ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ — Πράξεις (ΣΤ΄ 1 — 7)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. ΣΤ΄, εδά­φια 1–7

1ν δὲ ταῖς ἡμέ­ραις ταύ­ταις πλη­θυ­νόν­των τῶν μαθη­τῶν ἐγέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελλη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραί­ους, ὅτι παρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δια­κο­νίᾳ τῇ καθη­με­ρι­νῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. 2 προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώδε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μαθη­τῶν εἶπον· οὐκ ἀρε­στόν ἐστιν ἡμᾶς κατα­λεί­ψαν­τας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ δια­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. 3 ἐπι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀδελ­φοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑπτά, πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου καὶ σοφί­ας, οὓς κατα­στή­σο­μεν ἐπὶ τῆς χρεί­ας ταύ­της· 4 ἡμεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δια­κο­νίᾳ τοῦ λόγου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. 5 καὶ ἤρε­σεν ὁ λόγος ἐνώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄνδρα πλή­ρη πίστε­ως καὶ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου, καὶ Φίλιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νικά­νο­ρα καὶ Τίμω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νικό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αντιο­χέα, 6 οὓς ἔστη­σαν ἐνώ­πιον τῶν ἀπο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐπέ­θη­καν αὐτοῖς τὰς χεῖ­ρας 7 καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξα­νε, καὶ ἐπλη­θύ­νε­το ὁ ἀριθ­μὸς τῶν μαθη­τῶν ἐν ῾Ιερου­σα­λὴμ σφό­δρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιου­δαί­ων ὑπή­κουον τῇ πίστει.

Κατά τας ημέ­ρας δε αυτάς, καθώς ηύξα­νε ο αριθ­μός των πιστών, οι Εβραί­οι Χρι­στια­νοί, οι οποί­οι κατή­γον­το από ξένας περιο­χάς και ωμι­λού­σαν την ελλη­νι­κήν γλώσ­σαν και ελέ­γον­το Ελλη­νι­σταί, ήρχι­σαν να γογ­γύ­ζουν και να παρα­πο­νούν­ται εναν­τί­ον των Εβραί­ων Χρι­στια­νών της Ιου­δαί­ας, διό­τι αι χήραι αυτών παρε­με­ρί­ζον­το και παρη­με­λούν­το εις την καθη­με­ρι­νήν υπη­ρε­σί­αν της δια­νο­μής τρο­φών και βοη­θη­μά­των. Οι δώδε­κα Από­στο­λοι τότε, αφού προ­σε­κά­λε­σαν όλον το πλή­θος των πιστών, είπαν· “δεν είναι ορθόν και αρε­στόν στον Θεόν, να αφή­σω­μεν ημείς το κήρυγ­μα του θεί­ου λόγου και να υπη­ρε­τού­μεν εις τας τρα­πέ­ζας του φαγη­τού. Δι’ αυτό, αδελ­φοί, εξε­τά­σα­τε με πολ­λήν προ­σο­χήν και εκλέ­ξα­τε ανά­με­σα σας επτά άνδρας, οι οποί­οι να έχουν καλήν μαρ­τυ­ρί­αν από όλους, να είναι δε γεμά­τοι από Αγιον Πνεύ­μα και σοφί­αν και τους οποί­ους ημείς θα εγκα­τα­στή­σω­μεν δια την υπη­ρε­σί­αν αυτήν. Ημείς δε θα επι­μεί­νω­μεν ακό­μη περισ­σό­τε­ρον και θα ασχο­λη­θώ­μεν με μεγα­λύ­τε­ρον ζήλον εις την προ­σευ­χήν και την υπη­ρε­σί­αν του κηρύγ­μα­τος”. Και ήρε­σεν ο λόγος αυτός εις όλον το πλή­θος των πιστών. Και εξέ­λε­ξαν τον Στέ­φα­νον, άνδρα γεμά­τον πίστιν και Πνεύ­μα Αγιον, και τον Φιλιπ­πον και τον Πρό­χο­ρον και τον Νικά­νο­ρα και τον Τιμω­να και τον Παρ­με­νάν και τον Νικό­λα­ον, ο οποί­ος υπήρ­ξεν ειδω­λο­λά­τρης από την Αντιό­χειαν και πριν να πιστεύ­ση στον Χρι­στόν είχε προ­ση­λυ­τι­σθή εις την ιου­δαϊ­κήν θρη­σκεί­αν. Αυτούς, λοι­πόν, τους παρου­σί­α­σαν μετά την εκλο­γήν των εμπρός στους Απο­στό­λους. Και οι Από­στο­λοι, αφού προ­σευ­χή­θη­καν, έβα­λαν επά­νω εις αυτούς τας χεί­ρας των, δια να τους μετα­δο­θή η ειδι­κή δια το έργον των θεία χάρις. Και το κήρυγ­μα του θεί­ου λόγου ηπλώ­νε­το και διε­δί­δε­το και ο αριθ­μός των μαθη­τών εις την Ιερου­σα­λήμ ηύξα­νε και επλη­θύ­νε­το παρά πολύ και πολύ πλή­θος από τους Ιου­δαί­ους εδέ­χον­το την νέαν πίστιν και υπε­τάσ­σον­το εις αυτήν.

1Τις ημέ­ρες αυτές, ενώ αυξα­νό­ταν ο αριθ­μός των πιστών, οι Εβραί­οι Χρι­στια­νοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλού­σαν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα, άρχι­σαν να γογ­γύ­ζουν εναν­τί­ον των ντό­πιων Εβραί­ων Χρι­στια­νών, που μιλού­σαν την αρα­μαϊ­κή γλώσ­σα. Τα παρά­πο­να αυτά προ­έ­κυ­ψαν, διό­τι οι χήρες των ελλη­νό­φω­νων Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νών που δεν ήταν ντό­πιοι, παρα­με­λούν­ταν στην καθη­με­ρι­νή περί­θαλ­ψη και υπη­ρε­σία της δια­νο­μής τρο­φών και ελεη­μο­συ­νών. 2 Μετά λοι­πόν απ’ αυτό οι δώδε­κα από­στο­λοι συγ­κά­λε­σαν το πλή­θος των μαθη­τών που πίστευαν στον Χρι­στό και είπαν: ‘’Δεν μας φαί­νε­ται σωστό να αφή­σου­με εμείς το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού και να υπη­ρε­τού­με σε τρα­πέ­ζια φαγη­τού. 3 Εξε­τά­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κά, αδελ­φοί, και εκλέξ­τε από σας τους ίδιους, επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρ­τυ­ρία απ’ όλους και να είναι γεμά­τοι από Άγιο Πνεύ­μα και σύνε­ση. Αυτούς θα εγκα­τα­στή­σου­με για να διε­ξά­γουν την αναγ­καία αυτή δια­κο­νία 4 και εμείς θα αφο­σιω­θού­με και θα αφιε­ρω­θού­με απο­κλει­στι­κά στην προ­σευ­χή και στη δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος’’. 5 Η πρό­τα­ση αυτή των απο­στό­λων φάνη­κε αρε­στή σε όλο το πλή­θος της Εκκλη­σί­ας. Έτσι εξέ­λε­ξαν τον Στέ­φα­νο, άνδρα γεμά­το από πίστη στον Χρι­στό και από τα χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και τον Φίλιπ­πο και τον Πρό­χο­ρο και τον Νικά­νο­ρα και τον Τίμω­να και τον Παρ­με­νά και τον Νικό­λαο από την Αντιό­χεια, ο οποί­ος ήταν κάπο­τε ειδω­λο­λά­τρης και πριν πιστέ­ψει στον Χρι­στό είχε προ­σέλ­θει στον Ιου­δαϊ­σμό 6 Αυτούς τους επτά παρου­σί­α­σαν ενώ­πιον των απο­στό­λων. Και οι από­στο­λοι, προ­σευ­χή­θη­καν, έβα­λαν τα χέρια τους πάνω στα κεφά­λια των επτά, για να τους μετα­δο­θεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγ­καία για τη διε­ξα­γω­γή της δια­κο­νί­ας τους. 7 Έτσι το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού προ­ό­δευε και δια­δι­δό­ταν. Και ο αριθ­μός των μαθη­τών στα Ιερο­σό­λυ­μα αυξα­νό­ταν πάρα πολύ, και πλή­θος πολύ από τους ιερείς των Ιου­δαί­ων, απο­δέ­χον­ταν τις αλή­θειες της πίστε­ως και υπο­τάσ­σον­ταν σε αυτές.

Aὐτὲς δὲ τὶς ἡμέ­ρες, καθὼς οἱ μαθη­ταὶ (οἱ πιστοὶ δηλα­δὴ) πλη­θύ­νον­ταν, ἔγι­ναν δυσμε­νῆ σχό­λια τῶν ἑλλη­νο­φώ­νων πιστῶν ἀπὸ τὸ Ἐξω­τε­ρι­κὸ κατὰ τῶν ἐντο­πί­ων ἑβραιο­φώ­νων πιστῶν, διό­τι παρα­με­λοῦν­ταν στὴν καθη­με­ρι­νὴ ὑπη­ρε­σία τῆς δια­νο­μῆς τρο­φῆς οἱ χῆρες τους. Tότε οἱ δώδε­κα προ­σκά­λε­σαν τὸ πλῆ­θος τῶν μαθη­τῶν (τῶν πιστῶν) καὶ εἶπαν: «Δὲν εἶναι σωστὸ ν’ ἀφή­σω­με ἐμεῖς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπη­ρε­τοῦ­με σὲ τρα­πέ­ζια. Γι’ αὐτό, ἀδελ­φοί, ἐκλέ­ξε­τε ἀπὸ σᾶς ἑπτὰ εὐυ­πο­λή­πτους ἄνδρες, πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου καὶ συνέ­σε­ως, τοὺς ὁποί­ους θὰ ἐγκα­τα­στή­σω­με σ’ αὐτὴ τὴν ὑπη­ρε­σία, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ εἴμε­θα ἀφω­σιω­μέ­νοι στὴν προ­σευ­χὴ καὶ στὴ δια­κο­νία τοῦ κηρύγ­μα­τος». Kαὶ ἄρε­σε ὁ λόγος σὲ ὅλο τὸ πλῆ­θος. Kαὶ ἐξέ­λε­ξαν τὸ Στέ­φα­νο, ἄνδρα γεμᾶ­το πίστι καὶ Πνεῦ­μα Ἅγιο, καὶ τὸ Φίλιπ­πο, καὶ τὸν Πρό­χο­ρο, καὶ τὸ Nικά­νο­ρα, καὶ τὸν Tίμω­να, καὶ τὸν Παρ­με­νᾶ, καὶ τὸ Nικό­λαο ἀπὸ τὴν Ἀντιό­χεια, ποὺ ἦταν προ­σή­λυ­τος (προ­η­γου­μέ­νως δηλα­δὴ ἀπὸ τὴν εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ θρη­σκεία εἶχε προ­σέλ­θει στὴν Ἰου­δαϊ­κὴ θρη­σκεία). Aὐτοὺς παρου­σί­α­σαν ἐνώ­πιον τῶν ἀπο­στό­λων, οἱ ὁποῖ­οι, ἀφοῦ προ­σευ­χή­θη­καν, ἔθε­σαν ἐπά­νω τους τὰ χέρια (γιὰ τὴ μετά­δο­σι θεί­ας χάρι­τος). Ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ δια­δι­δό­ταν, καὶ ὁ ἀριθ­μὸς τῶν μαθη­τῶν (τῶν πιστῶν) στὴν Ἱερου­σα­λὴμ πλη­θυ­νό­ταν πολύ, καὶ πολὺ πλῆ­θος τῶν Ἰου­δαί­ων ὑπο­τάσ­σον­ταν στὴν Πίστι.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΔΙΑΚΟΝΩΝ

[υπο­μνη­μα­τι­σμός των χωρί­ων Πράξ.6,1–7]

«Ἐν δὲ ταῖς ἡμέ­ραις ταύ­ταις πλη­θυ­νόν­των τῶν μαθη­τῶν ἐγέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελλη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραί­ους, ὅτι παρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δια­κο­νίᾳ τῇ καθη­με­ρι­νῇ αἱ χῆραι αὐτῶν(:τις ημέ­ρες αυτές, ενώ αυξα­νό­ταν ο αριθ­μός των πιστών, οι Εβραί­οι Χρι­στια­νοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλού­σαν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα, άρχι­σαν να γογ­γύ­ζουν εναν­τί­ον των ντό­πιων Εβραί­ων Χρι­στια­νών, που μιλού­σαν την αρα­μαϊ­κή γλώσ­σα. Τα παρά­πο­να αυτά προ­έ­κυ­ψαν, διό­τι οι χήρες των ελλη­νό­φω­νων Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νών που δεν ήταν ντό­πιοι, παρα­με­λούν­ταν στην καθη­με­ρι­νή περί­θαλ­ψη και υπη­ρε­σία της δια­νο­μής τρο­φών και ελεη­μο­συ­νών)»[Πράξ.6,1].

«ν δὲ ταῖς ἡμέ­ραις ταύ­ταις(:κατά τις ημέ­ρες αυτές)»[Πράξ.6,1].Ποιες ημέ­ρες εννο­εί; Όταν συνέ­βαι­ναν αυτά, όταν μαστι­γώ­νον­ταν, όταν απει­λούν­ταν, όταν αυξα­νό­ταν ο αριθ­μός των μαθη­τών, τότε «άρχι­σαν να γογ­γύ­ζουν». Ίσως μάλι­στα να συνέ­βη­κε αυτό από το πλή­θος, διό­τι δεν είναι δυνα­τό στο πλή­θος να υπάρ­χει ακρί­βεια και τελειό­τη­τα. Δεν εννο­εί οπωσ­δή­πο­τε τις ημέ­ρες εκεί­νες, αλλά συνη­θί­ζει η Γρα­φή, και τα μέλ­λον­τα να συμ­βούν να τα ανα­φέ­ρει σαν να συνέ­βη­σαν, και γι’ αυτό μίλη­σε έτσι. «῾Ελλη­νι­στές» νομί­ζω ότι ονο­μά­ζει εκεί­νους που ομι­λούν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα· διό­τι αυτοί μιλού­σαν ελλη­νι­κά, αν και ήταν εβραί­οι. Να και άλλη δοκι­μα­σία· πόσο μάλ­λον και εσύ, αν θέλεις να εξε­τά­σεις, θα δια­πι­στώ­σεις ότι από την αρχή οι πόλε­μοι γίνον­ται και από μέσα και από έξω.

«γένε­το(:άρχι­σαν), λέει, «γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελλη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραί­ους, ὅτι παρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δια­κο­νίᾳ τῇ καθη­με­ρι­νῇ αἱ χῆραι αὐτῶν(:οι Εβραί­οι Χρι­στια­νοί που ήταν από ξένα μέρη και γι’ αυτό μιλού­σαν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα, να γογ­γύ­ζουν εναν­τί­ον των ντό­πιων Εβραί­ων Χρι­στια­νών, που μιλού­σαν την αρα­μαϊ­κή γλώσ­σα. Τα παρά­πο­να αυτά προ­έ­κυ­ψαν, διό­τι οι χήρες των ελλη­νό­φω­νων Ιου­δαί­ων Χρι­στια­νών που δεν ήταν ντό­πιοι, παρα­με­λούν­ταν στην καθη­με­ρι­νή περί­θαλ­ψη και υπη­ρε­σία της δια­νο­μής τρο­φών και ελεη­μο­συ­νών)». Άρα η καθη­με­ρι­νή ήταν η φρον­τί­δα για τις χήρες. Και πρό­σε­χε ότι και αυτός την ονο­μά­ζει δια­κο­νία, και όχι αμέ­σως ελεη­μο­σύ­νη, εξυ­ψώ­νον­τας ταυ­τό­χρο­να και εκεί­νους που προ­σέ­φε­ραν και εκεί­νους που λάμ­βα­ναν. Αυτή η διά­κρι­ση σε βάρος εκεί­νων των χηρών δεν ήταν απο­τέ­λε­σμα κακί­ας, αλλά ίσως αμέ­λειας του πλή­θους. Γι’ αυτό ανέ­φε­ρε και αυτό (διό­τι δεν ήταν μικρό κακό), για να διορ­θω­θεί σύν­το­μα. Βλέ­πεις πως τα κακά και απ’ αρχής δεν προ­έρ­χον­ταν μόνο από έξω, αλλά και από μέσα; Εσύ όμως μην παρα­τη­ρή­σεις αυτό μόνο, ότι διορ­θώ­θη­κε, αλλά ότι ήταν μεγά­λο κακό.

«Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώδε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μαθη­τῶν εἶπον· οὐκ ἀρε­στόν ἐστιν ἡμᾶς κατα­λεί­ψαν­τας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ δια­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις(:Μετά λοι­πόν απ’ αυτό οι δώδε­κα από­στο­λοι συγ­κά­λε­σαν το πλή­θος των μαθη­τών που πίστευαν στον Χρι­στό και είπαν: ‘’Δεν μας φαί­νε­ται σωστό να αφή­σου­με εμείς το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού και να υπη­ρε­τού­με σε τρα­πέ­ζια φαγη­τού)»[Πράξ.6,2].Πρώ­τα παρου­σιά­ζουν το άτο­πο δεί­χνον­τας ότι δεν είναι δυνα­τόν να γίνουν και τα δύο με μεγά­λη προ­σο­χή· διό­τι και όταν επρό­κει­το να χει­ρο­το­νή­σουν τον Ματ­θία στη θέση του Ιού­δα του Ισκα­ριώ­τη, πρώ­τα από όλα δεί­χνουν την ανάγ­κη του πράγ­μα­τος και ότι τους έλει­πε ένας και ότι έπρε­πε να γίνουν δώδε­κα. Και εδώ την ανάγ­κη έδει­ξαν και δεν ενέρ­γη­σαν προ­η­γου­μέ­νως, αλλά ανέ­με­ναν να εκδη­λω­θεί ο γογ­γυ­σμός, ούτε όμως ανέ­χθη­καν για πολύ να συμ­βεί αυτό.

Και πρό­σε­χε ότι ανα­θέ­τουν την εκλο­γή στον λαό και ανα­δει­κνύ­ουν εκεί­νους που ήταν από όλους αρε­στοί και από όλους δια­τυ­πώ­νον­ταν καλές μαρ­τυ­ρί­ες. Όταν λοι­πόν επρό­κει­το να εκλέ­ξουν τον Ματ­θία έλε­γαν: «Δε ον τν συνελ­θόν­των μν νδρν ν παντ χρόν ν εσλθε κα ξλθε φ᾿ μς Κύριος ησος,ρξά­με­νος π το βαπτί­σμα­τος ωάν­νου ως τς μέρας ς νελή­φθη φ᾿ μν, μάρ­τυ­ρα τς ναστά­σε­ως ατο γενέ­σθαι σν μν να τού­των (:Από τους άνδρες που ήταν μαζί μας και παρα­κο­λού­θη­σαν σε όλη τους τη διάρ­κεια τα γεγο­νό­τα και τη δρά­ση του Κυρί­ου μας Ιησού, ο οποί­ος μας συνα­να­στρε­φό­ταν και μπαι­νό­βγαι­νε ανά­με­σά μας, από τον και­ρό δηλα­δή που ξεκί­νη­σε τη δημό­σια δρά­ση Του, όταν βαπτί­στη­κε από τον Ιωάν­νη, μέχρι την ημέ­ρα που ανα­λή­φθη­κε κι έφυ­γε από κον­τά μας˙ από τους ανθρώ­πους αυτούς λοι­πόν πρέ­πει να εκλε­γεί ένας και να γίνει μαζί με μας μάρ­τυ­ρας της Ανα­στά­σε­ώς Του)»[Πράξ.1,20–21].

Εδώ όμως δεν έγι­νε έτσι η επι­λο­γή των επτά δια­κό­νων· διό­τι δεν ήταν παρό­μοια η περί­πτω­ση. Γι’ αυτό και δεν έθε­σαν αυτήν σε κλή­ρο. Ούτε πάλι αν και βέβαια μπο­ρού­σαν οι ίδιοι να εκλέ­ξουν, εμπνε­ό­με­νοι από το Άγιο Πνεύ­μα, κάνουν αυτό, αλλά μάλ­λον ενι­σχύ­ουν τη γνώ­μη τους με την μαρ­τυ­ρία των πολ­λών. Άλλω­στε το να ορί­σουν μεν τον αριθ­μό και να χει­ρο­το­νή­σουν για την κάλυ­ψη αυτής της ανάγ­κης ήταν δικό τους έργο, την εκλο­γή όμως των ανδρών ανα­θέ­τουν σε εκεί­νους, για να μην φανούν ότι αυτοί χαρί­ζον­ται σε κάποιους και τους προ­ω­θούν· διό­τι και ο Θεός επι­τρέ­πει στον Μωυ­σή να επι­λέ­ξει πρε­σβύ­τε­ρους, εκεί­νους που γνω­ρί­ζει. Καθό­σον χρειά­ζε­ται πολ­λή σύνε­ση για την ρύθ­μι­ση παρό­μοιων υπο­θέ­σε­ων· διό­τι μην νομί­ζε­τε βέβαια ότι επει­δή του κάθε δια­κό­νου δεν του ανα­τί­θε­ται το κήρυγ­μα του λόγου, αυτός δεν έχει ανάγ­κη και από σύνε­ση· διό­τι φυσι­κά και χρειά­ζε­ται και μάλι­στα πολ­λή σύνε­ση.

Σωστά εκτί­μη­σαν οι Από­στο­λοι· διό­τι από τα αναγ­καία τα αναγ­καιό­τε­ρα είναι προ­τι­μό­τε­ρα. Και πρό­σε­χε πώς λαμ­βά­νουν πρό­νοια για αυτά αμέ­σως, και δεν παρα­με­λούν το κήρυγ­μα. Και εφό­σον εκεί­νοι που εξέ­λε­ξαν ήταν και εκεί­νοι που έχαι­ραν του μεγα­λυ­τέ­ρου σεβα­σμού από τους άλλους, γι’ αυτό και προ­τι­μούν­ται: «πισκέ­ψα­σθε οὖν, ἀδελ­φοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑπτά, πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου καὶ σοφί­ας, οὓς κατα­στή­σο­μεν ἐπὶ τῆς χρεί­ας ταύ­της, ἡμεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δια­κο­νίᾳ τοῦ λόγου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν (:εξε­τά­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κά, αδελ­φοί, και εκλέξ­τε από σας τους ίδιους επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρ­τυ­ρία απ’ όλους και να είναι γεμά­τοι από Άγιο Πνεύ­μα και σύνε­ση. Αυτούς θα εγκα­τα­στή­σου­με για να διε­ξά­γουν την αναγ­καία αυτή δια­κο­νία και εμείς θα αφο­σιω­θού­με και θα αφιε­ρω­θού­με απο­κλει­στι­κά στην προ­σευ­χή και στη δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος’’)»[Πράξ.6,3–4].

«πισκέ­ψα­σθε οὖν, ἀδελ­φοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑπτά(:Εξε­τά­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κά, αδελ­φοί, και εκλέξ­τε από σας τους ίδιους επτά άνδρες)». Δεν το κάνουν αυτό μόνοι τους, αλλά προ­η­γου­μέ­νως απο­λο­γούν­ται στο πλή­θος. Έτσι και σήμε­ρα έπρε­πε να γίνε­ται.«μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δια­κο­νίᾳ τοῦ λόγου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν(:και εμείς θα αφο­σιω­θού­με και θα αφιε­ρω­θού­με απο­κλει­στι­κά στην προ­σευ­χή και στη δια­κο­νία του κηρύγ­μα­τος)»[Πράξ.6,4]. Και στην αρχή και στο τέλος απο­λο­γούν­ται. «Θα αφο­σιω­θού­με» έλε­γαν, και όχι απλώς ως έτυ­χε, αλλά «θα αφο­σιω­θού­με απο­κλει­στι­κά στο κήρυγ­μα».

«Καὶ ἤρε­σεν ὁ λόγος ἐνώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄνδρα πλή­ρη πίστε­ως καὶ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου, καὶ Φίλιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νικά­νο­ρα καὶ Τίμω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νικό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αντιο­χέα οὓς ἔστη­σαν ἐνώ­πιον τῶν ἀπο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐπέ­θη­καν αὐτοῖς τὰς χεῖ­ρας). καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξα­νε, καὶ ἐπλη­θύ­νε­το ὁ ἀριθ­μὸς τῶν μαθη­τῶν ἐν ῾Ιερου­σα­λὴμ σφό­δρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιου­δαί­ων ὑπή­κουον τῇ πίστει (:η πρό­τα­ση αυτή των απο­στό­λων φάνη­κε αρε­στή σε όλο το πλή­θος της Εκκλη­σί­ας. Έτσι εξέ­λε­ξαν τον Στέ­φα­νο, άνδρα γεμά­το από πίστη στο Χρι­στό και από τα χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και τον Φίλιπ­πο και τον Πρό­χο­ρο και τον Νικά­νο­ρα και τον Τίμω­να και τον Παρ­με­νά και τον Νικό­λαο από την Αντιό­χεια, ο οποίος ήταν κάπο­τε ειδω­λο­λά­τρης και πριν πιστέ­ψει στον Χρι­στό είχε προ­σέλ­θει στον Ιου­δαϊ­σμό. Αυτούς τους επτά παρου­σί­α­σαν ενώ­πιον των απο­στό­λων. Και οι από­στο­λοι, προ­σευ­χή­θη­καν, έβα­λαν τα χέρια τους πάνω στα κεφά­λια των επτά, για να τους μετα­δο­θεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγ­καία για τη διε­ξα­γω­γή της δια­κο­νί­ας τους.Έτσι το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού προ­ό­δευε και δια­δι­δό­ταν. Και ο αριθ­μός των μαθη­τών στα Ιερο­σό­λυ­μα αυξα­νό­ταν πάρα πολύ, και πλή­θος πολύ από τους ιερείς των Ιου­δαί­ων, απο­δέ­χον­ταν τις αλή­θειες της πίστε­ως και υπο­τάσ­σον­ταν σε αυτές)»[Πράξ.6,5–7]. Εξέ­λε­ξαν λοι­πόν ως δια­κό­νους άντρες γεμά­τους πίστη ώστε να μη γίνουν τα ίδια με εκεί­να που συνέ­βη­σαν στην περί­πτω­ση του Ιού­δα, και του Ανα­νία και της Σάπ­φει­ρας.

«Καὶ ἤρε­σεν ὁ λόγος ἐνώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους(:και η πρό­τα­ση αυτή των απο­στό­λων φάνη­κε αρε­στή σε όλο το πλή­θος της Εκκλη­σί­ας)»[Πράξ.6,5]. Και αυτό είναι αντά­ξιο της σοφί­ας των δώδε­κα απο­στό­λων. Και όλοι επαί­νε­σαν αυτό που λέχθη­κε · τόσο πολύ συνε­τό ήταν.

«Καὶ ἐξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄνδρα πλή­ρη πίστε­ως καὶ Πνεύ­μα­τος ῾Αγί­ου, καὶ Φίλιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νικά­νο­ρα καὶ Τίμω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νικό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αντιο­χέα(:και εξέ­λε­ξαν τον Στέ­φα­νο, άνδρα γεμά­το από πίστη στο Χρι­στό και από τα χαρί­σμα­τα του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και τον Φίλιπ­πο και τον Πρό­χο­ρο και τον Νικά­νο­ρα και τον Τίμω­να και τον Παρ­με­νά και τον Νικό­λαο από την Αντιό­χεια, ο οποίος ήταν κάπο­τε ειδω­λο­λά­τρης και πριν πιστέ­ψει στον Χρι­στό είχε προ­σέλ­θει στον Ιου­δαϊ­σμό),οὓς ἔστη­σαν ἐνώ­πιον τῶν ἀπο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐπέ­θη­καν αὐτοῖς τὰς χεῖ­ρας(:Αυτούς τους επτά παρου­σί­α­σαν ενώ­πιον των απο­στό­λων. Και οι από­στο­λοι, προ­σευ­χή­θη­καν, έβα­λαν τα χέρια τους πάνω στα κεφά­λια των επτά, για να τους μετα­δο­θεί η θεία χάρη η οποία τους ήταν αναγ­καία για τη διε­ξα­γω­γή της δια­κο­νί­ας τους)».

Από αυτό είναι φανε­ρό ότι ξεχώ­ρι­σαν αυτούς από το πλή­θος, και αυτοί προ­σελ­κύ­ουν, δεν καθο­δη­γούν οι από­στο­λοι. Πρό­σε­χε πως δεν λέει περιτ­τά λόγια ο συγ­γρα­φέ­ας· διό­τι δεν λέει πώς, αλλά απλώς ότι χει­ρο­το­νή­θη­καν κατό­πιν προ­σευ­χής· διό­τι αυτό είναι η χει­ρο­το­νία. Το χέρι τοπο­θε­τεί­ται επά­νω στον άνδρα, ενώ το όλο έργο το επι­τε­λεί ο Θεός και το χέρι Αυτού είναι εκεί­νο, που αγγί­ζει το κεφά­λι του χει­ρο­το­νη­μέ­νου εάν χει­ρο­το­νεί­ται όπως πρέ­πει.

Δεν τα είπε αυτά στην τύχη, αλλά για να δεί­ξει πόση είναι η δύνα­μη της ελεη­μο­σύ­νης και της σωστής διευ­θέ­τη­σης των πραγ­μά­των. Και πρό­κει­ται στη συνέ­χεια να διη­γη­θεί τα σχε­τι­κά με τον Στέ­φα­νο, γι’ αυτό και προ­η­γου­μέ­νως ανα­φέ­ρει τις αιτί­ες αυτών. Ποιο λοι­πόν αξί­ω­μα είχαν αυτοί οι διά­κο­νοι και ποια χει­ρο­το­νία δέχθη­καν είναι ανάγ­κη να μάθου­με. Άρα­γε τη χει­ρο­το­νία των δια­κό­νων; Και όμως αυτή δεν υπάρ­χει στις εκκλη­σί­ες, αλλά η δια­χεί­ρι­ση των ναών είναι έργο των πρε­σβύ­τε­ρων· αν και βέβαια κανέ­νας επί­σκο­πος δεν υπήρ­χε τότε, παρά μόνο οι από­στο­λοι. Συνε­πώς νομί­ζω ότι η ονο­μα­σία αυτή δεν δηλώ­νει τους δια­κό­νους, ούτε τους πρε­σβύ­τε­ρους, αλλά κατ’ αρχήν γι’ αυτό το έργο χει­ρο­το­νή­θη­καν. Και δεν έθε­σαν απλώς τα χέρια τους επά­νω τους, αλλά ευχή­θη­καν να έλθει η δύνα­μη σε αυτούς. Πρό­σε­χε επί­σης σε παρα­κα­λώ, εάν χρειά­σθη­καν σε αυτό εφτά άνδρες, άρα­γε πόσο μεγά­λο ήταν το πόσο των χρη­μά­των που συγ­κεν­τρώ­θη­κε και πόσο μεγά­λο το πλή­θος των χήρων;

Επο­μέ­νως δεν γινό­ταν στην τύχη οι προ­σευ­χές, αλλά γινό­ταν με πολ­λή προ­σο­χή· και αυτό όπως και το κήρυγ­μα έτσι τελούν­ταν· διό­τι τα περισ­σό­τε­ρα με τις προ­σευ­χές τα κατόρ­θω­ναν. Και έτσι ρυθ­μι­ζό­ταν τα πνευ­μα­τι­κά, έτσι στέλ­νον­ταν σε περιο­δεί­ες, έτσι παρέ­δω­σαν το κήρυγ­μα της πίστης. Και δεν επαι­νεί, ούτε εξυ­ψώ­νει αυτούς, αλλά ότι δεν είναι αρε­στό να αφή­σουν το έργο που τους ανα­τέ­θη­κε.

Έτσι είχαν διδα­χθεί από τον Μωυ­σή, να μην ασχο­λούν­ται οι ίδιοι με όλα. Γι’ αυτό και ο Παύ­λος λέει «μνον τν πτωχν να μνη­μο­νεωμεν, κα σποδασα ατ τοτο ποισαι(:να θυμά­στε μόνο τους φτω­χούς)» [Γαλ. 2,10]. Και για το πώς συν­τε­λού­σαν στην πρό­ο­δο αυτών, μάθαι­νε: νήστευαν, αφο­σιώ­νον­ταν στην προ­σευ­χή. Αυτό πρέ­πει και τώρα να γίνε­ται.

Και εξέ­λε­ξαν δια­κό­νους όχι απλώς πνευ­μα­τι­κούς, αλλά «πλή­ρεις πνεύ­μα­τος καί σοφί­ας», για να δηλω­θεί έτσι ότι χρειά­ζον­ταν μεγά­λη ευσέ­βεια και αυτο­κυ­ριαρ­χία για να υπο­φέ­ρει κανείς τις κατη­γο­ρί­ες των χήρων. Διό­τι ποιο είναι το όφε­λος, όταν δεν κλέ­βει κανείς μεν, αλλά κατα­στρέ­φει τα πάν­τα; Ή είναι θρα­σύς και οργί­ζε­ται; Και κατά τού­το ήταν αξιο­θαύ­μα­στος ο Φίλιπ­πος· διό­τι λέει για αυτόν· «τ δ παύ­ριον ξελ­θόν­τες λθο­μεν ες Και­σά­ρειαν, κα εσελ­θόν­τες ες τν οκον Φιλίπ­που το εαγγε­λι­στο, ντος κ τν πτά, μεί­να­μεν παρ᾿ ατ(:την άλλη μέρα φύγα­με από την Πτο­λε­μα­ΐ­δα και φθά­σα­με στην Και­σά­ρεια. Εκεί μπή­κα­με στο σπί­τι του ευαγ­γε­λι­στή Φιλίπ­που, ο οποί­ος ήταν ένας από τους επτά δια­κό­νους που είχαν χει­ρο­το­νη­θεί βοη­θοί των απο­στό­λων στα κοι­νά τρα­πέ­ζια και μεί­να­με κον­τά του)». Βλέ­πεις ότι τίπο­τα δεν ρυθ­μι­ζό­ταν κατά ανθρώ­πι­νο τρό­πο;

«Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξα­νε, καὶ ἐπλη­θύ­νε­το ὁ ἀριθ­μὸς τῶν μαθη­τῶν ἐν ῾Ιερου­σα­λὴμ σφό­δρα(:έτσι το κήρυγ­μα του λόγου του Θεού προ­ό­δευε και δια­δι­δό­ταν. Και ο αριθ­μός των μαθη­τών στα Ιερο­σό­λυ­μα αυξα­νό­ταν πάρα πολύ)»[Πράξ.6,6]. «Πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιου­δαί­ων ὑπή­κουον τῇ πίστει(:και πλή­θος πολύ από τους ιερείς των Ιου­δαί­ων, απο­δέ­χον­ταν τις αλή­θειες της πίστε­ως και υπο­τάσ­σον­ταν σε αυτές)»[Πράξ.6,7]. Αυτό απο­τε­λεί υπαι­νιγ­μό και δεί­χνει ότι πολ­λοί από αυτούς που μηχα­νεύ­θη­καν τον θάνα­το του Χρι­στού, πίστε­ψαν.

Στα Ιερο­σό­λυ­μα προ­ό­δευε το πλή­θος των πιστών. Το περί­ερ­γο ήταν ότι εκεί που σταυ­ρώ­θη­κε ο Χρι­στός, εκεί αυξά­νον­ταν το κήρυγ­μα. Και όχι μόνο δεν σκαν­δα­λί­στη­καν μερι­κοί από τους μαθη­τές, βλέ­πον­τας τους μεν απο­στό­λους να μαστι­γώ­νον­ται, άλλους να τους απει­λούν, άλλους να πει­ρά­ζουν το πνεύ­μα, άλλους να γογ­γύ­ζουν, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο αυξα­νό­ταν ο αριθ­μός εκεί­νων που πίστε­ψαν· έτσι από το περι­στα­τι­κό του Ανα­νία σωφρο­νί­στη­καν και περισ­σό­τε­ρος φόβος κατέ­λα­βε αυτούς. Πρό­σε­χε επί­σης πώς αυξα­νό­ταν το πλή­θος. Μετά τις δοκι­μα­σί­ες τότε αυξή­θη­κε, αλλά όχι πριν από αυτές.

Και σκέ­ψου σε παρα­κα­λώ και πόση είναι η φιλαν­θρω­πία του Θεού. Διό­τι από εκεί­νους τους αρχιε­ρείς, που παρό­τρυ­ναν τους όχλους σε φόνο, που κραύ­γα­ζαν και έλε­γαν: «λλους σωσεν, αυτν ο δύνα­ται σσαι· ε βασι­λες σρα­ήλ στι, κατα­βά­τω νν π το σταυ­ρο κα πιστεύ­σο­μεν π᾿ ατ (:άλλους έσω­σε με τα αγύρ­τι­κά του θαύ­μα­τα˙ τον εαυ­τό του δεν μπο­ρεί να τον σώσει. Εάν είναι βασι­λιάς του Ισρα­ήλ, του ευλο­γη­μέ­νου δηλα­δή λαού του Θεού, ας κατε­βεί απ’ τον σταυ­ρό και θα τον πιστέ­ψου­με)»[Ματθ. 27,42], από αυτούς, λέει το ιερό κεί­με­νο, «πολ­λοί απο­δέ­χον­ταν τις αλή­θειες της πίστε­ως».

Του Θεού και Δημιουρ­γού μας λοι­πόν ας γίνου­με και εμείς μιμη­τές. Δέχθη­κε αυτούς και δεν τους έδιω­ξε. Έτσι ας αμεί­βου­με κι εμείς τους εχθρούς, που διέ­πρα­ξαν σε εμάς άπει­ρα κακά. Ό,τι αγα­θό και αν έχου­με, ας το δίνου­με σε αυτούς· ας μην παρα­λεί­ψου­με να τους ευερ­γε­τού­με· διό­τι αν μεν χρειά­ζε­ται να πάθει κάποιος κάποιο κακό για να ικα­νο­ποι­ή­σει τον θυμό τους, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα τους ικα­νο­ποι­ή­σει, με το να τους ευερ­γε­τή­σει (διό­τι αυτό είναι λιγό­τε­ρο από εκεί­νο)· διό­τι δεν είναι το ίδιο να ευερ­γε­τεί κάποιος τον εχθρό του και να θέλει να πάθει χει­ρό­τε­ρα από αυτά που ο εχθρός του επι­θυ­μεί. Από αυτό θα έρθου­με και σε εκεί­να.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία ΙΔ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 15, σελί­δες 392–397 και 399–409.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 79, ομι­λία ΙΔ΄, σελ. 208–209 και σελ. 213–219.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη

«Πλη­θυ­νόν­των τῶν μαθη­τῶν ἐγέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν Ἑλλη­νι­στῶν πρὸς τοὺς Ἑβραί­ους, ὅτι παρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δια­κο­νίᾳ τῇ καθη­με­ρι­νῇ αἱ χῆραι αὐτῶν» (Πράξ. 6,1)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγα­πη­τοί μου, τὸν Ἀπό­στο­λο τῆς Κυρια­κῆς τῶν Μυρο­φό­ρων. Εἶνε μιὰ περι­κο­πὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν ἀπο­στό­λων. Μᾶς διδά­σκει πολ­λά διδάγ­μα­τα. Ἕνα ἀπ ̓ αὐτά, μολο­νό­τι ἔχουν περά­σει 19 καὶ πλέ­ον αἰῶ­νες, εἶνε πολύ ἐπί­καί­ρο στὴν ἐπο­χή μας. Ποιό εἶνε τὸ δίδαγ­μα αὐτό;

* * *

Λέει ὁ ἀπό­στο­λος, ὅτι οἱ χρι­στια­νοὶ μὲ τὸ κήρυγ­μα τῶν ἀπο­στό­λων μέσα σὲ μικρὸ διά­στη­μα εἶχαν αὐξη­θῆ πάρα πολύ. Τὸ σπου­δαιό­τε­ρο ὅμως εἶνε, ὅτι τὸ πλῆ­θος ἐκεῖ­νο τῶν πρώ­των χρι­στια­νῶν τόση ἀγά­πη καὶ σύν­δε­σμο εἶχαν μετα­ξύ τους, ὥστε ἐτρέ­φον­το ὅλοι σὲ κοι­νὴ τρά­πε­ζα. Ἦταν ἕνα ἀξιο­ζή­λευ­το φαι­νό­με­νο, μονα­δι­κὸ στὸν κόσμο.

Ἀλλὰ δυστυ­χῶς ὁ πονη­ρὸς φθό­νη­σε αὐτὴ τὴν ἀγά­πη καὶ ἄρχι­σε νὰ σπέρ­νῃ ἀνά­με­σά τους ζιζά­νια. Σὰν νὰ μὴν ἔφτα­ναν οἱ ἐξω­τε­ρι­κοί διωγ­μοί ἐναν­τί­ον τῆς Ἐκκλη­σί­ας, ἦλθαν καὶ πει­ρα­σμοί ἀπὸ μέσα. Ὁ ἄνθρω­πος εἶνε πάν­τα ἀτε­λής, κι αὐτὴ τὴν ἀτέ­λεια ἐκμε­ταλ­λεύ­ε­ται ὁ διά­βο­λος. Ἐνῷ, δηλα­δή, στὴν ἀρχὴ ὅλοι συμ­με­τεῖ­χαν ἐξ ἴσου στὰ ἀγα­θὰ ποὺ διέ­θε­τε ἡ Ἐκκλη­σία, αργό­τε­ρα παρου­σιά­στη­καν κάποιες δια­κρί­σεις. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ Ἐκκλη­σία παρέ­θε­τε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα κάθε μέρα τρα­πέ­ζι γιὰ τὶς χῆρες γυναῖ­κες, οἱ ὁποῖ­ες πρὶν γίνουν χρι­στια­νὲς ἦταν ἄλλες μὲν ἀπὸ τοὺς ντό­πιους Εβραί­ους καὶ ἄλλες ἀπὸ τοὺς Ἑβραί­ους τῆς δια­σπο­ρᾶς. Ἑβραῖ­οι τῆς δια­σπο­ρᾶς λέγον­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ ἦταν διά­σπαρ­τοι σὲ διά­φο­ρες ἄλλες χώρες ἔξω ἀπὸ τὴν Παλαι­στί­νη κ΄ ἐπει­δή τότε ἡ γλῶσ­σα ποὺ ἐπι­κρα­τοῦ­σε διε­θνῶς ἦταν ἡ ἑλλη­νι­κή, οἱ διά­σπαρ­τοι αὐτοὶ Ἑβραῖ­οι εἶχαν πιὰ ξεχά­σει τὴ μητρι­κή τους γλῶσ­σα, τὴν ἑβραϊ­κή, καί συνή­θι­σαν τὴν ἑλλη­νι­κή. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἔλε­γαν Ἑλλη­νι­στάς. Ἐκεῖ λοι­πόν, στὴν παρά­θε­σι τοῦ φαγη­τοῦ, παρου­σιά­στη­κε ἀδι­κία. Παραγ­κω­νί­ζον­ταν οἱ χῆρες τῶν Ἑλλη­νι­στῶν καὶ πλε­ο­νε­κτοῦ­σαν οἱ χῆρες τῶν Ἑβραί­ων. Ἔτσι οἱ Ἑλλη­νι­σταὶ ἄρχι­σαν νὰ γογ­γύ­ζουν. Οἱ ἀπό­στο­λοι προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐξα­λεί­ψουν τό γογ­γυ­σμὸ μὲ τὴν ἐκλο­γὴ τῶν ἑπτὰ δια­κό­νων. Αὐτοὶ θ’ ἀνε­λάμ­βα­ναν στὸ ἑξῆς τὴ φρον­τί­δα τῶν κοι­νῶν συσ­σι­τί­ων, ὥστε οἱ ἀπό­στο­λοι νὰ μεί­νουν ἀπε­ρί­σπα­στοι στὸ κήρυγ­μα καὶ στὴν προ­σευ­χή. Σιγά — σιγὰ ὅμως καὶ οἱ διά­κο­νοι ἀπορ­ρο­φή­θη­καν ἀπὸ τὸ ὕψι­στο καθῆ­κον τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τρο­φο­δο­σί­ας, δηλα­δὴ τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τοῦ κηρύγ­μα­τος.

* * *

Ἡ περι­κο­πὴ αὐτὴ θίγει τὸ μεγά­λο ζήτη­μα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δικαί­ο­σύ­νης. Εἶνε ἕνα ζήτη­μα ποὺ πάν­τα ἀπα­σχο­λοῦ­σε τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Ιδί­ως ὅμως ὁ κόσμος συγ­κλο­νί­στη­κε μὲ τὴν ἔκρη­ξι τῆς Ρωσι­κῆς ἐπα­να­στά­σε­ως τὸ 1917. Οἱ ἀρχη­γοί τοῦ κινή­μα­τος ἐκεί­νου κατη­γό­ρη­σαν τὸ κοι­νω­νι­κὸ σύστη­μα ποὺ ἐπι­κρα­τοῦ­σε, ἐπει­δὴ διαι­ροῦ­σε τοὺς ἀνθρώ­πους σε πλου­σί­ους καὶ φτω­χούς. Εἶπαν, πὼς δὲν εἶνε δίκαίο, ἄλλοι νὰ πει­νοῦν κι ἄλλοι νὰ τρέ­φων­ται τόσο πλου­σιο­πά­ρο­χα, ὥστε καθέ­νας ἀπ’ αὐτοὺς νὰ τρώῃ γιὰ δέκα καὶ ἑκα­τό. Γιὰ νὰ στα­μα­τή­σῃ αὐτὴ ἡ ἀδι­κία, πρό­τει­ναν νὰ καταρ­γη­θῇ ὁ πλοῦ­τος, νὰ ἐξι­σω­θοῦν φτω­χοὶ καὶ πλού­σιοι, νὰ δικαί­οῦν­ται καὶ νὰ τρέ­φων­ται ὅλοι τὸ ἴδιο. Αὐτὴ εἶνε ἡ λεγο­μέ­νη κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη, καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ καὶ πολι­τι­κὸ σύστη­μα ποὺ ἐπε­βλή­θη σ’ ὅσες χῶρες ἐπι­κρά­τη­σε ἡ ἐπα­νά­στα­σι ὠνο­μά­στη­κε κομ­μου­νι­σμός. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ κατη­γο­ρή­σῃ τὴν κοι­νω­νι­κὴ δικαί­ο­σύ­νη; Ἡ κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη ἔγι­νε τὸ ὄνει­ρο καὶ ὁ στό­χος πολ­λῶν ἀνθρώ­πων. Γιὰ τὴν ἐπι­κρά­τη­σι τοῦ συστή­μα­τος αὐτοῦ ἔγι­ναν πολ­λοὶ ἀγῶ­νες καὶ χύθη­κε ποτά­μι τὸ αἷμα.

Ἐν τού­τοις ἡ διαί­ρε­σι σὲ φτω­χοὺς καὶ πλου­σί­ους δὲν ἐξα­λεί­φθη­κε. Για­τί;

Ὅπως λένε αὐτοὶ ποὺ ἀσχο­λή­θη­καν μὲ τὸ κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα, οἱ ὀπα­δοὶ τῆς κοι­νο­κτη­μο­σύ­νης πάνω στὸν ἀγῶ­να τους, ἔχον­τας στραμ­μέ­νη τὴν προ­σο­χή τους μόνο στὴ διεκ­δί­κη­σι τῆς ὕλης, περι­φρό­νη­σαν καὶ παρα­πέ­τα­ξαν τὴν πίστι σὲ πνεῦ­μα, σὲ ψυχὴ καὶ σὲ Θεό. Καί μόνο αὐτό; Οἱ κομ­μου­νι­σταί δίω­ξαν καὶ κατα­πο­λέ­μη­σαν ὅ,τι ἔχει σχέ­σι μὲ τὴ χρι­στια­νι­κὴ πίστι. Νόμι­σαν, δηλα­δή, ὅτι ὁ χρι­στια­νι­σμὸς εἶνε ἐμπό­διο γιὰ τὴν ἐπι­κρά­τη­σι τοῦ συστή­μα­τός τους καὶ γι’ αὐτὸ πρέ­πει νὰ φύγῃ ἀπ’ τὴ μέση. Ἔτσι κήρυ­ξαν πόλε­μο ἐναν­τί­ον τῆς θρη­σκεί­ας, ποὺ τὴ θεώ­ρη­σαν ὡς ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν. Θεός, εἶπαν καὶ διε­κή­ρυ­ξαν σ ̓ ὅλους τοὺς τόνους, δὲν ὑπάρ­χει. Γκρέ­μι­σαν ἐκκλη­σί­ες, κατα­δί­ω­ξαν ἱερεῖς καὶ ἀρχιε­ρεῖς, ἔκλει­σαν στίς φυλα­κές μυριά­δες χρι­στια­νούς, καὶ καυ­χή­θη­καν ὅτι σὲ λίγα χρό­νια δὲν θ’ ἀκού­γε­ται πιὰ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Πόσο ἀπα­τή­θη­καν! Ο σκο­πός τους ἀπέ­τυ­χε.

Για­τί ἀπέ­τυ­χε; Ὄχι για­τὶ τὸ σύστη­μα ἐκεῖ­νο εἶνε ἀντί­θε­το μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Ἡ κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη συμ­φω­νεῖ μὲ τὸ πολί­τευ­μα τῆς Ἐκκλη­σί­ας. Ὅπως βλέ­που­με στὴ σημε­ρι­νὴ ἀπο­στο­λι­κὴ περι­κο­πή, οἱ πρῶ­τοι χρι­στια­νοὶ ἐτρέ­φον­το σὲ κοι­νὴ τρά­πε­ζα. Ὁ δὲ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος σὲ μιὰ θαυ­μά­σια ὁμι­λία του προ­τρέ­πει τοὺς ἀκρο­α­τάς του, ἂν θέλουν, ν’ ἀνα­λά­βῃ ἐκεῖ­νος νὰ τοὺς τρέ­φῃ κοι­νο­βια­κῶς, ἀφοῦ ἡ συμ­βί­ω­σι σὲ κοι­νό­βιο εἶνε ἀπο­στο­λι­κὸ δίδαγ­μα καὶ ἁρμό­ζει στοὺς ὀρθο­δό­ξους χρι­στια­νούς. Ἔτσι ἡ κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη ὑπάρ­χει καὶ ἐφαρ­μό­ζε­ται σὲ ὅλα τὰ κανο­νι­κὰ μονα­στή­ρια τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας καὶ μάλι­στα τοῦ Ἁγί­ου Ὄρους. Κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη ὑπάρ­χει ἀκό­μη στὶς ἐκκλη­σια­στι­κὲς κατα­σκη­νώ­σεις ποὺ ἔχουν ἱδρύ­σει οἱ ἱερὲς μητρο­πό­λεις, κ’ ἐκεῖ τὰ παι­διὰ τρῶ­νε σὲ κοι­νὴ τρά­πε­ζα. Ἡ κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη συμ­φω­νεῖ, τέλος, μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν οἱ ἄγγε­λοι στὸν οὐρα­νό, διό­τι ἐκεῖ οἱ ἄγγε­λοι ἀπο­λαμ­βά­νουν ἐξ ἴσου ὅλες τὶς δωρε­ὲς τοῦ Θεοῦ. Κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη λοι­πὸν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐπι­κρα­τή­σῃ καὶ στὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαούς.

Ὥστε ἡ αἰτία τῆς ἀπο­τυ­χί­ας τοῦ κινή­μα­τος τοῦ κομ­μου­νι­σμοῦ πρέ­πει ν’ ἀνα­ζη­τη­θῇ ἀλλοῦ, βαθύ­τε­ρα. Όπως παρα­τή­ρη­σαν φιλό­σο­φοι καὶ κοι­νω­νιο­λό­γοι, οἱ κομ­μου­νι­σταὶ μὲ τὸν ἀμεί­λι­κτο πόλε­μο που κήρυ­ξαν κατὰ τῆς χρι­στια­νι­κῆς θρη­σκεί­ας κατώρ­θω­σαν, ὅσο μπό­ρε­σαν, νὰ ξερ­ρι­ζώ­σουν ἀπὸ τὶς καρ­διὲς τῶν ὀπα­δῶν τους τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἔτσι ἦρθαν σὲ φανε­ρὴ ἀντί­φα­σι μὲ τὶς ἰδέ­ες τους περί κοι­νω­νι­κῆς δικαί­ο­σύ­νης. Διό­τι ἡ πηγὴ τῆς δικαί­ο­σύ­νης εἶνε ὁ Θεός, καὶ ἡ ἀλη­θι­νὴ εφαρ­μο­γή της γίνε­ται μόνο μέσα στὸ χρι­στια­νι­σμό. Πολε­μών­τας λοι­πὸν τὸ Θεό, πολε­μοῦν καὶ τὴ δικαί­ο­σύ­νη. Ἀφοῦ, δηλα­δή, ξερ­ρί­ζω­σαν ἀπὸ τὶς καρ­διὲς τὴν πίστι στὸ Θεὸ κ’ ἔκα­ναν τοὺς ἀνθρώ­πους δαί­μο­νες, ἔπει­τα ζητοῦ­σαν ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες να ζήσουν ζωὴ ἀγγε­λι­κή. Όπως κηρύτ­τει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, τὸ νὰ λέμε αὐτὸ εἶνε δικό μου κ΄ ἐκεῖ­νο δικό σου, αὐτό εἶνε ἡ ῥίζα τῆς κοι­νω­νι­κῆς μας ἀθλιό­τη­τος.

Τὸν καί­ρὸ τῆς κατο­χῆς, ὅταν τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ εἶχαν σχε­δὸν ἐκλεί­ψει καὶ ἡ πεῖ­να θέρι­ζε τὴν πατρί­δα μας, μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ δημιουρ­γή­σα­με κ’ ἐμεῖς στὴν Κοζά­νη συσ­σί­τια, ποὺ ἄρχι­σαν μὲ 30 πιά­τα καὶ ἔφθα­σαν τὶς 8.000 μερί­δες. Αὐτὸ εἶχε προ­κα­λέ­σει τότε τὸ θαυ­μα­σμὸ ὅλων ἀνε­ξαι­ρέ­τως, ἀκό­μη καὶ τῶν κομ­μου­νι­στῶν.

Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο λοι­πόν, ἂν ἐφαρ­μο­σθῇ ὅπως τὸ ἐφήρ­μο­σε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, ποὺ ἔζη­σε τὴν κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη μαζὶ μὲ τοὺς δώδε­κα μαθη­τάς του, μπο­ρεῖ νὰ λύσῃ τὸ κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα. Αντι­θέ­τως, χωρὶς τὸ Εὐαγ­γέ­λιο ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀδι­κία θὰ ἐπι­κρα­τῇ, ἔστω καὶ ἂν οἱ ἄνθρω­ποι ἀγω­νί­ζων­ται νὰ τὴν ἐξα­λεί­ψουν. Γι’ αὐτὸ στὸν κομ­μου­νι­σμό παρα­τη­ρή­θη­κε τὸ ἑξῆς φαι­νό­με­νο, ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ θεω­ρῆ­ται παρά­δο­ξο ̇ ὅτι, ἀντὶ μὲ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ τῶν θεω­ριῶν του στὴν ἀχα­νῆ χώρα τῆς Ῥωσί­ας ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀδι­κία νὰ ἐκλεί­ψῃ, ἀντι­θέ­τως παρου­σιά­στη­κε ἐκεῖ κραυ­γα­λέα ἀνι­σό­της καὶ ἀδι­κία. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐτό ἤλεγ­ξε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ὁ γνω­στός συγ­γρα­φεὺς Σολ­τζε­νί­τσιν. Μερι­κὰ εὐνο­ού­με­να μέλη τοῦ συστή­μα­τος, μὲ τὰ προ­νό­μια ποὺ ἐφω­διά­σθη­καν, μὲ εἰδι­κὲς κάρ­τες δια­νο­μῆς τῶν ὑλι­κῶν ἀγα­θῶν, μὲ τὴ λεγο­μέ­νη νομεν­κλα­τού­ρα, αὐτὴ ἡ ἐλα­χί­στη μειο­νό­της δια­κρί­θη­κε ἀπὸ τὸν ὑπό­λοι­πο λαό. Ἡ τάξις αὐτὴ ἀπε­λάμ­βα­νε τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θὰ καὶ ἔτρω­γε τοῦ που­λιοῦ τό γάλα, ἐνῷ οἱ ὑπό­λοι­ποι, ποὺ δὲν ἦταν γραμ­μέ­νοι στοὺς κατα­λό­γους τῶν «ἡμε­τέ­ρων», πει­νοῦ­σαν.

Χωρὶς νὰ εἴμα­στε ὀπα­δοὶ τοῦ ἀντι­θέ­του συστή­μα­τος, τοῦ ἀμε­ρι­κα­νι­κοῦ δηλα­δὴ τρό­που ζωῆς, ποὺ κι αὐτὸς ἔχει τὶς ἀτέ­λειές του, δὲν πρέ­πει νὰ παρα­βλέ­ψου­με, ὅτι στὴ μεγά­λη χώρα τῆς Ἀμε­ρι­κῆς, ἂν κάποιος πῇ ὅτι πει­νά­ει, χίλια χέρια εἶνε ἕτοι­μα νὰ σπεύ­σουν νὰ χορ­τά­σουν τὴν πεῖ­νά του. Ἔτσι ἐκεῖ ἡ ἀντί­θε­σι μετα­ξὺ φτω­χῶν καὶ πλου­σί­ων περιο­ρί­ζε­ται, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαί­νῃ ὅτι τὸ σύστη­μα ἐκεῖ­νο φθά­νει στὸ τέλειο. Τέλειο ἦταν ἐκεῖ­νο ποὺ πέτυ­χαν οἱ χρι­στια­νοὶ τῶν πρώ­των αἰώ­νων. Καὶ αὐτό πρέ­πει κ’ ἐμεῖς νὰ ἐπι­διώ­ξου­με, ὄχι ἁπλῶς κηρύτ­τον­τας ἀλλὰ καὶ ἐφαρ­μό­ζον­τας στὴν καθη­με­ρι­νή μας ζωὴ ἐκεῖ­νο ποὺ δίδα­ξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι­στός, καὶ ὁ λόγος του παρα­μέ­νει αἰώ­νιος· «Ζητεῖ­τε πρῶ­τον τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαί­ο­σύ­νην αὐτοῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑμῖν» (Ματθ. 6,33).

Να λοι­πόν, ἀγα­πη­τοί μου, ὅτι τὸ Εὐαγ­γέ­λιο μπο­ρεῖ νὰ δώσῃ λύσεις καὶ στὰ πιὸ δύσκο­λα προ­βλή­μα­τα τοῦ κόσμου. Υπάρ­χουν ἀγα­θά. Καὶ ὁ πλα­νή­της μας, ποὺ εἶνε μικρὸς μπρο­στὰ σὲ ἄλλους, ἂν καλ­λιερ­γη­θῇ καταλ­λή­λως, μπο­ρεῖ νὰ θρέ­ψῃ διπλά­σιο καὶ τρι­πλά­σιο πλη­θυ­σμὸ ἀπὸ τὸν σημε­ρι­νό. Τὰ κοι­νω­νι­κὰ συστή­μα­τα δὲν θὰ λύσουν τὸ πρό­βλη­μα. Γιὰ νὰ λυθῇ τὸ πρό­βλη­μα, πρέ­πει ν’ ἀλλά­ξῃ ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που. Ἀγα­θὰ ὑπάρ­χουν· ἐκεῖ­νο ποὺ λεί­πει εἶνε ἡ πίστι καὶ ἡ ἀγά­πη στὸ Θεό, ποὺ μετα­βάλ­λει τοὺς ἀνθρώ­πους σὲ ἐπι­γεί­ους ἀγγέ­λους καὶ τὴν κοι­νω­νία σὲ παρά­δει­σο.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek