰ ξένα ἀμέ­σως (γιὰ νὰ δώσῃ ἀρκε­τὸ χρό­νο νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­θοῦν τὰ τάλαν­τα). 16 Ἐκεῖ­νος δέ, ποὺ πῆρε τὰ πέν­τε τάλαν­τα, πῆγε καὶ ἐργά­σθη­κε μ᾽ αὐτὰ καὶ κέρ­δι­σε ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα. 17 Ὁμοί­ως καὶ ἐκεῖ­νος, ποὺ πῆρε τὰ δύο, κέρ­δι­σε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 Ἀλλ᾽ ἐκεῖ­νος, ποὺ πῆρε τὸ ἕνα, πῆγε καὶ­ἔ­σκα­ψε στὴ γῆ καὶ­ἔ­χω­σε τὸ χρῆ­μα τοῦ κυρί­ου του. 19 Μετὰ δὲ ἀπὸ πολὺ χρό­νο ἦλθε ὁ κύριος τῶν δού­λων ἐκεί­νων καὶ­ἔ­κα­νε μαζί τους λογα­ρια­σμό. 20 Καὶ προ­σῆλ­θε ἐκεῖ­νος, ποὺ ἔλα­βε τὰ πέν­τε τάλαν­τα, καὶ τοῦ ἔφε­ρε ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα, καὶ εἶπε: “Κύριε, πέν­τε τάλαν­τα μοῦ παρέ­δω­σες. Κοί­τα­ξε, ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα κέρ­δι­σα μ᾽ αὐτά”. 21 Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: “Εὖγε, δοῦ­λε καλὲ καὶ φιλό­πο­νε! Σὲ ὀλί­γα υπῆρ­ξες φιλό­πο­νος, πολ­λὰ θὰ σοῦ ἐμπι­στευ­θῶ. Πέρα­σε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ κυρί­ου σου”. 22 Προ­σῆλ­θε δὲ καὶ ἐκεῖ­νος, ποὺ πῆρε τὰ δύο τάλαν­τα, καὶ εἶπε: “Κύριε, δύο τάλαν­τα μοῦ παρέ­δω­σες. Κοί­τα­ξε, ἄλλα δύο τάλαν­τα κέρ­δι­σα μ᾽ αὐτά”. 23 Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: “Εὖγε, δοῦ­λε καλὲ καὶ φιλό­πο­νε! Σὲ ὀλί­γα υπῆρ­ξες φιλό­πο­νος, πολ­λὰ θὰ σοῦ ἐμπι­στευ­θῶ. Πέρα­σε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ κυρί­ου σου”. 24 Προ­σῆλ­θε δὲ καὶ ἐκεῖ­νος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαν­το, καὶ εἶπε: “Κύριε, σὲ κατά­λα­βα ὅτι εἶσαι πλε­ο­νέ­κτης ἄνθρω­πος, ποὺ θερί­ζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπει­ρες, καὶ μαζεύ­εις ἀπ᾽ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρ­πι­σες σπό­ρο. 25 Γι᾽ αὐτὸ φοβή­θη­κα, καὶ πῆγα καὶ­ἔ­κρυ­ψα τὸ τάλαν­τό σου στὴ γῆ (γιὰ νὰ μὴ χαθῇ). Νά,ἔχεις τὸ χρῆ­μα σου”. 26 Τοῦ ἀπο­κρί­θη­κε δὲ ὁ κύριός του καὶ τοῦ εἶπε: “Κακὲ δοῦ­λε καὶ ὀκνη­ρέ! Ηξε­ρες, ὅτι θερί­ζω ἐκεῖ ποὺ δὲνἔ­σπει­ρα, καὶ συνά­γω ἀπ᾽ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρ­πι­σα σπό­ρο. 27 Γι᾽ αὐτὸ­ἔ­πρε­πε νὰ κατα­θέ­σῃς τὸ χρῆ­μα μου στοὺς τρα­πε­ζῖ­τες, καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ ἐπέ­στρε­φα, θὰἔ­παιρ­να πίσω τὸ δικό μου μαζὶ μὲ τόκο. 28 Πάρ­τε λοι­πὸν τὸ τάλαν­το ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ δῶστε το σ᾽ αὐτόν, ποὺ­ἔ­χει τὰ δέκα τάλαν­τα. 29 Ναί, σὲ καθέ­να, ὁ ὁποῖ­ο­ςἔ­χει, θὰ δοθῇ ἀκό­μη, ὥστε νὰἔ­χῃ καὶ περίσ­σευ­μα, ἐνῷ ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖ­ος δὲνἔ­χει, καὶ αὐτό (τὸ λίγο), ποὺ ἔχει, θὰ ἀφαι­ρε­θῇ. 30 Τὸν ἀνά­ξιο δὲ δοῦ­λο πετά­ξε­τε ἔξω στὸ βαθύ­τε­ρο σκο­τά­δι. Ἐκεῖ θὰ κλαίῃ καὶ θὰ τρί­ζῃ τὰ δόν­τια (ἀπὸ τὸν πόνο)”».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

Εάν στον ευαγ­γε­λι­στή Λου­κά εκτί­θε­ται με άλλον τρό­πο η παρα­βο­λή των ταλάντων[Λουκ. 19,12–21], πρέ­πει να λεχθεί ως απάν­τη­ση το εξής, ότι άλλη είναι η παρα­βο­λή αυτή και άλλη εκεί­νη· διό­τι σε εκεί­νη μεν από το ίδιο κεφά­λαιο προ­ήλ­θαν διά­φο­ρα έσο­δα· διό­τι από ένα χρυ­σό νόμι­σμα των εκα­τό δραχμών(μία «μν») ο μεν ένας παρου­σί­α­σε πέν­τε, ενώ ο άλλος δέκα, και γι’ αυτό και δεν αμεί­φτη­καν κατά τον ίδιο τρό­πο. Εδώ όμως συνέ­βη το αντί­θε­το, γι’ αυτό και η βρά­βευ­ση ήταν ίση· διό­τι εκεί­νος που έλα­βε δύο τάλαν­τα, έδω­σε δύο, και εκεί­νος που έλα­βε τα πέν­τε τάλαν­τα πάλι το ίδιο. Ενώ εκεί, επει­δή υπό τις ίδιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις ο μεν ένας παρου­σί­α­σε περισ­σό­τε­ρα, ενώ ο άλλος λιγό­τε­ρα έσο­δα, ορθώς και στα έπα­θλα δεν τιμών­ται και οι δύο εξί­σου.

Πρό­σε­ξε επί­σης ότι παν­τού δεν απαι­τεί αμέ­σως αυτά που τους εμπι­στεύ­θη­κε. Διό­τι στην παρα­βο­λή του αμπελώνα[βλ. Ματθ.21,33: «λλην παρα­βολν κού­σα­τε. νθρω­πός τις ν οκοδε­σπό­της, στις φύτευ­σεν μπελνα κα φραγμν ατ περιέ­θη­κε κα ρυξεν ν ατ ληνν κα κοδό­μη­σε πύρ­γον, κα ξέδο­το ατν γεωρ­γος κα πεδή­μη­σεν(:Άλλη παρα­βο­λή ακού­στε: Ήταν κάποιος νοι­κο­κύ­ρης (:ο Θεός δηλα­δή), ο οποί­ος φύτε­ψε αμπέ­λι (:δηλα­δή το ιου­δαϊ­κό έθνος). Κι έδει­ξε ιδιαί­τε­ρη φρον­τί­δα γι’ αυτό. Έβα­λε δηλα­δή τρι­γύ­ρω του φρά­κτη κι έσκα­ψε μέσα σε αυτό πατη­τή­ρι, έκτι­σε πύρ­γο για να μένουν οι φύλα­κες και εργά­τες, και το εμπι­στεύ­θη­κε σε γεωρ­γούς (:στους αρχιε­ρείς και στους άρχον­τες του λαού), και ανα­χώ­ρη­σε σε άλλη χώρα)»], αφού τον παρέ­δω­σε στους γεωρ­γούς, απο­δή­μη­σε· και στη σημε­ρι­νή παρα­βο­λή των ταλάν­των εμπι­στεύ­θη­κε τα τάλαν­τα και απο­δή­μη­σε, για να μάθεις τη μακρο­θυ­μία Του.

Εγώ πάλι νομί­ζω ότι λέγον­τας αυτά υπαι­νίσ­σε­ται και την Ανά­στα­ση. Μόνο που εδώ δεν ανα­φέ­ρον­ται πλέ­ον γεωρ­γοί και αμπε­λώ­νας, αλλά όλοι είναι εργά­τες· διό­τι δεν ανα­φέ­ρε­ται μόνο στους άρχον­τες, ούτε στους Ιου­δαί­ους, αλλά σε όλους. Και εκεί­νοι μεν που προ­σφέ­ρουν, ομο­λο­γούν με ευγνω­μο­σύ­νη και τα δικά τους αλλά και όσα τους έδω­σε ο δεσπό­της. Έτσι ο μεν ένας λέγει: «Κύριε, πέν­τε τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας(:Κύριε, πέν­τε τάλαν­τα μου παρέ­δω­σες)»,ο δε άλλος λέγει:«Κύριε, δύο τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας(:‘’Κύριε, δύο τάλαν­τα μου παρέ­δω­σες)», δεί­χνον­τας ότι από Εκεί­νον έλα­βαν το κεφά­λαιο της εργα­σί­ας τους και Του ανα­γνω­ρί­ζουν μεγά­λη χάρη και απο­δί­δουν το παν σε Αυτόν. Τι λέγει λοι­πόν ο δεσπό­της; «Εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ!(:Πολύ καλά, δού­λε καλέ και πιστέ!)»-διό­τι αυτό είναι γνώ­ρι­σμα του αγα­θού, το να βλέ­πει στον πλη­σί­ον- «ἐπὶ ὀλί­γα ἦς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σε κατα­στή­σω· εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου (:Σε λίγα ήσουν πιστός, σε πολ­λά θα σε εγκα­τα­στή­σω. Μπες μέσα για να απο­λαύ­σεις την ίδια χαρά με τον κύριό σου. Αφού φάνη­κες πιστός στα πέν­τε τάλαν­τα, έλα να γίνεις συγ­κυ­ρί­αρ­χος στη μεγά­λη περιου­σία μου. Έλα να απο­λαύ­σεις την απε­ριό­ρι­στη μακα­ριό­τη­τα του ουρα­νού)», δηλώ­νον­τας με την απάν­τη­ση αυτήν όλη τη μακα­ριό­τη­τα.

Δεν ομι­λεί όμως και ο άλλος έτσι, αλλά πώς; «Κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκλη­ρὸς εἶ ἀνθρω­πος, θερί­ζων ὅπου οὐκ ἔσπει­ρας καὶ συνά­γων ὅθεν οὐ διε­σκόρ­πι­σας· καὶ φοβη­θεὶς ἀπελ­θὼν ἔκρυ­ψα τὸ τάλαν­τόν σου ἐν τῇ γῇ·ἴδε ἔχεις τὸ σόν(:Κύριε, σε κατά­λα­βα ότι είσαι άνθρω­πος σκλη­ρός· διό­τι θερί­ζεις εκεί που δεν έσπει­ρες και μαζεύ­εις στην απο­θή­κη σου από εκεί που δεν σκόρ­πι­σες και δεν λίχνι­σες τον αλω­νι­σμέ­νο καρ­πό. Και επει­δή φοβή­θη­κα, πήγα και έκρυ­ψα το τάλαν­τό σου μέσα στη γη. Ορί­στε, έχεις το χρή­μα σου)»[Ματθ.25,24–25]. Τι του απαν­τά λοι­πόν ο δεσπό­της; «δει ον σε βαλεν τ ργριν μου τος τρα­πεζταις (:Έπρε­πε λοι­πόν εσύ να κατα­θέ­σεις το χρή­μα μου στους τρα­πε­ζί­τες)», δηλα­δή, έπρε­πε να ομι­λή­σει, να παραι­νέ­σει, να συμ­βου­λεύ­σει. Αλλά δεν πεί­θον­ται όσοι ακού­νε αυτά που τους συμ­βου­λεύ­εις; Αυτό δεν αφο­ρά εσέ­να. Τι θα μπο­ρού­σε να γίνει περισ­σό­τε­ρο λογι­κό από αυτό;

Οι άνθρω­ποι όμως δεν κάνουν έτσι, αλλά καθι­στούν υπεύ­θυ­νο του απαι­τού­με­νου εισο­δή­μα­τος τον ίδιο τον δανει­στή τους. Αυτός όμως δεν ενερ­γεί έτσι, αλλά λέγει ότι «εσύ έπρε­πε να πλη­ρώ­σεις και να μου επι­στρέ­ψεις το απαι­τού­με­νο κέρ­δος». «Κα λθν γ κομισμην ν τ μν σν τκ(:κι όταν θα ερχό­μουν εγώ, θα έπαιρ­να με τόκο αυτό που μου ανή­κει)»· ως «τόκο» εννο­εί την επί­δει­ξη των έργων. «Εσύ έπρε­πε να κάνεις το ευκο­λό­τε­ρο και να αφή­σεις το δυσκο­λό­τε­ρο σε εμέ­να». Επει­δή λοι­πόν δεν έκα­νε αυτό, λέγει: «ρατε ον π᾿ ατο τ τλαν­τον κα δτε τ χον­τι τ δκα τλαν­τα. τ γρ χον­τι παντ δοθσεται κα περισ­σευθσεται, π δ το μ χον­τος κα χει ρθσεται π᾿ ατο(:Πάρ­τε λοι­πόν απ’ αυτόν το τάλαν­το και δώστε το σε εκεί­νον που έχει τα δέκα τάλαν­τα· διό­τι σε καθέ­ναν που έχει και αύξη­σε με επι­μέ­λεια και ζήλο εκεί­νο που του δόθη­κε, θα του δοθούν κι άλλα και θα έχει και περίσ­σευ­μα. Από εκεί­νον όμως που του δόθη­καν χαρί­σμα­τα αλλά τα παρα­μέ­λη­σε και δεν τα εργά­στη­κε ώστε να έχει κι αυτός κάτι με τη δική του εργα­σία, θα του πάρουν κι αυτό το λίγο που του δόθη­κε και το άφη­σε ακαλ­λιέρ­γη­το)»[Ματθ.25,28–29].

Τι σημαί­νει λοι­πόν αυτό; Εκεί­νος που έχει το χάρι­σμα του λόγου και της διδα­σκα­λί­ας για να ωφε­λεί και δεν χρη­σι­μο­ποιεί το χάρι­σμά του, θα χάσει και το χάρι­σμα· ενώ εκεί­νος που κατα­βάλ­λει προ­σπά­θεια, θα δεχθεί περισ­σό­τε­ρη δωρεά· όπως εκεί­νος που χάνει και αυτό που έχει λάβει. Δεν περιο­ρί­ζε­ται όμως μόνο μέχρι εδώ η ζημία για εκεί­νον ο οποί­ος δεν εργά­ζε­ται, αλλά τον ανα­μέ­νει και ανυ­πό­φο­ρη τιμω­ρία και μαζί με την τιμω­ρία και η από­φα­ση η οποία είναι γεμά­τη με βαριά κατη­γο­ρία. Διό­τι λέγει: «Κα τν χρεον δολον κβλετε ες τ σκτος τ ξτερον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δντων(:Και τον άχρη­στο δού­λο βγάλ­τε τον από εδώ και ρίξ­τε τον στο πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία μου και απο­μο­νω­μέ­νο σκο­τά­δι. Εκεί οι άνθρω­ποι θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους)»[Ματθ.25,30]. Είδες ότι δεν τιμω­ρεί­ται μόνο εκεί­νος που αρπά­ζει και είναι πλε­ο­νέ­κτης, ούτε εκεί­νος που προ­κα­λεί κακά, αλλά τιμω­ρεί­ται με την εσχά­τη τιμω­ρία και εκεί­νος που δεν κάνει αγα­θές πρά­ξεις.

Ας ακού­σου­με λοι­πόν τα λόγια αυτά. Όσο είναι και­ρός ας επι­λη­φθού­με τη σωτη­ρία μας, ας πάρου­με λάδι στις λαμ­πά­δες, ας καλ­λιερ­γή­σου­με το τάλαν­το· διό­τι εάν ολι­γω­ρή­σου­με και εάν διερ­χό­μα­στε τον χρό­νο μας εδώ χωρίς να εργα­ζό­μα­στε, δεν θα μας ελε­ή­σει κανείς εκεί, έστω και αν χύσου­με μύρια δάκρυα. Κατη­γό­ρη­σε τον εαυ­τό του και εκεί­νος που είχε βρω­με­ρά ενδύ­μα­τα, αλλά δεν ωφέ­λη­σε τίπο­τε. Επέ­στρε­ψε και ό,τι του εμπι­στεύ­θη­κε και εκεί­νος που έλα­βε το ένα τάλαν­το, και όμως κατα­δι­κά­στη­κε. Παρα­κά­λε­σαν και οι πέν­τε μωρές παρ­θέ­νοι και προ­σήλ­θαν και έκρου­σαν τη θύρα αλλά όμως όλα απέ­βη­σαν μάταια .

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν αυτά, ας προ­σφέ­ρου­με και χρή­μα­τα και προ­θυ­μία και προ­στα­σία και όλα για την ωφέ­λεια του πλη­σί­ον· διό­τι ως «τάλαν­τα» εδώ εννο­εί­ται η δύνα­μη του καθε­νός, είτε σε προ­στα­σία, είτε σε χρή­μα­τα, είτε σε διδα­σκα­λία, είτε σε οποιο­δή­πο­τε παρό­μοιο πράγ­μα. Ας μην προ­φα­σί­ζε­ται κανείς ότι «ένα μόνο τάλαν­το έχω και δεν μπο­ρώ να κάνω τίπο­τε»· διό­τι μπο­ρείς και με ένα να προ­κό­ψεις. Διό­τι δεν είσαι πτω­χό­τε­ρος από εκεί­νη τη χήρα[Μαρκ.12,42: «Κα πολ­λο πλού­σιοι βαλ­λον πολ­λά· κα λθοσα μία χήρα πτωχ βαλε λεπτ δύο, στι κοδράν­της κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τος μαθητς ατο επεν ατος· μν λέγω μν τι χήρα πτωχ ατη πλεον πάν­των βαλε τν βαλ­λόν­των ες τ γαζο­φυ­λά­κιον· πάν­τες γρ κ το περισ­σεύ­ον­τος ατος βαλον· ατη δ κ τς στε­ρή­σε­ως ατς πάν­τα σα εχεν βαλεν, λον τν βίον ατς (:Και πολ­λοί πλού­σιοι έρι­χναν πολ­λά χρή­μα­τα στο ειδι­κό κου­τί για τους φτω­χούς. Ήλθε και μια φτω­χή χήρα και έρι­ξε δύο λεπτά, δηλα­δή έναν κοδράν­τη. Κάλε­σε τότε ο Ιησούς τους μαθη­τές Του και τους είπε: ‘’Αλη­θι­νά σας λέω ότι η φτω­χή αυτή χήρα έρι­ξε περισ­σό­τε­ρα απ’ όλους αυτούς που ρίχνουν χρή­μα­τα στο θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο· διό­τι όλοι αυτοί έρι­ξαν απ’ το περίσ­σευ­μά τους. Αυτή όμως έρι­ξε από το υστέ­ρη­μά της και από την τέλεια φτώ­χειά της όλα όσα είχε, όλη την περιου­σία της’’)»].

Ούτε είσαι περισ­σό­τε­ρο φτω­χός και ακαλ­λιέρ­γη­τος από τον Πέτρο και τον Ιωάννη[βλ. Πράξ.3,6: «Επε δ Πέτρος· ργύ­ριον κα χρυ­σί­ον οχ πάρ­χει μοι· δ χω τοτό σοι δίδω­μι· ν τ νόμα­τι ησο Χρι­στο το Ναζω­ραί­ου γει­ρε κα περι­πά­τει (:Αλλά ο Πέτρος του είπε: ‘’Ούτε αση­μέ­νια ούτε χρυ­σά νομί­σμα­τα έχω. Εκεί­νο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύνα­μη που δίνει η επί­κλη­ση με πίστη του ονό­μα­τος του Ιησού Χρι­στού του Ναζω­ραί­ου, σήκω όρθιος και περ­πά­τα’’)»], οι οποί­οι και άπει­ροι ήσαν και αγράμ­μα­τοι, αλλά όμως επει­δή έδει­ξαν προ­θυ­μία και έκα­ναν τα πάν­τα για το κοι­νό συμ­φέ­ρον, κέρ­δι­σαν τους ουρα­νούς· διό­τι τίπο­τε δεν αγα­πά ο Θεός τόσο, όσο το να ζού­με εξυ­πη­ρε­τών­τας τους πάν­τες.

Γι’ αυτό μας έδω­σε ο Θεός τον λόγο και τα χέρια και τα πόδια και τη σωμα­τι­κή δύνα­μη και τον νου και τη φρό­νη­ση, για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με όλα αυτά και για τη δική μας σωτη­ρία, αλλά και για την ωφέ­λεια του πλη­σί­ον· διό­τι ο λόγος δεν είναι χρή­σι­μος μόνο για να υμνού­με και να ευχα­ρι­στού­με, αλλά είναι χρή­σι­μος και στο να διδά­σκου­με και να παραι­νού­με. Και εάν μεν τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με για αυτόν τον σκο­πό, μιμού­μα­στε τον Δεσπό­τη· εάν όμως για τα αντί­θε­τα, τότε μιμού­μα­στε τον διά­βο­λο.

Διό­τι και ο Πέτρος, όταν μεν ομο­λό­γη­σε τον Χρι­στό, μακα­ρί­στη­κε επει­δή ομο­λό­γη­σε τα λόγια του Πατρός[Ματθ.16,16–18: «ποκρι­θες δ Σίμων Πέτρος επε· σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος. Κα ποκρι­θες ησος επεν ατ· μακά­ριος ε, Σίμων Βαριων, τι σάρξ κα αμα οκ πεκά­λυ­ψέ σοι, λλ᾿ πατήρ μου ν τος ορανος. Κγ δέ σοι λέγω τι σ ε Πέτρος, κα π ταύτ τ πέτρ οκοδο­μή­σω μου τν κκλη­σί­αν, κα πύλαι δου ο κατι­σχύ­σου­σιν ατς(:Ο Σίμων Πέτρος τότε του απο­κρί­θη­κε: ‘’Εσύ είσαι ο Χρι­στός, ο φυσι­κός και μονο­γε­νής Υιός του Θεού, που δεν είναι νεκρός όπως τα είδω­λα, αλλά ζει παν­το­τι­νά”. Τότε του απο­κρί­θη­κε ο Ιησούς: “Μακά­ριος και ευτυ­χι­σμέ­νος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, διό­τι την αλή­θεια αυτή της ορθής πίστε­ως δεν σου τη φανέ­ρω­σε κανείς άνθρω­πος, αλλά ο Πατέ­ρας μου που είναι στους ουρα­νούς. Κι εγώ λοι­πόν σου λέω ότι εσύ είσαι Πέτρος, και επά­νω στο βρά­χο της αλη­θι­νής πίστε­ως που ομο­λό­γη­σες, κι έγι­νες με την ομο­λο­γία σου αυτή ο πρώ­τος λίθος της πνευ­μα­τι­κής μου οικο­δο­μής, θα οικο­δο­μή­σω την Εκκλη­σία μου. Και ο θάνα­τος και οι οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις του κακού δεν θα υπε­ρι­σχύ­σουν και δεν θα νική­σουν την Εκκλη­σία, η οποία θα είναι αιώ­νια και αθά­να­τη”)»].

Αντί­θε­τα, όταν παρα­κα­λού­σε τον Κύριο να απο­φύ­γει τη σταύ­ρω­ση, επι­τι­μή­θη­κε πολύ, διό­τι φρο­νού­σε εκεί­να που αρέ­σουν στον διάβολο[Ματθ.16,22–23:«Κα προ­σλα­βό­με­νος ατν Πέτρος ρξα­το πιτιμν ατ λέγων· λεώς σοι, Κύριε· ο μ σται σοι τοτο. δ στρα­φες επε τ Πέτρ· παγε πίσω μου, σαταν· σκάν­δα­λόν μου ε· τι ο φρο­νες τ το Θεο, λλ τ τν νθρώ­πων(:Τότε ο Πέτρος, αφού Τον πήρε ιδιαι­τέ­ρως, άρχι­σε ζωη­ρά να Τον προ­τρέ­πει και να Του λέει: ‘’Ο Θεός να σε φυλά­ξει απ’ αυτό, Κύριε. Δεν πρέ­πει να συμ­βεί αυτό που είπες σε σένα τον Μεσ­σία”. Ο Κύριος όμως στρά­φη­κε στον Πέτρο και του είπε: ‘’Πήγαι­νε πίσω μου και φύγε από μπρο­στά μου, σατα­νά˙ μου είσαι εμπό­διο στον δρό­μο του καθή­κον­τός μου και πει­ρα­σμός. Διό­τι δεν φρο­νείς εκεί­να που αρέ­σουν στον Θεό, αλλά εκεί­να που αρέ­σουν στους ανθρώ­πους’’)»]. Και εάν στην περί­πτω­ση εκεί­νη, που αυτό που ειπώ­θη­κε από τον Πέτρο ήταν συνέ­πεια άγνοιας, τόση ήταν η κατη­γο­ρία, ποια συγνώ­μη θα έχου­με, όταν αμαρ­τά­νου­με τόσο πολύ με τη θέλη­σή μας;

Ας ομι­λού­με λοι­πόν έτσι, ώστε από την ομι­λία μας να γίνον­ται φανε­ρά τα λόγια του Χρι­στού. Διό­τι δεν λέγω τα λόγια του Χρι­στού εάν πω μονά­χα: «ργύ­ριον κα χρυ­σί­ον οχ πάρ­χει μοι· δ χω τοτό σοι δίδω­μι· ν τ νόμα­τι ησο Χρι­στο το Ναζω­ραί­ου γει­ρε κα περι­πά­τει(:Ούτε αση­μέ­νια ούτε χρυ­σά νομί­σμα­τα έχω. Εκεί­νο όμως που έχω, αυτό και σου δίνω. Με τη δύνα­μη που δίνει η επί­κλη­ση με πίστη του ονό­μα­τος του Ιησού Χρι­στού του Ναζω­ραί­ου, σήκω όρθιος και περ­πά­τα’’)»[Πράξ.3,6], ούτε αν πω «Ταβι­θά, νάστη­θι(:Ταβι­θά, σήκω)»[Πράξ.9,40]. Αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο, όταν ενώ υβρί­ζο­μαι, ευλο­γώ, ενώ απει­λού­μαι, προ­σεύ­χο­μαι υπέρ εκεί­νου που με απει­λεί[Ματθ.5,44: «γ δ λέγω μν, γαπτε τος χθρος μν, ελογετε τος κατα­ρω­μέ­νους μς, καλς ποιετε τος μισοσιν μς κα προ­σεύ­χε­σθε πρ τν πηρε­α­ζόν­των μς κα διω­κόν­των μς(:Εγώ όμως σας λέω να αγα­πά­τε τους εχθρούς σας, να εύχε­σθε στο Θεό το καλό γι’ αυτούς που σας κατα­ριούν­ται, να ευερ­γε­τεί­τε εκεί­νους που σας μισούν και να προ­σεύ­χε­σθε για χάρη εκεί­νων που σας μετα­χει­ρί­ζον­ται υβρι­στι­κά και περι­φρο­νη­τι­κά και σας κατα­διώ­κουν άδι­κα, ακό­μη κι όταν ο διωγ­μός τους αυτός σας γίνε­ται για τις θρη­σκευ­τι­κές σας πεποι­θή­σεις)»].

Άλλο­τε μεν λοι­πόν έλε­γα ότι η γλώσ­σα μας είναι χέρι το οποίο ψαύ­ει τα πόδια του Θεού· τώρα όμως με πολ­λή επί­τα­ση λέγω ότι η γλώσ­σα μας είναι γλώσ­σα, η οποία μιμεί­ται τη γλώσ­σα του Χρι­στού, όταν επι­δει­κνύ­ει την πρέ­που­σα προ­σο­χή, όταν ομι­λού­με όσα Εκεί­νος θέλει. Ποια λοι­πόν είναι αυτά που Εκεί­νος θέλει να ομι­λού­με; Είναι τα γεμά­τα επιεί­κεια και πρα­ό­τη­τα λόγια. Όπως λοι­πόν ομι­λού­σε και Εκεί­νος, λέγον­τας προς όσους Τον ύβρι­ζαν: «λθε γρ ωάν­νης μήτε σθί­ων μήτε πίνων, κα λέγου­σι· δαι­μό­νιον χει λθεν υἱὸς το νθρώ­που σθί­ων κα πίνων, κα λέγου­σιν· δο νθρω­πος φάγος κα ονοπό­της, τελωνν φίλος κα μαρ­τωλν. κα δικαιώ­θη σοφία π τν τέκνων ατς! (: Οι άνθρω­ποι της γενιάς αυτής είναι δύστρο­ποι και δεν μπο­ρεί κανείς να τους βρει που­θε­νά. Διό­τι ήλθε ο Ιωάν­νης, ο οποί­ος ούτε έτρω­γε ούτε έπι­νε όπως οι άλλοι άνθρω­ποι, αλλά ζού­σε ασκη­τι­κά, και είπαν γι’ αυτόν: ‘’Είναι ακοι­νώ­νη­τος και μελαγ­χο­λι­κός και έχει μέσα του δαι­μό­νιο’’. Ήλθε ο υιός του ανθρώ­που, που τρώ­ει και πίνει ως εγκρα­τής αλλά κοι­νω­νι­κός άνθρω­πος, και λένε: ‘’Να ένας άνθρω­πος φαγάς και οινο­πό­της, φίλος των τελω­νών και των αμαρ­τω­λών’’. Κι έτσι θαυ­μά­σθη­κε η θεία σοφία επει­δή είναι δίκαιη και εργά­σθη­κε σοφά για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων όχι από όλους, όπως θα έπρε­πε, αλλά μόνο απ’ τους ανθρώ­πους που είναι πραγ­μα­τι­κά συνε­τοί κι έχουν πνεύ­μα σοφί­ας)»[Ματθ.11,18–19], και αλλού: «πεκρί­θη ατ ησος· ε κακς λάλη­σα, μαρ­τύ­ρη­σον περ το κακο· ε δ καλς, τί με δέρεις;(:Του απο­κρί­θη­κε ο Ιησούς: ’’Εάν είπα κάτι κακό, από­δει­ξε ενώ­πιον του δικα­στη­ρί­ου με κανο­νι­κή μαρ­τυ­ρία ποιο ήταν αυτό το κακό. Εάν όμως μίλη­σα καλά, για­τί με χτυ­πάς;’’)» [Ιω.18,23], εάν έτσι ομι­λείς και εσύ, εάν ομι­λείς απο­βλέ­πον­τας στη διόρ­θω­ση του πλη­σί­ον, έχεις γλώσ­σα η οποία ομοιά­ζει προς Εκεί­νη.

Και αυτά τα λέγει ο ίδιος ο Θεός· διό­τι λέγει: «Δι τοτο τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν πιστρέψς, κα ποκα­τα­στή­σω σε, κα πρ προ­σώ­που μου στήσ· κα ἐὰν ξαγάγς τίμιον π ναξί­ου, ς τ στό­μα μου σ· κα ναστρέ­ψου­σιν ατο πρς σέ, κα σ οκ ναστρέ­ψεις πρός ατούς(:Για τον λόγο αυτόν αυτά λέει ο Κύριος προς τον προ­φή­τη: ’’Εάν επι­στρέ­ψεις προς εμέ­να με πίστη και ειλι­κρί­νεια, θα σε απο­κα­τα­στή­σω στην πρό­τε­ρη θέση σου και θα σου δώσω το δικαί­ω­μα με θάρ­ρος να στέ­κεις ενώ­πιόν μου. Εάν ξεχω­ρί­σεις τον αλη­θι­νό και τίμιο λόγο μου από τον ανά­ξιο και ψευ­δή, θα είσαι εσύ σαν το δικό μου στό­μα, και τότε θα επι­στρέ­ψουν οι άλλοι προς εσέ­να, εσύ όμως δε θα επι­στρέ­ψεις προς αυτούς’’)»[Ιερ.15,19].

Όταν λοι­πόν η γλώσ­σα σου είναι όπως η γλώσ­σα του Χρι­στού, και το στό­μα σου γίνει στό­μα του Πατρός, και είσαι ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ποια τιμή θα μπο­ρού­σε να γίνει ισά­ξια προς αυτήν; Διό­τι ούτε εάν το στό­μα σου ήταν κατα­σκευα­σμέ­νο από χρυ­σά­φι, ούτε αν ήταν από πολύ­τι­μους λίθους, θα έλαμ­πε τόσο, όπως τώρα, φωτι­ζό­με­νο από τον κόσμο της επιεί­κειας. Διό­τι, τι είναι πιο ποθη­τό από ένα στό­μα που δεν ξέρει να υβρί­ζει, αλλά έχει μάθει να ευλο­γεί και ομι­λεί χρη­στά; Εάν όμως δεν ανέ­χε­σαι να ευλο­γείς εκεί­νον που σε κατα­ριέ­ται, σώπα, και αυτό κάνε το στην αρχή. Έπει­τα βαδί­ζον­τας στην οδό και προ­σέ­χον­τας όπως πρέ­πει, θα φτά­σεις και σε εκεί­νο και θα απο­κτή­σεις στό­μα τέτοιο που είπα­με.

Και μη νομί­σεις πως είναι τολ­μη­ρό αυτό που είπα· διό­τι ο Δεσπό­της είναι φιλάν­θρω­πος και αυτό θα σου δοθεί σαν δώρο της αγα­θό­τη­τάς Του. Τολ­μη­ρό είναι να έχει στό­μα που να ομοιά­ζει τον διά­βο­λο, να έχει γλώσ­σα όμοια προς πονη­ρό δαί­μο­να, ιδιαί­τε­ρα μάλι­στα εκεί­νος ο οποί­ος συμ­με­τέ­χει σε τόσο μεγά­λα μυστή­ρια και κοι­νω­νεί την ίδια τη σάρ­κα του Δεσπό­του. Ανα­λο­γι­ζό­με­νος λοι­πόν αυτά, γίνε όπως ται­ριά­ζει σε Εκεί­νον όσο μπο­ρείς. Όταν λοι­πόν γίνεις τέτοιος, δε θα μπο­ρέ­σει ο διά­βο­λος πλέ­ον να σε δει κατά πρό­σω­πο. Διό­τι δια­κρί­νει τον χαρα­κτή­ρα τον βασι­λι­κό· γνω­ρί­ζει τα όπλα του Χρι­στού, με τα οποία ηττή­θη­κε. Και ποια είναι αυτά; Η επιεί­κεια και η πρα­ό­τη­τα· διό­τι όταν κατά τους πει­ρα­σμούς τον ξέσχι­σε ο Κύριος στο όρος και τον εξέπληξε[βλ.Ματθ.4,1–11], δεν ήταν γνω­στό ότι ήταν Χρι­στός, αλλά τον έδιω­ξε με τα λόγια μόνο, τον νίκη­σε με την επιεί­κεια, τον κατα­τρό­πω­σε με την πρα­ό­τη­τα.

Αυτό κάνε και εσύ. Όταν δεις άνθρω­πο ο οποί­ος έγι­νε διά­βο­λος και σε πλη­σιά­ζει, έτσι νίκη­σέ τον και εσύ. Σου έδω­σε ο Χρι­στός τη δύνα­μη να του μοιά­σεις όσο εξαρ­τά­ται από εσέ­να. Μη φοβη­θείς ακού­γον­τας αυτό. Φόβος είναι να μη γίνεις όπως Εκεί­νος. Μίλα λοι­πόν όπως Εκεί­νος και έγι­νες ως προς αυτό τέτοιος που είναι Εκεί­νος, όσο μπο­ρεί κανέ­νας άνθρω­πος να γίνει. Για τον λόγο αυτόν είναι ανώ­τε­ρος εκεί­νος που ομι­λεί έτσι, δηλα­δή με επιεί­κεια και πρα­ό­τη­τα απέ­ναν­τι σε όλους, παρά εκεί­νος που προ­φη­τεύ­ει. Διό­τι η μεν προ­φη­τεία ολό­κλη­ρη είναι χάρι­σμα· εδώ όμως χρειά­ζε­ται και κόπος δικός σου και ιδρώ­τας. Δίδα­ξε την ψυχή σου να σου δια­πλά­σει το στό­μα έτσι που να μοιά­ζει το στό­μα του Χρι­στού. Διό­τι μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει τέτοια, εάν θέλει. Γνω­ρί­ζει τον τρό­πο, εάν ο άνθρω­πος αυτός δεν είναι ράθυ­μος. «Και πώς δια­πλά­θε­ται ένα τέτοιο στό­μα;», ίσως ρωτή­σει κάποιος. «Με ποια χρώ­μα­τα; Με ποιο υλι­κό;». Με κανέ­να υλι­κό βέβαια και χρώ­μα, παρά μόνο με αρε­τή και επιεί­κεια και ταπει­νο­φρο­σύ­νη.

Ας δού­με πώς δια­πλά­θε­ται και το στό­μα του δια­βό­λου, για να μην κατα­σκευά­σου­με ποτέ εκεί­νο. Πώς πλάσ­σε­ται λοι­πόν; Με κατά­ρες, με ύβρεις, με βασκα­νί­ες, με επιορ­κί­ες· διό­τι όταν κάποιος χρη­σι­μο­ποιεί τα δικά λόγια του αντι­κεί­με­νου, λαμ­βά­νει και τη γλώσ­σα του. Ποια λοι­πόν συγ­χώ­ρη­ση θα έχου­με, ή μάλ­λον ποια τιμω­ρία δε θα υπο­στού­με, όταν επι­τρέ­που­με στη γλώσ­σα, με την οποία αξιω­θή­κα­με να γευ­θού­με τη σάρ­κα του Δεσπό­τη, να χρη­σι­μο­ποιεί λόγια του δια­βό­λου; Ας μην της επι­τρέ­ψου­με λοι­πόν, αλλά ας κατα­βάλ­λου­με κάθε προ­σπά­θεια να την εκπαι­δεύ­σου­με να μιμεί­ται τον Δεσπό­τη της· διό­τι αν την διδά­ξου­με αυτό, με πολ­λή παρ­ρη­σία θα μας τοπο­θε­τή­σει στο βήμα του Χρι­στού. Εάν κανείς δεν γνω­ρί­ζει να ομι­λεί έτσι, ούτε ο δικα­στής θα τον ακού­σει· διό­τι όπως, όταν συμ­βεί να είναι Ρωμαί­ος ο δικα­στής, δε θα ακού­σει εκεί­νον που απο­λο­γεί­ται και δεν γνω­ρί­ζει να ομι­λεί ρωμαϊ­κά, έτσι και ο Χρι­στός, αν δεν ομι­λείς με τον δικό Του τρό­πο, δεν θα σε ακού­σει, ούτε θα σε προ­σέ­ξει.

Ας μάθου­με λοι­πόν να ομι­λού­με έτσι, όπως συνή­θι­σε να ακού­ει ο βασι­λιάς ο δικός μας· ας προ­σπα­θή­σου­με να μιμού­μα­στε τη γλώσ­σα εκεί­νη. Και αν βρε­θείς σε πέν­θος, πρό­σε­χε να μη σου δια­στρε­βλώ­σει το στό­μα η μεγά­λη λύπη, αλλά να ομι­λή­σεις όπως ο Χρι­στός· διό­τι πέν­θη­σε και Αυτός τον Λάζαρο[Ιω.11,33–35: «ησος ον ς εδεν ατν κλαί­ου­σαν κα τος συνελ­θόν­τας ατ ουδαί­ους κλαί­ον­τας, νεβρι­μή­σα­το τ πνεύ­μα­τι κα τάρα­ξεν αυτόν, κα επε· πο τεθεί­κα­τε ατόν; λέγου­σιν ατ· Κύριε, ρχου κα δε. δάκρυ­σεν ησος(:Ο Ιησούς λοι­πόν, όταν την είδε να κλαί­ει, και μαζί της να κλαί­νε και οι Ιου­δαί­οι που είχαν έλθει πίσω της, συγ­κρά­τη­σε με δρι­μύ­τη­τα το συναί­σθη­μα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέ­δρα­σε έντο­να για να επι­βλη­θεί σε αυτό. Και με φωνή ήρε­μη, που δεν δια­κο­πτό­ταν από λυγ­μούς, είπε: ‘’Πού τον έχε­τε βάλει;’’. Όσοι ήταν εκεί του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαι­νε στον τάφο, δάκρυ­σε ο Ιησούς από συμ­πά­θεια για τη θλί­ψη των δύο αδελ­φών)» και τον Ιού­δα.

Αν βρε­θείς σε φόβο, φρόν­τι­σε πάλι να ομι­λή­σεις όπως Εκεί­νος· διό­τι βρέ­θη­κε και Αυτός σε φόβο για εσέ­να κατ’ οικο­νο­μί­αν. Πες και εσύ: «Πάτερ, ε βού­λει παρε­νεγ­κεν τοτο τ ποτή­ριον π᾿ μο· πλν μ τ θέλη­μά μου, λλ τ σν γινέ­σθω(:Πάτερ, εάν είναι θέλη­μά Σου να απο­μα­κρύ­νεις το ποτή­ριο αυτό του θανά­του από Εμέ­να, απο­μά­κρυ­νέ το. Ας μη γίνει όμως αυτό που θέλει η ανθρώ­πι­νη φύση μου λόγω της φυσι­κής της απο­στρο­φής προς το θάνα­το, αλλά αυτό που θέλεις Εσύ)»[Λουκ.22,42]. Και όταν κλαις, δάκρυ­σε ήρε­μα όπως Εκεί­νος. Και όταν βρε­θείς σε σκευω­ρί­ες και λύπη, και αυτά αντι­με­τώ­πι­σέ τα όπως ο Χρι­στός· διό­τι και μηχα­νορ­ρα­φί­ες αντι­με­τώ­πι­σε και λυπή­θη­κε, αλλά είπε: «Περί­λυ­πός στιν ψυχή μου ως θανά­του· μεί­να­τε δε κα γρη­γο­ρετε μετ᾿ μο(:Η ψυχή μου είναι τόσο πολύ λυπη­μέ­νη, ώστε να κιν­δυ­νεύω να πεθά­νω απ’ τη λύπη. Μεί­νε­τε εδώ άγρυ­πνοι μαζί μου)»[Ματθ.26,38].

Και σου παρεί­χε όλα τα υπο­δείγ­μα­τα, για να τηρείς αυτά ως μέτρο και να μην κατα­στρα­τη­γείς τους κανό­νες που σου έχουν δοθεί. Έτσι θα μπο­ρέ­σεις να έχεις στό­μα, όμοιο με το στό­μα Εκεί­νου. Έτσι, ενώ θα βαδί­ζεις επά­νω στη γη, θα επι­δει­κνύ­εις σε μας γλώσ­σα όμοια προς τη γλώσ­σα Εκεί­νου που κάθε­ται στον ουρα­νό, δια­τη­ρών­τας το μέτρο στη λύπη, στην οργή, στο πέν­θος, στην αγω­νία. Πόσοι από σας είναι εκεί­νοι που επι­θυ­μούν να δουν τη μορ­φή Του;

Να λοι­πόν, ότι είναι δυνα­τό όχι μόνο να Τον δού­με, αλλά και να γίνου­με σαν Αυτόν, εάν προ­σπα­θή­σου­με. Ας μην ανα­βάλ­λου­με λοι­πόν· διό­τι δεν αγα­πά τόσο το στό­μα των προ­φη­τών, όσο εκεί­νο των επιει­κών και πρά­ων ανθρώ­πων. «Πολ­λο(:Πολ­λοί)», λέγει, «ροσί μοι ν κείν τ μέρ· Κύριε Κύριε, ο τ σ νόμα­τι προ­ε­φη­τεύ­σα­μεν, κα τ σ νόμα­τι δαι­μό­νια ξεβά­λο­μεν, κα τ σ νόμα­τι δυνά­μεις πολλς ποι­ή­σα­μεν; (:θα μου πουν εκεί­νη την ημέ­ρα της κρί­σε­ως: “Κύριε, Κύριε, στο όνο­μά σου δεν προ­φη­τεύ­σα­με, πιστεύ­ον­τας ότι είσαι ο Μεσ­σί­ας και Υιός του Θεού; και πιστεύ­ον­τας σε σένα δεν βγά­λα­με δαι­μό­νια; Και πιστεύ­ον­τας σε σένα δεν κάνα­με πολ­λά θαύ­μα­τα; Και τώρα λοι­πόν δεν θα μπού­με στη βασι­λεία σου;”)»[Ματθ.7,22].

Το στό­μα επί­σης του Μωυ­σή, επει­δή ήταν πολύ επιει­κής και πρά­ος( διό­τι λέγει η Γρα­φή: «Κα νθρω­πος Μωυσς πρα­ΰς σφό­δρα παρ πάν­τας τος νθρώ­πους τος ντας π τς γς(:Ο Μωυ­σής όμως ήταν άνθρω­πος πολύ πρά­ος, πρα­ό­τε­ρος από όλους τους ανθρώ­πους που βρί­σκον­ταν στη γη, και δε θύμω­σε για όσα έλε­γαν εναν­τί­ον του οι αδελ­φοί του)» [Αριθμ.12,3], τόσο πολύ το ποθού­σε και το αγα­πού­σε, ώστε να πει: «Κα λάλη­σε Κύριος πρς Μωυσν νώπιος νωπί, ς ε τις λαλή­σει πρς τν αυτο φίλον. Κα πελύ­ε­το ες τν παρεμ­βο­λήν, δ θερά­πων ησος υἱὸς Ναυ νέος οκ ξεπο­ρεύ­ε­το κ τς σκηνς(:Εκεί μίλη­σε ο Κύριος προς τον Μωυ­σή κατά τρό­πο προ­σω­πι­κό και οικείο, όπως ομι­λεί κανείς προς τον φίλο του. Όταν ο Μωυ­σής, ανα­χω­ρών­τας από τη σκη­νή του, επι­σκε­πτό­ταν το στρα­τό­πε­δο, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπη­ρε­τού­σε, δεν έβγαι­νε από τη σκη­νή, αλλά έμε­νε μέσα σε αυτήν)» [Εξ.33,11]· βλ. και Αριθμ. 12,8: «Στό­μα κατ στό­μα λαλή­σω ατ, ν εδει κα ο δι᾿ ανιγ­μά­των, κα τν δόξαν Κυρί­ου εδε· κα δια­τί οκ φοβή­θη­τε κατα­λαλσαι κατ το θερά­πον­τός μου Μωυσ;(: Στό­μα με στό­μα μίλη­σα προς αυτόν, κατά πρό­σω­πο και όχι με παρα­βο­λές και σύμ­βο­λα. Αυτός είδε τη δόξα του Κυρί­ου. Εσείς για­τί δεν φοβη­θή­κα­τε να κατα­λα­λή­σε­τε ένα τέτοιον υπη­ρέ­τη μου, όπως είναι ο Μωυ­σής;’’)»].

Δεν θα δια­τάσ­σεις τους δαί­μο­νες τώρα, αλλά θα δια­τάσ­σεις τότε το πυρ της γεέ­νης, εάν έχεις το στό­μα σου όμοιο προς το στό­μα του Χρι­στού. Θα δια­τάσ­σεις την άβυσ­σο του πυρός και θα λέγεις: «Σιώ­πα, πεφί­μω­σο(:Σώπα, φιμώ­σου)»[Μάρκ.4,39] και με πολ­λή παρ­ρη­σία θα ανε­βείς στους ουρα­νούς και θα απο­λαύ­σεις τη βασι­λεία, την οποία είθε να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει, μαζί με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα, η δόξα, η δύνα­μη, η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 12, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΟΗ΄, σελί­δες 89–103.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 69, σελ. 18–27.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Ο Θεὸς δημιουρ­γεῖ ἀνι­σό­τη­τες καὶ οἱ ἄνθρω­ποι γογ­γύ­ζουν γι’ αὐτό. Εἶναι σοφό­τε­ροι ἀπὸ τὸ Θεὸ οἱ ἄνθρω­ποι; Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δημιουρ­γεῖ ἀνι­σό­τη­τες, σημαί­νει πῶς ἡ ἀνι­σό­τη­τα εἶναι σοφό­τε­ρη καὶ καλ­λί­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἰσό­τη­τα. Ὁ Θεὸς δημιουρ­γεῖ τὴν ἀνι­σό­τη­τα γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀνθρώ­που, μὰ οἱ ἄνθρω­ποι δὲν μπο­ροῦν νὰ δοῦν τὸ καλὸ στὴν ἀνι­σό­τη­τά τους. Ὁ Θεὸς δημιουρ­γεῖ τὴν ἀνι­σό­τη­τα λόγῳ τοῦ κάλ­λους τῆς ἀνι­σό­τη­τας, οἱ ἄνθρω­ποι ὅμως δὲ βλέ­πουν κανέ­να κάλ­λος σ’ αὐτήν. Ὁ Θεὸς δημιουρ­γεῖ τὴν ἀνι­σό­τη­τα ἀπὸ ἀγά­πη, ποὺ ἀνα­πτύσ­σε­ται καὶ συν­τη­ρεῖ­ται ἀπὸ τὴν ἀνι­σό­τη­τα, ὁ ἄνθρω­πος ὅμως δὲ βλέ­πει καμιὰ ἀγά­πη σ’ αὐτήν.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πρω­τό­γο­νη ἀνθρώ­πι­νη ἐπα­νά­στα­ση τῆς τυφλό­τη­τας ἐνάν­τια στὴν ἐνό­ρα­ση, τῆς ἀφρο­σύ­νης ἐνάν­τια στὴ σοφία τοῦ κακοῦ ἐνάν­τια στὸ καλό, τῆς ἀσχή­μιας ἐνάν­τια στὴν ὡραιό­τη­τα, τοῦ φθό­νου ἐνάν­τια στὴν ἀγά­πη. Ἡ Εὔα κι ὁ Ἀδὰμ παρα­δό­θη­καν στὴ δύνα­μη τοῦ σατα­νᾶ, γιὰ νὰ γίνουν ἰσό­θε­οι. Ὁ Κάιν σκό­τω­σε τὸν ἀδερ­φὸ τοῦ Ἄβελ, ἐπει­δὴ οἱ θυσί­ες τους δὲ φάνη­καν ἐξί­σου ἀρε­στὲς στὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ὡς σήμε­ρα οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ἔκα­ναν πολέ­μους λόγῳ τῆς ἀνι­σό­τη­τας. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε δημιουρ­γή­σει τὴν ἀνι­σό­τη­τα πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς κι αὐτὴ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶναι μαζί μας. Καὶ λέμε πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε καὶ τοὺς ἀγγέ­λους ἄνι­σους.

Ἦταν ἐπι­θυ­μία τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἄνι­σοι οἱ ἄνθρω­ποι σὲ ὅλα τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρα­κτη­ρι­στι­κά: στὸν πλοῦ­το, στὴ δύνα­μη, στὴν κοι­νω­νι­κὴ θέση. στὴ σοφία κ.τ.ό. Δὲ θέλει ὅμως νὰ ὑπάρ­χει κανέ­να εἶδος ἀντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας. «Μὴ κατα­κλι­θῆς εἰς τὴν πρω­το­κλι­σί­αν» (Λουκ. ἴδ’ 8), δίδα­ξε ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἐκεῖ­νο ποὺ θέλει ὁ Θεός, εἶναι νὰ ὑπάρ­χει ἀντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα στὸν πολ­λα­πλα­σια­σμὸ τῶν ἀρε­τῶν: τῆς πίστης, τῆς ἀγά­πης, τῆς ταπεί­νω­σης, τῆς πρα­ό­τη­τας καὶ τῆς ὑπα­κο­ῆς. Ὁ Θεὸς ἔδω­σε ἐσω­τε­ρι­κὰ καὶ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα, ἂν καὶ θεω­ρεῖ τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα κατώ­τε­ρα καὶ πιὸ ἀσή­μαν­τα ἀπὸ τὰ ἐσω­τε­ρι­κά. Ἔδω­σε τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα τόσο στὰ ζῶα ὅσο καὶ στὸν ἄνθρω­πο. Σκόρ­πι­σε τὸν πλού­σιο θησαυ­ρό των ἐσω­τε­ρι­κῶν χαρι­σμά­των ὅμως μόνο στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Ὁ Θεὸς ἔδω­σε στοὺς ἀνθρώ­πους κάτι παρα­πά­νω ἀπ’ ὅ,τι ἔδω­σε στὰ ζῶα. Γι’ αὐτὸ κι ἔχει περισ­σό­τε­ρες ἀπαι­τή­σεις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Κι αὐτὸ τὸ παρα­πά­νω ποὺ ἔδω­σε στοὺς ἀνθρώ­πους, συνί­στα­ται στὶς πνευ­μα­τι­κὲς δωρε­ές.

Ό Θεὸς ἔδω­σε στοὺς ἀνθρώ­πους τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα, γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὰ ἐσω­τε­ρι­κά. Ὅλα τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα λει­τουρ­γοῦν ὡς μέσα στὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο. Ὅλα τὰ πρό­σκαι­ρα εἶναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὰ αἰώ­νια, ὅλα τὰ θνη­τὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὰ ἀθά­να­τα. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ λει­τουρ­γεῖ ἀντί­θε­τα, ποὺ δαπα­νᾶ ὅλα τὰ πνευ­μα­τι­κά του χαρί­σμα­τα ἀπο­κλει­στι­κὰ γιὰ τὴν ἀπό­κτη­ση ἐξω­τε­ρι­κῶν, πρό­σκαι­ρων ἀγα­θῶν, πλού­του, δύνα­μης, ἐπί­γειας δόξας κλπ. εἶναι σάν το γιὸ ποὺ κλη­ρο­νο­μεῖ ἀπὸ τὸν πατέ­ρα του μεγά­λο πλοῦ­το καὶ τὸν ξοδεύ­ει ὅλο γιὰ ν’ ἀγο­ρά­σει στά­χτες.

Γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ἔνιω­σαν μέσα τους τὰ χαρί­σμα­τα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς προί­κι­σε ὁ Θεός, ὅλα τὰ ἐξω­τε­ρι­κὰ ἔχουν πολὺ λίγη σημα­σία, ὅπως εἶναι τὸ δημο­τι­κὸ σχο­λεῖο σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ προ­χώ­ρη­σε σὲ ὑψη­λό­τε­ρα στά­δια ἐκπαί­δευ­σης. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀγω­νί­ζον­ται ν’ ἀπο­κτή­σουν ἐξω­τε­ρι­κὰ χαρί­σμα­τα εἶναι οἱ ἄφρο­νες, ὄχι οἱ σοφοί. Οἱ σοφοὶ ἀπο­δύ­ον­ται σὲ σκλη­ρό­τε­ρους μὰ πιὸ ἀπο­δο­τι­κοὺς ἀγῶ­νες, ὥστε νὰ πολ­λα­πλα­σιά­σουν τὰ ἐσω­τε­ρι­κά τους χαρί­σμα­τα. Γιὰ τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ ἰσό­τη­τα ἀγω­νί­ζον­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ δὲν μπο­ροῦν ἢ δὲν τολ­μοῦν νὰ κοι­τά­ξουν μέσα τους, ποὺ δὲν βάζουν τὸν ἑαυ­τό τους ν’ ἀγω­νι­στεῖ στὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ καὶ σπου­δαιό­τε­ρο χῶρο τοῦ ἀνθρω­πι­σμοῦ τους.

Ό Θεὸς δὲν ἐκτι­μᾶ τί εἶναι ἢ τί ἔχει ὁ ἄνθρω­πος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, πῶς ντύ­νε­ται, πῶς τρέ­φε­ται, πῶς διδά­σκε­ται ἢ πόσο τὸν ἐκτι­μοῦν οἱ ἄλλοι. Ὁ Θεὸς κοι­τά­ζει τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς δὲν προ­σέ­χει τὴν ἐξω­τε­ρι­κὴ θέση τοῦ ἀνθρώ­που, ἀλλὰ τὴν ἐσω­τε­ρι­κή του πρό­ο­δο, τὴν ἀνά­πτυ­ξη καὶ τὸν ἐμπλου­τι­σμό του ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀλη­θείᾳ. Γι’ αὐτὰ μᾶς μιλά­ει τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ἡ παρα­βο­λὴ τῶν ταλάν­των, δηλα­δὴ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν χαρι­σμά­των ποὺ ὁ Θεὸς ἔδω­σε στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων, δεί­χνει τὴ μεγά­λη ἐσω­τε­ρι­κὴ ἀνι­σό­τη­τα τῶν ἀνθρώ­πων στὴν ἴδια τους τὴ φύση. Δεί­χνει ὅμως καὶ πολὺ περισ­σό­τε­ρα. Στὴν ὑψι­πε­τῆ πτή­ση της ἢ παρα­βο­λὴ αὐτὴ ὑψώ­νε­ται πάνω ἀπὸ τὴν ἱστο­ρία τῆς ἀνθρώ­πι­νης ψυχῆς. ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Ἄν μπο­ροῦ­σε καὶ ἄνθρω­πος νὰ κατα­νο­ή­σει στὴν πλη­ρό­τη­τά της τὴ διδα­χὴ τῆς παρα­βο­λῆς αὐτῆς καὶ νὰ τὴν τηρή­σει στὴ ζωή του, θὰ κέρ­δι­ζε τὴν αἰώ­νια σωτη­ρία του στὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ.

«Ὥσπερ γὰρ ἄνθρω­πος ἀπο­δη­μῶν ἐκά­λε­σε τοὺς ἰδί­ους δού­λους καὶ παρέ­δω­κεν αὐτοῖς τα ὑπάρ­χον­τα αὐτοῦ καὶ ὦ μὲν ἔδω­κε πέν­τε τάλαν­τα, ὦ δὲ δύο, ὦ δὲ ἔν, ἑκά­στῳ κατὰ τὴν ἰδί­αν δύνα­μιν, καὶ ἀπε­δή­μη­σεν εὐθέ­ως» (Ματθ. κέ’ 14,15). Μὲ τὸν ἄνθρω­πο ἐδῶ πρέ­πει νὰ κατα­νο­ή­σου­με τὸν παν­το­γνώ­στη Θεό, τὸν Δοτή­ρα παν­τὸς ἀγα­θοῦ. Δοῦ­λοι εἶναι οἱ ἄγγε­λοι κι οἱ ἄνθρω­ποι. Ἀπο­δη­μία τοῦ Θεοῦ πρέ­πει νὰ λογα­ρια­στεῖ ἢ μακρο­θυ­μία Του. Τάλαν­τα εἶναι τὰ πνευ­μα­τι­κὰ χαρί­σμα­τα, ποὺ χορη­γεῖ ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ λογι­κὰ πλά­σμα­τά Του. Τὸ ὅτι ὅλα τὰ χαρί­σμα­τά του Θεοῦ εἶναι μεγά­λα, φαί­νε­ται ἀπὸ τὴν εἰδι­κὴ ὀνο­μα­σία τους, τὰ «τάλαν­τα». Τάλαν­το ἦταν ἕνα νόμι­σμα μεγά­λης ἀξί­ας, ἴσο μὲ τὴν ἀξία πέν­τε χρυ­σῶν δου­κά­των. Ἐπα­να­λαμ­βά­νου­με πῶς ὁ Κύριος σκό­πι­μα ὀνό­μα­σε τὰ χαρί­σμα­τά Τοῦ «τάλαν­τα», γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ἀξί­ζουν πολύ, πῶς ὁ μεγα­λό­δω­ρος Δημιουρ­γὸς προί­κι­σε πλού­σια τὰ πλά­σμα­τά Του. Εἶναι τόσο μεγά­λα τὰ χαρί­σμα­τα αὐτά, ὥστε ἀκό­μα κι αὐτὸς ποὺ ἔλα­βε τὸ ἕνα τάλαν­το, πρέ­πει νὰ ὑπο­λο­γί­σου­με πῶς ἔλα­βε ἀρκε­τά. Ὁ ἄνθρω­πος ὑπο­δη­λώ­νει τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χρι­στό, ὅπως φαί­νε­ται ἀπὸ τὸ εὐαγ­γέ­λιο τοῦ Λου­κᾶ, ποὺ λέει πῶς ἦταν «ἄνθρω­πός τις εὐγε­νής» (Λουκ. ἴθ’ 12). Εὐγε­νὴς ἄνθρω­πος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ὁ μονο­γε­νὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψί­στου.

Αὐτὸ τὸ δια­πι­στώ­νου­με καθα­ρὰ κι ἀπὸ ἄλλα λόγια τῆς ἴδιας εὐαγ­γε­λι­κῆς περι­κο­πῆς: «Ἄνθρω­πός τις εὐγε­νὴς ἐπο­ρεύ­θη εἰς χώρας μακρὰν λαβεῖν ἑαυ­τῷ βασι­λεί­αν καὶ ὑπο­στρέ­ψαι» (αὐτ.). Μετὰ τὴν Ἀνά­λη­ψή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νὸ γὰ νὰ λάβει τὴ Βασι­λεία Του καὶ ὑπο­σχέ­θη­κε πῶς θὰ ἐπι­στρέ­ψει στὴ γῆ ὡς Κρι­τής.

Ὅταν κατα­νο­ή­σου­με ὡς ἄνθρω­πο τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τότε δοῦ­λοι Του εἶναι οἱ ἀπό­στο­λοι, οἱ ἐπί­σκο­ποι, οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἔχει χορη­γή­σει πολ­λὰ χαρί­σμα­τα στὸν καθέ­να τους (μέσα ἀπὸ τὴ δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀνι­σό­τη­τά τους). Ἔτσι ὁ ἕνας συμ­πλη­ρώ­νει τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ φτά­νουν στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀνά­πτυ­ξη καὶ στὴν τελεί­ω­σή τους. «Διαι­ρέ­σεις δὲ χαρι­σμά­των εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦ­μα καὶ διαι­ρέ­σεις δια­κο­νιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος καὶ διαι­ρέ­σεις ἐνερ­γη­μά­των εἰσίν, ὁ δὲ αὐτὸς ἔστι Θεός, ὁ ἐνερ­γῶν τὰ πάν­τα ἐν πᾶσιν. Ἑκά­στῳ δὲ δίδο­ται η φανέ­ρω­σις τοῦ Πνεύ­μα­τος πρὸς τὸ συμφέρον…πάντα δὲ ταῦ­τα ἐνερ­γεῖ τὸ ἔν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦ­μα, διαι­ροῦν ἰδίᾳ ἑκά­στῳ καθὼς βού­λε­ται» (Α’ Κορ. ἴβ’ 4–7,11).

Μὲ τὸ μυστή­ριο τοῦ βαπτί­σμα­τος ὅλοι οἱ πιστοὶ δέχον­ται πλού­σια τὰ χαρί­σμα­τα αὐτά. Μὲ τὰ ἄλλα μυστή­ρια τῆς Ἐκκλη­σί­ας, τὰ χαρί­σμα­τα αὐτὰ ἐνι­σχύ­ον­ται καὶ πολ­λα­πλα­σιά­ζον­ται ἀπὸ τὸ Θεό.

Μὲ τὰ πέν­τε τάλαν­τα οἱ ἑρμη­νευ­τὲς κατα­νο­οῦν τίς πέν­τε αἰσθή­σεις, μὲ τὰ δύο τάλαν­τα τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ ἕνα τάλαν­το τὴν ἑνιαία ὕπαρ­ξη τοῦ ἀνθρώ­που. Οἱ πέν­τε σωμα­τι­κὲς αἰσθή­σεις δόθη­καν στὸν ἄνθρω­πο γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τοῦν τὸ πνεῦ­μα καὶ τὴ σωτη­ρία του. Ἀνή­κει στὴ θέλη­ση τοῦ ἀνθρώ­που νὰ ὑπη­ρε­τή­σει το Θεὸ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καὶ νὰ ἐμπλου­τί­σει τὸν ἑαυ­τό του μὲ τὴ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ καλὰ ἔργα. Όλό­κλη­ρος ὁ ἄνθρω­πος πρέ­πει νὰ ἀφε­θεῖ στὴ διά­θε­ση τοῦ Θεοῦ.

Στὴν παι­δι­κή του ἡλι­κία ὁ ἄνθρω­πος ζεῖ μὲ τίς πέν­τε αἰσθή­σεις του. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπό­λυ­τα σωμα­τι­κὴ ζωή. Ὅταν ὡρι­μά­σει ὁ ἄνθρω­πος κατα­νο­εῖ τὴ δυα­δι­κό­τη­τά του καὶ τὸν πόλε­μο ποὺ διε­ξά­γε­ται ἀνά­με­σα στὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦ­μα. Στὴν πλή­ρη πνευ­μα­τι­κὴ ὡρι­μό­τη­τά του ὁ ἄνθρω­πος αἰσθά­νε­ται τὸν ἑαυ­τό του ὡς ἑνιαῖο πνεῦ­μα, ξεπερ­νῶν­τας τὴ διαί­ρε­ση τοῦ ἑαυ­τοῦ του σὲ πέν­τε ἢ σὲ δύο. Σ’ αὐτὴν ἀκρι­βῶς τὴν πλή­ρη ὡρι­μό­τη­τά του ὁ ἄνθρω­πος ἔχει τὴν αἴσθη­ση τοῦ νικη­τῆ, ἀντι­λαμ­βά­νε­ται ὅτι ἀπει­λεῖ­ται ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια, ἀπὸ τὴν ὑπο­τί­μη­ση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνυ­πα­κοὴ στὸ Θεό. Ὅταν φτά­σει στὰ μέγι­στα ὕψη, τότε πέφτει στὴ μεγα­λύ­τε­ρη κατα­στρο­φὴ καὶ θάβει τὰ ταλέν­τα του στὴ γῆ.

Ὁ Θεὸς δίνει στὸν καθέ­να ἀνά­λο­γα μὲ τὴ δύνα­μή του, ὅσα δηλα­δὴ μπο­ρεῖ κανεὶς ν’ ἀντέ­ξει καὶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει. Ὁ Θεὸς βέβαια δίνει στὸν καθέ­να ἀνά­λο­γα καὶ μὲ τὸ σχέ­διο τῆς θεί­ας Του Πρό­νοιας. Ὅλα τὰ μέλη μιᾶς οἰκο­γέ­νειας δὲν ἔχουν τίς ἴδιες ἱκα­νό­τη­τες γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἴδια δου­λειά. Ἕνας ἔχει μερι­κὲς ἱκα­νό­τη­τες κι ἄλλος κάποιες ἄλλες. Ὁ καθέ­νας προ­σφέ­ρει ἀνά­λο­γα μὲ τίς δικές του ἱκα­νό­τη­τες.

Καὶ ἀπε­δή­μη­σεν εὐθέ­ως. Τὰ λόγια αὐτὰ φανε­ρώ­νουν τὴν ταχύ­τη­τα τῆς δημιουρ­γί­ας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε τὸν κόσμο, τὸ ἔκα­νε γρή­γο­ρα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ χάρη τῆς Νέας Κτί­σης, γιὰ τὴν ἀνα­καί­νι­ση τοῦ κόσμου, ἔφε­ρε σὲ πέρας τὸ ἔργο Του γρή­γο­ρα: ἀπο­κά­λυ­ψε καὶ χορή­γη­σε τίς δωρε­ές Του κι ἀμέ­σως ἀκο­λού­θη­σε το δρό­μο Του.

Τί ἔκα­ναν τώρα οἱ ὑπη­ρέ­τες τὰ τάλαν­τα ποὺ ἔλα­βαν; «Πορευ­θεὶς δὲ καὶ τὰ πέν­τε τάλαν­τα λαβῶν εἰρ­γά­σα­το ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποί­η­σεν ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα. ὡσαύ­τως καὶ ὸ τὰ δύο ἐκέρ­δη­σε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δέ το ἐν λαβῶν ἀπελ­θὼν ὤρυ­ξεν ἐν τῇ γῆ καὶ ἀπέ­κρυ­ψε τὸ ἀργύ­ριον τοῦ κυρί­ου αὐτοῦ» (Ματθ. κέ’ 16–18). Ὅλες οἱ ἐφαρ­μο­γὲς καὶ οἱ συναλ­λα­γὲς ποὺ γίνον­ται ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, εἶναι μιὰ εἰκό­να αὐτοῦ ποὺ γίνε­ται ἢ ποὺ πρέ­πει νὰ γίνε­ται στὸ βασί­λειο τῶν ψυχῶν τους. Ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ κλη­ρο­νο­μεῖ κάποια περιου­σία, περι­μέ­νουν νὰ τὴν αὐξή­σει. Ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ ἔχει κλη­ρο­νο­μή­σει ἀγρούς, περι­μέ­νουν νὰ τοὺς καλ­λιερ­γή­σει. Ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποῦ ἔμα­θε κάποια δου­λειά, περι­μέ­νουν νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, τόσο γιὰ τὸ δικό του ὄφε­λος ὅσο καὶ γιὰ τοὺς δικούς του. Ἀπ’ αὐτὸν ποὺ γνω­ρί­ζει κάποια τέχνη, ἀνα­μέ­νουν νὰ τὴν μετα­δώ­σει σὲ κάποιον ἄλλον. Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐπέν­δυ­σε χρή­μα­τα στό ἐμπό­ριο, περι­μέ­νουν νὰ τ’ αὐξή­σει. Οἱ ἄνθρω­ποι κινοῦν­ται, ἐργά­ζον­ται, βελ­τιώ­νουν τὰ πράγ­μα­τα, μαζεύ­ουν, συναλ­λάσ­σον­ται, ἀγο­ρά­ζουν καὶ που­λᾶ­νε. Ὅλοι ἀγω­νί­ζον­ται ν’ ἀπο­κτή­σουν ἐκεῖ­να ποῦ εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ τίς σωμα­τι­κές τους ἀνάγ­κες, προ­σπα­θοῦν νὰ βελ­τιώ­σουν τὴν ὑγεία τους, μερι­μνοῦν γιὰ τίς καθη­με­ρι­νὲς ἀνάγ­κες τους καὶ ἀγω­νί­ζον­ται νὰ ἐξα­σφα­λί­σουν τὴν καλο­πέ­ρα­σή τους γιὰ ὅσο περισ­σό­τε­ρο χρό­νο γίνε­ται. Κι αὐτὸ εἶναι ἁπλᾶ ἕνα ἁδρὸ σχέ­διο αὐτῶν ποὺ πρέ­πει νὰ κάνει ὁ ἄνθρω­πος γιὰ τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ σπου­δαία ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅλες οἱ ἐξω­τε­ρι­κὲς ἀνάγ­κες μας εἶναι μιὰ εἰκό­να τῶν πνευ­μα­τι­κῶν μας ἀναγ­κῶν, μιὰ ὑπεν­θύ­μι­ση καὶ μιὰ διδα­χὴ πῶς πρέ­πει ν’ ἀσκοῦ­με τὸν ἑαυ­τό μας. ὥστε νὰ φρον­τί­ζει γιὰ τοὺς πει­να­σμέ­νους καὶ διψα­σμέ­νους, γιὰ τοὺς γυμνοὺς καὶ τοὺς ἄρρω­στους, τοὺς ἀκά­θαρ­τους καὶ τοὺς δυστυ­χι­σμέ­νους, τόσο σωμα­τι­κὰ ὅσο καὶ ψυχι­κά.

Ὅποιος ἀπὸ μᾶς ἔλα­βε ἀπό το Θεὸ πέν­τε τάλαν­τα ἢ δύο ἢ ἕνα, τάλαν­τα πίστης, σοφί­ας. γεν­ναιο­δω­ρί­ας, φόβου Θεοῦ, δίψας γιὰ πνευ­μα­τι­κὴ καθα­ρό­τη­τα καὶ δύνα­μη, ταπεί­νω­σης καὶ ὑπα­κο­ῆς στὸ Θεό, πρέ­πει ν’ ἀγω­νι­στεῖ ὥστε τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ τὰ διπλα­σιά­σει, ὅπως ἔκα­ναν ὁ πρῶ­τος κι ὁ δεύ­τε­ρος δοῦ­λος κι ὅπως κάνουν κατὰ κανό­να οἱ ἄνθρω­ποι ὅταν ἀσχο­λη­θοῦν μὲ τὸ ἐμπό­ριο ἢ μὲ κάποια τέχνη. Ἐκεῖ­νος ποὺ δὲν πολ­λα­πλα­σιά­ζει τὸ χάρι­σμα ποὺ τοῦ δόθη­κε — ὅσο μεγά­λο ἢ μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ χάρι­σμα αὐτό — θὰ κοπεῖ σὰν ἄκαρ­πο δέν­τρο καὶ θὰ καεῖ. Αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ οἰκο­δε­σπό­της σὲ κάθε καρ­πο­φό­ρο δέν­τρο ποὺ δὲν καρ­πο­φο­ρεῖ, ποῦ μάταια τὸ εἶχε σκά­ψει, τὸ εἶχε περι­ποι­η­θεῖ καὶ φρά­ξει, θὰ κάνει κι ὁ μεγά­λος Οἰκο­δε­σπό­της τοῦ σύμ­παν­τος, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι τὰ πολύ­τι­μα δέν­τρα.

Προ­σέξ­τε μὲ πόση ἔκπλη­ξη καὶ χλευα­σμὸ ἀντι­με­τω­πί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι ἐκεῖ­νον ποὺ κλη­ρο­νό­μη­σε ἐδά­φη ἀπὸ τὸν πατέ­ρα του καὶ δὲν κάνει τίπο­τα, ἀλλὰ κάθε­ται καὶ σπα­τα­λᾶ τὸν πλοῦ­το του στὶς προ­σω­πι­κὲς σωμα­τι­κὲς ἀνάγ­κες καὶ ἀπο­λαύ­σεις του. Οὔτε ὁ εὐτε­λέ­στε­ρος ἀπὸ τοὺς ζητιά­νους δὲν προ­κα­λεῖ τόσο τὴν περι­φρό­νη­ση τῶν ἀνθρώ­πων, ὅσο ὁ τεμ­πέ­λης. Τέτοιος ἄνθρω­πος εἶναι ἡ ἴδια ἡ εἰκό­να του πνευ­μα­τι­κὰ ὀκνη­ροῦ ποὺ ἔλα­βε ἀπό το Θεὸ ἕνα τάλαν­το πίστης ἢ σοφί­ας ἢ εὐγλωτ­τί­ας ἢ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο χάρι­σμα καὶ τὸ ἔθα­ψε ἀχρη­σι­μο­ποί­η­το στὴ λάσπη τοῦ σώμα­τός του. Δὲν τὸ αὔξη­σε μέ το μόχθο του, δὲν τὸ ἔδει­ξε σὲ κανέ­ναν ἀπὸ ὑπε­ρη­φά­νεια, δὲν ὠφέ­λη­σε κανέ­ναν μ’ αὐτό, ἀπὸ φιλαυ­τία.

«Μετὰ δὲ χρό­νον πολὺν ἔρχε­ται ὁ κύριος τῶν δού­λων ἐκεί­νων καὶ συναί­ρει μετ’ αὐτῶν λόγον» (Ματθ. κέ’ 19). Ὁ Θεὸς δὲν ἀπο­μα­κρύ­νε­ται οὔτε στιγ­μὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ἡ βοή­θειά Τοῦ συνε­χί­ζε­ται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, σὰν ποτά­μι ποὺ ξεχει­λί­ζει. Ὁ και­ρὸς τῆς κρί­σης Του ὅμως, ὁ και­ρὸς τοῦ λογα­ρια­σμοῦ ποὺ θὰ κάνει μὲ τούς ἀνθρώ­πους, ἀργεῖ νὰ ἔρθει. Ὁ Θεὸς εἶναι γρή­γο­ρος νὰ βοη­θή­σει ἐκεί­νους ποὺ ζητοῦν τὴ βοή­θειά Τοῦ, ἀργεῖ ὅμως νὰ ζητή­σει το λογα­ρια­σμὸ ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ τὸν ἐξορ­γί­ζουν, ποὺ χαρα­μί­ζουν ἄσκο­πα τὰ χαρί­σμα­τά Του. Ἐδῶ μιλᾶ­με γιὰ τὴν Τελι­κή Του Κρί­ση, ὅταν ἔρθει ἡ συν­τέ­λεια τοῦ χρό­νου καὶ θὰ κλη­θοῦν ὅλοι οἱ ἐργά­τες νὰ λάβουν το μισθό τους.

«Καὶ προ­σελ­θών καὶ τὰ πέν­τε τάλαν­τα λαβῶν προ­σή­νεγ­κεν ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα λέγων· κύριε, πέν­τε τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας: ἰδε ἄλλα πέν­τε τάλαν­τα εκέρ­δη­σα ἐπ’ αὐτούς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἧς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σὲ κατα­στή­σω εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου. προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαν­τα λαβῶν εἶπε κύριε, δύο τάλαν­τά μοι παρέ­δω­κας: ἰδὲ δύο ἄλλα τάλαν­τα ἐκέρ­δη­σα ἐπ’ αὐτούς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἧς πιστός. ἐπὶ πολ­λῶν σὲ κατα­στή­σω εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου» (Ματθ. κέ’ 20–23).

Ἕνας ἕνας οἱ δοῦ­λοι ἐμφα­νί­στη­καν στὸν κύριο τοὺς καὶ παρου­σί­α­σαν το λογα­ρια­σμό τους: πόσα ἔλα­βαν καὶ πῶς τὰ δια­χει­ρί­στη­καν. Θὰ ἐμφα­νι­στοῦ­με κι ἐμεῖς ἕνας ἕνας μπρο­στὰ στὸν Κύριο τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ θὰ παρου­σιά­σου­με το λογα­ρια­σμὸ μᾶς μπρο­στὰ σὲ ἑκα­τομ­μύ­ρια μαρ­τύ­ρων: πόσα λάβα­με καὶ τὴ χρή­ση τους κάνα­με. Τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη τίπο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ μεί­νει κρυ­φό. Τὸ φῶς τοῦ Κυρί­ου θὰ φωτί­σει ὅλους ὅσοι θὰ παρευ­ρί­σκον­ται κι ὅλοι θὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ἀλή­θεια ὅλων, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ἄν στὴ ζωὴ αὐτὴ κατορ­θώ­σα­με νὰ διπλα­σιά­σου­με τὰ χαρί­σμα­τά μας, θὰ παρου­σια­στοῦ­με στὸν Κύριο μὲ πρό­σω­πο λαμ­πε­ρό, μὲ καρ­διὰ ἐλεύ­θε­ρη, ὅπως οἱ δυὸ πρῶ­τοι καλοὶ καὶ πιστοὶ δοῦ­λοι. Θὰ φωτι­στοῦ­με ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Κυρί­ου καὶ θὰ παρα­μεί­νου­με αἰώ­νια ζων­τα­νοί, ἀκού­γον­τας τὰ λόγια Τοῦ: εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! Ἀλί­μο­νό μας ὅμως ἂν παρου­σια­στοῦ­με στὸν Κύριο καὶ στοὺς ἀγγέ­λους Τοῦ ὅπως ὁ τρί­τος δοῦ­λος, μὲ ἄδεια χέρια, πονη­ροὶ καὶ ὀκνη­ροὶ δοῦ­λοι. Τί σημαί­νουν τὰ λόγια, ἐπὶ ὀλί­γα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σὲ κατα­στή­σω; Σημαί­νουν πῶς ὅλα τὰ χαρί­σμα­τα ποὺ λάβα­με ἀπό το Θεὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσα κι ἂν εἶναι αὐτά, εἶναι λίγα ἂν συγ­κρι­θοῦν μὲ τίς εὐλο­γί­ες ποὺ ἀνα­μέ­νουν τοὺς πιστοὺς στὴ μέλ­λου­σα βασι­λεία. Ὅπως γρά­φει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, «ὀφθαλ­μὸς οὐκ εἶδε καὶ οὔς οὐκ ἤκου­σε καὶ ἐπὶ καρ­δί­αν ἀνθρώ­που οὐκ ἀνέ­βη, ἅ ἡτοί­μα­σεν ὁ Θεός τους ἀγα­πῶ­σιν αὐτόν» (Α ́κόρ. β’ 9). Ἡ παρα­μι­κρὴ προ­σπά­θεια ποὺ γίνε­ται ἀπὸ ἀγά­πη στὸ Θεό, ἀντα­μεί­βε­ται ἀπὸ Ἐκεῖ­νον μὲ πλού­σια καὶ βασι­λι­κὰ δῶρα. Γι’ αὐτὸ τὸ λίγο ποῦ ὑπο­μέ­νουν οἱ πιστοὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ ὑπα­κοὴ στὸ Θεό, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι ἢ προ­σπά­θειά τους γιὰ τὴν ψυχή τους, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στε­φα­νώ­σει μὲ δόξα τέτοια, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχουν γνω­ρί­σει ἢ φαν­τα­στεῖ βασι­λεῖς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Τί ἔγι­νε τώρα μὲ τὸν πονη­ρὸ καὶ ὀκνη­ρὸ δοῦ­λο; «Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ το ἕν τάλαν­τον εἰλη­φὼς εἶπε κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκλη­ρὸς εἶ ἄνθρω­πος, θερί­ζων ὅπου οὐκ ἔσπει­ρας καὶ συνά­γων ὅθεν οὐ,οὗ διε­σκόρ­πι­σας. καὶ φοβη­θεὶς ἀπελ­θὼν ἔκρυ­ψα τὸ τάλαν­τόν σου ἐν τῇ γῆ ἴδε ἔχεις τὸ σόν» (Ματθ. κέ’ 24–25). Ἔτσι δικαιο­λό­γη­σε τὴν πονη­ριὰ καὶ τὴν ὀκνη­ρία του στὸν κύριό του ὁ τρί­τος δοῦ­λος. Μὰ δὲν ἦταν μόνος τοῦ σ’ αὐτό. Πόσοι τέτοιοι ὑπάρ­χουν ἀνά­με­σά μας, ποὺ κατη­γο­ροῦν καὶ ἐνο­χο­ποιοῦν τὸ Θεὸ γιὰ κάθε κακία, ἀμέ­λεια, ὀκνη­ρία καὶ φιλαυ­τία τους; Δὲν ἀνα­γνω­ρί­ζουν καὶ δὲν ὁμο­λο­γοῦν τὴν ἁμαρ­τία τους, δὲν εἶναι σίγου­ροι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγα­πᾶ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ γι’ αὐτὸ ἀντι­τί­θεν­ται στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν κακία, τὴ φτώ­χεια καὶ τὴν ἀπο­τυ­χία τους.

Κάθε λέξη ποὺ ἀπευ­θύ­νει ὁ ὀκνη­ρὸς δοῦ­λος στὸν κύριό του εἶναι ἀπό­λυ­τα ψευ­δής. Ποῦ θερί­ζει ὁ Θεὸς ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔσπει­ρε; Ποῦ συνά­ζει ἐκεῖ ποὺ δὲ σκόρ­πι­σε; Ὑπάρ­χει ἔστω κι ἕνας μονα­δι­κὸς σπό­ρος στὴ γῆ ποῦ δὲν τὸν ἔσπει­ρε ὁ Θεός; Ὑπάρ­χουν καλοὶ καρ­ποὶ στὸ σύμ­παν ὁλό­κλη­ρο ποὺ δὲν εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ; Οἱ πονη­ροὶ καὶ ἄπι­στοι παρα­πο­νοῦν­ται, γιὰ παρά­δειγ­μα, ὅταν ὁ Θεός τους παίρ­νει τὰ παι­διά. «Δέστε, φωνά­ζουν, πόσο ἄσπλα­χνα παίρ­νει τὰ παι­διὰ μᾶς πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους». Ἀπὸ ποιά ἄπο­ψη εἶναι δικά σας τὰ παι­διά; Προ­τοῦ ἐσεῖς τὰ ὀνο­μά­σε­τε δικά σας, δὲν ἦταν δικά Του; Καὶ για­τί πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους; Ἐκεῖ­νος ποὺ δημιούρ­γη­σε το χρό­νο, δὲν ξέρει πότε εἶναι ὁ σωστὸς χρό­νος τους; Οὔτε ἕνας ἰδιο­κτή­της στὴ γῆ δὲν περι­μέ­νει νὰ ὡρι­μά­σει ὁλό­κλη­ρο τὸ δάσος γιὰ νὰ κάνει τὴν κοπὴ τῶν δέν­τρων, ἀλλὰ κόβει μικρὰ ἢ μεγά­λα δέν­τρα, ἀνά­λο­γα μὲ τίς ἀνάγ­κες τοῦ σπι­τιοῦ του, εἴτε τὰ φύτε­ψε πολὺ και­ρὸ νωρί­τε­ρα εἴτε πρό­σφα­τα. Ἀντὶ νὰ κατη­γο­ροῦ­με το Θεὸ καὶ νὰ κατα­ριό­μα­στε Ἐκεῖ­νον ἀπὸ τὸν Όποῖο ἐξαρ­τᾶ­ται ἢ κάθε ἀνά­σα μας, θὰ ἦταν καλύ­τε­ρα νὰ λέμε μαζὶ μὲ τὸν πολύ­α­θλο Ἰώβ: «Ὁ Κύριος ἔδω­κεν, ὁ Κύριος ἀφεί­λα­το ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδο­ξεν, οὕτῳ καὶ ἐγέ­νε­το εἴη τὸ ὄνο­μα Κυρί­ου εὐλο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰῶ­νας» (Ἰώβ, ἅ’ 21).

Οἱ πονη­ροὶ καὶ ἄπι­στοι κατη­γο­ροῦν το Θεὸ ὅταν τὸ χαλά­ζι κατα­στρέ­φει τὰ σπαρ­τά τους, ὅταν τὰ πλοῖα τους ποὺ εἶναι φορ­τω­μέ­να μὲ ἐμπο­ρεύ­μα­τα χάνον­ται στὴ θάλασ­σα ἢ ὅταν ἀρρω­σταί­νουν κι εἶναι ἀβο­ή­θη­τοι. Ὁ γογ­γυ­σμὸς κι ἡ ἀγα­νά­κτη­ση ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ εἶναι σκλη­ρὸ πρᾶγ­μα. Τὸ κάνουν αὐτὸ ὅμως οἱ ἄνθρω­ποι ἐπει­δὴ ξεχνοῦν τὴν ἁμαρ­τία τους, ἢ ἐπει­δὴ δὲν μπο­ροῦν ἀπ’ αὐτὰ ν’ ἀντλή­σουν διδάγ­μα­τα γιὰ τὴ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς τους.

Ὁ Κύριος ἀπαν­τᾶ στὶς ψεύ­τι­κες δικαιο­λο­γί­ες τοῦ δού­λου: «Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ πονη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀκνη­ρέ! ἤδεις ὅτι θερί­ζω ὅπου οὔκ ἔσπει­ρα καὶ συνά­γω ὅθεν οὐ διε­σκόρ­πι­σα! ἔδει οὖν σὲ βαλεῖν τὸ ἀργύ­ριον μοῦ τους τρα­πε­ζί­ταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκο­μι­σά­μην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ» (Ματθ. κέ’ 26–27). Οἱ τρα­πε­ζῖ­τες κάνουν συναλ­λα­γὲς μὲ χρή­μα­τα. Ἀνταλ­λάσ­σουν χρή­μα­τα καὶ κερ­δί­ζουν τὸν τόκο. Ἐδῶ ὅμως κρύ­βε­ται κι ἄλλο νόη­μα. Μὲ τοὺς τρα­πε­ζῖ­τες πρέ­πει νὰ κατα­νο­ή­σου­με τοὺς εὐερ­γέ­τες. Τὰ χρή­μα­τα ὑπο­δη­λώ­νουν τὰ χαρί­σμα­τα τοῦ Θεοῦ. Τόκος εἶναι ἡ σωτη­ρία τῆς ψυχῆς. Βλέ­πε­τε πῶς ὅλα ὅσα γίνον­ται ἐδῶ ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. εἶναι εἰκό­να αὐτῶν ποὺ γίνον­ται καὶ ποὺ θὰ γίνουν στὸ πνευ­μα­τι­κὸ βασί­λειο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Ἀκό­μα κι οἱ τρα­πε­ζῖ­τες μπο­ροῦν νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θοῦν σὰν εἰκό­να τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ποὺ ὑπάρ­χει μέσα στὸν ἄνθρω­πο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο θέλει νὰ πεῖ ὁ Κύριος στὸν ὀκνη­ρὸ δοῦ­λο: Ἔλα­βες ἕνα δῶρο ἀπό το Θεό. Δὲ θέλη­σες νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις γιὰ τὴ σωτη­ρία σου. Για­τί δὲν τὸ ἔδω­σες τοὐ­λά­χι­στον σὲ κάποιον εὐερ­γέ­τη. σὲ κάποιον εὐαί­σθη­το ἄνθρω­πο, ποὺ θὰ ἔδι­νε τὸ δῶρο αὐτὸ σὲ ἄλλους ποὺ τὸ εἶχαν ἀνάγ­κη καὶ θὰ τὸ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σαν γιὰ τὴ σωτη­ρία τούς; Ἔτσι ὅταν θὰ ἐρχό­μουν ‘Ἐγώ, θὰ ‘βρι­σκα περισ­σό­τε­ρους ἀνθρώ­πους σωσμέ­νους, πολ­λοὺς ποὺ θὰ ἦταν πιστοί, συμ­πα­θεῖς καὶ ταπει­νοί. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἐσὺ ἔκρυ­ψες τὸ ταλέν­το στὴ γῆ τοῦ σώμα­τός σου, αὐτὸ σάπι­σε στὸν τάφο καὶ τώρα σοῦ εἶναι ἄχρη­στο. Αὐτὰ θὰ πεῖ ὁ Κύριος στὴν Τελι­κὴ Κρί­ση Του.

Πόσο, ἀλή­θεια, καθα­ρὴ ἀλλὰ καὶ φοβε­ρὴ εἶναι ἢ διδα­χὴ αὐτὴ γιὰ ἐκεί­νους ποὺ δια­θέ­τουν πλοῦ­το πολὺ καὶ δὲ δίνουν στοὺς φτω­χούς, ἢ σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν σοφία μεγά­λη καὶ τὴν κλει­δώ­νουν μέσα τους, σὰ νὰ ναὶ τάφος, ἢ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάθε εἶδος ἀγα­θοῦ ἢ ἱκα­νό­τη­τας καὶ δὲν τὰ δεί­χνουν σὲ κανέ­ναν, ἢ δύνα­μη μεγά­λη καὶ δὲν προ­στα­τεύ­ουν τοὺς ἀδύ­να­μους καὶ δυστυ­χεῖς, ἢ ἔχουν ὄνο­μα δυνα­τό, εἶναι διά­ση­μοι καὶ δὲ ρίχνουν οὔτε μιὰ ἀκτῖ­να σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸ σκο­τά­δι! Τὸ καλ­λί­τε­ρο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ κανεὶς γι’ αὐτούς, εἶναι πῶς εἶναι λῃστές. Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ λογα­ριά­ζουν δικά τους, παίρ­νουν αὐτὰ ποὺ ἀνή­κουν στοὺς ἄλλους καὶ κρύ­βουν αὐτὰ πού τους δόθη­καν. Δὲν εἶναι ἁπλᾶ λῃστὲς ἀλλὰ διαρ­ρῆ­κτες. ἀφοῦ δὲν βοη­θοῦν αὐτοὺς ποὺ μπο­ροῦν καὶ δὲν τοὺς ὁδη­γοῦν στὴ σωτη­ρία τους. Ἡ ἁμαρ­τία τοὺς δὲν εἶναι μικρό­τε­ρη ἀπὸ ἐκεί­νην τοῦ ἀνθρώ­που ἐκεί­νου ποὺ καθό­ταν στὴν ὄχθη τοῦ ποτα­μοῦ μ’ ἕνα σχοι­νὶ κι ἔβλε­πε κάποιον ἄλλον ποὺ πνι­γό­ταν, μὰ δὲν τοῦ πέτα­γε τὸ σχοι­νὶ γιὰ νὰ σωθεῖ. Σὲ τέτοιους ἀνθρώ­πους ὁ Κύριος θὰ πεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε αὐτὰ ποὺ εἶπε στὸν ὀκνη­ρὸ δοῦ­λο τῆς παρα­βο­λῆς:

«Ἄρα­τε οὔν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαν­τον καὶ δότε τῷ ἔχον­τι δέκα τάλαν­τα τῷ γὰρ ἔχον­τι παν­τὶ δοθή­σε­ται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχον­τος καὶ καὶ ἔχει ἀρθή­σε­ται ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τὸν ἀχρεῖ­ον δοῦ­λον ἐκβά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των» (Ματθ. κέ’ 28–30). Πολ­λὲς φορὲς συμ­βαί­νει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὥστε τὸ λίγο ποὺ ἔχει ἕνας ἄνθρω­πος νά του τὸ παίρ­νουν καὶ νὰ τὸ δίνουν σὲ κάποιον ποὺ ἔχει πολ­λά. Αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ εἰκό­να ἐκεί­νων ποὺ γίνον­ται στὸ πνευ­μα­τι­κὸ βασί­λειο. Δὲν παίρ­νει κάποιος πατέ­ρας χρή­μα­τα ἀπὸ ἕνα γιὸ ποὺ ἔχει ἔκλυ­τη ζωή, γιὰ νὰ τὰ δώσει στὸ σοφὸ γιό του ποὺ ξέρει πῶς νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει; Δὲν παίρ­νουν τὸ ὅπλο ἀπὸ ἕναν ἀνα­ξιό­πι­στο στρα­τιώ­τη γιὰ νὰ τὸ δώσουν σ’ ἕναν ἄλλον ἀξιό­πι­στο; Ὁ Θεὸς παίρ­νει πίσω τα δῶρα Του ἀπὸ τοὺς ἄπι­στους δού­λους, ἀκό­μα κι ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Σκλη­ρό­καρ­δοι πλού­σιοι ἄνθρω­ποι συχνὰ χρε­ω­κο­ποῦν καὶ πεθαί­νουν φτω­χοί. Φίλαυ­τοι σoφοὶ ἄνθρω­ποι κατα­λή­γουν σὲ παρά­νοια καὶ τρέ­λα. “Ἅγιοι ποῦ νική­θη­καν ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια πέφτουν στὴν ἁμαρ­τία καὶ τελειώ­νουν τὴ ζωὴ τοὺς ὼς μεγά­λοι ἁμαρ­τω­λοί. Τύραν­νοι ἄρχον­τες καταν­τοῦν γελοῖ­οι καὶ χάνουν τὴν ἐξου­σία τους. Ἱερεῖς ποὺ δὲ δίδα­ξαν τοὺς ἄλλους μέ το λόγο ἢ τὸ παρά­δειγ­μά τους πέφτουν ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἁμαρ­τία, ὡσό­του τελειώ­σουν τὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ μεγά­λα βάσα­να. Χέρια ποὺ δὲ θέλη­σαν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ μπο­ροῦ­σαν, ἀρχί­ζουν νὰ τρέ­μουν ἢ νὰ σκλη­ραί­νουν, νὰ παθαί­νουν ἀγκύ­λω­ση. Γλῶσ­σες ποῦ δὲν ἔλε­γαν τὴν ἀλή­θεια ποὺ μπο­ροῦ­σαν νὰ πούν, πρί­ζον­ται ἢ μένουν νεκρές. Καὶ γενι­κὰ ὅλοι ὅσοι κρύ­βουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τελειώ­νουν τὴ ζωή τους ὡς ἐπαῖ­τες, μὲ ἄδεια χέρια.

Ἕνα δῶρο ποὺ δόθη­κε σ’ ἕναν πονη­ρό, σκλη­ρὸ καὶ φίλαυ­το ἄνθρω­πο, δὲν τὸ παίρ­νουν ἀμέ­σως μετὰ τὸ θάνα­τό του καὶ τὸ δίνουν στοὺς στε­νό­τε­ρους συγ­γε­νεῖς του, ποὺ τὸν κλη­ρο­νο­μοῦν; Τὸ σπου­δαιό­τε­ρο πρᾶγ­μα εἶναι πῶς τὸ δῶρο ποὺ δόθη­κε στὸν ἄπι­στο τὸ παίρ­νουν πρῶ­τα, του τὸ ἀφαι­ροῦν κι ἔπει­τα τὸν στέλ­νουν γιὰ νὰ κατα­δι­κα­στεῖ. Ό Θεὸς δὲν κατα­δι­κά­ζει κανέ­ναν ἐνῶ κρα­τᾶ ἀκό­μα τὸ πολύ­τι­μο δῶρο Του. Ό ἄνθρω­πος ποὺ κατα­δι­κά­στη­κε ἀπὸ τὰ ἐγκό­σμια δικα­στή­ρια, προ­τοῦ τὸν στεί­λουν νὰ ὑπη­ρε­τή­σει τὴν ποι­νή του, τὸν ἀπο­γυ­μνώ­νουν ἀπὸ τὰ δικά του ροῦ­χα καὶ τοῦ φοροῦν τὴ στο­λὴ τῆς φυλα­κῆς, τὴ στο­λὴ τῆς κατα­δί­κης καὶ τῆς ντρο­πῆς. Αὐτὸ γίνε­ται καὶ μὲ κάθε δικα­σμέ­νο ἁμαρ­τω­λό. Πρῶ­τα του βγά­ζουν κάθε θεϊ­κὸ ποὺ ἔχει πάνω του καὶ μετὰ τὸν στέλ­νουν στὸ σκό­τος τὸ ἐξώ­τε­ρον, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μός των ὀδόν­των.

Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ μᾶς δίνει μιὰ ξεκά­θα­ρη διδα­χὴ πῶς δὲ θὰ κατα­κρι­θεῖ ἐκεῖ­νος μόνο 64 6 ποὺ δια­πράτ­τει τὸ πονη­ρό, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποῦ δὲν πράτ­τει τὸ καλό. Ὁ ἀπό­στο­λος Ἰάκω­βος διδά­σκει: «Εἴδό­τι οὔν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦν­τι, ἁμαρ­τία αὐτῷ ἐστιν» (Ἰακ. δ’ 17)

Ὅλες οἱ διδα­χὲς τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπως καὶ τὸ παρά­δειγ­μά Του, μας συνι­στοῦν νὰ κάνου­με τὸ καλό. Τὸ νὰ ἀπέ­χου­με ἀπὸ τὴ διά­πρα­ξη τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ σημεῖο ἐκκί­νη­σης. Όλό­κλη­ρος ὁ δρό­μος τῆς χρι­στια­νι­κῆς ζωῆς ὅμως πρέ­πει νὰ στρω­θεῖ μὲ λου­λού­δια, δηλα­δὴ καλὰ ἔργα. Ἡ τέλε­ση καλῶν ἔργων μας βοη­θά­ει ἄπει­ρα στὸ νὰ προ­φυ­λα­χτοῦ­με ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργα. Εἶναι δύσκο­λο νὰ προ­φυ­λα­χτεὶ κανεὶς ἀπὸ τὸ κακό, ἂν ταυ­τό­χρο­να δὲν προ­χω­ρή­σει στὴν τέλε­ση τοῦ καλοῦ, δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­φυ­λα­χτεὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, ἂν δὲν ἀσκή­σει τὴ φιλαν­θρω­πία.

Ἡ παρα­βο­λὴ αὐτὴ μᾶς δια­βε­βαιώ­νει πῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέ­ρι­στα εὔσπλα­χνος πρὸς ὅλους μας. ἀφοῦ σε κάθε πλα­σμέ­νο ἄνθρω­πο ἔχει δώσει καὶ κάποιο χάρι­σμα. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς σὲ μερι­κούς ἔχει δώσει περισ­σό­τε­ρα καὶ σὲ ἄλλους λιγό­τε­ρα, αὐτὸ ὅμως δὲν ἀλλά­ζει μὲ κανέ­να τρό­πο τὴν κατά­στα­ση, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπαι­τεῖ περισ­σό­τε­ρα ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ ἔλα­βε πολ­λὰ καὶ λιγό­τε­ρα ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔλα­βε λίγα. Σὲ ὅλους ὅμως δόθη­καν ἀρκε­τὰ γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ νὰ βοη­θή­σουν στὴ σωτη­ρία τῶν ἄλλων.

Θὰ εἶναι λάθος νὰ σκε­φτεῖ κανεὶς πῶς στὴν παρα­βο­λὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλά­ει μόνο γιὰ τοὺς πλού­σιους αὐτοῦ κόσμου. “Ὄχι. Ὁ Χρι­στὸς μιλά­ει γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους χωρὶς διά­κρι­ση. Ὅλοι, χωρὶς ἐξαί­ρε­ση, ἦρθαν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ κάποιο χάρι­σμα. Ἡ χήρα ποὺ ἔδω­σε τὰ τελευ­ταῖα δύο της λεπτὰ στὸ ναὸ τῆς Ἱερου­σα­λήμ, μὲ μέτρο τὸ χρῆ­μα ἦταν πάρα πολὺ φτω­χή, ἦταν πολὺ πλού­σια ὅμως ἀπὸ τὴν ἄπο­ψη τῆς θυσί­ας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τὴν καλὴ χρή­ση αὐτοῦ τοῦ δώρου — μάλι­στα, τοῦ δώρου τῶν δύο λεπτῶν — τὴν ἐγκω­μί­α­σε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἢ πτω­χὴ αὕτη πλεῖ­ον πάν­των ἔβα­λε τῶν βαλ­λόν­των εἰς τὸ γαζο­φυ­λά­κιον» (Μάρκ. ἴβ’ 43).

Ἄς πάρου­με ἕνα περι­στα­τι­κὸ ποὺ εἶναι πιὸ δύσκο­λο καὶ πιὸ δυσερ­μή­νευ­το. Σκέ­ψου ἕναν τυφλὸ ἄνθρω­πο, ποὺ εἶναι ταυ­τό­χρο­να καὶ κωφά­λα­λος. “Ὅλη του τὴν ἐπί­γεια ζωή, ἀπὸ τὴ γέν­νη­σή του ώς το θάνα­το, τὴν πέρα­σε ζῶν­τας μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο. Θὰ σὲ ρωτή­σει κάποιος: «Τί χάρι­σμα ἔλα­βε ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Πῶς μπο­ρεῖ νὰ σωθεῖ αὐτός;»

Ἔχει κι αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος ἕνα χάρι­σμα καὶ μάλι­στα μεγά­λο. Αὐτὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τοὺς ἄλλους, οἱ ἄλλοι ὅμως τὸν βλέ­πουν ὁ ἴδιος δὲν μπο­ρεῖ νὰ δώσει ἐλεη­μο­σύ­νη, προ­κα­λεῖ ὅμως τὴν ἐλεη­μο­σύ­νη τῶν ἄλλων. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει λόγια γιὰ νὰ μιλή­σει γιὰ τὸ Θεό, λει­τουρ­γεῖ ὅμως σὰν μιὰ ζων­τα­νὴ ὑπό­μνη­ση στοὺς ἄλλους. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κηρύ­ξει μὲ λόγια, θυμί­ζει ὅμως στοὺς ἄλλους πῶς πρέ­πει νὰ ὁμο­λο­γοῦν το Θεό. Αὐτὸς μπο­ρεῖ πραγ­μα­τι­κὰ νὰ φέρει πολ­λοὺς στὴ σωτη­ρία κι ἔτσι νὰ σωθεῖ κι ὁ ἴδιος.

Πρέ­πει νὰ ξέρου­με πῶς οἱ τυφλοὶ κι οἱ κωφά­λα­λοι γενι­κὰ δὲν εἶναι ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ κρύ­βουν τὸ ταλέν­το τους. Δὲν κρύ­βον­ται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, κι αὐτὸ εἶναι ἀρκε­τό. Ὅλα ὅσα ἔχουν νὰ δεί­ξουν, αὐτὰ δεί­χνουν: τὸν ἑαυ­τό τους. Αὐτὰ εἶναι τὰ χρή­μα­τα ποὺ δίνουν στοὺς τρα­πε­ζῖ­τες καὶ μετὰ τὰ ἐπι­στρέ­φουν στὸν Κύριο μὲ τὸν τόκο τους. Εἶναι κι αὐτοὶ δοῦ­λοι τοῦ Θεοῦ. Γεμί­ζουν τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων μὲ φόβο καὶ ἀγά­πη. Παρου­σιά­ζουν τὸ κήρυγ­μα τοῦ Θεοῦ χαραγ­μέ­νο στὴ σάρ­κα τους. Αὐτοὶ ποὺ συνή­θως θάβουν τὰ χαρί­σμα­τα τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν μάτια, αὐτιὰ καὶ γλῶσ­σα. Σ’ αὐτοὺς δόθη­καν πολ­λά. Κι ὅταν τοὺς ζητη­θοῦν πολ­λά, δὲ θά ‘χοῦν τίπο­τα νὰ δώσουν.

Ἢ ἀνι­σό­τη­τα λοι­πὸν ἔχει τοπο­θε­τη­θεῖ στὴν ἴδια τὴ βάση τῆς δημιουρ­γί­ας. Πρέ­πει νὰ χαι­ρό­μα­στε μ’ αὐτὴ τὴν ἀνι­σό­τη­τα, ὄχι νὰ ἐπα­να­στα­τοῦ­με ἐναν­τί­ον της. Ἔχει τοπο­θε­τη­θεῖ ἐκεῖ ἀπὸ ἀγά­πη. ὄχι ἀπὸ μῖσος, ἀπὸ πρό­νοια, ὄχι ἀπὸ ἀφρο­σύ­νη. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν χει­ρο­τέ­ρε­ψε ἀπὸ τὴν ἀπου­σία ἰσό­τη­τας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀπου­σία τῆς ἀγά­πης καὶ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς γνώ­σης τῶν ἀνθρώ­πων. “Ἄς αὐξή­σου­με τὴν ἀγά­πη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κή μας ἀντί­λη­ψη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τότε θὰ δοῦ­με πῶς ἀκό­μα καὶ διπλά­σια ἀνι­σό­τη­τα δὲ θὰ μεί­ω­νε στὸ ἐλά­χι­στο τίς εὐλο­γί­ες ποὺ δόθη­καν στοὺς ἀνθρώ­πους.

Ἡ Παρα­βο­λὴ τῶν ταλάν­των φέρ­νει φώς, γνώ­ση καὶ εἰρή­νη στὶς ψυχές μας. Μᾶς ἐνθαρ­ρύ­νει νὰ μὴν εἴμα­στε ἀργοὶ στὴν ἐκτέ­λε­ση τοῦ ἔργου γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς ἔστει­λε ὁ Κύριος στὴν ἀγο­ρὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ χρό­νος περ­νά­ει πιὸ γρή­γο­ρα κι ἀπὸ τὸ γρη­γο­ρό­τε­ρο ποτά­μι. Σύν­το­μα — τὸ ἔπα­να­λαμ­βά­νω, σύν­το­μα — θὰ μᾶς εὕρει τὸ τέλος τοῦ χρό­νου. Κανέ­νας δὲ θὰ μπο­ρέ­σει νὰ γυρί­σει πίσω ἀπὸ τὴν αἰω­νιό­τη­τα γιὰ νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ἔχει ξεχά­σει καὶ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἄφη­σε ἄφτια­χτο. Γι’ αὐτὸ ἂς βια­στοῦ­με, ἂς κάνου­με χρή­ση τοῦ χαρί­σμα­τος ποὺ μᾶς δόθη­κε, τὸ ταλέν­το ποὺ μᾶς δάνει­σε ὁ Κύριος τῶν κυρί­ων.

Δόξα καὶ αἶνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στὸ γιὰ τὴ θεία αὐτὴ διδα­χή Του, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ ἀμοι­βὴ τῶν κόπων

«Ἔφῃ δὲ αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ: Εὔ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἢς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σὲ κατα­στή­σω εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου» (Ματθ. 25, 21)

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ τῶν ταλάν­των, ἀγα­πη­τοί μου, Ὁ ἡ παρα­βο­λή των ἅ ταλάν­των, ποὺ ἀκού­σα­με, μᾶς ὑπεν­θυ­μί­ζει τὴ θεμε­λιώ­δη ἐντο­λὴ τῆς ἐργα­σί­ας.

Ὅπως εἴπα­με καὶ ἄλλο­τε, ὅταν ὁ Θεὸς δημιούρ­γη­σε τὸν ἄνθρω­πο, δὲν ἤθε­λε τὸ πλά­σμα του νὰ περ­νᾷ τὸν και­ρό του ἄπρα­κτο μέσα στὸν παρά­δει­σο. Τὸν τοπο­θέ­τη­σε ἐκεῖ καὶ τοῦ ὥρι­σε μὲ τί θ’ ἀσχο­λῆ­ται. Ἀσχο­λία τοῦ ἀνθρώ­που ἦταν ἡ ἐργα­σία. Ὄχι νὰ μένῃ σὲ ἀκι­νη­σία καὶ ἀδρά­νεια, ἀλλὰ νὰ ἐργά­ζε­ται καὶ νὰ φυλάσ­σῃ τὸν ὑπέ­ρο­χο ἐκεῖ­νο κῆπο (βλ. Γέν. 2, 15). Συνε­πῶς ἡ ἐργα­σία δὲν εἶνε τιμω­ρία, ὅπως νομί­ζουν πολ­λοί, καὶ δὲν ἐπε­βλή­θῃ λόγῳ τοῦ προ­πα­το­ρι­κοῦ ἁμαρ­τή­μα­τος. Ἦταν μιὰ εὐχά­ρι­στη ἀπα­σχό­λη­ση, ποὺ δὲν κού­ρα­ζε ἀλλ’ ἀντι­θέ­τως ἔδι­νε χαρὰ στὸν πρω­τό­πλα­στο. Μετὰ τὴν πτῶ­σι βεβαί­ως τὰ πράγ­μα­τα ἄλλα­ξαν. Ἡ ἐργα­σία ἔγι­νε δύσκο­λη, καὶ μέχρι σήμε­ρα ἐκτε­λεῖ­ται μὲ κόπο καὶ ἱδρῶ­τα. Παι­δεύ­ε­ται τὸ ταλαί­πω­ρο πλά­σμα πάνω στὴν ἐργα­σία, ἀλλ’ αὐτὴ εἶνε ὁ μόνος εὐλο­γη­μέ­νος τρό­πος γιὰ νὰ βγά­ζῃ τὸ ψωμί του.

Ἀπὸ τὴν πεῖ­ρα τοῦ τώρα ὁ ἄνθρω­πος γνω­ρί­ζει, ὅτι ὁποιοσ­δή­πο­τε ἄλλος τρό­πος πορι­σμοῦ ἀγα­θῶν δὲν εἶνε τόσο θεά­ρε­στος ὅσο ἡ τιμία ἐργα­σία. Γνω­ρί­ζει δὲ ἀκό­μη ὅτι, ἂν ἐργα­σθῇ καὶ κοπιά­σῃ, θὰ ἀμει­φθῇ. Ἡ ἐργα­σία, δηλα­δή, ἔχει πλέ­ον συν­δε­θῇ μὲ τὴν ἀμοι­βή. Τὸ κοι­νὸ ἀνθρώ­πι­νο αἴσθη­μα κρί­νει ὡς δίκαιο πρᾶγ­μα, ὅποιος κοπιά­ζει νὰ ἀμεί­βε­ται, καὶ ἄδι­κο, νὰ κοπιά­ζῃ κανεὶς χωρὶς νὰ ἀμεί­βε­ται. Γι’ αὐτὸ καὶ κοι­νω­νι­κὴ ἀδι­κία εἶνε ἐνο­χλη­τι­κὴ καὶ δὲν ὑπο­φέ­ρε­ται, ἀλλὰ προ­κα­λεῖ τὴν ἀντί­δρα­ση τῶν λαῶν.

Μὲ βάση αὐτὰ καὶ ὁ Κύριος εἶπε τὴν ὑπέ­ρο­χη παρα­βο­λὴ τῶν ταλάν­των. Κάποιος, φεύ­γον­τας γιὰ τόπο μακρι­νό, κάλε­σε τοὺς δού­λους του καὶ τοὺς παρέ­δω­σε τὰ ὑπάρ­χον­τά του. Σὲ ἕναν ἔδω­σε πέν­τε τάλαν­τα, σὲ ἄλλον δύο, καὶ σὲ ἄλλον ἕνα. Ὁ πρῶ­τος, αὐξά­νον­τας αὐτὰ ποὺ πῆρε μὲ τὴν τιμία ἐργα­σία του, τὰ διπλα­σί­α­σε καὶ τὰ πέν­τε τάλαν­τα ἔγι­ναν δέκα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄλλος τὰ δύο τάλαν­τα, ποὺ πῆρε, τὰ ἔκα­νε τέσ­σε­ρα. Ὁ τρί­τος ὅμως πῆγε κ’ ἔθα­ψε τὸ ἕνα τάλαν­το του μέσα στὴ γῆ, χωρὶς νὰ ἐργα­σθῇ καθό­λου σ’ αὐτό. Ὅταν λοι­πὸν στὸ τέλος ἦρθε ὁ κύριος καὶ ζήτη­σε νὰ τοῦ δώσουν λογα­ρια­σμό, τότε ἐπέ­πλη­ξε καὶ τιμώ­ρη­σε τὸν τελευ­ταῖο γιὰ τὴν πονη­ρία καὶ τὴν ὀκνη­ρία του, ἐνῶ καθέ­να ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο ἐργα­τι­κοὺς δού­λους τὸν ἐπή­νε­σε καὶ τὸν ἐπι­βρά­βευ­σε λέγον­τας: «Εὖ, δοῦ­λε ἀγα­θὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλί­γα ἧς πιστός, ἐπὶ πολ­λῶν σὲ κατα­στή­σω εἴσελ­θε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρί­ου σου». Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπι­στε δοῦ­λε μου! Ἀφοῦ στὰ λίγα, ποὺ πῆρες, φάνη­κες συνε­πής, τώρα θὰ σοῦ ἐμπι­στευ­θῶ πολ­λά. Πέρα­σε νὰ χαρῇς μαζὶ μὲ τὸν κύριό σου (Ματθ. 25, 21).

Βλέ­που­με, λοι­πόν, ὅτι στὸ τέλος ὁ κόπος ἀμεί­βε­ται.

Ἀλλ’ ὅπως στὴν ὑλι­κὴ ζωὴ καὶ στὴν ὑλι­κὴ ἐργα­σία ὁ κόπος ἀμεί­βε­ται, ἔτσι ἀμεί­βε­ται καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή. Ὅπως δηλα­δὴ ἕνας ἐργο­δό­της, ἕνας ἀμπε­λουρ­γός, ἀμεί­βει τοὺς ἐργά­τες του, ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ὁ μεγά­λος ἐργο­δό­της ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων, ἔχει καλέ­σει τὸν καθέ­να μᾶς σὲ κάποιο ἔργο, ἀφοῦ προ­η­γου­μέ­νως μᾶς ἐφο­δί­α­σε καὶ μὲ ἕνα πνευ­μα­τι­κὸ κεφά­λαιο, καὶ στὸ τέλος ὑπό­σχε­ται τὴν ἀμοι­βή. Ποιό εἶνε τὸ κεφά­λαιο, ποιό τὸ ἔργο, καὶ ποιά ἡ ἀμοι­βή;

Κεφά­λαιο εἶνε τὰ διά­φο­ρα χαρί­σμα­τα, οἱ δυνά­μεις, τὰ σωμα­τι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ προ­σόν­τα, ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν καθέ­να. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε δῶρα τῆς φύσε­ως, καὶ ἄλλα δῶρα τῆς χάρι­τος. Ἄλλα, δηλα­δή, τὰ λαμ­βά­νει ὁ ἄνθρω­πος μὲ τὴ φυσι­κὴ γέν­νη­σή του, καὶ ἄλλα μὲ τὰ ἱερὰ μυστή­ρια τῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ ἰδί­ως μὲ τὸ μυστή­ριο τοῦ χρί­σμα­τος. Ὅπως ἕνας πατέ­ρας προι­κί­ζει τὰ παι­διά του, ὅταν κάνουν οἰκο­γέ­νεια κι ἀνοί­γουν δικό τους σπί­τι, ἔτσι καὶ ὁ οὐρά­νιος πατέ­ρας, ὁ Θεός, ἐφο­διά­ζει τὰ παι­διά του μὲ ό, τί χρειά­ζον­ται στὴν ἐπί­γεια ζωή, ὥστε μὲ τὰ ἐφό­δια αὐτὰ νὰ ἑτοι­μα­σθοῦν γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα. Καὶ ὅπως ἕνας πατέ­ρας δὲν θέλει ν’ ἀδι­κή­σῃ κανέ­να παι­δί του, ἀλλ’ ὅλα τὰ ἀγα­πᾷ ἐξ ἴσου καὶ προ­σπα­θεῖ μοι­ρά­ζον­τας τὴν περιου­σία του σ’ αὐτὰ νὰ εἶνε δίκαιος, ἔτσι καὶ ὁ οὐρά­νιος πατέ­ρας μοι­ρά­ζει τὰ χαρί­σμα­τα, τὰ «τάλαν­τα», μὲ δικαιο­σύ­νη. Δικαιο­σύ­νη, ὅπως λένε οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλη­σί­ας, σὲ πολ­λὰ σημεῖα τῆς Γρα­φῆς σημαί­νει τὴ φιλαν­θρω­πία τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὴ φιλαν­θρω­πία τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ τοῦ­το ὅτι δὲν δίνει σὲ ὅλους τὰ ἴδια χαρί­σμα­τα. Σὲ ἄλλον δίνει αὐτά, καὶ σὲ ἄλλον δίνει ἄλλα. Για­τί μοι­ρά­ζει ἔτσι ὁ Θεός; Ὄχι γιὰ νὰ ὑπάρ­χῃ δια­φο­ρὰ καὶ χωρι­σμὸς τῶν ἀνθρώ­πων. Ἀντι­θέ­τως, γιὰ νὰ ἔχῃ καὶ ἕνας ἀνάγ­κη τὸ χάρι­σμα τοῦ ἄλλου, καὶ ἔτσι νὰ πλη­σιά­ζουν καὶ νὰ ἑνώ­νον­ται ὅλοι μετα­ξύ τους. Μοι­ρά­ζει λοι­πὸν ὁ Θεὸς τὰ χαρί­σμα­τα μὲ σκο­πό τὴν ἑνό­τη­τα. Ἔτσι ἡ μοι­ρα­σιὰ γίνε­ται μὲ γνώ­μο­να τὸ καλὸ ὅλων, «πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον» ὅπως λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Α’ Κορ. 12, 7) καί, ὅπως λέει ἡ παρα­βο­λὴ τῶν ταλάν­των, «ἑκά­στῳ κατὰ τὴν ἰδί­αν δύνα­μιν» (Ματθ. 25, 15), ὅσο δηλα­δὴ μπο­ρεῖ ὁ καθέ­νας νὰ βαστά­ση. Τὸ βέβαιο εἶνε, ὅτι δὲν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος χωρὶς κάποιο χάρι­σμα.

Κεφά­λαιο λοι­πὸν εἶνε τὰ χαρί­σμα­τα. Καὶ ἔργο ποιό εἶνε; Ἔργο εἶνε ὅλη ἡ ζωή μας. Ἔργο εἶνε ὅ,τι κατορ­θώ­νει νὰ δημιουρ­γή­σῃ ὁ καθέ­νας ὅσο ζῆ, εἴτε ὑλι­κὸ εἴτε πνευ­μα­τι­κό. Ἔργο προ­παν­τὸς εἶνε ἡ ἐφαρ­μο­γὴ τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Θεοῦ ἡ ἄσκη­ση στὴν ἀγά­πη, στὸ ἀγα­θὸ καὶ στὴν καλω­σύ­νη ἡ καλ­λιέρ­γεια τῆς ψυχῆς, ἡ πρό­ο­δος στὴ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θελή­μα­τός του, ἡ προ­κο­πὴ στὶς ἀρε­τές, ἡ ἀξιο­ποί­η­ση καὶ ἡ αὔξη­ση τῶν χαρι­σμά­των. Ὅπως ἕνα χρη­μα­τι­κὸ κεφά­λαιο, ὅταν κατα­τε­θῇ στὴν τρά­πε­ζα αὐξά­νε­ται, ἐνῶ μένον­τας στὴν ἄκρη χάνει τὴν ἀξία του, ἔτσι καὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἄλλα χαρί­σμα­τα πρέ­πει νὰ κινη­το­ποιοῦν­ται καὶ νὰ ἀξιο­ποιοῦν­ται μὲ ἐργα­τι­κό­τη­τα. Τότε θὰ ὑπάρ­χῃ ὠφέ­λεια, πρό­ο­δος, αὔξη­σι, ὅπως τὰ τάλαν­τα τῆς παρα­βο­λῆς ἔγι­ναν ἀπὸ δύο τέσ­σε­ρα καὶ ἀπὸ πέν­τε δέκα.

Τέλος μετὰ τὴ δου­λειὰ ἔρχε­ται ἡ ὥρα τῆς ἀμοι­βῆς. Πότε ὅμως ἀμεί­βε­ται ὁ ἄνθρω­πος; Ἀμεί­βε­ται ἐν μέρει κ’ ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ προ­παν­τὸς ἀμεί­βε­ται στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἤ, ἀκρι­βέ­στε­ρα, στὴ συν­τέ­λεια τοῦ αἰῶ­νος, στὴ μέλ­λου­σα ζωή. «Ὁ Θεός», λέει ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος, «δίδω­σι μὲν ἐνταῦ­θα, πλὴν ὅμως τὴν πᾶσαν (ἀμοι­βὴν) ἐν τῷ μέλ­λον­τα ἐτα­μί­ευ­σε» (PG 63, 162). Ἀμοι­βὴ λοι­πόν, μὲ ὅλη τὴ σημα­σία τῆς λέξε­ως, εἶνε ἡ ἀντα­πό­δο­ση τὴν ἡμέ­ρα τῆς κρί­σε­ως. Τότε ὁ Θεὸς ἀπο­δί­δει στὸν καθέ­να κατὰ τὰ ἔργα του. Μικρὲς εἶνε οἱ ἀμοι­βὲς σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, κι αὐτὲς γίνον­ται γιὰ νὰ ἐνι­σχύ­ε­ται ὁ ἀδύ­να­τος ἄνθρω­πος στοὺς κόπους του καὶ νὰ μὴν ἀπο­κά­μνῃ στὶς προ­σπά­θειες ποὺ κατα­βάλ­λει. Ἡ μεγά­λη ὅμως ἀμοι­βὴ τὸν περι­μέ­νει ἐκεῖ! Ὅποιος λάβῃ ἐκεί­νη τὴν ἀμοι­βή, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀλη­θι­νὰ κερ­δι­σμέ­νος. Καὶ ἂν ὑπάρ­χῃ κάποιος, ποὺ ἐδῶ μὲν δὲν ἀπο­λαμ­βά­νει ἀμοι­βή, ἀμει­φθῇ ὅμως ἐκεῖ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη, τότε αὐτὸς δὲν εἶνε καθό­λου ζημιω­μέ­νος ἀντι­θέ­τως, αὐτὸς κέρ­δι­σε τὸ πᾶν.,πᾷν. Για­τί, ὅπως λέει πάλι ὁ ἰ. Χρυ­σό­στο­μος, «ἀπὸ τοῦ τέλους ἀεὶ τὰ πράγ­μα­τα κρί­νε­ται» (PG 51, 119), πάν­το­τε δηλα­δὴ ἀπὸ τὴν τελι­κὴ κατά­λη­ξι βγαί­νει τὸ συμ­πέ­ρα­σμα. Καὶ ὑπάρ­χουν πράγ­μα­τι τέτοιες μεγά­λες ψυχές, γεν­ναῖ­οι ἄνθρω­ποι. Ἔτσι ἦταν λ.χ. ὁ φτω­χὸς Λάζα­ρος τῆς γνω­στῆς παρα­βο­λῆς (βλ. Λουκ. 16, 19–31). Κάτω ἐδῶ στὴ γῆ δὲν πῆρε καμ­μιὰ ἀμοι­βὴ τῶν κόπων του. Πῆρε ὅμως ἀκέ­ραιο το μισθό του στὸν οὐρα­νό. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀδί­κη­σε. Μπο­ρεῖ νὰ τὸν δοκί­μα­σε παρα­πά­νω, ἀλλ’ αὐτὸ ἔγι­νε γιὰ νὰ τὸν στε­φα­νώ­σῃ στὸ τέλος, καὶ νὰ τὸν κάνῃ μάλι­στα αἰώ­νιο παρά­δειγ­μα στοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ ὅπως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὑπάρ­χουν τέτοιοι ἄνθρω­ποι, ἥρω­ες τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ὑπο­μο­νῆς, ἔτσι κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ὑπάρ­χουν ἀμε­λεῖς καὶ ὀκνη­ροί, ἄνθρω­ποι ἄξιοι τιμω­ρί­ας, ὅπως ἦταν λ.χ. ὁ πονη­ρὸς δοῦ­λος ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαν­το καὶ τὸ ἔθα­ψε μέσα στὴ γῆ. Καὶ ὁ Θεός, ὅπως δὲν ἔδω­σε ἐπί­γεια ἀμοι­βὴ στὸ φτω­χὸ Λάζα­ρο, ἔτσι δὲν βιά­στη­κε νὰ δώσῃ καὶ ἐπί­γεια τιμω­ρία στὸν πονη­ρὸ καὶ ὀκνη­ρὸ δοῦ­λο· τὸν περί­με­νε, μήπως φιλο­τι­μη­θῇ καὶ κάνῃ κάποια προ­σπά­θεια. Στὸ τέλος ὅμως πλή­ρω­σε καὶ τοὺς δύο μὲ δικαιο­σύ­νης καὶ ὁ Λάζα­ρος ἀμεί­φθη­κε, καὶ ὁ πονη­ρὸς δοῦ­λος τιμω­ρή­θη­κε. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμο­νεῖ.

Ἀγα­πη­τοί μου!

Ἡ ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ εἶνε Ἐργά­ζε­σθε καὶ ἂν ἐργα­σθῆ­τε, ὅλοι θὰ πάρε­τε μισθό! Καὶ ἂν ἀκό­μη δὲν ἐργα­σθή­κα­τε ὡς τώρα, ἐργα­σθῆ­τε τοὐ­λά­χι­στον ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς. Σχε­τι­κῶς μὲ αὐτὸ μία ἄλλη παρα­βο­λὴ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, ἡ παρα­βο­λὴ τῶν ἐργα­τῶν τοῦ ἀμπε­λῶ­νος (βλ. Ματθ. 20, 116), λέει, ὅτι ὁ Κύριος ἀμεί­βει ὅλους τοὺς ἐργά­τες του, ἔστω καὶ ἂν ἐργά­σθη­καν μόνο τίς τελευ­ταῖ­ες ὧρες. Καὶ στὸν γνω­στὸ Κατη­χη­τι­κὸ λόγο, ποὺ δια­βά­ζε­ται στὸ τέλος τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας τοῦ Πάσχα, ἀκοῦ­με ὅτι ὁ Δεσπό­της Χρι­στὸς «δέχε­ται τὸν ἔσχα­τον καθά­περ καὶ τὸν πρῶ­τον». Ἄς φιλο­τι­μη­θοῦ­με λοι­πὸν κ’ ἐμεῖς καὶ ἂς ἐργα­σθοῦ­με μὲ προ­θυ­μία καὶ ἐλπί­δα.

Ὁ Θεὸς περι­μέ­νει καὶ τὴ δική μας προ­σπά­θεια, μὲ πίστι στὴ μέλ­λου­σα ἀντα­πό­δο­ση. Ἡ ἀπό­δο­ση δικαιο­σύ­νης τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη εἶνε καὶ μία ἀπό­δει­ξη τῆς κοι­νῆς ἀνα­στά­σε­ως, ποὺ πιστεύ­ου­με καὶ ὁμο­λο­γοῦ­με.

Γι’ αὐτό, ὅταν ἔρχε­ται ὁ πει­ρα­σμὸς καὶ μᾶς λέει, ὅτι εἶνε μάταιο νὰ προ­σπα­θή­σῃς, ὅτι δὲν ὑπάρ­χει ἀμοι­βή, καὶ ὅτι ὅσο κι ἂν κοπιά­σῃς ὅλα θὰ πᾶνε χαμέ­να, ἐμεῖς ν’ ἀπαν­τοῦ­με μὲ τὰ θεό­πνευ­στα καὶ ἀδιά­ψευ­στα λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου: «Ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ» (Α’ Κορ. 15, 58).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek