ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Θ΄ 17 — 31)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ἄνθρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ γονυ­πε­τῶν αὐτῷ καὶ λέγων· Διδά­σκα­λε, ἤνεγ­κα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχον­τα πνεῦ­μα ἄλα­λον. 18καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν κατα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐτόν, καὶ ἀφρί­ζει καὶ τρί­ζει τοὺς ὀδόν­τας αὐτοῦ, καὶ ξηραί­νε­ται· καὶ εἶπον τοῖς μαθη­ταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβά­λω­σι, καὶ οὐκ ἴσχυ­σαν. 19ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπι­στος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι; ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν; φέρε­τε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγ­καν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέ­ως τὸ πνεῦ­μα ἐσπά­ρα­ξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυ­λί­ε­το ἀφρί­ζων. 21καὶ ἐπη­ρώ­τη­σε τὸν πατέ­ρα αὐτοῦ· Πόσος χρό­νος ἐστὶν ὡς τοῦ­το γέγο­νεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παι­διό­θεν. 22καὶ πολ­λά­κις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβα­λε καὶ εἰς ὕδα­τα, ἵνα ἀπο­λέ­σῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. 23ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνα­σαι πιστεῦ­σαι, πάν­τα δυνα­τὰ τῷ πιστεύ­ον­τι. 24καὶ εὐθέ­ως κρά­ξας ὁ πατὴρ τοῦ παι­δί­ου μετὰ δακρύ­ων ἔλε­γε· Πιστεύω, Κύριε· βοή­θει μου τῇ ἀπι­στίᾳ. 25ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπι­συν­τρέ­χει ὄχλος ἐπε­τί­μη­σε τῷ πνεύ­μα­τι τῷ ἀκα­θάρ­τῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄλα­λον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπι­τάσ­σω, ἔξελ­θε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέ­τι εἰσέλ­θῃς εἰς αὐτόν. 26καὶ κρά­ξαν καὶ πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐτόν ἐξῆλ­θε, καὶ ἐγέ­νε­το ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολ­λοὺς λέγειν ὅτι ἀπέ­θα­νεν. 27ὁ δὲ Ἰησοῦς κρα­τή­σας αὐτὸν τῆς χει­ρὸς ἤγει­ρεν αὐτόν, καὶ ἀνέ­στη. 28Καὶ εἰσελ­θόν­τα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ ἐπη­ρώ­των αὐτόν κατ’ ἰδί­αν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυ­νή­θη­μεν ἐκβα­λεῖν αὐτό. 29καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦ­το τὸ γένος ἐν οὐδε­νὶ δύνα­ται ἐξελ­θεῖν εἰ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ. 30Καὶ ἐκεῖ­θεν ἐξελ­θόν­τες παρε­πο­ρεύ­ον­το διὰ τῆς Γαλι­λαί­ας, καὶ οὐκ ἤθε­λεν ἵνα τις γνῷ· 31ἐδί­δα­σκε γὰρ τοὺς μαθη­τὰς αὐτοῦ καὶ ἔλε­γεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δί­δο­ται εἰς χεῖ­ρας ἀνθρώ­πων, καὶ ἀπο­κτε­νοῦ­σιν αὐτόν, καὶ ἀπο­κταν­θεὶς τῇ τρί­τῃ ἡμέ­ρᾳ ἀνα­στή­σε­ται.

 17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλή­θος είπε· “Διδά­σκα­λε, έφε­ρα προς σε το παι­δί μου, που έχει κατα­λη­φθή από πονη­ρόν πνεύ­μα, το οποί­ον του έχει αφαι­ρέ­σει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον τόπον το κατα­λά­βει, το συγ­κλο­νί­ζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρί­ζη, να τρί­ζη τα δόν­τια του και να μένη ξηρόν και αναί­σθη­τον. Και είπα στους μαθη­τάς σου να διώ­ξουν αυτό το πονη­ρόν πνεύ­μα, και δεν ημπό­ρε­σαν”. 19 Ο δε Ιησούς απε­κρί­θη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακό­μη άπι­στος, παρ’ όλα τα θαύ­μα­τα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέ­χω­μαι; Φερ­τε αυτόν σε μένα”. Και έφε­ραν πράγ­μα­τι το δαι­μο­νι­ζό­με­νο παι­δί. 20 Και το πνεύ­μα το πονη­ρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέ­σως συνε­κλό­νι­σε με σπα­σμούς τον νέον, ο οποί­ος αφού έπε­σε εις την γην, εκυ­λί­ε­το και έβγα­ζε αφρούς. 21 Και ηρώ­τη­σε ο Κυριος τον πατέ­ρα του νέου· “πόσος και­ρός είναι από τότε που συνέ­βη αυτό;” Και εκεί­νος είπε· “από την παι­δι­κήν του ηλι­κί­αν. 22 Και πολ­λές φορές τον έρρι­ξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξον­τώ­ση. Αλλ’ εάν ημπο­ρής να κάμης τίπο­τε, σπλαγ­χνί­σου μας και βοή­θη­σέ μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τού­το· “εάν συ ημπο­ρής να πιστεύ­σης, τότε όλα είναι κατορ­θω­τά στον πιστεύ­ον­τα”. 24 Και αμέ­σως πατήρ του παι­δί­ου με δάκρυα εις τα μάτια έκρα­ξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοή­θη­σέ με να ελευ­θε­ρω­θώ από την ολι­γο­πι­στί­αν και να απο­κτή­σω ζων­τα­νήν πίστιν”. 25 Επει­δή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρε­χε από τα διά­φο­ρα μέρη και εμα­ζεύ­ε­το εκεί, επέ­πλη­ξε το ακά­θαρ­τον πνεύ­μα και του είπε· “το πνεύ­μα το άλα­λον και το κωφόν, εγώ σε δια­τάσ­σω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέ­ον να μη ξανα­ει­σέλ­θης εις αυτόν”. 26 Και το πνεύ­μα το πονη­ρόν αφού έκρα­ξε και συνε­κλό­νι­σε παρά πολύ τον νέον, εβγή­κε. Και έμει­νε ο νέος σαν πεθα­μέ­νος, ώστε πολ­λοί να λέγουν ότι απέ­θα­νε. 27 Ο δε Ιησούς τον επια­σε από το χέρι, τον εσή­κω­σε και εκεί­νος εστά­θη όρθιος. 28 Οταν δε εισήλ­θεν ο Κυριος εις ένα σπί­τι, οι μαθη­ταί του τον ερω­τού­σαν ιδιαι­τέ­ρως· “δια­τί ημείς δεν ημπο­ρέ­σα­μεν να διώ­ξω­με το ακά­θαρ­τον πνεύ­μα;” 29 Και εκεί­νος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαι­μο­νί­ων με τίπο­τε άλλο δεν διώ­χνε­ται, παρά μόνον με προ­σευ­χήν και νηστεί­αν”. 30 Και αφού ανε­χώ­ρη­σαν από εκεί, επρο­χω­ρού­σαν από από­με­ρους δρό­μους δια μέσου της Γαλι­λαί­ας και δεν ήθε­λε να μάθη κανείς δια την διά­βα­σίν του αυτήν. 31 Και τού­το, διό­τι εδί­δα­σκε τους μαθη­τάς του ιδιαι­τέ­ρως και τους επλη­ρο­φο­ρού­σε, ότι ο υιός του ανθρώ­που παρα­δί­δε­ται εις χέρια μοχθη­ρών ανθρώ­πων, οι οποί­οι και θα τον θανα­τώ­σουν, και αφού θανα­τω­θή, την τρί­την ημέ­ραν θα ανα­στη­θή. 

17 Τότε ένας μέσα απ’ το πλή­θος του απο­κρί­θη­κε: Διδά­σκα­λε, σου έφε­ρα τον γιο μου που έχει κατα­λη­φθεί από δαι­μο­νι­κό πνεύ­μα, που του πήρε κα τη λαλιά. 18 Και σ’ όποιο μέρος τον πιά­σει, τον ρίχνει κάτω, κι αφρί­ζει και τρί­ζει τα δόν­τια του και μένει ξερός κι αναί­σθη­τος. Είπα στους μαθη­τές σου να το βγά­λουν, αλλά δεν μπό­ρε­σαν. 19 Τότε ο Ιησούς του απο­κρί­θη­κε: Ώ γενεά που τόσα θαύ­μα­τα είδες και είσαι ακό­μη άπι­στη! Έως πότε θα είμαι μαζί σας; Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι; Φέρ­τε τον μου εδώ. Και τον έφε­ραν κον­τά του. 20 Κι όταν το πονη­ρό πνεύ­μα είδε τον Ιησού, αμέ­σως τάρα­ξε με σπα­σμούς τον νέο, ο οποί­ος, αφού έπε­σε κάτω στη γη, κυλιό­ταν κι έβγα­ζε αφρούς απ’ το στό­μα του. 21 Τότε ρώτη­σε ο Κύριος τον πατέ­ρα του παι­διού. Πόσος και­ρός είναι από τότε που του συμ­βαί­νει αυτό; Κι εκεί­νος του απάν­τη­σε: Από μικρό παι­δί. 22 Πολ­λές φορές μάλι­στα τον έρι­ξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή. Αλλά εάν μπο­ρείς να κάνεις κάτι, λυπή­σου μας και βοή­θη­σέ μας. 23 Ο Ιησούς τότε του είπε το εξής: Εσύ εάν μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, όλα είναι δυνα­τά σ’ εκεί­νον που πιστεύ­ει. 24 Κι αμέ­σως φώνα­ξε δυνα­τά ο πατέ­ρας του παι­διού με δάκρυα και είπε: Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύνα­μη να με βοη­θή­σεις. Βοή­θη­σέ με ν’ απαλ­λα­γώ απ’ την ολι­γο­πι­στία μου και ανα­πλή­ρω­σε εσύ την έλλει­ψη της πίστε­ώς μου. 25 Όταν λοι­πόν είδε ο Ιησούς ότι έτρε­χε εκεί και μαζευό­ταν πολύς λαός, πρό­στα­ξε αυστη­ρά το ακά­θαρ­το δαι­μο­νι­κό πνεύ­μα και του είπε: Πνεύ­μα άλα­λο και κου­φό, εγώ σε δια­τά­ζω, βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμ­πείς ποτέ πια μέσα του. 26 Τότε το πονη­ρό πνεύ­μα, αφού κραύ­γα­σε δυνα­τά και συν­τά­ρα­ξε το παι­δί, βγή­κε. Κι έγι­νε σαν νεκρός ο νέος, ώστε πολ­λοί να λένε ότι πέθα­νε. 27 Ο Ιησούς όμως τον έπια­σε απ’ το χέρι και τον σήκω­σε? κι εκεί­νος στά­θη­κε όρθιος. 28 Όταν κατό­πιν ο Κύριος μπή­κε σε κάποιο σπί­τι, τον ρωτού­σαν ιδιαι­τέ­ρως οι μαθη­τές του: Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να βγά­λου­με το πονη­ρό πνεύ­μα; 29 Κι εκεί­νος τους απάν­τη­σε: Αυτό το είδος του δαι­μο­νί­ου δεν βγαί­νει με τίπο­τε άλλο παρά με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο το δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό. 30 Κι αφού βγή­καν από εκεί, προ­χω­ρού­σαν αθό­ρυ­βα δια­σχί­ζον­τας τη Γαλι­λαία, ακο­λου­θών­τας τη δυτι­κή όχθη του Ιορ­δά­νου. Και δεν ήθε­λε να μάθει κανείς ότι περ­νού­σαν από εκεί. 31 Διό­τι ήθε­λε να μένει μόνος του μαζί με τους μαθη­τές του, τους οποί­ους συστη­μα­τι­κά πλέ­ον δίδα­σκε και τους έλε­γε ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, θα παρα­δο­θεί μετά από λίγο στα χέρια ανθρώ­πων, κι αυτοί θα τον θανα­τώ­σουν. Κι αφού πεθά­νει, την τρί­τη ημέ­ρα από το θάνα­τό του θα ανα­στη­θεί.

17  Tότε μίλη­σε ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆ­θος καὶ εἶπε: «Διδά­σκα­λε, ἔφε­ρα τὸν υἱό μου σὲ σένα, ποὺ ἔχει πνεῦ­μα (δαι­μό­νιο), ποὺ τοῦ ἀφῄ­ρε­σε τὴ λαλιά. 18  Kαὶ ὅπου τὸν πιά­σῃ, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρί­ζει καὶ τρί­ζει τὰ δόν­τια του καὶ ξεραί­νε­ται. Kαὶ εἶπα στοὺς μαθη­τάς σου νὰ τὸ βγά­λουν, ἀλλὰ δὲν μπό­ρε­σαν». 19  Aὐτὸς δὲ ἀπο­κρι­νό­με­νος σ’ αὐτὸν λέγει: «Ὦ γενεὰ ἄπι­στη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέ­χω­μαι; Φέρ­τε τον σὲ μένα». 20 Kαὶ τὸν ἔφε­ραν σ’ αὐτόν. Kαὶ ὅταν τὸ πνεῦ­μα (τὸ δαι­μό­νιο) τὸν εἶδε, ἀμέ­σως τὸν τάρα­ξε (τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο) μὲ σπα­σμούς, καὶ ἔπε­σε στὴ γῆ καὶ κυλιό­ταν καὶ ἄφρι­ζε. 21  Pώτη­σε δέ (ὁ Ἰησοῦς) τὸν πατέ­ρα του: «Ἀπὸ πότε τοῦ συμ­βαί­νει αὐτό;». Aὐτὸς δὲ εἶπε: «Ἀπὸ τὴν παι­δι­κὴ ἡλι­κία (ἀπὸ μικρὸ παι­δί)». 22  Πολ­λὲς δὲ φορὲς τὸν ἔρρι­ξε καὶ στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερά, γιὰ νὰ τὸν θανα­τώ­σῃ. Ἀλλ’ ἂν μπο­ρῇς νὰ κάνῃς κάτι, λυπή­σου μας καὶ βοή­θη­σέ μας». 23  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τὸ ἂ ν δ ύ ν α σ α ι ν ὰ πιστεύ­σῃς, ὅλα εἶναι δυνα­τὰ σ’ ἐκεῖ­νον ποὺ πιστεύ­ει. 24  Ἀμέ­σως τότε ὁ πατέ­ρας τοῦ παι­διοῦ φώνα­ξε δυνα­τὰ καὶ εἶπε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Kύριε. Bοή­θη­σε στὴν ἀπι­στία μου». 25  Ὅταν δὲ εἶδε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἔτρε­χε καὶ συγ­κεν­τρω­νό­ταν πλῆ­θος, πρό­στα­ξε τὸ πνεῦ­μα τὸ ἀκά­θαρ­το λέγον­τας σ’ αὐτό: «Πνεῦ­μα ἄλα­λο καὶ κωφό, ἐγὼ σὲ δια­τάσ­σω· νὰ βγῇς ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ ξαναμ­πῇς σ’ αὐτόν». 26  Kαὶ ἀφοῦ ἔβγα­λε κραυ­γὴ καὶ τὸν συν­τά­ρα­ξε πολύ, βγῆ­κε, καὶ ἔγι­νε σὰν νεκρός, ὥστε πολ­λοὶ νὰ λέγουν, ὅτι πέθα­νε. 27  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν ἔπια­σε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν σήκω­σε καὶ ἀνωρ­θώ­θη­κε. 28  Kαὶ ὅταν αὐτός (ὁ Ἰησοῦς) μπῆ­κε σὲ κάποιο σπί­τι, τὸν ρώτη­σαν οἱ μαθη­ταί του ἰδιαι­τέ­ρως: «Για­τί ἐμεῖς δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ τὸ βγά­λω­με;». 29  Kαὶ τοὺς ἀπάν­τη­σε: «Aὐτὸ τὸ εἶδος (τῶν δαι­μό­νων) δὲν εἶναι δυνα­τὸ νὰ βγῇ μὲ τίπο­τε, παρὰ μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νηστεία». 30  Ἀφοῦ δὲ ἔφυ­γαν ἀπ’ ἐκεῖ, πορεύ­ον­ταν διὰ μέσου τῆς Γαλι­λαί­ας καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ τὸ μάθῃ κανείς. 31  Mιλοῦ­σε δὲ στοὺς μαθη­τάς του καὶ τοὺς ἔλε­γε, ὅτι ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που σὲ λίγο θὰ παρα­δο­θῇ σὲ χέρια ἀνθρώ­πων, καὶ θὰ τὸν θανα­τώ­σουν, καὶ τὴν τρί­τη ἡμέ­ρα μετὰ τὸ θάνα­το θ’ ἀνα­στη­θῇ. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ

«Κα λθόν­των ατν πρς τν χλον προσλθεν ατ νθρω­πος γονυ­πετν ατν κα λέγων· Κύριε, λέη­σόν μου τν υόν, τι σελη­νιά­ζε­ται κα κακς πάσχει· πολ­λά­κις γρ πίπτει ες τ πρ κα πολ­λά­κις ες τ δωρ. κα προ­σή­νεγ­κα ατν τος μαθη­τας σου, κα οκ δυνή­θη­σαν ατν θερα­πεσαι(: Και όταν έφθα­σαν στο πλή­θος του λαού, Τον πλη­σί­α­σε κάποιος άνθρω­πος που γονά­τι­σε μπρο­στά Του κι έλε­γε: ‘’Κύριε, λυπή­σου και σπλα­χνί­σου το παι­δί μου, διό­τι σελη­νιά­ζε­ται και υπο­φέ­ρει άσχη­μα, αλλά και κιν­δυ­νεύ­ει τον έσχα­το κίν­δυ­νο· διό­τι πολ­λές φορές πέφτει στη φωτιά, και πολ­λές φορές στο νερό, και κιν­δυ­νεύ­ει έτσι να καεί ή να πνι­γεί. Και τον έφε­ραν στους μαθη­τές Σου, αλλά δεν μπό­ρε­σαν να τον θερα­πεύ­σουν)»[Ματθ.17,14–16].

Αυτόν τον άνθρω­πο η Γρα­φή μας τον παρου­σιά­ζει πάρα πολύ ασθε­νή ως προς την πίστη· και τού­το είναι φανε­ρό από πολ­λά σημεία, και από το ότι είπε ο Χρι­στός: «Πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι (:Σε εκεί­νον που πιστεύ­ει όλα είναι δυνα­τά)»[Μάρκ.9,23],και από το ότι είπε αυτός που Τον πλη­σί­α­σε «Πιστεύω, Κύριε· βοή­θει μου τ πιστί (:Πιστεύω, Κύριε, ότι έχεις τη δύνα­μη να με βοη­θή­σεις. Βοή­θη­σέ με να απαλ­λα­γώ απ’ την ολι­γο­πι­στία μου και ανα­πλή­ρω­σε εσύ την έλλει­ψη της πίστε­ώς μου)»[Μάρκ.9,24] και από το ότι έδω­σε ο Χρι­στός εντο­λή στον δαί­μο­να να μην εισέλ­θει πλέ­ον σε αυτόν, αλλά ακό­μη και από το ότι είπε ο άνθρω­πος εκεί­νος στον Χρι­στό: «Ε τι δύνα­σαι(:Εάν μπο­ρείς)»[Μάρκ.9,22].

Και για­τί κατη­γο­ρεί τους μαθη­τές, εάν η απι­στία του πατέ­ρα αυτού υπήρ­ξε η αιτία να μην εξέλ­θει ο δαί­μο­νας; Για να δεί­ξει ότι πολ­λές φορές είναι δυνα­τόν σε αυτούς που έχουν πίστη, να θερα­πεύ­σουν τους ασθε­νείς και χωρίς να έχουν πίστη οι ίδιοι ασθε­νείς αυτοί που προ­σέρ­χον­ται για απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας τους· διό­τι όπως ακρι­βώς πολ­λές φορές αρκού­σε η πίστη εκεί­νου που προ­σερ­χό­ταν στο να εκπλη­ρω­θεί το αίτη­μά του και από πολύ κατώ­τε­ρους ως προς το αξί­ω­μα, έτσι πολ­λές φορές απο­δεί­χτη­κε αρκε­τή η δύνα­μη και η πίστη εκεί­νων που ενερ­γού­σαν τις θαυ­μα­τουρ­γι­κές ιάσεις να θερα­πεύ­σουν και χωρίς να πιστεύ­ουν αυτοί που προ­σέρ­χον­ταν για να για­τρευ­τούν.

Και τα δύο αυτά επι­βε­βαιώ­νον­ται από τις θεί­ες Γρα­φές· διό­τι και όσοι ζού­σαν μαζί με τον Κορ­νή­λιο έλα­βαν τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος εξαι­τί­ας της πίστε­ώς τους[ βλ. Πράξ. 10,1–48], και στην περί­πτω­ση του Ελισ­σαί­ου πάλι ανα­στή­θη­κε ο νεκρός, μολο­νό­τι δεν υπήρ­ξε κάποιος που να δεί­ξει πίστη[Δ΄Βασιλειών 13,21 «Κα πέθα­νεν λισαιέ, κα θαψαν ατόν. Κα μονό­ζω­νοι Μωβ λθον ν τ γ λθόν­τος το νιαυ­το· κα γένε­το ατν θαπτόν­των τν νδρα, κα δο εδον τν μονό­ζω­νον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύ­θη κα ψατο τν στέ­ων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(: Και πέθα­νε ο Ελι­σαί­ος και τον έθα­ψαν. Κατά δε το επό­με­νο έτος εισέ­βα­λαν στη χώρα των Ισραη­λι­τών επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Και καθώς οι Ισραη­λί­τες πήγαι­ναν να θάψουν ένα νεκρό, φάνη­καν από μακριά ερχό­με­νοι επι­δρο­μείς Μωα­βί­τες. Κατε­λή­φθη­σαν από τρό­μο οι Ισραη­λί­τες και έρι­ξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοι­κτό τάφο του προ­φή­τη Ελι­σαί­ου και ετρά­πη­σαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγι­ξε τα οστά του Ελι­σαί­ου, επα­νήλ­θε στη ζωή και ανορ­θώ­θη­κε στα πόδια του)»].Διό­τι και αυτοί που έρι­ξαν το νεκρό σώμα μέσα στο ανοι­κτό μνή­μα, όπου βρι­σκό­ταν τα οστά του προ­φή­τη Ελι­σαί­ου, το έρι­ξαν εκεί απλώς και ως έτυ­χε και όχι από πίστη, αλλά από δει­λία και επει­δή φοβή­θη­καν τις δοκι­μα­σί­ες εάν τους προ­λά­βαι­ναν και τους αιχ­μα­λώ­τι­ζαν οι επι­δρο­μές Μωα­βί­τες, έφυ­γαν, και αυτόν που είχε πεθά­νει, τον έρι­ξαν εκεί και ανα­στή­θη­κε ο νεκρός αυτός από μόνης της δύνα­μης του αγί­ου σώμα­τος του προ­φή­τη Ελι­σαί­ου. Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι στην περί­πτω­ση αυτή του σελη­νια­ζό­με­νου νέου οι μαθη­τές φάνη­καν ασθε­νείς ως προς την πίστη, αλλά όχι όλοι· διό­τι οι στύ­λοι[: Ο Πέτρος, ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης] δεν ήταν παρόν­τες εκεί τότε[βρί­σκον­ταν στο όρος της Μετα­μορ­φώ­σε­ως μαζί με τον Ιησού, όταν ο πατέ­ρας αυτός είχε αρχι­κά φέρει τον ασθε­νή υιό του για θερα­πεία στους άλλους μαθη­τές].

Αλλά και από την άλλη πλευ­ρά πρό­σε­ξε την αγνω­μο­σύ­νη του ανθρώ­που αυτού,πώς πλη­σιά­ζει τον Ιησού ενώ­πιον του λαού και ομι­λεί εναν­τί­ον των μαθη­τών λέγον­τας ότι: «Προ­σή­νεγ­κα ατν τος μαθη­τας σου, κα οκ δυνή­θη­σαν ατν θερα­πεσαι(:Έφε­ρα αυτόν προς τους μαθη­τές Σου με την παρά­κλη­ση να τον θερα­πεύ­σουν και αυτοί δεν μπό­ρε­σαν να του χαρί­σουν την θερα­πεία)»[Μάρκ.9,18]. Ο Χρι­στός όμως απαλ­λάσ­σον­τας τους μαθη­τές Του από τις κατη­γο­ρί­ες αυτές ενώ­πιον του λαού, επιρ­ρί­πτει σε εκεί­νον τη μεγα­λύ­τε­ρη ευθύ­νη. Διό­τι λέγει : « γενε πιστος κα διε­στραμ­μέ­νη! ως πότε σομαι μεθ᾿ μν; ως πότε νέξο­μαι μν; (: Ω γενεά που τόσα θαύ­μα­τα είδες και είσαι ακό­μη άπι­στη, και απ΄ την κακία σου είσαι διε­στραμ­μέ­νη! Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;”)»[Ματθ.17,17]· και δεν απευ­θύ­νε­ται μόνο στο πρό­σω­πο αυτού για να μη φέρει σε δύσκο­λη θέση και σε αμη­χα­νία τον πατέ­ρα αυτό, αλλά απευ­θύ­νε­ται και προς όλους τους Ιου­δαί­ους· διό­τι ήταν φυσι­κό να σκαν­δα­λι­σθούν πολ­λοί από τους παρόν­τες και να σκε­φθούν για τους μαθη­τές ανάρ­μο­στα και ανυ­πό­στα­τα πράγ­μα­τα. Αλλά και όταν λέγει «ως πότε σομαι μεθ᾿ μν;(: Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι; Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας;)», δεί­χνει πάλι ότι ο θάνα­τος είναι για Αυτόν κάτι το ευπρόσ­δε­κτο και επι­θυ­μη­τό και ποθη­τή η ανα­χώ­ρη­ση από αυτήν τη ζωή· και ότι είναι βαρύ πράγ­μα όχι το να σταυ­ρω­θεί, αλλά το να είναι μαζί με τους απί­στους και κακο­προ­αί­ρε­τους αυτούς ανθρώ­πους.

Όμως δεν στα­μά­τη­σε στις κατη­γο­ρί­ες, αλλά τι λέγει; «Φέρε­τέ μοι ατν δε(:Φέρε­τέ μου αυτόν εδώ)». Και ρωτά τον πατέ­ρα πόσα χρό­νια είναι ο γιος του ασθε­νής, δικαιο­λο­γών­τας έτσι και τους μαθη­τές Του και οδη­γών­τας ταυ­τό­χρο­να εκεί­νο τον πατέ­ρα στην καλή ελπί­δα και στο να πιστέ­ψει ότι θα απαλ­λα­γεί από το κακό. Και τον αφή­νει να σπα­ρά­ζει όχι προς επίδειξη(επειδή λοι­πόν ο όχλος συγ­κεν­τρω­νό­ταν, τον επιτίμησε),αλλά εξαι­τί­ας του πατέ­ρα του, ώστε όταν έβλε­πε το δαι­μό­νιο να κατα­λαμ­βά­νε­ται από ανη­συ­χία και να ταράσ­σε­ται για το ότι και μόνο οδη­γή­θη­κε μπρο­στά σ’ Αυτόν, έστω και έτσι να πιστέ­ψει στο θαύ­μα που επρό­κει­το να γίνει.

Επει­δή λοι­πόν ο πατέ­ρας εκεί­νος είπε ότι το δαι­μό­νιο είχε κατα­λά­βει τον γιο του «Παι­διό­θεν(:από την παι­δι­κή του ηλι­κία)»[Μάρκ.9,21–22:«Παι­διό­θεν. Κα πολ­λά­κις ατν κα ες πρ βαλε κα ες δατα, να πολέσ ατόν(:Από μικρό παι­δί. Πολ­λές φορές μάλι­στα τον έρι­ξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»] και ότι «Ε τι δύνα­σαι(:εάν μπο­ρείς να κάνεις κάτι)»[Μάρκ. 9,22: «λλ᾿ ε τι δύνα­σαι, βοή­θη­σον μν σπλαγ­χνι­σθες φ᾿ μς(:αλλά εάν μπο­ρείς να κάνεις κάτι, λυπή­σου μας και βοή­θη­σέ μας)»], ο Χρι­στός λέγει: «Πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι(:όλα είναι δυνα­τά σε όποιον πιστεύ­ει)»[Μάρκ. 9,23: «Ε δύνα­σαι πιστεσαι, πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι(:Εσύ εάν μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, όλα είναι δυνα­τά σε όποιον πιστεύ­ει)»], επιρ­ρί­πτον­τας και πάλι σε αυτόν την κατη­γο­ρία.

Και όταν μεν έλε­γε ο λεπρός, «Κύριε, ἐὰν θέλς δύνα­σαί με καθα­ρί­σαι(:Κύριε, πιστεύω ότι, εάν θέλεις, μπο­ρείς να με καθα­ρί­σεις από τη λέπρα)»,ομο­λο­γών­τας με τα λόγια του αυτά τη δύνα­μή Του, ο Κύριος με σκο­πό να τον επαι­νέ­σει και να επι­βε­βαιώ­σει τα λόγια του, έλε­γε: «Θέλω, καθα­ρί­σθη­τι(:Θέλω, καθα­ρί­σου από τη λέπρα)»[Λουκ.5,12–13].Όταν όμως αυτός ο πατέ­ρας δεν είπε τίπο­τε αντά­ξιο της δύνα­μής Του, λέγον­τας: «Ε τι δύνα­σαι, βοή­θη­σον μν σπλαγ­χνι­σθες φ᾿ μς(:Εάν μπο­ρείς, να κάνεις τίπο­τε, σπλα­χνί­σου μας και βοή­θη­σέ μας)»[Μάρκ.9,22], δες πώς το διορ­θώ­νει επει­δή δεν ειπώ­θη­κε με τον πρέ­πον­τα τρό­πο. Τι λέγει λοι­πόν; «Ε δύνα­σαι πιστεσαι, πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι(:Εάν εσύ μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, τότε όλα είναι κατορ­θω­τά σε όποιον έχει πίστη)»[Μάρκ.9,22–23]. Τα λόγια Του αυτά έχουν την εξής σημα­σία: «Τόσο μεγά­λη αφθο­νία δυνά­με­ως υπάρ­χει σε Εμέ­να, ώστε να μπο­ρώ και άλλους να κάνω ικα­νούς να θαυ­μα­τουρ­γούν. Άρα λοι­πόν εάν πιστεύ­εις όπως πρέ­πει,», λέγει, «και ο ίδιος μπο­ρείς να θερα­πεύ­σεις και αυτόν και πολ­λούς άλλους». Και αφού τα είπε αυτά, απάλ­λα­ξε τον ασθε­νή από το δαι­μό­νιο.

Εσύ όμως μη σκέ­πτε­σαι μόνο από αυτό την πρό­νοια και την ευερ­γε­σία Του, αλλά και τον χρό­νο εκεί­νο που επέ­τρε­ψε να παρα­μεί­νει μέσα στον άνθρω­πο το δαι­μό­νιο· καθό­σον εάν και τότε δεν εκδη­λω­νό­ταν στον άνθρω­πο σε τόσο μεγά­λο βαθ­μό η πρό­νοιά Του, ίσως να είχε προ πολ­λού χαθεί· καθό­σον «κα πολ­λά­κις ατν κα ες πρ βαλε κα ες δατα, να πολέσ ατόν(: πολ­λές φορές μάλι­στα τον έρι­ξε και στη φωτιά και στα νερά για να του πάρει τη ζωή)»[Μάρκ.9,22], λέγει. Εκεί­νον όμως που απο­τολ­μού­σε τέτοια πράγ­μα­τα, να πέφτει, δηλα­δή, στη φωτιά και στα νερά, ασφα­λώς και το δαι­μό­νιο θα τον εξο­λό­θρευε, εάν ο Θεός δεν του συγ­κρα­τού­σε τη μεγά­λη μανία με ισχυ­ρό χαλι­νά­ρι· όπως ακρι­βώς συνέ­βη τού­το και στην περί­πτω­ση εκεί­νων των δύο γυμνών που έτρε­χαν στις ερη­μιές και κατέ­σχι­ζαν τα σώμα­τά τους με πέτρες[Ματθ.8,28: «Κα λθόν­τι ατ ες τ πέραν ες τν χώραν τν Γερ­γε­σηνν πήν­τη­σαν ατ δύο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι κ τν μνη­μεί­ων ξερ­χό­με­νοι, χαλε­πο λίαν, στε μ σχύ­ειν τιν παρελ­θεν δι τς δο κεί­νης(:Και όταν ο Κύριος ήλθε στην απέ­ναν­τι όχθη, στη χώρα των Γερ­γε­ση­νών, Τον συνάν­τη­σαν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι που έβγαι­ναν από τα μνή­μα­τα που υπήρ­χαν εκεί, στα οποία ευχα­ρι­στιούν­ταν να κατοι­κούν. Ήταν και οι δύο επι­θε­τι­κοί και πολύ επι­κίν­δυ­νοι· τόσο, ώστε να μην μπο­ρεί κανείς να περά­σει απ’ τον δρό­μο εκεί­νο)»].

Καθό­λου επί­σης να μην περιερ­γή­σεις επει­δή απο­κα­λεί τον νεα­ρό αυτό «σελη­νια­ζό­με­νο»[ ο πατέ­ρας του απέ­δι­δε την αλλό­κο­τη αυτή συμ­πε­ρι­φο­ρά του στην επε­νέρ­γεια της σελή­νης], διό­τι η ονο­μα­σία αυτή απο­δό­θη­κε από τον πατέ­ρα του δαι­μο­νι­ζό­με­νου αυτού νέου. Μα πώς λοι­πόν τότε ο ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι ο Κύριος θερά­πευ­σε πολ­λούς σεληνιαζόμενους;[Ματθ.4,24: Κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρί­αν, κα προ­σή­νεγ­καν ατ πάν­τας τος κακς χον­τας ποι­κί­λαις νόσοις κα βασά­νοις συνε­χο­μέ­νους, κα δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους κα σελη­νια­ζο­μέ­νους κα παρα­λυ­τι­κούς, κα θερά­πευ­σεν ατούς(:Δια­δό­θη­κε λοι­πόν η φήμη του σε όλη τη Συρία. Κι έφε­ραν μπρο­στά Του όλους όσους υπέ­φε­ραν από διά­φο­ρες αρρώ­στιες και κατέ­χον­ταν από βασα­νι­στι­κές ασθέ­νειες, δαι­μο­νι­σμέ­νους και σελη­νια­σμέ­νους και παρα­λύ­τους, και τους θερά­πευε όλους)»].

Τους ονο­μά­ζει έτσι στη­ρι­ζό­με­νος στην αντί­λη­ψη των πολ­λών[κατά τη λαϊ­κή αυτήν αντί­λη­ψη στην ασθέ­νεια αυτή ασκούν επί­δρα­ση οι φάσεις της σελή­νης. Κάποιες μορ­φές της νόσου κατά την Αγία Γρα­φή οφεί­λον­ται στην επε­νέρ­γεια των ακα­θάρ­των πνευ­μά­των]·διό­τι ο διά­βο­λος για να συκο­φαν­τή­σει το φυσι­κό στοι­χείο, κάνει τους δαι­μο­νι­ζό­με­νους να κατα­λαμ­βά­νον­ται από κρί­σεις και πάλι να χαλα­ρώ­νουν ανά­λο­γα με τις περι­στρο­φές και τις διά­φο­ρες φάσεις της σελή­νης· όχι φυσι­κά επει­δή εκεί­νη επε­νερ­γεί, μη γένοι­το· αλλά ο διά­βο­λος δια­πράτ­τει την κακουρ­γία αυτήν προς συκο­φάν­τη­ση του φυσι­κού στοι­χεί­ου. Γι’ αυτό και επι­κρά­τη­σε μετα­ξύ των ανο­ή­των η εσφαλ­μέ­νη αυτή αντί­λη­ψη, και εξα­πα­τώ­με­νοι να απο­κα­λούν «σελη­νια­ζο­μέ­νους» τους δαι­μο­νι­σμέ­νους ανθρώ­πους· καθώς πράγ­μα­τι αυτό δεν είναι αλή­θεια, η σελή­νη καμία επε­νέρ­γεια δεν ασκεί στους ανθρώ­πους.

«Τότε προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα τ ησο κατ᾿ δίαν επον· δια­τί μες οκ δυνή­θη­μεν κβα­λεν ατό;(:Τότε οι μαθη­τές πλη­σί­α­σαν ιδιαι­τέ­ρως τον Ιησού και του είπαν: “Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να βγά­λου­με το δαι­μό­νιο αυτό;”(Και το είπαν αυτό, διό­τι σε άλλες περι­στά­σεις είχαν εκδιώ­ξει δαι­μό­νια)»[Ματθ.17,19].Έχω τη γνώ­μη πως αγω­νιούν οι μαθη­τές και φοβούν­ται μήπως τυχόν έχα­σαν τη χάρη, την οποία τους έκρι­νε άξιους να τους εμπι­στευ­τεί ο Χρι­στός· διό­τι έλα­βαν εξου­σία εναν­τί­ον δαι­μό­νων ακαθάρτων[Ματθ.10,8: «σθε­νοντας θερα­πεύ­ε­τε, λεπρος καθα­ρί­ζε­τε, νεκρος γεί­ρε­τε, δαι­μό­νια κβάλ­λε­τε· δωρεν λάβε­τε, δωρεν δότε(:Και για να επι­βε­βαιώ­νε­ται το κήρυγ­μά σας, σας δίνω εξου­σία και δύνα­μη να θερα­πεύ­ε­τε ασθε­νείς, να καθα­ρί­ζε­τε λεπρούς, να ανα­σταί­νε­τε νεκρούς, να βγά­ζε­τε δαι­μό­νια. Τη χάρη αυτή της θαυ­μα­τουρ­γί­ας τη λάβα­τε δωρε­άν, δωρε­άν δώστε την κι εσείς, χωρίς να παίρ­νε­τε χρή­μα­τα)»]. Γι’ αυτό και Τον ρωτούν, αφού Τον πλη­σί­α­σαν ιδιαι­τέ­ρως, χωρίς να ντρέπονται(διότι εφό­σον συνέ­βη ό,τι συνέ­βη, και ελέγ­χθη­καν, ήταν περιτ­τό να ντρέ­πον­ται στο εξής να ομο­λο­γή­σουν με τα λόγια την αδυ­να­μία τους), αλλά επει­δή επρό­κει­το να Τον ρωτή­σουν για ένα απόρ­ρη­το και μεγά­λο πράγ­μα.

Τι λοι­πόν τους λέγει ο Χρι­στός; «Δι τν πιστί­αν μν. μν γρ λέγω μν, ἐὰν χητε πίστιν ς κόκ­κον σινά­πε­ως, ρετε τ ρει τούτ μετά­βη­θι ντεθεν κε, κα μετα­βή­σε­ται, κα οδν δυνα­τή­σει μν(:Επει­δή σας λεί­πει η πίστη· διό­τι, αλη­θι­νά σας λέω, εάν έχε­τε πίστη θερ­μή και δυνα­τή σαν το μικρό σπό­ρο του σινα­πιού, θα πεί­τε στο βου­νό αυτό, πήγαι­νε από εδώ εκεί, και θα μετα­κι­νη­θεί. Και τίπο­τε δεν θα είναι αδύ­να­το σε σας)»[Ματθ.17,20].Εάν όμως ήθε­λες να φέρεις την αντίρ­ρη­σή σου, ρωτών­τας σε ποια περί­πτω­ση μετα­κί­νη­σαν ένα όρος, εκεί­νο έχω να σας πω, ότι πραγ­μα­το­ποί­η­σαν πολύ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, εφό­σον ανέ­στη­σαν μυρί­ους νεκρούς· διό­τι δεν είναι το ίδιο πράγ­μα, το να μετα­κι­νή­σεις ένα όρος και να εκδιώ­ξεις τον θάνα­το από ένα νεκρό σώμα. Ανα­φέ­ρον­ται μάλι­στα μαζί με τους απο­στό­λους και κάποιοι άγιοι που ήταν πολύ κατώ­τε­ροι στο αξί­ω­μα από αυτούς και οι οποί­οι μετα­κί­νη­σαν και όρη, όταν παρου­σιά­στη­κε ανάγ­κη. Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι και οι από­στο­λοι θα τα μετα­κι­νού­σαν εάν το απαι­τού­σε η περί­στα­ση. Εάν όμως τότε δεν προ­έ­κυ­ψε ανάγ­κη για κάτι παρό­μοιο, μην κατη­γο­ρείς. Εξάλ­λου και ο Χρι­στός δεν είπε ότι «οπωσ­δή­πο­τε θα μετα­κι­νή­σε­τε όρη», αλλά ότι «θα μπο­ρέ­σε­τε και αυτό να το κάνε­τε, αν παρα­στεί ανάγ­κη». Αν όμως δεν μετα­κί­νη­σαν, συνέ­βη αυτό όχι επει­δή δεν μπό­ρε­σαν(πώς ήταν δυνα­τόν να συμ­βεί αυτό, τη στιγ­μή που αυτοί μπό­ρε­σαν να επι­τε­λέ­σουν και μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά;), αλλά επει­δή δε θέλη­σαν, καθώς δεν παρέ­στη ανάγ­κη για κάτι τέτοιο. Φυσι­κό βέβαια και να έχει συμ­βεί αυτό και να μην έχει γρα­φεί· καθό­σον δεν κατα­γρά­φη­καν από τους ευαγ­γε­λι­στές όλα τα θαύ­μα­τα που οι από­στο­λοι επι­τέ­λε­σαν.

Τότε βέβαια ήταν ακό­μη πολύ ατε­λείς πνευ­μα­τι­κά. Τι λοι­πόν; Ούτε αυτήν την πίστη δεν είχαν τότε(σαν τον σπό­ρο του σινα­πιού); Ασφα­λώς δεν την είχαν· διό­τι δεν ήσαν πάν­το­τε οι ίδιοι· για τον λόγο αυτό και ο Πέτρος, για παρά­δειγ­μα, άλλο­τε μακα­ρί­ζε­ται από τον Κύριο, και άλλο­τε επι­τι­μά­ται· όμως και οι υπό­λοι­ποι μαθη­τές ελέγ­χον­ται από τον Χρι­στό για πνευ­μα­τι­κή ατέ­λεια, όταν δεν κατα­νόη­σαν τον λόγο Του σχε­τι­κά με τη ζύμη[Ματθ.16,6–7:«ρτε κα προ­σέ­χε­τε π τς ζύμης τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων. ο δ διε­λο­γί­ζον­το ν αυτος λέγον­τες τι ρτους οκ λάβο­μεν(:Ανοίξ­τε τα μάτια σας και προ­σέ­χε­τε από την κακή επί­δρα­ση της υπο­κρι­τι­κής διδα­σκα­λί­ας των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων, που μοιά­ζει με κακό προ­ζύ­μι. Αυτοί όμως άρχι­σαν να συλ­λο­γί­ζον­ται μέσα τους και να λένε: ‘’Δεν πήρα­με άρτους από προ­ζύ­μι καθα­ρό, προ­ζύ­μι που δεν προ­έρ­χε­ται από σπί­τι Φαρι­σαί­ου ή Σαδ­δου­καί­ου’’)» και Ματθ. 16,11–12: «Πς ο νοετε τι ο περ ρτου επον μν προ­σέ­χειν π τς ζύμης τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων; τότε συνκαν τι οκ επε προ­σέ­χειν π τς ζύμης το ρτου, λλ᾿ π τς διδαχς τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων(:«Πώς δεν κατα­λα­βαί­νε­τε ότι δεν σας είπα για τον συνη­θι­σμέ­νο υλι­κό άρτο, όταν σας σύστη­σα να προ­σέ­χε­τε από το προ­ζύ­μι των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων;’’. Τότε κατά­λα­βαν ότι δεν τους είπε να φυλά­γον­ται απ’ το προ­ζύ­μι με το οποίο γίνε­ται ο άρτος, αλλά απ’ τη διδα­σκα­λία και την υπο­κρι­σία των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων)»]. Συνέ­βη λοι­πόν και τότε να φανούν πνευ­μα­τι­κά αδύ­να­τοι· διό­τι πριν από τη Σταύ­ρω­σή Του ήσαν πνευ­μα­τι­κά πάρα πολύ ατε­λείς.

Στην περί­πτω­ση επί­σης αυτή, «πίστη» εννο­εί εκεί­νη με την οποία μπο­ρού­σαν να κάνουν θαύ­μα­τα και ανα­φέ­ρει τον κόκ­κο του σινα­πιού, για να φανε­ρώ­σει την απε­ρί­γρα­πτη δύνα­μη της πίστε­ως· διό­τι μολο­νό­τι το σινά­πι φαί­νε­ται ως προς το μέγε­θος μικρό, όμως έχει την πιο μεγά­λη δύνα­μη από όλα. Για να δεί­ξει λοι­πόν ότι και η ελά­χι­στη ακό­μη, αλλά γνή­σια πίστη, μπο­ρεί μεγά­λα πράγ­μα­τα να επι­τύ­χει, ανέ­φε­ρε το σινά­πι· και δεν αρκέ­στη­κε μόνο σε αυτό, αλλά πρό­σθε­σε και όρη και προ­χώ­ρη­σε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Διό­τι, λέγει: «Τίπο­τα δεν θα σας είναι αδύ­να­το».

Εσύ όμως θαύ­μα­σε από όλα αυτά και τον τρό­πο σκέ­ψης τους και τη δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος. Τον τρό­πο σκέ­ψης τους θαύ­μα­σέ τον επει­δή δεν έκρυ­ψαν το ελάτ­τω­μά τους, ενώ τη δύνα­μη του Πνεύ­μα­τος, διό­τι τόσο πολύ ανέ­βα­σε, σιγά-σιγά, εκεί­νους που δεν είχαν πίστη ούτε σαν τον κόκ­κο του σινα­πιού, ώστε να ανα­βλύ­σουν από αυτούς ποτα­μοί και πηγές πίστε­ως.

«Τοτο δ τ γένος οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μ ν προ­σευχ κα νηστεί(:Αυτό όμως το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό)»[Ματθ.17,21], πρό­σθε­σε, εννο­ών­τας όλο το γένος των δαι­μό­νων, όχι μόνο αυτών που κατέ­χουν τους σελη­νια­ζο­μέ­νους. Βλέ­πεις πώς τώρα με τα λόγια Του αυτά τους προ­ε­τοι­μά­ζει για να ακού­σουν τα σχε­τι­κά με τη νηστεία; Μη μου ανα­φέ­ρεις βέβαια τις σπά­νιες εκεί­νες περι­πτώ­σεις που ορι­σμέ­νοι εκδί­ω­ξαν δαι­μό­νια και χωρίς νηστεία. Εάν όμως θελή­σει κάποιος να το προ­βάλ­λει αυτό και για εκεί­νους που επι­τι­μούν ένα και ενδε­χο­μέ­νως και δύο δαι­μό­νια, όμως πάραυ­τα είναι αδύ­να­το κάποιος που πάσχει και κάνει τρυ­φη­λή ζωή, να απαλ­λα­γεί κάπο­τε από αυτή τη μανία· διό­τι αυτός που υπο­φέ­ρει από αυτήν την ασθέ­νεια, αυτός κατε­ξο­χήν έχει ανάγ­κη από αυτό το πράγ­μα, δηλα­δή την προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται από νηστεία.

«Αλλά όμως», θα μπο­ρού­σε να πει κανείς, «εάν έχου­με πίστη, τι χρειά­ζε­ται η νηστεία;» Χρειά­ζε­ται επει­δή και η νηστεία μαζί με την πίστη προ­σφέ­ρει πολύ μεγά­λη δύνα­μη. Καθό­σον προ­σφέ­ρει πολ­λή ευσέ­βεια στον άνθρω­πο και τον μετα­βάλ­λει από άνθρω­πο σε άγγε­λο και τον κάνει να αγω­νί­ζε­ται εναν­τί­ον των ασω­μά­των δυνά­με­ων. Αυτό όμως δεν μπο­ρεί να το κάνει μόνη της, αλλά χρειά­ζε­ται και προ­σευ­χή και μάλι­στα η προ­σευ­χή κατέ­χει την πρώ­τη θέση.

Πρό­σε­χε λοι­πόν πόσα είναι τα αγα­θά που προ­έρ­χον­ται από αυτές τις δύο αρε­τές· διό­τι αυτός που προ­σεύ­χε­ται και νηστεύ­ει όπως πρέ­πει, δεν χρειά­ζε­ται πολ­λά πράγ­μα­τα· επο­μέ­νως, αυτός που δεν χρειά­ζε­ται πολ­λά πράγ­μα­τα, δεν θα ήταν δυνα­τό να γίνει ποτέ φιλο­χρή­μα­τος· και αυτός που δεν είναι φιλο­χρή­μα­τος, είναι περισ­σό­τε­ρο πρό­θυ­μος για ελεη­μο­σύ­νη. Επι­πρό­σθε­τα, αυτός που νηστεύ­ει είναι απαλ­λαγ­μέ­νος από βάρη, έχει φτε­ρά και προ­σεύ­χε­ται με καθα­ρή καρ­διά, σβή­νει τις πονη­ρές επι­θυ­μί­ες και εξευ­με­νί­ζει τον Θεό και ταπει­νώ­νει την υπε­ρη­φα­νευό­με­νη ψυχή του. Για τον λόγο αυτόν λοι­πόν και οι από­στο­λοι σχε­δόν πάν­το­τε νήστευαν.

Επί­σης, αυτός που προ­σεύ­χε­ται και νηστεύ­ει έχει διπλές φτε­ρού­γες, πιο ελα­φρές και από τους ίδιους τους ανέ­μους· διό­τι δεν χασμου­ριέ­ται κατά την ώρα της προ­σευ­χής, ούτε τεν­τώ­νε­ται, ούτε βυθί­ζε­ται σε ύπνο, πράγ­μα που το παθαί­νουν οι περισ­σό­τε­ροι, αλλά έχει μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη από τη φωτιά και είναι ανώ­τε­ρος από τα γήι­να πράγ­μα­τα. Και για τον λόγο αυτόν ο άνθρω­πος αυτός είναι ο μεγα­λύ­τε­ρος εχθρός και πολέ­μιος των δαι­μό­νων· καθό­σον τίπο­τε δεν υπάρ­χει πιο δυνα­τό από τον άνθρω­πο εκεί­νο που η προ­σευ­χή του είναι ειλι­κρι­νής· διό­τι εάν γυναί­κα κατόρ­θω­σε να κάμ­ψει κάποιον άρχον­τα που δε φοβό­ταν ούτε τον Θεό ούτε και τον άνθρω­πο ντρε­πό­ταν, πολύ πιο εύκο­λο θα προ­σελ­κύ­σει τον Θεό εκεί­νος που επι­μέ­νει διαρ­κώς στην προ­σευ­χή του προς αυτόν και εξου­σιά­ζει την κοι­λία του και απο­φεύ­γει την τρυ­φη­λή ζωή.

Εάν όμως το σώμα σου είναι ασθε­νές, ώστε να μην μπο­ρείς να νηστεύ­εις συνε­χώς, αλλά όμως δεν είναι ασθε­νές για την προ­σευ­χή, ούτε ανί­σχυ­ρο για να περι­φρο­νή­σει την κοι­λιά· διό­τι εάν δεν μπο­ρείς να νηστεύ­εις, μπο­ρείς όμως να μην κάνεις τρυ­φη­λή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγ­μα. Ούτε απέ­χει πολύ από τη νηστεία, αλλά είναι ικα­νό και αυτό να κατα­βά­λει την μανία του δια­βό­λου. Καθό­σον τίπο­τε δεν είναι τόσο αγα­πη­τό στον δαί­μο­να εκεί­νο, όσο η τρυ­φη­λή ζωή και η μέθη, διό­τι αυτή η ζωή είναι η πηγή και η μητέ­ρα όλων των κακών. […]

[…] Ας απο­φύ­γου­με λοι­πόν αυτήν την ασθέ­νεια, ώστε και τα αγα­θά της παρού­σης ζωής να απο­λαύ­σου­με και τα μελ­λον­τι­κά, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, στον οποίο ανή­κει η δόξα και η δύνα­μις μαζί και στον Πατέ­ρα και το Άγιον Πνεύ­μα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047–64/In%20Matthaeum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΝΖ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, σελί­δες 6–28.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 67, σελ. 103–109.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΛΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΦΟΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΛΑΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΦΟΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 28–3‑1993]

(Β277)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας άγει την τετάρ­την Κυρια­κήν των Νηστειών. Σε αυτήν την Κυρια­κή προ­βάλ­λει το πρό­σω­πον του αγί­ου Ιωάν­νου της Κλί­μα­κος, συγ­γρα­φέ­ως του βιβλί­ου «Κλί­μαξ», για να μας θυμί­σει ότι σκα­λί- σκα­λί πρέ­πει να ανε­βαί­νου­με την κλί­μα­κα των αρε­τών. Αλή­θεια, μια Σαρα­κο­στή γίνε­ται κλί­μα­κα ανο­δι­κής πορεί­ας; Τίθε­ται το ερώ­τη­μα. Ή μένου­με μόνο σε μια τυπι­κή νηστεία, που πολ­λές φορές μας καλ­λιερ­γεί μια κρυ­φή υπε­ρη­φά­νεια; Μάλι­στα είναι μια ευκαι­ρία, μια που έγι­νε λόγος αν δεν έχου­με γνω­ρί­σει αυτό το θαυ­μά­σιον βιβλί­ον της «Κλί­μα­κος» μέχρι τώρα, ευκαι­ρία να το γνω­ρί­σου­με, να το προ­σεγ­γί­σου­με. Είναι θαυ­μά­σιο βιβλίο.

Ακό­μη η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει και την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή που ανα­φέ­ρε­ται στη θερα­πεία ενός δαι­μο­νι­ζό­με­νου νέου, που έγι­νε ευθύς μετά την κάθο­δο του Κυρί­ου μας από το όρος Θαβώρ, μετά τη Μετα­μόρ­φω­ση. Και εκεί­νος ο ταλαί­πω­ρος πατέ­ρας αυτού του δαι­μο­νι­ζό­με­νου παι­διού, λέγει στον Κύριον: «Διδά­σκα­λε, νεγ­κα τν υόν μου πρός σε(:έφε­ρα τον υιόν μου σε σένα), χον­τα πνεμα λαλον. κα που ν ατν κατα­λάβ, ήσσει ατόν(:τον ρίχνει κάτω), κα φρί­ζει κα τρί­ζει τος δόν­τας ατο, κα ξηραί­νε­ται(:γίνε­ται αναί­σθη­τος)». Πρό­κει­ται για μια φρι­κτή περι­γρα­φή δαι­μο­νι­ζό­με­νου ανθρώ­που και μάλι­στα νέου ανθρώ­που. Αλλά ταυ­τό­χρο­να προ­βάλ­λε­ται και η ιστο­ρία ενός γονιού που πάσχει ένε­κα του δαι­μο­νι­ζο­μέ­νου παι­διού του. Το παι­δί δαι­μο­νι­σμέ­νο. Ο γονιός σε από­γνω­ση. Αλλά ας προ­σεγ­γί­σου­με να δού­με αυτά τα δύο τρα­γι­κά πρό­σω­πα. Το παι­δί, ο νέος, είχε δαι­μό­νιο· που η συμ­πε­ρι­φο­ρά του τον καθι­στού­σε άλα­λον και κωφόν. Ούτε άκου­γε το παι­δί, ούτε λαλού­σε. Όχι ότι δεν άκου­γε και δεν λαλού­σε αλλά όταν δαι­μο­νί­στη­κε, ούτε άκου­γε ούτε λαλού­σε. Είχε λοι­πόν πνεύ­μα άλα­λον και κωφόν. Εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος κρί­νου­με το δαι­μό­νιον πώς ενερ­γεί. Και το απο­κα­λού­με έτσι.

Αυτή όμως η ιστο­ρία ίσως να μοιά­ζει ότι είναι σπα­νία, αλλά δεν είναι. Αντί­θε­τα εμφα­νί­ζε­ται και σε βαρύ­τε­ρες μορ­φές, όταν μάλι­στα ανα­φέ­ρε­ται όχι απλώς σε μία αλα­λία ή σε μία κώφω­ση, αλλά σε κάτι πολύ-πολύ χει­ρό­τε­ρο, όπως θα δού­με στη συνέ­χεια και μάλι­στα στην επο­χή μας. Παρα­τη­ρού­με ότι τα σύγ­χρο­να παι­διά μας, σε ένα μεγά­λο μέρος, είναι ενερ­γού­με­να του σατα­νά. Μη μας εκπλήσ­σει. Ενερ­γού­με­να του σατα­νά. Όπως στην επο­χή του Χρι­στού υπήρ­χαν πολ­λοί δαι­μο­νι­σμέ­νοι, έτσι και στην επο­χή μας υπάρ­χουν δυστυ­χώς, πολ­λοί νέοι, ιδί­ως νέοι, δαι­μο­νι­σμέ­νοι. Και είναι ενερ­γού­με­νοι από τον σατα­νά.

Διό­τι πρώ­τον, κάνουν κακή χρή­ση της ελευ­θε­ρί­ας. Λέγει ο λόγος του Θεού: «Υμες γρ π’ λευ­θερίᾳ κλθητε, δελ­φο· μνον μ τν λευ­θεραν ες φορμν τ σαρκ, λλ δι τς γπης δου­λεετε λλλοις»[:Γαλ. 5,13]. Προ­σέξ­τε όμως, διό­τι δεν πρέ­πει να στα­θεί η ελευ­θε­ρία που μας έδω­σε ο Χρι­στός και εκ φύσε­ως, δηλα­δή σύμ­φω­να με το κατ΄εικόνα, αλλά και την ελευ­θε­ρία που μας έδω­κε με την χάριν που έφε­ρε στον κόσμον με την παρου­σία Του, προ­σέξ­τε μη γίνει αυτή η ελευ­θε­ρία «φορ­μή τ σαρ­κί», αφορ­μή για να ζήσου­με σαρ­κι­κόν βίον· διό­τι δυστυ­χώς, παρά τη διευ­κρί­νι­ση που μας κάνει ο λόγος του Θεού εδώ, πάρα πολ­λοί νέοι, πάρα πολ­λοί άνθρω­ποι, μικροί, μεγά­λοι, την ελευ­θε­ρία την θεω­ρούν ως ασυ­δο­σία. Και μάλι­στα ακρι­βώς μια ευκαι­ρία για σαρ­κι­κή ζωή. Και μάλι­στα με κάθε τρό­πο προ­σπα­θούν να αμυν­θούν υπέρ του δικαιώ­μα­τος αυτού, της ελευ­θε­ρί­ας των, για να κάνουν ό,τι θα ήθε­λαν ζών­τας σαρ­κι­κή ζωή. Πάν­τως από μια τέτοια αντί­λη­ψη περί ελευ­θε­ρί­ας γεν­νιέ­ται η βαναυ­σό­της, όταν υπάρ­χει η ασυ­δο­σία, γεν­νιέ­ται η βαναυ­σό­της, ο αναρ­χι­σμός, το ποδο­πά­τη­μα κάθε αυθεν­τί­ας που υπάρ­χει, ακό­μη και της Εκκλη­σί­ας του Θεού.

Η ελευ­θε­ρία των πρω­το­πλά­στων ήταν να πουν «όχι» στον πονη­ρό. Και όχι να δια­λέ­ξουν ανά­με­σα στον διά­βο­λο και στον Θεό. Δεν ήταν να δια­λέ­ξουν. Αλλά να πουν σαν δυνα­τό­τη­τα το «όχι» στον διά­βο­λον. Αυτό είναι η ουσία της ελευ­θε­ρί­ας. Είναι τερα­στί­ας σημα­σί­ας το μέγα αυτό θέμα που χαρα­κτη­ρί­ζει τον άνθρω­πο και που λέγε­ται ελευ­θε­ρία. Και το πώς μπο­ρού­με να εννο­ού­με την έννοια της ελευ­θε­ρί­ας.

Ένα δεύ­τε­ρον. Το για­τί δαι­μο­νί­ζον­ται σήμε­ρα οι νέοι μας, για­τί είναι ενερ­γού­με­νοι του σατα­νά. Δεύ­τε­ρον κάνουν κακή χρή­ση της λογι­κής. Η λογι­κή, γνω­ρί­ζου­με όλοι ότι είναι ο ηγε­μών νους, που κυβερ­νά τον άνθρω­πον. Λέμε στον 50ο ψαλ­μό και ζητού­με: «Κα πνεματι γεμο­νικ στριξν με(:Και με το ηγε­μο­νι­κό αυτό πνεύ­μα, τον νου, να με στη­ρί­ξεις)». Η λογι­κή έχει περιέλ­θει δυστυ­χώς σε πολ­λούς εκ των νέων μας, στη νεο­τέ­ρα γενεά, έχει περιέλ­θει εις τον Ορθο­λο­γι­σμόν. Για­τί έχει αρρω­στή­σει. Και ο Ορθο­λο­γι­σμός είναι μια αρρώ­στια του νου. Όταν θέλει να δέχε­ται μόνον ό,τι κατα­λα­βαί­νει. Ό,τι δεν κατα­λα­βαί­νει, δεν το δέχε­ται. Γι’ αυτό ακρι­βώς ο ορθο­λο­γι­σμός απορ­ρί­πτει την πίστιν.

Μια τέτοια όμως λογι­κή είναι δαι­μο­νι­κή. Είναι μια λογι­κή που δεν μπο­ρεί να κατα­νο­ή­σει εκεί­να για τα οποία πλά­σθη­κε. Να κατα­νο­ή­σει τον Θεό. Εξυ­πη­ρε­τεί αυτή η λογι­κή κατώ­τε­ρα πράγ­μα­τα, ανά­ξιά της. Και όχι ανω­τέ­ρους σκο­πούς ή ακό­μη και τη σωτη­ρία. Ο νους δεν ανέρ­χε­ται, αλλά κατέρ­χε­ται. Δεν ανά­γε­ται, αλλά κατά­γε­ται. Συνε­πώς, όταν έχου­με έναν τέτοιον νουν, μια τέτοια λογι­κή, πώς είναι δυνα­τόν να μην δώσου­με ευκαι­ρία εις τον σατα­νά να κάνει κατά­κτη­σή μας, να κάνει κατά­λη­ψή μας; Για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω μία σύγ­χρο­νη έκφρα­ση. Έτσι ο άνθρω­πος που έχει τόσο φτω­χό νου, δεν σκέ­φτε­ται τον Θεό πια·ενώ έπρε­πε να σκέ­φτε­ται τον Θεό. Γι’ αυτό του δόθη­κε η λογι­κή. Δεν σκέ­φτε­ται τον Θεό, αλλά γήι­να, φτω­χά, ρηχά και τιπο­τέ­νια πράγ­μα­τα.

Τρί­τον, για­τί είναι ενερ­γού­με­νοι aπό τον διά­βο­λο σήμε­ρα οι νέοι μας. Για­τί κάνουν κακή χρή­ση του σώμα­τός των. Πιστεύ­ουν ότι τους ανή­κει. Αλλά ο λόγος του Θεού μας λέγει στην Α΄Κορ. 6ο κεφ. Προς το τέλος του κεφα­λαί­ου στο 19ον χωρί­ον: «Καί οκ στ αυτν» . Ομι­λεί για το σώμα εκεί ο Από­στο­λος Παύ­λος· που το παρα­δί­δουν οι άνθρω­ποι στην ανη­θι­κό­τη­τα. Λέγει: «Είστε ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και δεν ανή­κε­τε εις τον εαυ­τόν σας». Το Πνεύ­μα του Θεού καθι­στά, για­τί Εκεί­νο έχει ιδιο­κτη­σία Του το σώμα μας, καθι­στά το σώμα μας κατοι­κη­τή­ριό Του, ναό δικό Του. Έτσι, αντί ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος το σώμα μας, μετα­βάλ­λε­ται με την ανη­θι­κό­τη­τα, κυριό­τα­τα, σε σπή­λαιο ληστών και δαι­μό­νων. Ακό­μη είναι όλα εκεί­να τα ηδο­νι­στι­κά, από την γαστρι­μαρ­γία μέχρι το οινό­πνευ­μα και το τσι­γά­ρο και τα ναρ­κω­τι­κά, που είναι τόσο δια­δε­δο­μέ­να στην επο­χή μας, που μετα­βάλ­λουν κυριο­λε­κτι­κά, κυριο­λε­κτι­κά, ό,τι λέει η λέξις, το σώμα του ανθρώ­που, ιδί­ως του νέου ανθρώ­που, σε κατοι­κη­τή­ριο των δαι­μό­νων. Τι κρί­μα! Αντί του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Έτσι το ανθρώ­πι­νο σώμα γίνε­ται ένα ερεί­πιο, άχρη­στο για εκεί­νον που το φέρει. Γίνε­ται ένας τέτοιος άνθρω­πος, μη δυνά­με­νος πια ούτε να σκε­φθεί, ούτε να εργα­στεί, ούτε οικο­γέ­νεια να φτιά­ξει, ούτε να σπου­δά­σει, τίπο­τα, τίπο­τα, γίνε­ται ένα άχθος αρού­ρης, ένα βάρος της γης.

Αφού τα παι­διά μας είναι ενερ­γού­με­να του σατα­νά, τότε, αγα­πη­τοί μου, έρχε­ται το δαι­μό­νιον, το άλα­λο και κωφό. Έχο­με ποι­κί­λα δαι­μό­νια. Για­τί κι αυτά έχουν κάποια ειδι­κό­τη­τα· που προ­σβάλ­λουν αντι­στοί­χως τον άνθρω­πο. Δεν είναι μάταιο το ότι η Γρα­φή, ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Σύ, τό δαι­μό­νιον τ λαλον κα κωφόν» ή ό,τι άλλο, άλλος χαρα­κτη­ρι­σμός, ανά­λο­γα με εκεί­νο που προ­σβάλ­λει την ανθρω­πί­νη ύπαρ­ξη. Έρχε­ται λοι­πόν το δαι­μό­νιον το άλα­λον και κωφόν και ανα­παύ­ε­ται μέσα σε ένα τέτοιο σώμα, σε έναν τέτοιον άνθρω­πο ‚και σώμα και ψυχή. Και μετα­βάλ­λει τον νέον σε μια άλα­λη και κωφή ύπαρ­ξη.

Σήμε­ρα, μάλι­στα, με την παρου­σία της τηλε­ο­ρά­σε­ως, λιγό­στε­ψε-θα κάνω και μετα­φο­ρές, επι­τρέ­ψα­τέ μου, λιγό­στε­ψε και δεν είναι λιγό­τε­ρο δαι­μο­νι­σμοί αυτά που θα ανα­φέ­ρω, λιγό­στε­ψε το λεξι­λό­γιο των νέων μας, έγι­νε πάμ­πτω­χο, πάμ­πτω­χο… Οι νέοι μας πια μετα­ξύ τους δεν μιλούν. Μάλι­στα αυτήν την θαυ­μα­σία δυνα­τό­τη­τα που μας έδω­σε ο Θεός, αυτού του ενάρ­θρου λόγου. Δεν μιλούν πια οι νέοι μας, αλλά γρυ­λί­ζουν. Μμ.μμ.μμ. Γρυ­λί­ζουν, δεν μιλούν. Τι ωραία μάλι­στα η ελλη­νι­κή γλώσ­σα, τι ωραία που είναι! Είναι τόσο πλου­σία, τόσο πλου­σία. Και δεν τη γνω­ρί­ζου­με την γλώσ­σα μας.

Ακό­μη, έπα­ψαν να μιλούν για τον Θεό. Το κωφόν και άλα­λον πνεύμα,δεν τους αφή­νει να μιλή­σουν για τον Θεό. Με οτι­δή­πο­τε ασχο­λούν­ται εκτός από τον Θεό. Δεν προ­σεύ­χον­ται. Δεν συζη­τούν για ό,τι είναι πνευ­μα­τι­κόν. Πολ­λοί νέοι μας έφθα­σαν στη λησμο­σύ­νη του Θεού, Τον ξέχα­σαν τον Θεό. Τι συμ­φο­ρά! Και μπή­καν εις τον χώρον της αθε­ΐ­ας. Κάπο­τε και της οργα­νω­μέ­νης αθε­ΐ­ας. Αντί­θε­τα, οργιά­ζει ο σατα­νι­σμός. Για­τί όχι; Και μόνο για­τί υπάρ­χει ο σατα­νι­σμός διά­χυ­τος στην επο­χή μας, από τη μου­σι­κή, που γίνε­ται φορέ­ας του σατα­νι­σμού και δαι­μο­νί­ζον­ται όχι λίγοι νέοι με την μου­σι­κή, μέχρι πρά­ξεις και τελε­τές λατρεί­ας του σατα­νά, μπο­ρού­με, ερω­τώ, μπο­ρού­με να μην έχου­με σήμε­ρα δαι­μο­νι­σμέ­νη τη νεό­τη­τά μας; Μπο­ρού­με;

Κατει­λημ­μέ­να τα παι­διά μας από το κωφόν πνεύ­μα, ομοί­ως δεν τους επι­τρέ­πει να ακούν. Το κωφόν πνεύ­μα, το κωφόν δαι­μό­νιον, δεν επι­τρέ­πει να ακούν. Τι; Δεν δέχον­ται οποια­δή­πο­τε αγα­θή προ­τρο­πή που θα τους γίνει, είτε από τους γονείς είτε από τους διδα­σκά­λους. Δεν ανα­γνω­ρί­ζουν καμία αυθεν­τία. Είναι αυτό­νο­μοι. Δαι­μο­νι­κώς αυτό­νο­μοι. Ό,τι έχει ο διά­βο­λος, το μετα­δί­δει. Γι’ αυτό ο διά­βο­λος, έγι­νε διά­βο­λος. Ζήτη­σε την αυτο­νο­μία. Κι έτσι, την προ­σφέ­ρει στους ανθρώ­πους για να φύγουν από τον Θεό. Εν ονό­μα­τι μιας ελευ­θε­ρί­ας. Τι τρα­γι­κό, αλή­θεια: Δεν θέλουν να ακού­σουν το Ευαγ­γέ­λιον. Δεν θέλουν να ακού­σουν τη Θεία Λει­τουρ­γία. Ζαλί­ζον­ται, λένε, να πάνε στη Λει­τουρ­γία. Αισθά­νον­ται μια ανια­ρό­τη­τα. Μπαί­νουν μέσα και βγαί­νουν γρή­γο­ρα έξω. Δεν μπο­ρούν. Άρα­γε για­τί; Τι συμ­βαί­νει; Για­τί δεν το παθαί­νουν αυτό σε άλλους χώρους; Και το παθαί­νουν ειδι­κά εις την Λει­τουρ­γία; Δεν τους αφή­νει το κωφόν πνεύ­μα αν ακού­σουν την Θεία Λει­τουρ­γία, να αγια­σθούν και να σωθούν. Δεν θέλουν τίπο­τα το καλό ποτέ να ακού­σουν. Για­τί το θεω­ρούν κατε­στη­μέ­νο και παρω­χη­μέ­νο, μπα­γιά­τι­κο, παλιό, περα­σμέ­νο, ντε­μον­τέ, εκτός μόδας…

Και τα απο­τε­λέ­σμα­τα από μια τέτοια δαι­μο­νο­λη­ψία, ποια μπο­ρεί να είναι; Ποια μπο­ρεί να είναι; Τα απα­ριθ­μεί ο ταλαί­πω­ρος εκεί­νος πατέ­ρας στον Κύριον, για τον γιο του τον δαι­μο­νι­σμέ­νο. Και λέγει: «Κύριε, που ν ατν κατα­λάβ, ήσσει ατόν». Τι θα πει; Τον ρίχνει χάμω. Πέφτει χάμω. Και οι νέοι μας πηγαί­νουν από πτώ­ση σε πτώ­ση και από γκρε­μό σε γκρε­μό. Και δεν μπο­ρεί κανείς να τους βοη­θή­σει, για­τί δε θέλουν να ακού­σουν για να βοη­θη­θούν. Είναι γνω­στό ότι ένας άνθρω­πος μόνον τότε βοη­θά­ται, όταν απο­δε­χθεί την βοή­θειαν. Ακό­μα και την ιατρι­κήν βοή­θειαν. Δεν μπο­ρεί ο για­τρός να επέμ­βει, να σου κάνει θερα­πεία, εάν δεν απο­δε­χθείς την θερα­πεί­αν. Πολύ περισ­σό­τε­ρο για άλλα πράγ­μα­τα, πνευ­μα­τι­κά θέμα­τα, δεν είναι δυνα­τόν να σου προ­σφερ­θεί η βοή­θεια εάν δεν την απο­δε­χθείς. Αλλά δεν αφή­νει το δαι­μό­νιο να απο­δε­χθείς.

Δεύ­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό του νέου εκεί­νου. Ότι αφρί­ζει. Από τον σύγ­χρο­νο χορό οι νέοι μας κυριο­λε­κτι­κά κατα­λαμ­βά­νον­ται από μανία. Κατα­λαμ­βά­νον­ται από ένα άμοκ και αφρί­ζουν. Τα πάν­τα σπά­ζουν, γκρε­μί­ζουν, κατα­στρέ­φουν, ύστε­ρα από μία τέτοια μανία. Αφρί­ζουν, κυριο­λε­κτι­κά αφρί­ζουν. Τυπι­κό παρά­δειγ­μα είναι η παρου­σία των νέων στα ποδο­σφαι­ρι­κά γήπε­δα. Τι γίνε­ται εκεί… Άστε ότι δεν είναι καλός τόπος να πάει κανείς. Σίγου­ρα δεν είναι καλός τόπος. Ένας τόπος μανί­ας, όπως λέγει ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων, στην επο­χή του ήταν το Ιππο­δρό­μιον, αντί­στοι­χο είναι το ποδό­σφαι­ρο σήμε­ρα, διό­τι έστω κι αν κάποιος ήθε­λε να πάει, φοβεί­ται να πάει. Από τη μανία και τη βία που ασκεί­ται σήμε­ρα εις τους χώρους αυτούς. Αφρί­ζουν λοι­πόν οι άνθρωποι,κυριολεκτικά αφρί­ζουν. Για να μην πω ακό­μη και η μορ­φή των δια­σκε­δά­σε­ων που σήμε­ρα οι νέοι μας έχουν και μετέρ­χον­ται, τους κάνει κυριο­λε­κτι­κά να αφρί­ζουν.

Και ένα τρί­το χαρα­κτη­ρι­στι­κό, λέει ο ταλαί­πω­ρος πατέ­ρας στον Κύριον, ότι τρί­ζει τους οδόν­τας. «Το παι­δί μου, Κύριε,», λέγει, «τρί­ζει τα δόν­τια του». Ξέρε­τε τι είναι αυτό μετα­φε­ρό­με­νον; Η πολι­τι­κο­ποί­η­σις και κομ­μα­το­ποί­η­σις των νέων μας, η αναρ­χία κλπ, που κάνει τους μεν να τρί­ζουν τα δόν­τια των εναν­τί­ον των δε. Βλέ­πουν οι μεν τους δε ως αντι­πά­λους, μέσα στο ίδιο το σχο­λείο, στο ίδιο το σχο­λείο, μέσα στην κοι­νω­νία, στον δρό­μο, παν­τού, και οι μεν τρί­ζουν τα δόν­τια κατά των δε.

Και ένα τέταρ­το χαρα­κτη­ρι­στι­κό. «Το παι­δί μου», λέει, «Κύριε, ξηραί­νε­ται». Είπε κι άλλα. Είπε ότι πάει να ρίξει τον εαυ­τό του στη φωτιά άλλο­τε και άλλο­τε στο νερό. Δηλα­δή τάση αυτο­κτο­νί­ας. Ξέρε­τε, από μία στα­τι­στι­κή, και δεν είναι μία αυτή,στην επο­χή μας, εδώ στον χώρο τον δικό μας, τον ελλη­νι­κό χώρο, ξέρε­τε πόσο έχουν αυξη­θεί οι αυτο­κτο­νί­ες; Και μάλι­στα των νέων μας που είναι στρα­τιώ­ται; Αυτό τι δεί­χνει; Δεν δεί­χνει έναν δαι­μο­νι­σμό; Λοι­πόν, ξηραί­νε­ται, λέει, Κύριε, ξηραί­νε­ται. Τι θα πει; Λέμε «ξερά­θη­κε αυτός ο άνθρω­πος». Δηλα­δή, σαν να κοκά­λω­σε. Όπως συμ­βαί­νει πολ­λές φορές με το φαι­νό­με­νο της Ιστο­ρί­ας. Είναι γνω­στό, η νεο­λαία μας απο­κτά αναι­σθη­σία του νου, της καρ­διάς και της συνει­δή­σε­ως. Γίνον­ται αναί­σθη­τοι οι νέοι μας.

Είναι όμως και ο γονιός, είναι και ο γονιός. Τι να πού­με γι’ αυτόν τον γονιό; Όταν ρωτή­θη­κε από τον Κύριον αυτός ο γονιός, ο πατέ­ρας «πόσος και­ρός είναι που πάσχει το παι­δί» κι εκεί­νος απήν­τη­σε «παι­διό­θεν», δηλα­δή από παι­δί, από νέο παι­δί. Αυτό σημαί­νει ότι ο Κύριος που ήταν τρία χρό­νια, για­τί αυτά συνέ­βη­σαν, σας είπα, μετά από τη Μετα­μόρ­φω­ση του Κυρί­ου, λίγο προ του Πάθους, αυτό σημαί­νει ότι τρία χρό­νια, δεν άκου­σε αυτός ο πατέ­ρας για τον Κύριον; Για­τί δεν πήγε το παι­δί του εκεί; Γι’αυτό ο Κύριος είπε: « γενε πιστος»· διό­τι ο πατέ­ρας ηλέγ­χθη μάλι­στα από τον Κύριον όταν του είχε πει: «Εάν μπο­ρείς». Εάν μπο­ρώ; Το θέμα δεν είναι εάν μπο­ρώ εγώ, αλλά εάν εσύ πιστεύ­εις. Είχε λοι­πόν έλλει­ψη πίστε­ως ο πατέ­ρας αυτός, φαί­νε­ται καθα­ρά. Και δεν πήγε το παι­δί του εις τον Κύριον τρία χρό­νια.

Όταν οι γονείς δεν ασκούν την χρι­στια­νι­κή αγω­γή στα παι­διά τους, δεν τα προ­τρέ­πουν να εκκλη­σιά­ζον­ται, δεν επι­τη­ρούν τα παι­διά τους να προ­σεύ­χον­ται το πρωί και το βρά­δυ… Επι­τρέ­ψα­τέ μου, έχει μαλ­λιά­σει η γλώσ­σα μου να λέγω τα ίδια και στα ίδια πρό­σω­πα χρό­νια ολό­κλη­ρα, να κάνουν, φερ’ειπείν, το πρωί προ­σευ­χή και δεν κάνουν. Και παν­τρεύ­ον­ται και κάνουν παι­διά και τα παι­διά τους ομοί­ως το πρωί δεν κάνουν προ­σευ­χή. Τι θέλε­τε; Δεν τα προ­τρέ­πουν να εξο­μο­λο­γούν­ται, να κοι­νω­νούν, να ευσε­βούν­ται. Εδώ είναι αυτή η τερά­στια ευθύ­νη της γενε­άς των γονέ­ων και των παπ­πού­δων, για­τί και οι παπ­πού­δες δεν δίδουν πολ­λές φορές καλό παρά­δειγ­μα, ότι δεν εδη­μιούρ­γη­σαν προ­ϋ­πο­θέ­σεις να οδη­γη­θεί η νέα γενεά στον Χρι­στό.

Αγα­πη­τοί, περι­μέ­νε­τε να ανα­φερ­θεί η θερα­πεία; Να σας πω για θερα­πεία; Το φάρ­μα­κο είναι ένα και μόνον. Ο Χρι­στός. Αυτός είναι το φάρ­μα­κο. Είναι ο μόνος που είπε εις τον δαί­μο­να, απο­τει­νό­με­νος στο παι­δί: «Τ πνεμα τ λαλον κα κωφόν, γώ σοι πιτάσ­σω(-Ποιος; Εγώ. Όχι άλλος, Εγώ, Εγώ σε δια­τά­ζω-), ξελ­θε ξ ατο κα μηκέ­τι εσέλθς ες ατόν».

Aλλά για­τί να μιλά­με για θερα­πεία και όχι για πρό­λη­ψη; Για­τί να μην ασκη­θεί χρι­στια­νι­κή αγω­γή νηπιό­θεν, εγκαί­ρως; Πρέ­πει να αρρω­στή­σει το παι­δί μας; Πρέ­πει να δαι­μο­νι­στεί, για να τρέ­χου­με από δω και από κει; Κι όταν δού­με μάλι­στα ότι δεν πετύ­χα­με και σπου­δαία πράγ­μα­τα ή τίπο­τα, για­τί μέσα μας φωλιά­ζει η απι­στία, από­δει­ξις; Πάμε σε άλλες πόρ­τες. Στις πόρ­τες του μάγου, της χαρ­το­ρί­χτρας, της καφε­τζούς, στον Πνευ­μα­τι­σμό κ. ο. κ.

Άρα­γε απ’ όσους ακούν την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, εσείς που ακού­τε, ποιος από σας θα σκε­φθεί σοβα­ρά; Μην πού­με αυτά είναι για τους άλλους, για­τί δε γνω­ρί­ζεις εσύ ο γονιός, αδελ­φέ μου, αύριο τι βρί­σκει το παι­δί σου. Δεν ξέρεις τι βρί­σκει το παι­δί σου, τι το συναν­τά το παι­δί σου. Για να μη λες, άμα το συναν­τή­σει κάτι κακό, ότι…κακιά ώρα το βρή­κε. Δεν υπάρ­χουν κακές ώρες. Ο διά­βο­λος συναν­τά το παι­δί σου, για­τί δεν το έμα­θες να αγω­νί­ζε­ται εναν­τί­ον του σατα­νά. Σήμε­ρα, λοι­πόν, σήμε­ρα, από τώρα, οδή­γη­σε το παι­δί σου στον Χρι­στό. Είναι η καλύ­τε­ρη και η σωστό­τε­ρη οδή­γη­ση, να γίνεις εσύ ο γονιός σωστός και θερ­μός Χρι­στια­νός. Όχι να πάρεις το παι­δί σου και να το πας στον Χρι­στό. Θα πάρεις το παι­δί σου, αφού κι εσύ έχεις βρει τον Χρι­στό. Έτσι έχεις την ελπί­δα, όχι τη βεβαιό­τη­τα, είναι πονη­ρή η επο­χή μας, έχεις την ελπί­δα να δεις παι­διά όχι μόνο απηλ­λαγ­μέ­να από το δαι­μό­νιο το κωφό και το άλα­λο, αλλά να δεις και παι­διά μέσα στην Χάρη του Θεού, μέσα στο φως του Χρι­στού λου­σμέ­να.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γητ  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (ΟΜΙΛΙΑ)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

(Έχει θέμα το ευαγ­γέ­λιο που ανα­γι­γνώ­σκε­ται κατ’ αυτήν, όπου γίνε­ται λόγος και για την επι­μέ­λεια των εσω­τε­ρι­κών λογι­σμών)

Πολ­λές φορές μίλη­σα προς την αγά­πη σας σχε­τι­κά με τη νηστεία και την προ­σευ­χή, ιδιαί­τε­ρα μάλι­στα αυτές τις ιερές ημέ­ρες· ενα­πέ­θε­σα ακό­μη στις φιλό­θε­ες ακο­ές και ψυχές σας ποια δώρα προ­σφέ­ρουν σε εκεί­νους που τις αγα­πούν και τις καλ­λιερ­γούν και πόσων αγα­θών πρό­ξε­νοι γίνον­ται σε αυτούς που τις ασκούν, πράγ­μα που επι­βε­βαιώ­νε­ται γι’ αυτές κυρί­ως από τη φωνή του Κυρί­ου που δια­βά­ζε­ται σήμε­ρα στο ευαγ­γέ­λιο.

Ποια λοι­πόν είναι αυτά τα οφέ­λη; Είναι μεγά­λα, τα μεγα­λύ­τε­ρα όλων θα λέγα­με· διό­τι εκτός από τα άλλα μπο­ρούν να παρά­σχουν και εξου­σία κατά πονη­ρών πνευ­μά­των, ώστε να τα εκβάλ­λουν και να τα απε­λαύ­νουν, και τους δαι­μο­νι­σμέ­νους να τους ελευ­θε­ρώ­νουν από την επή­ρειά τους. Όταν πραγ­μα­τι­κά οι μαθη­ταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλά­λου και κωφού δαι­μο­νί­ου, και Τον ρώτη­σαν: «δια­τί μες οκ δυνή­θη­μεν κβα­λεν ατό;(:Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να βγά­λου­με το δαι­μό­νιο αυτό;)»[Ματθ.17,19], είπε προς αυτούς ο Κύριος: «Τοτο δ τ γένος οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μ ν προ­σευχ κα νηστεί(:Αυτό το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].

Ίσως γι’ αυτό, μετά την προ­σευ­χή επά­νω στο όρος Θαβώρ και την κατ’ αυτήν εμφά­νι­ση της θεϊ­κής αυγής, κατέ­βη­κε αμέ­σως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρι­σκό­ταν ο κατε­χό­με­νος από τον δαί­μο­να εκεί­νον. Λέγει δηλα­δή ο ιερός ευαγ­γε­λι­στής ότι, αφού ο Κύριος παρέ­λα­βε τους εγκρί­τους μαθη­τές, ανέ­βη­κε στο όρος να προ­σευ­χη­θεί και έλαμ­ψε σαν ο ήλιος, και ιδού φάνη­καν να συνο­μι­λούν με αυτόν ο Μωυ­σής και ο Ηλίας[Ματθ.17,3: «Κα δο φθη­σαν ατος Μωσς κα λίας μετ᾿ ατο συλ­λα­λοντες(:και τότε εμφα­νί­στη­καν σε αυτούς ο Μωυ­σής και ο Ηλί­ας, οι οποί­οι συνο­μι­λού­σαν μαζί Του)»], οι άνδρες που περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλον άσκη­σαν την προ­σευ­χή και τη νηστεία, δεί­χνον­τας και με την παρου­σία τους στην προ­σευ­χή, τη συμ­φω­νία και εναρ­μό­νι­ση μετα­ξύ προ­σευ­χής και νηστεί­ας, ώστε κατά κάποιον τρό­πο η νηστεία να συνο­μι­λεί με την προ­σευ­χή ομι­λών­τας προς τον Κύριο.

Εάν η φωνή αίμα­τος του φονευ­θέν­τος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως μάθα­με από τα λόγια του Μωυσέως[Γέν.4,10: «Κα επε Κριος· τ πεποηκας; φων αματος το δελ­φο σου βο πρς με κ τς γς(: και ο Κύριος είπε προς τον Κάιν: ‘’ Για ποια αιτία έκα­νες τον φοβε­ρό αυτόν φόνο; Η φωνή του αίμα­τος του αθώ­ου αδελ­φού σου ανε­βαί­νει από τη γη, μου φωνά­ζει και ζητά­ει εκδί­κη­ση από εμέ­να, που είμαι εκεί­νος που εκδι­κεί­ται για όσους αδι­κούν­ται’’)»], πάν­τως και όλα τα μέρη και μέλη του σώμα­τος, που έχουν κακο­πά­θει με τη νηστεία, θα βοή­σουν προς τον Κύριο και, συνο­μι­λών­τας με την προ­σευ­χή εκεί­νου που νηστεύ­ει και περί­που συμ­προ­σευ­χό­με­να, δικαί­ως θα την κατα­στή­σουν περισ­σό­τε­ρο ευπρόσ­δε­κτη και θα δικαιώ­σουν αυτόν που υφί­στα­ται εκου­σί­ως τον κόπο της νηστεί­ας. Μετά λοι­πόν την προ­σευ­χή και την κατά θείο τρό­πο λάμ­ψη, αφού ο Κύριος κατέ­βη­κε από το όρος, έρχε­ται προς τον όχλο και τους μαθη­τές, στους οποί­ους οδη­γή­θη­κε εκεί­νος ο κατει­λημ­μέ­νος από το δαι­μό­νιο, ώστε, όπως έδει­ξε επά­νω στο όρος ότι εκεί­νο ήταν βρα­βείο νηστεί­ας και προ­σευ­χής, όχι μόνο μεγά­λο αλλά και επά­νω από το μεγά­λο (πραγ­μα­τι­κά έδει­ξε ότι η θεία λαμ­πρό­τη­τα υπήρ­ξε επι­βρά­βευ­ση γι’ αυτούς), έτσι, αφού κατε­βεί, θα επι­δεί­ξει ότι έπα­θλο τού­των είναι και η ισχύς κατά των δαι­μό­νων.

Αλλά, επει­δή κατά την παρού­σα Κυρια­κή των ιερών νηστειών είναι συνή­θεια ν’ ανα­γι­νώ­σκε­ται στην εκκλη­σία η διή­γη­ση περί του θαύ­μα­τος τού­του, ας εξε­τά­σου­με από την αρχή όλη την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή που το περιγράφει[Μάρκ.9,17–31]. «Μόλις λοι­πόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθη­τές και τους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους με αυτούς και ρώτη­σε: ‘’Τι συζη­τεί­τε;’’, κάποιος από το πλή­θος είπε: ‘’Διδά­σκα­λε, έφε­ρα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύ­μα άλα­λο και όπου τον κατα­λά­βει, τον συγ­κλο­νί­ζει και αυτός αφρί­ζει και τρί­ζει τα δόν­τια του και ξηραί­νε­ται’’»[Μάρκ.9,16–17].

Πώς λοι­πόν άφρι­ζε αυτός και έτρι­ζε τα δόν­τια και ξηραι­νό­ταν; Του δαι­μο­νι­σμέ­νου πάσχει πρώ­το και περισ­σό­τε­ρο από όλα τα μόρια του σώμα­τος ο εγκέ­φα­λος· διό­τι ο δαί­μων χρη­σι­μο­ποιεί ως όχη­μα το ψυχι­κό πνεύ­μα που ευρί­σκε­ται σ’ αυτόν και από αυτό σαν ακρό­πο­λη κατα­δυ­να­στεύ­ει όλο το σώμα. Όταν λοι­πόν πάσχει ο εγκέ­φα­λος, αφή­νε­ται από εκεί μια ροή προς τα νεύ­ρα και τους μυς του σώμα­τος αφρώ­δης και φλεγ­μα­τώ­δης, που φράσ­σει τις διε­ξό­δους του ψυχι­κού πνεύ­μα­τος· και από αυτό προ­κα­λεί­ται κλο­νι­σμός και ρήξη και ακου­σία κίνη­ση σε όλα τα αυτό­βου­λα μόρια, μάλι­στα δε στις γνά­θους, που πλη­σιά­ζουν περισ­σό­τε­ρο στο μόριο που έπα­θε πρώ­το. Καθώς το υγρό ρέει περισ­σό­τε­ρο προς το στό­μα λόγω της χωρη­τι­κό­τη­τας των πόρων και της εγγύ­τη­τας προς τον εγκέ­φα­λο, επει­δή εξαι­τί­ας της άτα­κτης κινή­σε­ως των οργά­νων, η ανα­πνοή δεν μπο­ρεί να εκπνευ­στεί αθρόα, αλλά και ανα­κα­τεύ­ε­ται με το πλή­θος του υγρού, δημιουρ­γεί­ται στους πάσχον­τες αφρός. Έτσι ο δαί­μων εκεί­νος άφρι­ζε και έτρι­ζε τα δόν­τια, που προ­σέ­κρουαν μετα­ξύ τους φοβε­ρά κι έσφιγ­γαν με μανία. Ξηραι­νό­ταν δε έπει­τα από τη σφο­δρό­τε­ρη επή­ρεια του δαι­μο­νί­ου. Όπως οι ατμοί που κινούν­ται από τη θέρ­μη της ηλια­κής ακτί­νας, αν αυτή είναι σφο­δρό­τε­ρη, πάλι αφα­νί­ζον­ται από αυτήν δια­σκορ­πι­ζό­με­νοι τελεί­ως, έτσι και η υγρό­τη­τα που προ­έρ­χε­ται από τα σπλάγ­χνα με την επή­ρεια του δαί­μο­νος, αν αυτή είναι σφο­δρό­τε­ρη, σε λίγο δαπα­νά­ται και η έμφυ­τη υγρα­σία της σάρ­κας και εκεί­νος ο δαι­μο­νι­σμέ­νος κατα­ξη­ραί­νε­ται.

Ο πατέ­ρας του δαι­μο­νι­σμέ­νου πρό­σθε­σε προς τον Κύριο ότι είπε στους μαθη­τές να το εκβά­λουν και δεν κατόρ­θω­σαν· ο δε Κύριος, απο­τει­νό­με­νος όχι προς αυτόν, αλλά και προς όλους, λέγει: « γενε πιστος, ως πότε νέξο­μαι μν;(:Ω γενεά που τόσα θαύ­μα­τα είδες και είσαι ακό­μη άπι­στη! Έως πότε θα σας ανέ­χο­μαι;)»[Μάρκ.9,19]. Μου φαί­νε­ται ότι οι παρόν­τες τότε Ιου­δαί­οι, λαμ­βά­νον­τας αφορ­μή από το ότι δεν μπό­ρε­σαν να εκβά­λουν τον δαί­μο­να οι μαθη­τές, θα βλα­σφή­μη­σαν κάπως. Τι δεν θα έλε­γαν, αφού βρή­καν αφορ­μή, αυτοί που, και όταν τελούν­ταν θαύ­μα­τα, δεν άφη­ναν τις βλα­σφη­μί­ες; Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν ο Κύριος τους γογ­γυ­σμούς και τους ονει­δι­σμούς τού­των, τους εξε­λέγ­χει και τους καται­σχύ­νει, όχι μόνο με λόγους επι­τι­μη­τι­κούς, αλλά και με πρά­ξεις και λόγια γεμά­τα φιλαν­θρω­πία. Πραγ­μα­τι­κά δίνει προ­στα­γή: «Φέρε­τέ τον εδώ σ’ Εμέ­να», και τον έφε­ραν, και μόλις το δαι­μό­νιο είδε τον Κύριο σπά­ρα­ξε τον άνθρω­πο που έπε­σε και κυλιό­ταν αφρί­ζον­τας· διό­τι του επι­τρε­πό­ταν να κατα­στή­σει φανε­ρή την κακία του.

Ο δε Κύριος ρώτη­σε τον πατέ­ρα του παι­διού, «πριν από πόσον χρό­νο του συνέ­βη τού­το;». Αυτήν την ερώ­τη­ση την κάνει ο Κύριος, για να τον οδη­γή­σει προς την πίστη και την παρά­κλη­ση με πίστη. Τόσο απεί­χε από την πίστη ο άνθρω­πος αυτός, ώστε να μην παρα­κα­λεί ούτε υπέρ της σωτη­ρί­ας του παι­διού. Γι’ αυτό δεν παρα­κά­λε­σε καθό­λου ούτε τους μαθη­τές: «Τους είπα», λέγει, «να τον εκβά­λουν»· δεν γονά­τι­σε, δεν ικέ­τευ­σε, δεν παρα­κά­λε­σε. Αλλά δεν φαί­νε­ται ούτε τον Κύριο να παρα­κά­λε­σε ακό­μη. Γι’ αυτό ο Κύριος, αφή­νον­τας το παι­δί που ήταν ελε­ει­νώς ξαπλω­μέ­νο εμπρός στα μάτια του, συζη­τεί μΕ εκεί­νον, ρωτών­τας τον χρό­νο του πάθους και προ­κα­λών­τας τον προς την παρά­κλη­ση. Αυτός τότε απο­κρί­νε­ται ότι του συμ­βαί­νει από την παι­δι­κή ηλι­κία και ότι πολ­λές φορές τον έβα­λε στη φωτιά και στα ύδα­τα, για να τον αφα­νί­σει, και προ­σθέ­τει: «αλλ’ αν μπο­ρείς, λυπή­σου μας και βοή­θη­σέ μας».

Βλέ­πε­τε, πόση είναι η απι­στία του ανθρώ­που; Διό­τι αυτός που λέγει «αν μπο­ρείς», φυσι­κά φανε­ρώ­νει ότι δεν πιστεύ­ει ότι μπο­ρεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε: «Ε δύνα­σαι πιστεσαι, πάν­τα δυνατ τ πιστεύ­ον­τι (:Εσύ εάν μπο­ρείς να πιστέ­ψεις, όλα είναι δυνα­τά σε εκεί­νον που πιστεύ­ει)»· και το λέγει αυτό όχι αγνο­ών­τας την απι­στία εκεί­νου, αλλά προ­βι­βά­ζον­τάς τον βαθ­μιαία στην πίστη και συγ­χρό­νως δει­κνύ­ον­τας ότι αιτία που δεν έβγα­λαν οι μαθη­τές τον δαί­μο­να είναι η απι­στία του. Πρό­σε­ξε επί­σης τον ευαγ­γε­λι­στή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέ­ρα του παι­διού «αν μπο­ρείς να πιστέ­ψεις», διό­τι πάν­το­τε ο Κύριος απαι­τεί την πίστη από όσους ζητού­σαν τις θερα­πεί­ες· αφού ήταν δεσπό­της και κηδε­μό­νας και των ψυχών, φρόν­τι­ζε να θερα­πευ­θούν κι αυτές διά της πίστε­ως· αλλά εκεί­νος ο πατέ­ρας του παι­διού, μόλις άκου­σε ότι στην πίστη του ακο­λου­θεί η ίαση, έλε­γε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε, βοή­θη­σε την απι­στία μου». Βλέ­πε­τε αρί­στη προ­κο­πή ηθών; Διό­τι όχι μόνο πίστε­ψε για τη θερα­πεία του παι­διού, αλλά και ότι ο Κύριος μπο­ρεί να κατα­νι­κή­σει και την απι­στία του, αν θελή­σει. Ενώ δε ο όχλος επά­νω σε αυτά τα λόγια συνέρ­ρεε, επι­τί­μη­σε, λέγει, ο Κύριος το ακά­θαρ­το πνεύ­μα, λέγον­τάς του: «Το άλα­λο και κωφό πνεύ­μα, εγώ σε δια­τάσ­σω, έξελ­θε από αυτόν και να μη εισέλ­θεις ποτέ πάλι σ’ αυτόν»[Μάρκ.9,25].

Το δαι­μό­νιο τού­το φαί­νε­ται ότι είναι φοβε­ρό­τα­το και θρα­σύ­τα­το· την δε θρα­σύ­τη­τά του απο­δει­κνύ­ει η σφο­δρό­τη­τα της επι­τι­μή­σε­ως και η παραγ­γε­λία να μη εισέλ­θει άλλη φορά πλέ­ον διό­τι, όπως φαί­νε­ται, χωρίς την παραγ­γε­λία αυτή μπο­ρού­σε να επι­στρέ­ψει πάλι μετά την εκβο­λή. Εξάλ­λου είχε κατε­ξου­σιά­σει σε μεγά­λη έκτα­ση τον άνθρω­πο, ήταν δύσκο­λο στο να απο­σπα­στεί από αυτόν, έμε­νε κωφό και άλα­λο, ώστε να μην επαρ­κεί η φύση να εξυ­πη­ρε­τεί την υπερ­βο­λι­κή του μανία, γι’ αυτό και είχε καταν­τή­σει τελεί­ως αναί­σθη­τη, διό­τι λέγει, «αφού έκρα­ξε και τον σπά­ρα­ξε δυνα­τά, εξήλ­θε· ο δε άνθρω­πος έγι­νε σαν νεκρός, ώστε πολ­λοί να λένε ότι πέθα­νε». Η δε κραυ­γή δεν αντί­κει­ται προς το γεγο­νός ότι το δαι­μό­νιο ήταν άλα­λο· διό­τι η μεν λαλιά είναι φωνή που σημαί­νει κάποια έννοια, ενώ η κραυ­γή είναι άναρ­θρη φωνή, που τίπο­τα συγ­κε­κρι­μέ­νο δεν σημαί­νει. Και αφή­νε­ται το δαι­μό­νιο να σπα­ρά­ξει τον άνθρω­πο τόσο πολύ και να τον κατα­στή­σει σαν νεκρό, για να φανε­ρω­θεί όλη η κακία του. Ο Κύριος λοι­πόν, πιά­νον­τας το χέρι του ανθρώ­που, τον ανή­γει­ρε, ώστε σηκώ­θη­κε, δεί­χνον­τας έτσι ότι έχει πολ­λή ενέρ­γεια· το ότι τον έπια­σε από το χέρι ήταν εκδή­λω­ση της κτι­στής δικής μας ενέρ­γειας, ενώ το ότι τον ανέ­στη­σε απαλ­λαγ­μέ­νο από πάθη ήταν εκδή­λω­ση της άκτι­στης και θεί­ας και ζωαρ­χι­κής ενέρ­γειας.

Και όταν έπει­τα οι μαθη­τές ρώτη­σαν τον Κύριο ιδιαι­τέ­ρως: «Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με να το βγά­λου­με;», είπε προς αυτούς ότι τού­το το δαι­μό­νιο «δεν μπο­ρεί να εξέλ­θει με τίπο­τε άλλο, παρά μόνο με την προ­σευ­χή και τη νηστεία». Λένε λοι­πόν μερι­κοί ότι αυτή η προ­σευ­χή και η νηστεία πρέ­πει να γίνον­ται από αυτόν που πάσχει· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διό­τι ο ενερ­γού­με­νος από πονη­ρό πνεύ­μα, και μάλι­στα τόσο φοβε­ρό, αφού είναι όργα­νο εκεί­νου και κατα­δυ­να­στεύ­ε­ται από εκεί­νο, πώς θα μπο­ρού­σε να προ­σευ­χη­θεί ή νηστέ­ψει επω­φε­λώς για τον εαυ­τό του;

Φαί­νε­ται ότι το δει­νό­τα­το τού­το δαι­μό­νιο είναι της ακο­λα­σί­ας, αφού άλλο­τε μεν ρίπτει τον κατει­λημ­μέ­νο στη φωτιά (διό­τι τέτοιοι είναι οι αλλό­κο­τοι και αναί­σθη­τοι έρω­τες), άλλο­τε δε τον βυθί­ζει στα ύδα­τα μέσω της αδη­φα­γί­ας και των αμέ­τρων και αφθό­νων πότων και συμ­πο­σί­ων. Είναι δε και σε αυτούς κωφό και άλα­λο το δαι­μό­νιο τού­το, διό­τι αυτός που πεί­θε­ται στις υπο­βο­λές ενός τέτοιου δαι­μο­νί­ου δεν υπο­φέ­ρει εύκο­λα να ακού­ει και να λαλεί τα θεία. Αλλά όμως όταν κανείς δεν έχει ενοι­κι­σμέ­νο το πονη­ρό αυτό πνεύ­μα, αλλά φέρε­ται από τις υπο­βο­λές εκεί­νου, όταν ανα­ση­κω­θεί προς επι­στρο­φή (διό­τι έχει το αυτε­ξού­σιο), χρειά­ζε­ται προ­σευ­χή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλι­νώ­σει το σώμα και κατα­στεί­λει τις επα­να­στά­σεις του, δια της προ­σευ­χής δε να αδρα­νο­ποι­ή­σει και κατευ­νά­σει τις προ­λή­ψεις της ψυχής και τους λογι­σμούς που ερε­θί­ζουν προς το πάθος· και έτσι, απε­λαύ­νον­τας με προ­σευ­χή και νηστεία τη σατα­νι­κή προ­σβο­λή και επή­ρεια, να κυριαρ­χή­σει στο πάθος. Όταν όμως δεν ενερ­γεί­ται απλώς από την υπο­βο­λή του δαί­μο­νος, αλλά έχει ένοι­κο τον ίδιο τον δαί­μο­να, ούτε κατά τα ανθρώ­πι­να πλέ­ον πάσχει, ούτε ο ίδιος μπο­ρεί να πρά­ξει κάτι προς θερα­πεία του, αλλά ό,τι θα έπρατ­τε εκεί­νος, αν είχε ελεύ­θε­ρο νου, τού­το, πρατ­τό­με­νο υπέρ αυτού από τους ελευ­θέ­ρους, και μάλι­στα κατό­χους θεί­ου Πνεύ­μα­τος, θα συν­τε­λέ­σει σημαν­τι­κά για την εκβο­λή του δαί­μο­νος.

Αλλά βέβαια δεν μας ζητεί­ται να εκδιώ­κου­με δαί­μο­νες, και αν μπο­ρέ­σου­με να εκδιώ­ξου­με, κανέ­να όφε­λος δεν θα προ­έλ­θει για μας, αν έχου­με ακα­τά­στα­το βίο. Διό­τι, λέγει, «Πολ­λο ροσί μοι ν κείν τ μέρ· Κύριε Κύριε, ο τ σ νόμα­τι προ­ε­φη­τεύ­σα­μεν, κα τ σ νόμα­τι δαι­μό­νια ξεβά­λο­μεν, κα τ σ νόμα­τι δυνά­μεις πολλς ποι­ή­σα­μεν; κα ττε μολογσω ατος τι οδποτε γνων μς· ποχω­ρετε π᾿ μο ο ργαζμενοι τν νομαν(:Πολ­λοί θα μου πουν εκεί­νη την ημέ­ρα της κρί­σε­ως: “Κύριε, Κύριε, στο όνο­μά Σου δεν προ­φη­τεύ­σα­με, πιστεύ­ον­τας ότι είσαι ο Μεσ­σί­ας και Υιός του Θεού; Και πιστεύ­ον­τας σε Σένα δεν βγά­λα­με δαι­μό­νια; Και πιστεύ­ον­τας σε Σένα δεν κάνα­με πολ­λά θαύ­μα­τα; Και τώρα λοι­πόν δεν θα μπού­με στη βασι­λεία Σου;”. Και τότε θα δια­κη­ρύ­ξω ξεκά­θα­ρα σε αυτούς ότι “Ποτέ δεν σας ανα­γνώ­ρι­σα ως δικούς μου. Φύγε­τε μακριά μου εσείς που εργα­ζό­σα­σταν την ανο­μία, διό­τι τα χαρί­σμα­τά μου τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­τε όχι για τη δική μου δόξα, αλλά σύμ­φω­να με τα δικά σας θελή­μα­τα και τους εγωι­στι­κούς σας σκο­πούς”)»[Ματθ.7,22–23].

Επο­μέ­νως πολύ επω­φε­λέ­στε­ρο είναι να σπεύ­σου­με να απε­λά­σου­με το πάθος της πορ­νεί­ας και της οργής, του μίσους και της υπε­ρη­φα­νεί­ας, από ό,τι το να εκβάλ­λου­με δαι­μό­νια. Πραγ­μα­τι­κά, δεν αρκεί μόνο να απαλ­λα­γού­με από τη σωμα­τι­κή αμαρ­τία, αλλά πρέ­πει να καθά­ρου­με και την ενέρ­γεια που ενοι­κεί μέσα στην ψυχή· διό­τι οι κακοί δια­λο­γι­σμοί εκπο­ρεύ­ον­ται από την καρ­διά μας, μοι­χεί­ες, πορ­νεί­ες, φόνοι, κλο­πές, πλε­ο­νε­ξί­ες και τα παρό­μοια ‑και αυτά είναι που κινούν τον άνθρωπο[βλ. Μάρκ.7,21–22: «σωθεν γρ κ τς καρ­δί­ας τν νθρώ­πων ο δια­λο­γι­σμο ο κακο κπο­ρεύ­ον­ται, μοι­χεαι, πορ­νεαι, φόνοι, κλο­παί, πλε­ο­νε­ξί­αι, πονη­ρί­αι, δόλος, σέλ­γεια, φθαλμς πονη­ρός, βλα­σφη­μία, περη­φα­νία, φρο­σύ­νη(:Διό­τι μέσα απ’ την καρ­διά των ανθρώ­πων βγαί­νουν κακές σκέ­ψεις και απο­φά­σεις, μοι­χεί­ες, πορ­νεί­ες, φόνοι, κλο­πές, κάθε είδους αδι­κί­ες που προ­έρ­χον­ται από την πλε­ο­νε­ξία, μοχθη­ρί­ες και κακί­ες, απά­τες, ηθι­κή παρα­λυ­σία και ακρά­τεια, μάτι φθο­νε­ρό και κακό, βλα­σφη­μία, υπε­ρη­φά­νεια, τρέ­λα και αμυα­λο­σύ­νη, που τη γεν­νά ο σκο­τι­σμός της αμαρ­τί­ας)»], και «γ δ λέγω μν τι πς βλέ­πων γυνακα πρς τν πιθυμσαι ατν δη μοί­χευ­σεν ατν ν τ καρ­δί ατο(:Αλλά εγώ σας λέω ότι καθέ­νας που βλέ­πει οποια­δή­πο­τε γυναί­κα έχον­τας πονη­ρή επι­θυ­μία να αμαρ­τή­σει μαζί της, ήδη με την εμπα­θή αυτή ματιά του τη μοί­χευ­σε μέσα στην καρ­διά του και αμάρ­τη­σε με την πρό­θε­ση και τη διά­θε­σή του)»[Ματθ.5,28]. Όταν απρα­κτεί το σώμα, είναι δυνα­τό να ενερ­γεί­ται η αμαρ­τία νοε­ρώς· όταν όμως η ψυχή απο­κρού­ει εσω­τε­ρι­κώς την προ­σβο­λή του πονη­ρού δια προ­σευ­χής και προ­σο­χής και μνή­μης θανά­του, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πέν­θους, τότε της αγιο­σύ­νης συμ­με­τέ­χει και το σώμα, απο­κτών­τας την απρα­ξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκεί­νο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που καθά­ρι­σε το απ’ έξω του ποτη­ριού, δεν καθά­ρι­σε και το εσω­τε­ρι­κό, αλλά καθα­ρί­στε το εσω­τε­ρι­κό του ποτη­ριού, κι έτσι θα είναι καθα­ρό εξ ολοκλήρου[Ματθ.23,25:«Οα μν, γραμ­μα­τες κα Φαρι­σαοι ποκρι­ταί, τι καθα­ρί­ζε­τε τ ξωθεν το ποτη­ρί­ου κα τς παρο­ψί­δος, σωθεν δ γέμου­σιν ξ ρπαγς κα δικί­ας(:Αλί­μο­νό σας, γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι υπο­κρι­τές, διό­τι καθα­ρί­ζε­τε την εξω­τε­ρι­κή επι­φά­νεια του ποτη­ριού και της πια­τέ­λας, μέσα όμως αυτά είναι γεμά­τα από τρο­φές που προ­έρ­χον­ται από αρπα­γή και αδι­κία)»].

Πραγ­μα­τι­κά, κατα­βάλ­λον­τας κάθε φρον­τί­δα ώστε να είναι κατά το θέλη­μα του Θεού η εσω­τε­ρι­κή σου εργα­σία, θα νική­σεις τα εξω­τε­ρι­κά πάθη· διό­τι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλά­δοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύρα­μα. «Λέγω δέ, πνεύ­μα­τι περι­πα­τετε κα πιθυ­μί­αν σαρκς ο μ τελέ­ση­τε(:Και με αυτά που σας λέω, εννοώ ότι πρέ­πει να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε σύμ­φω­να με τις εμπνεύ­σεις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, και τότε δεν θα εκπλη­ρώ­σε­τε την επι­θυ­μία της σάρ­κας, και συνε­πώς δεν θα δαγ­κώ­νει ο ένας τον άλλο, ούτε θα υπάρ­χει μίσος μετα­ξύ σας)», λέγει ο από­στο­λος Παύλος[Γαλ.5,16].

Γι’ αυτό και ο Χρι­στός δεν κατήρ­γη­σε την ιου­δαϊ­κή περι­το­μή, αλλά την τελεί­ω­σε· διό­τι αυτός είναι που λέγει: «Μ νομί­ση­τε τι λθον καταλσαι τν νόμον τος προ­φή­τας· οκ λθον καταλσαι, λλ πληρσαι(:Μη νομί­σε­τε ότι ήλθα να καταρ­γή­σω και να ακυ­ρώ­σω τον ηθι­κό νόμο του Μωυ­σή ή την ηθι­κή διδα­σκα­λία των προ­φη­τών. Δεν ήλθα να τα καταρ­γή­σω αυτά, αλλά να τα συμ­πλη­ρώ­σω και να σας τα παρα­δώ­σω τέλεια)»[Ματθ.5,17]. Πώς λοι­πόν τον συμ­πλή­ρω­σε; Ο νόμος εκεί­νος ήταν σφρα­γί­δα και υπό­δειγ­μα και συμ­βο­λι­κή διδα­χή περί της περι­το­μής των πονη­ρών λογι­σμών στην καρ­διά. Οι Ιου­δαί­οι που δεν φρόν­τι­ζαν γι’ αυτήν, ονει­δί­ζον­ταν από τους προ­φή­τες ως απε­ρί­τμη­τοι στην καρ­διά, προ­κα­λού­σαν απο­στρο­φή σε Εκεί­νον που βλέ­πει στην καρ­διά και στο τέλος έγι­ναν από­βλη­τοι· διό­τι ο άνθρω­πος βλέ­πει στο πρό­σω­πο, ο Θεός στην καρ­διά, κι εάν αυτή είναι γεμά­τη ρυπα­ρούς ή πονη­ρούς λογι­σμούς, ο άνθρω­πος εκεί­νος γίνε­ται άξιος θεί­ας απο­στρο­φής. Γι’ αυτό πάλι ο από­στο­λος παραι­νεί να κάνου­με τις προ­σευ­χές μας χωρίς οργή και άσχη­μους λογισμούς[Α΄Τιμ.2,8: «Βού­λο­μαι ον προ­σεύ­χε­σθαι τος νδρας ν παντ τόπ, παί­ρον­τας σίους χερας χωρς ργς κα δια­λο­γι­σμο(:Θέλω λοι­πόν να προ­σεύ­χον­ται οι άνδρες σε κάθε τόπο και να σηκώ­νουν προς τον ουρα­νό χέρια καθα­ρά από κάθε μολυ­σμό, ελεύ­θε­ροι από οργή και δισταγ­μό ολι­γο­πι­στί­ας)»].

Και όταν ο Κύριος μάς διδά­σκει να φρον­τί­σου­με για την πνευ­μα­τι­κή περι­το­μή της καρ­διάς, μακα­ρί­ζει τους καθα­ρούς στην καρ­διά και τους πτω­χούς στο πνεύ­μα και της μεν καθα­ρό­τη­τας αυτής τονί­ζει ότι έπα­θλο είναι η θεο­πτία, στους πτω­χούς δε, υπό­σχε­ται τη βασι­λεία των ουρανών[Ματθ. 5,3–8: «Μακριοι ο πτω­χο τ πνεματι, τι ατν στιν βασι­λεα τν ορανν. μακριοι ο πεν­θοντες, τι ατο παρα­κληθσον­ται. μακριοι ο πραες, τι ατο κλη­ρο­νομσου­σι τν γν. μακριοι ο πεινντες κα διψντες τν δικαιοσνην, τι ατο χορ­τα­σθσον­ται. μακριοι ο λεμονες, τι ατο λεηθσον­ται. μακριοι ο καθα­ρο τ καρδίᾳ, τι ατο τν Θεν ψον­ται(:Μακά­ριοι και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που συναι­σθά­νον­ται ταπει­νά την πνευ­μα­τι­κή τους φτώ­χεια και την εξάρ­τη­ση ολό­κλη­ρου του εαυ­τού τους από τον Θεό, διό­τι είναι δική τους η βασι­λεία των ουρα­νών. Μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που πεν­θούν για τις αμαρ­τί­ες τους και για το κακό που επι­κρα­τεί στον κόσμο, διό­τι αυτοί θα παρη­γο­ρη­θούν από τον Θεό. Μακά­ριοι είναι οι πρά­οι, που συγ­κρα­τούν τον θυμό τους και δεν παρα­φέ­ρον­ται ποτέ˙ διό­τι αυτοί θα κλη­ρο­νο­μή­σουν από τον Θεό τη γη της επαγ­γε­λί­ας και θα απο­λαύ­σουν τα αγα­θά της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς απ’ αυτήν τη ζωή. Μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που με σφο­δρό εσω­τε­ρι­κό πόθο σαν πει­να­σμέ­νοι και διψα­σμέ­νοι επι­θυ­μούν τη δικαιο­σύ­νη και την τελειό­τη­τα, διό­τι αυτοί θα χορ­τά­σουν, καθώς θα ικα­νο­ποι­η­θούν πλή­ρως οι πόθοι τους. Μακά­ριοι είναι οι ευσπλα­χνι­κοί και επιει­κείς, που συμ­πο­νούν τους συναν­θρώ­πους τους στη δυστυ­χία τους, διό­τι αυτοί θα ελεη­θούν από τον Θεό την ημέ­ρα της κρί­σε­ως. Μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που έχουν την καρ­διά τους καθα­ρή από κάθε μολυ­σμό αμαρ­τί­ας, διό­τι αυτοί θα δουν τον Θεό)»]· και «πτω­χούς» εννο­εί αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέ­λεια. Δεν μακα­ρί­ζει μάλι­στα απλώς όλους τους πτω­χούς ανθρώ­πους, αλλά τους πτω­χούς κατά το φρό­νη­μα, δηλα­δή αυτούς που, εξαι­τί­ας της εσω­τε­ρι­κής στην καρ­διά ταπει­νώ­σε­ως και αγα­θής προ­αι­ρέ­σε­ως, δια­θέ­τουν ανα­λό­γως και τα εξω­τε­ρι­κά. Απα­γο­ρεύ­ει μάλι­στα όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προ­τάσ­σει να συγ­χω­ρού­με από καρ­διά αυτούς που μας φταί­νε και δεν δέχε­ται το προ­σφε­ρό­με­νο από μας δώρο, αν δεν συν­διαλ­λα­γού­με προ­η­γου­μέ­νως κι αφή­σου­με την οργή.

Το ίδιο διδά­σκει και για τα πορ­νι­κά πάθη· διό­τι και αυτήν την από περιέρ­γεια θέα και την από αυτήν επι­θυ­μία δίδα­ξε ότι είναι μοι­χεία στην καρ­διά· και εξε­τά­ζον­τας αυτά τα θέμα­τα γενι­κό­τε­ρα λέγει: Εάν το φώς που έχεις μέσα σου, δηλα­δή ο νους και η διά­νοια, είναι σκό­τος γεμά­τα από τις αφώ­τι­στες προ­σβο­λές των αρχόν­των του σκό­τους, πόσο μάλ­λον το σκό­τος, δηλα­δή το σώμα και η αίσθη­ση, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοε­ρό φέγ­γος, γεν­νη­τι­κό αλη­θεί­ας και απα­θεί­ας; [βλ. Ματθ.6,23: «ν δ φθαλ­μός σου πονηρς , λον τ σμά σου σκο­τεινν σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος στί, τ σκό­τος πόσον;(: Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμ­μέ­νο και τυφλω­μέ­νο, όλο το σώμα σου θα είναι βυθι­σμέ­νο στο σκο­τά­δι. Εάν λοι­πόν εκεί­νο που σου δόθη­κε για να σου μετα­δί­δει φως, γίνει σκο­τά­δι, σε πόσο σκο­τά­δι θα βυθι­στείς; Κάτι ανά­λο­γο θα συμ­βεί, εάν και ο νους σκο­τι­στεί από την προ­σκόλ­λη­ση στον πλού­το. Σε πόσο ηθι­κό σκο­τά­δι θα βυθι­στεί τότε η ψυχή σου!)»], Εάν όμως το μέσα σου φως είναι καθα­ρό, σε περί­πτω­ση που δεν σκο­τί­ζουν τα σαρ­κι­κά φρο­νή­μα­τα, θα είσαι τελεί­ως φωτει­νός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτί­ζει το λυχνά­ρι με τη λάμ­ψη του. Τέτοια είναι η περι­το­μή της καρ­δί­ας κατά το πνεύ­μα, διά της οποί­ας ο Κύριος συμ­πλή­ρω­σε την κατά τον νόμο περι­το­μή στη σάρ­κα, που δόθη­κε στους Ιου­δαί­ους, για να υπο­δη­λώ­νει εκεί­νην και να οδη­γεί προς εκεί­νην. Επει­δή όμως αυτοί δεν φρόν­τι­σαν να την απο­κτή­σουν, η περι­το­μή τους, όπως λέγει ο Παύλος[Ρωμ.2,25: «Περι­τομ μν γρ φελε, ἐὰν νόμον πράσσς· ἐὰν δ παρα­βά­της νόμου ς, περι­το­μή σου κρο­βυ­στία γέγο­νεν(:Και έτσι, ενώ έχεις περι­τμη­θεί, αυτό δεν σε ωφε­λεί σε τίπο­τε· διό­τι η περι­το­μή ωφε­λεί βέβαια, εάν τηρείς τα προ­στάγ­μα­τα του νόμου˙ εάν όμως είσαι παρα­βά­της του νόμου, η περι­το­μή σου έχα­σε κάθε αξία ενώ­πιον του Θεού και έγι­νε σαν την ακρο­βυ­στία˙ και συνε­πώς είσαι κι εσύ σαν να μην έχεις περι­τμη­θεί)»], έγι­νε ακρο­βυ­στία και απο­ξε­νώ­θη­καν από τον Θεό που δεν βλέ­πει στο πρό­σω­πο, δηλα­δή στα φανε­ρά δικαιώ­μα­τα της σαρ­κός, αλλά στην καρ­διά, δηλα­δή στα αφα­νή και μέσα μας κινή­μα­τα των λογι­σμών.

Ας προ­σέ­χου­με λοι­πόν κι εμείς, αδελ­φοί, παρα­κα­λώ, και ας καθα­ρί­σου­με τις καρ­διές μας από κάθε μολυ­σμό, για να μη συμ­πα­ρα­συρ­θού­με με εκεί­νους που κατα­κρί­θη­καν. «Ε γρ δι᾿ γγέ­λων λαλη­θες λόγος γένε­το βέβαιος, κα πσα παρά­βα­σις κα παρα­κο λαβεν νδι­κον μισθα­πο­δο­σί­αν, πς μες κφευ­ξό­με­θα τηλι­καύ­της μελή­σαν­τες σωτη­ρί­ας; τις ρχν λαβοσα λαλεσθαι δι το Κυρί­ου, π τν κου­σάν­των ες μς βεβαιώ­θη, συνε­πι­μαρ­τυ­ροντος το Θεο σημεί­οις τε κα τέρα­σι κα ποι­κί­λαις δυνά­με­σι κα Πνεύ­μα­τος γίου μερι­σμος κατ τν ατο θέλη­σιν(:Και αλί­μο­νό μας αν πέσου­με έξω. Διό­τι, εάν ο νόμος που ανήγ­γει­λε ο Θεός στο Μωυ­σή δια­μέ­σου αγγέ­λων απο­δεί­χθη­κε έγκυ­ρος και ισχυ­ρός, και κάθε παρά­βα­σή του και παρα­κοή τιμω­ρή­θη­κε δίκαια με την ανά­λο­γη τιμω­ρία, πώς εμείς θα ξεφύ­γου­με την τιμω­ρία, εάν αμε­λή­σου­με μια τόσο μεγά­λη και σπου­δαία σωτη­ρία; Τη σωτη­ρία αυτή δεν μας την γνω­στο­ποί­η­σαν κάποιοι άγγε­λοι, όπως έγι­νε στον νόμο, αλλά αφού άρχι­σε να την κηρύτ­τει ο ίδιος ο Κύριος, μας την παρέ­δω­σαν ως αλη­θι­νή και αξιό­πι­στη οι άγιοι Από­στο­λοι που την άκου­σαν κατευ­θεί­αν από το στό­μα του Κυρί­ου. Και μαζί με τη μαρ­τυ­ρία των Απο­στό­λων πρό­σθε­σε τη μαρ­τυ­ρία Του και ο ίδιος ο Θεός. Αυτός επι­βε­βαί­ω­νε το κήρυγ­μα των Απο­στό­λων με θαύ­μα­τα και κατα­πλη­κτι­κά έργα και ποι­κί­λες υπερ­φυ­σι­κές δυνά­μεις και θεία χαρί­σμα­τα, τα οποία το Άγιον Πνεύ­μα δια­μοί­ρα­ζε στους πιστούς σύμ­φω­να με το θέλη­μά Του)» [Εβρ.2,2–4].

Ας φοβη­θού­με λοι­πόν Εκεί­νον που διε­ρευ­νά καρ­διά και νεφρούς· ας εξι­λε­ώ­σου­με τον Κύριο των εκδι­κή­σε­ων· ας βάλου­με μέσα μας ένοι­κο την ειρή­νη, τον αγια­σμό, την προ­σευ­χή με κατά­νυ­ξη, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα δει τον Κύριο· ας ποθή­σου­με γεμά­τοι πίστη την υπε­σχη­μέ­νη εκεί­νη στους καθα­ρούς στην καρ­διά θέα, και ας πρά­ξου­με τα πάν­τα, για να επι­τύ­χου­με αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιω­νία ζωή, το άφθαρ­το κάλ­λος, ο αδα­πά­νη­τος πλού­τος, η αναλ­λοί­ω­τη και απέ­ραν­τη τρυ­φή και δόξα και βασι­λεία.

Αυτά μακά­ρι να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς σε αυτόν τον βασι­λέα των αιώ­νων Χρι­στό· στον Οποίο μόνο πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το πανά­γιο και αγα­θό και ζωο­ποιό Πνεύ­μα, στους απέ­ραν­τους αιώ­νες. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες Α΄- Κ΄, ομι­λία ΙΒ’, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, τόμος 9, σελί­δες 328–349.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουρ­γί­ας τοῦ κόσμου καὶ Ἡ τοῦ χρό­νου, ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύ­ουν πῶς ὁ πνευ­μα­τι­κὸς κόσμος ὑπάρ­χει καὶ πῶς τὰ ἀόρα­τα πνεύ­μα­τα εἶναι ἀλη­θι­νά. Πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι ὅμως ἔχουν πλα­νη­θεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὑπο­στη­ρί­ζουν πῶς τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἔχουν μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη ἀπὸ τὰ ἀγα­θά. Μὲ τὴν πάρο­δο τοῦ χρό­νου μάλι­στα προ­χώ­ρη­σαν στὴ θεο­ποί­η­ση τῶν πονη­ρῶν πνευ­μά­των, τοὺς ἔφτια­ξαν ναούς, πρό­σφε­ραν θυσί­ες καὶ προ­σευ­χὲς καὶ πρό­στρε­χαν σ’ αὐτὰ γιὰ ὅλα τὰ θέμα­τα. Ὅσο περ­νοῦ­σε ὁ και­ρὸς πολ­λοὶ ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐγκα­τέ­λει­ψαν τελεί­ως τὴν πίστη στὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα καὶ κρά­τη­σαν τὴν πίστη τους μόνο στὰ πονη­ρά, ἢ στοὺς κακοὺς «θεούς», ὅπως τοὺς ἀπο­κα­λοῦ­σαν. Ἔτσι αὐτὸς ὁ κόσμος ἄρχι­σε νὰ μοιά­ζει μ’ ἕνα στί­βο, ὅπου ἄνθρω­ποι καὶ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ἀντα­γω­νί­ζον­ταν μετα­ξύ τους. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα βασά­νι­ζαν ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρο τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τοὺς τύφλω­ναν, μὲ ἀπο­κλει­στι­κὸ στό­χο νὰ σβή­σουν ἀπό το νοῦ τους κάθε ἰδέα γιὰ τὸν καλὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ μεγά­λη καὶ θεόσ­δο­τη δύνα­μη τῶν ἀγα­θῶν πνευ­μά­των.

Στὶς μέρες μας ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι πιστεύ­ουν στὴν ὕπαρ­ξη τῶν πνευ­μά­των. Κι ἡ πίστη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς εἶναι σωστή. Ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀρνοῦν­ται τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπει­δὴ κοι­τά­ζουν μόνο μὲ τὰ σωμα­τι­κά τους μάτια κι ἔτσι δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸν δούν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως δὲ θὰ ἦταν πνευ­μα­τι­κός, ἂν ἦταν ὁρα­τὸς στὴ σωμα­τι­κὴ ὅρα­ση. Κάθε ἄνθρω­πος ἑπο­μέ­νως, ποὺ ὁ νοῦς του δὲν ἔχει τυφλω­θεῖ κι ἡ καρ­διά του δὲν ἔχει γίνει ἀναί­σθη­τη ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, μπο­ρεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώ­θει μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρ­ξη πῶς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμα­στε μόνοι, μὲ ἀπο­κλει­στι­κὴ συν­τρο­φιὰ τὴν ἄψυ­χη φύση, τοὺς βρά­χους, τὰ φυτά, τὰ ζῶα κι ἄλλα πλά­σμα­τα, στοι­χεῖα καὶ φαι­νό­με­να. Οἱ ψυχές μας βρί­σκον­ται σὲ συνε­χῆ ἐπα­φὴ μὲ τὸν ἀόρα­το κόσμο, μὲ ἀόρα­τες ὑπάρ­ξεις. Καὶ κάνουν μεγά­λο λάθος ὅσοι καταρ­γοῦν τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα καὶ θεο­ποιοῦν τὰ πονη­ρὰ καὶ τὰ προ­σκυ­νοῦν.

Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο, οὐσια­στι­κὰ ὅλοι οἱ λαοὶ πίστευαν στὴ δύνα­μη καὶ τὴν ὑπε­ρο­χὴ τοῦ κακοῦ ἔναν­τι τοῦ καλοῦ. Οἱ πονη­ρὲς δυνά­μεις ἐπι­κρα­τοῦ­σαν στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ κι ὁ Χρι­στὸς ὁ ἴδιος ἀπο­κά­λε­σε τὸν ἀρχη­γό τους ἄρχον­τα τοῦ κόσμου τού­του. Ἀκό­μα κι οἱ ἡγέ­τες τῶν Ἰου­δαί­ων ἀπέ­δι­δαν ὅλα τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ στοὺς δαί­μο­νες καὶ στὴ δύνα­μή τους.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σπά­σει, νὰ ξερι­ζώ­σει τὴν ἀδύ­να­μη πίστη τῶν ἀνθρώ­πων στὸν πονη­ρὸ καὶ νὰ σπεί­ρει τὴν πίστη τοῦ ἀγα­θοῦ στὶς ψυχές τους. Νὰ στη­ρί­ξει τὴν πίστη στὴν παν­το­δύ­να­μη ἰσχὺ τοῦ ἀγα­θοῦ, στὴν ἀκα­τα­νί­κη­τη καὶ παν­το­τει­νὴ φύση του. Ὁ Χρι­στὸς δὲν κατάρ­γη­σε, ἀλλ’ ἐπι­βε­βαί­ω­σε τὴν ἀρχαία καὶ παγ­κό­σμια πίστη στὰ πνεύ­μα­τα. Ἀπο­κά­λυ­ψε ὅμως τὸν πνευ­μα­τι­κὸ κόσμο ὅπως πραγ­μα­τι­κὰ εἶναι, ὄχι ὅπως τὸν πίστευαν οἱ ἄνθρω­ποι κάτω ἀπὸ τὴν ἀπα­τη­λὴ δια­βο­λι­κὴ ἐπιρ­ροή. Ὁ ἕνας, ἀγα­θός, σοφὸς καὶ παν­το­δύ­να­μος Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑλι­κοῦ κόσμου, ὁρα­τοῦ καὶ ἀόρα­του. Τὰ ἄγα­θα πνεύ­μα­τα εἶναι οἱ ἄγγε­λοι καὶ εἶναι δύσκο­λο νὰ ὑπο­λο­γί­σεις τὸ πλῆ­θος τους.

Τὰ ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα, οἱ ἄγγε­λοι, εἶναι ἀσύγ­κρι­τα πιὸ ἰσχυ­ρὰ ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα στὴν οὐσία εἶναι ἐντε­λῶς ἀνί­σχυ­ρα νὰ κάνουν ὁτι­δή­πο­τε, ἂν δέν τους τὸ ἐπι­τρέ­ψει ὁ παν­τε­πό­πτης Θεός. ‘Ἀλλὰ καὶ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα εἶναι ἀμέ­τρη­τα. Σ’ ἕναν μόνο δαι­μο­νι­σμέ­νο στὰ Γάδα­ρα, ποὺ τὸν θερά­πευ­σε ὁ Κύριος, κατοι­κοῦ­σε ὁλό­κλη­ρη λεγε­ῶ­να, δηλα­δὴ μερι­κὲς χιλιά­δες πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Τὰ πονη­ρὰ αὐτὰ πνεύ­μα­τα ἀπα­τοῦ­σαν τοὺς ἀνθρώ­πους ἢ καὶ λαοὺς ὁλό­κλη­ρους ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χή, ὅπως σήμε­ρα ἐξα­πα­τοῦν πολ­λοὺς ἁμαρ­τω­λοὺς καὶ τοὺς πεί­θουν πῶς εἶναι παν­το­δύ­να­μοι πῶς εἶναι τάχα οἱ μόνοι θεοί, πῶς δὲν ὑπάρ­χουν ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ πῶς ἀγα­θὰ πνεύ­μα­τα δὲν ὑπάρ­χουν. “Ὅπου ὅμως ἐμφα­νι­ζό­ταν ὁ Κύριος, ἐκεῖ­νοι ἔφευ­γαν ἔντρο­μοι. Ἀνα­γνώ­ρι­ζαν σ’ Ἐκεῖ­νον τόσο ἐξου­σία ὅσο καὶ δικαί­ω­μα κρί­σης, πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς ἐκβά­λει, νὰ τοὺς ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς κατα­δι­κά­σει στὴν ἄβυσ­σο τῆς κόλα­σης. Δημιουρ­γοῦ­σαν ἀνα­τα­ρα­χὲς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἀνο­χὴ τοῦ Θεοῦ. “Ἔπε­φταν κατα­πά­νω στὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος σὰν μῦγες πάνω σὲ θνη­σι­μαῖο καὶ λογά­ρια­ζαν τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν κατα­φύ­γιό τους, σὰν φωλιά τους καὶ σὰν τρα­πέ­ζι γιὰ τὸ φαγη­τό τους.

Ξαφ­νι­κὰ ὁ φορέ­ας τοῦ ἀγα­θοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός, ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους. Ἐκεῖ­νοι, γεμᾶ­τοι φόβο καὶ τρό­μο ἔκρα­ξαν: «Ἦλθες ὧδε πρὸ και­ρου βασα­νί­σαι ἡμᾶς;» (Ματθ. ἡ’29). Κανέ­νας δὲ φοβᾷ­ται τόσο τὰ βάσα­να ὅσο καὶ βασα­νι­στής. Τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα βασά­νι­ζαν τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα γιὰ χιλιά­δες χρό­νια, ἔβρι­σκαν ἱκα­νο­ποί­η­ση στὰ βάσα­να αὐτά. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὸ Χρι­στὸ ἄρχι­σαν νὰ τρέ­μουν ἀπὸ φόβο μπρο­στὰ στὸ μεγα­λύ­τε­ρο βασα­νι­στή τους κι ἦταν ἕτοι­μα νὰ βγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, νὰ πᾶνε στοὺς χοί­ρους ἢ σὲ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο πλά­σμα, ἔφτα­νε μόνο νὰ μὴν ὁδη­γη­θοῦν ἐντε­λῶς ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.

Ὁ Χρι­στὸς δὲ σκε­φτό­ταν νὰ τοὺς ἐκβά­λει ἀμέ­σως ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνας χῶρος μὲ ἀνά­μι­κτες δυνά­μεις. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρω­ποι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν νὰ δια­λέ­ξουν συνει­δη­τὰ ἂν θ’ ἀκο­λου­θή­σουν το Νικη­τὴ Χρι­στὸ ἢ θὰ προ­σκολ­λη­θοῦν στοὺς ἀκά­θαρ­τους δαί­μο­νες. Ὁ Χρι­στὸς ἦρθε ἐπει­δὴ ἀγα­πᾷ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ἦρθε γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ δύνα­μη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, νὰ βεβαιώ­σει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώ­πων στὸ καλό, μόνο στὸ καλό.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς περι­γρά­φει ἕνα παρά­δειγ­μα ἀπὸ ἀμέ­τρη­τα ἄλλα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, ἀπο­κά­λυ­ψε γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὴ δύνα­μη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, πῶς προ­σπά­θη­σε νὰ ἐμπε­δώ­σει τὴν πίστη στὸ καλὸ ὡς παν­το­δύ­να­μη καὶ νικη­φό­ρα.

«Καὶ ἀπο­κρι­θεὶς εἰς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε: διδά­σκα­λε, ἤνεγ­κα τὸν υἱὸν μοῦ πρός σε, ἔχον­τα πνεῦ­μα ἄλα­λον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν κατα­λά­βῃ, ρήσει αὐτὸν καὶ ἀφρί­ζει… καὶ πολ­λά­κις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβα­λε καὶ εἰς ὕδα­τα, ἕνα ἀπο­λέ­σῃ αὐτόν» (βλ. Μάρκ. Θί7–29 καὶ Λουκ. θ’37–42). Τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ κατέ­γρα­ψαν κι οἱ δυὸ εὐαγ­γε­λι­στές. Ὁ καθέ­νας τοὺς προ­σθέ­τει κάποιες λεπτο­μέ­ρειες γιὰ τὴν ἀρρώ­στια τοῦ παι­διοῦ. Ἠταν ὁ μονο­γε­νὴς υἱὸς τοῦ πατέ­ρα του καὶ κατε­χό­ταν ἀπὸ πνεῦ­μα ἄλα­λον. Ὅταν τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα ἔμπαι­νε μέσα του, τὸ συγ­κλό­νι­ζε τὸ παι­δί, τὸ τάρα­ζε, τὸ ἔκα­νε νὰ βγά­ζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στό­μα του, νὰ τρί­ζει τὰ δόν­τια του καὶ στὸ τέλος νὰ μένει ξερὸ καὶ ἀναί­σθη­το.

Τὰ βέλη τοῦ πονη­ροῦ τὴν ἴδια στιγ­μὴ στό­χευαν πρὸς τρεῖς κατευ­θύν­σεις: στὸν ἄνθρω­πο, στὴ δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Τὸ παι­δὶ σελη­νια­ζό­ταν. Πῶς μπο­ρεῖ νὰ εὐθύ­νε­ται τὸ φεγ­γά­ρι γιὰ τὴν ἀρρώ­στια τοῦ ἀνθρώ­που; “Ἄν ἡ σελή­νη παρά­γει τρέ­λα καὶ ἀλα­λία σ’ ἕναν ἄνθρω­πο, για­τί δὲν τὸ κάνει σὲ ὅλους; Τὸ κακὸ δὲ βρί­σκε­ται στὴ σελή­νη ἀλλὰ στὸν πονη­ρό, τὸ πανοῦρ­γο πνεῦ­μα ποὺ ἀπα­τᾷ τὸν ἄνθρω­πο, ἐνῶ τὸ ἴδιο κρύ­βε­ται. Ἐνο­χο­ποιεῖ τὸ φεγ­γά­ρι, κάτι ποὺ ὁ ἄνθρω­πος δὲν πρέ­πει νὰ κάνει. Ὁδη­γεῖ τὸν ἄνθρω­πο μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο νὰ σκε­φτεῖ πῶς ὅλα τὰ δημιουρ­γή­μα­τα τοῦ Θεοῦ εἶναι κακά, πῶς τὸ κακὸ ἔρχε­ται στὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴ φύση κι ὄχι ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα ποὺ ἔπε­σαν κι ἀπο­μα­κρύν­θη­καν ἀπό το Θεό. Τὰ θύμα­τά τους ἐπη­ρε­ά­ζον­ται στὶς ἀλλα­γὲς φάσης τῆς σελή­νης, ὥστε νὰ σκε­φτοῦν οἱ ἄνθρω­ποι: «Δεῖ­τε τὸ κακὸ αὐτὸ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴ σελή­νη». Κι ἀφοῦ τὴ σελή­νη τὴ δημιούρ­γη­σε ὁ Θεός, ἀκο­λου­θεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα πῶς τὸ κακὸ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι πλα­νιοῦν­ται οἱ ἄνθρω­ποι ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια καὶ πανοῦρ­γα θηρία.

Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅλα ὅσα ἔφτια­ξε ὁ Θεὸς εἶναι καλὰ λίαν. Ὁλό­κλη­ρη ἡ δημιουρ­γία τοῦ Θεοῦ βρί­σκε­ται στὴν ὑπη­ρε­σία τοῦ ἀνθρώ­που, πλά­στη­κε γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τεῖ τὸν ἄνθρω­πο, ὄχι νὰ τὸν κατα­στρέ­ψει. Καὶ ἂν ἀκό­μα ὑπάρ­χει κάτι ποὺ ἴσως ἐμπο­δί­ζει τὴ φυσι­κὴ ἱκα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἀνθρώ­που, ἀκό­μα κι αὐτὸ ὑπη­ρε­τεῖ τὴν ψυχή του, τὴν χαρο­ποιεῖ, τὴν πλου­τί­ζει. «Σοὶ εἰσιν οἱ οὐρα­νοι καὶ σὴ ἐστιν ἡ γῆ τὴν οἰκου­μέ­νην καὶ τὸ πλή­ρω­μα αὐτῆς σὺ ἔθε­με­λί­ω­σας» (Ψαλμ. πή12). «Πάν­τα γὰρ ταῦ­τα ἐποί­η­σεν ἡ χείρ μου… λέγει Κύριος» (Ἠσ. ξστ’2). ‘Ἀφοῦ λοι­πὸν ὅλα προ­έρ­χον­ται ἀπό το Θεό, θὰ εἶναι καὶ καλά. Ἡ βρύ­ση θὰ βγά­λει μόνο αὐτὸ ποὺ περιέ­χει, ὄχι κάτι ποὺ δὲν ἔχει. Στὸ Θεὸ δὲν ὑπάρ­χει κακό. Πῶς μπο­ρεῖ λοι­πὸν νὰ προ­έλ­θει κακὸ ἀπ’ Αὐτόν, ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἀγα­θοῦ; Κάποιοι ἀδα­εῖς ἄνθρω­ποι ὀνο­μά­ζουν κάθε κακό, πόνο. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅμως κάθε πόνος δὲν εἶναι κακός. Ὑπάρ­χει πόνος ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ πονη­ροῦ κι ὑπάρ­χει κι ἄλλος πόνος ποὺ θερα­πεύ­ει ἀπὸ τὸν πονη­ρό. Κακὸ εἶναι μόνο τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα ποὺ ἐνερ­γεῖ μέσα ἀπὸ ἕναν τρε­λὸ ἢ ἀλλό­φρο­να ἄνθρω­πο.

Ὁ πόνος κι ἡ δυστυ­χία ποὺ ξέσπα­σε πάνω σὲ πολ­λοὺς βασι­λιᾶ­δες τοῦ Ἰσρα­ήλ, ἐπει­δὴ ἔπρα­ξαν πονη­ρὰ ἐνώ­πιον τοῦ Κυρί­ου, ἦταν ἔργο καὶ συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τί­ας τους. Ὁ πόνος κι ἡ δυστυ­χία ὅμως, ποὺ ὁ Κύριος ἐπι­τρέ­πει νὰ ἐπι­σκε­φτοῦν τὸν δίκαιο, δὲν εἶναι ἔργο τοῦ πονη­ροῦ ἀλλὰ φάρ­μα­κο, ποὺ ἀφο­ρᾷ τόσο τὸν ἴδιο τὸ δίκαιο, ὅσο καὶ τοὺς οἰκια­κούς του. Ἐκεῖ­νοι κατα­λα­βαί­νουν πῶς τὸν πόνο τους τὸν ἔστει­λε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τους. Ὁ πόνος ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ ἐπί­θε­ση τοῦ πονη­ροῦ στὸν ἄνθρω­πο ἢ εἶναι συνέ­πεια τῆς ἁμαρ­τί­ας, εἶναι κακός. Ὁ πόνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἐπι­τρέ­πει νὰ ἐπι­σκε­φτεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους, γιὰ νὰ τοὺς καθα­ρί­σει ἐντε­λῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, τοὺς ἀπο­σπᾷ ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τοῦ πονη­ροῦ καὶ τοὺς φέρ­νει κον­τὰ στὸ Χρι­στό. Αὐτὸς ὁ καθαρ­τή­ριος πόνος δὲν εἶναι τοῦ πονη­ροῦ, οὔτε καὶ ἀπὸ μόνος του εἶναι κακός, ἀλλὰ προ­έρ­χε­ται ἀπό το Θεὸ κι ἀπο­βλέ­πει στὸ καλὸ τῶν ἀνθρώ­πων. «‘Ἀγα­θὸν μοὶ ὅτι ἐτα­πεί­νω­σάς μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώ­μα­τά σου» (Ψαλμ. ριη’71), λέει ὁ διο­ρα­τι­κὸς βασι­λιᾶς Δαβίδ.

Ὁ διά­βο­λος εἶναι πονη­ρός, δρό­μος του εἶναι ἡ ἁμαρ­τία. “Ἔξω ἀπὸ τὸν πονη­ρὸ καὶ τὴν ἁμαρ­τία δὲν ὑπάρ­χει ἄλλο κακό. Γιὰ τὰ βάσα­να καὶ τοὺς πόνους τοῦ νέου του εὐαγ­γε­λί­ου, ὑπό­λο­γο εἶναι μόνο τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα, ὄχι ἡ σελή­νη. “Ἄν ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπε­ρι­νόη­τη ἀγά­πη Του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο δὲν περιό­ρι­ζε τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ δὲν προ­στά­τευε τὰ πλά­σμα­τά Του ἀπ’ αὐτά, εἴτε ἄμε­σα εἴτε ἔμμε­σα μὲ τοὺς ἀγγέ­λους Του, τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα θὰ εἶχαν συν­τρί­ψει ὁλό­κλη­ρο τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος «ἐν ριπῇ ὀφθαλ­μοῦ» ψυχι­κὰ καὶ σωμα­τι­κά, ὅπως συν­τρί­βουν οἱ ἀκρί­δες τοὺς καρ­ποὺς στοὺς ἀγρούς.

«Καὶ εἶπον τοὶς μαθη­ταῖς σου ἕνα αὐτὸ ἐκβά­λω­σι, καὶ οὐκ ἴσχυ­σαν», εἶπε ὁ πατέ­ρας τοῦ ἄρρω­στου παι­διοῦ στὸν Κύριο. Παρα­κά­λε­σα τοὺς μαθη­τές σου νὰ διώ­ξουν τὸ πονη­ρὸ αὐτὸ πνεῦ­μα, μὰ ἐκεῖ­νοι δὲν μπό­ρε­σαν.

Τρεὶς ἀπὸ τοὺς μαθη­τὲς τοῦ Κυρί­ου ἔλει­παν ἀπὸ τὸ περι­στα­τι­κό: ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης, ποὺ βρί­σκον­ταν μαζί του στὸ ὄρος Θαβώρ, ὅταν μετα­μορ­φώ­θη­κε μπρο­στά τους. Ἔπει­τα κατέ­βη­καν μαζὶ Τοῦ πάλι, γιὰ νὰ βροῦν κάτω ἕνα πλῆ­θος συγ­κεν­τρω­μέ­νο γύρω ἀπὸ τοὺς ὑπό­λοι­πους ἀπο­στό­λους, καθὼς καὶ τὸν ἄρρω­στο νέο. Ὁ δυστυ­χι­σμέ­νος πατέ­ρας, ἀφοῦ δὲ βρῆ­κε τὸ Χρι­στό, ἔφε­ρε τὸ γιό του στοὺς μαθη­τές Του. Ἐκεῖ­νοι ὅμως δὲν μπό­ρε­σαν, δὲν εἶχαν τὴ δύνα­μη νὰ τὸν βοη­θή­σουν. Πρῶ­τα γιὰ τὴ δική τους ὀλι­γο­πι­στία, δεύ­τε­ρο γιὰ τὴν ὀλι­γο­πι­στία τοῦ πατέ­ρα καὶ τρί­το γιὰ τὴν καθο­λι­κη ἀπι­στία τῶν γραμ­μα­τέ­ων ποὺ ἦταν παρόν­τες. ‘Ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς γύρω ἀπὸ τοὺς μαθη­τὲς εἶχαν μαζευ­τεῖ καὶ «γραμ­μα­τεῖς συζη­τοῦν­τες αὐτοῖς» (Μάρκ. θ16). Ἡ ἀδύ­να­μη πίστη τοῦ πατέ­ρα φαί­νε­ται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸ Χρι­στό. Δὲ μίλη­σε ὅπως ὁ λεπρός, ποῦ εἶπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνα­σαι μὲ καθα­ρί­σαι» (Ματθ. ἡ’ 2). Ἐκεῖ μίλη­σε ἕνας ἄνθρω­πος μὲ δυνα­τὴ πίστη. Οὔτε καὶ σὰν τὸν Ἰάει­ρο μίλη­σε, ὅταν κάλε­σε τὸ Χρι­στὸ ν’ ἀνα­στή­σει τὴν κόρη του: «Ἐλθὼν ἐπί­θες τὴν χεί­ρά σοῦ ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσε­ται» (Ματθ. 918). Κι ἐδῶ αὐτὸς ποὺ μιλά­ει εἶναι ἄνθρω­πος μὲ δυνα­τὴ πίστη. Πολὺ λιγό­τε­ρο μίλη­σε σὰν τὸν ἑκα­τόν­ταρ­χο τῆς Καπερ­να­ούμ, ποῦ ἦταν ἄρρω­στος ὁ δοῦ­λος του: «Κύριε… μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθή­σε­ται ὁ παίς μου» (Ματθ. ἡ’8). Ἐδῶ μίλη­σε ἢ πολὺ μεγά­λη πίστη. Ἐκεί­νη ὅμως ποὺ εἶχε τὴ μεγα­λύ­τε­ρη πίστη ἀπ’ ὅλους δὲν εἶπε τίπο­τα. Πλη­σί­α­σε ἁπλᾶ τὸ Χρι­στὸ καὶ ἄγγι­ξε τὸ κρά­σπε­δο τοῦ ἱμα­τί­ου Του. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ αἱμορ­ρο­οῦ­σα.

Ὁ πατέ­ρας τοῦ ἄρρω­στου νέου δὲν ἐνερ­γεῖ οὔτε μιλά­ει σὰν αὐτούς, ἀλλὰ λέει στὸ Χρι­στό: «‘Ἀλλ’ εἴ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν». “Ἄν μπο­ρεῖς νὰ κάνεις κάτι, βοή­θη­σέ μας.

Ταλαί­πω­ρος ἄνθρω­πος! Πρέ­πει νὰ γνώ­ρι­ζε λίγα, πολὺ λίγα γιὰ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μίλη­σε ἔτσι σ’ Ἐκεῖ­νον ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει τὰ πάν­τα. Ἢ ἀδύ­να­μη πίστη του ἐξα­σθέ­νη­σε ἀκό­μα περισ­σό­τε­ρο τὴ δύνα­μη τῶν ἀπο­στό­λων. Σ’ αὐτὸ συνέ­βα­λαν κι οἱ κακό­βου­λες συκο­φαν­τί­ες τῶν γραμ­μα­τέ­ων ἐναν­τί­ον τοῦ Χρι­στου καὶ τῶν ἀπο­στό­λων Του. ‘Ἀλλ’ εἴ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν. Αὐτὸ φανε­ρώ­νει μιὰ μικρὴ σπί­θα πίστης, πολὺ πολὺ μικρή, ἕτοι­μη νὰ σβή­σει.

«Ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς αὐτὸ λέγει· ώ, γενεὰ ἄπι­στος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι; ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν;». Ὁ Κύριος ἔστρε­ψε τὴν ἐπί­πλη­ξη αὐτὴ πρὸς ὅλους γενι­κά. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄπι­στους ἢ ὀλι­γό­πι­στους τοῦ Ἰσρα­ήλ, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς παρι­στα­μέ­νους, ὅπως ὁ ἀδύ­να­μος πατέ­ρας, οἱ μαθη­τές του καὶ ἰδιαί­τε­ρα οἱ γραμ­μα­τεῖς. “Ὦ, γενεὰ ἄπι­στος! Αὐτὸ σημαί­νει: “Ὦ γενεὰ ποὺ ὑπο­τά­χτη­κε στὸν πονη­ρό, στὸ διά­βο­λο, ποὺ πιστεύ­ει στα­θε­ρὰ στὴ δύνα­μη τοῦ πονη­ροῦ, ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ μὲ δου­λο­πρέ­πεια τὸν πονη­ρὸ καὶ ἀντι­στέ­κε­ται στὸ ἀγα­θό, ποῦ ἀπαρ­νιέ­ται τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Γενεὰ ποῦ εἶναι ὀλι­γό­πι­στη ἢ καὶ ἐντε­λῶς ἄπι­στη στὸ καλό, ποὺ δρα­πε­τεύ­ει ἐπα­να­στα­τι­κὰ ἀπὸ τὸ ἀγα­θό!

‘Ἐδῶ ὁ Κύριος πρό­σθε­σε στὴ γενεὰ καὶ τὴ λέξη διε­στραμ­μέ­νη. “Ἤθε­λε ἔτσι νὰ δεί­ξει ἀπὸ ποῦ προ­έρ­χε­ται ἡ ἀπι­στία, πῶς αἰτία της δηλα­δὴ εἶναι ἡ δια­φθο­ρὰ ἤ, ἀκό­μα πιὸ καθα­ρά, ἡ ἁμαρ­τία. Αἰτία εἶναι ἡ δια­φθο­ρά.

Ἡ ἁμαρ­τία εἶναι συνέ­πεια. Ἡ ἀπι­στία εἶναι ἕνω­ση μὲ τὸ διά­βο­λο: ἡ ἁμαρ­τία — ἡ δια­φθο­ρά — εἶναι ὁ δρό­μος ποὺ ὁδη­γεῖ στὴν ἕνω­ση αὐτή.

Δια­φθο­ρὰ εἶναι ἡ κατά­στα­ση τῆς ἀπο­μά­κρυν­σης ἀπό το Θεό· ἀπι­στία εἶναι τὸ σκο­τά­δι, ἡ ἀδυ­να­μία καὶ ἡ φρί­κη ὅπου βυθί­ζε­ται ὁ ἄνθρω­πος ὅταν ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπό το Θεό. Δέστε μὲ πόση προ­σο­χὴ δια­τυ­πώ­νει τίς παρα­τη­ρή­σεις Του ὁ Κύριος. Δὲν ἀνα­φέ­ρει κανέ­ναν ὀνο­μα­στι­κά, μιλά­ει γενι­κά. Δὲν ἐνδια­φέ­ρε­ται νὰ κρί­νει τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνή­σει. Οὔτε καὶ νὰ προ­σβάλ­λει ἢ νὰ ταπει­νώ­σει προ­σω­πι­κὰ κάποιον θέλει. Ἔπι­θυ­μεὶ μόνο νὰ διε­γεί­ρει τίς συνει­δή­σεις τους, νὰ τοὺς βοη­θή­σει νὰ ξεπε­ρά­σουν τὸν ἑαυ­τό τους.

Τί μεγά­λο δίδαγ­μα εἶναι αὐτὸ γιὰ τὴν ἐπο­χή μας, γιὰ τὴ γενιά μας, ποὺ εἶναι τόσο πρό­θυ­μη νὰ μιλά­ει καὶ νὰ προ­σβά­λει! “Ἄν μπο­ροῦ­σαν οἱ ἄνθρω­ποι σήμε­ρα νὰ περιο­ρί­ζουν καὶ νὰ μετροῦν τὴ χρή­ση τῆς γλώσ­σας τους, ἂν μπο­ροῦ­σαν νὰ στα­μα­τή­σουν νὰ προ­σβάλ­λουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, θὰ ἐξα­φα­νι­ζό­ταν τὸ μισὸ κακὸ ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ μισὰ κακὰ πνεύ­μα­τα θ’ ἀπο­βάλ­λον­ταν, δὲ θὰ κυκλο­φο­ροῦ­σαν ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. Προ­σέξ­τε μὲ πόση σοφία μιλά­ει ὁ μεγά­λος ἀπό­στο­λος Ἰάκω­βος, ποὺ διδά­χτη­κε ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Διδα­σκά­λου Του: «Πολ­λὰ γὰρ πταί­ο­μεν ἅπαν­τες. εἴ τίς ἐν λόγῳ οὐ,οὗ πταί­ει, οὗτος τέλειος ἄνήρ, δυνα­τὸς χαλι­να­γω­γῆ­σαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλι­νοὺς εἰς τὰ στό­μα­τα βάλ­λο­μεν πρὸς τὸ πεί­θε­σθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετά­γο­μεν» (Ἰάκ. γ’2–3).

Τί σημαί­νουν τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι; ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν; Φαν­τα­στεῖ­τε ἕναν εὐγε­νῆ καὶ φωτι­σμέ­νο ἄνθρω­πο, νὰ τὸν βάλουν νὰ ζήσει μαζὶ μὲ πρω­τό­γο­νους καὶ ἄξε­στους ἀνθρώ­πους. Ἢ φαν­τα­στεῖ­τε ἕνα βασι­λιᾶ ν’ ἀφή­νει το θρό­νο του καὶ νὰ κατε­βαί­νει σ’ ἕνα χῶρο ὅπου κυκλο­φο­ροῦν βρώ­μι­κοι ἀγύρ­τες. Καὶ σκο­πός του δὲν εἶναι μόνο νὰ ζήσει μαζί τους καὶ νὰ τοὺς μάθει πῶς νὰ ζοῦ­νε, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς διδά­ξει πῶς νὰ σκέ­φτον­ται, νὰ νιώ­θουν καὶ νὰ λει­τουρ­γοῦν ὡς βασι­λιᾶ­δες, εὐγε­νεῖς καὶ μεγα­λό­καρ­δοι. “Ὅποιος καὶ νά ‘τὰν ὁ ἐπί­γειος αὐτὸς βασι­λιᾶς, μετὰ ἀπὸ τρεὶς μέρες δὲ θὰ ἔκρα­ζε, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι; Θὰ εἶχε στα­μα­τή­σει μέσα σὲ τρεῖς μέρες ἡ ἀγυρ­τεία, ἡ ἀνο­η­σία, ἡ βρω­μιὰ κι ἡ δυσω­δία; Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅμως, ὁ βασι­λιᾶς τῶν βασι­λέ­ων, ἄφη­σε ν’ ἀκου­στοῦν τὰ λόγια αὐτὰ μετὰ ἀπὸ τριάν­τα τρία χρό­νια ποὺ ζοῦ­σε ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. Κι ἡ ἀπό­στα­ση ποὺ χώρι­ζε τοὺς συγ­χρό­νους Του ἀπὸ τὸν ἴδιο ἦταν πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη ἀπὸ ἐκεί­νην ποὺ χωρί­ζει τοὺς ἐπί­γειους βασι­λιᾶ­δες ἀπὸ τοὺς ἀγύρ­τες. Προ­φα­νῶς δὲν μετροῦ­σε το χρό­νο σὲ μέρες καὶ ἔτη, ἀλλὰ σὲ ἔργα καὶ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε μπρο­στὰ σὲ χιλιά­δες αὐτό­πτες μάρ­τυ­ρες, τὸν μετροῦ­σε μὲ τὴ διδα­σκα­λία Του ποὺ σκό­σπι­σε καὶ ἔσπει­ρε σὲ χιλιά­δες ψυχές. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα ἔργα καὶ θαύ­μα­τα, διδα­χὲς καὶ γεγο­νό­τα, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γεμί­σουν το χρό­νο χιλί­ων ἐτῶν, δια­πι­στώ­νει ξαφ­νι­κὰ πῶς οἱ μαθη­τές Του δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ θερα­πεύ­σουν ἕναν ἐπι­λη­πτι­κὸ νεα­ρὸ καὶ νὰ ἐκβά­λουν τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα ἀπὸ ἕναν ἄνθρω­πο. Κι όλ’ αὐτὰ ἀφοῦ τοὺς εἶχε διδά­ξει μέ το λόγο καὶ τὸ παρά­δειγ­μά Τοῦ πῶς ἐκβάλ­λε­ται ὁλό­κλη­ρη λεγε­ῶ­να. Κι ἀκού­ει κι ἕναν ἁμαρ­τω­λὸ ὀλι­γό­πι­στο νὰ τοῦ λέει: ἀλλ’ εἴ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν.

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπι­τί­μη­σε τοὺς παρευ­ρι­σκό­με­νους γιὰ ἔλλει­ψη πίστης, ἔδω­σε ἐντο­λὴ νὰ φέρουν τὸν ἄρρω­στο νεα­ρὸ μπρο­στά Του. «Προ­σά­γα­γε τὸν υἱόν σου ὧδε».

Στὴ συνέ­χεια ἐπι­τί­μη­σε τὸ διά­βο­λο κι αὐτὸς ἀμέ­σως βγῆ­κε ἀπὸ τὸ παι­δί, ποὺ θερα­πεύ­τη­κε τὴν ἴδια στιγ­μή. Αὐτὸ τὸ ἀνα­φέ­ρει ὁ Ματ­θαῖ­ος. Οἱ ἄλλοι δυὸ εὐαγ­γε­λι­στὲς δίνουν περισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ ὅσα ἔγι­ναν πρὶν ἀπὸ τὴ θερα­πεία τοῦ νεα­ροῦ. “Ἔτσι ἔχου­με τρεὶς ἐπι­πλέ­ον λεπτο­μέ­ρειες. Πρώ­τη, ὅτι ὁ Χρι­στὸς ρώτη­σε τὸν πατέ­ρα ἀπὸ πότε ὑπο­φέ­ρει ὁ γιός του δεύ­τε­ρη, ὅτι ἔδω­σε ἔμφα­ση στὴν πίστη, σὰν προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς θερα­πεί­ας καὶ τρί­τη, ὅτι καθὼς ὁ νεα­ρὸς πλη­σί­α­σε τὸ Χρι­στό, ὁ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος διά­βο­λος βγῆ­κε ἀπὸ μέσα του κι ἐξα­φα­νί­στη­κε.

«Πόσος χρό­νος ἐστὶν ὡς τοῦ­το γέγο­νεν αὐτῷ;» (Μάρκ. θ’21), ρώτη­σε ὁ Ἰησοῦς τὸν πατέ­ρα τοῦ νεα­ροῦ. Δὲ ἔκα­νε τὴν ἐρώ­τη­ση αὐτὴ γιὰ τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ ἐκεί­νους ποὺ ἦταν κον­τά Του. Ὁ ἴδιος τὸ γνώ­ρι­ζε καλά, ἤξε­ρε πῶς τὸ παι­δὶ ἦταν ἄρρω­στο ἀπὸ χρό­νια. Κι ὁ πατέ­ρας ἀπάν­τη­σε: «Παι­διό­θεν». Ἔπρε­πε ν’ ἀκού­σουν ὅλοι καὶ νὰ μάθουν τὸ εἶδος τοῦ τρο­με­ροῦ πόνου ποὺ προ­κα­λεῖ­ται ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ πόσο δυνα­τὴ εἶναι ἡ προ­στα­σία ποὺ προ­σφέ­ρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρω­πο. Χωρὶς τὴν προ­στα­σία αὐτὴ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα θὰ εἶχαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ κατα­στρέ­ψει κυριο­λε­κτι­κὰ τόσο τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα τοῦ νεα­ροῦ. Καὶ τελι­κὰ ἔπρε­πε νὰ μάθουν ὅλοι πόσο μεγά­λη δύνα­μη καὶ πόση ἐπι­βο­λὴ ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα.

Ἀλλ’ εἰ,εἶ τί δύνα­σαι, βοή­θη­σον ἡμῖν, σπλαγ­χνι­σθεῖς ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε ὁ πατέ­ρας στὸ Χρι­στό. Ἐφ’ ἡμᾶς, εἶπε, δὲν ἀνα­φέρ­θη­κε μόνο στὸ παι­δί. Ὁ πόνος τοῦ παι­διοῦ, εἶναι καὶ τοῦ πατέ­ρα πόνος, εἶναι καὶ ὁλό­κλη­ρης τῆς οἰκο­γέ­νειας πόνος. Ἄν ὁ νεα­ρὸς θερα­πευό­ταν, τὸ βάρος θά ‘φευ­γε ἀπὸ πολ­λὲς ἀνθρώ­πι­νες ψυχές. Κι ὁ Ἰησοῦς του εἶπε: «Το εἰ,εἶ δύνα­σαι πιστεῦ­σαι, πάν­τα δυνα­τά το πιστεύ­ον­τι» (Μάρκ. θ’23).

Σύμ­φω­να μὲ τὸν τρό­πο ποὺ συνη­θί­ζει νὰ ἐνερ­γεῖ ὁ Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἤθε­λε ἐδῶ νὰ κάνει τὸ μέγι­στο δυνα­τὸ καλὸ μὲ μιὰ πρά­ξη. Τὸ ἕνα καλὸ ἦταν ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν ὑγεία τοῦ παι­διοῦ. Για­τί ὄχι καὶ τῶν ἄλλων; Για­τί νὰ μὴν ἐπι­βε­βαιώ­σει καὶ τὴν πίστη τοῦ πατέ­ρα του; Καὶ για­τί νὰ μὴν κάνει ταυ­τό­χρο­να κι ἕνα τρί­το καλό, νὰ δεί­ξει δηλα­δὴ τὴ δύνα­μή του μὲ τὸν πιὸ ἐντυ­πω­σια­κὸ τρό­πο, ὥστε νὰ τὸν πιστέ­ψουν οἱ ἄνθρω­ποι; Καὶ για­τί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα τέταρ­το καλό, νὰ καταγ­γεί­λει τὴν ἀπι­στία καὶ τὴ δια­φθο­ρά, καθὼς καὶ τὴ χαμερ­πῆ κλί­ση τῶν ἀνθρώ­πων πρὸς τὸ κακό, τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὴν ἁμαρ­τία; Καὶ για­τί νὰ μὴν κάνει κι ἕνα πέμ­πτο καλό, κι ἕνα ἕκτο, κι ἕνα ἕβδο­μο, κι ὅλα τὰ καλὰ ποὺ προ­κα­λεῖ μιὰ καλὴ πρά­ξη; Για­τί μιὰ καλὴ πρά­ξη φέρ­νει πάν­τα πολ­λὲς ἄλλες στὴ σει­ρά.

Ἄς δοῦ­με ὅμως γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ μὲ πόση σοφία καὶ μὲ τί τρό­πο συν­δυά­ζει ὁ Κύριος τὴν ἀπο­φα­σι­στι­κό­τη­τα μὲ τὴν εὐγέ­νεια. Ὅταν καταγ­γέ­λει μὲ ὀξύ­τη­τα τὴν ἀπι­στία, μιλά­ει γενι­κὰ καὶ αὐξά­νει τὴν πίστη ὅλων, μὰ δὲν ταπει­νώ­νει κανέ­ναν προ­σω­πι­κά. “Ὅταν ὅμως ἀπευ­θύ­νε­ται προ­σω­πι­κὰ σὲ κάποιον ποὺ τὸν ἱκε­τεύ­ει, δὲ μιλά­ει αὐστη­ρά, ἀλλὰ μὲ μεγά­λη προ­σο­χὴ καὶ εὐγέ­νεια. Ἡ εὐγέ­νεια καὶ ἡ δια­κρι­τι­κό­τη­τα ἀπὸ τὴν πλευ­ρὰ τοῦ Χρι­στοῦ ἔφε­ραν τὸ ἐπι­θυ­μη­τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα. Ὁ πατέ­ρας ἀνα­φώ­νη­σε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Βοή­θει μοὶ τὴ ἀπι­στία» (Μάρκ. θ’24).

Δὲν ὑπάρ­χει τίποτ’ ἄλλο ποὺ νὰ λιώ­νει τόσο εὔκο­λα τὸν πάγο τῆς ἀπι­στί­ας, ὅσο τὰ δάκρυα. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ἔκλα­ψε μπρο­στὰ στὸν Κύριο, εἶχε ἤδη μετα­νιώ­σει γιὰ τὴν προ­η­γού­με­νη ἀπι­στία του. Μέσα του, ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη του ἀνα­δύ­θη­κε ξαφ­νι­κὰ ὅπως προ­βά­λει ἕνα ρυά­κι ἀπὸ φου­σκω­μέ­νο ποτά­μι. Κι ὕστε­ρα ἡ πίστη του αὐτὴ μετα­μορ­φώ­θη­κε σὲ φωνή, σὲ λόγια, ποὺ ἔμει­ναν σὰν δυνα­μι­κὸ μήνυ­μα σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώ­πων. «Πιστεύω, Κύριε! Βοή­θει μοὶ τὴ ἀπι­στία!»

Τὰ λόγια αὐτὰ σημαί­νουν πῶς ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ φτά­σει στὴν πίστη χωρὶς τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρω­πος, εἶναι ν’ ἀπο­χτή­σει κάποια μικρή, ρηχὴ πίστη. Νὰ πιστέ­ψει δηλα­δὴ στὴν ὕπαρ­ξη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἤ, μὲ λίγα λόγια, ν’ ἀμφι­σβη­τή­σει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό. Ἡ ἀπό­στα­ση ὅμως ἀπὸ τὴ μερι­κὴ αὐτὴ πίστη στὴν ἀλη­θι­νή, εἶναι μεγά­λη. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν δια­νύ­σει κανεὶς ἂν δὲν τὸν καθο­δη­γει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ πατέ­ρας, βοή­θει μοὶ τὴ ἀπι­στία! εἶναι σὰ νὰ λένε: «Κύριε, βοή­θη­σέ μὲ νὰ Σὲ πιστέψω!..Βοήθησέ μὲ νὰ μὴ πιστεύω στὸν πονηρό!..Βοήθησέ μὲ ν’ ἀπο­δε­σμευ­τῶ ἐντε­λῶς ἀπὸ τὸν πονη­ρὸ καὶ νὰ ἑνω­θῶ μαζί Σου!»

«Ἔτι δὲ προ­σερ­χο­μέ­νου αὐτοῦ ἔρρη­ξεν αὐτὸν τὸ δαι­μό­νιον καὶ συνε­σπά­ρα­ξεν» (Λουκ. θ’42). Τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ἔφε­ραν κον­τά το νεα­ρὸ ὁ δαί­μο­νας τὸν ἔρι­ξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ τὸν συγ­κλό­νι­σε μὲ σπα­σμούς. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευ­ταῖο πρᾶγ­μα ποὺ ἐπέ­τρε­ψε ὁ Θεὸς νὰ κάνει ὁ δαί­μο­νας, ὥστε νὰ δοὺν οἱ ἄνθρω­ποι καὶ νὰ φοβη­θοῦν, νὰ τρο­μο­κρα­τη­θοῦν γι’ αὐτὰ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κάνει ὁ σατα­νᾶς στὸν ἄνθρω­πο. Νὰ πει­στοῦν καὶ ν’ ἀντι­λη­φθοῦν πόσο ἀνε­παρ­κὴς εἶναι ἡ δύνα­μη τοῦ ἀνθρώ­που, ἀκό­μη κι ἡ δύνα­μη τῶν ἱκα­νό­τε­ρων για­τρῶν τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γλι­τώ­σουν τὴ ζωὴ ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώ­που ἀπὸ τέτοιο φόβο καὶ τρό­μο. Κι ἀφοῦ δοῦν τὴ δύνα­μη τοῦ δια­βό­λου καὶ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν τὴ δική τους ἀδυ­να­μία, οἱ ἄνθρω­ποι θ’ ἀνα­γνω­ρί­σουν τὴ μεγα­λο­σύ­νη καὶ τὴ θεία δύνα­μη τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Μάρ­κος ἀνα­φέ­ρει ἐδῶ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα: «Τὸ πνεῦ­μα τὸ ἄλα­λον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπι­τάσ­σω, ἔξελ­θε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέ­τι εἰσέλ­θῃς εἰς αὐτόν» (925). Σὲ δια­τά­ζω, λέει ὁ Κύριος. Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δύνα­μης καὶ τῆς ἐξου­σί­ας. Δὲν ἔχει ἀνάγ­κη νὰ τὰ δανει­στεῖ αὐτὰ ἀπὸ κάποιον ἄλλο. «Πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ15), εἶχε πεῖ ὁ Χρι­στὸς σὲ ἄλλη περί­πτω­ση. Κι ὅπως βλέ­που­με, τὸ ἐφαρ­μό­ζει αὐτὸ στὴν πρά­ξη. «Ἐγώ σου μιλάω. Σὲ δια­τά­ζω μὲ τὴ δική Μου ἐξου­σία, σὲ βγά­ζω μὲ τὴ δική Μου δύνα­μη».

Πρέ­πει νὰ κατα­λά­βει καλὰ ὁ κόσμος πῶς ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προ­φῆ­τες ποὺ ἔκα­ναν κάποια θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ζῶν­τος Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο προ­φή­τε­ψαν οἱ προ­φῆ­τες καὶ τὸν Ὁποῖο ἀνέ­με­νε ὁ κόσμος.

Θὰ πρέ­πει νὰ λάβου­με ὑπό­ψη καὶ τὸ δεύ­τε­ρο μέρος τῆς ἐντο­λῆς ποὺ ἔδω­σε ὁ Χρι­στὸς στὸ διά­βο­λος καὶ μηκέ­τι εἰσέλ­θῃς εἰς αὐτόν. Ὁ Κύριος τὸν δια­τά­ζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ μέσα του, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σει στὸ νεα­ρὸ ποὺ εἶχε ὑπο­φέ­ρει τόσο πολύ. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὁ ἄνθρω­πος, ἀκό­μα κι ἀφοῦ καθα­ρι­στεῖ, μπο­ρεῖ πάλι νὰ δεχτεῖ μέσα του τὸν ἀκά­θαρ­το δαί­μο­να. Ὁ διά­βο­λος ποὺ ἐκδιώ­χτη­κε μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο, μπο­ρεῖ νὰ ξανα­γυ­ρί­σει. Αὐτὸ γίνε­ται ὅταν ὁ ἁμαρ­τω­λὸς ποὺ μετά­νιω­σε καὶ συχω­ρέ­θη­κε ἀπό το Θεό, ἐπι­στρέ­φει στὴν παλιά του ἁμαρ­τία. Τότε ὁ διά­βο­λος ξαναμ­παί­νει μέσα του. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν δια­τά­ζει ὄχι μόνο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παι­δί, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ξανα­γυ­ρί­σει κον­τά του. Πρῶ­το, ὥστε ἡ θεϊ­κὴ δωρεὰ πρὸς τὸ παι­δὶ νὰ εἶναι πλή­ρης καὶ τέλεια. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ βγά­λου­με ἀπὸ τὴ διδα­σκα­λία Του αὐτὴ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα καὶ τὴ βεβαιό­τη­τα, πῶς ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ λάβου­με τὴ συχώ­ρε­ση τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέ­πει νὰ ξανα­γυ­ρί­σου­με στὴν παλιά μας ἁμαρ­τία, «ὡς κύων ἐπι­στρέ­ψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἔξέ­ρα­μα», ὅπως ὁ σκύ­λος στὸ πέρα­σμά του (Βπέτρ. β’22). Για­τι ἔτσι θὰ ἐκτε­θοῦ­με πάλι στὸ θανα­τη­φό­ρο κίν­δυ­νο ν’ ἀνοί­ξου­με τὴν πόρ­τα στὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα, γιὰ νὰ ξαναμ­πει μέσα μας καὶ νὰ μᾶς κυριεύ­σει.

Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέγι­στο θαῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, «ἔξε­πλήσ­σον­το πάν­τες ἐπὶ τὴ μεγα­λειό­τη­τα τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Θ’43). Ἡ μεγα­λειό­τη­τα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ παν­το­δυ­να­μία Τοῦ μακά­ρι νά ‘μεναν διαρ­κεῖς κι ἀνε­ξά­λει­πτες στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Νὰ μὴ δια­λύ­ον­ταν ὅπως οἱ φοῦ­σκες στὸ νερό. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπέρ­νει μάταια. “Ἄν ὁ σπό­ρος ποὺ θὰ πέσει στὸ δρό­μο, στὴν πέτρα ἢ ἀνά­με­σα στὸ ἀγκά­θια χαθεῖ, ἐκεῖ­νος ποὺ θὰ πέσει στὴν καλὴ γῆ δὲ χάνε­ται, ἀλλὰ θὰ φέρει καρ­πὸ ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να.

“Ὀταν ὁ Χρι­στὸς ἔμει­νε μόνος μὲ τοὺς μαθη­τές Του, ἐκεῖ­νοι τὸν ρώτη­σαν: «δια­τὶ ἤμεὶς οὔκ ἠδυ­νή­θη­μεν ἔκβα­λέ­ίν αὐτό;» Κι ὁ Ἰησοῦς τους ἀπάν­τη­σε: «διὰ τὴν ἀπι­στί­αν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχε­τε πίστιν ὼς κόκ­κον σινά­πε­ως, ἔρεῖ­τε τῷ ὄρει τού­τῳ μετά­βη­θι ἐντεῦ­θεν ἐκεῖ, καὶ μετα­βή­σε­ται, καὶ οὐδὲν ἀδυ­να­τή­σει ὑμῖν» (Ματθ. ἴζ’20). Ἡ ἀπι­στία σας φταί­ει, τοὺς εἶπε ὁ Κύριος. Ἐὰν εἴχα­τε πίστη, ἔστω ἴσα­με τὸν μικρὸ κόκ­κο τοῦ συνα­πιοῦ, θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ πεῖ­τε στὸ βου­νὸ αὐτό, πήγαι­νε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ κι αὐτὸ θὰ πήγαι­νε. Τίπο­τα δὲ θὰ σᾶς ἦταν ἀδύ­να­το.

Ἡ αἰτία τῆς ἀδυ­να­μί­ας τους ἑπο­μέ­νως ἦταν ἡ ἀπι­στία. “Ὅσο μεγα­λύ­τε­ρη εἶναι ἡ πίστη, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη εἶναι κι ἡ δύνα­μη. Λιγό­τε­ρη ἡ πίστη, λιγό­τε­ρη κι ἡ δύνα­μη. Νωρί­τε­ρα ὁ Κύριος εἶχε δώσει στοὺς ἀπο­στό­λους «ἔξου­σί­αν πνευ­μά­των ἀκα­θάρ­των ὥστε ἐκβάλ­λειν αὐτὰ καὶ θερα­πεύ­ειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλα­κί­αν» (Ματθ. 11). Κι ἐκεῖ­νοι εἶχαν κάνει καλῇ χρή­ση τῆς δύνα­μης αὐτῆς γιὰ κάποιο διά­στη­μα. Στὸ μέτρο ὅμως ποῦ ἡ πίστη τους ἀδυ­νά­τι­σε, εἴτε ἀπό το φόβο τῶν ἀνθρώ­πων εἴτε ἀπὸ ὑπε­ρη­φά­νεια, ἐξα­σθέ­νη­σε κι ἡ δύνα­μη ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ.

Στὸν Ἀδὰμ εἶχε δοθεῖ ἐξου­σία πάνω σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα. Μὲ τὴν παρα­κοή του ὅμως, μὲ τὴν ἀπλη­στία καὶ τὴν ὑπε­ρη­φά­νειά του, ἔκα­νε κακὴ χρή­ση κι ἔχα­σε τὴν ἐξου­σία του. Οἱ ἀπό­στο­λοι τώρα, ἀπὸ κάποιο σφάλ­μα τους, ἔχα­σαν τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ. Ἡ ἀπώ­λεια τῆς δύνα­μης αὐτῆς μπο­ρεῖ ν’ ἀνα­κτη­θεῖ μόνο μὲ πίστη, πίστη, περισ­σό­τε­ρη πίστη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ δίνει ἰδιαί­τε­ρη ἔμφα­ση στὴ δύνα­μη τῆς πίστης. Ἡ πίστη μπο­ρεῖ νὰ μετα­κι­νή­σει ὄρη. Τίπο­τα δὲν ἀδυ­να­τεῖ μπρο­στὰ στὴν πίστη. Ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ εἶναι πολὺ μικρός, ἡ μυρω­διά του ὅμως μπο­ρεῖ νὰ καλύ­ψει ὁλό­κλη­ρο πιά­το φαγη­τό. Γρά­φει ὁ Κύριλ­λος Ἱερο­σο­λύ­μων σὲ μιὰ ἀπὸ τίς κατη­χή­σεις τοῦ: «Ὅπως ὁ κόκ­κος τοῦ συνα­πιοῦ, ποὺ εἶναι μικρὸς στὸ μέγε­θος ἀλλὰ δυνα­τὸς στὴν ἐπί­δρα­σή του, ὅταν τὸν σπέρ­νεις σ’ ἕνα μικρὸ χῶρο βγά­ζει πολ­λὰ βλα­στά­ρια κι ὅταν μεγα­λώ­νει μπο­ρεῖ νὰ στε­γά­σει ἀκό­μα καὶ που­λιά, ἔτσι κι ὅταν ὑπάρ­χει πίστη στὴν ψυχή, σύν­το­μα κάνει πράγ­μα­τα μεγά­λα. Γι’ αὐτὸ πίστε­ψε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβεις ἀπ’ Αὐτὸν πίστη μεγά­λη ποῦ ξεπερ­νά­ει τὴν ἀνθρώ­πι­νη δύνα­μη». “Ἄν ἔχεις πίστη, ἔστω ὅσο ὁ κόκ­κος τοῦ σινα­πιοῦ, τὰ βου­νὰ θὰ ὑπο­χω­ρή­σουν μπρο­στά σου καὶ θὰ μετα­κι­νη­θοῦν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σὲ ἄλλο.

Για­τί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν μετα­κί­νη­σε βου­νά; Για­τί δέν του ἦταν ἀπα­ραί­τη­το. “Ἔκα­νε μόνο τὰ θαύ­μα­τα ἐκεῖ­να ποὺ ἦταν ἀναγ­καία γιὰ τὴν ὠφέ­λεια τῶν ἀνθρώ­πων καὶ γιὰ τὴ σωτη­ρία τους. Εἶναι ὅμως μεγα­λύ­τε­ρο θαῦ­μα ἢ μετα­κί­νη­ση τῶν βου­νῶν ἀπὸ τὴ μετα­τρο­πὴ τοῦ νεροῦ σὲ κρα­σί, ἀπὸ τὸν πολ­λα­πλα­σια­σμὸ τῶν ἄρτων, ἀπὸ τὴ θερα­πεία δαι­μο­νι­σμέ­νων καὶ ὅλων τῶν λογιῶν ἀσθε­νειῶν, ἀπὸ τὸ περ­πά­τη­μα πάνω στὸ νερὸ ἢ τὸ γαλή­νε­μα τῆς ἀντα­ρια­σμέ­νης θάλασ­σας μ’ ἕνα Του λόγο ἢ μιὰ Τοῦ σκέ­ψῃ; Δὲν μπο­ρεῖ σὲ καμιὰ περί­πτω­ση ν’ ἀπο­κλει­στεῖ ἡ περί­πτω­ση πιστῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὅταν ἀντα­πο­κρί­νον­ται σὲ εἰδι­κὲς ἀνάγ­κες καὶ ἔχουν δυνα­τὴ πίστη, νὰ κάνουν καὶ τὸ θαῦ­μα μετα­κί­νη­σης κάποιου βου­νοῦ. Ἀλλ’ ὑπάρ­χουν μεγα­λύ­τε­ρα βου­νά, πιὸ δύσβα­τα ὑψί­πε­δα καὶ πιὸ δυσβά­χτα­χτα βάρη καὶ πιὸ ἐξαν­τλη­τι­κὴ κού­ρα­ση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τίς γήι­νες μέρι­μνες, τίς ἁλυ­σί­δες καὶ τὰ ἐγκό­σμια δεσμά; “Ὅποιος μπο­ρεῖ ν’ ἀφαι­ρέ­σει τὸ βάρος αὐτὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που καὶ νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασ­σα, αὐτὸς ἔχει μετα­κι­νή­σει οὐσια­στι­κὰ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο καὶ βαρύ­τε­ρο βου­νὸ τοῦ κόσμου.

«Τοῦ­το δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπο­ρεύ­ε­ται εἰ,εἶ μὴ ἐν προ­σευ­χῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ἴζ’21). Τὸ εἶδος αὐτὸ τῶν δαι­μό­νων δὲ διώ­χνε­ται μὲ ἄλλον τρό­πο, παρὰ μόνο μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νηστεία.

Ἡ νηστεία καὶ ἡ προ­σευ­χὴ εἶναι οἱ δυὸ στῦ­λοι τῆς πίστης. Εἶναι οἱ δυὸ φωτιὲς ποὺ καῖ­νε τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. Μὲ τὴ νηστεία ἤρε­μοὺν καὶ ἀδρα­νοῦν ὅλα τὰ σωμα­τι­κὰ πάθη καὶ κυρί­ως ἡ φιλη­δο­νία. Μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ἤρε­μοὺν καὶ ἀδρα­νοῦν ὅλα τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ὅπως ἐκδί­κη­ση, φθό­νος, μῖσος, κακία, ὑπε­ρη­φά­νεια, φιλο­δο­ξία, ἐπι­θυ­μία καὶ τέλε­ση πονη­ρῶν πρά­ξε­ων κ.ἄ. Μὲ τὴ νηστεία καθα­ρί­ζον­ται τὰ δοχεῖα τοῦ σώμα­τος καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ δυσῶ­δες περιε­χό­με­νό τους, ἀπὸ τὰ ἐγκό­σμια πάθη καὶ τὴν κακία. Μὲ τὴν προ­σευ­χὴ προ­σελ­κύ­ου­με στὸ ἄδειο καὶ καθαρ­μέ­νο δοχεῖο τῆς καρ­διᾶς τὴ χάρη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Κι ἡ πλη­ρό­τη­τα τῆς πίστης κατορ­θώ­νε­ται μὲ τὴν ἐνοί­κη­ση τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στὸν ἄνθρω­πο.

Ἡ Ὀρθό­δο­ξη Ἐκκλη­σία ἔχει ἀπὸ ἀμνη­μό­νευ­τα χρό­νια ἐφαρ­μό­σει τὴ νηστεία σὰν ἕνα δοκι­μα­σμέ­νο καὶ ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ φάρ­μα­κο γιὰ ὅλα τὰ ψυχι­κὰ πάθη, σὰν ἕνα δυνα­τὸ ὅπλο ἐνάν­τια στὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα. “Ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ὑπο­τι­μοῦν ἢ ἀπορ­ρί­πτουν τὴ νηστεία, στὴν οὐσία ὑπο­τι­μοῦν ἢ ἀπορ­ρί­πτουν μιὰ σαφῆ καὶ καθο­ρι­στι­κὴ ὁδη­γία τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ στὸ σχέ­διο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ἡ προ­σευ­χὴ δυνα­μώ­νει καὶ ἐνι­σχύ­ε­ται μὲ τὴ νηστεία. Ἡ πίστη βεβαιώ­νε­ται καὶ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κι ἡ πίστη μετα­κι­νεῖ βου­νά, ἐκβάλ­λει δαί­μο­νες καὶ κάνει τὰ ἀδύ­να­τα δυνα­τά.

Τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο δὲ φαί­νον­ται νὰ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὸ γεγο­νὸς ποὺ μᾶς ἀπα­σχο­λεῖ. Μετὰ τὸ μεγά­λο θαῦ­μα τῆς θερα­πεί­ας τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νέου παι­διοῦ κι ἐνῶ οἱ συγ­κεν­τρω­μέ­νοι ἄνθρω­ποι θαύ­μα­ζαν τὰ γενό­με­να, ξαφ­νι­κὰ ὁ Κύριος ἄρχι­σε νὰ μιλά­ει στοὺς μαθη­τές Του γιὰ τὸ πάθος Του.

«Μέλ­λει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δί­δο­σθαι εἰς χεῖ­ρας ἀνθρώ­πων καὶ ἀπο­κτε­νού­σιν αὐτόν, καὶ τὴ τρί­τη ἡμέ­ρα ἐγερ­θή­σε­ται» (Ματθ. ἴζ’22–23). Για­τί μετὰ τὸ θαῦ­μα αὐτό, ὅπως κι ὕστε­ρα ἀπὸ κάποια ἄλλα θαύ­μα­τα, ὁ Χρι­στὸς μιλά­ει στοὺς μαθη­τές Του γιὰ τὸ πάθος Του; “Ὥστε ὅταν ἔρθει καὶ προ­δια­γε­γραμ­μέ­νος και­ρὸς νὰ μὴ δει­λιά­σουν, νὰ μὴ φοβη­θεῖ ἡ καρ­διά τους. Τοὺς τὸ λέει αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὰ μεγά­λα θαύ­μα­τά Τοῦ, μετὰ τίς τιμές, τὴ δόξα καὶ τὴν εὐχα­ρί­στη­ση ποὺ τὸν περι­μέ­νουν καὶ τὸν ὑπο­δέ­χον­ται οἱ ἄνθρω­ποι, γιὰ νὰ χαρα­χτοῦν καλύ­τε­ρα στὸ νοῦ τους. Τὸ λέει αὐτὸ ὅμως καὶ γιὰ νὰ διδά­ξει, ὄχι μόνο τοὺς ἀπο­στό­λους ἀλλὰ κι ἐμᾶς, ὥστε μετὰ ἀπὸ τέτοια μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στὰ ἔργα νὰ μὴν περι­μέ­νου­με ἀντα­μοι­βὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀλλὰ νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με νὰ δεχτοῦ­με τὰ χει­ρό­τε­ρα καὶ σκλη­ρό­τε­ρα χτυ­πή­μα­τα καὶ τίς ταπει­νώ­σεις, ἀκό­μα κι ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ εὐερ­γε­τή­σα­με πολύ.

Ὁ Κύριος δὲν προ­εῖ­πε μόνο τὰ πάθη καὶ τὸ θάνα­τό Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνά­στα­σή Του. Στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν ἀκο­λου­θεῖ ἡ Ἀνά­στα­ση, ἡ νίκη κι ἡ αἰώ­νια δόξα. Ὁ Κύριος προ­λέ­γει στοὺς μαθη­τές Του κάτι ποὺ μοιά­ζει ἀπί­θα­νο, γιὰ νὰ τονώ­σει τὴν πίστη τους σὲ ὅσα πρό­κει­ται νὰ γίνουν. Νὰ τοὺς διδά­ξει, γιὰ νὰ πιστέ­ψουν ὅσα τοὺς εἶπε. Πρέ­πει κάθε ἄνθρω­πος νά ‘χει πίστη ἴσα­με τὸν κόκ­κο τοῦ σινα­πιοῦ ἢ καὶ λιγό­τε­ρη, γιὰ νὰ προ­ε­τοι­μα­στεῖ, νὰ περι­μέ­νει κάθε εἶδος πει­ρα­σμοῦ καὶ βασά­νων σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Πρέ­πει νὰ ξέρουν μὲ σιγου­ριὰ ὅμως πῶς στὸ τέλος ὅλων αὐτῶν περι­μέ­νει ἡ Ἀνά­στα­ση.

Ὅλη τὴ δόξα τοῦ κόσμου κι ὅλους τοὺς ἐπαί­νους τῶν ἀνθρώ­πων πρέ­πει νὰ τοὺς λογα­ριά­ζου­με σὰν ἕνα ἀπό­λυ­το μηδέν. Μετὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς θριάμ­βους ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει ὁ κόσμος, πρέ­πει νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με γιὰ πει­ρα­σμούς. Πρέ­πει νὰ δεχτοῦ­με ὅλα ὅσα μᾶς στέλ­νει ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας μας μὲ ταπεί­νω­ση καὶ ὑπο­μο­νή. Δὲν πρέ­πει ν’ ἀφη­γού­μα­στε καὶ νὰ κοχο­ρευό­μα­στε μὲ ὅσα ἔχου­με κάνει γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, γιὰ τὴν πόλη ἢ γιὰ τὸ χωριό μας, γιὰ τὸ ἔθνος ἢ γιὰ τὴν πατρί­δα μας. Δὲν πρέ­πει νὰ ἐπα­να­στα­τοῦ­με ὅταν οἱ πει­ρα­σμοὶ μᾶς πιέ­ζουν. “Ἄν κάνα­με κάτι γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς γνω­στούς μας, αὐτὸ ἔγι­νε μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Θεου. Ἔτσι εἶναι. Κάθε καλὸ ἔργο γίνε­ται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ὄργα­νο ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς ἑπο­μέ­νως εἶναι ἀπό­λυ­τα δίκαιος ὅταν μᾶς στέλ­νει πει­ρα­σμοὺς μετὰ ἀπὸ ἔγκό­σμια δόξα, ταπεί­νω­ση μετὰ ἀπὸ ἐπαί­νους, φτώ­χεια μετὰ ἀπὸ πλού­τη, περι­φρό­νη­ση μετὰ ἀπὸ τιμές, ἀρρώ­στια μετὰ ἀπὸ ὑγεία, ἀπο­μό­νω­ση καὶ μονα­ξιὰ μετὰ τὴν ἀπό­λαυ­ση πλή­θους φίλων. Ὁ Θεὸς γνω­ρί­ζει για­τί μας τὰ στέλ­νει αὐτά. Γνω­ρί­ζει πῶς ὅλα ἀπο­βλέ­πουν στὸ καλό μας. Πρῶ­το, γιὰ νὰ μάθου­με νὰ ἐπι­ζη­τοῦ­με τὰ αἰώ­νια καὶ ἄφθαρ­τα ἀγα­θά, νὰ μὴν ὁδεύ­ου­με πρὸς τὸν τάφο μὲ συνο­δεία τὴν ψεύ­τι­κη καὶ παρο­δι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ δεύ­τε­ρο ὅτι δὲν πρέ­πει ν’ ἀπο­βλέ­που­με σὲ ἀντα­πό­δο­ση γιὰ τὰ καλά μας ἔργα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τὸν κόσμο σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, για­τί τότε δὲ θά ‘χου­με τίπο­τα νὰ ζητή­σου­με ἢ νὰ λάβου­με στὴ μέλ­λου­σα. Εὔχο­μαι νὰ μὴν ἀκού­σου­με στὴ θύρα τῆς οὐρά­νιας βασι­λεί­ας: «Πορεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐμοῦ: τὸ μισθό σας τὸν λάβα­τε».

Εὔχο­μαι αὐτὸ νὰ μὴ μᾶς συμ­βεῖ. Γιὰ νὰ μὴ χαθοῦ­με ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ἀνα­πό­φευ­κτη κατα­στρο­φὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβα­με δόξα, ἐγκώ­μια καὶ τιμές, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός μας διδά­σκει πῶς, μετὰ ἀπὸ τὴ μεγα­λύ­τε­ρη δόξα, τὰ ἐγκώ­μια καὶ τίς τιμὲς ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς δώσει ὁ κόσμος, πρέ­πει νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με ν’ ἀνα­λά­βου­με τὸ σταυ­ρό Του. Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει ἡ αἰώ­νια δόξα κι ἡ τιμή, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

«Ὦ γενεὰ ἄπι­στος…»

«Ὦ γενεὰ ἄπι­στος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι, ἕως πότε ἀνέ­ξο­μαι ὑμῶν;» (Μάρκ. 9, 19)

ΗTAN, ἀγα­πη­τοί, ἕνας πατέ­ρας. Πατέ­ρας δυστυ­χι­σμέ­νος. Τὸ παι­δί του ἔπα­σχε. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ ἀρρώ­στια; Μακά­ρι νὰ εἶχε κάποια ἀρρώ­στια. Καὶ ἡ πιὸ φοβε­ρὴ ἀρρώ­στια μικρὴ εἶνε μπρο­στὰ στὸ κακὸ ποὺ εἶχε βρεῖ τὸ παι­δί. Τὸ παι­δὶ ἦταν δαι­μο­νι­σμέ­νο. Ναί, δαι­μο­νι­σμέ­νο. Δαί­μο­νας εἶχε κυριεύ­σει τὸ παι­δὶ καὶ τὸ βασά­νι­ζε. Δὲν ἄκου­γε. Δὲ μιλοῦ­σε. Κου­φὸ καὶ ἄλα­λο ἦταν. Κ’ ἐκεῖ ποὺ φαι­νό­ταν ἥσυ­χο, τὸ ἔπια­νε ξαφ­νι­κὰ κρί­σι. Φρι­κτὸ τότε θέα­μα παρου­σί­α­ζε. “Ἔπε­φτε κάτω, σπαρ­τα­ροῦ­σε σὰν τὸ ψάρι ποὺ βγά­ζει ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴ θάλασ­σα, ἔβγα­ζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στό­μα, ἔτρι­ζε τὰ δόν­τια, γινό­ταν σὰ νεκρό. Δύσκο­λα ἐρχό­ταν στὶς αἰσθή­σεις του. Ἔπρε­πε νὰ τὸ φυλᾶ­νε, για­τί, ὅταν ξαφ­νι­κὰ ἐρχό­ταν ἡ κρί­σι καὶ δὲν ἦταν κανεὶς κον­τά του, μπο­ροῦ­σε νὰ πέσῃ στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερὸ καὶ νὰ καῇ ἢ νὰ πνι­γῇ. Δυστυ­χι­σμέ­νο παι­δί! Ἀλλὰ πιὸ δυστυ­χι­σμέ­νος ἦταν ὁ πατέ­ρας, ποὺ τὸ ἔβλε­πε καὶ και­γό­ταν. Τί δὲν θά ‘δινε γιὰ νὰ γίνῃ καλὰ τὸ παι­δί του! Μὰ κανέ­νας για­τρὸς τοῦ κόσμου δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ για­τρέ­ψῃ τὸ δαι­μο­νι­σμέ­νο παι­δί.

Αὐτὸς ὁ πατέ­ρας παίρ­νει τώρα τὸ παι­δί του καὶ τὸ φέρ­νει στοὺς μαθη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοὺς παρα­κα­λεῖ νὰ τὸ κάνουν καλά. Γιὰ νὰ γίνῃ ὅμως τὸ θαῦ­μα, ἔπρε­πε νὰ ὑπάρ­χῃ πίστι. Ὁ πατέ­ρας θὰ ἔπρε­πε νὰ πιστεύῃ στὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Πίστευε; Πίστευε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφε­ρε τὸ παι­δί του. Ἀλλὰ ἡ πίστη του ἦταν πολὺ μικρή. Εἶχε ἀμφι­βο­λί­ες. Σκε­πτό­ταν· Ἄρα γε θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παι­δί μου ὁ Χρι­στός;… Δὲν θά ‘πρε­πε νὰ ὑπάρ­χῃ καμ­μιὰ ἀμφι­βο­λία στὴν καρ­διά του, για­τί ὁ τόπος βού­ι­ζε ἀπὸ τὰ θαύ­μα­τα ποὺ εἶχε κάνει ὁ Χρι­στός. Θαύ­μα­τα χιλιά­δες. Θαύ­μα­τα πιὸ μεγά­λα ἀπὸ τὸ θαῦ­μα ποὺ ζητοῦ­σε νὰ γίνῃ. Ὄχι ἕνα δαι­μό­νιο, ἀλλὰ πολ­λὰ δαι­μό­νια εἶχε βγά­λει ὁ Χρι­στός. Καὶ ὅμως ὁ πατέ­ρας δὲν πίστευε μὲ ὅλη του τὴν καρ­διά. Ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς πολ­λοὺς Ἰου­δαί­ους ποῦ, ἐνῶ ἔβλε­παν καθη­με­ρι­νῶς θαύ­μα­τα, δὲν πίστευαν στό Χρι­στὸ καὶ δὲν τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν. Ὅλο ἀμφι­βο­λί­ες εἶχαν κι ὅλο ἐρω­τή­σεις ἔκα­ναν. Ὅλο καὶ πιὸ μεγά­λα θαύ­μα­τα ἤθε­λαν νὰ βλέ­πουν. Τίπο­τε δὲν τοὺς ἱκα­νο­ποιοῦ­σε. Τίπο­τε δὲν τοὺς ἔπει­θε. Φαρ­μά­κι ἔστα­ζε ἡ γλῶσ­σα τους. Ἦταν σὰν τοὺς προ­γό­νους τους, ποὺ ὁ Θεός τους εὐερ­γε­τοῦ­σε κάθε μέρα, ἔβγα­ζε νερὸ ἀπό το βρά­χο, ἄνοι­γε τὰ οὐρά­νια καὶ τοὺς ἔβρε­χε μάν­να, τρο­φὴ καθα­ρὴ καὶ ἐκλε­κτή, μὰ αὐτοὶ ἐξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ εἶνε τὸ ἴδιο γογ­γυ­σταὶ καὶ ἀχά­ρι­στοι.

Καὶ ὁ Χρι­στός, βλέ­πον­τας τὴν ἀπι­στία τοῦ πατέ­ρα καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Ἰου­δαί­ων, βλέ­πον­τας τὴ σκλη­ρή τους καρ­διά, ποὺ τίπο­τε δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὴ μαλα­κώ­σῃ, λυπᾷ­ται, ἀνα­στε­νά­ζει, ἀγα­να­κτεῖ καὶ λέει τὰ φοβε­ρὰ τοῦ­τα λόγια «Ὦ γενεὰ ἄπι­στος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσο­μαι;» (Μάρκ. 9, 19). Ὁ Χρι­στὸς λυπᾷ­ται καὶ ὑπο­φέ­ρει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπι­στία τῶν Ἰου­δαί­ων, ὥστε προ­τι­μᾷ το θάνα­το, παρὰ νὰ μένῃ μέσα σὲ τέτοιο λαό, ἄπι­στο, διε­φθαρ­μέ­νο καὶ ἀχά­ρι­στο.

«Ὦ γενεὰ ἄπι­στος». Τὰ φοβε­ρὰ αὐτὰ λόγια, ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς γιὰ τοὺς Ἰου­δαί­ους, δυστυ­χῶς ται­ριά­ζουν καὶ σ’ ἐμᾶς. Για­τί κ’ ἐμεῖς εὐερ­γε­τη­θή­κα­με ἀπὸ τὸ Χρι­στό, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους. Σ’ αὐτοὺς ἔδω­σε μάν­να σ’ ἐμᾶς δίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυ­τό του, τὸ τίμιο αἷμα του καὶ τὸ ἄχραν­το σῶμα του, τὴ θεία κοι­νω­νία. Σ’ ἐμᾶς ἔδει­ξε ἀγά­πη, ποὺ δὲν ὑπάρ­χει μέτρο νὰ μετρη­θῇ.

Εἴδα­με θαύ­μα­τα πιὸ πολ­λὰ καὶ πιὸ μεγά­λα ἀπ’ ὅ,τι εἶδαν τὰ μάτια τῶν Ἰου­δαί­ων. Ἀμφι­βάλ­λε­τε; Ἀνοῖξ­τε τοὺς βίους τῶν ἁγί­ων κ’ ἐκεῖ θὰ δῆτε θαύ­μα­τα ἀνα­ρίθ­μη­τα, ποὺ ἔκα­ναν οἱ μάρ­τυ­ρες καὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ κάνουν καὶ μέχρι σήμε­ρα. Πηγαί­νε­τε στὴν Κεφαλ­λο­νιά, καὶ θὰ δῆτε πῶς ὁ ἅγιος Γερά­σι­μος διώ­χνει δαι­μό­νια καὶ θερα­πεύ­ει τοὺς δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους. Πηγαί­νε­τε στὰ μονα­στή­ρια καὶ στὰ ἱερὰ προ­σκυ­νή­μα­τα, καὶ θὰ δῆτε τί θαύ­μα­τα κάνουν στοὺς πιστούς οἱ ἅγιοι. Καὶ δὲν εἶνε μόνο οἱ βίοι τῶν ἁγί­ων ποὺ μιλοῦν γιὰ θαύ­μα­τα. Ὑπάρ­χει κι ἄλλο βιβλίο. Εἶνε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς κάθε χρι­στια­νι­κῆς οἰκο­γε­νεί­ας. Ρώτη­σε, παι­δί μου, τὸν πατέ­ρα σου, τὸν παπ­ποῦ, τὴ για­γιά, τοὺς συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους, ποὺ ἄσπρι­σαν τὰ μαλ­λιά τους καὶ εἶδαν βάσα­να πολ­λὰ στὸν κόσμο τοῦ­το, καὶ θὰ σοῦ ποῦν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ὅτι ἦρθαν στιγ­μὲς ποὺ κιν­δύ­νευ­σαν τρο­με­ρά. Ἀλλὰ τὴν τελευ­ταία στιγ­μὴ κάποιο χέρι ἀόρα­το τοὺς ἔσω­σε. Τοὺς ἔσω­σε ὁ Χρι­στός. Κάθε χρι­στια­νι­κὴ οἰκο­γέ­νεια ἔχει τὰ θαύ­μα­τά της. Καὶ ἄν, παι­δί μου, ἀνοί­ξῃς ἕνα ἄλλο βιβλίο, πολὺ μεγα­λύ­τε­ρο, ποὺ περι­γρά­φει τὴ ζωὴ τοῦ ἔθνους ποὺ λέγε­ται Ἑλλάς, ἐκεῖ θὰ δῇς, ὅτι ἡ ἱστο­ρία τοῦ μικροῦ καὶ πολυ­βα­σα­νι­σμέ­νου αὐτοῦ ἔθνους εἶνε ἱστο­ρία θαυ­μά­των.

Ἔ λοι­πόν, ὕστε­ρα ἀπὸ τόσα θαύ­μα­τα θὰ ἔπρε­πε ὅλοι οἱ Ἕλλη­νες νὰ πιστεύ­ου­με στὸ Χρι­στό. Καὶ σᾶς ἐρω­τῶ: Πιστεύ­ου­με; «Τὸ δέν­τρο ἀπὸ τὸν καρ­πὸ φαί­νε­ται», εἶπε ὁ Χρι­στὸς (πρβλ. Ματθ. 12, 33). Καὶ ἡ πίστι μᾶς ἀπὸ τὰ ἔργα μας φαί­νε­ται. Καὶ τὰ ἔργα μας δὲν δεί­χνουν πίστι. Ἡ πίστι μας δὲν εἶνε ζων­τα­νή, δὲν ἔχει μέσα φωτιὰ καὶ δύνα­μη. Εἶνε μιὰ πίστι χλια­ρή, ποὺ δὲν δια­φέ­ρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπι­στία. Ἄν πιστεύ­α­με, ὅπως οἱ πατέ­ρες μας, θ’ ἀκού­γα­με τὴν Κυρια­κὴ τὴν καμ­πά­να τῆς ἐκκλη­σιᾶς καὶ θὰ λέγα­με· Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός. Καὶ κανεὶς μᾶς δὲν θὰ ἔλει­πε ἀπὸ τὴν ἐκκλη­σιά. Ἄν πιστεύ­α­με, θὰ τηρού­σα­με τὴ νηστεία τῆς Τετάρ­της καὶ τῆς Παρα­σκευ­ῆς καὶ πρὸ παν­τὸς τῆς Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Ἄν πιστεύ­α­με, θὰ τρέ­χα­με στὴν ἐξο­μο­λό­γη­ση καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια θὰ λέγα­με τὰ κρί­μα­τά μας. Ἄν πιστεύ­α­με, δὲν θὰ ἀδι­κοῦ­σε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δὲν θὰ ἔκλε­βε καὶ δὲν θὰ ἀπα­τοῦ­σε το γεί­το­να τοῦ, δὲν θὰ ἀτί­μα­ζε τὸ σπί­τι του, δὲν θὰ προ­σέ­βαλ­λε τὴν προ­σω­πι­κή του τιμή. Ἄν πιστεύ­α­με, θὰ ἤμα­σταν δίκαιοι καὶ ἐλε­ή­μο­νες. Ἄν πιστεύ­α­με, δὲν θὰ βλα­στη­μού­σα­με τὸ ἅγιο ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τρέ­μουν καὶ οἱ δαί­μο­νες ἀκό­μη. Αὐτὴ ἡ δια­φθο­ρὰ καὶ ἡ ἀσέ­βεια μικρῶν καὶ μεγά­λων, αὐτὴ ἡ ἀδι­κία καὶ ἀσπλα­χνία καὶ θηριω­δία, εἶνε ἀπο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀπι­στί­ας.

Τί πρέ­πει νὰ κάνου­με; Νὰ μεί­νου­με σ’ αὐτὴ τὴν ἐλε­ει­νὴ κατά­στα­σι; Νὰ καταν­τή­σου­με τελεί­ως ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι; Ὄχι, ἀγα­πη­τοί. Νὰ μιμη­θοῦ­με τὸν πατέ­ρα τοῦ δυστυ­χι­σμέ­νου παι­διοῦ τοῦ σημε­ρι­νοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου. Νὰ συναι­σθαν­θοῦ­με τὴν ἀπι­στία μας. Νὰ πέσου­με στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μὲ δάκρυα ὁ καθέ­νας ἀπό μας νὰ τοῦ πῇ «Πιστεύω, Κύριε· βοή­θει μου τὴ ἀπι­στία» (Μάρκ. 9, 24). Χρι­στέ, βοή­θη­σέ μὲ νὰ διώ­ξω ἀπ’ τὴν καρ­διά μου κάθε ἀμφι­βο­λία, κάθε δισταγ­μό, καὶ νὰ γίνω ἕνας πιστὸς μαθη­τής σου, ποὺ νὰ μεί­νω κον­τά σου αἰώ­νια. Χρι­στέ, «βοή­θει μου τὴ ἀπι­στία».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek