ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ) — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Η΄ 34 – Θ΄ 1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπί­σω μου ἀκο­λου­θεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τὸν καὶ ἀρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκο­λου­θεί­τω μοι. 35ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπο­λέ­σει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπο­λέ­σῃ τὴν ἑαυ­τοῦ ψυχὴν ἕνε­κεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, οὗτος σώσει αὐτήν. 36τί γὰρ ὠφε­λή­σει ἄνθρω­πον ἐὰν κερ­δή­σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιω­θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37ἢ τί δώσει ἄνθρω­πος ἀντάλ­λαγ­μα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαι­σχυν­θῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύ­τῃ τῇ μοι­χα­λί­δι καὶ ἁμαρ­τω­λῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπαι­σχυν­θή­σε­ται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέ­λων τῶν ἁγί­ων. 1Καὶ ἔλε­γεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες ὧδε τῶν ἑστη­κό­των, οἵτι­νες οὐ μὴ γεύ­σων­ται θανά­του ἕως ἂν ἴδω­σι τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ ἐλη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυνά­μει.

34 Και αφού επρο­σκά­λε­σε τον λαόν μαζή με τους μαθη­τάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακο­λου­θή­ση ως πιστός μαθη­τής μου, ας απαρ­νη­θή τον αμαρ­τω­λόν εαυ­τόν του με τας αδυ­να­μί­ας, και τα πάθη του, ας πάρη την από­φα­σιν να υπο­στή προς χάριν μου ταλαι­πω­ρί­ες και αυτόν ακό­μη τον σταυ­ρι­κόν θάνα­τον, και ας με ακο­λου­θή­ση στον δρό­μον, που εγώ εχά­ρα­ξα. 35 Διό­τι όποιος θέλει να σώση την επί­γειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιω­νί­αν και μακα­ρί­αν ζωήν. Οποιος όμως αψη­φή­σει και θυσιά­σει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγ­γε­λί­ου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιω­νί­αν μακα­ριό­τη­τα. 36 Διό­τι τι θα ωφε­λή­ση τον άνθρω­πον, εάν κερ­δή­ση ολό­κλη­ρον τον υλι­κόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; 37 Η, τι θα δώση άνθρω­πος ως αντάλ­λαγ­μα, δια να εξα­γο­ρά­ση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπο­ρεί να αντι­σταθ­μί­ση την αξί­αν της ψυχής; 38 Διό­τι εκεί­νος, ο οποί­ος δια λόγους ανθρω­πα­ρε­σκεί­ας και δει­λί­ας θα εντρα­πή και θα αρνη­θή εμέ και τους λόγους μου εις την γενε­άν αυτήν, την απο­στα­τη­μέ­νην και αμαρ­τω­λήν, και ο Υιός του ανθρώ­που θα εντρα­πή αυτόν και θα τον απο­κη­ρύ­ξη, όταν ως κρι­τής των ανθρώ­πων έλθη ολό­λαμ­προς με την δόξαν του Πατρός αυτού συνο­δευό­με­νος από τους αγί­ους αγγέ­λους”. 

Και έλε­γεν εις αυτούς· “Σας δια­βε­βαιώ­νω, ότι υπάρ­χουν μερι­κοί από αυτούς που ευρί­σκον­ται εδώ, οι οποί­οι δεν θα γευ­θούν τον θάνα­τον, προ­τού ιδούν την βασι­λεί­αν του Θεού, δηλα­δή την Εκκλη­σί­αν, να εγκα­θί­στα­ται και να θεμε­λιώ­νε­ται εις την γην με δύνα­μιν κατά την ημέ­ραν της επι­φοι­τή­σε­ως του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος”.

34 Τότε ο Ιησούς κάλε­σε τα πλή­θη του λαού μαζί με τους μαθη­τές του και τους είπε: Εκεί­νος που θέλει να γίνει δικός μου και να με ακο­λου­θεί ως μαθη­τής μου, ας δια­κό­ψει κάθε φιλία και σχέ­ση με τον διε­φθαρ­μέ­νο απ’ την αμαρ­τία εαυ­τό του κι ας πάρει τη στα­θε­ρή από­φα­ση να υπο­στεί για μένα όχι μόνο κάθε θλί­ψη και δοκι­μα­σία, αλλά ακό­μα και θάνα­το σταυ­ρι­κό, και τότε ας με ακο­λου­θεί μιμού­με­νος το παρά­δειγ­μά μου. 35 Και μη διστά­σει κανείς να κάνει τις θυσί­ες αυτές. Διό­τι όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή, ευτυ­χι­σμέ­νη και αιώ­νια ζωή. Όποιος όμως χάσει και θυσιά­σει τη ζωή του για την ομο­λο­γία και την υπα­κοή του σε μένα και το ευαγ­γέ­λιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του στη μέλ­λου­σα ζωή, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ευτυ­χία. 36 Κι εκεί­νη η σωτη­ρία είναι το παν. Διό­τι τί θα ωφε­λή­σει τον άνθρω­πο, εάν κερ­δί­σει όλον αυτόν τον υλι­κό κόσμο, και στο τέλος χάσει την ψυχή του; Διό­τι η ψυχή του, που είναι πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια, δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να απ’ τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου. 37 Ή, εάν ένας άνθρω­πος χάσει την ψυχή του, τι μπο­ρεί να δώσει ως αντάλ­λαγ­μα για να την εξα­γο­ρά­σει απ’ την αιώ­νια απώ­λεια; 38 Κι ασφα­λώς θα χάσει την ψυχή του εκεί­νος που δεν θα υπο­στεί για μένα τις θυσί­ες αυτές. Διό­τι οποιοσ­δή­πο­τε ντρα­πεί εμέ­να και τα λόγια μου επη­ρε­α­σμέ­νος απ’ τις περι­φρο­νή­σεις και τους χλευα­σμούς των ανθρώ­πων της γενιάς αυτής που απο­στά­τη­σε απ’ τον πνευ­μα­τι­κό της νυμ­φίο και είναι αμαρ­τω­λή, αυτόν θα τον ντρα­πεί και ο υιός του ανθρώ­που και θα τον απο­κη­ρύ­ξει ως ξένο, όταν θα έλθει με τους αγί­ους αγγέ­λους περι­βε­βλη­μέ­νος με τη δόξα του Πατρός του.

έλε­γε ακό­μη: Σας λέω αλη­θι­νά ότι υπάρ­χουν μερι­κοί απ’ αυτούς που στέ­κον­ται εδώ, οι οποί­οι δεν θα γευ­θούν θάνα­το προ­τού να δουν μετά την κάθο­δο του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος να κατα­λύ­ε­ται η παλαιά θεία τάξη και δια­θή­κη με την κατα­στρο­φή της Ιερου­σα­λήμ και του ναού της και με τον δια­σκορ­πι­σμό του Ισρα­ήλ? για να θεμε­λιω­θεί με δύνα­μη ακα­τα­γώ­νι­στη και υπερ­φυ­σι­κή η νέα θεία τάξη στον κόσμο, την οποία θα εκπρο­σω­πεί η Εκκλη­σία ως άλλη βασι­λεία του Θεού πάνω στη γη. 

34  Tότε προ­σκά­λε­σε τὸ πλῆ­θος τοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τοὺς μαθη­τάς του καὶ τοὺς εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκο­λου­θῇ, ἂς ἀπαρ­νη­θῇ τὸν ἑαυ­τό του καὶ ἂς σηκώ­σῃ τὸ σταυ­ρό του, καὶ ἔτσι ἂς μὲ ἀκο­λου­θῇ. 35  Διό­τι, ὅποιος θὰ ἐπι­διώ­κῃ νὰ σώσῃ τὸν ἑαυ­τό του (ἀπο­φεύ­γον­τας τὸ μαρ­τύ­ριο), θὰ τὸν χάσῃ. Ἀντι­θέ­τως, ὅποιος θὰ θυσιά­σῃ τὸν ἑαυ­τό του γιὰ μένα καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο, αὐτὸς θὰ τὸν σώσῃ. 36  Tί δὲ ὠφε­λεῖ­ται ὁ ἄνθρω­πος, ἐὰν κερ­δί­σῃ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο, ἀλλὰ χάσῃ τὸν ἑαυ­τό του; 37  Ἢ τί δύνα­ται νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρω­πος ὡς ἀντί­τι­μο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του; 38  Ὅποιος βεβαί­ως ἐντρα­πῇ γιὰ μένα καὶ τοὺς λόγους μου σ’ αὐτὴ τὴ γενεὰ τὴ μοι­χα­λί­δα (τὴν ἄπι­στη στὸν οὐρά­νιο Nυμ­φίο) καὶ ἁμαρ­τω­λή, καὶ ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που θὰ ἐντρα­πῇ γι’ αὐτὸν ὅταν θὰ ἔλθῃ μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέ­ρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους ἀγγέ­λους».

 Tοὺς ἔλε­γε ἀκό­μη: «Ἀλη­θι­νὰ σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτούς, ποὺ βρί­σκον­ται ἐδῶ, οἱ ὁποῖ­οι δὲν θὰ γευ­θοῦν θάνα­το μέχρι νὰ ἰδοῦν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃ ἔλθει δυνα­μι­κὰ καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κά (μὲ δύνα­μι ἐπι­βο­λῆς, πρᾶγ­μα ποὺ συνέ­βη τὸ 70 μ.X. μὲ τὴν ἅλω­σι τῆς Ἱερου­σα­λήμ, τὴ συν­τρι­βὴ τοῦ Ἰου­δαϊ­σμοῦ καὶ τὴν κατί­σχυ­σι τῆς Ἐκκλη­σί­ας)».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ

ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΚΑΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

«Τότε ὁ ησοῦς εἶπε τοῖς μαθη­ταῖς αὐτοῦ· Εἴ τις θέλει ὀπί­σω μου ἐλθεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τὸν, καὶ ἀρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκο­λου­θεί­τω μοι(: Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθη­τές Του: Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει ως μαθη­τής μου, ας δια­κό­ψει κάθε σχέ­ση με τον διε­φθαρ­μέ­νο από την αμαρ­τία εαυ­τό του και ας πάρει τη στα­θε­ρή από­φα­ση να υπο­στεί ακό­μη και θάνα­το σταυ­ρι­κό και βίαιο. Και ας με ακο­λου­θή­σει μιμού­με­νος σε όλα το παρά­δειγ­μά μου. Και μη διστά­σει να προ­βεί στις απο­φά­σεις και τις θυσί­ες αυτές)»[Ματθ.16,24].

«Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθη­τές Του», λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής· πότε δηλα­δή; Όταν ο Πέτρος προ­η­γου­μέ­νως είχε πει: « λεώς σοι, οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦ­το(:Ο Θεός να σε φυλά­ξει από όσα φοβε­ρά μας είπες ότι θα σου συμ­βούν, Κύριε. Δεν πρέ­πει σε σένα τον Μεσ­σία να συμ­βεί αυτό που είπες)»[Ματθ.16,22]· και άκου­σε ως απάν­τη­ση από τον Κύριο: «παγε ὀπί­σω μου, Σατα­νᾶ(:Πήγαι­νε πίσω μου και φύγε από μπρο­στά μου, σατα­νά˙ μου είσαι εμπό­διο στο δρό­μο του καθή­κον­τός μου και πει­ρα­σμός· διό­τι δεν φρο­νείς εκεί­να που αρέ­σουν στον Θεό, αλλά εκεί­να που αρέ­σουν στους ανθρώ­πους)»[ Ματθ. 16,23]· διό­τι δεν αρκέ­στη­κε στην επι­τί­μη­ση μόνο, αλλά θέλον­τας να δεί­ξει και με το παρα­πά­νω και το ότι τα λόγια του Πέτρου ήταν άτο­πα και ανάρ­μο­στα καθώς επί­σης και το κέρ­δος που θα πήγα­ζε από το Πάθος, λέγει: «Εσύ μου λέγεις: ‘’Ο Θεός να σε φυλά­ξει και να σε ευσπλα­χνι­σθεί, ώστε να μη σου συμ­βεί αυτό’’· εγώ όμως σου λέγω ότι δεν είναι μόνο επι­βλα­βές για σένα και ολέ­θριο το να με εμπο­δί­σεις και να δυσφο­ρείς για το επι­κεί­με­νο Πάθος μου, αλλά ότι ούτε θα μπο­ρέ­σεις να σωθείς εάν και εσύ ο ίδιος δεν είσαι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος με κάθε τρό­πο να πεθά­νεις».

Για να μην νομί­σουν δηλα­δή ότι είναι ανά­ξιο Αυτού το να πάθει, διδά­σκει σε αυτούς το κέρ­δος του πράγ­μα­τος, όχι μόνο με όσα είχαν προ­η­γη­θεί, αλλά και με όσα επρό­κει­το να ακο­λου­θή­σουν. Στο περι­στα­τι­κό που κατα­γρά­φε­ται από τον ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη, λοι­πόν, λέγει: «ν μ κόκ­κος το σίτου πεσν ες τν γν ποθάν, ατς μόνος μένει· ἐὰν δ ποθάν, πολν καρπν φέρει(:Αλη­θι­νά σας λέω, εάν το μικρό σπυ­ρί του σιτα­ριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπί­σει μέσα στο χώμα, μένει απλώς ένας μόνο σπό­ρος και δεν πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται. Εάν όμως με τη σπο­ρά του στη γη πεθά­νει και ταφεί, βγά­ζει πολύ καρ­πό. Έτσι κι εγώ, εάν πεθά­νω, όπως ο Πατέ­ρας μου όρι­σε, θα καρ­πο­φο­ρή­σω τη σωτη­ρία του ανθρω­πί­νου γένους)»[Ιω.12,24]. Στην περι­κο­πή του Ματ­θαί­ου μάλι­στα εδώ[Ματθ.16,24], διδά­σκον­τας αυτό σε μεγα­λύ­τε­ρο βάθος, δεν περιο­ρί­ζει τον λόγο μόνο στον Εαυ­τό Του, περί του ότι πρέ­πει δηλα­δή να πεθά­νει, αλλά επε­κτεί­νει αυτόν και προς εκεί­νους. Είναι δηλα­δή τόσο το κέρ­δος αυτού του πράγ­μα­τος, ώστε και για σας το να μη θέλε­τε μεν να πεθά­νε­τε να είναι φοβε­ρό, ενώ το να είστε όμως έτοι­μοι προς αυτό να είναι αγα­θό.

Αλλά αυτό μεν το δηλώ­νει με όσα λέγει στη συνέ­χεια, ενώ τώρα εξε­τά­ζει αυτό από μία μόνο σκο­πιά. Και πρό­σε­χε ότι δεν ομι­λεί κατά τρό­πο κατα­ναγ­κα­στι­κό. Διό­τι δεν είπε ότι «και αν θέλε­τε, και αν δεν θέλε­τε, πρέ­πει να πάθε­τε εσείς αυτό»· αλλά τι είπε; «Εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει». «Δεν εκβιά­ζω, δεν εξα­ναγ­κά­ζω, αλλά τον καθέ­να αφή­νω κύριο της προ­αι­ρέ­σε­ώς του· για τον λόγο αυτό λέω «εάν κάποιος θέλει». Διό­τι προς αγα­θά προ­σκα­λώ· όχι προς κακά και δυσά­ρε­στα, όχι προς κόλα­ση και τιμω­ρία, για να αναγ­κά­σω». Πράγ­μα­τι λοι­πόν αυτή η ίδια η φύση του πράγ­μα­τος είναι ικα­νή να προ­σελ­κύ­σει. Λέγον­τας μάλι­στα αυτά προ­σείλ­κυε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Διό­τι εκεί­νος μεν, ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιεί βία, πολ­λές φορές απο­τρέ­πει τον ακρο­α­τή του · εκεί­νος όμως που αφή­νει ελεύ­θε­ρο τον ακρο­α­τή να κάνει τις επι­λο­γές του, περισ­σό­τε­ρο τον προ­σελ­κύ­ει. Διό­τι έχει μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη από τη βία η ελεύ­θε­ρη εκλο­γή. Για τον λόγο αυτόν ο Κύριος έλε­γε: «εάν κάποιος θέλει». «Είναι μεγά­λα», λέγει, «τα αγα­θά τα οποία σας προ­σφέ­ρω και τέτοια, ώστε να σπεύ­δε­τε με τη θέλη­σή σας». Πράγ­μα­τι δε θα ήταν δυνα­τόν να προ­σελ­κύ­σει κανείς με τη βία, ούτε και αν ακό­μη πρό­σφε­ρε χρυ­σό και έθε­τε θησαυ­ρό μπρο­στά μας. Εάν μάλι­στα προς εκεί­να δεν προ­σελ­κύ­ει κανείς με βίαιο τρό­πο, πολύ περισ­σό­τε­ρο ο Θεός προς τα επου­ρά­νια αγα­θά· διό­τι εάν δε σε πεί­θει να προ­στρέ­ξεις η φύση του πράγ­μα­τος, ούτε να λάβεις είσαι άξιος, αλλά ούτε και εάν λάβεις, θα γνω­ρί­σεις καλώς εκεί­νο που έλα­βες.

Για τον λόγο αυτό ο Χρι­στός δεν αναγ­κά­ζει, αλλά προ­τρέ­πει, σεβό­με­νος την ελευ­θε­ρία μας. Επει­δή λοι­πόν φαί­νον­ταν να δια­δί­δουν πολ­λά, και ιδιαι­τέ­ρως να στε­νο­χω­ριούν­ταν γι’ αυτό που τους είπε, λέγει: «Δεν χρειά­ζε­ται να θορυ­βεί­στε και να ταρά­ζε­στε. Εάν δεν θεω­ρεί­τε ότι αυτό που σας έχει ειπω­θεί είναι αίτιο ανα­ρίθ­μη­των αγα­θών και θα σας οδη­γή­σει στη σωτη­ρία σας, δεν εκβιά­ζω, ούτε εξα­ναγ­κά­ζω, αλλά εάν κάποιος θέλει να με ακο­λου­θή­σει, αυτόν προ­σκα­λώ. Μη νομί­ζε­τε όμως ότι τού­το είναι το να με ακο­λου­θεί­τε, αυτό το οποίο πράτ­τε­τε τώρα ακο­λου­θών­τας με. Είναι ανάγ­κη να υπο­μεί­νε­τε πολ­λούς κόπους, πολ­λούς κιν­δύ­νους εάν έχε­τε σκο­πό να με ακο­λου­θή­σε­τε. Δεν πρέ­πει λοι­πόν, Πέτρε, επει­δή τώρα με ομο­λό­γη­σες Υιό του Θεού, να περι­μέ­νεις για τον λόγο αυτό και μόνο στε­φά­νους και να νομί­ζεις ότι είναι αρκε­τό αυτό για σένα για τη σωτη­ρία σου, και να αισθά­νε­σαι λοι­πόν τον εαυ­τό σου ασφα­λή και ανα­παυ­μέ­νο, διό­τι τάχα πραγ­μα­το­ποί­η­σες το παν με το να με ομο­λο­γή­σεις απλά με τα λόγια. Μπο­ρώ βέβαια επει­δή είμαι Υιός του Θεού, να μη σε αφή­σω να λάβεις πεί­ρα των δυσχε­ρειών· δεν το θέλω όμως αυτό για χάρη σου, ώστε να συνει­σφέ­ρεις και ο ίδιος κάτι και να γίνεις άξιος για μεγα­λύ­τε­ρες τιμές».

Ούτε βέβαια, εάν κανείς είναι κρι­τής των αγώ­νων και έχει αθλη­τή ένα φίλο του, θα θελή­σει να τον στε­φα­νώ­σει απλά και μόνο από εύνοια, αλλά και για τους δικούς του κόπους, και προ­παν­τός γι’ αυτό, επει­δή τον αγα­πά· έτσι και ο Χρι­στός αυτούς τους οποί­ους ιδιαι­τέ­ρως αγα­πά, αυτούς κατε­ξο­χήν θέλει να προ­κό­πτουν, και με τη δική τους προ­αί­ρε­ση και όχι μόνο από τη βοή­θειά Του.

Πρό­σε­ξε, όμως, πώς και τον λόγο κάνει υπο­φερ­τό. Δεν περιο­ρί­ζει λοι­πόν τις δυσκο­λί­ες και τα εμπό­δια μόνο σε αυτούς, αλλά και παρου­σιά­ζει την αλή­θεια αυτή και τη διδα­σκα­λία κοι­νή για όλη την οικου­μέ­νη, λέγον­τας: «Εάν κάποιος θέλει», είτε γυναί­κα, είτε άνδρας, είτε άρχον­τας, είτε αρχό­με­νος, ας ακο­λου­θεί αυτήν την οδό. Και φαί­νε­ται μεν εκ πρώ­της όψε­ως ότι ένα πράγ­μα έχει πει, τρία όμως είναι αυτά που λέει· το «ας απαρ­νη­θεί κανείς τον εαυ­τό του», το «ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του» και το «ας με ακο­λου­θή­σει»· και τα μεν δύο είναι αλλη­λέν­δε­τα, το άλλο όμως ειπώ­θη­κε ως κάτι ξεχω­ρι­στό.

Αλλά ας δού­με πρώ­τα τι άρα­γε σημαί­νει το να αρνη­θού­με τον εαυ­τό μας. Ας μάθου­με προ­η­γου­μέ­νως τι σημαί­νει να αρνη­θού­με κάποιον άλλο άνθρω­πο και τότε θα κατα­νο­ή­σου­με πλη­ρέ­στε­ρα τι περί­που σημαί­νει να αρνη­θού­με τον εαυ­τό μας. Τι σημαί­νει λοι­πόν να αρνη­θού­με έναν άλλον άνθρω­πο; Εκεί­νος ο οποί­ος αρνεί­ται κάποιον άλλον, λόγου χάριν τον αδελ­φό του ή τον δού­λο του, ή οποιον­δή­πο­τε άλλον, και αν ακό­μη τον δει να μαστι­γώ­νε­ται ή να αλυ­σο­δέ­νε­ται ή να οδη­γεί­ται σε φυλα­κή ή οτι­δή­πο­τε άλλο να πάσχει, δεν τον συμ­πα­ρί­στα­ται, δεν τον βοη­θά­ει, δεν κάμ­πτε­ται, δεν υπο­φέ­ρει κάτι χάριν αυτού, επει­δή άπαξ δια­παν­τός απο­ξε­νώ­θη­κε από αυτόν.

Τέτοια αδια­φο­ρία λοι­πόν επι­θυ­μεί να δεί­χνου­με για το σώμα μας, ώστε και αν το μαστι­γώ­νουν ή το κατα­διώ­κουν ή το καί­ουν ή οτι­δή­πο­τε το κάνουν, να μην το λυπού­μα­στε· διό­τι αυτό σημαί­νει το να λυπά­ται κανείς κάτι. Επει­δή και οι γονείς τότε πραγ­μα­τι­κά λυπούν­ται τα τέκνα, όταν αφού τα παρα­δώ­σουν στους διδα­σκά­λους, δώσουν εντο­λή σε αυτούς να μην τα λυπούν­ται. Έτσι και ο Χρι­στός· δεν είπε να μη λυπού­μα­στε τον εαυ­τό μας, αλλά κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο από αυτό, το «να απαρ­νη­θού­με τον εαυ­τό μας»· δηλα­δή, να μην έχει τίπο­τε κοι­νό προς τον εαυ­τό του, αλλά να τον παρα­δί­δει στους κιν­δύ­νους, στους αγώ­νες, και τέτοια να είναι η όλη στά­ση του σαν να ήταν κάποιος άλλος που τα έπα­σχε αυτά. Και δεν είπε, «ας αρνη­θεί», αλλά «ας απαρ­νη­θεί», φανε­ρώ­νον­τας πάλι και με τη μικρή αυτή προ­σθή­κη το έπα­κρο της αρνή­σε­ως του εαυ­τού μας· διό­τι πράγ­μα­τι με το σύν­θε­το ρήμα «απαρ­νη­θεί» δίνε­ται ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη έμφα­ση και απο­λυ­τό­τη­τα στην άρνη­ση απ’ ό,τι με το απλό «αρνη­θεί».

«Και ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του». Τού­το προ­έρ­χε­ται εξ εκεί­νου που είπε προ­η­γου­μέ­νως, δηλα­δή την πλή­ρη αυτα­πάρ­νη­ση. Για να μη νομί­σεις δηλα­δή ότι πρέ­πει να απαρ­νη­θείς τον εαυ­τό σου όσον αφο­ρά μόνο τα εναν­τί­ον σου λόγια και τις ύβρεις και τις κατη­γο­ρί­ες, λέγει και μέχρι ποιου βαθ­μού πρέ­πει να απαρ­νη­θείς τον εαυ­τό σου· δηλα­δή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του επονείδιστου(σταυρικού).Για τον λόγο αυτό δεν είπε «ας απαρ­νη­θεί τον εαυ­τό του μέχρι θανά­του», αλλά «ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του», δηλώ­νον­τας τον ατι­μω­τι­κό θάνα­το· και ότι όχι μία φορά, ούτε δύο, αλλά καθ’ όλην μας την ζωή, πρέ­πει να το κάνου­με αυτό. «Συνε­χώς δηλα­δή», λέγει, «να σκέ­πτε­σαι τον θάνα­το αυτόν, και καθη­με­ρι­νά να είσαι έτοι­μος προς σφα­γή»· διό­τι επει­δή πολ­λοί μεν περι­φρό­νη­σαν τα χρή­μα­τα και την τρυ­φή και τη δόξα, τον θάνα­το όμως δεν τον περι­φρό­νη­σαν, αλλά φοβή­θη­καν τους κιν­δύ­νους, «εγώ», λέγει, «θέλω ο δικός μου στρα­τιώ­της να παλεύ­ει μέχρις αίμα­τος, και οι αγώ­νες να φθά­νουν μέχρι σφα­γής». Ώστε και αν είναι ανάγ­κη και θάνα­το να υπο­μεί­νου­με, είτε θάνα­το επο­νεί­δι­στο, είτε θάνα­το επι­κα­τά­ρα­το, είτε να δια­σύ­ρε­ται η υπό­λη­ψή μας, όλα πρέ­πει να τα υπο­φέ­ρου­με με γεν­ναιό­τη­τα, και κατ’ αυτόν τον τρό­πον να χαι­ρό­μα­στε πιο πολύ.

«Και ας με ακο­λου­θεί». Επει­δή δηλα­δή είναι δυνα­τό και να πάσχει κανείς χωρίς να ακο­λου­θεί τον Χρι­στό, όταν κανείς δεν υφί­στα­ται τα παθή­μα­τα για χάρη Του (καθό­σον και οι ληστές υπο­φέ­ρουν πολ­λά και φοβε­ρά και οι τυμ­βω­ρύ­χοι και οι απα­τε­ώ­νες), για να μην νομί­σεις ότι αρκεί η ύπαρ­ξη μόνη των δει­νών, προ­σθέ­τει και την προ­ϋ­πό­θε­ση των δει­νών. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Πραγ­μα­το­ποιών­τας αυτά και πάσχον­τας αυτά, να ακο­λου­θείς Αυτόν και να υπο­μέ­νεις τα πάν­τα χάριν Αυτού και να έχεις και την υπό­λοι­πη αρε­τή. Καθό­σον και τού­το φανε­ρώ­νει το «Ας με ακο­λου­θεί»· ώστε να μην επι­δει­κνύ­ου­με μόνο ανδρεία κατά τη διάρ­κεια των δει­νών, αλλά και σωφρο­σύ­νη και επιεί­κεια και κάθε είδος ευσέ­βειας. Αυτό σημαί­νει το να ακο­λου­θού­με τον Χρι­στό, όπως πρέ­πει, το να φρον­τί­ζου­με και για τα άλλα είδη της αρε­τής και το να υφι­στά­με­θα τα πάν­τα γι’ Αυτόν.

Διό­τι υπάρ­χουν εκεί­νοι, οι οποί­οι ακο­λου­θούν τον διά­βο­λο και πάσχουν αυτά, και χάριν εκεί­νου παρα­δί­δουν τις ψυχές τους· αλλά εμείς πρέ­πει να τα πάσχου­με χάριν του Χρι­στού, ή μάλ­λον καλύ­τε­ρα χάριν του ίδιου μας του εαυ­τού. Εκεί­νοι μεν ακο­λου­θούν τον διά­βο­λο και υπο­φέ­ρουν για να βλά­ψουν τους εαυ­τούς τους και εδώ και εκεί(στη μέλ­λου­σα ζωή)· εμείς όμως ακο­λου­θού­με τον Χρι­στό και υπο­φέ­ρου­με για να κερ­δί­σου­με και τις δύο. Πώς λοι­πόν δεν είναι από­δει­ξη της πιο μεγά­λης ανο­η­σί­ας, το να μην επι­δει­κνύ­ου­με ούτε την ίδια ανδρεία με αυτούς οι οποί­οι οδη­γούν­ται στην απώ­λεια και μάλι­στα τη στιγ­μή που εμείς πρό­κει­ται να απο­κο­μί­σου­με τόσα στε­φά­νια; Αν και σε μας, βέβαια, και ο Χρι­στός παρί­στα­ται ως βοη­θός, σε εκεί­νους όμως κανείς.

Έδω­σε φυσι­κά και προ­η­γου­μέ­νως αυτήν την παραγ­γε­λία όταν απέ­στελ­λε αυτούς λέγον­τας: «Ες δν θνν μ πέλ­θη­τε κα ες πόλιν Σαμα­ρειτν μ εσέλ­θη­τε(:Μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες, και μη μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες)»[Ματθ.10,5] και «δο γ ποστέλ­λω μς ς πρό­βα­τα ν μέσ λύκων· γίνε­σθε ον φρό­νι­μοι ς ο φεις κα κέραιοι ς α περι­στε­ραί. Προ­σέ­χε­τε δ π τν νθρώ­πων· παρα­δώ­σου­σι γρ μς ες συνέ­δρια κα ν τας συνα­γω­γας ατν μαστι­γώ­σου­σιν μς· κα π γεμό­νας δ κα βασι­λες χθή­σε­σθε νεκεν μο ες μαρ­τύ­ριον ατος κα τος θνε­σιν(:Να λοι­πόν, Εγώ ο Κύριός σας, σας απο­στέλ­λω για να είστε σαν πρό­βα­τα ήμε­ρα ανά­με­σα σε αιμο­βό­ρους λύκους, με τους οποί­ους μοιά­ζουν οι εχθροί του ευαγ­γε­λί­ου, οι οποί­οι είναι κυριευ­μέ­νοι από τα άγρια πάθη της σάρ­κας. Αφού λοι­πόν τόσο δει­νή θα είναι η θέση σας, φρον­τί­στε να είστε φρό­νι­μοι σαν τα φίδια, ώστε να μην εκθέ­τε­τε τον εαυ­τό σας σε ανω­φε­λείς και ανόη­τους κιν­δύ­νους, και άκα­κοι και απλοί σαν τα περι­στέ­ρια. Έχον­τας ως μόνο όπλο τη φρό­νη­ση και την ακα­κία αυτή να προ­φυ­λά­γε­στε απ’ τους ανθρώ­πους· διό­τι θα σας παρα­δώ­σουν σε συνέ­δρια για να κατα­δι­κα­στεί­τε απ’ αυτά, και στις συνα­γω­γές τους, και θα σας μαστι­γώ­σουν μπρο­στά στο λαό)»[Ματθ.10,16–17], τώρα όμως εκτε­νέ­στε­ρα μάλ­λον και αυστη­ρό­τε­ρα· διό­τι τότε ανέ­φε­ρε μόνο τον θάνα­το, ενώ εδώ έκα­νε λόγο και περί του σταυ­ρού, και μάλι­στα περί συνε­χούς σταυ­ρού· διό­τι λέγει: «Ας σηκώ­σει τον σταυ­ρό του»· δηλα­δή, ας βαστά­ζει συνε­χώς και ας φέρει τον σταυ­ρό. Και τού­το συνη­θί­ζει να κάνει παν­τού, όχι εξαρ­χής και εκ προ­οι­μί­ων, αλλά ήσυ­χα και σιγά-σιγά να εισά­γει τα μεγα­λύ­τε­ρα των παραγ­γελ­μά­των, για να μην παρα­ξε­νεύ­ον­ται όσοι ακού­νε.

Έπει­τα επει­δή φαι­νό­ταν ότι είναι υπερ­βο­λι­κό αυτό που ειπώ­θη­κε, βλέ­πε πώς με τα επό­με­να λόγια τούς παρη­γο­ρεί και υπό­σχε­ται έπα­θλα τα οποία υπερ­τε­ρούν των ιδρώ­των και των κόπων που θα κατέ­βαλ­λαν με τον αγώ­να τους· και όχι μόνο βρα­βεία, αλλά και την αντι­μι­σθία της κακί­ας. Πράγ­μα­τι, με αυτήν ασχο­λεί­ται περισ­σό­τε­ρο παρά για εκεί­να, επει­δή τους περισ­σό­τε­ρους συνη­θί­ζει να σωφρο­νί­ζει όχι τόσο η προ­σφο­ρά των αγα­θών, όσον η απει­λή των φοβε­ρών.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πώς και από εδώ αρχί­ζει και σε αυτό κατα­λή­γει: « ς γρ ν θέλ τν ψυχν ατο σσαι, πολέ­σει ατήν· ς δ᾿ ν πολέσ τν ψυχν ατο νεκεν μο, ερήσει ατήν. τί γρ φελεται νθρω­πος ἐὰν τν κόσμον λον κερ­δήσ, τν δ ψυχν ατο ζημιωθ; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;(:διό­τι εκεί­νος που θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή. Ενώ εκεί­νος που θα χάσει τη ζωή του για την ομο­λο­γία και υπα­κοή του σε μένα, θα τη βρει στο μελ­λον­τι­κό αιώ­να, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ζωή. Και η αιώ­νια αυτή ζωή είναι το παν. Διό­τι ποια ωφέ­λεια έχει ο άνθρω­πος, εάν κερ­δί­σει τον κόσμο ολό­κλη­ρο, χάσει όμως την ψυχή του, η οποία ως πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να από τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου; Ή εάν ένας άνθρω­πος χάσει την ψυχή του, τι θα δώσει ως αντάλ­λαγ­μα, με το οποίο θα την εξα­γο­ρά­σει από την αιώ­νια απώ­λεια;)»[Ματθ. 16,25–26].

Αυτό λοι­πόν που λέγει, σημαί­νει: «όχι από έλλει­ψη λύπης προς εσάς, αλλά από υπερ­βο­λι­κή λύπη (και φρον­τί­δα) παραγ­γέλ­λω αυτά. Καθό­σον εκεί­νος ο οποί­ος λυπά­ται να τιμω­ρή­σει το τέκνο του, το κατα­στρέ­φει και το οδη­γεί στην απώ­λεια· εκεί­νος όμως ο οποί­ος δε λυπά­ται, το δια­σώ­ζει». Τού­το έλε­γε και κάποιος σοφός: « Σ μν γρ πατά­ξεις ατν άβδ, τν δ ψυχν ατο κ θανά­του ύσ(:διό­τι εσύ μεν θα χτυ­πή­σεις το σώμα του υιού σου με τη ράβδο, όμως δε θα πεθά­νει από αυτό· θα ελευ­θε­ρώ­σεις ωστό­σο την ψυχή του από την απώ­λεια και τον αιώ­νιο θάνα­το)»[Παροιμ.23,14]· και πάλι: «Περι­ψύ­χων υἱὸν κατα­δε­σμεύ­σει τραύ­μα­τα ατο(:Εκεί­νος που παρα­χαϊ­δεύ­ει και δεν παι­δα­γω­γεί ορθώς το παι­δί του, θα το ενθαρ­ρύ­νει σε εκτρο­πές και έπει­τα θα επι­δέ­σει τις πλη­γές του)»[Σοφ. Σειρ. 30,7]· τού­το γίνε­ται στα στρα­τό­πε­δα. Αν δηλα­δή ο στρα­τη­γός, λυπού­με­νος για τους στρα­τιώ­τες, δια­τά­ζει να παρα­μέ­νουν συνε­χώς στην ασφά­λεια του στρα­το­πέ­δου, μαζί με αυτούς χάνει και όσους βρί­σκον­ται μέσα.

«Για να μη συμ­βαί­νει λοι­πόν αυτό και σε σας», λέγει, «πρέ­πει εσείς να είστε παρα­τε­ταγ­μέ­νοι συνε­χώς προς θάνα­τον· καθό­σον και τώρα πρό­κει­ται να ανά­ψει εκ νέου πόλε­μος φοβε­ρός». Μην καθί­σεις λοι­πόν εντός, αλλά ας εξέρ­χε­σαι και ας πολε­μείς· και αν πέσεις στην παρά­τα­ξη της μάχης, τότε έζη­σες· διό­τι στην περί­πτω­ση των αισθη­τών πολέ­μων εκεί­νος που είναι έτοι­μος προς σφα­γήν, αυτός πιο πολύ υπε­ρι­σχύ­ει των άλλων και είναι ακα­τά­βλη­τος και φοβε­ρό­τα­τος και στους εχθρούς, αν και βέβαια ο βασι­λιάς προς χάριν του οποί­ου πολε­μεί, δεν μπο­ρεί μετά θάνα­τον να τον ανα­στή­σει· πολύ περισ­σό­τε­ρο λοι­πόν στην περί­πτω­ση των πολέ­μων αυτών των πνευ­μα­τι­κών, όταν υπάρ­χουν και τόσο πολ­λές ελπί­δες ανα­στά­σε­ως, αυτός που παρα­δί­δει την ψυχή του στον θάνα­το, θα τη σώσει· κατά ένα μεν τρό­πο, διό­τι δεν θα αιχ­μα­λω­τι­στεί εύκο­λα· κατά δεύ­τε­ρον δε, διό­τι και αν πέσει, θα οδη­γή­σει αυτήν προς υψη­λό­τε­ρη ζωή.

Έπει­τα, επει­δή είπε ότι «εκεί­νος που θέλει να σώσει την επί­γεια ζωή του, αυτός θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή» και στην πρώ­τη περί­πτω­ση ανέ­φε­ρε σωτη­ρία και απώ­λεια, για να μη νομί­σει κανείς ότι είναι της ίδιας αξί­ας η απώ­λεια και η σωτη­ρία στην πρώ­τη και στη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση, αλλά να γνω­ρί­σει καλώς ότι μετα­ξύ της σωτη­ρί­ας εκεί­νης και αυτής τόση είναι η δια­φο­ρά, όση μετα­ξύ απω­λεί­ας και σωτη­ρί­ας· και εκ των αντι­θέ­των απο­δει­κνύ­ον­τας αυτά δια­μιάς λέγει: «Διό­τι ποια ωφέ­λεια έχει ο άνθρω­πος, εάν κερ­δί­σει τον κόσμο ολό­κλη­ρο, χάσει όμως την ψυχή του, η οποία ως πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να από τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου;».

Είδες πως η παρά τον πρέ­πον σωτη­ρία της επί­γειας ζωής ισο­δυ­να­μεί με απώ­λεια και χει­ρό­τε­ρη από κάθε απώ­λεια, επει­δή και αθε­ρά­πευ­τη είναι, εφό­σον δεν υπάρ­χει κάτι που να μπο­ρεί να την εξα­γο­ρά­σει; «Διό­τι μη μου λέγεις αυτό», λέγει, «ότι έσω­σε τη ζωή του εκεί­νος ο οποί­ος διέ­φυ­γε τους τόσους μεγά­λους κιν­δύ­νους, αλλά μαζί με τη ζωή του εσύ συνα­ρίθ­μη­σε ότι κέρ­δι­σε και όλη την οικου­μέ­νη. Και τι το περισ­σό­τε­ρο έχει να κερ­δί­σει αυτός από αυτό, τη στιγ­μή που οδη­γεί­ται στην απώ­λεια η ίδια η ψυχή του;». Πες μου, εάν έβλε­πες τους δού­λους σου να ζουν μέσα στην τρυ­φή, τον εαυ­τό σου όμως να ζει μέσα στα χει­ρό­τε­ρα κακά, άρα­γε θα κέρ­δι­ζες κάτι από το ότι είσαι κύριός τους; Καθό­λου. Τού­το λοι­πόν σκέ­ψου και για την ψυχή σου, όταν αυτή ανα­μέ­νει την μέλ­λου­σα απώ­λεια, ενώ κατά την ίδια στιγ­μή το σώμα σου ζει μέσα στην πολυ­τέ­λεια και τον πλού­το.

«Τι είναι δυνα­τόν να δώσει ο άνθρω­πος αντάλ­λαγ­μα της ψυχής του;». Πάλι επι­μέ­νει στο ίδιο. «Μήπως», λέγει, «έχεις να δώσεις άλλη ψυχή αντί της ψυχής σου; Αν χάσεις βέβαια χρή­μα­τα, θα δώσεις χρή­μα­τα ή σπί­τι ή δού­λους ή οτι­δή­πο­τε άλλο εκ των υπαρ­χόν­των σου· αν χάσεις όμως την ψυχή, άλλη ψυχή δε θα μπο­ρέ­σεις να προ­σφέ­ρεις· αλλά και αν έχεις δικό σου όλο τον κόσμο, και αν είσαι βασι­λιάς ολό­κλη­ρης της οικου­μέ­νης, δεν θα μπο­ρέ­σεις, και αν ακό­μη κατα­βά­λεις ως αντί­τι­μο όλα τα πράγ­μα­τα της οικου­μέ­νης μαζί με αυτήν την οικου­μέ­νη, να αγο­ρά­σεις μια ψυχή».

Και τι το παρά­δο­ξο εάν τού­το συμ­βαί­νει στην περί­πτω­ση της ψυχής; Καθό­σον και στο σώμα θα μπο­ρού­σε να δει κανείς να γίνε­ται τού­το. Και αν είσαι περι­βε­βλη­μέ­νος ανα­ρίθ­μη­τα δια­δή­μα­τα, έχεις όμως εκ φύσε­ως ασθε­νι­κό σώμα και δυσθε­ρά­πευ­το, δεν θα μπο­ρέ­σεις, και αν ακό­μη προ­σφέ­ρεις όλη τη βασι­λεία, να θερα­πεύ­σεις το σώμα αυτό, και αν ακό­μη προ­σθέ­σεις σε αυτήν ανα­ρίθ­μη­τα σώμα­τα και πόλεις και χρή­μα­τα. Τοιου­το­τρό­πως λοι­πόν σκέ­ψου και για την ψυχή· μάλ­λον και πολύ σοβα­ρό­τε­ρα για την ψυχή, και αφού αφή­σεις στην άκρη όλα τα άλλα, σε αυτήν και τη δική της τη σωτη­ρία να δαπα­νάς όλη σου τη φρον­τί­δα.

Μην παρα­με­λείς λοι­πόν τον εαυ­τό σου και όσα σε αφο­ρούν προ­σω­πι­κά για την αιω­νιό­τη­τα, επει­δή αφιε­ρώ­νεις τη φρον­τί­δα σου σε ξένα πράγ­μα­τα, πράγ­μα που κάνουν οι πολ­λοί τώρα, μοιά­ζον­τας προς αυτούς οι οποί­οι εργά­ζον­ται στα μεταλ­λεία (ως κατά­δι­κοι). Πράγ­μα­τι, και εκεί­νοι κανέ­να όφε­λος δεν έχουν από την εργα­σία αυτή, ούτε από τον πλού­το· αντι­θέ­τως, είναι μεγά­λη η ζημία τους, και διό­τι μοχθούν άσκο­πα και διό­τι μοχθούν χάριν άλλων, χωρίς να απο­κο­μί­ζουν τίπο­τα από τους ιδρώ­τες εκεί­νους που καθη­με­ρι­νά χύνουν και τους μεγά­λους κόπους τους. Υπάρ­χουν και τώρα πολ­λοί οι οποί­οι τους μιμούν­ται, αυτοί που εργά­ζον­ται για να πλου­τί­σουν άλλοι· μάλ­λον δε εμείς και από αυτούς είμα­στε αθλιό­τε­ροι, καθό­σον ανα­μέ­νει εμάς και η γέε­να μετά τους κόπους αυτούς· διό­τι σε εκεί­νους μεν ο θάνα­τος απο­τε­λεί το τέρ­μα των ιδρώ­των εκεί­νων· σε εμάς όμως ο θάνα­τος γίνε­ται αρχή ανα­ρίθ­μη­των κακών.

Εάν όμως έλε­γες ότι απο­λαμ­βά­νεις τους κόπους σου με το να πλου­τί­ζεις, από­δει­ξέ μου ότι η ψυχή σου ευφραί­νε­ται και ωφε­λεί­ται και τότε θα πει­σθώ. Διό­τι από όσα έχου­με, κυριό­τε­ρο είναι η ψυχή· εάν όμως το σώμα παχαί­νει, ενώ εκεί­νη φθεί­ρε­ται, τίπο­τα δεν προ­σφέ­ρει σε σένα η αφθο­νία αυτή· όπως πράγ­μα­τι, και όταν ευφραί­νε­ται η δού­λη, τίπο­τε δεν προ­σφέ­ρει η ευη­με­ρία της υπη­ρέ­τριας προς την οικο­δέ­σποι­να που κιν­δυ­νεύ­ει, έτσι ούτε και η ασθέ­νεια του σώμα­τος δε θερα­πεύ­ε­ται από τη λαμ­πρό­τη­τα της στο­λής την οποία έχει ενδυ­θεί· αλλά θα σου πει πάλι ο Χρι­στός· «Τι είναι δυνα­τόν να δώσει ο άνθρω­πος αντάλ­λαγ­μα υπέρ της ψυχής του;» προ­τρέ­πον­τάς σε να στρέ­φεις συνε­χώς την προ­σο­χή σου προς εκεί­νη, και για μόνη αυτή να επι­δει­κνύ­εις όλο το ενδια­φέ­ρον σου.

Αφού τους ενέ­πνευ­σε λοι­πόν τον φόβο με όλα αυτά, στη συνέ­χεια τους παρη­γο­ρεί και με την υπεν­θύ­μι­ση των αγα­θών που πρό­κει­ται να λάβουν αιω­νί­ως με τους αγώ­νες τους αυτούς: «Μέλ­λει γρ υἱὸς το νθρώ­που ρχε­σθαι ν τ δόξ το πατρς ατο μετ τν γγέ­λων ατο, κα τότε ποδώ­σει κάστ κατ τν πρξιν ατο(:Πράγ­μα­τι, λοι­πόν, κάθε άνθρω­πος πρό­κει­ται ή να χάσει ή να κερ­δί­σει την ψυχή του. Διό­τι πρό­κει­ται ο υιός του ανθρώ­που να έλθει περι­βε­βλη­μέ­νος με τη δόξα του Πατέ­ρα Του μαζί με τους αγγέ­λους του, και τότε θα αντα­μεί­ψει τον καθέ­να ανά­λο­γα με τις πρά­ξεις του)»[ Ματθ.16,27]. Είδες πως μία είναι η δόξα του Πατρός και του Υιού; Εάν λοι­πόν η δόξα είναι μία, φανε­ρό είναι και ότι η ουσία είναι μία. Διό­τι εάν υπάρ­χει δια­φο­ρά δόξης σε μία ουσία («διό­τι άλλη είναι η λαμ­πρό­τη­τα του ήλιου, και άλλη της σελή­νης και άλλη η λαμ­πρό­τη­τα των αστε­ριών· διό­τι άστρο από άστρο δια­φέ­ρει κατά τη λάμ­ψη», παρά το ότι πρό­κει­ται για μία ουσία),πώς, εκεί­νων των οποί­ων η δόξα είναι μία, η ουσία θα θεω­ρη­θεί άλλη; Διό­τι δεν είπε ότι θα έλθει με δόξα παρό­μοια με αυτήν, την οποία έχει και ο Πατέ­ρας, για να μην υπο­πτευ­θείς πάλι κάποια δια­φο­ρά· αλλά με σκο­πό να δεί­ξει την από­λυ­τη ακρί­βεια λέγει ότι θα έλθει περι­βε­βλη­μέ­νος με την ίδια τη δόξα(του Πατρός),ώστε να τη θεω­ρού­με μία και την αυτήν.

Για­τί λοι­πόν, φοβά­σαι, Πέτρε, όταν ακούς για θάνα­το; Διό­τι τότε θα με δεις περι­βε­βλη­μέ­νο τη δόξα του Πατρός. Εάν δε εγώ θα είμαι περι­βε­βλη­μέ­νος με δόξα, και εσείς θα είστε[Ιω. 17,24: «Πάτερ, ος δέδω­κάς μοι, θέλω να που εμ γ κκενοι σι μετ᾿ μο, να θεωρσι τν δόξαν τν μν ν δέδω­κάς μοι, τι γάπη­σάς με πρ κατα­βολς κόσμου(: Πάτερ, εκεί­νους που μου έχεις δώσει, θέλω, όπου είμαι Εγώ, να είναι κι αυτοί μαζί μου, για να βλέ­πουν και να απο­λαμ­βά­νουν τη δόξα μου, την οποία μου έδω­σες προ­αιω­νί­ως, διό­τι με αγά­πη­σες προ­τού να θεμε­λιω­θεί ο κόσμος˙ και η αγά­πη Σου αυτή απο­τε­λεί συγ­χρό­νως και τη δόξα μου)»· διό­τι δεν θα πάψουν στην παρού­σα ζωή τα δικά σας· αλλά θα σας ανα­μέ­νει κάποιο άλλο καλύ­τε­ρο τέλος.

Κι όμως παρά το ότι ανέ­φε­ρε τα ευχά­ρι­στα, δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτά, αλλά τα ανέ­μι­ξε και με τα φοβε­ρά με το να κάνει ανα­φο­ρά στο δικα­στή­ριο εκεί­νο και τις ανα­πό­φευ­κτες ευθύ­νες και την αμε­ρό­λη­πτη από­φα­ση και την αλάν­θα­στη κρί­ση. Ασφα­λώς δεν άφη­σε να φανεί ο λόγος μόνο μελαγ­χο­λι­κός, αλλά τον συν­δύ­α­σε και με ευχά­ρι­στες ελπί­δες. Διό­τι δεν είπε ότι θα τιμω­ρή­σει τότε αυτούς που αμάρ­τη­σαν, αλλά ότι «θα απο­δώ­σει στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του». Έλε­γε μάλι­στα αυτό υπεν­θυ­μί­ζον­τας όχι μόνο την τιμω­ρία στους αμαρ­τω­λούς, αλλά και στους ενά­ρε­τους τα βρα­βεία και τους στε­φά­νους.

Αλλά ο Κύριος μεν είπε αυτά, για να ενι­σχύ­σει το ηθι­κό των ενά­ρε­των ανθρώ­πων, εγώ όμως πάν­το­τε φρίτ­τω ακού­γον­τας αυτά· διό­τι δεν είμαι μετα­ξύ των στε­φα­νου­μέ­νων. Νομί­ζω επί­σης ότι και άλλοι συμ­με­τέ­χουν στον φόβο και την αγω­νία μου. Διό­τι ποιον δεν είναι ικα­νός να φοβί­σει αυτός ο λόγος, αν τον συνει­δη­το­ποι­ή­σει κανείς, και να τον κάνει να φρίτ­τει, και να τον πεί­σει ότι έχου­με ανάγ­κη σάκου μετα­νοί­ας και πολύ πιο μεγά­λης νηστεί­ας και από τον λαό των Νινευι­τών; Διό­τι ο λόγος για εμάς δεν είναι περί κατα­στρο­φής πόλε­ως και του κοι­νού θανά­του, αλλά περί της αιω­νί­ου κολά­σε­ως και του ασβέ­στου πυρός. […]

Ας μοχθού­με λοι­πόν αδιά­κο­πα όσο ζού­με, για να φανού­με και στον Θεό αρε­στοί και στους ανθρώ­πους άμεμ­πτοι και να επι­τύ­χου­με τα μέλ­λον­τα αγα­θά, δια της χάρι­τος και της φιλαν­θρω­πί­ας του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, δια του οποί­ου και μετά του οποί­ου στον Πατέ­ρα ανή­κει η δόξα, η τιμή, η εξου­σία, συγ­χρό­νως στο Άγιο και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΝΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11, σελί­δες 500–521.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 62–78.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΣΤΑΥΡΟΣ, ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 10–3‑1991]

(Β243)

Σήμε­ρα η Εκκλη­σία μας σεβα­σμιώ­τα­τε, αγα­πη­τοί μου αδελ­φοί, εορ­τά­ζει την προ­σκύ­νη­σιν του Τιμί­ου και ζωο­ποιού Σταυ­ρού. Το Συνα­ξά­ριον της ημέ­ρας ανα­φέ­ρει ότι ευρι­σκό­με­θα εις το μέσον της πορεί­ας της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής και ο κόπος από την άσκη­σιν είναι αρκε­τός και φανε­ρός, ώστε η Εκκλη­σία μας, τρί­τη Κυρια­κή των Νηστειών σήμε­ρα, προ­βάλ­λει, όπως λέγει το Συνα­ξά­ριο, εις ημάς, ως βοή­θη­μα κρα­ταιό­τα­τον, τον Πανά­γιον Σταυ­ρόν, την χαράν του κόσμου, των πιστών την δύνα­μιν, των δικαί­ων το στή­ριγ­μα και των αμαρ­τω­λών την ελπί­δα, ίνα ευλα­βώς Αυτόν κατα­σπα­ζό­με­νοι, λάβω­μεν χάριν και δύνα­μιν προς τελεί­ω­σιν του θεί­ου της νηστεί­ας αγώ­νος.

Αλλά για­τί ο Τίμιος Σταυ­ρός του Χρι­στού είναι η χαρά, είναι η δύνα­μις, το στή­ριγ­μα και η ελπί­δα πάν­των; Διό­τι απο­τε­λεί το θεμέ­λιον της σωτη­ρί­ας μας. Από τον Τίμιον Σταυ­ρό του Χρι­στού πηγά­ζει η Εκκλη­σία· και όλα εκεί­να τα μυστή­ρια τα οποία την συνι­στούν: το Βάπτι­σμα, η Θεία Ευχα­ρι­στία και όλα τα άλλα μυστή­ρια. Συνε­πώς ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι το θεμέ­λιον της Εκκλη­σί­ας.

Ακό­μη, ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι η ήττα του δια­βό­λου. Είναι η εξα­σθέ­νη­σις της αμαρ­τί­ας, η κατάρ­γη­σις του κέν­τρου του θανά­του, η ανά­πλα­σις του ανθρώ­που και η ανα­κε­φα­λαί­ω­σις των πάν­των, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Και δεν είναι τι άλλο η ανα­κε­φα­λαί­ω­σις των πάν­των, παρά η σύνα­ψις, η ένω­σις, σύνα­ψις ουρα­νού και γης. Σε όλα αυτά θεμέ­λιον είναι ο Τίμιος Σταυ­ρός. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων στην 13η του Κατή­χη­ση: «πέμει­νε δέ τατα σωτήρ ερηνο­ποι­ή­σας διά το αματος το σταυ­ρο τά ν ορανος καί τά πί γς». Επέ­φε­ρεν ειρή­νην ανά­με­σα στα ουρά­νια και στα επί­γεια· τον Θεό και τον άνθρω­πο. Αυτή ακρι­βώς, όπως σας είπα, είναι η ανα­κε­φα­λαί­ω­σις, δηλα­δή η σύνα­ψις, η ένω­σις ουρα­νού και γης.

Γι’αυτό πάλι γρά­φει ο Άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων στην ίδια του την Κατή­χη­ση: «Λάμ­βα­νε ον πρτον ἀῤῥαγς θεμέ­λιον τν σταυρν κα ποι­κο­δό­μει τ λοι­πά τς πίστε­ως». Βάλε θεμέ­λιο αρρα­γές, αρά­γι­στο, σίγου­ρο. Και πάνω σ’ αυτό να εποι­κο­δο­μή­σεις ό,τι αφο­ρά στην πίστη. Ώστε πράγ­μα­τι λοι­πόν ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι θεμέ­λιον. Και τού­το διό­τι εφό­σον ο Τίμιος Σταυ­ρός του Χρι­στού έχει την δύνα­μιν υπέρ πάσαν άλλην εγκο­σμί­αν και ουρα­νί­αν δύνα­μιν, επει­δή επ’αυτού απλώ­θη­κε Αυτός ο Εναν­θρω­πή­σας Υιός του Θεού.

Βεβαί­ως, ο Σταυ­ρός, όργα­νον θανα­τι­κής εκτε­λέ­σε­ως· ανά­με­σα, αρι­στε­ρά και δεξιά, του Τιμί­ου Σταυ­ρού του Κυρί­ου, υψώ­θη­καν άλλοι δύο σταυ­ροί. Αλλά αυτοί οι σταυ­ροί ήσαν των ληστών. Ο Σταυ­ρός του Χρι­στού πήρε τη δύνα­μη από Εκεί­νον που απλώ­θη­κε επά­νω σε αυτόν. Είναι το «ποπό­διον τν ποδν» του Θεού, με την Εναν­θρώ­πη­ση που εστε­ρε­ώ­θη­κε επά­νω εις τον Τίμιον Σταυ­ρόν. Προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Δεν παίρ­νει δύνα­μη ο Σταυ­ρός, αν επ’ αυτού δεν απλω­θεί το σώμα του Χρι­στού. Κι αν ακό­μη δεν πιστεύ­ου­με εις Εκεί­νον, ο οποί­ος απλώ­θη­κε πάνω σ’ αυτόν. Διό­τι ο Τίμιος Σταυ­ρός δρα­στη­ριο­ποιεί­ται από την πίστιν εις Εκεί­νον που εσταυ­ρώ­θη­κε. Δηλα­δή, θα το επα­να­λά­βω, εις τον Θεάν­θρω­πον Ιησούν Χρι­στόν. Εάν δεν πιστεύ­εις σε Εκεί­νον που σταυ­ρώ­θη­κε, ότι είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρω­πος αδερ­φέ μου, τότε αυτόν που κρα­τάς δεν είναι ο σταυ­ρός του Χρι­στού. Είναι ο σταυ­ρός του ληστού. Ανε­νέρ­γη­τος. Κι όταν ο σταυ­ρός μένει ανε­νέρ­γη­τος, σε τι δια­φέ­ρει από τον κάθε σταυ­ρό από τους χιλιά­δες σταυ­ρούς που οι Ρωμαί­οι κατε­σκεύ­α­σαν για να θανα­τώ­νουν τους εγκλη­μα­τί­ες και τους κατα­δί­κους;

Ακό­μα, δεν είναι η πίστις μόνον εις Εκεί­νον που απλώ­θη­κε στον Σταυ­ρό, αλλά είναι και το συνε­πές βίω­μα· αν αντα­πο­κρί­νε­σαι εις Εκεί­νον που είπε ό,τι είπε· δηλα­δή εις το Ευαγ­γέ­λιόν Του. Ώστε όταν πιστεύ­εις εις τον Τίμιον Σταυ­ρόν, δηλα­δή σε Εκεί­νον που σταυ­ρώ­θη­κε, πιστεύ­εις Ποιος είναι, ξέρεις Ποιος είναι, ενσυ­νει­δή­τως πιστεύ­εις και κατό­πιν συμ­μορ­φώ­νε­σαι με ό,τι Εκεί­νος είπε, τότε στα χέρια σου ο Σταυ­ρός είναι παν­το­δύ­να­μον όργα­νον.

Πολ­λές φορές θα έχε­τε ανα­ρω­τη­θεί, στο αυτο­κί­νη­το βάζο­με έναν σταυ­ρό, άρα­γε για να μας φυλά­ει; Άρα­γε για λόγους δια­κο­σμη­τι­κούς; Ή απλής «παρα­δό­σε­ως»; Ε, έτσι το βρή­κα­με, χωρίς να ξέρο­με τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο. Και πώς τότε γίνον­ται δυστυ­χή­μα­τα; Πώς φορά­με σταυ­ρό επά­νω μας το καλο­καί­ρι και πηγαί­νο­με στη θάλασ­σα να κολυμ­πή­σου­με και πνι­γό­μα­στε; Πώς και έγι­νε; Για ρωτή­σα­τε, για εξα­κρι­βώ­σα­τε. Αγα­πη­τοί μου, ο Τίμιος Σταυ­ρός έγι­νε κόσμη­μα. Έγι­νε απλώς ένα στο­λί­δι, ένα δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χείο. Τίπο­τε άλλο. Του αφαι­ρέ­σα­με την δύνα­μη. Κι έτσι ο Τίμιος Σταυ­ρός μένει ανε­νέρ­γη­τος. Για­τί στα χέρια της μαγίσ­σης ο σταυ­ρός κρα­τιέ­ται; Μένει ανε­νέρ­γη­τος. Είναι, κι άλλο­τε σας το έχω πει, ο εγκλω­βι­σμέ­νος σταυ­ρός. Δηλα­δή, είναι εκπλη­κτι­κόν πώς η αγά­πη του Θεού υπο­χω­ρεί- θα το δού­με και λίγο πιο κάτω αυτό‑, ώστε να απο­δέ­χε­ται να εγκλω­βί­ζε­ται από τις πονη­ρές δυνά­μεις. Μα οι πονη­ρές δυνά­μεις δεν τρέ­πον­ται εις φυγήν; Ναι. Παρά ταύ­τα, απο­δέ­χε­ται ο Χρι­στός να εγκλω­βί­ζε­ται ο Τίμιος Σταυ­ρός από τις δαι­μο­νι­κές δυνάμεις,όπως και τις Μασω­νι­κές δυνά­μεις, οι οποί­ες είναι δαι­μο­νι­κές δυνά­μεις. Το απο­δέ­χε­ται. Με τη δια­φο­ρά μόνο πως συμ­βο­λι­κά εγκλω­βί­ζουν τον Τίμιον Σταυ­ρόν εντός ενός τρι­γώ­νου. Το μασω­νι­κόν σύμ­βο­λον. Δηλα­δή «σε έχω αιχ­μά­λω­το». Είναι ο αιχ­μά­λω­τος σταυ­ρός του Χρι­στού. Το αφή­νει ο Χρι­στός. Κατά παρα­χώ­ρη­σιν.

Όταν όμως πιστεύ­εις ποιος είναι Αυτός που απέ­θα­νε επί του Σταυ­ρού και συμ­μορ­φού­σαι αδελ­φέ μου όπως ο Χρι­στός θέλει, τότε άκου να δεις τι λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων: «π μετώ­που μετ παρ­ρη­σί­ας. δακτύ­λοις σφραγς κα π πάν­των σταυρς γινέ­σθω». Λέει: «Με τα δάχτυ­λα τα τρία», βλέ­πε­τε η παρά­δο­σις; Είναι του 350 μ.Χ. αυτή η Κατή­χη­σις. Βλέ­πε­τε η Παρά­δο­σις; Ότι το σημεί­ον του σταυ­ρού είναι παρά­δο­σις αρχαιο­τά­τη. Πού είναι οι αιρε­τι­κοί που λέγουν: «για­τί κάνεις τον σταυ­ρό σου;». Πού είναι οι Χιλια­σταί; Πού είναι οι Προ­τε­στάν­ται; Πού είναι όλοι αυτοί; Επί μετώ­που λοι­πόν. Μετά παρ­ρη­σί­ας. Με τα δάχτυ­λα. Δακτύ­λους. Να μπει η σφρα­γί­δα του Σταυ­ρού. Είναι σφρα­γί­δα. Όπως το βλέ­που­με εις τον προ­φή­τη Ιεζε­κι­ήλ, που το λέγει εκεί. Ο σταυ­ρός είναι σφρα­γί­δα. Είναι το σημεί­ον Τ. Και στο φοι­νι­κι­κό και στο εβραϊ­κό αλφά­βη­το, το σημείο Τ είναι ένας σταυ­ρός. Δια­σώ­ζε­ται στη μικρο­γράμ­μα­τη γρα­φή την Λατι­νι­κή. Το μικρό t. Σταυ­ρός είναι.

«πί ρτων-συνε­χί­ζει ο άγιος Κύριλ­λος- βιβρω­σκο­μέ­νων». Στα ψωμιά που θα φάμε. Δεν ξέρω αν ο πατέ­ρας σας το έκα­νε αυτό σπί­τι. Στο δικό μου γινό­ταν. Έπαιρ­νε το καρ­βέ­λι το ψωμί, της οκάς, είχα­με την οκά, και με το μαχαί­ρι πριν κόψει, σταύ­ρω­νε από το κάτω μέρος του ψωμιού, χάρασ­σε, τρεις σταυ­ρούς. Αυτό είναι. Βλέ­πε­τε η Παρά­δο­ση. Αν ρωτού­σα τον πατέ­ρα μου «για­τί, πατέ­ρα μου, το κάνεις;», ίσως να μην ήξε­ρε να απαν­τή­σει. Κι όμως είναι μια παρά­δο­ση αρχαιο­τά­τη, από την αρχαί­αν Εκκλη­σί­αν. Τι σημαί­νει αυτό; Ότι είναι Απο­στο­λι­κή η Παρά­δο­ση.  

«ἐπί ἄρτων βιβρω­σκο­μέ­νων καί ἐπί ποτη­ρί­ων πινο­μέ­νων, ἐν εἰσό­δοις, ἐν ἐξό­δοις»: όταν μπαί­νου­με, όταν βγαί­νου­με. Αν ρωτή­σε­τε, για­τί με το φως το Πασχα­λι­νό κάνου­με το σημείο του σταυ­ρού εις το ανώ­φλι του σπι­τιού μας; Είναι αυτό. Μπαί­νεις, βγαί­νεις το σημείο του σταυ­ρού. Αλλά εκεί έχει και κάποια άλλη σημα­σία, με τα πρω­τό­το­κα που εφο­νεύ­θη­σαν, απέ­θα­νον εις την Αίγυ­πτον κλπ –να μην μακρύ­νω τον λόγον.

«πρό τοῦ ὕπνου»· ή μπαί­νεις στο σπί­τι σου ή βγαίνεις,όταν πας να κοι­μη­θείς, «κοι­τα­ζο­μέ­νοις καί δια­νι­στα­μέ­νοις»,όταν πέσου­με στο κρε­βά­τι μας, όταν σηκω­θού­με από το κρε­βά­τι μας, «ὁδεύ­ου­σι καί ἠρε­μοῦ­σι»,όταν περπατάμε,όταν στε­κό­μα­στε, «μέγα τό φυλα­κτή­ριον», μεγά­λο φυλα­κτή­ριον ο σταυ­ρός.

«δωρε­άν διά τούς πένη­τας»· δεν έχει τίπο­τα να πλη­ρώ­σεις. Δεν είναι κάποια ασφα­λι­στι­κή εται­ρεία που πρέ­πει να πλη­ρώ­νεις κάθε χρό­νο συν­δρο­μήν. Συνε­πώς, είναι δωρε­άν για τους φτω­χούς. «χωρίς καμά­του διά τούς σθε­νες», δεν απαι­τεί­ται να κατα­βάλ­λουν κόπο οι ασθε­νείς για να τον κάνουν τον σταυ­ρόν τους.

«πει­δή παρά Θεο χάρις. Σημεον πιστν καί φόβος δαι­μό­νων». Είναι το σημείο των πιστών, ο φόβος των δαι­μό­νων. Προ­η­γου­μέ­νως σας είπα για τον εγκλω­βι­σμέ­νο σταυ­ρό. Περι­μέ­νε­τε. «θριάμ­βευ­σε γρ ατος ν ατ, δειγ­μα­τί­σας ν παῤῥησί».Για­τί, λέει, ο Χρι­στός επά­νω στον Σταυ­ρό Του ήτο θριαμ­βευ­τής. Και επα­ρα­δειγ­μά­τι­σε, «δειγ­μα­τί­σας»· αφού επα­ρα­δειγ­μά­τι­σε με παρ­ρη­σία τους δαί­μο­νες, ενώ­πιον των οφθαλ­μών των αγί­ων αγγέ­λων.

«ταν γάρ δωσιν τόν σταυ­ρόν», οι δαί­μο­νες όταν δουν τον σταυ­ρό, «πομι­μνή­σκον­ται το σταυ­ρω­μέ­νου», θυμούν­ται τον Εσταυ­ρω­μέ­νον. Για­τί άρα­γε; Για­τί οι δαί­μο­νες πιστεύ­ουν εις τον Εσταυ­ρω­μέ­νον. Περί­ερ­γο! Δε λέγει η Αγία Γρα­φή ότι τα δαι­μό­νια πιστεύ­ουν και φρίτ­τουν; Όχι μόνο πιστεύ­ουν, αλλά και φρίτ­τουν. Μας βάζουν να λέμε ότι δεν υπάρ­χει άλλη ζωή. Κι όμως οι δαί­μο­νες είπαν δια στό­μα­τος Γερ­γε­ση­νού: «Ήλθες να μας βασα­νί­σεις πριν την ώρα μας; Μη μας στεί­λεις εις τον άδην· επί­τρε­ψε να πάμε σε εκεί­νους τους χοί­ρους». Βλέ­πε­τε πώς πιστεύ­ουν οι δαί­μο­νες; Μόνο που δεν μπο­ρούν να ενερ­γο­ποι­ή­σουν την πίστη τους με αγά­πη. Δεν μπο­ρούν. Ούτε να ταπει­νω­θούν, ούτε να αγα­πή­σουν οι δαί­μο­νες. Πιστεύ­ουν όμως. Όταν όμως οι άνθρω­ποι δεν πιστεύ­ουν, παρα­χω­ρεί ο Θεός να αιχ­μα­λω­τί­ζε­ται ο Τίμιος Σταυ­ρός του Χρι­στού και να μην ενερ­γεί. Τού­το γίνε­ται για την τιμω­ρία εκεί­νων των ανθρώ­πων που δεν πιστεύ­ουν.

«μή διά το δωρη­μαί­ον», δηλα­δή για τη δωρεά, που δεν κοστί­ζει σε κανέ­ναν τίπο­τε, «κατα­φρό­νει τς σφρα­γί­δος·μην κατα­φρο­νή­σεις, λέγει, τη σφρα­γί­δα αυτή, επει­δή σου προ­σφέ­ρε­ται δωρε­άν, «λλά διά τοτο μλλον τίμη­σον τόν ευερ­γέ­την», αλλά ακρι­βώς για αυτόν τον λόγο να τιμή­σεις τον ευερ­γέ­τη Χρι­στό, που σου έδω­σε αυτό το όπλο.

«Τοτο μέχρι σήμε­ρον θερα­πεύ­ει νόσους», ο Σταυ­ρός, «τοτο μέχρι σήμε­ρον δαί­μο­νας πελαύ­νει, φαρ­μά­κων τε κα παοιδν νατρέ­πει γοη­τεί­ας». Αυτό, λέγει, ανα­τρέ­πει τις μαγεί­ες των μάγων και των επα­οι­δών. Για να το κατα­λά­βε­τε, για­τί πιστεύω μέσα σας να λέτε, να μένε­τε με μια απο­ρία: Μα, μα πώς είναι δυνα­τόν να εγκλω­βί­ζε­ται ο Τίμιος Σταυ­ρός; Στα χέρια του πιστού, ενερ­γεί ο Τίμιος Σταυ­ρός. Στα χέρια όμως του μη πιστού, δεν ενερ­γεί.

Και μάλ­λον γίνε­ται και καται­σχύ­νη του ως εξής: Τότε, στην επο­χή του Απο­στό­λου Παύ­λου στην Έφε­σο, ήσαν επτά αδέλ­φια κάποιου αρχιε­ρέ­ως Σκευά. Αρχιε­ρέ­ως, εννο­εί­ται, Ισραη­λι­τών. Και εξόρ­κι­ζαν δαι­μο­νι­σμέ­νους. Πήγαι­ναν σε ένα σπί­τι να εξορ­κί­σουν κάποιον. Και λένε: «Σε δια­τάσ­σου­με δαί­μο­να ή δαι­μό­νια, στο όνο­μα του Παύ­λου, ο οποί­ος κηρύσ­σει τον Χρι­στόν, να φύγεις ή να φύγε­τε». Και τότε οι δαί­μο­νες απαν­τούν: «Και τον Ιησούν γνω­ρί­ζου­με και τον Παύ­λο επι­στά­με­θα. Εσείς ποιοι είστε;». Και τότε όρμη­σαν, όρμη­σε ο δαι­μο­νι­σμέ­νος, δια χει­ρών δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων, δια χει­ρών δικών του που του έβα­ζαν δύνα­μη οι δαί­μο­νες και τους έδει­ρε ανε­λέη­τα. Βλέ­πε­τε παρα­κα­λώ; Αν δεν πιστεύ­εις, δεν μπο­ρείς να κάνεις χρή­ση του ονό­μα­τος του Χρι­στού και του Τιμί­ου Σταυ­ρού.

Ο Τίμιος Σταυ­ρός, αγα­πη­τοί μου, είναι σύμ­βο­λο της «ασθε­νεί­ας» του Χρι­στού. Την λέξη «ασθέ­νεια» τη βάζω εντός εισα­γω­γι­κών. Και εννο­εί­ται η αδυ­να­μία του Θεού. Ναι. Διό­τι πώς θα ήταν δυνα­τόν ποτέ να αφή­σει ο Χρι­στός τον εαυ­τόν Του να σταυ­ρω­θεί επά­νω εις τον Σταυ­ρόν; Φάνη­κε ότι ο Υιός του Θεού έχει ασθέ­νειαν. Δηλα­δή είναι αδύ­να­μος. Όταν του έλε­γαν οι σταυ­ρω­ταί: «Κατέ­βα από τον Σταυ­ρό για να δού­με και να πιστέ­ψου­με». Ο Τίμιος Σταυ­ρός λοι­πόν είναι το σύμ­βο­λον της «ασθε­νεί­ας» του Θεού.

Είναι ταυ­τό­χρο­να το σύμ­βο­λον της δυνά­με­ως του Θεού. Και της αγά­πης του Θεού. Και της σοφί­ας του Θεού. Για­τί όλα αυτά; Για­τί απλού­στα­τα ο Θεός έκα­νε- ας μου επι­τρα­πεί η έκφρα­σις- ένα σχέ­διον δια να παγι­δεύ­σει και εξου­δε­τε­ρώ­σει τον διά­βο­λον. Το σχέ­διον της «ασθε­νεί­ας» του Τιμί­ου Σταυ­ρού. Πώς δηλα­δή; Ο διά­βο­λος ανέ­βα­σε εις τον Σταυ­ρόν τον Χρι­στόν. Τα δε όργα­νά του, οι σταυ­ρω­ταί, δεν ήξε­ραν τι κάνουν. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Εάν εγνώ­ρι­ζαν, δε θα σταύ­ρω­ναν τον Κύριον της δόξης».

Συνε­πώς, τι έγι­νε εδώ; Ο Σταυ­ρός, όπως λέγουν οι Πατέ­ρες, είναι το άγγι­στρον, ένα άγγι­στρον. Σαν κι αυτό που ψαρεύ­ου­με στη θάλασ­σα. Στο άγγι­στρον βάζου­με ένα δόλω­μα. Το σώμα του Χρι­στού επί του Σταυ­ρού ήταν το δόλω­μα. Αλλά ασθε­νές. Το ψάρι, πάει να φάει εκεί­νο που του βάλα­με, το δόλω­μα. Δε βλέ­πει το άγγι­στρον. Διό­τι ο διά­βο­λος χάρη­κε που ανέ­βα­σε τον Χρι­στό επί του Σταυ­ρού. Το είπε ο Θεός στον Παρά­δει­σο στους Πρω­το­πλά­στους. Ότι «εσύ θα του δαγ­κώ­σεις τη φτέρ­να εκεί­νου του απο­γό­νου της Εύας, αλλά αυτός όμως θα σου συν­τρί­ψει το κεφά­λι». Διό­τι το να πλη­γώ­σεις τη φτέρ­να, δεί­χνει μικρή πλη­γή. Και είναι μικρή η πλη­γή ο θάνα­τος του Χρι­στού επί του Σταυ­ρού, διό­τι ανε­στή­θη ο Χρι­στός. Αλλά ο διά­βο­λος όμως συνε­τρί­βη. Τι έγι­νε; Ανέ­βα­σε τον Χρι­στόν εις τον Σταυ­ρόν, έβα­λε τα όργα­νά του να Τον σταυ­ρώ­σουν, αλλά όταν ο Χρι­στός πέθα­νε, η ψυχή Του πήγε στον Άδη. Αλλά δεν πήγε ως αιχ­μά­λω­τος, που πάνε οι ψυχές των κεκοι­μη­μέ­νων. Επή­γε ως θριαμ­βευ­τής. Και τότε αντε­λή­φθη ο διά­βο­λος-τα τρο­πά­ρια τα ανα­στά­σι­μα θα τ’ακούσετε σε λίγες μέρες και θα δεί­τε αυτά που σας λέω-τότε ο διά­βο­λος την έπα­θε. Πήγε να φάει το δόλω­μα, να λαφυ­ρα­γω­γή­σει τον Χρι­στό και λαφυ­ρα­γω­γή­θη­κε. Το άγγι­στρον Σταυ­ρός, κάθι­σε στον λαι­μό του. Όπως ακρι­βώς μπαί­νει το άγγι­στρον εις το ψάρι και εξου­δε­τε­ρώ­νε­ται.

Ήταν λοι­πόν αυτό το σοφό σχέ­διο του Θεού, να εξου­δε­τε­ρώ­σει τον διά­βο­λον. Αν ερω­τή­σε­τε για­τί; Δεν είναι ο Παν­το­δύ­να­μος Θεός να του δώσει-επι­τρέ­ψα­τέ μου- μία στο κεφά­λι και να τελειώ­νει η ιστο­ρία; Όχι. Οι πρω­τό­πλα­στοι από τον διά­βο­λον έπα­θαν. Έπρε­πε λοι­πόν τώρα και ο διά­βο­λος να πάθει από άνθρω­πο. Όχι από τον Θεό. Θα μπο­ρού­σε να πει ο διά­βο­λος: «Ε, βέβαια, εγώ τι να κάνω, κτί­σμα είμαι, Εσύ ο Παν­το­δύ­να­μος Θεός μού έδω­σες μια και με νίκη­σες». Όχι. Ανθρώ­πους ενί­κη­σες; Άνθρω­πος θα σε νική­σει. Αυτή είναι η σοφία του Θεού. Έπρε­πε άνθρω­πος να νική­σει τον διά­βο­λο. Γι’αυτό ακρι­βώς ο Χρι­στός δεν απε­κά­λυ­πτε τον εαυ­τόν Του. Όταν ο Πέτρος είπε «σ ε Χριστς υἱὸς το Θεο το ζντος», εσύ είσαι ο Υιός του Θεού του ζών­τος, ο Κύριος επε­τί­μη­σε και τον Πέτρο και τους άλλους. Τι θα πει «επε­τί­μη­σε»; Τους επέ­πλη­ξε. Τι εννο­ού­σε; Να μην το πουν. Να πω και κάτι που θα σας φανεί παρά­ξε­νο; Και να μην τ’ακούσει και ο διά­βο­λος. Μην σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο αυτό. Αυτή η έκφρα­ση «μην τ’ακούσει ο διά­βο­λος», ο διά­βο­λος δεν είναι παν­τα­χού παρών, είναι έκφρα­σις των Πατέ­ρων.

Ώστε, βλέ­πει, κανείς εδώ, αγα­πη­τοί, ότι ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι παν­το­δύ­να­μος. Είναι το σύμ­βο­λον της παν­το­δυ­να­μί­ας. Κι ακό­μη αν θέλε­τε, όταν ξανάρ­θει ο Χριστός,θα προ­η­γεί­ται το σύμ­βο­λο του Σταυ­ρού. Θα πουν εκεί­νοι που Τον σταύ­ρω­σαν: «Ποιος είναι αυτός που έρχε­ται μετά των νεφε­λών του ουρα­νού;». Διό­τι θα ανα­γνω­ρί­σουν την ταυ­τό­τη­τα του Ερχο­μέ­νου, δια του προ­η­γου­μέ­νου Σταυ­ρού. Θα προ­η­γεί­ται ο Σταυ­ρός. Διό­τι ο Σταυ­ρός είναι η ταυ­τό­τη­τα του Χρι­στού. Και τότε «ψον­ται», όπως λέει στο πρώ­το κεφά­λαιο της Απο­κα­λύ­ψε­ως· και μετά τι; «καί κόψον­ται». Θα δουν και θα χτυ­πά­νε το στή­θος και θα τρα­βά­νε τα μαλ­λιά τους. «Αυτός είναι Εκεί­νος τον Οποί­ον εμείς εσταυ­ρώ­σα­με;». Ο Χρι­στός ο ίδιος δεν είπε ότι θα προ­η­γη­θεί το δικό Του σημείο; Προ της ελεύ­σε­ώς Του; Στον ουρα­νό. Και το δικό Του σημείο είναι ο Τίμιος Σταυ­ρός.

Γι’ αυτό, αγα­πη­τοί μου, λέγει και ο άγιος Κύριλ­λος: «Τοτο», το σύμ­βο­λο, «μετ το ησο φαί­νε­σθαι μέλ­λει», πρό­κει­ται να φανεί, «πάλιν ξ ορανο. προ­η­γή­σε­ται γρ το βασι­λέ­ως τό τρό­παιον». Το τρό­παιον. Ο Σταυ­ρός είναι τρό­παιον. Πέθα­νε για να ανα­στη­θεί. Για­τί εμείς είχα­με πεθά­νει και έπρε­πε να μας ανα­στή­σει. Τρό­παιο λοι­πόν, «να δόν­τες ν ξεκέν­τη­σαν», για να δουν εκεί­νοι που Τον λόγ­χι­σαν, «καί κ το Σταυ­ρο γνόν­τες τόν τιμα­σμέ­νον». Και από τον Σταυ­ρό να κατα­λά­βουν Εκεί­νον τον οποί­ον είχαν ατι­μά­σει.

Αγα­πη­τοί, σεβα­σμιώ­τα­τε, αγα­πη­τοί μου, «καύ­χη­μα μέν τς καθο­λικς κκλη­σί­ας», λέγει ο άγιος Κύριλ­λος, «καί πσα πρά­ξις ησο», ό,τι ο Χρι­στός έκα­νε είναι καύ­χη­μα, «καύ­χη­μα δέ καυ­χη­μά­των σταυ­ρός»· αλλά το απο­κο­ρύ­φω­μα των καυ­χη­μά­των είναι ο Σταυ­ρός. «Μή τοί­νυν παι­σχυν­θώ­με­θα τ σταυρ το σωτρος, λλά μλλον γκαυ­χώ­με­θα»· μην ντρε­πό­μα­στε τον σταυ­ρό του Χρι­στού. Μάλ­λον να τον έχου­με καύ­χη­μα. Μην κάνου­με κάτω από το σακά­κι μας το σημεί­ον του σταυ­ρού. Μη στε­ρού­με τον εαυ­τό μας να σταυ­ρώ­σου­με την ύπαρ­ξή μας σε ένα εστια­τό­ριο ή σε κάποιο συμ­πό­σιο.

Με τη δύνα­μη αυτής της ακτί­στου ενερ­γεί­ας του Τιμί­ου Σταυ­ρού, πέτυ­χαν τα πάν­τα οι δίκαιοι της Παλαιάς Δια­θή­κης. Σημειώ­νει στην «προς Εβραί­ους» ο Από­στο­λος· «κατη­γω­νί­σαν­το», προ­σέξ­τε, δια της ακτί­στου ενερ­γεί­ας του Τιμί­ου Σταυ­ρού: «ο δι πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας, εργά­σαν­το δικαιο­σύ­νην, πέτυ­χον παγ­γε­λιν, φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός, φυγον στό­μα­τα μαχαί­ρας, νεδυ­να­μώ­θη­σαν π σθε­νεί­ας, γενή­θη­σαν σχυ­ρο ν πολέμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλο­τρί­ων». Δηλα­δή έτρε­ψαν σε φυγή τους εχθρούς. Ακό­μα και στην Και­νή Δια­θή­κη με τη δύνα­μη του Τιμί­ου Σταυ­ρού έδω­σαν τη ζωή τους υπέρ του Χρι­στού, ποιοι; Οι Άγιοι Πάν­τες. Ενί­κη­σαν τον διά­βο­λον. Ενί­κη­σαν τη σάρ­κα. Ενί­κη­σαν τα πάθη. Ενί­κη­σαν τον κόσμον.

Με τη δύνα­μη του Τιμί­ου Σταυ­ρού που προ­βάλ­λει σήμε­ρα μπρο­στά μας, σεβα­σμιώ­τα­τε και αγα­πη­τοί μου, θα νική­σου­με και εμείς τις αντί­θε­ες δυνά­μεις και τον κακό εαυ­τό μας και θα εισέλ­θου­με νικη­ταί εις την βασι­λεί­αν του Θεού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_492.mp3

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

« ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 30–3‑1997]

[ Β 353 ] Έκδο­σις Β΄

Σήμε­ρα, Κυρια­κή Γ΄Νηστειών, αγα­πη­τοί μου, η επι­λε­γο­μέ­νη της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως. Η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει τον Τίμιον Σταυ­ρόν προς προ­σκύ­νη­σιν. Ο λόγος αυτής της σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως είναι πρώ­τον η ενί­σχυ­σις των πιστών εις το μέσον της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής και όπως λέγει το Ωρο­λό­γιον ότι συνή­θως εις το μέσον ενός έργου υπάρ­χει φανε­ρή πια η κόπω­σις, ώστε κατά τρό­πον τέτοιον να βοη­θη­θεί κανείς από αυτόν τον κάμα­τον· βλέ­πον­τας προ­βαλ­λό­με­νον τον Τίμιον Σταυ­ρόν. Και δεύ­τε­ρον, η προ­βο­λή του Σταυ­ρού του Χρι­στού, που είναι το σύμ­βο­λον του εσταυ­ρω­μέ­νου βίου. Ο Χρι­στια­νός πρέ­πει να έχει πάν­το­τε εσταυ­ρω­μέ­νον βίον αν θέλει να είναι γνή­σιος μαθη­τής του μεγά­λου διδα­σκά­λου και εσταυ­ρω­μέ­νου Ιησού Χρι­στού. Εάν αυτό το στοι­χείο δεν υπάρ­χει στον Χρι­στια­νόν, τότε είναι παν­τε­λώς αδύ­να­τον να θεω­ρεί­ται Χρι­στια­νός. Και πρέ­πει το στοι­χείο αυτό να το βιώ­νει. Να έχει, δηλα­δή, τη μετο­χή του εις τον Σταυ­ρό του Χρι­στού.

Όμως όλη αυτή η δια­δι­κα­σία, το να είναι κανείς εκεί­νος που έχει δεχθεί τον Σταυ­ρόν του Χρι­στού και είναι μέσα εις τον Σταυ­ρόν του Χρι­στού και βιώ­νει τον Σταυ­ρόν του Χρι­στού, αυτή όλη η δια­δι­κα­σία, βέβαια, δεν είναι ένα παι­χνί­δι που μπο­ρείς να δίνεις και να παίρ­νεις, που μπο­ρείς να κατα­βά­λεις και να αναι­ρείς. Είναι μία υπό­θε­ση άκρως άκρως σοβα­ρή, ν ο παι­κτος. Σε πράγ­μα­τα με τα οποία δεν μπο­ρού­με να παί­ζο­με. Πρό­κει­ται για το κέρ­δι­σμα ή το χάσι­μο της ψυχής, όπως θα δού­με στη συνέ­χεια. Γι΄αυτό ο Κύριος είπε: «Τί γρ φελή­σει νθρω­πον ἐὰν κερ­δήσ τν κόσμον λον, κα ζημιωθ τν ψυχν ατο;». Δηλα­δή: «Τι έχει κανείς να ωφε­λη­θεί, εάν τα πάν­τα κερ­δί­σει, το σύμ­παν ολό­κλη­ρο, αλλά ζημιω­θεί όμως ως προς την ψυχήν του;». « τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;». Προ­σέξ­τε αυτό το σημείο: «Ο άνθρω­πος τι αντάλ­λαγ­μα, αντάλ­λαγ­μα – σ’ αυτό θα μεί­νω, στο αντάλ­λαγ­μα- τι αντάλ­λαγ­μα ο άνθρω­πος μπο­ρεί να δώσει για την ψυχή του;». Σου δίνω την ψυχή μου και μου δίνεις τι; Αφού η ψυχή δεν έχει κανέ­να αντάλ­λαγ­μα;

Για να το κατα­λά­βο­με, αγα­πη­τοί μου, αυτό, πόσο σοβα­ρό πράγ­μα είναι, ο Κύριος μίλη­σε γι΄αυτό το αντάλ­λαγ­μα. Και για να γίνει κατα­νο­η­τό είπε την αξία της ψυχής. Αλλά ας δού­με τα πράγ­μα­τα στη σει­ρά τους.

Έχει αξία η ψυχή; Πολύ μεγά­λη αξία. Είναι τόση η αξία της, μας είπε ο Κύριος, όσο δεν μπο­ρεί να λογα­ρια­στεί και να ζυγι­στεί με όλον τον ορα­τόν κτι­στόν κόσμον. Λέμε ότι κάποιος κατέ­κτη­σε, είναι κατα­κτη­τής, έγι­νε Μέγας Αλέ­ξαν­δρος. Και τι κατέ­κτη­σε ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος; Είναι εντε­λώς σχε­τι­κή η προ­σπά­θειά του, σχε­τι­κές οι κατα­κτή­σεις του, ο Μέγας Ναπο­λέ­ων, τίπο­τε, όλα πολύ σχε­τι­κά. Να κατα­κτή­σεις το σύμ­παν ολό­κλη­ρο! Αδύ­να­τον! Ε, λοι­πόν, η ψυχή σου έχει πιο μεγά­λη αξία από το σύμ­παν ολό­κλη­ρο και δεν δύνα­ται να ισο­σταθ­μι­στεί. Για­τί; Διό­τι η ψυχή είναι εικό­να του Θεού. Ενώ το σύμ­παν δεν είναι εικό­να του Θεού. Ούτε το πλα­νη­τι­κό μας σύστη­μα, ούτε η γη μας, ούτε ο ήλιος και η σελή­νη, τίπο­τε… Ούτε οι αστέ­ρες οι δυσε­ξα­ρίθ­μη­τοι. Τίπο­τε απ’ όλα αυτά δεν είναι εικό­να του Θεού. Η εικό­να του Θεού είναι μόνον εις τον άνθρω­πο. Και συνε­πώς εκεί­νο που κάνει πολύ μεγά­λο τον άνθρω­πον είναι ότι είναι εικό­να του Θεού.

Έχει ένα ωραίο παρά­δειγ­μα ο Πασκάλ. Λέγει ότι ο ήλιος είναι τρο­μα­κτι­κά μεγα­λύ­τε­ρος από τον άνθρω­πο. Τρο­μα­κτι­κά μεγα­λύ­τε­ρος. «Ο ήλιος», λέει, «με μία ακτί­να του σε σκο­τώ­νει». Και μάλι­στα τώρα που έχο­με τις ακτί­νες χωρίς αυτό το προ­στα­τευ­τι­κό κάλυμ­μα πάνω από τη Γη και μπαί­νει η ακτι­νο­βο­λία του ηλί­ου, η λεγο­μέ­νη «τρύ­πα του όζον­τος», τον φονεύ­ει τον άνθρω­πο. Του βγά­ζει καρ­κί­νο και πεθαί­νει. «Ο ήλιος δεν ξέρει ότι σκο­τώ­νει. Ο άνθρω­πος ξέρει ότι πεθαί­νει!». Δηλα­δή ο άνθρω­πος έχει συνεί­δη­σιν, γνω­στι­κή συνεί­δη­ση. Ξέρει. Και συνε­πώς ο άνθρω­πος είναι ασύγ­κρι­τα ανώ­τε­ρος και από τον ήλιον και, επα­να­λαμ­βά­νω, από το σύμ­παν ολό­κλη­ρο.

Για να πάρο­με μία γεύ­ση της αξί­ας της ψυχής, αρκεί, αγα­πη­τοί μου, να σκε­φθού­με ότι για χάρη του ανθρώ­που, για χάρη της ανθρω­πί­νης ψυχής, έγι­νε ο Λόγος σαρξ! Δηλα­δή ενην­θρώ­πη­σε Αυτός ο Θεός Λόγος. Όταν ο Κύριος είπε: «Τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;». «Τι μπο­ρεί να δώσει ο άνθρω­πος σαν αντάλ­λαγ­μα;». Εννο­ού­σε ότι κανέ­να αντάλ­λαγ­μα δεν υπάρ­χει. Πλην ενός. Κι εδώ είναι το κύριο σημεί­ον. Κι αυτό το ένα είναι ο Εναν­θρω­πή­σας Θεός Λόγος. Έρχε­ται και μας λέει: «Δώσ’ μου την ψυχή σου και θα σου δώσω τον εαυ­τό μου!». Αν θέλε­τε: «Δώσ’ μου τον θάνα­τό σου και θα σου δώσω τη ζωή μου!». Είναι το μονα­δι­κόν αντάλ­λαγ­μα. Ανα­φο­ρά του θέμα­τος γίνε­ται σε μία ευχή του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου, αγα­πη­τοί μου, που ακού­σα­με σήμε­ρα.

Αλλά, να το δού­με κι αυτό, το τι θα πει «ντάλ­λαγ­μα». Είναι γνω­στό ότι στην Παλαιά Δια­θή­κη η έννοια του ανταλ­λάγ­μα­τος ήταν η εξής. Όταν έμελ­λε ο Θεός να εξα­γά­γει τον λαό Του από την Αίγυ­πτο, τότε, το τελευ­ταίο βρά­δυ προ της ανα­χω­ρή­σε­ώς των, έπε­σε επά­νω στην Αίγυ­πτο η δεκά­τη πλη­γή. Ήτα­νε φοβε­ρή! Όλα τα πρω­τό­το­κα των Αιγυ­πτί­ων απέ­θα­νον. Και τα πρω­τό­το­κα των ζώων. Απέ­θα­νον. Όλα! Εκτός βέβαια από τα πρω­τό­το­κα των Εβραί­ων. Έτσι, όταν ο Θεός έδω­σε αυτήν την πλη­γή, έδω­σε και μίαν εντο­λή: Να βάψουν τα ανώ­φλια των σπι­τιών των οι Εβραί­οι με το αίμα ενός αρνιού που θα έσφα­ζαν. Αυτό δεν θα το έβρα­ζαν να το φάνε, αλλά θα το έψη­ναν. Για­τί το ψητό γίνε­ται πιο γρή­γο­ρα από το βρα­στό. Δηλα­δή δείγ­μα γρη­γο­ρά­δας. Ότι τα πράγ­μα­τα δεν περι­μέ­νουν. Ότι έπρε­πε να φύγουν εκεί­νο το βρά­δυ. «Και μάλι­στα, τα παπού­τσια σας», λέει, «θα τα κρα­τά­τε στο χέρι». Έχε­τε δει κάποιες χωριά­τισ­σες καμιά φορά, όταν θέλουν να ανοί­ξουν δρό­μο να τρέ­ξουν, να περ­πα­τή­σουν, βγά­ζουν τα παπού­τσια τους. Για τον άνθρω­πο της πόλε­ως αυτό είναι ακα­τα­νόη­το. Για να πάρο­με μία εικό­να. Και μάλι­στα να βάλουν ζώνη στη μέση, για­τί ήταν χιτώ­νες ποδή­ρεις, για να μην εμπο­δί­ζον­ται εις το τρέ­ξι­μο.

Τα πράγ­μα­τα λοι­πόν δεν περί­με­ναν. Έτσι θα έπρε­πε να φάνε το αρνί το ψητό, να φύγουν, με το αίμα του οποί­ου έβα­ψαν τα ανώ­φλια των θυρών των, ώστε ο άγγε­λος ο ολο­θρευ­τής, όταν έβλε­πε αυτό το αίμα δεν θα έμπαι­νε να θανα­τώ­σει το πρω­τό­το­κον της οικο­γε­νεί­ας, όπου δεν έβλε­πε το αίμα – και αυτό ήτα­νε βεβαί­ως μόνον εις τα σπί­τια των Αιγυ­πτί­ων. Προ­σέξ­τε. Αυτό ήταν ένα μυστι­κό που μπο­ρού­σε να κυκλο­φο­ρή­σει σε έναν ολό­κλη­ρο λαό, χωρίς να προ­σβλη­θεί η εχε­μύ­θειά του. Σ’ αυτό το σημείο θα είχα πάρα πολ­λά να πω. Προ­χω­ρώ. Για το θέμα της εχε­μυ­θεί­ας. Εγώ αν σας πω κάτι και σας πω: «Μην το πεί­τε που­θε­νά!», θα το μάθει όλη η Λάρι­σα. Ενώ σας είπα, μην το πεί­τε που­θε­νά. Θα το πεί­τε στη γει­τό­νισ­σα, θα το πεί­τε στη φίλη σας, θα το πεί­τε στον συγ­γε­νή σας, αλλά δεν θα κρα­τη­θεί μυστι­κό. Εδώ έχο­με μία περί­πτω­ση δια­τη­ρή­σε­ως εχε­μυ­θεί­ας κατά έναν κατα­πλη­κτι­κόν τρό­πον και πρω­τό­τυ­πον. Πού να ξέρουν οι Αιγύ­πτιοι… πού να ήξε­ραν οι Εβραί­οι πρώ­τα πρώ­τα ότι θα ήταν μοι­ρα­σμέ­νη η περί­πτω­ση. Τα πρω­τό­το­κά τους δεν θα πάθαι­ναν τίπο­τε· αλλά θα πάθαι­ναν των Αιγυ­πτί­ων τα πρω­τό­το­κα. Με μόνο το αίμα. Το αίμα τι θα ήταν αυτό; Ένα αντάλ­λαγ­μα!

Όταν αργό­τε­ρα ήρθαν εις την γη της επαγ­γε­λί­ας οι Εβραί­οι, τότε ο Θεός λέει το εξής: «Κοι­τάξ­τε, Εγώ γλύ­τω­σα τα πρω­τό­το­κά σας· λοι­πόν, τι θα μου δώσε­τε για εκεί­νο που Εγώ σας έδω­σα;». Προ­σέξ­τε. «Τι θα μου δώσε­τε;». Θέλει αντάλ­λαγ­μα ο Θεός. Εδώ τώρα η έννοια της ανταλ­λα­γής. Και τι; Όταν το αγό­ρι, για­τί περί αγο­ριών επρό­κει­το, θα εγί­νε­το 40 ημε­ρών, θα προ­σέ­φε­ρε ο κάθε Εβραί­ος το παι­δί του στον Θεό. Του ανή­κει. Του ανή­κει. Διό­τι είπε ο Θεός: «Μου ανή­κουν τα πρω­τό­το­κα. Αλλά δεν θα τα κρα­τή­σω τα παι­διά σας. Θα μου δώσε­τε ένα αντάλ­λαγ­μα. Και αυτό το αντάλ­λαγ­μα θα είναι ή ένα κατσι­κά­κι ή ένα προ­βα­τά­κι ή αν είναι φτω­χός ο άνθρω­πος, ένα ζεύ­γος», λέει, «τρυ­γό­νια». «Θα μου δώσεις και θα σου δώσω». Αυτή είναι η έννοια της ανταλ­λα­γής. Πιστεύω το κατα­νο­ή­σα­με.

Εδώ όμως τα πράγ­μα­τα… — γι’ αυτό και στην Υπα­παν­τή που γιορ­τά­ζου­με επή­γε ο Ιωσήφ ζεύ­γος τρυ­γό­νων, που έδει­χνε βέβαια ότι ήτα­νε πάρα πολύ φτω­χοί. Η Θεο­τό­κος, ο Ιωσήφ ήταν πάρα πολύ φτω­χοί άνθρω­ποι. Ήταν όμως τύπος αυτό. Ήταν τύπος μιας μεγά­λης ανταλ­λα­γής, που θα ήταν σε σχέ­ση με την αμαρ­τω­λή φύση μας και τον Εναν­θρω­πή­σαν­τα Θεόν Λόγον. Δηλα­δή, «Άνθρω­πε, δώσ’ μου την αμαρ­τω­λή σου φύση και θα σου δώσω την αγία μου φύση. Ανθρω­πί­νη. Δώσε μου ένα σώμα θνη­τόν και φθαρ­τόν και θα σου δώσω ένα σώμα αθά­να­τον και άφθαρ­τον. Θα σου δώσω το Σώμα μου και το Αίμα μου και με τον τρό­πον αυτόν, δια του Σταυ­ρού, θα γίνεις άφθαρ­τος και αθά­να­τος». Συμ­φέ­ρει αυτή η ανταλ­λα­γή; Τι σημαί­νει λοι­πόν «αντάλ­λαγ­μα»; Δίνω το δικό μου και παίρ­νω το δικό σου. Έξυ­πνο δεν είναι; Συμ­φέ­ρον δεν είναι; Όμως προ­ϋ­πο­θέ­τει πίστιν. Εάν δεν το πιστέ­ψεις, μένεις χωρίς αυτήν την ανταλ­λα­γή. Δεν είναι όμως μία αγο­ρα­πω­λη­σία. Σημεί­ω­σα­τέ το. Αλλά μία ανταλ­λα­γή κάποιων ποσών, κάποιων πραγ­μά­των. Το ποσόν της υπάρ­ξε­ώς μου, το ποσόν της ανθρω­πί­νης υπάρ­ξε­ως του Χρι­στού.

Είπα­με ότι η ψυχή δεν έχει αντάλ­λαγ­μα για τίπο­τα. Για­τί τίπο­τα δεν είναι ανώ­τε­ρό της. Πλην της ανθρω­πί­νης φύσε­ως, ανθρω­πί­νης, όχι της θεί­ας, της ανθρω­πί­νης φύσε­ως του Θεού Λόγου. Έτσι έρχε­ται ο Ιησούς και παίρ­νει ό,τι έχο­με και μας δίνει ό,τι έχει. Δια του Σταυ­ρού. Θαυ­μά­σια φαί­νε­ται αυτό, αγα­πη­τοί μου, εις την Θεί­αν Λει­τουρ­γί­αν που σας είπα, δίνο­με το ψωμί μας και το κρα­σί μας και παίρ­νο­με το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Ανταλ­λα­γή είναι αυτό. Του δίνο­με, μας δίνει. Λέγει ο Μέγας Αθα­νά­σιος: «Τό τίμιον αμα το Χρι­στοῦ, τό ντάλ­λαγ­μα τς πέρ το κόσμου ζως». Για τη ζωή του κόσμου είναι το αντάλ­λαγ­μα. Του δίνο­με – θα το πω, δεν πει­ρά­ζει αν επα­να­λαμ­βά­νω- τη θνη­τό­τη­τά μας και τη φθαρ­τό­τη­τά μας και μας δίνει την αθα­να­σία και την αφθαρ­σία. Και συνε­χί­ζει ο Μέγας Αθα­νά­σιος και λέγει: «Οχ οον τε ν τερον νθ’ τέρου ντι­δοναι λύτρον ‑Αυτό είναι το λύτρον, η έννοια του λύτρου- λλά σμα ντί σώμα­τος καί ψυχήν ντί ψυχς δέδω­κεν». Για­τί ο Χρι­στός είχε και ψυχή ανθρω­πί­νη. Δεν ήτα­νε σώμα και Θεός Λόγος. Αλλά ήταν Θεός Λόγος ενω­μέ­νος με την ανθρω­πί­νη φύση. Και εννο­ού­με «ανθρω­πί­νη φύση», τέλειον σώμα και τελεί­αν ψυχήν. Μας δίνει λοι­πόν το σώμα Του και παίρ­νει το δικό μας. Μας δίνει την ψυχή Του και την ανθρω­πί­νη και παίρ­νει τη δική μας. Ένα λοι­πόν αντάλ­λαγ­μα είναι το συμ­φέ­ρον, που δεν είναι τίπο­τα πιο πάνω παρά μόνον αυτό, το Σώμα και το Αίμα του Χρι­στού. Η ανθρω­πί­νη φύσις του Ιησού Χρι­στού.

«Καί τελεί­αν παρ­ξιν –συνε­χί­ζει- πέρ λου το κόσμου. Του­τέ­στιν, τό ντάλ­λαγ­μα το Χρι­στο». Αυτό είναι το αντάλ­λαγ­μα του Χρι­στού. Ο Χρι­στός δεν έδω­σε λύτρον στον Θεό Πατέ­ρα, όπως θέλουν να πιστεύ­ουν και να λένε οι Δυτι­κοί, στη δυτι­κή θεο­λο­γία. Δεν έδω­σε λύτρο στον Θεό Πατέ­ρα. Πολύ περισ­σό­τε­ρο, δεν έδω­σε λύτρο στον διά­βο­λο. Για­τί και αυτό λέγε­ται. Ότι έδω­σε λύτρο εις τον διά­βο­λο. Για να μας εξα­γο­ρά­σει. Όχι. Η έννοια του λύτρου είναι η έννοια της ανταλ­λα­γής, του ανταλ­λάγ­μα­τος. Όπως λέει ο Μέγας Βασί­λειος ‑σήμε­ρα το ακού­σα­με, ξέρε­τε, αυτές τις πέν­τε Κυρια­κές έχο­με τη Λει­τουρ­γία του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου, Κυρια­κές της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής-: «δωκεν αυτόν ντάλ­λαγ­μα τ θανάτ, ν κατει­χό­με­θα». «Πήρε ό,τι μας ανή­κε, Του τα δώσα­με εμείς αυτά και μας έδω­σε εκεί­να που Του ανή­κουν». Έτσι μας δίνει ό,τι είναι και παίρ­νει επί του Σταυ­ρού ό,τι είμε­θα. Μας δίνει τη ζωή Του και παίρ­νει τον δικό μας θάνα­το. «Δούς ‑λέει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Νύσ­σης- αυτόν ντάλ­λαγ­μα του σο θανά­του». «Σου παίρ­νει τον θάνα­το. Και σου δίνει τη ζωή». Επί του Σταυ­ρού έπρε­πε να ανε­βεί η ανθρω­πό­τη­τα κανο­νι­κά και να πλη­ρώ­σει τις αμαρ­τί­ες της. Αλλά αντί της ανθρω­πό­τη­τος ανέ­βη­κε Εκεί­νος. «Λάβη­τε ντάλ­λαγ­μα το πεπτω­κό­τος τόν Χρι­στόν», λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Θεο­λό­γος. Όταν ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης γρά­φει ότι « Πατήρ δωκε τόν Υόν», αυτό το «δωκε» σημαί­νει αυτό το μυστη­ριώ­δες και θεο­πρε­πές αντάλ­λαγ­μα. Σου δίνω, μου δίνεις. Ή καλύ­τε­ρα, μου δίνεις, σου δίνω. Σ’ αυτήν την τάξη. Και σημειώ­νει ο άγιος Κύριλ­λος Αλε­ξαν­δρεί­ας: «Τόν διον Υόν τς πάν­των μν σωτη­ρί­ας ντάλ­λαγ­μα δέδω­κεν Πατήρ». Και το αξιο­θαύ­μα­στον της αγά­πης του Θεού στον άνθρω­πο συνε­πώς είναι αυτή η ανταλ­λα­γή.

Ο Κύριος ακό­μη μίλη­σε, αγα­πη­τοί μου, περί απω­λεί­ας της ψυχής. Ότι μπο­ρείς να χάσεις την ψυχή σου. Ή περί ανταλ­λάγ­μα­τος της ψυχής. Πότε όμως χάνε­ται η ψυχή; Δηλα­δή πότε χωρί­ζε­ται από τον Θεό; Για­τί η ψυχή καθ’ εαυ­τήν είναι αθά­να­τη. Δεν χάνε­ται. Αδύ­να­τον. Δεν χάνε­ται. Για­τί δεν θέλει ο Θεός να χαθεί. Δηλα­δή να γυρί­σει στο μηδέν. Ή να μετα­σχη­μα­τι­στεί σε κάτι άλλο. Αδύ­να­τον. Για­τί έτσι το θέλει ο Θεός. Δεν είναι η ψυχή εκ φύσε­ως αθά­να­τη, όπως έλε­γαν οι Πλα­τω­νι­κοί, ή ο αρχαί­ος κόσμος, οι φιλό­σο­φοι. Δεν είναι εκ φύσε­ως αθά­να­τη. Και μάλι­στα ο Πλά­των στη­ρί­ζε­ται επά­νω στη λογι­κό­τη­τα της ψυχής, για να υπο­στη­ρί­ξει την αθα­να­σία της ψυχής. Λάθος. Λάθος! Η λογι­κό­τη­τα είναι απλώς μία ιδιό­τη­τα της ψυχής. Θέλει ο Θεός η ψυχή να είναι αθά­να­τη. Είναι μόνο ο Θεός αθά­να­τος εκ της φύσε­ώς Του. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: « μόνος χων θανα­σί­αν, φς οκν πρό­σι­τον», κ.τ.λ. κ.τ.λ. Όλα τα άλλα είναι κτι­στά. Και ό,τι είναι κτι­στό, δεν μπο­ρεί να μένει, παρά μόνο εάν ο Θεός θέλει να μένει.

Έτσι τι θα πει εδώ «απώ­λεια της ψυχής», ότι η ψυχή χάνε­ται; Ότι απλώς χωρί­ζε­ται από τον Θεό. Όταν αμαρ­τά­νει και προ­παν­τός όταν αθε­τεί τον Θεόν και Τον αρνεί­ται. Τότε «χάνε­ται». Το «χάνε­ται», εντός εισα­γω­γι­κών. Έχει την αιω­νία κόλα­ση. Ούτε οι δαί­μο­νες θα χαθούν. Ούτε οι αμαρ­τω­λές ψυχές θα χαθούν. Τίπο­τα δεν χάνε­ται. Λέγει ένας πατήρ: «Μή γάρ τέραν χεις ψυχήν ντί ψυχς δοναι;(:Μπα! Μήπως έχεις κάποια άλλη ψυχή στην απο­θή­κη, για να χάσεις αυτή, ώστε να ‘χεις εκεί­νη την εφε­δρι­κήν ψυχήν;)- Δεν έχο­με εφε­δρι­κή ψυχήν, αγα­πη­τοί- Χρή­μα­τα γάρ οκία νδρά­πο­δα δύνα­σαι νταλ­λά­ξα­σθαι (:Τα πάν­τα μπο­ρείς να ανταλ­λά­ξεις. Και σπί­τι και… - «νδρά­πο­δα» είναι οι άνθρω­ποι οι δού­λοι) ψυχήν δέ πολες; (:Έχα­σες την ψυχήν σου;) τέραν ποδοναι ο δυνή­σει ψυχήν (:Δεν μπο­ρείς να δώσεις άλλη ψυχή. Τελεί­ω­σε. Μία και μονα­δι­κή)». Και προ­σθέ­τει ότι αυτό δεν είναι θαυ­μα­στό μόνον για την ψυχή αλλά είναι και για το σώμα. Και για το σώμα. Κι αυτό, αφού θα ανα­στη­θεί; Μύρια δια­δή­μα­τα και αν φοράς, στέμ­μα­τα, έχεις όμως άρρω­στο σώμα, με τι μπο­ρείς να ανταλ­λά­ξεις αυτό με ένα γερό σώμα; Μπο­ρείς; «Ες μόνον ‑λέγει ένας εκκλη­σια­στι­κός συγ­γρα­φεύς- δεδύ­νη­ται δοναι νταλ­λάγ­μα­τα τς πολ­λυ­μέ­νης πρό­τε­ρον ψυχς μν· νησά­με­νος μς τ αυτο τιμί αματι». «Ένας μόνον μπο­ρεί να δώσει αντάλ­λαγ­μα. Αυτός ο Οποί­ος έδω­σε το αίμα Του για μας».

Αλλά και το σώμα θα γίνει άφθαρ­το και αθά­να­το. Μην το ξεχνού­με. Έδω­σε το Σώμα Του ο Χρι­στός, για να πάρο­με άφθαρ­το και αθά­να­το σώμα. Έδω­σε την ψυχή Του την ανθρω­πί­νη ο Χρι­στός, για να πάρο­με την αιω­νία ένω­ση μετά του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού. Εάν, λοι­πόν, δεν υπάρ­χει αντάλ­λαγ­μα της ανθρω­πί­νης ψυχής παρά μόνον ο Ιησούς Χρι­στός, τότε αν κανείς αρνεί­ται τον Ιησούν Χρι­στόν, με τι θα ανταλ­λά­ξει την ψυχή του και να μεί­νει στην αιω­νιό­τη­τα; Δεν υπάρ­χει

Λέει ο από­στο­λος Παύ­λος έναν φοβε­ρόν και συνε­πέ­στα­τον λόγον. Λίγο θα σας μετα­φρά­ζω· είναι στην προς Εβραί­ους. «κου­σί­ως γάρ μαρ­τα­νόν­των μν μετά τό λαβεν τήν πίγνω­σιν τς ληθεί­ας (: Αν κανείς –λέγει- συνε­χί­ζει να αμαρ­τά­νει, μετά από την επί­γνω­ση της αλη­θεί­ας) οκέτι περί μαρ­τιν πολεί­πε­ται θυσία (:δεν υπάρ­χει άλλη θυσία περί αμαρ­τιών σου. Είναι μία η θυσία. Του Χρι­στού. Κάπου Τον αρνεί­σαι όμως τον Χρι­στόν) φοβε­ρά δέ τίς κδο­χή κρί­σε­ως καί πυρός ζλος σθί­ειν μέλ­λον­τος τούς πεναν­τί­ους«πυρός ζλος»: η αιω­νία κόλα­σις- . θετή­σας τίς νόμον Μωυ­σέ­ως χωρίς οκτιρμν πί δυσίν τρι­σί μάρ­τυ­σι ποθνή­σκει -αδυ­σώ­πη­τος ο μωσαϊ­κός νόμος. Ενώ­πιον δύο ή τριών μαρ­τύ­ρων έκα­νες κάτι; Θα πεθά­νεις! πόσ δοκετε χεί­ρο­νος ξιω­θή­σε­ται τιμω­ρί­ας τόν υόν το Θεο κατα­πα­τή­σας καί τό αμα τς δια­θή­κης κοι­νόν γησά­με­νος (:πόσο χει­ρό­τε­ρα λοι­πόν θα τιμω­ρη­θεί εκεί­νος ο οποί­ος θεώ­ρη­σε το Αίμα του Υιού του Θεού… το κατε­πά­τη­σε και… — ακού­τε- το θεώ­ρη­σε κοι­νόν; «Ε, τι είναι το Αίμα του Χρι­στού; Όπως είναι το αίμα κάθε ανθρώ­που, όπως είναι το αίμα κάθε ζώου». Τι είναι; Το θεω­ρείς κοι­νόν…) ν γιά­σθη, καί τό Πνεμα τς χάρι­τος νυβρί­σας; (:με το οποί­ον Αίμα του Χρι­στού αγιά­στη­κε και το Πνεύ­μα της χάρι­τος τώρα το ενυ­βρί­ζει;). Φοβε­ρόν τό μπε­σεν ες χερας Θεο ζντος». «Φοβε­ρό πράγ­μα», λέγει, «να πέσει κανείς στα χέρια του Θεού του ζών­τος». Είναι στο δέκα­το κεφά­λαιο προς Εβραί­ους. Δηλα­δή, βαφτί­στη­κες, γνώ­ρι­σες την Αλή­θεια, την γνώ­ρι­σες, την έζη­σες, την αρνή­θη­κες, την κλώ­τση­σες. Να ξανα­γυ­ρί­σεις πίσω; Χμμ…

Ακό­μη λέγει: «δύνα­τον τούς παξ φωτι­σθέν­τας γευ­σα­μέ­νους τε τς δωρες της που­ρα­νί­ου καί μετό­χους γενη­θέν­τας Πνεύ­μα­τος γίου…καί παρα­πε­σόν­τας (:εκεί­νοι που γεύ­τη­καν – λέει- το Πνεύ­μα το Άγιον κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. και αφού παρέ­πε­σαν) πάλιν νακαι­νί­ζειν ες μετά­νοιαν». Τι λέγει; Αδύ­να­τον! Είναι αδύ­να­τον να ανα­και­νι­σθείς εις μετά­νοιαν. Τυπι­κό παρά­δειγ­μα έχο­με τους δαί­μο­νες. Γι΄αυτό δεν μπο­ρούν να μετα­νο­ή­σουν. Είναι αδύ­να­τον. Εάν οι άγιοι άγγε­λοι εστε­ρε­ώ­θη­σαν με την Εναν­θρώ­πη­ση και τη θυσία του Χρι­στού, δεν είναι τώρα ώρα να σας πω για­τί, στε­ρε­ώ­θη­κε η αγιό­τη­τά τους, δεν μπο­ρούν πλέ­ον να μετα­κι­νη­θούν οι άγιοι άγγε­λοι, το ίδιο δεν μπο­ρούν να μετα­κι­νη­θούν και οι δαί­μο­νες. Να φύγουν, δηλα­δή, από την αμαρ­τω­λή τους κατά­στα­ση. Αγα­πη­τοί μου, να μας ελε­ή­σει ο Θεός.

Βλέ­πο­με λοι­πόν καθα­ρά, αγα­πη­τοί, ότι η ψυχή είναι ανε­κτί­μη­τη. Και τίπο­τα δεν μπο­ρεί να την αντι­κα­τα­στή­σει και να την ανταλ­λά­ξει, παρά μόνον ο Χρι­στός. «Άνθρω­πε, δώσε μου την ζωή σου και θα σου δώσω τη δική μου! Άνθρω­πε, δώσε μου το σώμα σου και θα σου δώσω το δικό μου. Άνθρω­πε, δώσε μου την ψυχή σου και θα σου δώσω τη δική μου».

Αν όμως τον Χρι­στόν αθε­τή­σο­με μετά το βάπτι­σμά μας, τότε την αμαρ­τω­λή μας ψυχή με τι θα την ανταλ­λά­ξο­με; Πρό­κει­ται περί ορι­στι­κής απω­λεί­ας. Σοβα­ρά πράγ­μα­τα. Γι΄αυτό ας φοβη­θού­με τον δυνά­με­νον να μας απο­λέ­σει. Και ας ακού­σο­με άλλη μία φορά τα λόγια Του τα βαρυ­σή­μαν­τα: «Τί γρ φελή­σει νθρω­πον ἐὰν κερ­δήσ τν κόσμον λον, κα ζημιωθ τν ψυχν ατο; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο;».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_712.mp3

  •  

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΤΗΣ ΘΛΙΨΕΩΣ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ)

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ [:Μάρκ.8,34–9,1]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα: 
«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΤΗΣ ΘΛΙΨΕΩΣ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 3–4‑1994]

[ Β 295 ] Έκδο­σις Β΄

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας, στο μέσον της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής, προ­βάλ­λει τον Τίμιον Σταυ­ρόν προς θέαν, προς κατα­νόη­σιν της θεο­λο­γί­ας Του και προς προ­σκύ­νη­σιν υπό των πιστών. Ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι το σύμ­βο­λον της θυσί­ας και ταυ­τό­χρο­να το σύμ­βο­λον της ενι­σχύ­σε­ωςΑυτό σημαί­νει ότι η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει σε κάθε αγια­στι­κή της πρά­ξη τον Τίμιον Σταυ­ρόν, για να φανε­ρώ­νει κάθε στιγ­μή ότι το Ευαγ­γέ­λιον είναι σταυ­ρι­κόν. Θα το επα­να­λά­βω. Ότι το Ευαγ­γέ­λιον είναι σταυ­ρι­κόν. Ότι απαι­τεί­ται θυσία. Θυσία από τους πιστούς. Ότι απο­τε­λεί όρον εισό­δου στην Βασι­λεία του Θεού. Είναι ακό­μη και ενί­σχυ­σις των πιστών, διό­τι με τον Τίμιον Σταυ­ρόν ενι­κή­θη­σαν οι αντί­δι­κοί μας δαί­μο­νες. Επα­τή­θη και το φαι­νό­με­νον του θανά­του.

Γίνε­ται ακό­μη ο Τίμιος Σταυ­ρός η κλί­μα­κα ανό­δου μας εις τον ουρα­νόν. Για­τί η προ­έ­κτα­σις του Τιμί­ου Σταυ­ρού είναι η Ανά­στα­σις του Χρι­στού. Ποτέ δεν προ­βάλ­λε­ται ο Σταυ­ρός χωρίς την Ανά­στα­ση. Όταν έχο­με του Σταυ­ρού κάποια τελε­τή, Μεγά­λη Παρα­σκευή, η από­λυ­σις θα λέγει: « ναστς κ νεκρν». Ποτέ ο Τίμιος Σταυ­ρός δεν προ­βάλ­λε­ται χωρίς, να επα­να­λά­βω, την προ­έ­κτα­σή Του, που είναι η Ανά­στα­σις του Χρι­στού. Η κλί­μα­κα του Ιακώβ έδει­χνε την δυνα­τό­τη­τα καθό­δου του Θεού, αλλά και την δυνα­τό­τη­τα ανό­δου του ανθρώ­που. Και αυτή η Κλί­μα­κα είναι τόσον η Θεο­τό­κος, όσον και ο Τίμιος Σταυ­ρός.

Τίθε­ται, όμως, ένα θεμε­λια­κό ερώ­τη­μα, που σίγου­ρα απα­σχο­λεί πολ­λούς από τους αδελ­φούς Χρι­στια­νούς. Για­τί πρέ­πει να ζήσου­με την σταυ­ρι­κή ζωή; Όπως διά­χυ­τα φαί­νε­ται εις την σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή; Ή, για­τί, όπως λέγει ο Από­στο­λος μετά τον λιθο­βο­λι­σμό του στα Λύστρα, «δι πολλν θλί­ψε­ων δεῖ (:πρέ­πει) μς εσελ­θεν ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν»; Για­τί «δι πολλν θλί­ψε­ων»; Ή για­τί πρέ­πει να εισέλ­θο­με, όπως είπε ο Κύριος, δια της στε­νής πύλης και να περ­πα­τή­σο­με την ζωήν μας, να βαδί­σο­με στον στε­νό δρό­μο, στην στε­νήν οδόν; Ή, όπως λέγουν οι Πατέ­ρες, ότι ποτέ κανείς δια της ανέ­σε­ως δεν ανέ­βη­κε στον ουρα­νό. Για­τί; Για­τί, δηλα­δή, πρέ­πει να σηκώ­σω τον σταυ­ρό μου; Για να σωθώ; Για­τί;

Η απο­ρία είναι βασι­κής σημα­σί­ας. Ασφα­λώς σε όλους έχει δημιουρ­γη­θεί, για­τί ασφα­λώς αφο­ρά στην ίδια μας την σωτη­ρία. Μάλι­στα θα λέγα­με ότι η διά­δο­σις του Χρι­στια­νι­σμού, εφό­σον έχει το στοι­χεί­ον του σταυ­ρού, και αφαι­ρεί την άνε­σιν, τότε δεν θα μπο­ρού­σε εύκο­λα να δια­δο­θεί ο Χρι­στια­νι­σμός. Μήπως είναι ένα ανα­σταλ­τι­κόν στοι­χεί­ον στις ιερα­πο­στο­λές;

Αλλά ας παρα­κο­λου­θή­σο­με το θέμα, να το δού­με, είναι πάρα πολύ σπου­δαίο, θα επα­να­λά­βω, είναι θέμα σωτη­ρί­ας μας. Αναμ­φι­σβή­τη­τα, αγα­πη­τοί μου, ο Θεός ποτέ δεν θα ήθε­λε τα πλά­σμα­τά Του να θλί­βον­ται και να υπο­φέ­ρουν. Ποτέ. Δεν μας εδη­μιούρ­γη­σε, δεν μας έκα­νε για να θλι­βό­μα­στε. Κανέ­να πλά­σμα του Θεού, μα κανέ­να, από το ζωι­κό βασί­λειο, δεν είναι δυστυ­χι­σμέ­νο. Βέβαια, δευ­τε­ρευόν­τως, αν βλέ­πε­τε τα σπουρ­γί­τια να τρώ­νε τους σπό­ρους κάτω στη γη κι έχουν μία ανη­συ­χία, είναι σε μία φοβε­ρή ετοι­μό­τη­τα να πετά­ξουν και να φύγουν, για­τί έχουν την αίσθη­ση ότι και­ρο­φυ­λα­κτεί κίν­δυ­νος, αυτό, αγα­πη­τοί μου, είναι για­τί η φύσις αλλοιώ­θη­κε, ένε­κα της αμαρ­τί­ας των πρω­το­πλά­στων. Αλλά όμως ο Θεός δεν κάνει κανέ­να ζώο δυστυ­χές. Πώς, λοι­πόν, θα ήταν ο άνθρω­πος δυστυ­χι­σμέ­νος; Για ποιον λόγο; Αντί­θε­τα, ο Θεός δημιουρ­γεί έναν Παρά­δει­σον. Εκεί που ετο­πο­θέ­τη­σε τους πρω­το­πλά­στους. Και μας λέγει σαφώς η Αγία Γρα­φή, ότι ο Παρά­δει­σος αυτός ελέ­γε­το «Παρά­δει­σος τς τρυφς». Και, όπως ξέρε­τε, «τρυ­φή» θα πει από­λαυ­σις.

Ο Θεός, ο Ίδιος ο Δημιουρ­γός, ζει στην μακα­ριό­τη­τα. Και τα πλά­σμα­τά Του τα καθι­στά μακά­ρια. Έστω κι αν είναι παρο­δι­κή η ζωή τους. Εννο­εί­ται, έξω από τον άνθρω­πο. Για­τί ο άνθρω­πος επλά­σθη, ούτε να πεθά­νει, ούτε να μην πεθά­νει. Ούτε να πεθά­νει, ούτε να μην πεθά­νει. Δημιουρ­γός του θανά­του δεν είναι ο Θεός. Αλλά ανα­λό­γως την στά­ση που θα έπαιρ­νε ο άνθρω­πος, θα ζού­σε ή θα πέθαι­νε. Την στά­ση έναν­τι της εντο­λής του Θεού.

Όμως από φθό­νο, του δια­βό­λου τον φθό­νο, εισά­γε­ται η αμαρ­τία και το απο­τέ­λε­σμά της ήταν και είναι ο θάνα­τος. Όταν οι πρω­τό­πλα­στοι είδαν τον καρ­πόν, μετά, πάν­το­τε από την δαι­μο­νι­κήν εισή­γη­σιν, που είπε ότι «θα γίνε­τε θεοί», τότε, τον είδαν, λέγει η Γρα­φή, «καλν ες βρσιν κα τι ρεστν τος φθαλ­μος δεν κα ραον στ το κατα­νοσαι». Δηλα­δή, «καλόν τον δέν­δρον, ωραί­ος ο καρ­πός να τον βλέ­πεις εις την όρα­σιν και ευχά­ρι­στος στη δοκι­μή του, στη γεύ­ση του, στη βρώ­ση του». Τότε άρχι­σε να γεν­νιέ­ται για πρώ­τη φορά η ένο­χη ηδο­νή. Η ένο­χη ηδο­νή. Και λέμε ένο­χη την ηδο­νή αυτήν, για­τί αυτός ο Παρά­δει­σος ήτο τρυ­φή, ήτο ηδο­νή· που σημαί­νει νόμι­μος από­λαυ­σις. Και η ηδο­νή, ευθύς μετά εγέν­νη­σε την οδύ­νη, τον πόνο. Έτσι η οδύ­νη ήτο από την απώ­λεια της μακα­ριό­τη­τος και τη γεύ­ση του θανά­του. Έκτο­τε έχο­με αυτό το δίπο­λο, το αδιά­σπα­στο δίπο­λον, ηδο­νή-οδύ­νη. Ηδο­νή-οδύ­νη.

Όταν ήλθε ο Χρι­στός εις τον κόσμον, έζη­σε τον καρ­πόν της ηδο­νής, που είναι η οδύ­νη. Αλλά χωρίς την ηδο­νή, βεβαί­ως. Και τού­το για­τί ανέ­λα­βε την ανθρω­πί­νη φύση μας, χωρίς φυσι­κά και την αμαρ­τία μας. Ο άνθρω­πος έπρε­πε, με την βοή­θεια του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Λόγου, να βαδί­σει τον ίδιο δρό­μο της επι­στρο­φής, που ήταν η οδύ­νη. Να για­τί στε­νή η πύλη, να για­τί στε­νός ο δρό­μος. Έπρε­πε να γυρί­σει πίσω, δια της οδού της οδύ­νης. Επί παρα­δείγ­μα­τι, δεν ενή­στευ­σε στον Παρά­δει­σο, όταν ο Θεός είπε «Δεν θα δοκι­μά­σε­τε από τον καρ­πόν», απώ­λε­σε τον Παρά­δει­σο. Για να ξανα­γυ­ρί­σει, έπρε­πε να νηστεύ­σει. Τηρών­τας την αρχι­κή συμ­βου­λή, τον αρχι­κό νόμο, την αρχι­κή εντο­λή. Ο Θεός, εκεί­νο που θέτει, θα το φέρει, θα το φέρει, ίσως από μύριες περι­πέ­τειες, δεν αθε­τεί­ται, όμως, ποτέ ο λόγος Του. «Θα γυρί­σεις πίσω; Θα βαδί­σεις πάλι τον ίδιο δρό­μο, θα τηρή­σεις την εντο­λήν της νηστεί­ας». Γι’αυτό νηστεύ­ο­με.

Επει­δή δεν επί­στευ­σε εις τον λόγον του Θεού, ακό­μη κάτι καλύ­τε­ρο παρά­δειγ­μα και κεφα­λαιώ­δες και κεν­τρι­κό, ότι θα πεθά­νεις αν παρα­βείς την εντο­λήν του Θεού, οι πρω­τό­πλα­στοι απώ­λε­σαν τον Παρά­δει­σον. Τώρα, για να ξανα­γυ­ρί­σουν πίσω, πρέ­πει να βαδί­σουν τον ίδιο δρό­μο. Ποιο δρό­μο; Της πίστε­ως. Γι’αυτό ο Χρι­στια­νι­σμός είναι πίστις. Θα πιστέ­ψεις. Σε τι θα πιστέ­ψεις τώρα; Στο θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Χρι­στού. Για­τί ο Χρι­στός, ο Θεός που ενην­θρώ­πη­σε, κι είναι ο Ίδιος ο Θεός Λόγος μες στον Παρά­δει­σον που έθε­σε την εντο­λή, για να επι­στρέ­ψεις, πρέ­πει να πιστέ­ψεις ότι είναι ο ίδιος. Ο Θεάν­θρω­πος Ιησούς Χρι­στός. Τότε δεν επί­στε­ψαν οι πρω­τό­πλα­στοι. Τώρα πρέ­πει να πιστέ­ψου­με για να γυρί­σου­με πίσω. Βλέ­πε­τε, δεν αθε­τεί­ται οτι­δή­πο­τε ο Θεός θέτει, το ξανα­λέ­γω.

Έτσι κι εδώ. Βαδί­σα­με την οδόν της οδύ­νης. Βαδί­σα­με την οδόν της ηδο­νής, για να έρθει η οδύ­νη. Θα γυρί­σου­με πίσω δια της οδού της οδύ­νης. Με την δια­φο­ρά ότι όταν ήλθε ο Χρι­στός, μας δια­φο­ρο­ποί­η­σε αυτήν την οδύ­νη. Δεν είναι η οδύ­νη του κόσμου· που μεθάς, γλεν­τάς, ασω­τεύ­εις και πονάς. Παίρ­νεις ναρ­κω­τι­κά, παίρ­νεις, τσα­κί­ζεις τον εαυ­τόν σου… Δεν είναι αυτή η οδύ­νη του κόσμου, του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος και του θανά­του. Δεν είναι αυτή η οδύ­νη· που γεν­νά­ει την αμαρ­τία ή η αμαρ­τία την οδύ­νη. Είναι η οδύ­νη, εδώ είναι η δια­φο­ρο­ποί­η­σις, που προ­κα­λεί­ται από τη βίω­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής και από την άρση, το σήκω­μα του σταυ­ρού. Αυτή η οδύ­νη. Αυτήν την οδύ­νη πρέ­πει τώρα να απο­δε­χθείς, για να γυρί­σεις πίσω. Θα απο­βά­λεις, θα απαρ­νη­θείς την οδύ­νη που γεν­νή­θη­κε από την αμαρ­τία, την ηδο­νή, που είναι ο κόσμος, τα πάθη. Θα πάρεις την άλλη την οδύ­νη, του σταυ­ρού. Για να γυρί­σεις πίσω.

Είπα­με ότι το σχή­μα ηδο­νή-οδύ­νη οδή­γη­σε τον άνθρω­πο έξω από τον Παρά­δει­σον. Για να ξανα­γυ­ρί­σει τώρα πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει τον αντί­στρο­φο δρό­μο. Πώς το είπα; Ηδο­νή-οδύ­νη. Τώρα το αντί­θε­το: Οδύ­νη-ηδο­νή. Οδύ­νη-ηδο­νή. Αντί­στρο­φα. Και η ηδο­νή θα είναι η τρυ­φή της Βασι­λεί­ας του Θεού. Με την ηδο­νή τώρα θα πας στην τρυ­φή της Βασι­λεί­ας του Θεού. Οδύ­νη-ηδο­νή. Η οδύ­νη θα γεν­νή­σει τώρα την ηδο­νή, την τρυ­φήν της Βασι­λεί­ας του Θεού. Η οδύ­νη, θα το επα­να­λά­βω, είναι η σταυ­ρι­κή ζωή.

Έτσι, έχο­με τον πνευ­μα­τι­κόν τοκε­τόν. Δηλα­δή την από­κτη­ση της σωτη­ρί­ας, μέσα από μια οδύ­νη. Ξέρε­τε ότι η γυναί­κα άμα γεν­νά­ει, έχει οδύ­νη. Για­τί έχει τις ωδί­νες· δηλα­δή τους κοι­λό­πο­νους. Γρά­φει ο Ησα­ΐ­ας, στην ωδή του είναι: «Κα ς  δίνου­σα (:Και όπως αυτή που κοι­λο­πο­νά) γγί­ζει το τεκεν (:πλη­σιά­ζει η ώρα να γεν­νή­σει) κα π τ δνι ατς κέκρα­ξεν (:και στον πόνο της, στον κοι­λό­πο­νό της έκρα­ξε, φώνα­ξε) οτως γενή­θη­μεν τ γαπητ σου (:έτσι κι εμείς –λέει– γινή­κα­με για τον αγα­πη­τό Σου. ‑Ποιον; Για τον Ιησούν Χρι­στόν) δι τν φόβον σου, Κύριε· ν γαστρ λάβο­μεν κα δινή­σα­μεν (:Βάλα­με τον φόβο Σου μέσα μας, εγκυ­μο­νή­σα­με τον φόβο Σου, Κύριε, και πονέ­σα­με τον φόβο της εγκυ­μο­σύ­νης αυτής. Την οδύ­νη, ε; Τον φόβο, την οδύ­νη) κα τέκο­μεν· πνεμα σωτη­ρί­ας (:και γεν­νή­σα­με το πνεύ­μα της σωτη­ρί­ας)». Η αντί­στρο­φος κίνη­σις. Ελπί­ζω να είμαι σαφής.

Αυτή η οδύ­νη εκφρά­ζε­ται από την Και­νή Δια­θή­κη ως εξής. Λέει ο Κύριος: «Εσέλ­θε­τε δι τς στενς πύλης. Τί στεν  πύλη κα τεθλιμ­μέ­νη  δς  πάγου­σα ες τν ζωήν, κα λίγοι εσν ο ερίσκον­τες ατήν! (: Λίγοι είναι εκεί­νοι που την βρί­σκουν)». Ακό­μη, ο Κύριος είπε: «στις θέλει –αυτό που ακού­σα­με σήμε­ρα– πίσω μου λθεν, παρ­νη­σά­σθω αυτν –Ξέρε­τε, η απάρ­νη­σις του εαυ­τού μας είναι οδυ­νη­ρο­τά­τη. Οδυ­νη­ρο­τά­τη. Να απαρ­νη­θείς τον εαυ­τόν σου– κα ράτω τν σταυρν ατο, κα κολου­θεί­τω μοι». «Να σηκώ­σει όλες τις θλί­ψεις της ζωής»Ποιες θλί­ψεις; Αυτές που γεν­νιών­ται στη σύγ­κρου­σή σου με το πνεύ­μα του κόσμου. Στην σύγ­κρου­σή σου με το πνεύ­μα του κόσμου. Την ειρω­νεία, τον διωγ­μόν, την απο­δο­κι­μα­σία. Να σηκώ­σεις αυτόν τον σταυ­ρόν. Και του Παύ­λου, που ήδη σας τα είπα αυτά και προ­η­γου­μέ­νως: «Δι πολλν θλί­ψε­ων δε (:Με πολ­λές θλί­ψεις πρέ­πει… -Εκεί­νο το «δε». Το φοβε­ρό «δε»…) ἡμς εσελ­θεν ες τν βασι­λεί­αν τν ορανν».

Αλλά για­τί; Για δύο λόγους. Ο πρώ­τος λόγος: Η απαλ­λα­γή μας από τα προ­σω­πι­κά πάθη, από τις ροπές του προ­πα­το­ρι­κού αμαρ­τή­μα­τος, από την άσκη­ση και την ενά­σκη­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής. Απ’ αυτά όλα προ­κύ­πτει οδύ­νη. Ξέρε­τε πώς είναι τα πάθη μας; Κάτι περισ­σό­τε­ρο από ό,τι τα στρεί­δια, κολ­λη­μέ­να στα ύφα­λα ενός καρα­βιού· που έχουν ενσω­μα­τω­θεί. Εδώ τα πάθη μας και οι ροπές μας έχουν γίνει δευ­τέ­ρα φύσις… Ώστε να λέμε «ο φυσι­κός άνθρω­πος είναι αυτός κι αυτός», όπως τον περι­γρά­φει η Ψυχο­λο­γία. Δεν είναι όμως αυτός ο άνθρω­πος, όπως τον περι­γρά­φει η Ψυχο­λο­γία. Γι’αυτό και η επέμ­βα­ση της Ψυχο­λο­γί­ας δεν είναι η ορθή. Δεν είναι της ώρας να σας πω πιο πολ­λά. Συνε­πώς είναι εύκο­λο πράγ­μα να ξεκολ­λή­σεις την δευ­τέ­ρα σου φύση; Είναι φοβε­ρό. Οδυ­νη­ρό­τα­τον.

Ο δεύ­τε­ρος λόγος. Μας λέγει η Γρα­φή ότι « κόσμος λος ν τ πονηρ κεται», λέει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. «Ο κόσμος ολό­κλη­ρος βρί­σκε­ται εις την αγκα­λιά του δια­βό­λου»Και εις τον κόσμον αυτόν τον πονη­ρόν είναι ενταγ­μέ­νοι οι πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι. Πρέ­πει να ζήσουν κατ’ ανάγ­κην μέσα εις αυτόν τον κόσμον, να ζήσουν μαζί του, τοπι­κά. Μαζί του. Δεν ξεχω­ρί­ζο­με. Στο ίδιο λεω­φο­ρείο μπαί­νο­με, στην ίδια αγο­ρά πηγαί­νο­με, συναλ­λασ­σό­με­θα με όλον τον κόσμον, με όλους τους ανθρώ­πους. Πρέ­πει να ζήσου­με μαζί του. Συνε­πώς; Κι όπως λέγει ο Κύριος: «νέν­δε­κτον στίν το μ λθεν τ σκάν­δα­λα»«Είναι αδύ­να­τον να μην έρθουν τα σκάν­δα­λα». Για­τί; Επει­δή « κόσμος λος ν τ πονηρ κεται». Θα ‘ρθουν, λοι­πόν, τα σκάν­δα­λα. Όλα αυτά σημαί­νουν ότι ο πιστός… ‑σκάν­δα­λα, σου λέει ο άλλος: «Πάω στον δρό­μο και σκαν­δα­λί­ζο­μαι, πάω στην Εκκλη­σία ακό­μα, βλέ­πω με τα μάτια μου πώς μπαί­νουν ημί­γυ­μνοι άνθρω­ποι, γυναί­κες όλο και σκαν­δα­λί­ζο­μαι» «νέν­δε­κτον στίν το μ λθεν τ σκάν­δα­λα»Όλα αυτά σημαί­νουν όμως ότι ο πιστός μέσα στον κόσμο, θα πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να ζήσει με θλί­ψη. Με θλί­ψη οπωσ­δή­πο­τε. Θα δεχθεί το σκάν­δα­λο, την ειρω­νεία, τον διωγ­μό. Είναι εκεί­νο που είπε ο Κύριος: «ν τ κόσμ θλψιν ξετε». Στον κόσμο θα έχε­τε θλί­ψη. «λλ θαρ­σετε· γ νενί­κη­κα τν κόσμον». «Πάρε­τε θάρ­ρος. Εγώ τον ενί­κη­σα τον κόσμον», λέει ο Κύριος.

Όπως αντι­λαμ­βα­νό­με­θα, αγα­πη­τοί, ο σταυ­ρός είναι απο­λύ­τως αναγ­καί­ος για την σωτη­ρία μας· διό­τι η θλί­ψη αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από τον σταυ­ρόν. Όταν ο Χρι­στός άπλω­σε τις παλά­μες Του επί του Σταυ­ρού και Τον κάρ­φω­σαν, δεν ήταν κάποια δια­σκέ­δα­σις, δεν ήταν κάποια άνε­σις. Ήταν πόνος και θάνα­τος. Πρέ­πει να πεθά­νο­με εις τον κόσμον αυτόν, ως προς τον κόσμον αυτόν. Ως προς τον κόσμον αυτόν· για να ζήσο­με.

Αλλά σωτη­ρία σημαί­νει οικεί­ω­ση του Χρι­στού. Πρέ­πει να οικειω­θώ τον Χρι­στόν, για να έχω την σωτη­ρία. Και τού­το διό­τι ο Χρι­στός είναι « πρ μν» και « ντ μν». Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι ο Χρι­στός έπα­θε επί του Σταυ­ρού, που ο κόσμος βέβαια εσταύ­ρω­σε τον Χρι­στόν και τον ανέ­βα­σε εις τον Σταυ­ρόν, ο Χρι­στός έπα­θε πρ μν, για μας και ντ μνΕμείς έπρε­πε να ανε­βού­με επά­νω εις τον σταυ­ρόν. Διό­τι εμείς είμε­θα οι αμαρ­τω­λοί. Όχι ο αθώ­ος Ιησούς. Ο Χρι­στός, όμως, ανέ­βη­κε για λογα­ρια­σμό μας. «Ὑπὲρ ἡμῶν» και «ἀντὶ ἡμῶν». Έτσι ο Χρι­στός γίνε­ται ο αντι­πρό­σω­πός μας, προ­σέ­ξα­τέ το αυτό. Ο αντι­πρό­σω­πός μας, για­τί Εκεί­νος ανέ­βη­κε εις τον Σταυ­ρόν, Εκεί­νος, ο αντι­πρό­σω­πός μας, απέ­ναν­τι στον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν. Ευα­ρε­στεί εις τον Πατέ­ρα και ο Πατέ­ρας, χάριν του Υιού, χαρί­ζε­ται σε όσους αντι­προ­σω­πεύ­ει ο Υιός.

Αλλά τι είναι εκεί­νο που καθο­ρί­ζει την αντι­προ­σώ­πευ­ση; Θα το πω άλλη μια φορά· προ­σέξ­τε. Η πίστις. Όταν πιστέ­ψω στο θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Χρι­στού, ήδη αντι­προ­σω­πεύ­τη­κα από τον Χρι­στόν. Εάν δεν Του ανα­θέ­σω αυτήν την αντι­προ­σώ­πευ­ση, δεν σώζο­μαι. Πάλι η πίστις. Αλλά όχι μόνον η πίστις, αλλά και η οικεί­ω­σις στο πάθος του Χρι­στού. Το πάθος Του, θα γίνει πάθος μου. Πώς; Όταν συσταυ­ρω­θώ. Σταυ­ρω­θώ μαζί με τον Χρι­στόν. Πώς δηλα­δή; Θα ανε­βώ πάνω στον Σταυ­ρόν; Πώς θα γίνει αυτό; Ακού­στε πώς το λέγει ο Παύ­λος: «Χριστ συνε­σταύ­ρω­μαι – Είδα­τε; Συνε­σταύ­ρω­μαι. Μαζί με τον Χρι­στό σταυ­ρώ­θη­κα– Ζ δ οκέτι γώ, ζ δ ν μο Χρι­στός (:Την ζωή την παλιά, την ζωή της αμαρ­τί­ας δεν την ζω πια. Έχω πεθά­νει ως προς αυτήν)·  δ νν ζ ν σαρ­κί, ν πίστει ζ τ το υο το Θεο το γαπή­σαν­τός με κα παρα­δόν­τος αυτν πρ μο».

Κι εκεί­νο το θαυ­μά­σιον: «ντα­να­πληρ –γρά­φει στους Κολοσ­σα­είς, ἀντα­να­πληρ: ἀντί-ἀνά-πλη­ρῶ – τ στε­ρή­μα­τα τν παθη­μά­των το Χρι­στο». (Για­τί το σώμα του Χρι­στού είναι στον κόσμον και πάσχει διαρ­κώς. Είναι η Εκκλη­σία· η οποία πάσχει· η οποία σταυ­ρώ­νε­ται διαρ­κώς μες στην Ιστο­ρία, έως το τέλος της Ιστο­ρί­ας. Αντί, λοι­πόν, του Χρι­στού, ο Οποί­ος πήγε στον ουρα­νό, «ντα­να­πληρῶ», λοι­πόν, «τ στε­ρή­μα­τα», ό,τι δεν πρό­λα­βε Εκεί­νος να πάθει, των θλί­ψε­ων του Χρι­στού. Πού;) ν τ σαρ­κί μου (:στη σάρ­κα μου) πρ το σώμα­τος ατο  στν  κκλη­σία (:Για λογα­ρια­σμό του σώμα­τός Του, που είναι η Εκκλη­σία)». Γι’αυτό ο Παύ­λος οδοι­πο­ρεί, τρώ­ει ξύλο, μπαί­νει στις φυλα­κές, αγω­νί­ζε­ται. Αυτό θα πει ότι «ο Παύ­λος αντα­να­πλη­ροί τα υστε­ρή­μα­τα των παθη­μά­των του Χρι­στού ν τ σαρ­κί του, υπέρ του σώμα­τος του Χρι­στού, υπέρ της Εκκλη­σί­ας».

Αλλά η συσταύ­ρω­σις έχει και την συνέ­γερ­σιν. Ο Χρι­στός εμπρός, οι πιστοί από πίσωΑπό τον Σταυ­ρό στην Ανά­στα­ση. Και στην Βασι­λεία του Θεού. Έτσι μπο­ρού­με να κατα­νο­ή­σο­με, αγα­πη­τοί μου, το μυστή­ριον του Σταυ­ρού. Θέλε­τε; Το μυστή­ριον της σωτη­ρί­ας μας. Θέλε­τε; Το μυστή­ριον του Χρι­στια­νι­σμού. Αυτό είναι το μυστή­ριον του Χρι­στια­νι­σμού.

Όμως, από τους πάμ­πολ­λους Χρι­στια­νούς, τους δικούς μας, τους ανθρώ­πους μας, δεν κατα­νο­εί­ται ο Σταυ­ρός. Δηλα­δή η θλί­ψη στη ζωή του Χρι­στια­νού. Δεν κατα­νο­εί­ται. Η ευη­με­ρία, που είναι στην επο­χή μας αφθο­νού­σα, είναι πλέ­ον σύν­θη­μα της ζωής. Αλλά αυτό το σύν­θη­μα στέ­κε­ται εχθρι­κά έναν­τι του Σταυ­ρού του Χρι­στού. Ακού­στε πώς το λέει ο Παύ­λος, προς Φιλιπ­πη­σί­ους 3,18: «Πολ­λο περι­πα­τοσιν, ος πολ­λά­κις λεγον μν (:Ζουν πολ­λοί, που πολ­λές φορές σας έλε­γα – λέει στους Φιλιπ­πη­σί­ους) νν δ κα κλαί­ων λέγω (:και τώρα που σας γρά­φω, κλαί­γον­τας σας γρά­φω) τος χθρος το σταυ­ρο το Χρι­στο –Ποιοι είναι αυτοί «οι εχθροί του Σταυ­ρού του Χρι­στού;»:- ν (:των οποί­ων) τ τέλος πώλεια, ν  Θες  κοι­λία–Δηλα­δή; Ευη­με­ρία. Τι θα φάμε και τι θα πιού­με– κα  δόξα ν τ ασχύν ατν –Πορ­νεύ­ο­με μεγαλοπρεπώς,ναι, ζού­με τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα και καυ­χώ­με­θα! «Και η δόξα τους», λέγει, «είναι σε πράγ­μα­τα που θα έπρε­πε να ντρέ­πον­ται», λέει ο Παύ­λος) ο τ πίγεια φρο­νοντες (:εκεί­νοι οι οποί­οι φρο­νούν τα επί­γεια). μν δ τ πολί­τευ­μα ν ορανος πάρ­χει (:το δικό μας πολί­τευ­μα είναι στον ουρα­νό)». Τι παρα­τη­ρού­με εδώ στα γρα­φό­με­να του Παύ­λου; Πρώ­τον, αυτοί οι πιστοί είναι πολ­λοί. Δεύ­τε­ρον, είναι εχθροί του Σταυ­ρού του Χρι­στού, διό­τι καταρ­γούν με τον τρό­πο της ζωής τους τον σταυ­ρόνΟ σταυ­ρός όμως καταρ­γού­με­νος, δημιουρ­γεί συμ­βι­βα­σμό με τον κόσμο, με το κοσμι­κό φρό­νη­μαΚηρύσ­σε­ται νέος Θεός, που είναι η κοι­λία, δηλα­δή η ευη­με­ρίαΚηρύσ­σε­ται η εξο­ρία της θλί­ψε­ως, της ασκή­σε­ως, της στε­νής πύλης, της τεθλιμ­μέ­νης οδού, δηλα­δή η κατάρ­γη­σις του Χρι­στια­νι­σμού.

Αγα­πη­τοί, σήμε­ρα η Εκκλη­σία μας, στο μέσον της Τεσ­σα­ρα­κο­στής, προ­βάλ­λει τον Τίμιον Σταυ­ρό, για να μας ενθυ­μί­σει ότι πρώ­τον, ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι η καρ­δία της σωτη­ρί­ας. Δεύ­τε­ρον, είναι η καρ­δία της πνευ­μα­τι­κό­τη­τος. Τρί­τον, είναι το σύμ­βο­λον της θυσί­ας και της θλί­ψε­ως. Τέταρ­τον, αντι­πα­ρα­τάσ­σε­ται στον κόσμο και στο κοσμι­κό φρό­νη­μα, που διά­κει­ται εχθρι­κά στον Θεό. Πέμ­πτον, είναι το σύμ­βο­λον της δυνά­με­ως και της ήττας των δαι­μό­νων. Έκτον, είναι το σύμ­βο­λον της ήττας του κόσμου. Έβδο­μον, είναι το μέγα διά­ση­μον του Χρι­στού και η ακρο­τά­τη Του δόξα. Όγδο­ον, είναι το σύμ­βο­λον της δόξης των πιστών· διό­τι δι’ αυτού θα εισέλ­θουν στην Βασι­λεία του Θεού.

Έτσι ο άνθρω­πος ξεκί­νη­σε από τον Παρά­δει­σον, τον Παρά­δει­σον της τρυ­φής, εδο­κί­μα­σε την ηδο­νή, «τν δον τς παρα­λό­γου βρώ­σε­ως», όπως λέγει ο άγιος Ανδρέ­ας Κρή­της, απ’ όπου εγεν­νή­θη η οδύ­νη του θανά­του. Ήλθε ο Χρι­στός. Και μαζί Του απο­βά­λα­με την φθο­ρο­ποιό και θανα­τη­φό­ρο ηδο­νή. Και με την πορεία στον δρό­μο της οδύ­νης, που είναι ο σταυ­ρός, φθά­νο­με πάλι στην τρυ­φή του Παρα­δεί­σου, στη μακα­ριό­τη­τα της Βασι­λεί­ας του Θεού. Ο Παρά­δει­σος ορι­στι­κά δεν εχά­θη. Τον άνοι­ξε ο Χρι­στός με τον Σταυ­ρό Του. Τώρα τον ανοί­γο­με κι εμείς, με τον δικό μας τον σταυ­ρό.

Έτσι, αυτά θαυ­μά­σια τα εκφρά­ζει, τα λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος: «σπερ γρ ν τ δάμ, πάν­τες ποθνή­σκο­μεν, ποθνή­σκου­σιν οτως κα ν τ Χριστ πάν­τες ζωο­ποι­η­θή­σον­ται». Και ωραία το εκφρά­ζει το κον­τά­κιο της ημέ­ρας: «Οκτι φλογνη ομφαα φυλττει τν πλην τς δμ﮲ ατ γρ πλθε παρδοξος σβσις, τ ξλον το Σταυ­ρο﮲ θαντου τ κντρον κα δου τ νκος λλαται﮲ πστης δέ, Σωτρ μου, βον τος ν δη﮲ Εσγεσθε πλιν ες τν Παρδει­σον». Δηλα­δή: «Δεν φυλάτ­τει πια πύρι­νο σπα­θί την πύλη της Εδέμ. Έσβη­σε παρά­δο­ξα με το ξύλο του Σταυ­ρού. Το κεν­τρί του θανά­του και η νίκη του άδου παρα­με­ρί­στη­καν. Ήλθες, Σωτή­ρα μου, φωνά­ζον­τας σ’ αυτούς που στον Άδη μέναν: Στον Παρά­δει­σο ξαναμ­παί­νε­τε».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.
  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_595.mp3
Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ)

ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ

Ο Σταυ­ρός του Χρι­στού προ­α­ναγ­γελ­λό­ταν και προ­τυ­πω­νό­ταν μυστι­κά από παλαιές γενε­ές, και κανείς ποτέ δεν συμ­φι­λιώ­θη­κε με τον Θεό χωρίς τη δύνα­μη του Σταυ­ρού. Πραγ­μα­τι­κά μετά την προ­γο­νι­κή εκεί­νη παρά­βα­ση στον παρά­δει­σο του Θεού δια του δέν­τρου, η μεν αμαρ­τία ανα­πτύ­χθη­κε, εμείς δε πεθά­να­με, έχον­τας υπο­στεί και πριν από τον σωμα­τι­κό θάνα­το, τον θάνα­το της ψυχής, όπως προ­κύ­πτει από τον χωρι­σμό της από τον Θεό. Όσο ζού­σα­με μετά την παρά­βα­ση, ζού­σα­με στην αμαρ­τία και τη σαρ­κι­κή ζωή· η δε αμαρ­τία «τ γρ νόμ το Θεο οχ ποτάσ­σε­ται· οδ γρ δύνα­ται· ο δ ν σαρκ ντες Θε ρέσαι ο δύναν­ται (:δεν υπο­τάσ­σε­ται στον νόμο του Θεού, επει­δή ούτε έχει και τη δύνα­μη να υπο­τα­χθεί. Όσοι λοι­πόν είναι παρα­δο­μέ­νοι σε σαρ­κι­κή και κοσμι­κή ζωή δεν μπο­ρούν να αρέ­σουν στον Θεό)»[Ρωμ. 8, 7–8].

Επει­δή λοι­πόν, όπως λέγει ο από­στο­λος: « γρ σρξ πιθυ­με κατ το πνεύ­μα­τος, τ δ πνεμα κατ τς σαρ­κός· τατα δ ντί­κει­ται λλή­λοις, να μ ν θέλη­τε τατα ποιτε(: Η κατώ­τε­ρη φύση μας, που υπη­ρε­τεί τις επι­θυ­μί­ες της σάρ­κας, επι­θυ­μεί εναν­τί­ον της ανώ­τε­ρης πνευ­μα­τι­κής φύσε­ώς μας, που εμπνέ­ε­ται από το Άγιο Πνεύ­μα. Αλλά και η ανώ­τε­ρη αυτή φύση μας επι­θυ­μεί εναν­τί­ον της κατώ­τε­ρης φύσε­ώς μας. Και τα δύο αυτά, δηλα­δή η σάρ­κα και το πνεύ­μα, αντι­μά­χον­ται το ένα το άλλο, έτσι ώστε να μην κάνε­τε χωρίς αντί­δρα­ση εκεί­να που θέλε­τε. Ούτε το κακό δηλα­δή χωρίς αντί­δρα­ση, διό­τι τότε εξε­γεί­ρε­ται μέσα σας η φωνή της συνει­δή­σε­ως˙ ούτε το καλό, διό­τι πολ­λές φορές πρέ­πει να ασκή­σε­τε βία στον εαυ­τό σας για να το κάνε­τε. Όταν λοι­πόν κυριαρ­χή­σει μέσα σας το πνεύ­μα, θα υπο­τα­χθεί η σάρ­κα με τις επι­θυ­μί­ες της, και εσείς δεν θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­τε ποτέ καμιά επι­θυ­μία της σάρ­κας)» [Γαλ.5,17], ο δε Θεός είναι πνεύ­μα και αυτο­α­γα­θό­της και αρε­τή, και κατ’ εικό­να και ομοί­ω­ση Αυτού είναι το δικό μας πνεύ­μα, ως προς τα οποία αχρειώ­θη­κε εξαι­τί­ας της αμαρ­τί­ας, πώς θα ήταν δυνα­τό να ανα­νε­ω­θεί και να συμ­φι­λιω­θεί οποιοσ­δή­πο­τε με τον Θεό κατά το πνεύ­μα, χωρίς να καταρ­γη­θεί η αμαρ­τία και η ζωή κατά σάρ­κα; Τού­το δε είναι ο Σταυ­ρός του Κυρί­ου, η κατάρ­γη­ση της αμαρ­τί­ας. Γι΄αυτό, ένας από τους θεο­φό­ρους πατέ­ρες μας, όταν ρωτή­θη­κε από κάποιον άπι­στο αν πιστεύ­ει στον Εσταυ­ρω­μέ­νο, «ναι», λέγει, «σε Αυτόν που σταύ­ρω­σε την αμαρ­τία». Πολ­λοί δε φίλοι του Θεού έχουν απο­κα­λυ­φθεί από τον ίδιο τον Θεό, και πριν από τον μωσαϊ­κό νόμο και μετά τον μωσαϊ­κό νόμο, χωρίς να έχει φανεί ακό­μη ο Σταυ­ρός. Εξάλ­λου ο βασι­λεύς και προ­φή­της Δαβίδ, με τη βεβαιό­τη­τα ότι υπήρ­χαν οπωσ­δή­πο­τε τότε φίλοι του Θεού, λέγει: «μο δ λίαν τιμή­θη­σαν ο φίλοι σου, Θεός(: Από εμέ­να τιμή­θη­καν πάρα πολύ οι φίλοι Σου, Θεέ μου)» [Ψαλμ.138,17]. Πώς λοι­πόν υπάρ­χουν άνθρω­ποι που διε­τέ­λε­σαν φίλοι του Θεού πριν από τη σταυ­ρι­κή θυσία του Χρι­στού, θα σας το υπο­δεί­ξω εγώ, αν μου προ­σφέ­ρε­τε φιλό­θεα και φιλή­κοα τα αυτιά σας.

Όπως πριν ακό­μη έλθει ο άνθρω­πος της αμαρ­τί­ας, ο υιός της ανο­μί­ας, ο Αντί­χρι­στος, δηλα­δή, λέγει ο αγα­πη­μέ­νος του Χρι­στού θεο­λό­γος: «Κα νν, γαπη­τοί, ντί­χρι­στοι πολ­λο γεγό­να­σιν (:Και τώρα, αγα­πη­τοί, έχουν παρου­σια­στεί πολ­λοί αιρε­τι­κοί, πρό­δρο­μοι του αντι­χρί­στου)»[Α΄Ιω.2,18], έτσι και ο Σταυ­ρός βρι­σκό­ταν στους προ­γε­νε­στέ­ρους και πριν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, προ­τού γίνει η θυσία του Θεαν­θρώ­που μέσω αυτού. Πραγ­μα­τι­κά ο μέγας Παύ­λος, διδά­σκον­τάς μας σαφώς πως ο Αντί­χρι­στος είναι μετα­ξύ μας και χωρίς να έχει έλθει ακό­μη, λέγει ότι «τ γρ μυστή­ριον δη νερ­γεται τς νομί­ας(:δεν ήλθε όμως ακό­μη ο καθο­ρι­σμέ­νος και­ρός του· διό­τι τώρα είναι σε ενέρ­γεια η μυστι­κή δύνα­μη του κακού και της ανο­μί­ας, η οποία σε μεγά­λο βαθ­μό παρα­μέ­νει κρυμ­μέ­νη και δεν φανε­ρώ­θη­κε ακό­μη ολό­κλη­ρη)»[Β΄Θεσ. 2,7]. Έτσι λοι­πόν και ο Σταυ­ρός του Χρι­στού ήταν ανά­με­σα στους προ­πά­το­ρες και πριν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ακό­μη, διό­τι ενερ­γεί­το σε αυτούς το μυστή­ριό του.

Και για να αφή­σω τώρα τον Άβελ, τον Σηθ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε, όσους ευα­ρέ­στη­σαν τον Θεό έως τον Νώε και εκεί­νους που ήσαν κον­τά σε αυτούς, και να αρχί­σω από τον Αβρα­άμ, που έγι­νε πατέ­ρας πολ­λών εθνών, των μεν Ιου­δαί­ων κατά τη σάρ­κα, εμάς δε κατά την πίστη. Για να αρχί­σω λοι­πόν από αυτόν τον κατά πνεύ­μα Πατέ­ρα μας και από αυτήν τη σχε­τι­κά με αυτόν αγα­θή αρχή και την πρώ­τη κλή­ση από τον Θεό, ποιος είναι ο πρώ­τος λόγος που άφη­σε σε αυτόν ο Θεός; «ξελ­θε κ τς γς σου κα κ τς συγ­γε­νεί­ας σου κα κ το οκου το πατρός σου κα δερο ες τν γν, ν ν σοι δεί­ξω (:Βγες, φύγε και απο­μα­κρύν­σου από την πατρί­δα σου και από τους συγ­γε­νείς σου και από το πατρι­κό σου σπί­τι· άφη­σε όλα τα ακί­νη­τα υπο­στα­τι­κά σου και πήγαι­νε σε χώρα, την οποία δεν γνω­ρί­ζεις και την οποία δεν σου απο­κα­λύ­πτω· ταξί­δε­ψε σε τόπο, τον οποίο θα σου υπο­δεί­ξω)»[Γέν.12,1]. Αυτός ο λόγος φέρει μέσα του το μυστή­ριο του Σταυ­ρού· διό­τι είναι ακρι­βώς αυτό που λέγει ο Παύ­λος όταν καυ­χά­ται στον Σταυ­ρό ότι «μο κόσμος σταύ­ρω­ται(:με την πίστη στον θάνα­τό Του αυτόν έχει νεκρω­θεί και έχει χάσει τη δύνα­μή του ο κόσμος για μένα)»[Γαλ. 6,14]. Πραγ­μα­τι­κά γι’ αυτόν που έφυ­γε δίχως επι­στρο­φή από την πατρί­δα ή τον κόσμο, η κατά σάρ­κα πατρί­δα και ο κόσμος νεκρώ­θη­κε και καταρ­γή­θη­κε· και αυτό είναι ο Σταυ­ρός.

Αλλά προς τον Αβρα­άμ μεν πριν ακό­μη φύγει από τη συμ­βί­ω­ση με τους αθέ­ους, λέγει: «βγες από τη γη σου και έλα στη γη», όχι που θα σου δώσω, αλλά «που θα σου δεί­ξω», με την έννοια ότι με εκεί­νη δεί­χνε­ται άλλη, πνευ­μα­τι­κή γη. Προς τον Μωυ­σή δε, όταν έφυ­γε από την Αίγυ­πτο και ανέ­βη­κε στο όρος, τι λέγει ο πρώ­τος λόγος του Θεού; «Λσαι τ πόδη­μα κ τν ποδν σου(: Μην πλη­σιά­σεις εδώ στη βάτο. Να λύσεις και να βγά­λεις τα υπο­δή­μα­τά σου, διό­τι ο τόπος στον οποίο εσύ βρί­σκε­σαι, είναι τόπος άγιος και καθα­ρός)»[Έξ.3,5]. Τού­το είναι άλλο μυστή­ριο του Σταυ­ρού, που ακο­λου­θεί φυσι­κά το προ­η­γού­με­νο· διό­τι λέγει: «Και αν εξήλ­θες από την Αίγυ­πτο και άφη­σες την υπη­ρε­σία στον Φαραώ και παρέ­βλε­ψες την τιμή να καλεί­σαι υιός της θυγα­τρός του Φαραώ και όσο εξαρ­τιό­ταν από εσέ­να ο κόσμος εκεί­νος της πονη­ρής υπη­ρε­σί­ας λύθη­κε και καταρ­γή­θη­κε, ωστό­σο πρέ­πει να προ­σθέ­σεις κάτι. Τι είναι αυτό; Να λύσεις το υπό­δη­μα από τα πόδια σου, να απο­θέ­σεις τους δερ­μα­τί­νους χιτώ­νες με τους οποί­ους σε έντυ­νε και μέσα στους οποί­ους ενερ­γεί η αμαρ­τία και σε απο­σπά από τη αγία γη. Λύσε λοι­πόν τού­το το υπό­δη­μα από τα πόδια σου, δηλα­δή να μην ζεις πλέ­ον κατά σάρ­κα και στην αμαρ­τία, αλλά να καταρ­γη­θεί και νεκρω­θεί η αντι­κεί­με­νη στον Θεό ζωή»· και το φρό­νη­μα της σαρ­κός και ο νόμος στα μέλη, που αντι­στρα­τεύ­ε­ται τον νόμο του νου κι αιχ­μα­λω­τί­ζει στον νόμο της αμαρ­τί­ας[Ρωμ.7,23: «Βλέ­πω δ τερον νόμον ν τος μέλε­σί μου ντι­στρα­τευό­με­νον τ νόμ το νοός μου κα αχμα­λω­τί­ζον­τά με ν τ νόμ τς μαρ­τί­ας τ ντι ν τος μέλε­σί μου(:Βλέ­πω όμως να κυριαρ­χεί άλλος νόμος και άλλη δύνα­μη στα μέλη μου, ο νόμος και η δύνα­μη της αμαρ­τί­ας. Κι αυτός ο νόμος εναν­τιώ­νε­ται σε όσα ο νους μου και η συνεί­δη­σή μου ανα­γνω­ρί­ζουν ως νόμο σωστό, και με κάνει δού­λο αιχ­μά­λω­το στον νόμο της αμαρ­τί­ας, που κυριαρ­χεί στα μέλη μου)»], να μην επι­κρα­τεί πλέ­ον μήτε να ενερ­γεί, νεκρού­με­νος με τη δύνα­μη της θεο­πτί­ας. Δεν είναι τού­το άρα­γε ο Σταυ­ρός; Διό­τι Σταυ­ρός είναι πάλι, για να μιλή­σου­με κατά τον θεσπέ­σιο Παύ­λο, το να σταυ­ρώ­σει κανείς τη σάρ­κα «σν τος παθή­μα­σι κα τας πιθυ­μί­αις(:μαζί με τα πάθη και τις επι­θυ­μί­ες του)»[Γαλ.5,24].

«Λύσε λοι­πόν», λέγει, «το υπό­δη­μα από τα πόδια σου· διό­τι η γη επά­νω στην οποία στά­θη­κες εσύ είναι γη αγία»· σήμαι­νε λοι­πόν ο λόγος Του τον αγια­σμό που επρό­κει­το να συν­τε­λε­στεί επά­νω στη γη διά του Σταυ­ρού μετά την επι­φά­νεια του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρος μας Ιησού Χρι­στού, παρα­τη­ρών­τας το μεγά­λο εκεί­νο θέα­μα, τη μέσα στο πυρ δρο­σι­ζο­μέ­νη βάτο· ώστε και η εν Θεώ θεω­ρία του Σταυ­ρού είναι μυστή­ριο, μεγα­λύ­τε­ρο από το προ­η­γού­με­νο εκεί­νο μυστή­ριο. Τόσο ο μέγας Παύ­λος όσο και οι θεί­οι πατέ­ρες μας υπαι­νίσ­σον­ται ότι αυτά είναι δύο· ο μεν πρώ­τος όχι μόνο λέγον­τας ότι «για μένα ο κόσμος έχει σταυ­ρω­θεί», αλλά προ­σθέ­τον­τας ότι «και εγώ για τον κόσμο»· οι δε πατέ­ρες παραγ­γέλ­λον­τάς μας να μην σπεύ­δου­με να ανε­βαί­νου­με στον σταυ­ρό πριν από τον Σταυ­ρό, με την ιδέα ότι οι λόγοι και τα μυστή­ρια του Σταυ­ρού είναι οπωσ­δή­πο­τε δύο.

Κατά το πρώ­το λοι­πόν μυστή­ριο του Σταυ­ρού που είναι η φυγή από τον κόσμο και η διά­ζευ­ξη από τους κατά σάρ­κα συγ­γε­νείς, αν βέβαια εμπο­δί­ζουν προς την ευσέ­βεια και τον βίο κατά την ευσέ­βεια, και η σωμα­τι­κή άσκη­ση, που κατά τον Παύ­λο λίγο ωφέ­λι­μη είναι[Α΄Τιμ.4,8: « γρ σωμα­τικ γυμνα­σία πρς λίγον στν φέλι­μος, δ εσέβεια πρς πάν­τα φέλι­μός στιν, παγ­γε­λί­αν χου­σα ζως τς νν κα τς μελ­λού­σης(:Και σου συνι­στώ την άσκη­ση αυτή, διό­τι η σωμα­τι­κή εξά­σκη­ση και εκγύ­μνα­ση είναι ωφέ­λι­μη σε μικρό βαθ­μό, επει­δή απο­βλέ­πει μόνο στο σώμα, το οποίο είναι φθαρ­τό˙ η ευσέ­βεια όμως είναι ωφέ­λι­μη σε όλα, και στο σώμα δηλα­δή και στην ψυχή, διό­τι υπό­σχε­ται αγα­θά και αντα­μοι­βές και για τη ζωή αυτή και για τη μελ­λον­τι­κή)»], κατά αυτά λοι­πόν σταυ­ρώ­νε­ται για μας ο κόσμος και η αμαρ­τία, όταν φύγου­με εμείς από τον κόσμο. Κατά το δεύ­τε­ρο δε μυστή­ριο του Σταυ­ρού, εμείς σταυ­ρω­νό­μα­στε για τον κόσμο και τα πάθη, που φεύ­γουν από μας. Δεν είναι βέβαια δυνα­τό να φύγουν αυτά τελεί­ως από μας, να μην ενερ­γούν μέσα μας συλ­λο­γι­στι­κά, αν δεν φτά­σου­με στη θεω­ρία του Θεού. Όταν δηλα­δή δια της πρα­κτι­κής φτά­σου­με στη θεω­ρία και καλ­λιερ­γού­με και καθα­ρί­ζου­με τον μέσα μας άνθρω­πο, ανα­ζη­τών­τας τον μέσα μας κρυμ­μέ­νο θείο θησαυ­ρό και εξε­τά­ζον­τας τη μέσα μας ευρι­σκό­με­νη βασι­λεία του Θεού, τότε εμείς σταυ­ρω­νό­μα­στε για τον κόσμο και τα πάθη. Διό­τι δια της μελέ­της αυτής δημιουρ­γεί­ται στην καρ­διά κάποια θέρ­μη, που κατα­πνί­γει τους πονη­ρούς λογι­σμούς σαν μύγες, εμβάλ­λει στην ψυχή πνευ­μα­τι­κή ειρή­νη και παρά­κλη­ση και παρέ­χει στο σώμα τον αγια­σμό κατά τον ψαλ­μω­δό που είπε: «θερ­μάν­θη καρ­δία μου ντός μου, κα ν τ μελέτ μου κκαυ­θή­σε­ται πρ(: Θερ­μάν­θη­κε η καρ­διά μου μέσα μου και στη μελέ­τη μου θα ανά­ψει πυρ)»[Ψαλμ.38,4]. Και τού­το είναι αυτό που κάποιος από τους θεο­φό­ρους πατέ­ρες μας μάς δίδα­ξε λέγον­τας: «Φρόν­τι­σε με κάθε τρό­πο ώστε η εσω­τε­ρι­κή σου εργα­σία να είναι κατά το θέλη­μα του Θεού, και θα νική­σει τα εξω­τε­ρι­κά πάθη»[βλ. πχ. τα απο­φθέγ­μα­τα Νισθερώου,3].

Εκτός από αυτό και ο μέγας Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ον­τάς μας λέγει: «Λέγω δέ, πνεύ­μα­τι περι­πα­τετε κα πιθυ­μί­αν σαρκς ο μ τελέ­ση­τε(:Και με αυτά που σας λέω, εννοώ ότι πρέ­πει να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε σύμ­φω­να με τις εμπνεύ­σεις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και τότε δεν θα εκπλη­ρώ­σε­τε την επι­θυ­μία της σάρ­κας, και συνε­πώς δεν θα βλά­πτει ο ένας τον άλλο, ούτε θα υπάρ­χει μίσος μετα­ξύ σας)»[Γαλ.5,16]. Γι΄αυτό αλλού παραγ­γέλ­λει: «Σττε ον περι­ζω­σά­με­νοι τν σφν μν ν ληθεί (:Στα­θεί­τε λοι­πόν στην παρά­τα­ξη του αγώ­να. Ζωσθεί­τε την αλή­θεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτι­σμός της αλή­θειας να σας δίνει πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη και ευκι­νη­σία)»[Εφ.6,14], καθό­σον το θεω­ρη­τι­κό ενι­σχύ­ει και βοη­θά­ει το επι­θυ­μη­τι­κό και απο­σο­βεί τις σαρ­κι­κές επι­θυ­μί­ες· διό­τι ο μέγας Πέτρος μάς υπο­δει­κνύ­ει φανε­ρό­τε­ρα ποια είναι αυτή η «σφς» και ποια η «λήθεια». «Δι ναζω­σά­με­νοι(:γι΄αυτό λοι­πόν μαζέψ­τε)», λέγει, «τς σφύ­ας τς δια­νοί­ας μν, νήφον­τες, τελεί­ως λπί­σα­τε π τν φερο­μέ­νην μν χάριν ν ποκα­λύ­ψει ησο Χρι­στο (:από τη διά­χυ­ση τον νου σας και συγ­κεν­τρώ­στε τις σκέ­ψεις σας ελευ­θε­ρώ­νον­τας την ψυχή σας από καθε­τί που την εμπο­δί­ζει να υπη­ρε­τεί τον Θεό. Και κάνον­τας εγκρά­τεια σε όλα, ελπί­στε χωρίς τον παρα­μι­κρό δισταγ­μό ότι θα λάβε­τε τη χάρη της σωτη­ρί­ας που σας φέρ­νει ο Ιησούς Χρι­στός την ημέ­ρα της Δευ­τέ­ρας μεγα­λο­πρε­πούς απο­κα­λύ­ψε­ως και παρου­σί­ας Του)»[Α΄Πέτρ.1,13].

Επει­δή λοι­πόν δεν είναι δυνα­τόν να φύγουν τελεί­ως από μας τα πονη­ρά πάθη και ο κόσμος της αμαρ­τί­ας και να μην ενερ­γούν σε μας με έλλο­γο τρό­πο, εάν δεν φτά­σου­με στη θεω­ρία του Θεού, γι΄αυτό μυστή­ριο του Θεού είναι και η θεω­ρία του είδους αυτού που σταυ­ρώ­νει για τον κόσμο εκεί­νους που την αξιώ­θη­καν. Έτσι και η, στην περί­πτω­ση του Μωυ­σή, εκεί­νη θεω­ρία της καιο­μέ­νης και μη κατα­καιο­μέ­νης βάτου ήταν μυστή­ριο του Σταυ­ρού, μεγα­λύ­τε­ρο και τελειό­τε­ρο από το μυστή­ριο εκεί­νο τον και­ρό του Αβρα­άμ. Άρα­γε λοι­πόν ο μεν Μωυ­σής μυή­θη­κε το τελειό­τε­ρο μυστή­ριο του Σταυ­ρού, ο δε Αβρα­άμ όχι; Ποια λογι­κή θα είχε τού­το; Αλλά τότε μεν κατά την ίδια την κλή­ση ο Αβρα­άμ δεν είχε μυη­θεί, ύστε­ρα όμως μετά την κλή­ση μυή­θη­κε και μία φορά και δύο και πολ­λές, έστω και αν δεν είναι τώρα και­ρός να πού­με για όλα.

Εγώ επί­σης θα σας υπεν­θυ­μί­σω τη ακό­μα πιο θαυ­μα­στή θεο­πτία του Αβρα­άμ, όταν είδε σαφώς και τον ένα τρι­συ­πό­στα­το Θεό, που ακό­μη δεν κηρυσ­σό­ταν έτσι: «φθη δ ατ Θες πρς τ δρυΐ τ Μαμβρ, καθη­μέ­νου ατο π τς θύρας τς σκηνς ατο μεσημ­βρί­ας· ναβλέ­ψας δέ τος φθαλ­μος ατο εδε, κα δο τρες νδρες εστή­κει­σαν πάνω ατο· κα δν προ­σέ­δρα­μεν ες συνάν­τη­σιν ατος π τς θύρας τς σκηνς ατο κα προ­σε­κύ­νη­σεν π τν γν(:Ο Θεός παρου­σιά­στη­κε στον Αβρα­άμ, ενώ ο Πατριάρ­χης βρι­σκό­ταν κον­τά στη βελα­νι­διά του Μαμ­βρή και καθό­ταν μπρο­στά στην πόρ­τα της σκη­νής του κατά το μεση­μέ­ρι. Καθώς λοι­πόν ο Αβρα­άμ ύψω­σε το βλέμ­μα του, είδε ξαφ­νι­κά τρεις άντρες να στέ­κον­ται λίγο παρα­πέ­ρα απέ­ναν­τί του, όρθιοι· μόλις τους είδε, χωρίς να περι­μέ­νει να τον πλη­σιά­σουν, έτρε­ξε από την πόρ­τα της σκη­νής του να τους συναν­τή­σει. Και όταν έφτα­σε κον­τά τους, έπε­σε κάτω μέχρι το έδα­φος και τους προ­σκύ­νη­σε ταπει­νά, με φιλο­φρο­σύ­νη)»[Γέν.18,1–2]. Ιδού ότι τον φανε­ρω­θέν­τα ένα Θεό Τον έβλε­πε ως τρεις. Διό­τι, λέγει, φάνη­κε σε αυτόν ο Θεός· και ιδού τρεις άνδρες και αφού προ­σέ­τρε­ξε στους τρεις, πάλι ομι­λού­σε σαν προς ένα, λέγον­τας: «Κύριε, ε ρα ερον χάριν ναν­τί­ον σου, μ παρέλθς τν παδά σου (:Κύριε, εάν βρή­κα χάρη ενώ­πιόν Σου, μην παρα­βλέ­ψεις τη σκη­νή μου και μην παρα­θε­ω­ρή­σεις τον δού­λο σου)». Και αυτοί λοι­πόν οι τρεις συνο­μι­λούν με αυτόν σαν να είναι ένας. Λέγει η Γρα­φή είπε προς τον Αβρα­άμ : «Πο Σάῤῥα γυνή σου; πανα­στρέ­φων ξω πρς σ κατ τν καιρν τοτον ες ρας, κα ξει υἱὸν Σάῤῥα γυνή σου. Σάῤῥα δ κου­σε πρς τ θύρ τς σκηνς, οσα πισθεν ατο(: Πού είναι η Σάρ­ρα, η γυναί­κα σου; Επι­στρέ­φον­τας θα έλθω σε σένα κατά το επό­με­νο έτος,την ίδια επο­χή με τώρα και η γυναί­κα σου θα έχει γεν­νή­σει ένα γιο)»[Γέν.18.9–10]. Στη συνέ­χεια, μας λέει πάλι το κεί­με­νο της Γρα­φής: «Κα επε Κύριος πρς βρα­άμ· τί τι γέλα­σε Σάῤῥα ν αυτ, λέγου­σα· ρά γε ληθς τέξο­μαι; γ δ γεγή­ρα­κα(:Είπε ο Κύριος: ‘’Για­τί γέλα­σε από απι­στία η γυναί­κα σου η Σάρ­ρα;’’)»[Γέν.18,13] κ.λπ. Ιδού ο ένας Θεός είναι τρεις υπο­στά­σεις και οι τρεις αυτές είναι ένας Κύριος· διό­τι λέγει: «Επε Κύριος(:Είπε ο Κύριος)».

Έτσι λοι­πόν ενερ­γεί­το στον Αβρα­άμ το μυστή­ριο του Σταυ­ρού. Ο δε Ισα­άκ ήταν ο ίδιος τύπος Εκεί­νου που προ­ση­λώ­θη­κε σε αυτόν, αφού έγι­νε υπή­κο­ος στον πατέ­ρα του μέχρι θανά­του, όπως και ο Χρι­στός. Και το κριά­ρι που του δόθη­κε ως δώρο προ­ε­δή­λω­νε τον αμνό του Θεού που δόθη­κε σε σφα­γή για χάρη μας. Και το φυτό, στο οποίο ήταν το κριά­ρι δεμέ­νο, είχε το μυστή­ριο του τύπου του Σταυ­ρού, γι΄αυτό και λεγό­ταν εβραϊ­κά φυτό Σαβέκ, δηλα­δή φυτό αφέ­σε­ως, όπως και ο Σταυ­ρός λεγό­ταν ξύλο σωτη­ρί­ας. Ενερ­γού­σε δε το μυστή­ριο και ο τύπος του Σταυ­ρού και στον Ιακώβ, τον υιό του Ισα­άκ· διό­τι αύξη­σε τα ποί­μνιά του με ξύλα και ύδωρ. Το ξύλο λοι­πόν προ­τύ­πω­νε το σταυ­ρι­κό ξύλο, ενώ το ύδωρ το θείο βάπτι­σμα που περι­κλεί­ει μέσα του το μυστή­ριο του Σταυ­ρού. « γνοετε τι σοι βαπτί­σθη­μεν ες Χριστν ησον ες τν θάνα­τον ατο βαπτί­σθη­μεν; (:Ή δεν ξέρε­τε ότι όσοι βαπτι­σθή­κα­με με πίστη στον Ιησού Χρι­στό συν­ταυ­τί­ζον­τας την ύπαρ­ξή μας με Αυτόν, γίνα­με με το βάπτι­σμα μέτο­χοι του σταυ­ρι­κού Του θανά­του, και ο παλαιός μας άνθρω­πος της αμαρ­τί­ας σταυ­ρώ­θη­κε και πέθα­νε, όπως και ο Χρι­στός πάνω στον σταυ­ρό;)», λέγει ο απόστολος[Ρωμ.6,3]. Και ο Χρι­στός επί­σης πλή­θυ­νε επά­νω στη γη τα λογι­κά Του ποί­μνια με ξύλο και ύδωρ.

Ο Ιακώβ και όταν προ­σκυ­νού­σε έως το άκρο της ράβδου του[ βλ.Γέν.47,31: «Επε δέ· μοσόν μοι. Κα μοσεν ατ. Κα προ­σε­κύ­νη­σεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:Ο Ιακώβ όμως επέ­μει­νε και του είπε: ’’Ορκί­σου μου ότι θα το κάνεις. Και ο Ιωσήφ ορκί­στη­κε στον πατέ­ρα του. Τότε ο Ισρα­ήλ, επει­δή πίστε­ψε ότι ο Θεός θα βοη­θού­σε, ώστε να μετα­φερ­θεί η σορός του στη Χανα­άν για να ταφεί εκεί, έσκυ­ψε και προ­σκύ­νη­σε τον Θεό, αφού ακούμ­πη­σε το κεφά­λι του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στη­ρι­ζό­ταν λόγω της γερον­τι­κής αδυ­να­μί­ας του. Με την προ­σκύ­νη­ση αυτή εξέ­φρα­ζε την ευγνω­μο­σύ­νη του προς τον Θεό)»] και όταν ευλο­γού­σε τους εγγο­νούς του[Γέν.48,9–20], υπο­δή­λω­νε ακό­μη καθα­ρό­τε­ρα τον τύπο του Σταυ­ρού. Αλλά και όντας ευπει­θής στους γονείς μέχρι τέλους και αγα­πη­τός και ευλο­γη­τός γι΄αυτό, αλλά και μιση­τός στον Ησαύ γι’ αυτά, και υπο­φέ­ρον­τας έτσι κάθε πει­ρα­σμό, είχε σε όλο τον βίο του το μυστή­ριο του Σταυ­ρού ενερ­γού­με­νο. Γι΄αυτό και ο Θεός έλε­γε: «Τν ακβ γάπη­σα, τν δ σα μίση­σα (:Αγά­πη­σα τον Ιακώβ και τους Ισραη­λί­τες που κατά­γον­ται από αυτόν. Αντί­θε­τα απο­δο­κί­μα­σα τον Ησαύ και τους απο­γό­νους του Ιδου­μαί­ους)»[Ρωμ.9,13]. Κάτι τέτοιο γίνε­ται και με εμάς, αδελ­φοί. Εκεί­νος δηλα­δή που υπο­τάσ­σε­ται τόσο στους κατά το πνεύ­μα, όσο και στους κατά το σώμα πατέ­ρες κατά την απο­στο­λι­κή εντο­λή που λέγει: «Τ τέκνα πακού­ε­τε τος γονεσιν μν ν Κυρί (:Τα παι­διά να υπα­κού­τε τους γονείς σας σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Κυρί­ου· διό­τι αυτό είναι δίκαιο)»[Εφ.6,1], αυτός ως αφο­σιω­μέ­νος κατά τού­το προς τον αγα­πη­τό Υιό του Θεού, αγα­πά­ται και από τον Θεό· εκεί­νος όμως που παρα­κού­ει, ως ξένος της ομοιώ­σε­ως προς τον Αγα­πη­τό, μισεί­ται και από τον Θεό. Ο σοφός Σολο­μών δεί­χνον­τας ότι τού­το συμ­βαί­νει όχι μόνο με τον Ιακώβ και τον Ησαύ, αλλά και δια­παν­τός και με όλους, λέγει: «Υἱὸς πανοργος πήκο­ος πατρί, υἱὸς δ νήκο­ος ν πωλεί(:Το έξυ­πνο και φρό­νι­μο παι­δί υπα­κού­ει στον πατέ­ρα του, ενώ το ανόη­το και ανυ­πά­κουο βαδί­ζει προς την κατα­στρο­φή)»[Παρ.13,1].

Αλλά ο υιός της υπα­κο­ής Ιακώβ, δεν πέτυ­χε τάχα και το μεγα­λύ­τε­ρο μυστή­ριο του Σταυ­ρού, το της θεο­πτί­ας, κατά την οποία ο άνθρω­πος σταυ­ρώ­νε­ται και απο­θνή­σκει τελειό­τε­ρα για την αμαρ­τία και ζει για την αρε­τή; Αυτός ο ίδιος ακρι­βώς μαρ­τυ­ρεί για τον εαυ­τό του και τη θεω­ρία και τη μαρ­τυ­ρία· διό­τι λέγει: «Εδον γρ Θεν πρό­σω­πον πρς πρό­σω­πον, κα σώθη μου ψυχή(: Τότε αντι­λή­φτη­κε ο Ιακώβ Ποιος ήταν Εκεί­νος, με τον οποίο πάλε­ψε, και γεμά­τος ευγνω­μο­σύ­νη δοξά­ζει και ευχα­ρι­στεί τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν ονό­μα­σε τον τόπο εκεί­νο: ‘’Εμφά­νι­ση Θεού’’-Θεοφάνεια, εβραϊ­κά Φανουήλ‑, διό­τι είπε: ‘’ Είδα τον Θεό πρό­σω­πο με πρό­σω­πο και όμως δεν πέθα­να, αλλά εξα­κο­λου­θώ να ζω! Μεγά­λη η συγ­κα­τά­βα­ση του Θεού)»[Γέν.32,30].

Πού είναι αυτοί που ακό­μη συμ­πα­ρα­τάσ­σον­ται με τις βδε­λυ­ρές φλυα­ρί­ες των κακο­δό­ξων που εμφα­νί­στη­καν στα χρό­νια μας; Ας ακού­νε ότι ο Ιακώβ είδε το πρό­σω­πο του Θεού· και όχι μόνο δεν έχα­σε τη ζωή του, αλλά, όπως λέγει ο ίδιος, και σώθη­κε, εάν και ο Θεός λέγει: «Κανείς δεν θα δει το πρό­σω­πό μου και θα ζήσει»[ βλ. Έξ.33,20: «Καὶ εἶπεν· οὐ δυνή­σῃ ἰδεῖν τὸ πρό­σω­πόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρω­πος τὸ πρό­σω­πόν μου καὶ ζήσε­ται(: Και είπε ο Θεός: ‘’Δεν θα μπο­ρέ­σεις να δεις το πρό­σω­πό μου· διό­τι δεν είναι δυνα­τόν να δει άνθρω­πος το πρό­σω­πό μου και να ζήσει’’)»]. Άρα­γε λοι­πόν δύο θεοί υπάρ­χουν, που έχουν ο μεν ένας πρό­σω­πο που υπο­πί­πτει στην όρα­ση των αγί­ων, ο δε άλλος που είναι επά­νω από κάθε θέα; Είναι η χει­ρό­τε­ρη βλα­σφη­μία! Αλλά, πρό­σω­πο του Θεού βλε­πό­με­νο είναι η κατά την επι­φά­νεια στους αξί­ους ενέρ­γεια και χάρη του Θεού· του ιδί­ου δε πρό­σω­πο, που δεν φαί­νε­ται ποτέ, λέγε­ται μερι­κές φορές, η επά­νω από κάθε έκφαν­ση και όρα­ση φύση του Θεού· διό­τι κανείς δεν στά­θη­κε στην υπό­στα­ση και ουσία του Κυρί­ου, κατά το γεγραμμένο[Ιερ.23,18: «τι τίς στη ν ποστή­μα­τι Κυρί­ου κα εδε τν λόγον ατο; τίς νωτί­σα­το κα κου­σεν;(: Αλλά ποιος από τους ψευ­δο­προ­φή­τες αυτούς πλη­σί­α­σε και στά­θη­κε με άγιο φόβο και ειλι­κρί­νεια μπρο­στά στον δικαιο­κρί­τη Κύριο, ανα­μέ­νον­τας θεία ενέρ­γεια, και αξιώ­θη­κε να δεχτεί φωτι­σμό και να γνω­ρί­σει τον λόγο Του; Ποιος από αυτούς έβα­λε αυτί, πρό­σε­ξε και άκου­σε τον λόγο του Θεού; Κανείς)»], και ή είδε ή περιέ­γρα­ψε τη φύση του Θεού. Έτσι και η θεω­ρία κατά τον Θεό και το θείο μυστή­ριο του Σταυ­ρού δεν απε­λαύ­νει μόνο τα πονη­ρά πάθη και τους δημιουρ­γούς τους, τους δαί­μο­νες, από την ψυχή, αλλά και τις κακό­δο­ξες γνώ­μες, και σκε­πά­ζει τους συνη­γό­ρους τους και τους απω­θεί από τον περί­βο­λο της ιεράς Εκκλη­σί­ας του Χρι­στού. Μέσα σε αυτήν την Εκκλη­σία μάς χαρί­στη­κε τώρα να εορ­τά­ζου­με και δια­κη­ρύσ­σου­με τη θεία χάρη και ενέρ­γεια του Σταυ­ρού ανά­με­σα στους προ­πά­το­ρες πριν από τον Σταυ­ρό.

Όπως λοι­πόν στον μεν Αβρα­άμ ενερ­γού­σε το μυστή­ριο του Σταυ­ρού, ο δε υιός του ο Ισα­άκ ήταν τύπος του έπει­τα Σταυ­ρω­θέν­τος, έτσι πάλι στου Ιακώβ τον βίο ολό­κλη­ρο ενερ­γού­σε το μυστή­ριο του Σταυ­ρού, ο Ιωσήφ δε, ο υιός του Ιακώβ, ήταν τύπος και μυστή­ριο του Θεαν­θρώ­που Λόγου που αργό­τε­ρα επρό­κει­το να σταυ­ρω­θεί· διό­τι από φθό­νο οδη­γή­θη­κε και αυτός προς σφα­γή, και μάλι­στα από τους κατά σάρ­κα συγ­γε­νείς, για χάρη των οποί­ων στάλ­θη­κε προς αυτούς τους ίδιους από τον πατέ­ρα τους, όπως και ο Χρι­στός ύστε­ρα. Και εάν δεν σφα­γιά­στη­κε, αλλά πωλή­θη­κε ο Ιωσήφ, δεν είναι αξιο­πε­ρί­ερ­γο· ούτε ο Ισα­άκ άλλω­στε σφα­γιά­στη­κε· διό­τι αυτοί δεν ήσαν η αλή­θεια, αλλά τύπος της μελ­λον­τι­κής αλή­θειας. Και εάν πρέ­πει και σε αυτούς να δίνου­με το διπλό μυστή­ριο του διπλού κατά την φύση Ιησού, η μεν οδή­γη­ση προς τη σφα­γή προ­φα­νέ­ρω­νε το κατά σάρ­κα πάθος του Θεαν­θρώ­που, η δε απο­φυ­γή του πάθους προ­φα­νέ­ρω­νε το απα­θές της θεό­τη­τος. Το ίδιο ακρι­βώς θα μπο­ρού­σες να βρεις και στην περί­πτω­ση του Ιακώβ και του Αβρα­άμ. Αυτοί, αν και δοκι­μά­στη­καν, ωστό­σο νίκη­σαν, πράγ­μα που έχει γρα­φτεί σαφώς και για τον Χρι­στό. Από τους τέσ­σε­ρις λοι­πόν περι­βόη­τους προ του νόμου άνδρες, οι μεν δύο, δηλα­δή ο Αβρα­άμ και ο Ιακώβ, είχαν το μυστή­ριο του Σταυ­ρού ενερ­γού­με­νο στη ζωή τους, ενώ οι άλλοι δύο, ο Ισα­άκ και ο Ιακώβ, προ­κή­ρυ­ξαν το μυστή­ριο του Σταυ­ρού με θαυ­μά­σιο τρό­πο.

Και τι πάλι συνέ­βη­κε με τον πρώ­το που δέχθη­κε από τον Θεό τον νόμο και τον μετέ­δω­σε στους άλλους, τον Μωυ­σή; Δεν σώθη­κε ο ίδιος προ του νόμου με ξύλο και ύδωρ, όταν εκτέ­θη­κε στα ρεύ­μα­τα του Νεί­λου μέσα σε ένα καλάθι[Έξ.2,3 κ.ε.], με ξύλο δε και ύδωρ έσω­σε τον Ισραη­λι­τι­κό λαό[Έξ.14,15 κ.ε.], με το ξύλο προ­φα­νε­ρώ­νον­τας τον Σταυ­ρό και με το ύδωρ το θείο βάπτι­σμα, όπως και ο Παύ­λος, ο επό­πτης των μυστη­ρί­ων, λέγει φανε­ρά ότι «κα πάν­τες ες τν Μωϋσν βαπτί­σαν­το ν τ νεφέλ κα ν τ θαλάσσ (:και όλοι με εμπι­στο­σύ­νη ακο­λού­θη­σαν τον Μωυ­σή και ενώ­θη­καν μαζί του, καθώς βαπτί­σθη­καν μέσα στη νεφέ­λη και τη θάλασ­σα)»[Α΄Κορ.10,2]; Αυτός και πριν από τη θάλασ­σα και τη ράβδο που χρη­σι­μο­ποί­η­σε σε αυτήν μαρ­τυ­ρεί ότι εκεί­νος υπέ­μει­νε εκου­σί­ως τον Σταυ­ρό του Χρι­στού· διό­τι λέγει: «Μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος τν Αγύπτου θησαυρν τν νει­δι­σμν το Χρι­στο· πέβλε­πε γρ ες τν μισθα­πο­δο­σί­αν(:Θεώ­ρη­σε μεγα­λύ­τε­ρο πλού­το από τους θησαυ­ρούς και τα αγα­θά της Αιγύ­πτου τις περι­φρο­νή­σεις που έμοια­ζαν με τον ονει­δι­σμό και την περι­φρό­νη­ση που αργό­τε­ρα θα υπέ­με­νε ο Χρι­στός. Κι αυτά όλα διό­τι είχε καρ­φω­μέ­να τα μάτια του στις ουρά­νιες αντα­μοι­βές)»[Εβρ.11,26]. «νει­δι­σμς το Χρι­στο» βέβαια από τους άφρο­νες είναι ο Σταυ­ρός, όπως λέγει πάλι ο ίδιος ο Παύ­λος περί του Χρι­στού, ότι υπέ­μει­νε Σταυ­ρόν, κατα­φρο­νών­τας την καταισχύνη[Εβρ.12,2: «φορντες ες τν τς πίστε­ως ρχηγν κα τελειωτν ησον, ς ντ τς προ­κει­μέ­νης ατ χαρς πέμει­νε σταυ­ρόν, ασχύ­νης κατα­φρο­νή­σας, ν δεξι τε το θρό­νου το Θεο κεκά­θι­κεν (:Και που­θε­νά αλλού ας μην στρέ­φου­με τα βλέμ­μα­τά μας και την προ­σο­χή μας παρά μόνο στον Ιησού, που είναι ο αρχη­γός και θεμε­λιω­τής της πίστε­ώς μας και μας τελειο­ποιεί σε αυτήν. Αυτός για τη χαρά που είχε μπρο­στά Του και θα δοκί­μα­ζε όταν με το πάθη­μά Του θα έσω­ζε πολ­λούς, υπέ­μει­νε σταυ­ρι­κό θάνα­το και περι­φρό­νη­σε την ντρο­πή και την ατί­μω­ση του θανά­του αυτού. Γι’ αυτό και έχει καθί­σει τώρα στα δεξιά του θρό­νου του Θεού)»].

Προ­χω­ρών­τας δε ο Μωυ­σής προ­α­νέ­δει­ξε σαφέ­στα­τα και τον τύπο ακό­μη και το σχή­μα του Σταυ­ρού και τη σωτη­ρία δι’ αυτού του τύπου· διό­τι, αφού έστη­σε όρθια τη ράβδο, άπλω­σε επά­νω σε αυτήν τα χέρια και σχη­μα­τί­ζον­τας έτσι τον εαυ­τό του σταυ­ρι­κώς επά­νω στη ράβδο, κατα­τρό­πω­σε αμέ­σως τον Αμα­λήκ με αυτό το θέα­μα και έτσι οι Ισραη­λί­τες νικού­σαν τους Αμαληκίτες[Έξ.17,8 κ.ε.]. Αλλά επί­σης τοπο­θε­τών­τας τον χάλ­κι­νο όφι πλά­γιο επά­νω σε σημαία και έτσι ανα­στη­λώ­νον­τας τον τύπο του Σταυ­ρού ελεύ­θε­ρα, παρήγ­γει­λε στους δαγ­κω­μέ­νους από φίδια Ιου­δαί­ους να βλέ­πουν προς αυτόν, και έτσι θερά­πευε τα δήγ­μα­τα των όφεων[Έξ.21,8 κ.ε.].

Δεν θα μου επαρ­κέ­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι περί του Ιησού του Ναυή και των έπει­τα από αυτόν κρι­τών και προ­φη­τών, του Δαβίδ κα των έπει­τα από αυτόν, οι οποί­οι, ενερ­γού­με­νοι με το μυστή­ριο του Σταυ­ρού, ανέ­κο­ψαν ποτα­μούς, στα­μά­τη­σαν τον ήλιο, κατε­δά­φι­σαν πόλεις ασε­βών, έγι­ναν νικη­φό­ροι στον πόλε­μο, κατέ­στρε­ψαν στρα­τό­πε­δα αντι­πά­λων, απέ­φυ­γαν στό­μα­τα μαχαί­ρας, έσβη­σαν δύνα­μη πυρός, έφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, έλεγ­ξαν βασι­λείς, τέφρω­σαν πεν­τη­κον­τάρ­χους, ανέ­στη­σαν νεκρούς, στα­μά­τη­σαν με τον λόγο τον ουρα­νό και πάλι τον απέ­λυ­σαν, καθι­στών­τας άγο­να και πάλι γόνι­μα τα σύν­νε­φα σε αυτόν· διό­τι, αν ο Παύ­λος λέγει ότι αυτά τα ενήρ­γη­σε η πίστη[Εβρ.11,32–40], αλλά η πίστη είναι δύνα­μη για τη σωτη­ρία· γι΄αυτό όλα είναι δυνα­τά σε εκεί­νον που πιστεύ­ει. Τέτοιο είναι οπωσ­δή­πο­τε και ο Σταυ­ρός του Χρι­στού για εκεί­νους που πιστεύ­ουν: « λόγος γρ το σταυ­ρο(:Πράγ­μα­τι λοι­πόν η διά­δο­ση του κηρύγ­μα­τος αυτού οφεί­λε­ται στη θεία του δύνα­μη. Διό­τι το κήρυγ­μα για τον σταυ­ρό)», για να μιλή­σου­με κατά τον Παύ­λο: «Τος μν πολ­λυ­μέ­νοις μωρία στί, τος δ σζομέ­νοις μν δύνα­μις Θεο στι(:Σε εκεί­νους βέβαια που βαδί­ζουν τον δρό­μο της απώ­λειας φαί­νε­ται μωρία και κου­τα­μά­ρα˙ σε μας όμως που είμα­στε στον δρό­μο της σωτη­ρί­ας είναι δύνα­μη Θεού που σώζει)»[Α΄Κορ.1,18].

Αλλά για να αφή­σου­με όλους τους πριν από τον μωσαϊ­κό νόμο και τους υπό τον μωσαϊ­κό νόμο, ο ίδιος ο Κύριος, για τον Οποίο και δια του Οποί­ου έγι­ναν τα πάν­τα, δεν έλε­γε πριν από τον Σταυ­ρό: «Κα ς ο λαμ­βά­νει τν σταυρν ατο κα κολου­θε πίσω μου, οκ στι μου ξιος(:Και εκεί­νος που δεν παίρ­νει την από­φα­ση να υπο­στεί σταυ­ρι­κό θάνα­το και δεν ακο­λου­θεί πίσω μου με την από­φα­ση αυτή, δεν μιμεί­ται, δηλα­δή, σε όλα το παρά­δειγ­μά μου, δεν αξί­ζει για μένα)»;[Ματθ. 10,38]. Βλέ­πε­τε ότι και πριν μπη­χθεί, ο Σταυ­ρός ήταν που έσω­ζε; Αλλά και όταν ο Κύριος προ­έ­λε­γε καθα­ρά στους μαθη­τές το πάθος Του και τον θάνα­το δια του Σταυ­ρού, ο δε Πέτρος, μην υπο­φέ­ρον­τας να τα ακού­σει και γνω­ρί­ζον­τας ότι Αυτός έχει εξου­σία να το απο­φύ­γει, Τον παρα­κα­λού­σε: «λεώς σοι, Κύριε· ο μ σται σοι τοτο(:Ο Θεός να σε φυλά­ξει απ’ αυτό, Κύριε. Δεν πρέ­πει να συμ­βεί αυτό που είπες σε Σένα, τον Μεσ­σία)»[Ματθ.16,22], αυτόν μεν ο Κύριος τον επι­τί­μη­σε, διό­τι στο θέμα αυτό συλ­λο­γι­ζό­ταν με ανθρώ­πι­νο και όχι με θείο τρό­πο· αφού λοι­πόν προ­σκά­λε­σε τον όχλο μαζί με τους μαθη­τές Του, τους είπε: «ς γρ ν θέλ τν ψυχν ατο σσαι, πολέ­σει ατήν· ς δ᾿ ν πολέσ τν ψυχν ατο νεκεν μο, ερήσει ατήν (:διό­τι εκεί­νος που θέλει να σώσει τη ζωή του, αυτός θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή και ευτυ­χι­σμέ­νη αιώ­νια ζωή· ενώ εκεί­νος που θα χάσει τη ζωή του για την ομο­λο­γία του και υπα­κοή του σε μένα, θα τη βρει στο μελ­λον­τι­κό αιώ­να, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ζωή)» [Ματθ.16,25].

Προ­σκα­λεί βέβαια και τον όχλο μαζί με τους μαθη­τές και τότε δια­κη­ρύτ­τει και παραγ­γέλ­λει αυτά τα μεγά­λα και υπερ­φυή φρο­νή­μα­τα, τα πραγ­μα­τι­κά όχι ανθρώ­πι­να αλλά θεία, για να δεί­ξει ότι δεν απαι­τεί αυτές τις προ­σπά­θειες μόνο από τους εκλε­κτούς μαθη­τές, αλλά και από κάθε άνθρω­πο που πιστεύ­ει σε Αυτόν. Να ακο­λου­θεί κανείς τον Χρι­στό σημαί­νει να ζει κατά το Ευαγ­γέ­λιό Του παρου­σιά­ζον­τας κάθε αρε­τή και ευσέ­βεια. Να απαρ­νεί­ται τον εαυ­τό του αυτός που θέλει να ακο­λου­θή­σει και να σηκώ­νει τον σταυ­ρό του, σημαί­νει να μη λυπά­ται τον εαυ­τό του όταν το απαι­τεί ο και­ρός, αλλά να είναι έτοι­μος για τον ατι­μω­τι­κό θάνα­το υπέρ της αρε­τής και της αλή­θειας των θεί­ων δογ­μά­των. Τού­το δε, το να αρνη­θεί κανείς τον εαυ­τό του και να παρα­δο­θεί σε έσχα­τη ατι­μία και θάνα­το, αν και είναι μέγα και υπερ­φυές, δεν είναι παρά­λο­γο· διό­τι οι βασι­λείς της γης δεν θα δέχον­ταν ποτέ, όταν μάλι­στα μετα­βαί­νουν σε πόλε­μο, να τους ακο­λου­θή­σουν άνθρω­ποι που δεν είναι έτοι­μοι να πεθά­νουν γι’ αυτούς. Πού λοι­πόν είναι το αξιο­θαύ­μα­στο, εάν και ο βασι­λεύς των ουρα­νών, αφού επε­δή­μη­σε στη γη κατά την επαγ­γε­λία Του, τέτοιους ακο­λού­θους ζητεί προς αντι­με­τώ­πι­ση του κοι­νού εχθρού του γένους· αλλά οι μεν βασι­λείς της γης δεν μπο­ρούν να ανα­ζω­ώ­σουν τους φονευ­θέν­τες στον πόλε­μο ούτε να αντα­πο­δώ­σουν κάτι ται­ρια­στό στους πρω­τα­γω­νι­στές από αυτούς· τι θα μπο­ρού­σε τάχα να λάβει από αυτούς κάποιος που δεν ζει πλέ­ον; Αλλά και γι’ αυτούς αν ο θάνα­τος είναι υπέρ ευσε­βών η ελπί­δα είναι στον Κύριο· έτσι δε ο Κύριος αντα­πο­δί­δει ζωή αιώ­νια σε αυτούς που πρω­το­στά­τη­σαν στο να Τον ακο­λου­θούν.

Και οι μεν βασι­λείς της γης ζητούν από τους ακο­λού­θους τους να είναι έτοι­μοι προς θάνα­το, ο δε Κύριος τον μεν εαυ­τό Του έδω­σε σε θάνα­το για χάρη μας, σε εμάς δε, παραγ­γέλ­λει να είμα­στε έτοι­μοι για θάνα­το όχι υπέρ Αυτού αλλά υπέρ ημών των ίδιων. Και δεί­χνον­τας αυτό, ότι ο θάνα­τος είναι υπέρ των εαυ­τών μας, προ­σθέ­τει: «ς γρ ν θέλ τν ψυχν ατο σσαι, πολέ­σει ατήν· ς δ᾿ ν πολέσ τν αυτο ψυχν νεκεν μο κα το εαγγε­λί­ου οτος σώσει ατήν (:Και μη διστά­σει κανείς να κάνει τις θυσί­ες αυτές· διό­τι όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα χάσει την πνευ­μα­τι­κή, ευτυ­χι­σμέ­νη και αιώ­νια ζωή. Όποιος όμως χάσει και θυσιά­σει τη ζωή του για την ομο­λο­γία και την υπα­κοή του σε μένα και το ευαγ­γέ­λιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του στη μέλ­λου­σα ζωή, όπου θα κερ­δί­σει την αιώ­νια ευτυ­χία. Και εκεί­νη η σωτη­ρία είναι το παν· διό­τι τι θα ωφε­λή­σει τον άνθρω­πο, εάν κερ­δί­σει όλον αυτόν τον υλι­κό κόσμο, και στο τέλος χάσει την ψυχή του; Διό­τι η ψυχή του, που είναι πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια, δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να απ’ τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου)» [Μάρκ.8,35]. Τι σημαί­νει τού­το το «όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του, θα τη χάσει, και όποιος θα τη χάσει, θα τη σώσει»; Διπλός είναι ο άνθρω­πος, ο εκτός, δηλα­δή το σώμα, και ο εντός μας, δηλα­δή η ψυχή. Όταν λοι­πόν ο εκτός από εμάς άνθρω­πος παρα­δώ­σει τον εαυ­τό του στον θάνα­το, χάνει την ψυχή του που χωρί­ζε­ται από αυτόν· αυτός λοι­πόν που την έχα­σε έτσι υπέρ του Χρι­στού και του ευαγ­γε­λί­ου, πραγ­μα­τι­κά θα τη σώσει και θα την κερ­δί­σει, προ­ξε­νών­τας σε αυτήν ζωή ουρά­νια και αιώ­νια και παρα­λαμ­βά­νον­τάς την κατά την ανά­στα­ση σε αυτήν την κατά­στα­ση, ενώ δι’ αυτής θα φανεί και αυτός ουρά­νιος και αιώ­νιος, ακό­μη και στο σώμα. Εκεί­νος όμως που προ­τι­μά αυτήν την πρό­σκαι­ρη ζωή και που δεν είναι έτσι έτοι­μος να χάσει αυτή τη ζωή, διό­τι αγα­πά τον πρό­σκαι­ρο αυτόν αγώ­να και τα πράγ­μα­τα του αιώ­νος τού­του, θα ζημιώ­σει την ψυχή του, στε­ρών­τας της την πραγ­μα­τι­κή ζωή και θα τη χάσει, παρα­δί­δον­τάς την,αλίμονο, στην αιώ­νια κόλα­ση μαζί του. Αυτόν θρη­νών­τας κατά κάποιον τρό­πο και ο πανοι­κτίρ­μων Δεσπό­της και δεί­χνον­τας το μέγε­θος του δει­νού, λέγει: «Τί γρ φελή­σει νθρω­πον ἐὰν κερ­δήσ τν κόσμον λον, κα ζημιωθ τν ψυχν ατο; τί δώσει νθρω­πος ντάλ­λαγ­μα τς ψυχς ατο; (:Διό­τι τι θα ωφε­λή­σει τον άνθρω­πο, εάν κερ­δί­σει όλον αυτόν τον υλι­κό κόσμο, και στο τέλος χάσει την ψυχή του; Διό­τι η ψυχή του, που είναι πνευ­μα­τι­κή και αιώ­νια, δεν συγ­κρί­νε­ται με κανέ­να απ’ τα υλι­κά αγα­θά του φθαρ­τού κόσμου. Ή, εάν ένας άνθρω­πος χάσει την ψυχή του, τι μπο­ρεί να δώσει ως αντάλ­λαγ­μα για να την εξα­γο­ρά­σει απ’ την αιώ­νια απώ­λεια;)»[Μάρκ.8,36–37]. Διό­τι δεν πρό­κει­ται να κατέ­βει μαζί του η δόξα του, ούτε τίπο­τε άλλο από αυτά που φαί­νον­ται πολύ­τι­μα και τερ­πνά στην πρό­σκαι­ρη αυτή ζωή, τα οποία προ­έ­κρι­νε από τον σωτη­ριώ­δη θάνα­το. Τι δε μετα­ξύ αυτών θα μπο­ρού­σε να βρε­θεί αντάλ­λαγ­μα της λογι­κής ψυχής, της οποί­ας δεν είναι ισά­ξιος όλος αυτός ο κόσμος;

Εάν λοι­πόν και τον κόσμο όλον μπο­ρού­σε να κερ­δί­σει ένας άνθρω­πος, αδελφοί,τούτο δεν θα πρό­σφε­ρε σε αυτόν κανέ­να όφε­λος, εφό­σον θα έχα­νε την ψυχή του· πόσο είναι το κακό, αφού ο καθέ­νας μόνο ελά­χι­στο πολ­λο­στη­μό­ριο από αυτόν τον κόσμο μπο­ρεί να απο­κτή­σει, αν με την προ­σπά­θεια για το ελά­χι­στο αυτό χάσει την ψυχή του, μην επι­θυ­μών­τας να σηκώ­σει τον τύπο και τον λόγο του Σταυ­ρού και να ακο­λου­θή­σει τον δοτή­ρα της ζωής; Διό­τι σταυ­ρός είναι και ο προ­σκυ­νη­τός τύπος και ο λόγος του τύπου τού­του.

Αλλά επει­δή προ­η­γή­θη­κε ο λόγος και το μυστή­ριο αυτού του τύπου, και εμείς σήμε­ρα θα εξη­γή­σου­με αυτό προ­η­γου­μέ­νως προς την αγά­πη σας. Μάλ­λον δε πριν από μας εξή­γη­σε και αυτό ο Παύ­λος· ο Παύ­λος που καυ­χά­ται στον Σταυ­ρό, που φρο­νεί ότι δεν γνω­ρί­ζει τίπο­τε εκτός από τον Κύριο Ιησού, και Αυτόν Εσταυ­ρω­μέ­νο. Τι λέγει λοι­πόν εκεί­νος; «Ο δ το Χρι­στο τν σάρ­κα σταύ­ρω­σαν σν τος παθή­μα­σι κα τας πιθυ­μί­αις (:Και όσοι ανή­κουν πραγ­μα­τι­κά στον Χρι­στό, έχουν νεκρώ­σει τον σαρ­κι­κό άνθρω­πο με τα πάθη και τις επι­θυ­μί­ες του)»[Γαλ.5,24]. Νομί­ζε­τε ότι είπε αυτό μόνο για την τρυ­φή και τα υπο­γά­στρια; Πώς τότε γρά­φει στους Κοριν­θί­ους ότι: «που γρ ν μν ζλος κα ρις κα διχο­στα­σί­αι, οχ σαρ­κι­κοί στε κα κατ νθρω­πον περι­πα­τετε; (:Διό­τι σας ρωτώ: Εφό­σον μετα­ξύ σας υπάρ­χει φθό­νος και φιλο­νι­κία και διαι­ρέ­σεις, δεν είστε άνθρω­ποι από σαρ­κι­κά ελα­τή­ρια και πάθη και δεν συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με δια­γω­γή κοι­νού ανθρώ­που και μη ανα­γεν­νη­μέ­νου;)»;[Α΄Κορ.3,3]. Ώστε και αυτός που αγα­πά δόξα ή χρή­μα­τα, ή απλώς θέλει να επι­βά­λει το θέλη­μά του και προ­σπα­θεί έτσι να νική­σει, είναι σαρ­κι­κός και περι­πα­τεί κατά τη σάρ­κα. Γι’ αυτά ακρι­βώς δημιουρ­γούν­ται και οι έρι­δες, όπως λέγει και ο Ιάκω­βος ο Αδελ­φό­θε­ος: «Πόθεν πόλε­μοι κα μάχαι ν μν; οκ ντεθεν κ τν δονν μν τν στρα­τευο­μέ­νων ν τος μέλε­σιν μν; πιθυ­μετε, κα οκ χετε· φονεύ­ε­τε κα ζηλοτε, κα ο δύνα­σθε πιτυ­χεν· μάχε­σθε κα πολε­μετε, κα οκ χετε, δι τ μ ατεσθαι μς (:Αφού σας μίλη­σα για ακα­τα­στα­σία, σύγ­χυ­ση και ταρα­χή, σας θέτω τώρα και το εξής ερώ­τη­μα: Από πού προ­έρ­χον­ται μετα­ξύ σας οι έρι­δες και οι συγ­κρού­σεις; Δεν προ­έρ­χον­ται απ’ αυτήν την αιτία, από την προ­σπά­θεια δηλα­δή που κάνε­τε να ικα­νο­ποι­ή­σε­τε τις αμαρ­τω­λές σας επι­θυ­μί­ες, που ξεση­κώ­νουν εκστρα­τεία και πόλε­μο έχον­τας πλέ­ον ως φρού­ριο και ορμη­τή­ριό τους τα μέλη σας; Επι­θυ­μεί­τε κάτι. Και δεν έχε­τε εκεί­νο που ικα­νο­ποιεί την επι­θυ­μία σας. Και στην προ­σπά­θειά σας να το απο­κτή­σε­τε, κιν­δυ­νεύ­ε­τε να φθά­σε­τε μέχρι και τον φόνο. Επι­θυ­μεί­τε με σφο­δρό­τη­τα, και δεν μπο­ρεί­τε να πετύ­χε­τε εκεί­νο που επι­θυ­μεί­τε. Γι’ αυτό έρχε­στε σε συγ­κρού­σεις και έρι­δες. Και δεν το έχε­τε, επει­δή δεν το ζητά­τε από τον Θεό με την προ­σευ­χή. Έχε­τε θέσει ως σκο­πό σας την ηδο­νή και ξεκόψατε τον εαυ­τό σας από τον Θεό)»[Ιάκ.4,1].

Τού­το λοι­πόν είναι το να σταυ­ρώ­σει τη σάρ­κα μαζί με τα πάθη και τις επι­θυ­μί­ες, το να κατα­στεί ο άνθρω­πος αδρα­νής προς καθε­τί που δεν αρέ­σει στον Θεό. Εάν δε και το σώμα τον ταλαι­πω­ρεί και τον στε­νο­χω­ρεί, πρέ­πει ο καθέ­νας να το ανε­βά­ζει ενα­γω­νί­ως προς το ύψος του Σταυ­ρού. Τι θέλω να πω; Ο Κύριος, όταν ήλθε επί της γης, έζη­σε βίο ακτή­μο­να, και δεν έζη­σε μόνο, αλλά και κήρυ­ξε λέγον­τας: «Οτως ον πς ξ μν, ς οκ ποτάσ­σε­ται πσι τος αυτο πάρ­χου­σιν, ο δύνα­ται εναί μου μαθη­τής (:Έτσι λοι­πόν καθέ­νας από σας που δεν κάνει από πριν τον λογα­ρια­σμό του και δεν απαρ­νεί­ται τα πάν­τα, όλα τα υπάρ­χον­τά του, δηλα­δή και τους φυσι­κούς του δεσμούς και τον πλού­το και τις απο­λαύ­σεις και την ίδια του τη ζωή, δεν μπο­ρεί να είναι μαθη­τής μου)»[Λου­κά 14,33].

Αλλά κανείς, παρα­κα­λώ, αδελ­φοί, ας μην δυσα­να­σχε­τεί, όταν ακού­ει που δια­κη­ρύσ­σου­με ανό­θευ­το το θέλη­μα του Θεού, το αγα­θό και ευά­ρε­στο και τέλειο, μήτε να δυσα­ρε­στη­θεί νομί­ζον­τας δυσκο­λο­κα­τόρ­θω­τα τα παραγ­γέλ­μα­τα· αλλά πρώ­το μεν να αντι­λαμ­βά­νε­ται εκεί­νο, ότι η Βασι­λεία των Ουρα­νών κερ­δί­ζε­ται με τη βία και εκεί­νοι που μετα­χει­ρί­ζον­ται σπου­δή και βία πάνω στον εαυ­τό τους, την αρπά­ζουν γρή­γο­ρα, και να ακού­ει τον κορυ­φαίο των Απο­στό­λων του Χρι­στού Πέτρο, ότι «ες τοτο γρ κλή­θη­τε, τι κα Χριστς παθεν πρ μν, μν πολιμ­πά­νων πογραμμν να πακο­λου­θή­ση­τε τος χνε­σιν ατο(:Γι’ αυτό άλλω­στε σας κάλε­σε ο Θεός, για να κάνε­τε το καλό και να ευερ­γε­τεί­τε, κι όταν ακό­μη παρα­γνω­ρί­ζε­στε και υπο­φέ­ρε­τε άδι­κα· διό­τι και ο Χρι­στός έπα­θε για χάρη σας, χωρίς να έχει φταί­ξει σε τίπο­τε, και άφη­σε σε σας παρά­δειγ­μα τέλειο προς μίμη­ση, για να ακο­λου­θή­σε­τε ακρι­βώς επά­νω στα ίχνη Του)»[Α΄Πέτρ.2,21].

Έπει­τα, να συλ­λο­γί­ζε­σαι επί­σης και τού­το, ότι ο καθέ­νας, αφού κατα­νο­ή­σει αλη­θι­νά πόσα οφεί­λει στον Δεσπό­τη, όταν δεν μπο­ρεί να αντα­πο­δώ­σει το παν, το ένα μέρος να το προ­σφέ­ρει με μετριο­φρο­σύ­νη, όσο μπο­ρεί και προ­αι­ρεί­ται, ως προς δε το μέρος πάλι που ελλεί­πει, να ταπει­νώ­νε­ται μπρο­στά Του και ελκύ­ον­τας τη συμ­πά­θεια μέσω της ταπεί­νω­σης αυτού του είδους ανα­πλη­ρώ­νει την έλλει­ψη. Εάν λοι­πόν κανείς βλέ­πει τον λογι­σμό του να ορέ­γε­ται πλού­το και πολυ­κτη­μο­σύ­νη, ας γνω­ρί­ζει ότι ο λογι­σμός αυτός είναι σαρ­κι­κός, και γι΄αυτό κινεί­ται έτσι· αντι­θέ­τως, ο προ­ση­λω­μέ­νος στον Σταυ­ρό δεν μπο­ρεί να κινεί­ται προς κάτι τέτοιο. Είναι γι΄αυτό ανάγ­κη να τον ανε­βά­σου­με τον λογι­σμό στο ύψος του Σταυ­ρού, για να μη ρίξει ο ίδιος τον εαυ­τό του κάτω και χωρι­στεί από τον σταυ­ρω­θέν­τα σε αυτόν Χρι­στό.

Πώς λοι­πόν θα αρχί­σει να τον ανε­βά­ζει στο ύψος του Σταυ­ρού; Ελπί­ζον­τας στον Χρι­στό, τον χορη­γό και τρο­φέα του σύμ­παν­τος, ας από­σχει από κάθε πόρο που προ­έρ­χε­ται από αδι­κία, το δε εισό­δη­μα που έχει από δίκαιο πορι­σμό, χωρίς να προ­σκολ­λά­ται πολύ ούτε σε αυτό, ας το χρη­σι­μο­ποιεί καλά, καθι­στών­τας όσο είναι δυνα­τό κοι­νω­νούς σε αυτό τους φτω­χούς. Η εντο­λή ορί­ζει να αρνεί­ται κανείς το σώμα και να σηκώ­νει τον σταυ­ρό του· και το έχουν μεν το σώμα οι φίλοι του Θεού και ζών­τες κατά τον Θεό, αλλά αν δεν είναι πολύ προσ­δε­δε­μέ­νοι σε αυτό, το χρη­σι­μο­ποιούν ως συνερ­γό στα αναγ­καία, και εάν το καλέ­σει ο και­ρός, είναι έτοι­μοι να το προ­δώ­σουν και αυτό. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τα σωμα­τι­κά κτή­μα­τα και μέσα· ενερ­γών­τας κανείς κατά τον ίδιο τρό­πο, αν δεν μπο­ρεί να κάνει τίπο­τε μεγα­λύ­τε­ρο, καλά και θεά­ρε­στα πράτ­τει.

Βλέ­πει κανείς πάλι μέσα του να κινεί­ται βιαιό­τε­ρα ο λογι­σμός της πορ­νεί­ας; Αυτός ας γνω­ρί­ζει ότι δεν έχει ακό­μη σταυ­ρώ­σει τον εαυ­τό του. Πώς λοι­πόν θα τον σταυ­ρώ­σει; Ας απο­φεύ­γει τις περί­ερ­γες θέες των γυναι­κών, καθώς και τις αταί­ρια­στες προς αυτές συνή­θειες και τις άκαι­ρες συνο­μι­λί­ες, ας μειώ­νει τις τρο­φές που ενι­σχύ­ουν το πάθος, ας απέ­χει από την πολυ­πο­σία, από την οινο­φλυ­γία, την αδη­φα­γία, την πολυ­ϋ­πνία· ας ανα­μι­γνύ­ει την ταπει­νο­φρο­σύ­νη με αυτήν την απο­χή των παθών, επι­κα­λού­με­νος με συν­τρι­βή καρ­δί­ας τον Θεό κατά του πάθους· τότε θα πει και αυτός: «Εδον τν σεβ περυ­ψού­με­νον κα παι­ρό­με­νον ς τς κέδρους το Λιβάνου·κα παρλθον, κα δο οκ ν, κα ζήτη­σα ατόν, κα οχ ερέθη τόπος ατο(:Είδα τον ασε­βή να ακμά­ζει να υπε­ρυ­ψώ­νε­ται πανί­σχυ­ρος και να εξα­πλώ­νει την επιρ­ροή του σαν τους κέδρους του Λιβά­νου. Και μόλις πρό­φτα­σα να περά­σω από εκεί, και ιδού αυτός στο μετα­ξύ είχε εκλεί­ψει. Και πέρα­σα και πάλι και τον ανα­ζή­τη­σα και δεν βρέ­θη­κε όχι μόνο αυτός, αλλά ούτε ο τόπος που βρι­σκό­ταν πρω­τύ­τε­ρα υψω­μέ­νος και αγέ­ρω­χος. Κάθε ίχνος του είχε χαθεί)»[Ψαλμ.36,35–36].

Πάλι, ενο­χλεί ο λογι­σμός της φιλο­δο­ξί­ας; Εσύ στη σύγ­κλη­το και στη συνε­δρί­α­ση να ενθυ­μεί­σαι την γι΄αυτό συμ­βου­λή του Κυρί­ου στα ευαγ­γέ­λια· στις συνο­μι­λί­ες να μη ζητάς να υπε­ρέ­χεις των άλλων, τις αρε­τές, αν έχεις, να τις ασκείς μόνο στα κρυ­φά, απο­βλέ­πον­τας μόνο προς τον Θεό και από Αυτόν μόνο βλε­πό­με­νος και ο Πατέ­ρας σου που βλέ­πει στα κρυ­φά, θα σου το αντα­πο­δώ­σει στα φανε­ρά [Ματθ.6,6: «Σ δ ταν προ­σεύχ, εσελ­θε ες τν ταμιεόν σου, κα κλεί­σας τν θύραν σου πρό­σευ­ξαι τ πατρί σου τ ν τ κρυ­πτ, κα πατήρ σου βλέ­πων ν τ κρυ­πτ ποδώ­σει σοι ν τ φανερ(:Εσύ όμως, αντί­θε­τα, όταν πρό­κει­ται να προ­σευ­χη­θείς, μπες μέσα στο ιδιαί­τε­ρο δωμά­τιό σου, κι αφού κλεί­σεις την πόρ­τα σου, κάνε την προ­σευ­χή σου στον Πατέ­ρα σου που είναι αόρα­τος και κρυμ­μέ­νος. Κι ο Πατέ­ρας σου που βλέ­πει στα κρυ­φά, θα σου αντα­πο­δώ­σει την αμοι­βή στα φανε­ρά)»]. Εάν δε και μετά την απο­κο­πή κάθε πάθους πάλι σε ενο­χλεί ο εσω­τε­ρι­κός λογι­σμός, να μην φοβη­θείς· διό­τι σου γίνε­ται πρό­ξε­νος στε­φά­νων, επει­δή δεν πεί­θει με τις ενο­χλή­σεις του ούτε ενερ­γεί, αλλά είναι κίνη­μα νεκρό, νικη­μέ­νο από τον αγώ­να σου κατά Θεόν.

Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυ­ρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προ­φή­τες πριν συν­τε­λε­στεί, αλλά και τώρα μετά την τέλε­σή του, είναι μυστή­ριο μέγα και πραγ­μα­τι­κά θείο. Πώς; Διό­τι φαι­νο­με­νι­κώς μεν παρου­σιά­ζε­ται να προ­ξε­νεί ατί­μω­ση στον εαυ­τό του αυτός που εξευ­τε­λί­ζει τον εαυ­τό του και τον ταπει­νώ­νει σε όλα, και πόνο και οδύ­νη αυτός που απο­φεύ­γει τις σωμα­τι­κές ηδο­νές, και αυτός που δίνει τα υπάρ­χον­τα καθί­στα­ται αίτιος πτω­χεί­ας στον εαυ­τό του· αλλά διά της δυνά­με­ως του Θεού, αυτή η πτω­χεία και η οδύ­νη και η ατι­μία γεν­νά δόξα αιώ­νια και ηδο­νή ανέκ­φρα­στη και πλού­το ανε­ξάν­τλη­το, τόσο στον παρόν­τα, όσο και στον μέλ­λον­τα εκεί­νον κόσμο. Εκεί­νους δε που δεν πιστεύ­ουν σε Αυτόν και δεν επι­δει­κνύ­ουν με έργα την πίστη, ο Παύ­λος τους τοπο­θε­τεί δίπλα στους αφα­νι­ζο­μέ­νους, και σε αυτούς τους ειδω­λο­λά­τρες μάλι­στα. Διό­τι λέγει: «Κηρύσ­σο­με Χρι­στό Εσταυ­ρω­μέ­νο, που είναι στους Ιου­δαί­ους μεν σκάν­δα­λο λόγω της απι­στί­ας τους προς το σωτη­ριώ­δες πάθος, στους Έλλη­νες δε μωρία, διό­τι δεν προ­τι­μούν τίπο­τε άλλο εκτός από τα πρό­σκαι­ρα λόγω της απι­στί­ας προς τις θεί­ες επαγ­γε­λί­ες οπωσ­δή­πο­τε· σε εμάς δε τους προ­σκε­κλη­μέ­νους Θεού δύνα­μη και σοφία[Α΄Κορ.1,23–24: «μες δ κηρύσ­σο­μεν Χριστν σταυ­ρω­μέ­νον, ουδαί­οις μν σκάν­δα­λον, λλη­σι δ μωρί­αν, ατος δ τος κλη­τος, ουδαί­οις τε κα λλη­σι, Χριστν Θεο δύνα­μιν κα Θεο σοφί­αν(:Εμείς όμως κηρύτ­του­με τον Χρι­στό που έχει σταυ­ρω­θεί. Και ο σταυ­ρω­μέ­νος Χρι­στός για τους Ιου­δαί­ους που περι­μέ­νουν τον Μεσ­σία Χρι­στό ως επί­γειο βασι­λιά είναι σκάν­δα­λο, εμπό­διο πάνω στο οποίο σκον­τά­φτουν και δεν πιστεύ­ουν. Για τους Έλλη­νες πάλι ο εσταυ­ρω­μέ­νος Θεός που δεν νίκη­σε τους εχθρούς Του παρου­σιά­ζε­ται ως ιδέα μωρή και ανόη­τη· σ’ αυτούς όμως που ο Θεός βρή­κε άξιους να καλέ­σει στην σωτη­ρία, είτε Ιου­δαί­οι είναι, είτε Έλλη­νες, κηρύτ­του­με τον Χρι­στό ο Οποί­ος είναι Θεού δύνα­μη που ανα­γεν­νά και αγιά­ζει, και Θεού σοφία που φωτί­ζει κάθε πιστό)»].

Τού­το λοι­πόν είναι η σοφία και δύνα­μη του Θεού, το να νική­σει μέσω ασθέ­νειας, το να υψω­θεί διά ταπει­νώ­σε­ως, το να πλου­τί­σει δια πτω­χεί­ας. Όχι μόνο δε ο λόγος και το μυστή­ριο του Σταυ­ρού, αλλά και ο τύπος είναι ιερός και προ­σκυ­νη­τός, διό­τι είναι σφρα­γί­δα ιερή, σωστι­κή και σεβα­στή, αγια­στι­κή και τελε­στι­κή των υπερ­φυών και απορ­ρή­των αγα­θών που ενερ­γή­θη­καν στο γένος των ανθρώ­πων από τον Θεό, αναι­ρε­τι­κή κατά­ρας και κατα­δί­κης, καθαι­ρε­τι­κή φθο­ράς και θανά­του, παρε­κτι­κή αΐδιου ζωής και ευλο­γί­ας, σωτη­ριώ­δες ξύλο, βασι­λι­κό σκή­πτρο, θείο τρό­παιο κατά ορα­τών και αορά­των εχθρών, έστω και αν οι οπα­δοί των αιρε­τι­κών φρε­νο­βλα­βώς δυσα­ρε­στούν­ται. Αυτοί οι τελευ­ταί­οι δεν πέτυ­χαν την απο­στο­λι­κή ευχή, ώστε να κατορ­θώ­σουν να κατα­λά­βουν μαζί με όλους τους αγί­ους, τι είναι το πλά­τος και το μήκος, το ύψος και το βάθος· ότι ο Σταυ­ρός του Κυρί­ου παρι­στά­νει όλη την οικο­νο­μία της σαρ­κι­κής παρου­σί­ας και περι­κλεί­ει όλο το κατ’αυτήν μυστή­ριο, εκτεί­νε­ται προς όλα τα πέρα­τα και περι­λαμ­βά­νει όλα, τα άνω, τα κάτω, τα γύρω, τα ενδιά­με­σα. Προ­βάλ­λον­τας δε κάποια πρό­φα­ση, για την οποία έπρε­πε και αυτοί, αν είχαν νου, να Τον προ­σκυ­νούν μαζί μας, απο­τρο­πιά­ζον­ται το σύμ­βο­λο του Βασι­λέ­ως της Δόξης, το οποίο κι ο ίδιος ο Κύριος ονο­μά­ζει φανε­ρώς ύψος και δόξα Του, όταν επρό­κει­το να ανε­βεί σε αυτό· κατά τη μέλ­λου­σα δε παρου­σία και επι­φά­νειά Του προ­α­ναγ­γέλ­λει ότι θα έλθει το σημείο αυτό του Υιού του ανθρώ­που με πολ­λή δύνα­μη και δόξα.

Αλλά λέγουν: «Σε αυτό προ­ση­λω­μέ­νος πέθα­νε ο Χρι­στός και γι΄αυτό δεν ανε­χό­μα­στε να βλέ­που­με το σχή­μα και το ξύλο στο οποίο έχει θανα­τω­θεί». Το δε εναν­τί­ον μας χρε­ώ­γρα­φο, που συν­τά­χθη­κε δια της παρα­κο­ής μας ως προς το ξύλο, με το άπλω­μα του χεριού του προ­πά­το­ρος, σε τι προ­ση­λώ­θη­κε και με τι πράγ­μα έφυ­γε από τη μέση και αφα­νί­στη­κε και έτσι επα­νήλ­θα­με στην ευλο­γία από τον Θεό; Με τι δε ο Χρι­στός απέ­βα­λε και απο­μά­κρυ­νε τελεί­ως τις αρχές και τις εξου­σί­ες των πνευ­μά­των της πονη­ρί­ας, οι οποί­ες επι­βλή­θη­καν στη φύση μας από το ξύλο της παρα­κο­ής, και τις κατή­σχυ­νε θριαμ­βευ­τι­κά και έτσι εμείς ανα­κτή­σα­με την ελευ­θε­ρία; Με τι λύθη­κε το μεσό­τοι­χο και καταρ­γή­θη­κε και θανα­τώ­θη­κε η προς τον Θεό έχθρα μας και δια­μέ­σου τίνος συν­διαλ­λα­γή­κα­με με τον Θεό και διδα­χτή­κα­με την προς Αυτόν ειρή­νη; Όχι στον Σταυ­ρό και δια του Σταυ­ρού;

Ας ακού­σουν τον από­στο­λο, που στους μεν Εφε­σί­ους γρά­φει: «Ατς γάρ στιν ερήνη μν, ποι­ή­σας τ μφό­τε­ρα ν κα τ μεσό­τοι­χον το φραγ­μο λύσας, τν χθραν, ν τ σαρκ ατο τν νόμον τν ντολν ν δόγ­μα­σι καταρ­γή­σας, να τος δύο κτίσ ν αυτ ες να καινν νθρω­πον ποιν ερήνην, κα ποκα­ταλ­λάξ τος μφο­τέ­ρους ν ν σώμα­τι τ Θε δι το σταυ­ρο, ποκτεί­νας τν χθραν ν ατ (:Πλη­σιά­στε και τον Θεό και τις δια­θή­κες Του με το αίμα του Χρι­στού, διό­τι Αυτός είναι η ειρή­νη μας. Αυτός έκα­νε και τους δύο αντι­μα­χό­με­νους κόσμους, τον Ιου­δαϊ­σμό και τον Εθνι­σμό, ένα. Αυτός γκρέ­μι­σε και κατέ­λυ­σε τον τοί­χο που δημιουρ­γού­σε ο φραγ­μός του νόμου που ορθω­νό­ταν ανά­με­σα στους δύο λαούς και τους χώρι­ζε. Κατέ­λυ­σε δηλα­δή την έχθρα των δύο λαών, αφού κατάρ­γη­σε με το αίμα Του τον νόμο των εντο­λών, ο οποί­ος, ενώ περιεί­χε επι­βλη­τι­κές προ­στα­γές, δεν έδι­νε όμως και τη χάρη για την εφαρ­μο­γή και την τήρη­ση των προ­σταγ­μά­των αυτών. Και κατήρ­γη­σε τον νόμο, έτσι ώστε ενώ­νον­τας τους δύο λαούς με τον εαυ­τό Του να δημιουρ­γή­σει ένα νέο άνθρω­πο, μια νέα ανθρω­πό­τη­τα, κι έτσι να φέρει ειρή­νη μετα­ξύ τους˙ και με τον σταυ­ρι­κό Του θάνα­το να συμ­φι­λιώ­σει και τους δύο λαούς με τον Θεό, ενω­μέ­νους τώρα σε ένα σώμα, αφού προ­η­γου­μέ­νως θα θανά­τω­νε την έχθρα με τον θάνα­τό Του)»[Εφ.2,14–16].

Προς δε τους Κολοσ­σα­είς γρά­φει: «Κα μς, νεκρος ντας ν τος παρα­πτώ­μα­σι κα τ κρο­βυ­στί τς σαρκς μν, συνε­ζω­ο­ποί­η­σεν μς σν ατ, χαρι­σά­με­νος μν πάν­τα τ παρα­πτώ­μα­τα ξαλεί­ψας τ καθ᾿ μν χει­ρό­γρα­φον τος δόγ­μα­σιν ν πεναν­τί­ον μν, κα ατ ρεν κ το μέσου προ­ση­λώ­σας ατ τ σταυρῷ, ἀπεκ­δυ­σά­με­νος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξου­σί­ας ἐδειγ­μά­τι­σεν ἐν παῤ­ῥη­σίᾳ, θριαμ­βεύ­σας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ (:Πράγ­μα­τι λοι­πόν ο Θεός Πατήρ μαζί με τον Χρι­στό ζωο­ποί­η­σε κι εσάς που ήσα­σταν νεκροί εξαι­τί­ας των αμαρ­τη­μά­των και της απο­ξέ­νω­σής σας από τον Θεό, η οποία φαι­νό­ταν με την έλλει­ψη σωμα­τι­κής περι­το­μής. Κι έτσι συγ­χώ­ρη­σε όλα τα παρα­πτώ­μα­τα, και τα δικά σας, των εθνι­κών, και τα δικά μας, των Ιου­δαί­ων. Και έσβη­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά το χρε­ω­στι­κό γραμ­μά­τιο που ήταν εις βάρος μας και είχε γίνει από τις δια­τά­ξεις του μωσαϊ­κού νόμου, τις οποί­ες ήταν αδύ­να­το να τηρή­σου­με και γι’ αυτό είχα­με γίνει ένο­χοι και χρε­ω­φει­λέ­τες ενώ­πιον του Θεού. Και το γραμ­μά­τιο αυτό, που ήταν εναν­τί­ον μας, ο Κύριος το έβγα­λε απ’ τη μέση και το κάρ­φω­σε στον σταυ­ρό, όπου με το αίμα Του το έσβη­σε. Εκεί στον σταυ­ρό έγδυ­σε τις πονη­ρές αρχές και εξου­σί­ες και τις δια­πόμ­πευ­σε, τις καταν­τρό­πια­σε φανε­ρά μπρο­στά σε όλον τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο και έσυ­ρε τους δαί­μο­νες νικη­μέ­νους με θριαμ­βευ­τι­κή πομ­πή. Και το πραγ­μα­το­ποί­η­σε αυτό με τον σταυ­ρό Του, ο οποί­ος έγι­νε για τον Χρι­στό θριαμ­βευ­τι­κό άρμα νικη­τή)» [Κολ.2,13–15].

Δεν θα τιμή­σου­με λοι­πόν εμείς και δεν θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με το ιερό αυτό τρό­παιο της κοι­νής ελευ­θε­ρί­ας του γένους, το οποίο και μόνο με τη θέα του, τον μεν αρχέ­κα­κο όφι φυγα­δεύ­ει και δια­πομ­πεύ­ει και καται­σχύ­νει, δια­κη­ρύσ­σον­τας την ήττα και τη συν­τρι­βή του, δοξά­ζει δε και μεγα­λύ­νει τον Χρι­στό, επι­δει­κνύ­ον­τας στον κόσμο τη νίκη του; Και όμως, αν ο Σταυ­ρός είναι παρα­βλε­πτέ­ος, διό­τι σε αυτόν υπέ­μει­νε τον θάνα­το ο Χρι­στός, ούτε ο θάνα­τός Του δεν πρέ­πει να είναι σεβα­στός και σωτή­ριος· πώς λοι­πόν, κατά τον από­στο­λο, βαπτι­στή­κα­με στον θάνα­τό Του;[Ρωμ.6,3: « γνοετε τι σοι βαπτί­σθη­μεν ες Χριστν ησον ες τν θάνα­τον ατο βαπτί­σθη­μεν;(:Ή δεν ξέρε­τε ότι όσοι βαπτι­στή­κα­με με πίστη στον Ιησού Χρι­στό συν­ταυ­τί­ζον­τας την ύπαρ­ξή μας με αυτόν, γίνα­με με το βάπτι­σμα μέτο­χοι του σταυ­ρι­κού Του θανά­του, και ο παλαιός μας άνθρω­πος της αμαρ­τί­ας σταυ­ρώ­θη­κε και πέθα­νε, όπως και ο Χρι­στός πάνω στον σταυ­ρό;)» ]. Πώς δεν θα συμ­με­τά­σχου­με στην Ανά­στα­σή Του, αν βέβαια γίνα­με σύμ­φυ­τοι μετά τον θάνα­τό Του;[Ρωμ.6,5: «Ε γρ σύμ­φυ­τοι γεγό­να­μεν τ μοιώ­μα­τι το θανά­του ατο, λλ κα τς ναστά­σε­ως σόμε­θα (:Ναι. Ανα­στη­θή­κα­με κι εμείς σε νέα άγια ζωή· διό­τι εάν, σαν τα δέν­τρα που είναι μαζί φυτε­μέ­να και θρεμ­μέ­να, έχου­με γίνει ένα με τον Χρι­στό στο βάπτι­σμα, το οποίο είναι σύμ­βο­λο του θανά­του Του, κατά φυσι­κή συνέ­πεια θα γίνου­με ένα και στην Ανά­στα­σή Του)»]. Βέβαια, αν κανείς προ­σκυ­νού­σε σχή­μα σταυ­ρού που δεν έφε­ρε επι­γε­γραμ­μέ­νο το δεσπο­τι­κό όνο­μα, δικαί­ως θα κατη­γο­ρεί­το ότι πράτ­τει κάτι ανάρ­μο­στο. Επει­δή δε «ν τ νόμα­τι ησο πν γόνυ κάμψ που­ρα­νί­ων κα πιγεί­ων κα κατα­χθο­νί­ων (:Τον υπε­ρύ­ψω­σε, ώστε στο όνο­μα του Ιησού να γονα­τί­σουν ταπει­νά και να Τον προ­σκυ­νή­σουν λατρευ­τι­κά και οι άγγε­λοι στον ουρα­νό και οι άνθρω­ποι στη γη και οι ψυχές των νεκρών στα κατα­χθό­νια˙ αλλά κι αυτά τα δαι­μο­νι­κά όντα που είναι στα κατα­χθό­νια με τρό­μο να υπο­κλι­θούν μπρο­στά στο μεγα­λείο Του)»[Φιλιπ.2,10], τού­το δε το προ­σκυ­νη­τό όνο­μα επι­φέ­ρει ο Σταυ­ρός, πόσο παρά­φρον δεν θα ήταν να μη γονα­τί­ζου­με στον Σταυ­ρό του Χρι­στού;

Αλλά εμείς, κλί­νον­τας μαζί με τα γόνα­τα και τις καρ­διές, εμπρός, ας προ­σκυ­νή­σου­με μαζί με τον ψαλ­μω­δό και προ­φή­τη Δαβίδ[Ψαλμ.131,7: «Εσελευ­σό­με­θα ες τ σκη­νώ­μα­τα ατο, προ­σκυ­νή­σο­μεν ες τν τόπον, ο στη­σαν ο πόδες ατο(:Τώρα όμως θα εισέλ­θου­με στα σκη­νώ­μα­τα του Θεού στη Σιών και θα προ­σκυ­νή­σου­με στον τόπο όπου στά­θη­καν τα πόδια Του και όπου υπάρ­χει το υπο­πό­διο των ποδών Του)»], στον τόπο όπου στά­θη­καν τα πόδια Του και όπου ξαπλώ­θη­καν τα χέρια που συνέ­χουν το σύμ­παν και όπου τεν­τώ­θη­κε για μας το ζωαρ­χι­κό Σώμα, και, προ­σκυ­νών­τας και ασπα­ζό­με­νοι Αυτόν με πίστη, ας παίρ­νου­με πλού­σιο τον από εκεί αγια­σμό και ας τον φυλάτ­του­με. Έτσι και κατά την υπε­ρέν­δο­ξη μέλ­λου­σα παρου­σία του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρος μας Ιησού Χρι­στού, βλέ­πον­τάς τον να προ­η­γεί­ται λαμ­πρώς, θα αγαλ­λιά­ζου­με και θα χορο­πη­δού­με δια­παν­τός, διό­τι πετύ­χα­με την από τα δεξιά θέση και την υπε­σχη­μέ­νη μακα­ρία φωνή και ευλο­γία, σε δόξα του σαρ­κι­κώς σταυ­ρω­θέν­τος για μας Υιού και Θεού.

Διό­τι σε Αυτόν πρέ­πει δοξο­λο­γία, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το πανά­γιο και αγα­θό και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες Α΄- Κ΄, ομι­λία ΙΑ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, τόμος 9, σελί­δες 282–325.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Μεγά­λη ἡ δύνα­μη τῆς ἀλή­θειας! Δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα ἱκα­νὸ στὸν κόσμο ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τῆς ἀφαι­ρέ­σει τὴ δύνα­μη αὐτή. Ἡ θερα­πευ­τι­κὴ δύνα­μη τῆς ἀλή­θειας εἶναι πολὺ μεγά­λη! Δὲν ὑπάρ­χει στὸν κόσμο ἀρρώ­στια ἢ νόση­μα ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ θερα­πευ­τεῖ ἀπὸ τὴν ἀλή­θεια.

Οἱ ἄρρω­στοι ποὺ ὑπο­φέ­ρουν κι εἶναι ἀδύ­να­μοι, ἀνα­ζη­τοῦν για­τρὸ γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν ἀνά­λο­γη θερα­πεία. Κανέ­νας τοὺς δὲν ψάχνει γιὰ κάποιο για­τρὸ ποὺ θὰ τοὺς χορη­γή­σει φάρ­μα­κο γλυ­κὸ καὶ γευ­στι­κό. Ὅλοι τους θ’ ἀνα­ζη­τή­σουν κάποιον ποὺ θὰ τοὺς δώσει φάρ­μα­κο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κό, εἴτε γλυ­κὸ θά ‘ναι αὐτὸ εἴτε πικρὸ εἴτε κι ἐντε­λῶς ἄγευ­στο. Ὅσο πιὸ πικρὸ εἶναι τὸ φάρ­μα­κο ποὺ σύστη­σε ὁ για­τρὸς κι ὅσο πιὸ περί­πλο­κη εἶναι ἡ ἐξέ­λι­ξη τῆς θερα­πεί­ας, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη ἐμπι­στο­σύ­νη ἀπο­κτᾷ ὁ για­τρὸς στὰ μάτια τοῦ ἀρρώ­στου.

Για­τί οἱ ἄνθρω­ποι ἀπορ­ρί­πτουν τὸ πικρὸ φάρ­μα­κο μόνο ὅταν τὸ προ­σφέ­ρει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ; Για­τί ἀνα­ζη­τοῦν μόνο γλυ­κί­σμα­τα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ; Ἐπει­δὴ δὲν ἀντι­λαμ­βά­νον­ται πόσο σοβα­ρὴ εἶναι ἡ ἀρρώ­στια τῆς ἁμαρ­τί­ας τους, ἐπει­δὴ νομί­ζουν πῶς μπο­ροῦν νὰ θερα­πευ­τοῦν μόνο μὲ γλυ­κί­σμα­τα.

Ἄχ, νὰ μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀνα­ρω­τη­θοῦν οἱ ἄνθρω­ποι για­τί ὅλα τὰ φάρ­μα­κα γιὰ τίς σωμα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες εἶναι τόσο πικρά! Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς ἀπαν­τοῦ­σε: γιὰ νὰ πάρουν μιὰ ἰδέα τῆς πίκρας πού ‘χοῦν τὰ πνευ­μα­τι­κὰ φάρ­μα­κα. Ὅπως σωμα­τι­κὴ ἀρρώ­στια δίνει κάποια ἰδέα γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή, ἔτσι καὶ τὰ φάρ­μα­κα γιὰ τίς σωμα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες λει­τουρ­γοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο, σὲ σχέ­ση μ’ ἐκεῖ­να γιὰ τίς πνευ­μα­τι­κές.

Οἱ πνευ­μα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες, οἱ σοβα­ρὲς καὶ τυχαῖ­ες, δὲν εἶναι πολὺ πιὸ σοβα­ρὲς ἀπὸ τίς σωμα­τι­κές; Πῶς τότε τὰ φάρ­μα­κα γιὰ τίς πνευ­μα­τι­κὲς αὐτὲς ἀρρώ­στιες δὲν μπο­ροῦν νὰ εἶναι πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὸ ἀντί­στοι­χα φάρ­μα­κα γιὰ τίς σωμα­τι­κὲς ἀρρώ­στιες;

Οἱ ἄνθρω­ποι φρον­τί­ζουν πολὺ τὸ σῶμα τους. Κι ὅταν αὐτὸ ἀρρω­σταί­νει, δὲ λυποῦν­ται οὔτε προ­σπά­θειες οὔτε χρό­νο ἢ χρῆ­μα γιὰ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σουν τὴν ὑγεία του. Σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση κανέ­νας για­τρὸς δὲ φαί­νε­ται πολὺ ἀκρι­βός, καμιὰ ἰαμα­τι­κὴ πηγὴ δὲ βρί­σκε­ται μακριὰ καὶ κανέ­να φάρ­μα­κο δὲ μοιά­ζει πικρό. Κι αὐτὸ εἶναι ἰδιαί­τε­ρα πιὸ ἔντο­νο ὅταν βεβαιω­νό­μα­στε πῶς ὁ σωμα­τι­κὸς θάνα­τος πλη­σιά­ζει.

Ἄχ, καὶ νὰ φρόν­τι­ζαν οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ τόσο πολὺ γιὰ τὴν ψυχι­κή τους ὑγεία! “Ἄχ, καὶ νά ‘τὰν τόσο ἐπι­με­λεῖς στὴν ἀνα­ζή­τη­ση θερα­πεί­ας καὶ θερα­πευ­τῆ γιὰ τὴν ψυχή τους!

Εἶναι δύσκο­λο κι ὀδυ­νη­ρὸ νὰ περ­πα­τᾷς ξυπό­λη­τος ἀνά­με­σα στ’ ἀγκά­θια. Ὅταν ὅμως ὁ ξυπό­λη­τος ἄνθρω­πος πεθαί­νει τῆς δίψας κι ἡ πηγὴ μὲ τὸ νερὸ εἶναι μετὰ τ’ ἀγκά­θια, δὲ θ’ ἀπο­φα­σί­σει γρή­γο­ρα νὰ βαδί­σει πάνω σ’ αὐτά, μ’ ὅλο ποὺ τὰ πόδια του θὰ πλη­γω­θοῦν, γιὰ νὰ πλη­σιά­σει στὸ νερό; Ἢ μήπως θὰ προ­τι­μή­σει νὰ καθή­σει πάνω στὸ χλω­ρὸ γρα­σί­δι ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τ’ ἀγκά­θια καὶ νὰ πεθά­νει ἀπὸ τὴ δίψα;

Κάποιοι ἄνθρω­ποι ποὺ εἶναι ἄρρω­στοι ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία λένε: «Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ πάρου­με τόσο πικρὸ φάρ­μα­κο». Κι ἔτσι ὁ για­τρὸς ποὺ ἀγα­πᾷ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, πῆρε πρῶ­τος τὸ φάρ­μα­κο, τὸ πικρό­τε­ρο φάρ­μα­κο, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν ὑγι­ής. Καὶ τό ‘κανε αὐτὸ μόνο γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς ἀρρώ­στους πῶς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀδύ­να­το. ‘Ἀλή­θεια, πόσο πιὸ δύσκο­λο εἶναι στὸν ὑγιῆ ἄνθρω­πο νὰ πάρει καὶ νὰ κατα­πιεῖ τὸ φάρ­μα­κο ποὺ εἶναι γιὰ τοὺς ἀρρώ­στους! Ἐκεῖ­νος ὅμως τὸ πῆρε, ὥστε οἱ θνη­τοὶ ἄρρω­στοι νὰ ὁδη­γη­θοῦν στὴν ἀπό­φα­ση νὰ τὸ πάρουν κι αὐτοί.

«Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ περ­πα­τή­σου­με ξυπό­λη­τοι πάνω στ’ ἀγκά­θια, λένε οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ εἶναι ἄρρω­στοι ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, ὅσο καὶ νὰ διψᾶ­με κι ὅσο καθα­ρὸ καὶ νά ‘ναι τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά». Κι ἔτσι ὁ Κύριος, ποῦ ἀγα­πᾷ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, βάδι­σε ὁ ἴδιος ξυπό­λη­τος πάνω στ’ ἀγκά­θια. Καὶ τώρα καλεῖ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοὺς διψα­σμέ­νους στὴν πηγὴ μὲ τὸ δρο­σε­ρὸ νερό. «Εἶναι δυνα­τό, μᾶς λέει. Βάδι­σα μόνος μου πάνω στὰ πιὸ αἰχ­μη­ρὰ ἀγκά­θια καὶ πατῶν­τας τὰ τὰ ἄμβλυ­να, τὰ μαλά­κω­σα. Ἐλᾶ­τε, λοι­πόν».

«Ἄν τὸ φάρ­μα­κο εἶναι ὁ σταυ­ρός, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ πάρου­με. Κι ἂν ὁ σταυ­ρὸς εἶναι ὁ δρό­μος, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸν βαδί­σου­με». Αὐτὸ λένε ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἡ ἁμαρ­τία τοὺς ἔκα­νε ἄρρω­στους. Κι ἔτσι ὁ Κύριος, ποῦ ἀγα­πᾷ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, σήκω­σε πάνω του τὸ βαρύ­τε­ρο σταυ­ρό, γιὰ νὰ μᾶς δεί­ξει πῶς κι αὐτὸ εἶναι δυνα­τό.

Στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο ὁ Κύριος, σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἐπι­θυ­μοῦν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ θάνα­το, προ­σφέ­ρει το σταυ­ρό, τὸ πιὸ πικρὸ φάρ­μα­κο γιὰ τὴ θερα­πεία τους.

Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τὸν καὶ ἀρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκο­λου­θή­τω μοί» (Μάρκ. ἡ’34). “Ὅποιος θέλει νά με ἀκο­λου­θή­σει, πρέ­πει ν’ ἀπαρ­νη­θεῖ τὸν παλιὸ καὶ ἁμαρ­τω­λὸ ἑαυ­τό του, νὰ πάρει πάνω του τὸ σταυ­ρὸ τῶν θλί­ψε­ων καὶ τῶν δοκι­μα­σιῶν καὶ τότε ἄς με ἀκο­λου­θή­σει.

Ὁ Κύριος δὲν ὁδη­γεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους στὸ σταυ­ρὸ πρὶν ἀπ’ Αὐτόν. Τοὺς καλεῖ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σουν, ἀφοῦ Ἐκεῖ­νος πρῶ­τος κου­βά­λη­σε τὸν σταυ­ρό. Προ­τοῦ κάνει τὴν κλή­ση αὐτὴ τοὺς εἶχε προ­ει­δο­ποι­ή­σει γιὰ τὰ πάθη Του: «… δεὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που πολ­λὰ παθεῖν … καὶ ἀπο­κταν­θῆ­ναι, καὶ μετὰ τρεὶς ἡμέ­ρας ἀνα­στῆ­ναι» (Μάρκ. ἡ’31). Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ εἶπε πῶς εἶναι «ἡ ὁδός». Ἔγι­νε ὁ πρῶ­τος στὰ πάθη κι ὁ πρῶ­τος στὴ δόξα. Ἦρθε γιὰ ν’ ἀπο­δεί­ξει πῶς όλ’ αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι ἰσχυ­ρί­ζον­ται ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τα, εἶναι δυνα­τά. Καὶ τὰ ἔκα­νε δυνα­τά.

Ὁ Κύριος δὲν πιέ­ζει τοὺς ἀνθρώ­πους, δὲν τοὺς ἀσκεῖ βία. Ὁ Κύριος συνι­στᾷ καὶ προ­σφέ­ρει. «Ὅστις θέλει…».… Οἱ ἄνθρω­ποι ἔπε­σαν στὴν ἀρρώ­στια τῆς ἁμαρ­τί­ας μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή τους. Καὶ μόνο μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή τους πρέ­πει νὰ θερα­πευ­τοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Δὲν κρύ­βει τὸ γεγο­νὸς πῶς τὸ φάρ­μα­κο εἶναι πικρό, πολὺ πικρό. Ἐκεῖ­νος ὅμως, μὲ τὸ νὰ πάρει πρῶ­τος τὸ πικρὸ φάρ­μα­κο, τὸ ἔκα­νε πιὸ εὔκο­λο στοὺς ἀνθρώ­πους. Καὶ πῆρε τὸ φάρ­μα­κο μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος ἦταν ὑγι­ής, γιὰ νὰ μᾶς ἀπο­δεί­ξει τὴ θαυ­μα­στὴ πρά­ξη Του.

Ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν. Ὁ πρῶ­τος ἄνθρω­πος, ὁ Ἀδάμ, ἀπαρ­νή­θη­κε τὸν ἑαυ­τό του ὅταν ἁμάρ­τη­σε, ἀλλὰ ἀπαρ­νή­θη­κε τὸν ἀλη­θι­νό, τὸν πραγ­μα­τι­κό του ἑαυ­τό. Ὅταν ὁ Κύριος ζητᾷ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ν’ ἀπαρ­νη­θοῦν τὸν ἑαυ­τό τους, ἐννο­εῖ τὸν ψεύ­τι­κο, τὸν πλα­νε­μέ­νο ἑαυ­τό. Ἄς τὸ κάνου­με πιὸ ἁπλό.

Ὁ Ἀδὰμ ἀπαρ­νή­θη­κε τὴν Ἀλή­θεια καὶ προ­σκολ­λή­θη­κε σ’ ἕνα ψέμ­μα. Τώρα ὁ Κύριος ζητᾷ ἀπὸ τοὺς ἀπο­γό­νους του Ἀδὰμ ν’ ἀπαρ­νη­θοῦν τὸ ψέμ­μα καὶ νὰ προ­σκολ­λη­θοῦν ξανὰ στὴν Ἀλή­θεια, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἀπο­μα­κρυν­θεῖ. Τόν’ ἀπαρ­νη­θεὶς τὸν ἑαυ­τό σου ἑπο­μέ­νως σημαί­νει ν’ ἀπαρ­νη­θεὶς τὴν ἀπα­τη­λὴ μή-ὕπαρ­ξη, ποὺ μᾶς ἔχει ἐπι­βλη­θεῖ στὴ θέσῃ τῆς θεόσ­δο­της ὕπαρ­ξής μας. Πρέ­πει ν’ ἀπαρ­νη­θοῦ­με τὴν ἔγκο­σμιό­τη­τα ποὺ ἔχει ἀντι­κα­τα­στή­σει τὴν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά μας, τὰ πάθῃ ποὺ ἔχουν ἀντι­κα­τα­στή­σει τὰ καλά μας ἔργα, τὸν ταπει­νὸ φόβο ποὺ ἔχει σκο­τί­σει μέσα μας τὴ θεϊ­κὴ υἱο­θε­σία, το γογ­γυ­σμὸ μᾶς ἐναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει ἀφα­νί­σει μέσα μας τὸ πνεῦ­μα τῆς ὑπα­κο­ῆς σ’ Ἐκεῖ­νον. Πρέ­πει ν’ ἀπαρ­νη­θοῦ­με τὴν εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ λατρεία τῆς φύσης καὶ τοῦ σώμα­τός μας. Μὲ λίγα λόγια, πρέ­πει ν’ ἀπαρ­νη­θοῦ­με ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ παρα­πέμ­πουν στὸ «ἐγώ» μας, καὶ ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶναι ὁ πονη­ρὸς κι ἡ ἁμαρ­τία, ἡ φθο­ρά, ἡ ἀπά­τη κι ὁ θάνα­τος.

“Ἄχ καὶ νὰ μπο­ρού­σα­με ν’ ἀπαρ­νη­θοῦ­με τίς πονη­ρές μας συνή­θειες ποὺ ἔχουν γίνει μέσα μας δεύ­τε­ρη φύση. Ν’ ἀπαρ­νη­θοῦ­με αὐτὴ τὴ «δεύ­τε­ρη φύση», για­τί δὲν εἶναι ἡ δική μας φύση ὅπως τὴ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός, ἀλλὰ μιᾷ σωρευ­μέ­νῃ καὶ σκλη­ρυ­μέ­νη φαν­τα­σία κι αὐτα­πά­τη μέσα μας — ἕνα ὑπο­κρι­τι­κὸ ψέμ­μα ποὺ βαδί­ζει μὲ τ’ ὄνο­μά μας, καὶ μεὶς μαζί του.

Τί σημαί­νει ν’ ἀνα­λά­βου­με τὸ σταυ­ρό μας; Σημαί­νει την ἀπὸ μέρους μας ἐλεύ­θε­ρη ἀπο­δο­χὴ κάθε μέσου θερα­πεί­ας ποὺ μᾶς προ­σφέ­ρει ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἂν εἶναι πικρό. Σοῦ ἔτυ­χαν μεγά­λες κατα­στρο­φές; Κάνε ὑπα­κοὴ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκα­νε κι ὁ Νῶε. Χρειά­ζε­ται νὰ κάνεις θυσία; Παρα­δώ­σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἴδια πίστη ποὺ εἶχε ὁ Ἀβρα­ὰμ ὅταν πορευό­ταν γιὰ νὰ θυσιά­σει το γιό του. Κατα­στρά­φη­κε ἡ περιου­σία σου; Πέθα­ναν ξαφ­νι­κὰ τὰ παι­διά σου; Νὰ τὰ ὑπο­μέ­νεις ὅλα μὲ καρ­τε­ρία, μὲ τὴν καρ­διά σου προ­σκολ­λη­μέ­νη στὸ Θεό, ὅπως ἔκα­νε ὁ Ἰώβ. Σ’ ἐγκα­τα­λεί­πουν οἱ φίλοι σου καὶ βρί­σκε­σαι ξαφ­νι­κὰ περι­κυ­κλω­μέ­νος ἀπὸ ἐχθρούς; Νὰ τὰ ὑπο­μεί­νεις ὅλα χωρὶς γογ­γυ­σμό, ὅπως ἔκα­ναν καὶ οἱ ἀπό­στο­λοι, μὲ πίστη στὸ Θεὸ πῶς ἡ βοή­θειά Τοῦ εἶναι ἄμε­ση. Κατα­δι­κά­στη­κες νὰ πεθά­νεις γιὰ τὸ Χρι­στό; Δόξα­σε τὸ Θεὸ ποὺ ἀξιώ­θη­κες τέτοια τιμή, ὅπως χιλιά­δες χρι­στια­νοὶ μάρ­τυ­ρες.

Τίπο­τα δὲ θὰ σοῦ ζητη­θεῖ ποὺ δὲν ἔχει ξανα­γί­νει. ‘Ἐσὺ μᾶλ­λον θ’ ἀκο­λου­θή­σεις τὸ παρά­δειγ­μα τῶν πολ­λῶν — ἀπο­στό­λων, ἁγί­ων, ὁμο­λο­γη­τῶν καὶ μαρ­τύ­ρων — ποὺ ἔμει­ναν πιστοὶ στὸ θέλη­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζου­με καὶ κάτι ἀκό­μα ὅμως, ὅταν ἐπι­ζη­τοῦ­με τὴ σταύ­ρω­σή μας. Πῶς ὁ Κύριος ζητᾷ τὴ σταύ­ρω­ση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώ­που, ἐκεί­νου μὲ τίς πονη­ρὲς συνή­θειες, ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ τὴν ἁμαρ­τία. Μὲ τὴ σταύ­ρω­ση αὐτὴ ὁ παλιός, ὁ ζωώ­δης ἄνθρω­πος μέσα μας νεκρώ­νε­ται. Κι ὁ νέος ἄνθρω­πος, ποὺ εἶναι φτιαγ­μέ­νος κατ’ εἰκό­να Θεοῦ καὶ ἀθά­να­τος, ἀνα­γεν­νιέ­ται. Λέει ὁ ἀπό­στο­λος: «Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρω­πος συνε­σταυ­ρώ­θη… τοῦ μηκέ­τι δου­λεύ­ειν ἡμᾶς τὴ ἁμαρ­τία» (Ρωμ. στ’6).

Ὁ σταυ­ρὸς εἶναι βαρὺς γιὰ τὸν παλιό, τὸ σαρ­κι­κὸ ἄνθρω­πο. Εἶναι βαρὺς γιὰ τὸν ἄνθρω­πο «σὺν τοῖς παθή­μα­σι καὶ ταὶς ἐπι­θυ­μί­αις» (Γαλ. ἔ’ 24). Γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἄνθρω­πο ὅμως δὲν εἶναι βαρύς. Ὁ σταυ­ρὸς εἶναι «τοὶς μὲν ἀπολ­λυ­μέ­νοις μωρία… τοὶς δὲ σωζο­μέ­νους ἡμῖν δύνα­μις Θεοῦ» (Α ́κόρ. ἀ18). Ἐμεῖς καυ­χιό­μα­στε στὸ σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ, στὸ σταυ­ρὸ ποὺ φέρου­με γιὰ χάρη Του. Ὁ Κύριος δὲ ζητᾷ ν’ ἀνα­λά­βου­με τὸ δικό Του σταυ­ρό, μὰ τὸ δικό μας. Ὁ δικός Του σταυ­ρὸς εἶναι ὁ βαρύ­τε­ρος. Ἐκεῖ­νος δὲ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τίς δικές Του ἁμαρ­τί­ες ἀλλὰ γιὰ τίς δικές μας, γι’ αὐτὸ κι ὁ σταυ­ρός Του εἶναι ὁ βαρύ­τε­ρος. Ἐμεῖς σταυ­ρω­νό­μα­στε γιὰ τίς δικές μας ἁμαρ­τί­ες, γι’ αὐτὸ κι ὁ δικός μας σταυ­ρὸς εἶναι ἐλα­φρύ­τε­ρος. “Ὅταν τὰ βάσα­νά μας βρί­σκον­ται στὸ ἀπο­κο­ρύ­φω­μά τους, δὲν πρέ­πει νὰ λέμε πῶς εἶναι πολὺ μεγά­λα, πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ζεῖ Κύριος καὶ γνω­ρί­ζει τὸ μέτρο τῶν πει­ρα­σμῶν μας, δὲ θὰ μᾶς ἀφή­σει νὰ ὑπο­φέ­ρου­με περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅσο μπο­ροῦ­με. Τὸ μέτρο τῶν πει­ρα­σμῶν μας εἶναι ὑπο­λο­γι­σμέ­νο τοὐλάχιστον,τουλάχιστο ὅσο τὸ μέτρο τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας, ἢ ὅσο τὰ ὅρια τῶν ἄστρων στὴν πορεία τους. Ἐντά­θη­καν οἱ πει­ρα­σμοί μας; Ἔγι­νε βαρύ­τε­ρος ὁ σταυ­ρός μας; Ἡ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγα­λύ­τε­ρη, ὅπως μᾶς βεβαιώ­νει ὁ ἀπό­στο­λος: «Ὅτι καθὼς περισ­σεύ­ει τὰ παθή­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ εἰς ἡμᾶς, οὕτῳ διὰ Χρι­στοῦ περισ­σεύ­ει καὶ ἡ παρά­κλη­σις ἡμῶν» (Β ́κόρ. ἅ’5).

Ἡ παρά­κλη­σή μας ὅμως, πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι μεγά­λη ἐπει­δὴ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με. «Ἀκο­λου­θή­τω μοί», λέει. Για­τί ὁ Κύριος κάνει τὴν κλή­ση αὐτὴ σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἀνα­λαμ­βά­νουν το σταυ­ρό τους; Πρῶ­τα γιὰ νὰ μὴν πέσουν καὶ τσα­κι­στοῦν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος του. Ἡ ἀνθρώ­πι­νη ράτσα εἶναι τόσο ὀδυ­νη­ρὰ ἀδύ­να­μη, ποῦ κι ὁ ἐλα­φρύ­τε­ρος σταυ­ρὸς φαί­νε­ται βαρὺς στὸ δυνα­τό­τε­ρο ἄνθρω­πο, ἂν τὸν φέρει χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ οὐρα­νοῦ. Βλέ­που­με πῶς ἀπελ­πί­ζον­ται οἱ ἄπι­στοι στὸ ἐλα­φρύ­τε­ρο χτύ­πη­μα. Πῶς ἐναν­τιώ­νον­ται στὸν οὐρα­νὸ καί τη γῆ μέ το ποὺ θὰ τοὺς κεν­τή­σει μιὰ καρ­φί­τσα. Πῶς παρα­πα­τοῦν δεξιὰ κι ἀρι­στε­ρὰ ἀβο­ή­θη­τοι, ἀνα­ζη­τῶν­τας κάποια στή­ρι­ξη καὶ ἀρω­γὴ στὸ κενὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου κι ὅταν ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοὺς προ­σφέ­ρει στή­ρι­ξη καὶ βοή­θεια, τότε ἰσχυ­ρί­ζον­ται πῶς ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα κενὸ ἀπό­γνω­σης.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με. Μόνο ἂν ἀκο­λου­θοῦ­με πίσω Τοῦ θὰ μπο­ροῦ­με νὰ κου­βα­λᾶ­με το σταυ­ρό μας. Σ’ Ἐκεῖ­νον θὰ βροῦ­με δύνα­μη, θάρ­ρος καὶ παρη­γο­ριά. Θὰ γίνει σ’ ἐμᾶς φῶς στὸ σκο­τει­νὸ δρό­μο μας, ὑγεία στὴν ἀρρώ­στια, σύν­τρο­φος στὴ μονα­ξιά, χαρὰ στοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ πλοῦ­τος στὴν ἔνδεια. Τὸ ἀνε­ξάν­τλη­το φῶς τοῦ Χρι­στοῦ μας χρειά­ζε­ται γιὰ νὰ σβή­σει τὸν πόνο μας καὶ νὰ κρα­τή­σει ζων­τα­νὴ τὴν ἐλπί­δα μας στὸ χάρα­μα τῆς μέρας.

Ὁ δεύ­τε­ρος λόγος ποὺ ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ τὸν ἀκο­λου­θή­σου­με εἶναι τόσο σπου­δαῖ­ος ὅσο καὶ ὁ πρῶ­τος κι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ θελη­μα­τι­κὴ ἀπάρ­νη­ση τοῦ ἐαυ­του μας καὶ τὴν ἀνά­λη­ψη τοῦ σταυ­ροῦ. Πολ­λοὶ εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἔκα­ναν ἐπί­δει­ξη κάποιας αὐτα­πάρ­νη­σης γιὰ ν’ ἀπο­κτή­σουν μεγα­λύ­τε­ρη φήμη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πολ­λοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σωρεύ­σει ἀμέ­τρη­τες δοκι­μα­σί­ες καὶ βάσα­να μόνοι τους, μόνο γιὰ νὰ κερ­δί­σουν το θαυ­μα­σμὸ καὶ τὸν ἔπαι­νο τῶν ἀνθρώ­πων. Πολ­λοί, κυρί­ως ἀνά­με­σα στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, τὸ ἔχουν κάνει αὐτὸ κι ἄλλοι τὸ κάνουν μέχρι σήμε­ρα, γιὰ ν’ ἀπο­κτή­σουν μεγα­λύ­τε­ρες μαγι­κὲς δυνά­μεις κι ἔτσι νὰ ἐπι­βλη­θοῦν στοὺς ἄλλους, νὰ βλά­ψουν ἢ νὰ ὠφε­λή­σουν αὐτοὺς ποὺ θέλουν. Κι όλ’ αὐτὰ ἀπὸ μιὰ μάταιη πλε­ο­νε­ξία κι ἐπι­θυ­μία γιὰ κυριαρ­χία.

Τέτοια αὐτα­πάρ­νη­ση δὲν εἶναι ἀλη­θι­νή, εἶναι φιλαυ­τία. Τέτοιος σταυ­ρὸς δὲν ὁδη­γεῖ στὴν ἀνά­στα­ση καὶ τὴ σωτη­ρία ἀλλὰ σὲ πλή­ρη ὄλε­θρο. Εἶναι σὰ νὰ παρα­δί­δε­ται κάποιος στὰ χέρια τοῦ σατα­νᾶ. Ἐκεῖ­νος ὅμως ποὺ ἀνα­λαμ­βά­νει το σταυ­ρό του κι ἀκο­λου­θεῖ τὸ Χρι­στό, ἐλευ­θε­ρώ­νε­ται ἀπὸ τὴν ἔπαρ­ση καὶ τὴν ἀλα­ζο­νεία, ἀπὸ τὴ φιλαυ­τία κι ἀπὸ κάθε ἐπι­θυ­μία γιὰ ἐγκό­σμια δόξα καὶ κέρ­δος. “Ὅπως ὁ ἄρρω­στος ἄνθρω­πος παίρ­νει πικρὰ φάρ­μα­κα, ὄχι γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς ἄλλους πῶς μπο­ρεῖ νὰ τὰ κατα­πιεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπο­κα­τά­στα­ση τῆς ὑγεί­ας του, ἔτσι κι ὁ ἀλη­θι­νὸς χρι­στια­νὸς ἀπαρ­νιέ­ται τὸν ἑαυ­τό του, δηλα­δὴ ἀπαλ­λάσ­σε­ται ἀπὸ τὴν ἄρρω­στη ὕπαρ­ξή του, ἀνα­λαμ­βά­νει το σταυ­ρὸ τοῦ σὰν πικρὸ καὶ σωστι­κὸ φάρ­μα­κο κι ἀκο­λου­θεῖ τὸ Χρι­στό, τὸ θερα­πευ­τη καὶ σωτῆ­ρα του. Κι αὐτὸ ὄχι γιὰ γιὰ ν’ ἀπο­σπά­σει τὸν ἔπαι­νο καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν παρα­λο­γι­σμὸ τῆς ζωῆς αὐτῆς κι ἀπὸ τὸ σκου­λή­κι καὶ τὸ πῦρ τῆς μέλ­λου­σας ζωῆς.

«Ός γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπο­λέ­σει αὐτὴν ὸς δ’ ἂν ἀπο­λέ­σῃ της ἑαυ­τοῦ ψυχὴν ἕνε­κεν ἐμου καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Μάρκ. ἡ’ 35). Ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ἐπί­γεια ζωή του, αὐτὸς θὰ χάσει τὴν αἰώ­νια καὶ μακα­ρία ζωή. “Ὅποιος ὅμως ἀψη­φή­σει καὶ θυσιά­σει τὴ ζωὴ τοῦ αὐτὴ γιὰ μένα καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο, αὐτὸς θὰ σώσει τὴ μέλ­λου­σα ζωὴ καὶ μακα­ριό­τη­τά του.

Αὐτὰ εἶναι σκλη­ρὰ λόγια, ἀδυ­σώ­πη­τα. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φωτιὰ ποὺ γυρεύ­ει νὰ κατα­κά­ψει τὸν παλιὸ ἄνθρω­πο ὡς τίς ρίζες του, ν’ ἀφα­νί­σει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες. Ὁ Χρι­στὸς δὲν ἦρθε ἁπλᾶ γιὰ ν’ ἀνα­μορ­φώ­σει τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀνα­κα­τα­σκευά­σει, νὰ φέρει και­νούρ­για ζωή. Νὰ ρίξει τὸ παλιὸ σίδε­ρο στὴ φωτιὰ καὶ νὰ τὸ σφυ­ρη­λα­τή­σει ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν εἶναι ἀνα­μορ­φω­τής, ἀλλὰ ὁ Δημιουρ­γός. Δὲν εἶναι ἐπι­διορ­θω­τής, ἀλλὰ ὑφαν­τῆς. “Ὅποιος θέλει νὰ δια­τη­ρή­σει ἕνα παλιὸ καὶ σκου­λη­κο­φα­γω­μέ­νο δέν­τρο, θὰ τὸ χάσει. Μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὅ,τι μπο­ρεῖ γιὰ νὰ τὸ περι­ποι­η­θεῖ ἐξω­τε­ρι­κά, νὰ τὸ ποτί­σει, νὰ τὸ περι­φρά­ξει καὶ νὰ τοῦ ρίξει λίπα­σμα, τὸ σκου­λή­κι ὅμως θὰ τὸ τρώ­ει ἐσω­τε­ρι­κά. Τὸ δέν­τρο θὰ σαπί­σει σιγὰ σιγὰ καὶ θὰ πέσει.

Ἐκεῖ­νος ποὺ κόβει ἕνα σκου­λη­κο­φα­γω­μέ­νο δέν­τρο καὶ τὸ ρίχνει στὴ φωτιὰ μαζὶ μὲ τὰ σκου­λή­κια καὶ μετα φρον­τί­ζει τὰ μικρὰ κλα­δά­κια ποὺ ξεφυ­τρώ­νουν ἀπὸ τὴ ρίζα καὶ τὰ προ­στα­τεύ­ει ἀπὸ τὰ σκου­λή­κια, αὐτὸς θὰ σώσει τὸ και­νούρ­γιο δέν­τρο. Αὐτὸς ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ δια­τη­ρή­σει τὴν παλιὰ ψυχή, ποὺ εἶναι φαγω­μέ­νη καὶ φθαρ­μέ­νη ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, θὰ τὴ χάσει, για­τί ὁ Θεὸς δὲν ἐπι­τρέ­πει σὲ τέτοια ψυχὴ νὰ παρου­σια­στεῖ μπρο­στά Του. Κι ὅ,τι δὲν παρου­σιά­ζε­ται ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρ­χει. Ἐκεῖ­νος λοι­πὸν ποὺ χάνει τὴν παλιὰ ψυχή του, θὰ κερ­δί­σει τὴ νέα ψυχή, τὴν γεγεν­νη­μέ­νην ἐκ τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ νυμ­φευ­μέ­νη μὲ τὸ Χρι­στό.

Ἡ ψυχὴ στὴν οὐσία εἶναι ταυ­τό­ση­μη μὲ τὴ ζωή. Δια­βά­ζου­με στὸ εὐαγ­γέ­λιο: Ός γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι καὶ ὸς δ’ ἂν ἀπο­λέ­σῃ τὴν ἑαυ­τοῦ ψυχὴν ἕνε­κεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, οὗτος σώσει αὐτήν. Καὶ στὶς δυὸ περι­πτώ­σεις ἡ λέξη ψυχὴ σημαί­νει τὴ ζωή. Ἐκεῖ­νος ποὺ θέλει νὰ σώσει τὴ θνη­τὴ ζωή του μὲ κάθε θυσία, αὐτὸς θὰ χάσει καὶ τίς δυὸ ζωές, καὶ τὴ θνη­τὴ καὶ τὴν ἀθά­να­τη. Τὴ θνη­τὴ ἐπει­δή, ὅσο κι ἂν κατορ­θώ­σει νὰ ἐπι­μη­κύ­νει τὴ ζωή του στὴ γῆ, τελι­κὰ θὰ τὴ χάσει μέ το θάνα­το. Ἀλλὰ θὰ χάσει καὶ τὴν αἰώ­νια ζωή, ἀφοῦ δὲν ἔκα­νε τίπο­τα γι’ αὐτήν, δὲν ὑπό­φε­ρε τίπο­τα. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ κερ­δί­σει τὴν ἀθά­να­τη ζωὴ μὲ τὸ Χρι­στό, αὐτὸς θὰ τὴ λάβει καὶ θὰ τὴ δια­τη­ρή­σει στὴν αἰω­νιό­τη­τα, μ’ ὅλο ποὺ θὰ χάσει τὴν πρό­σκαι­ρη, τὴ θνη­τὴ ζωή.

“Ὁ ἄνθρω­πος ἴσως χάσει τὴν πρό­σκαι­ρη θνη­τὴ ζωή του γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο ἄν, σὲ περί­πτω­ση ἀνάγ­κης, θυσια­στεῖ καὶ πεθά­νει ὡς μάρ­τυ­ρας γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸ ἅγιο εὐαγ­γέ­λιό Του ἢ ἂν περι­φρο­νή­σει τὴν παροῦ­σα ζωὴ ὡς ἁμαρ­τω­λὴ κι ἀσή­μαν­τη καὶ προ­σφέ­ρει τὸν ἑαυ­τό του μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ τὴ δύνα­μη στὸ Χρι­στό, ἂν μπεῖ στὴν ὑπη­ρε­σία Του, παρα­δί­δον­τας τὰ πάν­τα σ’ Ἐκεῖ­νον καὶ προσ­δο­κῶν­τας τὰ πάν­τα ἀπ’ Αὐτόν. Εἶναι πιθα­νὸ ὁ ἄνθρω­πος νὰ χάσει τὴν ψυχή του, τὴ ζωή του, μὲ τὴν αὐτο­κτο­νία ἢ μὲ τὴ θυσία του γι’ ἄσκο­πα πράγ­μα­τα, γιὰ παρά­δειγ­μα πάνω σὲ μιὰ φιλο­νι­κία ἢ δια­φω­νία. Σ’ αὐτὸν δὲν ἰσχύ­ει ἡ ὑπό­σχε­ση ὅτι θὰ σώσει τὴν ψυχὴ (ζωῆς του, για­τί διευ­κρι­νί­ζε­ται: ἕνε­κεν ἔμου καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ὁ Χρι­στὸς καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιο εἶναι ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Εἶναι ὁ μεγα­λύ­τε­ρος πλοῦ­τος τόσο στὸ χρό­νο ὅσο καὶ στὴν αἰω­νιό­τη­τα. Δὲν ὑπάρ­χει ἄνθρω­πος ποὺ θὰ δίστα­ζε νὰ θυσιά­σει τὰ πάν­τα γιὰ τὰ παν­το­τει­νὰ αὐτὰ ἀγα­θά.

Για­τί ὁ Χρι­στὸς προ­σθέ­τει καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου; Δὲν εἶναι ἀρκε­τὸ αὐτὸ τὸ ἕνε­κεν ἐμοῦ; “Ὄχι, δὲν εἶναι. Ὁ Κύριος εἶπε ἕνε­κεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου γιὰ νὰ διευ­ρύ­νει τοὺς λόγους ποὺ ἔχει νὰ θυσια­στεῖ κανεὶς καὶ νὰ ζήσει ἕν Θεῶ. Γιὰ ν’ αὐξή­σει τὸν ἀριθ­μὸ τῶν σεσω­σμέ­νων. Σώζε­ται ἐκεῖ­νος ποὺ χάνει τὴ ζωή του γιὰ τὸν ζῶν­τα καὶ ἀθά­να­το Χρι­στό. Ἐκεῖ­νος ἐπί­σης σώζε­ται, ποῦ χάνει τὴ ζωή του γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κόσμο, γιὰ τὴν ἅγια διδα­σκα­λία Του. Τέλος σώζε­ται ἐκεῖ­νος ποὺ χάνει τὴ ζωή του γιὰ μιὰ μόνο ἐντο­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, γιὰ ἕναν ἁπλὸ λόγο Του. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Νομο­θέ­της τῆς ζωῆς. “Ὅποιος θυσιά­ζε­ται γιά το Νομο­θέ­τη, θυσιά­ζε­ται καὶ γιὰ τὸ νόμο Του. Καὶ ἀντί­στρο­φα, ἐκεῖ­νος ποὺ θυσιά­ζε­ται γιὰ τοὺς νόμους Του, θυσιά­ζε­ται καὶ γιὰ Ἐκεῖ­νον. Ταυ­τί­ζον­τας τὸν ἑαυ­τό του μὲ τὰ ἔργα καὶ τὴ διδα­σκα­λία Του, ὁ Κύριος διευ­ρύ­νει τὴ δυνα­τό­τη­τα τῆς σωτη­ρί­ας σὲ πολ­λούς.

«Τί γὰρ ώφε­λή­σει ἄνθρω­πον ἐὰν κερ­δή­σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιω­θῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρω­πος ἀντάλ­λαγ­μα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάρκ. ἡ’3637). Τί θὰ ὠφε­λη­θεῖ ὁ ἄνθρω­πος ἂν κερ­δί­σει ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ χάσει τὴν ψυχή του; Ἢ τί ἀντάλ­λαγ­μα μπο­ρεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρω­πος γιὰ τὴν ψυχή του;

Τὰ λόγια αὐτὰ ρίχνουν περισ­σό­τε­ρο φὼς στὰ προ­η­γού­με­να. Ἀπὸ αὐτὰ προ­κύ­πτει ὅτι ὁ Κύριος θεω­ρεῖ πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο. Ἀπὸ αὐτὰ προ­κύ­πτει ἐπί­σης τί εἴδους ψυχὴ πρέ­πει νὰ χάσει ὁ ἄνθρω­πος γιὰ νὰ κερ­δί­σει τὴν ψυχή του: νὰ χάσει τὴν καταρ­ρα­κω­μέ­νη ψυχή, ἐκεί­νην ποῦ εἶναι βου­τηγ­μέ­νη στὸν κόσμο, ποὺ τὴν ἔχει γονα­τί­σει ὁ κόσμος, ποὺ εἶναι δου­λω­μέ­νη στὸν κόσμο. “Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος χάσει τέτοια λεγό­με­νη «ψυχή», τότε θὰ σώσει τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ψυχή του. “Ἄν ἀπορ­ρί­ψει τὴν ἀπα­τη­λὴ ζωή, θὰ κερ­δί­σει τὴν ἀλη­θι­νή.

Ποιά ἢ ὠφέ­λεια ἂν κερ­δί­σει κανεὶς τὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο, ὅταν ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι προ­ο­ρι­σμέ­νος γιὰ κατα­στρο­φή, καὶ νὰ βλά­ψει τὴν ψυχή του, ποὺ εἶναι προ­ο­ρι­σμέ­νη γιὰ τὴν αἰω­νιό­τη­τα; Ὁ κόσμος πλη­σιά­ζει πρὸς τὸ τέλος του. Στὸ τέλος θ’ ἀπο­βλη­θεῖ σὰν ἕνα σκω­ρο­φα­γω­μέ­νο ροῦ­χο. Οἱ ἀλη­θι­νὲς ψυχές, αὐτὲς ποὺ ἀγα­ποῦν τὸ Χρι­στό, θὰ πετά­ξουν τότε στὴ βασι­λεία τῆς αἰώ­νιας νεό­τη­τας. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ σημά­νει τὴν ἔναρ­ξη μιᾶς νέας ζωῆς γιὰ τὴν ψυχή. Τί ἀξί­ζει τότε γιὰ τὸν ἄνθρω­πο ὁλό­κλη­ρος ὁ κόσμος, ὅταν σύν­το­μα θὰ χωρι­στεῖ ἀπ’ αὐτόν, ὅταν ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος στὸ ὄχι καὶ τόσο μακρι­νὸ μέλ­λον θὰ ἀπο­συν­τε­θεὶ καὶ θὰ ἐξα­φα­νι­στεῖ σὰν ὄνει­ρο ποὺ πέρα­σε; Σὲ τί θὰ τοῦ χρη­σι­μεύ­σει ἕνα ἀβο­ή­θη­το κου­φά­ρι; Τί ἀντάλ­λαγ­μα ἀξί­ζει νὰ δώσει γιὰ τὴν ψυχή του;

Προ­σέξ­τε! Ἀκό­μα κι ἂν ὁλό­κλη­ρος ὁ κόσμος ἀνῆ­κε στὸν ἄνθρω­πο, ὁ Κύριος δὲ θὰ τὸν δεχό­ταν ὡς ἀντάλ­λαγ­μα τῆς ψυχῆς του. Μὰ ὁ κόσμος δὲν ἀνή­κει στὸν ἄνθρω­πο, ἀλλὰ στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς τὸν ἔφτια­ξε καὶ τὸν παρέ­δω­σε στὸν ἄνθρω­πο γιὰ χρή­ση, γιὰ χάρη ἑνὸς μεγα­λύ­τε­ρου ἀγα­θοῦ, μεγα­λύ­τε­ρου καὶ πολυ­τι­μό­τε­ρου ἀπὸ τὸν κόσμο. Τὸ μεγα­λύ­τε­ρο δῶρο ποὺ ὁ Θεὸς ἔδω­σε στὸν ἄνθρω­πο εἶναι ἡ κατ’ εἰκό­να Του ψυχή. Καὶ τὸ μέγι­στο αὐτὸ δῶρο θὰ τὸ ζητή­σει πίσω ὅταν ὁ ἴδιος εὐδο­κή­σει. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐπι­στρέ­ψει τίπο­τα στὸ Θεὸ στὴ θέση τῆς ψυχῆς του. Ἡ ψυχὴ εἶναι ὁ βασι­λιᾶς, ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δοῦ­λοι. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ δεχτεῖ ἕνα δοῦ­λο στὴ θέση τοῦ βασι­λιᾶ, οὔτε κάτι θνη­τὸ στὴ θέση τοῦ ἀθά­να­του.

Τί ἀντάλ­λαγ­μα μπο­ρεῖ νὰ δώσει ὁ ἁμαρ­τω­λὸς γιὰ τὴν ψυχή του; Ἐφό­σον ὁ ἄνθρω­πος ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ ζεῖ σωμα­τι­κὰ στὸν κόσμο γοη­τεύ­ε­ται ἀπ’ αὐτόν, πιστεύ­ει πῶς ὁ κόσμος εἶναι πολύ­τι­μος. Ὅταν ὅμως χωρί­ζε­ται ἀπὸ τὸ σῶμα, συνει­δη­το­ποιεῖ πῶς χωρὶς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ψυχὴ δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα ποὺ ν’ ἀξί­ζει. Μὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Τότε δὲν μπο­ρεῖ νὰ σκε­φτεῖ νὰ δώσει κάτι ἀντάλ­λαγ­μα γιὰ τὴν ψυχή του. Πόσο δυσχε­ρὴς εἶναι ἡ θέση τῆς ἁμαρ­τω­λῆς ψυχῆς ὅταν ἀνα­κα­λύ­πτει πῶς ὅλα ὅσα τὴν ἔδε­ναν μέ το Θεὸ καὶ τὸν κόσμο ἔχουν τώρα διαρ­ρα­γεῖ, πῶς τώρα εἶναι γυμνὴ καὶ ἄμοι­ρη στὸν πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο! Σὲ ποιόν μπο­ρεῖ νὰ κραυ­γά­σει γιὰ βοή­θεια; Ποιό ὄνο­μα μπο­ρεῖ νὰ ἐπι­κα­λε­στεῖ; Ἀπὸ ποιό ἄκρο ἱμα­τί­ου μπο­ρεῖ νὰ πια­στεῖ καθὼς πέφτει μέσα στὴν ἀτέ­λειω­τη καὶ αἰώ­νια ἄβυσ­σο;

Εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀγά­πη­σαν τὸ Χρι­στὸ κι ἔμα­θαν νὰ ἐπι­κα­λοῦν­ται τὸ ὄνο­μά Του μέρα καὶ νύχτα, μαζὶ μὲ τὴν ἀνά­σα καὶ τὸ χτύ­πο τῆς καρ­διᾶς τους. Πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσ­σο θὰ γνω­ρί­ζουν ποιόν πρέ­πει νὰ καλέ­σουν γιὰ βοή­θεια. Θὰ ξέρουν ποιό ὄνο­μα νὰ ἐπι­κα­λε­στοῦν. Θὰ ξέρουν ἀπὸ ποιό ἄκρο ἱμα­τί­ου νὰ πια­στοῦν. Ἐκεῖ­νοι θὰ βρί­σκον­ται πραγ­μα­τι­κὰ ἐκτὸς κιν­δύ­νου, θὰ καλύ­πτον­ται κάτω ἀπὸ τίς φτε­ροῦ­γες τοῦ ἀγα­πη­μέ­νου τους Κυρί­ου.

‘Ἐδῶ τώρα ἔχου­με τὸ σπου­δαιό­τε­ρο λόγο ποὺ πρέ­πει νὰ φοβοῦν­ται ἐκεῖ­νοι ποὺ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν ἔχουν ἐπί­γνω­ση τοῦ φόβου τῆς ἁμαρ­τί­ας.

Εἶπε ὁ Κύριος: «Ός γὰρ ἐὰν ἐπαι­σχυν­θη μὲ καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύ­τῃ τῇ μοι­χα­λί­δι καὶ ἁμαρ­τω­λῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἐπαι­σχυν­θή­σε­ται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέ­λων τῶν ἁγί­ων» (Μάρκ. ἡ’38). Ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ δει­λιά­σει, θὰ ντρα­πεῖ καὶ θ’ ἀρνη­θεῖ ἐμέ­να καὶ τοὺς λόγους μοῦ σ’ αὐτὴν τὴν ἀπο­στα­τη­μέ­νη κι ἁμαρ­τω­λὴ γενιά, αὐτὸν κι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που δὲ θὰ τὸν λυπη­θεῖ καὶ θὰ τὸν ἀπο­κη­ρύ­ξει ὅταν ἔρθει μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέ­ρα Του, συνο­δευό­με­νος ἀπὸ τοὺς ἁγί­ους ἀγγέ­λους Του.

Ἀκοῦ­στε τα αὐτὰ ὅλοι οἱ πιστοί. Μὴν ὑπε­ρε­κτι­μᾶ­τε τὴν ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ θὰ τὸ δώσει καὶ στοὺς ἀμε­τα­νόη­τους βλά­σφη­μους μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Στὴν τελι­κὴ Κρί­ση, τὴ θέση τοῦ ἐλέ­ους θὰ τὴν κατα­λά­βει ἡ δικαιο­σύ­νη. Ἀκοῦ­στε τα αὐτὰ ὅλοι ἐσεῖς ποὺ πλη­σιά­ζε­τε καθη­με­ρι­νὰ τὸν ἀνα­πό­φευ­κτο θάνα­το. Ἀκοῦ­στε τα καὶ τηρῆ­στε τα στὴν καρ­διὰ καὶ τὴν ψυχή σας. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε ἐχθρός σας, ἀλλὰ καὶ μεγα­λύ­τε­ρος φίλος σας. Τὰ ἴδια αὐτὰ χεί­λη ποῦ πάνω στὸ σταυ­ρὸ συχώ­ρε­σαν τοὺς ἐχθρούς Του, δια­τύ­πω­σαν κι αὐτὰ τὰ φοβε­ρὰ ἀλλὰ δίκαια λόγια. Ἐκεῖ­νον ποὺ ντρέ­πε­ται νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὸ Χρι­στὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ τὸν ντρέ­πε­ται κι ὁ Χρι­στὸς στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Αὐτὸν ποῦ ντρέ­πε­ται νὰ ὁμο­λο­γή­σει τὸ Χρι­στὸ μπρο­στὰ στοὺς ἁμαρ­τω­λούς, θὰ τὸν ἀγνο­ή­σει κι ὁ Χρι­στὸς μπρο­στὰ στοὺς ἀγγέ­λους Του. Σὲ τί θὰ ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι, ἄνθρω­πε, ἂν ὁ Χρι­στός σε ἀγνο­ή­σει; Ἄν ντρέ­πε­σαι τὴ ζωή, σημαί­νει πῶς ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὸ θάνα­το. “Ἄν ντρέ­πε­σαι στὴν ἀλή­θεια, ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὰ ψέμ­μα­τα. “Ἄν ντρέ­πε­σαι στὴν ἀγά­πη, ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὴν κακία.“Ἄν ντρέ­πε­σαι στὴ δικαιο­σύ­νη, ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὴν ἀδι­κία. “Ἄν ντρέ­πε­σαι νὰ ὑπο­φέ­ρεις στὸ σταυ­ρό, σημαί­νει ὅτι ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὴν εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ ἀνο­σιό­τη­τα. Ἄν ντρέ­πε­σαι τὴν ἀθα­να­σία, ὑπε­ρη­φα­νεύ­ε­σαι στὴ φθο­ρὰ τοῦ θανά­του καὶ τοῦ τάφου.

Μπρο­στὰ σὲ ποιόν ντρέ­πε­σαι τὸ Χρι­στό; Σὲ κάποιον καλ­λί­τε­ρο ἀπὸ τὸ Χρι­στό; Ὄχι, καλ­λί­τε­ρος ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ δὲν ὑπάρ­χει. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς θὰ ντρέ­πε­σαι μπρο­στὰ σὲ κάποιον ποὺ εἶναι κατώ­τε­ρος ἀπὸ τὸ Χρι­στό. Ντρέ­πε­σαι τὸν πατέ­ρα σοῦ μπρο­στὰ σὲ μιὰ ἀρκού­δα; Μήπως κάποια κόρη ντρέ­πε­ται γιὰ τὴ μητέ­ρα της μπρο­στὰ σὲ μιὰν ἀλε­ποῦ; Για­τί τότε ντρέ­πε­σαι τὸν πανά­γα­θο μπρο­στὰ στὸν κακό, τὸν Πάνα­γνο μπρο­στὰ στὸν ἁμαρ­τω­λό, τὸν παν­το­δύ­να­μο μπρο­στὰ στὸν ἀνί­σχυ­ρο, τὸν παν­το­γνώ­στη μπρο­στὰ στὸν ἀνόη­το; Για­τί ντρέ­πε­σαι τὸ μεγα­λο­δύ­να­μο Κύριο μπρο­στὰ σὲ μιὰ αἰσχρὴ κι ἁμαρ­τω­λὴ γενεά; Μήπως ἐπει­δὴ ἡ γενεὰ αὐτὴ χορεύ­ει διαρ­κῶς μπρο­στὰ στὰ μάτια σου, ἐνῶ ὁ Κύριος εἶναι ἀόρα­τος; Περί­με­νε λίγο, λίγο ἀκό­μα, κι ὁ Κύριος θὰ ἐμφα­νι­στεῖ ἔνδο­ξος ἀνά­με­σα στὰ νέφη τῶν ἀγγέ­λων, κι ἡ γενεὰ αὐτὴ θὰ ἐξα­φα­νι­στεῖ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του, θὰ σκορ­πι­στεῖ ὅπως ἡ σκό­νη μπρο­στὰ στὸ δυνα­τὸ ἄνε­μο. Τότε θὰ ντρα­πεῖς πραγ­μα­τι­κά, ὄχι γιὰ τὸν ἔνδο­ξο Κύριο, μὰ γιὰ σένα. Μὰ ἡ ντρο­πή σου τότε δὲ θά ‘χει καμιὰ ἀξία. Εἶναι καλύ­τε­ρα νὰ ντρα­πεῖς τώρα, ὅσο ἡ ντρο­πὴ μπο­ρεῖ ἀκό­μα νὰ βοη­θη­θεῖ. Νὰ ντρα­πεῖς γιὰ ὅλα μπρο­στὰ στὸ Χρι­στό, ὄχι γιὰ τὸ Χρι­στὸ μπρο­στὰ σὲ ὅλα.

Για­τί εἶπε ὁ Χρι­στὸς ἐμὲ καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους; “Ὅποιος ντρέ­πε­ται Ἐμέ­να, σημαί­νει ὅποιος ἀμφι­βάλ­λει γιὰ τὴ θεό­τη­τά Μοῦ, γιὰ τὴ θεία Μου ἐνσάρ­κω­ση ἀπὸ τὴν ἁγία Παρ­θέ­νο, γιὰ τὰ σταυ­ρι­κά Μου πάθη καὶ τήν ‘Ἀνά­στα­σή Μοῦ, γιὰ τὴν πτω­χεία Μοῦ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν ἀγά­πη μοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρ­τω­λούς. “Ὅποιος ντρέ­πε­ται γιὰ τοὺς λόγους Μου, σημαί­νει ὅποιος ἀμφι­βάλ­λει γιὰ τὸ εὐαγ­γέ­λιο ἢ ἀρνιέ­ται τὴ διδα­σκα­λία Μου, ὅποιος δια­στρέ­φει τοὺς λόγους Μου καὶ μὲ τὴν αἵρε­ση προ­κα­λεῖ σύγ­χυ­ση ἀνά­με­σα στοὺς πιστούς, ὅποιος φέρε­ται ἀλα­ζο­νι­κὰ στὴν ἀπο­κά­λυ­ψη καὶ τὴ διδα­σκα­λία Μου καὶ τὴν ἀντι­κα­θι­στᾷ μὲ ἄλλες, δικές του διδα­χὲς ἢ ὅποιος κρύ­βε­ται σκό­πι­μα καὶ δὲν ὁμο­λο­γεῖ τὰ λόγια Μου μπρο­στὰ στοὺς ἰσχυ­ροὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Αὐτὸς θὰ νιώ­σει καὶ τὴ δική Μου ντρο­πή, καὶ τὸ δικό του φόβο.

Τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι μιὰ ζων­τα­νὴ δια­θή­κη στὸν κόσμο, ὅπως εἶναι καὶ τὰ πάθη Του, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του. Ὁ Κύριος δὲ δια­χω­ρί­ζει τὰ λόγια Τοῦ ἀπὸ τὸν Ἑαυ­τό Του, δὲ δίνει μικρό­τε­ρη ἀξία σ’ αὐτὰ ἀπ’ ὅ,τι στὸ πρό­σω­πό Του. Ὁ λόγος Του εἶναι ἀχώ­ρι­στος ἀπὸ τὸν Ἑαυ­τό Του. Ὁ λόγος Του ἔχει τὴν ἴδια δύνα­μη μὲ τὸ πρό­σω­πό Του, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε στοὺς ἀπο­στό­λους Τοῦ: «Ἤδη ὑμεῖς καθα­ροὶ ἐστε διὰ τὸν λόγον ὄν λελά­λη­κα ὑμῖν» (Ἰωάν. ἰε’3). Μέ το λόγο Του καθά­ρι­ζε τίς ψυχές, θερά­πευε τοὺς ἀρρώ­στους, ἔδιω­χνε τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ ἀνά­σται­νε τοὺς νεκρούς. Ὁ λόγος Του εἶναι δημιουρ­γι­κός, καθαρ­τι­κὸς καὶ ζωο­γό­νος. Για­τί τότε νὰ ἠχεῖ περί­ερ­γο αὐτὸ ποὺ ἀκοῦ­με στὸ εὐαγ­γέ­λιο, «καὶ Θεὸς ἤν,ἥν,ἦν ὁ Λόγος» (Ἰωάν. αἴ);

Ὁ Κύριος ἀπο­κα­λεῖ τὴ γενεὰ αὐτὴ μοι­χα­λί­δα μὲ τὴν εὐρύ­τε­ρη ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἔτσι εἶχαν ἀπο­κα­λέ­σει κι οἱ παλιοὶ προ­φῆ­τες τὴ λατρεία τῶν ψεύ­τι­κων θεῶν (βλ. Ἰεζ. κγ’37). “Ὅποιος ἀφή­νει τὴ δική του σύζυ­γο καὶ ἀκο­λου­θεῖ ἄλλη γυναῖ­κα εἶναι μοι­χός. “Ὅποιος ξεχνᾷ τὸν ζῶν­τα Θεὸ καὶ προ­σκυ­νᾷ τὸν κτι­στὸ κόσμο, εἶναι κι αὐτὸς μοι­χός. “Ὅποιος ἐγκα­τα­λεί­πει τὴν πίστη τοῦ στὸν Κύριο καὶ πιστεύ­ει σὲ ἀνθρώ­πους κι ὅποιος ἀπαρ­νιέ­ται τὴν ἀγά­πη του πρός το Θεὸ καὶ τὴν μετα­φέ­ρει σὲ ἀνθρώ­πους καὶ σὲ ἀντι­κεί­με­να, δια­πράτ­τει μοι­χεία. Μὲ λίγα λόγια, ὅλες οἱ ἁμαρ­τί­ες ποὺ χωρί­ζουν τὴν ψυχὴ σοῦ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν προ­σκολ­λοῦν σὲ κάτι ἢ σὲ κάποιον μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, μπο­ροῦν νὰ χαρα­κτη­ρι­στοῦν μὲ τὸ γενι­κὸ ὅρο τῆς μοι­χεί­ας, για­τί ὅλες φέρουν τὰ σημά­δια τοῦ μοι­χοῦ ἄντρα ἢ τῆς μοι­χα­λί­δας γυναί­κας. “Ὅποιος ἑπο­μέ­νως ντρέ­πε­ται γιὰ τὸ Χρι­στό, τὸν Κύριο, το Νυμ­φίο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που, μπρο­στὰ σὲ μιὰ τέτοια μοι­χα­λί­δα γενεά, μοιά­ζει πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ νύφη ποῦ ντρέ­πε­ται μπρο­στὰ σὲ ἀκό­λα­στους ἀνθρώ­πους γιά το μνη­στῆ­ρα της. Ὁ Κύριος δὲ μιλά­ει μόνο γιὰ ἁμαρ­τω­λὴ γενεά, ἀλλὰ γιὰ γενεὰ μοι­χα­λί­δα καὶ ἁμαρ­τω­λή. Για­τί; Γιὰ νὰ κάνει εἰδι­κὴ ἀνα­φο­ρὰ καὶ καταγ­γε­λία τῆς μοι­χεί­ας. Μὲ τὴ λέξη «μοι­χεία» ὑπο­νο­οῦν­ται ἐδῶ οἱ σοβα­ρό­τε­ρες, οἱ πιὸ ἀπε­χθεῖς καὶ θανά­σι­μες ἁμαρ­τί­ες, ποῦ συχνὰ ξεστρα­τί­ζουν τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀπὸ τὴν αὐτα­πάρ­νη­ση, ἀπό το σταυ­ρό του καὶ τὴν ἀνα­γέν­νη­σή του.

Προ­σέξ­τε τώρα πὼς τελειώ­νει τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο: «‘Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσὶ τινες τῶν ὧδε ἐστη­κό­των, οἵτι­νες οὐ,οὗ μὴ γεύ­σων­ται θανά­του, ἕως ἂν ἴδω­σι τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ ἐλη­λυ­θυί­αν ἐν δυνά­μει» (Μάρκ. Θί). ‘Ἀλή­θεια σᾶς λέω, σᾶς δια­βε­βαιώ­νω, πῶς μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βρί­σκον­ται ἐδῶ τώρα, δὲ θὰ γνω­ρί­σουν θάνα­το, προ­τοῦ δοὺν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νά ‘ρχε­ται δυνα­μι­κά.

Ἀπὸ μιὰ πρώ­τη ἄπο­ψη θά ‘λεγε κανεὶς πῶς τὰ λόγια αὐτὰ δὲ συν­δέ­ον­ται μὲ τὰ προ­η­γού­με­να. Ἡ συνο­χή τους ὅμως εἶναι σαφής. Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαυ­μά­σιο τελεί­ω­μα. Ὁ Κύριος δὲ θ’ ἀφή­σει τοὺς πιστούς Του ἀπα­ρη­γό­ρη­τους. Ἀφοῦ τοὺς καλεῖ ν’ ἀνα­λά­βουν το σταυ­ρό τους, ν’ ἀπαρ­νη­θοῦν τὸν ἑαυ­τό τους καὶ τὴ ζωή τους κι ἀφοῦ τοὺς ἀπει­λεῖ μὲ φοβε­ρὲς τιμω­ρί­ες σὲ περί­πτω­ση ποῦ ντρα­ποῦν νὰ ὁμο­λο­γή­σουν Ἐκεῖ­νον καὶ τοὺς λόγους Του, ὁ Κύριος τώρα κάνει νὰ ἐμφα­νι­στεῖ στὸν οὐρα­νὸ ἕνα οὐρά­νιο τόξο μετὰ τὴν καται­γί­δα. Σπεύ­δει νὰ μιλή­σει γιὰ ἀντα­πό­δο­ση σὲ κεί­νους ποὺ τὸν ὑπα­κοῦ­νε καὶ τὸν ἀκο­λου­θοῦν κου­βα­λῶν­τας το σταυ­ρό τους. Ἡ ἀντα­μοι­βὴ θὰ δοθεῖ σὲ κάποιους πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ τὴν τελι­κὴ κρί­ση, πρὶν ἀκό­μα κι ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους στὴ γῆ. Αὐτοὶ δὲ θὰ γευ­τοῦν το θάνα­το ἕως ἂν ἴδω­σι τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ ἐλη­λυ­θεί­αν ἐν δυνά­μει.

Πόσο σοφὸς εἶναι ὁ Κύριος στὸ κήρυγ­μά Του! Ποτὲ δὲ μιλά­ει γιὰ κατα­δί­κη χωρὶς ταυ­τό­χρο­να ν’ ἀνα­φέ­ρει καὶ ἀντα­μοι­βή. Δὲν κατα­κρί­νει χωρὶς νὰ ἐπαι­νέ­σει, δὲν ὁδη­γεῖ τὸν ἄνθρω­πο σὲ δρό­μο γεμᾶ­το ἀγκά­θια χωρὶς νὰ μνη­μο­νεύ­σει τὴ χαρὰ ποὺ τὸν περι­μέ­νει στὸ τέλος τοῦ δρό­μου. Δὲν ἀπει­λεῖ χωρὶς νὰ παρη­γο­ρή­σει. Δὲν ἀφή­νει νὰ καλυ­φθεῖ ὁ οὐρα­νὸς ἀπὸ μαῦ­ρα σύν­νε­φα χωρὶς νὰ δεί­ξει ξανὰ τὸ λαμ­πρὸ ἥλιο καὶ τὸ κάλ­λος τοῦ οὐρά­νιου τόξου.

Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲ θὰ γευ­τοῦν θάνα­το προ­τοῦ δοὺν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νά ‘ρχε­ται δυνα­μι­κά; “Ὁ Κύριος, ποὺ μιλοῦ­σε στοὺς μαθη­τὲς Τοῦ μὰ καὶ σ’ ἕνα μεγά­λο πλῆ­θος ἀνθρώ­πων, εἶπε: «εἴσὶ τινες τῶν ὧδε ἐστη­κό­των». Εἶναι μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τώρα βρί­σκον­ται ἐδῶ, ἀνά­με­σά μας. Ποιούς ἐννο­εῖ, ἑπο­μέ­νως;

Πρῶ­τα ἐννο­εῖ ἐκεί­νους ποὺ ἔχουν τηρή­σει τὴν ἐντο­λὴ Τοῦ ν’ ἀπαρ­νη­θοῦν τὸν ἑαυ­τό τους καὶ ν’ ἀνα­λά­βουν το σταυ­ρό τους. Αὐτοί, ἂν καὶ ζοῦν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ νιώ­σουν μέσα τους τὴ δύνα­μη τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ. Τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ θὰ τοὺς ἐπι­σκιά­σει, θὰ τοὺς καθα­ρί­σει καὶ θὰ τοὺς ἁγιά­σει, θὰ τοὺς ἀνοί­ξει τίς πύλες τῶν μυστη­ρί­ων τοῦ οὐρα­νοῦ, ὅπως ἔγι­νε ἀργό­τε­ρα στὸν πρω­το­μάρ­τυ­ρα Στέ­φα­νο καὶ στοὺς ἀπο­στό­λους. Δὲν εἶδαν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ δυνα­μι­κὰ οἱ ἀπό­στο­λοι τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔλα­βον δύνα­μιν ἐξ ὕψους; Κι ὁ Στέ­φα­νος «ὑπάρ­χων πλή­ρης Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου, ἀτε­νί­σας εἰς τὸν οὐρα­νὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ» (Πράξ. ζ’55).Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης δὲν εἶδε τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ σωμα­τι­κό του θάνα­το; Ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος δὲν ἀνέ­βη­κε ὡς τὸν τρί­το οὐρα­νὸ προ­τοῦ γευ­τεῖ θάνα­το; “Ἄς ἀφή­σου­με ὅμως τοὺς ἀπο­στό­λους κατὰ μέρος. Ποιός ξέρει πόσοι ἀπὸ κεί­νους ποὺ παρα­κο­λου­θοῦ­σαν καὶ ἄκου­γαν τὸν Κύριο ἔνιω­σαν τὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ εἶδαν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νά ‘ρχε­ται προ­τοῦ ἐγκα­τα­λεί­ψουν τὸν κόσμο αὐτό;

‘Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἑρμη­νεία αὐτή, κάποιοι εὐαγ­γε­λι­κοὶ σχο­λια­στὲς δίνουν στὰ παρα­πά­νω λόγια τοῦ Χρι­στοῦ δια­φο­ρε­τι­κὴ ἑρμη­νεία. Ἐκτι­μοῦν ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Σωτῆ­ρα μας ἀνα­φέ­ρον­ται στοὺς τρεῖς ἀπο­στό­λους, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκω­βο καὶ τὸν Ἰωάν­νη, ποῦ λίγο και­ρὸ ἀργό­τε­ρα εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μετα­μορ­φώ­νε­ται στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ νὰ συνο­μι­λεῖ μὲ τὸν Ἠλία καὶ τὸ Μωυ­σῆ. Δὲν ὑπάρ­χει καμιὰ ἀμφι­βο­λία πῶς ἡ ἑρμη­νεία αὐτὴ εἶναι σωστή, μὰ δὲν ἀπο­κλεί­ει καὶ τὴν ἄλλη. Οἱ τρεῖς ἀπό­στο­λοι σίγου­ρα εἶδαν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεου δυνα­μι­κὰ στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφα­νί­στη­κε μὲ τὴν οὐρά­νια δόξα Του, ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο ἐμφα­νί­στη­καν ὁ Μωυ­σῆς κι ὁ Ἠλί­ας, ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀρι­στε­ρά Του. Δὲν πρέ­πει ὅμως νὰ πιστεύ­ου­με πῶς αὐτὴ ἦταν ἡ μονα­δι­κὴ περί­πτω­ση ποὺ ἄνθρω­ποι θνη­τοὶ εἶδαν τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νά ‘ρχε­ται δυνα­μι­κά. Τὸ περι­στα­τι­κὸ τοῦ ὄρους Θαβὼρ ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἐκθαμ­βω­τι­κό, μὰ δὲν ἀπο­κλεί­ει τίς ἀμέ­τρη­τες ἄλλες περι­πτώ­σεις θνη­τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ εἶδαν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν καὶ μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο, τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ δυνα­μι­κὰ καὶ ἔνδο­ξα.

Ἄν τὸ ἐπι­θυ­μοῦ­με, μπο­ροῦ­με κι ἐμεῖς νὰ δοῦ­με τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ νά ‘ρχε­ται «ἐν δυνά­μει καὶ δόξῃ» προ­τοῦ γευ­τοῦ­με τὸ σωμα­τι­κὸ θάνα­τό μας. Οἱ συν­θῆ­κες μὲ τίς ὁποῖ­ες θὰ μᾶς ἀπο­κα­λυ­φτεῖ ξεκα­θα­ρί­ζον­ται στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο. “Ἄς ἀγω­νι­στοῦ­με νὰ νεκρώ­σου­με τὴν παλιά μας ψυχή, τὴν ἁμαρ­τω­λὴ ζωή μας. “Ἄς μάθου­με πῶς εἶναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ πιὸ σπου­δαῖο στὸν ἄνθρω­πο νὰ σώσει τὴν ψυχή του παρὰ νὰ κερ­δί­σει τὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο. Ἔτσι θ’ ἀξιω­θοῦ­με μὲ τὸ ἔλε­ὸς Τοῦ νὰ δοῦ­με τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, μεγά­λη σὲ δύνα­μη κι ἀσύγ­κρι­τη σὲ δόξα, ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄγγε­λοι μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους δοξο­λο­γοῦν μέρα καὶ νύχτα τὸν Ζῶν­τα Θεό, τὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Νὰ μισή­σῃς τὸν ἑαυ­τό σου

«Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν, ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν» (Μάρκ. 8, 34)

Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγα­πη­τοί, ἡ Ἐκκλη­σία σήμε­ρα, τρί­τη Κυρια­κὴ τῶν Νηστειῶν, ὑψώ­νει μπρο­στά μας τὴ σημαία της. Σημαία δὲ τῆς Ἐκκλη­σί­ας εἶνε ὁ σταυ­ρός. Σημαία, ποὺ κυμα­τί­ζει αἰῶ­νες τώρα καὶ δίνει θάρ­ρος καὶ ἀνδρεία σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύ­ουν καὶ ἀγω­νί­ζον­ται γιὰ ὅσα κήρυ­ξε καὶ γιὰ ὅσα μαρ­τύ­ρη­σε ὁ Χρι­στός. Σημαία, ποὺ κανεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν κατε­βά­σῃ ἀπὸ τὸ οὐρά­νιο ὕψος της. Σημαία, ποὺ νικᾷ κάθε ἐχθρὸ καὶ θριαμ­βεύ­ει. Σημαία, ποὺ μιὰ μέρα, σύμ­φω­να μὲ τίς προ­φη­τεῖ­ες, θὰ νική­σῃ ὅλα τὰ στρα­τεύ­μα­τα τοῦ ἀντι­χρί­στου, θὰ κυριαρ­χή­σῃ σ’ ὅλους τοὺς λαούς καὶ τὰ ἔθνη, καὶ θὰ γίνῃ παγ­κό­σμιος σημαία τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, ποὺ μόνο κάτω ἀπὸ τὴ δική της σκιὰ θὰ βρὴ ὁ κόσμος τὴν εἰρή­νη καὶ τὴν εὐτυ­χία.

Ὁ Χρι­στός, ὁ αἰώ­νιος βασι­λεύς, μᾶς καλεῖ νὰ κατα­τα­χθοῦ­με στὸ στρα­τό του. Δὲν μᾶς βιά­ζει. Μᾶς ἀφή­νει ἐλεύ­θε­ρους νὰ ἐκλέ­ξου­με ποὺ θέλου­με νὰ πᾶμε. Ἡ μὲ τὸ Χρι­στὸ καὶ μὲ τὸ διά­βο­λο.

Ἐθε­λον­τὰς ζητεῖ ὁ Χρι­στός. Τὸ διάγ­γελ­μά του ἔτσι ἀρχί­ζει: «Ὅστις θέλει ὀπί­σω μοῦ ἀκο­λου­θεῖν…» (Μάρκ. 8, 34). Ὦ, πόσο εὐγε­νι­κὸς εἶνε ὁ Χρι­στός! Πόσο σέβε­ται τὴν ἐλευ­θε­ρία μας, ποὺ αὐτός μας τὴν ἔδω­σε γιὰ νὰ ξεχω­ρί­ζου­με ἀπ’ τὰ κτή­νη, ποὺ ὅ,τι θέλει τὰ κάνει τὸ ἀφεν­τι­κό τους! Δὲν εἴμα­στε ζῶα. Δὲν εἴμα­στε κοπά­δια. Δὲν εἴμα­στε μᾶζες. Δὲν εἴμα­στε δοῦ­λοι. Δὲν εἴμα­στε ρομπότ. Ὄχι! Εἴμα­στε ἄνθρω­ποι. Μπο­ροῦ­με νὰ ἐκλέ­ξου­με τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Τὸ φῶς καὶ τὸ σκο­τά­δι. Τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸ διά­βο­λο. Ἐμπρός, ἀδελ­φοί μου, ἂς ἀκο­λου­θή­σου­με τὸ Χρι­στό!

Ἐλεύ­θε­ροι εἴμα­στε ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με τὸ Χρι­στό. Ἀλλ’ ἀπὸ τὴ στιγ­μή, ποὺ παίρ­νου­με τὴν ἁγία ἀπό­φα­ση ν’ ἀκο­λου­θή­σου­με τὸ Χρι­στό, εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ κάνου­με ὄχι ἐκεῖ­νο ποὺ θέλου­με ἐμεῖς, ἀλλὰ ἐκεῖ­νο ποὺ δια­τά­ζει ὁ ἀρχη­γός μας, ὁ Χρι­στός. Καὶ τὸ πρῶ­το ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τοὺς πιστούς του, ὅπως ἀκού­σα­με στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, εἶνε τὸ «ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν». Τί σημαί­νει; Σημαί­νει, νὰ ἀπαρ­νη­θοῦ­με, νὰ μισή­σου­με τὸν ἑαυ­τό μας. Ὁ Τὸν ἑαυ­τό μας νὰ μισή­σου­με; Τί παρά­ξε­νος λόγος εἶνε αὐτός; Χρι­στέ μου, σὺ δὲν εἶπες, ὅτι πρέ­πει ν’ ἀγα­ποῦ­με τὸν ἑαυ­τό μας, καὶ ὅπως ἀγα­ποῦ­με τὸν ἑαυ­τό μας ν’ ἀγα­ποῦ­με καὶ τὸν πλη­σί­ον μας; Δική σου ἐντο­λὴ δὲν εἶνε τὸ «Ἀγα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σοῦ ὡς σεαυ­τόν»; (Ματθ. 19, 19). Πῶς τώρα μᾶς λὲς νὰ μισή­σου­με τὸν ἑαυ­τό μας;

«Ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν» (Μάρκ. 8, 34). Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ φαί­νε­ται τόσο ἀντί­θε­τος πρὸς ἄλλα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ἔχει ἀνάγ­κη μιᾶς ἐξη­γή­σε­ως. Εἶνε ἀνάγ­κη νὰ κατα­λά­βου­με τὸ βαθύ­τε­ρό του νόη­μα.

Ὁ ἑαυ­τός μας, στὸ λόγο αὐτὸ τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν εἶνε τὸ σῶμα μας, ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ τὸ ἐξον­τώ­σου­με. Ὄχι. Για­τί τὸ σῶμα, μὲ τὰ θαυ­μά­σια ὄργα­να λει­τουρ­γί­ας ποὺ ἔχει, εἶνε δημιούρ­γη­μα τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἔξο­χο καλ­λι­τέ­χνη­μα, καὶ πρέ­πει νὰ τὸ προ­σέ­χου­με νὰ μὴν τὸ κατα­στρέ­ψου­με. Ὁ ἑαυ­τός μας δὲν εἶνε τὸ σῶμα. Ὁ ἑαυ­τός μας δὲν εἶνε οἱ καλὲς ἐπι­θυ­μί­ες, ποὺ φύτευ­σε στὸν κάθε ἄνθρω­πο ὁ καλὸς Θεός. Ἑαυ­τός μας, ποὺ πρέ­πει νὰ μισή­σου­με καὶ ν’ ἀρνη­θοῦ­με, εἶνε οἱ κακὲς ἐπι­θυ­μί­ες, εἶνε οἱ κακί­ες καὶ τὰ πάθη μας, ποὺ φωλιά­ζουν μέσα στὴν ψυχή μας καὶ τυραν­νοῦν τὴ ζωή μας καὶ δὲν μᾶς ἀφή­νουν ν’ ἀνα­πνεύ­σου­με ἐλεύ­θε­ρα. Αὐτὲς οἱ κακί­ες, ποὺ δὲν προ­έρ­χον­ται ἀπό το Θεό, ἀλλὰ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τὴν πονη­ρή μας θέλη­ση, ἀπο­τε­λοῦν ἕνα δεύ­τε­ρο ἄνθρω­πο, τὸν ἁμαρ­τω­λό, τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο. Ἔτσι ὀνο­μά­ζει τὸ διε­φθαρ­μέ­νο ἑαυ­τό μας καὶ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος (πρβλ. Ρωμ. 6, 6 κ.ἄ.). Καὶ αὐτὸς ὁ «παλαιὸς ἄνθρω­πος» θέλει τὰ δικά του καὶ μᾶς κεν­τᾶ διαρ­κῶς καὶ μᾶς σπρώ­χνει στὸ κακό. Εἶνε σὰν μιὰ γυναῖ­κα, ποὺ ἀπα­τᾷ τὸν καλό της ἄντρα καὶ τὸν σπρώ­χνει στὸ ἔγκλη­μα, στὴν ἀτι­μία καὶ στὴ δια­φθο­ρά.

Αὐτὸν λοι­πὸν τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο πρέ­πει νὰ τὸν μισή­σου­με. Νὰ δια­κό­ψου­με κάθε σχέ­ση μαζί του. Νὰ μὴν ἀκοῦ­με τί μᾶς λέει, ἂν θέλου­με νὰ μένου­με πιστοὶ στὸ Χρι­στό, ἂν θέλου­με νὰ μὴν καταν­τή­σου­με κτή­νη, ἀλλὰ νὰ εἴμα­στε ἄνθρω­ποι μὲ ἀνώ­τε­ρο προ­ο­ρι­σμό.

«Ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν» (αὐτ.). Ἄς φέρου­με μερι­κὰ παρα­δείγ­μα­τα, γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με τὸ σπου­δαῖο αὐτὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

Βρι­σκό­μα­στε σὲ περί­ο­δο νηστεί­ας. Ἡ Ἐκκλη­σία δια­τά­ζει νὰ νηστέ­ψου­με. Ναί, νὰ νηστέ­ψου­με ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀσθε­νεῖς. Καὶ τὴν ἐντο­λὴ αὐτὴ τῆς Ἐκκλη­σί­ας πρέ­πει νὰ τὴν ἐκτε­λέ­σου­με. Ἀλλὰ νά, ἔρχε­ται καὶ παλαιὸς ἄνθρω­πος, ποὺ ἔχου­με μέσα μας, καὶ λέει: «Μὴν ἀκοῦς. Τί θὰ πῇ νηστεία; Μὴν ἀκοῦς τί λένε οἱ παπᾶ­δες καὶ οἱ δεσπο­τᾶ­δες. Ὅλες οἱ μέρες εἶνε ἴδιες. Σύ νὰ Τρὼς καὶ Τετάρ­τη καὶ Παρα­σκευὴ καὶ Μεγά­λη Βδο­μά­δα…».… Τί θὰ κάνου­με τώρα; Δυὸ φωνὲς ἀκοῦ­με. Ἡ μιὰ τοῦ Χρι­στοῦ «Νήστευε». Ἡ ἄλλη τῆς σάρ­κας, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώ­που: «Τρῶ­γε». Ποιά φωνὴ θ’ ἀκού­σου­με; Ἄν πὴς στὴ σάρ­κα «Ὄχι, δὲν θὰ σ’ ἀκού­σω θ’ ἀκού­σω τὸ Χρι­στό», τότε ἐκτε­λεῖς τὸ «ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν». Δεί­χνεις αὐτα­πάρ­νη­σι, πατᾷς τὸ θέλη­μα τοῦ ἀνθρώ­που, ποῦ, ὅπως λέει ἕνας ἅγιος, εἶνε ἕνα γου­ρού­νι, ποὺ ποτὲ δὲν χορ­ταί­νει, ἀλλὰ θέλει ὅλο νὰ τρώη καὶ νὰ παχαί­νῃ.

«Ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν» (αὐτ.). Θέλεις κι ἄλλο παρά­δειγ­μα; Χτυ­πᾷ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ σου κάποιος. Εἶνε ἕνας δυστυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος. Εἶνε μιὰ χήρα, ἕνα ὀρφα­νό. Ζητοῦν τὴ βοή­θειά σου. Δυὸ φωνὲς ἀκού­γον­ται πάλι. Ἡ μιὰ εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἄλλη εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ μιὰ σοῦ λέει «Δῶσε». Ἡ ἄλλη «Ὄχι, δὲν θὰ δώσῃς τίπο­τε, οὔτε νερὸ στὸν ἄγγε­λό σου». Ἀδελ­φέ μου, ποιά φωνὴ θ’ ἀκού­σης; Ἄν ἀκού­σης τὴ φωνὴ τοῦ Χρι­στοῦ κι ἀνοί­ξῃς τὸ πουγ­γί σου καὶ βοη­θή­σῃς τὸ φτω­χό, νίκη­σες τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο, νίκη­σες τὴ φιλαυ­τία σου, ἐφάρ­μο­σες το λόγο τοῦ Χρι­στοῦ.

«Ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν». Θέλεις τρί­το παρά­δειγ­μα; Κάποιος πάλι χτυ­πᾷ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ σου. Δὲν εἶνε ἕνας φτω­χὸς καὶ δυστυ­χι­σμέ­νος. Εἶνε ἐχθρός σου, σ’ ἔχει ἀδι­κή­σει καὶ σ’ ἔχει βλά­ψει. Ἔρχε­ται νὰ σοῦ ζητή­σῃ συχώ­ρη­σι. Ὁ Χρι­στός σου λέει νὰ τὸν συχω­ρέ­σης. Ὁ παλαιὸς ἄνθρω­πος λέει: «Ὄχι, νὰ μὴν τὸν συχω­ρέ­σης νὰ τὸν ἐκδι­κη­θῇς νὰ τὸν κατα­διώ­ξῃς νὰ τοῦ ρου­φή­ξῃς, ἂν μπο­ρῇς, καὶ τὸ αἷμα του». Ἀδελ­φέ, ποιά ἀπὸ τίς δύο αὐτὲς φωνὲς θ’ ἀκού­σης; Ἄν ἀκού­σης τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸν συχω­ρέ­σης, νίκη­σες νίκη μεγά­λη. Νίκη­σες τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο. Νίκη­σες ἕνα ἀπὸ τὰ χει­ρό­τε­ρα πάθη τῆς ἀνθρω­πί­νης φύσε­ως, τὸ πάθος τῆς ἐκδι­κή­σε­ως. Ἀπαρ­νή­θη­κες τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο καὶ συν­τά­χθη­κες μὲ τὸ νέο ἄνθρω­πο, τὸ Χρι­στό. Ἐφάρ­μο­σες τὸ «ἀπαρ­νη­σά­σθω ἑαυ­τόν».

Ἀγα­πη­τοί μου! Ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ ἀρχη­γός. Ὁ σταυ­ρὸς ἡ σημαία μας. Ἐμεῖς οἱ στρα­τιῶ­τες. Ἄς φανοῦ­με πιστοὶ καὶ ἀφο­σιω­μέ­νοι. Ἄς μισή­σου­με τὴν κακία, ἂς δια­κό­ψου­με κάθε σχέ­ση μὲ τὸ διε­φθαρ­μέ­νο ἑαυ­τό μας, τὸν παλαιὸ ἄνθρω­πο. Ὄχι τὰ θελή­μα­τά του. Ὄχι τὰ ἁμαρ­τω­λὰ θελή­μα­τα τοῦ ἑαυ­τοῦ μας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ μόνο τὸ θέλη­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἂς ἐκτε­λοῦ­με.

Χρι­στέ, βοή­θη­σέ μας. Τὸ θέλη­μά σου νὰ γίνε­ται «ὡς ἕν οὐρα­νῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6, 10).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek