ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Θ’ 1 — 8)

1Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖ­ον διε­πέ­ρα­σεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν. 2Καὶ ἰδοὺ προ­σέ­φε­ρον αὐτῷ παρα­λυ­τι­κὸν ἐπὶ κλί­νης βεβλη­μέ­νον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· Θάρ­σει, τέκνον· ἀφέ­ων­ταί σοι αἱ ἁμαρ­τί­αι σου. 3καὶ ἰδού τινες τῶν γραμ­μα­τέ­ων εἶπον ἐν ἑαυ­τοῖς· Οὗτος βλα­σφη­μεῖ. 4καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυ­μή­σεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυ­μεῖ­σθε πονη­ρὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν; 5τί γάρ ἐστιν εὐκο­πώ­τε­ρον, εἰπεῖν, ἀφέ­ων­ταί σου αἱ ἁμαρ­τί­αι, ἢ εἰπεῖν, ἔγει­ρε καὶ περι­πά­τει; 6ἵνα δὲ εἰδῆ­τε ὅτι ἐξου­σί­αν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας – τότε λέγει τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· Ἐγερ­θεὶς ἆρόν σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7καὶ ἐγερ­θεὶς ἀπῆλ­θεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8ἰδόν­τες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύ­μα­σαν καὶ ἐδό­ξα­σαν τὸν Θεὸν τὸν δόν­τα ἐξου­σί­αν τοιαύ­την τοῖς ἀνθρώ­ποις.

Αφού εμπή­κε στο πλοί­ον ο Ιησούς, επέ­ρα­σε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλα­δή την Καπερ­να­ούμ. Και ιδού έφε­ραν προς αυτόν ένα παρα­λυ­τι­κόν, κατά­κοι­τον επά­νω στο κρεβ­βά­τι· και όταν είδεν ο Ιησούς την πίστιν του παρα­λυ­τι­κού και εκεί­νων, που τον έφε­ραν, είπε στον παρα­λυ­τι­κόν· “θάρ­ρος, παι­δί μου, μη φοβή­σαι ότι αι αμαρ­τί­αι σου θα εμπο­δί­σουν την θερα­πεί­αν· δια την πίστιν σου, σου έχουν ήδη συγ­χω­ρη­θή αι αμαρ­τί­αι”. Και ιδού, μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς που ήσαν παρόν­τες, εσκέ­φθη­σαν· “αυτός βλα­σφη­μεί (είναι ασε­βής, διό­τι οικιειο­ποιεί­ται την εξου­σί­αν του Θεού να συγ­χω­ρή αμαρ­τί­ας”). Οταν δε ο Ιησούς, ως παν­το­γνώ­στης, είδε ολο­κά­θα­ρα τας πονη­ράς σκέ­ψεις των γραμ­μα­τέ­ων, είπε· “δια­τί κυκλο­φο­ρεί­τε στον νουν και την καρ­δί­αν σας τέτοιες πονη­ρές σκέ­ψεις; Διό­τι, τι είναι ευκο­λώ­τε­ρον να πη κανείς· Σου έχουν συγ­χω­ρη­θή αι αμαρ­τί­αι σου η να πη· Σηκω επά­νω και περι­πά­τει; Το πρώ­τον, ως εσω­τε­ρι­κόν, δεν το βλέ­πει κανείς και επο­μέ­νως δεν ημπο­ρεί να το εξα­κρι­βώ­ση. Το δεύ­τε­ρον, ως εξω­τε­ρι­κόν και αισθη­τόν, δεν ημπο­ρεί να το αρνη­θή, όσον κακό­πι­στος και αν είναι. Δια να ιδή­τε δε και μάθε­τε καλά, ότι ο υιός του ανθρώ­που έχει εξου­σί­αν να συγ­χω­ρή αμαρ­τί­ας και να θερα­πεύη ασθε­νεί­ας, τότε λέγει προς τον παρα­λυ­τι­κόν· “σήκω επά­νω υγι­ής, πάρε το κρεβ­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου”. Και αμέ­σως εση­κώ­θη ο παρα­λυ­τι­κός εντε­λώς υγι­ής και επή­γε στο σπί­τι του. Οταν δε τα πλή­θη του λαού είδαν αυτό που έγι­νε, εθαύ­μα­σαν και εδό­ξα­σαν τον Θεόν, ο οποί­ος έδω­σεν στον Ιησούν, που τον εθε­ω­ρού­σαν ως ένα εκ των ανθρώ­πων, τέτοιαν εξου­σί­αν, να συγ­χω­ρή δηλα­δή αμαρ­τί­ας και να θερα­πεύη ασθε­νεί­ας.

Και αφού μπή­κε σ’ ένα πλοίο, πέρα­σε στην απέ­ναν­τι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική του πόλη, την Καπερ­να­ούμ. Τότε του έφε­ραν έναν παρά­λυ­το, που τον είχαν βάλει πάνω σ’ ένα κρε­βά­τι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παρά­λυ­τος κι εκεί­νοι που τον μετέ­φε­ραν, είπε στον παρά­λυ­το, ο οποί­ος ανη­συ­χού­σε και φοβό­ταν μήπως οι αμαρ­τί­ες του γίνουν εμπό­διο στη θερα­πεία του: Έχε θάρ­ρος, παι­δί μου? έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου. Τότε όμως μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς είπαν μέσα τους: Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει. Ο Ιησούς την ίδια στιγ­μή είδε στα βάθη της καρ­διάς τους τις σκέ­ψεις τους και είπε: Για­τί κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες; Και είναι πράγ­μα­τι οι σκέ­ψεις σας αυτές κακό­γνω­μες και κακο­προ­αί­ρε­τες, διό­τι, τί είναι ευκο­λό­τε­ρο: να πει κανείς? είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου, ή να πει, σήκω όρθιος και περ­πά­τα; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο. Για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τος και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων, τότε λέει στον παρά­λυ­το: Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου. Και πραγ­μα­τι­κά εκεί­νος σηκώ­θη­κε και πήγε στο σπί­τι του. Όταν λοι­πόν τα πλή­θη του λαού είδαν αυτό που έγι­νε, θαύ­μα­σαν και δόξα­σαν τον Θεό, ο οποί­ος έδω­σε δια­μέ­σου του Χρι­στού στους ανθρώ­πους τέτοια εξου­σία, να συγ­χω­ρούν­ται δηλα­δή οι αμαρ­τί­ες, και συγ­χρό­νως να για­τρεύ­ον­ται μ’ ένα λόγο αθε­ρά­πευ­τες ασθέ­νειες του σώμα­τος.

Τότε ἐπι­βι­βά­σθη­κε σὲ πλοῖο καὶ πέρα­σε ἀπέ­ναν­τι καὶ ἦλθε στὴν πόλι του (τὴν Καρ­πε­να­ούμ). Καὶ ἰδοὺ ἔφερ­ναν σ᾽ αὐτὸν ἕνα παρα­λυ­τι­κὸ πάνω σὲ κρεβ­βά­τι. Καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους, εἶπε στὸν παρα­λυ­τι­κό: «Εχε θάρ­ρος, παι­δί μου! Σοῦ­ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θῆ οἱ ἁμαρ­τί­ες σου». Καὶ ἰδοὺ μερι­κοὶ ἀπὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς εἶπαν μέσα τους: «Ἀὐτὸς βλα­σφη­μεῖ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶδε τὶς σκέ­ψεις τους καὶ εἶπε: «Για­τί σεῖς σκέ­πτε­σθε μέσα στὶς διά­νοιές σας πονη­ρά; Τί δὲ εἶναι εὐκο­λώ­τε­ρο, νὰ εἰπῶ, “ Εχουν συγ­χω­ρη­θῆ οἱ ἁμαρ­τί­ες σου”, ἢ νὰ εἰπῶ, “Σήκω καὶ περ­πά­τα”; Γιὰ νὰ μάθε­τε δέ, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που­ἔ­χει ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ρῇ ἁμαρ­τί­ες ἐπά­νω στὴ γῆ», – τότε λέγει στὸν παρα­λυ­τι­κό: «Σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πήγαι­νε στὸ σπί­τι σου». Καὶ σηκώ­θη­κε καὶ πῆγε στὸ σπί­τι του. Βλέ­πον­τας δὲ τὰ πλή­θη, θαύ­μα­σαν καὶ δόξα­σαν τὸ Θεό, ποὺ­ἔ­δω­σε τέτοια ἐξου­σία στοὺς ἀνθρώ­πους.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ

«Κα μβς ες πλοον διε­πέ­ρα­σε κα λθεν ες τν δίαν πόλιν. Κα δο προ­σέ­φε­ρον ατ παρα­λυ­τικν π κλί­νης βεβλη­μέ­νον· κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παρα­λυ­τικ· θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου(:και αφού μπή­κε σε ένα πλοίο, πέρα­σε στην απέ­ναν­τι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική Του πόλη, την Καπερ­να­ούμ. Τότε Του έφε­ραν έναν παρά­λυ­το, που τον είχαν βάλει πάνω σε ένα κρε­βά­τι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παρά­λυ­τος κι εκεί­νοι που τον μετέ­φε­ραν, είπε στον παρά­λυ­το, ο οποί­ος ανη­συ­χού­σε και φοβό­ταν μήπως οι αμαρ­τί­ες του γίνουν εμπό­διο στη θερα­πεία του: “Έχε θάρ­ρος, παι­δί μου˙ έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου”)» [Ματθ. 9,1–2].

«Δική Του πόλη» ονο­μά­ζει εδώ την Καπερ­να­ούμ· διό­τι άλλη μεν Τον έφε­ρε στον κόσμο, η Βηθλε­έμ, άλλη Τον ανέ­θρε­ψε, η Ναζα­ρέτ και άλλη Τον είχε διαρ­κώς κάτοι­κό της, η Καπερ­να­ούμ [πρβλ. Ματθ. 4,12–16: «κού­σας δ ησος τι ωάν­νης παρε­δό­θη, νεχώ­ρη­σεν ες τν Γαλι­λαί­αν. κα κατα­λιπν τν Ναζαρτ λθν κατκησεν ες Καπερ­ναομ τν παρα­θα­λασ­σί­αν ν ρίοις Ζαβουλν κα Νεφθα­λείμ, να πλη­ρωθ τ ηθν δι σαΐ­ου το προ­φή­του λέγον­τος· γ Ζαβουλν κα γ Νεφθα­λείμ, δν θαλάσ­σης, πέραν το ορδά­νου, Γαλι­λαία τν θνν, λας καθή­με­νος ν σκό­τει εδε φς μέγα κα τος καθη­μέ­νοις ν χώρ κα σκι θανά­του φς νέτει­λεν ατος (:όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης παρα­δό­θη­κε στη φυλα­κή απ’ τον βασι­λιά Αντί­πα, ανα­χώ­ρη­σε και πήγε στη Γαλι­λαία. Κaι αφού άφη­σε τη Ναζα­ρέτ, πήγε και κατοί­κη­σε στην Καπερ­να­ούμ, η οποία ήταν κτι­σμέ­νη κον­τά στη λίμνη της Γαλι­λαί­ας, στα σύνο­ρα των φυλών Ζαβου­λών και Νεφθα­λείμ. Έτσι επα­λη­θεύ­θη­κε και πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε εκεί­νο που είπε ο Θεός μέσω του προ­φή­του Ησα­ΐα: “Η χώρα της φυλής Ζαβου­λών και η χώρα της φυλής Νεφθα­λείμ, που εκτεί­νον­ται κον­τά στη θάλασ­σα και πέρα από τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό, στα ανα­το­λι­κά του, η Γαλι­λαία, στην οποία κατοι­κούν πολ­λοί εθνι­κοί. Ο λαός που κάθε­ται καθη­λω­μέ­νος κι ακί­νη­τος στο πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι της ειδω­λο­λα­τρι­κής πλά­νης και της ασε­βεί­ας είδε μεγά­λο πνευ­μα­τι­κό φως, τον Χρι­στό˙ κι έλαμ­ψε φως από τον ουρα­νό σε εκεί­νους που κάθον­ται στη χώρα που σκιά­ζε­ται από το πυκνό­τα­το σκο­τά­δι της αμαρ­τί­ας και του θανά­του”.

Ο παρα­λυ­τι­κός της παρού­σης διη­γή­σε­ως είναι δια­φο­ρε­τι­κός από εκεί­νον που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης[Ιω.5,1–18]· διό­τι εκεί­νος ήταν κατά­κοι­τος κον­τά στην κολυμ­βή­θρα της Βηθεσ­δά, ενώ αυτός εδώ βρι­σκό­ταν στην Καπερ­να­ούμ. Και ο ένας είχε τριάν­τα οκτώ χρό­νια παρά­λυ­τος, ενώ γι’ αυτόν που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος δεν ειπώ­θη­κε τίπο­τε παρό­μοιο. Ακό­μη, ο παρα­λυ­τι­κός της Βηθεσ­δά δεν είχε δικούς του ανθρώ­πους που να τον βοη­θού­σαν, ενώ ο παρα­λυ­τι­κός της Καπερ­να­ούμ είχε ανθρώ­πους που τον φρόν­τι­ζαν, οι οποί­οι και τον μετέ­φε­ραν επά­νω στο κρε­βά­τι του ενώ­πιον του Ιησού. Επί­σης σε αυτόν ο Κύριος λέγει: «θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου (:έχε θάρ­ρος, παι­δί μου, σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου)», ενώ εκεί­νον τον ρωτά: «Θέλεις γις γενέ­σθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγι­ής;)»[Ιω. 5,6]. Και τον παρά­λυ­το της Βηθεσ­δά τον θερά­πευ­σε ημέ­ρα Σάβ­βα­το, ενώ αυτόν εδώ της Καπερ­να­ούμ, όχι Σάβ­βα­το· διό­τι, δια­φο­ρε­τι­κά, θα Τον κατη­γο­ρού­σαν και γι’ αυτό οι Ιου­δαί­οι. Αλλά όσον αφο­ρά τη θερα­πεία του παρα­λυ­τι­κού της Καπερ­να­ούμ σιώ­πη­σαν για το θέμα αυτό, ενώ στον άλλο που θερα­πεύ­τη­κε στη Βηθεσ­δά από τον Κύριο έκα­ναν επί­θε­ση και τον κατε­δί­ω­καν.

Αυτά δεν τα είπα τυχαία, αλλά για να μην νομί­σει κανείς ότι υπάρ­χει δια­φω­νία μετα­ξύ των ευαγ­γε­λι­στών, εάν θεω­ρή­σει ότι πρό­κει­ται για ένα και τον αυτόν παρα­λυ­τι­κό.

Εσύ όμως πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και την επιεί­κεια του Κυρί­ου·διό­τι και πριν από αυτό το θαύ­μα απέ­φυ­γε το πλή­θος, και όταν εκδιώ­χθη­κε από τους κατοί­κους των Γαδά­ρων, δεν έφε­ρε αντί­στα­ση, αλλά ανα­χώ­ρη­σε, όχι όμως μακριά. Και πάλι μπή­κε στο πλοίο και κατευ­θυ­νό­ταν προς την απέ­ναν­τι όχθη, ενώ είχε τη δυνα­τό­τη­τα να περά­σει και πεζός δια της παρα­λί­ας της λίμνης· διό­τι δεν ήθε­λε συνε­χώς να θαυ­μα­τουρ­γεί, για να μην ζημιώ­σει το όλο έργο της θεί­ας οικο­νο­μίας[δηλα­δή το όλο σχέ­διο του Θεού για τη σωτη­ρία του ανθρώ­που, το οποίο κλι­μα­κω­νό­ταν σε διά­φο­ρα επάλ­λη­λα στά­δια].

Ο Ματ­θαί­ος, λοι­πόν, λέγει ότι έφε­ραν απλώς τον παρα­λυ­τι­κό προς τον Ιησού, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές[Μάρκ. 2,4: «κα μ δυνά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι ατ δι τν χλον, πεστέ­γα­σαν τν στέ­γην που ν, κα ξορύ­ξαν­τες χαλσι τν κρά­βατ­τον, φ᾿ παρα­λυ­τικς κατέ­κει­το(:και επει­δή δεν μπο­ρού­σαν εξαι­τί­ας του πλή­θους να Τον πλη­σιά­σουν, ξεσκέ­πα­σαν τη σκε­πή στο μέρος όπου βρι­σκό­ταν ο Κύριος, και αφού έκα­ναν ένα άνοιγ­μα, έρι­ξαν από εκεί κάτω σιγά – σιγά το κρε­βά­τι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλω­μέ­νος ο παρά­λυ­τος)» και Λουκ. 5,19: «κα μ ερόν­τες ποί­ας εσενέγ­κω­σιν ατν δι τν χλον, ναβάν­τες π τ δμα δι τν κερά­μων καθκαν ατν σν τ κλι­νι­δί ες τ μέσον μπρο­σθεν το ησο(:Και επει­δή λόγω της κοσμο­πλημ­μύ­ρας δεν βρή­καν από ποια είσο­δο να τον βάλουν μέσα, ανέ­βη­καν στην ταρά­τσα του σπι­τιού, και αφού έβγα­λαν μερι­κά κερα­μί­δια, τον κατέ­βα­σαν από εκεί μαζί με το μικρό κρε­βά­τι του στη μέση, μπρο­στά στον Ιησού)»] λένε ότι ξεσκέ­πα­σαν τη στέ­γη και τον κατέ­βα­σαν· επί­σης οι άλλοι ευαγ­γε­λι­στές ανα­φέ­ρουν ότι στη συνέ­χεια οι άνθρω­ποι εκεί­νοι που φρόν­τι­ζαν τον παρα­λυ­τι­κό της Καπερ­να­ούμ τοπο­θέ­τη­σαν τον ασθε­νή μπρο­στά από τον Χρι­στό, χωρίς να πουν τίπο­τε, αλλά τα πάν­τα τα ανέ­θε­σαν στον Ιησού.

Κατά την αρχή της δρά­σε­ώς Του ο Ιησούς περιερ­χό­ταν από τόπο σε τόπο και δεν ζητού­σε τόσο μεγά­λη πίστη από τους ανθρώ­πους που Τον πλη­σί­α­ζαν και Τον παρα­κα­λού­σαν για κάτι. Στην προ­κει­μέ­νη, όμως, περί­πτω­ση οι άνθρω­ποι αυτοί που χάλα­σαν τη στέ­γη και κατέ­βα­σαν από εκεί τον παρα­λυ­τι­κό ενώ­πιον του Ιησού, ήρθαν από μόνοι τους πλη­σί­ον Του και εκδή­λω­σαν την πίστη τους· διό­τι λέγει «κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παρα­λυ­τικ· θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου (: όταν είδε ο Ιησούς την πίστη αυτών είπε στον παρα­λυ­τι­κό: ‘’θάρ­ρος, παι­δί μου, μη φοβά­σαι ότι οι αμαρ­τί­ες σου θα εμπο­δί­σουν τη θερα­πεία· για την πίστη σου, σού έχουν ήδη συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες’’)»[Ματθ. 9,2]· καθώς δεν ζητεί σε όλες τις περι­πτώ­σεις την πίστη από τους ασθε­νείς, όπως επί παρα­δείγ­μα­τι, στις περι­πτώ­σεις εκεί­νες που οι ασθε­νείς έχουν χάσει τα λογι­κά τους ή όταν έχουν χαμέ­νες τις αισθή­σεις τους κατά άλλον τρό­πο λόγω της νόσου τους. Στην προ­κει­μέ­νη όμως περί­πτω­ση μάλ­λον είχε εκδη­λω­θεί και η πίστη του ασθε­νούς, διό­τι, δια­φο­ρε­τι­κά δεν θα δεχό­ταν να τον κατε­βά­σουν από τη στέ­γη, εάν δεν είχε πίστη.

Αφού λοι­πόν έδει­ξαν τόση μεγά­λη πίστη, καθι­στά φανε­ρή και ο Ιησούς τη δική Του δύνα­μη, με το να συγ­χω­ρεί τα αμαρ­τή­μα­τα με όλη Του την εξου­σία, και απο­δει­κνύ­ον­τας με όλες αυτές τις ενέρ­γειές Του ότι είναι ομό­τι­μος με Αυτόν που Τον έχει γεν­νή­σει. Σκέ­ψου τώρα: παρα­πά­νω το απέ­δει­ξε αυτό με τη διδα­σκα­λία, όταν τους δίδα­ξε ως κάποιος που έχει εξουσία[πρβλ. Ματθ. 7,29: «ν γρ διδά­σκων ατος ς ξου­σί­αν χων, κα οχ ς ο γραμ­μα­τες(:διό­τι τους δίδα­σκε πάν­το­τε με εξου­σία και κύρος, ως νομο­θέ­της και κρι­τής και αυθεν­τι­κός γνώ­στης της αλή­θειας, και όχι σαν τους γραμ­μα­τείς, οι οποί­οι για να επι­βε­βαιώ­σουν τα όσα έλε­γαν, ανα­φέ­ρον­ταν στον νόμο και τις παρα­δό­σεις των παλαιο­τέ­ρων)»]· έτσι ενήρ­γη­σε και στην περί­πτω­ση της θερα­πεί­ας του λεπρού που Του έλε­γε, παρα­κα­λών­τας Τον: «Κύριε, ἐὰν θέλς, δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι(:Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από αυτήν την ανί­α­τη και βασα­νι­στι­κή λέπρα)», όταν είπε: «θέλω, καθα­ρί­σθη­τι(:θέλω, καθα­ρί­σου)»[Ματθ.8,3]· επί­σης το απέ­δει­ξε και στην περί­πτω­ση του εκα­τόν­ταρ­χου, που όταν Του είπε: «μόνον επ λόγ, κα αθή­σε­ται πας μου(:πες έναν μόνο λόγο και αμέ­σως θα θερα­πευ­τεί ο δού­λος μου)»[Ματθ.8,8], έδει­ξε τον θαυ­μα­σμό Του και τον επαί­νε­σε περισ­σό­τε­ρο από όλους· επί­σης με τη θάλασ­σα, όταν με τον λόγο Του μονά­χα την χαλι­να­γώ­γη­σε στα­μα­τών­τας την τρι­κυ­μία που είχε ξεσπάσει[Ματθ.8,26: «γερ­θες πετί­μη­σε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένε­το γαλή­νη μεγά­λη (:τότε, αφού σηκώ­θη­κε όρθιος, διέ­τα­ξε με αυστη­ρό­τη­τα τους ανέ­μους και τη θάλασ­σα, και αμέ­σως έγι­νε γαλή­νη μεγά­λη)»]· απο­δει­κνύ­ε­ται επί­σης και στην περί­πτω­ση των δαι­μό­νων που είχαν κατα­λά­βει τους δύο Γερ­γε­ση­νούς νέους, όταν οι ίδιοι αυτοί δαί­μο­νες παρα­δέ­χον­ταν τον Κύριο ως κρι­τή και τους εκδί­ω­κε με μεγά­λη εξουσία[Ματθ. 8,28 κ.ε]. Εδώ πάλι, στη θερα­πεία του παρα­λυ­τι­κού της Καπερ­να­ούμ, με έναν τρό­πο πιο θαυ­μα­στό εξα­ναγ­κά­ζει τους ίδιους τους εχθρούς Του να ομο­λο­γή­σουν την ομο­τι­μία Του προς τον Πατέ­ρα και καθι­στά αυτό φανε­ρό με το ίδιο τους το στό­μα .

Ο ίδιος λοι­πόν ο Ιησούς, δεί­χνον­τας την απου­σία αγά­πης προς τις τιμές που Τον διέκρινε(διότι Τον περιέ­βαλ­λε πολύς κόσμος που απέ­κλειε την είσο­δο, γι’ αυτό και τον κατέ­βα­σαν από τη στέ­γη), δεν έσπευ­σε αμέ­σως να θερα­πεύ­σει το σώμα, το οποίο ήταν ορα­τό σε όλους, αλλά από τους εχθρούς Του παίρ­νει την αφορ­μή να πρά­ξει αυτό. Και κατά πρώ­το θερά­πευ­σε εκεί­νο που δεν ήταν ορα­τό, δηλα­δή την ψυχή, όταν συγ­χώ­ρη­σε τις αμαρ­τί­ες του παρα­λυ­τι­κού, κάτι που έσω­ζε μεν τον ασθε­νή, στον Ιησού όμως δεν απέ­φε­ρε μεγά­λη δόξα.

Οι εχθροί Του όμως, παρω­θού­με­νοι από την πονη­ρία τους και επι­θυ­μών­τας να Τον προ­σβάλ­λουν δημιούρ­γη­σαν χωρίς να το θέλουν τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να λάμ­ψει περισ­σό­τε­ρο το θαύ­μα που συν­τε­λέ­στη­κε και να γίνει γνω­στό σε όλους. Πραγ­μα­τι­κά, ο Κύριος με την επι­νο­η­τι­κό­τη­τά Του, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τον φθό­νο των Ιου­δαί­ων για να κατα­στεί φανε­ρό το θαύ­μα. Επει­δή, δηλα­δή, ταράσ­σον­ταν δυσα­ρε­στη­μέ­νοι και έλε­γαν μέσα τους: «Οτος βλα­σφη­με(:Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει)»[Ματθ.9,3]· και «Τί οτος οτω λαλε βλα­σφη­μί­ας; τίς δύνα­ται φιέ­ναι μαρ­τί­ας ε μ ες Θεός;(:γιατί ο άνθρω­πος αυτός μιλά­ει έτσι και ξεστο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποιος άλλος μπο­ρεί να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες παρά μόνον ένας, ο Θεός;)»[Μάρκ. 2,7], ας δού­με ποια απάν­τη­ση τούς έδω­σε. Μήπως τους διέ­λυ­σε την άπο­ψη αυτή; Διό­τι εάν δεν ήταν ίσος προς τον Θεό, έπρε­πε να τους πει: «Για­τί μου απο­δί­δε­τε φήμη που δεν μου ται­ριά­ζει; Απέ­χω πολύ εγώ από τη δύνα­μη αυτήν». Δεν είπε, όμως, τίπο­τε από αυτά. Αντί­θε­τα, βεβαί­ω­σε και επι­κύ­ρω­σε τον συλ­λο­γι­σμό τους αυτόν και με τους λόγους Του και με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του θαύ­μα­τος.

Επει­δή βέβαια το να ομι­λεί κανείς για τον εαυ­τό του φαι­νό­ταν ότι προ­κα­λού­σε την αντί­δρα­ση και τη δυσα­ρέ­σκεια των ακρο­α­τών, γι’ αυτό την αντί­λη­ψη των ανθρώ­πων για τον Ίδιο την επι­βε­βαιώ­νει ο Κύριος δια­μέ­σου των άλλων. Και το άξιο θαυ­μα­σμού είναι ότι αυτό το επι­τυγ­χά­νει όχι μόνο δια­μέ­σου των φίλων, αλλά και δια­μέ­σου των εχθρών Του· διό­τι τόσος ήταν ο πλού­τος της σοφί­ας Του. Δια­μέ­σου των φίλων το πέτυ­χε όταν είπε: «Θέλω, καθα­ρί­σου» και επί­σης όταν είπε: «μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον (:αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κα ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10], ενώ δια­μέ­σου των εχθρών το πραγ­μα­το­ποιεί στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση.

Όταν λοι­πόν είπαν μέσα τους ότι κανείς δεν μπο­ρεί να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες, παρά μόνο ο Θεός, πρό­σθε­σε : «να τί μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν; τί γάρ στιν εκοπώ­τε­ρον, επεν, φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι, επεν, γει­ρε κα περι­πά­τει; να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας — τότε λέγει τ παρα­λυ­τικ· γερ­θες ρόν σου τν κλί­νην κα παγε ες τν οκόν σου(:γιατί κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες; Και είναι πράγ­μα­τι οι σκέ­ψεις σας αυτές κακό­γνω­μες και κακο­προ­αί­ρε­τες, διό­τι τι είναι ευκο­λό­τε­ρο, το να πει κανείς: είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου, ή να πει: σήκω όρθιος και περ­πά­τα; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο. Για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων- τότε λέει στον παρά­λυ­το: “Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου”)»[Ματθ.9,4–6].

Όχι μόνον εδώ, αλλά και άλλο­τε πάλι, όταν Του έλε­γαν οι Ιου­δαί­οι «περ καλο ργου ο λιθά­ζο­μέν σε, λλ περ βλα­σφη­μί­ας, κα τι σ νθρω­πος ν ποιες σεαυτν Θεόν(:δεν θέλου­με να σε λιθο­βο­λή­σου­με για κάποιο καλό έργο από εκεί­να που λες ότι έκα­νες, αλλά θέλου­με να σε λιθο­βο­λή­σου­με για τη βλα­σφη­μία που ξεστό­μι­σες, και επει­δή εσύ, ενώ είσαι άνθρω­πος, παρου­σιά­ζεις τον εαυ­τό σου για Θεό και λες ότι είσαι ένα με τον Θεό)»[Ιω.10,33]· και εδώ δεν αρνή­θη­κε την αντί­λη­ψη αυτή, αλλά και πάλι την επι­κύ­ρω­σε, όταν είπε: «Ε ο ποι τ ργα το πατρός μου, μ πιστεύ­ε­τέ μοι·ε δ ποι, κν μο μ πιστεύ­η­τε, τος ργοις πιστεύ­σα­τε, να γντε κα πιστεύ­ση­τε τι ν μο πατρ κγ ν ατ(:εάν δεν ενερ­γώ τα υπερ­φυ­σι­κά έργα, τα οποία ο Πατήρ μού παραγ­γέλ­λει και με βοη­θεί να εκτε­λώ, τότε μην πιστεύ­ε­τε στη μαρ­τυ­ρία του δικού μου στό­μα­τος και στις δικές μου δια­βε­βαιώ­σεις. Εφό­σον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, και δεν πιστεύ­ε­τε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψ­τε όμως σε αυτά τα έργα, για να μάθε­τε και να οδη­γη­θεί­τε στην τέλεια πίστη· και τότε θα εννο­ή­σε­τε καλά και θα πιστέ­ψε­τε σε εμέ­να και θα βεβαιω­θεί­τε ότι εγώ ζω και υπάρ­χω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζει και υπάρ­χει εν εμοί. Έχω δηλα­δή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση και ουσία προς τον Πατέ­ρα, και είμαι άπει­ρος εγώ, ώστε να χωρά­ει μέσα μου ο Πατήρ, είμα­στε μάλι­στα και αχώ­ρι­στοι ο ένας με τον άλλον, διό­τι και εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέ­ρα μου)»[Ιω.10,37–38· ερμη­νεία Παν. Τρεμ­πέ­λα].

Στο σημείο αυτό, όμως, και ένα άλλο σημείο της θεό­τη­τάς Του και της ισο­τι­μί­ας Του προς τον Πατέ­ρα απο­δει­κνύ­ει. Εκεί­νοι λοι­πόν έλε­γαν μέσα τους ότι η συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών είναι απο­κλει­στι­κή δικαιο­δο­σία του Θεού, ο Κύριος, όμως, όχι μόνο συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες, αλλά και πριν από την ενέρ­γεια αυτή δεί­χνει και κάτι άλλο, το οποίο ήταν γνώ­ρι­σμα του Θεού μόνο, το να απο­κα­λύ­πτει δηλα­δή τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις των ανθρώ­πων. Διό­τι δεν είχαν εκφρά­σει ενώ­πιον όλων ό,τι σκέ­πτον­ταν. «Κα δού(:τότε όμως)»,λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, «τινες τν γραμ­μα­τέ­ων επον ν αυτος· οτος βλα­σφη­με. κα δν ησος τς νθυ­μή­σεις ατν επεν· να τί μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν;(:μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς είπαν μέσα τους: “Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει”. Ο Ιησούς την ίδια στιγ­μή είδε στα βάθη της καρ­διάς τους τις σκέ­ψεις τους και είπε: ‘’ Γιατί κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες;)»[Ματθ. 9,3–4].

Επί­σης το ότι μόνο ο Θεός μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει καλά τα απόρ­ρη­τα, άκου­σε τι λέγει σχε­τι­κώς ο προ­φή­της: «Κα σ εσακούσ κ το ορανο ξ τοί­μου κατοι­κη­τη­ρί­ου σου κα λάσ κα δώσεις νδρ κατ τς δος ατο, ς ν γνς τν καρ­δί­αν ατο, τι μόνος γινώ­σκεις τν καρ­δί­αν υἱῶν νθρώ­πων(:και εσύ από τον ουρα­νό, από το τέλειο αυτό κατοι­κη­τή­ριό Σου, θα ακού­σεις την προ­σευ­χή τους και θα γίνεις ίλε­ως προς αυτούς. Θα δώσεις στον καθέ­να από αυτούς κατά τις επι­θυ­μί­ες τους, όταν κατα­νο­ή­σεις την καρ­διά τους Εσύ, ο οποί­ος μόνος γνω­ρί­ζεις τις καρ­διές των υιών των ανθρώ­πων)»[ Β΄Παραλ. 6,30]. Και πάλι: «Συν­τε­λε­σθή­τω δ πονη­ρία μαρ­τωλν κα κατευ­θυ­νες δίκαιον, τάζων καρ­δί­ας κα νεφρος Θεός(:ας τελειώ­σει πια και ας εξα­φα­νι­στεί η πονη­ρία των αμαρ­τω­λών. Και τότε Εσύ, Θεέ μου, που γνω­ρί­ζεις τα κρυμ­μέ­να ελα­τή­ρια των ανθρώ­πων, διό­τι εξε­τά­ζεις τις σκέ­ψεις στα βάθη της καρ­διάς και στα από­κρυ­φα συναι­σθή­μα­τα, θα κατευ­θύ­νεις τον δίκαιο ανε­νό­χλη­το στον ίσιο δρό­μο της αρε­τής)»[ Ψαλμ. 7,10] .

Αλλά και ο Ιερε­μί­ας λέγει: «Βαθεα καρ­δία παρά πάν­τα, κα νθρω­πός στι· κα τίς γνώ­σε­ται ατόν;(: η καρ­διά του ανθρώ­που είναι βαθειά και ανε­ξε­ρεύ­νη­τη, περισ­σό­τε­ρο από όλα τα άλλα πράγ­μα­τα. Αυτός είναι ο άνθρω­πος· και ποιος μπο­ρεί να γνω­ρί­σει εις βάθος και πλά­τος αυτόν;)» [Ιερ. 17,9]. Και ακό­μη: « Κα επε Κύριος πρς Σαμου­ήλ· μ πιβλέψς π τν ψιν ατο μηδ ες τν ξιν μεγέ­θους ατο, τι ξου­δέ­νω­κα ατόν· τι οχ ς μβλέ­ψε­ται νθρω­πος, ψεται Θεός, τι νθρω­πος ψεται ες πρό­σω­πον, δ Θες ψεται ες καρ­δί­αν(:Ο Κύριος όμως είπε στον Σαμου­ήλ: ‘’μην προ­σέ­χεις και μην παρα­σύ­ρε­σαι από την εξω­τε­ρι­κή του όψη, από την ωραιό­τη­τά του, ούτε από το ανά­στη­μά του, διό­τι εγώ απέρ­ρι­ψα αυτόν. Ο Θεός δεν βλέ­πει, όπως βλέ­πουν οι άνθρω­ποι. Ο άνθρω­πος βλέ­πει το πρό­σω­πο. Ο Θεός βλέ­πει την καρ­διά)»[Α΄Βασιλ. 16,7].Και σε πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις είναι δυνα­τόν να δια­πι­στώ­σου­με ότι ο Θεός μόνο έχει τη δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­ζει καλά ό,τι υπάρ­χει στη σκέ­ψη των ανθρώ­πων.

Δεί­χνον­τας λοι­πόν ο Κύριος ότι είναι Θεός ίσος προς τον Πατέ­ρα που Τον γέν­νη­σε, εκεί­νο που σκέ­πτον­ταν αυτοί μέσα τους (διό­τι φοβού­με­νοι τον κόσμο δεν είχαν το θάρ­ρος να δια­τυ­πώ­σουν ενώ­πιον όλων την γνώ­μη τους αυτή), αυτό απο­κα­λύ­πτει και το καθι­στά φανε­ρό, φερό­με­νος συγ­χρό­νως και στην παρού­σα στιγ­μή με μεγά­λη επιεί­κεια. «Για­τί», λέγει, «σκέ­πτε­στε πονη­ρά μέσα στις καρ­διές σας;». Μολο­νό­τι, βέβαια, εάν έπρε­πε κάποιος να αγα­να­κτή­σει, αυτός ήταν ο παρά­λυ­τος, με την ιδέα ότι εξα­πα­τή­θη­κε και να πει: «Άλλο ήρθα να θερα­πεύ­σω και εσύ θερα­πεύ­εις άλλο; Διό­τι από πού απο­δει­κνύ­ε­ται ότι έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες μου;». Τώρα εκεί­νος δεν λέγει τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά εμπι­στεύ­ε­ται τον εαυ­τό του στη δικαιο­δο­σία του θερά­πον­τος.

Αυτοί όμως, επει­δή ήσαν κακο­ή­θεις και γεμά­τοι μίσος και φθό­νο, επι­βου­λεύ­ον­ται τις ευερ­γε­σί­ες των άλλων. Γι’ αυτό και ο Κύριος τους προ­σβάλ­λει μεν, αλλά το κάνει με κάθε λεπτό­τη­τα. «Πραγ­μα­τι­κά, εάν», λέγει, «δεν πιστεύ­ε­τε σε ό,τι είπα προ­η­γου­μέ­νως και έχε­τε τη γνώ­μη ότι αυτό απο­τε­λεί κομ­πα­σμό, ιδού προ­σθέ­τω και κάτι άλλο σε αυτό, το ότι δηλα­δή απο­κα­λύ­πτω τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις σας. Και ύστε­ρα από αυτό, ένα ακό­μη. Ποιο είναι λοι­πόν αυτό; Το ότι θα ενδυ­να­μώ­σω το σώμα του παρα­λύ­του».

Και όταν μεν απευ­θυ­νό­ταν προς τον παρά­λυ­το, δεν ομι­λού­σε κατά τρό­πο που να απο­δει­κνύ­ει σαφώς την εξου­σία Του· διό­τι δεν είπε «σου συγ­χω­ρώ τις αμαρ­τί­ες», αλλά «σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου». Όταν όμως Τον ανάγ­κα­σαν εκεί­νοι, τότε πλέ­ον καθα­ρό­τε­ρα δεί­χνει την εξου­σία Του, όταν λέγει: «για να μάθε­τε ότι ο υιός του ανθρώ­που έχει την εξου­σία να συγ­χω­ρεί επί της γης αμαρ­τί­ες». Βλέ­πεις πόσο απεί­χε από του να μη θέλει να θεω­ρεί­ται ίσος προς τον Πατέ­ρα; Διό­τι δεν είπε ότι έχει ανάγ­κη από άλλον ο Υιός του ανθρώ­που ή ότι του έδω­σε την εξου­σία άλλος, αλλά είπε ότι « ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας», ότι δηλα­δή ο Ίδιος έχει εξου­σία. Και αυτό δεν το λέγει από φιλο­δο­ξία, αλλά, λέγει, « για να σας πεί­σω ότι δεν βλα­σφη­μώ όταν κάνω τον εαυ­τό μου ίσο με τον Θεό».

Πραγ­μα­τι­κά σε κάθε περί­πτω­ση επι­θυ­μεί να φέρει απο­δεί­ξεις σαφείς και αναν­τίρ­ρη­τες, όπως όταν λέγει στο θερα­πευ­μέ­νο λεπρό: «ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προ­σέ­νεγ­κε τ δρον προ­σέ­τα­ξε Μωσς ες μαρ­τύ­ριον ατος(:πρό­σε­ξε να μην πεις σε κανέ­να το θαύ­μα της θερα­πεί­ας σου, αλλά πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε το δώρο που έχει καθο­ρί­σει ο Μωυ­σής. Για να χρη­σι­μεύ­σει η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά του δώρου σου ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στον ιερέα και στους Ιου­δαί­ους ότι και εσύ θερα­πεύ­τη­κες τελεί­ως και εγώ δεν ήλθα να καταρ­γή­σω τον νόμο)» [Ματθ. 8,4].

Επί­σης, την πεθε­ρά του Πέτρου την παρου­σιά­ζει να Τον υπηρετεί[βλ. Ματθ.8,15: «Κα ψατο τς χειρς ατς, κα φκεν ατν πυρετς κα γέρ­θη κα διη­κό­νει ατ(:τότε άγγι­ξε το χέρι της και αμέ­σως έφυ­γε ο πυρε­τός, και σηκώ­θη­κε τελεί­ως υγι­ής και τον υπη­ρε­τού­σε, αφού δεν αισθα­νό­ταν ούτε την παρα­μι­κρή εξάν­τλη­ση)»] και επι­τρέ­πει να πέσουν οι χοί­ροι στον γκρε­μό [βλ. Ματθ.8,32: «Κα επεν ατος· πάγε­τε. ο δ ξελ­θόν­τες πλθον ες τν γέλην τν χοί­ρων· κα δο ρμη­σε πσα γέλη τν χοί­ρων κατ το κρη­μνο ες τν θάλασ­σαν κα πέθα­νον ν τος δασιν(:και επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, που απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας, ο Κύριος τιμω­ρών­τας την παρα­νο­μία τους αυτή είπε στους δαί­μο­νες: “Πηγαί­νε­τε”. Και αυτοί βγή­καν απ’ τους ανθρώ­πους και πήγαν στους χοί­ρους. Και ξαφ­νι­κά όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε με μανία από το επά­νω μέρος του γκρε­μού προς τα κάτω, στη θάλασ­σα, και πνί­γη­καν στα νερά της λίμνης)»].

Κατά όμοιο τρό­πο και εδώ προς από­δει­ξη της συγ­χω­ρή­σε­ως των αμαρ­τιών φέρει τη θερα­πεία του σώμα­τος, προς από­δει­ξη δε της θερα­πεί­ας του σώμα­τος το ότι σήκω­σε το κρε­βά­τι, ώστε να μη θεω­ρη­θεί ότι το γεγο­νός αυτό ήταν απο­κύ­η­μα φαν­τα­σί­ας. Και δεν το κάνει αυτό προ­η­γου­μέ­νως, παρά αφού τους ρώτη­σε: «Τί γάρ στιν εκοπώ­τε­ρον, επεν, φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι, επεν, γει­ρε κα περι­πά­τει; να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας — τότε λέγει τ παρα­λυ­τικ· γερ­θες ρόν σου τν κλί­νην κα παγε ες τν οκόν σου(:και είναι πράγ­μα­τι οι σκέ­ψεις σας αυτές κακό­γνω­μες και κακο­προ­αί­ρε­τες, διό­τι, τι είναι ευκο­λό­τε­ρο να πει κανείς: “είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου”, ή να πει: “σήκω όρθιος και περ­πά­τα”; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο. Για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων”- τότε λέει στον παρά­λυ­το: “Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου”)»[Ματθ. 9,5–6].

Αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής: «Τι σας φαί­νε­ται ότι είναι ευκο­λό­τε­ρο, να θερα­πεύ­σω σώμα παρά­λυ­το ή να συγ­χω­ρή­σω τα αμαρ­τή­μα­τα; Είναι φανε­ρό ότι ευκο­λό­τε­ρο είναι η θερα­πεία του σώμα­τος· διό­τι όσο η ψυχή είναι ανώ­τε­ρη του σώμα­τος, τόσο σπου­δαιό­τε­ρο είναι να συγ­χω­ρή­σεις τα αμαρ­τή­μα­τα αυτής. Αλλά επει­δή το ένα δεν φαί­νε­ται, ενώ το άλλο είναι φανε­ρό, γι’ αυτό προ­σθέ­τω το κατώ­τε­ρο, αλλά πιο οφθαλ­μο­φα­νές, με σκο­πό και το ανώ­τε­ρο και αθέ­α­το να απο­δει­χτεί δια­μέ­σου αυτού». Έτσι, έμπρα­κτα απο­κά­λυ­πτε εκ των προ­τέ­ρων πλέ­ον εκεί­νο που είπε ο Ιωάν­νης, ότι δηλα­δή Αυτός σηκώ­νει τις αμαρ­τί­ες του κόσμου[ βλ. Ιω. 1,29: «Τ παύ­ριον βλέ­πει ωάν­νης τν ησον ρχό­με­νον πρς ατν κα λέγει· δε μνς το Θεο αρων τν μαρ­τί­αν το κόσμου(:την άλλη μέρα είδε ο Ιωάν­νης τον Ιησού να έρχε­ται κον­τά του και είπε: “Να Eκεί­νος που προ­φή­τευ­σε ο Ησα­ΐ­ας και μας Tον απέ­στει­λε ο Θεός για να θυσια­στεί ως αρνί και να σηκώ­σει με τη σφα­γή και τη θυσία Του ολό­κλη­ρη την αμαρ­τία και την ενο­χή του κόσμου, και έτσι να την εξα­λεί­ψει”)»].

Αφού λοι­πόν θερά­πευ­σε τον παρα­λυ­τι­κό, τον απο­στέλ­λει στο σπί­τι του. Πάλι με την ενέρ­γειά Του αυτή φανε­ρώ­νει την ταπεί­νω­σή Του και ακό­μη ότι το γεγο­νός αυτό δεν ήταν φαν­τα­στι­κό· διό­τι εκεί­νους που ήσαν μάρ­τυ­ρες της ασθε­νεί­ας, τους καθι­στά μάρ­τυ­ρες και της πραγ­μα­τι­κής θερα­πεί­ας. «Εγώ, βέβαια, ήθε­λα», λέγει, «δια­μέ­σου της δικής σου ασθέ­νειας να θερα­πεύ­σω και εκεί­νους που νομί­ζουν ότι είναι υγιείς, αλλά είναι ασθε­νείς πνευ­μα­τι­κώς. Επει­δή όμως δεν θέλουν, πήγαι­νε στο σπί­τι σου, για να θερα­πεύ­σεις και να διορ­θώ­σεις τους οικεί­ους σου». Προ­σέ­χεις με ποιο τρό­πο απο­δει­κνύ­ει ότι ο Ίδιος είναι ο δημιουρ­γός και της ψυχής και του σώμα­τος; Θερα­πεύ­ει, λοι­πόν, την παρά­λυ­ση του κάθε συστα­τι­κού του ανθρώ­που και την θερα­πεία που είναι αθέ­α­τη την απο­δει­κνύ­ει με εκεί­νη που είναι φανε­ρή. Αλλά εξα­κο­λου­θούν ακό­μη να σύρον­ται στο χώμα· διό­τι λέγει :«Ἰδόν­τες δ ο χλοι θαύ­μα­σαν κα δόξα­σαν τν Θεν τν δόν­τα ξου­σί­αν τοιαύ­την τος νθρώ­ποις(:όταν λοι­πόν τα πλή­θη του λαού είδαν αυτό που έγι­νε, θαύ­μα­σαν και δόξα­σαν τον Θεό, ο οποί­ος έδω­σε δια­μέ­σου του Χρι­στού στους ανθρώ­πους τέτοια εξου­σία, να συγ­χω­ρούν­ται δηλα­δή οι αμαρ­τί­ες, και συγ­χρό­νως να για­τρεύ­ον­ται με έναν λόγο αθε­ρά­πευ­τες ασθέ­νειες του σώμα­τος)»[Ματθ. 9,8]. Τους εμπό­δι­ζε ακό­μη η ανθρώ­πι­νη σάρ­κα την οποία είχε περι­βλη­θεί και γι ‘αυτό δυσκο­λεύ­ον­ταν να αντι­λη­φθούν πλή­ρως τη θεό­τη­τά Του.

Ωστό­σο δεν τους μαλώ­νει, μα προ­χω­ρεί και με τα έργα Του τους αφυ­πνί­ζει και τους εξυ­ψώ­νει το φρό­νη­μα· διό­τι προς το παρόν δεν ήταν μικρό να Τον θεω­ρούν ανώ­τε­ρο από όλους τους ανθρώ­πους και ότι έχει έλθει εκ μέρους του Θεού. Επει­δή, εάν είχαν τέλεια βεβαιό­τη­τα γι’ αυτό μέσα τους, τότε βαθ­μιαία θα αντι­λαμ­βά­νον­ταν ότι ήταν και του Θεού Υιός. Αλλά δεν κατε­νόη­σαν καλά αυτά, γι’ αυτό και δεν μπό­ρε­σαν να Τον πλη­σιά­σουν· διό­τι έλε­γαν πάλι: «Οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάβ­βα­τον ο τηρε(:Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του”. Άλλοι έλε­γαν: “Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός να κάνει τέτοια απο­δει­κτι­κά και σημα­δια­κά θαύ­μα­τα;”. Και δια­φω­νού­σαν μετα­ξύ τους[Ιω. 9,16]. Και πάλι: «Πώς είναι δυνα­τόν να προ­έρ­χε­ται Αυτός από τον Θεό;». Και συνε­χώς αυτά ανέ­φε­ραν, για να δικαιο­λο­γή­σουν τα δικά τους πάθη.

Το ίδιο κάνουν και σήμε­ρα πολ­λοί άνθρω­ποι και πιστεύ­ουν ότι ο Θεός εκδι­κεί­ται και εκδη­λώ­νουν με τον τρό­πο αυτόν τα δικά τους πάθη, ενώ πρέ­πει να εξε­τά­ζου­με τα πάν­τα με επιεί­κεια· διό­τι ο Θεός, μπο­ρού­σε πραγ­μα­τι­κά, να ρίξει κεραυ­νό σε εκεί­νους που Τον βλα­σφη­μούν, αλλά εντού­τοις ανα­τέλ­λει για όλους τον ήλιο και βρέ­χει και όλα τα άλλα τα παρέ­χει με αφθο­νία. Αυτόν πρέ­πει να μιμού­μα­στε και εμείς και να παρα­κα­λού­με, να συμ­βου­λεύ­ου­με, να νου­θε­τού­με με πρα­ό­τη­τα, χωρίς να οργι­ζό­μα­στε ούτε να γινό­μα­στε πραγ­μα­τι­κά θηρία· διό­τι δεν συμ­βαί­νει καμία βλά­βη στο Θεό από τη βλα­σφη­μία, για να θυμώ­σεις. Αντί­θε­τα, ο βλά­σφη­μος ο ίδιος δέχε­ται και το τραύ­μα από τη βλα­σφη­μία του. Γι’ αυτό λοι­πόν στέ­να­ξε, θρή­νη­σε, διό­τι το πάθος αυτό είναι άξιο δακρύ­ων. Επί­σης αυτόν που τραυ­μα­τί­στη­κε, τίπο­τε δεν μπο­ρεί να τον θερα­πεύ­σει τόσο, όσο η επιεί­κεια.

Πρό­σε­ξε εξάλ­λου, με ποιο τρό­πο μας μιλεί ο υβρι­σθείς Θεός και στην Παλαιά και στην Και­νή Δια­θή­κη. Στην Παλαιά μεν λέγει: «Λαός μου, τί ποί­η­σά σοι τί λύπη­σά σε τί παρη­νώ­χλη­σά σοι; ποκρί­θη­τί μοι (:Λαέ μου, τι κακό σου έκα­να ή σε τι σε λύπη­σα ή σε τι σε παρε­νό­χλη­σα; Απάν­τη­σέ μου)»[Μιχ.6,3]. Στην Και­νή επί­σης λέγει: «Σαολ Σαούλ, τί με διώ­κεις;(: Σαούλ, Σαούλ, για­τί με κατα­διώ­κεις;)» [Πράξ. 9,5].Και ο Παύ­λος, επί­σης, προ­τρέ­πει να διδά­σκου­με με πρα­ό­τη­τα όσους έχουν αντί­θε­τα φρο­νή­μα­τα: «ν πρᾳότητι παι­δεοντα τος ντι­δια­τι­θεμνους, μποτε δ ατος Θες μετνοιαν ες πγνω­σιν ληθεας(: ο δού­λος του Κυρί­ου να παι­δα­γω­γεί και να συνε­τί­ζει με πρα­ό­τη­τα εκεί­νους που έχουν αντί­θε­τα φρο­νή­μα­τα, μήπως καμία φορά τους δώσει ο Θεός μετά­νοια και οδη­γη­θούν στην πλή­ρη και ορθή γνώ­ση της αλή­θειας)»[Β΄ Τιμ. 2,25].

Αλλά και όταν οι μαθη­τές πλη­σί­α­σαν τον Χρι­στό και ήγει­ραν την αξί­ω­ση να κατέ­βει φωτιά από τον ουρα­νό, τους μάλω­σε πολύ και τους είπε, επι­πλήτ­τον­τάς τους: «Οκ οδατε ποί­ου πνεύ­μα­τός στε μες(:δεν ξέρε­τε ακό­μη τι δια­θέ­σε­ων και φρο­νη­μά­των ανθρώ­πους σας κάνει η νέα πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ζωή που μετα­δί­δει η διδα­σκα­λία μου και η χάρη του Πνεύ­μα­τός μου. Δεν είστε άνθρω­ποι και διδά­σκα­λοι του πνεύ­μα­τος της οργής και τιμω­ρί­ας που επι­κρα­τού­σε στην Παλαιά Δια­θή­κη, αλλά του πνεύ­μα­τος της πρα­ό­τη­τας, της μακρο­θυ­μί­ας και της αγά­πης, που δεν κατα­στρέ­φει, αλλά σώζει)»[Λουκ.9,55]. Και στην παρού­σα περί­πτω­ση δεν είπε: «Ω μια­ροί και αγύρ­τες· ω εσείς που είστε γεμά­τοι από φθό­νο και εχθροί της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων». Αλλά λέγει: «Για­τί κάνε­τε πονη­ρές σκέ­ψεις μέσα στις καρ­διές σας;».

Κατά συνέ­πεια, πρέ­πει με επιεί­κεια να αφα­νί­ζου­με τα νοσή­μα­τα· διό­τι εκεί­νος που θα γίνει καλύ­τε­ρος, πιε­ζό­με­νος από τον ανθρώ­πι­νο φόβο, γρή­γο­ρα θα επι­στρέ­ψει εκ νέου στην πονη­ρία. Γι’ αυτό, άλλω­στε, προ­έ­τρε­ψε να αφή­σουν και τα ζιζά­νια[ βλ. Ματθ. 13,30: «φετε συναυ­ξά­νε­σθαι μφό­τε­ρα μέχρι το θερι­σμο, κα ν καιρ το θερι­σμο ρ τος θερι­στας· συλ­λέ­ξα­τε πρτον τ ζιζά­νια κα δήσα­τε ατ ες δέσμας πρς τ κατα­κασαι ατά, τν δ στον συνα­γά­γε­τε ες τν ποθή­κην μου(:αφή­στε να μεγα­λώ­νουν και τα δύο μέχρι την επο­χή του θερι­σμού. Και τον και­ρό του θερι­σμού, δηλα­δή της τελι­κής κρί­σε­ως, θα πω στους θερι­στές αγγέ­λους μου: “Μαζέψ­τε πρώ­τα τα ζιζά­νια και δέστε τα σε δεσμί­δες για να τα κατα­κά­ψε­τε. Δηλα­δή ξεχω­ρί­στε τους πονη­ρούς ανθρώ­πους και ρίξ­τε τους όλους μαζί στη φωτιά της αιω­νί­ου κολά­σε­ως. Το σιτά­ρι όμως μαζέψ­τε το στην απο­θή­κη μου. Τους αγα­θούς δηλα­δή και ενά­ρε­τους συνάξ­τε τους στην ουρά­νια βασι­λεία”)»] , για να δώσει τη δυνα­τό­τη­τα και τον και­ρό να μετα­νο­ή­σουν. Πραγ­μα­τι­κά πολ­λοί από αυτούς μετα­νόη­σαν και έγι­ναν σπου­δαί­οι, ενώ προ­η­γου­μέ­νως ήσαν φαύ­λοι, όπως είναι ο Παύ­λος, ο τελώ­νης και ο ληστής· διό­τι ενώ ήσαν ζιζά­νια, έγι­ναν σίτος εκλε­κτός. Βέβαια, όσον αφο­ρά τα σπέρ­μα­τα αυτό είναι αδύ­να­το, αλλά ανα­φο­ρι­κά με τη διά­θε­ση των ανθρώ­πων είναι πολύ εύκο­λο, διό­τι αυτή δεν υπό­κει­ται στους φυσι­κούς νόμους, αλλά έχει τιμη­θεί με την ελευ­θε­ρία της εκλο­γής.

Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν, όταν δεις έναν εχθρό της αλή­θειας να τον φρον­τί­σεις, να τον επι­με­λη­θείς, να τον οδη­γή­σεις με λόγους απαλ­λαγ­μέ­νους από κάθε κατη­γο­ρία[«Λγον γι, κατγνω­στον, να ξ ναντας ντραπ μηδν χων περ μν λγειν φαλον(: να είναι λόγος σωστός και υγι­ής, ελεύ­θε­ρος από την αρρώ­στια της αιρέ­σε­ως, ακα­τη­γό­ρη­τος, ώστε κάθε αντί­πα­λος και εχθρός του Χρι­στού και του Ευαγ­γε­λί­ου να ντρο­πια­στεί, καθώς δεν θα έχει να λέει κανέ­να κακό για μας)»: Τίτ. 2,8], να του προ­σφέ­ρεις προ­στα­σία και κηδε­μο­νία, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις κάθε τρό­πο διορ­θώ­σε­ως, μιμού­με­νος τους αρί­στους ιατρούς· διό­τι και αυτοί δε θερα­πεύ­ουν με ένα τρό­πο μόνο, αλλά όταν δουν ότι δεν υπο­χω­ρεί η πλη­γή στο αρχι­κό φάρ­μα­κο προ­σθέ­τουν άλλο και ύστε­ρα από αυτό πάλι άλλο. Και άλλο­τε μεν κάνουν εγχει­ρή­σεις, ενώ άλλο­τε θέτουν επι­δέ­σμους. Και εσύ, λοι­πόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις κάθε τρό­πο θερα­πεί­ας σύμ­φω­να με τους νόμους του Χρι­στού, για να λάβεις αμοι­βή και για τη δική σου σωτη­ρία και για την ωφέ­λεια που έδω­σες στους άλλους. Όλα να τα κάνεις προς δόξαν του Θεού και έτσι θα δοξά­ζε­σαι και ο ίδιος. «Δι τοτο τάδε λέγει Κύριος Θες σρα­ήλ· επα· οκός σου κα οκος το πατρός σου διε­λεύ­σε­ται νώπιόν μου ως αἰῶνος· κα νν φησ Κύριος· μηδαμς μοί, τι λλ᾿ τος δοξά­ζον­τάς με δοξά­σω, κα ξου­θενν με τιμα­σθή­σε­ται (:Για τη χλια­ρή και ασε­βή συμ­πε­ρι­φο­ρά σου αυτά λέγει Κύριος, ο Θεός του Ισρα­ήλ· ‘’Σου είπα άλλο­τε και υπο­σχέ­θη­κα ότι οι πατρι­κοί σου πρό­γο­νοι, επο­μέ­νως και ο δικός σου οίκος, θα είναι πάν­το­τε μαζί μου για να με υπη­ρε­τούν. Αλλά τώρα ο Κύριος λέγει: “Για κανέ­να λόγο και τρό­πο δεν ανέ­χο­μαι πλέ­ον αυτό. Αλλά εγώ θα δοξά­ζω εκεί­νους, που με δοξά­ζουν και με σέβον­ται, και θα κατα­φρο­νή­σω και θα εξου­θε­νώ­σω εκεί­νους, οι οποί­οι με κατα­φρο­νούν’’)»[Α΄Βασ. 2,30].

Τα πάν­τα, λοι­πόν, ας τα πράτ­του­με προς δόξα του Θεού, για να λάβου­με τη μακά­ρια εκεί­νη κλη­ρο­νο­μία, την οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΚΘ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 10, σελί­δες 279–297.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 65, σελ. 92- 100.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ὂχλος καί ἂρχον­τες)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«χλος καί ρχον­τες»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 26–7‑1992]

(Β265)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, ο Ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος μάς διη­γεί­ται το θαύ­μα της θερα­πεί­ας ενός παρα­λυ­τι­κού. Είδε ο Κύριος την πίστιν εκεί­νων που μετέ­φε­ραν τον παρά­λυ­το και είπε σε αυτόν: «Θάρ­σει, τέκνον(:Πάρε θάρ­ρος, παι­δί μουφέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου. (:Σου συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες σου)».

Εκεί πλάι, όπως συνή­θως πάν­το­τε, ευρί­σκον­το μερι­κοί Γραμ­μα­τείς, που όταν άκου­σαν ότι συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες του παρα­λύ­του, είπε ο καθέ­νας από μέσα του: «Οτος βλα­σφη­με. Κα δν ησος τς νθυ­μή­σεις ατν επεν· να τί μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν; (:’’Αυτός βλα­σφη­μεί. Ποιος έχει δικαί­ω­μα να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες;’’. Ο Κύριος γνω­ρί­ζον­τας τι εσκέ­φθη­σαν, τους λέγει: ‘’Για­τί εσείς σκέ­πτε­σθε πονη­ρά πράγ­μα­τα;’’)». Και τι λέγει ο Κύριος; «Τί γάρ στιν εκοπώ­τε­ρον, επεν(: «Για­τί», λέγει, «τι είναι ευκο­λό­τε­ρο να ειπεί κανείς»), φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι, επεν, γει­ρε κα περι­πά­τει;(:Δεν είναι ευκο­λό­τε­ρο πράγ­μα να θερα­πεύ­σεις κάποιον από του να του αφή­σεις αμαρ­τί­ες;)». Διό­τι επι­τέ­λους, μία θερα­πεία, βέβαια με τη δύνα­μη του Θεού, πλην όμως, μια θερα­πεία κάνει και η Ιατρι­κή. Αλλά αυτό βεβαί­ως δεν είναι ευκο­λό­τε­ρον; Παρά του να πει κανείς σε κάποιον: «Σου συγ­χω­ρούν­ται α μαρ­τί­αι», κάτι που προ­σω­πι­κά ανή­κει στον Θεό;- «να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας(:Για να δεί­τε ότι έχει εξου­σία ο υιός του ανθρώ­που επά­νω στη γη να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες)». Και ευθύς λέγει εις τον παρά­λυ­τον να σηκω­θεί, να πάρει το κρε­βά­τι του και να πάει στο σπί­τι του.

Μία μικρή παρέν­θε­ση. Πώς μπο­ρεί να ξέρο­με ότι συγ­χω­ρή­θη­καν οι αμαρ­τί­ες αυτού του ανθρώ­που; Θα ερω­τή­σε­τε. Διό­τι δεν είναι ένα σκο­τει­νό πράγ­μα; Πάμε στην εξο­μο­λό­γη­ση και δεχό­με­θα την άφε­ση των αμαρ­τιών μας. Πού­θε ξέρο­με ότι συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες μας; Εδώ λοι­πόν πώς μπο­ρού­σε να γνω­ρί­ζει κανείς ότι συγ­χω­ρή­θη­καν οι αμαρ­τί­ες εκεί­νου του παρα­λύ­του; Από το ακο­λου­θούν θαύ­μα. Διό­τι Εκεί­νος που είπε με τόσην ευκο­λία «Σήκω και περ­πά­τα», προ­φα­νώς κατέ­χει και το άλλο. Κι Εκεί­νος που είπε: «ν τινων φτε τς μαρ­τί­ας, φίεν­ται ατος», δηλα­δή στο μυστή­ριο πια της Εξο­μο­λο­γή­σε­ως, ο ίδιος είναι Εκεί­νος που συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες.

Όταν οι όχλοι είδαν το θαύ­μα «θαύ­μα­σαν ‑σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος-κα δόξα­σαν τν Θεν τν δόν­τα ξου­σί­αν τοιαύ­την τος νθρώ­ποις». ΄Ετσι βλέ­πο­με από τη μία μεριά τους άρχον­τες ‑άλλος Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι ήτα­νε όχι μόνον Γραμ­μα­τείς, αλλά και Φαρι­σαί­οι- να σκέ­πτον­ται πονη­ρά και υπο­τι­μη­τι­κά δια τον Χρι­στόν και από την άλλη μεριά ο όχλος να θαυ­μά­ζει και να δοξά­ζει τον Θεό. Δυο δια­φο­ρε­τι­κές συμ­πε­ρι­φο­ρές έναν­τι του Ιησού Χρι­στού. Και το εκπλη­κτι­κόν είναι ότι μέσα στην Ιστο­ρία, εκτός εξαι­ρέ­σε­ων, δια­τη­ρεί­ται αυτή η ιδία σχέ­σις έναν­τι του Ιησού Χρι­στού, τόσο από τον λαό, όσο και από τους άρχον­τες του λαού. Η ιδία σχέ­σις. Μέσ’ τους αιώ­νες.

Οι άρχον­τες του λαού. Όλοι γνω­ρί­ζο­με πόσο αρνη­τι­κή ήταν η συμ­πε­ρι­φο­ρά των αρχόν­των έναν­τι του Ιησού, εκτός βέβαια κάποιων εξαι­ρέ­σε­ων. Όταν οι άρχον­τες έβλε­παν τον λαόν να ακο­λου­θεί τον Κύριον και Εκεί­νος να επι­τε­λεί θαύ­μα­τα, κατε­λή­φθη­σαν από φθό­νο. Μας το λέγουν αυτό οι ιεροί Ευαγ­γε­λι­σταί. Ιδιαί­τα­τα ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. Με κάθε τρό­πο προ­σπα­θού­σαν να τον μειώ­σουν εις τα μάτια του λαού. Έτσι, έλε­γαν οι Φαρι­σαί­οι: «ν τ ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων κβάλ­λει τ δαι­μό­νια». Δηλα­δή: «Σε ποιον πηγαί­νε­τε να σας θερα­πεύ­σει; Αυτός; Αυτός είναι αρχι­βε­ελ­ζε­βούλ, αρχι­διά­βο­λος είναι. Και με τη δύνα­μη του δια­βό­λου βγά­ζει τα δαι­μό­νια». Όταν έστει­λαν κάπο­τε τους υπη­ρέ­τας των οι άρχον­τες, για να συλ­λά­βουν τον Ιησούν, εκεί­νοι γύρι­σαν και είπαν: «Οδέπο­τε οτως λάλη­σεν νθρω­πος, ς οτος νθρω­πος». «Ποτέ άνθρω­πος δεν μίλη­σε έτσι, όπως μίλη­σε αυτός ο άνθρω­πος». Εκεί­νοι τι απήν­τη­σαν; «Μ κα μες πεπλά­νη­σθε; (:Μήπως και εσείς έχε­τε πλα­νη­θεί;). Μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων; (: «Μήπως κανείς», λέει, «από τους άρχον­τες ή από τους Φαρι­σαί­ους επί­στευ­σε εις αυτόν;»λλ᾿ χλος οτος (:Να, αυτός ο όχλος) μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι! (:Αυτοί, ο λαός, ο όχλος, που δεν γνω­ρί­ζει τον νόμο και είναι βέβαια επι­κα­τά­ρα­τοι αυτοί οι άνθρω­ποι που δεν γνω­ρί­ζουν τον νόμον· αυτοί ακο­λου­θούν τον Ιησούν)».

Βλέ­πε­τε λοι­πόν πώς υπο­τι­μού­σαν τον Ιησούν οι άρχον­τες; Οι αρχιε­ρείς, οι ιερείς του ναού, οι Φαρι­σαί­οι, οι Γραμ­μα­τείς, από πλευ­ράς βέβαια, θρη­σκεί­ας. Από δε πλευ­ράς πολι­τεί­ας, ο Ηρώ­δης, ο εγγο­νός του μεγά­λου Ηρώ­δου, ο Πιλά­τος, ο Πόν­τιος Πιλά­τος και όλοι αυτοί στά­θη­καν εχθροί του Ιησού. Όταν Τον σταύ­ρω­σαν οι αρχιε­ρείς, πήγαν από κάτω και οι άρχον­τες του λαού και τι έκα­ναν; «ξεμυ­κτή­ρι­ζον δ κα ο ρχον­τες λέγον­τες(:Τον κορόι­δευαν επί του Σταυ­ρού, Τον κορόι­δευαν…) ·λλους σωσεν σωσά­τω αυτόν, ε οτος στιν χριστς το θεο κλε­κτός». «Ας τον σώσει λοι­πόν ο Θεός, αν είναι ο εκλε­κτός του Θεού, αν τον παρα­δέ­χε­ται ότι είναι ο Μεσ­σί­ας». Και όταν οι στρα­τιώ­ται, που φυλού­σαν τον τάφον, πλη­ρο­φο­ρούν τους αρχιε­ρείς ότι ο Ιησούς ανε­στή­θη, εκεί­νοι- αχρεί­οι άνθρω­ποι, αχρεί­οι…- τους πλή­ρω­σαν να δια­φη­μί­σουν ότι οι μαθη­ταί έκλε­ψαν το σώμα νυκτός.

Όλη αυτή η εχθρι­κή στά­σις, αγα­πη­τοί μου, τόσο των θρη­σκευ­τι­κών, όσο και των πολι­τι­κών αρχόν­των, συνο­ψί­ζε­ται μέσα σε μία φρά­ση προ­φη­τι­κώς εις τον 2ον ψαλ­μόν: «Παρέ­στη­σαν ο βασι­λες τς γς, κα ο ρχον­τες συνή­χθη­σαν π τ ατ κατ το Κυρί­ου κα κατ το χρι­στο ατο».

Την αυτήν συμ­πε­ρι­φο­ράν, προ­σέ­ξα­τε, εκτός βέβαια εξαι­ρέ­σε­ων, έχουν δεί­ξει οι άρχον­τες όλων των λαών έναν­τι του Ιησού. Μέχρι σήμε­ρα. Οι άρχον­τες των λαών, όπως και αν λέγον­ται, πολι­τι­κοί, διοι­κη­τι­κοί, δεν έχουν σχέ­σεις αγα­θές με τον Ιησούν. Στην ελλη­νι­κή μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ακού­σα­τε ποτέ, άρχον­τες του λαού, πολι­τι­κοί, διοι­κη­τι­κοί, όλοι αυτοί, ακού­σα­τε ποτέ να μιλά­νε δια τον Ιησούν Χρι­στόν; Σε κάποια ομι­λία τους, προ­ε­κλο­γι­κή ή οποια­δή­πο­τε άλλη ομι­λία τους, τους ακού­σα­τε να ανα­φέ­ρουν το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού; Εγώ δεν άκου­σα ποτέ. Κι αν καμιά φορά ακου­στεί το όνο­μα του Θεού, να ακου­στεί ένα «Δόξα τ Θε», ακού­γε­ται κάπου-κάπου, ένα «δόξα τ Θε (λέγει), πήγα­με καλά· δόξα τ Θεῷ…», δεν μπο­ρού­με να γνω­ρί­ζο­με σε τι Θεό πιστεύ­ουν. Λέγει ο πατήρ Ιου­στί­νος Πόπο­βιτς ‑για­τί είναι παρ­μέ­νο από την Αγία Γρα­φή-: «Αν δεν ομο­λο­γή­σεις Χρι­στόν, Θεόν δεν ομο­λο­γείς». Και όπως λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Εάν δεν έχεις τον Υιόν, ούτε τον Πατέ­ρα έχεις». Έτσι, δεν ξέρο­με σε τι Θεό πιστεύ­ουν οι άνθρω­ποι αυτοί. Για­τί μα ποτέ δεν ακού­στη­κε σε δημό­σιο χώρο από τα χεί­λη αρχόν­των, δημάρ­χων, ξέρω ‘γω, το όνο­μα «Ιησούς Χρι­στός». Το ακού­σα­τε ποτέ; Ελά­τε να μου το πεί­τε. Η Μασω­νία, αγα­πη­τοί μου, εδώ το βλέ­πει κανείς καθα­ρά, κυριο­λε­κτι­κώς έχει αλώ­σει τους άρχον­τές μας, εκτός βεβαί­ως εξαι­ρέ­σε­ων. Κι επει­δή έγι­νε μόδα, συρ­μός, να μην ακού­γε­ται το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, κι εκεί­νοι που τυχόν δεν είναι τέκτο­νες, δεν είναι Μασώ­νοι, περι­στέλ­λουν τον εαυ­τόν τους και δεν ανα­φέ­ρουν το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού. Η αθε­ΐα; Το ίδιο. Και ο φορέ­ας της αθε­ΐ­ας, ο υλι­σμός; Ναι. Σπά­νια στην Ιστο­ρία υπήρ­ξαν ηγέ­ται φιλι­κώς δια­κεί­με­νοι προς τον Ιησούν Χρι­στόν. Σπά­νια.

Και κάτι χει­ρό­τε­ρο. Σύγ­χρο­νο αυτό. Αν δεν είναι και παλαιό. Πάν­τως είναι σύγ­χρο­νο. Χωρίς να πιστεύ­ουν στον Χρι­στό οι άρχον­τες, μιλούν για την Ορθο­δο­ξία. Είδα­τε αυτόν τον και­ρό πόσος λόγος γίνε­ται για την Ορθο­δο­ξία των Ανα­το­λι­κών λαών της Ευρώ­πης; Αυτή την στιγ­μή, πολι­τι­κώς, η Ορθο­δο­ξία θεω­ρεί­ται ότι είναι μία πολύ σημαν­τι­κή δύνα­μις. Έτσι, τι αλή­θεια, τρα­γι­κό, γίνε­ται πολι­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­σις. Προ­σπα­θού­με δηλα­δή, διε­γεί­ρον­τες το αίσθη­μα του Ορθο­δό­ξου Χρι­στια­νού, να στα­θού­με κατ’ έναν­τι εκεί­νων, οι οποί­οι, κι αυτοί Χρι­στια­νοί, η Δύσις, αλλά σε άλλο κλί­μα, που ανή­κουν στη Δυτι­κήν, θα λέγα­με, Εκκλη­σί­αν.

Ούτε στους κύκλους των αρχόν­των γίνε­ται κου­βέν­τα δια τον Χρι­στόν. Θεω­ρεί­ται μία ξεπε­ρα­σμέ­νη υπό­θε­σις, πολύ ξεπε­ρα­σμέ­νη. Αξία περι­φρο­νή­σε­ως και αξία ειρω­νεί­ας δια τον Χρι­στόν. Βρε­θή­κα­τε ποτέ σε κύκλους αρχόν­των; Μιλούν για τον Χρι­στό; Ακό­μη και οι θρη­σκευ­τι­κοί ηγέ­ται, όπως τότε, στην επο­χή του Χρι­στού, οι θρη­σκευ­τι­κοί ηγέ­ται της Δύσε­ως, είναι αμφί­βο­λο αν πιστεύ­ουν εις τον Χρι­στό. Είναι αμφί­βο­λον. Πώς και για­τί; Όταν χαλ­κεύ­ουν τον Οικου­με­νι­σμό, ο οποί­ος είναι Συγ­κρη­τι­σμός-το κρη με ήτα, όχι από το συγ­κρί­νω αλλά από το συν και Κρήτες‑, ο Συγ­κρη­τι­σμός δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά μία χοά­νη, μέσα στην οποία πέφτουν όλες οι θρη­σκεί­ες. Εάν λοι­πόν υπο­στη­ρί­ζο­με τον Οικου­με­νι­σμόν, και όχι λίγοι της Ανα­το­λι­κής μας Ορθο­δό­ξου Εκκλη­σί­ας πιστεύ­ουν εις τον Οικου­με­νι­σμόν κα μάλι­στα υψη­λά ιστά­με­νοι, ρωτού­με, πιστεύ­ουν τελι­κά στον Χρι­στόν; Όταν μπο­ρούν να βάζουν στο ίδιο ύψος τον Χρι­στόν με τον Μωά­μεθ ή τον Βού­δα, ερω­τώ, μπο­ρούν αυτοί να λέγον­ται ότι είναι Χρι­στια­νοί; Πιστεύ­ουν στον Χρι­στό; Είναι δυνα­τόν ποτέ να πιστεύ­ουν εις τον Χρι­στόν; Και, όπως απο­δει­κνύ­ουν τα τελευ­ταία γεγο­νό­τα στη Βαλ­κα­νι­κή- δεν κάνω πολι­τι­κή με αυτά που λέγω- όπως απο­δει­κνύ­ουν, θρη­σκευ­τι­κοί ηγέ­τες ‑ξέρε­τε ότι είναι θρη­σκευ­τι­κός πόλε­μος ουσια­στι­κά… Το έχε­τε αντι­λη­φθεί ότι όλη αυτή η ταρα­χή στα Βαλ­κά­νια είναι θρη­σκευ­τι­κός πόλε­μος; Το έχε­τε αντι­λη­φθεί; Πίσω δε απ’ αυτόν τον θρη­σκευ­τι­κόν πόλε­μον κρύ­βον­ται αβυσ­σα­λέα συμ­φέ­ρον­τα...Το έχε­τε αντι­λη­φθεί;- Λοι­πόν, ξέρε­τε ότι οι θρη­σκευ­τι­κοί ηγέ­ται- κατα­λα­βαί­νε­τε, ας μην πω το όνο­μα- ξεκι­νούν και συν­τη­ρούν αυτές τις πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις; Το φαν­τά­ζε­στε αυτό; Πιστεύ­ουν εις τον Χρι­στό οι άνθρω­ποι αυτοί; Είναι δυνα­τόν να πιστεύ­ουν; Θα λέγα­με, «Ω Κύριε, άρχον­τες και της πολι­τεί­ας, των πολι­τειών και της Εκκλη­σί­ας Σου και οι πολι­τι­κοί και οι πάν­τες, σε πρό­δω­σαν».

Μένει και ο όχλος. Ο όχλος… Πολύ συχνά γίνε­ται λόγος στα Ευαγ­γέ­λια για τον όχλο, τους όχλους, που ακο­λου­θούν τον Ιησούν. Στη σημε­ρι­νή Ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, γρά­φει ο Ματ­θαί­ος ότι «δόν­τες δ ο χλοι -Τι είδαν; Το θαύ­μα- θαύ­μα­σαν κα δόξα­σαν τν Θεν τν δόν­τα ξου­σί­αν τοιαύ­την τος νθρώ­ποις»· «που έδω­σε», λέγει, «τέτοια εξου­σία εις τους ανθρώ­πους». Τι έκα­ναν; θαύ­μα­σαν κα δόξα­σαν.

Βέβαια, προ­σέξ­τε εδώ κάτι. Όταν ακού­με «χλο», δεχό­με­θα την έννοια με την κακή της σημα­σία. Δηλα­δή όπως λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος «Δμος χλώ­δης». «Λαός τσο­κα­ρία», ας μου επι­τρα­πεί αυτή η έκφρα­ση. «Α, αγράμ­μα­τοι άνθρω­ποι, παρα­συ­ρό­με­νοι, φωνά­ζουν, οχλο­κρα­τία». Μία περι­γρα­φή μιας τέτοιας οχλο­κρα­τί­ας μάς δίδει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς στα επει­σό­δια στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Όταν πήγε ο Παύ­λος εκεί, τότε, γρά­φει, ότι «Προ­σλα­βό­με­νοι δ ο πει­θοντες ουδαοι τν γοραί­ων τινς νδρας πονη­ρος ‑Είδα­τε; Άνδρες πονη­ροί, αγο­ραί­οι, α, της αγο­ράς άνθρω­ποι-κα χλο­ποι­ή­σαν­τες(:συνέ­στη­σαν όχλον) θορύ­βουν τν πόλινβοντες τι ο τν οκου­μέ­νην ναστα­τώ­σαν­τες οτοι κα νθά­δε πάρει­σιν». «Εκεί­νοι που ανα­στά­τω­σαν την οικου­μέ­νη, οι Από­στο­λοι, ήρθαν και εδώ, ήρθαν στην πόλη μας». Μ’ αυτήν την έννοιαν «όχλος», την κακήν σημα­σία, θα λέγα­με «αυτοί είναι όχλος».

Η έννοια «χλος» όμως στην Και­νή Δια­θή­κη σημαί­νει λαός. Και μάλι­στα λαός του Θεού, ο λαός του Θεού. Συχνά εναλ­λάσ­σον­ται λοι­πόν οι όροι «λαός» και «όχλος». Δεν θα πού­με συνε­πώς τη λέξη «όχλος» με την κακή σημα­σία. Θα πει ο Κύριος στον Παύ­λο στην Κόριν­θο: «Μ φοβο, λλ λάλει κα μ σιω­πήσς, διό­τι λαός στί μοι πολς ν τ πόλει ταύτ». «Εδώ υπάρ­χει λαός δικός μου πολύς». Και βέβαια αυτός ο λαός ήτο δυνά­μει. Ακό­μη δεν είχε ακού­σει το κήρυγ­μα του Παύ­λου. Όπως και εδώ τώρα, αυτοί που θαυ­μά­ζουν τα θαύ­μα­τα του Χρι­στού, είναι λαός δυνά­μει του Θεού. Αλλά είτε ενερ­γεί λαός, είναι ο λαός του Κυρί­ου. Είναι «λαός Κυρια­κός», όπως λέγει ο Κλή­μης ο Αλε­ξαν­δρεύς. Δηλα­δή ο λαός του Κυρί­ου.

Η στά­ση του λαού ή του όχλου έναν­τι του Κυρί­ου ήταν θαυ­μα­στή, θαυ­μα­στή· εν αντι­θέ­σει με τη συμ­πε­ρι­φο­ρά των αρχόν­των. Έτσι έχο­με πολ­λές απο­χρώ­σεις συμ­πε­ρι­φο­ράς του λαού έναν­τι του Ιησού Χρι­στού, από την Αγί­αν Γρα­φήν, και μας εκπλήσ­σει. Έτσι δειγ­μα­το­λη­πτι­κά: «Κα ν διδά­σκων τ καθ᾿ μέραν ν τ ερ· ο δ ρχιε­ρες κα ο γραμ­μα­τες ζήτουν ατν πολέ­σαι κα ο πρτοι το λαο, (:Ζητού­σαν να τον σκο­τώ­σουν οι άρχον­τες) λας γρ πας ξεκρέ­μα­το ατο κού­ων. (:Ακού­γον­τας, κρε­μό­ταν από τα χεί­λη του)». Βλέ­πε­τε κι εμείς έχο­με την φρά­ση αυτή: «Κρέ­μο­μαι από τα χεί­λη του ομι­λούν­τος». «ξεκρέ­μα­το», λέει από το στό­μα Του.

Ακό­μη: «Κα πς λας ρχε­το πρς ατόν· ‑Πήγαι­νε. Οι άλλοι; Οι άρχον­τες; Πήγαι­ναν για να κατη­γο­ρή­σουν. Πήγαι­ναν για να κατα­σκο­πεύ­σουν. Πήγαι­ναν για να βρουν μία αιτία για να θανα­τώ­σουν τον Ιησούν-. Κα καθί­σας δίδα­σκεν ατούς».

Ακό­μη: «Καί πς χλος ρθρι­ζεν πρός ατόν ν τ ρει, κού­ων ατο». Πήγαι­νε από ξημε­ρώ­μα­τα, για να τον ακού­σει.

Ακό­μη: «Κα πς λας κού­σας κα ο τελναι δικαί­ω­σαν τν Θεόν». Δηλα­δή παρα­δέ­χθη­καν τον Ιησούν και είπαν: «Σωστά τα λέει: Ο Θεός τον έστει­λε τον Ιησούν».

Ακό­μη: «Κα πς λας δν δωκεν ανον τ Θε». Όταν είδε κι έβλε­πε τα θαύ­μα­τα, έδι­νε αίνον, δοξο­λο­γία στον Θεό.

Ακό­μη: «ξεπλήσ­σον­το ο χλοι π τ διδαχ ατο». Οι όχλοι; ξεπλήσ­σον­το. «Τι είναι αυτή η διδα­σκα­λία! Τι κατα­πλη­κτι­κή!». Εκεί­νο που είπαν και οι υπη­ρέ­ται των αρχόν­των. «Ποτέ δεν λάλη­σε άνθρω­πος, όπως αυτός ο άνθρω­πος».

Και τέλος, αν, τέλος…: «Κα πολς χλος κουεν ατο δέως». «Ο πολύς όχλος τον άκου­γε ευχα­ρί­στως, τον άκου­γε γλυ­κά».

Εξάλ­λου και μέσα απ’ αυτόν τον όχλον, ακού­στη­κε και μία γυναι­κεία φωνή κάπο­τε, που εμα­κά­ρι­σε την Θεο­τό­κον: Κι εμείς στην Εκκλη­σία μας, σε κάθε γιορ­τή της Πανα­γί­ας, την φωνήν αυτήν την έχο­με τρό­παιον· όταν είπε: «γένε­το δ ν τ λέγειν ατν τατα πάρα­σά τις γυν(:σήκω­σε κάποια γυνή) φωνν κ το χλου(:σήκω­σε φωνή, φώνα­ξε) επεν ατ· μακα­ρία κοι­λία βαστά­σα­σά σε κα μαστο ος θήλα­σας». Δηλα­δή: «Ευτυ­χι­σμέ­νη η μάνα που σε γέν­νη­σε και σε ανέ­θρε­ψε». Έτσι άκου­γε ο όχλος, έτσι άκου­γε ο λαός. Είναι κατα­πλη­κτι­κό.

Βέβαια οι άρχον­τες, στην απο­δο­χή αυτή του λαού, έλε­γαν και κατη­γο­ρού­σαν και εύρι­σκαν άγνοια εις τον λαόν. «Α», έλε­γαν: «μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων; λλ’ χλος οτος μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι!». Α, ώστε έτσι; «Ο λαός που δεν ξέρει τον νόμο, είναι επι­κα­τά­ρα­τοι». Ταλαί­πω­ροι άρχον­τες, αυτό είναι το επι­χεί­ρη­μά σας; Αλλά το επι­χεί­ρη­μά σας αυτό στρέ­φε­ται εναν­τί­ον σας. Για­τί; Είσα­στε οι εντε­ταλ­μέ­νοι από τον Θεό να διδά­ξε­τε τον λαό. Και να παρη­γο­ρή­σε­τε τον λαό. Και να τον βοη­θή­σε­τε. Τον διδά­ξα­τε τον νόμο του Θεού; Και τώρα λέτε ότι αγνο­εί ο λαός, ο όχλος τον νόμο του Θεού και συνε­πώς είναι επι­κα­τά­ρα­τοι; Αυτοί, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού, σεις οι άρχον­τες τούς λέτε «πικα­τα­ρά­τους»;

Γι΄αυτό ο Κύριος, αγα­πη­τοί μου, είδε τον λαό παρα­τη­μέ­νο και παρα­πε­τα­μέ­νο και είπε: «Ευσπλα­χνί­ζο­μαι, τους λυπά­μαι. Είναι σαν να μην έχουν ποι­μέ­να, ποί­μνιο που δεν έχει ποι­μέ­να». Από δω ξεκι­νά και η παμ­με­γί­στη ευθύ­νη των αρχόν­των.

Αγα­πη­τοί, καθ’ όλο το μήκος της Και­νής Δια­θή­κης, παρα­τη­ρού­με μία ισχυ­ρή αντί­θε­ση μετα­ξύ αρχόν­των πολι­τι­κών ή θρη­σκευ­τι­κών και λαού. Προ­σέξ­τε· ή θρη­σκευ­τι­κών. Στο κάτω κάτω της Γρα­φής, στη δίκη του Ιησού, οι πολι­τι­κοί άρχον­τες έδει­ξαν βέβαια μία ολι­γω­ρία. Τι έλε­γε ο Πιλά­τος; «Δεν βρί­σκω τίπο­τε σε Αυτόν». Τι έλε­γε ο Ηρώ­δης; Που τον έστει­λε ο Πιλά­τος στον Ηρώ­δη. Δεν του βρή­κε τίπο­τα. Με φανα­τι­σμό τον εσταύ­ρω­σαν οι θρη­σκευ­τι­κοί άρχον­τες, οι εκκλη­σια­στι­κοί άρχον­τες. Ναι, ναι. Καλώς ειπώ­θη­κε, από έναν αρνη­τή της πίστε­ως βέβαια ειπώ­θη­κε, αλλά ήταν σωστό αυτό που ειπώ­θη­κε· σύγ­χρο­νου λογο­τέ­χνη. Ότι αν ξανα­ερ­χό­ταν ο Χρι­στός, οι εκκλη­σια­στι­κοί θα τον ξανα­σταύ­ρω­ναν. Αυτό είναι αλή­θεια.

Αλλά τι σημαί­νει εδώ; Ότι οι άρχον­τες είχαν τότε αλλο­τριω­θεί, είχαν απο­ξε­νω­θεί. Κι αυτό γίνε­ται καθ’ όλο το μήκος της Ιστο­ρί­ας. Θα επα­να­λά­βω, εκτός εξαι­ρέ­σε­ων. Οι άρχον­τες, και στην επο­χή μας, πολι­τι­κοί, εκκλη­σια­στι­κοί, έχουν αλλο­τριω­θεί, έχουν απο­ξε­νω­θεί από τον Χρι­στόν. Υπάρ­χει μία μυω­πι­κή δοξο­μα­νία. Υπάρ­χουν υλι­κά συμ­φέ­ρον­τα. Υπάρ­χει κάλυ­ψις ευη­με­ρούν­τος βίου και ηδο­νών. Αν θα έλθει ο Ιησούς, θα μας θέλει να είμε­θα ασκη­τι­κό­τε­ροι, λιτό­τε­ροι, ε, δεν τον θέλο­με. Το βλέ­πο­με αυτό, αγα­πη­τοί μου, στους άρχον­τες τους εκκλη­σια­στι­κούς. Αν κάποιοι τηρούν το Ευαγ­γέ­λιο σωστά, οι κάποιοι άλλοι, εκκλη­σια­στι­κοί πάλι, τους βλέ­πουν στρα­βά, τους εχθρεύ­ον­ται και τους διώ­κουν. Αυτό θα έκα­ναν ξανά εις τον Ιησούν Χρι­στόν.

Ο λαός βέβαια πολ­λές φορές παρα­σύ­ρε­ται και ακο­λου­θεί το κακό τους παρά­δειγ­μα. Και δυστυ­χώς πολ­λές φορές ο λαός γίνε­ται «κατ᾿ εκόνα κα καθ᾿ μοί­ω­σιν» των αρχόν­των του. Και… «Όποιος είναι ο λαός ‑λέει μία κου­βέν­τα- τέτοιοι είναι και οι άρχον­τες». Και αντί­στρο­φα. «Όποιοι είναι οι άρχον­τες, είναι και ο λαός». Βέβαια οφεί­λει ο λαός σεβα­σμό εις τους άρχον­τάς του. Αλλά δεν πρέ­πει να τους μιμεί­ται. Ο λαός δεν είναι πρό­βα­τα άλο­γα. Είναι άνθρω­ποι. Έχουν λογι­κή, έχουν κρί­ση. Και μάλι­στα στην επο­χή μας, ο λαός είναι, πολ­λοί εξ αυτών, μορ­φω­μέ­νοι άνθρω­ποι, εγγράμ­μα­τοι άνθρω­ποι. Συνε­πώς, δεν μπο­ρούν να κρί­νουν; Είναι εκεί­νο που είπε ο Κύριος: «Πάν­τα ον σα ἐὰν επωσιν μν τηρεν, τηρετε κα ποιετε(:Ό,τι σας λέγουν, κάτι καλό, κάν­τε το), κατ δ τ ργα ατν μ ποιετε(:Κατά τη ζωή τους όμως, όχι)· λέγου­σι γάρ, κα ο ποιοσι (:Λένε αλλά δεν πράτ­τουν)». Αλλά το αισθη­τή­ριο και το κρι­τή­ριο, αγα­πη­τοί μου, του λαού, στην πλειο­νό­τη­τά του, είναι αλάν­θα­στον! Προ­σέ­ξα­τέ το, είναι αλάν­θα­στο. Ο λαός διαι­σθά­νε­ται πού είναι η αλή­θεια, πού είναι το γνή­σιο. Το ίδιο συνέ­βαι­νε και εις τις απο­φά­σεις των Οικου­με­νι­κών Συνό­δων, χωρίς να μακρύ­νω περισ­σό­τε­ρο τον λόγον.

Αγα­πη­τοί, οι άρχον­τες, πολι­τι­κοί και εκκλη­σια­στι­κοί χάλα­σαν. Όχι μόνον την ζωή τους, που είπε ο Κύριος, αλλά χάλα­σαν και στα λόγια τους, λέγουν στρα­βά πράγ­μα­τα, λέγουν περί­ερ­γα πράγ­μα­τα. Για­τί έχα­σαν ακό­μη και την δημο­σία ντρο­πή. Οι πολ­λοί, οι πιο πολ­λοί είναι χαλα­σμέ­νοι και αδό­κι­μοι. Έτσι, θα σας έλε­γα, κάνον­τας μια έκκλη­ση, προ­σέ­χε­τε εμάς, κλη­ρι­κός είμαι και σας ομι­λώ, που σημαί­νει είμαι άρχον­τας εκκλη­σια­στι­κός για μια στιγ­μή, με λύπη μου το λέω, προ­σέ­χε­τε τι σας λέμε. Μην σκαν­δα­λί­ζε­σθε. Προ­χω­ρά­τε. Λυπη­θεί­τε μας, λυπη­θεί­τε μας, θα παρα­κα­λέ­σω πολύ. Και προ­σεύ­χε­σθε ακό­μη για μας. Για­τί χαλά­σα­με. Και η όλη κατά­στα­σις αυτή, επι­πλέ­ον, πρέ­πει να σας το πω, και μην πυρώ­νε­στε, ανά­βε­τε από μέσα σας, είναι και σημεί­ον των εσχά­των. Ναι, σημεί­ον των εσχά­των. Λέγει το βιβλί­ον της Απο­κα­λύ­ψε­ως ότι η ουρά του δρά­κον­τος, του φιδιού, του θηρί­ου, ο δρά­κων ο αρχαί­ος, ο μέγας, ο διά­βο­λος, σηκώ­θη­κε στον ουρα­νό και έσυ­ρε το τρί­τον των αστέ­ρων. Να. «Κα ορ ατο σύρει τ τρί­τον τν στέ­ρων το ορανο, κα βαλεν ατος ες τν γν». Στο 12ο κεφά­λαιο της Απο­κα­λύ­ψε­ως. Πρό­κει­ται για την πτώ­ση των αρχόν­των. «στέ­ρες» είναι οι άρχον­τες. Ο λαός του Θεού, ας ακο­λου­θεί τον Χρι­στόν, έστω κι αν οι άρχον­τές του και δη οι εκκλη­σια­στι­κοί άρχον­τές του Τον έχουν προ­δώ­σει. «Βλέ­πε­τε γρ τν κλσιν μν, -λέει ο Από­στο­λος στους Κοριν­θί­ους- το κάλε­σμά σας),δελ­φοί, τ μωρ το κόσμου ξελέ­ξα­το Θες να τος σοφος καται­σχύν». Εσάς, τους απλούς ανθρώ­πους. Είπαν ότι ο Παύ­λος μάζε­ψε τα σαρί­δια, λέει, της Μεσο­γεί­ου. Προς τιμήν του είναι. Ο λαός του Θεού, που ήρθε να καται­σχύ­νει τους ισχυ­ρούς και τους ευγε­νείς. Τα «μωρ το κόσμου» είναι ο λαός του Θεού. Έτσι, ας ευχη­θού­με να είμε­θα πάν­το­τε ο λαός του Θεού, που θα ακού­με την φωνή Του και θα Τον ακο­λου­θού­με.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_535.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Τὸ νὰ μὴ χαί­ρε­ται κανεὶς μὲ τὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπαί­σχυν­τα σημά­δια Α. ἀνθρώ­πι­νης ψυχῆς ποὺ ἔχει σκλη­ρύ­νει ἡ ἁμαρ­τία. Τί διδά­σκει ὁ ἥλιος τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸ πρωὶ ὼς τὸ βρά­δυ; «Ἄνθρω­ποι! Νὰ χαί­ρε­στε μὲ τὸ καλό. Ἡ χαρά σας αὐτὴ θὰ σᾶς μετα­τρέ­ψει σὲ μικροὺς θεούς!»

Τὸ πει­να­σμέ­νο ἀηδό­νι κελαη­δά­ει γιὰ μιὰ δυὸ ὧρες κατὰ τὰ χαρά­μα­τα, ὡσό­του βρεῖ δυὸ μπου­κί­τσες φαγη­τὸ γιὰ πρωι­νό. Τί διδά­σκει τὸ ἀηδό­νι αὐτὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ κεί­τον­ται στὰ πλού­σια κρε­βά­τια τους κι ἀνοί­γουν τὸ στό­μα τους ὄχι γιὰ νὰ τρα­γου­δή­σουν, μὰ νὰ φᾶνε; «Ἄνθρω­ποι! Νὰ χαί­ρε­στε μὲ τὸ καλό, νὰ τρα­γου­δᾶ­τε τὸ καλό!» Νὰ μὴ ρωτᾶ­τε: «Ποια­νοῦ τὸ καλό;» Τὸ καλὸ δὲν ἔχει ἀφεν­τι­κὸ στὴ γῆ. Εἶναι ἕνας ἐπι­σκέ­πτης ποὺ ἔρχε­ται ἀπὸ μακριά. Ἐμεῖς οἱ θνη­τοὶ δὲν εἴμα­στε ἰδιο­κτῆ­τες, ἀλλὰ ὑμνη­τές του.

Τὸ νὰ λυπᾶ­ται κανεὶς μὲ τὴ λύπη τῶν ἄλλων, εἶναι κάτι ποὺ μπο­ροῦν εὔκο­λα νὰ τὸ κάνουν ἀκό­μα κι ἁμαρ­τω­λοὶ ἐνή­λι­κες ἄνθρω­ποι. Τὸ νὰ χαί­ρε­σαι μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων ὅμως, εἶναι κάτι ποὺ μόνο τὰ παι­διὰ μπο­ροῦν νὰ κάνουν, καθὼς κι ἐκεῖ­νοι ποὺ εἶναι ἀθῶ­οι σὰν παι­διά. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὸς ἐὰν μὴ δέξη­ται τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ ὡς παι­δί­ον, οὐ μὴ εἰσέλ­θη εἰς αὐτήν» (Μάρκ. ἰ ́ 15). Τί ἄλλο εἶναι ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὸ σύνο­λο ὅλου τοῦ καλοῦ κι ἡ ἀπου­σία ὅλου τοῦ κακοῦ; Τὸ ἀθῶο παι­δὶ χαί­ρε­ται περισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου, ἀπ’ ὅσο χαί­ρε­ται ὁ κακὸς ἄνθρω­πος μὲ τὸ δικό του καλό. Γιὰ τὸ παι­δὶ δὲν ὑπάρ­χει καλὸ τοῦ ἄλλου ἢ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Μοι­ρά­ζε­ται τὸ γέλιο μὲ ὁποιον­δή­πο­τε. Ἀκό­μα καὶ τὸν καγ­χα­σμὸ τὸν λογα­ριά­ζει γιὰ γέλιο. Κανέ­νας στὴ γῆ δὲν εἶναι τόσο θεο­ει­δὴς ὅσο τὸ ἀθῶο παι­δί. Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ στὸ δικό μας καλό, στὸ παρα­μι­κρὸ δικό μας καλό, εἶναι ἀνέκ­φρα­στα τέλεια. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε γιὰ νὰ ζήσει ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, μᾶς ἀπο­κά­λυ­ψε τὰ ἀρίφ­νη­τα πλού­τη τῶν εὐλο­γιῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ παι­διὰ ἔνιω­σαν ἀγαλ­λί­α­ση μὲ τίς εὐλο­γί­ες αὐτές. Τὸ ἴδιο ἔκα­ναν καὶ κεῖ­νοι ποὺ εἶχαν ἀγα­θὴ προ­αί­ρε­ση κι ἁπλό­τη­τα κι ἔμοια­ζαν πολὺ μὲ παι­διά.

Ὁ Χρι­στὸς θυμί­ζει στοὺς ἀνθρώ­πους τὴν πρώ­τη τους κατοι­κία, ἐκεῖ ποὺ ζοῦ­σε μὲ τὴ λαμ­πρό­τη­τα τῆς παρου­σί­ας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συν­τρο­φιὰ τῶν ἀγγέ­λων. Τὰ παι­διὰ τὸ χαί­ρον­ται αὐτό, ἐνῶ οἱ κακοὶ ἐνή­λι­κες τὸ μυκτη­ρί­ζουν. Ὁ Χρι­στὸς ἀφαι­ρεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους το φόβο, τοὺς κάνει ἄφο­βους, κυρί­ους τοῦ κόσμου. Τα παι­διὰ τὸ δέχον­ται μὲ χαρὰ αὐτό, οἱ ἄρχον­τες ὅμως τὸ ἀπορ­ρί­πτουν. Ὁ Χρι­στός μας δεί­χνει πῶς μπο­ρεῖ ὁ ἑνω­μέ­νος μέ το Θεὸ ἄνθρω­πος νὰ κατα­κτή­σει τὸν ἑαυ­τό του, τὴ φύση γύρῳ,γύρω του, τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, τὴν ἀρρώ­στια καί το θάνα­το. Τὰ παι­διὰ στρι­μώ­χνον­ται μὲ χαρὰ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ γευ­τοῦν ὅσο καλύ­τε­ρα μπο­ροῦν τὴ χαρὰ ποὺ προ­κύ­πτει ἀπὸ τίς νῖκες αὐτές. Οἱ γραμ­μα­τεῖς ὅμως τὸν πιέ­ζουν μὲ φθό­νο, θέλουν νὰ βροῦν αἰτία νὰ τὸν ταπει­νώ­σουν, νὰ τὸν συλ­λά­βουν καὶ νὰ τὸν βασα­νί­σουν. Τὰ παι­διὰ ἀνα­ζη­τοῦν τὴν εὐλο­γία τοῦ Χρι­στοῦ, ἐνῶ οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ τὸν βλα­σφη­μοῦν. Ἄν οἱ ἄνθρω­ποι ἦταν λογι­κοὶ καὶ συνε­τοί, θά ‘πρε­πε νὰ χαί­ρον­ται σὰν παι­διὰ μὲ τὴν κάθε λέξη καί την κάθε πρά­ξη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐκεῖ­νος δεί­χνει μόνο τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώ­πους, μόνο τὴ λαμ­πρό­τη­τα καὶ τὴν ὀμορ­φιὰ τοῦ καλοῦ, τὴ γλυ­κύ­τη­τα, τὴ διάρ­κεια καὶ τὴ δύνα­μη τοῦ καλου. Ὑπάρ­χουν ὅμως πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι ποὺ οὔτε τότε οὔτε καὶ τώρα χαί­ρον­ται ὅταν βλέ­πουν τὸ καλὸ ποὺ φανέ­ρω­σε καὶ ἔκα­νε ὁ Χρι­στός. Μὰ για­τί συμ­βαί­νει αὐτό; Ἐπει­δὴ οἱ ἄνθρω­ποι ἔχουν συνά­ψει εἰρή­νη μὲ τὸ κακό, ἔχουν συνη­θί­σει στὸ κακὸ καὶ κάνουν παρέα μὲ τὸ κακό. Ἔτσι τὸ κακὸ γι’ αὐτοὺς εἶναι μιὰ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐνῶ τὸ καλὸ δὲν εἶναι παρὰ φαν­τα­σία, ἀπά­τη.

Τέτοιοι ἄνθρω­ποι μοιά­ζουν μὲ τὴν κότα ποῦ ραμ­φί­ζει μάταια γιὰ πολ­λὴ ὥρα ἕνα σπυ­ρὶ ζωγρα­φι­σμέ­νο σὲ πίνα­κα. Κι ὅταν δίπλα στὸ ζωγρα­φι­σμέ­νο σπυ­ρὶ βάζουν ἕνα ἀλη­θι­νό, ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νη ἡ κότα δὲν τὸ τσιμ­πᾶ, ἐπει­δὴ λογα­ριά­ζει τὸ πραγ­μα­τι­κὸ σπυ­ρὶ γιὰ ψεύ­τι­κο. Πόσο κοκο­ρό­μυα­λοι εἶναι οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ποὺ νομί­ζουν πῶς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νά προ­κύ­ψει ἀπά­τη, ὅπως γίνε­ται ἀπὸ τὰ ἄλλα χέρια, τὰ ἀκά­θαρ­τα! Ἄν μπο­ροῦ­σε νὰ προ­κύ­ψει ἀπά­τη ἀπὸ τὰ χέρια Του, ἀπὸ τὰ χεί­λη Του, τότε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που θὰ ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ πιὸ πικρὴ κι ἀπὸ τὴν ἀνυ­παρ­ξία, πιὸ τρο­με­ρὴ κι ἀπὸ τὸ πιὸ φοβε­ρὸ ὄνει­ρο, πιὸ ἄγρια κι ἀπὸ τὸ ἀγριό­τε­ρο θηρίο.

Ἐκεῖ­νοι ποὺ δὲν ἁπλώ­νουν τὰ χέρια τοὺς γιὰ νὰ συναν­τή­σουν τὰ χέρια τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι ἑκα­τὸ φορὲς ἀξιο­θρή­νη­τοι. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἁπλώ­νουν πρὸς ἄλλες κατευ­θύν­σεις, σίγου­ρα θὰ τὰ βάλουν στὴ φωτιὰ ἢ στὸ στό­μα τοῦ λύκου. Ἑκα­τὸ φορὲς μακά­ριοι εἶστε ἐσεῖς οἱ πιστοί, ποὺ χαί­ρε­στε στὸ ἄκου­σμα τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπως χαί­ρον­ται τὰ παι­διὰ στὸ ἄκου­σμα τῆς φωνῆς τῆς μητέ­ρας τους. Φτά­νει μόνο νὰ ὁπλι­σθεῖ­τε μὲ δύνα­μη καὶ ὑπο­μο­νή, γιὰ ν’ ἀντέ­ξε­τε ὼς τὸ τέλος στὴν πίστη καὶ τὴ χαρά. Για­τί αὐτὸς ποὺ ξεκι­νᾶ ν’ ἀκο­λου­θή­σει τὸ Χρι­στὸ κι ἔπει­τα γυρί­ζει πίσω, εἶναι χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ κεῖ­νον ποὺ δὲν ξεκί­νη­σε καθό­λου. Ἄν ὁ Κύριος τὸν ἐλευ­θέ­ρω­σε ἀπὸ ἕνα πονη­ρὸ πνεῦ­μα κι αὐτὸς ἔπει­τα τὸν ἀπαρ­νιέ­ται, θὰ τὸν κατα­λά­βουν ἑπτὰ δαι­μό­νια, χει­ρό­τε­ρα ἀπὸ τὸ πρῶ­το (βλ. Λουκ. ἰα’ 24–26).

Ὁ Χρι­στὸς εἶναι σὰν τὴ νερο­χω­ρί­στρα. Ὅπου ἐμφα­νί­ζε­ται, οἱ ἄνθρω­ποι ἀμέ­σως χωρί­ζον­ται σὲ δύο στρα­τό­πε­δα: σ’ ἐκεί­νους ποὺ χαί­ρον­ται στὸ καλὸ καὶ σ’ ἐκεί­νους ποὺ δὲ χαί­ρον­ται. Αὐτὸ γίνε­ται σήμε­ρα μὲ τοὺς ἀνθρώ­πους κι αὐτὸ γινό­ταν καὶ τίς μέρες ποὺ ὁ Κύριος περ­πα­τοῦ­σε στὴ γῆ, φορῶν­τας ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς δίνει μιᾷ περι­γρα­φῇ τῆς φοβε­ρῆς αὐτῆς διαί­ρε­σης τῶν ἀνθρώ­πων, μπρο­στὰ στὴν παρου­σία Ἔκεί­νου ποὺ φανε­ρώ­νει τὸ καλό, τοῦ Κυρί­ου καὶ Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ.

«Καὶ ἐμβὰς (ὁ Ἰησοῦς) εἰς πλοῖ­ον διε­πέ­ρα­σε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Αὐτὸ ἔγι­νε μετὰ τὴν ἐπί­σκε­ψη ποὺ ἔκα­νε στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, στὴν ἀνα­το­λι­κὴ ὄχθη τῆς λίμνης Γενη­σα­ρέτ, ἐκεῖ ποὺ θερά­πευ­σε τοὺς δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νους καὶ ἐπι­τί­μη­σε μὲ δρι­μύ­τη­τα τὴν ἀπι­στία τῶν ἀνθρώ­πων, ἐνῶ οἱ δαί­μο­νες εἶχαν δια­κη­ρύ­ξει πῶς ὁ Χρι­στὸς ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χρι­στὸς μπῆ­κε σ’ ἕνα πλοῖο. Ἦταν τὸ ἴδιο πλοῖο ὅπου νωρί­τε­ρα εἶχε κάνει ἕνα θαῦ­μα ἰσά­ξιο μὲ τὴ θερα­πεία τῶν δαι­μο­νι­σμέ­νων. Μιλᾶ­με γιὰ τότε ποὺ ὁ Χρι­στὸς «ἔπε­τί­μη­σε τοὺς ἀνέ­μους καὶ τῇ θαλάσ­σῃ, καὶ ἐγέ­νε­το γαλή­νη μεγά­λη» (Ματθ. ἡ 26). Στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο βλέ­που­με πῶς μετὰ τὴν ἐπι­στρο­φή του ἀπὸ τὸ ταξί­δι αὐτὸ ὁ Κύριος θερά­πευ­σε τὸν παρα­λυ­τι­κὸ καὶ συγ­χώ­ρε­σε τίς ἁμαρ­τί­ες του. Βλέ­που­με πῶς σὲ πολὺ σύν­το­μο διά­στη­μα ὁ Χρι­στὸς ἔκα­νε τρία θαυ­μα­στὰ ἔργα, τρία κατα­πλη­κτι­κὰ θαύ­μα­τα, ποὺ ἐπι­βε­βαί­ω­σαν τὴν ἔλευ­ση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Στὸ συν­το­μό­τε­ρο δυνα­τὸ χρό­νο ὁ Κύριος φανέ­ρω­σε τρεὶς τερά­στιες εὐλο­γί­ες στοὺς ἀνθρώ­πους: τὴ δύνα­μή Τοῦ πάνω στὴ φύση, τὴν ἐξου­σία Του στοὺς δαί­μο­νες καὶ τὴν ἰσχύ Του στὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴν ἀρρώ­στια. Κι οἱ τρεὶς αὐτὲς εὐλο­γί­ες προ­ξε­νοῦν πολὺ μεγά­λη ἀγαλ­λί­α­ση κι εὐφρο­σύ­νη στοὺς ἀνθρώ­πους.

Οἱ ἁλυ­σί­δες μὲ τίς ὁποῖ­ες μᾶς ἔχει δεμέ­νους ἡ φύση εἶναι φοβε­ρές. Ποιός δὲ θὰ χαι­ρό­ταν ἂν ἐλευ­θε­ρω­νό­ταν ἀπ’ αὐτές; Πολὺ πιὸ φοβε­ρὲς ὅμως εἶναι οἱ ἁλυ­σί­δες μὲ τίς ὁποῖ­ες μᾶς δεσμεύ­ουν οἱ δαί­μο­νες καὶ μᾶς μαστι­γώ­νουν, καθὼς μᾶς ὁδη­γοῦν στὴν παρα­φρο­σύ­νη. Ποιός δὲ θὰ χαι­ρό­ταν γιὰ τὴ νίκη ἐναν­τί­ον ἐκεί­νων ποὺ εἶναι οἱ μεγα­λύ­τε­ροι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώ­που; Οἱ ἁλυ­σί­δες μὲ τίς ὁποῖ­ες μᾶς δένει ἡ ἁμαρ­τία καὶ μᾶς παρα­δί­νει δού­λους στὴ φύση, στοὺς δαί­μο­νες καὶ τὴν ἀρρώ­στια, εἶναι ἐκεῖ­νες μὲ τίς ὁποῖ­ες ὁ ἄνθρω­πος δέθη­κε θελη­μα­τι­κὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε ποὺ ἀρνή­θη­κε νὰ ὑπα­κού­σει στὸ Δημιουρ­γό του καὶ νὰ ταπει­νω­θεῖ σ’ Αὐτόν. Ποιός ἀπό σας, θνη­τοὶ ἄνθρω­ποι, δὲ θὰ χαι­ρό­ταν ἂν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀπαλ­λα­γεῖ ἀπ’ αὐτὲς τίς πρῶ­τες ἁλυ­σί­δες, ὅπου στη­ρί­ζον­ται ὅλες οἱ ὑπό­λοι­πες ποὺ σᾶς σκλα­βώ­νουν;

Ἡ τελευ­ταία αὐτὴ εὐλο­γία, δηλα­δὴ ἡ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ πάνω στὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴν ἀρρώ­στια, φανε­ρώ­θη­κε στοὺς ἀνθρώ­πους ὅταν ὁ Κύριος διε­πέ­ρα­σε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν. Πόλη Του ἦταν ἡ Καπερ­να­ούμ. Ἐκεῖ ἔγκα­τα­στά­θη­κε ὅταν τὸν ἔδιω­ξαν ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ, τὴν πόλη ὅπου ἔζη­σε πολ­λὰ χρό­νια κι ὅπου παρὰ λίγο νὰ τὸν σκο­τώ­σουν.

«Καὶ ἰδοὺ προ­σέ­φε­ρον αὐτὸ παρα­λυ­τι­κὸν ἐπὶ κλί­νης βεβλη­μέ­νον» (Ματθ. θ’ 2). Τὸ ἴδιο περι­στα­τι­κὸ περι­γρά­φουν κι οἱ εὐαγ­γε­λι­στὲς Μάρ­κος καὶ Λου­κᾶς. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἔχουν κάποιες λεπτο­μέ­ρειες ποὺ ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος παρα­λεί­πει. Ὁ ἄνθρω­πος ἦταν τόσο παρά­λυ­τος, ποὺ ὄχι μόνο δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πάει μόνος του στὸ Χρι­στό, ἀλλὰ οὔτε ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κου­νη­θεῖ. Ἔτσι οἱ συγ­γε­νεῖς κι οἱ φίλοι του ἀναγ­κά­στη­καν νὰ τὸν μετα­φέ­ρουν ἀπὸ τὸ σπί­τι του καὶ νὰ τὸν φέρουν στὸ Χρι­στὸ μὲ τὸ κρε­βά­τι του. Ἡ ἀπελ­πι­στι­κὴ κατά­στα­ση κι ἡ ἀδυ­να­μία του ἄρρω­στου ἀνθρώ­που φαί­νε­ται κι ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς πῶς τὸ κρε­βά­τι ἔπρε­πε νὰ τὸ κου­βα­λοῦν τέσ­σε­ρις ἄνθρω­ποι, γιὰ νὰ μένει ὅσο γίνε­ται στα­θε­ρός, νὰ μὴν κου­νιέ­ται. Ὅταν τὸν ἔφε­ραν στὸ σπί­τι ὅπου βρι­σκό­ταν ὁ Ἰησοῦς, δια­πί­στω­σαν πῶς οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ στρι­μώ­χνον­ταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρ­τα γιὰ νὰ μποῦν ἦταν τόσο πολ­λοί, ποῦ σὲ κεί­νους ἡ εἴσο­δος θὰ ἦταν ἀδύ­να­τη. Ἔτσι ἀπο­φά­σι­σαν ν’ ἀνοί­ξουν μιὰ τρῦ­πα στὴν ὀρο­φὴ τοῦ σπι­τιοῦ καὶ νὰ κατε­βά­σουν ἀπὸ κεῖ τὸ κρε­βά­τι μὲ τὸν παρά­λυ­το ἄνθρω­πο, μπρο­στὰ στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ Χρι­στὸς μιλοῦ­σε στοὺς ἀνθρώ­πους, τοὺς δίδα­σκε. Καὶ τότε δὲν ἔχα­σε οὔτε στιγ­μή. Μετὰ τὸ ἔργο, ἦρθε ὁ λόγος. Μετά το λόγο, ἦρθε ἡ πρά­ξη. Μὲ τὸ λόγο Του βοη­θοῦ­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ χαροῦν τὸ καλό, νὰ πιστέ­ψουν στὸ καλὸ καθὼς καὶ σ’ Ἐκεῖ­νον, τὸ μέγι­στο φορέα τοῦ καλοῦ.

«Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παρα­λυ­τι­κῷ: θάρ­σει, τέκνον ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σοῦ» (Ματθ. θ’ 2). Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶδε τὴν πίστη τους ὅταν ἄφη­σαν τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο μπρο­στὰ στὰ πόδια Του. Τὴν εἶχε δεῖ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ σήκω­ναν τὸ κρε­βά­τι μὲ τὸν ἄρρω­στο καὶ ξεκί­νη­σαν ἀπὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ τὸν συναν­τή­σουν. Ἐκεῖ­νος ποὺ διά­βα­ζε τίς σκέ­ψεις τῶν ἀνθρώ­πων, μπο­ροῦ­σε πολὺ πιὸ εὔκο­λα νὰ δεῖ καὶ τὰ γεγο­νό­τα, εἴτε μακριὰ γίνον­ταν αὐτὰ εἴτε κον­τά. Εἶχε δεῖ τὸ Ναθα­να­ὴλ κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ προ­τοῦ ὁ ἴδιος ἐμφα­νι­στεῖ μπρο­στά Του. Δὲν ἔβλε­πε μόνο τὰ γεγο­νό­τα, πράγ­μα­τα ποὺ γίνον­ταν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐπρό­κει­το νὰ γίνουν ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου.

Ἐδῶ ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶπε «ἰδὼν αὐτούς», ἀλλὰ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν. Ἤθε­λε ἔτσι νὰ δεί­ξει ὁ Χρι­στὸς πῶς εἶδε αὐτὸ ποὺ ἦταν δυσκο­λό­τε­ρο νὰ δεῖ, ἐκεῖ­νο ποὺ ἦταν κρυμ­μέ­νο βαθιὰ μέσα στὸν ἄνθρω­πο. Κι αὐτὸ τὸ ἔκα­νε γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ προ­σέ­ξου­με τί εἶναι ἐκεῖ­νο ποὺ κοι­τά­ζει ὁ Χρι­στὸς σήμε­ρα, ὅπως καὶ τότε. Γιὰ νὰ μάθου­με πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ζητᾶ­με τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ στὰ προ­βλή­μα­τά μας μόνο ὅταν ἔχου­με πίστη. Κι ὅταν ὁ Θεὸς βλέ­πει τὴν πίστη μας, δὲν ἀργεῖ νὰ μᾶς βοη­θή­σει.

Ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν… Ποιά πίστη εἶδε; Μόνο ἐκεί­νων ποὺ μετέ­φε­ραν τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο ἢ καὶ τὴ δική του; Όπωσ­δή­πο­τε ἦταν σίγου­ρη ἡ πίστη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ μετέ­φε­ραν τὸν ἄρρω­στο. Ὁ Κύριος ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὴ δική τους πίστη καὶ θερά­πευ­σε τὸν παρα­λυ­τι­κό. Ὑπάρ­χουν πολ­λὰ περι­στα­τι­κὰ ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἔκα­νε θαύ­μα­τα χωρὶς νὰ γνω­ρί­ζει τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο οὔτε καὶ τὴν πίστη του. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα στὴν περί­πτω­ση τοῦ νεκροῦ ποὺ ἀνέ­στη­σε, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε καὶ νεκρὸς νὰ εἶχε πίστη, ὥστε ν’ ἀντα­πο­κρι­θεῖ σ’ αὐτὴν καὶ Χρι­στὸς καὶ νὰ κάνει τὸ θαῦ­μα. Ἀλλ’ ἀκό­μα κι ἐκεῖ­νοι ποὺ βρί­σκον­ται κον­τὰ στὸ νεκρὸ ἄνθρω­πο πολ­λὲς φορὲς δὲ δεί­χνουν κάποια ἰδιαί­τε­ρη πίστη. Στὴν περί­πτω­ση τῆς χήρας τῆς Ναΐν, γιὰ παρά­δειγ­μα, δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς εἶχε πίστη, ἀλλὰ πῶς ἔκλαι­γε καὶ θρη­νοῦ­σε πάνω στὸ νεκρὸ παι­δί της. Τὴ στιγ­μὴ ὅμως ποὺ τὴ συνάν­τη­σε ὁ Κύριος, εἶδε τὴ θλί­ψη της καὶ τῆς εἶπε ἀπο­φα­σι­στι­κὰ «μὴ κλαῖε», ἴσως κάποια σπί­θα πίστης ἄνα­βε μέσα της. Ἡ Μάρ­θα κι ἡ Μαρία, οἱ ἀδερ­φὲς τοῦ Λάζα­ρου, δὲν πίστευαν πῶς ὁ Χρι­στὸς θ’ ἀνά­σται­νε τὸ νεκρὸ ἀδερ­φό τους, ποὺ βρι­σκό­ταν ἤδη τέσ­σε­ρις μέρες στὸν τάφο. Μόνο ὁ Ἰάει­ρος εἶχε θερ­μὴ πίστη στὸ Χρι­στό, ὅταν τὸν πλη­σί­α­σε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἡ θυγά­τηρ μοῦ ἄρτι ἐτε­λεύ­τη­σεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπί­θες τὴν χεί­ρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσε­ται» (Ματθ. θ’ 18). Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ὁ Χρι­στὸς δὲ θερά­πευ­σε πολ­λοὺς βαριὰ ἄρρω­στους γιὰ τὴ δική τους πίστη, ἀλλὰ βλέ­πον­τας συνο­λι­κὰ καὶ τὴν πίστη τῶν συγ­γε­νῶν καὶ τῶν φίλων τους. Ἔτσι θερά­πευ­σε καὶ τὸ δοῦ­λο τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου στὴν Καπερ­να­οὺμ (βλ. Ματθ. ἡ 5–13). Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση δὲν ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὴν πίστη τοῦ ἄρρω­στου δού­λου, ἀλλὰ τοῦ ἐκα­τόν­ταρ­χου. Ἔτσι θερά­πευ­σε ἐπί­σης τὴν κόρη τῆς Χανα­ναί­ας, ἀντα­πο­κρι­νό­με­νος στὴν πίστη τῆς μητέ­ρας τῆς (βλ. Ματθ. ἰε’ 22–28), ἀλλὰ καὶ πολ­λοὺς ἐπι­λη­πτι­κοὺς καὶ δαι­μο­νι­ζό­με­νους, καθὼς καὶ τὸν κωφά­λα­λο, βλέ­πον­τας τὴν πίστη τῶν συγ­γε­νῶν καὶ τῶν φίλων τους. Τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους των Γαδά­ρων τοὺς ἐλευ­θέ­ρω­σε ἀπὸ τὰ δαι­μό­νια καὶ τοὺς θερά­πευ­σε χωρὶς οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ δεί­ξουν τὴν πίστη τους οὔτε καὶ οἱ δικοί τους, ἀλλὰ ἁπλᾶ ἐπει­δὴ τοὺς σπλα­χνί­στη­κε κι ἐπει­δὴ ἤθε­λε νὰ ἐφαρ­μό­σει τὸ σχέ­διό Του γιὰ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων, ὥστε νὰ φυτέ­ψει τὴν πίστη στοὺς ἀναί­σθη­τους καὶ νὰ τὴν ἐνι­σχύ­σει στοὺς λιπό­ψυ­χους.

Στὴν περί­πτω­ση τοῦ παρα­λυ­τι­κοῦ ποὺ μᾶς ἀπα­σχο­λεῖ σήμε­ρα, εἶναι φανε­ρὸ πῶς ἐκεῖ­νοι ποὺ τὸν ἔφε­ραν στὸ Χρι­στὸ εἶχαν μεγά­λη πίστη. Ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶχε ἀνάγ­κη νὰ πει­στεῖ γιὰ τὴν πίστη τους ἀπὸ ἐξω­τε­ρι­κὲς ἐκδη­λώ­σεις. Διά­βα­ζε ἄμε­σα τίς καρ­διές τους καὶ τὴν εἶδε. Ἐμεῖς ποὺ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δια­βά­ζου­με τίς καρ­διές, δια­κρί­νου­με τὴ μεγά­λη πίστη ἀπὸ ἐξω­τε­ρι­κὲς ἐνδεί­ξεις. Δὲν εἶναι ἔνδει­ξη μεγά­λης πίστης, γιὰ παρά­δειγ­μα, τὸ ν’ ἀπο­φα­σί­σουν νὰ πάρουν τέσ­σε­ρις ἄνθρω­ποι ἕναν ἀπελ­πι­σμέ­νο ἀνά­πη­ρο καὶ νὰ τὸν φέρουν στὸ Χρι­στό; “Ἔπει­τα τὸ νὰ τὸν ἀνε­βά­σουν στὴν ὀρο­φή, νά τὴν ἀνοί­ξουν καὶ νὰ τὸν κατε­βά­σουν ἀπὸ κεῖ μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό, δὲν εἶναι κι αὐτὸ ἔνδει­ξη μεγά­λης πίστης; Γιὰ σκε­φθεῖ­τε σὲ τί κίν­δυ­νο μπῆ­καν οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ καὶ πόσο γελοῖ­οι θὰ φαί­νον­ταν στοὺς γεί­το­νες, ἂν μετὰ ἀπὸ τέτοια προ­σπά­θεια καὶ τὸ ἄνοιγ­μα τῆς ὀρο­φῆς, ἔπαιρ­ναν πίσω τον ἄνθρω­πό τους ἀθε­ρά­πευ­το! Οἱ ἄνθρω­ποι φοβοῦν­ταν καὶ τότε τίς λοι­δο­ρί­ες ὅπως καὶ σήμε­ρα. Μόνο ἡ μεγά­λη πίστη δὲν τίς φοβᾶ­ται καὶ δὲ διστά­ζει μπρο­στὰ στὸ ἐνδε­χό­με­νο ἀπο­τυ­χί­ας. Ἡ μεγά­λη πίστη δὲ σκέ­φτε­ται κἂν τίς λοι­δο­ρί­ες καὶ τὴν ἀπο­τυ­χία, ὅπως καὶ δὲν ἀμφι­βά­λει γιὰ τὴν ἐπι­τυ­χία.

Θὰ μπο­ροῦ­σε λοι­πὸν ὁ Κύριος νὰ εἶχε θερα­πεύ­σει τὸν ἄρρω­στο βλέ­πον­τας μόνο τὴν πίστη ἐκεί­νων ποὺ τὸν ἔφε­ραν μπρο­στά Του. Ὑπάρ­χουν ἐνδεί­ξεις ὅμως πῶς εἶχε κι ὁ ἄρρω­στος πίστη. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα κάθε ἄνθρω­πος ποὺ ἔχει τὰ λογι­κά του, ἂν δὲν πίστευε δὲ θ’ ἄφη­νε τοὺς ἄλλους νὰ τὸν κου­βα­λᾶ­νε στοὺς δρό­μους πάνω στὸ κρε­βά­τι του καὶ πολὺ περισ­σό­τε­ρο νὰ τὸν ἀνε­βά­σουν στὴν ὀρο­φὴ καὶ νὰ τὸν κατε­βά­σουν ἀπὸ κεῖ μέσα στὸ σπί­τι. Ἀλλ’ ὑπάρ­χει κι ἄλλη μιὰ βαθύ­τε­ρη ἔνδει­ξη γιὰ τὴν πίστη τοῦ ἄρρω­στου. Ὁ Κύριος ἀπευ­θύν­θη­κε σ’ ἐκεῖ­νον χρη­σι­μο­ποιῶν­τας τὴ λέξη «τέκνον»: τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου. Θ’ ἀπο­κα­λοῦ­σε ποτὲ ὁ Χρι­στὸς ἕναν ἄπι­στο «τέκνο»; Θά ‘λεγε ποτὲ σ’ ἕναν ἀμε­τα­νόη­το ἄνθρω­πο ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου;

Ὅταν ὁ Κύριος ἀνά­στη­σε το γιὸ τῆς χώρας στὴ Ναΐν δὲν τὸν ὀνό­μα­σε «τέκνον», ἀλλὰ «νεα­νί­σκο», ἐπει­δὴ ὁ νεκρὸς δὲν μπο­ροῦ­σε οὔτε νὰ πιστεύ­ει οὔτε νὰ μετα­νο­εῖ. Ἐδῶ ὅμως ἀπο­κα­λεῖ τὸν ἄρρω­στο τέκνον. Δὲν εἶπε ὁ Χρι­στός, «ἐὰν (ἕνας ἄνθρω­πος) μετα­νο­ή­σει, ἄφες αὐτῷ» (Λουκ. ἴζ’ 3); Ἡ μετά­νοια ἑπο­μέ­νως, εἶναι προ­ϋ­πό­θε­ση ἄφε­σης. Δὲν ὑπάρ­χει μετά­νοια χωρὶς ντρο­πή, φόβο Θεοῦ καὶ πίστη.

«Καὶ ἰδοὺ τινες τῶν γραμ­μα­τέ­ων εἶπον ἐν ἑαυ­τοῖς οὗτος βλα­σφη­μεῖ» (Ματθ. θ’ 3). Τέτοιες εἶναι οἱ σκέ­ψεις ἐκεί­νων ποὺ δὲ χαί­ρον­ται μὲ τὸ καλό, ποῦ εἶναι φίλοι καὶ ὑπη­ρέ­τες τοῦ πονη­ροῦ. Ἠταν σὰ νὰ λέγα­νε: «Ποιός μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁμαρ­τί­ες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό;» Οἱ κλει­στὲς καὶ μαρα­μέ­νες αὐτὲς ψυχὲς λογά­ρια­ζαν τὸν ἑαυ­τό τους ὡς τὸ σοφό­τε­ρο ἄνθρω­πο τοῦ κόσμου. Τὸ Χρι­στὸ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν κατε­βά­σουν στὰ μέτρα τους, ἂν ὄχι χαμη­λό­τε­ρα. Δὲν εἶχαν χῶρο στὸ ἀγγυ­λω­μέ­νο καὶ σκο­τι­σμέ­νο νοῦ τοὺς γιὰ νὰ κάνουν τὴ σκέ­ψη πῶς ὁ Θεὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐμφα­νι­στεῖ ὡς ἄνθρω­πος, πῶς ἡ ἐμφά­νι­ση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Δὲν τοὺς ἔνοια­ζε πόσο ὑπό­φε­ρε ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος, πολὺ λιγό­τε­ρο νοιά­ζον­ταν γιὰ τὴ θερα­πεία του. Ἐκεῖ­νο ποὺ ἔκα­ναν, ἦταν νὰ ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ται κάθε λέξη τοῦ Χρι­στοῦ, σὲ μιὰ προ­σπά­θεια νὰ τὸν ταπει­νώ­σουν, νὰ τὸν βγά­λουν ἀπὸ τὸ δρό­μο τους καὶ νὰ τὸν ἐξα­λεί­ψουν ὁλό­τε­λα ἀπό το νοῦ τους. Γι’ αὐτοὺς ἦταν πολὺ δύσκο­λο νὰ τὸν ἀπο­δε­χτοῦν, νὰ τὸν χωνέ­ψουν.

«Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυ­μή­σεις αὐτῶν εἶπεν: ἴνα τί ὑμεῖς ἐνθυ­μεῖ­σθε πονη­ρὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν;» (Ματθ. θ’ 4). Οἱ γραμ­μα­τεῖς ποὺ παρευ­ρί­σκον­ταν ἐκεῖ δὲν εἶχαν πεῖ οὔτε λέξη, μόνο μέσα τους εἶχαν κάνει τίς σκέ­ψεις. Κι ὁ Κύριος δὲν εἶπε «τί ἔχε­τε στὸ νοῦ σας» ἀλλὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς οἱ σκέ­ψεις τους αὐτὲς ἦταν γεμᾶ­τες πίκρα καὶ μῖσος. Τὸ Χρι­στὸ δὲν τὸν ἄκου­γαν ὡς πιστοὶ ἢ ὡς ἀντι­κει­με­νι­κοὶ ἐρευ­νη­τές, ἀλλ’ ὡς κατά­σκο­ποι, ὡς διῶ­κτες. Ἄν ἦταν πιστοί, θὰ χαί­ρον­ταν μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χρι­στοῦ ὅπως κι οἱ ἄλλοι, ποὺ ἀφοῦ εἶδαν, ἐδό­ξα­σαν τὸν Θεόν. Ἄν ἦταν ἀντι­κει­με­νι­κοὶ ἐρευ­νη­τές, ἄνθρω­ποι ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σαν τὴν ἀλή­θεια, θὰ πίστευαν στὸ Χρι­στό, ὅπως ἔκα­νε ὁ ἑκα­τόν­ταρ­χος κι ὅσοι ἦταν μαζί του κάτω ἀπό το σταυ­ρό, στὸ Γολ­γο­θᾶ. Ἐκεῖ­νοι παρα­κο­λού­θη­σαν μὲ ἀμε­ρο­λη­ψία καὶ ἀντι­κει­με­νι­κό­τη­τα ὅλα ὅσα γίνον­ταν, πῶς δηλα­δὴ ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη ἀντέ­δρα­σε μὲ φόβο καὶ τρό­μο στὸ θάνα­το τοῦ Χρι­στοῦ κι ἔπει­τα ἀνα­φώ­νη­σαν: «Ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς ἢν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54).

Ὁ Κύριος διά­βα­σε τίς σκέ­ψεις τους. Ποιός ἄλλος μπο­ρεῖ νὰ δια­βά­ζει τίς σκέ­ψεις, ἐκτὸς ἀπό το Θεό; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «ἐτά­ζων καρ­δί­ας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. ζ’ 10), ὅπως ψάλ­λει ὁ Δαβίδ. «Ἐγὼ Κύριος ἐτά­ζων καρ­δί­ας καὶ δοκι­μά­ζων νεφρούς του δοῦ­ναι ἑκά­στῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτου», λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὸ στό­μα τοῦ προ­φή­τη Ἰερε­μία (ἴζ’ 10). Κι ὁ βασι­λιᾶς Σολο­μῶν εἶπε στὴν προ­σευ­χή του «…ὅτι μόνος γινώ­σκεις τὴν καρ­δί­αν υἱῶν ἀνθρώ­πων» (Παραλ. στ’ 30). Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βλέ­πει τὴν καρ­διὰ καὶ τοὺς δια­λο­γι­σμούς της. Ἡ γῆ δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ μάτι, μ’ ὅλο ποὺ τὸ μάτι βλέ­πει τὴ γῆ. Ἔτσι καί το ἀνθρώ­πι­να πλά­σμα­τα, ποὺ εἶναι θνη­τά, δὲν μπο­ροῦν νὰ συλ­λά­βουν τὰ μυστή­ρια τῆς αἰω­νιό­τη­τας. Τὸ μάτι τῆς αἰω­νιό­τη­τας ὅμως μπο­ρεῖ καὶ συλ­λαμ­βά­νει ὅλα ὅσα γίνον­ται στὴ γῆ, μέσα στὸ χρό­νο. Βλέ­πον­τας μὲ τὸ μάτι αὐτὸ τῆς αἰω­νιό­τη­τας καὶ Κύριος Ἰησοῦς τὰ ἔβλε­πε ὅλα: πράγ­μα­τα ποὺ ἦταν κρυμ­μέ­να στὰ βάθη τῆς θαλασ­σας, καθὼς καὶ στά βάθη τῆς καρ­διᾶς τῶν ἀνθρώ­πων, ὅπως καὶ στὰ βάθη τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ χώρου.

Ἶνα τί ὑμεῖς ἐνθυ­μεῖ­σθε πονη­ρὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν; Αὐτὴ τὴν ἐρώ­τη­ση ἔκα­νε ὁ ἀγα­θὸς Κύριος στοὺς ἀκρο­α­τὲς καὶ διῶ­κτες Του. Πόσο ἁγνὲς καὶ καθα­ρὲς εἶναι οἱ σκέ­ψεις Του! Πόσο ἀνέκ­φρα­στα μεγα­λειῶ­δες εἶναι τὸ κάλ­λος τῆς καρ­διᾶς Του! Πόση εἶναι ἡ πρα­ό­τη­τά Τοῦ! Ἶνα τί ὑμεῖς ἐνθυ­μεῖ­σθε πονη­ρά; Για­τί δὲ σκέ­φτε­στε τὸ καλό; Για­τί ἀνα­ζη­τᾶ­τε τὸ κακό; Για­τί δὲν ψάχνε­τε γιὰ τὸ καλό; Για­τί χαί­ρε­στε στὸ κακὸ κι ὄχι στὸ καλό; Για­τί στέ­κε­στε δίπλα σὲ μιὰ πηγὴ μὲ καθα­ρὸ νερὸ καὶ περι­μέ­νε­τε νὰ λασπώ­σει, νὰ γίνει βρώ­μι­κο; Για­τί κοι­τά­ζε­τε τὸν ἥλιο καὶ περι­μέ­νε­τε νὰ δεῖ­τε πότε θὰ σκο­τι­στεῖ; Ἀπαλ­λα­γεῖ­τε ἀπὸ τίς κακὲς αὐτὲς συνή­θειές σας. Χαρεῖ­τε στὴν καθα­ρὴ πηγή, στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μυκτη­ρί­ζει, δὲν ἐπι­τί­θε­ται οὔτε τοὺς ἐπι­κρί­νει, ὅπως θὰ ἔκα­νε ἕνας συνη­θι­σμέ­νος ἄνθρω­πος στοὺς ἐχθρούς του, ἂν εἶχε κατορ­θώ­σει νὰ θερα­πεύ­σει τὸν παρα­λυ­τι­κό. Ἄλή­θεια, οὔτε ὁ πιὸ δια­κρι­τι­κὸς για­τρὸς δὲ θὰ εἶχε ἀπευ­θυν­θεῖ μὲ περισ­σό­τε­ρη εὐγέ­νεια στοὺς βαριὰ ἄρρω­στους ἀσθε­νεῖς του, ἀπ’ ὅσο ἀπευ­θύν­θη­κε ὁ ταπει­νὸς καὶ εὐγε­νὴς Κύριος στοὺς παρά­φρο­νες ἐχθρούς Του. Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυ­μεῖ­σθε πονη­ρὰ ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν, ὅταν μπο­ρεῖ­τε νὰ σκέ­φτε­στε τὸ καλό, νὰ ἐπι­διώ­κε­τε τὸ καλὸ καὶ νὰ χαί­ρε­στε στὸ καλό;

«Τί γὰρ ἔστιν εὔκο­πώ­τε­ρον, εἰπεῖν, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι, ἢ εἴπεϊν, ἔγει­ρε καὶ περι­πά­τει; ἶνα δὲ εἴδη­τε ὅτι ἐξου­σί­αν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας — τότε λέγει τὸ παρα­λυ­τι­κῶς ἐγερ­θεῖς ἀρόν σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἴκόν σου, καὶ ἐγερ­θεὶς ἀπῆλ­θεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Ματθ. θ’ 5–7). Γιὰ τὸν Κύριο ἦταν τόσο εὔκο­λο νὰ κάνει τὸ ἔργο, ὅσο καὶ τὸ νὰ πεῖ ἕνα λόγο. Γιὰ μιὰ συνη­θι­σμέ­νη ἀνθρώ­πι­νη γλῶσ­σα εἶναι τὸ ἴδιο εὔκο­λο νὰ πεὶ ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι ὅσο καὶ τὸ νὰ πεῖ ἔγει­ρε καὶ περι­πά­τει. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς φρά­σεις τῆς ἀνθρώ­πι­νης γλώσ­σας ὅμως εἶναι ἐξί­σου ἀνα­πο­τε­λε­σμα­τι­κές. Γιὰ τὸν ἀνα­μάρ­τη­το Kύριο βέβαια, ὁ λόγος καὶ τὸ ἔργο εἶναι ἀκρι­βῶς τὸ ἴδιο.

Μὲ τὰ παρα­πά­νω λόγια Του ὁ Χρι­στὸς ἤθε­λε νὰ πεί: «Τί εἶναι εὐκο­λό­τε­ρο νὰ κάνω: νὰ συγ­χω­ρή­σω τίς ἁμαρ­τί­ες κάποιου ἀνθρώ­που ἢ νὰ τὸν θερα­πεύ­σω καὶ νὰ τὸν σηκώ­σω ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι του;» Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ στὸ συνη­θι­σμέ­νο ἄνθρω­πο εἶναι ἀδύ­να­τα. «Παρὰ ἀνθρώ­πους τοῦ­το ἀδύ­να­τόν ἔστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάν­τα δυνα­τὰ ἔστι» (Ματθ. ἴθ’ 26). Τί εἶναι πιὸ εὔκο­λο λοι­πόν; Νὰ θερα­πεύ­σεις τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα; Ἡ ψυχὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ θερα­πευ­τεῖ μὲ ἄλλο τρό­πο, παρὰ μὲ τὴ συχώ­ρε­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν της. Ὅταν οἱ ἁμαρ­τί­ες ἔχουν συχω­ρε­θεί, τότε γίνε­ται ὑγι­ής. Καὶ σὲ μιὰ ὑγιῆ ψυχὴ εἶναι εὔκο­λο νὰ χαρί­σεις καὶ τὴ σωμα­τι­κὴ ὑγεία. Σὲ κάθε περί­πτω­ση εἶναι πολὺ πιὸ σπου­δαῖο νὰ συγ­χω­ρέ­σεις τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ ἀνθρώ­που, παρὰ νὰ τὸν κάνεις νὰ στα­θεῖ στὰ πόδια του. Εἶναι πιὸ σπου­δαῖο νὰ βγά­λεις τὸ σκου­λή­κι ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέν­τρου, παρὰ νὰ καθα­ρί­σεις τὴν ἐπι­φά­νειά του ἀπὸ τ’ ἀπό­βλη­τα τοῦ σκου­λη­κιοῦ. Ὅταν τὸ σκου­λή­κι βρί­σκε­ται μέσα στὸ δέν­τρο, σίγου­ρα θὰ ὑπάρ­χουν κι ἀπό­βλη­τα. Αἰτία τῆς ἀρρώ­στιας τόσο τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ τοῦ σώμα­τος, ἀντι­κει­με­νι­κὰ εἶναι ἡ ἁμαρ­τία. Ἐξαι­ρέ­σεις εἶναι μόνο οἱ περι­πτώ­σεις ποὺ ὁ Θεός, μὲ τὴν ἀνε­ξι­χνί­α­στη πρό­νοια Τοῦ, ἐπι­τρέ­πει νά προ­σβλη­θεῖ κι ὁ δίκαιος ἀπὸ ἀρρώ­στια. Τὸ καλ­λί­τε­ρο παρά­δειγ­μα σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση εἶναι ὁ Ἰώβ. Ὁ κανό­νας ὅμως, ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου, εἶναι πῶς αἰτία κάθε ἀρρώ­στιας εἶναι ἡ ἁμαρ­τία. Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ ν’ ἀπα­λεί­ψει τὴν ἁμαρ­τία ἀπὸ τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο, εἶναι πολὺ πιὸ εὔκο­λο νὰ κάνει καλὰ καὶ τὸ σῶμα του ὁλό­κλη­ρο. Ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δώσει στὸ σῶμα μιὰ πρό­σκαι­ρη θερα­πεία, ἀλλὰ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­χω­ρέ­σει ἁμαρ­τί­ες, θὰ ἔμοια­ζε μὲ τὸν καλ­λιερ­γη­τὴ ποὺ καθά­ρι­σε τὸ δέν­τρο ἀπὸ τ’ ἀπό­βλη­τα τοῦ σκου­λη­κιοῦ ἀλλὰ θερά­πευ­σε τίς ρίζες του.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὰ ἔκα­νε ὅλα τέλεια, μὲ τάξη, δὲν παρέ­λει­ψε τίπο­τα. Χαι­ρό­ταν νὰ προ­σφέ­ρει πλή­ρη ὑγεία, τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ καὶ πρῶ­τα θερά­πευ­σε τὴν ψυχὴ κι ἔπει­τα περί­με­νε τοὺς γραμ­μα­τεῖς νὰ κάνουν τὸ δικό τους, νὰ ποῦν δηλα­δὴ πῶς οὗτος βλα­σφη­μεῖ. Ἔτσι ἐκμε­ταλ­λεύ­ε­ται τὴν εὐκαι­ρία γιὰ νὰ ἐξη­γή­σει τὴ σχέ­ση ἀνά­με­σα στὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴν ἀρρώ­στια, νὰ ἐκθέ­σει τὴν προ­τε­ραιό­τη­τα τῆς ψυχῆς πάνω στὸ σῶμα καὶ νὰ φανε­ρώ­σει τὴ θεϊ­κή Του δύνα­μη ὅσο ἔντο­νό­τε­ρα γινό­ταν. Στοὺς βαριὰ ἄρρω­στους μερι­κὲς φορὲς δίνουν τὰ πιὸ δυνα­τὰ φάρ­μα­κα.

Στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔδει­ξε πῶς ὁ ἴδιος ἔχει ἐξου­σία. Δὲν κάλε­σε τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του, ἀλλὰ λει­τούρ­γη­σε μὲ τὴ δική του αἰώ­νια αὐθεν­τία καὶ δύνα­μη. Πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με ἰδιαί­τε­ρα τὰ λόγια: ἐξου­σί­αν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς μόνο ἐνό­σῳ ὁ ἄνθρω­πος βρί­σκε­ται στὴν ἐπί­γεια ζωὴ μπο­ρεῖ νὰ συχω­ρε­θοὺν οἱ ἁμαρ­τί­ες του. Ὅταν ἀνα­χω­ρεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρ­χει πιὰ συχώ­ρε­ση. Στὴ μέλ­λου­σα ζωὴ δὲ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ποὺ ἔφυ­γαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀμε­τα­νόη­τοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.

Ἐγερ­θεὶς ἀρόν σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἴκόν σου. Ὁ Κύριος μίλη­σε μὲ αὐθεν­τία στὸν ἄρρω­στο. Δὲ μίλη­σε ὅπως οἱ γραμ­μα­τεῖς, ἀλλ’ ἀπο­φα­σι­στι­κά, ὅπως κάνει Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔχει ἐξου­σία. Ὅπως εἶχε ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ρή­σει τίς ἁμαρ­τί­ες τῆς ψυχῆς, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν ἐξου­σία νὰ δια­τά­ξει τὸ σῶμα νὰ θερα­πευ­τεῖ. Γιὰ νὰ μὴ μεί­νει καμιὰ ἀμφι­βο­λία ὅτι ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος θερα­πεύ­τη­κε, ὁ Κύριος τοῦ ἔδω­σε ἐντο­λὴ νὰ σηκώ­σει τὸ κρε­βά­τι του, ἐκεῖ­νο ὅπου τὸν μετέ­φε­ραν οἱ τέσ­σε­ρις ἄντρες, καὶ νὰ πάει στὸ σπί­τι. Για­τί τοῦ ἔδω­σε ἐντο­λὴ νὰ πάει στὸ σπί­τι; Πρῶ­το, ἐπει­δὴ ὁ Κύριος χαι­ρό­ταν μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων κι ἤθε­λε νὰ πάει ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος κατευ­θεία στὸ σπί­τι του, γιὰ νὰ ἐπι­κρα­τή­σει χαρὰ ἐκεῖ ὅπου γιὰ μεγά­λο χρο­νι­κὸ διά­στη­μα βασί­λευε ἡ θλί­ψη: νὰ δώσει χαρὰ στοὺς δικούς του, ποὺ εἶχαν τὸ βάρος νὰ τὸν ὑπη­ρε­τοῦν. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς κενό­δο­ξους γραμ­μα­τεῖς πῶς, ὅ,τι ἔκα­νε, ἦταν ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ὄχι σὰν ἐκεί­νους ποὺ ἐπι­ζη­τοῦ­σαν τὸν ἔπαι­νο τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅπως ὁ καλὸς ποι­μέ­νας δὲν περι­μέ­νει τὸν ἔπαι­νο τῶν προ­βά­των, ἔτσι δὲν τὸν περι­μέ­νει κι ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. «Δόξαν παρὰ ἀνθρώ­πων οὐ λαμ­βά­νω», εἶπε ὁ ἴδιος (Ἰωάν. ἔ’ 41).

«Ἰδόν­τες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύ­μα­σαν καὶ ἐδό­ξα­σαν τὸν Θεὸν τὸν δόν­τα ἐξου­σί­αν τοιαύ­την τους ἀνθρώ­ποις» (Ματθ. θ’ 8). Ἐνῶ οἱ γραμ­μα­τεῖς βλα­σφη­μοῦ­σαν μέσα τους τὸ Χρι­στό, οἱ ὑπό­λοι­ποι ἄνθρω­ποι, ποὺ ἡ ἔγκό­σμια δόξα καὶ ματαιό­τη­τα δὲν εἶχε κλεί­σει οὔτε σκο­τί­σει τὴν καρ­διά τους, θαύ­μα­σαν καὶ δόξα­σαν το Θεὸ γιὰ τὸ θαυ­μα­στὸ γεγο­νὸς ποὺ ἔκα­με μπρο­στὰ στὰ μάτια τους. Τὸ πλῆ­θος αὐτό, οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ τόσο θαύ­μα­σαν καὶ δόξα­σαν τὸ Θεό, ἦταν κατὰ πολὺ καλ­λί­τε­ροι ἀπὸ τοὺς στε­νό­μυα­λους γραμ­μα­τεῖς, πολὺ πιὸ κον­τὰ στὴν καλο­σύ­νη καὶ τὴν ἀλή­θεια ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες τῶν Γαδά­ρων. Ἐκεῖ­νοι εἶδαν τὸ θαῦ­μα μὰ δὲ δόξα­σαν το Θεό, ἀλλὰ δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν γιὰ τὴν ἀπώ­λεια τῶν γου­ρου­νιῶν τους κι ἀπο­μά­κρυ­ναν τὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ δὲν κατα­νόη­σαν μέσα τους τὴ θεϊ­κὴ δύνα­μη τοῦ Σωτῆ­ρα Χρι­στοῦ. Δόξα­σαν το Θεό, τὸν δόν­τα ἐξου­σί­αν τοιαύ­την τοὺς ἀνθρώ­πους, μὰ δὲν εἶδαν καὶ δὲν ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ ὡς το μονο­γε­νῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ ποὺ δὲν ἀνα­γνώ­ρι­σαν καὶ δὲν ὁμο­λό­γη­σαν τότε οἱ ἄνθρω­ποι, δόθη­κε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλη­σία ἡ χάρη νὰ γνω­ρί­σου­με. Διδα­χτή­κα­με νὰ χαι­ρό­μα­στε μὲ τὸ καλό, για­τί «πᾶσα δόσις ἀγα­θὴ» προ­έρ­χε­ται ἀπό το Θεό. Ἔτσι θὰ μάθου­με νὰ χαι­ρό­μα­στε μὲ τὴν παρου­σία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωο­δό­χος Πηγὴ κάθε χαράς. Ὅπως εἶπε ὁ προ­φή­της καὶ ψαλ­μω­δός: «Εὐφραν­θή­σο­μαι καὶ ἀγαλ­λιά­σο­μαι ἕν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνό­μα­τί σου, Ὕψι­στε» (Ψαλμ. θ’ 3). Ἡ χαρὰ αὐτὴ θ’ ἀνοί­ξει τὰ μάτια σου γιὰ νὰ δεῖς στὸν Κύριο Ἰησου τὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἀλή­θειας: θ’ ἀνοί­ξει τὰ χεί­λη μας γιὰ νὰ ὁμο­λο­γή­σου­με καὶ νὰ δοξο­λο­γή­σου­με Ἐκεῖ­νον, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ μονα­δι­κὸ Σωτῆ­ρα τοῦ κόσμου.

Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Μικρὰ καὶ μεγά­λα θαύ­μα­τα

«Ἶνα δὲ εἰδῆ­τε ὅτι ἐξου­σί­αν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας ‑τότε λέγει τῷ παρα­λυ­τι­κῷ: Ἐγερ­θεὶς ἀρόν σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἶκον σου» (Ματθ. 9, 6).

ΑΠΕΙΡΑ εἶνε, ἀγα­πη­τοί μου, ἄπει­ρα εἶνε τὰ θαύ­μα­τα, ποὺ ἔκα­νε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συν­τε­λεί­ας τῶν αἰώ­νων ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, εἰς πεῖ­σμα τῶν ἀθέ­ων καὶ τῶν ἀπί­στων. Θαύ­μα­τα στὴν ἄψυ­χη καὶ ἄλο­γη φύσι, ὅπως λ.χ. ὁ πολ­λα­πλα­σια­σμὸς τῶν πέν­τε ἄρτων, ἡ κατά­παυ­σι τῆς τρι­κυ­μί­ας, ἡ ξήραν­ση τῆς ἄκαρ­πης συκιᾶς καὶ πολ­λὰ ἄλλα. Θαύ­μα­τα ὅμως προ­παν­τὸς στοὺς ἔμψυ­χους καὶ λογι­κοὺς ἀνθρώ­πους ὄχι μόνο θαύ­μα­τα στὸ σῶμα (ὅπως ἡ ἀνά­στα­ση νεκρῶν, ἡ θερα­πεία τυφλῶν, κωφα­λά­λων, λεπρῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων, παρα­λύ­των κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ θαύ­μα­τα ψυχι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ (ὅπως ὁ συγ­κλο­νι­σμὸς καρ­διῶν, ἡ ἀνά­νη­ψις πεπω­ρω­μέ­νων, ἡ μετά­νοια ἁμαρ­τω­λῶν, ἡ ἀπο­κά­λυ­ψις ἀπο­κρύ­φων λογι­σμῶν, ἡ προ­φη­τεία τῶν μελ­λόν­των, ἡ ἄφε­σις ἁμαρ­τιῶν). Μετρᾷς τίς ἀκτῖ­νες τοῦ ἡλί­ου; Δὲν μπο­ρεῖς, για­τί εἶνε ἄπει­ρες. Ἄν λοι­πὸν τοῦ αἰσθη­τοῦ ἡλί­ου τίς ἀκτῖ­νες δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μετρή­σου­με, πῶς νὰ μετρή­σου­με τὰ θαύ­μα­τα τοῦ νοη­τοῦ ἡλί­ου τῆς δικαιο­σύ­νης, τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στοῦ;

Τὸ θαῦ­μα εἶνε μέσα στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Μὲ ὅση εὐκο­λία ἐμεῖς γυρί­ζου­με τὸ δια­κό­πτῃ καὶ ἔρχε­ται τὸ ρεῦ­μα, μὲ τόση καὶ πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη καὶ Θεὸς θαυ­μα­τουρ­γεί. Διό­τι τί εἶνε θαῦ­μα; Θαῦ­μα εἶνε ἡ κατάρ­γη­ση πρὸς στιγ­μὴν τῶν φυσι­κῶν νόμων, ποὺ ἰσχύ­ουν στα­θε­ρὰ στὸ σύμ­παν. Ἀλλ’ οἱ φυσι­κοὶ νόμοι εἶνε στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶνε κι αὐτοῦ δημιουρ­γή­μα­τά του. Ἐκεῖ­νος τοὺς ἔθε­σε σὲ ἰσχύ, καὶ ἐκεῖ­νος πάλι, ὅταν θέλῃ, μπο­ρεῖ χωρὶς καμ­μιὰ δυσκο­λία νὰ τοὺς καταρ­γή­σῃ καὶ νὰ κάνῃ θαῦ­μα. Γιά το Θεὸ δὲν ὑπάρ­χουν δύσκο­λα καὶ εὔκο­λα θαύ­μα­τα ὅλα γι’ αὐτὸν εἶνε εὔκο­λα. Ὅπως εἶπε ὁ ἀρχάγ­γε­λος Γαβρι­ὴλ στὴν Πανα­γία τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Εὐαγ­γε­λι­σμοῦ, «οὐκ ἀδυ­να­τή­σει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1, 37).

Εἶνε ὅμως ἀλή­θεια, ὅτι ὅσα θαύ­μα­τα ὑπο­πί­πτουν ἀμέ­σως στὶς αἰσθή­σεις, αὐτὰ κάνουν μεγά­λη ἐντύ­πω­ση καὶ προ­κα­λοῦν ἔντο­νο το θαυ­μα­σμό.

Τέτοια θαύ­μα­τα συνή­θως εἶνε ἐκεῖ­να ποὺ ἔχουν σχέ­ση μὲ τὴν ὑλι­κὴ κτί­σι καὶ μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώ­που. Αὐτὰ θεω­ροῦν­ται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους πιὸ μεγά­λα καὶ πιὸ θαυ­μα­στά. Τὸ νὰ στα­μα­τή­σῃ λ.χ. ἡ τρι­κυ­μία μ’ ἕνα λόγο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ γίνῃ γαλή­νη, ἢ τὸ νὰ δὴ ἕνας τυφλὸς τὸ φῶς του μὲ μιὰ προ­στα­γή του, αὐτὰ προ­κα­λοῦ­σαν ἔκπλη­ξι στοὺς πολ­λούς. Καὶ εἶνε πράγ­μα­τι κι αὐτὰ θαυ­μα­στά. Ἀλλ’ ἐὰν τὸ πνεῦ­μα εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ γίνον­ται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦ­μα εἶνε σπου­δαιό­τε­ρα ἀπό ‘κεῖ­να ποὺ γίνον­ται στὴν ὑλι­κὴ κτί­σι καὶ στὸ σωμα­τι­κὸ ὀργα­νι­σμὸ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἀπὸ τὴ θερα­πεία τοῦ σώμα­τος ἀνώ­τε­ρη εἶνε ἡ θερα­πεία τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν. Ἐν τού­τοις αὐτὰ τὰ θαύ­μα­τα, ποὺ ἔχουν σχέ­ση μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦ­μα, ἐπει­δὴ δὲν εἶνε ἀμέ­σως αἰσθη­τά, δὲν κάνουν καὶ τόση ἐντύ­πω­σι, πολ­λὲς δὲ φορὲς περ­νοῦν καὶ ἀπα­ρα­τή­ρη­τα. Οἱ ἄνθρω­ποι κρί­νουν πολ­λὲς φορὲς τὰ πράγ­μα­τα μὲ τὰ δικά τους κρι­τή­ρια. Θεω­ροῦν μεγα­λύ­τε­ρα ἐκεῖ­να ποὺ εἶνε μικρό­τε­ρα, καὶ θεω­ροῦν μικρὰ καὶ ἀσή­μαν­τα ἐκεῖ­να ποὺ εἶνε ὄντως μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά.

Αὐτὸ μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ δὴ καὶ στὴ σημε­ρι­νὴ εὐαγ­γε­λι­κὴ περι­κο­πή. Ὁ Χρι­στὸς κηρύτ­τει μέσα στὴν Καπερ­να­ούμ. Τὴν ὥρα ἐκεί­νη τοῦ φέρ­νουν ἕνα παρά­λυ­το πάνω στὸ κρε­βά­τι γιὰ νὰ τὸν θερα­πεύ­σῃ. Ὅλοι περι­μέ­νουν τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κή προ­στα­γή του, ποὺ θὰ δώσῃ στὸν ταλαί­πω­ρο ἀσθε­νῆ τὴ θερα­πεία. Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ἀντὶ γι’ αὐτὸ ποὺ περι­μέ­νουν, στρέ­φε­ται στὸν παρά­λυ­το καὶ τοῦ λέει: «Μὴ φοβᾶ­σαι, παι­δί μου, σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁμαρ­τί­ες σοῦ» (Ματθ. 9, 2). Ἦταν ἕνας λόγος, ποὺ ἐδί­χα­σε τὸ ἀκρο­α­τή­ριο. Οἱ ταπει­νοί ἀκρο­α­ταὶ τὸν ἄκου­σαν μὲ σεβα­σμό. Μερι­κοὶ γραμ­μα­τεῖς ὅμως, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, σκέ­φθη­καν μέσα τους, ὅτι μόνο ὁ Θεὸς ἔχει ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ρῇ ἁμαρ­τί­ες, καὶ εἶπαν μέ το νοῦ τους «Αὐτὸς βλα­σφη­μεῖ». Δὲν πίστευαν, δηλα­δή, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς κ’ ἔχει ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ρῇ ἁμαρ­τί­ες. Τότε ὁ Χρι­στός, δεί­χνον­τάς τους ὅτι εἶνε Θεὸς παν­το­γνώ­στης, ἀπο­κα­λύ­πτει ‑ἄλλο θαῦ­μα αὐτό- τοὺς κρυ­φοὺς δια­λο­γι­σμούς των λέγον­τας: «Για­τί ἐσεῖς σκέ­πτε­σθε κακὰ μέσα στὶς καρ­διές σας; Τί εἶνε λοι­πὸν εὐκο­λώ­τε­ρο, νὰ πῶ, Σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁμαρ­τί­ες σου, ἢ νὰ πῶ, Σήκω καὶ περ­πά­τα; Ἀλλὰ γιὰ νὰ δῆτε ὅτι (μολο­νό­τι φαί­νο­μαι σὰν ἁπλὸς ἄνθρω­πος) ἔχω ὅμως τὴν ἐξου­σία τοῦ Θεοῦ νὰ συγ­χω­ρῶ πάνω στὴ γῆ ἁμαρ­τί­ες, ‑τότε λέει στὸν παρά­λυ­το· Σήκω ὄρθιος, φορ­τώ­σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πήγαι­νε στὸ σπί­τι σοῦ» (Ματθ. 9, 4–7). Καὶ πράγ­μα­τι ὁ παρά­λυ­τος σηκώ­θη­κε καὶ πῆγε στὸ σπί­τι του. Καὶ ἐνῶ ὁ κόσμος θαύ­μα­ζε καὶ δόξα­ζε τὸ Θεό, οἱ γραμ­μα­τεῖς ντρο­πιά­στη­καν.

Ὅποιος ἔχει πνευ­μα­τι­κὸ αἰσθη­τή­ριο κατα­λα­βαί­νει, τί σημαί­νει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στός, «Σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁμαρ­τί­ες σοῦ» (Ματθ. 9, 2). Τρο­με­ρὸς λόγος. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὸν πῇ; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ σηκώ­σῃ τὰ βου­νὰ τῶν ἁμαρ­τιῶν, ποὺ πλα­κώ­νουν τὴν ψυχή, καὶ νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σῃ τὸν ἄνθρω­πο; Μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἕνας ἄνθρω­πος ποὺ τοῦ ἔδω­σε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ἐξου­σία, ὅπως εἶνε οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ἀλλ’ ἐπει­δὴ τὸ «Ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σοῦ» εἶνε κάτι πνευ­μα­τι­κό, ποὺ συμ­βαί­νει ἀορά­τως μέσα στὴν ψυχὴ καὶ δὲν φαί­νε­ται ἐξω­τε­ρι­κῶς μὲ τὰ σωμα­τι­κὰ μάτια, οἱ γραμ­μα­τεῖς τὸ θεώ­ρη­σαν σὰν ἕνα εὔκο­λο λόγο. Ἐπει­δὴ δὲν εἶχαν πνευ­μα­τι­κὰ μάτια νὰ δια­κρί­νουν τίς οὐρά­νιες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, ἀλλὰ ἐπη­ρε­ά­ζον­ταν ἀπὸ τίς ἐξω­τε­ρι­κὲς αἰσθή­σεις, γι’ αὐτὸ μέσα στὴ σκέ­ψῃ τοὺς ἔκα­ναν τὸ λάθος, νὰ θεω­ροῦν τὸ ὕψι­στο αὐτὸ θαῦ­μα, τὴν ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν, ὡς μικρό, καὶ τὸ ἄλλο τὸ μικρό­τε­ρο θαῦ­μα, τὴ θερα­πεία τοῦ σώμα­τος, ὡς μεγά­λο. Καὶ τότε ὁ Χρι­στός, συγ­κα­τα­βαί­νον­τας στὴν ἀδυ­να­μία τους, εἶπε τὰ λόγια ἐκεῖ­να, ποὺ εἶχαν τὸ ἑξῆς νόη­μα. Γιὰ μένα μικρὸ θαῦ­μα εἶνε ἡ θερα­πεία τοῦ σώμα­τος, καὶ μεγά­λο θαῦ­μα εἶνε ἡ ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν. Διό­τι ἡ θερα­πεία τοῦ σώμα­τος εἶνε γιὰ λίγο χρό­νο, ἀφοῦ τελι­κῶς ὅλοι μιὰ μέρα πεθαί­νουν, ἐνῶ ἡ θερα­πεία τῆς ψυχῆς μὲ τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁμαρ­τη­μά­των εἶνε γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα, γιὰ πάν­τα δηλα­δή. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐσεῖς δὲν κατα­λα­βαί­νε­τε ἀλλιῶς καὶ μόνο μὲ ὑλι­κὲς καὶ αἰσθη­τὲς ἀπο­δεί­ξεις πεί­θε­σθε, ὁρί­στε ἂς γίνῃ αὐτό ποὺ θὰ σᾶς πεί­σῃ ἂς γίνῃ, δηλα­δή, τὸ μικρὸ ἀλλ’ ἐντυ­πω­σια­κὸ θαῦ­μα τῆς σωμα­τι­κῆς θερα­πεί­ας, γιὰ νὰ βεβαιω­θῆ­τε ὅτι ἔγι­νε καὶ τὸ ἄλλο, τὸ μέγα ἀλλὰ μυστι­κὸ θαῦ­μα τῆς ἀφέ­σε­ως τῶν ἁμαρ­τιῶν.

Τὰ θαύ­μα­τα στὴ γλῶσ­σα τῆς ἁγί­ας Γρα­φῆς λέγον­ται καὶ «δυνά­μεις» καὶ «τέρα­τα» καὶ «σημεῖα» (Ματθ. 7, 22: Ἰωάν. 4, 48). «Δυνά­μεις» λέγον­ται, διό­τι γιὰ νὰ γίνουν ἐνερ­γεῖ θείᾳ δύνα­μις. «Τέρα­τα» λέγον­ται, διό­τι εἶνε ἀσυ­νή­θι­στα φαι­νό­με­να ποὺ ξεφεύ­γουν ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσε­ως. Καὶ «σημεῖα» λέγον­ται, διό­τι σημαί­νουν, δεί­χνουν τὴν παρου­σία καὶ τὴν ἐνέρ­γεια τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸ θεω­ρού­με­νο πιὸ μικρὸ θαῦ­μα μέχρι τὸ πιὸ μεγά­λο, ὅλα γίνον­ται μὲ τὴν ὑπερ­φυ­σι­κὴ ἐπέμ­βα­ση τοῦ Θεοῦ, ὅλα χρειά­ζον­ται τὸ «ρεῦ­μα» ἐκεῖ­νο ποὺ παρά­γει μόνο ἡ «γεν­νή­τρια» τοῦ οὐρα­νοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸ «ρεῦ­μα» ὄχι ἄφε­ση ἁμαρ­τιῶν καὶ ἀνά­στα­ση νεκρῶν, ποὺ θεω­ροῦν­ται τὰ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, δὲν μπο­ροῦν νὰ γίνουν, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὰ πιὸ μικρά, ὅπως εἶνε λ.χ. ἡ θερα­πεία ἀπὸ ἕνα πυρε­τὸ καὶ ἡ ἀπαλ­λα­γὴ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ πονό­δον­το.

Μικρὰ ἢ μεγά­λα θαύ­μα­τα, αἰσθη­τὰ ἢ νοη­τά, ὅλα δεί­χνουν, ὅτι ὑπάρ­χει Θεὸς ἀλη­θι­νός, ποὺ κάνει φανε­ρὰ τὴν παρου­σία του στὸ κάθε τί. Δὲν ἐγκα­τέ­λει­ψε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὥρι­σε βέβαια τοὺς φυσι­κοὺς νόμους, γιὰ νὰ λει­τουρ­γοῦν ὅλα μὲ τάξι καὶ ἀκρί­βεια. Ἀλλ’ ὅταν παρου­σια­σθῇ κάτι ἔκτα­κτο, εἶνε ἕτοι­μος νὰ σπεύ­σῃ εἵς βοή­θειαν τῶν παι­διῶν του. Καὶ ἂν χρεια­σθῇ, ἔχει τὴ δύνα­μι καὶ τοὺς φυσι­κοὺς νόμους νὰ παρα­με­ρί­σῃ καὶ νὰ θαυ­μα­τουρ­γή­ση πρὸς σωτη­ρί­αν τους. Ὅταν ὅλες οἱ ἄλλες πόρ­τες κλεί­νουν, ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι ἀδυ­να­τοῦν νὰ συμ­πα­ρα­στα­θοῦν, ὅταν καὶ συγ­γε­νεῖς καὶ φίλοι στέ­κουν ἀνί­κα­νοι νὰ προ­σφέ­ρουν βοή­θεια, ὅταν οἱ για­τροὶ σηκώ­νουν κι αὐτοὶ ψηλὰ τὰ χέρια καὶ δηλώ­νουν ἀδυ­να­μία νὰ θερα­πεύ­σουν, τότε ἔχει το λόγο ὁ Θεός. Γιὰ τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε τίπο­τε ἀκα­τόρ­θω­το. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρ­χῃ πίστι. Τότε ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ πιστοῦ εἰσα­κού­ε­ται, ὅπως εἰσα­κουό­ταν ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ προ­φή­του Ἠλία, ποὺ ἄλλο­τε ἔκλει­νε τὸν οὐρα­νὸ νὰ μὴ βρέ­χῃ κι ἄλλο­τε τὸν ἄνοι­γε καὶ ἔβρε­χε.

Τὰ ἀλη­θι­νὰ θαύ­μα­τα φέρουν ὅλα τὴ σφρα­γῖ­δα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου ἐνερ­γεῖ ὁ Θεός, ἡ κάθε ἐνέρ­γειά του εἶνε θαυ­μα­στή. Καμ­μιὰ θεία ἐνέρ­γεια δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅτι δὲν εἶνε σπου­δαία καὶ θαυ­μα­στή. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀπο­φεύ­γου­με γενι­κῶς νὰ δια­κρί­νου­με τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Θεοῦ σὲ μικρὰ καὶ μεγά­λα. Διό­τι κι αὐτὰ ποὺ γιὰ τὸν Κύριο εἶνε μικρά, γιὰ μᾶς εἶνε μεγά­λα καὶ ἐκεῖ­να πάλι ποὺ ἐμεῖς μὲ τὴ νηπιώ­δη πνευ­μα­τι­κή μας κατά­στα­ση θεω­ροῦ­με μικρά, γιὰ τὸν Κύριο εἶνε μεγά­λα. Ἄς δίνου­με ὅμως πάν­το­τε προ­τε­ραιό­τη­τα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦ­μα.

Ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί,

Ἕνα πρα­κτι­κὸ συμ­πέ­ρα­σμα ἂς κρα­τή­σου­με. Ὅπως γιά το Θεὸ ἰσχύ­ει ὁ λόγος τοῦ ἀρχαγ­γέ­λου Γαβρι­ὴλ ποὺ εἴπα­με στὴν ἀρχή, ὅτι «Οὐκ ἀδυ­να­τή­σει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1, 37), ἔτσι γιά τον κάθε πιστὸ χρι­στια­νὸ ἰσχύ­ει καὶ λόγος τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου, βγαλ­μέ­νος μέσα ἀπὸ τὴν πεῖ­ρα τῆς ζωῆς του «Πάν­τα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυ­να­μοῦν­τί με Χρι­στῷ» (Φιλιπ. 4, 13). Δὲν ὑπάρ­χουν, δηλα­δή, μεγά­λα καὶ μικρά, εὔκο­λα καὶ δύσκο­λα, δυνα­τὰ καὶ ἀδύ­να­τα γιὰ ὅποιον ἔχει μαζί του τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Διό­τι καὶ «τὰ ἀδύ­να­τα παρὰ ἀνθρώ­ποις δυνα­τὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18, 27).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek