ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Θ’ 1 - 8)

1Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 4καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ. Και ιδού έφεραν προς αυτόν ένα παραλυτικόν, κατάκοιτον επάνω στο κρεββάτι· και όταν είδεν ο Ιησούς την πίστιν του παραλυτικού και εκείνων, που τον έφεραν, είπε στον παραλυτικόν· “θάρρος, παιδί μου, μη φοβήσαι ότι αι αμαρτίαι σου θα εμποδίσουν την θεραπείαν· δια την πίστιν σου, σου έχουν ήδη συγχωρηθή αι αμαρτίαι”. Και ιδού, μερικοί από τους γραμματείς που ήσαν παρόντες, εσκέφθησαν· “αυτός βλασφημεί (είναι ασεβής, διότι οικιειοποιείται την εξουσίαν του Θεού να συγχωρή αμαρτίας”). Οταν δε ο Ιησούς, ως παντογνώστης, είδε ολοκάθαρα τας πονηράς σκέψεις των γραμματέων, είπε· “διατί κυκλοφορείτε στον νουν και την καρδίαν σας τέτοιες πονηρές σκέψεις; Διότι, τι είναι ευκολώτερον να πη κανείς· Σου έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σου η να πη· Σηκω επάνω και περιπάτει; Το πρώτον, ως εσωτερικόν, δεν το βλέπει κανείς και επομένως δεν ημπορεί να το εξακριβώση. Το δεύτερον, ως εξωτερικόν και αισθητόν, δεν ημπορεί να το αρνηθή, όσον κακόπιστος και αν είναι. Δια να ιδήτε δε και μάθετε καλά, ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας, τότε λέγει προς τον παραλυτικόν· “σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. Και αμέσως εσηκώθη ο παραλυτικός εντελώς υγιής και επήγε στο σπίτι του. Οταν δε τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος έδωσεν στον Ιησούν, που τον εθεωρούσαν ως ένα εκ των ανθρώπων, τέτοιαν εξουσίαν, να συγχωρή δηλαδή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας.

Και αφού μπήκε σ’ ένα πλοίο, πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική του πόλη, την Καπερναούμ. Τότε του έφεραν έναν παράλυτο, που τον είχαν βάλει πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παράλυτος κι εκείνοι που τον μετέφεραν, είπε στον παράλυτο, ο οποίος ανησυχούσε και φοβόταν μήπως οι αμαρτίες του γίνουν εμπόδιο στη θεραπεία του: Έχε θάρρος, παιδί μου? έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου. Τότε όμως μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνον ο Θεός έχει. Ο Ιησούς την ίδια στιγμή είδε στα βάθη της καρδιάς τους τις σκέψεις τους και είπε: Γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες; Και είναι πράγματι οι σκέψεις σας αυτές κακόγνωμες και κακοπροαίρετες, διότι, τί είναι ευκολότερο: να πει κανείς? είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου, ή να πει, σήκω όρθιος και περπάτα; Εσείς θεωρείτε δυσκολότερο αυτό το τελευταίο. Για να μάθετε λοιπόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητος και ένδοξος Κριτής της κατά τη δευτέρα παρουσία του, έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη τις αμαρτίες των ανθρώπων, τότε λέει στον παράλυτο: Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου. Και πραγματικά εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του. Όταν λοιπόν τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, ο οποίος έδωσε διαμέσου του Χριστού στους ανθρώπους τέτοια εξουσία, να συγχωρούνται δηλαδή οι αμαρτίες, και συγχρόνως να γιατρεύονται μ’ ένα λόγο αθεράπευτες ασθένειες του σώματος.

Τότε ἐπιβιβάσθηκε σὲ πλοῖο καὶ πέρασε ἀπέναντι καὶ ἦλθε στὴν πόλι του (τὴν Καρπεναούμ). Καὶ ἰδοὺ ἔφερναν σ᾽ αὐτὸν ἕνα παραλυτικὸ πάνω σὲ κρεββάτι. Καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους, εἶπε στὸν παραλυτικό: «Εχε θάρρος, παιδί μου! Σοῦἔχουν συγχωρηθῆ οἱ ἁμαρτίες σου». Καὶ ἰδοὺ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: «Ἀὐτὸς βλασφημεῖ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶδε τὶς σκέψεις τους καὶ εἶπε: «Γιατί σεῖς σκέπτεσθε μέσα στὶς διάνοιές σας πονηρά; Τί δὲ εἶναι εὐκολώτερο, νὰ εἰπῶ, “ Εχουν συγχωρηθῆ οἱ ἁμαρτίες σου”, ἢ νὰ εἰπῶ, “Σήκω καὶ περπάτα”; Γιὰ νὰ μάθετε δέ, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπουἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες ἐπάνω στὴ γῆ», – τότε λέγει στὸν παραλυτικό: «Σήκω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Βλέποντας δὲ τὰ πλήθη, θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, ποὺἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ

«Κα μβς ες πλοον διεπέρασε κα λθεν ες τν δίαν πόλιν. Κα δο προσέφερον ατ παραλυτικν π κλίνης βεβλημένον· κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παραλυτικ· θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου(:και αφού μπήκε σε ένα πλοίο, πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική Του πόλη, την Καπερναούμ. Τότε Του έφεραν έναν παράλυτο, που τον είχαν βάλει πάνω σε ένα κρεβάτι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παράλυτος κι εκείνοι που τον μετέφεραν, είπε στον παράλυτο, ο οποίος ανησυχούσε και φοβόταν μήπως οι αμαρτίες του γίνουν εμπόδιο στη θεραπεία του: “Έχε θάρρος, παιδί μου˙ έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου”)» [Ματθ. 9,1-2].

«Δική Του πόλη» ονομάζει εδώ την Καπερναούμ· διότι άλλη μεν Τον έφερε στον κόσμο, η Βηθλεέμ, άλλη Τον ανέθρεψε, η Ναζαρέτ και άλλη Τον είχε διαρκώς κάτοικό της, η Καπερναούμ [πρβλ. Ματθ. 4,12-16: «κούσας δ ησος τι ωάννης παρεδόθη, νεχώρησεν ες τν Γαλιλαίαν. κα καταλιπν τν Ναζαρτ λθν κατκησεν ες Καπερναομ τν παραθαλασσίαν ν ρίοις Ζαβουλν κα Νεφθαλείμ, να πληρωθ τ ηθν δι σαΐου το προφήτου λέγοντος· γ Ζαβουλν κα γ Νεφθαλείμ, δν θαλάσσης, πέραν το ορδάνου, Γαλιλαία τν θνν, λας καθήμενος ν σκότει εδε φς μέγα κα τος καθημένοις ν χώρ κα σκι θανάτου φς νέτειλεν ατος (:όταν άκουσε ο Ιησούς ότι ο Ιωάννης παραδόθηκε στη φυλακή απ’ τον βασιλιά Αντίπα, αναχώρησε και πήγε στη Γαλιλαία. Κaι αφού άφησε τη Ναζαρέτ, πήγε και κατοίκησε στην Καπερναούμ, η οποία ήταν κτισμένη κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας, στα σύνορα των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. Έτσι επαληθεύθηκε και πραγματοποιήθηκε εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτου Ησαΐα: “Η χώρα της φυλής Ζαβουλών και η χώρα της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνονται κοντά στη θάλασσα και πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό, στα ανατολικά του, η Γαλιλαία, στην οποία κατοικούν πολλοί εθνικοί. Ο λαός που κάθεται καθηλωμένος κι ακίνητος στο πνευματικό σκοτάδι της ειδωλολατρικής πλάνης και της ασεβείας είδε μεγάλο πνευματικό φως, τον Χριστό˙ κι έλαμψε φως από τον ουρανό σε εκείνους που κάθονται στη χώρα που σκιάζεται από το πυκνότατο σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου”.

Ο παραλυτικός της παρούσης διηγήσεως είναι διαφορετικός από εκείνον που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης[Ιω.5,1-18]· διότι εκείνος ήταν κατάκοιτος κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, ενώ αυτός εδώ βρισκόταν στην Καπερναούμ. Και ο ένας είχε τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος, ενώ γι’ αυτόν που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν ειπώθηκε τίποτε παρόμοιο. Ακόμη, ο παραλυτικός της Βηθεσδά δεν είχε δικούς του ανθρώπους που να τον βοηθούσαν, ενώ ο παραλυτικός της Καπερναούμ είχε ανθρώπους που τον φρόντιζαν, οι οποίοι και τον μετέφεραν επάνω στο κρεβάτι του ενώπιον του Ιησού. Επίσης σε αυτόν ο Κύριος λέγει: «θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου (:έχε θάρρος, παιδί μου, σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)», ενώ εκείνον τον ρωτά: «Θέλεις γις γενέσθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγιής;)»[Ιω. 5,6]. Και τον παράλυτο της Βηθεσδά τον θεράπευσε ημέρα Σάββατο, ενώ αυτόν εδώ της Καπερναούμ, όχι Σάββατο· διότι, διαφορετικά, θα Τον κατηγορούσαν και γι’ αυτό οι Ιουδαίοι. Αλλά όσον αφορά τη θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ σιώπησαν για το θέμα αυτό, ενώ στον άλλο που θεραπεύτηκε στη Βηθεσδά από τον Κύριο έκαναν επίθεση και τον κατεδίωκαν.

Αυτά δεν τα είπα τυχαία, αλλά για να μην νομίσει κανείς ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών, εάν θεωρήσει ότι πρόκειται για ένα και τον αυτόν παραλυτικό.

Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, την ταπεινοφροσύνη και την επιείκεια του Κυρίου·διότι και πριν από αυτό το θαύμα απέφυγε το πλήθος, και όταν εκδιώχθηκε από τους κατοίκους των Γαδάρων, δεν έφερε αντίσταση, αλλά αναχώρησε, όχι όμως μακριά. Και πάλι μπήκε στο πλοίο και κατευθυνόταν προς την απέναντι όχθη, ενώ είχε τη δυνατότητα να περάσει και πεζός δια της παραλίας της λίμνης· διότι δεν ήθελε συνεχώς να θαυματουργεί, για να μην ζημιώσει το όλο έργο της θείας οικονομίας[δηλαδή το όλο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, το οποίο κλιμακωνόταν σε διάφορα επάλληλα στάδια].

Ο Ματθαίος, λοιπόν, λέγει ότι έφεραν απλώς τον παραλυτικό προς τον Ιησού, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές[Μάρκ. 2,4: «κα μ δυνάμενοι προσεγγίσαι ατ δι τν χλον, πεστέγασαν τν στέγην που ν, κα ξορύξαντες χαλσι τν κράβαττον, φ᾿ παραλυτικς κατέκειτο(:και επειδή δεν μπορούσαν εξαιτίας του πλήθους να Τον πλησιάσουν, ξεσκέπασαν τη σκεπή στο μέρος όπου βρισκόταν ο Κύριος, και αφού έκαναν ένα άνοιγμα, έριξαν από εκεί κάτω σιγά – σιγά το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος)» και Λουκ. 5,19: «κα μ ερόντες ποίας εσενέγκωσιν ατν δι τν χλον, ναβάντες π τ δμα δι τν κεράμων καθκαν ατν σν τ κλινιδί ες τ μέσον μπροσθεν το ησο(:Και επειδή λόγω της κοσμοπλημμύρας δεν βρήκαν από ποια είσοδο να τον βάλουν μέσα, ανέβηκαν στην ταράτσα του σπιτιού, και αφού έβγαλαν μερικά κεραμίδια, τον κατέβασαν από εκεί μαζί με το μικρό κρεβάτι του στη μέση, μπροστά στον Ιησού)»] λένε ότι ξεσκέπασαν τη στέγη και τον κατέβασαν· επίσης οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν ότι στη συνέχεια οι άνθρωποι εκείνοι που φρόντιζαν τον παραλυτικό της Καπερναούμ τοποθέτησαν τον ασθενή μπροστά από τον Χριστό, χωρίς να πουν τίποτε, αλλά τα πάντα τα ανέθεσαν στον Ιησού.

Κατά την αρχή της δράσεώς Του ο Ιησούς περιερχόταν από τόπο σε τόπο και δεν ζητούσε τόσο μεγάλη πίστη από τους ανθρώπους που Τον πλησίαζαν και Τον παρακαλούσαν για κάτι. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση οι άνθρωποι αυτοί που χάλασαν τη στέγη και κατέβασαν από εκεί τον παραλυτικό ενώπιον του Ιησού, ήρθαν από μόνοι τους πλησίον Του και εκδήλωσαν την πίστη τους· διότι λέγει «κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παραλυτικ· θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου (: όταν είδε ο Ιησούς την πίστη αυτών είπε στον παραλυτικό: ‘’θάρρος, παιδί μου, μη φοβάσαι ότι οι αμαρτίες σου θα εμποδίσουν τη θεραπεία· για την πίστη σου, σού έχουν ήδη συγχωρηθεί οι αμαρτίες’’)»[Ματθ. 9,2]· καθώς δεν ζητεί σε όλες τις περιπτώσεις την πίστη από τους ασθενείς, όπως επί παραδείγματι, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ασθενείς έχουν χάσει τα λογικά τους ή όταν έχουν χαμένες τις αισθήσεις τους κατά άλλον τρόπο λόγω της νόσου τους. Στην προκειμένη όμως περίπτωση μάλλον είχε εκδηλωθεί και η πίστη του ασθενούς, διότι, διαφορετικά δεν θα δεχόταν να τον κατεβάσουν από τη στέγη, εάν δεν είχε πίστη.

Αφού λοιπόν έδειξαν τόση μεγάλη πίστη, καθιστά φανερή και ο Ιησούς τη δική Του δύναμη, με το να συγχωρεί τα αμαρτήματα με όλη Του την εξουσία, και αποδεικνύοντας με όλες αυτές τις ενέργειές Του ότι είναι ομότιμος με Αυτόν που Τον έχει γεννήσει. Σκέψου τώρα: παραπάνω το απέδειξε αυτό με τη διδασκαλία, όταν τους δίδαξε ως κάποιος που έχει εξουσία[πρβλ. Ματθ. 7,29: «ν γρ διδάσκων ατος ς ξουσίαν χων, κα οχ ς ο γραμματες(:διότι τους δίδασκε πάντοτε με εξουσία και κύρος, ως νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αλήθειας, και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι για να επιβεβαιώσουν τα όσα έλεγαν, αναφέρονταν στον νόμο και τις παραδόσεις των παλαιοτέρων)»]· έτσι ενήργησε και στην περίπτωση της θεραπείας του λεπρού που Του έλεγε, παρακαλώντας Τον: «Κύριε, ἐὰν θέλς, δύνασαί με καθαρίσαι(:Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από αυτήν την ανίατη και βασανιστική λέπρα)», όταν είπε: «θέλω, καθαρίσθητι(:θέλω, καθαρίσου)»[Ματθ.8,3]· επίσης το απέδειξε και στην περίπτωση του εκατόνταρχου, που όταν Του είπε: «μόνον επ λόγ, κα αθήσεται πας μου(:πες έναν μόνο λόγο και αμέσως θα θεραπευτεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8], έδειξε τον θαυμασμό Του και τον επαίνεσε περισσότερο από όλους· επίσης με τη θάλασσα, όταν με τον λόγο Του μονάχα την χαλιναγώγησε σταματώντας την τρικυμία που είχε ξεσπάσει[Ματθ.8,26: «γερθες πετίμησε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένετο γαλήνη μεγάλη (:τότε, αφού σηκώθηκε όρθιος, διέταξε με αυστηρότητα τους ανέμους και τη θάλασσα, και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη)»]· αποδεικνύεται επίσης και στην περίπτωση των δαιμόνων που είχαν καταλάβει τους δύο Γεργεσηνούς νέους, όταν οι ίδιοι αυτοί δαίμονες παραδέχονταν τον Κύριο ως κριτή και τους εκδίωκε με μεγάλη εξουσία[Ματθ. 8,28 κ.ε]. Εδώ πάλι, στη θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ, με έναν τρόπο πιο θαυμαστό εξαναγκάζει τους ίδιους τους εχθρούς Του να ομολογήσουν την ομοτιμία Του προς τον Πατέρα και καθιστά αυτό φανερό με το ίδιο τους το στόμα .

Ο ίδιος λοιπόν ο Ιησούς, δείχνοντας την απουσία αγάπης προς τις τιμές που Τον διέκρινε(διότι Τον περιέβαλλε πολύς κόσμος που απέκλειε την είσοδο, γι’ αυτό και τον κατέβασαν από τη στέγη), δεν έσπευσε αμέσως να θεραπεύσει το σώμα, το οποίο ήταν ορατό σε όλους, αλλά από τους εχθρούς Του παίρνει την αφορμή να πράξει αυτό. Και κατά πρώτο θεράπευσε εκείνο που δεν ήταν ορατό, δηλαδή την ψυχή, όταν συγχώρησε τις αμαρτίες του παραλυτικού, κάτι που έσωζε μεν τον ασθενή, στον Ιησού όμως δεν απέφερε μεγάλη δόξα.

Οι εχθροί Του όμως, παρωθούμενοι από την πονηρία τους και επιθυμώντας να Τον προσβάλλουν δημιούργησαν χωρίς να το θέλουν τις προϋποθέσεις για να λάμψει περισσότερο το θαύμα που συντελέστηκε και να γίνει γνωστό σε όλους. Πραγματικά, ο Κύριος με την επινοητικότητά Του, χρησιμοποίησε τον φθόνο των Ιουδαίων για να καταστεί φανερό το θαύμα. Επειδή, δηλαδή, ταράσσονταν δυσαρεστημένοι και έλεγαν μέσα τους: «Οτος βλασφημε(:Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνον ο Θεός έχει)»[Ματθ.9,3]· και «Τί οτος οτω λαλε βλασφημίας; τίς δύναται φιέναι μαρτίας ε μ ες Θεός;(:γιατί ο άνθρωπος αυτός μιλάει έτσι και ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιος άλλος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνον ένας, ο Θεός;)»[Μάρκ. 2,7], ας δούμε ποια απάντηση τούς έδωσε. Μήπως τους διέλυσε την άποψη αυτή; Διότι εάν δεν ήταν ίσος προς τον Θεό, έπρεπε να τους πει: «Γιατί μου αποδίδετε φήμη που δεν μου ταιριάζει; Απέχω πολύ εγώ από τη δύναμη αυτήν». Δεν είπε, όμως, τίποτε από αυτά. Αντίθετα, βεβαίωσε και επικύρωσε τον συλλογισμό τους αυτόν και με τους λόγους Του και με την πραγματοποίηση του θαύματος.

Επειδή βέβαια το να ομιλεί κανείς για τον εαυτό του φαινόταν ότι προκαλούσε την αντίδραση και τη δυσαρέσκεια των ακροατών, γι’ αυτό την αντίληψη των ανθρώπων για τον Ίδιο την επιβεβαιώνει ο Κύριος διαμέσου των άλλων. Και το άξιο θαυμασμού είναι ότι αυτό το επιτυγχάνει όχι μόνο διαμέσου των φίλων, αλλά και διαμέσου των εχθρών Του· διότι τόσος ήταν ο πλούτος της σοφίας Του. Διαμέσου των φίλων το πέτυχε όταν είπε: «Θέλω, καθαρίσου» και επίσης όταν είπε: «μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύτην πίστιν ερον (:αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10], ενώ διαμέσου των εχθρών το πραγματοποιεί στην προκειμένη περίπτωση.

Όταν λοιπόν είπαν μέσα τους ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός, πρόσθεσε : «να τί μες νθυμεσθε πονηρ ν τας καρδίαις μν; τί γάρ στιν εκοπώτερον, επεν, φέωνταί σου α μαρτίαι, επεν, γειρε κα περιπάτει; να δ εδτε τι ξουσίαν χει υἱὸς το νθρώπου π τς γς φιέναι μαρτίας – τότε λέγει τ παραλυτικ· γερθες ρόν σου τν κλίνην κα παγε ες τν οκόν σου(:γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες; Και είναι πράγματι οι σκέψεις σας αυτές κακόγνωμες και κακοπροαίρετες, διότι τι είναι ευκολότερο, το να πει κανείς: είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου, ή να πει: σήκω όρθιος και περπάτα; Εσείς θεωρείτε δυσκολότερο αυτό το τελευταίο. Για να μάθετε λοιπόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητας και ένδοξος Κριτής της κατά τη δευτέρα παρουσία Του, έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη τις αμαρτίες των ανθρώπων- τότε λέει στον παράλυτο: “Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”)»[Ματθ.9,4-6].

Όχι μόνον εδώ, αλλά και άλλοτε πάλι, όταν Του έλεγαν οι Ιουδαίοι «περ καλο ργου ο λιθάζομέν σε, λλ περ βλασφημίας, κα τι σ νθρωπος ν ποιες σεαυτν Θεόν(:δεν θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για κάποιο καλό έργο από εκείνα που λες ότι έκανες, αλλά θέλουμε να σε λιθοβολήσουμε για τη βλασφημία που ξεστόμισες, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό και λες ότι είσαι ένα με τον Θεό)»[Ιω.10,33]· και εδώ δεν αρνήθηκε την αντίληψη αυτή, αλλά και πάλι την επικύρωσε, όταν είπε: «Ε ο ποι τ ργα το πατρός μου, μ πιστεύετέ μοι·ε δ ποι, κν μο μ πιστεύητε, τος ργοις πιστεύσατε, να γντε κα πιστεύσητε τι ν μο πατρ κγ ν ατ(:εάν δεν ενεργώ τα υπερφυσικά έργα, τα οποία ο Πατήρ μού παραγγέλλει και με βοηθεί να εκτελώ, τότε μην πιστεύετε στη μαρτυρία του δικού μου στόματος και στις δικές μου διαβεβαιώσεις. Εφόσον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, και δεν πιστεύετε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψτε όμως σε αυτά τα έργα, για να μάθετε και να οδηγηθείτε στην τέλεια πίστη· και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστέψετε σε εμένα και θα βεβαιωθείτε ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζει και υπάρχει εν εμοί. Έχω δηλαδή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση και ουσία προς τον Πατέρα, και είμαι άπειρος εγώ, ώστε να χωράει μέσα μου ο Πατήρ, είμαστε μάλιστα και αχώριστοι ο ένας με τον άλλον, διότι και εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα μου)»[Ιω.10,37-38· ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα].

Στο σημείο αυτό, όμως, και ένα άλλο σημείο της θεότητάς Του και της ισοτιμίας Του προς τον Πατέρα αποδεικνύει. Εκείνοι λοιπόν έλεγαν μέσα τους ότι η συγχώρηση των αμαρτιών είναι αποκλειστική δικαιοδοσία του Θεού, ο Κύριος, όμως, όχι μόνο συγχωρεί τις αμαρτίες, αλλά και πριν από την ενέργεια αυτή δείχνει και κάτι άλλο, το οποίο ήταν γνώρισμα του Θεού μόνο, το να αποκαλύπτει δηλαδή τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων. Διότι δεν είχαν εκφράσει ενώπιον όλων ό,τι σκέπτονταν. «Κα δού(:τότε όμως)»,λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, «τινες τν γραμματέων επον ν αυτος· οτος βλασφημε. κα δν ησος τς νθυμήσεις ατν επεν· να τί μες νθυμεσθε πονηρ ν τας καρδίαις μν;(:μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: “Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνον ο Θεός έχει”. Ο Ιησούς την ίδια στιγμή είδε στα βάθη της καρδιάς τους τις σκέψεις τους και είπε: ‘’ Γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες;)»[Ματθ. 9,3-4].

Επίσης το ότι μόνο ο Θεός μπορεί να γνωρίζει καλά τα απόρρητα, άκουσε τι λέγει σχετικώς ο προφήτης: «Κα σ εσακούσ κ το ορανο ξ τοίμου κατοικητηρίου σου κα λάσ κα δώσεις νδρ κατ τς δος ατο, ς ν γνς τν καρδίαν ατο, τι μόνος γινώσκεις τν καρδίαν υἱῶν νθρώπων(:και εσύ από τον ουρανό, από το τέλειο αυτό κατοικητήριό Σου, θα ακούσεις την προσευχή τους και θα γίνεις ίλεως προς αυτούς. Θα δώσεις στον καθένα από αυτούς κατά τις επιθυμίες τους, όταν κατανοήσεις την καρδιά τους Εσύ, ο οποίος μόνος γνωρίζεις τις καρδιές των υιών των ανθρώπων)»[ Β΄Παραλ. 6,30]. Και πάλι: «Συντελεσθήτω δ πονηρία μαρτωλν κα κατευθυνες δίκαιον, τάζων καρδίας κα νεφρος Θεός(:ας τελειώσει πια και ας εξαφανιστεί η πονηρία των αμαρτωλών. Και τότε Εσύ, Θεέ μου, που γνωρίζεις τα κρυμμένα ελατήρια των ανθρώπων, διότι εξετάζεις τις σκέψεις στα βάθη της καρδιάς και στα απόκρυφα συναισθήματα, θα κατευθύνεις τον δίκαιο ανενόχλητο στον ίσιο δρόμο της αρετής)»[ Ψαλμ. 7,10] .

Αλλά και ο Ιερεμίας λέγει: «Βαθεα καρδία παρά πάντα, κα νθρωπός στι· κα τίς γνώσεται ατόν;(: η καρδιά του ανθρώπου είναι βαθειά και ανεξερεύνητη, περισσότερο από όλα τα άλλα πράγματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος· και ποιος μπορεί να γνωρίσει εις βάθος και πλάτος αυτόν;)» [Ιερ. 17,9]. Και ακόμη: « Κα επε Κύριος πρς Σαμουήλ· μ πιβλέψς π τν ψιν ατο μηδ ες τν ξιν μεγέθους ατο, τι ξουδένωκα ατόν· τι οχ ς μβλέψεται νθρωπος, ψεται Θεός, τι νθρωπος ψεται ες πρόσωπον, δ Θες ψεται ες καρδίαν(:Ο Κύριος όμως είπε στον Σαμουήλ: ‘’μην προσέχεις και μην παρασύρεσαι από την εξωτερική του όψη, από την ωραιότητά του, ούτε από το ανάστημά του, διότι εγώ απέρριψα αυτόν. Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο. Ο Θεός βλέπει την καρδιά)»[Α΄Βασιλ. 16,7].Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι ο Θεός μόνο έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει καλά ό,τι υπάρχει στη σκέψη των ανθρώπων.

Δείχνοντας λοιπόν ο Κύριος ότι είναι Θεός ίσος προς τον Πατέρα που Τον γέννησε, εκείνο που σκέπτονταν αυτοί μέσα τους (διότι φοβούμενοι τον κόσμο δεν είχαν το θάρρος να διατυπώσουν ενώπιον όλων την γνώμη τους αυτή), αυτό αποκαλύπτει και το καθιστά φανερό, φερόμενος συγχρόνως και στην παρούσα στιγμή με μεγάλη επιείκεια. «Γιατί», λέγει, «σκέπτεστε πονηρά μέσα στις καρδιές σας;». Μολονότι, βέβαια, εάν έπρεπε κάποιος να αγανακτήσει, αυτός ήταν ο παράλυτος, με την ιδέα ότι εξαπατήθηκε και να πει: «Άλλο ήρθα να θεραπεύσω και εσύ θεραπεύεις άλλο; Διότι από πού αποδεικνύεται ότι έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες μου;». Τώρα εκείνος δεν λέγει τίποτε παρόμοιο, αλλά εμπιστεύεται τον εαυτό του στη δικαιοδοσία του θεράποντος.

Αυτοί όμως, επειδή ήσαν κακοήθεις και γεμάτοι μίσος και φθόνο, επιβουλεύονται τις ευεργεσίες των άλλων. Γι’ αυτό και ο Κύριος τους προσβάλλει μεν, αλλά το κάνει με κάθε λεπτότητα. «Πραγματικά, εάν», λέγει, «δεν πιστεύετε σε ό,τι είπα προηγουμένως και έχετε τη γνώμη ότι αυτό αποτελεί κομπασμό, ιδού προσθέτω και κάτι άλλο σε αυτό, το ότι δηλαδή αποκαλύπτω τις απόκρυφες σκέψεις σας. Και ύστερα από αυτό, ένα ακόμη. Ποιο είναι λοιπόν αυτό; Το ότι θα ενδυναμώσω το σώμα του παραλύτου».

Και όταν μεν απευθυνόταν προς τον παράλυτο, δεν ομιλούσε κατά τρόπο που να αποδεικνύει σαφώς την εξουσία Του· διότι δεν είπε «σου συγχωρώ τις αμαρτίες», αλλά «σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου». Όταν όμως Τον ανάγκασαν εκείνοι, τότε πλέον καθαρότερα δείχνει την εξουσία Του, όταν λέγει: «για να μάθετε ότι ο υιός του ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί επί της γης αμαρτίες». Βλέπεις πόσο απείχε από του να μη θέλει να θεωρείται ίσος προς τον Πατέρα; Διότι δεν είπε ότι έχει ανάγκη από άλλον ο Υιός του ανθρώπου ή ότι του έδωσε την εξουσία άλλος, αλλά είπε ότι « ξουσίαν χει υἱὸς το νθρώπου π τς γς φιέναι μαρτίας», ότι δηλαδή ο Ίδιος έχει εξουσία. Και αυτό δεν το λέγει από φιλοδοξία, αλλά, λέγει, « για να σας πείσω ότι δεν βλασφημώ όταν κάνω τον εαυτό μου ίσο με τον Θεό».

Πραγματικά σε κάθε περίπτωση επιθυμεί να φέρει αποδείξεις σαφείς και αναντίρρητες, όπως όταν λέγει στο θεραπευμένο λεπρό: «ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προσένεγκε τ δρον προσέταξε Μωσς ες μαρτύριον ατος(:πρόσεξε να μην πεις σε κανένα το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο)» [Ματθ. 8,4].

Επίσης, την πεθερά του Πέτρου την παρουσιάζει να Τον υπηρετεί[βλ. Ματθ.8,15: «Κα ψατο τς χειρς ατς, κα φκεν ατν πυρετς κα γέρθη κα διηκόνει ατ(:τότε άγγιξε το χέρι της και αμέσως έφυγε ο πυρετός, και σηκώθηκε τελείως υγιής και τον υπηρετούσε, αφού δεν αισθανόταν ούτε την παραμικρή εξάντληση)»] και επιτρέπει να πέσουν οι χοίροι στον γκρεμό [βλ. Ματθ.8,32: «Κα επεν ατος· πάγετε. ο δ ξελθόντες πλθον ες τν γέλην τν χοίρων· κα δο ρμησε πσα γέλη τν χοίρων κατ το κρημνο ες τν θάλασσαν κα πέθανον ν τος δασιν(:και επειδή αυτοί που έτρεφαν τους χοίρους το έκαναν αυτό παραβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο, που απαγόρευε ως ακάθαρτο το χοιρινό κρέας, ο Κύριος τιμωρώντας την παρανομία τους αυτή είπε στους δαίμονες: “Πηγαίνετε”. Και αυτοί βγήκαν απ’ τους ανθρώπους και πήγαν στους χοίρους. Και ξαφνικά όλο το κοπάδι των χοίρων όρμησε με μανία από το επάνω μέρος του γκρεμού προς τα κάτω, στη θάλασσα, και πνίγηκαν στα νερά της λίμνης)»].

Κατά όμοιο τρόπο και εδώ προς απόδειξη της συγχωρήσεως των αμαρτιών φέρει τη θεραπεία του σώματος, προς απόδειξη δε της θεραπείας του σώματος το ότι σήκωσε το κρεβάτι, ώστε να μη θεωρηθεί ότι το γεγονός αυτό ήταν αποκύημα φαντασίας. Και δεν το κάνει αυτό προηγουμένως, παρά αφού τους ρώτησε: «Τί γάρ στιν εκοπώτερον, επεν, φέωνταί σου α μαρτίαι, επεν, γειρε κα περιπάτει; να δ εδτε τι ξουσίαν χει υἱὸς το νθρώπου π τς γς φιέναι μαρτίας – τότε λέγει τ παραλυτικ· γερθες ρόν σου τν κλίνην κα παγε ες τν οκόν σου(:και είναι πράγματι οι σκέψεις σας αυτές κακόγνωμες και κακοπροαίρετες, διότι, τι είναι ευκολότερο να πει κανείς: “είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου”, ή να πει: “σήκω όρθιος και περπάτα”; Εσείς θεωρείτε δυσκολότερο αυτό το τελευταίο. Για να μάθετε λοιπόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητας και ένδοξος Κριτής της κατά τη δευτέρα παρουσία Του, έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη τις αμαρτίες των ανθρώπων”- τότε λέει στον παράλυτο: “Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”)»[Ματθ. 9,5-6].

Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Τι σας φαίνεται ότι είναι ευκολότερο, να θεραπεύσω σώμα παράλυτο ή να συγχωρήσω τα αμαρτήματα; Είναι φανερό ότι ευκολότερο είναι η θεραπεία του σώματος· διότι όσο η ψυχή είναι ανώτερη του σώματος, τόσο σπουδαιότερο είναι να συγχωρήσεις τα αμαρτήματα αυτής. Αλλά επειδή το ένα δεν φαίνεται, ενώ το άλλο είναι φανερό, γι’ αυτό προσθέτω το κατώτερο, αλλά πιο οφθαλμοφανές, με σκοπό και το ανώτερο και αθέατο να αποδειχτεί διαμέσου αυτού». Έτσι, έμπρακτα αποκάλυπτε εκ των προτέρων πλέον εκείνο που είπε ο Ιωάννης, ότι δηλαδή Αυτός σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου[ βλ. Ιω. 1,29: «Τ παύριον βλέπει ωάννης τν ησον ρχόμενον πρς ατν κα λέγει· δε μνς το Θεο αρων τν μαρτίαν το κόσμου(:την άλλη μέρα είδε ο Ιωάννης τον Ιησού να έρχεται κοντά του και είπε: “Να Eκείνος που προφήτευσε ο Ησαΐας και μας Tον απέστειλε ο Θεός για να θυσιαστεί ως αρνί και να σηκώσει με τη σφαγή και τη θυσία Του ολόκληρη την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου, και έτσι να την εξαλείψει”)»].

Αφού λοιπόν θεράπευσε τον παραλυτικό, τον αποστέλλει στο σπίτι του. Πάλι με την ενέργειά Του αυτή φανερώνει την ταπείνωσή Του και ακόμη ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν φανταστικό· διότι εκείνους που ήσαν μάρτυρες της ασθενείας, τους καθιστά μάρτυρες και της πραγματικής θεραπείας. «Εγώ, βέβαια, ήθελα», λέγει, «διαμέσου της δικής σου ασθένειας να θεραπεύσω και εκείνους που νομίζουν ότι είναι υγιείς, αλλά είναι ασθενείς πνευματικώς. Επειδή όμως δεν θέλουν, πήγαινε στο σπίτι σου, για να θεραπεύσεις και να διορθώσεις τους οικείους σου». Προσέχεις με ποιο τρόπο αποδεικνύει ότι ο Ίδιος είναι ο δημιουργός και της ψυχής και του σώματος; Θεραπεύει, λοιπόν, την παράλυση του κάθε συστατικού του ανθρώπου και την θεραπεία που είναι αθέατη την αποδεικνύει με εκείνη που είναι φανερή. Αλλά εξακολουθούν ακόμη να σύρονται στο χώμα· διότι λέγει :«Ἰδόντες δ ο χλοι θαύμασαν κα δόξασαν τν Θεν τν δόντα ξουσίαν τοιαύτην τος νθρώποις(:όταν λοιπόν τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, ο οποίος έδωσε διαμέσου του Χριστού στους ανθρώπους τέτοια εξουσία, να συγχωρούνται δηλαδή οι αμαρτίες, και συγχρόνως να γιατρεύονται με έναν λόγο αθεράπευτες ασθένειες του σώματος)»[Ματθ. 9,8]. Τους εμπόδιζε ακόμη η ανθρώπινη σάρκα την οποία είχε περιβληθεί και γι ‘αυτό δυσκολεύονταν να αντιληφθούν πλήρως τη θεότητά Του.

Ωστόσο δεν τους μαλώνει, μα προχωρεί και με τα έργα Του τους αφυπνίζει και τους εξυψώνει το φρόνημα· διότι προς το παρόν δεν ήταν μικρό να Τον θεωρούν ανώτερο από όλους τους ανθρώπους και ότι έχει έλθει εκ μέρους του Θεού. Επειδή, εάν είχαν τέλεια βεβαιότητα γι’ αυτό μέσα τους, τότε βαθμιαία θα αντιλαμβάνονταν ότι ήταν και του Θεού Υιός. Αλλά δεν κατενόησαν καλά αυτά, γι’ αυτό και δεν μπόρεσαν να Τον πλησιάσουν· διότι έλεγαν πάλι: «Οτος νθρωπος οκ στι παρ το Θεο, τι τ σάββατον ο τηρε(:Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου”. Άλλοι έλεγαν: “Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;”. Και διαφωνούσαν μεταξύ τους[Ιω. 9,16]. Και πάλι: «Πώς είναι δυνατόν να προέρχεται Αυτός από τον Θεό;». Και συνεχώς αυτά ανέφεραν, για να δικαιολογήσουν τα δικά τους πάθη.

Το ίδιο κάνουν και σήμερα πολλοί άνθρωποι και πιστεύουν ότι ο Θεός εκδικείται και εκδηλώνουν με τον τρόπο αυτόν τα δικά τους πάθη, ενώ πρέπει να εξετάζουμε τα πάντα με επιείκεια· διότι ο Θεός, μπορούσε πραγματικά, να ρίξει κεραυνό σε εκείνους που Τον βλασφημούν, αλλά εντούτοις ανατέλλει για όλους τον ήλιο και βρέχει και όλα τα άλλα τα παρέχει με αφθονία. Αυτόν πρέπει να μιμούμαστε και εμείς και να παρακαλούμε, να συμβουλεύουμε, να νουθετούμε με πραότητα, χωρίς να οργιζόμαστε ούτε να γινόμαστε πραγματικά θηρία· διότι δεν συμβαίνει καμία βλάβη στο Θεό από τη βλασφημία, για να θυμώσεις. Αντίθετα, ο βλάσφημος ο ίδιος δέχεται και το τραύμα από τη βλασφημία του. Γι’ αυτό λοιπόν στέναξε, θρήνησε, διότι το πάθος αυτό είναι άξιο δακρύων. Επίσης αυτόν που τραυματίστηκε, τίποτε δεν μπορεί να τον θεραπεύσει τόσο, όσο η επιείκεια.

Πρόσεξε εξάλλου, με ποιο τρόπο μας μιλεί ο υβρισθείς Θεός και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην Παλαιά μεν λέγει: «Λαός μου, τί ποίησά σοι τί λύπησά σε τί παρηνώχλησά σοι; ποκρίθητί μοι (:Λαέ μου, τι κακό σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε παρενόχλησα; Απάντησέ μου)»[Μιχ.6,3]. Στην Καινή επίσης λέγει: «Σαολ Σαούλ, τί με διώκεις;(: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;)» [Πράξ. 9,5].Και ο Παύλος, επίσης, προτρέπει να διδάσκουμε με πραότητα όσους έχουν αντίθετα φρονήματα: «ν πρᾳότητι παιδεοντα τος ντιδιατιθεμνους, μποτε δ ατος Θες μετνοιαν ες πγνωσιν ληθεας(: ο δούλος του Κυρίου να παιδαγωγεί και να συνετίζει με πραότητα εκείνους που έχουν αντίθετα φρονήματα, μήπως καμία φορά τους δώσει ο Θεός μετάνοια και οδηγηθούν στην πλήρη και ορθή γνώση της αλήθειας)»[Β΄ Τιμ. 2,25].

Αλλά και όταν οι μαθητές πλησίασαν τον Χριστό και ήγειραν την αξίωση να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, τους μάλωσε πολύ και τους είπε, επιπλήττοντάς τους: «Οκ οδατε ποίου πνεύματός στε μες(:δεν ξέρετε ακόμη τι διαθέσεων και φρονημάτων ανθρώπους σας κάνει η νέα πνευματική δύναμη και ζωή που μεταδίδει η διδασκαλία μου και η χάρη του Πνεύματός μου. Δεν είστε άνθρωποι και διδάσκαλοι του πνεύματος της οργής και τιμωρίας που επικρατούσε στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά του πνεύματος της πραότητας, της μακροθυμίας και της αγάπης, που δεν καταστρέφει, αλλά σώζει)»[Λουκ.9,55]. Και στην παρούσα περίπτωση δεν είπε: «Ω μιαροί και αγύρτες· ω εσείς που είστε γεμάτοι από φθόνο και εχθροί της σωτηρίας των ανθρώπων». Αλλά λέγει: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις μέσα στις καρδιές σας;».

Κατά συνέπεια, πρέπει με επιείκεια να αφανίζουμε τα νοσήματα· διότι εκείνος που θα γίνει καλύτερος, πιεζόμενος από τον ανθρώπινο φόβο, γρήγορα θα επιστρέψει εκ νέου στην πονηρία. Γι’ αυτό, άλλωστε, προέτρεψε να αφήσουν και τα ζιζάνια[ βλ. Ματθ. 13,30: «φετε συναυξάνεσθαι μφότερα μέχρι το θερισμο, κα ν καιρ το θερισμο ρ τος θεριστας· συλλέξατε πρτον τ ζιζάνια κα δήσατε ατ ες δέσμας πρς τ κατακασαι ατά, τν δ στον συναγάγετε ες τν ποθήκην μου(:αφήστε να μεγαλώνουν και τα δύο μέχρι την εποχή του θερισμού. Και τον καιρό του θερισμού, δηλαδή της τελικής κρίσεως, θα πω στους θεριστές αγγέλους μου: “Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα σε δεσμίδες για να τα κατακάψετε. Δηλαδή ξεχωρίστε τους πονηρούς ανθρώπους και ρίξτε τους όλους μαζί στη φωτιά της αιωνίου κολάσεως. Το σιτάρι όμως μαζέψτε το στην αποθήκη μου. Τους αγαθούς δηλαδή και ενάρετους συνάξτε τους στην ουράνια βασιλεία”)»] , για να δώσει τη δυνατότητα και τον καιρό να μετανοήσουν. Πραγματικά πολλοί από αυτούς μετανόησαν και έγιναν σπουδαίοι, ενώ προηγουμένως ήσαν φαύλοι, όπως είναι ο Παύλος, ο τελώνης και ο ληστής· διότι ενώ ήσαν ζιζάνια, έγιναν σίτος εκλεκτός. Βέβαια, όσον αφορά τα σπέρματα αυτό είναι αδύνατο, αλλά αναφορικά με τη διάθεση των ανθρώπων είναι πολύ εύκολο, διότι αυτή δεν υπόκειται στους φυσικούς νόμους, αλλά έχει τιμηθεί με την ελευθερία της εκλογής.

Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, όταν δεις έναν εχθρό της αλήθειας να τον φροντίσεις, να τον επιμεληθείς, να τον οδηγήσεις με λόγους απαλλαγμένους από κάθε κατηγορία[«Λγον γι, κατγνωστον, να ξ ναντας ντραπ μηδν χων περ μν λγειν φαλον(: να είναι λόγος σωστός και υγιής, ελεύθερος από την αρρώστια της αιρέσεως, ακατηγόρητος, ώστε κάθε αντίπαλος και εχθρός του Χριστού και του Ευαγγελίου να ντροπιαστεί, καθώς δεν θα έχει να λέει κανένα κακό για μας)»: Τίτ. 2,8], να του προσφέρεις προστασία και κηδεμονία, να χρησιμοποιήσεις κάθε τρόπο διορθώσεως, μιμούμενος τους αρίστους ιατρούς· διότι και αυτοί δε θεραπεύουν με ένα τρόπο μόνο, αλλά όταν δουν ότι δεν υποχωρεί η πληγή στο αρχικό φάρμακο προσθέτουν άλλο και ύστερα από αυτό πάλι άλλο. Και άλλοτε μεν κάνουν εγχειρήσεις, ενώ άλλοτε θέτουν επιδέσμους. Και εσύ, λοιπόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, να χρησιμοποιήσεις κάθε τρόπο θεραπείας σύμφωνα με τους νόμους του Χριστού, για να λάβεις αμοιβή και για τη δική σου σωτηρία και για την ωφέλεια που έδωσες στους άλλους. Όλα να τα κάνεις προς δόξαν του Θεού και έτσι θα δοξάζεσαι και ο ίδιος. «Δι τοτο τάδε λέγει Κύριος Θες σραήλ· επα· οκός σου κα οκος το πατρός σου διελεύσεται νώπιόν μου ως αἰῶνος· κα νν φησ Κύριος· μηδαμς μοί, τι λλ᾿ τος δοξάζοντάς με δοξάσω, κα ξουθενν με τιμασθήσεται (:Για τη χλιαρή και ασεβή συμπεριφορά σου αυτά λέγει Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ· ‘’Σου είπα άλλοτε και υποσχέθηκα ότι οι πατρικοί σου πρόγονοι, επομένως και ο δικός σου οίκος, θα είναι πάντοτε μαζί μου για να με υπηρετούν. Αλλά τώρα ο Κύριος λέγει: “Για κανένα λόγο και τρόπο δεν ανέχομαι πλέον αυτό. Αλλά εγώ θα δοξάζω εκείνους, που με δοξάζουν και με σέβονται, και θα καταφρονήσω και θα εξουθενώσω εκείνους, οι οποίοι με καταφρονούν’’)»[Α΄Βασ. 2,30].

Τα πάντα, λοιπόν, ας τα πράττουμε προς δόξα του Θεού, για να λάβουμε τη μακάρια εκείνη κληρονομία, την οποία είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΘ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 279-297.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 92- 100.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Ὂχλος καί ἂρχοντες)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«χλος καί ρχοντες»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-7-1992]

(Β265)

Σήμερα, αγαπητοί μου, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μάς διηγείται το θαύμα της θεραπείας ενός παραλυτικού. Είδε ο Κύριος την πίστιν εκείνων που μετέφεραν τον παράλυτο και είπε σε αυτόν: «Θάρσει, τέκνον(:Πάρε θάρρος, παιδί μουφέωνταί σοι α μαρτίαι σου. (:Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου)».

Εκεί πλάι, όπως συνήθως πάντοτε, ευρίσκοντο μερικοί Γραμματείς, που όταν άκουσαν ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες του παραλύτου, είπε ο καθένας από μέσα του: «Οτος βλασφημε. Κα δν ησος τς νθυμήσεις ατν επεν· να τί μες νθυμεσθε πονηρ ν τας καρδίαις μν; (:’’Αυτός βλασφημεί. Ποιος έχει δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες;’’. Ο Κύριος γνωρίζοντας τι εσκέφθησαν, τους λέγει: ‘’Γιατί εσείς σκέπτεσθε πονηρά πράγματα;’’)». Και τι λέγει ο Κύριος; «Τί γάρ στιν εκοπώτερον, επεν(: «Γιατί», λέγει, «τι είναι ευκολότερο να ειπεί κανείς»), φέωνταί σου α μαρτίαι, επεν, γειρε κα περιπάτει;(:Δεν είναι ευκολότερο πράγμα να θεραπεύσεις κάποιον από του να του αφήσεις αμαρτίες;)». Διότι επιτέλους, μία θεραπεία, βέβαια με τη δύναμη του Θεού, πλην όμως, μια θεραπεία κάνει και η Ιατρική. Αλλά αυτό βεβαίως δεν είναι ευκολότερον; Παρά του να πει κανείς σε κάποιον: «Σου συγχωρούνται α μαρτίαι», κάτι που προσωπικά ανήκει στον Θεό;- «να δ εδτε τι ξουσίαν χει υἱὸς το νθρώπου π τς γς φιέναι μαρτίας(:Για να δείτε ότι έχει εξουσία ο υιός του ανθρώπου επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες)». Και ευθύς λέγει εις τον παράλυτον να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και να πάει στο σπίτι του.

Μία μικρή παρένθεση. Πώς μπορεί να ξέρομε ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες αυτού του ανθρώπου; Θα ερωτήσετε. Διότι δεν είναι ένα σκοτεινό πράγμα; Πάμε στην εξομολόγηση και δεχόμεθα την άφεση των αμαρτιών μας. Πούθε ξέρομε ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες μας; Εδώ λοιπόν πώς μπορούσε να γνωρίζει κανείς ότι συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες εκείνου του παραλύτου; Από το ακολουθούν θαύμα. Διότι Εκείνος που είπε με τόσην ευκολία «Σήκω και περπάτα», προφανώς κατέχει και το άλλο. Κι Εκείνος που είπε: «ν τινων φτε τς μαρτίας, φίενται ατος», δηλαδή στο μυστήριο πια της Εξομολογήσεως, ο ίδιος είναι Εκείνος που συγχωρεί τις αμαρτίες.

Όταν οι όχλοι είδαν το θαύμα «θαύμασαν -σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος-κα δόξασαν τν Θεν τν δόντα ξουσίαν τοιαύτην τος νθρώποις». ΄Ετσι βλέπομε από τη μία μεριά τους άρχοντες -άλλος Ευαγγελιστής λέγει ότι ήτανε όχι μόνον Γραμματείς, αλλά και Φαρισαίοι– να σκέπτονται πονηρά και υποτιμητικά δια τον Χριστόν και από την άλλη μεριά ο όχλος να θαυμάζει και να δοξάζει τον Θεό. Δυο διαφορετικές συμπεριφορές έναντι του Ιησού Χριστού. Και το εκπληκτικόν είναι ότι μέσα στην Ιστορία, εκτός εξαιρέσεων, διατηρείται αυτή η ιδία σχέσις έναντι του Ιησού Χριστού, τόσο από τον λαό, όσο και από τους άρχοντες του λαού. Η ιδία σχέσις. Μέσ’ τους αιώνες.

Οι άρχοντες του λαού. Όλοι γνωρίζομε πόσο αρνητική ήταν η συμπεριφορά των αρχόντων έναντι του Ιησού, εκτός βέβαια κάποιων εξαιρέσεων. Όταν οι άρχοντες έβλεπαν τον λαόν να ακολουθεί τον Κύριον και Εκείνος να επιτελεί θαύματα, κατελήφθησαν από φθόνο. Μας το λέγουν αυτό οι ιεροί Ευαγγελισταί. Ιδιαίτατα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να τον μειώσουν εις τα μάτια του λαού. Έτσι, έλεγαν οι Φαρισαίοι: «ν τ ρχοντι τν δαιμονίων κβάλλει τ δαιμόνια». Δηλαδή: «Σε ποιον πηγαίνετε να σας θεραπεύσει; Αυτός; Αυτός είναι αρχιβεελζεβούλ, αρχιδιάβολος είναι. Και με τη δύναμη του διαβόλου βγάζει τα δαιμόνια». Όταν έστειλαν κάποτε τους υπηρέτας των οι άρχοντες, για να συλλάβουν τον Ιησούν, εκείνοι γύρισαν και είπαν: «Οδέποτε οτως λάλησεν νθρωπος, ς οτος νθρωπος». «Ποτέ άνθρωπος δεν μίλησε έτσι, όπως μίλησε αυτός ο άνθρωπος». Εκείνοι τι απήντησαν; «Μ κα μες πεπλάνησθε; (:Μήπως και εσείς έχετε πλανηθεί;). Μή τις κ τν ρχόντων πίστευσεν ες ατν κ τν Φαρισαίων; (: «Μήπως κανείς», λέει, «από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους επίστευσε εις αυτόν;»λλ᾿ χλος οτος (:Να, αυτός ο όχλος) μ γινώσκων τν νόμον πικατάρατοί εσι! (:Αυτοί, ο λαός, ο όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμο και είναι βέβαια επικατάρατοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον νόμον· αυτοί ακολουθούν τον Ιησούν)».

Βλέπετε λοιπόν πώς υποτιμούσαν τον Ιησούν οι άρχοντες; Οι αρχιερείς, οι ιερείς του ναού, οι Φαρισαίοι, οι Γραμματείς, από πλευράς βέβαια, θρησκείας. Από δε πλευράς πολιτείας, ο Ηρώδης, ο εγγονός του μεγάλου Ηρώδου, ο Πιλάτος, ο Πόντιος Πιλάτος και όλοι αυτοί στάθηκαν εχθροί του Ιησού. Όταν Τον σταύρωσαν οι αρχιερείς, πήγαν από κάτω και οι άρχοντες του λαού και τι έκαναν; «ξεμυκτήριζον δ κα ο ρχοντες λέγοντες(:Τον κορόιδευαν επί του Σταυρού, Τον κορόιδευαν…) ·λλους σωσεν σωσάτω αυτόν, ε οτος στιν χριστς το θεο κλεκτός». «Ας τον σώσει λοιπόν ο Θεός, αν είναι ο εκλεκτός του Θεού, αν τον παραδέχεται ότι είναι ο Μεσσίας». Και όταν οι στρατιώται, που φυλούσαν τον τάφον, πληροφορούν τους αρχιερείς ότι ο Ιησούς ανεστήθη, εκείνοι- αχρείοι άνθρωποι, αχρείοι…- τους πλήρωσαν να διαφημίσουν ότι οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα νυκτός.

Όλη αυτή η εχθρική στάσις, αγαπητοί μου, τόσο των θρησκευτικών, όσο και των πολιτικών αρχόντων, συνοψίζεται μέσα σε μία φράση προφητικώς εις τον 2ον ψαλμόν: «Παρέστησαν ο βασιλες τς γς, κα ο ρχοντες συνήχθησαν π τ ατ κατ το Κυρίου κα κατ το χριστο ατο».

Την αυτήν συμπεριφοράν, προσέξατε, εκτός βέβαια εξαιρέσεων, έχουν δείξει οι άρχοντες όλων των λαών έναντι του Ιησού. Μέχρι σήμερα. Οι άρχοντες των λαών, όπως και αν λέγονται, πολιτικοί, διοικητικοί, δεν έχουν σχέσεις αγαθές με τον Ιησούν. Στην ελληνική μας πραγματικότητα, ακούσατε ποτέ, άρχοντες του λαού, πολιτικοί, διοικητικοί, όλοι αυτοί, ακούσατε ποτέ να μιλάνε δια τον Ιησούν Χριστόν; Σε κάποια ομιλία τους, προεκλογική ή οποιαδήποτε άλλη ομιλία τους, τους ακούσατε να αναφέρουν το όνομα του Ιησού Χριστού; Εγώ δεν άκουσα ποτέ. Κι αν καμιά φορά ακουστεί το όνομα του Θεού, να ακουστεί ένα «Δόξα τ Θε», ακούγεται κάπου-κάπου, ένα «δόξα τ Θε (λέγει), πήγαμε καλά· δόξα τ Θεῷ…», δεν μπορούμε να γνωρίζομε σε τι Θεό πιστεύουν. Λέγει ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς -γιατί είναι παρμένο από την Αγία Γραφή-: «Αν δεν ομολογήσεις Χριστόν, Θεόν δεν ομολογείς». Και όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Εάν δεν έχεις τον Υιόν, ούτε τον Πατέρα έχεις». Έτσι, δεν ξέρομε σε τι Θεό πιστεύουν οι άνθρωποι αυτοί. Γιατί μα ποτέ δεν ακούστηκε σε δημόσιο χώρο από τα χείλη αρχόντων, δημάρχων, ξέρω ‘γω, το όνομα «Ιησούς Χριστός». Το ακούσατε ποτέ; Ελάτε να μου το πείτε. Η Μασωνία, αγαπητοί μου, εδώ το βλέπει κανείς καθαρά, κυριολεκτικώς έχει αλώσει τους άρχοντές μας, εκτός βεβαίως εξαιρέσεων. Κι επειδή έγινε μόδα, συρμός, να μην ακούγεται το όνομα του Ιησού Χριστού, κι εκείνοι που τυχόν δεν είναι τέκτονες, δεν είναι Μασώνοι, περιστέλλουν τον εαυτόν τους και δεν αναφέρουν το όνομα του Ιησού Χριστού. Η αθεΐα; Το ίδιο. Και ο φορέας της αθεΐας, ο υλισμός; Ναι. Σπάνια στην Ιστορία υπήρξαν ηγέται φιλικώς διακείμενοι προς τον Ιησούν Χριστόν. Σπάνια.

Και κάτι χειρότερο. Σύγχρονο αυτό. Αν δεν είναι και παλαιό. Πάντως είναι σύγχρονο. Χωρίς να πιστεύουν στον Χριστό οι άρχοντες, μιλούν για την Ορθοδοξία. Είδατε αυτόν τον καιρό πόσος λόγος γίνεται για την Ορθοδοξία των Ανατολικών λαών της Ευρώπης; Αυτή την στιγμή, πολιτικώς, η Ορθοδοξία θεωρείται ότι είναι μία πολύ σημαντική δύναμις. Έτσι, τι αλήθεια, τραγικό, γίνεται πολιτική εκμετάλλευσις. Προσπαθούμε δηλαδή, διεγείροντες το αίσθημα του Ορθοδόξου Χριστιανού, να σταθούμε κατ’ έναντι εκείνων, οι οποίοι, κι αυτοί Χριστιανοί, η Δύσις, αλλά σε άλλο κλίμα, που ανήκουν στη Δυτικήν, θα λέγαμε, Εκκλησίαν.

Ούτε στους κύκλους των αρχόντων γίνεται κουβέντα δια τον Χριστόν. Θεωρείται μία ξεπερασμένη υπόθεσις, πολύ ξεπερασμένη. Αξία περιφρονήσεως και αξία ειρωνείας δια τον Χριστόν. Βρεθήκατε ποτέ σε κύκλους αρχόντων; Μιλούν για τον Χριστό; Ακόμη και οι θρησκευτικοί ηγέται, όπως τότε, στην εποχή του Χριστού, οι θρησκευτικοί ηγέται της Δύσεως, είναι αμφίβολο αν πιστεύουν εις τον Χριστό. Είναι αμφίβολον. Πώς και γιατί; Όταν χαλκεύουν τον Οικουμενισμό, ο οποίος είναι Συγκρητισμός-το κρη με ήτα, όχι από το συγκρίνω αλλά από το συν και Κρήτες-, ο Συγκρητισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία χοάνη, μέσα στην οποία πέφτουν όλες οι θρησκείες. Εάν λοιπόν υποστηρίζομε τον Οικουμενισμόν, και όχι λίγοι της Ανατολικής μας Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύουν εις τον Οικουμενισμόν κα μάλιστα υψηλά ιστάμενοι, ρωτούμε, πιστεύουν τελικά στον Χριστόν; Όταν μπορούν να βάζουν στο ίδιο ύψος τον Χριστόν με τον Μωάμεθ ή τον Βούδα, ερωτώ, μπορούν αυτοί να λέγονται ότι είναι Χριστιανοί; Πιστεύουν στον Χριστό; Είναι δυνατόν ποτέ να πιστεύουν εις τον Χριστόν; Και, όπως αποδεικνύουν τα τελευταία γεγονότα στη Βαλκανική- δεν κάνω πολιτική με αυτά που λέγω- όπως αποδεικνύουν, θρησκευτικοί ηγέτες -ξέρετε ότι είναι θρησκευτικός πόλεμος ουσιαστικά… Το έχετε αντιληφθεί ότι όλη αυτή η ταραχή στα Βαλκάνια είναι θρησκευτικός πόλεμος; Το έχετε αντιληφθεί; Πίσω δε απ’ αυτόν τον θρησκευτικόν πόλεμον κρύβονται αβυσσαλέα συμφέροντα...Το έχετε αντιληφθεί;- Λοιπόν, ξέρετε ότι οι θρησκευτικοί ηγέται– καταλαβαίνετε, ας μην πω το όνομα- ξεκινούν και συντηρούν αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις; Το φαντάζεστε αυτό; Πιστεύουν εις τον Χριστό οι άνθρωποι αυτοί; Είναι δυνατόν να πιστεύουν; Θα λέγαμε, «Ω Κύριε, άρχοντες και της πολιτείας, των πολιτειών και της Εκκλησίας Σου και οι πολιτικοί και οι πάντες, σε πρόδωσαν».

Μένει και ο όχλος. Ο όχλος… Πολύ συχνά γίνεται λόγος στα Ευαγγέλια για τον όχλο, τους όχλους, που ακολουθούν τον Ιησούν. Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή, γράφει ο Ματθαίος ότι «δόντες δ ο χλοι -Τι είδαν; Το θαύμα- θαύμασαν κα δόξασαν τν Θεν τν δόντα ξουσίαν τοιαύτην τος νθρώποις»· «που έδωσε», λέγει, «τέτοια εξουσία εις τους ανθρώπους». Τι έκαναν; θαύμασαν κα δόξασαν.

Βέβαια, προσέξτε εδώ κάτι. Όταν ακούμε «χλο», δεχόμεθα την έννοια με την κακή της σημασία. Δηλαδή όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Δμος χλώδης». «Λαός τσοκαρία», ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση. «Α, αγράμματοι άνθρωποι, παρασυρόμενοι, φωνάζουν, οχλοκρατία». Μία περιγραφή μιας τέτοιας οχλοκρατίας μάς δίδει ο ευαγγελιστής Λουκάς στα επεισόδια στη Θεσσαλονίκη. Όταν πήγε ο Παύλος εκεί, τότε, γράφει, ότι «Προσλαβόμενοι δ ο πειθοντες ουδαοι τν γοραίων τινς νδρας πονηρος -Είδατε; Άνδρες πονηροί, αγοραίοι, α, της αγοράς άνθρωποι-κα χλοποιήσαντες(:συνέστησαν όχλον) θορύβουν τν πόλινβοντες τι ο τν οκουμένην ναστατώσαντες οτοι κα νθάδε πάρεισιν». «Εκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, οι Απόστολοι, ήρθαν και εδώ, ήρθαν στην πόλη μας». Μ’ αυτήν την έννοιαν «όχλος», την κακήν σημασία, θα λέγαμε «αυτοί είναι όχλος».

Η έννοια «χλος» όμως στην Καινή Διαθήκη σημαίνει λαός. Και μάλιστα λαός του Θεού, ο λαός του Θεού. Συχνά εναλλάσσονται λοιπόν οι όροι «λαός» και «όχλος». Δεν θα πούμε συνεπώς τη λέξη «όχλος» με την κακή σημασία. Θα πει ο Κύριος στον Παύλο στην Κόρινθο: «Μ φοβο, λλ λάλει κα μ σιωπήσς, διότι λαός στί μοι πολς ν τ πόλει ταύτ». «Εδώ υπάρχει λαός δικός μου πολύς». Και βέβαια αυτός ο λαός ήτο δυνάμει. Ακόμη δεν είχε ακούσει το κήρυγμα του Παύλου. Όπως και εδώ τώρα, αυτοί που θαυμάζουν τα θαύματα του Χριστού, είναι λαός δυνάμει του Θεού. Αλλά είτε ενεργεί λαός, είναι ο λαός του Κυρίου. Είναι «λαός Κυριακός», όπως λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Δηλαδή ο λαός του Κυρίου.

Η στάση του λαού ή του όχλου έναντι του Κυρίου ήταν θαυμαστή, θαυμαστή· εν αντιθέσει με τη συμπεριφορά των αρχόντων. Έτσι έχομε πολλές αποχρώσεις συμπεριφοράς του λαού έναντι του Ιησού Χριστού, από την Αγίαν Γραφήν, και μας εκπλήσσει. Έτσι δειγματοληπτικά: «Κα ν διδάσκων τ καθ᾿ μέραν ν τ ερ· ο δ ρχιερες κα ο γραμματες ζήτουν ατν πολέσαι κα ο πρτοι το λαο, (:Ζητούσαν να τον σκοτώσουν οι άρχοντες) λας γρ πας ξεκρέματο ατο κούων. (:Ακούγοντας, κρεμόταν από τα χείλη του)». Βλέπετε κι εμείς έχομε την φράση αυτή: «Κρέμομαι από τα χείλη του ομιλούντος». «ξεκρέματο», λέει από το στόμα Του.

Ακόμη: «Κα πς λας ρχετο πρς ατόν· -Πήγαινε. Οι άλλοι; Οι άρχοντες; Πήγαιναν για να κατηγορήσουν. Πήγαιναν για να κατασκοπεύσουν. Πήγαιναν για να βρουν μία αιτία για να θανατώσουν τον Ιησούν-. Κα καθίσας δίδασκεν ατούς».

Ακόμη: «Καί πς χλος ρθριζεν πρός ατόν ν τ ρει, κούων ατο». Πήγαινε από ξημερώματα, για να τον ακούσει.

Ακόμη: «Κα πς λας κούσας κα ο τελναι δικαίωσαν τν Θεόν». Δηλαδή παραδέχθηκαν τον Ιησούν και είπαν: «Σωστά τα λέει: Ο Θεός τον έστειλε τον Ιησούν».

Ακόμη: «Κα πς λας δν δωκεν ανον τ Θε». Όταν είδε κι έβλεπε τα θαύματα, έδινε αίνον, δοξολογία στον Θεό.

Ακόμη: «ξεπλήσσοντο ο χλοι π τ διδαχ ατο». Οι όχλοι; ξεπλήσσοντο. «Τι είναι αυτή η διδασκαλία! Τι καταπληκτική!». Εκείνο που είπαν και οι υπηρέται των αρχόντων. «Ποτέ δεν λάλησε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος».

Και τέλος, αν, τέλος…: «Κα πολς χλος κουεν ατο δέως». «Ο πολύς όχλος τον άκουγε ευχαρίστως, τον άκουγε γλυκά».

Εξάλλου και μέσα απ’ αυτόν τον όχλον, ακούστηκε και μία γυναικεία φωνή κάποτε, που εμακάρισε την Θεοτόκον: Κι εμείς στην Εκκλησία μας, σε κάθε γιορτή της Παναγίας, την φωνήν αυτήν την έχομε τρόπαιον· όταν είπε: «γένετο δ ν τ λέγειν ατν τατα πάρασά τις γυν(:σήκωσε κάποια γυνή) φωνν κ το χλου(:σήκωσε φωνή, φώναξε) επεν ατ· μακαρία κοιλία βαστάσασά σε κα μαστο ος θήλασας». Δηλαδή: «Ευτυχισμένη η μάνα που σε γέννησε και σε ανέθρεψε». Έτσι άκουγε ο όχλος, έτσι άκουγε ο λαός. Είναι καταπληκτικό.

Βέβαια οι άρχοντες, στην αποδοχή αυτή του λαού, έλεγαν και κατηγορούσαν και εύρισκαν άγνοια εις τον λαόν. «Α», έλεγαν: «μή τις κ τν ρχόντων πίστευσεν ες ατν κ τν Φαρισαίων; λλ’ χλος οτος μ γινώσκων τν νόμον πικατάρατοί εσι!». Α, ώστε έτσι; «Ο λαός που δεν ξέρει τον νόμο, είναι επικατάρατοι». Ταλαίπωροι άρχοντες, αυτό είναι το επιχείρημά σας; Αλλά το επιχείρημά σας αυτό στρέφεται εναντίον σας. Γιατί; Είσαστε οι εντεταλμένοι από τον Θεό να διδάξετε τον λαό. Και να παρηγορήσετε τον λαό. Και να τον βοηθήσετε. Τον διδάξατε τον νόμο του Θεού; Και τώρα λέτε ότι αγνοεί ο λαός, ο όχλος τον νόμο του Θεού και συνεπώς είναι επικατάρατοι; Αυτοί, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού, σεις οι άρχοντες τούς λέτε «πικαταράτους»;

Γι΄αυτό ο Κύριος, αγαπητοί μου, είδε τον λαό παρατημένο και παραπεταμένο και είπε: «Ευσπλαχνίζομαι, τους λυπάμαι. Είναι σαν να μην έχουν ποιμένα, ποίμνιο που δεν έχει ποιμένα». Από δω ξεκινά και η παμμεγίστη ευθύνη των αρχόντων.

Αγαπητοί, καθ’ όλο το μήκος της Καινής Διαθήκης, παρατηρούμε μία ισχυρή αντίθεση μεταξύ αρχόντων πολιτικών ή θρησκευτικών και λαού. Προσέξτε· ή θρησκευτικών. Στο κάτω κάτω της Γραφής, στη δίκη του Ιησού, οι πολιτικοί άρχοντες έδειξαν βέβαια μία ολιγωρία. Τι έλεγε ο Πιλάτος; «Δεν βρίσκω τίποτε σε Αυτόν». Τι έλεγε ο Ηρώδης; Που τον έστειλε ο Πιλάτος στον Ηρώδη. Δεν του βρήκε τίποτα. Με φανατισμό τον εσταύρωσαν οι θρησκευτικοί άρχοντες, οι εκκλησιαστικοί άρχοντες. Ναι, ναι. Καλώς ειπώθηκε, από έναν αρνητή της πίστεως βέβαια ειπώθηκε, αλλά ήταν σωστό αυτό που ειπώθηκε· σύγχρονου λογοτέχνη. Ότι αν ξαναερχόταν ο Χριστός, οι εκκλησιαστικοί θα τον ξανασταύρωναν. Αυτό είναι αλήθεια.

Αλλά τι σημαίνει εδώ; Ότι οι άρχοντες είχαν τότε αλλοτριωθεί, είχαν αποξενωθεί. Κι αυτό γίνεται καθ’ όλο το μήκος της Ιστορίας. Θα επαναλάβω, εκτός εξαιρέσεων. Οι άρχοντες, και στην εποχή μας, πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, έχουν αλλοτριωθεί, έχουν αποξενωθεί από τον Χριστόν. Υπάρχει μία μυωπική δοξομανία. Υπάρχουν υλικά συμφέροντα. Υπάρχει κάλυψις ευημερούντος βίου και ηδονών. Αν θα έλθει ο Ιησούς, θα μας θέλει να είμεθα ασκητικότεροι, λιτότεροι, ε, δεν τον θέλομε. Το βλέπομε αυτό, αγαπητοί μου, στους άρχοντες τους εκκλησιαστικούς. Αν κάποιοι τηρούν το Ευαγγέλιο σωστά, οι κάποιοι άλλοι, εκκλησιαστικοί πάλι, τους βλέπουν στραβά, τους εχθρεύονται και τους διώκουν. Αυτό θα έκαναν ξανά εις τον Ιησούν Χριστόν.

Ο λαός βέβαια πολλές φορές παρασύρεται και ακολουθεί το κακό τους παράδειγμα. Και δυστυχώς πολλές φορές ο λαός γίνεται «κατ᾿ εκόνα κα καθ᾿ μοίωσιν» των αρχόντων του. Και… «Όποιος είναι ο λαός -λέει μία κουβέντα- τέτοιοι είναι και οι άρχοντες». Και αντίστροφα. «Όποιοι είναι οι άρχοντες, είναι και ο λαός». Βέβαια οφείλει ο λαός σεβασμό εις τους άρχοντάς του. Αλλά δεν πρέπει να τους μιμείται. Ο λαός δεν είναι πρόβατα άλογα. Είναι άνθρωποι. Έχουν λογική, έχουν κρίση. Και μάλιστα στην εποχή μας, ο λαός είναι, πολλοί εξ αυτών, μορφωμένοι άνθρωποι, εγγράμματοι άνθρωποι. Συνεπώς, δεν μπορούν να κρίνουν; Είναι εκείνο που είπε ο Κύριος: «Πάντα ον σα ἐὰν επωσιν μν τηρεν, τηρετε κα ποιετε(:Ό,τι σας λέγουν, κάτι καλό, κάντε το), κατ δ τ ργα ατν μ ποιετε(:Κατά τη ζωή τους όμως, όχι)· λέγουσι γάρ, κα ο ποιοσι (:Λένε αλλά δεν πράττουν)». Αλλά το αισθητήριο και το κριτήριο, αγαπητοί μου, του λαού, στην πλειονότητά του, είναι αλάνθαστον! Προσέξατέ το, είναι αλάνθαστο. Ο λαός διαισθάνεται πού είναι η αλήθεια, πού είναι το γνήσιο. Το ίδιο συνέβαινε και εις τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, χωρίς να μακρύνω περισσότερο τον λόγον.

Αγαπητοί, οι άρχοντες, πολιτικοί και εκκλησιαστικοί χάλασαν. Όχι μόνον την ζωή τους, που είπε ο Κύριος, αλλά χάλασαν και στα λόγια τους, λέγουν στραβά πράγματα, λέγουν περίεργα πράγματα. Γιατί έχασαν ακόμη και την δημοσία ντροπή. Οι πολλοί, οι πιο πολλοί είναι χαλασμένοι και αδόκιμοι. Έτσι, θα σας έλεγα, κάνοντας μια έκκληση, προσέχετε εμάς, κληρικός είμαι και σας ομιλώ, που σημαίνει είμαι άρχοντας εκκλησιαστικός για μια στιγμή, με λύπη μου το λέω, προσέχετε τι σας λέμε. Μην σκανδαλίζεσθε. Προχωράτε. Λυπηθείτε μας, λυπηθείτε μας, θα παρακαλέσω πολύ. Και προσεύχεσθε ακόμη για μας. Γιατί χαλάσαμε. Και η όλη κατάστασις αυτή, επιπλέον, πρέπει να σας το πω, και μην πυρώνεστε, ανάβετε από μέσα σας, είναι και σημείον των εσχάτων. Ναι, σημείον των εσχάτων. Λέγει το βιβλίον της Αποκαλύψεως ότι η ουρά του δράκοντος, του φιδιού, του θηρίου, ο δράκων ο αρχαίος, ο μέγας, ο διάβολος, σηκώθηκε στον ουρανό και έσυρε το τρίτον των αστέρων. Να. «Κα ορ ατο σύρει τ τρίτον τν στέρων το ορανο, κα βαλεν ατος ες τν γν». Στο 12ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως. Πρόκειται για την πτώση των αρχόντων. «στέρες» είναι οι άρχοντες. Ο λαός του Θεού, ας ακολουθεί τον Χριστόν, έστω κι αν οι άρχοντές του και δη οι εκκλησιαστικοί άρχοντές του Τον έχουν προδώσει. «Βλέπετε γρ τν κλσιν μν, –λέει ο Απόστολος στους Κορινθίους- το κάλεσμά σας),δελφοί, τ μωρ το κόσμου ξελέξατο Θες να τος σοφος καταισχύν». Εσάς, τους απλούς ανθρώπους. Είπαν ότι ο Παύλος μάζεψε τα σαρίδια, λέει, της Μεσογείου. Προς τιμήν του είναι. Ο λαός του Θεού, που ήρθε να καταισχύνει τους ισχυρούς και τους ευγενείς. Τα «μωρ το κόσμου» είναι ο λαός του Θεού. Έτσι, ας ευχηθούμε να είμεθα πάντοτε ο λαός του Θεού, που θα ακούμε την φωνή Του και θα Τον ακολουθούμε.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_535.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)

Τὸ νὰ μὴ χαίρεται κανεὶς μὲ τὴ χαρὰ τοῦ ἄλλου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπαίσχυντα σημάδια Α. ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ἔχει σκληρύνει ἡ ἁμαρτία. Τί διδάσκει ὁ ἥλιος τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πρωὶ ὼς τὸ βράδυ; «Ἄνθρωποι! Νὰ χαίρεστε μὲ τὸ καλό. Ἡ χαρά σας αὐτὴ θὰ σᾶς μετατρέψει σὲ μικροὺς θεούς!»

Τὸ πεινασμένο ἀηδόνι κελαηδάει γιὰ μιὰ δυὸ ὧρες κατὰ τὰ χαράματα, ὡσότου βρεῖ δυὸ μπουκίτσες φαγητὸ γιὰ πρωινό. Τί διδάσκει τὸ ἀηδόνι αὐτὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κείτονται στὰ πλούσια κρεβάτια τους κι ἀνοίγουν τὸ στόμα τους ὄχι γιὰ νὰ τραγουδήσουν, μὰ νὰ φᾶνε; «Ἄνθρωποι! Νὰ χαίρεστε μὲ τὸ καλό, νὰ τραγουδᾶτε τὸ καλό!» Νὰ μὴ ρωτᾶτε: «Ποιανοῦ τὸ καλό;» Τὸ καλὸ δὲν ἔχει ἀφεντικὸ στὴ γῆ. Εἶναι ἕνας ἐπισκέπτης ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μακριά. Ἐμεῖς οἱ θνητοὶ δὲν εἴμαστε ἰδιοκτῆτες, ἀλλὰ ὑμνητές του.

Τὸ νὰ λυπᾶται κανεὶς μὲ τὴ λύπη τῶν ἄλλων, εἶναι κάτι ποὺ μποροῦν εὔκολα νὰ τὸ κάνουν ἀκόμα κι ἁμαρτωλοὶ ἐνήλικες ἄνθρωποι. Τὸ νὰ χαίρεσαι μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων ὅμως, εἶναι κάτι ποὺ μόνο τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ κάνουν, καθὼς κι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἀθῶοι σὰν παιδιά. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὸς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθη εἰς αὐτήν» (Μάρκ. ἰ ́ 15). Τί ἄλλο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρὰ τὸ σύνολο ὅλου τοῦ καλοῦ κι ἡ ἀπουσία ὅλου τοῦ κακοῦ; Τὸ ἀθῶο παιδὶ χαίρεται περισσότερο μὲ τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου, ἀπ’ ὅσο χαίρεται ὁ κακὸς ἄνθρωπος μὲ τὸ δικό του καλό. Γιὰ τὸ παιδὶ δὲν ὑπάρχει καλὸ τοῦ ἄλλου ἢ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Μοιράζεται τὸ γέλιο μὲ ὁποιονδήποτε. Ἀκόμα καὶ τὸν καγχασμὸ τὸν λογαριάζει γιὰ γέλιο. Κανένας στὴ γῆ δὲν εἶναι τόσο θεοειδὴς ὅσο τὸ ἀθῶο παιδί. Ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ στὸ δικό μας καλό, στὸ παραμικρὸ δικό μας καλό, εἶναι ἀνέκφραστα τέλεια. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε γιὰ νὰ ζήσει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, μᾶς ἀποκάλυψε τὰ ἀρίφνητα πλούτη τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ παιδιὰ ἔνιωσαν ἀγαλλίαση μὲ τίς εὐλογίες αὐτές. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ κεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀγαθὴ προαίρεση κι ἁπλότητα κι ἔμοιαζαν πολὺ μὲ παιδιά.

Ὁ Χριστὸς θυμίζει στοὺς ἀνθρώπους τὴν πρώτη τους κατοικία, ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε μὲ τὴ λαμπρότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀγγέλων. Τὰ παιδιὰ τὸ χαίρονται αὐτό, ἐνῶ οἱ κακοὶ ἐνήλικες τὸ μυκτηρίζουν. Ὁ Χριστὸς ἀφαιρεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους το φόβο, τοὺς κάνει ἄφοβους, κυρίους τοῦ κόσμου. Τα παιδιὰ τὸ δέχονται μὲ χαρὰ αὐτό, οἱ ἄρχοντες ὅμως τὸ ἀπορρίπτουν. Ὁ Χριστός μας δείχνει πῶς μπορεῖ ὁ ἑνωμένος μέ το Θεὸ ἄνθρωπος νὰ κατακτήσει τὸν ἑαυτό του, τὴ φύση γύρῳ,γύρω του, τὰ πονηρὰ πνεύματα, τὴν ἀρρώστια καί το θάνατο. Τὰ παιδιὰ στριμώχνονται μὲ χαρὰ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ γευτοῦν ὅσο καλύτερα μποροῦν τὴ χαρὰ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τίς νῖκες αὐτές. Οἱ γραμματεῖς ὅμως τὸν πιέζουν μὲ φθόνο, θέλουν νὰ βροῦν αἰτία νὰ τὸν ταπεινώσουν, νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Τὰ παιδιὰ ἀναζητοῦν τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ τὸν βλασφημοῦν. Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἦταν λογικοὶ καὶ συνετοί, θά ‘πρεπε νὰ χαίρονται σὰν παιδιὰ μὲ τὴν κάθε λέξη καί την κάθε πράξη τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος δείχνει μόνο τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, μόνο τὴ λαμπρότητα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ καλοῦ, τὴ γλυκύτητα, τὴ διάρκεια καὶ τὴ δύναμη τοῦ καλου. Ὑπάρχουν ὅμως πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ οὔτε τότε οὔτε καὶ τώρα χαίρονται ὅταν βλέπουν τὸ καλὸ ποὺ φανέρωσε καὶ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὰ γιατί συμβαίνει αὐτό; Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν συνάψει εἰρήνη μὲ τὸ κακό, ἔχουν συνηθίσει στὸ κακὸ καὶ κάνουν παρέα μὲ τὸ κακό. Ἔτσι τὸ κακὸ γι’ αὐτοὺς εἶναι μιὰ πραγματικότητα, ἐνῶ τὸ καλὸ δὲν εἶναι παρὰ φαντασία, ἀπάτη.

Τέτοιοι ἄνθρωποι μοιάζουν μὲ τὴν κότα ποῦ ραμφίζει μάταια γιὰ πολλὴ ὥρα ἕνα σπυρὶ ζωγραφισμένο σὲ πίνακα. Κι ὅταν δίπλα στὸ ζωγραφισμένο σπυρὶ βάζουν ἕνα ἀληθινό, ἀπογοητευμένη ἡ κότα δὲν τὸ τσιμπᾶ, ἐπειδὴ λογαριάζει τὸ πραγματικὸ σπυρὶ γιὰ ψεύτικο. Πόσο κοκορόμυαλοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ νομίζουν πῶς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά προκύψει ἀπάτη, ὅπως γίνεται ἀπὸ τὰ ἄλλα χέρια, τὰ ἀκάθαρτα! Ἄν μποροῦσε νὰ προκύψει ἀπάτη ἀπὸ τὰ χέρια Του, ἀπὸ τὰ χείλη Του, τότε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἦταν πραγματικὰ πιὸ πικρὴ κι ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, πιὸ τρομερὴ κι ἀπὸ τὸ πιὸ φοβερὸ ὄνειρο, πιὸ ἄγρια κι ἀπὸ τὸ ἀγριότερο θηρίο.

Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἁπλώνουν τὰ χέρια τοὺς γιὰ νὰ συναντήσουν τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑκατὸ φορὲς ἀξιοθρήνητοι. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἁπλώνουν πρὸς ἄλλες κατευθύνσεις, σίγουρα θὰ τὰ βάλουν στὴ φωτιὰ ἢ στὸ στόμα τοῦ λύκου. Ἑκατὸ φορὲς μακάριοι εἶστε ἐσεῖς οἱ πιστοί, ποὺ χαίρεστε στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως χαίρονται τὰ παιδιὰ στὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς τῆς μητέρας τους. Φτάνει μόνο νὰ ὁπλισθεῖτε μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, γιὰ ν’ ἀντέξετε ὼς τὸ τέλος στὴν πίστη καὶ τὴ χαρά. Γιατί αὐτὸς ποὺ ξεκινᾶ ν’ ἀκολουθήσει τὸ Χριστὸ κι ἔπειτα γυρίζει πίσω, εἶναι χειρότερος ἀπὸ κεῖνον ποὺ δὲν ξεκίνησε καθόλου. Ἄν ὁ Κύριος τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἕνα πονηρὸ πνεῦμα κι αὐτὸς ἔπειτα τὸν ἀπαρνιέται, θὰ τὸν καταλάβουν ἑπτὰ δαιμόνια, χειρότερα ἀπὸ τὸ πρῶτο (βλ. Λουκ. ἰα’ 24-26).

Ὁ Χριστὸς εἶναι σὰν τὴ νεροχωρίστρα. Ὅπου ἐμφανίζεται, οἱ ἄνθρωποι ἀμέσως χωρίζονται σὲ δύο στρατόπεδα: σ’ ἐκείνους ποὺ χαίρονται στὸ καλὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲ χαίρονται. Αὐτὸ γίνεται σήμερα μὲ τοὺς ἀνθρώπους κι αὐτὸ γινόταν καὶ τίς μέρες ποὺ ὁ Κύριος περπατοῦσε στὴ γῆ, φορῶντας ἀνθρώπινη σάρκα. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει μιᾷ περιγραφῇ τῆς φοβερῆς αὐτῆς διαίρεσης τῶν ἀνθρώπων, μπροστὰ στὴν παρουσία Ἔκείνου ποὺ φανερώνει τὸ καλό, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Καὶ ἐμβὰς (ὁ Ἰησοῦς) εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Αὐτὸ ἔγινε μετὰ τὴν ἐπίσκεψη ποὺ ἔκανε στοὺς εἰδωλολάτρες, στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ἐκεῖ ποὺ θεράπευσε τοὺς δύο δαιμονιζόμενους καὶ ἐπιτίμησε μὲ δριμύτητα τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ οἱ δαίμονες εἶχαν διακηρύξει πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστὸς μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο. Ἦταν τὸ ἴδιο πλοῖο ὅπου νωρίτερα εἶχε κάνει ἕνα θαῦμα ἰσάξιο μὲ τὴ θεραπεία τῶν δαιμονισμένων. Μιλᾶμε γιὰ τότε ποὺ ὁ Χριστὸς «ἔπετίμησε τοὺς ἀνέμους καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (Ματθ. ἡ 26). Στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βλέπουμε πῶς μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ ταξίδι αὐτὸ ὁ Κύριος θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ καὶ συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες του. Βλέπουμε πῶς σὲ πολὺ σύντομο διάστημα ὁ Χριστὸς ἔκανε τρία θαυμαστὰ ἔργα, τρία καταπληκτικὰ θαύματα, ποὺ ἐπιβεβαίωσαν τὴν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Στὸ συντομότερο δυνατὸ χρόνο ὁ Κύριος φανέρωσε τρεὶς τεράστιες εὐλογίες στοὺς ἀνθρώπους: τὴ δύναμή Τοῦ πάνω στὴ φύση, τὴν ἐξουσία Του στοὺς δαίμονες καὶ τὴν ἰσχύ Του στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρώστια. Κι οἱ τρεὶς αὐτὲς εὐλογίες προξενοῦν πολὺ μεγάλη ἀγαλλίαση κι εὐφροσύνη στοὺς ἀνθρώπους.

Οἱ ἁλυσίδες μὲ τίς ὁποῖες μᾶς ἔχει δεμένους ἡ φύση εἶναι φοβερές. Ποιός δὲ θὰ χαιρόταν ἂν ἐλευθερωνόταν ἀπ’ αὐτές; Πολὺ πιὸ φοβερὲς ὅμως εἶναι οἱ ἁλυσίδες μὲ τίς ὁποῖες μᾶς δεσμεύουν οἱ δαίμονες καὶ μᾶς μαστιγώνουν, καθὼς μᾶς ὁδηγοῦν στὴν παραφροσύνη. Ποιός δὲ θὰ χαιρόταν γιὰ τὴ νίκη ἐναντίον ἐκείνων ποὺ εἶναι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ ἁλυσίδες μὲ τίς ὁποῖες μᾶς δένει ἡ ἁμαρτία καὶ μᾶς παραδίνει δούλους στὴ φύση, στοὺς δαίμονες καὶ τὴν ἀρρώστια, εἶναι ἐκεῖνες μὲ τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος δέθηκε θεληματικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε ποὺ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὸ Δημιουργό του καὶ νὰ ταπεινωθεῖ σ’ Αὐτόν. Ποιός ἀπό σας, θνητοὶ ἄνθρωποι, δὲ θὰ χαιρόταν ἂν μποροῦσε ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτὲς τίς πρῶτες ἁλυσίδες, ὅπου στηρίζονται ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ποὺ σᾶς σκλαβώνουν;

Ἡ τελευταία αὐτὴ εὐλογία, δηλαδὴ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρώστια, φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ὅταν ὁ Κύριος διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Πόλη Του ἦταν ἡ Καπερναούμ. Ἐκεῖ ἔγκαταστάθηκε ὅταν τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλη ὅπου ἔζησε πολλὰ χρόνια κι ὅπου παρὰ λίγο νὰ τὸν σκοτώσουν.

«Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτὸ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον» (Ματθ. θ’ 2). Τὸ ἴδιο περιστατικὸ περιγράφουν κι οἱ εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἔχουν κάποιες λεπτομέρειες ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος παραλείπει. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν τόσο παράλυτος, ποὺ ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε νὰ πάει μόνος του στὸ Χριστό, ἀλλὰ οὔτε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του δὲν μποροῦσε νὰ κουνηθεῖ. Ἔτσι οἱ συγγενεῖς κι οἱ φίλοι του ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν μεταφέρουν ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ νὰ τὸν φέρουν στὸ Χριστὸ μὲ τὸ κρεβάτι του. Ἡ ἀπελπιστικὴ κατάσταση κι ἡ ἀδυναμία του ἄρρωστου ἀνθρώπου φαίνεται κι ἀπὸ τὸ γεγονὸς πῶς τὸ κρεβάτι ἔπρεπε νὰ τὸ κουβαλοῦν τέσσερις ἄνθρωποι, γιὰ νὰ μένει ὅσο γίνεται σταθερός, νὰ μὴν κουνιέται. Ὅταν τὸν ἔφεραν στὸ σπίτι ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς, διαπίστωσαν πῶς οἱ ἄνθρωποι ποὺ στριμώχνονταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα γιὰ νὰ μποῦν ἦταν τόσο πολλοί, ποῦ σὲ κείνους ἡ εἴσοδος θὰ ἦταν ἀδύνατη. Ἔτσι ἀποφάσισαν ν’ ἀνοίξουν μιὰ τρῦπα στὴν ὀροφὴ τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ κατεβάσουν ἀπὸ κεῖ τὸ κρεβάτι μὲ τὸν παράλυτο ἄνθρωπο, μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Χριστὸς μιλοῦσε στοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δίδασκε. Καὶ τότε δὲν ἔχασε οὔτε στιγμή. Μετὰ τὸ ἔργο, ἦρθε ὁ λόγος. Μετά το λόγο, ἦρθε ἡ πράξη. Μὲ τὸ λόγο Του βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ χαροῦν τὸ καλό, νὰ πιστέψουν στὸ καλὸ καθὼς καὶ σ’ Ἐκεῖνον, τὸ μέγιστο φορέα τοῦ καλοῦ.

«Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ: θάρσει, τέκνον ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σοῦ» (Ματθ. θ’ 2). Ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶδε τὴν πίστη τους ὅταν ἄφησαν τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο μπροστὰ στὰ πόδια Του. Τὴν εἶχε δεῖ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ σήκωναν τὸ κρεβάτι μὲ τὸν ἄρρωστο καὶ ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν. Ἐκεῖνος ποὺ διάβαζε τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, μποροῦσε πολὺ πιὸ εὔκολα νὰ δεῖ καὶ τὰ γεγονότα, εἴτε μακριὰ γίνονταν αὐτὰ εἴτε κοντά. Εἶχε δεῖ τὸ Ναθαναὴλ κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ προτοῦ ὁ ἴδιος ἐμφανιστεῖ μπροστά Του. Δὲν ἔβλεπε μόνο τὰ γεγονότα, πράγματα ποὺ γίνονταν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἐδῶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε «ἰδὼν αὐτούς», ἀλλὰ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν. Ἤθελε ἔτσι νὰ δείξει ὁ Χριστὸς πῶς εἶδε αὐτὸ ποὺ ἦταν δυσκολότερο νὰ δεῖ, ἐκεῖνο ποὺ ἦταν κρυμμένο βαθιὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ χάρη μας, γιὰ νὰ προσέξουμε τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει ὁ Χριστὸς σήμερα, ὅπως καὶ τότε. Γιὰ νὰ μάθουμε πῶς μποροῦμε νὰ ζητᾶμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὰ προβλήματά μας μόνο ὅταν ἔχουμε πίστη. Κι ὅταν ὁ Θεὸς βλέπει τὴν πίστη μας, δὲν ἀργεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει.

Ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν… Ποιά πίστη εἶδε; Μόνο ἐκείνων ποὺ μετέφεραν τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο ἢ καὶ τὴ δική του; Όπωσδήποτε ἦταν σίγουρη ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων ποὺ μετέφεραν τὸν ἄρρωστο. Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὴ δική τους πίστη καὶ θεράπευσε τὸν παραλυτικό. Ὑπάρχουν πολλὰ περιστατικὰ ποὺ ὁ Χριστὸς ἔκανε θαύματα χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο οὔτε καὶ τὴν πίστη του. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα στὴν περίπτωση τοῦ νεκροῦ ποὺ ἀνέστησε, δὲ θὰ μποροῦσε καὶ νεκρὸς νὰ εἶχε πίστη, ὥστε ν’ ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτὴν καὶ Χριστὸς καὶ νὰ κάνει τὸ θαῦμα. Ἀλλ’ ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὸ νεκρὸ ἄνθρωπο πολλὲς φορὲς δὲ δείχνουν κάποια ἰδιαίτερη πίστη. Στὴν περίπτωση τῆς χήρας τῆς Ναΐν, γιὰ παράδειγμα, δὲν ἀναφέρεται πῶς εἶχε πίστη, ἀλλὰ πῶς ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε πάνω στὸ νεκρὸ παιδί της. Τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ τὴ συνάντησε ὁ Κύριος, εἶδε τὴ θλίψη της καὶ τῆς εἶπε ἀποφασιστικὰ «μὴ κλαῖε», ἴσως κάποια σπίθα πίστης ἄναβε μέσα της. Ἡ Μάρθα κι ἡ Μαρία, οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λάζαρου, δὲν πίστευαν πῶς ὁ Χριστὸς θ’ ἀνάσταινε τὸ νεκρὸ ἀδερφό τους, ποὺ βρισκόταν ἤδη τέσσερις μέρες στὸν τάφο. Μόνο ὁ Ἰάειρος εἶχε θερμὴ πίστη στὸ Χριστό, ὅταν τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἡ θυγάτηρ μοῦ ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χείρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Χριστὸς δὲ θεράπευσε πολλοὺς βαριὰ ἄρρωστους γιὰ τὴ δική τους πίστη, ἀλλὰ βλέποντας συνολικὰ καὶ τὴν πίστη τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων τους. Ἔτσι θεράπευσε καὶ τὸ δοῦλο τοῦ ἐκατόνταρχου στὴν Καπερναοὺμ (βλ. Ματθ. ἡ 5-13). Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν πίστη τοῦ ἄρρωστου δούλου, ἀλλὰ τοῦ ἐκατόνταρχου. Ἔτσι θεράπευσε ἐπίσης τὴν κόρη τῆς Χαναναίας, ἀνταποκρινόμενος στὴν πίστη τῆς μητέρας τῆς (βλ. Ματθ. ἰε’ 22-28), ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἐπιληπτικοὺς καὶ δαιμονιζόμενους, καθὼς καὶ τὸν κωφάλαλο, βλέποντας τὴν πίστη τῶν συγγενῶν καὶ τῶν φίλων τους. Τοὺς δαιμονισμένους των Γαδάρων τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ τοὺς θεράπευσε χωρὶς οὔτε οἱ ἴδιοι νὰ δείξουν τὴν πίστη τους οὔτε καὶ οἱ δικοί τους, ἀλλὰ ἁπλᾶ ἐπειδὴ τοὺς σπλαχνίστηκε κι ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἐφαρμόσει τὸ σχέδιό Του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ φυτέψει τὴν πίστη στοὺς ἀναίσθητους καὶ νὰ τὴν ἐνισχύσει στοὺς λιπόψυχους.

Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ σήμερα, εἶναι φανερὸ πῶς ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔφεραν στὸ Χριστὸ εἶχαν μεγάλη πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ πειστεῖ γιὰ τὴν πίστη τους ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις. Διάβαζε ἄμεσα τίς καρδιές τους καὶ τὴν εἶδε. Ἐμεῖς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τίς καρδιές, διακρίνουμε τὴ μεγάλη πίστη ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐνδείξεις. Δὲν εἶναι ἔνδειξη μεγάλης πίστης, γιὰ παράδειγμα, τὸ ν’ ἀποφασίσουν νὰ πάρουν τέσσερις ἄνθρωποι ἕναν ἀπελπισμένο ἀνάπηρο καὶ νὰ τὸν φέρουν στὸ Χριστό; “Ἔπειτα τὸ νὰ τὸν ἀνεβάσουν στὴν ὀροφή, νά τὴν ἀνοίξουν καὶ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ κεῖ μπροστὰ στὸ Χριστό, δὲν εἶναι κι αὐτὸ ἔνδειξη μεγάλης πίστης; Γιὰ σκεφθεῖτε σὲ τί κίνδυνο μπῆκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ πόσο γελοῖοι θὰ φαίνονταν στοὺς γείτονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τέτοια προσπάθεια καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς ὀροφῆς, ἔπαιρναν πίσω τον ἄνθρωπό τους ἀθεράπευτο! Οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνταν καὶ τότε τίς λοιδορίες ὅπως καὶ σήμερα. Μόνο ἡ μεγάλη πίστη δὲν τίς φοβᾶται καὶ δὲ διστάζει μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο ἀποτυχίας. Ἡ μεγάλη πίστη δὲ σκέφτεται κἂν τίς λοιδορίες καὶ τὴν ἀποτυχία, ὅπως καὶ δὲν ἀμφιβάλει γιὰ τὴν ἐπιτυχία.

Θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ εἶχε θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο βλέποντας μόνο τὴν πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν μπροστά Του. Ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅμως πῶς εἶχε κι ὁ ἄρρωστος πίστη. Πρώτ’ ἀπ’ ὅλα κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὰ λογικά του, ἂν δὲν πίστευε δὲ θ’ ἄφηνε τοὺς ἄλλους νὰ τὸν κουβαλᾶνε στοὺς δρόμους πάνω στὸ κρεβάτι του καὶ πολὺ περισσότερο νὰ τὸν ἀνεβάσουν στὴν ὀροφὴ καὶ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ κεῖ μέσα στὸ σπίτι. Ἀλλ’ ὑπάρχει κι ἄλλη μιὰ βαθύτερη ἔνδειξη γιὰ τὴν πίστη τοῦ ἄρρωστου. Ὁ Κύριος ἀπευθύνθηκε σ’ ἐκεῖνον χρησιμοποιῶντας τὴ λέξη «τέκνον»: τέκνον, ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου. Θ’ ἀποκαλοῦσε ποτὲ ὁ Χριστὸς ἕναν ἄπιστο «τέκνο»; Θά ‘λεγε ποτὲ σ’ ἕναν ἀμετανόητο ἄνθρωπο ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου;

Ὅταν ὁ Κύριος ἀνάστησε το γιὸ τῆς χώρας στὴ Ναΐν δὲν τὸν ὀνόμασε «τέκνον», ἀλλὰ «νεανίσκο», ἐπειδὴ ὁ νεκρὸς δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ πιστεύει οὔτε νὰ μετανοεῖ. Ἐδῶ ὅμως ἀποκαλεῖ τὸν ἄρρωστο τέκνον. Δὲν εἶπε ὁ Χριστός, «ἐὰν (ἕνας ἄνθρωπος) μετανοήσει, ἄφες αὐτῷ» (Λουκ. ἴζ’ 3); Ἡ μετάνοια ἑπομένως, εἶναι προϋπόθεση ἄφεσης. Δὲν ὑπάρχει μετάνοια χωρὶς ντροπή, φόβο Θεοῦ καὶ πίστη.

«Καὶ ἰδοὺ τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς οὗτος βλασφημεῖ» (Ματθ. θ’ 3). Τέτοιες εἶναι οἱ σκέψεις ἐκείνων ποὺ δὲ χαίρονται μὲ τὸ καλό, ποῦ εἶναι φίλοι καὶ ὑπηρέτες τοῦ πονηροῦ. Ἠταν σὰ νὰ λέγανε: «Ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό;» Οἱ κλειστὲς καὶ μαραμένες αὐτὲς ψυχὲς λογάριαζαν τὸν ἑαυτό τους ὡς τὸ σοφότερο ἄνθρωπο τοῦ κόσμου. Τὸ Χριστὸ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κατεβάσουν στὰ μέτρα τους, ἂν ὄχι χαμηλότερα. Δὲν εἶχαν χῶρο στὸ ἀγγυλωμένο καὶ σκοτισμένο νοῦ τοὺς γιὰ νὰ κάνουν τὴ σκέψη πῶς ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐμφανιστεῖ ὡς ἄνθρωπος, πῶς ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ πραγματοποιήθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε πόσο ὑπόφερε ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος, πολὺ λιγότερο νοιάζονταν γιὰ τὴ θεραπεία του. Ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ ἐκμεταλλεύονται κάθε λέξη τοῦ Χριστοῦ, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ τὸν ταπεινώσουν, νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὸ δρόμο τους καὶ νὰ τὸν ἐξαλείψουν ὁλότελα ἀπό το νοῦ τους. Γι’ αὐτοὺς ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸν ἀποδεχτοῦν, νὰ τὸν χωνέψουν.

«Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν: ἴνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (Ματθ. θ’ 4). Οἱ γραμματεῖς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ δὲν εἶχαν πεῖ οὔτε λέξη, μόνο μέσα τους εἶχαν κάνει τίς σκέψεις. Κι ὁ Κύριος δὲν εἶπε «τί ἔχετε στὸ νοῦ σας» ἀλλὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν. Αὐτὸ σημαίνει πῶς οἱ σκέψεις τους αὐτὲς ἦταν γεμᾶτες πίκρα καὶ μῖσος. Τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ἄκουγαν ὡς πιστοὶ ἢ ὡς ἀντικειμενικοὶ ἐρευνητές, ἀλλ’ ὡς κατάσκοποι, ὡς διῶκτες. Ἄν ἦταν πιστοί, θὰ χαίρονταν μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ ὅπως κι οἱ ἄλλοι, ποὺ ἀφοῦ εἶδαν, ἐδόξασαν τὸν Θεόν. Ἄν ἦταν ἀντικειμενικοὶ ἐρευνητές, ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦσαν τὴν ἀλήθεια, θὰ πίστευαν στὸ Χριστό, ὅπως ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος κι ὅσοι ἦταν μαζί του κάτω ἀπό το σταυρό, στὸ Γολγοθᾶ. Ἐκεῖνοι παρακολούθησαν μὲ ἀμεροληψία καὶ ἀντικειμενικότητα ὅλα ὅσα γίνονταν, πῶς δηλαδὴ ἡ φύση ὁλόκληρη ἀντέδρασε μὲ φόβο καὶ τρόμο στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ κι ἔπειτα ἀναφώνησαν: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἢν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54).

Ὁ Κύριος διάβασε τίς σκέψεις τους. Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ διαβάζει τίς σκέψεις, ἐκτὸς ἀπό το Θεό; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ. ζ’ 10), ὅπως ψάλλει ὁ Δαβίδ. «Ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφρούς του δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτου», λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰερεμία (ἴζ’ 10). Κι ὁ βασιλιᾶς Σολομῶν εἶπε στὴν προσευχή του «…ὅτι μόνος γινώσκεις τὴν καρδίαν υἱῶν ἀνθρώπων» (Παραλ. στ’ 30). Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βλέπει τὴν καρδιὰ καὶ τοὺς διαλογισμούς της. Ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ μάτι, μ’ ὅλο ποὺ τὸ μάτι βλέπει τὴ γῆ. Ἔτσι καί το ἀνθρώπινα πλάσματα, ποὺ εἶναι θνητά, δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν τὰ μυστήρια τῆς αἰωνιότητας. Τὸ μάτι τῆς αἰωνιότητας ὅμως μπορεῖ καὶ συλλαμβάνει ὅλα ὅσα γίνονται στὴ γῆ, μέσα στὸ χρόνο. Βλέποντας μὲ τὸ μάτι αὐτὸ τῆς αἰωνιότητας καὶ Κύριος Ἰησοῦς τὰ ἔβλεπε ὅλα: πράγματα ποὺ ἦταν κρυμμένα στὰ βάθη τῆς θαλασσας, καθὼς καὶ στά βάθη τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ στὰ βάθη τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.

Ἶνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἔκανε ὁ ἀγαθὸς Κύριος στοὺς ἀκροατὲς καὶ διῶκτες Του. Πόσο ἁγνὲς καὶ καθαρὲς εἶναι οἱ σκέψεις Του! Πόσο ἀνέκφραστα μεγαλειῶδες εἶναι τὸ κάλλος τῆς καρδιᾶς Του! Πόση εἶναι ἡ πραότητά Τοῦ! Ἶνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά; Γιατί δὲ σκέφτεστε τὸ καλό; Γιατί ἀναζητᾶτε τὸ κακό; Γιατί δὲν ψάχνετε γιὰ τὸ καλό; Γιατί χαίρεστε στὸ κακὸ κι ὄχι στὸ καλό; Γιατί στέκεστε δίπλα σὲ μιὰ πηγὴ μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ περιμένετε νὰ λασπώσει, νὰ γίνει βρώμικο; Γιατί κοιτάζετε τὸν ἥλιο καὶ περιμένετε νὰ δεῖτε πότε θὰ σκοτιστεῖ; Ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τίς κακὲς αὐτὲς συνήθειές σας. Χαρεῖτε στὴν καθαρὴ πηγή, στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μυκτηρίζει, δὲν ἐπιτίθεται οὔτε τοὺς ἐπικρίνει, ὅπως θὰ ἔκανε ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος στοὺς ἐχθρούς του, ἂν εἶχε κατορθώσει νὰ θεραπεύσει τὸν παραλυτικό. Ἄλήθεια, οὔτε ὁ πιὸ διακριτικὸς γιατρὸς δὲ θὰ εἶχε ἀπευθυνθεῖ μὲ περισσότερη εὐγένεια στοὺς βαριὰ ἄρρωστους ἀσθενεῖς του, ἀπ’ ὅσο ἀπευθύνθηκε ὁ ταπεινὸς καὶ εὐγενὴς Κύριος στοὺς παράφρονες ἐχθρούς Του. Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ὅταν μπορεῖτε νὰ σκέφτεστε τὸ καλό, νὰ ἐπιδιώκετε τὸ καλὸ καὶ νὰ χαίρεστε στὸ καλό;

«Τί γὰρ ἔστιν εὔκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἴπεϊν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἶνα δὲ εἴδητε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τὸ παραλυτικῶς ἐγερθεῖς ἀρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἴκόν σου, καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Ματθ. θ’ 5-7). Γιὰ τὸν Κύριο ἦταν τόσο εὔκολο νὰ κάνει τὸ ἔργο, ὅσο καὶ τὸ νὰ πεῖ ἕνα λόγο. Γιὰ μιὰ συνηθισμένη ἀνθρώπινη γλῶσσα εἶναι τὸ ἴδιο εὔκολο νὰ πεὶ ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι ὅσο καὶ τὸ νὰ πεῖ ἔγειρε καὶ περιπάτει. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς φράσεις τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας ὅμως εἶναι ἐξίσου ἀναποτελεσματικές. Γιὰ τὸν ἀναμάρτητο Kύριο βέβαια, ὁ λόγος καὶ τὸ ἔργο εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο.

Μὲ τὰ παραπάνω λόγια Του ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ πεί: «Τί εἶναι εὐκολότερο νὰ κάνω: νὰ συγχωρήσω τίς ἁμαρτίες κάποιου ἀνθρώπου ἢ νὰ τὸν θεραπεύσω καὶ νὰ τὸν σηκώσω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του;» Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ στὸ συνηθισμένο ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατα. «Παρὰ ἀνθρώπους τοῦτο ἀδύνατόν ἔστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατὰ ἔστι» (Ματθ. ἴθ’ 26). Τί εἶναι πιὸ εὔκολο λοιπόν; Νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα; Ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μὲ τὴ συχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν της. Ὅταν οἱ ἁμαρτίες ἔχουν συχωρεθεί, τότε γίνεται ὑγιής. Καὶ σὲ μιὰ ὑγιῆ ψυχὴ εἶναι εὔκολο νὰ χαρίσεις καὶ τὴ σωματικὴ ὑγεία. Σὲ κάθε περίπτωση εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαῖο νὰ συγχωρέσεις τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ νὰ τὸν κάνεις νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Εἶναι πιὸ σπουδαῖο νὰ βγάλεις τὸ σκουλήκι ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέντρου, παρὰ νὰ καθαρίσεις τὴν ἐπιφάνειά του ἀπὸ τ’ ἀπόβλητα τοῦ σκουληκιοῦ. Ὅταν τὸ σκουλήκι βρίσκεται μέσα στὸ δέντρο, σίγουρα θὰ ὑπάρχουν κι ἀπόβλητα. Αἰτία τῆς ἀρρώστιας τόσο τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ τοῦ σώματος, ἀντικειμενικὰ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἐξαιρέσεις εἶναι μόνο οἱ περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεός, μὲ τὴν ἀνεξιχνίαστη πρόνοια Τοῦ, ἐπιτρέπει νά προσβληθεῖ κι ὁ δίκαιος ἀπὸ ἀρρώστια. Τὸ καλλίτερο παράδειγμα σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ὁ Ἰώβ. Ὁ κανόνας ὅμως, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, εἶναι πῶς αἰτία κάθε ἀρρώστιας εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ ν’ ἀπαλείψει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ κάνει καλὰ καὶ τὸ σῶμα του ὁλόκληρο. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει στὸ σῶμα μιὰ πρόσκαιρη θεραπεία, ἀλλὰ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ συγχωρέσει ἁμαρτίες, θὰ ἔμοιαζε μὲ τὸν καλλιεργητὴ ποὺ καθάρισε τὸ δέντρο ἀπὸ τ’ ἀπόβλητα τοῦ σκουληκιοῦ ἀλλὰ θεράπευσε τίς ρίζες του.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὰ ἔκανε ὅλα τέλεια, μὲ τάξη, δὲν παρέλειψε τίποτα. Χαιρόταν νὰ προσφέρει πλήρη ὑγεία, τόσο στὴν ψυχὴ ὅσο καὶ στὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ καὶ πρῶτα θεράπευσε τὴν ψυχὴ κι ἔπειτα περίμενε τοὺς γραμματεῖς νὰ κάνουν τὸ δικό τους, νὰ ποῦν δηλαδὴ πῶς οὗτος βλασφημεῖ. Ἔτσι ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρώστια, νὰ ἐκθέσει τὴν προτεραιότητα τῆς ψυχῆς πάνω στὸ σῶμα καὶ νὰ φανερώσει τὴ θεϊκή Του δύναμη ὅσο ἔντονότερα γινόταν. Στοὺς βαριὰ ἄρρωστους μερικὲς φορὲς δίνουν τὰ πιὸ δυνατὰ φάρμακα.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔδειξε πῶς ὁ ἴδιος ἔχει ἐξουσία. Δὲν κάλεσε τὸν οὐράνιο Πατέρα Του, ἀλλὰ λειτούργησε μὲ τὴ δική του αἰώνια αὐθεντία καὶ δύναμη. Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὰ λόγια: ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας. Αὐτὸ σημαίνει πῶς μόνο ἐνόσῳ ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὴν ἐπίγεια ζωὴ μπορεῖ νὰ συχωρεθοὺν οἱ ἁμαρτίες του. Ὅταν ἀναχωρεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει πιὰ συχώρεση. Στὴ μέλλουσα ζωὴ δὲ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀμετανόητοι. Γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.

Ἐγερθεὶς ἀρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἴκόν σου. Ὁ Κύριος μίλησε μὲ αὐθεντία στὸν ἄρρωστο. Δὲ μίλησε ὅπως οἱ γραμματεῖς, ἀλλ’ ἀποφασιστικά, ὅπως κάνει Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐξουσία. Ὅπως εἶχε ἐξουσία νὰ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν ἐξουσία νὰ διατάξει τὸ σῶμα νὰ θεραπευτεῖ. Γιὰ νὰ μὴ μείνει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος θεραπεύτηκε, ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σηκώσει τὸ κρεβάτι του, ἐκεῖνο ὅπου τὸν μετέφεραν οἱ τέσσερις ἄντρες, καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι. Γιατί τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει στὸ σπίτι; Πρῶτο, ἐπειδὴ ὁ Κύριος χαιρόταν μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων κι ἤθελε νὰ πάει ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος κατευθεία στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ ἐπικρατήσει χαρὰ ἐκεῖ ὅπου γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα βασίλευε ἡ θλίψη: νὰ δώσει χαρὰ στοὺς δικούς του, ποὺ εἶχαν τὸ βάρος νὰ τὸν ὑπηρετοῦν. Δεύτερο, γιὰ νὰ δείξει στοὺς κενόδοξους γραμματεῖς πῶς, ὅ,τι ἔκανε, ἦταν ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὄχι σὰν ἐκείνους ποὺ ἐπιζητοῦσαν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ καλὸς ποιμένας δὲν περιμένει τὸν ἔπαινο τῶν προβάτων, ἔτσι δὲν τὸν περιμένει κι ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω», εἶπε ὁ ἴδιος (Ἰωάν. ἔ’ 41).

«Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τους ἀνθρώποις» (Ματθ. θ’ 8). Ἐνῶ οἱ γραμματεῖς βλασφημοῦσαν μέσα τους τὸ Χριστό, οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ποὺ ἡ ἔγκόσμια δόξα καὶ ματαιότητα δὲν εἶχε κλείσει οὔτε σκοτίσει τὴν καρδιά τους, θαύμασαν καὶ δόξασαν το Θεὸ γιὰ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ ἔκαμε μπροστὰ στὰ μάτια τους. Τὸ πλῆθος αὐτό, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τόσο θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, ἦταν κατὰ πολὺ καλλίτεροι ἀπὸ τοὺς στενόμυαλους γραμματεῖς, πολὺ πιὸ κοντὰ στὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῶν Γαδάρων. Ἐκεῖνοι εἶδαν τὸ θαῦμα μὰ δὲ δόξασαν το Θεό, ἀλλὰ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν γουρουνιῶν τους κι ἀπομάκρυναν τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν κατανόησαν μέσα τους τὴ θεϊκὴ δύναμη τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Δόξασαν το Θεό, τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοὺς ἀνθρώπους, μὰ δὲν εἶδαν καὶ δὲν ἀναγνώρισαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ ὡς το μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ ποὺ δὲν ἀναγνώρισαν καὶ δὲν ὁμολόγησαν τότε οἱ ἄνθρωποι, δόθηκε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ χάρη νὰ γνωρίσουμε. Διδαχτήκαμε νὰ χαιρόμαστε μὲ τὸ καλό, γιατί «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ» προέρχεται ἀπό το Θεό. Ἔτσι θὰ μάθουμε νὰ χαιρόμαστε μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωοδόχος Πηγὴ κάθε χαράς. Ὅπως εἶπε ὁ προφήτης καὶ ψαλμωδός: «Εὐφρανθήσομαι καὶ ἀγαλλιάσομαι ἕν σοί, ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε» (Ψαλμ. θ’ 3). Ἡ χαρὰ αὐτὴ θ’ ἀνοίξει τὰ μάτια σου γιὰ νὰ δεῖς στὸν Κύριο Ἰησου τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας: θ’ ἀνοίξει τὰ χείλη μας γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ δοξολογήσουμε Ἐκεῖνον, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ μοναδικὸ Σωτῆρα τοῦ κόσμου.

Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ὁ ὕμνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Μικρὰ καὶ μεγάλα θαύματα

«Ἶνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας -τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ: Ἐγερθεὶς ἀρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» (Ματθ. 9, 6).

ΑΠΕΙΡΑ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἄπειρα εἶνε τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀπίστων. Θαύματα στὴν ἄψυχη καὶ ἄλογη φύσι, ὅπως λ.χ. ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν πέντε ἄρτων, ἡ κατάπαυσι τῆς τρικυμίας, ἡ ξήρανση τῆς ἄκαρπης συκιᾶς καὶ πολλὰ ἄλλα. Θαύματα ὅμως προπαντὸς στοὺς ἔμψυχους καὶ λογικοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνο θαύματα στὸ σῶμα (ὅπως ἡ ἀνάσταση νεκρῶν, ἡ θεραπεία τυφλῶν, κωφαλάλων, λεπρῶν, δαιμονισμένων, παραλύτων κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ θαύματα ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ (ὅπως ὁ συγκλονισμὸς καρδιῶν, ἡ ἀνάνηψις πεπωρωμένων, ἡ μετάνοια ἁμαρτωλῶν, ἡ ἀποκάλυψις ἀποκρύφων λογισμῶν, ἡ προφητεία τῶν μελλόντων, ἡ ἄφεσις ἁμαρτιῶν). Μετρᾷς τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου; Δὲν μπορεῖς, γιατί εἶνε ἄπειρες. Ἄν λοιπὸν τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου τίς ἀκτῖνες δὲν μποροῦμε νὰ μετρήσουμε, πῶς νὰ μετρήσουμε τὰ θαύματα τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;

Τὸ θαῦμα εἶνε μέσα στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς γυρίζουμε τὸ διακόπτῃ καὶ ἔρχεται τὸ ρεῦμα, μὲ τόση καὶ πολὺ μεγαλύτερη καὶ Θεὸς θαυματουργεί. Διότι τί εἶνε θαῦμα; Θαῦμα εἶνε ἡ κατάργηση πρὸς στιγμὴν τῶν φυσικῶν νόμων, ποὺ ἰσχύουν σταθερὰ στὸ σύμπαν. Ἀλλ’ οἱ φυσικοὶ νόμοι εἶνε στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶνε κι αὐτοῦ δημιουργήματά του. Ἐκεῖνος τοὺς ἔθεσε σὲ ἰσχύ, καὶ ἐκεῖνος πάλι, ὅταν θέλῃ, μπορεῖ χωρὶς καμμιὰ δυσκολία νὰ τοὺς καταργήσῃ καὶ νὰ κάνῃ θαῦμα. Γιά το Θεὸ δὲν ὑπάρχουν δύσκολα καὶ εὔκολα θαύματα ὅλα γι’ αὐτὸν εἶνε εὔκολα. Ὅπως εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1, 37).

Εἶνε ὅμως ἀλήθεια, ὅτι ὅσα θαύματα ὑποπίπτουν ἀμέσως στὶς αἰσθήσεις, αὐτὰ κάνουν μεγάλη ἐντύπωση καὶ προκαλοῦν ἔντονο το θαυμασμό.

Τέτοια θαύματα συνήθως εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ὑλικὴ κτίσι καὶ μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὰ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστά. Τὸ νὰ σταματήσῃ λ.χ. ἡ τρικυμία μ’ ἕνα λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνῃ γαλήνη, ἢ τὸ νὰ δὴ ἕνας τυφλὸς τὸ φῶς του μὲ μιὰ προσταγή του, αὐτὰ προκαλοῦσαν ἔκπληξι στοὺς πολλούς. Καὶ εἶνε πράγματι κι αὐτὰ θαυμαστά. Ἀλλ’ ἐὰν τὸ πνεῦμα εἶνε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦμα εἶνε σπουδαιότερα ἀπό ‘κεῖνα ποὺ γίνονται στὴν ὑλικὴ κτίσι καὶ στὸ σωματικὸ ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ σώματος ἀνώτερη εἶνε ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐν τούτοις αὐτὰ τὰ θαύματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν εἶνε ἀμέσως αἰσθητά, δὲν κάνουν καὶ τόση ἐντύπωσι, πολλὲς δὲ φορὲς περνοῦν καὶ ἀπαρατήρητα. Οἱ ἄνθρωποι κρίνουν πολλὲς φορὲς τὰ πράγματα μὲ τὰ δικά τους κριτήρια. Θεωροῦν μεγαλύτερα ἐκεῖνα ποὺ εἶνε μικρότερα, καὶ θεωροῦν μικρὰ καὶ ἀσήμαντα ἐκεῖνα ποὺ εἶνε ὄντως μεγάλα καὶ θαυμαστά.

Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ δὴ καὶ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει μέσα στὴν Καπερναούμ. Τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ φέρνουν ἕνα παράλυτο πάνω στὸ κρεβάτι γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Ὅλοι περιμένουν τὴ θαυματουργική προσταγή του, ποὺ θὰ δώσῃ στὸν ταλαίπωρο ἀσθενῆ τὴ θεραπεία. Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ἀντὶ γι’ αὐτὸ ποὺ περιμένουν, στρέφεται στὸν παράλυτο καὶ τοῦ λέει: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σοῦ» (Ματθ. 9, 2). Ἦταν ἕνας λόγος, ποὺ ἐδίχασε τὸ ἀκροατήριο. Οἱ ταπεινοί ἀκροαταὶ τὸν ἄκουσαν μὲ σεβασμό. Μερικοὶ γραμματεῖς ὅμως, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, σκέφθηκαν μέσα τους, ὅτι μόνο ὁ Θεὸς ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες, καὶ εἶπαν μέ το νοῦ τους «Αὐτὸς βλασφημεῖ». Δὲν πίστευαν, δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς κ’ ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες. Τότε ὁ Χριστός, δείχνοντάς τους ὅτι εἶνε Θεὸς παντογνώστης, ἀποκαλύπτει -ἄλλο θαῦμα αὐτό- τοὺς κρυφοὺς διαλογισμούς των λέγοντας: «Γιατί ἐσεῖς σκέπτεσθε κακὰ μέσα στὶς καρδιές σας; Τί εἶνε λοιπὸν εὐκολώτερο, νὰ πῶ, Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου, ἢ νὰ πῶ, Σήκω καὶ περπάτα; Ἀλλὰ γιὰ νὰ δῆτε ὅτι (μολονότι φαίνομαι σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος) ἔχω ὅμως τὴν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ νὰ συγχωρῶ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες, -τότε λέει στὸν παράλυτο· Σήκω ὄρθιος, φορτώσου τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σοῦ» (Ματθ. 9, 4-7). Καὶ πράγματι ὁ παράλυτος σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Καὶ ἐνῶ ὁ κόσμος θαύμαζε καὶ δόξαζε τὸ Θεό, οἱ γραμματεῖς ντροπιάστηκαν.

Ὅποιος ἔχει πνευματικὸ αἰσθητήριο καταλαβαίνει, τί σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, «Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σοῦ» (Ματθ. 9, 2). Τρομερὸς λόγος. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸν πῇ; Ποιός μπορεῖ νὰ σηκώσῃ τὰ βουνὰ τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ πλακώνουν τὴν ψυχή, καὶ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν ἄνθρωπο; Μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ἐξουσία, ὅπως εἶνε οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ «Ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σοῦ» εἶνε κάτι πνευματικό, ποὺ συμβαίνει ἀοράτως μέσα στὴν ψυχὴ καὶ δὲν φαίνεται ἐξωτερικῶς μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, οἱ γραμματεῖς τὸ θεώρησαν σὰν ἕνα εὔκολο λόγο. Ἐπειδὴ δὲν εἶχαν πνευματικὰ μάτια νὰ διακρίνουν τίς οὐράνιες πραγματικότητες, ἀλλὰ ἐπηρεάζονταν ἀπὸ τίς ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις, γι’ αὐτὸ μέσα στὴ σκέψῃ τοὺς ἔκαναν τὸ λάθος, νὰ θεωροῦν τὸ ὕψιστο αὐτὸ θαῦμα, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν, ὡς μικρό, καὶ τὸ ἄλλο τὸ μικρότερο θαῦμα, τὴ θεραπεία τοῦ σώματος, ὡς μεγάλο. Καὶ τότε ὁ Χριστός, συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους, εἶπε τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ εἶχαν τὸ ἑξῆς νόημα. Γιὰ μένα μικρὸ θαῦμα εἶνε ἡ θεραπεία τοῦ σώματος, καὶ μεγάλο θαῦμα εἶνε ἡ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Διότι ἡ θεραπεία τοῦ σώματος εἶνε γιὰ λίγο χρόνο, ἀφοῦ τελικῶς ὅλοι μιὰ μέρα πεθαίνουν, ἐνῶ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων εἶνε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, γιὰ πάντα δηλαδή. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐσεῖς δὲν καταλαβαίνετε ἀλλιῶς καὶ μόνο μὲ ὑλικὲς καὶ αἰσθητὲς ἀποδείξεις πείθεσθε, ὁρίστε ἂς γίνῃ αὐτό ποὺ θὰ σᾶς πείσῃ ἂς γίνῃ, δηλαδή, τὸ μικρὸ ἀλλ’ ἐντυπωσιακὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς θεραπείας, γιὰ νὰ βεβαιωθῆτε ὅτι ἔγινε καὶ τὸ ἄλλο, τὸ μέγα ἀλλὰ μυστικὸ θαῦμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν.

Τὰ θαύματα στὴ γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς λέγονται καὶ «δυνάμεις» καὶ «τέρατα» καὶ «σημεῖα» (Ματθ. 7, 22: Ἰωάν. 4, 48). «Δυνάμεις» λέγονται, διότι γιὰ νὰ γίνουν ἐνεργεῖ θείᾳ δύναμις. «Τέρατα» λέγονται, διότι εἶνε ἀσυνήθιστα φαινόμενα ποὺ ξεφεύγουν ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Καὶ «σημεῖα» λέγονται, διότι σημαίνουν, δείχνουν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὸ θεωρούμενο πιὸ μικρὸ θαῦμα μέχρι τὸ πιὸ μεγάλο, ὅλα γίνονται μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὅλα χρειάζονται τὸ «ρεῦμα» ἐκεῖνο ποὺ παράγει μόνο ἡ «γεννήτρια» τοῦ οὐρανοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸ «ρεῦμα» ὄχι ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἀνάσταση νεκρῶν, ποὺ θεωροῦνται τὰ μεγαλύτερα θαύματα, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὰ πιὸ μικρά, ὅπως εἶνε λ.χ. ἡ θεραπεία ἀπὸ ἕνα πυρετὸ καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ πονόδοντο.

Μικρὰ ἢ μεγάλα θαύματα, αἰσθητὰ ἢ νοητά, ὅλα δείχνουν, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς ἀληθινός, ποὺ κάνει φανερὰ τὴν παρουσία του στὸ κάθε τί. Δὲν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὥρισε βέβαια τοὺς φυσικοὺς νόμους, γιὰ νὰ λειτουργοῦν ὅλα μὲ τάξι καὶ ἀκρίβεια. Ἀλλ’ ὅταν παρουσιασθῇ κάτι ἔκτακτο, εἶνε ἕτοιμος νὰ σπεύσῃ εἵς βοήθειαν τῶν παιδιῶν του. Καὶ ἂν χρειασθῇ, ἔχει τὴ δύναμι καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους νὰ παραμερίσῃ καὶ νὰ θαυματουργήση πρὸς σωτηρίαν τους. Ὅταν ὅλες οἱ ἄλλες πόρτες κλείνουν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀδυνατοῦν νὰ συμπαρασταθοῦν, ὅταν καὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι στέκουν ἀνίκανοι νὰ προσφέρουν βοήθεια, ὅταν οἱ γιατροὶ σηκώνουν κι αὐτοὶ ψηλὰ τὰ χέρια καὶ δηλώνουν ἀδυναμία νὰ θεραπεύσουν, τότε ἔχει το λόγο ὁ Θεός. Γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε τίποτε ἀκατόρθωτο. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχῃ πίστι. Τότε ἡ προσευχὴ τοῦ πιστοῦ εἰσακούεται, ὅπως εἰσακουόταν ἡ προσευχὴ τοῦ προφήτου Ἠλία, ποὺ ἄλλοτε ἔκλεινε τὸν οὐρανὸ νὰ μὴ βρέχῃ κι ἄλλοτε τὸν ἄνοιγε καὶ ἔβρεχε.

Τὰ ἀληθινὰ θαύματα φέρουν ὅλα τὴ σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἡ κάθε ἐνέργειά του εἶνε θαυμαστή. Καμμιὰ θεία ἐνέργεια δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶνε σπουδαία καὶ θαυμαστή. Γι’ αὐτὸ ἂς ἀποφεύγουμε γενικῶς νὰ διακρίνουμε τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα. Διότι κι αὐτὰ ποὺ γιὰ τὸν Κύριο εἶνε μικρά, γιὰ μᾶς εἶνε μεγάλα καὶ ἐκεῖνα πάλι ποὺ ἐμεῖς μὲ τὴ νηπιώδη πνευματική μας κατάσταση θεωροῦμε μικρά, γιὰ τὸν Κύριο εἶνε μεγάλα. Ἄς δίνουμε ὅμως πάντοτε προτεραιότητα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦμα.

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,

Ἕνα πρακτικὸ συμπέρασμα ἂς κρατήσουμε. Ὅπως γιά το Θεὸ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, ὅτι «Οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1, 37), ἔτσι γιά τον κάθε πιστὸ χριστιανὸ ἰσχύει καὶ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βγαλμένος μέσα ἀπὸ τὴν πεῖρα τῆς ζωῆς του «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4, 13). Δὲν ὑπάρχουν, δηλαδή, μεγάλα καὶ μικρά, εὔκολα καὶ δύσκολα, δυνατὰ καὶ ἀδύνατα γιὰ ὅποιον ἔχει μαζί του τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18, 27).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek