ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Θ’ 27 - 35)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παράγοντι τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. 28ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. 29τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. 30καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. 31οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. 32Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· 33καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες, Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ. 34οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. 35Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

27 Και ενώ ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν και έλεγαν· “σπλαγχνίσου μας, υιέ Δαυΐδ, και δος μας το φως των οφθαλμών μας”. 28 Οταν δε έφθασε στο σπίτι, τον επλησίασαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύετε πράγματι, ότι ημπορώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητείτε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. 29 —Τοτε ήγγισε τα μάτια των, λέγων· “σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. 30 Και αμέσως άνοιξαν οι οφθαλμοί των. Ο δε Ιησούς συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα και είπε· “προσέχετε, κανείς να μη μάθη το θαύμα”. 31 Αλλά εκείνοι εξελθόντες διέδωσαν το θαύμα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκείνην την χώραν. 32 Ενώ δε αυτοί εξήρχοντο, ιδού έφεραν στον Ιησούν ένα άνθρωπον δαιμονιζόμενον κωφάλαλον. 33 Και όταν εξεδιώχθη το δαιμόνιον, αμέσως ωμίλησεν ο κωφάλαλος και οι όχλοι που ήσαν εκεί εθαύμασαν και έλεγαν ότι ποτέ έως τώρα δεν εφάνησαν στον Ισραηλιτικόν λαόν τόσα πολλά και τόσα μεγάλα θαύματα. 34 Οι μοχθηροί όμως και δόλιοι Φαρισαίοι έλεγαν· “αυτός διώχνει τα δαιμόνια με την δύναμιν του αργηγού των δαιμονίων”. 35 Και περιώδευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδάσκων εις τας συναγωγάς αυτών και κηρύσσων το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας των ουρανών και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και κάθε καχεξίαν μεταξύ του λαού.

27 Κι ενώ έφευγε από εκεί ο Ιησούς, τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι φώναζαν δυνατά κι έλεγαν: Σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ. 28 Κι όταν έφθασε στο σπίτι, ήλθαν κοντά του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε; Κι εκείνοι του απαντούν: Ναι, Κύριε. 29 Τότε άγγιξε με τα δάκτυλά του τα μάτια τους και τους είπε: Ας γίνει αυτό που ζητάτε σύμφωνα με την πίστη σας. 30 Κι άνοιξαν τα μάτια τους. Και ο Ιησούς με αυστηρότητα τους πρόσταξε λέγοντας: Προσέχετε, κανείς μη μάθει το θαύμα που σας έκανα. 31 Αυτοί όμως, όταν βγήκαν από το σπίτι, διέδωσαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσσία και θαυματουργού σ’ όλη τη χώρα εκείνη. 32 Και καθώς οι δύο αυτοί έβγαιναν από το σπίτι, ιδού, έφεραν προς τον Ιησού έναν άνθρωπο που ήταν κυριευμένος από δαιμόνιο και ήταν κουφός και άλαλος. 33 Και μόλις ο Χριστός έδιωξε το δαιμόνιο αυτό, ο κουφός μίλησε. Και τα πλήθη του λαού θαύμασαν κι έλεγαν: Ποτέ δεν φάνηκαν τέτοια θαύματα στο έθνος του Ισραήλ? ούτε όταν οι προφήτες και οι υπόλοιποι άγιοι άνδρες θαυματουργούσαν ανάμεσά του. 34 Οι Φαρισαίοι όμως έλεγαν: Με τη βοήθεια και τη συνεργασία του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους. 35 Και περιόδευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές του και κηρύττοντας το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία στο λαό.

27 Ἐνῷ δὲ προχωροῦσε ἀπ᾽ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντας καὶ λέγοντας: «Σπλαγχνίσου μας καὶ σῶσε μας (θεράπευσέ μας), Υἱὲ Δαβίδ». 28 Ὅταν δὲ ἦλθε στὸ σπίτι, ἦλθαν κοντά του οἱ τυφλοὶ καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πιστεύετε, ὅτι δύναμαι νὰ κάνω τοῦτο;». Τοῦ λέγουν: «Ναί, Κύριε». 29 Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους λέγοντας: «Ἂς γίνῃ σὲ σᾶς σύμφωνα μὲ τὴν πίστι σας». 30 Καὶ ἄνοιξαν τὰ μάτια τους. Ὁ δὲ Ἰησοῦς μὲ αὐστηρὸ ὕφος τοὺς πρόσταξε λέγοντας: «Κοιτάξετε νὰ μὴ τὸ μάθῃ κανείς». 31 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ βγῆκαν καὶ τὸν διαφήμισαν σ᾽ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη.  32 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔβγαιναν, ἰδοὺ ἔφεραν πρὸς αὐτὸν ἕνα ἄνθρωπο βωβὸ δαιμονισμένο. 33 Καὶ ὅταν βγῆκε τὸ δαιμόνιο, ὁ βωβὸς μίλησε, καὶ τὰ πλήθη θαύμασαν καὶἔλεγαν: «Ποτὲ δὲν παρουσιάσθηκε τέτοιο φαινόμενο στὸν Ἰσραήλ». 34 Ἀλλ᾽ οἱ Φαρισαῖοιἔλεγαν: «Μὲ τὴ δύναμι τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια». 35 Καὶ περιώδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, καὶ δίδασκε στὶς συναγωγές τους καὶ κήρυττε τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς βασιλείας (τοῦ Θεοῦ), καὶ θεράπευε κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀρρώστεια στὸ λαό.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΦΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΚΩΦΟΥ

«Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ(:Και ενώ έφευγε από εκεί ο Ιησούς, Τον ακολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι φώναζαν δυνατά και έλεγαν: “Σπλαχνίσου μας και θεράπευσέ μας, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ”). λθόντι δ ες τν οκίαν προσλθον ατ ο τυφλοί, κα λέγει ατος ησος· πιστεύετε τι δύναμαι τοτο ποισαι; λέγουσιν ατ· ναί, Κύριε(:Και όταν έφθασε στο σπίτι, ήλθαν κοντά Του οι τυφλοί, και ο Ιησούς τους λέει: “Πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;” Και εκείνοι του απαντούν: “Ναι, Κύριε”).Τότε ψατο τν φθαλμν ατν λέγων· κατ τν πίστιν μν γενηθήτω μν(:Τότε άγγιξε με τα δάκτυλά Του τα μάτια τους και τους είπε: “Ας γίνει αυτό που ζητάτε σύμφωνα με την πίστη σας”). Κα νεχθησαν ατν ο φθαλμοί (:Και aνοίχτηκαν τα μάτια τους)»[Ματθ.9, 27-30].

Τι τέλος πάντων ήταν εκείνο που ωθούσε εκείνους τους δύο τυφλούς ώστε να φωνάζουν δυνατά; Με σκοπό πάλι να μας διδάξει ότι πρέπει να αποφεύγουμε τη δόξα εκ μέρους των πολλών· διότι επειδή βρισκόταν η οικία κοντά, τους οδηγεί εκεί για να τους θεραπεύσει κατ’ ιδίαν. Και αυτό επίσης καθίσταται φανερό και από το ότι τους έδωσε εντολή να μην αναφέρουν το συμβάν σε κανένα. Και δεν είναι μικρή αυτή η κατηγορία για τους Ιουδαίους, κατά τη στιγμή που αυτοί οι οποίοι είχαν τυφλά τα μάτια τους, πιστεύουν στον Ιησού μόνο από όσα ακούνε, ενώ οι Ιουδαίοι εμπόδιζαν και τους οφθαλμούς τους να βλέπουν όσα γίνονταν από Αυτόν, και μολονότι έβλεπαν τα θαύματα και είχαν ως μάρτυρα των όσων συνέβαιναν τους οφθαλμούς τους, προέβαιναν σε τελείως αντίθετες ενέργειες.

Πρόσεξε επίσης και την προθυμία τους, που γίνεται φανερή και από την κραυγή τους και από το περιεχόμενο της παρακλήσεώς τους· διότι όχι απλώς και μόνο πλησίασαν τον Ιησού, αλλά και φωνάζοντας δυνατά και δεν πρόβαλλαν με την παράκλησή τους τίποτε άλλο παρά μόνο να τους ευσπλαχνιστεί. Και Τον αποκαλούσαν «υιό του Δαβίδ» επειδή εθεωρείτο η ονομασία αυτή πολύ τιμητική. Πραγματικά, σε πολλές περιπτώσεις και οι προφήτες αποκαλούσαν έτσι τους βασιλείς εκείνους που ήθελαν να τους τιμήσουν και να τους παρουσιάσουν ως πολύ σπουδαίους.

Αφού λοιπόν τους οδήγησε στην οικία, τους υποβάλλει δεύτερη ερώτηση· διότι σε όλες τις περιπτώσεις επιδίωκε να θεραπεύει κατόπιν παρακλήσεων των ασθενών, για να μη νομίσει κανείς ότι ενεργούσε τα θαύματα αυτά απλώς και μόνο από φιλοδοξία· και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και για να δείξει ότι οι δύο αυτοί τυφλοί ήταν άξιοι θεραπείας, και επιπλέον για να μη λέγει κανένας, ότι εάν από την ευσπλαχνία Του μόνο έσωζε, έπρεπε όλους να τους σώζει· διότι και η φιλανθρωπία έχει κάποια αιτία, την πίστη δηλαδή εκείνων που σώζονται. Και βέβαια δεν ζητεί επίμονα μόνο γι΄αυτόν τον λόγο την πίστη από αυτούς, αλλά και επειδή Τον ονόμασαν «υιό του Δαβίδ», για να τους εξυψώσει πνευματικά και να τους διδάξει ποια γνώμη πρέπει να έχουν γι’ Αυτόν, τους λέγει: «Πιστεύετε τι δύναμαι τοτο ποισαι;(:πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε;”)»[Ματθ.9,28]. Δεν είπε: «Πιστεύετε ότι μπορώ να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, ότι μπορώ να προσευχηθώ», αλλά ότι «εγώ μπορώ να κάνω αυτό που ζητείτε».

Τι απαντούν λοιπόν εκείνοι; «Ναί, Κύριε». Δεν Τον ονομάζουν πλέον υιό του Δαβίδ, αλλά ανέρχονται πνευματικά υψηλότερα και ομολογούν ότι είναι Κύριος. Και τότε λοιπόν και ο Ιησούς θέτει τη χείρα Του επάνω τους και λέγει: «Κατ τν πίστιν μν γενηθήτω μν(:Ας γίνει αυτό που ζητάτε σύμφωνα με την πίστη σας”)»[Ματθ.9,29]. Το κάνει αυτό επίσης για να ενδυναμώσει την πίστη τους και να δείξει ότι και αυτοί συνεισέφεραν στην επιτέλεση του θαύματος και επιπλέον για να επιβεβαιώσει ότι τα λόγια τους δεν ήσαν λόγια κολακείας· διότι δεν είπε «Ας ανοίξουν οι οφθαλμοί σας», αλλά «ας γίνει σε σας αυτό που ζητείτε σύμφωνα με την πίστη σας», πράγμα που λέγει σε πολλούς από εκείνους που Τον πλησίασαν, με σκοπό να καταστήσει γνωστή την πίστη της ψυχής τους πριν από τη θεραπεία των σωμάτων τους, ώστε να καταστήσει εκείνους περισσότερο ενάρετους και ευδόκιμους σε πίστη και έργα και στους άλλους να προκαλέσει περισσότερη προθυμία.

Κατά τον ίδιο τρόπο ενήργησε και στον παραλυτικό, καθόσον πριν να θεραπεύσει το σώμα του, την ψυχή του εξυψώνει που ήταν πεσμένη, λέγοντας τα εξής: «Θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου(:έχε θάρρος, παιδί μου˙ έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)»[Ματθ.9,2]. Και την θυγατέρα του αρχισυναγώγου αφού την ανέστησε την κράτησε από το χέρι της και μέσω της τραπέζης, της δίδαξε τον Ευεργέτη της[πρβλ. Λουκά 8, 55-56: «Κα πέστρεψε τ πνεμα ατς, κα νέστη παραχρμα, κα διέταξεν ατ δοθναι φαγεν. κα ξέστησαν ο γονες ατος. δ παρήγγειλεν ατος μηδεν επεν τ γεγονός(:τότε η ψυχή της επέστρεψε στο σώμα και αναστήθηκε αμέσως. Και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της. Οι γονείς της έμειναν εκστατικοί και κυριεύτηκαν από βαθύ και μεγάλο θαυμασμό. Ο Ιησούς όμως τους έδωσε την εντολή να μην πουν σε κανέναν αυτό που έγινε, για να μην ερεθίζεται ο φθόνος των εχθρών Του)»].

Και στην περίπτωση του εκατόνταρχου ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο, εξαρτώντας τα πάντα από την πίστη[πρβλ. Ματθ. 8, 10-13: «κούσας δ ησος θαύμασε κα επε τος κολουθοσιν· μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύτην πίστιν ερον. λέγω δ μν τι πολλο π νατολν κα δυσμν ξουσι κα νακλιθήσονται μετ βραμ κα σακ κα ακβ ν τ βασιλεί τν ορανν, ο δ υο τς βασιλείας κβληθήσονται ες τ σκότος τ ξώτερον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δόντων. κα επεν ησος τ κατοντάρχ· παγε, κα ς πίστευσας γενηθήτω σοι. κα άθη πας ατο ν τ ρ κείν(:όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν:Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών, ενώ εκείνοι που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα με τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού είναι κληρονόμοι της βασιλείας, θα ριχθούν έξω απ’ αυτήν, στο σκοτάδι που είναι τελείως απομακρυσμένο από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους”. Και είπε ο Ιησούς στον εκατόνταρχο: “Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω το δούλο σου)”. Και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)»].

Και τους μαθητές Του επίσης όταν τους έσωζε από την τρικυμία της θάλασσας, τους απάλλασσε κατά πρώτον από την ολιγοπιστία τους [πρβλ. Ματθ. 8,26: «Τί δειλοί στε, λιγόπιστοι; Τότε γερθες πετίμησε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένετο γαλήνη μεγάλη (:“Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι;”. Τότε, αφού σηκώθηκε όρθιος, διέταξε με αυστηρότητα τους ανέμους και τη θάλασσα, και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη)»].

Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν ενεργεί και στην περίπτωση αυτή. Γνώριζε μεν και πριν εκείνοι φωνάξουν, τις απόκρυφες σκέψεις της διάνοιάς τους, όμως για να εμβάλει και σε άλλους τον ίδιο ζήλο, τους φανερώνει και στους άλλους διακηρύσσοντας με την πράξη της θεραπείας τους την πίστη που κρυβόταν μέσα τους.

Στη συνέχεια μετά τη θεραπεία δίνει εντολή να μην αναγγείλουν το συμβάν σε κανένα· και δεν δίνει απλώς εντολή, αλλά μάλιστα με τόνο πολύ αυστηρό· διότι, λέγει, «κα νεβριμήσατο ατος ησος λέγων· ρτε μηδες γινωσκέτω(:και ο Ιησούς με αυστηρότητα τούς πρόσταξε λέγοντας: “Προσέχετε, κανείς μη μάθει το θαύμα που σας έκανα”)»[Ματθ.9,30]. «Ο δ ξελθόντες διεφήμισαν ατν ν λ τ γ κείν (:αυτοί όμως, όταν βγήκαν από το σπίτι, διέδωσαν τη φήμη του Ιησού ως Μεσσία και θαυματουργού σε όλη τη χώρα εκείνη)»[Ματθ.9,31].

Δεν μπόρεσαν βέβαια να συγκρατηθούν οι τυφλοί, αλλά αντίθετα έγιναν κήρυκες και ευαγγελιστές του θαύματος· και μολονότι έλαβαν εντολή να μην αναγγείλουν το γεγονός, δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν μυστικό. Εάν όμως σε άλλες περιπτώσεις φαίνεται να λέγει: «Πήγαινε και διηγήσου τη δόξα του Θεού»[ πρβ. Μάρκ.5,19: «παγε ες τν οκόν σου πρς τος σος κα νάγγειλον ατος σα σοι Κύριος πεποίηκε κα λέησέ σε(:“Πήγαινε στο σπίτι σου κοντά στους δικούς σου και διηγήσου σε αυτούς όσα σου έκανε ο Κύριος και πόσο σε ελέησε, αφού σε ελευθέρωσε από τόσο πλήθος δαιμόνων”)» και Λουκά 8,39: «πόστρεφε ες τν οκόν σου κα διηγο σα ποίησέ σοι Θεός(:Γύρισε πίσω στο σπίτι σου και να διηγείσαι όσα σου έκανε ο Θεός, ο οποίος σε απάλλαξε από τα δαιμόνια)»] δεν δηλώνει αυτό αντίθεση προς αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως, αλλά αντιθέτως αυτό ακριβώς δηλώνει, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό· διότι μας διδάσκει να μη λέμε τίποτε για τους εαυτούς μας, αλλά και να εμποδίζουμε αυτούς που θέλουν να μας εγκωμιάσουν. Όταν όμως η δόξα αναφέρεται στον Θεό, όχι μόνο δεν μας εμποδίζει, αλλά και προστάσσει να το πράττουμε αυτό.

«Ατν δ ξερχομένων(:και καθώς οι δύο αυτοί έβγαιναν από το σπίτι)», λέγει ο ευαγγελιστής, «δο προσήνεγκαν ατ νθρωπον κωφν δαιμονιζόμενον(:ιδού, έφεραν προς τον Ιησού έναν άνθρωπο που ήταν κυριευμένος από δαιμόνιο και ήταν κουφός και άλαλος)». Η πάθησή του αυτή δεν ήταν εκ φύσεως, αλλά προερχόταν από ισχυρή επίδραση του δαίμονος· για τούτο και χρειαζόταν άλλους για να τον οδηγήσουν στον Ιησού. Ούτε βέβαια μπορούσε μόνος του να παρακαλέσει τον Κύριο, διότι ήταν άφωνος, ούτε άλλους να ικετεύσει, διότι ο δαίμονας τού έδεσε τη γλώσσα και μαζί με τη γλώσσα και την ψυχή του δέσμευσε. Για τον λόγο αυτό δεν απαιτεί πίστη από αυτόν, αλλά αμέσως θεραπεύει την ασθένειά του· διότι λέγει ο ευαγγελιστής: «κα κβληθέντος το δαιμονίου λάλησεν κωφός(:και μόλις ο Χριστός έδιωξε το δαιμόνιο αυτό, ο κουφός μίλησε)».

«Καὶ ἐθαύμασαν ο χλοι λέγοντες τι οδέποτε φάνη οτως ν τ σραήλ(:Και τα πλήθη του λαού θαύμασαν και έλεγαν: “Ποτέ δεν φάνηκαν τέτοια θαύματα στο έθνος του Ισραήλ˙ ούτε όταν οι προφήτες και οι υπόλοιποι άγιοι άνδρες θαυματουργούσαν ανάμεσά του”)»[Ματθ.9,33].Αυτό βέβαια κατεξοχήν ενοχλούσε τους Φαρισαίους, το ότι δηλαδή θεωρούσαν οι άνθρωποι του λαού τον Ιησού ως ανώτερο όλων, όχι μόνο εκείνων που ζούσαν τότε, αλλά και αυτών που έζησαν παλαιότερα. Τον θεωρούσαν επίσης ως ανώτερο όχι επειδή θεράπευε απλώς, αλλά επειδή θεράπευε εύκολα και αμέσως και πλήθος νοσημάτων και μάλιστα που ήταν αθεράπευτα. Και αυτή λοιπόν ήταν η γνώμη του πλήθους του λαού και έτσι εκδήλωνε έτσι τον θαυμασμό του.

Οι Φαρισαίοι όμως ενεργούσαν κατά εντελώς αντίθετο τρόπο· διότι όχι μόνο συκοφαντούσαν τα όσα συνέβαιναν, αλλά και δεν ντρέπονταν να αντιφάσκουν προς τα λεγόμενά τους· διότι τέτοια είναι η πονηρία. Και τι λένε λοιπόν; : «ν τ ρχοντι τν δαιμονίων κβάλλει τ δαιμόνια (:με τη βοήθεια και τη συνεργασία του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους)». Τι θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο ανόητο από αυτό; Διότι βέβαια είναι αδύνατο, όπως λέγει στη συνέχεια ο Ιησούς, ο δαίμονας να εκδιώκει τον δαίμονα, επειδή εκείνος συνηθίζει να οργανώνει και να συνενώνει τα δικά του και όχι να τα διαλύει· ενώ ο Χριστός όχι μόνο εξέβαλε δαίμονες αλλά και λεπρούς καθάριζε, και νεκρούς ανάσταινε, και τη θάλασσα χαλιναγωγούσε και τα αμαρτήματα συγχωρούσε και ουράνια βασιλεία κήρυττε και τους ανθρώπους οδηγούσε στον Πατέρα, πράγματα τα οποία ούτε θα μπορούσε ποτέ να εγκρίνει ο δαίμονας, ούτε βέβαια και θα ήταν δυνατόν ποτέ να τα πραγματοποιήσει· διότι οι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους στα είδωλα και τους απομακρύνουν από τον Θεό και τους πείθουν να μην πιστεύουν στη μέλλουσα ζωή.

Ο δαίμονας όταν υβρίζεται, δεν ευεργετεί, αφού μάλιστα και όταν δεν υβρίζεται, βλάπτει αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν και τον τιμούν. Ο Κύριος όμως πράττει το αντίθετο· διότι μετά από αυτές τις ύβρεις και τις λοιδορίες, λέγει ο ευαγγελιστής: «Κα περιγεν ησος τς πόλεις πάσας κα τς κώμας διδάσκων ν τας συναγωγας ατν κα κηρύσσων τ εαγγέλιον τς βασιλείας κα θεραπεύων πσαν νόσον κα πσαν μαλακίαν ν τ λα(:και περιόδευε ο Ιησούς όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές τους και κηρύττοντας το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και θεραπεύοντας κάθε ασθένεια και αδιαθεσία στον λαό)»[Ματθ.9,35].Και όχι μόνο δεν τιμώρησε αυτούς για την αναισθησία τους , αλλά ούτε καν τους επιτίμησε, και έτσι απέδειξε και την πραότητά Του και συγχρόνως μέσω αυτής έλεγξε την κατηγορία των Φαρισαίων. Συγχρόνως επίσης επιθυμούσε με τα θαύματα που επρόκειτο να επιτελέσει στη συνέχεια να καταστήσει ακόμη μεγαλύτερη την απόδειξη και τότε να τους ελέγξει και με τους λόγους Του.

Μετέβαινε λοιπόν και στις πόλεις και στα χωριά και στις συναγωγές τους, διδάσκοντάς μας να αμείβουμε κατά αυτόν τον τρόπο αυτούς που μας κατηγορούν, όχι δηλαδή με άλλες κατηγορίες, αλλά με μεγαλύτερες ευεργεσίες· διότι εάν ευεργετείς τους συνανθρώπους σου όχι για να σε δουν οι άνθρωποι αλλά για τη δόξα του Θεού, όσα και αν σου κάνουν, μη σταματήσεις να τους ευεργετείς, για να λάβεις ακόμη πιο μεγάλη αμοιβή· διότι βέβαια αυτός που σταματά την ευεργεσία μετά τη συκοφαντία δείχνει ότι προσπαθεί να ασκήσει αυτό το έργο, όχι για να δοξάσει τον Θεό, αλλά για να λάβει τον έπαινο των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό, θέλοντας να μας διδάξει ο Χριστός, ότι από αγαθότητα και μόνο προέβαινε στις ενέργειες αυτές, όχι μόνο δεν περίμενε να έλθουν προς Αυτόν οι ασθενείς, αλλά και ο Ίδιος μετέβαινε προς εκείνους, χαρίζοντάς τους τα δύο πιο μεγάλα αγαθά· το πρώτο ήταν το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών, και το δεύτερο η θεραπεία όλων των ασθενειών. Και δεν παρέβλεπε καμία πόλη, ούτε παρέλειπε κανένα χωριό, αλλά επισκεπτόταν κάθε τόπο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΛΒ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 366-377.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 25-7-1982]

(Β73)

Κάποτε, αγαπητοί μου, ο Κύριος, διερχόμενος σε έναν τόπον, Τον συνήντησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν: «ησο, υέ Δαυΐδ, λέησον μς». «Ιησού, απόγονε του Δαβίδ», δηλαδή Μεσσία, «ελέησέ μας».

Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς τυφλούς ανθρώπους γενικά ασθενείς, να σπεύδουν να βρουν την υγεία των, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτή είναι όρασις και δεν βλέπουν γύρω τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι, να σπεύδουν να ζητήσουν την θεραπεία τους από τον Θεό. Αλλά εκείνο που κάνει κατάπληξη είναι ότι εκείνοι που είχαν τα μάτια τους δεν έβλεπαν, για να ομολογήσουν τον Ιησού «υιό του Δαβίδ». Δηλαδή Μεσσία. Διότι ο τίτλος «υός Δαυΐδ» σημαίνει Μεσσίας, δηλαδή Χριστός. Εκείνοι που δεν είχαν τα μάτια τους και δεν είχαν δει κανένα θαύμα, παρά μόνο είχαν μάθει, είχαν ακούσει, συνεπώς είχαν πιστέψει, αυτοί να ομολογούν τον Ιησούν «υόν Δαυΐδ». Κάνει εντύπωση αυτό.

Και λίγο πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα τους πει «Τι θέλετε;», μάλιστα επί λέξει να σας το πω: «Πιστεύετε τι δύναμαι τοτο ποισαι;». «Πιστεύετε -Είδατε; Στη πίστιν ο Κύριος μένει- ότι αυτό Εγώ μπορώ να το κάνω;». «Λέγουσιν ατ· ναί, Κύριε». Δεν λέγουν: «Ναι, Ιησού». Δεν λέγουν: «Ναι, υιέ Δαβίδ». Αλλά λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνεπώς με το να πουν «Κύριον» τον Ιησούν, ομολογούν την θεότητά Του. Με το να πουν τον Ιησούν «ησοῦν», ομολογούν την ανθρωπότητά Του. Και με το να Τον ονοματίσουν «υόν Δαυΐδ», δηλαδή Μεσσίαν, δηλαδή Χριστόν, ομολογούν την θεανθρωπίνη Του φύση και το θεανθρώπινον έργον της σωτηρίας. Είναι καταπληκτικό.

Αλλά όμως, αγαπητοί μου, η τύφλωσις δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα, όταν είναι στα μάτια. Τι τώρα, τι αύριο, τι του χρόνου, τι κάποια μέρα, θα κλείσουμε τα μάτια μας. Και θα τα ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή. Αλλά τα μάτια μας δεν θα τ’ ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή, αν από τούτη τη ζωή δεν έχουν ανοίξει κάποια άλλα μάτια. Και αυτά είναι τα μάτια της ψυχής. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται περί τυφλών στο σώμα. Αλλά περί τυφλών στην ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι είμεθα τυφλοί. Σε τι; Στο να δούμε τον Θεό. Αν το θέλετε, ο Χριστός εθεράπευε όχι βεβαίως για να φέρει κάποιαν κοινωνικήν, θα λέγαμε, ευτυχίαν. Απόδειξις ότι η Εκκλησία που άφησε στον κόσμον αυτόν και το Πνεύμα το Άγιον, που μένει μέσα στην Εκκλησία, δεν θεραπεύει όλους τους αρρώστους. Έχομε πολλούς αρρώστους. Και οι πιο πολλοί άγιοι, αν όχι όλοι, ήσαν άρρωστοι. Συνεπώς δεν έκανε ο Χριστός θαύματα για να αφήσει μια κληρονομιά θεραπείας όσων θα προσήρχοντο εις την Εκκλησία Του. Τότε η πίστις θα κατηργείτο. Ο Χριστός έκανε θαύματα για να πιστώσει την θεότητά Του. Αλλά και κάτι παραπέρα. Ο Χριστός άνοιγε τα μάτια των τυφλών, τα αυτιά των κωφών και φυγάδευε τους δαίμονες από τους ανθρώπους, για να μπορούν οι άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και με τον νου τους να δουν τον Θεό. Ακούσατε· να δουν τον Θεό. Γιατί αυτοί που έβλεπαν τον Ιησούν, έβλεπαν τον Θεό. Γιατί ήταν ο Ενανθρωπήσας Θεός.

Έτσι λοιπόν οι αισθήσεις αποκαθίστανται, για να δει ο άνθρωπος όχι με τα μάτια μόνο της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος τον Θεό. Αυτό το πράγμα είναι ακατανόητο και πολλοί θα ‘θελαν να το ψιλοκόψουν, δηλαδή να το κάνουν ιδεαλισμόν, βγάζοντας τα μάτια του σώματος, τάχα για να δουν μόνο με τα μάτια της ψυχής των τον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή την καθολική ότι «ψόμεθα Ατόν καθώς στίν». «Θα Τον δούμε όπως είναι και όπως είμαστε». Όπως θα αναστηθούμε με τα σώματά μας, με τα πλήρη σώματά μας, θα δούμε και Εκείνον με την πλήρη Του σωματική ύπαρξη, που είναι στον ουρανό. Δηλαδή θα Τον δούμε όπως είμαστε, όπως είναι. Γι’ αυτό άνοιγε ο Χριστός τα μάτια και τα αυτιά θεράπευε κ.ο.κ.

Αλλά, αγαπητοί μου, εδώ πρέπει να μείνομε σε κάτι. Τι είναι εκείνο που άνοιξε τελικά τα μάτια αυτών των δύο τυφλών; Ήταν μία κραυγή. Μάλιστα μία συνεχής κραυγή. Λέγει εδώ ότι οι τυφλοί έκραζαν. Και μάλιστα ο Κύριος δεν τους πρόσεξε -σκοπίμως, εντός εισαγωγικών- για να αποφύγει το πλήθος, που θα έκανε το θαύμα αυτό, κι όταν μπήκε σε ένα σπίτι, οι τυφλοί αυτοί μπήκαν κι αυτοί μέσα στο σπίτι κι εκεί ακόμη συνέχισαν να κράζουν: «Υέ Δαυΐδ, λέησον μς!». Συνεπώς έβλεπαν, είχαν μπροστά τους τον Ιησούν, του Οποίου το πρόσωπον δεν αμφισβητούν, προς τον Οποίον αποτείνονται. Γι΄αυτό σας είπα, το «Ιησούς» δεν το ονομάζουν εδώ αλλά προϋποτίθεται, Τον αποκαλούν «υόν Δαυΐδ». Τι είναι εκείνο που τους έκανε να ανοίξουν τα μάτια τους; Αυτή η ομολογία. Προσέξατέ την. «Ιησού, υιέ Δαβίδ», συ που είσαι Κύριος, «ελέησέ μας».

Δηλαδή να το βάλω σε μία τάξη. «Κύριε»· γιατί το «Ιησού, υιέ Δαβίδ» θα πει «Χριστέ», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας». Σας λέει τίποτα αυτό; Είναι η γνωστή προσευχή. Η γνωστή ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή είναι η ευχή. Δεν είναι λοιπόν παρά η καταγωγή της ευχής, της γνωστής ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «λέησον μς» , η καταγωγή της είναι από την Αγία Γραφή. Δεν είναι επινόησις των ανθρώπων. Μας την εδίδαξαν και οι Απόστολοι ακόμα. Δεν έχω τον χρόνο να σας πω πιο πολλά. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Πέτρος και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτήν την επίκλησιν του Ιησού Χριστού. Και αυτό το παντοδύναμο όνομα, γιατί πίσω από το όνομα είναι ένα παντοδύναμο πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, του τελείου Θεού, του τελείου ανθρώπου· που έχει ειδικήν αποστολή από τον Πατέρα, για την σωτηρία του κόσμου ολόκληρου. Αυτό το πρόσωπο είναι το παντοδύναμο. Μπροστά στο οποίο κάμπτει παν γόνυ, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Αυτό λοιπόν άνοιξε τα μάτια των τυφλών.

Λοιπόν κι εμείς… ω κι εμείς, μη ζητούμε… δεν μας το απαγορεύει ο Θεός να ζητήσομε και την θεραπεία του σώματός μας, αγαπητοί μου, δεν μας το απαγορεύει· είπε να το ζητούμε κι αυτό. Πολλές φορές όμως η αγάπη Του δεν μας δίνει την θεραπεία σε μία σωματική μας αρρώστια. Πρέπει όμως να γίνει καλά η ψυχή μας οπωσδήποτε. Οπωσδήποτε. Γι’ αυτό λοιπόν, με την τύφλωση που έχομε και δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό, δεν μπορούμε να νιώσομε την παρουσία Του, δεν μπορούμε να Τον εγγίσομε, εκείνο που θα μας κάνει να Τον εγγίσομε, να Τον πλησιάσομε, είναι αυτή η ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, κάτι εδώ. Η προσευχή αυτή η τόσο μικρή, ευμνημόνευτη, είναι πλήρης προσευχή. Όταν λέμε «πλήρης προσευχή» σημαίνει έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, για να αποτελέσει μία προσευχή. Και να γίνει ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Αν έχετε προσέξει, στις προσευχές της Εκκλησίας μας, που πρότυπον είναι η Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ μν» υπάρχουν δύο θέσεις ή καλύτερα, δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, το οποίον είναι και πρώτον, προτάσσεται δηλαδή, αναφερόμεθα εις τον Θεόν και τις ιδιότητές Του. Στο δεύτερο τμήμα αναφερόμεθα εις τα προβλήματά μας. Πάρτε το «Πάτερ μν». Κοιτάξτε: «Πάτερ μν ν τος ορανος, γιασθήτω τ νομά Σου, λθέτω βασιλεία Σου, γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αυτά όλα αναφέρονται στο πρόσωπον του Θεού. Μετά στα δικά μας θέματα: «Γενηθήτω τό θέλημά σου ς ν οραν κα π τς γς. Τν ρτον μν τν πιούσιον δς μν σήμερον· κα φες μν τ φειλήματα μν, ς κα μες φίεμεν τος φειλέταις μν· κα μ εσενέγκς μς ες πειρασμόν, λλ ῥῦσαι μς π το πονηρο». Αιτήματα δικά μας. Σε κάθε, λοιπόν, προσευχή έχομε αυτά τα δύο τμήματα. Την θεολογία, δηλαδή αποτεινόμεθα στον Θεό και στα ζητήματά μας. Όταν λέμε όμως «την θεολογία» αναφερόμενοι στην θεολογία, αναφερόμεθα στην δοξολογία του Θεού. Γιατί όταν πω τον Θεό «Πατέρα», αυτό είναι δόξα· διότι είναι Πατήρ και Τον ομολογώ Πατέρα. Συνεπώς είναι μία δόξα προς τον Θεό. Όταν πω «να αγιασθεί», δηλαδή να δοξαστεί το όνομά Του, είναι μία δόξα στον Θεό. Έχω προσέξει, υπάρχουν ευχές, και μάλιστα λειτουργικές, όπως είναι η ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, που λέμε στην Θεία Λειτουργία, τα τρία τέταρτα της όλης ευχής είναι δοξολογία προς τον Θεό. Συνεπώς είναι το πρώτο τμήμα. Γι΄αυτό λέγει κανείς με έναν τόνο φωνής κατά τέτοιο τρόπο, που αποτείνεται βέβαια προς τον Θεό, εκεί αλλάζει τον τόνο της φωνής, για να πάει στο τελευταίο τέταρτο του όλου μεγέθους της ευχής, που αποτείνεται στο να μας συγχωρεθούν οι δικές μας οι αμαρτίες και να μας αξιώσει ο Θεός κι εμείς να ψάλλομε τον Τρισάγιον Ύμνον.

Έτσι κι εδώ, αυτή η ευχή είναι πλήρης. Ακούσατέ την. «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το πρώτον μέρος, το θεολογικόν. «Ελέησόν με». Είναι το δεύτερον μέρος. Εκείνο που αφορά σε μένα, τον άνθρωπο. Ώστε, λοιπόν, να μία πλήρης προσευχή.

Αλλά, αγαπητοί μου, ας την αναλύσομε. Όταν λέμε «Κύριε» στο δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Το αποκαλούμε «Θεόν». Διότι ο τίτλος «Κύριος» θα πει Θεός. «Ιησού» θα πει «άνθρωπος». Συνεπώς εδώ ομολογούμε ότι ο Ιησούς είναι και Θεός είναι και άνθρωπος πλήρης. «Κύριε Ιησού Χριστέ». Το «Χριστέ» θα πει Μεσσίας, που θα πει το ειδικό έργο που ανέλαβε ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Ήτοι, η Ενανθρώπησις, ο Σταυρός, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Δευτέρα Του παρουσία. Όλα αυτά είναι στον κύκλο του Μεσσίου. Συνεπώς το απολυτρωτικόν έργον του Μεσσίου για τον άνθρωπο, για την Δημιουργία ολόκληρη. Άρα λοιπόν κλείνεται στον κύκλο «Χριστέ» όλο το μυστήριον της θείας Οικονομίας· το οποίον εδώ ομολογούμε, και με την ομολογία μας αυτή δοξάζομε τον Θεό. Δοξάζομε όχι μόνον το πρόσωπο το δεύτερο της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον όλον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Ώστε λοιπόν βλέπομε αγαπητοί μου, ότι το μέρος αυτό, το πρώτο είναι θεολογικό, δοξολογικό και αναφέρεται εις την δόξα του Θεού.

Αλλά και κάτι ακόμα. Είδατε ότι εις την Λειτουργίαν λέμε το Σύμβολον της Πίστεως. Είναι θεμελιώδες αυτό. Τι σημαίνει λέγω το Σύμβολον της Πίστεως; «Πιστεύω ες να Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα…καί ες να Κύριον ησον Χριστόν… καί ες τό Πνεμα τό γιον». Δηλαδή; Αυτό που στο τέλος θα πούμε, συγνώμη, στην αρχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να ομολογήσομε, «Πατέρα, Υόν καί γιον Πνεμα Θεόν». Δηλαδή τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Είναι η υψίστη ομολογία. Είναι η υψίστη θεολογία. Πρέπει λοιπόν να πούμε το Σύμβολο της Πίστεως, για να διακηρύξομε την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, διότι σε λίγο θα κοινωνήσομε, και είναι βαρύτατο αμάρτημα να κοινωνήσει κανείς το σώμα και το αίμα του Χριστού και δεν πιστεύει σε δύο πράγματα. Στην θεότητα, δηλαδή στην Αγία Τριάδα και δεύτερον εις το μυστήριον της θείας Οικονομίας. Βαρύτατο αμάρτημα. Μέχρι που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Γι΄ αυτό αρρωσταίνουν πολλοί και κοιμώνται (:πεθαίνουν) ικανοί». Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα. Η απιστία. Λοιπόν, ανανεώνομε με το να πούμε το Σύμβολον της Πίστεως, την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν και εις το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως.

Έτσι κι εδώ. Όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ακούσατέ το, όταν πούμε «Κύριε», στρεφόμεθα εναντίον όλων των αιρετικών, με επικεφαλής τον Άρειον, που αμφισβήτησαν την θείαν φύσιν του Ιησού. Όταν λέμε «Ιησού», στρεφόμεθα εναντίον των μονοφυσιτών οι οποίοι αμφισβήτησαν… -και των Δοκητών, που αμφισβήτησαν την ανθρωπίνην φύσιν του Ιησού. Ότι ήτο κατά το φαινόμενον ή ότι απερροφήθη από την θείαν φύσιν. Κι όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ομολογούμε όλο το έργον του Χριστού και στρεφόμεθα εναντίον όλων εκείνων των αιρετικών και μάλιστα συγχρόνων αιρετικών, οι οποίοι δεν ομολογούν τον Ιησούν ως Χριστόν. Δηλαδή, ως λυτρωτήν. Αλλά ως αναμορφωτήν της ανθρωπότητος, ως φιλόσοφον, ως Γκουρού· τελευταία έχομε κι αυτό, ότι είναι διδάσκαλος, με μία ινδική ονομασία, ή ό,τι άλλα θέλετε. Ώστε όταν πω «Κύριε Ιησού Χριστέ» έχω πλήρη ομολογία και στρέφομαι εναντίον όλων των αιρετικών με αυτήν μου την ομολογία.

Άρα; Άρα είναι πλήρης προσευχή, πλήρης προσευχή. Γι’αυτό, αν κάνω μόνον αυτήν την ευχή, τα κάνω όλα. Γι΄αυτό πολλές φορές, ασκηταί που δεν έχουν την δυνατότητα ή δεν θα ήθελαν, απομονωμένοι, να κάνουν ακολουθίες της Εκκλησίας μας, τον Όρθρο, τον Εσπερινό, μένουν στην ευχή μόνη. Γιατί; Είναι πλήρης προσευχή, πλήρης.

Αλλά προσέξτε όμως και κάτι άλλο. Αφού είναι πλήρης προσευχή, και αναφερόμεθα εις το «ελέησόν με», το οποίο θα σας αναλύσω λίγο πιο κάτω, δεν έχομε τι άλλο να πετύχομε παρά περιεκτικότατα την πρακτικήν αρετήν και την θεωρίαν. Δηλαδή να πετύχομε τις αρετές και να φθάσομε με τον δρόμο της προσευχής, αυτής της ευχής, να φθάσομε να ίδομε το πρόσωπον του Χριστού.

Αλλά προσέξτε όμως. Μερικοί θα έλεγαν την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν ημάς». Πολλοί όμως λέγουν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αυτό σε τύπον πληθυντικό εκφράζει κάτι. Εδώ οι δύο τυφλοί έλεγαν «λέησον μς». Θα μπορούσε ο καθένας να έλεγε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όπως λέμε στον στρατό πολλές φορές… απαγορεύεται να μιλήσομε σε ένα αίτημά μας σε πληθυντικό αριθμό. «Θέλομε ψωμί. Είμαστε άρρωστοι. Είμαστε κουρασμένοι». Απαγορεύεται. Γιατί θεωρείται στάσις. Θα πεις στον στρατό: «Θέλω ψωμί», όχι «θέλομε». «Είμαι κουρασμένος», «είμαι άρρωστος, δεν μπορώ», όχι «δεν μπορούμε». Εδώ αντίθετα. Δεν υπάρχει κανένας φόβος στάσεως, επαναστάσεως και απειθαρχίας. Υπάρχει η έκφραση της αγάπης. «λέησον μς». Ο κάθε τυφλός δεν μένει στον εαυτό του, αλλά και στον άλλον τυφλόν. Έτσι, άμα λέγουν «λέησον μς», θα ‘θελαν και οι δύο να θεραπευθούν. Θα ‘λεγε ίσως ο καθένας από πλευράς του: «Κύριε, αν θεραπεύσεις εμένα και δεν θεραπεύσεις τον άλλον, μην θεραπεύσεις ούτε εμένα. Και εμένα και τον άλλον». Αυτό εκφράζει πολλή αγάπη. Την δεύτερη εντολή, την μεγάλη, το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Όταν λοιπόν λέμε «λέησον μς», αγκαλιάζομε όλους τους φίλους και τους εχθρούς και ολόκληρη την Δημιουργία. Κατά τον τύπον «Πάτερ μν». Δεν λέμε «Πατέρα μου» αλλά «Πάτερ μν», Πατέρα μας. Έτσι, αγαπητοί μου, έχομε μπροστά μας την πλήρωση των δυο εντολών. Της αγάπης προς τον Θεό, στον Οποίον αποτεινόμεθα και τον Οποίον δοξάζομε και ομολογούμε, αλλά και την αγάπη προς τον πλησίον με το να συμπεριλάβομε στην προσευχή μας και τα πρόσωπα των πλαϊνών μας, όλων των ανθρώπων.

Αλλά ακόμα αυτό το «λέησον», τι σημαίνει; Είναι περιεκτική λέξις. Και εκφράζει και δοξολογία και ευχαριστία και μετάνοια και δέηση. Όλα τα εκφράζει, όλα, μα όλα. Είναι περιεκτική αυτή η λέξις όπως σας είπα. Να γίνεις έλεος σε μένα. Να με βοηθήσεις. Να με ελεήσεις. Και τι σημαίνει «ελέησέ με»; Σημαίνει, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «το έλεος του Θεού είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Αυτό είναι το έλεος του Θεού. Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε άγιος Νικόδημος, στην Φιλοκαλία λέγει το εξής περίφημο: «Όταν θέλεις να ζητήσεις το έλεος του Θεού, θα έχεις στον νου σου τα εξής-επί λέξει έτσι τα γράφει. Μάλιστα τα μεταφράζει, είναι στον 5ο τόμο της Φιλοκαλίας, προς το τέλος, τα μεταφράζει για να γίνουν κατανοητά από όλους, για να μην μείνει κανείς που να μην κατανοεί αυτήν την ευχήν– Λυπήσου με και δος μου- πρώτον- πνεύμα δυνάμεως. Δώσε μου την δύναμη, να μην έχω δειλίαν». Διότι η δειλία είναι ίδιον των μη Χριστιανών. Μην το ξεχνάτε αυτό. Οι άνθρωποι που είναι κάτω από την κυριαρχία του σατανά έχουν δειλίαν. Ο πιστός δεν έχει ποτέ δειλίαν. Ακόμη κι όταν στέκομαι μπροστά στον όγκο της πνευματικής ζωής και λέγω … τι θα κάνω εγώ; Κάποτε, όταν διαβάσομε ένα βιβλίο και μας πει κάποιος πνευματικός ή ένα κήρυγμα γίνει, θεωρούμε υπερβολικά αυτά, πολύ βαριά και, είμαστε ανήμποροι εμείς να τα πραγματώσομε. Αγαπητοί μου, μας λείπει πνεύμα δυνάμεως. Γι΄αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος: «δεν μας έδωκε ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

«Λυπήσου με και δος μου –δεύτερον- πνεύμα σωφρονισμού. Να έχω μυαλό. Να μπορώ». Γιατί η σωφροσύνη έχει δύο σημασίες. Έχει την σημασία να σκέπτομαι σωστά αλλά και ακόμη να διατηρώ μακριά από τα σαρκικά αμαρτήματα το σκεύος μου, που είναι ναός του Θεού το σώμα μου. «Λυπήσου με και δος μου», τρίτον, «πνεύμα φόβου Θεού». Σήμερα προσπαθούμε να βγάλομε από την αγωγή της νεοτέρας γενεάς τον φόβο του Θεού. Και λέμε ότι δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος ο φόβος. Δεν είναι ο φόβος που δημιουργεί τα συμπλέγματα. Το δεχόμαστε κι εμείς, ναι. Ο φόβος δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος. Είναι κακό πράγμα ο φόβος. Είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Μα όχι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι γονιμοποιός. Γονιμοποιεί την ψυχή. Διότι όταν λέγει ο Απόστολος «μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενοι τήν μν σωτηρίαν», τι άλλο θέλει να πει; Με φόβο και με τρόμο να κατεργάζομαι την σωτηρία μου, μήπως την χάσω, μήπως χάσω τον Θεό. Αυτός ο φόβος είναι γονιμοποιός. «ρχή σοφίας -δηλαδή αρχή αρετής, σοφία στους Εβραίους θα πει αρετήφόβος Κυρίου». Έβγαλες τον φόβον αυτόν τον γονιμοποιόν; Δεν πρόκειται, αδελφέ μου, ουδέποτε να αποκτήσεις αρετή. Και τότε, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι θα κατεβαίνεις στο βάθος των κακών και της ασεβείας. Επειδή ακριβώς οι άνθρωποι πέταξαν τον φόβο του Θεού, γι΄αυτό τον λόγο πέφτουν εις τον βυθόν της ασεβείας. Τι είπε ο ληστής ο ένας στον άλλον; «Οδ φοβ σ τν Θεόν;» . «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Και βλασφημάς εναντίον του Ιησού;». Ο ένας ληστής επί του σταυρού, στον άλλον ληστήν επί του σταυρού. Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δος μου λοιπόν, Κύριε, λυπήσου με και δώσε μου φόβον Θεού.

«Δος μου Κύριε πνεύμα αγάπης. Να σε αγαπώ. Είναι η κορυφή όλων. Να σε αγαπώ. Να φθάνω όταν λέγω την ευχή, να νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο πλην Σου. Ο κόσμος παράγει. Ο κόσμος περνά. Δεν μένει τίποτα εις την θέση του. Βοήθησέ με λοιπόν να αισθάνομαι ότι το μόνο σταθερόν είσαι Συ και μόνον Εσύ. Το μόνον αξιαγάπητον πρόσωπον, το αξιέραστον πρόσωπον, το άκρως εφετόν είναι το πρόσωπό Σου. Βοήθησέ με, λοιπόν, δος μου το έλεός Σου, δηλαδή βοήθησέ με να Σε αγαπήσω. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα ειρήνης. Να ειρηνεύει η ψυχή μου. Να είμαι σε συνδιαλλαγή μαζί σου. Να μην αισθάνομαι ένοχος απέναντί Σου. Και μέσ’ τον κόσμον αυτόν να αισθάνομαι ειρήνη. Ότι είμαι ασφαλισμένος μέσα στο χέρι το δικό Σου. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα καθαρότητος. Να καθαρεύω σε όλα. Να έχω ειλικρίνεια, να είμαι καθαρός στην ψυχή, καθαρός στο σώμα. Λυπήσου με, Κύριε, ελέησέ με και δώσε μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Να βλέπω ότι είμαι πολύ μικρός. Ότι είμαι ένα μικρό Σου πλάσμα, πλην πλάσμα Σου. Αλλά πολύ μικρό μέσα στην Δημιουργία. Να αισθάνομαι ότι δεν είμαι τίποτα, ότι το παν είσαι Εσύ».

Έτσι, αγαπητοί μου, θα πουν όλα αυτά και πλήθος όλα τ’ άλλα, ό,τι δεν είπαμε, τα παίρνω από τον άγιο Νικόδημο αυτά που σας είπα, σημαίνουν «λέησον μς». Ελέησέ με. «Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μς».

Σύντομη ευχή. Επαναλαμβανομένη. Διαρκώς. Πόσο διαρκώς; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «διαλείπτως προσεύχεσθε». Μπορούμε να δουλεύομε και να ‘χομε στον νου μας τον Θεό. Να ταξιδεύομε, να διαβάζομε, κι εκείνοι που έχουν προχωρήσει στην ευχή, τότε την ευχή την λέγει κι η καρδιά τους όταν κοιμώνται. Παράξενο. Περίεργο. Κι όμως αληθινό, αγαπητοί. Αληθινό είναι. Μπορεί να λέγει κανείς την ευχή όταν κοιμάται; Ναι, σας λέγω, είναι αληθινό! Και επαληθεύει εκείνο που λέγει το «σμα σμάτων»: «γώ καθεύδω καί καρδία μου γρυπνε». Αγρυπνεί η καρδία και λέγει την ευχή. Αλλά μόνον για κείνους που έχουν πάρα πολύ προχωρήσει στην ευχή. Έτσι, λοιπόν, όταν μας παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», στο ερώτημα «και τι μπορούμε αδιαλείπτως να προσευχόμεθα», η απάντηση θα ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς».

Δεν είναι λοιπόν μία ευχή που αφορά τους μοναχούς. Δεν είναι μία ευχή που βγήκε από τα μοναστήρια. Απλώς καλλιεργείται στα μοναστήρια. Είναι μία ευχή που βγαίνει από την Αγία Γραφή. Βλέπομε αυτούς τους τυφλούς να λέγουν: «Υέ Δαυίδ, λέησον μς». Κύριε, υιέ Δαβίδ, Ιησού, ελέησον ημάς. Χριστέ, ελέησον ημάς. Έτσι μπορούν να την λέγουν όλοι. Καθένας που βαφτίστηκε. Μικρός ή μεγάλος, μορφωμένος ή αμόρφωτος, με πολλήν σοφία κατά κόσμον ή με απλότητα άνθρωπος· που δεν έχει πολλά πράγματα στη ζωή του να ξέρει. Όλοι μπορούν να λέγουν την ευχή. Οπουδήποτε. Και στο κρεβάτι άμα είμαστε άρρωστοι. Κι όταν είμαστε όρθιοι…[Δυστυχώς, στο σημείο αυτό τελείωσε η κασέτα μαγνητοφώνησης της ομιλίας του μακαριστού γέροντα και δεν ολοκληρώθηκε η ηχογράφησή της].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_150.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Δ (Κυριακοδρόμιο Α΄)

Ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος ζοῦσε ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὴν πτώση, οἱ ἀπόγονοι τοῦ ζοῦσαν μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲ θεωροῦσαν το Θεὸ κι ἡ πίστη τους εἶχε ἐκλείψει, δὲν μποροῦσαν νὰ συναριθμηθοῦν μὲ τοὺς ζωντανούς, ἀφοῦ δὲν εἶχαν ἐπαφῆ μὲ τὴ Ζωή. Πῶς, λοιπόν, θὰ μποροῦσαν νὰ ζοῦν;

Ἡ λίμνη ποὺ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, δέχεται τὸ νερὸ ἀπὸ ψηλά. Γεμίζει μὲ νερὸ καὶ δὲν ξεραίνεται. Μιὰ ἄλλη λίμνη, ποῦ δὲν εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, δέχεται τὸ νερὸ ἀπό τη γῆ, ἀπὸ τίς πηγὲς τῶν βουνῶν. Γεμίζει κι αὐτὴ καὶ δὲν ξεραίνεται. Μιὰ τρίτη λίμνη ὅμως, ποὺ δὲν εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ στερέωμα, οὔτε καὶ δέχεται νερὸ ἀπὸ κάποιο ὑπόγειο ρεῦμα, δὲν μπορεῖ παρὰ κάποια στιγμὴ ν’ ἀδειάσει καὶ νὰ ξεραθεῖ.

Ὅταν μιὰ λίμνη δὲν ἔχει νερό, μπορεῖ πιὰ νὰ λέγεται λίμνη; “Ὄχι. Μᾶλλον εἶναι ἕνας στεγνὸς κρατῆρας. Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ νὰ ὀνομάζεται ἄνθρωπος; “Ὄχι. Μᾶλλον εἶναι ἕνας στεγνός, ἕνας ἄδειος τάφος. Ὅπως τὸ νερὸ εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ τῆς λίμνης, ἔτσι εἶναι κι ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Λίμνη χωρὶς νερὸ δέν εἶναι λίμνη: ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ δὲ λέγεται ἄνθρωπος. Πῶς μπορεῖ νὰ χεῖ ἕνας ἄνθρωπος τὸ Θεὸ μέσα του, ἂν τοῦ ἔχει κλείσει τὴν εἴσοδο ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές, ὅπως μιὰ ἀποξηραμένη λίμνη ἢ ἕνας κλειστὸς τάφος χωρὶς φῶς;

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν μιὰ πέτρα ποὺ πέφτει μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ παραμένει ἐκεῖ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς εἶναι δύναμη, πιὸ ἰσχυρὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὸν ἀέρα. Εἶναι δύναμη ποὺ γεμίζει τὸν ἄνθρωπο ἢ τὸν ἐγκαταλείπει ἂν ἐκεῖνος μὲ τὴ ἐλεύθερη θέλησή του τὴν ἀπορρίψει. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρα ἀγαθός. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τὸ ἴδιο γεμᾶτος ἀπὸ τὸ Θεό. Κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸ πόσο ἀνοιχτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό. Ἄν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἐντελῶς ἀνοιχτῆ μόνο πρός το Θεό, ποὺ σημαίνει πῶς ταυτόχρονα θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ τὸν κόσμο, τότε θὰ ξαναγύριζε στὴν πρώτη του ἀγαλλίαση τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο στὸ θνητὸ περιβάλλον ὅπου ζεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἕνα ἄνοιγμα ὑπάρχει ἀπ’ ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ‘ρθεὶ σ’ ἐπαφὴ μέ το Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Καὶ τὸ ἄνοιγμα αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη.

Πίστη σημαίνει πρῶτα τὴ μνήμη τῆς χαμένης θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη αὐτὴ παραμένει χαραγμένη στὴ συνείδηση καί το νοῦ. Δεύτερο, σημαίνει τὴν ἀποδοχὴ ἐκείνου ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Τρίτο καὶ σπουδαιότερο σημαίνει τὴν ὁμολογία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁρατῆς εἰκόνας τοῦ ἀοράτου Θεοῦ (βλ. Β’ Κορ. δ’ 4). Ἡ τρίτη αὐτὴ σημασία εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της. Περιέχει καὶ ἐκπληρώνει μὲ τελειότητα τίς ἄλλες δύο. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη ποῦ ζωοποιεὶ καὶ σώζει. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἄνοιγμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς θέλησής του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ρωτοῦσε συχνὰ τοὺς ἄρρωστους καί τους πάσχοντες: «Πιστεύεις;» «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ἀνοίγετε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπῶ μέσα; Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τῆς ψυχῆς του, γιὰ ν’ ἀφήσει το Θεὸ νὰ μπεῖ μέσα του. «Θεέ μου, ἄδειασε με ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ κατοίκησε Ἐσὺ μέσα μου!» Τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφράζουν τὴν οὐσία τῆς πίστης.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὰ πολλά, ποῦ ὁ Θεὸς χτυπάει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου κι ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀνοίγει κι ἀφήνει τὸν Κύριο νὰ περάσει. Ὁ Θεὸς θαυματουργεὶ σὲ ὁτιδήποτε κάνει. “Ὅπου κι ἂν βρίσκεται, θαυματουργεί. Μπροστὰ Τοῦ ὅλοι οἱ νόμοι, φυσικοὶ καὶ ἀνθρώπινοι, ἀποσύρονται ὅπως τὰ σύννεφα μπροστὰ στὸν ἥλιο. Μόνο ἡ δύναμή του παραμένει, ἡ σοφία κι ἡ ἀγάπη Του – καὶ τότε ὅλα εἶναι ὑπέροχα, γλυκύτατα καὶ πανένδοξα.

Μέσα στὸ σκότος ὅπου ζοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες Γαδαρηνοί, ὁ Κύριος δὲ βρῆκε πίστη στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔκανε θεραπεύοντας τοὺς δυὸ δαιμονιζόμενους. Μετὰ ὅμως ἀκολούθησαν διάφορα περιστατικά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνάντησε τὴ μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων. Περιστατικὰ ὅπου ὁ Κύριος κρούει κι οἱ ἄνθρωποι ἀνοίγουν πρόθυμα τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους καὶ τοῦ δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ θαυματουργήσει. Ἐκεῖ ποὺ συναντιέται ἡ πίστη μὲ τὴν ἀγάπη, γεννιέται τὸ θαῦμα.

Ἡ πίστη φάνηκε πρῶτα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ κουβάλησαν τὸν παραλυτικὸ καὶ τὸν κατέβασαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴν ὀροφὴ τοῦ σπιτιοῦ. «Καὶ ἰδὼν Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου…εγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Δὲν εἶναι γεμᾶτα ἀγάπη τὰ λόγια αὐτά; «Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ» (Θ’ 9). Δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτό, ποὺ προέκυψε ἀπὸ πίστη κι ἀγάπη;

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἔχουμε τὴ γυναῖκα ποὺ ὑπόφερε δώδεκα χρόνια ἀπὸ αἱμορραγία. Μὲ μεγάλη πίστη ἄγγιξε ἁπλᾶ τὸ ἱμάτιό Τοῦ καὶ εἶπε μέσα της: «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21). Αὐτὴ εἶναι πίστη. Κι ὁ Κύριος τῆς εἶπε: «θάρσει, θύγατερ ἡ πίστις σου σέσωκέ σέ» (Ματθ. θ’ 22). Λόγια ἀληθινῆς ἀγάπης! «καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (αὐτόθι). Κι αὐτὸ τὸ θαῦμα γεννήθηκε ἀπὸ πίστη κι ἀγάπη.

Ἔχουμε ἔπειτα τὸν Ἰάειρο, ποῦ πῆγε περίλυπος στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἡ θυγάτηρ μοῦ ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Ἀκούμπησε μόνο τὰ χέρια Σου πάνω της καὶ θὰ ζήσει! Αὐτὴ ἦταν μιὰ πίστη ποῦ δὲν εἶχε τὸν παραμικρὸ δισταγμό, τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Κι ὁ Κύριος πῆγε, «ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον» (Ματθ. θ’ 25). Αὐτὴ εἶναι ἀγάπη πραγματικὴ ἑνὸς φίλου, ἑνὸς θεραπευτῆ. Τὴν κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι κι αὐτὴ ἀναστήθηκε. Ἦταν κι αὐτὸ ἕνα θαῦμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη.

Μετὰ ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ περιστατικά, ὅπου συναντιοῦνται ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει κι ἄλλο ἕνα παρόμοιο περιστατικό.

«Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τοῦ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ» (Ματθ. θ’ 27). Ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἰάειρου, ὅπου εἶχε ἀναστήσει τὸ νεκρὸ κορίτσι. Οἱ δυὸ τυφλοὶ ἄκουσαν πῶς ὁ Κύριος περνοῦσε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἀκολούθησαν κραυγάζοντας καὶ ζητῶντας τὴν εὐσπλαχνία Του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶχε ζητήσει τὸ ἔλεὸς του ὁ τυφλὸς στὴν Ἰεριχώ. Καθόταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε «καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἔστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαβὶδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν μέ» (Μάρκ. ἰ’ 47). Τὸ ἴδιο ἔκαναν κι οἱ δυὸ τυφλοί. Ἄκουσαν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσαν πῶς περνοῦσε ἀπὸ κεῖ καὶ θαυματουργὸς Ἰησοῦς, ξέχασαν τήν ἐπαιτεία τους καθὼς καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο κι ἄρχισαν ἀμέσως νὰ τὸν ἀκολουθοῦν καὶ νὰ φωνάζουν. Ἦταν κι αὐτοὶ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ φίλου του Θεοῦ, ποῦ ἀξιώθηκε κάποτε νὰ δεῖ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Οἱ ταλαίπωροι αὐτοὶ ἄνθρωποι ὅμως δὲν εἶχαν μάτια γιὰ νὰ δοῦν τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.

Γιατί οἱ τυφλοὶ ἀποκαλοῦσαν τὸν Ἰησοῦ, «Υἱὸ τοῦ Δαβίδ»; Ἐπειδὴ στὸ Ἰσραὴλ ὁ τίτλος αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ τιμητικὸς ἀπ’ ὅλους. Ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἀποτελοῦσε τὸ πρότυπο γιὰ ὅλους τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅπως κάθε δίκαιος ἄνθρωπος ὀνομαζόταν «τέκνο τοῦ Ἀβραάμ», ἔτσι καὶ κάθε δίκαιος ἡγέτης ὀνομαζόταν «υἱὸς τοῦ Δαβίδ». Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀληθινὴ ἐξουσία καὶ δύναμη, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἐκεῖνον φυσικά, ὅπως ἡ ἀνάσα. Τὸ ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες συνήθιζαν ν’ ἀποκαλοῦν τοὺς μακρινοὺς ἀπογόνους του Δαβὶδ «τέκνα τοῦ Δαβίδ», φαίνεται καθαρὰ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι πιθανὸ ἐπίσης οἱ δυὸ τυφλοὶ νὰ σκέφτονταν πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμαζαν Υἱὸ Δαβίδ. “Ὅλος ὁ λαὸς περίμενε το Μεσσία ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πίστευαν ὅλοι πῶς θὰ προερχόταν ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ. «Καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. ἅ’ 32), ἀποκάλυψε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχάγγελος χρησιμοποίησε τὴν κοινὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνόμασε τὸ Δαβὶδ πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ λίγο νωρίτερα τὸν εἶχε ὀνομάσει Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου, δηλαδὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.

[Ὁ ὅσιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος λέει στὸ Λόγο 56: «Ὅποιος προσεύχεται σαρκικὰ καὶ δὲν ἔχει πνευματική αἴσθηση, εἶναι σὰν τὸν τυφλὸ ποῦ κράζει: “Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν μέ!” Ἕνας ἄλλος τυφλὸς ὅμως, μὲ τὸ ποὺ ἔλαβε τὸ φῶς του καὶ εἶδε τὸν Κύριο, δὲν τὸν ὀνόμασε Υἱὸ Δαβίδ, ἀλλὰ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἰωάν. θ’ 35, 38)].

Δὲν εἶναι κι αὐτὴ μιὰ φοβερὴ κατηγορία ἐνάντια στοὺς σκοτισμένους Φαρισαίους καὶ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ ὀνόμαζαν τὸ Χριστὸ βλάσφημο κι ἁμαρτωλό; Προσέξτε πὼς τοὺς ντροπιάζει ὁ Κύριος μὲ κείνους ποὺ οἱ ἴδιοι ὑποτιμοῦσαν καὶ τοὺς λογάριαζαν κατώτερούς τους. Κι ἐννοῶ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς τυφλούς, ἀκόμα καὶ τοὺς δαίμονες! Ἐνῶ οἱ ἴδιοι, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴ ματαιότητα, δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ παρὰ μόνο ὡς ἕνα βλάσφημο κι ἁμαρτωλό, ὁ εἰδωλολάτρης ἑκατόνταρχος ἀπέδωσε τὴ δύναμή Τοῦ στὴ θεότητά Τοῦ (βλ. Ματθ. ἡ’ 5-13): οἱ δαίμονες στὰ Γάδαρα τὸν ὀνόμασαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ἡ’ 29) κι οἱ τυφλοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὡς Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ (Ματθ. θ’ 27). Οἱ εἰδωλολάτρες εἶδαν στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ἐνῶ οἱ «σοφοὶ» ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἦταν ἀνίκανοι νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ τυφλοὶ ἄνθρωποι εἶδαν ὅ,τι δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ γραμματεῖς κι οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.

Οἱ τυφλοὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ κραύγαζαν, Ἐκεῖνος ὅμως δὲ γύρισε νὰ τοὺς δεί. Γιατί; Πρῶτο, γιὰ ν’ αὐξήσει τῇ δίψα τους γιά το Θεὸ καὶ τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον. Δεύτερο, γιὰ ν’ ἀκούσουν πολλοὶ τίς κραυγές τους καὶ νὰ πέσουν κι οἱ ἴδιοι σὲ περισυλλογή, νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη τους. Τρίτο γιὰ νὰ δείξει τὴν ταπείνωσή Του. Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ν’ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ἔκανε τὸ θαῦμα στή μέση τοῦ δρόμου, μπροστὰ στὸ πλῆθος, ὅλοι θὰ τὸν ἐγκωμίαζαν. Γι’ αὐτὸ καὶ προτίμησε νὰ τοὺς θεραπεύσει μέσα σὲ σπίτι, μπροστὰ σὲ μιὰ χούφτα μάρτυρες. Τί σοφία, πόση ταπείνωση! Ἤξερε πολὺ καλὰ πῶς «οὖ γὰρ ἔστι κρυπτὸν καὶ ἐὰν μὴ φανερωθῆ» (Μάρκ. δ’ 22). Ὅσο πιὸ καλὰ κρύβεται τὸ καλὸ ἔργο, τόσο εὐκολότερα θ’ ἀποκαλυφθεῖ.

«Ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ ναί, Κύριε» (Ματθ. Θ’ 28). Ἡ πίστη τῶν τυφλῶν αὐτῶν ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ τρέξουν ξοπίσω Του. Δὲ δείλιασαν ἐπειδὴ δὲ γύρισε νὰ τοὺς κοιτάξει στὸ δρόμο καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὶς ἀπεγνωσμένες κραυγές τους. Ἡ πίστη τους ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε τὸν ἀναζήτησαν ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι ποὺ ἐπισκέφτηκε. Μ’ ὅλο ποὺ τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ξένο κι ἄγνωστο, ἐκεῖνοι τόλμησαν νὰ μποῦν μέσα. Θὰ σκέφτηκαν: «Αὐτὴ εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς θεραπείας μας. “Ἢ τώρα ἢ ποτέ!» Τὸ ἔνιωθαν πῶς δὲν ὑπῆρχε ἄλλος ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστὸ ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τους καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν ὅραση.

Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; τοὺς ρώτησε ὁ Κύριος. Γιατί τοὺς ρώτησε ἀφοῦ γνώριζε καὶ εἶδε τὴν πίστη τους; Ἐκεῖνος βλέπει ὅλα τὰ μυστήρια, διαβάζει ὅλες τίς καρδιές. Τοὺς ρώτησε γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ δημοσιοποιήσουν τὴν πίστη τους, τόσο γιὰ δική τους χάρη ὅσο καὶ γιὰ κείνους ποὺ ἦταν μπροστά. Ἡ δημόσια ὁμολογία βεβαιώνει τὴν πίστη, τόσο σ’ αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν ὅσο καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἀκοῦν τὴν ὁμολογία τους.

Ναί, Κύριε, ἀπάντησαν οἱ τυφλοί. Χαρούμενοι ποὺ τοὺς μίλησε ὁ Χριστός, φανέρωσαν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δύναμη τὴν πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον καὶ στὴν ἐξουσία Του. Ναί, Κύριε. Δὲν τὸν ὀνόμασαν πάλι «υἱὸ Δαβίδ». Τοὺς φάνηκε κάπως μικρὸς κι ἐφήμερος ὁ τίτλος αὐτός. Γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμασαν Κύριο. Αὐτὴ ἦταν ἢ ὁμολογία τῆς πίστης τους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος καὶ Σωτῆρας. Κι αὐτὸ εἶναι ἀρκετό, «πᾶς γὰρ ὅς ἐὰν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ἰ’ 13).

Ἡ πίστη λοιπὸν βρισκόταν στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη τους. Τώρα ἔπρεπε νὰ βαδίσει ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ συναντήσει τὴν πίστη καὶ τότε θὰ γινόταν τὸ θαῦμα. Καὶ τώρα ἡ ἀγάπη, ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει, σπεύδει γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὴν πίστη. «Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν: καὶ ἀνεώχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί» (Ματθ. θ’ 29, 30). Ἦταν σὰ νὰ ‘βαζαν μιὰ λάμπα δίπλα σ’ ἕνα νεκρὸ ἄνθρωπο! Ὁ πάναγνος Κύριος δὲ μολύνθηκε ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴν ἀκόμα πιὸ ἀκάθαρτη ἀνθρώπινη ψυχή.

«Πάντα μὲν καθαρά τους καθαροῖς», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Τίτ. ἅ’ 15). Ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὰ χέρια Του καὶ ἄγγιξε τὰ σκοτεινὰ βαθουλώματα, τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σβησμένα μάτια τοῦ τυφλοῦ – καὶ τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὸ παραπέτασμα σύρθηκε στὸ πλάϊ καὶ τὸ φῶς πλημμύρισε τὴ φυλακή. Κι ἡ φυλακὴ τότε ἔγινε παλάτι ἡλιόλουστο. Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Ἡ πίστη δὲν καταισχύνεται. Γι’ αὐτὸ καὶ στοὺς τυφλοὺς ὅλα ἔγιναν κατὰ τὴν πίστη τους. Πόσο ἀλήθεια ἐκτιμᾶ τὰ πλάσματά Του ὁ Κύριος, μ’ ὅλο ποὺ ἡ πλάση ὁλόκληρη δὲν εἶναι παρὰ καπνὸς καὶ στάχτη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του! Ζητῶντας τὴν πίστη, ζητᾶ ἁπλᾶ τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τῆς δημιουργίας Του. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει ὅλους τοὺς ἄρρωστους τῆς γῆς μ’ ἕνα Του λόγο. Τί θὰ κατόρθωνε ἔτσι ὅμως; Θὰ βαζε ὅλους τους ἀνθρώπους στὴ σειρὰ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἄλογα ζῶα, ποὺ οὔτε ἐλεύθερη ἐπιλογὴ οὔτε ἐλεύθερη βούληση ἔχουν, μὰ οὔτε καὶ ἀνώτερους σκοπούς. Θὰ ὑποβίβαζε τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων, κατὰ κάποιο τρόπο, ποὺ λάμπουν ὅπως ἔχουν ὁριστεῖ νὰ κάνουν. Θὰ τοὺς κατέβαζε στὸ ἐπίπεδο τῶν βράχων, ποὺ εἶναι ταγμένα νὰ στέκονται ἢ νὰ πέφτουν, ἢ στὸ ἐπίπεδο τοῦ νεροῦ τῶν ποταμῶν, ποὺ ρέουν κατὰ πῶς εἶναι ὑποταγμένα στοὺς φυσικοὺς νόμους.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ὄν. Εἶναι ἠθικὰ ὑποχρεωμένος νὰ κάνει ἐκεῖνο ποῦ ἢ ἄλογη κτίση κάνει ἀσυνείδητα, νὰ ναὶ δηλαδὴ ἀφοσιωμένος στὸ Θεὸ καὶ νὰ τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Ἡ φύση ὁλόκληρη λέει: «Ὁ Θεὸς διατάζει κι ἐγὼ ὑπακούω, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἀλλιῶς». «Ὁ Κύριος διατάζει κι ἐγὼ εἶμαι ἠθικὰ ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ὑπακούσω», λέει ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπιλογὴ ὄχι ἀνάμεσα σὲ δυὸ καλά, ἀλλὰ ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Ἄν ἐπιλέξει τὸ καλὸ θὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ γιὸς τῆς αἰώνιας βασιλείας. Ἄν ἐπιλέξει τὸ κακὸ θ’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θὰ εἶναι σὲ χειρότερη θέση ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἄλογη κτίση. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ διαλέξει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ στὸ κακό. Γι’ αὐτὸ ζητᾶ ὁ Κύριος τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὥστε νὰ συνεργαστοῦν μαζί του γιὰ τὴ δική τους σωτηρία. Ὁ Θεὸς ζητᾶ πολὺ λίγα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ζητᾶ μόνο τὴ θέλησή τους, νὰ τὸν ὁμολογήσουν ὡς Θεὸ παντοδύναμο, νὰ παραδεχτοῦν πῶς οἱ ἴδιοι χωρὶς Θεὸ δέν εἶναι τίποτα. Αὐτὴ εἶναι πίστη. Μόνο τὴν πίστη αὐτὴ ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ δικό τους καλό, γιὰ τὴ δική τους σωτηρία.

«Καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῆ ἐκείνη» (Ματθ. θ’ 30,31). Γιατί ὁ Κύριος τοὺς ζήτησε νὰ μὴν ποῦν λέξη γιὰ τὸ θαῦμα αὐτό; Πρῶτο, ἐπειδὴ δὲν ἐπιζητεῖ τὴ δόξα ἢ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δόξα κι ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων δὲν προσθέτουν οὔτε ἕνα ἰῶτα στὴ δόξα Του. Δεύτερο, γιὰ νὰ δείξει πῶς ὅ,τι κάνει, προέρχεται ἀπὸ συμπάθεια κι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως κάνει ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί της. “Ὄχι ὅπως κάνουν οἱ μάγοι κι οἱ ταχυδακτυλουργοί, οἱ ὑπηρέτες τῶν δαιμόνων, ποὺ μέσα τους μισοῦν καὶ περιφρονοῦν τοὺς ἀνθρώπους κι ὅ,τι κάνουν, εἶναι γιὰ νὰ εἰσπράξουν τὴ δόξα καὶ τὸν ἔπαινό τους. Τρίτο, γιὰ νὰ δώσει ἔτσι στοὺς ἀνθρώπους τὸ παράδειγμα πῶς κάθε καλὸ ἔργο πρέπει νὰ τὸ κάνουν γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γιὰ χάρη τῆς ματαιότητας. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ’ 3). Καὶ τέταρτο, ἐπειδὴ γνωρίζει πῶς τὸ καλὸ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ καὶ θέλει νὰ τὸ καταλάβουν κι οἱ ἄνθρωποι αὐτό. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ξεκαθαριστεῖ μιὰ καὶ καλή. Εἴτε τοὺς ἄρεσε εἴτε ὄχι, οἱ τυφλοὶ θὰ διατυμπάνιζαν τὸ θαῦμα Του σ’ ὅλη τὴν περιοχή τους. Κι ἂν ἀκόμα ἡ γλῶσσα τους δὲ μιλοῦσε, θὰ μιλοῦσαν τὰ μάτια τους. Ἄν ἤθελαν νὰ μείνουν σιωπηλοί, θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλήσουν ξανὰ καὶ ξανὰ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρνει ὅλα τὰ πράγματα στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δείξει πῶς τὰ πράγματα αὐτὰ γίνονται γνωστὰ ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴ θέλησή μας, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦμε νὰ τὰ κρύψουμε. Φτάνει μόνο νὰ μὴ ζητᾶμε νὰ γίνονται γνωστὰ ἀπὸ προσωπικὴ ματαιότητα, νὰ μὴ γίνονται γιὰ τὸν ἔπαινο, οὔτε γιὰ τὸ δικό μας οὔτε γιὰ τὸ δικό του. Τὸ Θεὸ νὰ δοξάζετε, αὐτὸ ἔχει σημασία.

«Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός» (Ματθ. θ’ 32,33). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ διψοῦν γιὰ ὑγεία, σοφία, καλοσύνη καὶ εἰρήνη τρέχουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, στὴ μοναδικὴ πηγὴ κάθε καλοῦ, ὅπως οἱ διψασμένοι ταξιδιῶτες στὴν ἔρημο μόλις βροῦν μιὰ πηγὴ μὲ νερό. Κι ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε ὅποιος καὶ νά ‘ρθεὶ δὲ φεύγει διψασμένος. Μέ το ποὺ βγῆκαν ἔξω οἱ τυφλοὶ ποὺ θεραπεύτηκαν, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγκη ὁδηγοῦ τώρα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ φρόντιζαν ἕναν κουφὸ καὶ δαιμονισμένο ἄνθρωπο, τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸ Χριστό. Κουφὸς καὶ δαιμονισμένος! Οὔτε τὸ μυαλὸ γιὰ νὰ σχηματίσει προτάσεις εἶχε, μὰ οὔτε καὶ τὴ γλῶσσα. Ὁ Κύριος δὲν τὸν ρώτησε ἂν πιστεύει. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πιστεύει κάποιος δαιμονισμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του ἕνας βουβός;

Ὁ Χριστὸς εἶδε ἐδῶ τὴν πίστη ἐκείνων ποῦ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν ἔφεραν μπροστά Του. Εἶναι πιθανὸ καὶ Κύριος νὰ μίλησε μαζί τους, ὅπως μίλησε καὶ μὲ τοὺς τυφλούς. Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως δὲν ἀναφέρει τίποτα, ἴσως γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπανάληψη. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτηρία τους, θὰ διδαχτοῦν ἀρκετὰ ἀπ’ ὅσα εἶπε στοὺς τυφλούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἐμπαίζουν τὸν Κύριο καὶ τοὺς σωτήριους λόγους Του, ὁδηγοῦνται θεληματικὰ στὴν ἀπώλεια. Αὐτοὺς δὲν μποροῦν νά τοὺς σώσουν οὔτε ὅλα τὰ λόγια ποὺ εἶπε κι ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ποῦ ἂν εἶχαν ὅλα καταγραφεῖ, «οὐδε αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία», ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης (κά’ 25). Αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ ὅμως, εἶναι ἀρκετὰ γιά μας. Φτάνουν γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει ὁλόκληρο τὸ περιστατικὸ αὐτὸ σὲ δυὸ μόνο προτάσεις. Σκεφτεῖτε ὅμως πόσο μεγάλο εἶναι τὸ γεγονὸς αὐτό. Νὰ βγάλει τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο, νὰ ξεκλειδώσει τὴ γλῶσσα του καὶ νὰ τὸν κάνει νὰ μιλάει ἤρεμα καὶ συγκροτημένα. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι μεγαλύτερο κι ἀπὸ ἕναν πόλεμο, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφονται τόσα βιβλία. Ἕναν πόλεμο μπορεῖ νὰ τὸν κάνει ὁποιοσδήποτε. Μόνο ὁ Θεὸς ὅμως μπορεῖ νὰ βγάλει ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ δώσει τὴν ὁμιλία σ’ ἕναν βουβό. Γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ ὁ εὐαγγελιστὴς ἀποτυπώνει σὲ δύo φράσεις, θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν βιβλία ὁλόκληρα. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους λόγους, ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει πῶς ὁ μεγαλύτερος θαυματουργὸς ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔκανε πολλὰ τέτοια θαυμαστὰ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος τὰ ἀνήκουστα αὐτὰ θαύματα.

Ὁ εὐαγγελιστὴς λέει πὼς πρῶτα ὁ Κύριος ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο κι ἔπειτα ἔκανε τὸ βουβὸ ἄνθρωπο νὰ μιλήσει. Ἡ πράξη αὐτὴ δείχνει πῶς ὁ Κύριος πάντα προχωρεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, βαθιὰ μέσα στὴ ρίζα τοῦ κακοῦ. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἦταν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ εἶχε δεσμεύσει καί τη γλῶσσα τοῦ βουβοῦ ἀνθρώπου. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βγεῖ πρῶτα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ τότε θὰ λύνονταν αὐτόματα τὰ δεσμὰ καὶ θὰ παραδίδονταν τὰ ἡνία ποὺ αἰχμαλώτιζαν τὸ δαιμονισμένο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος πρῶτα ἔβγαλε τὸ πονηρὸ πνεῦμα κι ἔπειτα χάρισε στὸν ἄνθρωπο το νοῦ καὶ τὴν ὁμιλία.

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὸν παραλυτικό, ποῦ πρῶτα του εἶπε ὁ Κύριος, «ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ ἔπειτα «ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σοῦ» (Ματθ. θ’ 2,6). Ἦταν πάγια τακτικὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπεύει πρῶτα τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, τὸ ἐσωτερικό του πάθος, κι ἔπειτα τὴ σωματική του ἀρρώστια. Θὰ μποροῦσε νὰ λύσει τὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ν’ ἀφήσει τὸ πονηρὸ πνεῦμα μέσα του. Ἔτσι ὅμως τί θὰ εἶχε κατορθώσει; Γιατί νὰ λύσει τὴ γλῶσσα του; Γιὰ νὰ μιλήσει τὸ δαιμόνιο καὶ νὰ ἐκστομίσει βλασφημίες ἐνάντια στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο; Γιατί νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ μικρότερο κακὸ καὶ νὰ τὸν ἀφήσει δεμένο μὲ τὰ μεγαλύτερα δεσμά; Μήπως μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ διάβολος δὲ θὰ ἔδενε ξανὰ τὴ γλῶσσα του καὶ θὰ τὸν ξανάκανε βουβό;

Πόσο σοφᾶ, πόσο σωστὰ εἶναι τὰ ἔργα Σου, Κύριε! Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ θαυμάζουμε τὴν ἄπειρη σοφία Σου, νὰ μάθουμε ἔτσι νὰ ἐνεργοῦμε καὶ μεῖς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπὸ τὸ θεμέλιο πρὸς τὴν τελειότητα.

«Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ: οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον: ἕν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. θ’ 33,34). Μερικοὶ θαύμαζαν κι ἄλλοι μυκτήριζαν. Μερικοὶ χαίρονταν μὲ τὸ καλὸ κι ἄλλοι ἐνεργοῦσαν ἐνάντια στὸ καλό. Ὁ λαός, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, δόξαζαν το Θεὸ κι οἱ ἡγέτες του σκέφτονταν τὸν πονηρό. Οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν τὸ Χριστὸ «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» καὶ «Κύριο», ἐνῶ οἱ «σοφοὶ ἐν ἑαυτοῖς» γραμματεῖς τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων, ἀπεσταλμένο του Βεελζεβούλ. Οἱ τυφλοὶ βρῆκαν τὸ φῶς τους καὶ τὸν εἶδαν. Οἱ κουφοί βρῆκαν τὴν ἀκοή τους καὶ τὸν ἄκουσαν. Οἱ δαιμονισμένοι ἐλευθερώθηκαν καὶ τὸν ἀναγνώρισαν. Οἱ ἄλαλοι μίλησαν καὶ τὸν ὁμολόγησαν. Οἱ σοφοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅμως, μὲ μυαλὰ σκοτισμένα ἀπὸ τίς ἐπίγειες ἐπιδιώξεις καὶ μὲ καρδιὲς ἀποστεωμένες ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ τὸ φθόνο, δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, «ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἔστι» (Α ́κόρ. γ’ 19).

Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ, ἀναφωνοῦσαν μὲ θαυμασμὸ οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἀλήθεια πῶς ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἠλίας κι ὁ Ἐλισαῖος ἔκαναν διάφορα θαύματα, μὰ πῶς; Μὲ τὴ βοήθεια τῆς πίστης, τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὴν πλευρά τους καί τη χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ θαύματα αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἀνθρώπους. Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔγιναν μὲ τὴ δική Του δύναμη καὶ ἐξουσία. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀρχαίων θαυματουργῶν εἶναι ὅπως ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι. Τὸ φεγγάρι φέγγει μὲ τὸ φῶς ποῦ δανείζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὁ ἥλιος ὅμως εἶναι αὐτόφωτος, λάμπει μὲ τὸ δικό του φῶς. Οἱ ἀπροκατάληπτες κι ἁπλὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔνιωθαν τὴ μεγάλη διαφορά, γι’ αὐτὸ κι ἀναφωνοῦσαν: οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἕν τῷ Ἰσραήλ.

Οἱ Φαρισαῖοι δὲν ἀρνοῦνταν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μποροῦσαν βέβαια θά ‘χαν ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ θαύματα, θὰ τὰ ἔκρυβαν, θὰ κατέφευγαν σὲ ψευδομάρτυρες γιὰ νὰ πιστοποιήσουν τὰ ψέματά τους, ὅπως στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦσαν ὅμως ν’ ἀρνηθοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγιναν μπροστὰ σὲ μεγάλα πλήθη ἀνθρώπων. Τὸ ξαναλέμε πῶς δὲν ἀρνοῦνταν τὸ θαῦμα, μὰ τὸ ἑρμήνευαν μὲ τὸ δικό τους πονηρὸ καὶ πανοῦργο τρόπο. Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια, ἔλεγαν. Τὸ εἶπαν αὐτὸ γιὰ τὸν Κύριο σὲ διάφορες περιπτώσεις κι Ἐκεῖνος τοὺς ἔδωσε σκληρὴ καὶ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση. «Εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ’ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθηναι» (Μάρκ. γ’ 23-26), τους είπε. (Βλ. επίσης και Ματθ. ιβ’ 24-26). • Λουκ. ια’ 17-18).

Είναι αλήθεια πώς είναι πολύ σκληρό για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη διανοητική του επάρκεια, να φανταστεί πιό γελοία, ασυνεπή και ανόητη ερμηνεία των έργων του Χριστού, απ’ αυτήν που σκέφτηκε ο σκοτισμένος νους των γραμματέων του Ισραήλ και των αρχόντων του έθνους. Να βγουν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο με τη βοήθεια του σατανά! Αυτό είναι το ίδιο περίπου με το να ισχυριστούμε πώς, «σκοτώνει κάποιος τα παιδιά κάποιου πατέρα, με τη βοήθεια του πατέρα τους!» “Ή να επιτίθεται και να εξολοθρεύει ένα στρατό με τη βοήθεια του διοικητή. Δεν είναι ψέμα πώς ο φθόνος είναι τυφλός. Θά ‘λεγε κανείς πώς ο φθόνος είναι και ανόητος. Γιατί ο φθόνος δεν κάνει μόνο την καρδιά σκληρή σαν πέτρα και τυφλώνει το νοῦ, αλλά μπερδεύει και τη γλώσσα. “Έτσι δεν ξέρει τι λέει κι επομένως όλα όσα εκφέρει η φθονερή γλώσσα, ακούγονται γελοία κι ανόητα. – Ο Κύριος δεν έδωσε σημασία σ’ αυτήν την ανόητη κακεντρέχεια των φθονερών αρχόντων του λαού, αλλά πορεύτηκε ήρεμα το δρόμο Του, το δρόμο της σωτηρίας όλων εκείνων που του εμπιστεύτηκε ο Πατέρας, ώστε «ουδείς εξ αυτών ἀπώλετο» (Ιωάν. ιζ’ 12). Γι’ αυτό και καταλήγει το σημερινό ευαγγέλιο:

«Και περιήγεν ο Ιησούς τάς πόλεις πάσας και τάς κώμας διδάσκων εν ταῖς συναγωγαῖς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τῷ λαῷ» (Ματθ. θ ́ 35). Οι πόλεις και τα χωριά ήταν το ίδιο γι’ Αυτόν. Δεν αναζητούσε τις πόλεις και τα χωριά, αλλά τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ εὐαγγελιστὴς μιλάει γιὰ ὅλες τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γιὰ νὰ δείξει το ζῆλο τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ μέ» (Ψαλμ. ξή’ 9). Γιὰ τὸν Κύριο μιὰ μέρα ἦταν σὰν χίλια χρόνια. Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἦταν τριμερές, ὅπως βγαίνει καθαρὰ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελιστῆ: Δίδασκε, κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας καὶ θεράπευε κάθε ἀρρώστια καὶ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Δίδασκε, δηλαδὴ ἑρμήνευε τὸ πνεῦμα τῆς πρώτης Δημιουργίας καὶ τοῦ Παλαιοῦ νόμου. Κήρυττε, ἔθετε τὰ θεμέλια τῆς Νέας Κτίσης, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων. Θεράπευε, ἔδινε δηλαδὴ τὴ μαρτυρία τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ κηρύγματός του μὲ τὰ ἔργα Του.

Όλ’ αὐτὰ ὁ Κύριος τὰ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ὄχι μόνο γιὰ τὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ τοὺς συγχρόνους Του, ἀλλὰ καὶ γιά μας. Ὁ Κύριος εἶναι σύγχρονος μὲ ὅλους ὅσοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρξουν. Τό ‘κανε αὐτὸ ὥστε μὲ τὸ φῶς Του ν’ ἀνάψει τὸ καντήλι τῆς ψυχῆς μας μὲ τὴν ἀγάπη Του νὰ συναντήσει τὴν πίστη μας μὲ τὴ συνάντηση αὐτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πίστη μας νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μας: ἡ θεραπεία τῆς πνευματικῆς μας τύφλωσης, τῆς παράνοιάς μας καὶ κάθε ἀρρώστιας καὶ ἀσθένειας.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἐλέησέ μας! Βοήθησέ μας νὰ μάθουμε νὰ δοξολογοῦμε τὸ ὄνομά Σου με το σῶμα μας, μέ το λαό μας κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ζωντανοὺς καὶ νεκρούς. Νὰ ὑμνοῦμε τὸ ὄνομὰ Σοῦ, μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πανένδοξου καὶ ἄναρχου Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ζωοποιό Σου Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Τρία θαύματα

«Καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντας ὅτι οὐδέποτε ἐφάνῃ οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Ματθ. 9, 33)

ΔYO, ἀγαπητοί μου, δύο εἶνε οἱ σπουδαιότερες αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὅρασις καὶ ἡ ἀκοή.

Ἡ ὅρασις! Μὲ τὰ μάτια βλέπουμε ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ δημιούργησε καὶ Θεός. Βλέπουμε τὸ φυσικὸ κόσμο. Βλέπουμε τοὺς κάμπους καὶ τὰ βουνά. Βλέπουμε τὰ ποτάμια, τίς λίμνες, τίς θάλασσες. Βλέπουμε τὰ δέντρα, τὰ ζῶα, τὰ πουλιά. Βλέπουμε τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἄστρα. Βλέπουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Βλέπουμε τὰ ἀγαπητά μας πρόσωπα. Βλέπουμε τὴ μάνα μας.

Χωρὶς τὰ μάτια θὰ ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μιὰ κρύα καὶ ἀπέραντη νύχτα. Τὰ μάτια μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστούμε το Θεὸ καὶ νὰ λέμε «Θεέ, σ’ εὐχαριστοῦμε ποὺ μᾶς ἔδωσες τὰ μάτια».

Μετὰ ἀπὸ τὴν ὅραση ἔρχεται ἡ ἀκοή. Μὲ τὰ αὐτιὰ ἀκοῦμε χίλιων λογιῶν ἤχους καὶ φωνές. Ἀκοῦμε τὸν ἀέρα ποὺ σφυρίζει, τὴ βροχὴ ποὺ πέφτει, τὰ δέντρα ποὺ σείονται, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδούν, ἀκοῦμε τίς διάφορες φωνὲς τῶν ζώων καὶ χωρὶς νὰ τὰ βλέπουμε καταλαβαίνουμε τί ζῶο ἢ τὸ πουλὶ εἶνε. Ἀκοῦμε τὴ γλυκειὰ φωνὴ τῆς μάνας, ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ πατέρα. Ἀκοῦμε τὰ μαθήματα ποὺ γίνονται στὰ σχολεῖα, ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο μέχρι τὸ πανεπιστήμιο.

Χωρὶς αὐτιὰ θὰ ἤμασταν σὰν ἕνα κατάδικο, ποὺ τὸν ἔκλεισαν σὲ μιὰ σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ στὸ κελλί του δὲν φθάνει καμμιὰ φωνή. Χωρὶς αὐτιὰ καμμιὰ πρόοδος, καμμιὰ γνῶσις, καμμιὰ ἐπιστήμη. Εἴδατε κουφούς; Πόσο δυστυχεῖς εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί! Δὲν μποροῦν ν’ ἀκούσουν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ποῦν κι αὐτοὶ ὅ,τι αἰσθάνονται. Μὲ ἄναρθρες φωνές, μὲ διάφορες κινήσεις προσπαθοῦν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τοὺς ἄλλους.

Μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀκοή. Τὰ αὐτιά, ὅπως λέει ἡ ἐπιστήμη, εἶνε ἕνα θαυμάσιο ὄργανο, φτειαγμένο μὲ μεγάλη τέχνη, σοφία καὶ τελειότητα. Ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θαυμάζουν γι’ αὐτά το Δημιουργὸ καὶ τὸν εὐχαριστοῦν; Οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν ἕνα ραντάρ, ποὺ κατασκευάζουν οἱ ἐπιστήμονες γιὰ νὰ πιάνῃ ἀπὸ πολὺ μακριὰ τὸν κρότο ποὺ κάνουν τὰ ἐχθρικά ἀεροπλάνα. Τὸ ραντὰρ εἶνε ἕνα τεχνητὸ αὐτί. Ἀλλὰ τί εἶνε τὸ τεχνητὸ αὐτὸ αὐτὶ μπροστὰ στὰ φυσικὰ αὐτιά, ποὺ εἶνε δύο τέλεια μικρὰ ραντάρ, φτειαγμένα καὶ τοποθετημένα στὴν κατάλληλη θέσι, γιὰ ν’ ἀκούῃ καὶ νὰ πληροφορῆται ὁ ἄνθρωπος τί συμβαίνει στὸν ἔξω κόσμο; Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε το Θεὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν ποιητὴ νὰ λέμε «Κι ὅταν ἀκούω το φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιά, κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι, κι ὅταν ἀκούω τ’ ἀγέρι στοῦ δένδρου τὰ κλαριά, κι ὅταν ἀκούω μὲ πόνο τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη, καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά, Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ‘δωσες τ’ αὐτιά».

Πόση ἀξία ἔχουν τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, τὸ αἰσθάνονται ὅσοι εἶχαν τὸ δυστύχημα νὰ χάσουν τὴν ὅραση καὶ τὴν ἀκοή τους. Οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ κουφοί. Τί δὲν θὰ ἔδιναν οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ κουφοί, γιὰ νὰ γίνουν καλά; Ὑπάρχουν τυφλοὶ καὶ κουφοί, ποὺ κάνουν μακρινὰ ταξίδια. Πᾶνε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, ζητᾶνε νὰ βροῦνε τοὺς καλύτερους ἐπιστήμονες, εἶνε πρόθυμοι νὰ ξοδέψουν ὅλη τὴν περιουσία τους, νὰ ὑποστοῦν τίς πιὸ ὀδυνηρὲς ἐγχειρήσεις, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ δοῦν κάποιο φῶς καὶ ν’ ἀκούσουν ἔστω καὶ λίγο.

Ἀλλὰ νὰ ἕνας γιατρός, ποὺ σὰν αὐτὸν δέν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλος. Γιατρὸς γεμᾶτος στοργὴ καὶ ἀγάπη. Γιατρός, ποὺ θεραπεύει χωρὶς φάρμακα καὶ ἐγχειρήσεις. Γιατρός, ποὺ θεραπεύει, ὅταν θέλῃ, μέσα σὲ μιὰ στιγμή. Γιατρός, ποὺ θεραπεύει καὶ τίς πιὸ δύσκολες καὶ ἀνίατες ἀρρώστιες. Γιατρός, ποὺ θεραπεύει δωρεάν, καὶ τὸ μόνο ποὺ ζητάει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κάνει καλά, εἶνε νὰ ἔχουν πίστι, ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη σ’ αὐτόν.

Εἶνε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, εἶνε ἀνάγκη νὰ ποῦμε ποιός εἶνε ὁ γιατρὸς αὐτός; Ἄν ἤσουν ἄρρωστος βαρειὰ καὶ κινδύνευες νὰ πεθάνῃς, καὶ σοῦ ἔλεγε κάποιος, ὅτι ὑπάρχει στὸ ἐξωτερικὸ ἕνας γιατρὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ καλά, ὦ, πόσο θὰ ἤθελες νὰ γνωρίσῃς ἀπὸ κοντά, νὰ γνωρίσῃς προσωπικά το γιατρὸ αὐτό; Θὰ πήγαινες νὰ τὸν βρῇς, καὶ ἂν ἀκόμη κατοικοῦσε στὸ πιὸ μακρινὸ μέρος τῆς γῆς. Θὰ πουλοῦσες καὶ τὸ πουκάμισο σοῦ, γιὰ νὰ ἐξοικονομήσῃς τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Καὶ ἂν σὲ ἔκανε καλά, θὰ δημοσίευες στὶς ἐφημερίδες εὐχαριστήριο, γιὰ νὰ ἐκφράσῃς δημοσία τίς εὐχαριστίες σου γιὰ τὸν ἔξοχο αὐτὸ γιατρό.

‘Ἀλλὰ τί εἶνε, παρακαλῶ, τί εἶνε καὶ ὁ πιὸ ἔξοχος γιατρὸς μπροστὰ στὸ γιατρὸ ποὺ σοῦ συνιστῶ; Ἕνα τίποτα. Καὶ ὅμως δὲν σὲ βλέπω νὰ συγκινῆσαι, ὅταν ἀκοῦς τὸ ὄνομά του. Τὸ ὄνομά του εἶνε Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ὅπως τὸν ὀνομάζουμε στὴ θεία λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἂν ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύῃς, τὸ πιστεύουν ἄλλοι. Τὸ πιστεύουν καὶ τὸ φωνάζουν τρεῖς ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ δύο ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν τυφλοὶ καὶ ὁ τρίτος ἦταν κουφός.

Οἱ δύο τυφλοί, μόλις ἄκουσαν ὅτι περνάει ἀπὸ τὰ μέρη τους ὁ Χριστός, ἔβγαλαν ὅλη τὴ φωνή τους καὶ φώναζαν «Χριστέ, ἐλέησέ μας» (Ματθ. 9, 27). Φώναζαν συνεχῶς. Ἀκολουθοῦσαν καὶ φώναζαν. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε σ’ ἕνα σπίτι, ἦρθαν κι αὐτοὶ ἐκεῖ καὶ φώναζαν «Χριστέ, ἐλέησε μᾶς». Ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς τυφλοὺς «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». Καὶ οἱ τυφλοὶ χωρὶς δισταγμὸ ἀπαντοῦν ἀμέσως, ἡ φωνή τους βροντή: «Ναί» (ε.α. 9, 28). Τότε ὁ Χριστὸς ἄγγιξε μὲ τὰ ἅγια τοῦ δάχτυλα τὰ μάτια τους καὶ νά -ὦ, τί θαῦμα!- οἱ τυφλοὶ βλέπουν. Καὶ ἐνῶ ὁ Χριστός τους παρήγγειλε νὰ μὴν ποῦν τίποτε, αὐτοὶ γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη τρέχουν παντοῦ καὶ φωνάζουν «Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔκανε καλά».

Δὲν πέρασαν πολλὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγιναν τὰ δύο αὐτὰ θαύματα, καὶ νὰ ἕνα τρίτο θαῦμα. Ἦταν ἕνας κουφός, ὄχι ἀπὸ ἀρρώστια, ἀλλὰ γιατί δαιμόνιο εἶχε μπῆ μέσα του, κι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε τὸ δαιμόνιο -ὦ, τί συμφορά!- καὶ δυστυχισμένος ἄνθρωπος ἔχασε τὴ λαλιά του καὶ τὴν ἀκοή του. Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μιλήσῃ, δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούσῃ. Αὐτὸν τὸν κωφάλαλο τὸν ἔφεραν στὸ Χριστὸ κάποιοι σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι καὶ ζήτησαν νὰ τὸν θεραπεύσῃ.

Καὶ ὁ Χριστός, βλέποντας τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἔκανε τὸ θαῦμα του. Ἔδιωξε μὲ τὸ λόγο του καὶ μόνο τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἦταν χρόνια καὶ χρόνια φωλιασμένο καὶ μόλις βγῆκε τὸ δαιμόνιο, ὁ κωφάλαλος ἄρχισε νὰ μιλάη καὶ ν’ ἀκούῃ.

Τρία θαύματα, ἀγαπητοί, ἔχει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο. Δυὸ τυφλοὶ εἶδαν φώς. Ἕνας κουφὸς ἄκουσε καὶ μίλησε. Τρία θαύματα σὲ λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. Τρία θαύματα, ποὺ φανερώνουν τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο αὐτά. Ὑπάρχουν κι ἄλλα, πιὸ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Ποιά; Ἀκοῦστε. Ἕνας ἁμαρτωλὸς εἶνε κι αὐτὸς τυφλὸς καὶ κουφός, χειρότερος ἀπὸ τοὺς δύο τυφλοὺς καὶ τὸν κουφὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί δὲν βλέπει τὸ Χριστό, δὲν ἀκούει τὸ Χριστό. Γιατί εἶνε ἀναίσθητος καὶ ἀδιάφορος. Ἀλλ’ ἐὰν ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτὸς πιστέψῃ καὶ μετανοήσῃ, τότε -ὦ τῶν θαυμάτων σου, Ἰησοῦ Χριστέ!-, τότε ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτὸς καὶ βλέπει καὶ ἀκούει ἕνα νέο κόσμο, βλέπει καὶ ἀκούει τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καὶ δοξάζει καὶ εὐχαριστεῖ τὸ Χριστό, τὸν μόνο ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ποὺ φωτίζει τυφλοὺς κι ἀνοίγει αὐτιὰ κουφῶν καὶ κάνει γλῶσσες μουγγῶν νὰ μιλᾶνε.

Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη εἰς αἰῶνας αἰώνων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek