ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΔ’ 22 — 34)

22Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἠνάγ­κα­σεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπο­λύ­σῃ τοὺς ὄχλους. 23καὶ ἀπο­λύ­σας τοὺς ὄχλους ἀνέ­βη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδί­αν προ­σεύ­ξα­σθαι. ὀψί­ας δὲ γενο­μέ­νης μόνος ἦν ἐκεῖ. 24τὸ δὲ πλοῖ­ον ἤδη μέσον τῆς θαλάσ­σης ἦν, βασα­νι­ζό­με­νον ὑπὸ τῶν κυμά­των· ἦν γὰρ ἐναν­τί­ος ὁ ἄνε­μος. 25τετάρ­τῃ δὲ φυλα­κῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλ­θε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περι­πα­τῶν ἐπὶ τῆς θαλάσ­σης. 26καὶ ἰδόν­τες αὐτὸν οἱ δὲ μαθη­ταὶ ἐπὶ τὴν θάλασ­σαν περι­πα­τοῦν­τα ἐτα­ρά­χθη­σαν λέγον­τες ὅτι φάν­τα­σμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκρα­ξαν. 27εὐθέ­ως δὲ ἐλά­λη­σεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρ­σεῖ­τε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖ­σθε. 28ἀπο­κρι­θεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευ­σόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδα­τα· 29ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ κατα­βὰς ἀπὸ τοῦ πλοί­ου ὁ Πέτρος περιε­πά­τη­σεν ἐπὶ τὰ ὕδα­τα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. 30βλέ­πων δὲ τὸν ἄνε­μον ἰσχυ­ρὸν ἐφο­βή­θη, καὶ ἀρξά­με­νος κατα­πον­τί­ζε­σθαι ἔκρα­ξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. 31εὐθέ­ως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτεί­νας τὴν χεῖ­ρα ἐπε­λά­βε­το αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλι­γό­πι­στε! εἰς τί ἐδί­στα­σας; 32καὶ ἐμβάν­των αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖ­ον ἐκό­πα­σεν ὁ ἄνε­μος. 33οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐτῷ λέγον­τες· Ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34Καὶ δια­πε­ρά­σαν­τες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεν­νη­σα­ρέτ.

22 Και αμέ­σως ο Ιησούς ηνάγ­κα­σε τους μαθη­τάς να εισέλ­θουν στο πλοί­ον και να πάνε προ αυτού στο απέ­ναν­τι μέρος, μέχρις ότου αυτός απο­λύ­ση τα πλή­θη του λαού. (Τού­το δε το έκα­με δια να μη παρα­συρ­θούν και οι μαθη­ταί από τον άκρι­τον ενθου­σια­σμόν των ανθρώ­πων αυτών, που ήθε­λαν να τον ανα­κη­ρύ­ξουν βασι­λέα). 23 Αφού δε διέ­λυ­σε τα πλή­θη, ανέ­βη στο όρος, δια να προ­σευ­χη­θή μόνος και απε­ρί­σπα­στος. Οταν δε άρχι­σε να νυκτώ­νη, ήτο μόνος. 24 —Το δε πλοί­ον ευρί­σκε­το στο μέσον της θαλάσ­σης και ετα­λαι­πω­ρεί­το πολύ από τα κύμα­τα, διό­τι ήτο αντί­θε­τος ο άνε­μος. 25 Κατά δε τα χαρά­μα­τα, το τέταρ­τον τρί­ω­ρον της νυκτός, κατά τον χρό­νον που η τετάρ­τη βάρ­δια των φρου­ρών ανε­λάμ­βα­νε υπη­ρε­σί­αν, ήλθεν ο Ιησούς προς τους μαθη­τάς περι­πα­τών επά­νω εις την θάλασ­σαν. 26 Οταν δε τον είδαν οι μαθη­ταί να περι­πα­τή επά­νω εις την θάλασ­σαν, ετα­ρά­χθη­σαν και έλε­γαν ότι είναι φάν­τα­σμα και από τον φόβον έκρα­ξαν. 27 Αμέ­σως όμως ωμί­λη­σεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρ­ρος, εγώ είμαι· μη φοβεί­σθε”. 28 Απε­κρί­θη δε εις αυτόν ο Πετρος και είπε· “Κυριε, εάν είσαι συ, διά­τα­ξέ με να έλθω προς σε περι­πα­τών επά­νω εις τα νερά”. 29 Ο δε Κυριος του είπε· “έλα”. Κατέ­βη­κε ο Πετρος από το πλοί­ον και επε­ρι­πά­τη­σε επά­νω εις τα νερά, δια να έλθη στον Ιησούν. 30 Οταν όμως είδε τον άνε­μον ισχυ­ρόν, εφο­βή­θη, εκλο­νί­σθη η πίστις του, ήρχι­σε να βυθί­ζε­ται και εφώ­να­ξε δυνα­τά λέγων· “Κυριε σώσε με”. 31 Αμε­σως δε ο Ιησούς άπλω­σε το χέρι του, τον έπια­σε και του είπε· ολι­γό­πι­στε δια­τί εκλο­νί­σθης εις την πίστιν και εδει­λί­α­σες;” 32 Οταν δε ανέ­βη­σαν στο πλοί­ον, έπαυ­σε ο άνε­μος. 33 Οι μαθη­ταί, που ήσαν στο πλοί­ον, ήλθαν, εγο­νά­τι­σαν με σεβα­σμόν προς αυτόν και είπαν· “αλη­θι­νά συ είσαι Υιός του Θεού”. 34 Και αφού διέ­σχι­σαν την θάλασ­σαν, ήλθαν εις την χώραν της Γεν­νη­σα­ρέτ.

22 Κι αμέ­σως ο Ιησούς, για να μη παρα­συρ­θούν οι μαθη­τές του από τον ενθου­σια­σμό του πλή­θους που ήθε­λε να τον ανα­κη­ρύ­ξει βασι­λιά, τους ανάγ­κα­σε να μπουν στο πλοίο και να περά­σουν πριν απ’ αυτόν στο απέ­ναν­τι μέρος της λίμνης, ωσό­του αυτός δια­λύ­σει τα πλή­θη του λαού. 23 Κι αφού διέ­λυ­σε τα πλή­θη, ανέ­βη­κε στο βου­νό για να προ­σευ­χη­θεί μόνος του. Κι όταν βρά­δια­σε καλά, ήταν μόνος του εκεί. 24 Το πλοίο όμως είχε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στη μέση της λίμνης και συν­τα­ρασ­σό­ταν από τα κύμα­τα. Διό­τι ήταν αντί­θε­τος ο άνε­μος. 25 Και στο τελευ­ταίο τρί­ω­ρο της νύχτας, όταν το τέταρ­το τμή­μα των σκο­πών παρα­λαμ­βά­νει τη στρα­τιω­τι­κή φρου­ρά, ο Ιησούς έφυ­γε απ’ το βου­νό και ήλθε προς αυτούς περ­πα­τών­τας πάνω στη θάλασ­σα, σαν να ήταν η θάλασ­σα στε­ριά. 26 Όταν λοι­πόν τον είδαν οι μαθη­τές να περ­πα­τά­ει πάνω στη θάλασ­σα, ταρά­χθη­καν λέγον­τας ότι αυτό που έβλε­παν είναι φάν­τα­σμα. Κι απ’ το φόβο τους έβγα­λαν κραυ­γή. 27 Αμέ­σως όμως τους μίλη­σε ο Ιησούς και τους είπε: Έχε­τε θάρ­ρος, εγώ είμαι, μη φοβά­στε. 28 Τότε του απο­κρί­θη­κε ο Πέτρος: Κύριε, εάν είσαι εσύ, δώσε μου εντο­λή να έλθω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πάνω στα νερά. 29 Ο Κύριος του είπε: Έλα. Και τότε ο Πέτρος κατέ­βη­κε από το πλοίο και περ­πά­τη­σε πάνω στα νερά για να έλθει κον­τά στον Ιησού. 30 Αλλά όταν είδε τον αέρα πόσο δυνα­τός ήταν, κλο­νί­στη­κε η πίστη του και φοβή­θη­κε, και καθώς άρχι­σε να βου­λιά­ζει, φώνα­ξε δυνα­τά: Κύριε, σώσε με, διό­τι κιν­δυ­νεύω να πνι­γώ. 31 Αμέ­σως ο Ιησούς άπλω­σε το χέρι του, τον έπια­σε και του είπε: Ολι­γό­πι­στε, για­τί δεί­λια­σες; 32 Κι όταν ο Χρι­στός και ο Πέτρος μπή­καν στο πλοίο, ησύ­χα­σε ο άνε­μος. 33 Τότε όσοι ήταν στο πλοίο ήλθαν και τον προ­σκύ­νη­σαν με πολ­λή ευλά­βεια λέγον­τας: Αλη­θι­νά, είσαι Υιός του Θεού. 34 Κι αφού πέρα­σαν απ’ το ένα μέρος της λίμνης στο άλλο, ήλθαν στη χώρα Γεν­νη­σα­ρέτ. 

22 Ἀμέ­σως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνάγ­κα­σε τοὺς μαθη­τάς του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε πρω­τύ­τε­ρα ἀπ᾽ αὐτὸν στὸ ἀπέ­ναν­τι μέρος, γιὰ νὰ δια­λύ­σῃ ἐν τῷ μετα­ξὺ τὰ πλή­θη. 23 Καὶ ἀφοῦ διέ­λυ­σε τὰ πλή­θη, ἀνέ­βη­κε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θῇ μόνος. Καὶ ὅταν βρά­δυα­σε, ἦταν ἐκεῖ μόνος. 24 Τὸ δὲ πλοῖο õθε­λε νὰ τὴν δια­πομ­πεύ­σῃ, σκέ­φθη­κε­δη βρι­σκό­ταν στὸ μέσο τῆς λίμνης καὶ πάλευε μὲ τὰ κύμα­τα, διό­τι ὁ ἄνε­μος ἦταν ἀντί­θε­τος. 25 Κατὰ τὴν τετάρ­τη δὲ βάρ­δια τῆς νύχτας (ὥρα 3–6 ) πῆγε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περι­πα­τών­τας πάνω στὴ λίμνη. 26 Καὶ ὅταν οἱ μαθη­ταὶ τὸν εἶδαν νὰ περι­πα­τῆ πάνω στὴ λίμνη, ταρά­χθη­καν νομί­ζον­τας ὅτι εἶναι φάν­τα­σμα, καὶ ἀπὸ τὸ φόβο του­ςἔ­βγα­λαν κραυ­γή. 27 Ἀμέ­σως δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς μίλη­σε λέγον­τας: «Εχε­τε θάρ­ρος! Ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβεῖ­σθε». 28 Τότε ὁ Πέτρος τοῦ μίλη­σε καὶ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν εἶσαι σύ, διά­τα­ξέ με νὰ ἔλθω σὲ σένα (περι­πα­τών­τας) πάνω στὰ νερά». 29 Ἀὐτὸς δὲ εἶπε: «Ελα». Τότε ὁ Πέτρος κατέ­βη­κε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περι­πά­τη­σε πάνω στὰ νερά, γιὰ νὰ πάῃ στὸν Ἰησοῦ. 30 Ἀλλὰ βλέ­πον­τας τὸν ἄνε­μο ἰσχυ­ρὸ φοβή­θη­κε, καὶ ἀρχί­ζον­τας νὰ βυθί­ζε­ται φώνα­ξε δυνα­τὰ καὶ εἶπε: «Κύριε, σῶσε με!». 31 Ἀμέ­σως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἅπλω­σε τὸ χέρι, τὸνἔ­πια­σε καὶ τοῦ λέγει: «᾽Ὁλι­γό­πι­στε! Για­τί φοβή­θη­κες;». 32 Καὶ ὅταν μπῆ­καν στὸ πλοῖο, κόπα­σε ὁ ἄνε­μος. 33 Καὶ ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σαν λέγον­τας: «Ἀλη­θι­νὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». 34 Ετσι, ἀφοῦ δια­πε­ραιώ­θη­καν, ἦλθαν στὴν περιο­χὴ τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Καὶ εὐθέ­ως ἠνάγ­κα­σεν ὁ ησοῦς τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπο­λύ­σῃ τοὺς ὄχλου­ςκα πολύ­σας τος χλους νέβη ες τ ρος κατ᾿ δίαν προ­σεύ­ξα­σθαι. ψίας δ γενο­μέ­νης μόνος ν κε. Τ δ πλοον δη μέσον τς θαλάσ­σης ν, βασα­νι­ζό­με­νον π τν κυμά­των· ν γρ ναν­τί­ος νεμος (:Και αμέ­σως ο Ιησούς, για να μην παρα­συρ­θούν οι μαθη­τές Του από τον ενθου­σια­σμό του πλή­θους που ήθε­λε να Τον ανα­κη­ρύ­ξει βασι­λιά [μετά από το θαύ­μα του χορ­τα­σμού των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων] τους ανάγ­κα­σε να εισέλ­θουν στο πλοίο και να περά­σουν πριν από Αυτόν στο απέ­ναν­τι μέρος της λίμνης, ωσό­του Αυτός δια­λύ­σει τα πλή­θη του λαού. Και αφού διέ­λυ­σε τα πλή­θη, ανέ­βη­κε στο όρος, για να προ­σευ­χη­θεί μόνος και απε­ρί­σπα­στος. Και όταν άρχι­σε να νυκτώ­νει, ήταν μόνος Του εκεί. Το πλοίο όμως βρι­σκό­ταν πλέ­ον στο μέσο της λίμνης και κλυ­δω­νι­ζό­ταν πολύ από τα κύμα­τα, διό­τι ήταν αντί­θε­τος ο άνε­μος)»[Ματθ.14,22–27]·[ερμην. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα].

Για ποιον λόγο ανε­βαί­νει στο όρος; Για να μας διδά­ξει ότι είναι καλό πράγ­μα η ερη­μιά και η μόνω­ση όταν πρέ­πει να επι­κοι­νω­νή­σου­με με τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν βέβαια κατα­φεύ­γει συχνά στις ερή­μους και εκεί πολ­λές φορές δια­νυ­κτε­ρεύ­ει προ­σευ­χό­με­νος για να μας διδά­ξει να επι­διώ­κου­με την από­λυ­τη ησυ­χία κατά την προ­σευ­χή και από τον χρό­νο και από τον τόπο· διό­τι η έρη­μος είναι μητέ­ρα της ησυ­χί­ας και τόπος γαλή­νης και λιμά­νι που μας απαλ­λάσ­σει από κάθε θόρυ­βο.

Και ο μεν Ιησούς για τον λόγο αυτόν ανέ­βαι­νε εκεί στο όρος, οι μαθη­τές Του όμως κλυ­δω­νί­ζον­ται και πάλι από τη θαλασ­σο­τα­ρα­χή και υπο­φέ­ρουν από την κακο­και­ρία όπως και σε κάποια προ­η­γού­με­νη φορά [πρβλ. Ματθ.8,23–27: «Κα μβάν­τι ατ ες τ πλοον κολού­θη­σαν ατ ο μαθη­τα ατο. κα δο σει­σμς μέγας γένε­το ν τ θαλάσσ, στε τ πλοον καλύ­πτε­σθαι π τν κυμά­των· ατς δ κάθευ­δε. κα προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα ατο γει­ραν ατν λέγον­τες· Κύριε, σσον μς, πολ­λύ­με­θα. κα λέγει ατος· τί δει­λοί στε, λιγό­πι­στοι; τότε γερ­θες πετί­μη­σε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένε­το γαλή­νη μεγά­λη. ο δ νθρω­ποι θαύ­μα­σαν λέγον­τες· ποτα­πός στιν οτος, τι κα ο νεμοι κα θάλασ­σα πακού­ου­σιν ατ;(: Και όταν μπή­κε στο πλοίο, Τον ακο­λού­θη­σαν οι δώδε­κα μαθη­τές Του. Και ιδού έγι­νε θύελ­λα ισχυ­ρή, ανα­τα­ρα­χή και τρι­κυ­μία μεγά­λη στη θάλασ­σα, ώστε το πλοίο να σκε­πά­ζε­ται από τα κύμα­τα. Ο Ιησούς όμως κοι­μό­ταν. Και προ­σήλ­θαν έντρο­μοι οι μαθη­τές κον­τά Του και Τον ξύπνη­σαν λέγον­τας· “Κύριε σώσε μας, χανό­μα­στε”. Και λέγει προς αυτούς: “Ω ολι­γό­πι­στοι, για­τί είστε τόσο δει­λοί;” Τότε, αφού σηκώ­θη­κε όρθιος, διέ­τα­ξε με εξου­σία και αυστη­ρό­τη­τα και επέ­πλη­ξε τους ανέ­μους και την θάλασ­σα και αμέ­σως έγι­νε γαλή­νη μεγά­λη. Και οι άνθρω­ποι που είδαν και άκου­σαν το κατα­πλη­κτι­κό αυτό γεγο­νός, θαύ­μα­σαν και έλε­γαν με έκστα­ση· τι άνθρω­πος είναι αυτός, αφού και οι άνε­μοι και η θάλασ­σα υπο­τάσ­σον­ται σε αυτόν;’’)»].

Τότε όμως το είχαν πάθει αυτό έχον­τας τον Ιησού μαζί τους μέσα στο πλοίο, ενώ τώρα ήσαν τελεί­ως μόνοι τους· διό­τι ήρε­μα και σιγά- σιγά τούς εισά­γει και τους καθο­δη­γεί στα μεγά­λα πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα και στο να αντι­με­τω­πί­ζουν τα πάν­τα με γεν­ναιό­τη­τα. Και ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν, όταν συνέ­βη για πρώ­τη φορά να κιν­δυ­νεύ­σουν, ήταν μεν παρών, αλλά όμως κοι­μό­ταν, ώστε αμέ­σως να τους προ­σφέ­ρει την βοή­θειά Του. Τώρα όμως για να τους κάνει να δεί­ξουν μεγα­λύ­τε­ρη υπο­μο­νή, δεν κάνει ούτε αυτό, αλλά φεύ­γει από κον­τά τους και ενώ βρί­σκον­ται στο μέσο της θαλάσ­σης, επι­τρέ­πει να σηκω­θεί η θαλασ­σο­τα­ρα­χή, ώστε να μην ελπί­ζουν από που­θε­νά να σωθούν, και όλη τη νύκτα τους αφή­νει να θαλασ­σο­δέρ­νον­ται, για να διε­γεί­ρει, κατά τη γνώ­μη μου, την καρ­διά τους που ήταν πνευ­μα­τι­κώς νεκρή, ευρι­σκό­με­νη ακό­μη σε νάρ­κη· διό­τι τέτοιος είναι ο φόβος τον οποίο δημιουρ­γεί η θαλασ­σο­τα­ρα­χή μαζί με τη νύκτα. Μαζί όμως με τη σύγ­χυ­ση στην οποία τους άφη­σε για λίγο να βρί­σκον­ται, αύξη­σε και την επι­θυ­μία τους ακό­μη περισ­σό­τε­ρο για τον Ίδιο που και άλλη φορά τους είχε σώσει, καθώς επί­σης και να Τον ενθυ­μούν­ται συνε­χώς.

Και ακρι­βώς για αυτόν τον λόγο δεν παρου­σιά­στη­κε αμέ­σως σε αυτούς· διό­τι λέγει: «Τετάρτ δ φυλακ τς νυκτς πλθε πρς ατος ησος περι­πατν π τς θαλάσ­σης(:Και στο τελευ­ταίο τρί­ω­ρο της νύχτας[δηλ. μετα­ξύ των ωρών 3–6 π.μ.], όταν το τέταρ­το τμή­μα των σκο­πών παρα­λαμ­βά­νει τη στρα­τιω­τι­κή φρου­ρά, ο Ιησούς έφυ­γε απ’ το βου­νό και ήλθε προς αυτούς περ­πα­τών­τας πάνω στη θάλασ­σα, σαν να ήταν η θάλασ­σα στε­ριά)»[Ματθ.14,25], με σκο­πό να τους διδά­ξει να μη ζητούν ταχεία απαλ­λα­γή από τις συμ­φο­ρές που τους βρί­σκουν, αλλά να αντι­με­τω­πί­ζουν τα δυσά­ρε­στα γεγο­νό­τα με γεν­ναιό­τη­τα.

Μόλις λοι­πόν ήλπι­σαν ότι θα απαλ­λα­γούν από τη θαλασ­σο­τα­ρα­χή, τότε και πάλι έγι­νε μεγα­λύ­τε­ρος ο φόβος τους. Διό­τι λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής: «Κα δόν­τες ατν ο μαθη­τα π τν θάλασ­σαν περι­πα­τοντα ταρά­χθη­σαν λέγον­τες τι φάν­τα­σμά στι, κα π το φόβου κρα­ξαν(:Όταν λοι­πόν Τον είδαν οι μαθη­τές να περ­πα­τά­ει πάνω στη θάλασ­σα, ταρά­χθη­καν λέγον­τας ότι αυτό που έβλε­παν είναι φάν­τα­σμα. Και απ’ τον φόβο τους έβγα­λαν κραυ­γή)»[Ματθ.14,26].Και πράγ­μα­τι αυτό κάνει πάν­το­τε, όταν δηλα­δή πρό­κει­ται να τους απαλ­λά­ξει από τον φόβο και τη δοκι­μα­σία, τότε επι­τρέ­πει να περι­πέ­σουν σε κάποια δυσκο­λό­τε­ρη και φοβε­ρό­τε­ρη, πράγ­μα που βέβαια συνέ­βη και τότε· διό­τι μαζί με τη θαλασ­σο­τα­ρα­χή και η εμφά­νι­ση του Κυρί­ου που περ­πα­τού­σε επά­νω στην τρι­κυ­μι­σμέ­νη θάλασ­σα, τούς φόβι­σε πάρα πολύ και μάλι­στα όχι λιγό­τε­ρο από την τρι­κυ­μία. Για τον λόγο αυτόν ούτε το σκο­τά­δι διέ­λυ­σε, ούτε και τους φανε­ρώ­θη­κε αμέ­σως, για να τους εξα­σκή­σει, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, με την παρά­τα­ση αυτή του φόβου τους, και για να τους διδά­ξει να είναι καρ­τε­ρι­κοί.

Το ίδιο έκα­νε και στην περί­πτω­ση του Ιώβ· διό­τι όταν επρό­κει­το να τον ελευ­θε­ρώ­σει από τον φόβο και τον πει­ρα­σμό, ακρι­βώς τότε επέ­τρε­ψε να γίνει χει­ρό­τε­ρο το τέλος της συμ­φο­ράς του. Δεν εννοώ τον θάνα­το των παι­διών του και τα λόγια της γυναί­κας του, αλλά τους χλευα­σμούς των υπη­ρε­τών του και των φίλων του. Και όταν πάλι επρό­κει­το να απαλ­λά­ξει τον Ιακώβ από τις ταλαι­πω­ρί­ες του στην ξένη χώρα, επέ­τρε­ψε να δημιουρ­γη­θεί και να γίνει μεγά­λος θόρυ­βος. Καθό­σον ο πεθε­ρός του, αφού τον συνέ­λα­βε τον απει­λού­σε με θάνα­το και ύστε­ρα από εκεί­νον δεν άργη­σε να έλθει ο αδελ­φός του που παρα­λί­γο να τον φόνευε[πρβλ. Γέν. κεφ.31–32]· διό­τι επει­δή δεν είναι δυνα­τόν οι δίκαιοι να δοκι­μά­ζον­ται και επί πολύ χρό­νο και με μεγά­λες δοκι­μα­σί­ες, για τον λόγο αυτόν όταν πρό­κει­ται να απαλ­λα­γούν από τις δοκι­μα­σί­ες, θέλον­τας να τους ωφε­λή­σει σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, αυξά­νει τις δοκι­μα­σί­ες. Πράγ­μα που έκα­νε και στην περί­πτω­ση του Αβρα­άμ στέλ­νον­τας σε αυτόν την τελευ­ταία δοκι­μα­σία, δηλα­δή τη θυσία του παι­διού του[πρβ.Γέν.22,1 κ.ε.]· διό­τι με τον τρό­πο αυτόν οι δυσβά­στα­κτες δοκι­μα­σί­ες γίνον­ται υπο­φερ­τές, όταν απο­στέλ­λον­ται στο τέλος της δοκι­μα­σί­ας, και είναι πλέ­ον πολύ κον­τά η απαλ­λα­γή από αυτές. Το ίδιο λοι­πόν και τότε έκα­νε ο Χρι­στός και δεν φανέ­ρω­σε προ­η­γου­μέ­νως τον εαυ­τό Του, αλλά τότε μόνο, όταν οι μαθη­τές Τον φώνα­ξαν δυνα­τά· διό­τι όσο περισ­σό­τε­ρο μεγά­λω­νε η αγω­νία τους, τόσο περισ­σό­τε­ρο επι­ζη­τού­σαν την παρου­σία Του.

Στη συνέ­χεια, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, μόλις φώνα­ξαν δυνα­τά, «εθέως δ λάλη­σεν ατος ησος λέγων· θαρ­σετε, γώ εμι· μ φοβεσθε(:αμέ­σως όμως τους μίλη­σε ο Ιησούς και τους είπε: “Έχε­τε θάρ­ρος, εγώ είμαι, μη φοβά­στε”)»[Ματθ.14,27]. Τα λόγια αυτά διέ­λυ­σαν τον φόβο τους και τους έδω­σαν θάρ­ρος. Επει­δή δηλα­δή αρχι­κά δεν Τον ανε­γνώ­ρι­σαν όταν Τον είδαν, και εξαι­τί­ας του παρά­δο­ξου βαδί­σμα­τός Του επά­νω στην θάλασ­σα και εξαι­τί­ας της ώρας που συνέ­βη αυτό, για τον λόγο αυτόν φανε­ρώ­νει τον εαυ­τό Του σε αυτούς με τη φωνή Του.

Τι έκα­νε λοι­πόν ο Πέτρος που ήταν ενθου­σιώ­δης σε όλες του τις ενέρ­γειες και πάν­το­τε εκδη­λω­νό­ταν πριν από τους άλλους μαθη­τές; «Κύριε», λέγει, «ε σ ε, κέλευ­σόν με πρός σε λθεν π τ δατα(:Κύριε, εάν είσαι Εσύ, δώσε μου εντο­λή να έλθω κον­τά Σου περ­πα­τών­τας πάνω στα νερά)». Δεν Του είπε να προ­σευ­χη­θεί και να παρα­κα­λέ­σει τον Πατέ­ρα Του, αλλά Του είπε: «Κέλευ­σον(:Δώσε εντο­λή)». Είδες πόσο μεγά­λος ήταν ο ενθου­σια­σμός του; Πόσο μεγά­λη η πίστη του; Μολο­νό­τι βέβαια πολ­λές φορές εξαι­τί­ας αυτού του ενθου­σια­σμού του ζητού­σε πράγ­μα­τα που υπε­ρέ­βαι­ναν το μέτρο.

Καθό­σον και στην περί­πτω­ση αυτήν ζήτη­σε πολύ μεγά­λο πράγ­μα, αλλά αυτό το έκα­νε από αγά­πη και μόνο και όχι προς επί­δει­ξη· διό­τι δεν είπε «Πρό­στα­ξέ με να βαδί­σω επά­νω στα ύδα­τα», αλλά τι; «Πρό­στα­ξέ με να έλθω προς Εσέ­να»· διό­τι κανείς δεν αγα­πού­σε τόσο πολύ τον Ιησού. Το ίδιο έκα­νε και μετά την Ανά­στα­ση· δεν θέλη­σε και τότε να πάει στον τάφο μαζί με τους άλλους μαθη­τές, αλλά έτρε­ξε να πάει πριν από αυτούς. Και δεν δεί­χνει με αυτό μόνο την αγά­πη του, αλλά και την πίστη του· διότι δεν πίστε­ψε απλά και μόνο ότι ο Ιησούς μπο­ρεί να περι­πα­τεί επά­νω στη θάλασ­σα, αλλά ότι και σε άλλους μπο­ρεί να μετα­δώ­σει αυτήν τη δυνα­τό­τη­τα. Η επι­θυ­μία του λοι­πόν είναι να βρε­θεί πλη­σί­ον Του το ταχύ­τε­ρο.

«Ὁ δ επεν, λθέ. Κα καταβς π το πλοί­ου Πέτρος περιε­πά­τη­σεν π τ δατα λθεν πρς τν ησον. βλέ­πων δ τν νεμον σχυρν φοβή­θη, κα ρξά­με­νος κατα­πον­τί­ζε­σθαι κρα­ξε λέγων· Κύριε, σσόν με. Εθέως δ ησος κτεί­νας τν χερα πελά­βε­το ατο κα λέγει ατ· λιγό­πι­στε! ες τί δίστα­σας;(: Ο Κύριος τού είπε: “Έλα”. Και τότε ο Πέτρος κατέ­βη­κε από το πλοίο και περ­πά­τη­σε πάνω στα νερά για να έλθει κον­τά στον Ιησού. Όταν όμως είδε τον αέρα πόσο δυνα­τός ήταν, κλο­νί­στη­κε η πίστη του και φοβή­θη­κε, και καθώς άρχι­σε να βου­λιά­ζει, φώνα­ξε δυνα­τά: “Κύριε, σώσε με, διό­τι κιν­δυ­νεύω να πνι­γώ”. Αμέ­σως ο Ιησούς άπλω­σε το χέρι Του, τον έπια­σε και του είπε: “Ολι­γό­πι­στε, για­τί δεί­λια­σες;”)».[Ματθ. 14,28–31].

Αυτό το θαύ­μα είναι πιο παρά­δο­ξο από το προ­η­γού­με­νο, και γι’ αυτό και γίνε­ται μετά από εκεί­νο. Αφού δηλα­δή ο Ιησούς απέ­δει­ξε ότι είναι εξου­σια­στής της θάλασ­σας, στη συνέ­χεια επι­τε­λεί και το πιο αξιο­θαύ­μα­στο θαύ­μα· διό­τι τότε μεν, επι­τί­μη­σε μόνο τους ανέ­μους, τώρα όμως και ο Ίδιος βαδί­ζει επά­νω στα ύδα­τα και σε άλλον παρέ­χει τη δυνα­τό­τη­τα να πρά­ξει το ίδιο, πράγ­μα που εάν από την αρχή πρό­στα­ζε να γίνει, οπωσ­δή­πο­τε δεν θα το δεχό­ταν ο Πέτρος με τον ίδιο τρό­πο επει­δή δεν θα είχε ακό­μη απο­κτή­σει τόση μεγά­λη πίστη.

Για­τί όμως ο Χρι­στός το επέ­τρε­ψε να γίνει αυτό; Διό­τι, εάν του έλε­γε ότι δεν μπο­ρεί να βαδί­σει επά­νω στη θάλασ­σα, ο Πέτρος, επει­δή ήταν ορμη­τι­κός, θα είχε αντιρ­ρή­σεις. Για τον λόγο αυτό τον πεί­θει με τα γεγο­νό­τα, ώστε στο μέλ­λον να είναι πιο σώφρο­νας. Αλλά και έτσι δεν μπο­ρεί να συγ­κρα­τή­σει τον εαυ­τό του πάνω στην επι­φά­νεια. Αφού λοι­πόν, κατέ­βη­κε από το πλοίο, κλυ­δω­νί­ζε­ται, επει­δή φοβή­θη­κε. Και τον κλυ­δω­νι­σμό προ­κά­λε­σε η τρι­κυ­μία, τον φόβο όμως τον δημιούρ­γη­σε ο άνε­μος. Ο δε ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης λέγει ότι: «θελον ον λαβεν ατν ες τ πλοον, κα εθέως τ πλοον γένε­το π τς γς ες ν πγον(:Μετά λοι­πόν από τη δια­βε­βαί­ω­σή Του αυτή, οι μαθη­τές εκδή­λω­σαν πολ­λή σπου­δή και προ­θυ­μία να Τον πάρουν πάνω στο πλοίο. Και μόλις Τον πήραν, αμέ­σως το πλοίο έφθα­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κώς στη στε­ριά όπου κατευ­θυ­νό­ταν)»[Ιω.6,21]. Ώστε όταν επρό­κει­το να προ­σεγ­γί­σουν την ξηρά, τότε ο Ιησούς ανέ­βη­κε στο πλοίο.

Αφού λοι­πόν κατέ­βη­κε ο Πέτρος από το πλοίο, βάδι­ζε προς τον Ιησού, χαρού­με­νος όχι τόσο επει­δή περ­πα­τού­σε πάνω στη θάλασ­σα, αλλά επει­δή ερχό­ταν κον­τά στον Κύριο. Και ενώ είχε νική­σει το σπου­δαιό­τε­ρο, επρό­κει­το να κακο­πα­θή­σει από το μικρό­τε­ρο, εννοώ την ορμή του αέρος και όχι τη θάλασ­σα. Πραγ­μα­τι­κά τέτοια είναι η ανθρώ­πι­νη φύση, πολ­λές φορές, δηλα­δή, επι­τυγ­χά­νει τα μεγά­λα και απο­τυγ­χά­νει στα ελά­χι­στα. Όπως έγι­νε στον Ηλία με την Ιεζά­βελ, τον Μωυ­σή με τον Αιγύ­πτιο και τον Δαυίδ με τη Βηρ­σα­βεέ. Έτσι, λοι­πόν, και ο Πέτρος. Ενώ ήταν ακό­μη φοβι­σμέ­νος, πήρε το θάρ­ρος να πατή­σει επά­νω στα κύμα­τα, αλλά δεν μπό­ρε­σε να αντι­στα­θεί στην ορμή του ανέ­μου, αν και βρι­σκό­ταν κον­τά στον Χρι­στό.

Έτσι, δεν τον ωφε­λεί καθό­λου το ότι βρί­σκε­ται κον­τά στον Χρι­στό τοπι­κώς, εάν δεν είναι κον­τά Του με την πίστη. Το γεγο­νός αυτό φανέ­ρω­νε και τη δια­φο­ρά μετα­ξύ του Διδα­σκά­λου και του μαθη­τή και έδι­νε παρη­γο­ριά και στους άλλους μαθη­τές· διό­τι εάν αγα­νά­κτη­σαν για τους δύο αδελ­φούς που ζήτη­σαν τα πρω­τεία, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα αγα­νά­κτη­σαν εδώ, επει­δή δεν είχαν λάβει το Άγιο Πνεύ­μα. Μετά την δωρεά του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, όμως, δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται έτσι· διό­τι σε κάθε περί­πτω­ση παρα­χω­ρούν τα πρω­τεία στον Πέτρο και στις ομι­λί­ες προς τον λαό, αυτόν προ­βάλ­λουν, αν και ήταν ο πιο αμόρ­φω­τος από τους άλλους.

Και για­τί δεν διέ­τα­ξε ο Ιησούς τους ανέ­μους να στα­μα­τή­σουν, αλλά άπλω­σε ο Ίδιος το χέρι Του και τον έπια­σε; Διό­τι χρεια­ζό­ταν και η πίστη του Πέτρου. Επει­δή, όταν δεν γίνε­ται ό,τι εξαρ­τά­ται από εμάς, τότε παύ­ει και η βοή­θεια του Θεού. Για να του δεί­ξει, λοι­πόν, ότι δεν τον παρέ­συ­ρε η δύνα­μη του ανέ­μου, αλλά η δική του ολι­γο­πι­στία, λέγει: «λιγό­πι­στε! ες τί δίστα­σας;(:Ολι­γό­πι­στε, για­τί κλο­νί­στη­κες στην πίστη και δεί­λια­σες;)»[Ματθ.14,31]. Ώστε εάν δεν του έλει­πε η πίστη, θα μπο­ρού­σε με ευκο­λία να αντι­με­τω­πί­σει και τον άνε­μο. Για τον λόγο αυτόν, ακρι­βώς, αφού τον έπια­σε από το χέρι, άφη­σε τον άνε­μο να φυσά, για να του απο­δεί­ξει ότι καθό­λου δεν μπο­ρεί να τον βλά­ψει ο άνε­μος, όταν η πίστη του είναι στα­θε­ρή και αμε­τα­κί­νη­τη. Και όπως το μικρό που­λά­κι, που προ ολί­γου πέτα­ξε από τη φωλιά του και κιν­δυ­νεύ­ει να πέσει στη γη, το παίρ­νει στα φτε­ρά της η μητέ­ρα του και το επα­να­φέ­ρει στη φωλιά, έτσι έκα­νε και ο Χρι­στός.

«Κα μβάν­των ατν ες τ πλοον κόπα­σεν νεμος(:Και όταν ο Χρι­στός και ο Πέτρος μπή­καν στο πλοίο, ησύ­χα­σε ο άνε­μος)». Προ­η­γου­μέ­νως, έλε­γαν: «Τι άνθρω­πος είναι αυτός, εφό­σον και οι άνε­μοι και η θάλασ­σα υπα­κού­ουν σε αυτόν;» [Ματθ. 8,27]. Τώρα όμως δεν λέγουν τα ίδια. «Ο δ ν τ πλοί(:Οι μαθη­τές, που ήσαν στο πλοίο)», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, «λθόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν ατ λέγον­τες· ληθς Θεο υἱὸς ε(:Ήλθαν και Τον προ­σκύ­νη­σαν με πολ­λή ευλά­βεια λέγον­τας: “Αλη­θι­νά, είσαι Υιός του Θεού”)». Βλέ­πεις με ποιον τρό­πο σιγά σιγά τους ανέ­βα­ζε υψη­λό­τε­ρα; Πραγ­μα­τι­κά, από το γεγο­νός ότι βάδι­σε ο Ίδιος επά­νω στη θάλασ­σα και από το ότι και σε άλλον έδω­σε την εντο­λή να κάνει το ίδιο και τον έσω­σε όταν κιν­δύ­νευ­σε, αυξή­θη­κε κατά πολύ η πίστη αυτών. Τότε, βέβαια, επι­τί­μη­σε τη θάλασ­σα, τώρα όμως, δεν την επι­τι­μά, αλλά με άλλον τρό­πο απο­δει­κνύ­ει περισ­σό­τε­ρο τη δύνα­μή Του. Γι’ αυτό και έλε­γαν: «Αλη­θι­νά, είσαι Υιός του Θεού». Τι λοι­πόν; Τους μάλω­σε επει­δή είπαν αυτόν τον λόγο; Όχι βέβαια, αλλά αντί­θε­τα, και επι­βε­βαί­ω­σε τους λόγους τους, με το να θερα­πεύ­ει με μεγα­λύ­τε­ρη εξου­σία όσους ασθε­νείς βρί­σκον­ταν κον­τά Του και όχι όπως προ­η­γου­μέ­νως.

«Κα δια­πε­ρά­σαν­τες λθον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ. κα πιγνόν­τες ατν ο νδρες το τόπου κεί­νου πέστει­λαν ες λην τν περί­χω­ρον κεί­νην, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας, κα παρε­κά­λουν ατν να κν μόνον ψων­ται το κρα­σπέ­δου το ματί­ου ατο· κα σοι ψαν­το διε­σώ­θη­σαν(:Και αφού πέρα­σαν απ’ το ένα μέρος της λίμνης στο άλλο, ήλθαν στη χώρα Γεν­νη­σα­ρέτ. Όταν οι άνθρω­ποι του τόπου εκεί­νου Τον αντι­λή­φθη­καν, έστει­λαν απε­σταλ­μέ­νους σε όλη την περι­φέ­ρεια εκεί­νη για να ειδο­ποι­ή­σουν τους κατοί­κους της για την άφι­ξή Του, και Του έφε­ραν όλους τους ασθε­νείς Και Τον παρα­κα­λού­σαν να τους αφή­σει να αγγί­ξουν μόνο την άκρη του εξω­τε­ρι­κού Του ενδύ­μα­τος. Και όσοι Τον άγγι­ξαν, θερα­πεύ­τη­καν τελεί­ως)».[Ματθ.14,34–36].

Πραγ­μα­τι­κά, δεν πήγαι­ναν κον­τά Του, όπως προ­η­γου­μέ­νως, που Τον καλού­σαν στα σπί­τια και ζητού­σαν να αγγί­ξει με το χέρι Του τους ασθε­νείς και να δώσει εντο­λή για τη θερα­πεία· τώρα Τον πλη­σιά­ζουν με υψη­λό­τε­ρο φρό­νη­μα και με μεγα­λύ­τε­ρη ευσέ­βεια και με μεγα­λύ­τε­ρη πίστη ζητούν και επι­τυγ­χά­νουν τη θερα­πεία· διό­τι η αιμορ­ρο­ού­σα γυναί­κα που με βαθιά πίστη είχε ανα­ζη­τή­σει τη θερα­πεία της απλά και μόνο με το άγγιγ­μα του ενδύ­μα­τός Του, τους δίδα­ξε όλους να φιλο­σο­φούν.

Για να δεί­ξει επί­σης ο ευαγ­γε­λι­στής ότι για πολύ χρό­νο παρέ­μει­νε στα μέρη εκεί­να λέγει ότι «Όταν οι άνθρω­ποι του τόπου εκεί­νου Τον αντι­λή­φθη­καν έστει­λαν απε­σταλ­μέ­νους σε όλη την περιο­χή εκεί­νη για να ειδο­ποι­ή­σουν τους κατοί­κους της περί της αφί­ξε­ώς Του και Του έφε­ραν όλους τους ασθε­νείς». Και όμως, η μακρά παρα­μο­νή Του σε αυτούς όχι μόνο δεν παρέ­λυ­σε την πίστη τους, αλλά την έκα­νε μεγα­λύ­τε­ρη και την κρά­τη­σε σε ακμή.

Ας αγγί­ξου­με λοι­πόν και εμείς το άκρο του ενδύ­μα­τός Του. Ή μάλ­λον, εάν θέλου­με, Τον έχου­με ολό­κλη­ρο κον­τά μας· διό­τι και το σώμα Του έχει παρα­τε­θεί τώρα μπρο­στά μας. Όχι μόνο το ένδυ­μα, αλλά και το σώμα. Όχι να το αγγί­ξου­με μόνο, αλλά να το φάγου­με και να χορ­τά­σου­με. Για τον λόγο αυτόν ας Τον πλη­σιά­σου­με με πίστη, καθέ­νας μας που υπο­φέ­ρει από κάποια ασθέ­νεια· διό­τι εάν εκεί­νοι, που άγγι­ξαν το άκρο του ενδύ­μα­τός Του, πήραν τόσο μεγά­λη δύνα­μη, πόση θα λάβου­με εμείς που Τον έχου­με ολό­κλη­ρο;

Αλλά το να πλη­σιά­σου­με τον Χρι­στό με πίστη, δεν σημαί­νει να λάβου­με μόνο τη Θεία Κοι­νω­νία, αλλά να τη δεχτού­με με καθα­ρή την καρ­διά και να βρι­σκό­μα­στε σε τέτοια ψυχι­κή διά­θε­ση, σαν να βαδί­ζου­με προς τον Ίδιο τον Χρι­στό. Διό­τι, τι σημα­σία έχει, αν δεν ακού­με τη φωνή Του; Βλέ­πεις τον Ίδιο να σου προ­σφέ­ρε­ται. Ή μάλ­λον ακούς και τη φωνή Του, αφού σου ομι­λεί δια­μέ­σου των ευαγ­γε­λι­στών. Πιστέψ­τε λοι­πόν ότι και τώρα εκεί­νο το δεί­πνο γίνε­ται στο οποίο και ο Ίδιος παρευ­ρι­σκό­ταν· διό­τι αυτό δεν δια­φέ­ρει σε τίπο­τε από εκεί­νο. Ούτε βέβαια, αυτό μεν το παρα­θέ­τει άνθρω­πος, ενώ εκεί­νο ο Κύριος, αλλά και το ένα και το άλλο το παρα­σκευά­ζει ο Ιησούς. Συνε­πώς, όταν θα δεις τον ιερέα να σου το προ­σφέ­ρει, να μην έχεις τη γνώ­μη ότι ο ιερέ­ας το κάνει αυτό, αλλά να πιστεύ­εις ότι το χέρι που απλώ­νε­ται είναι του Χρι­στού· διό­τι όπως όταν βαπτί­ζε­σαι, δεν είναι ο ιερέ­ας που σε βαπτί­ζει, αλλά ο Θεός που σου αγγί­ζει το κεφά­λι με αόρα­τη δύνα­μη, και ούτε άγγε­λος, ούτε αρχάγ­γε­λος, ούτε κανείς άλλος δεν τολ­μά να πλη­σιά­σει και να σε αγγί­ξει, κατά όμοιο τρό­πο και τώρα.

Πραγ­μα­τι­κά, όταν ο Θεός ανα­γεν­νά κάποιον, η δωρεά είναι απο­κλει­στι­κά και μόνο του Θεού. Δεν βλέ­πεις εκεί­νους που υιο­θε­τούν εδώ στη γη ότι δεν ανα­θέ­τουν τη δια­δι­κα­σία της υιο­θε­σί­ας στους δού­λους τους, αλλά προ­σέρ­χον­ται οι ίδιοι στο δικα­στή­ριο; Κατά όμοιο τρό­πο και ο Θεός δεν ανέ­θε­σε στους αγγέ­λους τη δια­χεί­ρι­ση της δωρε­άς Του, αλλά παρευ­ρί­σκε­ται ο Ίδιος και μας συμ­βου­λεύ­ει και μας λέγει: «Κα πατέ­ρα μ καλέ­ση­τε μν π τς γς· ες γάρ στιν πατήρ μν, ν τος ορανος(:Και κανέ­ναν επά­νω στη γη να μην τον ονο­μά­σε­τε πατέ­ρα σας με κύρος και εξου­σία απε­ριό­ρι­στη και από­λυ­τη· διό­τι ένας είναι ο Πατέ­ρας σας, Εκεί­νος που είναι στους ουρα­νούς[Ματθ.23,9]. Και το λέγει αυτό όχι για να μην απο­δί­δεις τις πρέ­που­σες τιμές στους γονείς σου, αλλά για να θέσεις επά­νω από όλα Εκεί­νον που σε δημιούρ­γη­σε και σε συμ­πε­ριέ­λα­βε στα παι­διά Του· διό­τι εκεί­νος που έδω­σε το σπου­δαιό­τε­ρο, δηλα­δή προ­σέ­φε­ρε θυσία τον εαυ­τό Του, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα απα­ξιώ­σει να σου δώσει και το σώμα Του.

Ας ακού­σου­με, λοι­πόν, ιερείς και όλοι οι υπό­λοι­ποι Χρι­στια­νοί, πόσο μεγά­λη δωρεά λάβα­με. Ας το ακού­σου­με και ας νιώ­σου­με φρί­κη. Μας έδω­σε το δικαί­ω­μα να χορ­τά­σου­με με τις αγί­ες Του σάρ­κες, πρό­σφε­ρε τον ίδιο τον εαυ­τό Του να θυσια­στεί. Ποια απο­λο­γία θα έχου­με, όταν ενώ τρε­φό­μα­στε με την τρο­φή αυτού του είδους δια­πράτ­του­με τόσο μεγά­λες αμαρ­τί­ες; Όταν, ενώ τρώ­γου­με αμνό, γινό­μα­στε λύκοι; Όταν ενώ τρώ­γου­με πρό­βα­το, αρπά­ζου­με όπως οι λέον­τες; Διό­τι το μυστή­ριο αυτό μάς δίνει εντο­λή όχι μόνο να είμα­στε τελεί­ως καθα­ροί από αρπα­γή, αλλά και από την απλή έχθρα· διό­τι το μυστή­ριο αυτό είναι μυστή­ριο ειρή­νης. Δεν επι­τρέ­πει να το ανταλ­λά­σου­με με χρή­μα­τα. Πραγ­μα­τι­κά, εάν ο Κύριος δεν λυπή­θη­κε τον εαυ­τό Του για εμάς, ποιας τιμω­ρί­ας είμα­στε άξιοι εμείς, όταν ενδια­φε­ρό­μα­στε για τα χρή­μα­τα και αδια­φο­ρού­με για την ψυχή μας, χάριν της οποί­ας ο Ιησούς θυσί­α­σε τον εαυ­τό Του; Στους μεν Ιου­δαί­ους ο Θεός καθό­ρι­σε τις ετή­σιες εορ­τές για να θυμούν­ται τις ευερ­γε­σί­ες που τους έκα­νε, ενώ εσέ­να σου τις υπεν­θυ­μί­ζουν κάθε ημέ­ρα, όπως μπο­ρεί να πει κανείς, τα μυστή­ρια αυτά.

Συνε­πώς, να μην ντρέ­πε­σαι τον σταυ­ρό· διό­τι αυτά είναι για εμάς τα άξια σεβα­σμού, αυτά είναι τα μυστή­ριά μας. Με αυτό το δώρο κοσμού­μα­στε, με αυτό δοξα­ζό­μα­στε. Και αν πω ότι ο Θεός εξέ­τει­νε τον ουρα­νό, άπλω­σε τη γη και τη θάλασ­σα και απέ­στει­λε τους αγγέ­λους, δεν θα πω τίπο­τε το ισά­ξιο με αυτό· διό­τι αυτό είναι το απο­κο­ρύ­φω­μα όλων των αγα­θών, ότι δηλα­δή, ο Θεός προ­σέ­φε­ρε τον ίδιο τον Υιό Του, για να σώσει τους δού­λους Του που απο­μα­κρύν­θη­καν από κον­τά Του.

Γι’ αυτό ας μην πλη­σιά­ζει στην τρά­πε­ζα αυτήν κανέ­νας Ιού­δας, κανέ­νας Σίμων μάγος[αυτός είχε προ­σπα­θή­σει να εξα­γο­ρά­σει από τον Από­στο­λο Πέτρο το απο­στο­λι­κό χάρι­σμα της μετα­δό­σε­ως των δωρε­ών του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και να εμπο­ρευ­τεί τη Θεία Χάρη, προ­κει­μέ­νου να κερ­δί­σει χρή­μα­τα: βλ. Πράξ.8,9–25 εξ.]· διό­τι και οι δύο χάθη­καν από τη φιλαρ­γυ­ρία τους. Ας απο­φύ­γου­με λοι­πόν το βάρα­θρο αυτό και ας μην νομί­ζου­με ότι είναι αρκε­τό για τη σωτη­ρία μας, το να προ­σφέ­ρου­με δηλα­δή στην Αγία Τρά­πε­ζα χρυ­σό και στο­λι­σμέ­νο με πολύ­τι­μους λίθους ποτή­ριο, ενώ από την άλλη απο­γυ­μνώ­νου­με χήρες και ορφα­νά με την τρο­με­ρή φιλαρ­γυ­ρία μας. Εάν όμως θέλεις να τιμή­σεις τη θυσία του Υιού του Θεού, να προ­σφέ­ρεις την ψυχή σου, για την οποία θυσιά­στη­κε ο Χρι­στός. Αυτήν να κάνεις χρυ­σή. Εάν αυτή, όμως, είναι χει­ρό­τε­ρη από το μολύ­βι και από το όστρα­κο, ποια είναι η ωφέ­λεια, και αν ακό­μη το σκεύ­ος είναι από χρυ­σό;

Ώστε ας μη φρον­τί­ζου­με μόνο το πώς θα προ­σφέ­ρου­με στην εκκλη­σία χρυ­σά σκεύη, αλλά το πώς η προ­σφο­ρά μας θα προ­έρ­χε­ται από δίκαιους κόπους και πλού­τη· διό­τι εκεί­νες οι προ­σφο­ρές είναι πιο πολύ­τι­μες και από το χρυ­σά­φι, οι οποί­ες δεν είναι προ­ϊ­όν­τα πλε­ο­νε­ξί­ας. Δεν είναι βέβαια χρυ­σο­χο­είο, ούτε αργυ­ρο­κο­πείο η εκκλη­σία, αλλά πανή­γυ­ρη αγγέ­λων. Για τον λόγο αυτό και ψυχές χρεια­ζό­μα­στε αγα­θές· διό­τι και ο Θεός για τις ψυχές τα προ­σφέ­ρει όλα αυτά. Δεν ήταν, βέβαια, αργυ­ρή τότε η τρά­πε­ζα εκεί­νη, ούτε το ποτή­ριο χρυ­σό, με το οποίο έδω­σε ο Χρι­στός το Αίμα Του στους μαθη­τές Του. Αλλά ήσαν τίμια και φρι­κτά εκεί­να, επει­δή ήσαν πλή­ρη από το Άγιο Πνεύ­μα.

Θέλεις να το τιμή­σεις το σώμα του Χρι­στού; Να μην αδια­φο­ρή­σεις όταν είναι γυμνός. Ούτε να Τον τιμή­σεις εδώ στον ναό με μετα­ξω­τά ενδύ­μα­τα, και έξω να Τον περι­φρο­νή­σεις, όταν θα βασα­νί­ζε­ται από το ψύχος και τη γυμνό­τη­τα· διό­τι εκεί­νος που είπε «λάβε­τε φάγε­τε· τοτό στι τ σμά μου(:λάβε­τε και φάτε· αυτό είναι το Σώμα μου)»[Ματθ.26,26] και επι­βε­βαί­ω­σε με τον λόγο Του το πράγ­μα, ο Ίδιος θα πει: « πεί­να­σα γάρ, κα οκ δώκα­τέ μοι φαγεν, δίψη­σα, κα οκ ποτί­σα­τέ με(:Διό­τι πεί­να­σα και δεν μου δώσα­τε να φάω, δίψα­σα και δεν μου δώσα­τε λίγο νερό να πιω)»[Ματθ.25,42] και «μν λέγω μν, φ᾿ σον οκ ποι­ή­σα­τε ν τού­των τν λαχί­στων, οδ μο ποι­ή­σα­τε(:Αλη­θι­νά σας λέω, καθε­τί που δεν κάνα­τε σε έναν απ’ αυτούς που ο κόσμος θεω­ρού­σε πολύ μικρούς, ούτε σε μένα το κάνα­τε)»[Ματθ.25,45]. Το σώμα Του λοι­πόν, δεν χρειά­ζε­ται ενδύ­μα­τα, αλλά καθα­ρή ψυχή, και η καθα­ρή ψυχή απαι­τεί μεγά­λη φρον­τί­δα.

Ας μάθου­με, λοι­πόν, να φιλο­σο­φού­με και να τιμά­με τον Χρι­στό, όπως Αυτός θέλει· διό­τι για εκεί­νον που τιμά­ται η πιο ευχά­ρι­στη τιμή είναι εκεί­νη που ο Ίδιος επι­θυ­μεί και όχι εκεί­νη που εμείς νομί­ζου­με ότι επι­ζη­τεί. Επει­δή και ο Πέτρος νόμι­ζε ότι τιμά τον Χρι­στό με το να Τον εμπο­δί­σει να νίψει τα πόδια των μαθη­τών. Η πρά­ξη του όμως δεν ήταν τιμή, αλλά τελεί­ως το αντί­θε­το. Έτσι και εσύ να τιμάς τον Ιησού με την τιμή που ο Ίδιος καθό­ρι­σε, δηλα­δή, με το να ξοδεύ­εις τα πλού­τη σου στους πτω­χούς. Πραγ­μα­τι­κά, ο Θεός δεν χρειά­ζε­ται χρυ­σά σκεύη, αλλά ψυχές χρυ­σές.

Και αυτά τα λέω όχι για να σας εμπο­δί­σω να κατα­σκευά­ζε­τε αφιε­ρώ­μα­τα χρυ­σά στον Θεό, αλλά τα λέγω, επει­δή έχω την αξί­ω­ση μαζί με αυτά, και μάλι­στα πριν από αυτά, να κάνε­τε ελεη­μο­σύ­νη· διό­τι ο Θεός τα δέχε­ται αυτά, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο δέχε­ται τα έργα της ελεη­μο­σύ­νης. Πραγ­μα­τι­κά, με τα αφιε­ρώ­μα­τα στους ναούς θα ωφε­λη­θεί μόνο αυτός που προ­σφέ­ρει, ενώ με την ελεη­μο­σύ­νη ωφε­λεί­ται και αυτός που τη λαμ­βά­νει. Στην πρώ­τη περί­πτω­ση πιθα­νόν να θεω­ρη­θεί ότι η προ­σφο­ρά είναι αφορ­μή φιλο­δο­ξί­ας, ενώ στη δεύ­τε­ρη το παν προ­έρ­χε­ται από την ελεη­μο­σύ­νη και τη φιλαν­θρω­πία· διό­τι ποια η ωφέ­λεια, όταν η τρά­πε­ζα του Χρι­στού είναι γεμά­τη από χρυ­σά ποτή­ρια, ενώ ο Ίδιος πεθαί­νει από την πεί­να;

Πρώ­τα να χορ­τά­σεις αυτόν που πει­νά, και ύστε­ρα στό­λι­σε και την τρά­πε­ζά του με αφθο­νία. Φτιά­χνεις χρυ­σό ποτή­ριο και δεν προ­σφέ­ρεις ένα ποτή­ριο κρύο νερό; Και ποια η ωφέ­λεια; Χρυ­σο­ποί­κιλ­τα τρα­πε­ζο­μάν­τη­λα κατα­σκευά­ζεις για την Αγία Τρά­πε­ζά Του και στον Ίδιο δεν δίνεις ούτε τα αναγ­καία ενδύ­μα­τα; Και ποιο το κέρ­δος από αυτά; Διό­τι πες μου, σε παρα­κα­λώ, εάν δεις κάποιον, που δεν έχει ούτε την απα­ραί­τη­τη για να συν­τη­ρη­θεί τρο­φή, και τον αφή­σεις μόνο του να αντι­με­τω­πί­σει την πεί­να, αλλά παράλ­λη­λα, στο­λί­σεις την Αγία Τρά­πε­ζα με άργυ­ρο, άρα­γε θα σου χρω­στά­ει ευγνω­μο­σύ­νη ο Κύριος ή θα αγα­να­κτή­σει πολύ εναν­τί­ον σου; Τι λοι­πόν; Εάν βλέ­πεις έναν άνθρω­πο, που φορεί κου­ρέ­λια και παγώ­νει από το κρύο, και δεν του δώσεις ενδύ­μα­τα, αλλά κατα­σκευά­ζεις χρυ­σούς κίο­νες για τον ναό, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι το κάνεις προς τιμή του, δεν θα νομί­σει ότι Τον ειρω­νεύ­ε­σαι και Τον περι­παί­ζεις και μάλι­στα με τον χει­ρό­τε­ρο τρό­πο; Το ίδιο να σκέ­πτε­σαι και για τον Χρι­στό, όταν περι­φέ­ρε­ται άστε­γος και ξένος και ζητεί στέ­γη. Εσύ όμως παρα­λεί­πεις να Τον υπο­δε­χτείς και καλ­λω­πί­ζεις το έδα­φος και τους τοί­χους και τα κιο­νό­κρα­να. Και απλώ­νεις αργυ­ρές αλυ­σί­δες ανά­με­σα στις λαμ­πά­δες, ενώ δεν θέλεις ούτε να δεις τον Ίδιο που είναι δεμέ­νος στη φυλα­κή.

Αυτά τα λέγω όχι για να σας αφαι­ρέ­σω την προ­θυ­μία σας για τις προ­σφο­ρές αυτές, αλλά για να σας προ­τρέ­ψω μαζί με αυτά να πράτ­τε­τε και εκεί­να ή μάλ­λον να προ­τάσ­σε­τε εκεί­να από αυτά· διό­τι κανέ­νας δεν κατη­γο­ρή­θη­κε ποτέ, επει­δή δεν έπρα­ξε αυτά, ενώ για εκεί­να και με τη γέε­να δια­τυ­πώ­θη­κε απει­λή και με το άσβε­στο πυρ και με την τιμω­ρία με τους δαί­μο­νες. Συνε­πώς, να μην αδια­φο­ρείς για τον αδελ­φό σου που βασα­νί­ζε­ται, ενώ στο­λί­ζεις τον οίκο του Θεού, διό­τι αυτός είναι πιο σπου­δαί­ος ναός από εκεί­νον. Πραγ­μα­τι­κά, αυτά τα κει­μή­λια θα μπο­ρέ­σουν να τα αρπά­ξουν βασι­λείς άπι­στοι, τύραν­νοι και ληστές. Όσα όμως θα προ­σφέ­ρεις στον αδελ­φό σου που πει­νά και είναι ξένος και γυμνός, ούτε ο διά­βο­λος δεν θα μπο­ρέ­σει να τα διαρ­πά­ξει, αλλά θα φυλα­χτούν σε θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο ασύ­λη­το.

Τότε για­τί λέγει ο ίδιος ο Ιησούς: «Τος πτω­χος γρ πάν­το­τε χετε μεθ᾿ αυτν, μ δ ο πάν­το­τε χετε(:Διό­τι τους φτω­χούς τούς έχε­τε πάν­το­τε μαζί σας και μπο­ρεί­τε οποια­δή­πο­τε ώρα να τους ευερ­γε­τή­σε­τε. Εμέ­να όμως δεν θα με έχε­τε πάν­το­τε)»[Ματθ.26,11]; Μα γι’ αυτό ακρι­βώς πρέ­πει περισ­σό­τε­ρο να ελε­ού­με, επει­δή δεν Τον έχου­με πάν­το­τε να πει­νά, παρά μόνο κατά τη διάρ­κεια της παρού­σης ζωής μας.

Εάν όμως επι­θυ­μείς να μάθεις εξ ολο­κλή­ρου το νόη­μα των λόγων αυτών, μάθε ότι αυτά δεν τα είπε προς τους μαθη­τές Του, αν και εκ πρώ­της όψε­ως έτσι φαί­νε­ται, αλλά τα είπε απο­βλέ­πον­τας στην αδυ­να­μία της πόρ­νης γυναί­κας που είχε περι­λού­σει με πολυ­τί­μη­το μύρο τα πόδια του Ιησού. Επει­δή δηλα­δή εκεί­νη βρι­σκό­ταν σε πνευ­μα­τι­κά ατε­λή κατά­στα­ση ακό­μη και οι μαθη­τές την έφε­ραν σε αδιέ­ξο­δο, ο Ιησούς λέγει τους λόγους αυτούς για να την ενι­σχύ­σει και να της δώσει θάρ­ρος. Πραγ­μα­τι­κά, για να δεί­ξει ότι αυτά τα έλε­γε για να την παρη­γο­ρή­σει, πρό­σθε­σε: «Τί κόπους παρέ­χε­τε τ γυναι­κί; ργον γρ καλν εργά­σα­το ες μέ(:Για­τί ενο­χλεί­τε τη γυναί­κα; Μην την πικραί­νε­τε. Διό­τι πρά­ξη καλή έκα­νε σε μένα. Και η πρά­ξη αυτή είναι προ­τι­μό­τε­ρη στη περί­στα­ση αυτή και από την ελεη­μο­σύ­νη και τη βοή­θεια των φτω­χών)»[Ματθ.26,10].

Ότι επί­σης Τον έχου­με πάν­το­τε κον­τά μας το απέ­δει­ξε, όταν είπε: «διδά­σκον­τες ατος τηρεν πάν­τα σα νετει­λά­μην μν· κα δο γ μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος. μήν(:διδά­σκον­τάς τους να τηρούν και να εφαρ­μό­ζουν στη ζωή τους όλα τα παραγ­γέλ­μα­τα που σας έδω­σα ως εντο­λές. Και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου. Αμήν)»[Ματθ.28,20]. Από όλα αυτά γίνε­ται φανε­ρό, ότι για τίπο­τε άλλο δεν τα έλε­γε αυτά, παρά για να μην κατα­μα­ρά­νει η επι­τί­μη­ση των μαθη­τών την πίστη της γυναί­κας που βλά­στη­σε μόλις εκεί­νη τη στιγ­μή.

Αλλά τώρα ας μην ασχο­λού­μα­στε με τα λόγια αυτά που ειπώ­θη­καν τότε για κάποιο σκο­πό, αλλά αφού ανα­γνώ­σου­με όλους τους νόμους και της Παλαιάς και της Και­νής Δια­θή­κης που κάνουν λόγο για την ελεη­μο­σύ­νη, να δεί­ξου­με μεγά­λη προ­θυ­μία για την αρε­τή αυτήν· διό­τι αυτή απα­λεί­φει τις αμαρ­τί­ες: «Πλν τ νόν­τα δότε λεη­μο­σύ­νην, κα δο παν­τα καθαρ μν σται(:Δώστε όμως ελεη­μο­σύ­νη εκεί­να που είναι μέσα στο ποτή­ρι και την πια­τέ­λα, και γίνε­τε ευερ­γε­τι­κοί στους άλλους με τα αγα­θά σας˙ και έτσι, όλα όσα τρώ­τε, τότε θα σας γίνουν καθα­ρά, έστω και αν τα τρώ­τε χωρίς να πλυ­θεί­τε προ­η­γου­μέ­νως)»[Λουκ.11,41]. Αυτή είναι ανώ­τε­ρη από τη θυσία: «λεος θέλω κα ο θυσί­αν(:διό­τι εγώ προ­τι­μώ την προς εμέ­να αγά­πη σας και όχι τις τυπι­κές θυσί­ες)»[Ωσηέ, 6,6]. Αυτή ανοί­γει τον ουρα­νό: «Α προ­σευ­χαί σου κα α λεη­μο­σύ­ναι σου νέβη­σαν ες μνη­μό­συ­νον νώπιον το Θεο(:Οι προ­σευ­χές σου και οι ελεη­μο­σύ­νες σου ανέ­βη­καν στον ουρα­νό ως προ­σφο­ρά ευπρόσ­δε­κτη στον Θεό και ως μια ενθύ­μη­ση για να μη σε ξεχνά ποτέ[Πράξ.10,4]. Αυτή είναι πιο αναγ­καία και από την παρ­θε­νία: διό­τι έτσι εκδιώ­χτη­καν από τον νυμ­φώ­να οι ανόη­τες παρ­θέ­νοι και δι’ αυτής εισήλ­θαν οι φρόνιμες[πρβλ. Ματθ.25,8: «περ­χο­μέ­νων δ ατν γορά­σαι λθεν νυμ­φί­ος κα α τοι­μοι εσλθον μετ᾿ ατο ες τος γάμους, κα κλεί­σθη θύρα(:Όταν όμως οι ανόη­της παρ­θέ­νες πήγαι­ναν να αγο­ρά­σουν λάδι για τα λυχνά­ριά τους, ήλθε ο γαμ­πρός. Και έτσι οι συνε­τές παρ­θέ­νες μπή­καν μαζί του στην αίθου­σα του γάμου και έκλει­σε η θύρα)].

Αυτά λοι­πόν αφού κατα­νο­ή­σου­με καλά, ας σπεί­ρου­με με γεν­ναιο­δω­ρία, για να θερί­σου­με με αφθο­νία και για να επι­τύ­χου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, με την χάρη και την φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Ν΄, Πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11, σελί­δες 338–363.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 4–8‑1985]

(Β141)

Μετά από τον χορ­τα­σμόν των πεν­τα­κι­σχι­λί­ων, αγα­πη­τοί μου, που ακού­σα­με την περα­σμέ­νη Κυρια­κή στην ευαγ­γε­λι­κήν περι­κο­πή, βλέ­πο­με να ακο­λου­θεί ένα περι­στα­τι­κόν, εκτά­κτως σπου­δαί­ον σε συμ­πε­ρά­σμα­τα. Όσο οι μαθη­ταί εμοί­ρα­ζαν τα κομ­μά­τια του άρτου, τον άρτον, στο πλή­θος, που ήταν σε πρα­σιές και εδέ­χε­το την ευλο­γη­μέ­νη τρο­φή από τον Κύριον, εδέ­χον­το από το πλή­θος, που εθαύ­μα­ζε δια το κατα­πλη­κτι­κόν αυτό θαύ­μα ‑να πολ­λα­πλα­σια­στεί η τρο­φή η υλι­κή- να λέγει στους μαθη­τάς ότι ο Διδά­σκα­λος ήτο σπου­δαί­ος. Σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Ο ον νθρω­ποι, δόν­τες ποί­η­σε σημεον ησος, λεγον τι οτός στιν ληθς προ­φή­της ρχό­με­νος ες τν κόσμον». «Αυτός», λέει, «είναι αυτός που περι­μέ­νο­με, ο προ­φή­της. Ο μέγας προ­φή­της, όπως τον είχε προ­φη­τεύ­σει ο Μωυ­σής. Να στεί­λει», λέγει, «ο Θεός, μέγαν προ­φή­την όπως εμέ­να», για­τί ο Μωυ­σής ήτο εις τύπον του Ιησού Χρι­στού. Βλέ­πον­τας λοι­πόν αυτό το θαύ­μα ο κόσμος θαυ­μά­ζει. Και θαυ­μά­ζον­τας, λέγει αυτά εις τους μοι­ρά­ζον­τας τα κομ­μά­τια του ψωμιού, εις τους μαθη­τάς.

Η πρό­θε­σις λοι­πόν του πλή­θους ήτο να ανα­κη­ρύ­ξουν τον Ιησούν εκεί εις την έρη­μο, βασι­λέα. Σημειώ­σα­τε δε ότι οι Εβραί­οι ήσαν κάτω από την ρωμαϊ­κήν κατο­χήν και προ της ρωμαϊ­κής κατο­χής, εκα­τον­τά­δες χρό­νια, έζη­σαν ξενι­κήν κατο­χήν. Έτσι, ο εθνι­κός πόθος για απε­λευ­θέ­ρω­ση ήταν πια ώρι­μος και ζητού­σαν τη δεδο­μέ­νη στιγ­μή, ώστε και τις προ­φη­τεί­ες ακό­μη των προ­φη­τών που ανε­φέ­ρον­το εις το μέγα θαύ­μα του Μεσ­σί­ου, να τις έχουν δια­φο­ρο­ποι­ή­σει και να τις αισθά­νον­ται ότι έπρε­πε να πραγ­μα­τω­θούν μέσα στα όρια και τα πλαί­σια της εθνι­κής των απε­λευ­θε­ρώ­σε­ως.

Ο Ιησούς γνω­ρί­ζει πολύ καλά την πρό­θε­ση του πλή­θους, όπως και την επί­δρα­ση που εδέ­χθη­σαν οι μαθη­ταί Του από τα ψιθυ­ρί­σμα­τα του πλή­θους. Γι΄αυτό σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης- η σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή είναι από τον Ματ­θαίο, αλλά μας εξη­γεί όμως το φαι­νό­με­νον ο Ιωάν­νης- : «ησος ον γνος τι μέλ­λου­σιν ρχε­σθαι κα ρπά­ζειν ατν να ποι­ή­σω­σιν ατν βασι­λέα, νεχώ­ρη­σε πάλιν ες τ ρος ατς μόνος». Ο Ιησούς, λέγει, επει­δή γνώ­ρι­ζε ότι θα ήρχον­το - προ­σέξ­τε το ρήμα- «ρπά­ζειν ατν», να τον αρπά­ξουν, που σημαί­νει ότι παρά τη θέλη­σή Του θα ήτο η ανα­κή­ρυ­ξίς Του εις βασι­λέα. Γι΄αυτό ο Κύριος προ­λα­βαί­νει τους μεν μαθη­τάς, όπως μας λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, αναγ­κά­ζει να μπουν εις το πλοί­ον -και τους αναγ­κά­ζει διό­τι δεν ήθε­λαν να απο­χω­ρι­στούν από τον Κύριον, αλλά και τους αναγ­κά­ζει ακό­μη για­τί είχαν αισθαν­θεί ότι μπο­ρού­σε κάτι εκεί εις την έρη­μον να γίνει, μία πλή­ρω­σις των προσ­δο­κιών των εθνι­κών. Τους αναγ­κά­ζει λοι­πόν, με το ζόρι, να μπουν μέσα εις το πλοιά­ριο και να Τον περι­μέ­νουν απέ­ναν­τι. Αυτός δε μόνος δια­λύ­ει τα πλή­θη και ανέρ­χε­ται σε κάποιο ύψω­μα, σε κάποιο βου­νό, δια να προ­σευ­χη­θεί.

Έτσι βλέ­πο­με, αγα­πη­τοί μου, εδώ ότι ο Κύριος απο­χω­ρί­ζε­ται από τους μαθη­τάς. Ίσως είναι η πρώ­τη φορά που ο Κύριος απο­χω­ρί­ζε­ται από τους μαθη­τάς Του. Και ήτο ανάγ­κη αυτό να γίνει. Και τους αφή­νει ακρι­βώς, πρώ­τον να αντι­λη­φθούν ότι ζητού­σαν μεγά­λα και ζητού­σαν σπου­δαία, ενώ δεν μένουν παρά μόνον εις την ανθρω­πί­νη των φύση, η οποία είναι αδύ­να­μος και χωρίς τον Χρι­στόν στη ζωή των, δεν θα μπο­ρέ­σουν τίπο­τε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν.

Τι συνέ­βη; Όταν μπή­καν στο πλοιά­ριον, και μας λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης ότι είχαν απο­μα­κρυν­θεί από την παρα­λία της λίμνης 25–30 στάδια(το στά­διον είναι 60 μέτρα) δηλα­δή περί­που ένα ναυ­τι­κό μίλι, περί­που 1800 μέτρα, αν δεχθού­με 30. Περί­που ένα ναυ­τι­κό μίλι. Τότε ήρθε άνε­μος σφο­δρός, επέ­πε­σε επί της λίμνης και ανε­τά­ρα­ξε την λίμνην σε τέτοιο βαθ­μό, ώστε οι έμπει­ροι εκεί­νοι ψαρά­δες να τρο­μο­κρα­τη­θούν από τη δυνα­τή εκεί­νη τρι­κυ­μία. Και να αισθά­νον­ται ότι είναι πια τα τελευ­ταία της ζωής τους. Και το χει­ρό­τε­ρο γι’ αυτούς· δεν ήταν μαζί τους ο Ιησούς. Τους αφή­νει λοι­πόν μόνους, να αντι­λη­φθούν την αδυ­να­μία τους, την ασθέ­νειά τους. Αγα­πη­τοί μου, είναι πολύ σπου­δαίο πράγ­μα να κατα­λά­βο­με κάπο­τε, σε μία βαθιά αυτο­γνω­σία, ότι δεν είμα­στε τίπο­τα χωρίς τον Θεό. Εκεί­νο που είπε ο Κύριος: «Χωρς μο ο δύνα­σθε ποιεν οδέν», είναι αλη­θές. Και αυτό το «οδέν», δεν είναι μόνον απλώς, θα ’λεγε κάποιος, «να χτί­σω το σπί­τι μου ή να φτιά­ξω την οικο­γέ­νειά μου». Και αυτά βεβαί­ως. Αλλά εάν όμως ο Κύριος τα δίδει ενώ εμείς δεν Τον επι­κα­λού­με­θα και δεν Τον χρεια­ζό­με­θα, μας τα δίδει κατά παρα­χώ­ρη­σιν μέσα σε ένα πλαί­σιο φυσι­κόν. Έκα­νε τον άνθρω­πο, του είπε να αυξά­νει και να πλη­θύ­νε­ται και να προ­κό­βει στη ζωή του. Με βάση αυτήν την αρχι­κήν ευλο­γί­αν. Συνε­πώς το δίδει ο Θεός, είτε ο άνθρω­πος τον προ­σέ­χει τον Θεόν, είτε όχι, κατά παρα­χώ­ρη­σιν. Όταν όμως είναι κατ’ ευλο­γί­αν, εκεί που είναι πραγ­μα­τι­κά αδύ­να­τος η επι­τυ­χία του ανθρώ­που χωρίς τον Χρι­στόν, είναι η σωτη­ρία. Το είπε ο Ίδιος: « γώ εμι ὀδός». Πώς θα πας, άνθρω­πε, εις τον Πατέ­ρα, πώς θα απο­κτή­σεις την Θεογνωσίαν(Θεό-γνωσίαν) εάν δεν βαδί­σεις την οδόν που λέγε­ται Ιησούς Χρι­στός; Δεν βαδί­σεις την πεπα­τη­μέ­νην οδόν της ανθρω­πί­νης φύσε­ως του Θεού Λόγου, δια να γνω­ρί­σεις τον άγνω­στον Θεόν Λόγον και τον Πατέ­ρα και το Πνεύ­μα το Άγιον. Είναι αδύ­να­τον λοι­πόν. Είναι αδύ­να­τον πράγ­μα­τι, χωρίς τον Ιησούν Χρι­στόν να πετύ­χο­με τη σωτη­ρία μας. Μα εάν όλα είναι σπου­δαία, η σωτη­ρία είναι το μέγι­στον. Και εάν τη σωτη­ρία δεν επι­τύ­χει κανείς, τότε τι επέ­τυ­χε; Τίπο­τα δεν πέτυ­χε.

Ακό­μη ο Κύριος αφή­νει μόνους τους μαθη­τάς, για να τους δώσει ένα μάθη­μα. Ότι δεν μπο­ρούν να εφη­συ­χά­ζουν εάν οι ίδιοι δεν αγω­νι­στούν, με το να νομί­ζουν ότι έχουν τον Ιησούν μαζί τους και ότι όλα θα πάνε καλά. Έτσι, με την δοκι­μα­σί­αν αυτήν του πει­ρα­σμού, δηλα­δή την τρι­κυ­μία, ταρά­ζει τα νερά της λίμνης, δια να αφυ­πνί­σει τους μαθη­τάς να αντι­λη­φθούν ότι πρέ­πει να αγω­νι­στούν. Τι να αγω­νι­στούν; Να αγω­νι­στούν για να σώσουν τη ζωή τους μέσα στο πλοιά­ριον; Όχι αυτό. Να επι­κα­λε­στούν τον Κύριον. Και να νιώ­σουν ότι πρέ­πει να αγω­νί­ζον­ται στη ζωή τους, για να είναι ο Θεός μαζί τους.

Τρί­τον. Ο Κύριος τούς αφή­νει να παλεύ­ουν με τα κύμα­τα της λίμνης, για να τους προ­ε­τοι­μά­σει στην απου­σία τη δική Του. Την λέξη «απου­σία» την βάζω εντός εισα­γω­γι­κών. Διό­τι ο Κύριος είναι παν­τα­χού παρών. Ο εναν­θρω­πή­σας Υιός του Θεού, με τη θεαν­θρω­πί­νη Του φύση είναι παν­τα­χού παρών. Είπα «με τη θεαν­θρω­πί­νη Του». Ένε­κα της υπο­στα­τι­κής ενώ­σε­ως. Είναι παν­τα­χού παρών. Συνε­πώς, πρέ­πει να μάθει τους μαθη­τάς να αισθά­νον­ται ότι είναι ο Κύριος, παν­τού βέβαια αλλά χωρίς να Τον βλέ­πουν. Έτσι, να αισθά­νον­ται ότι ζουν, αγω­νί­ζον­ται, «απόν­τος»-εντός εισα­γω­γι­κών- του Κυρί­ου. Ότι ο Κύριος απου­σιά­ζει. Ο Κύριος έφυ­γε. Έφυ­γε στους ουρα­νούς. «Εγώ τώρα τι θα κάνω εδώ εις την γην;». Διό­τι θα έλε­γαν «Ε, είναι ο Κύριος εδώ εις την γην· ό,τι πει Εκεί­νος, αυτό θα κάνω». Πρέ­πει να ενερ­γο­ποι­ή­σω τον εαυ­τόν μου, για να δω τι μπο­ρώ να κάνω εδώ εις την γην. Δεν πρέ­πει λοι­πόν να εφη­συ­χά­ζω. Δεν πρέ­πει να μένω έτσι. Και πρέ­πει να αισθά­νο­μαι ότι πρέ­πει να κυνη­γή­σω από πίσω τη δική Του την παρου­σία. Να κυνη­γή­σω από πίσω τη Χάρη τη δική Του. Εκεί­νη με κυνη­γού­σε. Τώρα είναι και­ρός να την κυνη­γή­σω εγώ. Για­τί; Για­τί την έχα­σα. Φαι­νο­με­νι­κά. Για­τί έχα­σα την παρου­σία του Χρι­στού. Φαι­νο­με­νι­κά. Ξέρε­τε εκεί­νο το παι­γνί­δι του κυνη­γη­τού που παί­ζα­με άμα είμα­στε μικρά παι­διά. Εκεί­νον που εκεί­νος κυνη­γού­σε έπια­νε, τον χτυ­πού­σε στην πλά­τη, εκεί­νο το αντι­στρο­φή, σαν χαμέ­νος, άρχι­σε να κυνη­γά­ει τους άλλους. Αυτό ακρι­βώς το παι­χνί­δι, ας μου επι­τρα­πεί η εικό­να που είπα, γίνε­ται ανά­με­σα στον άνθρω­πο και τον Θεό. Ο Θεός κυνη­γά­ει πρώ­τος τον άνθρω­πον. Ο άνθρω­πος αλλοιώ­νε­ται. Αισθά­νε­ται την παρου­σία Του. Και μόλις νιώ­σει την παρου­σία του Θεού ο άνθρω­πος, τον χάνει τον Θεό. Τότε μέσα του γεν­νιέ­ται η εμπει­ρία της ανα­ζη­τή­σε­ως του Θεού. Και τότε κυνη­γά­ει ο άνθρω­πος τον Θεό. Σ’ αυτό το αλλε­πάλ­λη­λον κυνη­γη­τόν δημιουρ­γεί­ται η εμπει­ρία της πνευ­μα­τι­κής ζωής, η εμπει­ρία του Θεού. Αυτό τώρα κάνει εδώ ο Κύριος. Απου­σιά­ζει· για να Τον ανα­ζη­τή­σουν.

Και ακό­μα ένα τέταρ­τον σημεί­ον. Έπρε­πε οι μαθη­ταί να αντι­λη­φθούν ότι εκεί­νοι που έχουν υπε­ρή­φα­να αισθή­μα­τα και υπε­ρή­φα­να φρο­νή­μα­τα, χάνουν την χάρη του Θεού. Και αν μεν είναι ευλα­βείς άνθρω­ποι, τότε την χάνουν την χάρη του Θεού παι­δα­γω­γι­κά. Να νιώ­σουν τη φτώ­χειά τους και να την ανα­ζη­τή­σουν. Όταν όμως είναι ανευ­λα­βείς, τότε την χάνουν κατα­δι­κα­στι­κά τη χάρη του Θεού. Πώς μπο­ρεί κανείς να χάνει τη χάρη του Θεού; Όταν είναι υπε­ρή­φα­νος. « Θες περη­φά­νοις ντι­τάσ­σε­ται». Πέστε μου, ποιος δεν ένιω­σε ποτέ λογι­σμούς υπε­ρη­φα­νεί­ας; Ποιος ποτέ δεν ένιω­σε αισθή­μα­τα υπε­ρη­φα­νεί­ας; Αλλά χωρίς να παύ­σει να είναι ανευ­λα­βής. Όμως, εγκα­τα­λεί­πει εδώ τώρα ο Θεός, για να σου πει ότι μόνον με την ταπεί­νω­ση θα έχεις τη χάρη Του και όχι με την υπε­ρη­φά­νειά σου. Όταν μπαί­νο­με σε περι­πέ­τειες, αγα­πη­τοί μου, να το ξέρο­με, έχο­με χάσει την χάρη του Θεού. Οι μαθη­ταί έχα­σαν την παρου­σία και μπή­καν στην περι­πέ­τεια της τρι­κυ­μί­ας. Και ο άνθρω­πος που ζει μέσα στην υπε­ρη­φά­νειά του, δέχε­ται τις ποι­κί­λες περι­πέ­τειες. Έχε­τε ακού­σει πολ­λές φορές ‑ο λαός το έχει διαι­σθαν­θεί αυτό- ότι: «Πολύ γελά­σα­με σήμε­ρα, μη μας έρθει κανέ­να κακό, Θεός φυλά­ξοι», λέμε. Για­τί συν­δέ­ο­με το ότι πολύ γελά­σα­με και πολύ χαρή­κα­με, με το να έρθει τώρα μία συμ­φο­ρά; Υπάρ­χουν δύο λόγοι. Ο ένας λόγος είναι ο φθό­νος του σατα­νά. Δεν θέλει να βλέ­πει τον άνθρω­πο να χαί­ρε­ται και τότε έρχε­ται και τον καρ­πα­ζώ­νει. Αλλά παρα­χω­ρούν­τος του Αγί­ου Θεού. Το δεύ­τε­ρον είναι…, ουσια­στι­κά το ίδιο με το πρώ­το, εφό­σον κανείς μέσα στη χαρά του μπο­ρεί να δέχθη­κε επι­δρά­σεις υπε­ρη­φα­νεί­ας για μια επι­τυ­χία, τον αφή­νει ο Θεός, τον εγκα­τα­λεί­πει. Αλλά, όταν αφή­νει ο Θεός, πηγαί­νει ο διά­βο­λος. Και τότε έρχε­ται η συμ­φο­ρά, έρχε­ται η καρ­πα­ζιά, επι­τρέ­ψα­τέ μου, ο κόλα­φος. Ναι. Είχα σήμε­ρα μία επι­τυ­χία; Αύριο θα έχω μία περι­πέ­τεια. Έχω σήμε­ρα ένα αίσθη­μα ασφα­λεί­ας; Αύριο θα έχω ένα αίσθη­μα ανα­σφα­λεί­ας. Αισθά­νο­μαι τα πόδια μου να πατούν γερά στο έδα­φος; Αύριο θα αισθά­νο­μαι το έδα­φος να τρέ­μει. Αυτά ας τα κατα­λά­βο­με. Όταν τα φιλο­σο­φού­με, όταν τα βαθαί­νο­με, είναι η παι­δα­γω­γία του Θεού. Να μας δώσει να κατα­λά­βο­με ότι δεν μπο­ρού­με να στα­θού­με χωρίς τον Θεό. Και ότι χρεια­ζό­μα­στε την ταπεί­νω­ση. Δεν πρέ­πει να υπάρ­χει η υπε­ρη­φά­νεια.

Σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης πάλι το εξής: «Κα μβάν­τες ες τ πλοον ρχον­το πέραν τς θαλάσ­σης ες Καπερ­να­ούμ -ενώ δηλα­δή οι μαθη­ταί ταξί­δευαν-. Κα σκο­τία δη γεγό­νει κα οκ ληλύ­θει πρς ατος ησος». Είχε γίνει σκο­τά­δι. Νύχτω­σε. Και ο Ιησούς δεν είχε έλθει μαζί τους. Αυτός που έχει κενό­δο­ξα φρο­νή­μα­τα, όπως είχαν οι μαθη­ταί όταν μπή­καν στο πλοιά­ριο, για να γίνουν σύμ­βου­λοι και Υπουρ­γοί του βασι­λέ­ως Μεσ­σί­ου που θα ανε­δει­κνύ­ε­το, αυτοί που κατα­λαμ­βά­νον­ται από ένα σκο­τά­δι στον νου και στην καρ­διά. Είναι το σκό­τος που επι­φέ­ρει γενι­κά η αμαρ­τία, ειδι­κό­τε­ρα η υπε­ρη­φά­νεια. Και δεν βλέ­πει ο άνθρω­πος. Ο Ιησούς είναι μαζί τους. Δεν Τον βλέ­πουν. Η Χάρις του Θεού τους περι­πο­λεί. Αλλά δεν την αισθά­νον­ται. Διό­τι υπάρ­χει το σκό­τος του νου. Ακό­μα δεν έχει έρθει ο φωτι­σμός. Το σκο­τά­δι αυτό που σας είπα, που γεν­νούν τα κενό­δο­ξα φρο­νή­μα­τα.

« τε θάλασ­σα -λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης- νέμου μεγά­λου πνέ­ον­τος διη­γεί­ρε­το». «Αλλά και η θάλασ­σα», λέγει, «εφό­σον εδέ­χε­το τον άνε­μο τον σφο­δρόν, είχε μεγά­λη θαλασ­σο­τα­ρα­χή». Ακό­μα και η κτί­σις έρχε­ται εναν­τί­ον του ανθρώ­που. Είναι εκεί­να τα ανά­πο­δα που έρχον­ται όλα μαζί. Το προ­σέ­ξα­τε; Μόλις μας έρθει κάτι ανά­πο­δο, έρχε­ται και δεύ­τε­ρο, έρχε­ται και τρί­το, όπως ακρι­βώς δέχε­ται κανείς τους κολά­φους, τον ένα μετά τον άλλον, απα­νω­τά. Και λέγει κάπο­τε ο άνθρω­πος: «Κύριε, Κύριε…», όπως και οι μαθη­ταί φώνα­ξαν όταν είδαν ‑η τελευ­ταία τους τρο­μά­ρα…- τον Ιησούν επί των υδά­των, να περι­πα­τεί επί των υδά­των κάπου στις τρεις τη νύχτα. Σκο­τά­δι, τρι­κυ­μία και βλέ­πουν μία σκιά και είπαν: «Το φάν­τα­σμά μας θα είναι, ο άγγε­λός μας θα είναι, ο άγγε­λος που είμα­στε όλοι εδώ μέσ’ το πλοίο, όχι για να μας σώσει, αλλά για να μας κατα­στρέ­ψει». Υπήρ­χε η αντί­λη­ψη ότι άμα δει κανείς τον άγγε­λό του θα πεθά­νει. «Ήρθε η ώρα μας λοι­πόν να πεθά­νο­με, να πνι­γού­με εδώ μέσα στη λίμνη». «Κα π το φόβου κρα­ξαν». Φώνα­ξαν οι άνθρω­ποι που ήσαν μεσ’ το πλοιά­ριο, οι μαθη­ταί. Είναι οι απα­νω­τές συμ­φο­ρές, που στο τέλος ο άνθρω­πος βγά­ζει κραυ­γή. Και επά­νω στην κραυ­γή του ακού­ει: «Θαρ­σετε, γώ εμι· μ φοβεσθε». «Πάρε­τε θάρ­ρος· Εγώ είμαι. Μη φοβά­στε». Είναι παρή­γο­ρο, αγα­πη­τοί μου, πραγ­μα­τι­κά παρή­γο­ρο, όταν ο άνθρω­πος ακού­σει αυτήν την φωνήν.

Μας λέγει το ιερό κεί­με­νο του Ματ­θαί­ου ότι όταν ο Κύριος μπή­κε στο πλοιά­ριον, κατά­πλη­κτοι οι μαθη­ταί απ’ ό,τι ζού­σαν, εβί­ω­ναν, «προ­σε­κύ­νη­σαν ατ λέγον­τες· ληθς Θεο υἱὸς ε». Έπε­σαν και Τον προ­σκύ­νη­σαν, λέγον­τας: «Είσαι αλη­θι­νά Υιός του Θεού». Κοι­τάξ­τε· ανάρ­θρως. Υιός του Θεού. Όχι « Υός». Διό­τι ακό­μη δεν γνω­ρί­ζουν Ποιος είναι ο Ιησούς.

Αλή­θεια, Ποιος είναι ο Ιησούς; Ποια είναι η ταυ­τό­τη­τα του Ιησού; Ποιος είναι ο Ιησούς; Τον είδαν οι μαθη­ταί, που Τον ηκο­λού­θη­σαν, Τον είδαν τα πλή­θη που εθαυ­μα­τούρ­γη­σε, Τον είδαν οι όχλοι που έφα­γαν ψωμί από τα χέρια Του. Τον είδε ο Πιλά­τος, ο Ηρώ­δης. Τον είδε ο Καϊ­ά­φας, ο Άννας, Τον είδε ο Ηρώ­δης και οι Ηρω­δια­νοί και οι Φαρι­σαί­οι και οι Γραμ­μα­τείς. Ποιος είναι; Αγα­πη­τοί μου, ανοίξ­τε τα αυτιά σας και ακού­στε. Δια­βά­ζω από το βιβλίο του Ιώβ, 9 κεφά­λαιο, 5–10 στί­χοι. Ομι­λεί ο Ιώβ. Και ομι­λεί για τον Θεό, δια τον Κύριον της Παλαιάς Δια­θή­κης, τον Γιαχ­βέ, τον Κύριον. Και λέγει: « σεων τν π᾿ ορανν κ θεμελων, ο δ στλοι ατς σαλεονται-Αυτός που σεί­ει αυτήν που είναι κάτω από τον ουρα­νό· τη γη δηλα­δή. Και οι στύ­λοι της, δηλα­δή τα θεμέ­λιά της κλο­νί­ζον­ται-· λγων τ λίῳ κα οκ νατλλει, κατ δ στρων κατα­σφραγζει –Αυτός που μπο­ρεί να πει στον ήλιο να μην ανα­τεί­λει, Αυτός που κρα­τεί στα χέρια Του τα αστέ­ρια και μπο­ρεί να τα κλεί­σει και να τα σφρα­γί­σει και να μη φωτί­ζουν-· τανσας τν ορανν μνος –Αυτός που άπλω­σε τον ουρα­νόν, με τα τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρια των αστέ­ρων μόνος Του, χωρίς βοη­θούς-, κα περι­πατν ς π᾿ δφους π θαλσσης –Αυτός που περ­πα­τεί σαν να είναι ξηρά, επά­νω στα κύμα­τα της θαλάσ­σης- · ποιν μεγλα κα νεξι­χναστα, νδοξ τε κα ξασια, ν οκ στιν ριθμς - Δεν υπάρ­χει αριθ­μός απ’ τα μεγά­λα και τ’ ανε­ξι­χνί­α­στα και τα εξαί­σια που κάνει Αυτός ο Κύριος, που περι­πα­τεί επί των κυμά­των της θαλάσ­σης σαν σε ξηρά-».

Ποιος είναι ο Ιησούς; Αυτόν που θαυ­μά­ζει και υμνεί και θεο­λο­γεί ο Ιώβ. Είναι ο Γιαχ­βέ, ο Κύριος, ο Κύριος της Παλαιάς Δια­θή­κης. Αυτός είναι. Εγνω­ρί­σα­τε την ταυ­τό­τη­τά Του; Είναι η Ενυ­πό­στα­τος Σοφία που ενην­θρώ­πη­σε και τώρα περι­πα­τεί επί των κυμά­των. Είναι κατα­πλη­κτι­κό. Όταν λέγει «γώ εμι· μ φοβεσθε», αυτό το «γώ εμί» στην Παλαιά Δια­θή­κη το λέγει μόνον ο Κύριος, ο Κύριος της δόξης, ο Γιαχ­βέ. Αυτός λοι­πόν τώρα λέγει στην Και­νή Δια­θή­κη: «γώ εμι· μ φοβεσθε,γώ εμι». «Εγώ, ο μονα­δι­κός Θεός, ο αλη­θι­νός Θεός». Ναι. Ο Κύριος Ιησούς Χρι­στός.

Αλλά εάν έχο­με, αγα­πη­τοί μου, τον Κύριο του ουρα­νού και της γης, έχο­με δύο όψεις συναι­σθη­μά­των. Η μία όψις είναι ο φόβος. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Δια­θή­κης εφο­βούν­το προ της παρου­σί­ας του Κυρί­ου. Αυτός που ενην­θρώ­πη­σε. Στο Σινά φοβούν­ται, τρέ­μουν. Αλλά και η άλλη όψις· η αφο­βία. «Μ φοβεσθε,γώ εμι». Εκεί­νος που εγνώ­ρι­σε λοι­πόν τον αλη­θι­νόν Θεόν, έχει και τον φόβον και την αφο­βία. Τον φόβον όταν αμαρ­τά­νει, την αφο­βία όταν τηρεί τις εντο­λές του Θεού, όταν Τον αγα­πά.

Είναι μεγά­λα πράγ­μα­τα αυτά, αγα­πη­τοί μου. Έχο­με τη μεγά­λη ευλο­γία εμείς από τον Θεό να γνω­ρί­ζο­με Εκεί­νον που περιε­πά­τη­σε επί της θαλάσ­σης. Είναι ο Ιησούς, ο μόνος αλη­θι­νός Θεός. Ας πρά­ξο­με ό,τι και οι μαθη­ταί. Να Τον προ­σκυ­νή­σου­με. Και να Τον προ­σκυ­νού­με σε ολό­κλη­ρη τη ζωή μας. Και ενην­θρώ­πη­σε και μας είπε να μη φοβού­με­θα για όλα μας τα υπαρ­ξια­κά προ­βλή­μα­τα. «Ποιος είμαι; Τι είμαι; Πού πηγαί­νω; Τι είναι ο θάνα­τος; Τι είναι η ζωή; Τι θα γίνω;». Αυτά τα υπαρ­ξια­κά προ­βλή­μα­τα. Μας είπε να μη φοβό­μα­στε. Για­τί Εκεί­νος μας έχει σώσει. Ας είναι δοξα­σμέ­νο το Άγιο Όνο­μά Του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_286.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

O Θεός μας εἶναι ὁ Νικη­τής. Ὅλες οἱ καλὲς νῖκες, μόνι­μες ἢ πρό­σκαι­ρες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρό­νου ὼς τὸ τέλος τῆς ἱστο­ρί­ας, ἀνή­κουν σ’ Ἐκεῖ­νον. Εἶναι νικη­τὴς ὅταν ἀπο­κα­θι­στᾶ τὴν τάξη, μέσα στὴν ἀτα­ξία ποὺ προ­κα­λοῦν ἁμαρ­τω­λοὶ ἄνθρω­ποι. Ὅταν οἱ χει­ρό­τε­ροι τῶν ἀνθρώ­πων ἀνέρ­χον­ται στὴν πρώ­τη θέση καὶ οἱ καλ­λί­τε­ροι πέφτουν στὴν τελευ­ταία, Ἐκεῖ­νος ἀνα­πο­δο­γυ­ρί­ζει τὴν ἀτα­ξία καὶ βάζει τὸν τελευ­ταῖο πρῶ­το καὶ τὸν πρῶ­το τελευ­ταῖο. Νικᾶ τὴν κακία καὶ τὰ τεχνά­σμα­τα τῶν πονη­ρῶν πνευ­μά­των ποὺ μαί­νον­ται ἐναν­τί­ον τῶν ἀνθρώ­πων καὶ τὰ δια­λύ­ει, ὅπως σκορ­πί­ζει ὁ ἰσχυ­ρὸς ἄνε­μος μιὰ ἄσχη­μη δυσο­σμία. Εἶναι νικη­τὴς σὲ κάθε ἔλλει­ψη: ὅπου ὑπάρ­χει λίγο, τὸ αὐξά­νει ὅπου δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα, δίνει μὲ αφθο­νία. Εἶναι νικη­τής στὴν ἀρρώ­στια καὶ στὰ βάσα­να. Λέει ἕνα μόνο λόγο κι ἡ ἀρρώ­στια μαζὶ μὲ τὰ βάσα­να ἐξα­φα­νί­ζον­ται. Οἱ τυφλοὶ βλέ­πουν, οἱ κου­φοὶ ἀκοῦ­νε, οἱ ἄλα­λοι μιλᾶ­νε, οἱ παρά­λυ­τοι σηκώ­νον­ται καὶ περ­πα­τᾶ­νε, οἱ λεπροὶ καθα­ρί­ζον­ται. Εἶναι νικη­τὴς τοῦ θανά­του· δια­τά­ζει κι ὁ θάνα­τος ἐλευ­θε­ρώ­νει τὸ θῦμα ἀπὸ τὰ σαγό­νια του. Βασι­λεύ­ει στὸ βασί­λειο τῶν οὐρα­νί­ων δυνά­με­ων — τῶν ἀγγέ­λων καὶ τῶν ἁγί­ων — ποῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἕνα βασί­λειο ποῦ ἂν συγ­κρι­θοῦν μαζί του τὰ βασί­λεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τόσο σκο­τει­νὰ καὶ περιο­ρι­σμέ­να, ὅσο ἕνας τάφος. Δια­τά­ζει τὰ στοι­χεῖα καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τίπο­τα δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὶς ἐντο­λές Του, χωρὶς τὸν κίν­δυ­νο νὰ δια­λυ­θεῖ καὶ ν’ ἀπο­συν­τε­θεί.

Ἡ μιὰ μέρα δια­δέ­χε­ται τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ νίκη ἀκο­λου­θεῖ τὴν ἄλλη. Ἡ ἱστο­ρία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σει­ρὰ ἀπὸ νῖκες τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς ἀκα­τα­μά­χη­της θεϊ­κῆς δύνα­μης. Ὁ Θεὸς εἶναι ταπει­νὸς σὰν ἀρνί. Μπρο­στὰ Τοῦ ὅμως τρέ­μουν ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἡ γῆ. “Ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπι­τρέ­πει νὰ ταπει­νώ­νε­ται, τότε ἀπο­κα­λύ­πτε­ται περισ­σό­τε­ρο δυνα­μι­κὰ καὶ ἐμφα­τι­κὰ ἢ μεγα­λο­σύ­νη Του. Ὅταν ἐπι­τρέ­πει νὰ τὸν φτύ­νουν, τότε φανε­ρώ­νει τὴ χυδαιό­τη­τα καὶ τὴν ἰτα­μό­τη­τα τῶν ἄλλων. Ὅταν παρα­δί­δε­ται στὴ σφα­γή, τότε ἡ ζωή Του ἀκτι­νο­βο­λεῖ.

Ὁ Θεὸς φανέ­ρω­σε τὸ φῶς Του μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀμυ­δρὴ σκιὰ τοῦ “Ἑαυ­τοῦ Του. Φανέ­ρω­σε τὴ δύνα­μή Του μέσα ἀπὸ τὸ ἀμέ­τρη­τα πύρι­να σώμα­τα στὸ σύμ­παν, τὴ σοφία Του μὲ τὴν εὐτα­ξία τῆς δημιουρ­γί­ας καὶ τὴ δημιουρ­γία τῶν ὄντων ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ σύμ­παν­τος ὼς τὴν ἄλλη, τὸ κάλ­λος Τοῦ ἀπὸ τὸ κάλ­λος τῆς φύσης, τὸ ἔλε­ός Του ἀπὸ τὴν ἐπι­με­λῆ συν­τή­ρη­ση ὅλων ὅσα ἔφτια­ξε, τὴ ζωή Του μὲ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων. “Όλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ χλω­μὴ κι ἐφή­με­ρη εἰκό­να ποὺ παρα­πέμ­πει σ’ Ἐκεῖ­νον. Εἶναι ἁπλᾶ λέξεις πύρι­νες, χαραγ­μέ­νες μὲ πυκνὸ καπνό.

Όλ’ αὐτὰ τὰ χαρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ Θεοῦ ἀπο­κα­λύ­φτη­καν μὲ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη δυνα­τὴ λαμ­πρό­τη­τα ποὺ ἄντε­χε ὁ ἄνθρω­πος. Κι ἀπο­κα­λύ­φτη­καν μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρω­πο. Ὄχι μὲ τὸν ὁποιον­δή­πο­τε ἄνθρω­πο, ὄχι μὲ τὸ συνη­θι­σμέ­νο, τὸν πλα­σμέ­νο ἄνθρω­πο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄκτι­στο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό. “Ὅλα ἔγι­ναν μ’ Ἐκεῖ­νον. Μαζὶ Τοῦ ἔλαμ­ψε στὴ σάρ­κα τὸ φὼς καὶ ἡ δύνα­μη, ἡ σοφία καὶ τὸ κάλ­λος, ἡ εὐσπλα­χνία καὶ ἡ ζωή.

Τί σημαί­νει ζωή, ἂν ὄχι νίκη στὸ σκο­τά­δι; Τί σημαί­νει δύνα­μη, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀδυ­να­μία; Τί ἄλλο εἶναι ἡ σοφία, παρὰ νίκη στὴν ἀφρο­σύ­νη καὶ τὴν παρά­νοια; Τί εἶναι τὸ κάλ­λος, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀσχή­μια καὶ τὴν κτη­νω­δία; Δὲν εἶναι νίκη κατὰ τῆς κακί­ας, τῆς πονη­ρί­ας καὶ τοῦ φθό­νου τὸ ἔλε­ος; Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ θεία νίκη κατὰ τοῦ θανά­του; Τί νομί­ζε­τε ἐσεῖς ποὺ ἀκο­λου­θεῖ­τε τὸ Χρι­στό, ποῦ βαφτι­στή­κα­τε στὸ ὄνο­μὰ Τοῦ; Δὲ φανέ­ρω­σε ὁ Χρι­στὸς ὅλες τίς νῖκες αὐτές, ποὺ κανέ­νας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶχε κατορ­θώ­σει νὰ κάνει; Δὲν αἰσθά­νε­στε καθη­με­ρι­νὰ πῶς ἀκο­λου­θεῖ­τε τὸ μέγι­στο Νικη­τὴ ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ κόσμου; Δὲ νιώ­θε­τε πῶς εἶστε βαφτι­σμέ­νοι στὸ ὄνο­μα Εκεί­νου ποὺ γνω­ρί­ζει καὶ μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὰ πάν­τα, ποὺ στο­λί­ζει μὲ τὸ κάλ­λος Του ὅλα τὰ πλά­σμα­τα, ποὺ τὰ θωπεύ­ει μὲ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ καὶ τὰ ζωο­γο­νεῖ μὲ τὴ ζωή Του; Ἄν δὲν τὰ νιώ­θε­τε καὶ δὲν τὰ ζεῖ­τε όλ’ αὐτά, τότε το ὅτι τὸν ἀκο­λου­θεῖ­τε καὶ καλεῖ­στε μὲ τὸ ὄνο­μα Τοῦ, πολὺ λίγο θὰ σᾶς βοη­θή­σει. Μόνο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ θὰ μπο­ρέ­σε­τε, χωρὶς τὴν παρα­μι­κρὴ ἀμφι­βο­λία ἢ τὸν ἐλά­χι­στο δισταγ­μό, νὰ πιστέ­ψε­τε στὴ νικη­φό­ρα δύνα­μη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε πλά­σμα, σὲ κάθε στοι­χεῖο τῆς φύσης καὶ σὲ κάθε κακία τοῦ κόσμου. Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς μπο­ρεῖ νὰ σοῦ δώσει τὸ θάρ­ρος νὰ ζήσεις, τὸ θάρ­ρος ν’ ἀντι­με­τω­πί­σεις τὸ θάνα­το. Μόνο Ἐκεῖ­νος μπο­ρεῖ νὰ σοῦ δώσει ἐλπί­δα σὲ μιὰ ζωὴ καλ­λί­τε­ρη ἀπὸ τὴν πρό­σκαι­ρη, ποὺ ὑπό­κει­ται στὴ φθο­ρά. Μόνο Ἐκεῖ­νος μπο­ρεῖ νὰ ἐμπνεύ­σει μέσα σου τὴν ἀγά­πη γιὰ κάθε καλό. Για­τί Ἐκεῖ­νος εἶναι ἡ σαρ­κω­μέ­νη νίκη κατὰ τοῦ κόσμου. «Θαρ­σεῖ­τε: ἐγὼ νενί­κη­κα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ἴστ’ 33), εἶπε ὁ Χρι­στὸς στοὺς μαθη­τές Του καὶ μέσῳ τῶν μαθη­τῶν Του σ’ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν πρέ­πει νὰ φοβό­μα­στε. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆ­ρας μας Ἰησοῦς Χρι­στὸς νίκη­σε τὸν κόσμο. Τὸ εὐαγ­γέ­λιο εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιέ­χει τὴ νίκη Του, ἡ μαρ­τυ­ρία τῆς παν­το­δυ­να­μί­ας Του. Ἡ ἱστο­ρία τῆς Ἐκκλη­σί­ας ὼς τίς μέρες μας κι ὼς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα ἀκό­μα βιβλίο μὲ λεπτο­μέ­ρειες ἀπὸ τίς νῖκες Του. “Ὅποιος τὸ ἀμφι­σβη­τεῖ αὐτό, θὰ στε­ρη­θεῖ τοὺς καρ­ποὺς τῶν νικῶν Του. Ἄς προ­σεγ­γί­σου­με τὴν ἑρμη­νεία τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου λοι­πὸν χωρὶς ἀμφι­βο­λία, χωρὶς σκιές, για­τί περι­γρά­φει μιὰ κατα­πλη­κτι­κὴ νίκη τοῦ Χρι­στοῦ κατὰ τῆς φύσης.

«Καὶ εὐθέ­ως ἤνάγ­κα­σεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ ἐμβῆ­ναι εἰς τὸ πλοῖ­ον καὶ προ­ά­γειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως oὺ ἀπο­λύ­ση τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ἴδ ́ 22). Αὐτὸ ἔγι­νε ἀμέ­σως μετὰ τὸ μεγά­λο θαῦ­μα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἄρτων, τότε ποὺ ὁ Κύριος τάϊ­σε πέν­τε χιλιά­δες ἄντρες, χώρια ἀπὸ τίς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά, μὲ πέν­τε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια, καὶ περίσ­σε­ψαν ἀκό­μα δώδε­κα κοφί­νια ψωμί. Ὁ Κύριος προ­γνώ­ρι­σε τότε καὶ προ­ε­τοί­μα­σε ἕνα ἄλλο μεγά­λο θαῦ­μα, ποὺ οὔτε κἄν τὸ φαν­τά­ζον­ταν οἱ μαθη­τές Του. Τὸ πρῶ­το στά­διο τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας ἦταν νὰ βάλει τοὺς μαθη­τὲς Τοῦ νὰ πάρουν ἕνα πλοῖο καὶ νὰ περά­σουν στὴν ἀντί­πε­ρα ὄχθη. Τὸ δεύ­τε­ρο στά­διο ἦταν ν’ ἀπο­λύ­σει τοὺς ὄχλους καὶ τὸ τρί­το, ἦταν ν’ ἀνε­βεῖ ψηλό­τε­ρα στὸ βου­νὸ γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ κατὰ μόνας.

«Καὶ ἀπο­λύ­σας τοὺς ὄχλους ἀνέ­βη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδί­αν προ­σεύ­ξα­σθαι. ὀψί­ας δὲ γενο­μέ­νης μόνος ἢν ἐκεῖ» (Ματθ. ἴδ ́ 23). Ἡ μόνω­σή Τοῦ ἐπα­να­λαμ­βά­νε­ται μὲ τίς λέξεις «μόνος» καὶ «κατ’ ἰδί­αν», γιὰ νὰ δώσει ἔμφα­ση στὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπι­δί­ω­κε τὴν ἐρη­μιά, ὅπου καὶ παρέ­μει­νε ἀφοῦ πρῶ­τα ἔδιω­ξε τοὺς ὄχλους. Ὅρος, μόνω­ση, σκο­τά­δι. Σὲ τέτοιες συν­θῆ­κες ὁ ἄνθρω­πος νιώ­θει νὰ βρί­σκε­ται πιὸ κον­τὰ στὸ Θεό. Καὶ τότε ἡ προ­σευ­χὴ εἶναι γλυ­κύ­τα­τη. Ὅλα ὅσα ἔκα­νε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἦταν γιὰ δική μας διδα­χή, γιὰ τὴ σωτη­ρία μας. Δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξει μόνο μὲ τὰ λόγια Του, ἀλλὰ μὲ πρά­ξεις, μὲ γεγο­νό­τα καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ κίνη­ση ποὺ ἔκα­νε. Ἀνέ­βη­κε ψηλό­τε­ρα στὸ βου­νὸ ἐπει­δὴ ἐκεῖ εἶχε περισ­σό­τε­ρη ἡσυ­χία. Ἔμει­νε μόνος Του, ἐπει­δὴ ἡ μόνω­ση ὑπο­δη­λώ­νει χωρι­σμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Προ­σευ­χή­θη­κε μέσα στὴ νύχτα, για­τί το σκο­τά­δι εἶναι κάτι σὰν πέπλο στὰ μάτια. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ποὺ ἐμπο­δί­ζουν τὸ νοῦ νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ, καθὼς τρέ­χουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἀντι­κεί­με­νο στὸ ἄλλο.

Ἡ προ­σευ­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ στὸ ὄρος ἔχει κι ἕνα ἄλλο, βαθύ­τε­ρο νόη­μα. «Ἀπό­λυ­ση» τῶν ὄχλων, ἄνο­δος στὸ ὄρος, μόνω­ση, σκο­τά­δι. Τί σημαί­νουν όλ’ αὐτά; Ἢ ἀπό­λυ­ση τῶν ὄχλων σημαί­νει ὅτι ἄφη­σε κατὰ μέρος ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ μᾶς παρου­σιά­ζει ὁ κόσμος, ὅλες τίς μνῆ­μες ποὺ μᾶς δένουν μὲ τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἐνο­χλοῦν. “Ἔτσι, ἄδειοι κι ἐλεύ­θε­ροι ἀπὸ τὸν κόσμο, μπο­ροῦ­με νὰ στα­θοῦ­με στὴν προ­σευ­χὴ ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαί­νει ἡ ἄνο­δος στὸ ὅρος; Τὴν ἀνύ­ψω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ στὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, στὴν παρου­σία Του, στὴ συν­τρο­φιά Του. Ἐκεῖ­νος ποὺ συμ­φύ­ρε­ται μὲ τὸν κόσμο καὶ τίς πολ­λές του μέρι­μνες, δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀνε­βεῖ ταυ­τό­χρο­να στὰ ὕψη ἐκεῖ­να, ὅπου ὁ ἄνθρω­πος νιώ­θει μόνος μὲ τὸ Δημιουρ­γό Του.

Τί σημαί­νει ἡ μόνω­σης Τὴ γύμνω­ση τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὸν κόσμο, νιώ­θει μιὰ ἀπέ­ραν­τη καὶ φοβε­ρὴ μονα­ξιά. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἡ ἀπο­γο­ή­τευ­ση γιὰ τὸν κόσμο τοὺς φέρ­νει σ’ αὐτὴν τὴν τρο­με­ρὴ ἐρη­μία, ἂν δὲν κατορ­θώ­σουν νὰ φτά­σουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρω­πος συναν­τᾶ το Θεό, τότε αὐτο­κτο­νοῦν.

Τί σημαί­νει σκο­τά­δι; Τὴν ὁλι­κὴ ἀπου­σία τοῦ φωτὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὸν προ­σευ­χό­με­νο ἐρη­μί­τη ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι καλυμ­μέ­νος μὲ πυκνὸ σκο­τά­δι, ὅπου τὸ οὐρά­νιο φὼς ἀνα­τέλ­λει στα­δια­κὰ καὶ φωτί­ζει ἕνα νέο κόσμο, ἀέναα λαμ­πε­ρὸ καὶ καλ­λί­τε­ρο.

Αὐτὰ εἶναι τὰ τέσ­σε­ρα στά­δια τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μά τους. Στὴν περί­πτω­ση τοῦ Χρι­στοῦ τὰ τέσ­σε­ρα αὐτὰ στά­δια ἀπει­κο­νί­στη­καν μὲ τὴν ἀπό­λυ­ση τῶν ὄχλων, τὴν ἄνο­δο στὸ ὄρος, τὴ μόνω­ση καὶ τὸ σκο­τά­δι.

Ἢ προ­σευ­χὴ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ στὴν ἡσυ­χία τῆς ἐρή­μου εἶναι διδα­κτι­κὴ γιά μας καὶ γιὰ τὴ συνά­φειά της: μὲ ὅ,τι ἔγι­νε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὅ,τι θὰ γινό­ταν στὴ συνέ­χεια. Προ­τοῦ ἀπο­συρ­θεῖ γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ, ὁ Κύριος εἶχε κάνει τὸ ἀνή­κου­στο θαῦ­μα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἄρτων. Μετὰ περ­πά­τη­σε στὴ μέση τῆς λίμνης, ὅπως περ­πα­τά­ει κανεὶς στὴ στε­ριά. Μ’ ὅλο ποῦ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύ­μα­τα τὰ ἔκα­νε μὲ τὴ θεϊ­κὴ δύνα­μη ποὺ εἶχε προ­αιώ­νια καὶ ποῦ δὲν τὸν ἐγκα­τέ­λει­ψε οὔτε κατὰ τὴν ἔνσαρ­κη δια­δρο­μή Του στὴ γῆ, προ­σευ­χό­ταν μέ το λαὸ στὴ συνα­γω­γή, ἀλλὰ καὶ μόνος του στὴν ἔρη­μο. Σὲ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκο­λο νὰ κατα­νο­ή­σου­με αὐτὴ τὴ μυστι­κή, προ­σω­πι­κὴ καὶ ἐνστι­κτώ­δη κίνη­ση γιὰ προ­σευ­χὴ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Μὲ τίς προ­σευ­χὲς αὐτὲς ὁ Μονο­γε­νὴς Υἱὸς τοῦ προ­αιώ­νιου Θεοῦ σίγου­ρα συνέ­χι­ζε καὶ μαρ­τυ­ροῦ­σε ἐδῶ στὴ γῆ τὴν ἀδιάρ­ρη­κτη ἑνό­τη­τά Του με τον Πατέ­ρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα.

Ἡ προ­σευ­χὴ ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στὸς κατὰ μόνας στὸ ὄρος μας παρέ­χει κι ἄλλη καθα­ρὴ διδα­χή. Τὰ καλὰ ἔργα πρέ­πει νὰ προ­η­γοῦν­ται τῆς προ­σευ­χῆς. Καὶ τότε ἡ προ­σευ­χὴ βοη­θᾶ τὰ καλὰ ἔργα. Πρέ­πει πρῶ­τα νὰ δοκι­μά­ζου­με τὴν πίστη μας μὲ καλὰ ἔργα κι ἔπει­τα νὰ τὴν ὁμο­λο­γή­σου­με μὲ λόγια. Ἡ προ­σευ­χὴ ὅμως ἀξί­ζει μόνο ὅταν προ­σευ­χό­μα­στε στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἱκε­τεύ­ου­με νὰ μᾶς βοη­θή­σει, προ­κει­μέ­νου νὰ κάνου­με ἕνα καλὸ ἔργο. Νὰ κάνου­με προ­σευ­χὴ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς βοη­θή­σει νὰ κάνου­με ἕνα πονη­ρὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο ἀνόη­το, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι βλα­σφη­μία. Τὸ νὰ κάνεις τὸ κακὸ μὲ προ­σευ­χή, εἶναι σὰ νὰ σπέρ­νεις καλαμ­πό­κι καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φυτρώ­σει σιτά­ρι. Μετὰ ἀπὸ κάθε καλὴ πρά­ξη πρέ­πει νὰ κατα­φύ­γου­με στὴν προ­σευ­χὴ καὶ νὰ εὐχα­ρι­στή­σου­με τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξί­ω­σε νὰ κάνου­με ἕνα καλὸ ἔργο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ καλὸ ἔργο ὅμως πρέ­πει νὰ προ­σευ­χό­μα­στε καὶ νὰ ζητᾶ­με τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ βοή­θεια καὶ τὴ συγ­κα­τά­θε­σή Του, ὥστε τὸ καλὸ ἔργο ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στά μας νὰ γίνει μὲ θεά­ρε­στο τρό­πο, τέλειο. Κον­το­λο­γίς, κάθε καλὸ ποὺ ἔχου­με ἢ κάνου­με, ποὺ ἀκοῦ­με ἢ δια­βά­ζου­με — ἀκό­μα καὶ τὸ παρα­μι­κρό, χωρὶς ἐξαί­ρε­ση — πρέ­πει ν’ ἀπο­δί­δε­ται στὸ Θεό, ὄχι σε μᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύνα­μή μας, ἡ εὐφυ­ΐα μας, ἡ δικαιο­σύ­νη μας. Μπρο­στὰ στὸν Κύριο ἐμεῖς εἴμα­στε τίπο­τα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσο μεγά­λα θαύ­μα­τα ὁ Κύριος Ἰησοῦς δεί­χνει στὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα τὴν ταπεί­νω­ση, τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ τὴν ὑπα­κοή Του, ἐνῶ εἶναι ἴσος μαζί τους στὴν οὐσία καὶ στὴν αἰω­νιό­τη­τα, τότε πῶς ἐμεῖς δὲν πρέ­πει νὰ δεί­χνου­με ταπεί­νω­ση, πρα­ό­τη­τα καὶ ὑπα­κοὴ στὸ Δημιουρ­γό μας, ποὺ μᾶς ἔπλα­σε «ἐκ τοῦ μηδε­νός», ποὺ χωρὶς τὴ βοή­θειά Τοῦ ὄχι μόνο δὲ θὰ κάνα­με καλὰ ἔργα, μὰ δὲ θὰ ὑπήρ­χα­με οὔτε γιὰ μιᾷ στιγ­μῇ;

«Τὸ δὲ πλοῖο μέσον τῆς θαλάσ­σης ἤν, βασα­νι­ζό­με­νον ὑπὸ τῶν κυμά­των ἢν γὰρ ἐναν­τί­ος ὁ ἄνε­μος τετάρ­τη δὲ φυλα­κὴ τῆς νυκτὸς ἀπῆλ­θε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περι­πα­τῶν ἐπὶ τῆς θαλάσ­σης» (Ματθ. ἴδ’ 24, 25). Ὅταν οἱ μαθη­τὲς ξεκί­νη­σαν μὲ τὸ πλοῖο τὸ βρά­δυ, ἡ θάλασ­σα ἦταν ἤρε­μη. Ὅταν ἄλλα­ξε ἡ φορὰ τῶν ἀνέ­μων ὅμως, τὰ κύμα­τα ἔγι­ναν τερά­στια, ὅπως συνή­θως γίνε­ται στὴ λίμνη αὐτή, τὸ πλοῖο ἄρχι­σε νὰ κλυ­δω­νί­ζε­ται κι οἱ μαθη­τὲς φοβή­θη­καν. Ὁ Κύριος τὰ προ­γνώ­ρι­ζε όλ’ αὐτά. Ἄφη­σε σκό­πι­μα ὅμως τοὺς μαθη­τές Του νὰ ἐκτε­θοῦν στὸν κίν­δυ­νο, ὥστε νὰ νιώ­σουν πόσο ἀβο­ή­θη­τοι κι ἀδύ­να­μοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖ­νον καὶ νὰ στε­ρε­ω­θοῦν στὴν πίστη τους, νὰ θυμη­θοῦν μιὰ προ­η­γού­με­νη καται­γί­δα στὴ θάλασ­σα, ὅταν ὁ Κύριος βρι­σκό­ταν μαζί τους κι ἐκεῖ­νοι τὸν ξύπνη­σαν ἔντρο­μοι, φωνά­ζον­τας: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολ­λύ­με­θα» (Ματθ. ἡ 25). Θὰ εὔχον­ταν καὶ τώρα νὰ ἦταν μαζί τους. Τὸ “κανε αὐτὸ γιὰ νὰ νιώ­σουν καὶ νὰ γνω­ρί­σουν προ­κα­τα­βο­λι­κὰ τὴν ἀλή­θεια τῶν ἁγί­ων Του λόγων, ποὺ τοὺς εἶπε λίγο προ­τοῦ χωρι­στεῖ ἀπ’ αὐτούς: «Χωρὶς ἔμου οὐ δύνα­σθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’ 5).

Τότε ποὺ εἶχε γίνει ἡ προ­η­γού­με­νη καται­γί­δα οἱ μαθη­τὲς εἶχαν ἐκτε­θεῖ σὲ μικρό­τε­ρο κίν­δυ­νο, ἡ πίστη τους δοκι­μά­στη­κε λιγό­τε­ρο, για­τί τότε ὁ Χρι­στὸς ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἂν καὶ κοι­μό­ταν. Τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ δεύ­τε­ρη καται­γί­δα, ἡ κατά­στα­ση ἦταν χει­ρό­τε­ρη κι ἡ πίστη τους δοκι­μά­στη­κε περισ­σό­τε­ρο. Ὁ ἴδιος ἔλει­πε μακριὰ τοὺς πάνω στὸ βου­νό, στὴν ἔρη­μο. Πῶς νὰ τὸν φωνά­ξουν, νὰ τὸν ἐπι­κα­λε­στοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀκού­σει; Πῶς μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸν πλη­ρο­φο­ρή­σουν γιὰ τὴ συμ­φο­ρά τους; Πῶς μπο­ροῦ­σαν νὰ τοῦ στεί­λουν ἕνα μήνυ­μα, νά του ποῦν, «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολ­λύ­με­θα»; Δὲν ὑπάρ­χει κανέ­νας τρό­πος. Οἱ μαθη­τὲς τὸ βλέ­πουν πιά, πῶς τοὺς ἀπει­λεῖ ναυά­γιο. Λὲς κι ἦταν δυνα­τὸ νὰ κατα­στρα­φεῖ κάποιος ἄνθρω­πος, ὅταν τηρεῖ τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Θεοῦ! Ἀλή­θεια, τί ὑπέ­ρο­χη διδα­χὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελ­πί­ζον­ται ὅταν βαδί­ζουν στὸ δρό­μο ὅπου τοὺς ἔτα­ξε ὁ Θεὸς νὰ πιστέ­ψουν πῶς Ἐκεῖ­νος ποὺ τοὺς ἔστει­λε στὸ δρό­μο τοὺς φρον­τί­ζει γι’ αὐτούς, γνω­ρί­ζει τοὺς κιν­δύ­νους ποὺ θὰ συναν­τή­σουν. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπεύ­δει στὴ βοή­θειά Του. Δοκι­μά­ζει τὴν πίστη τοῦ δίκαιου ἀνθρώ­που, ὅπως δοκι­μά­ζε­ται κι ὁ χρυ­σὸς στὸ χωνευ­τή­ρι.

Ὅταν οἱ μαθη­τὲς ἔφτα­σαν στὸ ἔσχα­το σημεῖο τῆς ἀπό­γνω­σης, ξαφ­νι­κὰ ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους o Χρι­στός, περ­πα­τῶν­τας πάνω στὰ νερά. Αὐτὸ ἔγι­νε «τετάρ­τη φυλα­κὴ τῆς νυκτός». Οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ὅπως κι οἱ κυβερ­νῆ­τες τους, οἱ Ρωμαῖ­οι, εἶχαν χωρί­σει τὴ νύχτα σὲ τέσ­σε­ρις φυλα­κές, ποὺ ἡ καθε­μιὰ τοὺς διαρ­κοῦ­σε τρεὶς ὧρες. Ὁ Κύριος ἐμφα­νί­στη­κε στοὺς μαθη­τές Του τὴν τέταρ­τη φυλα­κὴ τῆς νύχτας, δηλα­δὴ λίγο προ­τοῦ χαρά­ξει.

«Καὶ ἰδόν­τες αὐτὸν οἱ μαθη­ται ἐπὶ τὴν θάλασ­σαν περι­πα­τοῦν­τα ἐτα­ρά­χθη­σαν λέγον­τες ὅτι φάν­τα­σμα ἔστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκρα­ξαν» (Ματθ. ἴδ ́ 26). Θὰ πρέ­πει ἢ νὰ ‘χὲ ἀρχί­σει νὰ ψιλο­χα­ρά­ζει ἢ νὰ εἶχε φεγ­γά­ρι ἢ ὁ Κύριος νὰ ἔλαμ­πε μὲ τὸ Θαβώ­ρειο φώς Του, δὲ γνω­ρί­ζου­με. Αὐτὸ ποὺ εἶναι γνω­στὸ εἶναι πῶς οἱ μαθη­τές Του τὸν εἶδαν, ἦταν ὁρα­τός. Ὅταν τὸν εἶδαν στὴ θάλασ­σα, ἔνιω­σαν ἀπε­ρί­γρα­πτο φόβο. Κι ὁ νέος αὐτὸς φόβος ἦταν μεγα­λύ­τε­ρος ἀπό το φόβο τῆς καται­γί­δας καὶ τοῦ ναυα­γί­ου ποὺ τοὺς ἀπει­λοῦ­σε. Δὲν ἤξε­ραν πῶς ὁ Κύριός τους εἶχε τέτοια δύνα­μη, τέτοια ἐξου­σία στὴ φύση. Ώς τότε δὲν τὴν εἶχε φανε­ρώ­σει. Τὸν εἶχαν δεῖ μόνο νὰ δια­τά­ζει τὴ θάλασ­σα καὶ τοὺς ἀνέ­μους. Δὲν ἤξε­ραν ὅμως πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τά­ει πάνω στὸ νερό, ὅπως περ­πα­τᾶ­με σὲ στέ­ρεο ἔδα­φος. Θὰ ἔπρε­πε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν συμ­πε­ρά­νει αὐτὸ ἀπὸ τὰ προ­η­γού­με­να θαύ­μα­τά Του. Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νά δια­τά­ζει τὴ θάλασ­σα νὰ γαλη­νεύ­ει καὶ τοὺς ἀνέ­μους νὰ ἤρε­μούν, σίγου­ρα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τή­σει καὶ πάνω στὸ νερό. Οἱ μαθη­τὲς ὅμως δὲν εἶχαν φτά­σει ἀκό­μα σὲ τέτοια πνευ­μα­τι­κὴ ὡρι­μό­τη­τα. Ἡ πίστη τους ἦταν ἀκό­μα ἀδύ­να­μη. Κι ὁ Χρι­στὸς ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα αὐτὸ γιὰ νὰ τὴ δυνα­μώ­σει.

Φάν­τα­σμά ἔστι, κραύ­γα­σαν οἱ μαθη­τές Του καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκρα­ξαν. Σκέ­φτη­καν πῶς θὰ ἦταν φάν­τα­σμα ἢ κι ὁ ἴδιος ὁ σατα­νᾶς στὴ μορ­φὴ τοῦ Διδα­σκά­λου τους. Ἤξε­ραν, εἶχαν δεῖ το Δάσκα­λό τους νὰ παλεύ­ει μὲ τὸ σατα­νᾶ καὶ τίς ὀρδές του στὸν κόσμο. Καὶ τώρα ὁ σατα­νᾶς εἶχε ἁρπά­ξει τὴν εὐκαι­ρία νὰ τοὺς ἐξο­λο­θρεύ­σει. Οἱ φίλοι Του τὴ στιγ­μὴ ἐκεί­νη εἶχαν ἐκτε­θεῖ στὸν ἔσχα­το κίν­δυ­νο. Τί περισ­σό­τε­ρο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς συμ­βεῖ; Σίγου­ρα ὅλα ὅσα συμ­βαί­νουν καὶ σήμε­ρα στοὺς λιπό­ψυ­χους ποὺ βρί­σκον­ται σὲ κίν­δυ­νο, ἐνῶ βαδί­ζουν το δρό­μο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ἐνερ­γεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἀγα­πᾶ. «Ὄν γὰρ ἀγα­πᾶ Κύριος παι­δεύ­ει, μαστι­γοι δὲ πάν­τα υἱὸν ὄν παρα­δέ­χε­ται» (Ἐβρ. ἴβ’ 6). Καὶ σὰν τελευ­ταῖο ἀπὸ τὰ βάσα­να, στέλ­νει τὸ μεγα­λύ­τε­ρο, ὅπως λέει ὁ σοφὸς ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος. Ὁ Χρι­στὸς ὑπό­φε­ρε σ’ ὅλη τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του κι ὅταν ἔφτα­σε στὸ τέλος, στὴν ὥρα τῆς νίκης, ὑπό­φε­ρε τὸ μεγα­λύ­τε­ρο βάσα­νο. Σταυ­ρώ­θη­κε κι ἐντα­φιά­στη­κε στὴ γῆ. Τὸ μεγα­λύ­τε­ρο αὐτὸ μαρ­τύ­ριο ὅμως σύν­το­μα ξεπε­ρά­στη­κε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χάρα­ξε ἡ και­νούρ­για μέρα, ἡ μέρα τῆς νίκης μὲ τὴν Ἀνά­στα­σή Του.

Τέτοια μαρ­τύ­ρια πέρα­σαν πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς μάρ­τυ­ρες ἀργό­τε­ρα γιὰ τὴν πίστη τους. Στὴν ἀρχὴ τὰ μαρ­τύ­ριά τους ἦταν μικρὰ μὰ σιγὰ σιγὰ γίνον­ταν μεγα­λύ­τε­ρα, γιγάν­τω­ναν, ὥσπου μπρο­στὰ στὸν ἴδιο τὸ θάνα­το, ἀντι­με­τώ­πι­ζαν τὰ μεγα­λύ­τε­ρα μαρ­τύ­ρια, τοὺς χει­ρό­τε­ρους πει­ρα­σμούς. Παρα­θέ­του­με ἕνα περι­στα­τι­κὸ ἀπό τα χιλιά­δες ποὺ ἔγι­ναν:

Οἱ εἰδω­λο­λά­τρες βασά­νι­ζαν τὴν ἁγία Μαρί­να μὲ φοβε­ροὺς καὶ τρο­με­ροὺς τρό­πους, μὲ ὅλο καὶ σκλη­ρό­τε­ρα βασα­νι­στή­ρια. Στὸ τέλος τὴν ἔδε­σαν γυμνὴ σ’ ἕνα δέν­τρο κι ἄρχι­σαν νὰ τὴν γδέρ­νουν. Οἱ πλη­γές της ἦταν φοβε­ρές. Τὸ αἷμα της ἔτρε­χε κι ἄρχι­σαν νὰ φαί­νον­ται τὰ κόκ­κα­λά της. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ χει­ρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο; “Ὄχι, ἔπρε­πε νὰ ὑπο­στεῖ κι ἄλλο, μεγα­λύ­τε­ρο, ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Τὸ βρά­δυ τὴν ἔρρι­ξαν ἔτσι, πλη­γω­μέ­νη ὅπως ἦταν, στὴ φυλα­κή. Στὸ σκο­τά­δι τῆς νύχτας μέσα στὴ φυλα­κὴ τὴν ἐπι­σκέ­φτη­κε ἕνα φοβε­ρὸ φάν­τα­σμα: ἕνα πονη­ρὸ πνεῦ­μα μὲ τὴ μορ­φὴ ἑνὸς τερά­στιου φιδιοῦ. Στὴν ἀρχὴ τὸ φίδι ἄρχι­σε νὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία, μετὰ κου­λου­ριά­στη­κε γύρῳ,γύρω της καὶ ἅρπα­ξε τὸ κεφά­λι της μέσα στὰ φοβε­ρὰ σαγό­νια του. Αὐτὸ ὅμως δὲν κρά­τη­σε πολύ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφή­νει ποτὲ τοὺς πιστοὺς δού­λους Του νὰ ὑπο­στοῦν πει­ρα­σμοὺς μεγα­λύ­τε­ρους ἀπ’ ὅσο μπο­ροῦν ν’ ἀντέ­ξουν. Ἀμέ­σως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μαρί­να φώνα­ξε δυνα­τὰ στὸ Θεὸ μ’ ὅλη της τὴν καρ­διὰ κι ἔκα­νε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­ροῦ μέσα της. Καὶ τότε τὸ φίδι ἐξα­φα­νί­στη­κε καὶ μπρο­στά της ἄνοι­ξε ὁ οὐρα­νός. Ἡ Μαρί­να εἶδε μέσα σ’ ἕνα ἐξαί­σιο φώς το σταυ­ρό, ποὺ στὴν κορυ­φή του ἔστε­κε ἕνα λευ­κὸ περι­στέ­ρι, κι ἄκου­σε τὰ λόγια: «Χαῖ­ρε, Μαρί­να, λογι­κὸ περι­στέ­ρι τοῦ Χρι­στοῦ, για­τί νίκη­σες τὸν παγ­κά­κι­στο ἐχθρό».

Κάτι παρό­μοιο ἔγι­νε μὲ τοὺς μαθη­τὲς τοῦ Χρι­στου. Μετὰ τὸ μεγά­λο φόβο τῆς θαλάσ­σιας καται­γί­δας, ἀντι­με­τώ­πι­σαν ἕνα μεγα­λύ­τε­ρο φόβος μπρο­στά τους νόμι­σαν πῶς εἶδαν ἕνα φάν­τα­σμα. Βέβαια δὲν ἦταν φάν­τα­σμα, ἀλλὰ μιὰ σωτή­ρια καὶ ὑπέ­ρο­χη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δὲν ἦταν ὄνει­ρο, ἀλλὰ ἕνα ὅρα­μα. Δὲν ἦταν κάποιος ἄλλος μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός.

«Εὐθέ­ως δὲ ἐλά­λη­σεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων: θαρ­σεῖ­τε, ἐγὼ εἶμι: μὴ φοβεῖ­σθε» (Ματθ. ἴδ’ 27). Ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἀφή­νει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς δικούς Του στοὺς μεγά­λους πει­ρα­σμούς. “Ἤξε­ρε πῶς τοὺς διέ­τρε­χε φόβος, πῶς ἦταν ἔντρο­μοι, ἐπει­δὴ νόμι­ζαν πῶς ἔβλε­παν φάν­τα­σμα. “Ἔτσι ἔσπευ­σε νὰ τοὺς λυτρώ­σει ἀπό το φόβο. Εὐθέ­ως τοὺς εἶπε: θαρ­σεῖ­τε! Τοὺς ἔδω­σε ἀμέ­σως θάρ­ρος, κατὰ κάποιο τρό­πο τοὺς ξανὰ δωσε τὴν ἀνά­σα τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς εἶχε κόψει ὁ φόβος. Θαρ­σεῖ­τε, ἐγὼ εἶμι: μὴ φοβεῖ­σθε. Τί ὑπέ­ρο­χη φωνή! Τί ζωη­φό­ρα λόγια! Στὴ φωνὴ αὐτὴ οἱ δαί­μο­νες φεύ­γουν, οἱ ἀρρώ­στιες ὑπο­χω­ροῦν, οἱ νεκροὶ ἐγεί­ρον­ται. Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ ἀπό­κτη­σαν ὕπαρ­ξη ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, ἄγγε­λοι καὶ ἄνθρω­ποι. Ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶναι πηγὴ κάθε ἀγα­θοῦ, ζωῆς, ὑγεί­ας, σοφί­ας κι εὐφρο­σύ­νης.

Θαρ­σεῖ­τε, ἐγὼ εἶμι! Δὲν μπο­ρεῖ ὁ καθέ­νας ν’ ἀκού­σει τὴ φωνὴ αὐτή. Τὴν ἀκοῦ­νε μόνο οἱ ὅσιοι κι οἱ δίκαιοι, ποῦ ὑπο­μέ­νουν γιὰ τὸ Χρι­στό. Δὲν ἀκού­ει τὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ ὅποιος γενι­κὰ ὑπο­φέ­ρει. Πῶς νὰ τὸν ἀκού­σουν ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ὑπο­φέ­ρουν γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τίς ἀδι­κί­ες τους; Θὰ τὸν ἀκού­σουν ἐκεῖ­νοι μόνο ποὺ ὑπο­φέ­ρουν γιὰ τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν (βλ. Πέτρ. δ’ 13–16).

Τώρα μέσα στὴ θάλασ­σα οἱ μαθη­τὲς ὑπό­φε­ραν γιά τὴν πίστη τους στὸ Χρι­στό. Ἢ μᾶλ­λον θὰ λέγα­με πῶς ὑπό­φε­ραν γιὰ νὰ ἐπι­βε­βαιω­θεῖ περισ­σό­τε­ρο ἡ πίστη τους στὸ Χρι­στό.

«Ἀπο­κρι­θεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἴ, κέλευ­σόν μὲ πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδα­τα» (Ματθ. ἴδ’ 28). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφρά­ζουν τόσο χαρὰ ὅσο καὶ ἀμφι­βο­λία. Κύριε, ἀνα­φω­νεῖ ἢ χαρού­με­νη καρ­διὰ τοῦ: εἴ σὺ εἴ, λέει τώρα ἡ ἀμφι­βο­λία. Ἀργό­τε­ρα ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε στε­ρε­ω­θεῖ πιὰ στὴν πίστη του, δὲ θὰ μιλοῦ­σε ἔτσι. Ὅταν ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος ἐμφα­νί­στη­κε στὴν ἀκτὴ τῆς ἴδιας λίμνης τῆς Γεν­νη­σα­ρὲτ κι ὁ Πέτρος ἄκου­σε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰωάν­νη νὰ λέει πῶς ὁ Κύριός ἔστι, ὁ Πέτρος τὸν ἐπεν­δύ­την διε­ζώ­σα­το και ἔβα­λεν ἑαυ­τὸν εἰς τὴν θάλασ­σαν (Ἰωάν. κά’ 7). Τότε δὲν ἀμφέ­βα­λε καθό­λου πῶς ἦταν ὁ Κύριος, οὔτε καὶ φοβή­θη­κε νὰ πέσει στὴ θάλασ­σα. Τώρα ὅμως ἦταν ἀκό­μα πνευ­μα­τι­κὰ δόκι­μος, λιπό­ψυ­χος, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἴ, κέλευ­σόν μὲ πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδα­τα.

«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ κατα­βὰς ἀπὸ τοῦ πλοί­ου ὁ Πέτρος περιε­πά­τη­σεν ἐπὶ τὰ ὕδα­τα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Ματθ. ἴδ’ 29). “Ὅση ὥρα ἡ πίστη του ἦταν μέσα του, στα­θε­ρή, ὁ Πέτρος περ­πα­τοῦ­σε πάνω στὸ νερό. Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ὅμως ποὺ γλί­στρη­σε μέσα του ἢ ἀμφι­βο­λία, ὁ Πέτρος ἄρχι­σε νὰ βυθί­ζε­ται, για­τί ἡ ἀμφι­βο­λία προ­κα­λεῖ το φόβο.

Τὸ ὅτι ὁ Πέτρος κατέ­βη­κε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περ­πά­τη­σε πάνω στὰ κύμα­τα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔχει ἕνα βαθύ­τε­ρο νόη­μα. Σημαί­νει τὴν προ­φύ­λα­ξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τίς σωμα­τι­κὲς φρον­τί­δες καὶ τὴ φιλαυ­τία στὸ ξεκί­νη­μά της γιὰ τὸ δύσκο­λο δρό­μο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς, το δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὸ Σωτῆ­ρα. Τέτοιες στιγ­μὲς προ­κύ­πτουν στοὺς συνη­θι­σμέ­νους πιστούς, ἐκεί­νους ποὺ εἶναι λιπό­ψυ­χοι καὶ ποῦ ἡ χαρὰ τοὺς γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἀνα­κα­τεύ­ε­ται μὲ τὴν ἀμφι­βο­λία. Συχνὰ θέλουν νὰ νική­σουν τὴ σάρ­κα καὶ ν’ ἀκο­λου­θή­σουν τὸ Χρι­στό, τὸ βασι­λιᾶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ κόσμου. Σύν­το­μα ὅμως νιώ­θουν νὰ πέφτουν, νὰ ξανα­γυ­ρί­ζουν στὶς σαρ­κι­κὲς μέρι­μνές τους, νὰ ξανα­γί­νον­ται σὰν τὸ πλοῖο ποὺ κλυ­δω­νί­ζε­ται ἀπὸ τὰ κύμα­τα. Μόνο ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔχουν ὑψη­λὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀνά­στη­μα, οἱ μέγι­στοι ἥρω­ες τῶν ἀνθρώ­πων, κατόρ­θω­σαν μὲ μεγά­λη ἄσκη­ση νὰ στα­θε­ρο­ποι­η­θοῦν στὴν πίστη καὶ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ σωμα­τι­κὸ πλοῖο στὴν πνευ­μα­τι­κὴ θάλασ­σα, γιὰ νὰ συναν­τή­σουν το βασι­λιᾶ Χρι­στό. Ἐκεῖ­νοι μόνο ἔχουν ζήσει τόσο τὸ φόβο τῆς ἐγκα­τά­λει­ψης τοῦ πλοί­ου ὅσο καὶ τοῦ τρό­μου μπρο­στὰ στὴν καται­γί­δα καὶ τοὺς σφο­δροὺς ἀνέ­μους. Οἱ ἴδιοι ὅμως ἔνιω­σαν καὶ τὴν ἀνέκ­φρα­στη χαρὰ τῆς συνάν­τη­σής τους μὲ τὸ Χρι­στό. Τὸ χωρι­σμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ σώμα­τος εἶχε ζήσει κι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς του, καθὼς καὶ πολ­λοὶ ἄλλοι ἅγιοι μετὰ ἀπ’ αὐτόν. Πόσο μεγά­λη ἦταν ἡ χαρὰ κι ἡ ἀγαλ­λί­α­ση στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐπι­κίν­δυ­νου ταξι­διοῦ, φαί­νε­ται ἀπὸ τὴ χαρού­με­νη κραυ­γή: «ὑπὲρ τοῦ τοιού­του καυ­χή­σο­μαι» (Β’ Κορ. ἴβ’ 5).

Ἄς δοῦ­με τώρα τί ἔγι­νε μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ἀκό­μα λιπό­ψυ­χος: «Βλέ­πων δὲ τὸν ἄνε­μον ἰσχυ­ρὸν ἐφο­βή­θη, καὶ ἀρξά­με­νος κατα­πον­τί­ζε­σθαι ἔκρα­ξε λέγων· Κύριε, σώσόν μέ» (Ματθ. ἴδ’ 30). Για­τί φοβή­θη­κε τὸν ἄνε­μο καὶ ὄχι τὴ θάλασ­σα; Ὁ Πέτρος ἔκα­νε τὰ πρῶ­τα του βήμα­τα σὰν μικρὸ παι­δί: Κάνει λίγα βήμα­τα, κάποιος ὅμως γελά­ει καὶ τὸ μωρὸ πέφτει στὸ ἔδα­φος. Τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ μὲ τὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἐνθου­σια­σμό: Τὸ παρα­μι­κρὸ νὰ γίνει, μᾶς ἀνα­στα­τώ­νει καὶ μᾶς γυρί­ζει πίσω.

«Εὐθέ­ως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτεί­νας τὴν χεῖ­ρα ἐπε­λά­βε­το αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ ὀλι­γό­πι­στες εἰς τί ἐδί­στα­σας;» (Ματθ. ἴδ ́ 22). Δὲν πνι­γό­μα­στε πολ­λὲς φορὲς στοὺς κιν­δύ­νους τῆς θάλασ­σας τοῦ βίου, ὡσό­του μᾶς ἁρπά­ξει κάποιο ἀόρα­το χέρι καὶ μᾶς λυτρώ­σει ἀπὸ τὸν κίν­δυ­νο; Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νὰ παρου­σιά­σει ἀρκε­τὰ τέτοια παρα­δείγ­μα­τα; Ὅλοι μας τὸ γνω­ρί­ζου­με ἐμπει­ρι­κὰ αὐτό. Μιλᾶ­με κάθε τόσο γι’ αὐτὰ τὰ πράγ­μα­τα κι ὁμο­λο­γοῦ­με τὴν παρου­σία τοῦ ἀόρα­του χεριοῦ ποὺ μᾶς γλι­τώ­νει ἀπὸ τὸν κίν­δυ­νο. Δυστυ­χῶς ὅμως ὑπάρ­χουν καὶ λίγοι ἀνά­με­σά μας, ἀκό­μα καὶ ἡ ἴδια ἡ συνεί­δη­σή μας, ποὺ ἀκοῦ­νε τὴν ἐπι­τι­μη­τι­κὴ φωνὴ ἀπὸ τ’ ἀόρα­τα χεί­λη: ὀλι­γό­πι­στες εἰς τί ἐδί­στα­σας;

Για­τί ἀμφι­βάλ­λε­τε, φίλοι μου, πῶς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι κον­τά; Για­τί δὲν δοξο­λο­γεῖ­τε το Θεὸ ἀκό­μα καὶ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀντι­με­τω­πί­ζε­τε τὸ μεγα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο; Ὁ Ἀβρα­ὰμ δὲν ἦταν ἀπαλ­λαγ­μέ­νος ἀπὸ τὴν ἀμφι­βο­λία ὅταν ὁδη­γοῦ­σε το μονο­γε­νῆ του υἱὸ στὴ θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1–18) καὶ μετὰ τὸν ἔσω­σε ὁ Θεός; Ὁ Ἰωνὰς δὲ δοξο­λο­γοῦ­σε το Θεὸ ἀπὸ τὴν κοι­λιὰ τοῦ κήτους καὶ σώθη­κε (βλ. Ἰων. β’ 7); Για­τί οἱ Τρεῖς Παῖ­δες δὲν ολι­γο­πί­στη­σαν μέσα στὴν «κάμι­νο τοῦ πυρὸς» καὶ τελι­κὰ τοὺς ἔσω­σε ἡ πίστη τοὺς (βλ. Δαν. γ ́ 19–26); Τὸ ἴδιο δὲν ἔκα­νε κι ὁ προ­φή­της Δανι­ὴλ μέσα στὸ λάκ­κο τῶν λεόν­των (στ’ 16–23), ἀλλὰ κι ὁ μακά­ριος Ἰὼβ ποὺ ἦταν πλη­γω­μέ­νος καὶ γεμᾶ­τος σπυ­ριὰ (Ἰὼβ β’ 7–10); Ἀλλὰ καὶ χιλιά­δες ἄλλοι ποὺ δέχτη­καν τίς μεγα­λύ­τε­ρες δοκι­μα­σί­ες γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χρι­στό, πῶς γλί­τω­σαν ἀπὸ τὴν ἀμφι­βο­λία; Ἐμεῖς για­τί ἀμφι­βάλ­λου­με; Ὁ Θεὸς μᾶς σώζει ἀμέ­τρη­τες φορὲς μὲ τὸ ἀόρα­το χέρι Του, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περι­μέ­νου­με καθό­λου, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἀμφι­βάλ­λου­με πολ­λὲς φορὲς γιὰ τὴ βοή­θειά Του.

Πρέ­πει λοι­πὸν νὰ ἔχου­με στὸ νοῦ μας ὅλες τίς εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετα­νο­οῦ­με γιὰ τὴν ὀλι­γο­πι­στία καὶ τὴ λιπο­ψυ­χία μας. Πρέ­πει νὰ γίνου­με ὥρι­μοι στὴν πίστη μας. Ἔτσι, ὅσο μεγά­λο κίν­δυ­νο κι ἂν ἀντι­με­τω­πί­σου­με στὸ μέλ­λον, πρέ­πει νὰ δοξο­λο­γοῦ­με το Θεὸ καὶ νὰ ἐπι­κα­λού­μα­στε τὸ ὄνο­μά Του. Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοη­θή­σει, θὰ μᾶς σώσει. Ἄς δοξο­λο­γοῦ­με το Θεὸ ὅταν βρι­σκό­μα­στε στὸν κίν­δυ­νο, ὄχι ὅταν αὐτὸς περά­σει.

Ἀλλὰ κι ὅταν φανοῦ­με λιπό­ψυ­χοι κι ὀλι­γό­πι­στοι, ἂς μή μας κατα­λά­βει ἡ ἀπό­γνω­ση. Ὁ Πέτρος λιπο­ψύ­χι­σε, ὁ Κύριος ὅμως ἐνί­σχυ­σε τὴν πίστη του. Πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιό­τε­ρους ἀνά­με­σα στοὺς ἁγί­ους, ἀρχι­κὰ εἶχαν λιπο­ψυ­χί­σει, ἀργό­τε­ρα ὅμως ἔγι­ναν στα­θε­ροὶ στὴν πίστη τους στὸ Χρι­στό. Προ­σέξ­τε τί λέει ὁ προ­φη­τά­να­κτας Δαβίδ: «Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπι­σα, οὐ φοβη­θή­σο­μαι τί ποι­ή­σει μοὶ ἄνθρω­πος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαι, ἂς ἀπο­δώ­σω αἰνέ­σε­ώς σου, ὅτι ἐρρύ­σω τὴν ψυχὴ μοῦ ἐκ θανά­του καὶ τοὺς πόδας μοῦ ἐξ ὀλι­σθή­μα­τος» (Ψαλμ. νέ’ 12–14).

Ἔτσι μιλά­ει ἐκεῖ­νος ποὺ πιστεύ­ει ἀλη­θι­νά, ποῦ ἔχει γνω­ρί­σει ἐμπει­ρι­κὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μετρή­σει κάθε τρί­χα τοῦ κεφα­λιοῦ μας, πῶς οὔτε ἕνα σπουρ­γί­τι (πολὺ περισ­σό­τε­ρο ἄνθρω­πος) δὲν μπο­ρεῖ νὰ πέσει στὴ γῆ χωρὶς τὴ θέλη­ση τοῦ Θεοῦ.

«Καὶ ἐμβάν­των αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖ­ον ἐκό­πα­σεν ὁ ἄνε­μος» (Ματθ. ἴδ’ 32). Μέ το ποὺ ἀνέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο, ὁ ἄνε­μος στα­μά­τη­σε. Δὲ στα­μά­τη­σε ἀπὸ μόνος του νὰ φυσᾶ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐντο­λὴ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ἄν καὶ δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται ἐδῶ, ὅπως στὴ προ­η­γού­με­νη περί­πτω­ση, ὅταν ὁ Χρι­στὸς εἶχε ἐπι­τι­μή­σει τὸν ἄνε­μο καὶ τὴ θάλασ­σα, φαί­νε­ται καθα­ρὰ πῶς τὸ ἔκα­νε καὶ τώρα. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος σκέ­φτε­ται σίγου­ρα πῶς ὁ ἄνε­μος ἔπαυ­σε, ὑπα­κού­ον­τας σὲ ἐσω­τε­ρι­κὴ καὶ ἀνέκ­φρα­στη ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Χάρη στὴ δική του δύνα­μη κι ἐπι­θυ­μία κόπα­σε ὁ ἄνε­μος.

Ὑπάρ­χει κι ἕνα βαθύ­τε­ρο καὶ καθα­ρὸ νόη­μα στὸ γεγο­νὸς ὅτι ὁ Χρι­στὸς μπῆ­κε στὸ πλοῖο καὶ ἠρέ­μη­σε τὸν ἄνε­μο καὶ τὴ θάλασ­σα. “Ὅταν ὁ Κύριος μπαί­νει στὸ πλοῖο τοῦ σώμα­τός μας, εἴτε μὲ τὴ θεία κοι­νω­νία εἴτε μὲ τὴν προ­σευ­χὴ εἴτε μὲ ὁποιον­δή­πο­τε ἄλλον εὔλο­γη­μέ­νο τρό­πο, οἱ ἄνε­μοι τῶν παθῶν ἤρε­μοὺν μέσα μας καὶ τὸ πλοῖο ταξι­δεύ­ει μὲ ἀσφά­λεια στὴν ἀκτή.

«Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐτὸ λέγον­τες· ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς εἴ» (Ματθ. ἴδ’ 33). Ὅταν ὁ Κύριος ἠρέ­μη­σε τὴν καται­γί­δα τῆς θάλασ­σας καὶ στα­μά­τη­σε τοὺς ἀνέ­μους στὴν πρώ­τη περί­πτω­ση, οἱ μαθη­τὲς ρώτη­σαν, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι συνη­θι­σμέ­νοι καὶ λιπό­ψυ­χοι ἄνθρω­ποι: «Ποτα­πὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνε­μοι καὶ ἡ θάλασ­σα ὑπα­κού­ου­σιν αὐτῷ;» (Ματθ. ἡ’ 27). Ἀπὸ τότε ὅμως εἶχαν δεῖ τόσα σημεῖα καὶ θαύ­μα­τα ἀπό το Διδά­σκα­λό τους, εἶχαν ἀκού­σει τόσες διδα­χές. Ἡ πίστη τους εἶχε πιὰ ἐνι­σχυ­θεῖ, εἶχε ἑδραιω­θεῖ. Ἔτσι τώρα, ποὺ ἔβλε­παν τὸ μεγά­λο αὐτὸ θαῦ­μα, δὲ ρώτη­σαν πιά, ποτα­πὸς ἔστιν οὗτος. Ἐκεῖ­νο ποὺ ἔκα­ναν τώρα, ἦταν νὰ γονα­τί­σουν μπρο­στὰ Τοῦ καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σουν: ἀλη­θῶς Θεοῦ υἱὸς εἴ!.

Ἦταν ἡ πρώ­τη φορὰ ποὺ ὁμο­λό­γη­σαν ὅλοι μαζὶ οἱ μαθη­τὲς πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀνά­με­σά τους ἦταν βέβαια κι ὁ Ἰού­δας, ποῦ τὸν ὁμο­λό­γη­σε κι αὐτός. Ἀργό­τε­ρα ὅμως ἡ φιλαρ­γυ­ρία τὸν ἔκα­νε ν’ ἀρνη­θεῖ κυριο­λε­κτι­κὰ τὸν Κύριο καὶ Διδά­σκα­λό Του. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς τὸν ἀρνή­θη­κε κι ὁ Πέτρος καὶ μάλι­στα τρεῖς φορές. Ἡ ἄρνη­ση τοῦ Πέτρου ὅμως δὲν ἦταν προ­με­λε­τη­μέ­νη. Ἔγι­νε ξαφ­νι­κὰ ἀπὸ φόβο κι ἀμέ­σως μετὰ μετα­νόη­σε πικρὰ κι ἔκλα­ψε γιὰ τὴν ἄρνη­σή του.

Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα ποὺ ἔχουν τὰ λόγια οἱ δὲ ἕν τὸ πλοῖο ἐλθόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐτὸ καὶ τὸν ὁμο­λό­γη­σαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ διδα­κτι­κὸ σὲ κάθε χρι­στια­νό. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐναν­θρώ­πη­σε κι ἦρθε νὰ ζήσει μαζί μας, πρέ­πει κι ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν ὕπαρ­ξή μας νά τὸν προ­σκυ­νή­σου­με καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σου­με τὸ ὄνο­μά Του. Μὲ ὅλη τὴν ὕπαρ­ξή μας ἐννο­οῦ­με μέ το νοῦ καὶ τὴ σκέ­ψη μας, μὲ τὴν καρ­διὰ καὶ τὰ αἰσθή­μα­τά μας, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅλες τίς ἐπι­θυ­μί­ες μας. Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὁλό­κλη­ρο θὰ γεμί­σει φώς, σκό­τος δὲ θὰ ὑπάρ­χει μέσα του.

Ἀλί­μο­νό μας ἂν δεχό­μα­στε τὸ Χρι­στὸ μέσα μας κι ἔπει­τα τὸν ἐξο­ρί­ζου­με μὲ τὴν ἁμαρ­τία μας ἢ τὸν ἀρνιό­μα­στε, ὅπως ὁ Ἰού­δας. Ἡ δεύ­τε­ρη κατά­στα­ση θὰ εἶναι χει­ρό­τε­ρη ἀπὸ τὴν πρώ­τη. “Ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἀπέ­λυ­σε τὸν Ἰού­δα, «εἰσῆλ­θεν εἰς ἐκεῖ­νον ὁ σατα­νᾶς» (Ἰωάν. ἴγ’ 27). Ἄς μὴν ξεχνᾶ­με οὔτε στιγ­μὴ πῶς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ παί­ζου­με μὲ τὸ Θεό, για­τί αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπι­κίν­δυ­νο. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ κατα­να­λί­σκον» (Ἐβρ. ἴβ’ 29).

«Καὶ δια­πε­ρά­σαν­τες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεν­νη­σα­ρέτ» (Ματθ. ἴδ’ 34). Ἔφτα­σαν κον­τὰ στὴν Καπερ­να­ούμ, ποὺ ἦταν ὁ προ­ο­ρι­σμὸς τοὺς (βλ. Ἰωάν. στ’ 17). Ὅποιος ἔχει πάει στὴ Γαλι­λαία, μπο­ρεῖ νὰ κατα­λά­βει πόσο μακριὰ ὁδή­γη­σε ἡ καται­γί­δα τοὺς ἀπο­στό­λους. Ἢ Βηθ­σαϊ­δὰ κι ἡ Καπερ­να­οὺμ βρί­σκον­ται στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς λίμνης. Ὅταν οἱ μαθη­τὲς μπῆ­καν στὸ πλοῖο κάτω ἀπὸ τὴ Βηθ­σαϊ­δά, ἐκεῖ­νο ποὺ ἔπρε­πε νὰ κάνουν, ἦταν νὰ πλεύ­σουν κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς ὅμως γρά­φει πῶς ἡ καται­γί­δα τους παρέ­συ­ρε μέσον τῆς θαλάσ­σης. Ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς λίμνης θεά­θη­κε ὁ Ἰησοῦς νὰ περ­πα­τά­ει πάνω στὰ κύμα­τα. Ὅταν κόπα­σε ἡ καται­γί­δα, τὸ πλοῖο ἔπρε­πε νὰ ταξι­δέ­ψει πάλι πίσω, στὴν ἀκτὴ τῆς Καπερ­να­ούμ. ἢ Σύμ­φω­να μὲ το Ματ­θαῖο καί το Λου­κᾶ, φαί­νε­ται πῶς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πλοῖο ἀκο­λού­θη­σε τὸ συνη­θι­σμέ­νο δρό­μο, μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ ἀνέ­μου καὶ τὰ κου­πιά. Ἀπὸ τὴ διή­γη­ση τοῦ Ἰωάν­νη ὅμως μπο­ροῦ­με νὰ συμ­πε­ρά­νου­με πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφε­ρε τὸ πλοῖο στὴν ἀκτή, μὲ τὴν ἀκα­τα­νί­κη­τη δύνα­μή Του. Γρά­φει ὁ Ἰωάν­νης: «καὶ εὐθέ­ως τὸ πλοῖ­ον ἐγέ­νε­το ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἢν ὑπῆ­γον» (Ἰωάν. στ’ 17).

Δὲν ὑπάρ­χει καμιὰ ἀντί­φα­ση στὶς διη­γή­σεις τῶν εὐαγ­γε­λι­στῶν ἐδῶ. Ἐκεῖ­νος ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τά­ει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ γαλη­νέ­ψει τοὺς ἀνέ­μους καὶ τὴν καται­γί­δα μὲ τὰ λόγια καὶ τίς σκέ­ψεις Του, μπο­ροῦ­σε ἂν τὸ ἤθε­λε, μὲ τὴ σκέ­ψη Του μόνο νὰ μετα­φέ­ρει σὲ μιὰ στιγ­μὴ τὸ πλοῖο στὸ λιμά­νι. Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα ποὺ ἔχουν ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάν­νη, εἶναι πῶς ὅταν ὁ Κύριος ἔρχε­ται νὰ κατοι­κή­σει μέσα μας, ἐμεῖς νιώ­θου­με σὰ νὰ βρι­σκό­μα­στε στὴ Βασι­λεία τῶν Οὐρα­νῶν, ὅπως σὲ ἀσφα­λὲς λιμά­νι, ἐκεῖ ποὺ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας δὲν κλυ­δω­νί­ζε­ται οὔτε ἀπὸ καται­γί­δες οὔτε ἀπὸ ἀνέ­μους. Ἄν ἔπει­τα πρέ­πει νὰ ἐξα­κο­λου­θή­σου­με νὰ περ­πα­τᾶ­με στὴ γῆ δὲν τὸ νιώ­θου­με αὐτό, για­τί τώρα ἡ ψυχὴ κι ἡ καρ­διὰ μᾶς ζοὺν σ’ ἕναν ἄλλο καλ­λί­τε­ρο κόσμο, ἐκεῖ ποὺ βασι­λεύ­ει ὁ Βασι­λιᾶς Χρι­στός. Στὴ δική του νίκη βλέ­που­με μὲ εὐφρο­σύ­νη τὴ δική μας νίκη.

Νικη­τὴς ἐνάν­τια σὲ κάθε κακὸ εἶναι ὁ Χρι­στός. Δὲν ἐπι­τρέ­πει ὁ ἴδιος νὰ τὸν νική­σει κάποιο κακό. Ἐμεῖς λοι­πὸν πρέ­πει νὰ κατα­φεύ­γου­με κάτω ἀπὸ τίς σωστι­κὲς φτε­ροῦ­γες Του, ἐκεῖ ποὺ δέ θὰ συναν­τή­σου­με οὔτε καται­γί­δες οὔτε ἀνέ­μους οὔτε φαν­τά­σμα­τα, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στε­ναγ­μός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτε­λεύ­τη­τος». Ἐκεῖ θὰ βροῦ­με ὅλα τ’ ἀγα­θὰ πλού­σια, αἰώ­νια, ποὺ δὲν τὰ κατα­στρέ­φει οὔτε ὁ σκό­ρος οὔτε ἡ σκου­ριά. Ἐκεῖ θὰ δοξο­λο­γοῦ­με μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέ­λους καὶ τοὺς ἁγί­ους τὰ νικη­φό­ρα ἔργα τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ τὴ μεγα­λο­σύ­νη τους δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κατα­νο­ή­σου­με στὴν περιο­ρι­σμέ­νη προ­ο­πτι­κὴ τῆς πρό­σκαι­ρης ζωῆς μας. Ἐκεῖ θὰ μᾶς ἀπο­κα­λυ­φτοῦν ὅλα καὶ τότε θὰ εὔφθραν­θοῦ­με. Κι ἡ χαρὰ μᾶς αὐτὴ δὲ θὰ ἔχει τέλος. Γι’ αὐτὸ πρέ­πει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρ­χο Πατέ­ρα Του καὶ τὸ Πανά­γιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὀλι­γό­πι­στοι

«Εὐθέ­ως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτεί­νας τὴν χεῖ­ρα ἐπε­λά­βε­το αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτω: Ὀλι­γό­πι­στε! εἰς τί ἐδί­στα­σας;» (Ματθ. 14, 31)

ΕΙΠΑΜΕ, ἀγα­πη­τοί μας, εἴπα­με καὶ ἄλλο­τε γιὰ τὴ λίμνη τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ, ὅπου χύνε­ται ὁ Ἰορ­δά­νης. Ἀπὸ τὰ γύρῳ,γύρω χωριά της ὁ Χρι­στὸς πῆρε τοὺς πρώ­τους μαθη­τές του. Στὴν Καπερ­να­ούμ, ποὺ ἦταν ἡ μεγα­λύ­τε­ρη πόλη τῆς περιο­χῆς, συχνὰ ἔμε­νε ὁ Χρι­στός. Ἀπό ‘κεὶ ξεκι­νοῦ­σε καὶ πήγαι­νε στὰ διά­φο­ρα χωριά. Μέσο συγ­κοι­νω­νί­ας ἦταν οἱ βᾶρ­κες τῶν ψαρά­δων. Οἱ ψαρᾶ­δες ἀγα­ποῦ­σαν τόσο πολὺ τὸ Χρι­στό, ὥστε χαρά τους ἦταν νὰ τὸν παίρ­νουν στὶς βᾶρ­κες τους καὶ νὰ τὸν μετα­φέ­ρουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθη­τές του ὅπου ἤθε­λε. Πολ­λὲς φορὲς ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν ἱερή του συνο­δεία, τοὺς μαθη­τές, ταξί­δευαν στὴ λίμνη αὐτή. Ταξί­δευαν ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ οἰκο­γέ­νεια. Ἦταν ἡ πιὸ ἱερὴ οἰκο­γέ­νεια ποὺ γνώ­ρι­σε ποτὲ ὁ κόσμος.

Ὅπου ὁ Χρι­στός, ἐκεῖ καὶ οἱ μαθη­ταί. Ἀχώ­ρι­στη συν­τρο­φιά. Ἀλλὰ μιὰ φορὰ ὁ Χρι­στός, γιὰ νὰ δοκι­μά­σῃ τὴν πίστη τῶν μαθη­τῶν, τοὺς ἄφη­σε νὰ ταξι­δέ­ψουν χωρὶς αὐτόν. Βέβαια οἱ μαθη­ταὶ δὲν τὸ ἤθε­λαν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἤθε­λε ἐκεῖ­νος, δὲν μπο­ροῦ­σαν παρὰ νὰ ὑπα­κού­σουν. Ἔτσι ὁ Χρι­στὸς ἔμει­νε στὴν ξηρά, ἀνέ­βη­κε σ’ ἕνα βου­νό, κ’ ἐκεῖ ἔμει­νε ὅλη τὴ νύχτα καὶ προ­σευ­χό­ταν. Προ­σευ­χό­ταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἰδιαι­τέ­ρως προ­σευ­χό­ταν γιὰ τοὺς μαθη­τάς του.

Οἱ μαθη­ταὶ ταξί­δευαν στὴ θάλασ­σα. Ἡ θάλασ­σα ἦταν ἤρε­μη. Ἐνῶ ὅμως τὸ πλοῖο βρι­σκό­ταν στὴ μέση τῆς θαλάσ­σης, ἄρχι­σε νὰ φυσάη δυνα­τὸς ἄνε­μος. Ἡ θάλασ­σα ταρά­χτη­κε. Κύμα­τα ἄγρια σηκώ­θη­καν. Οἱ μαθη­ταὶ ὅλη τὴ νύχτα πάλευαν μὲ τὴ θάλασ­σα. Εἶχαν περά­σει τὰ μεσά­νυ­χτα. Πλη­σί­α­ζε πιὰ νὰ δια­λυ­θῇ τὸ σκο­τά­δι τῆς νύχτας, ὅταν πάνω στ’ ἀγριε­μέ­να κύμα­τα φάνη­κε νὰ περ­πα­τᾷς κάποιος. Σὰν φάν­τα­σμα φαι­νό­ταν. Οἱ μαθη­ταὶ τρό­μα­ξαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν τρο­μά­ξουν; Εἶνε δυνα­τὸν ἄνθρω­πος νὰ περ­πα­τάη πάνω στὰ κύμα­τα; Ἀπό το φόβο τους ἄρχι­σαν νὰ φωνά­ζουν. Τότε ἀκοῦ­νε μιὰ φωνή: «Θαρ­σεῖ­τε, ἐγὼ εἶμι μὴ φοβεῖ­σθε». Ἔχε­τε θάρ­ρος, μὴν τρο­μά­ζε­τε, ἐγὼ εἶμαι, εἶπε ὁ Χρι­στὸς (Ματθ. 14, 27).

Ὁ Πέτρος, ἅμα ἄκου­σε τὴ φωνή, λέει «Κύριε, ἂν εἶσαι σύ, διά­τα­ξέ μὲ νὰ περ­πα­τή­σω πάνω στὰ κύμα­τα καὶ νὰ ἔρθω κον­τά σου». Ὁ Χρι­στὸς του τὸ ἐπέ­τρε­ψε. Κι ὁ Πέτρος κατε­βαί­νει ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἀρχί­ζει νὰ περ­πα­τάη πάνω στὰ κύμα­τα. Περ­πα­τοῦ­σε ὁ Πέτρος στὴ θάλασ­σα καὶ συνε­χῶς πλη­σί­α­ζε. Κι ὅσο πλη­σί­α­ζε ἔβλε­πε τὸ Χρι­στὸ πιὸ καθα­ρά, καὶ ἡ καρ­διά του γέμι­ζε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλ­λί­α­σι. Ἀλλὰ σὲ κάποια στιγ­μὴ καὶ Πέτρος ἔρρι­ξε μιὰ ματιὰ στὴ θάλασ­σα, καὶ βλέ­πον­τάς την ἀγριε­μέ­νη τὰ ἔχα­σε. Τὰ πόδια του δὲν πατοῦ­σαν πιὰ ὅπως πρῶ­τα. Ἄρχι­σε νὰ βυθί­ζε­ται. Ἡ θάλασ­σα ἦταν ἕτοι­μη νὰ τὸν κατα­πιή. Τότε ὁ Πέτρος τρό­μα­ξε καὶ μὲ δυνα­τὴ φωνὴ λέει: «Κύριε, σώσόν με». Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἅπλω­σε τὸ χέρι του, ἔπια­σε τὸν Πέτρο, καὶ τοῦ λέει: «Ὀλι­γό­πι­στε! εἰς τί ἐδί­στα­σας;». Σὲ λίγο ὁ Χρι­στὸς μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἀνέ­βη­καν στὸ πλοῖο, καὶ μόλις ὁ Χρι­στὸς πάτη­σε τὸ πόδι του στὸ πλοῖο, ὁ ἄνε­μος στα­μά­τη­σε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα στὸ πλοῖο ἦρθαν καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σαν λέγον­τας «Εἶσαι ἀλη­θι­νὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ!» (Ματθ. 14, 2833).

Ὁ Πέτρος στὴν προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση ἔδει­ξε ὀλι­γο­πι­στία. Δὲν θὰ ἔπρε­πε ὅμως νὰ δεί­ξῃ. Ἀφοῦ ὁ Χρι­στὸς ἦταν κον­τά τους, τί εἶχε νὰ φοβη­θῇ; Τὸ Χρι­στὸ ἔπρε­πε νὰ βλέ­πῃ, καὶ ὄχι τὴν ἀγριε­μέ­νη θάλασ­σα. Καὶ ὅσο εἶχε τὰ μάτια του προ­ση­λω­μέ­να στὸ Χρι­στό, δὲν αἰσθα­νό­ταν κανέ­να φόβο, καμ­μιὰ ἀνη­συ­χία. Ἦταν ἀσφα­λής. Ἀλλὰ μόλις ἔπα­ψε νὰ κοι­τά­ζῃ τὸ Χρι­στὸ κι ἄρχι­σε νὰ κοι­τά­ζῃ τὰ κύμα­τα, τρό­μα­ξε, ἔχα­σε τὴν ἰσορ­ρο­πία του καὶ κιν­δύ­νε­ψε νὰ πνι­γῇ μέσα στὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης. Δίκαια ὁ Χρι­στὸς τὸν παρα­τή­ρη­σε καὶ τὸν ἤλεγ­ξε.

Ἀλλ’ ἐκεῖ­νο ποὺ ἔπα­θε ὁ Πέτρος κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ πάθου­με καὶ ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί. Για­τί κ’ ἐμεῖς ταξι­δεύ­ου­με μέσα σὲ μιὰ θάλασ­σα, ποὺ εἶνε χει­ρό­τε­ρη ἀπὸ κάθε ἄλλη θάλασ­σα. Θάλασ­σα, ποὺ σηκώ­νει πελώ­ρια καὶ ἄγρια κύμα­τα. Θάλασ­σα, ποὺ ὄχι μόνο βαρ­κοῦ­λες, ἀλλὰ καὶ καρά­βια, καὶ μεγά­λα ὑπε­ρω­κε­ά­νεια συν­τρί­βει, καὶ πνί­γει τοὺς ἀνθρώ­πους. Θάλασ­σα, ποὺ κρύ­βει κάτω ἀπὸ τὰ νερά της ἐπι­κίν­δυ­να βρά­χια. Θάλασ­σα, ποὺ σπά­νια ἔχει γαλή­νη, ἐνῶ τίς περισ­σό­τε­ρες φορὲς εἶνε ἀγριε­μέ­νη. Ποιά εἶνε ἡ θάλασ­σα αὐτή; Εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ ζωὴ ποὺ ἀρχί­ζει μὲ τὴ γέν­νη­ση καὶ τελειώ­νει μὲ τὸ θάνα­το. Ἄχ αὐτὴ ἡ ζωή, πόσες θλί­ψεις, πόσα βάσα­να, πόσα μαρ­τύ­ρια δὲν ἔχει! Αὐτὰ εἶνε τὰ ἄγρια κύμα­τα, ποὺ χτυ­ποῦν τὸν ἄνθρω­πο ἀπ’ ὅλες τίς μεριές, καὶ ὁ ἄνθρω­πος ζαλί­ζε­ται, χάνει τὴν πίστη καὶ τὸ θάρ­ρος του καὶ σὰν τὸν Πέτρο κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πνι­γῇ μέσα στὰ μαῦ­ρα νερὰ τῆς ἀπελ­πι­σί­ας.

Νὰ μετρή­σου­με τώρα τίς θλί­ψεις, τὰ βάσα­να, τὰ μαρ­τύ­ρια τοῦ ἀνθρώ­που; Πιὸ εὔκο­λο εἶνε νὰ μετρή­σῃ κανεὶς τὰ κύμα­τα τῆς ἀγριε­μέ­νης θαλάσ­σης, παρὰ νὰ μετρή­σῃ τίς θλί­ψεις τῆς ἀνθρώ­πι­νης ζωῆς. Ὁ ἕνας θέλει νὰ δου­λέ­ψῃ, μὰ δου­λειὰ δὲν βρί­σκει. Ὁ ἄλλος δὲν πηγαί­νουν καλὰ οἱ δου­λειές του καὶ στε­νο­χω­ριέ­ται. Ὁ τρί­τος ἀρρώ­στη­σε καὶ εἶνε τώρα μόνος στὸ νοσο­κο­μεῖο. Ὁ τέταρ­τος ἔκα­νε γάμο, ἀλλὰ τί γάμο; ὁ σύν­τρο­φός του καθη­με­ρι­νῶς τὸν πλη­γώ­νει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Ὁ πέμ­πτος ἔχει παι­διὰ ἀνά­πο­δα. Ὁ ἕκτος ἔχει κορί­τσια ἀνύ­παν­τρα καὶ γαμ­πρὸς δὲν φαί­νε­ται. Ὁ ἕβδο­μος ὑπο­πτεύ­ε­ται ὅτι ἡ γυναῖ­κα του δὲν εἶνε τίμια. Ὁ ὄγδο­ος, ὅ,τι κέρ­δι­σε ἐπὶ χρό­νια πολ­λὰ στὰ ξένα, του τὰ ἔφα­γαν οἱ ἀπα­τε­ῶ­νες συγ­γε­νεῖς του. Ὁ ἔνα­τος ἔχει παι­διὰ στὰ ξένα, μὰ ἕνα γράμ­μα δὲν τοῦ στέλ­νουν. Ὁ δέκα­τος πέθα­ναν ὅλοι οἱ συγ­γε­νεῖς του, ἔμει­νε μόνος, καὶ δὲν ἔχει κανέ­να στὸν κόσμο νὰ τὸν κοι­τά­ξῃ. Ὁ ἑνδέ­κα­τος εἶνε στὴ φυλα­κή, ὄχι για­τί ἔκα­νε κανέ­να ἔγκλη­μα, ἀλλὰ για­τί κακοὶ ἄνθρω­ποι πῆγαν στὸ δικα­στή­ριο καὶ ἔδω­σαν ψεύ­τι­κο ὅρκο καὶ τὸν κατη­γό­ρη­σαν ἄδι­κα. Ὁ δωδέ­κα­τος… μὰ δὲν ἔχουν τέλος οἱ θλί­ψεις τῶν ἀνθρώ­πων.

Ὑπάρ­χουν ψυχὲς ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Θεὸ καὶ δὲν λυγί­ζουν ἀπὸ τίς διά­φο­ρες θλί­ψεις τῆς ζωῆς. Γνώ­ρι­σα στὴν Ἀθή­να ἕνα τέτοιο ἄνθρω­πο. Μέσα σ’ ἕνα χρό­νο τὸν βρῆ­καν πολ­λὲς θλί­ψεις καὶ βάσα­να. Τὰ μάτια του ἔπα­θαν καταρ­ρά­κτη καὶ δὲν ἔβλε­παν. Ἔκα­νε ἐγχεί­ρη­ση καὶ μόλις βλέ­πει μὲ τὸ ἕνα μάτι. Μόλις βγῆ­κε ἀπὸ τὸ νοσο­κο­μεῖο, τὸν πιά­νει ἕνας πόνος στὰ νεφρά, τὸν ρίχνει στὸ κρε­βά­τι, πηγαί­νει πάλι στὸ νοσο­κο­μεῖο καὶ σώζε­ται μὲ ὀδυ­νη­ρὴ ἐγχεί­ρη­ση. Βγαί­νει ἀπὸ τὸ νοσο­κο­μεῖο, πάει στὸ σπί­τι του, μὰ δὲν περ­νά­ει μιὰ βδο­μά­δα καὶ ἀρρω­σταί­νει ἡ γυναῖ­κα του. Ἡ ἀρρώ­στια της καρ­κί­νος. Μόλις σώζε­ται μὲ μιὰ πολὺ ὀδυ­νη­ρὴ ἐγχεί­ρη­ση. Ἀλλὰ μόλις ἐπι­στρέ­φει ἡ γυναῖ­κα του στὸ σπί­τι, τὸ μεγα­λύ­τε­ρό του κορί­τσι προ­σβάλ­λε­ται ἀπὸ περι­πνευ­μο­νία καὶ κιν­δύ­νε­ψε. Θλῖ­ψις ἢ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη. Τί νομί­ζε­τε, ἔχα­σε ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς τὸ θάρ­ρος του; Λύγι­σε; Γόγ­γυ­σε; Βλα­στή­μη­σε; Ὄχι. Ἀπὸ τὸ στό­μα τοῦ εὐλο­γη­μέ­νου αὐτοῦ ἀνθρώ­που δὲν βγῆ­κε καμ­μιὰ λέξι γογ­γυ­σμοῦ καὶ ἀπελ­πι­σί­ας. Ἡ πίστι του βρά­χος. Δοξά­ζει τὸ Θεό, καὶ παρα­κα­λεῖ νὰ τοῦ δίνῃ πίστι καὶ ὑπο­μο­νὴ μέχρι τέλους.

Ἀλλὰ πόσοι ἔχουν τέτοια πίστι; Σπά­νιοι εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί. Οἱ πολ­λοὶ εἶνε ὀλι­γό­πι­στοι. Μοιά­ζουν μὲ τὸν Πέτρο τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Κλο­νί­ζον­ται βλέ­πον­τας τὰ κύμα­τα, τίς θλί­ψεις τῆς ζωῆς. Ὁ Χρι­στὸς ὅμως, ποὺ εἶνε γεμά­τoς ἀγά­πη καὶ στορ­γὴ στὰ πλά­σμα­τά του, δέν τοὺς ἀφή­νει μόνους νὰ παλεύ­ουν. Μὲ χίλιους δυὸ τρό­πους τους παρη­γο­ρεῖ καὶ τοὺς ἐνι­σχύ­ει. Ἁπλώ­νει τὸ παν­το­δύ­να­μο χέρι του καὶ τοὺς σώζει τὴν τελευ­ταία στιγ­μὴ ἀπὸ τοὺς δια­φό­ρους κιν­δύ­νους. Ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς, βλέ­πουν τὸ Χρι­στὸ καὶ σήμε­ρα νὰ περ­πα­τάω πάνω στὰ κύμα­τα καὶ τὸν ἀκοῦ­νε νὰ λέη «Όλι­γό­πι­στε! εἰς τί ἐδί­στα­σας;» (Ματθ. 14, 31).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek