ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΙΔ’ 22 - 34)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
22Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. 23καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. 24τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. 25τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. 26καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 28ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· 29ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. 30βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. 31εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; 32καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. 33οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
22 Και αμέσως ο Ιησούς ηνάγκασε τους μαθητάς να εισέλθουν στο πλοίον και να πάνε προ αυτού στο απέναντι μέρος, μέχρις ότου αυτός απολύση τα πλήθη του λαού. (Τούτο δε το έκαμε δια να μη παρασυρθούν και οι μαθηταί από τον άκριτον ενθουσιασμόν των ανθρώπων αυτών, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλέα). 23 Αφού δε διέλυσε τα πλήθη, ανέβη στο όρος, δια να προσευχηθή μόνος και απερίσπαστος. Οταν δε άρχισε να νυκτώνη, ήτο μόνος. 24 —Το δε πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και εταλαιπωρείτο πολύ από τα κύματα, διότι ήτο αντίθετος ο άνεμος. 25 Κατά δε τα χαράματα, το τέταρτον τρίωρον της νυκτός, κατά τον χρόνον που η τετάρτη βάρδια των φρουρών ανελάμβανε υπηρεσίαν, ήλθεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν. 26 Οταν δε τον είδαν οι μαθηταί να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, εταράχθησαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβον έκραξαν. 27 Αμέσως όμως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβείσθε”. 28 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Πετρος και είπε· “Κυριε, εάν είσαι συ, διάταξέ με να έλθω προς σε περιπατών επάνω εις τα νερά”. 29 Ο δε Κυριος του είπε· “έλα”. Κατέβηκε ο Πετρος από το πλοίον και επεριπάτησε επάνω εις τα νερά, δια να έλθη στον Ιησούν. 30 Οταν όμως είδε τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη, εκλονίσθη η πίστις του, ήρχισε να βυθίζεται και εφώναξε δυνατά λέγων· “Κυριε σώσε με”. 31 Αμεσως δε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε· ολιγόπιστε διατί εκλονίσθης εις την πίστιν και εδειλίασες;” 32 Οταν δε ανέβησαν στο πλοίον, έπαυσε ο άνεμος. 33 Οι μαθηταί, που ήσαν στο πλοίον, ήλθαν, εγονάτισαν με σεβασμόν προς αυτόν και είπαν· “αληθινά συ είσαι Υιός του Θεού”. 34 Και αφού διέσχισαν την θάλασσαν, ήλθαν εις την χώραν της Γεννησαρέτ.
22 Κι αμέσως ο Ιησούς, για να μη παρασυρθούν οι μαθητές του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να τον ανακηρύξει βασιλιά, τους ανάγκασε να μπουν στο πλοίο και να περάσουν πριν απ’ αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού. 23 Κι αφού διέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί μόνος του. Κι όταν βράδιασε καλά, ήταν μόνος του εκεί. 24 Το πλοίο όμως είχε προχωρήσει πλέον στη μέση της λίμνης και συνταρασσόταν από τα κύματα. Διότι ήταν αντίθετος ο άνεμος. 25 Και στο τελευταίο τρίωρο της νύχτας, όταν το τέταρτο τμήμα των σκοπών παραλαμβάνει τη στρατιωτική φρουρά, ο Ιησούς έφυγε απ’ το βουνό και ήλθε προς αυτούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα, σαν να ήταν η θάλασσα στεριά. 26 Όταν λοιπόν τον είδαν οι μαθητές να περπατάει πάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ότι αυτό που έβλεπαν είναι φάντασμα. Κι απ’ το φόβο τους έβγαλαν κραυγή. 27 Αμέσως όμως τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε: Έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε. 28 Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος: Κύριε, εάν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έλθω κοντά σου περπατώντας πάνω στα νερά. 29 Ο Κύριος του είπε: Έλα. Και τότε ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περπάτησε πάνω στα νερά για να έλθει κοντά στον Ιησού. 30 Αλλά όταν είδε τον αέρα πόσο δυνατός ήταν, κλονίστηκε η πίστη του και φοβήθηκε, και καθώς άρχισε να βουλιάζει, φώναξε δυνατά: Κύριε, σώσε με, διότι κινδυνεύω να πνιγώ. 31 Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε: Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες; 32 Κι όταν ο Χριστός και ο Πέτρος μπήκαν στο πλοίο, ησύχασε ο άνεμος. 33 Τότε όσοι ήταν στο πλοίο ήλθαν και τον προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια λέγοντας: Αληθινά, είσαι Υιός του Θεού. 34 Κι αφού πέρασαν απ’ το ένα μέρος της λίμνης στο άλλο, ήλθαν στη χώρα Γεννησαρέτ.
22 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε πρωτύτερα ἀπ᾽ αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος, γιὰ νὰ διαλύσῃ ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πλήθη. 23 Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος. Καὶ ὅταν βράδυασε, ἦταν ἐκεῖ μόνος. 24 Τὸ δὲ πλοῖο õθελε νὰ τὴν διαπομπεύσῃ, σκέφθηκεδη βρισκόταν στὸ μέσο τῆς λίμνης καὶ πάλευε μὲ τὰ κύματα, διότι ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος. 25 Κατὰ τὴν τετάρτη δὲ βάρδια τῆς νύχτας (ὥρα 3-6 ) πῆγε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατώντας πάνω στὴ λίμνη. 26 Καὶ ὅταν οἱ μαθηταὶ τὸν εἶδαν νὰ περιπατῆ πάνω στὴ λίμνη, ταράχθηκαν νομίζοντας ὅτι εἶναι φάντασμα, καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τουςἔβγαλαν κραυγή. 27 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς μίλησε λέγοντας: «Εχετε θάρρος! Ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβεῖσθε». 28 Τότε ὁ Πέτρος τοῦ μίλησε καὶ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν εἶσαι σύ, διάταξέ με νὰ ἔλθω σὲ σένα (περιπατώντας) πάνω στὰ νερά». 29 Ἀὐτὸς δὲ εἶπε: «Ελα». Τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περιπάτησε πάνω στὰ νερά, γιὰ νὰ πάῃ στὸν Ἰησοῦ. 30 Ἀλλὰ βλέποντας τὸν ἄνεμο ἰσχυρὸ φοβήθηκε, καὶ ἀρχίζοντας νὰ βυθίζεται φώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε: «Κύριε, σῶσε με!». 31 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸνἔπιασε καὶ τοῦ λέγει: «᾽Ὁλιγόπιστε! Γιατί φοβήθηκες;». 32 Καὶ ὅταν μπῆκαν στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος. 33 Καὶ ὅσοι ἦταν στὸ πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας: «Ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». 34 Ετσι, ἀφοῦ διαπεραιώθηκαν, ἦλθαν στὴν περιοχὴ τῆς Γεννησαρέτ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλουςκαὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος (:Και αμέσως ο Ιησούς, για να μην παρασυρθούν οι μαθητές Του από τον ενθουσιασμό του πλήθους που ήθελε να Τον ανακηρύξει βασιλιά [μετά από το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων] τους ανάγκασε να εισέλθουν στο πλοίο και να περάσουν πριν από Αυτόν στο απέναντι μέρος της λίμνης, ωσότου Αυτός διαλύσει τα πλήθη του λαού. Και αφού διέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος, για να προσευχηθεί μόνος και απερίσπαστος. Και όταν άρχισε να νυκτώνει, ήταν μόνος Του εκεί. Το πλοίο όμως βρισκόταν πλέον στο μέσο της λίμνης και κλυδωνιζόταν πολύ από τα κύματα, διότι ήταν αντίθετος ο άνεμος)»[Ματθ.14,22-27]·[ερμην. απόδοση Παν. Τρεμπέλα].
Για ποιον λόγο ανεβαίνει στο όρος; Για να μας διδάξει ότι είναι καλό πράγμα η ερημιά και η μόνωση όταν πρέπει να επικοινωνήσουμε με τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν βέβαια καταφεύγει συχνά στις ερήμους και εκεί πολλές φορές διανυκτερεύει προσευχόμενος για να μας διδάξει να επιδιώκουμε την απόλυτη ησυχία κατά την προσευχή και από τον χρόνο και από τον τόπο· διότι η έρημος είναι μητέρα της ησυχίας και τόπος γαλήνης και λιμάνι που μας απαλλάσσει από κάθε θόρυβο.
Και ο μεν Ιησούς για τον λόγο αυτόν ανέβαινε εκεί στο όρος, οι μαθητές Του όμως κλυδωνίζονται και πάλι από τη θαλασσοταραχή και υποφέρουν από την κακοκαιρία όπως και σε κάποια προηγούμενη φορά [πρβλ. Ματθ.8,23-27: «Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;(: Και όταν μπήκε στο πλοίο, Τον ακολούθησαν οι δώδεκα μαθητές Του. Και ιδού έγινε θύελλα ισχυρή, αναταραχή και τρικυμία μεγάλη στη θάλασσα, ώστε το πλοίο να σκεπάζεται από τα κύματα. Ο Ιησούς όμως κοιμόταν. Και προσήλθαν έντρομοι οι μαθητές κοντά Του και Τον ξύπνησαν λέγοντας· “Κύριε σώσε μας, χανόμαστε”. Και λέγει προς αυτούς: “Ω ολιγόπιστοι, γιατί είστε τόσο δειλοί;” Τότε, αφού σηκώθηκε όρθιος, διέταξε με εξουσία και αυστηρότητα και επέπληξε τους ανέμους και την θάλασσα και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη. Και οι άνθρωποι που είδαν και άκουσαν το καταπληκτικό αυτό γεγονός, θαύμασαν και έλεγαν με έκσταση· τι άνθρωπος είναι αυτός, αφού και οι άνεμοι και η θάλασσα υποτάσσονται σε αυτόν;’’)»].
Τότε όμως το είχαν πάθει αυτό έχοντας τον Ιησού μαζί τους μέσα στο πλοίο, ενώ τώρα ήσαν τελείως μόνοι τους· διότι ήρεμα και σιγά- σιγά τούς εισάγει και τους καθοδηγεί στα μεγάλα πνευματικά θέματα και στο να αντιμετωπίζουν τα πάντα με γενναιότητα. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν, όταν συνέβη για πρώτη φορά να κινδυνεύσουν, ήταν μεν παρών, αλλά όμως κοιμόταν, ώστε αμέσως να τους προσφέρει την βοήθειά Του. Τώρα όμως για να τους κάνει να δείξουν μεγαλύτερη υπομονή, δεν κάνει ούτε αυτό, αλλά φεύγει από κοντά τους και ενώ βρίσκονται στο μέσο της θαλάσσης, επιτρέπει να σηκωθεί η θαλασσοταραχή, ώστε να μην ελπίζουν από πουθενά να σωθούν, και όλη τη νύκτα τους αφήνει να θαλασσοδέρνονται, για να διεγείρει, κατά τη γνώμη μου, την καρδιά τους που ήταν πνευματικώς νεκρή, ευρισκόμενη ακόμη σε νάρκη· διότι τέτοιος είναι ο φόβος τον οποίο δημιουργεί η θαλασσοταραχή μαζί με τη νύκτα. Μαζί όμως με τη σύγχυση στην οποία τους άφησε για λίγο να βρίσκονται, αύξησε και την επιθυμία τους ακόμη περισσότερο για τον Ίδιο που και άλλη φορά τους είχε σώσει, καθώς επίσης και να Τον ενθυμούνται συνεχώς.
Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν παρουσιάστηκε αμέσως σε αυτούς· διότι λέγει: «Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης(:Και στο τελευταίο τρίωρο της νύχτας[δηλ. μεταξύ των ωρών 3-6 π.μ.], όταν το τέταρτο τμήμα των σκοπών παραλαμβάνει τη στρατιωτική φρουρά, ο Ιησούς έφυγε απ’ το βουνό και ήλθε προς αυτούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα, σαν να ήταν η θάλασσα στεριά)»[Ματθ.14,25], με σκοπό να τους διδάξει να μη ζητούν ταχεία απαλλαγή από τις συμφορές που τους βρίσκουν, αλλά να αντιμετωπίζουν τα δυσάρεστα γεγονότα με γενναιότητα.
Μόλις λοιπόν ήλπισαν ότι θα απαλλαγούν από τη θαλασσοταραχή, τότε και πάλι έγινε μεγαλύτερος ο φόβος τους. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν(:Όταν λοιπόν Τον είδαν οι μαθητές να περπατάει πάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ότι αυτό που έβλεπαν είναι φάντασμα. Και απ’ τον φόβο τους έβγαλαν κραυγή)»[Ματθ.14,26].Και πράγματι αυτό κάνει πάντοτε, όταν δηλαδή πρόκειται να τους απαλλάξει από τον φόβο και τη δοκιμασία, τότε επιτρέπει να περιπέσουν σε κάποια δυσκολότερη και φοβερότερη, πράγμα που βέβαια συνέβη και τότε· διότι μαζί με τη θαλασσοταραχή και η εμφάνιση του Κυρίου που περπατούσε επάνω στην τρικυμισμένη θάλασσα, τούς φόβισε πάρα πολύ και μάλιστα όχι λιγότερο από την τρικυμία. Για τον λόγο αυτόν ούτε το σκοτάδι διέλυσε, ούτε και τους φανερώθηκε αμέσως, για να τους εξασκήσει, όπως προανέφερα, με την παράταση αυτή του φόβου τους, και για να τους διδάξει να είναι καρτερικοί.
Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση του Ιώβ· διότι όταν επρόκειτο να τον ελευθερώσει από τον φόβο και τον πειρασμό, ακριβώς τότε επέτρεψε να γίνει χειρότερο το τέλος της συμφοράς του. Δεν εννοώ τον θάνατο των παιδιών του και τα λόγια της γυναίκας του, αλλά τους χλευασμούς των υπηρετών του και των φίλων του. Και όταν πάλι επρόκειτο να απαλλάξει τον Ιακώβ από τις ταλαιπωρίες του στην ξένη χώρα, επέτρεψε να δημιουργηθεί και να γίνει μεγάλος θόρυβος. Καθόσον ο πεθερός του, αφού τον συνέλαβε τον απειλούσε με θάνατο και ύστερα από εκείνον δεν άργησε να έλθει ο αδελφός του που παραλίγο να τον φόνευε[πρβλ. Γέν. κεφ.31-32]· διότι επειδή δεν είναι δυνατόν οι δίκαιοι να δοκιμάζονται και επί πολύ χρόνο και με μεγάλες δοκιμασίες, για τον λόγο αυτόν όταν πρόκειται να απαλλαγούν από τις δοκιμασίες, θέλοντας να τους ωφελήσει σε μεγαλύτερο βαθμό, αυξάνει τις δοκιμασίες. Πράγμα που έκανε και στην περίπτωση του Αβραάμ στέλνοντας σε αυτόν την τελευταία δοκιμασία, δηλαδή τη θυσία του παιδιού του[πρβ.Γέν.22,1 κ.ε.]· διότι με τον τρόπο αυτόν οι δυσβάστακτες δοκιμασίες γίνονται υποφερτές, όταν αποστέλλονται στο τέλος της δοκιμασίας, και είναι πλέον πολύ κοντά η απαλλαγή από αυτές. Το ίδιο λοιπόν και τότε έκανε ο Χριστός και δεν φανέρωσε προηγουμένως τον εαυτό Του, αλλά τότε μόνο, όταν οι μαθητές Τον φώναξαν δυνατά· διότι όσο περισσότερο μεγάλωνε η αγωνία τους, τόσο περισσότερο επιζητούσαν την παρουσία Του.
Στη συνέχεια, λέγει ο ευαγγελιστής, μόλις φώναξαν δυνατά, «εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε(:αμέσως όμως τους μίλησε ο Ιησούς και τους είπε: “Έχετε θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε”)»[Ματθ.14,27]. Τα λόγια αυτά διέλυσαν τον φόβο τους και τους έδωσαν θάρρος. Επειδή δηλαδή αρχικά δεν Τον ανεγνώρισαν όταν Τον είδαν, και εξαιτίας του παράδοξου βαδίσματός Του επάνω στην θάλασσα και εξαιτίας της ώρας που συνέβη αυτό, για τον λόγο αυτόν φανερώνει τον εαυτό Του σε αυτούς με τη φωνή Του.
Τι έκανε λοιπόν ο Πέτρος που ήταν ενθουσιώδης σε όλες του τις ενέργειες και πάντοτε εκδηλωνόταν πριν από τους άλλους μαθητές; «Κύριε», λέγει, «εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα(:Κύριε, εάν είσαι Εσύ, δώσε μου εντολή να έλθω κοντά Σου περπατώντας πάνω στα νερά)». Δεν Του είπε να προσευχηθεί και να παρακαλέσει τον Πατέρα Του, αλλά Του είπε: «Κέλευσον(:Δώσε εντολή)». Είδες πόσο μεγάλος ήταν ο ενθουσιασμός του; Πόσο μεγάλη η πίστη του; Μολονότι βέβαια πολλές φορές εξαιτίας αυτού του ενθουσιασμού του ζητούσε πράγματα που υπερέβαιναν το μέτρο.
Καθόσον και στην περίπτωση αυτήν ζήτησε πολύ μεγάλο πράγμα, αλλά αυτό το έκανε από αγάπη και μόνο και όχι προς επίδειξη· διότι δεν είπε «Πρόσταξέ με να βαδίσω επάνω στα ύδατα», αλλά τι; «Πρόσταξέ με να έλθω προς Εσένα»· διότι κανείς δεν αγαπούσε τόσο πολύ τον Ιησού. Το ίδιο έκανε και μετά την Ανάσταση· δεν θέλησε και τότε να πάει στον τάφο μαζί με τους άλλους μαθητές, αλλά έτρεξε να πάει πριν από αυτούς. Και δεν δείχνει με αυτό μόνο την αγάπη του, αλλά και την πίστη του· διότι δεν πίστεψε απλά και μόνο ότι ο Ιησούς μπορεί να περιπατεί επάνω στη θάλασσα, αλλά ότι και σε άλλους μπορεί να μεταδώσει αυτήν τη δυνατότητα. Η επιθυμία του λοιπόν είναι να βρεθεί πλησίον Του το ταχύτερο.
«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;(: Ο Κύριος τού είπε: “Έλα”. Και τότε ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περπάτησε πάνω στα νερά για να έλθει κοντά στον Ιησού. Όταν όμως είδε τον αέρα πόσο δυνατός ήταν, κλονίστηκε η πίστη του και φοβήθηκε, και καθώς άρχισε να βουλιάζει, φώναξε δυνατά: “Κύριε, σώσε με, διότι κινδυνεύω να πνιγώ”. Αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι Του, τον έπιασε και του είπε: “Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες;”)».[Ματθ. 14,28-31].
Αυτό το θαύμα είναι πιο παράδοξο από το προηγούμενο, και γι’ αυτό και γίνεται μετά από εκείνο. Αφού δηλαδή ο Ιησούς απέδειξε ότι είναι εξουσιαστής της θάλασσας, στη συνέχεια επιτελεί και το πιο αξιοθαύμαστο θαύμα· διότι τότε μεν, επιτίμησε μόνο τους ανέμους, τώρα όμως και ο Ίδιος βαδίζει επάνω στα ύδατα και σε άλλον παρέχει τη δυνατότητα να πράξει το ίδιο, πράγμα που εάν από την αρχή πρόσταζε να γίνει, οπωσδήποτε δεν θα το δεχόταν ο Πέτρος με τον ίδιο τρόπο επειδή δεν θα είχε ακόμη αποκτήσει τόση μεγάλη πίστη.
Γιατί όμως ο Χριστός το επέτρεψε να γίνει αυτό; Διότι, εάν του έλεγε ότι δεν μπορεί να βαδίσει επάνω στη θάλασσα, ο Πέτρος, επειδή ήταν ορμητικός, θα είχε αντιρρήσεις. Για τον λόγο αυτό τον πείθει με τα γεγονότα, ώστε στο μέλλον να είναι πιο σώφρονας. Αλλά και έτσι δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του πάνω στην επιφάνεια. Αφού λοιπόν, κατέβηκε από το πλοίο, κλυδωνίζεται, επειδή φοβήθηκε. Και τον κλυδωνισμό προκάλεσε η τρικυμία, τον φόβο όμως τον δημιούργησε ο άνεμος. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι: «Ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον(:Μετά λοιπόν από τη διαβεβαίωσή Του αυτή, οι μαθητές εκδήλωσαν πολλή σπουδή και προθυμία να Τον πάρουν πάνω στο πλοίο. Και μόλις Τον πήραν, αμέσως το πλοίο έφθασε θαυματουργικώς στη στεριά όπου κατευθυνόταν)»[Ιω.6,21]. Ώστε όταν επρόκειτο να προσεγγίσουν την ξηρά, τότε ο Ιησούς ανέβηκε στο πλοίο.
Αφού λοιπόν κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο, βάδιζε προς τον Ιησού, χαρούμενος όχι τόσο επειδή περπατούσε πάνω στη θάλασσα, αλλά επειδή ερχόταν κοντά στον Κύριο. Και ενώ είχε νικήσει το σπουδαιότερο, επρόκειτο να κακοπαθήσει από το μικρότερο, εννοώ την ορμή του αέρος και όχι τη θάλασσα. Πραγματικά τέτοια είναι η ανθρώπινη φύση, πολλές φορές, δηλαδή, επιτυγχάνει τα μεγάλα και αποτυγχάνει στα ελάχιστα. Όπως έγινε στον Ηλία με την Ιεζάβελ, τον Μωυσή με τον Αιγύπτιο και τον Δαυίδ με τη Βηρσαβεέ. Έτσι, λοιπόν, και ο Πέτρος. Ενώ ήταν ακόμη φοβισμένος, πήρε το θάρρος να πατήσει επάνω στα κύματα, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του ανέμου, αν και βρισκόταν κοντά στον Χριστό.
Έτσι, δεν τον ωφελεί καθόλου το ότι βρίσκεται κοντά στον Χριστό τοπικώς, εάν δεν είναι κοντά Του με την πίστη. Το γεγονός αυτό φανέρωνε και τη διαφορά μεταξύ του Διδασκάλου και του μαθητή και έδινε παρηγοριά και στους άλλους μαθητές· διότι εάν αγανάκτησαν για τους δύο αδελφούς που ζήτησαν τα πρωτεία, πολύ περισσότερο θα αγανάκτησαν εδώ, επειδή δεν είχαν λάβει το Άγιο Πνεύμα. Μετά την δωρεά του αγίου Πνεύματος, όμως, δεν συμπεριφέρονται έτσι· διότι σε κάθε περίπτωση παραχωρούν τα πρωτεία στον Πέτρο και στις ομιλίες προς τον λαό, αυτόν προβάλλουν, αν και ήταν ο πιο αμόρφωτος από τους άλλους.
Και γιατί δεν διέταξε ο Ιησούς τους ανέμους να σταματήσουν, αλλά άπλωσε ο Ίδιος το χέρι Του και τον έπιασε; Διότι χρειαζόταν και η πίστη του Πέτρου. Επειδή, όταν δεν γίνεται ό,τι εξαρτάται από εμάς, τότε παύει και η βοήθεια του Θεού. Για να του δείξει, λοιπόν, ότι δεν τον παρέσυρε η δύναμη του ανέμου, αλλά η δική του ολιγοπιστία, λέγει: «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;(:Ολιγόπιστε, γιατί κλονίστηκες στην πίστη και δείλιασες;)»[Ματθ.14,31]. Ώστε εάν δεν του έλειπε η πίστη, θα μπορούσε με ευκολία να αντιμετωπίσει και τον άνεμο. Για τον λόγο αυτόν, ακριβώς, αφού τον έπιασε από το χέρι, άφησε τον άνεμο να φυσά, για να του αποδείξει ότι καθόλου δεν μπορεί να τον βλάψει ο άνεμος, όταν η πίστη του είναι σταθερή και αμετακίνητη. Και όπως το μικρό πουλάκι, που προ ολίγου πέταξε από τη φωλιά του και κινδυνεύει να πέσει στη γη, το παίρνει στα φτερά της η μητέρα του και το επαναφέρει στη φωλιά, έτσι έκανε και ο Χριστός.
«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος(:Και όταν ο Χριστός και ο Πέτρος μπήκαν στο πλοίο, ησύχασε ο άνεμος)». Προηγουμένως, έλεγαν: «Τι άνθρωπος είναι αυτός, εφόσον και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουν σε αυτόν;» [Ματθ. 8,27]. Τώρα όμως δεν λέγουν τα ίδια. «Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ(:Οι μαθητές, που ήσαν στο πλοίο)», λέγει ο ευαγγελιστής, «ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ(:Ήλθαν και Τον προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια λέγοντας: “Αληθινά, είσαι Υιός του Θεού”)». Βλέπεις με ποιον τρόπο σιγά σιγά τους ανέβαζε υψηλότερα; Πραγματικά, από το γεγονός ότι βάδισε ο Ίδιος επάνω στη θάλασσα και από το ότι και σε άλλον έδωσε την εντολή να κάνει το ίδιο και τον έσωσε όταν κινδύνευσε, αυξήθηκε κατά πολύ η πίστη αυτών. Τότε, βέβαια, επιτίμησε τη θάλασσα, τώρα όμως, δεν την επιτιμά, αλλά με άλλον τρόπο αποδεικνύει περισσότερο τη δύναμή Του. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Αληθινά, είσαι Υιός του Θεού». Τι λοιπόν; Τους μάλωσε επειδή είπαν αυτόν τον λόγο; Όχι βέβαια, αλλά αντίθετα, και επιβεβαίωσε τους λόγους τους, με το να θεραπεύει με μεγαλύτερη εξουσία όσους ασθενείς βρίσκονταν κοντά Του και όχι όπως προηγουμένως.
«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν(:Και αφού πέρασαν απ’ το ένα μέρος της λίμνης στο άλλο, ήλθαν στη χώρα Γεννησαρέτ. Όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου Τον αντιλήφθηκαν, έστειλαν απεσταλμένους σε όλη την περιφέρεια εκείνη για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της για την άφιξή Του, και Του έφεραν όλους τους ασθενείς Και Τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να αγγίξουν μόνο την άκρη του εξωτερικού Του ενδύματος. Και όσοι Τον άγγιξαν, θεραπεύτηκαν τελείως)».[Ματθ.14,34-36].
Πραγματικά, δεν πήγαιναν κοντά Του, όπως προηγουμένως, που Τον καλούσαν στα σπίτια και ζητούσαν να αγγίξει με το χέρι Του τους ασθενείς και να δώσει εντολή για τη θεραπεία· τώρα Τον πλησιάζουν με υψηλότερο φρόνημα και με μεγαλύτερη ευσέβεια και με μεγαλύτερη πίστη ζητούν και επιτυγχάνουν τη θεραπεία· διότι η αιμορροούσα γυναίκα που με βαθιά πίστη είχε αναζητήσει τη θεραπεία της απλά και μόνο με το άγγιγμα του ενδύματός Του, τους δίδαξε όλους να φιλοσοφούν.
Για να δείξει επίσης ο ευαγγελιστής ότι για πολύ χρόνο παρέμεινε στα μέρη εκείνα λέγει ότι «Όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου Τον αντιλήφθηκαν έστειλαν απεσταλμένους σε όλη την περιοχή εκείνη για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της περί της αφίξεώς Του και Του έφεραν όλους τους ασθενείς». Και όμως, η μακρά παραμονή Του σε αυτούς όχι μόνο δεν παρέλυσε την πίστη τους, αλλά την έκανε μεγαλύτερη και την κράτησε σε ακμή.
Ας αγγίξουμε λοιπόν και εμείς το άκρο του ενδύματός Του. Ή μάλλον, εάν θέλουμε, Τον έχουμε ολόκληρο κοντά μας· διότι και το σώμα Του έχει παρατεθεί τώρα μπροστά μας. Όχι μόνο το ένδυμα, αλλά και το σώμα. Όχι να το αγγίξουμε μόνο, αλλά να το φάγουμε και να χορτάσουμε. Για τον λόγο αυτόν ας Τον πλησιάσουμε με πίστη, καθένας μας που υποφέρει από κάποια ασθένεια· διότι εάν εκείνοι, που άγγιξαν το άκρο του ενδύματός Του, πήραν τόσο μεγάλη δύναμη, πόση θα λάβουμε εμείς που Τον έχουμε ολόκληρο;
Αλλά το να πλησιάσουμε τον Χριστό με πίστη, δεν σημαίνει να λάβουμε μόνο τη Θεία Κοινωνία, αλλά να τη δεχτούμε με καθαρή την καρδιά και να βρισκόμαστε σε τέτοια ψυχική διάθεση, σαν να βαδίζουμε προς τον Ίδιο τον Χριστό. Διότι, τι σημασία έχει, αν δεν ακούμε τη φωνή Του; Βλέπεις τον Ίδιο να σου προσφέρεται. Ή μάλλον ακούς και τη φωνή Του, αφού σου ομιλεί διαμέσου των ευαγγελιστών. Πιστέψτε λοιπόν ότι και τώρα εκείνο το δείπνο γίνεται στο οποίο και ο Ίδιος παρευρισκόταν· διότι αυτό δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνο. Ούτε βέβαια, αυτό μεν το παραθέτει άνθρωπος, ενώ εκείνο ο Κύριος, αλλά και το ένα και το άλλο το παρασκευάζει ο Ιησούς. Συνεπώς, όταν θα δεις τον ιερέα να σου το προσφέρει, να μην έχεις τη γνώμη ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά να πιστεύεις ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού· διότι όπως όταν βαπτίζεσαι, δεν είναι ο ιερέας που σε βαπτίζει, αλλά ο Θεός που σου αγγίζει το κεφάλι με αόρατη δύναμη, και ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κανείς άλλος δεν τολμά να πλησιάσει και να σε αγγίξει, κατά όμοιο τρόπο και τώρα.
Πραγματικά, όταν ο Θεός αναγεννά κάποιον, η δωρεά είναι αποκλειστικά και μόνο του Θεού. Δεν βλέπεις εκείνους που υιοθετούν εδώ στη γη ότι δεν αναθέτουν τη διαδικασία της υιοθεσίας στους δούλους τους, αλλά προσέρχονται οι ίδιοι στο δικαστήριο; Κατά όμοιο τρόπο και ο Θεός δεν ανέθεσε στους αγγέλους τη διαχείριση της δωρεάς Του, αλλά παρευρίσκεται ο Ίδιος και μας συμβουλεύει και μας λέγει: «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς(:Και κανέναν επάνω στη γη να μην τον ονομάσετε πατέρα σας με κύρος και εξουσία απεριόριστη και απόλυτη· διότι ένας είναι ο Πατέρας σας, Εκείνος που είναι στους ουρανούς)»[Ματθ.23,9]. Και το λέγει αυτό όχι για να μην αποδίδεις τις πρέπουσες τιμές στους γονείς σου, αλλά για να θέσεις επάνω από όλα Εκείνον που σε δημιούργησε και σε συμπεριέλαβε στα παιδιά Του· διότι εκείνος που έδωσε το σπουδαιότερο, δηλαδή προσέφερε θυσία τον εαυτό Του, πολύ περισσότερο δεν θα απαξιώσει να σου δώσει και το σώμα Του.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, ιερείς και όλοι οι υπόλοιποι Χριστιανοί, πόσο μεγάλη δωρεά λάβαμε. Ας το ακούσουμε και ας νιώσουμε φρίκη. Μας έδωσε το δικαίωμα να χορτάσουμε με τις αγίες Του σάρκες, πρόσφερε τον ίδιο τον εαυτό Του να θυσιαστεί. Ποια απολογία θα έχουμε, όταν ενώ τρεφόμαστε με την τροφή αυτού του είδους διαπράττουμε τόσο μεγάλες αμαρτίες; Όταν, ενώ τρώγουμε αμνό, γινόμαστε λύκοι; Όταν ενώ τρώγουμε πρόβατο, αρπάζουμε όπως οι λέοντες; Διότι το μυστήριο αυτό μάς δίνει εντολή όχι μόνο να είμαστε τελείως καθαροί από αρπαγή, αλλά και από την απλή έχθρα· διότι το μυστήριο αυτό είναι μυστήριο ειρήνης. Δεν επιτρέπει να το ανταλλάσουμε με χρήματα. Πραγματικά, εάν ο Κύριος δεν λυπήθηκε τον εαυτό Του για εμάς, ποιας τιμωρίας είμαστε άξιοι εμείς, όταν ενδιαφερόμαστε για τα χρήματα και αδιαφορούμε για την ψυχή μας, χάριν της οποίας ο Ιησούς θυσίασε τον εαυτό Του; Στους μεν Ιουδαίους ο Θεός καθόρισε τις ετήσιες εορτές για να θυμούνται τις ευεργεσίες που τους έκανε, ενώ εσένα σου τις υπενθυμίζουν κάθε ημέρα, όπως μπορεί να πει κανείς, τα μυστήρια αυτά.
Συνεπώς, να μην ντρέπεσαι τον σταυρό· διότι αυτά είναι για εμάς τα άξια σεβασμού, αυτά είναι τα μυστήριά μας. Με αυτό το δώρο κοσμούμαστε, με αυτό δοξαζόμαστε. Και αν πω ότι ο Θεός εξέτεινε τον ουρανό, άπλωσε τη γη και τη θάλασσα και απέστειλε τους αγγέλους, δεν θα πω τίποτε το ισάξιο με αυτό· διότι αυτό είναι το αποκορύφωμα όλων των αγαθών, ότι δηλαδή, ο Θεός προσέφερε τον ίδιο τον Υιό Του, για να σώσει τους δούλους Του που απομακρύνθηκαν από κοντά Του.
Γι’ αυτό ας μην πλησιάζει στην τράπεζα αυτήν κανένας Ιούδας, κανένας Σίμων μάγος[αυτός είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει από τον Απόστολο Πέτρο το αποστολικό χάρισμα της μεταδόσεως των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και να εμπορευτεί τη Θεία Χάρη, προκειμένου να κερδίσει χρήματα: βλ. Πράξ.8,9-25 εξ.]· διότι και οι δύο χάθηκαν από τη φιλαργυρία τους. Ας αποφύγουμε λοιπόν το βάραθρο αυτό και ας μην νομίζουμε ότι είναι αρκετό για τη σωτηρία μας, το να προσφέρουμε δηλαδή στην Αγία Τράπεζα χρυσό και στολισμένο με πολύτιμους λίθους ποτήριο, ενώ από την άλλη απογυμνώνουμε χήρες και ορφανά με την τρομερή φιλαργυρία μας. Εάν όμως θέλεις να τιμήσεις τη θυσία του Υιού του Θεού, να προσφέρεις την ψυχή σου, για την οποία θυσιάστηκε ο Χριστός. Αυτήν να κάνεις χρυσή. Εάν αυτή, όμως, είναι χειρότερη από το μολύβι και από το όστρακο, ποια είναι η ωφέλεια, και αν ακόμη το σκεύος είναι από χρυσό;
Ώστε ας μη φροντίζουμε μόνο το πώς θα προσφέρουμε στην εκκλησία χρυσά σκεύη, αλλά το πώς η προσφορά μας θα προέρχεται από δίκαιους κόπους και πλούτη· διότι εκείνες οι προσφορές είναι πιο πολύτιμες και από το χρυσάφι, οι οποίες δεν είναι προϊόντα πλεονεξίας. Δεν είναι βέβαια χρυσοχοείο, ούτε αργυροκοπείο η εκκλησία, αλλά πανήγυρη αγγέλων. Για τον λόγο αυτό και ψυχές χρειαζόμαστε αγαθές· διότι και ο Θεός για τις ψυχές τα προσφέρει όλα αυτά. Δεν ήταν, βέβαια, αργυρή τότε η τράπεζα εκείνη, ούτε το ποτήριο χρυσό, με το οποίο έδωσε ο Χριστός το Αίμα Του στους μαθητές Του. Αλλά ήσαν τίμια και φρικτά εκείνα, επειδή ήσαν πλήρη από το Άγιο Πνεύμα.
Θέλεις να το τιμήσεις το σώμα του Χριστού; Να μην αδιαφορήσεις όταν είναι γυμνός. Ούτε να Τον τιμήσεις εδώ στον ναό με μεταξωτά ενδύματα, και έξω να Τον περιφρονήσεις, όταν θα βασανίζεται από το ψύχος και τη γυμνότητα· διότι εκείνος που είπε «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου(:λάβετε και φάτε· αυτό είναι το Σώμα μου)»[Ματθ.26,26] και επιβεβαίωσε με τον λόγο Του το πράγμα, ο Ίδιος θα πει: « Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με(:Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε λίγο νερό να πιω)»[Ματθ.25,42] και «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε(:Αληθινά σας λέω, καθετί που δεν κάνατε σε έναν απ’ αυτούς που ο κόσμος θεωρούσε πολύ μικρούς, ούτε σε μένα το κάνατε)»[Ματθ.25,45]. Το σώμα Του λοιπόν, δεν χρειάζεται ενδύματα, αλλά καθαρή ψυχή, και η καθαρή ψυχή απαιτεί μεγάλη φροντίδα.
Ας μάθουμε, λοιπόν, να φιλοσοφούμε και να τιμάμε τον Χριστό, όπως Αυτός θέλει· διότι για εκείνον που τιμάται η πιο ευχάριστη τιμή είναι εκείνη που ο Ίδιος επιθυμεί και όχι εκείνη που εμείς νομίζουμε ότι επιζητεί. Επειδή και ο Πέτρος νόμιζε ότι τιμά τον Χριστό με το να Τον εμποδίσει να νίψει τα πόδια των μαθητών. Η πράξη του όμως δεν ήταν τιμή, αλλά τελείως το αντίθετο. Έτσι και εσύ να τιμάς τον Ιησού με την τιμή που ο Ίδιος καθόρισε, δηλαδή, με το να ξοδεύεις τα πλούτη σου στους πτωχούς. Πραγματικά, ο Θεός δεν χρειάζεται χρυσά σκεύη, αλλά ψυχές χρυσές.
Και αυτά τα λέω όχι για να σας εμποδίσω να κατασκευάζετε αφιερώματα χρυσά στον Θεό, αλλά τα λέγω, επειδή έχω την αξίωση μαζί με αυτά, και μάλιστα πριν από αυτά, να κάνετε ελεημοσύνη· διότι ο Θεός τα δέχεται αυτά, αλλά πολύ περισσότερο δέχεται τα έργα της ελεημοσύνης. Πραγματικά, με τα αφιερώματα στους ναούς θα ωφεληθεί μόνο αυτός που προσφέρει, ενώ με την ελεημοσύνη ωφελείται και αυτός που τη λαμβάνει. Στην πρώτη περίπτωση πιθανόν να θεωρηθεί ότι η προσφορά είναι αφορμή φιλοδοξίας, ενώ στη δεύτερη το παν προέρχεται από την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία· διότι ποια η ωφέλεια, όταν η τράπεζα του Χριστού είναι γεμάτη από χρυσά ποτήρια, ενώ ο Ίδιος πεθαίνει από την πείνα;
Πρώτα να χορτάσεις αυτόν που πεινά, και ύστερα στόλισε και την τράπεζά του με αφθονία. Φτιάχνεις χρυσό ποτήριο και δεν προσφέρεις ένα ποτήριο κρύο νερό; Και ποια η ωφέλεια; Χρυσοποίκιλτα τραπεζομάντηλα κατασκευάζεις για την Αγία Τράπεζά Του και στον Ίδιο δεν δίνεις ούτε τα αναγκαία ενδύματα; Και ποιο το κέρδος από αυτά; Διότι πες μου, σε παρακαλώ, εάν δεις κάποιον, που δεν έχει ούτε την απαραίτητη για να συντηρηθεί τροφή, και τον αφήσεις μόνο του να αντιμετωπίσει την πείνα, αλλά παράλληλα, στολίσεις την Αγία Τράπεζα με άργυρο, άραγε θα σου χρωστάει ευγνωμοσύνη ο Κύριος ή θα αγανακτήσει πολύ εναντίον σου; Τι λοιπόν; Εάν βλέπεις έναν άνθρωπο, που φορεί κουρέλια και παγώνει από το κρύο, και δεν του δώσεις ενδύματα, αλλά κατασκευάζεις χρυσούς κίονες για τον ναό, ισχυριζόμενος ότι το κάνεις προς τιμή του, δεν θα νομίσει ότι Τον ειρωνεύεσαι και Τον περιπαίζεις και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο; Το ίδιο να σκέπτεσαι και για τον Χριστό, όταν περιφέρεται άστεγος και ξένος και ζητεί στέγη. Εσύ όμως παραλείπεις να Τον υποδεχτείς και καλλωπίζεις το έδαφος και τους τοίχους και τα κιονόκρανα. Και απλώνεις αργυρές αλυσίδες ανάμεσα στις λαμπάδες, ενώ δεν θέλεις ούτε να δεις τον Ίδιο που είναι δεμένος στη φυλακή.
Αυτά τα λέγω όχι για να σας αφαιρέσω την προθυμία σας για τις προσφορές αυτές, αλλά για να σας προτρέψω μαζί με αυτά να πράττετε και εκείνα ή μάλλον να προτάσσετε εκείνα από αυτά· διότι κανένας δεν κατηγορήθηκε ποτέ, επειδή δεν έπραξε αυτά, ενώ για εκείνα και με τη γέενα διατυπώθηκε απειλή και με το άσβεστο πυρ και με την τιμωρία με τους δαίμονες. Συνεπώς, να μην αδιαφορείς για τον αδελφό σου που βασανίζεται, ενώ στολίζεις τον οίκο του Θεού, διότι αυτός είναι πιο σπουδαίος ναός από εκείνον. Πραγματικά, αυτά τα κειμήλια θα μπορέσουν να τα αρπάξουν βασιλείς άπιστοι, τύραννοι και ληστές. Όσα όμως θα προσφέρεις στον αδελφό σου που πεινά και είναι ξένος και γυμνός, ούτε ο διάβολος δεν θα μπορέσει να τα διαρπάξει, αλλά θα φυλαχτούν σε θησαυροφυλάκιο ασύλητο.
Τότε γιατί λέγει ο ίδιος ο Ιησούς: «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(:Διότι τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας και μπορείτε οποιαδήποτε ώρα να τους ευεργετήσετε. Εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε)»[Ματθ.26,11]; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει περισσότερο να ελεούμε, επειδή δεν Τον έχουμε πάντοτε να πεινά, παρά μόνο κατά τη διάρκεια της παρούσης ζωής μας.
Εάν όμως επιθυμείς να μάθεις εξ ολοκλήρου το νόημα των λόγων αυτών, μάθε ότι αυτά δεν τα είπε προς τους μαθητές Του, αν και εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται, αλλά τα είπε αποβλέποντας στην αδυναμία της πόρνης γυναίκας που είχε περιλούσει με πολυτίμητο μύρο τα πόδια του Ιησού. Επειδή δηλαδή εκείνη βρισκόταν σε πνευματικά ατελή κατάσταση ακόμη και οι μαθητές την έφεραν σε αδιέξοδο, ο Ιησούς λέγει τους λόγους αυτούς για να την ενισχύσει και να της δώσει θάρρος. Πραγματικά, για να δείξει ότι αυτά τα έλεγε για να την παρηγορήσει, πρόσθεσε: «Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ(:Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Μην την πικραίνετε. Διότι πράξη καλή έκανε σε μένα. Και η πράξη αυτή είναι προτιμότερη στη περίσταση αυτή και από την ελεημοσύνη και τη βοήθεια των φτωχών)»[Ματθ.26,10].
Ότι επίσης Τον έχουμε πάντοτε κοντά μας το απέδειξε, όταν είπε: «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν(:διδάσκοντάς τους να τηρούν και να εφαρμόζουν στη ζωή τους όλα τα παραγγέλματα που σας έδωσα ως εντολές. Και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου. Αμήν)»[Ματθ.28,20]. Από όλα αυτά γίνεται φανερό, ότι για τίποτε άλλο δεν τα έλεγε αυτά, παρά για να μην καταμαράνει η επιτίμηση των μαθητών την πίστη της γυναίκας που βλάστησε μόλις εκείνη τη στιγμή.
Αλλά τώρα ας μην ασχολούμαστε με τα λόγια αυτά που ειπώθηκαν τότε για κάποιο σκοπό, αλλά αφού αναγνώσουμε όλους τους νόμους και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που κάνουν λόγο για την ελεημοσύνη, να δείξουμε μεγάλη προθυμία για την αρετή αυτήν· διότι αυτή απαλείφει τις αμαρτίες: «Πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται(:Δώστε όμως ελεημοσύνη εκείνα που είναι μέσα στο ποτήρι και την πιατέλα, και γίνετε ευεργετικοί στους άλλους με τα αγαθά σας˙ και έτσι, όλα όσα τρώτε, τότε θα σας γίνουν καθαρά, έστω και αν τα τρώτε χωρίς να πλυθείτε προηγουμένως)»[Λουκ.11,41]. Αυτή είναι ανώτερη από τη θυσία: «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν(:διότι εγώ προτιμώ την προς εμένα αγάπη σας και όχι τις τυπικές θυσίες)»[Ωσηέ, 6,6]. Αυτή ανοίγει τον ουρανό: «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ(:Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό ως προσφορά ευπρόσδεκτη στον Θεό και ως μια ενθύμηση για να μη σε ξεχνά ποτέ)»[Πράξ.10,4]. Αυτή είναι πιο αναγκαία και από την παρθενία: διότι έτσι εκδιώχτηκαν από τον νυμφώνα οι ανόητες παρθένοι και δι’ αυτής εισήλθαν οι φρόνιμες[πρβλ. Ματθ.25,8: «Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα(:Όταν όμως οι ανόητης παρθένες πήγαιναν να αγοράσουν λάδι για τα λυχνάριά τους, ήλθε ο γαμπρός. Και έτσι οι συνετές παρθένες μπήκαν μαζί του στην αίθουσα του γάμου και έκλεισε η θύρα)].
Αυτά λοιπόν αφού κατανοήσουμε καλά, ας σπείρουμε με γενναιοδωρία, για να θερίσουμε με αφθονία και για να επιτύχουμε τα μελλοντικά αγαθά, με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία Ν΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 338-363.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 66, σελ. 198 -203
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«Η ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΟΦΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-8-1985]
(Β141)
Μετά από τον χορτασμόν των πεντακισχιλίων, αγαπητοί μου, που ακούσαμε την περασμένη Κυριακή στην ευαγγελικήν περικοπή, βλέπομε να ακολουθεί ένα περιστατικόν, εκτάκτως σπουδαίον σε συμπεράσματα. Όσο οι μαθηταί εμοίραζαν τα κομμάτια του άρτου, τον άρτον, στο πλήθος, που ήταν σε πρασιές και εδέχετο την ευλογημένη τροφή από τον Κύριον, εδέχοντο από το πλήθος, που εθαύμαζε δια το καταπληκτικόν αυτό θαύμα -να πολλαπλασιαστεί η τροφή η υλική- να λέγει στους μαθητάς ότι ο Διδάσκαλος ήτο σπουδαίος. Σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον». «Αυτός», λέει, «είναι αυτός που περιμένομε, ο προφήτης. Ο μέγας προφήτης, όπως τον είχε προφητεύσει ο Μωυσής. Να στείλει», λέγει, «ο Θεός, μέγαν προφήτην όπως εμένα», γιατί ο Μωυσής ήτο εις τύπον του Ιησού Χριστού. Βλέποντας λοιπόν αυτό το θαύμα ο κόσμος θαυμάζει. Και θαυμάζοντας, λέγει αυτά εις τους μοιράζοντας τα κομμάτια του ψωμιού, εις τους μαθητάς.
Η πρόθεσις λοιπόν του πλήθους ήτο να ανακηρύξουν τον Ιησούν εκεί εις την έρημο, βασιλέα. Σημειώσατε δε ότι οι Εβραίοι ήσαν κάτω από την ρωμαϊκήν κατοχήν και προ της ρωμαϊκής κατοχής, εκατοντάδες χρόνια, έζησαν ξενικήν κατοχήν. Έτσι, ο εθνικός πόθος για απελευθέρωση ήταν πια ώριμος και ζητούσαν τη δεδομένη στιγμή, ώστε και τις προφητείες ακόμη των προφητών που ανεφέροντο εις το μέγα θαύμα του Μεσσίου, να τις έχουν διαφοροποιήσει και να τις αισθάνονται ότι έπρεπε να πραγματωθούν μέσα στα όρια και τα πλαίσια της εθνικής των απελευθερώσεως.
Ο Ιησούς γνωρίζει πολύ καλά την πρόθεση του πλήθους, όπως και την επίδραση που εδέχθησαν οι μαθηταί Του από τα ψιθυρίσματα του πλήθους. Γι΄αυτό σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης- η σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι από τον Ματθαίο, αλλά μας εξηγεί όμως το φαινόμενον ο Ιωάννης- : «Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος». Ο Ιησούς, λέγει, επειδή γνώριζε ότι θα ήρχοντο – προσέξτε το ρήμα- «ἁρπάζειν αὐτὸν», να τον αρπάξουν, που σημαίνει ότι παρά τη θέλησή Του θα ήτο η ανακήρυξίς Του εις βασιλέα. Γι΄αυτό ο Κύριος προλαβαίνει τους μεν μαθητάς, όπως μας λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, αναγκάζει να μπουν εις το πλοίον –και τους αναγκάζει διότι δεν ήθελαν να αποχωριστούν από τον Κύριον, αλλά και τους αναγκάζει ακόμη γιατί είχαν αισθανθεί ότι μπορούσε κάτι εκεί εις την έρημον να γίνει, μία πλήρωσις των προσδοκιών των εθνικών. Τους αναγκάζει λοιπόν, με το ζόρι, να μπουν μέσα εις το πλοιάριο και να Τον περιμένουν απέναντι. Αυτός δε μόνος διαλύει τα πλήθη και ανέρχεται σε κάποιο ύψωμα, σε κάποιο βουνό, δια να προσευχηθεί.
Έτσι βλέπομε, αγαπητοί μου, εδώ ότι ο Κύριος αποχωρίζεται από τους μαθητάς. Ίσως είναι η πρώτη φορά που ο Κύριος αποχωρίζεται από τους μαθητάς Του. Και ήτο ανάγκη αυτό να γίνει. Και τους αφήνει ακριβώς, πρώτον να αντιληφθούν ότι ζητούσαν μεγάλα και ζητούσαν σπουδαία, ενώ δεν μένουν παρά μόνον εις την ανθρωπίνη των φύση, η οποία είναι αδύναμος και χωρίς τον Χριστόν στη ζωή των, δεν θα μπορέσουν τίποτε να πραγματοποιήσουν.
Τι συνέβη; Όταν μπήκαν στο πλοιάριον, και μας λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι είχαν απομακρυνθεί από την παραλία της λίμνης 25-30 στάδια(το στάδιον είναι 60 μέτρα) δηλαδή περίπου ένα ναυτικό μίλι, περίπου 1800 μέτρα, αν δεχθούμε 30. Περίπου ένα ναυτικό μίλι. Τότε ήρθε άνεμος σφοδρός, επέπεσε επί της λίμνης και ανετάραξε την λίμνην σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι έμπειροι εκείνοι ψαράδες να τρομοκρατηθούν από τη δυνατή εκείνη τρικυμία. Και να αισθάνονται ότι είναι πια τα τελευταία της ζωής τους. Και το χειρότερο γι’ αυτούς· δεν ήταν μαζί τους ο Ιησούς. Τους αφήνει λοιπόν μόνους, να αντιληφθούν την αδυναμία τους, την ασθένειά τους. Αγαπητοί μου, είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να καταλάβομε κάποτε, σε μία βαθιά αυτογνωσία, ότι δεν είμαστε τίποτα χωρίς τον Θεό. Εκείνο που είπε ο Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», είναι αληθές. Και αυτό το «οὐδέν», δεν είναι μόνον απλώς, θα ’λεγε κάποιος, «να χτίσω το σπίτι μου ή να φτιάξω την οικογένειά μου». Και αυτά βεβαίως. Αλλά εάν όμως ο Κύριος τα δίδει ενώ εμείς δεν Τον επικαλούμεθα και δεν Τον χρειαζόμεθα, μας τα δίδει κατά παραχώρησιν μέσα σε ένα πλαίσιο φυσικόν. Έκανε τον άνθρωπο, του είπε να αυξάνει και να πληθύνεται και να προκόβει στη ζωή του. Με βάση αυτήν την αρχικήν ευλογίαν. Συνεπώς το δίδει ο Θεός, είτε ο άνθρωπος τον προσέχει τον Θεόν, είτε όχι, κατά παραχώρησιν. Όταν όμως είναι κατ’ ευλογίαν, εκεί που είναι πραγματικά αδύνατος η επιτυχία του ανθρώπου χωρίς τον Χριστόν, είναι η σωτηρία. Το είπε ο Ίδιος: « Ἐγώ εἰμι ἡ ὀδός». Πώς θα πας, άνθρωπε, εις τον Πατέρα, πώς θα αποκτήσεις την Θεογνωσίαν(Θεό-γνωσίαν) εάν δεν βαδίσεις την οδόν που λέγεται Ιησούς Χριστός; Δεν βαδίσεις την πεπατημένην οδόν της ανθρωπίνης φύσεως του Θεού Λόγου, δια να γνωρίσεις τον άγνωστον Θεόν Λόγον και τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιον. Είναι αδύνατον λοιπόν. Είναι αδύνατον πράγματι, χωρίς τον Ιησούν Χριστόν να πετύχομε τη σωτηρία μας. Μα εάν όλα είναι σπουδαία, η σωτηρία είναι το μέγιστον. Και εάν τη σωτηρία δεν επιτύχει κανείς, τότε τι επέτυχε; Τίποτα δεν πέτυχε.
Ακόμη ο Κύριος αφήνει μόνους τους μαθητάς, για να τους δώσει ένα μάθημα. Ότι δεν μπορούν να εφησυχάζουν εάν οι ίδιοι δεν αγωνιστούν, με το να νομίζουν ότι έχουν τον Ιησούν μαζί τους και ότι όλα θα πάνε καλά. Έτσι, με την δοκιμασίαν αυτήν του πειρασμού, δηλαδή την τρικυμία, ταράζει τα νερά της λίμνης, δια να αφυπνίσει τους μαθητάς να αντιληφθούν ότι πρέπει να αγωνιστούν. Τι να αγωνιστούν; Να αγωνιστούν για να σώσουν τη ζωή τους μέσα στο πλοιάριον; Όχι αυτό. Να επικαλεστούν τον Κύριον. Και να νιώσουν ότι πρέπει να αγωνίζονται στη ζωή τους, για να είναι ο Θεός μαζί τους.
Τρίτον. Ο Κύριος τούς αφήνει να παλεύουν με τα κύματα της λίμνης, για να τους προετοιμάσει στην απουσία τη δική Του. Την λέξη «απουσία» την βάζω εντός εισαγωγικών. Διότι ο Κύριος είναι πανταχού παρών. Ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, με τη θεανθρωπίνη Του φύση είναι πανταχού παρών. Είπα «με τη θεανθρωπίνη Του». Ένεκα της υποστατικής ενώσεως. Είναι πανταχού παρών. Συνεπώς, πρέπει να μάθει τους μαθητάς να αισθάνονται ότι είναι ο Κύριος, παντού βέβαια αλλά χωρίς να Τον βλέπουν. Έτσι, να αισθάνονται ότι ζουν, αγωνίζονται, «απόντος»-εντός εισαγωγικών- του Κυρίου. Ότι ο Κύριος απουσιάζει. Ο Κύριος έφυγε. Έφυγε στους ουρανούς. «Εγώ τώρα τι θα κάνω εδώ εις την γην;». Διότι θα έλεγαν «Ε, είναι ο Κύριος εδώ εις την γην· ό,τι πει Εκείνος, αυτό θα κάνω». Πρέπει να ενεργοποιήσω τον εαυτόν μου, για να δω τι μπορώ να κάνω εδώ εις την γην. Δεν πρέπει λοιπόν να εφησυχάζω. Δεν πρέπει να μένω έτσι. Και πρέπει να αισθάνομαι ότι πρέπει να κυνηγήσω από πίσω τη δική Του την παρουσία. Να κυνηγήσω από πίσω τη Χάρη τη δική Του. Εκείνη με κυνηγούσε. Τώρα είναι καιρός να την κυνηγήσω εγώ. Γιατί; Γιατί την έχασα. Φαινομενικά. Γιατί έχασα την παρουσία του Χριστού. Φαινομενικά. Ξέρετε εκείνο το παιγνίδι του κυνηγητού που παίζαμε άμα είμαστε μικρά παιδιά. Εκείνον που εκείνος κυνηγούσε έπιανε, τον χτυπούσε στην πλάτη, εκείνο το αντιστροφή, σαν χαμένος, άρχισε να κυνηγάει τους άλλους. Αυτό ακριβώς το παιχνίδι, ας μου επιτραπεί η εικόνα που είπα, γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Ο Θεός κυνηγάει πρώτος τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος αλλοιώνεται. Αισθάνεται την παρουσία Του. Και μόλις νιώσει την παρουσία του Θεού ο άνθρωπος, τον χάνει τον Θεό. Τότε μέσα του γεννιέται η εμπειρία της αναζητήσεως του Θεού. Και τότε κυνηγάει ο άνθρωπος τον Θεό. Σ’ αυτό το αλλεπάλληλον κυνηγητόν δημιουργείται η εμπειρία της πνευματικής ζωής, η εμπειρία του Θεού. Αυτό τώρα κάνει εδώ ο Κύριος. Απουσιάζει· για να Τον αναζητήσουν.
Και ακόμα ένα τέταρτον σημείον. Έπρεπε οι μαθηταί να αντιληφθούν ότι εκείνοι που έχουν υπερήφανα αισθήματα και υπερήφανα φρονήματα, χάνουν την χάρη του Θεού. Και αν μεν είναι ευλαβείς άνθρωποι, τότε την χάνουν την χάρη του Θεού παιδαγωγικά. Να νιώσουν τη φτώχειά τους και να την αναζητήσουν. Όταν όμως είναι ανευλαβείς, τότε την χάνουν καταδικαστικά τη χάρη του Θεού. Πώς μπορεί κανείς να χάνει τη χάρη του Θεού; Όταν είναι υπερήφανος. «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται». Πέστε μου, ποιος δεν ένιωσε ποτέ λογισμούς υπερηφανείας; Ποιος ποτέ δεν ένιωσε αισθήματα υπερηφανείας; Αλλά χωρίς να παύσει να είναι ανευλαβής. Όμως, εγκαταλείπει εδώ τώρα ο Θεός, για να σου πει ότι μόνον με την ταπείνωση θα έχεις τη χάρη Του και όχι με την υπερηφάνειά σου. Όταν μπαίνομε σε περιπέτειες, αγαπητοί μου, να το ξέρομε, έχομε χάσει την χάρη του Θεού. Οι μαθηταί έχασαν την παρουσία και μπήκαν στην περιπέτεια της τρικυμίας. Και ο άνθρωπος που ζει μέσα στην υπερηφάνειά του, δέχεται τις ποικίλες περιπέτειες. Έχετε ακούσει πολλές φορές -ο λαός το έχει διαισθανθεί αυτό- ότι: «Πολύ γελάσαμε σήμερα, μη μας έρθει κανένα κακό, Θεός φυλάξοι», λέμε. Γιατί συνδέομε το ότι πολύ γελάσαμε και πολύ χαρήκαμε, με το να έρθει τώρα μία συμφορά; Υπάρχουν δύο λόγοι. Ο ένας λόγος είναι ο φθόνος του σατανά. Δεν θέλει να βλέπει τον άνθρωπο να χαίρεται και τότε έρχεται και τον καρπαζώνει. Αλλά παραχωρούντος του Αγίου Θεού. Το δεύτερον είναι…, ουσιαστικά το ίδιο με το πρώτο, εφόσον κανείς μέσα στη χαρά του μπορεί να δέχθηκε επιδράσεις υπερηφανείας για μια επιτυχία, τον αφήνει ο Θεός, τον εγκαταλείπει. Αλλά, όταν αφήνει ο Θεός, πηγαίνει ο διάβολος. Και τότε έρχεται η συμφορά, έρχεται η καρπαζιά, επιτρέψατέ μου, ο κόλαφος. Ναι. Είχα σήμερα μία επιτυχία; Αύριο θα έχω μία περιπέτεια. Έχω σήμερα ένα αίσθημα ασφαλείας; Αύριο θα έχω ένα αίσθημα ανασφαλείας. Αισθάνομαι τα πόδια μου να πατούν γερά στο έδαφος; Αύριο θα αισθάνομαι το έδαφος να τρέμει. Αυτά ας τα καταλάβομε. Όταν τα φιλοσοφούμε, όταν τα βαθαίνομε, είναι η παιδαγωγία του Θεού. Να μας δώσει να καταλάβομε ότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς τον Θεό. Και ότι χρειαζόμαστε την ταπείνωση. Δεν πρέπει να υπάρχει η υπερηφάνεια.
Σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης πάλι το εξής: «Καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ -ενώ δηλαδή οι μαθηταί ταξίδευαν-. Καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Είχε γίνει σκοτάδι. Νύχτωσε. Και ο Ιησούς δεν είχε έλθει μαζί τους. Αυτός που έχει κενόδοξα φρονήματα, όπως είχαν οι μαθηταί όταν μπήκαν στο πλοιάριο, για να γίνουν σύμβουλοι και Υπουργοί του βασιλέως Μεσσίου που θα ανεδεικνύετο, αυτοί που καταλαμβάνονται από ένα σκοτάδι στον νου και στην καρδιά. Είναι το σκότος που επιφέρει γενικά η αμαρτία, ειδικότερα η υπερηφάνεια. Και δεν βλέπει ο άνθρωπος. Ο Ιησούς είναι μαζί τους. Δεν Τον βλέπουν. Η Χάρις του Θεού τους περιπολεί. Αλλά δεν την αισθάνονται. Διότι υπάρχει το σκότος του νου. Ακόμα δεν έχει έρθει ο φωτισμός. Το σκοτάδι αυτό που σας είπα, που γεννούν τα κενόδοξα φρονήματα.
«Ἡ τε θάλασσα -λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης- ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο». «Αλλά και η θάλασσα», λέγει, «εφόσον εδέχετο τον άνεμο τον σφοδρόν, είχε μεγάλη θαλασσοταραχή». Ακόμα και η κτίσις έρχεται εναντίον του ανθρώπου. Είναι εκείνα τα ανάποδα που έρχονται όλα μαζί. Το προσέξατε; Μόλις μας έρθει κάτι ανάποδο, έρχεται και δεύτερο, έρχεται και τρίτο, όπως ακριβώς δέχεται κανείς τους κολάφους, τον ένα μετά τον άλλον, απανωτά. Και λέγει κάποτε ο άνθρωπος: «Κύριε, Κύριε…», όπως και οι μαθηταί φώναξαν όταν είδαν -η τελευταία τους τρομάρα…- τον Ιησούν επί των υδάτων, να περιπατεί επί των υδάτων κάπου στις τρεις τη νύχτα. Σκοτάδι, τρικυμία και βλέπουν μία σκιά και είπαν: «Το φάντασμά μας θα είναι, ο άγγελός μας θα είναι, ο άγγελος που είμαστε όλοι εδώ μέσ’ το πλοίο, όχι για να μας σώσει, αλλά για να μας καταστρέψει». Υπήρχε η αντίληψη ότι άμα δει κανείς τον άγγελό του θα πεθάνει. «Ήρθε η ώρα μας λοιπόν να πεθάνομε, να πνιγούμε εδώ μέσα στη λίμνη». «Καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν». Φώναξαν οι άνθρωποι που ήσαν μεσ’ το πλοιάριο, οι μαθηταί. Είναι οι απανωτές συμφορές, που στο τέλος ο άνθρωπος βγάζει κραυγή. Και επάνω στην κραυγή του ακούει: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». «Πάρετε θάρρος· Εγώ είμαι. Μη φοβάστε». Είναι παρήγορο, αγαπητοί μου, πραγματικά παρήγορο, όταν ο άνθρωπος ακούσει αυτήν την φωνήν.
Μας λέγει το ιερό κείμενο του Ματθαίου ότι όταν ο Κύριος μπήκε στο πλοιάριον, κατάπληκτοι οι μαθηταί απ’ ό,τι ζούσαν, εβίωναν, «προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Έπεσαν και Τον προσκύνησαν, λέγοντας: «Είσαι αληθινά Υιός του Θεού». Κοιτάξτε· ανάρθρως. Υιός του Θεού. Όχι «ὁ Υἱός». Διότι ακόμη δεν γνωρίζουν Ποιος είναι ο Ιησούς.
Αλήθεια, Ποιος είναι ο Ιησούς; Ποια είναι η ταυτότητα του Ιησού; Ποιος είναι ο Ιησούς; Τον είδαν οι μαθηταί, που Τον ηκολούθησαν, Τον είδαν τα πλήθη που εθαυματούργησε, Τον είδαν οι όχλοι που έφαγαν ψωμί από τα χέρια Του. Τον είδε ο Πιλάτος, ο Ηρώδης. Τον είδε ο Καϊάφας, ο Άννας, Τον είδε ο Ηρώδης και οι Ηρωδιανοί και οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς. Ποιος είναι; Αγαπητοί μου, ανοίξτε τα αυτιά σας και ακούστε. Διαβάζω από το βιβλίο του Ιώβ, 9 κεφάλαιο, 5-10 στίχοι. Ομιλεί ο Ιώβ. Και ομιλεί για τον Θεό, δια τον Κύριον της Παλαιάς Διαθήκης, τον Γιαχβέ, τον Κύριον. Και λέγει: «Ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται-Αυτός που σείει αυτήν που είναι κάτω από τον ουρανό· τη γη δηλαδή. Και οι στύλοι της, δηλαδή τα θεμέλιά της κλονίζονται-· ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει –Αυτός που μπορεί να πει στον ήλιο να μην ανατείλει, Αυτός που κρατεί στα χέρια Του τα αστέρια και μπορεί να τα κλείσει και να τα σφραγίσει και να μη φωτίζουν-· ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος –Αυτός που άπλωσε τον ουρανόν, με τα τρισεκατομμύρια των αστέρων μόνος Του, χωρίς βοηθούς-, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης –Αυτός που περπατεί σαν να είναι ξηρά, επάνω στα κύματα της θαλάσσης- · ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός – Δεν υπάρχει αριθμός απ’ τα μεγάλα και τ’ ανεξιχνίαστα και τα εξαίσια που κάνει Αυτός ο Κύριος, που περιπατεί επί των κυμάτων της θαλάσσης σαν σε ξηρά-».
Ποιος είναι ο Ιησούς; Αυτόν που θαυμάζει και υμνεί και θεολογεί ο Ιώβ. Είναι ο Γιαχβέ, ο Κύριος, ο Κύριος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτός είναι. Εγνωρίσατε την ταυτότητά Του; Είναι η Ενυπόστατος Σοφία που ενηνθρώπησε και τώρα περιπατεί επί των κυμάτων. Είναι καταπληκτικό. Όταν λέγει «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», αυτό το «Ἐγώ εἰμί» στην Παλαιά Διαθήκη το λέγει μόνον ο Κύριος, ο Κύριος της δόξης, ο Γιαχβέ. Αυτός λοιπόν τώρα λέγει στην Καινή Διαθήκη: «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε, Ἐγώ εἰμι». «Εγώ, ο μοναδικός Θεός, ο αληθινός Θεός». Ναι. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Αλλά εάν έχομε, αγαπητοί μου, τον Κύριο του ουρανού και της γης, έχομε δύο όψεις συναισθημάτων. Η μία όψις είναι ο φόβος. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης εφοβούντο προ της παρουσίας του Κυρίου. Αυτός που ενηνθρώπησε. Στο Σινά φοβούνται, τρέμουν. Αλλά και η άλλη όψις· η αφοβία. «Μὴ φοβεῖσθε, Ἐγώ εἰμι». Εκείνος που εγνώρισε λοιπόν τον αληθινόν Θεόν, έχει και τον φόβον και την αφοβία. Τον φόβον όταν αμαρτάνει, την αφοβία όταν τηρεί τις εντολές του Θεού, όταν Τον αγαπά.
Είναι μεγάλα πράγματα αυτά, αγαπητοί μου. Έχομε τη μεγάλη ευλογία εμείς από τον Θεό να γνωρίζομε Εκείνον που περιεπάτησε επί της θαλάσσης. Είναι ο Ιησούς, ο μόνος αληθινός Θεός. Ας πράξομε ό,τι και οι μαθηταί. Να Τον προσκυνήσουμε. Και να Τον προσκυνούμε σε ολόκληρη τη ζωή μας. Και ενηνθρώπησε και μας είπε να μη φοβούμεθα για όλα μας τα υπαρξιακά προβλήματα. «Ποιος είμαι; Τι είμαι; Πού πηγαίνω; Τι είναι ο θάνατος; Τι είναι η ζωή; Τι θα γίνω;». Αυτά τα υπαρξιακά προβλήματα. Μας είπε να μη φοβόμαστε. Γιατί Εκείνος μας έχει σώσει. Ας είναι δοξασμένο το Άγιο Όνομά Του.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_286.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)
O Θεός μας εἶναι ὁ Νικητής. Ὅλες οἱ καλὲς νῖκες, μόνιμες ἢ πρόσκαιρες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου ὼς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι νικητὴς ὅταν ἀποκαθιστᾶ τὴν τάξη, μέσα στὴν ἀταξία ποὺ προκαλοῦν ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Ὅταν οἱ χειρότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀνέρχονται στὴν πρώτη θέση καὶ οἱ καλλίτεροι πέφτουν στὴν τελευταία, Ἐκεῖνος ἀναποδογυρίζει τὴν ἀταξία καὶ βάζει τὸν τελευταῖο πρῶτο καὶ τὸν πρῶτο τελευταῖο. Νικᾶ τὴν κακία καὶ τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ μαίνονται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ διαλύει, ὅπως σκορπίζει ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος μιὰ ἄσχημη δυσοσμία. Εἶναι νικητὴς σὲ κάθε ἔλλειψη: ὅπου ὑπάρχει λίγο, τὸ αὐξάνει ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα, δίνει μὲ αφθονία. Εἶναι νικητής στὴν ἀρρώστια καὶ στὰ βάσανα. Λέει ἕνα μόνο λόγο κι ἡ ἀρρώστια μαζὶ μὲ τὰ βάσανα ἐξαφανίζονται. Οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ κουφοὶ ἀκοῦνε, οἱ ἄλαλοι μιλᾶνε, οἱ παράλυτοι σηκώνονται καὶ περπατᾶνε, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται. Εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου· διατάζει κι ὁ θάνατος ἐλευθερώνει τὸ θῦμα ἀπὸ τὰ σαγόνια του. Βασιλεύει στὸ βασίλειο τῶν οὐρανίων δυνάμεων – τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων – ποῦ δὲν ἔχει τέλος. Ἕνα βασίλειο ποῦ ἂν συγκριθοῦν μαζί του τὰ βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τόσο σκοτεινὰ καὶ περιορισμένα, ὅσο ἕνας τάφος. Διατάζει τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὶς ἐντολές Του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ καὶ ν’ ἀποσυντεθεί.
Ἡ μιὰ μέρα διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ νίκη ἀκολουθεῖ τὴν ἄλλη. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ νῖκες τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀκαταμάχητης θεϊκῆς δύναμης. Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς σὰν ἀρνί. Μπροστὰ Τοῦ ὅμως τρέμουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. “Ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπιτρέπει νὰ ταπεινώνεται, τότε ἀποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικὰ καὶ ἐμφατικὰ ἢ μεγαλοσύνη Του. Ὅταν ἐπιτρέπει νὰ τὸν φτύνουν, τότε φανερώνει τὴ χυδαιότητα καὶ τὴν ἰταμότητα τῶν ἄλλων. Ὅταν παραδίδεται στὴ σφαγή, τότε ἡ ζωή Του ἀκτινοβολεῖ.
Ὁ Θεὸς φανέρωσε τὸ φῶς Του μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀμυδρὴ σκιὰ τοῦ “Ἑαυτοῦ Του. Φανέρωσε τὴ δύναμή Του μέσα ἀπὸ τὸ ἀμέτρητα πύρινα σώματα στὸ σύμπαν, τὴ σοφία Του μὲ τὴν εὐταξία τῆς δημιουργίας καὶ τὴ δημιουργία τῶν ὄντων ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ὼς τὴν ἄλλη, τὸ κάλλος Τοῦ ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς φύσης, τὸ ἔλεός Του ἀπὸ τὴν ἐπιμελῆ συντήρηση ὅλων ὅσα ἔφτιαξε, τὴ ζωή Του μὲ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων. “Όλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ χλωμὴ κι ἐφήμερη εἰκόνα ποὺ παραπέμπει σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι ἁπλᾶ λέξεις πύρινες, χαραγμένες μὲ πυκνὸ καπνό.
Όλ’ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφτηκαν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ λαμπρότητα ποὺ ἄντεχε ὁ ἄνθρωπος. Κι ἀποκαλύφτηκαν μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ὄχι μὲ τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο, τὸν πλασμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄκτιστο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. “Ὅλα ἔγιναν μ’ Ἐκεῖνον. Μαζὶ Τοῦ ἔλαμψε στὴ σάρκα τὸ φὼς καὶ ἡ δύναμη, ἡ σοφία καὶ τὸ κάλλος, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ζωή.
Τί σημαίνει ζωή, ἂν ὄχι νίκη στὸ σκοτάδι; Τί σημαίνει δύναμη, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀδυναμία; Τί ἄλλο εἶναι ἡ σοφία, παρὰ νίκη στὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν παράνοια; Τί εἶναι τὸ κάλλος, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀσχήμια καὶ τὴν κτηνωδία; Δὲν εἶναι νίκη κατὰ τῆς κακίας, τῆς πονηρίας καὶ τοῦ φθόνου τὸ ἔλεος; Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ θεία νίκη κατὰ τοῦ θανάτου; Τί νομίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀκολουθεῖτε τὸ Χριστό, ποῦ βαφτιστήκατε στὸ ὄνομὰ Τοῦ; Δὲ φανέρωσε ὁ Χριστὸς ὅλες τίς νῖκες αὐτές, ποὺ κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ κάνει; Δὲν αἰσθάνεστε καθημερινὰ πῶς ἀκολουθεῖτε τὸ μέγιστο Νικητὴ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου; Δὲ νιώθετε πῶς εἶστε βαφτισμένοι στὸ ὄνομα Εκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, ποὺ στολίζει μὲ τὸ κάλλος Του ὅλα τὰ πλάσματα, ποὺ τὰ θωπεύει μὲ τὸ ἔλεὸς Τοῦ καὶ τὰ ζωογονεῖ μὲ τὴ ζωή Του; Ἄν δὲν τὰ νιώθετε καὶ δὲν τὰ ζεῖτε όλ’ αὐτά, τότε το ὅτι τὸν ἀκολουθεῖτε καὶ καλεῖστε μὲ τὸ ὄνομα Τοῦ, πολὺ λίγο θὰ σᾶς βοηθήσει. Μόνο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ θὰ μπορέσετε, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ἢ τὸν ἐλάχιστο δισταγμό, νὰ πιστέψετε στὴ νικηφόρα δύναμη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε πλάσμα, σὲ κάθε στοιχεῖο τῆς φύσης καὶ σὲ κάθε κακία τοῦ κόσμου. Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει τὸ θάρρος νὰ ζήσεις, τὸ θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσεις τὸ θάνατο. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ἐλπίδα σὲ μιὰ ζωὴ καλλίτερη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη, ποὺ ὑπόκειται στὴ φθορά. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει μέσα σου τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε καλό. Γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ σαρκωμένη νίκη κατὰ τοῦ κόσμου. «Θαρσεῖτε: ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ἴστ’ 33), εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ μέσῳ τῶν μαθητῶν Του σ’ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς νίκησε τὸν κόσμο. Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει τὴ νίκη Του, ἡ μαρτυρία τῆς παντοδυναμίας Του. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὼς τίς μέρες μας κι ὼς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα ἀκόμα βιβλίο μὲ λεπτομέρειες ἀπὸ τίς νῖκες Του. “Ὅποιος τὸ ἀμφισβητεῖ αὐτό, θὰ στερηθεῖ τοὺς καρποὺς τῶν νικῶν Του. Ἄς προσεγγίσουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου λοιπὸν χωρὶς ἀμφιβολία, χωρὶς σκιές, γιατί περιγράφει μιὰ καταπληκτικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φύσης.
«Καὶ εὐθέως ἤνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως oὺ ἀπολύση τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ἴδ ́ 22). Αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τότε ποὺ ὁ Κύριος τάϊσε πέντε χιλιάδες ἄντρες, χώρια ἀπὸ τίς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, μὲ πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια, καὶ περίσσεψαν ἀκόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί. Ὁ Κύριος προγνώρισε τότε καὶ προετοίμασε ἕνα ἄλλο μεγάλο θαῦμα, ποὺ οὔτε κἄν τὸ φαντάζονταν οἱ μαθητές Του. Τὸ πρῶτο στάδιο τῆς προετοιμασίας ἦταν νὰ βάλει τοὺς μαθητὲς Τοῦ νὰ πάρουν ἕνα πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Τὸ δεύτερο στάδιο ἦταν ν’ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους καὶ τὸ τρίτο, ἦταν ν’ ἀνεβεῖ ψηλότερα στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατὰ μόνας.
«Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἢν ἐκεῖ» (Ματθ. ἴδ ́ 23). Ἡ μόνωσή Τοῦ ἐπαναλαμβάνεται μὲ τίς λέξεις «μόνος» καὶ «κατ’ ἰδίαν», γιὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιδίωκε τὴν ἐρημιά, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀφοῦ πρῶτα ἔδιωξε τοὺς ὄχλους. Ὅρος, μόνωση, σκοτάδι. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ὁ ἄνθρωπος νιώθει νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ εἶναι γλυκύτατη. Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἦταν γιὰ δική μας διδαχή, γιὰ τὴ σωτηρία μας. Δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει μόνο μὲ τὰ λόγια Του, ἀλλὰ μὲ πράξεις, μὲ γεγονότα καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ κίνηση ποὺ ἔκανε. Ἀνέβηκε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶχε περισσότερη ἡσυχία. Ἔμεινε μόνος Του, ἐπειδὴ ἡ μόνωση ὑποδηλώνει χωρισμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Προσευχήθηκε μέσα στὴ νύχτα, γιατί το σκοτάδι εἶναι κάτι σὰν πέπλο στὰ μάτια. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν τὸ νοῦ νὰ συγκεντρωθεῖ, καθὼς τρέχουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἀντικείμενο στὸ ἄλλο.
Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸ ὄρος ἔχει κι ἕνα ἄλλο, βαθύτερο νόημα. «Ἀπόλυση» τῶν ὄχλων, ἄνοδος στὸ ὄρος, μόνωση, σκοτάδι. Τί σημαίνουν όλ’ αὐτά; Ἢ ἀπόλυση τῶν ὄχλων σημαίνει ὅτι ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ κόσμος, ὅλες τίς μνῆμες ποὺ μᾶς δένουν μὲ τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν. “Ἔτσι, ἄδειοι κι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν κόσμο, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε στὴν προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Τί σημαίνει ἡ ἄνοδος στὸ ὅρος; Τὴν ἀνύψωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ στὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, στὴν παρουσία Του, στὴ συντροφιά Του. Ἐκεῖνος ποὺ συμφύρεται μὲ τὸν κόσμο καὶ τίς πολλές του μέριμνες, δὲν μπορεῖ ν’ ἀνεβεῖ ταυτόχρονα στὰ ὕψη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει μόνος μὲ τὸ Δημιουργό Του.
Τί σημαίνει ἡ μόνωσης Τὴ γύμνωση τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νιώθει μιὰ ἀπέραντη καὶ φοβερὴ μοναξιά. Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν κόσμο τοὺς φέρνει σ’ αὐτὴν τὴν τρομερὴ ἐρημία, ἂν δὲν κατορθώσουν νὰ φτάσουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ το Θεό, τότε αὐτοκτονοῦν.
Τί σημαίνει σκοτάδι; Τὴν ὁλικὴ ἀπουσία τοῦ φωτὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὸν προσευχόμενο ἐρημίτη ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι καλυμμένος μὲ πυκνὸ σκοτάδι, ὅπου τὸ οὐράνιο φὼς ἀνατέλλει σταδιακὰ καὶ φωτίζει ἕνα νέο κόσμο, ἀέναα λαμπερὸ καὶ καλλίτερο.
Αὐτὰ εἶναι τὰ τέσσερα στάδια τῆς προσευχῆς καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους. Στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ τὰ τέσσερα αὐτὰ στάδια ἀπεικονίστηκαν μὲ τὴν ἀπόλυση τῶν ὄχλων, τὴν ἄνοδο στὸ ὄρος, τὴ μόνωση καὶ τὸ σκοτάδι.
Ἢ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶναι διδακτικὴ γιά μας καὶ γιὰ τὴ συνάφειά της: μὲ ὅ,τι ἔγινε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὅ,τι θὰ γινόταν στὴ συνέχεια. Προτοῦ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ὁ Κύριος εἶχε κάνει τὸ ἀνήκουστο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Μετὰ περπάτησε στὴ μέση τῆς λίμνης, ὅπως περπατάει κανεὶς στὴ στεριά. Μ’ ὅλο ποῦ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ εἶχε προαιώνια καὶ ποῦ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε οὔτε κατὰ τὴν ἔνσαρκη διαδρομή Του στὴ γῆ, προσευχόταν μέ το λαὸ στὴ συναγωγή, ἀλλὰ καὶ μόνος του στὴν ἔρημο. Σὲ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ μυστική, προσωπικὴ καὶ ἐνστικτώδη κίνηση γιὰ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μὲ τίς προσευχὲς αὐτὲς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ προαιώνιου Θεοῦ σίγουρα συνέχιζε καὶ μαρτυροῦσε ἐδῶ στὴ γῆ τὴν ἀδιάρρηκτη ἑνότητά Του με τον Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ μόνας στὸ ὄρος μας παρέχει κι ἄλλη καθαρὴ διδαχή. Τὰ καλὰ ἔργα πρέπει νὰ προηγοῦνται τῆς προσευχῆς. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ βοηθᾶ τὰ καλὰ ἔργα. Πρέπει πρῶτα νὰ δοκιμάζουμε τὴν πίστη μας μὲ καλὰ ἔργα κι ἔπειτα νὰ τὴν ὁμολογήσουμε μὲ λόγια. Ἡ προσευχὴ ὅμως ἀξίζει μόνο ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἱκετεύουμε νὰ μᾶς βοηθήσει, προκειμένου νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο. Νὰ κάνουμε προσευχὴ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε ἕνα πονηρὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο ἀνόητο, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι βλασφημία. Τὸ νὰ κάνεις τὸ κακὸ μὲ προσευχή, εἶναι σὰ νὰ σπέρνεις καλαμπόκι καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φυτρώσει σιτάρι. Μετὰ ἀπὸ κάθε καλὴ πράξη πρέπει νὰ καταφύγουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ καλὸ ἔργο ὅμως πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητᾶμε τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ βοήθεια καὶ τὴ συγκατάθεσή Του, ὥστε τὸ καλὸ ἔργο ποὺ βρίσκεται μπροστά μας νὰ γίνει μὲ θεάρεστο τρόπο, τέλειο. Κοντολογίς, κάθε καλὸ ποὺ ἔχουμε ἢ κάνουμε, ποὺ ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε – ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρό, χωρὶς ἐξαίρεση – πρέπει ν’ ἀποδίδεται στὸ Θεό, ὄχι σε μᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ εὐφυΐα μας, ἡ δικαιοσύνη μας. Μπροστὰ στὸν Κύριο ἐμεῖς εἴμαστε τίποτα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλα θαύματα ὁ Κύριος Ἰησοῦς δείχνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπακοή Του, ἐνῶ εἶναι ἴσος μαζί τους στὴν οὐσία καὶ στὴν αἰωνιότητα, τότε πῶς ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ Δημιουργό μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ χωρὶς τὴ βοήθειά Τοῦ ὄχι μόνο δὲ θὰ κάναμε καλὰ ἔργα, μὰ δὲ θὰ ὑπήρχαμε οὔτε γιὰ μιᾷ στιγμῇ;
«Τὸ δὲ πλοῖο μέσον τῆς θαλάσσης ἤν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος τετάρτη δὲ φυλακὴ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης» (Ματθ. ἴδ’ 24, 25). Ὅταν οἱ μαθητὲς ξεκίνησαν μὲ τὸ πλοῖο τὸ βράδυ, ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ὅταν ἄλλαξε ἡ φορὰ τῶν ἀνέμων ὅμως, τὰ κύματα ἔγιναν τεράστια, ὅπως συνήθως γίνεται στὴ λίμνη αὐτή, τὸ πλοῖο ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται κι οἱ μαθητὲς φοβήθηκαν. Ὁ Κύριος τὰ προγνώριζε όλ’ αὐτά. Ἄφησε σκόπιμα ὅμως τοὺς μαθητές Του νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο, ὥστε νὰ νιώσουν πόσο ἀβοήθητοι κι ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τους, νὰ θυμηθοῦν μιὰ προηγούμενη καταιγίδα στὴ θάλασσα, ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι ἐκεῖνοι τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα» (Ματθ. ἡ 25). Θὰ εὔχονταν καὶ τώρα νὰ ἦταν μαζί τους. Τὸ “κανε αὐτὸ γιὰ νὰ νιώσουν καὶ νὰ γνωρίσουν προκαταβολικὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ἁγίων Του λόγων, ποὺ τοὺς εἶπε λίγο προτοῦ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτούς: «Χωρὶς ἔμου οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’ 5).
Τότε ποὺ εἶχε γίνει ἡ προηγούμενη καταιγίδα οἱ μαθητὲς εἶχαν ἐκτεθεῖ σὲ μικρότερο κίνδυνο, ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ὁ Χριστὸς ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἂν καὶ κοιμόταν. Τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ δεύτερη καταιγίδα, ἡ κατάσταση ἦταν χειρότερη κι ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ὁ ἴδιος ἔλειπε μακριὰ τοὺς πάνω στὸ βουνό, στὴν ἔρημο. Πῶς νὰ τὸν φωνάξουν, νὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀκούσει; Πῶς μποροῦσαν νὰ τὸν πληροφορήσουν γιὰ τὴ συμφορά τους; Πῶς μποροῦσαν νὰ τοῦ στείλουν ἕνα μήνυμα, νά του ποῦν, «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»; Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος. Οἱ μαθητὲς τὸ βλέπουν πιά, πῶς τοὺς ἀπειλεῖ ναυάγιο. Λὲς κι ἦταν δυνατὸ νὰ καταστραφεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ! Ἀλήθεια, τί ὑπέροχη διδαχὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζονται ὅταν βαδίζουν στὸ δρόμο ὅπου τοὺς ἔταξε ὁ Θεὸς νὰ πιστέψουν πῶς Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔστειλε στὸ δρόμο τοὺς φροντίζει γι’ αὐτούς, γνωρίζει τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ συναντήσουν. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπεύδει στὴ βοήθειά Του. Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου, ὅπως δοκιμάζεται κι ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι.
Ὅταν οἱ μαθητὲς ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀπόγνωσης, ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους o Χριστός, περπατῶντας πάνω στὰ νερά. Αὐτὸ ἔγινε «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως κι οἱ κυβερνῆτες τους, οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν χωρίσει τὴ νύχτα σὲ τέσσερις φυλακές, ποὺ ἡ καθεμιὰ τοὺς διαρκοῦσε τρεὶς ὧρες. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητές Του τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ λίγο προτοῦ χαράξει.
«Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηται ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμα ἔστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν» (Ματθ. ἴδ ́ 26). Θὰ πρέπει ἢ νὰ ‘χὲ ἀρχίσει νὰ ψιλοχαράζει ἢ νὰ εἶχε φεγγάρι ἢ ὁ Κύριος νὰ ἔλαμπε μὲ τὸ Θαβώρειο φώς Του, δὲ γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ εἶναι γνωστὸ εἶναι πῶς οἱ μαθητές Του τὸν εἶδαν, ἦταν ὁρατός. Ὅταν τὸν εἶδαν στὴ θάλασσα, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτο φόβο. Κι ὁ νέος αὐτὸς φόβος ἦταν μεγαλύτερος ἀπό το φόβο τῆς καταιγίδας καὶ τοῦ ναυαγίου ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Δὲν ἤξεραν πῶς ὁ Κύριός τους εἶχε τέτοια δύναμη, τέτοια ἐξουσία στὴ φύση. Ώς τότε δὲν τὴν εἶχε φανερώσει. Τὸν εἶχαν δεῖ μόνο νὰ διατάζει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Δὲν ἤξεραν ὅμως πῶς μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὸ νερό, ὅπως περπατᾶμε σὲ στέρεο ἔδαφος. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν συμπεράνει αὐτὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα θαύματά Του. Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νά διατάζει τὴ θάλασσα νὰ γαληνεύει καὶ τοὺς ἀνέμους νὰ ἤρεμούν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ περπατήσει καὶ πάνω στὸ νερό. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμα σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα. Ἡ πίστη τους ἦταν ἀκόμα ἀδύναμη. Κι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ γιὰ νὰ τὴ δυναμώσει.
Φάντασμά ἔστι, κραύγασαν οἱ μαθητές Του καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Σκέφτηκαν πῶς θὰ ἦταν φάντασμα ἢ κι ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς στὴ μορφὴ τοῦ Διδασκάλου τους. Ἤξεραν, εἶχαν δεῖ το Δάσκαλό τους νὰ παλεύει μὲ τὸ σατανᾶ καὶ τίς ὀρδές του στὸν κόσμο. Καὶ τώρα ὁ σατανᾶς εἶχε ἁρπάξει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει. Οἱ φίλοι Του τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχαν ἐκτεθεῖ στὸν ἔσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς συμβεῖ; Σίγουρα ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ σήμερα στοὺς λιπόψυχους ποὺ βρίσκονται σὲ κίνδυνο, ἐνῶ βαδίζουν το δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶ. «Ὄν γὰρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοι δὲ πάντα υἱὸν ὄν παραδέχεται» (Ἐβρ. ἴβ’ 6). Καὶ σὰν τελευταῖο ἀπὸ τὰ βάσανα, στέλνει τὸ μεγαλύτερο, ὅπως λέει ὁ σοφὸς ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ Χριστὸς ὑπόφερε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του κι ὅταν ἔφτασε στὸ τέλος, στὴν ὥρα τῆς νίκης, ὑπόφερε τὸ μεγαλύτερο βάσανο. Σταυρώθηκε κι ἐνταφιάστηκε στὴ γῆ. Τὸ μεγαλύτερο αὐτὸ μαρτύριο ὅμως σύντομα ξεπεράστηκε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χάραξε ἡ καινούργια μέρα, ἡ μέρα τῆς νίκης μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες ἀργότερα γιὰ τὴν πίστη τους. Στὴν ἀρχὴ τὰ μαρτύριά τους ἦταν μικρὰ μὰ σιγὰ σιγὰ γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ὥσπου μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο, ἀντιμετώπιζαν τὰ μεγαλύτερα μαρτύρια, τοὺς χειρότερους πειρασμούς. Παραθέτουμε ἕνα περιστατικὸ ἀπό τα χιλιάδες ποὺ ἔγιναν:
Οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τὴν ἁγία Μαρίνα μὲ φοβεροὺς καὶ τρομεροὺς τρόπους, μὲ ὅλο καὶ σκληρότερα βασανιστήρια. Στὸ τέλος τὴν ἔδεσαν γυμνὴ σ’ ἕνα δέντρο κι ἄρχισαν νὰ τὴν γδέρνουν. Οἱ πληγές της ἦταν φοβερές. Τὸ αἷμα της ἔτρεχε κι ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ κόκκαλά της. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ χειρότερο μαρτύριο; “Ὄχι, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ κι ἄλλο, μεγαλύτερο, ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Τὸ βράδυ τὴν ἔρριξαν ἔτσι, πληγωμένη ὅπως ἦταν, στὴ φυλακή. Στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας μέσα στὴ φυλακὴ τὴν ἐπισκέφτηκε ἕνα φοβερὸ φάντασμα: ἕνα πονηρὸ πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς τεράστιου φιδιοῦ. Στὴν ἀρχὴ τὸ φίδι ἄρχισε νὰ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία, μετὰ κουλουριάστηκε γύρῳ,γύρω της καὶ ἅρπαξε τὸ κεφάλι της μέσα στὰ φοβερὰ σαγόνια του. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολύ. Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει ποτὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του νὰ ὑποστοῦν πειρασμοὺς μεγαλύτερους ἀπ’ ὅσο μποροῦν ν’ ἀντέξουν. Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μαρίνα φώναξε δυνατὰ στὸ Θεὸ μ’ ὅλη της τὴν καρδιὰ κι ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέσα της. Καὶ τότε τὸ φίδι ἐξαφανίστηκε καὶ μπροστά της ἄνοιξε ὁ οὐρανός. Ἡ Μαρίνα εἶδε μέσα σ’ ἕνα ἐξαίσιο φώς το σταυρό, ποὺ στὴν κορυφή του ἔστεκε ἕνα λευκὸ περιστέρι, κι ἄκουσε τὰ λόγια: «Χαῖρε, Μαρίνα, λογικὸ περιστέρι τοῦ Χριστοῦ, γιατί νίκησες τὸν παγκάκιστο ἐχθρό».
Κάτι παρόμοιο ἔγινε μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστου. Μετὰ τὸ μεγάλο φόβο τῆς θαλάσσιας καταιγίδας, ἀντιμετώπισαν ἕνα μεγαλύτερο φόβος μπροστά τους νόμισαν πῶς εἶδαν ἕνα φάντασμα. Βέβαια δὲν ἦταν φάντασμα, ἀλλὰ μιὰ σωτήρια καὶ ὑπέροχη πραγματικότητα. Δὲν ἦταν ὄνειρο, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα. Δὲν ἦταν κάποιος ἄλλος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
«Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων: θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμι: μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ἴδ’ 27). Ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς δικούς Του στοὺς μεγάλους πειρασμούς. “Ἤξερε πῶς τοὺς διέτρεχε φόβος, πῶς ἦταν ἔντρομοι, ἐπειδὴ νόμιζαν πῶς ἔβλεπαν φάντασμα. “Ἔτσι ἔσπευσε νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπό το φόβο. Εὐθέως τοὺς εἶπε: θαρσεῖτε! Τοὺς ἔδωσε ἀμέσως θάρρος, κατὰ κάποιο τρόπο τοὺς ξανὰ δωσε τὴν ἀνάσα τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς εἶχε κόψει ὁ φόβος. Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμι: μὴ φοβεῖσθε. Τί ὑπέροχη φωνή! Τί ζωηφόρα λόγια! Στὴ φωνὴ αὐτὴ οἱ δαίμονες φεύγουν, οἱ ἀρρώστιες ὑποχωροῦν, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται. Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ ἀπόκτησαν ὕπαρξη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶναι πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, ζωῆς, ὑγείας, σοφίας κι εὐφροσύνης.
Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμι! Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ν’ ἀκούσει τὴ φωνὴ αὐτή. Τὴν ἀκοῦνε μόνο οἱ ὅσιοι κι οἱ δίκαιοι, ποῦ ὑπομένουν γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ὅποιος γενικὰ ὑποφέρει. Πῶς νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τίς ἁμαρτίες καὶ τίς ἀδικίες τους; Θὰ τὸν ἀκούσουν ἐκεῖνοι μόνο ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).
Τώρα μέσα στὴ θάλασσα οἱ μαθητὲς ὑπόφεραν γιά τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἢ μᾶλλον θὰ λέγαμε πῶς ὑπόφεραν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ περισσότερο ἡ πίστη τους στὸ Χριστό.
«Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἴ, κέλευσόν μὲ πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα» (Ματθ. ἴδ’ 28). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τόσο χαρὰ ὅσο καὶ ἀμφιβολία. Κύριε, ἀναφωνεῖ ἢ χαρούμενη καρδιὰ τοῦ: εἴ σὺ εἴ, λέει τώρα ἡ ἀμφιβολία. Ἀργότερα ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε στερεωθεῖ πιὰ στὴν πίστη του, δὲ θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίστηκε στὴν ἀκτὴ τῆς ἴδιας λίμνης τῆς Γεννησαρὲτ κι ὁ Πέτρος ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰωάννη νὰ λέει πῶς ὁ Κύριός ἔστι, ὁ Πέτρος τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο και ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν (Ἰωάν. κά’ 7). Τότε δὲν ἀμφέβαλε καθόλου πῶς ἦταν ὁ Κύριος, οὔτε καὶ φοβήθηκε νὰ πέσει στὴ θάλασσα. Τώρα ὅμως ἦταν ἀκόμα πνευματικὰ δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἴ, κέλευσόν μὲ πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.
«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Ματθ. ἴδ’ 29). “Ὅση ὥρα ἡ πίστη του ἦταν μέσα του, σταθερή, ὁ Πέτρος περπατοῦσε πάνω στὸ νερό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ γλίστρησε μέσα του ἢ ἀμφιβολία, ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ βυθίζεται, γιατί ἡ ἀμφιβολία προκαλεῖ το φόβο.
Τὸ ὅτι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ κύματα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔχει ἕνα βαθύτερο νόημα. Σημαίνει τὴν προφύλαξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τίς σωματικὲς φροντίδες καὶ τὴ φιλαυτία στὸ ξεκίνημά της γιὰ τὸ δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, το δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Σωτῆρα. Τέτοιες στιγμὲς προκύπτουν στοὺς συνηθισμένους πιστούς, ἐκείνους ποὺ εἶναι λιπόψυχοι καὶ ποῦ ἡ χαρὰ τοὺς γιὰ τὸ Χριστὸ ἀνακατεύεται μὲ τὴν ἀμφιβολία. Συχνὰ θέλουν νὰ νικήσουν τὴ σάρκα καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό, τὸ βασιλιᾶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Σύντομα ὅμως νιώθουν νὰ πέφτουν, νὰ ξαναγυρίζουν στὶς σαρκικὲς μέριμνές τους, νὰ ξαναγίνονται σὰν τὸ πλοῖο ποὺ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα. Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὑψηλὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, οἱ μέγιστοι ἥρωες τῶν ἀνθρώπων, κατόρθωσαν μὲ μεγάλη ἄσκηση νὰ σταθεροποιηθοῦν στὴν πίστη καὶ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πλοῖο στὴν πνευματικὴ θάλασσα, γιὰ νὰ συναντήσουν το βασιλιᾶ Χριστό. Ἐκεῖνοι μόνο ἔχουν ζήσει τόσο τὸ φόβο τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ πλοίου ὅσο καὶ τοῦ τρόμου μπροστὰ στὴν καταιγίδα καὶ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους. Οἱ ἴδιοι ὅμως ἔνιωσαν καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸ Χριστό. Τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ σώματος εἶχε ζήσει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι μετὰ ἀπ’ αὐτόν. Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ κι ἡ ἀγαλλίαση στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου ταξιδιοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴ χαρούμενη κραυγή: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κορ. ἴβ’ 5).
Ἄς δοῦμε τώρα τί ἔγινε μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ἀκόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σώσόν μέ» (Ματθ. ἴδ’ 30). Γιατί φοβήθηκε τὸν ἄνεμο καὶ ὄχι τὴ θάλασσα; Ὁ Πέτρος ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα σὰν μικρὸ παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος ὅμως γελάει καὶ τὸ μωρὸ πέφτει στὸ ἔδαφος. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν πνευματικό μας ἐνθουσιασμό: Τὸ παραμικρὸ νὰ γίνει, μᾶς ἀναστατώνει καὶ μᾶς γυρίζει πίσω.
«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ ὀλιγόπιστες εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ἴδ ́ 22). Δὲν πνιγόμαστε πολλὲς φορὲς στοὺς κινδύνους τῆς θάλασσας τοῦ βίου, ὡσότου μᾶς ἁρπάξει κάποιο ἀόρατο χέρι καὶ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο; Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀρκετὰ τέτοια παραδείγματα; Ὅλοι μας τὸ γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ αὐτό. Μιλᾶμε κάθε τόσο γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ὁμολογοῦμε τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου χεριοῦ ποὺ μᾶς γλιτώνει ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καὶ λίγοι ἀνάμεσά μας, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ συνείδησή μας, ποὺ ἀκοῦνε τὴν ἐπιτιμητικὴ φωνὴ ἀπὸ τ’ ἀόρατα χείλη: ὀλιγόπιστες εἰς τί ἐδίστασας;
Γιατί ἀμφιβάλλετε, φίλοι μου, πῶς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά; Γιατί δὲν δοξολογεῖτε το Θεὸ ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζετε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο; Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία ὅταν ὁδηγοῦσε το μονογενῆ του υἱὸ στὴ θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) καὶ μετὰ τὸν ἔσωσε ὁ Θεός; Ὁ Ἰωνὰς δὲ δοξολογοῦσε το Θεὸ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους καὶ σώθηκε (βλ. Ἰων. β’ 7); Γιατί οἱ Τρεῖς Παῖδες δὲν ολιγοπίστησαν μέσα στὴν «κάμινο τοῦ πυρὸς» καὶ τελικὰ τοὺς ἔσωσε ἡ πίστη τοὺς (βλ. Δαν. γ ́ 19-26); Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε κι ὁ προφήτης Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων (στ’ 16-23), ἀλλὰ κι ὁ μακάριος Ἰὼβ ποὺ ἦταν πληγωμένος καὶ γεμᾶτος σπυριὰ (Ἰὼβ β’ 7-10); Ἀλλὰ καὶ χιλιάδες ἄλλοι ποὺ δέχτηκαν τίς μεγαλύτερες δοκιμασίες γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, πῶς γλίτωσαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία; Ἐμεῖς γιατί ἀμφιβάλλουμε; Ὁ Θεὸς μᾶς σώζει ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὸ ἀόρατο χέρι Του, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε καθόλου, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἀμφιβάλλουμε πολλὲς φορὲς γιὰ τὴ βοήθειά Του.
Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅλες τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ λιποψυχία μας. Πρέπει νὰ γίνουμε ὥριμοι στὴν πίστη μας. Ἔτσι, ὅσο μεγάλο κίνδυνο κι ἂν ἀντιμετωπίσουμε στὸ μέλλον, πρέπει νὰ δοξολογοῦμε το Θεὸ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του. Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ μᾶς σώσει. Ἄς δοξολογοῦμε το Θεὸ ὅταν βρισκόμαστε στὸν κίνδυνο, ὄχι ὅταν αὐτὸς περάσει.
Ἀλλὰ κι ὅταν φανοῦμε λιπόψυχοι κι ὀλιγόπιστοι, ἂς μή μας καταλάβει ἡ ἀπόγνωση. Ὁ Πέτρος λιποψύχισε, ὁ Κύριος ὅμως ἐνίσχυσε τὴν πίστη του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιότερους ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ἀρχικὰ εἶχαν λιποψυχίσει, ἀργότερα ὅμως ἔγιναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Προσέξτε τί λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ: «Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοὶ ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαι, ἂς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχὴ μοῦ ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μοῦ ἐξ ὀλισθήματος» (Ψαλμ. νέ’ 12-14).
Ἔτσι μιλάει ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ἀληθινά, ποῦ ἔχει γνωρίσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μετρήσει κάθε τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ μας, πῶς οὔτε ἕνα σπουργίτι (πολὺ περισσότερο ἄνθρωπος) δὲν μπορεῖ νὰ πέσει στὴ γῆ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (Ματθ. ἴδ’ 32). Μέ το ποὺ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε. Δὲ σταμάτησε ἀπὸ μόνος του νὰ φυσᾶ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἄν καὶ δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, ὅπως στὴ προηγούμενη περίπτωση, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἐπιτιμήσει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα, φαίνεται καθαρὰ πῶς τὸ ἔκανε καὶ τώρα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σκέφτεται σίγουρα πῶς ὁ ἄνεμος ἔπαυσε, ὑπακούοντας σὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Χάρη στὴ δική του δύναμη κι ἐπιθυμία κόπασε ὁ ἄνεμος.
Ὑπάρχει κι ἕνα βαθύτερο καὶ καθαρὸ νόημα στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἠρέμησε τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα. “Ὅταν ὁ Κύριος μπαίνει στὸ πλοῖο τοῦ σώματός μας, εἴτε μὲ τὴ θεία κοινωνία εἴτε μὲ τὴν προσευχὴ εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον εὔλογημένο τρόπο, οἱ ἄνεμοι τῶν παθῶν ἤρεμοὺν μέσα μας καὶ τὸ πλοῖο ταξιδεύει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀκτή.
«Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτὸ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἴ» (Ματθ. ἴδ’ 33). Ὅταν ὁ Κύριος ἠρέμησε τὴν καταιγίδα τῆς θάλασσας καὶ σταμάτησε τοὺς ἀνέμους στὴν πρώτη περίπτωση, οἱ μαθητὲς ρώτησαν, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι συνηθισμένοι καὶ λιπόψυχοι ἄνθρωποι: «Ποταπὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;» (Ματθ. ἡ’ 27). Ἀπὸ τότε ὅμως εἶχαν δεῖ τόσα σημεῖα καὶ θαύματα ἀπό το Διδάσκαλό τους, εἶχαν ἀκούσει τόσες διδαχές. Ἡ πίστη τους εἶχε πιὰ ἐνισχυθεῖ, εἶχε ἑδραιωθεῖ. Ἔτσι τώρα, ποὺ ἔβλεπαν τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, δὲ ρώτησαν πιά, ποταπὸς ἔστιν οὗτος. Ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν τώρα, ἦταν νὰ γονατίσουν μπροστὰ Τοῦ καὶ νὰ ὁμολογήσουν: ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἴ!.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁμολόγησαν ὅλοι μαζὶ οἱ μαθητὲς πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσά τους ἦταν βέβαια κι ὁ Ἰούδας, ποῦ τὸν ὁμολόγησε κι αὐτός. Ἀργότερα ὅμως ἡ φιλαργυρία τὸν ἔκανε ν’ ἀρνηθεῖ κυριολεκτικὰ τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό Του. Εἶναι ἀλήθεια πῶς τὸν ἀρνήθηκε κι ὁ Πέτρος καὶ μάλιστα τρεῖς φορές. Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ὅμως δὲν ἦταν προμελετημένη. Ἔγινε ξαφνικὰ ἀπὸ φόβο κι ἀμέσως μετὰ μετανόησε πικρὰ κι ἔκλαψε γιὰ τὴν ἄρνησή του.
Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν τὰ λόγια οἱ δὲ ἕν τὸ πλοῖο ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτὸ καὶ τὸν ὁμολόγησαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ διδακτικὸ σὲ κάθε χριστιανό. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐνανθρώπησε κι ἦρθε νὰ ζήσει μαζί μας, πρέπει κι ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας νά τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομά Του. Μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας ἐννοοῦμε μέ το νοῦ καὶ τὴ σκέψη μας, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ αἰσθήματά μας, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅλες τίς ἐπιθυμίες μας. Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὁλόκληρο θὰ γεμίσει φώς, σκότος δὲ θὰ ὑπάρχει μέσα του.
Ἀλίμονό μας ἂν δεχόμαστε τὸ Χριστὸ μέσα μας κι ἔπειτα τὸν ἐξορίζουμε μὲ τὴν ἁμαρτία μας ἢ τὸν ἀρνιόμαστε, ὅπως ὁ Ἰούδας. Ἡ δεύτερη κατάσταση θὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. “Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπέλυσε τὸν Ἰούδα, «εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ἰωάν. ἴγ’ 27). Ἄς μὴν ξεχνᾶμε οὔτε στιγμὴ πῶς δὲν μποροῦμε νὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον» (Ἐβρ. ἴβ’ 29).
«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ» (Ματθ. ἴδ’ 34). Ἔφτασαν κοντὰ στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ὁ προορισμὸς τοὺς (βλ. Ἰωάν. στ’ 17). Ὅποιος ἔχει πάει στὴ Γαλιλαία, μπορεῖ νὰ καταλάβει πόσο μακριὰ ὁδήγησε ἡ καταιγίδα τοὺς ἀποστόλους. Ἢ Βηθσαϊδὰ κι ἡ Καπερναοὺμ βρίσκονται στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς λίμνης. Ὅταν οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο κάτω ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν, ἦταν νὰ πλεύσουν κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς. Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως γράφει πῶς ἡ καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον τῆς θαλάσσης. Ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς λίμνης θεάθηκε ὁ Ἰησοῦς νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα. Ὅταν κόπασε ἡ καταιγίδα, τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ ταξιδέψει πάλι πίσω, στὴν ἀκτὴ τῆς Καπερναούμ. ἢ Σύμφωνα μὲ το Ματθαῖο καί το Λουκᾶ, φαίνεται πῶς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πλοῖο ἀκολούθησε τὸ συνηθισμένο δρόμο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου καὶ τὰ κουπιά. Ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Ἰωάννη ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφερε τὸ πλοῖο στὴν ἀκτή, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ὁ Ἰωάννης: «καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἢν ὑπῆγον» (Ἰωάν. στ’ 17).
Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀντίφαση στὶς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν ἐδῶ. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ γαληνέψει τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν καταιγίδα μὲ τὰ λόγια καὶ τίς σκέψεις Του, μποροῦσε ἂν τὸ ἤθελε, μὲ τὴ σκέψη Του μόνο νὰ μεταφέρει σὲ μιὰ στιγμὴ τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι. Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, εἶναι πῶς ὅταν ὁ Κύριος ἔρχεται νὰ κατοικήσει μέσα μας, ἐμεῖς νιώθουμε σὰ νὰ βρισκόμαστε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι, ἐκεῖ ποὺ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας δὲν κλυδωνίζεται οὔτε ἀπὸ καταιγίδες οὔτε ἀπὸ ἀνέμους. Ἄν ἔπειτα πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ περπατᾶμε στὴ γῆ δὲν τὸ νιώθουμε αὐτό, γιατί τώρα ἡ ψυχὴ κι ἡ καρδιὰ μᾶς ζοὺν σ’ ἕναν ἄλλο καλλίτερο κόσμο, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ Βασιλιᾶς Χριστός. Στὴ δική του νίκη βλέπουμε μὲ εὐφροσύνη τὴ δική μας νίκη.
Νικητὴς ἐνάντια σὲ κάθε κακὸ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν ἐπιτρέπει ὁ ἴδιος νὰ τὸν νικήσει κάποιο κακό. Ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ καταφεύγουμε κάτω ἀπὸ τίς σωστικὲς φτεροῦγες Του, ἐκεῖ ποὺ δέ θὰ συναντήσουμε οὔτε καταιγίδες οὔτε ἀνέμους οὔτε φαντάσματα, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Ἐκεῖ θὰ βροῦμε ὅλα τ’ ἀγαθὰ πλούσια, αἰώνια, ποὺ δὲν τὰ καταστρέφει οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά. Ἐκεῖ θὰ δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους τὰ νικηφόρα ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴ μεγαλοσύνη τους δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε στὴν περιορισμένη προοπτικὴ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας. Ἐκεῖ θὰ μᾶς ἀποκαλυφτοῦν ὅλα καὶ τότε θὰ εὔφθρανθοῦμε. Κι ἡ χαρὰ μᾶς αὐτὴ δὲ θὰ ἔχει τέλος. Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὀλιγόπιστοι
«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτω: Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14, 31)
ΕΙΠΑΜΕ, ἀγαπητοί μας, εἴπαμε καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, ὅπου χύνεται ὁ Ἰορδάνης. Ἀπὸ τὰ γύρῳ,γύρω χωριά της ὁ Χριστὸς πῆρε τοὺς πρώτους μαθητές του. Στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς περιοχῆς, συχνὰ ἔμενε ὁ Χριστός. Ἀπό ‘κεὶ ξεκινοῦσε καὶ πήγαινε στὰ διάφορα χωριά. Μέσο συγκοινωνίας ἦταν οἱ βᾶρκες τῶν ψαράδων. Οἱ ψαρᾶδες ἀγαποῦσαν τόσο πολὺ τὸ Χριστό, ὥστε χαρά τους ἦταν νὰ τὸν παίρνουν στὶς βᾶρκες τους καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του ὅπου ἤθελε. Πολλὲς φορὲς ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἱερή του συνοδεία, τοὺς μαθητές, ταξίδευαν στὴ λίμνη αὐτή. Ταξίδευαν ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ οἰκογένεια. Ἦταν ἡ πιὸ ἱερὴ οἰκογένεια ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος.
Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ οἱ μαθηταί. Ἀχώριστη συντροφιά. Ἀλλὰ μιὰ φορὰ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστη τῶν μαθητῶν, τοὺς ἄφησε νὰ ταξιδέψουν χωρὶς αὐτόν. Βέβαια οἱ μαθηταὶ δὲν τὸ ἤθελαν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἤθελε ἐκεῖνος, δὲν μποροῦσαν παρὰ νὰ ὑπακούσουν. Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔμεινε στὴν ξηρά, ἀνέβηκε σ’ ἕνα βουνό, κ’ ἐκεῖ ἔμεινε ὅλη τὴ νύχτα καὶ προσευχόταν. Προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως προσευχόταν γιὰ τοὺς μαθητάς του.
Οἱ μαθηταὶ ταξίδευαν στὴ θάλασσα. Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ἐνῶ ὅμως τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ μέση τῆς θαλάσσης, ἄρχισε νὰ φυσάη δυνατὸς ἄνεμος. Ἡ θάλασσα ταράχτηκε. Κύματα ἄγρια σηκώθηκαν. Οἱ μαθηταὶ ὅλη τὴ νύχτα πάλευαν μὲ τὴ θάλασσα. Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυχτα. Πλησίαζε πιὰ νὰ διαλυθῇ τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ὅταν πάνω στ’ ἀγριεμένα κύματα φάνηκε νὰ περπατᾷς κάποιος. Σὰν φάντασμα φαινόταν. Οἱ μαθηταὶ τρόμαξαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν τρομάξουν; Εἶνε δυνατὸν ἄνθρωπος νὰ περπατάη πάνω στὰ κύματα; Ἀπό το φόβο τους ἄρχισαν νὰ φωνάζουν. Τότε ἀκοῦνε μιὰ φωνή: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἶμι μὴ φοβεῖσθε». Ἔχετε θάρρος, μὴν τρομάζετε, ἐγὼ εἶμαι, εἶπε ὁ Χριστὸς (Ματθ. 14, 27).
Ὁ Πέτρος, ἅμα ἄκουσε τὴ φωνή, λέει «Κύριε, ἂν εἶσαι σύ, διάταξέ μὲ νὰ περπατήσω πάνω στὰ κύματα καὶ νὰ ἔρθω κοντά σου». Ὁ Χριστὸς του τὸ ἐπέτρεψε. Κι ὁ Πέτρος κατεβαίνει ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἀρχίζει νὰ περπατάη πάνω στὰ κύματα. Περπατοῦσε ὁ Πέτρος στὴ θάλασσα καὶ συνεχῶς πλησίαζε. Κι ὅσο πλησίαζε ἔβλεπε τὸ Χριστὸ πιὸ καθαρά, καὶ ἡ καρδιά του γέμιζε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀλλὰ σὲ κάποια στιγμὴ καὶ Πέτρος ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὴ θάλασσα, καὶ βλέποντάς την ἀγριεμένη τὰ ἔχασε. Τὰ πόδια του δὲν πατοῦσαν πιὰ ὅπως πρῶτα. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται. Ἡ θάλασσα ἦταν ἕτοιμη νὰ τὸν καταπιή. Τότε ὁ Πέτρος τρόμαξε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ λέει: «Κύριε, σώσόν με». Καὶ ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του, ἔπιασε τὸν Πέτρο, καὶ τοῦ λέει: «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;». Σὲ λίγο ὁ Χριστὸς μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο, καὶ μόλις ὁ Χριστὸς πάτησε τὸ πόδι του στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα στὸ πλοῖο ἦρθαν καὶ τὸν προσκύνησαν λέγοντας «Εἶσαι ἀληθινὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ!» (Ματθ. 14, 2833).
Ὁ Πέτρος στὴν προκειμένη περίπτωση ἔδειξε ὀλιγοπιστία. Δὲν θὰ ἔπρεπε ὅμως νὰ δείξῃ. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν κοντά τους, τί εἶχε νὰ φοβηθῇ; Τὸ Χριστὸ ἔπρεπε νὰ βλέπῃ, καὶ ὄχι τὴν ἀγριεμένη θάλασσα. Καὶ ὅσο εἶχε τὰ μάτια του προσηλωμένα στὸ Χριστό, δὲν αἰσθανόταν κανένα φόβο, καμμιὰ ἀνησυχία. Ἦταν ἀσφαλής. Ἀλλὰ μόλις ἔπαψε νὰ κοιτάζῃ τὸ Χριστὸ κι ἄρχισε νὰ κοιτάζῃ τὰ κύματα, τρόμαξε, ἔχασε τὴν ἰσορροπία του καὶ κινδύνεψε νὰ πνιγῇ μέσα στὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης. Δίκαια ὁ Χριστὸς τὸν παρατήρησε καὶ τὸν ἤλεγξε.
Ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ Πέτρος κινδυνεύουμε νὰ πάθουμε καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί. Γιατί κ’ ἐμεῖς ταξιδεύουμε μέσα σὲ μιὰ θάλασσα, ποὺ εἶνε χειρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη θάλασσα. Θάλασσα, ποὺ σηκώνει πελώρια καὶ ἄγρια κύματα. Θάλασσα, ποὺ ὄχι μόνο βαρκοῦλες, ἀλλὰ καὶ καράβια, καὶ μεγάλα ὑπερωκεάνεια συντρίβει, καὶ πνίγει τοὺς ἀνθρώπους. Θάλασσα, ποὺ κρύβει κάτω ἀπὸ τὰ νερά της ἐπικίνδυνα βράχια. Θάλασσα, ποὺ σπάνια ἔχει γαλήνη, ἐνῶ τίς περισσότερες φορὲς εἶνε ἀγριεμένη. Ποιά εἶνε ἡ θάλασσα αὐτή; Εἶνε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ γέννηση καὶ τελειώνει μὲ τὸ θάνατο. Ἄχ αὐτὴ ἡ ζωή, πόσες θλίψεις, πόσα βάσανα, πόσα μαρτύρια δὲν ἔχει! Αὐτὰ εἶνε τὰ ἄγρια κύματα, ποὺ χτυποῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλες τίς μεριές, καὶ ὁ ἄνθρωπος ζαλίζεται, χάνει τὴν πίστη καὶ τὸ θάρρος του καὶ σὰν τὸν Πέτρο κινδυνεύει νὰ πνιγῇ μέσα στὰ μαῦρα νερὰ τῆς ἀπελπισίας.
Νὰ μετρήσουμε τώρα τίς θλίψεις, τὰ βάσανα, τὰ μαρτύρια τοῦ ἀνθρώπου; Πιὸ εὔκολο εἶνε νὰ μετρήσῃ κανεὶς τὰ κύματα τῆς ἀγριεμένης θαλάσσης, παρὰ νὰ μετρήσῃ τίς θλίψεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἕνας θέλει νὰ δουλέψῃ, μὰ δουλειὰ δὲν βρίσκει. Ὁ ἄλλος δὲν πηγαίνουν καλὰ οἱ δουλειές του καὶ στενοχωριέται. Ὁ τρίτος ἀρρώστησε καὶ εἶνε τώρα μόνος στὸ νοσοκομεῖο. Ὁ τέταρτος ἔκανε γάμο, ἀλλὰ τί γάμο; ὁ σύντροφός του καθημερινῶς τὸν πληγώνει μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ πέμπτος ἔχει παιδιὰ ἀνάποδα. Ὁ ἕκτος ἔχει κορίτσια ἀνύπαντρα καὶ γαμπρὸς δὲν φαίνεται. Ὁ ἕβδομος ὑποπτεύεται ὅτι ἡ γυναῖκα του δὲν εἶνε τίμια. Ὁ ὄγδοος, ὅ,τι κέρδισε ἐπὶ χρόνια πολλὰ στὰ ξένα, του τὰ ἔφαγαν οἱ ἀπατεῶνες συγγενεῖς του. Ὁ ἔνατος ἔχει παιδιὰ στὰ ξένα, μὰ ἕνα γράμμα δὲν τοῦ στέλνουν. Ὁ δέκατος πέθαναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς του, ἔμεινε μόνος, καὶ δὲν ἔχει κανένα στὸν κόσμο νὰ τὸν κοιτάξῃ. Ὁ ἑνδέκατος εἶνε στὴ φυλακή, ὄχι γιατί ἔκανε κανένα ἔγκλημα, ἀλλὰ γιατί κακοὶ ἄνθρωποι πῆγαν στὸ δικαστήριο καὶ ἔδωσαν ψεύτικο ὅρκο καὶ τὸν κατηγόρησαν ἄδικα. Ὁ δωδέκατος… μὰ δὲν ἔχουν τέλος οἱ θλίψεις τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ πιστεύουν στὸ Θεὸ καὶ δὲν λυγίζουν ἀπὸ τίς διάφορες θλίψεις τῆς ζωῆς. Γνώρισα στὴν Ἀθήνα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Μέσα σ’ ἕνα χρόνο τὸν βρῆκαν πολλὲς θλίψεις καὶ βάσανα. Τὰ μάτια του ἔπαθαν καταρράκτη καὶ δὲν ἔβλεπαν. Ἔκανε ἐγχείρηση καὶ μόλις βλέπει μὲ τὸ ἕνα μάτι. Μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, τὸν πιάνει ἕνας πόνος στὰ νεφρά, τὸν ρίχνει στὸ κρεβάτι, πηγαίνει πάλι στὸ νοσοκομεῖο καὶ σώζεται μὲ ὀδυνηρὴ ἐγχείρηση. Βγαίνει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, πάει στὸ σπίτι του, μὰ δὲν περνάει μιὰ βδομάδα καὶ ἀρρωσταίνει ἡ γυναῖκα του. Ἡ ἀρρώστια της καρκίνος. Μόλις σώζεται μὲ μιὰ πολὺ ὀδυνηρὴ ἐγχείρηση. Ἀλλὰ μόλις ἐπιστρέφει ἡ γυναῖκα του στὸ σπίτι, τὸ μεγαλύτερό του κορίτσι προσβάλλεται ἀπὸ περιπνευμονία καὶ κινδύνεψε. Θλῖψις ἢ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη. Τί νομίζετε, ἔχασε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὸ θάρρος του; Λύγισε; Γόγγυσε; Βλαστήμησε; Ὄχι. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ ἀνθρώπου δὲν βγῆκε καμμιὰ λέξι γογγυσμοῦ καὶ ἀπελπισίας. Ἡ πίστι του βράχος. Δοξάζει τὸ Θεό, καὶ παρακαλεῖ νὰ τοῦ δίνῃ πίστι καὶ ὑπομονὴ μέχρι τέλους.
Ἀλλὰ πόσοι ἔχουν τέτοια πίστι; Σπάνιοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Οἱ πολλοὶ εἶνε ὀλιγόπιστοι. Μοιάζουν μὲ τὸν Πέτρο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Κλονίζονται βλέποντας τὰ κύματα, τίς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ποὺ εἶνε γεμάτoς ἀγάπη καὶ στοργὴ στὰ πλάσματά του, δέν τοὺς ἀφήνει μόνους νὰ παλεύουν. Μὲ χίλιους δυὸ τρόπους τους παρηγορεῖ καὶ τοὺς ἐνισχύει. Ἁπλώνει τὸ παντοδύναμο χέρι του καὶ τοὺς σώζει τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ τοὺς διαφόρους κινδύνους. Ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς, βλέπουν τὸ Χριστὸ καὶ σήμερα νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα καὶ τὸν ἀκοῦνε νὰ λέη «Όλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14, 31).