ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Θ’ 27 — 35)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ παρά­γον­τι τῷ Ἰησοῦ ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κρά­ζον­τες καὶ λέγον­τες· Ἐλέη­σον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυ­ῒδ. 28ἐλθόν­τι δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν προ­σῆλ­θον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύ­ε­τε ὅτι δύνα­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέγου­σιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. 29τότε ἥψα­το τῶν ὀφθαλ­μῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενη­θή­τω ὑμῖν. 30καὶ ἀνε­ῴ­χθη­σαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλ­μοί· καὶ ἐνε­βρι­μή­σα­το αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὁρᾶ­τε μηδεὶς γινω­σκέ­τω. 31οἱ δὲ ἐξελ­θόν­τες διε­φή­μι­σαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκεί­νῃ. 32Αὐτῶν δὲ ἐξερ­χο­μέ­νων ἰδοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐτῷ ἄνθρω­πον κωφὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· 33καὶ ἐκβλη­θέν­τος τοῦ δαι­μο­νί­ου ἐλά­λη­σεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύ­μα­σαν οἱ ὄχλοι λέγον­τες, Οὐδέ­πο­τε ἐφά­νη οὕτως ἐν τῷ Ἰσρα­ήλ. 34οἱ δὲ Φαρι­σαῖ­οι ἔλε­γον· Ἐν τῷ ἄρχον­τι τῶν δαι­μο­νί­ων ἐκβάλ­λει τὰ δαι­μό­νια. 35Καὶ περι­ῆ­γεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας, διδά­σκων ἐν ταῖς συνα­γω­γαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσ­σων τὸ εὐαγ­γέ­λιον τῆς βασι­λεί­ας καὶ θερα­πεύ­ων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλα­κί­αν ἐν τῷ λαῷ.

27 Και ενώ ο Ιησούς επερ­νού­σε από εκεί, τον ηκο­λού­θη­σαν δύο τυφλοί, οι οποί­οι έκρα­ζαν και έλε­γαν· “σπλαγ­χνί­σου μας, υιέ Δαυ­ΐδ, και δος μας το φως των οφθαλ­μών μας”. 28 Οταν δε έφθα­σε στο σπί­τι, τον επλη­σί­α­σαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύ­ε­τε πράγ­μα­τι, ότι ημπο­ρώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητεί­τε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. 29 —Τοτε ήγγι­σε τα μάτια των, λέγων· “σύμ­φω­να με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. 30 Και αμέ­σως άνοι­ξαν οι οφθαλ­μοί των. Ο δε Ιησούς συνέ­στη­σεν εις αυτούς με αυστη­ρό­τη­τα και είπε· “προ­σέ­χε­τε, κανείς να μη μάθη το θαύ­μα”. 31 Αλλά εκεί­νοι εξελ­θόν­τες διέ­δω­σαν το θαύ­μα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκεί­νην την χώραν. 32 Ενώ δε αυτοί εξήρ­χον­το, ιδού έφε­ραν στον Ιησούν ένα άνθρω­πον δαι­μο­νι­ζό­με­νον κωφά­λα­λον. 33 Και όταν εξε­διώ­χθη το δαι­μό­νιον, αμέ­σως ωμί­λη­σεν ο κωφά­λα­λος και οι όχλοι που ήσαν εκεί εθαύ­μα­σαν και έλε­γαν ότι ποτέ έως τώρα δεν εφά­νη­σαν στον Ισραη­λι­τι­κόν λαόν τόσα πολ­λά και τόσα μεγά­λα θαύ­μα­τα. 34 Οι μοχθη­ροί όμως και δόλιοι Φαρι­σαί­οι έλε­γαν· “αυτός διώ­χνει τα δαι­μό­νια με την δύνα­μιν του αργη­γού των δαι­μο­νί­ων”. 35 Και περιώ­δευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδά­σκων εις τας συνα­γω­γάς αυτών και κηρύσ­σων το χαρ­μό­συ­νον άγγελ­μα της βασι­λεί­ας των ουρα­νών και θερα­πεύ­ων κάθε ασθέ­νειαν και κάθε καχε­ξί­αν μετα­ξύ του λαού.

27 Κι ενώ έφευ­γε από εκεί ο Ιησούς, τον ακο­λού­θη­σαν δύο τυφλοί, οι οποί­οι φώνα­ζαν δυνα­τά κι έλε­γαν: Σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ. 28 Κι όταν έφθα­σε στο σπί­τι, ήλθαν κον­τά του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: Πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε; Κι εκεί­νοι του απαν­τούν: Ναι, Κύριε. 29 Τότε άγγι­ξε με τα δάκτυ­λά του τα μάτια τους και τους είπε: Ας γίνει αυτό που ζητά­τε σύμ­φω­να με την πίστη σας. 30 Κι άνοι­ξαν τα μάτια τους. Και ο Ιησούς με αυστη­ρό­τη­τα τους πρό­στα­ξε λέγον­τας: Προ­σέ­χε­τε, κανείς μη μάθει το θαύ­μα που σας έκα­να. 31 Αυτοί όμως, όταν βγή­καν από το σπί­τι, διέ­δω­σαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσ­σία και θαυ­μα­τουρ­γού σ’ όλη τη χώρα εκεί­νη. 32 Και καθώς οι δύο αυτοί έβγαι­ναν από το σπί­τι, ιδού, έφε­ραν προς τον Ιησού έναν άνθρω­πο που ήταν κυριευ­μέ­νος από δαι­μό­νιο και ήταν κου­φός και άλα­λος. 33 Και μόλις ο Χρι­στός έδιω­ξε το δαι­μό­νιο αυτό, ο κου­φός μίλη­σε. Και τα πλή­θη του λαού θαύ­μα­σαν κι έλε­γαν: Ποτέ δεν φάνη­καν τέτοια θαύ­μα­τα στο έθνος του Ισρα­ήλ? ούτε όταν οι προ­φή­τες και οι υπό­λοι­ποι άγιοι άνδρες θαυ­μα­τουρ­γού­σαν ανά­με­σά του. 34 Οι Φαρι­σαί­οι όμως έλε­γαν: Με τη βοή­θεια και τη συνερ­γα­σία του αρχη­γού των δαι­μό­νων βγά­ζει τα δαι­μό­νια από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους. 35 Και περιό­δευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδά­σκον­τας στις συνα­γω­γές του και κηρύτ­τον­τας το χαρ­μό­συ­νο κήρυγ­μα της βασι­λεί­ας του Θεού και θερα­πεύ­ον­τας κάθε ασθέ­νεια και αδια­θε­σία στο λαό.

27 Ἐνῷ δὲ προ­χω­ροῦ­σε ἀπ᾽ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκο­λού­θη­σαν δύο τυφλοί, κρά­ζον­τας καὶ λέγον­τας: «Σπλαγ­χνί­σου μας καὶ σῶσε μας (θερά­πευ­σέ μας), Υἱὲ Δαβίδ». 28 Ὅταν δὲ ἦλθε στὸ σπί­τι, ἦλθαν κον­τά του οἱ τυφλοὶ καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πιστεύ­ε­τε, ὅτι δύνα­μαι νὰ κάνω τοῦ­το;». Τοῦ λέγουν: «Ναί, Κύριε». 29 Τότε ἄγγι­ξε τὰ μάτια τους λέγον­τας: «Ἂς γίνῃ σὲ σᾶς σύμ­φω­να μὲ τὴν πίστι σας». 30 Καὶ ἄνοι­ξαν τὰ μάτια τους. Ὁ δὲ Ἰησοῦς μὲ αὐστη­ρὸ ὕφος τοὺς πρό­στα­ξε λέγον­τας: «Κοι­τά­ξε­τε νὰ μὴ τὸ μάθῃ κανείς». 31 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ βγῆ­καν καὶ τὸν δια­φή­μι­σαν σ᾽ ὅλη τὴν περιο­χὴ ἐκεί­νη.  32 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔβγαι­ναν, ἰδοὺ ἔφε­ραν πρὸς αὐτὸν ἕνα ἄνθρω­πο βωβὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο. 33 Καὶ ὅταν βγῆ­κε τὸ δαι­μό­νιο, ὁ βωβὸς μίλη­σε, καὶ τὰ πλή­θη θαύ­μα­σαν καὶ­ἔ­λε­γαν: «Ποτὲ δὲν παρου­σιά­σθη­κε τέτοιο φαι­νό­με­νο στὸν Ἰσρα­ήλ». 34 Ἀλλ᾽ οἱ Φαρι­σαῖ­οι­ἔ­λε­γαν: «Μὲ τὴ δύνα­μι τοῦ ἄρχον­τος τῶν δαι­μο­νί­ων βγά­ζει τὰ δαι­μό­νια». 35 Καὶ περιώ­δευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, καὶ δίδα­σκε στὶς συνα­γω­γές τους καὶ κήρυτ­τε τὸ χαρ­μό­συ­νο κήρυγ­μα τῆς βασι­λεί­ας (τοῦ Θεοῦ), καὶ θερά­πευε κάθε ἀσθέ­νεια καὶ κάθε ἀρρώ­στεια στὸ λαό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΚΩΦΟΥ

«Καὶ παρά­γον­τι ἐκεῖ­θεν τῷ Ἰησοῦ ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κρά­ζον­τες καὶ λέγον­τες· ἐλέη­σον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυ­ΐδ(:Και ενώ έφευ­γε από εκεί ο Ιησούς, Τον ακο­λού­θη­σαν δύο τυφλοί, οι οποί­οι φώνα­ζαν δυνα­τά και έλε­γαν: “Σπλα­χνί­σου μας και θερά­πευ­σέ μας, ένδο­ξε από­γο­νε του Δαβίδ”). λθόν­τι δ ες τν οκίαν προσλθον ατ ο τυφλοί, κα λέγει ατος ησος· πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι; λέγου­σιν ατ· ναί, Κύριε(:Και όταν έφθα­σε στο σπί­τι, ήλθαν κον­τά Του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: “Πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε;” Και εκεί­νοι του απαν­τούν: “Ναι, Κύριε”).Τότε ψατο τν φθαλμν ατν λέγων· κατ τν πίστιν μν γενη­θή­τω μν(:Τότε άγγι­ξε με τα δάκτυ­λά Του τα μάτια τους και τους είπε: “Ας γίνει αυτό που ζητά­τε σύμ­φω­να με την πίστη σας”). Κα νεχθη­σαν ατν ο φθαλ­μοί (:Και aνοί­χτη­καν τα μάτια τους)»[Ματθ.9, 27–30].

Τι τέλος πάν­των ήταν εκεί­νο που ωθού­σε εκεί­νους τους δύο τυφλούς ώστε να φωνά­ζουν δυνα­τά; Με σκο­πό πάλι να μας διδά­ξει ότι πρέ­πει να απο­φεύ­γου­με τη δόξα εκ μέρους των πολ­λών· διό­τι επει­δή βρι­σκό­ταν η οικία κον­τά, τους οδη­γεί εκεί για να τους θερα­πεύ­σει κατ’ ιδί­αν. Και αυτό επί­σης καθί­στα­ται φανε­ρό και από το ότι τους έδω­σε εντο­λή να μην ανα­φέ­ρουν το συμ­βάν σε κανέ­να. Και δεν είναι μικρή αυτή η κατη­γο­ρία για τους Ιου­δαί­ους, κατά τη στιγ­μή που αυτοί οι οποί­οι είχαν τυφλά τα μάτια τους, πιστεύ­ουν στον Ιησού μόνο από όσα ακού­νε, ενώ οι Ιου­δαί­οι εμπό­δι­ζαν και τους οφθαλ­μούς τους να βλέ­πουν όσα γίνον­ταν από Αυτόν, και μολο­νό­τι έβλε­παν τα θαύ­μα­τα και είχαν ως μάρ­τυ­ρα των όσων συνέ­βαι­ναν τους οφθαλ­μούς τους, προ­έ­βαι­ναν σε τελεί­ως αντί­θε­τες ενέρ­γειες.

Πρό­σε­ξε επί­σης και την προ­θυ­μία τους, που γίνε­ται φανε­ρή και από την κραυ­γή τους και από το περιε­χό­με­νο της παρα­κλή­σε­ώς τους· διό­τι όχι απλώς και μόνο πλη­σί­α­σαν τον Ιησού, αλλά και φωνά­ζον­τας δυνα­τά και δεν πρό­βαλ­λαν με την παρά­κλη­σή τους τίπο­τε άλλο παρά μόνο να τους ευσπλα­χνι­στεί. Και Τον απο­κα­λού­σαν «υιό του Δαβίδ» επει­δή εθε­ω­ρεί­το η ονο­μα­σία αυτή πολύ τιμη­τι­κή. Πραγ­μα­τι­κά, σε πολ­λές περι­πτώ­σεις και οι προ­φή­τες απο­κα­λού­σαν έτσι τους βασι­λείς εκεί­νους που ήθε­λαν να τους τιμή­σουν και να τους παρου­σιά­σουν ως πολύ σπου­δαί­ους.

Αφού λοι­πόν τους οδή­γη­σε στην οικία, τους υπο­βάλ­λει δεύ­τε­ρη ερώ­τη­ση· διό­τι σε όλες τις περι­πτώ­σεις επι­δί­ω­κε να θερα­πεύ­ει κατό­πιν παρα­κλή­σε­ων των ασθε­νών, για να μη νομί­σει κανείς ότι ενερ­γού­σε τα θαύ­μα­τα αυτά απλώς και μόνο από φιλο­δο­ξία· και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για να δεί­ξει ότι οι δύο αυτοί τυφλοί ήταν άξιοι θερα­πεί­ας, και επι­πλέ­ον για να μη λέγει κανέ­νας, ότι εάν από την ευσπλα­χνία Του μόνο έσω­ζε, έπρε­πε όλους να τους σώζει· διό­τι και η φιλαν­θρω­πία έχει κάποια αιτία, την πίστη δηλα­δή εκεί­νων που σώζον­ται. Και βέβαια δεν ζητεί επί­μο­να μόνο γι΄αυτόν τον λόγο την πίστη από αυτούς, αλλά και επει­δή Τον ονό­μα­σαν «υιό του Δαβίδ», για να τους εξυ­ψώ­σει πνευ­μα­τι­κά και να τους διδά­ξει ποια γνώ­μη πρέ­πει να έχουν γι’ Αυτόν, τους λέγει: «Πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι;(:πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε;”)»[Ματθ.9,28]. Δεν είπε: «Πιστεύ­ε­τε ότι μπο­ρώ να παρα­κα­λέ­σω τον Πατέ­ρα μου, ότι μπο­ρώ να προ­σευ­χη­θώ», αλλά ότι «εγώ μπο­ρώ να κάνω αυτό που ζητεί­τε».

Τι απαν­τούν λοι­πόν εκεί­νοι; «Ναί, Κύριε». Δεν Τον ονο­μά­ζουν πλέ­ον υιό του Δαβίδ, αλλά ανέρ­χον­ται πνευ­μα­τι­κά υψη­λό­τε­ρα και ομο­λο­γούν ότι είναι Κύριος. Και τότε λοι­πόν και ο Ιησούς θέτει τη χεί­ρα Του επά­νω τους και λέγει: «Κατ τν πίστιν μν γενη­θή­τω μν(:Ας γίνει αυτό που ζητά­τε σύμ­φω­να με την πίστη σας”)»[Ματθ.9,29]. Το κάνει αυτό επί­σης για να ενδυ­να­μώ­σει την πίστη τους και να δεί­ξει ότι και αυτοί συνει­σέ­φε­ραν στην επι­τέ­λε­ση του θαύ­μα­τος και επι­πλέ­ον για να επι­βε­βαιώ­σει ότι τα λόγια τους δεν ήσαν λόγια κολα­κεί­ας· διό­τι δεν είπε «Ας ανοί­ξουν οι οφθαλ­μοί σας», αλλά «ας γίνει σε σας αυτό που ζητεί­τε σύμ­φω­να με την πίστη σας», πράγ­μα που λέγει σε πολ­λούς από εκεί­νους που Τον πλη­σί­α­σαν, με σκο­πό να κατα­στή­σει γνω­στή την πίστη της ψυχής τους πριν από τη θερα­πεία των σωμά­των τους, ώστε να κατα­στή­σει εκεί­νους περισ­σό­τε­ρο ενά­ρε­τους και ευδό­κι­μους σε πίστη και έργα και στους άλλους να προ­κα­λέ­σει περισ­σό­τε­ρη προ­θυ­μία.

Κατά τον ίδιο τρό­πο ενήρ­γη­σε και στον παρα­λυ­τι­κό, καθό­σον πριν να θερα­πεύ­σει το σώμα του, την ψυχή του εξυ­ψώ­νει που ήταν πεσμέ­νη, λέγον­τας τα εξής: «Θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου(:έχε θάρ­ρος, παι­δί μου˙ έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου)»[Ματθ.9,2]. Και την θυγα­τέ­ρα του αρχι­συ­να­γώ­γου αφού την ανέ­στη­σε την κρά­τη­σε από το χέρι της και μέσω της τρα­πέ­ζης, της δίδα­ξε τον Ευερ­γέ­τη της[πρβλ. Λου­κά 8, 55–56: «Κα πέστρε­ψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παρα­χρμα, κα διέ­τα­ξεν ατ δοθναι φαγεν. κα ξέστη­σαν ο γονες ατος. δ παρήγ­γει­λεν ατος μηδεν επεν τ γεγο­νός(:τότε η ψυχή της επέ­στρε­ψε στο σώμα και ανα­στή­θη­κε αμέ­σως. Και ο Ιησούς διέ­τα­ξε να της δώσουν φαγη­τό να φάει, για να πάρει δυνά­μεις μετά από την εξάν­τλη­ση που της είχε φέρει η χρό­νια και θανα­τη­φό­ρα ασθέ­νειά της. Οι γονείς της έμει­ναν εκστα­τι­κοί και κυριεύ­τη­καν από βαθύ και μεγά­λο θαυ­μα­σμό. Ο Ιησούς όμως τους έδω­σε την εντο­λή να μην πουν σε κανέ­ναν αυτό που έγι­νε, για να μην ερε­θί­ζε­ται ο φθό­νος των εχθρών Του)»].

Και στην περί­πτω­ση του εκα­τόν­ταρ­χου ενήρ­γη­σε κατά τον ίδιο τρό­πο, εξαρ­τών­τας τα πάν­τα από την πίστη[πρβλ. Ματθ. 8, 10–13: «κού­σας δ ησος θαύ­μα­σε κα επε τος κολου­θοσιν· μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον. λέγω δ μν τι πολ­λο π νατολν κα δυσμν ξου­σι κα νακλι­θή­σον­ται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασι­λεί τν ορανν, ο δ υο τς βασι­λεί­ας κβλη­θή­σον­ται ες τ σκό­τος τ ξώτε­ρον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δόν­των. κα επεν ησος τ κατον­τάρχ· παγε, κα ς πίστευ­σας γενη­θή­τω σοι. κα άθη πας ατο ν τ ρ κείν(:όταν ο Ιησούς άκου­σε τα λόγια του αυτά, θαύ­μα­σε και είπε σε εκεί­νους που Τον ακο­λου­θού­σαν:Αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κα ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού. Σας δια­βε­βαιώ­νω λοι­πόν ότι πολ­λοί σαν τον εκα­τόν­ταρ­χο θα έλθουν από ανα­το­λή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθί­σουν μαζί με τον Αβρα­άμ, τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ στο ευφρό­συ­νο δεί­πνο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, ενώ εκεί­νοι που κατά­γον­ται από τον Αβρα­άμ και σύμ­φω­να με τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού είναι κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκο­τά­δι που είναι τελεί­ως απο­μα­κρυ­σμέ­νο από τη βασι­λεία του Θεού. Εκεί θα κλαί­νε και θα τρί­ζουν τα δόν­τια τους”. Και είπε ο Ιησούς στον εκα­τόν­ταρ­χο: “Πήγαι­νε στο σπί­τι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστε­ψες (ότι δηλα­δή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπο­ρώ να θερα­πεύ­σω το δού­λο σου)”. Και πράγ­μα­τι εκεί­νη τη στιγ­μή θερα­πεύ­θη­κε ο δού­λος του)»].

Και τους μαθη­τές Του επί­σης όταν τους έσω­ζε από την τρι­κυ­μία της θάλασ­σας, τους απάλ­λασ­σε κατά πρώ­τον από την ολι­γο­πι­στία τους [πρβλ. Ματθ. 8,26: «Τί δει­λοί στε, λιγό­πι­στοι; Τότε γερ­θες πετί­μη­σε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένε­το γαλή­νη μεγά­λη (:“Για­τί είστε δει­λοί, ολι­γό­πι­στοι;”. Τότε, αφού σηκώ­θη­κε όρθιος, διέ­τα­ξε με αυστη­ρό­τη­τα τους ανέ­μους και τη θάλασ­σα, και αμέ­σως έγι­νε γαλή­νη μεγά­λη)»].

Κατά τον ίδιο τρό­πο λοι­πόν ενερ­γεί και στην περί­πτω­ση αυτή. Γνώ­ρι­ζε μεν και πριν εκεί­νοι φωνά­ξουν, τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις της διά­νοιάς τους, όμως για να εμβά­λει και σε άλλους τον ίδιο ζήλο, τους φανε­ρώ­νει και στους άλλους δια­κη­ρύσ­σον­τας με την πρά­ξη της θερα­πεί­ας τους την πίστη που κρυ­βό­ταν μέσα τους.

Στη συνέ­χεια μετά τη θερα­πεία δίνει εντο­λή να μην αναγ­γεί­λουν το συμ­βάν σε κανέ­να· και δεν δίνει απλώς εντο­λή, αλλά μάλι­στα με τόνο πολύ αυστη­ρό· διό­τι, λέγει, «κα νεβρι­μή­σα­το ατος ησος λέγων· ρτε μηδες γινω­σκέ­τω(:και ο Ιησούς με αυστη­ρό­τη­τα τούς πρό­στα­ξε λέγον­τας: “Προ­σέ­χε­τε, κανείς μη μάθει το θαύ­μα που σας έκα­να”)»[Ματθ.9,30]. «Ο δ ξελ­θόν­τες διε­φή­μι­σαν ατν ν λ τ γ κείν (:αυτοί όμως, όταν βγή­καν από το σπί­τι, διέ­δω­σαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσ­σία και θαυ­μα­τουρ­γού σε όλη τη χώρα εκεί­νη)»[Ματθ.9,31].

Δεν μπό­ρε­σαν βέβαια να συγ­κρα­τη­θούν οι τυφλοί, αλλά αντί­θε­τα έγι­ναν κήρυ­κες και ευαγ­γε­λι­στές του θαύ­μα­τος· και μολο­νό­τι έλα­βαν εντο­λή να μην αναγ­γεί­λουν το γεγο­νός, δεν μπό­ρε­σαν να το κρα­τή­σουν μυστι­κό. Εάν όμως σε άλλες περι­πτώ­σεις φαί­νε­ται να λέγει: «Πήγαι­νε και διη­γή­σου τη δόξα του Θεού»[ πρβ. Μάρκ.5,19: «παγε ες τν οκόν σου πρς τος σος κα νάγ­γει­λον ατος σα σοι Κύριος πεποί­η­κε κα λέη­σέ σε(:“Πήγαι­νε στο σπί­τι σου κον­τά στους δικούς σου και διη­γή­σου σε αυτούς όσα σου έκα­νε ο Κύριος και πόσο σε ελέη­σε, αφού σε ελευ­θέ­ρω­σε από τόσο πλή­θος δαι­μό­νων”)» και Λου­κά 8,39: «πόστρε­φε ες τν οκόν σου κα διη­γο σα ποί­η­σέ σοι Θεός(:Γύρι­σε πίσω στο σπί­τι σου και να διη­γεί­σαι όσα σου έκα­νε ο Θεός, ο οποί­ος σε απάλ­λα­ξε από τα δαι­μό­νια)»] δεν δηλώ­νει αυτό αντί­θε­ση προς αυτό που ανα­φέρ­θη­κε προ­η­γου­μέ­νως, αλλά αντι­θέ­τως αυτό ακρι­βώς δηλώ­νει, σε μεγά­λο μάλι­στα βαθ­μό· διό­τι μας διδά­σκει να μη λέμε τίπο­τε για τους εαυ­τούς μας, αλλά και να εμπο­δί­ζου­με αυτούς που θέλουν να μας εγκω­μιά­σουν. Όταν όμως η δόξα ανα­φέ­ρε­ται στον Θεό, όχι μόνο δεν μας εμπο­δί­ζει, αλλά και προ­στάσ­σει να το πράτ­του­με αυτό.

«Ατν δ ξερ­χο­μέ­νων(:και καθώς οι δύο αυτοί έβγαι­ναν από το σπί­τι)», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, «δο προ­σή­νεγ­καν ατ νθρω­πον κωφν δαι­μο­νι­ζό­με­νον(:ιδού, έφε­ραν προς τον Ιησού έναν άνθρω­πο που ήταν κυριευ­μέ­νος από δαι­μό­νιο και ήταν κου­φός και άλα­λος)». Η πάθη­σή του αυτή δεν ήταν εκ φύσε­ως, αλλά προ­ερ­χό­ταν από ισχυ­ρή επί­δρα­ση του δαί­μο­νος· για τού­το και χρεια­ζό­ταν άλλους για να τον οδη­γή­σουν στον Ιησού. Ούτε βέβαια μπο­ρού­σε μόνος του να παρα­κα­λέ­σει τον Κύριο, διό­τι ήταν άφω­νος, ούτε άλλους να ικε­τεύ­σει, διό­τι ο δαί­μο­νας τού έδε­σε τη γλώσ­σα και μαζί με τη γλώσ­σα και την ψυχή του δέσμευ­σε. Για τον λόγο αυτό δεν απαι­τεί πίστη από αυτόν, αλλά αμέ­σως θερα­πεύ­ει την ασθέ­νειά του· διό­τι λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής: «κα κβλη­θέν­τος το δαι­μο­νί­ου λάλη­σεν κωφός(:και μόλις ο Χρι­στός έδιω­ξε το δαι­μό­νιο αυτό, ο κου­φός μίλη­σε)».

«Καὶ ἐθαύ­μα­σαν ο χλοι λέγον­τες τι οδέπο­τε φάνη οτως ν τ σρα­ήλ(:Και τα πλή­θη του λαού θαύ­μα­σαν και έλε­γαν: “Ποτέ δεν φάνη­καν τέτοια θαύ­μα­τα στο έθνος του Ισρα­ήλ˙ ούτε όταν οι προ­φή­τες και οι υπό­λοι­ποι άγιοι άνδρες θαυ­μα­τουρ­γού­σαν ανά­με­σά του”)»[Ματθ.9,33].Αυτό βέβαια κατε­ξο­χήν ενο­χλού­σε τους Φαρι­σαί­ους, το ότι δηλα­δή θεω­ρού­σαν οι άνθρω­ποι του λαού τον Ιησού ως ανώ­τε­ρο όλων, όχι μόνο εκεί­νων που ζού­σαν τότε, αλλά και αυτών που έζη­σαν παλαιό­τε­ρα. Τον θεω­ρού­σαν επί­σης ως ανώ­τε­ρο όχι επει­δή θερά­πευε απλώς, αλλά επει­δή θερά­πευε εύκο­λα και αμέ­σως και πλή­θος νοση­μά­των και μάλι­στα που ήταν αθε­ρά­πευ­τα. Και αυτή λοι­πόν ήταν η γνώ­μη του πλή­θους του λαού και έτσι εκδή­λω­νε έτσι τον θαυ­μα­σμό του.

Οι Φαρι­σαί­οι όμως ενερ­γού­σαν κατά εντε­λώς αντί­θε­το τρό­πο· διό­τι όχι μόνο συκο­φαν­τού­σαν τα όσα συνέ­βαι­ναν, αλλά και δεν ντρέ­πον­ταν να αντι­φά­σκουν προς τα λεγό­με­νά τους· διό­τι τέτοια είναι η πονη­ρία. Και τι λένε λοι­πόν; : «ν τ ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων κβάλ­λει τ δαι­μό­νια (:με τη βοή­θεια και τη συνερ­γα­σία του αρχη­γού των δαι­μό­νων βγά­ζει τα δαι­μό­νια από τους δαι­μο­νι­σμέ­νους)». Τι θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πιο ανόη­το από αυτό; Διό­τι βέβαια είναι αδύ­να­το, όπως λέγει στη συνέ­χεια ο Ιησούς, ο δαί­μο­νας να εκδιώ­κει τον δαί­μο­να, επει­δή εκεί­νος συνη­θί­ζει να οργα­νώ­νει και να συνε­νώ­νει τα δικά του και όχι να τα δια­λύ­ει· ενώ ο Χρι­στός όχι μόνο εξέ­βα­λε δαί­μο­νες αλλά και λεπρούς καθά­ρι­ζε, και νεκρούς ανά­σται­νε, και τη θάλασ­σα χαλι­να­γω­γού­σε και τα αμαρ­τή­μα­τα συγ­χω­ρού­σε και ουρά­νια βασι­λεία κήρυτ­τε και τους ανθρώ­πους οδη­γού­σε στον Πατέ­ρα, πράγ­μα­τα τα οποία ούτε θα μπο­ρού­σε ποτέ να εγκρί­νει ο δαί­μο­νας, ούτε βέβαια και θα ήταν δυνα­τόν ποτέ να τα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει· διό­τι οι δαί­μο­νες οδη­γούν τους ανθρώ­πους στα είδω­λα και τους απο­μα­κρύ­νουν από τον Θεό και τους πεί­θουν να μην πιστεύ­ουν στη μέλ­λου­σα ζωή.

Ο δαί­μο­νας όταν υβρί­ζε­ται, δεν ευερ­γε­τεί, αφού μάλι­στα και όταν δεν υβρί­ζε­ται, βλά­πτει αυτούς που πιστεύ­ουν σε αυτόν και τον τιμούν. Ο Κύριος όμως πράτ­τει το αντί­θε­το· διό­τι μετά από αυτές τις ύβρεις και τις λοι­δο­ρί­ες, λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής: «Κα περιγεν ησος τς πόλεις πάσας κα τς κώμας διδά­σκων ν τας συνα­γω­γας ατν κα κηρύσ­σων τ εαγγέ­λιον τς βασι­λεί­ας κα θερα­πεύ­ων πσαν νόσον κα πσαν μαλα­κί­αν ν τ λα(:και περιό­δευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδά­σκον­τας στις συνα­γω­γές τους και κηρύτ­τον­τας το χαρ­μό­συ­νο κήρυγ­μα της βασι­λεί­ας του Θεού και θερα­πεύ­ον­τας κάθε ασθέ­νεια και αδια­θε­σία στον λαό)»[Ματθ.9,35].Και όχι μόνο δεν τιμώ­ρη­σε αυτούς για την αναι­σθη­σία τους , αλλά ούτε καν τους επι­τί­μη­σε, και έτσι απέ­δει­ξε και την πρα­ό­τη­τά Του και συγ­χρό­νως μέσω αυτής έλεγ­ξε την κατη­γο­ρία των Φαρι­σαί­ων. Συγ­χρό­νως επί­σης επι­θυ­μού­σε με τα θαύ­μα­τα που επρό­κει­το να επι­τε­λέ­σει στη συνέ­χεια να κατα­στή­σει ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη την από­δει­ξη και τότε να τους ελέγ­ξει και με τους λόγους Του.

Μετέ­βαι­νε λοι­πόν και στις πόλεις και στα χωριά και στις συνα­γω­γές τους, διδά­σκον­τάς μας να αμεί­βου­με κατά αυτόν τον τρό­πο αυτούς που μας κατη­γο­ρούν, όχι δηλα­δή με άλλες κατη­γο­ρί­ες, αλλά με μεγα­λύ­τε­ρες ευερ­γε­σί­ες· διό­τι εάν ευερ­γε­τείς τους συναν­θρώ­πους σου όχι για να σε δουν οι άνθρω­ποι αλλά για τη δόξα του Θεού, όσα και αν σου κάνουν, μη στα­μα­τή­σεις να τους ευερ­γε­τείς, για να λάβεις ακό­μη πιο μεγά­λη αμοι­βή· διό­τι βέβαια αυτός που στα­μα­τά την ευερ­γε­σία μετά τη συκο­φαν­τία δεί­χνει ότι προ­σπα­θεί να ασκή­σει αυτό το έργο, όχι για να δοξά­σει τον Θεό, αλλά για να λάβει τον έπαι­νο των ανθρώ­πων. Για τον λόγο αυτό, θέλον­τας να μας διδά­ξει ο Χρι­στός, ότι από αγα­θό­τη­τα και μόνο προ­έ­βαι­νε στις ενέρ­γειες αυτές, όχι μόνο δεν περί­με­νε να έλθουν προς Αυτόν οι ασθε­νείς, αλλά και ο Ίδιος μετέ­βαι­νε προς εκεί­νους, χαρί­ζον­τάς τους τα δύο πιο μεγά­λα αγα­θά· το πρώ­το ήταν το ευαγ­γέ­λιο της βασι­λεί­ας των ουρα­νών, και το δεύ­τε­ρο η θερα­πεία όλων των ασθε­νειών. Και δεν παρέ­βλε­πε καμία πόλη, ούτε παρέ­λει­πε κανέ­να χωριό, αλλά επι­σκε­πτό­ταν κάθε τόπο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΛΒ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 10, σελί­δες 366–377.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 25–7‑1982]

(Β73)

Κάπο­τε, αγα­πη­τοί μου, ο Κύριος, διερ­χό­με­νος σε έναν τόπον, Τον συνήν­τη­σαν δύο τυφλοί, οι οποί­οι έκρα­ζαν: «ησο, υέ Δαυ­ΐδ, λέη­σον μς». «Ιησού, από­γο­νε του Δαβίδ», δηλα­δή Μεσ­σία, «ελέη­σέ μας».

Είναι πολύ συγ­κι­νη­τι­κό να βλέ­πει κανείς τυφλούς ανθρώ­πους γενι­κά ασθε­νείς, να σπεύ­δουν να βρουν την υγεία των, πολύ δε περισ­σό­τε­ρο, όταν αυτή είναι όρα­σις και δεν βλέ­πουν γύρω τίπο­τα, παρά μόνο σκο­τά­δι, να σπεύ­δουν να ζητή­σουν την θερα­πεία τους από τον Θεό. Αλλά εκεί­νο που κάνει κατά­πλη­ξη είναι ότι εκεί­νοι που είχαν τα μάτια τους δεν έβλε­παν, για να ομο­λο­γή­σουν τον Ιησού «υιό του Δαβίδ». Δηλα­δή Μεσ­σία. Διό­τι ο τίτλος «υός Δαυ­ΐδ» σημαί­νει Μεσ­σί­ας, δηλα­δή Χρι­στός. Εκεί­νοι που δεν είχαν τα μάτια τους και δεν είχαν δει κανέ­να θαύ­μα, παρά μόνο είχαν μάθει, είχαν ακού­σει, συνε­πώς είχαν πιστέ­ψει, αυτοί να ομο­λο­γούν τον Ιησούν «υόν Δαυ­ΐδ». Κάνει εντύ­πω­ση αυτό.

Και λίγο πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα τους πει «Τι θέλε­τε;», μάλι­στα επί λέξει να σας το πω: «Πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι;». «Πιστεύ­ε­τε ‑Είδα­τε; Στη πίστιν ο Κύριος μένει- ότι αυτό Εγώ μπο­ρώ να το κάνω;». «Λέγου­σιν ατ· ναί, Κύριε». Δεν λέγουν: «Ναι, Ιησού». Δεν λέγουν: «Ναι, υιέ Δαβίδ». Αλλά λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνε­πώς με το να πουν «Κύριον» τον Ιησούν, ομο­λο­γούν την θεό­τη­τά Του. Με το να πουν τον Ιησούν «ησοῦν», ομο­λο­γούν την ανθρω­πό­τη­τά Του. Και με το να Τον ονο­μα­τί­σουν «υόν Δαυ­ΐδ», δηλα­δή Μεσ­σί­αν, δηλα­δή Χρι­στόν, ομο­λο­γούν την θεαν­θρω­πί­νη Του φύση και το θεαν­θρώ­πι­νον έργον της σωτη­ρί­ας. Είναι κατα­πλη­κτι­κό.

Αλλά όμως, αγα­πη­τοί μου, η τύφλω­σις δεν είναι τόσο σπου­δαίο πράγ­μα, όταν είναι στα μάτια. Τι τώρα, τι αύριο, τι του χρό­νου, τι κάποια μέρα, θα κλεί­σου­με τα μάτια μας. Και θα τα ανοί­ξο­με σε μιαν άλλη ζωή. Αλλά τα μάτια μας δεν θα τ’ ανοί­ξο­με σε μιαν άλλη ζωή, αν από τού­τη τη ζωή δεν έχουν ανοί­ξει κάποια άλλα μάτια. Και αυτά είναι τα μάτια της ψυχής. Συνε­πώς εδώ δεν πρό­κει­ται περί τυφλών στο σώμα. Αλλά περί τυφλών στην ψυχή. Όλοι οι άνθρω­ποι είμε­θα τυφλοί. Σε τι; Στο να δού­με τον Θεό. Αν το θέλε­τε, ο Χρι­στός εθε­ρά­πευε όχι βεβαί­ως για να φέρει κάποιαν κοι­νω­νι­κήν, θα λέγα­με, ευτυ­χί­αν. Από­δει­ξις ότι η Εκκλη­σία που άφη­σε στον κόσμον αυτόν και το Πνεύ­μα το Άγιον, που μένει μέσα στην Εκκλη­σία, δεν θερα­πεύ­ει όλους τους αρρώ­στους. Έχο­με πολ­λούς αρρώ­στους. Και οι πιο πολ­λοί άγιοι, αν όχι όλοι, ήσαν άρρω­στοι. Συνε­πώς δεν έκα­νε ο Χρι­στός θαύ­μα­τα για να αφή­σει μια κλη­ρο­νο­μιά θερα­πεί­ας όσων θα προ­σήρ­χον­το εις την Εκκλη­σία Του. Τότε η πίστις θα κατηρ­γεί­το. Ο Χρι­στός έκα­νε θαύ­μα­τα για να πιστώ­σει την θεό­τη­τά Του. Αλλά και κάτι παρα­πέ­ρα. Ο Χρι­στός άνοι­γε τα μάτια των τυφλών, τα αυτιά των κωφών και φυγά­δευε τους δαί­μο­νες από τους ανθρώ­πους, για να μπο­ρούν οι άνθρω­ποι με τις αισθή­σεις τους και με τον νου τους να δουν τον Θεό. Ακού­σα­τε· να δουν τον Θεό. Για­τί αυτοί που έβλε­παν τον Ιησούν, έβλε­παν τον Θεό. Για­τί ήταν ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός.

Έτσι λοι­πόν οι αισθή­σεις απο­κα­θί­σταν­ται, για να δει ο άνθρω­πος όχι με τα μάτια μόνο της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώμα­τος τον Θεό. Αυτό το πράγ­μα είναι ακα­τα­νόη­το και πολ­λοί θα ‘θελαν να το ψιλο­κό­ψουν, δηλα­δή να το κάνουν ιδε­α­λι­σμόν, βγά­ζον­τας τα μάτια του σώμα­τος, τάχα για να δουν μόνο με τα μάτια της ψυχής των τον Θεό. Ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης λέγει στην πρώ­τη του επι­στο­λή την καθο­λι­κή ότι «ψόμε­θα Ατόν καθώς στίν». «Θα Τον δού­με όπως είναι και όπως είμα­στε». Όπως θα ανα­στη­θού­με με τα σώμα­τά μας, με τα πλή­ρη σώμα­τά μας, θα δού­με και Εκεί­νον με την πλή­ρη Του σωμα­τι­κή ύπαρ­ξη, που είναι στον ουρα­νό. Δηλα­δή θα Τον δού­με όπως είμα­στε, όπως είναι. Γι’ αυτό άνοι­γε ο Χρι­στός τα μάτια και τα αυτιά θερά­πευε κ.ο.κ.

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, εδώ πρέ­πει να μεί­νο­με σε κάτι. Τι είναι εκεί­νο που άνοι­ξε τελι­κά τα μάτια αυτών των δύο τυφλών; Ήταν μία κραυ­γή. Μάλι­στα μία συνε­χής κραυ­γή. Λέγει εδώ ότι οι τυφλοί έκρα­ζαν. Και μάλι­στα ο Κύριος δεν τους πρό­σε­ξε ‑σκο­πί­μως, εντός εισα­γω­γι­κών- για να απο­φύ­γει το πλή­θος, που θα έκα­νε το θαύ­μα αυτό, κι όταν μπή­κε σε ένα σπί­τι, οι τυφλοί αυτοί μπή­καν κι αυτοί μέσα στο σπί­τι κι εκεί ακό­μη συνέ­χι­σαν να κρά­ζουν: «Υέ Δαυ­ΐδ, λέη­σον μς!». Συνε­πώς έβλε­παν, είχαν μπρο­στά τους τον Ιησούν, του Οποί­ου το πρό­σω­πον δεν αμφι­σβη­τούν, προς τον Οποί­ον απο­τεί­νον­ται. Γι΄αυτό σας είπα, το «Ιησούς» δεν το ονο­μά­ζουν εδώ αλλά προ­ϋ­πο­τί­θε­ται, Τον απο­κα­λούν «υόν Δαυ­ΐδ». Τι είναι εκεί­νο που τους έκα­νε να ανοί­ξουν τα μάτια τους; Αυτή η ομο­λο­γία. Προ­σέ­ξα­τέ την. «Ιησού, υιέ Δαβίδ», συ που είσαι Κύριος, «ελέη­σέ μας».

Δηλα­δή να το βάλω σε μία τάξη. «Κύριε»· για­τί το «Ιησού, υιέ Δαβίδ» θα πει «Χρι­στέ», «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σέ μας». Σας λέει τίπο­τα αυτό; Είναι η γνω­στή προ­σευ­χή. Η γνω­στή ευχή. «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σον ημάς». Αυτή είναι η ευχή. Δεν είναι λοι­πόν παρά η κατα­γω­γή της ευχής, της γνω­στής ευχής «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με» ή «λέη­σον μς» , η κατα­γω­γή της είναι από την Αγία Γρα­φή. Δεν είναι επι­νόη­σις των ανθρώ­πων. Μας την εδί­δα­ξαν και οι Από­στο­λοι ακό­μα. Δεν έχω τον χρό­νο να σας πω πιο πολ­λά. Ο Από­στο­λος Παύ­λος, ο Από­στο­λος Πέτρος και ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, που ανα­φέ­ρον­ται ακρι­βώς σ’ αυτήν την επί­κλη­σιν του Ιησού Χρι­στού. Και αυτό το παν­το­δύ­να­μο όνο­μα, για­τί πίσω από το όνο­μα είναι ένα παν­το­δύ­να­μο πρό­σω­πο, το πρό­σω­πο του Θεαν­θρώ­που Ιησού, του τελεί­ου Θεού, του τελεί­ου ανθρώ­που· που έχει ειδι­κήν απο­στο­λή από τον Πατέ­ρα, για την σωτη­ρία του κόσμου ολό­κλη­ρου. Αυτό το πρό­σω­πο είναι το παν­το­δύ­να­μο. Μπρο­στά στο οποίο κάμ­πτει παν γόνυ, επου­ρα­νί­ων και επι­γεί­ων και κατα­χθο­νί­ων. Αυτό λοι­πόν άνοι­ξε τα μάτια των τυφλών.

Λοι­πόν κι εμείς… ω κι εμείς, μη ζητού­με… δεν μας το απα­γο­ρεύ­ει ο Θεός να ζητή­σο­με και την θερα­πεία του σώμα­τός μας, αγα­πη­τοί μου, δεν μας το απα­γο­ρεύ­ει· είπε να το ζητού­με κι αυτό. Πολ­λές φορές όμως η αγά­πη Του δεν μας δίνει την θερα­πεία σε μία σωμα­τι­κή μας αρρώ­στια. Πρέ­πει όμως να γίνει καλά η ψυχή μας οπωσ­δή­πο­τε. Οπωσ­δή­πο­τε. Γι’ αυτό λοι­πόν, με την τύφλω­ση που έχο­με και δεν μπο­ρού­με να δού­με τον Θεό, δεν μπο­ρού­με να νιώ­σο­με την παρου­σία Του, δεν μπο­ρού­με να Τον εγγί­σο­με, εκεί­νο που θα μας κάνει να Τον εγγί­σο­με, να Τον πλη­σιά­σο­με, είναι αυτή η ευχή: «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με».

Αλλά ας προ­σέ­ξο­με, αγα­πη­τοί μου, κάτι εδώ. Η προ­σευ­χή αυτή η τόσο μικρή, ευμνη­μό­νευ­τη, είναι πλή­ρης προ­σευ­χή. Όταν λέμε «πλή­ρης προ­σευ­χή» σημαί­νει έχει όλα εκεί­να τα στοι­χεία, για να απο­τε­λέ­σει μία προ­σευ­χή. Και να γίνει ευπρόσ­δε­κτη από τον Θεό. Αν έχε­τε προ­σέ­ξει, στις προ­σευ­χές της Εκκλη­σί­ας μας, που πρό­τυ­πον είναι η Κυρια­κή Προ­σευ­χή, το «Πάτερ μν» υπάρ­χουν δύο θέσεις ή καλύ­τε­ρα, δύο τμή­μα­τα. Στο πρώ­το τμή­μα, το οποί­ον είναι και πρώ­τον, προ­τάσ­σε­ται δηλα­δή, ανα­φε­ρό­με­θα εις τον Θεόν και τις ιδιό­τη­τές Του. Στο δεύ­τε­ρο τμή­μα ανα­φε­ρό­με­θα εις τα προ­βλή­μα­τά μας. Πάρ­τε το «Πάτερ μν». Κοι­τάξ­τε: «Πάτερ μν ν τος ορανος, για­σθή­τω τ νομά Σου, λθέ­τω βασι­λεία Σου, γενη­θή­τω τό θέλη­μά Σου». Αυτά όλα ανα­φέ­ρον­ται στο πρό­σω­πον του Θεού. Μετά στα δικά μας θέμα­τα: «Γενη­θή­τω τό θέλη­μά σου ς ν οραν κα π τς γς. Τν ρτον μν τν πιού­σιον δς μν σήμε­ρον· κα φες μν τ φει­λή­μα­τα μν, ς κα μες φίε­μεν τος φει­λέ­ταις μν· κα μ εσενέγκς μς ες πει­ρα­σμόν, λλ ῥῦσαι μς π το πονη­ρο». Αιτή­μα­τα δικά μας. Σε κάθε, λοι­πόν, προ­σευ­χή έχο­με αυτά τα δύο τμή­μα­τα. Την θεο­λο­γία, δηλα­δή απο­τει­νό­με­θα στον Θεό και στα ζητή­μα­τά μας. Όταν λέμε όμως «την θεο­λο­γία» ανα­φε­ρό­με­νοι στην θεο­λο­γία, ανα­φε­ρό­με­θα στην δοξο­λο­γία του Θεού. Για­τί όταν πω τον Θεό «Πατέ­ρα», αυτό είναι δόξα· διό­τι είναι Πατήρ και Τον ομο­λο­γώ Πατέ­ρα. Συνε­πώς είναι μία δόξα προς τον Θεό. Όταν πω «να αγια­σθεί», δηλα­δή να δοξα­στεί το όνο­μά Του, είναι μία δόξα στον Θεό. Έχω προ­σέ­ξει, υπάρ­χουν ευχές, και μάλι­στα λει­τουρ­γι­κές, όπως είναι η ευχή του Τρι­σα­γί­ου Ύμνου, που λέμε στην Θεία Λει­τουρ­γία, τα τρία τέταρ­τα της όλης ευχής είναι δοξο­λο­γία προς τον Θεό. Συνε­πώς είναι το πρώ­το τμή­μα. Γι΄αυτό λέγει κανείς με έναν τόνο φωνής κατά τέτοιο τρό­πο, που απο­τεί­νε­ται βέβαια προς τον Θεό, εκεί αλλά­ζει τον τόνο της φωνής, για να πάει στο τελευ­ταίο τέταρ­το του όλου μεγέ­θους της ευχής, που απο­τεί­νε­ται στο να μας συγ­χω­ρε­θούν οι δικές μας οι αμαρ­τί­ες και να μας αξιώ­σει ο Θεός κι εμείς να ψάλ­λο­με τον Τρι­σά­γιον Ύμνον.

Έτσι κι εδώ, αυτή η ευχή είναι πλή­ρης. Ακού­σα­τέ την. «Κύριε Ιησού Χρι­στέ» είναι το πρώ­τον μέρος, το θεο­λο­γι­κόν. «Ελέη­σόν με». Είναι το δεύ­τε­ρον μέρος. Εκεί­νο που αφο­ρά σε μένα, τον άνθρω­πο. Ώστε, λοι­πόν, να μία πλή­ρης προ­σευ­χή.

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, ας την ανα­λύ­σο­με. Όταν λέμε «Κύριε» στο δεύ­τε­ρον πρό­σω­πον της Αγί­ας Τριά­δος, Το απο­κα­λού­με «Θεόν». Διό­τι ο τίτλος «Κύριος» θα πει Θεός. «Ιησού» θα πει «άνθρω­πος». Συνε­πώς εδώ ομο­λο­γού­με ότι ο Ιησούς είναι και Θεός είναι και άνθρω­πος πλή­ρης. «Κύριε Ιησού Χρι­στέ». Το «Χρι­στέ» θα πει Μεσ­σί­ας, που θα πει το ειδι­κό έργο που ανέ­λα­βε ο Εναν­θρω­πή­σας Υιός του Θεού. Ήτοι, η Εναν­θρώ­πη­σις, ο Σταυ­ρός, η Ανά­στα­σις, η Ανά­λη­ψις, η Δευ­τέ­ρα Του παρου­σία. Όλα αυτά είναι στον κύκλο του Μεσ­σί­ου. Συνε­πώς το απο­λυ­τρω­τι­κόν έργον του Μεσ­σί­ου για τον άνθρω­πο, για την Δημιουρ­γία ολό­κλη­ρη. Άρα λοι­πόν κλεί­νε­ται στον κύκλο «Χρι­στέ» όλο το μυστή­ριον της θεί­ας Οικο­νο­μί­ας· το οποί­ον εδώ ομο­λο­γού­με, και με την ομο­λο­γία μας αυτή δοξά­ζο­με τον Θεό. Δοξά­ζο­με όχι μόνον το πρό­σω­πο το δεύ­τε­ρο της Αγί­ας Τριά­δος, αλλά και τον όλον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Ώστε λοι­πόν βλέ­πο­με αγα­πη­τοί μου, ότι το μέρος αυτό, το πρώ­το είναι θεο­λο­γι­κό, δοξο­λο­γι­κό και ανα­φέ­ρε­ται εις την δόξα του Θεού.

Αλλά και κάτι ακό­μα. Είδα­τε ότι εις την Λει­τουρ­γί­αν λέμε το Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως. Είναι θεμε­λιώ­δες αυτό. Τι σημαί­νει λέγω το Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως; «Πιστεύω ες να Θεόν Πατέ­ρα Παντοκράτορα…καί ες να Κύριον ησον Χρι­στόν… καί ες τό Πνεμα τό γιον». Δηλα­δή; Αυτό που στο τέλος θα πού­με, συγνώ­μη, στην αρχή του Συμ­βό­λου της Πίστε­ως, για να ομο­λο­γή­σο­με, «Πατέ­ρα, Υόν καί γιον Πνεμα Θεόν». Δηλα­δή τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Είναι η υψί­στη ομο­λο­γία. Είναι η υψί­στη θεο­λο­γία. Πρέ­πει λοι­πόν να πού­με το Σύμ­βο­λο της Πίστε­ως, για να δια­κη­ρύ­ξο­με την πίστη μας εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν, διό­τι σε λίγο θα κοι­νω­νή­σο­με, και είναι βαρύ­τα­το αμάρ­τη­μα να κοι­νω­νή­σει κανείς το σώμα και το αίμα του Χρι­στού και δεν πιστεύ­ει σε δύο πράγ­μα­τα. Στην θεό­τη­τα, δηλα­δή στην Αγία Τριά­δα και δεύ­τε­ρον εις το μυστή­ριον της θεί­ας Οικο­νο­μί­ας. Βαρύ­τα­το αμάρ­τη­μα. Μέχρι που λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Γι΄ αυτό αρρω­σταί­νουν πολ­λοί και κοι­μών­ται (:πεθαί­νουν) ικα­νοί». Αυτό είναι το μεγά­λο αμάρ­τη­μα. Η απι­στία. Λοι­πόν, ανα­νε­ώ­νο­με με το να πού­με το Σύμ­βο­λον της Πίστε­ως, την πίστη μας εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν και εις το μυστή­ριον της Θεί­ας Οικο­νο­μί­ας, δηλα­δή της Εναν­θρω­πή­σε­ως.

Έτσι κι εδώ. Όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χρι­στέ», ακού­σα­τέ το, όταν πού­με «Κύριε», στρε­φό­με­θα εναν­τί­ον όλων των αιρε­τι­κών, με επι­κε­φα­λής τον Άρειον, που αμφι­σβή­τη­σαν την θεί­αν φύσιν του Ιησού. Όταν λέμε «Ιησού», στρε­φό­με­θα εναν­τί­ον των μονο­φυ­σι­τών οι οποί­οι αμφι­σβή­τη­σαν… ‑και των Δοκη­τών, που αμφι­σβή­τη­σαν την ανθρω­πί­νην φύσιν του Ιησού. Ότι ήτο κατά το φαι­νό­με­νον ή ότι απερ­ρο­φή­θη από την θεί­αν φύσιν. Κι όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χρι­στέ», ομο­λο­γού­με όλο το έργον του Χρι­στού και στρε­φό­με­θα εναν­τί­ον όλων εκεί­νων των αιρε­τι­κών και μάλι­στα συγ­χρό­νων αιρε­τι­κών, οι οποί­οι δεν ομο­λο­γούν τον Ιησούν ως Χρι­στόν. Δηλα­δή, ως λυτρω­τήν. Αλλά ως ανα­μορ­φω­τήν της ανθρω­πό­τη­τος, ως φιλό­σο­φον, ως Γκου­ρού· τελευ­ταία έχο­με κι αυτό, ότι είναι διδά­σκα­λος, με μία ινδι­κή ονο­μα­σία, ή ό,τι άλλα θέλε­τε. Ώστε όταν πω «Κύριε Ιησού Χρι­στέ» έχω πλή­ρη ομο­λο­γία και στρέ­φο­μαι εναν­τί­ον όλων των αιρε­τι­κών με αυτήν μου την ομο­λο­γία.

Άρα; Άρα είναι πλή­ρης προ­σευ­χή, πλή­ρης προ­σευ­χή. Γι’αυ­τό, αν κάνω μόνον αυτήν την ευχή, τα κάνω όλα. Γι΄αυτό πολ­λές φορές, ασκη­ταί που δεν έχουν την δυνα­τό­τη­τα ή δεν θα ήθε­λαν, απο­μο­νω­μέ­νοι, να κάνουν ακο­λου­θί­ες της Εκκλη­σί­ας μας, τον Όρθρο, τον Εσπε­ρι­νό, μένουν στην ευχή μόνη. Για­τί; Είναι πλή­ρης προ­σευ­χή, πλή­ρης.

Αλλά προ­σέξ­τε όμως και κάτι άλλο. Αφού είναι πλή­ρης προ­σευ­χή, και ανα­φε­ρό­με­θα εις το «ελέη­σόν με», το οποίο θα σας ανα­λύ­σω λίγο πιο κάτω, δεν έχο­με τι άλλο να πετύ­χο­με παρά περιε­κτι­κό­τα­τα την πρα­κτι­κήν αρε­τήν και την θεω­ρί­αν. Δηλα­δή να πετύ­χο­με τις αρε­τές και να φθά­σο­με με τον δρό­μο της προ­σευ­χής, αυτής της ευχής, να φθά­σο­με να ίδο­με το πρό­σω­πον του Χρι­στού.

Αλλά προ­σέξ­τε όμως. Μερι­κοί θα έλε­γαν την ευχή «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν ημάς». Πολ­λοί όμως λέγουν «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με». Αυτό σε τύπον πλη­θυν­τι­κό εκφρά­ζει κάτι. Εδώ οι δύο τυφλοί έλε­γαν «λέη­σον μς». Θα μπο­ρού­σε ο καθέ­νας να έλε­γε για λογα­ρια­σμό του, για τον εαυ­τό του «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σόν με». Όπως λέμε στον στρα­τό πολ­λές φορές… απα­γο­ρεύ­ε­ται να μιλή­σο­με σε ένα αίτη­μά μας σε πλη­θυν­τι­κό αριθ­μό. «Θέλο­με ψωμί. Είμα­στε άρρω­στοι. Είμα­στε κου­ρα­σμέ­νοι». Απα­γο­ρεύ­ε­ται. Για­τί θεω­ρεί­ται στά­σις. Θα πεις στον στρα­τό: «Θέλω ψωμί», όχι «θέλο­με». «Είμαι κου­ρα­σμέ­νος», «είμαι άρρω­στος, δεν μπο­ρώ», όχι «δεν μπο­ρού­με». Εδώ αντί­θε­τα. Δεν υπάρ­χει κανέ­νας φόβος στά­σε­ως, επα­να­στά­σε­ως και απει­θαρ­χί­ας. Υπάρ­χει η έκφρα­ση της αγά­πης. «λέη­σον μς». Ο κάθε τυφλός δεν μένει στον εαυ­τό του, αλλά και στον άλλον τυφλόν. Έτσι, άμα λέγουν «λέη­σον μς», θα ‘θελαν και οι δύο να θερα­πευ­θούν. Θα ‘λεγε ίσως ο καθέ­νας από πλευ­ράς του: «Κύριε, αν θερα­πεύ­σεις εμέ­να και δεν θερα­πεύ­σεις τον άλλον, μην θερα­πεύ­σεις ούτε εμέ­να. Και εμέ­να και τον άλλον». Αυτό εκφρά­ζει πολ­λή αγά­πη. Την δεύ­τε­ρη εντο­λή, την μεγά­λη, το «αγα­πή­σεις τον πλη­σί­ον σου ως εαυ­τόν». Όταν λοι­πόν λέμε «λέη­σον μς», αγκα­λιά­ζο­με όλους τους φίλους και τους εχθρούς και ολό­κλη­ρη την Δημιουρ­γία. Κατά τον τύπον «Πάτερ μν». Δεν λέμε «Πατέ­ρα μου» αλλά «Πάτερ μν», Πατέ­ρα μας. Έτσι, αγα­πη­τοί μου, έχο­με μπρο­στά μας την πλή­ρω­ση των δυο εντο­λών. Της αγά­πης προς τον Θεό, στον Οποί­ον απο­τει­νό­με­θα και τον Οποί­ον δοξά­ζο­με και ομο­λο­γού­με, αλλά και την αγά­πη προς τον πλη­σί­ον με το να συμ­πε­ρι­λά­βο­με στην προ­σευ­χή μας και τα πρό­σω­πα των πλαϊ­νών μας, όλων των ανθρώ­πων.

Αλλά ακό­μα αυτό το «λέη­σον», τι σημαί­νει; Είναι περιε­κτι­κή λέξις. Και εκφρά­ζει και δοξο­λο­γία και ευχα­ρι­στία και μετά­νοια και δέη­ση. Όλα τα εκφρά­ζει, όλα, μα όλα. Είναι περιε­κτι­κή αυτή η λέξις όπως σας είπα. Να γίνεις έλε­ος σε μένα. Να με βοη­θή­σεις. Να με ελε­ή­σεις. Και τι σημαί­νει «ελέη­σέ με»; Σημαί­νει, όπως λέγει ο άγιος Νικό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της «το έλε­ος του Θεού είναι η Χάρις του Πανα­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Αυτό είναι το έλε­ος του Θεού. Η χάρις του Πανα­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ο δε άγιος Νικό­δη­μος, στην Φιλο­κα­λία λέγει το εξής περί­φη­μο: «Όταν θέλεις να ζητή­σεις το έλε­ος του Θεού, θα έχεις στον νου σου τα εξής-επί λέξει έτσι τα γρά­φει. Μάλι­στα τα μετα­φρά­ζει, είναι στον 5ο τόμο της Φιλο­κα­λί­ας, προς το τέλος, τα μετα­φρά­ζει για να γίνουν κατα­νο­η­τά από όλους, για να μην μεί­νει κανείς που να μην κατα­νο­εί αυτήν την ευχήν- Λυπή­σου με και δος μου- πρώ­τον- πνεύ­μα δυνά­με­ως. Δώσε μου την δύνα­μη, να μην έχω δει­λί­αν». Διό­τι η δει­λία είναι ίδιον των μη Χρι­στια­νών. Μην το ξεχνά­τε αυτό. Οι άνθρω­ποι που είναι κάτω από την κυριαρ­χία του σατα­νά έχουν δει­λί­αν. Ο πιστός δεν έχει ποτέ δει­λί­αν. Ακό­μη κι όταν στέ­κο­μαι μπρο­στά στον όγκο της πνευ­μα­τι­κής ζωής και λέγω … τι θα κάνω εγώ; Κάπο­τε, όταν δια­βά­σο­με ένα βιβλίο και μας πει κάποιος πνευ­μα­τι­κός ή ένα κήρυγ­μα γίνει, θεω­ρού­με υπερ­βο­λι­κά αυτά, πολύ βαριά και, είμα­στε ανήμ­πο­ροι εμείς να τα πραγ­μα­τώ­σο­με. Αγα­πη­τοί μου, μας λεί­πει πνεύ­μα δυνά­με­ως. Γι΄αυτό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «δεν μας έδω­κε ο Θεός πνεύ­μα δει­λί­ας, αλλά δυνά­με­ως και αγά­πης και σωφρο­νι­σμού».

«Λυπή­σου με και δος μου –δεύ­τε­ρον- πνεύ­μα σωφρο­νι­σμού. Να έχω μυα­λό. Να μπο­ρώ». Για­τί η σωφρο­σύ­νη έχει δύο σημα­σί­ες. Έχει την σημα­σία να σκέ­πτο­μαι σωστά αλλά και ακό­μη να δια­τη­ρώ μακριά από τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα το σκεύ­ος μου, που είναι ναός του Θεού το σώμα μου. «Λυπή­σου με και δος μου», τρί­τον, «πνεύ­μα φόβου Θεού». Σήμε­ρα προ­σπα­θού­με να βγά­λο­με από την αγω­γή της νεο­τέ­ρας γενε­άς τον φόβο του Θεού. Και λέμε ότι δημιουρ­γεί συμ­πλέγ­μα­τα κατω­τε­ρό­τη­τος ο φόβος. Δεν είναι ο φόβος που δημιουρ­γεί τα συμ­πλέγ­μα­τα. Το δεχό­μα­στε κι εμείς, ναι. Ο φόβος δημιουρ­γεί συμ­πλέγ­μα­τα κατω­τε­ρό­τη­τος. Είναι κακό πράγ­μα ο φόβος. Είναι μετα­πτω­τι­κό φαι­νό­με­νο. Μα όχι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι γονι­μο­ποιός. Γονι­μο­ποιεί την ψυχή. Διό­τι όταν λέγει ο Από­στο­λος «μετά φόβου καί τρό­μου κατερ­γα­ζό­με­νοι τήν μν σωτη­ρί­αν», τι άλλο θέλει να πει; Με φόβο και με τρό­μο να κατερ­γά­ζο­μαι την σωτη­ρία μου, μήπως την χάσω, μήπως χάσω τον Θεό. Αυτός ο φόβος είναι γονι­μο­ποιός. «ρχή σοφί­ας ‑δηλα­δή αρχή αρε­τής, σοφία στους Εβραί­ους θα πει αρε­τή- φόβος Κυρί­ου». Έβγα­λες τον φόβον αυτόν τον γονι­μο­ποιόν; Δεν πρό­κει­ται, αδελ­φέ μου, ουδέ­πο­τε να απο­κτή­σεις αρε­τή. Και τότε, από σκα­λο­πά­τι σε σκα­λο­πά­τι θα κατε­βαί­νεις στο βάθος των κακών και της ασε­βεί­ας. Επει­δή ακρι­βώς οι άνθρω­ποι πέτα­ξαν τον φόβο του Θεού, γι΄αυτό τον λόγο πέφτουν εις τον βυθόν της ασε­βεί­ας. Τι είπε ο ληστής ο ένας στον άλλον; «Οδ φοβ σ τν Θεόν;» . «Δεν φοβά­σαι τον Θεό; Και βλα­σφη­μάς εναν­τί­ον του Ιησού;». Ο ένας ληστής επί του σταυ­ρού, στον άλλον ληστήν επί του σταυ­ρού. Δεν φοβά­σαι τον Θεό; Δος μου λοι­πόν, Κύριε, λυπή­σου με και δώσε μου φόβον Θεού.

«Δος μου Κύριε πνεύ­μα αγά­πης. Να σε αγα­πώ. Είναι η κορυ­φή όλων. Να σε αγα­πώ. Να φθά­νω όταν λέγω την ευχή, να νιώ­θω ότι δεν υπάρ­χει τίπο­τα άλλο στον κόσμο πλην Σου. Ο κόσμος παρά­γει. Ο κόσμος περ­νά. Δεν μένει τίπο­τα εις την θέση του. Βοή­θη­σέ με λοι­πόν να αισθά­νο­μαι ότι το μόνο στα­θε­ρόν είσαι Συ και μόνον Εσύ. Το μόνον αξια­γά­πη­τον πρό­σω­πον, το αξιέ­ρα­στον πρό­σω­πον, το άκρως εφε­τόν είναι το πρό­σω­πό Σου. Βοή­θη­σέ με, λοι­πόν, δος μου το έλε­ός Σου, δηλα­δή βοή­θη­σέ με να Σε αγα­πή­σω. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύ­μα ειρή­νης. Να ειρη­νεύ­ει η ψυχή μου. Να είμαι σε συν­διαλ­λα­γή μαζί σου. Να μην αισθά­νο­μαι ένο­χος απέ­ναν­τί Σου. Και μέσ’ τον κόσμον αυτόν να αισθά­νο­μαι ειρή­νη. Ότι είμαι ασφα­λι­σμέ­νος μέσα στο χέρι το δικό Σου. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύ­μα καθα­ρό­τη­τος. Να καθα­ρεύω σε όλα. Να έχω ειλι­κρί­νεια, να είμαι καθα­ρός στην ψυχή, καθα­ρός στο σώμα. Λυπή­σου με, Κύριε, ελέη­σέ με και δώσε μου πνεύ­μα ταπει­νο­φρο­σύ­νης. Να βλέ­πω ότι είμαι πολύ μικρός. Ότι είμαι ένα μικρό Σου πλά­σμα, πλην πλά­σμα Σου. Αλλά πολύ μικρό μέσα στην Δημιουρ­γία. Να αισθά­νο­μαι ότι δεν είμαι τίπο­τα, ότι το παν είσαι Εσύ».

Έτσι, αγα­πη­τοί μου, θα πουν όλα αυτά και πλή­θος όλα τ’ άλλα, ό,τι δεν είπα­με, τα παίρ­νω από τον άγιο Νικό­δη­μο αυτά που σας είπα, σημαί­νουν «λέη­σον μς». Ελέη­σέ με. «Κύριε ησο Χρι­στέ, λέη­σον μς».

Σύν­το­μη ευχή. Επα­να­λαμ­βα­νο­μέ­νη. Διαρ­κώς. Πόσο διαρ­κώς; Μας το λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «δια­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε». Μπο­ρού­με να δου­λεύ­ο­με και να ‘χομε στον νου μας τον Θεό. Να ταξι­δεύ­ο­με, να δια­βά­ζο­με, κι εκεί­νοι που έχουν προ­χω­ρή­σει στην ευχή, τότε την ευχή την λέγει κι η καρ­διά τους όταν κοι­μών­ται. Παρά­ξε­νο. Περί­ερ­γο. Κι όμως αλη­θι­νό, αγα­πη­τοί. Αλη­θι­νό είναι. Μπο­ρεί να λέγει κανείς την ευχή όταν κοι­μά­ται; Ναι, σας λέγω, είναι αλη­θι­νό! Και επα­λη­θεύ­ει εκεί­νο που λέγει το «σμα σμά­των»: «γώ καθεύ­δω καί καρ­δία μου γρυ­πνε». Αγρυ­πνεί η καρ­δία και λέγει την ευχή. Αλλά μόνον για κεί­νους που έχουν πάρα πολύ προ­χω­ρή­σει στην ευχή. Έτσι, λοι­πόν, όταν μας παραγ­γέλ­λει ο Από­στο­λος Παύ­λος «αδια­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε», στο ερώ­τη­μα «και τι μπο­ρού­με αδια­λεί­πτως να προ­σευ­χό­με­θα», η απάν­τη­ση θα ήταν: «Κύριε Ιησού Χρι­στέ, ελέη­σον ημάς».

Δεν είναι λοι­πόν μία ευχή που αφο­ρά τους μονα­χούς. Δεν είναι μία ευχή που βγή­κε από τα μονα­στή­ρια. Απλώς καλ­λιερ­γεί­ται στα μονα­στή­ρια. Είναι μία ευχή που βγαί­νει από την Αγία Γρα­φή. Βλέ­πο­με αυτούς τους τυφλούς να λέγουν: «Υέ Δαυίδ, λέη­σον μς». Κύριε, υιέ Δαβίδ, Ιησού, ελέη­σον ημάς. Χρι­στέ, ελέη­σον ημάς. Έτσι μπο­ρούν να την λέγουν όλοι. Καθέ­νας που βαφτί­στη­κε. Μικρός ή μεγά­λος, μορ­φω­μέ­νος ή αμόρ­φω­τος, με πολ­λήν σοφία κατά κόσμον ή με απλό­τη­τα άνθρω­πος· που δεν έχει πολ­λά πράγ­μα­τα στη ζωή του να ξέρει. Όλοι μπο­ρούν να λέγουν την ευχή. Οπου­δή­πο­τε. Και στο κρε­βά­τι άμα είμα­στε άρρω­στοι. Κι όταν είμα­στε όρθιοι…[Δυστυ­χώς, στο σημείο αυτό τελεί­ω­σε η κασέ­τα μαγνη­το­φώ­νη­σης της ομι­λί­ας του μακα­ρι­στού γέρον­τα και δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε η ηχο­γρά­φη­σή της].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_150.mp3

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Δ (Κυρια­κο­δρό­μιο Α΄)

Ὁ πρω­τό­πλα­στος ἄνθρω­πος ζοῦ­σε ὅπως οἱ ἄγγε­λοι, μὲ τὴ θεω­ρία τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν πτώ­ση, οἱ ἀπό­γο­νοι τοῦ ζοῦ­σαν μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ἐκεῖ­νοι ποὺ δὲ θεω­ροῦ­σαν το Θεὸ κι ἡ πίστη τους εἶχε ἐκλεί­ψει, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ συνα­ριθ­μη­θοῦν μὲ τοὺς ζων­τα­νούς, ἀφοῦ δὲν εἶχαν ἐπα­φῆ μὲ τὴ Ζωή. Πῶς, λοι­πόν, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ζοῦν;

Ἡ λίμνη ποὺ εἶναι ἀνοι­χτὴ στὸ στε­ρέ­ω­μα, δέχε­ται τὸ νερὸ ἀπὸ ψηλά. Γεμί­ζει μὲ νερὸ καὶ δὲν ξεραί­νε­ται. Μιὰ ἄλλη λίμνη, ποῦ δὲν εἶναι ἀνοι­χτὴ στὸ στε­ρέ­ω­μα, δέχε­ται τὸ νερὸ ἀπό τη γῆ, ἀπὸ τίς πηγὲς τῶν βου­νῶν. Γεμί­ζει κι αὐτὴ καὶ δὲν ξεραί­νε­ται. Μιὰ τρί­τη λίμνη ὅμως, ποὺ δὲν εἶναι ἀνοι­χτὴ στὸ στε­ρέ­ω­μα, οὔτε καὶ δέχε­ται νερὸ ἀπὸ κάποιο ὑπό­γειο ρεῦ­μα, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ κάποια στιγ­μὴ ν’ ἀδειά­σει καὶ νὰ ξερα­θεῖ.

Ὅταν μιὰ λίμνη δὲν ἔχει νερό, μπο­ρεῖ πιὰ νὰ λέγε­ται λίμνη; “Ὄχι. Μᾶλ­λον εἶναι ἕνας στε­γνὸς κρα­τῆ­ρας. Μπο­ρεῖ ἕνας ἄνθρω­πος χωρὶς Θεὸ νὰ ὀνο­μά­ζε­ται ἄνθρω­πος; “Ὄχι. Μᾶλ­λον εἶναι ἕνας στε­γνός, ἕνας ἄδειος τάφος. Ὅπως τὸ νερὸ εἶναι τὸ κύριο συστα­τι­κὸ τῆς λίμνης, ἔτσι εἶναι κι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρω­πο. Λίμνη χωρὶς νερὸ δέν εἶναι λίμνη: ἄνθρω­πος χωρὶς Θεὸ δὲ λέγε­ται ἄνθρω­πος. Πῶς μπο­ρεῖ νὰ χεῖ ἕνας ἄνθρω­πος τὸ Θεὸ μέσα του, ἂν τοῦ ἔχει κλεί­σει τὴν εἴσο­δο ἀπ’ ὅλες τίς πλευ­ρές, ὅπως μιὰ ἀπο­ξη­ρα­μέ­νη λίμνη ἢ ἕνας κλει­στὸς τάφος χωρὶς φῶς;

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν μιὰ πέτρα ποὺ πέφτει μέσα στὸν ἄνθρω­πο καὶ παρα­μέ­νει ἐκεῖ χωρὶς τὴ θέλη­ση τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Θεὸς εἶναι δύνα­μη, πιὸ ἰσχυ­ρὴ καὶ πιὸ καθα­ρὴ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὸν ἀέρα. Εἶναι δύνα­μη ποὺ γεμί­ζει τὸν ἄνθρω­πο ἢ τὸν ἐγκα­τα­λεί­πει ἂν ἐκεῖ­νος μὲ τὴ ἐλεύ­θε­ρη θέλη­σή του τὴν ἀπορ­ρί­ψει. Κι αὐτὸ ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπει­ρα ἀγα­θός. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶναι τὸ ἴδιο γεμᾶ­τος ἀπὸ τὸ Θεό. Κι αὐτὸ ἐξαρ­τᾶ­ται κυρί­ως ἀπὸ τὸ πόσο ἀνοι­χτὸς εἶναι ὁ ἄνθρω­πος στὸ Θεό. Ἄν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἦταν ἐντε­λῶς ἀνοι­χτῆ μόνο πρός το Θεό, ποὺ σημαί­νει πῶς ταυ­τό­χρο­να θὰ ἦταν κλει­στὴ γιὰ τὸν κόσμο, τότε θὰ ξανα­γύ­ρι­ζε στὴν πρώ­τη του ἀγαλ­λί­α­ση τῆς θεω­ρί­ας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκο­λο στὸ θνη­τὸ περι­βάλ­λον ὅπου ζεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Μόνο ἕνα ἄνοιγ­μα ὑπάρ­χει ἀπ’ ὅπου ὁ ἄνθρω­πος μπο­ρεῖ νά ‘ρθεὶ σ’ ἐπα­φὴ μέ το Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ἄνοιγ­μα αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη.

Πίστη σημαί­νει πρῶ­τα τὴ μνή­μη τῆς χαμέ­νης θεω­ρί­ας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνή­μη αὐτὴ παρα­μέ­νει χαραγ­μέ­νη στὴ συνεί­δη­ση καί το νοῦ. Δεύ­τε­ρο, σημαί­νει τὴν ἀπο­δο­χὴ ἐκεί­νου ποὺ ὁ Θεὸς ἀπο­κά­λυ­ψε μὲ τοὺς προ­φῆ­τες καὶ τοὺς ἁγί­ους, ποὺ ἀξιώ­θη­καν νὰ δοῦν τὴν ἀλή­θεια. Τρί­το καὶ σπου­δαιό­τε­ρο σημαί­νει τὴν ὁμο­λο­γία τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁρα­τῆς εἰκό­νας τοῦ ἀορά­του Θεοῦ (βλ. Β’ Κορ. δ’ 4). Ἡ τρί­τη αὐτὴ σημα­σία εἶναι ἀρκε­τὴ ἀπὸ μόνη της. Περιέ­χει καὶ ἐκπλη­ρώ­νει μὲ τελειό­τη­τα τίς ἄλλες δύο. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη ποῦ ζωο­ποιεὶ καὶ σώζει. Εἶναι τὸ μεγα­λύ­τε­ρο ἄνοιγ­μα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔρχε­ται στὸν ἄνθρω­πο, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐπι­θυ­μί­ας καὶ τῆς θέλη­σής του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ρωτοῦ­σε συχνὰ τοὺς ἄρρω­στους καί τους πάσχον­τες: «Πιστεύ­εις;» «Πιστεύ­ε­τε ὅτι δύνα­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι;» Ἀνοί­γε­τε τὴν πόρ­τα γιὰ νὰ μπῶ μέσα; Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώ­που δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ ἄνοιγ­μα τῆς πόρ­τας τῆς ψυχῆς του, γιὰ ν’ ἀφή­σει το Θεὸ νὰ μπεῖ μέσα του. «Θεέ μου, ἄδεια­σε με ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό μου καὶ κατοί­κη­σε Ἐσὺ μέσα μου!» Τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφρά­ζουν τὴν οὐσία τῆς πίστης.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα περι­στα­τι­κὸ ἀπὸ τὰ πολ­λά, ποῦ ὁ Θεὸς χτυ­πά­ει τὴν πόρ­τα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που κι ὁ ἄνθρω­πος τὴν ἀνοί­γει κι ἀφή­νει τὸν Κύριο νὰ περά­σει. Ὁ Θεὸς θαυ­μα­τουρ­γεὶ σὲ ὁτι­δή­πο­τε κάνει. “Ὅπου κι ἂν βρί­σκε­ται, θαυ­μα­τουρ­γεί. Μπρο­στὰ Τοῦ ὅλοι οἱ νόμοι, φυσι­κοὶ καὶ ἀνθρώ­πι­νοι, ἀπο­σύ­ρον­ται ὅπως τὰ σύν­νε­φα μπρο­στὰ στὸν ἥλιο. Μόνο ἡ δύνα­μή του παρα­μέ­νει, ἡ σοφία κι ἡ ἀγά­πη Του — καὶ τότε ὅλα εἶναι ὑπέ­ρο­χα, γλυ­κύ­τα­τα καὶ πανέν­δο­ξα.

Μέσα στὸ σκό­τος ὅπου ζοῦ­σαν οἱ εἰδω­λο­λά­τρες Γαδα­ρη­νοί, ὁ Κύριος δὲ βρῆ­κε πίστη στοὺς ἀνθρώ­πους, ἀκό­μα καὶ μετὰ τὸ μεγά­λο θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε θερα­πεύ­ον­τας τοὺς δυὸ δαι­μο­νι­ζό­με­νους. Μετὰ ὅμως ἀκο­λού­θη­σαν διά­φο­ρα περι­στα­τι­κά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ὅπου ἡ ἀγά­πη τοῦ Χρι­στοῦ συνάν­τη­σε τὴ μεγά­λη πίστη τῶν ἀνθρώ­πων. Περι­στα­τι­κὰ ὅπου ὁ Κύριος κρού­ει κι οἱ ἄνθρω­ποι ἀνοί­γουν πρό­θυ­μα τὴν πόρ­τα τῆς ψυχῆς τους καὶ τοῦ δίνουν τὴν εὐκαι­ρία νὰ θαυ­μα­τουρ­γή­σει. Ἐκεῖ ποὺ συναν­τιέ­ται ἡ πίστη μὲ τὴν ἀγά­πη, γεν­νιέ­ται τὸ θαῦ­μα.

Ἡ πίστη φάνη­κε πρῶ­τα στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ κου­βά­λη­σαν τὸν παρα­λυ­τι­κὸ καὶ τὸν κατέ­βα­σαν μπρο­στὰ στὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὴν ὀρο­φὴ τοῦ σπι­τιοῦ. «Καὶ ἰδὼν Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· θάρ­σει, τέκνον ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου…εγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Δὲν εἶναι γεμᾶ­τα ἀγά­πη τὰ λόγια αὐτά; «Καὶ ἐγερ­θεὶς ἀπῆλ­θεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Θ’ 9). Δὲν εἶναι ἕνα θαῦ­μα αὐτό, ποὺ προ­έ­κυ­ψε ἀπὸ πίστη κι ἀγά­πη;

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἔχου­με τὴ γυναῖ­κα ποὺ ὑπό­φε­ρε δώδε­κα χρό­νια ἀπὸ αἱμορ­ρα­γία. Μὲ μεγά­λη πίστη ἄγγι­ξε ἁπλᾶ τὸ ἱμά­τιό Τοῦ καὶ εἶπε μέσα της: «Ἐὰν μόνον ἅψω­μαι τοῦ ἱμα­τί­ου αὐτοῦ, σωθή­σο­μαι» (Ματθ. θ’ 21). Αὐτὴ εἶναι πίστη. Κι ὁ Κύριος τῆς εἶπε: «θάρ­σει, θύγα­τερ ἡ πίστις σου σέσω­κέ σέ» (Ματθ. θ’ 22). Λόγια ἀλη­θι­νῆς ἀγά­πης! «καὶ ἐσώ­θη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκεί­νης» (αὐτό­θι). Κι αὐτὸ τὸ θαῦ­μα γεν­νή­θη­κε ἀπὸ πίστη κι ἀγά­πη.

Ἔχου­με ἔπει­τα τὸν Ἰάει­ρο, ποῦ πῆγε περί­λυ­πος στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἡ θυγά­τηρ μοῦ ἄρτι ἐτε­λεύ­τη­σεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπί­θες τὴν χεῖ­ρα σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσε­ται» (Ματθ. θ’ 18). Ἀκούμ­πη­σε μόνο τὰ χέρια Σου πάνω της καὶ θὰ ζήσει! Αὐτὴ ἦταν μιὰ πίστη ποῦ δὲν εἶχε τὸν παρα­μι­κρὸ δισταγ­μό, τὴν παρα­μι­κρὴ ἀμφι­βο­λία. Κι ὁ Κύριος πῆγε, «ἐκρά­τη­σε τῆς χει­ρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρ­θη τὸ κορά­σιον» (Ματθ. θ’ 25). Αὐτὴ εἶναι ἀγά­πη πραγ­μα­τι­κὴ ἑνὸς φίλου, ἑνὸς θερα­πευ­τῆ. Τὴν κρά­τη­σε ἀπὸ τὸ χέρι κι αὐτὴ ἀνα­στή­θη­κε. Ἦταν κι αὐτὸ ἕνα θαῦ­μα ποὺ προ­ῆλ­θε ἀπὸ πίστη καὶ ἀγά­πη.

Μετὰ ἀπὸ τὰ θαυ­μα­στὰ αὐτὰ περι­στα­τι­κά, ὅπου συναν­τιοῦν­ται ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώ­που μὲ τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ, τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς περι­γρά­φει κι ἄλλο ἕνα παρό­μοιο περι­στα­τι­κό.

«Καὶ παρά­γον­τι ἐκεῖ­θεν τοῦ Ἰησοῦ ἠκο­λού­θη­σαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κρά­ζον­τες καὶ λέγον­τες· ἐλέη­σον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ» (Ματθ. θ’ 27). Ἀπὸ ποὺ ἐρχό­ταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὸ σπί­τι τοῦ Ἰάει­ρου, ὅπου εἶχε ἀνα­στή­σει τὸ νεκρὸ κορί­τσι. Οἱ δυὸ τυφλοὶ ἄκου­σαν πῶς ὁ Κύριος περ­νοῦ­σε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν κραυ­γά­ζον­τας καὶ ζητῶν­τας τὴν εὐσπλα­χνία Του. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο εἶχε ζητή­σει τὸ ἔλε­ὸς του ὁ τυφλὸς στὴν Ἰερι­χώ. Καθό­ταν στὴν ἄκρη τοῦ δρό­μου καὶ ζητιά­νευε «καὶ ἀκού­σας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος ἔστιν, ἤρξα­το κρά­ζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαβὶδ Ἰησοῦ, ἐλέη­σόν μέ» (Μάρκ. ἰ’ 47). Τὸ ἴδιο ἔκα­ναν κι οἱ δυὸ τυφλοί. Ἄκου­σαν ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ τοὺς ὁδη­γοῦ­σαν πῶς περ­νοῦ­σε ἀπὸ κεῖ καὶ θαυ­μα­τουρ­γὸς Ἰησοῦς, ξέχα­σαν τήν ἐπαι­τεία τους καθὼς καὶ ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο κι ἄρχι­σαν ἀμέ­σως νὰ τὸν ἀκο­λου­θοῦν καὶ νὰ φωνά­ζουν. Ἦταν κι αὐτοὶ τέκνα τοῦ Ἀβρα­άμ, τοῦ φίλου του Θεοῦ, ποῦ ἀξιώ­θη­κε κάπο­τε νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Οἱ ταλαί­πω­ροι αὐτοὶ ἄνθρω­ποι ὅμως δὲν εἶχαν μάτια γιὰ νὰ δοῦν τὴ δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ.

Για­τί οἱ τυφλοὶ ἀπο­κα­λοῦ­σαν τὸν Ἰησοῦ, «Υἱὸ τοῦ Δαβίδ»; Ἐπει­δὴ στὸ Ἰσρα­ὴλ ὁ τίτλος αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ τιμη­τι­κὸς ἀπ’ ὅλους. Ὁ βασι­λιᾶς Δαβὶδ ἀπο­τε­λοῦ­σε τὸ πρό­τυ­πο γιὰ ὅλους τοὺς βασι­λιᾶ­δες τοῦ Ἰσρα­ήλ. Κι ὅπως κάθε δίκαιος ἄνθρω­πος ὀνο­μα­ζό­ταν «τέκνο τοῦ Ἀβρα­άμ», ἔτσι καὶ κάθε δίκαιος ἡγέ­της ὀνο­μα­ζό­ταν «υἱὸς τοῦ Δαβίδ». Ὁ Χρι­στὸς εἶχε ἀλη­θι­νὴ ἐξου­σία καὶ δύνα­μη, ποὺ ἔβγαι­νε ἀπὸ ἐκεῖ­νον φυσι­κά, ὅπως ἡ ἀνά­σα. Τὸ ὅτι οἱ Ἰσραη­λῖ­τες συνή­θι­ζαν ν’ ἀπο­κα­λοῦν τοὺς μακρι­νοὺς ἀπο­γό­νους του Δαβὶδ «τέκνα τοῦ Δαβίδ», φαί­νε­ται καθα­ρὰ σὲ πολ­λὰ σημεῖα τῆς Ἁγί­ας Γρα­φῆς. Εἶναι πιθα­νὸ ἐπί­σης οἱ δυὸ τυφλοὶ νὰ σκέ­φτον­ταν πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνό­μα­ζαν Υἱὸ Δαβίδ. “Ὅλος ὁ λαὸς περί­με­νε το Μεσ­σία ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πίστευαν ὅλοι πῶς θὰ προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ. «Καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρό­νον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. ἅ’ 32), ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ ἀρχάγ­γε­λος Γαβρι­ὴλ στὴν Πανα­γία Μητέ­ρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχάγ­γε­λος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὴν κοι­νὴ γλῶσ­σα τοῦ λαοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνό­μα­σε τὸ Δαβὶδ πατέ­ρα τοῦ Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ λίγο νωρί­τε­ρα τὸν εἶχε ὀνο­μά­σει Υἱὸ τοῦ Ὑψί­στου, δηλα­δὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

[Ὁ ὅσιος Συμε­ῶν ὁ Νέος Θεο­λό­γος λέει στὸ Λόγο 56: «Ὅποιος προ­σεύ­χε­ται σαρ­κι­κὰ καὶ δὲν ἔχει πνευ­μα­τι­κή αἴσθη­ση, εἶναι σὰν τὸν τυφλὸ ποῦ κρά­ζει: “Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέη­σόν μέ!” Ἕνας ἄλλος τυφλὸς ὅμως, μὲ τὸ ποὺ ἔλα­βε τὸ φῶς του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δὲν τὸν ὀνό­μα­σε Υἱὸ Δαβίδ, ἀλλὰ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰωάν. θ’ 35, 38)].

Δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ φοβε­ρὴ κατη­γο­ρία ἐνάν­τια στοὺς σκο­τι­σμέ­νους Φαρι­σαί­ους καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ὀνό­μα­ζαν τὸ Χρι­στὸ βλά­σφη­μο κι ἁμαρ­τω­λό; Προ­σέξ­τε πὼς τοὺς ντρο­πιά­ζει ὁ Κύριος μὲ κεί­νους ποὺ οἱ ἴδιοι ὑπο­τι­μοῦ­σαν καὶ τοὺς λογά­ρια­ζαν κατώ­τε­ρούς τους. Κι ἐννοῶ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες καὶ τοὺς τυφλούς, ἀκό­μα καὶ τοὺς δαί­μο­νες! Ἐνῶ οἱ ἴδιοι, τυφλω­μέ­νοι ἀπὸ τὴ ματαιό­τη­τα, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ Χρι­στὸ παρὰ μόνο ὡς ἕνα βλά­σφη­μο κι ἁμαρ­τω­λό, ὁ εἰδω­λο­λά­τρης ἑκα­τόν­ταρ­χος ἀπέ­δω­σε τὴ δύνα­μή Τοῦ στὴ θεό­τη­τά Τοῦ (βλ. Ματθ. ἡ’ 5–13): οἱ δαί­μο­νες στὰ Γάδα­ρα τὸν ὀνό­μα­σαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ἡ’ 29) κι οἱ τυφλοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ πνεῦ­μα τους ὡς Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ (Ματθ. θ’ 27). Οἱ εἰδω­λο­λά­τρες εἶδαν στὴν παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἐνῶ οἱ «σοφοὶ» ἄρχον­τες τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ λαοῦ ἦταν ἀνί­κα­νοι νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σουν. Οἱ τυφλοὶ ἄνθρω­ποι εἶδαν ὅ,τι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ δοῦν οἱ Φαρι­σαῖ­οι, οἱ γραμ­μα­τεῖς κι οἱ ἄρχον­τες τοῦ λαοῦ.

Οἱ τυφλοὶ ἀκο­λου­θοῦ­σαν τὸ Χρι­στὸ καὶ κραύ­γα­ζαν, Ἐκεῖ­νος ὅμως δὲ γύρι­σε νὰ τοὺς δεί. Για­τί; Πρῶ­το, γιὰ ν’ αὐξή­σει τῇ δίψα τους γιά το Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖ­νον. Δεύ­τε­ρο, γιὰ ν’ ἀκού­σουν πολ­λοὶ τίς κραυ­γές τους καὶ νὰ πέσουν κι οἱ ἴδιοι σὲ περι­συλ­λο­γή, νὰ δοκι­μα­στεῖ ἡ πίστη τους. Τρί­το γιὰ νὰ δεί­ξει τὴν ταπεί­νω­σή Του. Ἤθε­λε μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ν’ ἀπο­φύ­γει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώ­πων. Ἄν ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα στή μέση τοῦ δρό­μου, μπρο­στὰ στὸ πλῆ­θος, ὅλοι θὰ τὸν ἐγκω­μί­α­ζαν. Γι’ αὐτὸ καὶ προ­τί­μη­σε νὰ τοὺς θερα­πεύ­σει μέσα σὲ σπί­τι, μπρο­στὰ σὲ μιὰ χού­φτα μάρ­τυ­ρες. Τί σοφία, πόση ταπεί­νω­ση! Ἤξε­ρε πολὺ καλὰ πῶς «οὖ γὰρ ἔστι κρυ­πτὸν καὶ ἐὰν μὴ φανε­ρω­θῆ» (Μάρκ. δ’ 22). Ὅσο πιὸ καλὰ κρύ­βε­ται τὸ καλὸ ἔργο, τόσο εὐκο­λό­τε­ρα θ’ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ.

«Ἐλθόν­τι δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν προ­σῆλ­θον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πιστεύ­ε­τε ὅτι δύνα­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέγου­σιν αὐτῷ ναί, Κύριε» (Ματθ. Θ’ 28). Ἡ πίστη τῶν τυφλῶν αὐτῶν ἦταν τόσο μεγά­λη, ποὺ τοὺς ἔκα­νε νὰ τρέ­ξουν ξοπί­σω Του. Δὲ δεί­λια­σαν ἐπει­δὴ δὲ γύρι­σε νὰ τοὺς κοι­τά­ξει στὸ δρό­μο καὶ δὲν ἀντα­πο­κρί­θη­κε στὶς ἀπε­γνω­σμέ­νες κραυ­γές τους. Ἡ πίστη τους ἦταν τόσο μεγά­λη, ὥστε τὸν ἀνα­ζή­τη­σαν ἀκό­μα καὶ στὸ σπί­τι ποὺ ἐπι­σκέ­φτη­κε. Μ’ ὅλο ποὺ τὸ σπί­τι αὐτὸ ἦταν ξένο κι ἄγνω­στο, ἐκεῖ­νοι τόλ­μη­σαν νὰ μποῦν μέσα. Θὰ σκέ­φτη­καν: «Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγ­μὴ τῆς θερα­πεί­ας μας. “Ἢ τώρα ἢ ποτέ!» Τὸ ἔνιω­θαν πῶς δὲν ὑπῆρ­χε ἄλλος ἄνθρω­πος σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀνοί­ξει τὰ μάτια τους καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν ὅρα­ση.

Πιστεύ­ε­τε ὅτι δύνα­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; τοὺς ρώτη­σε ὁ Κύριος. Για­τί τοὺς ρώτη­σε ἀφοῦ γνώ­ρι­ζε καὶ εἶδε τὴν πίστη τους; Ἐκεῖ­νος βλέ­πει ὅλα τὰ μυστή­ρια, δια­βά­ζει ὅλες τίς καρ­διές. Τοὺς ρώτη­σε γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ δημο­σιο­ποι­ή­σουν τὴν πίστη τους, τόσο γιὰ δική τους χάρη ὅσο καὶ γιὰ κεί­νους ποὺ ἦταν μπρο­στά. Ἡ δημό­σια ὁμο­λο­γία βεβαιώ­νει τὴν πίστη, τόσο σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁμο­λο­γοῦν ὅσο καὶ σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἀκοῦν τὴν ὁμο­λο­γία τους.

Ναί, Κύριε, ἀπάν­τη­σαν οἱ τυφλοί. Χαρού­με­νοι ποὺ τοὺς μίλη­σε ὁ Χρι­στός, φανέ­ρω­σαν μὲ ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖ­νον καὶ στὴν ἐξου­σία Του. Ναί, Κύριε. Δὲν τὸν ὀνό­μα­σαν πάλι «υἱὸ Δαβίδ». Τοὺς φάνη­κε κάπως μικρὸς κι ἐφή­με­ρος ὁ τίτλος αὐτός. Γι’ αὐτὸ τὸν ὀνό­μα­σαν Κύριο. Αὐτὴ ἦταν ἢ ὁμο­λο­γία τῆς πίστης τους. Ὁ Ἰησοῦς Χρι­στὸς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεάν­θρω­πος καὶ Σωτῆ­ρας. Κι αὐτὸ εἶναι ἀρκε­τό, «πᾶς γὰρ ὅς ἐὰν ἐπι­κα­λέ­ση­ται τὸ ὄνο­μα Κυρί­ου σωθή­σε­ται» (Ρωμ. ἰ’ 13).

Ἡ πίστη λοι­πὸν βρι­σκό­ταν στὴν καρ­διὰ καὶ τὰ χεί­λη τους. Τώρα ἔπρε­πε νὰ βαδί­σει ἡ ἀγά­πη γιὰ νὰ συναν­τή­σει τὴν πίστη καὶ τότε θὰ γινό­ταν τὸ θαῦ­μα. Καὶ τώρα ἡ ἀγά­πη, ποὺ οὐδέ­πο­τε ἐκπί­πτει, σπεύ­δει γιὰ νὰ συναν­τη­θεῖ μὲ τὴν πίστη. «Τότε ἥψα­το τῶν ὀφθαλ­μῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενη­θή­τω ὑμῖν: καὶ ἀνε­ώ­χθη­σαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλ­μοί» (Ματθ. θ’ 29, 30). Ἦταν σὰ νὰ ‘βαζαν μιὰ λάμ­πα δίπλα σ’ ἕνα νεκρὸ ἄνθρω­πο! Ὁ πάνα­γνος Κύριος δὲ μολύν­θη­κε ἀπὸ τὸ ἀκά­θαρ­το σῶμα τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας καὶ τὴν ἀκό­μα πιὸ ἀκά­θαρ­τη ἀνθρώ­πι­νη ψυχή.

«Πάν­τα μὲν καθα­ρά τους καθα­ροῖς», μᾶς λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (Τίτ. ἅ’ 15). Ὁ Χρι­στὸς ἅπλω­σε τὰ χέρια Του καὶ ἄγγι­ξε τὰ σκο­τει­νὰ βαθου­λώ­μα­τα, τὰ κλει­στὰ παρά­θυ­ρα, τὰ σβη­σμέ­να μάτια τοῦ τυφλοῦ — καὶ τὰ μάτια ἄνοι­ξαν. Τὸ παρα­πέ­τα­σμα σύρ­θη­κε στὸ πλάϊ καὶ τὸ φῶς πλημ­μύ­ρι­σε τὴ φυλα­κή. Κι ἡ φυλα­κὴ τότε ἔγι­νε παλά­τι ἡλιό­λου­στο. Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενη­θή­τω ὑμῖν. Ἡ πίστη δὲν καται­σχύ­νε­ται. Γι’ αὐτὸ καὶ στοὺς τυφλοὺς ὅλα ἔγι­ναν κατὰ τὴν πίστη τους. Πόσο ἀλή­θεια ἐκτι­μᾶ τὰ πλά­σμα­τά Του ὁ Κύριος, μ’ ὅλο ποὺ ἡ πλά­ση ὁλό­κλη­ρη δὲν εἶναι παρὰ καπνὸς καὶ στά­χτη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του! Ζητῶν­τας τὴν πίστη, ζητᾶ ἁπλᾶ τὴ συνερ­γα­σία τοῦ ἀνθρώ­που στὸ ἔργο τῆς δημιουρ­γί­ας Του. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ θερα­πεύ­σει ὅλους τοὺς ἄρρω­στους τῆς γῆς μ’ ἕνα Του λόγο. Τί θὰ κατόρ­θω­νε ἔτσι ὅμως; Θὰ βαζε ὅλους τους ἀνθρώ­πους στὴ σει­ρὰ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἄλο­γα ζῶα, ποὺ οὔτε ἐλεύ­θε­ρη ἐπι­λο­γὴ οὔτε ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­ση ἔχουν, μὰ οὔτε καὶ ἀνώ­τε­ρους σκο­πούς. Θὰ ὑπο­βί­βα­ζε τὸν ἄνθρω­πο στὸ ἐπί­πε­δο τῆς σελή­νης καὶ τῶν ἄστρων, κατὰ κάποιο τρό­πο, ποὺ λάμ­πουν ὅπως ἔχουν ὁρι­στεῖ νὰ κάνουν. Θὰ τοὺς κατέ­βα­ζε στὸ ἐπί­πε­δο τῶν βρά­χων, ποὺ εἶναι ταγ­μέ­να νὰ στέ­κον­ται ἢ νὰ πέφτουν, ἢ στὸ ἐπί­πε­δο τοῦ νεροῦ τῶν ποτα­μῶν, ποὺ ρέουν κατὰ πῶς εἶναι ὑπο­ταγ­μέ­να στοὺς φυσι­κοὺς νόμους.

Ὁ ἄνθρω­πος εἶναι λογι­κὸ ὄν. Εἶναι ἠθι­κὰ ὑπο­χρε­ω­μέ­νος νὰ κάνει ἐκεῖ­νο ποῦ ἢ ἄλο­γη κτί­ση κάνει ἀσυ­νεί­δη­τα, νὰ ναὶ δηλα­δὴ ἀφο­σιω­μέ­νος στὸ Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖ τίς ἐντο­λές Του. Ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη λέει: «Ὁ Θεὸς δια­τά­ζει κι ἐγὼ ὑπα­κούω, δὲν μπο­ρῶ νὰ κάνω ἀλλιῶς». «Ὁ Κύριος δια­τά­ζει κι ἐγὼ εἶμαι ἠθι­κὰ ὑπο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν ὑπα­κού­σω», λέει ὁ ἀλη­θι­νὸς ἄνθρω­πος. Ὁ ἄνθρω­πος ἔχει ἐπι­λο­γὴ ὄχι ἀνά­με­σα σὲ δυὸ καλά, ἀλλὰ ἀνά­με­σα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Ἄν ἐπι­λέ­ξει τὸ καλὸ θὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ γιὸς τῆς αἰώ­νιας βασι­λεί­ας. Ἄν ἐπι­λέ­ξει τὸ κακὸ θ’ ἀπο­μα­κρυν­θεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θὰ εἶναι σὲ χει­ρό­τε­ρη θέση ἀκό­μα κι ἀπὸ τὴν ἄλο­γη κτί­ση. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλη­μα τοῦ Δημιουρ­γοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρω­πος νὰ δια­λέ­ξει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀνά­με­σα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Γι’ αὐτὸ ζητᾶ ὁ Κύριος τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὥστε νὰ συνερ­γα­στοῦν μαζί του γιὰ τὴ δική τους σωτη­ρία. Ὁ Θεὸς ζητᾶ πολὺ λίγα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Ζητᾶ μόνο τὴ θέλη­σή τους, νὰ τὸν ὁμο­λο­γή­σουν ὡς Θεὸ παν­το­δύ­να­μο, νὰ παρα­δε­χτοῦν πῶς οἱ ἴδιοι χωρὶς Θεὸ δέν εἶναι τίπο­τα. Αὐτὴ εἶναι πίστη. Μόνο τὴν πίστη αὐτὴ ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ τὸ δικό τους καλό, γιὰ τὴ δική τους σωτη­ρία.

«Καὶ ἐνε­βρι­μή­σα­το αὐτοῖς Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶ­τε μηδεὶς γινω­σκέ­τω. οἱ δὲ ἐξελ­θόν­τες διε­φή­μι­σαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῆ ἐκεί­νη» (Ματθ. θ’ 30,31). Για­τί ὁ Κύριος τοὺς ζήτη­σε νὰ μὴν ποῦν λέξη γιὰ τὸ θαῦ­μα αὐτό; Πρῶ­το, ἐπει­δὴ δὲν ἐπι­ζη­τεῖ τὴ δόξα ἢ τὸν ἔπαι­νο τῶν ἀνθρώ­πων. Ἡ δόξα κι ὁ ἔπαι­νος τῶν ἀνθρώ­πων δὲν προ­σθέ­τουν οὔτε ἕνα ἰῶτα στὴ δόξα Του. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ὅ,τι κάνει, προ­έρ­χε­ται ἀπὸ συμ­πά­θεια κι ἀγά­πη γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, ὅπως κάνει ἡ μάνα γιὰ τὸ παι­δί της. “Ὄχι ὅπως κάνουν οἱ μάγοι κι οἱ ταχυ­δα­κτυ­λουρ­γοί, οἱ ὑπη­ρέ­τες τῶν δαι­μό­νων, ποὺ μέσα τους μισοῦν καὶ περι­φρο­νοῦν τοὺς ἀνθρώ­πους κι ὅ,τι κάνουν, εἶναι γιὰ νὰ εἰσπρά­ξουν τὴ δόξα καὶ τὸν ἔπαι­νό τους. Τρί­το, γιὰ νὰ δώσει ἔτσι στοὺς ἀνθρώ­πους τὸ παρά­δειγ­μα πῶς κάθε καλὸ ἔργο πρέ­πει νὰ τὸ κάνουν γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ χάρη τῆς ματαιό­τη­τας. «Μὴ γνώ­τω ἡ ἀρι­στε­ρά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ’ 3). Καὶ τέταρ­το, ἐπει­δὴ γνω­ρί­ζει πῶς τὸ καλὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ καὶ θέλει νὰ τὸ κατα­λά­βουν κι οἱ ἄνθρω­ποι αὐτό. Αὐτὸ ἔπρε­πε νὰ ξεκα­θα­ρι­στεῖ μιὰ καὶ καλή. Εἴτε τοὺς ἄρε­σε εἴτε ὄχι, οἱ τυφλοὶ θὰ δια­τυμ­πά­νι­ζαν τὸ θαῦ­μα Του σ’ ὅλη τὴν περιο­χή τους. Κι ἂν ἀκό­μα ἡ γλῶσ­σα τους δὲ μιλοῦ­σε, θὰ μιλοῦ­σαν τὰ μάτια τους. Ἄν ἤθε­λαν νὰ μεί­νουν σιω­πη­λοί, θὰ τοὺς ἀνάγ­κα­ζε νὰ μιλή­σουν ξανὰ καὶ ξανὰ ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρ­νει ὅλα τὰ πράγ­μα­τα στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ δεί­ξει πῶς τὰ πράγ­μα­τα αὐτὰ γίνον­ται γνω­στὰ ἀκό­μα καὶ χωρὶς τὴ θέλη­σή μας, ὅσο κι ἂν προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὰ κρύ­ψου­με. Φτά­νει μόνο νὰ μὴ ζητᾶ­με νὰ γίνον­ται γνω­στὰ ἀπὸ προ­σω­πι­κὴ ματαιό­τη­τα, νὰ μὴ γίνον­ται γιὰ τὸν ἔπαι­νο, οὔτε γιὰ τὸ δικό μας οὔτε γιὰ τὸ δικό του. Τὸ Θεὸ νὰ δοξά­ζε­τε, αὐτὸ ἔχει σημα­σία.

«Αὐτῶν δὲ ἐξερ­χο­μέ­νων ἰδοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐτῷ ἄνθρω­πον κωφὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· καὶ ἐκβλη­θέν­τος τοῦ δαι­μο­νί­ου ἐλά­λη­σεν ὁ κωφός» (Ματθ. θ’ 32,33). Οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ διψοῦν γιὰ ὑγεία, σοφία, καλο­σύ­νη καὶ εἰρή­νη τρέ­χουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, στὴ μονα­δι­κὴ πηγὴ κάθε καλοῦ, ὅπως οἱ διψα­σμέ­νοι ταξι­διῶ­τες στὴν ἔρη­μο μόλις βροῦν μιὰ πηγὴ μὲ νερό. Κι ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶναι τόσο πλού­σια, ὥστε ὅποιος καὶ νά ‘ρθεὶ δὲ φεύ­γει διψα­σμέ­νος. Μέ το ποὺ βγῆ­καν ἔξω οἱ τυφλοὶ ποὺ θερα­πεύ­τη­καν, μὲ ἀνοι­χτὰ τὰ μάτια καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγ­κη ὁδη­γοῦ τώρα, οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ φρόν­τι­ζαν ἕναν κου­φὸ καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νο ἄνθρω­πο, τὸν ἔφε­ραν μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό. Κου­φὸς καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νος! Οὔτε τὸ μυα­λὸ γιὰ νὰ σχη­μα­τί­σει προ­τά­σεις εἶχε, μὰ οὔτε καὶ τὴ γλῶσ­σα. Ὁ Κύριος δὲν τὸν ρώτη­σε ἂν πιστεύ­ει. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πιστεύ­ει κάποιος δαι­μο­νι­σμέ­νος; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὴν πίστη του ἕνας βου­βός;

Ὁ Χρι­στὸς εἶδε ἐδῶ τὴν πίστη ἐκεί­νων ποῦ τὸν φρόν­τι­ζαν, ποὺ τὸν ἔφε­ραν μπρο­στά Του. Εἶναι πιθα­νὸ καὶ Κύριος νὰ μίλη­σε μαζί τους, ὅπως μίλη­σε καὶ μὲ τοὺς τυφλούς. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς ὅμως δὲν ἀνα­φέ­ρει τίπο­τα, ἴσως γιὰ ν’ ἀπο­φύ­γει τὴν ἐπα­νά­λη­ψη. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὴ σωτη­ρία τους, θὰ διδα­χτοῦν ἀρκε­τὰ ἀπ’ ὅσα εἶπε στοὺς τυφλούς. Ἐκεῖ­νοι ὅμως ποὺ ἐμπαί­ζουν τὸν Κύριο καὶ τοὺς σωτή­ριους λόγους Του, ὁδη­γοῦν­ται θελη­μα­τι­κὰ στὴν ἀπώ­λεια. Αὐτοὺς δὲν μπο­ροῦν νά τοὺς σώσουν οὔτε ὅλα τὰ λόγια ποὺ εἶπε κι ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκα­νε ὁ Κύριος σ’ ὅλη τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του, ποῦ ἂν εἶχαν ὅλα κατα­γρα­φεῖ, «οὐδε αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βιβλία», ὅπως λέει ὁ εὐαγ­γε­λι­στῆς Ἰωάν­νης (κά’ 25). Αὐτὰ ποὺ ἔχουν γρα­φεῖ ὅμως, εἶναι ἀρκε­τὰ γιά μας. Φτά­νουν γιὰ νὰ πιστέ­ψου­με στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κερ­δί­σου­με τὴν αἰώ­νια ζωή.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς περι­γρά­φει ὁλό­κλη­ρο τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ σὲ δυὸ μόνο προ­τά­σεις. Σκε­φτεῖ­τε ὅμως πόσο μεγά­λο εἶναι τὸ γεγο­νὸς αὐτό. Νὰ βγά­λει τὸ δαι­μό­νιο ἀπὸ τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο, νὰ ξεκλει­δώ­σει τὴ γλῶσ­σα του καὶ νὰ τὸν κάνει νὰ μιλά­ει ἤρε­μα καὶ συγ­κρο­τη­μέ­να. Αὐτὸ τὸ γεγο­νὸς εἶναι μεγα­λύ­τε­ρο κι ἀπὸ ἕναν πόλε­μο, γιὰ τὸν ὁποῖο γρά­φον­ται τόσα βιβλία. Ἕναν πόλε­μο μπο­ρεῖ νὰ τὸν κάνει ὁποιοσ­δή­πο­τε. Μόνο ὁ Θεὸς ὅμως μπο­ρεῖ νὰ βγά­λει ἕνα δαι­μό­νιο ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο καὶ νὰ δώσει τὴν ὁμι­λία σ’ ἕναν βου­βό. Γιὰ τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ ποὺ ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς ἀπο­τυ­πώ­νει σὲ δύo φρά­σεις, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γρα­φτοῦν βιβλία ὁλό­κλη­ρα. Ἀνά­με­σα στοὺς ἄλλους λόγους, ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ δεί­ξει πῶς ὁ μεγα­λύ­τε­ρος θαυ­μα­τουρ­γὸς ὅλων τῶν ἐπο­χῶν ἔκα­νε πολ­λὰ τέτοια θαυ­μα­στὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐκο­λία μὲ τὴν ὁποία ἔκα­νε ὁ Κύριος τὰ ἀνή­κου­στα αὐτὰ θαύ­μα­τα.

Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς λέει πὼς πρῶ­τα ὁ Κύριος ἔβγα­λε τὸ δαι­μό­νιο κι ἔπει­τα ἔκα­νε τὸ βου­βὸ ἄνθρω­πο νὰ μιλή­σει. Ἡ πρά­ξη αὐτὴ δεί­χνει πῶς ὁ Κύριος πάν­τα προ­χω­ρεῖ ἀπὸ τὴν ἐπι­φά­νεια στὸ κέν­τρο τῶν πραγ­μά­των, βαθιὰ μέσα στὴ ρίζα τοῦ κακοῦ. Τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα ἦταν μέσα στὸν ἄνθρω­πο, ἀλλὰ εἶχε δεσμεύ­σει καί τη γλῶσ­σα τοῦ βου­βοῦ ἀνθρώ­που. Ἔπρε­πε λοι­πὸν νὰ βγεῖ πρῶ­τα ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα καὶ τότε θὰ λύνον­ταν αὐτό­μα­τα τὰ δεσμὰ καὶ θὰ παρα­δί­δον­ταν τὰ ἡνία ποὺ αἰχ­μα­λώ­τι­ζαν τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος πρῶ­τα ἔβγα­λε τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα κι ἔπει­τα χάρι­σε στὸν ἄνθρω­πο το νοῦ καὶ τὴν ὁμι­λία.

Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ μᾶς θυμί­ζει τὸν παρα­λυ­τι­κό, ποῦ πρῶ­τα του εἶπε ὁ Κύριος, «ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου» καὶ ἔπει­τα «ἐγερ­θεὶς ἆρον σου τὴν κλί­νην καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Ἦταν πάγια τακτι­κὴ τοῦ Χρι­στοῦ νὰ θερα­πεύ­ει πρῶ­τα τὸν ἐσω­τε­ρι­κὸ ἄνθρω­πο, τὸ ἐσω­τε­ρι­κό του πάθος, κι ἔπει­τα τὴ σωμα­τι­κή του ἀρρώ­στια. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ λύσει τὴ γλῶσ­σα τοῦ ἀνθρώ­που καὶ ν’ ἀφή­σει τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα μέσα του. Ἔτσι ὅμως τί θὰ εἶχε κατορ­θώ­σει; Για­τί νὰ λύσει τὴ γλῶσ­σα του; Γιὰ νὰ μιλή­σει τὸ δαι­μό­νιο καὶ νὰ ἐκστο­μί­σει βλα­σφη­μί­ες ἐνάν­τια στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρω­πο; Για­τί νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸ μικρό­τε­ρο κακὸ καὶ νὰ τὸν ἀφή­σει δεμέ­νο μὲ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα δεσμά; Μήπως μετὰ ἀπὸ λίγο και­ρὸ ὁ διά­βο­λος δὲ θὰ ἔδε­νε ξανὰ τὴ γλῶσ­σα του καὶ θὰ τὸν ξανά­κα­νε βου­βό;

Πόσο σοφᾶ, πόσο σωστὰ εἶναι τὰ ἔργα Σου, Κύριε! Τὸ μόνο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ κάνου­με, εἶναι νὰ θαυ­μά­ζου­με τὴν ἄπει­ρη σοφία Σου, νὰ μάθου­με ἔτσι νὰ ἐνερ­γοῦ­με καὶ μεῖς μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, ἀπὸ τὸ θεμέ­λιο πρὸς τὴν τελειό­τη­τα.

«Καὶ ἐθαύ­μα­σαν οἱ ὄχλοι λέγον­τες ὅτι οὐδέ­πο­τε ἐφά­νη οὕτως ἕν τῷ Ἰσρα­ήλ: οἱ δὲ Φαρι­σαῖ­οι ἔλε­γον: ἕν τῷ ἄρχον­τι τῶν δαι­μο­νί­ων ἐκβάλ­λει τὰ δαι­μό­νια» (Ματθ. θ’ 33,34). Μερι­κοὶ θαύ­μα­ζαν κι ἄλλοι μυκτή­ρι­ζαν. Μερι­κοὶ χαί­ρον­ταν μὲ τὸ καλὸ κι ἄλλοι ἐνερ­γοῦ­σαν ἐνάν­τια στὸ καλό. Ὁ λαός, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι, δόξα­ζαν το Θεὸ κι οἱ ἡγέ­τες του σκέ­φτον­ταν τὸν πονη­ρό. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι ὀνό­μα­ζαν τὸ Χρι­στὸ «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» καὶ «Κύριο», ἐνῶ οἱ «σοφοὶ ἐν ἑαυ­τοῖς» γραμ­μα­τεῖς τὸν ἔλε­γαν ἄρχον­τα τῶν δαι­μο­νί­ων, ἀπε­σταλ­μέ­νο του Βεελ­ζε­βούλ. Οἱ τυφλοὶ βρῆ­καν τὸ φῶς τους καὶ τὸν εἶδαν. Οἱ κου­φοί βρῆ­καν τὴν ἀκοή τους καὶ τὸν ἄκου­σαν. Οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι ἐλευ­θε­ρώ­θη­καν καὶ τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σαν. Οἱ ἄλα­λοι μίλη­σαν καὶ τὸν ὁμο­λό­γη­σαν. Οἱ σοφοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅμως, μὲ μυα­λὰ σκο­τι­σμέ­να ἀπὸ τίς ἐπί­γειες ἐπι­διώ­ξεις καὶ μὲ καρ­διὲς ἀπο­στε­ω­μέ­νες ἀπὸ τὴ ματαιό­τη­τα καὶ τὸ φθό­νο, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκού­σουν, νὰ γνω­ρί­σουν καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, «ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τού­του μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἔστι» (Α ́κόρ. γ’ 19).

Οὐδέ­πο­τε ἐφά­νη οὕτως ἕν τῷ Ἰσρα­ήλ, ἀνα­φω­νοῦ­σαν μὲ θαυ­μα­σμὸ οἱ ἄνθρω­ποι. Εἶναι ἀλή­θεια πῶς ὁ Μωυ­σῆς, ὁ Ἠλί­ας κι ὁ Ἐλι­σαῖ­ος ἔκα­ναν διά­φο­ρα θαύ­μα­τα, μὰ πῶς; Μὲ τὴ βοή­θεια τῆς πίστης, τῆς νηστεί­ας καὶ τῆς προ­σευ­χῆς ἀπὸ τὴν πλευ­ρά τους καί τη χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ θαύ­μα­τα αὐτὰ τὰ ἔκα­νε ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τοὺς ἁγί­ους αὐτοὺς ἀνθρώ­πους. Τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως ἔγι­ναν μὲ τὴ δική Του δύνα­μη καὶ ἐξου­σία. Ἡ δια­φο­ρὰ μετα­ξὺ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν ἀρχαί­ων θαυ­μα­τουρ­γῶν εἶναι ὅπως ἡ δια­φο­ρὰ ἀνά­με­σα στὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγ­γά­ρι. Τὸ φεγ­γά­ρι φέγ­γει μὲ τὸ φῶς ποῦ δανεί­ζε­ται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὁ ἥλιος ὅμως εἶναι αὐτό­φω­τος, λάμ­πει μὲ τὸ δικό του φῶς. Οἱ ἀπρο­κα­τά­λη­πτες κι ἁπλὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων ἔνιω­θαν τὴ μεγά­λη δια­φο­ρά, γι’ αὐτὸ κι ἀνα­φω­νοῦ­σαν: οὐδέ­πο­τε ἐφά­νη οὕτως ἕν τῷ Ἰσρα­ήλ.

Οἱ Φαρι­σαῖ­οι δὲν ἀρνοῦν­ταν τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄν μπο­ροῦ­σαν βέβαια θά ‘χαν ἀρνη­θεῖ ὅλα τὰ θαύ­μα­τα, θὰ τὰ ἔκρυ­βαν, θὰ κατέ­φευ­γαν σὲ ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες γιὰ νὰ πιστο­ποι­ή­σουν τὰ ψέμα­τά τους, ὅπως στὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν μπο­ροῦ­σαν ὅμως ν’ ἀρνη­θοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγι­ναν μπρο­στὰ σὲ μεγά­λα πλή­θη ἀνθρώ­πων. Τὸ ξανα­λέ­με πῶς δὲν ἀρνοῦν­ταν τὸ θαῦ­μα, μὰ τὸ ἑρμή­νευαν μὲ τὸ δικό τους πονη­ρὸ καὶ πανοῦρ­γο τρό­πο. Ἐν τῷ ἄρχον­τι τῶν δαι­μο­νί­ων ἐκβάλ­λει τὰ δαι­μό­νια, ἔλε­γαν. Τὸ εἶπαν αὐτὸ γιὰ τὸν Κύριο σὲ διά­φο­ρες περι­πτώ­σεις κι Ἐκεῖ­νος τοὺς ἔδω­σε σκλη­ρὴ καὶ ἀπο­στο­μω­τι­κὴ ἀπάν­τη­ση. «Εἰ ὁ σατα­νᾶς ἀνέ­στη ἐφ’ ἑαυ­τὸν καὶ μεμέ­ρι­σται, οὐ δύνα­ται στα­θη­ναι» (Μάρκ. γ’ 23–26), τους είπε. (Βλ. επί­σης και Ματθ. ιβ’ 24–26). • Λουκ. ια’ 17–18).

Είναι αλή­θεια πώς είναι πολύ σκλη­ρό για τον άνθρω­πο, ανε­ξάρ­τη­τα από τη δια­νο­η­τι­κή του επάρ­κεια, να φαν­τα­στεί πιό γελοία, ασυ­νε­πή και ανόη­τη ερμη­νεία των έργων του Χρι­στού, απ’ αυτήν που σκέ­φτη­κε ο σκο­τι­σμέ­νος νους των γραμ­μα­τέ­ων του Ισρα­ήλ και των αρχόν­των του έθνους. Να βγουν τα δαι­μό­νια από τον άνθρω­πο με τη βοή­θεια του σατα­νά! Αυτό είναι το ίδιο περί­που με το να ισχυ­ρι­στού­με πώς, «σκο­τώ­νει κάποιος τα παι­διά κάποιου πατέ­ρα, με τη βοή­θεια του πατέ­ρα τους!» “Ή να επι­τί­θε­ται και να εξο­λο­θρεύ­ει ένα στρα­τό με τη βοή­θεια του διοι­κη­τή. Δεν είναι ψέμα πώς ο φθό­νος είναι τυφλός. Θά ‘λεγε κανείς πώς ο φθό­νος είναι και ανόη­τος. Για­τί ο φθό­νος δεν κάνει μόνο την καρ­διά σκλη­ρή σαν πέτρα και τυφλώ­νει το νοῦ, αλλά μπερ­δεύ­ει και τη γλώσ­σα. “Έτσι δεν ξέρει τι λέει κι επο­μέ­νως όλα όσα εκφέ­ρει η φθο­νε­ρή γλώσ­σα, ακού­γον­ται γελοία κι ανόη­τα. — Ο Κύριος δεν έδω­σε σημα­σία σ’ αυτήν την ανόη­τη κακεν­τρέ­χεια των φθο­νε­ρών αρχόν­των του λαού, αλλά πορεύ­τη­κε ήρε­μα το δρό­μο Του, το δρό­μο της σωτη­ρί­ας όλων εκεί­νων που του εμπι­στεύ­τη­κε ο Πατέ­ρας, ώστε «ουδείς εξ αυτών ἀπώ­λε­το» (Ιωάν. ιζ’ 12). Γι’ αυτό και κατα­λή­γει το σημε­ρι­νό ευαγ­γέ­λιο:

«Και περι­ή­γεν ο Ιησούς τάς πόλεις πάσας και τάς κώμας διδά­σκων εν ταῖς συνα­γω­γαῖς αυτών και κηρύσ­σων το ευαγ­γέ­λιον της βασι­λεί­ας και θερα­πεύ­ων πάσαν νόσον και πάσαν μαλα­κί­αν εν τῷ λαῷ» (Ματθ. θ ́ 35). Οι πόλεις και τα χωριά ήταν το ίδιο γι’ Αυτόν. Δεν ανα­ζη­τού­σε τις πόλεις και τα χωριά, αλλά τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς μιλά­ει γιὰ ὅλες τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γιὰ νὰ δεί­ξει το ζῆλο τοῦ Χρι­στοῦ. «Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέ­φα­γέ μέ» (Ψαλμ. ξή’ 9). Γιὰ τὸν Κύριο μιὰ μέρα ἦταν σὰν χίλια χρό­νια. Τὸ ἔργο τοῦ Χρι­στοῦ ἦταν τρι­με­ρές, ὅπως βγαί­νει καθα­ρὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εὐαγ­γε­λι­στῆ: Δίδα­σκε, κήρυτ­τε τὸ Εὐαγ­γέ­λιο τῆς Βασι­λεί­ας καὶ θερά­πευε κάθε ἀρρώ­στια καὶ ἀσθέ­νεια τῶν ἀνθρώ­πων. Δίδα­σκε, δηλα­δὴ ἑρμή­νευε τὸ πνεῦ­μα τῆς πρώ­της Δημιουρ­γί­ας καὶ τοῦ Παλαιοῦ νόμου. Κήρυτ­τε, ἔθε­τε τὰ θεμέ­λια τῆς Νέας Κτί­σης, τῆς Βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλη­σί­ας τῶν Ἁγί­ων. Θερά­πευε, ἔδι­νε δηλα­δὴ τὴ μαρ­τυ­ρία τῆς διδα­χῆς καὶ τοῦ κηρύγ­μα­τός του μὲ τὰ ἔργα Του.

Όλ’ αὐτὰ ὁ Κύριος τὰ ἔκα­νε ἀπὸ ἀγά­πη ὄχι μόνο γιὰ τὸ λαὸ τῆς ἐπο­χῆς ἐκεί­νης, γιὰ τοὺς συγ­χρό­νους Του, ἀλλὰ καὶ γιά μας. Ὁ Κύριος εἶναι σύγ­χρο­νος μὲ ὅλους ὅσοι ὑπῆρ­χαν καὶ θὰ ὑπάρ­ξουν. Τό ‘κανε αὐτὸ ὥστε μὲ τὸ φῶς Του ν’ ἀνά­ψει τὸ καν­τή­λι τῆς ψυχῆς μας μὲ τὴν ἀγά­πη Του νὰ συναν­τή­σει τὴν πίστη μας μὲ τὴ συνάν­τη­ση αὐτὴ τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πίστη μας νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τὸ θαῦ­μα τῆς σωτη­ρί­ας μας: ἡ θερα­πεία τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας τύφλω­σης, τῆς παρά­νοιάς μας καὶ κάθε ἀρρώ­στιας καὶ ἀσθέ­νειας.

Κύριε Ἰησοῦ Χρι­στέ, Υἱὲ τοῦ Ζῶν­τος Θεοῦ, ἐλέη­σέ μας! Βοή­θη­σέ μας νὰ μάθου­με νὰ δοξο­λο­γοῦ­με τὸ ὄνο­μά Σου με το σῶμα μας, μέ το λαό μας κι ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ζων­τα­νοὺς καὶ νεκρούς. Νὰ ὑμνοῦ­με τὸ ὄνο­μὰ Σοῦ, μαζὶ μὲ τὸ ὄνο­μα τοῦ πανέν­δο­ξου καὶ ἄναρ­χου Πατέ­ρα καὶ τὸ πανά­γιο καὶ ζωο­ποιό Σου Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τρία θαύ­μα­τα

«Καὶ ἐθαύ­μα­σαν οἱ ὄχλοι λέγον­τας ὅτι οὐδέ­πο­τε ἐφά­νῃ οὕτως ἐν τῷ Ἰσρα­ήλ» (Ματθ. 9, 33)

ΔYO, ἀγα­πη­τοί μου, δύο εἶνε οἱ σπου­δαιό­τε­ρες αἰσθή­σεις τοῦ ἀνθρώ­που, ἡ ὅρα­σις καὶ ἡ ἀκοή.

Ἡ ὅρα­σις! Μὲ τὰ μάτια βλέ­που­με ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ δημιούρ­γη­σε καὶ Θεός. Βλέ­που­με τὸ φυσι­κὸ κόσμο. Βλέ­που­με τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ βου­νά. Βλέ­που­με τὰ ποτά­μια, τίς λίμνες, τίς θάλασ­σες. Βλέ­που­με τὰ δέν­τρα, τὰ ζῶα, τὰ που­λιά. Βλέ­που­με τὸν ἥλιο, τὸ φεγ­γά­ρι, τὰ ἄστρα. Βλέ­που­με τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Βλέ­που­με τὰ ἀγα­πη­τά μας πρό­σω­πα. Βλέ­που­με τὴ μάνα μας.

Χωρὶς τὰ μάτια θὰ ζοῦ­σαν οἱ ἄνθρω­ποι μέσα σὲ μιὰ κρύα καὶ ἀπέ­ραν­τη νύχτα. Τὰ μάτια μεγά­λη εὐερ­γε­σία τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἔπρε­πε νὰ εὐχα­ρι­στού­με το Θεὸ καὶ νὰ λέμε «Θεέ, σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με ποὺ μᾶς ἔδω­σες τὰ μάτια».

Μετὰ ἀπὸ τὴν ὅρα­ση ἔρχε­ται ἡ ἀκοή. Μὲ τὰ αὐτιὰ ἀκοῦ­με χίλιων λογιῶν ἤχους καὶ φωνές. Ἀκοῦ­με τὸν ἀέρα ποὺ σφυ­ρί­ζει, τὴ βρο­χὴ ποὺ πέφτει, τὰ δέν­τρα ποὺ σεί­ον­ται, τὰ που­λιὰ ποὺ κελαη­δούν, ἀκοῦ­με τίς διά­φο­ρες φωνὲς τῶν ζώων καὶ χωρὶς νὰ τὰ βλέ­που­με κατα­λα­βαί­νου­με τί ζῶο ἢ τὸ που­λὶ εἶνε. Ἀκοῦ­με τὴ γλυ­κειὰ φωνὴ τῆς μάνας, ἀκοῦ­με τὰ λόγια τοῦ πατέ­ρα. Ἀκοῦ­με τὰ μαθή­μα­τα ποὺ γίνον­ται στὰ σχο­λεῖα, ἀπὸ τὸ νηπια­γω­γεῖο μέχρι τὸ πανε­πι­στή­μιο.

Χωρὶς αὐτιὰ θὰ ἤμα­σταν σὰν ἕνα κατά­δι­κο, ποὺ τὸν ἔκλει­σαν σὲ μιὰ σκο­τει­νὴ φυλα­κὴ καὶ στὸ κελ­λί του δὲν φθά­νει καμ­μιὰ φωνή. Χωρὶς αὐτιὰ καμ­μιὰ πρό­ο­δος, καμ­μιὰ γνῶ­σις, καμ­μιὰ ἐπι­στή­μη. Εἴδα­τε κου­φούς; Πόσο δυστυ­χεῖς εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοί! Δὲν μπο­ροῦν ν’ ἀκού­σουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ποῦν κι αὐτοὶ ὅ,τι αἰσθά­νον­ται. Μὲ ἄναρ­θρες φωνές, μὲ διά­φο­ρες κινή­σεις προ­σπα­θοῦν νὰ συνεν­νο­η­θοῦν μὲ τοὺς ἄλλους.

Μεγά­λη εὐερ­γε­σία τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀκοή. Τὰ αὐτιά, ὅπως λέει ἡ ἐπι­στή­μη, εἶνε ἕνα θαυ­μά­σιο ὄργα­νο, φτειαγ­μέ­νο μὲ μεγά­λη τέχνη, σοφία καὶ τελειό­τη­τα. Ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους θαυ­μά­ζουν γι’ αὐτά το Δημιουρ­γὸ καὶ τὸν εὐχα­ρι­στοῦν; Οἱ ἄνθρω­ποι θαυ­μά­ζουν ἕνα ραν­τάρ, ποὺ κατα­σκευά­ζουν οἱ ἐπι­στή­μο­νες γιὰ νὰ πιά­νῃ ἀπὸ πολὺ μακριὰ τὸν κρό­το ποὺ κάνουν τὰ ἐχθρι­κά ἀερο­πλά­να. Τὸ ραν­τὰρ εἶνε ἕνα τεχνη­τὸ αὐτί. Ἀλλὰ τί εἶνε τὸ τεχνη­τὸ αὐτὸ αὐτὶ μπρο­στὰ στὰ φυσι­κὰ αὐτιά, ποὺ εἶνε δύο τέλεια μικρὰ ραν­τάρ, φτειαγ­μέ­να καὶ τοπο­θε­τη­μέ­να στὴν κατάλ­λη­λη θέσι, γιὰ ν’ ἀκούῃ καὶ νὰ πλη­ρο­φο­ρῆ­ται ὁ ἄνθρω­πος τί συμ­βαί­νει στὸν ἔξω κόσμο; Γι’ αὐτὸ πρέ­πει νὰ εὐχα­ρι­στοῦ­με το Θεὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν ποι­η­τὴ νὰ λέμε «Κι ὅταν ἀκούω το φλοῖ­σβο στὴν ἥσυ­χη ἀμμου­διά, κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλε­μέ­νο ἀηδό­νι, κι ὅταν ἀκούω τ’ ἀγέ­ρι στοῦ δέν­δρου τὰ κλα­ριά, κι ὅταν ἀκούω μὲ πόνο τοὺς στε­ναγ­μοὺς τοῦ γκιώ­νη, καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλ­λου στὴ σκο­τει­νὴ νυχτιά, Σ’ εὐχα­ρι­στῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ‘δωσες τ’ αὐτιά».

Πόση ἀξία ἔχουν τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πρό­ο­δο τοῦ ἀνθρώ­που, τὸ αἰσθά­νον­ται ὅσοι εἶχαν τὸ δυστύ­χη­μα νὰ χάσουν τὴν ὅρα­ση καὶ τὴν ἀκοή τους. Οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ κου­φοί. Τί δὲν θὰ ἔδι­ναν οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ κου­φοί, γιὰ νὰ γίνουν καλά; Ὑπάρ­χουν τυφλοὶ καὶ κου­φοί, ποὺ κάνουν μακρι­νὰ ταξί­δια. Πᾶνε στὴν Εὐρώ­πη καὶ στὴν Ἀμε­ρι­κή, ζητᾶ­νε νὰ βροῦ­νε τοὺς καλύ­τε­ρους ἐπι­στή­μο­νες, εἶνε πρό­θυ­μοι νὰ ξοδέ­ψουν ὅλη τὴν περιου­σία τους, νὰ ὑπο­στοῦν τίς πιὸ ὀδυ­νη­ρὲς ἐγχει­ρή­σεις, μὲ τὴν ἐλπί­δα νὰ δοῦν κάποιο φῶς καὶ ν’ ἀκού­σουν ἔστω καὶ λίγο.

Ἀλλὰ νὰ ἕνας για­τρός, ποὺ σὰν αὐτὸν δέν ὑπάρ­χει στὸν κόσμο ἄλλος. Για­τρὸς γεμᾶ­τος στορ­γὴ καὶ ἀγά­πη. Για­τρός, ποὺ θερα­πεύ­ει χωρὶς φάρ­μα­κα καὶ ἐγχει­ρή­σεις. Για­τρός, ποὺ θερα­πεύ­ει, ὅταν θέλῃ, μέσα σὲ μιὰ στιγ­μή. Για­τρός, ποὺ θερα­πεύ­ει καὶ τίς πιὸ δύσκο­λες καὶ ἀνί­α­τες ἀρρώ­στιες. Για­τρός, ποὺ θερα­πεύ­ει δωρε­άν, καὶ τὸ μόνο ποὺ ζητά­ει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ κάνει καλά, εἶνε νὰ ἔχουν πίστι, ἐμπι­στο­σύ­νη ἀπό­λυ­τη σ’ αὐτόν.

Εἶνε ἀνάγ­κη, ἀγα­πη­τοί, εἶνε ἀνάγ­κη νὰ ποῦ­με ποιός εἶνε ὁ για­τρὸς αὐτός; Ἄν ἤσουν ἄρρω­στος βαρειὰ καὶ κιν­δύ­νευες νὰ πεθά­νῃς, καὶ σοῦ ἔλε­γε κάποιος, ὅτι ὑπάρ­χει στὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ ἕνας για­τρὸς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σὲ κάνῃ καλά, ὦ, πόσο θὰ ἤθε­λες νὰ γνω­ρί­σῃς ἀπὸ κον­τά, νὰ γνω­ρί­σῃς προ­σω­πι­κά το για­τρὸ αὐτό; Θὰ πήγαι­νες νὰ τὸν βρῇς, καὶ ἂν ἀκό­μη κατοι­κοῦ­σε στὸ πιὸ μακρι­νὸ μέρος τῆς γῆς. Θὰ που­λοῦ­σες καὶ τὸ που­κά­μι­σο σοῦ, γιὰ νὰ ἐξοι­κο­νο­μή­σῃς τὰ ἔξο­δα τοῦ ταξι­διοῦ. Καὶ ἂν σὲ ἔκα­νε καλά, θὰ δημο­σί­ευες στὶς ἐφη­με­ρί­δες εὐχα­ρι­στή­ριο, γιὰ νὰ ἐκφρά­σῃς δημο­σία τίς εὐχα­ρι­στί­ες σου γιὰ τὸν ἔξο­χο αὐτὸ για­τρό.

‘Ἀλλὰ τί εἶνε, παρα­κα­λῶ, τί εἶνε καὶ ὁ πιὸ ἔξο­χος για­τρὸς μπρο­στὰ στὸ για­τρὸ ποὺ σοῦ συνι­στῶ; Ἕνα τίπο­τα. Καὶ ὅμως δὲν σὲ βλέ­πω νὰ συγ­κι­νῆ­σαι, ὅταν ἀκοῦς τὸ ὄνο­μά του. Τὸ ὄνο­μά του εἶνε Ἰησοῦς Χρι­στός. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμά­των ἡμῶν», ὅπως τὸν ὀνο­μά­ζου­με στὴ θεία λει­τουρ­γία τοῦ ἱεροῦ Χρυ­σο­στό­μου. Καὶ ἂν ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύ­ῃς, τὸ πιστεύ­ουν ἄλλοι. Τὸ πιστεύ­ουν καὶ τὸ φωνά­ζουν τρεῖς ἄνθρω­ποι τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Οἱ δύο ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν τυφλοὶ καὶ ὁ τρί­τος ἦταν κου­φός.

Οἱ δύο τυφλοί, μόλις ἄκου­σαν ὅτι περ­νά­ει ἀπὸ τὰ μέρη τους ὁ Χρι­στός, ἔβγα­λαν ὅλη τὴ φωνή τους καὶ φώνα­ζαν «Χρι­στέ, ἐλέη­σέ μας» (Ματθ. 9, 27). Φώνα­ζαν συνε­χῶς. Ἀκο­λου­θοῦ­σαν καὶ φώνα­ζαν. Καὶ ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἦρθε σ’ ἕνα σπί­τι, ἦρθαν κι αὐτοὶ ἐκεῖ καὶ φώνα­ζαν «Χρι­στέ, ἐλέη­σε μᾶς». Ὁ Χρι­στὸς ρωτά­ει τοὺς τυφλοὺς «Πιστεύ­ε­τε, ὅτι μπο­ρῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». Καὶ οἱ τυφλοὶ χωρὶς δισταγ­μὸ ἀπαν­τοῦν ἀμέ­σως, ἡ φωνή τους βρον­τή: «Ναί» (ε.α. 9, 28). Τότε ὁ Χρι­στὸς ἄγγι­ξε μὲ τὰ ἅγια τοῦ δάχτυ­λα τὰ μάτια τους καὶ νά ‑ὦ, τί θαῦ­μα!- οἱ τυφλοὶ βλέ­πουν. Καὶ ἐνῶ ὁ Χρι­στός τους παρήγ­γει­λε νὰ μὴν ποῦν τίπο­τε, αὐτοὶ γεμᾶ­τοι εὐγνω­μο­σύ­νη τρέ­χουν παν­τοῦ καὶ φωνά­ζουν «Ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἔκα­νε καλά».

Δὲν πέρα­σαν πολ­λὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔγι­ναν τὰ δύο αὐτὰ θαύ­μα­τα, καὶ νὰ ἕνα τρί­το θαῦ­μα. Ἦταν ἕνας κου­φός, ὄχι ἀπὸ ἀρρώ­στια, ἀλλὰ για­τί δαι­μό­νιο εἶχε μπῆ μέσα του, κι ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ μπῆ­κε τὸ δαι­μό­νιο ‑ὦ, τί συμ­φο­ρά!- καὶ δυστυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἔχα­σε τὴ λαλιά του καὶ τὴν ἀκοή του. Δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ μιλή­σῃ, δὲν μπο­ροῦ­σε ν’ ἀκού­σῃ. Αὐτὸν τὸν κωφά­λα­λο τὸν ἔφε­ραν στὸ Χρι­στὸ κάποιοι σπλα­χνι­κοὶ ἄνθρω­ποι καὶ ζήτη­σαν νὰ τὸν θερα­πεύ­σῃ.

Καὶ ὁ Χρι­στός, βλέ­πον­τας τὴν πίστη τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν, ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα του. Ἔδιω­ξε μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο τὸ δαι­μό­νιο, ποὺ ἦταν χρό­νια καὶ χρό­νια φωλια­σμέ­νο καὶ μόλις βγῆ­κε τὸ δαι­μό­νιο, ὁ κωφά­λα­λος ἄρχι­σε νὰ μιλάη καὶ ν’ ἀκούῃ.

Τρία θαύ­μα­τα, ἀγα­πη­τοί, ἔχει σήμε­ρα τὸ Εὐαγ­γέ­λιο. Δυὸ τυφλοὶ εἶδαν φώς. Ἕνας κου­φὸς ἄκου­σε καὶ μίλη­σε. Τρία θαύ­μα­τα σὲ λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. Τρία θαύ­μα­τα, ποὺ φανε­ρώ­νουν τὴ δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο αὐτά. Ὑπάρ­χουν κι ἄλλα, πιὸ μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά. Ποιά; Ἀκοῦ­στε. Ἕνας ἁμαρ­τω­λὸς εἶνε κι αὐτὸς τυφλὸς καὶ κου­φός, χει­ρό­τε­ρος ἀπὸ τοὺς δύο τυφλοὺς καὶ τὸν κου­φὸ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Για­τί δὲν βλέ­πει τὸ Χρι­στό, δὲν ἀκού­ει τὸ Χρι­στό. Για­τί εἶνε ἀναί­σθη­τος καὶ ἀδιά­φο­ρος. Ἀλλ’ ἐὰν ὁ ἁμαρ­τω­λὸς αὐτὸς πιστέ­ψῃ καὶ μετα­νο­ή­σῃ, τότε ‑ὦ τῶν θαυ­μά­των σου, Ἰησοῦ Χρι­στέ!-, τότε ὁ ἁμαρ­τω­λὸς αὐτὸς καὶ βλέ­πει καὶ ἀκού­ει ἕνα νέο κόσμο, βλέ­πει καὶ ἀκού­ει τὰ μεγα­λεῖα τοῦ Θεοῦ, καὶ δοξά­ζει καὶ εὐχα­ρι­στεῖ τὸ Χρι­στό, τὸν μόνο ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμά­των, ποὺ φωτί­ζει τυφλοὺς κι ἀνοί­γει αὐτιὰ κου­φῶν καὶ κάνει γλῶσ­σες μουγ­γῶν νὰ μιλᾶ­νε.

Σ’ αὐτὸν ἀνή­κει ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ εὐγνω­μο­σύ­νη εἰς αἰῶ­νας αἰώ­νων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek