ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ (Απόστολος)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ — ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ (Β΄ 16 — 20)

16 εἰδό­τες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦ­ται ἄνθρω­πος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ιησοῦν ἐπι­στεύ­σα­μεν, ἵνα δικαιω­θῶ­μεν ἐκ πίστε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διό­τι οὐ δικαιω­θή­σε­ται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 εἰ δὲ ζητοῦν­τες δικαιω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑρέ­θη­μεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρ­τω­λοί, ἆρα Χρι­στὸς ἁμαρ­τί­ας διά­κο­νος; μὴ γένοι­το. 18 εἰ γὰρ ἃ κατέ­λυ­σα ταῦ­τα πάλιν οἰκο­δο­μῶ, παρα­βά­την ἐμαυ­τὸν συνί­στη­μι. 19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέ­θα­νον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χρι­στῷ συνε­σταύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐκέ­τι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρ­κί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγα­πή­σαν­τός με καὶ παρα­δόν­τος ἑαυ­τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

16 Επει­δή όμως εγνω­ρί­σα­μεν καλά ότι ο άνθρω­πος δεν γίνε­ται δίκαιος, δεν απο­κτά την δικαί­ω­σιν ενώ­πιον του Θεού από τας τυπι­κάς δια­τάξ­στου μωσαϊ­κού Νομου, αλλά μόνον δια της φωτι­σμέ­νης ενερ­γεί­ας και ενερ­γού πίστε­ως στον Ιησούν Χρι­στόν, και ημείς επι­στεύ­σα­μεν στον Χρι­στόν Ιησούν, δια να γίνω­μεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χρι­στόν και όχι από τα έργα του μωσαϊ­κού Νομου. Διό­τι, όπως άλλω­στε έχει γρα­φή και εις την Παλαιάν Δια­θή­κην, “δεν θα δικαιω­θή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”. 17 Εάν δε ημείς, αφή­σαν­τες τον Νομον και ζητούν­τες να επι­τύ­χω­μεν την δικαί­ω­σίν μας δια της πίστε­ως και επι­κοι­νω­νί­ας μας με τον Ιησούν Χρι­στόν, ευρε­θή­κα­μεν στο κεφα­λαιώ­δες αυτό θέμα αμαρ­τω­λοί, τότε έρχε­ται στο στό­μα το παρά­λο­γον ερώ­τη­μα· άρα γε ο Χρι­στός που μας εκά­λε­σεν εις αυτόν τον δρό­μον, μας ηπά­τη­σε και είναι υπη­ρέ­της αμαρ­τί­ας; Μη γένοι­το να σκε­φθώ­μεν ποτέ τέτοιαν βλα­σφη­μί­αν. 18 Διό­τι, εάν εκεί­να τα οποία έχω καταρ­γή­σει ως άχρη­στα, δηλα­δή τα τυπι­κά έργα του μωσαϊ­κού Νομου, αυτά πάλιν επα­να­φέ­ρω εις την ισχύν και τα τηρώ, απο­δει­κνύω τον ευα­τόν μου παρα­βά­την, διό­τι έτσι ομο­λο­γώ, ότι η προ­η­γου­μέ­νη παρα­μέ­λη­σις των τυπι­κών δια­τά­ξε­ων του Νομου ήτο αμαρ­τία. 19 Αυτό όμως δεν είναι αλη­θι­νό, διό­τι εγώ δια του Νομου, τον οποί­ον κατήρ­γη­σα και ο οποί­ος κατα­δι­κά­ζει εις θάνα­τον κάθε παρα­βά­την, έχω πλέ­ον απο­θά­νει δι’ αυτόν, δια να ζήσω πλέ­ον εν τω Θεώ, χάρις εις την πίστιν μου προς τον Χρι­στόν. 20 Εγώ έχω σταυ­ρω­θή μαζή με τον Χρι­στόν και δεν ζω πλέ­ον εγώ, ο παλαιός φυσι­κός άνθρω­πος, αλλά ζη μέσα μου ο Χρι­στός. Αυτήν δε την ζωήν που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα, την ζω με την χάριν και την δύνα­μιν της πίστε­ως στον Υιόν του Θεού, ο οποί­ος με έχει αγα­πή­σει και παρέ­δω­κε τον ευα­τόν του εις σταυ­ρι­κόν θάνα­τον, δια την σωτη­ρί­αν μου.

16 Επει­δή όμως μάθα­με από την προ­σω­πι­κή μας πεί­ρα ότι δεν γίνε­ται δίκαιος ο άνθρω­πος και δεν σώζε­ται με την τήρη­ση των τυπι­κών δια­τά­ξε­ων του Μωσαϊ­κού νόμου αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό, γι’ αυτό λοι­πόν κι εμείς πιστέ­ψα­με στον Ιησού Χρι­στό, για να γίνου­με δίκαιοι και να σωθού­με από την πίστη στο Χρι­στό και όχι από τα έργα του Μωσαϊ­κού νόμου. Διό­τι, όπως ανα­φέ­ρε­ται και στους ψαλ­μούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιω­θεί και δεν θα σωθεί κανέ­νας άνθρω­πος. 17 Αλλά εάν υπο­θέ­σου­με ότι η τήρη­ση του νόμου είναι επι­βε­βλη­μέ­νη, και συνε­πώς εμείς που αφή­σα­με το νόμο αμαρ­τή­σα­με και βρε­θή­κα­με να είμα­στε αμαρ­τω­λοί μόνο και μόνο επει­δή ζητού­με να δικαιω­θού­με και να σωθού­με με την πίστη και την κοι­νω­νία μας με το Χρι­στό, τότε γεν­νιέ­ται το άτο­πο ερώ­τη­μα: Άρα ο Χρι­στός είναι υπη­ρέ­της αμαρ­τί­ας, αφού αυτός μας ώθη­σε να αφή­σου­με το νόμο; Μη συμ­βεί να πού­με μια τέτοια βλα­σφη­μία. 18 Και κατα­λή­γου­με οπωσ­δή­πο­τε στη βλα­σφη­μία αυτή, εάν δεχθού­με ως αλη­θι­νή την υπό­θε­ση που κάνα­με. Διό­τι, εάν εκεί­να που κατάρ­γη­σα και αθέ­τη­σα ως ανώ­φε­λα, δηλα­δή τις τυπι­κές δια­τά­ξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγ­καία και απα­ραί­τη­τα για τη σωτη­ρία, με την επά­νο­δό μου αυτή στην τήρη­ση του νόμου απο­δει­κνύω τον εαυ­τό μου παρα­βά­τη? διό­τι βεβαιώ­νω έμπρα­κτα ότι έκα­να λάθος πρω­τύ­τε­ρα που αθέ­τη­σα το νόμο, και αμάρ­τη­σα όταν προ­τί­μη­σα τη σωτη­ρία που δίνει ο Χρι­στός. 19 Αλλά όχι. Δεν αμάρ­τη­σα, ούτε είμαι παρα­βά­της. Διό­τι εγώ με κρι­τή­ριο το νόμο που κατάρ­γη­σα και ο οποί­ος τιμω­ρεί με θάνα­το κάθε παρα­βά­τη του, πέθα­να ως προς το νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού. 20 Με το βάπτι­σμα έχω σταυ­ρω­θεί κι έχω πεθά­νει μαζί με τον Χρι­στό. Κι αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέ­ον καμία ισχύ για μένα ο νόμος. Έγι­να κοι­νω­νός του σταυ­ρι­κού θανά­του του Χρι­στού και είμαι νεκρός. Λοι­πόν δεν ζω πλέ­ον εγώ, ο παλαιός δηλα­δή άνθρω­πος, αλλά ζει μέσα μου ο Χρι­στός. Και τη φυσι­κή ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέ­στρε­ψα στο Χρι­στό, τη ζω με την έμπνευ­ση και την κυριαρ­χία της πίστε­ως στον Υιό του Θεού, ο οποί­ος με αγά­πη­σε και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό του για τη σωτη­ρία μου. 

16 Ἐπει­δὴ ὅμως γνω­ρί­ζου­με, ὅτι ὁ ἄνθρω­πος δὲν δικαιώ­νε­ται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, παρὰ διὰ τῆς πίστε­ως στὸν Ἰησοῦ Xρι­στό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς (καί­τοι εἴμε­θα Ἰου­δαῖ­οι καὶ κάτο­χοι τοῦ νόμου, ἀφή­σα­με τὸ νόμο καί) πιστεύ­σα­με στὸν Ἰησοῦ Xρι­στό, γιὰ νὰ δικαιω­θοῦ­με ἀπὸ τὴν πίστι στὸ Xρι­στὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, διό­τι κανεὶς ἄνθρω­πος δὲν θὰ δικαιω­θῇ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου (ἀφοῦ κανεὶς δὲν τηρεῖ τὸ νόμο τελεί­ως). 17 Ἐὰν δὲ καὶ ἐμεῖς, ποὺ ἐπι­διώ­ξα­με νὰ δικαιω­θοῦ­με διὰ τοῦ Xρι­στοῦ (παρα­μεί­να­με ἀδι­καί­ω­τοι λόγῳ τῆς ἐγκα­τα­λεί­ψε­ως τοῦ νόμου καὶ ἔτσι πάλι) βρε­θή­κα­με ἁμαρ­τω­λοί (ὅπως ἐκεῖ­νοι, ποὺ δὲν ἐπι­δί­ω­ξαν νὰ δικαιω­θοῦν διὰ τοῦ Xρι­στοῦ), ἆρα­γε ὁ Xρι­στός (ποὺ συνε­τέ­λε­σε ν’ ἀφή­σω­με τὸ νόμο) εἶναι ὑπη­ρέ­της ἁμαρ­τί­ας; Mὴ γένοι­το! 18 Ἐπί­σης, ἐὰν πάλι οἰκο­δο­μῶ ἐκεῖ­να, τὰ ὁποῖα γκρέ­μι­σα, παρου­σιά­ζω τὸν ἑαυ­τό μου ὡς παρα­βά­τη (Ἐὰν δηλα­δὴ ἐπα­νέρ­χω­μαι στὰ τυπι­κὰ τοῦ νόμου, τὰ ὁποῖα ἐγκα­τέ­λει­ψα, παρου­σιά­ζω τὸν ἑαυ­τό μου ὡς παρα­βά­τη διό­τι τὰ ἐγκα­τέ­λει­ψα). 19 Ἀλλ’ ἐγώ (στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶμαι παρα­βά­της, διό­τι δὲν εἶμαι πλέ­ον ὑπο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τηρῶ τὸ νόμο, ἀφοῦ) ἐξ αἰτί­ας τοῦ νόμου (τῆς παρα­βά­σε­ως δηλα­δὴ τοῦ νόμου) ἔχω πεθά­νει καὶ εἶμαι νεκρὸς γιὰ τὸ νόμο, γιὰ νὰ ζήσω γιὰ τὸ Θεό. Ἔχω πεθά­νει στὸ σταυ­ρὸ μαζὶ μὲ τὸ Xρι­στό. 20 Kαὶ δὲν ζῶ πλέ­ον ἐγώ, ἀλλὰ ζῇ μέσα μου ὁ Xρι­στός. Aὐτὴ δὲ τὴ σωμα­τι­κὴ ζωή, ποὺ τώρα ζῶ, τὴ ζῶ μὲ τὴν πίστι στὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἀγά­πη­σε καὶ παρέ­δω­σε τὸν ἑαυ­τό του στὸ θάνα­το γιὰ μένα. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Εἰδό­τες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦ­ται ἄνθρω­πος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστε­ως ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ιησοῦν ἐπι­στεύ­σα­μεν διό­τι οὐ δικαιω­θή­σε­ται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ(:Επει­δή όμως μάθα­με από τη δική μας πεί­ρα ότι δεν γίνε­ται δίκαιος ο άνθρω­πος και δεν σώζε­ται με την τήρη­ση των τυπι­κών δια­τά­ξε­ων του μωσαϊ­κού νόμου, αλλά μόνο με την πίστη στον Ιησού Χρι­στό, γι’ αυτό λοι­πόν και εμείς πιστέ­ψα­με στον Ιησού Χρι­στό, για να γίνου­με δίκαιοι και να σωθού­με από την πίστη στον Χρι­στό και όχι από τα έργα του μωσαϊ­κού νόμου· διό­τι όπως ανα­φέ­ρε­ται και στους Ψαλ­μούς, με τα έργα του νόμου δεν θα δικαιω­θεί και δεν θα σωθεί κανέ­νας άνθρω­πος)»[Γαλ.2,16· ερμ. από­δο­ση Παν. Τρεμ­πέ­λα].

Πρό­σε­ξε και εδώ πώς με ασφά­λεια λέγει τα πάν­τα. «Διό­τι όχι όμως ως κακό αλλά ως ασθε­νή στο να μας εξα­σφα­λί­σει τη σωτη­ρία», λέγει, «εγκα­τα­λεί­ψα­με τον μωσαϊ­κό νόμο». Εάν λοι­πόν ο μωσαϊ­κός νόμος δεν παρέ­χει δικαί­ω­ση και σωτη­ρία στον άνθρω­πο, είναι περιτ­τή η περι­το­μή. Αλλά εδώ μεν έτσι ανα­φέ­ρει· προ­χω­ρών­τας όμως δεί­χνει ότι όχι μόνο είναι περιτ­τή η περι­το­μή, αλλά και επι­κίν­δυ­νη· κάτι το οποίο είναι και περισ­σό­τε­ρο αξιο­πα­ρα­τή­ρη­το, το ότι δηλα­δή στην αρχή μεν λέγει ότι «δεν δικαιώ­νε­ται ο άνθρω­πος από τα έργα του νόμου», προ­χω­ρών­τας όμως ομι­λεί και με πιο βαριές εκφρά­σεις.

«Ε δ ζητοντες δικαιωθναι ν Χριστ ερθημεν κα ατο μαρ­τω­λο, ρα Χριστς μαρτας δικονος;(:Αλλά όμως εάν υπο­θέ­σου­με ότι η τήρη­ση του μωσαϊ­κού νόμου είναι επι­βε­βλη­μέ­νη, και συνε­πώς εμείς που αφή­σα­με τον νόμο, αμαρ­τή­σα­με και βρε­θή­κα­με να είμα­στε αμαρ­τω­λοί μόνο και μόνο επει­δή ζητού­με να δικαιω­θού­με και να σωθού­με με την πίστη και την κοι­νω­νία μας με τον Χρι­στό, τότε γεν­νιέ­ται το άτο­πο ερώ­τη­μα: “Άρα­γε ο Χρι­στός είναι υπη­ρέ­της της αμαρ­τί­ας, αφού Αυτός μας ώθη­σε να αφή­σου­με τον μωσαϊ­κό νόμο;”. Μη συμ­βεί να πού­με τέτοια βλα­σφη­μία)»[Γαλ.2,17]. «Διό­τι εάν δεν έχει δύνα­μη», λέγει, «η πίστη στον Χρι­στό να δικαιώ­σει, αλλά υφί­στα­ται πάλι η αναγ­καιό­τη­τα του μωσαϊ­κού νόμου, εκεί­νοι οι οποί­οι εγκα­τέ­λει­ψαν τον νόμο για τον Χρι­στό και δεν δικαιώ­νον­ται από την άφε­ση, αλλά κατα­κρί­νον­ται, θα βρού­με να γίνε­ται αίτιος της κατα­κρί­σε­ως Αυτός, για τον οποίο, αφού εγκα­τα­λεί­ψα­με τον νόμο, κατα­φύ­γα­με στην πίστη».

Είδες σε πόσο αναγ­κα­στι­κή ατο­πία οδή­γη­σε τον λόγο και πώς αγω­νί­στη­κε με δύνα­μη; «Διό­τι, εάν δεν πρέ­πει να εγκα­τα­λεί­ψου­με τον νόμο», λέγει, «τον εγκα­τα­λεί­ψα­με όμως για τον Χρι­στό, πρό­κει­ται να κρι­θού­με». Για­τί λοι­πόν παραι­νείς και λέγεις αυτά στον Πέτρο, ο οποί­ος τα γνω­ρί­ζει αυτά ακρι­βέ­στε­ρα από όλους; Δεν φανέ­ρω­σε σε αυτόν ο Θεός ότι δεν πρέ­πει να κρί­νει άνθρω­πο απε­ρί­τμη­το για την περι­το­μή που δεν έχει κάνει; Μήπως όταν ομι­λού­σε στους Ιου­δαί­ους γι΄ αυτά δεν αντι­πα­ρα­τά­χθη­κε γεν­ναιό­ψυ­χα από αυτήν την άπο­ψη; Μήπως πάλι δεν απέ­στει­λε από τα Ιερο­σό­λυ­μα σαφή διδα­σκα­λία για αυτά;

Δεν λέγει, λοι­πόν, αυτά ο Από­στο­λος Παύ­λος για να διορ­θώ­σει τον Πέτρο· αλλά φαί­νε­ται μεν ότι ο λόγος απευ­θύ­νε­ται σε εκεί­νον, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ελέγ­χει τους μαθη­τές. Αυτά λοι­πόν τα λέει απευ­θυ­νό­με­νος όχι μονά­χα προς τους Γαλά­τες, αλλά και προς εκεί­νους οι οποί­οι πάσχουν από την ίδια νόσο· διό­τι, εάν και δεν περι­τέ­μνον­ται πολ­λοί τώρα, νηστεύ­ουν όμως και τηρούν την αργία του Σαβ­βά­του, πράτ­τουν αυτά μαζί με εκεί­νους, απο­χω­ρί­ζον­τας τους εαυ­τούς τους από τη χάρη· διό­τι, εάν αυτούς οι οποί­οι χρη­σι­μο­ποιούν μόνο την περι­το­μή, ο Χρι­στός δεν τους ωφε­λεί σε τίπο­τε, όταν προ­στί­θε­ται και η νηστεία και το Σάβ­βα­το και όχι μόνο μία, αλλά δύο εντο­λές τηρούν­ται, πρό­σε­ξε πως ο κίν­δυ­νος κα με την πρό­ο­δο του χρό­νου έγι­νε φοβε­ρό­τε­ρος· διό­τι εκεί­νοι μεν στην αρχή αυτό έκα­ναν, ενώ υπήρ­χε ακό­μη η πόλη και ο ναός και όλα τα άλλα· αυτοί όμως, ενώ είδαν και την τιμω­ρία στην οποία παρα­δό­θη­καν οι Ιου­δαί­οι και την κατα­στρο­φή της πόλε­ως και περισ­σό­τε­ρο έβλα­ψαν τους εαυ­τούς τους και τους άλλους, ποια απο­λο­γία θα έχουν για το ότι τηρούν τον νόμο τότε, όταν αυτοί, ενώ ήσαν Ιου­δαί­οι και παρά το ό,τι ήθε­λαν πάρα πολύ, δεν μπο­ρούν να τηρούν αυτά; Τον Χρι­στό ενε­δύ­θης, μέλος του Δεσπό­τη έγι­νες, στην άνω πόλη ανα­γρά­φη­κες, και ακό­μη στον μωσαϊ­κό νόμο ακό­μη έρπεις; Και πώς είναι δυνα­τόν να επι­τύ­χεις τη βασι­λεία;

Άκου­σε τον Παύ­λο ο οποί­ος λέγει ότι το ευαγ­γέ­λιο ανα­τρέ­πε­ται από την τήρη­ση του μωσαϊ­κού νόμου. Και εάν θέλεις, μάθε και τον τρό­πο και φρί­ξε και από­φυ­γε το βάρα­θρο· διό­τι, για­τί τηρείς το Σάβ­βα­το και νηστεύ­εις μαζί με εκεί­νους; Είναι φανε­ρό ότι επει­δή φοβά­σαι τον νόμο και το να εγκα­τα­λεί­ψεις εκεί­νες τις εντο­λές· δεν θα φοβό­σουν όμως να εγκα­τα­λεί­ψεις τον νόμο, εάν δεν θεω­ρού­σες την πίστη ως ασθε­νή και μη ικα­νή να σώσει μόνη της· διό­τι εάν φοβά­σαι τη μη τήρη­ση του Σαβ­βά­του, είναι ολο­φά­νε­ρο ότι φοβά­σαι τον νόμο σαν να επι­κρα­τεί ακό­μη.

Και αν υπάρ­χει ανάγ­κη του νόμου πάλι, όχι ενός μέρους, ούτε μιας εντο­λής, αλλά ολό­κλη­ρου βέβαια του νόμου υπάρ­χει ανάγ­κη· εάν όμως ολό­κλη­ρος ο μωσαϊ­κός νόμος είναι αναγ­καί­ος, εξο­βε­λί­στη­κε βαθ­μιαία η δια της πίστε­ως δικαί­ω­ση. Διό­τι, εάν τηρείς τα Σάβ­βα­τα, για­τί όχι και την περι­το­μή; Και εάν περι­τέ­μνε­σαι, για­τί και να μη θυσιά­ζεις; Διό­τι εάν πρέ­πει να φυλάτ­τει κανείς, ολό­κλη­ρο τον νόμο πρέ­πει να φυλάτ­τει· εάν όμως δεν πρέ­πει να τον τηρεί ολό­κλη­ρο, ούτε μέρος του νόμου πρέ­πει. Εάν δεν φρίτ­τεις για την τήρη­ση ενός μέρους, μήπως κρι­θείς για παρά­βα­ση, πρέ­πει να φοβά­σαι και για την τήρη­ση ολό­κλη­ρου· και εάν η παρά­βα­ση ολο­κλή­ρου του νόμου δεν κολά­ζει είναι φανε­ρό ότι ούτε η παρά­βα­ση ενός μέρους κολά­ζει· αν πάλι η παρά­βα­ση ενός μέρους κολά­ζει, πολύ περισ­σό­τε­ρο η παρά­βα­ση ολό­κλη­ρου. Αν όμως είναι ανάγ­κη να τηρη­θεί ολό­κλη­ρος, πρέ­πει να παρα­κού­σου­με τον Χρι­στό, ή, υπα­κού­ον­τας στον Χρι­στό, να γίνου­με παρα­βά­τες του νόμου· διό­τι εάν πρέ­πει να τηρού­με αυτόν, όσοι δεν τον τηρούν, είναι παρα­βά­τες, και αίτιος αυτής της παρα­βά­σε­ως θα βρε­θεί για εμάς ο Χρι­στός· διό­τι Αυτός κατέ­λυ­σε τον νόμο που δόθη­κε γι’ αυτούς και πρό­στα­ξε να τον κατα­λύ­ουν.

Βλέ­πεις τι απο­δει­κνύ­ουν οι ιου­δα­ΐ­ζον­τες; Τον Χρι­στό, τον αίτιο της δικής μας δικαιώ­σε­ως, Αυτόν εμφα­νί­ζουν ως αίτιο και αμαρ­τί­ας ακό­μη, όπως και ο Παύ­λος λέγει: «ρα Χριστς μαρτας δικονος;». Ύστε­ρα, αφού απέ­δει­ξε τον λόγο ως άτο­πο, δεν χρειά­στη­κε πλέ­ον από­δει­ξη για να τους ανα­τρέ­ψει, αλλά αρκέ­στη­κε μόνο στην απα­γό­ρευ­ση λέγον­τας: «Μή γένοι­το!(:Μη συμ­βεί να πού­με τέτοια βλα­σφη­μία!)»· διό­τι για τα αναί­σχυν­τα και αναι­δή, ούτε απο­δει­κτι­κών λόγων υπάρ­χει ανάγ­κη, αλλά αρκεί και να απα­γο­ρεύ­σει μόνο.

«Ε γρ κατλυσα τατα πλιν οκοδομ, παραβτην μαυτν συνστη­μι (:Και κατα­λή­γου­με οπωσ­δή­πο­τε στη βλα­σφη­μία αυτή, εάν δεχθού­με ως αλη­θι­νή την υπό­θε­ση που κάνα­με· διό­τι, εάν εκεί­να που κατάρ­γη­σα και αθέ­τη­σα ως ανώ­φε­λα, δηλα­δή τις τυπι­κές δια­τά­ξεις του νόμου, αυτά πάλι τα τηρώ ως αναγ­καία και απα­ραί­τη­τα για τη σωτη­ρία, με την επά­νο­δό μου αυτήν στην τήρη­ση του νόμου απο­δει­κνύω τον εαυ­τό μου παρα­βά­τη· διό­τι βεβαιώ­νω έμπρα­κτα ότι έκα­να λάθος πρω­τύ­τε­ρα που αθέ­τη­σα τον νόμο, και αμάρ­τη­σα όταν προ­τί­μη­σα τη σωτη­ρία που δίνει ο Χρι­στός)»[Γαλ.2,18]. Κοί­τα­ξε σύνε­ση που δια­κρί­νει τον Παύ­λο. Εκεί­νοι ήθε­λαν να δεί­ξουν ότι όποιος δεν τηρεί τον νόμο είναι παρα­βά­της· αυτός στο αντί­θε­το έστρε­ψε τον λόγο, δεί­χνον­τας ότι παρα­βά­της είναι αυτός ο οποί­ος τηρεί τον μωσαϊ­κό νόμο· διό­τι με τους λόγους «οικο­δο­μώ αυτά που κατάρ­γη­σα», εννο­εί τον νόμο. Αυτό λοι­πόν το οποίο λέγει, είναι το εξής: «ο νόμος έπα­ψε να ισχύ­ει, και αυτό ομο­λο­γή­σα­με δια του ότι, εγκα­τα­λεί­πον­τάς τον, κατα­φύ­γα­με στην σωτη­ρία από την πίστη. Αν λοι­πόν επι­διώ­ξου­με να ανα­στή­σου­με αυτόν, σε αυτόν τον ίδιο γινό­μα­στε παρα­βά­τες, αγω­νι­ζό­με­νοι να τηρού­με αυτά τα οποία ο Θεός κατέ­λυ­σε».

Ύστε­ρα δεί­χνει και πώς κατα­λύ­θη­κε ο μωσαϊ­κός νόμος: «γ γρ δι νμου νμ πθανον, να Θε ζσω(:Αλλά όχι. Δεν αμάρ­τη­σα, ούτε είμαι παρα­βά­της· διό­τι εγώ με κρι­τή­ριο τον νόμο που κατάρ­γη­σα και ο οποί­ος τιμω­ρεί με θάνα­το κάθε παρα­βά­τη του, πέθα­να ως προς τον νόμο, για να ζήσω για τη δόξα του Θεού)»[Γαλ.2,19]. Αυτό έχει διπλή εκδο­χή. Δηλα­δή ή την χάρη λέγει νόμο- διό­τι γνω­ρί­ζει και τη χάρη να ονο­μά­ζει νόμο, όπως όταν λέγει: « γρ νόμος το πνεύ­μα­τος τς ζως ν Χριστ ησο λευ­θέ­ρω­σέ με π το νόμου τς μαρ­τί­ας κα το θανά­του(:διό­τι ο Νόμος του Πνεύ­μα­τος, η χάρη, ο φωτι­σμός και η δύνα­μη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που μετα­δί­δει και καλ­λιερ­γεί και ανα­πτύσ­σει την κατά Χρι­στό ζωή, με απε­λευ­θέ­ρω­σε από τον νόμο και την κυριαρ­χία της αμαρ­τί­ας και του θανά­του)»[Ρωμ.8,2] — ή εννο­εί τον παλαιό νόμο, δεί­χνον­τας ότι δι’ αυτού του ίδιου του νόμου πέθα­νε για τον νόμο· δηλα­δή «αυτός ο ίδιος ο νόμος με οδή­γη­σε στο να μην είμαι προ­ση­λω­μέ­νος σε αυτόν. Εάν λοι­πόν φρον­τί­σω να προ­ση­λώ­νο­μαι σε αυτόν, και τον ίδιο τον νόμο παρα­βαί­νω». Πώς και με ποιον τρό­πο; Ο Μωυ­σής, ομι­λών­τας για τον Χρι­στό, λέγει: «Προ­φή­την κ τν δελφν σου ς μ ναστή­σει σοι Κύριος Θεός σου, ατο κού­σε­σθε(:Κύριος ο Θεός σου θα ανα­δεί­ξει ανά­με­σα οπό τους αδελ­φούς σου Ισραη­λί­τες ένα προ­φή­τη σαν εμέ­να· σε Αυτόν πλέ­ον θα υπα­κού­ε­τε)»[Δευτ.18,15]. Ώστε αυτοί οι οποί­οι δεν πεί­θον­ται σε Αυτόν, παρα­βαί­νουν τον νόμο.

Και με άλλον τρό­πο πρέ­πει να νοή­σου­με το «δι νμου νμ πθανον». Ο νόμος δηλα­δή δια­τάσ­σει όλα όσα έχουν γρα­φεί να τηρούν­ται, και κολά­ζει εκεί­νον ο οποί­ος δεν τα τηρεί. Επο­μέ­νως όλοι κατά τον νόμο έχου­με απο­θά­νει· διό­τι κανείς δεν τον τήρη­σε πλή­ρως. Και πρό­σε­ξε πως και εδώ με μετριο­πά­θεια διε­ξά­γει τον πόλε­μο προς το νόμο· δεν είπε δηλα­δή «ο νόμος πέθα­νε για εμέ­να», αλλά «εγώ πέθα­να ως προς τον νόμο». Και αυτό το οποίο εννο­εί, είναι το εξής: «όπως ο νεκρός και πεθα­μέ­νος δεν είναι δυνα­τόν να υπα­κού­ει στις εντο­λές του νόμου, έτσι ούτε εγώ ο οποί­ος πέθα­να ως προς την κατά­ρα εκεί­νου· διό­τι για τον λόγο εκεί­νου πέθα­να». Ας μην προ­στάσ­σει λοι­πόν τον πεθα­μέ­νο, τον οποίο και αυτός φόνευ­σε, και με θάνα­το όχι μόνο τον σωμα­τι­κό, αλλά και τον ψυχι­κό, δια του οποί­ου επέ­φε­ρε και τον σωμα­τι­κό. Το ότι λοι­πόν αυτό εννο­εί, έκα­νε φανε­ρό δια των εξής: «να Θε ζσω(:Για­τί εγώ πέθα­να ως προς τον νόμο δια­μέ­σου του νόμου, για να ζήσω για το Θεό)»,λέγει, «Χριστ συνε­σταρωμαι (:μαζί με το Χρι­στό έχω σταυ­ρω­θεί)»· διό­τι επει­δή είπε «πέθα­να», για να μην πει κανείς, «πώς λοι­πόν ζεις;», πρό­σθε­σε και την αιτία της ζωής, και έδει­ξε ότι ο μεν νόμος, και τον ζων­τα­νό φόνευ­σε, ο δε Χρι­στός, ενώ παρέ­λα­βε νεκρό με τον θάνα­τό Του, χάρι­σε σε αυτόν τη ζωή. Και λέγον­τας «ζωή» εννο­εί την αθά­να­τη ζωή· διό­τι αυτό σημαί­νει το «για να ζήσω ως προς τον Θεό».

«Χριστ συνε­σταρωμαι (:Με το βάπτι­σμα έχω σταυ­ρω­θεί και έχω πεθά­νει μαζί με τον Χρι­στό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέ­ον καμία ισχύ για μένα ο νόμος)». Και πώς αυτός που ζει και ανα­πνέ­ει λέγει ότι συσταυ­ρώ­θη­κε; Διό­τι το ότι ο Χρι­στός μεν σταυ­ρώ­θη­κε, είναι γνω­στό· εσύ όμως, Παύ­λε, πώς σταυ­ρώ­θη­κες και ζεις; Πρό­σε­ξε πως εξη­γεί και αυτό, λέγον­τας: «ζ δ οκτι γ, ζ δ ν μο Χριστς (:έγι­να κοι­νω­νός του σταυ­ρι­κού θανά­του του Χρι­στού και είμαι νεκρός. Λοι­πόν δεν ζω πλέ­ον εγώ, ο παλαιός δηλα­δή άνθρω­πος, αλλά ζει μέσα μου ο Χρι­στός)»[Γαλ.2,20]· διό­τι με το να πει: «σταυ­ρώ­θη­κα μαζί με τον Χρι­στό» υπαι­νί­χτη­κε το βάπτι­σμα· ενώ με το να πει: «Δεν ζω πλέ­ον εγώ», υπαι­νί­χτη­κε την μετά από αυτά ζωή, δια της οποί­ας νεκρώ­νον­ται τα δικά μας μέλη.

Και τι σημαί­νει «αλλά ζει μέσα μου ο Χρι­στός»; «Τίπο­τε δεν γίνε­ται από εμέ­να», θέλει να πει, «από εκεί­να τα οποία δεν θέλει ο Χρι­στός». Όπως δηλα­δή «θάνα­το» λέγει όχι τον φυσι­κό, αλλά τον προ­ερ­χό­με­νο από τις αμαρ­τί­ες, έτσι και ζωή, εννο­εί την απαλ­λα­γή από αυτές· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν να ζει κανείς ως προς τον Θεό με άλλο τρό­πο, παρά μόνο αφού νεκρω­θεί ως προς την αμαρ­τία.

Όπως ακρι­βώς λοι­πόν ο Χρι­στός υπέ­στη τον σωμα­τι­κό θάνα­το, έτσι και εγώ υπέ­στην τον θάνα­το ως προς την αμαρ­τία. «Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς, πορ­νεαν, καθαρσαν, μοι­χεί­αν, πθος, πιθυμαν κακν, κα τν πλε­ο­νεξαν, τις στν εδωλο­λατρα(:Νεκρώ­στε λοι­πόν τα μέλη σας που επι­θυ­μούν τις γήι­νες απο­λαύ­σεις και ηδο­νές. Νεκρώ­στε την πορ­νεία, την ακα­θαρ­σία, κάθε πάθος και υπο­δού­λω­ση στο κακό, κάθε κακή επι­θυ­μία και την πλε­ο­νε­ξία, η οποία είναι λατρεία στο είδω­λο του χρή­μα­τος)»[Κολοσ. 3,5]. Και πάλι: « παλαις μν νθρω­πος σταυ­ρώ­θη να καταρ­γηθ τ σμα τς μαρ­τί­ας, το μηκέ­τι δου­λεύ­ειν μς τ μαρ­τί(: Θα γίνου­με ένα με τον Χρι­στό εάν γνω­ρί­ζου­με ότι η διε­φθαρ­μέ­νη από την αμαρ­τία φύση που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από τον Αδάμ σταυ­ρώ­θη­κε μαζί με τον Χρι­στό μυστη­ρια­κώς με το βάπτι­σμα, για να γίνει αδρα­νές και πεθα­μέ­νο το υπο­δου­λω­μέ­νο στην αμαρ­τία σώμα μας, ώστε να μη γίνε­ται όργα­νό της και να μην είμα­στε πλέ­ον δού­λοι και σκλά­βοι στην αμαρ­τία)»[Ρωμ.6,6], πράγ­μα το οποίο έγι­νε στο βάπτι­σμα. Μετά λοι­πόν από αυτά, εάν παρα­μέ­νεις νεκρός ως προς την αμαρ­τία, ζεις ως προς τον Θεό· αν όμως πάλι ανα­στή­σεις την αμαρ­τία, τότε κατέ­στρε­ψες αυτή και τη ζωή. Ο Παύ­λος όμως δεν ήταν τέτοιος, αλλά παρέ­με­νε τελεί­ως νεκρός ως προς την αμαρ­τία. «Εάν λοι­πόν ζω ως προς τον Θεό», λέγει, «ζωή δια­φο­ρε­τι­κή από αυτήν που βρί­σκε­ται υπό τον νόμο, και έχω γίνει νεκρός για τον νόμο, δεν μπο­ρώ να τηρώ τον νόμο».

Πρό­σε­ξε την τελειό­τη­τα του βίου και θαύ­μα­σε τη μακά­ρια εκεί­νη ψυχή· διό­τι δεν είπε «ζω εγώ» αλλά «ζει μέσα σε μένα ο Χρι­στός». Ποιος θα τολ­μή­σει να εκστο­μί­σει αυτόν τον λόγο; Διό­τι επει­δή κατέ­στη­σε τον εαυ­τό του ευπει­θή στον Χρι­στό και απέ­βα­λε όλα τα βιο­τι­κά και έπρατ­τε πάν­το­τε σύμ­φω­να με το θέλη­μα Εκεί­νου, δεν είπε: «ζω ως προς τον Χρι­στό», αλλά, πράγ­μα πολύ περισ­σό­τε­ρο, «ζει μέσα σε μένα ο Χρι­στός»· διότι όπως ακρι­βώς η αμαρ­τία, όταν επι­κρα­τή­σει, αυτή είναι εκεί­νη η οποία ζει, κατευ­θύ­νον­τας την ψυχή σε εκεί­να τα οποία θέλει, έτσι και, όταν εκεί­νη νεκρω­θεί, γίνον­ται αυτά τα οποία θέλει ο Χρι­στός, και δεν είναι πλέ­ον ανθρώ­πι­νη αυτή η ζωή, όταν αυτός ο ίδιος ζει μέσα σε εμάς, δηλα­δή ενερ­γεί, επι­κρα­τεί.

Επει­δή επί­σης έλε­γε: «Με το βάπτι­σμα έχω σταυ­ρω­θεί και έχω πεθά­νει μαζί με τον Χρι­στό. Και αφού είμαι νεκρός, δεν έχει πλέ­ον καμία ισχύ για μένα ο μωσαϊ­κός νόμος.» και «δεν ζω πλέ­ον εγώ, αλλά πέθα­να», πρό­σθε­σε: « δ νν ζ ν σαρκ, ν πστει ζ τ το υο το Θεοῦ(:Έγι­να κοι­νω­νός του σταυ­ρι­κού θανά­του του Χρι­στού και είμαι νεκρός. Λοι­πόν δεν ζω πλέ­ον εγώ, ο παλαιός δηλα­δή άνθρω­πος, αλλά ζει μέσα μου ο Χρι­στός. Και τη φυσι­κή ζωή που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα που επέ­στρε­ψα στον Χρι­στό, τη ζω με έμπνευ­ση και με την κυριαρ­χία της πίστε­ως στον Χρι­στό, τη ζω με την έμπνευ­ση και την κυριαρ­χία της πίστε­ως στον Υιό του Θεού, ο οποί­ος με αγά­πη­σε και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του για τη σωτη­ρία μου)»[Γαλ.2,20].

«Αυτά μεν τα οποία είπα», λέγει, «τα είπα για τη νοε­ρά ζωή· εάν πάλι κάποιος ήθε­λε να εξε­τά­ζει και αυτή την αισθη­τή ζωή, και αυτήν τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού. Διό­τι όσο ζού­σα με τον παλαιό τρό­πο ζωής και τον νόμο, ήμου­να άξιος εσχά­της κολά­σε­ως και θα είχα κατα­στρα­φεί»· διό­τι «όλοι αμάρ­τη­σαν και στε­ρούν­ται της θεί­ας δόξης» και όλοι βρι­σκό­μα­στε υπό την κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση· και διό­τι οι πάν­τες πέθα­ναν, αν και όχι εμπει­ρι­κά, αλλά ως προς την από­φα­ση· και επει­δή δεχτή­κα­με την πλη­γή, διό­τι και ο νόμος κατη­γό­ρη­σε και ο Θεός απο­φά­σι­σε, αφού ήλθε ο Χρι­στός και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του στον θάνα­το, εξάρ­πα­σε όλους εμάς από τον θάνα­το.

Ώστε «τη ζωή την οποία τώρα ζω στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Θεό»· δηλα­δή ζω για την πίστη σε Αυτόν. Επει­δή εάν δεν υπήρ­χε αυτό, τίπο­τε δεν θα εμπό­δι­ζε να κατα­στρα­φού­με όλοι· πράγ­μα το οποίο έγι­νε και με τον κατα­κλυ­σμό· αλλά η παρου­σία του Χρι­στού, αφού κατά­παυ­σε την οργή του Θεού, κατέ­στη­σε δυνα­τόν να ζού­με δια της πίστε­ως. Για το ότι λοι­πόν αυτό εννο­εί, μάθε από τα εξής. Αφού είπε δηλα­δή ότι «τη ζωή την οποία ζω τώρα στο σώμα, τη ζω με πίστη στον Υιό του Θεού» πρό­σθε­σε «ο οποί­ος με αγά­πη­σε και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του προς χάριν μου». Τι κάνεις, Παύ­λε, σφε­τε­ρι­ζό­με­νος αυτά τα οποία ανή­κουν σε όλους και οικειο­ποιού­με­νος αυτά τα οποία έγι­ναν για όλους; Διό­τι δεν είπε «ο οποί­ος μας αγά­πη­σε», αλλά «ο οποί­ος με αγά­πη­σε».

Αλλά όμως ο ευαγ­γε­λι­στής λέγει: «Οτω γρ γάπη­σεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν, να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:Και μη σου φαί­νε­ται παρά­δο­ξο ότι ο Υιός του ανθρώ­που πρό­κει­ται να υψω­θεί πάνω στον σταυ­ρό για τη σωτη­ρία σας· διό­τι τόσο πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώ­πων που ζού­σε στην αμαρ­τία, ώστε παρέ­δω­σε σε θάνα­το τον μονά­κρι­βο Υιό Του, για να μη χαθεί σε αιώ­νιο θάνα­το κάθε άνθρω­πος που πιστεύ­ει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια)»[ Ιω.3,16] και εσύ ο ίδιος λέγεις: «ς γε το δίου υο οκ φεί­σα­το, λλ᾿ πρ μν πάν­των παρέ­δω­κεν ατόν, πς οχ κα σν ατ τ πάν­τα μν χαρί­σε­ται;(: Αυτός, ο οποί­ος δεν λυπή­θη­κε ούτε τον μονο­γε­νή Υιό Του, αλλά για χάρη όλων μας Τον παρέ­δω­σε στον σταυ­ρι­κό θάνα­το, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρί­σει και κάθε άλλη εύνοια και όλα τα άλλα, που είναι απα­ραί­τη­τα για τη σωτη­ρία μας; Αφού μας χάρι­σε τον Υιό Του, δεν θα μας χαρί­σει και όλα τα άλλα που χρεια­ζό­μα­στε για να σωθού­με;)» [Ρωμ.8,32]· όχι προς χάριν σου, αλλά «πρ μν πάν­των(:προς χάριν όλων μας)» · και πάλι: «προσ­δεχμενοι τν μακαραν λπδα κα πιφνειαν τς δξης το μεγλου Θεο κα σωτρος μν ᾿Ιησο Χρι­στο, ς δωκεν αυτν πρ μν, να λυτρσηται μς π πσης νομας κα καθαρσ αυτ λαν περιοσιον, ζηλωτν καλν ργων(:και να ενι­σχυό­μα­στε στην ενά­ρε­τη ζωή περι­μέ­νον­τας με χαρά τη μακα­ριό­τη­τα που ελπί­ζου­με και τη φανέ­ρω­ση της δόξας του μεγά­λου Θεού και σωτή­ρος μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποί­ος έδω­σε τον εαυ­τό Του σε θάνα­το για χάρη μας, για να μας εξα­γο­ρά­σουν από κάθε παρά­βα­ση του νόμου, να μας καθα­ρί­σει και να μας κάνει έτσι δικό Του εκλε­κτό λαό, λαό γεμά­το ζήλο για καλά έργα)» [Τίτ.2,14].

Τι είναι λοι­πόν αυτό το οποίο λέγει εδώ; Ομι­λεί έτσι, επει­δή κατα­νόη­σε την απελ­πι­στι­κή κατά­στα­ση της ανθρώ­πι­νης φύσε­ως και την απε­ρί­γρα­πτη κηδε­μο­νία του Χρι­στού, και από ποια δει­νά απάλ­λα­ξε και ποια χάρι­σε, και φλο­γί­στη­κε από τον πόθο γι΄Αυτόν· διό­τι και οι προ­φή­τες οικειο­ποιούν­ται πολ­λές φορές τον Θεό, λέγον­τας: « Θες Θεός μου, πρς σ ρθρί­ζω(:Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωί, από τα χαρά­μα­τα προ­σεύ­χο­μαι προς Εσέ­να)»[Ψαλμ,62,1]. Και για να δεί­ξει, εκτός από αυτά, ότι ο καθέ­νας από εμάς εάν είναι δίκαιος, τόση χάρη πρέ­πει να οφεί­λει στον Χρι­στό, όση θα όφει­λε εάν είχε έλθει μόνο για Αυτόν· διό­τι δεν θα αρνιό­ταν να δεί­ξει τόση οικο­νο­μία και για ένα μόνον άνθρω­πο· διό­τι σε τόσο μεγά­λο βαθ­μό αγα­πά τον κάθε άνθρω­πο, όσο ολό­κλη­ρη την οικου­μέ­νη. Η μεν θυσία λοι­πόν προ­σφέρ­θη­κε υπέρ ολό­κλη­ρου του κόσμου και ήταν αρκε­τή να ελευ­θε­ρώ­σει όλους. Εκεί­νοι όμως οι οποί­οι δέχον­ται την ευερ­γε­σία είναι μόνο όσοι πιστεύ­ουν. Αλλά το ότι δεν προ­σήλ­θαν όλοι, δεν Τον απο­μά­κρυ­νε από αυτήν την οικο­νο­μία· αλλά όπως το δεί­πνο της ευαγ­γε­λι­κής παρα­βο­λής, ετοι­μά­στη­κε μεν για όλους, επει­δή όμως δε θέλη­σαν να έλθουν αυτοί οι οποί­οι κλή­θη­καν δεν απέ­συ­ρε τα όσα ετοι­μά­στη­καν αλλά κάλε­σε άλλους, έτσι έκα­νε και εδώ· διό­τι και το πρό­βα­το το οποίο απο­χω­ρί­στη­κε από τα ενε­νήν­τα εννιά, ένα ήταν, αλλά ούτε αυτό το κατα­φρό­νη­σε.

Αυτό το ίδιο λοι­πόν κάπως έτσι υπαι­νισ­σό­ταν ομι­λών­τας για τους Ιου­δαί­ους ο Παύ­λος λέγον­τας: «Τί γρ ε πίστη­σάν τινες; μ πιστία ατν τν πίστιν το Θεο καταρ­γή­σει; μ γένοι­το· γινέ­σθω δ Θες ληθής, πς δ νθρω­πος ψεύ­στης, καθς γέγρα­πται · πως ν δικαιωθς ν τος λόγοις σου κα νικήσς ν τ κρί­νε­σθαί σε(:Και το προ­νό­μιο αυτό να κατέ­χουν αυτοί τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού δεν εκμη­δε­νί­στη­κε· διό­τι, τι σημα­σία έχει αν μερι­κοί από τους Ιου­δαί­ους έδει­ξαν απι­στία; Μήπως η απι­στία τους θα καταρ­γή­σει την αξιο­πι­στία και την αλή­θεια του Θεού; Ποτέ να μη συμ­βεί να πει κανείς ότι είναι δυνα­τόν να φανεί ο Θεός ανα­ξιό­πι­στος και κατα­πα­τη­τής των υπο­σχέ­σε­ών Του. Κι ας απο­δει­κνύ­ε­ται από τα πράγ­μα­τα ο Θεός αξιό­πι­στος στα λόγια Του, ενώ κάθε άνθρω­πος ασυ­νε­πής και ψεύ­της, σύμ­φω­να με εκεί­νο που έχει γρα­φεί στους ψαλ­μούς: “Για να απο­δει­χθείς, Θεέ μου, δίκαιος στα λόγια Σου και τις υπο­σχέ­σεις Σου και να νική­σεις όταν οι άνθρω­ποι Σε κρί­νουν”)»[Ρωμ.3,3–4]. Ύστε­ρα, Αυτός μεν τόσο σε αγά­πη­σε, ώστε και τον εαυ­τό Του να παρα­δώ­σει και ενώ δεν είχες ελπί­δα σωτη­ρί­ας σε οδή­γη­σε σε τόση και τέτοια ζωή, και εσύ μετά από τόσα αγα­θά επι­στρέ­φεις προς τα παλαιά;

Επει­δή λοι­πόν τα συμ­πε­ρά­σμα­τα που προ­έ­κυ­ψαν από τους συλ­λο­γι­σμούς τα έθε­σε ο Παύ­λος μέσα τους με ακρί­βεια, δια­κη­ρύσ­σει με έντο­νο και εμφαν­τι­κό τρό­πο λέγον­τας: «Οκ θετ τν χριν το Θεο· ε γρ δι νμου δικαιοσνη, ρα Χριστς δωρεν πθανεν(:Δεν απορ­ρί­πτω ως ανώ­φε­λη τη χάρη που μου έδω­σε ο Θεός. Οπωσ­δή­πο­τε όμως θα αθε­τή­σω τη χάρη αυτή, εάν επα­νέλ­θω στον μωσαϊ­κό νόμο· διό­τι εάν επα­νέλ­θω στον νόμο, σημαί­νει ότι παρα­δέ­χο­μαι πως μπο­ρώ να δικαιω­θώ και να σωθώ με τον νόμο. Αλλά εάν η δικαί­ω­ση και η σωτη­ρία του ανθρώ­που απο­κτά­ται με την τήρη­ση του μωσαϊ­κού νόμου, αυτό σημαί­νει ότι ο Χρι­στός χωρίς λόγο πέθα­νε και ήταν περιτ­τός ο θάνα­τός Του)» [Γαλ.2,21]. Ας ακού­νε αυτά αυτοί οι οποί­οι και τώρα ιου­δα­ΐ­ζουν και προ­σκολ­λών­ται στον νόμο· διό­τι και προς αυτούς απευ­θύ­νον­ται αυτά.

«Διό­τι εάν με την τήρη­ση του μωσαϊ­κού νόμου δίδε­ται δικαί­ω­ση, τότε ματαί­ως πέθα­νε ο Χρι­στός». Τι υπάρ­χει φοβε­ρό­τε­ρο από αυτήν την αμαρ­τία; Τι προ­κα­λεί ντρο­πή περισ­σό­τε­ρο από αυτά τα λόγια; Διό­τι εάν πέθα­νε ο Χρι­στός είναι φανε­ρό ότι πέθα­νε διό­τι ο νόμος δεν είχε τη δύνα­μη να μας δικαιώ­σει εάν όμως ο νόμος παρέ­χει δικαί­ω­ση, τότε είναι περιτ­τός ο θάνα­τος του Χρι­στού. Και πώς θα ήταν λογι­κό, πράγ­μα τόσο μεγά­λο, το οποίο είναι πλή­ρες τόσης φρί­κης, και υπερ­βαί­νει τον ανθρώ­πι­νο νου, και μυστή­ριο τόσο απόρ­ρη­το, το οποίο οι μεν προ­φή­τες γεν­νού­σαν σαν με πόνους τοκε­τού, οι δε πατριάρ­χες προ­έ­λε­γαν και οι άγγε­λοι βλέ­πον­τας εκπλήσ­σον­ταν, και ομο­λο­γεί­ται από όλους ότι είναι κεφά­λαιο της πατρι­κής φρον­τί­δας του Θεού, αυτό να λένε ότι έγι­νε άσκο­πα και μάταια; Αφού λοι­πόν κατά­λα­βε την υπερ­βο­λι­κή ατο­πία, εάν τόσο μεγά­λο και τέτοιο πράγ­μα επι­τρε­πό­ταν να λένε ότι έγι­νε μάταια- διό­τι αυτό εξα­γό­ταν ως συμ­πέ­ρα­σμα από όσα έπρατ­ταν-χρη­σι­μο­ποιεί και έντο­νη επι­τί­μη­ση εναν­τί­ον τους με τα λόγια που τους απευ­θύ­νει αμέ­σως παρα­κά­τω [:στο τρί­το κεφά­λαιο της Προς Γαλά­τας επι­στο­λής].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-galatas-commentarius.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Γαλά­τας επι­στο­λήν, ομι­λία στο κεφά­λαιο Β΄[επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1979, τόμος 20, σελί­δες 267–283 .

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

  • Liddell & Scott, Λεξι­κό της Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Γλώσσας(Επιτομή του Μεγά­λου Λεξι­κού, εκδ. Πελε­κά­νος 2007),

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ὁ Χρι­στὸς ζῇ καὶ βασι­λεύ­ει

«Χρι­στῷ συνε­σταύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ κέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χρι­στός» (Γαλ. 2,20)

ΖΟΥΜΕ, ἀγα­πη­τοί μου, ζού­με σε μιὰ ἐπο­χὴ φρι­κτῆς ἀσε­βεί­ας, ἀπι­στί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς. Θέλε­τε ἀπο­δεί­ξεις; Ἄλλο­τε, ἐὰν σ ̓ ἕνα χωριό πήγαι­νε ἕνας ξένος καὶ βλα­στη­μοῦ­σε τὰ θεῖα, κανέ­να σπί­τι δὲν ἄνοι­γε την πόρ­τα γιὰ νὰ τὸν φιλο­ξε­νή­σῃ. Ἐνῷ τώρα τὰ πράγ­μα­τα ἔχουν ἀλλά­ξει. Ὄχι μόνο ξένοι ποὺ ἐπι­σκέ­πτον­ται τὰ χωριὰ βλα­στη­μοῦν ἐλεύ­θε­ρα τὰ θεῖα, ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ μένουν στὰ χωριὰ δὲν τό ‘χουν τίπο­τα νὰ βρί­σουν καὶ νὰ βλα­στη­μή­σουν τὰ θεῖα. Καὶ δὲν εἶνε ἡ βλα­στή­μια τὸ μόνο κακό σημά­δι ποὺ δεί­χνει τὴν ἀσέ­βεια τῶν ἀνθρώ­πων πρὸς τὸν ὕψι­στο Θεό· ὑπάρ­χουν κι ἄλλα σημά­δια ποὺ δεί­χνουν, ὅτι ὁ κόσμος δὲν εἶνε μόνο ἀσε­βής, ἀλλ’ εἶνε καὶ ἄθε­ος καὶ ἄθρη­σκος. Ἕνας νέος π.χ., ποὺ ἔφυ­γε ἀπ’ τὸ χωριό του καὶ πῆγε στὸ πανε­πι­στή­μιο και σπού­δα­σε, γυρί­ζον­τας στο χωριό εἶνε πολὺ δια­φο­ρε­τι­κός. Μικρὸς πήγαι­νε στὴν ἐκκλη­σία, κρα­τοῦ­σε λαμ­πά­δα καὶ θυμια­τὸ καὶ βοη­θοῦ­σε τὸν παπᾶ καὶ τὸν ψάλ­τη. Ηταν τότε ἕνα χαρι­τω­μέ­νο παι­δί, ποὺ φαι­νό­ταν σὰν ἄγγε­λος. Ἀλλὰ τώρα ἔχει ἀλλά­ξει τελεί­ως. Ἔγι­νε ἄπι­στος. Ἔγι­νε ἕνας διά­βο­λος. Κάτι χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ διά­βο­λος. Για­τὶ ὁ διά­βο­λος, παρ ̓ ὅλη τὴν κακία καὶ τὴ δια­φθο­ρά του, πιστεύ­ει ὅτι ὑπάρ­χει Θεός. Ὅπως λέει ἡ Γρα­φή, «καὶ τὰ δαι­μό­νια πιστεύ­ου­σι καὶ φρίσ­σου­σι» (Ἰακ. 2,19). Ἀλλ’ ὁ νέος, ποὺ πῆγε σὲ σχο­λὲς καὶ πανε­πι­στή­μια κ’ ἔμα­θε λίγα πράγ­μα­τα ἀπὸ τὴν ἐπι­στή­μη καὶ πῆραν ἀέρα τὰ μυα­λά του, κάθε­ται τώρα στὸ καφε­νεῖο καὶ λέει στοὺς κατοί­κους τοῦ χωριοῦ, ὅτι ἡ ἐπι­στή­μη ἀπέ­δει­ξε, πὼς δὲν ὑπάρ­χει Θεός, δὲν ὑπάρ­χει Χρι­στός, δὲν ὑπάρ­χει παρά­δει­σος καὶ κόλα­σι, ἀλλὰ ὑπάρ­χει μόνο ὕλη. Βέβαια αὐτά, ποὺ λέει αὐτός, δὲν τὰ λέει ἡ ἐπι­στή­μη. Ἡ ἐπι­στή­μη, ἡ ἀλη­θι­νὴ ἐπι­στή­μη, πιστεύ­ει. Πιστεύ­ει στο Θεό. Πιστεύ­ει στο Χρι­στό. Μεγά­λοι ἐπι­στή­μο­νες, ποὺ ἔχουν φήμη παγ­κό­σμια (ἀστρο­νό­μοι, φυσι­κοί, μαθη­μα­τι­κοί, χημι­κοί, για­τροί, ἐπι­στή­μο­νες ὅλων τῶν κλά­δων), ὁμο­λο­γοῦν τὴν πίστι τους, πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Ἀλλ ̓ ὁ νέος, ποὺ ἀνα­φέ­ρα­με, οὔ τε ἄνοι­ξε ποτὲ τὰ βιβλία τῶν μεγά­λων ἐπι­στη­μό­νων, γιὰ νὰ δια­βά­σῃ τί πιστεύ­ουν. Πιο σοφὸς τάχα αὐτὸς ἀπὸ ‘κεί­νους, ποὺ ἔφα­γαν τὴ ζωή τους στὴν ἐπι­στή­μη, ἔχει τὴν ἀναί­δεια νὰ λέῃ, πὼς ὅσα κηρύτ­τει ἡ χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία εἶνε όλα ψέμα­τα ψέμα­τα εἶνε κι αὐτὸς ὁ ἱδρυ­τὴς τῆς θρη­σκεί­ας μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός. Τίπο­τα δὲν ὑπάρ­χει. Ὁ Θεός, λέει, πέθα­νε καὶ πρέ­πει νὰ τὸν κηδέ­ψου­με…

Ὁ νέος αὐτὸς μὲ τὰ λεγό­με­νά του μετα­δί­δει τὸ μία­σμα τῆς ἀπι­στί­ας στοὺς συγ­χω­ρια­νούς του. Καὶ οἱ συγ­χω­ρια­νοί του τί κάνουν, ποὺ ἀκοῦ­νε ἕναν ἄπι­στο ν’ ἀρνιέ­ται τὸ Θεό; Οργί­ζον­ται κι ἀγα­να­κτοῦν, ὅπως θὰ ὠργί­ζον­ταν καὶ θ ̓ ἀγα­να­κτοῦ­σαν, ἂν κάποιος τοὺς ἔβρι­ζε ἕνα ἀπὸ τὰ συγ­γε­νι­κά τους πρό­σω­πα; Ὄχι. Ἀκοῦ­νε τὰ λόγια τοῦ ἀπί­στου χωρίς καμ­μιά δια­μαρ­τυ­ρία. Τί σημαί­νει αυτό; Σημαί­νει, ὅτι ἡ πίστι στὸ Χρι­στὸ σιγά σιγὰ σβή­νει καὶ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ εἶνε πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα ἀγγέ­λων καὶ ἀνθρώ­πων, τὸ ὄνο­μα αὐτὸ δὲν τοὺς συγ­κι­νεῖ πιά. Λίγο ἀκό­μη καὶ θὰ παρα­δε­χθοῦ­νε ὅ,τι λέει ἡ σύγ­χρο­νη ἀπι­στία μὲ τὸ στό­μα ἀθλί­ων ἀνθρώ­πων, ποὺ δὲν ἔχουν μάθει οὔτε τὸ Α τῆς ἐπι­στή­μης. Οἱ δὲ ἄπι­στοι, βλέ­πον­τας αὐτὴ τὴν ψυχρό­τη­τα καὶ ἀδια­φο­ρία ποὺ δεί­χνουν οἱ πιὸ πολ­λοὶ χρι­στια­νοί, λένε καὶ γρά­φουν, ὅτι ὁ Χρι­στὸς πέθα­νε, καὶ σὰν νεκρὸς ποὺ εἶνε δὲν προ­κα­λεῖ πιὰ καμ­μιά συγ­κί­νη­σι. Μιὰ νέα πίστι, πίστι στὴν ὕλη, πίστι στὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ξαπλώ­νε­ται καὶ και τακτᾷ τὸν κόσμο. Τί συμ­φο­ρά, τί κατα­στρο­φή!

Πέθα­νε, λένε, ὁ Χρι­στός. Ἀλλ ̓ ἀπα­τῶν­ται. Παρ’ ὅλη τὴ μεγά­λη ἔκτα­σι, ποὺ πῆρε στὶς μέρες μας ἡ ἀθε­ΐα καὶ ἡ ἀπι­στία, ἐν τού­τοις ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι ποὺ πιστεύ­ουν κι ἀγα­ποῦ­νε τὸ Χρι­στὸ καὶ εἶνε ἕτοι­μοι γιὰ τὸ ἅγιο ὄνο­μά του νὰ χύσουν καὶ τὸ αἷμα τους. Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα; Ἐκεῖ­νο τὸ παι­δά­κι, ποὺ κάθε βρά­δι σταυ­ρώ­νει τὰ χερά­κια του καὶ κάνει τὴν προ­σευ­χή του προ­τοῦ νὰ κοι­μη­θῇ ἐκεῖ­νος ὁ νέος ἢ ἡ νέα, ποὺ δὲν ἀκο­λου­θοῦν τὸ σύγ­χρο­νο ῥεῦ­μα τῆς ἀπι­στί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς, ἀλλὰ πηγαί­νουν ἐνάν­τια σ’ αὐτό ἡ φτω­χὴ ἐκεί­νη γυναί­κα, ποὺ πηγαί­νει στὴν ἐκκλη­σία καὶ στέ­κε­ται μπρο­στὰ στὶς εἰκό­νες καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κάνει τὴν προ­σευ­χή της στο Θεό· ἐκεῖ­νος ὁ βοσκός, ποὺ βόσκει τὰ πρό­βα­τά του κι ὅταν ἀκού­σῃ νὰ χτυ­πᾷ ἡ καμ­πά­να μὲ εὐλά­βεια κάνει το σταυ­ρό του· ἐκεῖ­νος ὁ ἐπι­στή­μο­νας, που γιὰ νὰ λύσῃ τὰ μεγά­λα προ­βλή­μα­τα τῆς ἐπι­στή­μης προ­σεύ­χε­ται μὲ θερ­μὴ καρ­διά· ἐκεῖ­νοι οἱ ἀστρο­ναῦ­τες, ποὺ πετοῦν στὸ φεγ­γά­ρι καὶ φέρ­νουν μαζί τους σὰν ἀπα­ραί­τη­το ἐφό­διο τὴν ἁγία Γρα­φή, τὴν ὁποία δια­βά­ζουν γιὰ νὰ ἐμψυ­χώ­νων­ται στὰ περι­πε­τειώ­δη κι ἐπι­κίν­δυ­να ταξί­δια τους, ὅλοι αὐτοὶ ἔρχον­ται νὰ δια­ψεύ­σουν τοὺς ἀπί­στους, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χρι­στὸς πέθα­νε.

Ὄχι, ἄπι­στοι, ὁ Χρι­στὸς δὲν πέθα­νε! Ὁ Χρι­στὸς ζῇ καὶ βασι­λεύ­ει. Ζῇ καὶ βασι­λεύ­ει μέσα στὸ μικρό του ποί­μνιο, μέσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀριθ­μὸ πιστῶν ἀνθρώ­πων. Ζῇ καὶ βασι­λεύ­ει μέσ’ στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ πιστεύ­ουν σ’ αὐτόν. Ὁ Χρι­στὸς συνε­χί­ζει καὶ στὸν εἰκο­στὸ αἰῶ­να να ἔχῃ θερ­μοὺς ἀκο­λού­θους, ποὺ ὅσο λίγοι κι ἂν εἶνε, καὶ δέκα μόνο ἂν μεί­νουν, φτά­νουν αὐτοὶ ν’ ἀπο­δεί­ξουν, ὅτι ἡ ἀγά­πη στὸ Χρι­στὸ δὲν ἔσβη­σε, ὅτι τὸ Εὐαγ­γέ­λιό του δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο ποὺ πρέ­πει νὰ τὸ θάψουν στὶς βιβλιο­θῆ­κες, ὅπως τὰ ἄλλα βιβλία. Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο ἐφαρ­μό­ζε­ται καὶ σήμε­ρα.

* * *

Αλλ’ ἐκεῖ­νος, ἀγα­πη­τοί μου, ἐκεῖ­νος, ποὺ περισ­σό­τε­ρο ἀπ ̓ ὅλους τοὺς χρι­στια­νοὺς ὅλων τῶν αἰώ­νων ἀπέ­δει­ξε ὅτι ὁ Χρι­στὸς δὲν πέθα­νε, εἶνε ἕνας εἶνε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ὤ ὁ Παῦ­λος! Στὴ σκέ­ψι του ἦταν ὁ Χρι­στός. Στὰ αἰσθή­μα­τά του ὁ Χρι­στός. Στοὺς λόγους του ὁ Χρι­στός. Στὰ γρα­πτά του ὁ Χρι­στός. Στις πρά­ξεις του ὁ Χρι­στός. Παν­τοῦ ὁ Χρι­στός. Ὁ Παῦ­λος βρι­σκό­ταν σὲ διαρ­κῆ ἐπι­κοι­νω­νία μὲ τὸ Χρι­στό. Μέσα του ὅλα τὰ ἁμαρ­τω­λὰ πράγ­μα­τα εἶχαν πεθά­νει. Μέσα του ζοῦ­σε ὁ Χρι­στός. Καὶ αὐτός, ποὺ φαι­νό­ταν ὁ πιὸ δυστυ­χι­σμέ­νος, ἦταν ὁ πιὸ εὐτυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος. Για­τί ὅποιος ἔχει στην καρ­διά του τὸ Χρι­στό, ἔχει τὸν παρά­δει­σο. Ὅποιος δὲν ἔχει στὴν καρ­διά του τὸ Χρι­στό, ἔχει τὴν κόλα­σι ̇ καὶ θὰ ἦταν προ­τι­μό­τε­ρο νὰ μὴν εἶχε γεν­νη­θῆ. Ἂς τὸ πιστέ­ψου­με, ἂς τὸ κατα­λά­βου­με ̇ ζωὴ εἶνε ὁ Χρι­στός, θάνα­τος ἡ ἁμαρ­τία, ποὺ χωρί­ζει τὸν ἄνθρω­πο ἀπ’ τὸ Χρι­στό. Ὁ Παῦ­λος, ποὺ ζοῦ­σε τὸ Χρι­στό, δικαί­ως ἔλε­γε· Δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, μὲ τὶς κακί­ες καὶ τὰ πάθη μου, ἀλλὰ ζῇ μέσα μου ὁ Χρι­στός (Γαλ. 2,20).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek