ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Ε΄ 1 – 15)

1Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. 2ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 4ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 5ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. 6τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 8λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 9καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 10ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 15ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

Επειτα από αυτά ήλθεν η εορτή των Ιουδαίων και ανέβη ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. Εκεί δε εις τα Ιεροσόλυμα, κοντά εις την προβατικήν πύλην του τείχους, υπήρχε μία δεξαμενή νερού, η οποία εις την Εβραϊκήν γλώσσαν είχε το όνομα Βηθεσθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέντε υπόστεγα. Εις αυτά τα υπόστεγα ευρίσκετο πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, χωλοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώματός των και οι οποίοι όλοι επερίμεναν να κινηθή το νερό. Διότι κατά καιρούς κατέβαινε άγγελος εις αυτήν την κολυβήθρα και ανεταράσσετο το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έμπαινε μετά την ταραχήν του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα και αν κατείχετο. Υπήρχε δε εκεί ένας άνθρωπος, ο οποίος ήτο ασθενής τριάντα οκτώ χρόνια. Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατάκειται, και σαν Θεός που ήτο εγνώρισε ότι πολύν καιρόν είναι άρρωστος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγιής;” Απεκρίθη ο ασθενής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρωπον, ώστε όταν ταραχθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει εις την κολυμβήθραν”. Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επάνω, πάρε το κραββάτι σου και περιπάτει”. Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος, επήρε το κρεββάτι του και ήρχισε να περιπατή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαββατον κατά την ημέραν εκείνην. 10 Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι στον θεραπευθέντα· “σήμερα είναι Σαββατον. Και δεν σου επιτρέπεται να σηκώνης το κρεββάτι σου”. 11 Απήντησε εις αυτούς· “εκείνος, που με θαύμα μου έδωσε την υγείαν μου, μου είπε· Παρε το κρεββάτι σου, και περιπάτει”. 12 Ηρώτησαν, λοιπόν, αυτόν· “ποίος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· “πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;” 13 Ο θεραπευθείς όμως δεν εγνώριζε ποιός είναι, διότι ο Ιησούς είχε απομακρυνθή μέσα στον όχλον, που ευρίσκετο στον τόπον εκείνον. 14 Επειτα από αυτά τον ευρήκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή κάτι το χειρότερον”. 15 Εφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναόν, επήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε, ότι αυτός που τον έκαμε υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρεπε από λόγους και μόνον ευγνωμοσύνης να είχε κινηθή ο τέως παράλυτος, δια να γνωστοποιήση στους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγείαν ).

Ύστερα απ’ αυτά ήταν η εορτή των Ιουδαίων, πιθανότατα η εορτή των Πουρίμ, που έπεφτε περίπου ένα μήνα πριν το Πάσχα. Κατά την εορτή αυτή ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Εκεί, στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη του τείχους της πόλεως υπάρχει κάποια λίμνη στην οποία κολυμπούσαν, και η οποία στην εβραϊκή γλώσσα ονομαζόταν Βηθεσδά. Η κολυμβήθρα αυτή είχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτά υπόστεγα. Σ’ αυτά τα θολωτά υπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, άνθρωποι με κάποιο μέλος πιασμένο και αναίσθητο ή ατροφικό? κι όλοι αυτοί περίμεναν να κινηθεί το νερό της κολυμβήθρας. Διότι από καιρό σε καιρό ένας άγγελος κατέβαινε στην κολυμβήθρα και ανατάραζε τα νερά της. Και όποιος έμπαινε πρώτο σ’ αυτή μετά την ανατάραξη του νερού, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η αρρώστια που είχε. Υπήρχε λοιπόν εκεί ανάμεσα στο πλήθος των αρρώστων και κάποιος άνθρωπος που ήταν άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλωμένος κάτω και με το θείο του βλέμμα διέκρινε ότι από πολύ καιρό είχε αυτήν την ασθένεια, του είπε: Θέλεις να γίνεις υγιής; Και με την ερώτηση αυτή ο Κύριος έδινε αφορμή στον παράλυτο να ζητήσει τη βοήθειά του. Πράγματι λοιπόν ο άρρωστος του αποκρίθηκε: Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στην κολυμβήθρα αμέσως μόλις αναταραχθούν τα νερά της. Κι ενώ προσπαθώ να πλησιάσω εγώ μόνος μου, προλαβαίνει άλλος και κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα. Του λέει ο Ιησούς: Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτα. Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, πήρε το κρεβάτι του και περπατούσε ελεύθερα. Ήταν όμως Σάββατο η ημέρα που έγινε αυτό. 10 Έλεγαν λοιπόν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι στον θεραπευμένο: Σήμερα είναι Σάββατο. Δεν επιτρέπεται να σηκώνεις και να μεταφέρεις το κρεβάτι σου. 11 Αυτός όμως τους αποκρίθηκε: Εκείνος που με έκανε καλά με θαύμα και θεϊκή δύναμη, αυτός μου είπε, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα. 12 Μετά λοιπόν από την απάντηση αυτή τον ρώτησαν εκείνοι: Ποιός είναι ο άνθρωπος αυτός που σου είπε, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα; 13 Ο θεραπευμένος όμως παράλυτος δεν ήξερε ποιος είναι? διότι ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος και είχε εξαφανιστεί. Και ήταν εύκολο να εξαφανιστεί, διότι υπήρχε πολύς λαός στον τόπο που έγινε το θαύμα. 14 Ύστερα από αρκετό καιρό τον βρήκε ο Ιησούς στο ιερό και του είπε: Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μη πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες, και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου. 15 Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερό και, αφού συνάντησε τους Ιουδαίους, τους ανήγγειλε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.

Mετὰ ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὑπάρχει δὲ στὰ Ἱεροσόλυμα πλησίον τῆς προβατικῆς πύλης δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ἡ ὁποία στὰ ἑβραϊκὰ (ἀκριβέστερα στὰ ἀραμαϊκά) ἐπονομάζεται Bηθεσδά. Σ’ αὐτές (τὶς στοές) ἦταν κάτω ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς, τυφλούς, κουτσούς, παραλύτους, ποὺ περίμεναν τὴν κίνησι τοῦ ὕδατος. Διότι ἄγγελος κατὰ διαστήματα κατέβαινε στὴ δεξαμενή, καὶ ταρασσόταν τὸ νερό. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ ἔμπαινε σ’ αὐτὴ πρῶτος μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ νεροῦ, γινόταν ὑγιὴς ἀπ’ ὁποιοδήποτε νόσημα καὶ ἂν κατεχόταν. Ἦταν δὲ ἐκεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ἦταν ἀσθενὴς τριανταοκτὼ ἔτη. Bλέποντας αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς κατάκοιτο, καὶ γνωρίζοντας, ὅτι γιὰ πολὺ ἤδη χρόνο ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι, τοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;». Tοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἀσθενής: «Kύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο γιὰ νὰ μὲ κατεβάσῃ στὴ δεξαμενή, ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ. Ἔτσι, ἐνῷ προσπαθῶ νὰ κατεβῶ ἐγώ, προλαμβάνει καὶ κατεβαίνει ἄλλος». Tοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει». Kαὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, πῆρε τὸ κρεββάτι του καὶ περιπατοῦσε. Ἦταν δὲ Σάββατο ἐκείνη τὴν ἡμέρα. 10 Oἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔλεγαν στὸν θεραπευμένο: «Eἶναι Σάββατο. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς τὸ κρεββάτι». 11 Tοὺς εἶπε: «Ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, “Πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει”». 12 Tὸν ρώτησαν τότε: «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, “Πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει”;». 13 Ἀλλ’ ὁ θεραπευμένος δὲν ἤξερε ποιός εἶναι, διότι ὁ Ἰησοῦς διέφυγε ἀπαρατήρητος λόγῳ τοῦ πλήθους, ποὺ ἦταν ἐκεῖ. 14 Mετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν βρῆκε στὸ ναὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Kοίταξε, ἔγινες καλά. Nὰ μὴν ἁμαρτάνῃς πλέον, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ τίποτε χειρότερο». 15 Πῆγε ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε στοὺς Ἰουδαίους, ὅτι αὐτός, ποὺ τὸν ἔκανε ὑγιῆ, εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ

[υπομνηματισμός των εδαφίων Ιω.5,1-22]

«Μετ τατα ν ορτ τν ουδαίων, κα νέβη ησος ες εροσόλυμα(:Έπειτα από αυτά ήταν η εορτή των Ιουδαίων, που έπεφτε περίπου ένα μήνα πριν το Πάσχα. Κατά την εορτή αυτή ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα)»[Ιω.5,1].Σε ποια εορτή αναφέρεται ο Ευαγγελιστής; Κατά την άποψή μου, στην εορτή της πεντηκοστής[:μεγάλη ετήσια εορτή των Ιουδαίων η οποία στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλείται Γιορτή του Θερισμού ή Γιορτή των Εβδομάδων (Έξοδος 23,16 και 34,22) η οποία ήταν καθαρά γεωργική εορτή. Η τήρησή της λάβαινε χώρα την πεντηκοστή ημέρα μετά τις 16 Νισάν του Ιουδαϊκού ημερολογίου, την ημέρα κατά την οποία κάθε οικογένεια προσέφερε στον Θεό ένα δεμάτι κριθάρι, που υποδήλωνε την επιθυμία για ειρηνική σχέση μαζί Του (Λευιτικό 23,15-16). Οι προσφορές για αυτή τη γεωργική γιορτή γίνονταν μέσω του ιερατείου αρχικά στην Σκηνή του Μαρτυρίου, ενώ αργότερα στον Ναό στην Ιερουσαλήμ]. Κατά τις εορτές ο Ιησούς έμενε συνήθως στην πόλη, αφενός για να φαίνεται ότι εορτάζει μαζί τους, και αφετέρου για να προσελκύει στην πίστη τον απλό λαό. Και μάλιστα κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών συνέρρεαν στην πόλη οι πιο αγαθοί, καλοπροαίρετοι, απλοϊκοί άνθρωποι.

«στι δ ν τος εροσολύμοις π τ προβατικ κολυμβήθρα, πιλεγομένη βραϊστ Βηθεσδά, πέντε στος χουσα. ν ταύταις κατέκειτο πλθος πολ τν σθενούντων, τυφλν, χωλν, ξηρν, κδεχομένων τν το δατος κίνησιν. γγελος γρ κατ καιρν κατέβαινεν ν τ κολυμβήθρ, κα ταράσσετο τ δωρ· ον πρτος μβς μετ τν ταραχν το δατος γις γίνετο δήποτε κατείχετο νοσήματι(:εκεί, στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη του τείχους της πόλεως υπάρχει κάποια λίμνη στην οποία κολυμπούσαν, και η οποία στην εβραϊκή γλώσσα ονομαζόταν Βηθεσδά. Η κολυμβήθρα αυτή είχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτά υπόστεγα. Σε αυτά τα θολωτά υπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, άνθρωποι με κάποιο μέλος πιασμένο και αναίσθητο ή ατροφικό˙ και όλοι αυτοί περίμεναν να κινηθεί το νερό της κολυμβήθρας· διότι από καιρό σε καιρό ένας άγγελος κατέβαινε στην κολυμβήθρα και ανατάραζε τα νερά της. Και όποιος έμπαινε πρώτο σε αυτή μετά την ανατάραξη του νερού, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήταν η αρρώστια που είχε)». Ποιος τρόπος θεραπείας είναι αυτός; Ποιο μυστήριο υπαινίσσεται; Διότι αυτά δεν γράφτηκαν χωρίς αιτία και τυχαία, αλλά περιγράφει τα μέλλοντα σαν μια προτύπωση και αναπαράσταση, για να μην κλονίσει τη δύναμη της πίστεως των πολλών αυτό το πολύ παράδοξο και απροσδόκητο που συνέβαινε.

Τι είναι λοιπόν αυτό που προτυπώνεται εδώ; Επρόκειτο να δοθεί στο μέλλον το Άγιο Βάπτισμα, το οποίο θα είχε πολλή δύναμη και θα ήταν μεγίστη δωρεά, βάπτισμα το οποίο θα καθάριζε όλες τις αμαρτίες και από πνευματικά νεκρούς θα τους έδινε ζωή. Αυτά περιγράφονται όπως σε μία απεικόνιση και για τη δεξαμενή της Βηθεσδά και για άλλα πολλά. Και κατά πρώτον έδωσε το νερό, το οποίο καθαρίζει τις κηλίδες των σωμάτων και τους μολυσμούς που στην ουσία δεν υφίσταντο, αλλά τους θεωρούσαν πραγματικούς οι Ιουδαίοι, όπως εκείνους που προέρχονται από την κηδεία, από τη λέπρα και από άλλα παρόμοια. Και θα μπορούσε να δει κανείς στην Παλαιά Διαθήκη ότι έχουν γίνει με νερό πολλές τέτοιες καθαρτικές ενέργειες, εξαιτίας της ιδέας ότι μολύνονταν από την επαφή με διάφορα απαγορευμένα πρόσωπα ή αντικείμενα.

Ας προχωρήσουμε όμως τώρα στο θέμα μας. Κατά πρώτον, λοιπόν, όπως προανέφερα, παραχωρεί να πραγματοποιούνται με το νερό καθαρισμοί σωματικών μολυσμών, και έπειτα να θεραπεύονται και διάφορες ασθένειες. Ο Θεός δηλαδή, επειδή ήθελε να μας φέρει πλησιέστερα προς τη δωρεά του βαπτίσματος, όχι μόνο μολυσμούς απλώς καθαρίζει πλέον, αλλά και ασθένειες θεραπεύει. Διότι οι εικόνες που προσεγγίζουν περισσότερο την αλήθεια, και αυτές που αναφέρονται στο Βάπτισμα και αυτές που σχετίζονται με το Πάθος και όσες ανάγονται σε άλλα γεγονότα, είναι πιο ευδιάκριτες πλέον, εντονότερες και παραστατικότερες από τις παλαιότερες. Όπως δηλαδή οι σωματοφύλακες του βασιλέως, οι οποίοι στέκονται δίπλα του είναι εμφανέστεροι σε μας και μεγαλοπρεπέστεροι από αυτούς που στέκονται και τον φρουρούν από μακριά, κατά όμοιο τρόπο συνέβη και με τις προτυπώσεις της αλήθειας.

Κατέβαινε λοιπόν άγγελος και τάρασσε το νερό και του μετέδιδε θεραπευτική δύναμη, για να μάθουν οι Ιουδαίοι ότι πολύ περισσότερο δύναται να θεραπεύσει όλα τα νοσήματα της ψυχής ο Κύριος των αγγέλων. Αλλά όπως στην προκειμένη περίπτωση δεν θεράπευε απλώς η ίδια η φύση του νερού (διότι αυτό τότε θα συνέβαινε συνεχώς), αλλά αποκτούσε θεραπευτικές ιδιότητες μόνο μετά την παρέμβαση του αγγέλου που το ανατάραζε, έτσι και σε μας δεν επιτελεί τον καθαρισμό από μόνο του το νερό του βαπτίσματος, αλλά τότε συγχωρεί όλα μας τα αμαρτήματα ανεξαιρέτως, όταν δεχθεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Γύρω λοιπόν από αυτή τη δεξαμενή «βρισκόταν πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, κουτσοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό, κάποιο μέλος του σώματός τους και οι οποίοι όλοι περίμεναν να κινηθεί το νερό της». Τότε όμως η ασθένεια εμπόδιζε όποιον ήθελε να θεραπευθεί, ενώ σήμερα ο καθένας έχει τη δυνατότητα να προσέλθει· διότι δεν είναι άγγελος εκείνος που ταράσσει το νερό, αλλά ο Κύριος των αγγέλων είναι που εργάζεται και επιτυγχάνει τα πάντα. Και δεν μπορεί να πει τώρα ο άρρωστος «Άνθρωπο δεν έχω», δεν μπορεί να ισχυριστεί: ενώ προσπαθώ να πλησιάσω εγώ μόνος μου, προλαβαίνει άλλος και κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα». Αλλά και αν ακόμη η οικουμένη ολόκληρη προσέλθει, η χάρη δεν λιγοστεύει, ούτε η θεϊκή ενέργεια δαπανάται, παρά διατηρείται η ίδια και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, στην οποία ήταν πριν από το βάπτισμα. Και όπως οι ακτίνες του ηλίου φωτίζουν κάθε μέρα χωρίς να δαπανώνται, και χωρίς να ελαττώνεται το φως τους από τη μεγάλη παροχή, κατά όμοιο τρόπο και σε μεγαλύτερο, μάλιστα, βαθμό και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δεν ελαττώνεται εξαιτίας του πλήθους που την απολαμβάνει. Αυτό λοιπόν έγινε ώστε όσοι έμαθαν ότι υπήρχε η δυνατότητα να θεραπεύουν τις ασθένειες του σώματος στο νερό, και μάλιστα για πολύ χρόνο ασκήθηκαν σε αυτό το είδος της θεραπείας, να πιστέψουν ευκολότερα ότι το νερό, δια της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος στο Βάπτισμα, είναι δυνατό να θεραπεύσει και τα νοσήματα της ψυχής.

Και γιατί ο Ιησούς αφού άφησε τους άλλους πλησίασε εκείνον που ήταν για τριάντα οχτώ χρόνια ασθενής και γιατί τον ρώτησε αν θέλει να γίνει υγιής; Όχι βέβαια για να μάθει αυτό που ρωτούσε (διότι αυτό ήταν περιττό φυσικά για τον Παντογνώστη Θεό),αλλά για να δείξει την καρτερία του ασθενούς αυτού και για να καταλάβουμε ότι γι’ αυτό άφησε τους άλλους και πήγε σε αυτόν. Τι έκανε ο ασθενής; «πεκρίθη ατ σθενν· Κύριε, νθρωπον οκ χω, να ταν ταραχθ τ δωρ, βάλ με ες τν κολυμβήθραν· ν δ ρχομαι γώ, λλος πρ μο καταβαίνει(:αποκρίθηκε σε Αυτόν ο ασθενής και είπε: ‘’Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με ρίξει στην κολυμβήθρα αμέσως μόλις αναταραχτούν τα νερά της· και ενώ προσπαθώ να πλησιάσω εγώ μόνος μου, προλαβαίνει άλλος και κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα’’)»[Ιω. 5,7].

Γι’ αυτό ο Χριστός τον ρώτησε: «Θέλεις γις γενέσθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγιής😉», για να μάθουμε αυτά. Και δεν του είπε «Θέλεις να σε θεραπεύσω;»(διότι ο ασθενής δεν είχε ακόμη καταλάβει ποιος ήταν ο Ιησούς και τι μπορούσε να του προσφέρει), αλλά «Θέλεις να γίνεις υγιής;»[χωρίς δηλαδή, εξαρχής άμεση αναφορά στη δική Του θεραπευτική επενέργεια].

Ήταν εκπληκτική η υπομονή του παραλυτικού, επειδή ήταν παράλυτος για τριανταοκτώ έτη και κάθε έτος είχε την ελπίδα ότι θα απαλλαγεί από την ασθένεια και επέμενε, χωρίς να παραιτείται από την προσπάθειά του· διότι αν όχι τα παρελθόντα, τουλάχιστον τα μέλλοντα δεν ήσαν ικανά, εάν δεν ήταν καρτερικός, να τον απομακρύνουν από τον τόπο αυτόν. Σκέψου, ακόμη, σε παρακαλώ, πόσο έπρεπε να επαγρυπνούν εκεί και οι υπόλοιποι ασθενείς, διότι ο καιρός κατά τον οποίο ταρασσόταν το νερό δεν ήταν φανερός. Και οι μεν χωλοί και ακρωτηριασμένοι μπορούσαν να παρατηρούν, οι τυφλοί όμως πώς έβλεπαν; Ίσως να καταλάβαιναν από τον θόρυβο που γινόταν.

Ας αισθανθούμε ντροπή, αγαπητοί μου, ας αισθανθούμε ντροπή και ας στενάξουμε για την πολλή μας ραθυμία. Για τριανταοκτώ έτη επέμενε εκείνος ο παραλυτικός, χωρίς να πετυχαίνει αυτό που ήθελε, όμως δεν εγκατέλειπε απογοητευμένος την προσπάθεια και δεν απομακρυνόταν από εκεί. Και δεν πετύχαινε τον σκοπό του, όχι από τη δική του αμέλεια, αλλά για το γεγονός ότι παρεμποδιζόταν από τους άλλους και υφίστατο τη βία τους, χωρίς εντούτοις να αδιαφορεί για μια μελλοντική του θεραπεία, έστω και κάτω από τις συνθήκες αυτές. Εμείς όμως εάν επί δέκα μέρες μόνο επιμένουμε να παρακαλούμε για κάτι και δεν το επιτύχουμε, στη συνέχεια αδιαφορούμε να επιδεικνύουμε την ίδια προθυμία και θέρμη στις παρακλήσεις μας. Και πλησίον μεν των συνανθρώπων μας επιμένουμε τόσο πολύ χρόνο, στρατευόμενοι, ταλαιπωρούμενοι και προσφέροντας δουλικώς τις υπηρεσίες μας, χάνοντας πολλές φορές στο τέλος και αυτήν την ελπίδα, πλησίον όμως του Κυρίου μας, από τον Οποίον μπορούμε να επιτύχουμε αμοιβή πολύ μεγαλύτερη από τους κόπους μας, δεν ανεχόμαστε να επιμένουμε με την πρέπουσα προθυμία.

Λέγει χαρακτηριστικά ο Απόστολος: « θλψις πομονν κατεργάζεται, δ πομον δοκιμήν, δ δοκιμ λπίδα, δ λπς ο καταισχύνει, τι γάπη το Θεο κκέχυται ν τας καρδίαις μν δι Πνεύματος γίου το δοθέντος μν(:η θλίψη παράγει σιγά σιγά ως μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή· η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό· και η ελπίδα αυτή δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)»[Ρωμ.5,5].

[…]Μεγάλο επομένως κέρδος έχουμε από τις Άγιες Γραφές και μεγάλη ωφέλεια. Και αυτό θέλοντας να δείξει ο Απόστολος Παύλος λέγει: «σα γρ προεγράφη, ες τν μετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, να δι τς πομονς κα τς παρακλήσεως τν γραφν τν λπίδα χωμεν(:και σας φέρνω τη μαρτυρία αυτή της Αγίας Γραφής, διότι όσα γράφτηκαν στο παρελθόν από τους θεόπνευστους άντρες, γράφτηκαν για τη δική μας διδασκαλία, για να μπορούμε να κρατούμε στερεά την ελπίδα με την υπομονή και την παρηγοριά και την ενίσχυση που δίνουν οι Άγιες Γραφές)»[Ρωμ.15,4].

Πραγματικά τα θεία λόγια είναι θησαυροφυλάκιο εξεύρεσης παντός είδους φαρμάκων για κάθε ασθένεια. Επομένως, είτε παραστεί ανάγκη να εξαλείψει κανείς την αλαζονεία, είτε να αποκοιμίσει κάποια επιθυμία, είτε να καταπατήσει τον έρωτα των χρημάτων, είτε να περιφρονήσει τον πόνο, είτε να μεταδώσει αισιοδοξία και να προετοιμάσει την υπομονή και να ενσταλάξει τη χαρά, μπορεί να βρει μεγάλη ανακούφιση και εξεύρεση λύσεων για όλα αυτά μέσα στην Αγία Γραφή. Διότι ποιος από εκείνους που αγωνίζονται διαρκώς με την πενία ή από εκείνους που πάσχουν από βαριά νόσο, αφού αναγνώσει το παραπάνω χωρίο σχετικά με την υπομονή του παραλυτικού της Βηθεσδά, δε θα λάβει μεγάλη παρηγορία; Διότι αυτός έμενε επί τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος και κάθε έτος έβλεπε άλλους μεν να θεραπεύονται, τον εαυτό του όμως να εξακολουθεί να κατέχεται από το νόσημα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχασε το θάρρος του και δεν απογοητεύθηκε. Και όμως, η λύπη για τις αποτυχημένες προσπάθειές του στο παρελθόν, αλλά και η έλλειψη ελπίδας για τις οποιεσδήποτε μελλοντικές του προσπάθειες εξαιτίας αυτής της σωματικής του αναπηρίας που δεν του επέτρεπε να προλάβει κάθε φορά, θα μπορούσαν να τον είχαν κλονίσει.

Άκουσε λοιπόν τι λέγει και σκέψου το μέγεθος της τραγωδίας του. Όταν δηλαδή τον ρώτησε ο Χριστός αν θέλει να γίνει υγιής, απάντησε: «Ναι, Κύριε, θέλω να γίνω υγιής· όμως δεν έχω άνθρωπο να με βάλει στη δεξαμενή, όταν ταραχθεί το νερό». Τι περισσότερο λυπηρό θα μπορούσε να ακούσει κανείς; Ποια μεγαλύτερη συμφορά από αυτήν; Είδες ψυχή που είχε συντριβεί από τη διαρκή και μακρόχρονη ασθένεια; Είδες που είχε κατασταλεί κάθε οργή μέσα του για την κατάστασή του; Διότι δεν είπε τίποτε το βλάσφημο,όπως ακούμε από πολλούς που βρίσκονται σε παρόμοιες δύσκολες περιστάσεις, ούτε καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, ούτε θύμωσε για την ερώτηση, ούτε είπε: «Ήλθες να με περιπαίξεις και να με διακωμωδήσεις και ρωτάς κάτι το αυτονόητο, δηλαδή αν θέλω να γίνω υγιής;». Αντιθέτως, με πραότητα και σεβασμό μεγάλο απαντά: «Ναι, Κύριε».

Και όμως ούτε ήξερε ποιος ήταν Αυτός που τον ρωτούσε, ούτε ότι επρόκειτο να τον θεραπεύσει. Διηγείται, ωστόσο, τα πάντα με ηρεμία και δεν ζητεί τίποτε πλέον, σαν να απευθυνόταν σε κάποιο γιατρό στον οποίο ήθελε να εξηγήσει την αρρώστιά του και μόνο. Πιθανό να ήλπισε ότι ο Χριστός θα του φαινόταν χρήσιμος σε αυτό, να τον ρίξει δηλαδή στο νερό και να ήθελε με τα λόγια αυτά να τον συγκινήσει. Τι έκανε, λοιπόν, ο Χριστός; Αφού απέδειξε ότι με τον λόγο Του μπορεί να κάνει τα πάντα, του είπε: «γειρε, ρον τν κράβαττόν σου κα περιπάτει(:Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτα)»[Ιω.5,4].

Μερικοί νομίζουν ότι ο παραλυτικός αυτός της Βηθεσδά στον οποίο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο ίδιος με εκείνον της Καπερναούμ στον οποίο αναφέρεται ο ευαγγελιστής Ματθαίος[βλ. Ματθ. 9,1-8: «Κα μβς ες πλοον διεπέρασε κα λθεν ες τν δίαν πόλιν. Κα δο προσέφερον ατ παραλυτικν π κλίνης βεβλημένον· κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παραλυτικ· θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου. κα δού τινες τν γραμματέων επον ν αυτος· οτος βλασφημε. κα δν ησος τς νθυμήσεις ατν επεν· να τί μες νθυμεσθε πονηρ ν τας καρδίαις μν; τί γάρ στιν εκοπώτερον, επεν, φέωνταί σου α μαρτίαι, επεν, γειρε κα περιπάτει; να δ εδτε τι ξουσίαν χει υἱὸς το νθρώπου π τς γς φιέναι μαρτίας – τότε λέγει τ παραλυτικ· γερθες ρόν σου τν κλίνην κα παγε ες τν οκόν σου. κα γερθες πλθεν ες τν οκον ατο. δόντες δ ο χλοι θαύμασαν κα δόξασαν τν Θεν τν δόντα ξουσίαν τοιαύτην τος νθρώποις(:και αφού μπήκε ο Ιησούς σε ένα πλοίο, πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική Του πόλη, την Καπερναούμ. Τότε Του έφεραν έναν παράλυτο, που τον είχαν βάλει πάνω σε ένα κρεβάτι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παράλυτος κι εκείνοι που τον μετέφεραν, είπε στον παράλυτο, ο οποίος ανησυχούσε και φοβόταν μήπως οι αμαρτίες του γίνουν εμπόδιο στη θεραπεία του: ‘’ Έχε θάρρος, παιδί μου˙ έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου’’. Τότε όμως μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: ‘’Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνον ο Θεός έχει’’. Ο Ιησούς την ίδια στιγμή είδε στα βάθη της καρδιάς τους τις σκέψεις τους και είπε: ‘’Γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες; Και είναι πράγματι οι σκέψεις σας αυτές κακόγνωμες και κακοπροαίρετες, διότι, τι είναι ευκολότερο: να πει κανείς˙ είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου, ή να πει, σήκω όρθιος και περπάτα; Εσείς θεωρείτε δυσκολότερο αυτό το τελευταίο. Για να μάθετε λοιπόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητας και ένδοξος Κριτής της κατά τη δευτέρα παρουσία Του, έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη τις αμαρτίες των ανθρώπων’’, τότε λέει στον παράλυτο: ‘’Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου’’. Και πραγματικά εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του. Όταν λοιπόν τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό, ο οποίος έδωσε διαμέσου του Χριστού στους ανθρώπους τέτοια εξουσία, να συγχωρούνται δηλαδή οι αμαρτίες, και συγχρόνως να γιατρεύονται με ένα λόγο αθεράπευτες ασθένειες του σώματος)»].

Δεν πρόκειται για τον ίδιο παραλυτικό που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Και αυτό αποδεικνύεται από πολλές απόψεις. Καταρχάς από το ότι ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν είχε κανέναν άνθρωπο για να τον φροντίζει. Διότι ο μεν παραλυτικός που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος είχε πολλούς που τον φρόντιζαν και τον μετέφεραν, ενώ αυτός που αναφέρει εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν είχε κανέναν. Και γι’ αυτό έλεγε: «Δεν έχω άνθρωπο». Έπειτα αποδεικνύεται και από την απάντηση. Διότι ο παράλυτος της Καπερναούμ τον οποίο αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, δεν λέγει τίποτε, ενώ ο παράλυτος της Βηθεσδά, τον οποίο αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, διηγείται όλα όσα τον αφορούν. Και τρίτον αποδεικνύεται από τον χρόνο· διότι ο παραλυτικός της Βηθεσδά θεραπεύεται κατά εορτάσιμη ημέρα και μάλιστα Σάββατο[«ν δ σάββατον ν κείν τ μέρ(:και ήταν Σάββατο η ημέρα που έγινε αυτό)»], ενώ ο άλλος σε άλλη ημέρα.

Είναι επίσης διαφορετικός ο τόπος όπου επιτελούνται τα δύο αυτά θαύματα ιάσεως των παράλυτων αυτών ανθρώπων. Ο ένας θεραπεύεται στο σπίτι του, ενώ ο άλλος πλησίον της δεξαμενής της Βηθεσδά. Και ο τρόπος της θεραπείας είναι επίσης διαφορετικός. Διότι στον παραλυτικό που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος ο Ιησούς λέγει: «Θάρσει, τέκνον· φέωνταί σοι α μαρτίαι σου(:έχε θάρρος,παιδί μου,σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου)», ενώ στον παραλυτικό της Βηθεσδά που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Ιησούς πρώτα θεραπεύει το σώμα και έπειτα φροντίζει για την ψυχή.

Και στη μία μεν περίπτωση δίνεται συγχώρηση· διότι ο Χριστός λέγει: «Σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου», ενώ στην άλλη περίπτωση εδώ δίδεται συμβουλή και απειλή, η οποία τον ασφάλιζε για το μέλλον· καθόσον ο Ιησούς του λέγει: «δε γις γέγονας· μηκέτι μάρτανε, να μ χερόν σοί τι γένηται(:Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες, και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14]. Ωστόσο, και οι κατηγορίες τις οποίες διατυπώνουν οι Ιουδαίοι στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι διαφορετικές. Διότι στην προκειμένη περίπτωση που καταγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, Τον κατηγορούν ότι εργάστηκε κατά την ημέρα του Σαββάτου, ενώ στην άλλη, ότι βλασφήμησε διότι κατά την άποψή τους σφετερίστηκε το αποκλειστικό δικαίωμα του Θεού να συγχωρεί αμαρτίες.

Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ το μέγεθος της σοφίας του Θεού· διότι δεν τον θεραπεύει αμέσως τον παραλυτικό της Βηθεσδά, αλλά πρώτα του δημιουργεί ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης με την ερώτηση που του υποβάλλει, για να τον προετοιμάσει για την μελλοντική πίστη· και δεν τον σηκώνει μόνο όρθιο, αλλά τον παροτρύνει να σηκώσει και το κρεβάτι του, ώστε και το θαύμα που έγινε να διαπιστωθεί και να μην μπορέσει να υποψιαστεί κανείς ότι αυτό που είχε γίνει, ήταν μόνο αποκύημα φαντασίας και απάτη· διότι εάν τα μέλη του σώματος δεν είχαν αποκτήσει σταθερότητα και δύναμη, ο παραλυτικός δε θα μπορούσε να σηκώσει το κρεβάτι.

Και αυτό το πράττει πολλές φορές ο Ιησούς, για να αποστομώσει εντελώς όσους θα ήθελαν να διατυπώσουν αναίσχυντες αμφιβολίες. Πραγματικά και στο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, για να μην υποστηρίξει κανείς ότι απλώς χόρτασαν και ότι το περιστατικό αυτό ήταν φανταστικό, προνοεί να μείνουν πολλά περισσεύματα από τους άρτους αυτούς. Και στον λεπρό τον οποίο καθάρισε, είπε: «ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προσένεγκε τ δρον προσέταξε Μωσς ες μαρτύριον ατος(:πρόσεξε να μην πεις σε κανένα το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο)»[Ματθ.8,4], αφενός για να κάνει και την απόδειξη του καθαρισμού της λέπρας σταθερότατη και ακριβέστατη, και αφετέρου για να κλείσει τα αναίσχυντα στόματα εκείνων, που υποστήριζαν ότι έκανε έργα αντίθετα προς όσα έχουν δοθεί ως εντολές από τον Θεό.

Και στο θαύμα της μεταβολής του νερού σε κρασί στην Κανά, το ίδιο έκανε. Δηλαδή όχι μόνο έδειξε απλώς το κρασί, αλλά φρόντισε να σταλεί και στον αρχιτρίκλινο, ώστε αυτός που ομολογούσε ότι δεν ήξερε τίποτε από όσα είχαν γίνει, να δώσει τη μαρτυρία του θαύματος χωρίς καμία υποψία. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ευαγγελιστής είπε ότι ο αρχιτρίκλινος δεν ήξερε από πού προερχόταν το κρασί, αποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο αδιάψευστη τη μαρτυρία του [βλ. Ιω.2,9-10: «ς δ γεύσατο ρχιτρίκλινος τ δωρ ονον γεγενημένον -κα οκ δει πόθεν στίν· ο δ διάκονοι δεισαν ο ντληκότες τ δωρ- φωνε τν νυμφίον ρχιτρίκλινος. κα λέγει ατ· πς νθρωπος πρτον τν καλν ονον τίθησι, κα ταν μεθυσθσι, τότε τν λάσσω· σ τετήρηκας τν καλν ονον ως ρτι(:Μόλις λοιπόν ο υπεύθυνος του τραπεζιού γεύτηκε το νερό που είχε γίνει κρασί – και δεν γνώριζε από πού είναι και ποιος το έφερε αυτό, οι υπηρέτες όμως που είχαν βγάλει το νερό και γέμισαν με αυτό τις στάμνες το γνώριζαν – φωνάζει ο υπεύθυνος του τραπεζιού τον γαμπρό και του λέει: ‘’Κάθε άνθρωπος που καλεί σε τραπέζι, προσφέρει στους καλεσμένους πρώτα το καλό κρασί, κι όταν αυτοί έλθουν σε ευθυμία, τότε παρουσιάζει το κατώτερο˙ διότι τότε αυτοί ζητούν κυρίως ποσότητα κρασιού και όχι τόσο ποιότητα. Εσύ όμως φύλαξες το καλό και εκλεκτό κρασί μέχρι αυτή τη στιγμή’’)»].

Και σε άλλη περίπτωση επίσης, τότε που ανέστησε τη νεκρή κόρη του Ιαείρου, «διέταξεν ατ δοθναι φαγεν(:έδωσε εντολή να της δώσουν να της δώσουν φαγητό να φάει, για να πάρει δυνάμεις μετά από την εξάντληση που της είχε φέρει η χρόνια και θανατηφόρα ασθένειά της)»[Λουκ. 8,55], για να δώσει αναμφισβήτητη την απόδειξη της αναστάσεώς της. Με όλα αυτά προσπαθεί να πείσει τους ανόητους ότι δεν ήταν κάποιος απατεώνας ή φαντασιοκόπος, αλλά ότι ήρθε για την κοινή σωτηρία όλων των ανθρώπων.

Όμως, για ποιο λόγο δεν απαιτεί πίστη από τον παραλυτικό, όπως είχε κάνει με τους τυφλούς στους οποίους είπε: «Πιστεύετε τι δύναμαι τοτο ποισαι;(:πιστεύετε ότι έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου ζητάτε, δηλαδή να σας δώσω το φως σας;)»[ Ματθ.9,28].Ο λόγος είναι ότι ο παραλυτικός αυτός δεν ήξερε καθόλου ποιος ήταν ο Ιησούς· διότι αυτό συνήθιζε να το κάνει όχι πριν, αλλά μετά τα θαύματα· διότι εκείνοι οι ασθενείς μεν που είχαν δει την θαυματουργική δύναμή Του σε άλλες περιπτώσεις, δίκαια άκουγαν την ερώτηση αυτή. Εκείνοι, ωστόσο, οι ασθενείς που δεν Τον ήξεραν καθόλου, αλλά επρόκειτο να καταλάβουν από τα θαύματά Του ποιος ήταν ο Ιησούς, καλούνται στην πίστη μετά από τα θαύματα. Για τον λόγο αυτό, ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παρουσιάζει τον Χριστό να υποβάλλει την ερώτηση αυτή από την αρχή που ξεκίνησε τα θαύματά Του, αλλά αφού πρώτα είχε θεραπεύσει πολλούς, έπειτα ζήτησε απάντηση σε αυτό από τους δύο τυφλούς.

Εσύ όμως και έτσι πρόσεξε την πίστη του παραλύτου. Διότι όταν άκουσε τον Ιησού να του λέει: «Πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτησε», δε γέλασε, ούτε είπε: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια τέλος πάντων; Εδώ κατεβαίνει άγγελος και ταράσσει το νερό και έναν μονάχα θεραπεύει, και εσύ, ένας άνθρωπος κοινός, πιστεύεις ότι θα κατορθώσεις κάτι σπουδαιότερο από τον άγγελο με ένα απλό πρόσταγμά σου μονάχα; Αυτά είναι εγωισμός και αλαζονεία και αξιογέλαστα πράγματα εκ μέρους σου». Δεν είπε τίποτε από αυτά όμως, ούτε τα σκέφθηκε, αλλά μόλις τα άκουσε, σηκώθηκε όρθιος και υγιής. Και αφού θεραπεύτηκε, δεν παράκουσε στον Ιησού που του έλεγε: «γειρε, ρον τν κράβαττόν σου κα περιπάτει(:Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου στον ώμο σου και περπάτησε)». «Κα εθέως γένετο γις νθρωπος, κα ρε τν κράβαττον ατο κα περιεπάτει(:και αμέσως αποκαταστάθηκε η υγεία του ανθρώπου αυτού και πήρε το κρεβάτι του στον ώμο του και άρχισε να περπατάει)»[Ιω.5,8-9].

Η υπακοή του αυτή είναι βέβαια θαυμαστή, αλλά τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια είναι πολύ περισσότερο αξιοθαύμαστα. Μάλλον όμως η αρχική υπακοή του παραλύτου, όταν κανένας δεν τον εμπόδιζε να υπακούσει, δεν είναι τόσο αξιοθαύμαστη, όσο η στάση που τήρησε ύστερα από αυτά, όταν οι Ιουδαίοι είχαν κυριευτεί από μανία και τον απειλούσαν ποικιλοτρόπως εξαγριωμένοι και τον κατηγορούσαν και τον πολιορκούσαν και του έλεγαν: «Σάββατόν στιν· οκ ξεστί σοι ραι τν κράβαττον(:σήμερα είναι Σάββατο και δε σου επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου)»[Ιω.5,10], το γεγονός ότι όχι μόνο αντιμετωπίζει με αδιαφορία τη μανία τους, αλλά και με μεγάλο θάρρος διακηρύσσει τον Ευεργέτη του ενώπιον όλων και αποστομώνει την αναίσχυντη γλώσσα τους, νομίζω εγώ τουλάχιστο ότι είναι απόδειξη μεγάλης γενναιότητας.

Πραγματικά, όταν τον περικύκλωσαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι και έλεγαν επιτιμητικά και με αυθάδεια στον πρώην παραλυτικό: «Σάββατόν στιν· οκ ξεστί σοι ραι τν κράβαττον(:Σήμερα είναι Σάββατο. Δεν επιτρέπεται να σηκώνεις και να μεταφέρεις το κρεβάτι σου)», άκουσε τι απαντά: « ποιήσας με γι, κενός μοι επεν· ρον τν κράβαττόν σου κα περιπάτει(:Εκείνος που με θαύμα αποκατέστησε την υγεία μου, μού είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτησε)»[Ιω.5,11], σαν να τους έλεγε κατά κάποιο τρόπο, τα ακόλουθα: «Φλυαρείτε και παραφέρεστε, όταν με προτρέπετε να μη θεωρώ διδάσκαλο Εκείνον, που με θεράπευσε από μία τόσο μακρόχρονη και βαριά ασθένεια και να μην υπακούω απολύτως σε όλες τις εντολές Του».

Και όμως, εάν ήθελε να συμπεριφερθεί με κακό τρόπο, μπορούσε και διαφορετικά να απαντήσει· για παράδειγμα, μπορούσε να έλεγε τα εξής: «Δεν κάνω αυτό με τη θέλησή μου, αλλά κατά διαταγή άλλου. Εάν αυτό αποτελεί παράβαση, να κατηγορήσετε Αυτόν που με διέταξε και θα αφήσω κάτω το κρεβάτι». Θα μπορούσε επίσης να αποκρύψει τη θεραπεία του· διότι γνώριζε πολύ καλά ότι οι Ιουδαίοι στην πραγματικότητα δεν δυσφορούσαν τόσο για την κατάλυση της αργίας του Σαββάτου, όσο για τη θεραπεία της ασθένειας. Όμως ούτε αυτό το έκρυψε, ούτε εκείνο είπε, ούτε συγχώρηση ζήτησε από τους Ιουδαίους, αλλά με δυνατή φωνή ομολογούσε τον Ευεργέτη του και με παρρησία ανακήρυττε σε όλους τη θεραπεία του .

Και ο μεν παράλυτος έτσι συμπεριφέρθηκε, ενώ εκείνοι, πρόσεξε με πόση κακότητα ενεργούν. Διότι δεν του είπαν: «Ποιος είναι αυτός που σε θεράπευσε;», αλλά αυτό το αποσιώπησαν και προβάλλουν έντονα προς πάσα κατεύθυνση την, κατά τη γνώμη τους, παραβίαση της αργίας του Σαββάτου. «ρώτησαν ον ατόν· τίς στιν νθρωπος επών σοι, ρον τν κράβαττόν σου κα περιπάτει;(:Ρώτησαν λοιπόν αυτόν: “Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που σου είπε να σηκώσεις το κρεβάτι σου και να αρχίσεις να περπατάς;”)»[Ιω.5,12]. Ο παράλυτος όμως που είχε θεραπευθεί δεν ήξερε ποιος ήταν ο ευεργέτης του· διότι ο Ιησούς εν τω μεταξύ είχε απομακρυνθεί, δεδομένου ότι υπήρχε πολύς κόσμος και ήταν εύκολο αυτό[« δ αθες οκ δει τίς στιν· γρ ησος ξένευσεν χλου ντος ν τ τόπ(:ο θεραπευμένος όμως παράλυτος δεν ήξερε ποιος είναι˙ διότι ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος και είχε εξαφανιστεί. Και ήταν εύκολο να εξαφανιστεί, διότι υπήρχε πολύς λαός στον τόπο που έγινε το θαύμα)»[:Ιω.5,13].

Και γιατί απέκρυψε τον εαυτό Του ο Ιησούς; Κατά πρώτον, για να είναι η μαρτυρία του παραλύτου χωρίς υποψία, εφόσον ο Ιησούς θα ήταν απών· διότι αφού ο παραλυτικός αισθάνθηκε την αποκατάσταση της υγείας του, ήταν ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας της ευεργεσίας. Έπειτα για να μην ανάψει στις ψυχές των Ιουδαίων περισσότερο θυμό· διότι γνώριζε ότι και μόνο η παρουσία αυτού που προκαλεί το φθόνο, δεν ανάβει μικρή φωτιά σε όσους αισθάνονται το φθόνο γι’ αυτόν. Γι’ αυτό έφυγε και άφησε το ίδιο το έργο Του να αγωνίζεται προς αυτούς, ώστε να μη λέγει τίποτε ο Ίδιος για τον εαυτό Του, αλλά να συζητούν γι’ Αυτόν όσοι θεραπεύτηκαν και μαζί με αυτούς και οι κατήγοροί Του· διότι πραγματικά και αυτοί τότε μαρτυρούν το θαύμα. Δεν είπαν, δηλαδή: «Γιατί έδωσες εντολή να γίνουν αυτά το Σάββατο;», αλλά «Γιατί πράττεις αυτά το Σάββατο;».Όχι επειδή αισθάνονταν δυσφορία για την κατάλυση της αργίας του Σαββάτου, αλλά επειδή αισθάνονταν φθόνο για την αποκατάσταση της υγείας και τη σωτηρία του παραλύτου.

Βέβαια, ωστόσο, τουλάχιστον όσον αφορά την ανθρώπινη εργασία, αυτό περισσότερο αποτελούσε εργασία, αυτό ακριβώς που έκανε ο παράλυτος[:το ότι δηλαδή σήκωσε το κρεβάτι του, μέρα Σαββάτου]· ενώ εκείνο που είπε ο Ιησούς ήταν απλά και μόνο ένας λόγος. Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, με άλλο τρόπο διατάσσει να καταλυθεί η αργία του Σαββάτου, ενώ άλλοτε το κάνει ο Ίδιος με άλλο τρόπο, αναμιγνύοντας πηλό και αλείφοντας με αυτόν τους οφθαλμούς του τυφλού που επρόκειτο να θεραπεύσει. Και ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, όχι παραβιάζοντας τον μωσαϊκό νόμο, αλλά υπερβαίνοντας τον μωσαϊκό νόμο. Με το θέμα όμως αυτό θα ασχοληθούμε αργότερα· διότι δεν απολογείται με όμοιο τρόπο για την κατάλυση του Σαββάτου, κάθε φορά που κατηγορείται από τους Ιουδαίους. Και αυτό πρέπει να το εξετάσουμε με ακρίβεια, όχι όμως ακόμη τώρα.

«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται(:ύστερα από αρκετό καιρό τον βρήκε ο Ιησούς στο ιερό και του είπε: Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μη πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες, και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14].

Φοβερό πράγμα η αμαρτία, φοβερό και ολέθριο για την ψυχή. Πολλές φορές μάλιστα το κακό υπερπλεονάζει και βλάπτει και τα σώματα. Επειδή δηλαδή ως επί το πλείστον, όταν ασθενεί η ψυχή μας, δεν συναισθανόμαστε τον πόνο ενώ, όταν το σώμα μας πάθει έστω και την παραμικρή βλάβη, καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για να το απαλλάξουμε από την ασθένεια, για τον λόγο αυτό πολλές φορές ο Θεός τιμωρεί το σώμα για τα αμαρτήματα της ψυχής, ώστε με τη δοκιμασία του μικρότερου να θεραπευτεί το μεγαλύτερο.

Με αυτόν τον τρόπο και ο απόστολος Παύλος θεράπευσε τον άνθρωπο που πόρνευε στην Κόρινθο, αφού συγκράτησε την ασθένεια της ψυχής με την φθορά του σώματος· διότι κατέστειλε το κακό, κάνοντας εγχειρητική τομή στο σώμα, σαν να ήταν ένας άριστος γιατρός, ο οποίος, όταν δεν υποχωρεί η υδρωπικία ή η ασθένεια της σπλήνας, με την χρησιμοποίηση εσωτερικών φαρμάκων, τα καυτηριάζει εξωτερικώς[βλ.Α΄Κορ.5,1-5: «λως κούεται ν μν πορνεία, κα τοιαύτη πορνεία, τις οδ ν τος θνεσιν νομάζεται, στε γυνακά τινα το πατρς χειν. κα μες πεφυσιωμένοι στέ, κα οχ μλλον πενθήσατε, να ξαρθ κ μέσου μν τ ργον τοτο ποιήσας! γ μν γρ ς πν τ σώματι, παρν δ τ πνεύματι, δη κέκρικα ς παρν τν οτω τοτο κατεργασάμενον,ν τ νόματι το Κυρίου μν ησο Χριστο συναχθέντων μν κα το μο πνεύματος σν τ δυνάμει το Κυρίου μν ησο Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:είναι σε όλους γνωστό και διαδεδομένο ότι επικρατεί ανάμεσά σας μια περίπτωση πορνείας και μάλιστα τέτοιου είδους πορνεία που ούτε μεταξύ των ειδωλολατρών δεν αναφέρεται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναίκα του πατέρα του, τη μητριά του δηλαδή. Και εσείς, αντί να ντρέπεστε γι’ αυτό, εξακολουθείτε να είστε φαντασμένοι και φουσκωμένοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύξατε μάλλον πένθος επίσημο και γενικό, για να εκδιώξει ο Θεός από την εκκλησιαστική σας κοινότητα εκείνον που έκανε την πράξη αυτή! Η ευθύνη πέφτει ολόκληρη επάνω σας. Διότι εγώ, καθώς απουσιάζω βέβαια σωματικά, είμαι όμως παρών στην Κόρινθο με τον νου και την καρδιά μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει σαν να ήμουν παρών τον αναίσχυντο αυτόν που έκανε τη μισητή αυτή πράξη. Και τώρα, αφού συναχθούμε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εσείς και εγώ παρών ανάμεσά σας πνευματικά μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας παραδώσουμε τον άνθρωπο αυτόν στον σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να κολαστεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου Ιησού)».

Το ίδιο έκανε και ο Χριστός στην περίπτωση του παραλύτου. Και πρόσεξε πώς ομίλησε ο Κύριος για να δηλώσει αυτό: «Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μη πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες, και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου». Τι διδασκόμαστε λοιπόν από τα λόγια αυτά; Καταρχάς ότι η ασθένεια προήλθε από τις αμαρτίες στον παραλυτικό. Δεύτερο ότι ο λόγος για την γέενα είναι αξιόπιστος και τρίτον ότι η τιμωρία είναι μακρά και άπειρη. Πού είναι συνεπώς εκείνοι που διαμαρτύρονται λέγοντας: «Για το διάστημα μιας ώρας που φόνευσα και για το ελάχιστο χρονικό διάστημα που μοίχευσα, θα τιμωρούμαι αιωνίως;». Και ο παράλυτος της Βηθεσδά αντίστοιχα δεν αμάρτησε για τόσα έτη, για όσα τιμωρούνταν, και όμως σχεδόν μια ολόκληρη ζωή πέρασε ευρισκόμενος στη μακρόχρονη τιμωρία· διότι τα αμαρτήματα δεν κρίνονται από τον χρόνο που διαρκούν, αλλά από τη φύση των παραβάσεων.

Μαζί με αυτά και το εξής είναι δυνατό να προσέξουμε, ότι και αν ακόμη υποστούμε βαριά τιμωρία για τα προηγούμενα αμαρτήματα και έπειτα περιπέσουμε πάλι στα ίδια, πολύ περισσότερο θα πάθουμε εκ νέου πολύ χειρότερα. Και πολύ δικαιολογημένα. Διότι εκείνος που δεν έγινε καλύτερος ούτε με την τιμωρία, επισύρει για τον εαυτό του μεγαλύτερη ποινή ως αναίσθητος πλέον και περιφρονητής των εντολών του Θεού.

Βέβαια η τιμωρία ήταν αρκετή μόνη της να διορθώσει και να καταστήσει σωφρονέστερο αυτόν που για μία φορά αμάρτησε. Επειδή όμως δεν σωφρονίστηκε με την πρώτη τιμωρία που του επιβλήθηκε, αλλά αποτολμά με θράσος πάλι τα ίδια, είναι φυσικό και δίκαιο ένας τέτοιος άνθρωπος να υποστεί κάποια τιμωρία, την οποία ο ίδιος προκαλεί στον εαυτό του. Εάν λοιπόν τιμωρηθήκαμε κατά τη διάρκεια της παρούσης ζωής, αλλά υποπέσαμε στη συνέχεια στα ίδια αμαρτήματα, κατόπιν τιμωρούμαστε αυστηρότερα· όταν όμως δεν τιμωρούμαστε στην παρούσα ζωή για τα όσα έχουμε αμαρτήσει, πώς δεν πρέπει να φοβόμαστε και να τρέμουμε επειδή πρόκειται αιωνίως πλέον να υποστούμε ανεπανόρθωτα κακά;

«Και για ποιο λόγο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «δεν τιμωρούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο;» Διότι βλέπουμε πολλούς από τους ασεβείς να είναι υγιείς και σφριγηλοί στο σώμα και να απολαμβάνουν μεγάλη ευημερία. Αλλά ας μην ενθαρρυνόμαστε και να απορούμε βλέποντας αυτούς ατιμώρητους στην παρούσα ζωή, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να τους λυπούμαστε περισσότερο· διότι το γεγονός ότι δεν υφίστανται εδώ καμία τιμωρία, γίνεται αιτία μεγαλύτερης τιμωρίας στον ουρανό. Και ο Παύλος για να το καταστήσει αυτό σαφές έλεγε: «Κρινόμενοι δ π το Κυρίου παιδευόμεθα, να μ σν τ κόσμ κατακριθμεν(:όταν λοιπόν τιμωρούμαστε από τον Κύριο με ασθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά από Αυτόν για να διορθωθούμε και να μην κατακριθούμε στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32]· διότι η εδώ τιμωρία έχει τον χαρακτήρα νουθεσίας, ενώ εκεί είναι πραγματική τιμωρία.

«Τι λοιπόν; Όλες οι ασθένειες προέρχονται από τα αμαρτήματα;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Όχι όλες βέβαια, αλλά οι περισσότερες. Μερικές προκαλούνται από ραθυμία. Πραγματικά η γαστριμαργία, η μέθη και η οκνηρία προκαλούν τις ασθένειες αυτού του είδους. Πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση ένα μόνο να προσέχουμε, πώς δηλαδή θα υποφέρουμε με ευχαρίστηση κάθε πληγή.

Οι ασθένειες επίσης προκαλούνται και για αποφυγή αμαρτημάτων, όπως βλέπουμε στα βιβλία των Βασιλειών κάποιον που για τον σκοπό αυτό καταλήφθηκε από μια οδυνηρή ασθένεια των ποδιών[βλ. Γ΄Βασιλ. 15,23: «Κα τ λοιπ τν λόγων σ κα πσα δυναστεία ατο, ν ποίησε, κα τς πόλεις, ς κοδόμησεν, οκ δο τατα γεγραμμένα στν π βιβλί λόγων τν μερν τος βασιλεσιν ούδα; πλν ν τ καιρ το γήρως ατο πόνεσε τος πόδας ατο(:τα υπόλοιπα έργα του δίκαιου βασιλέως Ασά και όλα τα μεγάλα του κατορθώματα που είχε επιτύχει, και οι πόλεις τις οποίες οχύρωσε, όλα αυτά δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο των λόγων και των έργων των βασιλέων Ιούδα; Ωστόσο κατά τον καιρό των γηρατειών του υπέφερε αυτός από πόνους των ποδών του)»].

Προκαλούνται όμως οι ασθένειες και για να προοδεύσουμε στην αρετή, όπως λέγει ο Θεός στον Ιώβ: «Μ ποποιο μου τ κρίμα. οει δέ με λλως σοι κεχρηματικέναι να ναφανς δίκαιος;(:Μην αρνείσαι και δεν μπορείς να αρνηθείς τη δίκαιη απόφασή μου και ενέργεια σχετικά με εσένα. Νομίζεις ότι για άλλο λόγο ενήργησα εγώ για εσένα και σε δοκίμασα, παρά μόνο για να αναδειχτείς δίκαιος;)»[Ιώβ, 40,8].

Αλλά γιατί τέλος πάντων αποκαλύπτει ο Χριστός τις αμαρτίες των παραλυτικών αυτών; Διότι και σε εκείνον, τον οποίο αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει: «Έχε θάρρος, παιδί μου· σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου»[Ματθ.9,2] και σε αυτόν της Βηθεσδά που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον». Γνωρίζω βέβαια ότι μερικοί διαβάλλουν τον παραλυτικό αυτό, ισχυριζόμενοι ότι ο παραλυτικός αυτός έγινε κατήγορος του Χριστού και για τον λόγο αυτό άκουσε τον Χριστό να του λέγει αυτά τα λόγια. Τι θα πούμε όμως για εκείνον τον παράλυτο του Ματθαίου, ο οποίος άκουσε σχεδόν τα ίδια τα λόγια; Καθώς και σε εκείνον είπε: «Σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου».

Συνεπώς είναι φανερό ότι ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν άκουσε αυτά περί αμαρτιών του εξαιτίας κάποιας κατηγορίας σε βάρος του Κυρίου. Και αυτό μάλιστα είναι δυνατό να το αντιληφθούμε καθαρότερα από τη συνέχεια· «Ύστερα από αυτά», λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «τον βρήκε ο Ιησούς στον ναό», πράγμα που είναι απόδειξη μεγάλης ευλάβειας· διότι δεν πήγε ο παράλυτος σε αγορές και σε περιπάτους, ούτε παρέδωσε τον εαυτό του σε τρυφή και την απόλαυση, αλλά περνούσε τον καιρό του στο ναό, μολονότι επρόκειτο να αντιμετωπίσει τόση μεγάλη επίθεση από τους Ιουδαίους και να εκδιώκεται από όλους από εκεί. Τίποτε όμως από αυτά δεν τον έπεισε να απομακρυνθεί από τον ναό. Όταν λοιπόν τον βρήκε εκεί ο Χριστός, αφού πλέον ο παράλυτος είχε συζητήσει με τους Ιουδαίους, δεν έκανε κανένα υπαινιγμό τέτοιου είδους. Διότι εάν δεν ήθελε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, θα έλεγε: «Πάλι τα ίδια επιχειρείς και ούτε με τη θεραπεία έγινες καλύτερος;». Όμως δεν του είπε τίποτε από αυτά, παρά μόνο τον ασφαλίζει για το μέλλον.

Γιατί όμως και όταν θεράπευσε χωλούς και άλλους αναπήρους, δεν ανέφερε σε καμία περίπτωση αυτά; Εγώ νομίζω ότι σε αυτούς η ασθένεια προερχόταν από τα αμαρτήματα, ενώ στους άλλους αυτό το πάθος οφειλόταν σε φυσική αιτία. Διαφορετικά και στους άλλους θα έλεγε τα ίδια που είπε στους παραλύτους· διότι η ασθένεια αυτή της παραλύσεως είναι χειρότερη από όλες τις άλλες, διαμέσου του μεγαλύτερου διορθώνει και τα ελαφρότερα. Δηλαδή, όπως όταν θεράπευσε κάποιον άλλο, του έλεγε να δοξάσει τον Θεό, δεν συμβούλευε εκείνον μόνο, αλλά διαμέσου αυτού όλους τους ανθρώπους, κατά όμοιο τρόπο και σε αυτούς με όσα λέγει νουθετεί και συμβουλεύει όλους τους άλλους τα ίδια ακριβώς, που είπε στους παραλυτικούς.

Επιπλέον, πρέπει να πούμε και αυτό, ότι δηλαδή επειδή διείδε μέσα στην ψυχή του παραλυτικού την καρτερικότητα και επειδή αντιλήφθηκε ότι ήταν σε θέση να δεχθεί το παράγγελμα, τον συμβουλεύει και τον συγκρατεί και με την ευεργεσία και με τον φόβο των μελλοντικών κακών για την υγεία του.

Και πρόσεξε την έλλειψη κάθε υπερηφάνειας από τον Κύριο. Διότι δεν του είπε: «Κοίταξε, σε έκανα υγιή», αλλά «έχεις γίνει υγιής, να μην αμαρτάνεις πλέον». Επίσης δεν του είπε «για να μη σε τιμωρήσω», αλλά «για να μη σου συμβεί τίποτε χειρότερο». Και τα δύο τα εξέφρασε απρόσωπα και του φανέρωσε ότι η αποκατάσταση της υγείας του ήταν περισσότερο αποτέλεσμα χάριτος, παρά της προσωπικής αξίας του παραλύτου. Διότι δεν είπε ότι ο παραλυτικός επάξια απαλλάχτηκε από την τιμωρία, αλλά ότι θεραπεύτηκε από φιλανθρωπία. Επειδή αν δεν επρόκειτο γι΄ αυτό, θα του έλεγε: «Ιδού, τιμωρήθηκες αρκετά για τα αμαρτήματά σου. Είσαι πλέον ασφαλής». Τώρα όμως δεν του μίλησε έτσι, αλλά πώς; «Ιδού,έχεις γίνει υγιής. Να μην αμαρτάνεις πλέον».

Εάν όμως δεν τιμωρούμαστε, μολονότι επιμένουμε στα ίδια αμαρτήματα, επαναλαμβάνω συνεχώς τον ακόλουθο αποστολικό λόγο: «Λογίζ δ τοτο, νθρωπε, κρίνων τος τ τοιατα πράσσοντας κα ποιν ατά, τι σ κφεύξ τ κρμα το Θεο; το πλούτου τς χρηστότητος ατο κα τς νοχς κα τς μακροθυμίας καταφρονες, γνον τι τ χρηστν το Θεο ες μετάνοιάν σε γει; κατ δ τν σκληρότητά σου κα μετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτ ργν ν μέρ ργς κα ποκαλύψεως κα δικαιοκρισίας το Θεο, ς ποδώσει κάστ κατ ργα ατο, τος μν καθ᾿ πομονν ργου γαθο δόξαν κα τιμν κα φθαρσίαν ζητοσι ζων αώνιον, τος δ ξ ριθείας, κα πειθοσι μν τ ληθεί, πειθομένοις δ τ δικί, θυμς κα ργή(: Και νομίζεις, άνθρωπέ μου, εσύ που κατακρίνεις εκείνους που κάνουν τέτοια απρεπή έργα και όμως κάνεις και εσύ τα ίδια, νομίζεις λοιπόν ότι εσύ προνομιακά θα αποφύγεις την καταδικαστική απόφαση του Θεού; Ή καταφρονείς τον πλούτο της ευεργετικής αγαθότητάς Του και της ανεκτικότητας και μακροθυμίας που δείχνει σε σένα και δεν δείχνεις ενδιαφέρον να μάθεις ότι το να σε ευεργετεί ο Θεός, αντί να εξαπολύσει την οργή Του εναντίον σου για τις κεκές πράξεις σου, πρέπει να σε παρακινεί και να σε οδηγεί σε μετάνοια; Και σύμφωνα με τη σκληρότητά σου και την αμετανόητη καρδιά σου, που δεν συγκινείται από την τόση καλοσύνη του Θεού, μαζεύεις εναντίον του εαυτού σου θησαυρούς οργής, που θα εξαπολυθούν εναντίον σου την ημέρα που θα ξεσπάσει η θεία οργή και θα αποκαλυφθεί η δίκαιη κρίση του Θεού, ο Οποίος θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του· σε εκείνους που με υπομονή εργάζονται κάθε καλό έργο και ζητούν από τον Θεό δόξα και τιμή και αφθαρσία, θα αποδώσει ζωή αιώνια· σε εκείνους όμως που είναι κυριευμένοι από πνεύμα φατριαστικό και απειθούν στην αλήθεια, ενώ πείθονται στην αδικία και δεν την αποφεύγουν, θα πέσει θυμός και οργή πάνω τους)»[Ρωμ. 2,3-8].

Και δεν έδωσε στον παράλυτο απόδειξη της θεότητάς Του μονάχα με τη θεραπεία και τη στερέωση του σώματός του, αλλά και με άλλον τρόπο· διότι με το να του πει: «Μην αμαρτάνεις πλέον», απέδειξε ότι γνώριζε όλα τα προηγούμενα σφάλματα, που είχε διαπράξει. Επομένως, θα ήταν αξιόπιστος και για όσα του έλεγε ότι θα μπορούσαν να του συμβούν στο μέλλον, εάν δεν διορθωνόταν.

«πλθεν νθρωπος κα νήγγειλε τος ουδαίοις τι ησος στιν ποιήσας ατν γι(:έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερό και, αφού συνάντησε τους Ιουδαίους, τους ανήγγειλε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε)»[Ιω.5,15].Πρόσεξε ότι ο παραλυτικός εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια εκδήλωση ευγνωμοσύνης· διότι δεν είπε ότι ο Χριστός ήταν αυτός που του είπε να σηκώσει το κρεβάτι του· επειδή δηλαδή εκείνοι προέβαλλαν συνεχώς το θεωρούμενο αμάρτημα της καταλύσεως της αργίας του Σαββάτου, αυτός πάντοτε προβάλλει διαρκώς την απολογία και έτσι αποκαλύπτει τον Ιατρό και προσπαθεί να προσελκύσει και τους άλλους και να τους κάνει φιλικά προσκείμενους προς τον Ιησού· διότι δεν ήταν τόσο αναίσθητος, ώστε ύστερα από τόσο μεγάλη ευεργεσία και σπουδαία συμβουλή για την υπόλοιπη ζωή του, να προδώσει τον ευεργέτη του και να πει αυτά τα λόγια με κακοπροαίρετη διάθεση.

Πραγματικά, και αν ακόμη ήταν θηρίο ή αν ήταν απάνθρωπος και σκληρός σαν την πέτρα, η ευεργεσία και ο φόβος θα ήταν αρκετά για να τον συγκρατήσουν· διότι στα αυτιά του θα ηχούσε ακόμη η απειλή και θα φοβόταν μήπως πάθαινε τίποτε χειρότερο, επειδή είχε λάβει πολύ μεγάλες αποδείξεις για τη δύναμη του Ιατρού· άλλωστε, αν ήθελε να Τον διαβάλλει, θα μπορούσε να αποσιωπήσει τη θεραπεία και να αναφέρει την παράβαση του νόμου και έτσι θα διατύπωνε την κατηγορία. Δεν συνέβη όμως αυτό, οπωσδήποτε δεν συνέβη. Αντίθετα, οι λόγοι του φανερώνουν μεγάλη παρρησία και ευγνωμοσύνη και επαινεί τον ευεργέτη του όχι λιγότερο από τον τυφλό. Διότι τι είπε εκείνος; «νθρωπος λεγόμενος ησος πηλν ποίησε κα πέχρισέ μου τος φθαλμος κα επέ μοι· παγε ες τν κολυμβήθραν το Σιλωμ κα νίψαι· πελθν δ κα νιψάμενος νέβλεψα(:ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε μ’ αυτόν τα μάτια και μου είπε: Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου)» [Ιω.9,11]. Το ίδιο είπε και ο παράλυτος: «Αυτός που με έκανε υγιή είναι ο Ιησούς».

«Κα δι τοτο δίωκον τν ησον ο ουδαοι κα ζήτουν ατν ποκτεναι, τι τατα ποίει ν σαββάτ(:και γι’ αυτό οι Ιουδαίοι καταδίωκαν τον Ιησού και ζητούσαν να τον φονεύσουν, διότι έκανε τις θαυματουργικές αυτές θεραπείες κατά την ημέρα του Σαββάτου)»[Ιω.5,16].Και τι απάντησε ο Ιησούς λοιπόν; « πατήρ μου ως ρτι ργάζεται, κγ ργάζομαι(:ο Θεός Πατέρας μου εργάζεται έως τώρα συνεχώς και χωρίς διακοπή˙ διότι όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και κυβερνά τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοιπόν, ο Υιός Του, εργάζομαι συνεχώς όπως ο Πατέρας μου, χωρίς να διακόπτω το σωτήριο έργο μου τις ημέρες του Σαββάτου)»[Ιω.5,17].

Και όταν λοιπόν έπρεπε να υπερασπίσει τους μαθητές Του που ημέρα Σαββάτου πείνασαν και άρχισαν να κόβουν στάχυα από ένα σπαρμένο αγρό, να τα τρίβουν και να τρώνε τον καρπό, έφερνε ως παράδειγμα τον ομόδουλό τους Δαβίδ, λέγοντας: «Οκ νέγνωτε τί ποίησε Δαυΐδ τε πείνασεν ατς κα ο μετ᾿ ατο; πς εσλθεν ες τν οκον το Θεο κα τος ρτους τς προθέσεως φαγεν, ος οκ ξν ν ατ φαγεν οδ τος μετ᾿ ατο, ε μ μόνοις τος ερεσι;(:δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε και αυτός και εκείνοι που ήταν μαζί του; Ότι δηλαδή μπήκε στον οίκο του Θεού και έφαγε τους άρτους που ήταν βαλμένοι πάνω στην τράπεζα της σκηνής ως θυσία προς τον Θεό, ενώ δεν επιτρεπόταν να τους φάει, ούτε αυτός ούτε εκείνοι που ήταν μαζί του, παρά μόνον οι ιερείς; Κι όμως, επειδή η ανάγκη το επέβαλλε, οι αφιερωμένοι στο Θεό άρτοι χρησιμοποιήθηκαν για τη διατροφή των ανθρώπων που δεν ήταν ιερείς˙ και ο Θεός δεν οργίστηκε γι’ αυτό)»[Ματθ.12,3-4]. Όταν όμως έπρεπε να δικαιολογήσει τον εαυτό Του, κατέφευγε στον Πατέρα, για να δείξει και από τις δύο πλευρές ότι ήταν ομότιμος με τον Πατέρα, και από το ότι επικαλείται Αυτόν ιδιαιτέρως και από το ότι κάνει τα ίδια με Εκείνον.

Και γιατί δεν είπε όσα είχαν γίνει στην Ιεριχώ με τη θεραπεία που επιτέλεσε εκεί στον εκ γενετής τυφλό; Ήθελε να τους ανυψώσει από τη γη, ώστε να μην Τον θεωρούν πλέον ως άνθρωπο, αλλά ως Θεό που όφειλε να νομοθετεί. Εάν όμως δεν ήταν γνήσιος Υιός και της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα, τότε η δικαιολογία της καταλύσεως της αργίας του Σαββάτου είναι βαρύτερη από την κατηγορία. Πραγματικά, εάν κάποιος ύπαρχος κατέλυε ένα βασιλικό νόμο και κατηγορείτο γι’ αυτό και απολογείτο και έλεγε ότι και ο βασιλιάς κατέλυσε αυτόν τον νόμο, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να ξεφύγει με αυτά, αλλά θα καθιστούσε μεγαλύτερη την κατηγορία. Εδώ όμως, επειδή η αξία είναι ίση, γι’ αυτό και η απολογία έχει καταρτιστεί με κάθε βεβαιότητα και ασφάλεια· «διότι», λέγει, «από όσες κατηγορίες απαλλάσσετε τον Θεό, από τις ίδιες θα απαλλάξετε και εμένα». Γι’ αυτό πρόφθασε και είπε «ο Πατέρας μου», για να τους πείσει και παρά τη θέλησή τους να Του συγχωρήσουν τα ίδια με Εκείνον, από σεβασμό προς την αληθινή γνησιότητα.

Εάν όμως κάποιος ρωτούσε και έλεγε: «Και πού εργάζεται ο Πατήρ, αφού κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύτηκε από όλα τα έργα Του;», ας μάθει τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται. Ποιος είναι λοιπόν ο τρόπος της εργασίας Του; Προνοεί και συντηρεί όλη τη δημιουργία. Όταν δηλαδή βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, τη σελήνη να τρέχει, τις λίμνες, τις πηγές, τους ποταμούς, τις βροχές και την πορεία της φύσεως, όπως φαίνεται στους σπόρους ή στα σώματα τα δικά μας ή στα σώματα των αλόγων ζώων και σε όλα τα άλλα με τα οποία έχει συσταθεί ολόκληρο το σύμπαν, τότε θα καταλάβεις τη συνεχή εργασία του Πατρός: «τι τν λιον ατο(:διότι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του)», λέγει, «νατέλλει π πονηρος κα γαθος κα βρέχει π δικαίους κα δίκους(:τον ανατέλλει χωρίς διακρίσεις σε πονηρούς και καλούς, και βρέχει τη βροχή Του σε δικαίους και αδίκους)»[Ματθ.5,45].

Και πάλι: «Ε δ τν χόρτον το γρο, σήμερον ντα κα αριον ες κλίβανον βαλλόμενον, Θες οτως μφιέννυσιν, ο πολλ μλλον μς, λιγόπιστοι;(: και αν ο Θεός ντύνει με τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που φυτρώνουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προορισμό να ζήσουν αιώνια, όπως εσείς, αλλά σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στο φούρνο ως καύσιμη ύλη, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυμα, ολιγόπιστοι;)»[Ματθ.6,30]· και για τα πτηνά του ουρανού επίσης λέγει: «μβλέψατε ες τ πετειν το ορανο, τι ο σπείρουσιν οδ θερίζουσιν οδ συνάγουσιν ες ποθήκας κα πατρ μν οράνιος τρέφει ατά· οχ μες μλλον διαφέρετε ατν;(:κοιτάξτε τα πουλιά που πετούν στον αέρα και δείτε ότι αυτά δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες για τον χειμώνα ή τον καιρό της στερήσεως. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερα από αυτά;)»[Ματθ.6,26].

Εδώ λοιπόν ο Χριστός έκανε με τα λόγια το θαύμα Του την ημέρα του Σαββάτου και δεν πρόσθεσε πλέον τίποτε, αλλά από όσα έγιναν στο ναό και από τις πράξεις των Ιουδαίων αντικρούει την κατηγορία. Όπου όμως έδωσε εντολή να εκτελεστεί και κάποιο έργο κατά το Σάββατο, όπως για παράδειγμα να σηκώσει ο πρώην παράλυτος άνθρωπος το κρεβάτι, το οποίο έργο δεν έπαιζε κανένα ρόλο στην επιτέλεση του θαύματος, παρά σε ένα μόνο συντελούσε, στο να δείξει καθαρά την κατάλυση του Σαββάτου, σε αυτές τις περιπτώσεις ανάγει τον λόγο στο σπουδαιότερο, επειδή θέλει να τους καταπλήξει με την αξία του Πατρός και να τους οδηγήσει σε ανώτερα επίπεδα.

Για τον λόγο αυτόν, όταν ομιλεί για το Σάββατο, δεν απολογείται μόνο ως άνθρωπος, ούτε ως Θεός μόνο, αλλά άλλοτε ως άνθρωπος και άλλοτε ως Θεός· διότι ήθελε και τα δύο να γίνουν πιστευτά, δηλαδή και η οικονομία και συγκατάβαση της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και το αξίωμα της Θεότητος. Για τον λόγο αυτό και στην παρούσα περίπτωση απολογείται ως Θεός· διότι, εάν επρόκειτο να ομιλεί προς αυτούς πάντοτε με βάση τα ανθρώπινα δεδομένα, θα παρέμεναν συνεχώς στην ίδια ταπεινή αντίληψη για τον Ιησού. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, επικαλείται τον Πατέρα.

Και όμως και η ίδια η κτίση εργάζεται κατά το Σάββατο· πραγματικά και ο ήλιος διαγράφει την τροχιά του και τα ποτάμια κυλούν και οι πηγές αναβλύζουν και οι γυναίκες γεννούν τα παιδιά τους. Αλλά για να μάθεις ότι Αυτός δεν ήταν ένα ακόμη κτίσμα του Πατρός, δεν είπε «Ναι, εργάζομαι»· διότι και η κτίση εργάζεται· αλλά τι είπε; «Ναι, εργάζομαι, διότι και ο Πατήρ μου εργάζεται».

«Δι τοτο ον μλλον ζήτουν ατν ο ουδαοι ποκτεναι, τι ο μόνον λυε τ σάββατον, λλ κα πατέρα διον λεγε τν Θεόν, σον αυτν ποιν τ Θε(:όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι άκουσαν τα λόγια Του αυτά, επιζητούσαν ακόμη περισσότερο να Τον θανατώσουν γι’ αυτά που έλεγε˙ επειδή δηλαδή όχι μόνο κατέλυε την αργία του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει Πατέρα Του τον Θεό και εξίσωνε έτσι τον εαυτό Του με τον Θεό)»[Ιω.5,18]. Και όμως δεν καθιστούσε φανερό αυτό μονάχα · διότι δεν το αποδείκνυε μόνο με τα λόγια, αλλά πολύ περισσότερο με έργα. Τι συμβαίνει λοιπόν και φέρονται έτσι οι Ιουδαίοι; Διότι τα λόγια τούς έδιναν τη δυνατότητα να Του επιτίθενται και να Τον κατηγορούν για αλαζονεία, ενώ όταν έβλεπαν την αλήθεια των πραγμάτων να αποκαλύπτεται και στα έργα ακόμη να ανακηρύσσεται περίτρανα η δύναμή Του, δεν μπορούσαν πλέον να προβάλουν καμία αντίρρηση.

Όσοι όμως δεν θέλουν να δεχτούν αυτά με ευσεβή διάθεση, υποστηρίζουν ότι δεν έκανε ο Χριστός τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό, αλλά οι Ιουδαίοι είχαν την υποψία αυτήν. Για τον λόγο αυτόν, ας εξετάσουμε από την αρχή όσα έχουν λεχθεί. Πες μου, λοιπόν, κατεδίωκαν οι Ιουδαίοι τον Ιησού ή δεν Τον κατεδίωκαν; Είναι φανερό, νομίζω, στον καθένα ότι Τον κατεδίωκαν. Και Τον κατεδίωκαν γι’ αυτήν την αιτία ή για κάποια άλλη; Και αυτό είναι συνομολογούμενο ότι για τη συγκεκριμένη αιτία Τον κατεδίωκαν. Κατέλυε την αργία του Σαββάτου ή δεν την κατέλυε; Ούτε και σε αυτό μπορεί κανείς να έχει αντίρρηση. Ονόμαζε τον Θεό Πατέρα Του ή δεν Τον ονόμαζε; Και τούτο είναι αληθές. Επομένως, αυτή τη σειρά συλλογισμών ακολουθούν και τα εξής: Όπως δηλαδή το ότι έλεγε τον Θεό Πατέρα Του, το ότι κατέλυε την αργία του Σαββάτου, το ότι καταδιωκόταν από τους Ιουδαίους και για την κατάλυση της αργίας και για την επίκληση του Θεού ως Πατέρα δεν ήταν μία εσφαλμένη υποψία, αλλά γεγονός πραγματικό, κατά όμοιο τρόπο και το ότι έκανε ο Ιησούς τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό ήταν απόδειξη που πήγαζε από την ίδια συλλογιστική διαδικασία.

Αλλά και από τα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως είναι δυνατό να το αντιληφθούμε αυτό με σαφέστερο τρόπο. Πραγματικά η φράση του Χριστού «Ο Πατήρ εργάζεται και εγώ εργάζομαι» σημαίνει ότι υποδείκνυε τον εαυτό Του ως ίσο με τον Θεό· διότι σε αυτά τα λόγια δεν φανέρωνε καμία διαφορά μεταξύ Τους να υπάρχει. Διότι δεν είπε: «Εκείνος μεν εργάζεται, ενώ εγώ Τον υπηρετώ», αλλά : «Όπως εργάζεται Εκείνος, έτσι εργάζομαι και εγώ». Με αυτά τα λόγια απέδειξε μεγάλη ισότητα μεταξύ τους.

Εάν όμως ο Κύριος δεν ήθελε να παρουσιάσει αυτήν την ισότητα προς τον Πατέρα, αλλά οι Ιουδαίοι μάταια είχαν την υποψία αυτήν, ασφαλώς δεν θα τους άφηνε να έχουν την εσφαλμένη αυτή γνώμη, αλλά θα τους απομάκρυνε από την «πλάνη» αυτήν. Ούτε και ο Ευαγγελιστής θα το αποσιωπούσε, αλλά θα έλεγε καθαρά ότι οι Ιουδαίοι είχαν αυτήν την υποψία, ενώ ο Ιησούς δεν έκανε τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό. Όπως ακριβώς έκανε το ίδιο και σε άλλη περίπτωση, όταν έβλεπε ότι αυτό που έλεγε το αντιλαμβάνονταν οι ακροατές Του με διαφορετική σημασία από την πραγματική· παραδείγματος χάρη, ο Χριστός έλεγε : «Λύσατε τν ναν τοτον, κα ν τρισν μέραις γερ ατόν(: γκρεμίστε τον ναό αυτό και σε τρεις ημέρες εγώ θα τον ανοικοδομήσω)»[Ιω.2,19],αναφερόμενος στο σώμα Του.

Όμως οι Ιουδαίοι, επειδή δεν το κατάλαβαν αυτό, νόμισαν ότι αναφερόταν στον ιουδαϊκό ναό και έλεγαν : «Τεσσαράκοντα κα ξ τεσιν κοδομήθη νας οτος, κα σ ν τρισν μέραις γερες ατόν;(:Σαράντα έξι χρόνια χρειάστηκαν για να κτιστεί ο ναός αυτός, κι εσύ θα τον κτίσεις μέσα σε τρεις ημέρες;)»[Ιω.2,20]. Επειδή λοιπόν άλλο είπε ο Κύριος και άλλο κατάλαβαν οι Ιουδαίοι(διότι Εκείνος αναφερόταν στο σώμα Του, ενώ αυτοί νόμιζαν ότι ειπώθηκε αυτό για τον ναό τους), για να επισημάνει την παρανόηση αυτήν ο Ευαγγελιστής ή μάλλον για να διορθώσει αυτήν την υποψία τους, πρόσθεσε: «κενος δ λεγε περ το ναο το σώματος ατο(:Εκείνος όμως εννοούσε τον ασυγκρίτως λαμπρότερο και αγιότερο ναό του σώματός Του. Και βεβαίωνε έτσι προφητικά ότι μετά τον σταυρικό θάνατό Του θα ανέσταινε τον ναό αυτό του σώματός Του από τον τάφο)»[Ιω.2,21]. Κατά συνέπεια και στην προκειμένη περίπτωση, εάν ο Χριστός δεν έκανε τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό ή δεν ήθελε να δώσει αυτήν την εντύπωση, και οι Ιουδαίοι σχημάτισαν αυτήν την υποψία, θα διόρθωνε ο Ευαγγελιστής και εδώ την υποψία τους και θα έλεγε: «Οι Ιουδαίοι μεν νόμιζαν ότι ο Ιησούς κάνει τον εαυτό Του ίσο προς τον Θεό, όμως ο Ιησούς δεν μιλούσε για την ισότητα αυτή».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο Ευαγγελιστής που κάνει αυτό σε αυτό εδώ το περιστατικό που αναφέρεται σχετικά με τον ναό. Και άλλος Ευαγγελιστής φαίνεται να κάνει ακριβώς το ίδιο σε άλλη περίπτωση. Όταν δηλαδή ο Ιησούς έδωσε παραγγελία στους μαθητές Του λέγοντας: «ρτε κα προσέχετε π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων(:Ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε από την κακή επίδραση της υποκριτικής διδασκαλίας των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με κακό προζύμι)»[Ματθ.16,6], εκείνοι συλλογίζονταν και έλεγαν ότι δεν πήραν καθόλου ψωμιά μαζί τους[Ματθ.16,7Ο δ διελογίζοντο ν αυτος λέγοντες τι ρτους οκ λάβομεν(:Αυτοί όμως άρχισαν να συλλογίζονται μέσα τους και να λένε: ‘’Δεν πήραμε άρτους από προζύμι καθαρό, προζύμι που δεν προέρχεται από σπίτι Φαρισαίου ή Σαδδουκαίου’’)»].

Και άλλο εννοούσε ο Κύριος ονομάζοντας «ζύμη» τη διδασκαλία, ενώ άλλο κατάλαβαν οι μαθητές, νομίζοντας ότι ο Ιησούς αναφερόταν απλώς στα ψωμιά. Και αυτή την παρανόηση δεν τη διορθώνει ο Ευαγγελιστής πλέον, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, με τα εξής λόγια: «Πς ο νοετε τι ο περ ρτου επον μν προσέχειν π τς ζύμης τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων;(:Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα για τον συνηθισμένο υλικό άρτο, όταν σας σύστησα να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;)». «Τότε συνκαν τι οκ επε προσέχειν π τς ζύμης το ρτου, λλ᾿ π τς διδαχς τν Φαρισαίων κα Σαδδουκαίων(:Τότε κατάλαβαν ότι δεν τους είπε να φυλάγονται απ’ το προζύμι με το οποίο γίνεται ο άρτος, αλλά απ’ την κακή διδασκαλία και την υποκρισία των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που μοιάζει με χαλασμένο προζύμι)».

Εδώ όμως δεν συμβαίνει τίποτε παρόμοιο. «Και όμως», θα μπορούσε να πει κάποιος ότι «ο Χριστός για να αναιρέσει την ιδέα αυτή, πρόσθεσε: «Ο δύναμαι γ ποιεν π᾿ μαυτο οδέν(:δεν μπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτό μου)»[Ιω.5,30].Το αντίθετο, άνθρωπέ μου,έχει κάνει· διότι αυτό που είπε όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά και επιβεβαιώνει την ισότητα. Όμως πρόσεχε με ακρίβεια, διότι το συζητούμενο δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Η έκφραση «από τον Εαυτό Του» βρίσκεται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής και αναφέρεται και στον Ιησού και στο Άγιο Πνεύμα. Και επιβάλλεται να κατανοήσουμε τη σημασία της φράσης αυτής. Πράγματι, εάν κανείς την εκλάβει αυτήν καθ’εαυτήν, όπως είναι εύκολο να την εννοήσει, κοίταξε σε πόσο μεγάλο παραλογισμό καταλήγουμε. Διότι δεν είπε ότι άλλα μεν δύναται, ενώ άλλα δεν δύναται να τα πράττει «από τον Εαυτό Του» αλλά είπε γενικώς «Αυτοί θα δικαστούν από εμένα με κάθε δικαιοσύνη. Διότι εγώ και τώρα και πάντοτε δεν μπορώ να κάνω τίποτε από μόνος μου, που να μην το θέλει και ο Πατέρας μου. Κρίνω σύμφωνα με όσα ακούω από τον Πατέρα μου να λέει σε μένα, τον Υιό του, που έγινα και άνθρωπος. Και η κρίση μου αυτή είναι δίκαιη· διότι δεν ζητώ να στήσω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός μου που με έστειλε στον κόσμο και που είναι σε όλα δίκαιος)».

Ας ρωτήσουμε λοιπόν εκείνον που φέρνει αντιρρήσεις σε αυτά· Πες μου, δεν μπορεί τίποτε από τον εαυτό Του να πράττει ο Υιός; Και αν μας απαντήσει: «Τίποτε», θα του πούμε ότι το μέγιστο από τα αγαθά το έκανε από τον εαυτό Του. Και ο Παύλος διακηρύσσει και λέγει: «ς ν μορφ Θεο πάρχων οχ ρπαγμν γήσατο τ εναι σα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ(:Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει. Αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητάς Του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και βρέθηκε έτσι κατά το σχήμα και την εξωτερική εμφάνιση σαν απλός άνθρωπος, ενώ δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι και τέλειος Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)»[Φιλιπ.2,6-8].

Και σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Χριστός πάλι λέγει: «γ τίθημι τν ψυχήν μου, να πάλιν λάβω ατήν. οδες αρει ατν π᾿ μο, λλ᾿ γ τίθημι ατν π᾿ μαυτο· ξουσίαν χω θεναι ατήν, κα ξουσίαν χω πάλιν λαβεν ατήν(:έχω όμως κι άλλα πρόβατα, που δεν προέρχονται από τη μάνδρα αυτή της ιουδαϊκής συναγωγής, αλλά είναι διασκορπισμένα ανάμεσα στον ειδωλολατρικό κόσμο. Πρέπει κι εκείνα να τα οδηγήσω και να τα ενώσω με τα άλλα. Και όταν εγώ θα τα καλέσω για να τα συναθροίσω, οπωσδήποτε εκείνα θα ακούσουν τη φωνή μου. Κι έτσι, και από αυτά τα πρόβατα και από τα άλλα θα γίνει μία ποίμνη, η χριστιανική Εκκλησία, και ένας ποιμένας, ο Χριστός. Γι’ αυτό λοιπόν με αγαπά ο Πατέρας μου, διότι εγώ μόνος μου και χωρίς κανείς να με αναγκάζει προσφέρω τη ζωή μου σε θάνατο, για να την ξαναπάρω πίσω. Κι έτσι να εξακολουθήσω ως αιώνιος αρχιερεύς και μετά την Ανάστασή μου το έργο της καθοδηγήσεως των προβάτων μου και της σωτηρίας τους με τη συνένωσή τους σε μία ποίμνη και σε ένα σώμα)»[Ιω.10,16-17]. Βλέπεις ότι ο Ιησούς έχει την εξουσία και της ζωής και του θανάτου και ότι το μεγάλο έργο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία μας το πραγματοποίησε αφ’εαυτού;

Και γιατί ομιλώ για τον Χριστό; Εμείς λοιπόν που τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ευτελέστερο από εμάς, πολλά τα πράττουμε από μόνοι μας, δηλαδή και την κακία από μόνοι μας την προτιμούμε και την αρετή από μόνοι μας ασκούμε. Διότι εάν δεν ενεργούσαμε από μόνοι μας και δεν είχαμε εξουσία, τότε ούτε στη γέεννα θα πέφταμε με τις αμαρτίες μας, ούτε την ουράνια βασιλεία θα πετυχαίναμε με την ενάρετη ζωή μας. Δε σημαίνει λοιπόν τίποτα άλλο το «Δεν μπορώ να κάνω τίποτε αφ’εαυτού», παρά το ότι «δεν μπορώ να κάνω τίποτα αντίθετο προς τον Πατέρα, ούτε ξένο προς Αυτόν», πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα την ισότητα και τη μεγάλη συμφωνία Υιού και Πατρός.

Και για ποιον λόγο δεν είπε ότι δεν πράττει τίποτε το αντίθετο, αλλά ότι «δεν δύναται»; Για να δείξει και με τον τρόπο αυτόν της εκφράσεως πάλι την αμετάβλητη και ακριβή ισότητα· διότι το ρήμα δεν Του αποδίδει αδυναμία, αλλά μαρτυρεί ότι η δύναμή Του είναι μεγάλη. Επειδή και αλλού λέγει ο Παύλος για τον Πατέρα: «να δι δύο πραγμάτων μεταθέτων, ν ος δύνατον ψεύσασθαι Θεόν, σχυρν παράκλησιν χομεν ο καταφυγόντες κρατσαι τς προκειμένης λπίδος(:και δέχτηκε τη μεσολάβηση του όρκου, ώστε με δύο πράγματα στερεά και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απολύτως αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός, να έχουμε εμείς που καταφύγαμε σε Αυτόν μεγάλη ενθάρρυνση και προτροπή και στήριγμα προκειμένου να κρατήσουμε δυνατά την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας)»[Εβρ.6,18]. Και πάλι: «ε πιστομεν, κενος πιστς μνει· ρνσασθαι αυτν ο δναται(:εάν εμείς δείχνουμε απιστία, Εκείνος μένει πιστός σε όσα υπόσχεται. Δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό Του και να αθετήσει τους λόγους Του)»[Β΄Τιμ.2,13].

Και το «δεν μπορεί» αυτό λοιπόν όχι μόνο δεν είναι δηλωτικό αδυναμίας, αλλά δυνάμεως, και μάλιστα δυνάμεως απερίγραπτης. Ό,τι λέγει δηλαδή σημαίνει το εξής: «Η ουσία εκείνη η θεία δεν δέχεται τίποτε από αυτά». Πραγματικά, όπως όταν λέμε και εμείς ότι είναι αδύνατο να αμαρτήσει ο Θεός, δεν Του αποδίδουμε αδυναμία, αλλά Του αποδίδουμε κάποια άρρητο δύναμη, έτσι και ο Κύριος λοιπόν, όταν λέγει «Δε δύναμαι αφ’ εαυτού να πράττω τίποτε», αυτό εννοεί, ότι «είναι αδύνατο και ανεπίτρεπτο να πράξω εγώ κάτι αντίθετο προς τον Πατέρα».

Και για να καταλάβεις ότι αυτή τη σημασία έχει αυτή η φράση, ας εξετάσουμε το εξής και ας δούμε με ποιους συμφωνεί ο Χριστός, με ποιο από τα δύο δηλαδή, με όσα είπαμε εμείς ή με τις δικές σας απόψεις. Εσύ λοιπόν υποστηρίζεις ότι το ρήμα «ο δύναται» αναιρεί την εξουσία του Ιησού και την αυθεντία που ταιριάζει σε Αυτόν και παρουσιάζει μικρή τη δύναμή Του. Εγώ αντιθέτως δέχομαι ότι αποδεικνύει την ισότητα και την ομοιότητα και κατά κάποιον τρόπο ότι συμβαίνει από κοινή γνώμη και εξουσία και δύναμη.

Ας ρωτήσουμε λοιπόν τον ίδιο τον Χριστό και ας δούμε με όσα λέγει παρακάτω, αν ερμηνεύει τα λόγια Του σύμφωνα με τη δική σου ή με τη δική μας άποψη. Τι λέγει λοιπόν; « γρ ν κενος ποι, τατα κα υἱὸς μοίως ποιε(:Αληθινά σας βεβαιώνω ότι υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσικώς αδύνατο να κάνει από τον εαυτό Του τίποτε, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακριβώς όπως τα κάνει ο Πατήρ· διότι είναι κοινή και μία η θέληση, η δύναμη και η ενέργεια Πατρός και Υιού)»[Ιω.5,19]. Είδες πώς αναίρεσε εξ ολοκλήρου την άποψή σας και επιβεβαίωσε όσα είπαμε εμείς; Διότι εάν δεν πράττει τίποτε από μόνος Του, και ο Πατήρ δεν θα πράττει τίποτε από μόνος Του, εάν βέβαια πράττει τα πάντα ομοίως προς Αυτόν.

Διότι εάν δεν συμβαίνει αυτό, ακολουθεί και άλλο άτοπο συμπέρασμα. Πραγματικά δεν είπε ότι όσα είδε τον Πατέρα να πράττει, έπραξε, αλλά «ἐὰν μή τι βλέπ τν πατέρα ποιοντα(:εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να το πράττει)», επεκτείνοντας τον λόγο σε ολόκληρο τον χρόνο. Και σύμφωνα με την άποψή σας θα μαθαίνει πάντοτε τα ίδια. Είδες πως είναι μεν το νόημα υψηλό, ενώ η απλότητα του λόγου αναγκάζει και τους πολύ αναίσχυντους και τους ισχυρογνώμονες να αποφεύγουν την ευτέλεια και καθετί που δεν αρμόζει με την αξία Εκείνου; Διότι, ποιος είναι τόσο άθλιος και δυστυχής ώστε να ισχυριστεί ότι ο Υιός μαθαίνει κάθε ημέρα εκείνα που πρέπει να κάνει;

Και πώς είναι αληθινό εκείνο που λέγει ο Προφήτης «Σ δ ατς ε, κα τ τη σου οκ κλείψουσιν(:Εσύ όμως είσαι ο ίδιος και αναλλοίωτος και τα έτη της αιωνιότητάς σου δε θα εξαντληθούν ποτέ)»[Ψαλμ.101,28]; Και πώς είναι επίσης αληθινό το «πάντα δι᾿ ατο γένετο, κα χωρς ατο γένετο οδ ν γέγονεν(:Όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], εάν αυτά μεν τα έκανε ο Πατήρ, ενώ ο Υιός τα μιμείται βλέποντάς τα;

Βλέπεις ότι και από όσα ελέχθησαν στα προηγούμενα και όσα έχουν λεχθεί μετά αποδεικνύεται η αυθεντία Του; Εάν επίσης μερικές φορές ομιλεί απλούστερα, μην απορήσεις. Επειδή δηλαδή Τον κατεδίωκαν, όταν άκουσαν να ομιλεί περί υψηλών πραγμάτων και νόμισαν ότι είναι εχθρός του Θεού, αφού έκανε απλούστερο τον λόγο, έπειτα τον αναβιβάζει πάλι στα υψηλά και στη συνέχει πάλι τον απλουστεύει, για να ποικίλλει τη διδασκαλία Του, ώστε να γίνεται εύκολα παραδεκτή και από τους αγνώμονες.

Πρόσεχε, σε παρακαλώ· αφού είπε «ο Πατέρας μου εργάζεται και εγώ εργάζομαι» και αφού απέδειξε τον εαυτό Του ίσο με τον Θεό, επαναλαμβάνει: «Δεν δύναται ο Υιός να πράττει τίποτε από μόνος Του, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να πράττει και το παραμικρό»[Ιω.5,19].

Στη συνέχεια πάλι προς το υψηλότερο ανάγει τον λόγο· «Διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, αυτά πράττει και ο Υιός ομοίως» και ύστερα πάλι χαμηλότερο: « γρ πατρ φιλε τν υἱὸν κα πάντα δείκνυσιν ατ ατς ποιε, κα μείζονα τούτων δείξει ατ ργα(:η συμφωνία αυτή και η κοινή ενέργεια Πατρός και Υιού βασίζεται και πάνω στην αγάπη που τους συνδέει· διότι ο Πατήρ αγαπά με άπειρη στοργή τον Υιό Του. Δεν κρύβει τίποτε απ’ Αυτόν, αλλά Του φανερώνει όλα όσα κάνει, ώστε να ενεργούνται αυτά διαμέσου του Υιού. Και θα δείξει στον ενανθρωπήσαντα Υιό Του υπερφυσικά έργα μεγαλύτερα από τα θαύματα αυτά που έως τώρα είδατε, ώστε να τα ενεργήσει και αυτά ο Υιός, για να θαυμάζετε εσείς που τώρα απιστείτε)»[Ιω.5,20]. Είδες πώς απλουστεύει πάλι τον λόγο; Και δικαίως. Διότι μόλις προ ολίγου είπα και δε θα πάψω να λέγω αυτό που θα επαναλάβω τώρα: ότι δηλαδή όταν ομιλεί για κάτι ευτελές και ταπεινό, το αναφέρει με υπερβολή, για να πείσει τους ασεβείς η απλότητα και ευτέλεια των λόγων ότι πρέπει να δεχθούν τα νοήματα με ευσεβή διάθεση.

Όμως, αν δε συμβαίνει αυτό, κοίταξε πόσο είναι ανόητο αυτό που ειπώθηκε, το οποίο και θα καταλάβεις εάν ερευνήσεις αυτά τα λόγια. Διότι όταν λέγει «κα μείζονα τούτων δείξει ατ ργα (:και θα δείξει στον ενανθρωπήσαντα Υιό του υπερφυσικά έργα μεγαλύτερα από τα θαύματα αυτά που έως τώρα είδατε, ώστε να τα ενεργήσει και αυτά ο Υιός, για να θαυμάζετε εσείς που τώρα απιστείτε)», θα βρεθεί ο Υιός να μην έχει μάθει ακόμα πολλά έργα, πράγμα το οποίο ούτε για τους αποστόλους δεν είναι δυνατό να λεχθεί. Διότι εφόσον έλαβαν μία φορά την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αμέσως γνώρισαν τα πάντα και είχαν τη δύναμη να πράξουν εκείνα, τα οποία έπρεπε και να γνωρίζουν και να μπορούν να ενεργούν αυτοί· ενώ ο Χριστός θα βρεθεί να μην έχει μάθει ακόμη πολλά από εκείνα που έπρεπε να γνωρίζει. Και τι μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο παράδοξο από αυτό;

Ποια σημασία έχει λοιπόν αυτό που ειπώθηκε; Επειδή στερέωσε τα μέλη του παραλύτου και σκοπεύει να αναστήσει τον νεκρό, γι’ αυτό ομίλησε έτσι, σαν να τους έλεγε: «Θαυμάζετε επειδή θεράπευσα τον παράλυτο; Θα δείτε στη συνέχεια μεγαλύτερα θαύματα από αυτά». Αλλά δεν τους ομίλησε με τον τρόπο αυτόν, παρά χρησιμοποιεί απλούστερο τρόπο έκφρασης, για να κατασιγάσει τη μανία τους. Και για να μάθεις ότι το «Θα δείξει» δεν έχει λεχθεί κυριολεκτικά, άκουσε αυτά που προσθέτει: «σπερ γρ πατρ γείρει τος νεκρος κα ζωοποιε, οτω κα υἱὸς ος θέλει ζωοποιε(:Ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει· διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή την μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21]. Βέβαια, το «Δεν δύναται να πράττει τίποτε από μόνος Του» είναι αντίθετο από το «εκείνους που θέλει». Διότι, αν ζωοποιεί αυτούς που θέλει, τότε δύναται να το κάνει από μόνος Του(διότι το «θέλει» σημαίνει «δύναται», το ρήμα «θέλω» είναι απόδειξη εξουσίας), εάν όμως δεν δύναται από μόνος Του, τότε δεν ζωοποιεί πλέον όποιους θέλει· διότι το μεν «όπως ο Πατήρ ανασταίνει» αποδεικνύει την ισότητα και απαραλλαξία της δυνάμεως, αντίστοιχα το «εκείνους που θέλει» αποδεικνύει την ισότητα της εξουσίας.[…]

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες ΛΣΤ΄ και ΛΖ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13Α, σελίδες 95-101 και 111-155.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 73, σελ. 14 -18 και σελ. 25 – 56.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 5-5-1996]

(Β335)

Σήμερα, αγαπητοί μου, τετάρτη Κυριακή από του Πάσχα, Κυριακή του Παραλύτου, η Εκκλησία μας προβάλλει την αρετή της ελεημοσύνης, με την ευαγγελική περικοπή. Βλέπομε τον Κύριον να ελεεί τον 38 ολόκληρα χρόνια παράλυτον άνθρωπον και να τον θεραπεύει, αφού επερίμενε χρόνια ολόκληρα να ιαθεί, πεταμένος, τρόπον τινά, εκεί σε μία άκρη της κολυμβήθρας της Βηθεσδά. Αλλά και την αποστολική περικοπή που ακούσαμε από τις Πράξεις των Αποστόλων, ο απόστολος Πέτρος αναστήνει από τους νεκρούς την ελεήμονα Ταβιθά. Παντού προβάλλεται η ελεημοσύνη του Θεού στον άνθρωπο, αλλά και η ελεημοσύνη του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του.

Απέραντο κεφάλαιον είναι η ελεημοσύνη. Αυτή κατέβασε τον Θεόν Λόγον από τον ουρανό εις την γη, αυτή ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη εις τον ουρανό. Τόση είναι η δύναμις όντως, τόση είναι η δύναμις της ελεημοσύνης. Γιατί το φάσμα της είναι ευρύτατο. Είναι η προσφορά ελέους που είναι το πρώτο παιδί της αγάπης. Κι επειδή ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, γι΄αυτό προσφέρει το έλεός Του, την ελεημοσύνη Του. Αλλά και ο αγαπών άνθρωπος, πάντοτε στέκεται με διάθεση ελεημοσύνης προς τον άλλον άνθρωπον.

Αλλά ας δούμε με πολύ λίγα λόγια την ιστορία της Ταβιθά ή της Δορκάδος, όπως μεταφράζει ο ευαγγελιστής Λουκάς, που είναι ο συγγραφεύς των Πράξεων των Αποστόλων. Σημειώνει λοιπόν ο Λουκάς: «ν όππ δέ τις ν μαθήτρια νόματι Ταβιθά, (η οποία) διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· ατη ν πλήρης γαθν ργων κα λεημοσυνν ν ποίει ». Ότι στην Ιόππη, η σημερινή Γιάφα είναι, το μοναδικό λιμάνι του Ισραήλ, εκεί, λέγει, ήτο κάποια μαθήτρια που την έλεγαν Ταβιθά· η οποία διερμηνεύεται Ελληνικά Δορκάς. Ζαρκάδι. Δορκάς. Ζαρκάδι. Αυτή ήταν γεμάτη από αγαθά έργα και από ελεημοσύνες που ασκούσε γύρω της. Και εκείνον τον καιρό, η ελεήμων αυτή γυναίκα, αρρώστησε και πέθανε. Και τότε προσεκάλεσαν τον Πέτρον και αυτός την ανέστησε. Μάλιστα, όταν ο Πέτρος έφθασε εις την Ιόππη, σημειώνει πάλι ο Λουκάς: «Παρέστησαν ατ πσαι α χραι (στάθηκαν μπροστά του, του ’καναν παράσταση, του επέδειξαν) κλαίουσαι κα πιδεικνύμεναι χιτνας κα μάτια σα ποίει μετ᾿ ατν οσα Δορκάς». Όσον καιρόν ήταν μαζί τους, τους ελεούσε πάρα πολύ, τις χήρες γυναίκες. «Να», λέγει, «αυτό εκείνη μου το ‘φτιαξε, αυτό εκείνη μου το δώρισε». Και έκλαιγαν οι γυναίκες αυτές οι χήρες.

Ώστε, αγαπητοί, η αρετή της ελεημοσύνης αναστήνει και νεκρούς! Ναι. Την ανέστησε και την χάρισε πάλι εις αυτό το πλήθος των ανθρώπων που ήταν οι ευεργετούμενοί της. Αυτό στέκεται μία συμβολική εικόνα, ότι ο αληθινά ελεήμων εγείρεται από την πνευματική νέκρωση εις ζωήν αιώνιον.

Πράγματι, το περιεχόμενον του κριτηρίου είναι η ελεημοσύνη. Όταν Αυτός ο Χριστός θα πει: «Ήμουν γυμνός και περιεβάλετέ με, πεινασμένος, διψασμένος, ξένος. Δηλαδή κάνετε ελεημοσύνη σε μένα». Και με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος θέλει να δείξει ότι η ελεημοσύνη δεν είναι απλώς μία πράξη φιλανθρωπίας ή συμπαθείας, αλλά μία πράξη αγάπης, που ουσιαστικά αποτείνεται σε αυτό το πρόσωπο του Χριστού. Τι είπε ο Κύριος; «μοί ποιήσατε». Σε μένα το κάνατε. Είναι μία πράξη με διάσταση οντολογική και θεολογική.

Η ελεημοσύνη εξομοιώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Γιατί ο Θεός είναι ελεήμων και οικτίρμων και φιλάνθρωπος και ελεεί. Και έτσι ο άνθρωπος, όταν ασκεί την ελεημοσύνη, γίνεται παιδί του Θεού. Γνήσιο παιδί του Θεού. Λέγει ο Κύριος: «Γίνεσθε ον οκτίρμονες, καθς κα πατρ μν οκτίρμων στίν». Και θα είσαστε παιδιά του Υψίστου Θεού.

Και πρώτιστα είναι η ελεημοσύνη με υλικήν διάστασιν. Γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄του επιστολή: «ς δ᾿ ν χ τν βίον το κόσμου κα θεωρ τν δελφν ατο χρείαν χοντα κα κλείσ τ σπλάγχνα ατο π᾿ ατο, πς γάπη το Θεο μένει ν ατ;». «Εάν κανείς έχει», λέει, «όλα τα αγαθά του κόσμου, αλλά κλείσει τα σπλάχνα του, δηλαδή δεν αφήσει να αναπτυχθούν οι δυνάμεις της ψυχής, το συναίσθημα, η βούλησις που θα ενεργήσει ό,τι το συναίσθημα, αλλά και η διάνοια έχουν σκεφθεί, έχουν αισθανθεί, πώς είναι δυνατόν», λέγει, «σε έναν τέτοιον άνθρωπο να κατοικήσει η αγάπη του Θεού;». Δεν είναι δυνατόν. Εδώ προκύπτει η ανάγκη να κάνουμε τον πεινώντα αδελφό μας συμμέτοχο των αγαθών μας. Είναι ξέρετε, ο πιο γόνιμος συνεταιρισμός. Είναι αυτή η κοινωνικότητα η καλώς πάντοτε εννοουμένη.

Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Κοινωνία τό πργμα στίν». «Το πράγμα», λέει, «είναι κοινωνία». Γίνομαι κοινωνός με τον άλλον κι ο άλλος με εμένα. Και μάλιστα μία θαυμαστή κοινωνία, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους επιστολή του: «Τς δ εποιΐας(εποιΐα είναι οι καλές πράξεις, αγαθές πράξεις) κα κοινωνίας μ πιλανθάνεσθε». Μην ξεχνάτε. Να έχετε κοινωνία με τους άλλους, να τους προσφέρετε τα αγαθά σας, και τα υλικά και τα πνευματικά, όπως λίγο ευρύτερα, θα το δούμε λίγο πιο κάτω. «Τοιαύταις γρ θυσίαις εαρεστεται Θεός». Γιατί ο Θεός με τέτοιες θυσίες ευαρεστείται. Ναι. Διότι είναι θυσία να προσφέρεις στον άλλον κάτι, είτε έχεις πολλά, είτε δεν έχεις πολλά. Ακόμη περισσότερο γίνεται θυσία εάν δεν έχεις πολλά, έχεις λίγα αγαθά. Και ακόμη να αποδεχθείς τον άλλον άνθρωπο και να είσαι κοινωνός του. Κι εκείνος κοινωνός σου. Δεν είναι μικρό πράγμα. Ξαναλέγω, είναι μία θυσία.

Μην ισχυριστεί κανείς ότι με την ελεημοσύνη θα φτωχύνει. Μην το πει κανείς ποτέ αυτό. Ότι αν κάνω ελεημοσύνη κάπου, θα φτωχύνω… Όχι. Λέει ο ψαλμωδός στον 36ο ψαλμόν του: «Νετερος γενμην κα γρ γρασα κα οκ εδον δκαιον γκαταλελειμμνον». Ήμουνα παιδί, λέει, και γέρασα, και δεν είδα ευσεβή άνθρωπο, που ασκούσε την ελεημοσύνη, να εγκαταλειφτεί· «οδ τ σπρμα ατο ζητον ρτους». Ούτε τα παιδιά του να γίνονται ψωμοζητιάνοι. Ζητον ρτους.

Όλη την ημέρα ελεεί και δανείζει ο δίκαιος. Δανείζει χωρίς τόκο. Κατά τον λόγο του Χριστού: «Δανείζετε μηδέν πελπίζοντες». Απελπίζω θα πει από+ελπίζω· δηλαδή να πάρω τον τόκο. Η ελπίδα μου είναι ο τόκος από το κεφάλαιον. Δηλαδή δώστε χρήματα στον έχοντα ανάγκη. Θα σας τα επιστρέψει. Αλλά μη ζητήσετε τόκον. Έτσι λοιπόν όλη την ημέρα ευλογεί και δανείζει ο δίκαιος «κα τ σπρμα ατο -οι απόγονοί του- ες ελογαν σται». Έχουν όλη την ευλογία. Δεν στερούνται τίποτε. Έχουν όλα τα αγαθά. Και όταν βεβαιώνει η Γραφή ότι με τις Παροιμίες 19,17: «Δανείζει Θε λεν πτωχόν». Δανείζει τον Θεός εκείνος ο οποίος ελεεί τον πτωχόν. Τι έχομε να φοβηθούμε; Ότι ο Θεός αφού σε Εκείνον δανείζουμε, ότι ο Θεός δεν θα πληρώσει τα χρέη Του; Αυτό φοβόμαστε;

Να μην πει κανείς λοιπόν ότι εγώ δεν έχω χρήματα. Τον ελέγχει η χήρα με τα δύο λεπτά που κατέθεσε εις το γαζοφυλάκιον του ναού. Και την επήνεσε ο Κύριος. Δύο λεπτά! Τον ένα πέμπτον της δεκάρας. Δύο λεπτά… Αλλά τον ελέγχει και η χήρα εις τα Σαρεπτά της Σιδωνίας, που δεν είχε τίποτε, μάλιστα όταν βγήκε να μαζέψει δύο ξυλάρια, λέγει, και να κάνει, να ψήσει ένα λίγο αλευράκι, να φάει αυτή και τα παιδιά της, κι όπως είπε εις τον προφήτη Ηλία: «Και μετά θα πεθάνουμε, δεν έχουμε τίποτε άλλο». Είχε πέσει λιμός. Κι εκείνο το φοβερόν… Της λέει ο προφήτης: «Άντε, πήγαινε, ψήσε το ψωμάκι και κοίταξε, πρώτα θα φέρεις σε μένα και μετά θα φας εσύ και τα παιδιά σου». Πρόκλησις! Πρόκλησις! Με συγχωρείτε που θα πω τη φράση. Θα μπορούσε να του αντείπει: «Α, παλιόγερε, θες να φας το ψωμί των παιδιών μου;». Δεν είπε τέτοιο πράγμα. Το έκανε. Και μέχρι που πέρασε ο λιμός, το σταμνάκι της με το αλεύρι και ο καμψάκης, λέει, εκείνο το λαδικό με το λάδι, δεν τελείωναν! Δεν τελείωναν. Όταν ευλογεί ο Θεός, όλα είναι παρόντα τα αγαθά.

Γι΄αυτό να μην έχουμε τη δικαιολογία ότι είμεθα πτωχοί. Μάλιστα πολλοί τσιγκουνεύονται αν και η εποχή μας έχει βεβαίως πτωχούς, κάθε εποχή έχει τους πτωχούς, όχι όσους είχε κάποτε εδώ, στην πατρίδα μας. Και η Ευρώπη έχει πτωχούς και κοιμώνται κάτω από τα γιοφύρια των ποταμών. Και η Αμερική έχει πτωχούς. Ναι. Ναι. Πλούσιες χώρες, αλλά έχουν και πτωχούς. Ωστόσο μην πει κανείς ότι «να… δεν έχω πολλά». Πολλοί δεν ανάβουν το κανδήλι τους, μαλώνει φερειπείν ο σύζυγος τη σύζυγο, γιατί… , γιατί …θα τελειώσει το λάδι και είναι ακριβό. Δεν καταλαβαίνουν ότι εκεί είναι μία άλλη περιοχή. Η περιοχή της θυσίας και λατρείας. Τι είναι το κανδήλι; Είναι λατρεία στον Θεό. Και φοβάσαι να λατρεύσεις τον Θεό, ότι θα φτωχύνεις, αδελφέ; Μην το κάνεις αυτό. Μην το κάνεις.

Λέγει ωραιότατα και χαρακτηριστικότατα ο Ιερός Χρυσόστομος σαν απάντηση: «χεις βολόν; ο οβολός είναι το ένα λεπτόν-. γόρασον τόν ορανόν». Με εκείνον τον οβολόν, αν τον κάνεις ελεημοσύνη, θα αγοράσεις τον ουρανόν,την βασιλείαν του Θεού. Οκ χεις βολόν;». Δεν έχεις οβολόν; «Δός ποτήριον ψυχρο δατος». Δώσε τουλάχιστον ένα ποτήρι κρύο νερό. Γιατί λέει «ψυχρο»; Μη βαρεθείς να δώσεις από τη βρύση της κουζίνας σου, πήγαινε στο πηγάδι, να αντλήσεις, σήμερα έχομε το ψυγείο, βγάλε από το ψυγείο σου ένα ποτήρι κρύο νερό και δώσε· που δείχνει φροντίδα, επιμέλεια στην προσφορά. «μπορία καί πραγματεία ορανός». Τι νομίζεις; Ο ουρανός; Είναι εμπορία και πραγματεία. Πραγματεύεσαι εδώ στη γη για να κερδίσεις τον ουρανόν. «Δός ρτον και λαβέ Παράδεισον». «Δώσε», λέγει, «ψωμί και πάρε Παράδεισον». «Δς µικρ, κα λαβ µεγάλα· δς θνητ, κα λαβ θάνατα. Λύτρον ψυχς στιν λεηµοσύνη. Μ πενίαν προβάλλου». Μην προβάλλεις τη φτώχεια. Γι΄αυτό σας είπα, είναι η απάντηση που δίνει εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος.

«Μέγα ον πργµα λεηµοσύνη· κανή στι κα λλας µαρτίας ξαλεψαι, κα τν κρίσιν πελάσαι». Και να απομακρύνει ακόμη και την κρίσιν. Γιατί το λέει η Καινή Διαθήκη: « γρ κρίσις νέλεος τ μ ποιήσαντι λεος». Αλλά κατανικιέται, λέει, η κρίσις του Θεού, όταν υπάρχει το έλεος εκ μέρους σου, η ελεημοσύνη. «Σο σιωπντος στηκε κα συνηγορε». Ενώ εσύ σιωπάς, η ελεημοσύνη σου στάθηκε και γίνεται συνήγορός σου. «Μλλον δ σο σιωπντος µυρία στόµατα συνηγορε πρ σο». «Μάλλον», λέει, «ενώ εσύ δεν λες τίποτε, κατά την κρίσιν, μύρια στόματα συνηγορούν για σένα». Ποια είναι τα στόματα αυτά; Εκείνων που εσύ ευεργέτησες και ελέησες.

«Δός ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος· οὐκ ἔχεις τοῦτο;». Ούτε αυτό δεν έχεις; Ούτε ένα ποτήρι κρύο νερό δεν έχεις; «Συμπένθησον τῷ θλιβομένῳ, καί ἔξεις μισθόν». Δείξε τη λύπη σου μαζί με εκείνον που λυπάται και θα έχεις μισθόν. Δηλαδή τα ελάχιστα παίρνει ο Ιερός Χρυσόστομος, γιατί και ο Χριστός πήρε τα ελάχιστα. Ένα ποτήρι νερό. Δεν έχεις ένα ποτήρι νερό; Και συμπληρώνει: «Διατί ον ποτηρίου μνημόνευσε ψυχρο;». Γιατί, λέει, ο Κύριος είπε για ποτήρι κρύο νερό; «δάπανον επεν τήν λεημοσύνην». Γιατί η ελεημοσύνη δύναται να θεωρηθεί και αδάπανος. Μπορείς αν κάνεις ελεημοσύνη, χωρίς να ξοδεύεις τίποτα, αν δεν έχεις τίποτα.

Καμία λοιπόν δικαιολογία δεν υπάρχει, για να μην ασκηθεί, αγαπητοί μου, η ελεημοσύνη. Πρέπει πάντοτε να ελεούμε καθ’ οιονδήποτε τρόπον. Που λέγει πάλι ο Ιερός Χρυσόστομος: «σπερ τό μάτιον εί μεθ’ μν στίν, οτω καί λεημοσύνη». Όπως πάντοτε φοράμε τα ρούχα μας, δεν υπάρχει περίπτωση να μη φοράμε τα ρούχα μας. Όπως πάντοτε, λέγει, φοράμε τα ρούχα μας, έτσι πάντοτε πρέπει να ελεούμε. Ξαναλέγω, δεν είναι μόνο η υλική, δεν είναι μόνο να δώσω χρήματα. Είναι πολλά πράγματα. Να ποιήσω λεος μετά το πλησίον. Να ασκήσω το έλεός μου, την αγάπη μου στον κοντινό μου.

Ίσως να υπάρξει ο ισχυρισμός ότι αυτός που σήμερα δυστυχεί, υπήρξε άσωτος. Και τώρα πρέπει να τιμωρηθεί. Αν έτσι εσκέπτετο ο Κύριος, τότε θα έπρεπε τον σημερινό παραλυτικό στο θαύμα το καταπληκτικό αυτό, να του πει: «Δεν σε κάνω καλά. Στάθηκες παλιάνθρωπος». Πού το ξέρομε; Το είπε αργότερα ο Κύριος. Διότι όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δώσε την ελεημοσύνη σου και μετά να τον θεραπεύσεις αυτόν τον άνθρωπο, αν δεν στάθηκε σωστά». Όταν τον είδε εις τον ναόν, τι του είπε ο Κύριος; «Πρόσεξε, μην ξαναμαρτήσεις, μην σου γίνει κάτι χειρότερο». Άρα λοιπόν κατέληξε να γίνει παράλυτος από την παράλυτη ζωή που έκανε, από την ασωτία που έκανε. Αλλά τι; Τον θεραπεύει. Και να πει, να σχολιάσει ο Ιερός Χρυσόστομος κάτι που και μένα με έχει βγάλει αυτή η θέση του Ιερού Χρυσοστόμου από μία δυσκολία… Φερειπείν να δώσω σε φυλακισμένους. Λαμβάνουμε πάρα πολλά γράμματα από φυλακισμένους. Ακόμα και από Μουσουλμάνους, κι από… ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε. Τέλος πάντων… Στέλνουν επιστολές και ζητούν χρήματα. Ακούστε τι λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Μή που φιλανθρωπίας καιρός ξετάζωμεν πονηρίαν· μή τήν κακίαν λλά τήν συμφοράν λεομεν». Μην εξετάζουμε, λέει, τη φιλανθρωπία, όταν έρχεται η ώρα να την ασκήσουμε. Και να πούμε… «Αυτός ήταν παλιάνθρωπος…». Όχι. Θα επαναλάβω τη φρασούλα του: «Μή τήν κακίαν (δηλαδή δεν θεραπεύουμε την κακία), λλά τήν συμφοράν λεομεν». Ελεούμε τη συμφορά, εις την οποίαν ο άλλος τώρα αυτήν τη στιγμή βρίσκεται. Είναι καταπληκτικό!

Ακόμη, ο Ιερός Χρυσόστομος, αυτός ο κήρυξ της ελεημοσύνης, κάπου παραπονείται και λέει: « Μου λέτε συνεχώς ότι μιλάω πάντα για την ελεημοσύνη». Ε, για τι άλλο να μιλούσε; Είναι ο ιεροκήρυξ εκείνος που δεν άφησε κανένα πράγμα επί του χώρου του επιστητού, πνευματικού χώρου, που να μην το πει, που να μην το αναλύσει. Κι όμως χαρακτηρίζεται ο ιεροκήρυξ της ελεημοσύνης. Γιατί πάντοτε, συνεχώς βέβαια μιλούσε γι’ αυτήν. «Ποίαν απόκρισιν», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, «θα δώσουμε στον Κριτή, όταν ντύνουμε τους τοίχους με πολύτιμα μάρμαρα και χαλιά και αφήνουμε γυμνό τον συνάνθρωπό μας;». Έτσι θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, αγαπητοί μου. Πώς μπορούμε να τρώμε και να χορταίνουμε, είναι εποχή ευημερίας, μιλάμε για φτώχεια, αλλά είναι εποχή ευημερίας, πώς μπορούμε λοιπόν να τρώμε και να χορταίνουμε και ταυτόχρονα να αισθανόμαστε ότι άλλοι πεινούν; Άλλοι ζητούν χωνευτικά της πολυφαγίας των, σόδες και τέτοια και άλλοι ζητούν τρόπους να ικανοποιήσουν μόλις την πείνα τους. Άλλοι να ζητούν πώς θα αδυνατίσουν -και έχουν τόσο πληθύνει αυτά τα κέντρα αδυνατίσματος…- κι άλλοι κοιτάζουν πώς να σταθούν στα πόδια τους από την αδυναμία της πείνας.

Αλλά δεν είναι μόνον η υλική πείνα. Είναι και η πνευματική πείνα, αγαπητοί. Αν υπάρχουν αδερφοί μας που πεινούν από ψωμί, υπάρχουν όμως ακόμη περισσότεροι που πεινούν από πνευματικό ψωμί. Πεινούν τον άρτον της ζωής, που είναι ο Χριστός. Πόσοι μέσα ακριβώς στα υλικά τους αγαθά κολυμπούν και ταυτόχρονα λιμοκτονούν πνευματικά! Γιατί; Γιατί ζουν το δράμα του Ταντάλου. Δεν ερμηνεύω ποιος ήταν ο Τάνταλος. Και σε αυτούς έχουμε χρέος να κάνουμε ελεημοσύνη. Προπαντός σε αυτούς έχουμε χρέος να κάνουμε ελεημοσύνη. Σε εκείνους που νομίζουν ότι έχουν πλούτη και δεν βλέπουν τη φτώχεια τους. Νομίζουν ότι τα έχουν όλα, αλλά αισθάνονται ένα κενό μεσ’ την ψυχή τους. Αλλά λένε: «Είμαι πλούσιος…Είμαι πλούσιος…». Κι όπως απαντάει ο Κύριος σε τέτοιους πλουσίους, που νομίζουν ότι είναι πλούσιοι, λέγει ο Κύριος, είναι στον 7ο άγγελο της Εκκλησίας της Λαοδικείας, τα εξής: «Καί οκ οδας(και δεν ξέρεις) τι σύ ε( ότι εσύ είσαι) ταλαίπωρος καί λεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός». Δεν έχουν όμως συνείδησιν. Οκ οδας. Δεν γνωρίζεις. Γιατί υπάρχει η πνευματική φτώχεια. Γι΄αυτό, ας τους δώσουμε, αγαπητοί μου, ένα βιβλίο να διαβάσουν· την Αγία Γραφή πρώτιστα και κυριότατα. Μία συμβουλή, μία χειραγώγηση στον δρόμο του Θεού, μία συζήτηση. Τη σύσταση ακόμη να ακούσουν ένα κήρυγμα. Επιτέλους και μία προσευχή γι’ αυτούς. Εξάλλου οι άνθρωποι σήμερα θέλουν πιο πολύ την καρδιά μας, παρά το πορτοφόλι μας. Μην μου πείτε ότι υπάρχει η κρατική μέριμνα. Όσο κι αν υποτεθεί ότι σε τίποτα δεν υπολείπεται η κρατική μέριμνα, ποτέ δεν πρόκειται να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες. Ποτέ. Όσο και αν είναι ευημερούν το κράτος…

Η ελεημοσύνη είναι πάντοτε έργο της Εκκλησίας. Παντοτινό έργο της Εκκλησίας. Και των Χριστιανών. Προπαντός η κάλυψις των πνευματικών αναγκών. Αγαπητοί, οι φρόνιμοι άνθρωποι, φροντίζουν τις οικονομίες τους να τις καταθέτουν στην Τράπεζα. Ώστε εν καιρώ να μπορούν να αξιοποιήσουν το κεφάλαιο που θα χρειαστούν. Υπάρχει όμως και μία άλλη Τράπεζα· που ενώ οι καταθέσεις σε αυτήν την τράπεζα μπορεί να είναι πολύ μικρές. Όμως οι τόκοι είναι αφάνταστα μεγάλοι. Είναι η Τράπεζα των ουρανών. Καταθέσεις μας; Οι ελεημοσύνες μας. Όσο μικρές και αν είναι. ν ποτήριον ψυχρο δατος. Υπεύθυνος τραπεζίτης; Αλλά και εγγυητής; Ο Θεός. Τόκος ασφαλής; Η Βασιλεία του Θεού. Μας το βεβαίωσε ο Ίδιος ο Κύριος: «Δανείζει Θε λεν πτωχόν». Θα αποτίσει, θα πληρώσει, θα δώσει και πολύ, πολύ, πολύ παραπάνω. Ανάμεσα στις τράπεζες της γης και την Τράπεζα του ουρανού, ας κρίνει, αγαπητοί μου, ο καθένας μας πού πρέπει να καταθέτει τις οικονομίες του. Ο τρόπος της εκλογής θα αποδείξει τον αληθινά έξυπνο και φρόνιμο Χριστιανό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_675.mp3

Αθαν, Μυτιληναίος (ΟΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ[:Iω. 5,1-15]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΟΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 21-5-2000]

(Β414)

Μια νέα καταπληκτική σελίδα μας εξιστορεί, αγαπητοί μου, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, από τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Είχε ανεβεί και αυτή την φορά ο Κύριος εις τα Ιεροσόλυμα. Και επεσκέφθη την κολυμβήθρα, δηλαδή τη δεξαμενή της Βηθεσδά, ή «προβατική κολυμβήθρα», όπως λέγεται επί το ελληνικότερον. Εκεί ήταν ένας τόπος πόνου και δυστυχίας. Γύρω από τη δεξαμενή που περιεστοιχίζετο από πέντε στοές, ευρίσκετο ένα πλήθος ασθενών ανθρώπων, που περίμεναν την θεραπεία τους. Βλέπετε, η αγάπη του Θεού είχε δώσει μία μικρή παρηγορία στον πονεμένο αυτόν λαόν, την εξής: Γράφει, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «γγελος γρ κατ καιρν κατέβαινεν ν τ κολυμβήθρ, κα ταράσσετο τ δωρ· ον πρτος μβς μετ τν ταραχν το δατος γις γίνετο δήποτε κατείχετο νοσήματι».

Βέβαια, η κολυμβήθρα αυτή ήταν μία εικόνα του Μεσσίου· που θα εγίνετο η πηγή πάσης ιάσεως και θεραπείας. Σ’ αυτόν λοιπόν τον τόπο έφθασε κάποτε ο Ιησούς. Και προσήγγισε κάποιον ασθενή, που εγνώριζε ο Κύριος ότι ήταν πολύ καιρό εκεί κατακείμενος. Και του λέγει: «Θέλεις γις γενέσθαι;». «Θέλεις να γίνεις καλά;». Τι όμως σημαίνει ο τονισμός ότι η ασθένεια αυτού του ανθρώπου ήταν γνωστή εις τον Ιησούν;

Και ήταν, αλήθεια, 38 ολόκληρα χρόνια παράλυτος! Μη δυνάμενος εύκολα από κει να μετακινηθεί. Για να φανεί το μέγεθος του θαύματος. Αλλά και η παιδαγωγία του Θεού, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Τι είναι η ασθένεια; Λέμε: «Είμαι ασθενής». Τι σημαίνει αυτό; Τι είναι η ασθένεια; Είναι το αποτέλεσμα μιας διαταραχής σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό. Θα το ξαναπώ: Είναι μία διαταραχή σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Κι εκείνο το οποίον διαταράσσει την σχέσιν ανθρώπου και Θεού είναι η αμαρτία. Μόνον η αμαρτία. Εξάλλου θα φανεί αυτό ευθύς μετά, όταν ο Κύριος θα πει εις αυτόν τον παράλυτον, που θα τον έκανε καλά και που θα τον συναντούσε εις τις αυλές του ναού του Σολομώντος λίγες μέρες μετά: «Κοίταξε, δε, να, έγινες υγιής. Πρόσεξε μην ξαναμαρτήσεις, για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο». Και τι είναι αυτό το χειρότερο; Το χειρότερο, αγαπητοί μου, είναι η πώρωση της ψυχής. Εάν ξανααμάρτανε. Και ακόμα τι άλλο είναι; Και η αιωνία κόλασις.

Οπότε βλέπομε, αγαπητοί, την σχέσιν ασθενείας και αμαρτίας με πάρα πολλή σαφήνεια. Λέμε στην Παράκληση της Θεοτόκου (και ποιος δεν ξέρει αυτόν τον στίχον της Παρακλήσεως;): «π τν πολλν μου μαρτιν, σθενε τ σμα, σθενε μου κα ψυχή». «Από τις πολλές μου αμαρτίες, αρρωσταίνει, ασθενεί και το σώμα και η ψυχή».

Και επικυρώνει εν προκειμένω αυτήν την αλήθειαν η Σοφία Σειράχ και λέγει- είναι στο 38ον κεφάλαιο. Μία μικρή παρενθεσούλα. Προσεγγίζομε εις αυτό το κεφάλαιον εις τα κατά Τρίτη θέματά μας και θα το δούμε αυτό εκτενέστερα. Είναι πολύ σπουδαίο. Εκεί ομιλεί περί ιατρού, ιατρικής, φαρμακοποιών, φαρμάκων και αμαρτίας που αρρωσταίνουν οι άνθρωποι. Τι λέγει λοιπόν το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ; «πόστησον», λέει, «πλημμέλειαν κα εθυνον χερας, κα π πάσης μαρτίας καθάρισον καρδίαν». «Πάρε τα χέρια σου μακριά και καθάρισέ τα από κάθε αμαρτία. Και έτσι να καθαρίσεις την καρδιά σου». Και προσθέτει, η Σοφία Σειράχ πάντοτε, επιγραμματικά μάλιστα: « μαρτάνων ναντι το ποιήσαντος ατν μπέσοι ες χερας ατρο». Δηλαδή «εκείνος ο οποίος αμαρτάνει απέναντι στον Δημιουργό του, θα πέσει στα χέρια του γιατρού». Κάποτε επισκεπτόμουν το στρατιωτικό μας Νοσοκομείο και πολύ επιθυμούσα να βάλω αυτήν την επιγραφή. Τελικά δεν τοποθετήθηκε. Δηλαδή πρόσεξε, άνθρωπε, θα αρρωστήσεις εάν παραβαίνεις τις εντολές του Θεού. Εάν, φερειπείν, πίνεις παραπάνω κρασί απ΄ό,τι πρέπει, δεν θα αρρωστήσεις; Εάν τρως παραπάνω από εκείνο που πρέπει, δεν θα αρρωστήσεις; Εάν ξενυχτάς και ασωτεύεις, δεν θα αρρωστήσεις; Βλέπετε εδώ με σαφήνεια πώς έχει το πράγμα. Μη μου πείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν μετέρχονται αυτόν τον άτακτον τρόπον ζωής. Θα το δούμε ευθύς παρακάτω.

Ωστόσο, σε ένα ιατρικό συνέδριο που έγινε στο Bossey της Ελβετίας προ κάποιων ετών, ειπώθηκε ότι η αρρώστια είναι κάτι περισσότερο από την παρουσία ενός μικροβίου. Κάτι περισσότερον. Είναι πράγματα που τα διαπιστώνει αυτά και αυτή ακόμα η Ιατρική. Ή η λεγομένη, αν έχετε περί αυτής ακούσει, η λεγομένη Ιατρική της προσωπικότητος. Κάποτε, ένας μαθητής του Γιουνγκ, ασκούσε το επάγγελμά του στη Γαλλία. Και πήγε ένας νεαρός με νευρωτισμόν άφθονον. Ε, τον ερώτησε το ιστορικό του, τον έψαξε από δω, τον έψαξε από εκεί, και μέσα στο ιστορικό αυτό, ανεκάλυψε ο γιατρός ότι αυτός είχε συνδεθεί με μία κοπέλα, δασκάλα μάλιστα, της έφαγε τα χρήματα που είχε και μετά την εγκατέλειψε. «Άκου», λέγει, «θα αποκαταστήσεις την ζημία και θα την παντρευτείς». Αυτός θύμωσε. «Και τι σχέση έχει», λέει, «αυτό με την νευρωτικότητά μου;». Αν έχει σχέση; Πάρα πολύ μεγάλη σχέση έχει. Θύμωσε αυτός ο νεαρός και έφυγε, πιστεύοντας ότι δεν είχε καμία σχέση το ένα με το άλλο. Και όμως, και όμως, είχε! Και μάλιστα άμεση σχέση το ένα με το άλλο.

Βέβαια, εάν αρρωστήσομε, τι πρέπει να κάνομε; Καλά, αρρωστήσαμε.Τι πρέπει να κάνομε; Άνθρωποι είμεθα, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αρρωστήσει ή λίγο ή πολύ. Πρώτα πρώτα θα φροντίσομε, αγαπητοί μου, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό. Θα συμφιλιωθούμε με το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως. Και κατόπιν, θα επισκεφτούμε τον ιατρόν.

Συμβουλεύει πάλι η Σοφία Σειράχ και λέει: «Τέκνον(:Παιδί), ν ἀῤῥωστήματί σου μ παράβλεπε(δηλαδή: όταν αρρωστήσεις, μην παραβλέψεις την αρρώστια σου), λλ᾿ εξαι Κυρί, κα ατς άσεταί σε». «Κάνε προσευχή εις τον Κύριον κι Εκείνος θα σε θεραπεύσει».

Ο ιατρός, λοιπόν, ποιος είναι; Είναι από προσώπου Κυρίου. Επειδή κι Αυτός ο Κύριος Ιησούς εθεράπευε. Βέβαια ο κύριος σκοπός Του δεν ήτο να θεραπεύει. Ο κύριος σκοπός Του ήταν να αποκαλύψει τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν και με την ανθρωπίνη φύση που πήρε, να είναι ο Θεός πια εις τους αιώνας των αιώνων μαζί με τους ανθρώπους. Εκείνοι οι οποίοι θα εσώζοντο βέβαια.

Το θέμα της θεραπείας των ασθενειών, αγαπητοί μου, ήταν δεύτερο, αν το θέλετε. Δεύτερο. Εντούτοις ο Κύριος δεν παρέλειψε να θεραπεύει τους ασθενείς. Μάλιστα τι μας λέγει ο Απόστολος Πέτρος, ότι δεν έκανε τίποτε άλλο ο Κύριος όσο ήταν επάνω στη γη, παρά να θεραπεύει τους αρρώστους. Αλλά εάν ήταν αυτός ο κύριος σκοπός, τότε ο Χριστιανισμός- προσέξτε αυτό το σημείο- περιορίζεται όσο ο Χριστός ήταν επάνω εις την Γην. Δεν θα υπήρχαν εφεξής άρρωστοι; Και συνεπώς δεν θα είχε αξία ο Χριστιανισμός; Είδατε λοιπόν σαφώς ότι το να θεραπεύονται οι άρρωστοι από τον Κύριον ή γενικότερα από την Εκκλησία, αν θέλετε, δια των χειρών των Αποστόλων και των διαδόχων των Αποστόλων κ.τ.λ. θα ήτο κάτι πάρα πολύ περιορισμένον. Εκεί περιορίζεται ο Χριστιανισμός; Ο Θεός να φυλάξει. Μη στενεύομε, εθελοτυφλούντες τα όρια και την σημασία του Χριστιανισμού.

Λοιπόν· ωστόσο ο ιατρός είναι από προσώπου Κυρίου. Και πρέπει να έχει αυτήν την συνείδησιν ο ιατρός. Ότι είναι από προσώπου Κυρίου. Όποιος εμφανιστεί σε εμένα, φοιτητής της Ιατρικής ή ιατρός, νεόκοπος ιατρός, καινούριος, φρέσκος, του συνιστώ πάντοτε και του λέγω: «Πρόσεξε, απ’ το σπίτι σου όταν θα φεύγεις, θα κάνεις την πρωινή σου προσευχή και θα παρακαλέσεις τον Θεόν να σε φωτίζει να κάνεις μία καλή διάγνωση». Είναι γνωστό ότι η καλή διάγνωσις, η ακριβής διάγνωση είναι η μισή θεραπεία. Και ποιος δεν το ξέρει αυτό; Αλλιώτικα ο άρρωστος ταλαιπωρείται από ιατρού εις ιατρόν, γιατί ακριβώς δεν έχει γίνει αυτή η διάγνωσις. «Κι όταν έρθεις σε επαφή με τον ασθενή σου, πάλι θα κάνεις από μέσα σου μία προσευχούλα, μία νοερά προσευχή, να σε φωτίσει και να σε βοηθήσει. Γιατί μην ξεχνάς ότι είσαι από προσώπου Χριστού». Ναι. Και πρέπει να θεραπεύσεις.

Θα ήτανε κάτι πολύ άσχημο, ο Χριστός να βρισκότανε μπροστά σε έναν άρρωστο και να μην τον θεράπευε. Μη νομίσετε, αυτό συνέβη εις τους εννέα μαθητάς. Όταν ο Κύριος ήταν επάνω εις το όρος Θαβώρ, οι εννέα ήταν κάτω στην πεδιάδα. Και τότε ένας πατέρας έφερε εκεί το παιδί του, το οποίο ήταν δαιμονισμένο σε μεγάλο βαθμό και έφερε αυτός ο πατέρας, ο ταλαίπωρος πατέρας, το παιδί του στους μαθητάς και αυτοί δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν το παιδί. Παρότι επήραν αυτήν την άδειαν να θεραπεύουν. Και την εντολή μάλιστα. Αλλά κάπου απίστησαν. Κάτι έπαθαν οι μαθηταί. Θα ρωτήσουν αργότερα, όταν θα κατεβεί ο Κύριος και θα θεραπεύσει αυτό το παιδί, θα Τον ερωτήσουν: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε;».

Εν τω μεταξύ δε οι άλλοι οι γύρω, κάτι Φαρισαίοι, κάτι Γραμματείς, οι οποίοι δεν άφηναν ρούπι από κοντά τους τον Ιησούν Χριστόν, άρχισαν να καγχάζουν, να γελούν και να κοροϊδεύουν τους μαθητάς. Έτσι λοιπόν, δεν θα ήτανε μία κοροϊδία, να μην μπορεί η Εκκλησία, οι ιερείς, να θεραπεύσουν; Ξαναλέγω: Δεν είναι αυτό το κύριο στοιχείο του Χριστιανισμού. Και ύστερα, ποιος σας είπε ότι κατά κάποιον τρόπο δεν θα ήθελε ο Θεός να παραμένει μία αρρώστια; Θα δούμε και θα το σχολιάσομε αυτό λίγο πιο κάτω, ότι ο Ιησούς εγνώριζε ότι εκεί αυτός ο παράλυτος είναι 38 χρόνια εκεί. Πήγε και τον ρώτησε προηγουμένως άλλη φορά; Όχι. Όταν πήγε εκεί εις την κολυμβήθρα της Βηθεσδά, επήγε κατευθείαν εις αυτόν. Τι θα πει εγνώριζε; Εγνώριζε· που σημαίνει άφησε ο Κύριος, ο άνθρωπος αυτός, να ωριμάσει εις την αρρώστιά του. Γιατί; Γιατί απλούστατα μία αρρώστια έχει πολλάκις και κυρίως παιδαγωγικόν χαρακτήρα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αν λοιπόν ο Θεός δεν θέλει έναν άνθρωπο να τον θεραπεύσει, αν ο Θεός δεν θέλει να θεραπεύσει εμένα, πού το ξέρω εγώ; Κι αν έτσι με τον τρόπον αυτόν δεν με παιδαγωγεί;

Ωστόσο συνεχίζομε τι λέει η Σοφία Σειράχ για τον ιατρόν. Λέει: Μάλιστα είναι ο πρώτος στίχος του 38ου κεφαλαίου. Λέει: «Τίμα ατρν(:Να τιμάς τον ιατρόν) πρς τς χρείας ατο τιμας ατο, κα γρ ατν κτισε Κύριος. Παρτοῦψίστου στν ασις». Δηλαδή, να τιμάς τον γιατρό. Ο Θεός έκανε τον γιατρό για τις ανάγκες σου. Βλέπετε; Προεβλέπετο ότι θα πέσει ο Αδάμ. Και θα εισρεύσουν οι αρρώστιες και τα δεινά.

Και δια μεν τον άνθρωπο του έδωσε την δυνατότητα να αναπτύξει κάπως τον πολιτισμόν. Όχι σε υπερθετικόν βαθμόν όμως. Γιατί μετά ο πολιτισμός είναι ένας κίνδυνος εις τα χέρια του ανθρώπου. Το ξαναλέγω, κίνδυνος. Σαν να βάλεις στα χέρια ενός μικρού παιδιού σπίρτα και να του πεις: «Ε, κάνε τα ό,τι θέλεις». Θα σου βάλει φωτιά στο σπίτι. Έτσι λοιπόν εδώ ο πολιτισμός απαλύνει, γλυκαίνει κάπως την τραχιά ζωή του ανθρώπου. Να κάνει κατοικία, να κάνει ένδυμα, τέλος πάντων, πολιτισμόν.

Αλλά έδωσε όμως και την Ιατρικήν Επιστήμην. Έδωσε και τα φάρμακα. Για να μπορεί ο άνθρωπος να βρίσκει μία, εκεί, ανακούφιση. Λοιπόν, τι; Για τις ανάγκες σου, λέει, ο Κύριος έκτισε τον ιατρόν.

Αλλά, θα πας στον γιατρό. Προσέξτε όμως. Έλεγε ο Παράκελσος: «Ο ιατρός νοσηλεύει, ο Θεός θεραπεύει». Πόσο χαίρομαι όταν έρχονται άνθρωποι και μου λένε: «Πήγα στον γιατρό και μας είπε: ‘’Τώρα δεν μπορούμε εμείς τίποτα παρακάτω να κάνομε. Ο Θεός έχει τον λόγον’’». Το χαίρομαι αυτό. Όταν οι γιατροί μας ομολογούν ότι τα όριά τους είναι περιορισμένα. Και ότι από κει και πέρα είναι θέμα Θεού. Αλλά ακριβέστερα είναι αυτό. Ο γιατρός νοσηλεύει. Θα σε κοιτάξει, να, ετούτα θα εκείνο. Αλλά τελικά την θεραπεία θα την πάρεις από τον Θεό.

Και θα συμπληρώσει μάλιστα ο Σοφός Σειράχ: «Κα ατρ δς τόπον -δηλαδή παραχώρησέ του την δυνατότητα να σε θεραπεύσει, κα γρ ατν κτισε Κύριος, κα μ ποστήτω σου, κα γρ ατο χρεία». Δηλαδή, μην τον διώξεις τον γιατρό. Τον έχεις ανάγκη. Τον έχεις ανάγκη πραγματικά. Και μάλιστα ένα άλλο χωρίο λέει: «Υπάρχει ευόδωσις εις τον ιατρόν, να ανακαλύψει κάποια στιγμή την αρρώστιά σου και να σε βοηθήσει».

Αποτεινόμενος ο Κύριος στον παράλυτο τον ερωτά: «Θέλεις γις γενέσθαι;». Θέλεις να γίνεις καλά; Περίεργη, αγαπητοί μου, αλήθεια, περίεργη ερώτησις. Να πάω στον γιατρό και να με ρωτήσει ο γιατρός αν θέλω να γίνω καλά. Θα ΄λεγε κανείς, περιττεύει αυτή η ερώτησις. Μα γι΄αυτό, γιατρέ μου, ήρθα. Για να με κάνεις καλά. Και με ρωτάς εάν θέλω να γίνω καλά; Εντούτοις, όταν ο Κύριος είπε «Θέλεις να γίνεις καλά; Και υγιής;», αυτό Του το ερώτημα είχε ένα βάθος. Αποτείνεται ο Κύριος στην προαίρεση του ανθρώπου. Και υπονοεί την ολοκληρίαν της υγείας. Θα το ξαναπώ: την ολοκληρίαν της υγείας. Δηλαδή να γίνεις ο όλος άνθρωπος καλά. Διότι, πιστεύω δεν θα διαφωνήσετε μαζί μου, ότι πολλοί θα ήθελαν να γίνουν υγιείς, φερειπείν …να περάσει το στομάχι τους, να μην έχουν έλκος, να περάσει το στομάχι τους, αλλά μόνον σωματικά. Και όχι ψυχικά ή και πνευματικά. Δηλαδή να μην υπάρχει αυτή η θεραπεία, να δώσει την ολοκληρίαν εις τον άνθρωπον. Όπως το είδαμε εδώ πέρα και το είπαμε, ότι ποια είναι η ασθένεια έναντι του Θεού; Διασάλευσις της τάξεως. Μπαίνει η αμαρτία. Γιατί θέλεις μόνον, αδελφέ μου, να γίνει το στομάχι σου καλά; Για να γίνεις πάλι γαστρίμαργος; Γιατί δεν ζητάς επί παραδείγματι να είσαι ο τακτικός στην τροφή σου; Πρέπει να φάμε για να ζήσουμε, αναμφισβήτητα. Αλλά ο τακτικός όμως εις την ζωήν σου και στο φαγητό σου.Έτσι, βλέπετε, δεν ζητάμε την ολοκληρία της θεραπείας. Δηλαδή την θεραπεία και της ψυχής μας από τα πάθη μας. Αλλά ζητάμε μόνο να γίνομε καλά σωματικά, για να ξαναρίψομε αυτό το ταλαίπωρο σώμα μας εις την εκδαπάνησή του στην αμαρτία. Στην πορνεία, στη μέθη, στα ναρκωτικά και δεν ξέρω τι άλλο…

Θέλει ακόμα να του πει, όταν τον ερωτά ο Κύριος, ότι δεν είναι μόνο το νερό της κολυμβήθρας, στο οποίο περιμένεις να μπεις μέσα και λες ότι «νθρωπον οκ χω». Άλλο μεγάλο εκείνο το θέμα. «νθρωπον οκ χω»… Μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος λέει ένα χαριτωμένο: «Εγώ για σένα έγινα άνθρωπος. Και λες ότι δεν έχεις άνθρωπον;». Ώστε όταν ταράσσεται το νερό να με ρίχνει μέσα στην κολυμβήθρα κτλ.

Αγαπητοί μου, μην πιστεύει κανείς ότι ήταν μόνον το νερό. Αλλά ήτανε και ο Ιησούς Χριστός. Δεν είναι λοιπόν μόνον η Ιατρική, αλλά είναι κι ο Θεός. Πρώτα λοιπόν ο Θεός, μετά είναι η Ιατρική. Προσέξτε, δεν θα υποτιμήσομε την Ιατρική. Αλλά πρώτα ο Θεός και μετά η Ιατρική. Γιατί κάνουν το λάθος και λένε: «Ε, θα κάνω προσευχή και δεν θα πάρω στον γιατρό». Λάθος! Αν ο Θεός έδωσε την Ιατρική σημαίνει ότι πρέπει να πας και στον γιατρό. Μόνο, θα ιεραρχήσεις τα πράγματα. Πρώτα ο Θεός και μετά η Ιατρική. Όπως μας συμβουλεύει και το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ, όπως σας είπα προηγουμένως.

Παρατηρούμε ένα σημαντικό σημείον. Αυτό το οποίο ήδη σας ανέφερα. Σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής ότι «γνος ησος τι πολν χρόνον χει». Εγνώριζε ο Ιησούς ότι έχει πολύν καρό εκεί εις τις πέντε στοές παρά την λίμνην, δηλαδή την δεξαμενή. Αυτό σημαίνει ότι η ασθένεια του παραλύτου, δεν είχε διαφύγει της γνώσεως και προσοχής του Θεού. Δεν είχε διαφύγει. Τότε η ασθένεια του ανθρώπου θα είχε παιδαγωγικό χαρακτήρα. Είμαι άρρωστος για να παιδαγωγηθώ. Ζούσε ο νέος αυτός… ήταν 38 χρόνια παράλυτος. Πρέπει να τον λογαριάσομε καμιά εξηνταριά χρονώ άνθρωπο. Έζησε έκφυλη ζωή, άσωτη ζωή, μέχρι παραλυσίας.

Έτσι, βλέπομε, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα η αρρώστια. Κάτσε εκεί, να ΄ρθει το μυαλό, να καταλάβεις. Αυτό θα πει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Πάλι για τον άνθρωπο, για τη σωτηρία του. Ιδιαιτέρως αυτό πρέπει να το προσέξομε. Πολύ πρέπει να το προσέξομε. Λέγει ο Θεός, στο Δευτερονόμιο: «Πατάξω κγ άσομαι». «Εγώ θα χτυπήσω, Εγώ θα θεραπεύσω».

Πρέπει σε μία ασθένειά μας να αναζητούμε μήπως κάπου προσκρούομε στο θέλημα του Θεού. Βέβαια κάθε ασθένεια δεν είναι αποτέλεσμα της παραβάσεως των εντολών του Θεού. Αυτό είναι γνωστό. Και μάρτυς η Γραφή, αν το θέλετε. Ο Ιώβ περιέπεσε σε εκείνη την άφατη περιπέτεια, χωρίς να είναι εκείνος που πλήρωνε τις αμαρτίες του. Διότι δεν μπορούσε να δει το παρασκήνιο· που πήγε ο διάβολος και ζήτησε κ.τ.λ. κ.τ.λ. την ιστορία την ξέρετε, για να μην αργώ περισσότερο. Έτσι σήμερα εμείς πολλά πράγματα γνωρίζομε. Όπως και την ιστορία του Ιώβ τη γνωρίζομε. Ο Ιώβ όμως δεν εγνώριζε γιατί έγινε λεπρός, έχασε τα παιδιά του, άφατη δυστυχία, άφατη δυστυχία! Και σήμερα είναι το υπόδειγμα της υπομονής. Και μάλιστα, αν το θέλετε, είναι και τύπος του Ιησού Χριστού.

Όμως το ίδιο συνέβη και με τον Τωβίτ. Δεν θα εξιστορήσω περισσότερα. Ή εκείνος ο εκ γενετής τυφλός. Ρωτούν οι μαθηταί: «Κύριε, ποιος αμάρτησε;(Γιατί έτσι λέγαν οι Εβραίοι. Ότι μπορούσε να είχε αμαρτήσει οπωσδήποτε κάποιος). Οι γονείς του ή αυτός; Μα αφού γεννήθηκε τυφλός; Πότε θα προλάβαινε να αμαρτήσει;». Και ο Κύριος είπε: «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό ήτο για την δόξα του Θεού». Μπορούσε να υπηρετήσει, λοιπόν, την δόξα του Θεού. Όπως και υπηρέτησε. Και ο άνθρωπος αυτός ηκολούθησε τον Χριστόν, έγινε Χριστιανός. Ορίστε. Όριστε. Πάντως το θέμα είναι ότι έχομε πάρα πολλές περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι αποτέλεσμα αμαρτιών. Ο Θεός ξέρει. Πάντως με όλες αυτές τις περιπτώσεις ένα κέρδος έχομε: την παιδαγωγία του λαού.

Αγαπητοί, στην ιστορία του Ισραήλ πάντοτε ακολουθείται τούτο το σχήμα: Αποστασία-τιμωρία- μετάνοια- σωτηρία. Και αυτό το σχήμα δεν είναι μόνον για έναν λαό. Είναι και για κάθε πρόσωπο. Και για κάθε πρόσωπο, σας το ξαναλέγω. Ο Θεός παιδαγωγεί για να μας σώσει. Πώς θα σας φαινόταν όταν ο Θεός αφήνει τον λαό Του να μείνει στην έρημο 40 ολόκληρα χρόνια! Ήταν υπόθεσις ολίγων ημερών. Περνώντας από εκεί που σήμερα είναι το Σουέζ, να περάσει ο λαός και να πάει στη γη Χαναάν. Γιατί άφησε ο Θεός τον λαό Του 40 χρόνια; Για να τον παιδαγωγήσει. Η έρημος ήταν αχμηρά. Η έρημος ήταν περιπέτεια. Κι όμως αφήνει εκεί 40 χρόνια τον λαό Του, για να παιδαγωγηθεί.

Μην λησμονούμε εκείνον τον γραφικόν λόγον, που λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος: « Θεός μν ς υος διαλέγεται· υέ μου, μ λιγώρει παιδείας Κυρίου(δηλαδή: μην αποφεύγεις την παιδαγωγία του Κυρίου), μηδ κλύου π᾿ ατο λεγχόμενος(:ούτε να αποκάμνεις και να αγανακτείς όταν ελέγχεσαι από τον Κύριον). ν γρ γαπ Κύριος παιδεύει». Δηλαδή: «Παιδαγωγεί εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί». «Μαστιγο δ πάντα υἱὸν ν παραδέχεται – Δεν θα πάω να δείρω το παιδί του γείτονα, όταν…, όταν… Θα δείρω το δικό μου το παιδί. Γιατί εγώ παραδέχομαι ποιο είναι το παιδί μου-«Μαστιγο δ πάντα υἱὸν ν παραδέχεται· π τ συμφέρον». Κι αυτό πάντα για κάποιο συμφέρον. Ποιο είναι αυτό το συμφέρον; Ακούσατέ το: «Ες τ μεταλαβεν τς γιότητος ατο». Για να γίνομε μέτοχοι της αγιότητος του Θεού. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_834.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει ὅλα τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρτερία κι ἐλπίδα στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στὸν οὐρανό, ἐνῶ στὸν ἄπιστο θὰ μοιάζει μὲ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατί ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δὲν ὑποφέρει· κι ὅταν ὑποφέρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ δυσανασχετεῖ.

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲ γογγύζει ὅταν ὑποφέρει, ἀλλ’ ἐξετάζει τίς αἰτίες μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεό. Ποὺ θὰ βρεῖ τίς αἰτίες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει αὐτὸς ποὺ πάσχει; Θὰ τίς βρεῖ εἴτε μέσα του εἴτε στοὺς γονεῖς του καὶ στοὺς γείτονές του. Ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ὑπόφερε γιὰ τίς δικές του ἁμαρτίες. Ὁ Ροβοὰμ γιὰ τίς ἁμαρτίες τοῦ πατέρα του, τοῦ βασιλιᾶ Σολομῶντα. Οἱ προφῆτες ὑπόφεραν γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν συμπατριωτῶν τους.

Ἄν αὐτὸς ποὺ πάσχει ἔψαχνε διεξοδικότερα καὶ βαθύτερα τίς αἰτίες τῶν βασάνων του, ποὺ θὰ τίς ἔβρισκε; Σίγουρα θὰ τίς συναντοῦσε στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ πρός το Θεὸ ἢ σὲ κάποιο σκοτεινὸ καὶ κακὸ πνεῦμα, σ’ ἕνα μαῦρο σκοτάδι χωρὶς φὼς ἢ στὴ στοργικὴ καὶ θεραπευτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ βρεῖ τίς αἰτίες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑποφέρει ἐκεῖνος ποὺ ψάχνει διεξοδικότερα καὶ βαθύτερα. Ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ὑπόφεραν ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία τοὺς στὸ Θεὸ καὶ δίκαιος Ἰὼβ ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ καὶ κακὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας: ὁ τυφλὸς νέος ἄνθρωπος, ποὺ ὁ Χριστὸς ἄνοιξε τὰ μάτια του, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ δική του αἰώνια ἀνταπόδοση.

Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ νὰ ἀναζητήσει τίς αἰτίες ποὺ τὸν βασανίζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος θυμᾷται ὅλες τίς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανε ἀπὸ παιδί. Τίς θυμᾷται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περιμένει νὰ πληρώσει γι’ αὐτές. Ἔτσι ὅταν τὸν βροὺν βάσανα, εἴτε αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τοὺς φίλους ἢ τοὺς ἐχθρούς του, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἢ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ γνωρίσει τίς αἰτίες, γιατί τίς ἀναζητεῖ μέσα του. Ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος ὅμως εἶναι ἐπιλήσμων, ξεχνᾷ ὅλες τίς ἀδικίες του. Κι ὅταν συναντήσει δυσκολίες ὀργίζεται πολὺ καὶ ρωτάει μὲ κατάπληξη: Γιατί ἐγὼ νὰ ἔχω πονοκέφαλο, γιατί ἐγὼ νὰ χάνω ὅλα τὰ λεφτά μου, γιατί τὰ δικά μου παιδιὰ νὰ πεθαίνουν; Καὶ μὲ τὴν ἀνοησία καὶ τὸ μένος ποὺ τὸν δέρνουν, δαχτυλοδείχνει κάθε ὕπαρξη στὴ γῆ ἢ στὸν οὐρανό. Ὅλοι τους εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ βάσανά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του – τὸν μόνο πραγματικὰ ὑπεύθυνο.

Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπωφελεῖται ἀπ’ ὅλα τὰ βάσανά του, γνωρίζοντας πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴ δική του ὠφέλεια. Μὲ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὸν ἄνθρωπο βάσανα γιὰ τίς ἁμαρτίες του. Μὲ τὸ ἔλεός Του το κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τὴ δικαιοσύνη Του. “Ἄν ἐνεργοῦσε μὲ τὴ δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θά ‘φερνε θάνατο, ὅπως λέει κι ὁ ἀπόστολος: «Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα αποκύει θάνατον» (Ἰακ. ἅ’ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιὰ θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ’ ἀπὸ τὰ βάσανα. Τὰ βάσανα εἶναι ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πῶς τὰ βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς τὰ βάσανα δὲν εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικὸ κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακὰ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὸ κακό. Ὅσο πιὸ ἄρρωστος πνευματικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ τοῦ δίνει ὁ γιατρός.

Μερικὲς φορὲς ὁ ἄρρωστος νομίζει πῶς τὸ φάρμακο εἶναι χειρότερο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ βάσανα εἶναι βαρύτερα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπάτη, μιὰ πολὺ μεγάλη αὐταπάτη. Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο βάσανο τόσο σκληρὸ καὶ τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ βάσανα ποὺ ὑποφέρουν ἄνθρωποι καὶ λαοὶ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἡ πλούσια θεραπεία ποὺ παρέχει σὲ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀναπόφευκτα τὴν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἂν τὸ ἔλεος τοῦ Θεου δὲν ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιὰ νὰ συνεφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατί ἡ θεραπεία ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν πειρασμό, προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.

Ἴσως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾷται τὰ βάσανα ἐπειδὴ φοβᾷται το θάνατο. Μποροῦν τὰ βάσανα ν’ ἀπομακρύνουν το θάνατο;» Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στὸ θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἢ τὸ φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τὸ φάρμακο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν δὲν εἶναι τὰ βάσανα ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ στὸ θάνατο ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ποὺ φέρνει τὴν ἀρρώστια στὸν ἄνθρωπο καί το θάνατο στὴν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτὸς σπόρος, ποὺ ἂν δὲν ξερριζωθεὶ ἔγκαιρα μὲ τὰ βάσανα καὶ δὲν καεῖ μὲ τὸ πὺρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ’ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ καλύψει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.

Εἶναι σαφὲς λοιπὸν πῶς τὸν πόνο πρέπει νὰ τὸν ἀντιμετωπίσεις μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στὸ Θεό, μὲ εὐχαριστία, μὲ χαρά. «Ὅσας ἔδειξὰς μοὶ θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς, λέει ὁ προφήτης Δαβὶδ στὸ Θεό, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς μέ, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές μέ… ψαλῶ σοὶ ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοί, καὶ ἡ ψυχή μου, ἢν ἔλυτρώσω» (Ψαλμ. ὁ’ 20-23). “Ὁ ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθὸ κοινωνεῖτε τους τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α Πετρ. δ’ 13). Αὐτὸ σημαίνει πῶς πρέπει νὰ χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα. Κι αὐτὸ γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιὰ καινὴ ζωή, γιὰ νὰ κατοικήσει μέσα καὶ γύρῳ μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθαινε στὴν ἐξορία, βασανισμένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ ψέλισε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».

Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στὸν πόνο. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου ποὺ ἦταν παράλυτος γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιὰ δυὸ μεγάλα μυστήρια. Τὸ πρῶτο εἶναι πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στὸν ἴδιο, στὴν ἁμαρτία του. Τὸ δεύτερο εἶναι πῶς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τὴ θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (Ἰωάν. ε’ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφτηκαν γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκή Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἀνέβῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἐβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα» (Ἰωάν. ἔ’ 1,2). Πρὶν πάει στὰ Ἱεροσόλυμα o Κύριος βρισκόταν στὴ Γαλιλαία. Στὴν ἁγία πόλη πῆγε γιὰ τὴ γιορτή. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συμπεράνουμε ποιά ἦταν ἡ γιορτὴ αὐτή. Ἦταν τὸ Πάσχα, ἡ Πεντηκοστὴ ἢ ἡ γιορτὴ τοῦ Καθαρισμοῦ; Δὲ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητο ὅμως νὰ γνωρίζουμε. Ἄν ἦταν κάτι οὐσιαστικό, ὁ εὐαγγελιστὴς θὰ τὸ εἶχε ξεκαθαρίσει.

Η Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἢ Βηθεσδά, πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τὴ γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ. ἅ’ 1, 32), ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ προορίζονταν γιὰ θυσία, γιὰ νὰ τὰ πλύνουν πρῶτα στὴν κολυμβήθρα. Ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ ὑπάρχει ἀκόμα στὴν Ἱερουσαλήμ, ἂν καὶ ἐρειπωμένη καὶ δὲ χρησιμοποιεῖται πιά. Τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐαγγελιστῆ ὅμως ἡ κολυμβήθρα ἦταν σὲ χρήση, γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ ἐνεστώτα χρόνο: ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τὴ προβατικὴ κολυμβήθρα.

Γύρω ἀπὸ την κολυμβήθρα ὑπῆρχαν πέντε στεγασμένοι χῶροι, γιὰ νὰ φιλοξενοῦν τοὺς πολλοὺς ἄρρωστους ἀνθρώπους ποὺ κατέφευγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ θεραπευτοῦν. «’Ἐν ταύταις κατέχει τὸ πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ ο οὔν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ὦ δήποτε κατείχετο νοσήματα» Ἰωάν. ἔ’ 3-4). Σ’ αὐτὸν τὸν περίεργο τόπο μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἄνθρωποι ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες, γιὰ νὰ βροῦν τὴ θεραπεία ποῦ μάταια εἶχαν ἀναζητήσει ἀπὸ ἀνθρώπους σὲ ἄλλους τόπους. Τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀπὸ μόνο του θεραπευτικὲς ἰδιότητες. Ἦταν ἁπλὸ φυσικὸ νερὸ μὲ μίγματα μεταλλικά. Ἡ θεραπευτικὴ ἰδιότητά του ἦταν θεϊκή, προερχόταν ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τίς θεραπευτικὲς αὐτὲς ἰδιότητες τίς ἀποκτοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, μόνο ὅταν μὲ τὴ θεία πρόνοια ἄγγελος τοῦ Θεοῦ κατέβαινε καὶ τάραζε τὸ νερό.

Τί περίεργη, τί δραματικὴ σκηνή! Φανταστεῖτε τοὺς χώρους στὶς πέντε στοὲς νὰ κατακλύζονται ἀπὸ τοὺς πιό ἀπελπισμένους καὶ πονεμένους ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ παντοῦ! Φανταστεῖτε πέντε χώρους γεμάτους πόνο, θλίψη, δάκρυα καὶ διαγκωνισμούς. Γύρῳ,Γύρω τους ὑπῆρχε μιὰ πόλη γεμάτη κόσμο ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν ἄνεση, κυνηγοῦσε τὸν πλοῦτο κι ἀγωνιζόταν νὰ ἀποκτήσει δόξα, τιμὲς καὶ ἐξουσία, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ τόσο μὲ τὸ σῶμα ὅσο καὶ μὲ τὴν ψυχή τους ἦταν σὰ νά ‘παιζαν κωμωδία. Ἐδῶ ὅμως ὑπῆρχε ἡ ἀγωνία τοῦ θανάτου ποὺ ἦταν κοντὰ κι ὁ μοναδικὸς τόπος ὅπου ἦταν ὅλα τὰ μάτια γυρισμένα: τὸ νερό. Κι ὁ μοναδικὸς ποὺ περίμεναν: ὁ ἄγγελος. Μία καὶ μοναδικὴ ἡ ἐπιθυμία τους: νὰ θεραπευτοῦν.

Τί ἀξία ἔχει ἡ ὑγεία γιά σας, θὰ τοὺς ρωτοῦσε κανείς. Μήπως γιὰ χάρη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς κωμωδίας, ψυχικῆς καὶ σωματικῆς, ποὺ παίζεται γύρῳ,γύρω σας; Δὲν εἶναι ἀρκετὴ αὐτὴ ποὺ παίζεται παντοῦ, χωρὶς τὴ δική σας συμμετοχή; Ἢ μήπως γιὰ νὰ ὑπηρετήσετε τὸ Θεό; Μὰ δὲν ὑπηρετοῦν το Θεὸ ἐκεῖνοι ποὺ ὑπομένουν τὰ πάντα γιὰ χάρη Του μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα; Ἢ μήπως ἀναζητεῖτε τὴν ὑγεία μόνο γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ μόνο γιὰ τὴ ζωή; Μά ο σκοπὸς δὲν ἁγιάζει τὰ μέσα. “Ὅταν ὁ Θεός σας ἔστειλε στὸν κόσμο αὐτόν, τό ‘κανε γιὰ κάποιο σκοπό. “Ὅταν σᾶς ἔδωσε τὴν ὑγεία, εἶχε κάποιο σκοπό. Λέει ὁ Ἰώβ: «Οὐχὶ πειρατήριόν ἔστιν ὁ βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;» (Ἰὼβ ζ’ 1). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ πρέπει νὰ ἐκπαιδεύεται γιὰ νὰ μάχεται καὶ νὰ νικᾷ. Ἄν εἶναι μισθοφόρος, περιμένει την ἀμοιβή του ὅταν τελειώσει ἡ ὑπηρεσία του. Ζωὴ ὅμως γιὰ χάρη τῆς ζωῆς, ἐπίγεια ζωὴ γιὰ χάρη τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς ὑγείας, σημαίνουν ζωὴ ἄσκοπη καὶ ὑγεία ἄσκοπη. Στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ ζωὴ καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς κωμωδίας τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ εἶναι σὰν δίκοπο μαχαίρι ποὺ μπήγεται στὸ στομάχι.

Πέντε στοὲς γεμᾶτες μὲ ἀνάπηρους: τί περίεργος χῶρος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στὸ Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανὴ εἰκόνα! Τί παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστασης ὅπου δαπανοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιὰ ποιό σκοπό; Γιὰ ν’ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νὰ μαζέψουν ἁμαρτία.

Οἱ πέντε στοὲς στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πῶς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας ποὺ κείτεται θαμμένη στὰ ἐρείπια τῆς ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πῶς αὐτὴ εἶναι μιὰ μεμονωμένη ἱστορία, πῶς βρίσκεται μακριὰ ἀπό σας καὶ πῶς δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὴ δική σας ζωή. Δὲν ἔχει ὑποπέσει στὶς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψῃ, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι , πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες; Ἄχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα ποὺ σώζει ἕνα ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἕνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τὴ μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα καὶ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Του ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἄδειασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά… καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰ’ 3,4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.

«Ἦν δὲ τίς ἄνθρωπος ἔχει τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ: θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθῃ αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ μὲ εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἕν ὼ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει» (Ἰωάν. ἔ’ 5-7). “Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιός τὸν ζητοῦσε, ποιός τὸν εἶχε ἀνάγκη. Δὲν πέρασε τυχαῖα ἀπὸ τὴ λίμνη γιὰ νὰ πάει στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, γιὰ παράδειγμα, ὅπως ἴσως νόμιζαν οἱ σύντροφοί Του. Ἐκεῖνος γνώριζε πῶς ἐκεῖ βρίσκονταν δυὸ ἄνθρωποι δαιμονισμένοι ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Οὔτε βρέθηκε τυχαῖα στὴν πόλη τῆς Ναΐν τὴν ὥρα ποὺ μετέφεραν τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χώρας. Ἐκεῖνος προγνώριζε πῶς ἐκεῖ τὸν περίμενε ἕνα μεγάλο ἔργο, σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο κι ἐκείνη τὴν ὥρα. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲ βρέθηκε τυχαῖα στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή, ὅποια κι ἂν ἦταν αὐτή, οὔτε καὶ βρέθηκε πάλι ἀπὸ τύχη ἢ ἀπὸ περιέργεια στὸ χῶρο τῶν πέντε στοῶν, στὸ χῶρο τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης. “Ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὴν ἀκριβῆ προόρασή Του γιὰ τὸν τόπο καί το χρόνο. Εἶναι φανερὸ πῶς στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦρθε γιὰ τὴ γιορτή, ὅπως νόμιζαν οἱ μαθητές Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ προσφέρει.

Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ πολὺ ἄρρωστος. Μιὰ ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες, στοὺς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ μιὰ ἀρρώστια ποὺ κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴ δική μας στάση, ἀπὸ τὴ δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὧρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δὲν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιὰ ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιὰ ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος. Ἄν τὸν χρόνο αὐτὸν τῶν τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν τὸν πολλαπλασιάσεις τοὐλάχιστον, θὰ πλησιάσεις περίπου το χρόνο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ὑγιής, κινητικός, δημιουργικὸς καὶ χαρούμενος. Ὁ παραλυτικὸς εἶχε ζήσει τόσο ὅσο ζεῖ ο ὑγιὴς ἄνθρωπος, γιὰ ἕναν αἰῶνα, καὶ μάλιστα κατάκοιτος, στὸ κρεβάτι του. ‘Ἀντὶ νὰ τὸν κυνηγάει ὁ χρόνος, τὸν κυνηγοῦσε αὐτός, τὸν ἔσπρωχνε.

Τί ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τί ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιὰ νὰ συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τί σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στὴ θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπόφερε τόσο πολὺ γιὰ τίς ἁμαρτίες του, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στὸ νοῦ μας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες – στὶς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστανται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τὴ ζωὴ κι ἀναχωροῦν γιὰ τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.

«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ρώτησε ὁ μοναδικὸς Φίλος ποὺ ἔσκυψε ποτὲ κοντά του, στὸ κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανέναν στὸν κόσμο ὁλόκληρο νὰ μὲ λυπηθεῖ καὶ νὰ μὲ βάλει στὸ νερὸ τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνει τὴ θεραπευτικὴ δύναμη. Τὴν ὥρα ποὺ προσπαθῶ νὰ συρθῶ στὸ νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νὰ ξανακάνω τὴν ἴδια ἐπώδυνη προσπάθεια γιὰ νὰ γυρίσω στὸ κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιὰ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Δὲν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.

Ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ώς τους πλούσιους καὶ δυνατούς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιὰ ν’ ἁπλώσει τὸ χέρι του καὶ νά σε βοηθήσει γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς του; Δὲν μποροῦσε τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νά σε βοηθήσει; Ὄχι, οὔτε ἕνας. Ἔπρεπε νά ‘ρθεὶ κάποιος Ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, νὰ κάνει ἕνα τριήμερο καὶ κουραστικὸ ταξίδι, τὴν ὥρα ποὺ πολλοὶ ἄνεργοι καὶ χασομέρηδες γυρνοῦν ἀνέμελα στὴν πόλη μέρα νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου; Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς! Δές το ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲ βρέθηκε κανένας τοὺς νὰ ἔρθει ἢ ἔστω νὰ στείλει κάποιον γιὰ νά σε βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στὸ ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως ἄνθρωπον οὐκ ἔχω. Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτή. Κανένας τους ὅμως δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ἕναν πονεμένο καὶ ἥσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ Σάββατο. Χιλιάδες χιλιάδων ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν μόνο γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ Σάββατο, ὅπως οἱ πατέρες του προσκύνησαν τὴ χρυσῆ ἀγελάδα στὴν ἔρημο. Χιλιάδες χιλιάδων Ἰουδαῖοι, μὰ ἐγὼ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω.

Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος – ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπό τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δὲν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία ὼς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴ γιορτή, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου. Ἠρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νὰ καταγγείλει τὴ φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἑνὸς λαοῦ ποὺ τὰ αἰσθητήριά του ἔχουν αμβλυνθεί. Ὁ Ἄνθρωπος ἦρθε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει» (Ἰωάν. ἔ’ 8-9). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ προφανῶς γιὰ πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νά ‘ρχεται καὶ νὰ ταράζει τὸ νερὸ στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα. Γιατί ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσῳ οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπό το Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους Του. Τώρα ποὺ ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στὰ παιδιά του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τίς δωρεές Του.

Ἴσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔκανε στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο τὴ συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δὲν ἐρεύνησε νὰ δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δὲν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲν πιστεύει μόνο στὴ θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ κάποιο τρόπο πιστεύει καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο. Δὲν εἶπε, «Ναί, Κύριε, θέλω νὰ γίνω καλά, μὰ ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Θὰ πρέπει μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ νὰ θυμηθοῦμε πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους καὶ κωφάλαλους, χωρὶς νὰ τοὺς ρωτήσει γιὰ τὴν πίστη τους. Τοὺς θεράπευσε ἁπλᾶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι καὶ στὴ Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιὰ τόσο μακρὺ διάστημα, σ’ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκοπό: γιὰ νὰ καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ συνάνθρωπό τους νὰ ὑποφέρει καὶ δὲν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νὰ δείξει πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ Σάββατο, πῶς ἡ ἀγάπη ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὴ μοναδικὴ σφραγῖδα τοῦ τρόπου ποὺ ἐνεργεῖ ο Θεός: νὰ στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα.

«Ἢν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τὴν ἡμέρα. ἔλεγον οὔν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ: Σάββατόν ἔστιν οὐκ ἔξεστί σοὶ ἆραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. ἔ’ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! ‘Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποῦ ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανά ‘γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νὰ τὸν συγχαροῦν ποὺ ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νὰ ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νὰ τοὺς καλέσουν ὅλους γιὰ νὰ δοξάσουν τὸ ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ όλ’ αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στοὺς ὤμους του τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στὸ σπίτι του. Ἄν μπροστὰ στὰ μάτια τους εἶχε ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρὸς ἄνθρωπος ἤμέρα Σάββατο, δὲ θὰ εἶχαν θαυμάσει γιὰ τὴν ἀνάστασή του ἀλλὰ θὰ τὸν ρωτοῦσαν: «Γιατί εἶσαι σκονισμένος καὶ λερωμένος σήμερα, ποὺ εἶναι Σάββατο;»

«Ἀπεκρίθῃ αὐτοῖς: ὁ ποιήσας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖνος μοῦ εἶπεν ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὔν αὐτόν· τίς ἔστιν ὁ ἄνθρωπος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κράβαττόν σοὶ καὶ περιπάτει;» (Ἰωάν. ἔ’ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ Σάββατο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύτηκε μιλάει πρώτη φορὰ γιὰ τὴ θεραπεία του, τὴν ὁμολογεῖ ὡς τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα, καὶ δεύτερο γιὰ τὸ κρεβάτι ποὺ κουβαλάει στοὺς ὤμους του. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐνδιαφέρονται καθόλου γιὰ τὴ θεραπεία του, γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή του ποὺ ἄλλαξε. Ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν ἀπάντησή του, θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν ρωτήσουν μετά : «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σὲ θεράπευσε;» Mὰ ὄχι. Ἐκεῖνο ποὺ ρωτοῦν εἶναι τὸ ἄλλο, τὸ δευτερεῦον καὶ συμπτωματικό: Τίς ἔστιν ὁ ἄνθρωπος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κράβαττόν σοὶ καὶ περιπάτει;

Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στὴ γῆ ποὺ ἐξέθρεψε τὸ Μωυση, τὸν Ἠσαΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μιὰ σαββατoλατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μιὰ ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θεᾶς ποὺ ὀνομάζεται «Σάββατο»!

«Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ἤδει τίς ἔστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἔξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν.ε’13).Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι του τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τὴ ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τὴ θαυματουργική του δύναμη. Παρ’ όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτῆ του ἢ νὰ τοὺς πεὶ ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μέ το ποὺ πραγματοποίησε τὴ θεραπεία χάθηκε μέσα στὸ πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν’ ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νὰ καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιὰ νὰ γλιτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. ἔ’ 41). Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴ τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιὰ νὰ δώσει παράδειγμα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγόμαστε χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιὰ νὰ προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλά του ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προσέχουμε πολὺ τὰ καλά μας ἔργα, ν’ ἀποφεύγουμε νὰ προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἤ το φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλό του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυὸ κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸ φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους.

«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ ἴδε ὑγιὴς γέγονας μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ἐ14). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαῖρα, στὴν πνευματική του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νὰ πάψει ν’ ἁμαρτάνει. Ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται.

Δὲν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώσῃ αὐτή. Ξέρουμε πῶς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πῶς ἡ ἁμαρτία μας ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά Του. Γνωρίζουμε πῶς κάθε ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χειρὸν σοὶ τί γένηται. Τώρα ὁ Θεός σου ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σοῦ συχωρέθηκε. Μὴν ἐξακολουθεῖς νὰ πειράζεις το Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατί τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τὴ δικαιοκρισία Του. “Ἄν κατόρθωσες νὰ δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μιὰ ἀνεπαρκῆ γνώση γιὰ τὴ δύναμή του, μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε δὲ θὰ μπορέσεις νὰ βρεῖς δικαιολογία.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιὰ μιὰ φορὰ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δὲν πρέπει νὰ ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεὶ κάτι χειρότερο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς λύτρωσε ὁ Θεός.

«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τους Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἔστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν. ἐ15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στοὺς Ἰουδαίους πῶς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ρωτήσανε γιὰ τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πῶς ἦταν καλὸ νὰ τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιωσε πῶς τὸ ὄφειλε αὐτὸ στὸν εὐεργέτη του, ἔπρεπε νὰ γνωρίσει τὸ ὄνομά του στοὺς ἄλλους, νὰ τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ρώτησαν. Βρισκόταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του τριάντα ὀκτὼ χρόνια. Τὸ μόνο ποὺ σκεφτόταν όλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος, ἦταν οἱ πόνοι του. Οὔτε νὰ φανταστεῖ δὲν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιές ἐκείνων ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πῶς ἐκεῖνοι δὲ ρωτοῦσαν γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;

Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ποῦ τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτῆ του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου. Σ’ αὐτὲς τίς περίεργες στιγμές, ἐκεῖνος ἴσως δὲν καταλάβαινε τὴ διαφορὰ τοῦ τρόπου ποὺ σκέφτονταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτὸς κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θαῦμα τοὺς μεταδίδει τὴ δική του ἐκδοχή, τίς μεγάλες καὶ εὐχαριστήριες σκέψεις γιὰ τὴν ἐπίσκεψη ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παρατηρήσει τὴ στενομυαλιὰ καὶ τίς πονηρὲς διαθέσεις τους, ποὺ κρύβονταν ὅπως τὰ φίδια κάτω ἀπὸ τὰ φυλλώματα. Ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεσή του ἦταν νὰ δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτη του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νὰ τὸν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν. ἔ’ 16). Γιατί ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ πρόσεξε το δυστυχῆ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τίς παγίδες καὶ τίς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισε πῶς ἦρθε ἡ ὥρα νὰ παραδοθεῖ στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιὰ νὰ δείξει τὴ μεγαλοσύνη Του μὲ τὴν ταπείνωσή Τοῦ, νὰ νικήσει το θάνατο μὲ τὸ θάνατό Του. Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἢ τιμὴ κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἡ κολυμβήθρα

«Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ» (Ἰωάν. 5, 4)

ΥΠΗΡΧΕ, λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὑπῆρχε στὴν ἄκρη τῆς ἀρχαίας πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων μιᾷ δεξαμενῇ, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἔλεγαν Βηθεσδά. Ἦταν μιὰ στέρνα, ποὺ μάζευε νερό. Ἀλλὰ τί νερό! Νερό, ποὺ ἔκανε θαύματα. Σὲ μιὰ στιγμή, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μαντέψῃ, τὸ νερό της στέρνας ἄρχιζε νὰ ταράζεται. Τὸ τάραζε ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ἄν τὴ στιγμή, ποὺ ὁ ἄγγελος τάραζε τὸ νερό, ἕνας ἄρρωστος ἔπεφτε ἀμέσως μέσα στὴ στέρνα, γινόταν καλά. Γιατί τὸ νερὸ ἔπαιρνε θεϊκὴ δύναμι. Ἀλλὰ θεράπευε μόνο ἕναν αὐτόν, ποὺ πρῶτος ἔπεφτε στὸ νερὸ ὕστερα ἀπό τὴν ταραχή. Δεύτερος ἂν ἔπεφτε στὸ νερό, δὲν θεραπευόταν. Θὰ ἔπρεπε νὰ ξανάρθη ὁ ἄγγελος νὰ ταράξῃ τὸ νερό, γιὰ νὰ μπορέσῃ ἄλλος ἄρρωστος νὰ πέσῃ μέσα καὶ νὰ θεραπευθῇ. Κάθε φορὰ ἕνα καὶ μόνο θαῦμα γινόταν.

Ἀλλά, ἂν καὶ ἕνας μόνο ἄρρωστος θεραπευόταν, ἔφτανε ὅμως τὸ ἕνα αὐτὸ θαῦμα, ποὺ γινόταν σὲ μιὰ ἄγνωστη στιγμὴ τοῦ χρόνου, νὰ τραβήξῃ κόσμο πολὺ στὴ θαυματουργικὴ στέρνα. Ἄρρωστοι, τυφλοί, κουφοί, παράλυτοι, μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς τοὺς μαζεύονταν ἐκεῖ. Δὲν ἔφευγαν ἀπό τῇ στέρνα. Ἔμεναν ἐκεῖ νύχτα καὶ μέρα, χειμῶνα – καλοκαίρι. Ἔμεναν κάτω ἀπὸ ὑπόστεγα, ποὺ εἶχαν κτισθῇ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο. Ὅλοι κοίταζαν τῇ στέρνα. Περίμεναν τὸ θαῦμα. Καί τὴ στιγμὴ ποὺ ταραζόταν τὸ νερὸ οἱ συγγενεῖς ποὺ συνόδευαν τοὺς ἀρρώστους τοὺς ἅρπαζαν γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν μέσα στὸ νερό. Ἄν ἦταν ἑκατὸ αὐτοὶ ποὺ ἔπεφταν μέσα στὸ νερό, ἕνας μόνο θεραπευόταν. Τί πόλεμος θὰ γινόταν ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους! Συνέβαινε, δηλαδή, κάτι παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο, ποὺ συμβαίνει σήμερα στὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὅταν ὁ ἱερεὺς ρίχνῃ το σταυρό. Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ πιάσουν το σταυρό, πέφτουν στὸ νερό, προσπαθοῦν, ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ ὅλους κατορθώνει νὰ τὸν βρῆ, καὶ βγαίνει ἀπ’ τὸ νερὸ νικητής, κρατῶντας τὸ σταυρὸ στὸ χέρι.

Ἐκεῖ στὴ στέρνα βρισκόταν κ’ ἕνας πολὺ δυστυχισμένος. Ἦταν παράλυτος. Ἔμενε μέρες καὶ νύχτες, ἔμενε μῆνες καὶ χρόνια. 38 ὁλόκληρα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔμεινε παράλυτος καὶ κάποιοι ἄνθρωποι, ἴσως συγγενεῖς του, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτόν, τὸν ἔφεραν στὴ στέρνα. Μὰ κατόπιν τὸν ἄφησαν οἱ ἄσπλαχνοι κ’ ἔφυγαν, κι αὐτὸς ἔμενε ἐκεῖ μόνος. Παράλυτος ὅπως ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ τρέξῃ καὶ νὰ προλάβῃ νὰ πέσῃ πρῶτος στὸ νερό, ὅταν ἄγγελος τὸ τάραζε. Ἄλλοι, ποὺ εἶχαν ἔρθει ὕστερα ἀπ’ αὐτόν, προλάβαιναν καὶ θεραπεύονταν. Κι ὅμως αὐτὸς δὲν ἀπελπιζόταν. Εἶχε ἐλπίδα. Ἀξιοθαύμαστη ἡ ὑπομονή του. Ἄς διδαχθοῦμε. Ἐμεῖς, ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπὸ τὸ Θεό, θέλουμε ἀμέσως νά μας τὸ κάνῃ. Ἅμα δὲν γίνεται αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, γογγύζουμε καὶ βλαστημᾶμε. Ὁ παράλυτος ἐκεῖνος 38 χρόνια περίμενε, καὶ ὅμως δὲν ἐγόγγυζε, δὲν βλαστημοῦσε το Θεό, δὲν καταριώταν τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε. Ἕνας σωστὸς ἥρωας, ἥρωας ὑπομονῆς ἀναδείχθηκε. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἥρωα ἦλθε νὰ τιμήσῃ καὶ νὰ βραβεύσῃ ὁ Χριστός. Βραβεῖο ἡ θεραπεία του. Τὸν θεράπευσε μὲ ἕνα λόγο του, μὲ μιὰ καὶ μόνο διαταγή. «Σήκω πάνω», του εἶπε, «πᾶρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτησε». Χίλιες τέτοιες διαταγὲς νὰ δώσουν σ’ ἕναν παράλυτο οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου, οἱ βασιλιᾶδες, οἱ ἐπιστήμονες, οἱ γιατροί, τί ἐπίδρασι θὰ ἔχουν οἱ διαταγές τους; Καμμιά. Ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶνε λόγος παντοδύναμος, λόγος ποὺ κάνει θαύματα. Ὄχι παντοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιδρᾷ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ παραδίνεται μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια του, καὶ σὰν τὸν παράλυτο λέει «Θέλω».

Τὴ στέρνα τῆς Βηθεσδὰ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν oνομάζει κολυμβήθρα. Ἡ κολυμβήθρα αὐτή, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶνε μιᾷ σκιᾷ, ἕνας τύπος τῆς πραγματικῆς κολυμβήθρας. Ἡ δὲ πραγματικὴ κολυμβήθρα εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτισμα. Ἄς προσέξουμε τίς ὁμοιότητες ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὶς δυὸ κολυμβῆθρες, ἀλλὰ καὶ τὴ μεγάλη διαφορά.

Νερὸ στὴ μιὰ κολυμβήθρα, νερὸ καὶ στὴν ἄλλη. Τὸ νερό της κολυμβήθρας τῶν Ἱεροσολύμων, πρὶν τὸ ταράξῃ ὁ ἄγγελος, ἦταν ἕνα νερὸ ὅπως ὅλα τὰ νερά, χωρὶς καμμιὰ θαυματουργικὴ δύναμι» ἀλλὰ καὶ τὸ νερό, ποὺ χρησιμοποιοῦμε οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὸ βάπτισμα, εἶνε νερὸ παρμένο ἀπὸ βρῦσες καὶ ποτάμια, νερὸ κοινό, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ θαυματουργικὴ χάρι. Ἀλλά τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερεὺς τελεῖ τὸ μυστήριο καὶ διαβάζει τίς εὐχὲς καὶ ζητεῖ νὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τότε τὸ νερό της κολυμβήθρας παίρνει θεϊκὴ δύναμι, καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ κάνει τὸ θαῦμα. Θαῦμα, ποὺ εἶνε ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά. Ναί, ἀνώτερο! Γιατί; Διότι ἡ κολυμβήθρα ἐκείνη θεράπευε μόνο σώματα. Δὲν ἄγγιζε τὴν ψυχή. Δὲν ἐλευθέρωνε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀρρώστια ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Ἐνῶ ἡ κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας μας καθαρίζει σῶμα καὶ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ πήραμε κληρονομιὰ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο καὶ αὐξήσαμε καὶ πολλαπλασιάσαμε μὲ τίς δικές μας προσωπικὲς ἁμαρτίες. Καὶ ἂν μὲν κανεὶς βαπτισθῆ νήπιο, καθαρίζεται μόνο ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἄν ὅμως βαπτισθῇ σὲ μεγάλη ἡλικία, τότε καθαρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τίς δικές του προσωπικὲς ἁμαρτίες.

Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ δὲν φαίνεται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ εἶνε ἕνα θαῦμα ποὺ βλέπουν οἱ ἄγγελοι μὲ κατάπληξι. Ἄν εἴχαμε μάτια ἀγγέλων καὶ βλέπαμε τί κατορθώνει ἡ θεία χάρις μὲ τὸ ἱερὸ βάπτισμα, θὰ βλέπαμε, ὅτι προτοῦ μπῆ στὸ νερό της κολυμβήθρας ὁ ἀβάπτιστος εἶνε μαῦρος στὴν ψυχὴ σὰν τὸν ἀράπη. Ὅταν ὅμως βαπτισθῇ στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τότε, ὧ τότε, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ νερό της κολυμβήθρας, βγαίνει ἄσπρος στὴν ψυχὴ σὰν τὸ χιόνι. Δὲν ἔχει ἐπάνω του καμμιὰ ἁμαρτία. Δὲν τὸν βαραίνει καμμιὰ ἐνοχή. Λούστηκε, καθαρίστηκε, ἔγινε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ λάμπει ὁλόκληρος. Καὶ ἂν πεθάνῃ μετὰ τὸ βάπτισμα, πηγαίνει στὸν παράδεισο γιὰ νὰ ζῆ ἐκεῖ αἰώνια μὲ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς, ποὺ τὰ μικρά τους παιδιὰ πεθαίνουν βαπτισμένα, δὲν πρέπει νὰ τὰ κλαῖνε. Αὐτὰ τὰ ἀθῶα πλάσματα σὰν ἀγγελούδια πηγαίνουν στὸν οὐρανὸ καὶ χαίρονται. Νὰ μὴν κλαῖμε λοιπὸν τὰ νήπια ποὺ πεθαίνουν, ἀλλὰ νὰ φυλάξουμε τὰ δάκρυά μας γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ εἴμαστε μεγάλοι καὶ ἁμαρτάνουμε καθημερινῶς καὶ μὲ τίς ἁμαρτίες μας μολύνουμε τὴν ψυχή, λερώνουμε τὴ λευκὴ στολὴ τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.

Ἀγαπητοί! Ὅλοι βαπτισθήκαμε. Ἄσπροι βγήκαμε, μὰ δυστυχῶς μαῦροι γινόμαστε μὲ τίς ἁμαρτίες. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Θεός, ὁ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, δὲν μᾶς διώχνει. Μᾶς καλεῖ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε σ’ αὐτόν. Τὰ δάκρυα γιὰ τίς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμα, αὐτὰ τὰ δάκρυα γίνονται μιὰ ἄλλη κολυμβήθρα. Νὰ τρέχαμε σ’ αὐτὴ τὴν κολυμβήθρα ὅπως ἔτρεχαν οἱ ἄρρωστοι ἐκεῖνοι στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα! Ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς δεχόταν καὶ θὰ μᾶς θεράπευε, ὁποιαδήποτε ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχαμε. Ὁ Χριστός, αὐτὸς εἶνε ἡ ἰαματικὴ κολυμβήθρα ὅλων τῶν αἰώνων. Αὐτὸς διὰ μέσου τῶν ἱερέων τελεῖ τὰ μυστήρια καὶ πλένει καὶ καθαρίζει τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὸς κάνει τὰ μεγάλα θαύματα. Ὁ Χριστός. Ναί. Αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἰατρός, ποὺ θεραπεύει κάθε ἀρρώστια. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek