ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) - ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Θ΄ 17 - 31)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. 22καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. 23ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

 17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ’ όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20 Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ’ εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24 Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28 Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30 Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή. 

17 Τότε ένας μέσα απ’ το πλήθος του αποκρίθηκε: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου που έχει καταληφθεί από δαιμονικό πνεύμα, που του πήρε κα τη λαλιά. 18 Και σ’ όποιο μέρος τον πιάσει, τον ρίχνει κάτω, κι αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και μένει ξερός κι αναίσθητος. Είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν. 19 Τότε ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Ώ γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον μου εδώ. Και τον έφεραν κοντά του. 20 Κι όταν το πονηρό πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε κάτω στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα του. 21 Τότε ρώτησε ο Κύριος τον πατέρα του παιδιού. Πόσος καιρός είναι από τότε που του συμβαίνει αυτό; Κι εκείνος του απάντησε: Από μικρό παιδί. 22 Πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή. Αλλά εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. 23 Ο Ιησούς τότε του είπε το εξής: Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. 24 Κι αμέσως φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε: Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν’ απαλλαγώ απ’ την ολιγοπιστία μου και αναπλήρωσε εσύ την έλλειψη της πίστεώς μου. 25 Όταν λοιπόν είδε ο Ιησούς ότι έτρεχε εκεί και μαζευόταν πολύς λαός, πρόσταξε αυστηρά το ακάθαρτο δαιμονικό πνεύμα και του είπε: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ πια μέσα του. 26 Τότε το πονηρό πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί, βγήκε. Κι έγινε σαν νεκρός ο νέος, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε. 27 Ο Ιησούς όμως τον έπιασε απ’ το χέρι και τον σήκωσε? κι εκείνος στάθηκε όρθιος. 28 Όταν κατόπιν ο Κύριος μπήκε σε κάποιο σπίτι, τον ρωτούσαν ιδιαιτέρως οι μαθητές του: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; 29 Κι εκείνος τους απάντησε: Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν βγαίνει με τίποτε άλλο παρά με προσευχή που συνοδεύεται με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο το δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό. 30 Κι αφού βγήκαν από εκεί, προχωρούσαν αθόρυβα διασχίζοντας τη Γαλιλαία, ακολουθώντας τη δυτική όχθη του Ιορδάνου. Και δεν ήθελε να μάθει κανείς ότι περνούσαν από εκεί. 31 Διότι ήθελε να μένει μόνος του μαζί με τους μαθητές του, τους οποίους συστηματικά πλέον δίδασκε και τους έλεγε ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, θα παραδοθεί μετά από λίγο στα χέρια ανθρώπων, κι αυτοί θα τον θανατώσουν. Κι αφού πεθάνει, την τρίτη ημέρα από το θάνατό του θα αναστηθεί.

17  Tότε μίλησε ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἔφερα τὸν υἱό μου σὲ σένα, ποὺ ἔχει πνεῦμα (δαιμόνιο), ποὺ τοῦ ἀφῄρεσε τὴ λαλιά. 18  Kαὶ ὅπου τὸν πιάσῃ, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ ξεραίνεται. Kαὶ εἶπα στοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν». 19  Aὐτὸς δὲ ἀποκρινόμενος σ’ αὐτὸν λέγει: «Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; Φέρτε τον σὲ μένα». 20 Kαὶ τὸν ἔφεραν σ’ αὐτόν. Kαὶ ὅταν τὸ πνεῦμα (τὸ δαιμόνιο) τὸν εἶδε, ἀμέσως τὸν τάραξε (τὸν δαιμονισμένο) μὲ σπασμούς, καὶ ἔπεσε στὴ γῆ καὶ κυλιόταν καὶ ἄφριζε. 21  Pώτησε δέ (ὁ Ἰησοῦς) τὸν πατέρα του: «Ἀπὸ πότε τοῦ συμβαίνει αὐτό;». Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία (ἀπὸ μικρὸ παιδί)». 22  Πολλὲς δὲ φορὲς τὸν ἔρριξε καὶ στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Ἀλλ’ ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας». 23  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τὸ ἂ ν δ ύ ν α σ α ι ν ὰ πιστεύσῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. 24  Ἀμέσως τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ φώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Kύριε. Bοήθησε στὴν ἀπιστία μου». 25  Ὅταν δὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἔτρεχε καὶ συγκεντρωνόταν πλῆθος, πρόσταξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτο λέγοντας σ’ αὐτό: «Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κωφό, ἐγὼ σὲ διατάσσω· νὰ βγῇς ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ ξαναμπῇς σ’ αὐτόν». 26  Kαὶ ἀφοῦ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ τὸν συντάραξε πολύ, βγῆκε, καὶ ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν, ὅτι πέθανε. 27  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε καὶ ἀνωρθώθηκε. 28  Kαὶ ὅταν αὐτός (ὁ Ἰησοῦς) μπῆκε σὲ κάποιο σπίτι, τὸν ρώτησαν οἱ μαθηταί του ἰδιαιτέρως: «Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλωμε;». 29  Kαὶ τοὺς ἀπάντησε: «Aὐτὸ τὸ εἶδος (τῶν δαιμόνων) δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγῇ μὲ τίποτε, παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία». 30  Ἀφοῦ δὲ ἔφυγαν ἀπ’ ἐκεῖ, πορεύονταν διὰ μέσου τῆς Γαλιλαίας καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μάθῃ κανείς. 31  Mιλοῦσε δὲ στοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σὲ λίγο θὰ παραδοθῇ σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατο θ’ ἀναστηθῇ. 

Ιερός Χρυσόστομος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

«Κα λθόντων ατν πρς τν χλον προσλθεν ατ νθρωπος γονυπετν ατν κα λέγων· Κύριε, λέησόν μου τν υόν, τι σεληνιάζεται κα κακς πάσχει· πολλάκις γρ πίπτει ες τ πρ κα πολλάκις ες τ δωρ. κα προσήνεγκα ατν τος μαθητας σου, κα οκ δυνήθησαν ατν θεραπεσαι(: Και όταν έφθασαν στο πλήθος του λαού, Τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος που γονάτισε μπροστά Του κι έλεγε: ‘’Κύριε, λυπήσου και σπλαχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται και υποφέρει άσχημα, αλλά και κινδυνεύει τον έσχατο κίνδυνο· διότι πολλές φορές πέφτει στη φωτιά, και πολλές φορές στο νερό, και κινδυνεύει έτσι να καεί ή να πνιγεί. Και τον έφεραν στους μαθητές Σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν)»[Ματθ.17,14-16].

Αυτόν τον άνθρωπο η Γραφή μας τον παρουσιάζει πάρα πολύ ασθενή ως προς την πίστη· και τούτο είναι φανερό από πολλά σημεία, και από το ότι είπε ο Χριστός: «Πάντα δυνατ τ πιστεύοντι (:Σε εκείνον που πιστεύει όλα είναι δυνατά)»[Μάρκ.9,23],και από το ότι είπε αυτός που Τον πλησίασε «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τ πιστί (:Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύναμη να με βοηθήσεις. Βοήθησέ με να απαλλαγώ απ’ την ολιγοπιστία μου και αναπλήρωσε εσύ την έλλειψη της πίστεώς μου)»[Μάρκ.9,24] και από το ότι έδωσε ο Χριστός εντολή στον δαίμονα να μην εισέλθει πλέον σε αυτόν, αλλά ακόμη και από το ότι είπε ο άνθρωπος εκείνος στον Χριστό: «Ε τι δύνασαι(:Εάν μπορείς)»[Μάρκ.9,22].

Και γιατί κατηγορεί τους μαθητές, εάν η απιστία του πατέρα αυτού υπήρξε η αιτία να μην εξέλθει ο δαίμονας; Για να δείξει ότι πολλές φορές είναι δυνατόν σε αυτούς που έχουν πίστη, να θεραπεύσουν τους ασθενείς και χωρίς να έχουν πίστη οι ίδιοι ασθενείς αυτοί που προσέρχονται για αποκατάσταση της υγείας τους· διότι όπως ακριβώς πολλές φορές αρκούσε η πίστη εκείνου που προσερχόταν στο να εκπληρωθεί το αίτημά του και από πολύ κατώτερους ως προς το αξίωμα, έτσι πολλές φορές αποδείχτηκε αρκετή η δύναμη και η πίστη εκείνων που ενεργούσαν τις θαυματουργικές ιάσεις να θεραπεύσουν και χωρίς να πιστεύουν αυτοί που προσέρχονταν για να γιατρευτούν.

Και τα δύο αυτά επιβεβαιώνονται από τις θείες Γραφές· διότι και όσοι ζούσαν μαζί με τον Κορνήλιο έλαβαν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος εξαιτίας της πίστεώς τους[ βλ. Πράξ. 10,1-48], και στην περίπτωση του Ελισσαίου πάλι αναστήθηκε ο νεκρός, μολονότι δεν υπήρξε κάποιος που να δείξει πίστη[Δ΄Βασιλειών 13,21 «Κα πέθανεν λισαιέ, κα θαψαν ατόν. Κα μονόζωνοι Μωβ λθον ν τ γ λθόντος το νιαυτο· κα γένετο ατν θαπτόντων τν νδρα, κα δο εδον τν μονόζωνον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύθη κα ψατο τν στέων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(: Και πέθανε ο Ελισαίος και τον έθαψαν. Κατά δε το επόμενο έτος εισέβαλαν στη χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Και καθώς οι Ισραηλίτες πήγαιναν να θάψουν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του προφήτη Ελισαίου και ετράπησαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, επανήλθε στη ζωή και ανορθώθηκε στα πόδια του)»].Διότι και αυτοί που έριξαν το νεκρό σώμα μέσα στο ανοικτό μνήμα, όπου βρισκόταν τα οστά του προφήτη Ελισαίου, το έριξαν εκεί απλώς και ως έτυχε και όχι από πίστη, αλλά από δειλία και επειδή φοβήθηκαν τις δοκιμασίες εάν τους προλάβαιναν και τους αιχμαλώτιζαν οι επιδρομές Μωαβίτες, έφυγαν, και αυτόν που είχε πεθάνει, τον έριξαν εκεί και αναστήθηκε ο νεκρός αυτός από μόνης της δύναμης του αγίου σώματος του προφήτη Ελισαίου. Επομένως είναι φανερό ότι στην περίπτωση αυτή του σεληνιαζόμενου νέου οι μαθητές φάνηκαν ασθενείς ως προς την πίστη, αλλά όχι όλοι· διότι οι στύλοι[: Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης] δεν ήταν παρόντες εκεί τότε[βρίσκονταν στο όρος της Μεταμορφώσεως μαζί με τον Ιησού, όταν ο πατέρας αυτός είχε αρχικά φέρει τον ασθενή υιό του για θεραπεία στους άλλους μαθητές].

Αλλά και από την άλλη πλευρά πρόσεξε την αγνωμοσύνη του ανθρώπου αυτού,πώς πλησιάζει τον Ιησού ενώπιον του λαού και ομιλεί εναντίον των μαθητών λέγοντας ότι: «Προσήνεγκα ατν τος μαθητας σου, κα οκ δυνήθησαν ατν θεραπεσαι(:Έφερα αυτόν προς τους μαθητές Σου με την παράκληση να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν μπόρεσαν να του χαρίσουν την θεραπεία)»[Μάρκ.9,18]. Ο Χριστός όμως απαλλάσσοντας τους μαθητές Του από τις κατηγορίες αυτές ενώπιον του λαού, επιρρίπτει σε εκείνον τη μεγαλύτερη ευθύνη. Διότι λέγει : « γενε πιστος κα διεστραμμένη! ως πότε σομαι μεθ᾿ μν; ως πότε νέξομαι μν; (: Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη, και απ΄ την κακία σου είσαι διεστραμμένη! Έως πότε θα σας ανέχομαι;”)»[Ματθ.17,17]· και δεν απευθύνεται μόνο στο πρόσωπο αυτού για να μη φέρει σε δύσκολη θέση και σε αμηχανία τον πατέρα αυτό, αλλά απευθύνεται και προς όλους τους Ιουδαίους· διότι ήταν φυσικό να σκανδαλισθούν πολλοί από τους παρόντες και να σκεφθούν για τους μαθητές ανάρμοστα και ανυπόστατα πράγματα. Αλλά και όταν λέγει «ως πότε σομαι μεθ᾿ μν;(: Έως πότε θα σας ανέχομαι; Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας;)», δείχνει πάλι ότι ο θάνατος είναι για Αυτόν κάτι το ευπρόσδεκτο και επιθυμητό και ποθητή η αναχώρηση από αυτήν τη ζωή· και ότι είναι βαρύ πράγμα όχι το να σταυρωθεί, αλλά το να είναι μαζί με τους απίστους και κακοπροαίρετους αυτούς ανθρώπους.

Όμως δεν σταμάτησε στις κατηγορίες, αλλά τι λέγει; «Φέρετέ μοι ατν δε(:Φέρετέ μου αυτόν εδώ)». Και ρωτά τον πατέρα πόσα χρόνια είναι ο γιος του ασθενής, δικαιολογώντας έτσι και τους μαθητές Του και οδηγώντας ταυτόχρονα εκείνο τον πατέρα στην καλή ελπίδα και στο να πιστέψει ότι θα απαλλαγεί από το κακό. Και τον αφήνει να σπαράζει όχι προς επίδειξη(επειδή λοιπόν ο όχλος συγκεντρωνόταν, τον επιτίμησε),αλλά εξαιτίας του πατέρα του, ώστε όταν έβλεπε το δαιμόνιο να καταλαμβάνεται από ανησυχία και να ταράσσεται για το ότι και μόνο οδηγήθηκε μπροστά σ’ Αυτόν, έστω και έτσι να πιστέψει στο θαύμα που επρόκειτο να γίνει.

Επειδή λοιπόν ο πατέρας εκείνος είπε ότι το δαιμόνιο είχε καταλάβει τον γιο του «Παιδιόθεν(:από την παιδική του ηλικία)»[Μάρκ.9,21-22:«Παιδιόθεν. Κα πολλάκις ατν κα ες πρ βαλε κα ες δατα, να πολέσ ατόν(:Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»] και ότι «Ε τι δύνασαι(:εάν μπορείς να κάνεις κάτι)»[Μάρκ. 9,22: «λλ᾿ ε τι δύνασαι, βοήθησον μν σπλαγχνισθες φ᾿ μς(:αλλά εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας)»], ο Χριστός λέγει: «Πάντα δυνατ τ πιστεύοντι(:όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει)»[Μάρκ. 9,23: «Ε δύνασαι πιστεσαι, πάντα δυνατ τ πιστεύοντι(:Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε όποιον πιστεύει)»], επιρρίπτοντας και πάλι σε αυτόν την κατηγορία.

Και όταν μεν έλεγε ο λεπρός, «Κύριε, ἐὰν θέλς δύνασαί με καθαρίσαι(:Κύριε, πιστεύω ότι, εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις από τη λέπρα)»,ομολογώντας με τα λόγια του αυτά τη δύναμή Του, ο Κύριος με σκοπό να τον επαινέσει και να επιβεβαιώσει τα λόγια του, έλεγε: «Θέλω, καθαρίσθητι(:Θέλω, καθαρίσου από τη λέπρα)»[Λουκ.5,12-13].Όταν όμως αυτός ο πατέρας δεν είπε τίποτε αντάξιο της δύναμής Του, λέγοντας: «Ε τι δύνασαι, βοήθησον μν σπλαγχνισθες φ᾿ μς(:Εάν μπορείς, να κάνεις τίποτε, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας)»[Μάρκ.9,22], δες πώς το διορθώνει επειδή δεν ειπώθηκε με τον πρέποντα τρόπο. Τι λέγει λοιπόν; «Ε δύνασαι πιστεσαι, πάντα δυνατ τ πιστεύοντι(:Εάν εσύ μπορείς να πιστέψεις, τότε όλα είναι κατορθωτά σε όποιον έχει πίστη)»[Μάρκ.9,22-23]. Τα λόγια Του αυτά έχουν την εξής σημασία: «Τόσο μεγάλη αφθονία δυνάμεως υπάρχει σε Εμένα, ώστε να μπορώ και άλλους να κάνω ικανούς να θαυματουργούν. Άρα λοιπόν εάν πιστεύεις όπως πρέπει,», λέγει, «και ο ίδιος μπορείς να θεραπεύσεις και αυτόν και πολλούς άλλους». Και αφού τα είπε αυτά, απάλλαξε τον ασθενή από το δαιμόνιο.

Εσύ όμως μη σκέπτεσαι μόνο από αυτό την πρόνοια και την ευεργεσία Του, αλλά και τον χρόνο εκείνο που επέτρεψε να παραμείνει μέσα στον άνθρωπο το δαιμόνιο· καθόσον εάν και τότε δεν εκδηλωνόταν στον άνθρωπο σε τόσο μεγάλο βαθμό η πρόνοιά Του, ίσως να είχε προ πολλού χαθεί· καθόσον «κα πολλάκις ατν κα ες πρ βαλε κα ες δατα, να πολέσ ατόν(: πολλές φορές μάλιστα τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»[Μάρκ.9,22], λέγει. Εκείνον όμως που αποτολμούσε τέτοια πράγματα, να πέφτει, δηλαδή, στη φωτιά και στα νερά, ασφαλώς και το δαιμόνιο θα τον εξολόθρευε, εάν ο Θεός δεν του συγκρατούσε τη μεγάλη μανία με ισχυρό χαλινάρι· όπως ακριβώς συνέβη τούτο και στην περίπτωση εκείνων των δύο γυμνών που έτρεχαν στις ερημιές και κατέσχιζαν τα σώματά τους με πέτρες[Ματθ.8,28: «Κα λθόντι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γεργεσηνν πήντησαν ατ δύο δαιμονιζόμενοι κ τν μνημείων ξερχόμενοι, χαλεπο λίαν, στε μ σχύειν τιν παρελθεν δι τς δο κείνης(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέναντι όχθη, στη χώρα των Γεργεσηνών, Τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έβγαιναν από τα μνήματα που υπήρχαν εκεί, στα οποία ευχαριστιούνταν να κατοικούν. Ήταν και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι· τόσο, ώστε να μην μπορεί κανείς να περάσει απ’ τον δρόμο εκείνο)»].

Καθόλου επίσης να μην περιεργήσεις επειδή αποκαλεί τον νεαρό αυτό «σεληνιαζόμενο»[ ο πατέρας του απέδιδε την αλλόκοτη αυτή συμπεριφορά του στην επενέργεια της σελήνης], διότι η ονομασία αυτή αποδόθηκε από τον πατέρα του δαιμονιζόμενου αυτού νέου. Μα πώς λοιπόν τότε ο ευαγγελιστής λέγει ότι ο Κύριος θεράπευσε πολλούς σεληνιαζόμενους;[Ματθ.4,24: Κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρίαν, κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους, κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς(:Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη του σε όλη τη Συρία. Κι έφεραν μπροστά Του όλους όσους υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες και κατέχονταν από βασανιστικές ασθένειες, δαιμονισμένους και σεληνιασμένους και παραλύτους, και τους θεράπευε όλους)»].

Τους ονομάζει έτσι στηριζόμενος στην αντίληψη των πολλών[κατά τη λαϊκή αυτήν αντίληψη στην ασθένεια αυτή ασκούν επίδραση οι φάσεις της σελήνης. Κάποιες μορφές της νόσου κατά την Αγία Γραφή οφείλονται στην επενέργεια των ακαθάρτων πνευμάτων]·διότι ο διάβολος για να συκοφαντήσει το φυσικό στοιχείο, κάνει τους δαιμονιζόμενους να καταλαμβάνονται από κρίσεις και πάλι να χαλαρώνουν ανάλογα με τις περιστροφές και τις διάφορες φάσεις της σελήνης· όχι φυσικά επειδή εκείνη επενεργεί, μη γένοιτο· αλλά ο διάβολος διαπράττει την κακουργία αυτήν προς συκοφάντηση του φυσικού στοιχείου. Γι’ αυτό και επικράτησε μεταξύ των ανοήτων η εσφαλμένη αυτή αντίληψη, και εξαπατώμενοι να αποκαλούν «σεληνιαζομένους» τους δαιμονισμένους ανθρώπους· καθώς πράγματι αυτό δεν είναι αλήθεια, η σελήνη καμία επενέργεια δεν ασκεί στους ανθρώπους.

«Τότε προσελθόντες ο μαθητα τ ησο κατ᾿ δίαν επον· διατί μες οκ δυνήθημεν κβαλεν ατό;(:Τότε οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού και του είπαν: “Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;”(Και το είπαν αυτό, διότι σε άλλες περιστάσεις είχαν εκδιώξει δαιμόνια)»[Ματθ.17,19].Έχω τη γνώμη πως αγωνιούν οι μαθητές και φοβούνται μήπως τυχόν έχασαν τη χάρη, την οποία τους έκρινε άξιους να τους εμπιστευτεί ο Χριστός· διότι έλαβαν εξουσία εναντίον δαιμόνων ακαθάρτων[Ματθ.10,8: «σθενοντας θεραπεύετε, λεπρος καθαρίζετε, νεκρος γείρετε, δαιμόνια κβάλλετε· δωρεν λάβετε, δωρεν δότε(:Και για να επιβεβαιώνεται το κήρυγμά σας, σας δίνω εξουσία και δύναμη να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να βγάζετε δαιμόνια. Τη χάρη αυτή της θαυματουργίας τη λάβατε δωρεάν, δωρεάν δώστε την κι εσείς, χωρίς να παίρνετε χρήματα)»]. Γι’ αυτό και Τον ρωτούν, αφού Τον πλησίασαν ιδιαιτέρως, χωρίς να ντρέπονται(διότι εφόσον συνέβη ό,τι συνέβη, και ελέγχθηκαν, ήταν περιττό να ντρέπονται στο εξής να ομολογήσουν με τα λόγια την αδυναμία τους), αλλά επειδή επρόκειτο να Τον ρωτήσουν για ένα απόρρητο και μεγάλο πράγμα.

Τι λοιπόν τους λέγει ο Χριστός; «Δι τν πιστίαν μν. μν γρ λέγω μν, ἐὰν χητε πίστιν ς κόκκον σινάπεως, ρετε τ ρει τούτ μετάβηθι ντεθεν κε, κα μεταβήσεται, κα οδν δυνατήσει μν(:Επειδή σας λείπει η πίστη· διότι, αληθινά σας λέω, εάν έχετε πίστη θερμή και δυνατή σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό, πήγαινε από εδώ εκεί, και θα μετακινηθεί. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο σε σας)»[Ματθ.17,20].Εάν όμως ήθελες να φέρεις την αντίρρησή σου, ρωτώντας σε ποια περίπτωση μετακίνησαν ένα όρος, εκείνο έχω να σας πω, ότι πραγματοποίησαν πολύ μεγαλύτερα θαύματα, εφόσον ανέστησαν μυρίους νεκρούς· διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα, το να μετακινήσεις ένα όρος και να εκδιώξεις τον θάνατο από ένα νεκρό σώμα. Αναφέρονται μάλιστα μαζί με τους αποστόλους και κάποιοι άγιοι που ήταν πολύ κατώτεροι στο αξίωμα από αυτούς και οι οποίοι μετακίνησαν και όρη, όταν παρουσιάστηκε ανάγκη. Επομένως είναι φανερό ότι και οι απόστολοι θα τα μετακινούσαν εάν το απαιτούσε η περίσταση. Εάν όμως τότε δεν προέκυψε ανάγκη για κάτι παρόμοιο, μην κατηγορείς. Εξάλλου και ο Χριστός δεν είπε ότι «οπωσδήποτε θα μετακινήσετε όρη», αλλά ότι «θα μπορέσετε και αυτό να το κάνετε, αν παραστεί ανάγκη». Αν όμως δεν μετακίνησαν, συνέβη αυτό όχι επειδή δεν μπόρεσαν(πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό, τη στιγμή που αυτοί μπόρεσαν να επιτελέσουν και μεγαλύτερα από αυτά;), αλλά επειδή δε θέλησαν, καθώς δεν παρέστη ανάγκη για κάτι τέτοιο. Φυσικό βέβαια και να έχει συμβεί αυτό και να μην έχει γραφεί· καθόσον δεν καταγράφηκαν από τους ευαγγελιστές όλα τα θαύματα που οι απόστολοι επιτέλεσαν.

Τότε βέβαια ήταν ακόμη πολύ ατελείς πνευματικά. Τι λοιπόν; Ούτε αυτήν την πίστη δεν είχαν τότε(σαν τον σπόρο του σιναπιού); Ασφαλώς δεν την είχαν· διότι δεν ήσαν πάντοτε οι ίδιοι· για τον λόγο αυτό και ο Πέτρος, για παράδειγμα, άλλοτε μακαρίζεται από τον Κύριο, και άλλοτε επιτιμάται· όμως και οι υπόλοιποι μαθητές ελέγχονται από τον Χριστό για πνευματική ατέλεια, όταν δεν κατανόησαν τον λόγο Του σχετικά με τη ζύμη[Ματθ.16,6-7:«ρτε κα προσέχετε π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων. ο δ διελογίζοντο ν αυτος λέγοντες τι ρτους οκ λάβομεν(:Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι. Αυτοί όμως άρχισαν να συλλογίζονται μέσα τους και να λένε: ‘’Δεν πήραμε άρτους από προζύμι καθαρό, προζύμι που δεν προέρχεται από σπίτι Φαρισαίου ή Σαδδουκαίου’’)» και Ματθ. 16,11-12: «Πς ο νοετε τι ο περ ρτου επον μν προσέχειν π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων; τότε συνκαν τι οκ επε προσέχειν π τς ζύμης το ρτου, λλ᾿ π τς διδαχς τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων(:«Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα για τον συνηθισμένο υλικό άρτο, όταν σας σύστησα να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;’’. Τότε κατάλαβαν ότι δεν τους είπε να φυλάγονται απ’ το προζύμι με το οποίο γίνεται ο άρτος, αλλά απ’ τη διδασκαλία και την υποκρισία των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων)»]. Συνέβη λοιπόν και τότε να φανούν πνευματικά αδύνατοι· διότι πριν από τη Σταύρωσή Του ήσαν πνευματικά πάρα πολύ ατελείς.

Στην περίπτωση επίσης αυτή, «πίστη» εννοεί εκείνη με την οποία μπορούσαν να κάνουν θαύματα και αναφέρει τον κόκκο του σιναπιού, για να φανερώσει την απερίγραπτη δύναμη της πίστεως· διότι μολονότι το σινάπι φαίνεται ως προς το μέγεθος μικρό, όμως έχει την πιο μεγάλη δύναμη από όλα. Για να δείξει λοιπόν ότι και η ελάχιστη ακόμη, αλλά γνήσια πίστη, μπορεί μεγάλα πράγματα να επιτύχει, ανέφερε το σινάπι· και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό, αλλά πρόσθεσε και όρη και προχώρησε ακόμη περισσότερο. Διότι, λέγει: «Τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατο».

Εσύ όμως θαύμασε από όλα αυτά και τον τρόπο σκέψης τους και τη δύναμη του Πνεύματος. Τον τρόπο σκέψης τους θαύμασέ τον επειδή δεν έκρυψαν το ελάττωμά τους, ενώ τη δύναμη του Πνεύματος, διότι τόσο πολύ ανέβασε, σιγά-σιγά, εκείνους που δεν είχαν πίστη ούτε σαν τον κόκκο του σιναπιού, ώστε να αναβλύσουν από αυτούς ποταμοί και πηγές πίστεως.

«Τοτο δ τ γένος οκ κπορεύεται ε μ ν προσευχ κα νηστεί(:Αυτό όμως το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21], πρόσθεσε, εννοώντας όλο το γένος των δαιμόνων, όχι μόνο αυτών που κατέχουν τους σεληνιαζομένους. Βλέπεις πώς τώρα με τα λόγια Του αυτά τους προετοιμάζει για να ακούσουν τα σχετικά με τη νηστεία; Μη μου αναφέρεις βέβαια τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που ορισμένοι εκδίωξαν δαιμόνια και χωρίς νηστεία. Εάν όμως θελήσει κάποιος να το προβάλλει αυτό και για εκείνους που επιτιμούν ένα και ενδεχομένως και δύο δαιμόνια, όμως πάραυτα είναι αδύνατο κάποιος που πάσχει και κάνει τρυφηλή ζωή, να απαλλαγεί κάποτε από αυτή τη μανία· διότι αυτός που υποφέρει από αυτήν την ασθένεια, αυτός κατεξοχήν έχει ανάγκη από αυτό το πράγμα, δηλαδή την προσευχή που συνοδεύεται από νηστεία.

«Αλλά όμως», θα μπορούσε να πει κανείς, «εάν έχουμε πίστη, τι χρειάζεται η νηστεία;» Χρειάζεται επειδή και η νηστεία μαζί με την πίστη προσφέρει πολύ μεγάλη δύναμη. Καθόσον προσφέρει πολλή ευσέβεια στον άνθρωπο και τον μεταβάλλει από άνθρωπο σε άγγελο και τον κάνει να αγωνίζεται εναντίον των ασωμάτων δυνάμεων. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κάνει μόνη της, αλλά χρειάζεται και προσευχή και μάλιστα η προσευχή κατέχει την πρώτη θέση.

Πρόσεχε λοιπόν πόσα είναι τα αγαθά που προέρχονται από αυτές τις δύο αρετές· διότι αυτός που προσεύχεται και νηστεύει όπως πρέπει, δεν χρειάζεται πολλά πράγματα· επομένως, αυτός που δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει ποτέ φιλοχρήματος· και αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, είναι περισσότερο πρόθυμος για ελεημοσύνη. Επιπρόσθετα, αυτός που νηστεύει είναι απαλλαγμένος από βάρη, έχει φτερά και προσεύχεται με καθαρή καρδιά, σβήνει τις πονηρές επιθυμίες και εξευμενίζει τον Θεό και ταπεινώνει την υπερηφανευόμενη ψυχή του. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και οι απόστολοι σχεδόν πάντοτε νήστευαν.

Επίσης, αυτός που προσεύχεται και νηστεύει έχει διπλές φτερούγες, πιο ελαφρές και από τους ίδιους τους ανέμους· διότι δεν χασμουριέται κατά την ώρα της προσευχής, ούτε τεντώνεται, ούτε βυθίζεται σε ύπνο, πράγμα που το παθαίνουν οι περισσότεροι, αλλά έχει μεγαλύτερη δύναμη από τη φωτιά και είναι ανώτερος από τα γήινα πράγματα. Και για τον λόγο αυτόν ο άνθρωπος αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και πολέμιος των δαιμόνων· καθόσον τίποτε δεν υπάρχει πιο δυνατό από τον άνθρωπο εκείνο που η προσευχή του είναι ειλικρινής· διότι εάν γυναίκα κατόρθωσε να κάμψει κάποιον άρχοντα που δε φοβόταν ούτε τον Θεό ούτε και τον άνθρωπο ντρεπόταν, πολύ πιο εύκολο θα προσελκύσει τον Θεό εκείνος που επιμένει διαρκώς στην προσευχή του προς αυτόν και εξουσιάζει την κοιλία του και αποφεύγει την τρυφηλή ζωή.

Εάν όμως το σώμα σου είναι ασθενές, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, αλλά όμως δεν είναι ασθενές για την προσευχή, ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την κοιλιά· διότι εάν δεν μπορείς να νηστεύεις, μπορείς όμως να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγμα. Ούτε απέχει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικανό και αυτό να καταβάλει την μανία του διαβόλου. Καθόσον τίποτε δεν είναι τόσο αγαπητό στον δαίμονα εκείνο, όσο η τρυφηλή ζωή και η μέθη, διότι αυτή η ζωή είναι η πηγή και η μητέρα όλων των κακών. […]

[…] Ας αποφύγουμε λοιπόν αυτήν την ασθένεια, ώστε και τα αγαθά της παρούσης ζωής να απολαύσουμε και τα μελλοντικά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμις μαζί και στον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΖ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 6-28.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 67, σελ. 103-109.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΛΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΦΟΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΛΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΦΟΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 28-3-1993]

(Β277)

Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας άγει την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών. Σε αυτήν την Κυριακή προβάλλει το πρόσωπον του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, συγγραφέως του βιβλίου «Κλίμαξ», για να μας θυμίσει ότι σκαλί- σκαλί πρέπει να ανεβαίνουμε την κλίμακα των αρετών. Αλήθεια, μια Σαρακοστή γίνεται κλίμακα ανοδικής πορείας; Τίθεται το ερώτημα. Ή μένουμε μόνο σε μια τυπική νηστεία, που πολλές φορές μας καλλιεργεί μια κρυφή υπερηφάνεια; Μάλιστα είναι μια ευκαιρία, μια που έγινε λόγος αν δεν έχουμε γνωρίσει αυτό το θαυμάσιον βιβλίον της «Κλίμακος» μέχρι τώρα, ευκαιρία να το γνωρίσουμε, να το προσεγγίσουμε. Είναι θαυμάσιο βιβλίο.

Ακόμη η Εκκλησία μας προβάλλει και την ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στη θεραπεία ενός δαιμονιζόμενου νέου, που έγινε ευθύς μετά την κάθοδο του Κυρίου μας από το όρος Θαβώρ, μετά τη Μεταμόρφωση. Και εκείνος ο ταλαίπωρος πατέρας αυτού του δαιμονιζόμενου παιδιού, λέγει στον Κύριον: «Διδάσκαλε, νεγκα τν υόν μου πρός σε(:έφερα τον υιόν μου σε σένα), χοντα πνεμα λαλον. κα που ν ατν καταλάβ, ήσσει ατόν(:τον ρίχνει κάτω), κα φρίζει κα τρίζει τος δόντας ατο, κα ξηραίνεται(:γίνεται αναίσθητος)». Πρόκειται για μια φρικτή περιγραφή δαιμονιζόμενου ανθρώπου και μάλιστα νέου ανθρώπου. Αλλά ταυτόχρονα προβάλλεται και η ιστορία ενός γονιού που πάσχει ένεκα του δαιμονιζομένου παιδιού του. Το παιδί δαιμονισμένο. Ο γονιός σε απόγνωση. Αλλά ας προσεγγίσουμε να δούμε αυτά τα δύο τραγικά πρόσωπα. Το παιδί, ο νέος, είχε δαιμόνιο· που η συμπεριφορά του τον καθιστούσε άλαλον και κωφόν. Ούτε άκουγε το παιδί, ούτε λαλούσε. Όχι ότι δεν άκουγε και δεν λαλούσε αλλά όταν δαιμονίστηκε, ούτε άκουγε ούτε λαλούσε. Είχε λοιπόν πνεύμα άλαλον και κωφόν. Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε το δαιμόνιον πώς ενεργεί. Και το αποκαλούμε έτσι.

Αυτή όμως η ιστορία ίσως να μοιάζει ότι είναι σπανία, αλλά δεν είναι. Αντίθετα εμφανίζεται και σε βαρύτερες μορφές, όταν μάλιστα αναφέρεται όχι απλώς σε μία αλαλία ή σε μία κώφωση, αλλά σε κάτι πολύ-πολύ χειρότερο, όπως θα δούμε στη συνέχεια και μάλιστα στην εποχή μας. Παρατηρούμε ότι τα σύγχρονα παιδιά μας, σε ένα μεγάλο μέρος, είναι ενεργούμενα του σατανά. Μη μας εκπλήσσει. Ενεργούμενα του σατανά. Όπως στην εποχή του Χριστού υπήρχαν πολλοί δαιμονισμένοι, έτσι και στην εποχή μας υπάρχουν δυστυχώς, πολλοί νέοι, ιδίως νέοι, δαιμονισμένοι. Και είναι ενεργούμενοι από τον σατανά.

Διότι πρώτον, κάνουν κακή χρήση της ελευθερίας. Λέγει ο λόγος του Θεού: «Υμες γρ π’ λευθερίᾳ κλθητε, δελφο· μνον μ τν λευθεραν ες φορμν τ σαρκ, λλ δι τς γπης δουλεετε λλλοις»[:Γαλ. 5,13]. Προσέξτε όμως, διότι δεν πρέπει να σταθεί η ελευθερία που μας έδωσε ο Χριστός και εκ φύσεως, δηλαδή σύμφωνα με το κατ΄εικόνα, αλλά και την ελευθερία που μας έδωκε με την χάριν που έφερε στον κόσμον με την παρουσία Του, προσέξτε μη γίνει αυτή η ελευθερία «φορμή τ σαρκί», αφορμή για να ζήσουμε σαρκικόν βίον· διότι δυστυχώς, παρά τη διευκρίνιση που μας κάνει ο λόγος του Θεού εδώ, πάρα πολλοί νέοι, πάρα πολλοί άνθρωποι, μικροί, μεγάλοι, την ελευθερία την θεωρούν ως ασυδοσία. Και μάλιστα ακριβώς μια ευκαιρία για σαρκική ζωή. Και μάλιστα με κάθε τρόπο προσπαθούν να αμυνθούν υπέρ του δικαιώματος αυτού, της ελευθερίας των, για να κάνουν ό,τι θα ήθελαν ζώντας σαρκική ζωή. Πάντως από μια τέτοια αντίληψη περί ελευθερίας γεννιέται η βαναυσότης, όταν υπάρχει η ασυδοσία, γεννιέται η βαναυσότης, ο αναρχισμός, το ποδοπάτημα κάθε αυθεντίας που υπάρχει, ακόμη και της Εκκλησίας του Θεού.

Η ελευθερία των πρωτοπλάστων ήταν να πουν «όχι» στον πονηρό. Και όχι να διαλέξουν ανάμεσα στον διάβολο και στον Θεό. Δεν ήταν να διαλέξουν. Αλλά να πουν σαν δυνατότητα το «όχι» στον διάβολον. Αυτό είναι η ουσία της ελευθερίας. Είναι τεραστίας σημασίας το μέγα αυτό θέμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και που λέγεται ελευθερία. Και το πώς μπορούμε να εννοούμε την έννοια της ελευθερίας.

Ένα δεύτερον. Το γιατί δαιμονίζονται σήμερα οι νέοι μας, γιατί είναι ενεργούμενοι του σατανά. Δεύτερον κάνουν κακή χρήση της λογικής. Η λογική, γνωρίζουμε όλοι ότι είναι ο ηγεμών νους, που κυβερνά τον άνθρωπον. Λέμε στον 50ο ψαλμό και ζητούμε: «Κα πνεματι γεμονικ στριξν με(:Και με το ηγεμονικό αυτό πνεύμα, τον νου, να με στηρίξεις)». Η λογική έχει περιέλθει δυστυχώς σε πολλούς εκ των νέων μας, στη νεοτέρα γενεά, έχει περιέλθει εις τον Ορθολογισμόν. Γιατί έχει αρρωστήσει. Και ο Ορθολογισμός είναι μια αρρώστια του νου. Όταν θέλει να δέχεται μόνον ό,τι καταλαβαίνει. Ό,τι δεν καταλαβαίνει, δεν το δέχεται. Γι’ αυτό ακριβώς ο ορθολογισμός απορρίπτει την πίστιν.

Μια τέτοια όμως λογική είναι δαιμονική. Είναι μια λογική που δεν μπορεί να κατανοήσει εκείνα για τα οποία πλάσθηκε. Να κατανοήσει τον Θεό. Εξυπηρετεί αυτή η λογική κατώτερα πράγματα, ανάξιά της. Και όχι ανωτέρους σκοπούς ή ακόμη και τη σωτηρία. Ο νους δεν ανέρχεται, αλλά κατέρχεται. Δεν ανάγεται, αλλά κατάγεται. Συνεπώς, όταν έχουμε έναν τέτοιον νουν, μια τέτοια λογική, πώς είναι δυνατόν να μην δώσουμε ευκαιρία εις τον σατανά να κάνει κατάκτησή μας, να κάνει κατάληψή μας; Για να χρησιμοποιήσω μία σύγχρονη έκφραση. Έτσι ο άνθρωπος που έχει τόσο φτωχό νου, δεν σκέφτεται τον Θεό πια·ενώ έπρεπε να σκέφτεται τον Θεό. Γι’ αυτό του δόθηκε η λογική. Δεν σκέφτεται τον Θεό, αλλά γήινα, φτωχά, ρηχά και τιποτένια πράγματα.

Τρίτον, γιατί είναι ενεργούμενοι aπό τον διάβολο σήμερα οι νέοι μας. Γιατί κάνουν κακή χρήση του σώματός των. Πιστεύουν ότι τους ανήκει. Αλλά ο λόγος του Θεού μας λέγει στην Α΄Κορ. 6ο κεφ. Προς το τέλος του κεφαλαίου στο 19ον χωρίον: «Καί οκ στ αυτν» . Ομιλεί για το σώμα εκεί ο Απόστολος Παύλος· που το παραδίδουν οι άνθρωποι στην ανηθικότητα. Λέγει: «Είστε ναός του Αγίου Πνεύματος και δεν ανήκετε εις τον εαυτόν σας». Το Πνεύμα του Θεού καθιστά, γιατί Εκείνο έχει ιδιοκτησία Του το σώμα μας, καθιστά το σώμα μας κατοικητήριό Του, ναό δικό Του. Έτσι, αντί ναός του Αγίου Πνεύματος το σώμα μας, μεταβάλλεται με την ανηθικότητα, κυριότατα, σε σπήλαιο ληστών και δαιμόνων. Ακόμη είναι όλα εκείνα τα ηδονιστικά, από την γαστριμαργία μέχρι το οινόπνευμα και το τσιγάρο και τα ναρκωτικά, που είναι τόσο διαδεδομένα στην εποχή μας, που μεταβάλλουν κυριολεκτικά, κυριολεκτικά, ό,τι λέει η λέξις, το σώμα του ανθρώπου, ιδίως του νέου ανθρώπου, σε κατοικητήριο των δαιμόνων. Τι κρίμα! Αντί του Αγίου Πνεύματος. Έτσι το ανθρώπινο σώμα γίνεται ένα ερείπιο, άχρηστο για εκείνον που το φέρει. Γίνεται ένας τέτοιος άνθρωπος, μη δυνάμενος πια ούτε να σκεφθεί, ούτε να εργαστεί, ούτε οικογένεια να φτιάξει, ούτε να σπουδάσει, τίποτα, τίποτα, γίνεται ένα άχθος αρούρης, ένα βάρος της γης.

Αφού τα παιδιά μας είναι ενεργούμενα του σατανά, τότε, αγαπητοί μου, έρχεται το δαιμόνιον, το άλαλο και κωφό. Έχομε ποικίλα δαιμόνια. Γιατί κι αυτά έχουν κάποια ειδικότητα· που προσβάλλουν αντιστοίχως τον άνθρωπο. Δεν είναι μάταιο το ότι η Γραφή, ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Σύ, τό δαιμόνιον τ λαλον κα κωφόν» ή ό,τι άλλο, άλλος χαρακτηρισμός, ανάλογα με εκείνο που προσβάλλει την ανθρωπίνη ύπαρξη. Έρχεται λοιπόν το δαιμόνιον το άλαλον και κωφόν και αναπαύεται μέσα σε ένα τέτοιο σώμα, σε έναν τέτοιον άνθρωπο ,και σώμα και ψυχή. Και μεταβάλλει τον νέον σε μια άλαλη και κωφή ύπαρξη.

Σήμερα, μάλιστα, με την παρουσία της τηλεοράσεως, λιγόστεψε-θα κάνω και μεταφορές, επιτρέψατέ μου, λιγόστεψε και δεν είναι λιγότερο δαιμονισμοί αυτά που θα αναφέρω, λιγόστεψε το λεξιλόγιο των νέων μας, έγινε πάμπτωχο, πάμπτωχο… Οι νέοι μας πια μεταξύ τους δεν μιλούν. Μάλιστα αυτήν την θαυμασία δυνατότητα που μας έδωσε ο Θεός, αυτού του ενάρθρου λόγου. Δεν μιλούν πια οι νέοι μας, αλλά γρυλίζουν. Μμ.μμ.μμ. Γρυλίζουν, δεν μιλούν. Τι ωραία μάλιστα η ελληνική γλώσσα, τι ωραία που είναι! Είναι τόσο πλουσία, τόσο πλουσία. Και δεν τη γνωρίζουμε την γλώσσα μας.

Ακόμη, έπαψαν να μιλούν για τον Θεό. Το κωφόν και άλαλον πνεύμα,δεν τους αφήνει να μιλήσουν για τον Θεό. Με οτιδήποτε ασχολούνται εκτός από τον Θεό. Δεν προσεύχονται. Δεν συζητούν για ό,τι είναι πνευματικόν. Πολλοί νέοι μας έφθασαν στη λησμοσύνη του Θεού, Τον ξέχασαν τον Θεό. Τι συμφορά! Και μπήκαν εις τον χώρον της αθεΐας. Κάποτε και της οργανωμένης αθεΐας. Αντίθετα, οργιάζει ο σατανισμός. Γιατί όχι; Και μόνο γιατί υπάρχει ο σατανισμός διάχυτος στην εποχή μας, από τη μουσική, που γίνεται φορέας του σατανισμού και δαιμονίζονται όχι λίγοι νέοι με την μουσική, μέχρι πράξεις και τελετές λατρείας του σατανά, μπορούμε, ερωτώ, μπορούμε να μην έχουμε σήμερα δαιμονισμένη τη νεότητά μας; Μπορούμε;

Κατειλημμένα τα παιδιά μας από το κωφόν πνεύμα, ομοίως δεν τους επιτρέπει να ακούν. Το κωφόν πνεύμα, το κωφόν δαιμόνιον, δεν επιτρέπει να ακούν. Τι; Δεν δέχονται οποιαδήποτε αγαθή προτροπή που θα τους γίνει, είτε από τους γονείς είτε από τους διδασκάλους. Δεν αναγνωρίζουν καμία αυθεντία. Είναι αυτόνομοι. Δαιμονικώς αυτόνομοι. Ό,τι έχει ο διάβολος, το μεταδίδει. Γι’ αυτό ο διάβολος, έγινε διάβολος. Ζήτησε την αυτονομία. Κι έτσι, την προσφέρει στους ανθρώπους για να φύγουν από τον Θεό. Εν ονόματι μιας ελευθερίας. Τι τραγικό, αλήθεια: Δεν θέλουν να ακούσουν το Ευαγγέλιον. Δεν θέλουν να ακούσουν τη Θεία Λειτουργία. Ζαλίζονται, λένε, να πάνε στη Λειτουργία. Αισθάνονται μια ανιαρότητα. Μπαίνουν μέσα και βγαίνουν γρήγορα έξω. Δεν μπορούν. Άραγε γιατί; Τι συμβαίνει; Γιατί δεν το παθαίνουν αυτό σε άλλους χώρους; Και το παθαίνουν ειδικά εις την Λειτουργία; Δεν τους αφήνει το κωφόν πνεύμα αν ακούσουν την Θεία Λειτουργία, να αγιασθούν και να σωθούν. Δεν θέλουν τίποτα το καλό ποτέ να ακούσουν. Γιατί το θεωρούν κατεστημένο και παρωχημένο, μπαγιάτικο, παλιό, περασμένο, ντεμοντέ, εκτός μόδας…

Και τα αποτελέσματα από μια τέτοια δαιμονοληψία, ποια μπορεί να είναι; Ποια μπορεί να είναι; Τα απαριθμεί ο ταλαίπωρος εκείνος πατέρας στον Κύριον, για τον γιο του τον δαιμονισμένο. Και λέγει: «Κύριε, που ν ατν καταλάβ, ήσσει ατόν». Τι θα πει; Τον ρίχνει χάμω. Πέφτει χάμω. Και οι νέοι μας πηγαίνουν από πτώση σε πτώση και από γκρεμό σε γκρεμό. Και δεν μπορεί κανείς να τους βοηθήσει, γιατί δε θέλουν να ακούσουν για να βοηθηθούν. Είναι γνωστό ότι ένας άνθρωπος μόνον τότε βοηθάται, όταν αποδεχθεί την βοήθειαν. Ακόμα και την ιατρικήν βοήθειαν. Δεν μπορεί ο γιατρός να επέμβει, να σου κάνει θεραπεία, εάν δεν αποδεχθείς την θεραπείαν. Πολύ περισσότερο για άλλα πράγματα, πνευματικά θέματα, δεν είναι δυνατόν να σου προσφερθεί η βοήθεια εάν δεν την αποδεχθείς. Αλλά δεν αφήνει το δαιμόνιο να αποδεχθείς.

Δεύτερο χαρακτηριστικό του νέου εκείνου. Ότι αφρίζει. Από τον σύγχρονο χορό οι νέοι μας κυριολεκτικά καταλαμβάνονται από μανία. Καταλαμβάνονται από ένα άμοκ και αφρίζουν. Τα πάντα σπάζουν, γκρεμίζουν, καταστρέφουν, ύστερα από μία τέτοια μανία. Αφρίζουν, κυριολεκτικά αφρίζουν. Τυπικό παράδειγμα είναι η παρουσία των νέων στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Τι γίνεται εκεί… Άστε ότι δεν είναι καλός τόπος να πάει κανείς. Σίγουρα δεν είναι καλός τόπος. Ένας τόπος μανίας, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, στην εποχή του ήταν το Ιπποδρόμιον, αντίστοιχο είναι το ποδόσφαιρο σήμερα, διότι έστω κι αν κάποιος ήθελε να πάει, φοβείται να πάει. Από τη μανία και τη βία που ασκείται σήμερα εις τους χώρους αυτούς. Αφρίζουν λοιπόν οι άνθρωποι,κυριολεκτικά αφρίζουν. Για να μην πω ακόμη και η μορφή των διασκεδάσεων που σήμερα οι νέοι μας έχουν και μετέρχονται, τους κάνει κυριολεκτικά να αφρίζουν.

Και ένα τρίτο χαρακτηριστικό, λέει ο ταλαίπωρος πατέρας στον Κύριον, ότι τρίζει τους οδόντας. «Το παιδί μου, Κύριε,», λέγει, «τρίζει τα δόντια του». Ξέρετε τι είναι αυτό μεταφερόμενον; Η πολιτικοποίησις και κομματοποίησις των νέων μας, η αναρχία κλπ, που κάνει τους μεν να τρίζουν τα δόντια των εναντίον των δε. Βλέπουν οι μεν τους δε ως αντιπάλους, μέσα στο ίδιο το σχολείο, στο ίδιο το σχολείο, μέσα στην κοινωνία, στον δρόμο, παντού, και οι μεν τρίζουν τα δόντια κατά των δε.

Και ένα τέταρτο χαρακτηριστικό. «Το παιδί μου», λέει, «Κύριε, ξηραίνεται». Είπε κι άλλα. Είπε ότι πάει να ρίξει τον εαυτό του στη φωτιά άλλοτε και άλλοτε στο νερό. Δηλαδή τάση αυτοκτονίας. Ξέρετε, από μία στατιστική, και δεν είναι μία αυτή,στην εποχή μας, εδώ στον χώρο τον δικό μας, τον ελληνικό χώρο, ξέρετε πόσο έχουν αυξηθεί οι αυτοκτονίες; Και μάλιστα των νέων μας που είναι στρατιώται; Αυτό τι δείχνει; Δεν δείχνει έναν δαιμονισμό; Λοιπόν, ξηραίνεται, λέει, Κύριε, ξηραίνεται. Τι θα πει; Λέμε «ξεράθηκε αυτός ο άνθρωπος». Δηλαδή, σαν να κοκάλωσε. Όπως συμβαίνει πολλές φορές με το φαινόμενο της Ιστορίας. Είναι γνωστό, η νεολαία μας αποκτά αναισθησία του νου, της καρδιάς και της συνειδήσεως. Γίνονται αναίσθητοι οι νέοι μας.

Είναι όμως και ο γονιός, είναι και ο γονιός. Τι να πούμε γι’ αυτόν τον γονιό; Όταν ρωτήθηκε από τον Κύριον αυτός ο γονιός, ο πατέρας «πόσος καιρός είναι που πάσχει το παιδί» κι εκείνος απήντησε «παιδιόθεν», δηλαδή από παιδί, από νέο παιδί. Αυτό σημαίνει ότι ο Κύριος που ήταν τρία χρόνια, γιατί αυτά συνέβησαν, σας είπα, μετά από τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, λίγο προ του Πάθους, αυτό σημαίνει ότι τρία χρόνια, δεν άκουσε αυτός ο πατέρας για τον Κύριον; Γιατί δεν πήγε το παιδί του εκεί; Γι’αυτό ο Κύριος είπε: « γενε πιστος»· διότι ο πατέρας ηλέγχθη μάλιστα από τον Κύριον όταν του είχε πει: «Εάν μπορείς». Εάν μπορώ; Το θέμα δεν είναι εάν μπορώ εγώ, αλλά εάν εσύ πιστεύεις. Είχε λοιπόν έλλειψη πίστεως ο πατέρας αυτός, φαίνεται καθαρά. Και δεν πήγε το παιδί του εις τον Κύριον τρία χρόνια.

Όταν οι γονείς δεν ασκούν την χριστιανική αγωγή στα παιδιά τους, δεν τα προτρέπουν να εκκλησιάζονται, δεν επιτηρούν τα παιδιά τους να προσεύχονται το πρωί και το βράδυ… Επιτρέψατέ μου, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να λέγω τα ίδια και στα ίδια πρόσωπα χρόνια ολόκληρα, να κάνουν, φερ’ειπείν, το πρωί προσευχή και δεν κάνουν. Και παντρεύονται και κάνουν παιδιά και τα παιδιά τους ομοίως το πρωί δεν κάνουν προσευχή. Τι θέλετε; Δεν τα προτρέπουν να εξομολογούνται, να κοινωνούν, να ευσεβούνται. Εδώ είναι αυτή η τεράστια ευθύνη της γενεάς των γονέων και των παππούδων, γιατί και οι παππούδες δεν δίδουν πολλές φορές καλό παράδειγμα, ότι δεν εδημιούργησαν προϋποθέσεις να οδηγηθεί η νέα γενεά στον Χριστό.

Αγαπητοί, περιμένετε να αναφερθεί η θεραπεία; Να σας πω για θεραπεία; Το φάρμακο είναι ένα και μόνον. Ο Χριστός. Αυτός είναι το φάρμακο. Είναι ο μόνος που είπε εις τον δαίμονα, αποτεινόμενος στο παιδί: «Τ πνεμα τ λαλον κα κωφόν, γώ σοι πιτάσσω(-Ποιος; Εγώ. Όχι άλλος, Εγώ, Εγώ σε διατάζω-), ξελθε ξ ατο κα μηκέτι εσέλθς ες ατόν».

Aλλά γιατί να μιλάμε για θεραπεία και όχι για πρόληψη; Γιατί να μην ασκηθεί χριστιανική αγωγή νηπιόθεν, εγκαίρως; Πρέπει να αρρωστήσει το παιδί μας; Πρέπει να δαιμονιστεί, για να τρέχουμε από δω και από κει; Κι όταν δούμε μάλιστα ότι δεν πετύχαμε και σπουδαία πράγματα ή τίποτα, γιατί μέσα μας φωλιάζει η απιστία, απόδειξις; Πάμε σε άλλες πόρτες. Στις πόρτες του μάγου, της χαρτορίχτρας, της καφετζούς, στον Πνευματισμό κ. ο. κ.

Άραγε απ’ όσους ακούν την ευαγγελική περικοπή, εσείς που ακούτε, ποιος από σας θα σκεφθεί σοβαρά; Μην πούμε αυτά είναι για τους άλλους, γιατί δε γνωρίζεις εσύ ο γονιός, αδελφέ μου, αύριο τι βρίσκει το παιδί σου. Δεν ξέρεις τι βρίσκει το παιδί σου, τι το συναντά το παιδί σου. Για να μη λες, άμα το συναντήσει κάτι κακό, ότι…κακιά ώρα το βρήκε. Δεν υπάρχουν κακές ώρες. Ο διάβολος συναντά το παιδί σου, γιατί δεν το έμαθες να αγωνίζεται εναντίον του σατανά. Σήμερα, λοιπόν, σήμερα, από τώρα, οδήγησε το παιδί σου στον Χριστό. Είναι η καλύτερη και η σωστότερη οδήγηση, να γίνεις εσύ ο γονιός σωστός και θερμός Χριστιανός. Όχι να πάρεις το παιδί σου και να το πας στον Χριστό. Θα πάρεις το παιδί σου, αφού κι εσύ έχεις βρει τον Χριστό. Έτσι έχεις την ελπίδα, όχι τη βεβαιότητα, είναι πονηρή η εποχή μας, έχεις την ελπίδα να δεις παιδιά όχι μόνο απηλλαγμένα από το δαιμόνιο το κωφό και το άλαλο, αλλά να δεις και παιδιά μέσα στην Χάρη του Θεού, μέσα στο φως του Χριστού λουσμένα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητ  μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (ΟΜΙΛΙΑ)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

(Έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγιγνώσκεται κατ’ αυτήν, όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών)

Πολλές φορές μίλησα προς την αγάπη σας σχετικά με τη νηστεία και την προσευχή, ιδιαίτερα μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν σε εκείνους που τις αγαπούν και τις καλλιεργούν και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σε αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι’ αυτές κυρίως από τη φωνή του Κυρίου που διαβάζεται σήμερα στο ευαγγέλιο.

Ποια λοιπόν είναι αυτά τα οφέλη; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα λέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλουν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, και Τον ρώτησαν: «διατί μες οκ δυνήθημεν κβαλεν ατό;(:Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το δαιμόνιο αυτό;)»[Ματθ.17,19], είπε προς αυτούς ο Κύριος: «Τοτο δ τ γένος οκ κπορεύεται ε μ ν προσευχ κα νηστεί(:Αυτό το είδος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο που έχει καταληφθεί από αυτό, παρά μόνο με προσευχή που συνοδεύεται και με νηστεία, ώστε η προσευχή να γίνεται με διάνοια όσο δυνατόν ελαφρότερη και περισσότερο προσηλωμένη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].

Ίσως γι’ αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος Θαβώρ και την κατ’ αυτήν εμφάνιση της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ο ιερός ευαγγελιστής ότι, αφού ο Κύριος παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητές, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθεί και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού φάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας[Ματθ.17,3: «Κα δο φθησαν ατος Μωσς κα λίας μετ᾿ ατο συλλαλοντες(:και τότε εμφανίστηκαν σε αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνομιλούσαν μαζί Του)»], οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δείχνοντας και με την παρουσία τους στην προσευχή, τη συμφωνία και εναρμόνιση μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλεί με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο.

Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως μάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως[Γέν.4,10: «Κα επε Κριος· τ πεποηκας; φων αματος το δελφο σου βο πρς με κ τς γς(: και ο Κύριος είπε προς τον Κάιν: ‘’ Για ποια αιτία έκανες τον φοβερό αυτόν φόνο; Η φωνή του αίματος του αθώου αδελφού σου ανεβαίνει από τη γη, μου φωνάζει και ζητάει εκδίκηση από εμένα, που είμαι εκείνος που εκδικείται για όσους αδικούνται’’)»], πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, που έχουν κακοπάθει με τη νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή εκείνου που νηστεύει και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν περισσότερο ευπρόσδεκτη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψη, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητές, στους οποίους οδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότητα υπήρξε επιβράβευση γι’ αυτούς), έτσι, αφού κατεβεί, θα επιδείξει ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν’ αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγηση περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσουμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει[Μάρκ.9,17-31]. «Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητές και τους παρευρισκομένους με αυτούς και ρώτησε: ‘’Τι συζητείτε;’’, κάποιος από το πλήθος είπε: ‘’Διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβει, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται’’»[Μάρκ.9,16-17].

Πώς λοιπόν άφριζε αυτός και έτριζε τα δόντια και ξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ’ αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολη καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν λοιπόν πάσχει ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νεύρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξη και ακουσία κίνηση σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητας των πόρων και της εγγύτητας προς τον εγκέφαλο, επειδή εξαιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων, η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευστεί αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντες αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Ξηραινόταν δε έπειτα από τη σφοδρότερη επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από τη θέρμη της ηλιακής ακτίνας, αν αυτή είναι σφοδρότερη, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότητα που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερη, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας και εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

Ο πατέρας του δαιμονισμένου πρόσθεσε προς τον Κύριο ότι είπε στους μαθητές να το εκβάλουν και δεν κατόρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν, αλλά και προς όλους, λέγει: « γενε πιστος, ως πότε νέξομαι μν;(:Ω γενεά που τόσα θαύματα είδες και είσαι ακόμη άπιστη! Έως πότε θα σας ανέχομαι;)»[Μάρκ.9,19]. Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθητές, θα βλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού βρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν τελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία. Πραγματικά δίνει προσταγή: «Φέρετέ τον εδώ σ’ Εμένα», και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο σπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε και κυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήσει φανερή την κακία του.

Ο δε Κύριος ρώτησε τον πατέρα του παιδιού, «πριν από πόσον χρόνο του συνέβη τούτο;». Αυτήν την ερώτηση την κάνει ο Κύριος, για να τον οδηγήσει προς την πίστη και την παράκληση με πίστη. Τόσο απείχε από την πίστη ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μην παρακαλεί ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι’ αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητές: «Τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν γονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μΕ εκείνον, ρωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκληση. Αυτός τότε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίσει, και προσθέτει: «αλλ’ αν μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει «αν μπορείς», φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε: «Ε δύνασαι πιστεσαι, πάντα δυνατ τ πιστεύοντι (:Εσύ εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε εκείνον που πιστεύει)»· και το λέγει αυτό όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαία στην πίστη και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθητές τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε επίσης τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορείς να πιστέψεις», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστη από όσους ζητούσαν τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμόνας και των ψυχών, φρόντιζε να θεραπευθούν κι αυτές διά της πίστεως· αλλά εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστη του ακολουθεί η ίαση, έλεγε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο πίστεψε για τη θεραπεία του παιδιού, αλλά και ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήσει και την απιστία του, αν θελήσει. Ενώ δε ο όχλος επάνω σε αυτά τα λόγια συνέρρεε, επιτίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του: «Το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθεις ποτέ πάλι σ’ αυτόν»[Μάρκ.9,25].

Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερότατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότητα της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθει άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψει πάλι μετά την εκβολή. Εξάλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκταση τον άνθρωπο, ήταν δύσκολο στο να αποσπαστεί από αυτόν, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μην επαρκεί η φύση να εξυπηρετεί την υπερβολική του μανία, γι’ αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον σπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λένε ότι πέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή που σημαίνει κάποια έννοια, ενώ η κραυγή είναι άναρθρη φωνή, που τίποτα συγκεκριμένο δεν σημαίνει. Και αφήνεται το δαιμόνιο να σπαράξει τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήσει σαν νεκρό, για να φανερωθεί όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε σηκώθηκε, δείχνοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωση της κτιστής δικής μας ενέργειας, ενώ το ότι τον ανέστησε απαλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωση της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενέργειας.

Και όταν έπειτα οι μαθητές ρώτησαν τον Κύριο ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθει με τίποτε άλλο, παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία». Λένε λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από αυτόν που πάσχει· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθεί ή νηστέψει επωφελώς για τον εαυτό του;

Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα μέσω της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σε αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές ενός τέτοιου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα να ακούει και να λαλεί τα θεία. Αλλά όμως όταν κανείς δεν έχει ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθεί προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώσει το σώμα και καταστείλει τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήσει και κατευνάσει τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· και έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία τη σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήσει στο πάθος. Όταν όμως δεν ενεργείται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλά έχει ένοικο τον ίδιο τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει, ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξει κάτι προς θεραπεία του, αλλά ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντελέσει σημαντικά για την εκβολή του δαίμονος.

Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται να εκδιώκουμε δαίμονες, και αν μπορέσουμε να εκδιώξουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθει για μας, αν έχουμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «Πολλο ροσί μοι ν κείν τ μέρ· Κύριε Κύριε, ο τ σ νόματι προεφητεύσαμεν, κα τ σ νόματι δαιμόνια ξεβάλομεν, κα τ σ νόματι δυνάμεις πολλς ποιήσαμεν; κα ττε μολογσω ατος τι οδποτε γνων μς· ποχωρετε π᾿ μο ο ργαζμενοι τν νομαν(:Πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα της κρίσεως: “Κύριε, Κύριε, στο όνομά Σου δεν προφητεύσαμε, πιστεύοντας ότι είσαι ο Μεσσίας και Υιός του Θεού; Και πιστεύοντας σε Σένα δεν βγάλαμε δαιμόνια; Και πιστεύοντας σε Σένα δεν κάναμε πολλά θαύματα; Και τώρα λοιπόν δεν θα μπούμε στη βασιλεία Σου;”. Και τότε θα διακηρύξω ξεκάθαρα σε αυτούς ότι “Ποτέ δεν σας αναγνώρισα ως δικούς μου. Φύγετε μακριά μου εσείς που εργαζόσασταν την ανομία, διότι τα χαρίσματά μου τα χρησιμοποιήσατε όχι για τη δική μου δόξα, αλλά σύμφωνα με τα δικά σας θελήματα και τους εγωιστικούς σας σκοπούς”)»[Ματθ.7,22-23].

Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσουμε να απελάσουμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από ό,τι το να εκβάλλουμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο να απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρουμε και την ενέργεια που ενοικεί μέσα στην ψυχή· διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια -και αυτά είναι που κινούν τον άνθρωπο[βλ. Μάρκ.7,21-22: «σωθεν γρ κ τς καρδίας τν νθρώπων ο διαλογισμο ο κακο κπορεύονται, μοιχεαι, πορνεαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, σέλγεια, φθαλμς πονηρός, βλασφημία, περηφανία, φροσύνη(:Διότι μέσα απ’ την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν κακές σκέψεις και αποφάσεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, κάθε είδους αδικίες που προέρχονται από την πλεονεξία, μοχθηρίες και κακίες, απάτες, ηθική παραλυσία και ακράτεια, μάτι φθονερό και κακό, βλασφημία, υπερηφάνεια, τρέλα και αμυαλοσύνη, που τη γεννά ο σκοτισμός της αμαρτίας)»], και «γ δ λέγω μν τι πς βλέπων γυνακα πρς τν πιθυμσαι ατν δη μοίχευσεν ατν ν τ καρδί ατο(:Αλλά εγώ σας λέω ότι καθένας που βλέπει οποιαδήποτε γυναίκα έχοντας πονηρή επιθυμία να αμαρτήσει μαζί της, ήδη με την εμπαθή αυτή ματιά του τη μοίχευσε μέσα στην καρδιά του και αμάρτησε με την πρόθεση και τη διάθεσή του)»[Ματθ.5,28]. Όταν απρακτεί το σώμα, είναι δυνατό να ενεργείται η αμαρτία νοερώς· όταν όμως η ψυχή αποκρούει εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιοσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που καθάρισε το απ’ έξω του ποτηριού, δεν καθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίστε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό εξ ολοκλήρου[Ματθ.23,25:«Οα μν, γραμματες κα Φαρισαοι ποκριταί, τι καθαρίζετε τ ξωθεν το ποτηρίου κα τς παροψίδος, σωθεν δ γέμουσιν ξ ρπαγς κα δικίας(:Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, διότι καθαρίζετε την εξωτερική επιφάνεια του ποτηριού και της πιατέλας, μέσα όμως αυτά είναι γεμάτα από τροφές που προέρχονται από αρπαγή και αδικία)»].

Πραγματικά, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσεις τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατετε κα πιθυμίαν σαρκς ο μ τελέσητε(:Και με αυτά που σας λέω, εννοώ ότι πρέπει να συμπεριφέρεστε σύμφωνα με τις εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, και τότε δεν θα εκπληρώσετε την επιθυμία της σάρκας, και συνεπώς δεν θα δαγκώνει ο ένας τον άλλο, ούτε θα υπάρχει μίσος μεταξύ σας)», λέγει ο απόστολος Παύλος[Γαλ.5,16].

Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την τελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει: «Μ νομίσητε τι λθον καταλσαι τν νόμον τος προφήτας· οκ λθον καταλσαι, λλ πληρσαι(:Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταργήσω και να ακυρώσω τον ηθικό νόμο του Μωυσή ή την ηθική διδασκαλία των προφητών. Δεν ήλθα να τα καταργήσω αυτά, αλλά να τα συμπληρώσω και να σας τα παραδώσω τέλεια)»[Ματθ.5,17]. Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίδα και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν φρόντιζαν γι’ αυτήν, ονειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, προκαλούσαν αποστροφή σε Εκείνον που βλέπει στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι’ αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάνουμε τις προσευχές μας χωρίς οργή και άσχημους λογισμούς[Α΄Τιμ.2,8: «Βούλομαι ον προσεύχεσθαι τος νδρας ν παντ τόπ, παίροντας σίους χερας χωρς ργς κα διαλογισμο(:Θέλω λοιπόν να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώνουν προς τον ουρανό χέρια καθαρά από κάθε μολυσμό, ελεύθεροι από οργή και δισταγμό ολιγοπιστίας)»].

Και όταν ο Κύριος μάς διδάσκει να φροντίσουμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητας αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε, υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών[Ματθ. 5,3-8: «Μακριοι ο πτωχο τ πνεματι, τι ατν στιν βασιλεα τν ορανν. μακριοι ο πενθοντες, τι ατο παρακληθσονται. μακριοι ο πραες, τι ατο κληρονομσουσι τν γν. μακριοι ο πεινντες κα διψντες τν δικαιοσνην, τι ατο χορτασθσονται. μακριοι ο λεμονες, τι ατο λεηθσονται. μακριοι ο καθαρο τ καρδίᾳ, τι ατο τν Θεν ψονται(:Μακάριοι και τρισευτυχισμένοι είναι εκείνοι που συναισθάνονται ταπεινά την πνευματική τους φτώχεια και την εξάρτηση ολόκληρου του εαυτού τους από τον Θεό, διότι είναι δική τους η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεό. Μακάριοι είναι οι πράοι, που συγκρατούν τον θυμό τους και δεν παραφέρονται ποτέ˙ διότι αυτοί θα κληρονομήσουν από τον Θεό τη γη της επαγγελίας και θα απολαύσουν τα αγαθά της ουράνιας κληρονομιάς απ’ αυτήν τη ζωή. Μακάριοι είναι εκείνοι που με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν, καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους. Μακάριοι είναι οι ευσπλαχνικοί και επιεικείς, που συμπονούν τους συνανθρώπους τους στη δυστυχία τους, διότι αυτοί θα ελεηθούν από τον Θεό την ημέρα της κρίσεως. Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό)»]· και «πτωχούς» εννοεί αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει μάλιστα απλώς όλους τους πτωχούς ανθρώπους, αλλά τους πτωχούς κατά το φρόνημα, δηλαδή αυτούς που, εξαιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει μάλιστα όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας φταίνε και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσουμε την οργή.

Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία δίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικότερα λέγει: Εάν το φώς που έχεις μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθηση, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; [βλ. Ματθ.6,23: «ν δ φθαλμός σου πονηρς , λον τ σμά σου σκοτεινν σται. ε ον τ φς τ ν σο σκότος στί, τ σκότος πόσον;(: Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένο και τυφλωμένο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν εκείνο που σου δόθηκε για να σου μεταδίδει φως, γίνει σκοτάδι, σε πόσο σκοτάδι θα βυθιστείς; Κάτι ανάλογο θα συμβεί, εάν και ο νους σκοτιστεί από την προσκόλληση στον πλούτο. Σε πόσο ηθικό σκοτάδι θα βυθιστεί τότε η ψυχή σου!)»], Εάν όμως το μέσα σου φως είναι καθαρό, σε περίπτωση που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζει το λυχνάρι με τη λάμψη του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στη σάρκα, που δόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποδηλώνει εκείνην και να οδηγεί προς εκείνην. Επειδή όμως αυτοί δεν φρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος[Ρωμ.2,25: «Περιτομ μν γρ φελε, ἐὰν νόμον πράσσς· ἐὰν δ παραβάτης νόμου ς, περιτομή σου κροβυστία γέγονεν(:Και έτσι, ενώ έχεις περιτμηθεί, αυτό δεν σε ωφελεί σε τίποτε· διότι η περιτομή ωφελεί βέβαια, εάν τηρείς τα προστάγματα του νόμου˙ εάν όμως είσαι παραβάτης του νόμου, η περιτομή σου έχασε κάθε αξία ενώπιον του Θεού και έγινε σαν την ακροβυστία˙ και συνεπώς είσαι κι εσύ σαν να μην έχεις περιτμηθεί)»], έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

Ας προσέχουμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, και ας καθαρίσουμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε με εκείνους που κατακρίθηκαν. «Ε γρ δι᾿ γγέλων λαληθες λόγος γένετο βέβαιος, κα πσα παράβασις κα παρακο λαβεν νδικον μισθαποδοσίαν, πς μες κφευξόμεθα τηλικαύτης μελήσαντες σωτηρίας; τις ρχν λαβοσα λαλεσθαι δι το Κυρίου, π τν κουσάντων ες μς βεβαιώθη, συνεπιμαρτυροντος το Θεο σημείοις τε κα τέρασι κα ποικίλαις δυνάμεσι κα Πνεύματος γίου μερισμος κατ τν ατο θέλησιν(:Και αλίμονό μας αν πέσουμε έξω. Διότι, εάν ο νόμος που ανήγγειλε ο Θεός στο Μωυσή διαμέσου αγγέλων αποδείχθηκε έγκυρος και ισχυρός, και κάθε παράβασή του και παρακοή τιμωρήθηκε δίκαια με την ανάλογη τιμωρία, πώς εμείς θα ξεφύγουμε την τιμωρία, εάν αμελήσουμε μια τόσο μεγάλη και σπουδαία σωτηρία; Τη σωτηρία αυτή δεν μας την γνωστοποίησαν κάποιοι άγγελοι, όπως έγινε στον νόμο, αλλά αφού άρχισε να την κηρύττει ο ίδιος ο Κύριος, μας την παρέδωσαν ως αληθινή και αξιόπιστη οι άγιοι Απόστολοι που την άκουσαν κατευθείαν από το στόμα του Κυρίου. Και μαζί με τη μαρτυρία των Αποστόλων πρόσθεσε τη μαρτυρία Του και ο ίδιος ο Θεός. Αυτός επιβεβαίωνε το κήρυγμα των Αποστόλων με θαύματα και καταπληκτικά έργα και ποικίλες υπερφυσικές δυνάμεις και θεία χαρίσματα, τα οποία το Άγιον Πνεύμα διαμοίραζε στους πιστούς σύμφωνα με το θέλημά Του)» [Εβρ.2,2-4].

Ας φοβηθούμε λοιπόν Εκείνον που διερευνά καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσουμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλουμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξη, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα δει τον Κύριο· ας ποθήσουμε γεμάτοι πίστη την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξουμε τα πάντα, για να επιτύχουμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

Αυτά μακάρι να επιτύχουμε όλοι εμείς σε αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον Οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, στους απέραντους αιώνες. Γένοιτο.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες Α΄- Κ΄, ομιλία ΙΒ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2004, τόμος 9, σελίδες 328-349.

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Β (Καιρός Μετανοίας)

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ Ἡ τοῦ χρόνου, ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύουν πῶς ὁ πνευματικὸς κόσμος ὑπάρχει καὶ πῶς τὰ ἀόρατα πνεύματα εἶναι ἀληθινά. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅμως ἔχουν πλανηθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὑποστηρίζουν πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὰ ἀγαθά. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μάλιστα προχώρησαν στὴ θεοποίηση τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοὺς ἔφτιαξαν ναούς, πρόσφεραν θυσίες καὶ προσευχὲς καὶ πρόστρεχαν σ’ αὐτὰ γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐγκατέλειψαν τελείως τὴν πίστη στὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους μόνο στὰ πονηρά, ἢ στοὺς κακοὺς «θεούς», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν. Ἔτσι αὐτὸς ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ μοιάζει μ’ ἕνα στίβο, ὅπου ἄνθρωποι καὶ πονηρὰ πνεύματα ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς τύφλωναν, μὲ ἀποκλειστικὸ στόχο νὰ σβήσουν ἀπό το νοῦ τους κάθε ἰδέα γιὰ τὸν καλὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη δύναμη τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων.

Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τῶν πνευμάτων. Κι ἡ πίστη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς εἶναι σωστή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπειδὴ κοιτάζουν μόνο μὲ τὰ σωματικά τους μάτια κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ τὸν δούν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευματικός, ἂν ἦταν ὁρατὸς στὴ σωματικὴ ὅραση. Κάθε ἄνθρωπος ἑπομένως, ποὺ ὁ νοῦς του δὲν ἔχει τυφλωθεῖ κι ἡ καρδιά του δὲν ἔχει γίνει ἀναίσθητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώθει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμαστε μόνοι, μὲ ἀποκλειστικὴ συντροφιὰ τὴν ἄψυχη φύση, τοὺς βράχους, τὰ φυτά, τὰ ζῶα κι ἄλλα πλάσματα, στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Οἱ ψυχές μας βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, μὲ ἀόρατες ὑπάρξεις. Καὶ κάνουν μεγάλο λάθος ὅσοι καταργοῦν τὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ θεοποιοῦν τὰ πονηρὰ καὶ τὰ προσκυνοῦν.

Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο, οὐσιαστικὰ ὅλοι οἱ λαοὶ πίστευαν στὴ δύναμη καὶ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ κακοῦ ἔναντι τοῦ καλοῦ. Οἱ πονηρὲς δυνάμεις ἐπικρατοῦσαν στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε τὸν ἀρχηγό τους ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκόμα κι οἱ ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων ἀπέδιδαν ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαίμονες καὶ στὴ δύναμή τους.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σπάσει, νὰ ξεριζώσει τὴν ἀδύναμη πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸν πονηρὸ καὶ νὰ σπείρει τὴν πίστη τοῦ ἀγαθοῦ στὶς ψυχές τους. Νὰ στηρίξει τὴν πίστη στὴν παντοδύναμη ἰσχὺ τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ἀκατανίκητη καὶ παντοτεινὴ φύση του. Ὁ Χριστὸς δὲν κατάργησε, ἀλλ’ ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀρχαία καὶ παγκόσμια πίστη στὰ πνεύματα. Ἀποκάλυψε ὅμως τὸν πνευματικὸ κόσμο ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ὄχι ὅπως τὸν πίστευαν οἱ ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ διαβολικὴ ἐπιρροή. Ὁ ἕνας, ἀγαθός, σοφὸς καὶ παντοδύναμος Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου. Τὰ ἄγαθα πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ὑπολογίσεις τὸ πλῆθος τους.

Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα, οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ ἰσχυρὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ πνεύματα στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρα νὰ κάνουν ὁτιδήποτε, ἂν δέν τους τὸ ἐπιτρέψει ὁ παντεπόπτης Θεός. ‘Ἀλλὰ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι ἀμέτρητα. Σ’ ἕναν μόνο δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος, κατοικοῦσε ὁλόκληρη λεγεῶνα, δηλαδὴ μερικὲς χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα ἀπατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἢ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως σήμερα ἐξαπατοῦν πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς πείθουν πῶς εἶναι παντοδύναμοι πῶς εἶναι τάχα οἱ μόνοι θεοί, πῶς δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ πῶς ἀγαθὰ πνεύματα δὲν ὑπάρχουν. “Ὅπου ὅμως ἐμφανιζόταν ὁ Κύριος, ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἔντρομοι. Ἀναγνώριζαν σ’ Ἐκεῖνον τόσο ἐξουσία ὅσο καὶ δικαίωμα κρίσης, πῶς μποροῦσε νὰ τοὺς ἐκβάλει, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς καταδικάσει στὴν ἄβυσσο τῆς κόλασης. Δημιουργοῦσαν ἀναταραχὲς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. “Ἔπεφταν καταπάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος σὰν μῦγες πάνω σὲ θνησιμαῖο καὶ λογάριαζαν τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν καταφύγιό τους, σὰν φωλιά τους καὶ σὰν τραπέζι γιὰ τὸ φαγητό τους.

Ξαφνικὰ ὁ φορέας τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ἐκεῖνοι, γεμᾶτοι φόβο καὶ τρόμο ἔκραξαν: «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιρου βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’29). Κανένας δὲ φοβᾷται τόσο τὰ βάσανα ὅσο καὶ βασανιστής. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἔβρισκαν ἱκανοποίηση στὰ βάσανα αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χριστὸ ἄρχισαν νὰ τρέμουν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὸ μεγαλύτερο βασανιστή τους κι ἦταν ἕτοιμα νὰ βγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἔφτανε μόνο νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.

Ὁ Χριστὸς δὲ σκεφτόταν νὰ τοὺς ἐκβάλει ἀμέσως ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνας χῶρος μὲ ἀνάμικτες δυνάμεις. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν νὰ διαλέξουν συνειδητὰ ἂν θ’ ἀκολουθήσουν το Νικητὴ Χριστὸ ἢ θὰ προσκολληθοῦν στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες. Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἐπειδὴ ἀγαπᾷ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦρθε γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, νὰ βεβαιώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ καλό, μόνο στὸ καλό.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα παράδειγμα ἀπὸ ἀμέτρητα ἄλλα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποκάλυψε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, πῶς προσπάθησε νὰ ἐμπεδώσει τὴν πίστη στὸ καλὸ ὡς παντοδύναμη καὶ νικηφόρα.

«Καὶ ἀποκριθεὶς εἰς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε: διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱὸν μοῦ πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσει αὐτὸν καὶ ἀφρίζει… καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἕνα ἀπολέσῃ αὐτόν» (βλ. Μάρκ. Θί7-29 καὶ Λουκ. θ’37-42). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ κατέγραψαν κι οἱ δυὸ εὐαγγελιστές. Ὁ καθένας τοὺς προσθέτει κάποιες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ. Ἠταν ὁ μονογενὴς υἱὸς τοῦ πατέρα του καὶ κατεχόταν ἀπὸ πνεῦμα ἄλαλον. Ὅταν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἔμπαινε μέσα του, τὸ συγκλόνιζε τὸ παιδί, τὸ τάραζε, τὸ ἔκανε νὰ βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του, νὰ τρίζει τὰ δόντια του καὶ στὸ τέλος νὰ μένει ξερὸ καὶ ἀναίσθητο.

Τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὴν ἴδια στιγμὴ στόχευαν πρὸς τρεῖς κατευθύνσεις: στὸν ἄνθρωπο, στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παιδὶ σεληνιαζόταν. Πῶς μπορεῖ νὰ εὐθύνεται τὸ φεγγάρι γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου; “Ἄν ἡ σελήνη παράγει τρέλα καὶ ἀλαλία σ’ ἕναν ἄνθρωπο, γιατί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρίσκεται στὴ σελήνη ἀλλὰ στὸν πονηρό, τὸ πανοῦργο πνεῦμα ποὺ ἀπατᾷ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύβεται. Ἐνοχοποιεῖ τὸ φεγγάρι, κάτι ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ κάνει. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ σκεφτεῖ πῶς ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι κακά, πῶς τὸ κακὸ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ ἔπεσαν κι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό το Θεό. Τὰ θύματά τους ἐπηρεάζονται στὶς ἀλλαγὲς φάσης τῆς σελήνης, ὥστε νὰ σκεφτοῦν οἱ ἄνθρωποι: «Δεῖτε τὸ κακὸ αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴ σελήνη». Κι ἀφοῦ τὴ σελήνη τὴ δημιούργησε ὁ Θεός, ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα πῶς τὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια καὶ πανοῦργα θηρία.

Στὴν πραγματικότητα, ὅλα ὅσα ἔφτιαξε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, πλάστηκε γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι νὰ τὸν καταστρέψει. Καὶ ἂν ἀκόμα ὑπάρχει κάτι ποὺ ἴσως ἐμποδίζει τὴ φυσικὴ ἱκανοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα κι αὐτὸ ὑπηρετεῖ τὴν ψυχή του, τὴν χαροποιεῖ, τὴν πλουτίζει. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρανοι καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκουμένην καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς σὺ ἔθεμελίωσας» (Ψαλμ. πή12). «Πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ χείρ μου… λέγει Κύριος» (Ἠσ. ξστ’2). ‘Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα προέρχονται ἀπό το Θεό, θὰ εἶναι καὶ καλά. Ἡ βρύση θὰ βγάλει μόνο αὐτὸ ποὺ περιέχει, ὄχι κάτι ποὺ δὲν ἔχει. Στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει κακό. Πῶς μπορεῖ λοιπὸν νὰ προέλθει κακὸ ἀπ’ Αὐτόν, ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ; Κάποιοι ἀδαεῖς ἄνθρωποι ὀνομάζουν κάθε κακό, πόνο. Στὴν πραγματικότητα ὅμως κάθε πόνος δὲν εἶναι κακός. Ὑπάρχει πόνος ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ κι ὑπάρχει κι ἄλλος πόνος ποὺ θεραπεύει ἀπὸ τὸν πονηρό. Κακὸ εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ ἐνεργεῖ μέσα ἀπὸ ἕναν τρελὸ ἢ ἀλλόφρονα ἄνθρωπο.

Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ποὺ ξέσπασε πάνω σὲ πολλοὺς βασιλιᾶδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἔπραξαν πονηρὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἦταν ἔργο καὶ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τους. Ὁ πόνος κι ἡ δυστυχία ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν δίκαιο, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ ἀλλὰ φάρμακο, ποὺ ἀφορᾷ τόσο τὸν ἴδιο τὸ δίκαιο, ὅσο καὶ τοὺς οἰκιακούς του. Ἐκεῖνοι καταλαβαίνουν πῶς τὸν πόνο τους τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Ὁ πόνος ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ στὸν ἄνθρωπο ἢ εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, εἶναι κακός. Ὁ πόνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτεῖ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καθαρίσει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ καὶ τοὺς φέρνει κοντὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς ὁ καθαρτήριος πόνος δὲν εἶναι τοῦ πονηροῦ, οὔτε καὶ ἀπὸ μόνος του εἶναι κακός, ἀλλὰ προέρχεται ἀπό το Θεὸ κι ἀποβλέπει στὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων. «’Ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’71), λέει ὁ διορατικὸς βασιλιᾶς Δαβίδ.

Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός, δρόμος του εἶναι ἡ ἁμαρτία. “Ἔξω ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τὴν ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἄλλο κακό. Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τοὺς πόνους τοῦ νέου του εὐαγγελίου, ὑπόλογο εἶναι μόνο τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ὄχι ἡ σελήνη. “Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπερινόητη ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν περιόριζε τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ δὲν προστάτευε τὰ πλάσματά Του ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα μὲ τοὺς ἀγγέλους Του, τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν συντρίψει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ» ψυχικὰ καὶ σωματικά, ὅπως συντρίβουν οἱ ἀκρίδες τοὺς καρποὺς στοὺς ἀγρούς.

«Καὶ εἶπον τοὶς μαθηταῖς σου ἕνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν», εἶπε ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ στὸν Κύριο. Παρακάλεσα τοὺς μαθητές σου νὰ διώξουν τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα, μὰ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν.

Τρεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔλειπαν ἀπὸ τὸ περιστατικό: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ποὺ βρίσκονταν μαζί του στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Ἔπειτα κατέβηκαν μαζὶ Τοῦ πάλι, γιὰ νὰ βροῦν κάτω ἕνα πλῆθος συγκεντρωμένο γύρω ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους, καθὼς καὶ τὸν ἄρρωστο νέο. Ὁ δυστυχισμένος πατέρας, ἀφοῦ δὲ βρῆκε τὸ Χριστό, ἔφερε τὸ γιό του στοὺς μαθητές Του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μπόρεσαν, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ τὸν βοηθήσουν. Πρῶτα γιὰ τὴ δική τους ὀλιγοπιστία, δεύτερο γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα καὶ τρίτο γιὰ τὴν καθολικη ἀπιστία τῶν γραμματέων ποὺ ἦταν παρόντες. ‘Ἀναφέρεται πῶς γύρω ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ καὶ «γραμματεῖς συζητοῦντες αὐτοῖς» (Μάρκ. θ16). Ἡ ἀδύναμη πίστη τοῦ πατέρα φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χριστό. Δὲ μίλησε ὅπως ὁ λεπρός, ποῦ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαι μὲ καθαρίσαι» (Ματθ. ἡ’ 2). Ἐκεῖ μίλησε ἕνας ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Οὔτε καὶ σὰν τὸν Ἰάειρο μίλησε, ὅταν κάλεσε τὸ Χριστὸ ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη του: «Ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χείρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. 918). Κι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ μιλάει εἶναι ἄνθρωπος μὲ δυνατὴ πίστη. Πολὺ λιγότερο μίλησε σὰν τὸν ἑκατόνταρχο τῆς Καπερναούμ, ποῦ ἦταν ἄρρωστος ὁ δοῦλος του: «Κύριε… μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’8). Ἐδῶ μίλησε ἢ πολὺ μεγάλη πίστη. Ἐκείνη ὅμως ποὺ εἶχε τὴ μεγαλύτερη πίστη ἀπ’ ὅλους δὲν εἶπε τίποτα. Πλησίασε ἁπλᾶ τὸ Χριστὸ καὶ ἄγγιξε τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Του. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ αἱμορροοῦσα.

Ὁ πατέρας τοῦ ἄρρωστου νέου δὲν ἐνεργεῖ οὔτε μιλάει σὰν αὐτούς, ἀλλὰ λέει στὸ Χριστό: «’Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». “Ἄν μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοήθησέ μας.

Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Πρέπει νὰ γνώριζε λίγα, πολὺ λίγα γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μίλησε ἔτσι σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα. Ἢ ἀδύναμη πίστη του ἐξασθένησε ἀκόμα περισσότερο τὴ δύναμη τῶν ἀποστόλων. Σ’ αὐτὸ συνέβαλαν κι οἱ κακόβουλες συκοφαντίες τῶν γραμματέων ἐναντίον τοῦ Χριστου καὶ τῶν ἀποστόλων Του. ‘Ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν. Αὐτὸ φανερώνει μιὰ μικρὴ σπίθα πίστης, πολὺ πολὺ μικρή, ἕτοιμη νὰ σβήσει.

«Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτὸ λέγει· ώ, γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». Ὁ Κύριος ἔστρεψε τὴν ἐπίπληξη αὐτὴ πρὸς ὅλους γενικά. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄπιστους ἢ ὀλιγόπιστους τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς παρισταμένους, ὅπως ὁ ἀδύναμος πατέρας, οἱ μαθητές του καὶ ἰδιαίτερα οἱ γραμματεῖς. “Ὦ, γενεὰ ἄπιστος! Αὐτὸ σημαίνει: “Ὦ γενεὰ ποὺ ὑποτάχτηκε στὸν πονηρό, στὸ διάβολο, ποὺ πιστεύει σταθερὰ στὴ δύναμη τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὑπηρετεῖ μὲ δουλοπρέπεια τὸν πονηρὸ καὶ ἀντιστέκεται στὸ ἀγαθό, ποῦ ἀπαρνιέται τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γενεὰ ποῦ εἶναι ὀλιγόπιστη ἢ καὶ ἐντελῶς ἄπιστη στὸ καλό, ποὺ δραπετεύει ἐπαναστατικὰ ἀπὸ τὸ ἀγαθό!

‘Ἐδῶ ὁ Κύριος πρόσθεσε στὴ γενεὰ καὶ τὴ λέξη διεστραμμένη. “Ἤθελε ἔτσι νὰ δείξει ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπιστία, πῶς αἰτία της δηλαδὴ εἶναι ἡ διαφθορὰ ἤ, ἀκόμα πιὸ καθαρά, ἡ ἁμαρτία. Αἰτία εἶναι ἡ διαφθορά.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι συνέπεια. Ἡ ἀπιστία εἶναι ἕνωση μὲ τὸ διάβολο: ἡ ἁμαρτία – ἡ διαφθορά – εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἕνωση αὐτή.

Διαφθορὰ εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό το Θεό· ἀπιστία εἶναι τὸ σκοτάδι, ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ φρίκη ὅπου βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό το Θεό. Δέστε μὲ πόση προσοχὴ διατυπώνει τίς παρατηρήσεις Του ὁ Κύριος. Δὲν ἀναφέρει κανέναν ὀνομαστικά, μιλάει γενικά. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνήσει. Οὔτε καὶ νὰ προσβάλλει ἢ νὰ ταπεινώσει προσωπικὰ κάποιον θέλει. Ἔπιθυμεὶ μόνο νὰ διεγείρει τίς συνειδήσεις τους, νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουν τὸν ἑαυτό τους.

Τί μεγάλο δίδαγμα εἶναι αὐτὸ γιὰ τὴν ἐποχή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρόθυμη νὰ μιλάει καὶ νὰ προσβάλει! “Ἄν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι σήμερα νὰ περιορίζουν καὶ νὰ μετροῦν τὴ χρήση τῆς γλώσσας τους, ἂν μποροῦσαν νὰ σταματήσουν νὰ προσβάλλουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, θὰ ἐξαφανιζόταν τὸ μισὸ κακὸ ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ μισὰ κακὰ πνεύματα θ’ ἀποβάλλονταν, δὲ θὰ κυκλοφοροῦσαν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Προσέξτε μὲ πόση σοφία μιλάει ὁ μεγάλος ἀπόστολος Ἰάκωβος, ποὺ διδάχτηκε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου Του: «Πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταίει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν» (Ἰάκ. γ’2-3).

Τί σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φανταστεῖτε ἕναν εὐγενῆ καὶ φωτισμένο ἄνθρωπο, νὰ τὸν βάλουν νὰ ζήσει μαζὶ μὲ πρωτόγονους καὶ ἄξεστους ἀνθρώπους. Ἢ φανταστεῖτε ἕνα βασιλιᾶ ν’ ἀφήνει το θρόνο του καὶ νὰ κατεβαίνει σ’ ἕνα χῶρο ὅπου κυκλοφοροῦν βρώμικοι ἀγύρτες. Καὶ σκοπός του δὲν εἶναι μόνο νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ τοὺς μάθει πῶς νὰ ζοῦνε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ σκέφτονται, νὰ νιώθουν καὶ νὰ λειτουργοῦν ὡς βασιλιᾶδες, εὐγενεῖς καὶ μεγαλόκαρδοι. “Ὅποιος καὶ νά ‘τὰν ὁ ἐπίγειος αὐτὸς βασιλιᾶς, μετὰ ἀπὸ τρεὶς μέρες δὲ θὰ ἔκραζε, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; Θὰ εἶχε σταματήσει μέσα σὲ τρεῖς μέρες ἡ ἀγυρτεία, ἡ ἀνοησία, ἡ βρωμιὰ κι ἡ δυσωδία; Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ βασιλιᾶς τῶν βασιλέων, ἄφησε ν’ ἀκουστοῦν τὰ λόγια αὐτὰ μετὰ ἀπὸ τριάντα τρία χρόνια ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Κι ἡ ἀπόσταση ποὺ χώριζε τοὺς συγχρόνους Του ἀπὸ τὸν ἴδιο ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην ποὺ χωρίζει τοὺς ἐπίγειους βασιλιᾶδες ἀπὸ τοὺς ἀγύρτες. Προφανῶς δὲν μετροῦσε το χρόνο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ σὲ ἔργα καὶ θαύματα ποὺ ἔκανε μπροστὰ σὲ χιλιάδες αὐτόπτες μάρτυρες, τὸν μετροῦσε μὲ τὴ διδασκαλία Του ποὺ σκόσπισε καὶ ἔσπειρε σὲ χιλιάδες ψυχές. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύματα, διδαχὲς καὶ γεγονότα, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν το χρόνο χιλίων ἐτῶν, διαπιστώνει ξαφνικὰ πῶς οἱ μαθητές Του δὲν μποροῦσαν νὰ θεραπεύσουν ἕναν ἐπιληπτικὸ νεαρὸ καὶ νὰ ἐκβάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Κι όλ’ αὐτὰ ἀφοῦ τοὺς εἶχε διδάξει μέ το λόγο καὶ τὸ παράδειγμά Τοῦ πῶς ἐκβάλλεται ὁλόκληρη λεγεῶνα. Κι ἀκούει κι ἕναν ἁμαρτωλὸ ὀλιγόπιστο νὰ τοῦ λέει: ἀλλ’ εἴ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν.

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τοὺς παρευρισκόμενους γιὰ ἔλλειψη πίστης, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρουν τὸν ἄρρωστο νεαρὸ μπροστά Του. «Προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε».

Στὴ συνέχεια ἐπιτίμησε τὸ διάβολο κι αὐτὸς ἀμέσως βγῆκε ἀπὸ τὸ παιδί, ποὺ θεραπεύτηκε τὴν ἴδια στιγμή. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος. Οἱ ἄλλοι δυὸ εὐαγγελιστὲς δίνουν περισσότερες πληροφορίες γιὰ ὅσα ἔγιναν πρὶν ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ νεαροῦ. “Ἔτσι ἔχουμε τρεὶς ἐπιπλέον λεπτομέρειες. Πρώτη, ὅτι ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν πατέρα ἀπὸ πότε ὑποφέρει ὁ γιός του δεύτερη, ὅτι ἔδωσε ἔμφαση στὴν πίστη, σὰν προϋπόθεση τῆς θεραπείας καὶ τρίτη, ὅτι καθὼς ὁ νεαρὸς πλησίασε τὸ Χριστό, ὁ τρομοκρατημένος διάβολος βγῆκε ἀπὸ μέσα του κι ἐξαφανίστηκε.

«Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;» (Μάρκ. θ’21), ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέρα τοῦ νεαροῦ. Δὲ ἔκανε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ ἦταν κοντά Του. Ὁ ἴδιος τὸ γνώριζε καλά, ἤξερε πῶς τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο ἀπὸ χρόνια. Κι ὁ πατέρας ἀπάντησε: «Παιδιόθεν». Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι καὶ νὰ μάθουν τὸ εἶδος τοῦ τρομεροῦ πόνου ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ πόσο δυνατὴ εἶναι ἡ προστασία ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς τὴν προστασία αὐτὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα θὰ εἶχαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ καταστρέψει κυριολεκτικὰ τόσο τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεαροῦ. Καὶ τελικὰ ἔπρεπε νὰ μάθουν ὅλοι πόσο μεγάλη δύναμη καὶ πόση ἐπιβολὴ ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὰ πονηρὰ πνεύματα.

Ἀλλ’ εἰ,εἶ τί δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαγχνισθεῖς ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε ὁ πατέρας στὸ Χριστό. Ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε, δὲν ἀναφέρθηκε μόνο στὸ παιδί. Ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ, εἶναι καὶ τοῦ πατέρα πόνος, εἶναι καὶ ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειας πόνος. Ἄν ὁ νεαρὸς θεραπευόταν, τὸ βάρος θά ‘φευγε ἀπὸ πολλὲς ἀνθρώπινες ψυχές. Κι ὁ Ἰησοῦς του εἶπε: «Το εἰ,εἶ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά το πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’23).

Σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ συνηθίζει νὰ ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθελε ἐδῶ νὰ κάνει τὸ μέγιστο δυνατὸ καλὸ μὲ μιὰ πράξη. Τὸ ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία τοῦ παιδιοῦ. Γιατί ὄχι καὶ τῶν ἄλλων; Γιατί νὰ μὴν ἐπιβεβαιώσει καὶ τὴν πίστη τοῦ πατέρα του; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει ταυτόχρονα κι ἕνα τρίτο καλό, νὰ δείξει δηλαδὴ τὴ δύναμή του μὲ τὸν πιὸ ἐντυπωσιακὸ τρόπο, ὥστε νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρτο καλό, νὰ καταγγείλει τὴν ἀπιστία καὶ τὴ διαφθορά, καθὼς καὶ τὴ χαμερπῆ κλίση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ κακό, τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ τὴν ἁμαρτία; Καὶ γιατί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα πέμπτο καλό, κι ἕνα ἕκτο, κι ἕνα ἕβδομο, κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ προκαλεῖ μιὰ καλὴ πράξη; Γιατί μιὰ καλὴ πράξη φέρνει πάντα πολλὲς ἄλλες στὴ σειρά.

Ἄς δοῦμε ὅμως γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μὲ πόση σοφία καὶ μὲ τί τρόπο συνδυάζει ὁ Κύριος τὴν ἀποφασιστικότητα μὲ τὴν εὐγένεια. Ὅταν καταγγέλει μὲ ὀξύτητα τὴν ἀπιστία, μιλάει γενικὰ καὶ αὐξάνει τὴν πίστη ὅλων, μὰ δὲν ταπεινώνει κανέναν προσωπικά. “Ὅταν ὅμως ἀπευθύνεται προσωπικὰ σὲ κάποιον ποὺ τὸν ἱκετεύει, δὲ μιλάει αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐγένεια. Ἡ εὐγένεια καὶ ἡ διακριτικότητα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ ἔφεραν τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ πατέρας ἀναφώνησε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. θ’24).

Δὲν ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ λιώνει τόσο εὔκολα τὸν πάγο τῆς ἀπιστίας, ὅσο τὰ δάκρυα. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔκλαψε μπροστὰ στὸν Κύριο, εἶχε ἤδη μετανιώσει γιὰ τὴν προηγούμενη ἀπιστία του. Μέσα του, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη του ἀναδύθηκε ξαφνικὰ ὅπως προβάλει ἕνα ρυάκι ἀπὸ φουσκωμένο ποτάμι. Κι ὕστερα ἡ πίστη του αὐτὴ μεταμορφώθηκε σὲ φωνή, σὲ λόγια, ποὺ ἔμειναν σὰν δυναμικὸ μήνυμα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία!»

Τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν πίστη χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ν’ ἀποχτήσει κάποια μικρή, ρηχὴ πίστη. Νὰ πιστέψει δηλαδὴ στὴν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἤ, μὲ λίγα λόγια, ν’ ἀμφισβητήσει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ ἀπόσταση ὅμως ἀπὸ τὴ μερικὴ αὐτὴ πίστη στὴν ἀληθινή, εἶναι μεγάλη. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διανύσει κανεὶς ἂν δὲν τὸν καθοδηγει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ πατέρας, βοήθει μοὶ τὴ ἀπιστία! εἶναι σὰ νὰ λένε: «Κύριε, βοήθησέ μὲ νὰ Σὲ πιστέψω!..Βοήθησέ μὲ νὰ μὴ πιστεύω στὸν πονηρό!..Βοήθησέ μὲ ν’ ἀποδεσμευτῶ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ νὰ ἑνωθῶ μαζί Σου!»

«Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’42). Τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ἔφεραν κοντά το νεαρὸ ὁ δαίμονας τὸν ἔριξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ τὸν συγκλόνισε μὲ σπασμούς. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ κάνει ὁ δαίμονας, ὥστε νὰ δοὺν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ φοβηθοῦν, νὰ τρομοκρατηθοῦν γι’ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ σατανᾶς στὸν ἄνθρωπο. Νὰ πειστοῦν καὶ ν’ ἀντιληφθοῦν πόσο ἀνεπαρκὴς εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη κι ἡ δύναμη τῶν ἱκανότερων γιατρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλιτώσουν τὴ ζωὴ ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ τρόμο. Κι ἀφοῦ δοῦν τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ συνειδητοποιήσουν τὴ δική τους ἀδυναμία, οἱ ἄνθρωποι θ’ ἀναγνωρίσουν τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴ θεία δύναμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει ἐδῶ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ πονηρὸ πνεῦμα: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν» (925). Σὲ διατάζω, λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐξουσίας. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ τὰ δανειστεῖ αὐτὰ ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15), εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς σὲ ἄλλη περίπτωση. Κι ὅπως βλέπουμε, τὸ ἐφαρμόζει αὐτὸ στὴν πράξη. «Ἐγώ σου μιλάω. Σὲ διατάζω μὲ τὴ δική Μου ἐξουσία, σὲ βγάζω μὲ τὴ δική Μου δύναμη».

Πρέπει νὰ καταλάβει καλὰ ὁ κόσμος πῶς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ ἔκαναν κάποια θαυμαστὰ πράγματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο προφήτεψαν οἱ προφῆτες καὶ τὸν Ὁποῖο ἀνέμενε ὁ κόσμος.

Θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη καὶ τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐντολῆς ποὺ ἔδωσε ὁ Χριστὸς στὸ διάβολος καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ μέσα του, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει στὸ νεαρὸ ποὺ εἶχε ὑποφέρει τόσο πολύ. Αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ἀφοῦ καθαριστεῖ, μπορεῖ πάλι νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν ἀκάθαρτο δαίμονα. Ὁ διάβολος ποὺ ἐκδιώχτηκε μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ ξαναγυρίσει. Αὐτὸ γίνεται ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετάνιωσε καὶ συχωρέθηκε ἀπό το Θεό, ἐπιστρέφει στὴν παλιά του ἁμαρτία. Τότε ὁ διάβολος ξαναμπαίνει μέσα του. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν διατάζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παιδί, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσει κοντά του. Πρῶτο, ὥστε ἡ θεϊκὴ δωρεὰ πρὸς τὸ παιδὶ νὰ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια. Δεύτερο, γιὰ νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὴ διδασκαλία Του αὐτὴ τὸ συμπέρασμα καὶ τὴ βεβαιότητα, πῶς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ λάβουμε τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν παλιά μας ἁμαρτία, «ὡς κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέραμα», ὅπως ὁ σκύλος στὸ πέρασμά του (Βπέτρ. β’22). Γιατι ἔτσι θὰ ἐκτεθοῦμε πάλι στὸ θανατηφόρο κίνδυνο ν’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα στὸ πονηρὸ πνεῦμα, γιὰ νὰ ξαναμπει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύσει.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέγιστο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, «ἔξεπλήσσοντο πάντες ἐπὶ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Θ’43). Ἡ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παντοδυναμία Τοῦ μακάρι νά ‘μεναν διαρκεῖς κι ἀνεξάλειπτες στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Νὰ μὴ διαλύονταν ὅπως οἱ φοῦσκες στὸ νερό. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρνει μάταια. “Ἄν ὁ σπόρος ποὺ θὰ πέσει στὸ δρόμο, στὴν πέτρα ἢ ἀνάμεσα στὸ ἀγκάθια χαθεῖ, ἐκεῖνος ποὺ θὰ πέσει στὴν καλὴ γῆ δὲ χάνεται, ἀλλὰ θὰ φέρει καρπὸ ἑκατονταπλασίονα.

“Ὀταν ὁ Χριστὸς ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν: «διατὶ ἤμεὶς οὔκ ἠδυνήθημεν ἔκβαλέίν αὐτό;» Κι ὁ Ἰησοῦς τους ἀπάντησε: «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχετε πίστιν ὼς κόκκον σινάπεως, ἔρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’20). Ἡ ἀπιστία σας φταίει, τοὺς εἶπε ὁ Κύριος. Ἐὰν εἴχατε πίστη, ἔστω ἴσαμε τὸν μικρὸ κόκκο τοῦ συναπιοῦ, θὰ μπορούσατε νὰ πεῖτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ κι αὐτὸ θὰ πήγαινε. Τίποτα δὲ θὰ σᾶς ἦταν ἀδύνατο.

Ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἑπομένως ἦταν ἡ ἀπιστία. “Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ δύναμη. Λιγότερη ἡ πίστη, λιγότερη κι ἡ δύναμη. Νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀποστόλους «ἔξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθ. 11). Κι ἐκεῖνοι εἶχαν κάνει καλῇ χρήση τῆς δύναμης αὐτῆς γιὰ κάποιο διάστημα. Στὸ μέτρο ὅμως ποῦ ἡ πίστη τους ἀδυνάτισε, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἐξασθένησε κι ἡ δύναμη ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ.

Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξουσία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλάσματα. Μὲ τὴν παρακοή του ὅμως, μὲ τὴν ἀπληστία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἔκανε κακὴ χρήση κι ἔχασε τὴν ἐξουσία του. Οἱ ἀπόστολοι τώρα, ἀπὸ κάποιο σφάλμα τους, ἔχασαν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ. Ἡ ἀπώλεια τῆς δύναμης αὐτῆς μπορεῖ ν’ ἀνακτηθεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη, περισσότερη πίστη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ δύναμη τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπορεῖ νὰ μετακινήσει ὄρη. Τίποτα δὲν ἀδυνατεῖ μπροστὰ στὴν πίστη. Ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, ἡ μυρωδιά του ὅμως μπορεῖ νὰ καλύψει ὁλόκληρο πιάτο φαγητό. Γράφει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων σὲ μιὰ ἀπὸ τίς κατηχήσεις τοῦ: «Ὅπως ὁ κόκκος τοῦ συναπιοῦ, ποὺ εἶναι μικρὸς στὸ μέγεθος ἀλλὰ δυνατὸς στὴν ἐπίδρασή του, ὅταν τὸν σπέρνεις σ’ ἕνα μικρὸ χῶρο βγάζει πολλὰ βλαστάρια κι ὅταν μεγαλώνει μπορεῖ νὰ στεγάσει ἀκόμα καὶ πουλιά, ἔτσι κι ὅταν ὑπάρχει πίστη στὴν ψυχή, σύντομα κάνει πράγματα μεγάλα. Γι’ αὐτὸ πίστεψε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβεις ἀπ’ Αὐτὸν πίστη μεγάλη ποῦ ξεπερνάει τὴν ἀνθρώπινη δύναμη». “Ἄν ἔχεις πίστη, ἔστω ὅσο ὁ κόκκος τοῦ σιναπιοῦ, τὰ βουνὰ θὰ ὑποχωρήσουν μπροστά σου καὶ θὰ μετακινηθοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.

Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν μετακίνησε βουνά; Γιατί δέν του ἦταν ἀπαραίτητο. “Ἔκανε μόνο τὰ θαύματα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τους. Εἶναι ὅμως μεγαλύτερο θαῦμα ἢ μετακίνηση τῶν βουνῶν ἀπὸ τὴ μετατροπὴ τοῦ νεροῦ σὲ κρασί, ἀπὸ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων, ἀπὸ τὴ θεραπεία δαιμονισμένων καὶ ὅλων τῶν λογιῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὸ περπάτημα πάνω στὸ νερὸ ἢ τὸ γαλήνεμα τῆς ἀνταριασμένης θάλασσας μ’ ἕνα Του λόγο ἢ μιὰ Τοῦ σκέψῃ; Δὲν μπορεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση ν’ ἀποκλειστεῖ ἡ περίπτωση πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀνταποκρίνονται σὲ εἰδικὲς ἀνάγκες καὶ ἔχουν δυνατὴ πίστη, νὰ κάνουν καὶ τὸ θαῦμα μετακίνησης κάποιου βουνοῦ. Ἀλλ’ ὑπάρχουν μεγαλύτερα βουνά, πιὸ δύσβατα ὑψίπεδα καὶ πιὸ δυσβάχταχτα βάρη καὶ πιὸ ἐξαντλητικὴ κούραση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τίς γήινες μέριμνες, τίς ἁλυσίδες καὶ τὰ ἐγκόσμια δεσμά; “Ὅποιος μπορεῖ ν’ ἀφαιρέσει τὸ βάρος αὐτὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα, αὐτὸς ἔχει μετακινήσει οὐσιαστικὰ τὸ μεγαλύτερο καὶ βαρύτερο βουνὸ τοῦ κόσμου.

«Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ,εἶ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’21). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῶν δαιμόνων δὲ διώχνεται μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι οἱ δυὸ στῦλοι τῆς πίστης. Εἶναι οἱ δυὸ φωτιὲς ποὺ καῖνε τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μὲ τὴ νηστεία ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ σωματικὰ πάθη καὶ κυρίως ἡ φιληδονία. Μὲ τὴν προσευχὴ ἤρεμοὺν καὶ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως ἐκδίκηση, φθόνος, μῖσος, κακία, ὑπερηφάνεια, φιλοδοξία, ἐπιθυμία καὶ τέλεση πονηρῶν πράξεων κ.ἄ. Μὲ τὴ νηστεία καθαρίζονται τὰ δοχεῖα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ δυσῶδες περιεχόμενό τους, ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια πάθη καὶ τὴν κακία. Μὲ τὴν προσευχὴ προσελκύουμε στὸ ἄδειο καὶ καθαρμένο δοχεῖο τῆς καρδιᾶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἡ πληρότητα τῆς πίστης κατορθώνεται μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια ἐφαρμόσει τὴ νηστεία σὰν ἕνα δοκιμασμένο καὶ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο γιὰ ὅλα τὰ ψυχικὰ πάθη, σὰν ἕνα δυνατὸ ὅπλο ἐνάντια στὰ πονηρὰ πνεύματα. “Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑποτιμοῦν ἢ ἀπορρίπτουν μιὰ σαφῆ καὶ καθοριστικὴ ὁδηγία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσευχὴ δυναμώνει καὶ ἐνισχύεται μὲ τὴ νηστεία. Ἡ πίστη βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κι ἡ πίστη μετακινεῖ βουνά, ἐκβάλλει δαίμονες καὶ κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατά.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ φαίνονται νὰ σχετίζονται μὲ τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου παιδιοῦ κι ἐνῶ οἱ συγκεντρωμένοι ἄνθρωποι θαύμαζαν τὰ γενόμενα, ξαφνικὰ ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του.

«Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἐγερθήσεται» (Ματθ. ἴζ’22-23). Γιατί μετὰ τὸ θαῦμα αὐτό, ὅπως κι ὕστερα ἀπὸ κάποια ἄλλα θαύματα, ὁ Χριστὸς μιλάει στοὺς μαθητές Του γιὰ τὸ πάθος Του; “Ὥστε ὅταν ἔρθει καὶ προδιαγεγραμμένος καιρὸς νὰ μὴ δειλιάσουν, νὰ μὴ φοβηθεῖ ἡ καρδιά τους. Τοὺς τὸ λέει αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματά Τοῦ, μετὰ τίς τιμές, τὴ δόξα καὶ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ τὸν περιμένουν καὶ τὸν ὑποδέχονται οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ χαραχτοῦν καλύτερα στὸ νοῦ τους. Τὸ λέει αὐτὸ ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδάξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ κι ἐμᾶς, ὥστε μετὰ ἀπὸ τέτοια μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα νὰ μὴν περιμένουμε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ προετοιμαστοῦμε νὰ δεχτοῦμε τὰ χειρότερα καὶ σκληρότερα χτυπήματα καὶ τίς ταπεινώσεις, ἀκόμα κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εὐεργετήσαμε πολύ.

Ὁ Κύριος δὲν προεῖπε μόνο τὰ πάθη καὶ τὸ θάνατό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασή Του. Στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώνια δόξα. Ὁ Κύριος προλέγει στοὺς μαθητές Του κάτι ποὺ μοιάζει ἀπίθανο, γιὰ νὰ τονώσει τὴν πίστη τους σὲ ὅσα πρόκειται νὰ γίνουν. Νὰ τοὺς διδάξει, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πρέπει κάθε ἄνθρωπος νά ‘χει πίστη ἴσαμε τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ ἢ καὶ λιγότερη, γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, νὰ περιμένει κάθε εἶδος πειρασμοῦ καὶ βασάνων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πρέπει νὰ ξέρουν μὲ σιγουριὰ ὅμως πῶς στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν περιμένει ἡ Ἀνάσταση.

Ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου κι ὅλους τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ τοὺς λογαριάζουμε σὰν ἕνα ἀπόλυτο μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμβους ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ πειρασμούς. Πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς στέλνει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονή. Δὲν πρέπει ν’ ἀφηγούμαστε καὶ νὰ κοχορευόμαστε μὲ ὅσα ἔχουμε κάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴν πόλη ἢ γιὰ τὸ χωριό μας, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρίδα μας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπαναστατοῦμε ὅταν οἱ πειρασμοὶ μᾶς πιέζουν. “Ἄν κάναμε κάτι γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς γνωστούς μας, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεου. Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ ἔργο γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ὄργανο ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος ὅταν μᾶς στέλνει πειρασμοὺς μετὰ ἀπὸ ἔγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετὰ ἀπὸ ἐπαίνους, φτώχεια μετὰ ἀπὸ πλούτη, περιφρόνηση μετὰ ἀπὸ τιμές, ἀρρώστια μετὰ ἀπὸ ὑγεία, ἀπομόνωση καὶ μοναξιὰ μετὰ τὴν ἀπόλαυση πλήθους φίλων. Ὁ Θεὸς γνωρίζει γιατί μας τὰ στέλνει αὐτά. Γνωρίζει πῶς ὅλα ἀποβλέπουν στὸ καλό μας. Πρῶτο, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ αἰώνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά, νὰ μὴν ὁδεύουμε πρὸς τὸν τάφο μὲ συνοδεία τὴν ψεύτικη καὶ παροδικὴ λαμπρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ δεύτερο ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀποβλέπουμε σὲ ἀνταπόδοση γιὰ τὰ καλά μας ἔργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, γιατί τότε δὲ θά ‘χουμε τίποτα νὰ ζητήσουμε ἢ νὰ λάβουμε στὴ μέλλουσα. Εὔχομαι νὰ μὴν ἀκούσουμε στὴ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ: τὸ μισθό σας τὸν λάβατε».

Εὔχομαι αὐτὸ νὰ μὴ μᾶς συμβεῖ. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ἀναπόφευκτη καταστροφὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβαμε δόξα, ἐγκώμια καὶ τιμές, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μας διδάσκει πῶς, μετὰ ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη δόξα, τὰ ἐγκώμια καὶ τίς τιμὲς ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ὁ κόσμος, πρέπει νὰ προετοιμαστοῦμε ν’ ἀναλάβουμε τὸ σταυρό Του. Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ αἰώνια δόξα κι ἡ τιμή, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος…»

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Μάρκ. 9, 19)

ΗTAN, ἀγαπητοί, ἕνας πατέρας. Πατέρας δυστυχισμένος. Τὸ παιδί του ἔπασχε. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ ἀρρώστια; Μακάρι νὰ εἶχε κάποια ἀρρώστια. Καὶ ἡ πιὸ φοβερὴ ἀρρώστια μικρὴ εἶνε μπροστὰ στὸ κακὸ ποὺ εἶχε βρεῖ τὸ παιδί. Τὸ παιδὶ ἦταν δαιμονισμένο. Ναί, δαιμονισμένο. Δαίμονας εἶχε κυριεύσει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βασάνιζε. Δὲν ἄκουγε. Δὲ μιλοῦσε. Κουφὸ καὶ ἄλαλο ἦταν. Κ’ ἐκεῖ ποὺ φαινόταν ἥσυχο, τὸ ἔπιανε ξαφνικὰ κρίσι. Φρικτὸ τότε θέαμα παρουσίαζε. “Ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι ποὺ βγάζει ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, γινόταν σὰ νεκρό. Δύσκολα ἐρχόταν στὶς αἰσθήσεις του. Ἔπρεπε νὰ τὸ φυλᾶνε, γιατί, ὅταν ξαφνικὰ ἐρχόταν ἡ κρίσι καὶ δὲν ἦταν κανεὶς κοντά του, μποροῦσε νὰ πέσῃ στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ καὶ νὰ καῇ ἢ νὰ πνιγῇ. Δυστυχισμένο παιδί! Ἀλλὰ πιὸ δυστυχισμένος ἦταν ὁ πατέρας, ποὺ τὸ ἔβλεπε καὶ καιγόταν. Τί δὲν θά ‘δινε γιὰ νὰ γίνῃ καλὰ τὸ παιδί του! Μὰ κανένας γιατρὸς τοῦ κόσμου δὲν μποροῦσε νὰ γιατρέψῃ τὸ δαιμονισμένο παιδί.

Αὐτὸς ὁ πατέρας παίρνει τώρα τὸ παιδί του καὶ τὸ φέρνει στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ τὸ κάνουν καλά. Γιὰ νὰ γίνῃ ὅμως τὸ θαῦμα, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ πίστι. Ὁ πατέρας θὰ ἔπρεπε νὰ πιστεύῃ στὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πίστευε; Πίστευε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφερε τὸ παιδί του. Ἀλλὰ ἡ πίστη του ἦταν πολὺ μικρή. Εἶχε ἀμφιβολίες. Σκεπτόταν· Ἄρα γε θὰ μπορέσῃ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί μου ὁ Χριστός;… Δὲν θά ‘πρεπε νὰ ὑπάρχῃ καμμιὰ ἀμφιβολία στὴν καρδιά του, γιατί ὁ τόπος βούιζε ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάνει ὁ Χριστός. Θαύματα χιλιάδες. Θαύματα πιὸ μεγάλα ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ ζητοῦσε νὰ γίνῃ. Ὄχι ἕνα δαιμόνιο, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια εἶχε βγάλει ὁ Χριστός. Καὶ ὅμως ὁ πατέρας δὲν πίστευε μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Ἰουδαίους ποῦ, ἐνῶ ἔβλεπαν καθημερινῶς θαύματα, δὲν πίστευαν στό Χριστὸ καὶ δὲν τὸν ἀκολουθοῦσαν. Ὅλο ἀμφιβολίες εἶχαν κι ὅλο ἐρωτήσεις ἔκαναν. Ὅλο καὶ πιὸ μεγάλα θαύματα ἤθελαν νὰ βλέπουν. Τίποτε δὲν τοὺς ἱκανοποιοῦσε. Τίποτε δὲν τοὺς ἔπειθε. Φαρμάκι ἔσταζε ἡ γλῶσσα τους. Ἦταν σὰν τοὺς προγόνους τους, ποὺ ὁ Θεός τους εὐεργετοῦσε κάθε μέρα, ἔβγαζε νερὸ ἀπό το βράχο, ἄνοιγε τὰ οὐράνια καὶ τοὺς ἔβρεχε μάννα, τροφὴ καθαρὴ καὶ ἐκλεκτή, μὰ αὐτοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶνε τὸ ἴδιο γογγυσταὶ καὶ ἀχάριστοι.

Καὶ ὁ Χριστός, βλέποντας τὴν ἀπιστία τοῦ πατέρα καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Ἰουδαίων, βλέποντας τὴ σκληρή τους καρδιά, ποὺ τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ τὴ μαλακώσῃ, λυπᾷται, ἀναστενάζει, ἀγανακτεῖ καὶ λέει τὰ φοβερὰ τοῦτα λόγια «Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι;» (Μάρκ. 9, 19). Ὁ Χριστὸς λυπᾷται καὶ ὑποφέρει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων, ὥστε προτιμᾷ το θάνατο, παρὰ νὰ μένῃ μέσα σὲ τέτοιο λαό, ἄπιστο, διεφθαρμένο καὶ ἀχάριστο.

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος». Τὰ φοβερὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, δυστυχῶς ταιριάζουν καὶ σ’ ἐμᾶς. Γιατί κ’ ἐμεῖς εὐεργετηθήκαμε ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Σ’ αὐτοὺς ἔδωσε μάννα σ’ ἐμᾶς δίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, τὸ τίμιο αἷμα του καὶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, τὴ θεία κοινωνία. Σ’ ἐμᾶς ἔδειξε ἀγάπη, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέτρο νὰ μετρηθῇ.

Εἴδαμε θαύματα πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ μεγάλα ἀπ’ ὅ,τι εἶδαν τὰ μάτια τῶν Ἰουδαίων. Ἀμφιβάλλετε; Ἀνοῖξτε τοὺς βίους τῶν ἁγίων κ’ ἐκεῖ θὰ δῆτε θαύματα ἀναρίθμητα, ποὺ ἔκαναν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ κάνουν καὶ μέχρι σήμερα. Πηγαίνετε στὴν Κεφαλλονιά, καὶ θὰ δῆτε πῶς ὁ ἅγιος Γεράσιμος διώχνει δαιμόνια καὶ θεραπεύει τοὺς δαιμονιζομένους. Πηγαίνετε στὰ μοναστήρια καὶ στὰ ἱερὰ προσκυνήματα, καὶ θὰ δῆτε τί θαύματα κάνουν στοὺς πιστούς οἱ ἅγιοι. Καὶ δὲν εἶνε μόνο οἱ βίοι τῶν ἁγίων ποὺ μιλοῦν γιὰ θαύματα. Ὑπάρχει κι ἄλλο βιβλίο. Εἶνε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς κάθε χριστιανικῆς οἰκογενείας. Ρώτησε, παιδί μου, τὸν πατέρα σου, τὸν παπποῦ, τὴ γιαγιά, τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά τους καὶ εἶδαν βάσανα πολλὰ στὸν κόσμο τοῦτο, καὶ θὰ σοῦ ποῦν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ὅτι ἦρθαν στιγμὲς ποὺ κινδύνευσαν τρομερά. Ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ κάποιο χέρι ἀόρατο τοὺς ἔσωσε. Τοὺς ἔσωσε ὁ Χριστός. Κάθε χριστιανικὴ οἰκογένεια ἔχει τὰ θαύματά της. Καὶ ἄν, παιδί μου, ἀνοίξῃς ἕνα ἄλλο βιβλίο, πολὺ μεγαλύτερο, ποὺ περιγράφει τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους ποὺ λέγεται Ἑλλάς, ἐκεῖ θὰ δῇς, ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ μικροῦ καὶ πολυβασανισμένου αὐτοῦ ἔθνους εἶνε ἱστορία θαυμάτων.

Ἔ λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα θὰ ἔπρεπε ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό. Καὶ σᾶς ἐρωτῶ: Πιστεύουμε; «Τὸ δέντρο ἀπὸ τὸν καρπὸ φαίνεται», εἶπε ὁ Χριστὸς (πρβλ. Ματθ. 12, 33). Καὶ ἡ πίστι μᾶς ἀπὸ τὰ ἔργα μας φαίνεται. Καὶ τὰ ἔργα μας δὲν δείχνουν πίστι. Ἡ πίστι μας δὲν εἶνε ζωντανή, δὲν ἔχει μέσα φωτιὰ καὶ δύναμη. Εἶνε μιὰ πίστι χλιαρή, ποὺ δὲν διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Ἄν πιστεύαμε, ὅπως οἱ πατέρες μας, θ’ ἀκούγαμε τὴν Κυριακὴ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ θὰ λέγαμε· Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Καὶ κανεὶς μᾶς δὲν θὰ ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά. Ἄν πιστεύαμε, θὰ τηρούσαμε τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς καὶ πρὸ παντὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἄν πιστεύαμε, θὰ τρέχαμε στὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια θὰ λέγαμε τὰ κρίματά μας. Ἄν πιστεύαμε, δὲν θὰ ἀδικοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δὲν θὰ ἔκλεβε καὶ δὲν θὰ ἀπατοῦσε το γείτονα τοῦ, δὲν θὰ ἀτίμαζε τὸ σπίτι του, δὲν θὰ προσέβαλλε τὴν προσωπική του τιμή. Ἄν πιστεύαμε, θὰ ἤμασταν δίκαιοι καὶ ἐλεήμονες. Ἄν πιστεύαμε, δὲν θὰ βλαστημούσαμε τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τρέμουν καὶ οἱ δαίμονες ἀκόμη. Αὐτὴ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἀσέβεια μικρῶν καὶ μεγάλων, αὐτὴ ἡ ἀδικία καὶ ἀσπλαχνία καὶ θηριωδία, εἶνε ἀποτελέσματα τῆς ἀπιστίας.

Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ μείνουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ κατάστασι; Νὰ καταντήσουμε τελείως ἄπιστοι καὶ ἄθεοι; Ὄχι, ἀγαπητοί. Νὰ μιμηθοῦμε τὸν πατέρα τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἀπιστία μας. Νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ δάκρυα ὁ καθένας ἀπό μας νὰ τοῦ πῇ «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τὴ ἀπιστία» (Μάρκ. 9, 24). Χριστέ, βοήθησέ μὲ νὰ διώξω ἀπ’ τὴν καρδιά μου κάθε ἀμφιβολία, κάθε δισταγμό, καὶ νὰ γίνω ἕνας πιστὸς μαθητής σου, ποὺ νὰ μείνω κοντά σου αἰώνια. Χριστέ, «βοήθει μου τὴ ἀπιστία».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek