ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ — Πράξεις (Θ΄ 32 — 42)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. Θ΄, εδά­φια 32–42

32 ᾿Εγέ­νε­το δὲ Πέτρον διερ­χό­με­νον διὰ πάν­των κατελ­θεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγί­ους τοὺς κατοι­κοῦν­τας Λύδ­δαν 33 εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρω­πόν τινα Αἰνέ­αν ὀνό­μα­τι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατα­κεί­με­νον ἐπὶ κρα­βάτ­τῳ, ὃς ἦν παρα­λε­λυ­μέ­νος 34 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χρι­στός· ἀνά­στη­θι καὶ στρῶ­σον σεαυ­τῷ. καὶ εὐθέ­ως ἀνέ­στη. 35 καὶ εἶδον αὐτὸν πάν­τες οἱ κατοι­κοῦν­τες Λύδ­δαν καὶ τὸν Σάρω­να, οἵτι­νες ἐπέ­στρε­ψαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

36 ᾿Εν ᾿Ιόπ­πῃ δέ τις ἦν μαθή­τρια ὀνό­μα­τι Ταβι­θά, ἣ διερ­μη­νευο­μέ­νη λέγε­ται Δορ­κάς· αὕτη ἦν πλή­ρης ἀγα­θῶν ἔργων καὶ ἐλεη­μο­συ­νῶν ὧν ἐποί­ει. 37 ἐγέ­νε­το δὲ ἐν ταῖς ἡμέ­ραις ἐκεί­ναις ἀσθε­νή­σα­σαν αὐτὴν ἀπο­θα­νεῖν· λού­σαν­τες δὲ αὐτὴν ἔθη­καν ἐν ὑπε­ρῴῳ. 38 ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδ­δης τῇ ᾿Ιόπ­πῃ οἱ μαθη­ταὶ ἀκού­σαν­τες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέ­στει­λαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρα­κα­λοῦν­τες μὴ ὀκνῆ­σαι διελ­θεῖν ἕως αὐτῶν. 39 ἀνα­στὰς δὲ Πέτρος συνῆλ­θεν αὐτοῖς· ὃν παρα­γε­νό­με­νον ἀνή­γα­γον εἰς τὸ ὑπε­ρῷ­ον, καὶ παρέ­στη­σαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαί­ου­σαι καὶ ἐπι­δει­κνύ­με­ναι χιτῶ­νας καὶ ἱμά­τια ὅσα ἐποί­ει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορ­κάς.

40 ἐκβα­λὼν δὲ ἔξω πάν­τας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνα­τα προ­σηύ­ξα­το, καὶ ἐπι­στρέ­ψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβι­θά, ἀνά­στη­θι. ἡ δὲ ἤνοι­ξε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦ­σα τὸν Πέτρον ἀνε­κά­θι­σε. 41 δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖ­ρα ἀνέ­στη­σεν αὐτήν, φωνή­σας δὲ τοὺς ἁγί­ους καὶ τὰς χήρας παρέ­στη­σεν αὐτὴν ζῶσαν. 42 γνω­στὸν δὲ ἐγέ­νε­το καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόπ­πης, καὶ πολ­λοὶ ἐπί­στευ­σαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

32 Συνέ­βη δε, όταν ο Πετρος περιώ­δευε όλα αυτά τα μέρη, να κατε­βή στους πιστούς, οι οποί­οι κατοι­κού­σαν εις την Λυδ­δαν. 33 Ευρή­κε δε εκεί ένα άνθρω­πον, ονό­μα­τι Αινέ­αν, ο οποί­ος κατέ­κει­το επί οκτώ έτη παρά­λυ­τος επά­νω εις ένα κρεβ­βά­τι. 34 Και του είπεν ο Πετρος· “Αινέα, ο Ιησούς, ο Χρι­στός σε θερα­πεύ­ει από την ασθέ­νειάν σου. Σηκω και στρώ­σε μόνος σου το κρεβ­βά­τι σου”. Και αμέ­σως εκεί­νος εση­κώ­θη­κε υγι­ής. 35 Και τον είδαν όλοι, όσοι κατοι­κού­σαν την Λυδ­δαν και την περιο­χήν του Σαρω­νος, οι οποί­οι επί­στευ­σαν και επέ­στρε­ψαν στον Κυριον, παρα­κι­νη­θέν­τες από το θαύ­μα αυτό. 36 Εις δε την Ιόπ­πην εζού­σε μία μαθή­τρια του Κυρί­ου, ονό­μα­τι Ταβι­θά, της οποί­ας το όνο­μα εις την ελλη­νι­κήν σημαί­νει Δορ­κάς. Αυτή ήτο γεμά­τη από καλά έργα και ελεη­μο­σύ­νας, τας οποί­ας έκα­νε συνε­χώς. 37 Συνέ­βη όμως κατά τας ημέ­ρας εκεί­νας να ασθε­νή­ση και να πεθά­νη. Αφού δε, σύμ­φω­να με τα ιου­δαϊ­κά έθι­μα, την έλου­σαν και την ετοί­μα­σαν δια την ταφήν, την έβα­λαν στο υπε­ρώ­ον. 38 Επει­δή δε η Λυδ­δα ήτο κον­τά εις την Ιόπ­πην και οι μαθη­ταί είχαν ακού­σει, ότι ο Πετρος ήταν εκεί, έστει­λαν δύο άνδρας προς αυτόν και τον παρα­κα­λού­σαν να μη βρα­δύ­νη να έλθη μέχρις αυτών. 39 Πράγ­μα­τι ο Πετρος εση­κώ­θη­κε και επή­γε μαζή με τους δύο απε­σταλ­μέ­νους. Οταν δε έφθα­σε, τον ανέ­βα­σαν στο υπε­ρώ­ον. Εκεί δε παρου­σιά­σθη­σαν εις αυτόν όλαι αι χήραι κλαί­ου­σαι δια τον θάνα­τον της Ταβι­θάς, και εδεί­κνυαν στον Πετρον χιτώ­νας και επα­νω­φό­ρια, όσα έφκια­νε, όταν ήτο εν ζωή η Δορ­κάς. 40 Ο Πετρος, αφού έβγα­λε όλους έξω από το υπε­ρώ­ον, εγο­νά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε. Επει­τα εστρά­φη προς το σώμα και είπε· “Ταβι­θά, σήκω”. Εκεί­νη δε άνοι­ξε αμέ­σως τα μάτια της και όταν είδε τον Πετρον ανα­ση­κώ­θη­κε στο κρεβ­βά­τι της. 41 Της έδω­σε τότε το χέρι του ο Πετρος και την εσή­κω­σε. Και αφού εκά­λε­σε τους Χρι­στια­νούς και μάλι­στα τας χήρας, τους την παρου­σί­α­σε ζων­τα­νήν. 42 Εγι­νε δε γνω­στόν το θαύ­μα αυτό της ανα­στά­σε­ως εις όλην την Ιόπ­πην και πολ­λοί επί­στευ­σαν στον Κυριον.

32 Καθώς ο Πέτρος περιό­δευε σε όλα αυτά τα μέρη, κάποια μέρα κατέ­βη­κε και στους Χρι­στια­νούς που κατοι­κού­σαν στην Λύδ­δα. 33 Εκεί συνάν­τη­σε κάποιον άνθρω­πο που λεγό­ταν Αινέ­ας και ήταν οκτώ χρό­νια κατά­κοι­τος πάνω σε ένα κρε­βά­τι, διό­τι ήταν παρά­λυ­τος. 34 Κι ο Πέτρος του είπε: ‘’Αινέα, ο Ιησούς, που είναι ο χρι­σμέ­νος από τον Θεό Μεσ­σί­ας, σε για­τρεύ­ει από την παρα­λυ­σία σου. Σήκω και στρώ­σε μόνος σου το κρε­βά­τι σου’’. Κι αυτός αμέ­σως σηκώ­θη­κε. 35 Και τον είδαν όλοι όσοι κατοι­κού­σαν στη Λύδ­δα και στην πεδιά­δα του Σάρω­να. Και έτσι, καθο­δη­γη­μέ­νοι από το θαύ­μα αυτό, επέ­στρε­ψαν στον Κύριο Ιησού, αφού Τον πίστε­ψαν και Τον ανα­γνώ­ρι­σαν Θεό και Σωτή­ρα τους.

36 Στην Ιόπ­πη πάλι υπήρ­χε κάποια μαθή­τρια του Κυρί­ου που λεγό­ταν Ταβι­θά. Το όνο­μα αυτό μετα­φρά­ζε­ται με τη λέξη Δορ­κά­δα, δηλα­δή ζαρ­κά­δι. Αυτή ήταν γεμά­τη από αγα­θο­ερ­γί­ες και ελεη­μο­σύ­νες που έκα­νε συνε­χώς. 37 Τις ημέ­ρες εκεί­νες όμως συνέ­βη να αρρω­στή­σει και να πεθά­νει. Κι αφού την έλου­σαν και την ετοί­μα­σαν, την έβα­λαν στο πάνω δια­μέ­ρι­σμα της οικί­ας. 38 Καθώς λοι­πόν η πόλη Λύδ­δα ήταν κον­τά στην Ιόπ­πη, σαν άκου­σαν οι μαθη­τές ότι ο Πέτρος είναι στην πόλη αυτή, του έστει­λαν δύο άνδρες και τον παρα­κα­λού­σαν να πάει σε αυτούς όσο γίνε­ται πιο γρή­γο­ρα. 39 Πράγ­μα­τι ο Πέτρος σηκώ­θη­κε και πήγε μαζί με τους δύο αυτούς απε­σταλ­μέ­νους. Μόλις έφτα­σε στην Ιόπ­πη, τον ανέ­βα­σαν στο ανώ­γειο. Κι εκεί παρου­σιά­στη­καν μπρο­στά του όλες οι χήρες κλαί­γον­τας για τον θάνα­το αυτής που τις προ­στά­τευε. Και ως δείγ­μα­τα της προ­στα­σί­ας της έδει­χναν στον Πέτρο τους χιτώ­νες και τα πανω­φό­ρια που είχε φτιά­ξει γι’ αυτούς η Δορ­κά­δα όσο ζού­σε μαζί τους.

40 Αφού λοι­πόν ο Πέτρος τους έβγα­λε όλους έξω από το ανώ­γειο που ήταν η νεκρή, γονά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε. Κατό­πιν στρά­φη­κε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβι­θά, σήκω επά­νω’’. Και αυτή άνοι­ξε τα μάτια της, και όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλω­μέ­νη, ανα­ση­κώ­θη­κε καθι­στή στο κρε­βά­τι της. 41 Τότε της έδω­σε ο Πέτρος το χέρι του και την σήκω­σε όρθια. Ύστε­ρα φώνα­ξε τους Χρι­στια­νούς και ιδιαι­τέ­ρως τις χήρες και τους την παρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. 42 Το θαύ­μα αυτό έγι­νε γνω­στό σε όλη την πόλη της Ιόπ­πης, και πολ­λοί πίστε­ψαν στον Κύριο.

32 Περιο­δεύ­ον­τας δὲ ὁ Πέτρος καὶ ἐπι­σκε­πτό­με­νος ὅλους, κατέ­βη­κε καὶ στοὺς ἁγί­ους (στοὺς πιστούς), ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὴ Λύδ­δα. 33 Bρῆ­κε δὲ ἐκεῖ κάποιον ἄνθρω­πο ὀνο­μα­ζό­με­νο Aἰνέα, ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη κατά­κοι­το στὸ κρεβ­βά­τι, διό­τι ἦταν παρά­λυ­τος. 34 Kαὶ τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος: «Aἰνέα! Σὲ θερα­πεύ­ει ὁ Ἰησοῦς ὁ Xρι­στός. Σήκω καὶ στρῶ­σε τὸ κρεβ­βά­τι σου». Kαὶ ἀμέ­σως σηκώ­θη­κε. 35 Kαὶ τὸν εἶδαν ὅλοι οἱ κάτοι­κοι τῆς Λύδ­δας καὶ τοῦ Σάρω­νος, καὶ ἐπέ­στρε­ψαν στὸν Kύριο (τὸν Ἰησοῦ). 36 Στὴν Ἰόπ­πη δὲ ὑπῆρ­χε κάποια μαθή­τρια (πιστὴ δηλα­δὴ) ὀνο­μα­ζο­μέ­νη Tαβι­θά, ποὺ μετα­φρά­ζε­ται Δορ­κάς. Aὐτὴ ἦταν γεμά­τη ἀπὸ ἀγα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐλεη­μο­σύ­νες, ποὺ ἔκα­νε. 37 Συνέ­βη δὲ ἐκεῖ­νες τὶς ἡμέ­ρες ν’ ἀσθε­νή­σῃ καὶ νὰ πεθά­νῃ. Kαὶ ἀφοῦ τὴν ἔλου­σαν, τὴν ἔβα­λαν στὸ ἀνώ­γειο. 38 Ἐπει­δὴ δὲ ἡ Λύδ­δα ἦταν κον­τὰ στὴν Ἰόπ­πη, οἱ μαθη­ταί (οἱ πιστοί), ὅταν ἄκου­σαν, ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι σ’ αὐτή, ἀπέ­στει­λαν δύο ἄνδρες πρὸς αὐτὸν παρα­κα­λών­τας νὰ μὴ βρα­δύ­νῃ νὰ ἔλθῃ καὶ σ’ αὐτούς. 39 Σηκώ­θη­κε δὲ ὁ Πέτρος καὶ πῆγε μαζί τους. Kαὶ ὅταν ἔφθα­σε, τὸν ἀνέ­βα­σαν στὸ ἀνώ­γειο. Kαὶ παρου­σιά­σθη­καν σ’ αὐτὸν ὅλες οἱ χῆρες κλαί­ον­τας καὶ δεί­χνον­τας χιτῶ­νες καὶ πανω­φό­ρια, ποὺ ἔκα­νε ἡ Δορ­κάς, ὅταν ζοῦ­σε. 40 Ἀφοῦ δὲ ὁ Πέτρος ἔβγα­λε ὅλους ἔξω, γονά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε. Ἔπει­τα στρά­φη­κε πρὸς τὸ σῶμα καὶ εἶπε: «Tαβι­θά, σήκω ἐπά­νω!». Aὐτὴ δὲ ἄνοι­ξε τὰ μάτια της, καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο, ἀνα­ση­κώ­θη­κε. 41 Tῆς ἔδω­σε δὲ τὸ χέρι καὶ τὴ σήκω­σε ἐπά­νω. Kαὶ κάλε­σε τοὺς ἁγί­ους (τοὺς πιστοὺς) καὶ τὶς χῆρες, καὶ τὴν παρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. 42 Kαὶ τὸ ἔμα­θε ὅλη ἡ Ἰόπ­πη. Kαὶ πολ­λοὶ πίστευ­σαν στὸν Kύριο (τὸν Ἰησοῦ).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΝΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΑΒΙΘΑ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΕΤΡΟ

«γένε­το δ Πέτρον διερ­χό­με­νον δι πάν­των κατελ­θεν κα πρς τος γίους τος κατοι­κοντας Λύδ­δαν(:καθώς ο Πέτρος περιό­δευε σε όλα αυτά τα μέρη, κάποια μέρα κατέ­βη­κε και στους Χρι­στια­νούς που κατοι­κού­σαν στην Λύδ­δα)»[Πράξ.9,32]. Σαν κάποιος στρα­τη­γός που περιερ­χό­ταν τις τάξεις του στρα­τεύ­μα­τος επι­θε­ω­ρών­τας, ποιο μέρος ήταν συγ­κρο­τη­μέ­νο, ποιο ήταν σε τάξη πορεί­ας, ποιο χρεια­ζό­ταν την παρου­σία του.

Πρό­σε­χε ότι αυτός παν­τού περι­τρέ­χει, και παν­τού πρώ­τος βρί­σκε­ται. Όταν επρό­κει­το να εκλε­γεί ο από­στο­λος, αυτός ήταν πρω­το­στά­τη­σε· όταν έπρε­πε να μιλή­σουν στους Ιου­δαί­ους, ανά­λα­βε τον λόγο για να τους δεί­ξει ότι δεν ήταν μεθυ­σμέ­νοι όταν έπρε­πε να θερα­πεύ­σουν τον χωλό[Πράξ.3, 2–8], όταν έπρε­πε να μιλήσουν[Πράξ.3, 12–26] αυτός πρω­το­στα­τεί των άλλων· όταν έπρε­πε να μιλή­σουν προς τους άρχον­τες[ Πράξ.4, 8–20.5, 29–32], αυτός μιλά­ει· όταν προς τον Ανα­νία [Πράξ.5, 1–11], όταν και από την σκιά του ακό­μη γινό­ταν θεραπείες[Πράξ.5,14–15:«Μλλον δ προ­σε­τί­θεν­το πιστεύ­ον­τες τ Κυρί πλή­θη νδρν τε κα γυναικν, στε κατ τς πλα­τεί­ας κφέ­ρειν τος σθε­νες κα τιθέ­ναι π κλινν κα κρα­βάτ­των, να ρχο­μέ­νου Πέτρου κν σκι πισκιάσ τιν ατν (:έτσι ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ανδρών και γυναι­κών, οι οποί­οι πίστευαν στον Κύριο και γίνον­ταν μέλη της Εκκλη­σί­ας, αυξά­νον­τας κατά πολύ τον αριθ­μό των πιστών. Τόσο πολύ μάλι­στα τους σεβό­ταν ο λαός, ώστε έβγα­ζαν τους αρρώ­στους από τα σπί­τια τους στις πλα­τεί­ες και τους έβα­ζαν πάνω σε πολυ­τε­λή κρε­βά­τια οι πλου­σιό­τε­ροι, και σε φτω­χι­κά και πρό­χει­ρα φορεία οι φτω­χό­τε­ροι, έτσι ώστε, όταν θα περ­νού­σε από το πλή­θος εκεί­νο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους αρρώ­στους αυτούς για να τον θερα­πεύ­σει)»], αυτός επί­σης πάν­το­τε πρω­το­στα­τού­σε. Και όπου μεν υπήρ­χε κίν­δυ­νος, αυτός ήταν παρών, καθώς και όπου έπρε­πε να διευ­θε­τη­θούν προ­βλή­μα­τα, ενώ όπου υπήρ­χε γαλή­νη, βρί­σκον­ται όλοι μαζί· τόσο πολύ δεν απαι­τού­σε τιμή μεγα­λύ­τε­ρη από τους άλλους. Πάλι όταν έπρε­πε να γίνει θαύ­μα, αυτός τρέ­χει πρώ­τος· και σε αυτή πάλι την περί­πτω­ση αυτός πάλι υπο­φέ­ρει και οδοι­πο­ρεί.

«Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρω­πόν τινα Αἰνέ­αν ὀνό­μα­τι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατα­κεί­με­νον ἐπὶ κρα­βάτ­τῳ, ὃς ἦν παρα­λε­λυ­μέ­νος(:εκεί συνάν­τη­σε κάποιον άνθρω­πο που λεγό­ταν Αινέ­ας και ήταν οκτώ χρό­νια κατά­κοι­τος πάνω σε ένα κρε­βά­τι, διό­τι ήταν παρά­λυ­τος). καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χρι­στός· ἀνά­στη­θι καὶ στρῶ­σον σεαυ­τῷ(:και ο Πέτρος του είπε: ‘’Αινέα, ο Ιησούς, που είναι ο χρι­σμέ­νος από τον Θεό Μεσ­σί­ας, σε για­τρεύ­ει από την παρα­λυ­σία σου. Σήκω και στρώ­σε μόνος σου το κρε­βά­τι σου’’)»[Πράξ.9,33–34].Ο λόγος αυτός δεν είναι ανθρώ­που που επι­δει­κνύ­ε­ται, αλλά που έχει την βεβαιό­τη­τα ότι θα γίνει αυτό που λέει. Εγώ πάλι πιστεύω ότι ο ασθε­νής πίστε­ψε πάρα πολύ σε αυτόν τον λόγο και έγι­νε υγι­ής: «καὶ εὐθέ­ως ἀνέ­στη(:και αυτός αμέ­σως σηκώ­θη­κε)».

Και για­τί δεν περί­με­νε να εκδη­λώ­σει πρώ­τα την πίστη του ο άνθρω­πος, ούτε τον ρώτη­σε αν ήθε­λε να θερα­πευ­τεί; Το θαύ­μα λοι­πόν αυτό έγι­νε προ­πάν­των και για την παρη­γο­ριά πολ­λών. Άκου­σε λοι­πόν και πόσο ήταν το κέρ­δος· διό­τι προ­σθέ­τει τα εξής: «καὶ εἶδον αὐτὸν πάν­τες οἱ κατοι­κοῦν­τες Λύδ­δαν καὶ τὸν Σάρω­να, οἵτι­νες ἐπέ­στρε­ψαν ἐπὶ τὸν Κύριον(:και τον είδαν όλοι όσοι κατοι­κού­σαν στη Λύδ­δα και στην πεδιά­δα του Σάρω­να. Και έτσι, καθο­δη­γη­μέ­νοι από το θαύ­μα αυτό, επέ­στρε­ψαν στον Κύριο Ιησού, αφού Τον πίστε­ψαν και Τον ανα­γνώ­ρι­σαν Θεό και Σωτή­ρα τους)». Άρα δεν έλε­γαν μάταια οι από­στο­λοι ότι τα θαύ­μα­τα γίνον­ταν για να πιστέ­ψουν οι άνθρω­ποι και να παρη­γο­ρη­θούν.

Καλώς λοι­πόν μίλη­σε έτσι ο Πέτρος· διό­τι ο άνδρας ήταν σε πολ­λούς γνω­στός· γι΄αυτό και σαν από­δει­ξη του θαύ­μα­τος, παρου­σιά­ζει την δυνα­τό­τη­τά του να σηκώ­σει το κρε­βά­τι· διό­τι οι από­στο­λοι δεν απάλ­λασ­σαν μόνο από την ασθέ­νεια τους ασθε­νείς, αλλά και μαζί με την υγεία παρεί­χαν σε αυτούς πλέ­ον και την σωμα­τι­κή δύνα­μη. Εξάλ­λου επί­σης και τότε δεν υπήρ­χαν ακό­μα απο­δεί­ξεις της θαυ­μα­τουρ­γι­κής δύνα­μης που διέ­θε­ταν οι Από­στο­λοι, ώστε δικαιο­λο­γη­μέ­να δεν ζητή­θη­κε η πίστη από τον άνθρω­πο, αφού ούτε από τον χωλό ζήτη­σαν.

Όπως ακρι­βώς λοι­πόν ο Χρι­στός όταν άρχι­σε τα θαύ­μα­τα, δεν ζητού­σε πίστη, έτσι ούτε και αυτοί· διό­τι στα μεν Ιερο­σό­λυ­μα δικαιο­λο­γη­μέ­να ζητούν­ταν προ­η­γου­μέ­νως η πίστη των ασθε­νών, γι’ αυτό και από πίστη, όσοι κατέ­χον­ταν από ασθέ­νειες, ξάπλω­ναν στους δρό­μους, έτσι ώστε όταν περ­νού­σε ο Πέτρος, να πέσει ακό­μα και η σκιά του σε κάποιον από αυτούς: «στε κατ τς πλα­τεί­ας κφέ­ρειν τος σθε­νες κα τιθέ­ναι π κλινν κα κρα­βάτ­των, να ρχο­μέ­νου Πέτρου κν σκι πισκιάσ τιν ατν (:τόσο πολύ μάλι­στα σεβό­ταν τους απο­στό­λους ο λαός, ώστε έβγα­ζαν τους αρρώ­στους από τα σπί­τια τους στις πλα­τεί­ες και τους έβα­ζαν πάνω σε πολυ­τε­λή κρε­βά­τια οι πλου­σιό­τε­ροι, και σε φτω­χι­κά και πρό­χει­ρα φορεία οι φτω­χό­τε­ροι, έτσι ώστε, όταν θα περ­νού­σε από το πλή­θος εκεί­νο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους αρρώ­στους αυτούς για να τον θερα­πεύ­σει)»[Πράξ. 5,15]· καθό­σον στα Ιερο­σό­λυ­μα πολ­λά θαύ­μα­τα γινό­ταν, εδώ όμως[:στη Λύδ­δα και στην πεδιά­δα του Σάρω­να], αυτό είναι το πρώ­το θαύ­μα που συμ­βαί­νει· διό­τι άλλα από τα θαύ­μα­τα γίνον­ταν για να προ­σελ­κύ­σουν τους άλλους και άλλα επι­τε­λούν­ταν για παρη­γο­ριά εκεί­νων που πίστευαν.

«᾿Εν ᾿Ιόπ­πῃ δέ τις ἦν μαθή­τρια ὀνό­μα­τι Ταβι­θά, ἣ διερ­μη­νευο­μέ­νη λέγε­ται Δορ­κάς· αὕτη ἦν πλή­ρης ἀγα­θῶν ἔργων καὶ ἐλεη­μο­συ­νῶν ὧν ἐποί­ει(:στην Ιόπ­πη πάλι υπήρ­χε κάποια μαθή­τρια του Κυρί­ου, που λεγό­ταν Ταβι­θά. Το όνο­μα αυτό μετα­φρά­ζε­ται με τη λέξη Δορ­κά­δα, δηλα­δή ζαρ­κά­δι. Αυτή ήταν γεμά­τη από αγα­θο­ερ­γί­ες και ελεη­μο­σύ­νες που έκα­νε συνε­χώς)· ἐγέ­νε­το δὲ ἐν ταῖς ἡμέ­ραις ἐκεί­ναις ἀσθε­νή­σα­σαν αὐτὴν ἀπο­θα­νεῖν· λού­σαν­τες δὲ αὐτὴν ἔθη­καν ἐν ὑπε­ρῴῳ(:τις ημέ­ρες εκεί­νες όμως συνέ­βη να αρρω­στή­σει και να πεθά­νει. Και αφού την έλου­σαν και την ετοί­μα­σαν, την έβα­λαν στο πάνω δια­μέ­ρι­σμα της οικί­ας)»[Πράξ.9,36].

«γγὺς δὲ οὔσης Λύδ­δης τῇ ᾿Ιόπ­πῃ οἱ μαθη­ταὶ ἀκού­σαν­τες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέ­στει­λαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρα­κα­λοῦν­τες μὴ ὀκνῆ­σαι διελ­θεῖν ἕως αὐτῶν(:καθώς λοι­πόν η πόλη Λύδ­δα ήταν κον­τά στην Ιόπ­πη, σαν άκου­σαν οι μαθη­τές ότι ο Πέτρος είναι στην πόλη αυτή, του έστει­λαν δύο άνδρες και τον παρα­κα­λού­σαν να πάει σε αυτούς όσο γίνε­ται πιο γρή­γο­ρα)»[Πράξ.9,38]. Πρό­σε­χε ότι άλλους στέλ­νουν και τον καλούν. Και αυτός πεί­θε­ται και έρχε­ται, χωρίς να θεω­ρεί το πράγ­μα προ­σβλη­τι­κό, ότι δηλα­δή προ­σκλή­θη­κε· τόσο μεγά­λο αγα­θό είναι η θλί­ψη· αυτό σφυ­ρη­λα­τεί τις δικές μας ψυχές. Που­θε­νά εκεί επί­σης δεν ακού­γε­ται κοπε­τός, που­θε­νά θρή­νος· «λού­σαν­τες δὲ αὐτὴν ἔθη­καν ἐν ὑπε­ρῴῳ(:και αφού έλου­σαν τη νεκρή Ταβι­θά και την ετοί­μα­σαν, την έβα­λαν στο πάνω δια­μέ­ρι­σμα της οικί­ας)», δηλα­δή πρό­σφε­ραν όλη την απα­ραί­τη­τη φρον­τί­δα για ένα νεκρό σώμα.

Και για­τί περί­με­ναν να πεθά­νει η Ταβι­θά και δεν τον κάλε­σαν νωρί­τε­ρα; Για­τί να μην είχε προ­σκλη­θεί ο Πέτρος και πριν από τον θάνα­το της Ταβι­θά, όσο αυτή ήταν ακό­μη βαριά άρρω­στη, ώστε να τη θερα­πεύ­σει; Διό­τι σκε­πτό­με­νοι πλέ­ον, θεω­ρού­σαν ανά­ξιο να ενο­χλούν τους μαθη­τές για τέτοια θέμα­τα, και να τους απο­σπούν από το κήρυγ­μα· καθό­σον και γι΄ αυτό τον λόγο λέει ότι η Λύδ­δα ήταν κον­τά στην Ιόπ­πη, ώστε να δεί­ξει ότι ζητού­σαν αυτό σχε­δόν ευκαι­ρια­κά (διό­τι ήταν μαθή­τρια), ενώ προ­η­γου­μέ­νως όχι.

«ναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλ­θεν αὐτοῖς· ὃν παρα­γε­νό­με­νον ἀνή­γα­γον εἰς τὸ ὑπε­ρῷ­ον(:Πράγ­μα­τι ο Πέτρος σηκώ­θη­κε και πήγε μαζί με τους δύο αυτούς απε­σταλ­μέ­νους. Μόλις έφτα­σε στην Ιόπ­πη, τον ανέ­βα­σαν στο ανώ­γειο)· καί παρέ­στη­σαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαί­ου­σαι καὶ ἐπι­δει­κνύ­με­ναι χιτῶ­νας καὶ ἱμά­τια ὅσα ἐποί­ει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορ­κάς(:και εκεί παρου­σιά­στη­καν μπρο­στά του όλες οι χήρες κλαί­γον­τας για τον θάνα­το αυτής που τις προ­στά­τευε. Και ως δείγ­μα­τα της προ­στα­σί­ας της έδει­χναν στον Πέτρο τους χιτώ­νες και τα πανω­φό­ρια που είχε φτιά­ξει γι’ αυτές η Δορ­κά­δα όσο ζού­σε μαζί τους)»[Πράξ.9,40]:δεν τον παρα­κα­λούν να την ανα­στή­σει, αλλά αφή­νουν σε αυτόν να χαρί­σει με τη δική του πρω­το­βου­λία τη ζωή σε αυτήν· έτσι εδώ πραγ­μα­το­ποιεί­ται το: «λεη­μο­σύ­νη γρ κ θανά­του ύεται, κα ατ ποκα­θα­ριε πσαν μαρ­τί­αν· ο ποιοντες λεη­μο­σύ­νας κα δικαιο­σύ­νας πλη­σθή­σον­ται ζως(:η ελεη­μο­σύ­νη γλι­τώ­νει τον άνθρω­πο από τον θάνα­το)»[Τωβίτ 12,9].

Εκεί μπρο­στά όπου ήταν τοπο­θε­τη­μέ­νη νεκρή η Ταβι­θά, οδη­γούν λοι­πόν τον Πέτρο· το έκα­ναν αυτό ίσως και επει­δή νόμι­ζαν ότι παρέ­χουν σε αυτόν την ευκαι­ρία για διδα­σκα­λία. Είδες πόση πνευ­μα­τι­κή πρό­ο­δος έχει γίνει; Και δεν ανα­φέ­ρε­ται τυχαία και χωρίς λόγο το όνο­μα της γυναί­κας, αλλά για να μάθου­με ότι επά­ξια φέρει το όνο­μα, έτσι αγρυ­πνού­σε και πρό­σε­χε, όπως ακρι­βώς το ζαρ­κά­δι, η δορ­κά­δα· διό­τι πολ­λά ονό­μα­τα και σκό­πι­μα ανα­φέ­ρον­ται, όπως πολ­λές φορές σας είπα.

«Αὕτη ἦν πλή­ρης ἀγα­θῶν ἔργων καὶ ἐλεη­μο­συ­νῶν ὧν ἐποί­ει(:αυτή ήταν γεμά­τη από αγα­θο­ερ­γί­ες και ελεη­μο­σύ­νες που έκα­νε συνε­χώς)», λέει το ιερό κεί­με­νο. Είναι μεγά­λο το εγκώ­μιο για την γυναί­κα αυτή, εφό­σον βέβαια και τα δύο τα έκα­νε ώστε να είναι πλή­ρης και από τα δύο. Είναι φανε­ρό ότι πρώ­τα ενδια­φέρ­θη­κε για εκεί­να και μετά φρόν­τι­σε για αυτό.«σα ἐποί­ει (:όσα είχε φτιά­ξει γι’ αυτές)», λέει, «μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορ­κάς (:η Δορ­κά­δα όσο ζού­σε μαζί τους)». Μεγά­λη είναι η ταπει­νο­φρο­σύ­νη· διό­τι όχι όπως εμείς, αλλά όλοι μαζί ενδια­φέ­ρον­ταν για την ελεη­μο­σύ­νη.

«κβα­λὼν δὲ ἔξω πάν­τας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνα­τα προ­σηύ­ξα­το, καὶ ἐπι­στρέ­ψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβι­θά, ἀνά­στη­θι. ἡ δὲ ἤνοι­ξε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦ­σα τὸν Πέτρον ἀνε­κά­θι­σε(:αφού λοι­πόν ο Πέτρος τούς έβγα­λε όλους έξω από το ανώ­γειο που ήταν η νεκρή, γονά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε. Κατό­πιν στρά­φη­κε στο νεκρό σώμα και είπε: ‘’Ταβι­θά, σήκω επά­νω’’. Κι αυτή άνοι­ξε τα μάτια της, και όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλω­μέ­νη, ανα­ση­κώ­θη­κε καθι­στή στο κρε­βά­τι της)»[Πράξ.9,40]. Για­τί τέλος πάν­των βγά­ζει έξω όλους; Για να μη συγ­κι­νη­θεί από τα δάκρυα και να μην ταρα­χτεί. Εσύ επί­σης σε παρα­κα­λώ πάλι πρό­σε­χε το κέρ­δος, πως ο καρ­πός πάλι δεν είναι προς επί­δει­ξη· γι΄αυτό λοι­πόν και βγά­ζει όλους έξω μιμού­με­νος και σε αυτό τον Διδά­σκα­λο· διό­τι όπου υπάρ­χουν δάκρυα δεν πρέ­πει να τελεί­ται τέτοιο μυστή­ριο, πόσο μάλ­λον όπου γίνον­ται θαύ­μα­τα, δεν πρέ­πει να υπάρ­χουν δάκρυα.

«Καί θεὶς τὰ γόνα­τα προ­σηύ­ξα­το(:και αφού γονά­τι­σε, προ­σευ­χή­θη­κε)». Αυτό είναι δείγ­μα παρα­τε­τα­μέ­νης προ­σευ­χής· «δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖ­ρα ἀνέ­στη­σεν αὐτήν, φωνή­σας δὲ τοὺς ἁγί­ους καὶ τὰς χήρας παρέ­στη­σεν αὐτὴν ζῶσαν(:τότε της έδω­σε ο Πέτρος το χέρι του και την σήκω­σε όρθια. Ύστε­ρα φώνα­ξε τους Χρι­στια­νούς και ιδιαι­τέ­ρως τις χήρες και τους την παρου­σί­α­σε ζων­τα­νή)». Δεν επι­τρέ­πει ο Θεός όλα τα θαύ­μα­τα να γίνον­ται με την ίδια ευκο­λία. Αυτό δεν ωφε­λού­σε αυτούς. Διό­τι βέβαια δεν φρόν­τι­ζε μόνο για την σωτη­ρία των άλλων, αλλά και για τη σωτη­ρία και των ίδιων των απο­στό­λων. Εκεί­νος λοι­πόν που με τη σκιά του θερα­πεύ­ει τόσους, ο Πέτρος, τώρα κάνει τόσα για να την ανα­στή­σει. Σε μερι­κές περι­πτώ­σεις επί­σης και η πίστη αυτών που προ­σέρ­χον­ταν, συν­τε­λού­σε στο θαύ­μα.

Αυτή λοι­πόν είναι η πρώ­τη νεκρή που ανα­σταί­νει ο Πέτρος, καλών­τας αυτήν με το όνο­μά της: «Ταβι­θά, ἀνά­στη­θι(:Ταβι­θά, σήκω επά­νω)»· αυτή πάλι, σαν να σηκώ­θη­κε από τον ύπνο, πρώ­τα άνοι­ξε τα μάτια, έπει­τα αφού είδε τον Πέτρο, ανα­κά­θι­σε, και τέλος πιά­νον­τας το χέρι του στη­ρί­ζε­ται: «ἡ δὲ ἤνοι­ξε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦ­σα τὸν Πέτρον ἀνε­κά­θι­σε(:και αυτή άνοι­ξε τα μάτια της και όταν είδε τον Πέτρο, όπως ήταν ξαπλω­μέ­νη, ανα­ση­κώ­θη­κε καθι­στή στο κρε­βά­τι της)»[Πράξ.9,40].Εδώ δεί­χνει ξεχω­ρι­στά την ζωή και την δύνα­μη που εισά­γε­ται και με τον λόγο και με το χέρι του. «Ύστε­ρα φώνα­ξε τους Χρι­στια­νούς και ιδιαι­τέ­ρως τις χήρες και τους την παρου­σί­α­σε ζων­τα­νή)»· στους μεν πιστούς για παρη­γο­ριά διό­τι παρέ­λα­βαν πάλι την αδελ­φή και διό­τι είδαν το θαύ­μα, ενώ στις χήρες για την προ­στα­σία τους από τον Θεό με τη νεκρα­νά­στα­ση της Ταβι­θά ώστε να συνε­χί­σει να τις βοη­θά. «Γνω­στὸν δὲ ἐγέ­νε­το καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόπ­πης, καὶ πολ­λοὶ ἐπί­στευ­σαν ἐπὶ τὸν Κύριον(:το θαύ­μα αυτό έγι­νε γνω­στό σε όλη την πόλη της Ιόπ­πης και πολ­λοί πίστε­ψαν στον Κύριο)»[Πράξ.9,42].

«᾿Εγέ­νε­το δὲ ἡμέ­ρας ἱκα­νὰς μεῖ­ναι αὐτὸν ἐν ᾿Ιόπ­πῃ παρά τινι Σίμω­νι βυρ­σεῖ(:ο Πέτρος μάλι­στα έμει­νε αρκε­τές ημέ­ρες στην Ιόπ­πη, στο σπί­τι κάποιου Σίμω­νος που ήταν βυρ­σο­δέ­ψης, δηλα­δή επε­ξερ­γα­στής δερ­μά­των)»[Πράξ.9,43].Πρό­σε­χε εδώ την ταπει­νο­φρο­σύ­νη και την αγα­θό­τη­τα του Πέτρου, πως δεν μένει στην Ταβι­θά, ούτε σε κάποιον άλλο από τους επί­ση­μους, αλλά στην οικία κάποιου αφα­νούς βυρ­σο­δέ­ψη, οδη­γών­τας με όλα αυτά στην ταπει­νο­φρο­σύ­νη και δεν αφή­νει ούτε τους απλοϊ­κούς να ντρέ­πον­ται, ούτε τους σπου­δαί­ους να υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται, και ο οποί­ος Πέτρος γι’ αυτό έκρι­νε ότι έπρε­πε να περά­σει από εκεί, επει­δή εκεί­νοι που πίστε­ψαν, χρειά­ζον­ταν τη διδα­σκα­λία του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία ΚΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 15, σελί­δες 603–615.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ

Πες μου, σε παρα­κα­λώ, εάν, ενώ καθό­μα­στε, έστελ­νε ο βασι­λιάς κάποιον και μας καλού­σε στα ανά­κτο­ρα, έπρε­πε να κλαί­με και να θρη­νού­με; Άγγε­λοι εμφα­νί­ζον­ται απε­σταλ­μέ­νοι από τον ουρα­νό και από εκεί ερχό­με­νοι, άγγε­λοι σταλ­μέ­νοι από αυτόν τον βασι­λέα για να καλέ­σουν τον συν­δού­λο τους, και εσύ κλαίς; Δεν γνω­ρί­ζεις πόσο σπου­δαίο μυστή­ριο είναι εκεί­νο που γίνε­ται, πόσο φρι­κτό και φοβε­ρό, και που αξί­ζει πράγ­μα­τι ύμνους και χαρές;

Θέλεις να μάθεις για να γνω­ρί­ζεις ότι δεν είναι και­ρός για δάκρυα; Ο θάνα­τος είναι μέγι­στο μυστή­ριο της σοφί­ας του Θεού· διό­τι σαν να αφή­νει κάποια κατοι­κία, προ­χω­ρά­ει η ψυχή βια­στι­κή προς τον Κύριό της, κι εσύ πεν­θείς; Λοι­πόν έπρε­πε αυτό να κάνει κανέ­νας και όταν γεν­νιέ­ται το παι­δί· καθό­σον και ο θάνα­τος είναι γέν­νη­ση ανώ­τε­ρη από εκεί­νο· διό­τι η ψυχή προ­χω­ρεί σε άλλο φως, απο­λύ­ε­ται σαν από φυλα­κή, εξέρ­χε­ται σαν από αγώ­να.

«Ναι», απαν­τά­ει ίσως κάποιος, «για μεν τους αγα­θούς καλά τα λέγεις αυτά». Και ποια σημα­σία έχει αυτό για σένα, άνθρω­πε; Διό­τι εσύ ούτε για τους αγα­θούς το κάνεις αυτό. Πες μου, λοι­πόν, για ποιο πράγ­μα θα μπο­ρού­σες να κατα­κρί­νεις τον νεο­φώ­τι­στο; Διό­τι και εκεί­νος σε αυτή την κατά­στα­ση βρί­σκε­ται. Για­τί λοι­πόν πεν­θείς τον νεκρό; Δεν γνω­ρί­ζεις ότι όπως ο καθα­ρός ήλιος ανέρ­χε­ται, έτσι και η ψυχή αφού εγκα­τα­λεί­ψει το σώμα με καθα­ρή συνεί­δη­ση λάμ­πει με φαι­δρό­τη­τα; Δεν είναι δυνα­τό να δεις βασι­λιά με τόση σιγή να εισέρ­χε­ται στην πόλη, με όση ψυχή να εγκα­τα­λεί­πει το σώμα και να απέρ­χε­ται με τους αγγέ­λους.

Σκέ­ψου ποια είναι η ψυχή, από ποια έκπλη­ξη κατα­λαμ­βά­νε­ται, από ποιο θαυ­μα­σμό και από ποια ευχα­ρί­στη­ση. Τι πεν­θείς; Πες μου· μήπως το κάνεις αυτό μόνο για τους αμαρ­τω­λούς; Μακά­ρι αυτό να ήταν και δεν θα εμπό­δι­ζα τα πέν­θη· μακά­ρι να ήταν τέτοιος ο σκο­πός· ο θρή­νος αυτός είναι ο απο­στο­λι­κός θρή­νος, αυτός είναι δεσπο­τι­κός· διό­τι και ο Ιησούς έκλα­ψε την Ιερου­σα­λήμ. Θα ήθε­λα με αυτό τον τρό­πο να χωρί­ζον­ται τα πέν­θη. Όταν όμως ανα­κα­λού­με­νος στην ηρε­μία επι­κα­λεί­σαι λόγους και συνή­θεια και φρον­τί­δα για τον νεκρό , δεν πεν­θείς γι΄ αυτό αλλά προ­σποιεί­σαι.

Πέν­θη­σε, στέ­να­ξε για τον αμαρ­τω­λό και εγώ θα χύσω δάκρυα, και εγώ θα δακρύ­σω πολύ περισ­σό­τε­ρο από εσέ­να, όσο ο αμαρ­τω­λός είναι υπεύ­θυ­νος για μεγα­λύ­τε­ρη τιμω­ρία. Και εγώ θα θρη­νή­σω για τέτοιο σκο­πό. Δεν πρέ­πει μάλι­στα εσύ μόνο να θρη­νείς τον αμαρ­τω­λό, αλλά και όλη η πόλη και όλοι εκεί­νοι που τον συναν­τούν στο δρό­μο, όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει με εκεί­νους που οδη­γούν­ται για θάνα­το· διό­τι πράγ­μα­τι ο θάνα­τος αυτός των αμαρ­τω­λών είναι κακός. Αυτός ο θρή­νος για τον αμε­τα­νόη­το αμαρ­τω­λό είναι δείγ­μα φιλο­σο­φί­ας και παρέ­χει πολ­λή διδα­σκα­λία, εκεί­νος όμως είναι δείγ­μα μικρο­ψυ­χί­ας. Εάν θρη­νού­σα­με όλοι αυτό τον θρή­νο, θα κατορ­θώ­να­με να διορ­θώ­σου­με αυτούς όσο ακό­μη ζού­σαν. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν αν μπο­ρού­σες να κατα­σκευά­σεις φάρ­μα­κα που θα εμπό­δι­ζαν το θάνα­το εκεί­νο τον σωμα­τι­κό, θα εμπό­δι­ζες να γίνει αυτό και για εσέ­να και για εκεί­νον.

Τώρα όμως είναι αίνιγ­μα εκεί­νο που γίνε­ται· ενώ έχου­με την δύνα­μη να μην επι­τρέ­ψου­με να συμ­βεί αυτός ο παν­το­τι­νός ο θάνα­τος, τον αφή­νου­με να συμ­βεί, πεν­θού­με. Πράγ­μα­τι θα είναι άξιοι θρή­νων οι αμαρ­τω­λοί και αμε­τα­νόη­τοι όταν θα στα­θούν μπρο­στά στο βήμα του Χρι­στού! Ποια λόγια θα ακού­σουν; Ποιες τιμω­ρί­ες θα υπο­στούν; Άσκο­πα έζη­σαν αυτοί· ή μάλ­λον όχι άσκο­πα, αλλά και για κακό. Και γι΄ αυτούς είναι ευκαι­ρία να πού­με: «καλν ν ατ ε οκ γεν­νή­θη νθρω­πος κενος (:Θα ήταν καλύ­τε­ρα για τον άνθρω­πο αυτόν να μην είχε γεν­νη­θεί[:Ματθ. 26,24· τα λόγια του Ιησού για τον Ιού­δα]. Διό­τι πες μου ποιο το όφε­λος να δαπα­νή­σουν τόσο χρό­νο για το κακό του κεφα­λιού τους; Για­τί αν απλά και μόνο άσκο­πα και όχι επι­βα­ρυν­τι­κά για την ψυχή, ξοδευό­ταν ο χρό­νος, δεν θα ήταν τόσο μεγά­λη η ζημιά.

Πες μου αν κάποιος, που έγι­νε μισθω­τός για είκο­σι χρό­νια, συνέ­βαι­νε να κατα­πο­νη­θεί άσκο­πα, δεν θα κλά­ψει και θα θρη­νή­σει και δεν θα θεω­ρη­θεί ότι είναι ελε­ει­νό­τε­ρος από όλους; Και ο αμαρ­τω­λός σε όλη την ζωή του κατα­πο­νή­θη­κε άσκο­πα, και ούτε μια μέρα έζη­σε για τον εαυ­τό του, αλλά για την τρυ­φή, την ασέλ­γεια, την πλε­ο­νε­ξία, την αμαρ­τία, τον διά­βο­λο.

Αυτόν λοι­πόν δεν θα τον θρη­νή­σου­με, πες μου, δεν θα προ­σπα­θή­σου­με να τον αρπά­ξου­με μέσα από τους κιν­δύ­νους; Διό­τι είναι δυνα­τό, είναι δυνα­τό αν θέλου­με, να γίνει ελα­φριά η τιμω­ρία σε αυτόν. Αν λοι­πόν κάνου­με συνε­χείς προ­σευ­χές υπέρ αυτού, αν δίνου­με ελεη­μο­σύ­νη, και αν ακό­μα εκεί­νος είναι ανά­ξιος, ο Θεός θα δεί­ξει το έλε­ος Του σε αυτόν. Αν για χάρη του Παύ­λου διέ­σω­σε άλλους και για χάρη άλλων δεί­χνει ευσπλα­χνία για άλλους, πώς δεν θα κάνει το ίδιο και για εμάς; Από τα χρή­μα­τα εκεί­νου, από τα δικά σου, από όπου θέλεις, βοή­θη­σε· πρό­σφε­ρε λάδι, και πόσο μάλ­λον πρό­σφε­ρε νερό. Δεν έχει δικές του ελεη­μο­σύ­νες να επι­δεί­ξει; Ας είναι συγ­γε­νι­κές. Δεν έχει να παρου­σιά­σει τις δικές του ελεη­μο­σύ­νες; Ας δεί­ξει εκεί­νες που έγι­ναν γι΄ αυτόν. Έτσι η σύζυ­γος του με θάρ­ρος θα παρα­κα­λέ­σει τον Θεό γι’ αυτόν, εφό­σον κατέ­θε­σε λύτρο γι’ αυτόν. Όσων περισ­σό­τε­ρων αμαρ­τη­μά­των είναι υπεύ­θυ­νος, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη ανάγ­κη από ελεη­μο­σύ­νη υπάρ­χει γι’ αυτόν. Όχι μόνο αυτό, αλλά διό­τι τώρα η ελεη­μο­σύ­νη δεν έχει την ίδια δύνα­μη, αλλά πολύ μικρό­τε­ρη· διό­τι δεν είναι το ίδιο πράγ­μα, να κάνει κάποιος ελεη­μο­σύ­νη αυτός ο ίδιος και να κάνει αυτήν άλλος υπέρ αυτού. Όσο λοι­πόν μικρό­τε­ρη είναι αυτή, τόσο μεγα­λύ­τε­ρη κατά ποσό ας την προ­σφέ­ρου­με.

Ας μην ασχο­λού­μα­στε με δια­κο­σμή­σεις τάφων και με εντά­φια. Προ­στά­τε­ψε τις χήρες· αυτό είναι το σπου­δαιό­τε­ρο εντά­φιο. Πες το όνο­μα του κεκοι­μη­μέ­νου· ζήτη­σε να κάνουν όλες τις δεή­σεις και τις ικε­σί­ες υπέρ αυτού· αυτό θα εξευ­με­νί­σει τον Θεό, αν και δεν έγι­νε από αυτόν τον ίδιο τον νεκρό η ελεη­μο­σύ­νη, άλλος γίνε­ται αίτιος ελεη­μο­σύ­νης γι’ αυτόν.

Και αυτό είναι νόμος της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού. Χήρες που στέ­κον­ται γύρω και που κλαί­νε, όχι μόνο από τον παρόν­τα αλλά και από τον μέλ­λον­τα θάνα­το μπο­ρούν να δια­σώ­σουν κάποιον. Πολ­λοί άνθρω­ποι ωφε­λή­θη­καν από τις ελεη­μο­σύ­νες που έγι­ναν από άλλους. Διό­τι αν και όχι τελεί­ως, όμως βρή­καν κάποια παρη­γο­ριά· διό­τι αν δεν συμ­βαί­νει αυτό, πώς σώζον­ται τα παι­διά; Αν και αυτά βέβαια τίπο­τε δεν συνει­σφέ­ρουν, αλλά οι γονείς συνει­σφέ­ρουν το παν· και στις γυναί­κες πολ­λές φορές χαρί­στη­καν παι­διά, που δεν πρό­σφε­ραν αυτά τίπο­τε. Πολ­λούς δρό­μους μάς έχει δώσει ο Θεός για την σωτη­ρία μας, μόνο να μην αμε­λού­με.

«Τι λοι­πόν», αντι­τάσ­σει ίσως κάποιος, «μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει κάποιος αν είναι φτω­χός;» Πάλι θα πω, το μέγε­θος της ελεη­μο­σύ­νης δεν κρί­νε­ται μόνο από το ποσό εκεί­νων, που προ­σφέ­ρον­ται, αλλά και από την διά­θε­ση. Μόνο μην δώσεις λιγό­τε­ρα από εκεί­να που μπο­ρείς να προ­σφέ­ρεις, και τον παν εκπλή­ρω­σες. «Τι λοι­πόν», ίσως ανα­ρω­τιέ­ται κάποιος άλλος, «κι αν κάποιος είναι έρη­μος και ξένος και δεν έχει κανέ­να;» Αλλά για­τί δεν έχει κανέ­να; Πες μου. Γι’ αυτό ακρι­βώς τιμω­ρεί­ται, επει­δή δεν έχει κανέ­να τόσο φίλο, τόσο ενά­ρε­το. Αυτό λοι­πόν να γίνε­ται, και αν οι ίδιοι δεν είμα­στε ενά­ρε­τοι, να φρον­τί­ζου­με να έχου­με συν­τρό­φους και φίλους ενά­ρε­τους, και γυναί­κα και υιό, ώστε να ωφε­λη­θού­με κάτι και από αυτούς· μικρή μεν ωφέ­λεια, είναι όμως είναι ωφέ­λεια. Αν φρον­τί­σεις να απο­κτή­σεις σύζυ­γο γυναί­κα όχι πλού­σια, αλλά ευλα­βή, θα απο­λαύ­σεις αυτήν την παρη­γο­ριά. Όμοια αν φρον­τί­σεις να αφή­σεις όχι πλού­σιο υιό, αλλά ευλα­βή, και κόρη σεμνή, και τότε θα απο­λαύ­σεις αυτήν την παρη­γο­ριά. Αν φρον­τί­σεις γι’ αυτά, και εσύ ο ίδιος θα γίνεις ενά­ρε­τος. Και αυτό απο­τε­λεί μέρος της αρε­τής, το να εκλέ­γεις δηλα­δή ενά­ρε­τους, και φίλους και γυναί­κα και παι­διά.

Δεν γίνον­ται άσκο­πα οι προ­σφο­ρές γι’ αυτούς που πέθα­ναν, ούτε οι ικε­σί­ες, ούτε οι ελεη­μο­σύ­νες· όλα αυτά το Πνεύ­μα τα διέ­τα­ξε, θέλον­τας να ωφε­λού­μα­στε εμείς μετα­ξύ μας. Διό­τι πρό­σε­χε: ωφε­λεί­ται εκεί­νος με την βοή­θειά σου, ωφε­λεί­σαι εσύ εξαι­τί­ας εκεί­νου· περι­φρό­νη­σες τα χρή­μα­τα αφού απο­φά­σι­σες να επι­τε­λέ­σεις κάτι το σπου­δαίο· και εσύ έγι­νες αίτιος της σωτη­ρί­ας αυτού, και εκεί­νος για σένα έγι­νε αίτιος ελεη­μο­σύ­νης. Να μην αμφι­βάλ­λεις ότι θα απο­κο­μί­σεις κάποια ωφέ­λεια.

Δεν ανα­φω­νεί άσκο­πα ο διά­κο­νος: «πέρ τν ν Χριστ κεκοι­μη­μέ­νων καί τν τας μνεί­ας πέρ ατν πιτε­λου­μέ­νων(:υπέρ εκεί­νων που έχουν κοι­μη­θεί εν Χρι­στώ και υπέρ εκεί­νων που κάνουν μνη­μό­συ­νο γι΄αυτούς)»· δεν είναι ο διά­κο­νος εκεί­νος που ανα­φω­νεί αυτά, αλλά το Πνεύ­μα το άγιο· και αυτό εγώ το λέω χάρι­σμα. Τι λες; Στα χέρια Του είναι η θυσία και όλα βρί­σκον­ται γύρω Του τακτο­ποι­η­μέ­να· παρα­βρί­σκον­ται άγγε­λοι, αρχάγ­γε­λοι, παρα­βρί­σκε­ται ο Υιός του Θεού· με τόση φρί­κη στέ­κον­ται όλοι· παρα­στέ­κον­ται εκεί ψάλ­λον­τας, ενώ όλοι σιγούν, και νομί­ζεις ότι τυχαία γίνον­ται όλα τα τελού­με­να; Λοι­πόν και τα άλλα γίνον­ται τυχαία και τα υπέρ της εκκλη­σί­ας, και τα υπέρ των ιερέ­ων προ­σφε­ρό­με­να, και τα υπέρ του πλη­ρώ­μα­τος της εκκλη­σί­ας; Μακριά μια τέτοια σκέ­ψη, αλλά όλα γίνον­ται με πίστη.

Τι νομί­ζεις ότι είναι η υπέρ των μαρ­τύ­ρων προ­σφο­ρά, η επί­κλη­σή τους κατά την ώρα εκεί­νη; Και αν είναι μάρ­τυ­ρες, και αν είναι υπέρ των μαρ­τύ­ρων, είναι μεγά­λη τιμή να κλη­θούν ονο­μα­στι­κά, όταν ο Κύριος είναι παρών και επι­τε­λεί­ται ο θάνα­τος Εκεί­νου, όταν τελεί­ται η φρι­κτή θυσία, όταν τελούν­ται τα ανέκ­φρα­στα μυστή­ρια. Διό­τι όπως όταν κάθε­ται ο βασι­λιάς, όσα θέλει κανέ­νας τα επι­τε­λεί, όταν όμως σηκω­θεί, όσα και αν λέει άσκο­πα τα λέει, έτσι και τότε, ενό­σο τελούν­ται τα μυστή­ρια, είναι μέγι­στη τιμή για όλους να αξιω­θούν να μνη­μο­νευ­θούν. Διό­τι πρό­σε­χε: αναγ­γέλ­λε­ται τότε το φρι­κτό μυστή­ριο, ότι ο Θεός έδω­σε τον εαυ­τό Του για την σωτη­ρία της οικου­μέ­νης· με το θαύ­μα αυτό ευκαι­ρια­κά μνη­μο­νεύ­ει σε αυτόν και εκεί­νους που έχουν αμαρ­τή­σει.

Διό­τι όπως όταν εορ­τά­ζον­ται τα επι­νί­κια των βασι­λέ­ων, τότε επευ­φη­μούν­ται μεν και όσοι συμ­με­τεί­χαν στην νίκη, με την ευκαι­ρία μάλι­στα αυτή απο­φυ­λα­κί­ζον­ται και όσοι βρί­σκον­ται στην φυλα­κή· όταν όμως περά­σει η ευκαι­ρία, εκεί­νος που δεν επω­φε­λή­θη­κε από αυτήν την ευκαι­ρία δεν επω­φε­λεί­ται πλέ­ον τίπο­τε, έτσι λοι­πόν και εδώ, αυτός ο και­ρός, είναι και­ρός των επι­νι­κί­ων. Διό­τι λέει «δοκι­μα­ζέ­τω δ νθρω­πος αυτόν, κα οτως κ το ρτου σθιέ­τω κα κ το ποτη­ρί­ου πινέ­τω (:ας εξε­τά­ζει λοι­πόν κάθε άνθρω­πος με προ­σο­χή τον εαυ­τό του και αφού προ­ε­τοι­μα­στεί με την εξέ­τα­ση αυτή, τότε ας τρώ­ει από τον καθα­για­σμέ­νο άρτο και ας πίνει από το καθα­για­σμέ­νο ποτή­ριο)»[Α΄ Κορ. 11,28]. Ας μην προ­σερ­χό­μα­στε λοι­πόν τυπι­κά και ούτε να νομί­ζου­με ότι αυτά τελούν­ται τυχαία. Άλλω­στε ενθυ­μού­μα­στε τους μάρ­τυ­ρες, και πιστεύ­ου­με αυτό, ότι δεν πέθα­νε ο Κύριος· και αυτό είναι από­δει­ξη ότι ο θάνα­τος έχει κατα­πα­τη­θεί, ότι ο Ίδιος έγι­νε νεκρός.

Γνω­ρί­ζον­τας αυτά ας επι­νο­ού­με όσες μπο­ρού­με παρη­γο­ρί­ες γι΄ αυτούς που πέθα­ναν, αντί για δάκρυα, αντί για θρή­νους και μνη­μεία, τις ελεη­μο­σύ­νες, τι ευχές, τις προ­σφο­ρές, για να επι­τύ­χου­με και εκεί­νοι και εμείς τα αγα­θά που έχει υπο­σχε­θεί, με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Μονο­γε­νή Υιού, μαζί με το οποίο στον Πατέ­ρα, συγ­χρό­νως και στο άγιο Πνεύ­μα, ανή­κει η δόξα, η δύνα­μη και η τιμή, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λία ΚΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 15, σελί­δες 615–623.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm







Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η Ελεη­μο­σύ­νη)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 5–5‑1996]

(Β335)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, τετάρ­τη Κυρια­κή από του Πάσχα, Κυρια­κή του Παρα­λύ­του, η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει την αρε­τή της ελεη­μο­σύ­νης, με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Βλέ­πο­με τον Κύριον να ελε­εί τον 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια παρά­λυ­τον άνθρω­πον και να τον θερα­πεύ­ει, αφού επε­ρί­με­νε χρό­νια ολό­κλη­ρα να ιαθεί, πετα­μέ­νος, τρό­πον τινά, εκεί σε μία άκρη της κολυμ­βή­θρας της Βηθεσ­δά. Αλλά και την απο­στο­λι­κή περι­κο­πή που ακού­σα­με από τις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ο από­στο­λος Πέτρος ανα­στή­νει από τους νεκρούς την ελε­ή­μο­να Ταβι­θά. Παν­τού προ­βάλ­λε­ται η ελεη­μο­σύ­νη του Θεού στον άνθρω­πο, αλλά και η ελεη­μο­σύ­νη του ανθρώ­που προς τον συνάν­θρω­πό του.

Απέ­ραν­το κεφά­λαιον είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Αυτή κατέ­βα­σε τον Θεόν Λόγον από τον ουρα­νό εις την γη, αυτή ανε­βά­ζει τον άνθρω­πο από τη γη εις τον ουρα­νό. Τόση είναι η δύνα­μις όντως, τόση είναι η δύνα­μις της ελεη­μο­σύ­νης. Για­τί το φάσμα της είναι ευρύ­τα­το. Είναι η προ­σφο­ρά ελέ­ους που είναι το πρώ­το παι­δί της αγά­πης. Κι επει­δή ο Θεός αγα­πά τον άνθρω­πο, γι΄αυτό προ­σφέ­ρει το έλε­ός Του, την ελεη­μο­σύ­νη Του. Αλλά και ο αγα­πών άνθρω­πος, πάν­το­τε στέ­κε­ται με διά­θε­ση ελεη­μο­σύ­νης προς τον άλλον άνθρω­πον.

Αλλά ας δού­με με πολύ λίγα λόγια την ιστο­ρία της Ταβι­θά ή της Δορ­κά­δος, όπως μετα­φρά­ζει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, που είναι ο συγ­γρα­φεύς των Πρά­ξε­ων των Απο­στό­λων. Σημειώ­νει λοι­πόν ο Λου­κάς: «ν όππ δέ τις ν μαθή­τρια νόμα­τι Ταβι­θά, (η οποία) διερ­μη­νευο­μέ­νη λέγε­ται Δορ­κάς· ατη ν πλή­ρης γαθν ργων κα λεη­μο­συνν ν ποί­ει ». Ότι στην Ιόπ­πη, η σημε­ρι­νή Γιά­φα είναι, το μονα­δι­κό λιμά­νι του Ισρα­ήλ, εκεί, λέγει, ήτο κάποια μαθή­τρια που την έλε­γαν Ταβι­θά· η οποία διερ­μη­νεύ­ε­ται Ελλη­νι­κά Δορ­κάς. Ζαρ­κά­δι. Δορ­κάς. Ζαρ­κά­δι. Αυτή ήταν γεμά­τη από αγα­θά έργα και από ελεη­μο­σύ­νες που ασκού­σε γύρω της. Και εκεί­νον τον και­ρό, η ελε­ή­μων αυτή γυναί­κα, αρρώ­στη­σε και πέθα­νε. Και τότε προ­σε­κά­λε­σαν τον Πέτρον και αυτός την ανέ­στη­σε. Μάλι­στα, όταν ο Πέτρος έφθα­σε εις την Ιόπ­πη, σημειώ­νει πάλι ο Λου­κάς: «Παρέ­στη­σαν ατ πσαι α χραι (στά­θη­καν μπρο­στά του, του ’καναν παρά­στα­ση, του επέ­δει­ξαν) κλαί­ου­σαι κα πιδει­κνύ­με­ναι χιτνας κα μάτια σα ποί­ει μετ᾿ ατν οσα Δορ­κάς». Όσον και­ρόν ήταν μαζί τους, τους ελε­ού­σε πάρα πολύ, τις χήρες γυναί­κες. «Να», λέγει, «αυτό εκεί­νη μου το ‘φτια­ξε, αυτό εκεί­νη μου το δώρι­σε». Και έκλαι­γαν οι γυναί­κες αυτές οι χήρες.

Ώστε, αγα­πη­τοί, η αρε­τή της ελεη­μο­σύ­νης ανα­στή­νει και νεκρούς! Ναι. Την ανέ­στη­σε και την χάρι­σε πάλι εις αυτό το πλή­θος των ανθρώ­πων που ήταν οι ευερ­γε­τού­με­νοί της. Αυτό στέ­κε­ται μία συμ­βο­λι­κή εικό­να, ότι ο αλη­θι­νά ελε­ή­μων εγεί­ρε­ται από την πνευ­μα­τι­κή νέκρω­ση εις ζωήν αιώ­νιον.

Πράγ­μα­τι, το περιε­χό­με­νον του κρι­τη­ρί­ου είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Όταν Αυτός ο Χρι­στός θα πει: «Ήμουν γυμνός και περιε­βά­λε­τέ με, πει­να­σμέ­νος, διψα­σμέ­νος, ξένος. Δηλα­δή κάνε­τε ελεη­μο­σύ­νη σε μένα». Και με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος θέλει να δεί­ξει ότι η ελεη­μο­σύ­νη δεν είναι απλώς μία πρά­ξη φιλαν­θρω­πί­ας ή συμ­πα­θεί­ας, αλλά μία πρά­ξη αγά­πης, που ουσια­στι­κά απο­τεί­νε­ται σε αυτό το πρό­σω­πο του Χρι­στού. Τι είπε ο Κύριος; «μοί ποι­ή­σα­τε». Σε μένα το κάνα­τε. Είναι μία πρά­ξη με διά­στα­ση οντο­λο­γι­κή και θεο­λο­γι­κή.

Η ελεη­μο­σύ­νη εξο­μοιώ­νει τον άνθρω­πο με τον Θεό. Για­τί ο Θεός είναι ελε­ή­μων και οικτίρ­μων και φιλάν­θρω­πος και ελε­εί. Και έτσι ο άνθρω­πος, όταν ασκεί την ελεη­μο­σύ­νη, γίνε­ται παι­δί του Θεού. Γνή­σιο παι­δί του Θεού. Λέγει ο Κύριος: «Γίνε­σθε ον οκτίρ­μο­νες, καθς κα πατρ μν οκτίρ­μων στίν». Και θα είσα­στε παι­διά του Υψί­στου Θεού.

Και πρώ­τι­στα είναι η ελεη­μο­σύ­νη με υλι­κήν διά­στα­σιν. Γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Α΄του επι­στο­λή: «ς δ᾿ ν χ τν βίον το κόσμου κα θεωρ τν δελφν ατο χρεί­αν χον­τα κα κλείσ τ σπλάγ­χνα ατο π᾿ ατο, πς γάπη το Θεο μένει ν ατ;». «Εάν κανείς έχει», λέει, «όλα τα αγα­θά του κόσμου, αλλά κλεί­σει τα σπλά­χνα του, δηλα­δή δεν αφή­σει να ανα­πτυ­χθούν οι δυνά­μεις της ψυχής, το συναί­σθη­μα, η βού­λη­σις που θα ενερ­γή­σει ό,τι το συναί­σθη­μα, αλλά και η διά­νοια έχουν σκε­φθεί, έχουν αισθαν­θεί, πώς είναι δυνα­τόν», λέγει, «σε έναν τέτοιον άνθρω­πο να κατοι­κή­σει η αγά­πη του Θεού;». Δεν είναι δυνα­τόν. Εδώ προ­κύ­πτει η ανάγ­κη να κάνου­με τον πει­νών­τα αδελ­φό μας συμ­μέ­το­χο των αγα­θών μας. Είναι ξέρε­τε, ο πιο γόνι­μος συνε­ται­ρι­σμός. Είναι αυτή η κοι­νω­νι­κό­τη­τα η καλώς πάν­το­τε εννο­ου­μέ­νη.

Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Κοι­νω­νία τό πργμα στίν». «Το πράγ­μα», λέει, «είναι κοι­νω­νία». Γίνο­μαι κοι­νω­νός με τον άλλον κι ο άλλος με εμέ­να. Και μάλι­στα μία θαυ­μα­στή κοι­νω­νία, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λή του: «Τς δ εποι­ΐ­ας(εποι­ΐα είναι οι καλές πρά­ξεις, αγα­θές πρά­ξεις) κα κοι­νω­νί­ας μ πιλαν­θά­νε­σθε». Μην ξεχνά­τε. Να έχε­τε κοι­νω­νία με τους άλλους, να τους προ­σφέ­ρε­τε τα αγα­θά σας, και τα υλι­κά και τα πνευ­μα­τι­κά, όπως λίγο ευρύ­τε­ρα, θα το δού­με λίγο πιο κάτω. «Τοιαύ­ταις γρ θυσί­αις εαρε­στεται Θεός». Για­τί ο Θεός με τέτοιες θυσί­ες ευα­ρε­στεί­ται. Ναι. Διό­τι είναι θυσία να προ­σφέ­ρεις στον άλλον κάτι, είτε έχεις πολ­λά, είτε δεν έχεις πολ­λά. Ακό­μη περισ­σό­τε­ρο γίνε­ται θυσία εάν δεν έχεις πολ­λά, έχεις λίγα αγα­θά. Και ακό­μη να απο­δε­χθείς τον άλλον άνθρω­πο και να είσαι κοι­νω­νός του. Κι εκεί­νος κοι­νω­νός σου. Δεν είναι μικρό πράγ­μα. Ξανα­λέ­γω, είναι μία θυσία.

Μην ισχυ­ρι­στεί κανείς ότι με την ελεη­μο­σύ­νη θα φτω­χύ­νει. Μην το πει κανείς ποτέ αυτό. Ότι αν κάνω ελεη­μο­σύ­νη κάπου, θα φτω­χύ­νω… Όχι. Λέει ο ψαλ­μω­δός στον 36ο ψαλ­μόν του: «Νετερος γενμην κα γρ γρασα κα οκ εδον δκαιον γκα­τα­λε­λειμμνον». Ήμου­να παι­δί, λέει, και γέρα­σα, και δεν είδα ευσε­βή άνθρω­πο, που ασκού­σε την ελεη­μο­σύ­νη, να εγκα­τα­λει­φτεί· «οδ τ σπρμα ατο ζητον ρτους». Ούτε τα παι­διά του να γίνον­ται ψωμο­ζη­τιά­νοι. Ζητον ρτους.

Όλη την ημέ­ρα ελε­εί και δανεί­ζει ο δίκαιος. Δανεί­ζει χωρίς τόκο. Κατά τον λόγο του Χρι­στού: «Δανεί­ζε­τε μηδέν πελ­πί­ζον­τες». Απελ­πί­ζω θα πει από+ελπίζω· δηλα­δή να πάρω τον τόκο. Η ελπί­δα μου είναι ο τόκος από το κεφά­λαιον. Δηλα­δή δώστε χρή­μα­τα στον έχον­τα ανάγ­κη. Θα σας τα επι­στρέ­ψει. Αλλά μη ζητή­σε­τε τόκον. Έτσι λοι­πόν όλη την ημέ­ρα ευλο­γεί και δανεί­ζει ο δίκαιος «κα τ σπρμα ατο ‑οι από­γο­νοί του- ες ελογαν σται». Έχουν όλη την ευλο­γία. Δεν στε­ρούν­ται τίπο­τε. Έχουν όλα τα αγα­θά. Και όταν βεβαιώ­νει η Γρα­φή ότι με τις Παροι­μί­ες 19,17: «Δανεί­ζει Θε λεν πτω­χόν». Δανεί­ζει τον Θεός εκεί­νος ο οποί­ος ελε­εί τον πτω­χόν. Τι έχο­με να φοβη­θού­με; Ότι ο Θεός αφού σε Εκεί­νον δανεί­ζου­με, ότι ο Θεός δεν θα πλη­ρώ­σει τα χρέη Του; Αυτό φοβό­μα­στε;

Να μην πει κανείς λοι­πόν ότι εγώ δεν έχω χρή­μα­τα. Τον ελέγ­χει η χήρα με τα δύο λεπτά που κατέ­θε­σε εις το γαζο­φυ­λά­κιον του ναού. Και την επή­νε­σε ο Κύριος. Δύο λεπτά! Τον ένα πέμ­πτον της δεκά­ρας. Δύο λεπτά… Αλλά τον ελέγ­χει και η χήρα εις τα Σαρε­πτά της Σιδω­νί­ας, που δεν είχε τίπο­τε, μάλι­στα όταν βγή­κε να μαζέ­ψει δύο ξυλά­ρια, λέγει, και να κάνει, να ψήσει ένα λίγο αλευ­ρά­κι, να φάει αυτή και τα παι­διά της, κι όπως είπε εις τον προ­φή­τη Ηλία: «Και μετά θα πεθά­νου­με, δεν έχου­με τίπο­τε άλλο». Είχε πέσει λιμός. Κι εκεί­νο το φοβε­ρόν… Της λέει ο προ­φή­της: «Άντε, πήγαι­νε, ψήσε το ψωμά­κι και κοί­τα­ξε, πρώ­τα θα φέρεις σε μένα και μετά θα φας εσύ και τα παι­διά σου». Πρό­κλη­σις! Πρό­κλη­σις! Με συγ­χω­ρεί­τε που θα πω τη φρά­ση. Θα μπο­ρού­σε να του αντεί­πει: «Α, παλιό­γε­ρε, θες να φας το ψωμί των παι­διών μου;». Δεν είπε τέτοιο πράγ­μα. Το έκα­νε. Και μέχρι που πέρα­σε ο λιμός, το στα­μνά­κι της με το αλεύ­ρι και ο καμ­ψά­κης, λέει, εκεί­νο το λαδι­κό με το λάδι, δεν τελεί­ω­ναν! Δεν τελεί­ω­ναν. Όταν ευλο­γεί ο Θεός, όλα είναι παρόν­τα τα αγα­θά.

Γι΄αυτό να μην έχου­με τη δικαιο­λο­γία ότι είμε­θα πτω­χοί. Μάλι­στα πολ­λοί τσιγ­κου­νεύ­ον­ται αν και η επο­χή μας έχει βεβαί­ως πτω­χούς, κάθε επο­χή έχει τους πτω­χούς, όχι όσους είχε κάπο­τε εδώ, στην πατρί­δα μας. Και η Ευρώ­πη έχει πτω­χούς και κοι­μών­ται κάτω από τα γιο­φύ­ρια των ποτα­μών. Και η Αμε­ρι­κή έχει πτω­χούς. Ναι. Ναι. Πλού­σιες χώρες, αλλά έχουν και πτω­χούς. Ωστό­σο μην πει κανείς ότι «να… δεν έχω πολ­λά». Πολ­λοί δεν ανά­βουν το καν­δή­λι τους, μαλώ­νει φερει­πείν ο σύζυ­γος τη σύζυ­γο, για­τί… , για­τί …θα τελειώ­σει το λάδι και είναι ακρι­βό. Δεν κατα­λα­βαί­νουν ότι εκεί είναι μία άλλη περιο­χή. Η περιο­χή της θυσί­ας και λατρεί­ας. Τι είναι το καν­δή­λι; Είναι λατρεία στον Θεό. Και φοβά­σαι να λατρεύ­σεις τον Θεό, ότι θα φτω­χύ­νεις, αδελ­φέ; Μην το κάνεις αυτό. Μην το κάνεις.

Λέγει ωραιό­τα­τα και χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος σαν απάν­τη­ση: «χεις βολόν; -ο οβο­λός είναι το ένα λεπτόν-. γόρα­σον τόν ορανόν». Με εκεί­νον τον οβο­λόν, αν τον κάνεις ελεη­μο­σύ­νη, θα αγο­ρά­σεις τον ουρανόν,την βασι­λεί­αν του Θεού. Οκ χεις βολόν;». Δεν έχεις οβο­λόν; «Δός ποτή­ριον ψυχρο δατος». Δώσε του­λά­χι­στον ένα ποτή­ρι κρύο νερό. Για­τί λέει «ψυχρο»; Μη βαρε­θείς να δώσεις από τη βρύ­ση της κου­ζί­νας σου, πήγαι­νε στο πηγά­δι, να αντλή­σεις, σήμε­ρα έχο­με το ψυγείο, βγά­λε από το ψυγείο σου ένα ποτή­ρι κρύο νερό και δώσε· που δεί­χνει φρον­τί­δα, επι­μέ­λεια στην προ­σφο­ρά. «μπο­ρία καί πραγ­μα­τεία ορανός». Τι νομί­ζεις; Ο ουρα­νός; Είναι εμπο­ρία και πραγ­μα­τεία. Πραγ­μα­τεύ­ε­σαι εδώ στη γη για να κερ­δί­σεις τον ουρα­νόν. «Δός ρτον και λαβέ Παρά­δει­σον». «Δώσε», λέγει, «ψωμί και πάρε Παρά­δει­σον». «Δς µικρ, κα λαβ µεγά­λα· δς θνητ, κα λαβ θάνα­τα. Λύτρον ψυχς στιν λεη­µο­σύ­νη. Μ πενί­αν προ­βάλ­λου». Μην προ­βάλ­λεις τη φτώ­χεια. Γι΄αυτό σας είπα, είναι η απάν­τη­ση που δίνει εδώ ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος.

«Μέγα ον πργµα λεη­µο­σύ­νη· κανή στι κα λλας µαρ­τί­ας ξαλεψαι, κα τν κρί­σιν πελά­σαι». Και να απο­μα­κρύ­νει ακό­μη και την κρί­σιν. Για­τί το λέει η Και­νή Δια­θή­κη: « γρ κρί­σις νέλε­ος τ μ ποι­ή­σαν­τι λεος». Αλλά κατα­νι­κιέ­ται, λέει, η κρί­σις του Θεού, όταν υπάρ­χει το έλε­ος εκ μέρους σου, η ελεη­μο­σύ­νη. «Σο σιωπντος στη­κε κα συνη­γο­ρε». Ενώ εσύ σιω­πάς, η ελεη­μο­σύ­νη σου στά­θη­κε και γίνε­ται συνή­γο­ρός σου. «Μλλον δ σο σιωπντος µυρία στό­µα­τα συνη­γο­ρε πρ σο». «Μάλ­λον», λέει, «ενώ εσύ δεν λες τίπο­τε, κατά την κρί­σιν, μύρια στό­μα­τα συνη­γο­ρούν για σένα». Ποια είναι τα στό­μα­τα αυτά; Εκεί­νων που εσύ ευερ­γέ­τη­σες και ελέη­σες.

«Δός ποτή­ριον ψυχροῦ ὕδα­τος· οὐκ ἔχεις τοῦ­το;». Ούτε αυτό δεν έχεις; Ούτε ένα ποτή­ρι κρύο νερό δεν έχεις; «Συμ­πέν­θη­σον τῷ θλι­βο­μέ­νῳ, καί ἔξεις μισθόν». Δεί­ξε τη λύπη σου μαζί με εκεί­νον που λυπά­ται και θα έχεις μισθόν. Δηλα­δή τα ελά­χι­στα παίρ­νει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, για­τί και ο Χρι­στός πήρε τα ελά­χι­στα. Ένα ποτή­ρι νερό. Δεν έχεις ένα ποτή­ρι νερό; Και συμ­πλη­ρώ­νει: «Δια­τί ον ποτη­ρί­ου μνη­μό­νευ­σε ψυχρο;». Για­τί, λέει, ο Κύριος είπε για ποτή­ρι κρύο νερό; «δάπα­νον επεν τήν λεη­μο­σύ­νην». Για­τί η ελεη­μο­σύ­νη δύνα­ται να θεω­ρη­θεί και αδά­πα­νος. Μπο­ρείς αν κάνεις ελεη­μο­σύ­νη, χωρίς να ξοδεύ­εις τίπο­τα, αν δεν έχεις τίπο­τα.

Καμία λοι­πόν δικαιο­λο­γία δεν υπάρ­χει, για να μην ασκη­θεί, αγα­πη­τοί μου, η ελεη­μο­σύ­νη. Πρέ­πει πάν­το­τε να ελε­ού­με καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πον. Που λέγει πάλι ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «σπερ τό μάτιον εί μεθ’ μν στίν, οτω καί λεη­μο­σύ­νη». Όπως πάν­το­τε φορά­με τα ρού­χα μας, δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μη φορά­με τα ρού­χα μας. Όπως πάν­το­τε, λέγει, φορά­με τα ρού­χα μας, έτσι πάν­το­τε πρέ­πει να ελε­ού­με. Ξανα­λέ­γω, δεν είναι μόνο η υλι­κή, δεν είναι μόνο να δώσω χρή­μα­τα. Είναι πολ­λά πράγ­μα­τα. Να ποι­ή­σω λεος μετά το πλη­σί­ον. Να ασκή­σω το έλε­ός μου, την αγά­πη μου στον κον­τι­νό μου.

Ίσως να υπάρ­ξει ο ισχυ­ρι­σμός ότι αυτός που σήμε­ρα δυστυ­χεί, υπήρ­ξε άσω­τος. Και τώρα πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί. Αν έτσι εσκέ­πτε­το ο Κύριος, τότε θα έπρε­πε τον σημε­ρι­νό παρα­λυ­τι­κό στο θαύ­μα το κατα­πλη­κτι­κό αυτό, να του πει: «Δεν σε κάνω καλά. Στά­θη­κες παλιάν­θρω­πος». Πού το ξέρο­με; Το είπε αργό­τε­ρα ο Κύριος. Διό­τι όπως λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Δώσε την ελεη­μο­σύ­νη σου και μετά να τον θερα­πεύ­σεις αυτόν τον άνθρω­πο, αν δεν στά­θη­κε σωστά». Όταν τον είδε εις τον ναόν, τι του είπε ο Κύριος; «Πρό­σε­ξε, μην ξανα­μαρ­τή­σεις, μην σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο». Άρα λοι­πόν κατέ­λη­ξε να γίνει παρά­λυ­τος από την παρά­λυ­τη ζωή που έκα­νε, από την ασω­τία που έκα­νε. Αλλά τι; Τον θερα­πεύ­ει. Και να πει, να σχο­λιά­σει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος κάτι που και μένα με έχει βγά­λει αυτή η θέση του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου από μία δυσκο­λία… Φερει­πείν να δώσω σε φυλα­κι­σμέ­νους. Λαμ­βά­νου­με πάρα πολ­λά γράμ­μα­τα από φυλα­κι­σμέ­νους. Ακό­μα και από Μου­σουλ­μά­νους, κι από… ό,τι θέλε­τε, ό,τι θέλε­τε. Τέλος πάν­των… Στέλ­νουν επι­στο­λές και ζητούν χρή­μα­τα. Ακού­στε τι λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Μή που φιλαν­θρω­πί­ας και­ρός ξετά­ζω­μεν πονη­ρί­αν· μή τήν κακί­αν λλά τήν συμ­φο­ράν λεομεν». Μην εξε­τά­ζου­με, λέει, τη φιλαν­θρω­πία, όταν έρχε­ται η ώρα να την ασκή­σου­με. Και να πού­με… «Αυτός ήταν παλιάν­θρω­πος…». Όχι. Θα επα­να­λά­βω τη φρα­σού­λα του: «Μή τήν κακί­αν (δηλα­δή δεν θερα­πεύ­ου­με την κακία), λλά τήν συμ­φο­ράν λεομεν». Ελε­ού­με τη συμ­φο­ρά, εις την οποί­αν ο άλλος τώρα αυτήν τη στιγ­μή βρί­σκε­ται. Είναι κατα­πλη­κτι­κό!

Ακό­μη, ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, αυτός ο κήρυξ της ελεη­μο­σύ­νης, κάπου παρα­πο­νεί­ται και λέει: « Μου λέτε συνε­χώς ότι μιλάω πάν­τα για την ελεη­μο­σύ­νη». Ε, για τι άλλο να μιλού­σε; Είναι ο ιερο­κή­ρυξ εκεί­νος που δεν άφη­σε κανέ­να πράγ­μα επί του χώρου του επι­στη­τού, πνευ­μα­τι­κού χώρου, που να μην το πει, που να μην το ανα­λύ­σει. Κι όμως χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ο ιερο­κή­ρυξ της ελεη­μο­σύ­νης. Για­τί πάν­το­τε, συνε­χώς βέβαια μιλού­σε γι’ αυτήν. «Ποί­αν από­κρι­σιν», λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «θα δώσου­με στον Κρι­τή, όταν ντύ­νου­με τους τοί­χους με πολύ­τι­μα μάρ­μα­ρα και χαλιά και αφή­νου­με γυμνό τον συνάν­θρω­πό μας;». Έτσι θα λέγα­με κι εμείς σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου. Πώς μπο­ρού­με να τρώ­με και να χορ­ταί­νου­με, είναι επο­χή ευη­με­ρί­ας, μιλά­με για φτώ­χεια, αλλά είναι επο­χή ευη­με­ρί­ας, πώς μπο­ρού­με λοι­πόν να τρώ­με και να χορ­ταί­νου­με και ταυ­τό­χρο­να να αισθα­νό­μα­στε ότι άλλοι πει­νούν; Άλλοι ζητούν χωνευ­τι­κά της πολυ­φα­γί­ας των, σόδες και τέτοια και άλλοι ζητούν τρό­πους να ικα­νο­ποι­ή­σουν μόλις την πεί­να τους. Άλλοι να ζητούν πώς θα αδυ­να­τί­σουν ‑και έχουν τόσο πλη­θύ­νει αυτά τα κέν­τρα αδυ­να­τί­σμα­τος…- κι άλλοι κοι­τά­ζουν πώς να στα­θούν στα πόδια τους από την αδυ­να­μία της πεί­νας.

Αλλά δεν είναι μόνον η υλι­κή πεί­να. Είναι και η πνευ­μα­τι­κή πεί­να, αγα­πη­τοί. Αν υπάρ­χουν αδερ­φοί μας που πει­νούν από ψωμί, υπάρ­χουν όμως ακό­μη περισ­σό­τε­ροι που πει­νούν από πνευ­μα­τι­κό ψωμί. Πει­νούν τον άρτον της ζωής, που είναι ο Χρι­στός. Πόσοι μέσα ακρι­βώς στα υλι­κά τους αγα­θά κολυμ­πούν και ταυ­τό­χρο­να λιμο­κτο­νούν πνευ­μα­τι­κά! Για­τί; Για­τί ζουν το δρά­μα του Ταν­τά­λου. Δεν ερμη­νεύω ποιος ήταν ο Τάν­τα­λος. Και σε αυτούς έχου­με χρέ­ος να κάνου­με ελεη­μο­σύ­νη. Προ­παν­τός σε αυτούς έχου­με χρέ­ος να κάνου­με ελεη­μο­σύ­νη. Σε εκεί­νους που νομί­ζουν ότι έχουν πλού­τη και δεν βλέ­πουν τη φτώ­χεια τους. Νομί­ζουν ότι τα έχουν όλα, αλλά αισθά­νον­ται ένα κενό μεσ’ την ψυχή τους. Αλλά λένε: «Είμαι πλούσιος…Είμαι πλού­σιος…». Κι όπως απαν­τά­ει ο Κύριος σε τέτοιους πλου­σί­ους, που νομί­ζουν ότι είναι πλού­σιοι, λέγει ο Κύριος, είναι στον 7ο άγγε­λο της Εκκλη­σί­ας της Λαο­δι­κεί­ας, τα εξής: «Καί οκ οδας(και δεν ξέρεις) τι σύ ε( ότι εσύ είσαι) ταλαί­πω­ρος καί λεει­νός καί πτω­χός καί τυφλός καί γυμνός». Δεν έχουν όμως συνεί­δη­σιν. Οκ οδας. Δεν γνω­ρί­ζεις. Για­τί υπάρ­χει η πνευ­μα­τι­κή φτώ­χεια. Γι΄αυτό, ας τους δώσου­με, αγα­πη­τοί μου, ένα βιβλίο να δια­βά­σουν· την Αγία Γρα­φή πρώ­τι­στα και κυριό­τα­τα. Μία συμ­βου­λή, μία χει­ρα­γώ­γη­ση στον δρό­μο του Θεού, μία συζή­τη­ση. Τη σύστα­ση ακό­μη να ακού­σουν ένα κήρυγ­μα. Επι­τέ­λους και μία προ­σευ­χή γι’ αυτούς. Εξάλ­λου οι άνθρω­ποι σήμε­ρα θέλουν πιο πολύ την καρ­διά μας, παρά το πορ­το­φό­λι μας. Μην μου πεί­τε ότι υπάρ­χει η κρα­τι­κή μέρι­μνα. Όσο κι αν υπο­τε­θεί ότι σε τίπο­τα δεν υπο­λεί­πε­ται η κρα­τι­κή μέρι­μνα, ποτέ δεν πρό­κει­ται να καλύ­ψει τις ανθρώ­πι­νες ανάγ­κες. Ποτέ. Όσο και αν είναι ευη­με­ρούν το κρά­τος…

Η ελεη­μο­σύ­νη είναι πάν­το­τε έργο της Εκκλη­σί­ας. Παν­το­τι­νό έργο της Εκκλη­σί­ας. Και των Χρι­στια­νών. Προ­παν­τός η κάλυ­ψις των πνευ­μα­τι­κών αναγ­κών. Αγα­πη­τοί, οι φρό­νι­μοι άνθρω­ποι, φρον­τί­ζουν τις οικο­νο­μί­ες τους να τις κατα­θέ­τουν στην Τρά­πε­ζα. Ώστε εν και­ρώ να μπο­ρούν να αξιο­ποι­ή­σουν το κεφά­λαιο που θα χρεια­στούν. Υπάρ­χει όμως και μία άλλη Τρά­πε­ζα· που ενώ οι κατα­θέ­σεις σε αυτήν την τρά­πε­ζα μπο­ρεί να είναι πολύ μικρές. Όμως οι τόκοι είναι αφάν­τα­στα μεγά­λοι. Είναι η Τρά­πε­ζα των ουρα­νών. Κατα­θέ­σεις μας; Οι ελεη­μο­σύ­νες μας. Όσο μικρές και αν είναι. ν ποτή­ριον ψυχρο δατος. Υπεύ­θυ­νος τρα­πε­ζί­της; Αλλά και εγγυ­η­τής; Ο Θεός. Τόκος ασφα­λής; Η Βασι­λεία του Θεού. Μας το βεβαί­ω­σε ο Ίδιος ο Κύριος: «Δανεί­ζει Θε λεν πτω­χόν». Θα απο­τί­σει, θα πλη­ρώ­σει, θα δώσει και πολύ, πολύ, πολύ παρα­πά­νω. Ανά­με­σα στις τρά­πε­ζες της γης και την Τρά­πε­ζα του ουρα­νού, ας κρί­νει, αγα­πη­τοί μου, ο καθέ­νας μας πού πρέ­πει να κατα­θέ­τει τις οικο­νο­μί­ες του. Ο τρό­πος της εκλο­γής θα απο­δεί­ξει τον αλη­θι­νά έξυ­πνο και φρό­νι­μο Χρι­στια­νό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_675.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Δορ­κάς!

«Ἐν Ἰόπ­πῃ τίς ἦν μαθή­τρια ὀνό­μα­τι Ταβι­θά, ἤ διερ­μη­νευο­μέ­νη λέγε­ται Δορ­κάς· αὕτη ἦν πλή­ρης ἀγα­θῶν ἔργων καὶ ἐλεη­μο­συ­νῶν ὧν ἐποί­ει» (Πραξ. 9,36)

ΔΟΡΚΑΣ! Τί εἶνε; Εἶνε τὸ γνω­στὸ στοὺς κατοί­κους τῶν δασῶν ζῶο, τὸ ζαρ­κά­δι ὅπως τὸ ὀνο­μά­ζει ὁ λαός.

Ὅσο περ­νά­ει ὁ καί­ρός, τόσο το ζαρ­κά­δι γίνε­ται πιο σπά­νιο. Κιν­δυ­νεύ­ει νὰ ἐξα­φα­νι­στῇ, ὅπως θὰ ἐξα­φα­νι­στοῦν καὶ τόσα ἄλλα ζῷα ἀπὸ τὴ γῆ. Ὁ πολι­τί­ςμός, βλέ­πε­τε, ἐξον­τώ­νει ζῷα καὶ φυτά, καὶ γεμί­ζει τὴ γῆ ἀπὸ τσι­μεν­τό­σπι­τα, πολυ­κα­τοι­κί­ες, ἐργο­στά­σια καὶ ἄλλα τερά­στια τεχνι­κά ἔργα, ποὺ δὲν ἀφή­νουν πιὰ ἀρκε­τὰ περι­θώ­ρια γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνά­πτυ­ξι τῶν ζῴων. Καὶ ἔτσι θά ’ρθῃ καί­ρός, ποὺ ζαρ­κά­δια, ἐλά­φια καὶ ἄλλα τέτοια ζῷα θὰ βλέ­που­με μόνο στοὺς ζῳο­λο­γι­κοὺς κήπους.

Τὸ ζαρ­κά­δι εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὄμορ­φα ζῷα. Εἶνε εὐκί­νη­το, τρέ­χει γρή­γο­ρα, ζῇ μέσ’ στὰ πυκνά δάση. Το ζαρ­κά­δι ἦταν ἕνα πολὺ ἀγα­πη­τό ζῷο στοὺς κατοί­κους τῆς Παλαι­στί­νης. Οἱ ἀρχαῖ­οι Ἰου­δαῖ­οι πολὺ τὸ ἀγα­ποῦ­σαν, καὶ γι’ αὐτὸ ἔδι­ναν τὸ ὄνο­μα Ζαρ­κά­δι στὰ παι­διά τους. Στὰ ἑλλη­νι­κὰ τὸ Ζαρ­κά­δι, ὅπως εἴδα­με, ὀνο­μά­ζε­ται Δορ­κάς. Στὰ ἑβραϊ­κὰ ὀνο­μά­ζε­ται Ταβι­θά.

* * *

Αὐτὸ τὸ ὄνο­μα εἶχε μιὰ δια­λε­χτή κόρη, ποὺ κατοι­κοῦ­σε σὲ μιὰ πόλι τῆς Ἰου­δαί­ας, στὴ σημε­ρι­νὴ Γιάφ­φα, λιμά­νι τοῦ Ἑβραϊ­κοῦ κρά­τους, ποὺ τότε λεγό­ταν Ἰόπ­πη.

Ἡ Δορ­κάς, ἡ κόρη δηλα­δὴ τῆς Ἰόπ­πης, ἦταν ἕνα πρό­σω­πο πολὺ ἀγα­πη­τὸ στὴν κοι­νω­νία τῆς Ἰόπ­πης. Δὲν ἦταν κόρη καμ­μιᾶς πλου­σί­ας καὶ ἐπι­σή­μου οἰκο­γε­νεί­ας τῆς πόλε­ως. Ἦταν ἕνα φτω­χὸ κορί­τσι. Ἦταν μιὰ ῥάπτρια, ποὺ ζοῦ­σε μὲ τὴ βελό­να της. Ἀλλ ̓ αὐτὴ ἡ φτω­χή κόρη ἦταν μιὰ εὐγε­νι­κὴ ὕπαρ­ξι. Ἔκλει­νε μέσ’ στὴν καρ­διά της ἕνα πλοῦ­το πνευ­μα­τι­κό. Καὶ ὁ πνευ­μα­τι­κὸς πλοῦ­τος, ποὺ δὲν ἔχει καμ­μιὰ σύγ­κρι­σι μὲ τὸν ὑλι­κὸ πλοῦ­το, ἦταν οἱ ἀρε­τές της. Ἡ Δορ­κὰς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πίστε­ψε στὸ Χρι­στὸ καὶ βαπτί­στη­κε κ ̓ ἔγι­νε χρι­στια­νή, ἔδει­ξε ὅτι θέλει ὄχι ἁπλῶς νὰ ὀνο­μά­ζε­ται χρι­στια­νή, ἀλλὰ καὶ νὰ ζῇ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐντο­λὲς τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ἡ πιὸ σπου­δαία δὲ ἐντο­λή, ποὺ ἔφε­ρε στὸν κόσμο ὁ Χρι­στός, εἶνε ἡ ἐντο­λὴ τῆς ἀγά­πης. Εἶνε τὸ «Αγα­πᾶ­τε ἀλλή­λους» (Ἰωάν. 13,34). Αὐτὸ ἐφάρ­μο­σε στον τέλειο βαθ­μὸ ἡ Δορ­κάς.

Δὲν ἦταν πλού­σια, ὅπως εἴπα­με. Δὲν εἶχε λεφτά, γιὰ νὰ μοι­ρά­ζῃ στοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ κάνῃ ἐλεη­μο­σύ­νη. Πολ­λοὶ νομί­ζουν, ὅτι ἐλεη­μο­σύ­νη μπο­ροῦν νὰ κάνουν μόνο οἱ πλού­σιοι. Τί ἐλεη­μο­σύ­νη νὰ κάνου­με ἐμεῖς; λένε ἐμεῖς ἔχου­με ἀνάγ­κη νὰ μᾶς βοη­θή­σουν, καὶ ὄχι νὰ βοη­θή­σου­με…

Κι ὅμως ἡ Δορ­κάς, ἡ εὐγε­νι­κὴ κόρη τῆς Ἰόπ­πης, μᾶς διδά­σκει ὅλους, ὅτι ὅποιος ἔχει ἀγά­πη στὴν καρ­διά, μπο­ρεῖ νὰ κάνῃ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους, καὶ ἂν ἀκό­μη δὲν ἔχῃ λεφτά. Ἡ Δορ­κάς, καθώς μᾶς λέει ὁ σημε­ρι­νὸς Ἀπό­στο­λος, σὰν ῥάπτρια προ­σέ­φε­ρε δωρε­ὰν τὶς ὑπη­ρε­σί­ες της στὸ φτω­χὸ λαό. Ἔρρα­βε δωρε­ὰν τὰ ῥοῦ­χα τῶν ὀρφα­νῶν καὶ τῶν χηρῶν. Καὶ δὲν ἔκα­νε μόνο αὐτὴ τὴν καλω­σύ­νη, ἀλλὰ κι ἄλλες ἀκό­μη καλω­σύ­νες, ποὺ δὲν τὶς ἀνα­φέ­ρουν οἱ Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων, ἀλλὰ μόνο σημειώ­νουν, ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ «ἦν πλή­ρης ἀγα­θῶν ἔργων καὶ ἐλεη­μο­συ­νῶν ὧν ἐποί­ει» (Πράξ. 9,36). Δὲν ἦταν, δηλα­δή, ἡ Δορ­κὰς ἕνα ποτή­ρι ἄδειο, ἀλλ ̓ ἕνα ποτή­ρι γεμᾶ­το ἀπὸ τὸ δρο­σε­ρό νερὸ τῆς ἀγά­πης. Μ’ αὐτὸ πότι­ζε καὶ δρό­σι­ζε τοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ διψοῦ­σαν ἀπὸ ἀγά­πη, ἀπὸ βοή­θεια καὶ καλω­σύ­νη. Ἡ Δορ­κὰς ἦταν γεμά­τη ἀπὸ ἀγα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐλεη­μο­σύ­νες.

Τί εὐλο­γη­μέ­νη κόρη! Ἐνῷ πλού­σιες κυρί­ες καὶ δεσποι­νί­δες, ποὺ κατοι­κοῦ­σαν στὴν πόλι ἐκεί­νη, περ­νοῦ­σαν τὸν καί­ρό τους σὲ μάταιες δια­σκε­δά­σεις καὶ ξωδεύ­α­νε τὰ λεφτά τους στὰ λοῦ­σα καὶ δὲν ἔδι­ναν οἱ φαν­τα­σμέ­νες καμ­μιά σημα­σία στοὺς φτω­χούς, στὰ ὀρφα­νὰ καὶ στὶς χῆρες, ἡ Δορ­κάς, παρ’ ὅλη τὴ φτώ­χεια της, εἶχε γίνει μια βρύ­ση ἀγά­πης, μιὰ βρύ­ση ποὺ ἔτρε­χε καὶ ἐλε­οῦ­σε τὸν κόσμο. Γι’ αὐτό, ὅταν ἀρρώ­στη­σε καὶ πέθα­νε, ὅλοι οἱ φτω­χοί, ὅλα τὰ ὀρφα­νὰ καὶ οἱ χῆρες, ποὺ κον­τά της βρί­σκα­νε παρη­γο­ριὰ καὶ προ­στα­σία, ἄρχι­σαν νὰ κλαῖ­νε. Ἦταν γιὰ τὸ δυστυ­χι­σμέ­νο κόσμο μιὰ μάνα στορ­γι­κή.

Μια τέτοια ὕπαρ­ξι, θὰ ποῦν μερι­κοί, για­τί νὰ πεθά­νῃ; Για­τί νὰ τὴν πάρῃ τόσο γρή­γο­ρα ὁ Θεός; Ἔπρε­πε νὰ μεί­νῃ, γιὰ νὰ κάνη τὸ καλό…

Βέβαια ὁ Θεός ξέρει τί κάνει, ἀλλ’ οἱ ἄνθρω­ποι, ὅταν τοὺς λεί­ψῃ κανέ­να ἀγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο, ζαλί­ζον­ται ἀπὸ τὴ θλῖ­ψι καὶ παρα­πο­νιοῦν­ται, καὶ λένε λόγια ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ λένε. Για­τὶ ἂν ἀγα­πᾶ­με ἐμεῖς τὸν ἄνθρω­πό μας μιὰ φορά, ὁ οὐρά­νιος Πατέ­ρας τὸν ἀγα­πά­ει ἄπει­ρες φορὲς καὶ ξέρει τί κάνει. Μόνο ἄπι­στοι καὶ ἄθε­οι ἄνθρω­ποι δὲν μπο­ροῦν νὰ κατα­λά­βουν τίπο­τα γύρω ἀπ’ τὸ μυστή­ριο τοῦ θανά­του. Γι’ αὐτὸ κλαῖ­νε ἀπα­ρη­γό­ρη­τα καὶ κατη­γο­ροῦν καὶ βρί­ζουν τὸ Θεό.

Δὲν ἦταν τέτοιοι οἱ χρι­στια­νοὶ τῆς Ἰόπ­πης, τὰ ὀρφα­νὰ καὶ οἱ χῆρες ποὺ προ­στά­τευε ἡ Δορ­κάς. Πίστευαν, πώς ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς εἶνε καλά καμω­μέ­νο. Μόνο μὲ τὰ δάκρυά τους ἐξέ­φρα­ζαν τὸν πόνο ποὺ αἰσθάν­θη­καν γιὰ τὸ θάνα­τό της. Θὰ ἤθε­λαν νὰ μὴν πεθά­νῃ ἡ Δορ­κάς, ἀλλὰ νὰ ζήσῃ ἀκό­μη πολ­λά χρό­νια καὶ νὰ εἶνε μαζί τους. Γι’ αὐτό, μόλις ἡ Δορ­κὰς ἔπε­σε στὸ κρε­βά­τι ἄρρω­στη καὶ εἶδαν ὅτι μέρα μὲ τὴ μέρα βαραί­νει καὶ κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πεθά­νῃ, ἔστει­λαν καὶ κάλε­σαν τὸν ἀπό­στο­λο Πέτρο, ποὺ βρι­σκό­ταν σὲ μιὰ κον­τι­νὴ πόλι. Ἀλλὰ μέχρι νά ’ρθῃ ὁ Πέτρος, ἡ Δορ­κὰς εἶχε ἀπο­θά­νει. Ο Πέτρος, βλέ­πον­τας τὴ λύπη ποὺ προ­ξέ­νη­σε ὁ θάνα­τος τῆς Δορ­κά­δος, γονά­τί­ςε, ἔκα­νε τὴν προ­σευ­χή του, καὶ μὲ τὴ φωνὴ ποὺ ἀπηύ­θυ­νε πρὸς τὴ νεκρή κόρη, «Ταβι­θά, ἀνά­στη­θι» (Πράξ. 9,40), τὸ θαῦ­μα ἔγι­νε. Ἡ νεκρὴ ἄνοι­ξε τὰ μάτια της, ἀνα­ση­κώ­θη­κε, κι ἄρχι­σε πάλι νὰ μιλάῃ! Τὸ θαῦ­μα δια­δό­θη­κε ἀμέ­σως σ ̓ ὅλη τὴν περιο­χὴ καὶ οἱ ἄνθρω­ποι πίστε­ψαν στο Χρι­στό.

* * *

Πολ­λὰ μᾶς διδά­σκει ἡ εὐγε­νι­κὴ κόρη τῆς Ἰόπ­πης, ἡ Δορ­κάς. Ἀλλὰ στὸ σύν­το­μο αὐτὸ κήρυγ­μα θέλω να προ­σέ­ξε­τε μιὰ λεπτο­μέ­ρεια. Καὶ ἡ λεπτο­μέ­ρεια αὐτὴ εἶνε τὸ ὄνο­μα τῆς εὐγε­νι­κῆς αὐτῆς κόρης. Δορ­κὰς ὠνο­μα­ζό­ταν. Καὶ δορ­κὰς ἀπο­δεί­χτη­κε. Δηλα­δή, ὅπως τὸ ζαρ­κά­δι εἶνε ἕνα ζῷο εὐκί­νη­το, ποὺ τρέ­χει παν­τοῦ καὶ δια­σχί­ζει μεγά­λες ἀπο­στά­σεις μέχρι νὰ βρῇ κρυ­στάλ­λι­νο νερό, ἔτσι κ’ ἡ κόρη τῆς Ἰόπ­πης· ἔτρε­χε καὶ δὲν ἡσύ­χα­ζε, μέχρι νὰ πιῇ νερὸ καὶ νὰ δρο­σι­στῇ, μέχρι δηλα­δὴ νὰ κάνῃ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους. Κάνον­τας δὲ τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους ἦταν σὰν νὰ δρο­σί­ζε­ται ἡ ἴδια. Κι ὅπως τὸ ζαρ­κά­δι κοι­τά­ζει ἀρι­στε­ρὰ καὶ δεξιὰ καὶ προ­σέ­χει νὰ μὴν πέσῃ σὲ παγί­δα τῶν κυνη­γῶν, ἔτσι καὶ ἡ κόρη τῆς Ἰόπ­πης. Ἦταν μιὰ προ­σε­κτι­κὴ μαθή­τρια τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ σκορ­πών­τας ἀρι­στε­ρὰ καὶ δεξιὰ τὶς καλω­σύ­νες της πρό­σε­χε νὰ μὴν πέσῃ σὲ παγί­δες τοῦ δια­βό­λου, νὰ δια­τη­ρή­σῃ τὸν ἑαυ­τό της καθα­ρὸ καὶ ἀμό­λυν­το ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα τῆς ὑπε­ρη­φα­νεί­ας καὶ τῆς κενο­δο­ξί­ας. Ἔτσι δικαί­ω­σε τὸ ὄνο­μα ποὺ τῆς εἶχαν δώσει. Δορ­κάς, ὄχι μόνο ὄνο­μα ἀλλὰ καὶ πρᾶγ­μα.

Ἐμεῖς, ἀγα­πη­τοί, ἔχου­με ὀνό­μα­τα ἀνώ­τε­ρα ἀπὸ τὸ ὄνο­μα ποὺ εἶχε ἡ εὐγε­νι­κὴ κόρη τῆς Ἰόπ­πης. Ἔχου­με ὀνό­μα­τα χρι­στια­νι­κά, ὀνό­μα­τα ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι, οἱ μεγά­λοι αὐτοὶ ἥρω­ες τῆς ὀρθο­δό­ξου πίστε­ώς μας. Καὶ τὰ ὀνό­μα­τα αὐτὰ τῶν ἁγί­ων μᾶς τὰ ἔδω­σαν τὴν ὥρα ποὺ βαπτί­ςθή­κα­με. Μᾶς τὰ ἔδω­σαν, γιὰ νὰ μᾶς θυμί­ζουν πάν­τα ὅτι πρέ­πει νὰ ζοῦ­με ὅπως ἐκεῖ­νοι. Αλλοί­μο­νο ἂν ζοῦ­με ἀντί­θε­τα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁγί­ων, ποὺ ἔχου­με τὸ ὀνό­μα­τά τους! Εἶνε σὰν νὰ τοὺς βρί­ζου­με καὶ νὰ ἀτι­μά­ζου­με τὴν ἱερὴ μνή­μη τους. Καὶ πιὸ πολὺ ἀκό­μα, βρί­ζου­με καὶ ἀτι­μά­ζου­με ἕνα ἄλλο ὄνο­μα, ποὺ εἶνε πιὸ πάνω ἀπ ̓ ὅλα τὰ ὀνό­μα­τα τὸ ὄνο­μα χρι­στια­νός. Τὰ ὀνό­μα­τά μας φωνά­ζουν Ἕλλη­νες χρι­στια­νοί, ἢ ν’ ἀλλά­ξε­τε ὄνο­μα ἢ ν’ ἀλλά­ξε­τε δια­γω­γή!

Εἴθε ὅλοι μας, ὅσοι ἔχου­με ὀνό­μα­τα χρι­στια­νι­κά, νὰ συναι­σθαν­θοῦ­με τὴν εὐθύ­νη μας καὶ νὰ ζήσου­με τέλειο χρι­στια­νι­κὸ βίο κατὰ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο, γιὰ νὰ ὑπάρ­χῃ ἔτσι ἁρμο­νία μετα­ξὺ τοῦ ὀνό­μα­τός μας καὶ τῆς ζωῆς μας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek