ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΕ΄ 21 — 28)

21Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἐξἦλ­θεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶ­νος. 22Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χανα­ναία ἀπὸ τῶν ὁρί­ων ἐκεί­νων ἐξελ­θοῦ­σα ἐκραύ­γα­σεν αὐτῷ λέγου­σα· Ἐλέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ῒδ· ἡ θυγά­τηρ μου κακῶς δαι­μο­νί­ζε­ται. 23ὁ δὲ οὐκ ἀπε­κρί­θη αὐτῇ λόγον. καὶ προ­σελ­θόν­τες οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἠρώ­τουν αὐτὸν λέγον­τες· Ἀπό­λυ­σον αὐτήν, ὅτι κρά­ζει ὄπι­σθεν ἡμῶν. 24ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπε­στά­λην εἰ μὴ εἰς τὰ πρό­βα­τα τὰ ἀπο­λω­λό­τα οἴκου Ἰσρα­ήλ. 25ἡ δὲ ἐλθοῦ­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐτῷ λέγου­σα· Κύριε, βοή­θει μοι. 26ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυνα­ρί­οις. 27ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνά­ρια ἐσθί­ει ἀπὸ τῶν ψιχί­ων τῶν πιπτόν­των ἀπὸ τῆς τρα­πέ­ζης τῶν κυρί­ων αὐτῶν. 28τότε ἀπο­κρι­θεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγά­λη σου ἡ πίστις! γενη­θή­τω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγά­τηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκεί­νης.

21 Ανα­χω­ρή­σας δε από εκεί ο Ιησούς επή­γε εις τα μέρη Τυρου και Σιδώ­νος. 22 Και ιδού μία γυναί­κα Χανα­ναία, εβγή­κε από τα όρια της περιο­χής εκεί­νης και με μεγά­λην κραυ­γήν του έλε­γεν· “ελέη­σέ με, Κυριε υιέ του Δαυ­ΐδ· η κόρη μου βασα­νί­ζε­ται φρι­κτά από πονη­ρόν δαι­μό­νιον”. 23 Εκεί­νος δε δεν της είπε ούτε μίαν λέξιν εις απάν­τη­σιν. Προ­σήλ­θαν προς αυτόν οι μαθη­ταί του και τον παρα­κα­λού­σαν, λέγον­τες· “άκου­σε την παρά­κλη­σίν της, λυπή­σου την, κάμε της αυτό που με τόσον σπα­ραγ­μόν σου ζητεί, και άφη­σέ την να φύγη, διό­τι μας ακο­λου­θεί από κον­τά και κρά­ζει”. 24 Εκεί­νος απήν­τη­σε· “δεν έχω στα­λή παρά μόνον για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του Ισραη­λι­τι­κού λαού”. 25 Αυτή δε ήλθε τότε εμπρός στον Ιησούν, εγο­νά­τι­σε με ευλά­βειαν και είπε· “Κυριε, βοή­θη­σέ με”. 26 Εκεί­νος απήν­τη­σε και είπε· “δεν είναι καλόν να πάρη κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίψη εις τα σκυ­λά­κια”. 27 Εκεί­νη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυ­λά­κια τρώ­γουν από τα ψίχου­λα, που πέφτουν από το τρα­πέ­ζι των κυρί­ων των”. 28 Οταν δε ο Ιησούς ήκου­σε αυτούς τους γεμά­τους πίστιν και ταπεί­νω­σιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγά­λη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακρι­βώς θέλεις”. Και εθε­ρα­πεύ­θη η κόρη της από την στιγ­μήν εκεί­νην.

21 Κι αφού έφυ­γε από κει ο Ιησούς, ανα­χώ­ρη­σε προς τα μέρη της Τύρου και Σιδώ­νας. 22 Τότε μια γυναί­κα Χανα­ναία που βγή­κε από τα σύνο­ρα εκεί­να του φώνα­ξε δυνα­τά: Ελέη­σέ με, Κύριε, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ. Η κόρη μου κατέ­χε­ται από δαι­μό­νιο και υπο­φέ­ρει φρι­κτά. 23 Ο Κύριος όμως δεν της απο­κρί­θη­κε ούτε λέξη. Πλη­σί­α­σαν τότε οι μαθη­τές του κι άρχι­σαν να τον παρα­κα­λούν λέγον­τας? Κάνε της αυτό που ζητά, για να φύγει, διό­τι φωνά­ζει δυνα­τά από πίσω μας, κι απ’ τις φωνές της θα μαζευ­τεί πολύς λαός. 24 Αυτός τους απο­κρί­θη­κε: Δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους. 25 Εκεί­νη όμως, αφού πλη­σί­α­σε, έπε­σε με ευλά­βεια στα πόδια του Κυρί­ου λέγον­τας: Κύριε, βοή­θα με στη δυστυ­χία μου! 26 Αυτός της απο­κρί­θη­κε: Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παι­διών και να το ρίξει στα σκυ­λά­κια. 27 Κι εκεί­νη είπε: Ναι, Κύριε? δέχο­μαι ότι είμαι σκυ­λά­κι. Διό­τι και τα σπι­τί­σια σκυ­λά­κια τρώ­νε από τα ψίχου­λα που πέφτουν από το τρα­πέ­ζι των κυρί­ων τους. 28 Τότε ο Ιησούς της απο­κρί­θη­κε: Ώ γυναί­κα, είναι μεγά­λη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις. Και πράγ­μα­τι απ’ την ώρα ακρι­βώς εκεί­νη για­τρεύ­τη­κε η κόρη της.

21 Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰησοῦς βγῆ­κε ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἀνα­χώ­ρη­σε γιὰ τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶ­νος. 22 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖ­κα Χανα­ναία βγῆ­κε ἀπὸ τὴν περιο­χὴ ἐκεί­νη καὶ τοῦ φώνα­ζε δυνα­τὰ λέγον­τας: «Ἐλέη­σέ με (λυπή­σου με καὶ βοή­θη­σέ με), Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ. Ἡ θυγα­τέ­ρα μου δαι­μο­νί­ζε­ται καὶ βασα­νί­ζε­ται φρι­κτά». 23 Ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν τῆς ἀπο­κρί­θη­κε λέξι. Τότε πλη­σί­α­σαν οἱ μαθη­ταί του καὶ τὸν παρα­κα­λοῦ­σαν λέγον­τας: «Κάνε τὸ αἴτη­μά της γιὰ νὰ φύγῃ, διό­τι μᾶς ἀκο­λου­θεῖ φωνά­ζον­τας». 24 Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀπο­κρί­θη­κε καὶ εἶπε: «Δὲν στάλ­θη­κα, παρὰ στὰ πρό­βα­τα τὰ χαμέ­να τοῦ Ἰσραη­λι­τι­κοῦ­ἔ­θνους». 25 Ἀὐτὴ δὲ ἦλθε καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε λέγον­τας: «Κύριε, βοή­θη­σέ με». 26 Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀπο­κρί­θη­κε καὶ εἶπε: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παι­διῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυ­λά­κια». 27 Ἀὐτὴ δὲ εἶπε: «Ναί, Κύριε. Ἀλλὰ καὶ τὰ σκυ­λά­κια τρῶ­νε ἀπὸ τὰ ψίχου­λα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι τῶν κυρί­ων τους». 28 Τότε ἀπο­κρί­θη­κε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε σ᾽ αὐτή: «Ὦ γυναῖ­κα, εἶναι μεγά­λη ἡ πίστι σου! Ἂς γίνῃ σὲ σένα ὅπως θέλεις». Καὶ θερα­πεύ­τη­κε ἡ θυγα­τέ­ρα της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκεί­νη.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

«Κα ξελθν κεθεν ᾿Ιησος νεχρησεν ες τ μρη Τρου κα Σιδνος. κα δο γυν Χανα­ναα π τν ρων κενων ξελ­θοσα κραγαζεν ατ λγου­σα· λησν με, Κριε, υἱὲ Δαυδ· θυγτηρ μου κακς δαι­μονζεται (:Και αφού έφυ­γε από κει ο Ιησούς, ανα­χώ­ρη­σε προς τα μέρη της Τύρου και Σιδώ­νας. Τότε μια γυναί­κα Χανα­ναία που βγή­κε από τα σύνο­ρα εκεί­να, Του φώνα­ξε δυνα­τά: ‘’Ελέη­σέ με, Κύριε, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ. Η κόρη μου κατέ­χε­ται από δαι­μό­νιο και υπο­φέ­ρει φρι­κτά’’)»[Ματθ.15,21–22].

Ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος λέγει ότι δεν μπό­ρε­σε να εισέλ­θει στην οικία δια­φεύ­γον­τας την προ­σο­χή του πλήθους[Μάρκ.7,24: «Κα κεθεν ναστς πλθεν ες τ μεθό­ρια Τύρου κα Σιδνος. κα εσελθν ες οκίαν οδένα θελε γνναι, κα οκ δυνή­θη λαθεν(:Έπει­τα ο Ιησούς έφυ­γε από εκεί και πήγε κον­τά στα σύνο­ρα της Τύρου και της Σιδώ­νος. Κι αφού μπή­κε σ’ ένα σπί­τι, όπου διά­λε­ξε να μεί­νει, δεν ήθε­λε να γίνει γνω­στό ότι ήταν εκεί. Αλλά δεν μπό­ρε­σε να ξεφύ­γει την προ­σο­χή του κόσμου)»].

Για­τί όμως πήγαι­νε τακτι­κά στα μέρη αυτά; Όταν τους απάλ­λα­ξε από την φρον­τί­δα της τρο­φής, τότε πλέ­ον προ­χω­ρεί και ανοί­γει τη θύρα της σωτη­ρί­ας και στα έθνη· όπως ακρι­βώς λοι­πόν και ο Πέτρος, αφού έλα­βε εντο­λή πρώ­τα να καταρ­γή­σει αυτόν τον νόμο, απο­στέλ­λε­ται στον Κορ­νή­λιο: «Το δ Πέτρου διεν­θυ­μου­μέ­νου περ το ράμα­τος επεν ατ τ Πνεμα· δο νδρες τρες ζητοσί σε· λλ ναστς κατά­βη­θι κα πορεύ­ου σν ατος μηδν δια­κρι­νό­με­νος, διό­τι γ πέσταλ­κα ατούς. καταβς δ Πέτρος πρς τος νδρας επεν· δο γώ εμι ν ζητετε· τίς ατία δι᾿ ν πάρε­στε; ο δ επον· Κορ­νή­λιος κατον­τάρ­χης, νρ δίκαιος κα φοβού­με­νος τν Θεόν, μαρ­τυ­ρού­με­νός τε π λου το θνους τν ουδαί­ων, χρη­μα­τί­σθη π γγέ­λου γίου μετα­πέμ­ψα­σθαί σε ες τν οκον ατο κα κοσαι ήμα­τα παρ σο(:Ενώ λοι­πόν ο Πέτρος κυκλο­φο­ρού­σε στον νου του το όρα­μα που είδε, και προ­σπα­θού­σε να το εξη­γή­σει, του είπε το Άγιο Πνεύ­μα με εσω­τε­ρι­κή έμπνευ­ση: ‘’Ιδού, τρεις άνδρες σε ζητούν. Μην τους απο­φύ­γεις επει­δή είναι εθνι­κοί και ακά­θαρ­τοι. Αλλά σήκω γρή­γο­ρα, κατέ­βα από την ταρά­τσα και πήγαι­νε μαζί τους χωρίς να έχεις κανέ­να δισταγ­μό, διό­τι εγώ τους έχω στεί­λει να σε συναν­τή­σουν’’. Τότε ο Πέτρος κατέ­βη­κε στους άνδρες και τους είπε: ‘’Ιδού, εγώ είμαι εκεί­νος που ζητά­τε. Για ποιον λόγο ήλθα­τε εδώ και για ποιον σκο­πό; ‘’. Και αυτοί απάν­τη­σαν: ‘’Ο Κορ­νή­λιος ο εκα­τόν­ταρ­χος, άνθρω­πος δίκαιος και θεο­φο­βού­με­νος – και το ομο­λο­γούν αυτό όλοι όσοι τον γνω­ρί­ζουν από το ιου­δαϊ­κό έθνος – πήρε εντο­λή και οδη­γία από έναν άγιο άγγε­λο να στεί­λει και να σε καλέσει στο σπί­τι του και να ακού­σει από εσέ­να λόγια που θα τον οδη­γή­σουν στη σωτη­ρία’’)»[Πράξ. 10,19–21].

Εάν όμως ανα­ρω­τιό­ταν κάποιος: «Πώς λοι­πόν, ενώ παραγ­γέλ­λει στους μαθη­τές Του [βλ. Ματθ.10,5: «Τού­τους τος δώδε­κα πέστει­λεν ησος παραγ­γεί­λας ατος λέγων· ες δν θνν μ πέλ­θη­τε κα ες πόλιν Σαμα­ρειτν μ εσέλ­θη­τε· πορεύ­ε­σθε δ μλλον πρς τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ(:Αυτούς τους δώδε­κα μαθη­τές τους απέ­στει­λε και τους έδω­σε τις εξής παραγ­γε­λί­ες: ‘’Μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες, και μην μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες. Πηγαί­νε­τε καλύ­τε­ρα στα χαμέ­να πρό­βα­τα που κατά­γον­ται από το γένος του Ισρα­ήλ’’)»], δέχε­ται να Τον πλη­σιά­σει αυτή η γυναί­κα;» Πρώ­τον μεν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με το εξής, ότι ο Ίδιος δεν ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νος να τηρή­σει αυτό που πρό­στα­ξε τους μαθη­τές Του, δεύ­τε­ρον επί­σης ότι δεν μετέ­βη εκεί για να κηρύ­ξει, πράγ­μα που υπαι­νισ­σό­με­νος και ο Μάρ­κος έλε­γε ότι δηλα­δή κρύ­φτη­κε, αλλά δεν κατά­φε­ρε να δια­φύ­γει την προ­σο­χή του πλή­θους· διό­τι όπως ακρι­βώς ήταν σύμ­φω­νο προς τη φυσι­κή ακο­λου­θία των πραγ­μά­των, το να μην τρέ­ξει πρώ­τα προς τους ειδω­λο­λά­τρες, έτσι δεν ήταν σύμ­φω­νο προς τη φιλαν­θρω­πία Του να διώ­ξει αυτούς που Τον πλη­σί­α­ζαν· διό­τι αν έπρε­πε να ανα­ζη­τεί αυτούς που έφευ­γαν, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν έπρε­πε να απο­φύ­γει αυτούς που Τον ανα­ζη­τού­σαν.

Πρό­σε­ξε λοι­πόν πως η γυναί­κα ήταν άξια κάθε ευερ­γε­σί­ας, αφού ούτε καν τόλ­μη­σε να έλθει στα Ιερο­σό­λυ­μα, επει­δή φοβούν­ταν και θεω­ρού­σε ανά­ξιο τον εαυ­τό της· διό­τι το ότι θα μπο­ρού­σε να φθά­σει εκεί, αν δεν ήταν αυτή η αιτία, φαί­νε­ται καθα­ρά από τη μεγά­λη επι­μο­νή της τώρα, και από το ότι βγή­κε έξω από τα σύνο­ρά της. Ορι­σμέ­νοι πάλι, ερμη­νεύ­ον­τας αλλη­γο­ρι­κά το σημείο αυτό, λέγουν ότι όταν βγή­κε έξω από την Ιου­δαία ο Χρι­στός, τότε τόλ­μη­σε να Τον πλη­σιά­σει η Εκκλη­σία, εξερ­χό­με­νη και αυτή από τα δικά της όρια. Διό­τι λέγει: «κου­σον, θύγα­τερ, κα δε κα κλνον τ ος σου κα πιλά­θου το λαο σου κα το οκου το πατρός σου(:Εσύ, μελ­λό­νυμ­φη κόρη, άκου­σε τη συμ­βου­λή μου. Κλί­νε το αυτί σου, ώστε να ακού­ει με προ­σο­χή και να δέχε­ται τις εντο­λές του και λησμό­νη­σε εντε­λώς τον λαό, στον οποίο μέχρι τώρα ανή­κες, και αυτόν ακό­μη τον πατρι­κό σου οίκο)» [Ψαλμ.44,11]. Καθό­σον και ο Χρι­στός εξήλ­θε από τα όριά Του, και η γυναί­κα από τα δικά της όρια, και έτσι μπό­ρε­σαν να συναν­τη­θούν. Διό­τι λέγει: «δο γυν Χανα­ναα π τν ρων κενων ξελ­θοσα (:Ιδού μια γυναί­κα Χανα­ναία που βγή­κε από τα σύνο­ρα εκεί­να)»[Ματθ.15,22].

Ο ευαγ­γε­λι­στής ανα­φέ­ρει την ιδιό­τη­τα της γυναί­κας για να κάνει φανε­ρό το θαύ­μα και να την εξυ­μνή­σει περισ­σό­τε­ρο· διό­τι ακού­γον­τας ότι ήταν Χανα­ναία, φέρε στη σκέ­ψη σου εκεί­να τα παρά­νο­μα ειδω­λο­λα­τρι­κά έθνη, που ανέ­τρε­ψαν εκ θεμε­λί­ων τους νόμους της φύσε­ως. Αφού πάλι θυμη­θείς αυτά, τότε ανα­λο­γί­σου και τη δύνα­μη της παρου­σί­ας του Χρι­στού· διό­τι αυτοί που είχαν εκδιω­χθεί, για να μη δια­φθεί­ρουν τους Ιου­δαί­ους, αυτοί φάνη­καν τόσο περισ­σό­τε­ρο πρό­θυ­μοι από τους Ιου­δαί­ους, ώστε και να εξέλ­θουν από τα όρια της χώρας τους και να πλη­σιά­σουν τον Χρι­στό, ενώ εκεί­νοι Τον εκδί­ω­καν και όταν ερχό­ταν προς αυτούς.

Αφού λοι­πόν Τον πλη­σί­α­σε, τίπο­τε άλλο δεν Του λέγει, παρά μόνο «ελέη­σέ με», και με την κραυ­γή της προ­σείλ­κυ­σε πολύ πλή­θος ανθρώ­πων. Καθό­σον πράγ­μα­τι ήταν θέα­μα ελε­ει­νό να βλέ­πει κανείς μία γυναί­κα να φωνά­ζει με τόσο πόνο και μάλι­στα γυναί­κα μητέ­ρα και να παρα­κα­λεί για τη θυγα­τέ­ρα της, και μάλι­στα για τη θυγα­τέ­ρα της που βρι­σκό­ταν σε τόσο θλι­βε­ρή κατά­στα­ση· διό­τι ούτε καν τόλ­μη­σε να φέρει τη δαι­μο­νι­σμέ­νη μπρο­στά στα μάτια του Διδα­σκά­λου, αλλά αφού την άφη­σε κατά­κοι­τη στο σπί­τι, έρχε­ται η ίδια να Τον παρα­κα­λέ­σει.

Και ανα­φέ­ρει μόνο το πάθος της και δεν προ­σθέ­τει τίπο­τε επι­πλέ­ον, ούτε φέρει τον ιατρό στο σπί­τι της όπως ακρι­βώς εκεί­νος ο αξιω­μα­τι­κός του βασι­λέ­ως που έλε­γε: «Κατέ­βα στην Καπερ­να­ούμ γρή­γο­ρα πριν πεθά­νει το παι­δί μου» και όπως εκεί­νος ο άρχον­τας της συνα­γω­γής, ο Ιάει­ρος που έλε­γε στον Κύριο για τη νεκρή του κόρη :«έλα και θέσε επά­νω της το χέρι Σου» [βλ. Ιω.4,46–49: «λθεν ον πάλιν ησος ες τν Καν τς Γαλι­λαί­ας, που ποί­η­σε τ δωρ ονον. κα ν τις βασι­λι­κός, ο υἱὸς σθέ­νει ν Καπερ­να­ούμ· οτος κού­σας τι ησος κει κ τς ουδαί­ας ες τν Γαλι­λαί­αν, πλθε πρς ατν κα ρώτα ατν να καταβ κα άση­ται ατο τν υἱὸν· μελ­λε γρ ποθνή­σκειν. επεν ον ησος πρς ατόν· ἐὰν μ σημεα κα τέρα­τα δητε, ο μ πιστεύ­ση­τε. λέγει πρς ατν βασι­λι­κός· Κύριε, κατά­βη­θι πρν ποθα­νεν τ παι­δί­ον μου(:Ήλθε λοι­πόν ο Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλι­λαί­ας, όπου παλιό­τε­ρα είχε μετα­τρέ­ψει το νερό σε κρα­σί. Εκεί υπήρ­χε κάποιος άνθρω­πος που ανή­κε στη βασι­λι­κή αυλή του Ηρώ­δη, και το παι­δί του ήταν βαριά άρρω­στο στην Καπερ­να­ούμ. Αυτός λοι­πόν, μόλις άκου­σε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιου­δαία στη Γαλι­λαία, έφυ­γε από την Καπερ­να­ούμ και πήγε να Τον συναν­τή­σει˙ κι άρχι­σε να Τον παρα­κα­λεί να κατε­βεί από την Κανά στην Καπερ­να­ούμ και να θερα­πεύ­σει το γιο του˙ διό­τι ήταν βαριά άρρω­στος και κιν­δύ­νευε να πεθά­νει. Του είπε λοι­πόν τότε ο Ιησούς, ενώ Τον άκου­γαν και οι άλλοι που ήταν εκεί: ‘’Εάν δεν δεί­τε θαύ­μα­τα που να δεί­χνουν φανε­ρά τη δύνα­μη του Θεού και να προ­κα­λούν τρό­μο και κατά­πλη­ξη, δεν θα πιστέ­ψε­τε’’. Του λέει ο αυλι­κός: ‘’Κύριε, κατέ­βα στην Καπερ­να­ούμ γρή­γο­ρα, πριν πεθά­νει το παι­δί μου’’)» και Ματθ.9,18: «Τατα ατο λαλοντος ατος δο ρχων ες προ­σελθν προ­σε­κύ­νει ατ λέγων τι θυγά­τηρ μου ρτι τελεύ­τη­σεν· λλ λθν πίθες τν χερά σου π᾿ ατν κα ζήσε­ται(:Κι ενώ τους έλε­γε αυτά ο Ιησούς, την ώρα εκεί­νη κάποιος άρχον­τας της συνα­γω­γής Τον πλη­σί­α­σε και Τον προ­σκύ­νη­σε λέγον­τας ότι ‘’η κόρη μου πριν από λίγο πέθα­νε. Έλα όμως και βάλε το χέρι σου πάνω της και θα ζήσει’’)»]. Αλλά αφού ανέ­φε­ρε και τη συμ­φο­ρά της και τη χει­ρο­τέ­ρευ­ση της ασθέ­νειας, επι­κα­λεί­ται την ευσπλα­χνία του Κυρί­ου φωνά­ζον­τας δυνα­τά. Και δεν λέγει «ελέη­σε τη θυγα­τέ­ρα μου», αλλά «ελέη­σέ με». «Διό­τι εκεί­νη μεν δεν έχει συναί­σθη­ση της ασθέ­νειάς της, εγώ όμως είμαι εκεί­νη που υπο­φέ­ρω από μύρια κακά, που συναι­σθά­νο­μαι την ασθέ­νειά μου, που το γνω­ρί­ζω ότι είναι μανια­κή».

« δ οκ πεκρθη ατ λγον(:Ο Κύριος όμως δεν της απο­κρί­θη­κε ούτε λέξη)». Για­τί αυτό το πρω­τά­κου­στο και παρά­ξε­νο; Τους μεν Ιου­δαί­ους παρό­λη την αχα­ρι­στία τους δεν παύ­ει να τους συμ­βου­λεύ­ει, και αν και Τον βλα­σφη­μούν, τους παρα­κα­λεί, και μολο­νό­τι Τον πει­ρά­ζουν, δεν τους εγκα­τα­λεί­πει. Αυτήν όμως που τρέ­χει κον­τά Του και Τον παρα­κα­λεί και Τον ικε­τεύ­ει και δεί­χνει τόση ευλά­βεια, αν και δεν ανα­τρά­φη­κε με τον νόμο και τους προ­φή­τες, αυτή δεν τη θεω­ρεί άξια ούτε καν να της απαν­τή­σει. Ποιον δεν θα ήταν δυνα­τόν να σκαν­δα­λί­σει αυτή η ενέρ­γεια, όταν έβλε­πε αυτά που γίνον­ταν να είναι αντί­θε­τα προς τη φήμη της ευσπλα­χνί­ας του Ιησού; Καθό­σον άκου­σαν ότι περιό­δευε τα χωριά και θερά­πευε· αυτήν όμως που ήλθε μόνη της την απο­μα­κρύ­νει από κον­τά Του. Ποιον δεν θα ήταν δυνα­τόν να συγ­κι­νή­σει το πάθος και η παρά­κλη­ση, που έκα­νε για τη θυγα­τέ­ρα της, η οποία βρι­σκό­ταν σε τόσο κακή κατά­στα­ση; Διό­τι ούτε προ­σήλ­θε, θεω­ρών­τας τον εαυ­τό της άξιο, ούτε αυτό που ζητού­σε, το ζητού­σε σαν οφει­λή, αλλά απλώς παρα­κα­λού­σε να την ευσπλα­χνι­στεί και τη συμ­φο­ρά της μόνο θρη­νο­λο­γού­σε, και παρ’ όλ’ αυτά δεν θεω­ρεί­ται ούτε καν άξια να τύχει απαν­τή­σε­ως.

Ίσως πολ­λοί από αυτούς που άκου­γαν σκαν­δα­λί­στη­καν, εκεί­νη όμως δεν σκαν­δα­λί­στη­κε. Και για­τί λέγω από αυτούς που άκου­γαν; Καθό­σον έχω τη γνώ­μη ότι και οι ίδιοι οι μαθη­τές θα ένιω­σαν κάτι για τη συμ­φο­ρά της γυναί­κας και ότι θα ταρά­χτη­καν και θα λυπή­θη­καν. Αλλά όμως παρό­λο που ταρά­χτη­καν, δεν τόλ­μη­σαν να Του πουν: «χάρι­σέ της αυτό που ζητεί». Αλλά αφού Τον πλη­σί­α­σαν οι μαθη­τές Του Τον παρα­κα­λού­σαν, λέγον­τας: «πλυσον ατν, τι κρζει πισθεν μν (:Πες της να φύγει διό­τι κραυ­γά­ζει πίσω μας)»[Ματθ.15,23]. Και εμείς βέβαια όταν θέλου­με να πεί­σου­με κάποιον, του λέμε πολ­λές φορές τα αντί­θε­τα. Ο Χρι­στός όμως απάν­τη­σε: «Οκ πεστλην ε μ ες τ πρβατα τ πολωλτα οκου ᾿Ισραλ(:Δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους)»[Ματθ.15,24].

Τι έκα­νε λοι­πόν η γυναί­κα, όταν άκου­σε αυτά; Σιώ­πη­σε και έφυ­γε; Ή εγκα­τά­λει­ψε την προ­θυ­μία της; Κάθε άλλο· αλλά αντί­θε­τα έγι­νε περισ­σό­τε­ρο ορμη­τι­κή. Δεν ενερ­γού­με όμως και εμείς έτσι· αλλά όταν δεν ικα­νο­ποι­η­θεί το αίτη­μά μας, απο­μα­κρυ­νό­μα­στε, ενώ ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν πρέ­πει να επι­μέ­νου­με περισ­σό­τε­ρο. Αν και ποιον δεν θα ήταν δυνα­τόν να απο­γο­η­τεύ­σει εκεί­νος τότε ο λόγος; Ακό­μη και η σιω­πή μόνο ήταν αρκε­τή να την οδη­γή­σει σε απελ­πι­σία, ενώ η απάν­τη­ση συν­τε­λού­σε να αυξη­θεί ακό­μη περισ­σό­τε­ρο η απελ­πι­σία της. Διό­τι το να δια­πι­στώ­σει ότι μαζί με αυτήν περι­ήλ­θαν σε αμη­χα­νία και οι συνή­γο­ροί της, και το να αντι­λη­φθεί ότι το πράγ­μα είχε φθά­σει στο απρο­χώ­ρη­το, ήταν κάτι που μπο­ρού­σε να την οδη­γή­σει σε απε­ρί­γρα­πτη απο­ρία.

Και όμως δεν τα έχα­σε η γυναί­κα· αλλά όταν είδε ότι οι προ­στά­τες της δεν είχαν καμία δύνα­μη, έδει­ξε την ωραία αδιαν­τρο­πιά της· διό­τι πριν από αυτό δεν τολ­μού­σε ούτε μπρο­στά Του να παρου­σια­στεί. Διό­τι, λέγει, «φωνά­ζει πίσω από εμάς»· όταν όμως όπως ήταν φυσι­κό, έπρε­πε να φύγει ακό­μη πιο μακριά, λόγω της αμη­χα­νί­ας που την κατέ­λα­βε, τότε και πλη­σιά­ζει ακό­μη περισ­σό­τε­ρο και προ­σκυ­νεί τον Κύριο, λέγον­τας: «Κριε, βοθει μοι (:Κύριε, βοή­θα με στη δυστυ­χία μου)». Τι σημαί­νει αυτό, γυναί­κα; Μήπως έχεις περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος από τους απο­στό­λους; Μήπως έχεις μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη; «Θάρ­ρος και δύνα­μη», λέγει, «δεν έχω καθό­λου, απε­ναν­τί­ας είμαι γεμά­τη από ντρο­πή, αλλά όμως αυτήν την αναι­σχυν­τία προ­βάλ­λω σαν παρά­κλη­σή μου· θα σεβα­στεί το θάρ­ρος μου». Και τι σημα­σία έχει αυτό; Δεν Τον άκου­σες να λέγει ότι «οκ πεστλην ε μ ες τ πρβατα τ πολωλτα οκου ᾿Ισραλ (:Δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους)»; «Τον άκου­σα», λέγει, «αλλά Αυτός είναι ο Κύριος». Για τον λόγο αυτόν δεν Του έλε­γε «παρα­κά­λε­σε και προ­σευ­χή­σου», αλλά «βοή­θη­σέ με».

Τι έκα­νε λοι­πόν ο Χρι­στός; Δεν αρκέ­στη­κε ούτε σε αυτά, αλλά μεγα­λώ­νει και πάλι την αμη­χα­νία της λέγον­τας: «Οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τκνων κα βαλεν τος κυναροις(:Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παι­διών και να το ρίξει στα σκυ­λά­κια)»[Ματθ.15,26]. Και όταν της έκα­νε την τιμή να της ομι­λή­σει, τότε την πλή­γω­σε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, παρά με τη σιω­πή Του. Και δε μετα­φέ­ρει πλέ­ον σε άλλον την αιτία, ούτε λέγει : «Δεν είναι αυτή η απο­στο­λή μου», αλλά όσο εκεί­νη μεγά­λω­νε την παρά­κλη­σή της, τόσο και Εκεί­νος αύξα­νε την άρνη­σή Του. Και δεν τους ονο­μά­ζει πλέ­ον αυτούς «πρό­βα­τα», αλλά «τέκνα», και αυτήν την ονο­μά­ζει «σκυ­λά­κι».

Τι κάνει λοι­πόν η γυναί­κα; Από τις ίδιες λέξεις του Κυρί­ου συν­θέ­τει την υπε­ρά­σπι­σή της. «Διό­τι», λέγει, «αν και είμαι πράγ­μα­τι σκυ­λά­κι, δεν είμαι όμως ξένη». Είχε δίκιο ο Χρι­στός που έλε­γε: «Ες κρμα γ ες τν κόσμον τοτον λθον, να ο μ βλέ­πον­τες βλέ­πω­σι κα ο βλέ­πον­τες τυφλο γένων­ται(:Μετά λοι­πόν από την πίστη αυτή που εκδή­λω­σε ο τυφλός που θερα­πεύ­τη­κε, σε αντί­θε­ση με την απι­στία των Ιου­δαί­ων, είπε ο Ιησούς: ‘’Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρί­ση και να ξεχω­ρί­σουν οι καλο­προ­αί­ρε­τοι από τους διε­στραμ­μέ­νους. Και αυτή η κρί­ση θα έχει το εξής απο­τέ­λε­σμα: Εκεί­νοι που θεω­ρούν­ται από τους νομο­μα­θείς γραμ­μα­τείς ότι είναι τυφλοί και βυθι­σμέ­νοι στο σκο­τά­δι της άγνοιας και της πλά­νης, αυτοί θα δουν το φως της αλή­θειας. Και εκεί­νοι που παρου­σιά­ζον­ται ως γνώ­στες των Γρα­φών και νομί­ζουν αλα­ζο­νι­κά ότι βλέ­πουν, θα καταν­τή­σουν σε πνευ­μα­τι­κή τύφλω­ση’’)» [Ιω.9,39].

Η μεν γυναί­κα φιλο­σο­φεί και απο­κα­λύ­πτει όλη την καρ­τε­ρία και την πίστη της, παρ’ όλες τις προ­σβο­λές που δέχε­ται. Ενώ εκεί­νοι αν και θερα­πεύ­ον­ται και τιμών­ται από Αυτόν, Τον πλη­ρώ­νουν με τα αντί­θε­τα. «Το ότι η τρο­φή είναι αναγ­καία για τα τέκνα», λέγει η Χανα­ναία, «το γνω­ρί­ζω και εγώ, πλην όμως αυτό σε τίπο­τε δεν εμπο­δί­ζει εμέ­να, που είμαι σκυ­λά­κι. Διό­τι αν δεν είναι σωστό το σκυ­λά­κι να πάρει, ούτε στα ψίχου­λα θα είναι σωστό να έχει μερί­διο· αν όμως πρέ­πει να έχει έστω και μικρό μερί­διο, τότε ούτε εγώ εμπο­δί­ζο­μαι, έστω και αν είμαι σκυ­λά­κι. Αλλά ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν δικαιού­μαι να έχω μερί­διο σε αυτήν, επει­δή είμαι σκυ­λά­κι».

Για τον λόγο αυτόν ανέ­βαλ­λε ο Χρι­στός· διό­τι γνώ­ρι­ζε ότι θα μιλού­σε έτσι. Για τον λόγο αυτόν αρνιό­ταν τη δωρεά, για να φανε­ρώ­σει την όλη ευσέ­βειά της. Διό­τι εάν δεν επρό­κει­το να της δώσει, ούτε και μετά από αυτά θα της έδι­νε, αλλά και ούτε πάλι θα ήταν δυνα­τόν να την απο­στο­μώ­σει. Αυτός όμως όπως κάνει στην περί­πτω­ση του εκα­τόν­ταρ­χου που του λέγει: «γ λθν θερα­πεύ­σω ατόν(:Θα έλθω εγώ στο σπί­τι σου και θα τον θερα­πεύ­σω)» [Ματθ.8,7], για να μάθου­με την ευλά­βειά του και να τον ακού­σου­με να λέγει: «Κύριε, οκ εμ κανς να μου π τν στέ­γην εσέλθς· λλ μόνον επ λόγ, κα αθή­σε­ται πας μου(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλ­θεις κάτω από τη στέ­γη του σπι­τιού μου. Αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα για­τρευ­θεί ο δού­λος μου)» [Ματθ.8,8].

Και αυτό ακρι­βώς που κάνει και στην αιμορ­ρο­ού­σα, που της λέγει: «ψατό μού τις· γ γρ γνων δύνα­μιν ξελ­θοσαν π᾿ μο(:Κάποιος με άγγι­ξε· διό­τι εγώ κατά­λα­βα ότι βγή­κε από πάνω μου δύνα­μη θαυ­μα­τουρ­γι­κή)» [Λουκ.8,46], για να κάνει φανε­ρή σε όλους την πίστη της και όπως ενήρ­γη­σε στην περί­πτω­ση της Σαμα­ρεί­τι­δας, για να δεί­ξει πως δεν απο­μα­κρύ­νε­ται ούτε και μετά τον έλεγ­χο που της έκα­νε, το ίδιο κάνει και στην περί­πτω­ση αυτήν· διότι δεν ήθε­λε να μεί­νει κρυμ­μέ­νη η τόσο μεγά­λη αρε­τή της γυναί­κας. Ώστε δεν ήσαν λόγια προ­σβλη­τι­κά τα όσα της έλε­γε, αλλά λόγια προ­κλη­τι­κά με σκο­πό να απο­κα­λύ­ψει τον κρυμ­μέ­νο θησαυ­ρό.

Εσύ όμως σε παρα­κα­λώ, πρό­σε­ξε μαζί με την πίστη της και την ταπει­νο­φρο­σύ­νη της· διό­τι ο μεν Κύριος ονό­μα­σε «παι­διά» τους Ιου­δαί­ους, αυτή όμως δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτό, αλλά τους ονο­μά­ζει και «κυρί­ους». Τόσο πολύ απεί­χε από το να λυπά­ται για τα εγκώ­μια για τους άλλους. Διό­τι λέγει: «Να, Κριε· κα γρ τ κυνρια σθει π τν ψιχων τν πιπτντων π τς τραπζης τν κυρων ατν(:Ναι, Κύριε˙ δέχο­μαι ότι είμαι σκυ­λά­κι· διό­τι και τα σπι­τί­σια σκυ­λά­κια τρώ­νε από τα ψίχου­λα που πέφτουν από το τρα­πέ­ζι των κυρί­ων τους)»[Ματθ.15,27]. Είδες σύνε­ση γυναι­κός, που ούτε καν τόλ­μη­σε να φέρει αντίρ­ρη­ση, που ούτε καν πλη­γώ­θη­κε από τους επαί­νους των άλλων, και ούτε αγα­νά­κτη­σε από την προ­σβο­λή; Είδες υπο­μο­νή; Αυτός έλε­γε «δεν είναι καλό», ενώ εκεί­νη απαν­τού­σε «ναι, Κύριε». Αυτός ονό­μα­ζε τους Ιου­δαί­ους «παι­διά», ενώ εκεί­νη «κυρί­ους». Αυτός την ονό­μα­σε «σκυ­λά­κι», ενώ εκεί­νη πρό­σθε­σε και το έργο του σκυ­λιού.

Είδες την ταπει­νο­φρο­σύ­νη της; Άκου­σε τώρα και την καυ­χη­σιο­λο­γία των Ιου­δαί­ων: «Σπέρ­μα βρα­άμ σμεν κα οδεν δεδου­λεύ­κα­μεν πώπο­τε· πς σ λέγεις τι λεύ­θε­ροι γενή­σε­σθε;(:Του απο­κρί­θη­καν οι Ιου­δαί­οι, οι οποί­οι μέσα στην έξα­ψη και την παρα­φο­ρά τους λησμό­νη­σαν τη δου­λεία της Αιγύ­πτου και της Βαβυ­λώ­νας, και το ρωμαϊ­κό ζυγό: ‘’Εμείς είμα­στε από­γο­νοι και κλη­ρο­νό­μοι του Αβρα­άμ, προ­ο­ρι­σμέ­νοι να κατα­κτή­σου­με ολό­κλη­ρο τον κόσμο, και δεν γίνα­με ποτέ έως τώρα δού­λοι σε κανέ­ναν. Μόνο κυβερ­νή­τη και Κύριό μας έχου­με τον Θεό. Πώς εσύ λες ότι «θα ελευ­θε­ρω­θεί­τε»’’;)» [Ιω.8,33] και: «μες κ πορ­νεί­ας ο γεγεν­νή­με­θα· να πατέ­ρα χομεν, τν Θεόν(:Εμείς δεν έχου­με γεν­νη­θεί από αθέ­μι­τη και πορ­νι­κή επι­μει­ξία με ειδω­λο­λά­τρες, ώστε να έχει νοθευ­θεί η κατα­γω­γή μας από τον Αβρα­άμ. Δεν ανή­κου­με στην οικο­γέ­νεια του σατα­νά, τους ειδω­λο­λά­τρες, αλλά ανή­κου­με στο λαό του Θεού που κατά­γε­ται από τον Αβρα­άμ. Έναν πατέ­ρα έχου­με, τον Θεό)»[Ιω.8,41].

Αλλά αυτή δεν ενερ­γεί έτσι· αντι­θέ­τως ονο­μά­ζει τον εαυ­τό της «σκυ­λά­κι» και εκεί­νους «κυρί­ους»· και ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν έγι­νε τέκνο. Τι λέγει λοι­πόν ο Χρι­στός προς αυτήν; « γναι, μεγλη σου πστις! γενηθτω σοι ς θλεις(:Ω γυναί­κα, είναι μεγά­λη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις)»[Ματθ.15,28]. Ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν ανέ­βαλ­λε, για να βρον­το­φω­νά­ξει αυτόν τον λόγο, για να στε­φα­νώ­σει τη γυναί­κα: «Ας γίνει όπως ακρι­βώς θέλεις». Η σημα­σία αυτών των λόγων Του είναι η εξής: «Η μεν πίστη σου μπο­ρεί και μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά να επι­τύ­χει, αλλά όμως τώρα ας γίνει όπως θέλεις». Αυτός ο λόγος ομοιά­ζει με τη φωνή εκεί­νη που έλε­γε: «Κα επεν Θεός· γενη­θή­τω στε­ρέ­ω­μα ν μέσ το δατος κα στω δια­χω­ρί­ζον ν μέσον δατος κα δατος. κα γένε­το οτως(: Και είπε ο Θεός: ‘’Να γίνει ο ουρά­νιος θόλος της γης μετα­ξύ των υδά­των που καλύ­πτουν την επι­φά­νειά της και των νεφών που αιω­ρούν­ται στην ατμό­σφαι­ρα, και να δια­χω­ρί­ζει μετα­ξύ των υδά­των της γης και των υδά­των του ουρα­νού)» [Γέν.1,6]. «Κα ἰάθη θυγτηρ ατς π τς ρας κενης(:Και πράγ­μα­τι απ’ την ώρα ακρι­βώς εκεί­νη για­τρεύ­τη­κε η κόρη της)»[Ματθ.15,28].

Είδες πόσο πολύ βοή­θη­σε και εκεί­νη για τη θερα­πεία της κόρης της; Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν δεν είπε ο Χρι­στός «ας γίνει καλά το κορί­τσι σου», αλλά «είναι μεγά­λη η πίστη σου, ας γίνει όπως θέλεις», για να μάθεις ότι δεν ήσαν τα λόγια της τυχαία, ούτε ήσαν λόγια κολα­κεί­ας, αλλά ότι ήταν μεγά­λη η δύνα­μη της πίστε­ως. Τον ακρι­βή λοι­πόν έλεγ­χο και την από­δει­ξή της τα άφη­σε στην εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των στη συνέ­χεια· διό­τι αμέ­σως θερα­πεύ­τη­κε η κόρη της.

Εσύ όμως σε παρα­κα­λώ, πρό­σε­ξε πως, ενώ νική­θη­καν οι από­στο­λοι και δεν κατόρ­θω­σαν τίπο­τε, αυτή πέτυ­χε τόσο μεγά­λη ωφέ­λεια. Τόσο μεγά­λη δύνα­μη έχει η επι­μο­νή στην προ­σευ­χή. Καθό­σον θέλει για τις δικές μας υπο­θέ­σεις να Τον παρα­κα­λού­με μάλ­λον εμείς που είμα­στε οι άμε­σα ενδια­φε­ρό­με­νοι, παρά να Τον παρα­κα­λούν άλλοι για εμάς. Μολο­νό­τι βέβαια οι από­στο­λοι είχαν περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος, όμως αυτή έδει­ξε περισ­σό­τε­ρη υπο­μο­νή. Με το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα μάλι­στα ο Κύριος δικαιο­λο­γή­θη­κε προς τους μαθη­τές Του για την ανα­βο­λή και τους απέ­δει­ξε ότι δικαιο­λο­γη­μέ­να αρνή­θη­κε όταν αυτοί Του το ζήτη­σαν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος.

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ),εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 11, Υπό­μνη­μα στον Ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο, ομι­λία ΝΒ΄, σελί­δες 108–123.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 11–18 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΘΕΣΕΙΣ ΓΟΝΙΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1–2‑1998]

[Β369]

Μία από τις ωραιό­τε­ρες και συγ­κι­νη­τι­κό­τε­ρες περι­κο­πές, αγα­πη­τοί μου, της Και­νής Δια­θή­κης, είναι η ιστο­ρία της Χανα­ναί­ας γυναι­κός· που ζητού­σε από τον Κύριο την θερα­πεία της δαι­μο­νι­ζο­μέ­νης κόρης της. Και δεν ξέρει κανείς τι να πρω­το­θαυ­μά­σει μέσα εις αυτήν την ιστο­ρία. Πάν­τως είναι μία ιστο­ρία νίκης. Μια ιστο­ρία νίκης της Χανα­ναί­ας γυναι­κός. Όχι μόνον για­τί ενί­κη­σε το θέλη­μα του Χρι­στού με το να της πει: «Γενη­θή­τω σοι ὡς θέλεις» και να θερα­πευ­θεί βέβαια η θυγα­τέ­ρα της, αλλά και να απο­σπά­σει μεγα­λειώ­δη έπαι­νον από τον Χρι­στόν υπέρ του δικού της προ­σώ­που, όταν ο Κύριος δημο­σί­ως την επαι­νού­σε κι έλε­γε: « γύναι, μεγά­λη σου ἡ πίστις!».

Και ο Κύριος, μαζί με την πίστη της Χανα­ναί­ας γυναι­κός, αλλά και την πίστη του Εκα­τον­τάρ­χου, που δεν ήταν Εβραί­ος, ήταν Ρωμαί­ος και η Χανα­ναία γυναί­κα δεν ήτο Εβραία, ήτο Συρο­φοι­νί­κισ­σα, ήτο δηλα­δή ειδω­λο­λά­τρης, που έφθα­σε να πει, για την μεγά­λη πίστη που βρή­κε στα δύο αυτά πρό­σω­πα, ώστε το εβε­βαί­ω­σε ο Χρι­στός, «Ούτε εις τον Ισρα­ήλ», λέει, «δεν βρή­κα τέτοια πίστη».

Είναι γνω­στή η ιστο­ρία βέβαια της Χανα­ναί­ας, όπως την ακού­σα­με σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, εις την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Η γυναί­κα αυτή, ενώ ήτο ειδω­λο­λά­τρης, έμα­θε, στην πατρί­δα της, βόρεια της Παλαι­στί­νης, ότι υπάρ­χει ένα πρό­σω­πο που λέγε­ται Ιησούς. Και είναι μεγά­λο πρό­σω­πο αυτό· που είναι κατα­πλη­κτι­κό, κάνει θαύ­μα­τα, έχει υπέ­ρο­χη διδα­σκα­λία… Έφθα­σε λοι­πόν η μεγά­λη φήμη του Χρι­στού έως και στην χώρα της και η γυναί­κα αυτή σπεύ­δει.

Πρώ­τος καρ­πός εδώ του ότι σπεύ­δει, είναι η πίστις της . Επί­στευ­σε. Ότι όντως είναι σπου­δαίο πρό­σω­πο ο Ιησούς. Και έρχε­ται, δεο­μέ­νη τώρα στον Κύριον για την θυγα­τέ­ρα της.

Αν δια­βά­σε­τε ξανά στο σπί­τι σας την περι­κο­πή αυτή, αγα­πη­τοί, που είναι στον Ματ­θαίο, στο 15ο κεφά­λαιο και μεί­νε­τε με προ­σο­χή στις λεπτο­μέ­ρειες, θα θαυ­μά­σε­τε πραγ­μα­τι­κά. Για­τί όσα είπε εις τον Κύριον, δεν ήταν τίπο­τε άλλο παρά μία θαυ­μα­σία ζώσα προ­σευ­χή. Με όλες τις γόνι­μες θέσεις που έχει μια καλή προ­σευ­χή.

Τι έλε­γε; Και ήταν μάλι­στα και ο τρό­πος της και το περιε­χό­με­νον της προ­σευ­χής. «λέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ῒδ· ἡ θυγά­τηρ μου κακῶς δαι­μο­νί­ζε­ται». Είδα­τε; Προ­σευ­χή. «λέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ῒδ. Για­τί η θυγα­τέ­ρα μου έχει δαι­μό­νιον και υπο­φέ­ρει φοβε­ρό δαι­μό­νιο». Και είναι τελεία προ­σευ­χή και για τον τρό­πο που σας είπα και για το περιε­χό­με­νό της, όπως θα δού­με εις την συνέ­χειαν. Και τού­το έχει, θα λέγα­με, μια θεμε­λιώ­δη βάση, η προ­σευ­χή αυτή της γυναι­κός, θεο­λο­γι­κή βάση έχει η προ­σευ­χή αυτής της γυναι­κός. Απο­κα­λεί τον Ιησούν «Κύριον». Δηλα­δή Θεόν. Τον απο­κα­λεί ακό­μα «υἱόν Δαυ­ῒδ». Δηλα­δή άνθρω­πον. Δηλα­δή Θεάν­θρω­πον. Όταν λέμε αυτήν την απλή προ­σευ­χή: «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με». Κύριε, Ιησού, Χρι­στέ, τρία πράγ­μα­τα φανε­ρώ­νο­με. Με το «Κύριε» την θεό­τη­τά Του, με το «Ιησού» την ανθρω­πό­τη­τά Του και με τον «Χρι­στέ» το έργον που είχε να επι­τε­λέ­σει επά­νω εδώ εις την Γη· την Μεσ­σια­νι­κό­τη­τά Του.

Είδα­τε πόσο σπου­δαία είναι αυτή η προ­σευ­χή; Κι επει­δή γίνε­ται ομο­λο­γία του προ­σώ­που του Ιησού του Ποιος είναι, της ταυ­τό­τη­τός Του, γι’ αυτό είναι παν­το­δύ­να­μη προ­σευ­χή. «Κύριε Ιησού Χρι­στέ»: Όλη η θεο­λο­γία είναι εδώ. Και όπως είναι γνω­στό, όλες οι προ­σευ­χές που η Εκκλη­σία μας έχει συν­τά­ξει, είτε στην Θεία Λει­τουρ­γία ή σε οποια­δή­πο­τε περί­πτω­ση, κάθε προ­σευ­χή, έχει δύο μέρη. Το πρώ­το μέρος είναι θεο­λο­γι­κόν. Και ανα­φέ­ρε­ται εις το πρό­σω­πον του Θεού ή της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου. Πάν­τως θεο­λο­γι­κόν. Και το δεύ­τε­ρον μέρος είναι το πρα­κτι­κό. Απο­τε­λεί το αίτη­μα. Εδώ λοι­πόν «Κύριε Ιησού Χρι­στέ» είναι το θεο­λο­γι­κόν μέρος. «Ελέη­σόν με» είναι το πρα­κτι­κόν μέρος. Αν προ­σέ­ξε­τε, θα δεί­τε ότι όλες οι ευχές έχουν αυτήν την μορ­φήν συν­τά­ξε­ως.

Και θέτει αυτό το «Ελέη­σόν με» η γυναί­κα αυτή, που δεί­χνει ότι ο Θεός γνω­ρί­ζει τι πρέ­πει να δώσει, για να ελε­ή­σει τον άνθρω­πο. Τι πρέ­πει να ζητή­σου­με από τον Θεό; Δεν ξέρο­με. Αν αυτό που θα ζητή­σου­με, δεν μας βγει σε καλό; Δεν το ξέρου­με. Και βέβαια ο Θεός προ­λα­βαί­νει και δεν μας δίνει το κακό, εκεί­νο το οποίο ζητού­με και δεν το βλέ­πο­με και δεν το κατα­λα­βαί­νο­με. Αλλά τι; Μάλι­στα λέμε «Θεέ μου, Κύριέ μου, κάνε με καλά». Μα εάν σε κάνει καλά, πιθα­νώς να ξανα­πάς στην αμαρ­τία. Για­τί πιθα­νώς να αρρώ­στη­σες από την αμαρ­τία. Για θυμη­θεί­τε την περί­πτω­ση που είπε σε εκεί­νον τον παρά­λυ­τον, τον 38 χρό­νια, «Πρό­σε­ξε» ‑του λέγει, όταν τον συνήν­τη­σε μετά εις τον ναόν υγιή- μην ξανα­μαρ­τή­σεις, για να μην σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο». Ώστε υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος, με το να έχει την υγεία του, να του γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο; Ναι. Να χάσει την ψυχή του. Δεν μας το δίνει λοι­πόν αυτό ο Θεός, όταν το ζητού­με. Τι απλού­στε­ρον; Τι φυσι­κό­τε­ρον; «Κύριε, κάνε με καλά». Και δεν μας κάνει καλά ο Κύριος. Ξέρο­με λοι­πόν τι να ζητή­σου­με; Δεν ξέρο­με τι να ζητή­σου­με. Ένα αίτη­μα όμως τα λέει όλα: «λέη­σόν με». Δηλα­δή ζητού­με το έλε­ος του Θεού. Κι Εκεί­νος ξέρει τι θα μας δώσει. Αυτό είναι το πάρα πολύ σπου­δαίο πράγ­μα.

Έτσι λοι­πόν, εδώ δεί­χνει ότι ο Θεός γνω­ρί­ζει τι πρέ­πει να δώσει, για να ελε­ή­σει τον άνθρω­πο. Και το «ελέη­σόν με» είναι γενι­κόν, είναι αίτη­μα γενι­κόν. Τώρα όμως η γυναί­κα αυτή, προ­χω­ρεί, εάν θα ήθε­λε ο Κύριος, και εις το επι­μέ­ρους αίτη­μά της. Ποιο είναι το επι­μέ­ρους αίτη­μα της γυναι­κός; « θυγά­τηρ μου κακῶς δαι­μο­νί­ζε­ται». Κάπο­τε ένας τυφλός είπε στον Κύριο: «Δώσε μου Κύριε τα μάτια, την όρα­ση, εάν θέλεις». Και τι είπε ο Κύριος; «Θέλω». Ένας λεπρός, κάπο­τε. «Κύριε, καθά­ρι­σέ με». «Θέλω. Καθα­ρί­σθη­τι». Αχ, αυτό το θέλω του Θεού! Όταν ταυ­τί­ζε­ται ή, καλύ­τε­ρα, το θέλη­μα του ανθρώ­που όταν ταυ­τί­ζε­ται με το θέλη­μα του Θεού.

Kaι ο Κύριος τώρα εδώ προ­σποιεί­ται ότι δεν την ακού­ει. Φώνα­ζε από πίσω, φώνα­ζε εκεί­νη. Και ο Κύριος δεν έδι­νε καμία σημα­σία. Για­τί το κάνει αυτό ο Κύριος; Για να ανα­δεί­ξει περισ­σό­τε­ρο την πίστη αυτής της γυναι­κός. Ώστε να φθά­σει να πει: « γύναι, μεγά­λη σου ἡ πίστις!». Διό­τι θα μπο­ρού­σε ακό­μη, αν το θέλε­τε, και να θυμώ­σει. Και λίγο παρα­κά­τω, όπως θα δού­με, όταν ο Κύριος τής απο­δί­δει μομ­φήν, δεν θυμώ­νει. Εάν βέβαια μας πουν σε εμάς…ο ίδιος ο Θεός μάς πει κάτι, θυμώ­νο­με μαζί Του και τα βάζο­με μαζί Του. Τι λέγει εδώ; « δὲ οὐκ ἀπε­κρί­θη αὐτῇ λόγον». Καμία κου­βέν­τα. Καμία απάν­τη­σις.

Και επεμ­βαί­νουν οι μαθη­ταί. «Κύριε», λέει, «μας κυνη­γά­ει από πίσω. Κάνε της αυτό που σου ζητά­ει. Να την ξεφορ­τω­θού­με. Μας ενο­χλεί. Φωνά­ζει από πίσω μας». Προ­σέξ­τε εδώ. Είπα την λέξη «ξεφορ­τω­θού­με». Ο Κύριος είπε μία παρα­βο­λή του αδί­κου κρι­τού· που εκεί μία χήρα επέ­με­νε και επέ­με­νε. Και το είπε αυτό ο άδι­κος κρι­τής. «Θέλω να την ξεφορ­τω­θώ. Θα της κάνω το θέλη­μά της, για­τί μ’ ενο­χλεί». «Είδα­τε», λέγει, «πώς σκέ­πτε­ται ο άδι­κος κρι­τής;», είπε ο Κύριος. Και για να διδά­ξει «μή κκα­κεν», να μην απο­κά­μνο­με στις προ­σευ­χές μας. Εδώ οι μαθη­ταί αντι­προ­σω­πεύ­ουν τους αγί­ους που πρε­σβεύ­ουν εις τον Χρι­στόν. Τι θα έλε­γε κανείς, οι άγιοι δεν μας χρειά­ζον­ται; Μας χρειά­ζον­ται. Δεν είναι επαρ­κής ο Χρι­στός να ακού­σει; Όπως λένε οι Προ­τε­στάν­ται; Ο Θεός θέλει να ικε­τεύ­ουν πολ­λοί Αυτόν. Και συνε­πώς δέχε­ται τις προ­σευ­χές και των αγί­ων ως προ­σευ­χές πρε­σβεί­ας. Είναι διά­χυ­τος η Αγία Γρα­φή, διά­χυ­τος με την θέσιν αυτήν. Μας χρειά­ζον­ται λοι­πόν οι άγιοι.

Και ο Κύριος εδώ δικαιο­λο­γεί­ται ότι, επει­δή δεν απαν­τού­σε, λέει στους μαθη­τάς Του ότι : «Οὐκ ἀπε­στά­λην εἰ μὴ εἰς τὰ πρό­βα­τα τὰ ἀπο­λω­λό­τα οἴκου ᾿Ισρα­ήλ». Ότι Τον έστει­λε ο Πατήρ μόνον για τους Εβραί­ους! «Για τα χαμέ­να πρό­βα­τα», λέει, «του οίκου Ισρα­ήλ». Δηλα­δή του λαού του Ισρα­ήλ. Όχι για τους λαούς. Όχι δια τα έθνη. Αλή­θεια, Αυτός, Αυτός, ο Ιησούς Χρι­στός, που θα πει ευθύς μετά την Ανά­στα­σή Του: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη ως σχά­του τς γς». Δεν αδι­κεί κανέ­ναν. Αυτό που κάνει ο Χρι­στός ήταν ένα σχή­μα. Ήταν ένα σχή­μα κατ’ αρχάς, κατά το φαι­νό­με­νον, για να μην τον κατη­γο­ρή­σουν οι Εβραί­οι, για­τί το θεω­ρού­σαν μεγά­λο κακό πράγ­μα να απο­δί­δει κανείς από τον λαό του Θεού, μία ευερ­γε­σία εις τους εθνι­κούς, εις τους ειδω­λο­λά­τρας. Για να τους αφαι­ρέ­σει, λοι­πόν, την δικαιο­λο­γί­αν αυτήν, γι’αυ­τό δεν μιλά­ει στην γυναί­κα τού­τη. Θα έλθει η ώρα της. Ποια ώρα; Η ώρα των εθνών· που τότε θα στεί­λει τους μαθη­τάς Του και τότε θα δώσουν την σωτη­ρία στα έθνη. Για να μην πω ότι θα συνέ­βαι­νε, εξαι­τί­ας της αρνή­σε­ως του λαού του Θεού, το ακρι­βώς αντί­θε­το. Η σωτη­ρία να προ­χω­ρή­σει στα έθνη και να μην την εγκολ­πω­θούν οι Εβραί­οι, ο λαός του Θεού.

Πάν­τως η Χανα­ναία το άκου­σε αυτό. Το άκου­σε. Ότι δεν απε­στά­λη ο Ιησούς, παρά μόνον για τα παι­διά του Ισρα­ήλ. Εκεί­νη όμως τι κάνει; Τον προ­σκυ­νά­ει! «Προ­σε­κύ­νει αὐτῷ λέγου­σα· Κύριε, βοή­θει μοι». «Κύριε, βοή­θη­σέ με. Ναι. Δεν αξί­ζο­με εμείς οι εθνι­κοί, αλλά βοή­θη­σέ με». Και ακο­λού­θη­σε ένας διά­λο­γος μετα­ξύ του Κυρί­ου και της γυναι­κός, που τον παρα­λεί­πο­με του­λά­χι­στον στην από­δο­σή του, στην ερμη­νεία του. Είναι γνω­στό ότι ο Κύριος τής είπε: «Δεν είναι σωστό πράγ­μα να πάρει κανείς το ψωμί, δηλα­δή τις ευερ­γε­σί­ες που δίνει ο Θεός στον δικό Του λαό και να τις σπα­τα­λή­σει στα κυνά­ρια». Κοι­τάξ­τε, ευγε­νώς «κυνά­ρια». Θα πει σκυ­λά­κια. Για να μην πει σκυ­λιά· που πάει βαρύ. Και το λέει «κυνά­ρια», σκυ­λά­κια. «Ναι», λέγει εκεί­νη εξυ­πνό­τα­τα, «και τα κυνά­ρια κάθον­ται και προ­σμέ­νουν εκεί, όταν τα παι­διά τρώ­νε στο τρα­πέ­ζι και πέφτουν τα ψιχου­λά­κια». Τα παι­διά είναι απρό­σε­κτα, όπως ξέρε­τε, και τους φεύ­γουν ψίχου­λα, φεύ­γει φαΐ απ’ τα πιά­τα τους, ξέρω ΄γω, απ’ τα χέρια τους και πέφτει κάτω. Και το σκυ­λά­κι, όπως και η γάτα κ.τ.λ. πάνε και τρώ­νε. Τα σκυ­λά­κια είναι γύρω γύρω απ’ το τρα­πέ­ζι των αφεν­τι­κών, είναι πασί­γνω­στο. Και είναι ωραία εικό­να αυτή. Είναι πάρα πολύ ωραία εικό­να. «Ναι, Κύριε, κυνά­ριον είμαι, ναι, δεν το αρνού­μαι. Σωστά μίλη­σες. Αλλά όμως κοί­τα­ξε και τα κυνά­ρια που τρέ­φον­ται με τα ψιχου­λά­κια από τα παι­διά, που πέφτουν από τα χέρια τους!».

Εκεί ο Κύριος εθαύ­μα­σε! Εδώ είναι το κατα­πλη­κτι­κό. Δεν μένω πιο πολύ όμως, για­τί θα μπο­ρού­σα­με πάρα πολ­λά να πού­με πάνω στο σημείο αυτό. Τού­το μόνο είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κό, ότι η γυναί­κα αυτή έζη­σε και διε­ξήλ­θε τους καλύ­τε­ρους όρους μιας καλής, γονί­μου προ­σευ­χής.

Και πρώ­τα πρώ­τα η προ­σευ­χή αυτής της γυναι­κός ήταν προ­σευ­χή γεμά­τη από πίστη. Πιστεύ­ει η γυναί­κα αυτή, γι’αυ­τό ομο­λο­γεί και απο­κα­λύ­πτει την θεαν­θρω­πί­νη φύση του Χρι­στού. Δεν Τον ήξε­ρε. Άκου­σε. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: « πίστις ξ κος». Ξέρε­τε τι σημαί­νει η «πίστις ξ κος»; Γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Κολοσ­σα­είς και όπου αλλού: «Δεν είδα­τε στο πρό­σω­πο τον Ιησού Χρι­στόν. Ακού­σα­τε μόνον. Και πιστέ­ψα­τε». Μεγά­λο πράγ­μα. Μόνο ακού­σα­τε. Άκου­σε κι αυτή στην πατρί­δα της και επί­στευ­σε. Αυτή η πίστις απο­τε­λεί την βάση της προ­σευ­χής. Για­τί αλλιώ­τι­κα, αν δεν υπάρ­χει πίστις, πέφτει βέβαια η προ­σευ­χή στο κενό.

Μια φορά, και δεν είναι η μονα­δι­κή, ήρθε κάποιος να εξο­μο­λο­γη­θεί. Αλλά δεν πίστευε όμως εις τον Ιησούν Χρι­στόν. «Άνθρω­πέ μου», του λέω, «δυνά­μει της πίστε­ως στην θεαν­θρω­πί­νη φύση του Χρι­στού, τελεί­ται το μυστή­ριον της Εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Εάν δεν πιστεύ­εις, τότε πέφτει στο κενό το μυστή­ριον της εξο­μο­λο­γή­σε­ως». Αναμ­φι­σβή­τη­τα. Να λοι­πόν για­τί η βάσις όλων των μυστη­ρί­ων, όλης της πνευ­μα­τι­κής ζωής και αυτής της προ­σευ­χής είναι βεβαί­ως η πίστις. Και μετά την πίστη στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Χρι­στού, έρχε­ται η πίστις συν­δέ­σε­ως- προ­σέξ­τε αυτό το σημείο, πού χωλαί­νο­με- συν­δέ­σε­ως προ­σώ­που και λόγων Χρι­στού. Δηλα­δή, το πρό­σω­πον του Χρι­στού κι αυτά που είπε ο Χρι­στός. Είναι οι λόγοι του Χρι­στού. Ο Χρι­στός είπε ότι: «,τι ν ατήση­τε ν τ νόμα­τί μου, λήψε­σθε». «Ό,τι ζητή­σε­τε» –προ­σέξ­τε- «ν τ νόμα­τί μου, θα το πάρε­τε». «Εάν το ζητή­σε­τε και δεν είναι στο όνο­μά μου, δεν θα το πάρε­τε. Ή θα πέσει στο κενό. Ή δεν ξέρω τι θα σας έρθει».

Πάν­τως αίτη­μα και όνο­μα Χρι­στού, αυτά τα δύο είναι δεμέ­να. Θα μου πεί­τε… είναι αυτο­νόη­το. Όχι, αγα­πη­τοί μου, δεν είναι καθό­λου αυτο­νόη­το. Διό­τι πάρα πολ­λοί είναι εκεί­νοι οι οποί­οι δέχον­ται τα λόγια του Χρι­στού, αλλά όχι το πρό­σω­πό Του. Ναι. Μην σας κάνει εντύ­πω­ση. Στην ακμή της αθε­ΐ­ας του σοβιε­τι­κού καθε­στώ­τος στην Ρωσία, ήταν γραμ­μέ­νο ένα λόγιον του Ευαγ­γε­λί­ου, του Απο­στό­λου Παύ­λου συγ­κε­κρι­μέ­να, στη μετώ­πη του Κρεμ­λί­νου. Κι έλε­γε: « μ ργα­ζό­με­νος μηδ σθιέ­τω». Αυτός που δεν εργά­ζε­ται, ούτε να τρώ­ει. Δηλα­δή ο κομ­μου­νι­σμός, ο υλι­σμός, χρη­σι­μο­ποί­η­σε …τι χρη­σι­μο­ποί­η­σε; Ένα χωρί­ον της Αγί­ας Γρα­φής. Για­τί; Μα είναι άθε­ος ο υλι­σμός. Μάλι­στα. Διό­τι απλού­στα­τα έγι­νε ο χωρι­σμός προ­σώ­που Χρι­στού και λόγων του Ευαγ­γε­λί­ου. Είναι κάτι που… πάρα πολ­λοί Χρι­στια­νοί μας δέχον­ται, επί παρα­δείγ­μα­τι, τον λεγό­με­νον «Κοι­νω­νι­κόν Χρι­στια­νι­σμόν», αλλά δεν δέχον­ται το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Χρι­στού. Μπο­ρεί να πουν: «Λυπού­με­θα την ανθρω­πό­τη­τα. Να φτιά­ξο­με ιατρούς, χωρίς», λέει, «σύνο­ρα. Να φτιάξομε…εκείνα κι εκεί­να, εμβό­λια κλπ.». Δεν πιστεύ­ουν στον Χρι­στόν. Γίνε­ται ο δια­χω­ρι­σμός αυτός, προ­σώ­που Χρι­στού και λόγων Χρι­στού. Ας το προ­σέ­ξο­με. Πρό­κει­ται για καμου­φλα­ρι­σμέ­νη αθε­ΐα.

Πίστις ακό­μη σημαί­νει ότι ο Θεός σε ακού­ει, σε βλέ­πει, σε κρί­νει, σε ζυγί­ζει, σου απο­δί­δει. Κι αυτό ακό­μα είναι πίστις. Υπάρ­χει μία «λογι­κή» θέσις· την λέξη «λογι­κή» την βάζω μέσα σε εισα­γω­γι­κά, για­τί δεν θέλω να τονί­σω τον ορθο­λο­γι­σμόν που πρέ­πει να δια­θέ­το­με προ­κει­μέ­νου να δεχθού­με το Ευαγ­γέ­λιον, αλλά όμως την λογι­κή την έχει κάνει ο Θεός. Και όταν μας καλεί δια του Ευαγ­γε­λί­ου, η πίστις δεν είναι παρά­λο­γος. Είναι λογι­κή. Δεν είναι βέβαια ορθο­λο­γι­σμός, αλλά είναι λογι­κή. Απο­τεί­νε­ται και εις το συναί­σθη­μα και εις την βού­λη­σιν και εις την λογι­κήν. Δηλα­δή εις τον όλον άνθρω­πον, με άλλα λόγια. Γι’αυ­τό ακού­στε τι λέγει εδώ μία βάσις η οποία είναι λογι­κή: Απλώς λογι­κή. Ανα­φέ­ρε­ται ο Ψαλ­μω­δός εις τον 93ον Ψαλ­μόν και λέγει: « φυτεύ­σας τ ος οχ κού­ει; (:Αυτός που έκα­νε αυτιά, φύτε­ψε — ωραία έκφρα­σις- αυτός που φύτε­ψε τ΄αυτιά, δεν ακού­ει;) πλά­σας τν φθαλμὸν οχ κατα­νο­εί; (:Εκεί­νος που έκα­νε τα μάτια, δεν βλέ­πει;)». Είναι τετρά­γω­νη λογι­κή, με πάσαν λογι­κήν συνέ­πειαν. Όλοι έχο­με αυτιά. Και τα ζώα και τα κου­νού­πια και οι μύγες, όλοι έχο­με αυτιά. Σας ερω­τώ: Εκεί­νος που έκα­νε τα πάν­τα με αυτιά, δεν έχει αυτιά; Εκεί­νος που έκα­νε τα πάν­τα με μάτια, δεν υπάρ­χει κανέ­να ζώο που να μην έχει μάτια, δεν βλέ­πει; Αυτό, ξέρε­τε πόσο ισχυ­ρόν, θα λέγα­με, επι­χεί­ρη­μα είναι, όχι για τους άλλους· για τον εαυ­τό μας. Όταν πάμε κάπου να απι­στή­σου­με, να πού­με: «Δεν βλέ­πει ο Θεός; Βλέ­πω εγώ, δεν βλέ­πει ο Θεός; Ακούω εγώ, δεν ακού­ει ο Θεός;». Για να φανεί ότι η Αγία Γρα­φή καλεί και τον ανθρώ­πι­νον νουν, την ανθρω­πί­νη λογι­κή, για να πει­σθεί ο άνθρω­πος.

Η προ­σευ­χή πρέ­πει ακό­μα να γίνε­ται με ταπεί­νω­ση, αγα­πη­τοί μου. Επρο­σέ­ξα­τε την ταπεί­νω­ση της Χανα­ναί­ας γυναι­κός; Δεν ντρά­πη­κε τίπο­τε, προ­κει­μέ­νου να ζητή­σει αυτό που ζητού­σε. Ο Κύριος την απο­κα­λεί ακό­μα «κυνά­ριον», όπως είδα­με. Εκεί­νη ευφυέ­στα­τα έδω­σε την απάν­τη­ση που κατέ­πλη­ξε τον Κύριον και τον κέρ­δι­σε. Αλλιώ­τι­κα έχο­με μια φαρι­σαϊ­κή προ­σευ­χή· που ο Κύριος δεν την προ­σέ­χει. Θα έχου­με ταπεί­νω­ση. Λέγει ο όσιος Νεί­λος, που έχει γρά­ψει πάρα πολ­λά κεφά­λαια· κεφά­λαιον είναι μία πρό­τα­σις μόνον. Είναι στον Α΄ τόμο της Φιλο­κα­λί­ας: «Να μν πιγι­νώ­σκων τ μέτρα σου, δέως πεν­θή­σεις (:Όταν νιώ­σεις, γνω­ρί­σεις καλά τις δυνα­τό­τη­τές σου, τα μέτρα σου, γρή­γο­ρα και ευχά­ρι­στα θα πεν­θή­σεις) ταλα­νί­ζων σεαυ­τόν(:θα ταλα­νί­σεις τον εαυ­τόν σου) κατ τν σαΐ­αν (:που είπε ο Ησα­ΐ­ας) πς κάθαρ­τος ν κα ν μέσ λαο τοιού­του πάρ­χων, τοτέστιν ναν­τί­ων, τολμς τ Κυρίω Σαβαθ παρε­στά­ναι;». «Εγώ ο Ησα­ΐ­ας, πώς τολ­μώ, που είμαι ακά­θαρ­τος και ζω σε ακά­θαρ­το λαό, να στα­θώ μπρο­στά εις τον Κύριον, που είδε τον Κύριον επηρ­μέ­νον, επί θρό­νου επηρ­μέ­νου δόξης». Δηλα­δή; Χρειά­ζε­ται η τελω­νι­κή προ­σευ­χή.

Η προ­σευ­χή πρέ­πει ακό­μη να γίνε­ται με προ­σο­χή. Όταν η Χανα­ναία έκρα­ζε προς τον Κύριον, τίπο­τε άλλο δεν την απα­σχο­λού­σε, παρά μόνον, αγα­πη­τοί μου, η θερα­πεία της θυγα­τρός της. Την προ­σο­χή της δεν την δια­σπού­σε, ούτε να ‘χει το μυα­λό της στο σπί­τι της, ούτε στη γει­το­νιά της, ούτε στον όχλο που περι­στοί­χι­ζε τον Κύριο, τίπο­τα. Ένα την ενδιέ­φε­ρε: η θερα­πεία της θυγα­τρός της. Δηλα­δή είχε συγ­κεν­τρω­μέ­νη την προ­σο­χή της εις το αίτη­μά της. Στην προ­σευ­χή δεν πρέ­πει τίπο­τα άλλο να μας απα­σχο­λεί, αγα­πη­τοί, τίπο­τε άλλο. Αλλιώ­τι­κα έχο­με διά­σπα­ση και του νου και της καρ­διάς και είναι πολύ κακό πράγ­μα αυτό. Είναι περί­ερ­γο να λέμε στην προ­σευ­χή μας, όπως στον 69ον Ψαλ­μό: « Θεός, ες τν βοή­θειάν μου πρό­σχες». «Πρό­σχες» θα πει πρό­σε­ξε. «Πρό­σε­ξέ με». Κι εμείς να μην προ­σέ­χο­με. Δεν είναι περί­ερ­γο; Ζητά­με απ΄τον Θεό να προ­σέ­χει εμάς, κι εμείς δεν προ­σέ­χο­με καν εκεί­να που λέμε. Αντί­θε­τα, όπως λέγει ο 122ος Ψαλ­μός: «Πρς σ ρα τος φθαλ­μούς μου, τν κατοι­κοντα ν τ οραν (:Σήκω­σα τα μάτια μου σε Σένα στον ουρα­νό, Κύριε). δο ς φθαλ­μο δού­λων ες χερας τν κυρί­ων ατν, ς φθαλ­μο παι­δί­σκης ες χερας τς κυρί­ας ατς, οτως ο φθαλ­μο μν πρς Κύριον τν Θεν μν, ως ο οκτειρσαι μς». «Όπως», λέει, «οι δού­λοι κοι­τά­ζου­νε τ’ αφεν­τι­κό τους τι θα τους πει, τι δου­λειά θα κάνουν σήμε­ρα, όπως», λέει, «η δού­λη την κυρία της, την προ­σέ­χει, έτσι», λέει, «κι εμείς με τα μάτια μας προ­σέ­χο­με Εσέ­να για να μας λυπη­θείς». Δηλα­δή, προ­σο­χή όπως πρέ­πει.

Πρέ­πει να πού­με ότι το δυσκο­λό­τε­ρο σημείο της προ­σευ­χής μας είναι η σύνα­ξη της καρ­διάς μας. Το δυσκο­λό­τε­ρο σημείο. Γι’αυ­τό, προ­σέξ­τε, απαι­τεί­ται πολύς αγών. Ένα σημείο που ενι­σχύ­ει την προ­σο­χή είναι η προ­σευ­χή να γίνε­ται κατ’ αίσθη­σιν· ένα και­νού­ριο, τώρα, στοι­χείο. Τι θα πει κατ’ αίσθη­σιν; Λέγει ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος ότι «θα προ­σεύ­χε­σαι κατ’ αίσθη­σιν». Και όπως λέγει ο άγιος Νεί­λος πάλι: «Ε μετ δελφν, ετε κατ μόνας προ­σεύχ, γώνι­σαι μ θει (:όχι κατά συνή­θεια να προ­σεύ­χε­σαι) λλ ασθή­σει προ­σεύ­χε­σθαι». «Αλλά με αίσθη­ση», λέει, «να προ­σεύ­χε­σαι, να κατα­λα­βαί­νεις». Μ’ άλλα λόγια, λέει πάλι ο άγιος Νεί­λος: «Ασθη­σις στ προ­σευχς, σύν­νοια ‑δηλα­δή βαθιά σκέ­ψη, και στο γράμ­μα και στο πνεύ­μα μιας λέξε­ως. Γι’ αυτό είναι ευλο­γία Θεού να ξέρει κανείς και μερι­κά γράμ­μα­τα- μετ΄ευλαβείας κα κατα­νύ­ξε­ως κα δύνης ψυχς ν ξαγο­ρεύ­σει πται­σμά­των, μετ στε­ναγμν φανν» κ.λπ. Θα νιώ­θεις όταν κάνεις την προ­σευ­χή σου τι λες.

Και τέλος, αν μπο­ρού­με να μιλά­με για τέλος, είναι μία προ­σευ­χή με εγκαρ­τέ­ρη­σιν· αλη­θι­νό γνώ­ρι­σμα της προ­σευ­χής της Χανα­ναί­ας. Επέ­με­νε: «Θα πάρω το απο­τέ­λε­σμα». Ήταν σίγου­ρη. Εκεί­νη είχε να αντι­με­τω­πί­σει τη σιω­πή του Κυρί­ου. Ο Κύριος μάς είπε· ακού­στε: «Ατετε, ζητετε, κρού­ε­τε». Τρία ρήμα­τα κατά κλι­μα­κω­τόν σχή­μα. «Ατ» θα πει απλώς «ζητώ». «Ζητ» θα πει «μετ’ επι­μο­νής». «Κρούω», «αρχί­ζω να χτυ­πάω το χέρι μου». Πάμε σε ένα γρα­φείο και λέμε με το στό­μα μας κάτι. Αλλά δεν μας δίνει προ­σο­χή εκεί ο διευ­θυν­τής του γρα­φεί­ου, ξέρω΄γω. Τότε αρχί­ζω να ζητώ, να υψώ­νω φωνήν. Πάλι δεν μου δίνει σημα­σία. Και αρχί­ζω να χτυ­πάω το χέρι μου επά­νω στο γρα­φείο. Κλι­μα­κω­τόν σχή­μα. «Ατετε, ζητετε, κρού­ε­τε». «Και θα σας ανοι­χθεί», λέει, «θα σας δοθεί», λέει ο Κύριος. Και πάλι λέει ο όσιος Νεί­λος: «Οκον, μ κκά­κει τέως (:Μην απο­κά­μνεις), μηδ θύμει, ς μ λαβών (:ούτε να αθυ­μείς ότι δεν έλα­βες). Λήψ γρ στε­ρον. Εθύμει τοι­γα­ρον προ­σκαρ­τερν μπό­νως τ γί προ­σευχ». «Θα το πάρεις αργό­τε­ρα. Μην αθυ­μείς».

Αγα­πη­τοί, όσοι θέλο­με την επι­κοι­νω­νία μας με τον ουρα­νό, αλλά πολ­λά­κις αγνο­ού­με τον τρό­πο, ας προ­σέ­ξο­με αυτούς τους τρό­πους. Και τελι­κά η προ­σευ­χή μας γίνε­ται άγο­νη. Κρί­μα δεν είναι; Ας μάθο­με λοι­πόν να προ­σευ­χό­με­θα. Να προ­σευ­χό­με­θα με πίστη, με ταπεί­νω­ση, με προ­σο­χή, με αίσθη­ση, με εγκαρ­τέ­ρη­ση. Και με άλλα πολ­λά στοι­χεία, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, αλλά αρκε­τά αυτά για να πλαι­σιώ­σουν μία καλή και γόνι­μη προ­σευ­χή. Και τότε θα γευ­θού­με το μεγά­λο προ­νό­μιο σε μας τους ανθρώ­πους που μας εδό­θη, να προ­σευ­χό­με­θα στον Θεό τον Ζών­τα και Αλη­θι­νό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_743.mp3

  •  
Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Ε (Κυρια­κο­δρό­μιο Β΄)

Κανέ­νας ἄνθρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά γευ­τεῖ τή γλυ­κύ­τη­τα τοῦ καλου, ἄν πρῶ­τα δέν ἐπι­μεί­νει καί δέ δοκι­μα­στεῖ στό καλό. Στό δρό­μο πρός τό καλό πρῶ­τα δοκι­μά­ζου­με τήν πικρία κι ὕστε­ρα τή γλυ­κύ­τη­τα.

Ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη εἶναι γεμά­τη ἀπό διδα­χές καρ­τε­ρί­ας καί ἐπι­μο­νῆς. Ἄν τά νεό­φυ­τα δέν­τρα σου δέν ἀνα­πτυ­χθοῦν γιά νά δημιουρ­γή­σουν δασύ­λιο, θά μπο­ρέ­σουν ν’ ἀντέ­ξουν στόν ἄνε­μο καί τό χιό­νι; Θά σοῦ ἦταν χρή­σι­μα τά ποτά­μια ἄν δέν ἔφτια­χναν βαθιές κοῖ­τες; Μήπως τά μυρ­μήγ­κια αὐτο­κτο­νοῦν ὅταν οἱ τρο­χοί κατα­στρέ­φουν τά σπί­τια τους στό δρό­μο, ἤ ξεκι­νοῦν μέ ἐπι­μο­νή νά φτιά­χνουν και­νούρ­για; Ἄν κάποιος ἄκαρ­δος ἄνθρω­πος γκρε­μί­σει τή φωλιά τοῦ χελι­δο­νιοῦ στό σπί­τι του, τότε τό χελι­δό­νι θά ξεκι­νή­σει ἀδια­μαρ­τύ­ρη­τα νά πάει σέ ἄλλο σπί­τι γιά νά φτιά­ξει τήν και­νούρ­για φωλιά του. Ὁτι­δή­πο­τε κάνουν οἱ φυσι­κές κατα­στρο­φές ἤ οἱ ἄνθρω­ποι στά φυτά καί στά ζῶα, κάνουν τούς ἀνθρώ­πους νά θαυ­μά­ζουν τήν ἀκα­τά­βλη­τη ἐπι­μο­νή τους στήν ἐκτέ­λε­ση τοῦ καθή­κον­τος πού τούς ὅρι­σε ὁ Θεός. “Ὅταν ἕνα φυτό πού τό κόψα­νε ἤ τό θερί­σα­νε ἔχει τή δύνα­μη ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ ξανά, θά τό κάνει. “Ὅταν σ’ ἕνα πλη­γω­μέ­νο καί μονα­χι­κό ζῶο ἔμει­νε ἔστω κι ἐλά­χι­στη δύνα­μη ζωῆς. θά προ­σπα­θή­σει νά κάνει κι αὐτό τό καθῆ­κον του γιά νά ζήσει.

Ἡ καθη­με­ρι­νή ζωή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι γεμά­τη ἀπό διδα­χές γιά τήν καρ­τε­ρία καί τήν ἐπι­μο­νή. Ὁ ἐπί­μο­νος στρα­τιώ­της θά κερ­δί­σει τή μάχη. Ὁ ἐπί­μο­νος τεχνί­της θά τελειο­ποι­ή­σει τό ἔργο του. Ό ἐπί­μο­νος ἔμπο­ρος θά πλου­τί­σει. Ὁ ἐπί­μο­νος ἱερέ­ας θά βάλει τούς ἀνθρώ­πους τῆς ἐνο­ρί­ας του στό σωστό δρό­μο. Ὁ ἐπί­μο­νος ἄντρας ἤ ἡ ἐπί­μο­νη γυναῖ­κα τῆς προ­σευ­χῆς. θά φτά­σει στήν τελειό­τη­τα καί τήν ἁγιό­τη­τα. Ὁ ἐπί­μο­νος καλ­λι­τέ­χνης ἀπο­κα­λύ­πτει τό ἐσω­τε­ρι­κό κάλ­λος τῶν πραγ­μά­των. Ὁ ἐπί­μο­νος ἐπι­στή­μο­νας ἀνα­κα­λύ­πτει τούς κανό­νες καί τούς νόμους πού διέ­πουν τίς σχέ­σεις τῶν πραγ­μά­των. Ἀκό­μα καί τό πιό χαρι­σμα­τι­κό παι­δί δέ θά μάθει νά γρά­φει, ἄν δέν ἐξα­σκη­θεῖ μέ ἐπι­μο­νή στό γρά­ψι­μο. Ἕνας ἄνθρω­πος μέ θαυ­μά­σια φωνή δέ θά γίνει ποτέ μεγά­λος τρα­γου­δι­στής ἄν δέν ἐξα­σκη­θεῖ. “Ἔχου­με συνη­θί­σει νά ὑπεν­θυ­μί­ζου­με στούς ἄλλους κάθε μέρα, ἀλλά καί νά μᾶς ὑπεν­θυ­μί­ζουν οἱ ἄλλοι, τήν ἀνάγ­κη τῆς ἐπι­μο­νῆς καί τῆς καρ­τε­ρί­ας στό καθη­με­ρι­νό μας ἔργο.

Ἡ ἐπι­μο­νή, γιά νά κατα­λή­ξου­με σέ κάποιο συμ­πέ­ρα­σμα, εἶναι τό μονα­δι­κό καλό ἔργο πού τό συνι­στοῦν ὅλοι καί δέν τό ἀμφι­σβη­τεῖ κανέ­νας. “Ὅλη αὐτή ἡ ἐπι­μο­νή στό ἔργο ὅμως πού ἀκοῦ­με κάθε μέρα, εἶναι μόνο ἕνα σχο­λεῖο πού μᾶς μαθαί­νει τήν ἐσω­τε­ρι­κή ἐπι­μο­νή στό πνευ­μα­τι­κό βασί­λειο. “Ὅλη αὐτή ἡ ἐξω­τε­ρι­κή ἐπι­μο­νή στό λου­στρά­ρι­σμα καί στήν τελειο­ποί­η­ση τῶν πραγ­μά­των, στή σύνα­ξη πλού­του, γνώ­σε­ων καί τεχνῶν, εἶναι μόνο μιά εἰκό­να τῆς θαυ­μα­στῆς ἐπι­μο­νῆς πού πρέ­πει νά ἔχου­με γιά τή βελ­τί­ω­ση καί τελειο­ποί­η­ση τῶν καρ­διῶν μας, γιά τή φρον­τί­δα καί τόν ἐμπλου­τι­σμό τῆς ψυχῆς μας, τῆς ἄφθαρ­της κι ἀθά­να­της ἐσω­τε­ρι­κῆς μας ὕπαρ­ξης.

Ἡ Ἁγία Γρα­φή μας διδά­σκει σέ κάθε σελί­δα της τήν ἐπι­μο­νή στά πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα. Μᾶς διδά­σκει τόσο μέ λόγια ὅσο καί μέ τά μεγά­λα παρα­δείγ­μα­τα ἀνδρῶν καρ­τε­ρι­κῶν ἤ μή. Τά δυό πιό φοβε­ρά παρα­δείγ­μα­τα μή ἐπι­μο­νῆς στό καλό, τά βρί­σκου­με στήν περί­πτω­ση τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προ­πά­το­ρα τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους, καί τοῦ Ἰού­δα, ποῦ πρίν ἦταν ἀπό­στο­λος κι ἔπει­τα ἔγι­νε προ­δό­της. Καί τούς δυό ἤ ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ τούς τοπο­θέ­τη­σε πολύ κον­τά Του. Ὁ Ἀδάμ ἦταν μέ τό Θεό στόν παρά­δει­σο, ὁ Ἰού­δας κον­τά στό Χρι­στό στή γῆ. Ξεκί­νη­σαν κι οἱ δυό μέ ὑπα­κοή στό Θεό καί τέλειω­σαν μέ δυσπι­στία. Τό τέλος τοῦ Ἰού­δα ἦταν πιό φοβε­ρό ἀπό τοῦ Ἀδάμ, ἐπει­δή μπρο­στά του εἶχε καί τό παρά­δειγ­μα τοῦ πρω­τό­πλα­στου. Ὁ Σαούλ πάλι δέν εἶχε ἐπι­μο­νή στή μάχη καί γι’ αὐτό παρα­φρό­νη­σε. Ὁ Σολο­μῶν δέν εἶχε ἐπι­μο­νή κι ἡ βασι­λεία του μοι­ρά­στη­κε. Πόσο ὑπέ­ρο­χη ὅμως, πόσο ὑπε­ράν­θρω­πη ἐπι­μο­νή ἔδει­ξε ὁ Ἀβρα­άμ μέ τήν πίστη του στό Θεό, ὁ Ἰακώβ μέ τήν πρα­ό­τη­τά του, ὁ Ἰωσήφ μέ τήν ἔγκρά­τειά του, ὁ Δαβίδ μέ τή μετά­νοιά του κι ὁ δίκαιος Ἰώβ μέ τήν καρ­τε­ρία του! Τί ὑπέ­ρο­χο παρά­δειγ­μα ἐπι­μο­νῆς στήν ἁγνό­τη­τά της ἔδει­ξε ἡ Πάνα­γνή Παρ­θέ­νος, ἀλλά κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μέ τήν ὑπα­κοή του στό Θεό! Ἀλλά τό ἴδιο ἔκα­ναν κι οἱ ἀπό­στο­λοι, καθώς κι ὅλοι ἐκεῖ­νοι πού εἶχαν ἀφο­σιω­θεῖ στό Θεό, μέ τήν ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ!

Στήν Ἁγία Γρα­φή θά βροῦ­με πάρα πολ­λά καί καθα­ρά παρα­δείγ­μα­τα πῶς ἡ ἐπι­μο­νή στό καλό ἀπο­βαί­νει πάν­τα νικη­φό­ρα καί στε­φα­νώ­νε­ται. Κανέ­νας ἀπό μας πού τά δια­βά­ζει αὐτά δέν μπο­ρεῖ νά ἰσχυ­ρι­στεῖ πῶς δέν ἤξε­ρε ἤ δέ διδά­χτη­κε. Πῶς γίνε­ται ἑκα­τον­τά­δες χιλιά­δες ἁγί­ων, παρ­θέ­νων καί μαρ­τύ­ρων, ἀπό τήν ἔνσαρ­κη ζωή τοῦ Χρι­στοῦ στή γῆ ώς σήμε­ρα, νά τό γνω­ρί­ζουν αὐτό καί μείς νά τό ἀγνο­οῦ­με; Δέν εἶναι πῶς δέν ξέρου­με, ἀλλά δέν ἔχου­με τή δύνα­μη νά ἐπι­μεί­νου­με. Τό νά γνω­ρί­ζου­με τό καλό καί νά μήν ἐπι­μέ­νου­με σ’ αὐτό, μᾶς κατα­κρί­νει διπλά. Ἐκεῖ­νος πού δέ γνω­ρί­ζει το δρό­μο αὐτό καί δέν τόν ἀκο­λου­θεῖ «δαρή­σε­ται ὀλί­γας». Αὐτός ὅμως πού τόν γνω­ρί­ζει καί δέν τόν ἀκο­λου­θεῖ, «δαρή­σε­ται πολ­λάς» (βλ. Λουκ. ἴβ’ 47,48).

Ὁ δρό­μος πρός τό καλό εἶναι ἀνη­φο­ρι­κός. Ἐκεῖ­νος πού ἔμα­θε νά βαδί­ζει μόνο σέ ἐπί­πε­δες ἐπι­φά­νειες ἤ σέ κατη­φό­ρες, στήν ἀρχή θά τόν βρεῖ δύσκο­λο. Αὐτός πού ξεκί­νη­σε νά βαδί­ζει το δρό­μο αὐτόν κι ἔπει­τα γυρί­ζει πίσω, δέ θά μπο­ρέ­σει νά στα­θεῖ στόν τόπο ἀπ’ ὅπου ξεκί­νη­σε τόν ἀνή­φο­ρο, ἀλλά θά κατε­βεῖ πιό χαμη­λά, στό σκο­τά­δι καί στήν ἀπώ­λεια. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος πῶς «οὐδείς ἐπι­βα­λών τήν χεῖ­ρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄρο­τρον καί βλέ­πων εἰς τά ὀπί­σω εὔθε­τός ἐστιν εἰς τήν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. θ’ 62).

Τό σημε­ρι­νό εὐαγ­γέ­λιο μᾶς μιλά­ει γιά ἕνα θαυ­μα­στό παρά­δειγ­μα ἐπι­μο­νῆς στήν πίστη καί τήν προ­σευ­χή πού μᾶς δίνει μιά συνη­θι­σμέ­νη γυναῖ­κα, πού μάλι­στα ἦταν εἰδω­λο­λά­τρισ­σα. Μακά­ρι τό παρά­δειγ­μα αὐτό νά λει­τουρ­γή­σει σάν φωτιά στίς συνει­δή­σεις ὅλων ἐκεί­νων πού αὐτο­ο­νο­μά­ζον­ται πιστοί, ἐνῶ στήν πίστη καί στήν προ­σευ­χή εἶναι σκλη­ροί καί ψυχροί σάν τήν πέτρα.

Καί ἐξελ­θών ἐκεῖ­θεν ὁ Ἰησοῦς ἀνε­χώ­ρη­σεν 8 εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶ­νος. καί ἰδού Ἡ γυνή Χανα­ναία ἀπό τῶν ὁρί­ων ἐκεί­νων ἐξελ­θοῦ­σα ἐκραύ­γα­σεν αὐτῷ λέγου­σα: ἐλέη­σόν μέ, Κύριε, υἱέ Δαυίδ: ἡ θυγά­τηρ μου κακῶς δαι­μο­νί­ζε­ται» (Ματθ. ἰε’21,22). Ἀπό πού ἐρχό­ταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπό τή Γαλι­λαία, ἀπό τη γῆ ὅπου κατοι­κοῦ­σαν Ἰσραη­λῖ­τες πού προ­έρ­χον­ταν ἀπό τή φυλή τοῦ εὐλο­γη­μέ­νου Σήμ. Καί πού πήγαι­νε; Στίς περιο­χές ὅπου κατοι­κοῦ­σαν οἱ Χανα­νί­τες, οἱ ἀπό­γο­νοι τοῦ Χάμ, πού τόν εἶχε κατα­ρα­στεῖ ὁ πατέ­ρας του. Ὁ Κύριος λοι­πόν ἄφη­σε τούς εὐλο­γη­μέ­νους καί πῆγε στούς κατα­ρα­μέ­νους. Για­τί; Ἐπει­δή οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι εἶχαν ξεχά­σει το Θεό κι ἑπο­μέ­νως εἶχαν γίνει κατα­ρα­μέ­νοι, ἐνῶ κάποιοι ἀπό τούς κατα­ρα­μέ­νους εἶχαν ὁμο­λο­γή­σει το Θεό κι εἶχαν γίνει εὐλο­γη­μέ­νοι. Ὁ Κύριος, ἀφοῦ στη­λί­τευ­σε τούς γραμ­μα­τεῖς καί τούς Φαρισ­σαί­ους γιά τήν προ­σή­λω­σή τους σέ ἐξω­τε­ρι­κές συνή­θειες, στόν τύπο δηλα­δή, καί την ἀπό μέρους τους παρά­βα­ση τῶν ἐντο­λῶν τῆς ἐλεη­μο­σύ­νης καί τῆς τιμῆς πρός τούς γονεῖς, πῆρε τούς μαθη­τές του καί πέρα­σε στή γῆ τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν.

Για­τί πῆγε στούς εἰδω­λο­λά­τρες ἀφοῦ νωρί­τε­ρα εἶχε δώσει ἐντο­λή στούς μαθη­τές Του νά πᾶνε «πρός τά πρό­βα­τα τά ἀπο­λω­λό­τα οἴκου Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. ἰ’ 6); Πρῶ­το ἐπει­δή, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυ­σό­στο­μος, δέν περιο­ρί­ζε­ται ἀπό τίς ἐντο­λές πού δίνει στούς μαθη­τές Του. Δεύ­τε­ρο, ἐπει­δή ἔβλε­πε πῶς οἱ Ἰου­δαῖ­οι τόν ἀπο­στρέ­φον­ταν κι ὁ ἴδιος ἀντι­λαμ­βα­νό­ταν πῶς τελι­κά θά τόν ἀπέρ­ρι­πταν ἐντε­λῶς.

Ὁ Θεός εἶναι πιστός στίς ὑπο­σχέ­σεις Του. Μέ τούς προ­φῆ­τες Του εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ νά στεί­λει το Σωτῆ­ρα στόν Ἰου­δαϊ­κό λαό. Κι αὐτό τό πραγ­μα­το­ποί­η­σε ὁ Θεός. Ὁ Ἰου­δαϊ­κός λαός, μέσῳ τῶν ἡγε­τῶν του, ἀπέρ­ρι­ψε τό Σωτῆ­ρα. Ό Θεός ὅμως ἔχει πλῆ­θος τρό­πους γιά νά ἐκτε­λέ­σει τό σχέ­διό Του. Ἤ ἀπόρ­ρι­ψη τῶν Ἰου­δαί­ων δέν ἦταν ἱκα­νή νά ἐμπο­δί­σει τό ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας, πολύ λιγό­τε­ρο μπο­ροῦ­σε νά τό ἀφα­νί­σει. Ό Σωτῆ­ρας Χρι­στός πέρα­σε τά σύνο­ρα τῆς Ἰου­δαί­ας καί πῆγε σέ ἄλλους λαούς. Πιστός στήν ὑπό­σχε­σή Του ὁ Κύριος ἔστει­λε πρῶ­τα στούς Ἰου­δαί­ους τούς ἀπο­στό­λους Του, μετά τή Σταύ­ρω­σή Του ὅμως, ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος τούς ἔστει­λε «εἰς πάν­τα τά ἔθνη» (Ματθ. κή 19). Τρί­το καί τελευ­ταῖο, ὁ Κύριος ἤθε­λε γιά μιά ἀκό­μα φορά νά ντρο­πιά­σει τόν ἐκλε­κτό καί εὐλο­γη­μέ­νο λαό μέ τήν πίστη τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, ὥστε μ’ αὐτόν τόν τρό­πο νά τούς ὁδη­γή­σει στή μετά­νοια καί νά τούς ξανα­φέ­ρει κον­τά στό Θεό. Αὐτό τό ἔκα­νε γιά πρώ­τη φορά στήν Καπερ­να­ούμ μέ τόν Ρωμαῖο ἑκα­τόν­ταρ­χο. Ὁ Ρωμαῖ­ος ἑκα­τόν­ταρ­χος προ­ερ­χό­ταν ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰάφεθ καί ἔδει­ξε μιά σπά­νια πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ. Οἱ Iαφε­θί­τες κι οἱ Χαμί­τες λοι­πόν θά κλη­θοῦν στή βασι­λι­κή τρά­πε­ζα ἀπό τόν Βασι­λιᾶ τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅταν οἱ Σημῖ­τες, ὁ ἐκλε­κτός λαός, θ’ ἀπορ­ρί­ψει τήν πρό­σκλη­ση. Αὐτό λει­τουρ­γοῦ­σε ὡς μιά ὑπεν­θύ­μι­ση, ἀλλά καί ὡς ἐπί­πλη­ξη στούς Ἰου­δαί­ους. Ἐκεῖ­νοι ὅμως παρέ­μει­ναν ἄκαμ­πτοι κι ἀλύ­γι­στοι ώς τό τέλος κι ἔτσι ἀπορ­ρί­φθη­καν ἀπό Ἐκεῖ­νον πού οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀπορ­ρί­ψει.

Ἄς δοῦ­με τώρα τό μεγα­λεῖο τῆς πίστης πού εἶχε ἡ Χανα­ναία. Πῆγε νά συναν­τή­σει τόν Ἰησοῦ, πού τόν ἀπο­κά­λε­σε Κύριο καί Υἱό Δαβίδ. Σίγου­ρα εἶχε ἀκού­σει γιά τό θαυ­μα­τουρ­γό Χρι­στό, ἀφοῦ ἤ φήμη Του εἶχε δια­δο­θεῖ στίς πλη­σιό­χω­ρες περιο­χές. Τώρα ἄκου­σε πῶς πλη­σί­α­σε στά δικά της μέρη κι ἔτρε­ξε νά τόν συν­να­τή­σει μέ χαρά καί μέ μεγά­λη πίστη. “Ὅπως γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, ὁ Κύριος εἶχε πάει σ’ ἕνα σπί­τι, ποῦ «οὐδέ­να ἤθε­λε γνῶ­ναι» (Μάρκ. ζ’ 24), δέν ἤθε­λε νά γνω­ρί­ζει κανέ­νας πῶς βρι­σκό­ταν ἐκεῖ. Εἶναι φανε­ρό πῶς ὁ Κύριος ἤθε­λε μ’ αὐτόν τόν τρό­πο νά δώσει μεγα­λύ­τε­ρη ἔμφα­ση στό μεγα­λεῖο τῆς πίστης τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν. Δέ θά ἔκα­νε δημό­σια προ­σω­πι­κή ἐπί­δει­ξη, ἐκεῖ­νοι θά τόν ἀνα­ζη­τοῦ­σαν. Θά μπο­ροῦ­σε νά κρυ­φτεῖ ἀπό τούς εἰδω­λο­λά­τρες, ἀλλά «οὐκ ἠδυ­νή­θη λαθεῖν» (αὐτό­θι). Ἡ δυνα­τή πίστη τῆς Χανα­ναί­ας γυναί­κας τόν ἐντό­πι­σε. Τό ἔθνος πού εἶχε καλέ­σει, δέν τόν δέχτη­κε, ἐνῶ «ό λαός ὁ καθή­με­νος ἕν σκότει…έν χώρα καί σκιά θανά­του» (Ἠσ. θ’ 2), τόν ἀνα­ζή­τη­σε. Καί τόν βρῆ­καν τήν ὥρα πού Ἐκεῖ­νος προ­σπα­θοῦ­σε νά κρυ­φτεῖ ἀπ’ αὐτούς.

Προ­σέξ­τε πῶς ἡ γυναῖ­κα δέν εἶπε στόν Κύριο, «ἐλέη­σε τήν κόρη μου», ἀλλά ἐλέη­σόν μέ, Κύριε. Ἡ κόρη της ἦταν παρά­φρων, τή βασά­νι­ζε ὁ δαί­μο­νας. Κι ὅμως ἡ μητέ­ρα της ζήτη­σε ἀπό τόν Κύριο νά ἐλε­ή­σει ἐκεί­νην, ἀντί τῆς θυγα­τέ­ρας της. Για­τί; Ἐπει­δή ἡ κόρη της, μέ τήν παρα­φρο­σύ­νη πού εἶχε, δέν κατα­λά­βαι­νε τί τῆς συνέ­βαι­νε. Δέν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀντι­λη­φθεῖ τόν τρό­μο καί τό βάσα­νό της, ὅπως τό κατα­λά­βαι­νε ἡ μητέ­ρα της πού ἦταν καλά. Ἀπό τά λόγια αὐτά κατα­λα­βαί­νου­με τή μεγά­λη ἀγά­πη τῆς μητέ­ρας πρός τήν κόρη της. Ἡ μητέ­ρα ὑπό­φε­ρε τά βάσα­να τῆς κόρης της σά νά ‘τάν δικά της. “Ἐκεῖ­νος πού θά ἔλε­οῦ­σε τήν κόρη της, θά ἔλε­οῦ­σε κι ἐκεί­νη, τή δύστυ­χη μητέ­ρα της. Στήν τρο­με­ρή αὐτή κατά­στα­ση τῆς μητέ­ρας ποιός θά μπο­ροῦ­σε μέ κάποιο τρό­πο νά τήν ἐλε­ή­σει, ἄν δέν ἐλε­οῦ­σε καί τήν κόρη της; Δέν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία πῶς ἤ παρα­φρο­σύ­νη τῆς κόρης προ­κα­λοῦ­σε θλί­ψη σ’ ὁλό­κλη­ρη τήν οἰκο­γέ­νεια, καθώς καί σ’ ὅλους τούς φίλους καί συγ­γε­νεῖς τους. Δέν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία πῶς οἱ γεί­το­νες θά εἶχαν ἀπο­μα­κρυν­θεῖ, οἱ ἐχθροί τους θά χαί­ρον­ταν. Τό σπί­τι ἦταν ἀδεια­νό, ἔμοια­ζε μέ τάφο. “Ἔξω ἀπ’ αὐτό ἔφτα­ναν μόνο οἱ κραυ­γές καί τά παλα­βά γέλια τῆς τρε­λῆς κόρης. Θά μπο­ροῦ­σε νά σκε­φτεῖ ἤ νά ὀνει­ρευ­τεῖ ἡ μητέ­ρα νά μιλή­σει ἤ νά προ­σευ­χη­θεῖ γιά ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο; Εἶναι πιθα­νό νά εἶχε κατα­λο­γί­σει τό κακό πού βρῆ­κε τήν κόρη της σέ κάποια δική της ἁμαρ­τία. Γι’ αὐτό καί εἶπε: ἐλέη­σόν μέ, Κύριε!

«Ό δέ οὐκ ἀπε­κρί­θη αὐτή λόγον» (Ματθ. ἰε’ 23). Δέν τό συνή­θι­ζε ὁ Χρι­στός νά μήν ἀπαν­τά­ει στίς ἐρω­τή­σεις ἤ στίς παρα­κλή­σεις τῶν ἀνθρώ­πων. Ἀκό­μα καί στό σατα­νᾶ ἀπάν­τη­σε στήν ἔρη­μο. Σιγή κρά­τη­σε μόνο στίς ἐρω­τή­σεις πού τοῦ ἔθε­σαν οἱ ἄνο­μοι κρι­τές καί βασα­νι­στές Του, ὁ Καϊ­ά­φας κι ὁ Πιλά­τος. Για­τί λοι­πόν κρά­τη­σε σιω­πή στήν ἱκε­σία τῆς δύστυ­χης αὐτῆς γυναί­κας; Τό ἔκα­νε ὥστε τά μάτια ἐκεί­νων πού δέν ἔβλε­παν, ν’ ἀνοί­ξουν γιά νά δοῦ­νε ἐκεῖ­να πού ἔβλε­πε Αὐτός. Γιά νά δώσει στή γυναῖ­κα αὐτή τήν εὐκαι­ρία νά δεί­ξει ἔμφα­τι­κό­τε­ρα τήν πίστη της, γιά νά δοῦν τήν πίστη αὐτή ὅλοι οἱ σύν­τρο­φοί Του.

«Καί προ­σελ­θόν­τες οἱ μαθη­ταί αὐτοῦ ἤρώ­των αὐτόν λέγον­τες· ἀπό­λυ­σον αὐτήν, ὅτι κρά­ζει ὄπι­σθεν ἡμῶν. ὁ δέ ἀπο­κρι­θείς εἶπεν οὐκ ἄπε­στά­λην εἰ,εἶ μή εἰς τά πρό­βα­τα τά ἀπο­λω­λό­τα οἴκου Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. ἰε’ 23,24). Προ­σέξ­τε πόσο σοφᾶ ἐνήρ­γη­σε ὁ πάν­σο­φος Κύριος μέ τό νά μήν ἱκα­νο­ποι­ή­σει ἀμέ­σως τό αἴτη­μα τῆς μητέ­ρας, ἀλλά νά κρα­τή­σει σιω­πή. Ἀπό τήν πλευ­ρά τῶν μαθη­τῶν εἶχε ἤδη ἀνα­πτυ­χθεῖ κάποια συμ­πά­θεια γιά τή φτω­χή γυναῖ­κα πού τόν παρα­κα­λοῦ­σε. Ἀπό­λυ­σον αὐτήν, σημαί­νει εἴτε «ἀπαλ­λά­ξου ἀπ’ αὐτήν» εἴτε «κάνε αὐτό πού ζητά­ει», γιά νά στα­μα­τή­σει νά τούς ἐνο­χλεῖ μέ τίς κραυ­γές της. Στήν παρά­κλη­ση αὐτή τῶν μαθη­τῶν Του, ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε: οὐκ ἀπε­στά­λην εἰ,εἶ μή εἰς τά πρό­βα­τα τά ἀπο­λω­λό­τα οἴκου Ἰσρα­ήλ, δηλα­δή στόν Ἰου­δαϊ­κό λαό.

Για­τί ἀπάν­τη­σε μ’ αὐτόν τόν τρό­πο ὁ Κύριος;

Πρῶ­το, γιά νά δεί­ξει πῶς ὁ Θεός εἶναι πιστός στίς ὑπο­σχέ­σεις Του. Καί δεύ­τε­ρο, γιά νά προ­ω­θή­σει στούς μαθη­τές του τήν ἰδέα πῶς κι οἱ εἰδω­λο­λά­τρες ἦταν παι­διά τοῦ Θεοῦ, πού εἶχαν κι αὐτοί ἀνάγ­κη νά βοη­θη­θοῦν καί νά σωθοῦν. Μέ τή μεγά­λη πίστη τῆς φτω­χῆς αὐτῆς γυναί­κας, ὁ Κύριος ἔδει­ξε στούς μαθη­τές Του τόν τρό­πο νά ἐπα­να­στα­τή­σουν στή στε­νή ἄπο­ψη πού εἶχαν οἱ Ἰου­δαῖ­οι πῶς ὁ Θεός φρόν­τι­ζε μόνο αὐτούς, πῶς ἑπο­μέ­νως ἦταν Θεός μόνο τῶν Ἰου­δαί­ων. Σκό­πι­μα μίλη­σε ἔτσι ὁ Κύριος, ὅπως μιλοῦ­σαν κι ὅλοι οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ὥστε νά συλ­λο­γι­στοῦν οἱ μαθη­τές καί νά πει­στοῦν πῶς ἡ ἀντί­λη­ψη πού εἶχαν οἱ ὁμο­ε­θνεῖς τους ἦταν λαθε­μέ­νη, πῶς ἡ ἀντί­λη­ψη αὐτή ἦταν τόσο λαθε­μέ­νη ὅσο καί ἡ δια­φθο­ρά κι ὁ ἐκφυ­λι­σμός τοῦ ἔθνους τους, ἡ ἀπο­στα­σία τους ἀπό το Θεό, καθώς κι ἡ ἀπόρ­ρι­ψη κι ἡ περι­φρό­νη­ση πού ἔδει­ξαν στό Χρι­στό. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν ἤθε­λε νά διδά­ξει μόνο μέ λόγια τούς μαθη­τές Του, ἀλλά καί μέ ζων­τα­νά παρα­δείγ­μα­τα ἀπό τή ζωή. Ἀντί νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει λόγια σ’ αὐτήν τήν περί­πτω­ση, ἄφη­σε τή συμ­πε­ρι­φο­ρά του πρός τήν εἰδω­λο­λά­τρισ­σα γυναῖ­κα νά μεί­νει ἕνα ἀλη­σμό­νη­το μάθη­μα στούς μαθη­τές Του. Γι’ αὐτό τό λόγο πέρα­σε τά σύνο­ρα τῆς Ἰου­δαί­ας καί μπῆ­κε στήν περιο­χή τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, ὥστε ἀπό τό μεγά­λο αὐτό γεγο­νός νά διδά­ξει τούς ἀκο­λού­θους Του. “Ἄς δοῦ­με τώρα πῶς ἐξέ­φρα­σε ἡ Χανα­ναία τήν ἀκλό­νη­τη πίστη της στόν Κύριο:

«Ἡ δέ ἔλθου­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐτῷ λέγου­σα: «Κύριε, βοή­θει μοί» (Ματθ. ἰε’ 25). Ἠταν σίγου­ρη πῶς ἄν δέν τή βοη­θοῦ­σε ὁ Χρι­στός, δέν ὑπῆρ­χε κανέ­νας ἄλλος στόν κόσμο νά τό κάνει. Σίγου­ρα θά εἶχε ἐπι­σκε­φτεῖ ὅλους τούς για­τρούς καί θά εἶχε πάει σ’ ὅλους τούς εἰδω­λο­λά­τρες μάγους, χωρίς ἀπο­τέ­λε­σμα. Ἡ παρά­φρων κόρη της παρέ­μει­νε παρά­φρων. Ὑπῆρ­χε ὅμως ὁ Θερα­πευ­τής κάθε βασά­νου, κάθε ἀρρώ­στιας. Εἶχε ἀκού­σει γι’ Αὐτόν καί τόν εἶχε πιστέ­ψει προ­τοῦ ἀκό­μα τόν δεῖ. Καί τώρα πού τόν εἶδε, τήν κάλυ­ψε ὁλό­κλη­ρη μιά πολύ μεγα­λύ­τε­ρη πίστη γιά τή θεϊ­κή Του δύνα­μη. Ἐκεῖ­νος θά μπο­ροῦ­σε νά κάνει αὐτό πού κανέ­νας ἄλλος δέν μπο­ροῦ­σε. Ἄν τό ἤθε­λε, θά μπο­ροῦ­σε νά κάνει τά πάν­τα. Ἡ πίστη της ἦταν ἀκλό­νη­τη πῶς ‘Ἐκεῖ­νος μπο­ροῦ­σε, γι’ αὐτό καί κατέ­βα­λε κάθε προ­σπά­θεια νά τόν πεί­σει νά κάνει αὐτό πού Αὐτός ‑Αὐτός καί κανέ­νας ἄλλος στήν οἰκου­μέ­νη — δέ θά μπο­ροῦ­σε νά κάνει. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ Χρι­στός δέν ἔδω­σε καμιά ἀπάν­τη­ση στό πρῶ­το αἴτη­μά της, ὅταν δέν ἔδω­σε καμιά σημα­σία ἀκό­μα κι ὅταν του τό ζήτη­σαν οἱ σύν­τρο­φοί Τοῦ, ἔτρε­ξε κον­τά Του, γονά­τι­σε μπρο­στά Τοῦ καί ἔκρα­ξε: Κύριε, βοή­θει μοι.

«Ό δέ ἀπο­κρι­θείς εἶπεν οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυνα­ρί­οις» (Ματθ. ἰε’ 26). Φοβε­ρά λόγια! Ὁ Κύριος ἐδῶ δέ χρη­σι­μο­ποί­η­σε δικά του λόγια, μίλη­σε τή γλῶσ­σα τῶν σύγ­χρο­νων Ἰου­δαί­ων, πού πίστευαν πῶς ἐκεῖ­νοι μόνο ἦταν παι­διά τοῦ Θεοῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί ἦταν σκυ­λιά. Ὁ Κύριος ἤθε­λε μ’ αὐτόν τόν τρό­πο νά προ­κα­λέ­σει τή δια­μαρ­τυ­ρία τῶν μαθη­τῶν Του γι’ αὐτήν τήν κακή ἀπο­κλει­στι­κό­τη­τα πού διεκ­δι­κοῦ­σαν οἱ Ἰου­δαῖ­οι. “Ἤθε­λε ὁ Κύριος μ’ αὐτόν τόν τρό­πο νά εἰσα­γά­γει στά μυα­λά τῶν μαθη­τῶν Του τή σκέ­ψη, πού ἀργό­τε­ρα θά δια­τύ­πω­νε στούς γραμ­μα­τεῖς καί τούς Φαρι­σαί­ους. «Οὐαί ὑμῖν. γραμ­μα­τεῖς καί Φαρι­σαῖ­οι ὑπο­κρι­ται, ὅτι κλεί­ε­τε τήν βασι­λεί­αν τῶν οὐρα­νῶν ἔμπρο­σθεν τῶν ἀνθρώ­πων ὕμείς γάρ οὐκ εἰσέρ­χε­σθε, οὐδέ τούς εἰσερ­χο­μέ­νους ἀφί­ε­τε εἰσελ­θεῖν» (Ματθ. κγ’ 14).

Προ­σέξ­τε τώρα. Αὐτοί πού ὀνο­μά­ζον­ταν τέκνα, ἔγι­ναν σάν τούς σκύ­λους, ἐνῶ αὐτοί ποῦ λογα­ριά­ζον­ταν σκύ­λοι, ἔγι­ναν παι­διά τοῦ Θεοῦ. Οἱ τελευ­ταῖ­οι ὀνμά­στη­καν «σκυ­λιά» ἀπό τούς Ἰου­δαί­ους κυρί­ως ἀπό κακία, ὑπῆρ­χε ὅμως καί κάποια ἀλή­θεια στό ὄνο­μα αὐτό. Οἱ εἰδω­λο­λά­τρες τῆς Τύρου καί τῆς Σιδώ­νας, ὅπως κι ἐκεῖ­νοι τῆς Αἰγύ­πτου κι ἄλλων χωρῶν, εἶχαν ἐγκα­τα­λεί­ψει ἀπό χρό­νια πολ­λά τόν ἀλη­θι­νό Θεό κι εἶχαν ἐπι­δο­θεῖ στή λατρεία τῶν δαι­μό­νων, πού ἦταν χει­ρό­τε­ροι ἀπό τά σκυ­λιά. Ὁ Χρι­στός ἐδῶ δέν ἐπι­πλήτ­τει προ­σω­πι­κά τή Χανα­ναία ἀλλά τό λαό της, καθώς καί ὅλους τούς ἄλλους λαούς πού λάτρευαν τούς δαί­μο­νες μέ ἀγάλ­μα­τα καί ξόα­να, μέ διά­φο­ρα εἴδη μαγεί­ας καί ἀκά­θαρ­τες θυσί­ες.

Τότε ἡ σπου­δαία αὐτή γυναῖ­κα, πού ἡ πίστη της ἦταν μεγα­λύ­τε­ρη τόσο ἀπό τόν ἐκλε­κτό λαό ὅσο κι ἀπό τούς περι­φρο­νη­μέ­νους εἰδω­λο­λά­τρες, ἀπάν­τη­σε στόν Κύριο: «Ἡ δέ εἶπε: ναί, Κύριε καί γάρ τά κυνά­ρια ἐσθί­ει ἀπό τῶν ψιχί­ων τῶν πιπτόν­των ἀπό τῆς τρα­πέ­ζης τῶν κυρί­ων αὐτῶν» (Ματθ. ἰε’ 27). Πόσο ὑπέ­ρο­χη ἦταν ἡ ἀπάν­τη­ση τῆς ταπει­νῆς αὐτῆς γυναί­κας! Δέν ἀρνή­θη­κε πῶς ἀνῆ­κε σ’ ἕνα λαό πού ἀπο­κα­λοῦν­ταν σκυ­λιά. Οὔτε ἀρνή­θη­κε ἐπί­σης νά ὀνο­μά­σει τούς Ἰου­δαί­ους «κυρί­ους», μ’ ὅλο πού ἡ ἴδια ἦταν καλ­λί­τε­ρη ἀπ’ αὐτούς. Ἠταν πρό­θυ­μη νά κατα­νο­ή­σει τά συμ­βο­λι­κά λόγια τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἡ μεγά­λη πίστη δημιουρ­γεῖ μεγά­λη σοφία. Ἡ μεγά­λη πίστη βρί­σκει τά σωστά λόγια. Ἡ ταπεί­νω­σή της μπρο­στά στόν Κύριο ἦταν τόσο μεγά­λη, ὅπως κι ἡ ἀγά­πη τῆς πρός τήν ἄρρω­στη κόρη της, πού δέν τήν πλή­γω­σε τό γεγο­νός ὅτι τήν ἀπο­κά­λε­σαν σκύ­λα. Μπρο­στά στόν πάνα­γνo Κύριο ποιός ἁμαρ­τω­λός ἄνθρω­πος δέ θά νιω­θε τόν ἑαυ­τό του σάν ἀκά­θαρ­το σκυ­λί; Όπωσ­δή­πο­τε ὄχι κάποιος ἄνθρω­πος πού, ἄν καί ἁμαρ­τω­λός, ἔχει κάποια σπί­θα πίστης. «Οὐ,Οὗ γάρ εἰμι ἱκα­νός νά μοῦ ὑπό τήν στέ­γην εἰσέλ­θης» (Λουκ. ζ’ 6), εἶπε ὁ εἰδω­λο­λά­τρης ἑκα­τόν­ταρ­χος στόν Κύριο. “Ἔτσι κι ἡ ἁμαρ­τω­λή γυναῖ­κα, δέν ντρά­πη­κε πού τήν ἀπο­κά­λε­σε σκύ­λα. “Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος δέ συναι­σθά­νε­ται τήν ἀμαρ­τω­λό­τη­τά του, δέν μπο­ρεῖ οὔτε βῆμα νά κάνει πρός τή σωτη­ρία του. Πλῆ­θος ὁλό­κλη­ρο ἁγί­ων τῆς Ἐκκλη­σί­ας, πού ἦταν πιό ἄγνοί καί φωτι­σμέ­νοι ἀπό ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄλλους ἀνθρώ­πους. δέν ἔνιω­θαν ντρο­πή νά τούς ἀπο­κα­λοῦν σκυ­λιά.

Ὅλοι οἱ ἄντρες κι οἱ γυναῖ­κες πού εἶναι ἀφυ­πνι­σμέ­νοι πραγ­μα­τι­κά, πού ἔχουν συνέλ­θει ἀπό τή μέθη τῶν σαρ­κι­κῶν παθῶν κι ἔχουν βεβαιω­θεῖ γιά τή πτώ­ση τους στή λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας, τό γνω­ρί­ζουν καλά αὐτό. Ώσό­του συνέλ­θει ὁ ἄνθρω­πος, βρί­σκε­ται ἐγκλει­σμέ­νος στήν παγε­ρή ἀγκα­λιά τοῦ θανά­του. Δέν ἔχει πίστη καί δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ τήν ἀνάγ­κη γιά νά πιστέ­ψει. Ώσό­του το σκυ­λί νιώ­σει τήν ντρο­πή του νά εἶναι σκυ­λί, δέ θά εὐχη­θεῖ ποτέ του νά γίνει λιον­τά­ρι. Ώσό­του ὁ βάτρα­χος συνει­δη­το­ποι­ή­σει πῶς βρί­σκε­ται μέσα σέ μιά δυσώ­δη λάσπη, δέ θά εὐχη­θεῖ νά πηδή­σει ἔξω ἀπ’ αὐτήν καί νά πετά­ξει σάν ἀητός.

Ἡ φτω­χή γυναῖ­κα τῆς σημε­ρι­νῆς παρα­βο­λῆς εἶχε τήν αἴσθη­ση τῆς ἀδυ­να­μί­ας τοῦ εἰδω­λο­λα­τρι­κοῦ κόσμου. Γνώ­ρι­ζε τήν κατω­τε­ρό­τη­τά του, τήν κακία του καί τή λάσπη τῆς ἁμαρ­τί­ας του, τή δυσω­δία ὅλης του τῆς ὕπαρ­ξης. Νοσταλ­γοῦ­σε νά βρεῖ κάτι πιό δυνα­τό, πιό φωτει­νό καί πιό ἄγνό. Κι αὐτό πού νοσταλ­γοῦ­σε βρέ­θη­κε ξαφ­νι­κά μπρο­στά της, τῆς ἀπο­κα­λύ­φτη­κε στό Χρι­στό, μέ τή μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τή πλη­ρό­τη­τα καί δόξα. Γι’ αὐτό καί δέν ἔκα­νε πίσω ὅταν ὁ Κύριος τήν ὀνό­μα­σε παι­δί σκύ­λων. Ὄχι μόνο τό ἀνέ­χτη­κε αὐτό, ἀλλά τό ὁμο­λό­γη­σε κιό­λας. Μέ τήν ἀπο­δο­χή τῆς ἀνα­ξιό­τη­τας τῶν προ­γό­νων της ὅμως ζήτη­σε ἔστω κι ἕνα ψίχου­λο ἀπό τό ζωο­ποιό ψωμί πού ἔστει­λε ὁ Θεός στόν Ἰσρα­ήλ. Τό ψωμί εἶναι ὁ Χρι­στός ψίχου­λα εἶναι ἔστω καί οἱ ἐλά­χι­στες τῶν δωρε­ῶν Του. Τά πει­να­σμέ­να σκυ­λιά, πού δέν ἔχουν οὔτε ψίχου­λα νά φᾶνε, θά ἱκα­νο­ποι­η­θοῦν ἔστω καί μ’ αὐτά.

«Τότε ἀπο­κρι­θείς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτή ώ γύναι, μεγά­λη σου ἡ πίστις! γενη­θή­τω σοί ώς θέλεις. καί ἰάθη ἤ θυγά­τηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκεί­νης» (Ματθ. ἰε’ 28). Ὁ Κύριος ἔφε­ρε τή συζή­τη­ση ἐκεῖ πού ἤθε­λε καί μόνο τότε εἶπε τά λόγια αὐτά. Ἀκό­μα κι ἄν ἡ γυναῖ­κα αὐτή ἦταν θυγα­τέ­ρα τοῦ Ἀβρα­άμ, δέ θά μπο­ροῦ­σε νά ἐκφρά­σει τήν πίστη της μέ μεγα­λύ­τε­ρη ἔμφα­ση ἀπ’ ὅ,τι το ἔκα­νε. Ὅποιος ἔχει μάτια βλέ­πει κι ὅποιος ἔχει αὐτιά ἀκού­ει. Δέν ὑπάρ­χει λόγος νά ἀνα­λύ­σου­με περισ­σό­τε­ρο τό περι­στα­τι­κό. Ἀκό­μα κι ὁ προ­δό­της Ἰού­δας θά μπο­ροῦ­σε νά δια­πι­στώ­σει τή μεγά­λη πίστη τῆς Χανα­ναί­ας. Ἀκό­μα κι ὁ ὀλι­γό­πι­στος Πέτρος, κι ὁ δύσπι­στος Θωμᾶς. Ὁ Κύριος δέν εἶχε ἐγκω­μιά­σει τόσο πολύ κανέ­ναν ἀπό τούς ἀπο­στό­λους Του. Σέ ποιόν ἀπ’ αὐτούς εἶπε ποτέ, μεγά­λη σου ἤ πίστις; Σέ ὅλους τους εἶπε, τοὐλάχιστον,τουλάχιστο μιά φορά: «Όλι­γό­πἱ­στοι!» Καί σέ μιά περί­πτω­ση τούς ἐπι­τί­μη­σε μέ τά λόγια: «Ώ, γενεά ἄπι­στος καί διε­στραμ­μέ­νη!» (Ματθ. ἴζ’ 17). Αὐτός ἦταν κι ὁ λόγος πού τούς πῆρε στήν περιο­χή Χανα­άν: ὥστε μέ τήν πίστη τῆς εἰδω­λο­λά­τρισ­σας γυναί­κας αὐτῆς, πού δέ γνώ­ρι­ζε οὔτε το νόμο οὔτε τούς προ­φῆ­τες. νά τούς διδά­ξει τή μεγά­λη πίστη, τή δύνα­μη τῆς πίστης.

Ὁ Κύριος δίδα­σκε προ­ο­δευ­τι­κά τούς μαθη­τές Του στό σχο­λεῖο τῆς πίστης. Μέ τέτοια περι­στα­τι­κά στούς χώρους τῶν εἰδω­λο­λα­τρῶν, τούς παρεῖ­χε διδα­σκα­λία στα­θε­ρή καί συμ­πλή­ρω­νε μ’ αὐτόν τόν τρό­πο τήν ἐκπαί­δευ­σή τους. Πόσο μεγά­λη ἦταν ἤ πίστη τῆς γυναί­κας αὐτῆς, πού ὅλα ὅσα εἶχε μάθει στό χῶρο πού ζοῦ­σε γιά τόν κόσμο αὐτόν καί γιά τή ζωή ἦταν ὅλα πλα­νε­μέ­να! Εἶχε μάθει πῶς ὁ ἥλιος καί τό φεγ­γά­ρι, τά ζῶα κι οἱ πέτρες, ἦταν θεοί. Εἶχε γεν­νη­θεῖ κι εἶχε ζήσει στό σκο­τά­δι, στήν ἄγνοια. Τέλος, ἀνῆ­κε στούς Χανα­ναί­ους, τήν πονη­ρή αὐτή φυλή πού ὁ Θεός τήν ὁδή­γη­σε μακριά ἀπό τή γῆ τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας. γιά νά κατοι­κή­σουν ἐκεῖ οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ὁ ἐκλε­κτός λαός Του. Ἐδῶ ὑπάρ­χει ἀρκε­τή διδα­χή, μιά μεγά­λη αἰτία γιά νά στο­χα­στοῦ­με τούς τρό­πους τοῦ Θεοῦ, πολ­λοί λόγοι γιά νά κάνουν τούς ἀπο­στό­λους καί τό ἔθνος τους νά ντρέ­πον­ται καί νά μετα­νο­οῦν.

Οἱ ἀπό­στο­λοι ἀντι­λή­φθη­καν τή διδα­σκα­λία αὐτή καί τήν ἔκα­ναν δική τους, ἄν ὄχι ἀμέ­σως, λίγο ἀργό­τε­ρα. Βεβαιώ­θη­καν γιά τήν πίστη τους καί τή διέ­δω­σαν σ’ ὁλό­κλη­ρη τή γῆ. Θυσί­α­σαν τή ζωή τους γιά τήν παν­το­δύ­να­μη αὐτή πίστη καί τελι­κά δοξά­στη­καν οἱ ἴδιοι. Ἐμεῖς κατα­νο­ή­σα­με τήν πίστη αὐτή, τήν κάνα­με δική μας; Ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι ὁ Ἐκλε­κτός Λαός Του σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἡ Νέα Βασι­λεία καί τό Νέο Ἱερα­τεῖο. Προ­σέξ­τε ὅμως πόσο λίγη σημα­σία δίνουν οἱ χρι­στια­νι­κοί λαοί στό Χρι­στό, πόσο τόν περι­φρο­νοῦν! Παρα­τη­ρῆ­στε πῶς, βαπτι­σμέ­νοι ἄντρες καί γυναῖ­κες, ὄχι μόνο ἔχουν γίνει ὀλι­γό­πι­στοι, ἀλλά κατάν­τη­σαν ἕνας ἄπι­στος καί διε­φθαρ­μέ­νος λαός. Πιστεύ­ουν περισ­σό­τε­ρο σέ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο παρά στό Χρι­στό. Ἀνα­ζη­τοῦν βοή­θεια καί στή­ρι­ξη στή ζωή τους σέ τυφλά καί κου­φά στοι­χεῖα γύρῳ,γύρω τους, παρά στόν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, τόν παν­το­δύ­να­μο. Μ’ αὐτόν τόν τρό­πο ἐπέ­συ­ραν πάνω τους φοβε­ρές τιμω­ρί­ες, ἔγι­ναν πονη­ροί, ἀδύ­να­μοι καί ταλαί­πω­ροι, ὅπως ἦταν οἱ Ἰου­δαῖ­οι τήν ἐπο­χή τῆς ἔλευ­σης τοῦ Χρι­στοῦ στή γῆ.

Οἱ χρι­στια­νι­κοί λαοί κρα­τοῦν τά κλει­διά τῆς βασι­λεί­ας τῶν οὐρα­νῶν, μά ὑπάρ­χουν πολ­λοί ἀπ’ αὐτούς σήμε­ρα πού ὄχι μόνο δέν εἰσέρ­χον­ται στή βασι­λεία αὐτή, μά δέν ἀφή­νουν νά μποῦν μέσα κι ἐκεῖ­νοι πού τό ἐπι­θυ­μοῦν. Ἔτσι ἀπο­δεί­χνον­ται χει­ρό­τε­ροι, πιό ἰδιο­τε­λεῖς καί γήι­νοι ἀπό τούς ἄλλους λαούς. Κατορ­θώ­νουν ἔτσι ν’ ἀπο­μα­κρύ­νουν ἀπό τό Χρι­στό τά μή χρι­στια­νι­κά ἔθνη καί τά ἐμπο­δί­ζουν νά μποῦν στή Βασι­λεία πού τόσο ἐπι­θυ­μοῦν. Μόνο ψίχου­λα πέφτουν ἀπό τό βασι­λι­κό τρα­πέ­ζι τοῦ Χρι­στοῦ στούς λαούς αὐτούς, κι αὐτοί τά μαζεύ­ουν καί τά τρῶ­νε. Πῶς μπο­ροῦν ὅμως οἱ εἰδω­λο­λά­τρες αὐτοί νά χορ­τά­σουν ὅταν οἱ Εὐρω­παῖ­οι κι οἱ Ἀμε­ρι­κα­νοί, ποῦ κάθον­ται σάν κύριοι στό βασι­λι­κό τρα­πέ­ζι, μένουν πνευ­μα­τι­κά πει­να­σμέ­νοι καί διψα­σμέ­νοι; Δέ θά φτά­σει κάποια στιγ­μή στό τέλος της ἡ ὑπο­μο­νή τοῦ Θεοῦ; Δέ θ’ ἀπορ­ρί­ψει ὁ Κύριος ἐκεί­νους πού τόν ἀπορ­ρί­πτουν, ὅπως ἔχει κάνει ἤδη μέ μερι­κούς, καί θά πεῖ πῶς οἱ κλη­τοί ἀπο­δο­κι­μά­στη­καν, ἐνῶ οἱ μή κλη­τοι ἔγι­ναν ἀπο­δε­κτοί, οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι ἔγι­ναν κατα­ρα­μέ­νοι κι οἱ κατα­ρα­μέ­νοι εὐλο­γή­θη­καν;

Τί ἀπο­μέ­νει νά κάνου­με ἐμεῖς σ’ αὐτή τήν ἄπι­στη γενιά; Τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι ἔκα­νε ἡ Χανα­ναία: νά προ­σευ­χη­θοῦ­με καρ­τε­ρι­κά στόν παν­το­δύ­να­μο Χρι­στό, νά κραυ­γά­σου­με μέ πίστη:

Ὁ σπό­ρος τοῦ σινά­πε­ως (Φ. Κόν­το­γλου) «Κύριε, ἐλέη­σέ μας τούς ἁμαρ­τω­λούς!» Ἄν εἶναι στό θέλη­μα τοῦ Θεοῦ ν’ ἀντι­κα­τα­στή­σει ἕναν ἐκλε­κτό λαό μ’ ἕναν ἄλλο, ἄν εἶναι στό θέλη­μά Τοῦ νά πάρει τή βασι­λεία Του ἀπό τά χρι­στια­νι­κά ἔθνη καί νά τή δώσει σέ ἄλλους, ἄν ἤ τιμω­ρία γιά τίς ἁμαρ­τί­ες μας εἶναι κον­τά, ἀκό­μα καί τότε δέ θ’ ἀπο­βλη­θοῦν ὅλοι οἱ χρι­στια­νοί μαζί μέ τά χρι­στια­νι­κά ἔθνη, ὅπως δέν ἀπο­βλή­θη­καν κι ὅλοι οἱ Ἰου­δαῖ­οι μαζί μέ τό ἰου­δαϊ­κό ἔθνος. Ἐκεῖ­νοι ἀπό τούς Ἰου­δαί­ους πού ὁμο­λό­γη­σαν τό Χρι­στό μετά τήν κατα­στρο­φή τῆς Ἱερου­σα­λήμ σώθη­καν, ὅπως σώθη­καν καί κεῖ­νοι πού τόν ὁμο­λό­γη­σαν τήν ἐπο­χή πού ὁ Χρι­στός ζοῦ­σε στή γῆ. Πολ­λοί Ἰου­δαῖ­οι βαπτί­στη­καν ἀργό­τε­ρα καί ἀρκε­τοί ἔγι­ναν μεγά­λοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐκεῖ­νοι ἀπό τούς Ἰου­δαί­ους πού ἐπι­στρέ­φουν κον­τά Τοῦ σήμε­ρα, σώζον­ται, ὅπως σώθη­καν καί πολ­λοί ἀπό τούς προ­πά­το­ρές τους προ­τοῦ παύ­σουν νά εἶναι ὁ ἐκλε­κτός λαός. Ὁ Θεός ἐνδια­φε­ρό­ταν πάν­τα περισ­σό­τε­ρο γιά τή σωτη­ρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώ­πων παρά γιά τά κρά­τη καί τούς λαούς. Δέν πρέ­πει νά φοβη­θοῦ­με λοι­πόν νά δια­κη­ρύ­ξου­με: «Τά ὑπάρ­χον­τα χρι­στια­νι­κά κρά­τη καί ἔθνη θά κατα­στρα­φοῦν, ὅλοι μας θά κατα­στρα­φοῦ­με». “Ἄς πάθουν λοι­πόν τά κρά­τη καί τά ἔθνη αὐτό πού τούς ἀξί­ζει. Οὔτε ἕνας ἄντρας ἤ μιά γυναῖ­κα πού πιστεύ­ει στόν Κύριο ὅμως δέν πρό­κει­ται νά κατα­στρα­φεῖ. Ό Θεός βρῆ­κε ἕναν μόνο πιστό στά Σόδο­μα — τό δίκαιο Λώτ — κι ἔσω­σε αὐτόν μόνο, ἐνῶ κατέ­στρε­ψε τά Σόδο­μα.

Ἄς μιμη­θοῦ­με τήν ἐπί­μο­νη προ­σευ­χή καί τή δυνα­τή πίστη τῆς Χανα­ναί­ας κι ἄς μήν ὀλι­γο­πι­στή­σου­με οὔτε γιά μιά στιγ­μή. Ἡ πίστη μας πρέ­πει νά εἶναι δυνα­τή, ἐπί­μο­νη. Ἄς προ­σπα­θοῦ­με διαρ­κῶς νά κρα­τοῦ­με τή φλό­γα τῆς πίστης μας δυνα­τή, νά μή σβή­σει. Ἄς στέλ­νου­με διαρ­κῶς τίς προ­σευ­χές μας στόν Κύριο τόσο γιά μας ὅσο καί γιά ὁλό­κλη­ρη τήν Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ καί γιά ὅλη τήν ἀνθρω­πό­τη­τα. Ἡ πίστη, μόνο αὐτή, θά δυνα­μώ­σει τήν ψυχή μας καί θ’ ἀπο­βά­λει κάθε φόβο κι ἀμφι­βο­λία ἀπό μέσα μας. Ἡ προ­σευ­χή θά καθα­ρί­σει τήν ψυχή μας καί θά μᾶς γεμί­σει μέ χαρά, πίστη, καλούς λογι­σμούς καί φλο­γε­ρή ἀγά­πη.

Εἴθε ὁ στορ­γι­κός κι ἐλε­ή­μων Κύριος νά ἐνι­σχύ­σει τήν πίστη μας καί ν’ ἀκού­σει τίς προ­σευ­χές μας. Δόξα καί αἶνος στόν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζί μέ τόν Πατέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, τήν ὁμο­ού­σια καί ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καί πάν­τα καί στούς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Μία σύν­το­μη προ­σευ­χή

«Ἐλέη­σόν μέ, Κύριε» (Ματθ. 15, 22)

Ὁ ΚΥΡΙΟΣ ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, ἀγα­πη­τοί μου, δὲν ἔμε­νε πάν­το­τε στὸ ἴδιο μέρος. Διαρ­κῶς ἐκι­νεῖ­το. Πήγαι­νε ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Εὐερ­γε­τοῦ­σε τοὺς ἀνθρώ­πους. Πῶς; Μέ το λόγο του. Ὁ λόγος του ἦταν παν­το­δύ­να­μος. Μέ το λόγο του ἔκα­νε ν’ ἀνοί­γουν τὰ μάτια τῶν ψυχῶν καὶ νὰ δοξά­ζουν το Θεό, ποὺ ἔστει­λε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ βγά­λῃ ἀπὸ τὸ σκο­τά­δι τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Μέ το λόγο τοῦ πάλι ὁ Χρι­στὸς ἔκα­νε καλὰ κορ­μιὰ ἄρρω­στα, κορ­μιὰ ποὺ βασα­νί­ζον­ταν καὶ για­τρειὰ δὲν εὕρι­σκαν που­θε­νά. Τὰ ἔκα­νε καλὰ χωρὶς φάρ­μα­κα καὶ συν­τα­γές. Ὁ Χρι­στὸς εὐερ­γέ­της. Ὁ Χρι­στὸς ὁ μέγας ἰατρός. Ἰατρὸς μονα­δι­κός. Ἰατρὸς ἀνάρ­γυ­ρος, ποὺ δὲν ἔπαιρ­νε καμ­μιὰ ἀμοι­βή. Ἡ μόνη ἀμοι­βή του ἦταν, οἱ ἄνθρω­ποι νὰ πιστέ­ψουν στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, νὰ κάνουν τὸ ἅγιο θέλη­μά του καὶ νὰ γίνουν παι­διά του ἀγα­πη­μέ­να. Ἔτσι ἡ φήμη του ξαπλώ­θη­κε παν­τοῦ. Ὅλοι μιλοῦ­σαν γιὰ τὸ Χρι­στό. Ὅλοι ἤθε­λαν νὰ τὸν δοῦν. Ὅλοι ἤθε­λαν νὰ τὸν ἀκού­σουν. Ὅλοι ἤθε­λαν νὰ πᾶνε τοὺς ἀσθε­νεῖς τους στὸ Χρι­στό. Λαχτα­ροῦ­σαν νὰ συναν­τή­σουν τὸ Χρι­στό. Χρι­στέ, εἴμα­στε ἁμαρ­τω­λοὶ καὶ ἄρρω­στοι. Πότε θὰ περά­σῃς ἀπ’ τὸ χωριό μας, γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξῃς, νὰ μᾶς δώσῃς συγ­χώ­ρη­σι, νὰ μᾶς παρη­γο­ρή­σῃς, νὰ μᾶς κάνῃς καλὰ τοὺς ἀρρώ­στους;

Κι ὁ Χρι­στὸς ἀκού­ρα­στος πήγαι­νε παν­τοῦ. Περ­πα­τῶν­τας ἔφθα­σε καὶ «εἵς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶ­νος», ἔφθα­σε δηλα­δὴ στὰ ἄκρα τῆς Ἰου­δαί­ας, στὰ σύνο­ρα. Πέρα ἀπό ‘κεὶ κατοι­κοῦ­σαν οἱ Χανα­ναῖ­οι, ἄνθρω­ποι ποὺ δὲν πίστευαν στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό. Εἴδω­λο­λά­τρες ἦταν οἱ Χανα­ναῖ­οι. Στὸ σκο­τά­δι ζοῦ­σαν. Στοὺς μάγους πίστευαν. Μέ τα μάγια καλοῦ­σαν τοὺς δαί­μο­νες. Δαι­μο­νο­λά­τρες ἦταν. Στὴ δαι­μο­νο­λα­τρεία καταν­τοῦν οἱ ἀσε­βεῖς. Ὅποιος δὲν πιστεύ­ει στὸν ἀλη­θι­νὸ Θεό, θὰ καταν­τή­σῃ νὰ ἔχῃ θεὸ τὸ διά­βο­λο. Θὰ καταν­τή­σῃ νὰ τρέ­μῃ τοὺς μάγους καὶ τίς μάγισ­σες καὶ νὰ τοὺς πλη­ρώ­νῃ γιὰ νὰ τοῦ κάνουν μάγια. Τί δυστυ­χι­σμέ­νος κόσμος!

Στὰ μέρη λοι­πὸν Τύρου καὶ Σιδῶ­νος, στὰ μέρη αὐτὰ ποὺ βασί­λευε ἡ μαγεία καὶ ἡ εἰδω­λο­λα­τρία, στὸ βασί­λειο αὐτὸ τοῦ σατα­νᾶ, νὰ κ’ ἔρχε­ται ὁ Χρι­στός. Ποιός δαί­μο­νας, ποιός μάγος μπο­ρεῖ νὰ στα­θῇ μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό; Ὅπου πατά­ει τὸ πόδι του ὁ Χρι­στός, φεύ­γει ὁ διά­βο­λος. Καὶ νὰ ὁ Χρι­στὸς ἐκδη­λώ­νει τὴ δύνα­μή του. Κάνει τὸ θαῦ­μα. Μιὰ γυναῖ­κα, ποὺ κατοι­κοῦ­σε στὰ μέρη αὐτά, μιὰ Χανα­ναία, μόλις ἔμα­θε ὅτι ὁ Χρι­στὸς πλη­σιά­ζει, τρέ­χει κι ἀρχί­ζει νὰ φωνά­ζῃ δυνα­τὰ «Ἐλέη­σόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυίδ» (Ματθ. 15, 22).

Τί ἄρὰ γὲ εἶχε ἡ γυναῖ­κα αὐτὴ γιὰ νὰ φωνά­ζῃ «Ἐλέη­σόν μέ, Κύριε»; Ἦταν ἄρρω­στη; Ὄχι. Δὲν ἦταν ἡ ἴδια ἄρρω­στη. Ἦταν ἄρρω­στη ἡ κόρη της. Ἡ κόρη της εἶχε δαι­μό­νιο, ποὺ τὴ βασά­νι­ζε πολύ. Ἡ κόρη θὰ ἄφρι­ζε, θὰ ἔτρι­ζε τὰ δόν­τια της, θὰ ἔσχι­ζε τὰ ροῦ­χα της, θὰ ἔβγα­ζε ἄγριες φωνές, θὰ ἔλε­γε ἄσχη­μα λόγια, θὰ ὡρμοῦ­σε νὰ χτυ­πή­σῃ ἀνθρώ­πους, θὰ ἔκα­νε ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ κάνουν ἐκεῖ­νοι ποὺ τοὺς ἔχει κυριεύ­σει δαι­μό­νιο. Δαι­μο­νι­σμέ­νη ἦταν ἡ κόρη. Πόσο θὰ λυπό­ταν ἡ μάνα, πόσο θ’ ἀνα­στέ­να­ζε, πόσα δάκρυα θὰ ἔχυ­νε, σὲ πόσους για­τροὺς καὶ μάγους θὰ πῆγε, καὶ πόσα λεφτὰ θὰ ξόδε­ψε γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τὴν κόρη της! Ἀλλὰ τοῦ κάκου. Τίπο­τε δὲν γινό­ταν. Ἡ κόρη της ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ ὑπο­φέ­ρῃ καὶ νὰ βασα­νί­ζε­ται ἀπ’ τὸ δαι­μό­νιο. Τὴν ἔβλε­πε ἡ μάνα καὶ και­γό­ταν ἡ καρ­διά της. Μιὰ φορὰ ὑπέ­φε­ρε ἡ κόρη, δέκα φορὲς ὑπέ­φε­ρε ἡ μάνα. Θά προ­τι­μοῦ­σε, νὰ φύγῃ τὸ κακὸ ἀπὸ τὴν κόρη καὶ νὰ ἔρθῃ στὴν ἴδια. Θὰ προ­τι­μοῦ­σε, ὁ Θεὸς νὰ κόψῃ χρό­νια ἀπὸ τὴ ζωή της καὶ νὰ δώσῃ χρό­νια, ζωὴ καὶ ὑγεία στὴν κόρη της. Εἶνε σὰν νὰ τὴν ἀκοῦ­με Ἄχ, κόρη μου! Για­τί τόσο πολὺ νὰ ὑπο­φέ­ρῃς; Δὲν θὰ βρε­θῇ φάρ­μα­κο, δὲν θὰ βρε­θῶ για­τρὸς νὰ σὲ κάνῃ καλά;…

Καὶ νά, ὁ Ἰατρὸς ἦρθε… Ἦρθε Χρι­στός. Ἦρθε χωρὶς νὰ τὸν περι­μέ­νῃ. Ἦρθε ξαφ­νι­κά. Ἦρθε ἐπί­τη­δες. Για­τί ὁ Χρι­στός, ὅσο μακριὰ καὶ ἂν βρι­σκό­ταν, ἤξε­ρε τί συμ­βαί­νει στὸ σπί­τι τῆς Χανα­ναί­ας. Ξέρει τί συμ­βαί­νει στὸ κάθε σπί­τι, στὸν κάθε ἄνθρω­πο. Καὶ εἶνε ἕτοι­μος νὰ βοη­θή­σῃ. Φώνα­ξέ τον, καὶ θὰ ἔρθῃ.

«Ἐλέη­σόν μέ, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ΐδ ἡ θυγά­τηρ μου κακῶς δαι­μο­νί­ζε­ται»! (αὐτ.). Φώνα­ξε μιὰ φορά, φώνα­ξε δυό, φώνα­ξε πολ­λὲς φορές. Βού­ϊ­ξε ὁ τόπος ἀπὸ τίς φωνές. Ἄκου­σαν τὰ βου­νὰ καὶ οἱ χαρά­δρες. Ἀλλὰ τί περί­ερ­γο! Ὁ Χρι­στὸς φαί­νε­ται ἀδιά­φο­ρος. Ἀδιά­φο­ρος ὁ Χρι­στός; Ὁ Χρι­στός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγά­πη, νὰ μὴ συγ­κι­νῆ­ται ἀπὸ τίς σπα­ρα­κτι­κὲς φωνὲς μιᾶς δυστυ­χι­σμέ­νης μάνας; Ὄχι. Αὐτὸ καὶ νὰ τὸ σκε­φθοῦ­με ἀκό­μη εἶνε ἁμαρ­τία. Ὁ Χρι­στὸς καὶ ἄκου­γε καὶ ἐσυγ­κι­νεῖ­το. Ἀλλὰ δὲν ἔδω­σε ἀμέ­σως ἀπάν­τη­ση, δὲν ἔκα­νε ἀμέ­σως τὸ θαῦ­μα, για­τί ἤθε­λε νὰ δοκι­μά­σῃ τὴν πίστι τῆς Χανα­ναί­ας. Καὶ ἡ Χανα­ναία, βρά­χος ἀκλό­νη­τος, ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ φωνά­ζῃ: Κύριε, ἐλέη­σον.

Κι ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἀπαν­τῶν­τας ἐπὶ τέλους τῆς εἶπε, ὅτι τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὰ παι­διά του δὲν εἶνε σωστὸ νὰ τὸ ρίξῃ στὰ σκυ­λιά, ἡ Χανα­ναία δὲν ὠργί­στη­κε ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν ἔχα­σε τὴν ἐλπί­δα της. Δὲν ἀπο­γο­η­τεύ­θη­κε. Ἀλλ’ ἀπήν­τη­σε μὲ ταπεί­νω­σι. Τί ἀπήν­τη­σε; Ἀκοῦ­στε καὶ θαυ­μά­στε. Ξέρω, Κύριε, ὅτι δὲν εἶμαι παι­δί σου. Δὲν εἶμαι Ἰου­δαία. Δὲν ἀνή­κω στὸν εὐλο­γη­μέ­νο λαό. Ἐμεῖς, ποὺ λατρεύ­ου­με τὰ εἴδω­λα, ποὺ πιστεύ­ου­με στὰ μάγια καὶ στὶς μάγισ­σες καὶ κάνου­με τόσες ἁμαρ­τί­ες, εἴμα­στε σάν τα σκυ­λιά, λαὸς ἀκά­θαρ­τος. Ἀλλά, Κύριε, καί τα σκυ­λά­κια περι­μέ­νουν νὰ φᾶνε τὰ ψίχου­λα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ ἀφέν­τη τους. Κύριε, κ’ ἐγὼ καὶ δυστυ­χι­σμέ­νη γυναῖ­κα ἕνα σκυ­λά­κι εἶμαι. Τὴν ἀγά­πη σου ζητῶ. Δός μου ἕνα ψίχου­λο, καὶ φθά­νει. Κύριε, λυπή­σου με…

Ἡ Χανα­ναία νίκη­σε. Ὁ Χρι­στὸς ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα. Ἡ κόρη της ἔγι­νε καλά. «Ὦ γύναι», τῆς εἶπε, «μεγά­λη σου ἡ πίστις!… Καὶ ἰάθη ἢ θυγά­τηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκεί­νης» (Ματθ. 15, 28).

Βλέ­πε­τε, χρι­στια­νοί μου, τί κατώρ­θω­σε μιὰ γυναῖ­κα; Βλέ­πε­τε τί δύνα­μι ἔχει ἡ πίστι, ἡ ἐπι­μο­νή, ἡ προ­σευ­χή, αὐτὴ ἡ μικρὴ προ­σευ­χή, τὸ «Ἐλέη­σόν μέ, Κύριε»; Τὸ φώνα­ξε πολ­λὲς φορές, κ’ ἔκα­νε τὸ Χρι­στὸ νὰ κάνῃ τὸ θαῦ­μα.

Αὐτό το «Κύριε, ἐλέη­σον» λέμε καὶ ἐμεῖς. Τὸ λέμε στὸ σπί­τι μας, ὅταν κάνου­με τὴν προ­σευ­χή μας. Τὸ λέμε ἐδῶ στὴν ἐκκλη­σιά, ποὺ μαζευό­μα­στε ὅλοι γιὰ νὰ λατρέ­ψου­με τὸ Θεό. Τὸ λέμε στὴ θεία λει­τουρ­γία ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολ­λὲς φορές. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀρχί­σῃ ἡ λει­τουρ­γία μέχρι νὰ τελειώ­σῃ, μετρῆ­στε νὰ δῆτε πόσες φορες τὸ λένε οἱ ψάλ­τες. Καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ψάλ­τες θὰ πρέ­πῃ νὰ τὸ λέη ὅλος ὁ λαός, ἄντρες γυναῖ­κες καὶ παι­διά. Νὰ τὸ λέμε ὅλοι, ὅπως τὸ ἔλε­γαν καὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλη­σία καὶ ἀκου­γό­ταν σὰν βρον­τή. 100 φορὲς περί­που ἀκού­γε­ται το «Κύριε, ἐλέη­σον» κάθε Κυρια­κὴ στὸν ὄρθρο καὶ στὴ θεία λει­τουρ­γία. Ἀλλὰ καὶ πόσες ἄλλες φορὲς δὲν τὸ λέμε!

Ἀλλὰ για­τί, ἐνῶ χιλιά­δες φορὲς τὰ χεί­λη μας λένε το «Κύριε, ἐλέη­σον», για­τί δὲν μᾶς ἀκού­ει καὶ Θεός; Για­τί δὲν γίνον­ται θαύ­μα­τα; Για­τί; Διό­τι τὰ δικά μας «Κύριε, ἐλέη­σον» δια­φέ­ρουν πολὺ ἀπὸ τὸ «Κύριε, ἐλέη­σον» ποὺ ἔλε­γε ἡ γυναῖ­κα τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ἐκεί­νη τὸ ἔλε­γε μὲ πίστι, μὲ ταπεί­νω­σι, μὲ δάκρυα. Ἐὰν κ’ ἐμεῖς κάνου­με τὴν προ­σευ­χή μας ὅπως ἡ Χανα­ναία, ἐὰν λέμε κ’ ἐμεῖς το «Κύριε, ἐλέη­σον» ὅπως ἐκεί­νη, τότε οἱ κλει­στὲς πόρ­τες θ’ ἀνοί­ξουν. Τότε τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ θὰ τρέ­ξῃ ἄφθο­νο σὰν νερὸ βρύ­σης. Τότε θαύ­μα­τα θὰ δοῦ­με, καὶ θὰ δοξά­σου­με τὸ Χρι­στό.

Κύριε, λυπή­σου μας. Κύριε, θερά­πευ­σε τὴν oλι­γο­πι­στία καὶ ἀπι­στία μας. Κύριε, ἐλέη­σέ μας, καὶ ἀξί­ω­σέ μας τῆς οὐρα­νί­ου βασι­λεί­ας σου. Ἀμήν.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek