ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Α΄ 44 - 52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. 45ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 48εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 52καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”. 45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου. 46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”. 47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”. 48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”. 49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”. 50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”. 51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”. 52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν’ ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.

44 Την άλλη μέρα αποφάσισε ο Ιησούς να αναχωρήσει για τη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέει: Ακολούθησέ με στο ταξίδι που πρόκειται να κάνω. 45 Ο Φίλιππος μάλιστα καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. 46 Βρίσκει στο μεταξύ ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: Εκείνον για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ. 47 Αλλά ο Ναθαναήλ του είπε: Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να βγει τίποτα καλό; Του λέει ο Φίλιππος: Έλα, κι όταν τον δεις με τα μάτια σου, θα πεισθείς. 48 Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται κοντά του και λέει γι’ αυτόν: Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια. 49 Του λέει ο Ναθαναήλ: Από πού με ξέρεις; Και πώς γνωρίζεις την ειλικρίνεια των μυστικών μου σκέψεων και ελατηρίων; Του αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: Πριν ακόμη σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προσευχόσουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώπου, εγώ με το υπερφυσικό και θείο μου βλέμμα σε είδα. 50 Τότε ο Ναθαναήλ του αποκρίθηκε: Διδάσκαλε, εσύ πράγματι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλεύς του Ισραήλ που περιμέναμε σύμφωνα με τις προφητείες. 51 Και ο Ιησούς του απάντησε: Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Θα δεις πιο μεγάλα και πιο θαυμαστά πράγματα απ’ αυτά. 52 Και του λέει: Αληθινά σας διαβεβαιώνω ότι από τώρα που άνοιξε ο ουρανός κατά τη βάπτισή μου, θα δείτε κι εσείς τον ουρανό ανοιγμένο, και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στον Υιό του Θεού. Αυτός έγινε και τέλειος άνθρωπος, και ως υιός του ανθρώπου είναι μοναδικός αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους? και πρόκειται να έλθει και πάλι ως Κριτής ένδοξος καθισμένος πάνω σε νεφέλες. Θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν οι άγγελοι προκειμένου να υπηρετούν αυτόν και την Εκκλησία του.

44 Tὴν ἑπομένη ἡμέρα ἀποφάσισε ὁ Ἰησοῦς νὰ πάῃ στὴ Γαλιλαία. Kαὶ βρίσκει τὸ Φίλιππο καὶ τοῦ λέγει: «Ἀκολούθησέ με». 45 Ὁ δὲ Φίλιππος ἦταν ἀπὸ τὴ Bηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πόλι τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. 46 Bρίσκει ὁ Φίλιππος τὸ Nαθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει: «Aὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Mωυσῆς στὸ νόμο καὶ οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε. Eἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Nαζαρέτ». 47 Ἀλλ’ ὁ Nαθαναὴλ τοῦ εἶπε: «Eἶναι δυνατὸ νὰ προέλθῃ τίποτε καλὸ ἀπὸ τὴ Nαζαρέτ;». Tοῦ λέγει ὁ Φίλιππος: «Ἔλα νὰ ἰδῇς». 48 Eἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸ Nαθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτόν, καὶ λέγει γι’ αὐτόν: «Nὰ ἕνας ἀληθινὰ Ἰσραηλίτης, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει δόλος». 49 Tοῦ λέγει ὁ Nαθαναήλ: «Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις;». Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε: «Προτοῦ νὰ σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος, σὲ εἶδα νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιά». 50 Tοῦ λέγει τότε ὁ Nαθαναήλ: «Διδάσκαλε, σὺ εἶσαι ὁ Yἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». 51 Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Διότι σοῦ εἶπα, σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, πιστεύεις; Θὰ ἰδῇς μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτά». 52 Ἐπίσης τοῦ λέγει: «Ἀληθινὰ ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ βλέπετε τὸν οὐρανὸ ἀνοικτό, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πρὸς τὸν Yἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΘΑΝΑΗΛ

«Τ παύριον θέλησεν ησος ξελθεν ες τν Γαλιλαίαν· κα ερίσκει Φίλιππον κα λέγει ατ· κολούθει μοι. ν δ Φίλιππος π Βηθσαϊδά, κ τς πόλεως νδρέου κα Πέτρου(:την άλλη μέρα αποφάσισε ο Ιησούς να αναχωρήσει για τη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τον Φίλιππο και του λέει: “Ακολούθησέ με στο ταξίδι που πρόκειται να κάνω”. Ο Φίλιππος μάλιστα καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου)»[Ιω.1,44-45].

«Εκείνος που φροντίζει επιμελώς για κάτι, το λαμβάνει με περίσσεια», λέγει κάποια παροιμία. Ο Χριστός υπαινίχθηκε ωστόσο και κάτι επιπλέον, όταν είπε: « ζητν ερίσκει(:όποιος αναζητεί, βρίσκει)»[Ματθ.7,8]. Από αυτό λοιπόν γεννιέται η απορία μου από ποια αιτία παρακινούμενος ο Φίλιππος ακολούθησε τον Χριστό· διότι ο μεν Ανδρέας ακολούθησε τον Χριστό, αφού πληροφορήθηκε γι’ Αυτόν από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και ο Πέτρος αφού παρακινήθηκε από τα λόγια του Ανδρέα, ενώ ο Φίλιππος πείστηκε αμέσως και Τον ακολούθησε· και όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά και κήρυξε γι’ Αυτόν και σε άλλους, χωρίς να ακούσει και να μάθει τίποτε από κανένα, παρά μόνο τον λόγο «Ακολούθησέ με», που του είπε ο Χριστός· διότι έτρεξε αμέσως στον Ναθαναήλ και του είπε: «ν γραψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκαμεν(:εκείνον για τον Οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, Τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ)»[Ιω.1,46]. Βλέπεις πόσο καλά πληροφορημένος και κατατοπισμένος ήταν και συνεχώς μελετούσε όσα έγραψε ο Μωυσής και προσδοκούσε την έλευσή Του; Διότι το «ερήκαμεν» φανερώνει ότι πάντοτε Τον αναζητούσαν.

«Τ παύριον θέλησεν ησος ξελθεν ες τν Γαλιλαίαν(:την άλλη μέρα αποφάσισε ο Ιησούς να αναχωρήσει από την Ιουδαία για τη Γαλιλαία)»[Ιω.1,44]· διότι δεν προσκαλεί κανέναν κοντά Του, προτού ο ίδιος αποφασίσει αυτοπροαίρετα να Τον ακολουθήσει. Και ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο πράγματι όχι απλά και τυχαία, αλλά σύμφωνα με τη δική Του υπέρτατη σοφία και σύνεση· διότι, εάν ο Ίδιος τους είχε προσελκύσει κοντά Του, χωρίς αυτοί μόνοι τους εξ ιδίας προαιρέσεως και τελείως αυθόρμητα να Τον είχαν ακολουθήσει, υπήρχε η πιθανότητα να απομακρυνθούν· τώρα όμως, επειδή οι ίδιοι προτίμησαν με δική τους απόφαση να Τον ακολουθήσουν, παρέμεναν κοντά Του στο εξής σταθεροί και πιστοί μαθητές.

Τον Φίλιππο όμως, ο οποίος ήταν περισσότερο γνώριμος σε Αυτόν, Τον προσκάλεσε· διότι τον γνώριζε καλύτερα, επειδή γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Γαλιλαία. Αφού λοιπόν παρέλαβε μαζί Του τους μαθητές Του, πήγε έπειτα για αναζήτηση των υπολοίπων και να προσελκύσει κοντά Του τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ. Και δεν πρέπει να απορεί και τόσο κανείς με αυτό, διότι και η φήμη του Ιησού είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Συρία. Το αξιοθαύμαστο, όμως, με όσους βρίσκονταν κοντά στον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Φίλιππο ήταν αυτό, ότι όχι μόνο είχαν πειστεί προτού λάβουν θαυμαστά αποδεικτικά σημεία για το ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Ιησούς, αλλά και ότι, παρά το ότι κατάγονταν από τη Γαλιλαία, περιοχή δηλαδή από την οποία ούτε προφήτης ούτε κάποιο καλό ήταν δυνατόν να προέλθει, εντούτοις πίστεψαν και ακολούθησαν τον Χριστό· διότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήσαν κάπως περισσότερο απαίδευτοι και ατίθασοι και τραχείς.

Ο Χριστός μάλιστα ακριβώς από αυτό το γεγονός απέδειξε τη δύναμή Του, από το ότι δηλαδή από αυτήν την περιοχή, η οποία δεν παρήγαγε κανένα καρπό, διάλεξε την πιο εκλεκτή μερίδα των μαθητών Του. Φυσικό, λοιπόν, αφενός, ήταν, ο Φίλιππος να Τον ακολουθήσει, τόσο επειδή είδε παράδειγμα του Πέτρου και των άλλων, οι οποίοι ακολούθησαν τον Χριστό, όσο και επειδή είχε ακούσει από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή για το Ποιος ήταν ο Ιησούς, φυσικό όμως αφετέρου ήταν επίσης η φωνή του ίδιου του Χριστού να συντέλεσε μέσα του στη δημιουργία μιας τέτοιας εσωτερικής καταστάσεως, προθυμίας και δεκτικότητας , ώστε να αποφασίσει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό να Τον ακολουθήσει· διότι γνωρίζει ο Χριστός εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να αναδειχθούν ικανοί και κατάλληλοι για το έργο Του.

Ο ευαγγελιστής όμως Ιωάννης όλα αυτά τα αφηγείται με συνοπτικό τρόπο. Ότι επρόκειτο, λοιπόν, ο Χριστός να έλθει το γνώριζε καλά ο Φίλιππος, ότι όμως αυτός ήταν ο Χριστός που αναμενόταν, το αγνοούσε. Αυτό έχω τη γνώμη ότι το έμαθε ή από τον Πέτρο ή από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει στη συνέχεια και τον τόπο της καταγωγής του Φιλίππου, δηλαδή τη Βηθσαϊδά, για να μάθεις ότι ο Θεός τους αδυνάτους ως προς την κοσμική δύναμη και σοφία, επέλεξε ως μαθητές Του, προκειμένου δι’ αυτών να πραγματοποιηθεί το προαιώνιο σχέδιό Του για τη σωτηρία των ανθρώπων.

«Ερίσκει Φίλιππος τν Ναθαναλ κα λέγει ατ· ν γραψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκαμεν, ησον τν υἱὸν το ωσφ τν π Ναζαρέτ(: βρίσκει στο μεταξύ ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: “Εκείνον για τον Οποίο έγραψε ο Μωυσής στον νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, Τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ”)»[Ιω.1,46]. Και τα λέγει αυτά, για να κάνει με την αναφορά του στον Μωυσή και τους προφήτες, τη διήγησή του αξιόπιστη και να προδιαθέσει με αυτόν τον τρόπο ευνοϊκά τον ακροατή. Επειδή δηλαδή ο Ναθαναήλ όλα όσα αναφέρονταν στην έλευση του Μεσσία τα είχε ερευνήσει με ακρίβεια και με κάθε ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα, όπως ο ίδιος ο Χριστός βεβαίωσε και εμπράκτως το απέδειξε, εύλογα τον παρέπεμψε ο Φίλιππος στον Μωυσή και τους προφήτες, για να τον κάνει με τον τρόπο αυτό να αποδεχθεί και να ομολογήσει τον Κηρυττόμενο.

Και δεν πρέπει καθόλου να θορυβηθείς, επειδή Τον αποκάλεσε «υιό του Ιωσήφ», διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή εθεωρείτο ακόμη παιδί του. Και από πού, Φίλιππε, γίνεται φανερό ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, ο αναμενόμενος Χριστός; Ποια απόδειξη έχεις να μας παρουσιάσεις; Διότι δεν αρκεί μονάχα να το διακηρύττεις. Ποιο αποδεικτικό σημείο είδες και πίστεψες; Ποιο θαύμα; Δεν είναι χωρίς κίνδυνο να δίνει κανείς πίστη σε τέτοια πράγματα αφελώς. Ποια λοιπόν απόδειξη, έχεις; «Αυτή που είχε και ο Ανδρέας», λέγει. Διότι και εκείνος, μην μπορώντας να παραστήσει με λόγια τον θησαυρό που είχε ανακαλύψει, οδηγεί τον αδελφό του στον ίδιο τον Θησαυρό που ανακάλυψε. Έτσι και ο Φίλιππος δεν εξήγησε στον Ναθαναήλ, για ποιο λόγο Αυτός που ανακάλυψε είναι Εκείνος, ο Χριστός και με ποιον τρόπο οι προφήτες Τον είχαν προαναγγείλει, αλλά οδήγησε αυτόν στον ίδιο τον Ιησού, επειδή ήταν απολύτως βέβαιος ότι δε θα απομακρυνόταν από κοντά Του, αν είχε την τιμή να γευτεί τα λόγια Του και να ακούσει τη διδασκαλία Του.

Και τον ρώτησε ο Ναθαναήλ: «κ Ναζαρτ δύναταί τι γαθν εναι;(:’’Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να προέλθει τίποτα καλό;”)»[Iω.1,47]. Και ο Φίλιππος του απάντησε: «ρχου κα δε(: “Έλα, κι όταν Τον δεις μόνος σου με τα ίδια σου τα μάτια, θα πειστείς”). «εδεν ησος τν Ναθαναλ ρχόμενον πρς ατν κα λέγει περ ατο· δε ληθς σραηλίτης ν δόλος οκ στι(:είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται κοντά Του και λέει γι’ αυτόν: ‘’Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια”)»[Ιω. 1, 48].

Και επειδή ο Ναθαναήλ είχε ρωτήσει αν ήταν δυνατόν να προέλθει κάποιο καλό από τη Ναζαρέτ, γι’ αυτό τον επαινεί και τον θαυμάζει. Μήπως όμως έπρεπε ο Κύριος να του προσάψει κατηγορία που είπε κάτι τέτοιο; Δεν έκανε, όμως, καθόλου αυτό, διότι τα λόγια του δεν ήταν αποτέλεσμα απιστίας, ούτε άξια τιμωριών, αλλά επαίνων. Πώς και γιατί; Διότι ο Ναθαναήλ είχε ερευνήσει και γνώριζε καλύτερα από τον Φίλιππο, τους προφήτες. Και φυσικά είχε μάθει από τις Γραφές ότι ο Χριστός έπρεπε να κατάγεται από τη Βηθλεέμ και από το χωριό στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ [πρβ. Ιω.7,42: «Οχ γραφ επεν τι κ το σπέρματος Δαυΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυΐδ, Χριστς ρχεται;(:δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ😉»].

Αυτή λοιπόν η πεποίθηση επικρατούσε στους Ιουδαίους και ο προφήτης Μιχαίας από πολύ παλιά την είχε προαναγγείλει με τα εξής λόγια: «Κα σύ, Βηθλεέμ, οκος το φραθά, λιγοστς ε το εναι ν χιλιάσιν ούδα· κ σο μοι ξελεύσεται το εναι ες ρχοντα ν τ σραήλ, κα α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:και εσύ Βηθλεέμ, που αλλιώς ονομάζεσαι και «οίκος του Εφραθά», μικρή είσαι μεταξύ των πόλεων του Ιούδα. Δεν έχεις ούτε χιλίους κατοίκους. Αλλά από εσένα θα προέλθει προς δόξα δική μου ένας άντρας ο οποίος θα γίνει άρχοντας του ισραηλιτικού λαού. Η αρχή και η ενέργεια Αυτού ξεπερνά την αρχή των ημερών της δημιουργίας. Είναι ο Μεσσίας)»[Μιχ.5,2] και «Κα σ Βηθλεέμ, γ ούδα, οδαμς λαχίστη ε ν τος γεμόσιν ούδα· κ σο γρ ξελεύσεται γούμενος, στις ποιμανε τν λαόν μου τν σραήλ(:και εσύ, Βηθλεέμ, που περιλαμβάνεσαι στη χώρα της φυλής του Ιούδα, αν και φαίνεσαι μικρό χωριό, δεν είσαι όμως καθόλου η πιο ασήμαντη πόλη από τις πρωτεύουσες που ξεχωρίζουν στην περιοχή της φυλής του Ιούδα. Και δεν είσαι η πιο μικρή, διότι από σένα θα βγει άρχοντας, ο οποίος θα ποιμάνει το λαό μου τον Ισραήλ)»[Ματθ. 2,6].

Όταν λοιπόν ο Ναθαναήλ άκουσε ότι ο Χριστός προερχόταν από τη Ναζαρέτ, θορυβήθηκε και απόρησε, διότι η ευχάριστη κατά πάντα ανακοίνωση του Φιλίππου, απ’ ό,τι γνώριζε, δεν φαινόταν να συμφωνεί με την προφητική ρήση. Αλλά πρόσεξε τη σύνεση και την επιείκεια του Ναθαναήλ και στην έκφραση ακόμη της αμφιβολίας του· διότι δεν είπε αμέσως: «Με εξαπατάς, Φίλιππε, και ψεύδεσαι, δεν πιστεύω τα λόγια σου, ούτε έρχομαι για να διαπιστώσω την αλήθειά τους. Έμαθα από τους προφήτες ότι ο Χριστός πρέπει να έλθει από τη Βηθλεέμ, εσύ όμως μου λες ότι Τον βρήκες και ότι προέρχεται από τη Ναζαρέτ. Λοιπόν δεν είναι αυτός που βρήκες ο αναμενόμενος Μεσσίας». Αλλά δεν είπε τίποτε από αυτά, αλλά τι; Προσήλθε και αυτός, αφενός μεν για να δείξει, βάσει των μαρτυριών των Γραφών, τις οποίες γνώριζε με κάθε ακρίβεια, ότι ο Χριστός δεν είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ και ότι είναι συνεπώς αδύνατο ως προς το ζήτημα αυτό να αλλάξει τις πεποιθήσεις του, αφετέρου δε επειδή δε θέλησε να περιφρονήσει εκείνον που του ανακοίνωσε τον μεγάλο πόθο, τον οποίο είχε για την έλευση του Χριστού· διότι κατάλαβε ότι ήταν φυσικό ο Φίλιππος να έκανε λάθος ως προς τον τόπο της καταγωγής του Χριστού.

Πρόσεξε όμως και τον τρόπο με τον οποίο αρνείται να δεχθεί την πληροφορία του Φιλίππου, πόσο ήπιος και επιεικής είναι και πώς υπό τύπον ερωτήσεως διατύπωσε την επιφύλαξή του· διότι δεν είπε: « Η Γαλιλαία κανένα καλό δεν φέρνει», αλλά τι; «Από τη Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέλθει κάποιο καλό;». Αλλά και ο Φίλιππος ήταν εξαιρετικά συνετός· διότι δεν δυσαρεστήθηκε, ούτε αγανάκτησε για τον δισταγμό και την αμφιβολία του Ναθαναήλ, αλλά επέμενε να τον οδηγήσει κοντά στον Χριστό και φανέρωσε έτσι εξαρχής σε μας την αρμόζουσα για έναν Απόστολο επιμονή και καρτερία. Για τους λόγους αυτούς ο Χριστός λέγει: «Ιδού ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δόλος δεν υπάρχει». Ώστε υπάρχει και πονηρός και ανειλικρινής Ισραηλίτης. Αυτός όμως δεν ήταν τέτοιος, διότι λέγει η κρίση του παρέμεινε σταθερή, αδέκαστη και αμετακίνητη. Τίποτε δεν είπε με διάθεση να καλοπιάσει ούτε να δυσαρεστήσει.

Παρά το ότι οι Ιουδαίοι ήταν εκείνοι οι οποίοι απάντησαν ορθά όταν τους ρώτησαν πού γεννιέται ο Χριστός, ότι γεννιέται στη Βηθλεέμ και ανέφεραν μάλιστα και τη μαρτυρία την εξής: «Κα σ Βηθλεέμ, γ ούδα, οδαμς λαχίστη ε ν τος γεμόσιν ούδα· κ σο γρ ξελεύσεται γούμενος, στις ποιμανε τν λαόν μου τν σραήλ»[Ματθ.2,6]. Ωστόσο εκείνοι αφενός βεβαίωναν αυτά προτού να Τον δουν, αργότερα, όμως, όταν Τον είδαν, απέκρυψαν τη μαρτυρία και Τον αρνήθηκαν με τα ακόλουθα λόγια: «μες οδαμεν τι Μωϋσε λελάληκεν Θεός· τοτον δ οκ οδαμεν πόθεν στί(:’’Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στο Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι και από πού στάλθηκε”)» [Ιω. 9,29], ενώ ο Ναθαναήλ δεν συμπεριφέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά τη γνώμη που είχε εξαρχής γι’ Αυτόν, αυτή και επέμενε να διατηρεί σταθερά, ότι ο Χριστός δεν είναι από τη Ναζαρέτ.

Πώς λοιπόν οι προφήτες Τον ονομάζουν «Ναζωραίο»; Επειδή εκεί διέμενε και ανατράφηκε. Ώστε παράλειψε μεν ο Κύριος να πει: «δεν είμαι από τη Ναζαρέτ, όπως σου ανήγγειλε ο Φίλιππος, αλλά από τη Βηθλεέμ», για να κάνει αμέσως τον λόγο αντικείμενο αμφισβητήσεως και διαφωνίας. Αλλά εκτός από αυτά παρέλειψε και για έναν άλλο λόγο να πει αυτό, για τον λόγο, ότι αν και ήταν δυνατόν να γίνει πιστευτός, εντούτοις τούτο δεν θα αποτελούσε αρκετή απόδειξη του ότι Αυτός είναι ο Χριστός. Διότι τι εμπόδιζε και χωρίς να είναι Χριστός, να κατάγεται από τη Βηθλεέμ, όπως οι άλλοι που γεννήθηκαν εκεί; Ώστε αυτό μεν το παρέλειψε, εκείνο όμως το οποίο μάλιστα μπορούσε να προσθέσει, εκείνο και πρόσθεσε· διότι έδειξε ότι κατά τη στιγμή που αυτοί συνομιλούσαν, Εκείνος ήταν παρών. Μόλις λοιπόν εκείνος Τον ρώτησε: «Πόθεν με γινώσκεις;(:από πού με ξέρεις; Και πώς γνωρίζεις την ειλικρίνεια των μυστικών μου σκέψεων και ελατηρίων;)», απάντησε: «Πρ το σε Φίλιππον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε(:πριν ακόμη σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προσευχόσουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώπου, εγώ με το υπερφυσικό και θείο μου βλέμμα σε είδα)»[Ιω. 1,49].

Κοίταξε άνθρωπο σταθερό και σοβαρό. Διότι, μόλις είπε ο Χριστός: «δε ληθς σραηλίτης ν δόλος οκ στι (:Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια)», δεν αποχαυνώθηκε απ΄τους επαίνους, δεν έτρεξε πίσω Του αμέσως και ανεπιφύλακτα παρασυρμένος από τον εγκωμιασμό, αλλά επέμενε να ρωτά και να ερευνά ακριβέστερα και ζητούσε να μάθει κάτι απολύτως σαφές.

Ο Ναθαναήλ λοιπόν ως άνθρωπος ρωτούσε ακόμη, ο Ιησούς, όμως, ως Θεός απάντησε, καθόσον βεβαίωσε ότι «ανέκαθεν σε γνωρίζω»- και τη σοβαρότητα του χαρακτήρα του Ναθαναήλ και την ειλικρίνεια των διαθέσεών του, τη γνώριζε πάντοτε ως Θεός και όχι ως άνθρωπος ύστερα από προσεκτική παρακολούθηση- και «τώρα σε είδα κάτω από τη συκιά», όταν δεν ήταν κανένας εκεί, αλλά μόνο ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ και όλα αυτά τα είπαν ιδιαιτέρως και χωρίς κανείς να τους ακούσει. Για τον λόγο αυτό ειπώθηκε, ότι «αφού είδε αυτόν από μακριά, είπε: ‘’Ιδού, ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης’’», για να μάθει ο Ναθαναήλ ότι προτού ακόμη πλησιάσει ο Φίλιππος, έλεγε ήδη αυτά ο Χριστός, ώστε να μην καταστεί ύποπτη η μαρτυρία αυτή. Γι’ αυτό προσδιόρισε επακριβώς και τη στιγμή και ανέφερε και τον τόπο και το δέντρο. Διότι, αν έλεγε μονάχα: «Προτού να έλθει ο Φίλιππος κοντά σου, εγώ σε είδα», θα υποπτευόταν τουλάχιστον ότι Αυτός τον είχε στείλει και ότι τίποτε το σπουδαίο δεν λέγει, τώρα όμως με το να αναφέρει και τον τόπο, στον οποίο βρισκόταν, κατά τη στιγμή κατά την οποία τον φώναζε ο Φίλιππος και το όνομα του δέντρου, κάτω από το οποίο ήταν και με το να προσδιορίσει επακριβώς τη στιγμή της συνομιλίας τους, κατέστησε την πρόγνωση απολύτως ακριβή και αναμφισβήτητη.

Με αυτόν επίσης τον τρόπο δεν κατέστησε φανερή μονάχα την πρόγνωση, αλλά και με άλλο τρόπο τον δίδαξε, διότι τον έκανε να θυμηθεί αυτά που ειπώθηκαν τότε, όπως το ότι «από τη Ναζαρέτ μπορεί να προέλθει κάποιο καλό;»- εξαιτίας του οποίου και πολύ πιο ευχάριστα τον δέχθηκε- και ότι, παρόλο που αυτός είπε αυτά, δεν τον κατέκρινε, αλλά μίλησε γι’ αυτόν επαινετικά και με θαυμασμό. Γι’ αυτό και κατάλαβε καλά κατόπιν τούτου ότι Αυτός που είχε μπροστά του ήταν πράγματι ο Χριστός και το κατάλαβε και από την πρόγνωση και από το γεγονός ότι ερεύνησε τη σκέψη του με κάθε ακρίβεια· πράγμα το οποίο αποδείκνυε ότι γνώριζε καλά και τις σκέψεις του.

Αυτό, άλλωστε, έγινε φανερό και από το ότι ενώ εκείνος νόμισε ότι θα καταφερθεί εναντίον του, εντούτοις ο Χριστός όχι μόνο δεν τον κατηγόρησε, αλλά και τον επαίνεσε. Ότι λοιπόν ο Φίλιππος τον φώναξε, μας το είπε, τι του είπε όμως και τι εκείνος του απάντησε, το παρέλειψε, το άφησε στη συνείδησή του και δεν θέλησε να ερευνήσει αυτόν ακόμη περισσότερο.

Τι λοιπόν; Προτού να τον φωνάξει ο Φίλιππος τον είδε μόνο, δεν τον έβλεπε και προηγουμένως με τον ακοίμητο οφθαλμό Του; Τον έβλεπε και κανείς δε θα μπορούσε να αντείπει τίποτε ως προς αυτό, αλλά προείχε να πει οπωσδήποτε αυτό προηγουμένως. Τι λοιπόν έκανε εκείνος; Όταν έλαβε αναμφισβήτητο τεκμήριο της προγνώσεως, τότε ομολόγησε αμέσως τον Χριστό και με αυτόν τον τρόπο φανέρωσε και την ακρίβεια στην προηγούμενη αναβολή του και την ευγνωμοσύνη με την συγκατάθεσή του μετά από αυτά. Διότι αποκρίθηκε, λέγει, σε Αυτόν και είπε: «αββί, σ ε υἱὸς το Θεο, σ ε βασιλες το σραήλ(:Διδάσκαλε, εσύ πράγματι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλεύς του Ισραήλ που περιμέναμε σύμφωνα με τις προφητείες)»[Ιω. 1,50]. Είδες ψυχή, που καταχάρηκε ολόκληρη και τρυφερά αγκάλιασε με τα λόγια τον Ιησού; «Εσύ είσαι», λέγει, «Εκείνος που αναμέναμε, Εσύ είσαι Εκείνος που αναζητούσαμε». Είδες πόσο εξεπλάγη, θαύμασε, σκίρτησε από χαρά, πήδησε από ευχαρίστηση;

Με τέτοιο τρόπο πρέπει να χαιρόμαστε κι εμείς, οι οποίοι αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε τον Υιό του Θεού. Να χαιρόμαστε μάλιστα όχι μόνο εσωτερικά, με την καρδιά μας, αλλά και στα έργα μας να το δείχνουμε αυτό. Ποιο όμως είναι το καθήκον όσων χαίρονται; Να πιστεύουν σε Εκείνον, που έγινε γνωστός. Να πιστεύει όμως κανείς σημαίνει να πράττει εκείνα ακριβώς τα οποία Εκείνος θέλει. Επειδή, εάν πρόκειται να πράττουμε όσα Τον εξοργίζουν, πώς θα φανερώσουμε ότι χαιρόμαστε; Δεν βλέπετε ότι και στα σπίτια κάτι τέτοιο περίπου γίνεται, όταν δηλαδή, κανείς υποδέχεται κάποιον από τους πολύ αγαπητούς του φίλους, δεν βλέπετε ότι κάνει τα πάντα με μεγάλη χαρά, τρέχει παντού και δεν λυπάται τίποτε, αλλά αν χρειαστεί είναι έτοιμος να προσφέρει ό,τι έχει, προκειμένου να ευχαριστήσει τον φιλοξενούμενό του; Και αν κανείς προσκαλεί στο σπίτι του κάποιον και δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν πράττει αυτά που τον ευχαριστούν, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να πείσει τον φιλοξενούμενό του ότι είναι χαρούμενος που τον έχει κοντά του, έστω κι αν του επαναλαμβάνει διαρκώς αυτό. Και πολύ δικαίως, διότι τη χαρά μας πρέπει να φανερώνουμε με τις πράξεις μας.

Λοιπόν, επειδή και ο Χριστός ήλθε κοντά μας, ας δείξουμε τη χαρά μας και ας μην πράττουμε οτιδήποτε Τον δυσαρεστεί και Τον παροργίζει. Ας καλλωπίσουμε το σπίτι μας, στο οποίο ήλθε, διότι αυτό είναι το καθήκον όσων χαίρονται, όταν πραγματικά χαίρονται. Ας Του παραθέσουμε ό,τι εκλεκτότατο επιθυμεί να φάγει, διότι έτσι θα δείξουμε ότι πράγματι χαιρόμαστε πολύ. Ποιο, όμως, είναι αυτό το εκλεκτότατο γεύμα,το οποίο Εκείνος επιθυμεί να φάγει; Το λέγει ο ίδιος: «μν βρμά στιν να ποι τ θέλημα το πέμψαντός με(:δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο)»[Ιω. 4,34]. Ας παραθέσουμε, λοιπόν, γεύμα σε Αυτόν, εφόσον πεινά, ας Του δώσουμε νερό, εφόσον διψά. Δέχεται ακόμη και ένα ποτήρι δροσερό νερό, διότι σε αγαπά. Οτιδήποτε προσφέρεται ως δώρο από αυτούς που αγαπάμε, όσο μικρό κι αν είναι, φαίνεται μεγάλο σε Αυτόν που αγαπά.

Πρόσεξε, λοιπόν, εσύ τούτο μόνο, να μην αδιαφορήσεις· διότι δεν αρνείται και αν ακόμη προσφέρεις δύο οβολούς, θεωρεί μάλιστα αυτούς μεγάλο πλούτο και τον δέχεται ευχαρίστως. Επειδή δηλαδή σε Αυτόν τίποτα δεν λείπει, αλλά είναι πλήρως και τελείως αυτάρκης, κατά συνέπεια δέχεται αυτά όχι από ανάγκη, εύλογα υπολογίζει το παν όχι σύμφωνα με το προσφερόμενο ποσό, αλλά από τη διάθεση του προσφέροντος και με το μέτρο αυτό της διαθέσεως προσδιορίζει και κρίνει κάθε πράξη μας. Μόνο δείξε σε Αυτόν που ήλθε την αγάπη σου, δείξε τον ζήλο σου και ότι κάνεις τα πάντα για να Τον ευχαριστήσεις, δείξε τη χαρά σου για τον ερχομό Του. Κοίταξε Αυτός πώς διάκειται απέναντί σου. Ήλθε προς χάριν σου, έδωσε τη ζωή του χάριν της δικής σου σωτηρίας και παρ’ όλ’ αυτά και μετά από όλα αυτά δεν παύει να σε παρακαλεί: «πρ Χριστο ον πρεσβεύομεν ς το Θεο παρακαλοντος δι᾿ μν(:εμείς λοιπόν αντιπροσωπεύοντας τον Χριστό ενεργούμε ως απεσταλμένοι Του και πρεσβευτές Του· διότι ο Θεός παρακαλεί με το δικό μας στόμα)»[Β΄Κορ. 5,20]. «Και ποιος είναι τόσο τρελός και ανόητος», λέγει, «ώστε να μην αγαπά τον Κύριό του;». Αυτό λέγω και εγώ και γνωρίζω μεν ότι κανείς από μας δεν θα αρνηθεί αυτό στα λόγια και στην καρδιά του, αλλά ο αγαπώμενος θέλει να αποδείξουμε αυτό και με τις πράξεις μας· διότι είναι ειρωνεία και καθαρή υποκρισία να βεβαιώνουμε με λόγια μόνο ότι αγαπάμε, χωρίς να πράττουμε συγχρόνως,όπως αυτοί που πραγματικά αγαπούν και τούτο δεν συμβαίνει μόνο με τον Θεό, αλλά και με τους ανθρώπους.

Επειδή λοιπόν το να ομολογούμε πίστη και αγάπη με τα λόγια μόνο,ενώ με τα έργα μας να εναντιωνόμαστε, είναι όχι μόνο ανωφελές, αλλά και επιβλαβές σε μας, παρακαλώ, ας προτιμήσουμε την δια των έργων ομολογία, για να επιτύχουμε και την υπέρ ημών ομολογία Αυτού, κατά την ημέρα εκείνη της Κρίσεως, όταν ενώπιον του Πατρός θα ομολογεί τους αξίους στον Χριστό Ιησού τον Κύριό μας, δια του οποίου και μετά του οποίου στον Πατέρα πρέπει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ΄(επιλεγμένο απόσπασμα)

«πεκρίθη Ναθαναλ κα λέγει ατ· αββί, σ ε υἱὸς το Θεο, σ ε βασιλες το σραήλ. πεκρίθη ησος κα επεν ατ· τι επόν σοι, εδόν σε ποκάτω τς συκς, πιστεύεις; μείζω τούτων ψει(: τότε ο Ναθαναήλ Τού αποκρίθηκε: ‘’Διδάσκαλε, Εσύ πράγματι είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλεύς του Ισραήλ που περιμέναμε σύμφωνα με τις προφητείες’’. Και ο Ιησούς τού απάντησε: ‘’Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Θα δεις πιο μεγάλα και πιο θαυμαστά πράγματα απ’ αυτά’’)»[Ιω.1,50-51].

Μας χρειάζεται, αγαπητοί μου, επισταμένη μελέτη και κοπιώδης φροντίδα, χρειάζεται συνεχής εγρήγορση και μεγάλη προσπάθεια, για να κατορθώσουμε να ερευνήσουμε προσεκτικά το βάθος των θείων Γραφών· διότι δεν είναι δυνατόν απλά και επιπόλαια, ούτε ολιγωρώντας και μη δίνοντας την πρέπουσα σημασία, να εννοήσουμε τη βαθύτερη σημασία αυτών, αλλά χρειάζεται και ακριβής μελέτη όσων εκτίθενται σε αυτές και συνεχής και θερμή προσευχή, για να κατορθώσουμε λίγο να διακρίνουμε τα ιερά άδυτα των θείων λόγων. Ιδού λοιπόν, ότι και σήμερα βρίσκεται ενώπιόν μας προς εξέταση ένα ζήτημα, όχι μικρό και ασήμαντο, αντιθέτως μάλιστα και πάρα πολύ σπουδαίο και το οποίο έχει ανάγκη πολλής μελέτης και προσεκτικής έρευνας. Διότι μόλις ο Ναθαναήλ είπε : «Σ ε υἱὸς το Θεο(:Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού)», ο Χριστός αμέσως του απάντησε: «τι επόν σοι, εδόν σε ποκάτω τς συκς, πιστεύεις; μείζω τούτων ψει(:επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκιά, πιστεύεις; Θα δεις ακόμη μεγαλύτερα και πλέον αξιοθαύμαστα από αυτά)»[Ιω.1,51].

Ποιο λοιπόν είναι το ζήτημα που δημιουργείται από αυτά που ειπώθηκαν; Ότι ο μεν Πέτρος, όταν μετά από τόσα θαύματα και μετά από τέτοια διδασκαλία, ομολογεί ότι «σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος(:Εσύ είσαι ο Χριστός, ο φυσικός και μονογενής Υιός του Θεού, που δεν είναι νεκρός όπως τα είδωλα, αλλά ζει παντοτινά)»[Ματθ.16,16], μακαρίζεται από τον Χριστό, επειδή δέχθηκε την αποκάλυψη αυτή από τον Πατέρα: «μακάριος ε, Σίμων Βαριων, τι σάρξ κα αμα οκ πεκάλυψέ σοι, λλ᾿ πατήρ μου ν τος ορανος(:μακάριος και ευτυχισμένος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, διότι την αλήθεια αυτή της ορθής πίστεως δεν σου τη φανέρωσε κανείς άνθρωπος, αλλά ο Πατέρας μου που είναι στους ουρανούς)»[Ματθ.16,17]˙ο Ναθαναήλ όμως παρά το ότι ομολογεί το ίδιο ακριβώς και μάλιστα προτού δει τα θαύματα του Χριστού και ακούσει τη διδασκαλία Του, εντούτοις δεν ακούει τίποτε ανάλογο προς αυτό που άκουσε ο Πέτρος και όχι μόνο τίποτε ανάλογο, αλλά και σαν να μην είπε τίποτε τόσο μεγάλο όσο έπρεπε να πει, τον βεβαιώνει ότι θα δει μεγαλύτερα.

Ποια λοιπόν είναι η αιτία αυτών; Η αιτία είναι ότι ναι μεν τα ίδια λόγια είπαν και ο Πέτρος και ο Ναθαναήλ, ωστόσο όμως όχι με το ίδιο πνεύμα και με το ίδιο νόημα και οι δύο, αλλά ο μεν Πέτρος ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός, ο δε Ναθαναήλ ότι είναι απλός άνθρωπος. Και από πού το καταλαβαίνουμε αυτό; Από αυτά που ειπώθηκαν παρακάτω. Διότι, αφού είπε: «σ ε υἱὸς το Θεο(: Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού)», πρόσθεσε αμέσως: «σ ε βασιλες το σραήλ(:εσύ είσαι ο βασιλέας του Ισραήλ)». Ο Υιός όμως του Θεού δεν είναι βασιλέας του Ισραήλ μόνο, αλλά και ολόκληρης της οικουμένης. Αλλά αυτό δεν το συμπεραίνουμε από αυτό μόνο, αλλά και από τα εξής: στον μεν Πέτρο δηλαδή, τίποτε περισσότερο δεν πρόσθεσε ο Χριστός, αλλά είπε, αφού διαπίστωσε ότι η πίστη του ήταν πλήρης και ολοκληρωμένη, ότι θα οικοδομήσει την Εκκλησία επάνω στην ομολογία του αυτή, ενώ στον Ναθαναήλ δεν έκανε καθόλου κάτι τέτοιο, αλλά μάλιστα και το αντίθετο· διότι σαν να έλειπε μεγάλο μέρος από την ομολογία του και μάλιστα το σπουδαιότερο, πρόσθεσε τα υπόλοιπα.

Τι του είπε, λοιπόν; «μν μν λέγω μν, π᾿ ρτι ψεσθε τν ορανν νεγότα, κα τος γγέλους το Θεο ναβαίνοντας κα καταβαίνοντας π τν υἱὸν το νθρώπου(:αληθινά σας διαβεβαιώνω ότι από τώρα που άνοιξε ο ουρανός κατά τη βάπτισή μου, θα δείτε κι εσείς τον ουρανό ανοιγμένο, και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν στον Υιό του Θεού. Αυτός έγινε και τέλειος άνθρωπος, και ως υιός του ανθρώπου είναι μοναδικός αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους˙ και πρόκειται να έλθει και πάλι ως Κριτής ένδοξος καθισμένος πάνω σε νεφέλες. Θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν οι άγγελοι προκειμένου να υπηρετούν αυτόν και την Εκκλησία Του)»[Ιω. 1,51].

Βλέπεις πώς τον αποσπά βαθμηδόν από τη γη και ολίγον κατ’ ολίγον τον υψώνει και τον κάνει να μη Τον θεωρεί πλέον απλώς έναν άνθρωπο; Διότι Εκείνος, τον οποίο υπηρετούν συνεχώς άγγελοι και επάνω στον οποίο ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι, πώς θα μπορούσε να είναι απλός άνθρωπος; Γι’ αυτό είπε: «Θα δεις μεγαλύτερα από αυτά» και το φανέρωσε αυτό με το να προσθέσει τα σχετικά με τη διακονία των αγγέλων. Αυτό επίσης που είπε, σημαίνει αναλυτικότερα τα εξής: «Σου φάνηκε μεγάλο πράγμα», είπε, « αυτό, Ναθαναήλ, και γι’ αυτό με αποκάλεσες βασιλέα του Ισραήλ; Τι λοιπόν θα πεις όταν θα δεις αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν επάνω σε εμένα;». Και με αυτά τα λόγια τον έπειθε να ομολογήσει τον Χριστό ως Δεσπότη και των αγγέλων.

Διότι σαν σε γνήσιο υιό βασιλέως, έτσι ακριβώς ανέβαιναν και κατέβαιναν οι βασιλικοί διάκονοι και κατά τη Σταύρωσή Του και κατά την Ανάσταση και την Ανάληψή Του, αλλά και προηγουμένως, όταν προσήλθαν και Τον υπηρετούσαν, όταν διαλαλούσαν το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεώς Του, όταν διαλαλούσαν παντού: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώποις εδοκία(:Δοξασμένος ας είναι ο Θεός στα ύψιστα μέρη του ουρανού απ’ τους αγγέλους που κατοικούν εκεί˙ και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη απ’ την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη. Διότι ο Θεός εκδήλωσε τώρα εξαιρετικά την εύνοια και την ευαρέσκειά Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του)»[Λουκ.2,14],όταν επισκέφθηκαν την Μαρία, όταν εμφανίστηκαν στον Ιωσήφ.

Αυτό μάλιστα ακριβώς, το οποίο έκανε σε πολλές άλλες περιπτώσεις, αυτό έκανε και στην παρούσα περίπτωση. Δύο προρρήσεις έκανε, και της μεν πρώτης απέδειξε ήδη την ορθότητα και αλήθεια, της δε άλλης, που αναφερόταν στο μέλλον, την αλήθειά της τη βεβαίωσε με την πραγματοποίηση της παρούσας, καθόσον από όσα ειπώθηκαν, άλλα μεν αποδείχθηκαν, όπως για παράδειγμα αποδείχτηκε το ότι γνώριζε όσα είχαν γίνει νωρίτερα, όταν είπε: «πρ το σε Φίλιππον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε(:προτού σε φωνάξει ο Φίλιππος, κάτω από τη συκιά σε είδα)», άλλα πάλι επρόκειτο να πραγματοποιηθούν και εν μέρει πραγματοποιήθηκαν· πραγματοποιήθηκαν, δηλαδή, η ανάβαση και κατάβαση των αγγέλων κατά τη Σταύρωση, κατά την Ανάσταση και την Ανάληψη˙ το οποίο και αυτό δια των λεχθέντων το καθιστά αξιόπιστο και πριν από την πραγματοποίησή του.

Διότι αυτός ο οποίος γνώρισε και αντιλήφθηκε από όσα έγιναν στο παρελθόν την δύναμή Του, ήταν ευκολότερο να αποδεχθεί και αυτή την πρόρρηση, η οποία αναφερόταν στο μέλλον. Τι απάντησε λοιπόν ο Ναθαναήλ; Τίποτε δεν απάντησε σε αυτό. Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός σταμάτησε εδώ τη συνομιλία Του με αυτόν και τον άφησε να σκεφθεί μόνος του όσα του είπε, επειδή άλλωστε και δεν ήθελε να τα προσφέρει όλα διαμιάς, αλλά ήθελε, αφού έριξε τα σπέρματα στην εύφορη γη, να την αφήσει πλέον με την ησυχία της σιγά σιγά με τον καιρό και με δική της προσπάθεια να βλαστήσει.

Τον τρόπο αυτόν ακριβώς της διδασκαλίας και αλλού μας φανέρωσε μέσω των εξής λόγων: «μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ σπείραντι καλν σπέρμα ν τ γρ ατο. ν δ τ καθεύδειν τος νθρώπους λθεν ατο χθρς κα σπειρε ζιζάνια ν μέσον το σίτου κα πλθεν(:ο Κύριος τούς δίδαξε και μια άλλη παραβολή: ‘’Η βασιλεία των ουρανών, η Εκκλησία δηλαδή που θα κατακτήσει τον κόσμο ολόκληρο, και ο λόγος της αλήθειας που κηρύττει σ’ όλο τον κόσμο δια της Εκκλησίας, μοιάζει με άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στο χωράφι του. Έτσι ο Κύριος σπέρνει πάντοτε τον καλό σπόρο της σωτήριας αλήθειας στον κόσμο που κατακτάται από την Εκκλησία. Την ώρα όμως που κοιμούνταν οι άνθρωποί του, ήλθε ο εχθρός του, ο διάβολος δηλαδή, κι έσπειρε ανάμεσα στο σιτάρι ‘’ήρα’’, το ζιζάνιο των σιτηρών, και έφυγε’’)»[Ματθ.13,24-25].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Joannem.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Κ΄ και ΚΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13, σελίδες 292-315.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72, σελ. 44-61.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυσόστομος (Πρός τε Ἰουδαίους καὶ Ἓλληνας)

AΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝ/ΛΕΩΣ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Πρός τε Ἰουδαίους καὶ λληνας ἀπόδειξις ὅτι ἐστὶ Θεὸς ὁ Χριστός ἐκ τν παρά τος προφήταις πολλαχο περί ατο ερημένων»

(:κατά Ιουδαίων και εθνικών, απόδειξη ότι ο Χριστός είναι Θεός, με βάση όσα είπαν οι προφήτες γι’ Αυτόν σε πολλά σημεία των βιβλίων τους)

Επειδή πολλοί από τους ανθρώπους δεν θα ανέχονταν να ακούνε με ευκολία μακροσκελείς λόγους, για τον λόγο ότι άλλοι είναι εκ φύσεως ράθυμοι, άλλοι έχουν παραδοθεί με πολλή αφοσίωση στις βιοτικές μέριμνες και άλλοι επειδή κατέχονται από πολλή αμάθεια, θεώρησα αναγκαίο να σας απαλλάξω από τον κόπο της μακρηγορίας, ώστε και την οκνηρία να αφαιρέσω από τους ράθυμους και να πείσω εκείνους που αποφεύγουν να διαβάζουν κάτι, να ακούσουν με πολλή προθυμία την ανάπτυξη της πραγματείας αυτής. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θα στολίσω την ομιλία μου με λέξεις και ονόματα καλολογικά, αλλά θα θέσω τα ονόματα και τις λέξεις έτσι, ώστε να είναι ευκολονόητα και στον δούλο κα στην υπηρέτρια και στη χήρα γυναίκα και στον έμπορο και στον ναύτη και στον αγρότη, και θα προσπαθήσω παντού να περιορίσω, όσο είναι δυνατό, το μήκος της ομιλίας και να κάνω σύντομη τη διδασκαλία, για να διεγείρω και με τα δύο αυτά την όρεξη των αδιάφορων ακροατών να ακούσουν με ευκολία και χωρίς κούραση τα όσα πρόκειται να λεχθούν, ώστε, συγκρατώντας τα στη μνήμη σας, να ωφεληθείτε. Θα αρχίσω τον αγώνα μου πρώτα εναντίον των εθνικών.

Αν δηλαδή λέγει ο ειδωλολάτρης: «Από πού γίνεται φανερό ότι ο Χριστός είναι Θεός;»(γιατί πρέπει από την αρχή να λάβουμε αυτό σαν προϋπόθεση, αφού όλα τα άλλα είναι επακόλουθα αυτού), εμείς δεν θα αρχίσουμε την απόδειξη ξεκινώντας από τον ουρανό, ούτε και από άλλα παρόμοια. Γιατί, αν του πω, ότι «ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα», δεν θα το ανεχθεί· αν του πω «ότι ανέστησε νεκρούς, ότι θεράπευσε τυφλούς, ότι εξεδίωξε δαίμονες», ούτε και αυτό θα το αποδεχθεί· αν του πω, ότι «υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών και τα άρρητα αγαθά, αν του μιλήσω για την ανάσταση», όχι μόνο δεν θα τα δεχθεί, αλλά και θα γελάσει.

Πώς λοιπόν θα τον φέρουμε κοντά μας, και μάλιστα αν είναι ιδιώτης; Από πού αλλού, παρά από αυτά, που και από μένα και απ’ αυτόν τον ίδιο είναι κοινώς παραδεκτά και αναντίρρητα και προς τα οποία δεν έχει καμία αμφιβολία; Γιατί, αν του πω ότι δημιούργησε τον ουρανό και τα άλλα που ανέφερα προηγουμένως, δεν θα δεχόταν να πεισθεί εύκολα. Ποια είναι λοιπόν εκείνα, που κι αυτός δέχεται ότι τα έκαμε ο Θεός και δεν θα μπορούσε να προβάλλει καμία αντίρρηση; Το ότι Αυτός φύτευσε το γένος των Χριστιανών- γιατί δεν μπορεί να αρνηθεί ότι Αυτός ίδρυσε τις Εκκλησίες που υπάρχουν σε όλα τα μέρη της οικουμένης. Από αυτά θα αποδείξουμε τη δύναμή Του, και θα δείξουμε ότι είναι Θεός, και θα του πούμε ότι δεν είναι έργο απλού ανθρώπου η εξάπλωση της διδασκαλίας μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα σε όλη την οικουμένη, στη στεριά και στη θάλασσα, και μάλιστα τη στιγμή που καλούσε τους ανθρώπους προς τέτοια πράγματα, και ανθρώπους τέτοιους που ήταν προκατειλημμένοι από τις κακές συνήθειές τους, ή καλύτερα που ήταν κυριευμένοι από τόσο μεγάλη κακία. Και όμως κατόρθωσε να ελευθερώσει από όλα αυτά το ανθρώπινο γένος και όχι μόνο τους Ρωμαίους, αλλά και τους Πέρσες, και γενικά όλα τα έθνη των βαρβάρων. Και όλα αυτά τα κατόρθωσε όχι με τη χρήση όπλων, ούτε με δαπάνες χρημάτων, ούτε κινώντας εναντίον τους στρατεύματα και υποκινώντας πολέμους, αλλά έχοντας στην αρχή ένδεκα ανθρώπους, άσημους, απλοϊκούς, αγράμματους, ιδιώτες, φτωχούς, κακοντυμένους, άοπλους, ανυπόδητους, με έναν και μόνο χιτώνα.

Γιατί όμως λέγω «κατόρθωσε»; Μπόρεσε να πείσει τόσες φυλές ανθρώπων να φιλοσοφούν όχι μόνο για τα παρόντα, αλλά και για τα μελλοντικά αγαθά, να καταργήσουν τους νόμους των πατέρων τους, να ξεριζώσουν τις επί τόσα χρόνια ριζωμένες παλιές συνήθειες και να φυτεύσουν άλλες αντί αυτών, και παίρνοντάς τους από τα εύκολα τούς οδήγησε στα δικά Του τα δύσκολα, και όλα αυτά τα κατόρθωσε ενώ πολεμούνταν από όλους και αφού υπέμεινε χλευαζόμενος τον σταυρό και τον επονείδιστο εκείνον θάνατο. Δεν μπορούν βέβαια να προβάλουν αντιρρήσεις γι’ αυτά, ότι δηλαδή δεν σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους και έπαθε άπειρα κακά από αυτούς, και ότι το κήρυγμα καθημερινά σημειώνει πρόοδο. Και το παράδοξο είναι ότι ανθεί όχι μόνο εδώ, αλλά και στους Πέρσες, αν και πολεμείται ακόμη και τώρα από αυτούς. Και αν και υπάρχει σε αυτούς μέχρι τώρα ένα πλήθος μαρτύρων, κι όμως αυτοί που ήταν και από τους λύκους πιο άγριοι, αφού δέχθηκαν το κήρυγμα, έγιναν πιο ήμεροι και από τα πρόβατα, και φιλοσοφούν για την αθανασία και την ανάσταση και τα απόρρητα αγαθά.

Και τα κατορθώματα αυτά δεν επιτεύχθηκαν μόνο στις πόλεις, αλλά και στην έρημο και στα χωριά και στα νησιά και στους όρμους και στα επίνεια. Και δεν είναι μόνο ιδιώτες ούτε και άρχοντες απλώς, αλλά και αυτοί που φορούν τα βασιλικά στέμματα με μεγάλη πίστη έχουν υποταγή στον Εσταυρωμένο. Και ότι όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία, αλλά ύστερα από πρόρρηση που είχε γίνει πριν από πολύ χρόνο, θα προσπαθήσω τώρα να το αποδείξω. Καλύτερα όμως, για να μη θεωρηθεί ύποπτος ο λόγος μου, είναι ανάγκη να παραθέσω μπροστά σας τα βιβλία των Ιουδαίων που σταύρωσαν Αυτόν και να αναφέρω, μπροστά στα μάτια αυτών που δεν πιστεύουν, όλες τις μαρτυρίες γι΄Αυτόν των Γραφών που ακόμη και σήμερα φυλάσσουν.

Το ότι λοιπόν ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος, παραμένοντας Θεός, πρώτος το λέγει ο Βαρούχ: «Οτος Θες μν, ο λογισθήσεται τερος πρς ατόν. ξερε πσαν δν πιστήμης κα δωκεν ατν ακβ τ παιδ ατο κα σραλ τ γαπημέν π᾿ ατο· μετ τοτο π γς φθη κα ν τος νθρώποις συνανεστράφη (: Αυτός είναι ο Θεός μας, ο δημιουργός πάντων, ο κυβερνήτης και ηγεμόνας τους· κανείς άλλος δεν μπορεί να συγκριθεί και να αντιμετρηθεί προς Αυτόν. Αυτός βρήκε και έχει όλη την οδό της σοφίας και έδωσε αυτήν στον Ιακώβ, τον δούλο Του, και στον Ισραήλ, τον αγαπημένο Του. Έπειτα λοιπόν από αυτό, φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους)»[Βαρούχ, 3,36-38]. Είδες πώς τα δήλωσε όλα μέσα σε λίγες λέξεις, και ότι, ενώ ήταν Θεός, έγινε άνθρωπος και ότι συναναστράφηκε τους ανθρώπους και ότι Αυτός νομοθέτησε και την Παλαιά Διαθήκη; Γιατί λέγει «Αυτός βρήκε όλη την οδό της σοφίας και την έδωσε στον Ιακώβ τον δούλο Του, τον Ισραήλ τον αγαπημένο Του». Δείχνει δηλαδή εδώ, ότι και πριν από την παρουσία Του ως άνθρωπος, Αυτός τα κυβερνούσε όλα και Αυτός τα έκανε όλα, δίνοντας τη νομοθεσία, και προνοώντας, κηδεμονεύοντας και ευεργετώντας τα πάντα.

Άκουσε πάλι τι λέγει άλλος προφήτης θέλοντας να δείξει ότι δεν θα είναι μόνο άνθρωπος, αλλά ότι θα γεννηθεί από Παρθένο: «Δι τοτο δώσει Κύριος ατς μν σημεον(:γι’ αυτό θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος σε σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό): δο παρθένος ν γαστρ ξει κα τέξεται υόν, κα καλέσουσι τ νομα ατο μμανουήλ(:Να, η παρθένος, που δεν γνώρισε άνδρα, θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και όσοι θα πιστεύουν σε Αυτόν, θα Τον ονομάσουν Εμμανουήλ’’)»[Ησ.7,14]· το όνομα αυτό ερμηνευόμενο σημαίνει «ο Θεός μαζί μας».

Έπειτα, για να δείξει ότι αυτό που φαινόταν δεν ήταν φανταστικό, αλλά ότι ήταν πράγματι άνθρωπος, πρόσθεσε λέγοντας: «διότι πρν γνναι τ παιδίον γαθν κακόν, πειθε πονηρί το κλέξασθαι τ γαθόν, κα καταλειφθήσεται γ, ν σ φοβ, π προσώπου τν δύο βασιλέων(:διότι, πριν ακόμη το παιδί κατανοήσει και είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ αγαθού και κακού, θα απειθεί σε κάθε πονηρία, για να εκλέγει και να προτιμά πάντοτε το αγαθό. Η υπερφυσική γέννηση και αρετή του παιδιού θα είναι το σημείο που θα εγγυηθεί ότι θα μείνει ανέπαφη η χώρα, για την οποία εσύ ο βασιλιάς Άχαζ φοβάσαι εξαιτίας των δύο βασιλέων που επέδραμαν εναντίον σου)»[Ησ. 7,16].

Το ότι Αυτός δεν θα γινόταν μόνο άνθρωπος και δεν θα γεννιόταν από παρθένο μόνο, αλλά και θα καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, άκουσε ότι και αυτό το προλέγει πολύ πιο μπροστά ο Ησαΐας, χρησιμοποιώντας αλληγορικά και μεταφορικά τις λέξεις, πλην όμως το προλέγει: «Κα ξελεύσεται άβδος κ τς ίζης εσσαί, κα νθος κ τς ίζης ναβήσεται. κα ναπαύσεται π᾿ ατν πνεμα το Θεο, πνεμα σοφίας κα συνέσεως, πνεμα βουλς κα σχύος, πνεμα γνώσεως κα εσεβείας·μπλήσει ατν πνεμα φόβου Θεο(:και από τη γενεαλογική ρίζα του Ιεσσαί θα φυτρώσει κλωνάρι και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει. Στον ευλογημένο αυτόν απόγονο του Ιεσσαί θα επαναπαυτεί το Πνεύμα του Θεού, Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, Πνεύμα υγιούς θελήσεως και ισχύος, Πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας· θα γεμίσει Αυτόν ο Θεός με Πνεύμα φόβου Θεού)»[Ησ. 11, 1-3]· γιατί αυτός ο Ιεσσαί ήταν πατέρας του Δαβίδ. Είναι φανερό από αυτό, ότι και από τη φυλή εκείνη καταγόταν. Και όχι μόνο το ότι θα κατάγεται από τη φυλή εκείνη, αλλά και το ότι θα προέλθει από τον οίκο του Ιεσσαί, και αυτό το προείπε, λέγοντας «θα φυτρώσει», λέγει, «ράβδος από τη ρίζα του Ιεσσαί», μιλώντας όχι απλώς για ράβδο, αλλά γι΄Αυτόν τον ίδιο και τη βασιλεία Του. Και ότι δεν το είπε αυτό εννοώντας απλώς τη ράβδο, το δήλωσε με τα επόμενα. Γιατί, αφού είπε, «θα φυτρώσει ράβδος», πρόσθεσε: «και θα αναπαυθεί σε Αυτόν πνεύμα σοφίας και συνέσεως». Κανείς βέβαια, και αν ακόμη είναι πάρα πολύ ανόητος, δεν θα πει αυτό, ότι η χάρη του Πνεύματος θα ερχόταν στο ξύλο, αλλά είναι φανερό, ότι θα ερχόταν στον Ναό εκείνο τον άμωμο. Γι’ αυτό δεν είπε «θα έλθει», αλλά «θα αναπαυθεί», επειδή αφού ήλθε το Πνεύμα, παρέμεινε και δεν έφυγε. Και αυτό ακριβώς για να δηλώσει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, έλεγε: «Κα μαρτύρησεν ωάννης λέγων τι τεθέαμαι τ Πνεμα καταβανον ς περιστερν ξ ορανο, κα μεινεν π᾿ ατόν(:ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάλιστα έδωσε και την εξής μαρτυρία: “Έχω δει το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι απ’ τον ουρανό και να μένει πάνω Του μόνιμα και διαρκώς, και όχι όπως στους προφήτες, οι οποίοι δέχονταν εκτάκτως τη χάρη του Πνεύματος και για ειδικό σκοπό”)»[Ιω. 1,32].

Δεν παρασιώπησαν επίσης ούτε την ιουδαϊκή γνώμη, που εξέφρασαν μόλις γεννήθηκε. Καθόσον ο Ματθαίος λέγει: «κούσας δ ρδης βασιλες ταράχθη κα πσα εροσόλυμα μετ᾿ ατο(:όταν όμως ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε τα λόγια αυτά που είπαν οι μάγοι, ταράχθηκε, επειδή φοβήθηκε μήπως ο νέος βασιλιάς γίνει αντίζηλός του. Συγχρόνως όμως ταράχθηκαν μαζί με αυτόν και οι κάτοικοι όλης της πόλεως της Ιερουσαλήμ, επειδή φοβήθηκαν μήπως η ταραχή του σκληρού Ηρώδη ξεσπάσει πάνω τους)»[Ματθ. 2,3], ενώ ο Ησαΐας άκουσε πως και αυτό το προέλεγε πριν από χρόνια λέγοντας: «τι πσαν στολν πισυνηγμένην δόλ κα μάτιον μετ καταλλαγς ποτίσουσι κα θελήσουσιν ε γενήθησαν πυρίκαυστοι. τι παιδίον γενήθη μν, υἱὸς κα δόθη μν, ο ρχ γενήθη π το μου ατο, κα καλεται τ νομα ατο μεγάλης βουλς γγελος, θαυμαστς σύμβουλος, Θες σχυρός, ξουσιαστής, ρχων ερήνης, πατρ το μέλλοντος αἰῶνος· γ γρ ξω ερήνην π τος ρχοντας, ερήνην κα γίειαν ατ(:διότι τις στολές και τα ιμάτια, τα οποία όσοι καταδυνάστευαν τον λαό μάζεψαν με δόλο και απάτη και καταπίεση, θα τα αποδώσουν πίσω και με το παραπάνω. Και οι λυτρωμένοι άνθρωποι θα θελήσουν όλα αυτά να παραδοθούν στη φωτιά. Αυτά λοιπόν θα πραγματοποιηθούν, διότι θα γεννηθεί για εμάς παιδί, θα δοθεί σε εμάς ο υιός αυτός, του Οποίου η αρχή και εξουσία υπάρχει απ’ αρχής επάνω στους ώμους Του και θα καλείται το όνομα Αυτού αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός της ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος)» [Ησ. 9,5-6].

Το ότι αυτό δεν θα μπορούσε κανείς να το πει για άνθρωπο απλό, είναι ολοφάνερο και για εκείνους που θέλουν επίμονα να φιλονικούν. Γιατί κανείς από τους ανθρώπους δεν ονομάστηκε από την αρχή των αιώνων Θεός ισχυρός, ούτε άρχοντας μιας τέτοιας ειρήνης· γιατί λέγει: «τς ερήνης ατο οκ στιν ριον(:της ειρηνικής Του βασιλείας δεν υπάρχει τέλος)» [Ησ. 9,7]. Και το επιβεβαιώνει η φύση των πραγμάτων, ότι η ειρήνη αυτή, από την ημέρα εκείνη που είπε ο Χριστός λίγο πριν αναληφθεί στους ουρανούς: «Ερήνην φίημι μν, ερήνην τν μν δίδωμι μν· ο καθς κόσμος δίδωσιν, γ δίδωμι μν. μ ταρασσέσθω μν καρδία μηδ δειλιάτω(:φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)»[Ιω. 14,27], κατέλαβε ολόκληρη τη γη, ολόκληρη τη θάλασσα, ολόκληρη την οικουμένη, ολόκληρη την έρημο, καθώς και τα όρη και τα λαγκάδια και τα βουνά. Γιατί άραγε μίλησε έτσι ο Χριστός για την ειρήνη; Επειδή η ειρήνη των ανθρώπων εύκολα καταλύεται και έχει πολλές μεταβολές, ενώ η ειρήνη που δίνει Αυτός είναι σταθερή, αμετάβλητη, πάγια, μόνιμη, αθάνατη, χωρίς να έχει τέλος, και όλα αυτά ενώ εγείρονται εναντίον της από παντού μύριοι πόλεμοι, και καθημερινά γίνονται αμέτρητες επιβουλές. Αλλά ο λόγος Αυτού, που κατορθώνει τα πάντα, και αυτό το κατόρθωσε μαζί με τα άλλα.

Και δεν προφήτευσαν μόνο το ότι θα γίνει άνθρωπος, αλλά και τον τρόπο της παρουσίας Του στη γη. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να έλθει χωρίς να αφήσει να πέσουν αστραπές και κεραυνοί από τον ουρανό, χωρίς να σείσει τη γη, χωρίς να συγκλονίσει τον ουρανό, χωρίς να κάνει κάποια εκπληκτικά έργα, αλλά αντίθετα γεννήθηκε αθόρυβα και χωρίς να το γνωρίζει κανείς στην οικία ενός ξυλουργού, σε μία άσημη και ταπεινή οικία, άκουσε πώς δεν το παρασιώπησε αυτό ο Δαβίδ, λέγοντας: «καταβήσεται ς ετς π πόκον κα σε σταγν στάζουσα π τν γν(:ο Μεσσίας θα κατέβει από τον ουρανό αθόρυβα, όπως η βροχή, η οποία πέφτει πάνω στο ποκάρι των μαλλιών, ευεργετικός όπως η ποτιστική βροχή που ποτίζει τη γη)» [Ψαλμ.71,6],θέλοντας να δηλώσει με αυτό την ατάραχη, την ήσυχη παρουσία Του.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ένας άλλος προφήτης, θέλοντας να δείξει την ήσυχη και γεμάτη επιείκεια συναναστροφή Του με τους ανθρώπους, πρόσεχε τι λέγει. Επειδή δηλαδή, ενώ υβριζόταν, φτυνόταν, κακολογούνταν, ατιμαζόταν, μαστιγωνόταν και τέλος αφού οδηγήθηκε στον σταυρό, δεν πρόβαλε άμυνα εναντίον κανενός που Του έκαναν αυτά, αλλά τα υπέμεινε όλα με μακροθυμία και πραότητα, τις ατιμίες δηλαδή, τις επιβουλές, τη μανία, τον αδικαιολόγητο θυμό εκείνου του λαού, τις επιθέσεις, όλα αυτά θέλοντας να τα δηλώσει, έλεγε: «κάλαμον τεθλασμένον ο συντρίψει κα λίνον καπνιζόμενον ο σβέσει, λλ ες λήθειαν ξοίσει κρίσιν(:καλάμι σπασμένο δεν θα συντρίψει και λινάρι, που καπνίζει έτοιμο να σβήσει, δεν θα το σβήσει, αλλά θα φέρει στο φως και θα κηρύξει την αλήθεια)»[Ησ. 42,3].

Άλλος πάλι προφήτης, ο Μιχαίας, προλέγει και τον τόπο, όπου επρόκειτο να γεννηθεί λέγοντας: «Κα σύ, Βηθλεέμ, οκος το φραθά, λιγοστς ε το εναι ν χιλιάσιν ούδα· κ σο μοι ξελεύσεται το εναι ες ρχοντα ν τ σραήλ, κα α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:και Εσύ Βηθλεέμ, που αλλιώς ονομάζεσαι και οίκος Εφραθά, μικρή είσαι μεταξύ των πόλεων του Ιούδα. Δεν έχεις ούτε χιλίους κατοίκους. Αλλά από εσένα θα προέλθει προς δόξα δική μου ένας άντρας ο οποίος θα γίνει άρχοντας του ισραηλιτικού λαού. Η αρχή και η ενέργεια Αυτού ξεπερνά την αρχή των ημερών της δημιουργίας)» [Μιχ.5,1]. Αυτός δείχνει και τη θεότητα και την ανθρωπότητα του Χριστού. Γιατί με το να πει: «α ξοδοι ατο π᾿ ρχς ξ μερν αἰῶνος(:η αρχή του ένδοξου αυτού άρχοντα, η γέννησή Του από τον Θεό Πατέρα, είναι από αρχής προ πάντων των αιώνων· είναι προαιώνια και υπερβαίνει τον χρόνο· ο άρχοντας Αυτός υπάρχει αϊδίως, από την άναρχη και άχρονη αιωνιότητα. Πρόκειται για τον Μεσσία)»[ερμην. απόδοση Παν. Τρεμπέλα], φανέρωσε την προαιώνια ύπαρξή Του, ενώ λέγοντας: «κ σο γρ ξελεύσεται γούμενος, στις ποιμανε τν λαόν μου τν σραήλ (:δεν είσαι η πιο μικρή, διότι από σένα θα βγει άρχοντας, ο οποίος θα ποιμάνει τον λαό μου τον Ισραήλ)», δήλωσε την κατά σάρκα γέννηση.

Και πρόσεχε πάλι να διαλάμπει εδώ και άλλη προφητεία. Γιατί δεν είπε μόνο ότι θα γεννηθεί, αλλά ότι και το χωριό, στο οποίο θα γεννηθεί, θα καταστεί λαμπρό, αν και ήταν ασήμαντο και μικρό. Διότι λέγει: «δεν είσαι καθόλου κατώτερη ως προς τους ηγεμόνες του Ιούδα». Όλη τώρα η οικουμένη τρέχει να δει τη Βηθλεέμ, όπου τοποθετήθηκε όταν γεννήθηκε, για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο γι’ αυτόν.

Άλλος πάλι προφήτης[:ο γενάρχης Ιακώβ], δήλωσε και τον χρόνο, κατά τον οποίο επρόκειτο να έλθει, λέγοντας τα εξής: «Οκ κλεψει ρχων ξ οδα, οδ γομενος κ τν μηρν ατο,ως ν λθ πκειται· κα ατς προσδοκα θνν. δεσμεύων πρς μπελον τν πλον ατο κα τ λικι τν πλον τς νου ατο· πλυνε ν ον τν στολν ατο κα ν αματι σταφυλς τν περιβολν ατο· χαροποιο ο φθαλμο ατο π ονου, κα λευκο ο δόντες ατο γάλα (: δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας.Τόση τότε θα είναι η ευημερία, ώστε θα δένει αυτός τον όνο του στην άμπελο και το πουλάρι της όνου του στην ψαλίδα της αμπέλου. Θα πλένει όχι με νερό αλλά με κρασί τη στολή του και με το κόκκινο, σαν αίμα, κρασί του σταφυλιού θα καθαρίζει την ενδυμασία του. Οι οφθαλμοί του θα ακτινοβολούν χαρά· θα σπινθηροβολούν σαν εκείνου που πίνει οίνο. Η καθαρότητά του θα είναι άψογη, και τα δόντια του θα είναι λευκότερα από το γάλα)»[Γέν. 49, 10-12].

Πρόσεχε και αυτήν την προφητεία που διαλάμπει. Γιατί ήλθε τότε, όταν είχαν εκλείψει οι άρχοντες των Ιουδαίων και βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων, και έτσι εκπληρωνόταν και η προφητεία εκείνη που λέγει: «δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα, ούτε αρχηγός από τους απογόνους Αυτού, μέχρι να έλθει Εκείνος στον οποίο ανήκει η εξουσία», εννοώντας τον Χριστό· γιατί όταν γεννήθηκε, ταυτόχρονα γινόταν και η πρώτη απογραφή, μετά την επικράτηση των Ρωμαίων επί του ιουδαϊκού έθνους και την υποταγή αυτών κάτω από τον ζυγό της βασιλείας αυτών. Έπειτα υποδηλώνει και κάτι άλλο, λέγοντας: «κα ατς προσδοκα θνν (:και Αυτός είναι η προσδοκία των εθνών)»·γιατί ερχόμενος στον κόσμο προσέλκυσε όλα τα έθνη.

Επρόκειτο ο Ηρώδης, ζητώντας να μάθει πού γεννήθηκε, να φονεύσει τα παιδιά της περιοχής εκείνης. Ούτε και αυτό το αποσιώπησαν οι προφήτες, αλλά το προείπαν πριν από πολλά χρόνια, λέγοντας: «Φων ν αμ κούσθη, θρνος κα κλαυθμς κα δυρμς πολύς· αχλ κλαίουσα τ τέκνα ατς, κα οκ θελε παρακληθναι, τι οκ εσίν(:Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενιαμίν, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύ. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της(με το στόμα των απογόνων της μητέρων που στερήθηκαν τα μικρά του) και δεν θέλει με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή)» [Ιερ.31,15].

Επρόκειτο να επανέλθει από την Αίγυπτο· και αυτό το προείπαν, λέγοντας: «ρθρου πεῤῥίφησαν, πεῤῥίφη βασιλες σραήλ· τι νήπιος σραήλ, κα γ γάπησα ατν κα ξ Αγύπτου μετεκάλεσα τ τέκνα ατο(:όπως στον όρθρο, όταν ακόμη κοιμόντουσαν, απερρίφθησαν αιφνιδίως οι Ισραηλίτες. Απερρίφθη ο βασιλεύς του Ισραήλ· όταν ο ισραηλιτικός λαός διερχόταν ακόμα την πνευματικά νηπιακή του ηλικία, εγώ τον αγάπησα και τον κάλεσα από την Αίγυπτο και τον ελευθέρωσα από τη δουλεία, αυτόν και τους απογόνους Του)»[Ωσ. 11,1].

Αλλά και μεταβαίνοντας σε ορισμένα μέρη, επρόκειτο να διδάξει δημόσια και να επιτελέσει αμέσως θαύματα· και αυτό προλέχθηκε. Άκουσε λοιπόν τι λέγει ο Ησαΐας: «Τοτο πρτον πίε, ταχ ποίει, χώρα Ζαβουλών, γ Νεφθαλμ δν θαλάσσης κα ο λοιπο ο τν παραλίαν κατοικοντες κα πέραν το ορδάνου, Γαλιλαία τν θνν, τ μέρη τς ουδαίας. λας πορευόμενος ν σκότει, δετε φς μέγα· ο κατοικοντες ν χώρ κα σκι θανάτου, φς λάμψει φ᾿ μς(: πιες πρώτα το πικρό αυτό ποτήρι, σύντομα κάνε το. Πιες το ποτήρι εσύ, η χώρα της Ζαβουλών και της Νεφθαλίμ. Εσείς που κατοικείτε την οδό, η οποία οδηγεί προς τη Μεσόγειο Θάλασσα, και οι άλλοι, που κατοικείτε στην παραλία της λίμνης Γενησαρέτ· οι κάτοικοι ανατολικά του Ιορδάνη, η Γαλιλαία αυτή των εθνών και ολόκληρη η Ιουδαία. Ο λαός των χωρών αυτών, που βρίσκεται και ζει στο πνευματικό σκοτάδι, θα δουν πρώτοι το μεγάλο φως του Μεσσία. Σε σας, που κατοικείτε στη χώρα, όπου επικρατεί η σκιά του θανάτου, θα λάμψει το σωτήριο και χαρμόσυνο φως)»[Ησ. 9,1-2]. Με τα λόγια αυτά φανερώνει την εκεί παρουσία του Χριστού, τη διδασκαλία Του και την επίγνωσή Του από τα θαύματά Του.

Έπειτα, διηγούμενος άλλα θαύματα και δείχνοντας πως θεράπευσε χωλούς, πως χάρισε το φως σε τυφλούς, πως έδωσε τη λαλιά σε άλαλους, λέγει: «Τότε νοιχθήσονται φθαλμο τυφλν, κα τα κωφν κούσονται(:τότε θα ανοίξουν οφθαλμοί τυφλών και θα ακούσουν αυτιά κωφών)». Και αμέσως μετά από αυτά: «τότε λεται ς λαφος χωλός, τραν δ σται γλσσα μογιλάλων, τι ἐῤῥάγη ν τ ρήμ δωρ κα φάραγξ ν γ διψώσ(:τότε ο χωλός, αφού θεραπευτεί, θα πηδά σαν το ελάφι, και μεγαλόφωνα θα ακούγεται να ομιλεί η γλώσσα των βουβών, διότι ξέσπασε και αναπήδησε άφθονο νερό στην έρημο, και φαράγγι γεμάτο νερό στην έως τώρα ξηρή και διψασμένη γη)» [Ησ.35,5-6], πράγμα που ποτέ άλλοτε δεν συνέβηκε, παρά μόνο κατά την παρουσία Αυτού.

Μερικά θαύματά Του τα μνημόνευσαν οι προφήτες κατά εντελώς ειδικό τρόπο. Εισήλθε λοιπόν κάποτε στον ναό και τα παιδιά που ακόμη θήλαζαν και δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξεις, έψαλλαν γι’ Αυτόν ύμνους ιερούς, λέγοντας τα εξής: «σανν τ υἱῷ Δαυΐδ· ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου· σανν ν τος ψίστοις(:Δόξα στον απόγονο του Δαβίδ, που περιμέναμε έως τώρα. Δοξασμένος να είναι αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κράζουν και οι άγγελοι που βρίσκονται στα υψηλότερα μέρη του ουρανού)»[Ματθ.21,9]. Αυτό το είπε από πριν ο προφήτης με αυτά τα λόγια: «κ στόματος νηπίων κα θηλαζόντων κατηρτίσω ανον νεκα τν χθρν σου το καταλσαι χθρν κα κδικητήν(:από τα στόματα και αυτών ακόμη των νηπίων και θηλαζόντων παιδιών άκουσες και ακούς τέλειο ύμνο πίστεως και δοξολογίας προς Εσένα, εις πείσμα των μεγάλων απίστων εχθρών Σου και κατεξευτελισμό και εξουδένωση εκείνου, ο οποίος τολμά να παρουσιαστεί εχθρός και αντίδικός Σου)» [Ψαλμ.8,3]. Βλέπεις πως η φύση αυτή καθ’ εαυτήν αγωνίζεται να διακηρύξει τον Δημιουργό της, και τα άκακα βρέφη, τα ανίκανα να αρθρώσουν ακόμη λέξη, ανέλαβαν έργο αποστολικό;

Μιλώντας αλλού προς τους Ιουδαίους, επειδή εξαιτίας της αγνωμοσύνης τους έλεγε τα περισσότερα συγκαλυμμένα, υπό μορφή αινιγμάτων και παραβολών, προφητεύτηκε και αυτό από πριν: «νοίξω ν παραβολας τ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα π᾿ ρχς(: θα αρχίσω με διδακτικές παραβολικές ιστορίες, γεμάτες με ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα)» [Ψαλμ.77,2]. Αλλά και τη σοφία του κηρύγματός Του προφητεύοντας από πριν ο προφήτης λέγει: «ραος κάλλει παρ τος υος τν νθρώπων, ξεχύθη χάρις ν χείλεσί σου· δι τοτο ελόγησέ σε Θες ες τν αἰῶνα(:είσαι Εσύ, ω Χριστέ και Μεσσία, ωραιότατος. Η ωραιότητά Σου υπερβαίνει όλες τις καλλονές των ανθρώπων. Ιδιαίτερη χάρη έχει χυθεί στους λόγους των χειλέων Σου. Για τον λόγο αυτόν ο Θεός σε ευλόγησε, σου έδωσε χάριτες και δωρεές σε όλους τους αιώνες)» [Ψαλμ.44,3].

Άλλος πάλι προφήτης λέγει: «δο συνήσει πας μου κα ψωθήσεται κα δοξασθήσεται κα μετεωρισθήσεται σφόδρα(:ιδού το παιδί μου, ο Μεσσίας, θα γεμίσει από σοφία και σύνεση, για να εννοήσει πλήρως και να εκπληρώσει την αποστολή Του. Θα υψωθεί, θα δοξαστεί, θα μεγαλυνθεί στον υπέρτατο βαθμό)» [Ησ. 52,13]. Διηγούμενος επίσης πάλι αυτός ο ίδιος προφήτης με συντομία τα κατορθώματα της παρουσίας Του στη γη τα συνοδευόμενα από θαύματα, λέγει τα εξής: «Πνεμα Κυρίου π᾿ μέ, ο ενεκεν χρισέ με· εαγγελίσασθαι πτωχος πέσταλκέ με, άσασθαι τος συντετριμένους τν καρδίαν, κηρύξαι αχμαλώτοις φεσιν κα τυφλος νάβλεψιν(: ο παις Κυρίου λέγει: Πνεύμα Κυρίου είναι και μένει σε Εμένα, διότι με αυτό με έχρισε ο Κύριος ως άνθρωπο και με έστειλε να κηρύξω στους φτωχούς και γυμνούς από πίστη ανθρώπους το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας· να θεραπεύσω αυτούς, των οποίων η καρδιά έχει συντριβεί από το βάρος της αμαρτίας· να κηρύξω στους δούλους της αμαρτίας την άφεση και την απελευθέρωση· να χαρίσω ανάβλεψη σε εκείνους που έχουν σκοτισμένο και τυφλωμένο τον νου από τα πάθη της αμαρτίας)»[Ησ. 61,1].

Επίσης, επειδή επρόκειτο να αποστραφούν αδικαιολόγητα και χωρίς να έχουν καμία κατηγορία μικρή ή μεγάλη εναντίον Του, Εκείνον που τόσο πολύ τους ευεργέτησε, και αυτό προλέχθηκε. Άκουσε λοιπόν τον Δαβίδ που προλέγει ακριβώς, λέγοντας τα εξής: «Μετ τν μισούντων τν ερήνην μην ερηνικός· ταν λάλουν ατος, πολέμουν με δωρεάν(:με τους ανθρώπους οι οποίοι μισούσαν την ειρήνη, εγώ ήμουνα πάντοτε ειρηνικός. Όταν συνομιλούσα με αυτούς, εκείνοι με πολεμούσαν χωρίς λόγο και αφορμή)» [Ψαλμ. 119,7].

Επρόκειτο να εισέλθει στην πόλη καθισμένος επάνω σε όνο· και αυτό προλέχθηκε από πριν από τον Ζαχαρία, λέγοντας τα εξής: «Χαρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ ερουσαλήμ· δο βασιλες σου ρχεταί σοι, δίκαιος κα σζων ατός, πραΰς κα πιβεβηκς π ποζύγιον κα πλον νέον(:χαίρε λοιπόν πάρα πολύ, κόρη μου Σιών, διαλάλησε Ιερουσαλήμ, ιδού ο βασιλιάς σου έρχεται σε εσένα δίκαιος, λυτρωτής και σωτήρας, πράος, καθισμένος επάνω σε ένα υποζύγιο, σε ένα νεαρό πουλάρι)» [Ζαχ. 9,9]. Εκδίωξε από τον ναό εκείνους που πωλούσαν περιστέρια καθώς και τους κολλυβιστές. Το έκανε αυτό από ζήλο προς τον ναό, και συγχρόνως για να δείξει ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος του Θεού, αλλά και σύμφωνος προς τον Πατέρα. Γι’ αυτό και υπεράσπισε τον ναό από τις αγοραπωλησίες που γίνονταν εκεί. Ούτε αυτό αφέθηκε αδήλωτο, αλλά προλέγοντάς το και αυτό ο προφήτης Δαβίδ και προερμηνεύοντας τη διάθεση με την οποία θα το έκανε, λέγει: «τι ζλος το οκου σου κατέφαγέ με, κα ο νειδισμο τν νειδιζόντων σε πέπεσον π᾿ μέ(:πάσχω από όλα αυτά διότι ο φλογερός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει καταφλέξει· οι αναίσχυντες ύβρεις, οι οποίες εκτοξεύονται εναντίον σου από τους ασεβείς ανθρώπους, πέφτουν όλες βαριές επάνω μου)» [Ψαλμ. 68,10]. Τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο καθαρό από αυτό;

Επρόκειτο να παραδοθεί και την προδοσία να την κάνει εκείνος που καθόταν μαζί Του στο τραπέζι. Πρόσεχε πώς και αυτό το προείπε αυτός ο ίδιος προφήτης, λέγοντας: « κα γρ νθρωπος τς ερήνης μου, φ᾿ ν λπισα, σθίων ρτους μου, μεγάλυνεν π᾿ μ πτερνισμόν(:όχι μόνο οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίο είχα στηρίξει τις ελπίδες μου, αυτόν τον οποίο είχα ομοτράπεζό μου και έτρωγε από τους άρτους μου, ύψωσε όσο του ήταν δυνατό υψηλότερα τη φτέρνα του και κατάφερε εναντίον μου λάκτισμα βίαιο και κτηνώδες)» [Ψαλμ. 40,10]. Πρόσεχε όμως και του ευαγγελιστού τη συμφωνία. Γιατί λέγει: « δ ποκριθες επεν· μβάψας μετ᾿ μο ν τ τρυβλί τν χερα, οτός με παραδώσει(:ο Κύριος τους αποκρίθηκε: “Εκείνος που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο ζωμό της πιατέλας, αυτός θα με παραδώσει να θανατωθώ”)»[Ματθ.26,23].

Επρόκειτο εκείνος που θα Τον παρέδιδε, όχι απλώς να Τον παραδώσει, αλλά να πωλήσει το τίμιο αίμα Του και να πάρει γι’ αυτήν την πράξη Του χρήματα[Ματθ.26,15 κ.ε.]. Ούτε αυτό το αποσιώπησε ο προφήτης, αλλά προλέγοντας και τις αδιάντροπες συμφωνίες και τις συνομιλίες που θα είχαν μεταξύ τους, έλεγε: « Θεός, τν ανεσίν μου μ παρασιωπήσς, τι στόμα μαρτωλο κα στόμα δολίου π᾿ μ νοίχθη, λάλησαν κατ᾿ μο γλώσσ δολί κα λόγοις μίσους κύκλωσάν με κα πολέμησάν με δωρεάν(: ω Θεέ μου, μη σιωπήσεις μπροστά στην προσευχή την οποία με δοξολογίες απευθύνω προς Εσένα· διότι στόμα αμαρτωλού και δολίου ανθρώπου ανοίχτηκε εναντίον μου. Άντρες ασεβείς και πονηροί στράφηκαν εναντίον μου με δόλια γλώσσα. Με περικύκλωσαν με λόγια μίσους και με πολεμούσαν χωρίς καμία αιτία και αφορμή)»[Ψαλμ.108,1-3].

Ο προδότης αυτός, μετανοώντας γι’ αυτό που έκανε,και τα αργύρια τα έρριψε και πήγε και απαγχονίσθηκε [Ματθ. 27,5: «καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο(:και αφού έριξε τα ασημένια νομίσματα στον περίβολο του ναού, έφυγε και πήγε και πνίγηκε με σκοινί)»], τερματίζοντας έτσι τη ζωή του και αφήνοντας χήρα τη γυναίκα του, ορφανά τα παιδιά του και έρημο το σπίτι του. Πρόσεχε πώς διεκτραγωδεί ο προφήτης και αυτή τη συμφορά, λέγοντας τα εξής: «Γενηθήτωσαν α μέραι ατο λίγαι, κα τν πισκοπν ατο λάβοι τερος. γενηθήτωσαν ο υο ατο ρφανο κα γυν ατο χήρα· σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν ο υο ατο κα παιτησάτωσαν, κβληθήτωσαν κ τν οκοπέδων ατν(:οι μέρες της ζωής του ας γίνουν λίγες και το αξίωμά του ας το πάρει άλλος. Ορφανά και απροστάτευτα ας μείνουν τα παιδιά του, χήρα ας μείνει η γυναίκα του. Τα παιδιά του από τόπο σε τόπο μεταφερόμενα ας γίνουν επαίτες. Ας εκδιωχτούν από τα γκρεμισμένα σπίτια τους)» [Ψαλμ.108, 9-10].

Αλλά και μετά από εκείνον στη θέση του έγινε απόστολος ο Ματθίας [Πράξ. 1,26: «κα δωκαν κλήρους ατν, κα πεσεν κλρος π Ματθίαν, κα συγκατεψηφίσθη μετ τν νδεκα ποστόλων(:έριξαν τότε κλήρους με τα ονόματά τους, κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία. Και κατατάχθηκε αυτός μαζί με τους έντεκα αποστόλους)»]. Και αυτό πάλι ο ίδιος αυτός προφήτης το προλέγει, λέγοντας: «Γενηθήτωσαν α μέραι ατο λίγαι, κα τν πισκοπν ατο λάβοι τερος (:οι μέρες της ζωής του ας γίνουν λίγες και το αξίωμά του ας το πάρει άλλος)» [Ψαλμ. 108,8].

Αφού προδόθηκε και συνελήφθηκε με τη θέλησή Του, συγκροτήθηκε δικαστήριο γεμάτο από πολλή παρανομία, από Ιουδαίους και εθνικούς. Πρόσεχε πώς και αυτό το προλέγει ο προφήτης, λέγοντας: «νατί φρύαξαν θνη, κα λαο μελέτησαν κενά;(:γιατί σαν αχαλίνωτα άγρια άλογα αναστατώθηκαν και αφηνίασαν τα ειδωλολατρικά έθνη και γιατί αυτοί οι λαοί μελέτησαν και κατάστρωσαν σχέδια μωρά, αμαρτωλά και απραγματοποίητα;)» [Ψαλμ. 2,1].

Και δεν προείπαν αυτά μόνο, αλλά και τη σιωπή που έδειξε, όταν εκστομίζονταν κατηγορίες εναντίον Του και Αυτός στεκόταν ανάμεσά τους άφωνος, και αυτήν για να δηλώσει ο Ησαΐας, είπε: «κα ατς δι τ κεκακσθαι οκ νοίγει τ στόμα ατο· ς πρόβατον π σφαγν χθη κα ς μνς ναντίον το κείροντος ατν φωνος, οτως οκ νοίγει τ στόμα(: και aυτός, παρά τις κακώσεις που υπέστη, δεν άνοιξε το στόμα του· σαν άφωνο πρόβατο οδηγήθηκε προς σφαγή. Ως αμνός άφωνος ενώπιον εκείνου, ο οποίος τον κουρεύει, έτσι πορεύεται χωρίς να ανοίγει το στόμα του)»[Ησ. 53,7].

Έπειτα, για να δείξει το διεφθαρμένο της αποφάσεως, πρόσθεσε: «ν τ ταπεινώσει κρίσις ατο ρθη(:μέσα στην όλη ταπείνωση και τον εξευτελισμό στον οποίο βυθίστηκε, παραγνωρίστηκε και καταπατήθηκε το δίκαιό του κατά τη διάρκεια της δίκης του)»[Ησ.53,8], δηλαδή κανένας δεν Τον δίκασε δίκαια. Στη συνέχεια λέγει και την αιτία της σφαγής Του. Επειδή δηλαδή δεν τα πάθαινε εκείνα που πάθαινε για αμαρτήματά Του, καθόσον ήταν άμεμπτος και αδιάβλητος, αλλά παραδινόταν για τα κακά των ανθρώπων, πρόσεχε πώς τα υπαινίχθηκε και τα δύο αυτά, λέγοντας: «κα δώσω τος πονηρος ντ τς ταφς ατο κα τος πλουσίους ντ το θανάτου ατο· τι νομίαν οκ ποίησεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στόματι ατο(:εγώ λοιπόν ως εκδίκηση για τον άδικο θάνατο και την ταφή του,θα τιμωρήσω και θα παραδώσω σε θάνατο τους κακούς ανθρώπους και για τον θάνατό του θα παραδώσω τους πονηρούς πλουσίους και άρχοντες· διότι δεν διέπραξε καμία παρανομία, ούτε βρέθηκε δόλος και ψεύδος στο στόμα του)»[Ησ.53,9]. Με αυτό δηλαδή έδειξε για ποιο λόγο θανατώθηκε. Έπειτα προσθέτει και άλλη αιτία: «τι αρεται π τς γς ζω ατο, π τν νομιν το λαο μου χθη ες θάνατον(:διότι αφαιρέθηκε βίαια και άδικα από τη γη η ζωή του· αλλά οδηγήθηκε στον θάνατο εξαιτίας των αμαρτιών του λαού μου)» [Ησ.53,8]. Και όχι μόνο λέγει την αιτία της σφαγής Του, αλλά θέλοντας να δείξει και ποιο υπήρξε το κέρδος από τον σταυρό και από τη σφαγή εκείνη, πρόσεχε πώς το προλέγει και αυτό, λέγοντας: «πάντες ς πρόβατα πλανήθημεν, νθρωπος τ δ ατο πλανήθη· κα Κύριος παρέδωκεν ατν τας μαρτίαις μν(:όλοι σαν πρόβατα είχαμε πλανηθεί. Κάθε άνθρωπος στον δρόμο και τον τρόπο της ζωής του πλανήθηκε. Για τις δικές μας αμαρτίες ο Κύριος παρέδωσε αυτόν σε παθήματα και θάνατο)» [ Ησ.53,6].

Έπειτα, επειδή επρόκειτο οι Ιουδαίοι και να τιμωρηθούν για τα τολμήματά τους αυτά, και αυτό το προλέγει ο ίδιος αυτός προφήτης με αυτά που λέγει: «νατί φρύαξαν θνη, κα λαο μελέτησαν κενά; Παρέστησαν ο βασιλες τς γς, κα ο ρχοντες συνήχθησαν π τ ατ κατ το Κυρίου κα κατ το χριστο ατο.Διαῤῥήξωμεν τος δεσμος ατν κα ποῤῥίψωμεν φ᾿ μν τν ζυγν ατν. κατοικν ν ορανος κγελάσεται ατούς, κα Κύριος κμυκτηριε ατούς. Τότε λαλήσει πρς ατος ν ργ ατο κα ν τ θυμ ατο ταράξει ατούς(:Γιατί αφήνιασαν και αναστατώθηκαν σαν αχαλίνωτα και ατίθασα άλογα οι ειδωλολάτρες; Τι παράπονο έχουν και ποια ωφέλεια περιμένουν; Και γιατί οι λαοί αυτοί έκαναν ανόητα σχέδια; Παρατάχθηκαν απειλητικά οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες με κοινή συμφωνία συναθροίσθηκαν στον ίδιο τόπο εναντίον του Θεού, που είναι ο κυρίαρχος των πάντων, και εναντίον του Μεσσία, τον οποίο ο ίδιος ο Θεός έχρισε προφήτη, αρχιερέα και βασιλιά. Αυτό ήταν το επαναστατικό τους σύνθημα: “Ας σπάσουμε τα δεσμά της υποτέλειάς μας στον κυρίαρχο Θεό και στον Μεσσία Του και ας αποτινάξουμε από πάνω μας τον ζυγό και των δύο. Ας καταλύσουμε την κυριαρχία τους και ας εκμηδενίσουμε το κράτος τους”. Αλλά ο Θεός που κατοικεί στους ουρανούς θα γελάσει περιφρονητικά μαζί τους και ο Κύριος θα τους περιπαίξει και θα τους χλευάσει. Κι αμέσως τότε θα μιλήσει σε αυτούς με αγανάκτηση και θα τους συνταράξει με την τρομερή έκρηξη του θυμού Του)» [Ψαλμ.2,1-5].

Και ο Δαβίδ πάλι αφού είπε ότι σκέφτηκαν: «ας σπάσουμε και ας πετάξουμε από πάνω μας τον ζυγό αυτού», πρόσθεσε: «αυτός που κατοικεί στους ουρανούς θα γελάσει σε βάρος τους. Τότε θα μιλήσει οργισμένος προς αυτούς και θα τους συνταράξει με τον θυμό Του» [βλ. παραπάνω], εννοώντας τη διασπορά τους σε όλα τα μέρη της γης. Αυτό ακριβώς δηλώνοντας και ο Χριστός στα ευαγγέλια, λέγει: «Πλν τος χθρούς μου κείνους, τος μ θελήσαντάς με βασιλεσαι π᾿ ατούς, γάγετε δε κα κατασφάξατε ατος μπροσθέν μου(:αλλά και τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με θέλησαν για βασιλιά τους, φέρτε τους εδώ και κατασφάξτε τους μπροστά μου. Ρίξτε τους στον αιώνιο θάνατο, του οποίου προάγγελμα και προεικόνιση υπήρξε η πανωλεθρία της Ιερουσαλήμ και των Ιουδαίων την εποχή του Τίτου)» [Λουκά 19,27].

Έπειτα, αφού οι προφήτες προείπαν τον θάνατό Του, δεν αποσιώπησαν και τον τρόπο του θανάτου Του, αλλά και αυτόν τον προείπε ο Δαβίδ λέγοντας τα εξής: «τι κύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγ πονηρευομένων περιέσχον με, ρυξαν χεράς μου κα πόδας. ξηρίθμησαν πάντα τ στ μου, ατο δ κατενόησαν κα πεδόν με(:διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη άγριων σκυλιών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια και τα πόδια μου. Από την εξάντλησή και την αδυναμία, στην οποία έχω καταντήσει, μπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι εχθροί μου με χαιρεκακία πολλή παρατήρησαν προσεκτικά και περιπαιχτικά τον πόνο μου και τον σπαραγμό μου)» [Ψαλμ.21,17-18]. Δεν αποσιώπησε ούτε και την παρανομία που διέπραξαν μετά τον σταυρό, λέγοντας πάλι: «Διεμερίσαντο τ μάτιά μου αυτος κα π τν ματισμόν μου βαλον κλρον(:μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ενδύματά μου και για το ακριβότερο ένδυμά μου-τον άρραφο χιτώνα- έβαλαν κλήρο, ποιος θα το πάρει)» [Ψαλμ.21,19].

Έπειτα και το ότι επρόκειτο να ταφεί και αυτό το προείπε, λέγοντας: «θεντό με ν λάκκ κατωτάτ, ν σκοτεινος κα ν σκι θανάτου(:με βύθισαν στον βαθύτατο λάκκο του θανάτου, στις σκοτεινές περιοχές του άδη, όπου βασιλεύει η σκιά του θανάτου)» [Ψαλμ.87,7]. Και το ότι επρόκειτο να αναστηθεί, πρόσεχε πως και αυτό το προείπε, λέγοντας: «τι οκ γκαταλείψεις τν ψυχήν μου ες δην, οδ δώσεις τν σιόν σου δεν διαφθοράν(:διότι Εσύ ο Θεός μου δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ώστε να φυλακιστεί για πάντα σε αυτόν, ούτε θα επιτρέψεις, εγώ ο αφοσιωμένος σε Εσένα να δοκιμάσω τη φθορά και αποσύνθεση του τάφου. Θα με αναστήσεις)» [Ψαλμ.15,10].

Το ίδιο πάλι προλέγει, κατά τρόπο διαφορετικό, και ο Ησαΐας λέγοντας: «Κα Κύριος βούλεται καθαρίσαι ατν π τς πληγς. ν δτε περ μαρτίας, ψυχ μν ψεται σπέρμα μακρόβιον· κα βούλεται Κύριος φελεν π το πόνου τς ψυχς ατο, δεξαι ατ φς κα πλάσαι τ συνέσει, δικαισαι δίκαιον ε δουλεύοντα πολλος, κα τς μαρτίας ατν ατς νοίσει(:και ο Κύριος θέλει να Τον αποδείξει καθαρό και να τον απαλλάξει από την πληγή που επιφέρθηκε σε Αυτόν εξαιτίας της ενοχής των άλλων. Εάν προσφέρετε Αυτόν εξιλαστήριο θυσία για τις αμαρτίες σας, η ψυχή σας θα δει τη μακρόβιο και ατελεύτητη γενεά Του· και ο Κύριος θέλει να αφαιρέσει τον πόνο της ψυχής Του, δείχνοντας σε Αυτόν φως και αναπλαστική δύναμη συνέσεως· θέλει να αποδείξει αθώο τον δίκαιο, που διακονεί καλώς πολλούς, και αυτών τις αμαρτίες Αυτός θα βαστάσει)» [Ησ.53,10-11].

Το ότι ο θάνατός Του παρέσχε άφεση των ανθρωπίνων αμαρτιών και αυτό το προείπε, λέγοντας: «Δι τοτο ατς κληρονομήσει πολλος κα τν σχυρν μεριε σκλα, νθ᾿ ν παρεδόθη ες θάνατον ψυχ ατο, κα ν τος νόμοις λογίσθη· κα ατς μαρτίας πολλν νήνεγκε κα δι τς μαρτίας ατν παρεδόθη(: για τον λόγο αυτόν Αυτός θα λάβει ως πνευματική κληρονομία Του πολλούς και από τους ισχυρούς θα λάβει λάφυρα, διότι παραδόθηκε εκουσίως σε θάνατο η ζωή Του και λογαριάστηκε μεταξύ των παρανόμων ανθρώπων και Αυτός τις αμαρτίες πολλών ανέβασε επί του Σταυρού, όταν γι’ αυτές θυσιάστηκε, και για τις αμαρτίες τους παραδόθηκε σε θάνατο)» [Ησ.53,12].

Επίσης και το ότι απάλλαξε τους ανθρώπους από τους δαίμονες και αυτό το είπε: «κα τν σχυρν μεριε σκλα(:και από τους ισχυρούς θα πάρει και θα διαμοιράσει λάφυρα)»[Ησ.53,12]. Το ότι αυτό το κατόρθωσε με τον θάνατό Του, ούτε αυτό το αποσιώπησε, αλλά λέγει: «νθ᾿ ν παρεδόθη ες θάνατον ψυχ ατο(:γιατί εκουσίως παραδόθηκε στον λυτρωτικό για μας θάνατο η ζωή Του)» [Ησ. 53,12]]. Επίσης και το ότι επρόκειτο να κυριαρχήσει του κόσμου, και αυτό το δήλωσε με αυτά που είπε: «Δι τοτο ατς κληρονομήσει πολλος(:για τον λόγο αυτόν Αυτός θα πάρει ως δική Του πνευματική κληρονομιά πολλούς)» [επίσης βλ. παραπάνω, Ησ. 53,12].

Έπειτα, επειδή με την κατάβασή Του στον άδη διετάραξε τα πάντα, τα γέμισε με θόρυβο και ταραχή και κατέστρεψε την ακρόπολή του, ούτε και αυτό το αποσιωπούν, αλλά άλλοτε ο Δαβιδ κραυγάζει και λέγει: «ρατε πύλας, ο ρχοντες μν, κα πάρθητε, πύλαι αώνιοι, κα εσελεύσεται βασιλες τς δόξης(:και τώρα που πρόκειται η κιβωτός του Θεού να εισαχθεί στον ναό, ανοίξτε τις πύλες, άρχοντες, που τις κρατάτε από μέσα κλεισμένες. Και εσείς πύλες, που δεν πρόκειται να καταλυθείτε ποτέ, πλατυνθείτε και γίνετε υψηλότερες από ό,τι είστε, για να εισέλθει ο βασιλέας της δόξης)» [Ψαλμ.23,7]· άλλοτε πάλι ο Ησαΐας κάπως διαφορετικά: «γ μπροσθέν σου πορεύσομαι κα ρη μαλι, θύρας χαλκς συντρίψω κα μοχλος σιδηρος συγκλάσω(:εγώ θα πορευθώ μπροστά από εσένα, και εμπόδια σαν βουνά επεγειρόμενα θα τα εξομαλύνω,ώστε να προελαύνεις ελεύθερα, και θύρες χάλκινες θα συντρίψω και μοχλούς σιδερένιους θα σπάσω, ώστε ελεύθερα να μπεις στις πόλεις διαμέσου των τειχών τους)» [Ησ. 45, 2], ονομάζοντας έτσι τον άδη. Γιατί αν και ήταν άδης, όμως κρατούσε στην εξουσία του ψυχές άγιες και σκεύη τίμια, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Γι’ αυτό τους ονόμασε θησαυρούς, αλλά σκοτεινούς, επειδή δεν είχε λάμψει ακόμη εκεί ο ήλιος της δικαιοσύνης, ούτε είχε κηρύξει τους λόγους της αναστάσεως. Το ότι μετά την ανάστασή Του δεν επρόκειτο να καθίσει ούτε με τους αγγέλους ούτε με τους αρχαγγέλους ούτε και με κάποια άλλη ουράνια δύναμη, αλλά θα καθόταν επάνω σε θρόνο βασιλικό, άκουσε τι λέγει πάλι ο Δαβίδ: «Επεν Κύριος τ Κυρί μου· κάθου κ δεξιν μου, ως ν θ τος χθρούς σου ποπόδιον τν ποδν σου(:είπε ο Κύριος και Θεός στον Κύριό μου Μεσσία: “Κάθισε στα δεξιά μου δοξαζόμενος και απολαμβάνοντας ίση τιμή με Εμένα, έως ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο στήριγμα, που θα πατούν επάνω οι πόδες Σου”)» [Ψαλμ.109, 1].

Στη συνέχεια επρόκειτο να στείλει αποστόλους· και αυτό το προείπε ο Ησαΐας, λέγοντας: «ς ρα π τν ρέων, ς πόδες εαγγελιζομένου κον ερήνης, ς εαγγελιζόμενος γαθά, τι κουστν ποιήσω τν σωτηρίαν σου λέγων Σιών· βασιλεύσει σου Θεός(:η σωτηρία θα είναι φανερή και ευχάριστη όπως το έαρ επί των ορέων, όπως τα πόδια εκείνου ο οποίος σπεύδει να αναγγείλει το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης, όπως αυτός που αναγγέλλει χαροποιά και αγαθά πράγματα· διότι θα καταστήσω ξακουστή και σε όλους γνωστή τη χαρμόσυνη αγγελία της σωτηρίας σου, λέγοντας προς εσένα, Σιών: “Θα βασιλεύσει οριστικώς πλέον ο Θεός σου”)» [Ησ. 52,7]. Και πρόσεχε ποιο μέρος του σώματος επαινεί· επαινεί τα πόδια, που τους μεταφέρουν παντού.

Έπειτα, φανερώνοντας ο Δαβίδ και τον τρόπο της επικράτησης των μαθητών, λέγει: «Κύριος δώσει ρμα τος εαγγελιζομένοις δυνάμει πολλ(: ο Κύριος δίνει εξουσιαστικό λόγο και παράγγελμα σε εκείνους οι οποίοι με δύναμη και φωνή κραταιά διακηρύττουν το χαρμόσυνο άγγελμα της νίκης)» [Ψαλμ.67,12]. Γιατί δεν επικράτησαν με τα όπλα, ούτε δαπανώντας χρήματα, ούτε με τη σωματική δύναμη, ούτε με τα πλήθη των στρατευμάτων ή με κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά με τον απλό λόγο, με τον λόγο που περιείχε μεγάλη δύναμη, την οποία μαρτυρούσαν τα θαύματα που επιτελούσαν. Γιατί επικράτησαν σε όλη την οικουμένη κηρύσσοντας τον Εσταυρωμένο και επιτελώντας θαύματα. Γι’ αυτό λέγει: «Κύριος δώσει ρμα τος εαγγελιζομένοις δυνάμει πολλ(: ο Κύριος δίνει και θα δίνει πάντοτε λόγο και εντολή αυθεντίας και κύρους σε εκείνους οι οποίοι με ευγλωττία και δυνατή φωνή θα ευαγγελίζονται το άγγελμα της νίκης)»[βλ. παραπάνω, Ψαλμ.67,12], εννοώντας ως «δύναμιν» τα θαύματα. Πραγματικά δύναμη απερίγραπτη ήταν ο ψαράς και ο τελώνης και ο σκηνοποιός με ένα απλό πρόσταγμα να ανασταίνουν νεκρούς, να εκδιώκουν δαίμονες, να απομακρύνουν τον θάνατο, να αποστομώνουν τους φιλοσόφους, να κλείνουν τα στόματα των ρητόρων, να καταβάλλουν βασιλείς και άρχοντες, και να εξουσιάζουν βαρβάρους και Έλληνες και κάθε άλλο έθνος. Και σωστά μίλησε έτσι. Γιατί όλα αυτά τα κατόρθωναν με εκείνον τον λόγο, και με τη μεγάλη εκείνη δύναμη επανέφεραν στη ζωή νεκρούς, κατέστησαν αμαρτωλούς δε δικαίους, χάρισαν σε τυφλούς την όραση, και απάλλαξαν το σώμα από τις ασθένειες και την ψυχή από την κακία.

Από πού όμως δόθηκε σε αυτούς η δύναμη αυτή; Το ότι δόθηκε από το Άγιο Πνεύμα, και αυτό αποδεικνύεται από αυτό· γιατί λέγει: «κα πλήσθησαν παντες Πνεύματος γίου, κα ρξαντο λαλεν τέραις γλώσσαις καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγγεσθαι(:Όλοι τους τότε πλημμύρισαν εσωτερικά με Πνεύμα Άγιο, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα τους ενέπνεε και τους έδινε την ικανότητα να μιλούν και να λένε θεϊκά και ουράνια λόγια και διδασκαλίες υψηλές και θεόπνευστες)» [Πράξ. 2,4]. Και προφήτευαν εξίσου άντρες και γυναίκες. Γλώσσες υπό μορφή πυρός κάθισαν επάνω στον καθένα από αυτούς [Πράξ.2,3 κ.ε.].

Και αυτό ο Ιωήλ το είπε από πριν, λέγοντας τα εξής: «Κα σται μετ τατα κα κχε π το πνεματός μου π πσαν σρκα, κα προφητεσουσιν ο υο μν κα α θυγατρες μν, κα ο πρεσβτεροι μν νπνια νυπνιασθσονται, κα ο νεανσκοι μν ρσεις ψονται· Κα π τος δολους μου κα π τς δολας μου ν τας μραις κεναις κχε π το πνεματός μου. Κα δσω τρατα ν οραν κα π τς γς, αμα κα πρ κα ἀτμίδα καπνοῦ. λιος μεταστραφσεται ες σκότος κα σελνη ες αμα πρν λθεν τν μραν Κυρου τν μεγλην κα πιφαν(: και θα συμβούν μετά από αυτά τα εξής: Θα εκχύσω πλούσια από το Πνεύμα μου χαρίσματα σε κάθε άνθρωπο και θα προφητεύουν οι υιοί σας και οι θυγατέρες σας και οι γεροντότεροί σας θα δουν και θα λάβουν αποκαλύψεις διαμέσου ονείρων, και οι νεότεροί σας κατά την ηλικία θα δουν σε πλήρη εγρήγορση αποκαλυπτικά οράματα. Και σους αφανείς και κατά κόσμον περιφρονημένους δούλους μου και στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα χύσω άφθονα τα χαρίσματα από το Πνεύμα μου. Και θα παραχωρήσω να γίνουν τρομερά σημεία στον ουρανό και στη γη, αιματοχυσίες και πυρκαγιές και σύννεφο καπνού που θα ανεβαίνει από τις καιόμενες πόλεις και τα διαλυόμενα στοιχεία του σύμπαντος. Ο ήλιος θα μεταστραφεί σε σκοτάδι και η σελήνη θα πάρει το χρώμα του αίματος, προτού θα έλθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και περίβλεπτη, κατά την οποία ο Κύριος θα έλθει ένδοξα για να κρίνει τον κόσμο)» [Ιωήλ, 3,1-4], ονομάζοντας «μραν Κυρου τν μεγλην κα πιφαν» την ημέρα της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς και εκείνην της συντέλειας που πρόκειται να έλθει. Ο ίδιος αυτός προφήτης, προλέγοντας και τη δια της πίστεως σωτηρία(γιατί ούτε και αυτό αποσιωπήθηκε), λέγει: «Κα σται, πς, ς ν πικαλσηται τ νομα Κυρου, σωθσεται(:και θα συμβεί ώστε καθένας, που θα επικαλεστεί με ζωντανή πίστη το όνομα του Κυρίου, θα σωθεί)» [Ιωήλ, 3,5].

Θα αποστείλει κήρυκες σε όλον τον κόσμο και δεν θα υπάρξει κανείς να μην ακούσει το κήρυγμα· και αυτό έχει προλεχθεί. Άκουσε λοιπόν τον Δαβίδ να το λέγει και να το προφητεύει: «Ες πσαν τν γν ξλθεν φθόγγος ατν κα ες τ πέρατα τς οκουμένης τ ήματα ατν(: αλλά ως άλλος μουσικός και αρμονικός φθόγγος αντηχούν σε όλη τη γη και τα λόγια τους φτάνουν στις εσχατιές και τα πλέον απομακρυσμένα όρια της οικουμένης)» [Ψαλμ.18,5]. Έπειτα, δείχνοντας και ότι κήρυτταν έχοντας εξουσία και ότι ήταν και από εκείνους που φορούν τα βασιλικά στέμματα πιο ισχυροί, λέγει πάλι αλλού ο ίδιος: «ντ τν πατέρων σου γενήθησάν σοι υοί· καταστήσεις ατος ρχοντας π πσαν τν γν(: αντί των προγόνων σου, τους οποίους εγκατέλειψες και αρνήθηκες, θα είναι τώρα στη θέση αυτών τα τέκνα σου, τα οποία γεννήθηκαν σε σένα από τον πνευματικό σου γάμο με τον Νυμφίο Χριστό· θα αναδείξεις και θα καταστήσεις αυτούς άρχοντες σε ολόκληρη τη γη)» [Ψαλμ.44,17]. Και ότι ο Πέτρος και ο Παύλος ήταν και από τους βασιλείς και από τους άρχοντες ανώτεροι, το φανερώνουν τα πράγματα. Οι νόμοι δηλαδή των βασιλέων καταργούνται ενώ αυτοί ζουν ακόμη, ενώ των ψαράδων εκείνων και μετά τον θάνατό τους είναι γερά θεμελιωμένοι και παραμένουν αμετακίνητοι, αν και οι δαίμονες και η μακροχρόνια συνήθεια και η κακία και η ηδονή και άπειρα άλλα επεχείρησαν να τους ανατρέψουν.

Για να δείξει πάλι ότι, αφού καταστούν αυτοί άρχοντες του κόσμου, θα είναι αξιαγάπητοι σε όλους και ποθητοί, πρόσθεσε και είπε: «Μνησθήσομαι το νόματός σου ν πάσ γενε κα γενε· δι τοτο λαο ξομολογήσονταί σοι ες τν αἰῶνα κα ες τν αἰῶνα το αἰῶνος(: θα μνημονεύω, βασιλιά μου, και θα διαλαλώ το όνομά Σου στις γενεές των γενεών· για τον λόγο αυτόν, γνωρίζοντας αυτό λαοί και φυλές και γλώσσες διάφορες θα Σε ανυμνούν ακατάπαυστα και στον αιώνα του αιώνος)» [Ψαλμ.44,18]· δηλαδή θα Σε ευχαριστήσουν και θα Σου χρεωστούν μεγάλη χάρη, για το ότι τους έδωσες τέτοιους άρχοντες.

Το ότι όμως και το κήρυγμα θα ξαπλωνόταν παντού, και αυτό προλέχθηκε. Πρόσεχε τον Δαβίδ που σου το δηλώνει αυτό με τα όσα λέγει: «Ατησαι παρ᾿ μο, κα δώσω σοι θνη τν κληρονομίαν σου κα τν κατάσχεσίν σου τ πέρατα τς γς(:ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω ως κληρονομία όλα τα έθνη και θα θέσω υπό την απόλυτη κυριαρχία σου όλη τη γη μέχρι των άκρων και των περάτων αυτής)» [Ψαλμ.2,8]. Και άλλος προφήτης επίσης σε άλλο μέρος το ίδιο δηλώνει: «Κα ο μ κακοποιήσουσιν, οδ μ δύνωνται πολέσαι οδένα π τ ρος τ γιόν μου, τι νεπλήσθη σύμπασα το γνναι τν Κύριον ς δωρ πολ κατακαλύψαι θαλάσσας(: και ούτε τα άγρια θηρία, ούτε τα φίδια, ούτε άνθρωποι πλέον θα κάνουν κακό, ούτε θα έχουν δύναμη και διάθεση να εξοντώσουν κανένα στο όρος το άγιό μου, σε όλη δηλαδή την οικουμένη, όπου θα εκτείνεται η βασιλεία του Μεσσία· διότι ολόκληρη η γη γέμισε με το να γνωρίσει τον Κύριο, σαν το πολύ νερό, που γεμίζει και καλύπτει τελείως θάλασσες)» [Ησ.11,9]. Πρόσεχε και την ευκολία της υπακοής σε Αυτόν: «Ἀπ κραυγς σεβν ως λεαλ α πόλεις ατν δωκαν φωνν ατν, π Ζογρ ως ρωναμ κα γλάθ-Σαλισία, τι κα τ δωρ Νεβρεν ες κατάκαυμα σται(:από την ισχυρή κραυγή αγωνίας της Εσεβών μέχρι την Ελεαλή όλες οι πόλεις στέναζαν και θρηνούσαν· επίσης από τη Ζογόρ έως την Ωρωναίμ και την Αγλάθ-Σαλισία και αυτά τα άφθονα νερά, τα πηγαία ύδατα της Νεβρείν παραδόθηκαν στη φωτιά)» [Ιερ.31,34].

Αλλά και το αρραγές της Εκκλησίας προλέχθηκε: «σται ν τας σχάταις μέραις μφανς τ ρος Κυρίου κα οκος το Θεο π᾿ κρων τν ρέων κα ψωθήσεται περάνω τν βουνν· κα ξουσιν π᾿ ατ πάντα τ θνη(:φανέρωσε ο Κύριος ότι κατά τις έσχατες ημέρες της μωσαϊκής οικονομίας, όταν πρόκειται η νέα περίοδος του Μεσσία να αντικαταστήσει αυτήν, θα γίνει περίοπτο και εμφανές το όρος του Κυρίου και ο ναός του Θεού, ο κτισμένος επάνω στη Σιών, θα γίνει ορατός από όλα τα σημεία και από πολύ μακριά, σαν να είναι κτισμένος επάνω στις κορυφές των υψηλότερων βουνών· και θα υψωθεί επάνω από όλα τα βουνά και θα προστρέξουν στο όρος αυτό του Κυρίου όλα τα έθνη)» [Ησ. 2,2].

Και ότι η Εκκλησία δεν θα είναι μόνο σταθερή και αμετακίνητη και αρραγής, αλλά και θα συντελέσει στο να βασιλεύσει στον κόσμο η ειρήνη, και ότι θα καταλυθούν στις πόλεις οι πολυαρχίες και οι μοναρχίες και θα ιδρυθεί μία βασιλεία, που θα τους περιλάβει όλους και θα επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της ειρήνη και όχι όπως προηγουμένως. Γιατί πρωτύτερα όλοι οι χειροτέχνες και οι ρήτορες έπαιρναν τα όπλα και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν, όταν όμως ήλθε ο Χριστός διαλύθηκαν όλα εκείνα και περιορίστηκε ο πόλεμος σε ορισμένα μέρη. Και αυτό λοιπόν δηλώνοντάς το κάποιος προφήτης έλεγε: «Κα κρινε ναμέσον τν θνν κα λέγξει λαν πολύν, κα συγκόψουσι τς μαχαίρας ατν ες ροτρα κα τς ζιβύνας ατν ες δρέπανα, κα ο λήψεται θνος π᾿ θνος μάχαιραν, κα ο μ μάθωσιν τι πολεμεν(:και θα κρίνει μεταξύ των εθνών, αναγνωριζόμενος από αυτούς ανώτατος νομοθέτης και κριτής, και θα ελέγξει ως κυρίαρχος πολύ λαό. Και όλοι αυτοί θα μετατρέψουν τα μαχαίρια τους σε αλέτρια και τα δόρατά τους σε δρεπάνια, και δεν θα πάρει έθνος εναντίον έθνους μάχαιρα για να πολεμήσει εναντίον του, ούτε θα μάθουν πλέον την τέχνη να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου)» [Ησ.2,4]. Γιατί πιο μπροστά ζούσαν όλοι μέσα στους πολέμους, ενώ τώρα ξέχασαν και αυτήν ακόμη την πολεμική τέχνη, ή καλύτερα οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε καν γνώρισαν αυτήν. Αν όμως και τώρα γίνονται πόλεμοι, είναι λίγοι και όχι διαρκείς ούτε και πολλοί, όπως παλαιότερα που ξεσπούσαν σε κάθε έθνος μύριες επαναστάσεις.

Έπειτα για να δείξει και από πού θα συσταθεί η Εκκλησία, το προλέγει και αυτό. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να αποτελέσουν μία αγέλη όχι μόνο άνθρωποι ήπιοι στον χαρακτήρα και ήμεροι και ενάρετοι, αλλά και άγριοι και απάνθρωποι και σαν λύκοι μερικοί και λιοντάρια και ταύροι στον χαρακτήρα, και όλοι αυτοί να αποτελέσουν μία Εκκλησία, άκουσε πώς ο προφήτης δήλωσε το ποικίλο της αγέλης αυτής λέγοντας: «κα συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ρνός, κα πάρδαλις συναναπαύσεται ρίφω, κα μοσχάριον κα ταρος κα λέων μα βοσκηθήσονται, κα παιδίον μικρν ξει ατούς(:και θα βοσκήσει ο λύκος μαζί με το αρνίο και η λεοπάρδαλη θα συναναπαύεται και θα συγκατοικεί μαζί με το ερρίφιο, και μοσχάρι και ταύρος μαζί με τον λέοντα και ένα μικρό παιδί θα οδηγεί αυτά ως ήμερα αρνία)» [Ησ. 11,6], εννοώντας με αυτό τη λιτότητα της ζωής των βασιλέων.

Το ότι αυτά δεν λέγονται για τα ζώα, ας μας πει ο Ιουδαίος πότε έγινε αυτό· γιατί ποτέ ο λύκος δεν βόσκησε μαζί με το αρνί· αλλά και αν ακόμη επρόκειτο να βοσκήσει, σε τι θα ωφελούσε αυτό την ανθρωπότητα. Επομένως εννοεί με αυτό τον χαρακτήρα των αγρίων ανθρώπων, τους Σκύθες δηλαδή, τους Θράκες, τους Μαύρους, τους Ινδούς, τους Σαυρομάτες και τους Πέρσες.

Και ότι όλα αυτά τα έθνη θα ζούσαν κάτω από την ίδια εξουσία, και ένας άλλος προφήτης το δήλωσε λέγοντας: «τι ττε μεταστρψω π λαος γλσσαν ες γενεν ατς το πικαλεσθαι πντας τ νομα Κυρου το δουλεειν ατ π ζυγν να(:διότι τότε τη γλώσσα των λαών, που ήσαν συνηθισμένοι στην πολυθεΐα και επικαλούνταν όχι τον Ένα Θεό, αλλά πολλούς θεούς, θα τη μετατρέψω· θα την καθαρίσω και θα την καταστήσω εκλεκτή, ώστε όλοι αυτοί οι λαοί να επικαλούνται πλέον το άγιο όνομα του Κυρίου, του Ενός και μόνου αληθινού Θεού· όλοι δε κάτω από ένα ζυγό, τον δικό μου, και με την ευλαβή τήρηση των θείων εντολών να δουλεύουν με φόβο και βαθύ σεβασμό σε Εμένα, τον Κύριο)» [ Σοφ.3,9], Όχι πια μόνο στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Γιατί δεν προτρέπονται πια οι άνθρωποι να μεταβαίνουν στα Ιεροσόλυμα, αλλά ο καθένας επιτελεί τη λατρεία του Θεού στην πατρίδα του[Ιω.4,20 κ.ε.].

Το ότι επρόκειτο οι Ιουδαίοι να στερηθούν τις επαγγελίες, ούτε αυτό έχει αποσιωπηθεί. Και πρόσεχε πως και αυτό το προείπε ο προφήτης: «Διότι κα ν μν συγκλεισθήσονται θύραι, κα οκ νάψεται τ θυσιαστήριόν μου δωρεάν· οκ στι μου θέλημα ν μν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, κα θυσίαν ο προσδέξομαι κ τν χειρν μν(:διότι και μεταξύ σας θα κλειστούν τελείως οι θύρες του ναού και δεν θα ανάψει το θυσιαστήριό μου μάταια, όπως γίνεται σήμερα. Δεν αισθάνομαι καμία ευαρέσκεια σε σας, λέγει ο Κύριος παντοκράτωρ. Και θυσία δεν θα δεχτώ ευχαρίστως από τα χέρια σας)» [Μαλαχ.1,10].

Αλλά και ποιοι πρόκειται να Τον λατρεύσουν, και αυτό έχει προλεχθεί. Λέγει ο Μαλαχίας λοιπόν: «διότι π νατολν λίου ως δυσμν τ νομά μου δεδόξασται ν τος θνεσι, κα ν παντ τόπ θυμίαμα προσάγεται τ νόματί μου κα θυσία καθαρά, διότι μέγα τ νομά μου ν τος θνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ(:”ναι· δεν θα δεχτώ από τα βέβηλα χέρια σας θυσία· διότι σε όλο τον κόσμο, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, το όνομά μου έχει δοξαστεί μεταξύ των εθνών που έχουν επιστραφεί σε σένα, και σε κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στο όνομά μου και θυσία καθαρή, μη μολυσμένη από αίματα και καπνούς και κνίσα κατακαιομένων σαρκών και λίπους· διότι μέγα είναι το Όνομά μου μεταξύ των εθνών”, λέγει ο παντοκράτωρ Κύριος» [Μαλαχ.1,11].

Είδες πως έδειξε την ευγένεια της λατρείας; Πώς το εξαίρετο και διαφορετικό αυτής; Και ότι η προσκύνηση του Θεού δεν θα προσδιορίζεται από τον τόπο, αλλά και από τον τρόπο, ούτε θα γίνεται με κνίσες και καπνούς, αλλά με κάποιον άλλο τρόπο λατρείας; [Ιω.4,23-24: «λλ᾿ ρχεται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθινο προσκυνητα προσκυνήσουσι τ πατρ ν πνεύματι κα ληθεί· κα γρ πατρ τοιούτους ζητε τος προσκυνοντας ατόν. πνεμα Θεός, κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν(: πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας·διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που Tον λατρεύουν. Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Κι εκείνοι που Tον λατρεύουν πρέπει να Tον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»].

«Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «οι Απόστολοι τούς προσέλκυσαν όλους αυτούς;» Αυτός που γνώριζε μία μόνο γλώσσα, την ιουδαϊκή, πώς έπεισε τον Σκύθη και τον Ινδό και τον Σαυρομάτη και τον Θράκα; Λαμβάνοντας από τη δωρεά του Aγίου Πνεύματος το χάρισμα της πολυγλωσσίας αυτής[Πράξ. 2,3 κ.ε.]. Και αυτό βέβαια προκειμένου για τους εθνικούς· όσον αφορά τον Ισραήλ, έλαβε το χάρισμα των γλωσσών. Και ότι ούτε αυτό προσέλκυσε τους Ιουδαίους, άκουσε πώς το δείχνει ο προφήτης, λέγοντας: «Δι φαυλισμν χειλέων δι γλώσσης τέρας, τι λαλήσουσι τ λα τούτ(:για τον εκφαυλισμό και την περιφρόνηση του προφητικού κηρύγματος, την οποία με την ειρωνεία των χειλέων τους αποτόλμησαν για την παράδοξη και μη κατανοούμενη γλώσσα τους, θα λαλήσει σε αυτούς ο Θεός· διότι οι κατακτητές θα ομιλήσουν στον λαό αυτόν με την οδυνηρή φωνή των πραγμάτων πλέον)» [Ησ.28,11]. Τι θα μπορούσε να υπάρξει σαφέστερο από αυτό;

Επρόκειτο να απιστήσουν οι Ιουδαίοι και να πιστέψουν οι Εθνικοί· και αυτό προλέχθηκε. Άκουε τον Ησαΐα που το δηλώνει αυτό και λέγει: «Βρέθηκα από εκείνους που δε με ζητούν· έγινα φανερός σε εκείνους που δε με ερωτούν. Είπα: να, Εγώ βρίσκομαι ανάμεσα στο έθνος εκείνο που δεν επικαλέστηκε το όνομά μου». Ενώ για τον Ισραήλ λέγει: «μφανς γενήθην τος μ μ περωτσιν, ερέθην τος μ μ ζητοσιν. επα· δού εμι τ θνει, ο οκ κάλεσάν μου τ νομα. ξεπέτασα τς χεράς μου λην τν μέραν πρς λαν πειθοντα κα ντιλέγοντα, ο οκ πορεύθησαν δ ληθιν, λλ᾿ πίσω τν μαρτιν ατν(:έγινα φανερός και αποκάλυψα τον εαυτό μου σε εκείνους, οι οποίοι δεν με ικέτευαν, επειδή με αγνοούσαν ολοτελώς· βρέθηκα από εκείνους οι οποίοι δεν ζητούσαν να με βρουν. Είπα: Ιδού, είμαι παρών. Το είπα σε έθνος το οποίο δεν επικαλέστηκε το όνομά μου)» [Ησ.65,1-2]·και πάλι: «νηγγείλαμεν ς παιδίον ναντίον ατο, ς ίζα ν γ διψώσ. οκ στιν εδος ατ οδ δόξα· κα εδομεν ατόν, κα οκ εχεν εδος οδ κάλλος(: Τον αναγγείλαμε σαν παιδί μικρό και αφανές ενώπιον του λαού, σαν ρίζα ατροφική σε γη στερούμενη ύδατος. Δεν υπήρχε σε Αυτόν μορφή ευπρεπής, ούτε ωραιότητα και λαμπρότητα προσώπου. Και τον είδαμε, και δεν είχε πρόσωπο ούτε κάλλος)» [Ησ.53,2]· και πάλι: «Κύριε, τίς πίστευσε τ κο μν; κα βραχίων Κυρίου τίνι πεκαλύφθη;(:Κύριε, ποιος πίστεψε σε αυτά που εμείς οι προφήτες ακούσαμε από Εσένα και κηρύξαμε στους ανθρώπους; Και η δύναμη του Κυρίου σε ποιον φανερώθηκε και έγινε πιστευτή και παραδεκτή;)» [Ησ 53,1]. Δεν είπε «στη διδασκαλία μας», αλλά σε αυτά που ακούσαμε από τον Θεό, για να δείξει με αυτό ότι δεν κήρυτταν κάτι δικό τους.

Το ότι πάλι έπρεπε να προτιμηθούν τα δικά μας παρά τα δικά τους και να γίνουν πολύ πιο τίμια, και αυτό το προείπε ο Μωυσής λέγοντας: «Ατο παρεζήλωσάν με π᾿ ο Θε, παρώξυνάν με ν τος εδώλοις ατν· κγ παραζηλώσω ατος π᾿ οκ θνει, π θνει συνέτ παροργι ατούς(:με έκαναν αυτοί να ζηλέψω σαν ανταγωνιστής ανύπαρκτου θεού. Με εξόργισαν με τα είδωλά τους. Με τη σειρά μου λοιπόν και Εγώ θα τους κάνω να ζηλέψουν και να γίνουν ανταγωνιστές έθνους, που ήταν ανύπαρκτο εδώ έως χθες. Θα τους κάνω να οργιστούν, όταν τους παιδεύσω με ένα λαό ασύνετο, ειδωλολάτρη)»[Δευτ.32,21], εννοώντας με το «π᾿ οκ θνει» την προηγούμενη ευτέλεια των εθνικών· γιατί ούτε καν έθνος θεωρούνταν εξαιτίας της μεγάλης ευτέλειάς τους, της μωρίας τους και της ανοησίας τους.

Από τότε όμως που πίστεψαν τόση μεγάλη μεταβολή έγινε, ώστε να καταστούν πολύ πιο τίμιοι από εκείνους που τιμώνταν προηγουμένως. Το ότι αυτό επρόκειτο να πληγώσει τους Ιουδαίους και να γίνουν εξαιτίας αυτού καλύτεροι, και αυτό δηλώνεται από τα λεγόμενα αυτά. Γιατί δεν είπε απλώς θα σας προτιμήσω, αλλά δηλώνοντας συγχρόνως και αυτό, τη διόρθωση δηλαδή που θα γινόταν σε αυτούς εξαιτίας αυτής της ζήλειας, «θα σας κάνω να ζηλοτυπήσετε», λέγει, «προς άλλο έθνος που δεν το θεωρείτε έθνος». Σαν να έλεγε: «Θα τους δώσω τόσα πολλά αγαθά, ώστε να ζηλέψετε, ώστε να πληγωθείτε». Αυτό βέβαια τους έκανε και καλύτερους. Αυτοί δηλαδή που είδαν τη θάλασσα να σχίζεται, τις πέτρες να σπάνε, τον αέρα να μεταβάλλεται και τόσα άλλα παράδοξα, ή καλύτερα εκείνοι που θυσίαζαν τα ίδια τους τα παιδιά και λάτρευαν τον Βεελφεγώρ[:πρόκειται για τη μωαβιτική θεότητα Βάαλ, που λατρευόταν επάνω στο όρος Φογώρ και μάλιστα από πολλούς Ισραηλίτες.Βλ. Αριθμ. 25,1-9, Δευτ.4,3., Ιησ. Ναυή 22,17] και είχαν προσκολληθεί σε μαγείες πολλές, αυτοί, επειδή προσήλθαμε εμείς στον Χριστό και τα πράγματα τα δικά μας έγιναν προτιμότερα από τα δικά τους, τόσο πολύ πληγώθηκαν από τη ζηλοτυπία τους και έγιναν καλύτεροι και περιορίστηκαν, ώστε, όσα δεν κατόρθωσαν να κάνουν ακούοντας τους προφήτες και βλέποντας θαύματα, αυτά να τα επιτύχουν εξαιτίας της ζηλοτυπίας τους προς εμάς. Γιατί κανείς πια από αυτούς δεν σφάζει τα παιδιά του, ούτε και τρέχει στα είδωλα, ούτε μοσχάρι προσκυνά. Το σέμνωμα της παρθενίας στην Παλαιά Διαθήκη ούτε κατ΄όνομα υπήρχε, ενώ στην Καινή Διαθήκη, επειδή επρόκειτο να διαλάμψει, πρόσεχε πώς και αυτό το προλέγει ο Δαβίδ, λέγοντας τα εξής: «πενεχθήσονται ν εφροσύν κα γαλλιάσει, χθήσονται ες ναν βασιλέως(:θα προσαχθούν με σκιρτήματα και άσματα πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως· θα οδηγηθούν στα ανάκτορα, τα οποία είναι η κατοικία και ο ναός του Βασιλέως Νυμφίου)» [Ψαλμ.44,16].

Aλλά ούτε και το όνομα των ιερέων αποσιώπησε, εννοώ το όνομα των επισκόπων. Γιατί λέγει: «Κα δώσω τος ρχοντάς σου ν ερήν κα τος πισκόπους σου ν δικαιοσύν(:και θα κάνω τους άρχοντές σου να διαπνέονται από ειρήνη και τους αρχηγούς σου επόπτες οι οποίοι θα κρίνουν με δικαιοσύνη)» [Ησ.60,17].

Επρόκειτο να έλθει και να ζητήσει ευθύνες από τους ανθρώπους και μαζί με τους άλλους και από τους Ιουδαίους. Πρόσεχε πως και αυτό το προλέγουν και ο Δαβίδ και ο Μαλαχίας. Ο Μαλαχίας λέγοντας τα εξής: «Κα καθιεται χωνεύων κα καθαρίζων ς τ ργύριον κα ς τ χρυσίον· κα καθαρίσει τος υος Λευ κα χεε ατος σπερ τ χρυσίον κα τ ργύριον· κα σονται τ Κυρί προσάγοντες θυσίαν ν δικαιοσύν (:και θα καθίσει ρίχνοντας στο χωνευτήριο και καθαρίζοντας με το πυρ της θείας Χάριτος, όπως με το πυρ καθαρίζεται ο άργυρος και ο χρυσός. Και θα καθαρίσει όσους νέους πνευματικούς απογόνους του Λευί είναι αφιερωμένοι στη λατρεία Του και θα αναχωνεύσει αυτούς σαν σε κάμινο, όπως ο χρυσοχόος αναχωνεύει και καθαρίζει τον χρυσό και τον άργυρο· και θα προσφέρουν τότε αυτοί στον Κύριο θυσία με έργα αρετής και δικαιοσύνης)» [Μαλαχ.3,3].

Οι λόγοι αυτοί είναι συγγενείς προς τους λόγους του Παύλου, που λέγει: «κάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει(:του κάθε κτίστη το έργο θα γίνει φανερό· διότι η ημέρα της Κρίσεως θα το σκεπάσει και θα το φανερώσει. Και θα το ξεσκεπάσει, διότι η ημέρα εκείνη θα αποκαλυφθεί μαζί με την ενέργεια της θείας δικαιοσύνης, που είναι δραστική σαν φωτιά. Και ο Θεός θα ζυγίσει με ακρίβεια για να αποκαλύψει ποιο είναι το έργο του καθενός, και θα φανερώσει την πραγματική του αξία σαν φωτιά που κατακαίει κάθε εύφλεκτο υλικό)» [Α΄Κορ.3,13]. Ενώ ο Δαβίδ έλεγε: « Θες μφανς ξει, Θες μν, κα ο παρασιωπήσεται· πρ νώπιον ατο καυθήσεται, κα κύκλ ατο καταιγς σφόδρα(: ο Θεός θα έλθει ολοφάνερα με δόξα πολλή· έρχεται ο Θεός μας και δεν θα τηρήσει πλέον σιωπή· πυρ καυστικό και καταναλίσκον θα κατακαίεται ενώπιόν Του, και τριγύρω Του καταιγίδα μεγάλη και τρομερή θα ξεσπά)» [Ψαλμ.49,3], διακηρύσσοντας πάλι τη Δευτέρα παρουσία Του.

Γιατί η πρώτη παρουσία συνοδευόταν από πολλή συγκατάβαση, η δεύτερη όμως δεν θα είναι τέτοια, αλλά θα είναι γεμάτη από φρίκη και τρόμο, καθόσον αυτή θα εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο σαν αστραπή, έχοντας προπορευόμενους τους αγγέλους. Γιατί λέγει: «σπερ γρ στραπ ξέρχεται π νατολν κα φαίνεται ως δυσμν, οτως σται κα παρουσία το υο το νθρώπου· διότι ο Μεσσίας ούτε θα είναι κρυμμένος σε δωμάτια ούτε θα παρουσιαστεί σε μέρος ερημικό. Αλλά όπως η αστραπή βγαίνει από το ανατολικό σημείο του ορίζοντα και φαίνεται αμέσως μέχρι το αντιδιαμετρικό δυτικό σημείο, έτσι θα γίνει και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. Θα γίνει αμέσως αισθητή παντού και σε όλους)»[Ματθ.24,27], δείχνοντας με αυτό ότι θα είναι ορατή από παντού και θα αναγγελθεί από μόνη της· δεν χρειάζεται δηλαδή κήρυκα, αλλά η ίδια παρουσιάζει τον εαυτό της. Αυτό για να δείξει και ο Δαβίδ έλεγε: « Θες μφανς ξει, Θες μν, κα ο παρασιωπήσεται· πρ νώπιον ατο καυθήσεται, κα κύκλ ατο καταιγς σφόδρα» [Ψαλμ.49,3· βλ. παραπάνω].

Έπειτα, παριστάνοντας και το μελλοντικό δικαστήριο προσθέτει και λέγει: «Φωτιά θα καίει ενώπιόν Του και γύρω του καταιγίδα τρομερή»[Ψαλμ.49,3]. Είπε τις τιμωρίες, λέγει, και τη λαμπρότητα αυτού: «Προσκαλέσεται τν ορανν νω κα τν γν το διακρναι τν λαν ατο(: θα προσκαλέσει ως μάρτυρες στο κριτήριό Του από επάνω τον ουρανό και από κάτω τη γη, επειδή εμφανίζεται για να κρίνει τον λαό Του)» [Ψαλμ.49,4], ονομάζοντας «γν» τους ανθρώπους. Έπειτα απαριθμώντας μαζί με όλους τους ανθρώπους και τους Ιουδαίους(γιατί προς αυτούς απευθύνεται), προσθέτει πάλι και λέγει: «Συναγάγετε ατ τος σίους ατο τος διατιθεμένους τν διαθήκην ατο π θυσίαις κα ναγγελοσιν ο ορανο τν δικαιοσύνην ατο, τι Θες κριτής στι (:συναθροίστε, ω άγγελοι, ενώπιόν Του τους αγίους Του, τους αφιερωμένους σε Αυτόν Ισραηλίτες, οι οποίοι έδειξαν την αγαθή διάθεσή τους με τις ευλαβείς θυσίες τους και αποδέχτηκαν τη διαθήκη Του. Και αφού τους συναθροίσετε όλους, θα διακηρύξουν οι ουρανοί τη δικαιοσύνη Αυτού, διότι Αυτός ο δίκαιος Θεός είναι υπέρτατος κριτής και δικαστής στο δικαστήριο αυτό, που τώρα συγκροτήθηκε)» [Ψαλμ.49,5].

Επρόκειτο ερχόμενος να καταργήσει τη λατρεία μέσω των θυσιών και να μην τη δέχεται πια, αλλά να δέχεται μόνο τη δική μας. Άκουσε πώς τα προείπαν και αυτά: «Θυσίαν κα προσφορν οκ θέλησας, σμα δ κατηρτίσω μοι· λοκαυτώματα κα περ μαρτίας οκ ζήτησας(: γεμάτος ευγνωμοσύνη θέλησα να σου προσφέρω θυσία, αλλά Εσύ ούτε αιματηρή θυσία,ούτε αναίμακτη προσφορά καρπών ή άλλων δώρων θέλησες. Μου έδωσες τέλειο σώμα, προικισμένο με λογική και αθάνατη ψυχή, για να σου προσφέρω ευάρεστη θυσία για να το καθαγιάζω με την υπακοή προς Εσένα· αυτό ζήτησες και όχι θυσίες ζώων καιόμενες εξ ολοκλήρου επάνω στο θυσιαστήριο και θυσίες εξιλαστήριες προσφερόμενες για την αμαρτία μας)» [Ψαλμ.39,7].

Αυτό ακριβώς δηλώνοντας και αλλού έλεγε: «Ες κον τίου πήκουσέ μου· υο λλότριοι ψεύσαντό μοι(:ευθύς μόλις άκουσε για Εμένα και η φήμη των κατορθωμάτων μου έφτασε στα αυτιά του, έγινε υπήκοός μου. Υιοί αλλογενείς και ξένοι από φόβο υποκρίθηκαν σε Εμένα τον φίλο και από ανάγκη δήλωσαν υποταγή σε Εμένα)» [Ψαλμ.17,45]· δηλαδή πίστεψε χωρίς να δει τη θάλασσα να σχίζεται, ούτε τις πέτρες να ραγίζουν, αλλά ακούγοντας μόνο το κήρυγμα των Αποστόλων μου. Και εδώ πάλι: «μου έδωσες σώμα τέλειο». Και αφού είπε αυτό, προσθέτει και πάλι και λέγει: «Τότε επον· δο κω, ν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περ μο(: και όταν αντιλήφτηκα σε τι αρέσκεσαι και τι ζητάς από Εμένα, τότε είπα: Ιδού εγώ έρχομαι, για να τεθώ στις διαταγές Σου. Στο εντυλισσόμενο σε ρόλο χειρόγραφο της Γραφής έχει γραφτεί για εμένα, πώς θα ευαρεστήσω σε Σένα)» [Ψαλμ.39,10].

Δύο δηλαδή πράγματα δηλώνονται με αυτά· και ότι θα έλθει, και ότι θα έλθει τότε, όταν θα καταργηθούν οι θυσίες, πράγμα που έγινε με την υποταγή των Ιουδαίων στους Ρωμαίους. Βρήκαμε επίσης και τον Βαρούχ να ομιλεί για την ενανθρώπησή Του, λέγοντας τα εξής: «Μετ τοτο π τς γς φθη κα ν τος νθρποις συνανεστράφη(:έπειτα από αυτό φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε μεταξύ των ανθρώπων)»[Βαρούχ, 3,38]. Αλλά και στον Μωυσή λέγει ο Θεός: «Προφτην ναστσω ατος κ τν δελφν ατν, σπερ σ, κα δσω τ ρματα ν τ στματι ατο, κα λαλσει ατος καθ’ τι ν ντείλωμαι ατ· καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μὴ ἀκούσῃ ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ προφήτης ἐκεῖνος ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ(:γι΄αυτό θα αναδείξω σε αυτούς μέσα από τους αδελφούς τους έναν Προφήτη, όπως είσαι εσύ, και θα δώσω τους λόγους μου στο στόμα του και θα τους διδάξει ό,τι ακριβώς θα του παραγγείλω. Και αν βρεθεί κάποιος άνθρωπος που δεν θα υπακούσει σε όσα θα πει ο Προφήτης εκείνος εξ ονόματός μου, θα είναι ο άνθρωπος αυτός ένοχος απέναντί μου. Θα αναλάβω Εγώ την τιμωρία του)»[Δευτ. 18,18].

Βλέπεις πως αυτό δεν συνέβηκε για κανένα από τους προφήτες, παρά μόνο για τον Χριστό; Καθόσον πολλοί προφήτες, εμφανίστηκαν και όλους τους παρήκουσαν, αλλά δεν έπαθαν τίποτε· όταν όμως οι Ιουδαίοι παράκουσαν τον Χριστό, από τότε περιέρχονται παντού σαν αλήτες και περιπλανώμενοι, σαν φυγάδες και μετανάστες. Γιατί πρόσεχε: στερήθηκαν την πατρίδα τους καθώς και τα πατρικά τους ήθη και τους νόμους τους, και ζουν τώρα μέσα στην ατιμία, στην ντροπή, τις κολάσεις και τις τιμωρίες. Όσα μάλιστα έχουν πάθει επί Βεσπασιανού και Τίτου[: Τίτος: Ρωμαίος στρατηγός, ο οποίος το 70 μ.Χ. κατέστρεψε εκ θεμελίων τα Ιεροσόλυμα. Βλ. Ιωσήπου «Ιουδαϊκός πόλεμος», βιβλίο 5ο και 6ο. Ο δε Βεσπασιανός ήταν πατέρας του Τίτου και αυτοκράτορας της Ρώμης], δεν είναι δυνατό ούτε να τα πει κανείς· τόσο πολύ η τραγωδία εκείνη ξεπέρασε κάθε συμφορά και έτσι εκπληρωνόταν ο προφητικός λόγος· «ο καθένας που δεν θα ακούσει τον προφήτη εκείνον, θα εξολοθρευτεί». Γι΄αυτό λοιπόν ενημερώθηκαν όλα τα δικά τους, επειδή παράκουσαν τον προφήτη εκείνον.

Το ότι θα τους αναστήσει όλους, και αυτό το δήλωσε ο Ησαΐας, λέγοντας: «ναστσονται ο νεκρο, κα γερθσονται ο ν τος μνημεοις, κα εφρανθσονται ο ν τ γ· γρ δρσος παρ σο αμα ατος στιν, δ γ τν σεβν πεσεται(:θα αναστηθούν θριαμβευτικά οι εν Κυρίω νεκροί και θα εγερθούν όσοι βρίσκονται μέσα στα μνήματα και θα ευφρανθούν οι ευσεβείς που βρίσκονται στη γη· διότι η σαν ζωοποιός δρόσος καταπεμπομένη από Εσένα βοήθεια και χάρη θα είναι σε αυτούς θεραπεία· αντιθέτως όμως η χώρα των ασεβών θα πέσει και θα καταστραφεί)»[Ησ. .26,19]. Και όχι μόνο αυτά, αλλά ότι και μετά τη σταύρωση, μετά τον θάνατό Του θα συμβούν πιο θαυμαστά πράγματα, ότι δηλαδή μετά την ανάσταση η διάδοση του κηρύγματος θα είναι πολύ μεγάλη.

Επειδή δηλαδή δέθηκε, προδόθηκε από τον μαθητή, φτύστηκε, περιπαίχτηκε, μαστιγώθηκε, καρφώθηκε στον σταυρό, δεν αξιώθηκε να τεθεί σε τάφο, όσο βέβαια εξαρτώνταν από εκείνους, διαμοίρασαν τα ενδύματά Του οι στρατιώτες, τελείωσε τη ζωή του κατηγορούμενος σαν επαναστάτης, σαν βλάσφημος και σαν τύραννος, γιατί λέγει «Πς βασιλέα αυτν ποιν ντιλέγει τ Καίσαρι(:όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά αντιτίθεται και επαναστατεί εναντίον του Καίσαρα)» [Ιω.19,12], και πάλι: «τί τι χρείαν χομεν μαρτύρων; δε νν κούσατε τν βλασφημίαν ατο(:ο κατηγορούμενος βλασφήμησε. Τι μας χρειάζονται πλέον μάρτυρες; Να, μόλις τώρα ακούσατε τη βλασφημία του)»[Ματθ.26,65]. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να συμβούν όλα αυτά, θέλοντας να διεγείρει τον ακροατή και να τον προετοιμάσει να έχει θάρρος, «Μη φοβηθείς», λέγει, «εξαιτίας αυτών· γιατί τέτοια θα είναι όλα εκείνα που θα έχουν σχέση με εκείνον που σταυρώθηκε, που μαστιγώθηκε, που κακολογήθηκε από τους ληστές που φονεύτηκε με την κατηγορία της βλασφημίας και που θα συμβούν μετά τον θάνατο και την ανάστασή Του, ώστε κανείς να μην μπορεί να πει ότι δεν είναι αυτά γεμάτα από πολλή τιμή». Αυτό λοιπόν και έγινε.

Και ακριβώς αυτό προλέγοντας ο προφήτης από πολύ πριν, έλεγε: «Κα σται ν τ μρ κεν ρζα το εσσα κα νιστμενοι ρχειν θνν, π’ ατ θνη λπιοσι, κα σται νπαυσις ατο τιμ(: και θα είναι κατά την ημέρα εκείνη ο νεαρός βλαστός από τη ρίζα του Ιεσσαί, δηλαδή ο απόγονός του ο Μεσσάις, και Αυτός θα ανυψωθεί για να άρχει των εθνών και σε Αυτόν θα ελπίζουν τα έθνη· ο θρόνος Του και η διαμονή Του θα είναι ένδοξη και τιμημένη)»[Ησ. 11,10]. Σαν να έλεγε: «Ο τρόπος αυτός του θανάτου είναι τιμιότερος και από το βασιλικό στέμμα». Πραγματικά οι βασιλείς, βγάζοντας τα στέμματά τους, τοποθετούν στη θέση τους τον σταυρό, το σύμβολο του θανάτου του Χριστού. Ο σταυρός τοποθετείται στις πορφύρες των βασιλέων, ο σταυρός στα στέμματα, ο σταυρός συνοδεύει τις προσευχές, ο σταυρός τοποθετείται στα όπλα, ο σταυρός στην αγία Τράπεζα, και σε ολόκληρη την οικουμένη ο σταυρός λάμπει πιο πολύ και από τον ήλιο. «Κα σται νπαυσις ατο τιμ(:και θα είναι ο θρόνος της αναπαύσεώς Του γεμάτος από τιμή)»[βλ. παραπάνω: Ησ. 11,10].

Όμως τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι τέτοια, αλλά συνήθως συμβαίνουν αντίθετα. Όσο δηλαδή ζουν εκείνοι που ευδοκιμούν, ανθούν και τα πράγματα αυτών· όταν όμως πεθάνουν, μαζί τους καταλύονται και εκείνα. Και αυτό μπορεί να το δει κανείς όχι μόνο στην περίπτωση του πλουσίου, ούτε μόνο του άρχοντα, αλλά και αυτού του ίδιου του βασιλέως. Καθόσον και οι νόμοι τους καταργούνται, και οι εικόνες αμαυρώνονται, και η ανάμνησή τους σβήνει, και το όνομά τους λησμονείται, και οι δικοί τους άνθρωποι περιφρονούνται, και όλα αυτά σε εκείνους που κινητοποιούσαν στρατεύματα, που με ένα νεύμα τους μετέβαλλαν καταστάσεις δήμων και πόλεων και πραγμάτων, που ήταν στην εξουσία τους να φονεύουν και να ανακαλούν από την εξορία καταδίκους. Αλλά όμως όλα καταλύονται, κι αν ακόμη προηγουμένως ευδοκιμούσαν.

Στην περίπτωση όμως του Χριστού συνέβη εντελώς το αντίθετο. Πριν δηλαδή από τον σταυρό, όλα όσα είχαν σχέση με αυτόν ήταν απογοητευτικά. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι άλλοι μαθητές Του έφυγαν, Αυτός απέμεινε μόνος ανάμεσα στους εχθρούς και πολλοί που είχαν πιστέψει, αποτραβήχτηκαν. Μετά τη σφαγή όμως και τον θάνατό του, για να μάθεις ότι εκείνος που σταυρώθηκε δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, κατέστησαν λαμπρότερα και φαιδρότερα και υψηλότερα τα πράγματα τα σχετικά με αυτόν. Ο κορυφαίος των Αποστόλων που δεν άντεξε πριν από τον σταυρό ούτε την απειλή της θυρωρού, αλλά ισχυρίστηκε ύστερα από τόσο μαστίγωμα, ότι δεν Τον γνώριζε, μετά τον σταυρό περιήλθε ολόκληρη την οικουμένη. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν άπειρα πλήθη μαρτύρων, προτιμώντας να πεθάνουν μάλλον, παρά να πουν εκείνο που είπε ο κορυφαίος των Αποστόλων, φοβούμενος την απειλή μιας θυρωρού. Έτσι λοιπόν από την εποχή του Πέτρου όλες οι πόλεις και η έρημος και η κατοικούμενη και η ακατοίκητη γη ανακηρύττουμε τον Εσταυρωμένο. Ακόμη και βασιλείς και στρατηγοί και άρχοντες και ύπατοι και δούλοι και ελεύθεροι και ιδιώτες και σοφοί και άσοφοι και βάρβαροι και όλες οι φυλές των ανθρώπων και γενικά σε όλη τη γη που βλέπει ο ήλιος, τόσο πολύ διαδόθηκε το όνομα και η προσκύνηση του Χριστού, για να μάθεις τι σημαίνει: «θα είναι η ανάπαυσή του γεμάτη από τιμή».

Ο τόπος πάλι που δέχτηκε το Σώμα εκείνο το σφαγιασμένο, ενώ ήταν μικρός και πάρα πολύ άσημος, τώρα είναι σεμνότερος από πολλές βασιλικές αυλές και τιμιότερος και από αυτούς ακόμη τους βασιλείς. «Και θα είναι ο θρόνος και η διαμονή Του γεμάτη από τιμή». Και το παράδοξο αυτό δεν συνέβη μόνο στον Ίδιο, αλλά το ίδιο ακριβώς συνέβη και στους μαθητές Του. Εκείνοι δηλαδή που καταδιώκονταν και οδηγούνταν στα δικαστήρια, που περιφρονούνταν και φυλακίζονταν, εκείνοι που έπασχαν τα μύρια δεινά, μετά τον θάνατό τους είναι πιο τίμιοι και από τους ίδιους τους βασιλείς. Και πώς είναι; Πρόσεχε αυτά που θα πω.

Στη Ρώμη, τη βασίλισσα των πόλεων, εγκαταλείποντας οι πιστοί τα πάντα, τρέχουν στους τάφους του ψαρά και του σκηνοποιού και βασιλείς ακόμη και ύπατοι και στρατηγοί. Στην Κωνσταντινούπολη πάλι οι βασιλείς ζήτησαν να ταφούν όχι κοντά στους τάφους των Αποστόλων, αλλά έξω από τους ναούς και δίπλα στα πρόθυρα αυτών και έγιναν έτσι οι βασιλείς θυρωροί των αλιέων[Η επιθυμία αυτή των βασιλέων ήταν τιμητική για τους Αποστόλους, επάνω στους τάφους των οποίων, κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, κτίζονταν προς τιμήν τους περικαλλείς ναοί] και για την ταφή τους αυτή όχι μόνο δεν ντρέπονται, αλλά και το έχουν σαν καύχημά τους, όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι απόγονοί τους. «Και θα είναι», λέγει, «η ανάπαυση αυτού γεμάτη από τιμή».

Τότε θα αντιληφτείς το μέγεθος της τιμής, όταν μάθεις το σύμβολο αυτού του θανάτου, του θανάτου του καταραμένου, του θανάτου του πιο αισχρού από όλους. Γιατί αυτό μόνο το είδος του θανάτου θεωρούνταν καταραμένο.Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω. Από εκείνους που αμάρταναν την παλαιά εποχή άλλοι καίγονταν, άλλοι λιθοβολούνταν και άλλοι τερμάτιζαν τη ζωή τους με άλλον τρόπο. Όποιος όμως καρφωνόταν στο ξύλο και κρεμιόταν πάνω σε αυτό, δεν υπέμενε αυτό μόνο το κακό, το ότι τιμωρούνταν με μια τέτοια καταδίκη, αλλά και θεωρούνταν αυτός καταραμένος. Γιατί λέγει: «Κεκατηραμνος π Θεο πς κρεμμεμενος π ξλου(:είναι καταραμένος από τον Θεό καθένας που κρέμεται στο ξύλο)»[Δευτ.21,23]. Αλλά όμως το καταραμένο αυτό, που ευχόταν κανείς να μην του συμβεί το σύμβολο της χειρότερης τιμωρίας, τώρα έγινε ποθητό και αξιαγάπητο. Γιατί δεν στολίζει το κεφάλι τόσο πολύ το βασιλικό στεφάνι, όσο ο σταυρός, που είναι από κάθε κόσμημα τιμιότερος. Και εκείνο που προηγουμένως το απέφευγαν όλοι με φρίκη, τόσο περιζήτητο είναι σήμερα από όλους το σχήμα αυτού, ώστε να βρίσκεται αυτό παντού, στους άρχοντες, στους υπηκόους, στις γυναίκες, στους άντρες, στις παρθένες, στις έγγαμες γυναίκες, στους δούλους, στους ελεύθερους. Καθόσον όλοι συνεχώς το σχήμα αυτού κάνουν στο επισημότερο μέρος του σώματος και το μεταφέρουν μαζί τους καθημερινά τυπωμένο σαν σε στήλη, πάνω στο μέτωπό τους.

Ο σταυρός υπάρχει στην ιερή Τράπεζα, αυτός στις χειροτονίες των ιερέων, αυτός πάλι διαλάμπει στη Θεία Ευχαριστία μαζί με το σώμα του Χριστού. Θα μπορούσε κανείς να τον δει να υπάρχει παντού, στα σπίτια, στις αγορές, στις ερημιές, στους δρόμους, στα βουνά, στις κοιλάδες, στους λόφους, στις θάλασσες και στα πλοία και στα νησιά, στα κρεβάτια και στα ενδύματα, στα όπλα, στους γάμους, στα συμπόσια, στα αργυρά και χρυσά σκεύη, στα μαργαριτάρια, στις τοιχογραφίες, στα σώματα των πολύ αρρώστων ζώων, στα σώματα εκείνων που ενοχλούνται από δαίμονες, στους πολέμους, στην ειρήνη, στη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, στις ομάδες εκείνων που διασκεδάζουν και στους συλλόγους των αθλουμένων. Τόσο περιπόθητο σε όλους έγινε το θαυμαστό αυτό δώρο, η ανέκφραστη αυτή χάρη. Κανείς δεν ντρέπεται, δεν νιώθει άσχημα, σκεπτόμενος ότι ο σταυρός είναι σύμβολο του πιο καταραμένου θανάτου, αλλά όλοι με αυτόν στολιζόμαστε πολύ περισσότερο, παρά με τα στεφάνια και τα στέμματα και τις άπειρες σειρές των μαργαριταριών. Έτσι όχι μόνο δεν είναι αποφευκτός, αλλά είναι και ποθητός και αγαπητός και περιζήτητος από όλους, διαλάμπει παντού και βρίσκεται στους τοίχους των οικιών, στην οροφή, στα βιβλία, στις πόλεις, στα χωριά, στα ακατοίκητα και στα κατοικημένα μέρη. Ευχαρίστως λοιπόν θα ρωτούσα τον ειδωλολάτρη: «Από πού ο σταυρός, το σύμβολο αυτό της καταδίκης και του καταραμένου θανάτου, έγινε σε όλους ποθητός και περιζήτητος, αν δεν ήταν μεγάλη η δύναμη Εκείνου που σταυρώθηκε;».

Γιατί, αν δεν ήταν τίποτε και αυτό νομίζεις εσύ και φέρεσαι αδιάντροπα ακόμη και κλείνεις τα μάτια μπροστά στην αλήθεια και παραμένεις τυφλός μπροστά στο φως, εμπρός να σου αποδείξω και κατ’ άλλον τρόπο πόσο σπουδαίο είναι αυτό. Ποια λοιπόν είναι η απόδειξη; Υπάρχουν πολλά είδη βασανιστηρίων στη διάθεση των δικαστών, όπως το ξύλο, τα μαστίγια, οι όνυχες, οι μολυβδίδες, με τα οποία ξύνουν τα σώματα και ξεσχίζουν τα μέλη και τα εξαρθρώνουν. Ποιος λοιπόν θα ήθελε τα όργανα αυτά να τα βάλει στο σπίτι του; Και ποιος θα καταδεχόταν να αγγίξει με το χέρι τα όργανα αυτά των δημίων ή να τα δει να βρίσκονται δίπλα του; Δεν τα συχαίνονται οι περισσότεροι και μερικοί μάλιστα τα θεωρούν και σαν μαντικά όργανα και δεν ανέχονται ούτε να τα αγγίξουν, ούτε και να τα δουν; Δεν φεύγουν μακριά από αυτά; Δεν αποστρέφουν το βλέμμα τους; Κάτι τέτοιο λοιπόν ήταν παλαιά και ο σταυρός, ή καλύτερα πολύ πιο φοβερός από αυτά. Γιατί, όπως είπα προηγουμένως, αυτός ήταν σύμβολο όχι απλώς θανάτου, αλλά του καταραμένου θανάτου.

Πες μου λοιπόν, από πού έγινε τώρα τόσο περιπόθητος από όλους, τόσο αγαπητός σε όλους και προτιμότερος από όλα; Εκείνο ακριβώς το ξύλο, πάνω στο οποίο τεντώθηκε το άγιο σώμα και καρφώθηκε, πώς είναι από όλους περιπόθητο; Και πολλοί άνθρωποι, παίρνοντας ένα μικρό τεμάχιο από εκείνον και επιχρυσώνοντάς το, το κρεμούν και άντρες και γυναίκες από τον λαιμό τους και το θεωρούν στολίδι τους, αν και το ξύλο αυτό ήταν σύμβολο καταδίκης;Αλλά Αυτός που δημιουργεί τα πάντα και μεταβάλλει αυτά, Αυτός που απάλλαξε την οικουμένη από μία τόση κακία και κατέστησε τη γη ουρανό, Αυτός και το πράγμα αυτό, που ήταν επονείδιστο και το πιο αισχρό όργανο όλων των θανάτων, το ύψωσε πιο πάνω από τους ουρανούς. Όλα αυτά λοιπόν προβλέποντας ο προφήτης έλεγε: «Και θα είναι η ανάπαυση αυτού γεμάτη με τιμή».

Αυτό δηλαδή το σύμβολο του θανάτου(γιατί δεν θα πάψω να το λέγω συνεχώς αυτό) έγινε για πολλούς μέσο ευλογίας και τείχος παντός είδους ασφάλειας, θανατηφόρα πληγή του διαβόλου, χαλινάρι των δαιμόνων, φίμωτρο της δυνάμεως των εχθρών του Χριστού. Αυτό κατάργησε τον θάνατο, αυτό συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του άδη και συνέθλιψε τους σιδερένιους μοχλούς, αυτό κατέστρεψε την ακρόπολη του διαβόλου, αυτό απέκοψε της αμαρτίας τα νεύρα, αυτό λύτρωσε όλη την οικουμένη που ήταν καταδικασμένη και τερμάτισε τη θεία τιμωρία που καταφερόταν εναντίον της φύσεώς μας. Αλλά τι λέγω; Εκείνα που δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν η σχιζόμενη θάλασσα και οι ραγιζόμενες πέτρες, η μεταβολή του ανέμου και το μάννα, που επί σαράντα χρόνια χορηγούνταν σε τόσες χιλιάδες Ιουδαίων, και ο νόμος και τα τόσα άλλα θαύματα που έγιναν και στην έρημο και στην Παλαιστίνη, αυτά τα κατόρθωσε ο σταυρός, όχι σε ένα έθνος, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, ο σταυρός, το καταραμένο αυτό σύμβολο, που όλοι το απέφευγαν και εύχονταν να μην τους συμβεί και το πιο επονείδιστο, αυτός κατόρθωσε, μετά τον θάνατο Εκείνου που σταυρώθηκε επάνω σε αυτόν, να τα κάμει όλα με ευκολία.

Και όχι μόνο αυτά, αλλά και τα όσα επακολούθησαν δείχνουν τη δύναμή Του. Γιατί ολόκληρη την οικουμένη, που ήταν άγονη σε έργα αρετής και δεν βρισκόταν σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από την έρημη γη και δεν περίμενε να παράγει κάτι το καλό, την κατέστησε μέσα σε μία στιγμή παράδεισο και μητέρα πολύτεκνη. Και αυτό το είπε ο προφήτης από πριν λέγοντας τα εξής: «Εφρνθητι, στερα ο τκτουσα, ρξον κα βησον, οκ δδουσα, τι πολλ τ τκνα τς ρμου μλλον τς χούσης τν νδρα· επε γρ Κύριος(:να αισθανθείς ευφροσύνη, η εξ εθνών Εκκλησία, η μέχρι σήμερα στείρα, η οποία δεν τεκνοποιούσες. Κράξε και βόησε φωνή ευφρόσυνων ωδίνων εσύ, η οποία δεν δοκίμασες τους πόνους του τοκετού, διότι περισσότερα είναι τα τέκνα της ερήμου ανδρός και χήρας, όπως ήσουν μέχρι τώρα εσύ, παρά της ιουδαϊκής Συναγωγής, η οποία είχε πνευματικό Νυμφίο τον Θεό)» [Ησ. 54,1].

Και αφού την έκαμε τέτοια, της έδωσε νόμο, που ήταν πολύ καλύτερος από τον προηγούμενο, πράγμα που και αυτό δεν το αποσιώπησαν οι προφήτες. Και πρόσεχε τι προφήτεψαν και είπαν: «Ο κατ τν διαθήκην, ν διεθέμην τος πατράσιν ατν ν μέρ πιλαβομένου μου τς χειρς ατν ξαγαγεν ατος κ γς Αγύπτου, τι ατο οκ νέμειναν ν τ διαθήκ μου, κα γ μέλησα ατν, φησ Κύριος. τι ατη διαθήκη μου, ν διαθήσομαι τ οκ σραλ μετ τς μέρας κείνας, φησ Κύριος· διδος δώσω νόμους ες τν διάνοιαν ατν κα π καρδίας ατν γράψω ατούς· κα σομαι ατος ες Θεόν, κα ατο σονταί μοι ες λαόν(:”η νέα αυτή διαθήκη δεν θα είναι όμοια με εκείνη που έκανα με τους προπάτορες του παλαιού Ισραήλ και του Ιούδα την ημέρα κατά την οποία τους έπιασα από το χέρι,για να τους βγάλω ελεύθερους από τη χώρα της Αιγύπτου. Η διαθήκη εκείνη θα καταργηθεί, διότι αυτοί δεν έμειναν πιστοί στη διαθήκη μου, γι΄αυτό και Εγώ τους παραμέλησα”, λέγει ο Κύριος· “διότι αυτή είναι η νέα διαθήκη, την οποία εγώ θα συνάψω με τον οίκο του νέου πνευματικού Ισραήλ ύστερα από τις ημέρες εκείνες”, λέει ο Κύριος. “Δηλαδή, θα δώσω οπωσδήποτε τους νόμους μου κατανοητούς και ικανοποιητικούς στη διάνοιά τους και θα εγγράψω αυτούς όχι σε πλάκες λίθινες, αλλά βαθιά στις καρδιές τους και θα είμαι σε αυτούς Θεός, και αυτοί θα είναι σε Εμένα λαός εκλεκτός”)» [Ιερ. 38,32-33].

Έπειτα, προλέγοντας και την αιφνίδια και μαζική μεταβολή, καθώς και την εύκολη διάδοση του κηρύγματος, έλεγε: «Κα ο μ διδξωσιν καστος τν πολτην ατο κα καστος τν δελφν ατο λγων· γνθι τν Κριον· τι πντες εδήσουσ με π μικρο ατν ως μεγλου ατν, τι λεως σομαι τας δικαις ατν κα τν μαρτιν ατν ο μ μνησθ τι(:και δεν θα διδάξουν τότε ο καθένας τους τον συμπατριώτη του και τον αδελφό του, λέγοντας: «Μάθε, γνώρισε τον Κύριο»· διότι όλοι θα με γνωρίζουν, από τον πιο μικρό τους έως τον πιο μεγάλο από αυτούς. Θα με γνωρίζουν όλοι, διότι θα είμαι γεμάτος έλεος και ευσπλαχνία στις αδικίες τους και δεν θα θυμηθώ πλέον τις αμαρτίες τους)»[Ιερ.38,34], To ότι επρόκειτο ερχόμενος να συγχωρήσει τις αμαρτίες όλων και αυτό το προείπε ο προφήτης πάλι λέγοντας τα εξής: «Αυτή είναι η διαθήκη μου με αυτούς, όταν θα συγχωρήσω τις ανομίες τους και δεν θα θυμηθώ πια τις αμαρτίες τους» [βλ. παραπάνω, Ιερ.38,33]. Τι θα μπορούσε να υπάρξει σαφέστερο από αυτό; Γιατί με τις προφητείες αυτές φανέρωσε την κλήση των εθνών, την υπεροχή του νέου νόμου έναντι του παλαιού, την ευκολία της αποδοχής του κηρύγματος, τη χάρη εκείνων που πίστεψαν και τη δωρεά που δόθηκε με το βάπτισμα.

Το ότι Αυτός τα έκαμε όλα αυτά και ότι Αυτός ο Ίδιος θα έλθει αργότερα ως κριτής, πρόσεχε πως και αυτό το προλέγουν· γιατί ούτε και αυτό το παρέβλεψαν, παρουσιάζοντας άλλοι τη μορφή με την οποία πρόκειται να έλθει, και άλλοι προφητεύοντας την έλευσή Του με λόγια μόνο. Ο Δανιήλ δηλαδή, ζώντας ανάμεσα στους βαρβάρους Βαβυλωνίους, Τον βλέπει να έρχεται επί των νεφελών· άκουε τα ίδια τα λόγια του προφήτη: «θερουν (:έβλεπα)», λέγει, «ν ρματι τς νυκτς κα δο μετ τν νεφελν το ορανο ς υἱὸς νθρπου ρχμενος ν κα ως το παλαιο τν μερν φθασε κα νπιον ατο προσηνχθη Κα ατ δθη ρχ κα τιμ κα βασιλεα, κα πντες ο λαο, φυλα, γλσσαι ατ δουλεσουσιν· ξουσα ατο ξουσα αἰώνιος, τις ο παρελεσεται, κα βασιλεα ατο ο διαφθαρσεται(:συνεπαρμένος από την θεωρία του νυκτερινού οράματος έβλεπα και ιδού! Ένα πρόσωπο, το οποίο έμοιαζε με υιό ανθρώπου, ερχόταν επάνω στις νεφέλες του ουρανού, και έφτασε ενώπιον του Παλαιού των ημερών και οδηγήθηκε ενώπιόν Του από τους αγγέλους. Και στο πρόσωπο αυτό δόθηκε η εξουσία, η τιμή και η βασιλεία, όλοι δε οι άνθρωποι, λαοί, φυλές και γλώσσες θα υπηρετήσουν Αυτόν. Η εξουσία Του θα είναι εξουσία αιώνια, η οποία δεν θα περάσει, ενώ η βασιλεία Του δεν θα φθαρεί και δεν θα σβήσει· ποτέ δεν θα έχει τέλος)»[Δαν.7,13-14].

Παριστάνοντας και το δικαστήριό Του λέγει: «θερουν ως του ο θρνοι τθησαν, κα παλαις μερν κθητο, κα τ νδυμα ατο λευκν σε χιν, κα θρξ τς κεφαλς ατο σε ριον καθαρν, θρνος ατο φλξ πυρς, ο τροχο ατο πρ φλγον· ποταμς πυρς ελκεν μπροσθεν ατο· χλιαι χιλιδες λειτοργουν ατ, κα μριαι μυριδες παρειστκεισαν ατ· κριτριον κθισε, κα ββλοι νεχθησαν(:παρατηρούσα όλα αυτά με προσοχή, μέχρις ότου στήθηκαν δικαστικοί θρόνοι και ο Παλαιός των ημερών, ο προαιώνιος και άναρχος Θεός Πατέρας, κάθισε στον θρόνο Του. Το ένδυμά Του ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι και οι τρίχες της κεφαλής Του ήσαν σαν καθαρό άσπρο μαλλί· ο θρόνος Του ήταν από φλόγες φωτιάς και οι τροχοί του θρόνου ήσαν αναμμένη φωτιά, που έβγαζε φλόγες. Πύρινος ποταμός έτρεχε ενώπιόν Του. Χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων Τον υπηρετούσαν και μυριάδες μυριάδων αγγέλων στέκονταν πλησίον Του. Κριτήριο στήθηκε και βιβλία που κατέγραφαν τις πράξεις των κρινόμενων, ανοίχτηκαν)»[Δαν.7,9-10].

Και όχι μόνο αυτό, αλλά δείχνει και την τιμή που πρόκειται να έχουν οι δίκαιοι, λέγοντας: «ως ο λθεν παλαις μερν κα τ κρμα δωκεν γοις ψστου, κα καιρς φθασε κα τν βασιλεαν κατσχον ο γιοι(: μέχρις ότου ήλθε ο Παλαιός των ημερών, ο Οποίος απέδωσε το δίκαιο και έδωσε τη νίκη στους αγίους του Υψίστου Θεού[στους πιστούς]. Και έτσι έφτασε ο καιρός κατά τον οποίο οι αγιασμένοι από τη Θεία Χάρη, οι πιστοί κατέλαβαν τη Βασιλεία)»[Δαν.7,22]. Ο Μαλαχίας πάλι προφητεύει ότι το δικαστήριο εκείνο θα γίνει υπό μορφή πυρός, λέγοντας: «Διτι ατς εσπορεεται ς πρ χωνευτηρου κα ς ποι πλυνντων(: διότι Αυτός εισέρχεται στον κόσμο των ανθρώπων σαν φωτιά καμινιού, που λιώνει και χωνεύει καθετί, και σαν καθαρτικό χορτάρι και σταχτόνερο, που χρησιμοποιούν αυτοί που πλένουν τα ρούχα)» [Μαλάχ.3,2]. Είδες ακρίβεια προφητών, πώς διεκήρυξαν από πριν όλα εκείνα που επρόκειτο να συμβούν; Πώς λοιπόν τολμάς ακόμη να απιστείς, έχοντας τόσες μεγάλες αποδείξεις της δυνάμεως Αυτού, προφητείες που λέχτηκαν πριν από τόσα χρόνια, και βλέποντας τα γεγονότα να συμφωνούν με αυτές, χωρίς καθόλου να αστοχούν;

Και ότι οι προφητείες αυτές δεν αποτελούν κατασκευάσματα δικά μας το μαρτυρούν εκείνοι, που και πρώτοι δέχτηκαν τα βιβλία των προφητών και τα έχουν μέχρι σήμερα, που αν και είναι εχθροί μας και απόγονοι εκείνων που Τον σταύρωσαν, τα έχουν και σήμερα και τα διατηρούν. «Και πώς δεν πιστεύουν», λέγει κάποιος ίσως, «αφού έχουν τα βιβλία; Όπως και τότε απιστούσαν, αν και Τον έβλεπαν να θαυματουργεί. Αλλά αυτό δεν αποτελεί κατηγορία εκείνου που δεν γίνεται πιστευτό, αλλά εκείνων που παραμένουν τυφλοί μέσα στο καταμεσήμερο· γιατί και τον κόσμο αυτόν τον έθεσε μπροστά μας σαν όργανο αρμονικότατο· που αφήνει από παντού φωνές και διακηρύσσει τον δημιουργό· κι όμως υπάρχουν μερικοί, από τους οποίους άλλοι λένε ότι όλα έγιναν αυτόματα, άλλοι ότι είναι αγέννητα τα όσα βλέπουμε, άλλοι αποδίδουν τη δημιουργία και την πρόνοιά τους στους δαίμονες και άλλοι στην τύχη και στην ειμαρμένη και στις περιφορές των άστρων. Αυτό όμως δεν αποτελεί κατηγορία του δημιουργού, αλλά η κατηγορία βαρύνει αυτούς, που μετά από τόσα φάρμακα εξακολουθούν να είναι βαρύτατα ασθενείς. Όπως δηλαδή, όταν μια ψυχή είναι ευγνώμων, γνωρίζει το πρέπον χωρίς να έχει ανάγκη από πολλά βοηθήματα, έτσι λοιπόν και όταν είναι αγνώμων και αναίσθητη, κι αν ακόμη έχει απείρους καθοδηγητές, κυριευμένη από τα πάθη, παραμένει τυφλή.

Πρόσεχε λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει παντού, όχι μόνο στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε άλλες. Πόσοι δηλαδή, ενώ δεν άκουσαν νόμους, κάνουν μια ζωή απόλυτα σύμφωνη με τους νόμους; Κι άλλοι, που ανατράφηκαν με τους νόμους από την παιδική τους ηλικία μέχρι τα βαθιά γεράματα, δεν έπαψαν να τους παραβαίνουν. Τα ίδια συνέβαιναν και παλαιότερα. Γιατί οι Ιουδαίοι, αν και απόλαυσαν άπειρα σημεία και θαύματα, δεν έγιναν καλύτεροι· ενώ οι Νινευίτες, ακούοντας ένα μόνο κήρυγμα, μετέβαλαν τρόπο ζωής και απαλλάχθηκαν από την κακία. Αυτό μπορεί κανείς να το δει να συμβαίνει και σε απλοϊκούς ανθρώπους και όχι μόνο σε διασήμους. Πόση διδασκαλία δεν απόλαυσε ο Ιούδας, κι όμως έγινε προδότης; Ποια παραίνεση απόλαυσε ο ληστής; Κι όμως ομολόγησε επάνω στον σταυρό τον Χριστό και διακήρυξε τη βασιλεία Εκείνου. Μη λοιπόν κρίνεις τα πράγματα στηριζόμενος στις διεφθαρμένες γνώμες των άλλων, αλλά με βάση την αλήθεια των πραγμάτων να εκφέρεις την πρέπουσα γνώμη για εκείνους που σκέφτηκαν ορθά.

Δεν πίστεψαν οι Ιουδαίοι, πίστεψαν όμως οι Εθνικοί. Και ούτε αυτό αποσιωπήθηκε, αλλά άλλοτε ο Δαβίδ προφητεύοντας βροντοφωνάζει: «Υο λλότριοι παλαιώθησαν κα χώλαναν π τν τρίβων ατν(:Υιοί αλλοεθνείς κατέστησαν άχρηστοι ως πεπαλαιωμένα και μαραμένα φύλλα και δεν μπόρεσαν να σταθούν ακλόνητοι στους πόδες τους, αλλά ως χωλοί σκόνταπταν και τρίκλιζαν στους δρόμους τους)» [Ψαλμ.17,46] και άλλοτε ο Ησαΐας λέγει: «Κύριε, τς πστευσε τ κο μν; Κα βραχων Κυρου τνι πεκαλύφθη;(:Κύριε, ποιος πίστεψε σε αυτά που εμείς ακούσαμε από Εσένα και κηρύξαμε στους ανθρώπους; Η δύναμη του Κυρίου σε ποιον φανερώθηκε και έγινε πιστευτή και παραδεκτή;)»[Ησ. 53,1].

Και πάλι: «μφανς γενθην τος μ μ περωτσιν, ερθην τος μ μ ζητοσιν.Επα· δο εμι τ θνει, ο οκ κλεσν μου τ νομα(: έγινα φανερός και αποκάλυψα τον εαυτό μου σε εκείνους, οι οποίοι δεν με ικέτευαν, επειδή με αγνοούσαν ολοτελώς· βρέθηκα από εκείνους, οι οποίοι δεν ζητούσαν να με βρουν. Είπα: Ιδού,είμαι παρών. Το είπα σε έθνος το οποίο δεν επικαλέστηκε το Όνομά μου)» [Ησ. 65,1]. Αλλά και κατά την παρουσία Του στη γη πίστεψαν σε Αυτόν η Χαναναία [Ματθ. 15,21-28 και Μάρκ.7,24-30] και η Σαμαρείτιδα[Ιω.4,5 κ.ε.], ενώ οι ιερείς και οι άρχοντες τον πολεμούσαν και τον επιβουλεύονταν και εμπόδιζαν και τους άλλους και απομάκρυναν από τη συναγωγή εκείνους που πίστευαν σε Αυτόν. Ας μη σε ξενίζουν λοιπόν καθόλου αυτά. Η ζωή μας είναι γεμάτη από πολλά τέτοια παραδείγματα, που συνέβηκαν και κατά τις ημέρες μας και παλαιότερα. Άλλωστε, αν όχι όλοι, οπωσδήποτε όμως πολλοί και από τους Ιουδαίους πίστεψαν και τότε και τώρα, αν όμως δεν πίστεψαν όλοι, δεν είναι ούτε πρωτάκουστο, ούτε παράδοξο. Γιατί τέτοια είναι η αγνωμοσύνη, τέτοια η απερίσκεπτη διάνοια, τέτοια η ψυχή που κυριαρχείται από πάθη.

Αλλά αφού αναφέραμε τις προφητείες που πριν από τόσα χρόνια έχουν λεχθεί και διακηρυχθεί από τους προφήτες, εμπρός ας εξετάσουμε και εκείνες που λέχτηκαν από τον Ίδιο για τα όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όταν περιερχόταν τη γη και συναναστρεφόταν τους ανθρώπους, ώστε να μάθεις και από αυτές τη δύναμή Του. Όταν λοιπόν ήλθε τότε στη γη και πραγματοποιούσε το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, τόσο εκείνων που ζούσαν τότε, όσο και των μελλοντικών γενεών, χρησιμοποίησε διαφόρους τρόπους προς επιτυχία του σκοπού του αυτού. Και πρόσεχε τι κάνει. Ενεργεί θαύματα και προλέγει ορισμένα γεγονότα που θα συνέβαιναν μετά από πολλά χρόνια. Και έτσι με εκείνα που γίνονταν τότε, παρείχε στους ακροατές την εγγύηση για όλα εκείνα που θα συνέβαιναν μελλοντικά, ενώ στις μελλοντικές γενεές αποδεικνύει με το ότι πραγματοποιήθηκαν όλα εκείνα που προείπε, ότι τα θαύματα που έγιναν κατά την εποχή εκείνη είναι αξιόπιστα, και με τη διπλή αυτή απόδειξη κάνει πιστευτά και τα περί της Βασιλείας.

Και πράγματι οι προφητείες Του ήταν διπλές· άλλες επρόκειτο να εκπληρωθούν κατά την παρούσα ζωή, και άλλες μετά τη συντέλεια του κόσμου, και με το ένα είδος των προφητειών έκανε πιστευτό το άλλο και έδειχνε με μεγάλη βεβαιότητα ότι θα επαληθευτούν αυτές. Εννοώ το εξής με αυτό που λέγω· γιατί πραγματικά ο λόγος είναι ασαφής, γι΄αυτό θα επιχειρήσω να τον κάνω πιο σαφή. Δώδεκα ήταν τότε οι μαθητές που Τον ακολουθούσαν, και κανείς τότε δεν μπορούσε να σκεφτεί της Εκκλησίας την πραγματικότητα, αλλά ούτε και το όνομα, γιατί τότε η συναγωγή ανθούσε ακόμη. Τι λοιπόν είπε και προανήγγειλε τη στιγμή εκείνη που όλη σχεδόν η οικουμένη ήταν κυριευμένη από την ασέβεια; «π ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τν κκλησίαν, κα πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και αθάνατη)» [Ματθ.16,18]. Όπως θέλεις εξέτασε τον λόγο αυτόν, και θα δεις παντού να διαλάμπει η αλήθειά του. Και δεν είναι θαυμαστό αυτό μόνο, το ότι οικοδόμησε την Εκκλησία σε ολόκληρη την οικουμένη, αλλά και το ότι την κατέστησε ακατανίκητη, αν και ενοχλούνταν από τόσους πολέμους. Γιατί το «πύλες του άδη δεν θα υπερισχύσουν αυτής», σημαίνει τους κινδύνους εκείνους που οδηγούν στον άδη. Είδες αλήθεια προρρήσεως; Είδες δύναμη εκπληρώσεως;Είδες λόγους που διαλάμπουν επάνω στα γεγονότα, δύναμη ακαταμάχητη που τα κατορθώνει όλα με ευκολία; Μη δηλαδή, επειδή ο λόγος «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» είναι σύντομος, τον προσπεράσεις επιπόλαια, αλλά ανάπτυξέ τον στον νου σου, και σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα είναι το να γεμίσει την Εκκλησία, που είχε εξαπλωθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλη την υφήλιο, από τόσους πιστούς, να μεταβάλει την πίστη τόσων εθνών, να μεταπείσει λαούς, να καταργήσει πατρικά έθιμα, να ξεριζώσει συνήθειες βαθιά ριζωμένες, να διαλύσει σαν σκόνη την τυραννική εξουσία της ηδονής και τη δύναμη της κακίας, να εξαφανίσει σαν καπνό τους βωμούς και τους ναούς και τα είδωλα και τις τελετές και τις βέβηλες εορτές και την ακάθαρτη κνίσα των θυσιών, και να ανεγείρει παντού θυσιαστήρια, στη χώρα των Ρωμαίων και των Περσών και των Σκυθών και των Μαύρων και των Ινδών· τι λέγω; Πιο πέρα και από τα σύνορα της δικής μας αυτοκρατορίας [ως «οικουμένη» εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος εννοεί μάλλον την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]. Γιατί και τα βρετανικά νησιά, που είναι έξω από αυτή τη θάλασσα[εννοεί τη Μεσόγειο Θάλασσα] και βρίσκονται μέσα στον ωκεανό, γνώρισαν τη δύναμη του λόγου αυτού, καθόσον και εκεί έχουν ιδρυθεί Εκκλησίες και στήθηκαν θυσιαστήρια. Ο λόγος εκείνος που τον είπε τότε, αυτός έχει φυτευτεί στις ψυχές όλων και βρίσκεται στα στόματα όλων. Και όλη η γη που, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν γεμάτη αγκάθια, καθαρίστηκε και έγινε καθαρή και καλλιεργήσιμη γη και δέχτηκε τα σπέρματα της ευσεβείας.

Είναι μεγάλο πραγματικά, πολύ μεγάλο, ή καλύτερα δείχνει σε υπερβολικό βαθμό το μέγεθος της θείας δυνάμεως, το ότι μπόρεσαν, και αν ακόμη κανείς δεν τους ενοχλούσε, αλλά επικρατούσε ειρήνη, και πολλοί που τους εμπόδιζαν ήταν νικημένοι και δεν υπήρχε εχθρός κανείς, τόσο πολύ κόσμο να τον απαλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη από συνήθεια κακή με την οποία ζούσε επί τόσα χρόνια, και να τον μεταθέσουν σε άλλη, πολύ πιο δύσκολη. Και δεν είχαν αντίπαλο μόνο τη συνήθεια, αλλά και την ηδονή, δύο πράγματα τυραννικά. Γιατί εκείνα που τα είχαν παραλάβει πριν από πολλά χρόνια από τους πατέρες και τους πάππους και τους προπάππους και τους πριν από αυτούς ακόμη, καθώς και από τους φιλοσόφους και τους ρήτορες, αυτά πείθονταν να τα αρνηθούν, αν και ήταν πάρα πολύ δύσκολο να δεχτούν μια νέα συνήθεια που είχε μπει στον κόσμο, και το χειρότερο βέβαια από όλα, που ήταν πολύ επίπονη. Γιατί τους απομάκρυνε από την τρυφή και τους οδηγούσε στην ακτημοσύνη· τους απομάκρυνε από την ασέλγεια και τους οδηγούσε στη σωφροσύνη· τους απομάκρυνε από τον φθόνο και τους οδηγούσε στη φιλοφροσύνη· τους απομάκρυνε από την πλατειά και ευρύχωρη οδό και τους οδηγούσε στη στενή και θλιμμένη και απόκρημνη, οδηγούσε εκείνους που είχαν ανατραφεί για να βαδίσουν την πλατειά οδό[βλ. Ματθ.7,13-14].

Γιατί βέβαια δεν πήρε άλλους ανθρώπους, που ζούσαν έξω από τον κόσμο και τη συνήθεια αυτή, αλλά εκείνους τους ίδιους, που είχαν κατασαπίσει από τις συνήθειες αυτές και είχαν γίνει και από τον πηλό μαλακότεροι, αυτούς πρόσταξε να βαδίσουν τη στενή και γεμάτη θλίψεις οδό, την τραχεία και δύσκολη, και τους έπειθε. Και πόσους έπειθε; Όχι δύο και δέκα και είκοσι και εκατό, αλλά όλους σχεδόν τους ανθρώπους που κατοικούσαν στην υφήλιο. Και με ποιους τους έπειθε; Με ένδεκα ανθρώπους, αγράμματους, ιδιώτες, που δεν ήξεραν γλώσσες, που ήταν άσημοι και φτωχοί, που δεν είχαν πατρίδα, δεν είχαν χρήματα πολλά, ούτε δύναμη σωματική, ούτε παρελθόν ένδοξο, ούτε προγονική λαμπρότητα, ούτε δύναμη λόγου, ούτε ρητορική δεινότητα, ούτε την προστασία που προσφέρει η γνώση, αλλά ήταν άνθρωποι αλιείς, σκηνοποιοί, αλλόγλωσσοι. Γιατί δεν είχαν την ίδια γλώσσα με εκείνους που πίστευαν, αλλά μιλούσαν ξένη γλώσσα και διαφορετική από όλες τις άλλες, εννοώ την εβραϊκή γλώσσα, και με αυτούς οικοδόμησε την Εκκλησία, που εκτείνεται από το ένα άκρο μέχρι το άλλο άκρο της γης.

Και δεν είναι αυτό μόνο θαυμαστό, αλλά και το ότι οι λίγοι αυτοί ιδιώτες και φτωχοί και άσημοι και αγράμματοι και ταπεινοί και αλλόγλωσσοι και ευκαταφρόνητοι, που τους ανατέθηκε η διόρθωση όλης της οικουμένης και πήραν εντολή να την οδηγήσουν σε πολύ δυσκολότερα πράγματα, δεν τα έκαναν αυτά σε κατάσταση ειρήνης, αλλά μέσα στους άπειρους πολέμους που εξεγείρονταν εναντίον τους από παντού. Πραγματικά σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη· τι λέγω σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη; Σε κάθε σπίτι ξεσπούσε εναντίον τους πόλεμος. Γιατί γενόμενη αποδεκτή η διδασκαλία χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον αδελφό από τον αδελφό, τον δούλο από τον κύριο, τον αρχόμενο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα, τη γυναίκα από τον άνδρα, και τον πατέρα από τα παιδιά, γιατί δεν πείθονταν όλα αμέσως, δημιουργούσε καθημερινές έχθρες και συνεχείς πολέμους, προξενούσε σε αυτούς άπειρους θανάτους, και γινόταν αιτία να τους αποφεύγουν σαν εχθρούς και πολέμιους όλων. Καθόσον όλοι τους καταδίωκαν, βασιλείς, άρχοντες, ιδιώτες, ελεύθεροι, δούλοι, δήμοι, πόλεις· και όχι μόνο αυτούς, αλλά -το πιο φοβερό βέβαια- και εκείνους που μόλις είχαν ασπαστεί την πίστη, που λάμβαναν την κατήχηση από αυτούς. Είχε δηλαδή κηρυχτεί ένας κοινός πόλεμος εναντίον και των μαθητών και των διδασκάλων, επειδή η διδασκαλία φαινόταν αντίθετη και προς τα βασιλικά διατάγματα και προς τις συνήθειες και προς τα πατρικά έθιμα. Γιατί τους προέτρεπαν να μην προσκυνούν τα είδωλα, να καταφρονούν τους βωμούς, τους οποίους οι πατέρες τους και όλοι οι πρόγονοί τους λάτρευαν, να αποφεύγουν τα βδελυρά δόγματα, να περιφρονούν τις εορτές και να αποστρέφονται τις τελετές, πράγματα που θεωρούνταν από εκείνους και γεμάτα από πολλή φρίκη και πάρα πολύ φοβερά και για τα οποία θα έδιναν ακόμη και την ίδια τη ζωή τους, παρά να αποδεχθούν τους λόγους αυτών και να πιστέψουν σε Εκείνον που γεννήθηκε από τη Μαρία, σε Εκείνον που οδηγήθηκε στο ηγεμονικό δικαστήριο, που δέχτηκε εμπτυσμούς και έπαθε μύρια δεινά· σε εκείνον που υπέμεινε θάνατο καταραμένο, που τάφηκε και αναστήθηκε.

Και το παράδοξο είναι ότι τα πάθη Του ήταν γνωστά σε όλους,όπως τα μαστιγώματα, οι πληγές στα μάτια, οι ύβρεις που συνοδεύονταν από τους εμπτυσμούς στο πρόσωπο, τα ραπίσματα, ο σταυρός, τα πολλά χλευάσματα, η διακωμώδηση από όλους, η ταφή που επιτράπηκε να γίνει σαν χάρη, ενώ τα σχετικά με την Ανάσταση δεν ήταν ακόμη γνωστά(γιατί μετά την ανάστασή Του φανερώθηκε μόνο σε αυτούς)· αλλά όμως λέγοντάς τους αυτά, τους έπειθαν, και έτσι οικοδομούσαν την Εκκλησία. Πώς και με ποιον τρόπο; Με τη δύναμη Εκείνου που τους έδωσε αυτήν την εντολή. Γιατί Αυτός ήταν που βάδιζε μπροστά από αυτούς, Αυτός έκανε όλα τα δύσκολα εύκολα. Γιατί, αν δεν ήταν κάποια θεία δύναμη που κατόρθωνε αυτά, δεν θα ήταν δυνατό ούτε αρχή να λάβουν. Πώς δηλαδή θα ήταν δυνατό; Αλλά Εκείνος που είπε: «ας γίνει ο ουρανός» και έγινε ο λόγος έργο, και «ας θεμελιωθεί η γη», και παρήγαγε την ύλη, και «ας λάμψει ο ήλιος» και παρουσίασε το άστρο, και όλα τα έκαμε με τον λόγο Του, Αυτός φύτευσε και τις εκκλησίες αυτές· και ο λόγος Του εκείνος : «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», αυτός δημιούργησε το παν. Γιατί τέτοιοι είναι οι λόγοι του Θεού, δημιουργοί έργων, έργων θαυμαστών και παράδοξων.

Όπως ακριβώς δηλαδή είπε: «Κα επεν Θες· βλαστησάτω γ βοτάνην χρτου ας βλαστήσει η γη βοτάνη χόρτου σπερον σπρμα κατ γνος κα καθ’ μοιτητα, κα ξλον κάρπιμον ποιον καρπν, ο τ σπρμα ατο ν ατ κατ γνος π τς γς. Κα γνετο οτως(: και είπε ο Θεός, εκφράζοντας τη θεία και αγαθή βουλή Του ως πρόσταγμα: να βλαστήσει η γη χλόη, χορτάρι να φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας από τους οποίους να παράγει σπόρο ανάλογα με το είδος και την ποικιλία του, ώστε να διαιωνίζονται να φυτρώσουν δέντρα δασικά)να παράγουν ξυλεία) και οπωροφόρα, οι καρποί των οποίων να περιέχουν τα σπέρματά τους, το καθένα ανάλογα με το ιδιαίτερο είδος του· η χλόη, οι θάμνοι, τα δέντρα να καλύψουν την επιφάνεια της γης. Και ευθύς αμέσως το θείο πρόσταγμα έγινε έργο)» [Γέν.1,11] και όλα αμέσως έγιναν παράδεισος, όλα έγιναν λειβάδια και γέμισε από φυτά η γη που δέχτηκε το πρόσταγμα, έτσι και τώρα είπε: «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου» και με μεγάλη ευκολία έγινε αυτό.

Και ενώ οπλίζονταν εναντίον της τύραννοι, οι στρατιώτες πρόβαλλαν κατ’αυτής τα όπλα τους, τα πλήθη του λαού μαίνονταν με σφοδρότητα μεγαλύτερη εκείνης του πυρός, η συνήθεια αντιπαρατασσόταν, και οι ρήτορες και οι σοφιστές και οι πλούσιοι και οι ιδιώτες και οι άρχοντες ξεσηκώνονταν εναντίον της, ερχόμενος ο λόγος του Θεού με σφοδρότητα μεγαλύτερη της φωτιάς κατέκαυσε τα αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς και έσπειρε τον λόγο του κηρύγματος. Και ενώ άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στη φυλακή, άλλοι εξορίζονταν εκτός της πατρίδος, άλλων δημευόταν η περιουσία τους, άλλοι φονεύονταν και κατασφάζονταν, άλλοι ρίχνονταν στη φωτιά, άλλοι καταποντίζονταν στη θάλασσα και υπέμεναν κάθε είδος τιμωρίας ατιμαζόμενοι, απομακρυνόμενοι από τα σπίτια τους και διωκόμενοι από παντού σαν κοινοί εχθροί, εντούτοις άλλοι όλο και περισσότεροι προσέρχονταν, που όχι μόνο δεν έδειχναν απροθυμία στο να πιστέψουν εξαιτίας των όσων έπασχαν άλλοι, αλλά και προθυμότεροι γίνονταν, και πολύ περισσότερο πηδούσαν μέσα σ’ αυτά τα καλά δίχτυα, και έτσι ψαρεύονταν όχι εξαναγκαζόμενοι ούτε εκβιαζόμενοι, αλλά προστρέχοντας μόνοι τους και νιώθοντας ευγνωμοσύνη προς εκείνους που τους οδηγούσαν στον Χριστό· και ενώ έβλεπαν χειμάρρους αιμάτων να τρέχουν από εκείνους που είχαν ήδη πιστέψει, γίνονταν πιο θερμοί στην πίστη και πιο θαρραλέοι.

Και όχι μόνο οι μαθητές, αλλά και οι διδάσκαλοι, αν και άλλοι από αυτούς φυλακίζονταν, άλλοι διώκονταν, άλλοι μαστιγώνονταν και άλλοι έπασχαν μύρια άλλα κακά, καθημερινά οι μαθητές γίνονταν περισσότεροι και πολύ πιο σπουδαιότεροι. Και βροντοφωνάζει ο Παύλος λέγοντας: «Κα τος πλεονας τν δελφν ν Κυρίῳ πεποιθτας τος δεσμος μου περισσοτέρως τολμν φβως τν λγον λαλεν(:και οι περισσότεροι απ’ τους αδελφούς ενισχύθηκαν στην πίστη τους προς τον Κύριο και απέκτησαν θάρρος από τα δεσμά και τη φυλάκισή μου, ώστε να έχουν τώρα περισσότερη τόλμη να κηρύττουν άφοβα τον λόγο του Ευαγγελίου)» [Φιλιπ.1,14]. Και αλλού πάλι: «μες γρ μιμητα γενθητε, δελφο, τν κκλησιν, το Θεο τν οσν ν τ ουδαίᾳ ν Χριστ ησο, τι τ ατ πθετε κα μες π τν δων συμφυλετν καθς κα ατο π τν ουδαων, τν κα τν Κριον ποκτεινντων ησον κα τος δους προφτας, κα μς κδιωξντων, κα Θε μ ρεσκντων, κα πσιν νθρποις ναντων(:Τον δεχθήκατε ως λόγο Θεού, διότι εσείς, αδελφοί, γίνατε μιμητές των Εκκλησιών του Θεού που είναι στην Ιουδαία ενωμένες με τον Ιησού Χριστό. Και γίνατε μιμητές εκείνων, διότι κι εσείς πάθατε τα ίδια από τους ομοεθνείς σας, όπως κι εκείνοι από τους Ιουδαίους που δεν πίστεψαν στον Ιησού Χριστό. Αυτοί είναι που θανάτωσαν και τον Κύριο Ιησού και τους προφήτες τους, και καταδίωξαν σκληρά κι εμάς. Αυτοί και στον Θεό δεν αρέσουν, και τους ανθρώπους όλους εχθρεύονται, αφού καταπολεμούν τον Σωτήρα του κόσμου)» [Α΄Θεσ. 2,14-15]. Γράφοντας, πάλι, σε άλλους έλεγε τα εξής: « ναμιμνήσκεσθε δ τς πρότερον μέρας, ν ας φωτισθέντες πολλν θλησιν πεμείνατε παθημάτων, τοτο μν νειδισμος τε κα θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοτο δ κοινωνο τν οτως ναστρεφομένων γενηθέντες. κα γρ τος δεσμος μου συνεπαθήσατε κα τν ρπαγν τν παρχόντων μν μετ χαρς προσεδέξασθε, γινώσκοντες χειν ν αυτος κρείττονα παρξιν ν ορανος κα μένουσαν(:να θυμάστε τις προηγούμενες ημέρες κατά τις οποίες φωτιστήκατε με το βάπτισμα και με τη γνώση της αλήθειας και υπομείνατε πολλή άθληση και αγώνα παθημάτων και διωγμών. Από το ένα μεν μέρος με ονειδισμούς και ύβρεις και με θλίψεις σας θεάτριζαν και σας διαπόμπευαν· από το άλλο όμως μέρος με τη συμπάθεια και βοήθειά σας γίνατε συμμέτοχοι εκείνων, οι οποίοι έτσι καταδιώκονταν και ζούσαν εν μέσω θλίψεων και κατατρεγμών. Και πράγματι γίνατε και εσείς συμμέτοχοι των καταδιωκομένων για το όνομα του Χριστού· διότι και στα δεσμά μου, όταν ήμουνα στη φυλακή, δείξατε συμπάθεια, και την αρπαγή και τη δήμευση της περιουσίας σας δεχτήκατε με χαρά, επειδή γνωρίζατε ότι έχετε για τον εαυτό σας καλύτερη περιουσία στους ουρανούς, που είναι μόνιμη και αιώνια)» [Εβρ.10,32-34].

Είδες την υπερβολική δύναμη Εκείνου που ενήργησε αυτά; Όχι μόνο δηλαδή δεν λυπούνταν, όχι μόνο δεν θλίβονταν παθαίνοντας αυτά, αλλά και χαίρονταν και σκιρτούσαν και πηδούσαν από χαρά. Και γι’αυτά λοιπόν ο Παύλος λέγει αυτά, ότι δηλαδή την δήμευση της περιουσίας τη δέχτηκαν με ευχαρίστηση[Αυτόθι], ενώ ο Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων, μιλώντας για τους διδασκάλους, λέγει ότι «ο μν ον πορεύοντο χαίροντες π προσώπου το συνεδρίου, τι πρ το νόματος ατο κατηξιώθησαν τιμασθναι(:ύστερα λοιπόν από τις απειλές και την κακομεταχείριση αυτή που δέχθηκαν οι απόστολοι, έφυγαν από το συνέδριο με μεγάλη χαρά, διότι αξιώθηκαν να υποστούν ατιμωτική τιμωρία για χάρη του ονόματός Του)» [Πράξ.5,41].

Για τον εαυτό του πάλι ο Παύλος λέγει: «Νν χαρω ν τος παθμασ μου πρ μν κα νταναπληρ τ στερματα τν θλψεων το Χριστο ν τ σαρκ μου πρ το σματος ατο, στιν κκλησα(:η αποστολική μου δράση βέβαια εμποδίστηκε προς το παρόν, διότι είμαι φυλακισμένος. Αλλά τώρα, παρά τη φυλάκισή μου αυτή, χαίρομαι για τα παθήματα που υποφέρω για τη σωτηρία σας. Με τα παθήματά μου αυτά αναπληρώνω τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού, και πάσχω εγώ στο σώμα μου τα όσα δεν πρόφθασε να πάθει ο Χριστός. Και τα υποφέρω για χάρη του σώματος του Χριστού, το οποίο είναι η Εκκλησία)»[Κολ. 1,24]. Και γιατί θαυμάζεις που χαιρόταν για τα παθήματά του, τη στιγμή που και όταν επρόκειτο να υποστεί τον θάνατο όχι μόνο χαιρόταν, αλλά καλούσε και τους μαθητές να πάρουν μέρος στην ευφροσύνη, πράγμα που δείχνει ψυχή υπερβολικά ευφραινόμενη, λέγοντας τα εξής: «λλ᾿ ε κα σπένδομαι π τ θυσί κα λειτουργί τς πίστεως μν, χαίρω κα συγχαίρω πσιν μν· τ δ᾿ ατ κα μες χαίρετε κα συγχαίρετέ μοι(:αλλά κι αν ακόμη χύνω το αίμα μου ως σπονδή επάνω στη θυσία που προσφέρω στο Θεό ως λειτουργία – και η θυσία και η λειτουργία μου αυτή είναι η πίστη σας, την οποία αποκτήσατε και με τη δική μου συνδρομή και την οποία προσφέρω στο Θεό ως έργο ιερής λατρείας – χαίρομαι που γίνομαι σπονδή˙ και χαίρομαι μαζί με όλους σας για το σωτήριο αποτέλεσμα που θα έχετε. Ακριβώς λοιπόν το ίδιο να κάνετε κι εσείς. Μη λυπάστε καθόλου. Αλλά να χαίρεστε για την πίστη σας, και να χαίρεστε μαζί μου για το μαρτύριό μου)» [Φιλιπ.2,17-18].

Πες μας λοιπόν, τι συνέβηκε και γέμισες από τόση χαρά; «γ», λέγει, «γρ δη σπνδομαι, κα καιρς τς μς ναλσεως φστηκε (: εγώ τώρα χύνω το αίμα μου ως σπονδή και θυσία στον Θεό· και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κοντά)» [Β΄Τιμ.4,6].

Έτσι λοιπόν οικοδομούσαν σε όλα τα μέρη της γης την Εκκλησία. Αν και βέβαια κανείς δεν θα μπορούσε διωκόμενος και εμποδιζόμενος να κτίσει ούτε ένα τοίχο με λίθους και ασβέστη, όμως αυτοί οικοδόμησαν τόσες Εκκλησίες σε ολόκληρη την οικουμένη,δημευόμενοι, μαστιγούμενοι, σφαγιαζόμενοι, καιόμενοι, καταποντιζόμενοι μαζί με τους μαθητές τους. Και τις οικοδόμησαν όχι με λίθους, αλλά με ψυχές και προαιρέσεις, πράγμα που είναι πολύ πιο δύσκολο από του να κτίζει κανείς με λίθους. Γιατί δεν είναι ίσο το να κτίσεις έναν τοίχο και το να πείσεις να αλλάξει τρόπο ζωής μια ψυχή, που επί τόσα χρόνια είχε διαφθαρεί από τους δαίμονες και να απομακρυνθεί από τη μανία εκείνη και να οδηγηθεί σε μία τόσο μεγάλη σωφροσύνη. Αλλά όμως αυτό το κατόρθωσαν γυμνοί και ανυπόδητοι, περιερχόμενοι με ένα μόνο χιτώνα όλη την οικουμένη, γιατί είχαν σύμμαχο και βοηθό την ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου που είπε: «π ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τν κκλησίαν, κα πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και αθάνατη)» [Ματθ.16,18]

Απαρίθμησε λοιπόν πόσοι τύραννοι από τότε παρατάχτηκαν εναντίον της, πόσοι υπεκίνησαν φοβερότατους διωγμούς, σε ποια κατάσταση βρίσκονταν παλαιότερα όλα, τότε δηλαδή που μόλις είχε φυτευτεί η πίστη, τότε που οι διάνοιες των ανθρώπων ήταν πιο απαλές. Ειδωλολάτρες βασιλείς ήταν ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρωνας, ο Ουεσπασιανός, ο Τίτος και όλοι οι μετέπειτα μέχρι τους χρόνους του μακαρίου Κωνσταντίνου. Και όλοι αυτοί, άλλοι λιγότερο, και άλλοι περισσότερο, πολεμούσαν την Εκκλησία, οπωσδήποτε όμως όλοι την πολεμούσαν. Αν μερικοί από αυτούς φάνηκαν να ησυχάζουν έναντί τους, αυτό ακριβώς το γεγονός, το ότι ήταν οι βασιλείς γνωστοί για την ασέβειά τους, γινόταν αφορμή διωγμών, γιατί άλλοι τους κολάκευαν και τους υπηρετούσαν στον πόλεμο κατά της Εκκλησίας. Αλλά όμως όλες αυτές οι επιβουλές και οι επιθέσεις έσπασαν πιο εύκολα και από τον ιστό της αράχνης, διαλύθηκαν πιο γρήγορα και από τον καπνό και εξαφανίστηκαν και από τη σκόνη ταχύτερα. Γιατί με τα όσα κακά διέπραξαν, δημιούργησαν ένα πλήθος μαρτύρων και άφησαν στην Εκκλησία τους αθάνατους εκείνους θησαυρούς, τους στύλους, τους πύργους, και έγιναν για τους μεταγενέστερους πρόξενοι μεγάλης ωφέλειας, όχι μόνο όσο ζούσαν, αλλά και μετά τον θάνατό τους.

Είδες δύναμη προρρήσεως; «Και οι πύλες του άδη δεν θα υπερισχύσουν αυτής». Από αυτά πίστευε και για τα μελλοντικά, ότι δηλαδή κανείς δεν θα μπορέσει να τη νικήσει. Γιατί, αν δεν κατόρθωσαν να τη νικήσουν τότε που αποτελούνταν από λίγους και θεωρούνταν το πράγμα σαν καινοτομία, τότε που η διδασκαλία μόλις είχε παγιωθεί και τόσοι πόλεμοι και τόσες μάχες εξεγείρονταν από παντού εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη νικήσουν τώρα που κατέλαβε αυτή ολόκληρη την οικουμένη και κάθε τόπο και τα βουνά και τα λαγκάδια και τους λόφους, και αυτήν ακόμη τη θάλασσα και όλα τα υπό τον ήλιο έθνη, και η ασέβεια περιορίστηκε σε λίγους πλέον, αφού εξαφανίστηκαν και οι βωμοί και οι ναοί και τα είδωλα και οι εορτές και οι τελετές και ο καπνός και η κνίσα και τα βδελυρά πανηγύρια. Πώς λοιπόν ένα τόσο μεγάλο και τέτοιου είδους πράγμα μετά από τόσα εμπόδια και τόσο λαμπρό τέλος είχε, και είχε έκβαση τέτοια που επιβεβαιώνει την αλήθεια της προρρήσεως, αν δεν υπήρχε κάποια θεία και ακαταμάχητη δύναμη σε εκείνον που τα προείπε αυτά και τα πραγματοποίησε; Κανείς δεν θα μπορέσει να φέρει αντίρρηση σε αυτά, εκτός αν κάποιος παράφρονας, και στερείται και το φυσικό ακόμη λογικό.

Και όχι μόνο αυτές, αλλά και άλλες προρρήσεις ανακηρύττουν την ακαταμάχητη δύναμη αυτού. Καθόσον προείπε τα μέλλοντα με όλη την αλήθεια και τα πραγματοποίησε, και είναι αδύνατο να μην πραγματοποιηθεί κάτι από εκείνα που λέχτηκαν από Αυτόν. Είναι πιο εύκολο να καταστραφεί η γη και ο ουρανός, παρά να φανεί ότι κάτι από τους λόγους Του ή τις προρρήσεις Του λέχθηκε ψευδώς. Γι΄αυτό και αυτός, δηλώντας αυτό ακριβώς προτού ακόμη εκπληρωθούν οι προρρήσεις του, με τόση σαφήνεια αποφάνθηκε για τα όσα λέχθηκαν από Αυτόν, ώστε να πει: « ορανς κα γ παρελεύσονται, ο δ λόγοι μου ο μ παρέλθωσι(:ο ουρανός και η γη, που σας φαίνονται τόσο μόνιμα και στερεά, θα περάσουν και θα εκλείψουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα περάσουν, αλλά θα επαληθευθούν επακριβώς)» [Ματθ.24,35]. Και πολύ εύλογα. Γιατί δεν είναι απλά λόγια, αλλά λόγια του Θεού, δημιουργοί έργων. Έτσι δημιούργησε τον ουρανό, έτσι τη γη, έτσι τη θάλασσα, έτσι τον ήλιο, έτσι τα πλήθη των αγγέλων, έτσι τις άλλες αόρατες δυνάμεις. Και αυτό διασαφηνίζοντας ο προφήτης έλεγε: «Αυτός είπε και έγιναν, Αυτός πρόσταξε και κτίστηκαν», λέγοντας αυτά για όλη την κτίση, την άνω, την κάτω, την αισθητή, τη νοερή, τη σωματική, την ασώματη. Απέδειξε λοιπόν, όπως και προηγουμένως είπα, η πρόρρησή Του για την Εκκλησία, το μέγεθος, τον όγκο και την υπερβολή της αλήθειας, της πρόνοιας, της αγαθότητας και της κηδεμονίας Αυτού.

Εμπρός λοιπόν και άλλη πρόρρηση ας εξετάσουμε που διαλάμπει περισσότερο και από τον ήλιο και είναι και από την ακτίνα φανερότερη, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων και επεκτείνεται σε όλες τις επερχόμενες γενεές, όπως ακριβώς και η προηγούμενη. Γιατί τέτοιες είναι οι περισσότερες προρρήσεις Αυτού. Δεν τελειώνουν δηλαδή σε σύντομο χρόνο ούτε πραγματοποιούνται σε μία μόνο γενεά, αλλά επεκτείνονται σε όλους τους ανθρώπους, και σε αυτούς που ζουν τώρα και σε εκείνους που θα έλθουν αμέσως και στους μετά από εκείνους και στους μετά από αυτούς πάλι και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου και παρέχουν σε όλους τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη δύναμη της αλήθειάς τους, όπως ακριβώς και η προηγούμενη. Γιατί από την ημέρα που λέχτηκε μέχρι τη συντέλεια του αιώνος παραμένει σταθερή και αμετακίνητη, ανθεί και λάμπει και καθημερινά ακμάζει και αυξάνεται και αποκτά μεγαλύτερη δύναμη, δίνοντας τη δυνατότητα σε όλους, από την εποχή εκείνου μέχρι τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού, να καρπώνονται από αυτήν αγαθά και να δρέπουν απερίγραπτη ωφέλεια. Πράγματι και οι πριν από μας και οι πριν από εκείνους και όλοι οι πριν από εκείνους γνώρισαν τη δύναμή της, βλέποντας από το ένα μέρος τους πολέμους να ξεσπούν εναντίον της και τους κινδύνους και τις ταραχές και τους θορύβους και τα κύματα και τις κακοκαιρίες, και από το άλλο προσέχοντας αυτήν να μην καταποντίζεται, να μη νικιέται, να μην υποτάσσεται, να μη σβήνει, αλλά να ανθεί, να αυξάνεται και να φτάνει σε μεγαλύτερο ύψος.

Αλλά και αυτή που πρόκειται να σας πω τώρα, είναι τέτοια, που μπορεί να δείξει τη δύναμη και την αλήθεια των όσων λέχτηκαν από εκείνον. Ποια όμως είναι αυτή; Κάποτε, αφού μπήκε στον ναό των Ιουδαίων, που ανθούσε τότε και έλαμπε πάρα πολύ από παντού εξαιτίας του χρυσού και του κάλλους και του μεγέθους των οικοδομών, έχοντας και όλη την άλλη πολυτέλεια από την τέχνη και τα υλικά, και ενώ οι μαθητές τα θαύμαζαν αυτά, τι λέγει Αυτός; «Ο βλέπετε τατα πάντα; μν λέγω μν, ο μ φεθ δε λίθος π λίθον, ς ο καταλυθήσεται(:Δεν βλέπετε με θαυμασμό όλα αυτά τα ωραία κτίρια; Αληθινά σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην γκρεμιστεί κάτω)»[Ματθ.24,2], εννοώντας την καταστροφή αυτού αργότερα, την πανωλεθρία, την ερήμωση, τα ερείπια του ναού που υπάρχουν σήμερα στα Ιεροσόλυμα. Πραγματικά όλα εκείνα τα λαμπρά και περιφανή οικοδομήματα έχουν γίνει ερείπια. Είδες και με τα δύο τη μεγάλη και απερίγραπτη δύναμή Του, και με το ότι οικοδομεί και αυξάνει εκείνους που Τον υπηρετούν πιστά, και με το ότι ταπεινώνει και καταστρέφει και ξερριζώνει εκείνους που αντιτίθενται σε Αυτόν; Γιατί πουθενά δεν υπήρχε τέτοιος ναός ούτε τόσο φημισμένος και που να απολάμβανε τόση τιμή. Καθόσον όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν σε όλα τα μέρη της γης και στα πέρατα ακόμη του κόσμου, εκεί κατέφταναν την παλαιά εποχή, φέροντας δώρα και θυσίες και προσφορές και απαρχές και άλλα πολλά και με τον πλούτο όλου του κόσμου καλλώπιζαν τον ναό. Και οι προσήλυτοι ακόμη Ιουδαίοι από όλα τα μέρη της γης εκεί συνέρρεαν, και ήταν πολύ ξακουστό το όνομα του τόπου, φθάνοντας μέχρι τα έσχατα της γης. Αλλά όμως ένας λόγος του Χριστού τα κατέστρεψε όλα εκείνα και τα εξαφάνισε και τα έκανε να φύγουν από τη μέση σαν σκόνη· και εκεί που δεν επιτρεπόταν σε όλους τους Ιουδαίους να εισέλθουν, ή καλύτερα ούτε και σε όλους τους ιερείς, αλλά σε έναν μόνο, στον αρχιερέα, και σε αυτόν μία φορά μόνο το έτος, με στολή και στεφάνια και μίτρα και με όλη την άλλη ιερή αμφίεσή του, τώρα μπορούν να μπαίνουν και πόρνοι και κίναιδοι και φίλοι των παλλακίδων και μοιχοί, χωρίς κανείς να τους εμποδίζει· γιατί πέφτοντας ο λόγος εκείνος όλα τα κατέστρεψε και τα εξαφάνισε, και τόσο μόνο μέρος μένει από τον ναό, όσο για να δείχνει πού ήταν ο ναός την παλαιά εποχή.

Σκέψου λοιπόν πόση δύναμη δείχνει και αυτό. Γιατί, εκείνοι που τόσα πολλά κατόρθωσαν, που νίκησαν έθνη και βασιλείς και σε πολλές περιπτώσεις επικράτησαν εντελώς αναίμακτα, που έστησαν τρόπαια αμέτρητα πρωτάκουστα και παράδοξα, αυτοί που από τότε μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να οικοδομήσουν έναν ναό, και όλα αυτά αν και υπήρξαν πολλοί βασιλείς που τους συμπαραστάθηκαν και είναι αυτοί ένα τόσο μεγάλο πλήθος διασκορπισμένο σε όλη τη γη και έχουν τόσα πολλά χρήματα στη διάθεσή τους. Είδες πως εκείνα που τα οικοδόμησε Αυτός, κανείς δεν τα κατέστρεψε, και εκείνα που τα κατέστρεψε, κανείς δεν μπόρεσε να τα οικοδομήσει; Οικοδόμησε την Εκκλησία και κανείς δεν μπορεί να την καταστρέψει. Κατέστρεψε τον ναό και κανείς δεν μπορεί να τον οικοδομήσει και μάλιστα μέσα σε τόσα πολλά χρόνια.

Αν και βέβαια επιχείρησαν και αυτήν να την καταστρέψουν, αλλά δεν μπόρεσαν· και εκείνον προσπάθησαν να τον ανοικοδομήσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Και επιτράπηκε και αυτό, για να μην μπορεί κανείς να λέγει ότι αν επιχειρούσαν να τον ξανακτίσουν, θα μπορούσαν. Να λοιπόν και επιχείρησαν και τίποτε δεν μπόρεσαν να κάνουν. Πραγματικά στις ημέρες μας ο βασιλεύς εκείνος που ξεπέρασε όλους τους άλλους στην ασέβεια[πρόκειται μάλλον για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη] και τους έδωσε την άδεια να τον κτίσουν και τους βοήθησε οικονομικά και άρχισαν το έργο της ανοικοδομήσεως, αλλά όμως δεν μπόρεσαν ούτε στο ελάχιστο να προχωρήσουν, γιατί φωτιά ξεπήδησε από τα θεμέλια του ναού και τους απομάκρυνε όλους[Η επιχείρηση αυτή έγινε τον χειμώνα των ετών 362-363 μ.Χ.].

Το ότι θέλησαν να τον ανοικοδομήσουν απόδειξη αυτού είναι το ότι μέχρι σήμερα υπάρχουν τα θεμέλια απογυμνωμένα, για να μάθεις, ότι επιχείρησαν να σκάψουν, δεν μπόρεσαν όμως να τον κτίσουν, γιατί η απόφαση αυτή του Χριστού αντιστρατευόταν στην ενέργειά τους αυτή. Αν και βέβαια ο ναός αυτός είχε καταστραφεί και νωρίτερα, αλλά κτίστηκε μετά από εβδομήντα χρόνια αμέσως μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία, και έγινε πιο λαμπρός από τον προηγούμενο, και αυτό το είπαν οι προφήτες και το προείπαν προτού να γίνει. Τώρα όμως έχουν περάσει πάνω από τετρακόσια χρόνια και ούτε καμία σκέψη υπάρχει ούτε προσδοκία ούτε ελπίδα ότι θα ανοικοδομηθεί πάλι ο ναός. Και βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να τους εμποδίσει, εκτός από τη θεία δύναμη που αντιτίθεται; Δεν υπάρχει αφθονία χρημάτων σε αυτούς; Δεν έχει αμέτρητους θησαυρούς ο πατριάρχης τους εισπράττοντας φόρους από όλους όπου και αν βρίσκονται αυτοί; Δεν είναι το έθνος τους θρασύ, αδιάντροπο, φιλόνεικο, γεμάτο αυθάδεια και φιλοπόλεμο; Δεν υπάρχουν πολλοί Ιουδαίοι στην Παλαιστίνη, δεν υπάρχουν πολλοί στη Φοινίκη, δεν υπάρχουν πολλοί σε όλα τα μέρη του κόσμου;Πώς λοιπόν δεν κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν ένα ναό, τη στιγμή που έβλεπαν ότι εξαιτίας αυτού του πράγματος η λατρεία τους ήταν παντού δεσμευμένη, τα ιουδαϊκά έθιμα είχαν εξαφανιστεί, και οι θυσίες και οι προσφορές και όλα τα άλλα τα σχετικά με αυτά που διέτασσε ο νόμος είχαν καταργηθεί και είχαν πάψει; Γιατί δεν επιτρεπόταν ούτε βωμό να στήσουν ούτε θυσία να προσφέρουν ούτε σπονδές να κάνουν ούτε πρόβατο να θυσιάσουν ούτε θυμίαμα να προσφέρουν ούτε ανάγνωση του νόμου να κάνουν, ούτε εορτή να επιτελέσουν ούτε και τίποτε άλλο παρόμοιο να κάνουν έξω από τα πρόθυρα του ναού.

Αλλά και όταν βρέθηκαν κάποτε στη Βαβυλώνα αιχμάλωτοι και αναγκάζονταν από τους εχθρούς να ψάλλουν, δεν υποχώρησαν, ούτε και υπάκουσαν, αν και ήταν αιχμάλωτοι και δούλοι σε κυρίους που τους κακοποιούσαν· αλλά και όταν έχασαν την πατρίδα τους και την ελευθερία τους και κινδύνευε και αυτή ακόμη η ζωή τους και βρίσκονταν εγκαταλειμμένοι στα χέρια των κατακτητών σαν σε κάποια παγίδα και προτρέπονταν να ψάλλουν με τα όργανα την ωδή εκείνη, έλεγαν τα εξής: «π τν ποταμν Βαβυλνος κε καθίσαμεν κα κλαύσαμεν ν τ μνησθναι μς τς Σιών. π τας τέαις ν μέσ ατς κρεμάσαμεν τ ργανα μν· τι κε πηρώτησαν μς ο αχμαλωτεύσαντες μς λόγους δν κα ο παγαγόντες μς μνον· σατε μν κ τν δν Σιών. πς σωμεν τν δν Κυρίου π γς λλοτρίας;(: στα ποτάμια της Βαβυλώνας κοντά στις όχθες του Ευφράτου, του Τίγρητος και των παραποτάμων τους καθίσαμε θλιμμένοι και κλάψαμε, όταν θυμηθήκαμε εμείς οι αιχμάλωτοι την προσφιλή μας Σιών. Στις ιτιές οι οποίες υψώνονται κοντά στις όχθες των ποταμών που ρέουν στο μέσο της χώρας αυτής, κρεμάσαμε τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούμε στη λατρεία του Θεού. Και αυτό διότι εκεί μας ζήτησαν αυτοί, οι οποίοι μας αιχμαλώτισαν, ωδές δια του στόματος στην ιερή λατρεία αδόμενες, και αυτοί που μας απήγαγαν από την πατρίδα μας μας ζήτησαν ύμνο μουσικό και εναρμόνιο και μας έλεγαν: “Ψάλλετε προς διασκέδασή μας, από τα άσματα που ψάλλατε όταν ήσασταν στην πατρίδα σας τη Σιών. Πώς θα ψάλλουμε την ιερή ωδή του Κυρίου, η οποία μόνο σε ιερό χώρο πρέπει να ακούγεται, πώς θα την ψάλλω σε χώρα ξένη, μολυσμένη από τη λατρεία ψευδών θεών;”)» [Ψαλμ.136,1-4]. Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν το έκαναν, επειδή δεν είχαν τα όργανα· γιατί οι ίδιοι είπαν την αιτία, λέγοντας: «Πώς να ψάλλουμε την ωδή του Κυρίου σε ξένη γη;». Αλλά και τα όργανα τα είχαν μαζί τους. Γιατί, λέγει, «επάνω στις ιτιές, που υψώνονται δίπλα στα ποτάμια, κρεμάσαμε τα όργανά μας» [:αυτόθι].

Ακόμη ούτε και να νηστεύουν τους επιτρεπόταν. Και αυτό για δήλωση ο προφήτης έλεγε: «Επέ πρς παντα τν λαν τς γς κα πρς τος ερες λέγων· ἐὰν νηστεύσητε κόψησθε ν τας πέμπταις ν τας βδόμαις, κα δο βδομήκοντα τη μ νηστείαν νενηστεύκατέ μοι;(:πες προς όλον τον λαό της χώρας και τους ιερείς τα ακόλουθα: “Εάν νηστεύσετε ή εάν αρχίσετε οδυρμούς και θρήνους κατά τον πέμπτο ή τον έβδομο μήνα, δεν έχετε να ωφεληθείτε τίποτε. Να· επί εβδομήντα έτη έχετε νηστέψει· νηστεύατε όμως μήπως για Εμένα, τον Κύριο;”)» [Ζαχ.7,5].

Το ότι όμως δεν επιτρεπόταν ούτε να θυσιάζουν ούτε να κάνουν σπονδές άκουσε τους Τρεις Παίδες που λέγουν: «Κα οκ στιν ν τ καιρ τούτ ρχων κα προφήτης κα γούμενος, οδ λοκαύτωσις οδ θυσία οδ προσφορ οδ θυμίαμα, ο τόπος το καρπσαι νώπιόν σου κα ερεν λεος(: και κατά την εποχή αυτήν δεν υπάρχει πλέον σε μας ούτε πολιτικός ηγέτης, ούτε προφήτης, ούτε θρησκευτικός αρχηγός· ούτε θυσία ολοκαυτώματος προσφέρεται, ούτε άλλη αιματηρή θυσία, ούτε θυσία αναίμακτη, ούτε θυμίαμα, αλλά ούτε και τόπος «ναός και θυσιαστήριο», στον οποίο να προσφέρουμε τα πρωτογεννήματά μας ενώπιόν Σου και να λάβουμε το έλεος και την ευσπλαχνία Σου)» [Δαν.3,38 και Β14]. Δεν είπε: «δεν υπάρχει ιερέας», γιατί υπήρχαν ιερείς, αλλά για να μάθεις ότι το παν εξαρτώνταν από τον τόπο και ότι όλη η νομοθεσία συνδεόταν με αυτόν, είπε: «δεν υπάρχει τόπος».

Και γιατί λέγω δεν επιτρεπόταν να θυσιάζουν και να προσφέρουν σπονδές; Δεν τους επιτρεπόταν ούτε τον νόμο απλώς να αναγνώσουν, πράγμα για το οποίο κατηγορώντας τους κάποτε ένας άλλος προφήτης, έλεγε: «Κα νέγνωσαν ξω νόμον κα πεκαλέσαντο μολογίας. παγγείλατε τι τατα γάπησαν ο υο σραήλ, λέγει Κύριος(:και οι ιερείς σας ανέγνωσαν όχι τον θείο αλλά τον ειδωλολατρικό νόμο, και προκάλεσαν τις σύμφωνα με αυτόν τον νόμο συνθήκες προς τα είδωλα. Λοιπόν εσείς, οι Προφήτες, αναγγείλετε ευρύτερα, ώστε να γίνει γνωστό και φανερό σε όλους, ότι τέτοια ολόψυχη σπουδή και τέτοιο θερμό ζήλο προς τα είδωλα έδειξαν οι Ισραηλίτες, λέγει ο Κύριος)» [Αμώς, 4,5]· αλλά ούτε το Πάσχα ούτε την Πεντηκοστή ούτε τη Σκηνοπηγία ούτε και κανένα άλλο παρόμοιο μπορούσαν να επιτελέσουν.

Έτσι λοιπόν, αν και γνώριζαν ότι όλα αυτά τους τα απέκλεισε η ερήμωση του τόπου, και ότι επιχειρώντας να κάνουν κάτι από όλα αυτά, το επιχειρούν παράνομα και γι΄αυτό και τιμωρούνται, όμως δεν μπόρεσαν να ανοικοδομήσουν τον ναό, μέσα στον οποίο επιτρεπόταν να επιτελούν όλα αυτά σύμφωνα με τον νόμο. Γιατί η δύναμη του Χριστού που οικοδόμησε την Εκκλησία, αυτή κατέστρεψε και αυτόν. Και αυτό το προείπε ο προφήτης, ότι δηλαδή θα έλθει ο Χριστός και θα τα κάμει όλα αυτά, αν και έζησε μετά την αιχμαλωσία. Άκουσε λοιπόν και τι λέγει: «διότι κα ν μν συγκλεισθήσονται θύραι, κα οκ νάψεται τ θυσιαστήριόν μου δωρεάν· οκ στι μου θέλημα ν μν, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, κα θυσίαν ο προσδέξομαι κ τν χειρν μν. διότι π νατολν λίου ως δυσμν τ νομά μου δεδόξασται ν τος θνεσι, κα ν παντ τόπ θυμίαμα προσάγεται τ νόματί μου κα θυσία καθαρά, διότι μέγα τ νομά μου ν τος θνεσι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ(:διότι και μεταξύ σας θα κλειστούν τελείως οι θύρες του ναού και δεν θα ανάψει το θυσιαστήριό μου μάταια, όπως γίνεται σήμερα. Δεν αισθάνομαι καμία ευαρέσκεια σε σας, λέγει ο Κύριος Παντοκράτωρ. Και θυσία δεν θα δεχτώ ευχαρίστως από τα χέρια σας. Ναι· δεν θα δεχτώ από τα βέβηλα χέρια σας θυσία· διότι σε όλο τον κόσμο, από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου, το όνομά μου έχει δοξαστεί μεταξύ των εθνών που επιστρέφουν προς Εμένα, και σε κάθε τόπο προσφέρεται θυμίαμα λατρείας στο όνομά μου και θυσία καθαρή, μη μολυσμένη από αίματα και καπνούς και κνίσα κατακαιομένων σαρκών και λίπους· διότι μέγα είναι το όνομά μου μεταξύ των εθνών, λέγει ο Παντοκράτωρ Κύριος)»[Μαλαχ.1,10-11]. Είδες με πόση σαφήνεια και τον Ιουδαϊσμό απέρριψε και έδειξε τον Χριστιανισμό να διαλάμπει και να επεκτείνεται σε όλη τη γη;

Αλλά και τον τρόπο της λατρείας δήλωσε ένας άλλος προφήτης: «κ περάτων ποταμν Αθιοπίας προσδέξομαι ν διεσπαρμένοις μου, οσουσι θυσίας μοι(:τους εθνικούς, που θα επιστρέφουν και θα προέρχονται από τα απομακρυσμένα μέρη, από τα οποία τρέχουν οι ποταμοί της Αιθιοπίας, θα τους δεχτώ· αυτοί είναι όσοι εθνικοί λαοί έχουν πιστέψει από τους ευσεβείς κήρυκες, που έχουν σκορπιστεί από Εμένα. Αυτοί θα μου προσφέρουν θυσίες ως δείγμα αφοσιώσεως και υποταγής όσων είναι πιστοί σε Εμένα)» [Σοφ.3,10]· και άλλος πάλι λέγει: «Παρθένος το σραλ σφαλεν π τς γς ατο, οκ στιν ναστήσων ατήν(:ο ισραηλιτικός λαός, ο οποίος για την προηγούμενη πίστη και ευσέβειά του ήταν ως παρθένος αγνή και καθαρή, σκόνταψε, έπεσε στη γη του, διεφθάρη λόγω της ειδωλολατρίας, και δεν υπάρχει πλέον άνθρωπος, ο οποίος θα τη βοηθησει να σηκωθεί από την πτώση)»[Αμώς 5,2].

Αλλά και ο Δανιήλ τα διηγείται όλα αυτά με σαφήνεια, ότι δηλαδή όλα θα καταργηθούν και η θυσία και η σπονδή και το χρίσμα και οι εντολές. Αλλά αυτά,όταν θα μιλήσω προς τους Ιουδαίους θα τα αναπτύξω σαφέστερα και εκτενέστερα· τώρα όμως ας συνεχίσουμε τον δρόμο που βαδίζουμε, διορθώνοντας τη φιλονεικία των ανόητων ειδωλολατρών. Δεν σου μίλησα ούτε για τις αναστάσεις των νεκρών ούτε για τους λεπρούς που καθαρίστηκαν, για να μη λες: «όλα αυτά είναι ψευδή, κομπασμός και μυθεύματα. Ποιος τα είδε; Ποιος τα άκουσε; Εκείνοι που είπαν ότι σταυρώθηκε και ότι δέχθηκε πλήγματα στα μάτια, αυτοί τα είπαν αυτά». Πώς λοιπόν για εκείνα τους θεωρείς αξιόπιστους, ενώ γι’αυτά απορρίπτεις τα λεγόμενα σαν να μην έγιναν τάχα; Αν και βέβαια, αν αυτά τα έγραφαν για χάρη του διδασκάλου, υπερηφανευόμενοι χωρίς λόγο και άσκοπα, θα αποσιωπούσαν τα θλιβερά γεγονότα και εκείνα που θεωρούνται από τους πολλούς επονείδιστα. Τώρα όμως για να δείξουν την αλήθεια αυτών, μίλησαν πολύ εκτεταμένα για εκείνα και τα διηγήθηκαν όλα με ακρίβεια και πολλή λεπτομέρεια, χωρίς να παρατρέξουν τίποτε το ασήμαντο ή σπουδαίο· και τα σημεία βέβαια και τα θαύματα τα περισσότερα τα παρέλειψαν, τα παθήματα όμως και εκείνα που θεωρούνται επονείδιστα, με τα οποία ασχολούνται κυρίως, όλα τα διηγήθηκαν όλοι με ακρίβεια.

Όμως εγώ δεν ανέφερα τίποτε από αυτά, εννοώ τα θαύματα και τα σημεία, για να φράξω όσο το δυνατό και περισσότερο κάθε αδιάντροπη γλώσσα, αλλά εκείνα που είναι φανερά τώρα, εκείνα που βρίσκονται τώρα προ των οφθαλμών μας, εκείνα που είναι φανερότερα και από τον ήλιο, εκείνα που είναι διεσπαρμένα σε ολόκληρη την οικουμένη, που κυρίευσαν ολόκληρο τον κόσμο και που κατορθούμενα υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινη φύση και τα οποία είναι έργα μόνο του Θεού, αυτά μόνο ανέφερα. Τι λες; Δεν ανέστησε νεκρούς; Μήπως μπορείς να πεις και αυτό, ότι δεν υπάρχουν οι Εκκλησίες σε κάθε μέρος της γης; Μήπως ότι δεν επιβουλεύτηκαν; Μήπως ότι δεν κυριαρχούν και δεν υπερισχύουν παντού; Αλλά όπως δεν μπορείς να πεις ότι δεν υπάρχει ήλιος, έτσι ούτε αυτά μπορείς να τα αρνηθείς. Τι λοιπόν; Την καταστροφή του ιουδαϊκού ναού δεν τη βλέπεις που βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλης της οικουμένης; Γιατί δεν κάνεις τη σκέψη: «Αν δεν υπήρχε Θεός, και μάλιστα ισχυρός, πώς θα αυξάνονταν τόσο πολύ, παρά τις ενοχλήσεις, αυτοί που πιστεύουν σε αυτόν, ενώ εκείνοι που Τον σταύρωσαν και Τον πολέμησαν,τόσο πολύ ταπεινώθηκαν, ώστε να στερηθούν και την πατρίδα τους, και περιφέρονται σήμερα παντού σαν αλήτες και φυγάδες και πλανόδιοι, και κανένας χρόνος δεν τους απάλλαξε από κανέα από αυτά;». Αν και βέβαια αυτοί, αυτοί οι Ιουδαίοι, και πόλεμο κήρυξαν εναντίον των Ρωμαίων και τα όπλα σήκωσαν εναντίον τους και για μακρό χρονικό διάστημα συνέχισαν την πολεμική τους αντιπαράθεση και για κάποιο χρόνο επεκράτησαν και δημιούργησαν στους τότε αυτοκράτορες πολλά και μεγάλα προβλήματα· τόσο μεγάλη ήταν η δύναμή τους. Αλλά όμως αυτοί που πολέμησαν εναντίον τόσων βασιλέων και παρατάχθηκαν εναντίον τους, που διέθεταν τόση χρηματική δύναμη και όπλα και στρατιώτες, και εξεδίωξαν και στρατηγούς και μύριους άλλους, δεν μπόρεσαν να ανοικοδομήσουν ένα ναό. Συναγωγές βέβαια έκτισαν σε πολλές πόλεις, τον ναό όμως, που έδινε το κύρος στο πολίτευμά τους και στον οποίο συνήθιζαν να επιτελούν τα πάντα, και από τον οποίο συγκροτούνταν ο Ιουδαϊσμός, αυτόν μόνο δεν μπόρεσαν να τον ανοικοδομήσουν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Λόγοι δογματικοί, Κατά εθνικών και Ιουδαίων,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1988, τόμος 34, σελίδες 13-95.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 3, Κατά Ιουδαίων και εθνικών περί της θεότητος του Χριστού, σελ. 13-51.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Ιερός Χρυσόστομος (Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ)

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.

Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που και εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία. Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θα αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο να αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σε όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι…

Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε να αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στον δύσκολο. Και όλα αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο!

Ασφαλώς δεν συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους. Μάλλον τα αντίθετα τους συμβαίνουν. Όσο δηλαδή ζουν και ευδοκιμούν οι ίδιοι, το έργο τους προοδεύει. Όταν όμως πεθάνουν, καταστρέφεται μαζί τους ό,τι δημιούργησαν. Και αυτό το παθαί­νουν όχι μόνο οι πλούσιοι ούτε μόνο οι άρχοντες, αλλά και οι κυβερνήτες ακόμα. Γιατί και οι νόμοι τους καταλύονται και η μνήμη τους σβήνει και το ό­νομά τους ξεχνιέται και οι έμπιστοι άνθρωποί τους παραγκωνίζονται.

Αυτά συμβαίνουν σε εκείνους, που πρώτα με ένα νεύμα κυβερνούσαν λαούς και οδηγούσαν στον πό­λεμο ολόκληρες στρατιές. Σ’ εκείνους, που καταδίκαζαν σε θάνατο και ανακαλούσαν εξόριστους. Στον Κύριο όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο. Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Εσταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.

Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά να αρνηθούν τον Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού.

Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Εσταυρωμένο ομολογούν. Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες. Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκρά­τορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα ε­γκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασι­λιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέ­πονται γι’ αυτό, αλλά και καυχώνται. Καυχώνται όχι μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι απόγονοί τους.

Όταν οι μαθητές του Χριστού ήταν μόνο δώδε­κα και δεν υπήρχε στη σκέψη κανενός η Εκκλησία, όταν ακόμα η ιουδαϊκή συναγωγή ανθούσε και η ασεβής ειδωλολατρία κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη, ο Κύριος είχε προφητέψει απευθύνοντας τα εξής λόγια στον Πέτρο: «π ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τν κκλησίαν, κα πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως που ομολόγησες, και έγινες με την ομολογία σου αυτή ο πρώτος λίθος της πνευματικής μου οικοδομής, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και αθάνατη)» [Ματθ. 16,18].

Διαπιστώνεις την αλήθεια αυτής της προφητείας; Βλέπεις την εκπλήρωσή της; Σκέψου πόσο σημαντικό γεγονός είναι η εξάπλωση της Εκκλησίας σχεδόν σε όλη τη γη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σκέψου πώς άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πώς κατάργησε προγονικά έθιμα, πώς απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πώς σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πώς εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πώς οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών.

Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια. Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η με­ταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύ­γκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής.

Είχε δηλα­δή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή. Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, α­πό τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαι­ότερους προγόνους, ακόμα και όσα είχαν παραλά­βει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλα αυτά συμ­φώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετι­κά δύσκολο.

Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο. Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νη­στεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδη­γούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από τον θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απο­μάκρυνε από τον φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλί­ψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σε αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων.

Γιατί δεν έ­γιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σε άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθει­ες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ’ αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν! Πόσους έπεισε; Όχι μόνο δύο ή δέκα ή είκοσι ή εκατό, αλλά αμέτρητους. Και με ποιους τους έπεισε; Με δώδεκα ανθρώπους αμόρφωτους, ακαλλιέρ­γητους, άσημους, φτωχούς, χωρίς περιουσία, χω­ρίς σωματική δύναμη, χωρίς δόξα, χωρίς λαμπρή καταγωγή, χωρίς ρητορική ικανότητα. Με δώδεκα ανθρώπους που ήταν ψαράδες, σκηνοποιοί, αλλό­γλωσσοι. Γιατί ούτε καν την ίδια γλώσσα δεν είχαν με τους ειδωλολάτρες. Μιλούσαν την εβραϊκή, που ήταν πολύ διαφορετική απ’ όλες τις άλλες γλώσ­σες.

Με αυτούς λοιπόν τους δώδεκα οικοδομήθηκε η Εκκλησία και απλώθηκε στα πέρατα της οικου­μένης. Και δεν είναι μόνο τούτο το θαυμαστό, αλλά και το ότι αυτοί οι λίγοι, οι φτωχοί, οι αμόρφωτοι και περιφρονημένοι, που βάλθηκαν να αλλάξουν την ανθρωπότητα, δεν έκαναν ανενόχλητοι το έργο τους. Από παντού αντιμετώπιζαν αναρίθμητους πολέμους. Τους πολεμούσαν σε κάθε έθνος και σε κάθε πόλη. Αλλά τί λέω για έθνη και πόλεις; Σε κάθε σπίτι ξεσηκωνόταν πόλεμος εναντίον τους. Η διδασκαλία τους χώριζε πολλές φορές το παιδί από τον πατέρα, τη νύφη από την πεθερά, τον ένα αδελφό από τον άλλο, τον δούλο από τον αφέ­ντη, τον υπήκοο από τον άρχοντα, τον άνδρα από τη γυναίκα και τη γυναίκα από τον άνδρα. Στην κάθε οικογένεια δεν πίστευαν όλοι ταυτόχρονα, και έτσι οι χριστιανοί υπέμεναν καθημερινές διαμάχες, ακατάπαυστες εχθρότητες, μύριους θανάτους. Σαν κοινούς αντιπάλους και εχθρούς όλοι τους πολεμούσαν. Τους καταδίωκαν οι βασιλιάδες, οι άρχοντες, οι υπήκοοι, οι ελεύθεροι, οι δούλοι, οι όχλοι, οι πόλεις. Και δεν καταδίωκαν μόνο τους ίδι­ους, αλλά – πράγμα φοβερό – καταδίωκαν ακόμα και τους νεόφυτους κατηχούμενους, εκείνους δη­λαδή που μόλις είχαν πιστέψει.

Προξενούσε φρίκη και οργή στους ειδωλολάτρες η σκέψη να εγκαταλείψουν τους βωμούς, να περι­φρονήσουν τις θυσίες, που όλοι οι πατέρες και οι πρόγονοί τους τελούσαν, και να πιστέψουν στον Κύριο. Να πιστέψουν σε Αυτόν που έλαβε ανθρώ­πινη σάρκα από την Παρθένο Μαρία, που δικά­στηκε από τον Πιλάτο, που έπαθε αναρίθμητα δει­νά κι εξευτελισμούς, που υπέμεινε τον ατιμωτικό θάνατο, που ενταφιάστηκε και αναστήθηκε.

Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι ενώ τα πάθη του Κυρίου ήταν αναμφισβήτητα -πολλοί είχαν δει τις μαστιγώσεις, τα χτυπήματα, τα φτυσίματα, τα ραπίσματα, τον σταυρό, τους χλευασμούς, τον τά­φο-, δεν συνέβαινε το ίδιο και με την ανάσταση.

Ο Κύριος, μετά από την ανάστασή Του, εμφανίστηκε μόνο σε μαθητές. Παρά το γεγονός αυτό, μιλούσαν για την ανάσταση και έπειθαν τους λαούς και οικο­δομούσαν την Εκκλησία. Πώς; Με ποιόν τρόπο; Με τη δύναμη του Κυρίου, που τους έστειλε να κηρύ­ξουν το ευαγγέλιό Του στα έθνη. Αυτός ήταν που τους άνοιξε τον δρόμο. Αυτός διευκόλυνε το δύσκο­λο έργο τους. Αν δεν τους βοηθούσε η θεία δύναμη, ούτε καν θα άρχιζε η διάδοση του χριστιανισμού. Γιατί ενώ οι τύραννοι οπλίζονταν εναντίον της Εκκλησίας, ενώ οι στρατιώτες πρότειναν τα όπλα τους, ενώ οι όχλοι μαίνονταν σαν αγριεμένη φωτιά, ενώ η κακή συνήθεια αντιπαρατασσόταν, ενώ ρή­τορες, σοφιστές, πλούσιοι, ιδιώτες και άρχοντες ξεσηκώνονταν, ο λόγος του Θεού, πιο ισχυρός κι από φλόγα, έκανε στάχτη τα αγκάθια, καθάρισε τους αγρούς κι έσπειρε το λόγο του κηρύγματος.

Άλλοι από τους πιστούς ρίχνονταν στις φυλακές, άλλοι εξορίζονταν, άλλων οι περιουσίες δημεύο­νταν, άλλοι φονεύονταν, άλλοι διαμελίζονταν. Και μολονότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζονταν σαν κοι­νοί εγκληματίες, υπομένοντας κάθε είδος τιμωρίας, ατιμώσεως και διωγμού, όλο και περισσότεροι έρ­χονταν στην Εκκλησία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνονταν οι νέοι πιστοί από τα βασανι­στήρια που έβλεπαν να υπομένουν οι παλαιότε­ροι, αλλά γίνονταν προθυμότεροι! Μόνοι τους έ­τρεχαν, αβίαστα, ευγνωμονώντας τους βασανιστές τους. Γίνονταν θερμότεροι στην πίστη, βλέποντας τους χειμάρρους των αιμάτων των πιστών. Είδες την ασύγκριτη δύναμη Εκείνου που έκανε όλα αυτά τα θαύματα; Πώς είναι δυνατό να μη λυπάται κανείς, υποφέροντας τέτοια φρικτά μαρτύρια; Όμως αυτοί χαίρονταν, σκιρτούσαν! Αυτό ομολογεί, σαν παράδειγμα, ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς, πως έγινε και με τους αποστόλους, τότε που «ο μν ον πορεύοντο χαίροντες π προσώπου το συνεδρίου, τι πρ το νόματος ατο κατηξιώθησαν τιμασθναι(:Ύστερα λοιπόν από τις απειλές και την κακομεταχείριση αυτή που δέχθηκαν οι απόστολοι, έφυγαν από το συνέδριο με μεγάλη χαρά, διότι αξιώθηκαν να υποστούν ατιμωτική τιμωρία για χάρη του ονόματος του Χριστού» [Πράξ. 5,41].

Και ενώ ούτε έναν τοίχο δεν μπορεί να χτίσει κανείς με πέτρες και ασβέστη όταν καταδιώκεται, οι από­στολοι έχτιζαν την Εκκλησία σε όλη την οικουμένη υποφέροντας διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες και μαρτυρικούς θανάτους. Και δεν την έχτιζαν με πέ­τρες, αλλά με ψυχές, πράγμα πολύ δυσκολότερο. Γιατί δεν είναι το ίδιο να χτίζεις ένα τοίχο με το να πείθεις διεφθαρμένες ψυχές να αλλάζουν τρόπο ζωής, να εγκαταλείπουν τη δαιμονική μανία τους και να ακολουθούν τη ζωή της αρετής.

Το κατόρθωσαν όμως αυτό, γιατί είχαν μαζί τους την ακαταμάχητη δύναμη του Κυρίου, που είχε προφητέψει: «π ταύτ τ πέτρ οκοδομήσω μου τν κκλησίαν, κα πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατς(:επάνω στον βράχο της αληθινής πίστεως που ομολόγησες, και έγινες με την ομολογία σου αυτή ο πρώτος λίθος της πνευματικής μου οικοδομής, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Και ο θάνατος και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα νικήσουν την Εκκλησία, η οποία θα είναι αιώνια και αθάνατη)» [Ματθ. 16,18].

Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν την Εκ­κλησία και πόσους φοβερούς διωγμούς ξεσήκω­σαν εναντίον της…Ο Αύγουστος, ο Τιβέριος, ο Γάιος, ο Νέρων, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος και οι διάδοχοί τους μέχρι τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και όλοι -άλλος ηπιότερα, άλλος σκληρότερα- πολεμούσαν την Εκκλησία. Την πο­λεμούσαν όλοι. Κι αν μερικοί δεν ξεσήκωναν οι ίδιοι διωγμούς, όμως η προσήλωσή τους στην ειδωλολατρία υποκινούσε στον αγώνα εναντίον της Εκ­κλησίας όσους ήθελαν να τους κολακέψουν.

Παρ’ όλα αυτά, τα κακόβουλα σχέδια και οι επι­θέσεις των ειδωλολατρών διαλύθηκαν σαν ιστοί αράχνης, σκορπίστηκαν σαν σκόνη, εξαφανίστη­καν σαν καπνός. Άλλα και όσα σχεδίαζαν ενα­ντίον της Εκκλησίας, έγιναν αφορμή να προκύψει μεγάλη ωφέλεια στους Χριστιανούς. Γιατί δημιούρ­γησαν τις χορείες των μαρτύρων, που αποτελούν τον θησαυρό, τους στύλους, τους πύργους της Εκ­κλησίας.

Βλέπεις λοιπόν τη θαυμαστή εκπλήρωση της προφητείας; Πραγματικά, «οι δυνάμεις του άδη δεν θα την κατανικήσουν». Από τα παρελθόντα όμως, πίστευε και για τα μέλλοντα. Και στο μέλλον κανείς δεν θα μπορέσει να νικήσει την Εκκλησία. Γιατί αν δεν κατόρθωσαν να τη συντρίψουν όταν αριθμούσε λίγα μέλη, όταν η διδασκαλία της φαινόταν καινούργια και παράξενη, όταν τόσοι φοβεροί πό­λεμοι και τόσοι πολλοί διωγμοί από παντού ξεση­κώνονταν εναντίον της, πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσουν να τη βλάψουν τώρα, που κυριάρχησε σε όλη την οικουμένη, που κυρίεψε όλα τα έθνη και που εξαφάνισε τους βωμούς και τα είδωλα, τις γιορτές και τις τελετές, τον καπνό και την τσίκνα των αισχρών θυσιών.

Πώς πέτυχαν οι απόστολοι ένα τόσο μεγάλο, ένα τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, έπειτα από τόσα εμπόδια; Ασφαλώς με τη θεϊκή και ακαταμάχητη δύναμη Εκείνου, που προφήτεψε τη δημιουργία και τον θρίαμβο της Εκκλησίας. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, εκτός κι αν είναι ανόητος και εντε­λώς ανίκανος να σκέφτεται.

ΠΗΓΕΣ:

  • Σειρά φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής, τεύχος 5: αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ο θρίαμβος της Εκκλησίας:

https://www.imparaklitou.gr/index.php/el/keimena/i-foni-ton-pateron-o-thriamvos-tis-ekklisias

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΕΙΚΟΝΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΕΙΚΟΝΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 23-3-1986]

[Β154]

Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας, Κυριακή Α΄των Νηστειών, εορτάζει την νίκη της δια την ακρίβεια και ορθοδοξότητα της πίστεώς της και της παραδόσεώς της. Επάλαισε και παλαίει η Εκκλησία, δια να διατηρήσει την αυθεντία της ερμηνείας του αποκαλυφθέντος λόγου του Θεού, που κατεγράφη εις την Αγίαν Γραφήν υπό θεοπνεύστων ανδρών και παρεδόθη ως πράξις και ως διδασκαλία μέσα εις την Εκκλησίαν.

Μία έκφρασις, ένα στοιχείον Ορθοδοξίας, μεταξύ πολλών άλλων είναι και η εικόνα, ως θεολογία και ως αλήθεια αυτού του λόγου του Θεού. Και το μεν θέμα της εικόνος επολεμήθη από την αίρεσιν των Ανεικονίστων· μία μορφή δηλαδή υποβόσκοντος Μονοφυσιτισμού. Επί εκατόν είκοσι χρόνια. Και είναι γνωστή ως Εικονομαχία, που εξέσπασε εις το Βυζάντιον. Η Ζ΄ όμως Οικουμενική Σύνοδος τελικά επανέφερε και εστερέωσε το θέμα των εικόνων, αφού βεβαίως τούτο το καθόρισε θεολογικά.

Η θεολογία της εικόνος είναι ένα πελώριο θέμα, ένα σπουδαιότατο θέμα, ώστε η Εκκλησία μας, τιμώντας τους Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, να την ονομάσει «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Δηλαδή να θεωρείται, παρότι είναι ένα από τα πολλά θέματα που συνιστούν την Ορθοδοξίαν, να θεωρείται ως ένα κορυφαίον σημείον, ώστε, επαναλαμβάνω, να ονομάσει η Εκκλησία μας την Κυριακήν αυτήν ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».

Πού όμως είναι αυτή η σπουδαιότης του όλου θέματος; Διότι εκπλήσσει έναν αναγνώστην, έναν ακροατήν ότι… «Τόσα άλλα θέματα, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν κορυφαία ορθοδοξότητος; Πώς η εικόνα;». Αυτό βέβαια κατ’ αρχάς οφείλεται σε μία παραμέριση της θεολογίας που έχομε, της γνώσεως που έχομε δια την εικόνα. Η εικόνα, αγαπητοί μου, φανερώνει ότι ο Λόγος έγινε πράγματι άνθρωπος αληθής. Αυτό πώς το εκφράζει η εικόνα; Το ότι δυνάμεθα να παραστήσομε τον Ιησούν Χριστόν. Και ο τρόπος με τον οποίον μπορούμε να παραστήσομε το πρόσωπον του Ιησού Χριστού, διότι εκεί όλη η μάχη, εκεί όλος ο πόλεμος, εκεί όλη η πάλη, αν δυνάμεθα να εικονίσομε το πρόσωπο του Θεού. Ναι. Δυνάμεθα να εικονίσομε το πρόσωπον του Θεού. Πότε; Εφόσον έγινε άνθρωπος. Συνεπώς η εικόνα, η θεολογία της εικόνας, αναφέρεται και βασίζεται επάνω στο ευαγγελικόν και κεντρικόν σημείον ολοκλήρου της πίστεως. « Λόγος σάρξ γένετο». Και εφόσον «γένετο Λόγος σάρξ», εφόσον δηλαδή ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, δύναται να απεικονισθεί. Γι’αυτό λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της σημερινής ημέρας: «Σαρκς τ κτπωμα, ναστηλοντς σου Κριε, σχετικς σπαζμεθα, τ μγα μυστριον, τς Οκονομας – το μέγα μυστήριον της Οικονομίας είναι η Ενανθρώπησις-, τς σς κδηλοντες(:Εκδηλώνουμε της δικής Σου, το δικό Σου μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, με το να αναστηλώσομε τις εικόνες)· ο γρ δοκσει, ς φασν, ο θεομχοι παδες το Μνεντος, μν φθης φιλνθρωπε, λλ’ ληθείᾳ κα φσει σαρκς, δι’ ατο ναγμενοι, πρς σν πθον κα ρωτα». «Όχι όπως νομίζουν, όπως λέγουν, ότι κατά δόκησιν έγινες άνθρωπος οι θεομάχοι οπαδοί του Μάνεντος. Αλλά πραγματικά και αληθινά μετείχες σαρκός».

Βλέπετε λοιπόν ότι αποτελεί ένα κορυφαίον σημείον· διότι η αποδοχή ή μη αποδοχή της εικόνος, είναι τελικά η αποδοχή της αληθούς σαρκώσεως του Υιού του Θεού. Να γιατί είναι κορυφαίον το θέμα αυτό. Και εάν πράγματι Λόγος σάρξ γένετο, τότε και ο άνθρωπος δύναται να γίνει Λόγος, δηλαδή να θεωθεί. Θέλω να καταλάβομε, αγαπητοί μου, ότι η θεολογία της εικόνος είναι: « Λόγος σάρξ γένετο, να σάρξ γένηται Λόγος», όπως λέγουν οι Πατέρες. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνοδον ετέθη το θέμα εάν ο Ιησούς είναι Θεός. Εδώ τίθεται το θέμα εάν ο Ιησούς έγινε άνθρωπος. Δηλαδή εάν είναι αληθινός άνθρωπος. Δηλαδή το θέμα της θεότητος ετέθη εις την Α΄Οικουμενικήν Σύνοδον με τον Άρειον· που τον επολέμησαν οι 318 Πατέρες και ο Άγιος Αθανάσιος. Και τώρα τίθεται το ερώτημα, το θέμα: «Ο Θεός έγινε πράγματι άνθρωπος; Αναγνωρίζομε τη θεότητά Του αλλά αμφιβάλλομε δια την ανθρωπότητά Του». Είναι το ακριβώς αντίστροφο. Γι΄αυτό σας είπα ότι στην πραγματικότητα επολεμήθη για μία ακόμη φορά, κατ’ επανάληψιν βεβαίως με τους πρώτους Δοκήτας, αλλά κατ’ επανάληψιν, δια μίαν ακόμη φορά η Εκκλησία πολεμά τον Μονοφυσιτισμόν στην Ζ΄Οικουμενική Σύνοδο, με το θέμα «εικόνα». Είναι σπουδαίο· διότι εάν πράγματι ο Υιός του Θεού δεν έγινε άνθρωπος, τότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να γίνει Θεός. Δηλαδή η θέωσις του ανθρώπου είναι αδύνατη. Δηλαδή η σωτηρία του ανθρώπου είναι αδύνατη. Εάν όμως ο Θεός έγινε άνθρωπος, μετείχε της φύσεώς μας, τότε η μετοχή Του αυτή προσπορίζει σε μας τη σωτηρία. Διότι αυτό το πρόσλημμα, δηλαδή πήρε αυτή τη φύση μας και αυτή εθέωσε και αυτή ανέβασε εις τον ουρανόν και αυτή εδόξασε, και δυνάμει αυτής της φύσεώς μας της δεδοξασμένης εις το πρόσωπον το ένα του Θεού Λόγου, θα σωθούμε όλοι· διότι Εκείνος είναι ο πρόδρομός μας εις τους ουρανούς. Εάν όμως δεν έγινε άνθρωπος, τότε Θεός ήτο και Θεός έμεινε και τίποτε άλλο και υπάρχει χάσμα ουσιών. Δεν υπάρχει δηλαδή ένωσις των ουσιών. Αλλά η ένωσις των ουσιών είναι εν προσώπω Ιησού Χριστού. Γιατί; Γιατί έγινε άνθρωπος πραγματικά.

Ξαναλέγω λοιπόν άλλη μία φορά ότι αυτό το εκφράζει η εικόνα. Διότι αν στην εικόνα μπορώ να ζωγραφίσω το πρόσωπο του Χριστού, σημαίνει έγινε άνθρωπος. Αν δεν έγινε άνθρωπος, πώς μπορώ να ζωγραφίσω το θείον; Το θείον είναι ανεικόνιστον. Δεν εικονίζεται το θείον.

Βλέπετε πόσο σπουδαίον θέμα είναι και ότι η εικόνα θεωρείται ότι εκφράζει μία τεραστία, μεγάλη, κεντρικοτάτην αλήθειαν; Αλλά με την ευκαιρία, θα θέλαμε, αγαπητοί μου, να πούμε ότι σήμερα έχομε λησμονήσει το θέμα αυτό. Έχομε λησμονήσει και αγνοούμε την αξίαν της εικόνος και στην πράξη αρνούμεθα εκείνα που θεολογικά κατοχύρωσε τόσον η Α΄Οικουμενική Σύνοδος, όσο και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Ξεχάσαμε το θέμα. Ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και ότι είναι άνθρωπος(Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος) τέλειος. Δηλαδή ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Και ότι αφού είναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, άρα και ο άνθρωπος δύναται να θεωθεί. Σήμερα το ξεχάσαμε. Σήμερα μας έχει φύγει αυτό. Γιατί ακριβώς δεν γνωρίσαμε, ξεχάσαμε, λησμονήσαμε τη θεολογία της εικόνος. Σημειώνω ότι νομίζομε ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι τι άλλο παρά ένα σύνολο ηθικών κανόνων που θα βελτιώσομε την ζωή μας. Και αν το θέλετε ακόμα, αγνοούμε την ανάσταση των νεκρών· διότι το στοιχείο «σώμα» το παραμερίζουμε. Και ότι «η ψυχή μας θα πάει εις τον Παράδεισον». Ούτε καν Βασιλεία Θεού. Διότι η Βασιλεία του Θεού είναι ο χώρος των πλήρων υπάρξεών μας. Δεν είναι δηλαδή οι ψυχές. Είναι η ψυχή με το σώμα. Ο Ιησούς Χριστός ανήλθε εις τον ουρανόν με την ανθρωπίνη Του φύση. Αυτό το αγνοούμε. Και αντιλαμβάνεστε, ότι αγνοώντας την θέωσή μας, την θέωση ολοκλήρου της υπάρξεώς μας, ότι πια δεν ρυθμίζομε ορθά και τον βίον μας. Έτσι, γιατί να μην φάω και να μην πιω; «Το σώμα δεν έχει αξία μπροστά στην ψυχή», λέμε. «Γιατί να μην πορνεύσω; Το σώμα δεν έχει καμία θέση». Ενώ το σώμα είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, είναι ναός του Αγίου Τριαδικού Θεού. Το σώμα θα θεωθεί. Το σώμα θα ανέβει ψηλά. Και εκφράζεται πάντα, επαναλαμβάνω, με την εικόνα. Διότι η εικόνα εκφράζει την θεανθρωπίνη φύση του Χριστού· ότι ο Θεός έγινε πραγματικά άνθρωπος και συνεπώς και εγώ θα γίνω ένας κατά χάριν Θεός.

Αλλά μπορούμε να πούμε αγαπητοί μου, στα πολύ λίγα λεπτά τα οποία μας μένουν σε ένα λειτουργικό κήρυγμα, μερικά χαρακτηριστικά της εικόνος. Προσέξτε, όχι μόνον δεν εξαντλούνται, ούτε καν θίγεται το θέμα της εικόνος με αυτά τα ελάχιστα που θα πούμε.

Η εικόνα είναι μία γλώσσα. Μία γλώσσα καλλιτεχνική. Ή, αν θέλετε, αισθητική· που εκφράζει δόγματα της Εκκλησίας μας. Δηλαδή έκφρασις δογμάτων της Εκκλησίας με αισθητικόν, καλλιτεχνικόν τρόπον. Είναι συνεπώς θεολογία ορθόδοξος, με σχήματα και χρώματα. Η εικόνα έχει δυο διαστάσεις· κάθε εικόνα ορθόδοξος. Είναι η ένχρονος διάστασις ή ιστορική. Και η υπέρχρονος διάστασις. Είναι αυτές οι δύο διαστάσεις. Έτσι, μία εικών, καταρχάς μας φέρνει κοντά στο ιστορικό γεγονός. Επί παραδείγματι, έχομε την Βάπτισιν του Χριστού. Αυτό είναι ένα ιστορικό γεγονός. Και είναι γνωστό ότι η ιστορία, η ιστορία δηλαδή της Ενανθρωπήσεως, η ιστορία, υπογραμμίζω, δεν μπορεί να εξατμιστεί και να εξαφανιστεί. Δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία η ιστορία. Η ιστορία είναι ιστορία, είναι γεγονότα. Και ότι η Ιστορία καθορίζει τη σωτηρία μας. Γιατί κι αυτήν εν χώρω και χρόνω θα τύχει. Η σωτηρία μας δηλαδή. Μην ξεχνάμε ότι το μυστήριον της θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως, είναι γεγονός. Δηλαδή είναι Ιστορία. Προσέξτε, θα το πω δεύτερη, τρίτη φορά. Δεν μπορούμε να εξατμίσομε τα γεγονότα. Δεν μπορούμε να… ιδεαλίσομε λοιπόν, ούτως ειπείν, αν επιτρέπεται αυτή η λέξις, την Ιστορία. Δεν μπορούμε να την κάνομε ιδεαλισμό την Ιστορία. Η Ιστορία είναι Ιστορία. Είναι τα γεγονότα. Αν αφαιρέσομε λοιπόν την Ιστορία, βασικά δεν έχομε εικόνα· διότι η εικόνα εκφράζει μια Ιστορία. Αυτό θα πει εικόνα. Εκφράζει μια ιστορία. Την Ιστορία. Και επιθυμεί τώρα η εικόνα να συνδέσει τον πιστό της κάθε εποχής με το ιστορικό γεγονός που απεικονίζει.

Είπαμε το παράδειγμα της Βαπτίσεως του Χριστού. Κυρίως είναι το πρόσωπο του Χριστού. Είναι και της Θεοτόκου εν συνεχεία, είναι και των αγίων. Αλλά για να μην πολυπραγμονώ, επειδή ο χρόνος, είπαμε, είναι λίγος, μένω στο πρόσωπο του Χριστού. Τι βλέπομε εδώ; Ότι ο πιστός της κάθε εποχής συνδέεται με το γεγονός που εικονίζει η εικόνα. Πώς συνδέεται; Αυτή η σύνδεσις είναι σύνδεσις μνήμης; Όπως ακριβώς αν είχαμε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και θα βλέπαμε ένα περιστατικό του περασμένου καιρού; Ή μήπως είναι, θα λέγαμε, μία συναισθηματική προσέγγισις; Βλέποντας την εικόνα, να θυμηθώ κάτι και να νιώσω κάτι. Αγαπητοί μου, δεν είναι παρά προσέγγισις στο αρχικό, στο πρωτότυπο γεγονός! Σημαίνει ότι ο κάθε πιστός της κάθε εποχής, της κάθε ιστορικής στιγμής προσεγγίζει αυτό το ιστορικό γεγονός. Το προσεγγίζει όχι συναισθηματικά, όχι μνημικά, αλλά πραγματικά. Όταν, επί παραδείγματι, λέμε στην Υμνολογία μας: « Παρθένος σήμερον τόν περούσιον τίκτει» ή «Σήμερον βαπτιζομένου Σου Κύριε ν τ ορδάν» κ.τ.λ. ή «Σήμερον κρεμται πί ξύλου» αυτό το «σήμερον» δεν είναι φιλολογικό. Δεν είναι, όπως θα λέγαμε, ο ιστορικός Ενεστώς. Αλλά είναι σήμερον. Διότι σήμερα εγώ προσοικειώνομαι το γεγονός. Το γεγονός από μένα δεν απέχει. Δεν έχει σημασία αν υπάρχει ένας χρόνος που με χωρίζει εμένα. Δεν απέχω. Προσεγγίζω το γεγονός και το γεγονός εμένα. Συνεπώς κάθε ιστορική στιγμή είναι προσδεμένη με το πρωτότυπον γεγονός. Και αυτό μου το δείχνει η εικόνα, μου το εκφράζει η εικόνα.

Έχομε όμως και την άλλη διάσταση την υπέρχρονη, την δογματική. Μέσα στο εικονιζόμενο ιστορικό γεγονός, ας πούμε, της Βαπτίσεως, πάλι, διαφαίνεται το δογματικό στοιχείο. Βλέπετε, ο Υιός βαπτίζεται, το Πνεύμα το Άγιον επιφοιτά, ο Πατήρ φανερώνει τον Υιόν Του εις τον κόσμον και μαρτυρεί: «Οτος στίν υός μου γαπητός». Εδώ τι έχομε; Μέσα σε αυτήν την ιστορική σκηνή, το ιστορικό γεγονός της Βαπτίσεως, ότι ο Χριστός πήγε στον Ιορδάνη, έχομε τώρα ένα.. μία δογματική αλήθεια. Δηλαδή μία υπέρχρονη αλήθεια. Κάτι που στέκεται παραπέρα από το ιστορικό γεγονός. Και συνεπώς βλέπομε ότι η εικόνα δεν μένει μόνο στην ιστορικότητά της, αλλά μας παρουσιάζει κάτι το καινούριο, κάτι το βαθύτερο. Μας παρουσιάζει έναν μεταμορφωμένο κόσμο. Και μας δείχνει την Βασιλεία του Θεού. Η εικόνα είναι ένα παράθυρο, μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε εκείνο που δεν είναι ούτε χώρος ούτε χρόνος. Και ταυτοχρόνως μας δείχνει και τον χώρο και τον χρόνο. Είναι ένχρονος η εικόνα, είναι υπέρχρονος η εικόνα.

Τα πρόσωπα των αγίων, αν θέλετε, όταν εικονίζονται, είναι πραγματικά. Όχι ότι διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους τα φυσικά. Όχι. Ξέρετε, αυτό δεν έχω καιρό να σας πω πιο πολλά, η Εκκλησία το αρνείται. Και θα το δείτε λίγο πιο κάτω. Είναι πραγματικά, είναι ανθρώπινα, αληθινά πρόσωπα τα πρόσωπα των αγίων. Δεν έχομε πελώρια μάτια ή πελώρια αυτιά ή κάτι άλλο ή ένα συμβολικό σχήμα που να πούμε: «Εδώ είναι ο άγιος Γεώργιος, εδώ είναι ο άγιος Δημήτριος». Είναι πραγματικά πρόσωπα, ανθρώπινα πρόσωπα, αληθινά. Ταυτόχρονα όμως είναι υπέρχρονα, είναι μεταμορφωμένα πρόσωπα. Δεν ανήκουν πια παρά στον χώρο της Βασιλεία του Θεού. Στη Βασιλεία του Θεού θα είμεθα ολόκληροι. Όπως με βλέπετε και σας βλέπω. Αλλά ταυτόχρονα θα είμεθα μεταμορφωμένοι. Πώς μεταμορφωμένοι; Απ’ την φθορά στην αφθαρσία, από τον θάνατο στην αθανασία. Έτσι βλέπει κανένας, όταν βλέπει μία εικόνα ενός αγίου, να προσεγγίζει πια προς κάτι που είναι ένχρονο και άχρονο πάλι. Προσεγγίζει τον άγιον, αλλά ο άγιος δεν ζει στην παρούσα πια ζωή. Και συνεπώς τον προσελκύει ο άγιος να ζήσει μια μεταμορφωμένη ζωή. Η ύπαρξίς μας να μεταμορφωθεί. Και να αλλάξει από την παρούσα ήδη ζωή. Για να βρεθούμε ολότελα μεταμορφωμένοι την ημέρα της αναστάσεως των νεκρών.

Οι άγιοι, όπως έχετε παρατηρήσει στις ορθόδοξες εικόνες, κοιτάζουν πάντοτε κατά πρόσωπον, κατ΄ενώπιον. Το πολύ πολύ να κοιτάζουν μόνον κατά τα 3/4, μία ελαφρά κλίση. Όπως έχομε τον άγιο Ιωάννη από δω ή κάποιες άλλες εικόνες. Ποτέ όμως δεν βλέπομε τα οπίσθια ενός αγίου. Βλέπομε το πρόσωπό του. Γιατί; Διότι αυτό φανερώνει ότι ο πιστός με τον άγιον έχει έναν σύνδεσμο. Ο προσκυνητής με τον άγιον που ιστορείται στην εικόνα έχει έναν σύνδεσμο. Αυτός ο σύνδεσμος είναι μεγάλης σημασίας. Διότι ο άγιος δεν είναι αποξενωμένος από τους πιστούς. Στη Λειτουργία αναφέρομε τους αγίους. Έχομε τα λείψανά τους κάτω από την αγία Τράπεζα. Μνημονεύομε τους αγίους μέσα στο άγιο Δισκάριο ,εκεί που βάζομε και τις δικές μας μερίδες. Ο άγιος δεν αποξενώθηκε. Ανέβηκε πιο ψηλά από μας, έφυγε από μας, αλλά μένει δεμένος με μας. Γι΄αυτό βλέπομε τον άγιο ζωγραφισμένο, ιστορημένο, κατ’ ενώπιον.

Ακόμη, μια εικόνα, αγαπητοί μου, μπορεί να γίνει –προσέξτε αυτό- μία θύρα ελέους. Πώς μπορεί να γίνει μία θύρα ελέους; Όταν ξέρω ότι μία πόρτα άμα ανοίξει, από εκεί θα βρω έλεος. Θα βρω το ψωμί μου. Θα βρω την Χάρη, θα βρω τη διευκόλυνση, θα βρω τη θεραπεία. Χτυπώ λοιπόν την πόρτα αυτή. Ε, λοιπόν, η εικόνα είναι μία θύρα ελέους. Μην το ξεχνάτε αυτό. Είναι το φαινόμενον των θαυματουργικών εικόνων. Πηγαίνομε μπροστά σε μία εικόνα και προσευχόμαστε και ζητούμε και μας δίδει ο εικονιζόμενος άγιος εκείνο το οποίο ζητούμε. Ο εικονιζόμενος άγιος. Λέμε: «Παναγία μου, σώσε με». Και δεν το λέμε αφηρημένα βέβαια, οπουδήποτε μπορούμε να προσευχηθούμε, αλλά καλώς εχόντων των πραγμάτων, έχομε την εικόνα της Παναγίας μπροστά. Και λέμε: «Παναγία μου, σώσε με, σώσε μας». Πάμε στην εικόνα του αγίου Δημητρίου: «Άγιέ μου Δημήτριε, σώσε με». Τι σημαίνει αυτό; Θα απλώσει κανένα χέρι ο άγιος να μας σώσει; Ναι! Άγιοι, έχουν δει κάποτε τους αγίους, άγιοι άνθρωποι, έχουν δει τους αγίους κάποτε να απλώνουν και το χέρι τους. Κάτι καταπληκτικό! Η εικόνα, η μπογιά…, εκείνη η μπογιά, η εικόνα είναι, θα λέγαμε, το παράθυρο που ήταν μέχρι τότε κλειστό. Μετά ανοίγει και βγαίνει η χάρις του αγίου.

Πώς γίνεται αυτό; Ακούστε πώς γίνεται αυτό. Είναι διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όταν ο άγιος ζει, στην παρούσα ζωή, είχε το Πνεύμα του Θεού. Όταν πέθανε, έφυγε από τον κόσμον αυτόν, δεν χωρίστηκε από το Πνεύμα του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού το έχει και τώρα που είναι στον Παράδεισον η ψυχή του. Χωρίστηκε ο άνθρωπος. Η ψυχή του πήγε στον Παράδεισον. Ηνωμένη πάντοτε με τον Πνεύμα του Θεού. Το σώμα του κατετέθη εις τον τάφον. Κι εκεί το Πνεύμα του Θεού είναι ηνωμένο με το σώμα του. Διότι ο Κύριος είπε: «Θα ‘ρθούμε να κατοικήσουμε μέσα εις τον άνθρωπο ο οποίος μας δέχεται». Δεν θα κατοικήσουμε στην ψυχή του, προσέξτε. Στην ύπαρξή του. Σε ολόκληρη την ύπαρξή του. Όχι στην ψυχή του μόνο. Στο σώμα του και την ψυχή του μαζί. Με τον θάνατον συνεπώς ο άνθρωπος δεν χωρίζεται του Αγίου Πνεύματος ως προς το σώμα. Έτσι έχομε τα λεγόμενα «άγια λείψανα» που θαυματουργούν. Γιατί θαυματουργούν; Γιατί είναι ηνωμένα με το Πνεύμα του Θεού. Αλλά είναι γνωστό ότι ο άγιος άνθρωπος, ό,τι πιάσει στον κόσμον αυτόν, δίνει χάρη, μεταβιβάζει χάρη. Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, που συνέβη στον Χριστόν… προσέξτε τι λέει: «Κα που ν εσεπορεύετο -ο Ιησούς- ες κώμας πόλεις γρούς, ν τας γορας, τίθεσαν τος σθενοντας κα παρεκάλουν ατν να κν το κρασπέδου το ματίου ατο ψωνται(:παρακαλούσαν μόνον να αγγίξουν τα ρούχα του Χριστού)· κα σοι ν πτοντο ατο, σζοντο(:και όσοι ακουμπούσαν τα ρούχα του Χριστού, εσώζοντο)». Το ίδιο πράγμα ο Χριστός, αγαπητοί μου, δίνει τώρα στους αγίους, στους Αποστόλους, στους αγίους. Ακούστε. Πράξεις 5,15: «στε κατ τς πλατείας κφέρειν τος σθενες κα τιθέναι π κλινν κα κραβάττων, να ρχομένου Πέτρου κν σκι πισκιάσ τιν ατν, οτινες θεραπεύοντο παντες». Όλοι εθεραπεύοντο. Έπαιρναν τα μαντήλια και τις ποδιές του Αποστόλου Παύλου, τα έριχναν επάνω στους ασθενείς και εγίνοντο καλά. Γιατί; Διότι και τα αντικείμενα που ήρχοντο σε επαφή μετά το χρωτός ατν, με το δέρμα τους, έπαιρναν αγιασμό. Έτσι, αγιασμένοι άνθρωποι, όταν ιστόρησαν, δηλαδή αγιογράφησαν εικόνες, οι εικόνες αυτές τώρα θαυματουργούν. Αυτός είναι ο λόγος που θαυματουργούν, αγαπητοί μου, οι εικόνες.

Να τονίσομε κάτι όμως. Ότι μόνο η Βυζαντινή αγιογραφία διατηρεί τις προϋποθέσεις δια την δογματικήν και ηθικήν διδασκαλίαν. Μόνο η βυζαντινή εικόνα. Ενώ της Δύσεως η εικόνα, οι δυτικής τεχνοτροπίας εικόνες, δεν εκφράζουν τίποτα. Εκφράζουν στο επίπεδο ένα γεγονός και αυτό μάλιστα πολλές φορές όχι σωστό. Όπως ακριβώς έχομε τον Ιωσήφ με την Θεοτόκον πλάι πλάι. Δεν ήσαν σύζυγοι. Γιατί να τους βάλουμε πλάι πλάι; Λέμε: «Η αγία οικογένεια». Δεν ήσαν σύζυγοι. Η βυζαντινή αγιογραφία βάζει την Παναγία στο κέντρον της εικόνος και πλάι της ο Χριστός. Ο Ιωσήφ; Σε μια γωνιά της εικόνος, κάτω κάτω, με γυρισμένη την πλάτη. Γυρισμένη την πλάτη του στην Θεοτόκον και στον Ιησούν. Τι εκφράζει αυτό; Ότι δεν είναι δικό του παιδί αυτό. Βλέπετε τη διαφορά. Γι΄αυτό με την ευκαιρία, θα σας έλεγα, αγαπητοί μου, να διατηρούμε πάντοτε σπίτι μας, παντού, στους λατρευτικούς μας χώρους, παντού, την βυζαντινή τεχνοτροπία· η οποία είναι δογματική. Η διδασκαλία και η ηθική της εικόνος της βυζαντινής.

Αγαπητοί μου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Χριστός δεν είναι μόνον ο Λόγος του Θεού, ο Λόγος του Πατρός, αλλά είναι και η Εικών του Πατρός. Ακόμη, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι και ο άνθρωπος είναι εικών του Χριστού. Η εικόνα έχει μία βαθιά θεολογία, όπως είδαμε και όσο τη μελετούμε, τόσο βρισκόμεθα εις την περιφέρειά της, χωρίς ποτέ να μπορούμε να την εξαντλήσουμε. Ο κόσμος αυτός ολόκληρος, ο αισθητός αυτός κόσμος με το άπλετον ηλιακόν του φως, είναι μία εικόνα του μελλοντικού ακτίστου κόσμου. Ο ναός που βρισκόμεθα, εδώ μέσα, ακόμα αυτός ο λειτουργικός δηλαδή χώρος, είναι μία εικόνα της ουρανίου Λειτουργίας των Αγίων και της κοινωνίας των μετά του Θεού. Όλα τα σύμβολα τα χριστιανικά που έχομε, είναι εικόνες μελλοντικών αγαθών. « στί σκιά τν μελλόντων», λέει στους Κολοσσαείς ο Απόστολος Παύλος. Είναι σκιά των μελλοντικών πραγμάτων. Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος: «Οτινες -οι ιερείς- ποδείγματι κα σκι λατρεύουσι τν πουρανίων, καθς κεχρημάτισται Μωϋσς μέλλων πιτελεν τν σκηνήν· ρα γάρ, φησι, ποιήσεις πάντα κατ τν τύπον τν δειχθέντα σοι ν τ ρει» Εβρ.8,5. «Πρόσεξε», του λέει ο Θεός, «ό,τι σου υπεδείχθη στο όρος το Σινά, έτσι θα κατασκευάσεις την Κιβωτό κ.τ.λ.». Τι του έδωσε ο Θεός εκεί; Μοντέλα. Υποδείγματα. Συνεπώς, τι ήταν η σκηνή, ο ναός κ.τ.λ. τα παρακάτω που φτιάχτηκαν; Αντίτυπα των αληθινών, των γνησίων, των επουρανίων. Τι λέγω; Και αυτή η ζωή μας ακόμη, αγαπητοί μου, είναι μία εικόνα. «Δι πίστεως – λέει ο Απόστολος, Β΄Κορινθίους 5,7- περιπατομεν, ο δι εδους». Και τι είναι η πίστις; Μία εικόνα είναι. Μία εικόνα. Δεν βλέπω την πραγματικότητα, αλλά ζω διαμέσου αυτής, δηλαδή δια της πίστεως. «Ο δι εδους». Δεν έχομε την πραγματικότητα. Έχομε την πίστη. Έχομε την εικόνα. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, νίκησε τους αιρετικούς και γιορτάζει σήμερα την νίκη της που είναι η Ορθοδοξία δια της προβολής των αγίων εικόνων.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_313.mp3

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ  ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ  ΤΗΣ Ζ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 3-3-1996]

Β 331

Σήμερα, αγαπητοί μου, πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία μας γιορτάζει την ορθοδοξότητά της. Κατόπιν πολλών κόπων και αγώνων. Γι΄αυτό και την Κυριακή αυτή, την ονόμασε Κυριακή της Ορθοδοξίας. Βέβαια όλαι αι Σύνοδοι συνέβαλαν εις την Ορθοδοξίαν. Όμως κατ’ εξοχήν προβάλλεται η 7η Οικουμενική Σύνοδος, που έλαβε χώρα στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, το 787, μετά Χριστόν φυσικά, από 24 Σεπτεμβρίου έως 13 Οκτωβρίου.

Το Συναξάριον της ημέρας μάς πληροφορεί: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ μολογητοῦ Μεθοδίου».

Όμως, εκτός του κυρίου θέματος, που ήταν η προσκύνησις ή μη, των αγίων εικόνων, γιατί αυτό ήταν το κύριο θέμα της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και μάλιστα της εικόνος του Ιησού Χριστού, διότι εκεί ήταν το επίμαχο θέμα: «Δυνάμεθα να εικονίσουμε το πρόσωπο του Χριστού;» Απάντησις πολύ απλή. Εφόσον έγινε άνθρωπος… Ο Θεός δεν εικονίζεται. Είναι ανεικόνιστος. Αλλά εφόσον ο Υιός έγινε άνθρωπος, εικονίζεται. Εθεσπίσθησαν λοιπόν εκτός από το κύριο αυτό θέμα, και άλλοι κανόνες της Εκκλησίας μας, βεβαίως εξαιρετικής σημασίας. Και τούτο γιατί προσεβλήθησαν, κατά καιρούς, κάποιες ευαγγελικές θέσεις, από μία κακή ερμηνεία. Εξάλλου, η παρερμηνεία της Αγίας Γραφής είναι εκείνη η οποία εισάγει την αίρεσιν.

Βέβαια, τα ιερά κείμενα πρέπει να κατανοηθούν. Και κατανοούνται βεβαίως με την ερμηνείαν. Αν η ερμηνεία είναι στηριγμένη στον ορθολογισμό, τότε έχομε την αίρεση. Τι είναι αίρεσις; Η λογική ερμηνεία του δόγματος. Αυτό λέγεται αίρεσις. Ο ορισμός. Η ερμηνεία πρέπει να στηρίζεται εις την αποκάλυψιν. Και βέβαια με τον φωτισμό πάντοτε του Αγίου Πνεύματος.

Και αυτό έχει γίνει και γίνεται με το Συνοδικόν Σύστημα. Όλη η Εκκλησία θα συγκεντρωθεί με τους αντιπροσώπους της, που είναι οι Επίσκοποι, αλλά όπως και μεμονωμένα από Πατέρες -μπορεί να έχουμε και εκεί την αλήθειαν- που έμειναν πιστοί και στο γράμμα και στο πνεύμα της Γραφής. Όπως έχομε Κανόνες, φερειπείν, του Μεγάλου Αθανασίου, έχομε Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου. Αν θέλετε, για την ακρίβειαν είχαν κανονίσει κάποια θέματα της εποχής των. Φερειπείν ο Μεγάλος Βασίλειος τα «περί μοναχισμού»· που αυτά επεκυρώθησαν από Οικουμενικάς Συνόδους. Δεν έμειναν μόνο μία ατομική, προσωπική υπόθεση. Γι΄αυτό η Εκκλησία δέχεται ως γνησίους ερμηνευτάς, τους αγίους Πατέρας και τα συμπεράσματα των Συνόδων, Οικουμενικών ή τοπικών, θεόπνευστα και ισόκυρα, ιδίου κύρους, ίσου κύρους με την Αγία Γραφήν. Διότι τι είναι εκείνα τα οποία ηρμήνευσαν; Η Αγία Γραφή. Μόνο που την πλαταίνουν, για να κατανοηθεί, αλλά και να δοθεί το σωστό στίγμα, που είναι το πνεύμα του γράμματος. Εξάλλου αν το θέλετε, αυτή είναι η λεγομένη Ιερά Παράδοσις. Δηλαδή η ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Και είναι βεβαίως κυριότατα έγγραφη. Είναι γραμμένη η Παράδοση της Εκκλησίας.

Και αν θέλετε τώρα, επανερχόμενοι εις την 7η Οικουμενικήν Σύνοδο, σημειώνουμε ότι εκτός από τους Κανόνες που αφορούν στη σημασία της εικόνος, εθέσπισαν κι άλλους κανόνες, σπουδαίας αξίας και σημασίας, όπως θα δείτε στη συνέχεια, με την ευκαιρία της συγκροτήσεως αυτής της Συνόδου. Διότι κατά καιρούς, μην ξεχνάτε, διότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος που έγινε εις την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, στην Κωνσταντινούπολη, έγινε το 325, αρχές 4ου αιώνος και η 7η Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 787, τέλη 8ου αιώνος. Έχομε λοιπόν ένα μακρύ χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου ανεφύησαν διάφορα θέματα, προβλήματα, προσβολές εκ μέρους των εχθρών της Εκκλησίας, με ερμηνείες κακότεχνες, κακοήθεις και δαιμονικές και έτσι η Εκκλησία καθ’ όλο αυτής το μήκος, όποτε συνεκροτείτο σε Σύνοδο, επελαμβάνετο κι αυτών των θεμάτων.

Έτσι, μπορούμε κάτι να αναφέρουμε, επιτρέψατε, για να ξεφύγουμε λίγο από το καθιερωμένο θέμα της εικόνος. Για να δούμε τι υπήρξε και τι άλλο υπήρξε η 7η Οικουμενική Σύνοδος. Θα σας διαβάσω ένα σημείον. Θα σας πω το κείμενον. Θα το εξηγήσουμε:

«Τος τν λην ναρχον κα τς δέας συνάναρχον τ δημιουργ πάντων κα Θε δογματίζουσι (εννοείται οι αιρετικοί δογματίζουσιν), κα τι περ ορανς κα γ κα τ λοιπ τν κτισμάτων ΐδιά τε εσ κα ναρχα κα διαμένουσιν ναλλοίωτα, κα ντινομοθετοσι τ επόντι· –έρχονται σε αντίθεση με Εκείνον που είπε:- « ορανς κα γ παρελεύσονται, ο δ λόγοι μου ο μ παρέλθωσι» κα π γς κενοφωνοσικενοφωνώ»-το κε με έψιλον-που θα πει: βγάζω κούφιες, άδειες φωνές, δηλαδή λέγουν κενά λόγια. Η αίρεσις τι είναι; Ένας κενός -το κε με έψιλον πάντοτε- κούφιος λόγος, χωρίς δηλαδή την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, από γης, αυτό θα πει, χωρίς την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, αλλά υλιστικά, σαρκικά ομιλούντες) κα τν θείαν ρν π τς αυτν γουσι κεφαλάς, νάθεμακαι επισωρεύουν στο κεφάλι τους την κατάρα. Ανάθεμα, έξω, μακριά-».

Αυτή η θέσις, αγαπητοί, είναι εξαιρετικά σπουδαία. Πρέπει να σας πω ότι εδώ έχομε μία θέσιν βασικά πλατωνικήν, γενικότερα δε φιλοσοφικήν. Είναι η άναρχος ύλη των φιλοσόφων. Μη νομίσετε δε ότι αυτά που θα πούμε και παρακάτω και τώρα ότι θα ήταν πράγματα τα οποία δεν θα μας ενδιέφεραν, θα είχαν απλώς μουσειακήν αξίαν, ιστορικήν αξίαν. Όχι. Πάρτε ένα σύγχρονο λεξικό, φερειπείν «Το μικρό φιλοσοφικό λεξικό» του Ρόζενταλ, είναι υλιστικόν, θα δείτε μέσα εκεί, πηγαίνετε στο λήμμα «ύλη» και θα δείτε τι γράφει. Τι; Αυτά τα οποία λέει εδώ η Σύνοδος. Εκείνο που έλεγαν και οι παλαιοί φιλόσοφοι. Ότι «η ύλη είναι άναρχος. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος». Το προσέξατε;

Ή ακόμη ότι «η ύλη είναι συνάναρχος με τον Δημιουργόν. Άναρχος ο Δημιουργός, ο Θεός, άναρχος και η ύλη. Συνεπώς δύο ξεχωριστά πράγματα. Άλλο ο Δημιουργός –θα δείτε τώρα τι είναι αυτός ο Δημιουργός- και άλλο πράγμα είναι το σύμπαν, η ύλη, ή οι ιδέες». Εδώ που λέει «καί τάς δέας» πρόκειται περί των ιδεών του Πλάτωνος. Ποιος δεν έχει ακούσει για τις ιδέες του Πλάτωνος; Τι ήσαν οι «ιδέες» του Πλάτωνος; Τρία σημεία. «Εδώ είναι ο Θεός. Προσέξτε, είναι επίκαιρα θέματα αυτά. Πάντοτε επίκαιρα. Εδώ είναι ο Θεός. Εδώ είναι η άναρχος ύλη, την οποία δεν εδημιούργησε ο Θεός, απλώς είναι συνάναρχος με τον Δημιουργόν και εδώ σε ένα τρίτο σημείο είναι οι ιδέες. Οι ιδέες είναι τα πρότυπα των όντων. Τα πρότυπα των όντων. Δηλαδή τι υπάρχει μέσα στη φύσιν; Το λουλουδάκι; Το κρινάκι; Έχει το πρότυπό του, την ιδέα του, στον ουρανό. Πού είναι οι ιδέες; Στον ουρανό! Ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος έχει το πρότυπό του στον ουρανό! Ο σκύλος; Έχει το πρότυπό του στον ουρανό. Ο σκύλος; Έχει το πρότυπό του στον ουρανό». Αυτά τα πρότυπα, στη γλώσσα του Πλάτωνος λέγονται ιδέες.

Τι κάνει λοιπόν τώρα ο Θεός; «Ο Θεός αντιγράφει τις ιδέες και φτιάχνει τα όντα στη φύση. Εκ της υπαρχούσης ύλης! Αλλά τι κάνει τότε ο Θεός; Δεν είναι Δημιουργός εκ του μη όντος. Αλλά είναι… ούτε καν Δημιουργός. Αλλά είναι απλώς διακοσμητής...». Να το καταλάβετε. Πηγαίνω στην αγορά και αγοράζω ζωγραφικούς πίνακες, έπιπλα, μπιμπελό, ό,τι θέλετε. Τα φέρνω από την αγορά. Δεν τα έφτιαξα εγώ. Και στολίζω το σπίτι μου. Κατά τον Πλάτωνα, ο Θεός δεν είναι Δημιουργός. Είναι διακοσμητής.

Ακόμα, βλέπομε εδώ να αναφέρεται η αϊδιότης της ύλης. Αλλά και το αμετάβλητο της ύλης. Όλα αυτά, σας είπα, θεωρίες Πλατωνικές. Τι θα πει αϊδιότης; Είναι εκείνο που δεν έχει αρχή, ούτε τέλος. Τι θα πει αιώνιον; Αυτό που έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Ο άνθρωπος είναι αιώνιος. Με την έννοια «σχεν ρχήν», αλλά δεν θα έχει τέλος. Ο Θεός δεν είναι αιώνιος. Καταχρηστικώς, θα μου το πείτε αυτό, πάμπολλες φορές χρησιμοποιείται η λέξις αιώνιος, και στις ευχές της Εκκλησίας μας κτλ… Καταχρηστικώς χρησιμοποιείται η λέξις αιώνιος. Ο Θεός είναι αΐδιος. Χωρίς αρχήν και χωρίς τέλος.

Ο πλατωνισμός, πρέπει να σας πω, ότι ταλαιπώρησε την Εκκλησία. Θα έλεγα εκείνο που είπαν κάποτε στην αρχαιότητα: «Φίλος Πλάτων, φιλτάτη λήθεια». Όσοι πήγαμε λίγο στο σχολειό και κάναμε κάποια έργα του Πλάτωνος, μας έμεινε συμπαθέστατος και θαυμάσιος ο Πλάτων. Έτερον εκάτερον. Είναι προ Χριστού. Είναι προ Χριστού. Κι εκείνα που είπε, πάλι καλά. Διότι δεν είχε το φως του Ευαγγελίου. Τώρα ο Χριστιανός δεν χρειάζεται παρά μόνον τη γλώσσα, αν το θέλετε, τη γλώσσα. Εξάλλου, υπάρχει ένα σημείο… που να σας τα πω όλα, το λέει στην 7η Οικουμενική Σύνοδο: Μπορούμε μόνο τη γλώσσα να χρησιμοποιούμε,τα σχήματα, όχι όμως το περιεχόμενον της φιλοσοφίας. Φίλος λοιπόν ο Πλάτων· φιλτάτη η αλήθεια. Και ποια είναι η φιλτάτη αλήθεια; Το Ευαγγέλιον. Έτσι, ταλαιπώρησε την Εκκλησία ο Πλατωνισμός, πώς; Γιατί πολλοί Χριστιανοί ασχολήθηκαν με τον Πλάτωνα και εισήγαγαν ιδέες μέσα εις το δόγμα της πίστεως. Αυτούς όλους τους κατεδίκασε ή καλύτερα, η Εκκλησία, μάλιστα ιδιαιτέρως η 7η Οικουμενική Σύνοδος, για να είμαι ακριβέστερος, επανέλαβε την καταδίκην, κατεδίκασε τις πλατωνικές θεωρίες εις το πρόσωπον του αγαπητού Ωριγένους. Τι κρίμα! Θαυμάσιος ο Ωριγένης. Παρεσύρθη.

Η απάντησις αν η ύλη, ο κόσμος είναι άνευ αρχής, απαντούμε: Από τον πρώτο στίχο της Αγίας Γραφής: «ν ρχ ποίησεν Θες τν ορανν κα τν γν». Έτσι αρχίζει η Αγία Γραφή. Εκείνο το «ν ρχ» είναι το θεμέλιον του χρόνου· που ύλη και χρόνος τίθενται μαζί. Δεν δύναται να εννοηθεί ο χώρος, που συνίσταται από την ύλη, δεν δύναται να εννοηθεί ο χώρος χωρίς τον χρόνον. Οι μεταβολές της ύλης, αν το θέλετε, και σε στατικές καταστάσεις, μήπως ένα άτομο της ύλης δεν είναι σε φαινομενικώς, στατικήν κατάστασιν; Κάθε άλλο παρά στατικήν κατάστασιν είναι ένα άτομο της ύλης. Είναι σε κατάσταση δυναμικοτάτη. Δυναμικοτάτη… Τι πεδία υπάρχουν εκεί ανάμεσα στον πυρήνα και στο ηλεκτρόνιο, τι… ο Θεός ξέρει. Κι εκείνα τα οποία βρίσκομε και ανακαλύπτομε στα εργαστήριά μας.

Λοιπόν, αγαπητοί, χώρος και χρόνος θεμελιώθηκαν μαζί. Άρα λοιπόν η Δημιουργία είναι ένχρονος. Δεν είναι άναρχος. Ιδού η αλήθεια. «ν ρχ ποίησεν Θες τν ορανν κα τν γν.». Τι ρήμα βάζει; «ποίησεν». Ο Θεός είναι άκτιστος. Ο κόσμος είναι κτιστός. Αυτόματα λοιπόν είναι κάτω από τον Θεό η Δημιουργία. Ο Θεός άκτιστος, η Δημιουργία κτιστή. Αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας.

Άλλο σημείο: «Τος λέγουσιν τι ν τ τελευταί κα κοιν ναστάσει – και είναι μάλιστα αυτή η θέσις όμορφη, που είχαμε σήμερα και ένα μνημόσυνο και δίνει μία απάντηση, προσέξατέ το-· Τος λέγουσιν -για ΄κείνους που λένε-τι ν τ τελευταί κα κοιν ναστάσει -όταν θα αναστηθούμε όλοι, η κοινή ανάστασις, όλοι θα αναστηθούμε, από τον Αδάμ και την Εύα, μέχρι τον τελευταίο που θα έχει πεθάνει, εκείνοι που θα ζουν, απλώς θα αλλαχθούν, δεν θα περάσουν από τον θάνατον- μεθ’ τέρων σωμάτων ο νθρωποι ναστήσονται κα κριθήσονται, κα οχ μεθ’ ν κατ τν παρόντα βίον πολιτεύσαντο, τε τούτων φθειρομένων κα πολλυμένων». Τι λένε; «Λέγουσιν». Τι λένε; Ότι «με άλλα σώματα», λέει, «θα αναστηθούν. Γιατί αυτά είναι φθειρόμενα κα πολλύμενα. Θα αναστηθούν λοιπόν με κάποια άλλα σώματα». Κι εδώ λέει: «νάθεμα». Θα το δούμε λίγο πιο κάτω το «ανάθεμα». Θα το αναλύσουμε και αυτό λιγάκι. Ότι δηλαδή δεν είναι δεκτό αυτό το οποίο λέγουν οι αιρετικοί.

Δεν θα πάρουμε άλλα σώματα. Θα είναι τα ίδια σώματα· τα οποία θα ανακαινισθούν. Αλλά τα ίδια. Λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Κορινθίους επιστολή… τι να επιστρατεύσω; Ολόκληρη η Αγία Γραφή είναι γεμάτη. Ιδίως η Καινή Διαθήκη. Και η Παλαιά Διαθήκη. Και η Παλαιά. «Δε γρ τ φθαρτν τοτο (διότι πρέπει το θνητόν. Ποιο; Αυτό. Τούτο. Το δείχνει. Τούτο. Τούτο. Τούτο. Όχι κάποιο άλλο σώμα) νδύσεσθαι φθαρσίαν, κα τ θνητν τοτο νδύσεται θανασίαν». Αυτό το σώμα θα ντυθεί- ακούτε το ρήμα- νδύσεσθαι, θα ντυθεί, λέει, και την αφθαρσίαν και την αθανασίαν. Αυτό το ίδιο.

Ακόμη λέει ο Απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του -το πρώτο που σας είπα είναι στην Α΄προς Κορινθίους. Ολόκληρο κεφάλαιο, το 15ο κεφάλαιο αναφέρεται στα θέματα αυτά από τον Απόστολο Παύλο. «Τος γρ πάντας μς φανερωθναι δε μπροσθεν το βήματος το Χριστο -όλοι θα σταθούμε στο βήμα του Χριστού, αφού αναστηθούμε- να κομίσηται καστος –για να πάρει ο καθένας– τ δι το σώματος πρς πραξεν, ετε γαθν ετε κακόν». Για να πάρει την απολαβή του. Με το σώμα του. Αυτό που έζησε. Και με το οποίον πραγμάτωσε, είτε το αγαθόν, είτε το κακόν. Λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Στάθηκες αγνός; Θα πάρεις την αμοιβή σου. Στάθηκες πόρνος; Θα πάρεις την καταδίκη σου». Γι΄αυτό λέει στην Α΄ προς Κορινθίους ότι: «Πν μάρτημα ἐὰν ποιήσ νθρωπος κτς το σώματός στιν», λέει ο απόστολος Παύλος, « δ πορνεύων ες τ διον σμα μαρτάνει». Και συνεπώς, λέγει, δ Κύριος –ο Θεός Πατήρ, δηλαδή- γειρε τον Υόν κα μς ξεγερε δι τς δυνάμεως ατο». «Κα μς»: ώστε θα μείνει η ουλή ανεξάλειπτος πάσης αμαρτίας επί του σώματος και δη της ανηθικότητος. Η ουλή αυτή μόνον έναν τρόπο έχει να εξαφανιστεί. Με τη μετάνοια και την εξομολόγηση. Πέρασες στην άλλη ζωή; Τελείωσε. Θα αναστηθεί το σώμα σου με τις ουλές της αμαρτίας. Και συνεπώς θα κριθείς ακατάλληλος για την βασιλείαν του Θεού.

Αγαπητοί μου είναι κάτι καταπληκτικό πράγμα. Εδώ λοιπόν τι θέλει να μας πει; Θέλει να μας πει ότι τα πράγματα έτσι έχουν. Δεν θα είναι κάποιο άλλο σώμα, αλλά θα είναι ένα, θα είναι το ίδιο που θα γίνει καινούριο, άφθαρτο και αθάνατον. Μάλιστα αγανακτεί ο απόστολος Παύλος με τους Κορινθίους που πίστευαν… να, κάτι τέτοια αιρετικά και λέγει, τους γράφει: «γνωσίαν γρ Θεο τινες χουσι· πρς ντροπν μν λέγω». Μερικοί έχουν αγνωσίαν Θεού. Αγνοούν τη δύναμη του Θεού. Τι σας είπα προηγουμένως; Τι θα πει αίρεσις; Η λογική ερμηνεία του δόγματος. Εδώ με τη λογική τους λένε: «Πώς είναι δυνατόν, αυτό το σώμα που έγινε χώμα να αναστηθεί;». Είδατε; Κι αμέσως εισάγουν την θεωρίαν: «Δεν είναι δυνατόν. Κάποιο άλλο σώμα θα είναι». Αμέσως μπαίνει η αίρεσις. Και τι λέει ο Απόστολος Παύλος; «Μερικοί», λέει, «από σας, έχουν αγνωσίαν Θεού. Αγνωσίαν σε τι; Δεν ξέρουν ποιος είναι ο Θεός, ούτε τη δύναμή Του. Και το λέγω για ντροπή σας», γράφει ο Παύλος στο 15ο κεφάλαιο Α΄ Κορινθίους.

Και κάτι ακόμα. Δυστυχώς πέρασε η ώρα. Τι άλλο να πει κανείς; «Τος δεχομένοις τι τε προΰπαρξίς στι τν ψυχν, κα οκ κ το μ ντος τ πάντα γένετο, κα παρήχθησαν, τι τέλος στ τς κολάσεως ποκατάστασις αθις τς κτίσεως, κα τν νθρωπίνων πραγμάτων. νάθεμα!». Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι προϋπάρχουν οι ψυχές… – και αυτό πλατωνική θεωρία. «Αφού είπαμε ότι ο Θεός δεν είναι Δημιουργός. Κάπου οι ψυχές προϋπάρχουν, άναρχες και αυτές και αΐδιες. Παίρνει λοιπόν ο Θεός μία ψυχή, από κάποια… αποθήκη Του- ας μου επιτραπεί η έκφρασις- και την βάζει μέσα σε ένα σώμα… Παίρνει άλλη και την βάζει μέσα σε ένα άλλο σώμα…». Αυτό λέγεται προΰπαρξις των ψυχών. Είναι, αν θέλετε να το επεκτείνουμε, όπως και οι Ανατολικές θρησκείες, με μετεμψυχώσεις και δεν ξέρω τι και όλα αυτά τα παραμύθια, πραγματικά παραμύθια. «Και ότι δεν είναι εκ του μη όντος· ότι «κα οκ κ το μ ντος τ πάντα γένετο, κα παρήχθησαν»· «τι τέλος στ τς κολάσεως…- δυστυχώς τρέχει ο χρόνος- ότι υπάρχει τέλος στη κόλαση. Η κόλαση τελειώνει». Και ο Ωριγένης το έλεγε αυτό. Πάλι λογική: «Είναι δυνατόν ο Θεός, ο αγαθός Θεός να βασανίζει δεν βασανίζει ο Θεός, μόνοι τους διαλέγουν την κόλαση οι άνθρωποι – εις τους αιώνας των αιώνων; Χωρίς ποτέ λήξη; Είναι δυνατόν ποτέ;».

Και μιλούν ακόμα για αποκατάσταση των πάντων. Θα πει «έχομε καινούρια πράγματα, καινούριους κόσμους και θα είναι οι κόσμοι αυτοί, όπως και οι προηγούμενοι». Πλατωνικές θέσεις, ξαναλέγω. Τα πάντα έγιναν εκ του μη όντος, δηλαδή εκ του μηδενός. Η κόλασις είναι αιώνιος. Διότι βρίσκομαι εκεί εις το 25ο κεφάλαιο στον Ματθαίο, που λέγει: «Αυτοί θά πέλθουν ες ζωήν αώνιον, οἱ δέ μαρτωλοί ες κόλασιν αώνιον». Εάν λοιπόν, στο ίδιο χωρίο, από τον αυτόν συγγραφέα χρησιμοποιείται η λέξις «αιώνιος» τότε, εάν η λέξις «αιώνιος» για την κόλασιν είχε σχετικόν χαρακτήρα, τότε θα πρέπει σχετικόν χαρακτήρα να έχει και η λέξις «αιώνιος» ως προς την βασιλείαν του Θεού. Αυτά είναι η αναίρεσις αυτών των αιρέσεων. Ανάθεμα λοιπόν και αυτοί.

Αγαπητοί μου, η γνώσις των θέσεων, όσα αι επτά Οικουμενικαί Σύνοδοι, όπως και αι τοπικαί Σύνοδοι αποφαίνονται, παρέχουν σε μας την ορθόδοξη διδασκαλία. Γι’ αυτό οφείλομε να γνωρίζομε όλες αυτές τις θέσεις. Γιατί; Σήμερα οι ανατολικές θρησκείες έχουν εισβάλλει στην Ευρώπη -και στην Ελλάδα φυσικά- και στην Αμερική. Δηλαδή εις την Δύσιν. Και βλέπετε, ορθόδοξοι Χριστιανοί μας να παρασύρονται σε τέτοια καμώματα. Αιρετικά πέρα για πέρα. Και φιλοσοφικών διαστάσεων. Να γιατί πρέπει να ξέρουμε όλα αυτά. Να γιατί σας είπα προηγουμένως ότι είναι όλα αυτά επικαιρότατα. Όσοι έχετε, αν όχι το Πηδάλιον, που έχει μέσα ό,τι έχει από τας Συνόδους, τοπικάς και Οικουμενικάς, τουλάχιστον το Τριώδιον αν έχετε στο σπίτι σας, ανοίξτε, παρακαλώ, στην Κυριακή των Α΄ Νηστειών, εκεί στο Παράρτημα, ένα Παράρτημα έχει στη σημερινή Κυριακή με τίτλο: «Συνοδικόν της Αγίας και Οικουμενικής Ζ΄(7ης) Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας» και εκεί θα πάρετε μία μικρή γεύση. Κι εγώ από εκεί τα πήρα διά το πρόχειρον του πράγματος.

Πρέπει ακόμα να αντιληφθούμε ότι στην αίρεση δεν υπάρχει ούτε το σωστόν ήθος, ούτε η σωστή πίστις, ούτε η σωστή λατρεία του Θεού και συνεπώς δεν υπάρχει η σωτηρία. Δεν υπάρχει η σωτηρία. Η αίρεσις είναι βλασφημία κατά του Θεού. Πώς θα με σώσει λοιπόν ο Θεός; Εάν κινούμαι στην αίρεση, στον χώρο της αιρέσεως; Γι΄αυτό και ο χαρακτηρισμός «νάθεμα»· που θέλει να τονίσει ότι κάθε αιρετικός ή κάθε αίρεση είναι έξω από την Εκκλησία. Όπως και ο όρος «φοριζέσθω». Κοινότατος όρος αυτό. Τι θα πει «φοριζέσθω»; πό και ρίζω. Βγάζω από τα όρια. Αφορίζω. Και συνεπώς δεν ανήκει αυτός ή αυτή η θεωρία ή αυτή η θέσις ή αυτή η ερμηνεία δεν ανήκει στον χώρο της Εκκλησίας. Είναι έξω από τον χώρο της Εκκλησίας. Πίστευε ό,τι θέλεις, άνθρωπε. Αλλά δεν δύνασαι να λες ότι ανήκεις μέσα στην Εκκλησία. Είναι εκείνο που λέει ο απόστολος Παύλος: «Ε τις ο φιλε τόν Κύριον ησον Χριστόν – όποιος δεν αγαπά τον Κύριον Ιησούν Χριστόν τω νάθεμα». Χώρια. Χώρια. Ανάθεμα λοιπόν σημαίνει κάτι που είναι ή οφείλει να είναι χωριστά ως κατηραμένον. Αυτό το «κατηραμένον» θα το βρείτε εις το βιβλίο το Λευιτικόν, στην Παλαιά Διαθήκη 7,26.

Αγαπητοί. Ορθοδοξία σημαίνει γνησιότης ερμηνείας των θείων γραφών. Πρέπει όμως να συνοδεύεται και με την ορθοπραξία. Ορθώς να πράττομε. Όχι μόνον ορθώς να πιστεύομε. Αυτά τα δυο μας παρέχουν τη σωτηρία. Όσοι όμως εργάστηκαν είτε εις τας Συνόδους, είτε μες τους αιώνες για την Ορθοδοξία μας, όπως και κατ’ επανάληψιν σημειώνεται μέσα εις το Συνοδικόν, αιωνία η μνήμη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_667.mp3

Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού (ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ)

Του αγίου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννη του Δαμασκηνού

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

1. Θα έπρεπε βέβαια εμείς, συναισθανόμενοι πάντοτε την αναξιότητά μας, να σιωπούμε και να εξομολογούμαστε στον Θεό τις αμαρτίες μας, αλλά όταν όλα στον καιρό τους είναι καλά· επειδή όμως βλέπω την Εκκλησία, την οποία ο Θεός έκτισε πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών με ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό τον Υιό Του, να βάλλεται, σαν σε θαλάσσια φουρτούνα που υψώνεται με αλλεπάλληλα κύματα, και να ανακατώνεται και να αναταράσσεται από τη βίαιη πνοή των πονηρών πνευμάτων, και τον χιτώνα του Χριστού, τον υφασμένο με τη χάρη του Θεού, Αυτόν που οι απόγονοι των ασεβών θέλουν με αυθάδεια να κομματιάσουν, τον βλέπω να σχίζεται, και το σώμα Του, δηλαδή τον λαό του Θεού και τη θεοπαράδοτη από παλιά διδασκαλία της Εκκλησίας να κατακερματίζεται σε διάφορες δοξασίες, γι’ αυτό θεώρησα πως δεν είναι σωστό να σιωπώ και να δέσω τη γλώσσα μου, φέροντας στη σκέψη μου την απόφαση που απειλεί λέγοντας: «ν ποστείληται, οκ εδοκε ψυχή μου ν ατ· δ δίκαιος κ πίστεώς μου ζήσεται(:εάν κανείς κρύψει κάτι από φόβο και το συγκαλύψει, δεν επαναπαύεται η ψυχή μου σε αυτόν)»[Αββακ.2,4] και «ἐάν ἴδς τήν ῥομφαίαν ἐρχομένην και μή ἀναγγείλῃς τῷ ἀδελφῷ σου, ἐκ σο κζητήσω τ αμα ατο (:αν δεις το φονικό μαχαίρι να πλησιάζει και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα ζητήσω το αίμα του από σένα)»[Ιεζ. 33,8].

Επειδή λοιπόν με τάρασσε αφόρητος φόβος, αποφάσισα να μιλήσω, χωρίς να υπολογίσω μπροστά στην αλήθεια το μεγαλείο των βασιλέων· γιατί άκουσα τον θεοπάτορα Δαβίδ να λέει: «Κα λάλουν ν τος μαρτυρίοις σου ναντίον βασιλέων κα οκ σχυνόμην» (: Και μιλούσα για τις μαρτυρίες και τις εντολές Σου μπροστά σε βασιλιάδες και δεν ντρεπόμουνα αλλά με κάθε παρρησία μιλούσα μπροστά σε αυτούς)» [Ψαλμ.118,46] και μάλιστα κεντριζόμουνα από αυτό ακόμα πιο πολύ να μιλήσω. Γιατί είναι φοβερό πράγμα ο λόγος του βασιλιά που καταδυναστεύει τους υπηκόους, και είναι ανέκαθεν λίγοι εκείνοι που περιφρόνησαν τα βασιλικά διατάγματα, όσοι δηλαδή γνωρίζουν ότι ο επίγειος βασιλιάς εξουσιάζεται από τον Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυρότεροι των βασιλέων.

2. Πριν από όλα, αφού στερέωσα στον λογισμό, σαν σε κάποια καρίνα ή θεμέλιο, τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδόσεως, με την οποία είναι φυσικό να εξασφαλίζεται η σωτηρία, άνοιξα τη βαλβίδα του λόγου και σαν άλογο καλά χαλιναγωγημένο το παρακίνησα να ξεκινήσει από την αφετηρία. Γιατί πραγματικά νόμισα πως είναι πάρα πολύ φοβερό η Εκκλησία που λάμπει με τόσα προτερήματα και είναι στολισμένη με τις θεοδίδακτες παραδόσεις των ευσεβεστάτων πατέρων να επιστρέφει στα φτωχά πράγματα, επειδή φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος, και, σαν να μην έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, να παίρνει τον κατήφορο της ειδωλολατρίας και να εγκαταλείπει την τελειότητα για ασήμαντες αφορμές, σαν να έχει ένα μικρό ψεγάδι σε ένα ωραιότατο πρόσωπο που με την αδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει το σύνολο της ομορφιάς. Γιατί το μικρό δεν είναι μικρό, όταν προξενεί μεγάλο κακό, όπως δεν είναι μικρό ψεγάδι το να ανατραπεί η θεοδίδακτη παράδοση της Εκκλησίας, πράγμα που καταδίκασαν οι προηγούμενοι οδηγοί μας, των οποίων είναι χρέος μας, αφού εξετάσουμε καλά την πολιτεία τους, να μιμούμαστε την πίστη τους[Εβρ.13,17: «Μνημονεύετε τν γουμένων μν, οτινες λάλησαν μν τν λόγον το Θεο, ν ναθεωροντες τν κβασιν τς ναστροφς μιμεσθε τν πίστιν»(:Να υπακούτε στους πνευματικούς προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε τελείως σε αυτούς· διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χριστό για τις ψυχές σας. Να τους υπακούτε, για να ενθαρρύνονται με την υπακοή σας, ώστε να επιτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στεναγμούς. Άλλωστε δεν σας συμφέρει να στενάζουν εξαιτίας σας οι πνευματικοί σας προεστοί, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»].

3. Παρακαλώ λοιπόν θερμά πρώτα τον παντοκράτορα Κύριο, μπροστά στον Οποίο όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα, προς τον Οποίο απευθύνεται ο λόγος μου και ο Οποίος γνωρίζει στην περίπτωση αυτή την καθαρότητα της ταπεινής μου γνώμης και την ειλικρίνεια του σκοπού μου, να μου δώσει λόγο με το άνοιγμα του στόματός μου, και αφού πάρει στα χέρια του τα χαλινάρια του νου μου, να τον αποσπάσει προς τον εαυτό του, για να τραβήξω τον δρόμο μπροστά και ίσια, χωρίς να παρεκκλίνω προς εκείνα που νομίζονται καλά ή όσα είναι γνωστά ως ολότελα εσφαλμένα. Έπειτα, παρακαλώ όλον τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, το βασίλειο ιεράτευμα, μαζί με τον καλό ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Χριστού, ο οποίος απεικονίζει στον εαυτό του την ιεραρχία του Χριστού, να δεχθούν με αγαθή διάθεση τον λόγο μου, χωρίς να δίνουν σημασία στην ελάχιστη αξία του, ή να αναζητούν ευστροφία λόγων, γιατί σε αυτά δεν είμαι ειδήμων ο φτωχός εγώ, αλλά να ζητούν τη δύναμη των νοημάτων. «Ο γρ ν λόγ βασιλεία το Θεο, λλ᾿ ν δυνάμει(:διότι η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές των πιστών με ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη που ελκύει και οικοδομεί τις καρδιές στον Χριστό)» [Α΄Κορ. 4,20])· άλλωστε σκοπός μου δεν είναι να νικήσω, αλλά να απλώσω χέρι στην αλήθεια που πολεμείται, χέρι δυνάμεως που το απλώνει η αγαθή διάθεση. Αφού λοιπόν επικαλέστηκα ως βοηθό την Ενυπόστατη αλήθεια, θα αρχίσω από εδώ τον λόγο μου.

4. Γνωρίζω εκείνον που αδιάψευστα είπε: «Κύριος Θες μν Κύριος ες στι· (:Κύριος ο Θεός μας είναι ο ένας και μόνος Κύριος)»[ Δευτ. 6,4] και «Κύριον τν Θεόν σου φοβηθήσ κα ατ μόν λατρεύσεις (:Κύριο τον Θεό σου θα ευλαβείσαι και Αυτόν μόνο θα λατρεύσεις)»[Δευτ.6,13] και «οκ σονταί σοι θεο τεροι»(:δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί)»[Δευτ. 5,7] και «ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς(:δεν θα κατασκευάσεις κανένα γλυπτό ομοίωμα, από όσα υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη)»[Δευτ.5,8] και «ασχυνθήτωσαν πάντες ο προσκυνοντες τος γλυπτος(: ας καταισχυνθούν όλοι όσοι προσκυνούν τα γλυπτά είδωλα)»[Ψαλμ.96,7] και «θεοί, ο τν ορανν κα τν γν οκ ποίησαν, πολέσθωσαν(: θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν και δεν κατασκεύασαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν)»[Ιερ.10,11] και όλα όσα κατά αντίστοιχο τρόπο ο Θεός αφού μίλησε στους πατέρες μας μέσω των προφητών, κατά τις έσχατες ημέρες μίλησε με μας μέσω του μονογενούς Υιού Του, με τον Οποίο δημιούργησε το σύμπαν[ πρβ. Εβρ.1,1-2 :«Πολυμερς κα πολυτρόπως πάλαι Θες λαλήσας τος πατράσιν ν τος προφήταις, π᾿ σχάτου τν μερν τούτων λάλησεν μν ν υἱῷ, ν θηκε κληρονμον πντων, δι’ ο κα τος αἰῶνας ποησεν (:Πολλές φορές και με πολλούς τρόπους στα παλαιότερα χρόνια της προ Χριστού εποχής μίλησε ο Θεός στους προγόνους μας με το στόμα των προφητών. Σ’ αυτούς όμως εδώ τους έσχατους καιρούς, που τελείωσε η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, μας μίλησε διαμέσου του Υιού Του, τον Οποίο κατέστησε κληρονόμο και κύριο όλων των κτισμάτων. Μέσω Αυτού ο Θεός δημιούργησε και όλα όσα έγιναν μέσα στον χρόνο)»]. Γνωρίζω εκείνον που είπε: «Ατη δέ στιν αώνιος ζωή, να γινώσκωσί σε τν μόνον ληθινν Θεν, κα ν πέστειλας ησον Χριστόν (:Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με σένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,3]. Πιστεύω σε ένα Θεό, μια αρχή των όλων, άναρχο, άκτιστο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιοι και αΐδιο, ακατάληπτο, ασώματο, αόρατο, απερίγραπτο, ασχημάτιστο, μια ουσία υπερουσία, υπέρθεη θεότητα, σε τρεις υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και Αυτόν μόνο λατρεύω και σε Αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα, αλλά λατρεύω και τρεις υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, έναν Θεό.

Δεν προσκυνώ την κτίση αντί για τον Κτίστη, αλλά προσκυνώ τον Κτίστη που κτίσθηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως[πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι᾿ ν τ τίμια μν κα μέγιστα παγγέλματα δεδώρηται, να δι τούτων γένησθε θείας κοινωνο φύσεως ποφυγόντες τς ν κόσμ ν πιθυμί φθορς(: με την ένδοξη τελειότητά Του μας έχει χαρίσει τις πιο πολύτιμες και μεγάλες υποσχέσεις, για να γίνετε κι εσείς, καθώς θα παρακινείστε και θα ενισχύεστε από αυτές, μέτοχοι της θείας φύσεως. Να γίνετε δηλαδή άγιοι και μέτοχοι της ζωής του Χριστού, αφού απαλλαγείτε από τη διαφθορά του κόσμου, η οποία προέρχεται από κάθε αμαρτωλή επιθυμία)»]. Μαζί με τον βασιλιά και Θεό, προσκυνώ και την αλουργίδα του σώματος[:ολομέταξο πορφυρό βασιλικό ένδυμα, με το οποίο εδώ ο ιερός πατήρ παρομοιάζει το ανθρώπινο πρόσλημμα του Υιού], όχι σαν ένδυμα, ούτε σαν τέταρτο πρόσωπο -μακριά μια τέτοια βλασφημία-, αλλά ως ομόθεη που διετέλεσε και έγινε, όπως και αυτό το ίδιο που την έχρισε, αμετάβλητη. Γιατί δεν έγινε θεότητα η φύση της σάρκας, αλλά όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να υποστεί τροποποίηση και παρέμεινε ό,τι ήταν και πριν, έτσι και η σάρκα έγινε Λόγος, χωρίς να χάσει αυτό ακριβώς που είναι, ταυτιζόμενη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπόσταση. Γι΄αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλά ως ορατό που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον τον Θεό που έδωσε στην ψυχή την άυλη ιδιότητα;

5. Αλλά λένε: «Είπε ο Θεός μέσω του νομοθέτη Μωυσή: “Κύριον τν Θεόν σου φοβηθήσ κα ατ μόν λατρεύσεις (:Τον Κύριο τον Θεό σου να προσκυνάς και Αυτόν μόνο να λατρεύεις)”[Δευτ.6,13] και “ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς»(:να μην κατασκευάσεις κανένα είδωλο για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης)”» [Δευτ.5,8].

Αδελφοί, πραγματικά πλανώνται όσοι δεν γνωρίζουν τις Γραφές, ότι δηλαδή «τ γρ γράμμα ποκτείνει, τ δ πνεμα ζωοποιε(:ο γραπτός νόμος, επειδή δεν δίνει στον άνθρωπο την ενίσχυση και την εφαρμογή του, οδηγεί στον πνευματικό θάνατο. Το πνεύμα όμως της Καινής Διαθήκης, με τη χάρη και την ενίσχυση που μεταδίδει στους πιστούς, τους δίνει ζωή)»[Β΄Κορ.3,6], όσοι δεν ερευνούν το πνεύμα που κρύβεται κάτω από το γράμμα. Προς αυτούς θα άξιζε να πω: «Εκείνος που σας δίδαξε αυτό, ας σας διδάξει και το επόμενο. Μάθε λοιπόν ότι κάπως έτσι τα ερμηνεύει ο νομοθέτης στο Δευτερονόμιο, λέγοντας: «κα λάλησε Κύριος πρς μς κ μέσου το πυρς· φωνν ημάτων, ν μες κούσατε, κα μοίωμα οκ εδετε, λλ᾿ φωνήν(: και μίλησε εκεί ο Κύριος προς εσάς μέσα από το πυρ με λόγια ανθρώπου, που τα ακούσατε οι ίδιοι. Δεν είδατε όμως καμία μορφή, αλλά μόνο φωνή ακούσατε)»[Δευτ.4,12] Και λίγο παρακάτω: «κα φυλάξεσθε σφόδρα τς ψυχς μν, τι οκ εδετε μοίωμα ν τ μέρ, λάλησε Κύριος πρς μς ν Χωρβ ν τ ρει κ μέσου το πυρός μ νομήσητε κα ποιήσητε μν αυτος γλυπτν μοίωμα πσαν εκόνα μοίωμα ρσενικο θηλυκο, μοίωμα παντς κτήνους τν ντων π τς γς, μοίωμα παντς ρνέου πτερωτο(: και να προσέξετε πολύ τους εαυτούς σας, διότι δεν είδατε καμία μορφή ειδώλου την ημέρα εκείνη, κατά την οποία μίλησε προς εσάς ο Κύριος στο όρος Χωρήβ, μέσα από το πυρ. Να μην παρανομήσετε και κάνετε για τους εαυτούς σας είδωλο γλυπτό, κάθε είδους εικόνα που να έχει μορφή αρσενικού ή θηλυκού, ή μορφή κάθε ζώου από όσα υπάρχουν στην επιφάνεια της γης, ή μορφή κάθε πτηνού, που έχει φτερά και πετά κάτω από τον ουρανό)» Δευτ.4,15-17] και τα λοιπά, και ύστερα από μερικά: «κα μ ναβλέψας ες τν ορανν κα δν τν λιον κα τν σελήνην κα τος στέρας κα πάντα τν κόσμον το ορανο, πλανηθες προσκυνήσς ατος κα λατρεύσς ατος(:και πρόσεξε ώστε, όταν σηκώσεις τα βλέμματά σου προς τον ουρανό και δεις τον ήλιο και το φεγγάρι και τα άστρα και όλον τον στολισμό του ουρανού, να μην πλανηθείς από το μεγαλείο τους και προσκυνήσεις και λατρεύσεις σαν θεούς αυτά)» [Δευτ.4,19].

6. Βλέπεις πως ένας είναι ο σκοπός, να μη λατρεύουν την κτίση αντί για τον Κτίστη, ούτε να της προσφέρουν λατρευτική προσκύνηση, παρά μόνο στον Δημιουργό. Γι΄αυτό παντού συνδυάζει τη λατρεία με την προσκύνηση. Λέει λοιπόν πάλι: «Οκ σονταί σοι θεο τεροι πρ προσώπου μου, ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς, ο προσκυνήσεις ατος οδ μ λατρεύσς ατος, τι γώ εμι Κύριος Θεός σου(:Δεν θα έχεις άλλους θεούς, για να τους λατρεύεις εμπρός μου. Δεν θα κατασκευάσεις είδωλο, για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης. Δεν θα προσκυνήσεις και δεν θα λατρεύσεις αυτά τα είδωλα και ομοιώματα, διότι Εγώ είμαι ο μόνος Κύριος, ο Θεός σου)»[Δευτ.5,7-9]· και πάλι: «Τούς βωμος ατν καθελετε κα τάς στήλας ατν συντρίψετε κα τ λση ατν κκόψετε, κα τ γλυπτ τν θεν ατν κατακαύσετε ν πυρί·ο γρ μ προσκυνήσητε θεος τέροις(: τους βωμούς, όπου θυσιάζουν αυτοί στους θεούς τους, θα τους γκρεμίσετε, και τις στήλες που τις έχουν σαν σύμβολα των θεών τους, θα τις συντρίψετε και τα μικρά δάση, όπου λατρεύουν τους θεούς τους, θα τα κόψετε τελείως και τα αγάλματα των θεών τους θα τα κατακαύσετε στο πυρ. Διότι δεν πρέπει να προσκυνήσετε θεούς άλλους)»[Έξ.34, 13-14]. Και λίγο παρακάτω: «κα θεος χωνευτος ο ποιήσεις σεαυτ(:και δεν θα φτιάξεις θεούς σε χυτήρια, είδωλα δηλαδή για να τα έχεις και να τα λατρεύεις)»[Έξ.34,17].

7. Βλέπεις ότι εξαιτίας της ειδωλολατρίας απαγορεύει την εικονογραφία και ότι είναι αδύνατο να εικονίζεται ο άποσος και απερίγραπτος και αόρατος Θεός. «Οτε φωνν ατο κηκόατε πώποτε οτε εδος ατο ωράκατε(: ούτε τη φωνή Του έχετε ακούσει ποτέ έως τώρα, ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)» [Ιω.5,37], όπως είπε και ο Παύλος όταν στάθηκε στη μέση του Αρείου Πάγου: «Γένος ον πάρχοντες το Θεο οκ φείλομεν νομίζειν χρυσ ργύρ λίθ, χαράγματι τέχνης κα νθυμήσεως νθρώπου, τ θεον εναι μοιον»(:Αφού λοιπόν είμαστε γενιά του Θεού και απ’ αυτόν αποκτήσαμε ζωντανή και πνευματική φύση, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι κάτι που μοιάζει με τα άψυχα και τα νεκρά αντικείμενα˙ με το χρυσάφι δηλαδή ή το ασήμι ή το μάρμαρο, που έχουν χαραχθεί και πελεκηθεί από τη γλυπτική τέχνη και την καλλιτεχνική φαντασία και επινόηση του ανθρώπου σε μαρμάρινα ή ασημένια ή χρυσά αγάλματα και είδωλα. Όχι.)»[Πράξ.17,29].

8. Επομένως, αυτά είχαν νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους που εύκολα γλιστρούσαν προς την ειδωλολατρία· εμείς όμως, για να μιλήσουμε θεολογικά, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά τον Θεό, να γνωρίσουμε την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο τον Θεό, να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεφύγουμε από τη νηπιακή κατάσταση, να φτάσουμε να γίνουμε τέλειοι άνδρες [πρβ.Εφ.4,13:«μέχρι καταντήσωμεν ο πάντες ες τν νότητα τς πίστεως κα τς πιγνώσεως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο(: μέχρι να φθάσουμε να έχουμε όλοι μία και την ίδια αληθινή πίστη και τέλεια γνώση του Υιού του Θεού και να προοδεύσουμε πνευματικά, έως ότου γίνουμε ένας τέλειος άνθρωπος˙ και ν’ αποκτήσουμε το μέτρο της πνευματικής ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητά Του)»], δεν βρισκόμαστε πια κάτω από την κηδεμονία παιδαγωγού[ πρβ. Γαλ.3,25: «λθούσης δ τς πίστεως οκέτι π παιδαγωγόν σμεν(: όταν λοιπόν ήλθε η νέα κατάσταση, στην οποία ισχύει η πίστη, δεν είμαστε πλέον κάτω από την παιδαγωγία του νόμου)»],αφού πήραμε από τον Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι αυτό που εικονίζεται και τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνα. Γιατί λέει: «οτε εδος ατο ωράκατε(: ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)»[Ιω.5,37]. Πόσο μεγάλη είναι η σοφία του νομοθέτη! Πώς να εικονιστεί το αόρατο; Πώς να παρασταθεί το απερίγραπτο; Πώς να ζωγραφιστεί αυτό που δεν έχει ποσότητα, όγκο και όρια; Πώς να αποδοθεί ο χαρακτήρας Αυτού που δεν έχει μορφή; Πώς να παρασταθεί με χρώματα το ασώματο;

Τι είναι λοιπόν αυτό που αποκαλύπτεται με αινιγματικό τρόπο; Είναι φανερό πως λέει: Όταν βλέπεις ο ασώματος να γίνεται άνθρωπος για σένα, τότε μπορείς να κάνεις την εικόνα της ανθρώπινης μορφής· όταν ο Αόρατος γίνεται Ορατός κατά τη σάρκα, τότε να απεικονίσεις το ομοίωμα Αυτού που φανερώθηκε· όταν ο ασώματος και ασχημάτιστος και άποσος και άπειρος και πέρα από κάθε μέγεθος με την υπεροχή της φύσεώς Του, Αυτός που, «ς ν μορφ Θεο πάρχων οχ ρπαγμν γήσατο τ εναι σα Θε(:ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)»[Φιλ.2,6], παίρνοντας μορφή δούλου, με αυτήν τη μορφή περιορίζεται σε όρια ποσού και μέτρου και αποκτά χαρακτηριστικά σώματος, τότε σχεδίαζέ Τον σε πίνακες και βάλε Τον να Τον βλέπουν, Αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει ορατός. Ζωγράφιζε την ανέκφραστη συγκατάβασή Του, τη γέννησή Του από την Παρθένο, τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη, τη μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ, τα πάθη Του που παρέχουν απάθεια, τα θαύματα, τα σύμβολα της θείας φύσεώς Του, τα οποία πραγματοποιούνται με θεϊκή ενέργεια μέσα από την ενέργεια της σάρκας, τον σωτήριο σταυρό, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς. Όλα να τα ιστορείς με λόγο και με χρώματα.

Μην φοβάσαι, μην διστάζεις˙ γνωρίζω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη μια προσκύνηση από την άλλη. Κάποτε ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς του Εμμώρ, όταν αγόρασε τη διπλή σπηλιά για να τη χρησιμοποιήσει ως τάφο, άνδρες ασεβείς που είχαν άγνοια του αληθινού Θεού [βλ. Γέν.23,7-12: «ναστς δ Αβραμ προσεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ, κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ, κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνημεου. ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκριθες δ ᾿Εφρν Χετταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπορευομνων ες τν πλιν πντων, λγων· παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου· κα προσεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς (: όταν ο Αβραάμ είδε την προθυμία τους, σηκώθηκε και με ένα εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους. Κατόπιν τους μίλησε και τους είπε: “Αφού έχετε πράγματι την καλοσύνη και την επιθυμία να μου δώσετε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου, τότε σας παρακαλώ ακούστε με και μεσιτεύσετε για λογαριασμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ και ζητήστε από αυτόν να μου πουλήσει το διπλό σπήλαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωραφιού του. Ζητήστε από τον Εφρών να μου το πουλήσει στην πλήρη αξία του, τώρα, μπροστά σας, για να το αποκτήσω ως δικό μου και για να το κατέχω ως ιδιόκτητο τάφο”. Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβραάμ ζητούσε να αγοράσει το σπήλαιο, βρισκόταν στη συνάθροιση εκείνη των Χετταίων. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια του Αβραάμ, του αποκρίθηκε μπροστά σε όλους τους Χετταίους που ήταν συγκεντρωμένοι στην είσοδο της πόλεως, και σε όλους όσοι έμπαιναν στην πόλη και του είπε: “Μάλιστα, κύριε· έλα κοντά μου και άκουσέ με σε όσα θα σου πω· το χωράφι μου και το σπήλαιο που υπάρχει σε αυτό, το δίνω σε σένα· να, σου τα έδωσα ως δικά σου παρουσία όλων των συμπολιτών μου· δέξου τα λοιπόν και θάψε με όλη την ελευθερία τον νεκρό σου”. Και τότε ο Αβραάμ με εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους)» και Πράξ.7,16: «κα μετετέθησαν ες Συμχ κα τέθησαν ν τ μνήματι νήσατο βραμ τιμς ργυρίου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τοποθετήθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποίος έμενε στη Συχέμ, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασημένια νομίσματα)»].

Ο Ιακώβ επίσης προσκύνησε τον αδελφό του Ησαύ [Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπροσθεν ατν κα προσεκύνησεν π τν γν πτάκις ως το γγίσαι τ δελφ ατο(:ο ίδιος ο Ιακώβ προχώρησε και μπήκε μπροστά από όλους ώστε ο πρώτος, που θα συναντούσε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο πρώτος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλησίασε, ο Ιακώβ προχώρησε προς αυτόν ταπεινά και μέχρις ότου φτάσει κοντά του, τον προσκύνησε ως μεγαλύτερο αδερφό του με γονάτισμα και σκύψιμο βαθύ έως τη γη επτά φορές)»] και τον Φαραώ], άνδρα Αιγύπτιο [Γέν.47,7: «εσήγαγε δ ωσφ ακβ τν πατέρα ατο κα στησεν ατν ναντίον Φαραώ, κα ηλόγησεν ακβ τν Φαραώ.(: και έφερε ο Ιωσήφ τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στον Φαραώ και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ)», αλλά προσκύνησε ακόμα και την άκρη του μπαστουνιού του Ιωσήφ[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προσεκύνησεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέμεινε και του είπε: “Ορκίσου μου ότι θα το κάνεις”. Και ο Ιωσήφ ορκίστηκε στον πατέρα του. Τότε ο Ισραήλ, επειδή πίστεψε ότι ο Θεός θα βοηθούσε, ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Χαναάν για να ταφεί εκεί, έσκυψε και προσκύνησε τον Θεό, αφού ακούμπησε την κεφαλή του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής αδυναμίας του. Με την προσκύνηση αυτή εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό)» και Εβρ.7,21: « δ μετ ρκωμοσίας δι το λέγοντος πρς ατόν· μοσε Κύριος, κα ο μεταμεληθήσεται· σ ερες ες τν αἰῶνα κατ τν τάξιν Μελχισεδέκ (:Ο Χριστός έγινε ιερεύς με όρκο. Ο όρκος αυτός δόθηκε από τον Θεό διαμέσου του ψαλμωδού, ο οποίος είπε προς τον Χριστό: “Ορκίστηκε ο Κύριος και δεν θα αλλάξει την απόφασή Του, και δεν θα αθετήσει τον όρκο Του: “Εσύ είσαι ιερεύς αιώνιος κατά την τάξη του Μελχισεδέκ”)»όμως προσκύνησαν, αλλά δεν λάτρευσαν.

Προσκύνησαν και ο Ιησούς του Ναυή[Ιησ.5,14: « δ επεν ατ· γ ρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυν παραγέγονα. κα ησος πεσεν π πρόσωπον π τν γν κα επεν ατ· δέσποτα, τί προστάσσεις τ σ οκέτ; (: εκείνος όμως του απάντησε: ‘’Όχι, δεν είμαι τίποτα από αυτά· εγώ είμαι αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα’’. Και ο Ιησούς σε ένδειξη βαθυτάτου σεβασμού και λατρευτικής προσκυνήσεως έπεσε με το πρόσωπο κατά γης και του είπε: ‘’ Δέσποτα, τι διατάζεις τον δούλο σου;’’)»] και ο Δανιήλ, άγγελο του Θεού [Δαν.8,17: «κα λθε κα στη χόμενος τς στάσεώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμβήθην, κα πίπτω π πρόσωπόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώπου· τι γρ ες καιρο πέρας ρασις(: και ήλθε και στάθηκε κοντά μου· και όταν με πλησίασε, κυριεύτηκα από υπερβολικό θαυμασμό, μεγάλη έκπληξη και φόβο και έπεσα αμέσως κάτω με το πρόσωπο κατά γης. Και εκείνος μου είπε: Υιέ ανθρώπου εννόησε τούτο: Το όραμα αυτό δεν θα εκπληρωθεί επί του παρόντος· το όραμα αυτό αποκαλύπτει τα έσχατα χρόνια, κατά τα οποία θα τελειώσει η βασιλεία των θηρίων και θα αναλάβουν πλέον την εξουσία οι άγιοι του Υψίστου)»], αλλά δεν τον λάτρευσαν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η λατρευτική προσκύνηση και άλλο εκείνη που προσφέρεται τιμητικά σε εκείνους που υπερέχουν σε κάποιο αξίωμα.

9. Αλλά επειδή μιλάμε για την εικόνα και την προσκύνηση, ας κάνουμε γι’ αυτά μερικές διευκρινίσεις. Η εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα που φέρει τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, με κάποια διαφορά όμως προς αυτό. Γιατί η εικόνα δεν είναι όμοια εξ ολοκλήρου προς το αρχέτυπο. Εικόνα λοιπόν ζωντανή, φυσική και απαράλλακτη του αόρατου Θεού[Κολ.1,15: «ς στιν εκν το Θεο το οράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ο Υιός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο Οποίος δεν φαίνεται με τα σωματικά μας μάτια. Είναι πρωτότοκος, που δεν κτίσθηκε, αλλά γεννήθηκε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα)»] είναι ο Υιός, ο Οποίος φέρει στον εαυτό Του ολόκληρο τον Πατέρα και ταυτίζεται εξ ολοκλήρου προς Αυτόν, διαφέροντας μόνο ως προς το αιτιατό. Γιατί αίτιο φυσικό είναι ο Πατέρας, ενώ αιτιατό ο Υιός, επειδή δεν προέρχεται ο Πατέρας από τον Υιό, αλλά ο Υιός από τον Πατέρα. Από Αυτόν έξαλλου έχει την ύπαρξη, αν και όχι ύστερα από Αυτόν, πράγμα που σημαίνει τον γεννήτορα Πατέρα.

10. Υπάρχουν όμως και στον Θεό εικόνες και παραδείγματα, όσων πρόκειται να γίνουν από Αυτόν, δηλαδή η προαιώνια και πάντοτε αμετάβλητη βούλησή Του. Γιατί το θείο είναι κατά πάντα άτρεπτο και δεν υπάρχει σε αυτό καμιά μεταβολή ή σκιά μετατροπής[Ιακ.1,17: «Πσα δόσις γαθ κα πν δώρημα τέλειον νωθέν στι καταβανον π το πατρς τν φώτων, παρ᾿ οκ νι παραλλαγ τροπς ποσκίασμα(:Κάθε καλό που δίνεται στους ανθρώπους και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται από τον ουρανό και κατεβαίνει από τον Θεό, ο Οποίος είναι ο δημιουργός των ουράνιων φωτεινών σωμάτων και η ύψιστη και μοναδική πηγή κάθε φωτισμού, φυσικού ή πνευματικού. Σ’ Αυτόν δεν υπάρχει καμία αλλοίωση και μεταβολή σαν αυτές που γίνονται στη σελήνη ή συντελούνται από τη διαδοχή της νύχτας και της ημέρας. Αλλά ούτε και σκιά υπάρχει σαν εκείνη που δημιουργείται από την περιστροφή και τη μετακίνηση των άστρων και των ουράνιων σωμάτων)»]. Αυτές τις εικόνες και τα παραδείγματα ονομάζει «προορισμούς» ο άγιος Διονύσιος[ο Αρεοπαγίτης], ο σπουδαίος γνώστης των θείων πραγμάτων, ο οποίος μαζί με τον Θεό μελέτησε τα σχετικά με τον Θεό πράγματα. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν αποτυπωμένα και απεικονισμένα όλα όσα είχαν προορισθεί από Αυτόν, πριν από τη δημιουργία, και θα γίνονταν οπωσδήποτε, ακριβώς όπως κάποιος που θέλει να κτίσει ένα σπίτι, συλλαμβάνει πρώτα και ζωγραφίζει το σχέδιο στο μυαλό του[Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, P. G. 3,824C].

11. Υπάρχουν επίσης και εικόνες των αοράτων και ατύπωτων πραγμάτων, τα οποία αποτυπώνονται σωματικά για να κατανοηθούν αμυδρά. Άλλωστε και η θεία Γραφή παρουσιάζει τον Θεό και τους αγγέλους με τύπους, και ο ίδιος θείος άνδρας[Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, Ρ G. 3], ερμηνεύοντας την αιτία αυτού του πράγματος, λέει ότι δικαιολογημένα προβάλλονται οι τύποι των ατύπωτων και τα σχήματα των ασχημάτιστων, χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι μόνη αιτία είναι η δική μας αναλογία που δεν μπορεί να ανάγεται άμεσα προς τις νοητές θεωρίες και έχει ανάγκη από γνώριμες και προσαρμοσμένες στη φύση μας αναγωγές. Αφού λοιπόν ο θείος Λόγος, φροντίζοντας για τη δική μας αναλογία και θέλοντας από παντού να βοηθήσει την αναγωγική μας ικανότητα, παρουσιάζει ακόμα και τα απλά και ατύπωτα με κάποιους τύπους, πώς να μην εξεικονίσει αυτά που έχουν πάρει σχήματα ανάλογα προς τη δική μας φύση και τα ποθούμε βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να τα δούμε, επειδή δεν είναι ορατά;

Γιατί με την αίσθηση σχηματίζεται κάποια εικόνα στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου και από εκεί διοχετεύεται στη λειτουργία της κρίσης και αποθηκεύεται στη μνήμη. Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι, αν και καταβάλλει πολλές προσπάθειες ο νους, αδυνατεί να βγει έξω από τα σωματικά όρια[Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], αλλά και τα αόρατα του Θεού, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνονται ορατά, κατανοούμενα μέσω των δημιουργημάτων[Ρωμ. 1,20: «Τ γρ όρατα ατο π κτίσεως κόσμου τος ποιήμασι νοούμενα καθορται, τε ΐδιος ατο δύναμις κα θειότης, ες τ εναι ατος ναπολογήτους(:διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας: τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)»].Γιατί βλέπουμε στα κτίσματα εικόνες οι οποίες μας φανερώνουν αμυδρά τις θείες ανταύγειες όπως όταν λέμε ότι η αγία Τριάδα, η υπεραρχία, εικονίζεται με τον ήλιο και το φως και τις ακτίνες· ή με την πηγή που αναβλύζει και με το νάμα που πηγάζει και με τη ροή ή με τον δικό μας νου και τον λόγο και το πνεύμα, ή μεν την τριανταφυλλιά, το τριαντάφυλλο και την ευωδιά.

12. Εικόνα επίσης λέγεται και εκείνη που σκιαγραφεί συμβολικά όσα θα γίνουν στο μέλλον[Εβρ. 10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελλόντων γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγμάτων, κατ᾿ νιαυτν τας ατας θυσίαις ς προσφέρουσιν ες τ διηνεκές, οδέποτε δύναται τος προσερχομένους τελεισαι(:Πράγματι οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ανεπαρκείς να προσφέρουν άφεση· διότι ο μωσαϊκός νόμος παρείχε βέβαια κάποια αμυδρή σκιά των αγαθών που επρόκειτο να μας προσφέρει ο Χριστός, δεν έδινε όμως σαφή και πλήρη εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας. Και δεν μπορεί ποτέ ο μωσαϊκός νόμος να οδηγήσει στην τελειότητα αυτούς που πλησιάζουν το θυσιαστήριο με τις ίδιες θυσίες που συνεχώς κάθε χρόνο προσφέρουν οι ιερείς και αρχιερείς του)» και Κολ. 2,17: « στι σκι τν μελλόντων(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγματικότητος που επρόκειτο να έλθει στην Καινή Διαθήκη. Και η πραγματικότητα αυτή απ’ την οποία ριχνόταν η σκιά είναι ο Χριστός)»], όπως η κιβωτός[Έξ.25,9κ.ε.] και η ράβδος[Αριθμ.17,23-25: «Κα γένετο τ παύριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρτυρίου, κα δο βλάστησεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγκε βλαστν κα ξήνθησεν νθη κα βλάστησε κάρυα. κα ξήνεγκε Μωυσς πάσας τς άβδους π προσώπου Κυρίου πρς πάντας υος σραήλ, κα εδον κα λαβον καστος τν άβδον ατο. κα επε Κύριος πρς Μωυσν· πόθες τν άβδον αρν νώπιον τν μαρτυρίων ες διατήρησιν, σημεον τος υος τν νηκόων, κα παυσάσθω γογγυσμς ατν π᾿ μο, κα ο μ ποθάνωσι(:Την επόμενη ημέρα μπήκε με ευλάβεια ο Μωυσής και ο Ααρών στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Και να: Όλα τα ραβδιά είχαν μείνει ξερά, εκτός από εκείνο του Ααρών, που είχε τοποθετηθεί εξ ονόματος της φυλής Λευί· αυτό πέταξε, μέσα σε λίγες ώρες, βλαστάρι πράσινο και δροσερό και το βλαστάρι άνθισε και ορισμένα από τα άνθη έδεσαν και παρουσίασαν ως καρπό καρύδια. Και ο Μωυσής έβγαλε όλα τα ραβδιά έξω από την Κιβωτό του Κυρίου και τα παρουσίασε σε όλο τον Ισραηλιτικό λαό και όλοι είδαν το θαύμα και έλαβε ο καθένας πάλι το ραβδί του. Ο Κύριος τότε είπε προς τον Μωυσή: “Φέρε και βάλε το ραβδί του Ααρών πάλι μπροστά στην κιβωτό του Μαρτυρίου, για να μένει εκεί φυλαγμένο, ως σημάδι στα παιδιά των ανυπότακτων και ανταρτών, που τιμωρήθηκαν για την επανάστασή τους· και ας σταματήσουν τα παράπονα εναντίον μου, για να μην πεθάνουν και εξαφανιστούν όλοι τους”)»] και η στάμνα[Έξ.16,33-34: «Κα επε Μωυσς πρς αρών· λάβε στάμνον χρυσον να κα μβαλε ες ατν πλρες τ γομρ το μν κα ποθήσεις ατ ναντίον το Θεο ες διατήρησιν ες τς γενες μν. ν τρόπον συνέταξε Κύριος τ Μωυσ, κα πέθηκεν αρν ναντίον το μαρτυρίου ες διατήρησιν(:Και είπε ο Μωυσής προς τον Ααρών: «Πάρε μία χρυσή στάμνα και βάλε μέσα σε αυτήν ένα ολόκληρο γομόρ από το μάννα και τοποθέτησέ την στον τόπο της λατρείας, μπροστά στον Κύριο, για να διατηρηθεί για τους απογόνους σας». Σύμφωνα λοιπόν προς την οδηγία, που έδωσε ο Κύριος στον Μωυσή, ο Ααρών τοποθέτησε κατόπιν τη χρυσή στάμνα με το μάννα στην Κιβωτό της Διαθήκης μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου, για να διατηρείται ως θείο κειμήλιο ως ανάμνηση)»] συμβολίζουν την αγία Παρθένο και Θεοτόκο, και όπως το φίδι[Αριθμ.21,8-9: «κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται. κα ποίησε Μωυσς φιν χαλκον κα στησεν ατν π σημείου, κα γένετο ταν δακνεν φις νθρωπον, κα πέβλεψεν π τν φιν τν χαλκον κα ζη(: Ο Κύριος λοιπόν είπε προς τον Μωυσή: “Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν το εξής: Εάν ένα φίδι δαγκώσει έναν άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον έχει δαγκώσει το φίδι σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετάνοιας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθάνει”. O Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι και το κρέμασε ψηλά σε έναν πάσσαλο. Όταν λοιπόν κάποιο φαρμακερό και θανατηφόρο φίδι δάγκωνε κάποιον άνθρωπο και αυτός που τον είχε δαγκώσει το φίδι έστρεφε το βλέμμα του με διάθεση μετανοίας και πίστεως και κοίταζε το χάλκινο φίδι, δεν πέθαινε, αλλά θεραπευόταν και ζούσε)», και Ιω.3,14: «κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώπου(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμασθεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή)»] συμβολίζει εκείνον που με τον σταυρό κατάργησε το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα[Η Ερυθρά θάλασσα κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Εξ. 14,15 έ.], το νερό και η νεφέλη[Έξ.14,19: «ξρε δ γγελος το Θεο προπορευόμενος τς παρεμβολς τν υἱῶν σραλ κα πορεύθη κ τν πισθεν· ξρε δ κα στλος τς νεφέλης π προσώπου ατν κα στη κ τν πίσω ατν(: μετά από τα λόγια αυτά ο άγγελος, που εστάλη από τον Θεό και προχωρούσε επικεφαλής της στρατιάς των Εβραίων, μετακινήθηκε και ήλθε και στάθηκε πίσω από αυτούς· μετακινήθηκε επίσης από εμπρός τους και η στήλη της νεφέλης και στάθηκε και αυτή πίσω τους)»] το πνεύμα του βαπτίσματος[Α΄Κορ. 10,14: «Διόπερ, γαπητοί μου, φεύγετε π τς εδωλολατρείας(:Γι’ αυτό ακριβώς, αγαπητοί μου, φεύγετε μακριά από την ειδωλολατρία χωρίς να φοβηθείτε γι’αυτό, μήπως σας δημιουργηθεί πειρασμός από τους ειδωλολάτρες)». Στον κανόνα και τους οίκους του Ακάθιστου ύμνου έχουμε αριστοτεχνική αναφορά στα γεγονότα που αναφέρει εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός και στη σχέση τους ως προεικονίσεων των προσώπων και γεγονότων της Καινής Διαθήκης].

13. Ακόμα, εικόνα λέγεται των γεγονότων η μνήμη ενός θαύματος ή κάποιας τιμής ή αισχύνης ή αρετής ή κακίας, για τη μελλοντική ωφέλεια των θεατών, με σκοπό να αποφεύγουμε τα κακά και να μιμηθούμε τις αρετές. Η εικόνα αυτή γίνεται με δύο τρόπους, με τον λόγο που γράφεται στα βιβλία, όπως ο Θεός χάραξε τον νόμο στις πλάκες[Έξ.34,28: «Κα ν κε Μωυσς ναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα μέρας κα τεσσαράκοντα νύκτας· ρτον οκ φαγε κα δωρ οκ πιε· κα γραψεν π τν πλακν τ ήματα τατα τς διαθήκης, τος δέκα λόγους(:και έμεινε ο Μωυσής εκεί στην κορυφή του Σινά σαράντα μέρες και σαράντα νύκτες. Κατά το διάστημα αυτό ούτε έφαγε ψωμί, ούτε ήπιε νερό. Και έγραψε ( ο Θεός) στις λίθινες πλάκες τα λόγια αυτά της συμφωνίας μεταξύ Θεού και Ισραήλ, τις δέκα δηλαδή εντολές)»], και έδωσε εντολή να αναγραφούν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών, και με αισθητή θέα, όπως έδωσε εντολή να τοποθετηθούν μέσα στην κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για ανάμνηση. Έτσι και εμείς τώρα παριστάνουμε τις εικόνες των γεγονότων και τις αρετές. Ή εξαφάνισε λοιπόν κάθε εικόνα και θέσπιζε νόμους αντίθετους προς Εκείνον που πρόσταξε να γίνονται οι εικόνες, ή να δέχεσαι κάθε εικόνα σύμφωνα με το λόγο και τον τρόπο που ταιριάζει στην καθεμιά.

Αφού λοιπόν αναφέραμε τους τρόπους της εικόνας, ας μιλήσουμε και για την προσκύνηση.

14. Η προσκύνηση είναι σύμβολο ταπείνωσης και τιμής. Αλλά και αυτής γνωρίσαμε διάφορες μορφές· πρώτη τη λατρευτική προσκύνηση που προσφέρουμε μόνο στον κατά φύση προσκυνητό Θεό. Έπειτα την προσκύνηση που, εξαιτίας του κατά φύση προσκυνητού Θεού, προσφέρουμε στους φίλους και τους λειτουργούς του, όπως ο Ιησούς του Ναυή στον αρχάγγελο Μιχαήλ[Ιησ. Ναυή 5,14: « δ επεν ατ· γ ρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυν παραγέγονα. κα ησος πεσεν π πρόσωπον π τν γν κα επεν ατ· δέσποτα, τί προστάσσεις τ σ οκέτ; (: και εκείνος του απάντησε: “Όχι, δεν είμαι τίποτε από αυτά· εγώ είμαι αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα”. Και ο Ιησούς του Ναυή σε ένδειξη βαθύτατου σεβασμού και λατρευτικής προσκυνήσεως έπεσε με το πρόσωπο στη γη και του είπε: “Δέσποτα, τι διατάζεις τον δούλο σου;”)»] και ο Δανιήλ [Δαν.8,16-17: «κα κουσα φωνν νδρς ναμέσον το Οβάλ, κα κάλεσε κα επε· Γαβριήλ, συνέτισον κενον τν ρασιν. κα λθε κα στη χόμενος τς στάσεώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμβήθην, κα πίπτω π πρόσωπόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώπου· τι γρ ες καιρο πέρας ρασις(: Και άκουσα τη φωνή ενός άντρα μεταξύ των οχθών του ποταμού Ουβάλ, η οποία φώναξε και είπε: “Γαβριήλ, ερμήνευσε σε εκείνον το νόημα του οράματος”. Και ήλθε-ο αρχάγγελος Γαβριήλ -και στάθηκε πλησίον μου· και όταν με πλησίασε, κυριεύτηκα από υπερβολικό θαυμασμό, μεγάλη έκπληξη και φόβο, και έπεσα αμέσως κάτω με το πρόσωπο κατά γης. Εκείνος τότε μου είπε: “Υιέ ανθρώπου, κατανόησε το εξής: Το όραμα που είδες δεν θα εκπληρωθεί προς το παρόν· το όραμα αυτό αποκαλύπτει το τέλος του καιρού-ή: το όραμα αυτό αναφέρεται στα έσχατα χρόνια- κατά τον οποίο θα τελειώσει η βασιλεία των θηρίων και θα αναλάβουν πλέον την εξουσία οι άγιοι του Υψίστου”)»] προσκύνησαν τον άγγελο, ή στους τόπους του Θεού, όπως λέγει ο Δαβίδ: «να προσκυνήσουμε τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια Του»[ βλ.Ψαλμ.131,7: «Εσελευσόμεθα ες τ σκηνώματα ατο, προσκυνήσομεν ες τν τόπον, ο στησαν ο πόδες ατο(: Τώρα όμως θα εισέλθουμε στα σκηνώματα του Θεού στη Σιών και θα προσκυνήσουμε στον τόπο, όπου στάθηκαν τα πόδια Του και όπου υπάρχει το υποπόδιο των ποδών Του, η ιερή κιβωτός της διαθήκης)»], ή στα αφιερώματα του Θεού, όπως όλος ο Ισραήλ προσκυνούσε τη σκηνή και τον ναό της Ιερουσαλήμ περικυκλώνοντάς τον και πηγαίνοντας σ’ αυτόν για προσκύνηση από όλα τα μέρη ακόμα και τώρα, ή στους άρχοντες που ορίστηκαν από αυτόν, όπως ο Ησαύ[Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπροσθεν ατν κα προσεκύνησεν π τν γν πτάκις ως το γγίσαι τ δελφ ατο(:Ο ίδιος λοιπόν ο Ιακώβ προχώρησε και μπήκε μπροστά από όλους, ώστε ο πρώτος που θα συναντούσε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο πρώτος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλησίασε, ο Ιακώβ προχώρησε προς αυτόν ταπεινά και μέχρις ότου φτάσει κοντά του, τον προσκύνησε ως μεγαλύτερο αδελφό με γονάτισμα και σκύψιμο βαθύ μέχρι τη γη επτά φορές)»]ως μεγαλύτερο αδελφό του, που τον κατέστησε ο Θεός, και τον Φαραώ[Γέν.47,7: «Εσήγαγε δ ωσφ ακβ τν πατέρα ατο κα στησεν ατν ναντίον Φαραώ, κα ηλόγησεν ακβ τν Φαραώ(:και έφερε ο Ιωσήφ τον πατέρα του, τον Ιακώβ, και τον παρουσίασε στον Φαραώ, και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ)»].

Γνωρίζω και την τιμητική προσκύνηση που απονέμεται μεταξύ των ανθρώπων, όπως έκανε ο Αβραάμ στους γιους του Εμμώρ[Γέν.23,7-12: «ναστς δ Αβραμ προσεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ, κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ, κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνημεου. ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκριθες δ ᾿Εφρν Χετταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπορευομνων ες τν πλιν πντων, λγων· παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου· κα προσεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς(: Όταν λοιπόν ο Αβραάμ είδε την προθυμία τους, σηκώθηκε και με ένα εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους. Κατόπιν τους μίλησε και τους είπε: Αφού έχετε πράγματι την καλοσύνη και την επιθυμία να μου δώσετε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου, τότε σας παρακαλώ ακούστε με και μεσιτεύστε για λογαριασμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ, και ζητήστε από αυτόν να μου πουλήσει το διπλό σπήλαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωραφιού του. Ζητήστε από τον Εφρών να μου το πουλήσει στην πλήρη αξία του, τώρα, μπροστά σας, για να το αποκτήσω ως δικό μου και για να το κατέχω ως ιδιόκτητο τάφο». Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβραάμ ζητούσε να αγοράσει το σπήλαιο, βρισκόταν στην συνάθροιση εκείνη των Χετταίων. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια του Αβραάμ, του αποκρίθηκε μπροστά σε όλους τους Χετταίους που ήσαν συγκεντρωμένοι στην είσοδο της πόλεως, και σε όλους όσοι έμπαιναν στην πόλη και του είπε: Μάλιστα, κύριε· έλα κοντά μου και άκουσέ με σε όσα θα σου πω· το χωράφι μου και το σπήλαιο που υπάρχει σε αυτό, τα δίνω σε σένα· να σου τα έδωσα ως δικά σου, παρουσία όλων των συμπολιτών μου· δέξου τα λοιπόν και θάψε με όλη την ελευθερία τον νεκρό σου».Ο Αβραάμ με εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους)» και Πράξ.7,16: «Κατέβη δ ακβ ες Αγυπτον κα τελεύτησεν ατς κα ο πατέρες μν, κα μετετέθησαν ες Συμχ κα τέθησαν ν τ μνήματι νήσατο βραμ τιμς ργυρίου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Κατέβηκε λοιπόν ο Ιακώβ στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε και ο ίδιος και οι δώδεκα πατριάρχες, οι προπάτορές μας. Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τοποθετήθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποίος έμενε στη Συχέμ, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασημένια νομίσματα)»]. Ή απόρριψε λοιπόν κάθε προσκύνηση, ή να τις δέχεσαι όλες με τον οφειλόμενο λόγο και τρόπο.

15. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: Είναι ένας Θεός, ο Θεός; «Ναι», θα μου πεις, όπως νομίζω, ένας νομοθέτης». Τι λοιπόν, νομοθετεί τα αντίθετα; Γιατί τα Χερουβίμ δεν είναι βέβαια έξω από την κτίση. Γιατί λοιπόν προστάζει να σκεπάζουν το ιλαστήριο [ιλαστήριο ονομαζόταν το χρυσό κάλυμμα της Κιβωτού] σκαλιστά χερουβίμ κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων[:Έξ. 25,16-19: «Κα ποιήσεις λαστήριον πίθεμα χρυσίου καθαρο, δύο πήχεων κα μίσους τ μκος καί πήχεως κα μίσους τ πλάτος. κα ποιήσεις δύο Χερουβμ χρυσοτορευτ κα πιθήσεις ατ ξ μφοτέρων τν κλιτν το λαστηρίου, ποιηθήσονται Χεροβ ες κ το κλίτους τούτου κα Χεροβ ες κ το κλίτους το δευτέρου το λαστηρίου· κα ποιήσεις τος δύο Χερουβμ π τ δύο κλίτη, σονται ο Χερουβμ κτείνοντες τς πτέρυγας πάνωθεν, συσκιάζοντες ν τας πτέρυξιν ατν π το λαστηρίου, κα τ πρόσωπα ατν ες λληλα· ες τ λαστήριον σονται τ πρόσωπα τν Χερουβίμ (:Θα κατασκευάσεις και το Ιλαστήριο, το κάλυμμα δηλαδή της Κιβωτού, από χρυσάφι καθαρό. Θα έχει μήκος δύο πήχεις και μισό και πλάτος ένα πήχυ και μισό. Θα κατασκευάσεις και δύο ομοιώματα των Χερουβίμ, σκαλιστά με χρυσάφι και θα τα τοποθετήσεις στα δύο άκρα του καλύμματος της Κιβωτού. Θα βρίσκεται το ένα Χερούβ στη μία πλευρά του καλύμματος και το δεύτερο Χερούβ στην απέναντι πλευρά. Και θα στερεώσεις τα δύο Χερουβίμ στις δύο πλευρές του καλύμματος. Θα είναι έτσι τοποθετημένα τα Χερουβίμ, ώστε να απλώνουν τα φτερά τους επάνω από το κάλυμμα και να το σκιάζουν από όλα τα μέρη με τα φτερά τους, συγχρόνως δε το πρόσωπο του ενός θα είναι απέναντι από το πρόσωπο του άλλου. Η όψη τους θα είναι γυρισμένη προς τα κάτω, προς το Ιλαστήριο)»]; Ή είναι φανερό ότι είναι αδιανόητο να κάνουμε εικόνα του Θεού, επειδή είναι απερίγραπτος και ασχημάτιστος, ή κάποιου άλλου ως θεού, για να μην προσκυνείται η κτίση λατρευόμενη ως θεός; Ενώ την εικόνα των χερουβίμ, που είναι περιγραπτά και παρίστανται με δουλοπρέπεια στον θρόνο του Θεού, προστάζει να την κάνουμε για να σκεπάζει με δουλοπρέπεια το ιλαστήριο· γιατί έπρεπε η εικόνα των θείων μυστηρίων να επισκιάζεται με την εικόνα των ουράνιων λειτουργών.

Τι λες πάλι για την κιβωτό, τη στάμνα, το ιλαστήριο; Δεν είναι χειροποίητα; Δεν είναι έργα ανθρώπινων χεριών; Δεν είναι κατασκευασμένα από ευτελή, όπως λες εσύ, ύλη; Τι ήταν και η σκηνή ολόκληρη; Δεν ήταν εικόνα; Δεν ήταν σκιά και προεικόνιση; Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος αναφερόμενος στους ιερείς του μωσαϊκού νόμου: «Οτινες ποδείγματι κα σκι λατρεύουσι τν πουρανίων, καθς κεχρημάτισται Μωϋσς μέλλων πιτελεν τν σκηνήν· ρα γάρ φησι, ποιήσεις πάντα κατ τν τύπον τν δειχθέντα σοι ν τ ρει(:Αυτοί όμως οι ιερείς προσφέρουν λατρεία που αποτελεί προτύπωση και σκιά των επουρανίων, της πνευματικής δηλαδή και αρχέτυπης λατρείας που τελείται στους ουρανούς, σύμφωνα με την εντολή που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, όταν αυτός επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Είπε τότε ο Θεός στον Μωυσή: “Πρόσεξε να τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον τύπο και το υπόδειγμα που σου δόθηκε πάνω στο όρος”)»[Εβρ. 8,5]. Όμως ο μωσαϊκός νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά ένα προσχέδιο εικόνας· λέει λοιπόν ο ίδιος απόστολος ότι ο νόμος είναι η σκιά των μελλοντικών αγαθών και όχι η ίδια η εικόνα των πραγμάτων[Εβρ.10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελλόντων γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγμάτων(:Πράγματι οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ανεπαρκείς να προσφέρουν άφεση· διότι ο νόμος παρείχε βέβαια κάποια αμυδρή σκιά των αγαθών που επρόκειτο να μας προσφέρει ο Χριστός, δεν έδινε όμως σαφή και πλήρη εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας)»].

Εάν λοιπόν ο νόμος απαγορεύει τις εικόνες, ενώ ο ίδιος είναι ένα προσχέδιο εικόνας, τι θα πούμε; Αν η σκηνή είναι σκιά και προτύπωση τύπου, πώς προστάζει ο νόμος να μη εικονογραφούμε; Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν είναι, αλλά υπάρχει οπωσδήποτε καιρός για το κάθε πράγμα [ βλ. Εκκλ.3,1: «Τος πσι χρόνος κα καιρς τ παντ πράγματι π τν ορανόν(: Για όλα όσα γίνονται στη γη, υπάρχει ορισμένη χρονική περίοδος και για καθετί, που εκτελείται κάτω από τον ουρανό, πρέπει να δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία)»]

16. Στα παλιά χρόνια ο Θεός, ο ασώματος και ασχημάτιστος, δεν εικονιζόταν καθόλου. Τώρα όμως, επειδή ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα και επικοινώνησε με τους ανθρώπους, απεικονίζω το ορατό του Θεού. Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, Αυτόν που έγινε ύλη για μένα και καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία μου μέσω της ύλης, και δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου. Τη σέβομαι όμως όχι ως θεό- μακριά μια τέτοια βλασφημία· πώς άλλωστε θα μπορούσε, αυτό που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, να είναι θεός; Αν και το σώμα του Θεού είναι θεός, αφού, με την υποστατική ένωση, έγινε αμετάβλητα ό,τι ακριβώς είναι και αυτό που το έχρισε, αλλά και παρέμεινε αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή, η οποία έλαβε αρχή, και δεν είναι άκτιστη.

Αλλά και την υπόλοιπη ύλη, με την οποία συντελέσθηκε η σωτηρία μου, τη σέβομαι και την υπολήπτομαι, ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος. Ή μήπως δεν είναι ύλη το ξύλο του σταυρού το τρισευτυχισμένο και τρισμακάριστο; Ή μήπως δεν είναι ύλη το σεβάσμιο και άγιο όρος, ο τόπος του Γολγοθά; Ή μήπως δεν είναι ύλη η ζωοδότρια και ζωογόνος πέτρα, ο Άγιος Τάφος, η πηγή της αναστάσεώς μας; Ή δεν είναι ύλη το μελάνι και τα πανάγια βιβλία των ευαγγελίων; Ή δεν είναι ύλη η ζωογόνος τράπεζα, που μας χορηγεί τον άρτο της ζωής; Ή δεν είναι ύλη το χρυσάφι και το ασήμι, από τα οποία κατασκευάζονται σταυροί και πίνακες και αγγεία; Ή μήπως πριν από όλα αυτά το σώμα και το αίμα του Κυρίου μου; Ή κατάργησε λοιπόν τον σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών, ή υποτάξου στην εκκλησιαστική παράδοση και στην προσκύνηση των εικόνων του Θεού και των φίλων Του, οι οποίοι αγιάζονται με το όνομα του Θεού και εξαιτίας αυτού επισκιάζονται με τη χάρη του θείου Πνεύματος.

Μην κατηγορείς την ύλη· δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περιφρονήσεως· αυτό είναι δοξασία των Μανιχαίων. Άτιμο είναι μόνο ό,τι δεν προήλθε από τον Θεό, αλλά είναι δική μας εφεύρεση, που οφείλεται στην αυτεξούσια παρέκκλιση και ροπή του θελήματός μας από το κατά φύση στο παρά φύση, δηλαδή η αμαρτία. Εάν εξαιτίας του νόμου ατιμάζεις τις εικόνες και τις απαγορεύεις, επειδή είναι κατασκευασμένες από ύλη, πρόσεξε τι λέει η Γραφή: «Και μίλησε ο Κύριος στον Μωυσή και είπε: “Να, κάλεσα ονομαστικά τον Βεσελεήλ, τον γιο του Ορεί, που είναι γιος του Ωρ, από τη φυλή του Ιούδα. Και τον γέμισα με θείο πνεύμα σοφίας, σύνεσης και γνώσης, ώστε σε κάθε έργο να σκέπτεται και να αρχιτεκτονεί και να επεξεργάζεται το χρυσάφι και το ασήμι και τον χαλκό και τα διάφορα είδη χρωμάτων, το γαλάζιο, το βαθύ κόκκινο και το κόκκινο το γνεσμένο και το βυσσινί το κλωσμένο και τα λαξευμένα λιθάρια και τις ξύλινες κατασκευές και να κάνει όλα τα έργα· εγώ λοιπόν έδωσα αυτόν και τον Ελιάβ, το γιο του Αχισαμάχ από τη φυλή του Δαν· σε κάθε συνετό στην καρδιά εγώ έδωσα την ικανότητα να κάνουν όλα όσα σε πρόσταξα να κάνεις”»[Έξ.31,1-6].

Και πάλι· είπε ο Μωυσής σ’ όλη τη συνάθροιση των Ισραηλιτών ακούστε τα λόγια που διέταξε ο Κύριος λέγοντας· συγκεντρώστε από τα υπάρχοντα σας και προσφέρετε τα στον Κύριο. Καθένας με πρόθυμη την καρδιά προσφέρετε τις προσφορές σας στον Κύριο, χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, υφάσματα γαλάζια και πορφυρένια, κόκκινα δίμιτα και βυσσινιά κλωσμένα και μαλλιά κατσικιών και δέρματα κριαριών βαμμένα κόκκινα και δέρματα γαλάζια και ξύλα που δεν σαπίζουν και λάδι για το χρίσμα και θυμίαμα για την αρμονική συνένωση και πετράδια από σάρδιο και πετράδια πολύτιμα για την επωμίδα και τον ποδήρη χιτώνα. Και κάθε ικανός από σας να έρθει και να εργασθεί για όλα αυτά που διέταξε ο Κύριος να γίνουν, δηλαδή τη σκηνή «Κα επε Μωυσς πρς πσαν συναγωγν υἱῶν σραλ λέγων· τοτο τ ῥῆμα, συνέταξε Κύριος λέγων· λάβετε παρ᾿ μν ατν φαίρεμα Κυρί· πς καταδεχόμενος τ καρδί οσουσι τς παρχς Κυρί, χρυσίον, ργύριον, χαλκόν, άκινθον, πορφύραν, κόκκινον διπλον διανενησμένον κα βύσσον κεκλωσμένην κα τρίχας αγείας, κα δέρματα κριν ρυθροδανωμένα κα δέρματα ακίνθινα κα ξύλα σηπτα. κα λίθους σαρδίου κα λίθους ες τν γλυφν ες τν πωμίδα κα τν ποδήρη. κα πς σοφς τ καρδί ν μν λθν ργαζέσθω πάντα, σα συνέταξε Κύριος· τν σκηνν κα τ παραρύματα κα τ κατακαλύμματα κα τά διατόνια κα τος μοχλος κα τος στύλους, κα τν κιβωτν το μαρτυρίου κα τος ναφορες ατς κα τ λαστήριον ατς κα τ καταπέτασμα(: Kaι είπε ο Μωυσής προς όλη τη συνάθροιση των Ισραηλιτών τα εξής: Αυτή είναι η εντολή που διέταξε ο Κύριος και μου είπε: Να ξεχωρίσετε και να μαζέψετε μεταξύ σας προσφορές και αφιερώματα για τον Κύριο. Οποιοσδήποτε επιθυμεί από όλη την καρδιά του, ας προσφέρει τα πρώτα και τα καλύτερα από τα αγαθά του στον Κύριο· χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, νήματα πορφύρας με χρώμα γαλάζιο και ξανθοκόκκινο και διπλοβαμμένο βαθύ κόκκινο, καθώς και γνεσμένα λευκά νήματα βύσσου και τρίχες από κατσίκι· και δέρματα από κριάρια βαμμένα με ερυθρόδανο και δέρματα με γαλάζιο χρώμα και ξύλα, που δεν σαπίζουν· και πολύτιμα πετράδια σαρδίου, καθώς και άλλα πετράδια για να σκαλιστούν και να τοποθετηθούν στην Επωμίδα και τον Ποδήρη Χιτώνα, που θα φορεί ο Ααρών και ο κάθε αρχιερέας στη συνέχεια μετά από αυτόν. Ας έλθει και κάθε σοφός και επιδέξιος τεχνίτης, που υπάρχει μεταξύ σας και ας κατασκευάσει όλα όσα παρήγγειλε ο Κύριος. Τη Σκηνή, δηλαδή, τα εσωτερικά και εξωτερικά καλύμματά της, τους κρίκους, και τα οριζόντια κοντάρια και τους κατακόρυφους στύλους και την Κιβωτό της Διαθήκης, που θα περιέχει τα «μαρτύρια» και τα κοντάρια για τη μεταφορά της και το Ιλαστήριο επίθεμα και το Καταπέτασμα, που θα χωρίζει σε δύο τη Σκηνή και θα προστατεύει την Κιβωτό)» [Έξ.35,4-11] και τα λοιπά.

Και ύστερα από άλλα: «κα ποίησαν μφοτέρους τος λίθους τς σμαράγδου συμπεπορπημένους κα περισεσιαλωμένους χρυσί, γεγλυμμένους κα κκεκολαμμένους γκόλαμμα σφραγδος κ τν νομάτων τν υἱῶν σραήλ(:κατασκεύασαν και τα δύο πετράδια από σμαράγδι έτσι, ώστε να κουμπώνουν με πόρπη και να δένονται ολόγυρα με χρυσάφι. Ήσαν δε τα πετράδια σκαλιστά και χαραγμένα, όπως χαράσσονται οι σφραγίδες, με τα ονόματα των υιών του Ιακώβ)»[Έξ.36,13]· και πάλι: «κα ο λίθοι σαν κ τν νομάτων τν υἱῶν σραλ δώδεκα κ τν νομάτων ατν, γγεγλυμμένα ες σφραγδας, καστος κ το αυτο νόματος, ες τς δώδεκα φυλάς(:αυτά λοιπόν τα πολύτιμα πετράδια, που αντιστοιχούσαν στα ονόματα των υιών του Ιακώβ, ήταν δώδεκα, όσα και τα ονόματά τους, το καθένα από τα οποία είχε χαραγμένα ανάγλυφα σαν σφραγίδες, και το κάθε πετράδι έφερε το όνομα μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)»[Έξ.36,21]· και πάλι: «κα ποίησαν τ καταπέτασμα ξ ακίνθου κα πορφύρας κα κοκκίνου νενησμένου κα βύσσου κεκλωσμένης, ργον φάντου Χερουβίμ(:Και έφτιαξαν το Καταπέτασμα, που θα χώριζε σε δύο μέρη το εσωτερικό της Σκηνής, από γνεσμένα νήματα με χρώμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο και βαθύ κόκκινο, καθώς και από γνεσμένα λευκά νήματα βύσσου. Ήταν έργο επιδέξιου υφαντού και είχε επάνω του μορφές Χερουβίμ)»[Έξ.37,3· το «καταπέτασμα» ήταν το παραπέτασμα που χώριζε τα άγια από τα άγια των άγιων]· και πάλι: «κα ποίησε τ λαστήριον πάνωθεν τς κιβωτο κ χρυσίου καθαρο καὶ τοὺς δύο Χερουβὶμ χρυσοῦς (: και έφτιαξε από καθαρό χρυσάφι και το κάλυμμα, που σκέπαζε από επάνω την Κιβωτό και λεγόταν “ιλαστήριον”. Έκανε και έβαλε επάνω στο κάλυμμα αυτό και δύο Χερουβίμ από χρυσάφι)»[Έξ.38,5].

17. Να λοιπόν που η ύλη είναι σεβαστή και σεις τη θεωρείτε άτιμη. Πράγματι τι είναι ευτελέστερο από το κατσικίσιο μαλλί και τα χρώματα; Μήπως δεν είναι χρώματα το κόκκινο και το πορφυρένιο και το γαλάζιο; Να και ομοίωμα των χερουβίμ. Πώς λοιπόν ισχυρίζεσαι ότι εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις αυτό που ο νόμος πρόσταξε να κάνουμε; Αν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς την αργία του Σαββάτου και να περιτέμνεσαι, γιατί αυτά ο μωσαϊκός νόμος τα επιβάλλει ανυποχώρητα. Αλλά γνωρίζετε ότι «ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστς μς οδν φελήσει. μαρτύρομαι δ πάλιν παντ νθρώπ περιτεμνομέν τι φειλέτης στν λον τν νόμον ποισαι. κατηργήθητε π το Χριστο οτινες ν νόμ δικαιοσθε, τς χάριτος ξεπέσατε(:Να, εγώ ο Παύλος, ο απόστολος που εκλέχθηκα κατευθείαν από τον Χριστό, σας το λέω: Εάν περιτέμνεσθε, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτε. Δίνω και πάλι βεβαίωση ενώπιον του Θεού σε κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται, ότι έχει την υποχρέωση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περιτομή που κάνει, προτιμά τη δικαίωση μέσω του νόμου από τη δικαίωση που δίνει ο Χριστός. Εσείς λοιπόν που προσπαθείτε να δικαιωθείτε με το νόμο, αποξενωθήκατε από τον Χριστό. Έχετε χάσει τη χάρη του Θεού και δεν μοιάζετε πλέον με μας)»[:Γαλ.5,2-4].

Δεν έβλεπε τον Θεό ο παλαιός Ισραήλ, ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου [: «μες δ πάντες νακεκαλυμμέν προσώπ τν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τν ατν εκόνα μεταμορφούμεθα π δόξης ες δόξαν, καθάπερ π Κυρίου Πνεύματος(:Και όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν καθρέφτες πνευματικοί δεχόμαστε και αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου. Κι έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου. Και προοδεύουμε από ένα βαθμό δόξας σε άλλο ανώτερο βαθμό, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο άνθρωπος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Κύριος)»:Β΄Κορ.3,18]. Και αισθητά παριστάνουμε παντού τον χαρακτήρα Του, εννοώ του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, και αγιάζουμε την πρώτη από τις αισθήσεις (γιατί πρώτη αίσθηση είναι η όραση), όπως και με τους λόγους την ακοή· γιατί η εικόνα είναι υπόμνημα. Και ό,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα· και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όραση η εικόνα, αλλά με νοητό τρόπο ενωνόμαστε με Αυτόν.

Γι’ αυτό πρόσταξε ο Θεός να κατασκευασθεί κιβωτός από ξύλα άσηπτα και να τη χρυσώσουν ολόκληρη μέσα και έξω και να τοποθετήσουν σε αυτή τις πλάκες, τη ράβδο, τη χρυσή στάμνα με το μάννα, για να θυμίζει αυτά που έγιναν και να προτυπώνει όσα θα γίνουν. Και ποιος δεν θα τις ονομάσει αυτές τις εικόνες και ολοφάνερους κήρυκες; Και αυτά δεν βρίσκονταν στα πλάγια της σκηνής, αλλά μπροστά σε όλο τον λαό, και βλέποντάς τα, πρόσφερναν την προσκύνηση και τη λατρεία στον Θεό που ενήργησε μέσω αυτών. Είναι φανερό ότι δεν λάτρευαν αυτά, αλλά μέσω αυτών οδηγούνταν στην ανάμνηση των θαυμάτων και απέδιδαν την προσκύνηση στον θαυματουργό Θεό. Γιατί ήταν εικόνες που υπήρχαν για υπόμνηση, τιμώμενες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδηγούν στην ανάμνηση των θείων ενεργειών.

18. Και δώδεκα λίθους πρόσταξε ο Θεός να πάρουν από τον Ιορδάνη και λέει και για ποιον λόγο. Γιατί λέει: «Σύνταξον αὐτοῖς λέγων· ἀνέλεσθε ἐκ μέσου Ἰορδάνου ἑτοίμους δώδεκα λίθους καὶ τούτους διακομίσαντες ἅμα ὑμῖν αὐτοῖς, θέτε αὐτοὺς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ὑμῶν, οὗ ἐὰν παρεμβάλητε ἐκεῖ τὴν νύκτα. καὶ ἀνακαλεσάμενος Ἰησοῦς δώδεκα ἄνδρας τῶν ἐνδόξων ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἕνα ἀφ᾿ ἑκάστης φυλῆς, επεν ατος· προσαγάγετε μπροσθέν μου πρ προσώπου Κυρίου ες μέσον το ορδάνου, κα νελόμενος κεθεν καστος λίθον ράτω π τν μων ατο κατ τν ριθμν τν δώδεκα φυλν το σραήλ, να πάρχωσιν μν οτοι ες σημεον κείμενον διαπαντός, να ταν ρωτ σε υός σου αριον λέγων, τί εσιν ο λίθοι οτοι μν; κα σ δηλώσεις τ υἱῷ σου λέγων· τι ξέλιπεν ορδάνης ποταμς π προσώπου κιβωτο διαθήκης Κυρίου πάσης τς γς, ς διέβαινεν ατόν· κα σονται ο λίθοι οτοι μν μνημόσυνον τος υος σραλ ως το αἰῶνος. κα ποίησαν οτως ο υο σραήλ, καθότι νετείλατο Κύριος τ ησο, κα ναλαβόντες δώδεκα λίθους κ μέσου το ορδάνου, καθάπερ συνέταξε Κύριος τ ησο ν τ συντελεί τς διαβάσεως τν υἱῶν σραήλ, κα διεκόμισαν μα αυτος ες τν παρεμβολν κα πέθηκαν κε(:Διάταξέ τους ως εξής: “Βγάλετε από το μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, από εκεί που στέκονταν οι ιερείς με την Κιβωτό, δώδεκα στερεούς και ομαλούς λίθους και μεταφέρετέ τους μαζί σας έξω από τον ποταμό και τοποθετήσετέ τους στο στρατόπεδό σας, εκεί όπου θα κατασκηνώσετε τη νύκτα”. Και ο Ιησούς του Ναυή, αφού κάλεσε δώδεκα άντρες από τους επισήμους του Ισραηλιτικού λαού, έναν από κάθε φυλή, είπε προς αυτούς: “Περάστε-προχωρήστε-από εμπρός μου και εμπρός από την Κιβωτό του Κυρίου και πηγαίνετε στο μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, και πάρετε από εκεί ο καθένας σας από μία πέτρα στους ώμους του, κατά τον αριθμό των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να υπάρχουν οι δώδεκα αυτές πέτρες ως παντοτινό αναμνηστικό μνημείο, ώστε, όταν θα σας ρωτούν αργότερα τα τέκνα σας: Εσείς θα απαντάτε στα παιδιά σας με την ακόλουθη απάντηση: “Οι δώδεκα αυτοί λίθοι δηλώνουν και μαρτυρούν ότι ο ποταμός Ιορδάνης σταμάτησε να τρέχει και ξεράθηκε, όταν βρέθηκε εμπρός στην Κιβωτό της Διαθήκης του Κυρίου όλης της γης, όταν η Κιβωτός περνούσε τον ποταμό. Και οι δώδεκα αυτοί λίθοι θα είναι παντοτινό αναμνηστικό μνημείο για τους Ισραηλίτες”. Και οι Ισραηλίτες έκαναν έτσι, όπως διέταξε ο Κύριος, τον Ιησού του Ναυή. Αφού δηλαδή πήραν δώδεκα λίθους από το μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, όπως διέταξε ο Κύριος τον Ιησού μετά τη διάβαση των Ισραηλιτών από τον ποταμό, τους μετέφεραν μαζί τους στο στρατόπεδο και τους έθεσαν εκεί)» [Ιησ. Ναυή 4,3-8].

Πώς λοιπόν εμείς να μην εικονογραφήσουμε τα σωτήρια πάθη και τα θαύματα του Χριστού του Θεού μας, ώστε, όταν με ρωτάει ο γιος μου, τι είναι αυτό, να του λέω ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και μέσω Αυτού δεν πέρασε μόνο ο Ισραήλ τον Ιορδάνη, αλλά ολόκληρη η φύση επανήλθε στην αρχαία μακαριότητα, και με Αυτόν η ανθρώπινη φύση από τα πιο χαμηλά της γης ανέβηκε πιο πάνω από κάθε εξουσία και κάθισε στον ίδιο τον πατρικό θρόνο.

19. «Ναι, εντάξει», λέει ίσως κάποιος, «κάνε το εικόνισμα του Χριστού και αρκέσου σε αυτό, ή και το εικόνισμα της μητέρας Του, της Θεοτόκου». Πόσο μεγάλη ατοπία! Απερίφραστα ομολόγησες τον εαυτό σου εχθρό των αγίων γιατί, αν κάνεις εικόνα του Χριστού, κατά κανένα τρόπο όμως των αγίων, είναι φανερό ότι δεν απαγορεύεις την εικόνα, αλλά την τιμή των αγίων, πράγμα που κανείς στους αιώνες δεν τόλμησε να κάνει ή δεν προσπάθησε να κάνει παρόμοιο εγχείρημα.

Γιατί κάνεις την εικόνα του Χριστού, επειδή είναι δοξασμένος, απορρίπτεις όμως με βδελυγμία την εξεικόνιση των αγίων επειδή είναι αδόξαστοι, και επιχειρείς να αποδείξεις ψεύτικη την αλήθεια. Γιατί λέει ο Κύριος: «Τος δοξάζοντάς με δοξάσω, κα ξουθενν με τιμασθήσεται (: Αυτούς που με τιμούν και δοξάζουν, θα τους δοξάσω και Εγώ· εκείνον όμως που με περιφρονεί, θα τον αφήσω να περιφρονηθεί και να ατιμαστεί)»[Α΄Βασ.2,30], και ο θειος απόστολος: «στε οκέτι ε δολος, λλ᾿ υός· ε δ υός, κα κληρονόμος Θεο δι Χριστο(: Άρα λοιπόν, σύμφωνα με όλα αυτά, εσύ που πίστεψες στο Χριστό δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά είσαι κατά χάριν υιός του Θεού. Εάν λοιπόν είσαι υιός, είσαι συγχρόνως και κληρονόμος του Θεού. Και γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου του Χριστού)»[Γαλ.4,7] και αφού συμμετέχουμε στα πάθη, και θα δοξασθούμε μαζί με τον Θεό [Ρωμ.8,17: «ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν (:Αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρας μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί μ’ αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί του)».

Δεν ξεσήκωσες τον πόλεμο εναντίον των εικόνων, αλλά στην πραγματικότητα εναντίον των αγίων. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης ο Θεολόγος και επιστήθιος μαθητής του Χριστού, ότι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν: «γαπητοί, νν τέκνα Θεο σμεν, κα οπω φανερώθη τί σόμεθα· οδαμεν δ τι άν φανερωθ, μοιοι ατ σόμεθα, τι ψόμεθα ατν καθώς στι(:Αγαπητοί μου, τώρα είμαστε παιδιά Θεού, αλλά δεν μας έχει φανερωθεί ακόμη τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον. Γνωρίζουμε όμως ότι όταν φανερωθεί ο Χριστός στη δευτέρα Του παρουσία, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν στη δόξα, διότι θα Τον δούμε όπως είναι, στην κατάσταση της θείας Του δόξας, η οποία θα καθρεπτισθεί και θα λάμψει και σε μας σαν να είμαστε πνευματικοί καθρέπτες)»[Α΄Ιω.3,2]. Γιατί, όπως όταν ενώνεται το σίδερο με τη φωτιά, δεν γίνεται φωτιά ως προς τη φύση του, αλλά ως προς την ένωση και την πυράκτωση και τη μέθεξη, έτσι και αυτό που θεούται δεν γίνεται Θεός ως προς τη φύση, αλλά ως προς τη μέθεξη.

Δεν μιλώ όμως για τη σάρκα του σαρκωθέντος Υιού του Θεού· γιατί εκείνη έγινε άτρεπτα Θεός με την υποστατική ένωση και μέθεξη της στη θεία φύση, χωρίς να χρισθεί με την ενέργεια του Θεού, όπως ο καθένας από τους προφήτες, αλλά με την παρουσία όλου εκείνου που τον έχρισε. Ότι όμως με τη θέωση και οι άγιοι γίνονται θεοί, μας το λέει ο ψαλμωδός: « Θες στη ν συναγωγ θεν, ν μέσ δ θεος διακρινε(:Ο Θεός στάθηκε στο μέσο συνάξεως κριτών και αρχόντων, τους οποίους ως αντιπροσώπους του εγκατέστησε και με θείο κύρος περιέβαλε, στην απονομή της δικαιοσύνης, εν μέσω δε αυτών αφού κατέλαβε την πρέπουσα σε Αυτόν θέση, θα κρίνει αυτούς που έχουν περιβληθεί τη θεία δόξα και τη διαχειρίζονται)»[Ψαλμ.81,1], όταν δηλαδή ο Θεός στέκεται ανάμεσα σε θεούς, κατανέμει τις αξίες, όπως λέει, ερμηνεύοντας αυτό, ο Γρηγόριος θεολόγος[Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 40, P.G. 365Β].

20. Στον Δαβίδ έδωσε υπόσχεση ο Θεός ότι θα Του κτίσει ναό με τον υιό του, Σολομώντα και θα κατασκευάσει οίκο αναπαύσεώς Του[Όταν ο Δαβίδ ανάφερε στον προφήτη Νάθαν την πρόθεσή του να κτίσει ναό για να τοποθετήσει εκεί την κιβωτό του Θεού, ο Θεός τού απάντησε μέσω του προφήτη, ότι το έργο αυτό θα το πραγματοποιήσει ο γιος του, αφού πρώτα στερεωθεί η βασιλεία του· βλ. Β΄ Βασ. 7,1-13: «Κα γένετο τε κάθισεν βασιλες ν τ οκ ατο, κα Κύριος κατεκληρονόμησεν ατν κύκλ π πάντων τν χθρν ατο τν κύκλ, κα επεν βασιλες πρς Νάθαν τν προφήτην· δο δ γ κατοικ ν οκ κεδρίν, κα κιβωτς το Θεο κάθηται ν μέσ τς σκηνς. κα επε Νάθαν πρς τν βασιλέα· πάντα, σα ν ν τ καρδί σου, βάδιζε κα ποίει, τι Κύριος μετ σο. κα γένετο τ νυκτ κείν κα γένετο ῥῆμα Κυρίου πρς Νάθαν λέγων· πορεύου, κα επν πρς τν δολόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· ο σ οκοδομήσεις μοι οκον το κατοικσαί με· τι ο κατκηκα ν οκ φ᾿ ς μέρας νήγαγον τος υος σραλ ξ Αγύπτου ως τς μέρας ταύτης κα μην μπεριπατν ν καταλύματι κα ν σκην, ν πσιν, ος διλθον ν παντ σραήλ, ε λαλν λάλησα πρς μίαν φυλν το σραήλ, νετειλάμην ποιμαίνειν τν λαόν μου σραλ λέγων· νατί οκ κοδομήκατέ μοι οκον κέδρινον; κα νν τάδε ρες τ δούλ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· λαβόν σε κ τς μάνδρας τν προβάτων το εναί σε ες γούμενον π τν λαόν μου π τν σραλ κα μην μετ σο ν πσιν, ος πορεύου, κα ξωλόθρευσα πάντας τος χθρούς σου π προσώπου σου κα ποίησά σε νομαστν κατ τ νομα τν μεγάλων τν π τς γς. κα θήσομαι τόπον τ λα μου τ σραλ κα καταφυτεύσω ατόν, κα κατασκηνώσει καθ᾿ αυτν κα ο μεριμνήσει οκέτι, κα ο προσθήσει υἱὸς δικίας το ταπεινσαι ατν καθς π᾿ ρχς, π τν μερν, ν ταξα κριτς π τν λαόν μου σραήλ, κα ναπαύσω σε π πάντων τν χθρν σου, κα παγγελε σοι Κύριος τι οκον οκοδομήσεις ατ. κα σται ἐὰν πληρωθσιν α μέραι σου κα κοιμηθήσ μετ τν πατέρων σου, κα ναστήσω τ σπέρμα σου μετ σέ, ς σται κ τς κοιλίας σου, κα τοιμάσω τν βασιλείαν ατο· ατς οκοδομήσει μοι οκον τ νόματί μου, κα νορθώσω τν θρόνον ατο ως ες τν αἰῶνα(:Όταν λοιπόν ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του και τον απάλλαξε ο Κύριος από όλους τους εχθρούς του που τον περικύκλωναν και εξαφάλισε την κληρονομιά του από τις γύρω εχθρικές χώρες, είπε ο βασιλιάς στον προφήτη Νάθαν: «Όπως βλέπεις εγώ μεν κατοικώ μέσα σε πολυτελές ανάκτορο, που κατασκευάστηκε με ξύλα κέδρου, ενώ η Κιβωτός της Διαθήκης του Θεού βρίσκεται μέσα σε μία απλή σκηνή». Και ο Νάθαν αποκρίθηκε στον βασιλιά: «Προχώρησε και κάνε όλα όσα ποθεί η καρδιά σου, διότι ο Κύριος είναι μαζί σου». Κατά τη νύκτα εκείνη όμως μίλησε ο Κύριος στον Νάθαν και του είπε: « Πήγαινε να πεις τα εξής στον δούλο μου τον Δαβίδ: ’’ Αυτή είναι η εντολή του Κυρίου: Δεν είσαι εσύ εκείνος που θα μου κτίσει ναό, για να κατοικώ σε αυτόν. Άλλωστε δεν έχω κατοικήσει ποτέ μέσα σε Ναό από την ημέρα που έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτο τους Ισμαηλίτες μέχρι σήμερα. Διαρκώς βάδιζα μαζί σας και διέμενα σε πρόχειρο κατάλυμα, σε μία σκηνή. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας σας έως τώρα, κατά την οποία ήμουν μαζί σας, είπα άραγε ποτέ σε μία έστω φυλή του Ισραήλ ή σε κάποιον άρχοντα που τον όρισα για να οδηγεί τον λαό μου, τον Ισραήλ, γιατί δεν κτίσατε για χάρη μου Ναό από ξύλα κέδρου; Και τώρα λοιπόν να πεις τα εξής στον δούλο μου τον Δαβίδ: «Αυτά λέγει ο παντοκράτωρ Κύριος: ‘’Σε πήρα από το μαντρί των προβάτων, για να γίνεις άρχοντας και οδηγός του λαού μου, του Ισραήλ. Και ήμουνα μαζί σου έως τώρα παντού, όπου πήγαινες. Εξολόθρευσα επίσης από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου και έκανα το όνομά σου ένδοξο και ξακουστό, όπως το όνομα των μεγάλων ανδρών της γης. Σε βεβαιώνω επίσης ότι θα ορίσω και θα ετοιμάσω ένα τόπο ειδικά για τον λαό μου τον Ισραήλ και θα τον φυτεύσω εκεί, ώστε να ριζώσει. Και θα εγκατασταθεί σε αυτόν ασφαλής, χωρίς να έχει πλέον καμία ανησυχία. Κανείς άδικος και πονηρός λαός δεν πρόκειται να υποτάξει και να ταπεινώσει τον λαό μου, όπως συνέβη προηγουμένως, τότε δηλαδή που όρισα Κριτές στον λαό μου τον Ισραήλ. Θα σε απαλλάξω οπωσδήποτε από όλους τους εχθρούς σου και θα σου πει τότε ο Κύριος οτιδήποτε έχει σχέση με τη διάθεσή σου να οικοδομήσεις Ναό. Όταν λοιπόν συμπληρωθούν οι ημέρες της ζωής σου και κοιμηθείς και εσύ τον ύπνο του θανάτου μαζί με τους πατέρες σου, θα αναδείξω τον απόγονό σου μετά από εσένα, που θα είναι παιδί δικό σου, και θα στερεώσω τη βασιλική εξουσία σου. Αυτός είναι εκείνος που θα ανεγείρει Ναό προς τιμήν του Ονόματός μου και θα ανυψώσω και θα δοξάσω αιώνια τον θρόνο του’’)»].

Τον ναό αυτόν τον οικοδόμησε ο Σολομών και κατασκεύασε Χερουβίμ, όπως αναφέρει το βιβλίο των Βασιλειών και περιέβαλε τα χερουβίμ με χρυσάφι και όλους τους τοίχους τους γέμισε τριγύρω με ανάγλυφα χαραγμένα χερουβίμ και φοινικόδεντρα μέσα και έξω -δεν είπε στα πλάγια, αλλά «τριγύρω»- καθώς και με βόδια και λιοντάρια και ροΐσκους[Οι ροΐσκοι ήταν μικρές κόκκινες διακοσμήσεις σε σχήμα ροδιού (ροιάς)· βλ. Γ΄ Βασ. 6,28-29: «κα περιέσχε τ Χερουβμ χρυσί. κα πάντας τος τοίχους το οκου κύκλ γκολαπτ γραψε γραφίδι Χερουβίμ, κα φοίνικες τ σωτέρ κα τ ξωτέρ(:και ο Σολωμών κάλυψε και τα δύο Χερουβίμ με χρυσάφι και λάξευσε επάνω σε όλους τους τοίχους τους κυρίως Ναού και του χώρου των Αγίων των Αγίων γύρω-γύρω, επάνω στην εσωτερική τους πλευρά, ανάγλυφα σχήματα Χερουβίμ και φοινικόδεντρων)»].Δεν είναι πολύ πιο σεβάσμιο να στολίζουμε όλους τους τοίχους του οίκου του Κυρίου με μορφές και απεικονίσεις άγιων, παρά με άλογα ζώα και δέντρα; Πού είναι ο νόμος που παραγγέλλει: «δεν θα κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα»;

Αλλά ο Σολομών, που δέχτηκε έκχυση σοφίας, χωρίς να εικονίζει τον Θεό, έκανε χερουβίμ και ομοιώματα λιονταριών και βοδιών-πράγματα που απαγορεύει ο νόμος- και εμείς, χωρίς να εικονίζουμε τον Θεό, κάνουμε τα εικονίσματα των αγίων. Γιατί, όπως τότε και ο ναός και ο λαός εξαγνίζονταν με αίμα άλογων ζώων και με στάχτη από δαμάλι [βλ. Εβρ. 9,12-14: «οδ δι᾿ αματος τράγων κα μόσχων, δι δ το δίου αματος εσλθεν φάπαξ ες τ για, αωνίαν λύτρωσιν εράμενος, ε γρ τ αμα ταύρων κα τράγων κα σποδς δαμάλεως αντίζουσα τος κεκοινωμένους γιάζει πρς τν τς σαρκς καθαρότητα, πόσ μλλον τ αμα το Χριστο, ς δι Πνεύματος αωνίου αυτν προσήνεγκεν μωμον τ Θε, καθαριε τν συνείδησιν μν π νεκρν ργων ες τ λατρεύειν Θε ζντι; (:Ούτε χρησιμοποίησε ο Χριστός ως θυσία το αίμα τράγων και μόσχων, όπως οι αρχιερείς των Ιουδαίων. Αλλά με το δικό Του αίμα μπήκε μια για πάντα στα επουράνια Άγια και εξασφάλισε για μας απολύτρωση όχι προσωρινή, αλλά αιώνια. Διότι, εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με το νερό και τη στάχτη του δαμαλιού που κατακαιγόταν στο θυσιαστήριο δίνει στους θρησκευτικά μολυσμένους και ακάθαρτους έναν εξωτερικό καθαρμό και εξαγνίζει το σώμα τους, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο Οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση, και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως τον ζωντανό Θεό;)»], ενώ τώρα εξαγνίζονται με το αίμα του Χριστού που μαρτύρησε την εποχή του Ποντίου Πιλάτου [βλ. Α΄Τιμ.6,13: «Παραγγέλλω σοι νώπιον το Θεο το ζωοποιοντος τ πάντα κα Χριστο ησο το μαρτυρήσαντος π Ποντίου Πιλάτου τν καλν μολογίαν(:Σου παραγγέλλω ενώπιον του Θεού, ο Οποίος μεταδίδει ζωή στα πάντα, και ενώπιον του Ιησού Χριστού, ο Οποίος μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο έδωσε τη μαρτυρία της καλής ομολογίας ότι είναι ο Υιός του Θεού)»], καθιστώντας τον εαυτό Του απαρχή των μαρτύρων, αλλά ακόμα και η Εκκλησία έχει θεμελιωθεί και με το ιερό αίμα των αγίων, έτσι τότε ο οίκος του Θεού στολιζόταν με μορφές και παραστάσεις άλογων ζώων, ενώ τώρα με μορφές αγίων, οι οποίοι κατέστησαν τους εαυτούς τους, ναούς έμψυχους και λογικούς για να κατοικήσει ο ζωντανός Θεός πνευματικά.

21. Ζωγραφίζουμε τον Χριστό, τον βασιλέα και Κύριο, χωρίς να τον απογυμνώνουμε από το στράτευμά Του˙ γιατί οι άγιοι είναι ο στρατός του Κυρίου. Ας απογυμνώσει ο επίγειος βασιλιάς τον εαυτό του από το στράτευμά του, και έπειτα τον βασιλιά του και Κύριο. Ας βγάλει πρώτα αυτός τη βασιλική αλουργίδα[πορφυρένιο ένδυμα, χαρακτηριστικό των βασιλέων] και το διάδημα [:ταινία που έδενε την κόμη των βασιλέων και συνεκδοχικά το στέμμα και η βασιλική εξουσία], και τότε να καταργήσει το σεβασμό προς εκείνους που θριάμβευσαν εναντίον του τυράννου και έγιναν κύριοι των παθών τους. Γιατί, αν είναι κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού [βλ. Ρωμ. 8,17: «ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν(:αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρας μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί Του)»] και μέτοχοι της θείας δόξας και βασιλείας Του, πώς δεν θα γίνουν και μέτοχοι της επί γης δόξας Του οι φίλοι του Χριστού;

«Δεν σας αποκαλώ δούλους», λέγει ο Θεός, «αλλά εσείς είσθε φίλοι μου» [βλ. Ιω. 15,14-15: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλλομαι μν. οκέτι μς λέγω δούλους, τι δολος οκ οδε τί ποιε ατο κύριος· μς δ ερηκα φίλους, τι πάντα κουσα παρ το πατρός μου γνώρισα μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δείχνω την τέλεια και ανυπέρβλητη αγάπη μου θυσιάζοντας τη ζωή μου. Και θα εξακολουθείτε να είστε φίλοι μου, εάν κάνετε όσα εγώ σας ζητώ. Δεν σας ονομάζω πλέον δούλους, διότι ο δούλος χρησιμοποιείται ως απλό όργανο από τον κύριό του και δεν γνωρίζει ποιον σκοπό και ποιον λόγο έχει αυτό που θέλει να κάνει ο κύριός του, όταν του ζητά να εκτελέσει κάποια εντολή του. Σας ονόμασα φίλους, διότι όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου σας τα γνωστοποίησα· διότι σας θέλω συνεργάτες μου, για να συνεχίσετε με πλήρη επίγνωση το έργο μου)»[Ιω.15,14-15], θα τους στερήσουμε λοιπόν την τιμή που τους έχει δώσει η Εκκλησία;

Πω πω θρασύ χέρι! Πω πω προκλητική γνώμη που αντιστρατεύεται στον Θεό και ενεργεί αντίθετα προς τα προστάγματά Του! Δεν προσκυνάς την εικόνα; Να μην προσκυνάς ούτε τον Υιό του Θεού, ο οποίος είναι εικόνα του αόρατου Θεού ζωντανή [βλ. Κολ. 1,15: «ς στιν εκν το Θεο το οράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ο Υιός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο οποίος δεν φαίνεται με τα σωματικά μας μάτια. Είναι πρωτότοκος, που δεν κτίσθηκε, αλλά γεννήθηκε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα)»] και χαρακτήρας απαράλλακτος.

Προσκυνώ την εικόνα του Χριστού ως σαρκωμένου Θεού, της Δέσποινας όλων των ανθρώπων, της Θεοτόκου, ως μητέρας του Υιού του Θεού, των αγίων, ως φίλων του Θεού, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην αμαρτία δίνοντας και το αίμα τους και μιμήθηκαν τον Χριστό χύνοντας το αίμα τους γι’ Αυτόν, ο Οποίος προηγουμένως είχε χύσει το δικό Του αίμα γι΄ αυτούς και για όσους πολιτεύθηκαν ακολουθώντας τα ίχνη Του. Αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζω, επειδή με αυτά αγιάζομαι και καλλιεργείται ο ζήλος μου να τα μιμηθώ[Αυτή είναι η σωστή τοποθέτηση της έννοιας της προσκυνήσεως των άγιων εικόνων].Και αυτά τα σέβομαι και τα προσκυνώ· γιατί ο σεβασμός της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο, λέει ο Μέγας Βασίλειος[ Μ. Βασιλείου Περί του άγιου Πνεύματος, P.G. 32,149C].

Αν ανεγείρεις ναούς για τους αγίους του Θεού, τότε ύψωσε και τα τρόπαιά τους. Παλαιότερα δεν κτιζόταν ναός στο όνομα ανθρώπων, ούτε γιορταζόταν ο θάνατος των δικαίων, αλλά τον πενθούσαν, και όποιος άγγιζε νεκρό εθεωρείτο ακάθαρτος [Αριθμ. 19,11: « πτόμενος το τεθνηκότος πάσης ψυχς νθρώπου κάθαρτος σται πτ μέρας(:αυτός που αγγίζει το σώμα κάθε νεκρού ανθρώπου θα είναι νομικώς ακάθαρτος για επτά μέρες)»[Αριθμ.19,11], ακόμα και τον ίδιο τον Μωυσή αν άγγιζε. Τώρα όμως γιορτάζονται οι μνήμες των αγίων· πένθησαν το νεκρό σώμα του Ιακώβ [ Γέν. 50, 11-12:

« Κα εδον ο κάτοικοι τς γς Χαναν τ πένθος π λωνι τδ κα επαν· πένθος μέγα τοτό στι τος Αγυπτίοις· δι τοτο κάλεσε τ νομα ατο Πένθος Αγύπτου, στι πέραν το ορδάνου. κα ποίησαν ατ οτως ο υο ατο(: και είδαν οι κάτοικοι της Χαναάν το μεγάλο και βαρύ πένθος όλου εκείνου του πλήθους στο αλώνι Ατάδ και είπαν: ”Αυτό είναι πένθος μεγάλο των Αιγυπτίων”. Για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε ο τόπος εκείνος: “Πένθος Αιγύπτου”. Ο τόπος αυτός είναι στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη. Και τα παιδιά του Ιακώβ έτσι έκαναν για τον νεκρό πατέρα τους)»], αλλά πανηγυρίζεται ο θάνατος του Στεφάνου. Ή λοιπόν κατάργησε και τις πανηγυρικές μνήμες των αγίων, που γίνονται αντίθετα προς τον παλαιό νόμο, ή επίτρεψε και τις εικόνες που είναι, όπως εσύ ισχυρίζεσαι, αντίθετες προς τον νόμο.

Όμως είναι αδύνατο να μην γιορτάζουμε τις μνήμες των αγίων, γιατί αυτές προστάζει να γίνονται ο χορός των αγίων αποστόλων και των θεοφόρων πατέρων. Από τη στιγμή που ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα και ομοιώθηκε εξ ολοκλήρου με εμάς, χωρίς αμαρτία, και ενώθηκε ασύγχυτα με την ανθρώπινη φύση και θέωσε αμετάβλητα τη σάρκα με την ασύγχυτη περιχώρηση της θεότητάς Του και της σάρκας Του, πραγματικά αγιασθήκαμε. Και από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Οποίος, ενώ ήταν απαθής κατά τη θεότητα, έπαθε κατά το ανθρώπινο πρόσλημμα και ξεπλήρωσε το δικό μας χρέος, χύνοντας για μας πολύτιμο και αξιοθαύμαστο λύτρο (γιατί το αίμα του Υιού κινεί το έλεος του Πατέρα και είναι σεβαστό από Αυτόν), πραγματικά ελευθερωθήκαμε.

Και από τη στιγμή που, κατεβαίνοντας στον άδη στις ψυχές, που από αιώνες ήταν δεμένες σαν αιχμάλωτες, κήρυξε άφεση και σαν τυφλές που ήταν, τους ξανάδωσε το φως τους[Λουκά 4,19: «κηρξαι αχμαλώτοις φεσιν κα τυφλος νάβλεψιν, ποστελαι τεθραυσμένους ν φέσει, κηρξαι νιαυτν Κυρίου δεκτόν(:Με έστειλε να κηρύξω άφεση και ελευθερία στους δούλους και αιχμάλωτους της αμαρτίας και να χαρίσω το φως σε εκείνους που έχουν τυφλωμένο τον νου τους από τον σκοτισμό των παθών. Με έστειλε να ελευθερώσω από κάθε ενοχή εκείνους που έχουν καταπληγωθεί και συντριβεί από την αμαρτία. Με έστειλε να κηρύξω και να αναγγείλω την έναρξη της νέας περιόδου, η οποία είναι αρεστή στον Θεό και επιθυμητή στους ανθρώπους˙ διότι την περίοδο αυτή πραγματοποιείται από τον Μεσσία η βουλή του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων)»], και, αφού έδεσε τον ισχυρό του άδη με την υπεροχή της δύναμής Του [Ματθ.12,29: « πς δύναταί τις εσελθεν ες τν οκίαν το σχυρο κα τ σκεύη ατο ρπάσαι, ἐὰν μ πρτον δήσ τν σχυρόν; κα τότε τν οκίαν ατο διαρπάσει(:Ή – αν δεν σας πείθει η απόδειξη αυτή – σας ρωτώ: Πώς μπορεί κάποιος να μπει στο σπίτι του δυνατού διαβόλου και να αρπάξει τους δαιμονισμένους, που τους κατέχει σαν άψυχα σκεύη, εάν δεν κατανικήσει και δεν δέσει πρωτύτερα τον ισχυρό; Και τότε θα διαρπάσει το σπίτι του. Η δύναμη του διαβόλου λοιπόν όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με Εμένα, αλλά αντίθετα κατανικήθηκε και εκμηδενίστηκε από τη δύναμή μου)»], ανέστησε τη σάρκα που γι΄ Αυτόν πήρε από μας, κάνοντάς την άφθαρτη, γίναμε πραγματικά άφθαρτοι.

Από τη στιγμή επίσης που γεννηθήκαμε μέσω του ύδατος και του Πνεύματος [Ιω.3,5: «μν μν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθ ξ δατος κα Πνεύματος, ο δύναται εσελθεν ες τν βασιλείαν το Θεο(:Αληθινά, αληθινά σου λέω ό,τι εάν δεν γεννηθεί κανείς πνευματικά από το νερό του αγίου Βαπτίσματος και από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αοράτως με το νερό αυτό αναγεννά τον άνθρωπο, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού)»], πραγματικά υιοθετηθήκαμε και γίναμε κληρονόμοι του Θεού [βλ. Ρωμ.8,17: «Ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν(:Αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρα μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί Του)»]. Γι΄αυτό ο Παύλος τους πιστούς τους ονομάζει αγίους. Γι’ αυτό δεν πενθούμε, αλλά γιορτάζουμε τον θάνατο των αγίων. Γι’ αυτό δεν βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία του νόμου, αλλά της χάριτος [Ρωμ.6,14: «μαρτία γρ μν ο κυριεύσει· ο γάρ στε π νόμον, λλ᾿ π χάριν(:Και μπορείτε να το κατορθώσετε αυτό, διότι η αμαρτία δεν θα σας κυριεύσει. Διότι δεν είστε πλέον κάτω από την εξουσία του νόμου, που πρόσταζε το ορθό και το δίκαιο, δεν έδινε όμως και την ενίσχυση προκειμένου να το κατορθώσει κανείς αυτό. Αλλά είστε τώρα μέσα στην εξουσία της χάριτος, η οποία και μας συγχωρεί για όσα κακά κάναμε στο παρελθόν, ενώ παράλληλα μας ενισχύει και μας ασφαλίζει για να βαδίζουμε τον δρόμο της αγιότητος)»], επειδή δικαιωθήκαμε με την πίστη [Ρωμ.5,1:«Δικαιωθέντες ον κ πίστεως ερήνην χομεν πρς τν Θεν δι το Κυρίου μν ησο Χριστο(:Αφού λοιπόν γίναμε δίκαιοι μέσω της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου της μεσιτείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»] και γνωρίσαμε τον μόνο αληθινό Θεό – για τον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος[Α΄Τιμ.1,9: «εδς τοτο, τι δικαί νόμος ο κεται, νόμοις δ κα νυποτάκτοις, σεβέσι κα μαρτωλος, νοσίοις κα βεβήλοις, πατρολαις κα μητρολαις, νδροφόνοις (:Ας γνωρίζει λοιπόν αυτό όποιος χρησιμοποιεί τον νόμο, ότι δηλαδή ο νόμος δεν ορίστηκε ούτε είναι αναγκαίος για τον δίκαιο· διότι αυτός έχει οδηγό του τον έμφυτο ηθικό νόμο, που φυσικά είναι γραμμένος στην καρδιά του. Ο νόμος ορίστηκε για τους άνομους και τους ανυπότακτους, για τους ασεβείς και αμαρτωλούς, για εκείνους που δεν έχουν ιερό και όσιο και βεβηλώνουν τα πάντα, για όσους κακοποιούν και σκοτώνουν τον πατέρα τους και τη μητέρα τους, για τους φονιάδες)»]-, δεν είμαστε υποδουλωμένοι σαν νήπια στα στοιχεία του νόμου, αλλά, αφού γίναμε άνδρες ώριμοι [Εφ.4,13: «μέχρι καταντήσωμεν ο πάντες ες τν νότητα τς πίστεως κα τς πιγνώσεως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο(:μέχρι να φθάσουμε να έχουμε όλοι μία και την ίδια αληθινή πίστη και τέλεια γνώση του Υιού του Θεού και να προοδεύσουμε πνευματικά, έως ότου γίνουμε ένας τέλειος άνθρωπος˙ και να αποκτήσουμε το μέτρο της πνευματικής ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητά Του)»], τρεφόμαστε με στέρεη τροφή, όχι με εκείνη που οδηγεί προς την ειδωλολατρία. Ο νόμος είναι καλός γιατί φωτίζει σαν λυχνάρι [ Ψαλμ. 118,105: «Λύχνος τος ποσί μου νόμος σου κα φς τας τρίβοις μου(:Ο νόμος είναι φως που με καθοδηγεί για να πολιτεύομαι ορθά και απρόσκοπτα, όπως και ο λύχνος φωτίζει τον καιρό της νύκτας να μην σκοντάφτουν τα πόδια μου. Το θείο Σου αυτό λυχνάρι είναι φως που φωτίζει τις οδούς της ζωής μου)»] σε τόπο κακοτράχηλο, αλλά μέχρι να φωτίσει η ημέρα˙ ήδη όμως ανέτειλε ήλιος στις καρδιές μας και ζωντανό νερό της θεογνωσίας κάλυψε τις θάλασσες των εθνών και όλοι γνωρίσαμε τον Κύριο.

Πέρασαν τα παλαιά, να, όλα έγιναν καινούργια [ Β΄Κορ. 5,17: «στε ε τις ν Χριστ καιν κτίσις· τ ρχαα παρλθεν, δο γέγονε καιν τ πάντα (:αλλά εφόσον πεθάναμε μαζί με τον Χριστό, αυτό σημαίνει ότι καθένας που είναι ενωμένος με Αυτόν είναι νέο δημιούργημα. Η αρχαία κατάσταση, την οποία είχε δημιουργήσει ο μωσαϊκός νόμος και η αμαρτία, πέρασε. Ιδού, έχουν γίνει όλα νέα)»]. Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος στον Πέτρο, τον πρωτοκορυφαίο των αποστόλων: «Εάν εσύ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζεις ως εθνικός και όχι ως Ιουδαίος, γιατί αναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν σαν Ιουδαίοι;» [ Γαλ. 2,14: «λλ᾿ τε εδον τι οκ ρθοποδοσι πρς τν λήθειαν το εαγγελίου, επον τ Πέτρ μπροσθεν πάντων· ε σ ουδαος πάρχων θνικς ζς κα οκ ουδαϊκς, τί τ θνη ναγκάζεις ουδαΐζειν; (: εγώ όμως όταν είδα ότι δεν βαδίζουν σωστά, σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου, είπα στον Πέτρο μπροστά σε όλους: Εάν εσύ, ενώ είσαι γεννημένος Ιουδαίος, τώρα που έγινες μαθητής του Χριστού ζεις και συμπεριφέρεσαι όπως οι εθνικοί Χριστιανοί και όχι όπως οι Ιουδαίοι, γιατί με αυτό που κάνεις τώρα αναγκάζεις τους εθνικούς Χριστιανούς να ακολουθούν τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ιουδαίων;)»].

Προς τους Γαλάτες πάλι γράφει: «Πληροφορώ κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται ότι είναι υποχρεωμένος να τηρήσει ολόκληρο τον νόμο»[Γαλ. 5,3: «Μαρτύρομαι δ πάλιν παντ νθρώπ περιτεμνομέν τι φειλέτης στν λον τν νόμον ποισαι (: Δίνω και πάλι βεβαίωση ενώπιον του Θεού σε κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται, ότι έχει την υποχρέωση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περιτομή που κάνει, προτιμά τη δικαίωση μέσω του νόμου από τη δικαίωση που δίνει ο Χριστός)».

22. Στα παλιά τα χρόνια, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, δουλεύαμε σε θεούς που δεν ήταν εκ φύσεως θεοί· τώρα όμως που γνωρίσαμε τον Θεό, ή καλύτερα που μας γνώρισε ο ίδιος ο Θεός, πώς να επιστρέψουμε πάλι στα ανίσχυρα και φτωχά στοιχεία; [ Γαλ. 4, 8-9: «λλ τότε μν οκ εδότες Θεν δουλεύσατε τος μ φύσει οσι θεος· νν δ γνόντες Θεόν, μλλον δ γνωσθέντες π Θεο, πς πιστρέφετε πάλιν π τ σθεν κα πτωχ στοιχεα, ος πάλιν νωθεν δουλεύειν θέλετε;(: αλλά βέβαια τότε που ήσασταν στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, επειδή δεν γνωρίζετε τον Θεό, είχατε υποδουλωθεί σε θεούς που δεν είναι πραγματικοί. Τώρα όμως που γνωρίσατε τον αληθινό Θεό, ή για να πω καλύτερα, τώρα που σας γνώρισε ο Θεός ως παιδιά Του, πώς επιστρέφετε πάλι στη στοιχειώδη και ατελή θρησκευτική διδασκαλία, που είναι φτωχή, αδύνατη και ανίκανη να σας σώσει; Και θέλετε να υποδουλωθείτε σε αυτήν πάλι τώρα απ’ την αρχή, όπως παλαιότερα;)»]. Είδα τη μορφή του Θεού την ανθρώπινη «και σώθηκε η ψυχή μου» [:Γέν. 32, 30: «κα κάλεσεν ακβ τ νομα το τόπου κείνου, Εδος Θεο· εδον γρ Θεν πρόσωπον πρς πρόσωπον, κα σώθη μου ψυχή(: τότε αντιλήφθηκε ο Ιακώβ Ποιος ήταν Εκείνος με τον Οποίο πάλεψε, και γεμάτος ευγνωμοσύνη δοξάζει και ευχαριστεί τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν ονόμασε τον τόπο εκείνον “Εμφάνιση Θεού”, διότι είπε: “Είδα τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και όμως δεν πέθανα, αλλά εξακολουθώ να ζω! Μεγάλη η συγκατάβαση του Θεού”)». Βλέπω την εικόνα του Θεού όπως την είδε ο Ιακώβ, αν και διαφορετικά στη μια και διαφορετικά στην άλλη περίπτωση· γιατί εκείνος είδε την άυλη μορφή Του, που προμήνυε το μελλοντικό γεγονός, με τα άυλα μάτια του νου, ενώ εγώ βλέπω την εικόνα που ζωντανεύει σαν φωτιά τη μνήμη του Θεού που έγινε ορατός με τη σάρκα. Η σκιά των αποστόλων και τα σουδάρια και τα μαντήλια απομάκρυναν τις αρρώστιες και φυγάδευαν τα δαιμόνια˙ πώς λοιπόν να μη δοξάζεται η σκιά και η εικόνα των αγίων; Ή κατάργησε την προσκύνηση κάθε ύλης, ή μη καινοτομείς ούτε να μετακινείς όρια αιώνια που έθεσαν οι πατέρες σου [ Παροιμ. 22,28: «Μ μέταιρε ρια αώνια, θεντο ο πατέρες σου(: Μην μετατοπίζεις τα αιώνια και παμπάλαια σύνορα των κτημάτων ή οικοπέδων, τα οποία όρισαν και κανόνισαν οι πρόγονοί σου. Μην μεταβάλλεις και μη νοθεύεις τις ιερές σου παραδόσεις και μην εγκαταλείπεις ούτε να αλλάζεις τα αγνά ήθη των προγόνων σου)»]

23. Δεν παρέδωσαν μόνο γραπτώς την εκκλησιαστική θεσμοθεσία, αλλά και με μερικές άγραφες παραδόσεις. Λέει λοιπόν ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος στο εικοστό έβδομο από τα τριάντα κεφάλαια Περί του αγίου Πνεύματος, που απευθύνονται προς τον Αμφιλόχιο, κατά λέξη τα εξής: «Από τα δόγματα και τις διδασκαλίες που φυλάγονται στην Εκκλησία, άλλα τα έχουμε από τη γραπτή διδασκαλία, και άλλα από την παράδοση των αποστόλων, που μας παραδόθηκαν και τα παραλάβαμε με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, που και τα δύο έχουν το ίδιο κύρος για την ευσέβεια. Κανείς λοιπόν να μη αντιλέγει σε αυτά, έστω και αν έχει μικρή πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών γιατί, αν επιχειρούσαμε να απορρίψουμε όλες τις παραδόσεις μας που δεν περιέχονται στην Αγία Γραφή, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη ισχύ, θα κάναμε λάθος ζημιώνοντας το Ευαγγέλιο στα πιο καίρια σημεία του»[Μ. Βασιλείου, Περί του αγίου Πνεύματος, P.G. 32,188A].Αυτά τα λόγια είναι του Μεγάλου Βασιλείου.

Από πού άλλωστε γνωρίζουμε τον άγιο τόπο του κρανίου[Ματθ.27,33: «Κα λθόντες ες τόπον λεγόμενον Γολγοθ, στι λεγόμενος κρανίου τόπος(:και αφού ήλθαν σε κάποιον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, όνομα που σημαίνει τόπος κρανίου)»], τον Γολγοθά, το μνήμα της ζωής; Δεν το παρέλαβαν τα παιδιά από τους πατέρες τους αγράφως; Γιατί, το ότι ο Κύριος σταυρώθηκε στον τόπο του κρανίου και θάφτηκε σε μνήμα που το σκάλισε ο Ιωσήφ στον βράχο, είναι γραμμένο[Ματθ.27,33-60], το ότι όμως αυτά είναι εκείνα που προσκυνούμε τώρα, τα γνωρίζουμε από άγραφη παράδοση, και πολλά αλλά παρόμοια με αυτά. Από πού ξέρουμε την τριπλή κατάδυση στο βάπτισμα; Από πού την συνήθεια να προσευχόμαστε στραμμένοι προς την Ανατολή; Από πού την παράδοση των μυστηρίων; Γι’ αυτό και ο θεσπέσιος απόστολος Παύλος λέει: «ρα ον, δελφοί, στήκετε, κα κρατετε τς παραδόσεις ς διδάχθητε ετε δι λόγου ετε δι᾿ πιστολς μν(: Άρα λοιπόν, αδελφοί, σύμφωνα με όσα σας είπαμε, να μένετε αμετακίνητοι και να κρατάτε τις παραδόσεις που διδαχθήκατε είτε με τον προφορικό μας λόγο, είτε με επιστολή μας)»[Β΄Θεσ.2,15].

Αφού λοιπόν πολλά και τόσο σημαντικά παραδόθηκαν στην Εκκλησία αγράφως και φυλάχθηκαν μέχρι τώρα, γιατί λεπτολογείς για τις εικόνες;

24. Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων που αναφέρεις δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και τη δική μας προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια. Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, εξορκίζει και η Εκκλησία τους κατηχουμένους, αλλά εκείνοι βέβαια επικαλούμενοι δαίμονες, ενώ η Εκκλησία τον Θεό εναντίον των δαιμόνων. Οι ειδωλολάτρες αφιερώνουν τις εικόνες στους δαίμονες και τις αποκαλούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιερώνουμε στον αληθινό Θεό, που σαρκώθηκε, και στους δούλους[Η έννοια της λέξεως «δούλος» εδώ αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου ως κτίσματος προς τον κτίστη Θεό και δεν σημαίνει εκείνους που δουλικά δέχονται τις εντολές του Θεού] και φίλους του Θεού [Ιω. 15,14: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλλομαι μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δείχνω την τέλεια και ανυπέρβλητη αγάπη μου θυσιάζοντας τη ζωή μου. Και θα εξακολουθείτε να είστε φίλοι μου, εάν κάνετε όσα εγώ σας ζητώ)»], που απομακρύνουν τα στίφη των δαιμόνων.

25. Εάν πάλι ισχυρίζεσαι ότι ο θείος και θαυμάσιος Επιφάνιος[Πρόκειται για τον επίσκοπο Σαλαμίνας Κύπρου(315-403), ο οποίος φέρεται ότι έγραψε μεταξύ άλλων και ένα έργο εναντίον των αγίων εικόνων, τη γνησιότητα του οποίου αμφισβητεί εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός] τις απαγόρευσε κατηγορηματικά, πρώτον είναι ενδεχόμενο να είναι ο λόγος του νόθος και πλαστός, να είναι δηλαδή κόπος άλλου και να έχει την επωνυμία άλλου, πράγμα που πολλοί συνηθίζουν να κάνουν. Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι ο μακάριος Αθανάσιος απαγόρευσε να τοποθετούν τα λείψανα των αγίων σε λειψανοθήκες, ή μάλλον διέταξε να τα θάβουν στη γη, επειδή ήθελε να καταργήσει την άτοπη συνήθεια των Αιγυπτίων, οι οποίοι δεν έθαβαν τους νεκρούς τους, αλλά τους τοποθετούσαν σε κρεβάτια και φορεία. Ίσως και ο μέγας Επιφάνιος, θέλοντας να διορθώσει κάτι τέτοιο, νομοθέτησε να μην κατασκευάζουν εικόνες, εάν βέβαια δεχθούμε ότι είναι δικός του ο λόγος· γιατί, ότι σκοπός του δεν ήταν να τις απομακρύνει, το μαρτυρεί η εκκλησία του ιδίου του θεσπέσιου Επιφανίου, που μέχρι σήμερα είναι στολισμένη με εικόνες.

Τρίτον, το σπάνιο δεν μπορεί να γίνει νόμος στην Εκκλησία, ούτε ένα χελιδόνι φέρνει την άνοιξη, όπως και ο Γρηγόριος ο θεολόγος[Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, P.G.36,352] δέχεται και η αλήθεια είναι ότι ούτε ένας λόγος είναι σε θέση να ανατρέψει την παράδοση όλης της Εκκλησίας, από τα πέρατα της γης μέχρι τα πέρατα αυτής.

26. Να δέχεσαι λοιπόν το πλήθος των γραφικών και πατερικών ρήσεων, που, αν και η Γραφή λέγει: «τ εδωλα τν θνν, ργριον κα χρυσον, ργα χειρν νθρπων (: τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι μεν αργυρά και χρυσά, όμως δεν παύουν να είναι μέταλλα άψυχα, τα οποία επεξεργάστηκαν και τους προσέδωσαν τη μορφή των ειδώλων ανθρώπινα χέρια)» [Ψαλμ.113,12], όμως δεν απαγορεύει την προσκύνηση άψυχων ή χειροποίητων έργων, αλλά των εικόνων των δαιμόνων.

27. Ότι βέβαια οι προφήτες προσκύνησαν αγγέλους και ανθρώπους και βασιλείς και ασεβείς και ράβδο, έχει λεχθεί· λέει επίσης και ο Δαβίδ: «ψοτε Κύριον τν Θεν μν κα προσκυνετε τ ποποδί τν ποδν ατο, τι γιός στι(: Κατανοήστε λοιπόν το ύψος του Κυρίου και αντάξια προς το ύψος αυτό δοξολογείτε Κύριο τον Θεό μας και προσκυνείτε με ευλάβεια τον τόπο μέσα στον Ναό της Σιών, επάνω στον οποίο πατούν οι πόδες Του, διότι είναι αυτός τόπος ιερός και άγιος)»[Ψαλμ.98,5]· [«Υποπόδιο» είναι το στήριγμα που έβαζαν κάτω από τα πόδια τους]. Ο Ησαΐας εξ ονόματος του Θεού λέει: « ορανός μοι θρόνος, δ γ ποπόδιον τν ποδν μου· ποον οκον οκοδομήσετέ μοι; κα ποος τόπος τς καταπαύσεώς μου;(: ο ουρανός ολόκληρος είναι θρόνος μου, ενώ η γη είναι στήριγμα κάτω από τα πόδια μου. Ποιο λοιπόν οίκο θα οικοδομήσετε για Εμένα, ικανό να με περιλάβει; Και ποιος τόπος είναι κατάλληλος για να αναπαυθώ;)»[ Ησ. 66,1]. Ο ουρανός και η γη στον καθένα είναι φανερό ότι είναι κτίσματα. Και ο Μωυσής επίσης και ο Ααρών μαζί με όλο τον λαό προσκύνησαν χειροποίητα πράγματα.

Λέει λοιπόν ο Παύλος, ο χρυσός μελωδός (τέττιξ) της Εκκλησίας στην προς Εβραίους επιστολή: «Χριστς δ παραγενόμενος ρχιερες τν μελλόντων γαθν δι τς μείζονος κα τελειοτέρας σκηνς, ο χειροποιήτου, τοτ᾿ στιν ο ταύτης τς κτίσεως(: Αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερεύς των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης. Και εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων μέσα από μια ανώτερη και τελειότερη σκηνή, που δεν κατασκευάστηκε από χέρια ανθρώπων. Δηλαδή δεν εισήλθε μέσα από μια επίγεια σκηνή, όπως ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, αλλά δεδομένου ότι το σώμα Του ήταν η σκηνή και κατοικία του Θεού Λόγου, ασυγκρίτως ανώτερη και τελειότερη, εισήλθε μέσα από τη σκηνή αυτή του σώματός Του. Ακριβώς μάλιστα το σώμα Του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση)»[ Εβρ.9,11]· και πάλι ο Χριστός δεν εισήλθε σε χειροποίητα άγια, αντίγραφα των αληθινών, αλλά στον ουρανό: «Ο γρ ες χειροποίητα για εσλθεν Χριστός, ντίτυπα τν ληθινν, λλ᾿ ες ατν τν ορανόν, νν μφανισθναι τ προσώπ το Θεο πρ μν(: διότι ο Χριστός δεν μπήκε σε Άγια Αγίων που έκτισαν άνθρωποι και αποτελούν απομίμηση και εικόνα των αληθινών Αγίων˙ αλλά μπήκε στον ίδιο τον ουρανό, για να παρουσιαστεί τώρα μπροστά στο πρόσωπο του Θεού και να πρεσβεύει για μας)»[Εβρ.9,24]. Ώστε τα προηγούμενα άγια και η σκηνή και όλα όσα υπήρχαν μέσα σε αυτήν ήταν χειροποίητα, και ότι τα προσκυνούσαν κανείς δεν αντιλέγει.

Μαρτυρίες παλαιών και δοκίμων Πατέρων περί των ιερών εικόνων.

[Στο εξής ο ιερός Δαμασκηνός παραθέτει και σχολιάζει μαρτυρίες παλαιότερών του δοκίμων πατέρων για τις ιερές εικόνες· βλ. Migne, P. G. 94,1260A]

28. Του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη από την επιστολή προς Τίτον:

«Χρή τοιγαρον κα μς ντ τς δημώδους περ ατν πολήψεως εσω τν ερν συμβόλων εροπρεπς διαλαβεν κα μηδ τιμάζειν ατ τν θείων ντα χαρακτήρων κγονα κα ποτυπώματα κα εκόνας μφανες τν πορρήτων κα περφυν θεαμάτων (:Πρέπει λοιπόν και εμείς, αντί να έχουμε την απλοϊκή γι’ αυτά τα πράγματα αντίληψη, να διεισδύσουμε ιεροπρεπώς στο βαθύτερο νόημα των ιερών συμβόλων και να μην ατιμάζουμε αυτά που είναι καρποί και αποτυπώσεις και φανερές εικόνες των άγνωστων και υπερφυσικών θεαμάτων)».

29. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:)Πρόσεξε ότι είπε να μην ατιμάζουμε τις εικόνες των αγίων.

30. Επίσης του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, από το σύγγραμμά του «Περί θείων ονομάτων»:

«Ταύτης κα μες μεμυήμεθα· νν μν ναλόγως μν δι τν ερν παραπετασμάτων τς τν λογίων κα εραρχικν παραδόσεων φιλανθρωπίας ασθητος τ νοητ κα τος οσι τ περούσια περικαλυπτούσης κα μορφς κα τύπους τος μορφώτοις τε κα τυπώτοις περιτιθείσης κα τν περφυ κα σχημάτιστον πλότητα τ ποικιλί τν μεριστν συμβόλων πληθυούσης τε κα διαπλαττούσης(:Σ’ αυτήν έχουμε μυηθεί και εμείς· τώρα δηλαδή ανάλογα με τη δυνατότητά μας, κατανοούμε τα θεία πράγματα μέσα από τα ιερά παραπετάσματα της φιλανθρωπίας των λογίων και ιεραρχικών παραδόσεων, η οποία καλύπτει τα νοητά με τα αισθητά και τα υπερούσια με αυτά που υπάρχουν, και δίνει μορφές και τύπους σε αυτά που είναι χωρίς μορφή και τύπο, και με την ποικιλία των επί μέρους συμβόλων πληθύνει και διαπλάθει την υπερφυσική και ασχημάτιστη απλότητα)».

31. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Εάν είναι πράξη φιλανθρωπίας το να δίνει κανείς μορφές και τύπους σε αυτά που είναι ατύπωτα και αμορφοποίητα και στα απλά και ασχημάτιστα, ανάλογα προς τις δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πώς να μη εικονίσουμε, ανάλογα προς τη δική μας αντιληπτική ικανότητα, αυτά που έγιναν ορατά με μορφές και σχήματα, για να διατηρούμε τη μνήμη τους και από τη μνήμη να παρακινούμαστε προς μίμηση;

32. Του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, από το σύγγραμμά του «Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας»:

«λλ’ α μν πρ μς οσίαι κα τάξεις, ν δη μνήμην ερν ποιησάμην, σώματοί τέ εσι, κα νοητ κα περκόσμιός στιν κατ’ ατς εραρχία. Τν καθ’ μς δ ρμεν ναλόγως μν ατος τ τν ασθητν συμβόλων ποικιλί πληθυνομένην, φ’ ν εραρχικς π τν νοειδ θέωσιν ν συμμετρί τ καθ’ μς ναγόμεθα θεόν τε κα θείαν ρετήν, α μν ς νόες νοοσιν κατ τ ατας θεμιτόν, μες δ ασθητας εκόσιν π τς θείας, ς δυνατόν, ναγόμεθα θεωρίας (:Αλλά οι ουσίες και οι τάξεις που βρίσκονται πάνω από μας, τις οποίες μνημόνευσα ήδη με τρόπο ιερό, είναι ασώματες και η μεταξύ τους ιεράρχηση είναι νοητή και υπερκόσμια.

Τη δική μας όμως ιεραρχία τη βλέπουμε, ανάλογα με τη δυνατότητά μας, να πληθύνεται με την ποικιλία των αισθητών συμβόλων, με τα οποία ιεραρχικώς αναγόμαστε στην ενιαία θέωση, στον Θεό δηλαδή και στη θεία αρετή, συμμετρικά προς τα δικά μας. Οι νοερές βέβαια τάξεις κατανοούν όσο επιτρέπεται σε αυτές, ενώ εμείς με αισθητές εικόνες αναγόμαστε στις θείες θεωρίες, όσο είναι δυνατό)».

33. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Εφόσον λοιπόν ανάλογα με τις δυνάμεις μας αναγόμαστε με αισθητές εικόνες στη θεϊκή και άυλη θεωρία και η θεία πρόνοια από φιλανθρωπία, για τη δική μας χειραγωγία, περιβάλλει με τύπους και σχήματα τα ασχημάτιστα και ατύπωτα, γιατί είναι απρεπές να εικονίζουμε, ανάλογα με τη δική μας φύση, Εκείνον που καταδέχτηκε να πάρει και σχήμα και μορφή και από φιλανθρωπία για μας να γίνει ορατός ως άνθρωπος με τρόπο φυσικό;

Παράδοση που μας έρχεται από πολύ παλιά, αναφέρει ότι ο Αύγαρος, ο βασιλιάς της Έδεσσας, από τη φήμη του Κυρίου πυρπολήθηκε με θείο έρωτα και έστειλε πρέσβεις να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί. Εάν όμως αρνιόταν να κάνει αυτό, τους πρόσταξε να κάνουν το ομοίωμά Του σε ζωγράφο. Επειδή το γνώριζε αυτό Εκείνος, που γνωρίζει τα πάντα και όλα τα μπορεί, πήρε ένα πανί και τοποθετώντας το στο πρόσωπό Του, αποτύπωσε σε αυτό τη μορφή Του και αυτό σώζεται μέχρι σήμερα[:εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός αναφέρεται στο άγιο Μανδήλιο της Έδεσσας, όπου κατά την παράδοση έχει αποτυπωθεί το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού].

34. Του αγίου Βασιλείου από τον λόγο του στον Μακάριο Βαρλαάμ τον μάρτυρα, του οποίου λόγου η αρχή είναι προηγουμένως οι θάνατοι των αγίων:

«νάστητέ μοι νν, λαμπρο τν θλητικν κατορθωμάτων ζωγράφοι, τν το στρατηγο κολοβωθεσαν εκόνα τας μετέραις μεγαλύνατε τέχναις· μαυρότερον παρ’ μο τν στεφανίτην γραφέντα τος τς μετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. πέλθω τ τν ριστευμάτων το μάρτυρος παρ’ μν νενικημένος γραφ· χαίρω τν τοιαύτην τς μετέρας σχύος σήμερον ττώμενος νίκην· δω τς χειρς πρς τ πρ κριβέστερον παρ’ μν γραφομένην τν πάλην· δω φαιδρότερον π τς μετέρας τν παλαιστν γεγραμμένον εκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες κα νν τας το μάρτυρος ν μν ριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν ατος χερ κα νικσα δεικνύσθω. γγραφέσθω τ πίνακι κα τν παλαισμάτων γωνοθέτης Χριστός, δόξα ες τος αἰῶνας (:Σηκωθείτε τώρα, εξαίρετοί μου ζωγράφοι των αθλητικών κατορθωμάτων και με τις τέχνες σας δώστε μεγαλοπρέπεια στην παραμορφωμένη εικόνα του στρατηγού˙ επειδή εγώ περιέγραψα αμυδρά τον στεφανωμένο με τη νίκη, δώστε του εσείς τη λάμψη που του πρέπει με τα χρώματα της σοφίας σας. Θα αποχωρήσω εγώ ηττημένος από τη δική σας παράσταση των κατορθωμάτων του μάρτυρα. Χαίρομαι που σήμερα ηττώμαι από μια τέτοια νίκη της δικής σας δυνάμεως.Βλέπω ζωγραφισμένη από σας με περισσότερη ακρίβεια την πάλη του χεριού με τη φωτιά. Βλέπω πιο φωτεινά τον παλαιστή ζωγραφισμένο στη δική σας εικόνα. Ας κλάψουν οι δαίμονες και τώρα που χάρη σε σας πλήττονται από τα αριστεία του μάρτυρα. Ας επιδειχθεί και πάλι σε αυτούς το χέρι που καίεται και νικά. Ας ζωγραφισθεί στην εικόνα και ο αγωνοθέτης της πάλης Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα αιώνια)».

35. Επίσης του Μεγάλου Βασιλείου, από τα τριάντα κεφάλαια προς Αμφιλόχιον Περί του αγίου Πνεύματος (από το κεφάλαιο 17):

«τι βασιλες λέγεται κα το βασιλέως εκών, κα ο δύο βασιλες· οτε γρ τ κράτος σχίζεται οτε δόξα διαμερίζεται. ς γρ κρατοσα μν ρχ κα ξουσία μία, οτως κα παρ’ μν δοξολογία μία κα ο πολλαί, διότι τς εκόνος τιμ π τ πρωτότυπον διαβαίνει. ον στιν νταθα μιμητικς εκών, τοτο κε φυσικς υός. Κα σπερ π τν τεχνητν κατ τν μορφν μοίωσις, οτω κα π τς θείας κα συνθέτου φύσεως ν τ κοινωνί τς θεότητός στιν νωσις(:Επειδή και η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς, δεν υπάρχουν δυο βασιλείς· γιατί ούτε το κράτος διαιρείται, ούτε η δόξα μοιράζεται. Όπως λοιπόν η αρχή και η εξουσία που μας κυβερνά είναι μία, έτσι και σε εμάς η δοξολογία είναι μία και όχι πολλές, γιατί η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο. Αυτό λοιπόν που εδώ είναι η εικόνα κατ΄ απομίμηση, εκεί είναι φυσικώς ο Υιός. Και όπως τα τεχνητά πράγματα η ομοίωση αναφέρεται στη μορφή, έτσι και στη θεία και ασύνθετη φύση η ένωση υπάρχει στην κοινωνία της θεότητας)».

36. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Αν η εικόνα του βασιλιά είναι ο βασιλιάς, και η εικόνα του Χριστού είναι ο Χριστός και η εικόνα του αγίου είναι ο άγιος, και ούτε το κράτος διαιρείται ούτε η δόξα μοιράζεται, αλλά η δόξα της εικόνας γίνεται δόξα του εικονιζόμενου. Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από τη σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με το Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με τη φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη· ο σταυρός, το σφουγγάρι και το καλάμι, η λόγχη που τρύπησε τη ζωηφόρο πλευρά.Ή κατάργησε λοιπόν τον σεβασμό όλων αυτών, πράγμα αδύνατο, ή μην αρνείσαι ούτε την τιμή των εικόνων.

Δίνεται θεία χάρη στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικονιζόμενων. Όπως είναι φτωχό το κογχύλι καθεαυτό [:το θαλασσινό κογχύλι που αναφέρει εδώ ο ιερός συγγραφέας ήταν εκείνο από το οποίο παραγόταν το βαθύ κόκκινο χρώμα με το οποίο έβαφαν τις πολυτελείς βασιλικές αλουργίδες.] και το μετάξι και το ιμάτιο που υφαίνεται και από τα δύο, και δεν έχει καμιά αξία καθεαυτό, αν όμως το φορέσει ο βασιλιάς, από την αξία που υπάρχει σε αυτόν που το φοράει, δίνεται και στο ένδυμα, έτσι και τα υλικά στοιχεία, αυτά καθεαυτά βέβαια είναι απροσκύνητα, όταν όμως ο εικονιζόμενος είναι γεμάτος χάρη, μετέχουν κι αυτά στη χάρη[Οι εικόνες είναι φορείς της θείας χάριτος, ανάλογης προς τη χάρη του εικονιζόμενου] ανάλογα με την πίστη. Τον Κύριο τον είδαν οι απόστολοι με τα σωματικά μάτια και τους αποστόλους τους είδαν άλλοι και τους μάρτυρες άλλοι. Ποθώ και εγώ να τους βλέπω με την ψυχή και το σώμα και να τους έχω φάρμακο που απομακρύνει τα κακά, επειδή έχει πλασθεί με διπλή φύση, και βλέποντας προσκυνώ αυτό που φαίνεται όχι ως Θεό, αλλά ως τίμιο εικόνισμα τιμίων προσώπων.

Εσύ ίσως έγινες υψηλός και άυλος και πάνω από το σώμα και σαν άσαρκος περιφρονείς καθετί που βλέπεται, εγώ όμως, επειδή είμαι άνθρωπος και φέρω σώμα, ποθώ και σωματικώς να επικοινωνώ και να βλέπω τα άγια πράγματα. Δείξε συγκατάβαση στο ταπεινό μου φρόνημα, συ ο υψηλός, για να διατηρήσεις το δικό σου το υψηλό. Ο Χριστός δέχεται τον πόθο μου γι’ Αυτόν και τους φίλους Του, γιατί χαίρεται ο Κύριος όταν εγκωμιάζεται ο ευγνώμων δούλος, είπε ο μέγας Βασίλειος, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες.

Πρόσθεσε όμως και αυτά που λέει και στον αείμνηστο Γόρδιο τιμώντας τον με το λόγο του.

37. Του αγίου Βασιλείου από τον λόγο του στο μάρτυρα Γόρδιο.

«Εφραίνονται λαο εφροσύνην πνευματικν π μόν τ πομνήσει τν τος δικαίοις κατωρθωμένων ες ζλον κα μίμησιν τν γαθν, φ’ ν κούουσιν, ναγόμενοι· γρ τν επολιτεύτων νδρν στορία οόν τι φς τος σζομένοις πρς τν το βίου δν μποιε. Κα μετ’ λίγα· στε, ταν διηγώμεθα τος βίους τν διαπρεψάντων ν εσεβεί, δοξάζομεν πρτον τν δεσπότην δι τν δούλων, γκωμιάζομεν δ τος δικαίους δι τς μαρτυρίας, ν σμεν, εφραίνομεν δ τος λαος δι τς κος τν καλν (:Οι λαοί αισθάνονται πνευματική ευφροσύνη και με μόνη την ανάμνηση αυτών που έχουν κατορθώσει οι δίκαιοι, παρακινούμενοι σε άμιλλα και μίμηση των αγαθών από αυτά που ακούνε· γιατί η εξιστόρηση της καλής πολιτείας των αγίων ανδρών σαν κάποιο φως οδηγεί τους σωζόμενους στον δρόμο της ζωής. Και ύστερα από μερικά. Ώστε, όταν διηγούμαστε τους βίους εκείνων που διέπρεψαν με την ευσέβεια τους, δοξάζουμε πρώτα τον Κύριο μέσω των δούλων, και εγκωμιάζουμε τους δίκαιους μέσω της μαρτυρίας αυτών που ξέρουμε, και ευφραίνουμε τους λαούς με την ακρόαση των καλών έργων)».

38. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Πρόσεχε ότι η μνήμη των αγίων αποτελεί δόξα του Θεού, εγκώμιο των αγίων και χαρά και σωτηρία των λαών. Γιατί λοιπόν την αφαιρείς; Ότι η μνήμη γίνεται με τον λόγο και τις εικόνες το λέει ο ίδιος ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος.

39. Από τον ίδιο λόγο του Μεγάλου Βασιλείου στον μάρτυρα Γόρδιο.

«σπερ γρ τ πυρ ατομάτως πεται τ φωτίζειν κα τ μύρ τ εωδεν, οτω κα τας γαθας πράξεσιν ναγκαίως κολουθε τ φέλιμον. Καίτοι οδ τοτο μικρόν, κριβς τυχεν τς ληθείας τν τότε· μυδρ γάρ τις μνήμη ες μς διεδόθη τς π τν γώνων νδραγαθίας το νδρς διασ ζουσα. Καί πως δοκε τ καθ’ μς τ τν ζωγράφων προσεοικέναι· κα γρ κενοι, πειδν ξ εκόνων μεταγράφωσι τς εκόνας, πλεστον ς εκς τν ρχετύπων πολιμπάνονται, κα μς ατς τς θέας τν πραγμάτων πολειφθέντας κίνδυνος ο μικρς τν λήθειαν λαττσαι (:Όπως αυτόματα τη φωτιά την ακολουθεί ο φωτισμός και το μύρο η μυρουδιά, έτσι και τις αγαθές πράξεις κατ΄ ανάγκη τις ακολουθεί το ωφέλιμο. Αν και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, ας δούμε με ακρίβεια την αλήθεια αυτών που έγιναν τότε˙ γιατί σε μας διασώθηκε κάποια αμυδρή ανάμνηση που διασώζει τις ανδραγαθίες των αγώνων του μάρτυρα. Φαίνεται πως το έργο μας μοιάζει κάπως με εκείνο των ζωγράφων, γιατί εκείνοι, όταν κάνουν τις εικόνες αντιγράφοντας άλλες εικόνες, είναι φυσικό να απομακρύνονται κατά πολύ από τα πρωτότυπα. Και εμείς που βρισκόμαστε μακριά από του να έχουμε δει τα πράγματα, δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να μειώσουμε την αλήθεια)».

40. Και στο τέλος του ιδίου λόγου: «ς γρ τν λιον ε καθορντες ε θαυμάζομεν, οτω κα το νδρς κείνου ε νεαρν τν μνήμην χομεν (:Όπως βλέποντας διαρκώς τον ήλιο, πάντοτε τον θαυμάζουμε, έτσι και του αγίου εκείνου διατηρούμε πάντοτε ζωντανή τη μνήμη)».

41. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Είναι φανερό ότι τον βλέπουμε διαρκώς με τον λόγο και τα εικονίσματα.

42. Και στον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου όμως για τους υπέρτιμους Σαράντα μάρτυρες λέει τα έξης.

«Μαρτύρων δ μνήμης τίς ν γένοιτο κόρος τ φιλομάρτυρι; Διότι πρς τος γαθος τν μοδούλων τιμ πόδειξιν χει τς πρς τν κοινν δεσπότην ενοίας (:Πώς θα ήταν δυνατό να επέλθει κόρος της μνήμης των μαρτύρων στον φιλομάρτυρα;Γιατί η τιμή που αποδίδουν οι ομόδουλοι προς τους αγαθούς, φανερώνει την καλή διάθεση προς τον κοινό Δεσπότη)».

Και πάλι: «Μακάρισον γνησίως τν μαρτυρήσαντα, να γέν μάρτυς τ προαιρέσει κα κβς χωρς διωγμο, χωρς πυρός, χωρς μαστίγων τν ατν κείνοις παίνων ξιωμένος (:Μακάρισε ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις και εσύ μάρτυρας ως προς την προαίρεση και να βρεθείς χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγια αξιωμένος με τους ίδιους με εκείνους επαίνους)».

43. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πώς λοιπόν με εμποδίζεις από την τιμή των αγίων και με φθονείς για τη σωτηρία;

Το ότι πάλι αναγνωρίζει ότι είναι συνυφασμένη η χρωματική μορφή με τον λόγο, άκου τον ίδιο άγιο που λίγο πιο κάτω λέει:

44. Του Μεγάλου Βασιλείου.

«Δερο δ ον ες μέσον ατος γαγόντες δι τς πομνήσεως κοινν τν π’ ατν φέλειαν τος παροσι καταστησώμεθα, προδείξαντες πσιν σπερ ν γραφ τς τν νδρν ριστείας(:Εμπρός λοιπόν, αφού τους φέρουμε ανάμεσά μας, ας κάνουμε με την υπόμνησή μας κοινή στους παρόντες την ωφέλεια από αυτούς, δείχνοντας σε όλους σαν σε ζωγραφιά τα κατορθώματα των αγίων)».

45. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Βλέπεις πως το έργο της εικόνας και του λόγου είναι ένα; «ς ν γραφ (:σαν σε ζωγραφιά)», είπε, «προδείξωμεν τ λόγ(:να τα παρουσιάσουμε με τον λόγο)».

46. Και πάλι στη συνέχεια του ίδιου λόγου:

«πε κα πολέμων νδραγαθήματα κα λογογράφοι πολλάκις κα ζωγράφοι διασημαίνουσιν, ο μν τ λόγ κοσμοντες, ο δ τος πίναξιν γχαράττοντες, κα πολλος πήγειραν ες νδρείαν κάτεροι. γρ λόγος τς στορίας δι τς κος παρίστησι, τατα γραφικ σιωπσα δι μιμήσεως δείκνυσι (:Επειδή πολλές φορές και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι εκφράζουν τα κατορθώματα των πολέμων, οι πρώτοι κοσμώντας τα με τον λόγο, και οι δεύτεροι σχεδιάζοντάς τα σε εικόνες, παρακίνησαν πολλούς στην ανδρεία και οι δυο. Γιατί, όσα παριστάνει ο λόγος της εξιστόρησης με την ακρόαση, τα ίδια δείχνει και η ζωγραφική σιωπηρά με τη μίμηση)».

47. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Τι από αυτά είναι πιο φεγγοβόλο για να αποδείξει ότι οι εικόνες είναι βιβλία για τους αγράμματους και κήρυκες ακατάπαυστοι της τιμής των αγίων, που με την άηχη φωνή τους διδάσκουν εκείνους που τις βλέπουν και αγιάζουν την δράση τους; Δεν έχω βιβλία, δεν έχω καιρό να διαβάσω, μπαίνω στο κοινό ιατρείο των ψυχών, στην εκκλησία, ενώ με πνίγουν οι λογισμοί σαν αγκάθια˙ με τραβάει η ομορφιά της ζωγραφικής να δω και σαν λειμώνας ευχαριστεί τη δράση μου και ασυναίσθητα βάζει μέσα στην ψυχή μου τη δόξα του Θεού. Βλέπω την καρτερικότητα του μάρτυρα, την ανταπόδοση των στεφανιών και σαν φωτιά ανάβει ο ζήλος και η προθυμία μου και πέφτοντας προσκυνώ τον Θεό μέσω του μάρτυρος και κερδίζω τη σωτηρία.

Δεν έχεις ακούσει τον ίδιο θεοφόρο πατέρα που λέει στον λόγο του στην αρχή των ψαλμών, ότι επειδή το άγιο Πνεύμα γνωρίζει ότι το ανθρώπινο γένος οδηγείται δύσκολα προς την αρετή και είναι ράθυμο, ανέμιξε το μέλος με τις ψαλμωδίες; Τι λες; Δεν θα παραστήσω και με τον λόγο και με τα χρώματα το μαρτύριο των μαρτύρων και δεν θα το αγκαλιάσω και με τα μάτια και με τα χείλια αυτό το θαυμαστό και στους αγγέλους και σε όλη την κτίση, αλλά οδυνηρό στο Διάβολο, και φοβερό στους δαίμονες, όπως είπε ο ίδιος ο φωστήρας της Εκκλησίας;

Και τι λέει προς το τέλος του λόγου, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες;

« χορς γιος, σύστημα ερόν, συνασπισμς ρραγής, κοινο φύλακες το γένους τν νθρώπων, γαθο κοινωνο φροντίδων, δεήσεων συνεργοί, πρεσβευτα δυνατώτατοι, στέρες τς οκουμένης, νθη τν κκλησιν (γ δέ φημι, νοητά τε κα ασθητά). μς οχ γ κατέκρυψεν, λλ’ ορανς πεδέξατο. νοίγησαν μν παραδείσου πύλαι, ξιον θέαμα τ στρατι τν γγέλων, ξιον πατριάρχαις, προφήταις, δικαίοις(:Ω χορός άγιος, ω σύστημα ιερό, ω συνασπισμός ακατάλυτος, ω κοινοί φύλακες του ανθρωπίνου γένους, αγαθοί κοινωνοί φροντίδων, βοηθοί στις δεήσεις, ισχυρότατοι πρεσβευτές[πρβ. Ιάκ.5,16: «Πολ σχύει δέησις δικαίου νεργουμένη(:Γενικότερα σας προτρέπω να εξομολογείσθε μεταξύ σας τις αμαρτίες σας και να προσεύχεσθε ο ένας για χάρη του άλλου, για να γιατρευτείτε όχι μόνο από τις σωματικές σας ασθένειες αλλά και από τις ψυχικές. Έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και ενεργεί δραστικά και αποτελεσματικά επιφέροντας μεγάλες ωφέλειες)»], αστέρια της οικουμένης, άνθη των εκκλησιών (εγώ μάλιστα λέω νοητά και αισθητά).Εσάς δεν σας έκρυψε η γη, αλλά σάς υποδέχτηκε ο ουρανός. Ανοίχτηκαν για σας οι πύλες του Παραδείσου, θέαμα άξιο για τη στρατιά των αγγέλων, άξιο για τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους δικαίους)».

48. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πώς να μην ποθήσω να δω, αυτό που ποθούν να δουν οι άγγελοι;

Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς και ο αδελφός του και ομόγνωμος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσης, λέει:

49. Του αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου Νύσσης, από το συμπληρωματικό έργο, δηλαδή από την πραγματεία του “Περί κατασκευής άνθρωπου”, κεφάλαιο τέταρτο.

«σπερ κατ τν νθρωπίνην συνήθειαν ο τς εκόνας τν κρατούντων κατασκευάζοντες τόν τε χαρακτρα τς μορφς ναμάσσονται κα τ περιβολ τς πορφυρίδος τν βασιλικν ξίαν συμπαραγράφουσι κα λέγεται κατ τν συνήθειαν κα εκν κα βασιλεύς, οτω κα νθρωπίνη φύσις, πειδ πρς ρχν τν λλων κατεσκευάζετο, οόν τις μψυχος εκν νεστάθη κοινωνοσα τ ρχετύπ κα τς ξίας κα το νόματος. Το ατο κ το πέμπτου κεφαλαίου τς ατς πραγματείας· Τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται, λλ’ ν φράστ μακαριότητι κατ’ ρετν θεωρεται. σπερ τοίνυν τς νθρωπίνας μορφς δι χρωμάτων τινν π τος πίνακας ο γραφες μεταφέρουσι τς οκείας τε κα καταλλήλους βαφς παλείφοντες τ μιμήματι, ς ν δι’ κριβείας τ ρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρς τ μοίωμα (:Όπως, κατά τη συνήθεια των ανθρώπων, εκείνοι που κατασκευάζουν τις εικόνες των αρχόντων αποτυπώνουν τον χαρακτήρα της μορφής και με τη στολή της πορφύρας ζωγραφίζουν ταυτόχρονα και τη βασιλική αξία, και, όπως συνηθίζεται, λέγεται και εικόνα και βασιλιάς, έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή δημιουργήθηκε για να εξουσιάζει τα αλλά κτίσματα, έγινε σαν μια έμψυχη εικόνα που έρχεται σε κοινωνία με το αρχέτυπο και με την αξία και με το όνομά του)».

50. Του ιδίου, από το πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας πραγματείας.

«Τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται, λλ’ ν φράστ μακαριότητι κατ’ ρετν θεωρεται. σπερ τοίνυν τς νθρωπίνας μορφς δι χρωμάτων τινν π τος πίνακας ο γραφες μεταφέρουσι τς οκείας τε κα καταλλήλους βαφς παλείφοντες τ μιμήματι, ς ν δι’ κριβείας τ ρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρς τ μοίωμ (: Η λαμπρότητα του θείου κάλλους δεν παριστάνεται με κάποιο σχήμα και συμμετρική μορφή μέσω κάποιου καλού χρώματος, αλλά θεωρείται με την εμπειρία μιας απερίγραπτης μακαριότητας που παρέχει η αρετή. Όπως λοιπόν οι ζωγράφοι μεταφέρουν στις εικόνες με τα χρώματα τις ανθρώπινες μορφές, στρώνοντας τις ταιριαστές και κατάλληλες βαφές σε αυτό που μιμούνται, για να μεταφερθεί όσο γίνεται ακριβέστερα η ομορφιά του αρχετύπου στο ομοίωμα)».

51. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πρόσεχε, ότι το θεϊκό κάλλος δεν λαμπρύνεται με κάποιο σχήμα και με κάποιο ωραίο χρώμα («τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται») και γι΄ αυτό δεν εικονίζεται, ενώ η ανθρώπινη μορφή με τα χρώματα μεταφέρεται στις εικόνες.

Εφόσον λοιπόν ο Υιός του Θεού παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή, παίρνοντας μορφή δούλου, και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος[Φιλ.2,7-8: «λλ᾿ αυτν κένωσε μορφν δούλου λαβών, ν μοιώματι νθρώπων γενόμενος, κα σχήματι ερεθες ς νθρωπος ταπείνωσεν αυτν γενόμενος πήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δ σταυρο(:Αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητός του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνον άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)»], πώς δεν θα εικονισθεί;

Και εφόσον κατά τη συνήθεια «λέγεται το βασιλέως εκν βασιλες(:η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς)» και « τς εἰκόνος τιμή ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἀναβαίνει (:η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο)», όπως λέει ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος, πώς η εικόνα δεν θα τιμηθεί και δεν θα προσκυνηθεί, όχι ως Θεός, αλλά ως εικόνα του σαρκωμένου Θεού;

52. Του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης από λόγο που εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για τη θεότητα του Υιού και του Πνεύματος και Εις τον Αβραάμ, από τον λόγο 44, του οποίου η αρχή είναι «κάτι τέτοιο παθαίνουν στους ωραίους λειμώνες όσοι αρέσκονται στο να βλέπουν τα άνθη». Και ύστερα από μερικά λέγει:

«ντεθεν δεσμος πρότερον διαλαμβάνει πατρ τν παδα. Εδον πολλάκις π γραφς εκόνα το πάθους κα οκ δακρυτ τν θέαν παρλθον ναργς τς τέχνης π’ ψιν γούσης τν στορίαν. Πρόκειται σακ παρ’ ατ τ θυσιαστηρί κλάσας π τ γόνυ κα περιηγμένας χων ες τοπίσω τς χερας, δ πιβεβηκς κατόπιν τ ποδ τς γκύλης κα τ ριστερ χειρ τν κόμην το παιδς πρς αυτν νακλάσας πικύπτει τ προσώπ λεεινς πρς ατν ναβλέποντι κα τν δεξιν καθωπλισμένος τ ξίφει πρς τν σφαγν κατευθύνει. Κα πτεται δη το σώματος το ξίφους κμή, κα τότε ατ γίνεται θεόθεν φων τ ργον κωλύουσα (:Από εδώ παίρνει προηγουμένως ο πατέρας το παιδί του δεμένο. Είδα πολλές φορές σε τοιχογραφία τη σκηνή του πάθους και δεν προσπέρασα τη θέα χωρίς να δακρύσω, γιατί η τέχνη μου έδειχνε με ζωντάνια την υπόθεση.Παρίσταται ο Ισαάκ δίπλα στο θυσιαστήριο γονατισμένος και έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω, ενώ ο πατέρας πατάει πίσω τα λυγισμένα πόδια και τραβώντας με το αριστερό χέρι τα μαλλιά του παιδιού προς το μέρος του, σκύβει στο πρόσωπό του, που τον ατενίζει με οδύνη, και κρατώντας στο δεξί το μαχαίρι το κατεβάζει για τη σφαγή. Και η κόψη του μαχαιριού αγγίζει κιόλας το σώμα, και τότε του έρχεται φωνή από το Θεό που εμποδίζει την πράξη)».

53. Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την ερμηνεία της προς Εβραίους Επιστολής:

«Καί πως εκν το δευτέρου τ πρτον, Μελχισεδκ το Χριστο, σπερ ν τις εποι σκιν τς γραφς τς ν χρώμασι τ πρ ταύτης σκίασμα το γραφέως· δι τοτο γρ νόμος καλεται σκιά, δ χάρις λήθεια, πράγματα δ τ μέλλοντα. στε μν νόμος κα Μελχισεδκ προσκίασμα τς ν χρώμασι γραφς, δ χάρις κα λήθεια ν χρώμασι γραφή, τ δ πράγματα το μέλλοντος αἰῶνος, ς εναι τν παλαιν τύπου τύπον κα τν νέαν τν πραγμάτων τύπον(:Κατά κάποιο τρόπο το πρώτο είναι εικόνα του δευτέρου, ο Μελχισεδέκ του Χριστού, όπως θα μπορούσε κανείς να ονομάσει το αρχικό σκιαγράφημα του ζωγράφου σκιά της ζωγραφικής με χρώματα˙γι’ αυτό και ο νόμος ονομάζεται σκιά, ενώ η χάρη αλήθεια και πράγματα τα μέλλοντα. Ώστε ο νόμος και ο Μελχισεδέκ είναι το προσχέδιο της ζωγραφικής με χρώματα, η χάρη και η αλήθεια είναι η ζωγραφική με χρώματα, ενώ τα πράγματα είναι η μελλοντική αιωνιότητα, όπως η Παλαιά Διαθήκη είναι τύπος τύπου και η Νέα είναι τύπος των πραγμάτων)».

54. Λεοντίου Νεαπόλεως της Κύπρου από τον λόγο Κατά Ιουδαίων, για την προσκύνηση του σταυρού του Χριστού και των εικόνων των αγίων και των ιδίων των αγίων μεταξύ τους και για τα λείψανα των αγίων:

«άν μοι γκαλς πάλιν, ουδαε, λέγων, τι ς θεν προσκυν τ ξύλον το σταυρο, δι τί οκ γκαλες τ ακβ προσκυνήσαντι π τ κρον τς άβδου; λλ πρόδηλον, τι ο τ ξύλον τιμν προσεκύνησεν, λλ δι το ξύλου τ ωσφ προσεκύνησεν, σπερ κα μες δι το σταυρο τν Χριστόν, λλ’ ο τ ξύλον δοξάζομεν(:Εάν λοιπόν με κατηγορείς πάλι, Ιουδαίε, λέγοντας ότι προσκυνώ το ξύλο του σταυρού ως Θεό, γιατί δεν κατηγορείς τον Ιακώβ που προσκύνησε την άκρη του μπαστουνιού;[[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προσεκύνησεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέμεινε και του είπε: ‘’Ορκίσου μου ότι θα το κάνεις’’. Και ο Ιωσήφ ορκίστηκε στον πατέρα του. Τότε ο Ισραήλ, επειδή πίστεψε ότι ο Θεός θα βοηθούσε, ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Χαναάν για να ταφεί εκεί, έσκυψε και προσκύνησε τον Θεό, αφού ακούμπησε το κεφάλι του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής αδυναμίας του. Με την προσκύνηση αυτή εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό)» και Εβρ.11,21: «Πίστει ακβ ποθνήσκων καστον τν υἱῶν ωσφ ελόγησε, κα προσεκύνησεν π τ κρον τς άβδου ατο(:Με πίστη ο Ιακώβ, όταν πέθαινε, ευλόγησε καθένα από τα δύο παιδιά του Ιωσήφ και ανέδειξε και τα δύο αρχηγούς φυλών σύμφωνα με τον φωτισμό που του έδινε η πίστη. Και προσκύνησε τον Θεό ακουμπώντας το κεφάλι του στην άκρη του ραβδιού, πάνω στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής του αδυναμίας)»]]Αλλά είναι ολοφάνερο ότι προσκύνησε το ξύλο χωρίς να το τιμά, αλλά μέσω του ξύλου προσκύνησε τον Ιωσήφ, όπως ακριβώς και εμείς μέσω του σταυρού δοξάζουμε το Χριστό και όχι το ξύλο)».

55. (Σχόλιο ιερού Δαμασκηνού:) Εφόσον λοιπόν προσκυνούμε τον τύπο του σταυρού, κατασκευάζοντας εικόνα του σταυρού από οποιαδήποτε ύλη, πώς δεν θα προσκυνήσουμε την εικόνα Αυτού που σταυρώθηκε;

56. Και πάλι του ιδίου Λεοντίου:

«πε κα βραμ τος πωλήσασιν ατ τν τάφον σεβέσιν νθρώποις προσεκύνησε κα γόνυ καμψεν π τν γν, λλ’ οχ ς θεος ατος προσεκύνησεν· κα πάλιν ακβ τν Φαρα ηλόγησεν σεβ κα εδωλολάτρην ντα, λλ’ οχ ς θεν ατν ηλόγησε (:Όταν και ο Αβραάμ προσκύνησε εκείνους που του πούλησαν τον τάφο, ανθρώπους ασεβείς[Γέν.23,7-9], και γονάτισε στη γη, δεν τους προσκύνησε ως θεούς· και ο Ιακώβ επίσης ευλόγησε τον Φαραώ, που ήταν ασεβής και ειδωλολάτρης, αλλά δεν τον ευλόγησε ως Θεό[ Γέν.47,7-10])». Και πάλι: «τν σα πεσν προσεκύνησεν, λλ’ οχ ς θεν προσεκύνησεν(:και τον Ησαύ επίσης έπεσε και τον προσκύνησε, αλλά δεν τον προσκύνησε ως Θεό[Γέν.33,3]».

Και πάλι: «Πς ντέλλεται μν θες προσκυνεν κα τ γ κα τος ρεσι; Πώς παραγγέλλει σε σας ο Θεός να προσκυνείτε και τη γη και τα όρη;». Γιατί λέει: «ψοτε κύριον τν θεν μν κα προσκυνετε ες ρος γιον ατο. Κα προσκυνετε τ ποποδί τν ποδν ατο, τι γιός στι (:δοξάστε τον Κύριο και Θεό μας και προσκυνάτε αυτόν στο άγιο όρος του. Και προσκυνάτε το στήριγμα των ποδιών του, επειδή είναι άγιος)»[Ψαλμ.98,5], δηλαδή τη γη.

« ορανς γάρ μοι θρόνος(:Γιατί ο ουρανός είναι θρόνος μου)», λέει, « δ γ ποπόδιον τν ποδν μου(:ενώ η γη στήριγμα των ποδιών μου)»[Ησ .66,1], όπως βεβαιώνει ο Κύριος.

Και πώς ο Μωϋσής προσκύνησε τον Ιοθόρ που ήταν ειδωλολάτρης, [Έξ. 18,7: «ξλθε δ Μωυσς ες συνάντησιν τ γαμβρ κα προσεκύνησεν ατ κα φίλησεν ατόν, κα σπάσαντο λλήλους· κα εσήγαγεν ατος ες τν σκηνήν(: Μόλις το άκουσε ο Μωυσής, βγήκε αμέσως προς συνάντηση του πεθερού του. Τον προσκύνησε και τον φίλησε και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον. Κατόπιν ο Μωυσής τους έβαλε μέσα στη σκηνή του)»], και ο Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορα [Δαν. 2,46: «Τότε βασιλες Ναβουχοδονόσορ πεσεν π πρόσωπον κα τ Δανιλ προσεκύνησε κα μανα κα εωδίας επε σπεσαι ατ(: Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ άκουσε το όνειρο και την ερμηνεία του, έπεσε πρηνής στη γη και προσκύνησε με σεβασμό τον Δανιήλ· διέταξε δε να προσφέρουν στον Θεό, για χάρη του Δανιήλ, θυσία αναίμακτο και ευώδη θυμιάματα)»];

Πώς με κατηγορείς επειδή τιμώ και προσκυνώ εκείνους που τίμησαν και προσκύνησαν το Θεό; Πες μου, δεν συμφέρει να προσκυνούμε τους αγίους και να μην τους λιθοβολούμε, όπως εσύ; Δεν συμφέρει να προσκυνούμε τους ευεργέτες και να μην τους πριονίζουμε ούτε να τους ρίχνουμε σε λάκκο με λάσπη [Ιερ. 45,6: «κα ἔῤῥιψαν ατν ες λάκκον Μελχίου υο το βασιλέως, ς ν ν τ αλ τς φυλακς, κα χάλασαν ατν ες τν λάκκον, κα ν τ λάκκ οκ ν δωρ λλ᾿ βόρβορος, κα ν ν τ βορβόρ(:έτσι αυτοί συνέλαβαν τον Ιερεμία και τον έριξαν στον λάκκο του Μελχίου, υιού του βασιλιά, ο οποίος «λάκκος» βρισκόταν στην αυλή της φυλακής· και κατέβασαν τον Ιερεμία στον λάκκο αυτόν, στον οποίο δεν υπήρχε νερό, αλλά βόρβορος λάσπη· ο Ιερεμίας έμενε, ή μάλλον σχεδόν χώθηκε μέσα στον βόρβορο, τη λάσπη αυτή)» ;

Αν αγαπούσες τον Θεό, θα τιμούσες οπωσδήποτε και τους δούλους Του. Και εάν τα οστά των δικαίων είναι ακάθαρτα, πώς μετακομίσθηκαν τα οστά του Ιακώβ και του Ιωσήφ με κάθε τιμή από την Αίγυπτο[Γέν.50,13-25];

Πώς νεκρός άνθρωπος που άγγιξε τα οστά του Ελισαίου αμέσως αναστήθηκε;[βλ. Δ΄Βασ. 13,21: «κα γένετο ατν θαπτόντων τν νδρα, κα δο εδον τν μονόζωνον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύθη κα ψατο τν στέων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(: και τότε συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, ιδού, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη Ελισαίου, αναστήθηκε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»]

Αν λοιπόν ο Θεός θαυματουργεί μέσω των οστών, είναι ολοφάνερο ότι μπορεί να θαυματουργεί και μέσω εικόνων και λίθων και άλλων πολλών, όπως έγινε και με τον Ελισαίο, ο οποίος έδωσε τη ράβδο του στον δούλο του και του είπε να πάει και να αναστήσει με αυτήν τον γιο της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ. 4,29:«Κα επεν λισαι τ Γιεζί· ζσαι τν σφύν σου κα λαβ τν βακτηρίαν μου ν τ χειρί σου κα δερο· τι ἐὰν ερς νδρα, οκ ελογήσεις ατόν, κα ἐὰν ελογήσ σε νήρ, οκ ποκριθήσ ατ· κα πιθήσεις τν βακτηρίαν μου π πρόσωπον το παιδαρίου(:ο Ελισαίος τότε στράφηκε προς τον Γιεζί και του είπε: Ζώσε έτοιμος για πορεία τη μέση σου, πάρε το ραβδί μου στο χέρι σου και τρέξε γρήγορα στο σπίτι της γυναίκας. Και για να μην καθυστερήσεις, εάν συναντήσεις στον δρόμο σου άνθρωπο, μην σταματήσεις να τον χαιρετήσεις· εάν πάλι κάποιος άνθρωπος σε χαιρετήσει, μην του ανταποδώσεις τον χαιρετισμό. Και μόλις φτάσεις στο σπίτι της γυναίκας, θα βάλεις το ραβδί μου επάνω στο πρόσωπο του νεκρού παιδιού)»].

Και ο Μωυσής με τη ράβδο τιμώρησε τον Φαραώ και έσκισε τη θάλασσα και γλύκανε το νερό και άνοιξε τον βράχο και έβγαλε νερό[ βλ. Έξ.14,16: «κα σ παρον τ άβδ σου κα κτεινον τν χερά σου π τν θάλασσαν κα ῥῆξον ατήν, κα εσελθάτωσαν ο υο σραλ ες μέσον τς θαλάσσης κατ τ ξηρόν(:εσύ όμως σήκωσε ψηλά το ραβδί σου και άπλωσε το χέρι σου επάνω από τη θάλασσα και σχίσε την στα δύο και ας περάσουν οι Ισραηλίτες στο στεγνό έδαφος μέσα από τη θάλασσα)» και Έξ.15,25: «βόησε δ Μωυσς πρς Κύριον, κα δειξεν ατ Κύριος ξύλον, κα νέβαλεν ατ ες τ δωρ, κα γλυκάνθη τ δωρ. κε θετο ατ δικαιώματα κα κρίσεις κα κε ατν πείρασε(:και ο Μωυσής βόησε με θερμή προσευχή προς τον Κύριο και ο Κύριος τού έδειξε ένα ξύλο. Το έβαλε λοιπόν μέσα στο νερό και αμέσως το νερό γλυκάθηκε και έγινε πόσιμο. Εκεί στη Μερρά έδωσε ο Κύριος στον λαό νόμους και προστάγματα, για να μη λησμονούν τις υποχρεώσεις τους. Εκεί τους έθεσε και υπό δοκιμασία)», καθώς επίσης και Έξ.17,6: «δε γ στηκα κε πρ το σε π τς πέτρας ν Χωρήβ· κα πατάξεις τν πέτραν, κα ξελεύσεται ξ ατς δωρ, κα πίεται λαός. ποίησε δ Μωυσς οτως ναντίον τν υἱῶν σραήλ(: “Και να, Εγώ θα έχω σταθεί πριν από εσένα επάνω στην πέτρα που βρίσκεται στο όρος Χωρήβ. Θα χτυπήσεις λοιπόν την πέτρα και θα αναπηδήσει νερό άφθονο από αυτήν, ώστε να πιει όλος ο λαός”. Πράγματι λοιπόν ο Μωυσής έκανε ό,τι του είπε ο Κύριος ενώπιον των Ισραηλιτών)» ].

Και ο Σολομών λέει: «Ηλόγηται ξύλον, δι’ ο γίνεται σωτηρία (:ευλογήθηκε το ξύλο, μέσω του οποίου γίνεται η σωτηρία» [:Σοφ. Σολ. 14,17]. Και ο Ελισαίος έριξε ένα ξύλο στον Ιορδάνη και έφερε προς τα επάνω σίδερο[ βλ. Δ΄Βασ.6,6: «Κα επεν νθρωπος το Θεο· πο πεσε; κα δειξεν ατ τν τόπον. κα πέκνισε ξύλον κα ἔῤῥιψεν κε, κα πεπόλασε τ σιδήριον(:ο άνθρωπος του Θεού, ο Ελισαίος, του είπε: Και ο προφήτης του έδειξε τον τόπο. Ο Ελισαίος έκοψε ένα ξύλο, το έκανε στυλιάρι και το έριξε εκεί, όπου έπεσε το σίδερο· και τότε το σίδερο του τσεκουριού ανέβηκε στην επιφάνεια του ξύλου και επέπλεε)».

Και το δένδρο της ζωής [Γέν.2,9: «Κα ξανέτειλεν Θες τι κ τς γς πν ξύλον ραον ες ρασιν κα καλν ες βρσιν κα τ ξύλον τς ζως ν μέσ το παραδείσου κα τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονηρο(: Και ο παντοδύναμος και απειροτέλειος Θεός πρόσταξε και βλάστησαν ακόμη από τη γη τρία είδη δέντρων: Πρώτον· κάθε είδος και κάθε ποικιλία δέντρων, τα οποία με το ύψος, το σχήμα, το φύλλωμα, τα άνθη τους να ευχαριστούν και να τέρπουν· με την ποικιλία δε των καρπών τους να ικανοποιούν, ευφραίνουν και τρέφουν τον άνθρωπο. Στο κέντρο του Παραδείσου, σε θέση προνομιακή, ώστε να είναι ορατά καθημερινώς από τον άνθρωπο, ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν άλλα δύο δέντρα. Το ένα ήταν δέντρο, του οποίου οι καρποί είχαν χάρη μοναδική, υπερφυσική και δύναμη έκτακτη, διότι θα έδιναν αθανασία και αιώνια μακαριότητα σε εκείνον που θα τους έτρωγε· το άλλο ήταν ένα δέντρο από τους καρπούς του οποίου όποιος έτρωγε θα γνώριζε πειραματικώς πόσο πικρό ήταν το ηθικό κακό. Με άλλα λόγια, τα είδη των δέντρων του Παραδείσου ήσαν τρία: α) Τα πολλά, για να ζει ο άνθρωπος και να συντηρείται. β) τ ξύλον τς ζως, για να ζει ο άνθρωπος αιωνίως ευτυχής. Αυτό του δόθηκε ως βραβείο· γ) τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονηρο, οι καρποί του οποίου ήταν γύμνασμα και αγώνισμα της υπακοής του ανθρώπου στην εντολή του Θεού)» και το φυτό Σαβέκ [πρόκειται για τον θάμνο στον οποίο είδε δεμένο ο Αβραάμ κριάρι, που τελικά θυσίασε αντί του υιού του, Ισαάκ· βλ. Γέν.22,13:«κα ναβλέψας βραμ τος φθαλμος ατο εδε, κα δο κρις ες κατεχόμενος ν φυτ Σαβκ τν κεράτων· κα πορεύθη βραμ κα λαβε τν κριν κα νήνεγκεν ατν ες λοκάρπωσιν ντ σακ το υο ατο(: και ο Αβραάμ σήκωσε τα βλέμματά του από το θυσιαστήριο, όπου ήταν ξαπλωμένος ο Ισαάκ, και ξαφνικά είδε εκεί κοντά ένα κριάρι, τα κέρατα του οποίου είχαν περιπλακεί σε ένα φυτό, που ονομάζεται Σαβέκ. Ο Αβραάμ πήγε προς τα εκεί, πήρε το κριάρι και το πρόσφερε στον Θεό ως θυσία ολοκαυτώματος αντί του παιδιού του, Ισαάκ)», δηλαδή της συγχωρήσεως.

Και ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στο ξύλο και ζωοποίησε τον λαό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: ‘’ Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγκώσει κάποιον άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον δαγκώσει το φίδι, σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετανοίας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθαίνει’’)» · με ξύλο επίσης που βλάστησε στη σκηνή ανέδειξε την ιερατική φυλή του Ισραήλ [ Αριθμ.17,23: «Κα γένετο τ παύριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρτυρίου, κα δο βλάστησεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγκε βλαστν κα ξήνθησεν νθη κα βλάστησε κάρυα (: Την επόμενη ημέρα μπήκε με ευλάβεια ο Μωυσής και ο Ααρών στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Και να: όλα τα ραβδιά είχαν μείνει ξερά, εκτός από εκείνο του Ααρών, που είχε τοποθετηθεί εξ ονόματος της φυλής Λευί· αυτό πέταξε, μέσα στις λίγες ώρες, βλαστάρι πράσινο και δροσερό και το βλαστάρι άνθισε και ορισμένα από τα άνθη έδεσαν και παρουσίασαν ως καρπό καρύδια)».

Αλλά ίσως μου πεις εσύ ο Ιουδαίος ότι όλα της σκηνής του μαρτυρίου τα διέταξε ο Θεός στον Μωυσή να γίνουν και εγώ σου λέω ότι ο Σολομών έκανε στον ναό πολλά και διάφορα πράγματα, γλυπτά και χωνευτά, τα οποία ούτε ο Θεός τον πρόσταξε να τα κάνει, ούτε η σκηνή του μαρτυρίου τα είχε, ούτε ο ναός που ο Θεός υπέδειξε στον Ιεζεκιήλ, και δεν καταδικάστηκε γι΄ αυτό ο Σολομών γιατί αυτές τις μορφές τις έκανε για τη δόξα του Θεού, όπως τώρα και εμείς.

Είχες κι εσύ πολλές και διάφορες για την ανάμνηση του Θεού εικόνες και σήμαντρα πριν τα στερηθείς εξαιτίας της αγνωμοσύνης σου, δηλαδή τη μωσαϊκή ράβδο, τις θεοχάρακτες πλάκες, την πυρένδροση βάτο, την ξηρένυδρη πέτρα, τη μανναφόρο κιβωτό, το πυρένθεο θυσιαστήριο, το θεώνυμο πέταλο[Έξ.28,32: «Κα ποιήσεις πέταλον χρυσον καθαρν κα κτυπώσεις ν ατ κτύπωμα σφραγδος γίασμα Κυρίου(:Και θα κατασκευάσεις και μίαν πλάκα από καθαρό χρυσάφι και θα χαράξεις σε αυτήν σαν χάραγμα σφραγίδας τις λέξεις: ‘’Αγίασμα Κυρίου’’, που σημαίνει αφιέρωμα στον Κύριο)» [Το πέταλο αυτό ήταν χρυσή στενόμακρη ημικυκλική πλάκα πάνω στην οποία ήταν γραμμένο το ανεκφώνητο όνομα του Κυρίου. Το πέταλο αυτό δενόταν στο μπροστινό κάτω μέρος του Κιδάρεως (ειδικού καλύμματος της κεφαλής του μεγάλου αρχιερέως), του οποίου αποτελούσε και το κυριότερο κόσμημα του], το θεοφαντορικό Εφούδ[:Το Εφούδ ή επωμίς, ήταν είδος γιλέκου που κάλυπτε το στήθος και τη ράχη του μεγάλου αρχιερέως και στερεωνόταν στη μέση με ζώνη από το ίδιο ύφασμα. Το ύφασμα του Εφούδ ήταν πολυτελέστατο και ποικίλων χρωμάτων. Στους ώμους του Εφούδ υπήρχαν δύο πολύτιμοι λίθοι (σμαράγδου), επάνω στους οποίους ήταν χαραγμένα ανά έξι τα ονόματα των δώδεκα υιών του Ιακώβ (Εξ. 28,8-12). 52α. Ψαλμ. 71,18] , τη θεοΐσκιωτη σκηνή. Εφόσον λοιπόν κι εσύ καταγινόσουν με όλα αυτά νύχτα και μέρα λέγοντας: «Ελογητς Κύριος, Θες το σραήλ, ποιν θαυμάσια μόνος(: ευλογητός ο Κύριος, ο Θεός, ο λατρευόμενος και προσκυνούμενος από τον Ισραήλ, ο Οποίος μόνος έχει τη δύναμη να επιτελεί θαυμάσια και έργα καταπληκτικά)»[ Ψαλμ.71,18], και εφόσον με όλα αυτά τα του νόμου, που είχες κάποτε, πέφτοντας προσκυνούσες τον Θεό, βλέπεις ότι μέσω των εικόνων προσφέρεται στον Θεό η προσκύνηση.

Και ύστερα από μερικά: « γρ γαπν ελικρινς φίλον βασιλέα κα μάλιστα τν εεργέτην, κν υἱὸν ατο θεάσηται, κν άβδον, κν θρόνον, κν στέφανον, κν οκον, κν δολον, κρατε κα σπάζεται κα τιμ δι τούτων τν εεργέτην, βασιλέα κα μάλιστα τν θεόν. –Εθε γάρ, πάλιν λέγω, ποίησας κα σ εκόνας Μωσαϊκς κα προφητικς κα καθ’ μέραν ν ατας προσεκύνεις τ δεσπότ ατν θε. ταν τοίνυν δς χριστιανν παδας προσκυνοντας τ σταυρ, γνθι, τι τ σταυρωθέντι Χριστ τν προσκύνησιν προσάγουσι κα ο τ ξύλ. πε ε τν φύσιν το ξύλου σεβον, πάντως ν κα τ δένδρα κα τ λση προσκυνεν εχον, σπερ σ σραλ προσεκύνησας τούτοις ποτέ, λέγων τ δένδρ κα τ λίθ, τι «Σύ μου ε θεός, κα σύ με γέννησας». μες δ οχ οτως λέγομεν τ σταυρ οδ τας μορφας τν γίων· ο γρ θεο μν εσιν, λλ βίβλοι νεγμέναι πρς νάμνησιν θεο κα τιμν ατο ν τας κκλησίαις προφανς κείμεναι κα προσκυνούμεναι. γρ τιμν τν μάρτυρα τν θεν τιμ, μάρτυς μαρτύρησεν· προσκυνν τ ποστόλ το Χριστο τ ποστείλαντι ατν προσκυνε· κα προσπίπτων τ μητρ το Χριστο πρόδηλον, τι τ υἱῷ ατς τν τιμν προσφέρει. Οδες γρ θεός, ε μ ες ν τριάδι κα μονάδι γνωριζόμενός τε κα λατρευόμενος(: Εκείνος που αγαπά ειλικρινά ένα φίλο η βασιλιά και μάλιστα τον ευεργέτη του, έστω κι αν δει τον γιο του, το ραβδί του, τον θρόνο του, το στεφάνι του, το σπίτι, του, τον δούλο του, τα πιάνει και τα ασπάζεται και μέσω αυτών τιμά τον ευεργέτη του, τον βασιλιά και προπαντός τον Θεό. Μακάρι, σου το επαναλαμβάνω, να κατασκεύαζες και συ εικόνες μωσαϊκές και προφητικές και κάθε μέρα να προσκυνούσες σε αυτές τον δεσπότη τους Θεό. Όταν λοιπόν δεις παιδιά των Χριστιανών να προσκυνούν τον σταυρό, μάθε ότι προσφέρουν την προσκύνηση στον Χριστό που σταυρώθηκε και όχι στο ξύλο.Γιατί, αν σέβονταν τη φύση του ξύλου, τότε θα προσκυνούσαν και τα δένδρα και τα άλση, όπως τα προσκύνησες εσύ ο Ισραήλ κάποτε, λέγοντας στο δένδρο και στον λίθο ότι «συ είσαι ο Θεός μου, συ με γέννησες». Εμείς όμως δεν λέμε αυτά στο σταυρό, ούτε στις μορφές των αγίων γιατί δεν είναι θεοί μας, αλλά βιβλία ανοιγμένα για την ανάμνηση του Θεού και απόδοση τιμής σε Αυτόν, που τοποθετούνται φανερά στις εκκλησίες και προσκυνούνται. Γιατί εκείνος που τιμά τον μάρτυρα, τιμά το Θεό, για τον οποίο ο μάρτυρας μαρτύρησε˙ εκείνος που προσκυνά τον απόστολο του Χριστού, προσκυνά αυτόν που τον απέστειλε˙και εκείνος που γονατίζει στη μητέρα του Χριστού, είναι φανερό ότι στον Υιό της προσφέρει την τιμή. Γιατί κανένας δεν είναι Θεός, παρά μόνο ένας, ο οποίος γνωρίζεται και λατρεύεται ως Τριάδα και Μονάδα)».

57. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:)Αυτός που με τους λόγους του στόλισε το νησί των Κυπρίων είναι ο σωστός ερμηνευτής των λόγων του μακαρίου Επιφανίου, ή εκείνοι που μιλούν με την καρδιά τους. Άκουσε όμως τι λέει και ο επίσκοπος Γαβάλων Σεβηριανός.

58. Σεβηριανού, Επισκόπου Γαβάλων, από τον λόγο στα εγκαίνια του Σταυρού:

«Πς εκν το πικαταράτου ζων νεγκε τος μετέροις προγόνοις; (:Πώς η εικόνα του επικαταράτου έφερε ζωή στους προγόνους μας;)». Και ύστερα από μερικά: «Πς ον εκν το πικαταράτου νεγκε τ λα ν συμφορ χειμαζομέν σωτηρίαν; ρα οκ ν ξιοπιστότερον επεν· άν τις μν δηχθ, βλέψει ες τν ορανν νω πρς τν θεν κα σωθήσεται ες τν σκηνν το θεο; λλ τατα παριδν μόνον το σταυρο τν εκόνα πηξεν. Δι τί ον τατα ποίει Μωσς επν τ λα· «Ο ποιήσεις σεαυτ γλυπτν οδ χωνευτν οδ πν μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς;» λλ τί τατα πρς τν γνώμονα φθέγγομαι; Επέ, πιστότατε θεο θεράπον· παγορεύεις, ποιες; νατρέπεις, κατασκευάζεις; λέγων· «Ο ποιήσεις γλυπτόν», τν χωνευθέντα βον κατελάσας, σ φιν χαλκουργες; Κα τοτο ο λάθρ, λλ ναφανδν κα πσι γνωστόν; (:Πώς λοιπόν η εικόνα του επικατάρατου έφερε τη σωτηρία στον δοκιμαζόμενο από συμφορά λαό;Επομένως δεν θα ήταν περισσότερο σωστό να πει: Αν κάποιος από σας δαγκωθεί από φίδι, να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό προς τον Θεό, ή στη σκηνή του Θεού, και θα σωθεί; Αλλά παραβλέποντας όλα αυτά, μόνο την εικόνα του σταυρού έστησε. Γιατί όμως τα έκανε αυτά ο Μωϋσής, αυτός που είπε στον λαό: “Δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου γλυπτό ούτε χωνευτό ούτε κανένα ομοίωμα, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα κάτω τη γη και όσα στα νερά κάτω από τη γη” [βλ. Έξ.20,4:«Ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον, οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς(:Δεν πρέπει να κατασκευάσεις κάποιο είδωλο, που να το έχεις και να το λατρεύεις σαν θεό, ούτε κάτι που να εικονίζει αυτά που υπάρχουν επάνω στον ουρανό, άστρα δηλαδή και πουλιά, ή αυτά που υπάρχουν κάτω στη γη, ανθρώπους δηλαδή και ζώα, ή όσα υπάρχουν κάτω από τη γη μέσα στη θάλασσα, δηλαδή ψάρια και κροκόδειλους, όπως κάνουν διάφοροι λαοί)»;].

Αλλά γιατί τα λέω αυτά προς τον αγνώμονα; Πες μου, εσύ πιστότατε υπηρέτη του Θεού: Αυτό που απαγορεύεις, αυτό κάνεις; Αυτό που γκρεμίζεις, το κατασκευάζεις; Εσύ που λες ότι δεν θα κάνεις γλυπτό [βλ. Έξ.32,20: «Κα λαβν τν μόσχον, ν ποίησαν, κατέκαυσεν ατν ν πυρ κα κατήλεσεν ατν λεπτν κα σπειρεν ατν π τ δωρ κα πότισεν ατ τος υος σραήλ(: και αφού πήρε το χρυσό μοσχάρι που έκαναν, το έκαψε και το έλιωσε στη φωτιά και το άλεσε, ώστε να γίνει λεπτή σκόνη και το διασκόρπισε μέσα στο νερό και πότισε με αυτό τους Ισραηλίτες)»]και συντρίβεις το χωνευτό μοσχάρι, εσύ κατασκευάζεις χάλκινο φίδι;

Και αυτό όχι κρυφά, αλλά ολοφάνερα και σε όλους γνωστό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: ‘’ Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγκώσει κάποιον άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον δαγκώσει το φίδι, σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετανοίας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθαίνει’’)» .

«λλ’ κενα, φησίν, νομοθέτησα, να κκόψω τς λας τς σεβείας κα τν λαν παγάγω πάσης ποστασίας κα εδωλολατρείας· νυν δ χωνεύω τν φιν χρησίμως ες προτύπωσιν τς ληθείας. Κα καθάπερ σκηνν πηξα κα τ ν ατ πάντα κα χερουβμ μοίωμα τν οράτων διεπέτασα ες τ για ς τύπον κα σκιν τν μελλόντων, οτω κα φιν στήλωσα ες σωτηρίαν τ λα, να δι τς πείρας τούτων προγυμνασθσι το σημείου το σταυρο τν εκόνα κα τν ν ατ σωτρα κα λυτρωτήν. Κα τι ψευδέστατος λόγος, γαπητέ, κουε το κυρίου τοτον βεβαιοντος κα λέγοντος· «Κα καθς Μωσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως δε ψωθναι τν υἱὸν το νθρώπου, να πς πιστεύων ν ατ μ πόληται, λλ’ χ ζων αώνιον (:Αλλά εκείνα τα νομοθέτησα)», λέει, «(για να κόψω τα υλικά της ασέβειας και να αποσπάσω τον λαό από κάθε αποστασία και ειδωλολατρία, τώρα όμως κατασκευάζω το χωνευτό φίδι για να χρησιμεύσει ως προτύπωση της αλήθειας. Και όπως έστησα τη σκηνή και όλα όσα υπάρχουν σε αυτήν και κατασκεύασα ομοίωμα των αοράτων χερουβίμ με ανοιχτά τα φτερά τους στα άγια για να είναι τύπος και σκιά των μελλόντων[Κολ.2,17: « στι σκι τν μελλόντων, τ δ σμα Χριστο(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγματικότητος που επρόκειτο να έλθει στην Καινή Διαθήκη. Και η πραγματικότητα αυτή απ’ την οποία ριχνόταν η σκιά είναι ο Χριστός)»], έτσι ύψωσα και το φίδι σε στήλη για τη σωτηρία του λαού, ώστε με τη γνώση αυτών να προετοιμασθούν για να δεχθούν την εικόνα του σημείου του σταυρού και μέσω αυτού τον Σωτήρα και λυτρωτή. Και ότι ο λόγος αυτός είναι πέρα για πέρα αληθινός, αγαπητέ, άκουσε τον Κύριο που το βεβαιώνει λέγοντας: και όπως ο Μωϋσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του άνθρωπου, ώστε ο καθένας που πιστεύει σε Αυτόν να μη χάνεται, αλλά να έχει ζωή αιώνια[ βλ. Ιω.3,14-15: «Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώπου, να πς πιστεύων ες ατν μ πόληται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμαστεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή. Και θα υψωθεί πάνω στον σταυρό, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας απ’ όσους πιστεύουν σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)»].

59. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Κατάλαβε, ότι για να απομακρύνει τον λαό από την ειδωλολατρία, επειδή ήταν ευόλισθος και έτοιμος γι΄ αυτό, νομοθέτησε να μην κάνουν κανένα ομοίωμα, και ότι το φίδι που υψώθηκε ήταν εικόνα του πάθους του Κυρίου.

60. Ότι δεν είναι καινούργια εφεύρεση οι εικόνες, αλλά αρχαίο και γνωστό και συνηθισμένο στους αγίους και διακεκριμένους πατέρες, άκουσε˙ γράφεται στον βίο του μακαριστού Βασιλείου από τον Ελλάδιο, μαθητή του και διάδοχο της ιεραρχίας του, ότι ο όσιος παρουσιάστηκε κάποτε με την εικόνα της Θεοτόκου, στην οποία ήταν ζωγραφισμένη και η μορφή του αείμνηστου μάρτυρα Μερκουρίου· παρουσιάστηκε ζητώντας τον θάνατο του άθεου και αποστάτη τυράννου Ιουλιανού. Την αποκάλυψη γι’ αυτό το αίτημα τη δέχτηκε από την εικόνα αυτή· γιατί έβλεπε για λίγο τον μάρτυρα να χάνεται από την εικόνα και ύστερα από λίγο να κρατάει το δόρυ ματωμένο.

61. Στον βίο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου γράφονται αυτολεξεί τα εξής:

Ο μακάριος Ιωάννης αγαπούσε υπερβολικά τις Επιστολές του σοφότατου Παύλου.Και ύστερα από μερικά άλλα: «Είχε μάλιστα σε εικόνα και τη μορφή του ιδίου του αποστόλου Παύλου, εκεί όπου αναπαυόταν για λίγο εξαιτίας της αδυναμίας του σώματός του˙γιατί ξαγρυπνούσε περισσότερο από ό,τι επέτρεπαν οι φυσικές του δυνάμεις. Και όταν διάβαζε τις επιστολές του, ενατένιζε την εικόνα και τον πρόσεχε σαν να ήταν ζωντανός μακαρίζοντάς τον, και είχε με τη φαντασία του όλη τη σκέψη του σε αυτόν και επικοινωνούσε μαζί του μέσω της θεωρίας».

Και ύστερα από άλλα : «Όταν έπαυσε ο Πρόκλος να μιλάει ατενίζοντας την εικόνα του αποστόλου και βλέποντας τη μορφή του να είναι όμοια με εκείνην που του φανερώθηκε, κάνοντας μετάνοια στον Ιωάννη, είπε δείχνοντας με το δάκτυλο την εικόνα: “Συγχώρησε με, πάτερ. Εκείνον που είδα να μιλάει μαζί σου, είναι όμοιος με αυτόν και όπως καταλαβαίνω είναι πράγματι ο ίδιος”».

62. Στον βίο της οσίας Ευπραξίας αναγράφεται από την προϊσταμένη του μοναστηριού ότι της φανερώθηκε η δεσποτική μορφή του Κυρίου.

63. Στον βίο της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας γράφεται ότι προσευχήθηκε στην εικόνα της Θεοτόκου και ζήτησε αυτήν ως εγγυήτρια και έτσι μπόρεσε να μπει μέσα στο ναό.

64. Από το Λειμωνάριο του άγιου πατέρα μας Σωφρονίου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων:

«Διηγιόταν ο αββάς Θεόδωρος ο Αϊλιώτης[Αϊλιώτης σημαίνει ιεροσολυμίτης, διότι η Ιερουσαλήμ μετά την ανοικοδόμησή της από τον αυτοκράτορα Αδριανό (Αϊλιο) ονομάστηκε Αϊλία] ότι κάποιος μοναχός, που ήταν έγκλειστος σε μοναστήρι του όρους των Ελαιών, ήταν πολύ μεγάλος ασκητής· τον πολεμούσε όμως ο δαίμονας της πορνείας. Σε μια περίπτωση, καθώς του επιτέθηκε με σφοδρότητα ο δαίμονας, άρχισε ο γέροντας να οδύρεται και να λέει στο δαίμονα: ”Ως πότε θα μένεις ανυποχώρητος; Φύγε λοιπόν από κοντά μου· γέρασες μαζί μου”. Τότε εμφανίζεται φανερά μπροστά του και του λέει: “Ορκίσου μου πως δεν θα πεις σε κανέναν αυτό που πρόκειται να σου πω και δεν θα σε ξαναπολεμήσω”. Και του ορκίστηκε ο γέροντας: “Μa τον Ύψιστο, που κατοικεί στα ουράνια˙ δεν θα πω σε κανένα ό,τι μου πεις”. Τότε του λέει ο δαίμονας: “Μην προσκυνήσεις αυτήν την εικόνα και δεν θα σε πολεμώ πια”. Η εικόνα είχε τη μορφή της Δέσποινας μας, της αγίας Μαρίας της Θεοτόκου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Λέει ο έγκλειστος γέροντας στον δαίμονα: “Άφησε με να το σκεφθώ”.

Την άλλη μέρα πηγαίνει στον αββά Θεόδωρο τον Αϊλιώτη, που κατοικούσε τότε στη λαύρα Φαραώ και τα διηγείται όλα. Ο γέροντας τότε λέγει στον έγκλειστο: “Πραγματικά, αββά μου, παγιδεύθηκες που ορκίστηκες στον δαίμονα, ωστόσο έκανες καλά που τα εξομολογήθηκες. Είναι προτιμότερο σε σένα να μην αφήσεις στην πόλη αυτή πορνείο στο οποίο να μην μπεις, παρά να αρνηθείς να προσκυνάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό μαζί με τη μητέρα Tου”. Αφού λοιπόν τον στήριξε και τον ενδυνάμωσε με περισσότερα, γύρισε στον τόπο του. Εμφανίζεται λοιπόν πάλι ο δαίμονας στον έγκλειστο και του λέει: “Τι συμβαίνει, κακόγερε; Δεν μου ορκίσθηκες ότι δεν θα τα έλεγες σε κανένα; Και γιατί τα εξομολογήθηκες όλα σε αυτόν που ήρθε σε σένα; Σου το λέω, παλιόγερε, ότι την ημέρα της κρίσεως θα δώσεις λόγο ως επίορκος”. Και ο έγκλειστος τού αποκρίθηκε λέγοντας: “Αυτό που ορκίσθηκα, το ορκίσθηκα και σε ό,τι επιόρκησα, το γνωρίζω. Πλην όμως επιόρκησα στον Δεσπότη και δημιουργό μου, αλλά εσένα δεν σε ακούω”».

65. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Βλέπεις ότι την προσκύνηση της εικόνας την είπε ως προσκύνηση του εικονιζόμενου, και πόσο κακό είναι το να μην την προσκυνούμε, και πως ο δαίμονας προτίμησε να τον παρασύρει σε αυτό παρά στην πορνεία;

66. Ενώ λοιπόν πολλοί ανέκαθεν μεταξύ των Χριστιανών ιερείς και βασιλείς δέχτηκαν από τον Θεό τη σοφία και θεοσέβεια και διέπρεψαν στον λόγο και στον βίο, και πολλές σύνοδοι αγίων και θεοπνεύστων πατέρων συγκροτήθηκαν, γιατί κανείς δεν επιχείρησε να τα κάνει αυτά; Δεν θα ανεχθούμε να διδάσκεται νέα πίστη.

«Γιατί από την Σιών θα προέλθει νόμος», είπε προφητικά το άγιο Πνεύμα, «και λόγος Κυρίου από την Ιερουσαλήμ» [ βλ. Ησ. 2,3: «Κα πορεύσονται θνη πολλ κα ροσι· δετε κα ναβμεν ες τ ρος Κυρίου κα ες τν οκον το Θεο ακώβ, κα ναγγελε μν τν δν ατο, κα πορευσόμεθα ν ατ· κ γρ Σιν ξελεύσεται νόμος κα λόγος Κυρίου ξ ερουσαλήμ(:Και θα πορευτούν έθνη πολλά και θα προτρέπουν το ένα το άλλο και θα λένε: Εμπρός, ας ανέβουμε στο όρος του Κυρίου και στον Ναό του Θεού Ιακώβ, και θα μας αναγγείλει τον δρόμο του θελήματός Του, και θα συμμορφωθούμε προς αυτό, βαδίζοντας στον δρόμο αυτόν· διότι από τη Σιών θα βγει νέος Νόμος και από την Ιερουσαλήμ θα κηρυχτεί λόγος του Κυρίου)»].

Δεν θα ανεχθούμε να φρονούν άλλοτε άλλα και να αλλάζουν με τον καιρό και η πίστη να γίνεται περίγελως και τέρψη των μη Χριστιανών. Δεν θα ανεχθούμε την υποταγή σε βασιλικό διάταγμα, που επιχειρεί ν’ ανατρέψει την παράδοση των πατέρων, γιατί δεν είναι γνώρισμα των ευσεβών βασιλέων να ανατρέπουν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Δεν είναι πατρικά αυτά˙ γιατί είναι ληστρικά όσα γίνονται με τη βία και όχι με την πειθώ.

Και μάρτυρας όλων αυτών είναι η δεύτερη σύνοδος της Εφέσου, που ως τώρα χαρακτηρίζεται με την επωνυμία «ληστρική», επειδή εκβιάσθηκε από βασιλικό χέρι, όταν φονεύθηκε εκεί ο μακάριος Φλαβιανός[Η λεγομένη ληστρική σύνοδος συνεκλήθη το 449 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β στην Έφεσο εναντίον του πατριάρχη Κων/πόλεως Φλαβιανού, ο οποίος σε προηγούμενη σύνοδο (το 448) καταδίκασε τον αιρετικό Ευτυχή. Η σύνοδος αυτή της Εφέσου, στην οποία προήδρευε ο Αλεξανδρείας Διόσκουρος, καθήρεσε τον Φλαβιανό, και όταν εκείνος έκανε έκκληση η ατμόσφαιρα της συνόδου ηλεκτρίσθηκε, με αποτέλεσμα ο Φλαβιανός να καθαιρεθεί και συρόμενος έξω από την εκκλησία, όπου συνεδρίαζε η σύνοδος, να φονευθεί].Αυτά είναι έργο των συνόδων και όχι των βασιλέων, όπως είπε ο Κύριος: «Όπου συναχθούν δύο ή τρεις στο όνομα μου, βρίσκομαι εκεί ανάμεσά τους» [ βλ. Ματθ.18,20: «Ο γάρ εσι δύο τρες συνηγμένοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μέσ ατν(:Διότι όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι για μένα και για σκοπούς σύμφωνους με το θέλημά μου, εκεί είμαι κι εγώ μεταξύ τους, για να τους εισακούω, να τους εμπνέω, να τους οδηγώ και να τους προστατεύω)»·

Ο Χριστός δεν έδωσε την εξουσία να δένουν και να λύνουν τις αμαρτίες στους βασιλείς, αλλά στους αποστόλους και στους διαδόχους τους και στους ποιμένες και διδασκάλους. «Ακόμα και αν άγγελος», λέγει ο απόστολος Παύλος, «σάς κηρύξει άλλο Ευαγγέλιο από εκείνο που παραλάβατε[βλ. Γαλ.1,8-9: «λλ κα ἐὰν μες γγελος ξ ορανο εαγγελίζηται μν παρ᾿ εηγγελισάμεθα μν, νάθεμα στω. ς προειρήκαμεν, κα ρτι πάλιν λέγω· ε τις μς εαγγελίζεται παρ᾿ παρελάβετε, νάθεμα στω (:Αλλά να ξέρετε το εξής: Ακόμη κι αν εμείς οι απόστολοι ή κι ένας άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει άλλο ευαγγέλιο, διαφορετικό από εκείνο που σας κηρύξαμε, ας είναι αναθεματισμένος και χωρισμένος για πάντα από τον Χριστό. Όπως σας είχαμε πει και παλαιότερα, όταν ήμασταν μαζί σας, έτσι και τώρα πάλι σας λέω: Εάν κανείς σας κηρύττει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που διδαχθήκατε από μένα, ας είναι αναθεματισμένος και χωρισμένος από τον Χριστό)»].

Τα παρακάτω ας τα αποσιωπήσουμε από επιείκεια, περιμένοντας την επιστροφή τους.

Αν όμως δούμε ότι η διαστροφή τους είναι χωρίς επιστροφή, τότε θα προσθέσουμε και το υπόλοιπο· αλλά ας το απευχηθούμε κάτι τέτοιο.

67. Εάν κάποιος μπει σε ένα σπίτι, στο οποίο κάποιος ζωγράφος ζωγράφισε στους τοίχους με χρώματα την ιστορία του Μωυσή και του Φαραώ, και έπειτα συμβεί να ρωτήσει γι’ αυτούς που διέσχισαν τη θάλασσα σαν να ήταν ξηρά, «Ποιοι είναι αυτοί;», τι θα απαντήσεις δεχόμενος την ερώτηση; Δεν θα πεις, «ο λαός του Ισραήλ»;. «Ποιος χτυπά τη θάλασσα με το ραβδί;». Δεν θα του πεις: «Ο Μωυσής»;

Έτσι και αν κάποιος εικονίσει το Χριστό σταυρωμένο και ερωτηθεί: «Ποιος είναι αυτός;» θα απαντήσει: «ο Χριστός ο Θεός, ο οποίος σαρκώθηκε για μας». Ναι, Δέσποτα, προσκυνώ όλα τα δικά Σου πράγματα, και με διακαή πόθο αγκαλιάζω τη θεότητα, τη δύναμη, την αγαθότητα, την ευσπλαχνία για μένα, τη συγκατάβαση, τη σάρκωση, τη σάρκα. Και όπως φοβάμαι να αγγίξω το πυρακτωμένο σίδερο, όχι εξαιτίας της φύσεως του σίδερου, αλλά εξαιτίας της φωτιάς που είναι ενωμένη με αυτό, έτσι προσκυνώ τη σάρκα σου, όχι εξαιτίας της φύσης της σάρκας, αλλ’ εξαιτίας της θεότητας που είναι υποστατικά ενωμένη με αυτήν.

Προσκυνούμε τα πάθη Σου. Ποιος είδε να προσκυνείται ο θάνατος; Ποιος είδε πάθη σεπτά; Όμως πράγματι προσκυνούμε τον σωματικό θάνατο του Θεού μου και τα σωτήρια πάθη, προσκυνούμε την εικόνα Σου˙προσκυνούμε όλα τα δικά Σου πράγματα, τους υπηρέτες, τους φίλους και πριν από αυτούς την μητέρα την Θεοτόκο.

Γι’ αυτό ικετεύω τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, να κρατήσει γερά τις εκκλησιαστικές παραδόσεις· γιατί η παραμικρή αφαίρεση από αυτά που μας έχουν παραδοθεί, σαν να αφαιρούμε λιθάρια από οικοδομή, γρήγορα θα γκρεμίσει ολόκληρη την οικοδομή. Είθε λοιπόν να παραμένουμε σταθεροί, άκαμπτοι, ακλόνητοι, στηριγμένοι πάνω σε ασφαλή πέτρα, που είναι ο Χριστός, στον Οποίο αρμόζει δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

 

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Β (Καιρός Μετανοίας)

Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Πόσο μεγάλη καὶ πόσο φοβερή εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ!
Οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις στέκονται μπροστά Του μὲ φόβο καὶ τρόμο. Τὰ σεραφεὶμ κρύβουν τὰ πρόσωπά τους μὲ τίς φτεροῦγες τοὺς μπροστὰ στὸ ἀστραφτερὸ φῶς καὶ τὸ ἀνέκφραστο κάλλος τῆς παρουσίας Του.
Πόσο λαμπρὸς εἶναι ὁ ἥλιος! Πόσο ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ ἔναστρο στερέωμα! Πόσο δυνατὸς εἶναι ὁ ταραγμένος ὠκεανός! Πόσο μεγαλόπρεπα εἶναι τὰ γιγαντιαῖα βουνά! Πόσο φοβερὰ εἶναι τὰ κεραυνοφόρα σύννεφα καὶ τὰ πύρινα ἡφαίστεια! Πόσο εὐχάριστες εἶναι οἱ ἀνθοφορημένες κοιλάδες μὲ τίς χιλιάδες πηγὲς καὶ τὰ διάσπαρτα λευκὰ κοπάδια τους. Κι όλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργα ποὺ φτιάχτηκαν ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Δημιουργό. Κι ἂν ἡ κτίση εἶναι τόσο ὄμορφη, πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Δημιουργός;
Ἄν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μὲ δέος, χαρὰ ἢ δάκρυα μπροστὰ στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, πῶς πρέπει νὰ νιώθει μπροστὰ στὸν παντοδύναμο καὶ ζῶντα Δημιουργός
Πῶς μπορεῖ ἕνα θνητὸ ὄν νὰ σταθεῖ κοντὰ στὸν ἀθάνατο Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ, νὰ μὴ διαλυθεῖ; Ποιό θνητὸ ὄν μπορεῖ νὰ κοιτάξει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ; Ἄν εἶναι φοβερό το νὰ δεῖς τὸ πρόσωπο ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ, πόσο φοβερότερο εἶναι νὰ βρεθεῖς ἐνώπιον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ; Περιγράφοντας τὸ ὅραμα τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης Δανιὴλ λέει: «…οὔχ ὑπελείφθῃ ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφῃ εἰς διαφθοράν» (Δαν.ι’ 8). Δὲν ἔμεινε μέσα μου καμιὰ δύναμη, ἡ δόξα μου ἀλλοιώθηκε κι ἔγινε φθαρτή. Ἀκόμα κι ὁ πιὸ δυνατὸς ἄνθρωπος νιώθει ἀδύναμος, ὁ πιὸ ὄμορφος μοιάζει ἄσχημος μπροστὰ στὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει «τὸ σῶμα αὐτοῦ ὤσει θαρσίς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὤσει ὅρασις ἀστραπῆς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡσεὶ λαμπάδες πυρός» (Δαν. ἰ’ 6).
Τὸ σῶμα τοῦ ἀγγέλου, λέει ὁ προφήτης, μοιάζει μὲ τὴ βήρυλλο, τὸ πρόσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὰ μάτια του ἦταν σὰν πύρινα φῶτα. Τὸ θαυμαστὸ πρωινὸ ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», «ἰδοὺ σεισμὸς ἔγένετο μέγας ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ ουρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. ἢν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιῶν. ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὤσει νεκροί» (Ματθ. κή’ 2-4). Καὶ ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, λέει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε κοντὰ στὸ μνημεῖο, κύλισε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο καὶ κάθισε πάνω της. Ἡ μορφὴ τοῦ ἀγγέλου ἔμοιαζε μὲ ἀστραπή, ἐνῶ τὰ ροῦχα του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. Καὶ σὰν τὸν εἶδαν οἱ φρουροὶ συγκλονίστηκαν ἀπό το φόβο τους κι ἔγιναν σὰν νεκροί.
Αὐτὰ τ’ ἀποτελέσματα δημιουργεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Βασιλιᾶ. Ἡ θέα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τότε;
Οἱ μόνοι ποὺ γνωρίζουν, ποῦ ἡ γνώση αὐτὴ ἔχει μείνει διὰ παντὸς ἀνεξάλειπτη στὴ μνήμη τους, εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κοντά τους τοὺς πανένδοξους αὐτοὺς ἀγγέλους. Ἡ γνώση αὐτὴ ποὺ δόθηκε στοὺς προφῆτες μὲ τὴ μορφὴ ὁραμάτων, τοὺς μεταμόρφωσε καὶ τοὺς ἔκανε ταπεινοὺς καὶ πράους μπροστὰ στὸν οὐράνιο κόσμο, μὰ ἀποφασιστικοὺς καὶ πύρινους πρὸς τοὺς τυφλοὺς κι ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος προσευχήθηκε μιᾷ φορᾷ στὸ Θεό, ὥστε ν’ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ ποὺ εἶχε μαζί του καὶ νὰ δεῖ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε ὁ ἴδιος ὁ προφήτης. Κι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου προφήτη κι ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ, ποῦ εἶδε «καὶ ἰδοὺ τὸ ὄρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς περικύκλω Ἐλισαιέ» (Δ’ Βασ. στ’17).
Τότε πῶς θὰ ἦταν καὶ μὲ τί θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιάσει κανεὶς τὸ ὅραμα τοῦ ἴδιου τοῦ Βασιλιᾶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἕνα τόσο φοβερὸ καὶ πανένδοξο ὅραμα; Ὅταν ὁ μέγας προφήτης Ἠσαΐας ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ὅραμα αὐτό, ἀναφώνησε μὲ φόβο καὶ θαυμασμό: «Ὦ, τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἴκῳ καὶ τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδος τοῖς ὀφθαλμοῖς μοῦ» (Ἠσ. στ’5). Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Εἶμαι ἄνθρωπος μὲ ἀκάθαρτα χείλη, ποὺ ζῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους μὲ ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, καὶ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό, τὸν βασιλιᾶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Οἱ εὐλογημένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι θὰ γνώριζαν πῶς ὁ Βασιλιᾶς, ὁ Κύριος, τοὺς ἔχει πάντα στὸ βλέμμα Του – ὁ ἴδιος θαυμαστὸς καὶ ἀναλλοίωτος Κύριος καὶ Θεός, ποὺ ὁ Ἠσαΐας εἶδε μὲ μιὰ φευγαλέα ματιὰ καὶ γέμισε μὲ φόβο καὶ δέος. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴ γνώση ὁ νοῦς τους δὲ θὰ ὑποχωροῦσε τότε σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἁμαρτίας ἢ ἀκαθαρσίας. Εἴτε ὁ ἄνθρωπος βλέπει το Θεὸ εἴτε ὄχι, ὁ Θεὸς τὸν βλέπει. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ κάνει τὸ βλάσφημο ν’ ἀνατριχιάζει καὶ νὰ φρίττει; Καὶ γιὰ τὸ χριστιανό, δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ παρηγοριὰ στὰ βάσανά Του;
Ὄχι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μᾶς βλέπει καὶ παρατηρεῖ τὴ ζωή μας κάθε στιγμή, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν οὐρανίων δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἅγιοι μαζί. Ἑκατομμύρια μάτια μας βλέπουν σὰ νά ‘τὰν μ’ ἕνα μάτι. Ἑκατομμύρια καλὲς ἐπιθυμίες μας συνοδεύουν στὸ σκοτεινὸ κι ἀγκάθινο δρόμο τῆς ζωῆς μας. Κι ἑκατομμύρια χέρια ἁπλώνονται γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴ βοήθειά τους, σὰν ἕνα χέρι ὅλα μαζί.
Ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ προσπαθεῖ νὰ παρουσιάσει τὴ θαυμαστὴ καὶ φοβερή, τὴν ἀγαπητὴ αὐτὴ πραγματικότητα στοὺς πιστούς, μὲ τὴ βοήθεια τῶν εἰκόνων, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸν ἀόρατο κόσμο τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Τοὺς θυμίζει τὴ διαρκῆ παρουσία τῶν δυνάμεων αὐτῶν στὸν κόσμο. Ὅταν προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα, δὲ σημαίνει ὅτι λατρεύουμε τὸ ξύλο ἢ τὰ χρώματα τῆς ζωγραφιᾶς, ἀλλὰ τίς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτὲς καὶ ποὺ εἶναι ζωντανὲς καὶ παροῦσες. Ὅταν στεκόμαστε μπροστὰ στὶς εἰκόνες μὲ φόβο Θεοῦ, τὸν ἴδιο αὐτὸ φόβο νιώθουμε καὶ ἀποδίδουμε πρὸς τίς οὐράνιες δυνάμεις. Ὅταν αἰσθανόμαστε παρηγοριὰ καὶ χαρὰ ἀπὸ τίς εἰκόνες, στὴν πραγματικότητα δεχόμαστε τὴ χαρὰ αὐτὴ ἀπὸ τίς οὐράνιες δυνάμεις ποὺ ἀπεικονίζονται σ’ αὐτές. Μόνο οἱ ἀνόητοι κι αὐτοὶ ποὺ κατέχονται ἀπὸ δαιμονικὲς δυνάμεις βλέπουν εἰδωλολατρεία στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ποιός ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρείας στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἂν ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ποιᾶς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ θυσιάστηκαν κατὰ ἑκατομμύρια στὸ νικηφόρο αὐτὸ πόλεμο; Ποιός ἄλλος ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρεία; Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν μιὰ Ἐκκλησία ποὺ ἀφάνισε τὴν εἰδωλολατρεία νὰ γίνει εἰδωλολατρική;
Τὴ μομφὴ αὐτὴ τὴν σκάρωσαν ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας οἱ ἄνομοι αἱρετικοί, ποὺ οἱ σκέψεις τους λειτουργοῦσαν σαρκικά, ὄχι πνευματικά. Μὲ τὸ σκοτισμένο νοῦ τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων καὶ τὴν εἰδωλολατρεία. Ἦταν ἀνίκανοι νὰ τὰ βγάλουν πέρα μὲ τὰ σφαλερὰ ἐπιχειρήματά τους κι ἔτσι στρέψαν τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος ἐνάντια στὶς εἰκόνες καὶ κείνους ποὺ τίς προσκυνοῦσαν. Ἔκαψαν τίς εἰκόνες στὴ φωτιὰ καὶ σκότωσαν τοὺς πραγματικοὺς πιστοὺς μὲ τὸ ξίφος τους. Ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ ξίφος τῶν αἱρετικῶν. Ἔτσι τελικὰ οἱ αἱρετικοὶ κατατροπώθηκαν, ἐνῶ οἱ εἰκόνες ἔμειναν γιὰ νὰ στολίζουν τὰ τέμπλη καὶ νὰ θυμίζουν στοὺς πιστοὺς τὴ φοβερὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων, μέσα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ἀντρῶν καὶ γυναικῶν.
Γιὰ ἀνάμνηση τῆς νίκης ἐνάντια στοὺς εἰκονοκλάστες καὶ τῆς θριαμβευτικῆς ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχη Μεθοδίου, τῆς εὐσεβοῦς αὐτοκρατόρισσας Θεοδώρας καὶ τοῦ γιου της Μιχαήλ, οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι πατέρες μας ὅρισαν τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ γεγονὸς αὐτό. Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει το θρίαμβο τῆς ὀρθόδοξης πίστης ἐνάντια στοὺς αἱρετικούς, ποῦ θέλησαν νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, ὅπως ἔκαναν κι οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου τούτου.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι πατέρες διάλεξαν νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στὸ Ναθαναήλ, στὶς ἀμφιβολίες του γιὰ τὸ Χριστὸ προτοῦ τὸν γνωρίσει, καθὼς καὶ τὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μαζὶ Τοῦ μετὰ τὴ συνάντησή τους. Θέλησαν ἔτσι νὰ δείξουν πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ὅταν προβάλει κανεὶς τίς ἀμφισβητήσεις του γιὰ τὴν πίστη, καθὼς καὶ τὴ θαυμαστὴ δύναμη τῆς παρουσίας του αὐτῆς.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἤθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ ἀκολούθει μοι. ἢν δὲ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου» (Ἰωάν. ἅ’ 44-45). Μετὰ τὴ βάφτισή Τοῦ στὸν Ἰορδάνη ὁ Κύριος Ἰησοῦς πῆγε στὴ Γαλιλαία, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὸ ἔργο Του. Τὰ σκουριασμένα μυαλὰ τῶν Ἰουδαίων δὲν ἄξιζαν γιὰ ν’ ἀρχίσει ἀπ’ αὐτοὺς τὸ ἔργο Του ὁ Κύριος. Ἡ Ἰουδαία, ὅπου ἀνῆκε κι ἡ Ἱερουσαλήμ, μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ σαρκικὴ φύση της, εἶχε πέσει πολὺ πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τίς εἰδωλολατρικὲς ἐπαρχίες. Ἡ Γαλιλαία ἦταν εἰδωλολατρική. Ἐκεῖ εἶχαν κατοικήσει κυρίως Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καὶ Σύροι καὶ ἐλάχιστοι σκόρπιοι Ἑβραῖοι. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἰουδαίας περιφρονοῦσαν τὴ Γαλιλαία ἐπειδὴ τὴν κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες, τὴν λογάριαζαν τόπο πνευματικοῦ σκότους καὶ ἄγνοιας.
Σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τόπο ἦταν νὰ λάμψει καὶ ν’ ἀποκαλυφτεῖ ἕνα λαμπρὸ φῶς, ὅπως τὸ ἀναφέρουν καὶ τὰ προφητικὰ λόγια: «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν… ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγαν οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ’ ὑμᾶς» (Ἠσ. Θ1-2). Ἐσύ, Γαλιλαία, ποὺ σὲ κατοικοῦν διάφορα ἔθνη εἰδωλολατρικά… ἐσὺ λαὲ τῆς Γαλιλαίας ποὺ περπατᾷς μέσα στὸ σκοτάδι, θὰ δεῖς ἕνα φῶς μεγάλο. Ἐσεῖς ποὺ κατοικεῖτε μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σκιὰ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, θὰ δεῖτε ν’ ἀστράφτει κοντά σας ἕνα τεράστιο κι ἐκτυφλωτικὸ φῶς.
Μὲ τὸ νὰ πεῖ τὰ πρῶτα Του λόγια στὴ Γαλιλαία, ἕναν τόπο ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ μικτὴ καταγωγή, ὁ Κύριος ἔκανε σαφὲς πῶς τὸ κήρυγμά Τοῦ ἀπευθυνόταν σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα. Μὲ τὸ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του πρῶτα σ’ αὐτὴν τὴ σκοτεινὴ κι ἄγνωστη γωνιὰ τῆς Παλαιστίνης, φανέρωνε τόσο τὴν ταπείνωσή Τοῦ, ὅσο καὶ τὴν καταδίκη Του ἐνάντια στὴν ἀνόητη καὶ σκοτισμένη ἀλαζονεία, καθὼς καὶ στὴ διαφθορὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Ἀντρέας ἀκολούθησε πρῶτος τὸ Σωτῆρα χωρὶς νὰ κληθεῖ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης (α’ 35). Ἔπειτα ὁ Ἀντρέας του παρουσίασε τὸν ἀδελφό του Πέτρο, ἐνῶ στὸ Φίλιππο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀκολούθει μοί». Τὸ ὅτι ὁ Φίλιππος ἀνταποκρίθηκε στὴν κλήση τοῦ Κυρίου αὐθόρμητα καὶ χωρὶς κανένα δισταγμό, εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετά, γεμᾶτος ζῆλο γιὰ τὸ Χριστό, ἄρχισε νὰ μιλάει σὲ ἄλλους καὶ νὰ τοὺς φέρνει στὸν Κύριο.
Ἡ ἄμεση ἀπόφαση τοῦ Φίλιππου ν’ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, ἂν ὑποθέσουμε πῶς πρωτύτερα θὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸ Χριστὸ ἀπὸ τοὺς γείτονές του Ἀντρέα καὶ Πέτρο, ἀφοῦ ὅλοι τους κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλους στὴν πατρίδα τους. Τὸ πιὸ πιθανὸ ὅμως εἶναι πῶς στὴν ἀπόφασή του νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα, νὰ τοὺς ξεχάσει ὅλους καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει, σπουδαῖο ρόλο θὰ ἔπαιξε ἡ προσωπικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ποὺ μαγνήτιζε. Ἡ δυναμικὴ προσωπικότητα τοῦ Κυρίου ἐντυπωσίασε τόσο πολύ το Φίλιππο ὥστε, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀρκέστηκε ν’ ἀκολουθήσει μόνος αὐτὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ ξεκίνησε ἀμέσως τὴν ἀποστολικὴ διακονία του κι ἔφερε ἄλλους στὸ Χριστό, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια.
«Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ὄν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τον ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. ἅ’ 46). Μόλις ὁ Φίλιππος συνάντησε τὸ Ναθαναήλ, τοῦ λέει: Βρήκαμε τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιο τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν ὁ Μωυσης στὸ νόμο κι οἱ προφῆτες.
Πόσο ἁπλᾶ μίλησε ὁ Φίλιππος! Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ εἶναι δυὸ φλογερὲς ψυχὲς καὶ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Ὁ Φίλιππος δὲν εἶπε «βρήκαμε το Μεσσία ποὺ περιμέναμε» ἤ το «γιὸ τοῦ Δαβὶδ» ἤ «το βασιλιᾶ τοῦ ‘Ἰσραὴλ» ἢ «τὸ Χριστό, τὸν Κύριο». Τόνισε στὸ Ναθαναὴλ μόνο πῶς βρῆκαν Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψαν οἱ προφῆτες κι ὁ Μωυσῆς. Ἐδῶ βλέπουμε πῶς μιλάει μιὰ ψυχὴ ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ χαρά. Τὰ βαθιὰ αἰσθήματα ποὺ νιώθει δὲ χρειάζεται νὰ ψάξει νὰ βρεῖ λέξεις γιὰ νὰ τὰ διατυπώσει. Τὰ λόγια βγαίνουν ἀπὸ μόνα τους, αὐθόρμητα, ἁπλᾶ, καμιὰ φορὰ κι ἁπλοϊκά, σίγουρα πῶς ἡ δύναμή τους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἁπλούστερα λόγια. Τ’ ἀδύναμα κι ἀπατηλὰ αἰσθήματα χρειάζονται ἀσημένιες τρομπέτες, δυνατὰ καὶ πομπώδη λόγια, γιὰ νὰ φανοῦν πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ ἀληθινὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ὁ Φίλιππος κι ὁ Ναθαναὴλ θὰ πρέπει νὰ εἶχαν συζητήσει πολλὲς φορὲς γιὰ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες καὶ τὸν ἀνέμεναν γενεὲς γενεῶν. Αὐτὸ ἦταν ἀγαπητὸ καὶ κοινὸ θέμα συζητήσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀληθινούς ‘Ἰσραηλῖτες, ἀνάμεσα στὶς διψασμένες κι ἁγνὲς ψυχές.
«Εὑρήκαμεν Ἰησοῦν», εἶπε ὁ Φίλιππος. Βρήκαμε Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἐμφανίστηκε σὰν ἀστραπὴ ποὺ ξεσπάει μέσα ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ κάνει τη γῆ νὰ τρέμει, οὔτε καὶ ἔπεσε ξαφνικὰ στὴ γῆ σὰν μετεωρίτης, οὔτε ἀνέβηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου παρατηροῦσαν οἱ κοντόφθαλμοι φαρισαῖοι κι οἱ ἀνόητοι γραμματεῖς, καθὼς κι ἄλλοι ποὺ περίμεναν το Μεσσία. Μεγάλωσε κι ἔζησε ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια στὴ Γαλιλαία, ἀνάμεσά μας, μὰ δὲν τὸν γνωρίσαμε. Μεγάλωσε σὰν ὑγιὲς κλαδάκι ἀμπέλου ποὺ ξεφύτρωσε σὲ ἄγριο κορμό, μὰ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ἀναγνωρίσεις ὡσότου ἀναπτυχθεῖ κι ἀρχίσει ν’ ἀποδίδει καρπούς. Ἦταν σὰν θησαυρὸς κρυμμένος στὴ γῆ. Σκάφτηκε ἡ γῆ κι ὁ θησαυρὸς ἔλαμψε. Δὲ βάδισε καμαρωτός, δὲ φρόντισε νὰ ἐντυπωσιάσει. Ἐμεῖς τὸν εἴδαμε καὶ τὸν γνωρίσαμε ταπεινὸ σὰν ἀρνί, καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο, γλυκὸ σὰν τὴν ἄνοιξη καὶ δυνατὸ σὰν Θεό.
Κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, εἶναι γιος τοῦ Ἰωσήφ. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίζει ὅλα τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Φίλιππος περιέγραψε στὸ Ναθαναὴλ τὸν Ἰησοῦ; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐπαναλάβει ὁλόκληρη τὴ συνομιλία τους; “Ὁ εὐαγγελιστὴς καταγράφει μὲ συντομία μόνο τὰ πιὸ ἀξιόλογα στοιχεῖα. Κι ὅλα ὅσα ἄκουσε ἀπό το Φίλιππο ὁ Ναθαναήλ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τὸν χαροποίησαν. Ἦταν ὅμως καὶ κάτι ποὺ τὸν δυσκόλευε, τοῦ ‘φερνε σύγχυση καὶ ὑπονόμευε τὴν πίστη του. Πῶς ἦταν δυνατὸ καὶ Μεσσίας νὰ προερχόταν ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ: Ὁ Φίλιππος εἶπε πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν γιος τοῦ Ἰωσήφ, ἴσως ἐπειδὴ ἀκόμα κι ὁ ἴδιος δὲ γνώριζε τὸ ὑπερφυὲς μυστήριο τῆς σύλληψής Του ἀπὸ τὸ Ἁγιο Πνεῦμα. Ἴσως ἀκόμα ἐπειδὴ ἤθελε ἡ εἴδησή του νὰ γίνει ὅσο γίνεται πιὸ σύντομη καὶ κατανοητὴ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τώρα ὁδηγοῦνταν βῆμα βῆμα στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται πῶς ἐδῶ ὁ Φίλιππος λειτουργοῦσε κιόλας σὰν ἱεραπόστολος, μὲ τὸν ἀποστολικὸ τρόπο ποὺ ἐξήγησε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγενόμῃν τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἶνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἶνα πάντας τινὰς σώσω» (Α ́κόρ. θ’ 22). Κοντὰ στοὺς ἄρρωστους κι ἀδύναμους στὴν πίστη, ἔγινα κι ἐγὼ ἄρρωστος, γιὰ νὰ τοὺς κερδήσω. Σὲ ὅλους ἔγινα τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδήσω ὅσο γίνεται περισσότερους. Ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἀκόμα ἀδύναμος, ἀκατήχητος, δὲν εἶχε φωτιστεῖ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἀπόστολος τὸν προσέγγισε σὰν ἀδύναμο, προσεχτικά.
«Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ: ἔκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος: ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰωάν. ἅ’47). Ὁ Ναθαναὴλ εἶπε στὸ Φίλιππο: Εἶναι δυνατὸ νὰ προκύψει κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Κι ὁ Φίλιππος τοῦ ἀπάντησε: Ἔλα καὶ θὰ δείς.
Ἡ ἐρώτηση τοῦ Ναθαναὴλ δὲν πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὰν κακεντρεχὴς παρατήρηση ποὺ βγαίνει ἀπὸ σκληρὴ καὶ κακόβουλη καρδιά. Ἦταν μᾶλλον τὸ ἐνδιαφέρον μιᾶς εἰλικρινοῦς καρδιᾶς γιὰ τὸ φίλο του, ὥστε νὰ μὴν πέσει θῦμα ἀπάτης. Ἡ Σάρα γέλασε ὅταν ὁ Θεός της ἀποκάλυψε πῶς, στὴν προχωρημένη ἡλικία της, θὰ γεννοῦσε γιὸ (βλ. Γέν. ἰη12). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ χαρά, ποὺ ἁπλᾶ περιμένει ἐπιβεβαίωση μὲ τὴν ἐρώτηση. Ὁ Ναθαναὴλ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή του τόσο χαρούμενες εἰδήσεις, σὰν κι αὐτὲς ποὺ τοῦ ἔφερε ὁ Φίλιππος. Ἀλλὰ ὅπως κάθε χαρὰ σκιάζεται καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία, ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ τὸ Ναθαναήλ. Ἡ χαρὰ τοῦ Ναθαναὴλ μετριάστηκε λίγο στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Ναζαρέτ». Οἱ προφῆτες δὲν ἔγραψαν πῶς ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ; Γενεὲς γενεῶν δὲν περίμεναν νὰ δοῦν μὲ ἀνυπομονησία στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Βασιλιᾶ; Ἴσως ὁ Φίλιππος νὰ κάνει λάθος.
Ὁ Φίλιππος δὲ θέλει νὰ προχωρήσει ὁ ἴδιος σὲ ἔξηγήσεις καὶ ἀποδείξεις. Δὲ θέλει νὰ δώσει ὁ ἴδιος ἀπάντηση στὸ σχόλιο τοῦ Ναθαναήλ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε ἁπλᾶ. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα καὶ θὰ δεῖς μόνος σου. Πόσο θριαμβευτικὰ ἠχοῦν τὰ λόγια αὐτά: Ἔρχου καὶ ἴδε. Ἔλα, Ναθαναήλ, καὶ θὰ δείς. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ἀποδείξω αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἡ καλλίτερη ἀπόδειξη. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ δώσω ἀπάντηση σ’ αὐτὴν ἢ σὲ κάποια ἄλλη ἐρώτηση ἢ ἀπορία ποὺ ἴσως ἔχεις, ἡ παρουσία Του ὅμως εἶναι ἀπάντηση στὴν ὁποία δὲν μπορεῖς ν’ ἀντισταθείς. Ἐσύ, ἔλα ἁπλᾶ μαζί μου. Ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Ναθαναὴλ συμφώνησε καὶ ξεκίνησαν μαζὶ μὲ τὸ Φίλιππο γιὰ συνάντηση τοῦ Ἰησοῦ.
«Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἔρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐνῶ δόλος οὐκ ἔστι» (Ἰωάν. ἅ’48). Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: ὁρίστε, αὐτὸς εἶναι γνήσιος Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει μέσα του δόλο καὶ πονηριά.
Τί μέγιστος ἔπαινος! Κι ἀπὸ τὰ χείλη! Τί σημαίνει τώρα ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἕν ὼ δόλος οὐκ ἔστι; Αὐτὸ δηλώνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι γεμᾶτος μὲ τὸ ἀντίθετο τοῦ δόλου καὶ τῆς πονηριᾶς, δηλαδὴ μέ το Θεό. “Ἀνθρωπο μὲ τίς σκέψεις τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιθυμία γιά το Θεό, τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, τὴν προσδοκία τοῦ Θεου, τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει παραδοθεῖ στὸν ἕνα Κύριο καὶ Δημιουργό – το Θεό. Δὲν ἀναγνωρίζει κανέναν ἄλλο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ «τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας» (Ἐφ. στ12) δὲ βρίσκουν τρόπο νὰ μποῦν καὶ νὰ ριζώσουν μέσα του.
Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ Ναθαναὴλ πῶς εἶναι ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, εἶναι ταυτόχρονα καὶ μιὰ παρατήρηση γιὰ ἕνα θλιβερὸ γεγονός, πῶς ἀληθινοι Ἰσραηλῖτες ἔχουν ἀπομείνει πολὺ λίγοι. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναφώνησε μὲ χαρά, ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης! ‘Ἐδῶ ἔχουμε ἕναν ἀληθινὸ ἄνθρωπο ἀνάμεσα σὲ ἄλλους, πονηροὺς καὶ δόλιους. Ἐδῶ ἔχουμε κάποιον ποῦ Ἰσραηλίτης δὲν εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα, ἀλλ’ ἀληθινός. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος μποροῦσε νὰ διακρίνει ἀπὸ μακριὰ τίς ἀμφιβολίες ποὺ διατύπωσε ὁ Ναθαναὴλ στὸ Φίλιππο γιὰ τὸν Κύριο, ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸ Ναθαναήλ, τὸν ὀνόμασε ἀληθινὸ Ἰσραηλίτη, ἄδολο κι ἀπονήρευτο.
Μήπως ὁ Κύριος ἐγκωμίασε τὸ Ναθαναὴλ γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει κοντὰ Τοῦ; Ὄχι! Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲ βασίζεται στὰ λόγια, μὰ στὴν καρδιὰ τὴν ἴδια. Δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ γυρίσουμε στὶς σελίδες τοῦ εὐαγγελίου γιὰ νὰ διαβάσουμε πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἄδολος κι ἀπονήρευτος ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος τὸ εἶδε στὴν καρδιά του, τὸ διάβασε ἐκεῖ. Οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἴσως ξαφνιάστηκαν μὲ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια Του, Ἐκεῖνος ὅμως ἄφησε το χρόνο ν’ ἀποκαλύψει στοὺς ἀποστόλους τὴν ἀλήθεια τοῦ ἐπαίνου Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Ναθαναὴλ ξαφνιάστηκε μὲ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ «καὶ λέγει αὐτῷ πόθεν μὲ γινώσκεις; ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ πρό του σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἰδῶν σε». Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις; ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀποκρίθηκε: Προτου σὲ φωνάξει ὁ Φίλιππος, ἐγὼ σὲ εἶδα ποὺ καθόσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, μ’ ὅλο ποὺ ἐκεῖ δὲ σ’ ἔβλεπε ἄλλο ἀνθρώπινο μάτι.
Προσέξτε τώρα πῶς ὁ Ναθαναὴλ ἀποδείχνεται ἀμέσως ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἄδολος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀδιάφορος. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος ἀρέσκεται στοὺς ἐπαίνους καὶ τίς κολακεῖες. Ἄν ὁ Ναθαναὴλ ἦταν δόλιος θὰ εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὸν ἔπαινο τοῦ Χριστοῦ καὶ θ’ ἄρχιζε κι αὐτὸς νὰ τὸν ἐπαινεῖ, ἢ θ’ ἀποποιόταν τὸν ἔπαινο μὲ προφανῆ ταπεινολογία. Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἐνδιαφερόταν γιὰ τὸ Χριστό, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, χωρὶς νὰ δείχνει ὅτι δέχεται ἢ ὅτι ἀπορρίπτει τὸν ἔπαινο, κάνει μιὰ ἐρώτηση μὲ σκοπὸ νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Χριστό. Πόθεν μὲ γινώσκεις; Πρώτη φορὰ συναντιόμαστε στὴ ζωή μας. Ἄν μὲ εἶχες καλέσει μὲ τὸ ὄνομά μου, ἴσως νὰ εἶχα ξαφνιαστεῖ λιγότερο, γιατί ἕνα ὄνομα μπορεῖ πιὸ εὔκολα ν’ ἀναγνωριστεῖ. Ὅμως μὲ καταπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι γνώρισες τόσο γρήγορα τὸ ὄνομα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς συνείδησής μου – κάτι ποὺ εἶναι πολὺ καλὰ κρυμμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποὺ τὸ φανερώνει κανεὶς πολὺ προσεχτικὰ καὶ μόνο στοὺς στενοὺς φίλους του. Πόθεν μὲ γινώσκεις;
Μὲ τὴν ἀπάντησή Τοῦ ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα δεύτερο, ἐξωτερικὸ καὶ ὁρατὸ μυστήριο. Πρό του σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκὴν εἴδόν σε. Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς, εὔκολα μπορεῖ νὰ γνωρίζει καὶ τὰ ἐξωτερικά, τὰ σωματικὰ μυστικά. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τίς κινήσεις καὶ τίς σκέψεις τοῦ νοῦ κι ἀκούει τοὺς μυστικοὺς ψιθύρους του μέσα στὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ δεῖ τίς κινήσεις τοῦ σώματος καὶ ν’ ἀκούσει τὰ λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἀνθρώπου. Προτοῦ ὁ Φίλιππος πλησιάσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος τὸν εἶδε νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Προτοῦ ὁ Φίλιππος ἀποφασίσει γιὰ νὰ πάει νὰ συναντήσει τὸ Ναθαναήλ, ὁ Κύριος εἶχε δεὶ κι εἶχε γνωρίσει τὴν καρδιά του. Μὲ τὴ δική Του πρόνοια ὁ Φίλιππος πῆγε στὸ Ναθαναὴλ καὶ τὸν κάλεσε νά ‘ρθεὶ καὶ νὰ δεί. Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει τρόπος νὰ κρυφτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴ μεγάλη καὶ φοβερὴ παρουσία Του; Ὁ Ψαλμωδός, ἀναφερόμενος στὴ μέγιστη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία, στρέφεται στὸν πάνσοφο Θεὸ καὶ λέει: «Σὺ ἔγνως τὴν καθέδρα μου καὶ τὴν ἔγερσή μου, σὺ συνήκας τοὺς διαλογισμοὺς μοῦ ἀπὸ μακρόθεν… ὅτι οὐκ ἔστι δόλος ἔν γλώσσῃ μου. ἰδού, Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα σὺ ἔπλασὰς μὲ καὶ ἔθηκας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χείρά σου… ποὺ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποὺ φύγω;» (Ψαλμ. ρλή’ 2-7). Ἐσύ, Κύριε, ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός, γνωρίζεις πότε κάθομαι καὶ πότε σηκώνομαι, Ἐσὺ γνωρίζεις τίς σκέψεις μου πολὺ προτοῦ τίς κάνω ἐγώ… Ἐσὺ γνωρίζεις πῶς εἶμαι εἰλικρινής, πῶς στὴ γλῶσσα μου δὲν ὑπάρχει δολιότητα. Ἐσύ, Κύριε, τὰ γνωρίζεις ὅλα, τόσο τὰ πρόσφατα ὅσο καὶ τὰ παλιά. Ἐσὺ μὲ ἔπλασες, Ἐσὺ ἔβαλες πάνω μου τὸ χέρι Σου… Ποῦ μπορῶ νὰ πάω καὶ νὰ ξεφύγω ἀπὸ Σένα; Πῶς μπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὴν ἁπανταχοῦ παρουσία Σου;
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἱστορίας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὄχι μόνο γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, οὔτε καὶ γιὰ τὴν ἀνάστασή Τοῦ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀγαπητικὴ καὶ στοργικὴ παρουσία τοῦ πνεύματός Του. Ἦρθε στὴ γῆ, ἀλλὰ ταυτόχρονα βρισκόταν καὶ στὸν οὐρανό. Ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ παρατηροῦσε το σατανᾶ νὰ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅταν συναντιόταν μὲ ἀνθρώπους, ἔβλεπε τόσο τὸ παρελθὸν ὅσο καὶ τὸ μέλλον τους. Τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων τίς ἔβλεπε σὰν σὲ ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐγκωμίαζαν καὶ τὸν θαύμαζαν, Ἐκεῖνος μιλοῦσε στοὺς ἀποστόλους γιὰ τὸ πάθος Του. Τὴν ὥρα τοῦ πάθους Του, μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐπικείμενη νίκη καὶ δόξα Του. Ἀτένιζε τὸ μαρμάρινο ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλ’ ἔβλεπε καὶ τὴν καταστροφή του. Συνομιλοῦσε μέ το Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία ὅπως μιλᾶμε μὲ τοὺς συγχρόνους μας. Ζοῦσε ἐγκλωβισμένος στὸ σῶμα Του, ἀλλ’ ἔβλεπε ὅλα ὅσα γίνονταν στὸν οὐρανό. Ἄκουγε τὴ συνομιλία ποὺ γινόταν ἀνάμεσα στὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ στὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἦταν δεμένος ὁ γάϊδαρος καὶ τὸ πουλάρι του κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὰ φέρουν. Ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση εἶδε τὸν ἄνθρωπο στὴν πόλη κεράμιον ὕδατος βαστάζοντα, κι ἔστειλε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν ἐντολὴ νὰ τοῦ ἑτοιμάσει τὸ Πάσχα. Ὁ χρόνος δὲν μποροῦσε νὰ βάλει παραπέτασμα στὴν πνευματική Του ὅραση. Ἔβλεπε ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει κι ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, σὰ νὰ λάβαιναν χώρα μπροστὰ στὰ μάτια Του. Τὸ διάστημα κι ἡ ἀπόσταση δὲν ἦταν ἐμπόδια γι’ Αὐτόν. Ὅ,τι κι ἂν γινόταν, ὁπουδήποτε στὸν κόσμο, τὸ ἔβλεπε σὰ νὰ γινόταν μπροστὰ στὰ σωματικά Του μάτια. Ὁτιδήποτε γινόταν σὲ κλειστὸ χῶρο, τό ‘βλεπε σὰν συμβὰν σὲ ἀνοιχτὸ μέρος. Ἀκόμα κι ἂν κάτι λάβαινε χώρα στὸ πιὸ ἀπομονωμένο μέρος, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, στὰ μάτια Του ἦταν ἀνοιχτό, ὁλοφάνερο.
Ἡ ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ κι ἡ παντογνωσία Του δημιούργησαν σύγχυση στὸ Ναθαναήλ. Τὸ ἴδιο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὸν Πέτρο ὅταν μάζευε τὰ δίχτυα μὲ τὴν πλούσια ψαριὰ στὴ λίμνη, μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα κι ἔπειτα ὅταν γαλήνεψε τὸν ἄνεμο καὶ τὴν καταιγίδα. Ὁ Κύριος ποὺ γνώριζε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἤξερε ποιά ἀπὸ τίς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις Του θὰ ἐνεργοῦσε καλύτερα καὶ ἀποτελεσματικότερα στὸ συγκεκριμένο μαθητή. Ἄν ὁ Πέτρος θαύμαζε περισσότερο τὴν κυριαρχία του στὴ φύση, ὁ Ναθαναήλ, ὅπως εἴδαμε, ἔμεινε ἔκπληκτος μὲ τὴ διόραση καὶ τὴν παντογνωσία Του. Ὁ Κύριος τὰ γνώριζε αὐτὰ καὶ χρησιμοποιοῦσε τὴν παντογνωσία Του στὴν ὑπηρεσία τῆς θεϊκῆς Του οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Φίλιππος ἴσως μποροῦσε νὰ τὸ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τίς πρῶτες μέρες τῆς μαθητείας του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στὸ Ναθαναήλ, ἔρχου καὶ ἴδε. Ὁ Φίλιππος ἦταν σίγουρος πῶς ὁ πάνσοφος καὶ παντοδύναμος Κύριος θ’ ἀποκαλύπτονταν στὸ Ναθαναὴλ μὲ τὸν πιὸ κατάλληλο τρόπο ποὺ ἅρμοζε στὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία του.
Εἶχε ἴσως κάποιο ἀμυδρὸ προαίσθημα ἐκείνου ποὺ ἀργότερα διαπίστωσε καθαρά. Κι αὐτὸ ἦταν τὰ θαυμαστὰ μυστήρια ποὺ κρύβονταν μέσα στὸ εὐαίσθητο ἀνθρώπινο στῆθος τοῦ Κυρίου Του. Καὶ πραγματικά, τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ στῆθος τοῦ Θεανθρώπου ἦταν εὐρύτερα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μακρύτερα ἀπό το χρόνο.
Ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς ἔστω καὶ τὸ ἕνα χιλιοστὸ ἀπὸ τίς δυνάμεις καὶ τὰ μυστήρια ποὺ ἦταν κρυμμένα μέσα Του; Σίγουρα ὄχι. Ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν μυστηρίων Του παρέμεινε μυστική, ἄγνωστη στὸν ἄνθρωπο, γιὰ ν’ ἀποκαλυφτεῖ στοὺς ἁγίους στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Μέσα Του εἶχε τόση δύναμη, ὥστε δὲ χρειαζόταν νὰ καταβάλει καμιὰ προσπάθεια γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Μᾶλλον συγκρατοῦνταν, γιὰ νὰ μὴν κάνει πάρα πολλά. Εἶπε, ἀποκάλυψε καὶ ἔκανε μόνο ὅσα ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία μας, χωρὶς νὰ πιέσει ἢ ν’ ἀσκήσει κάποια δύναμη στὴ θέλησή μας. Ὅλα στηρίζονταν στὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ ἀπόφασή μας.
Ἄς παρακολουθήσουμε ὅμως τὸ Ναθαναήλ, πῶς ἀπάντησε στὸν Κύριο: «ἀπεκρίθῃ Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτὸ ραββί, σὺ εἰ,εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. ἅ’50). Δάσκαλε, Ἐσὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ. Κι αὐτὸ τὸ ὁμολόγησαν τὰ ἴδια χείλη ποὺ λίγο νωρίτερα εἶχαν πεῖ στὸ Φίλιππο: ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;
Τί θαυμαστὴ ἀλλοίωση! Τί ξαφνικὸ ξέσπασμα χαρᾶς! Ἄχ, ἀδελφοί μου! Πόσο μέγιστη, πόσο θαυμαστὴ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ! Δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ τὸ περιγράψουν αὐτό, οὔτε χέρια νὰ τὸ ἀποτυπώσουν σὲ χαρτί. Μόνο καρδιὲς ὑπάρχουν ἱκανὲς γιὰ νὰ τὸ νιώσουν, νὰ εὐφρανθοῦν ὅπως ἡ πρωινὴ δροσιὰ στὴν πρώτη συνάντησή της μὲ τίς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Δὲν εἶναι ἀρκετὸς καὶ πειστικὸς ὁ λόγος αὐτός, γιὰ νὰ ἐνανθρωπήσει ὁ Κύριος, νὰ φορέσει ἀνθρώπινη σάρκα καὶ νὰ παρουσιαστεῖ ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει τὴν παρουσία Του, ἂν εἶχε ἐμφανιστεῖ ὡς πύρινος ἄγγελος; Ἢ ἀκόμα, ἂν εἶχε παρουσιαστεῖ ὡς Θεός, μὲ τὴν αἰώνια δύναμη καὶ δόξα Του, χωρὶς νὰ καλύπτεται μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀτενίσει καὶ νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὴ φωνή Του χωρὶς νὰ μετατραπεῖ σὲ πηλό; Καὶ μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῆς ἀνάσας Του, ἢ γῆ ὁλόκληρη δὲ θὰ ἐξατμιζόταν; Δέστε μόνο τὴ δύναμη τῆς ἁπλῆς παρουσίας Του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοιώνονται. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὴ συνομιλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Ναθαναήλ, πῶς ὁ τελευταῖος θὰ ὁμολογοῦσε ὅτι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἦταν Διδάσκαλος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ; “Ἄν ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ναθαναὴλ εἶχε σκεφτεῖ πῶς ὁ Βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν κάποιος ἐπίγειος βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἡ κοινὴ ἀντίληψη τότε γιὰ τὸ Μεσσία, τὸ νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ἀμέσως, ἢ ὁμολογία αὐτὴ γιὰ ἕναν ἀρχάριο ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀρκετή. Ὁ Ναθαναὴλ τὸν ἀποκάλεσε ἐπίσης Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μ’ αὐτὸ τοποθέτησε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστου πολὺ ψηλότερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν ἤθελε ἡ κοινὴ ἀντίληψη, ὡς ἕνα συνηθισμένο ἐπίγειο βασιλιᾶ στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ.
«’Ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ ὅτι εἴπὸν σοί, εἴδὸν σὲ ὑποκάτω τῆς συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει καὶ λέγει αὐτῷ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεωγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεου ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ἅ’51,52). Κι ὁ Ἰησοῦς του ἀπάντησε: Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα πῶς σὲ εἶδα νὰ κάθεσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ πιστεύεις; Θὰ δεῖς πολὺ περισσότερα ἀπ’ αὐτά. Καὶ στὴ συνέχεια εἶπε: ‘Ἀλήθεια σᾶς λέω, πῶς ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στὸ Ναθαναὴλ μόνο ἕνα μικρὸ μυστήριο γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, μέ το νὰ τοῦ πεῖ πῶς τὸν εἶδε κάτω ἀπὸ τὴ συκιά. Αὐτὴ ἡ διόραση, ποὺ κάλυπτε μιὰ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση, εἶναι σὰν μιὰ πολὺ μικρὴ ἀκτῖνα σὲ σχέση μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ ἁπλώνεται πάνω στὴ γῆ. Ὁ Ναθαναὴλ ποὺ εἶχε ἁγνὴ ψυχή, βρῆκε πῶς το λόγο αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ πιστέψει. Οἱ ἀκάθαρτοι καὶ ἔνοχοι φαρισσαῖοι καὶ γραμματεῖς εἶδαν τὸν Κύριο νὰ θεραπεύει λεπρούς, νὰ δίνει τὸ φὼς σὲ τυφλούς, ν’ ἀνασταίνει νεκρούς. Κι ὅμως, όλ’ αὐτὰ δὲν ἦταν ἱκανὰ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πιστέψουν. “Ὁ Ναθαναὴλ ὅμως ἦταν ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, γνήσιος. Καὶ μόλις εἶδε μιὰ μικρὴ ἀκτῖνα ἀπὸ τὴ θαυμαστη δύναμή Τοῦ, ἀμέσως πίστεψε κι ὁμολόγησε. «Θὰ δεὶς πολὺ περισσότερα ἀπ αὐτά», τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Τί θά ‘βλεπε; Ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς κι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεού ν’ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γιο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος τὰ εἶπε αὐτὰ στὸ Ναθαναήλ, μὰ ἡ ὑπόσχεσή Τοῦ ἰσχύει γιὰ ὅλους. «’Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν», εἶπε, ὄχι «ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοί». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία πῶς θὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή Του, την τονίζει μὲ τὴν ἐπανάληψη τῆς λέξης ἀμήν. Ἀμὴν ἀμήν, δηλαδὴ «ἀλήθεια σᾶς λέω, σᾶς διαβεβαιῶ».
Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ὑπηρετοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν Κύριο. Κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἀνέβαιναν ξανά. Ἀγγελος ἐμφανίστηκε στὸ Ζαχαρία γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴ γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου του Χριστοῦ. Ἀγγελος ἐμφανίστηκε στὴν πάναγνή Παρθένο γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλει τὸ μέγα μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου. Οἱ οὐρανοὶ ἀνοίχτηκαν στοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεὲμ κι οἱ ἄγγελοι κατέβαιναν κι αἰνοῦσαν το Θεὸ καὶ τὴν «ἔν ἀνθρώποις εὐδοκία». “Ἀγγελοι κατέβηκαν γιὰ νὰ πληροφορήσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μάγους τῆς ἀνατολῆς. “Ὅταν ὁ Κύριος ἀντιμετώπισε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ στὴν ἔρημο, μετὰ κατέβηκαν ἄγγελοι καὶ τὸν διακονοῦσαν. Τὸν καιρὸ τοῦ πάθους, πρὶν ἀπό το θάνατό Του, ἄγγελος τὸν ὑπηρετοῦσε καὶ τὸν ἐνίσχυε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή. “Ὅταν ἀναστήθηκε, ἄγγελοι κατέβηκαν στὸν τάφο Του. Στὴν ἀνάληψή Του ἀπό τη γῆ στὸν οὐρανό, δυὸ ἄγγελοι ντυμένοι στὰ λευκὰ ἐμφανίστηκαν στοὺς ἀποστόλους. Μετὰ τὴν ἀνάληψή Του ἄγγελοι ἐμφανίζονταν στοὺς ἀποστόλους Του κι ἀργότερα σὲ πολὺ λοὺς δίκαιους, ὁσίους καὶ μάρτυρες. Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος δὲν εἶδε ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς; Δὲν ἀνέβηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὼς τὸν τρίτο οὐρανό; Στὸν ἀπόστολο κι εὐαγγελιστῆ,εὐαγγελιστή δὲν ἀποκαλύφτηκαν ἀμέτρητα θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ ἀφοροῦν τόσο τὴν παροῦσα ζωὴ ὅσο καὶ τὴ μέλλουσα; Ἀκόμα καὶ στὶς μέρες μας, ἄγγελοι ἐμφανίζονται σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἁγνὴ καρδιά, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ Θεό. ‘Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ μετανοοῦντες, ἀφοῦ συχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες τους, εἶδαν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς.
Ώ, πόσες φορές, ἀμέτρητες ὡς τὰ σήμερα, δὲν ἐπαληθεύτηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν! Ὁ Κύριος κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ μόνο λίγοι προφῆτες κι ἄλλοι θεάρεστοι ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν ἀνοιγμένους τοὺς οὐρανούς. Μετὰ τὴν ἔλευσή Του ὅμως ἀναδείχτηκε πλῆθος ὁλόκληρο ἀπὸ οὐρανοφάντορες, ποὺ μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση ἔφταναν στὸν οὐρανό , καὶ κατέβαιναν μαζὶ μὲ τίς ἀγγελικές, τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ μόνοι τους εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπό το οὐρανό. Αὐτοὶ κοιτάζουν, ἀλλὰ δὲ βλέπουν, ἀκοῦνε χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν (πρβλ. Ματθ. ἴγ13). Ὁ Χριστὸς ἀποκατάστησε τὴν ὅραση ὄχι μόνο στοὺς λίγους ἐκείνους ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνταν τὴ φυσικὴ ὅραση, ἀλλὰ σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ποὺ ἦταν πνευματικὰ τυφλοί. Κι οἱ τυφλοὶ εἶδαν τὸ φώς τους κι εἶδαν καὶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνοιγμένους. Τί ἄλλο σημαίνουν οἱ ἀνοιγμένοι οὐρανοί, παρὰ τὴν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ τῶν μυριάδων ἀγγέλων Του; Κι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ τί ἄλλο ἐμπνέει στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀκάθαρτους, ἐκτὸς ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο; Καὶ τί ἄλλο σημαίνει ἡ παρουσία Τοῦ στοὺς ἁγνοὺς καὶ τοὺς δίκαιους, παρὰ ζωὴ καὶ χαρά;
Ἡ μεγάλη καὶ φοβερὴ αὐτὴ παρουσία πρὸς τὸ παρὸν εἶναι κρυμμένη ἀπὸ μᾶς. Τὴν κρύβει τὸ παραπέτασμα τῆς σάρκας μας. Σύντομα ὅμως, πολὺ σύντομα, τὸ παραπέτασμα αὐτὸ θὰ τὸ ἀπορρίψουμε, θὰ τὸ ἀποβάλουμε. Καὶ τότε θὰ βρεθοῦμε ὁλόκληροι μπροστὰ στοὺς ἀνοιγμένους οὐρανούς. Ἐκεῖνοι ἀπό μας ποὺ βρίσκονται σὲ μετάνοια, ποὺ εἶναι ἁγνοί, θὰ βρεθοῦν στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Οἱ ἀμετανόητοι, οἱ βλάσφημοι κι οἱ ἀκάθαρτοι θὰ βυθιστοῦν στὴν αἰώνια ἀπουσία Του, στὸ ἀτέλειωτο σκοτάδι καὶ τὰ βάσανα.
Ἄς πλησιάσουμε λοιπὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Κι ὅσο ἀκόμα οἱ μέρες μας δὲν ἔχουν μετρηθεῖ, ἂς ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομὰ Τοῦ, πῶς εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ ὄνομα. Ἄς κραυγάσουμε γιὰ βοήθεια, ἂς ζητήσουμε τὴ μόνη βοήθεια ποὺ εἶναι πρόθυμη, παντοτινή, σωστική. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
Σένα πρέπει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Νὰ γίνουμε Φίλιπποι!

«Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναήλ» (Ἰωάν. 1, 46)

ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ, ἀγαπητοί, δυὸ πρόσωπα μᾶς παρουσιάζει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Φίλιππος ὁ ἕνας, Ναθαναὴλ ὁ ἄλλος. Ἦταν φίλοι. Ἀλλὰ τί φίλοι! Φίλοι σπάνιοι. Ἡ φιλία τους δὲν ἦταν σὰν τίς ψεύτικες φιλίες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ στηρίζονται στὰ λεφτά, σὲ ἰδιοτελῆ καὶ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα. Ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ναθαναὴλ δὲν ἦταν φίλοι σὲ χορούς, σὲ μεθύσια, σὲ ἀσωτίες, ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἑνώνωνται προσωρινά, νὰ κάνουν παρέες καὶ σὰν πεινασμένα κοπάδια νὰ τρέχουν γιὰ νὰ βροῦν αὐτὸ ποὺ ζητοῦν.

Ἡ φιλία, ποὺ συνέδεε τὰ δυὸ πρόσωπα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν μιὰ ἀνώτερη φιλία. Οἱ δυὸ φίλοι ζητοῦσαν μεγάλα πράγματα. Ζητοῦσαν νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια. Διψοῦσαν δικαιοσύνη. Λαχταροῦσαν νὰ ἔρθῃ μιὰ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ βροῦν τὸ σωστὸ δρόμο. Οἱ δυὸ φίλοι ζοῦσαν μὲ μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θ’ ἄφηνε τὸν κόσμο νὰ καταστραφῇ καὶ νὰ διαλυθῇ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ὅτι θὰ ἔστελνε κάποιον ποὺ θὰ τὸν ἔσωζε. Οἱ δυὸ φίλοι διάβαζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Διάβαζαν ἰδίως τίς προφητεῖες ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ. Διαβάζοντας δὲ τίς προφητεῖες αὐτές, μιὰ φλόγα ἄναβε στὴν καρδιά τους, νὰ ζήσουν καὶ νὰ δοῦν τὸ Χριστό.

Καὶ νά, ὁ Χριστὸς ἦρθε! Ἦρθε ὄχι ὅπως τὸν περίμεναν οἱ πολλοί. Ἦρθε ὄχι μὲ πλούτη καὶ δόξες καὶ ἀνθρώπινα μεγαλεῖα. Ἦρθε ὄχι σὰν βασιλιᾶς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ἦρθε σὰν καὶ πιὸ φτωχὸς καὶ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Λίγοι τὸν γνώρισαν καὶ τὸν πίστεψαν. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Φίλιππος. Ὁ Χριστὸς τὸν προσκάλεσε, καὶ ὁ Φίλιππος ἄφησε ὅ,τι ἀγαπητὸ εἶχε στὸν κόσμο κι ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Εἶχε βρεῖ το Σωτῆρα του καὶ Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ αὐτὸν ἤθελε νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ κηρύξῃ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν. Καὶ ὅπως ἕνας, ποὺ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ ἀπὸ μιὰ θανατηφόρο ἀσθένεια καὶ σώζεται τὴν τελευταία στιγμὴ ἀπὸ κάποιο σπάνιο φάρμακο ποὺ τοῦ ἔδωσε ἕνας γιατρός, θεωρεῖ καθῆκον του νὰ γνωρίσῃ καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀρρώστια τὸ γιατρὸ καί το φάρμακο, ἔτσι καὶ ὁ Φίλιππος, ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό, καὶ πίστευε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Γιατρός, ὁ μοναδικὸς Γιατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Σωτῆρας καὶ Λυτρωτής, θεώρησε καθῆκον τοῦ νὰ μὴν κρύψῃ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ νὰ τὴ διαδώσῃ παντοῦ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό. Ὅλοι νὰ τὸν πιστέψουν. Ὅλοι νὰ τὸν λατρεύσουν. Νὰ ὁ πόθος, ποὺ ἔκαιγε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Φιλίππου.

Καὶ ὁ πρῶτος, στὸν ὁποῖον ὁ Φίλιππος κήρυξε τὸ Χριστό, ἦταν ὁ φίλος του Ναθαναήλ.

-Ναθαναήλ, βρήκαμε! Βρήκαμε τὸ θησαυρό! Βρήκαμε τὸ Μεσσία. Αὐτὸν ποὺ προφήτευσαν οἱ προφῆτες καὶ ποὺ ποθεὶς κ’ ἐσύ. Εἶνε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ…

-Ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; ρωτᾷ μὲ ἀπορία ὁ Ναθαναήλ· γιατί ἡ Ναζαρὲτ ἦταν ἕνα ἄσημο χωριό, ποὺ οἱ κάτοικοί του δὲν εἶχαν καλὸ ὄνομα.

Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψῃ ὁ Ναθαναήλ, ὅτι ἀπὸ ἕνα τέτοιο τόπο προέρχεται ὁ Χριστός. Ἀπὸ ἀγκάθι βγαίνει ρόδο; Ρόδο ἀμάραντο ὁ Χριστός.

Ρόδο ποὺ φύτρωσε μέσα στ’ ἀγκάθια, μέσα στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, χωρὶς νὰ ὑποστῇ καμμιὰ ἐπίδρασι ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο περιβάλλον.

Ὁ Φίλιππος ἀκούει τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Ναθαναήλ, ἀλλ’ ἐπιμένει.

-«Ἔρχου καὶ ἴδε», τοῦ λέει. Ἀφοῦ δὲν πιστεύεις στὰ λόγια μου, ἔλα νὰ τὸν γνωρίσῃς, νὰ λάβῃς προσωπικὴ πεῖρα. «Ἔρχου καὶ ἴδε»…

Καὶ ὁ Ναθαναὴλ δέχεται. Ἔρχεται, βλέπει τὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκούει. Φτάνει λίγη ὥρα κοντὰ στὸ Χριστό, γιὰ νὰ πεισθῇ, ὅτι ὁ φίλος του ὁ Φίλιππος δὲν ἔχει ἄδικο. Πίστεψε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ περίμεναν οἱ προφῆτες, καὶ τὴν πίστι του αὐτὴ τὴν ὁμολογεῖ λέγοντας: «Σὺ εἰ,εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ,εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».

Ἀγαπητοί μου! Ὅπως τότε ὁ Χριστὸς ἦταν ἄγνωστος στοὺς πολλούς, ἔτσι καὶ σήμερα ὁ Χριστός, ἂν καὶ πέρασαν 20 αἰῶνες ἀπὸ τότε, εἶνε ἄγνωστος στοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους. Ἄγνωστος ὄχι μόνο στοὺς ἀπίστους καὶ εἰδωλολάτρες, ποὺ εἶνε τὰ δύο τρίτα (2/3) τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς λεγομένους χριστιανούς. Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ πιὸ θλιβερό! Ἄς εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἄς γράφωνται στὶς ταυτότητες ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Δὲν γνωρίζουν τὸ Χριστό. Ἄν κανεὶς τοὺς ρωτήσῃ, τί εἶνε ἡ ἁγία Γραφή, πόσα εἶνε τὰ Εὐαγγέλια, πόσες εἶνε οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πόσα εἶνε τὰ μυστήρια, πόσες καὶ ποιὲς εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου, τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία, δὲν μποροῦν ν’ ἀπαντήσουν. Δὲν ξέρουν, κι ἂς ἔχουν βγάλει γυμνάσια, λύκεια καὶ πανεπιστήμια, κι ἂς ξέρουν ξένες γλῶσσες. Μεσάνυχτα ἔχουν ὡς πρὸς τὴ θρησκεία τους.

Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, ποὺ κάτι ἔχουν ἀκούσει, κάτι ξέρουν γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ξεκαθαρισμένες ἰδέες γιὰ τὸ πρόσωπό του. Ἔχουν τίς ἀντιρρήσεις τους, ἔχουν τίς ἀμφιβολίες τους, καὶ θέλουν νὰ βρεθῶ κάποιος χριστιανὸς ποὺ ν’ ἀπαντήση στὶς ἀντιρρήσεις τους, νὰ διαλύσῃ τίς ἀμφιβολίες τους καὶ νὰ τοὺς δώσῃ νὰ ἐννοήσουν τί εἶνε ὁ Χριστός. Δὲν εἶνε ἀδιάφοροι, κακοὶ καὶ διεστραμμένοι.

Ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι, ποὺ δυστυχῶς ἔχουν καταλήξει στὴν ἄρνηση τῆς πίστεως, στὴν ἀθεΐα. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν πιὰ τίποτε. Αὐτοὶ κηρύττουν φανερὰ τὴν ἀθεΐα τους. Αὐτοὶ ἀφρίζουν καὶ λυσσοῦν ὅταν ἀκοῦνε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βλέπουν ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη χριστιανοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ ὄνομά του. Αὐτοὶ εἶνε φανεροὶ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Βλαστημοῦν τὸ Χριστὸ ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, ἀλλ’ ἀπὸ ἀθεΐα καὶ διαφθορά. Καὶ ὅπου ἔχουν τὴν ἐξουσία μαζί τους, ὅπως συμβαίνει στὰ ἄθεα καὶ ἀντίχριστα κράτη, ἐκεῖ πλέον καταδιώκουν τοὺς πιστοὺς χριστιανούς.

Ἀλλὰ σὺ ποὺ γνώρισες τὸ Χριστό, σὺ ποὺ τὸν πιστεύεις μ’ ὅλη σου τὴν καρδιά, σὺ ποὺ ἐκκλησιάζεσαι τακτικὰ καὶ ἐξομολογεῖσαι τὰ κρίματά σου καὶ μὲ δάκρυα κοινωνεῖς τὰ ἄχραντα μυστήρια καὶ βάζεις στὴν καρδιά σου τὸ Χριστὸ καὶ ἔχεις χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι ποὺ δὲν μπορεῖ νά σου τὴ δώσῃ ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὰ ἀγαθά του, σὺ ποὺ βρῆκες το Σωτῆρα σου, σὺ ποὺ ἔχεις τὴν ὀρθόδοξο πίστι, νὰ εὐχαριστῇς καὶ νὰ δοξάζῃς τὸ Χριστό. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πιστεύεις μὴν τὸ κρύψῃς. Ἄν ἀνάμεσα σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους ἔχῃς κάποιον ποὺ μοιάζει μὲ τὸ Ναθαναὴλ καὶ θέλει νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό, πλησίασε τὸν καὶ προσπάθησε νὰ τὸν διαφωτίσῃς. Ἡ πίστι σου δὲν θ’ ἀργήσῃ νὰ γίνῃ καὶ δική του πίστι. Ὁ ἕνας θὰ γίνετε δυό. Οἱ δυὸ τέσσερις. Οἱ τέσσερις ὀκτώ. Οἱ Φίλιπποι θὰ τραβήξουν κοντά τους τοὺς Ναθαναήλ. Οἱ πιστοί, αὐτοὺς ποὺ κλονίζονται καὶ ἀμφιβάλλουν.

Καὶ ἂν σὺ ὁ πιστὸς ζῆς μέσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτε, ἀλλὰ εἰρωνεύονται, ἐμπαίζουν, ὑβρίζουν, καταδιώκουν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς πιστούς του, καὶ πάλι μὴ δειλιάσῃς. Κήρυξε καὶ σ’ αὐτοὺς τὴν ἀλήθεια. Ὁμολόγησε καὶ σ’ αὐτοὺς τὴν Ὀρθοδοξία. Δεῖξε πρὸ παντὸς μὲ τὰ ἔργα σου τὴν πίστι σου. Ὁ Χριστὸς κάνει θαύματα. Μπορεῖ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους μερικοὶ νὰ πιστέψουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ γονατίσουν μπροστά του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς νὰ ποῦν «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὐτος» (Ματθ. 27, 54).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek