ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ - ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (Β΄ 13 - 23)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
13 Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 14 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 16 Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. 17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 18 φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. 22 ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
13 Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι’ ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. 14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. 15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. 16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. 17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· 18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. 19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι’ ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. 21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. 22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”.
13 Όταν λοιπόν αναχώρησαν οι μάγοι, ιδού ένας άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο και του είπε: Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο, και μείνε εκεί μέχρι να σου πω. Φύγε, διότι ο Ηρώδης σκοπεύει να ψάξει το παιδί για να το σκοτώσει. 14 Σηκώθηκε λοιπόν ο Ιωσήφ και μέσα στη νύχτα πήρε το παιδί και τη μητέρα του και αναχώρησε για την Αίγυπτο. 15 Κι έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε ο Ηρώδης? για να επαληθευθεί ακριβώς εκείνο που είπε ο Κύριος μέσω του προφήτη? Από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιό μου να επιστρέψει στον τόπο της γεννήσεώς του. 16 Τότε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι μάγοι τον εξαπάτησαν και τον ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν στρατιώτες, οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σ’ όλα τα περίχωρα και τα σύνορά της, από ηλικία δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με το χρονικό διάστημα που εξακρίβωσε από τους μάγους. 17 Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προφήτευσε ο προφήτης Ιερεμίας: 18 Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενιαμίν, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της (με το στόμα των απογόνων της μητέρων που στερήθηκαν τα μικρά τους) και δεν θέλει με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή. 19 Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης, ιδού, ένας άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο 20 και του είπε: Σήκω και πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στη χώρα των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν να πάρουν τη ζωή του παιδιού. 21 Σηκώθηκε λοιπόν, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και ήλθε στην Παλαιστίνη. 22 Αλλά όταν άκουσε ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο Αρχέλαος στη θέση του πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Με εντολή όμως που του έδωσε ο Θεός στο όνειρό του αναχώρησε για τα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ηγεμόνας ήταν ο Ηρώδης ο Αντίπας, ο οποίος ήταν λιγότερο σκληρός από τον αδελφό του Αρχέλαο. 23 Κι αφού ήλθε εκεί, εγκαταστάθηκε στην πόλη που λέγεται Ναζαρέτ. Για να πραγματοποιηθεί έτσι εκείνο που είπαν οι προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομασθεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος.
13 Ἀφοῦ δὲ ἀναχώρησαν, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ λέγει: «Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε γιὰ τὴν Ἀἴγυπτο, καὶ νὰ μένῃς ἐκεῖ, μέχρι νὰ σοῦ εἰπῶ. Διότι ὁ Ἡρῴδης πρόκειται ν᾽ ἀναζητήσῃ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ θανατώσῃ». 14 Ἀὐτὸς δὲ σηκώθηκε καὶ πῆρε νύχτα τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἀἴγυπτο. 15 Καὶ ἦταν ἐκεῖ, ἕως ὅτου πέθανε ὁ Ἡρῴδης, καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπε: Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου. 16 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ἐπειδὴ εἶδε, ὅτι τὸν κορόιδεψαν οἱ μάγοι, ἐξωργίσθηκε καὶἔστειλε (στρατιῶτες) καὶ θανάτωσε ὅλα τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ᾽ ὅλα τὰ περίχωρά της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ χρόνο, ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους. 17 Τότε ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπε: 18 Σπαρακτικὴ φωνὴ ἀκούσθηκε στὴ Ραμά, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς μεγάλος. Ἡ Ραχὴλἔκλαιε τὰ τέκνα της, καὶ δὲν õθελε νὰθελε νὰ παρηγορηθῇ, διότι δὲν ñπάρχουν πάρχουν (πλέον στὴ ζωὴ αὐτή). 19 Ὅταν δὲ πέθανε ὁ Ἡρῴδης, ἰδοὺ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ στὴν Ἀἴγυπτο 20 καὶ λέγει: «Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὴ γῆ τοῦ Ἰσραήλ. Διότι ἐκεῖνοι, ποὺ ζητοῦσαν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ, πέθαναν». 21 Ἀὐτὸς δὲ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἦλθε στὴ γῆ τοῦ Ἰσραήλ. 22 Ὅταν δὲ ἄκουσε, ὅτι ὁ Ἀρχέλαος βασιλεύει στὴν Ἰουδαία ὡς διάδοχος τοῦ Ἡρῴδη τοῦ πατέρα του, φοβήθηκε νὰ μεταβῇ ἐκεῖ. Καὶ ἀφοῦἔλαβε ὁδηγία μὲ θεία ἀποκάλυψι σὲ ὄνειρο, ἀναχώρησε γιὰ τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας. 23 Καὶ ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ πόλι ὀνομαζομένη Ναζαρέτ, καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο, ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι θὰ ὀνομασθῇ Ναζωραῖος.
Ὁ Ναζωραῖος
«Καὶ ἐλθὼν κατώκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται» (Ματθ. 2, 23)
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, αγαπητοί, ὁ Χριστὸς ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ σταυρὸ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19, 30), δὲν βρῆκε στὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γῆ ἡσυχία καὶ ἀνάπαυσι.
Μέσα σ’ ἕναν ἀκάθαρτο σταῦλο γεννήθηκε. Ἦταν ὁ Χριστὸς ἀκόμη βρέφος, ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης τρόχισε τὰ μαχαίρια του γιὰ νὰ τὸν σκοτώσῃ, γιατί φοβόταν ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ὅταν θὰ μεγάλωνε θὰ τὸν γκρέμιζε ἀπ’ τὸ θρόνο. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, μέχρι νὰ μεγαλώσῃ τὸ θεῖο Βρέφος, αὐτὸς σὰν γέρος ποὺ ἦταν θὰ εἶχε πιὰ πεθάνει. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, ἂν ἤταν ἀπ’ τὸ Θεὸ γραμμένο τὸ θεῖο Βρέφος νὰ γίνῃ βασιλιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, αὐτὸς τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ; Ποιός μπορεῖ νὰ τὰ βάλῃ μέ το Θεό; “Ὅλη ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ἕνα ἄχυρο, ποὺ εὔκολα τὸ καίει ἡ φωτιά, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Μὰ αὐτὰ δὲν τὰ σκεπτόταν ὁ Ἡρώδης. Γιατί τὸν εἶχε τυφλώσει ὁ σατανᾶς. Καὶ σὰν ὄργανο τοῦ σατανᾶ κατέστρωσε σχέδιο νὰ ἐξοντώσῃ τὸ Χριστό. Διέταξε νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ νήπια ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μέσα σ’ αὐτὰ θὰ ἦταν κι ὁ Χριστός. Χιλιάδες τότε νήπια σφάχτηκαν σὰν ἀρνάκια, καὶ χιλιάδες μανᾶδες ἔκλαψαν γιὰ τὸν ἄδικο χαμὸ τῶν παιδιῶν τους. ‘Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ ἔσφαξε ὁ Ἡρώδης μὴν τὰ κλαῖτε. Γιατί βαπτίστηκαν μέσα στὸ αἷμα τους καὶ μὲ τὴ λευκὴ ψυχή τους πέταξαν στὰ οὐράνια κ’ ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ σχέδιο τοῦ Ἡρώδη ἀπέτυχε. Μέσ’ στὰ παιδιὰ ποὺ ἔσφαξε ὁ Ἡρώδης δὲν ἦταν ὁ Χριστός. Γιατί ἄγγελος προειδοποίησε τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τὸ θεῖο Βρέφος. Ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰδοποίηση αὐτὴ ἡ θεία οἰκογένεια δὲν ἔπρεπε νὰ μείνῃ οὔτε λεπτὸ στὴ Βηθλεέμ. Νύχτα σηκώθηκε ἡ Παναγία, πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ θεῖο Βρέφος καὶ μὲ συνοδὸ τὸν Ἰωσὴφ ἔφυγε μακριά. Πόσο θὰ ὑπέφερε στὸ μακρινό της αὐτὸ ταξίδι ἡ Παναγία! «Ὅσες γυναῖκες στὴν καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν μανᾶδες κ’ εἶχαν μικρὰ παιδιὰ καὶ ἀναγκάστηκαν νύχτα νὰ πάρουν τὰ παιδιά τους καὶ νὰ φύγουν, γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ Κεμάλ, τοῦ νέου αὐτοῦ Ἡρώδη τοῦ χριστιανισμοῦ, αὐτὲς οἱ γυναῖκες μποροῦν νὰ καταλάβουν τί ὑπέφερε ἡ Παναγία στὸ μακρινό της αὐτὸ ταξίδι. Ἔφτασε στὴν Αἴγυπτο. Κ’ ἐκεῖ ἔμειναν, μέχρις ὅτου ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤθελε νὰ σκοτώσῃ τὸ θεῖο Βρέφος, πέθανε. Ἄθλιο ἦταν τὸ τέλος τοῦ Ἡρώδη. Ὁ κακοῦργος σκουλήκιασε ὁλόκληρος, καὶ τὸ κορμί του βρώμισε καὶ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν πλησιάσῃ.
Ἡ Παναγία, ὕστερα ἀπ’ το θάνατο τοῦ Ἡρώδη, πῆρε τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα. Δὲν πῆγαν ὅμως στὴ Βηθλεέμ, γιατί ἡ Βηθλεὲμ ἀνῆκε στὴν περιφέρεια ποὺ διοικοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἡρώδη, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς κακὸς σὰν τὸν πατέρα του. Δὲν πῆγαν στὴ Βηθλεέμ. Πῆγαν σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Γαλιλαίας, τὴ Ναζαρέτ. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Χριστός. Κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ ὀνομάστηκε Ναζωραῖος.
Ἡ Ναζαρὲτ ἦταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα χωριὸ κτισμένο σὲ πεδιάδα. Ἀπ’ τοὺς λόφους της ἡ θέα ἦταν λαμπρή. Φαίνονταν οἱ κορφὲς τῶν βουνῶν Ἀερμῶν, Καρμήλου, Θαβώρ. Στὴν πεδιάδα, στοὺς λόφους καὶ στὰ βουνὰ τῆς περιφερείας αὐτῆς εἶχαν γίνει μάχες ἱστορικὲς καὶ ἄλλα σημαντικὰ γεγονότα, ποὺ ἀναφέρει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλ’ ἐνῶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον της Ναζαρὲτ ἦταν λαμπρό, ἀντίθετα τὸ ἠθικὸ περιβάλλον της ἦταν ἄθλιο. Οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ δὲν διακρίνονταν γιὰ εὐγένεια. Ἦταν ἄνθρωποι ἀγροῖκοι. Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀθλίας συμπεριφορᾶς τους ἡ Ναζαρὲτ εἶχε ἀποκτήσει κακὴ φήμη. Τὴ θεωροῦσαν ἕνα ἀπ’ τὰ χειρότερα χωριά. Ἅμα οἱ ἄνθρωποι ἄκουγαν ὅτι κάποιος κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι τους μελαγχολικά, γιατί ἤξεραν πόση κακία, ἀγένεια καὶ ἀμορφωσιὰ ὑπῆρχε στὴ Ναζαρέτ. Ἡ Ναζαρὲτ ἔμοιαζε μὲ χέρσο τόπο, μὲ τόπο γεμᾶτο ἀγκάθια. Πῶς ἦταν δυνατὸν μέσα στ’ ἀγκάθια νὰ φυτρώσῃ λουλούδι;
Καὶ ὅμως μέσα στὸν τόπο αὐτὸ φύτρωσε λουλούδι ποὺ σκόρπισε τὸ ἄρωμά του σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Φύτρωσε «ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Καὶ τὸ ἄνθος αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστός. Στὴ Ναζαρέτ, σ’ αὐτὸ τὸν ἄγκαθότοπο, ὁ Χριστὸς ἔζησε τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς του. Δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν πῆγε σὲ μεγάλες πόλεις. Δὲν σπούδασε σὲ σχολὲς καὶ ἀκαδημίες. Δὲν ἔμαθε γράμματα. Δούλευε ἀπὸ μικρός. Δούλευε στὸ ἐργαστήρι τοῦ Ἰωσήφ. Κρατοῦσε πριόνια καὶ σκεπάρνια. Ἔφτειαχνε πόρτες, παράθυρα, ἀλέτρια καὶ ἀργαλειούς. Ἦταν μαραγκός. Ὅλοι ἔτσι τὸν ἤξεραν. Γι’ αὐτό, ὅταν ἄφησε τὸ χωριό του καὶ βγῆκε στή δημοσίᾳ δράσει καὶ δίδασκε, ὅλοι παραξενεύτηκαν. Ἀκούγοντας ἀπὸ ποιό χωριὸ κατάγεται, ἔλεγαν: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;» (Ἰωάν. 1, 47). Μπορεῖ ἀπ’ τὸ χωριὸ αὐτὸ νὰ βγὴ τίποτε τὸ καλό; Καὶ οἱ συγχωριανοὶ τοῦ πάλι, ὅταν πῆγε στὴ Ναζαρὲτ καὶ τὸν ἄκουσαν νὰ διδάσκῃ, ἀπόρησαν γιὰ τὴ σοφία του καὶ ἔλεγαν «Πῶς οὗτος γράμματα οἵδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰωάν. 7, 15). Καὶ οἱ ἐχθροί του, θέλοντας νὰ τὸν κοροϊδέψουν, τὸν ὀνόμασαν Ναζωραῖο, δηλαδὴ ἄνθρωπο χωρὶς ἀξία, γιατί γι’ αὐτοὺς μεγάλη ἀξία εἶχαν αὐτοὶ ποὺ ἦταν γεννημένοι καὶ ζοῦσαν στὶς μεγάλες πόλεις καὶ συναναστρέφονταν τοὺς «καθὼς πρέπει» ἀνθρώπους. Τί πλάνη, τί ἐγωισμός! Νὰ μετροῦν τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι ἀπὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ ἔχει, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατάγεται.
Ναζωραῖος! Εἶχε γίνει πιὰ τὸ παρωνύμιο, δηλαδὴ τὸ παρατσούκλι τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν τὸν σταύρωσαν, στὴν πινακίδα ποὺ κάρφωσαν στὴν κορφὴ τοῦ σταυροῦ ἔγραψαν: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. 19, 19).
Ναζωραῖος. Χριστέ μου! Σὲ ὠνόμασαν ἔτσι γιὰ νὰ σὲ ξευτελίσουν. Σὲ κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ γιὰ νὰ σὲ ἀτιμάσουν, γιατί σὲ σταυρικὸ θάνατο καταδίκαζαν τοὺς λῃστὲς καὶ τὰ πιὸ διεφθαρμένα καὶ ἐγκληματικὰ στοιχεῖα. Ἀλλὰ τίποτε δὲν κατόρθωσαν. Ἀντίθετα, ὅπως ὁ ἥλιος ὅπου πέσῃ κάνει ὅλα νὰ λάμπουν, ἔτσι κ’ ἐσύ, ὁ Ἥλιος τοῦ κόσμου, κάνεις νὰ λάμπουν ὅλα ὅσα σὲ ἀγγίζουν. Ὁ σταυρός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ καρφώθηκες, πῆρε ἄλλο νόημα. Ἔλαμψε ὅσο δὲν ἔλαμψε ὁ θρόνος κανενὸς βασιλιᾶ. Τὸ ἀγκάθινο στεφάνι ἔλαμψε ὅσο δὲν ἔλαμψε ποτὲ στέμμα βασιλικὸ φτειαγμένο ἀπὸ διαμάντια καὶ μαργαριτάρια. Κι αὐτὸ τὸ περιφρονητικὸ ὄνομα Ναζωραῖος, ποὺ μὲ τόση περιφρόνησι ἔλεγαν οἱ ἐχθροί, τώρα μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἱερὴ συγκίνησι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι τὸ λένε. Ὁ Ναζωραῖος νίκησε στὴ δόξα τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καυχώνταν γιὰ τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τίς πιὸ λαμπρὲς πόλεις τοῦ κόσμου.
Ναζωραῖος! Καὶ σύ, χριστιανέ μου, ἂν θέλῃς νὰ ζήσῃς σὰν τὸν Ναζωραῖο, θὰ σὲ ὑβρίσουν καὶ θὰ σὲ ἀτιμάσουν σὰν αὐτόν. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό, θὰ σὲ στολίσουν μὲ διάφορα κοσμητικὰ ἐπίθετα. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ θρησκεύει εἶνε γι’ αὐτοὺς ἠλίθιος, χαζός, τρελλός, καθυστερημένος, στενοκέφαλος, φανατικός… Ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕναν πιστὸ εἶνε παράσημα. Ἀλήθεια πόσο εὐτυχισμένος καὶ μακάριος εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ ὑβρίζεται καὶ ἀτιμάζεται γιὰ τὸ Χριστό! Γίνεται κι αὐτὸς ἕνας μικρὸς Ναζωραῖος, ἄξιος ν’ ἀκούσῃ το μακαρισμὸ τοῦ Ναζωραίου” «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5, 11).