ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Β΄ 13 — 23)

13 Ανα­χω­ρη­σάν­των δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγε­λος Κυρί­ου φαί­νε­ται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερ­θεὶς παρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μητέ­ρα αὐτοῦ καὶ φεῦ­γε εἰς Αἴγυ­πτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλ­λει γὰρ ῾Ηρῴ­δης ζητεῖν τὸ παι­δί­ον τοῦ ἀπο­λέ­σαι αὐτό. 14 ῾Ο δὲ ἐγερ­θεὶς παρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μητέ­ρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνε­χώ­ρη­σεν εἰς Αἴγυ­πτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευ­τῆς ῾Ηρῴ­δου, ἵνα πλη­ρω­θῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του λέγον­τος· ἐξ Αἰγύ­πτου ἐκά­λε­σα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε ῾Ηρῴ­δης ἰδὼν ὅτι ἐνε­παί­χθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυ­μώ­θη λίαν, καὶ ἀπο­στεί­λας ἀνεῖ­λε πάν­τας τοὺς παῖ­δας τοὺς ἐν Βηθλε­ὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρί­οις αὐτῆς ἀπὸ διε­τοῦς καὶ κατω­τέ­ρω, κατὰ τὸν χρό­νον ὃν ἠκρί­βω­σε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπλη­ρώ­θη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερε­μί­ου τοῦ προ­φή­του λέγον­τος· 18 φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκού­σθη, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀδυρ­μὸς πολύς· Ραχὴλ κλαί­ου­σα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθε­λε παρα­κλη­θῆ­ναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευ­τή­σαν­τος δὲ τοῦ ῾Ηρῴ­δου ἰδοὺ ἄγγε­λος Κυρί­ου κατ᾿ ὄναρ φαί­νε­ται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύ­πτῳ 20 λέγων· ἐγερ­θεὶς παρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μητέ­ρα αὐτοῦ καὶ πορεύ­ου εἰς γῆν ᾿Ισρα­ήλ· τεθνή­κα­σι γὰρ οἱ ζητοῦν­τες τὴν ψυχὴν τοῦ παι­δί­ου. 21 ὁ δὲ ἐγερ­θεὶς παρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μητέ­ρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισρα­ήλ. 22 ἀκού­σας δὲ ὅτι ᾿Αρχέ­λα­ος βασι­λεύ­ει ἐπὶ τῆς ᾿Ιου­δαί­ας ἀντὶ ῾Ηρῴ­δου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφο­βή­θη ἐκεῖ ἀπελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνε­χώ­ρη­σεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλι­λαί­ας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴ­κη­σεν εἰς πόλιν λεγο­μέ­νην Ναζα­ρέτ, ὅπως πλη­ρω­θῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προ­φη­τῶν ὅτι Ναζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.

13 Οταν δε αυτοί ανε­χώ­ρη­σαν, ιδού άγγε­λος Κυρί­ου εφά­νη­κε δι’ ονεί­ρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέ­σως χωρίς ανα­βο­λήν και πάρε το παι­δί­ον και την μητέ­ρα του και φύγε εις την Αίγυ­πτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διό­τι ο Ηρώ­δης θα ανα­ζη­τή­ση το παι­δί­ον, δια να το θανα­τώ­ση”. 14 Και ο Ιωσήφ εση­κώ­θη­κε αμέ­σως, παρέ­λα­βε νύκτα το παι­δί­ον και την μητέ­ρα αυτού και έφυ­γεν εις την Αίγυ­πτον. 15 Και έμε­νε εκεί, έως ότου απέ­θα­νε ο Ηρώ­δης και έτσι εξε­πλη­ρώ­θη και επραγ­μα­το­ποι­ή­θη πλή­ρως εκεί­νο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προ­φή­του, ο οποί­ος είπε· “από την Αίγυ­πτον εκά­λε­σα τον υιόν μου”.  16 Τοτε ο Ηρώ­δης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξε­γέ­λα­σαν, ωργί­σθη παρά πολύ, και επά­νω εις την φονι­κήν οργήν του έστει­λε δημί­ους και έσφα­ξε όλα τα παι­διά, που ήσαν εις την Βηθλε­έμ και εις τα περί­χω­ρα αυτής από ηλι­κί­ας δύο ετών και κάτω, σύμ­φω­να με τον χρό­νον, τον οποί­ον είχε εξα­κρι­βώ­σει από τους μάγους. 17 Τοτε εξε­πλη­ρώ­θη εκεί­νο που είχε λεχθή από τον προ­φή­την Ιερε­μί­αν, ο οποί­ος είχε προ­φη­τεύ­σει· 18 “Κραυ­γή πόνου και σπα­ραγ­μού ηκού­σθη εις την περιο­χήν Ραμά· θρή­νος μεγά­λος και κλαυθ­μός και οδυρ­μός πολύς· όλαι αι μητέ­ρες της περιο­χής, από­γο­νοι της συζύ­γου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκό­πτον­το δια τα φονευ­θέν­τα τέκνα των και δεν ήθε­λαν με κανέ­να τρό­πον να παρη­γο­ρη­θούν, διό­τι τα αθώα αυτά πλά­σμα­τα δεν υπάρ­χουν πλέ­ον”.  19 Οταν δε απέ­θα­νε ο Ηρώ­δης, ιδού άγγε­λος πάλιν Κυρί­ου εφά­νη δι’ ονεί­ρου στον Ιωσήφ, που έμε­νε εις την Αίγυ­πτον 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παι­δί­ον και την μητέ­ρα αυτού και πήγαι­νε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραη­λι­τών. Διό­τι έχουν πλέ­ον απο­θά­νει εκεί­νοι, που εζη­τού­σαν να αφαι­ρέ­σουν την ζωήν του παι­δί­ου”. 21 Αυτός δε εση­κώ­θη, επή­ρε το παι­δί­ον και την μητέ­ρα του και επα­νήλ­θεν εις την Παλαι­στί­νην. 22 Οταν όμως ήκου­σε ότι εις την Ιου­δαί­αν βασι­λεύ­ει αντί του Ηρώ­δου του πατρός του ο Αρχέ­λα­ος (μοχθη­ρός επί­σης ηγε­μών) εφο­βή­θη να μετα­βή εκεί. Λαβών δε οδη­γί­ας από τον Θεόν στο όνει­ρόν του ανε­χώ­ρη­σε και επή­γε εις τα μέρη της Γαλι­λαί­ας (όπου ηγε­μό­νευεν ο Ηρώ­δης Αντί­πας, ολι­γώ­τε­ρον σκλη­ρός από τον αδελ­φόν του Αρχέ­λα­ον). 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκα­τε­στά­θη εις την πόλιν ονο­μα­ζο­μέ­νην Ναζα­ρέτ· και έτσι εξε­πλη­ρώ­θη αυτό που είχε προ­α­ναγ­γελ­θή από τους προ­φή­τας, ότι δηλα­δή ο Ιησούς “θα ονο­μα­σθή (περι­φρο­νη­τι­κώς από τους εχθρούς του) Ναζω­ραί­ος”.

13 Όταν λοι­πόν ανα­χώ­ρη­σαν οι μάγοι, ιδού ένας άγγε­λος Κυρί­ου φάνη­κε στον Ιωσήφ σε όνει­ρο και του είπε: Σήκω, πάρε το παι­δί και τη μητέ­ρα του και φύγε στην Αίγυ­πτο, και μεί­νε εκεί μέχρι να σου πω. Φύγε, διό­τι ο Ηρώ­δης σκο­πεύ­ει να ψάξει το παι­δί για να το σκο­τώ­σει. 14 Σηκώ­θη­κε λοι­πόν ο Ιωσήφ και μέσα στη νύχτα πήρε το παι­δί και τη μητέ­ρα του και ανα­χώ­ρη­σε για την Αίγυ­πτο. 15 Κι έμει­νε εκεί μέχρι που πέθα­νε ο Ηρώ­δης? για να επα­λη­θευ­θεί ακρι­βώς εκεί­νο που είπε ο Κύριος μέσω του προ­φή­τη? Από την Αίγυ­πτο κάλε­σα τον υιό μου να επι­στρέ­ψει στον τόπο της γεν­νή­σε­ώς του. 16 Τότε ο Ηρώ­δης, όταν είδε ότι οι μάγοι τον εξα­πά­τη­σαν και τον ξεγέ­λα­σαν, θύμω­σε πολύ. Έστει­λε λοι­πόν στρα­τιώ­τες, οι οποί­οι σκό­τω­σαν όλα τα παι­διά που ήταν στη Βηθλε­έμ και σ’ όλα τα περί­χω­ρα και τα σύνο­ρά της, από ηλι­κία δύο ετών και κάτω, σύμ­φω­να με το χρο­νι­κό διά­στη­μα που εξα­κρί­βω­σε από τους μάγους. 17 Τότε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως εκεί­νο που προ­φή­τευ­σε ο προ­φή­της Ιερε­μί­ας: 18 Φωνή σπα­ρα­κτι­κή ακού­στη­κε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενια­μίν, θρή­νος και κλά­μα­τα και οδυρ­μός πολύς. Η σύζυ­γος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμ­μέ­νη, κλαί­ει τα παι­διά της (με το στό­μα των απο­γό­νων της μητέ­ρων που στε­ρή­θη­καν τα μικρά τους) και δεν θέλει με κανέ­να τρό­πο να παρη­γο­ρη­θεί, διό­τι τα αθώα αυτά παι­διά δεν υπάρ­χουν πλέ­ον στη ζωή. 19 Όταν λοι­πόν πέθα­νε ο Ηρώ­δης, ιδού, ένας άγγε­λος Κυρί­ου φάνη­κε στον Ιωσήφ σε όνει­ρο στην Αίγυ­πτο 20 και του είπε: Σήκω και πάρε το παι­δί και τη μητέ­ρα του και πήγαι­νε με την ησυ­χία σου στη χώρα των Ισραη­λι­τών. Διό­τι έχουν πεθά­νει πλέ­ον εκεί­νοι που ζητού­σαν να πάρουν τη ζωή του παι­διού. 21 Σηκώ­θη­κε λοι­πόν, πήρε το παι­δί και τη μητέ­ρα του και ήλθε στην Παλαι­στί­νη. 22 Αλλά όταν άκου­σε ότι στην Ιου­δαία βασί­λευε ο Αρχέ­λα­ος στη θέση του πατέ­ρα του Ηρώ­δη, φοβή­θη­κε να πάει εκεί. Με εντο­λή όμως που του έδω­σε ο Θεός στο όνει­ρό του ανα­χώ­ρη­σε για τα μέρη της Γαλι­λαί­ας, όπου ηγε­μό­νας ήταν ο Ηρώ­δης ο Αντί­πας, ο οποί­ος ήταν λιγό­τε­ρο σκλη­ρός από τον αδελ­φό του Αρχέ­λαο. 23 Κι αφού ήλθε εκεί, εγκα­τα­στά­θη­κε στην πόλη που λέγε­ται Ναζα­ρέτ. Για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί έτσι εκεί­νο που είπαν οι προ­φή­τες, ότι ο Ιησούς θα ονο­μα­σθεί περι­φρο­νη­τι­κά από τους εχθρούς του Ναζω­ραί­ος.

13 Ἀφοῦ δὲ ἀνα­χώ­ρη­σαν, ἰδοὺ ἄγγε­λος Κυρί­ου ἐμφα­νί­ζε­ται σὲ ὄνει­ρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ λέγει: «Σήκω καὶ πάρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μητέ­ρα του καὶ φύγε γιὰ τὴν Ἀἴγυ­πτο, καὶ νὰ μένῃς ἐκεῖ, μέχρι νὰ σοῦ εἰπῶ. Διό­τι ὁ Ἡρῴ­δης πρό­κει­ται ν᾽ ἀνα­ζη­τή­σῃ τὸ παι­δὶ γιὰ νὰ τὸ θανα­τώ­σῃ». 14 Ἀὐτὸς δὲ σηκώ­θη­κε καὶ πῆρε νύχτα τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μητέ­ρα του καὶ ἀνα­χώ­ρη­σε γιὰ τὴν Ἀἴγυ­πτο. 15 Καὶ ἦταν ἐκεῖ, ἕως ὅτου πέθα­νε ὁ Ἡρῴ­δης, καὶ ἔτσι ἐκπλη­ρώ­θη­κε ὁ λόγος τοῦ Κυρί­ου διὰ τοῦ προ­φή­του, ὁ ὁποῖ­ος εἶπε: Ἀπὸ τὴν Αἴγυ­πτο κάλε­σα τὸν υἱό μου. 16 Τότε ὁ Ἡρῴ­δης, ἐπει­δὴ εἶδε, ὅτι τὸν κορόι­δε­ψαν οἱ μάγοι, ἐξωρ­γί­σθη­κε καὶ­ἔ­στει­λε (στρα­τιῶ­τες) καὶ θανά­τω­σε ὅλα τὰ ἀρσε­νι­κὰ παι­διὰ στὴ Βηθλε­ὲμ καὶ σ᾽ ὅλα τὰ περί­χω­ρά της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμ­φω­να μὲ τὸ χρό­νο, ποὺ ἐξα­κρί­βω­σε ἀπὸ τοὺς μάγους. 17 Τότε ἐκπλη­ρώ­θη­κε ὁ λόγος τοῦ Ἱερε­μί­ου τοῦ προ­φή­του, ὁ ὁποῖ­ος εἶπε: 18 Σπα­ρα­κτι­κὴ φωνὴ ἀκού­σθη­κε στὴ Ραμά, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀδυρ­μὸς μεγά­λος. Ἡ Ραχὴ­λἔ­κλαιε τὰ τέκνα της, καὶ δὲν õθε­λε νὰθε­λε νὰ παρη­γο­ρη­θῇ, διό­τι δὲν ñπάρ­χουν πάρ­χουν (πλέ­ον στὴ ζωὴ αὐτή). 19 Ὅταν δὲ πέθα­νε ὁ Ἡρῴ­δης, ἰδοὺ ἄγγε­λος τοῦ Κυρί­ου ἐμφα­νί­ζε­ται σὲ ὄνει­ρο στὸν Ἰωσὴφ στὴν Ἀἴγυ­πτο 20 καὶ λέγει: «Σήκω καὶ πάρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μητέ­ρα του καὶ πήγαι­νε στὴ γῆ τοῦ Ἰσρα­ήλ. Διό­τι ἐκεῖ­νοι, ποὺ ζητοῦ­σαν τὴ ζωὴ τοῦ παι­διοῦ, πέθα­ναν». 21 Ἀὐτὸς δὲ σηκώ­θη­κε καὶ πῆρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μητέ­ρα του καὶ ἦλθε στὴ γῆ τοῦ Ἰσρα­ήλ. 22 Ὅταν δὲ ἄκου­σε, ὅτι ὁ Ἀρχέ­λα­ος βασι­λεύ­ει στὴν Ἰου­δαία ὡς διά­δο­χος τοῦ Ἡρῴ­δη τοῦ πατέ­ρα του, φοβή­θη­κε νὰ μετα­βῇ ἐκεῖ. Καὶ ἀφοῦ­ἔ­λα­βε ὁδη­γία μὲ θεία ἀπο­κά­λυ­ψι σὲ ὄνει­ρο, ἀνα­χώ­ρη­σε γιὰ τὰ μέρη τῆς Γαλι­λαί­ας. 23 Καὶ ἦλθε καὶ ἐγκα­τα­στά­θη­κε σὲ πόλι ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Ναζα­ρέτ, καὶ ἔτσι ἐκπλη­ρώ­θη­κε ἐκεῖ­νο, ποὺ εἶπαν οἱ προ­φῆ­τες, ὅτι θὰ ὀνο­μα­σθῇ Ναζω­ραῖ­ος.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ Ναζω­ραῖ­ος

«Καὶ ἐλθὼν κατώ­κη­σεν εἰς πόλιν λεγο­μέ­νην Ναζα­ρέτ, ὅπως πλη­ρω­θῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προ­φη­τῶν ὅτι Ναζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται» (Ματθ. 2, 23)

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, αγα­πη­τοί, ὁ Χρι­στὸς ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ γεν­νή­θη­κε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ σταυ­ρὸ εἶπε τὸ «Τετέ­λε­σται» (Ἰωάν. 19, 30), δὲν βρῆ­κε στὴν ἁμαρ­τω­λὴ αὐτὴ γῆ ἡσυ­χία καὶ ἀνά­παυ­σι.

Μέσα σ’ ἕναν ἀκά­θαρ­το σταῦ­λο γεν­νή­θη­κε. Ἦταν ὁ Χρι­στὸς ἀκό­μη βρέ­φος, ὅταν ὁ βασι­λιᾶς Ἡρώ­δης τρό­χι­σε τὰ μαχαί­ρια του γιὰ νὰ τὸν σκο­τώ­σῃ, για­τί φοβό­ταν ὅτι τὸ βρέ­φος αὐτὸ ὅταν θὰ μεγά­λω­νε θὰ τὸν γκρέ­μι­ζε ἀπ’ τὸ θρό­νο. Δὲν σκε­πτό­ταν ὁ ἄθλιος ὅτι, μέχρι νὰ μεγα­λώ­σῃ τὸ θεῖο Βρέ­φος, αὐτὸς σὰν γέρος ποὺ ἦταν θὰ εἶχε πιὰ πεθά­νει. Δὲν σκε­πτό­ταν ὁ ἄθλιος ὅτι, ἂν ἤταν ἀπ’ τὸ Θεὸ γραμ­μέ­νο τὸ θεῖο Βρέ­φος νὰ γίνῃ βασι­λιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, αὐτὸς τί θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κάνῃ; Ποιός μπο­ρεῖ νὰ τὰ βάλῃ μέ το Θεό; “Ὅλη ἡ δύνα­μις τοῦ ἀνθρώ­που εἶνε ἕνα ἄχυ­ρο, ποὺ εὔκο­λα τὸ καί­ει ἡ φωτιά, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.

Μὰ αὐτὰ δὲν τὰ σκε­πτό­ταν ὁ Ἡρώ­δης. Για­τί τὸν εἶχε τυφλώ­σει ὁ σατα­νᾶς. Καὶ σὰν ὄργα­νο τοῦ σατα­νᾶ κατέ­στρω­σε σχέ­διο νὰ ἐξον­τώ­σῃ τὸ Χρι­στό. Διέ­τα­ξε νὰ σφα­γοῦν ὅλα τὰ νήπια ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρο­νῶν, μὲ τὴν ἐλπί­δα, ὅτι μέσα σ’ αὐτὰ θὰ ἦταν κι ὁ Χρι­στός. Χιλιά­δες τότε νήπια σφά­χτη­καν σὰν ἀρνά­κια, καὶ χιλιά­δες μανᾶ­δες ἔκλα­ψαν γιὰ τὸν ἄδι­κο χαμὸ τῶν παι­διῶν τους. ‘Ἀλλὰ τὰ παι­διὰ αὐτὰ ποὺ ἔσφα­ξε ὁ Ἡρώ­δης μὴν τὰ κλαῖ­τε. Για­τί βαπτί­στη­καν μέσα στὸ αἷμα τους καὶ μὲ τὴ λευ­κὴ ψυχή τους πέτα­ξαν στὰ οὐρά­νια κ’ ἔγι­ναν οἱ πρῶ­τοι μάρ­τυ­ρες τοῦ Χρι­στοῦ.

Τὸ σχέ­διο τοῦ Ἡρώ­δη ἀπέ­τυ­χε. Μέσ’ στὰ παι­διὰ ποὺ ἔσφα­ξε ὁ Ἡρώ­δης δὲν ἦταν ὁ Χρι­στός. Για­τί ἄγγε­λος προ­ει­δο­ποί­η­σε τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ γιὰ τὸν κίν­δυ­νο ποὺ διέ­τρε­χε τὸ θεῖο Βρέ­φος. Ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν εἰδο­ποί­η­ση αὐτὴ ἡ θεία οἰκο­γέ­νεια δὲν ἔπρε­πε νὰ μεί­νῃ οὔτε λεπτὸ στὴ Βηθλε­έμ. Νύχτα σηκώ­θη­κε ἡ Πανα­γία, πῆρε στὴν ἀγκα­λιά της τὸ θεῖο Βρέ­φος καὶ μὲ συνο­δὸ τὸν Ἰωσὴφ ἔφυ­γε μακριά. Πόσο θὰ ὑπέ­φε­ρε στὸ μακρι­νό της αὐτὸ ταξί­δι ἡ Πανα­γία! «Ὅσες γυναῖ­κες στὴν κατα­στρο­φὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας ἦταν μανᾶ­δες κ’ εἶχαν μικρὰ παι­διὰ καὶ ἀναγ­κά­στη­καν νύχτα νὰ πάρουν τὰ παι­διά τους καὶ νὰ φύγουν, γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὸ μαχαί­ρι τοῦ Κεμάλ, τοῦ νέου αὐτοῦ Ἡρώ­δη τοῦ χρι­στια­νι­σμοῦ, αὐτὲς οἱ γυναῖ­κες μπο­ροῦν νὰ κατα­λά­βουν τί ὑπέ­φε­ρε ἡ Πανα­γία στὸ μακρι­νό της αὐτὸ ταξί­δι. Ἔφτα­σε στὴν Αἴγυ­πτο. Κ’ ἐκεῖ ἔμει­ναν, μέχρις ὅτου ὁ Ἡρώ­δης, ποὺ ἤθε­λε νὰ σκο­τώ­σῃ τὸ θεῖο Βρέ­φος, πέθα­νε. Ἄθλιο ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἡρώ­δη. Ὁ κακοῦρ­γος σκου­λή­κια­σε ὁλό­κλη­ρος, καὶ τὸ κορ­μί του βρώ­μι­σε καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε κανεὶς νὰ τὸν πλη­σιά­σῃ.

Ἡ Πανα­γία, ὕστε­ρα ἀπ’ το θάνα­το τοῦ Ἡρώ­δη, πῆρε τὸ Χρι­στὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ ἐπέ­στρε­ψαν στὴν πατρί­δα. Δὲν πῆγαν ὅμως στὴ Βηθλε­έμ, για­τί ἡ Βηθλε­ὲμ ἀνῆ­κε στὴν περι­φέ­ρεια ποὺ διοι­κοῦ­σε ἕνα ἀπὸ τὰ παι­διὰ τοῦ Ἡρώ­δη, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς κακὸς σὰν τὸν πατέ­ρα του. Δὲν πῆγαν στὴ Βηθλε­έμ. Πῆγαν σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Γαλι­λαί­ας, τὴ Ναζα­ρέτ. Ἐκεῖ ἔμει­νε ὁ Χρι­στός. Κι ἀπὸ τὸ ὄνο­μα τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ ὀνο­μά­στη­κε Ναζω­ραῖ­ος.

Ἡ Ναζα­ρὲτ ἦταν στὴν ἐπο­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἕνα χωριὸ κτι­σμέ­νο σὲ πεδιά­δα. Ἀπ’ τοὺς λόφους της ἡ θέα ἦταν λαμ­πρή. Φαί­νον­ταν οἱ κορ­φὲς τῶν βου­νῶν Ἀερ­μῶν, Καρ­μή­λου, Θαβώρ. Στὴν πεδιά­δα, στοὺς λόφους καὶ στὰ βου­νὰ τῆς περι­φε­ρεί­ας αὐτῆς εἶχαν γίνει μάχες ἱστο­ρι­κὲς καὶ ἄλλα σημαν­τι­κὰ γεγο­νό­τα, ποὺ ἀνα­φέ­ρει ἡ Παλαιὰ Δια­θή­κη. Ἀλλ’ ἐνῶ τὸ φυσι­κὸ περι­βάλ­λον της Ναζα­ρὲτ ἦταν λαμ­πρό, ἀντί­θε­τα τὸ ἠθι­κὸ περι­βάλ­λον της ἦταν ἄθλιο. Οἱ κάτοι­κοι τῆς Ναζα­ρὲτ δὲν δια­κρί­νον­ταν γιὰ εὐγέ­νεια. Ἦταν ἄνθρω­ποι ἀγροῖ­κοι. Καὶ ἐξ αἰτί­ας τῆς ἀθλί­ας συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους ἡ Ναζα­ρὲτ εἶχε ἀπο­κτή­σει κακὴ φήμη. Τὴ θεω­ροῦ­σαν ἕνα ἀπ’ τὰ χει­ρό­τε­ρα χωριά. Ἅμα οἱ ἄνθρω­ποι ἄκου­γαν ὅτι κάποιος κατά­γε­ται ἀπὸ τὴ Ναζα­ρέτ, κου­νοῦ­σαν τὸ κεφά­λι τους μελαγ­χο­λι­κά, για­τί ἤξε­ραν πόση κακία, ἀγέ­νεια καὶ ἀμορ­φω­σιὰ ὑπῆρ­χε στὴ Ναζα­ρέτ. Ἡ Ναζα­ρὲτ ἔμοια­ζε μὲ χέρ­σο τόπο, μὲ τόπο γεμᾶ­το ἀγκά­θια. Πῶς ἦταν δυνα­τὸν μέσα στ’ ἀγκά­θια νὰ φυτρώ­σῃ λου­λού­δι;

Καὶ ὅμως μέσα στὸν τόπο αὐτὸ φύτρω­σε λου­λού­δι ποὺ σκόρ­πι­σε τὸ ἄρω­μά του σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Φύτρω­σε «ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσ­σαί», ὅπως ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας. Καὶ τὸ ἄνθος αὐτὸ εἶνε ὁ Χρι­στός. Στὴ Ναζα­ρέτ, σ’ αὐτὸ τὸν ἄγκα­θό­το­πο, ὁ Χρι­στὸς ἔζη­σε τὰ περισ­σό­τε­ρα χρό­νια τῆς ζωῆς του. Δὲν ἀπο­μα­κρύν­θη­κε ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν πῆγε σὲ μεγά­λες πόλεις. Δὲν σπού­δα­σε σὲ σχο­λὲς καὶ ἀκα­δη­μί­ες. Δὲν ἔμα­θε γράμ­μα­τα. Δού­λευε ἀπὸ μικρός. Δού­λευε στὸ ἐργα­στή­ρι τοῦ Ἰωσήφ. Κρα­τοῦ­σε πριό­νια καὶ σκε­πάρ­νια. Ἔφτεια­χνε πόρ­τες, παρά­θυ­ρα, ἀλέ­τρια καὶ ἀργα­λειούς. Ἦταν μαραγ­κός. Ὅλοι ἔτσι τὸν ἤξε­ραν. Γι’ αὐτό, ὅταν ἄφη­σε τὸ χωριό του καὶ βγῆ­κε στή δημο­σίᾳ δρά­σει καὶ δίδα­σκε, ὅλοι παρα­ξε­νεύ­τη­καν. Ἀκού­γον­τας ἀπὸ ποιό χωριὸ κατά­γε­ται, ἔλε­γαν: «Ἐκ Ναζα­ρὲτ δύνα­ται τί ἀγα­θὸν εἶναι;» (Ἰωάν. 1, 47). Μπο­ρεῖ ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγὴ τίπο­τε τὸ καλό; Καὶ οἱ συγ­χω­ρια­νοὶ τοῦ πάλι, ὅταν πῆγε στὴ Ναζα­ρὲτ καὶ τὸν ἄκου­σαν νὰ διδά­σκῃ, ἀπό­ρη­σαν γιὰ τὴ σοφία του καὶ ἔλε­γαν «Πῶς οὗτος γράμ­μα­τα οἵδε μὴ μεμα­θη­κώς;» (Ἰωάν. 7, 15). Καὶ οἱ ἐχθροί του, θέλον­τας νὰ τὸν κοροϊ­δέ­ψουν, τὸν ὀνό­μα­σαν Ναζω­ραῖο, δηλα­δὴ ἄνθρω­πο χωρὶς ἀξία, για­τί γι’ αὐτοὺς μεγά­λη ἀξία εἶχαν αὐτοὶ ποὺ ἦταν γεν­νη­μέ­νοι καὶ ζοῦ­σαν στὶς μεγά­λες πόλεις καὶ συνα­να­στρέ­φον­ταν τοὺς «καθὼς πρέ­πει» ἀνθρώ­πους. Τί πλά­νη, τί ἐγωι­σμός! Νὰ μετροῦν τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που ὄχι ἀπὸ τὴν ἀρε­τὴ ποὺ ἔχει, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατά­γε­ται.

Ναζω­ραῖ­ος! Εἶχε γίνει πιὰ τὸ παρω­νύ­μιο, δηλα­δὴ τὸ παρα­τσού­κλι τοῦ Χρι­στοῦ. Κι ὅταν τὸν σταύ­ρω­σαν, στὴν πινα­κί­δα ποὺ κάρ­φω­σαν στὴν κορ­φὴ τοῦ σταυ­ροῦ ἔγρα­ψαν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος ὁ βασι­λεὺς τῶν Ἰου­δαί­ων» (Ἰωάν. 19, 19).

Ναζω­ραῖ­ος. Χρι­στέ μου! Σὲ ὠνό­μα­σαν ἔτσι γιὰ νὰ σὲ ξευ­τε­λί­σουν. Σὲ κάρ­φω­σαν στὸ ξύλο τοῦ σταυ­ροῦ γιὰ νὰ σὲ ἀτι­μά­σουν, για­τί σὲ σταυ­ρι­κὸ θάνα­το κατα­δί­κα­ζαν τοὺς λῃστὲς καὶ τὰ πιὸ διε­φθαρ­μέ­να καὶ ἐγκλη­μα­τι­κὰ στοι­χεῖα. Ἀλλὰ τίπο­τε δὲν κατόρ­θω­σαν. Ἀντί­θε­τα, ὅπως ὁ ἥλιος ὅπου πέσῃ κάνει ὅλα νὰ λάμ­πουν, ἔτσι κ’ ἐσύ, ὁ Ἥλιος τοῦ κόσμου, κάνεις νὰ λάμ­πουν ὅλα ὅσα σὲ ἀγγί­ζουν. Ὁ σταυ­ρός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ καρ­φώ­θη­κες, πῆρε ἄλλο νόη­μα. Ἔλαμ­ψε ὅσο δὲν ἔλαμ­ψε ὁ θρό­νος κανε­νὸς βασι­λιᾶ. Τὸ ἀγκά­θι­νο στε­φά­νι ἔλαμ­ψε ὅσο δὲν ἔλαμ­ψε ποτὲ στέμ­μα βασι­λι­κὸ φτειαγ­μέ­νο ἀπὸ δια­μάν­τια καὶ μαρ­γα­ρι­τά­ρια. Κι αὐτὸ τὸ περι­φρο­νη­τι­κὸ ὄνο­μα Ναζω­ραῖ­ος, ποὺ μὲ τόση περι­φρό­νη­σι ἔλε­γαν οἱ ἐχθροί, τώρα μὲ μεγά­λο σεβα­σμὸ καὶ ἱερὴ συγ­κί­νη­σι ἑκα­τομ­μύ­ρια ἄνθρω­ποι τὸ λένε. Ὁ Ναζω­ραῖ­ος νίκη­σε στὴ δόξα τοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ καυ­χών­ταν γιὰ τὴν κατα­γω­γή τους ἀπὸ τίς πιὸ λαμ­πρὲς πόλεις τοῦ κόσμου.

Ναζω­ραῖ­ος! Καὶ σύ, χρι­στια­νέ μου, ἂν θέλῃς νὰ ζήσῃς σὰν τὸν Ναζω­ραῖο, θὰ σὲ ὑβρί­σουν καὶ θὰ σὲ ἀτι­μά­σουν σὰν αὐτόν. Οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ δὲν πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό, θὰ σὲ στο­λί­σουν μὲ διά­φο­ρα κοσμη­τι­κὰ ἐπί­θε­τα. Κάθε ἄνθρω­πος ποὺ θρη­σκεύ­ει εἶνε γι’ αὐτοὺς ἠλί­θιος, χαζός, τρελ­λός, καθυ­στε­ρη­μέ­νος, στε­νο­κέ­φα­λος, φανα­τι­κός… Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕναν πιστὸ εἶνε παρά­ση­μα. Ἀλή­θεια πόσο εὐτυ­χι­σμέ­νος καὶ μακά­ριος εἶνε ἐκεῖ­νος, ποὺ ὑβρί­ζε­ται καὶ ἀτι­μά­ζε­ται γιὰ τὸ Χρι­στό! Γίνε­ται κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς Ναζω­ραῖ­ος, ἄξιος ν’ ἀκού­σῃ το μακα­ρι­σμὸ τοῦ Ναζω­ραί­ου” «Μακά­ριοί ἐστε ὅταν ὀνει­δί­σω­σιν ὑμᾶς καὶ διώ­ξω­σι καὶ εἴπω­σι πᾶν πονη­ρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευ­δό­με­νοι ἕνε­κεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5, 11).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek