ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ) — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Β΄ 1 — 12)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, εἰσῆλ­θε ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερ­να­οὺμ δι’ ἡμε­ρῶν καὶ ἠκού­σθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. 2καὶ εὐθέ­ως συνή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥστε μηκέ­τι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλά­λει αὐτοῖς τὸν λόγον. 3καὶ ἔρχον­ται πρὸς αὐτὸν παρα­λυ­τι­κὸν φέρον­τες, αἰρό­με­νον ὑπὸ τεσ­σά­ρων. 4καὶ μὴ δυνά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπε­στέ­γα­σαν τὴν στέ­γην ὅπου ἦν, καὶ ἐξο­ρύ­ξαν­τες χαλῶ­σι τὸν κρά­βατ­τον ἐφ’ ᾧ ὁ παρα­λυ­τι­κὸς κατέ­κει­το. 5ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· Τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοι αἱ ἁμαρ­τί­αι σου. 6ἦσαν δέ τινες τῶν γραμ­μα­τέ­ων ἐκεῖ καθή­με­νοι καὶ δια­λο­γι­ζό­με­νοι ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐτῶν· 7Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλα­σφη­μί­ας; τίς δύνα­ται ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; 8καὶ εὐθέ­ως ἐπι­γνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύ­μα­τι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ δια­λο­γί­ζον­ται ἐν ἑαυ­τοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦ­τα δια­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν; 9τί ἐστιν εὐκο­πώ­τε­ρον, εἰπεῖν τῷ παρα­λυ­τι­κῷ, ἀφέ­ων­ταί σου αἱ ἁμαρ­τί­αι, ἢ εἰπεῖν, ἔγει­ρε καὶ ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει; 10ἵνα δὲ εἰδῆ­τε ὅτι ἐξου­σί­αν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἀφιέ­ναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρ­τί­ας — λέγει τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· 11Σοὶ λέγω, ἔγει­ρε καὶ ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἶκόν σου. 12καὶ ἠγέρ­θη εὐθέ­ως, καὶ ἄρας τὸν κρά­βατ­τον ἐξῆλ­θεν ἐναν­τί­ον πάν­των, ὥστε ἐξί­στα­σθαι πάν­τας καὶ δοξά­ζειν τὸν Θεὸν λέγον­τας ὅτι οὐδέ­πο­τε οὕτως εἴδο­μεν.

Υστε­ρα δε από ολί­γας ημέ­ρας, εισήλ­θε πάλιν ο Κυριος εις την Καπερ­να­ούμ και διε­δό­θη ότι ευρί­σκε­ται εις κάποιο σπί­τι. Και αμέ­σως συγ­κεν­τρώ­θη­καν πολ­λοί, ώστε εγέ­μι­σεν η οικία και δεν υπήρ­χε πλέ­ον τόπος να τους χωρέ­ση ούτε καν­τά εις την θύραν. Και εδί­δα­σκε εις αυτούς τον λόγον του Θεού. Και έρχον­ται προς αυτόν φέρον­τες ένα παρα­λυ­τι­κόν, τον οποί­ον εσή­κω­ναν τέσ­σα­ρες επά­νω εις κρεβ­βά­τι. Επει­δή δε ένε­κα του πολ­λού πλή­θους δεν ήτο δυνα­τόν να πλη­σιά­σουν τον Κυριον, αφή­ρε­σαν από την στέ­γην το μέρος εκεί­νο, κάτω από το οποί­ον ήτο ο Κυριος, ήνοι­ξαν τρύ­παν και κατέ­βα­σαν σιγά το κρεβ­βά­τι, όπου ήτο κατά­κοι­τος ο παρα­λυ­τι­κός. Οταν ο Ιησούς είδε την πίστιν που είχαν, τόσον ο παρα­λυ­τι­κός όσον και εκεί­νοι που τον έφε­ραν, λέγει στον παρα­λυ­τι­κόν· “τέκνον, σου συγ­χω­ρούν­ται αι αμαρ­τί­αι, αι οποί­αι είναι και αιτία της σωμα­τι­κής σου ασθε­νεί­ας”. Ησαν δε και μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς, που εκά­θην­το εκεί και εσυλ­λο­γί­ζον­το μέσα των· Δια­τί αυτός ο άνθρω­πος εκστο­μί­ζει τέτοιες βλα­σφη­μί­ες; Ποιός ημπο­ρεί να συγ­χω­ρή αμαρ­τί­ες, ει μη μόνον ένας, δηλα­δή ο Θεός; Και αμέ­σως ο Ιησούς αντε­λή­φθη καθα­ρώ­τα­τα, με την θεία δύνα­μιν του πνεύ­μα­τός του, ότι έτσι αυτοί εσκέ­πτον­το μέσα των και τους είπε· “δια­τί συλ­λο­γί­ζε­σθε τέτοια εις τας καρ­δί­ας σας; Τι είναι ευκο­λώ­τε­ρον, να είπω στον παρα­λυ­τι­κόν, συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες σου η να είπω, σήκω επά­νω υγι­ής, πάρε το κρεβ­βά­τι στον ώμον σου και περι­πά­τει; Σεις θεω­ρεί­τε δυσκο­λώ­τε­ρον το δεύ­τε­ρον. 10 Δια να μάθε­τε δε, ότι ο υιός του ανθρώ­που έχει εξου­σί­αν να συγ­χω­ρή αμαρ­τί­ας εδώ εις την γην-λέγει στον παρα­λυ­τι­κόν· 11 Σε σένα που πιστεύ­εις λέγω, σήκω επά­νω υγι­ής, πάρε το κρεβ­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου”. 12 Και αμέ­σως εση­κώ­θη, επή­ρε το κρεβ­βά­τι στον ώμον και εβγή­κε ενώ­πιον όλων, ώστε όλοι να κατα­πλα­γούν και να δοξά­ζουν τον Θεόν λέγον­τες ότι “ποτέ δεν είδα­με τέτοια γεγο­νό­τα, να συγ­χω­ρούν­ται με ένα λόγον αμαρ­τί­αι και εις πιστο­ποί­η­σιν της συγ­χω­ρή­σε­ως να θερα­πεύ­ε­ται θαυ­μα­τουρ­γι­κώς η παρά­λυ­σις”.

Ύστε­ρα από μερι­κές ημέ­ρες μπή­κε πάλι ο Ιησούς στην Καπερ­να­ούμ? κι έγι­νε γνω­στό ότι βρί­σκε­ται σε κάποιο σπί­τι. Αμέ­σως λοι­πόν μαζεύ­τη­καν τόσο πολ­λοί, ώστε να γεμί­σει το σπί­τι και να μην υπάρ­χει χώρος πλέ­ον ούτε δίπλα στη θύρα. Και τους δίδα­σκε το λόγο του Θεού. Έρχον­ται τότε και του φέρ­νουν έναν παρά­λυ­το, που τον σήκω­ναν πάνω σ’ ένα κρε­βά­τι τέσ­σε­ρις. Κι επει­δή δεν μπο­ρού­σαν εξαι­τί­ας του πλή­θους να τον πλη­σιά­σουν, ξεσκέ­πα­σαν τη σκε­πή στο μέρος όπου βρι­σκό­ταν ο Κύριος, κι αφού έκα­ναν ένα άνοιγ­μα, έρι­ξαν από κει κάτω σιγά — σιγά το κρε­βά­τι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλω­μέ­νος ο παρά­λυ­τος. Όταν ο Ιησούς είδε την πίστη που είχαν όλοι αυτοί, και ο παρά­λυ­τος και εκεί­νοι που τον έφε­ραν, λέει στον παρά­λυ­το, που αγω­νιού­σε μήπως οι αμαρ­τί­ες του γίνουν εμπό­διο στη θερα­πεία του: Παι­δί μου, σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου, οι οποί­ες είναι και η αιτία της σωμα­τι­κής σου παρα­λυ­σί­ας. Ήταν όμως μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς που κάθον­ταν εκεί και συλ­λο­γί­ζον­ταν μέσα τους: Για­τί ο άνθρω­πος αυτός μιλά­ει έτσι και ξεστο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποιός άλλος μπο­ρεί να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες παρά μόνον ένας, ο Θεός; Αμέ­σως όμως ο Ιησούς, με υπερ­φυ­σι­κή πλη­ρο­φο­ρία που έδι­νε στο πνεύ­μα του η θεό­τη­τά του, αντι­λή­φθη­κε ότι έτσι σκέ­φτον­ται αυτοί μέσα τους, και τους είπε: Για­τί δέχε­στε και κυκλο­φο­ρεί­τε τέτοιους λογι­σμούς μέσα στις καρ­διές σας; Τί είναι ευκο­λό­τε­ρο? να πω στον παρα­λυ­τι­κό, είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου, ή να του πω, σήκω και πάρε στον ώμο σου το κρε­βά­τι σου και περ­πά­τα; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο. 10 Για να μάθε­τε λοι­πόν ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο μονα­δι­κός εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τος, ο οποί­ος θα έλθει και πάλι πάνω στις νεφέ­λες ως Κρι­τής ένδο­ξος, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί πάνω στη γη αμαρ­τί­ες — λέει στον παρά­λυ­το: 11 Σε σένα που πιστεύ­εις μιλώ. Σήκω και πάρε στον ώμο σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου. 12 Κι εκεί­νος σηκώ­θη­κε αμέ­σως, πήρε το κρε­βά­τι σου και βγή­κε απ’ το σπί­τι εκεί­νο μπρο­στά σ’ όλους. Κι έτσι τον είδαν όλοι με τα μάτια τους και γέμι­σαν με έκπλη­ξη. Και δόξα­σαν τον Θεό λέγον­τας ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα­με κάτι τέτοιο, ένας παρά­λυ­τος με μία προ­στα­γή να σηκώ­νε­ται αμέ­σως υγι­ής και να περ­πα­τά.

 Mπῆ­κε δὲ πάλι στὴν Kαπερ­να­οὺμ ἔπει­τα ἀπὸ μερι­κὲς ἡμέ­ρες, καὶ ἀκού­στη­κε ὅτι βρί­σκε­ται σὲ κάποιο σπί­τι.  Kαὶ ἀμέ­σως μαζεύ­τη­καν πολ­λοί, ὥστε νὰ μὴ τοὺς χωράῃ πλέ­ον οὔτε ὁ χῶρος ἔξω ἀπὸ τὴν πόρ­τα. Kαὶ κήρυτ­τε σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο.  Kαὶ ἔρχον­ται πρὸς αὐτὸν φέρον­τας ἕνα παρα­λυ­τι­κό, ποὺ τὸν βάστα­ζαν τέσ­σε­ρες.  Kαὶ ἐπει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ φθά­σουν σ’ αὐτὸν λόγῳ τοῦ πλή­θους τοῦ λαοῦ, ἔβγα­λαν τὴ στέ­γη πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρι­σκό­ταν, καί, ἀφοῦ ἔτσι ἔκα­ναν ἄνοιγ­μα, κατέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βά­τι, πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν κατά­κοι­τος ὁ παρα­λυ­τι­κός.  Bλέ­πον­τας δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους λέγει στὸν παρα­λυ­τι­κό: «Παι­δί μου, σοῦ ἔχουν συγ­χω­ρη­θῆ οἱ ἁμαρ­τί­ες σου».  Kάθον­ταν δὲ ἐκεῖ μερι­κοὶ ἀπὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ σκέ­πτον­ταν μέσα τους:  «Για­τί αὐτὸς ὁμι­λεῖ ἔτσι καὶ ἐκστο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποιός δύνα­ται νὰ συγ­χω­ρῆ ἁμαρ­τί­ες, παρὰ ἕνας, ὁ Θεός;».  Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀμέ­σως γνώ­ρι­σε μὲ ἐσω­τε­ρι­κὴ ὑπερ­φυ­σι­κὴ πλη­ρο­φο­ρία ὅτι σκέ­πτον­ται μέσα τους ἔτσι, καὶ τοὺς εἶπε: «Για­τί σκέ­πτε­σθε μέσα σας αὐτά;  Tί εἶναι εὐκο­λώ­τε­ρο, νὰ εἰπῶ στὸν παρα­λυ­τι­κό, “ Ἔχουν συγ­χω­ρη­θῆ οἱ ἁμαρ­τί­ες σου”, ἢ νὰ εἰπῶ, “Σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ βάδι­ζε”; 10  Γιὰ νὰ μάθε­τε δέ, ὅτι ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἔχει ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ρῇ ἁμαρ­τί­ες ἐπά­νω στὴ γῆ», — λέγει στὸν παρα­λυ­τι­κό: 11  «Σὲ σένα ἀπευ­θύ­νο­μαι: Σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πήγαι­νε στὸ σπί­τι σου». 12  Kαὶ σηκώ­θη­κε ἀμέ­σως καὶ πῆρε τὸ κρεβ­βά­τι καὶ ἀνα­χώ­ρη­σε μπρο­στὰ στὰ μάτια ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλήσ­σων­ται ὅλοι καὶ νὰ δοξά­ζουν τὸ Θεὸ λέγον­τας: «Ποτὲ δὲν εἴδα­με τέτοια φαι­νό­με­να».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ

«Καὶ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖ­ον διε­πέ­ρα­σε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδί­αν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐτῷ παρα­λυ­τι­κὸν ἐπὶ κλί­νης βεβλη­μέ­νον. Καὶ ἰδὼν ὁ ησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν, εἶπε τῷ παρα­λυ­τι­κῷ· ‘’Θάρ­σει, τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σου αἱ ἁμαρ­τί­αι’’(: Και αφού μπή­κε σε ένα πλοίο, πέρα­σε στην απέ­ναν­τι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική Του πόλη, την Καπερ­να­ούμ. Τότε Του έφε­ραν έναν παρά­λυ­το, που τον είχαν βάλει πάνω σ’ ένα κρε­βά­τι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παρά­λυ­τος κι εκεί­νοι που τον μετέ­φε­ραν, είπε στον παρά­λυ­το, ο οποί­ος ανη­συ­χού­σε και φοβό­ταν μήπως οι αμαρ­τί­ες του γίνουν εμπό­διο στη θερα­πεία του: ‘’Έχε θάρ­ρος, παι­δί μου˙ έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου’’)»[Ματθ.9,1–2]

Δική Του πόλη εδώ ονο­μά­ζει την Καπερ­να­ούμ· διό­τι άλλη μεν Τον έφε­ρε στον κόσμο, η Βηθλε­έμ, άλλη Τον ανέ­θρε­ψε, η Ναζα­ρέτ, και άλλη Τον είχε διαρ­κώς κάτοι­κό της, η Καπερναούμ.[πρβ.Ματθ.4,13: «κού­σας δ ησος τι ωάν­νης παρε­δό­θη, νεχώ­ρη­σεν ες τν Γαλι­λαί­αν. κα κατα­λιπν τν Ναζαρτ λθν κατκησεν ες Καπερ­ναομ τν παρα­θα­λασ­σί­αν ν ρίοις Ζαβουλν κα Νεφθα­λείμ(:Όταν άκου­σε ο Ιησούς ότι ο Ιωάν­νης παρα­δό­θη­κε στη φυλα­κή απ’ τον βασι­λιά Αντί­πα, ανα­χώ­ρη­σε και πήγε στη Γαλι­λαία. Κι αφού άφη­σε τη Ναζα­ρέτ, πήγε και κατοί­κη­σε στην Καπερ­να­ούμ, η οποία ήταν κτι­σμέ­νη κον­τά στη λίμνη της Γαλι­λαί­ας, στα σύνο­ρα των φυλών Ζαβου­λών και Νεφθα­λείμ)» και Ματθ.4,17: «π τότε ρξα­το ησος κηρύσ­σειν κα λέγειν· μετα­νοετε· γγι­κε γρ βασι­λεία τν ορανν(:Από τότε άρχι­σε ο Ιησούς να κηρύτ­τει συστη­μα­τι­κά και να λέει: ‘’Μετα­νο­εί­τε, διό­τι πλη­σί­α­σαν οι ημέ­ρες που ο Μεσ­σί­ας θα εγκα­θι­δρύ­σει και στη γη τη βασι­λεία των ουρα­νών με τη νέα, πνευ­μα­τι­κή, άγια και ουρά­νια ζωή, η οποία θα μετα­δί­δε­ται μέσα στην Εκκλη­σία Του’’)»].

Ο παρα­λυ­τι­κός της παρού­σης διη­γή­σε­ως είναι δια­φο­ρε­τι­κός από εκεί­νον που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάννης[Ιω.5,5–18]· διό­τι εκεί­νος ήταν κατά­κοι­τος κον­τά στην κολυμ­βή­θρα της Βηθεσ­δά, ενώ αυτός εδώ βρι­σκό­ταν στην Καπερ­να­ούμ. Και ο ένας είχε τριάν­τα οκτώ χρό­νια παρά­λυ­τος, ενώ για αυτόν που ανα­φέ­ρε­ται εδώ δεν ειπώ­θη­κε τίπο­τε παρό­μοιο. Ακό­μη, εκεί­νος δεν είχε ανθρώ­πους που θα τον βοη­θού­σαν, ενώ αυτός που ανα­φέ­ρε­ται από τον ευαγ­γε­λι­στή Ματ­θαίο είχε τους προ­στά­τες του, οι οποί­οι και τον μετέ­φε­ραν. Επί­σης στον παρα­λυ­τι­κό της Καπερ­να­ούμ, λέγει: «παι­δί μου, σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου», ενώ εκεί­νον που ανα­φέ­ρει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης τον ρωτά: «Θέλεις γις γενέ­σθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγι­ής😉»[ Ιω.5,6]. Και εκεί­νον της Βηθεσ­δά τον θερά­πευ­σε μέρα Σάβ­βα­το, ενώ αυτόν εδώ όχι Σάβ­βα­το. Διό­τι, δια­φο­ρε­τι­κά θα τον κατη­γο­ρού­σαν και γι’ αυτό οι Ιου­δαί­οι. Αλλά όσον αφο­ρά αυτόν της Καπερ­να­ούμ σιώ­πη­σαν για το θέμα αυτό, ενώ στον άλλο έκα­ναν επί­θε­ση και τον κατε­δί­ω­καν. Αυτά δεν τα είπα τυχαία, αλλά για να μη νομί­σει κανείς ότι υπάρ­χει δια­φω­νία μετα­ξύ των ευαγ­γε­λι­στών εάν θεω­ρή­σει ότι πρό­κει­ται για ένα και τον αυτόν παρα­λυ­τι­κό.

Εσύ, όμως, πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ, την ταπεί­νω­ση και την επιεί­κεια του Κυρί­ου. Διό­τι και πριν από αυτόν είχε απο­μα­κρύ­νει τους ανθρώ­πους από κον­τά Του. Αλλά και όταν εκδιώ­χθη­κε από τους κατοί­κους των Γαδά­ρων, δεν έφε­ρε αντί­στα­ση, αλλά ανα­χώ­ρη­σε, όχι μακριά, βέβαια. Και πάλι μπή­κε στο πλοίο και κατευ­θυ­νό­ταν προς την απέ­ναν­τι όχθη, ενώ είχε τη δυνα­τό­τη­τα να περά­σει και πεζο­πο­ρών­τας δια της παρα­λί­ας της λίμνης· διό­τι δεν ήθε­λε συνε­χώς να θαυ­μα­τουρ­γεί, για να μην παρα­βλέ­ψει την υπό­θε­ση της θεί­ας οικο­νο­μί­ας.

Ο Ματ­θαί­ος, λοι­πόν, λέγει ότι έφε­ραν απλώς τον παρα­λυ­τι­κό προς τον Ιησού, ενώ οι άλλοι ευαγ­γε­λι­στές λέγουν ότι ξεσκέ­πα­σαν τη στέ­γη και τον κατέβασαν[πρβ. Μαρκ.2,4: «Κα μ δυνά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι ατ δι τν χλον, πεστέ­γα­σαν τν στέ­γην που ν, κα ξορύ­ξαν­τες χαλσι τν κρά­βατ­τον, φ᾿ παρα­λυ­τικς κατέ­κει­το(:Και επει­δή δεν μπο­ρού­σαν εξαι­τί­ας του πλή­θους να τον πλη­σιά­σουν, ξεσκέ­πα­σαν τη σκε­πή στο μέρος όπου βρι­σκό­ταν ο Κύριος, και αφού έκα­ναν ένα άνοιγ­μα, έρι­ξαν από κει κάτω σιγά – σιγά το κρε­βά­τι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλω­μέ­νος ο παρά­λυ­τος)» και Λουκ. 5,19: «Κα μ ερόν­τες ποί­ας εσενέγ­κω­σιν ατν δι τν χλον, ναβάν­τες π τ δμα δι τν κερά­μων καθκαν ατν σν τ κλι­νι­δί ες τ μέσον μπρο­σθεν το ησο(:Και επει­δή λόγω της κοσμο­πλημ­μύ­ρας δεν βρή­καν από ποια είσο­δο να τον βάλουν μέσα, ανέ­βη­καν στην ταρά­τσα του σπι­τιού, και αφού έβγα­λαν μερι­κά κερα­μί­δια, τον κατέ­βα­σαν από εκεί μαζί με το μικρό κρε­βά­τι του στη μέση, μπρο­στά στον Ιησού)»].Και στη συνέ­χεια τοπο­θέ­τη­σαν τον ασθε­νή μπρο­στά στον Χρι­στό, χωρίς να πουν τίπο­τε, αλλά τα πάν­τα τα ανέ­θε­σαν στον Ιησού.

Κατά την αρχή της δρά­σε­ώς Του και ο Ιησούς περιερ­χό­ταν από τόπου σε τόπο και δε ζητού­σε τόση μεγά­λη πίστη από τους ανθρώ­πους που Τον πλη­σί­α­ζαν και Τον παρα­κα­λού­σαν για κάτι. Εδώ, όμως, ήλθαν μόνοι τους και πίστη εκδή­λω­σαν· διό­τι έγι­νε η θαυ­μα­τουρ­γι­κή θερα­πεία: «δὼν ὁ ησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν(:Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη αυτών)», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής, δηλα­δή την πίστη αυτών που Τον κατέ­βα­σαν από τη στέ­γη. Επει­δή δεν ζητεί πάν­το­τε την πίστη από τους ασθε­νείς, όπως, επί παρα­δείγ­μα­τι, όταν στε­ρούν­ται του λογι­κού τους ή έχουν χάσει τις αισθή­σεις με άλλο τρό­πο λόγω της νόσου. Στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση υπήρ­χε μάλ­λον και η πίστη του ασθε­νούς, διό­τι, δια­φο­ρε­τι­κά, δεν θα δεχό­ταν να τον κατε­βά­σουν από τη στέ­γη, εάν δεν είχε πίστη.

Αφού λοι­πόν έδει­ξαν τόσο μεγά­λη πίστη, δεί­χνει και ο Ιησούς τη δύνα­μή Του, με το να συγ­χω­ρή­σει τα αμαρ­τή­μα­τα με μεγά­λη εξου­σία και να απο­δεί­ξει με όλα αυτά ότι είναι ομό­τι­μος με Αυτόν που Τον γέν­νη­σε. Σκέ­ψου, τώρα· παρα­πά­νω το απέ­δει­ξε αυτό με τη διδα­σκα­λία, όταν τους δίδα­ξε ως να έχει εξουσία[πρβ. Ματθ. 7, 28–29: «Κα γένε­το τε συνε­τέ­λε­σεν ησος τος λόγους τού­τους, ξεπλήσ­σον­το ο χλοι π τ διδαχ ατο· ν γρ διδά­σκων ατος ς ξου­σί­αν χων, κα οχ ς ο γραμ­μα­τες(:Και όταν ο Ιησούς τελεί­ω­σε τους λόγους Του αυτούς, τα πλή­θη για πολ­λή ώρα έμε­ναν εκστα­τι­κά και έκπλη­κτα από τη διδα­σκα­λία Του· διό­τι τους δίδα­σκε πάν­το­τε με εξου­σία και κύρος, ως νομο­θέ­της και κρι­τής και αυθεν­τι­κός γνώ­στης της αλή­θειας, και όχι σαν τους γραμ­μα­τείς, οι οποί­οι για να επι­βε­βαιώ­σουν τα όσα έλε­γαν ανα­φέ­ρον­ταν στο νόμο και τις παρα­δό­σεις των παλαιο­τέ­ρων)».

Επί­σης, στη θερα­πεία του λεπρού, όταν ο λεπρός Του είχε ζητή­σει να τον θεραπεύσει[Ματθ.8,2:«Κα δο λεπρς λθν προ­σε­κύ­νει ατ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλς, δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι(:Και να, ένας λεπρός ήλθε και τον προ­σκυ­νού­σε γονα­τι­στός λέγον­τας: ‘’Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύνα­μη να με καθα­ρί­σεις από τις πλη­γές και τα εξαν­θή­μα­τα της ακά­θαρ­της αρρώ­στιας μου’’)» και ο Ιησούς του απάν­τη­σε: «Θέλω, καθα­ρί­σθη­τι(:Θέλω. Καθα­ρί­σου)», καθώς επί­σης και με την περί­πτω­ση του εκα­τον­τάρ­χου, που όταν Του είπε: «Μόνον επ λόγ, κα αθή­σε­ται πας μου(:Πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα για­τρευ­θεί ο δού­λος μου)»[Ματθ. 8,8], έδει­ξε τον θαυ­μα­σμό Του και τον επαί­νε­σε περισ­σό­τε­ρο από όλους.

Επι­προ­σθέ­τως, το απέ­δει­ξε και με τη γαλή­νευ­ση της θάλασ­σας, όταν με τον λόγο Του μόνο τη χαλιναγώγησε(πρβλ. Ματθ.8,26: «Τότε γερ­θες πετί­μη­σε τος νέμοις κα τ θαλάσσ, κα γένε­το γαλή­νη μεγά­λη(:Τότε, αφού σηκώ­θη­κε όρθιος, διέ­τα­ξε με αυστη­ρό­τη­τα τους ανέ­μους και τη θάλασ­σα, κι αμέ­σως έγι­νε γαλή­νη μεγά­λη)», καθώς επί­σης και στην περί­πτω­ση εκεί­νη που οι ίδιοι οι δαί­μο­νες παρα­δέ­χον­ται τον Κύριο ως κριτή[Ματθ.8,29: «Κα δο κρα­ξαν λέγον­τες· τί μν κα σοί, ησο, Υἱὲ το Θεο; λθες δε πρ και­ρο βασα­νί­σαι μς;(: Ποια σχέ­ση υπάρ­χει ανά­με­σα σε μας και σε σένα, Ιησού, υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρό­ω­ρα, πριν από τον και­ρό της παγ­κό­σμιας κρί­σε­ως, για να μας βασα­νί­σεις;)»], και τους εκδί­ω­κε με μεγά­λη εξου­σια­στι­κή δύναμη[Ματθ.8,28–34]. Εδώ, πάλι, με ένα τρό­πο πιο θαυ­μα­στό εξα­ναγ­κά­ζει τους ίδιους τους εχθρούς Του να ομο­λο­γή­σουν την ομο­τι­μία Του προς τον Πατέ­ρα και με το στό­μα αυτών καθι­στά αυτό φανε­ρό.

Ο ίδιος, λοι­πόν, ο Ιησούς, δεί­χνον­τας τη μετριο­φρο­σύ­νη Του (διό­τι Τον περιέ­βα­λε πολύς κόσμος που απέ­κλειε την είσο­δο, γι’ αυτό και τον κατέ­βα­σαν από τη στέ­γη), δεν έσπευ­σε αμέ­σως να θερα­πεύ­σει το σώμα, το οποίο ήταν ορα­τό από όλους, αλλά από τους εχθρούς τους παίρ­νει αφορ­μή να πρά­ξει αυτό. Και κατά πρώ­τον θερά­πευ­σε εκεί­νο που δε φαι­νό­ταν, όταν συγ­χώ­ρη­σε τις αμαρ­τί­ες του παρα­λυ­τι­κού. Η πρά­ξη αυτή έσω­ζε μεν τον ασθε­νή, αλλά στον Ιησού δεν έδι­δε μεγά­λη δόξα. Οι εχθροί του όμως, παρω­θού­με­νοι από την πονη­ρία τους και επι­θυ­μών­τας να Τον προ­σβάλ­λουν, δημιούρ­γη­σαν χωρίς να το θέλουν τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για να γίνει πλή­ρως γνω­στό και από όλους τους ανθρώ­πους το γεγο­νός αυτό της ιάσε­ως του παρα­λυ­τι­κού.

Πραγ­μα­τι­κά, ο Κύριος με την ευστρο­φία Του χρη­σι­μο­ποί­η­σε το μίσος τους για τη φανέ­ρω­ση του θαύ­μα­τος. Επει­δή δηλα­δή ταράσ­σον­ταν και έλε­γαν μέσα τους: «Οτος βλα­σφη­με(:Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει)»[ Ματθ. 9,3] και: «Τί οτος οτω λαλε βλα­σφη­μί­ας; τίς δύνα­ται φιέ­ναι μαρ­τί­ας ε μ ες Θεός;(: Για­τί ο άνθρω­πος αυτός μιλά­ει έτσι και ξεστο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποιος άλλος μπο­ρεί να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες παρά μόνον ένας, ο Θεός;)» [Μάρκ.2,7],ας δού­με ποια απάν­τη­ση τούς έδω­σε. Μήπως τους διέ­λυ­σε την άπο­ψη αυτήν; Διό­τι, εάν δεν ήταν ίσος προς τον Θεό, έπρε­πε να τους πει: ‘’Για­τί μου απο­δί­δε­τε φήμη που δε μου ται­ριά­ζει; Απέ­χω πολύ από τη δύνα­μη αυτή’’. Δεν είπε, όμως, τίπο­τε από αυτά. Αντί­θε­τα, βεβαί­ω­σε και επι­κύ­ρω­σε τον συλ­λο­γι­σμό τους και με όσα είπε και με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του θαύ­μα­τος.

Επει­δή, βέβαια, το να ομι­λεί κανείς για τον εαυ­τό του φαι­νό­ταν ότι προ­κα­λού­σε την αντί­δρα­ση των ακρο­α­τών, γι’ αυτό την αντί­λη­ψη των ανθρώ­πων για το άτο­μό Του την επι­βε­βαιώ­νει ο Κύριος δια­μέ­σου των άλλων. Και το άξιον θαυ­μα­σμού είναι ότι αυτό το επι­τυγ­χά­νει όχι μόνο δια­μέ­σου των φίλων, αλλά και δια­μέ­σου των εχθρών Του. Διό­τι τόσος ήταν ο πλού­τος της σοφί­ας Του. Δια­μέ­σου των φίλων το πέτυ­χε όταν είπε: «Θέλω, καθα­ρί­σθη­τι(:Θέλω. Καθα­ρί­σου)» στον λεπρό και επί­σης όταν είπε για τον εκα­τόν­ταρ­χο: «μν λέγω μν, οδ ν τ σραλ τοσαύ­την πίστιν ερον(:Αλη­θι­νά σας λέω, τόσο μεγά­λη πίστη δεν βρή­κε ούτε ανά­με­σα στους Ισραη­λί­τες, οι οποί­οι είναι ο εκλε­κτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10], ενώ δια των εχθρών το πραγ­μα­το­ποιεί στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση.

Όταν, λοι­πόν, είπαν ότι κανείς δεν μπο­ρεί να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες, παρά μόνο ο Θεός, πρό­σθε­σε: «να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας — τότε λέγει τ παρα­λυ­τικ· γερ­θες ρόν σου τν κλί­νην κα παγε ες τν οκόν σου(:για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων, τότε λέει στον παρά­λυ­το: ‘’Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου’’)»[ Ματθ. 9,6 και Μαρκ. 2,11].

Και όχι μόνο εδώ, αλλά και άλλο­τε πάλι, όταν Του έλε­γαν αυτοί: «Περ καλο ργου ο λιθά­ζο­μέν σε, λλ περ βλα­σφη­μί­ας, κα τι σ νθρω­πος ν ποιες σεαυτν Θεόν(:Δεν θέλου­με να σε λιθο­βο­λή­σου­με για κάποιο καλό έργο από εκεί­να που λες ότι έκα­νες. Αλλά θέλου­με να σε λιθο­βο­λή­σου­με για τη βλα­σφη­μία που ξεστό­μι­σες, και επει­δή εσύ, ενώ είσαι άνθρω­πος, παρου­σιά­ζεις τον εαυ­τό σου για Θεό και λες ότι είσαι ένα με τον Θεό)»[:Ιω.10,33],και στην περί­πτω­ση αυτή ξανά δεν αρνή­θη­κε την αντί­λη­ψη αυτή αλλά και πάλι την επι­κύ­ρω­σε, όταν είπε: «Ε ο ποι τ ργα το Πατρός μου, μ πιστεύ­ε­τέ μοι· ε δ ποι, κν μο μ πιστεύ­η­τε, τος ργοις πιστεύ­σα­τε, να γντε κα πιστεύ­ση­τε τι ν μο Πατρ κγ ν Ατ(:Εάν δεν κάνω τα υπερ­φυ­σι­κά έργα που μου ζητά ο Πατέ­ρας μου και με βοη­θά να τα εκτε­λώ, και ουσια­στι­κά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέ­ρα μου, μην πιστεύ­ε­τε στη μαρ­τυ­ρία του στό­μα­τός μου και στις δικές μου δια­βε­βαιώ­σεις. Εφόσον όμως ενερ­γώ τα έργα του Πατέ­ρα μου, και αν ακό­μη δεν πιστεύ­ε­τε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψ­τε του­λά­χι­στον στα έργα αυτά, για να μάθε­τε και να οδη­γη­θεί­τε απ’ αυτά στην τέλεια πίστη. Κι έτσι θα βεβαιω­θεί­τε ότι μέσα μου είναι και μένει ο Πατέ­ρας μου, κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέ­ρα. Έχω δηλα­δή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση με τον Πατέ­ρα, και είμαι άπει­ρος και εγώ, ώστε να χωρά­ει μέσα μου ο Πατέ­ρας. Είμα­στε αχώ­ρι­στοι ο ένας από τον άλλο, διό­τι κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέ­ρα μου)» [ Ιω.10,37–38].

Στην περί­πτω­ση του παρα­λυ­τι­κού της Καπερ­να­ούμ όμως και ένα άλλο σημείο της θεό­τη­τάς Του και της ισο­τι­μί­ας Του προς τον Πατέ­ρα απο­δει­κνύ­ει. Εκεί­νοι λοι­πόν έλε­γαν μέσα τους ότι η συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών είναι απο­κλει­στι­κή δικαιο­δο­σία του Θεού· ο Κύριος, όμως, όχι μόνο συγ­χω­ρεί τις αμαρ­τί­ες, αλλά και πριν από την ενέρ­γεια αυτή δεί­χνει και κάτι άλλο, το οποίο ήταν γνώ­ρι­σμα του Θεού μόνο, το να απο­κα­λύ­πτει δηλα­δή, τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις των ανθρώ­πων· διό­τι δεν είχαν εκφρά­σει ενώ­πιον όλων ό, τι σκέ­πτον­ταν. «Κα δού τινες τν γραμ­μα­τέ­ων επον ν αυτος· οτος βλα­σφη­με. κα δν ησος τς νθυ­μή­σεις ατν επεν· να τί μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν;(:Τότε όμως μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς είπαν μέσα τους: ‘’Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει’’. Ο Ιησούς την ίδια στιγ­μή είδε στα βάθη της καρ­διάς τους τις σκέ­ψεις τους και είπε: ‘’Για­τί κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες;’’)»[Ματθ.9,3–4].

Ως προς το ότι μόνο ο Θεός μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει καλά τα απόρ­ρη­τα, άκου­σε τι λέγει σχε­τι­κά ο προ­φή­της: «Μόνος γινώ­σκεις τν καρ­δί­αν υἱῶν νθρώ­πων(:Εσύ μόνος γνω­ρί­ζεις τις καρ­διές των υιών των ανθρώ­πων)»[Β΄Παραλ. 6,30].Και πάλι: «τάζων καρ­δί­ας κα νεφρος Θεός(:διό­τι εσύ, Θεέ μου, γνω­ρί­ζεις τα κρυ­φά ελα­τή­ρια των ανθρώ­πων διό­τι εξε­τά­ζεις τις σκέ­ψεις στα βάθη της καρ­διάς και τα από­κρυ­φά τους συναι­σθή­μα­τα)»[Ψαλ.7,10]. Αλλά και ο Ιερε­μί­ας λέγει: «Βαθεα καρ­δία παρά πάν­τα, κα νθρω­πός στι· κα τίς γνώ­σε­ται ατόν; γ Κύριος τάζων καρ­δί­ας κα δοκι­μά­ζων νεφρος το δοναι κάστ κατ τς δος ατο κα κατ τος καρ­πος τν πιτη­δευ­μά­των ατο(:Η καρ­διά του ανθρώ­που είναι βαθιά και ανε­ξε­ρεύ­νη­τη, περισ­σό­τε­ρο από όλα τα άλλα πράγ­μα­τα. Αυτός είναι ο άνθρω­πος· και ποιος μπο­ρεί να γνω­ρί­σει σε βάθος και πλά­τος αυτόν; Εγώ μόνο είμαι ο Κύριος και Θεός, ο οποί­ος εξε­τά­ζω τις καρ­διές των ανθρώ­πων και ερευ­νώ τους νεφρούς, για να δίδω στον καθέ­να σύμ­φω­να με τους δρό­μους και τους τρό­πους της ζωής του και με τους καρ­πούς των έργων του)»[Ιερ.17,9]. Και σε πολ­λές άλλες περι­πτώ­σεις είναι δυνα­τόν να δια­πι­στώ­σου­με ότι ο Θεός μόνον έχει τη δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­ζει καλά ό,τι υπάρ­χει στη σκέ­ψη των ανθρώ­πων.

Δεί­χνον­τας, λοι­πόν, ο Κύριος ότι είναι Θεός ίσος προς τον Πατέ­ρα που Τον γέν­νη­σε, εκεί­νο που σκέ­πτον­ταν μέσα τους ‑διό­τι φοβού­με­νοι τον κόσμο δεν είχαν το θάρ­ρος να δια­τυ­πώ­σουν ενώ­πιον όλων τη γνώ­μη τους αυτή- αυτό απο­κα­λύ­πτει και το καθι­στά φανε­ρό, φερό­με­νος συγ­χρό­νως και στην παρού­σα στιγ­μή με μεγά­λη επιεί­κεια. «να τί (:Για­τί)», έλε­γε, «μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν;(:κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες;)»[Ματθ.9,4].Μολονότι βέβαια, εάν έπρε­πε κάποιος να αγα­να­κτή­σει, αυτός ήταν ο παρά­λυ­τος, με την ιδέα ότι εξα­πα­τή­θη­κε και να πει: «Άλλο ήλθα να θερα­πεύ­σω, και εσύ θερα­πεύ­εις άλλο; Διό­τι από πού απο­δει­κνύ­ε­ται ότι έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες μου;». Τώρα εκεί­νος δεν λέγει τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά εμπι­στεύ­ε­ται τον εαυ­τό Του στη δικαιο­δο­σία του θερά­πον­τος. Αυτοί, όμως, επει­δή ήσαν κακο­ή­θεις και γεμά­τοι μίσος, επι­βου­λεύ­ον­ται τις ευερ­γε­σί­ες των άλλων. Γι’ αυτό και ο Κύριος τους προ­σβάλ­λει μεν, αλλά το κάνει με κάθε λεπτό­τη­τα. Πραγ­μα­τι­κά, «εάν», λέγει, «δεν πιστεύ­ε­τε σε ό,τι είπα προ­η­γου­μέ­νως και έχε­τε τη γνώ­μη ότι αυτό απο­τε­λεί κομ­πα­σμό, ιδού προ­σθέ­τω και κάτι άλλο σε αυτό, το ότι δηλα­δή, απο­κα­λύ­πτω τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις σας. Και ύστε­ρα από αυτό, ένα ακό­μη. Ποιο είναι λοι­πόν αυτό; Το ότι θα ενδυ­να­μώ­σω το σώμα του παρα­λύ­του».

Και όταν μεν απευ­θυ­νό­ταν προς τον παρά­λυ­το, δεν ομι­λού­σε κατά τρό­πο που να απο­δει­κνύ­ει σαφώς την εξου­σία Του. Διό­τι δεν είπε «σου συγ­χω­ρώ τις αμαρ­τί­ες», αλλά «φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου(:σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου)». Όταν όμως Τον ανάγ­κα­σαν εκεί­νοι, τότε πλέ­ον καθα­ρό­τε­ρα δεί­χνει την εξου­σία Του, όταν λέγει: «να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας (:για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων)»[Ματθ.9,6]. Βλέ­πεις πόσο απεί­χε από του να μη θέλει να θεω­ρεί­ται ίσος προς τον Πατέ­ρα; Διό­τι δεν είπε ότι έχει ανάγ­κη από άλλο ο υιός του ανθρώ­που ή ότι του έδω­σε ο Πατέ­ρας την εξου­σία. «Αλλά για να σας πεί­σω», λέγει, «ότι δε βλα­σφη­μώ όταν κάνω τον εαυ­τό μου ίσο με τον Θεό».

Πραγ­μα­τι­κά, σε κάθε περί­πτω­ση επι­θυ­μεί να φέρει απο­δεί­ξεις σαφείς και αναν­τίρ­ρη­τες, όπως όταν λέγει: «παγε σεαυτν δεξον τ ερε(:Πρό­σε­ξε να μην πεις σε κανέ­να το θαύ­μα της θερα­πεί­ας σου, αλλά πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε το δώρο που έχει καθο­ρί­σει ο Μωυ­σής. Για να χρη­σι­μεύ­σει η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά του δώρου σου ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στον ιερέα και στους Ιου­δαί­ους ότι και εσύ θερα­πεύ­τη­κες τελεί­ως και εγώ δεν ήλθα να καταρ­γή­σω τον νόμο)» [Ματθ.8,4]. Επί­σης, την πεθε­ρά του Πέτρου την παρου­σιά­ζει να τον υπηρετεί[Ματθ.8,15: «Κα ψατο τς χειρς ατς, κα φκεν ατν πυρετς κα γέρ­θη κα διη­κό­νει ατ(:Τότε άγγι­ξε το χέρι της κι αμέ­σως έφυ­γε ο πυρε­τός, και σηκώ­θη­κε τελεί­ως υγι­ής και τον υπη­ρε­τού­σε, αφού δεν αισθα­νό­ταν ούτε την παρα­μι­κρή εξάν­τλη­ση)»]και επι­τρέ­πει να πέσουν οι χοί­ροι στον γκρε­μό [Ματθ. 8,32: «Κα επεν ατος· πάγε­τε. ο δ ξελ­θόν­τες πλθον ες τν γέλην τν χοί­ρων· κα δο ρμη­σε πσα γέλη τν χοί­ρων κατ το κρη­μνο ες τν θάλασ­σαν κα πέθα­νον ν τος δασιν(:και επει­δή αυτοί που έτρε­φαν τους χοί­ρους το έκα­ναν αυτό παρα­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, που απα­γό­ρευε ως ακά­θαρ­το το χοι­ρι­νό κρέ­ας, ο Κύριος τιμω­ρών­τας την παρα­νο­μία τους αυτή είπε στους δαί­μο­νες: ‘’Πηγαί­νε­τε’’. Κι αυτοί βγή­καν απ’ τους ανθρώ­πους και πήγαν στους χοί­ρους. Και ξαφ­νι­κά όλο το κοπά­δι των χοί­ρων όρμη­σε με μανία από το επά­νω μέρος του γκρε­μού προς τα κάτω, στη θάλασ­σα, και πνί­γη­καν στα νερά της λίμνης)»].

Κατά όμοιο τρό­πο και εδώ προς από­δει­ξη της συγ­χω­ρή­σε­ως των αμαρ­τιών φέρει τη θερα­πεία του σώμα­τος, προς από­δει­ξη δε της θερα­πεί­ας του σώμα­τος το ότι ο θεραπευμένος,πλέον, παρα­λυ­τι­κός σήκω­σε το κρε­βά­τι του, ώστε να μη θεω­ρη­θεί ότι το γεγο­νός αυτό ήταν φαν­τα­σία. Και δεν το κάνει αυτό προ­η­γου­μέ­νως, παρά αφού τους ρώτη­σε: «Τί γάρ στιν εκοπώ­τε­ρον, επεν, φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι, επεν, γει­ρε κα περι­πά­τει;(:Και είναι πράγ­μα­τι οι σκέ­ψεις σας αυτές κακό­γνω­μες και κακο­προ­αί­ρε­τες, διό­τι, τι είναι ευκο­λό­τε­ρο, να πει κανείς: ‘’Είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου’’, ή να πει: ‘’Σήκω όρθιος και περ­πά­τα’’; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο)»[Ματθ.9,5], λέγει. Είναι φανε­ρό ότι ευκο­λό­τε­ρο είναι η θερα­πεία του σώμα­τος· διό­τι όσο η ψυχή είναι ανώ­τε­ρη από το σώμα, τόσο περισ­σό­τε­ρο προ­τι­μό­τε­ρο είναι το να συγ­χω­ρη­θούν τα αμαρ­τή­μα­τα αυτού· επει­δή όμως το μεν δεν φαί­νε­ται, ενώ το άλλο φαί­νε­ται, πράτ­τω το υπο­δε­έ­στε­ρο μεν αλλά οπωσ­δή­πο­τε που είναι περισ­σό­τε­ρο εμφα­νές, ώστε δι’αυτού να απο­δει­χθεί και αυτό που είναι σπου­δαιό­τε­ρο και που δεν φαί­νε­ται, απο­κα­λύ­πτον­τας πλέ­ον δια των έργων Του αυτό που είχε λεχθεί από τον Ιωάν­νη τον Βαπτι­στή , ότι δηλα­δή Αυτός σηκώ­νει τις αμαρ­τί­ες του κόσμου[ Ιω.1,29:«δε μνς το Θεο αρων τν μαρ­τί­αν το κόσμου(:Να Εκεί­νος που προ­φή­τευ­σε ο Ησα­ΐ­ας και μας Τον απέ­στει­λε ο Θεός για να θυσια­στεί ως αρνί και να σηκώ­σει με τη σφα­γή και τη θυσία Του ολό­κλη­ρη την αμαρ­τία και την ενο­χή του κόσμου, και έτσι να την εξα­λεί­ψει)»].

Αφού λοι­πόν τον θερά­πευ­σε, τον απο­στέλ­λει στο σπί­τι του. Πάλι με την ενέρ­γειά Του αυτήν φανε­ρώ­νει την ταπει­νο­φρο­σύ­νη Του και ακό­μη ότι το γεγο­νός αυτό που συνέ­βη δεν ήταν φαν­τα­στι­κό· διό­τι εκεί­νους που ήταν μάρ­τυ­ρες της ασθέ­νειας, τους καθι­στά μάρ­τυ­ρες και της πραγ­μα­τι­κής θερα­πεί­ας. «Εγώ, βέβαια, ήθε­λα», λέγει, «δια­μέ­σου της δικής σου ασθέ­νειας να θερα­πεύ­σω και εκεί­νους που νομί­ζουν ότι είναι υγιείς, αλλά είναι ασθε­νείς πνευ­μα­τι­κώς. Επει­δή όμως δεν θέλουν, πήγαι­νε στο σπί­τι σου, για να θερα­πεύ­σεις τους οικεί­ους σου». Προ­σέ­χεις με ποιον τρό­πο απο­δει­κνύ­ει ότι ο Ίδιος είναι ο δημιουρ­γός και της ψυχής και του σώμα­τος; Θερα­πεύ­ει, λοι­πόν, την παρά­λυ­ση του κάθε συστα­τι­κού του ανθρώ­που και τη θερα­πεία που είναι αθέ­α­τη την απο­δει­κνύ­ει με εκεί­νη που είναι φανε­ρή.

Αλλά εξα­κο­λου­θούν ακό­μη να σύρον­ται στο χώμα: «δόν­τες δ ο χλοι θαύ­μα­σαν κα δόξα­σαν τν Θεν τν δόν­τα ξου­σί­αν τοιαύ­την τος νθρώ­ποις(:Όταν λοι­πόν τα πλή­θη του λαού είδαν αυτό που έγι­νε, θαύ­μα­σαν και δόξα­σαν τον Θεό, ο Οποί­ος έδω­σε στους ανθρώ­πους τέτοια εξου­σία, καθώς τον Ιησού Τον θεω­ρού­σαν ως έναν εκ των ανθρώ­πων, το να συγ­χω­ρούν­ται δηλα­δή οι αμαρ­τί­ες, και συγ­χρό­νως να για­τρεύ­ον­ται με ένα λόγο αθε­ρά­πευ­τες ασθέ­νειες του σώμα­τος)»[Ματθ.9,8]. Τους εμπό­δι­ζε ακό­μη η σάρ­κα για να αντι­λη­φθούν πλή­ρως τη θεό­τη­τά Του. Αλλά δεν τους μαλώ­νει, μα προ­χω­ρεί και με τα έργα Του τους αφυ­πνί­ζει και τους εξυ­ψώ­νει το φρό­νη­μα· διό­τι προς το παρόν δεν ήταν μικρό να τον θεω­ρούν ανώ­τε­ρο απ΄όλους τους ανθρώ­πους και ότι έχει έλθει εκ μέρους του Θεού. Επει­δή, εάν είχαν τέλεια βεβαιό­τη­τα γι’ αυτά μέσα τους, τότε βαθ­μιαία θα αντι­λαμ­βά­νον­ταν ότι ήταν και του Θεού υιός.

Αλλά δεν κατε­νόη­σαν καλά αυτά, γι’ αυτό και δεν μπό­ρε­σαν να Τον πλη­σιά­σουν· διό­τι έλε­γαν πάλι: «Οτος νθρω­πος οκ στι παρ το Θεοῦ·ἄλλοι ἔλε­γον· πῶς δύνα­ται ἄνθρω­πος ἁμαρ­τω­λὸς τοιαῦ­τα σημεῖα ποιεῖν; (:’’Αυτός ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι σταλ­μέ­νος από τον Θεό, διό­τι δεν τηρεί την αργία του Σαβ­βά­του’’. Άλλοι έλε­γαν: ‘’Πώς είναι δυνα­τόν ένας άνθρω­πος αμαρ­τω­λός να κάνει τέτοια απο­δει­κτι­κά και σημα­δια­κά θαύ­μα­τα;’’ Και δια­φω­νού­σαν μετα­ξύ τους)»[Ιω.9,16].Και συνε­χώς αυτά ανέ­φε­ραν, για να δικαιο­λο­γή­σουν τα δικά τους πάθη.

Το ίδιο κάνουν και σήμε­ρα πολ­λοί άνθρω­ποι και πιστεύ­ουν ότι ο Θεός εκδι­κεί­ται και εκδη­λώ­νουν με τον τρό­πο αυτόν τα δικά τους πάθη, ενώ πρέ­πει να εξε­τά­ζου­με τα πάν­τα με επιεί­κεια· διότι ο Θεός, μπο­ρού­σε, πραγ­μα­τι­κά, να ρίξει κεραυ­νό σε εκεί­νους που Τον βλα­σφη­μούν, αλλά, εντού­τοις, ανα­τέλ­λει για όλους τον ήλιο και βρέ­χει και όλα τα άλλα τα παρέ­χει με αφθο­νία. Αυτόν πρέ­πει να μιμού­μα­στε και εμείς και να παρα­κα­λού­με, να συμ­βου­λεύ­ου­με, να νου­θε­τού­με με πρα­ό­τη­τα, χωρίς να οργι­ζό­μα­στε ούτε να γινό­μα­στε πραγ­μα­τι­κά θηρία· διό­τι δεν συμ­βαί­νει καμία βλά­βη στον Θεό από τη βλα­σφη­μία, για να θυμώ­σει. Αντί­θε­τα, ο βλά­σφη­μος ο ίδιος δέχε­ται και το τραύ­μα από τη βλα­σφη­μία του. Γι’ αυτό, λοι­πόν, στέ­να­ξε, θρή­νη­σε, διό­τι το πάθος αυτό είναι άξιο για δάκρυα.

Επί­σης, αυτόν που τραυ­μα­τί­στη­κε τίπο­τα δεν μπο­ρεί να τον θερα­πεύ­σει τόσο πολύ όσο η επιεί­κεια. Πρό­σε­ξε, εξάλ­λου με ποιον τρό­πο μας ομι­λεί ο υβρι­σθείς Θεός και στην Παλαιά και στην Και­νή Δια­θή­κη. Στην Παλαιά λέγει: «Λαός μου, τί ποί­η­σά σοι τί λύπη­σά σε τί παρη­νώ­χλη­σά σοι; ποκρί­θη­τί μοι (:Λαέ μου, τι κακό σου έκα­μα ή σε τι σε λύπη­σα ή σε τι σε παρε­νό­χλη­σα; Απάν­τη­σέ μου)»[Μιχ. 6,3], και στην Και­νή: «Σαολ Σαούλ, τί με διώ­κεις;(:Σαύ­λε, Σαύ­λε, για­τί με κατα­διώ­κεις;)»[Πράξ.9,4].Και ο Παύ­λος, επί­σης, προ­τρέ­πει να διδά­σκου­με με πρα­ό­τη­τα τους αντι­φρο­νούν­τες. Αλλά και όταν οι μαθη­τές πλη­σί­α­σαν τον Χρι­στό και ήγει­ραν την αξί­ω­ση να κατε­βεί φωτιά από τον ουρα­νό, τους μάλω­σε πολύ και τους είπε: «Οκ οδατε ποί­ου πνεύ­μα­τός στε μες(:Δεν ξέρε­τε ακό­μη τι δια­θέ­σε­ων και φρο­νη­μά­των ανθρώ­πους σας κάνει η νέα πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ζωή που μετα­δί­δει η διδα­σκα­λία μου και η χάρη του Πνεύ­μα­τός μου. Δεν είστε άνθρω­ποι και διδά­σκα­λοι του πνεύ­μα­τος της οργής και τιμω­ρί­ας που επι­κρα­τού­σε στην Παλαιά Δια­θή­κη, αλλά του πνεύ­μα­τος της πρα­ό­τη­τας, της μακρο­θυ­μί­ας και της αγά­πης, που δεν κατα­στρέ­φει, αλλά σώζει)»[Λουκ.9,55].Και στην παρού­σα περί­πτω­ση δεν είπε: «ω μια­ροί και αγύρ­τες˙ ω εσείς που είστε γεμά­τοι από φθό­νο και εχθροί της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων». Αλλά λέγει: «Για­τί σκέ­πτε­στε πονη­ρά μέσα στην καρ­διά σας;»

Κατά συνέ­πεια, πρέ­πει με επιεί­κεια να αφα­νί­ζου­με τα νοσή­μα­τα· διό­τι εκεί­νος που θα γίνει καλύ­τε­ρος πιε­ζό­με­νος από τον ανθρώ­πι­νο φόβο, γρή­γο­ρα θα επι­στρέ­ψει εκ νέου στην πονη­ρία. Γι’ αυτό άλλω­στε προ­έ­τρε­ψε να αφή­σουν και τα ζιζά­νια, για να δώσει τη δυνα­τό­τη­τα και τον και­ρό να μετανοήσουν[πρβλ. Ματθ.13,30: «φετε συναυ­ξά­νε­σθαι μφό­τε­ρα μέχρι το θερι­σμο, κα ν καιρ το θερι­σμο ρ τος θερι­στας· συλ­λέ­ξα­τε πρτον τ ζιζά­νια κα δήσα­τε ατ ες δέσμας πρς τ κατα­κασαι ατά, τν δ στον συνα­γά­γε­τε ες τν ποθή­κην μου(:Αφή­στε να μεγα­λώ­νουν και τα δύο μέχρι την επο­χή του θερι­σμού. Και τον και­ρό του θερι­σμού, δηλα­δή της τελι­κής κρί­σε­ως, θα πω στους θερι­στές αγγέ­λους μου: ‘’Μαζέψ­τε πρώ­τα τα ζιζά­νια και δέστε τα σε δεσμί­δες για να τα κατα­κά­ψε­τε. Δηλα­δή ξεχω­ρί­στε τους πονη­ρούς ανθρώ­πους και ρίξ­τε τους όλους μαζί στη φωτιά της αιω­νί­ου κολά­σε­ως. Το σιτά­ρι όμως μαζέψ­τε το στην απο­θή­κη μου. Τους αγα­θούς δηλα­δή και ενά­ρε­τους συνάξ­τε τους στην ουρά­νια βασι­λεία’’)»]. Πραγ­μα­τι­κά, πολ­λοί από αυτούς μετα­νόη­σαν και έγι­ναν σπου­δαί­οι, ενώ προ­η­γου­μέ­νως ήταν φαύ­λοι, όπως είναι ο Παύ­λος, ο τελώ­νης και ο ληστής· διότι, ενώ ήσαν ζιζά­νια, έγι­ναν σίτος εκλε­κτός. Βέβαια, όσον αφο­ρά τα σπέρ­μα­τα αυτό είναι αδύ­να­το, αλλά ανα­φο­ρι­κά με τη διά­θε­ση των ανθρώ­πων είναι πολύ εύκο­λο, διό­τι αυτή δεν υπό­κει­ται στους φυσι­κούς νόμους, αλλά έχει τιμη­θεί με την ελευ­θε­ρία της εκλο­γής.

Γι’ αυτό, λοι­πόν, όταν δεις έναν εχθρό της αλή­θειας να τον φρον­τί­σεις, να τον επι­με­λη­θείς, να τον οδη­γή­σεις προς την αρε­τή, να δεί­ξεις άρι­στο βίο, να του μιλή­σεις με λόγους απαλ­λαγ­μέ­νους από κάθε κατη­γο­ρία(«Περ πντα σεαυτν παρεχμενος τπον καλν ργων, ν τ διδα­σκαλίᾳ δια­φθοραν, σεμντητα, φθαρσαν, λγον γι, κατγνω­στον, να ξ ναντας ντραπ μηδν χων περ μν λγειν φαλον(:Αλλά συγ­χρό­νως πρέ­πει και εσύ να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι έτσι, ώστε σε όλα να παρέ­χεις τον εαυ­τό σου υπό­δειγ­μα καλών έργων. Και στη διδα­σκα­λία από­φευ­γε κάθε νόθευ­ση, αλλά να διδά­σκεις αδιά­φθο­ρη την αλή­θεια και όσα διδά­σκεις να εμπνέ­ουν τη σεμνό­τη­τα, να δια­κρί­νον­ται για την καθα­ρό­τη­τα της διδα­σκα­λί­ας, να είναι λόγος σωστός και υγι­ής, ελεύ­θε­ρος από την αρρώ­στια της αιρέ­σε­ως, ακα­τη­γό­ρη­τος, ώστε κάθε αντί­πα­λος και εχθρός του Χρι­στού και του Ευαγ­γε­λί­ου να ντρο­πια­στεί, καθώς δεν θα έχει να λέει κανέ­να κακό για μας)»[Τίτ.2,8], να του προ­σφέ­ρεις προ­στα­σία και κηδε­μο­νία, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις κάθε τρό­πο διορ­θώ­σε­ως, μιμού­με­νος τους αρί­στους ιατρούς.

Διό­τι και αυτοί δεν θερα­πεύ­ουν με έναν τρό­πο μόνο, αλλά όταν δουν ότι δεν υπο­χω­ρεί η πλη­γή στο αρχι­κό φάρ­μα­κο προ­σθέ­τουν άλλο και ύστε­ρα από αυτό πάλι άλλο. Και άλλο­τε μεν κόπτουν, άλλο­τε δε επι­δέ­νουν. Και εσύ, λοι­πόν, αφού γίνεις ιατρός των ψυχών, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις κάθε τρό­πο θερα­πεί­ας σύμ­φω­να με τους νόμους του Χρι­στού, για να λάβεις αμοι­βή και για τη δική σου σωτη­ρία και για την ωφέ­λεια που έδω­σες στους άλλους. Όλα να τα κάνεις προς δόξαν του Θεού και έτσι θα δοξά­ζε­σαι και ο ίδιος. [Α΄Βασ.2,30: «Τος δοξά­ζον­τάς με δοξά­σω, κα ξου­θενν με τιμα­σθή­σε­ται(:Εγώ θα δοξά­ζω εκεί­νους, που με δοξά­ζουν και με σέβον­ται, και θα κατα­φρο­νή­σω και θα εξου­θε­νώ­σω εκεί­νους, οι οποί­οι με κατα­φρο­νούν)»].

Τα πάν­τα λοι­πόν ας τα πράτ­του­με προς δόξαν του Θεού, για να λάβου­με τη μακά­ρια εκεί­νη κλη­ρο­νο­μία, την οποία είθε όλοι μας να επι­τύ­χου­με, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και το κρά­τος στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΚΘ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 10, σελί­δες 279–297.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 65, σελ. 92–100.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΥΤΗΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22–3‑1981]

[Β45 ]

Σήμε­ρα η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, δευ­τέ­ρα Κυρια­κή των Νηστειών, εορ­τά­ζει τη μνή­μη του μεγά­λου πατρός και θεο­λό­γου του 14ου αιώ­νος, του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, αρχιε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Εάν η Κυρια­κή της Ορθο­δο­ξί­ας, που εορ­τά­σα­με την περα­σμέ­νην Κυρια­κήν, είναι η εορ­τή κατά την οποί­αν οι Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας, στην 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο έδει­ξαν ότι ο Υιός του Θεού αλη­θι­νά έγι­νε άνθρω­πος, για να θεω­θεί ο άνθρω­πος, αυτό με τη σημε­ρι­νή Κυρια­κή και την προ­βο­λή του μεγά­λου προ­σώ­που και αγί­ου, του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, που δεν είναι βεβαί­ως σήμε­ρα η κανο­νι­κή του μνή­μη, αλλά η προ­βο­λή του, ως θεο­λό­γου και μαχη­τού υπέρ της Ορθο­δο­ξί­ας, με τον άγιο Γρη­γό­ριο τον Παλα­μά έγι­νε αυτό πολύ σαφές· διό­τι ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς ηγω­νί­σθη ως μονα­χός και ως επί­σκο­πος, ακρι­βώς να δεί­ξει ότι είναι δυνα­τόν αυτό να γίνει.

Ποιο; Αυτό που η 7η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος ήδη είχε θεμε­λιώ­σει: ότι Λγος σρξ γνετο να σάρξ γένη­ται λόγος. Αυτό που όλοι οι Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας, σε μια ολο­σύμ­φω­νη γραμ­μή ετή­ρη­σαν μέσα στη δια­δρο­μή της Εκκλη­σί­ας: ότι ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος, για να γίνει ο άνθρω­πος Θεός. Και δύο μεγά­λες Οικου­με­νι­κές Σύνο­δοι, που έγι­ναν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη το 1341 και το 1351, κατο­χύ­ρω­σαν αυτήν την μεγά­λη αλή­θεια. Είναι οι τελευ­ταί­ες μεγά­λες Σύνο­δοι που έγι­ναν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, που έγι­ναν στην Ανα­το­λή, 100 χρό­νια πριν πέσει η Κων­σταν­τι­νού­πο­λις και η Ανα­το­λή πια βρί­σκε­ται κάτω από την κυριαρ­χία αλλο­θρή­σκων. Αλλά όμως, θείω Πνεύ­μα­τι, έγι­ναν αυτές οι δύο Σύνο­δοι και ενε­φα­νί­σθη αυτός ο Άγιος μεγά­λος πατήρ, ο οποί­ος και προ­κά­λε­σε τας Συνό­δους, σημειώ­σα­τέ το αυτό, εξ αφορ­μής της Δύσε­ως, η οποία υπε­στή­ρι­ζε τα εναν­τία, στο πρό­σω­πο του Βαρ­λα­άμ, ότι δεν είναι δυνα­τόν ο άνθρω­πος να φθά­σει στη θέω­ση, και θα δού­με τι ακρι­βώς σημαί­νει αυτό, ο άγιος αυτός πατήρ που τόσο ηγω­νί­σθη, με τας Συνό­δους αυτάς έθε­σαν το θεμέ­λιον της Ανα­το­λής, της Ορθο­δό­ξου Ανα­το­λι­κής Θεο­λο­γί­ας,ώστε όταν θα ήρχον­το τα μεγά­λα κύμα­τα της Δύσε­ως να την κατα­πον­τί­σουν, αυτή να είναι θεμε­λιω­μέ­νη.

Το κύριο πρό­βλη­μα που απη­σχό­λη­σε τότε, κατά τον 14ον αιώ­να, ήταν το εξής: Ποιος είναι ο βασι­κός χαρα­κτήρ της Χρι­στια­νι­κής υπάρ­ξε­ως. Ποιες είναι οι δυνα­τό­τη­τες του ανθρώ­που να φθά­σει πού; Αυτό ήταν το πρό­βλη­μα. Βεβαί­ως δεν ήταν πρό­βλη­μα. Το θέμα αυτό ήδη είχε τεθεί από την πρώ­τη στιγ­μή που ιδρύ­θη­κε και φανε­ρώ­θη­κε και κηρύ­χθη­κε η Εκκλη­σία εις τον κόσμον. Όλοι οι αρχαί­οι Πατέ­ρες ήδη είχαν δώσει τη γραμ­μή πλεύ­σε­ως. Ποιες ακρι­βώς είναι οι δυνα­τό­τη­τες του ανθρώ­που ως Χρι­στια­νού, να φθά­σει πού; Αλλά επει­δή όμως προ­ε­κλή­θη θέμα κατά τον 14ο αιώ­να, εξ αφορ­μής του εκ Καλα­βρί­ας της Δύσε­ως Βαρ­λα­άμ, ο οποί­ος Βαρ­λα­άμ εξε­προ­σώ­πευε τη Δύση και η οποία Δύσις επί­στευε ότι ο άνθρω­πος δεν μπο­ρεί να φθά­σει σε μεγά­λα μέτρα, προ­ε­βλή­θη το θέμα ως πρό­βλη­μα. Το υπε­στή­ρι­ξε ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς και το επε­κύ­ρω­σαν αυτές οι δύο τοπι­κές μεγά­λες Σύνο­δοι εις την Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν το 1341 και το 1351.

Το θέμα λοι­πόν ήταν οι δυνα­τό­τη­τες του ανθρώ­που πού φθά­νουν; Τι μπο­ρεί να γίνει ο άνθρω­πος; Και απάν­τη­σε ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς: «Να θεω­θεί!». Είναι η θέω­σις. Τι σημαί­νει θέω­σις; Σημαί­νει την κοι­νω­νία, την προ­σω­πι­κή κοι­νω­νία του ανθρώ­που με τον Θεό. Αυτό βέβαια επή­ρε δια­στά­σεις προ­βλή­μα­τος για τον εξής λόγο. «Θεώ­νο­μαι» που είναι μία λέξις καθα­ρά Ελλη­νι­κή, και που δεν μπό­ρε­σε να μετα­φρα­στεί σε καμία γλώσ­σα, ούτε σε αυτήν την Λατι­νι­κήν, και μένει μία λέξις μονα­δι­κή στη γλώσ­σα μας και σε όλες τις γλώσ­σες του κόσμου, αν έπρε­πε να μιλή­σει ο Λατί­νος ή ο Γερ­μα­νός ή ο Κινέ­ζος θα έλε­γε τη λέξη Ελλη­νι­κά, «θέω­σις», είναι η θεο­ποί­η­σις του Μεγά­λου Αθα­να­σί­ου και του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου. Το να γίνει ο άνθρω­πος Θεός. Και να έχει ο άνθρω­πος μια κοι­νω­νία με τον Θεό κατά έναν μονα­δι­κό τρό­πο.

Ετέ­θη όμως το εξής ερώ­τη­μα: Είναι δυνα­τόν αυτό; Εφό­σον ο Θεός είναι ακα­τά­λη­πτος και «φς οκν πρό­σι­τον(:που κατοι­κεί σε φως απρό­σι­το)»[Α’ Τιμ.στ΄16], πώς είναι δυνα­τόν ο άνθρω­πος να φθά­σει μέσα στην περιο­χή του Θεού και να θεω­θεί; Οι ίδιοι πάλι Πατέ­ρες υπε­στή­ρι­ξαν ότι ο Θεός είναι ακα­τά­λη­πτος και απρό­σι­τος. Όμως, εδώ ήταν τώρα η μεγά­λη προ­σφο­ρά του αγί­ου πατρός, η οποία, σημειώ­σα­τε, ότι δεν είναι πρω­το­φα­νής. Ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς στη­ρί­ζε­ται σε δύο στε­ρεά θεμέ­λια·και τα οποία τον καθι­στούν ορθο­δο­ξό­τα­το. Και πάν­τα που θα ήθε­λε να θεο­λο­γή­σει, εάν μεί­νει στα δύο αυτά θεμέ­λια, θα μεί­νει ορθό­δο­ξος. Είναι η βιβλι­κή Ιστο­ρία και οι Πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας ως ερμη­νείς της βιβλι­κής Ιστο­ρί­ας. Ο άγιος Γρη­γό­ριος μένει στα γεγο­νό­τα της βιβλι­κής Ιστο­ρί­ας. Μένει σ’ αυτήν την Ιστο­ρία. Μένει σ’ αυτήν την Εναν­θρώ­πη­ση. Μένει στην Σταύ­ρω­ση του Χρι­στού, στην Ανά­στα­σή Του, στην Ανά­λη­ψή Του, στη Μετα­μόρ­φω­σή Του. Παίρ­νει το γεγο­νός της Μετα­μορ­φώ­σε­ως· υπο­γραμ­μί­ζω, παίρ­νει το γεγο­νός της Μετα­μορ­φώ­σε­ως. Δεν αλλη­γο­ρεί τίπο­τα. Παίρ­νει καθ’ αυτά τα γεγο­νό­τα. Και τα θεο­λο­γεί. Τα θεο­λο­γεί όμως με μια θεο­λο­γία πατε­ρι­κή. Όπως οι Πατέ­ρες κατε­νόη­σαν και προ­σω­πι­κά έζη­σαν τη βιβλι­κή Ιστο­ρία. Αυτά είναι τα δυο θεμέ­λια της Ορθο­δο­ξί­ας. Και όποιος μιλά­ει επά­νω σ’ αυτά τα δύο θεμέ­λια και στη­ρί­ζε­ται, ποτέ δεν πέφτει έξω. Είναι δε ο άγιος Γρη­γό­ριος ορθο­δο­ξό­τα­τος.

Έρχε­ται λοι­πόν τώρα να μας πει η Δύσις· η οποία εκπρο­σω­πεί αν θέλε­τε, τη λογι­κή κατα­νόη­ση, τη φιλο­σο­φι­κή τοπο­θέ­τη­ση, την αρι­στο­τε­λι­κή ειδι­κό­τε­ρα: Πώς μπο­ρεί ο άνθρω­πος να φθά­σει μέσα στο μυστή­ριο του Θεού, του ακα­τά­λη­πτου, ακα­τα­νο­ή­του και απρο­σί­του και να θεω­θεί; Και λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος: Εάν υπάρ­ξει μία διά­κρι­σις της ουσί­ας του Θεού και των ενερ­γειών του Θεού· ο Θεός ως ουσία πράγ­μα­τι είναι ακα­τα­νόη­τος, απε­ρί­γρα­πτος και απρό­σι­τος. Ποτέ η ουσία του Θεού δεν έρχε­ται σε επα­φή με τη Δημιουρ­γία. Ο Θεός μόνον τον Υιό γεν­νά ως ουσία. Τον κόσμον τον δημιουρ­γεί με τας ενερ­γεί­ας Του. Αυτό ήτο η μεγά­λη προ­σφο­ρά του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά.

Τώρα βέβαια σας φαί­νον­ται δύσκο­λα αυτά, θα δεί­τε όμως τώρα τι θα βγει. Γι’ αυτό σας παρα­κα­λώ μην κλεί­νε­τε τα μάτια σας, αλλά να ακού­τε και να βλέ­πε­τε. Για­τί κάπο­τε πρέ­πει να μπαί­νου­με στα βαθιά νερά και να μαθαί­νου­με σε αυτά κολύμ­πι. Παρα­κα­λώ, κοι­τάξ­τε. Πώς ακρι­βώς γίνε­ται αυτή η διά­κρι­σις; Γίνε­ται μια δία­κρι­σις χωρίς μερι­σμό. Δια­κρί­νου­με τις ενέρ­γειες του Θεού από την ουσία του Θεού, χωρίς να χωρί­σου­με όμως τις ενέρ­γειες του Θεού από την ουσία του Θεού. Για­τί οι ενέρ­γειες του Θεού είναι άκτι­στες και συνε­πώς είναι ο Θεός. Όπως ακρι­βώς είναι ο ήλιος με την ακτι­νο­βο­λία του. Ο ήλιος, όπως τον βλέ­που­με, είναι απρό­σι­τος. Ποιος μπό­ρε­σε ποτέ να πάει στον ήλιο; Και να τον πιά­σει; Είναι απρό­σι­τος. Είναι όμως προ­σι­τός με την ακτι­νο­βο­λία του, με την ενέρ­γεια της ακτι­νο­βο­λί­ας του. Ακού­στε τι είπα: με την ενέρ­γεια της ακτι­νο­βο­λί­ας του. Τον ήλιο τον έχου­με εδώ, τον έχου­με στη γη. Μας φωτί­ζει, μας ζωο­γο­νεί, τον βλέ­που­με, χωρίς όμως να μπο­ρού­με να πάμε στον ήλιο. Κατά παρό­μοιο τρό­πο είναι η ουσία του Θεού με τις ενέρ­γειές Του.

Όταν λέμε λοι­πόν ότι θα ζήσου­με ή θα δού­με τον Θεό από την παρού­σα ζωή…ποιος μπο­ρεί να δει τον Θεό; Λέγει η Γρα­φή: «Θεν οδες ώρα­κε πώπο­τε». Όταν όμως λέμε ότι μπο­ρού­με να δού­με τον Θεό από την παρού­σα ζωή αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός γίνε­ται φανε­ρός με τις ενέρ­γειές Του. Αλλά πώς γίνε­ται με τις ενέρ­γειές Του; Έτσι είναι ένα λεκτι­κό πράγ­μα; Απλώς σαν κου­βέν­τα; «Όχι», απαν­τά ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς, «είναι μια οντο­λο­γι­κή παρου­σία του Θεού, εις τας ενερ­γεί­ας Του, όχι στην ουσία Του»·η οποία είναι πράγ­μα­τι ακα­τά­λη­πτος και απρό­σι­τος. Και συνε­πώς μπο­ρώ να δω τον Θεό. Τον Θεό να δεις; Μπο­ρώ να δω τον Θεό πρό­σω­πον προς πρό­σω­πον. Και βλέ­πον­τας τον Θεό πρό­σω­πον προς πρό­σω­πον, από την παρού­σα ζωή, θεώ­νο­μαι.

Αυτό το «Μακά­ριοι ο καθα­ροί τ καρ­δί τι ατοί τόν Θεόν ψον­ται» είναι η βάσις η ευαγ­γε­λι­κή. Λέγει ο άγιος Συμε­ών ο Νέος Θεο­λό­γος- ακού­στε επι­χεί­ρη­μα: «Ποιοι είναι οι καθα­ροί στην καρ­διά; Εκεί­νοι που είναι, αυτοί θα δουν τον Θεό. Εσύ λες ότι θα δεις τον Θεό στην άλλη ζωή. Μα στην άλλη ζωή, δεν υπάρ­χει η δυνα­τό­τη­τα να καθα­ρί­σεις την καρ­διά σου, για να δεις τον Θεό». Είδα­τε επι­χεί­ρη­μα; Εδώ είναι η δυνα­τό­τη­τα να καθα­ρί­σεις την καρ­διά σου, για να δεις τον Θεό. Συνε­πώς εδώ θα δεις τον Θεό· εδώ, στην παρού­σα ζωή.

Αλλά αυτό τι συνέ­πιες έχει; Έχει τις εξής συνέ­πειες αγα­πη­τοί μου. Απλώς τον 14ο αιώ­να αυτό διε­τυ­πώ­θη ως δόγ­μα. Ήταν πάν­το­τε γνω­στό. Δεν ήταν κάτι και­νού­ριο. Για­τί, σας είπα, ήταν η προ­σω­πι­κή εμπει­ρία των Πατέ­ρων της Εκκλη­σί­ας και των αγί­ων της Εκκλη­σί­ας: ότι (εδώ προ­σέξ­τε) ότι η πνευ­μα­τι­κή ζωή δεν εξαν­τλεί­ται στη μετά­νοια, αλλά επε­κτεί­νε­ται στην ανα­γέν­νη­ση. Πραγ­μα­τι­κά πώς το λέμε αυτό; Να πώς το λέμε. Να δεί­τε πόσο σήμε­ρα έχει βασι­κή σημα­σία η προ­βο­λή του προ­σώ­που του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά και της Θεο­λο­γί­ας του. Σήμε­ρα λέμε «να μετα­νο­ή­σεις» και μόλις μετα­νο­ή­σω και πάω και εξο­μο­λο­γη­θώ, έχω την αίσθη­ση μιας αυτάρ­κειας, ότι τελεί­ω­σα. Αφού πήγα και εξο­μο­λο­γή­θη­κα, επι­σφρα­γί­ζω την εξο­μο­λό­γη­σή μου και με τη Θεία Κοι­νω­νία και τελεί­ω­σα. Τελεί­ω­σες; Εξαν­τλεί­ται η πνευ­μα­τι­κή ζωή στο να μετα­νο­ή­σεις μόνο; Η πνευ­μα­τι­κή ζωή πάει πέρα από τη μετά­νοια. Είναι στην ανα­γέν­νη­ση. Γι’αυτό λέγει ο άγιος Νικό­δη­μος πολύ σωστά..- ξέρε­τε ότι στην εμπει­ρία αυτή έχου­με πάν­τα τους αγί­ους, στον άγιο Νικό­δη­μο, στον άγιο Νεκτά­ριο, που είναι της επο­χής μας κι συγ­χρό­νους αγί­ους, που ίσως ακό­μη η Εκκλη­σία δεν τους ανε­κή­ρυ­ξε, ίσως ποτέ να μην τους ανα­κη­ρύ­ξει, δεν έχει σημα­σία, άγνω­στοι άνθρω­ποι, ζουν αυτήν την εμπει­ρία.

Προ­σέ­ξα­τε. Λέγει ο άγιος Νικό­δη­μος: «Όταν κάποιος που πεθαί­νει, μας φωνά­ξουν να τον εξο­μο­λο­γή­σου­με και να τον κοι­νω­νή­σου­με, πηγαί­νου­με εκ καθή­κον­τος, για­τί μας το ζήτη­σαν. Δεν ξέρου­με όμως αν αυτός ο άνθρω­πος θα σωθεί. Απλού­στα­τα για­τί αφή­σα­με να περά­σει η ζωή μας και νομί­σα­με ότι προς το τέλος της ζωής μας… κι αυτό το λάθος κάνου­με, ότι θα αφή­σου­με να μετα­νο­ή­σου­με στο τέλος. Δεν είναι η μετά­νοια που θα μας σώσει. Η ανα­γέν­νη­ση. Είναι η ανα­γέν­νη­ση. Άφη­σες τη μετά­νοια αδελ­φέ μου να περά­σει η ζωή σου και τότε να μετα­νο­ή­σεις είπες. Είσαι σίγου­ρος ότι θα γερά­σεις; Είσαι σίγου­ρος ότι δεν θα έχεις αιφ­νί­διο θάνα­το; Έστω. Αλλά πότε θα προ­λά­βεις να ανα­γεν­νη­θείς; Πότε θα προ­λά­βεις;».

Γι’ αυτό τον λόγο πάμε και ερχό­μα­στε στην εξο­μο­λό­γη­ση, πάμε και ερχό­μα­στε χρό­νια ολό­κλη­ρα, νομί­ζον­τες ότι δυνά­με­θα να περιο­ρι­ζό­με­θα σε μια ανα­νέ­ω­ση της μετά­νοιας και όχι σε μία ανα­γέν­νη­ση. Αυτό για όλους μας είναι ένα δυστύ­χη­μα. Και πρέ­πει να σας πω ότι σήμε­ρα ακρι­βώς αυτό κάνου­με. Γι’ αυτόν τον λόγο μας φαί­νε­ται πολύ μακρι­νή η θεο­λο­γία του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά σήμε­ρα. Μέχρι σήμε­ρα η Δύσις δεν τον έχει κατα­νο­ή­σει τον άγιο Γρη­γό­ριο τον Παλα­μά. Και επει­δή σήμε­ρα δυτι­κί­ζου­με και όλο δυτι­κί­ζου­με, όχι μόνο στον πολι­τι­σμό αλλά και στο θρη­σκευ­τι­κόν αίσθη­μα και συνε­χώς δυτι­κί­ζου­με, ολο­έ­να απο­μα­κρυ­νό­μα­στε από την θεο­λο­γία του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, δηλα­δή από τη θεο­λο­γία της ανα­γεν­νή­σε­ως, από τη θεο­λο­γία της θεώ­σε­ως. Να μπο­ρού­με πραγ­μα­τι­κά να φθά­σου­με σε εκεί­να τα μέτρα.

Και σήμε­ρα, ξέρε­τε τι αίσθη­μα έχου­με; Έχου­με το εξής αίσθη­μα. Και εγώ που σας ομι­λώ αγα­πη­τοί μου. Όλοι μας είμε­θα παι­διά της επο­χής μας και όλοι βρι­σκό­μα­στε κάτω από την ίδια νοο­τρο­πία. Έχου­με το εξής αίσθη­μα: ότι αυτοί οι άγιοι με τη θεο­λο­γία τους, που δεν είναι παρά η ευαγ­γε­λι­κή θεο­λο­γία, όπως την ερμη­νεύ­ουν οι Πατέ­ρες και την κατα­νο­ούν και τη ζουν, σας είπα, προ­ϊ­όν και της προ­σω­πι­κής τους εμπει­ρί­ας, το υπο­γραμ­μί­ζω αυτό, ως να είναι αυτά στην κορυ­φή του Ολύμ­που και εμείς να είμα­στε στην πεδιά­δα και να βλέ­που­με και να λέμε «και πώς ανε­βαί­νει κανείς τώρα εκεί πάνω; Απρό­σι­τες κορυ­φές». Αυτό όμως είναι ένα δυστύ­χη­μα. Είναι δυστύ­χη­μα για­τί αυτά τα πράγ­μα­τα αφο­ρούν σε αυτήν τη σωτη­ρία μας.

Γι’ αυτό τον λόγο, μου φαί­νε­ται, ένα πρώ­το βήμα, ένα πρώ­το στά­διο που πρέ­πει να κινή­σου­με, είναι να προ­βάλ­λου­με τα πράγ­μα­τα, να προ­βάλ­λου­με τους αγί­ους, που τόσο πολύ αγω­νί­στη­καν, όπως ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς· με τη θεο­λο­γία του-δεν είναι και­νού­ρια θεο­λο­γία, το ξανα­λέ­γω, είναι η βιβλι­κή και η πατε­ρι­κή, αλλά απλώς την έκα­νε σαφή και την προ­έ­βα­λε, επει­δή υπήρ­ξαν αφορ­μές. Πρέ­πει αυτά να προ­βάλ­λον­ται. Και η Εκκλη­σία μας προ­σπα­θεί να το κάνει αυτό. Η Εκκλη­σία μας, βλέ­πε­τε, προ­βάλ­λει την Κυρια­κή την Α΄ των Νηστειών, την Ορθο­δο­ξία. Και γιορ­τά­ζει τον εαυ­τόν της, την ορθο­δο­ξό­τη­τά της. Προ­βάλ­λει την Β΄ Κυρια­κή τον άγιο Γρη­γό­ριο τον Παλα­μά, για να δεί­ξει ότι εκεί­νο το οποί­ον τότε αγω­νί­στη­κε, εκα­τόν-τόσα χρό­νια εις την 7η Οικου­με­νι­κήν Σύνο­δο να δια­σώ­σει και την ανθρώ­πι­νη φύση του Θεού Λόγου, έρχε­ται τώρα ο άγιος Γρη­γό­ριος να μας πει ότι αυτό είναι δυνα­τό: το ότι μπο­ρεί τώρα ο άνθρω­πος, αφού ο Θεός έγι­νε άνθρω­πος, ο άνθρω­πος μπο­ρεί να γίνει Θεός.

Γι’ αυτό, αγα­πη­τοί, κατα­κλεί­ον­τες, θα σας έλε­γα, μη μένο­με στα στε­νά όρια μιας ανε­παρ­κε­στά­της και στοι­χειω­δε­στά­της μετα­νοί­ας. Μια μετά­νοια χωρίς δάκρυα πολ­λές φορές· χωρίς δάκρυα, χωρίς συναί­σθη­ση, από μια συνή­θεια πάμε να πού­με τις αμαρ­τί­ες μας και τίπο­τε άλλο. Να ήταν του­λά­χι­στον και της προ­κο­πής η μετά­νοιά μας! Να ήταν της προ­κο­πής! Θα άξι­ζε ο κόπος. Ούτε αυτή δεν είναι της προ­κο­πής. Για­τί; Για­τί απλού­στα­τα δεν έχου­με μπρο­στά μας, στον οπτι­κό μας ορί­ζον­τα, την ανα­γέν­νη­ση. Αν έχου­με στον οπτι­κό μας ορί­ζον­τα την ανα­γέν­νη­ση, τότε θα δού­με ότι η μετά­νοια είναι ένα μετα­βα­τι­κό στά­διο. Βέβαια πρέ­πει να μετα­νο­ού­με σε όλη μας τη ζωή, για­τί είμα­στε άνθρω­ποι και πέφτου­με. Αλλά αν το θέλε­τε, στη ζωή των μεγά­λων αγί­ων, δεν έχου­με πια μετά­νοια. Παρά το ότι αυτοί έλε­γαν «άστε με να μετα­νο­ή­σω ακό­μη», όπως έλε­γε ο άγιος Σισώ­ης. «Άστε με να μετα­νο­ή­σω.» Και είχε λάμ­ψει ολό­κλη­ρος. Όμως, όπως λέγει και ο άγιος Συμε­ών ο νέος Θεο­λό­γος «αυτός που μπή­κε στην ανα­γέν­νη­ση και στη θέω­ση, δεν έχει ανάγ­κη πλέ­ον ούτε της μετα­νοί­ας, ούτε καν των δακρύ­ων. Δεν είναι πλέ­ον η περιο­χή της μετα­νοί­ας, αλλά της θεο­λο­γί­ας». Είναι μεγά­λο πράγ­μα αυτό. Ε, αυτή λοι­πόν η προ­ο­πτι­κή, αυτός ο οπτι­κός ορί­ζων, έχει χαθεί από τα μάτια μας. Κι έχει μεί­νει μπρο­στά μας μόνον η μετά­νοια. Για­τί νομί­ζου­με ότι το παν είναι η μετά­νοια. Την αφή­νου­με κι αυτή και ατο­νεί, για­τί είναι ίδιον του ανθρώ­που να μη θέλει να φθά­νει στο τέλος. Αλλά λέει: «Δέκα είναι;». Να σας το πω με ένα μικρό παρά­δειγ­μα. Όλοι το παθαί­νου­με. «Τι ώρα τελειώ­νει η Εκκλη­σία; Εννιά; Ε, θα πάω 8.30. Δέκα; Θα πάω 9.30. Τελειώ­νει δώδε­κα; Θα πάω 11.30». Αυτό παθαί­νου­με. Λέμε «η μετά­νοια, ε, ας είναι και λιγά­κι πιο εδώ, δεν πει­ρά­ζει». Ας προ­βάλ­λου­με, ξανα­λέω άλλη μια φορά, στον οπτι­κό μας ορί­ζον­τα όλο το μέγε­θος του μυστη­ρί­ου της σωτη­ρί­ας μας·που είναι η ανα­γέν­νη­σις του ανθρώ­που, που προ­ε­βλή­θη τόσο δυνα­τά από τον άγιο πατέ­ρα, τον άγιο Γρη­γό­ριο τον Παλα­μά και που η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει κάθε δεύ­τε­ρη Κυρια­κή των Νηστειών.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Τὴν περα­σμέ­νη Κυρια­κὴ ἀκού­σα­με τὸ εὐαγ­γέ­λιο ποὺ ἀνα­φέ­ρε­ται στὴ θαυ­μα­στὴ ἰσχὺ ποὺ ἔχει καὶ ἡ μεγά­λη καὶ δυνα­μι­κὴ παρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ναθα­να­ὴλ ἀμφι­σβη­τοῦ­σε τὰ λόγια τοῦ ἀπο­στό­λου Φιλίπ­που πῶς εἶχε ἐμφα­νι­στεῖ στὸν κόσμο καὶ ἀπὸ πολ­λούς ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἀπὸ Ναζα­ρέτ. Ὁ Ναθα­να­ὴλ ὅμως, μὲ τὸ ποὺ βρέ­θη­κε κατὰ πρό­σω­πο μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀμέ­σως τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σε καὶ τὸν ὁμο­λό­γη­σε ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς Βασι­λιᾶ τοῦ Ἰσρα­ήλ. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς μιλά­ει γιὰ τίς μεγά­λες προ­σπά­θειες καὶ τὸν ἀγῶ­να ποὺ κατέ­βα­λαν ἄνθρω­ποι μὲ πραγ­μα­τι­κὴ πίστη γιὰ νὰ παρου­σια­στοῦν μπρο­στὰ στὸν Κύριο.

Τέσ­σε­ρις ἄνθρω­ποι μετέ­φε­ραν ἕναν συνάν­θρω­πο ἢ φίλο τους ποὺ ἦταν παρα­λυ­τι­κός. Τὸν μετέ­φε­ραν μὲ τὸ κρε­βά­τι του, ἀφοῦ ἦταν τόσο ἀδύ­να­τος κι ἀβο­ή­θη­τος, ὥστε δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μετα­φερ­θεῖ δια­φο­ρε­τι­κά. Μάταια ὅμως προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ περά­σουν ἀνά­με­σα ἀπὸ τὸ πυκνὸ πλῆ­θος καὶ νὰ πλη­σιά­σουν τὸν Κύριο. Κι ἀφοῦ αὐτὸ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κατορ­θώ­σουν, ἀνέ­βη­καν στὴν όρο­φή της οἰκί­ας, τὴν ἄνοι­ξαν, καὶ μὲ μεγά­λη προ­σπά­θεια κατέ­βα­σαν τὸ κρε­βά­τι ὅπου κεί­τον­ταν ὁ ἄρρω­στος καὶ τὸ ἀκούμ­πη­σαν μπρο­στὰ στὰ πόδια τοῦ θαυ­μα­τουρ­γου Ἰατροῦ. Τόσο μεγά­λη ἦταν ἡ πίστη τους στὸ Χρι­στό.

«Ἰδὼν δὲ Ἰησους τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τὸ παρα­λυ­τι­κὸ τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σοῦ» (Μάρκ. β’5). Οἱ ἁμαρ­τί­ες σου συγ­χω­ροῦν­ται, εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν παρα­λυ­τι­κό. Ὁ Χρι­στὸς δὲν περί­με­νε ν’ ἀκού­σει νὰ ἐκφρά­ζε­ται μὲ λόγια ἡ πίστη τους. Τὴν εἶδε. Ἡ πνευ­μα­τι­κή Του ὅρα­ση εἰσχώ­ρη­σε στὰ μύχια τῆς ἀνθρώ­πι­νης καρ­διᾶς. Καὶ κεί, στὰ βάθη της, εἶδε τὴ μεγά­λη τους πίστη. Μὲ τὰ σωμα­τι­κά Του μάτια εἶδε τίς προ­σπά­θειες καὶ τὸν ἀγῶ­να τους νὰ φέρουν τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο μπρο­στά Του. Ἡ πίστη τους ἑπο­μέ­νως ἦταν ὁλο­φά­νε­ρη.

Ἡ ἀπι­στία τῶν γραμ­μα­τέ­ων ποὺ παρευ­ρί­σκον­ταν στὸ γεγο­νὸς αὐτὸ ἦταν ἐπί­σης ὁλο­φά­νε­ρη στὸν Κύριο. «Τί οὗτος οὕτῳ λαλεῖ βλα­σφη­μί­ας; Τίς δύνα­ται ἀφιέ­ναι ἁμαρ­τί­ας εἰ,εἶ μὴ εἰς ὁ Θεός;» (Μάρκ. β’8). Αὐτὸς βλα­σφη­μεῖ, ἔλε­γαν μέσα τους. Ποιός ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό, μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁμαρ­τί­ες;

Ὁ Κύριος «ἐπι­γνούς το πνεύ­μα­τι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ δια­λο­γί­ζον­ται ἐν ἑαυ­τοῖς, εἶπεν αὐτοῖς: τί ταῦ­τα δια­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑμῶν;» (Μάρκ. β’8). Ὁ Κύριος γνώ­ρι­ζε αὐτὰ ποὺ σκέ­φτον­ταν κι ἄρχι­σε νὰ τοὺς ἐπι­τι­μᾷ μὲ ἤρε­μο τρό­πο. Για­τί σκέ­φτε­στε τέτοια πράγ­μα­τα; Ὁ Κύριος δια­βά­ζει τίς πονη­ρὲς καρ­διὲς τὸ ἴδιο εὔκο­λα ποὺ δια­βά­ζει καὶ τίς ἁγνές. “Ὅπως ἀνα­γνώ­ρι­σε ἀμέ­σως τὴν ἁγνὴ καὶ καθα­ρὴ καρ­διὰ τοῦ Ναθα­να­ήλ, ποὺ δὲν εἶχε πονη­ριὰ καὶ δόλο, ἔτσι ἀνα­γνώ­ρι­σε ἀμέ­σως τίς ἀκά­θαρ­τες καρ­διὲς τῶν γραμ­μα­τέ­ων, ποὺ ἦταν γεμᾶ­τες δόλο. Γιὰ νὰ τοὺς δεί­ξει λοι­πὸν πῶς ἔχει ἐξου­σία τόσο στὰ σώμα­τα ὅσο καὶ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων, τόσο νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁμαρ­τί­ες ὅσο καὶ νὰ θερα­πεύ­ει τὰ ἄρρω­στα σώμα­τα, ὁ Κύριος λέει στὸν παρα­λυ­τι­κό: «σοὶ λέγω, ἔγει­ρε καὶ ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ ὕπα­γε εἰς τὸν οἴκόν σου» (Μάρκ. βί1). Καὶ μπρο­στὰ σὲ τέτοιο ἐξου­σια­στι­κὸ λόγο, ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος «ἠγέρ­θῃ εὐθέ­ως, καὶ ἄρας τὸν κρά­βατ­τον ἐξῆλ­θεν ἐναν­τί­ον πάν­των, ὥστε ἐξί­στα­σθαι πάν­τας καὶ δοξά­ζειν τὸν Θεὸν λέγον­τας ὅτι οὐδέ­πο­τε οὕτως εἴδο­μεν» (Μάρκ. β12). “Ὁ παρά­λυ­τος ἄνθρω­πος σηκώ­θη­κε ἀμέ­σως, ἔβα­λε τὸ κρε­βά­τι στὸν ὦμο του καὶ πέρα­σε μπρο­στὰ ἀπ’ ὅλους. Κι ὅλοι θαύ­μα­σαν καὶ δόξα­σαν το Θεὸ λέγον­τας: τέτοια γεγο­νό­τα ποτέ μας δὲν εἴδα­με.

Ἄς δοῦ­με τώρα πόσες θαυ­μα­στὲς δυνά­μεις φανε­ρώ­νει διὰ μιᾶς ὁ Κύριος:

Δια­βά­ζει τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων καὶ σὲ μερι­κὲς δια­κρί­νει τὴν πίστη, ἐνῶ σὲ ἄλλες το δόλο.

Συγ­χω­ρεῖ στὴν ψυχὴ τίς ἁμαρ­τί­ες καὶ τὴν κάνει ὑγιῆ, καθα­ρὴ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἀρρώ­στιας καὶ τῆς ἀνα­πη­ρί­ας.

Ἀπο­κα­θι­στᾷ τὴν ὑγεία στὸ ἄρρω­στο καὶ παρα­λυ­τι­κὸ σῶμα μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ λόγου Του.

Πόσο μεγά­λη, πόσο φοβε­ρὴ καὶ πόσο θαυ­μα­στὴ καὶ ζωο­δό­τρα εἶναι ἡ παρου­σία τοῦ ζῶν­τος Κυρί­ου!

Ἄς ἔρθου­με ὅμως κι ἂς στα­θοῦ­με μπρο­στὰ στὴν παρου­σία τοῦ ζῶν­τος Κυρί­ου. Τὸ πιὸ σπου­δαῖο πρᾶγ­μα στὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας εἶναι νὰ προ­σεγ­γί­σου­με μὲ πίστη τὴν παρου­σία τοῦ Κυρί­ου, νὰ τὴ νιώ­σου­με. Μερι­κὲς φορὲς ἔρχε­ται καὶ μᾶς ἀπο­κα­λύ­πτε­ται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. “Ἔτσι πῆγε στὴ Μάρ­θα καὶ τὴ Μαρία στὴ Βηθα­νία, ἔτσι ξαφ­νι­κὰ ἐμφα­νί­στη­κε στὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο στὸ δρό­μο πρὸς τὴ Δαμα­σκό, σὲ ἄλλους ἀπο­στό­λους στὴ θάλασ­σα τῆς Γαλι­λαί­ας καὶ στὸ δρό­μο πρὸς τοὺς Ἐμμα­ούς, στὴν οἰκία ὅπου μπῆ­κε «κεκλει­σμέ­νων τῶν θυρῶν», στὴ Μαρία τὴ Μαγδα­λη­νὴ στὸν κῆπο καὶ σὲ πολ­λοὺς ἁγί­ους σὲ ὄνει­ρα ἢ ὁρά­μα­τα. Μερι­κὲς φορὲς παρου­σί­α­σαν οἱ ἀπό­στο­λοι ἀνθρώ­πους στὸν Κύριο, ὅπως ὁ Ἀνδρέ­ας ἔφε­ρε τὸν Πέτρο κι ὁ Φίλιπ­πος τὸ Ναθα­να­ήλ. Οἱ διά­δο­χοι τῶν ἀπο­στό­λων κι οἱ ἱερα­πό­στο­λοι ἔφε­ραν στὸ Χρι­στὸ χιλιά­δες, ἑκα­τομ­μύ­ρια ἀνθρώ­πους κι ἄλλες φορὲς ὁ ἕνας πιστὸς ἔφερ­νε τὸν ἄλλο. Ἀλλὰ καὶ ἄγνω­στοι ἄνθρω­ποι μερι­κὲς φορὲς προ­σπά­θη­σαν πολὺ μόνοι τους νὰ πλη­σιά­σουν τὸν Κύριο, ὅπως στὴν περί­πτω­ση τῶν τεσ­σά­ρων ποὺ ἄνοι­ξαν τὴν ὀρο­φὴ τοῦ σπι­τιοῦ γιὰ νὰ φέρουν τὸν παρα­λυ­τι­κὸ φίλο τοὺς μπρο­στά Του.

Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρεῖς τρό­ποι μὲ τοὺς ὁποί­ους οἱ ἄνθρω­ποι μπο­ροῦν νὰ παρου­σια­στοῦν στὸν Κύριο. Ἐκεῖ­νο ποὺ πρέ­πει νὰ κάνου­με ἐμεῖς εἶναι νὰ προ­σπα­θή­σου­με πολὺ καὶ ν’ ἀγω­νι­στοῦ­με γιὰ νὰ βρε­θοῦ­με μπρο­στά Του, ὥστε νὰ μᾶς βοη­θή­σει κι Ἐκεῖ­νος νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σου­με καὶ νὰ μᾶς φωτί­σει. Πρέ­πει ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με τοὺς τρεὶς αὐτοὺς τρό­πους σὲ ἀντί­θε­τη πορεία. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς πρέ­πει μὲ πίστη καὶ ζῆλο νὰ κάνου­με ὅ,τι μπο­ροῦ­με γιὰ νὰ βρε­θοῦ­με μπρο­στὰ στὸν Κύριο. Μετὰ ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με τὴν κλή­ση καὶ τίς ἐντο­λὲς τῆς ἁγί­ας ἀπο­στο­λι­κῆς ‘Ἐκκλη­σί­ας, τῆς Ἐκκλη­σί­ας τῶν πατέ­ρων καὶ τῶν διδα­σκά­λων. Καὶ τελι­κά, ἀφοῦ θὰ ἔχου­με ἐκπλη­ρώ­σει τοὺς δυὸ πρώ­τους ὅρους, θὰ πρέ­πει νὰ περι­μέ­νου­με μὲ πίστη κι ἐλπί­δα στὸ Θεὸ νὰ μᾶς παρου­σια­στεῖ, κι ἡ παρου­σία Του νὰ μᾶς φωτί­σει, νὰ μᾶς ἐνι­σχύ­σει, νὰ μᾶς θερα­πεύ­σει καὶ νὰ μᾶς σώσει.

Τὸ μέγε­θος τῶν προ­σπα­θειῶν ποὺ πρέ­πει νὰ κατα­βά­λου­με γιὰ ν’ ἀνοί­ξου­με τὸ δρό­μο ποὺ μᾶς ὁδη­γεῖ στὴν παρου­σία τοῦ Θεοῦ, φαί­νε­ται ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα τῶν τεσ­σά­ρων αὐτῶν ἀντρῶν. Δὲ δίστα­σαν ν’ ἀνέ­βουν στὴν ὀρο­φὴ τοῦ σπι­τιοῦ, γιὰ νὰ κατε­βά­σουν καὶ νὰ παρου­σιά­σουν μπρο­στὰ στὸν Κύριο τὸν ἄρρω­στο φίλο τους. Δὲν ἔκα­ναν πίσω οὔτε ἀπὸ ντρο­πὴ οὔτε ἀπὸ φόβο. Τὸ παρά­δειγ­μα αὐτὸ τοῦ μεγά­λου ζήλου τους εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ παρά­δειγ­μα τῆς χώρας ποὺ ζητοῦ­σε πιε­στι­κὰ καὶ φορ­τι­κὰ ἀπὸ τὸν ἄδι­κο κρι­τὴ νὰ τὴ δικά­σει καὶ νὰ τὴν προ­στα­τέ­ψει ἀπὸ τὸν ἀντί­δι­κό της (βλ. Λουκ. ἰη’1–5). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς πρέ­πει νὰ τηροῦ­με τὴν ἐντο­λὴ τοῦ Κυρί­ου καὶ νὰ κραυ­γά­ζου­με μέρα καὶ νύχτα, ὡσό­του μᾶς ἀκού­σει. «κρού­ε­τε καὶ ἀνοι­γή­σε­ται ὑμῖν» (Ματθ. ζ7), εἶπε ὁ Κύριος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξή­γη­ση ποὺ ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ: «Ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ βιά­ζε­ται καὶ βια­σταὶ ἁρπά­ζου­σιν αὐτήν» (Ματθ. ἰα12).

Ὁ Κύριος ζητᾷ ἀπ’ ὅλους τοὺς πιστούς Του νὰ κατα­βά­λουν κάθε προ­σπά­θεια, νὰ ἐξαν­τλή­σουν τὴ δύνα­μή τους, νὰ ἐργα­στοῦν ὅσο κρα­τᾷ ἡ ἡμέ­ρα, νὰ προ­σεύ­χον­ται ἀδιά­λει­πτα, νὰ ζητή­σουν, νὰ κρού­σουν, νὰ νηστέ­ψουν καὶ νὰ κάνουν ἀμέ­τρη­τα ἔργα ἐλέ­ους. Κι όλ’ αὐτὰ ὥστε ἡ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν — ἡ μεγά­λη, φοβε­ρὴ καὶ ζωο­ποιὸς παρου­σία τοῦ Θεοῦ — ν’ ἀνοι­χτεῖ γι’ αὐτούς. «‘Ἀγρυ­πνεῖ­τε οὔν ἐν παν­τὶ και­ρῷ, εἶπε ὁ Κύριος, ἶνα,ἵνα κατα­ξιω­θῆ­τε… στα­θῆ­ναι ἔμπρο­σθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώ­που» (Λουκ. κά’36). Νά ‘χετε προ­σο­χὴ καὶ ἐγρή­γορ­ση στὴν καρ­διά σας, γιὰ νὰ μὴν προ­σκολ­λη­θεῖ στὰ γήι­να. Νά ‘χετε ἐγρή­γορ­ση στὶς σκέ­ψεις σας, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ὁδη­γοῦν μακριὰ ἀπό το Θεό. Νὰ προ­σέ­χε­τε τὰ ἔργα σας, νὰ διπλα­σιά­ζε­τε τὰ τάλαν­τά σας, μὴν τὸ ἀφή­σε­τε νὰ λιγο­στέ­ψουν ἢ νὰ ἐξα­φα­νι­στοῦν ἐντε­λῶς. Ν’ ἀγρυ­πνεῖ­τε διαρ­κῶς, ὥστε ὁ θάνα­τος νὰ μή σας βρεῖ ἀπρο­ε­τοί­μα­στους καὶ ἀμε­τα­νόη­τους στὴν ἁμαρ­τία σας. Ἡ ὀρθό­δο­ξη πίστη μας αὐτὴ εἶναι: ἐνερ­γός, προ­σευ­χη­τι­κή, γρη­γο­ροῦ­σα. ‘Ἀνα­λώ­νε­ται στὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἀγῶ­νες. Καμιὰ ἄλλη πίστη δὲ ζητά­ει τέτοιον ἀγῶ­να ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γιὰ ν’ ἀξιω­θοῦν νὰ στα­θοῦν μπρο­στὰ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆ­ρας μας ζητά­ει τὸν ἀγῶ­να αὐτὸν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἡ Ἐκκλη­σία ἐπα­να­λαμ­βά­νει τίς ἐντο­λές Του ἀπὸ αἰῶ­να σὲ αἰῶ­να, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, φέρ­νον­τας σὰν παρά­δειγ­μα στοὺς πιστούς τους ἀπει­ρά­ριθ­μους καὶ μεγά­λους πνευ­μα­τι­κοὺς ἀγω­νι­στὲς ποὺ τήρη­σαν το νόμο τοῦ Χρι­στοῦ κι ἀξιώ­θη­καν ν’ ἀπο­κτή­σουν δόξα καὶ ἀνέκ­φρα­στη δύνα­μη τόσο στὸν οὐρα­νὸ ὅσο καὶ στὴ γῆ.

Δὲν πρέ­πει ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ νὰ πέσου­με στὴν πλά­νη καὶ νὰ νομί­σου­με πῶς ἀπὸ μόνες τους ὅλες οἱ προ­σπά­θειες τοῦ ἀνθρώ­που καὶ ὅλοι οἱ ἀγῶ­νες του μπο­ροῦν νὰ τὸν σώσουν. Δὲν πρέ­πει νὰ πιστέ­ψου­με πῶς ὁ ἄνθρω­πος μὲ τίς προ­σπά­θειες καὶ τὸν ἀγῶ­να του θὰ μπο­ρέ­σει μόνος του νὰ παρα­στεῖ μπρο­στὰ στὸ ζῶν­τα Θεό. “Ἄν ὁ Θεὸς δὲν τὸ θελή­σει, κανέ­νας θνη­τὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸ πρό­σω­πό Του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ποὺ καθό­ρι­σε τὸν ἀγῶ­να καὶ τίς προ­σπά­θειες τοῦ ἀνθρώ­που, λέει: «Ὅταν ποι­ή­ση­τε πάν­τα τὰ δια­τα­χθέν­τα ὑμῖν, λέγε­τε ὅτι δοῦ­λοι ἀχρεί­οί ἐσμεν, ὅτι ὸ ώφεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πεποι­ή­κα­μεν» (Λουκ. ἴζ10). Καὶ σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο λέει: «Οὐδεὶς δύνα­ται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμ­ψας με ἑλκύ­σει αὐτόν» (Ἰωάν. στ’44). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ,οὗ δύνα­σθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ἰε’5). Κι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γιὰ τὸ ἴδιο θέμα: «Χάρι­τί ἐστε σεσω­σμέ­νοι» (Ἐφ. β’5).

Μετὰ ἀπ’ όλ’ αὐτὰ τί μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με; Μήπως πρέ­πει νὰ σκε­φτοῦ­με πῶς εἶναι μάταιοι ὅλοι οἱ ἀγῶ­νες κι οἱ προ­σπά­θειες ποὺ κάνου­με γιὰ τὴ σωτη­ρία μας; Μήπως πρέ­πει νὰ τὰ ἐγκα­τα­λεί­ψου­με ὅλα καὶ νὰ περι­μέ­νου­με ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, μὲ τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία ποὺ ἔχει, νὰ μᾶς παρου­σιά­σει ἐνώ­πιόν Τοῦ; Δὲ λέει ὁ προ­φή­της Ἠσα­ΐ­ας πῶς «ὼς ράκος ἀπο­κα­θη­μέ­νης πᾶσα ἡ δικαιο­σύ­νη ἡμῶν» (ξδ’6); Τί πρέ­πει νὰ κάνου­με τότε; Νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψου­με κάθε προ­σπά­θειά μας, ὅλους τοὺς ἀγῶ­νες μας; Μὰ τότε δὲ θὰ γίνου­με ἴδιοι μὲ τὸν ὀκνη­ρὸ δοῦ­λο, ποὺ ἔσκα­ψε καὶ ἔκρυ­ψε τὸ τάλαν­το ποὺ τοῦ ἐμπι­στεύ­τη­κε ὁ Κύριος στὴ γῆ, καὶ τὸν ὁποῖο ἐπέ­πλη­ξε ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια, «πονη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀκνη­ρέ!» (Ματθ. κέ’26);

Πρέ­πει νὰ σοβα­ρευ­τοῦ­με καὶ ν’ ἀσκη­θοῦ­με στὴν τήρη­ση ὅλων τῶν ἐντο­λῶν τοῦ Κυρί­ου. Πρέ­πει νὰ κατα­βάλ­λου­με ὅ,τι εἶναι δυνα­τὸ ἀπὸ τὴν πλευ­ρά μας, μὰ ἀνή­κει στὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ νὰ εὐλο­γή­σει τίς προ­σπά­θειές μας καὶ νὰ μᾶς παρου­σιά­σει ἐνώ­πιόν Του. “Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος ἔχει δώσει μιὰ πολὺ καλὴ ἐξή­γη­ση πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Λέει: «Ἐγὼ ἔφύ­τευ­σα, Ἀπολ­λὼς ἐπό­τι­σεν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ηὔξα­νεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύ­ων ἐστὶ τί οὔτε ὁ ποτί­ζων, ἀλλ’ ὁ αὐξά­νων Θεός» (Α ́κόρ. γ’6–7). “Ὅλα ἑπο­μέ­νως ἐξαρ­τιῶν­ται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ός Του. Ἐμεῖς πρέ­πει νὰ φυτεύ­ου­με καὶ νὰ ποτί­ζου­με. Δὲν πρέ­πει νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψου­με τὰ καθή­κον­τά μας αὐτά, για­τί δια­φο­ρε­τι­κὰ θὰ κιν­δυ­νεύ­σου­με νὰ κατα­δι­κα­στοῦ­με στὸν αἰώ­νιο θάνα­το.

Τὸ καθῆ­κον τοῦ γεωρ­γου εἶναι νὰ σπέρ­νει καὶ νὰ ποτί­ζει. Ἀπό το Θεὸ ὅμως, ἀπὸ τὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ, ἐξαρ­τᾷ­ται ἂν ὁ σπό­ρος θὰ ριζώ­σει ἢ ὄχι, ἂν θ’ ἀνα­πτυ­χθεῖ καὶ θὰ βγά­λει καρ­πούς.

Εἶναι χρέ­ος τοῦ ἐπι­στή­μο­να νὰ ἔρευ­να καὶ νὰ ψάχνει, μὰ ἀνή­κει στὸ Θεό, στὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ, ἂν ἡ γνώ­ση θὰ τοῦ ἀπο­κα­λυ­φτεῖ ἢ ὄχι.

Εἶναι καθῆ­κον τῶν γονιῶν ν’ ἀνα­θρέ­ψουν τὰ παι­διά τους καὶ νὰ τὰ μάθουν το φόβο τοῦ Θεοῦ, μὰ εἶναι στὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ός Του ὁ χρό­νος τῆς ζωῆς τους.

Εἶναι χρέ­ος τῶν ἱερέ­ων νὰ διδά­σκουν, νὰ παρα­κα­λοῦν, νὰ ἐπι­τι­μοῦν καὶ νὰ καθο­δη­γοῦν τοὺς πιστούς. Τὸ ἂν οἱ προ­σπά­θειές τους θὰ καρ­πο­φο­ρή­σουν ὅμως εἶναι στὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι καθῆ­κον ὅλων μας νὰ προ­σπα­θή­σου­με καὶ ν’ ἀγω­νι­στοῦ­με γιὰ ν’ ἀξιω­θοῦ­με νὰ στα­θοῦ­με μπρο­στὰ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἀνή­κει ὅμως στὴ δύνα­μη, τὴ σοφία καὶ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ ἂν θὰ μᾶς ἐπι­τρα­πεῖ νὰ τὸν πλη­σιά­σου­με.

Δὲν πρέ­πει ν’ ἀγω­νι­ζό­μα­στε χωρὶς ἐλπί­δα στὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ. Εὔχο­μαι ὅλες μας οἱ προ­σπά­θειες νὰ φωτί­ζον­ται ἀπὸ τὸ φὼς τῆς ἐλπί­δας πῶς ὁ Κύριος εἶναι κον­τά μας, δίπλα μας. Πῶς θὰ μᾶς δεχτεῖ μπρο­στὰ στὸ φὼς τοῦ προ­σώ­που Του. Δὲν ὑπάρ­χει πιὸ βαθιὰ καὶ πιὸ ἀνε­ξάν­τλη­τη πηγὴ ἀπὸ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεου. Ὅταν ὁ Ἄσω­τος Υἱὸς μετά­νιω­σε γιὰ τὴν τρο­με­ρὴ πτώ­ση του στὸ ἐπί­πε­δο τῶν χοί­ρων, ὁ εὔσπλα­χνος πατέ­ρας ἔτρε­ξε νὰ τὸν συναν­τή­σει, τὸν ἀγκά­λια­σε καὶ τὸν συγ­χώ­ρε­σε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπο­κά­μει νὰ τρέ­χει γιὰ νὰ συναν­τή­σει τὰ μετα­νιω­μέ­να παι­διά Του. Ἁπλώ­νει τὸ χέρι Του σὲ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ θέλουν νὰ γυρί­σουν κον­τά Του. «‘Ἐξε­πέ­τα­σα τὰς χεί­ράς μου ὅλην τὴν ἡμέ­ραν πρὸς λαὸν ἀπει­θοῦν­τα καὶ ἀντι­λέ­γον­τα», εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους (Ἠσ. ξέ’2). “Ἄν ὁ Κύριος ἁπλώ­νει τὸ χέρι Τοῦ στοὺς ἀπει­θοῦν­τες καί τους ἀντι­λέ­γον­τες, δὲ θὰ τὸ κάνει στὸν ὑπά­κουο; Ὁ ὑπά­κουος προ­φή­της Δαβὶδ λέει: «Προ­ω­ρώ­μην τὸν Κύριον ἐνώ­πιόν μου δια­παν­τός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μοῦ ἔστιν, ἶνα μὴ σαλευ­θῶ» (Ψαλμ. ἰε’9). Σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἀγω­νί­ζον­ται γιὰ τὴ σωτη­ρία τους, καὶ Κύριος δὲν ἀρνεῖ­ται τὴν παρου­σία Του.

Δὲν πρέ­πει νὰ λογα­ριά­ζου­με μάταιες τίς προ­σπά­θειές μας, ὅπως κάνουν οἱ ἄθε­οι κι οἱ ἀπελ­πι­σμέ­νοι ἄνθρω­ποι. Ἐμεῖς πρέ­πει ν’ ἀγω­νι­ζό­μα­στε, νὰ κατα­βάλ­λου­με κάθε δυνα­τὴ προ­σπά­θεια, καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ ἐλπί­ζου­με στὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαί­τε­ρα τὴν περί­ο­δο τῆς Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς πρέ­πει νὰ διπλα­σιά­ζου­με τοὺς ἀγῶ­νες μας, ὅπως συνι­στᾷ καὶ ἡ ἁγία Ἐκκλη­σία μας. Μακά­ρι τὸ δρό­μο μας αὐτὸν νὰ τὸν φωτί­ζει τὸ παρά­δειγ­μα τῶν τεσ­σά­ρων ἀνθρώ­πων ποὺ σκαρ­φά­λω­σαν στὴν ὀρο­φὴ καὶ τὴν ἄνοι­ξαν, γιὰ ν’ ἀπο­θέ­σουν μπρο­στὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρί­ου τὸν πέμ­πτο ἀπ’ αὐτούς, τὸ φίλο τους ποὺ ἔπα­σχε ἀπὸ παρα­λυ­σία. Ἄν τὸ ἕνα πέμ­πτο τῆς ψυχῆς μας εἶναι παρά­λυ­το ἢ ἄρρω­στο, ἂς σπεύ­σου­με μὲ τὰ ἄλλα ὑγιῆ τέσ­σε­ρα πέμ­πτα στὸν Κύριο. Ἐκεῖ­νος θὰ θερα­πεύ­σει τὸ ἄρρω­στο κομ­μά­τι ποὺ ἔχου­με μέσα μας. Ἄν κάποια ἀπὸ τίς αἰσθή­σεις μας ἔχει σκαν­δα­λι­στεῖ μὲ τὸν κόσμο αὐτὸν κι αὐτὸ τὴν ἔκα­με ἀδύ­να­τη κι ἄρρω­στη, ἂς τρέ­ξου­με στὸν Κύριο μὲ τίς ἄλλες τέσ­σε­ρις ὑγιεῖς αἰσθή­σεις. Ἐκεῖ­νος θὰ σπλα­χνι­στεὶ τὴν ἄρρω­στη αἴσθη­σή μας καὶ θὰ τὴν θερα­πεύ­σει.

Ὅταν ἕνα μέρος τοῦ σώμα­τος ἀσθε­νεῖ, ὁ για­τρὸς συνι­στᾷ δυὸ εἴδη θερα­πεί­ας: τὴ φρον­τί­δα καὶ τὴν καλὴ σίτι­ση τοῦ ὑπό­λοι­που σώμα­τος, ὥστε τὸ ὑγιὲς μέρος νὰ δυνα­μώ­σει περισ­σό­τε­ρο, νὰ γίνει πιὸ δυνα­τό, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὸ ἄρρω­στο. Τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ μὲ τίς ψυχές μας. “Ἄν μέσα μας, στὸ νοῦ μας, ἔχου­με ἀμφι­βο­λί­ες, ἂς προ­σπα­θή­σου­με μὲ τὴν καρ­διὰ καὶ τὴν ψυχὴ νὰ ἐνι­σχύ­σου­με τὴν πίστη μας καὶ μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Κυρί­ου νὰ θερα­πεύ­σου­με καὶ νὰ δυνα­μώ­σου­με τὸν ἄρρω­στο νοῦ μας. Ἄν ἁμαρ­τή­σα­με ἐπει­δὴ ξεχά­σα­με τὴν προ­σευ­χή, ἂς σπεύ­σου­με νὰ κάνου­με ἔργα ἐλέ­ους γιὰ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σου­με τὴν προ­σευ­χη­τι­κή μας διά­θε­ση.

Ὁ Κύριος θὰ δεῖ τὴν πίστη μας, τίς προ­σπά­θειες καὶ τὸν ἀγῶ­να μας καὶ θὰ μᾶς ἐλε­ή­σει. Ἐκεῖ­νος μὲ τὸ ἀμέ­τρη­το ἔλε­ὸς Τοῦ θὰ μᾶς ἐπι­τρέ­ψει νὰ παρου­σια­στοῦ­με ἐνώ­πιόν Τοῦ, μπρο­στὰ στὴν ἀθά­να­τη καὶ ζωο­δό­τρα παρου­σία ἀπὸ τὴν ὁποία παίρ­νουν ζωή, ἐνι­σχύ­ον­ται καὶ χαρο­ποιοῦν­ται οἱ ἀνα­ρίθ­μη­τες ἀγγε­λι­κὲς δυνά­μεις κι ὁ στρα­τὸς τῶν ἁγί­ων. Στὸν Κύριο καὶ Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στὸ πρέ­πει ὁ αἶνος κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Πρῶ­τα ἡ θερα­πεία τῆς ψυχῆς

«Λέγει (ὁ Ἰησοῦς) τῷ παρα­λυ­τι­κῷ: Τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου» (Μάρκ. 2, 5).

ΗTAN, ἀγα­πη­τοί μου, ἕνας ἄρρω­στος. Δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἄρρω­στος. Ὑγι­ὴς ἦταν ἄλλο­τε. Γερὸ παλ­λη­κά­ρι. Πήγαι­νε ὅπου ἤθε­λε. Ἔτρε­χε σὰν ζαρ­κά­δι. Ἀνέ­βαι­νε καὶ κατέ­βαι­νε τὰ βου­να. Ἔπια­νε τὴν ἀξί­νη καὶ τ’ ἀλέ­τρι καὶ δού­λευε τὴ γῆ. Ἔκα­νε τίς πιὸ βαρειὲς δου­λειές. Σήκω­νε βάρη. Ἀλλὰ κάπο­τε κάτι ἔνιω­σε στὸ κορ­μί του. Ἕνας πόνος τὸν ἔπια­σε. Μού­δια­σε το ἕνα χέρι. Σὲ λίγο καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Μού­δια­σαν καὶ τὰ πόδια, καὶ ὅλο τὸ κορ­μί. Ἔπε­σε στὸ κρε­βά­τι. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδω­σε καὶ τόση σημα­σία. Θὰ περά­σῃ, εἶπε. Ἀλλὰ δὲν πέρα­σαν πολ­λὲς μέρες καὶ ὅλο τὸ κορ­μί του ἔγι­νε παρά­λυ­το. Οὔτε χέρια οὔτε πόδια μπο­ροῦ­σε νὰ κου­νή­σῃ. Φώνα­ξε για­τρούς, πῆρε φάρ­μα­κα, ἔκα­νε λου­τρὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο τοῦ εἶπαν οἱ για­τροί, ἀλλὰ τίπο­τε δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὸν θερα­πεύ­σῃ. Τὸ κορ­μί του ἔγι­νε μολύ­βι. Ἀκί­νη­τος πάνω στὸ κρε­βά­τι. Ζων­τα­νὸς ἦταν, ἀλλὰ νεκρὸς φαι­νό­ταν. Νεκρὸς ἄτα­φος. Καμ­μιὰ ἐλπί­δα δὲν εἶχε ὅτι θὰ θερα­πευ­θῇ. Ἀπὸ τὸν ἕνα τάφο, ποὺ ἦταν τὸ κρε­βά­τι του, θὰ τὸν πήγαι­ναν στὸν ἄλλο τάφο, στὴ γῆ.

Τί δυστυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἦταν αὐτὸς ὁ παρά­λυ­τος τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου!

Ἀλλὰ ξαφ­νι­κὰ καὶ ἀπελ­πι­σμέ­νος αὐτὸς ἄνθρω­πος ἀκού­ει μιὰ εὐχά­ρι­στη εἴδη­σι. Ποιά εἴδη­σι; Ὅτι στὴν πόλη ποὺ ἔμε­νε ἔφθα­σε ἕνας, ποὺ τὰ λόγια του κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἀπελ­πι­σμέ­νο νὰ θέλῃ νὰ ζῆ. Ἔφθα­σε ἕνας, ποὺ τὸ ἅγιό του χέρι, ὅπου ἀγγί­ζει, ἄρρω­στοι, ὀσο­δή­πο­τε βαρειὰ καὶ νὰ εἶνε, γίνον­ται καλά. Ἰησοῦς Χρι­στὸς εἶνε τὸ ὄνο­μά του. Κόσμος πολὺς τρέ­χει πίσω του, γιὰ ν’ ἀκού­σῃ τὰ λόγια τοῦ καὶ νὰ δὴ τὰ θαύ­μα­τά του. Ὁ Χρι­στός, εἶπε μέσα του καὶ παρά­λυ­τος, θὰ μὲ κάνῃ καλά!…

Θὰ ἤθε­λε νὰ πάη νὰ τὸν συναν­τή­σῃ. Μὰ πῶς; Ὁ παρά­λυ­τος πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Ἄν περ­πα­τᾷ μιὰ πέτρα, ἄλλο τόσο μπο­ροῦ­σε νὰ περ­πα­τή­σῃ κι αὐτός. Ζητά­ει βοή­θεια γιὰ νὰ πάη στὸ Χρι­στό. Τέσ­σε­ρις σπλα­χνι­κοὶ ἄνθρω­ποι ἀνα­λαμ­βά­νουν νὰ τὸν βοη­θή­σουν. Ὅπως ἦταν στὸ ξυλο­κρέ­βα­τό του, τὸν σηκώ­νουν, περ­νοῦν δρό­μους, καὶ τέλος φθά­νουν ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Χρι­στὸς καὶ δίδα­σκε. Ἀλλὰ ἦταν ἀδύ­να­το νὰ προ­χω­ρή­σουν. Ὁ κόσμος εἶχε γεμί­σει τὸ σπί­τι, ἄνθρω­ποι στέ­κον­ταν ἔξω ἀπ’ τὴν πόρ­τα, καὶ ὅλοι, σὰ νὰ ἦταν καρ­φω­μέ­νοι στὴ γῆ, δὲν κου­νοῦ­σαν καθό­λου ἀπ’ τὴ θέσῃ τους. Μὲ ἀνοι­χτὸ τὸ στό­μα ἄκου­γαν τὰ θεϊ­κὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ. Ν’ ἀνοί­ξουν δίο­δο γιὰ νὰ περά­σῃ ὁ παρά­λυ­τος ἦταν ἀδύ­να­το.

Τότε οἱ τέσ­σε­ρις σπλα­χνι­κοὶ ἄνθρω­ποι ἀνέ­βη­καν πάνω στὴ στέ­γη, ἀφαί­ρε­σαν μερι­κὲς πλά­κες ἀπό ‘κεῖ­νες ποὺ σκέ­πα­ζαν τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη τὰ φτω­χι­κὰ σπί­τια, ἄνοι­ξαν τρῦ­πα, καὶ μὲ σχοι­νιὰ κατέ­βα­σαν τὸν παρά­λυ­το. Καὶ νὰ τώρα καὶ παρά­λυ­τος μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό! Καὶ ὁ Χρι­στὸς τί κάνει; Θὰ περί­με­νε κανεὶς νὰ κάνῃ τὸ θαῦ­μα καὶ νὰ θερα­πεύ­σῃ ἀμέ­σως τὸν παρά­λυ­το. Ἀλλ’ ὁ Χρι­στος δὲν κάνει αὐτὸ ποὺ ὅλοι περι­μέ­νουν. Κάνει πρῶ­τα κάτι ἄλλο, ποὺ εἶνε πιὸ μεγά­λο καὶ πιὸ σπου­δαῖο. Λέει στὸν παρα­λυ­τι­κὸ «Τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σου». Παι­δί μου, αἱ ἁμαρ­τί­ες σου συγ­χω­ροῦν­ται (Μάρκ. 2, 5). Καὶ ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν συγ­χώ­ρη­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν, τοῦ δίνει καὶ τὴ σωμα­τι­κή του ὑγεία. Τοῦ λέει: «Σήκω πάνω, πᾶρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περ­πά­τα». Ὅπως εἶπε, ἔτσι καὶ ἔγι­νε. Ὁ παρά­λυ­τος ἔγι­νε ἀμέ­σως καλά, τινά­χτη­κε ὄρθιος, πῆρε τὸ κρε­βά­τι του στὸν ὦμο καὶ μπρο­στὰ σὲ ὅλους βγῆ­κε ἀπὸ τό σπί­τι. Ὅλοι θαύ­μα­σαν καὶ δόξα­σαν τὸ Θεὸ γιὰ τὸ θαῦ­μα.

Ἀγα­πη­τοί μου! Ἐντύ­πω­ση ἔκα­νε στοὺς ἀνθρώ­πους ὅτι ἕνας παρά­λυ­τος τινά­χτη­κε ὄρθιος καὶ περ­πα­τοῦ­σε. Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμε­ρα, στοὺς πολ­λοὺς κάνουν ἐντύ­πω­σι τὰ θαύ­μα­τα ἐκεῖ­να ποὺ θερα­πεύ­ουν τὰ κορ­μιὰ τῶν ἀρρώ­στων. Ἄν ἀκού­σῃ ὁ κόσμος, ὅτι ἕνας παρά­λυ­τος ἔγι­νε καλὰ καὶ ἕνας τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς καὶ ἕνας ποὺ ἔπα­σχε ἀπὸ μιὰ ἀγιά­τρευ­τη ἀσθέ­νεια θερα­πεύ­τη­κε, θαυ­μά­ζει καὶ δοξά­ζει το Θεὸ καὶ τοὺς ἁγί­ους. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶνε τὰ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα; Ὄχι. Για­τί ὅλοι αὐτοί, ποὺ πάσχουν ἀπὸ διά­φο­ρες ἀρρώ­στιες καὶ γίνον­ται καλά, πόσα χρό­νια θὰ ζήσουν; Δέκα, εἴκο­σι, τριάν­τα; Ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ ἔρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πεθά­νουν. Καὶ μέσ’ στὸν τάφο ὄχι μόνο τὰ δικά τους κορ­μιά, ἀλλὰ καὶ τὰ κορ­μιὰ ἐκεί­νων ποὺ εἶχαν σιδε­ρέ­νια ὑγεία καὶ ποτέ τους δὲν ἀρρώ­στη­σαν, κι αὐτὰ θὰ σαπί­σουν καὶ θὰ δια­λυ­θοῦν. Προ­σω­ρι­νὴ λοι­πὸν εὐερ­γε­σία εἶνε ἡ θερα­πεία τῶν ἀρρώ­στων σωμα­τι­κῶς.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τίς σωμα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες, ὑπάρ­χει καὶ μιὰ ἄλλη ἀρρώ­στια, ποὺ εἶνε πιὸ φοβε­ρὴ ἀπ’ ὅλες καὶ ἔχει φρι­κτὲς συνέ­πειες καὶ ἐδῶ στὴ παροῦ­σα ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη. Καὶ ἡ ἀρρώ­στια αὐτή, ποὺ τὰ μικρό­βιά της φωλιά­ζουν μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, καὶ ἀπό ‘κεῖ ξαπλώ­νε­ται καὶ μολύ­νει καὶ τὴ σκέ­ψη καὶ τὸ αἴσθη­μα καὶ τὴ θέλη­ση, καὶ στά­ζει τὸ φαρ­μά­κι της καὶ σ’ αὐτὸ τὸ κορ­μὶ τοῦ ἀνθρώ­που καὶ τὸ γεμί­ζει μὲ διά­φο­ρες ἀρρώ­στιες, ἡ ἀρρώ­στια ποὺ κάνει ἀφάν­τα­στη κατα­στρο­φὴ στὰ κορ­μιὰ καὶ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων, εἶνε ἡ ἁμαρ­τία. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀκά­θαρ­τη πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία προ­έρ­χον­ται ὅλα τὰ κακά. Στέ­ρε­ψε αὐτὴ ἡ πηγή; Θὰ στε­ρέ­ψῃ τὸ κακὸ καὶ ἡ δυστυ­χία πάνω στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς πρῶ­τα θερά­πευ­σε τὴν ψυχὴ τοῦ παρα­λυ­τι­κοῦ ἀπὸ τὴ φοβε­ρὴ ἀσθέ­νεια τῆς ἁμαρ­τί­ας, πρῶ­τα ἔδω­σε τὴν ἄφε­σι τῶν ἁμαρ­τιῶν τοῦ παρα­λυ­τι­κοῦ, καὶ ἔπει­τα ἔδω­σε τὴ σωμα­τι­κὴ ὑγεία.

Ἡ παρα­λυ­σία τοῦ ἀσθε­νοῦς ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα τῶν ἁμαρ­τιῶν του. Ἁμάρ­τη­σε ὁ παρά­λυ­τος, καὶ γι’ αὐτὸ τιμω­ρή­θη­κε ἀπό το Θεὸ μὲ τὴν παρα­λυ­σία. Παρά­λυ­τος στὴν ψυχὴ πρῶ­τα, ἔγι­νε ὕστε­ρα παρά­λυ­τος καὶ στὸ σῶμα.

Ἄνθρω­πε! Ἁμαρ­τά­νεις; Βάζεις μέσα στὸ αἷμα σου, σ’ ὅλη σου τὴν ὕπαρ­ξι, τὸ πιὸ φοβε­ρὸ μικρό­βιο, τὸ μικρό­βιο ποὺ λέγε­ται ἁμαρ­τία. Αὐτὸ τὸ μικρό­βιο, ἂν προ­χω­ρή­σῃ καὶ πολ­λα­πλα­σια­στὴ καὶ ἀόρα­το ὅπως εἶνε φωλιά­σῃ σὲ κάθε κύτ­τα­ρο μᾶς, σὲ κάθε σημεῖο τῆς ζωῆς μας, θὰ φέρῃ τὴ μεγά­λη κατα­στρο­φή. Για­τί ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία προ­έρ­χον­ται ὅλα τὰ κακά.

Ἄχ νὰ μπο­ροῦ­σε ὁ κόσμος ν’ ἀπαλ­λα­γὴ ἀπό τὴν ἁμαρ­τία! Παρά­δει­σος θὰ γινό­ταν ὁ κόσμος. Ὑγεία θὰ βασί­λευε παν­τοῦ. Εἰρή­νη καὶ ἀγά­πη καὶ ὁμό­νοια θὰ ἐπι­κρα­τοῦ­σε. Ἀλλ’ ὑπάρ­χει τρό­πος σωτη­ρί­ας; Ὑπάρ­χει για­τρός; Ὑπάρ­χει φάρ­μα­κο, ποὺ νὰ σκο­τώ­νῃ τὸ μικρό­βιο τῆς ἁμαρ­τί­ας; Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρ­χει! Ὑπάρ­χει Για­τρός, ὑπάρ­χει Φάρ­μα­κο. Εἶνε ὁ Χρι­στός, εἶνε τὸ Αἷμα του, ποὺ ἔχυ­σε πάνω στὸ σταυ­ρὸ γιὰ νὰ θερα­πεύ­σῃ τὸ μεγά­λο τραῦ­μα ποὺ ἄνοι­ξε ἡ ἁμαρ­τία. Δυστυ­χῶς δὲν τὸ συναι­σθα­νό­μα­στε, καὶ ὅλοι ζοῦ­με ἀδιά­φο­ροι καὶ ἀμέ­ρι­μνοι, ἐνῶ ἡ ἁμαρ­τία, καρ­κί­νος πραγ­μα­τι­κός, τρώ­ει τὰ σπλά­χνα μας.

Ἄν συναι­σθαν­θοῦ­με τὴν ἀμαρ­τω­λό­τη­τά μας, ἂν ἐνδια­φερ­θοῦ­με γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς, ὅπως ἐνδια­φε­ρό­μα­στε γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώμα­τος, τότε θὰ τρέ­ξου­με νὰ πᾶμε στὸ Χρι­στό, στοὺς πνευ­μα­τι­κούς μας πατέ­ρες, θὰ ποῦ­με τὰ κρί­μα­τά μας μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ ζητή­σου­με συχώ­ρε­σι ἀπὸ τὸν οὐρά­νιο Πατέ­ρα μας, καὶ ἐκεῖ­νος, οἰκτίρ­μων καὶ ἐλε­ή­μων, μακρό­θυ­μος καὶ πολυέ­λε­ος, θὰ μᾶς συχω­ρέ­ση. Θ’ ἀκού­σου­με καὶ ἐμεῖς τὴ φωνή του «Τέκνον, ἀφέ­ων­ταί σοὶ αἱ ἁμαρ­τί­αι σοῦ» (Μάρκ. 2, 5). Τότε παρά­δει­σος θὰ γίνῃ ἡ καρ­διά μας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek