ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ) — ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Ι΄ 32 — 45)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, παρα­λαμ­βά­νει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδε­κα μαθη­τὰς αὐτοῦ ἤρξα­το αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλ­λον­τα αὐτῷ συμ­βαί­νειν, 33ὅτι Ἰδοὺ ἀνα­βαί­νο­μεν εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δο­θή­σε­ται τοῖς ἀρχιε­ρεῦ­σι καὶ γραμ­μα­τεῦ­σι, καὶ κατα­κρι­νοῦ­σιν αὐτὸν θανά­τῳ καὶ παρα­δώ­σου­σιν αὐτὸν τοῖς ἔθνε­σι, 34καὶ ἐμπαί­ξου­σιν αὐτῷ καὶ μαστι­γώ­σου­σιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύ­σου­σιν αὐτῷ καὶ ἀπο­κτε­νοῦ­σιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρί­τῃ ἡμέ­ρᾳ ἀνα­στή­σε­ται. 35Καὶ προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐτῷ Ἰάκω­βος καὶ Ἰωάν­νης υἱοὶ Ζεβε­δαί­ου λέγον­τες· Διδά­σκα­λε, θέλο­μεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡμῖν. 36ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλε­τε ποι­ῆ­σαί με ὑμῖν; 37οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐω­νύ­μων σου καθί­σω­μεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε. δύνα­σθε πιεῖν τὸ ποτή­ριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτι­σμα ὃ ἐγὼ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθῆ­ναι; 39οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνά­με­θα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτή­ριον ὃ ἐγὼ πίνω πίε­σθε, καὶ τὸ βάπτι­σμα ὃ ἐγὼ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθή­σε­σθε· 40τὸ δὲ καθί­σαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐω­νύ­μων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦ­ναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοί­μα­σται. 41καὶ ἀκού­σαν­τες οἱ δέκα ἤρξαν­το ἀγα­να­κτεῖν περὶ Ἰακώ­βου καὶ Ἰωάν­νου. 42ὁ δὲ Ἰησοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδα­τε ὅτι οἱ δοκοῦν­τες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατα­κυ­ριεύ­ου­σιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγά­λοι αὐτῶν κατε­ξου­σιά­ζου­σιν αὐτῶν. 43οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέ­σθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διά­κο­νος, 44καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέ­σθαι πρῶ­τος, ἔσται πάν­των δοῦ­λος· 45καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που οὐκ ἦλθε δια­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλλὰ δια­κο­νῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολ­λῶν.

32 Ανέ­βαι­ναν δε τον δρό­μον που ωδη­γού­σε προς τα Ιερο­σό­λυ­μα, και ο Ιησούς επρο­πο­ρεύ­ε­το από αυτούς. Και οι μαθη­ταί καθώς έβλε­παν τον διδά­σκα­λον να προ­χω­ρή προς το μαρ­τύ­ριον κατε­λή­φθη­σαν από θάμ­βος (εμπρός στο μεγα­λείο της θυσί­ας που ακτι­νο­βο­λού­σε η μορ­φή του”. Και καθώς με σεβα­σμόν τον ακο­λου­θού­σαν, εφο­βούν­το δι’ όσα έμελ­λον να γίνουν εις Ιερο­σό­λυ­μα. Επή­ρε πάλιν τους δώδε­κα ο Κυριος και ήρχι­σε να λέγη εις αυτούς όσα έμελ­λον να του συμ­βούν. 33 Ελε­γε δηλα­δή ότι “ιδού ανα­βαί­νο­μεν εις τα Ιερο­σό­λυ­μα και ο υιός του ανθρώ­που θα παρα­δο­θή στους αρχιε­ρείς και στους γραμ­μα­τείς και θα τον κατα­δι­κά­σουν εις θάνα­τον, και θα τον παρα­δώ­σουν στους ειδω­λο­λά­τρας στρα­τιώ­τας της Ρωμης. 34 Και θα τον εμπαί­ξουν και θα τον μαστι­γώ­σουν και θα τον φτύ­σουν και θα τον θανα­τώ­σουν, και την τρί­την ημέ­ραν θα ανα­στη­θή”. 35 Και έρχον­ται προς αυτόν ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης, τα παι­διά του Ζεβε­δαί­ου, και λέγουν· “διδά­σκα­λε, θέλο­μεν να μας κάμης αυτό που θα ζητή­σω­μεν”. 36 Αυτός δε τους είπε· “τι θέλε­τε να σας κάμω;” 37 Εκεί­νοι απήν­τη­σαν· “όταν ως ένδο­ξος βασι­λεύς καθί­σης στον βασι­λι­κόν θρό­νον της Ιερου­σα­λήμ, δος μας να καθί­σω­μεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αρι­στε­ρών σου”. 38 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν ξέρε­τε τι ζητεί­τε. Ημπο­ρεί­τε να πίε­τε το ποτή­ριον του πόνου και του μαρ­τυ­ρί­ου, το οποί­ον εγώ πίνω, και να βαπτι­σθή­τε το βάπτι­σμα του αίμα­τος, το οποί­ον εγώ βαπτί­ζο­μαι;” 39 Εκεί­νοι δε χωρίς καλά-καλά να σκε­φθούν, του είπαν· “ημπο­ρού­μεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “το μεν ποτή­ριον του μαρ­τυ­ρί­ου, το οποί­ον εγώ έντος ολί­γου πίνω, θα το πίε­τε και το βάπτι­σμα της οδύ­νης και του αίμα­τος και της θυσί­ας, το οποί­ον εγώ έντος ολί­γου θα βαπτι­σθώ, θα το βαπτι­σθή­τε. (Διό­τι και σεις θα δοκι­μά­σε­τε οδύ­νας και διωγ­μούς εξ αιτί­ας της πίστε­ώς σας εις εμέ). 40 Το να καθί­σε­τε όμως εκ δεξιών μου και εξ αρι­στε­ρών μου δεν είναι εις την εξου­σί­αν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητή­σει, αλλά θα δοθή στους αξί­ους, εις αυτούς δηλα­δή που θα ζήσουν σύμ­φω­να με το Ευαγ­γέ­λιον και θα αγω­νι­σθούν, δια τους οποί­ους άλω­στε και έχει ετοι­μα­σθή”. 41 Οι άλλοι δέκα, όταν ήκου­σαν αυτά, ήρχι­σαν να αγα­να­κτούν δια την φιλό­δο­ξον αυτήν συμ­πε­ρι­φο­ράν του Ιακώ­βου και του Ιωάν­νου. 42 Ο δε Ιησούς τους εκά­λε­σε κον­τά του και τους είπε· “ξέρε­τε, ότι αυτοί που προ­βάλ­λον­ται σαν άρχον­τες των εθνών, συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται προς τους λαούς σαν να ήσαν από­λυ­τοι κύριοι αυτών. Και εκεί­νοι που κατέ­χουν ανά­με­σα στους ανθρώ­πους μεγά­λα αξιώ­μα­τα, κάνουν κακήν χρή­σιν της εξου­σί­ας των και κατα­δυ­να­στεύ­ουν αυτούς, σαν να τους έχουν δού­λους των. 43 Δεν πρέ­πει όμως τέτοια εγω­ϊ­στι­κή τάσις και συμ­πε­ρι­φο­ρά να παρα­τη­ρή­ται ματα­ξύ σας. Αλλ’ όποιος θέλει να ανα­δει­χθή μέγας μετα­ξύ σας, πρέ­πει να γίνη υπη­ρέ­της σας, που να σας εξυ­πη­ρε­τή με αγά­πην. 44 Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώ­τος, πρέ­πει να γίνη δού­λος όλων και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται με την ταπει­νο­φρο­σύ­νην και την υπο­μο­νήν και υπα­κο­ήν του δού­λου. 45 Διό­τι και ο υιός του ανθρώ­που δεν ήλθε να εξυ­πη­ρε­τη­θή από τους ανθρώ­πους, αλλά να τους εξυ­πη­ρε­τή­ση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλ­λαγ­μα, δια να ελευ­θε­ρω­θούν πολ­λοί από την ενό­χην της αμαρ­τί­ας και τον αιώ­νιον θάνα­τον”.

32 Προ­χω­ρού­σαν λοι­πόν κι ανέ­βαι­ναν το δρό­μο προς τα Ιερο­σό­λυ­μα. Κι ο Ιησούς προ­χω­ρού­σε μπρο­στά από τους μαθη­τές του, κι αυτοί θαμ­πώ­νον­ταν από θαυ­μα­σμό και δέος, καθώς τον έβλε­παν τόσο άφο­βα και με τόσο θαρ­ρα­λέα από­φα­ση να προ­χω­ρά προς την πόλη όπου τόσα θα πάθαι­νε. Κι ενώ από σεβα­σμό τον ακο­λου­θού­σαν, φοβούν­ταν για όσα θα τους έβρι­σκαν στα Ιερο­σό­λυ­μα. Κι ο Ιησούς, αφού πήρε ιδιαι­τέ­ρως τους δώδε­κα, άρχι­σε να τους λέει εκεί­να που θα του συνέ­βαι­ναν. 33 Τους έλε­γε δηλα­δή ότι, να, ανε­βαί­νου­με στα Ιερο­σό­λυ­μα, και ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, θα παρα­δο­θεί στους αρχιε­ρείς και τους γραμ­μα­τείς, κι αυτοί θα τον κατα­δι­κά­σουν σε θάνα­το και θα τον παρα­δώ­σουν στους εθνι­κούς στρα­τιώ­τες της Ρώμης. 34 Κι εκεί­νοι θα τον εμπαί­ξουν και θα τον μαστι­γώ­σουν και θα τον φτύ­σουν και θα τον θανα­τώ­σουν, και την τρί­τη ημέ­ρα από το θάνα­τό του θα ανα­στη­θεί.  35 Πλη­σιά­ζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκω­βος και ο Ιωάν­νης, οι γιοι του Ζεβε­δαί­ου, και του λένε: Διδά­σκα­λε, θέλου­με να μας κάνεις αυτό που θα σου ζητή­σου­με. 36 Κι αυτός τους ρώτη­σε: Τί θέλε­τε να σας κάνω; 37 Αυτοί του είπαν: Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανε­βείς στον επί­γειο βασι­λι­κό θρό­νο του Δαβίδ, βάλε μας να καθί­σου­με ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αρι­στε­ρά σου. 38 Ο Ιησούς τότε τους είπε: Δεν ξέρε­τε τι ζητά­τε. Δεν είναι τώρα και­ρός κοσμι­κών μεγα­λεί­ων και αξιω­μά­των, αλλά κόπων και διωγ­μών και μαρ­τυ­ρι­κού θανά­του. Μπο­ρεί­τε να πιεί­τε το ποτή­ριο του θανά­του που πρό­κει­ται να πιω εγώ μετά από λίγο, και να βαπτι­σθεί­τε το βάπτι­σμα του μαρ­τυ­ρί­ου που μετά από λίγο θα υπο­στώ; 39 Κι αυτοί, θέλον­τας να εξα­σφα­λί­σουν το αίτη­μά τους, του είπαν χωρίς να το σκε­φτούν καλά: Μπο­ρού­με. Τότε τους είπε ο Ιησούς: Το ποτή­ριο του μαρ­τυ­ρί­ου που εγώ θα πιω μετά από λίγο, θα το πιεί­τε κι εσείς, και το βάπτι­σμα που μετά από λίγο θα υπο­στώ στη θάλασ­σα των παθη­μά­των μου, θα το υπο­στεί­τε κι εσείς. Διό­τι κι εσείς θα υπο­στεί­τε διωγ­μούς και μαρ­τύ­ριο για το ευαγ­γέ­λιό μου. 40 Το να καθί­σε­τε όμως στα δεξιά μου και στα αρι­στε­ρά μου δεν εξαρ­τά­ται από μένα να το δώσω σ’ όποιον μου το ζητή­σει, αλλά αυτό θα δοθεί σ’ εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­σθεί από τον δικαιο­κρί­τη Πατέ­ρα μου, που κανο­νί­ζει τις αντα­μοι­βές σύμ­φω­να με την αρε­τή του καθε­νός. 41 Όταν τ’ άκου­σαν αυτά οι άλλοι δέκα μαθη­τές, άρχι­σαν να αγα­να­κτούν για τη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτή του Ιακώ­βου και του Ιωάν­νου, οι οποί­οι ζητού­σαν να τους παραγ­κω­νί­σουν και να τιμη­θούν περισ­σό­τε­ρο απ’ αυτούς. 42 Ο Ιησούς όμως τους κάλε­σε κον­τά του και τους είπε: Γνω­ρί­ζε­τε ότι αυτοί που θεω­ρούν­ται και φαί­νον­ται άρχον­τες των εθνών, ασκούν από­λυ­τη κυριαρ­χία στους λαούς τους σαν να είναι ανε­ξέ­λεγ­κτοι κύριοί τους και σαν να είναι οι λαοί κτή­μα τους. Κι εκεί­νοι που έχουν μεγά­λο αξί­ω­μα, όπως είναι οι ανώ­τε­ροι αξιω­μα­τού­χοι, κατα­δυ­να­στεύ­ουν τους λαούς τους με από­λυ­τη εξου­σία, σαν να είναι αυτοί οι δού­λοι τους. 43 Μετα­ξύ σας όμως δεν μπο­ρεί ούτε επι­τρέ­πε­ται να συμ­βαί­νει αυτό. Αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγά­λος ανά­με­σά σας, πρέ­πει να είναι υπη­ρέ­της σας και να προ­σπα­θεί να γίνε­ται εξυ­πη­ρε­τι­κός στους άλλους. 44 Κι όποιος από σας θέλει να γίνει πρώ­τος, πρέ­πει να γίνει δού­λος όλων, ασκών­τας με κάθε ταπει­νο­φρο­σύ­νη την αγά­πη. 45 Διό­τι και ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, δεν ήλθε στον κόσμο για να υπη­ρε­τη­θεί, αλλά ήλθε για να υπη­ρε­τή­σει και να δώσει τη ζωή του λύτρο προ­κει­μέ­νου να εξα­γο­ρα­σθούν και να ελευ­θε­ρω­θούν πολ­λοί από την αμαρ­τία και το θάνα­το.

32  Bάδι­ζαν δὲ τὸ δρό­μο, ποὺ ἀνέ­βαι­νε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Kαὶ ὁ Ἰησοῦς προ­πο­ρευό­ταν ἀπ’ αὐτούς. Kαὶ θαμ­πώ­νον­ταν (ἀπὸ τὴ λάμ­ψι τῆς μορ­φῆς του), καὶ ἀκο­λου­θών­τας αἰσθά­νον­ταν δέος. Kαὶ ἀφοῦ πάλι πῆρε τοὺς δώδε­κα ἰδιαι­τέ­ρως, ἄρχι­σε νὰ τοὺς λέγῃ ὅσα ἔμελ­λαν νὰ τοῦ συμ­βοῦν: 33  «Ἰδού, ἀνε­βαί­νου­με στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που θὰ παρα­δο­θῇ στοὺς ἀρχιε­ρεῖς καὶ στοὺς γραμ­μα­τεῖς, καὶ θὰ τὸν κατα­δι­κά­σουν σὲ θάνα­το, καὶ θὰ τὸν παρα­δώ­σουν στοὺς ἐθνι­κούς (στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες), 34  καὶ θὰ τὸν ἐμπαί­ξουν, καὶ θὰ τὸν μαστι­γώ­σουν, καὶ θὰ τὸν φτύ­σουν, καὶ θὰ τὸν θανα­τώ­σουν, καὶ τὴν τρί­τη ἡμέ­ρα θὰ ἀνα­στη­θῇ». 35  Tὸν πλη­σιά­ζουν τότε ὁ Ἰάκω­βος καὶ ὁ Ἰωάν­νης, οἱ υἱοὶ τοῦ Zεβε­δαί­ου, καὶ τοῦ λέγουν: «Διδά­σκα­λε, θέλου­με, αὐτὸ ποὺ θὰ ζητή­σω­με, νὰ μᾶς τὸ κάνῃς». 36  Aὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε: «Tί θέλε­τε νὰ σᾶς κάνω;». 37  Kαὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ὅταν θ’ ἀνα­λά­βῃς τὴν ἔνδο­ξη βασι­λεία σου, δῶσε τὸ δικαί­ω­μα νὰ καθή­σω­με ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιά σου καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἀρι­στε­ρά σου». 38  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Δὲν ξέρε­τε τί ζητεῖ­τε. Δύνα­σθε νὰ πιῆ­τε τὸ ποτή­ριο, τὸ ὁποῖο θὰ πιῶ ἐγώ, καὶ νὰ βαπτι­σθῆ­τε μὲ τὸ βάπτι­σμα, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βαπτι­σθῶ ἐγώ;». 39  Aὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν: «Δυνά­με­θα». Tότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Tὸ μὲν ποτή­ριο, ποὺ θὰ πιῶ ἐγώ, θὰ πιῆ­τε, καὶ μὲ τὸ βάπτι­σμα, ποὺ θὰ βαπτι­σθῶ ἐγώ, θὰ βαπτι­σθῆ­τε. 40  Ἀλλὰ τὶς θέσεις ἀπὸ τὰ δεξιά μου καὶ ἀπὸ τὰ ἀρι­στε­ρά μου δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ μένα νὰ δώσω, ἀλλὰ θὰ δοθοῦν σ’ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποί­ους ἔχουν ὁρι­σθῆ ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα μου». 41  Ὅταν δὲ ἄκου­σαν οἱ δέκα (ἄλλοι μαθη­ταί), ἄρχι­σαν ν’ ἀγα­να­κτοῦν ἐξ αἰτί­ας τοῦ Ἰακώ­βου καὶ τοῦ Ἰωάν­νου. 42  Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς κάλε­σε καὶ τοὺς λέγει: «Ξέρε­τε, ὅτι ἐκεῖ­νοι, ποὺ ἀρέ­σκον­ται νὰ κυβερ­νοῦν τὰ ἔθνη, ἀσκοῦν ἀπό­λυ­τη κυριαρ­χία ἐπά­νω τους, καὶ οἱ μεγά­λοι ἀξιω­μα­τοῦ­χοι τους τὰ κατα­δυ­να­στεύ­ουν. 43  Σὲ σᾶς ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ συμ­βῇ ἔτσι. Ἀλλ’ ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ μεγά­λος μετα­ξύ σας, πρέ­πει νὰ εἶναι ὑπη­ρέ­της σας, 44  καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ γίνῃ πρῶ­τος, πρέ­πει νὰ γίνῃ δοῦ­λος ὅλων. 45  Kαὶ ὁ Yἱὸς δὲ τοῦ ἀνθρώ­που δὲν ἦλθε νὰ ὑπη­ρε­τη­θῇ, ἀλλὰ νὰ ὑπη­ρε­τή­σῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴ ζωή του σὰν λύτρο γιὰ πολ­λούς (γιὰ ὅλους δηλα­δή)».

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ

Σε τόσο μεγά­λο βαθ­μό έφθα­σε η αδυ­να­μία των μαθη­τών να αντι­λη­φθούν καθα­ρά τα λόγια του Κυρί­ου για το επι­κεί­με­νο Πάθος και την Ανά­στα­σή Του, ώστε ευθύς αμέ­σως να Τον πλη­σιά­σουν οι υιοί του Ζεβε­δαί­ου και να συζη­τή­σουν μαζί Του για την πρω­το­κα­θε­δρία που θα ήθε­λαν να τους παρα­χω­ρή­σει στο μέλ­λον· διό­τι, όπως ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, είπαν τότε στον Κύριο: «Δς μν να ες κ δεξιν σου κα ες ξ εωνύ­μων σου καθί­σω­μεν ν τ δόξ σου(:Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανε­βείς στον επί­γειο βασι­λι­κό θρό­νο του Δαβίδ, βάλε μας να καθί­σου­με ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αρι­στε­ρά σου)»[Μάρκ.10,37].

Πώς τότε λοι­πόν ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος λέγει ότι πλη­σί­α­σε τον Κύριο η μητέ­ρα τους και το ζήτη­σε αυτό και όχι οι ίδιοι οι μαθη­τές; «Τότε προ­σῆλ­θεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβε­δαί­ου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προ­σκυ­νοῦ­σα καὶ αἰτοῦ­σά τι παρ᾿ αὐτοῦ(: Τότε Τον πλη­σί­α­σε η μητέ­ρα των παι­διών του Ζεβε­δαί­ου με τους γιους της, η οποία Τον προ­σκύ­νη­σε και έδει­ξε ότι σκό­πευε να Του ζητή­σει κάτι)»[Ματθ.20,20]. Φυσι­κό ήταν και τα δύο να συνέ­βη­σαν· διό­τι παρέ­λα­βαν τη μητέ­ρα τους, με σκο­πό να μεγα­λώ­σουν την παρά­κλη­σή τους, και κατ’ αυτόν τον τρό­πο να συγ­κι­νή­σουν τον Χρι­στό. Το ότι λοι­πόν είναι αλη­θι­νό αυτό που είπα και ότι η παρά­κλη­ση ήταν μάλ­λον δική τους, αλλά παρου­σιά­ζουν από ντρο­πή τη μητέ­ρα τους, πρό­σε­ξε πως ο Χρι­στός απευ­θύ­νει προς αυτούς τον λόγο. Καλύ­τε­ρα όμως ας προ­σπα­θή­σου­με να γνω­ρί­σου­με κατά πρώ­τον τι είναι αυτό που ζητούν, με ποια διά­θε­ση το ζητούν και τι ήταν εκεί­νο που τους οδή­γη­σε να ενερ­γή­σουν κατ’ αυτόν τον τρό­πο.

Από τι λοι­πόν παρα­κι­νού­με­νοι έφθα­σαν σε αυτήν την ενέρ­γειά τους; Έβλε­παν ότι έχαι­ραν εκτι­μή­σε­ως εκ μέρους των άλλων ανθρώ­πων και ήλπι­σαν ότι εξαι­τί­ας αυτού θα επι­τύ­χουν να εκπλη­ρω­θεί και αυτή η αίτη­σή τους. Αλλά τι τέλος πάν­των είναι αυτό το οποίο ζητούν; Άκου­σε άλλον ευαγ­γε­λι­στή, τον Λου­κά, ο οποί­ος απο­κα­λύ­πτει αυτό πολύ καθα­ρά. Διό­τι, λέγει, ζητού­σαν αυτά «δι τ γγς ατν εναι ερου­σαλμ κα δοκεν ατος τι παρα­χρμα μέλ­λει βασι­λεία το Θεο ναφαί­νε­σθαι(:διό­τι πλη­σί­α­ζε στα Ιερο­σό­λυ­μα κι αυτοί νόμι­ζαν ότι θα φανε­ρω­νό­ταν αμέ­σως η βασι­λεία του Θεού με λαμ­πρό­τη­τα και δόξα)»[Λουκ.19,11]. Νόμι­ζαν δηλα­δή ότι η βασι­λεία του Θεού βρί­σκε­ται κον­τά τους και ότι είναι αισθη­τή και ότι δεν επρό­κει­το να υπο­στούν τίπο­τε το δυσά­ρε­στο, εάν ήθε­λαν να επι­τύ­χουν αυτό που ζητού­σαν. Διό­τι δεν ζητού­σαν τη βασι­λεία του Θεού μόνο γι’αυτήν καθ’εαυτήν, αλλά και για να απο­φύ­γουν τα δυσά­ρε­στα. Για τον λόγο αυτόν και ο Χρι­στός κατ΄αρχήν τους απαλ­λάσ­σει από αυτές τις σκέ­ψεις, λέγον­τάς τους ότι πρέ­πει να ανα­μέ­νουν σφα­γές, κιν­δύ­νους και τα πιο φοβε­ρά κακά. Διό­τι, λέγει, «δύνα­σθε πιεν τ ποτή­ριον γ μέλ­λω πίνειν; (:Μπο­ρεί­τε να πιεί­τε το ποτή­ρι του θανά­του που πρό­κει­ται εγώ σε λίγο να πιω;)».

Αλλά κανείς ας μην ανη­συ­χεί, επει­δή είναι τόσο ατε­λής η πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση των μαθη­τών· διό­τι δεν είχε ακό­μη λάβει χώρα το σταυ­ρι­κό πάθος του Κυρί­ου και ούτε είχε ακό­μη δοθεί η χάρις του αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Εάν όμως θέλεις να γνω­ρί­σεις την αρε­τή τους, εξέ­τα­σέ τους μετά από αυτά τα γεγο­νό­τα, και θα τους βρεις να είναι ανώ­τε­ροι από κάθε πάθος· διό­τι ακρι­βώς γι’ αυτόν τον λόγο φανε­ρώ­νει τα ελατ­τώ­μα­τά τους, ώστε στη συνέ­χεια να γνω­ρί­σεις ποιοι έγι­ναν με την ενί­σχυ­ση της χάρι­τος του Θεού. Το ότι λοι­πόν δεν ζητού­σαν τίπο­τε το πνευ­μα­τι­κό, ούτε είχαν καμία ιδέα για την ουρά­νια βασι­λεία, γίνε­ται φανε­ρό από τα όσα ελέ­χθη­σαν. Πλην όμως εμείς ας εξε­τά­σου­με και πώς Τον πλη­σιά­ζουν και τι Του λέγουν.

«Διδά­σκα­λε, θέλο­μεν(:‘’Διδά­σκα­λε, θέλου­με)», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος, «να ἐὰν ατήσω­μεν ποι­ήσς μν(:να μας κάνεις αυτό που θα σου ζητή­σου­με)»[Μάρκ.10,35]. Και ο Χρι­στός απαν­τά προς αυτούς: «Τί θέλε­τε ποισαί με μν;(:Τι θέλε­τε να σας κάνω;)»[Μάρκ.10,36]· όχι επει­δή το αγνο­ού­σε, αλλά για να τους εξα­ναγ­κά­σει να απαν­τή­σουν για να απο­κα­λύ­ψει το τραύ­μα και έτσι να θέσει το φάρ­μα­κο. Εκεί­νοι όμως, κατα­κόκ­κι­νοι από εντρο­πή, επει­δή έφθα­σαν σε αυτήν την ενέρ­γειά τους υπο­κι­νού­με­νοι από ανθρώ­πι­νο πάθος, Τον πήραν ιδιαι­τέ­ρως, μακριά από τους άλλους μαθη­τές και Τον ρώτη­σαν· διό­τι, όπως λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος: «πλη­σί­α­σαν πολύ κον­τά Του»[Μάρκ.10,35:«Προ­σπο­ρεύ­ον­ται ατ»], ώστε να μην τους αντι­λη­φθούν οι άλλοι μαθη­τές, και έτσι Του είπαν αυτά που ήθε­λαν.

Ήθε­λαν επί­σης, κατά τη γνώ­μη μου, επει­δή άκουαν ότι «καθί­σε­σθε κα μες π δώδε­κα θρό­νους(:θα καθί­σε­τε κι εσείς σε δώδε­κα θρό­νους)»[Ματθ.19,28], να λάβουν την προ­ε­δρία αυτής της καθέ­δρας. Και το γνώ­ρι­ζαν βέβαια ότι έχαι­ραν ιδιαι­τέ­ρας εκτι­μή­σε­ως από τον Κύριο έναν­τι των άλλων μαθη­τών, αλλά φοβούν­ταν τον Πέτρο και έτσι Του λέγουν: «Δς μν να ες κ δεξιν σου κα ες ξ εωνύ­μων σου καθί­σω­μεν ν τ δόξ σου(:Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανε­βείς στον επί­γειο βασι­λι­κό θρό­νο του Δαβίδ, βάλε μας να καθί­σου­με ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αρι­στε­ρά σου)»[Μάρκ.10,37]· και μάλι­στα Του ασκούν μεγά­λη πίε­ση για να επι­σπεύ­σει την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του αιτή­μα­τός τους, λέγον­τάς Του: «δώσε εντο­λή».

Τι κάνει λοι­πόν ο Κύριος; Για να αντι­λη­φθούν ότι δεν ζητού­σαν τίπο­τε το πνευ­μα­τι­κό, ούτε πάλι, εάν γνώ­ρι­ζαν αυτό που ζητού­σαν, θα τολ­μού­σαν να το ζητή­σουν κατά τέτοιον τρό­πο, τους λέγει: «Οκ οδατε τί ατεσθε(:Δεν γνω­ρί­ζε­τε τι ζητά­τε)», «διό­τι αυτό είναι πολύ μεγά­λο, πάρα πολύ άξιο θαυ­μα­σμού, που υπερ­βαί­νει και τις ουρά­νιες δυνά­μεις». Ακο­λού­θως προ­σθέ­τει: «Δύνα­σθε πιεν τ ποτή­ριον γ πίνω, κα τ βάπτι­σμα γ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθναι;(:Μπο­ρεί­τε να πιεί­τε το ποτή­ριο του θανά­του που πρό­κει­ται να πιω εγώ μετά από λίγο, και να βαπτι­στεί­τε το βάπτι­σμα του μαρ­τυ­ρί­ου που μετά από λίγο θα υπο­στώ;)»[Μάρκ.10,38].

Βλέ­πεις πώς τους απάλ­λα­ξε από τη σκέ­ψη αυτήν, ομι­λών­τας τους για τα αντί­θε­τα από αυτά που ζήτη­σαν; «Διό­τι», λέγει, «εσείς μου ομι­λεί­τε περί τιμής και στε­φά­νων, ενώ εγώ σας ομι­λώ για αγώ­νες και ιδρώ­τες. Καθό­σον ο παρών και­ρός δεν είναι και­ρός επά­θλων, ούτε τώρα πρό­κει­ται να απο­κα­λυ­φθεί η δόξα μου εκεί­νη, αλλά ο παρών και­ρός είναι και­ρός σφα­γής, πολέ­μων και κιν­δύ­νων». Και πρό­σε­ξες ότι, με την ερώ­τη­ση που τους κάνει, και τους προ­τρέ­πει και τους προ­σελ­κύ­ει; Διό­τι δεν είπε «Μπο­ρεί­τε να σφα­για­στεί­τε; Μπο­ρεί­τε να χύσε­τε το αίμα σας;», αλλά τι τους είπε; «Μπο­ρεί­τε να πιεί­τε αυτό το ποτή­ρι. Έπει­τα για να τους προ­σελ­κύ­σει, λέγει: «το οποίο πρό­κει­ται εγώ να πιω;», ώστε να τους κάνει προ­θυ­μό­τε­ρους στις σχέ­σεις τους με Αυτόν. Και στη συνέ­χεια το ονο­μά­ζει και βάπτι­σμα το Πάθος Του, για να δεί­ξει ότι θα είναι πολύ μεγά­λος ο καθα­ρι­σμός της οικου­μέ­νης που θα προ­έλ­θει από αυτά που θα συμ­βούν.

«Ο δ επον ατ· δυνά­με­θα(:Κι αυτοί, θέλον­τας να εξα­σφα­λί­σουν το αίτη­μά τους, Του είπαν χωρίς να το σκε­φτούν καλά: ‘’Μπο­ρού­με’’)». Λόγω της προ­θυ­μί­ας τους υπο­σχέ­θη­καν αμέ­σως, χωρίς να γνω­ρί­ζουν ούτε και αυτό που είπαν τι σήμαι­νε, αλλά το είπαν με την ελπί­δα να ακού­σουν αυτό που ζήτη­σαν. Τι λοι­πόν τους απαν­τά Εκεί­νος; «Τ μν ποτή­ριον γ πίνω πίε­σθε, κα τ βάπτι­σμα γ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθή­σε­σθε(:Το ποτή­ριο του μαρ­τυ­ρί­ου που εγώ θα πιω μετά από λίγο, θα το πιεί­τε κι εσείς, και το βάπτι­σμα που μετά από λίγο θα υπο­στώ στη θάλασ­σα των παθη­μά­των μου, θα το υπο­στεί­τε κι εσείς· διό­τι κι εσείς θα υπο­στεί­τε διωγ­μούς και μαρ­τύ­ριο για το ευαγ­γέ­λιό μου)»[Μάρκ. 10,39]. Με τους λόγους αυτούς τους προ­φή­τευ­σε πολύ μεγά­λα αγα­θά· δηλα­δή, «θα αξιω­θεί­τε να υπο­στεί­τε και εσείς το μαρ­τύ­ριό μου και θα πάθε­τε αυτά που θα υπο­στώ εγώ, διό­τι θα τελειώ­σε­τε τη ζωή σας με βίαιο θάνα­το, και έτσι θα γίνε­τε μέτο­χοι των παθη­μά­των μου».

«Τ δ καθί­σαι κ δεξιν μου κα ξ εωνύ­μων οκ στιν μν δοναι, λλ᾿ ος τοί­μα­σται(:Το να καθί­σε­τε όμως στα δεξιά μου και στα αρι­στε­ρά μου δεν εξαρ­τά­ται από μένα να το δώσω σε όποιον μου το ζητή­σει, αλλά αυτό θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί από τον δικαιο­κρί­τη Πατέ­ρα μου, που κανο­νί­ζει τις αντα­μοι­βές σύμ­φω­να με την αρε­τή του καθε­νός)»[Μάρκ.10,40].Αφού δηλα­δή γέμι­σε τις ψυχές τους με θάρ­ρος και τις ανύ­ψω­σε πνευ­μα­τι­κά και τις έκα­νε ακα­τά­βλη­τες από τη λύπη, τότε πλέ­ον διορ­θώ­νει και το αίτη­μά τους. Αλλά τι τέλος πάν­των σημαί­νουν οι λόγοι αυτοί του Κυρί­ου; Καθό­σον δύο είναι τα ζητή­μα­τα που θέτουν οι πολ­λοί εν προ­κει­μέ­νω: το πρώ­το είναι εάν έχει ετοι­μα­στεί για ορι­σμέ­νους να καθί­σουν στα δεξιά Του, ενώ το δεύ­τε­ρο, εάν ο Κύριος όλων εκεί­νων, για τους οποί­ους έχουν ετοι­μα­στεί, δεν έχει τη δύνα­μη να τους τα παρά­σχει.

Τι λοι­πόν σημαί­νουν οι λόγοι αυτοί του Κυρί­ου; Εάν λύσου­με το πρώ­το ερώ­τη­μα, τότε θα γίνει σαφές στους ερευ­νη­τές και το δεύ­τε­ρο. Ποια λοι­πόν η σημα­σία αυτού; Κανείς δεν θα καθί­σει στα δεξιά Του, ούτε στα αρι­στε­ρά Του· διό­τι ο θρό­νος εκεί­νος είναι απλη­σί­α­στος για όλους γενι­κώς· και δεν εννοώ για τους ανθρώ­πους, τους αγί­ους και τους απο­στό­λους, αλλά και για τους αγγέ­λους και αρχαγ­γέ­λους και για όλες γενι­κώς τις ουρά­νιες δυνά­μεις, καθώς βέβαια και ο Παύ­λος παρου­σιά­ζει αυτό ως απο­κλει­στι­κό, εξαί­ρε­το γνώ­ρι­σμα του Μονο­γε­νούς Υιού με τους λόγους Του: «Πρς τίνα δ τν γγέ­λων ερηκέ ποτε· κάθου κ δεξιν μου ως ν θ τος χθρούς σου ποπό­διον τν ποδν σου;(:Σε ποιον άλλω­στε από τους αγγέ­λους έχει πει ποτέ ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας: ’’Κάθι­σε τώρα μετά την Ανά­λη­ψή Σου στα δεξιά μου, έως ότου υπο­τά­ξω τους εχθρούς Σου νικη­μέ­νους κάτω από τα πόδια Σου ως υπο­πό­διο, για να έχεις αιω­νί­ως αδια­φι­λο­νί­κη­τη την εξου­σία’’; Σε κανέ­ναν)»[Εβρ.1,13]· «Κα πρς μν τος γγέ­λους λέγει· ποιν τος γγέ­λους ατο πνεύ­μα­τα, κα τος λει­τουρ­γος ατο πυρς φλό­γα(:και για τους αγγέ­λους, λέει: ‘’Ο Θεός κάνει τους αγγέ­λους Του ταχυ­κί­νη­τους και αιθέ­ριους σαν τους ανέ­μους, και τους λει­τουρ­γούς που Τον υπη­ρε­τούν λαμ­προύς και δρα­στι­κούς σαν την πύρι­νη φλό­γα’’)»[Εβρ.1,7]· «πρς δ τν υόν· θρό­νος σου, Θεός, ες τν αἰῶνα το αἰῶνος(:για τον Υιό όμως λέει:’’ Ο βασι­λι­κός Σου θρό­νος, Θεέ, μένει στε­ρε­ός και ασά­λευ­τος στους ατέ­λειω­τους αιώ­νες. Η βασι­λι­κή Σου ράβδος είναι ράβδος και εξου­σία ευθύ­τη­τας και δικαιο­σύ­νης’’)» [Εβρ.1,8].

Πώς λοι­πόν, λέγει: «Τ δ καθί­σαι κ δεξιν μου κα ξ εωνύ­μων οκ στιν μν δοναι, λλ᾿ ος τοί­μα­σται (:Το να καθί­σε­τε όμως στα δεξιά μου και στα αρι­στε­ρά μου δεν εξαρ­τά­ται από μένα να το δώσω σε όποιον μου το ζητή­σει, αλλά αυτό θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί από τον δικαιο­κρί­τη Πατέ­ρα μου, που κανο­νί­ζει τις αντα­μοι­βές σύμ­φω­να με την αρε­τή του καθε­νός)»[Μάρκ.10,40], σαν να υπάρ­χουν ορι­σμέ­νοι που ήδη κάθον­ται εκεί; Δεν το λέγει σαν να υπάρ­χουν εκεί καθι­σμέ­νοι· μακριά από εδώ αυτή η σκέ­ψη· αλλά απάν­τη­σε στη σκέ­ψη αυτών που Τον ρώτη­σαν, δεί­χνον­τας συγ­κα­τά­βα­ση στην ατε­λή ακό­μη πνευ­μα­τι­κό­τη­τά τους· διό­τι δεν γνώ­ρι­ζαν ακό­μη τον υψη­λό εκεί­νο θρό­νο και την στα δεξιά του Πατρός καθέ­δρα του Υιού, κατά την οποία στιγ­μή αγνο­ού­σαν ακό­μη και εκεί­να που ήσαν κατά πολύ κατώ­τε­ρα αυτών και άκου­γαν καθη­με­ρι­νώς να τους ομι­λεί γι’ αυτά. Αλλά ένα μόνο ζητού­σαν· να απο­λαύ­σουν τα πρω­τεία και να τοπο­θε­τη­θούν μπρο­στά από τους άλλους και να μην είναι κανείς πριν από αυτούς κον­τά στον Κύριο. Και όπως προ­α­νέ­φε­ρα, επει­δή άκου­σαν να τους ομι­λεί για δώδε­κα θρό­νους, επει­δή δεν αντι­λή­φθη­καν το βαθύ­τε­ρο νόη­μα των λόγων Του, ζήτη­σαν να τους δοθεί η πρω­το­κα­θε­δρία.

Οι λόγοι του Χρι­στού έχουν την εξής σημα­σία: «Θα πεθά­νε­τε βέβαια για Εμέ­να και θα σφα­για­στεί­τε χάριν του κηρύγ­μα­τος της Διδα­σκα­λί­ας Μου και θα υπο­στεί­τε το ίδιο πάθος με το δικό Μου, αλλά αυτό δεν αρκεί για να σας κάνει να απο­λαύ­σε­τε την πρω­το­κα­θε­δρία και να κατα­λά­βε­τε την πρώ­τη θέση· διότι εάν έλθει κάποιος άλλος, ο οποί­ος, μαζί με τον μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το, έχει απο­κτή­σει και όλη την άλλη γενι­κώς την αρε­τή κατά πολύ περισ­σό­τε­ρο από εσάς, δεν σημαί­νει, επει­δή σας αγα­πώ τώρα εσάς και σας προ­τι­μώ από τους άλλους, ότι θα παρα­βλέ­ψω εξαι­τί­ας αυτού εκεί­νον που λάμ­πει με τα έργα του, και θα δώσω σε σας τα πρω­τεία».

Όμως δεν τους μίλη­σε έτσι, για να μην τους λυπή­σει, αλλά κατά τρό­πο αινιγ­μα­τι­κό τούς είπε το ίδιο πράγ­μα, λέγον­τάς τους: «Τ μν ποτή­ριον γ πίνω πίε­σθε, κα τ βάπτι­σμα γ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθή­σε­σθε. τ δ καθί­σαι κ δεξιν μου κα ξ εωνύ­μων οκ στιν μν δοναι, λλ᾿ ος τοί­μα­σται(:Το ποτή­ριο βέβαια που θα πιω εγώ θα το πιεί­τε και σεις, και το βάπτι­σμα που πρό­κει­ται να βαπτι­σθώ σε λίγο μέσα στη θάλασ­σα των παθη­μά­των μου θα το βαπτι­στεί­τε· διό­τι κι εσείς θα υπο­στεί­τε διωγ­μούς και μαρ­τύ­ριο για το ευαγ­γέ­λιο. Το να καθί­σε­τε όμως στα δεξιά και στα αρι­στε­ρά μου δεν είναι δικό μου δικαί­ω­μα να το δώσω σε όποιον μου το ζητή­σει, αλλά αυτό θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί από τον δικαιο­κρί­τη Πατέ­ρα μου. Αυτός θα δώσει τις αμοι­βές και τις δια­κρί­σεις στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του και την αρε­τή του)»[Μάρκ.10,39–40].

Για ποιους όμως έχει ετοι­μα­στεί; Για εκεί­νους που μπο­ρούν να γίνουν ένδο­ξοι με τα έργα τους. Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «Δεν εξαρ­τά­ται από εμέ­να να το δώσω αυτό», αλλά είπε «τού­το είναι δικαί­ω­μα του Πατρός μου», ώστε να μην μπο­ρεί κανείς να πει ότι Αυτός δεν μπο­ρεί ή ότι δεν έχει τη δύνα­μη της αντα­πο­δό­σε­ως αγα­θών. Αλλά ποια απάν­τη­ση έδω­σε; «Δεν εξαρ­τά­ται από εμέ­να, αλλά θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί». Για να γίνει όμως ακό­μη πιο σαφές αυτό που λέγω, ας το εξη­γή­σου­με βάσει ενός παρα­δείγ­μα­τος, και ας υπο­θέ­σου­με ότι υπάρ­χει κάποιος αγω­νο­θέ­της και ότι στη συνέ­χεια προ­σήλ­θαν πολ­λοί άρι­στοι αθλη­τές για να μετά­σχουν στον αγώ­να. Δύο μάλι­στα από τους αθλη­τές, που ήσαν πάρα πολύ γνω­στοί στον αγω­νο­θέ­τη, στη­ρι­ζό­με­νοι στην εύνοια και φιλία αυτού, αφού Τον πλη­σί­α­σαν, Του είπαν να ενερ­γή­σει έτσι ώστε να στε­φα­νω­θούν και να ανα­κη­ρυ­χθούν νικη­τές. Εκεί­νος όμως λέγει προς αυτούς, ότι αυτός δεν έχει δικαί­ω­μα να το πρά­ξει αυτό, αλλά η νίκη θα δοθεί σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί, οι οποί­οι θα κοπιά­σουν και θα ιδρώ­σουν. Μπο­ρού­με άρα­γε να του κατα­λο­γί­σου­με αδυ­να­μία; Ασφα­λώς όχι· αλλά αντί­θε­τα θα ανα­γνω­ρί­σου­με ότι αυτός είναι δίκαιος και αμε­ρό­λη­πτος.

Όπως ακρι­βώς λοι­πόν δεν θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι αυτό ο αγω­νο­θέ­της δεν έχει δύνα­μη, επει­δή δεν δίνει τον στέ­φα­νο, με σκο­πό να μην κατα­λύ­σει τον νόμο των αγώ­νων και να μη δια­τα­ρά­ξει την τάξη του δικαί­ου, έτσι λοι­πόν θα μπο­ρού­σα να πω ότι και ο Χρι­στός το είπε αυτό με σκο­πό να τους παρα­κι­νή­σει με κάθε τρό­πο να στη­ρί­ζουν τις ελπί­δες της σωτη­ρί­ας τους και της προ­κο­πής τους στην αρε­τή στα προ­σω­πι­κά τους κατορ­θώ­μα­τα που γίνον­ται με τη χάρη του Θεού. Για τον λόγο αυτόν, λέγει, «σε εκεί­νους για τους οποί­ους έχει ετοι­μα­στεί». «Διό­τι», λέγει, «τι θα συμ­βεί εάν παρου­σια­στούν άλλοι καλύ­τε­ροι από εσάς;». Τι λοι­πόν θα συμ­βεί, εάν επι­τε­λέ­σουν μεγα­λύ­τε­ρα έργα; Ή νομί­ζε­τε επει­δή έχε­τε γίνει μαθη­τές μου, ότι θα απο­λαύ­σε­τε εξαι­τί­ας αυτού και τα πρω­τεία, εάν δεν φανεί­τε εσείς οι ίδιοι άξιοι της εκλο­γής;

Το ότι λοι­πόν Αυτός είναι Κύριος του σύμ­παν­τος, είναι φανε­ρό από το ότι Αυτός κρί­νει το σύμ­παν. Καθό­σον λέγει τα εξής στον Πέτρο: «Κα δώσω σοι τς κλες τς βασι­λεί­ας τν ορανν, κα ἐὰν δήσς π τς γς, σται δεδε­μέ­νον ν τος ορανος, κα ἐὰν λύσς π τς γς, σται λελυ­μέ­νον ν τος ορανος(:Και θα σου δώσω την εξου­σία να εισά­γεις στη βασι­λεία των ουρα­νών κάθε άνθρω­πο άξιο να εισέλ­θει και να απο­κλεί­εις απ’ αυτήν κάθε ανά­ξιο. Και οποιο­δή­πο­τε αμάρ­τη­μα δέσεις και το δια­κη­ρύ­ξεις ασυγ­χώ­ρη­το πάνω στη γη, θα είναι δεμέ­νο και ασυγ­χώ­ρη­το και στους ουρα­νούς˙ ενώ οποιο­δή­πο­τε αμάρ­τη­μα λύσεις με συγ­χώ­ρη­ση πάνω στη γη, θα είναι συγ­χω­ρη­μέ­νο και στους ουρα­νούς)»[Ματθ.16,19].

Και ο Παύ­λος επί­σης, για να δηλώ­σει αυτό, έλε­γε: «Λοιπν πκει­τα μοι τς δικαιοσνης στφανος, ν ποδσει μοι Κριος ν κεν τ μρ, δκαιος κριτς, ο μνον δ μο, λλ κα πσι τος γαπηκσι τν πιφνειαν ατο(:Λοι­πόν τώρα πια με περι­μέ­νει στε­φά­νι που ανή­κει ως βρα­βείο στη δικαιο­σύ­νη και την αρε­τή. Το στε­φά­νι αυτό θα μου το δώσει ως αντα­μοι­βή ο Κύριος κατά την ένδο­ξη εκεί­νη ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, ο δίκαιος κρι­τής. Θα το δώσει μάλι­στα όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε όλους όσους έχουν περι­βάλ­λει με αγά­πη και ευγνω­μο­σύ­νη την ενσάρ­κω­σή Του για τη σωτη­ρία του ανθρώ­πι­νου γένους)»[Β΄Τιμ.4,8]. Η ένσαρ­κη εμφά­νι­ση του Χρι­στού στον κόσμο έχει γίνει. Το ότι επί­σης κανείς δεν θα στα­θεί πριν από τον Παύ­λο, είναι φυσι­κά ολο­φά­νε­ρο. Εάν όμως αυτά ο Κύριος τα έχει πει κατά τρό­πο μη σαφή, μην απο­ρείς· διό­τι ήθε­λε, δεί­χνον­τας όλη τη συγ­κα­τά­βα­σή Του, να τους προ­φυ­λά­ξει με τους λόγους Του, ώστε να μην τον ενο­χλούν άδι­κα και άσκο­πα για τα πρω­τεία(καθό­σον αυτό συνέ­βαι­νε σε αυτούς από ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία), και επει­δή δεν ήθε­λε να τους στε­νο­χω­ρή­σει· και με την ασά­φεια αυτήν επι­τυγ­χά­νει και τα δύο.

«Κα κού­σαν­τες ο δέκα γανά­κτη­σαν περ τν δύο δελφν(:Όταν τα άκου­σαν αυτά οι δέκα μαθη­τές, αγα­νά­κτη­σαν για τη συμ­πε­ρι­φο­ρά αυτή των δύο αδελ­φών, οι οποί­οι ζητού­σαν να τους παραγ­κω­νί­σουν και να τιμη­θούν περισ­σό­τε­ρο απ’ αυτούς)».

Τότε αγα­νά­κτη­σαν λοι­πόν οι υπό­λοι­ποι μαθη­τές. Πότε δηλα­δή; Όταν ο Κύριος επι­τί­μη­σε τους γιους του Ζεβε­δαί­ου για το αίτη­μά τους· διό­τι, όσο χρό­νο η προ­τί­μη­ση απο­τε­λού­σε από­φα­ση του Χρι­στού, δεν αγα­να­κτού­σαν, αλλά βλέ­πον­τας αυτούς να προ­τι­μών­ται, το απο­δέ­χον­ταν και σιω­πού­σαν επει­δή σέβον­ταν τον διδά­σκα­λο και Τον τιμού­σαν· αλλά και αν ακό­μη λυπούν­ταν στη σκέ­ψη τους, όμως δεν τολ­μού­σαν να το φανε­ρώ­σουν αυτό. Και στην περί­πτω­ση επί­σης του Πέτρου, όταν του έδω­σε τα δίδραχμα[πρβ. Ματθ.17,24–27], μολο­νό­τι παρου­σί­α­σαν κάποια ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία, όμως δε λυπή­θη­καν, αλλά απλώς Τον ρώτη­σαν: «Τίς ρα μεί­ζων στν ν τ βασι­λεί τν ορανν;(:Ποιος λοι­πόν άρα­γε είναι μεγα­λύ­τε­ρος και περισ­σό­τε­ρο δια­κε­κρι­μέ­νος απ’ τους άλλους στη βασι­λεία των ουρα­νών;)»[Ματθ.18,1]. Επει­δή όμως στην περί­πτω­ση αυτήν το αίτη­μα ήταν των μαθη­τών, αγα­να­κτούν. Αλλά ούτε και πάλι αγα­να­κτούν αμέ­σως, μόλις το ζήτη­σαν, αλλά όταν ο Χρι­στός τούς επι­τί­μη­σε και τους είπε ότι δεν θα απο­λαύ­σουν τα πρω­τεία, εάν δεν κάνουν τους εαυ­τούς τους άξιους γι’ αυτά.

Είδες πόσο ατε­λής ήταν η πνευ­μα­τι­κό­τη­τα όλων των μαθη­τών Του, ώστε και αυτοί οι δύο να επι­χει­ρούν να επι­βλη­θούν των δέκα, και εκεί­νοι να φθο­νούν τους δύο; Αλλά, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, σε παρα­κα­λώ να μου τους δεί­ξεις μετά από όλα αυτά, μετά την επε­νέρ­γεια της Θεί­ας Χάρι­τος που τα σωτή­ρια πάθη του Κυρί­ου μας ανέ­βλυ­σαν και θα τους δεις όλους να είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από τα πάθη τους αυτά. Άκου­σε λοι­πόν πώς αυτός ο ίδιος ο Ιωάν­νης, που τώρα προ­σήλ­θε και ήθε­λε να εξου­σιά­ζει αυτούς, σε κάθε περί­πτω­ση παρα­χω­ρεί τα πρω­τεία στον Πέτρο, και στο κήρυγ­μα και στην επι­τέ­λε­ση θαυ­μά­των στις Πρά­ξεις των Αποστόλων[πρβ. Πράξ.3,1 κ.ε.]. Και δεν απο­κρύ­πτει τα κατορ­θώ­μα­τα αυτού, αλλά και την ομο­λο­γία της πίστε­ως του Πέτρου δια­κη­ρύτ­τει, πράγ­μα που το έκα­νε όταν όλοι σιω­πού­σαν, και την είσο­δό του Πέτρου στον τάφο πριν από εκεί­νον ανα­φέ­ρει και παρου­σιά­ζει πριν από τον εαυ­τό του τον Πέτρο. Επει­δή όμως και οι δύο παρευ­ρέ­θη­σαν πλη­σί­ον του Κυρί­ου κατά την ώρα της σταυ­ρώ­σε­ώς Του, μειώ­νον­τας το δικό του εγκώ­μιο, λέγει χωρίς να ανα­φέ­ρει το δικό του το όνο­μα: « μαθητς λλος, ς ν γνωστς τ ρχιε­ρε(:Εκεί­νος ο άλλος μαθη­τής, που ήταν γνω­στός στον αρχιε­ρέα)»[Ιω.18,16].

Όσο για τον Ιάκω­βο, τον άλλο γιο του Ζεβε­δαί­ου που τότε είχε ζητή­σει την πρω­το­κα­θε­δρία, δεν έζη­σε βέβαια για πολύ ακό­μα, αλλά ευθύς εξαρ­χής έδει­ξε τόση θέρ­μη πίστε­ως και αφού εγκα­τέ­λει­ψε όλα τα ανθρώ­πι­να, έφθα­σε σε ύψος απε­ρί­γρα­πτο, ώστε αμέ­σως να σφα­για­στεί για την πίστη του στον Εναν­θρω­πή­σαν­τα Υιό του Θεού. Έτσι αργό­τε­ρα εξαι­τί­ας όλων αυτών και οι υπό­λοι­ποι μαθη­τές έφθα­σαν στις ανώ­τε­ρες βαθ­μί­δες της αρε­τής. Αλλά τότε, πριν το θείο Πάθος, αγα­νά­κτη­σαν.

Τι κάνει λοι­πόν ο Χρι­στός; « δ ησος προ­σκα­λε­σά­με­νος ατος επεν· οδατε τι ο ρχον­τες τν θνν κατα­κυ­ριεύ­ου­σιν ατν κα ο μεγά­λοι κατε­ξου­σιά­ζου­σιν ατν(:Ο Ιησούς όμως, αφού τους κάλε­σε να πλη­σιά­σουν, είπε: ‘’Γνω­ρί­ζε­τε ότι οι άρχον­τες που ηγε­μο­νεύ­ουν στα έθνη συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται στους λαούς τους ως κύριοί τους, σαν να τους έχουν στα χέρια τους και σαν να είναι οι λαοί κτή­μα­τά τους˙ κι εκεί­νοι που έχουν μεγά­λο αξί­ω­μα, όπως είναι οι ανθύ­πα­τοι, τους μετα­χει­ρί­ζον­ται με μεγά­λη εξου­σία, σαν να είναι δού­λοι τους)»[Μάρκ.10,42]· διό­τι επει­δή θορυ­βή­θη­καν και ταρά­χτη­καν, τους καθη­συ­χά­ζει πριν να τους ομι­λή­σει, με την πρό­σκλη­σή Του και με το ότι τους κάλε­σε κον­τά Του. Καθό­σον οι δύο, επει­δή είχαν απο­σπα­στεί από την ομά­δα των δέκα, στέ­κον­ταν πλη­σιέ­στε­ρα προς Αυτόν, συνο­μι­λών­τας με Αυτόν ιδιαι­τέ­ρως. Για τον λόγο αυτόν, και αυτούς τους προ­σκα­λεί πλη­σί­ον Του, θέλον­τας μαζί με αυτό και το αίτη­μα των υιών του Ζεβε­δαί­ου να δια­πομ­πεύ­σει και να το ανα­κοι­νώ­σει στους άλλους, θερα­πεύ­ον­τας το πάθος και αυτών και εκεί­νων.

Και δεν θερα­πεύ­ει το πάθος τους αυτό στην περί­πτω­ση αυτήν με τον ίδιο τρό­πο που είχε κάνει λίγο πριν την υπο­βο­λή αυτού του αιτήματος[Μάρκ.10,13–16· Ματθ.19,16–30· Λου­κά 18,18–30]. Στην προ­η­γού­με­νη περί­πτω­ση οδη­γεί παι­διά στο μέσο και τους παρο­τρύ­νει να μιμούν­ται την αφέ­λεια και την ταπεί­νω­ση αυτών[Μάρκ.10,14–15: «φετε τ παι­δία ρχε­σθαι πρός με, κα μ κωλύ­ε­τε ατά· τν γρ τοιού­των στν βασι­λεία το Θεο. μν λέγω μν, ς ἐὰν μ δέξη­ται τν βασι­λεί­αν το Θεο ς παι­δί­ον, ο μ εσέλθ ες ατήν(:Όταν όμως το είδε αυτό ο Ιησούς, αγα­νά­κτη­σε και είπε στους μαθη­τές: ‘’Αφή­στε τα παι­διά να έρχον­ται κον­τά μου και μην τα εμπο­δί­ζε­τε˙ διό­τι η βασι­λεία του Θεού είναι γι’ αυτούς που θα γίνουν σαν αυτά και θα απο­κτή­σουν παι­δι­κή καρ­διά και διά­θε­ση. Αλη­θι­νά σας λέω˙ εκεί­νος που δεν θα δεχθεί το λόγο και το κήρυγ­μα της βασι­λεί­ας του Θεού με απλό­τη­τα, εμπι­στο­σύ­νη και ταπεί­νω­ση σαν αυτή που δεί­χνουν τα παι­διά στους γονείς και δασκά­λους τους, δεν θα μπει σε αυτήν’’)»].

Στην περί­πτω­ση, όμως, αυτήν, η προ­τρο­πή γίνε­ται με αυστη­ρό­τε­ρο τόνο, και με αντί­θε­τα παρα­δείγ­μα­τα, με τα εξής λόγια: «Οδατε τι ο ρχον­τες τν θνν κατα­κυ­ριεύ­ου­σιν ατν κα ο μεγά­λοι κατε­ξου­σιά­ζου­σιν ατν. οχ οτως σται ν μν, λλ᾿ ς ἐὰν θέλ ν μν μέγας γενέ­σθαι, σται μν διά­κο­νος(:Γνω­ρί­ζε­τε ότι οι άρχον­τες που ηγε­μο­νεύ­ουν στα έθνη συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται στους λαούς τους ως κύριοί τους, σαν να τους έχουν στα χέρια τους και σαν να είναι οι λαοί κτή­μα­τά τους˙ κι εκεί­νοι που έχουν μεγά­λο αξί­ω­μα, όπως είναι οι ανθύ­πα­τοι, τους μετα­χει­ρί­ζον­ται με μεγά­λη εξου­σία, σαν να είναι δού­λοι τους. Μετα­ξύ σας όμως δεν πρέ­πει να συμ­βαί­νει αυτό. Αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγά­λος ανά­με­σά σας, ας είναι υπη­ρέ­της σας κι ας φρον­τί­ζει με επι­μέ­λεια πώς να γίνε­ται ευερ­γε­τι­κός και εξυ­πη­ρε­τι­κός στους άλλους)»[Μάρκ.10,43], απο­δει­κνύ­ον­τας ότι είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα των ειδω­λο­λα­τρών το να επι­διώ­κουν με μανία τα πρω­τεία.

Πράγ­μα­τι, είναι τυραν­νι­κό το πάθος αυτό και συνε­χώς ενο­χλεί και τους μεγά­λους άντρες, και ακρι­βώς για τον λόγο αυτόν χρειά­ζε­ται και βαθύ­τε­ρη πλη­γή. Έτσι λοι­πόν προ­χω­ρεί σε μεγα­λύ­τε­ρο βάθος, και κατα­πρα­ΰ­νει την οργι­σμέ­νη ψυχή τους, παρα­θέ­τον­τας το παρά­δειγ­μα των εθνι­κών. Και θερα­πεύ­ει των μεν τον φθό­νο, των δε την αλα­ζο­νεία, λέγον­τάς τους σχε­δόν τα εξής: «Μην αγα­να­κτεί­τε σαν να έχε­τε υβρι­σθεί· διό­τι αυτοί που ζητούν τα πρω­τεία κατ’ αυτόν τον τρό­πο, βλά­πτουν κατε­ξο­χήν και καταν­τρο­πιά­ζουν τους εαυ­τούς τους, διό­τι τοπο­θε­τούν τους εαυ­τούς τους μετα­ξύ των τελευ­ταί­ων. Δεν είναι όμως τα δικά μας διδάγ­μα­τα όμοια με των εθνι­κών· διό­τι οι μεν άρχον­τες των εθνι­κών κατα­τυ­ραν­νούν τους λαούς τους, ενώ σύμ­φω­να με τα δικά μας διδάγ­μα­τα αυτός που είναι δού­λος των άλλων, είναι πρώ­τος σε αξία. Το ότι επί­σης αυτά δεν απο­τε­λούν απλώς λόγο, λάβε ως από­δει­ξη των λόγων μου, αυτά τα οποία κάνω και πάσχω. Αλλά εγώ έκα­να και κάτι περισ­σό­τε­ρο· διό­τι μολο­νό­τι ήμου­να βασι­λιάς των ουρα­νί­ων δυνά­με­ων, θέλη­σα να γίνω άνθρω­πος και κατα­δέ­χθη­κα να περι­φρο­νη­θώ και να υβρι­σθώ. Και ούτε και σε αυτά αρκέ­στη­κα, αλλά και έφθα­σα μέχρι και σε αυτόν τον θάνα­το».

Για τον λόγο αυτόν λέγει: «σπερ υἱὸς το νθρώ­που οκ λθε δια­κο­νηθναι, λλ δια­κονσαι κα δοναι τν ψυχν ατο λύτρον ντ πολλν(:Όπως και ο υιός του ανθρώ­που δεν ήλθε για να Τον υπη­ρε­τή­σουν, αλλά για να υπη­ρε­τή­σει και να δώσει τη ζωή του λύτρο προ­κει­μέ­νου να εξα­γο­ρα­σθούν και να ελευ­θε­ρω­θούν από την αμαρ­τία και το θάνα­το πολ­λοί)»[Ματθ.20,28]. «Δεν στα­μά­τη­σα δηλα­δή», λέγει, «μέχρι σε αυτό το σημείο, αλλά και την ψυχή μου έδω­σα ως λύτρο. Και χάριν ποιων έκα­να αυτήν τη θυσία; Προς χάριν των εχθρών. Και εσύ μεν εάν ταπει­νω­θείς, το κάνεις χάριν του εαυ­τού σου, ενώ εγώ ταπει­νώ­θη­κα προς χάριν δική σου».

Επο­μέ­νως μην φοβη­θείς με τη σκέ­ψη ότι χάνε­ται η αξιο­πρέ­πειά σου. Διό­τι όσο και αν ταπει­νω­θείς, δεν μπο­ρείς να κατέλ­θεις σε τόσο χαμη­λό σημείο, στο οποίο κατήλ­θε ο Κύριός σου. Αλλά όμως η ταπεί­νω­ση αυτή έγι­νε αιτία ανυ­ψώ­σε­ως όλων των ανθρώ­πων και συνε­τέ­λε­σε ώστε να εκλάμ­ψει η δόξα του Χρι­στού· διό­τι πριν γίνει άνθρω­πος, ήταν γνω­στός μόνο στους αγγέ­λους, όταν όμως έγι­νε άνθρω­πος και σταυ­ρώ­θη­κε, όχι μόνο δεν ελάτ­τω­σε εκεί­νη τη δόξα, αλλά και άλλη απέ­κτη­σε, από το ότι Τον γνώ­ρι­σε όλη η οικου­μέ­νη. Μη λοι­πόν φοβη­θείς, με τη σκέ­ψη ότι δήθεν χάνεις την αξιο­πρέ­πειά σου, εάν ταπει­νω­θείς· διό­τι με την ταπεί­νω­σή σου αυτήν αυξά­νε­ται η δόξα σου, με αυτήν γίνε­ται ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη. Αυτή είναι η πόρ­τα της βασι­λεί­ας των ουρα­νών. Ας μην ακο­λου­θή­σου­με λοι­πόν την αντί­θε­τη οδό, ούτε να πολε­μού­με τους εαυ­τούς μας· διό­τι εάν θελή­σου­με να φαι­νό­μα­στε μεγά­λοι, δεν θα γίνου­με μεγά­λοι, αλλά αντι­θέ­τως θα γίνου­με οι πιο ασή­μαν­τοι από όλους.

Είδες ότι σε κάθε περί­πτω­ση τούς διδά­σκει με τα αντί­θε­τα παρα­δείγ­μα­τα, δίνον­τάς τους αυτό που επι­θυ­μούν; Και αυτό προ­η­γου­μέ­νως το απο­δεί­ξα­με πολ­λές φορές, διό­τι και στην περί­πτω­ση των φιλάρ­γυ­ρων και των κενό­δο­ξων έτσι ενήρ­γη­σε. «Για­τί λοι­πόν», λέγει, «κάνεις την ελεη­μο­σύ­νη μπρο­στά στους ανθρώ­πους; Για να απο­λαύ­σεις δόξα; Μην το κάνεις λοι­πόν αυτό και οπωσ­δή­πο­τε θα απο­λαύ­σεις δόξα. Προς ποιο λοι­πόν σκο­πό θησαυ­ρί­ζεις; Για να έχεις πλού­τη; Λοι­πόν, μη θησαυ­ρί­σεις εδώ και θα γίνεις πλού­σιος εκεί. Έτσι και στην περί­πτω­ση αυτήν. Για­τί ποθείς τα πρω­τεία; Για να είσαι πριν από τους άλλους; Λοι­πόν διά­λε­ξε την τελευ­ταία θέση και τότε θα απο­λαύ­σεις τα πρω­τεία. Ώστε εάν θέλεις να γίνεις μεγά­λος, μη ζητείς να γίνεις μεγά­λος, και τότε θα γίνεις μεγά­λος. Διό­τι αυτό θα πει να είσαι μικρός».

Βλέ­πεις πώς τους απο­μά­κρυ­νε από το νόση­μα, με το ότι τους απέ­δει­ξε ότι η μεν φιλο­πρω­τία τούς οδη­γεί σε απο­τυ­χία, ενώ η ταπεί­νω­ση σε επι­τυ­χία, ώστε το ένα να το απο­φύ­γουν, ενώ το άλλο να το επι­διώ­κουν; Και τους εθνι­κούς επί­σης για τού­το τους ανέ­φε­ρε, ώστε και με το παρά­δειγ­μα αυτό να απο­δεί­ξει ότι το πράγ­μα αυτό είναι επο­νεί­δι­στο και σιχα­με­ρό. Διό­τι πρέ­πει ο μεν υπε­ρή­φα­νος να είναι ασή­μαν­τος, ενώ αντι­θέ­τως ο ταπει­νό­φρο­νας να είναι υψη­λός. Καθό­σον αυτό είναι το αλη­θι­νό και γνή­σιο ύψος, και το οποίο δεν είναι μόνο κατά λέξη, ούτε ως προς την ονο­μα­σία. Και το μεν ύψος του κόσμου είναι απο­τέ­λε­σμα ανάγ­κης και φόβου, ενώ το ύψος της ταπει­νο­φρο­σύ­νης ομοιά­ζει με το ύψος του Θεού. Ο παρό­μοιος άνθρω­πος και αν ακό­μη δεν θαυ­μά­ζε­ται από κανέ­ναν, παρα­μέ­νει υψη­λός, όπως ακρι­βώς πάλιν εκεί­νος, και αν ακό­μη υπη­ρε­τεί­ται από όλους, είναι πιο ασή­μαν­τος από όλους. Και η μεν μία τιμή είναι απο­τέ­λε­σμα ανάγ­κης, οπό­τε για τον λόγο αυτόν και χάνε­ται εύκο­λα, ενώ η άλλη πηγά­ζει από τη θέλη­ση, και για τον λόγο αυτόν παρα­μέ­νει στα­θε­ρή. Εξάλ­λου, και τους αγί­ους για τον λόγο αυτόν τους θαυ­μά­ζου­με, διό­τι, μολο­νό­τι ήσαν ανώ­τε­ροι όλων, παρά ταύ­τα ταπεί­νω­σαν τους εαυ­τούς τους περισ­σό­τε­ρο από όλους. Για τον λόγο αυτόν και μέχρι σήμε­ρα παρα­μέ­νουν υψη­λοί και ούτε ο θάνα­τός τους κατέ­στρε­ψε το ύψος εκεί­νο.

Εάν όμως θέλε­τε, ας εξε­τά­σου­με το ίδιο αυτό θέμα βάσει συλ­λο­γι­σμών. Κάποιος λέγε­ται ότι είναι υψη­λός ή όταν είναι υψη­λός ως προς το μήκος του σώμα­τός του, ή όταν συμ­βαί­νει να στέ­κε­ται σε υψη­λό μέρος. Κατά τον ίδιο συλ­λο­γι­σμό κάποιος ονο­μά­ζε­ται χαμη­λός, επί τη βάσει των αντί­θε­των γνω­ρι­σμά­των. Ας δού­με λοι­πόν ποιος είναι πραγ­μα­τι­κά ο υψη­λός, ο αλα­ζό­νας ή ο ταπει­νός, ώστε να αντι­λη­φθείς ότι τίπο­τε δεν είναι υψη­λό­τε­ρο από την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και τίπο­τε χαμη­λό­τε­ρο από την αλα­ζο­νεία. Ο μεν λοι­πόν αλα­ζό­νας επι­θυ­μεί να είναι ανώ­τε­ρος από όλους και κανέ­να δεν παρα­δέ­χε­ται ως ισά­ξιό του, και οποιασ­δή­πο­τε τιμής και αν τύχει, επι­θυ­μεί και επι­διώ­κει μεγα­λύ­τε­ρη τιμή και πιστεύ­ει ότι δεν έτυ­χε καμί­ας τιμής και περι­φρο­νεί τους ανθρώ­πους, ενώ ο ίδιος επι­θυ­μεί να τον τιμούν. Τι θα μπο­ρού­σε λοι­πόν να θεω­ρη­θεί πιο παρά­λο­γο από αυτό; Πράγ­μα­τι αυτό ομοιά­ζει με αίνιγ­μα· διό­τι εκεί­νους που δεν υπο­λο­γί­ζει καθό­λου, από αυτούς θέλει να δοξά­ζε­ται.

Είδες πώς εκεί­νος που θέλει να υψώ­νε­ται, κατα­πί­πτει και ίστα­ται χαμη­λά; Διό­τι το ότι θεω­ρεί όλους τους ανθρώ­πους ως μη έχον­τες καμία αξία, σε σύγ­κρι­ση προς τον εαυ­τό του, το δια­κη­ρύσ­σει ο ίδιος. Αυτό βέβαια είναι αλα­ζο­νεία. Για­τί λοι­πόν κατα­φεύ­γεις προς εκεί­νον που τον θεω­ρείς τελεί­ως ασή­μαν­το; Για­τί ζητείς να τιμη­θείς από εκεί­νον; Για­τί φέρ­νεις μαζί σου τόσο πλή­θος ανθρώ­πων;

Βλέ­πεις τον ταπει­νό, που στέ­κει χαμη­λά; Εμπρός λοι­πόν, ας εξε­τά­σου­με τον πνευ­μα­τι­κά υψη­λό. Αυτός γνω­ρί­ζει πόσο αξί­ζει ο άνθρω­πος και ότι ο άνθρω­πος είναι μεγά­λος, αλλά συγ­χρό­νως ότι είναι και έσχα­τος όλων, και για τον λόγο αυτόν οποια­δή­πο­τε τιμή και αν του απο­δο­θεί, τη θεω­ρεί μεγά­λη. Ώστε, αυτός ακο­λου­θεί τον εαυ­τό του και είναι υψη­λός και δεν αλλά­ζει τη γνώ­μη του. Διό­τι εκεί­νους τους θεω­ρεί μεγά­λους, θεω­ρεί και τις τιμές τους μεγά­λες, και αν ακό­μη συμ­βαί­νει να είναι μικρές, επει­δή θεω­ρεί αυτούς μεγά­λους. Ο αλα­ζό­νας όμως εκεί­νους που τον τιμούν, δεν τους υπο­λο­γί­ζει καθό­λου, ενώ τις τιμές τους τις θεω­ρεί μεγά­λες. Επί­σης ο ταπει­νός δεν κυριεύ­ε­ται από κανέ­να πάθος. Ούτε η οργή μπο­ρεί να τον ενο­χλή­σει, ούτε ο έρω­τας της δόξας, ούτε ο φθό­νος, ούτε η ζηλο­τυ­πία. Τι λοι­πόν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί υψη­λό­τε­ρο από μία τέτοια ψυχή, που είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από όλα αυτά; Ο αλα­ζό­νας, αντι­θέ­τως, εξου­σιά­ζε­ται από όλα αυτά όπως ακρι­βώς κάποιος σκώ­λη­κας που κυλιέ­ται μέσα στον βούρ­κο. Διό­τι και η ζηλο­τυ­πία και ο φθό­νος και ο θυμός ενο­χλούν συνε­χώς την ψυχή του.

Ποιος λοι­πόν είναι ο υψη­λός; Αυτός που εξου­σιά­ζει τα πάθη του ή αυτός που είναι δού­λος σε αυτά; Αυτός που τρέ­μει και τα φοβεί­ται ή αυτός που είναι ακα­τα­νί­κη­τος και με κανέ­ναν τρό­πο δεν κυριεύ­ε­ται από αυτά; Ποιο πτη­νό θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι πετά ψηλό­τε­ρα; Αυτό που βρί­σκε­ται υψη­λό­τε­ρα από τα χέρια και τα καλά­μια του κυνη­γού, ή εκεί­νο που δεν αφή­νει τον κυνη­γό ούτε καν να χρεια­στεί καλά­μια, καθό­σον πετά χαμη­λά και δεν μπο­ρεί ποτέ να πετά­ξει υψη­λά; Τέτοιος λοι­πόν είναι ο αλα­ζό­νας· καθό­σον κάθε παγί­δα τον συλ­λαμ­βά­νει εύκο­λα, επει­δή σύρε­ται στο χώμα.

Εάν όμως θέλεις εξέ­τα­σε αυτό και από το γεγο­νός του πονη­ρού εκεί­νου δαί­μο­νος. Διό­τι πράγ­μα­τι τι θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πιο ταπει­νό από τον διά­βο­λο, επει­δή κυριεύ­τη­κε από αλα­ζο­νεία; Τι αντί­στοι­χα θα μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πιο υψη­λό από τον άνθρω­πο εκεί­νον που με τη θέλη­σή του ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του; Διό­τι ο μεν διά­βο­λος σύρε­ται επά­νω στη γη και βρί­σκε­ται κάτω από την πτέρ­να μας. Διό­τι λέγει: «δο δίδω­μι μν τν ξου­σί­αν το πατεν πάνω φεων κα σκορ­πί­ων(:Σας δίνω εξου­σία να νικά­τε και να ποδο­πα­τά­τε όλα τα όργα­να του σατα­νά, που σαν φίδια και σκορ­πιοί επι­βου­λεύ­ον­ται και χύνουν το δηλη­τή­ριό τους ύπου­λα στις ψυχές των ανθρώ­πων, για να τις νεκρώ­σουν)»[Λου­κά 10,19]. Αντι­θέ­τως, ο ταπει­νός άνθρω­πος στέ­κει ψηλά με τους αγγέ­λους.

Εάν μάλι­στα θέλεις το ίδιο πράγ­μα να διδα­χθείς και από τους ανθρώ­πους, σκέ­ψου τον βάρ­βα­ρο εκεί­νον, που οδη­γεί τόσο μεγά­λη στρα­τιά και ο οποί­ος δεν γνώ­ρι­ζε ούτε αυτά ακό­μη που είναι σε όλους γνω­στά. Όπως επί παρα­δείγ­μα­τι ότι η πέτρα ήταν πέτρα και ότι τα είδω­λα ότι ήσαν είδω­λα. Για τον λόγο αυτόν και ήταν κατώ­τε­ρος από αυτά. Αντί­θε­τα, οι ευσε­βείς και πιστοί άνθρω­ποι ανε­βαί­νουν υψη­λό­τε­ρα και από τον ήλιο. Τι λοι­πόν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί υψη­λό­τε­ρο από αυτούς; Διό­τι αυτοί υπερ­βαί­νουν και αυτές τις αψί­δες του ουρα­νού και προ­σπερ­νών­τας τους αγγέ­λους στέ­κουν γύρω από τον βασι­λι­κό θρό­νο.

Αλλά για να αντι­λη­φθείς και από άλλη άπο­ψη την ευτέ­λεια των αλα­ζό­νων, σε ερω­τώ: Ποιος θα ήταν δυνα­τόν να ταπει­νω­θεί; Αυτός που βοη­θεί­ται από τον Θεό ή αυτός που πολε­μεί­ται από Αυτόν; Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι θα ταπει­νω­θεί αυτός που πολε­μεί­ται. Άκου­σε λοι­πόν τι λέγει για τον καθέ­να από αυτούς η αγία Γρα­φή: «Μεζονα δ δδωσι χριν· δι λγει· Θες περηφνοις ντιτσσε­ται, ταπει­νος δ δδωσι χριν(:Ο Θεός αντι­στρα­τεύ­ε­ται τους υπε­ρη­φά­νους, οι οποί­οι με τις ηδο­νές τους περι­φρο­νούν το θέλη­μά Του και προ­τι­μούν τον κόσμο παρά τον Θεό. Στους ταπει­νούς όμως δίνει τη χάρη Του. Αυτοί απαρ­νούν­ται τις ηδο­νές και τον κόσμο για χάρη Του)»[Ιάκ.4,6].

Αλλά θα σε ερω­τή­σω και κάτι άλλο. Ποιος είναι υψη­λό­τε­ρος; Αυτός που είναι αφιε­ρω­μέ­νος στον Θεό και προ­σφέ­ρει θυσία σε Αυτόν ή αυτός που βρί­σκε­ται πολύ μακριά της παρ­ρη­σί­ας προς Αυτόν; Αλλά θα ρωτή­σει κάποιος: «Και ποια θυσία προ­σφέ­ρει ο ταπει­νό­φρο­νας;». Άκου­σε τον Δαβίδ που λέγει: «Θυσία τ Θε πνεμα συν­τε­τριμ­μέ­νον(:Θυσία ευά­ρε­στη και ευπρόσ­δε­κτη στον Θεό είναι εκεί­νη που προ­σφέ­ρε­ται με εσω­τε­ρι­κή συν­τρι­βή και ειλι­κρι­νή μετά­νοια· ποτέ ο Θεός δε θα απορ­ρί­ψει μια καρ­διά που αισθά­νε­ται αλη­θι­νή συν­τρι­βή και ταπεί­νω­ση)»[Ψαλμ.50,19]. Είδες του ταπει­νού την καθα­ρό­τη­τα;

Πρό­σε­ξε και το ακά­θαρ­το φρό­νη­μα του υπε­ρή­φα­νου. «κάθαρ­τος παρ Θε πς ψηλο­κάρ­διος(:Ακά­θαρ­τος είναι ενώ­πιον του Κυρί­ου κάθε επηρ­μέ­νος και υπε­ρή­φα­νος)»[Παροιμ.16,5]. Εκτός από αυτά ο ταπει­νός έχει τον Θεό που ευχα­ρι­στεί­ται με αυτόν. Διό­τι λέγει: «Πάν­τα γρ τατα ποί­η­σεν χείρ μου, κα στιν μ πάν­τα τατα, λέγει Κύριος· κα π τίνα πιβλέ­ψω, λλ᾿ π τν ταπεινν κα σύχιον κα τρέ­μον­τα τος λόγους μου;(:Προς ποιον να ρίξω στορ­γι­κό και προ­στα­τευ­τι­κό το βλέμ­μα μου, παρά μόνο στον άνθρω­πο τον ταπει­νό, τον ήσυ­χο, ο οποί­ος τρέ­μει με σεβα­σμό τα λόγια μου και αγω­νί­ζε­ται να τα εφαρ­μό­ζει στη ζωή του;)»[Ησ.66,2], ενώ αυτός σύρε­ται μαζί με τον διά­βο­λο· διό­τι ο υπε­ρή­φα­νος θα πάθει αυτά που έπα­θε εκεί­νος.

Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος έλε­γε: «Μ νεφυτον, να μ τυφω­θες ες κρμα μπσ το διαβλου(:Δεν πρέ­πει ο επί­σκο­πος να είναι νεο­κα­τή­χη­τος και νεο­φυ­τευ­μέ­νος στο πνευ­μα­τι­κό αμπέ­λι του Κυρί­ου. Κι αυτό, για να μην υπε­ρη­φα­νευ­θεί και πέσει έτσι στην ίδια κατα­δί­κη που έπε­σε και ο διά­βο­λος)»[Α΄Τιμ.3,6]. Αλλά του συμ­βαί­νει και το αντί­θε­το από εκεί­νο που θέλει· διότι θέλει να είναι υπε­ρή­φα­νος, για να τιμά­ται. Αλλά αυτός είναι εκεί­νος που περι­φρο­νεί­ται περισ­σό­τε­ρο από όλους· διό­τι αυτοί κατε­ξο­χήν είναι περισ­σό­τε­ρο από όλους οι κατα­γέ­λα­στοι, οι εχθροί και αντί­πα­λοι όλων, οι νικώ­με­νοι εύκο­λα από τους εχθρούς τους, οι παρα­συ­ρό­με­νοι εύκο­λα από την οργή, οι ακά­θαρ­τοι ενώ­πιον του Θεού.

Τι λοι­πόν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει χει­ρό­τε­ρο από αυτό; Διό­τι αυτό είναι το τέλος των κακών. Τι είναι όμως γλυ­κύ­τε­ρο από τους ταπει­νούς; Και τι μακα­ριό­τε­ρο από τη στιγ­μή που τους ποθεί και τους αγα­πά ο Θεός; Οι άνθρω­ποι αυτοί και από τους συναν­θρώ­πους τους εκτι­μών­ται πάρα πολύ, και όλοι τους τιμούν ως πατέ­ρες, τους αγα­πούν ως αδελ­φούς και τους πλη­σιά­ζουν ως δικά τους πρό­σω­πα.

Ας γίνου­με λοι­πόν ταπει­νοί, για να γίνου­με υψη­λοί. Καθό­σον η υπε­ρη­φά­νεια ταπει­νώ­νει σε υπερ­βο­λι­κό βαθ­μό. Αυτή ταπεί­νω­σε τον Φαραώ. Διό­τι, λέγει η Γρα­φή, εκεί­νος ο Φαραώ είπε γεμά­τος αλα­ζο­νεία: «Τίς στιν ο εσακού­σο­μαι τς φωνς ατο, στε ξαπο­στελαι τος υος σρα­ήλ; οκ οδα τν Κύριον κα τν σραλ οκ ξαπο­στέλ­λω(:Ποιος είναι αυτός ο Κύριος και Θεός, στην εντο­λή του οποί­ου εγώ θα υπα­κού­σω, ώστε να αφή­σω ελεύ­θε­ρους τους Ισραη­λί­τες; Δεν γνω­ρί­ζω εγώ αυτόν τον Κύριο και δεν θα αφή­σω ελεύ­θε­ρους τους Ισραη­λί­τες να ανα­χω­ρή­σουν)»[Έξ.5,2], και έγι­νε έτσι κατώ­τε­ρος από τις μύγες, τους βατρά­χους και την κάμ­πια και στη συνέ­χεια κατα­πον­τί­στη­κε μαζί με τα όπλα του και τα άλο­γά του.

Τελεί­ως το αντί­θε­το όμως συνέ­βη με τον Αβρα­άμ, που είπε: «Νν ρξά­μην λαλσαι πρς τν Κύριόν μου, γ δέ εμι γ κα σπο­δός(:Έχω ήδη αρχί­σει να ομι­λώ προς τον Κύριο, αν και εγώ είμαι χώμα και στά­χτη)»[Γέν.18,27], και κατα­νί­κη­σε άπει­ρους βαρ­βά­ρους και μολο­νό­τι βρέ­θη­κε ανά­με­σα στους Αιγύ­πτιους επέ­στρε­ψε φέρ­νον­τας λαμ­πρό­τε­ρο τρό­παιο από το προ­η­γού­με­νο, και ακο­λου­θών­τας αυτήν την αρε­τή γινό­ταν διαρ­κώς και υψη­λό­τε­ρος. Για τον λόγο αυτόν εγκω­μιά­ζε­ται σε κάθε περί­πτω­ση, για τον λόγο αυτόν στε­φα­νώ­νε­ται και επαι­νεί­ται, ενώ ο Φαραώ έγι­νε και χώμα και στά­χτη και οτι­δή­πο­τε άλλο υπάρ­χει ευτε­λέ­στε­ρο από αυτά.

Διό­τι τίπο­τε δεν απο­στρέ­φε­ται τόσο ο Θεός, όσο την υπε­ρη­φά­νεια. Για τον λόγο αυτόν ευθύς εξαρ­χής έκα­νε τα πάν­τα, για να εξα­φα­νί­σει αυτό το πάθος. Εξαι­τί­ας της γίνα­με θνη­τοί και μας συνο­δεύ­ουν διαρ­κώς η λύπη και οι οδυρ­μοί. Για τον λόγο αυτόν ζού­με μέσα στον πόνο, τους ιδρώ­τες και με διαρ­κή και κατα­πιε­στι­κή εργα­σία. Καθό­σον η αλα­ζο­νεία οδή­γη­σε τον πρώ­το άνθρω­πο στην αμαρ­τία, επει­δή ήλπι­σε να γίνει ίσος με τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν ούτε και εκεί­να που είχε δια­τή­ρη­σε, αλλά εξέ­πε­σε και από αυτά. Τόσο μεγά­λο κακό είναι η αλα­ζο­νεία· διό­τι όχι μόνο δεν προ­σθέ­τει κανέ­να κατόρ­θω­μα στη ζωή μας, αλλά εξα­φα­νί­ζει και τα όσα έχου­με. Όπως ακρι­βώς πάλι η ταπει­νο­φρο­σύ­νη όχι μόνο δεν κατα­στρέ­φει κανέ­να από αυτά που έχου­με, αλλά προ­σθέ­τει και αυτά που δεν έχου­με.

Την ταπει­νο­φρο­σύ­νη λοι­πόν ας ποθή­σου­με, αυτήν ας επι­διώ­ξου­με, ώστε και την επί­γεια τιμή να απο­λαύ­σου­με και να επι­τύ­χου­με τη μέλ­λου­σα δόξα, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου ημών Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο ανή­κει στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως και στο άγιο Πνεύ­μα δόξα και δύνα­μη, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΞΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1990, τόμος 11Α, σελί­δες 275–305.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 68, σελ. 15–34.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ουμε θέμα:

«Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 27–3‑1988]

(Β193)

Το τέλος, αγα­πη­τοί μου, της επι­γεί­ου ζωής και δρά­σε­ως του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού είναι κον­τά. Ήδη οι εχθροί Του έχουν δεί­ξει φανε­ρά πια τις δια­θέ­σεις τους τις φονι­κές. Και ο Κύριος γνω­ρί­ζει πλέ­ον ποια είναι η πορεία. Εξάλ­λου γι’ αυτήν την πορεία ήλθε εις τον κόσμον αυτόν. Την πορεί­αν της θυσί­ας.

Ο Κύριος όμως, λίγο πριν το πάθος Του, που το γνω­ρί­ζει πολύ καλά, απο­κα­λύ­πτει τα πάν­τα εις τους μαθη­τάς Του, το τι επρό­κει­το να συμ­βεί. Δηλα­δή προ­φη­τεύ­ει το άμε­σο μέλ­λον, που αφο­ρά στο πρό­σω­πό Του. Ας δού­με όμως το ιερόν κεί­με­νο στην από­δο­σή του· σε μία του από­δο­ση: «Ανη­φό­ρι­ζαν προς τα Ιερο­σό­λυ­μα και ο Ιησούς προ­χω­ρού­σε μπρο­στά από τους μαθη­τάς Του, που ήσαν γεμά­τοι από δέος. Τον ακο­λου­θού­σαν, αλλά είχαν φόβο, τόσο δια τον Ιησούν, όσο και δια τον εαυ­τόν τους, το τι τους περί­με­νε στην πόλη. Τότε, εκά­λε­σε κον­τά Του τους δώδε­κα και άρχι­σε να τους λέγει για όσα επρό­κει­το να τους συμ­βούν. ‘’Δηλα­δή, να, τους έλε­γε, ανα­βαί­νου­με στα Ιερο­σό­λυ­μα και ο Υιός του ανθρώ­που, δηλα­δή Εγώ ο Μεσ­σί­ας, θα παρα­δο­θεί στους αρχιε­ρείς και στους γραμ­μα­τείς, που θα Τον κατα­δι­κά­σουν σε θάνα­τον και θα Τον παρα­δώ­σουν στους ειδω­λο­λά­τρας. Θα Τον περι­γε­λά­σουν, θα Τον μαστι­γώ­σουν, θα Τον φτύ­σουν και θα Τον θανα­τώ­σουν. Ύστε­ρα όμως από τρεις ημέ­ρες, θα ανα­στη­θεί’’».

Τίθε­ται όμως εύλο­γο το ερώ­τη­μα: Για­τί ο Κύριος απο­κα­λύ­πτει αυτό το άμε­σο μέλ­λον; Τόσο άμε­σο, που ήταν θέμα ημε­ρών· διό­τι ήτο η τρί­τη πρόρ­ρη­σις του Κυρί­ου αυτή. Είχαν προ­η­γη­θεί άλλες δύο προρ­ρή­σεις του Κυρί­ου, προ­φη­τεί­ες, για το ίδιο θέμα. Αυτή λοι­πόν είναι η τρί­τη πρόρ­ρη­σις. Και είναι επί θύραις του μαρ­τυ­ρί­ου Του. Για­τί λοι­πόν ο Κύριος απο­κα­λύ­πτει αυτό το άμε­σο μέλ­λον; Δεν θα εθο­ρυ­βούν­το οι μαθη­ταί ακού­γον­τάς το εκ των προ­τέ­ρων; Δηλα­δή τι σκο­πό θα μπο­ρού­σε να εξυ­πη­ρε­τή­σει μία τέτοια προ­φη­τεία; Κι αν ακό­μη αν θέλε­τε, και ποια είναι η αξία μιας τέτοιας προ­φη­τεί­ας; Αυτό το θέμα θα δού­με, αγα­πη­τοί μου.

Καταρ­χάς να δού­με ποιο είναι το πρό­σω­πον που προ­φη­τεύ­ει. Εν προ­κει­μέ­νω, είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Ο Ιησούς προ­ε­φη­τεύ­θη από όλους τους προ­φή­τας της Παλαιάς Δια­θή­κης. Οι προ­φη­τεί­ες όλων των προ­φη­τών συγ­κλί­νουν μόνον σε ένα πρό­σω­πον. Το πρό­σω­πον το δικό Του. Όταν ο Κύριος προ­φη­τεύ­ει, ουσια­στι­κά, ανα­γνω­ρί­ζει σε όλους τους παλαιούς προ­φή­τας, τους επι­κυ­ρώ­νει, τους επα­λη­θεύ­ει, τους ανα­νε­ώ­νει ό,τι εκεί­νοι είπαν, με τη βασι­κή όμως θέση ότι αυτό το πρό­σω­πο, είναι το πρό­σω­πο το δικό Του. Εκεί­νοι ωμί­λουν και έλε­γαν για ένα πρό­σω­πο. Ο Κύριος τούς επι­κυ­ρώ­νει, όπως σας είπα, λέγον­τας τώρα ότι «το πρό­σω­πον αυτό είμαι Εγώ». Συνε­πώς είναι προ­φή­της, όπως και ο Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής είναι προ­φή­της και μάλι­στα ο μέγι­στος των προ­φη­τών. Ξέρε­τε, δεν έγρα­ψε τίπο­τα ο άγιος Ιωάν­νης ο Βαπτι­στής. Μόνο μία κίνη­ση έκα­νε. Εμαρ­τύ­ρη­σε περί του Ιησού. «Είναι Αυτός». Διό­τι, μετα­ξύ του να πεις για κάποιο πρό­σω­πο και να δεί­ξεις αυτό το πρό­σω­πο, υπάρ­χει πάρα πολύ μεγά­λη δια­φο­ρά. Και το να δεί­ξεις το πρό­σω­πο, αν δεν είσαι αλη­θι­νός προ­φή­της, δεν μπο­ρείς ποτέ αυτό να το κάνεις. Έτσι, ο Ιωάν­νης είναι ο μεί­ζων των προ­φη­τών, σε αυτό το σημείο. Και ο Κύριος ταυ­τί­ζει τώρα το πρό­σω­πο του Μεσ­σί­ου των προ­φη­τών, με το πρό­σω­πό Του: «γώ εμί». Είμαι Εγώ.

Ας θυμη­θού­με τον προ­φή­τη Ησα­ΐα, με πόση παρα­στα­τι­κό­τη­τα περι­γρά­φει το πάθος του Μεσ­σί­ου στο 53 του κεφά­λαιον. Όταν τώρα ο Κύριος προ­φη­τεύ­ει το ίδιο Του το πάθος — θα δού­με εκεί με πόση ζωη­ρό­τη­τα το προ­φη­τεύ­ει ο Ησα­ΐ­ας- ο Κύριος, θα έλε­γα με λιγό­τε­ρη ζωη­ρό­τη­τα και τρα­γι­κό­τη­τα, ταυ­τί­ζει όμως το προ­φη­τι­κό πρό­σω­πο του Ησα­ΐ­ου, θα επα­να­λά­βω, με το δικό Του. Για να κατο­χυ­ρώ­σει πρώ­τα-πρώ­τα την αλή­θεια που προ­φη­τεύ­ει ο Ιησούς, τι πρό­κει­ται τώρα να Του συμ­βεί στα Ιερο­σό­λυ­μα. Μην ξεχνά­με ακό­μα ότι το θεμε­λιω­δέ­στε­ρο στοι­χείο της αλη­θεί­ας της Αγί­ας Γρα­φής, είναι η προ­φη­τεία. Θα ήθε­λα να σας έλε­γα ότι δεν είναι το θαύ­μα. Το θαύ­μα μπο­ρεί για μια στιγ­μή να στα­θεί και ψεύ­τι­κο. Και το επι­τε­λεί επι­τέ­λους και ο σατα­νάς το θαύ­μα. Έστω και ψεύ­τι­κα. Έστω και κατ’ επί­φα­σιν. Ο σατα­νάς όμως δεν γνω­ρί­ζει το μέλ­λον. Και συνε­πώς ο σατα­νάς δεν μπο­ρεί ποτέ να εκφέ­ρει προ­φη­τεία. Και την προ­φη­τεία ακό­μη, αν θέλε­τε, ο σατα­νάς δεν μπο­ρεί ούτε καν ‑την υπάρ­χου­σα προ­φη­τεία- ούτε καν να την ερμη­νεύ­σει σωστά, διό­τι απαι­τεί­ται η παρου­σία του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Αλλά ο σατα­νάς δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Και συνε­πώς ούτε την ερμη­νεία μπο­ρεί να κάνει.

Λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος ότι καμία προ­φη­τεία δεν λύθη­κε, δηλα­δή δεν ερμη­νεύ­τη­κε, παρά μόνον άνδρες που έφε­ραν το Πνεύ­μα το Άγιον. Έτσι, για να γρά­ψεις προ­φη­τεία, πρέ­πει να σου βάλει στο στό­μα την προ­φη­τεία το Πνεύ­μα το Άγιον. Για να λύσεις προ­φη­τεία, δηλα­δή να ερμη­νεύ­σεις προ­φη­τεία, πρέ­πει πάλι το Πνεύ­μα το Άγιον να σου βάλει την λύσιν, την ερμη­νεί­αν της προ­φη­τεί­ας εις το στό­μα σου το Πνεύ­μα το Άγιον. Θα επα­να­λά­βω λοι­πόν, ο σατα­νάς δεν έχει το Πνεύ­μα το Άγιον. Θαύ­μα­τα κάνει. Προ­φη­τεία δεν μπο­ρεί να κάνει. Γι΄αυτό, η σιγου­ριά της πίστε­ως της αλη­θεί­ας του λόγου του Θεού και του προ­σώ­που του Ιησού Χρι­στού, δεν βρί­σκε­ται εις το θαύ­μα ή εις τα θαύ­μα­τα. Αυτά συμ­πλη­ρώ­νουν, αλλά δεν είναι το κύριον σημεί­ον. Το κύριον σημεί­ον είναι η προ­φη­τεία. Το λέγω για­τί μέσ’ την Ιστο­ρία πολ­λοί πολ­λά θαύ­μα­τα έκα­ναν. Βέβαια, δαι­μο­νι­κά ενερ­γού­με­νοι. Ο Απολ­λώ­νιος ο Τυα­νεύς επί παρα­δείγ­μα­τι, μάγος ήταν, στην αρχαιό­τη­τα. Μπο­ρού­σε να βλέ­πει μακριά, να κάνει θαύ­μα­τα κατα­πλη­κτι­κά. Αλλά προ­φη­τεία δεν έκα­νε ποτέ κανέ­νας. Και μάλι­στα προ­φη­τεία που να είναι 500 χρό­νια πριν, 1000, 2000 χρό­νια ή, αν θέλε­τε, προ­φη­τεία από την επο­χή του Αδάμ και της Εύας. Κανείς, μα κανείς!

Έτσι, θα λέγα­με, όλες οι προ­φη­τεί­ες της Παλαιάς Δια­θή­κης, ενώ ήταν στην διά­θε­σή του ‑τίνος στην διά­θε­ση; Του σατανά‑, όμως ήταν σφρα­γι­σμέ­νες. Δεν μπο­ρού­σε να τις ερμη­νεύ­σει ο διά­βο­λος. Δεν μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει. Διά­βα­ζε. Μάλι­στα, την ξέρει απέ­ξω και ανα­κα­τω­τά τη Γρα­φή. Όπως την ξέρουν και οι αιρε­τι­κοί. Άμα δεν έχεις το Πνεύ­μα του Θεού, δεν κατα­λα­βαί­νεις τίπο­τα. Όχι το γράμ­μα. Το Πνεύ­μα. Και για να κατα­λά­βεις το πνεύ­μα του Ευαγ­γε­λί­ου, πρέ­πει να έχεις το πνεύ­μα το Άγιον. Έτσι, δεν έγρα­φαν οι προ­φη­τεί­ες ποιος είναι ο Ιησούς; Δεν άκου­σε ο διά­βο­λος: «Συ είσαι ο Υιός μου ο αγα­πη­τός, εις τον Οποί­ον Εγώ έχω ευδο­κή­σει», κατά την Βάπτι­σιν; Τ’ άκου­σε όλα ο διά­βο­λος. Εξάλ­λου, βάσει αυτού του τελευ­ταί­ου δεν ήρθε να πει­ρά­ξει τον Κύριον; «Εάν είσαι Υιός του Θεού- του λέγει εκεί στην έρη­μο- πες οι πέτρες να γίνουν ψωμιά» με τον τρι­πλόν εκεί­νον πει­ρα­σμόν. Τελι­κά αμφι­βάλ­λει ο διά­βο­λος ποιος είναι ο Ιησούς. Για­τί; Διό­τι… θα το πω άλλη μία φορά, δεν είχε το Πνεύ­μα το Άγιον. Και τότε εσταύ­ρω­σε τον Κύριον. Δηλα­δή ο διά­βο­λος εσταύ­ρω­σε τον Κύριον. Ναι. Διό­τι όργα­νά του στά­θη­καν οι άρχον­τες του λαού. Και στά­θη­καν όργα­να του σατα­νά, επει­δή του έμοια­ζαν, είχαν φθό­νο. Και ο διά­βο­λος έχει φθό­νο και τους χρη­σι­μο­ποί­η­σε σαν όργα­νά του.

Έτσι βλέ­πει κανέ­νας, αγα­πη­τοί, ότι τελι­κά η προ­φη­τεία δεν μπο­ρεί να γίνει κατα­νο­η­τή, έξω από τον χώρον του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Μόνον όταν ο διά­βο­λος έλα­βε πεί­ραν από την κάθο­δο του Χρι­στού στον Άδη. Τότε αντε­λή­φθη με Ποιον είχε να κάνει. Αλλά γι’ αυτόν ήταν πια πολύ αργά. Ήδη είχε κατα­βλη­θεί. Τον είχε ήδη νική­σει ο Κύριος.

Ποί­οι όμως είναι οι απο­δέ­κται μιας προ­φη­τεί­ας; Τότε, στην Παλαιά Δια­θή­κη, ήταν όλος ο λαός του Θεού. Τώρα είναι οι Από­στο­λοι και η Εκκλη­σία. Μόνο μεσ’ την Εκκλη­σία υπάρ­χει η γνή­σια προ­φη­τεία. Αν υπάρ­χουν εκτός της Εκκλη­σί­ας άνθρω­ποι που προ­φη­τεύ­ουν και… ‑προ­σέξ­τε- βγαί­νει η προ­φη­τεία τους, είναι εκτός Εκκλη­σί­ας. Είναι γνω­στό, όπως ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη, ότι το επι­τρέ­πει αυτό ο Θεός, ώστε εκεί­νοι που θα πιστέ­ψουν σε αυτούς να απο­κτή­σουν το πνεύ­μα της πλά­νης. Είναι η τιμω­ρία τους. Κι αυτό είναι το φοβε­ρό. Αν θα πας να σου πει η χαρ­το­ρί­χτρα, η καφε­τζού ή το μέν­τιουμ το μέλ­λον σου, που δύνα­ται να θεω­ρη­θεί για μία στιγ­μή ότι είναι μία προ­φη­τεία, αν θα βγει…, ξέρε­τε, δεν ξέρει τίπο­τε ο διά­βο­λος, ε; Αν θα βγει, το επι­τρέ­πει ο Θεός. Κι όταν εσύ λες: «Μα εμέ­να μου βγή­κε», ναι, σημαί­νει… ω αλί­μο­νό σου, επέ­τρε­ψε ο Θεός να έρθει επά­νω σου το πνεύ­μα της πλά­νης. Και είναι φοβε­ρό. Είναι, θα έλε­γα, η έσχα­τη τιμω­ρία που μπο­ρεί να δώσει ο Θεός εις τον υπε­ρή­φα­νον άνθρω­πον.

Πάν­τως οι άπι­στοι δεν μπο­ρούν να δεχθούν την προ­φη­τεία. Διό­τι, θα επα­να­λά­βω, δεν έχουν το Πνεύ­μα το Άγιον και την απω­θούν. Και δεν την κατα­λα­βαί­νουν και την απω­θούν. Γι΄αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος: « δ προ­φη­τεία ο τος πίστοις, λλ τος πιστεύ­ου­σιν σημεον στίν», Α΄Κορ. 14,22. «Η δε προ­φη­τεία», λέγει, «δεν είναι για τους απί­στους αλλά είναι για εκεί­νους που πιστεύ­ουν σημά­δι, θαύ­μα, σημεί­ον». Για ποιους; Για κεί­νους που πιστεύ­ουν. Έτσι, προ­η­γεί­ται η πίστις της Εκκλη­σί­ας και ακο­λου­θεί η προ­φη­τεία, πάν­το­τε μέσα εις την Εκκλη­σί­αν. Πιστεύ­εις στον Χρι­στό, μετά βλέ­πεις πόσο φοβε­ρά πει­στι­κή είναι η προ­φη­τεία που αφο­ρά στο πρό­σω­πο το Θεαν­θρώ­πι­νο του Χρι­στού. Αλλά πρώ­τα θα πιστέ­ψεις. Και μετά θα δεις δια της προ­φη­τεί­ας Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός. Έτσι έχου­με, αγα­πη­τοί μου, πάν­το­τε μέσα εις την Εκκλη­σί­αν, για τους άλλους απέ­ξω δεν έχει καμία σημα­σία, έτσι έχου­με τις χρι­στο­λο­γι­κές προ­φη­τεί­ες, δηλα­δή εκεί­νες που αφο­ρούν στο πρό­σω­πο του Χρι­στού, που κυριο­λε­κτι­κά στη­ρί­ζουν στην πίστη. Αν πίστε­ψες, αδελ­φέ μου, στον Χρι­στό και τώρα ασχο­λη­θείς με τις προ­φη­τεί­ες, ειλι­κρι­νά θα απο­κτή­σεις την πιο σίγου­ρη πίστη για το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Χρι­στού. Ο δε σκο­πός αυτής της χρι­στο­λο­γι­κής προ­φη­τεί­ας είναι να κατο­χυ­ρω­θεί πάν­το­τε και μεσ’ την Εκκλη­σία και στον κάθε πιστό η ταυ­τό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού. Γι’ αυτόν τον λόγο γρά­φουν οι ιεροί Ευαγ­γε­λι­σταί, παίρ­νουν, χρη­σι­μο­ποιούν από την Παλαιά Δια­θή­κη προ­φη­τεί­ες, γι΄αυτό τον σκο­πό επι­σφρα­γί­ζουν την ταυ­τό­τη­τα του Ιησού Χρι­στού.

Υπάρ­χει όμως και η προ­φη­τεία που ανα­φέ­ρε­ται στην Εκκλη­σία. Εκτός από τις χρι­στο­λο­γι­κές προ­φη­τεί­ες. Λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος: «Τίνος νεκεν προ­λέ­γει τά μέλ­λον­τα ατ συμ­βαί­νειν;(Για ποιο λόγο λέγει ο Κύριος ανα­φέ­ρει στους μαθη­τάς Του εκεί­να που θα Του συμ­βούν;) Διά τό προ­ο­μα­λεσαι τν μαθητν τήν διά­νοιαν(να την προ­λειά­νει τη διά­νοιά τους)ὡσάν κού­σαν­τες εφορώ­τε­ρον νέγ­κω­σι καί μή τ θρό κατα­πλαγσι(ώστε επει­δή θα έχουν προ­α­κού­σει, να μπο­ρούν να φέρουν καλύ­τε­ρα, ώστε να μην μεί­νουν έκπλη­κτοι από το ξαφ­νι­κόν, από το αθρό­ον, από το ξαφ­νι­κόν)».

Ώστε η προ­φη­τεία που αφο­ρά στην Εκκλη­σία, προ­ε­τοι­μά­ζει τον κάθε πιστό, μα και την Εκκλη­σία, με μία προ­ε­τοι­μα­σία ψυχο­λο­γι­κή. Κατά το «τοι­μά­σθην κα οκ ταρά­χθην». Ετοι­μά­στη­κα, γι΄αυτό και δεν ταρά­χτη­κα.

Ακό­μη, ετοι­μά­ζει η προ­φη­τεία ένα ενδε­χό­με­νο μαρ­τύ­ριον. Ώστε να γνω­ρί­ζει η Εκκλη­σία και ο πιστός πού ανή­κει. Για να φανεί συνε­πής στο βάπτι­σμά του. Μην πει: «Μα δεν ήξε­ρα». Ακό­μα, τον προ­ε­τοι­μά­ζει η προ­φη­τεία για την εμφά­νι­ση ημε­ρών πνευ­μα­τι­κής παρα­κμής. Ώστε να μεί­νει όρθιος και να μην παρα­συρ­θεί. Να μην πει: «Όλοι έτσι κάνουν». Όχι. Ειδο­ποιεί το Πνεύ­μα το Άγιον. Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος στον Τιμό­θεο: «Τοτο δ γίνω­σκε(οφεί­λεις να το γνω­ρί­ζεις), τι ν σχά­ταις μέραις νστή­σον­ται (θα στα­θούν) και­ρο χαλε­ποί (δύσκο­λοι και­ροί)· σον­ται γρ ο νθρω­ποι (Για­τί οι άνθρω­ποι θα είναι) φίλαυ­τοι, φιλάρ­γυ­ροι, λαζό­νες, περή­φα­νοι, βλά­σφη­μοι, γονεσιν πει­θες(Πάρ­τε το θέμα των παι­διών που αντι­δρούν και αφή­νουν τα σπί­τια τους…), χάρι­στοι(όσα θέλεις λεφτά δώσε στους ανθρώ­πους, θέλουν κι άλλα… Έχει μπει το μικρό­βιο της αχα­ρι­στί­ας. Κανείς δεν φτά­νει να πει: ‘’Φτά­νει, είμαι ευχα­ρι­στη­μέ­νος’’. Φοβε­ρό!), νόσιοι, στορ­γοι, σπον­δοι, διά­βο­λοι, κρα­τες, νήμε­ροι, φιλά­γα­θοι, προ­δό­ται, προ­πε­τες, τετυ­φω­μέ­νοι, φιλή­δο­νοι μλλον φιλό­θε­οι (χαρα­κτη­ρι­στι­κό του 20ού αιώ­νος είναι η φιλη­δο­νία. Είναι το σήμα κατα­τε­θέν της), χον­τες μόρ­φω­σιν εσεβεί­ας, τν δ δύνα­μιν ατς ρνη­μέ­νοι(έχουν βέβαια ένα σχή­μα ευσε­βεί­ας. Δηλα­δή πρό­κει­ται περί Χρι­στια­νών. Όχι περί ανθρώ­πων μη χρι­στια­νών. Αλλά την δύνα­μιν της πίστε­ως, την δύνα­μιν της πνευ­μα­τι­κής ζωής δεν την έχουν)».

Ακό­μη προ­ε­τοι­μά­ζει η προ­φη­τεία για την εμφά­νι­σιν αιρε­τι­κών και αιρέ­σε­ων εις τον γύρω χώρον. Λέει στους πρε­σβυ­τέ­ρους της Μιλή­του ο Από­στο­λος Παύ­λος: «γ γρ οδα τοτο(Αυτό ξέρω και αυτό σας λέγω. Προ­φη­τεία), τι εσελεύ­σον­ται μετ τν φιξίν μου λύκοι βαρες ες μς( οι λύκοι βαρες είναι οι αιρε­τι­κοί) μ φει­δό­με­νοι το ποι­μνί­ου κα ξ μν ατν ναστή­σον­ται νδρες λαλοντες διε­στραμ­μέ­να(και από σας τους ίδιους, τους χρι­στια­νούς δηλα­δή, θα σηκω­θούν άνθρω­ποι, άνδρες που μιλά­νε διε­στραμ­μέ­να. Δηλα­δή έξω απ΄ την αλή­θεια του Ευαγ­γε­λί­ου) το ποσπν τος μαθητς πίσω ατν. δι γρη­γο­ρετε(ώστε να απο­κτούν μαθη­τάς, να τους απο­σπούν από τον Χρι­στόν και να τους κάνουν δικούς των. Μένε­τε ξυπνη­τοί)». Ώστε λοι­πόν ο σκο­πός της προ­φη­τεί­ας, να μένω ξυπνη­τός, να ξέρω τι θα γίνει. Να μην κατα­λη­φθώ, σας είπα, από έναν αιφ­νι­δια­σμόν.

Προ­φη­τεύ­ει ακό­μα η Εκκλη­σία και τον Αντί­χρι­στο. Και οι Πατέ­ρες μάλι­στα ανα­λύ­ουν το θέμα για να βοη­θή­σουν τους πιστούς. Ο σκο­πός όμως της προ­φη­τεί­ας του Αντι­χρί­στου δεν είναι να τρο­μά­ξουν ή να θορυ­βη­θούν οι πιστοί. Το υπο­γραμ­μί­ζω αυτό. Αλλά να οπλι­στούν και να ανα­μέ­νουν όχι παθη­τι­κά, αλλά ενερ­γη­τι­κά. Είδα­τε τελευ­ταία πόσος θόρυ­βος έγι­νε γύρω από το θέμα αυτό. Έφθα­σαν να λένε γονείς σε εκπαι­δευ­τι­κούς, σε ιερείς: «Μα τα παι­διά μας, οι άνθρω­ποί μας, δεν μπο­ρούν να κοι­μη­θούν το βρά­δυ». Για­τί; Θα το δού­με παρα­κά­τω. Θέλει λοι­πόν μία χαρού­με­νη, θα λέγα­με, αγω­νι­στι­κό­τη­τα. «Έλα. Σε περι­μέ­νου­με. Θα αγω­νι­στού­με». Ό,τι δηλα­δή έκα­ναν οι 300 του Λεω­νί­δα, ανα­μέ­νον­τας τους Πέρ­σες στα στε­νά των Θερ­μο­πυ­λών. Όταν οι Πέρ­σες έστει­λαν κάποιους κατα­σκό­πους των να δουν τι κάνουν οι 300, γύρι­σαν και είπαν ότι «χτε­νί­ζον­ται, χορεύ­ουν και ασκούν­ται!». Δηλα­δή μία χαρού­με­νη αντι­με­τώ­πι­σις, μία χαρού­με­νη αγω­νι­στι­κό­της. Έτσι ήσαν, αγα­πη­τοί μου, και οι μάρ­τυ­ρες της Εκκλη­σί­ας μας· χαρού­με­νοι. Δεν κλαί­γαν όταν πήγαι­ναν στο μαρ­τύ­ριο. Είχαν χαρά. Για­τί λοι­πόν πρέ­πει να θορυ­βη­θού­με όταν ακού­σου­με την προ­φη­τεία του Αντι­χρί­στου; Μήπως κάτι λεί­πει; Ναι. Μήπως δεν έχου­με το Πνεύ­μα του Θεού; Φοβά­μαι…

Προ­ε­τοι­μά­ζει με όλα αυτά την ενα­τέ­νι­σιν των εσχά­των. «Ο χομεν δε μένου­σαν πόλιν, λλ τν μέλ­λου­σαν πιζη­τομεν». Ακό­μα, αυτοί οι πει­ρα­σμοί της Εκκλη­σί­ας, δεν είναι ατε­λεί­ω­τοι. «ρχο­μέ­νων δ τού­των γίνε­σθαι (Λέει ο Κύριος, όταν αρχί­σουν οι πει­ρα­σμοί, οι μεγά­λοι πει­ρα­σμοί) νακύ­ψα­τε κα πάρα­τε τς κεφαλς μν(κοι­τάξ­τε επά­νω, στον ουρα­νό), διό­τι γγί­ζει πολύ­τρω­σις μν(για­τί πλη­σιά­ζει η απο­λύ­τρω­σή σας)». Έτσι, υπάρ­χει η χαρά ότι όλοι οι πει­ρα­σμοί θα περά­σουν και θα βρε­θού­με στη Βασι­λεία του Θεού.

Έχου­με και προ­φη­τεί­ες, αγα­πη­τοί μου, που αφο­ρούν σε εντε­λώς συγ­κε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα ή σε τοπι­κές Εκκλη­σί­ες, όπως προ­φη­τεύ­ει για τον Από­στο­λο Παύ­λο ο Κύριος, το Πνεύ­μα το Άγιον για τον Από­στο­λο Πέτρο, για τις επτά Μικρα­σια­τι­κές Εκκλη­σί­ες κ.ο.κ. Έχο­με όμως και προ­φη­τεί­ες που δεν ανα­φέ­ρον­ται μόνον στο μέλ­λον. Αλλά και εις το παρόν και εις το παρελ­θόν. Προ­σέξ­τε αυτό το σημείο. Στην Απο­κά­λυ­ψη λέει ο Κύριος στον Ιωάν­νη: «Γρά­ψον ον εδες (εκεί­να τα οποία είδες), κα εσι(εκεί­να που υπάρ­χουν) κα μέλ­λει γίνε­σθαι μετ τατα(και εκεί­να που πρό­κει­ται να γίνουν μετά ταύ­τα)». Δηλα­δή τα παρόν­τα και τα μέλ­λον­τα. Η προ­φη­τεία του παρόν­τος είναι η απο­κά­λυ­ψις, ό,τι αφο­ρά στο παρόν που είναι κρυμ­μέ­νο. Κι αυτό το βλέ­πο­με στη ζωή των αγί­ων, σε πλεί­στες όσες περι­πτώ­σεις. Να προ­φη­τεύ­ουν το παρόν οι άγιοι.

Αλλά υπάρ­χει όμως και η προ­φη­τεία του παρελ­θόν­τος, αγα­πη­τοί μου. Αυτό προ­σέ­ξα­τε λιγά­κι. Δυνά­μει αυτής της προ­φη­τεί­ας του παρελ­θόν­τος έγρα­ψε ο προ­φή­της Μωυ­σής τη δημιουρ­γία του κόσμου και τη δημιουρ­γία του ανθρώ­που. Όπως λέγει ένας πατήρ της Εκκλη­σί­ας μας: «Τό προ­φη­τι­κόν παν εδος τριχ τέμνε­ται· ες τε τό μέλ­λον, τό νεστώς καί τό παρε­λη­λυ­θός». Η προ­φη­τεία ανα­φέ­ρε­ται σε κάτι που ανή­κει στο μέλ­λον, στο παρόν και στο παρελ­θόν. Πού είναι η αξία του πράγ­μα­τος; Ότι πάν­τα για τους πιστούς είναι η γνώ­σις του παρελ­θόν­τος ορθή και σωστή· που δεν επι­τρέ­πει να παρα­συρ­θεί ο πιστός από θεω­ρί­ες που υπάρ­χουν στην κάθε επο­χή, που καθο­ρί­ζουν το παρελ­θόν. Έτσι έχου­με την θεω­ρία περί της αιω­νιό­τη­τος της ύλης. Υλι­σμός δηλα­δή. Έχο­με περί της αυτο­μά­του γενέ­σε­ως της ζωής. «Η ζωή, λέει, μόνη της έγι­νε»… Έχο­με τη θεω­ρία του Δαρ­βί­νου, την κατα­γω­γή των ειδών. Ο πιστός θα πει: «Έχω προ­φη­τεία. Και η προ­φη­τεία μού λέγει ο Θεός έκα­νε τον κόσμον και τον άνθρω­πον». Να η αξία. Βλέ­πε­τε ποια είναι η αξία της προ­φη­τεί­ας μέσα στην Εκκλη­σία;

Αγα­πη­τοί μου, η αξία της προ­φη­τεί­ας διά την Εκκλη­σία είναι πολύ μεγά­λη. Αλλά και στις ημέ­ρες μας υπάρ­χει το προ­φη­τι­κόν χάρι­σμα· που ποτέ δεν θα λεί­ψει, μέχρι τέλους της Ιστο­ρί­ας. Μόνο προ­σο­χή σε μερι­κούς που έχουν υπε­ρή­φα­νη ψυχή, πυρή­να περί­ερ­γον της ψυχής, που είναι σφε­τε­ρι­σταί των χαρι­σμά­των του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και δήθεν προ­φη­τεύ­ουν, για να προ­σπο­ρί­ζουν δόξαν στον εαυ­τό τους. Αυτοί δεν είναι λίγοι, σε κάθε επο­χή. Και φαί­νε­ται στην επο­χή μας είναι αρκε­τοί. Πολ­λή προ­σο­χή. «Αλί­μο­νο σε εκεί­νον», λέγει η Παλαιά Δια­θή­κη, «που προ­φη­τεύ­ει, χωρίς να του βάλει ο Θεός την προ­φη­τεία στο στό­μα. Αυτός είναι ένας ψευ­δο­προ­φή­της». Το γνή­σιον προ­φη­τι­κόν χάρι­σμα διαρ­κώς δια­μαρ­τύ­ρε­ται ότι έρχον­ται ημέ­ρες μέσα εις την Εκκλη­σία, ότι έρχον­ται ημέ­ρες δύσκο­λες διά την Εκκλη­σί­αν. Και πρέ­πει να το ξέρο­με. Όχι για να απο­γο­η­τευ­τού­με. Αλλά για να οπλι­στού­με με χαρά. Κι αυτή η χαρά είναι η χαρά του Χρι­στού που πήγαι­νε στα Ιερο­σό­λυ­μα για να σταυ­ρω­θεί! Και προ­λέ­γει το πάθος Του. Είναι η χαρά του Παύ­λου, είναι η χαρά των αγί­ων μαρ­τύ­ρων. Δεν μας μένει παρά να έχο­με μόνον το Πνεύ­μα το Άγιον για να τοπο­θε­τη­θού­με σωστά έναν­τι της προ­φη­τεί­ας και τότε θα ανα­κα­λύ­ψου­με την αξία της μέσα εις την Εκκλη­σία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_391.mp3

  •  

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ:  Η ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ:  Η ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–4‑1984]

[ Β 111 ]

Η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, την Ε΄ Κυρια­κή των Νηστειών, την έχει αφιε­ρω­μέ­νη εις την οσία Μαρία την Αιγυ­πτία. Δεν είναι η μνή­μη της σήμε­ρα. Είναι την 1η Απρι­λί­ου. Αλλά την τοπο­θε­τεί, όπως τοπο­θε­τεί και τις μνή­μες άλλων, τις προ­η­γού­με­νες Κυρια­κές, του αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά, του αγί­ου Ιωάν­νου της Κλί­μα­κος, έχει μία Κυρια­κή της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως και μία Κυρια­κή της Ορθο­δο­ξί­ας, ακρι­βώς για­τί θέλει κάτι να προ­βά­λει. Και αυτό που θέλει να προ­βά­λει η Εκκλη­σία, είναι τού­το: Ότι ο βίος της οσί­ας μητρός ημών Μαρί­ας της Αιγυ­πτί­ας υπήρ­ξε πανά­θλιος. Ο καρ­πός της μετα­νοί­ας της και των δακρύ­ων της, όμως, την εισή­γα­γε εις την Βασι­λεί­αν του Θεού και έγι­νε αγία. Συνε­πώς θέλει να πει με αυτό η Εκκλη­σία μας: «Μην απο­γο­η­τεύ­ε­στε. Η Μεγά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή είναι ένα σκάμ­μα, είναι ένα στά­διον, είναι ένα πεδί­ον αγώ­νος. Αγω­νι­στεί­τε, μετα­νο­ή­σα­τε, δακρύ­σα­τε, κλά­ψα­τε και θα συγ­χω­ρη­θεί­τε· όχι μόνο θα συγ­χω­ρη­θεί­τε, αλλά και θα αγια­σθεί­τε. Όχι μόνο θα αγια­σθεί­τε, αλλά και θα δικαιω­θεί­τε. Δηλα­δή θα ανα­γνω­ρι­στεί­τε παι­διά του Θεού αγα­πη­μέ­να, ζών­τας μέσα στην αιω­νιό­τη­τα, μαζί με Εκεί­νον».

Πράγ­μα­τι, αγα­πη­τοί, αν ερω­τή­σε­τε τι ακρι­βώς ήταν εκεί­νο που έκα­νε την οσί­αν Μαρί­αν να μετα­νο­ή­σει, είναι τού­το: Κατά τον βίο της ‑έζη­σε επί Ιου­στι­νια­νού του Μεγά­λου, τον 6ο αιώ­να- ήτο Αιγυ­πτία, ήτο ακό­λα­στος, ζού­σε πολ­λά χρό­νια στην αμαρ­τία και κάπο­τε με τους φίλους της, τους ερα­στάς της, ήλθε στα Ιερο­σό­λυ­μα κι αυτή να προ­σκυ­νή­σει. Όπως ακρι­βώς βλέ­που­με και σήμε­ρα αγα­πη­τοί, στον Επι­τά­φιο, επί παρα­δείγ­μα­τι, πηγαί­νου­νε οι νέοι με τις φιλε­νά­δες τους, πορ­νι­κές φιλε­νά­δες εννο­εί­ται, ανή­θι­κες φιλε­νά­δες, με την κακή σημα­σία της λέξε­ως «φιλε­νά­δες», πηγαί­νουν, παρα­κο­λου­θούν τον Επι­τά­φιο, πηγαί­νουν στην περι­φο­ρά, πηγαί­νουν στα πανη­γύ­ρια, στις περι­φο­ρές αγί­ων εικό­νων κ.λπ. κ.λπ. Μη σας φαί­νε­ται παρά­ξε­νο, είναι ένα ξέφτι­σμα αυτό πια των Χρι­στια­νών, που ζουν μια ασυ­νέ­πεια. Διό­τι αν έπρε­πε λίγο να σκε­φθούν, θα έπρε­πε να πουν: «Τι κάνω τώρα; Ακο­λου­θώ τι; Τι ακο­λου­θώ; Τον Επι­τά­φιον του Χρι­στού; Κι έχω δίπλα μου την φίλη μου, τον φίλο μου, και αμαρ­τά­νω;». Είναι αδια­νόη­το πράγ­μα.

Έτσι λοι­πόν κάπως εκι­νεί­το και η οσία Μαρία. Πήγε με τους ερα­στάς της στα Ιερο­σό­λυ­μα να προ­σκυ­νή­σει. Ήταν η ημέ­ρα της Υψώ­σε­ως του Τιμί­ου Σταυ­ρού, 14 Σεπτεμ­βρί­ου. Πήγε να μπει μέσα, αλλά ένα αόρα­το χέρι την κρα­τού­σε στην πόρ­τα και δεν μπο­ρού­σε να μπει. Προ­σπα­θού­σε, αδύ­να­τον. Προ­σπα­θού­σε, αδύ­να­τον! Κατά­λα­βε. Άρχι­σε να συνέρ­χε­ται. «Είμαι αμαρ­τω­λή! Είμαι πόρ­νη! Πανα­γία μου», λέγει, «βοή­θη­σέ με να μπω μέσα και θα στα­μα­τή­σω τον ακό­λα­στο βίο μου». Και μόλις το είπε αυτό, κατε­νύ­γη. Δάκρυα ήρθαν στα μάτια της και τότε στα­μά­τη­σε να εμπο­δί­ζει εκεί­νο το αόρα­το χέρι. Μπή­κε μέσα, προ­σε­κύ­νη­σε. Βγή­κε μετά έξω, όταν τελεί­ω­σε η Λει­τουρ­γία και εξα­φα­νί­στη­κε. Επέ­ρα­σε τον Ιορ­δά­νη κι εκεί στην έρη­μο του Ιορ­δά­νου, αγα­πη­τοί μου, ησκή­τευ­σε μόνη προς μόνον τον Θεόν 41 ολό­κλη­ρα χρό­νια. Και τότε κάπο­τε εκεί, στο τέλος της ζωής της επέ­ρα­σε ο όσιος Ζωσι­μάς, ιερεύς, προς τον οποί­ον είπε τον βίο της, την εκοι­νώ­νη­σε και του λέγει: «Έλα και του χρό­νου να με κοι­νω­νή­σεις». Αλλά την ίδια ημέ­ρα που κοι­νώ­νη­σε η οσία Μαρία, προ­αι­σθαν­θεί­σα το τέλος της, απέ­θα­νε. Βρή­κε το λεί­ψα­νό της και το έθα­ψε ο Ζωσι­μάς ύστε­ρα από ένα χρό­νο.

Αυτήν λοι­πόν προ­βάλ­λει η Εκκλη­σία μας. Είναι μεγά­λο πράγ­μα, αγα­πη­τοί. Τι ήταν το προ­κα­ταρ­κτι­κόν της σωτη­ρί­ας της; Η κατά­νυ­ξις και τα δάκρυα. Πράγ­μα­τι, ο άγιος Συμε­ών ο Νέος Θεο­λό­γος λέγει ότι ο γέρον­τάς του, ο όσιος Συμε­ών ο ευλα­βής, έλε­γε: «Ποτέ μην κοι­νω­νή­σε­τε, εάν δεν έχε­τε δακρύ­σει». Είναι πολύ μεγά­λο αυτό, ότι πρέ­πει να προ­σεγ­γί­ζει κανείς τον Θεόν με κατά­νυ­ξη. Η κατά­νυ­ξις είναι η αφε­τη­ρία να προ­σεγ­γί­σει κανείς τον Θεόν, αλλά είναι και ακό­μη, αν θέλε­τε, και ένας καρ­πός. Όπως καρ­πός της κατα­νύ­ξε­ως είναι τα δάκρυα.

Πράγ­μα­τι, θα λέγα­με, ότι η κατά­νυ­ξις… ‑Τι θα πει κατά­νυ­ξις, αλή­θεια; Πολ­λές φορές το λέμε. Ξέρε­τε, πρέ­πει να το εξη­γή­σο­με. Πολ­λές φορές νομί­ζο­με κατά­νυ­ξη ότι είναι ένα ημί­φως, ένας μικρός χώρος, ένας χώρος, ένα περι­βάλ­λον που υπο­βάλ­λει. Λέμε: «Κατα­νυ­κτι­κός ναός αυτός· κατα­νυ­κτι­κός ναός»· ή: «Κατα­νυ­κτι­κή Θεία Λει­τουρ­γία»· ή: «Κατα­νυ­κτι­κοί ήσαν οι ψάλ­τες». Όλα αυτά αλή­θεια τι σημαί­νουν; Δεν ξέρω αν προ­σεγ­γί­ζουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. «Κατα­νύσ­σω» θα πει κατά+νύττω, νύσ­σω. Θα πει: κατά+τρυπώ. «Νύτ­τω» θα πει τρυ­πώ. Κατα­τρυ­πώ λοι­πόν θα πει κατα­νύσ­σω. Δηλα­δή είναι το κατα­τρύ­πη­μα της καρ­διάς. Όταν η καρ­διά, με άλλα λόγια, τρυ­πη­θεί. Από τι τρυ­πη­θεί; Από κάτι. Αυτό το κάτι που θα την τρυ­πή­σει, θα την πλη­γώ­σει. Και το πλή­γω­μα θα επι­φέ­ρει τα δάκρυα. Αυτό θα πει κατά­νυ­ξις. Τρύ­πη­μα και πλή­γω­μα της καρ­διάς, με απο­τέ­λε­σμα τα δάκρυα.

Έτσι, η αφε­τη­ρία της κατ΄αίσθησιν πνευ­μα­τι­κής ζωής, είναι, αγα­πη­τοί μου, η κατά­νυ­ξις. Και ο καρ­πός της, όπως σας είπα, τα δάκρυα. Πράγ­μα­τι, εγώ προ­σω­πι­κά είμαι μάρ­τυς κάπου κάπου τέτοιων ψυχών, που βλέ­πει κανέ­νας ότι σε αυτούς τους ανθρώ­πους ήδη επε­σκέ­φθη την καρ­διά τους η χάρις του Θεού και έχουν ήδη κατα­νυ­γεί. Και το βλέ­πει κανείς να δημιουρ­γεί στο πρό­σω­πό τους, για­τί ήδη έχει γίνει στην καρ­διά τους, στην ψυχή τους, μία αλλοί­ω­σις. Και αυτή η αλλοί­ω­σις είναι « λλοί­ω­σις τς δεξις το ψίστου». Όταν το χέρι το δεξί του Θεού ακουμ­πή­σει επά­νω στην ψυχή και η ψυχή πυρ­πο­λεί­ται, πλη­γώ­νε­ται, κατα­νύσ­σε­ται. Τότε έρχον­ται και τα δάκρυα. Κι όταν δει κανείς αυτό σε μία ψυχή, τότε λέγει: «Αυτή η ψυχή μετε­νόη­σε». Επι­στρέ­φει κατ΄αίσθησιν. Δηλα­δή κατά συνεί­δη­σιν. Κατα­λα­βαί­νει, νιώ­θει. Πιστέψ­τε με, αγα­πη­τοί μου, δεν ξέρω αν είναι φοβε­ρός ο λόγος που θα πω, φοβά­μαι ότι στους εκα­τό ανθρώ­πους που μετα­νο­ούν, μόνον ο ένας ξεκι­νά­ει με κατά­νυ­ξιν. Οι πιο πολ­λοί, ψυχροί έρχον­ται να μετα­νο­ή­σουν και ψυχροί φεύ­γουν… Είναι σαν την κατσα­ρό­λα που την βάλα­με στη φωτιά, αλλά φωτιά από κάτω δεν υπάρ­χει. Και δεν μπο­ρεί να γίνει μαγεί­ρε­μα. Έτσι ακρι­βώς, όταν δεν υπάρ­χει το πυρ της θεί­ας, θα λέγα­με, πλη­γώ­σε­ως, δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει πνευ­μα­τι­κή ζωή. Δεν είναι δυνα­τόν.

Γι΄αυτό βλέ­πει κανείς τους Χρι­στια­νούς μας, ενώ ξεκί­νη­σαν ή ξεκι­νούν να εξο­μο­λο­γούν­ται και να κοι­νω­νούν και να πηγαί­νουν στην Εκκλη­σία, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι περι­φε­ρό­με­να ψυγεία. Και είναι φοβε­ρό αυτό το πράγ­μα… Γι’ αυτό και είναι έτοι­μοι σε κάθε περί­πτω­ση πει­ρα­σμού, να εγκα­τα­λεί­ψουν την πνευ­μα­τι­κή τους ζωή, διό­τι επι­τέ­λους δεν τους εκό­στι­σε… Δεν θ’ αφή­σεις ποτέ κάτι που σου έχει κοστί­σει. Ένα παι­δί που το γέν­νη­σες, δεν το εγκα­τα­λεί­πεις. Για­τί δεν το εγκα­τα­λεί­πεις; Για­τί πόνε­σες. Και μια πνευ­μα­τι­κή ζωή που βγή­κε μέσα από μία πνευ­μα­τι­κή γέν­νη­ση, από έναν πόνο πνευ­μα­τι­κό, από ένα πλή­γω­μα της καρ­διάς, δεν την αφή­νεις. Για­τί απλού­στα­τα σε έχει πονέ­σει. Έχεις προ­κα­λέ­σει πνευ­μα­τι­κόν τοκε­τόν. Λέγει ο άγιος Γρη­γό­ριος ο Νύσ­σης ένα θαυ­μά­σιο: Ότι «ο Θεός Πατήρ είναι ο τοξό­της· ο Υιός είναι το βέλος. Και τοξεύ­ει με το τόξο Του ο Θεός Πατήρ τις ανθρώ­πι­νες καρ­διές, ρίπτον­τας το βέλος «Ιησούς Χρι­στός». Και όταν η καρ­διά τρω­θεί, πλη­γω­θεί, τότε… ω, τότε…!». Πλη­γω­θεί από το βέλος, δηλα­δή Ιησούς Χρι­στός, τότε, αγα­πη­τοί μου, είναι άλλο πράγ­μα. Είναι πραγ­μα­τι­κά άλλο πράγ­μα…

Θυμη­θεί­τε τον Από­στο­λο Πέτρο όταν είχε αρνη­θεί τον Χρι­στόν. Τον ηρνή­θη με κάποια ευκο­λία. Όπως με κάποια ευκο­λία Του είπε ότι δεν θα Τον αρνη­θεί. Και μόλις Τον ηρνή­θη ο Πέτρος, ο Κύριος ήτο λίγα μέτρα πιο πέρα, ως υπό­δι­κος. Τότε Τον αρνεί­ται ο Πέτρος, φωνά­ζει ο πετει­νός και γυρί­ζει ο Κύριος και βλέ­πει τον Πέτρον. Κοι­τάξ­τε· μόνον εγύ­ρι­σε και Τον κοί­τα­ξε. Α, εκεί­νο το μάτι! Α, εκεί­νο το μάτι ήταν βέλος. Με κέν­τρον, στό­χο, την καρ­διά του Πέτρου. Τόσο επλη­γώ­θη, ώστε αμέ­σως εβγή­κε έξω, όπως μας λέει το Ιερόν Ευαγ­γέ­λιον, και έκλαυ­σε πικρώς.

Θυμη­θεί­τε ακό­μη εκεί­νη την πόρ­νη γυναί­κα, όταν ο Κύριος επή­γε στο σπί­τι κάποιου Φαρι­σαί­ου, Σίμω­νος ονό­μα­τι, και εκεί­νη εμπή­κε μέσα και με δάκρυα Τού έπλε­νε τα πόδια, με δάκρυα. Για­τί; Για­τί είχε κατα­νυ­γεί από την παρου­σία του Κυρί­ου, αισθα­νο­μέ­νη την αμαρ­τω­λή της ζωή. Γι’αυ­τό και ο Κύριος είπε… αξί­ζει να το πού­με, στον Σίμω­να, που του λέγει: «Δεν μου λες, Σίμων, να σε ρωτή­σω κάτι ‑Για­τί ο ίδιος διε­νο­ή­θη και είπε… «Αν ήταν προ­φή­της»- ούτε καν προ­φή­τη δεν τον είχε ο Σίμων· απλώς έναν διδά­σκα­λον τον είχε: «θα έπρε­πε να ξέρει ποια είναι αυτή τώρα που του πλέ­νει τα πόδια και θα ‘πρε­πε να της δώσει μία κλω­τσιά και να την απο­δο­κι­μά­σει». - «Σίμων, θα σου πω μια ιστο­ρία. Δύο άνθρω­ποι χρω­στού­σαν σε ένα αφεν­τι­κό χρή­μα­τα. Ο ένας χρω­στού­σε 50 και ο άλλος 500. Επει­δή, όμως, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος είχαν να δώσουν, τους εχά­ρι­σε και στους δύο το ποσόν. Πες μου, από τους δυο ποιος θα είναι πιο ευγνώ­μων;». «Ε, προ­φα­νώς», λέγει, «εκεί­νος που του χαρί­στη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο ποσόν, τα 500 νομί­σμα­τα». -«Ε, λοι­πόν, αυτή είναι εδώ τώρα που της χαρί­στη­καν τα 500 νομί­σμα­τα. Αυτή είναι η πόρ­νη που συγ­χω­ρή­θη­κε. Γι’αυ­τό κλαί­ει. Εσύ καη­μέ­νε, ταλαί­πω­ρε, είσαι των 50. Σου χαρί­στη­καν οι αμαρ­τί­ες, αλλά δεν έχεις αίσθη­ση, δεν έχεις αίσθη­ση…». Είναι κατα­πλη­κτι­κό!

Θυμη­θεί­τε ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, τα πλή­θη την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Όταν ο Από­στο­λος Πέτρος βγή­κε στον εξώ­στη του υπε­ρώ­ου για να πει ότι αυτό που ακούν και βλέ­πουν είναι η επι­φοί­τη­σις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που ήρθε να μαρ­τυ­ρή­σει ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκλη­μα­τί­ας, δεν ήταν πλά­νος του λαού, δεν ήταν ψευ­δο­μεσ­σί­ας. Έρχε­ται να δώσει την μαρ­τυ­ρία Του ο ουρα­νός. Διό­τι εάν ο Ιησούς ήτο πλά­νος και ψευ­δό­χρι­στος, τότε πώς ήρθε η Πεν­τη­κο­στή; Το είχε πει ο Χρι­στός. «Εγώ θα φύγω και θα στεί­λω το Πνεύ­μα το Άγιον». Για­τί ο Ίδιος είπε: «Εμέ­να θα με δεί­τε εγκλη­μα­τία, λαο­πλά­νο, αλλά Εκεί­νος, ο Παρά­κλη­τος, το Πνεύ­μα το Άγιον, θα μαρ­τυ­ρή­σει περί Εμού Ποιος είμαι». Η μαρ­τυ­ρία του Ποιος είναι ο Ιησούς Χρι­στός είναι η Πεν­τη­κο­στή. Και βγή­κε ο Από­στο­λος Πέτρος στον εξώ­στη· ακρι­βώς τέτοια τους έλε­γε. Και το πλή­θος εκεί­νο που συγ­κεν­τρώ­θη­κε, κατε­νύ­γη, πλη­γώ­θη­κε η καρ­διά του. «Καί κού­σαν­τες», λέει το ιερόν κεί­με­νον, «κατε­νύ­γη­σαν τ καρ­δίᾳ». Πλη­γώ­θη­καν στην καρ­διά τους. Και είπαν: «Αδελ­φοί, τι πρέ­πει να κάνο­με, για να σωθού­με;».

Πάν­τως, όπως αντι­λαμ­βά­νε­σθε, το θέμα της κατα­νύ­ξε­ως είναι ένα έργο του Θεού. Ένα έργο της δεξιάς του Υψί­στου. Αλλά δεν είναι μόνον έργο του Θεού. Είναι ένα έργο και της αγα­θής προ­αι­ρέ­σε­ως. Αν ο άνθρω­πος δεν δια­θέ­τει αγα­θή προ­αί­ρε­ση, τότε ο Θεός δεν μπο­ρεί τίπο­τα να κάνει. Ακρι­βώς για­τί μπρο­στά Του έχει το θέμα της προ­αι­ρέ­σε­ως, δηλα­δή της ελευ­θε­ρί­ας. Και βλέ­πε­τε, ούτε Αυτός ο Θεός επεμ­βαί­νει στην ανθρώ­πι­νη καρ­διά, αν ο ίδιος ο άνθρω­πος δεν ανοί­ξει. Τι λέγει εκεί στο βιβλίο της Απο­κα­λύ­ψε­ως; «δού, στη­κα πί τήν θύραν καί κρούω». «Να, στά­θη­κα στην πόρ­τα και χτυ­πώ». Τι θα πει «χτυ­πώ»; Πλη­γώ­νω, έρχο­μαι να πλη­γώ­σω. «Αλλά, αλλά, εάν κανείς ακού­σει την φωνή μου, τότε θα μου ανοί­ξει. Αν δεν ακού­σει την φωνή μου, τότε αναμ­φι­σβή­τη­τα δεν θα μου ανοί­ξει».

Λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος κάτι πραγ­μα­τι­κά θαυ­μά­σιο, το οποί­ον, παρα­κα­λώ, ακού­σα­τέ το. Μας ενδια­φέ­ρει: «Επει­δή ο Θεός μάς αγα­πά­ει όλους και θέλει όλοι να σωθού­με, τότε έρχε­ται η Χάρις Του και από πάνω υπε­ρί­πτα­ται απ’ την καρ­διά μας. Υπε­ρί­πτα­ται. Η καρ­διά είναι ακά­θαρ­τη, είναι γεμά­τη πάθη. Τότε πετά­ει ένα βέλος. Έρχε­ται και τρυ­πά την καρ­διά, λίγο. Και δημιουρ­γεί μία κατά­νυ­ξη, αλλά χωρίς εμείς να έχο­με ίσως αγα­θήν προ­αί­ρε­σιν. Τίπο­τα. Είμε­θα αμαρ­τω­λοί άνθρω­ποι. Ο Θεός, λοι­πόν, πλη­γώ­νει λίγο την καρ­διά. Από ένα κήρυγ­μα, από ένα περι­βάλ­λον, από έναν λόγο, από ένα περι­στα­τι­κό, από μια κατά­στα­ση. Και πλη­γώ­νε­ται η καρ­διά, δηλα­δή κατα-νύσ­σε­ται και τότε αισθά­νε­ται μία γλυ­κύ­τη­τα. Και δίνει ο Θεός ένα δείγ­μα και σου λέει: ‘’Αυτό θα νιώ­θεις, όταν καθα­ρί­σεις την καρ­διά σου. Εγώ τώρα έρι­ξα το βέλος και φεύ­γω. Το απο­σύ­ρω το βέλος μου. Εσύ, αν θέλεις, να δια­θέ­σεις την προ­αί­ρε­σή σου και τότε θα δημιουρ­γή­σεις προ­ϋ­πο­θέ­σεις και κατα­στά­σεις που θα έχεις μόνι­μη γλυ­κύ­τη­τα’’». Δηλα­δή, με άλλα λόγια, μας δίνει ένα δείγ­μα. Ένα δείγ­μα της δικής Του αγά­πης και της δικής Του παρου­σί­ας. Ποιο είναι το έργο το δικό μας παρα­κά­τω; Να καθα­ρί­σο­με την καρ­διά μας.

Αλλά ας πού­με και δυο λόγια, αγα­πη­τοί μου, και δια τα δάκρυα. Λέγει ο άγιος Ιωάν­νης της Κλί­μα­κος στον 7ο του λόγο: « περί τν δακρύ­ων λόγος κ πολλν καί δια­φό­ρων τρό­πων τίκτε­σθαι λέγε­ται (ότι τα δάκρυα, λέει, από διά­φο­ρες αιτί­ες δημιουρ­γούν­ταιλέγω δή, κ φύσε­ως(είναι κάποιος άνθρω­πος ο οποί­ος έτσι έχει εύκο­λα τα δάκρυα από την φύση του. Είναι μία κυρί­ως χαλά­ρω­ση του νευ­ρι­κού συστή­μα­τος πολ­λές φορές και με το παρα­μι­κρό ο άλλος δακρύ­ει. Με το παρα­μι­κρό), κ Θεο, κ θλί­ψε­ως ναν­τί­ας(από μία στε­νο­χώ­ρια), ξ παι­νου­μέ­νης ‑όταν επαι­νε­θεί ένας άνθρω­πος, αμέ­σως συγ­κι­νεί­ται και δακρύ­ζει· όταν τον επαι­νέ­σουν, τον ανε­βά­σουν, του δώσουν ένα παρά­ση­μο, δακρύ­ει, κλαίει‑, κ κενο­δο­ξί­ας (μπο­ρεί να δακρύ­σει), κ πορ­νεί­ας(μπο­ρεί να δακρύ­σει), ξ γάπης(μπο­ρεί να δακρύ­σει), κ μετα­νοί­ας, κ μνή­μης θανά­του (όταν ενθυ­μεί­ται τον θάνα­τον. Όχι με την παθη­τι­κή έννοια. Αλλά με την έννοια ότι: «Τι κάνω εγώ; Τι κάνω εγώ; Αδι­κώ, αμαρ­τά­νω, σαν να ζήσω στην ζωή αυτή αιώ­νες αιώ­νων… Τι κάνω εγώ;». Αυτή είναι η μνή­μη του θανά­του, η γόνι­μη μνή­μη του θανά­του) καί τέρων πολλν», λέγει ο άγιος Ιωάν­νης.

Βλέ­πε­τε ότι είναι πολ­λές οι αιτί­ες των δακρύ­ων. Ποιες όμως από αυτές είναι οι νόμι­μες; Ποιες είναι εκεί­νες οι οποί­ες θα καθα­ρί­σουν την καρ­διά, οι κατα­στά­σεις; Εκεί­νες που πραγ­μα­τι­κά θα μου δώσουν πνευ­μα­τι­κό­τη­τα; Είναι τρεις. Είναι τα δάκρυα της μετα­νοί­ας, τα δάκρυα της μνή­μης του θανά­του και τα δάκρυα της αγά­πης του Θεού. Και τα δάκρυα της μετα­νοί­ας, αγα­πη­τοί μου, είναι τα δάκρυα εκεί­να τα οποία κανείς χύνει, όταν κατα­λά­βει την κατά­στα­σή του την φοβε­ρή. Ότι υπήρ­ξε αμαρ­τω­λός. Φθά­νει να πει ο άγιος Ιωάν­νης της Κλί­μα­κος έναν τολ­μη­ρόν λόγον. Το λέγει ο ίδιος. Λέγει: «Τολ­μη­ρός είναι ο λόγος, αλλά κάπως έτσι είναι. Ότι τα δάκρυα απο­τε­λούν ένα δεύ­τε­ρο βάπτι­σμα!». Διό­τι με το βάπτι­σμα, το νερό του βαπτί­σμα­τος, καθα­ρι­ζό­με­θα από τον ρύπον της αμαρ­τί­ας. Και με τα δάκρυα καθα­ρι­ζό­με­θα από τον ρύπον, την βρω­μιά της αμαρ­τί­ας.

Αλλά είναι και τα δάκρυα από το κατά Θεόν πέν­θος, από την μνή­μη του θανά­του. Όταν ο άνθρω­πος βλέ­πει τις αμαρ­τί­ες του και πεν­θεί για τον εαυ­τόν του και οδύ­ρε­ται. Αν κάποιος δει έναν τέτοιον άνθρω­πο, θα πει ότι είναι δυστυ­χι­σμέ­νος, ότι είναι μελαγ­χο­λι­κός. Δεν είναι. Είναι ευτυ­χι­σμέ­νος. Αγα­πη­τοί, μπο­ρεί­τε να φαν­τα­στεί­τε, πίσω από ένα κατά Θεόν πέν­θος ότι υπάρ­χει ευτυ­χία; Ότι υπάρ­χει ειρή­νη; Αν γνω­ρί­ζα­τε ότι όταν ο άνθρω­πος δει τις αμαρ­τί­ες του και κλά­ψει και κλαί­ει γι’ αυτές, έχει μία ανεί­πω­τη ειρή­νη, την ειρή­νη του Θεού… Το συλ­λαμ­βά­νε­τε αυτό; Νομί­ζει κάποιος που είναι άγευ­στος τέτοιων κατα­στά­σε­ων, ότι μπο­ρεί αυτός ο άνθρω­πος να είναι δυστυ­χι­σμέ­νος. Αλλά είναι μία ελπι­δο­φό­ρος μνή­μη του θανά­του. Δηλα­δή είναι τού­το· προ­σέ­ξα­τέ το. Αυτό που λέγει ο γέρων Σιλουα­νός: «Έχε τον νου σου εις τον άδη και μην απελ­πί­ζε­σαι». Τι θα πει «Έχε τον νου σου στον άδη»;. Για­τί ο άδης είναι ο τόπος των κολα­σμέ­νων ψυχών, για την ώρα. Μέχρι να ξανάρ­θει ο Χρι­στός και να γίνει η ανά­στα­σις των νεκρών. Ο άδης είναι η πρό­γευ­σις της κολά­σε­ως. Όχι κόλα­σις. Η πρό­γευ­σις της κολά­σε­ως. «Έχε λοι­πόν τον νου σου στον άδη» θα πει, «έχε τον νου σου εκεί στον τόπο των τιμω­ριών και της βασά­νου». Να λες: «Δεν θα σωθώ». Είναι μεγά­λο πράγ­μα αυτό. Κλαις και οδύ­ρε­σαι για τις αμαρ­τί­ες σου. «Δεν θα σωθώ. Είμαι πολύ αμαρ­τω­λός…».

Προ­σέξ­τε· μερι­κοί το λένε υπο­κρι­τι­κά: «Δεν θα σωθώ». Δεν το πιστεύ­ουν στο βάθος. Να το πιστέ­ψει κανείς: «Δεν θα σωθώ». Και ταυ­το­χρό­νως, να μην χάσει την ελπί­δα του ότι μπο­ρεί να σωθεί. Διό­τι αν πεν­θεί τις αμαρ­τί­ες του και χάσει την ελπί­δα της σωτη­ρί­ας του, τότε πράγ­μα­τι είναι δυστυ­χι­σμέ­νος άνθρω­πος. Τότε πράγ­μα­τι κιν­δυ­νεύ­ει ακό­μη και από αρρώ­στια ψυχι­κή να πάθει. Ο άνθρω­πος όμως ο οποί­ος πεν­θεί, έχει το κατά Θεόν πέν­θος, αλλά υπάρ­χει η ελπί­δα της σωτη­ρί­ας, τότε είναι μακά­ριος. Είναι εκεί­νο που λέει ο Κύριος στους Μακα­ρι­σμούς: «Μακά­ριοι οι πεν­θούν­τες, για­τί αυτοί θα γελά­σουν». Είδα­τε; Ευτυ­χί­ζει τους πεν­θούν­τας. Δεν εννο­εί βέβαια να σου πεθά­νουν οι συγ­γε­νείς σου, να χάσεις τα υπάρ­χον­τά σου. Δεν το λέει αυτό. Δεν εννο­εί αυτό ο Κύριος. Αλλά εννο­εί να πεν­θή­σεις μια κατά­στα­σή σου αμαρ­τω­λή. Τότε αναμ­φι­σβή­τη­τα θα έχεις την ειρή­νη. Βλέ­πε­τε; Μέθο­δοι αντί­θε­τοι από εκεί­νες τις μεθό­δους που ειση­γεί­ται ο κόσμος. Ο κόσμος τι ειση­γεί­ται; «Ρίχ΄το έξω, δια­σκέ­δα­σε, γλέν­τη­σε, μην αφή­νεις τίπο­τα που να μην το δοκι­μά­σεις! Και θα δεις πόσο χαρά θα έχεις!». Εκεί θα απο­κτή­σεις την κατά­θλι­ψη και την απου­σία της ειρή­νης… Βλέ­πε­τε μέθο­δοι; Αντί­θε­τοι! Αντί­θε­τοι αι μέθο­δοι του Θεού από τας μεθό­δους του κόσμου. Εντε­λώς αντί­θε­τα πράγ­μα­τα!

Και τέλος είναι τα δάκρυα από την αγά­πη του Θεού. Εκεί­νος ο οποί­ος αγα­πά­ει τον Θεό, αγα­πά­ει και τα δημιουρ­γή­μα­τά Του. Και τους ανθρώ­πους και τα που­λιά και τα φυτά και τις πέτρες. Τ’ αγα­πά­ει όλα. Για­τί είναι όλα δημιουρ­γή­μα­τα του Θεού και ανα­κλούν την σοφία Του, την αγά­πη Του και την θεία Του δύνα­μη. Έτσι εκεί­νος που έχει πραγ­μα­τι­κά αγα­πή­σει τον Θεό, είναι άλλο πράγ­μα. Λέγει μάλι­στα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Κοί­τα­ξε, όταν προ­σκρού­σεις τον Θεό με μια αμαρ­τία, να λυπη­θείς· όχι για­τί θα τιμω­ρη­θείς, αλλά για­τί ελύ­πη­σες τον Θεό». Αυτό μπο­ρεί να το λέγει κανέ­νας μόνο όταν αγα­πά­ει τον Θεό. Όταν Τον αγα­πά­ει πραγ­μα­τι­κά τον Θεό. Και τότε, όπως λέγει ο άγιος Ισα­άκ ο Σύρος, σε μία θαυ­μα­σία του ομι­λία: «Και όταν έχει κανείς αυτήν την θεω­ρία της κτί­σε­ωςθεω­ρία» δηλα­δή το να βλέ­πει την δημιουρ­γία) καί κ τς μνή­μης ατν τν κτι­σμά­των καί τς θεω­ρί­ας ατν (με το να τα βλέ­πει) έου­σι φθαλ­μοί ατο δάκρυα!». Και είναι αυτή η αγά­πη η ανεί­πω­τη. Η ανεί­πω­τη αγά­πη. Η αγά­πη προς τον Θεό και τα δημιουρ­γή­μα­τά Του. Ημε­ρώ­νει τον άνθρω­πο, τον κάνει Άνθρω­πο με Α κεφα­λαίο.

Αν έπρε­πε να δού­με πρό­τυ­πον ανθρώ­που, ποιο είναι αυτό το πρό­τυ­πον του ανθρώ­που; Που προ­βάλ­λον­ται μέσα στην Ιστο­ρία και από τα διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά και φιλο­σο­φι­κά συστή­μα­τα, πρό­τυ­πα ανθρώ­πων. Θα λέγα­με: Αυτό είναι το πρό­τυ­πον του ανθρώ­που: Ο αλη­θι­νός άνθρω­πος· που έχει την χάρη του Θεού και έχει την αγά­πη του Θεού, την αγά­πη όλων των δημιουρ­γη­μά­των και είναι αλη­θι­νός παρά­δει­σος…

Ω αγα­πη­τοί, η Εκκλη­σία μας έβα­λε την μνή­μη της οσί­ας Μαρί­ας της Αιγυ­πτί­ας σήμε­ρα, για να μας πει ότι η κατά­νυ­ξις και τα δάκρυα είναι η αφε­τη­ρία της πνευ­μα­τι­κής μας ζωής.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_226.mp3

Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ)

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ

Υπάρ­χουν μερι­κά θαλάσ­σια μέρη που τρέ­φουν μεγά­λα κητώ­δη θηρία. Όσοι λοι­πόν πλέ­ουν σε αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδω­νες στα πλευ­ρά των πλοί­ων, ώστε τα θηρία τρο­μαγ­μέ­να από τον ήχο τους να φεύ­γουν. Και του δικού μας βίου η θάλασ­σα τρέ­φει πολ­λά και φοβε­ρό­τε­ρα θηρία, τα πονη­ρά πάθη δηλα­δή και τους εφό­ρους των παθών, τους δαί­μο­νες, που είναι πονη­ρό­τε­ροι. Επι­πλέ­ει σε αυτή τη θάλασ­σα σαν πλοίο η Εκκλη­σία του Θεού και αντί για κώδω­νες έχει τους πνευ­μα­τι­κούς διδα­σκά­λους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδα­σκα­λί­ας τους ν’ απο­μα­κρύ­νει τα νοη­τά θηρία. Αυτό προ­φα­νώς προ­τυ­πώ­νον­τας η στο­λή του Ααρών, είχε εύη­χους κώδω­νες ραμ­μέ­νους στα άκρα της και σύμ­φω­να με όσα είχαν θεσμο­θε­τη­θεί, έπρε­πε να ακού­γε­ται ο ήχος τους, όταν λει­τουρ­γού­σε ο Ααρών.

Και εμείς από την άλλη, μετα­φέ­ρον­τας καλά τους τύπους στην πνευ­μα­τι­κή τους διά­στα­ση, ας ηχή­σου­με τώρα σε σας πνευ­μα­τι­κά, και μάλι­στα κατά τον και­ρό της νηστεί­ας, οπό­τε επι­τί­θεν­ται αγρί­ως φανε­ρά και αφα­νή θηρία• φανε­ρά μεν η γαστρι­μαρ­γία, η μέθη και τα παρό­μοια, ενώ άλλα που ενε­δρεύ­ουν αφα­νώς, η κενο­δο­ξία και η υπε­ρη­φά­νεια, η υπε­ρο­ψία και η υπο­κρι­σία. Ο ίδιος λοι­πόν ήχος είναι και φυγα­δευ­τή­ριο των θηρί­ων τέτοιου είδους και φυλα­κτή­ριο των όσων ασκούν τη νηστεία.

Είναι λοι­πόν η νηστεία και η ακρα­σία αντί­θε­τα μετα­ξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνα­τος. Η νηστεία είναι εντο­λή ζωής, που είναι συνο­μή­λι­κη της ανθρώ­πι­νης φύσε­ως, αφού δόθη­κε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παρά­δει­σο, για δια­φύ­λα­ξη της ζωής και της θεί­ας χάρι­τος που είχε δοθεί σʼ αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρα­σία είναι συμ­βου­λή για τον θάνα­το σώμα­τος και ψυχής, που δόθη­κε δολί­ως από τον Διά­βο­λο στον Αδάμ διά της Εύας για έκπτω­ση της ζωής και απο­μά­κρυν­σή της από τον Θεό θεί­ας χάριτος• διό­τι ο Θεός θάνα­το δεν δημιούρ­γη­σε, ούτε ευχα­ρι­στεί­ται με την απώ­λεια των ζών­των. Ποιος άνθρω­πος λοι­πόν θέλει να βρει ζωή και χάρη στον Θεό από τον Θεό; Ας απο­φύ­γει την θανα­τη­φό­ρο ακρα­σία και ας προ­στρέ­ξει στη θεο­ποιό νηστεία και εγκρά­τεια, για να επα­νέλ­θει χαρού­με­νος στον παρά­δει­σο.

Ο Μωυ­σής, νηστεύ­ον­τας επά­νω στο όρος σαράν­τα ημέ­ρες, πέτα­ξε σε ύψος θεο­πτί­ας και δέχθη­κε πλά­κες θεο­σέ­βειας• ο δε λαός των Εβραί­ων κάτω μεθών­τας, εξέ­πε­σαν σε ασέ­βεια και κατα­σκεύ­α­σαν είδω­λο μόσχου σε ομοί­ω­μα του αιγυ­πτί­ου θεού Άπι­δος, και αν δεν στε­κό­ταν μεσί­της προς τον Θεό, αφού με την ανη­λεή εξόν­τω­ση των ομο­γε­νών του που προ­η­γή­θη­κε, τον εξι­λέ­ω­σε, δεν θα τους λυπό­ταν καθό­λου ο Θεός[Έξ.32,1 κ.ε.].

Αν λοι­πόν χρεια­ζό­μα­στε κι εμείς το έλε­ος του Θεού, να μη μεθού­με με οίνο, ούτε να βαρυ­νό­μα­στε από υπερ­κο­ρε­σμό, πράγ­μα­τα στα οποία υπάρ­χει η ασω­τία και η ασέβεια[Εφ.5,18: «Κα μ μεθύ­σκε­σθε ον, ν στιν σωτία, λλ πλη­ροσθε ν Πνεύ­μα­τι (:Και μη μεθά­τε με κρα­σί. Στη μέθη υπάρ­χει δια­φθο­ρά και ασω­τία. Αλλά να γεμί­ζε­τε μέσα σας με Άγιο Πνεύ­μα)»]. • θεό­πτης ήταν και ο Ηλί­ας, αλλά αφού και αυτός καθα­ρί­στη­κε προ­η­γου­μέ­νως με νηστεία[ βλ. Γ΄Βασ. 19,8–13 κ.ε: «Κα νέστη κα φαγε κα πιε· κα πορεύ­θη ν σχύϊ τς βρώ­σε­ως κεί­νης τεσ­σα­ρά­κον­τα μέρας κα τεσ­σα­ρά­κον­τα νύκτας ως ρους Χωρήβ. κα εσλθεν κε ες τ σπλαιον κα κατλυσεν κε· κα δο ρμα Κυρου πρς ατν κα επε· τ σ νταθα, ᾿Ηλιο; κα επεν ᾿Ηλιο· ζηλν ζλωκα τ Κυρίῳ παν­το­κρτορι, τι γκατλιπν σε ο υο ᾿Ισραλ· τ θυσιαστρι σου κατσκα­ψαν κα τος προφτας σου πκτει­ναν ν ρομ­φαίᾳ, κα πολλειμ­μαι γ μοντατος, κα ζητοσι τν ψυχν μου λαβεν ατν. κα επεν· ξελεσ αριον κα στσ νπιον Κυρου ν τ ρει· δο παρε­λεσεται Κριος, κα δο πνεμα μγα κρα­ταιν διαλον ρη κα συντρβον πτρας νπιον Κυρου, οκ ν τ πνεματι Κριος· κα μετ τ πνεμα συσ­σει­σμς, οκ ν τ συσ­σει­σμ Κριος· κα μετ τν συσ­σειμν πρ, οκ ν τ πυρ Κριος· κα μετ τ πρ φων αρας λεπτς, κκε Κριος. κα γνετο ς κου­σεν ᾿Ηλιο, κα πεκλυψε τ πρσωπον ατο ν τ μηλωτ ατο κα ξλθε κα στη π σπλαιον· κα δο πρς ατν φων κα επε· τ σ νταθα ᾿Ηλιο;(: Ο Ηλί­ας σηκώ­θη­κε και ήπιε. Και με τη δύνα­μη της τρο­φής εκεί­νης βάδι­σε σαράν­τα ημέ­ρες και σαράν­τα νύχτες μέχρις ότου έφτα­σε στο όρος Χωρήβ. Στο Χωρήβ μπή­κε σε ένα σπή­λαιο και εγκα­τα­στά­θη­κε εκεί. Και να: ξαφ­νι­κά λόγος Κυρί­ου κατέ­φτα­σε σε αυτόν και του είπε: ‘’Τι κάνεις εδώ; Για­τί βρί­σκε­σαι εδώ, Ηλία;’’. Ο Ηλί­ας τότε απάν­τη­σε: ‘’Ζήλος ιερός και φλο­γε­ρός, αγα­νά­κτη­ση ιερή και μεγά­λη έχει κυριεύ­σει την ψυχή μου για Εσέ­να, τον παν­το­κρά­το­ρα Κύριο. Πονώ και αγα­να­κτώ πολύ, διό­τι οι Ισραη­λί­τες αθέ­τη­σαν τη δια­θή­κη Σου και Σε εγκα­τέ­λει­ψαν· τα θυσια­στή­ριά Σου τα κατέ­στρε­ψαν και τους προ­φή­τες Σου τους φόνευ­σαν με ξίφος· και εγώ, μόνο εγώ, έχω μεί­νει ολο­μό­να­χος. Και ζητούν να αφαι­ρέ­σουν και τη δική μου ζωή’’. Και ο λόγος του Κυρί­ου είπε προς τον Ηλία:’’ Να βγεις αύριο από το σπή­λαιο και να στα­θείς μπρο­στά στον Κύριο στο όρος. Και να· θα περά­σει από μπρο­στά σου ο Κύριος. Αυτό θα γίνει με αυτόν τον τρό­πο: Θα φυσή­ξει ξαφ­νι­κά θύελ­λα μεγά­λη και ισχυ­ρή, που δια­λύ­ει όρη και κατα­κομ­μα­τιά­ζει πέτρες ενώ­πιον του Κυρί­ου· αλλά ο Κύριος δεν θα είναι στη φοβε­ρή εκεί­νη θύελ­λα. Μετά τη θύελ­λα θα ακο­λου­θή­σει σει­σμός· αλλά ο Κύριος δεν θα είναι ούτε στον σει­σμό. Μετά τον σει­σμό θα ακο­λου­θή­σει φωτιά· αλλά δεν θα είναι ούτε στη φωτιά ο Κύριος. Μετά τη φωτιά θα ακο­λου­θή­σει ο απα­λός ψίθυ­ρος λεπτής, δρο­σε­ρής και σιγα­λής αύρας· εκεί θα είναι ο Κύριος’’. Και συνέ­βη τότε το εξής: Όταν ο Ηλί­ας άκου­σε τα λόγια αυτά, σκέ­πα­σε από φόβο και βαθύ σεβα­σμό το πρό­σω­πό του με τον μαν­δύα που είχε κατα­σκευα­στεί από δέρ­μα προ­βά­του, τον οποίο φορού­σε, και βγή­κε από το σπή­λαιο και στά­θη­κε στην είσο­δό του. Και να· ξαφ­νι­κά η φωνή του Θεού τον ρώτη­σε και πάλι: ‘’Τι κάνεις εδώ; Για­τί βρί­σκε­σαι εδώ, Ηλία;’’)» κ.ε.].

Επέ­τυ­χε και ο Δανι­ήλ θεο­πτία και οπτα­σία ενός από τους αρχαγ­γέ­λους, ο οποί­ος του παρεί­χε γνώ­ση των μελ­λόν­των, αλλά αφού προ­η­γου­μέ­νως έμει­νε άσι­τος επί είκο­σι ολό­κλη­ρες ημέ­ρες[Δαν.10,2–14: «ν τει τρτ Κρου βασιλως Περσν λγος πεκαλφθη τ Δανιλ, ο τ νομα πεκλθη Βαλτσαρ, κα ληθινς λγος, κα δναμις μεγλη κα σνεσις δθη ατ ν τ πτασίᾳ. ν τας μραις κεναις γ Δανιλ μην πενθν τρες βδομδας μερν· ρτον πιθυ­μιν οκ φαγον, κα κρας κα ονος οκ εσλθεν ες τ στμα μου, κα λειμ­μα οκ λειψμην ως πληρσεως τριν βδομδων μερν. ν μρ εκοστ τετρτ το μηνς το πρτου, κα γ μην χμενα το ποτα­μο το μεγλου, ατς στι Τγρις, ᾿Εδδεκλ, κα ρα τος φθαλ­μος μου κα εδον κα δο νρ ες νδε­δυμνος βαδδν, κα σφς ατο περιε­ζω­σμνη ν χρυσίῳ ᾿Ωφζ, κα τ σμα ατο σε θαρσς, κα τ πρσωπον ατο σε ρασις στραπς, κα ο φθαλ­μο ατο σε λαμπδες πυρς, κα ο βραχονες ατο κα τ σκλη ς ρασις χαλ­κο στλβον­τος κα φων τν λγων ατο ς φων χλου. κα εδον γ Δανιλ μνος τν πτασαν, κα ο νδρες ο μετ’ μο οκ εδον τν πτασαν, λλ’ κστα­σις μεγλη ππεσεν π’ ατος, κα φυγον ν φβ. κα γ πελεφθην μνος, κα εδον τν πτασαν τν μεγλην τατην, κα οχ πελεφθη ν μο σχς, κα δξα μου μετε­στρφη ες δια­φθορν, κα οκ κρτησα σχος. κα κου­σα τν φωνν τν λγων ατο κα ν τ κοσα με ατο μην κατα­νε­νυγμνος, κα τ πρσωπν μου π τν γν. κα δο χερ πτομνη μου κα γειρ με π τ γνατ μου. κα επε πρς με· Δανιλ νρ πιθυ­μιν, σνες ν τος λγοις, ος γ λαλ πρς σε, κα στθι π τ στσει σου, τι νν πεστλην πρς σε. κα ν τ λαλσαι ατν πρς με τν λγον τοτον νστην ντρο­μος. κα επε πρς με· μ φοβο, Δανιλ, τι π τς πρτης μρας, ς δωκας τν καρδαν σου το συνεναι κα κακωθναι ναντον Κυρου το Θεο σου, κοσθη­σαν ο λγοι σου, κα γ λθον ν τος λγοις σου. κα ρχων βασι­λεας Περσν εστκει ξ ναντας μου εκοσι κα μαν μραν, κα δο Μιχαλ ες τν ρχντων τν πρτων λθε βοηθσα μοι, κα ατν κατλιπον κε μετ το ρχον­τος βασι­λεας Περσν, κα λθον συνετσαι σε σα παντσεται τ λα σου π’ σχτων τν μερν, τι τι ρασις ες μρας (:Κατά τις ημέ­ρες εκεί­νες εγώ, ο Δανι­ήλ, πεν­θού­σα και έκλαι­γα για τρεις ολό­κλη­ρες εβδο­μά­δες. Δεν έφα­γα κανέ­να απο­λαυ­στι­κό φαγη­τό, κρέ­ας και κρα­σί δεν έβα­λα στο στό­μα μου, ούτε άλει­ψα με αρώ­μα­τα το σώμα μου, μέχρι που συμ­πλη­ρώ­θη­κε η περί­ο­δος των τριών αυτών εβδο­μά­δων του πέν­θους. Κατά την εικο­στή τέταρ­τη ημέ­ρα του πρώ­του μήνα του ιου­δαϊ­κού θρη­σκευ­τι­κού έτους, δηλα­δή του Νισάν- αντι­στοι­χεί στον δικό μας Μάρ­τιο- Απρί­λιο- εγώ, ο Δανι­ήλ, βρι­σκό­μου­να κον­τά στον μεγά­λο ποτα­μό- ο ποτα­μός αυτός είναι ο Τίγρης, ο οποί­ος στα εβραϊ­κά ονο­μά­ζε­ται Εδδε­κέλ- και σήκω­σα τα μάτια μου και ξαφ­νι­κά, ιδού, είδα έναν άντρα, ο οποί­ος ήταν ντυ­μέ­νος με μεγα­λο­πρε­πές ένδυ­μα λινό λευ­κό, και η μέση του ήταν ζωσμέ­νη με ζώνη κοσμη­μέ­νη με χρυ­σά­φι Ωφάζ, δηλα­δή χρυ­σά­φι λαμ­πρό­τα­το και καθα­ρό­τα­το· το δε σώμα του φαι­νό­ταν σαν τον πολύ­τι­μο λαμ­πε­ρό λίθο Θαρ­σίς, ενώ το πρό­σω­πό του είχε τη λάμ­ψη και την ακτι­νο­βο­λία της αστρα­πής· τα μάτια του ήσαν λαμ­πε­ρά και αστρα­φτε­ρά σαν πύρι­νες λαμ­πά­δες· οι βρα­χί­ο­νες και τα σκέ­λη του είχαν την όψη λαμ­πε­ρού ακτι­νο­βό­λου χαλ­κού, ενώ ο ήχος της φωνής του ήταν σαν το βου­η­τό πλή­θους πολ­λού λαού. Την οπτα­σία αυτήν είδα εγώ μόνος, ο Δανι­ήλ, ενώ οι άντρες που ήταν μαζί μου δεν είδαν την οπτα­σία, αλλά τους κυρί­ευ­σε κατά­πλη­ξη, φόβος μεγά­λος και έφυ­γαν κατα­τρο­μαγ­μέ­νοι. Εγώ λοι­πόν απέ­μει­να μόνος και είδα αυτή τη μεγά­λη οπτα­σία και εξαι­τί­ας του συγ­κλο­νι­στι­κού αυτού ορά­μα­τος δεν μου απέ­μει­νε δύνα­μη· όλη όμως η εμφά­νι­ση του προ­σώ­που μου άλλα­ξε και παρα­μορ­φώ­θη­κε, ενώ η δύνα­μή μου με εγκα­τέ­λει­ψε και δεν μπο­ρού­σα να στα­θώ όρθιος. Άκου­σα τη φωνή των λόγων του και ενώ την άκου­γα, κυριεύ­τη­κα από βαθύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση, θαυ­μα­σμό και φόβο, και μην μπο­ρών­τας να αντι­κρύ­ζω το φοβε­ρό εκεί­νο θέα­μα, έπε­σα μπρού­μυ­τα με το πρό­σω­πό μου κατά γης. Και ιδού! Εγώ βρι­σκό­μου­να σε αυτή τη στά­ση, ένα χέρι με άγγι­ξε και με σήκω­σε στα γόνα­τά μου και μου είπε: ‘’Δανι­ήλ, άνθρω­πε ιδιαι­τέ­ρως αγα­πη­τέ του Θεού, που έχεις ευγε­νείς πόθους και επι­θυ­μί­ες· άκου με προ­σο­χή και προ­σπά­θη­σε να κατα­νο­ή­σεις με σύνε­ση τα λόγια που θα σου πω· διώ­ξε τον φόβο και στά­σου όρθιος, διό­τι τώρα έχω απο­στα­λεί από τον Θεό προς εσέ­να’’. Μόλις λοι­πόν μου είπε αυτόν τον λόγο, σηκώ­θη­κα όρθιος, αλλά και γεμά­τος φόβο. Και ο ουρά­νιος απε­σταλ­μέ­νος είπε προς εμέ­να: «Μη φοβά­σαι, Δανι­ήλ, διό­τι από την πρώ­τη ημέ­ρα κατά την οποία έλα­βες στα­θε­ρή και αμε­τά­κλη­τη από­φα­ση να εννο­ή­σεις βαθύ­τε­ρα την αλή­θεια, να κακο­πα­θή­σεις εκού­σια και να ταλαι­πω­ρη­θείς με νηστεία και πέν­θος ενώ­πιον του Κυρί­ου του Θεού σου, ακού­στη­καν τα λόγια σου από τον Θεό· και από­δει­ξη αυτού είναι η παρου­σία μου, το ότι ήρθα εγώ να δώσω απάν­τη­ση στα αιτή­μα­τα της δεή­σε­ώς σου. Εγώ απο­στάλ­θη­κα προς εσέ­να από την πρώ­τη ημέ­ρα της προ­σευ­χής σου, όμως ο άρχων άγγε­λος που υπε­ρα­σπί­ζε­ται τα συμ­φέ­ρον­τα του βασι­λεί­ου των Περ­σών στε­κό­ταν μπρο­στά μου και με εμπό­δι­ζε για είκο­σι μία μέρες· όμως ιδού! Ο Μιχα­ήλ, ένας από τους πρώ­τους άρχον­τες του ουρα­νού, ήλθε για να με βοη­θή­σει. Αυτόν λοι­πόν άφη­σα εκεί να ομι­λεί με τον άρχον­τα άγγε­λο των Περ­σών. Και ήλθα να σε δια­φω­τί­σω και να σε πλη­ρο­φο­ρή­σω ποια γεγο­νό­τα πρό­κει­ται να συμ­βούν στον λαό σου κατά το πολύ απο­μα­κρυ­σμέ­νο μέλ­λον, μέχρι της περιό­δου που θα έλθει ο Μεσ­σί­ας· διό­τι το όρα­μα αυτό δεν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί τώρα· εκτεί­νε­ται πολύ μακριά, ανα­φέ­ρε­ται στο απώ­τα­το μέλ­λον)» κ.ε.].

Άλλος, πάλι, προ­φή­της φονεύ­θη­κε από λιον­τά­ρι, αλλά αφού έφα­γε, παρά την εντο­λή του Θεού. Γνω­ρί­ζε­τε επί­σης όλοι τον Ησαύ, τον υιό του Ισα­άκ, ο οποί­ος λόγω γαστρι­μαρ­γί­ας εξέ­πε­σε και από τα άλλα πρω­το­τό­κια και από την πατρι­κή ευλογία[Γέν. 25, 29–34: «ψησε δ ᾿Ιακβ ψημα· λθε δ Ησα κ το πεδου κλεπων, κα επεν Ησα τ ᾿Ιακβ· γεσν με π το ψματος το πυρ­ρο τοτου, τι κλεπω. δι τοτο κλθη τ νομα ατο ᾿Εδμ. Επε δ ᾿Ιακβ τ Ησα· πδου μοι σμερον τ πρω­τοτκι σου μο. κα επεν Ησα· δο γ πορεομαι τελευτν, κα να τ μοι τατα τ πρω­τοτκια; Κα επεν ατ ᾿Ιακβ· μοσν μοι σμερον. κα μοσεν ατ· πδοτο δ Ησα τ πρω­τοτκια τ ᾿Ιακβ. ᾿Ιακβ δ δωκε τ Ησα ρτον κα ψημα φακο, κα φαγε κα πιε κα ναστς χετο· κα φαλισεν Ησα τ πρω­τοτκια(: Ο Ιακώβ μαγεί­ρευε κάπο­τε φαγη­τό και την ημέ­ρα εκεί­νη επέ­στρε­ψε ο Ησαύ από την πεδιά­δα κατα­κου­ρα­σμέ­νος και εξαν­τλη­μέ­νος και είπε στον Ιακώβ: ‘’ Δώσε μου να γευ­θώ από αυτό το κόκ­κι­νο φαγη­τό που μαγει­ρεύ­εις, διό­τι είμαι εξαν­τλη­μέ­νος και πεθαί­νω από την πεί­να’’. Για τον λόγο αυτό ο Ησαύ ονο­μά­στη­κε Εδώμ, που σημαί­νει κόκ­κι­νος. Ο Ιακώβ τότε απάν­τη­σε στον Ησαύ: ‘’ Δώσε μου, πού­λη­σέ μου σήμε­ρα τα προ­νό­μια και τα δικαιώ­μα­τα που έχεις διό­τι γεν­νή­θη­κες πρώ­τος από εμέ­να και κατό­πιν θα σου δώσω φαγη­τό’’. Ο Ησαύ, που δεν είχε ποτέ εκτι­μή­σει τα πρω­το­τό­κια, απάν­τη­σε: ‘’ Τι με ωφε­λούν τα προ­νό­μια που έχω, διό­τι γεν­νή­θη­κα πρώ­τος, όταν εγώ κον­τεύω να πεθά­νω από την πεί­να, εάν δεν φάω; Πάρε τα λοι­πόν’’. Και ο Ιακώβ πρό­σθε­σε: ‘’ Ορκί­σου μου σήμε­ρα ότι μου τα έδω­σες· ότι παραι­τεί­σαι ορι­στι­κά από τα δικαιώ­μα­τα αυτά. Πράγ­μα­τι ο Ησαύ ορκί­στη­κε, ότι του τα παρα­χω­ρεί. Έτσι ο Ησαύ πού­λη­σε στον Ιακώβ τα δικαιώ­μα­τα που είχε ως πρω­τό­το­κος. Και τότε ο Ιακώβ έδω­σε στον πει­να­σμέ­νο Ησαύ ψωμί και φαγη­τό από τις φακές που μαγεί­ρευε· και ο Ησαύ έφα­γε και ήπιε και αφού σηκώ­θη­κε από το φαγη­τό έφυ­γε. Με τον τρό­πο αυτόν ο Ησαύ περι­φρό­νη­σε τα δικαιώ­μα­τα που είχε ως πρω­τό­το­κος· τα εξευ­τέ­λι­σε, τα ύβρι­σε και δεν τα τίμη­σε καθό­λου. Φάνη­κε αγνώ­μο­νας για το τιμη­τι­κό αξί­ω­μα που του δόθη­κε και έχα­σε τα μεγά­λα αυτά δώρα για ένα πιά­το με φακές)»]. Ας φοβη­θού­με λοι­πόν μήπως και εμείς, προ­σέ­χον­τας σε αυτήν την γαστρι­μαρ­γία, εκπέ­σου­με από την υπε­σχη­μέ­νη εκεί­νη ευλο­γία και κλη­ρο­δο­σία του ανω­τά­του Πατρός. Δεν αγνο­εί­τε επί­σης τους Τρεις Παί­δες, οι οποί­οι, παρα­δε­δο­μέ­νοι στη νηστεία, κατα­πά­τη­σαν με άφλε­κτα πόδια και σώμα­τα την κάμι­νο στη Βαβυ­λώ­να που είχε ανα­φτεί εναν­τί­ον τους επτα­πλα­σί­ως.

Εάν επι­δο­θού­με κι εμείς σε αλη­θι­νή νηστεία, και την εδώ πύρω­ση της σαρ­κός θα κατα­πα­τή­σου­με και θα σβή­σου­με, και τη μελ­λον­τι­κή κάμι­νο θα περάσουμε άθι­κτοι, όταν του καθε­νός το έργο θα δοκι­μά­σει το πυρ. Τι χρειά­ζε­ται να ανα­φέ­ρου­με τον Κύριο των προ­φη­τών; Αυτός, αφού έλα­βε σάρ­κα και έγι­νε για μας άνθρω­πος, που μας υπο­δει­κνύ­ει τον τρό­πο της νίκης κατά του Δια­βό­λου, νηστεύ­ον­τας σε όλα, νίκη­σε τον πει­ρα­σμό που κίνη­σε τα πάν­τα εναν­τί­ον Του, και προς τους μαθη­τές Του έλε­γε περί του άλα­λου και κωφού δαι­μο­νί­ου: «Τοτο δ τ γένος οκ κπο­ρεύ­ε­ται ε μ ν προ­σευχ κα νηστεί(:Αυτό το είδος των δαι­μό­νων δεν βγαί­νει από τον άνθρω­πο που έχει κατα­λη­φθεί από αυτό, παρά μόνο με προ­σευ­χή που συνο­δεύ­ε­ται και με νηστεία, ώστε η προ­σευ­χή να γίνε­ται με διά­νοια όσο δυνα­τόν ελα­φρό­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο προ­ση­λω­μέ­νη στον Θεό)»[Ματθ.17,21].

Αλλά εμπρός, αδελ­φοί, ας δεί­ξου­με τι είναι η θεά­ρε­στη κι αλη­θι­νή νηστεία. Να γνω­ρί­ζε­τε τού­το, ότι δεν επαι­νού­με αυτή καθʼ εαυ­τήν τη σωμα­τι­κή νηστεία, αλλά για την ενέρ­γειά της προς άλλα ψυχω­φε­λέ­στε­ρα• διό­τι για τη σωμα­τι­κή άσκη­ση, λέγει και ο θεί­ος Παύ­λος, ότι ολί­γο ωφελεί[Α΄Τιμ.4,8: « γρ σωμα­τικ γυμνασα πρς λγον στν φλιμος, δ εσβεια πρς πντα φλιμς στιν, παγ­γελας χου­σα ζως τς νν κα τς μελ­λοσης(:Και σου συνι­στώ την άσκη­ση αυτή, διό­τι η σωμα­τι­κή εξά­σκη­ση και εκγύ­μνα­ση είναι ωφέ­λι­μη σε μικρό βαθ­μό, επει­δή απο­βλέ­πει μόνο στο σώμα, το οποίο είναι φθαρ­τό˙ η ευσέ­βεια όμως είναι ωφέ­λι­μη σε όλα, και στο σώμα δηλα­δή και στην ψυχή, διό­τι υπό­σχε­ται αγα­θά και αντα­μοι­βές και για τη ζωή αυτή και για τη μελ­λον­τι­κή)»]. Γιʼ αυτό και οι θεο­φό­ροι πατέ­ρες που ομι­λούν από πεί­ρα, δεν δέχον­ται τις πολυ­ή­με­ρες νηστεί­ες, αλλά κρί­νουν δοκι­μό­τε­ρο να τρώ­με καθη­με­ρι­νώς μια φορά και να μη χορ­ταί­νου­με• και τού­το λέγουν σύμ­με­τρη και συνε­τή νηστεία, πράγ­μα που λέγει και η Γρα­φή, το να μην παρα­σύ­ρε­ται κανείς από τη χορ­τα­σιά της κοι­λί­ας και την ηδο­νή του λαι­μού, αλλά να αφή­νει το φαγη­τό ενώ έχει ακό­μη όρε­ξη, η δε ποιό­τη­τα και ποσό­τη­τά της να είναι κατάλ­λη­λη προς τη δύνα­μη και διά­θε­ση του τρε­φο­μέ­νου σώμα­τος, ώστε να συν­τη­ρεί­ται κατά το δυνα­τό και η υγεία του. Πραγ­μα­τι­κά το να τρώ­ει ο ασθε­νής από τα υπάρ­χον­τα τρό­φι­μα καταλ­λή­λως προς την ασθέ­νεια και συμ­μέ­τρως, χωρίς να προ­σθέ­τει στα αναγ­καία τα πολύ περιτ­τά και συμ­φέ­ρον­τα, και το να ζητεί κανείς την τρο­φή αλλά όχι την τρυ­φή, και την πόση αλλά όχι τη μέθη, και τη σύμ­με­τρη χρή­ση, αλλά όχι την αμε­τρία και την ακρα­σία και την κατά­χρη­ση, δεν αφαι­ρεί την αγιό­τη­τά του.

Τέτοια λοι­πόν είναι η αρχή της αλη­θι­νής και θεά­ρε­στης νηστεί­ας, ο δε σκο­πός για τον οποίο θεσμο­θε­τή­θη­κε και τιμή­θη­κε από τους Χρι­στια­νούς είναι η κάθαρ­ση της ψυχής. Διό­τι ποια είναι η ωφέ­λεια, αν απέ­χου­με της σωμα­τι­κής τρο­φής, αλλά κυριαρ­χού­μα­στε από σαρ­κι­κά φρο­νή­μα­τα και πάθη; Ποιο είναι το όφε­λος αν απέ­χου­με οίνου και πιε­ζό­μα­στε από δίψα, να μεθού­με δε όχι από οίνο, σύμ­φω­να με τον λέγον­τα, «αλί­μο­νο στους μεθύ­ον­τας όχι από οίνο», και να ταρασ­σό­μα­στε ψυχι­κά από θυμό και βασκα­νία; Ποιο είναι το όφε­λος, αν απέ­χου­με από τρυ­φη­λή τρά­πε­ζα, αλλά έχου­με ατα­πεί­νω­τη την ψυχή, και αν έχου­με αλλοιω­μέ­νη τη σάρ­κα για έλαιο, αλλά δεν έχου­με ταπει­νω­μέ­νη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιο είναι το όφε­λος, αν απαλ­λα­χτή­κα­με μεν από την ομί­χλη που ανα­θυ­μιά­ται από τα πολ­λά φαγη­τά, αλλά αχρειώ­νε­ται ο νους μας με φρον­τί­δες και ματαί­ους λογι­σμούς και αχρειώ­νον­ται μαζί του οι προ­σευ­χές προς τον Θεό;

Γιʼ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελεί­ται για τον μαρα­σμό της επιθυ­μί­ας, για την ταπεί­νω­ση της ψυχής, για τη μετα­ποί­η­ση του μίσους, για το σβή­σι­μο του θυμού, για την απά­λει­ψη της μνη­σι­κα­κί­ας, για την καθα­ρό­τη­τα της δια­νοί­ας και την επι­τέ­λε­ση της προ­σευ­χής. Εάν δε είσαι εύπο­ρος, το περίσ­σευ­μα της τρο­φής σου να προ­σφέ­ρε­ται για την παρη­γο­ριά των από­ρων. Εάν νηστεύ­εις έτσι, όχι μόνο θα συμ­πά­σχεις και θα συν­νε­κρώ­νε­σαι, αλλά και θα συνα­νί­στα­σαι και θα συμ­βα­σι­λεύ­εις με τον Χρι­στό στους απέ­ραν­τους αιώ­νες· διό­τι, αφού γίνεις δια της νηστεί­ας αυτού του είδους σύμ­φυ­τος με το ομοί­ω­μα του θανά­του Του, θα γίνεις και κοι­νω­νός της ανα­στά­σε­ως και κλη­ρο­νό­μος της ζωής σʼ Αυτόν.

Αυτός που νηστεύ­ει, εάν μεν πει­ρά­ζε­ται, νικά τον πει­ρά­ζον­τα• εάν δε δεν πει­ρά­ζε­ται, συν­τη­ρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώμα­τος, ταλαι­πω­ρών­τας και δου­λα­γω­γών­τας το σώμα κατά τον Παύλο[Α΄Κορ.9,27: «λλ᾿ ποπιά­ζω μου τ σμα κα δου­λα­γωγ, μήπως λλοις κηρύ­ξας ατς δόκι­μος γένω­μαι(:Αλλά ταλαι­πω­ρώ το σώμα μου και το μετα­χει­ρί­ζο­μαι ως δού­λο, για να μην απο­δο­κι­μα­σθώ και απο­δει­χθώ ανά­ξιος του βρα­βεί­ου εγώ ο ίδιος που κήρυ­ξα σε άλλους και με τη δική μου προ­τρο­πή και διδα­σκα­λία αυτοί πήραν το βρα­βείο)»], που δεί­λια­ζε μήπως φανεί αδό­κι­μος• εάν δε ο Παύ­λος δει­λιά­ζει, πόσο μάλ­λον πρέ­πει να δει­λιά­ζου­με εμείς; Αυτός που νηστεύ­ει λοι­πόν, δου­λα­γω­γεί το σώμα και καθι­στά δόκι­μη την ψυχή• ενώ αυτός που παχαί­νει τη σάρ­κα που έπει­τα από λίγο θα φθα­ρεί, αυτός δηλα­δή που δεν τρώ­γει για να ζήσει, αλλά μάλ­λον ζει για να τρώ­ει, όπως τα ζώα που προ­ε­τοι­μά­ζον­ται από μας για σφα­γή και στα αναγ­καία προ­σθέ­τει τα περιτ­τά για να λιπαί­νει το σώμα ή να το διε­γεί­ρει σε κακές επι­θυ­μί­ες ή απλώς έτσι για φιλη­δο­νία σωμα­τι­κή, πάν­τως δεν κάνει τίπο­τε άλλο παρά ετοι­μά­ζει πλου­σιό­τε­ρη τρο­φή στους σκώ­λη­κες. Επο­μέ­νως καλώς ψάλ­λει ο προ­φή­της Δαβίδ: «Τίς φέλεια ν τ αματί μου ν τ κατα­βαί­νειν με ες δια­φθο­ράν;(:Λυπή­σου με, Κύριε, και μην παρα­τεί­νεις την οργή Σου εναν­τί­ον μου. Σε τι θα ωφε­λή­σει, εάν χυθεί το αίμα μου και κατε­βώ στον τάφο, για να υπο­στώ τη φθο­ρά και τη διά­λυ­ση του θανά­του;)»[Ψαλμ.29,10].

Όταν λοι­πόν νηστεύ­εις και τρέ­φε­σαι με εγκρά­τεια, να μην απο­θη­κεύ­εις για αύριο τα περισ­σεύ­μα­τα, αλλά όπως ο Κύριος πτω­χεύ­ον­τας, μας πλού­τι­σε, έτσι και εσύ πει­νών­τας εκου­σί­ως, χόρ­τα­σε τον ακου­σί­ως πει­να­σμέ­νο, τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περι­στε­ρά που φέρει κάρ­φος ελαί­ας κι ευαγ­γε­λί­ζε­ται στην ψυχή σου τη σωτη­ρία από τον κατακλυ­σμό. «ν φέλς π σο σύν­δε­σμον κα χει­ρο­το­νί­αν κα ῥῆμα γογ­γυ­σμο(:Εάν αφαι­ρέ­σεις από σένα και στα­μα­τή­σεις κάθε άδι­κη κατα­πί­ε­ση, κάθε εμπαι­κτι­κή και απει­λη­τι­κή χει­ρο­νο­μία, κάθε λόγο γογ­γυ­σμού)», λέγει ο μέγας Ησα­ΐ­ας, «κα δς πεινντι τν ρτον κ ψυχς σου κα ψυχν τετα­πει­νω­μέ­νην μπλήσς, τότε νατε­λε ν τ σκό­τει τ φς σου, κα τ σκό­τος σου ς μεσημ­βρία(: και δώσεις με όλη σου την καρ­διά ψωμί στον πει­να­σμέ­νο, εάν χορ­τά­σεις μια ψυχή, η οποία βρί­σκε­ται σε κατά­στα­ση ταπει­νώ­σε­ως και πόνου, τότε μέσα στο σκο­τά­δι της θλί­ψε­ώς σου θα ανα­τεί­λει το φως της χαράς και της ειρή­νης σου. Και το σκο­τά­δι της πλά­νης και της αθλιό­τη­τάς σου, θα μετα­βλη­θεί και θα λάμ­ψει σαν το φως του μεση­με­ριού)»[Ησ.58,9].

Εάν πάλι δεν θέλεις να δώσεις τα δικά σου, του­λά­χι­στον νʼ απέ­χεις από τα ξένα και να μη κάμεις κατο­χή στα πράγ­μα­τα που δεν είναι δικά σου, αρπά­ζον­τας και θησαυ­ρί­ζον­τας και από τους πτω­χό­τε­ρους μερι­κές φορές αδί­κως, για να μην ακού­σεις από τον ίδιο τον προ­φή­τη δικαί­ως τού­το: «Δεν είναι αυτή η νηστεία που προ­τι­μώ εγώ», λέγει ο Κύριος: «Ο ταύ­την τν νηστεί­αν ξελε­ξά­μην κα μέραν ταπει­νον νθρω­πον τν ψυχν ατο· οδ᾿ ν κάμψς ς κρί­κον τν τρά­χη­λόν σου κα σάκ­κον κα σποδν ποστρώσ, οδ᾿ οτω καλέ­σε­τε νηστεί­αν δεκτήν. οχ τοιαύ­την νηστεί­αν γ ξελε­ξά­μην, λέγει Κύριος, λλ λύε πάν­τα σύν­δε­σμον δικί­ας, διά­λυε στραγ­γα­λις βιαί­ων συναλ­λαγ­μά­των, πόστελ­λε τεθραυ­σμέ­νους ν φέσει κα πσαν συγ­γραφν δικον διά­σπα· διά­θρυ­πτε πεινντι τν ρτον σου κα πτω­χος στέ­γους εσαγε ες τν οκόν σου· ἐὰν δς γυμνόν, περί­βα­λε, κα π τν οκεί­ων το σπέρ­μα­τός σου οχ περό­ψει. τότε αγή­σε­ται πρώ­ϊ­μον τ φς σου, κα τ άμα­τά σου ταχ νατε­λε, κα προ­πο­ρεύ­σε­ται μπρο­σθέν σου δικαιο­σύ­νη σου, κα δόξα το Θεο περι­στε­λε σε(:Εγώ δεν επέ­λε­ξα και δεν ενέ­κρι­να αυτού του είδους τη νηστεία. Δεν μου είναι ευά­ρε­στη η ημέ­ρα, κατά την οποία ο άνθρω­πος με μία τέτοια νηστεία ταπει­νώ­νει τον εαυ­τό του. Ούτε εάν από την πολ­λή νηστεία κάμ­ψεις τον τρά­χη­λό σου, σαν τον κρί­κο, και στρώ­σεις να κοι­μη­θείς επά­νω στη στά­χτη, ούτε αυτή την κακου­χία σας δεν μπο­ρεί­τε να την χαρα­κτη­ρί­σε­τε ως νηστεία δεκτή από εμέ­να. Δεν εξέ­λε­ξα και δεν όρι­σα Εγώ τέτοια νηστεία, αλλά λύε κάθε δεσμό και σύν­δε­σμο με την αδι­κία. Ακύ­ρω­σε και σκί­σε τις διε­στραμ­μέ­νες συμ­φω­νί­ες, τις οποί­ες εσύ δια βίας και εξα­ναγ­κα­σμού έχεις συνά­ψει με τους άλλους. Στεί­λε ελεύ­θε­ρους τους συν­τε­τριμ­μέ­νους από τον πόνο και τη συμ­φο­ρά, και κάθε συμ­βό­λαιο άδι­κης συναλ­λα­γής, σκί­σε το. Κόβε το ψωμί σου και μοί­ρα­σέ το με τον φτω­χό. Βάλε αστέ­γους στο σπί­τι σου, εάν δεις γυμνό, ντύ­σε τον. Και απέ­ναν­τι στους οικεί­ους σου, μη δεί­ξεις αδια­φο­ρία και κατα­φρό­νη­ση. Εάν τηρή­σεις αυτά, τότε θα ανα­λάμ­ψει σαν της αυγής χαρού­με­νο το φως της ειρή­νης και της χαράς σου. Γρή­γο­ρα θα ανα­τεί­λει η θερα­πεία των πλη­γών σου και θα απο­κα­τα­στα­θεί η υγεία σου. Μπρο­στά σου θα προ­πο­ρεύ­ε­ται η αρε­τή και η δικαιο­σύ­νη σου, ενώ η δόξα του Θεού θα σε περι­βάλ­λει πάν­το­τε)»[Ησ.58,5–8].

Εάν λοι­πόν δεν δίνεις στον πτω­χό από τα δικά σου, και μάλι­στα τα περισ­σεύ­μα­τα, του­λά­χι­στον να μην τα απο­κτάς σε βάρος του πτω­χού• αν και ο δεσπό­της των όλων Χρι­στός απο­πέμ­πον­τας τους της αρι­στε­ράς μερί­δας στο πυρ και κατα­ρώ­με­νος αυτούς, δεν τους κατα­δι­κά­ζει σαν άρπα­γες, αλλά ως μη μετα­δί­δον­τες στους ενδε­είς. Επο­μένως οι άρπα­γες και οι άδι­κοι ούτε θʼ ανα­στη­θούν για παρου­σί­α­ση και κρί­ση, αλλά αμέ­σως για μεγα­λύ­τε­ρη κατα­δί­κη και κατά­κρι­ση, αφού κι εδώ, όπως φαί­νε­ται, αυτοί ποτέ δεν παρου­σιά­σθη­καν στον Θεό εντε­λώς από ψυχή• διό­τι, λέγει: «Ο σθί­ον­τες τν λαόν μου βρώ­σει ρτου τν Κύριον οκ πεκα­λέ­σαν­το(:Αυτοί που κατα­σπα­ράσ­σουν τον λαό μου με τόση ευχα­ρί­στη­ση και ασυ­νει­δη­σία, σαν να έτρω­γαν ψωμί, δεν επι­κα­λέ­στη­καν ποτέ τον Κύριο, και η προ­σευ­χή είναι άγνω­στη σε αυτούς)»[Ψαλμ.13,4].

Ο πλού­σιος του οποί­ου οι αγροί καρ­πο­φό­ρη­σαν άφθονα[Λουκ.12,16–17: «νθρώ­που τινς πλου­σί­ου εφόρη­σεν χώρα· κα διε­λο­γί­ζε­το ν αυτ λέγων· τί ποι­ή­σω, τι οκ χω πο συνά­ξω τος καρ­πούς μου;(:Κάποιου πλου­σί­ου ανθρώ­που τα εκτε­τα­μέ­να του χωρά­φια απέ­δω­σαν άφθο­νη σοδειά και μεγά­λη παρα­γω­γή. Αντί όμως να ευχα­ρι­στή­σει τον Θεό και να ευχα­ρι­στη­θεί κι ο ίδιος για την ευφο­ρία αυτή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέσα του, αγω­νιού­σε κι ανα­στα­τω­νό­ταν λέγον­τας: “Τι να κάνω, διό­τι δεν έχω πού να μαζέ­ψω τους καρ­πούς των χωρα­φιών μου που μου περισ­σεύ­ουν; Θέλω να γίνουν όλοι δικοί μου, για να τους απο­λαύ­σω μόνος μου”)»] και ο ενδε­δυ­μέ­νος με πορ­φύ­ρα και βύσσο[Λουκ.16,19: «νθρω­πος δέ τις ν πλού­σιος, κα νεδι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εφραι­νό­με­νος καθ᾿ μέραν λαμπρς (: Υπήρ­χε κάποιος πλού­σιος άνθρω­πος, ο οποί­ος φορού­σε βασι­λι­κά ενδύ­μα­τα. Απ’ έξω φορού­σε ένα μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο και πανά­κρι­βο ρού­χο, κι από μέσα φορού­σε λευ­κό χιτώ­να πολυ­τε­λή από λεπτό αιγυ­πτια­κό λινά­ρι. Και δια­σκέ­δα­ζε σε πλού­σια συμ­πό­σια κάθε μέρα με μεγα­λο­πρέ­πεια)»] δικαί­ως κατα­δι­κά­ζον­ται, όχι διό­τι αδί­κη­σαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέ­δω­σαν από όσα δικαί­ως απέ­κτη­σαν αυτοίδιό­τι τα θησαυ­ρί­σμα­τα είναι κοι­νά από τα κοι­νά ταμεία των κτι­σμά­των του Θεού. Πώς λοι­πόν δεν είναι πλε­ο­νέ­κτης αυτός που οικειο­ποιεί­ται τα κοι­νά, έστω και αν δεν είναι σαν εκεί­νον που σφε­τε­ρί­ζε­ται φανε­ρά τα ξένα; Επο­μέ­νως ο μεν πρώ­τος θα υπο­στεί, αλί­μο­νο, την φρι­κτή διχο­τό­μη­ση ως κακός δού­λος, ο δε άλλος θα υπο­στεί τα δει­νό­τε­ρα και φρι­κω­δέ­στε­ρα, και κανέ­νας από τούς δύο δεν θα μπο­ρέ­σει να τα δια­φύ­γει, αν δεν δεξιω­θεί τους πτω­χούς, ώστε ο ένας να δια­χει­ρι­στεί καλώς τα εμπι­στευ­μέ­να σ’ αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορ­πί­σει καλώς τα κακώς συνα­χθέν­τα.

Ο μέγας Παύ­λος γρά­φον­τας προς τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς, τους προ­γό­νους σας βέβαια, περί φιλα­δελ­φί­ας, λέγει: «Περ δ τς φιλα­δελ­φί­ας ο χρεί­αν χετε γρά­φειν μν· ατο γρ μες θεο­δί­δα­κτοί στε ες τ γαπν λλή­λους(:Για την αγά­πη τώρα προς τους αδελ­φούς σας Χρι­στια­νούς δεν έχε­τε ανάγ­κη να σας γρά­ψου­με, διό­τι εσείς μόνοι σας έχε­τε διδα­χθεί από τον Θεό να αγα­πά­τε ο ένας τον άλλο)» [Α΄Θεσ.4,9].

Αφού λοι­πόν ο Κύριος είπε προς μερι­κούς: «Ε τέκνα το βραμ τε, τ ργα το βραμ ποιετε(:Εάν ήσα­σταν παι­διά του Αβρα­άμ, θα του μοιά­ζα­τε και στην αρε­τή και θα κάνα­τε τα έργα του Αβρα­άμ)»[Ιω.8,39], ας φοβη­θού­με κι εμείς τον λόγο τού­τον, που δεν λέγε­ται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθεί –είθε να μη συμ­βεί αυτό- κατά τη φρι­κτή ημέ­ρα, όταν η συγ­γέ­νεια κρί­νε­ται μάλ­λον από την ομοιό­τη­τα των πεπραγ­μέ­νων• όταν όλοι όσοι έχουν αγα­πή­σει την εν Χρι­στώ πτω­χεία ή, αν όχι, του­λά­χι­στον τους πτω­χούς, οι κατα­φρο­νη­τές της δόξας, οι ερα­στές της εγκρά­τειας, οι όχι μόνο ακρο­α­τές, αλλά και εκτε­λε­στές των ευαγ­γε­λι­κών θεσπι­σμά­των, κατά την ευχή του κοι­νού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερ­φυώς ένα: «Δώσε», λέγει, «να σιν ν καθς μες ν σμεν, γ ν ατος κα σ ν μοί, να σι τετε­λειω­μέ­νοι ες ν, κα να γινώσκ κόσμος τι σύ με πέστει­λας (:Σε παρα­κα­λώ για όλους αυτούς, για να είναι όλοι ένα με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη που θα κυριαρ­χεί μετα­ξύ τους. Όπως εσύ, Πάτερ, είσαι ενω­μέ­νος με Εμέ­να κι εγώ ενω­μέ­νος με Εσέ­να, επει­δή έχου­με και οι δύο την ίδια ουσία και φύση, έτσι σε παρα­κα­λώ να είναι κι αυτοί ένα έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση με μας, για να πιστέ­ψει ο κόσμος ότι Εσύ με απέ­στει­λες)»[Ιω.17,22].

Όταν φανε­ρά η κρι­τι­κω­τά­τη μάχαι­ρα του Πνεύ­μα­τος θα διχά­σει τον άνθρω­πο κατά του πατρός και τη θυγα­τέ­ρα κατά της μητρός και θα κατα­στή­σει ξένους μετα­ξύ τους όσους είναι ανό­μοιοι στους τρό­πους• διό­τι αν τους ξεχω­ρί­ζει εδώ, πόσο περισ­σό­τε­ρο εκεί, όπου ο Παν­το­γνώ­στης απο­φαί­νε­ται προς τους μη ομοιω­μέ­νους προς Αυτόν: «Δεν σας γνω­ρί­ζω»; Διό­τι δεν έχουν, όπως έπρε­πε την εικό­να του Επου­ρα­νί­ου, δεν έγι­ναν οικτίρ­μο­νες όπως ο κοι­νός Πατήρ, δεν έκα­μαν τα υπάρ­χον­τα κοι­νά με τους ενδε­είς, όπως Εκεί­νος μετέ­δω­σε δωρε­άν από τα αγα­θά Του σε όλους, δεν έγι­ναν ευμε­νείς προς τους πλη­σί­ον, δεν έκα­μαν πλη­σί­ον τους μακρι­νούς με την ευερ­γε­σία• εξαι­τί­ας άρα της ανο­μοιό­τη­τας αυτής ούτε γνω­ρί­ζει, ούτε δέχε­ται στον οίκο τέτοιου είδους ανοι­κτίρ­μο­νες ανθρώ­πους ο Αγα­θός. Και εάν Αυτός πει έτσι, τα ίδια περί­που θα πουν και όσοι έζη­σαν κατά το παρά­δειγ­μά Του εδώ και θα συμ­βα­σι­λεύ­σουν εκεί μαζί Του προς τους εξ αίμα­τος συγ­γε­νείς τους που δεν είναι παρα­πλή­σιοι στην αρε­τή με αυτούς.

Και αν πει κάποιος: «Εγώ είμαι παι­δί σου, εγώ ήμουν πατέ­ρας σου, εγώ αδελ­φός σου»• τότε ο μεν τελευ­ταί­ος θʼ ακού­σει ότι «κανείς δεν είναι πατέ­ρας πλην ενός, του Θεού», ο δε πρώ­τος θʼ ακού­σει: «Αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμη­τής μου, τώρα δε είσαι εκεί­νου του πατρός τέκνο, του οποί­ου και των επι­θυ­μιών ήσουν εργά­της• φύγε για να μεί­νεις αιω­νί­ως με αυτόν, διό­τι εγώ δεν σε γνω­ρί­ζω• διό­τι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ όμως δεν είσαι του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιω­χτεί τώρα πλέ­ον, αφού εμείς το μισή­σα­με και στον εκλεί­ψαν­τα εκεί­νον βίο• γι’ αυτό και γίνα­με κλη­ρο­νό­μοι της βασι­λεί­ας αυτής)». Όπου υπήρ­χε αυτός ο κατά τους θεί­ους πατέ­ρες ψυχρός λόγος: «το δικό μου και το δικό σου», απου­σί­α­ζε ο δεσμός της αγά­πης και ο Χρι­στός είχε εκδιω­χθεί• σ’ αυτούς που τους κυριαρ­χού­σε τότε το πάθος τού­το, προ­ξε­νού­σε φιλαυ­τία, φιλαρ­γυ­ρία, μισα­δελ­φία και κάθε είδος κακί­ας• το ίδιο πάθος τους καται­σχύ­νει και τώρα.

Ας φοβη­θού­με λοι­πόν, αδελ­φοί, αυτά τα πράγ­μα­τα, παρα­κα­λώ• διό­τι πραγ­μα­τι­κά είναι φρι­κτά. Ας ρυθ­μί­σου­με τη δια­γω­γή μας, όπως αρέ­σει στον Θεό• ας αφή­σου­με για να αφε­θού­με, ας ελε­ή­σου­με για να ελεη­θού­με πολ­λα­πλα­σί­ως• διό­τι Αυτός για χάρη μας πτώ­χευ­σε τελευ­ταία, ανα­δε­χό­με­νος στον εαυ­τό Του την ελεη­μο­σύ­νη, από μεγα­λο­δω­ρία πολ­λα­πλα­σιά­ζει την αμοι­βή• πρέ­πει λοι­πόν κανείς ή να είναι κατά το παρά­δειγ­μά Του πτω­χός, και θα ζήσει μαζί με Εκεί­νον, ή να έχει τα αγα­θά κοι­νά με τους για Εκεί­νον πτω­χούς, και δι’ αυτών θα σωθεί. Ας απο­κτή­σου­με ευσπλαγ­χνία• ας δώσου­με αυτο­βού­λως δείγ­μα της προς τον αδελ­φό αγά­πης και της προς τον κοι­νό Πατέρα και δεσπό­τη αφο­σιώ­σε­ως. Καταλ­λη­λό­τε­ρο δε γιʼ αυτά και­ρό δεν θα βρει κανείς από τις ημέ­ρες αυτές της νηστεί­ας· διό­τι, αν συνά­ψει με τη νηστεία τη συμ­πά­θεια, θα απα­λεί­ψει κάθε αμάρ­τη­μα, θα προ­σκυ­νή­σει με παρ­ρη­σία τα σωτή­ρια πάθη, θα συνευ­φραν­θεί με την ανάσταση του Χρι­στού και θα επι­τύ­χει την αιώ­νια απο­λύ­τρω­ση.

Αυτήν είθε όλοι εμείς να επι­τύ­χου­με ἐν Χρι­στῷ τῷ Θεῶ ἡμῶν, στον Οποίο πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­σις μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το Πανά­γιο και Αγα­θό και Ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

  • Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες Α΄- Κ΄, ομι­λία ΙΓ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, τόμος 9, σελί­δες 352–371.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Ἡ ταπεί­νω­ση τοῦ Κυρί­ου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ εἶναι ἕνα γεγο­νὸς τόσο ἀξιο­θαύ­μα­στο, ὅσο εἶναι τὰ θαύ­μα­τα καὶ ἡ Ἀνά­στα­σή Του. Εἶναι τὸ θαῦ­μα τῶν θαυ­μά­των. Φόρε­σε τὸ στε­νό­χω­ρο ἀνθρώ­πι­νο σῶμα σὰν σκλά­βος κι ἔγι­νε Δοῦ­λος τῶν δού­λων Του.

Για­τί οἱ ἄνθρω­ποι προ­σπα­θοῦν νὰ φαί­νον­ται πιὸ σπου­δαῖ­οι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπ’ ὅ,τι πραγ­μα­τι­κὰ εἶναι; Τὰ χόρ­τα τοῦ ἀγροῦ δὲν τὸ ἐπι­διώ­κουν αὐτό, οὔτε τὰ ψάρια στὸ νερὸ ἢ τὰ που­λιὰ στὸν ἀέρα. Για­τί τότε οἱ ἄνθρω­που τὸ θέλουν τόσο πολὺ καὶ τὸ προ­σπα­θοῦν; Ἐπει­δὴ ἕναν και­ρὸ ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ πιὸ σπου­δαῖ­οι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπ’ ὅ,τι εἶναι σήμε­ρα κι ἡ σκιὰ τῆς μνή­μης αὐτῆς τοὺς πιέ­ζει νὰ ὑπερ­βά­λουν σὲ μεγα­λο­σύ­νη καὶ καλο­σύ­νη. Κινοῦν­ται πάνω σ’ ἕνα νῆμα ποὺ πότε τεν­τώ­νουν καὶ πότε χαλα­ρώ­νουν οἱ δαί­μο­νες.

Ἀπ’ ὅλα τὰ πράγ­μα­τα ποὺ ἔχουν νὰ μάθουν οἱ ἄνθρω­ποι, ἡ ταπεί­νω­ση εἶναι τὸ πιὸ δύσκο­λο. Ὁ Κύριος Ἰησους ἑπο­μέ­νως δια­τύ­πω­σε τὴ διδα­σκα­λία του γιὰ τὴν ταπεί­νω­ση μὲ τὸν καλ­λί­τε­ρο δυνα­τὸ τρό­πο, τόσο μὲ τὸ λόγο ὅσο καὶ μὲ τὸ ἔργο, μὲ τὸ παρά­δειγ­μά Του. Ἔτσι κανέ­νας δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀμφι­σβη­τή­σει τὴν ἀνυ­πο­λό­γι­στη κι ἀνα­πό­δρα­στη σπου­δαιό­τη­τα τῆς ταπεί­νω­σης στὸ ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε μ’ ἕνα θνη­τὸ ἀνθρώ­πι­νο σῶμα, ὅπως ἐκεῖ­νο ποὺ εἶχε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν τιμω­ρία του γιὰ τὴν ἁμαρ­τία καὶ τὴν πτώ­ση του. Ὁ ἀνα­μάρ­τη­τος Κύριος καὶ Δημιουρ­γὸς τῶν φωτει­νῶν καὶ ἀστρα­πό­μορ­φων χερου­βίμ, ἐνδύ­θη­κε τὴ βαριὰ καὶ τρα­χιὰ στο­λὴ ἑνὸς κατα­δι­κα­σμέ­νου ἁμαρ­τω­λοῦ. Δὲν εἶναι ἀπὸ μόνο του αὐτὸ ἕνα μέγι­στο καὶ σαφὲς μάθη­μα ταπεί­νω­σης, ποὺ πρέ­πει νὰ μάθει κάθε ἁμαρ­τω­λός; Ὁ Κύριος ἐπα­νέ­λα­βε τὸ μάθη­μα αὐτὸ μὲ τὸ νὰ γεν­νη­θεῖ σ’ ἕνα ποι­με­νι­κὸ σπή­λαιο κι ὄχι σὲ βασι­λι­κὸ παλά­τι μὲ τὸ νὰ κάνει συν­τρο­φιὰ μὲ τοὺς φτω­χοὺς καὶ τοὺς περι­φρο­νη­μέ­νους ἁμαρ­τω­λοὺς μὲ τὸ νὰ πλύ­νει τὰ πόδια τῶν μαθη­τῶν Του μὲ τὸ νὰ ὑπο­στεῖ θελη­μα­τι­κὰ τὰ πάθη καὶ τελι­κὰ νὰ σταυ­ρω­θεῖ μὲ τὸ νὰ πιεῖ τὸ πικρό­τε­ρο ποτή­ρι τῶν βασά­νων ὼς τὴν τελευ­ταία στα­γό­να.

Οἱ ἄνθρω­ποι βρῆ­καν πῶς τὸ μάθη­μα τῆς ταπεί­νω­σης εἶναι τὸ δυσκο­λό­τε­ρο ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ μάθουν καὶ νὰ ἐγκολ­πω­θοῦν. Ἀκό­μα κι οἱ ἴδιοι οἱ μαθη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ζοῦ­σαν μὲ τὸν πρᾶο καὶ ταπει­νὸ Κύριο καθη­με­ρι­νά, ἀδυ­να­τοῦ­σαν νὰ κατα­νο­ή­σουν τὴν πρα­ό­τη­τά Τοῦ καὶ νὰ μιμη­θοῦν τὴν ταπεί­νω­σή Του. Ἡ ἀπο­κλει­στι­κὴ ἐνα­σχό­λη­σή τους μὲ τὸν ἑαυ­τό τους καὶ τὴν κατά­στα­σή τους, μὲ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀνα­με­νό­με­νη ἀντα­μοι­βή τους, ἀπο­κα­λύ­φτη­κε ἀκό­μα καὶ στὶς πιὸ κρί­σι­μες στιγ­μές, ὅταν τέτοια πράγ­μα­τα δὲν ἔπρε­πε οὔτε κὰν νὰ τὰ σκέ­φτον­ται. Οἱ ἀδυ­να­μί­ες τους αὐτὲς ὅμως φάνη­καν τέτοιες στιγ­μὲς μὲ τὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ, ὥστε οἱ ἐπερ­χό­με­νες γενιὲς νὰ δοῦν ὅλες αὐτὲς τίς ἀνε­πάρ­κειες, καθὼς καὶ τίς ἁμαρ­τω­λὲς πτώ­σεις καὶ τὴ μηδα­μι­νό­τη­τα τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύσης. Ἔτσι, ὅταν γιὰ παρά­δειγ­μα ὁ Κύριος εἶπε τὰ σκλη­ρὰ λόγια γιὰ τοὺς πλου­σί­ους, πῶς: «εὔκο­πώ­τε­ρόν ἐστι κάμη­λον διὰ τρυ­πή­μα­τος ραφί­δος διελ­θεῖν ἢ πλού­σιον εἰς τὴν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ εἰσελ­θεῖν», ὁ Πέτρος ρώτη­σε τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀντα­μοι­βὴ ποὺ περί­με­νε τὸν καθέ­να ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους: «τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» (Ματθ. ἴθ’24,27).

Σὲ ἄλλη περί­πτω­ση ποὺ ὁ Κύριος μιλοῦ­σε στοὺς μαθη­τές Του γιὰ τὴν προ­δο­σία, τὸ πάθος καί το θάνα­το τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, οἱ μαθη­τὲς ποὺ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν, δια­φω­νοῦ­σαν μετα­ξύ τους, ποιός θὰ ἦταν ὁ μεί­ζων ἀνά­με­σά τους. Ὁ Κύριος ποὺ γνώ­ρι­ζε τίς σκέ­ψεις τους καὶ διά­βα­ζε τίς κρυ­φὲς δια­φω­νί­ες τους, πῆρε σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ἕνα παι­δί, τὸ ἔβα­λε στὴ μέση, τὸ ἀγκά­λια­σε καὶ τοὺς ἐπι­τί­μη­σε γιὰ τὴ δια­φω­νία ποὺ εἶχαν σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πρω­το­κα­θε­δρία, φέρ­νον­τας σὰν παρά­δειγ­μα τὴν ἁπλό­τη­τα καὶ τὴν ἀθω­ό­τη­τα τοῦ παι­διοῦ (βλ. Μάρκ. θ’31–37). Ἀλλὰ καὶ στὸ τελευ­ταῖο ταξί­δι Του στὴν Ἱερου­σα­λήμ, ποὺ ὁ Κύριος τοὺς μιλοῦ­σε πιὸ καθα­ρὰ καὶ μὲ λεπτο­μέ­ρειες γιὰ τὸ πάθος Του καὶ προ­εῖ­πε πῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώ­που θὰ παρα­δο­θεῖ στὰ χέρια τῶν ἀνό­μων, «καὶ ἐμπαί­ξου­σιν αὐτῷ καὶ μαστι­γώ­σου­σιν αὐτὸν καὶ ἔμπτύ­σου­σιν αὐτὸ καὶ ἀπο­κτε­νού­σιν αὐτόν, καὶ τὴ τρί­τη ἡμέ­ρα ἀνα­στή­σε­ται» (Μάρκ. 1’34), τὴν ἱερὴ καὶ φοβε­ρὴ αὐτὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Κύριος τῆς Δόξης προ­φή­τευε τὴν τελι­κὴ ταπεί­νω­σή Του, το φίδι τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας σήκω­σε γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὸ κεφά­λι του καὶ ὁδή­γη­σε δυὸ ἀπὸ τοὺς κορυ­φαί­ους μαθη­τές Του νὰ δια­τυ­πώ­σουν μιὰ φιλο­φρο­νη­τι­κὴ ἐρώ­τη­ση, ποὺ ἔμοια­ζε περισ­σό­τε­ρο μὲ ἐμπαιγ­μὸ στὰ μέγι­στα καὶ φοβε­ρὰ πάθη τοῦ Κυρί­ου. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς μιλά­ει γιὰ τὸ τελευ­ταῖο αὐτὸ γεγο­νός.

Καὶ παραλαβῶν,παραλαβών τοὺς δώδε­κα ἤρξα­το αὐτοϊς λέγειν τὰ μέλ­λον­τα αὐτὸ συμ­βαί­νειν» (Μάρκ. ἰ΄ 32). Αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ πρώ­τη οὔτε ἡ δεύ­τε­ρη οὔτε κι ἡ τελευ­ταία φορὰ ποὺ ὁ Σωτῆ­ρας μας θὰ τοὺς μιλοῦ­σε γιὰ τὸ ἐπι­κεί­με­νο πάθος Του. Ταξι­δεύ­ον­τας γιὰ τελευ­ταία φορὰ ὡς ἄνθρω­πος ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία πρὸς τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, ὁ Κύριος τοὺς μίλη­σε ξανὰ γιὰ πράγ­μα­τα ποὺ τοὺς εἶχε ξανα­πεῖ ἀρκε­τὲς φορές. Για­τί ἐπα­νε­λάμ­βα­νε τὰ ἴδια πράγ­μα­τα ξανὰ καὶ ξανά; Γιὰ νὰ ξερι­ζώ­σει καὶ τὸ τελευ­ταῖο μικρό­βιο ὑπε­ρη­φά­νειας ποὺ διέ­κρι­νε μέσα τους καὶ ποὺ ἀπο­κα­λύ­φτη­κε τὴν ἴδια αὐτὴ στιγ­μή. Ἤθε­λε ἐπί­σης νὰ μὴν τοὺς βροῦν ἀπρο­ε­τοί­μα­στους τὰ φοβε­ρὰ γεγο­νό­τα ποὺ θ’ ἀκο­λου­θοῦ­σαν, νὰ μὴν τοὺς ὁδη­γή­σουν σὲ ἀπό­γνω­ση, νὰ μὴν χάσουν κάθε ἐλπί­δα ποὺ δια­τη­ροῦ­σαν στὴν καρ­διά τους. Ἔτσι ἡ σαφὴς διό­ρα­σή Τοῦ νὰ τοὺς προ­μη­νύ­σει ὅλα ὅσα ἐπρό­κει­το νὰ γίνουν, θὰ τοὺς ἄγγι­ζε σὰν μιὰ παρά­ξε­νη καὶ μυστη­ριώ­δης ἀκτῖ­να, θὰ φώτι­ζε καὶ θὰ θέρ­μαι­νε τίς ψυχές τους τίς σκο­τει­νὲς στιγ­μὲς τῆς σύν­το­μης νίκης ποὺ θὰ κατή­γα­γαν οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ ἐναν­τί­ον τοῦ Δίκαιου. Καὶ τελι­κὰ ἤθε­λε νὰ τοὺς προ­ε­τοι­μά­σει γιὰ ν’ ἀντι­με­τω­πί­σουν τίς δικές τους δοκι­μα­σί­ες καὶ τὸ σταυ­ρό. Τοὺς εἶχε προ­ει­δο­ποι­ή­σει γι’ αὐτὸ σὲ ἄλλες περι­πτώ­σεις. «Ὅτι εἰ,εἶ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦ­τα ποιοῦ­σιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένη­ται;» (Λουκ. κγ’31). «Eὶ ἐμὲ ἐδί­ω­ξαν καὶ ὑμᾶς διώ­ξου­σιν» (Ἰωάν. ἰε’20).

‘Ἐκεῖ­νος ἦταν ὁ πρῶ­τος ποὺ θὰ ἔπα­σχε, δίνον­τας τὸ παρά­δειγ­μα σὲ ὅλους. Στὸ τελευ­ταῖο Του ταξί­δι στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα ὁ Κύριος τὸ ἔδει­ξε αὐτὸ στοὺς ἀπο­στό­λους τόσο μὲ λόγια ὅσο καὶ μὲ ἔργα. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Μάρ­κος στὴν ἀρχὴ τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου κάνει τὸ περί­ερ­γο αὐτὸ σχό­λιο: «Ἦσαν δὲ ἐν τη ὁδῷ, ἀνα­βαί­νον­τες εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ἢν προ­ά­γων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμ­βοῦν­το, καὶ ἀκο­λου­θοῦν­τες ἔφο­βοῦν­το» (Μάρκ. ἰ’32). Βάδι­ζαν το δρό­μο ποὺ ὁδη­γεῖ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα.

Ὁ Ἰησοῦς πήγαι­νε μπρο­στά. Κι ἐκεῖ­νοι καθὼς τὸν ἔβλε­παν νὰ προ­χω­ρεῖ ἦταν ἀνή­συ­χοι, τοὺς εἶχε πιά­σει δέος, τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν ἀλλὰ φοβόν­του­σαν.

Φαί­νε­ται πῶς ἀντί­θε­τα μὲ ὅ,τι συνή­θι­ζε, βάδι­ζε πιὸ μπρο­στὰ ἀπ’ αὐτούς. Ἤθε­λε ἔτσι νὰ τοὺς δεί­ξει πῶς ἐπει­γό­ταν νὰ φτά­σει στὸ πάθος Του θελη­μα­τι­κά, νὰ τοὺς διδά­ξει τὴν ὑπο­τα­γή Του στὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα Του, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦταν ὁ πρῶ­τος ποὺ θὰ ἔπα­σχε. Οἱ μαθη­τές Του ἔπρε­πε ἔπει­τα ν’ ἀκο­λου­θή­σουν τὸ θεῖο Διδά­σκα­λό τους, τὸν Πρῶ­το ποὺ θὰ ἔπα­σχε μὲ τὴ θέλη­σή Τοῦ, νὰ ὁδεύ­σουν κι αὐτοὶ πρὸς τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ τέλος τους. Οἱ μαθη­τές του ὅμως ἐθαμ­βοῦν­το, εἶχαν μεί­νει κατά­πλη­κτοι, τοὺς εἶχε πιά­σει δέος. Δὲν εἶχαν κατα­νο­ή­σει τὴν ταπεί­νω­ση καί το θάνα­το Ἐκεί­νου, ποὺ τόσες φορὲς εἶχε δεί­ξει μπρο­στὰ στὰ μάτια τους πῶς ἦταν πιὸ δυνα­τὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, ἀπὸ τὴ φύση κι ἀπὸ τίς λεγε­ῶ­νες τῶν δαι­μό­νων. Γι’ αὐτὸ τὸν ἀκο­λου­θοῦ­σαν καὶ ἐφο­βοῦν­το, για­τί μπο­ρεῖ μὲν νὰ μὴν κατα­νο­οῦ­σαν, εἶχαν ὅμως τὸ προ­αί­σθη­μα πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ τρο­με­ρὰ κι ἀκα­τα­νόη­τα πράγ­μα­τα ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ τόσες φορές, θὰ γίνον­ταν.

«Ἰδοὺ ἀνα­βαί­νο­μεν εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παρα­δο­θή­σε­ται τους ἀρχιε­ρεῦ­σι καὶ γραμ­μα­τεῦ­σι, καὶ κατα­κρι­νοῦ­σιν αὐτὸν θανά­τῳ καὶ παρα­δώ­σου­σιν αὐτὸν τοῖς ἔθνε­σι, καὶ ἔμπαί­ξου­σιν αὐτῷ καὶ μαστι­γώ­σου­σιν αὐτόν, καὶ ἔμπτύ­σου­σιν αὐτὸ καὶ ἀπο­κτε­νού­σιν αὐτόν, καὶ τὴ τρί­τη ἡμέ­ρα ἀνα­στή­σε­ται» (Μάρκ. ἰ’33–34). Ἀνα­βαί­νου­με στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, τοὺς εἶπε. Ἐκεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που θὰ παρα­δο­θεῖ στοὺς ἀρχιε­ρεῖς καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς κι αὐτοὶ ἀφοῦ τὸν κατα­δι­κά­σουν σὲ θάνα­το, θὰ τὸν παρα­δώ­σουν στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες (Ρωμαί­ους). Αὐτοὶ θὰ τὸν περι­παί­ξουν, θὰ τὸν μαστι­γώ­σουν, θὰ τὸν φτύ­σουν καὶ θὰ τὸν θανα­τώ­σουν, ἀλλ’ αὐτὸς τὴν τρί­τη μέρα θ’ ἀνα­στη­θεῖ.

Όλ’ αὐτὰ ἔγι­ναν λέξη πρὸς λέξη, φρά­ση πρὸς φρά­ση, λίγες μόνο μέρες ἀργό­τε­ρα. Τέτοια ἀκρι­βὴς πρό­βλε­ψη μπο­ροῦ­σε νὰ κάνει μόνο Ἐκεῖ­νος, ποὺ στὰ μάτια Του δὲν ὑπῆρ­χε κάποιο παρα­πέ­τα­σμα νὰ χωρί­ζει τὸ παρὸν ἀπὸ τὸ μέλ­λον, ποὺ βλέ­πει ὅσα πρό­κει­ται νὰ γίνουν τόσο καθα­ρά, σὰ νὰ γίνον­ται ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή. Ὁ Κύριος βρι­σκό­ταν ψηλό­τε­ρα ἀπὸ τὰ ὑλι­κὰ στοι­χεῖα, ὅπως κι ἀπό το χρό­νο. “Ὅπο­τε κι ἂν λάβαι­ναν χώρα τὰ γεγο­νό­τα, στὰ μάτια του ἀπο­κα­λύ­πτον­ταν μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ βλέ­πει ὁ ἄνθρω­πος αὐτὰ ποὺ γίνον­ται μπρο­στά του στὸ δρό­μο. Μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ ὅλο τὸ παρελ­θόν της Σαμα­ρεί­τι­δας, τὸ μέλ­λον τοῦ κόσμου ὼς τὸ τέλος τοῦ χρό­νου. Ἀπὸ τὴν ἡμέ­ρα ἐκεί­νη ποὺ ὅδευε γιὰ τελευ­ταία φορὰ πρὸς τὴν Ἱερου­σα­λήμ, περ­πα­τῶν­τας στοὺς λόφους τῆς Ἰου­δαί­ας, ἔβλε­πε ἄνε­τα καὶ καθα­ρὰ αὐτὰ ποὺ θὰ συνέ­βαι­ναν στὸν ἴδιο λίγες μέρες ἀργό­τε­ρα. Οἱ μαθη­τές Του, μὲ τὴν ἀνθρώ­πι­νη λογι­κή τους, περί­με­ναν νὰ δοὺν ἀπ’ Αὐτὸν ὅλο καὶ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, ὅλο καὶ περισ­σό­τε­ρη δόξα, ὁ ἴδιος ὅμως ἔβλε­πε τὴν ἴδια ἀκρι­βῶς στιγ­μὴ τὸν Ἑαυ­τὸ Τοῦ ἀνά­με­σα σὲ μεγά­λο πλῆ­θος νὰ προ­πη­λα­κί­ζε­ται, νὰ ἐμπαί­ζε­ται, νὰ τὸν φτύ­νουν, νὰ χύνει τὸ αἷμα Του καὶ νὰ σταυ­ρώ­νε­ται. Προ­τοῦ φτά­σει στὸ τελευ­ταῖο καὶ μέγι­στο θαῦ­μα Του, ἔπρε­πε νὰ γίνει ἀπο­διο­πομ­παῖ­ος γιὰ τὸν κόσμο, ἕνα ἄθυρ­μα γιὰ νὰ τὸν φτύ­νουν οἱ πιὸ ἀπο­κρου­στι­κοὶ καὶ ἀπαί­σιοι ἁμαρ­τω­λοὶ ποὺ γνώ­ρι­σε ποτὲ ὁ κόσμος. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνά­λη­ψή Τοῦ στοὺς οὐρα­νούς, ἔπρε­πε νὰ κατε­βεῖ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, κάτω ἀπὸ τὰ μνή­μα­τα, νὰ φτά­σει στὰ βάθη τοῦ Ἅδη. Προ­τοῦ δοξα­στεῖ καὶ λάβει τὴ θέση του στὸ θρό­νο ὡς Κρι­της οὐρα­νοῦ καὶ γῆς, ἔπρε­πε νὰ ὑπο­στεῖ μάστι­γες καὶ ὀνει­δι­σμούς. «Ἐὰν μὴ ὁ κόκ­κος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀπο­θά­νῃ, αὐτὸς μόνος μένει ἐὰν δὲ ἀπο­θά­νῃ, πολὺν καρ­πὸν φέρει» (Ἰωάν. ἴβ’24). Χωρὶς πάθος, δὲν ὑπάρ­χει ἀνά­στα­ση. Χωρὶς ταπεί­νω­ση, δὲν ὑπάρ­χει παρα­μυ­θία. Τὰ ἐξη­γοῦ­σε αὐτὰ στοὺς μαθη­τές Του τρία ὁλό­κλη­ρα χρό­νια. Τώρα ὅμως, λίγο προ­τοῦ χωρι­στεῖ ἀπ’ αὐτούς, εἶναι φανε­ρὸ πῶς δὲν τὸν εἶχαν κατα­λά­βει. Για­τί τώρα βλέ­που­με δυὸ ἀπὸ τοὺς κορυ­φαί­ους μαθη­τές Του νὰ τὸν πλη­σιά­ζουν καὶ νὰ τὸν ρωτοῦν:

«Καὶ προ­σπο­ρεύ­ον­ται αὐτῷ Ἰάκω­βος καὶ Ἰωάν­νης υἱοὶ Ζεβε­δαί­ου λέγον­τες· διδά­σκα­λε, θέλο­μεν ἶνα καὶ ἐὰν αἰτή­σω­μεν ποι­ή­σῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς: τί θέλε­τε μοὶ ποι­ή­σαί μοὶ ὑμῖν, οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ: δὸς ἡμῖν ἶνα,ἵνα εἵς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἵς ἐξ εὐω­νύ­μων σου καθί­σω­μεν ἐν τῇ δόξῃ σοῦ» (Μάρκ. 135–37). Θέλου­με, ὅταν δοξα­στεῖς, νὰ μᾶς βάλεις καὶ τοὺς δύο, ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλον στ’ ἀρι­στε­ρά Σου. Αὐτὲς οἱ σκέ­ψεις κι αὐτὲς οἱ ἐπι­θυ­μί­ες βασά­νι­ζαν τοὺς δυὸ μαθη­τὲς τὴν παρα­μο­νὴ τῆς μέρας ποῦ Διδά­σκα­λός τους ἐπρό­κει­το νὰ ὑπο­στεῖ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο μαρ­τύ­ριο! Αὐτὴ εἶναι ἡ σκλη­ρυ­μέ­νη καὶ τρα­χιὰ ἀνθρώ­πι­νη φύση. Αὐτὴν ἤθε­λε ὁ Κύριος καὶ Θερα­πευ­τὴς νὰ μαλα­κώ­σει, νὰ θεο­ποι­ή­σει. Μετὰ ἀπὸ τόση ἔμφα­ση ποὺ ὁ ἴδιος ἔδι­νε στὸ «ἔσον­ται οἱ ἔσχα­τοι πρῶ­τοι καὶ οἱ πρῶ­τοι ἔσχα­τοι», μετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες ἔπα­νει­λημ­μέ­νες διδα­χὲς ὅτι πρέ­πει ν’ ἀπο­φεύ­γουν τὴν κοσμι­κὴ δόξα καὶ τὴν πρω­το­κα­θε­δρία, μετὰ ἀπὸ τόσο μεγά­λο παρά­δειγ­μα ὑπο­τα­γῆς στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν πρό­σφα­τη τρο­με­ρὴ προ­φη­τεία του γιὰ τὴν τελι­κή Του ταπεί­νω­ση καὶ τὸ ἄδι­κο πάθος Του, οἱ δυὸ αὐτοὶ μαθη­τές Του, καὶ μάλι­στα ἀπὸ τοὺς πρω­το­κο­ρυ­φαί­ους, ἐκτέ­θη­καν ζητῶν­τας ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν προ­σω­πι­κή τους ἀντα­μοι­βὴ καὶ δόξα.

Ἡ σκέ­ψη τους δὲν ἦταν συγ­κεν­τρω­μέ­νη στὸ πάθος τοῦ Κυρί­ου ποὺ τοὺς εἶχε προ­φη­τέ­ψει, ἀλλὰ στὴν προ­α­ναγ­γελ­μέ­νη δόξα. Ἀπὸ τὴ δόξα αὐτὴ ζητοῦν γιὰ τὸν ἑαυ­τό τους τὴ μερί­δα τοῦ λέον­τος: νὰ καθί­σουν ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος στ’ ἀρι­στε­ρὰ τοῦ Κυρί­ου ὅταν θὰ ἔρθει στὴ βασι­λεία Του! Τί σόϊ φίλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑπο­φέ­ρουν στὴ σκέ­ψη τοῦ ἐπι­κεί­με­νου πάθους τοῦ φίλου τους; «Ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε» (Ἰωάν. ἰε14), τοὺς εἶχε πεὶ ὁ Κύριος. Κι ἐκεῖ­νοι συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ταν ἐντε­λῶς ἀπε­ρί­σκε­πτα μπρο­στὰ τὰ πάθη Του. Ζητοῦν τὸ μερί­διό τους — καὶ μάλι­στα μεγά­λο μερί­διο — στὴ δόξα ποὺ θὰ γίνει δική Του ἀφοῦ πρῶ­τα θὰ ἔχει ὑπο­στεῖ ταπει­νώ­σεις, θὰ ἔχει χύσει ἱδρῶ­τα καὶ αἷμα καὶ θά ‘χοῦν τελειώ­σει τὰ πάθη Του. Δὲ ζητᾶ­νε νὰ συμ­με­τά­σχουν στὰ πάθη Του, ἀλλὰ μόνο στὴ δόξα Του.

Για­τί ὅμως, σὲ ποιά βάση κατη­γο­ροῦ­με τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελ­φούς; “Όλ’ αὐτὰ ἔγι­ναν γιὰ ν’ ἀπο­κα­λύ­ψουν τὴ βαθιὰ φθο­ρὰ τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύσης. Αὐτὸ ποὺ ἔκα­ναν ὁ Ἰωάν­νης καὶ ὁ Ἰάκω­βος, νὰ ζητή­σουν νὰ συμ­με­τά­σχουν δηλα­δὴ στὴ δόξα χωρὶς νὰ ὑπο­φέ­ρουν, χωρὶς νὰ πάθουν, τὸ κάνουν κι ὅλοι οἱ ἀπό­γο­νοι τοῦ Ἀδάμ. Πάν­τα ὅλοι ζητοῦν νὰ δοξα­στοῦν χωρὶς νὰ ὑπο­φέ­ρουν. Ὅσες φορὲς μίλη­σε ὁ Κύριος γιὰ τὴ μέλ­λου­σα δόξα Του, μίλη­σε καὶ γιὰ τὰ πάθη ποὺ θὰ προ­η­γη­θοῦν. Οἱ ἀπό­στο­λοι ὅμως, ὅπως κι ὅλοι οἱ ὑπό­λοι­ποι ἄνθρω­ποι, ἤθε­λαν νὰ ὑπερ­πη­δή­σουν τὰ πάθη καὶ νὰ φτά­σουν κατευ­θεῖ­αν στὴ δόξα. Σ’ ἐκεί­νους τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ δὲν ἔχουν μυη­θεῖ στὰ μυστή­ρια τῶν παθῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ σύν­δε­ση τοῦ πάθους μὲ τὴ ζωή, του πόνου μὲ τὴ δόξα, δὲν εἶναι ξεκά­θα­ρη. Κι αὐτὸ κρα­τά­ει μέχρι σήμε­ρα. Αὐτοὶ θὰ ἤθε­λαν κατὰ κάποιο τρό­πο νὰ χωρί­σουν τὴ ζωὴ καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν πόνο, νὰ εὐλο­γή­σουν τὰ πρῶ­τα καὶ νὰ τὰ κάνουν δικά τους, ἀλλὰ νὰ κατα­ρα­στοῦν καὶ ν’ ἀπορ­ρί­ψουν τὰ δεύ­τε­ρα.

Αὐτὸ προ­σπά­θη­σαν νὰ κάνουν σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση ὁ Ἰωάν­νης κι ὁ Ἰάκω­βος. Κι ἔτσι, μὲ τὸν τρό­πο τους, ἀπο­κά­λυ­ψαν πῶς ἡ ἀδυ­να­μία αὐτὴ δὲν ἦταν μόνο δική τους, μὰ καὶ ὁλό­κλη­ρου τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους. Κι ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ μὴ μεί­νει κρυ­φὴ καμιὰ ἀδυ­να­μία τῶν μαθη­τῶν του, γιὰ νὰ βοη­θη­θοῦν ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι.

Ἦρθε σὰν θερα­πευ­τής, σὰν πηγὴ κάθε θερα­πεί­ας. Ἡ ἀδυ­να­μία τοῦ ἀνθρώ­που φανε­ρώ­νε­ται μέσῳ τῶν ἀπο­στό­λων, ὅπως ἀπ’ αὐτοὺς ἀπο­κα­λύ­πτε­ται κι ἡ θερα­πεία, καθὼς κι ἡ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ ὁ Κύριος παρου­σί­α­σε γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ στοὺς ἀπο­στό­λους εἰκό­νες τῶν παθῶν καὶ τῆς δόξας Του. Γιὰ τοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβε­δαί­ου αὐτὸς ἦταν ἕνας πει­ρα­σμός, στὸν ὁποῖο ὑπέ­κυ­ψαν. Διά­λε­ξαν τὴ δόξα κι ἀπόρ­ρι­ψαν τὰ πάθη. Ὁ Κύριος ἤθε­λε ν’ ἀπα­λεί­ψει κάθε κηλῖ­δα ἀπὸ τίς ψυχὲς τῶν μαθη­τῶν Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ σταύ­ρω­ση. Τὰ λόγια Του γιὰ τὰ πάθη καὶ τὴ δόξα Του ἄσκη­σαν μεγά­λη πίε­ση στοὺς δυὸ αὐτοὺς μαθη­τές. Κι ἀπὸ τὴν πίε­ση αὐτὴ ἀναγ­κά­στη­καν νὰ βγοῦν βίαια ἀπὸ τὴν ψυχή τους καὶ τὰ τελευ­ταῖα ὑπο­λείμ­μα­τα ὑπε­ρη­φά­νειας. Ὁ Κύριος ἔκα­νε αὐτὴ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ χει­ρουρ­γι­κὴ ἐπέμ­βα­ση στὶς ψυχὲς τῶν ἀγα­πη­μέ­νων του μαθη­τῶν τόσο γιὰ τὴ δική τους θερα­πεία ὅσο καὶ γιὰ τὴ δική μας.

Κανέ­νας μᾶς ἂς μὴ σκε­φτεῖ πῶς ἔχει ἤδη θερα­πευ­τεῖ ἀπὸ τίς ἁμαρ­τω­λές του τάσεις, ἀκό­μα κι ἂν γι’ ἀρκε­το διά­στη­μα κατόρ­θω­σε ν’ ἀπο­φύ­γει τὸ κακό, νὰ νηστε­ψει, νὰ δώσει ἐλεη­μο­σύ­νες καὶ νὰ ἐπι­κα­λεῖ­ται τὸν Κύριο γιὰ βοή­θεια. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀπό­στο­λοι εἶχαν περά­σει τρία χρό­νια συν­τρο­φιὰ μὲ τὸ σαρ­κω­μέ­νο Σωτῆ­ρα. Εἶδαν τὸ πρό­σω­πό Τοῦ, ἄκου­σαν τίς διδα­χὲς Τοῦ ἀπὸ τὰ ἴδια Του τὰ χεί­λη, βρέ­θη­καν μάρ­τυ­ρες στὰ θαύ­μα­τά Τοῦ, ἔφα­γαν κι ἤπιαν μαζί Του. Κι ὕστε­ρα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ φανέ­ρω­σαν τίς ἀγιά­τρευ­τες ἀκό­μα πλη­γὲς τῆς ματαιό­τη­τας, τῆς φιλαυ­τί­ας, τοῦ ἔγκό­σμιου προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ παρα­λο­γι­σμοῦ τους. Σκέ­φτον­ταν ἀκό­μα σὰν Ἰου­δαῖ­οι, ὄχι σὰν χρι­στια­νοί. Πίστευαν ἀκό­μα σὲ μιὰ ἐπί­γεια βασι­λεία τοῦ Μεσ­σία, ποὺ θὰ κυριαρ­χοῦ­σε πάνω στοὺς ἐπί­γειους ἐχθρούς του μὲ τὴν κοσμι­κὴ δύνα­μη καὶ δόξα Του, μιὰ δύνα­μη καὶ δόξα σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχαν περι­βλη­θεῖ ὁ Δαβὶδ κι ὁ Σολο­μῶν.

Χρι­στια­νοί μου! Σκε­φτεῖ­τε κι ἀπο­φα­σί­στε. Πῶς θὰ για­τρέ­ψε­τε τίς πλη­γές σας, πῶς θ’ ἀπο­κτή­σε­τε τὴν τελειό­τη­τα τῆς ταπει­νο­φρο­σύ­νης καὶ τῆς ὑπο­τα­γῆς στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτὰ τὰ δυὸ ὑπέ­ρο­χα ἀδέρ­φια δὲν κατόρ­θω­σαν νὰ τὸ ἐπι­τύ­χουν μετὰ ἀπὸ τρία χρό­νια ποὺ ἔζη­σαν κον­τὰ στὸν Κύριο, σὲ ἀδιά­σπα­στη προ­σω­πι­κὴ ἐπα­φὴ μαζί Του; Αὐτὸ τὸ κατόρ­θω­σαν ἀργό­τε­ρα, τότε ποῦ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ κατέ­βη­κε ἐν εἴδει πυρί­νων γλωσ­σῶν στὶς καρ­διές τους καὶ τοὺς «κατέ­καυ­σε» μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγά­πης γιὰ τὸ Χρι­στό. Τότε δὲν ἐκλι­πά­ρη­σαν γιὰ δόξα χωρὶς πάθη, ἀλλὰ μὲ συστο­λὴ γιὰ τὴν προ­η­γού­με­νη ματαιο­δο­ξία τους συμ­με­τεῖ­χαν θελη­μα­τι­κὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρί­ου τους καὶ σταύ­ρω­σαν τίς καρ­διές τους στὸ Σταυ­ρὸ τοῦ Φίλου τους.

Ἄς ἀκού­σου­με ὅμως τὴν ἀπάν­τη­ση ποὺ ἔδω­σε ὁ Κύριος στὸ αἴτη­μα τῶν δύο μαθη­τῶν: «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε. δύνα­σθε πιεῖν τὸ ποτή­ριον καὶ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτι­σμα καὶ ἐγὼ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθῆ­ναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ δυνά­με­θα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς τὸ μὲν ποτή­ριον καὶ ἐγὼ πίνω πίε­σθε, καὶ τὸ βάπτι­σμα καὶ ἐγὼ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθή­σε­σθε τὸ δὲ καθί­σαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐω­νύ­μων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦ­ναι, ἄλλοις ἤτοί­μα­σται» (Μάρκ. ἰ’38–40).

Πόσο εὐγε­νι­κὸς καὶ πόσο ταπει­νὸς εἶναι ὁ Κύριος! Ὁποιοσ­δή­πο­τε θνη­τὸς δάσκα­λος θὰ εἶχε ἐξορ­γι­στεῖ μὲ τέτοιους μαθη­τές, θὰ τοὺς δια­πόμ­πευε: «Φύγε­τε μακριὰ ἀπὸ μένα. Δὲν εἶστε ἄξιοι νὰ διδά­σκε­στε πνευ­μα­τι­κὰ θέμα­τα! Σᾶς διδά­σκω καὶ σᾶς ἐξη­γῶ γιὰ τρία συνε­χῆ χρό­νια καὶ σεὶς μιλᾶ­τε ἀκό­μα σὰ νὰ μὴν κατα­λά­βα­τε τίπο­τα!» Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς μίλη­σε καθα­ρά, μὰ εὐγε­νι­κὰ καὶ ταπει­νά. «Δὲν ξέρε­τε τί ζητᾶ­τε», τοὺς εἶπε. Οἱ σκέ­ψεις σας γιὰ Μένα εἶναι κοσμι­κές, ὄχι πνευ­μα­τι­κές. Δὲ ζητᾶ­τε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, μὰ τὴ δική σας. Δὲν ἔχε­τε συνει­δη­το­ποι­ή­σει ἀκό­μα ποιός εἶμαι καὶ ποιά εἶναι ἡ βασι­λεία Μου. Μὲ βλέ­πε­τε ἀκό­μα σὰν Μεσ­σία τοῦ ἰσραη­λι­τι­κοῦ λαοῦ, τὴ βασι­λεία Μοῦ ὡς βασι­λεία τοῦ Ἰσρα­ήλ. Μά ‘Ἐγὼ εἶμαι Μεσ­σί­ας ὅλων τῶν ἐθνῶν, Σωτῆ­ρας ζών­των καὶ νεκρῶν, βασι­λιᾶς τῆς ἀόρα­της Βασι­λεί­ας, ὅπου ὅλα τὰ ἔθνη κι ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ εἶναι σὰν ἕνας. Οἱ ἀνα­ρίθ­μη­τοι ἄγγε­λοι χαί­ρον­ται κι ἀγάλ­λον­ται καὶ ὀνο­μά­ζον­ται ὑπη­ρέ­τες τῆς βασι­λεί­ας αὐτῆς. “Ὅποιος εἶναι ἔσχα­τος ἐδῶ, στὴ Βασι­λεία Μου θὰ εἶναι πρῶ­τος καὶ ἐνδο­ξό­τε­ρος ἀπὸ τὸν πιὸ ἔνδο­ξο τῶν βασι­λιά­δων αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ δὲν ξέρε­τε τί ζητᾶ­τε. “Ἄν γνω­ρί­ζα­τε τὴ βασι­λεία Μου, δὲ θὰ σκε­φτό­σα­σταν καθό­λου τί θέση θὰ παίρ­να­τε σ’ αὐτήν. Τὸ μόνο ποὺ θ’ ἀνα­ζη­τού­σα­τε, θὰ ἦταν ὁ δρό­μος ποὺ ὁδη­γεῖ σ’ αὐτήν. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ δρό­μος τῶν παθῶν καὶ τοῦ πόνου, γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μιλάω κάθε φορὰ ποὺ σᾶς κάνω λόγο γιὰ τὴ βασι­λεία Μου. Αὐτὸ ποὺ σᾶς ζητάω ἑπο­μέ­νως εἶναι πιὸ σπου­δαῖο καὶ πιὸ χρή­σι­μο ἀπὸ τίς δικές σας μάταιες ἐπι­διώ­ξεις κι ἐπι­θυ­μί­ες: Δύνα­σθε πιεῖν τὸ ποτή­ριον καὶ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτι­σμα καὶ ἐγὼ βαπτί­ζο­μαι βαπτι­σθῆ­ναι;

Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλά­ει γιὰ τὸ ποτή­ριο τοῦ θανά­του Του καὶ τὸ βάπτι­σμα τοῦ Αἵμα­τὸς Τοῦ, γιὰ τὸ μαρ­τυ­ρι­κό Του θάνα­το δηλα­δή. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρί­το βάπτι­σμα. Τὸ πρῶ­το βάπτι­σμα ἦταν τοῦ Ἰωάν­νη, μὲ νερὸ τὸ δεύ­τε­ρο εἶναι τοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ὕδα­τι καὶ Πνεύ­μα­τι κι εἶναι μερι­κοὶ ποὺ δέχτη­καν καὶ τὸ τρί­το βάπτι­σμα, ποὺ εἶναι τοῦ αἵμα­τος, τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ στε­φά­νι.

Ἀναμ­φι­σβή­τη­τα τὸ βάπτι­σμα τοῦ αἵμα­τος συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ μέγι­στη θυσία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ μέγι­στη δόξα. Οἱ ἀπό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ θὰ βαπτί­ζον­ταν μ’ αὐτὸ τὸ βάπτι­σμα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Κύριος ἀφιέ­ρω­σε τόσο χρό­νο σ’ αὐτὸ τὸ στά­διο, ὥστε νὰ τοὺς προ­ε­τοι­μά­σει γιὰ τὸ μελ­λον­τι­κὸ μαρ­τύ­ριό τους. Δὲν ὑπάρ­χει πιὸ ὀλέ­θριο καὶ ψυχο­φθό­ρο πρᾶγ­μα ἀπὸ τὸ νὰ ὑπο­χω­ρή­σει κανεὶς στὰ βάσα­να καὶ ν’ ἀρνη­θεῖ τὸ Χρι­στό. Ὁ Ἰού­δας, μέ το ποὺ εἶδε πῶς πλη­σί­α­ζε ἡ ταπεί­νω­ση καὶ τὸ πάθος τοῦ Διδα­σκά­λου Του, τὸν ἀρνή­θη­κε καὶ χάθη­κε γιὰ πάν­τα. Ἠταν ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ περί­με­ναν μάταια νὰ δοῦν τὸ Χρι­στο βασι­λιᾶ στὴν Ἱερου­σα­λήμ, νὰ συμ­με­τά­σχουν στὴ δόξα Του. Ὅταν ὅμως δια­πί­στω­σε πῶς ἀντὶ γιὰ βασι­λι­κὸ στέμ­μα ὁ Χρι­στὸς θὰ φοροῦ­σε ἀκάν­θι­νο στε­φά­νι, ὑπο­χώ­ρη­σε. Συμ­μά­χη­σε μ’ ἐκεί­νους ποὺ ἐμφα­νί­στη­καν πιὸ πλού­σιοι καὶ πιὸ δοξα­σμέ­νοι ἀπὸ τὸν Σωτῆ­ρα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης ἀπάν­τη­σαν στὴν ἐρώ­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ χωρὶς δισταγ­μό: Δυνά­με­θα. Ἡ ἀπάν­τη­ση αὐτὴ δεί­χνει ὁπωσ­δή­πο­τε τὴ μεγά­λη τους ἀγά­πη γιὰ τὸν Κύριο. Εἶναι ξεκά­θα­ρο πῶς ἡ φοβε­ρὴ ἐρώ­τη­ση τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὸ ποτή­ριο καὶ τὸ βάπτι­σμα ἔκα­νε μεγά­λη ἐντύ­πω­ση στὰ δυὸ ἀδέρ­φια. Ἦταν ὅπως τὸ πικρὸ φάρ­μα­κο σ’ ἕναν ἄρρω­στο. Σύν­το­μα συνῆλ­θαν, κατά­λα­βαν τὸ σφάλ­μα τους, ντρά­πη­καν ποὺ σκέ­φτη­καν τὴ δόξα, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔπρε­πε νὰ τοὺς ἀπα­σχο­λεῖ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι ἀπα­ρά­μιλ­λος στὴν ἱκα­νό­τη­τα νὰ ὁδη­γεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἄλλα­ξε τὸν προ­σα­να­το­λι­σμό τους στὸ ἀκρι­βῶς ἀντί­θε­το ἀπὸ τὴν ἐπι­θυ­μία τῆς δόξας, σὲ ἑτοι­μό­τη­τα γιὰ τὸ μαρ­τύ­ριο καί το θάνα­το.

Πόσο ὄμορ­φη, πόσο ὑπέ­ρο­χη εἶναι ἡ διδα­χὴ αὐτὴ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς χρι­στια­νούς! “Ὅταν φαν­τα­ζό­μα­στε τὸν ἑαυ­τό μας στὴν ἀθά­να­τη βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ περι­πλα­νιό­μα­στε μέσα σ’ αὐτήν, ἀνα­ζη­τῶν­τας τὴ θέση μας, ὁ Κύριος μᾶς θέτει τὸ ἴδιο ἐρώ­τη­μα ποὺ ἔθε­σε στοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβε­δαί­ου: Mπο­ρεί­τε νὰ πιεῖ­τε τὸ ποτή­ριό Μοῦ καὶ νὰ λάβε­τε τὸ δικὸ Mου βάπτι­σμα; Μᾶς ὀδη­γει πάν­τα σὲ μιὰ σοβα­ρὴ θεώ­ρη­ση καὶ σκέ­ψη, ὄχι τῆς οὐρά­νιας πόλης, ὅπου δὲν φτά­σα­με ἀκό­μα, ἀλλὰ τοῦ δρό­μου ποὺ ὁδη­γεῖ σ’ αὐτὴν καὶ ποὺ δὲν κατορ­θώ­σα­με ἀκό­μα νὰ βαδί­σου­με. Πρῶ­τα πρέ­πει νὰ ὑπο­μεί­νου­με τὸ πάθος κι ἔπει­τα θὰ φτά­σου­με στὴ δόξα. Τὰ ὄνει­ρά μας γιὰ δόξα εἶναι μάταια ἂν τὸ πάθος μᾶς βρεὶ ἀπρο­ε­τοί­μα­στους κι ἀρνη­θοῦ­με τὸ Χρι­στό. Καὶ τότε ἀντὶ γιὰ δόξα θὰ μᾶς περι­μέ­νει ντρο­πή, ἀντὶ γιὰ ζωὴ αἰώ­νιος ὄλε­θρος. Εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ἀνά­με­σά μας ποῦ, στὴν ἐρώ­τη­ση τοῦ Κυρί­ου κατὰ πόσο μπο­ροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτή­ριο τοῦ πάθους Του, εἶναι ἕτοι­μοι ν’ ἀπαν­τή­σουν κάθε στιγ­μή: Δυνά­με­θα. Ναί, Κύριε, μπο­ροῦ­με. Τὸ ποιός ὅμως θὰ καθί­σει δεξιά Του καὶ ποιός ἀρι­στε­ρά Του, δὲν ἔχει ἀξία νὰ τὸ γνω­ρί­ζου­με. Ὁ Κύριος ἀπάν­τη­σε ταπει­νά: Οὔκ ἔστιν ἐμὸν δοῦ­ναι. Μόνο μετὰ τὴν Ἀνά­στα­ση καὶ τὴν Ἀνά­λη­ψή Τοῦ θὰ γίνει, ὡς Θεός, Κρι­της ζών­των καὶ νεκρῶν. Τώρα φορά­ει ἀκό­μα σάρ­κα, εἶναι θνη­τός, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα Του νὰ δοξα­στεῖ, κατέ­χει ἀκό­μα τὴν ἔσχα­τη θέση τοῦ δού­λου ὁλό­κλη­ρου τοῦ κόσμου. Καί τὴ στιγ­μὴ ποὺ φτά­νει στὴ μεγα­λύ­τε­ρη δοκι­μα­σία τῆς ταπεί­νω­σης καὶ τῆς τελεί­ω­σης τῆς ὑπο­τα­γῆς Του στὸ θέλη­μα τοῦ Πατέ­ρα Του, πρὶν ἀπὸ τὰ φρι­χτὰ πάθη καὶ τίς ταπει­νώ­σεις Του, δὲ θ’ ἀπο­φα­σί­σει γιὰ τίς θέσεις καὶ τίς τιμὲς στὴ μέλ­λου­σα βασι­λεία Του. Σὰν ἄνθρω­πος δὲ θὰ σφε­τε­ρι­στεῖ ἐκεῖ­να ποὺ θὰ ἔχει ὡς Θεός. Μόνο ἀφοῦ πιεῖ τὸ πικρὸ ποτή­ριο καὶ βαπτι­στεῖ μὲ τὸ αἷμα Του, κατὰ τὴ σταύ­ρω­ση, θὰ τολ­μή­σει νὰ ὑπο­σχε­θεῖ παρά­δει­σο στὸν μετα­νιω­μέ­νο λῃστή. “Ἤθε­λε μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του αὐτὴ νὰ διδά­ξει στοὺς ἀνθρώ­πους τὴν ταπεί­νω­ση, μόνο τὴν ταπεί­νω­ση, χωρὶς τὴν ὁποία ὁλό­κλη­ρο τὸ οἰκο­δό­μη­μα τῆς σωτη­ρί­ας θὰ χτι­ζό­ταν χωρὶς θεμέ­λιο. Τὸ σχό­λιο τοῦ Χρι­στοῦ οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦ­ναι, δὲν πρέ­πει σὲ καμιὰ περί­πτω­ση νὰ ἑρμη­νευ­τεῖ πῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγό­τε­ρο Θεὸς ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα στὴν οὐρά­νια βασι­λεία, ὅπως τὸ ἑρμή­νευ­σαν κάποιοι αἱρε­τι­κοί. Ἐκεῖ­νος ποὺ εἶπε, «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἔν ἔσμεν» (Ἰωάν. ἰ’30), δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀρνη­θεῖ τὸν Ἑαυ­τό Του. Τὰ λόγια οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦ­ναι μπο­ροῦν νὰ κατα­νο­η­θοῦν σωστὰ μόνο ὅταν τὰ ἑρμη­νεύ­σου­με μὲ πρό­σκαι­ρους, ὄχι μὲ αἰώ­νιους ὅρους. Μὲ ὅρους ποὺ ἀφο­ροῦν τὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἐν χρό­νῳ, στὴν ταπει­νὴ κατά­στα­ση ποὺ ζοῦ­σε σωμα­τι­κὰ ὡς ἄνθρω­πος.

Λίγο προ­τοῦ ὑπο­στεῖ τίς μεγά­λες Του ταπει­νώ­σεις ὁ Κύριος Ἰησοῦς, μὲ τὴν ἐλεύ­θε­ρη βού­λη­σή Τοῦ καὶ γιὰ τὴν ὠφέ­λεια καὶ τὴ σωτη­ρία μας, δὲ θὰ διεκ­δι­κοῦ­σε ὅλα τὰ δικαιώ­μα­τα καὶ τὴ δύνα­μη ποὺ θά ‘τὰν δικὰ Τοῦ μετὰ τὴν ἔνδο­ξη Ἀνά­στα­σή Του. Μόνο ἀφοῦ ἀνα­στή­θη­κε καὶ δοξά­στη­κε σωμα­τι­κά, ὅταν νίκη­σε το σατα­νᾶ, τὸν κόσμο καί το θάνα­το, δήλω­σε στοὺς μαθη­τές Του ὁ Κύριος: «Ἔδό­θη μοὶ πᾶσα ἐξου­σία ἐν οὐρα­νὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή18).

Γιὰ νά ‘χου­με μιὰ ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη ἑρμη­νεία ὅμως πρέ­πει νὰ προ­σθέ­σου­με κάτι ἀκό­μα, κάτι ποὺ δεί­χνει τὴν παν­σο­φία καὶ παν­το­γνω­σία Του στὴ δια­χεί­ρι­ση τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ Κύριος ἐπι­θυ­μεῖ νὰ δεί­ξει πῶς δὲν ὑπάρ­χει προ­κα­τά­λη­ψη ἐδῶ, δὲν ὑπάρ­χει μερο­λη­ψία. «Οὐ,Οὗ γὰρ ἔστι προ­σω­πο­λη­ψία παρὰ τῷ Θεῷ» (Ρωμ. βί1). Ὁ Κύριος θέλει νὰ πεῖ πῶς οἱ ἀπό­στο­λοι δὲν πρέ­πει νὰ ἐμπι­στεύ­ον­ται τὴ σωτη­ρία καὶ τὴ δόξα τοὺς στὸν ἑαυ­τό τους, μόνο ἐπει­δὴ εἶχαν ὀνο­μα­στεῖ ἀπό­στο­λοί Του. Για­τί ἀκό­μα κι ἀνά­με­σα στοὺς ἀπο­στό­λους Του ὑπῆρ­χε κάποιος ποὺ χάθη­κε. Ἡ Βασι­λεία Του προ­ε­τοι­μά­στη­κε γιὰ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ δεί­χνουν σ’ αὐτὴν τὴ ζωὴ πῶς εἶναι ἄξιοι γι’ αὐτήν. Δὲν ὑπάρ­χει διά­κρι­ση στὴν κλή­ση, δὲν μετρά­ει ἡ ἐξω­τε­ρι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τους στὸ Χρι­στὸ ἢ ἡ τυχὸν συγ­γέ­νεια αἵμα­τος μαζί Του, ὅπως γινό­ταν μὲ τὰ δυὸ ἀδέρ­φια, τὸν Ἰωάν­νη καὶ τὸν Ἰάκω­βο. Τὰ δυὸ μαθή­μα­τα ποὺ ἤθε­λε ὁ Κύριος νὰ ἐμφυ­τέ­ψει στὶς καρ­διὲς τῶν μαθη­τῶν Του, ἦταν καὶ μέχρι αὐτο­ε­ξευ­τε­λι­σμοῦ ταπεί­νω­ση κι ἡ μέχρι θανά­του ἀγά­πη Του. Νὰ ξερι­ζώ­σει ἀπ’ αὐτὲς τοὺς σπό­ρους τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας, τῆς φιλαυ­τί­ας καὶ τῆς ἀλα­ζο­νι­κῆς ματαιο­δο­ξί­ας.

«Καὶ ἀκού­σαν­τες οἱ δέκα ἤρξαν­το ἀγα­να­κτεῖν περὶ Ἰακώ­βου καὶ Ἰωάν­νου» (Μάρκ. 1’41). Ἀγα­νά­κτη­σαν οἱ δέκα μόλις ἄκου­σαν τὴν ἀπαί­τη­ση τοῦ Ἰάκω­βου καὶ τοῦ Ἰωάν­νη. Ὁ θυμός τους δὲν προ­ῆλ­θε ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι αὐτοὶ κατα­νόη­σαν καλύ­τε­ρα καὶ πιὸ πνευ­μα­τι­κὰ τὴ Βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ ἀπὸ τὰ δυὸ ἀδέρ­φια. Ἠταν ἁπλᾶ ἡ ἀνθρώ­πι­νη ζήλεια τούς. Μπο­ρεῖ ἡ περι­κο­πὴ αὐτὴ νὰ μᾶς ὁδη­γή­σει νὰ σκε­φτοῦ­με πῶς ἡ ἀντί­λη­ψη τοῦ Ἰού­δα γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴ Βασι­λεία Του ἦταν πιὸ πνευ­μα­τι­κὴ ἀπὸ ἐκεί­νην τοῦ Ἰακώ­βου καὶ τοῦ Ἰωάν­νη; «Για­τί ἔπρε­πε ὁ Ἰάκω­βος κι ὁ Ἰωάν­νης νὰ τοπο­θε­τη­θοῦν ψηλό­τε­ρα ἀπὸ μᾶς τοὺς ἄλλους;» Αὐτὴ ἦταν ἡ κρυ­φὴ ἐρώ­τη­ση ποὺ ἤθε­λαν νὰ κάνουν, ἡ κύρια πηγὴ τῆς ἀγα­νά­κτη­σης καὶ τῆς δια­μαρ­τυ­ρί­ας τῶν δέκα ἔναν­τί­ον τῶν δύο.

Μέ το θυμὸ τῆς ζήλειας τους οἱ δέκα φανέ­ρω­σαν ἀθέ­λη­τα πῶς εἶχαν τὴν ἴδια ἀντί­λη­ψη μὲ τὸν Ἰάκω­βο καὶ τὸν Ἰωάν­νη, ἢ μᾶλ­λον πῶς δὲν εἶχαν κατα­λά­βει οὔτε αὐτοὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ Βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν οὐρά­νια δόξα Του. Γνω­ρί­ζου­με ὅμως πῶς ὁ Κύριος Ἰησους δὲ διά­λε­ξε γιὰ μαθη­τὲς Τοῦ τοὺς σοφό­τε­ρους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἀντί­θε­τα τοὺς ἀπλοϊ­κό­τε­ρους ἀπὸ τοὺς ἁπλοῦς. Διά­λε­ξε τοὺς ἔσχα­τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει πρώ­τους. Διά­λε­ξε τοὺς πιὸ ἁπλοῦς, γιὰ νὰ τοὺς μετα­τρέ­ψει στοὺς πιὸ σοφούς. Διά­λε­ξε τοὺς πιὸ ἀδύ­να­τους, γιὰ ν’ ἀνα­δεί­ξει ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς πιὸ ἰσχυ­ρούς. Διά­λε­ξε τοὺς περι­φρο­νη­μέ­νους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τοὺς πιὸ ἔνδο­ξους. Κι ὁ Κύριος πέτυ­χε στὸ δύσκο­λο αὐτὸ ἔργο τόσο καλά, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο ἔργο. Ἡ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ δύνα­μή Τοῦ δὲ φάνη­κε λιγό­τε­ρο ἐδῶ ἀπ’ ὅ,τι ὅταν γαλή­νευε τὴ θάλασ­σα ἢ ὅταν πολ­λα­πλα­σί­α­ζε τοὺς ἄρτους.

Ὅταν οἱ θεό­πνευ­στοι εὐαγ­γε­λι­στές μας ἀπο­κα­λύ­πτουν τίς ἀδυ­να­μί­ες τῶν μαθη­τῶν, πετυ­χαί­νουν δυὸ στό­χους: πρῶ­τα μας δεί­χνουν μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο καὶ τίς δικές μας ἀδυ­να­μί­ες καὶ δεύ­τε­ρο δεί­χνουν τὴ μεγα­λο­σύ­νη καὶ τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία τῶν μεθό­δων ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ γιὰ τὴ θερα­πεία καὶ τὴ σωτη­ρία τῶν ἀνθρώ­πων.

Τώρα, ποὺ οἱ ἄλλοι δέκα μαθη­τὲς φανέ­ρω­σαν τὴν ἄγνω­σία τους γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἔδει­ξαν πῶς ὑπό­φε­ραν κι ἀπὸ τὴ συνη­θι­σμέ­νη ἀνθρώ­πι­νη ζήλεια, ὁ Κύριος ἄδρα­ξε τὴν εὐκαι­ρία νὰ τοὺς δώσει ἕνα ἀκό­μα μάθη­μα γιὰ τὴν ταπεί­νω­ση.

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐτοὺς λέγει αὐτοὺς οἴδα­τε ὅτι οἱ δοκοῦν­τες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατα­κυ­ριεύ­ου­σιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγά­λοι αὐτῶν κατε­ξου­σιά­ζου­σιν αὐτῶν οὔχ οὕτῳ δὲ ἔστω ὑμῖν, ἀλλ’ ὸς ἐὰν θέλῃ γενέ­σθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διά­κο­νος, καὶ ὸς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέ­σθαι πρῶ­τος, ἔσται πάν­των δοῦ­λος» (Μάρκ. ἰ’42–44).

‘Ἐδῶ ἔχου­με μιὰ και­νούρ­για κατά­στα­ση πραγ­μά­των. Ἐδῶ ἔχου­με μιὰ και­νούρ­για κοι­νω­νι­κὴ συν­τα­γή, ἄγνω­στη κι ἀνή­κου­στη στὸν πρὸ Χρι­στοῦ εἰδω­λο­λα­τρι­κὸ κόσμο. Στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες οἱ ἄρχον­τες ἔδει­χναν τὴν κυριαρ­χία τους μὲ τὴ δύνα­μη, μὲ τὴ βία. Οἱ κυβερ­νῶν­τες κυβερ­νοῦ­σαν μὲ τὴν αὐθεν­τία τῆς ἐξου­σί­ας καὶ τῆς δύνα­μης, τῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς ἢ τοῦ πλού­του. Κυβερ­νοῦ­σαν καὶ ἐξου­σί­α­ζαν. Οἱ ἄλλοι ὑπο­τάσ­σον­ταν ἀπὸ φόβο καὶ τοὺς ὑπη­ρε­τοῦ­σαν μὲ τρό­μο. Αὐτοὶ τὸν ἑαυ­τό τους τὸν λογά­ρια­ζαν πρῶ­το, ἀνώ­τε­ρο καὶ καλ­λί­τε­ρο, μόνο καὶ μόνο ἐπει­δὴ βρί­σκον­ταν στὴν ἐξου­σία λόγῳ κοι­νω­νι­κῆς θέσης, δύνα­μης καὶ τιμῆς. Ἡ κοι­νω­νι­κὴ θέση, ἡ δύνα­μη κι ὁ πλοῦ­τος ἦταν ὁ τρό­πος ποὺ μετροῦ­σαν τὴν ὑπε­ρο­χὴ τῶν ἀνθρώ­πων.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπορ­ρί­πτει τὴ μέθο­δο αὐτὴ καὶ θεσμο­θε­τεῖ τὴ δια­κο­νία ὡς μέτρο ὑπε­ρο­χῆς σ’ ἐκεί­νους ποὺ τὸν πιστεύ­ουν. Πρῶ­τος δὲν εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων τὸν βλέ­πουν ἀνε­βα­σμέ­νο ψηλά, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ οἱ καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων νιώ­θουν ὅτι εἶναι καλός. Σὲ μιὰ χρι­στια­νι­κὴ κοι­νω­νία τὸ στέμ­μα δὲν προ­σφέ­ρει τὴν πρώ­τη θέση αὐτο­δί­καια, τὰ πλού­τη κι ἡ δύνα­μη δὲν ἀπο­νέ­μουν ἀνω­τε­ρό­τη­τα. Ἡ κλή­ση κι ἡ κοι­νω­νι­κὴ θέση εἶναι κενὰ σχή­μα­τα, ἂν δὲ συμ­πλη­ρώ­νον­ται μὲ τὴν ὑπη­ρε­σία τῶν ἄλλων στὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στου. “Ὅλα τ’ ἄλλα ἐξω­τε­ρι­κὰ σημά­δια καὶ σύμ­βο­λα ὑπε­ρο­χῆς εἶναι ἕνα ἁπλὸ καλει­δο­σκό­πιο, ἂν ἢ ὑπε­ρο­χὴ δὲν ἔχει ἀπο­κτη­θεῖ καὶ δικαιω­θεῖ μὲ τὴν ὑπη­ρε­σία τῶν ἄλλων. Ἐκεῖ­νος ποὺ παρα­μέ­νει στὴν κορυ­φὴ μὲ τὴ βία, βρί­σκε­ται ἐκεῖ μὲ μεγά­λη ἀνα­σφά­λεια. Κι ὅταν πέσει, θὰ λάβει σίγου­ρα τὴν κατώ­τε­ρη θέση. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγο­ρά­ζει τὴν ἀνω­τε­ρό­τη­τά του, θὰ λάβει τὴν ἀντα­πό­δο­σή του ἀπὸ τὰ χεί­λη καὶ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλὰ θὰ περι­φρο­νη­θεῖ ἀπὸ τίς καρ­διές τους. Ἐκεῖ­νος ποὺ στέ­κε­ται πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους μὲ τὴ βία, εἶναι σὰ νὰ στέ­κε­ται πάνω σὲ ἡφαί­στειο φθό­νου καὶ μίσους, ὡσό­του τὸ ἡφαί­στειο ἐκρα­γεῖ καὶ χαθεῖ μὲς τὴ λάβα.

«Οὔχ οὕτῳ δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν», εἶναι ἡ ἐντο­λὴ τοῦ Κυρί­ου. Τέτοια κοι­νω­νι­κὴ πρα­κτι­κὴ προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸν πονη­ρό, ὄχι ἀπὸ τὸν ἀγα­θό. “Ἔτσι ζοῦν τὰ τέκνα τοῦ σκό­τους, ὄχι τὰ τέκνα τοῦ φωτός. Κι ἐσεῖς εἶστε τέκνα τοῦ φωτός. Ἀνά­με­σά σας ἀφῆ­στε νὰ βασι­λεύ­ει ἡ ὑπε­ρο­χὴ τῆς ἀγά­πης, ἢ ἀνω­τε­ρό­τη­τα τῆς ἀγά­πης ἂς κυριαρ­χή­σει τῆς ἐξου­σί­ας. Ἐκεῖ­νος ἀπό σας ποὺ προ­σφέ­ρει τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ὑπη­ρε­σία στοὺς ἀδελ­φούς του ἀπὸ ἀγά­πη, θὰ εἶναι πρῶ­τος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπε­ρο­χὴ τοῦ θ’ ἀντέ­ξει τόσο στὴν πρό­σκαι­ρη ζωὴ ὅσο καὶ στὴ μέλ­λου­σα. Ὁ θάνα­τος δὲν ἔχει ἐξου­σία στὴν ἀγά­πη, οὔτε σ’ ὅ,τι ἔχει δημιουρ­γή­σει ἡ ἀγά­πη. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀπο­κτᾷ ὑπε­ρο­χὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο λόγῳ τῆς ἀγά­πης του, θὰ τὴν κρα­τή­σει καὶ στὴ μέλ­λου­σα ζωή. Δὲ θὰ τοῦ ἀφαι­ρε­θεῖ, ἀλλὰ θ’ αὐξά­νε­ται καὶ θὰ βεβαιώ­νε­ται αἰώ­νια.

Ὅποιος γνω­ρί­ζει πόσο κακὸ ἔχει συσ­σω­ρευ­τεῖ καὶ συσ­σω­ρεύ­ε­ται στὸν κόσμο μὲ τὸν ἀγῶ­να γιὰ τὴν ἀπό­κτη­ση ὑπε­ρο­χῆς, θὰ κατα­λά­βει πῶς ἡ διδα­χὴ αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι πρό­ξε­νος εἰρή­νης. Μ’ αὐτὴν ξεκί­νη­σε ἡ μεγα­λύ­τε­ρη καὶ πιὸ εὐλο­γη­μέ­νη ἐπα­νά­στα­ση στὴν κοι­νω­νία τῶν ἀνθρώ­πων — ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο ἢ κοι­νω­νία αὐτή. Ἀνα­λο­γί­σου τί θὰ σήμαι­νε γιὰ τὸν κόσμο ἂν ἡ ἰσό­τη­τα καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ θέση ἐξαρ­τιούν­ταν ἀπὸ τὴν παρο­χὴ ὑπη­ρε­σί­ας καὶ τὴν ἀγά­πη, ἀντὶ τῆς βίας, τοῦ πλού­του, τῆς πολυ­τέ­λειας ἢ τῆς ὑπο­τι­θέ­με­νης γνώ­σης. Ἀλή­θεια, πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ νομί­ζουν ὅτι εἶναι πρῶ­τοι, θὰ βρί­σκον­ταν στὴν τελευ­ταία θέση! Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ πίστευαν πῶς ἦταν τελευ­ταῖ­οι, θὰ βρί­σκον­ταν πρῶ­τοι! Ἀλή­θεια, πόση χαρὰ θὰ γέμι­ζε τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων, πόση εὐτα­ξία, εἰρή­νη κι ἁρμο­νία θὰ βασί­λευε! Θὰ συνα­γω­νί­ζον­ταν ὅλοι ποιός θὰ ὑπη­ρε­τή­σει τὸν ἄλλον, ὄχι ποιός θὰ τὸν κυβερ­νή­σει. “Ὅλοι θὰ βιά­ζον­ταν νὰ δώσουν καὶ νὰ βοη­θή­σουν, παρὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ ἐμπο­δί­σουν. Κάθε καρ­διὰ θὰ γέμι­ζε μὲ χαρὰ καὶ φώς, ὄχι μὲ κακία καὶ σκό­τος. Τότε ὁ διά­βο­λος θά ‘παιρ­νε ἕνα φανά­ρι καὶ θά ‘ψαχνε ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν ἄπι­στο, ἀλλὰ δὲ θά ‘βρι­σκε κανέ­ναν.

Ὅπου βασι­λεύ­ει ἡ ἀγά­πη, ὁ Θεὸς εἶναι φανε­ρὸς καὶ ὁρα­τὸς ἀπ’ ὅλους. Αὐτὸ δὲν εἶναι οὐτο­πία, δὲν εἶναι ἀπραγ­μα­το­ποί­η­το ὄνει­ρο. Ἡ ἀλή­θειά του φανε­ρώ­νε­ται στὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που οὐκ ἦλθε δια­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλλὰ δια­κο­νῆ­σαι, καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολ­λῶν» (Μάρκ. 1’45). Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ τὸν δια­κο­νή­σουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ τοὺς δια­κο­νή­σει ὁ ἴδιος. Ἦρθε γιὰ νὰ δώσει τὴ ζωή του ὡς λύτρο καὶ ἀντάλ­λαγ­μα γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες πολ­λῶν.

Ὁ Κύριός μας δὲν ἔδω­σε στοὺς ἀνθρώ­πους οὔτε μιὰ ἐντο­λὴ ποὺ δὲν τὴν τήρη­σε πρῶ­τα ὁ ἴδιος καὶ μάλι­στα σὲ τέλειο βαθ­μό. Ἀφη­σε ἔτσι τὸ παρά­δειγ­μά Του σὲ ὅλους μας. Ὁ Κύριος τήρη­σε τὴν ἐντο­λὴ τῆς δια­κο­νί­ας τῶν ἀνθρώ­πων σ’ ὅλη τὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του, ἀκό­μα καὶ μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἦρθε στὴ γῆ, μὲ τὸ θάνα­τό του καὶ τελι­κὰ μὲ τὴν ἀκα­τά­παυ­στη ἀγα­πη­τι­κὴ δρα­στη­ριό­τη­τά Του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος καὶ μετὰ τὸ θάνα­τό του, μὲ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνά­στα­σή Τοῦ καὶ μὲ τὴν ἀπο­στο­λὴ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Μὲ τὸ θάνα­τό Τοῦ ἔδω­σε τὴ ζωή Του λύτρον ἀντὶ πολ­λῶν. Δὲ λέει γιὰ ὅλους, ἀλλὰ γιὰ πολ­λούς. Αὐτὸ σημαί­νει πῶς θὰ βρε­θοῦν καὶ μερι­κοὶ ποὺ δὲ θὰ δεχτοῦν τὴν ἀγά­πη Του, δὲ θὰ ἐκτι­μή­σουν τὴ θυσία Του. Ἡ δια­κο­νία τῆς ἀγά­πης Τὸν ὁδή­γη­σε στὸ πάθος καί το θάνα­το. Ἐκεῖ­νος ποὺ δια­κο­νεῖ ἀπὸ ἀγά­πη κι ὄχι ἀπὸ αἴσθη­ση καθή­κον­τος, δὲ θὰ ὑπο­χω­ρή­σει μπρο­στὰ στὸ θάνα­το.

Ἡ δια­κο­νία τοῦ Χρι­στοῦ στοὺς ἀνθρώ­πους δὲν περιο­ρί­ζε­ται ἀπό το χρό­νο. Τὸ πάθος ἢ ὁ θάνα­τος ἑπο­μέ­νως ἔχουν ὅλα τὰ σημά­δια τῆς τέλειας, τῆς λυτρω­τι­κῆς θυσί­ας. Μὲ τὴ δια­κο­νία Του ὁ Κύριος λύτρω­σε τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τοῦ δια­βό­λου, ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία καί το θάνα­το. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Κύριος ὅμως ν’ ἀνα­λά­βει ἢ νὰ ὁλο­κλη­ρώ­σει τέτοια δια­κο­νία χωρὶς τὴ μέγι­στη κι ἀνυ­πέρ­βλη­τη ταπεί­νω­σή Του. Ἐνῶ ἦταν ἄναρ­χος, προ­αιώ­νιος, ἔγι­νε ἔσχα­τος. Ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο ὡς δοῦ­λος, ὡς διά­κο­νος, ὥστε μὲ τὴ δια­κο­νία Του στοὺς ἀνθρώ­πους νὰ φτά­σει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ στὸ ἀνυ­πέρ­βλη­το ὕψος Του, γιὰ νὰ δεί­ξει στοὺς ἀνθρώ­πους τὸ δρό­μο τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ ὕψους, τῆς ἀλη­θι­νῆς ὑπε­ρο­χῆς, τῆς μέγι­στης καὶ διαρ­κοῦς ἀνω­τε­ρό­τη­τας. Ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι ποὺ δέχτη­καν τὸ παρά­δειγ­μα αὐτὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν καρ­διά τους, ἀκο­λού­θη­σαν τὸ παρά­δειγ­μά Τοῦ καὶ στὸ ὄνο­μὰ Τοῦ δόθη­καν ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴν ἀγα­πη­τι­κὴ δια­κο­νία τῶν ἀνθρώ­πων. Ἦταν κι ἄλλοι ὅμως ποὺ περι­φρό­νη­σαν τὸ παρά­δειγ­μα καὶ τὴ διδα­χή Του. Ποιά τύχη περί­με­νε τοὺς πρώ­τους καὶ ποιά τοὺς δεύ­τε­ρους; Τὴν ἀπάν­τη­ση θὰ τὴ βροῦ­με στὴν ἱστο­ρία τῶν ἀπο­στό­λων τοῦ Χρι­στοῦ:

Ὁ Ἰού­δας ἀπόρ­ρι­ψε τόσο τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὅσο καὶ τὴ διδα­σκα­λία Του καὶ τέλειω­σε τὴν ἐπί­γεια ζωὴ Τοῦ μ’ ἕναν ἐπο­νεί­δι­στο τρό­πο. Κρε­μά­στη­κε. Οἱ ὑπό­λοι­ποι ἕντε­κα ἀπό­στο­λοι ποὺ ἔβα­λαν στὴν καρ­διά τους τὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου γιὰ τὴν ταπεί­νω­ση καὶ στὴ συνέ­χεια προ­σπά­θη­σαν νὰ μιμη­θοῦν τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Διδα­σκά­λου τους στὴν ἀγα­πη­τι­κὴ δια­κο­νία, δοξά­ζον­ται στὴ γῆ καὶ τὸν οὐρα­νό, στὸ χρό­νο καὶ τὴν αἰω­νιό­τη­τα. “Ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἀπόρ­ρι­ψαν τὴ διδα­σκα­λία καὶ τὸ παρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἀκο­λού­θη­σαν τὰ βήμα­τα τοῦ Ἰού­δα. Ἐκεῖ­νοι ὅμως ποὺ ἔκα­ναν δική τους τὴ σωτή­ρια διδα­σκα­λία Του καὶ μιμή­θη­καν τὸ ἀνυ­πέρ­βλη­το παρά­δειγ­μά Τοῦ, ἀκο­λού­θη­σαν τὰ βήμα­τα τῶν ἕντε­κα ἀπο­στό­λων.

Ἡ Ἱστο­ρία ἀνα­φέ­ρει χιλιά­δες Ἰοῦ­δες, ὅπως καὶ χιλιά­δες χιλιά­δων ἀλη­θι­νοὺς καὶ πιστοὺς μαθη­τὲς κι ἀκό­λου­θους τοῦ Κυρί­ου καὶ Σωτῆ­ρα μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ. “Ὅπως βγῆ­κε Νικη­τὴς ὁ Κύριος στὸ τέλος τῆς σύν­το­μης ἐπί­γειας ζωῆς Του, ἔτσι θὰ βγεῖ Νικη­τὴς καὶ στὸ τέλος ὁλό­κλη­ρης τῆς μακρᾶς ἱστο­ρί­ας τοῦ κόσμου. Ὁ στρα­τὸς τῶν σεσω­σμέ­νων καὶ ἔνδο­ξων πιστῶν Του θὰ εἶναι ἀσύγ­κρι­τα μεγα­λύ­τε­ρος ἀπὸ ἐκεῖ­νον τοῦ ἀντι­κεί­με­νου, τοῦ πονη­ροῦ, ποὺ ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ δια­βό­λου κι ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ.

Εὔχο­μαι νὰ βρε­θοῦ­με στὸ στρα­τὸ ἐκεῖ­νο τῶν σεσω­σμέ­νων καὶ δοξα­σμέ­νων. Εὔχο­μαι ὁ Κύριος Ἰησοῦς νὰ γίνει ἵλεως,ἵλεῳς σέ μας τὴν “Ἔσχα­τη Μέρα, ὅταν θὰ σκο­τι­στεῖ ὁ αἰσθη­τὸς ἥλιος καὶ δὲ θὰ ξανα­φω­τί­σει πιά. Γλυ­κύ­τα­τε καὶ Ζωο­ποιε Κύριε, συχώ­ρε­σε τίς ἁμαρ­τί­ες μας προ­τοῦ φτά­σει ἡ μέρα ἐκεί­νη! Ἀπόρ­ρι­ψε ὅλα τὰ ἔργα μᾶς ὡς ἀνά­ξια κι ἀκά­θαρ­τα καὶ σῶσε μας μὲ τὸ ἀμέ­τρη­το ἔλε­ὸς Σοῦ, μ’ αὐτὸ ποὺ ἦρθες στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσεις ἐμᾶς τοὺς ἀνά­ξιους. Σὲ Σένα πρέ­πει ἡ δόξα, μεγά­λε καὶ θαυ­μα­τουρ­γὲ Κύριε, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ “Ἁγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Τί νὰ ζητοῦ­με;

«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς: Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε» (Μάρκ. 10, 38)

Ἀγα­πη­τοί, σήμε­ρα εἶνε ἡ Πέμ­πτη Κυρια­κὴ τῆς Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Μιὰ βδο­μά­δα μένει ἀκό­μη γιὰ νὰ φθά­σου­με στὴν πιὸ ἱερὴ καὶ συγ­κι­νη­τι­κὴ ἑβδο­μά­δα ὅλου τοῦ ἔτους, ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ Μεγά­λη Ἑβδο­μάς. Τὸ Εὐαγ­γέ­λιο τῆς σημε­ρι­νῆς Κυρια­κῆς μας προ­ε­τοι­μά­ζει ψυχι­κῶς. Μᾶς διη­γεῖ­ται, ὅτι ὁ Χρι­στὸς λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὰ σεπτά του πάθῃ πῆρε τοὺς δώδε­κα μαθη­τές του ἰδιαι­τέ­ρως, πῆγε σ’ ἕνα ἐρη­μι­κὸ μέρος, κ’ ἐκεῖ, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους, ἄρχι­σε νὰ τοὺς λέη ὅσα ἐπρό­κει­το νὰ πάθη.

Πολὺ συγ­κι­νη­τι­κὰ εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ.

Σὰν νὰ τὸν ἀκοῦ­με νὰ μιλάη καὶ σ’ ἐμᾶς καὶ νὰ λέη: «Ἀνα­βαί­νο­μεν εἰς τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ‑ἔτσι ὠνό­μα­ζε τὸν ἑαυ­τό του ὁ Χρι­στός- θὰ παρα­δο­θῇ στοὺς ἀρχιε­ρεῖς καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς. Αὐτοὶ θὰ τὸν κρί­νουν καὶ θὰ τὸν κατα­δι­κά­σουν σὲ θάνα­το». Καὶ ἐπει­δὴ ἡ ἀπό­φα­σί τους αὐτὴ δὲν θὰ μπο­ρῇ νὰ ἐκτε­λε­σθῇ χωρὶς τὴν ἔγκρι­ση τῆς πολι­τι­κῆς ἐξου­σί­ας, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ‑συνε­χί­ζει ὁ Χρι­στός- θὰ παρα­δο­θῇ ἀπὸ τοὺς ἀρχιε­ρεῖς στὰ ἔθνη», στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες Ρωμαί­ους, ποὺ πολι­τι­κῶς ἐξου­σί­α­ζαν τὴν Ἰου­δαία. «Αὐτοὶ θὰ τὸν ἐμπαί­ξουν, θὰ τὸν χτυ­πή­σουν μὲ βούρ­δου­λα, θὰ τὸν φτύ­σουν στὸ πρό­σω­πο, καὶ τέλος θὰ τὸν θανα­τώ­σουν, θὰ τὸν σταυ­ρώ­σουν. Τὴν τρί­τη ὅμως ἡμέ­ρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που θὰ ἀνα­στη­θῇ». Οἱ μαθη­ταί, ἀκού­γον­τας τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ ἔπρε­πε νὰ συγ­κι­νη­θοῦν γιὰ ὅσα ἐπρό­κει­το νὰ πάθῃ καὶ Διδά­σκα­λός τους. Ἀλλὰ περί­ερ­γο πρᾶγ­μα! Κανέ­νας τοὺς δὲν συγ­κι­νεῖ­ται. Οἱ μαθη­ταὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ φαν­τα­στοῦν, ὅτι ὁ Χρι­στός, ποὺ ἔκα­νε θαύ­μα­τα καὶ εἶχε τέτοια δύνα­μι, ποὺ καὶ ἡ ἀγριε­μέ­νη θάλασ­σα στὸ λόγο του ὑπά­κου­σε, θὰ ἦταν δυνα­τὸν νὰ φανῇ τόσο ἀδύ­να­τος, ὥστε νὰ τὸν περι­παί­ζουν ὅλοι. Τὸ μυα­λό τους ἔδιω­χνε κάθε τέτοια σκέ­ψι σὰν ταπει­νω­τι­κὴ καὶ ἐξευ­τε­λι­στι­κὴ γιὰ τὸ μεγα­λεῖο τοῦ Χρι­στοῦ.

Ὁ Χρι­στὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ σταυ­ρω­θῇ; Ἀδύ­να­τον. Οἱ μαθη­ταὶ ἄλλα πράγ­μα­τα φαν­τά­ζον­ταν. Φαν­τά­ζον­ταν κοσμι­κὰ μεγα­λεῖα. Φαν­τά­ζον­ταν, ὅτι μὲ δύνα­μι μεγά­λη θὰ ἔκα­νε νέα θαύ­μα­τα. Θὰ νικοῦ­σε τοὺς ἐχθρούς του ὅλους καὶ θὰ γκρέ­μι­ζε ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τοὺς Ρωμαί­ους κατα­κτη­τὲς καὶ θ’ ἀνα­κη­ρυσ­σό­ταν βασι­λιᾶς, κι ὁ σκλα­βω­μέ­νος λαὸς θὰ ἔβλε­πε μέρες λευ­τε­ριᾶς πιὸ λαμ­πρὲς ἀπ’ ὅ,τι εἶδαν οἱ πρό­γο­νοί τους, ὅταν βασι­λεῖς ἦταν ὁ Δαυὶδ καὶ ὁ Σολο­μῶν. Ὦ, πόσο ἔνδο­ξοι καὶ εὐτυ­χι­σμέ­νοι θὰ ἦταν τότε οἱ μαθη­ταὶ κον­τὰ στὸ Χρι­στό!…

Ἔτσι φαν­τά­ζον­ταν τὸ Χρι­στὸ οἱ μαθη­ταὶ. Δύο μάλι­στα μαθη­ταὶ τοῦ Χρι­στοῦ, τὰ δυὸ ἀδέρ­φια, ὁ Ἰωάν­νης καὶ ὁ Ἰάκω­βος, ἦταν τόσο βέβαιοι πῶς ὁ Χρι­στὸς θά ‘παιρ­νε στὰ χέρια του τὴν κρα­τι­κὴ ἐξου­σία καὶ θὰ γινό­ταν βασι­λιᾶς, ὥστε ἤθε­λαν ἀπὸ τώρα νὰ ἐξα­σφα­λί­σουν τίς καλύ­τε­ρες θέσεις κον­τὰ στὸ νέο βασι­λιᾶ. Βάζουν λοι­πὸν τὴ μητέ­ρα τους νὰ παρα­κα­λέ­σῃ τὸ Χρι­στὸ γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτό. Κι ὄχι μόνο βάζουν τὴ μητέ­ρα τους γιὰ νὰ μεσι­τεύ­σῃ, ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πλη­σιά­ζουν τὸ Χρι­στὸ καὶ τὸν παρα­κα­λοῦν, ὅταν γίνῃ βασι­λιᾶς, νὰ τοὺς δώσῃ τίς πρῶ­τες θέσεις. Νὰ βάλῃ τὸν ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλο στὰ ἀρι­στε­ρά. Ζητᾶ­νε, δηλα­δή, ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ νὰ τοὺς δώσῃ τὰ πρῶ­τα ὑπουρ­γεῖα νὰ εἶνε πρῶ­τοι στὸ βασί­λειο τοῦ Χρι­στοῦ, ὑπουρ­γοὶ καὶ πρω­θυ­πουρ­γοί!

Πόση μεγά­λη ἦταν ἡ πλά­νη τῶν μαθη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ! Εἶνε βασι­λιᾶς ὁ Χρι­στός. Ναί. Ἀλλά το βασι­λιᾶς! Πολὺ δια­φο­ρε­τι­κὸς ἀπὸ τοὺς βασι­λιᾶ­δες τοῦ κόσμου. Θρό­νος του ὁ σταυ­ρός. Δεξιὰ καὶ ἀρι­στε­ρά του δυὸ λῃσταί. Ὁ ἕνας τὸν βλα­στη­μά­ει· ὁ ἄλλος τὸν ὑμνεῖ καὶ τὸν δοξά­ζει… Καὶ ὁ Χρι­στός, βλέ­πον­τας πόσο μακριὰ ἦταν οἱ μαθη­ταί του ἀπὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τοὺς λέει: «Οὔκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε» (Μάρκ. 10, 38). Δὲν ξέρε­τε τί ζητᾶ­τε. Ζητᾶ­τε κοσμι­κὰ ἀξιώ­μα­τα, ζητᾶ­τε τιμὲς καὶ δόξες καὶ ἐπί­γεια ἀγα­θά, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐγώ, ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που», γυμνὸς ἀπὸ κάθε τιμὴ τῶν ἀνθρώ­πων, ἄτι­μος καὶ περι­φρο­νη­μέ­νος, ἑτοι­μά­ζο­μαι νὰ πιῶ τὸ πιὸ πικρὸ ποτή­ρι, τὸ ποτή­ριο τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θανά­του. «Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε».

Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ «Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε», ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στοὺς δυὸ μαθη­τάς του, πόσες φορὲς δὲν ται­ριά­ζει νὰ εἰπω­θῇ καὶ γιά μας τοὺς σημε­ρι­νοὺς χρι­στια­νούς! Για­τί κ’ ἐμεῖς σὰν τοὺς μαθη­τὰς τοῦ Χρι­στοῦ σκε­πτό­μα­στε καὶ ζητᾶ­με ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν εἶνε γιὰ τὸ πνευ­μα­τι­κό μας συμ­φέ­ρον, δὲν εἶνε γιὰ τὴν ψυχι­κή μας σωτη­ρία. Θὰ εἶνε ἡ κατα­στρο­φή μας αὐτὰ ποὺ ζητᾶ­με. Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ ξέρει ποιό εἶνε ἐκεῖ­νο ποὺ μᾶς ὠφε­λεῖ καὶ ποιό εἶνε ἐκεῖ­νο ποὺ μᾶς βλά­πτει, στὶς ἐπί­μο­νες παρα­κλή­σεις μας, στὶς προ­σευ­χὲς καὶ τίς δεή­σεις μας, ἀπαν­τᾷ «Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε» (αὐτ.).

Θέλε­τε παρα­δείγ­μα­τα; Ἄς ποῦ­με μερι­κὰ ἀπὸ τὰ πολ­λὰ ποὺ συμ­βαί­νουν κάθε μέρα στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώ­πων. Ἕνας φτω­χὸς ἔπαιρ­νε λαχεῖα καὶ παρα­κα­λοῦ­σε το Θεὸ νὰ τοῦ πέσῃ ὁ πρῶ­τος λαχνός. Τὸ ζητοῦ­σε ἐπι­μό­νως. Νόμι­ζε ὁ ἀνόη­τος, ὅτι μὲ τὰ λεφτὰ θὰ γίνῃ εὐτυ­χής. Νὰ λοι­πὸν καὶ τοῦ ἔπε­σε τὸ πρῶ­το λαχεῖο! Κέρ­δι­ζε ἑκα­τομ­μύ­ρια. Ὅταν τὸ ἔμα­θε, ἀπὸ τὴν ὑπερ­βο­λι­κή του χαρὰ καὶ συγ­κί­νη­σι τρελ­λά­θη­κε καὶ κλεί­στη­κε στὸ τρελ­λο­κο­μεῖο. Δὲν ἤξε­ρε τί ζητοῦ­σε…

Μιὰ φτω­χὴ κοπέλ­λα βάλ­θη­κε νὰ πάρῃ ἕναν πλού­σιο νέο. Ὅλα τὰ μέσα τὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σε γιὰ νὰ πετύ­χῃ το σκο­πό της. Ἄνα­βε κεριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἁγί­ους καὶ τοὺς παρα­κα­λοῦ­σε νὰ τὴ βοη­θή­σουν. Καὶ σὲ μάγια ἀκό­μη κατέ­φυ­γε. Τέλος τὸ κατώρ­θω­σε. Πῆρε τὸν πλού­σιο νέο. Ἔγι­νε εὐτυ­χι­σμέ­νη; Ὄχι. Ἔγι­νε δυστυ­χι­σμέ­νη, πολὺ δυστυ­χι­σμέ­νη. Ὁ πλού­σιος ἄντρας τὴν κακο­με­τα­χει­ρί­ζε­ται, τὴ χτυ­πά­ει, τὴ βρί­ζει, τὴ διώ­χνει ἀπὸ τὸ μέγα­ρο τοῦ. Δὲν ἁρμό­ζει καὶ στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ νὰ λεχθῇ τὸ «Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε»;

Κ’ ἕνα τελευ­ταῖο παρά­δειγ­μα. Ἕνας νιό­παν­τρος νέος ζοῦ­σε μὲ τὴ γυναῖ­κα του εὐτυ­χι­σμέ­νος στὸ μικρὸ χωριό του. Ἀλλὰ αὐτὸς ἄκου­γε Ἀμε­ρι­κὴ καὶ Αὐστρα­λία, καὶ νόμι­ζε ὅτι ἐκεῖ, ἂν θὰ πάη, θὰ βρῆ τὸν παρά­δει­σο. Ἔφα­γε τὸν κόσμο γιὰ νὰ πάη. Στὸ τέλος τὸ πέτυ­χε. Ἄφη­σε το χωριό του, τοὺς γέρον­τες γονεῖς του καὶ ἔφυ­γε. Ἔφυ­γε οἰκο­γε­νεια­κῶς. Βρῆ­κε ἐκεῖ τὴν εὐτυ­χία του; Ἀλλοί­μο­νο! Ἡ γυναῖ­κα του στὰ ξένα παρα­στρά­τη­σε. Τὸν ἄφη­σε. Καὶ τώρα εἶνε μόνος του, χωρὶς παι­διά, ποὺ ἀκο­λού­θη­σαν τὴ μάνα τους. Γρά­φει τώρα, καὶ τὰ γράμ­μα­τά του εἶνε βρεγ­μέ­να μὲ τὰ δάκρυά του. «Κόλα­ση εἶνε», γρά­φει, «ἐδῶ ἡ ζωή μου». Καὶ στὴν περί­πτω­ση αὐτὴ ται­ριά­ζει τὸ «Οὐκ οἴδα­τε τί αἰτεῖ­σθε» (αὐτ.).

Ἄχ, ἀγα­πη­τοί μου, πόσο κον­τό­φθαλ­μοι εἴμα­στε! Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με μακριά. Δὲν ξέρου­με ποιό εἶνε στὸν κόσμο τοῦ­το τὸ πραγ­μα­τι­κό μας συμ­φέ­ρον. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ ζητᾶ­με λίγα εἶνε ἐκεῖ­να ποὺ μᾶς ὠφε­λοῦν. Τὰ ἄλλα εἶνε πολὺ ἐπι­ζή­μια καὶ κατα­στρε­πτι­κά. Γι’ αὐτὸ στὴν προ­σευ­χή μας πρέ­πει νὰ λέμε «Χρι­στέ! Σύ, ποὺ μᾶς ἀγα­πᾷς καὶ γνω­ρί­ζεις ποιό εἶνε τὸ πραγ­μα­τι­κό μας συμ­φέ­ρον, σὲ παρα­κα­λοῦ­με νὰ μᾶς δίνης μόνο ὅ,τι μᾶς ὠφε­λεῖ».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek