ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Ε΄ 1 – 15)

1Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἀνέ­βη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα. 2ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱερο­σο­λύ­μοις ἐπὶ τῇ προ­βα­τι­κῇ κολυμ­βή­θρα, ἡ ἐπι­λε­γο­μέ­νη Ἑβραϊ­στὶ Βηθεσ­δά, πέν­τε στο­ὰς ἔχου­σα. 3ἐν ταύ­ταις κατέ­κει­το πλῆ­θος τῶν ἀσθε­νούν­των, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδε­χο­μέ­νων τὴν τοῦ ὕδα­τος κίνη­σιν. 4ἄγγε­λος γὰρ κατὰ και­ρὸν κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ κολυμ­βή­θρᾳ, καὶ ἐτα­ράσ­σε­το τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶ­τος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταρα­χὴν τοῦ ὕδα­τος ὑγι­ὴς ἐγί­νε­το ᾧ δήπο­τε κατεί­χε­το νοσή­μα­τι. 5ἦν δέ τις ἄνθρω­πος ἐκεῖ τριά­κον­τα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθε­νείᾳ αὐτοῦ. 6τοῦ­τον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατα­κεί­με­νον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρό­νον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγι­ὴς γενέ­σθαι; 7ἀπε­κρί­θη αὐτῷ ὁ ἀσθε­νῶν· Κύριε, ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταρα­χθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχο­μαι ἐγὼ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ κατα­βαί­νει. 8λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγει­ρε, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει. 9καὶ εὐθέ­ως ἐγέ­νε­το ὑγι­ὴς ὁ ἄνθρω­πος, καὶ ἦρε τὸν κρά­βατ­τον αὐτοῦ καὶ περιε­πά­τει. ἦν δὲ σάβ­βα­τον ἐν ἐκεί­νῃ τῇ ἡμέ­ρᾳ. 10ἔλε­γον οὖν οἱ Ἰου­δαῖ­οι τῷ τεθε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σάβ­βα­τόν ἐστιν· οὐκ ἔξε­στί σοι ἆραι τὸν κρά­βατ­τον. 11ἀπε­κρί­θη αὐτοῖς· Ὁ ποι­ή­σας με ὑγιῆ, ἐκεῖ­νός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει. 12ἠρώ­τη­σαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρω­πος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει; 13ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξέ­νευ­σεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 14μετὰ ταῦ­τα εὑρί­σκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγι­ὴς γέγο­νας· μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἵνα μὴ χεῖ­ρόν σοί τι γένη­ται. 15ἀπῆλ­θεν ὁ ἄνθρω­πος καὶ ἀνήγ­γει­λε τοῖς Ἰου­δαί­οις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποι­ή­σας αὐτὸν ὑγιῆ.

Επει­τα από αυτά ήλθεν η εορ­τή των Ιου­δαί­ων και ανέ­βη ο Ιησούς εις τα Ιερο­σό­λυ­μα. Εκεί δε εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, κον­τά εις την προ­βα­τι­κήν πύλην του τεί­χους, υπήρ­χε μία δεξα­με­νή νερού, η οποία εις την Εβραϊ­κήν γλώσ­σαν είχε το όνο­μα Βηθε­σθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέν­τε υπό­στε­γα. Εις αυτά τα υπό­στε­γα ευρί­σκε­το πολύ πλή­θος από αρρώ­στους, τυφλοί, χωλοί, άνθρω­ποι με ακί­νη­το και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώμα­τός των και οι οποί­οι όλοι επε­ρί­με­ναν να κινη­θή το νερό. Διό­τι κατά και­ρούς κατέ­βαι­νε άγγε­λος εις αυτήν την κολυ­βή­θρα και ανε­τα­ράσ­σε­το το νερό. Ο πρώ­τος, λοι­πόν, που θα έμπαι­νε μετά την ταρα­χήν του νερού, εθε­ρα­πεύ­ε­το, από οποιο­δή­πο­τε νόση­μα και αν κατεί­χε­το. Υπήρ­χε δε εκεί ένας άνθρω­πος, ο οποί­ος ήτο ασθε­νής τριάν­τα οκτώ χρό­νια. Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατά­κει­ται, και σαν Θεός που ήτο εγνώ­ρι­σε ότι πολύν και­ρόν είναι άρρω­στος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγι­ής;” Απε­κρί­θη ο ασθε­νής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρω­πον, ώστε όταν ταρα­χθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμ­βή­θραν. Ενώ δε εγώ σύρο­μαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατε­βαί­νει εις την κολυμ­βή­θραν”. Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επά­νω, πάρε το κραβ­βά­τι σου και περι­πά­τει”. Και αμέ­σως έγι­νε υγι­ής ο άνθρω­πος, επή­ρε το κρεβ­βά­τι του και ήρχι­σε να περι­πα­τή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαβ­βα­τον κατά την ημέ­ραν εκεί­νην. 10 Ελε­γαν, λοι­πόν, οι Ιου­δαί­οι στον θερα­πευ­θέν­τα· “σήμε­ρα είναι Σαβ­βα­τον. Και δεν σου επι­τρέ­πε­ται να σηκώ­νης το κρεβ­βά­τι σου”. 11 Απήν­τη­σε εις αυτούς· “εκεί­νος, που με θαύ­μα μου έδω­σε την υγεί­αν μου, μου είπε· Παρε το κρεβ­βά­τι σου, και περι­πά­τει”. 12 Ηρώ­τη­σαν, λοι­πόν, αυτόν· “ποί­ος είναι ο άνθρω­πος, που σου είπε· “πάρε το κρεβ­βά­τι σου και περι­πά­τει;” 13 Ο θερα­πευ­θείς όμως δεν εγνώ­ρι­ζε ποιός είναι, διό­τι ο Ιησούς είχε απο­μα­κρυν­θή μέσα στον όχλον, που ευρί­σκε­το στον τόπον εκεί­νον. 14 Επει­τα από αυτά τον ευρή­κε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρό­σε­ξε· έγι­νες υγι­ής· μην αμαρ­τά­νης πλέ­ον, δια να μη σου συμ­βή κάτι το χει­ρό­τε­ρον”. 15 Εφυ­γε τότε ο άνθρω­πος από τον ναόν, επή­γε στους Ιου­δαί­ους και τους ανήγ­γει­λε, ότι αυτός που τον έκα­με υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρε­πε από λόγους και μόνον ευγνω­μο­σύ­νης να είχε κινη­θή ο τέως παρά­λυ­τος, δια να γνω­στο­ποι­ή­ση στους Ιου­δαί­ους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγεί­αν ).

Ύστε­ρα απ’ αυτά ήταν η εορ­τή των Ιου­δαί­ων, πιθα­νό­τα­τα η εορ­τή των Που­ρίμ, που έπε­φτε περί­που ένα μήνα πριν το Πάσχα. Κατά την εορ­τή αυτή ανέ­βη­κε ο Ιησούς στα Ιερο­σό­λυ­μα. Εκεί, στα Ιερο­σό­λυ­μα, κον­τά στην προ­βα­τι­κή πύλη του τεί­χους της πόλε­ως υπάρ­χει κάποια λίμνη στην οποία κολυμ­πού­σαν, και η οποία στην εβραϊ­κή γλώσ­σα ονο­μα­ζό­ταν Βηθεσ­δά. Η κολυμ­βή­θρα αυτή είχε τρι­γύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θολω­τά υπό­στε­γα. Σ’ αυτά τα θολω­τά υπό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξαπλω­μέ­νοι πάρα πολ­λοί άρρω­στοι, τυφλοί, κου­τσοί, άνθρω­ποι με κάποιο μέλος πια­σμέ­νο και αναί­σθη­το ή ατρο­φι­κό? κι όλοι αυτοί περί­με­ναν να κινη­θεί το νερό της κολυμ­βή­θρας. Διό­τι από και­ρό σε και­ρό ένας άγγε­λος κατέ­βαι­νε στην κολυμ­βή­θρα και ανα­τά­ρα­ζε τα νερά της. Και όποιος έμπαι­νε πρώ­το σ’ αυτή μετά την ανα­τά­ρα­ξη του νερού, γινό­ταν υγι­ής, οποια­δή­πο­τε κι αν ήταν η αρρώ­στια που είχε. Υπήρ­χε λοι­πόν εκεί ανά­με­σα στο πλή­θος των αρρώ­στων και κάποιος άνθρω­πος που ήταν άρρω­στος τριάν­τα οκτώ ολό­κλη­ρα χρό­νια. Όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλω­μέ­νος κάτω και με το θείο του βλέμ­μα διέ­κρι­νε ότι από πολύ και­ρό είχε αυτήν την ασθέ­νεια, του είπε: Θέλεις να γίνεις υγι­ής; Και με την ερώ­τη­ση αυτή ο Κύριος έδι­νε αφορ­μή στον παρά­λυ­το να ζητή­σει τη βοή­θειά του. Πράγ­μα­τι λοι­πόν ο άρρω­στος του απο­κρί­θη­κε: Κύριε, δεν έχω άνθρω­πο να με ρίξει στην κολυμ­βή­θρα αμέ­σως μόλις ανα­τα­ρα­χθούν τα νερά της. Κι ενώ προ­σπα­θώ να πλη­σιά­σω εγώ μόνος μου, προ­λα­βαί­νει άλλος και κατε­βαί­νει στο νερό πριν από μένα. Του λέει ο Ιησούς: Σήκω επά­νω, πάρε το κρε­βά­τι σου στον ώμο σου και περ­πά­τα. Κι αμέ­σως ο άνθρω­πος έγι­νε καλά, πήρε το κρε­βά­τι του και περ­πα­τού­σε ελεύ­θε­ρα. Ήταν όμως Σάβ­βα­το η ημέ­ρα που έγι­νε αυτό. 10 Έλε­γαν λοι­πόν οι πρό­κρι­τοι Ιου­δαί­οι στον θερα­πευ­μέ­νο: Σήμε­ρα είναι Σάβ­βα­το. Δεν επι­τρέ­πε­ται να σηκώ­νεις και να μετα­φέ­ρεις το κρε­βά­τι σου. 11 Αυτός όμως τους απο­κρί­θη­κε: Εκεί­νος που με έκα­νε καλά με θαύ­μα και θεϊ­κή δύνα­μη, αυτός μου είπε, πάρε το κρε­βά­τι σου και περ­πά­τα. 12 Μετά λοι­πόν από την απάν­τη­ση αυτή τον ρώτη­σαν εκεί­νοι: Ποιός είναι ο άνθρω­πος αυτός που σου είπε, πάρε το κρε­βά­τι σου και περ­πά­τα; 13 Ο θερα­πευ­μέ­νος όμως παρά­λυ­τος δεν ήξε­ρε ποιος είναι? διό­τι ο Ιησούς είχε φύγει απα­ρα­τή­ρη­τος και είχε εξα­φα­νι­στεί. Και ήταν εύκο­λο να εξα­φα­νι­στεί, διό­τι υπήρ­χε πολύς λαός στον τόπο που έγι­νε το θαύ­μα. 14 Ύστε­ρα από αρκε­τό και­ρό τον βρή­κε ο Ιησούς στο ιερό και του είπε: Βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μη πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες, και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου. 15 Έφυ­γε τότε ο άνθρω­πος από το ιερό και, αφού συνάν­τη­σε τους Ιου­δαί­ους, τους ανήγ­γει­λε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιά­τρε­ψε.

Mετὰ ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορ­τὴ τῶν Ἰου­δαί­ων, καὶ ἀνέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Ὑπάρ­χει δὲ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα πλη­σί­ον τῆς προ­βα­τι­κῆς πύλης δεξα­με­νὴ μὲ πέν­τε στο­ές, ἡ ὁποία στὰ ἑβραϊ­κὰ (ἀκρι­βέ­στε­ρα στὰ ἀρα­μαϊ­κά) ἐπο­νο­μά­ζε­ται Bηθεσ­δά. Σ’ αὐτές (τὶς στο­ές) ἦταν κάτω ἕνα μεγά­λο πλῆ­θος ἀπὸ τοὺς ἀσθε­νεῖς, τυφλούς, κου­τσούς, παρα­λύ­τους, ποὺ περί­με­ναν τὴν κίνη­σι τοῦ ὕδα­τος. Διό­τι ἄγγε­λος κατὰ δια­στή­μα­τα κατέ­βαι­νε στὴ δεξα­με­νή, καὶ ταρασ­σό­ταν τὸ νερό. Ἐκεῖ­νος δέ, ποὺ ἔμπαι­νε σ’ αὐτὴ πρῶ­τος μετὰ τὴν ταρα­χὴ τοῦ νεροῦ, γινό­ταν ὑγι­ὴς ἀπ’ ὁποιο­δή­πο­τε νόση­μα καὶ ἂν κατε­χό­ταν. Ἦταν δὲ ἐκεῖ κάποιος ἄνθρω­πος, ποὺ ἦταν ἀσθε­νὴς τριαν­τα­ο­κτὼ ἔτη. Bλέ­πον­τας αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς κατά­κοι­το, καὶ γνω­ρί­ζον­τας, ὅτι γιὰ πολὺ ἤδη χρό­νο ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατά­στα­σι, τοῦ λέγει: «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγι­ής;». Tοῦ ἀπο­κρί­θη­κε ὁ ἀσθε­νής: «Kύριε, δὲν ἔχω ἄνθρω­πο γιὰ νὰ μὲ κατε­βά­σῃ στὴ δεξα­με­νή, ὅταν τὸ νερὸ ταρα­χθῇ. Ἔτσι, ἐνῷ προ­σπα­θῶ νὰ κατε­βῶ ἐγώ, προ­λαμ­βά­νει καὶ κατε­βαί­νει ἄλλος». Tοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Σήκω ἐπά­νω, πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περι­πά­τει». Kαὶ ἀμέ­σως ἔγι­νε ὑγι­ὴς ὁ ἄνθρω­πος, πῆρε τὸ κρεβ­βά­τι του καὶ περι­πα­τοῦ­σε. Ἦταν δὲ Σάβ­βα­το ἐκεί­νη τὴν ἡμέ­ρα. 10 Oἱ δὲ Ἰου­δαῖ­οι ἔλε­γαν στὸν θερα­πευ­μέ­νο: «Eἶναι Σάβ­βα­το. Δὲν σοῦ ἐπι­τρέ­πε­ται νὰ σηκώ­σῃς τὸ κρεβ­βά­τι». 11 Tοὺς εἶπε: «Ἐκεῖ­νος, ποὺ μὲ ἔκα­νε ὑγιῆ, ἐκεῖ­νος μοῦ εἶπε, “Πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περι­πά­τει”». 12 Tὸν ρώτη­σαν τότε: «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ σοῦ εἶπε, “Πάρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περι­πά­τει”;». 13 Ἀλλ’ ὁ θερα­πευ­μέ­νος δὲν ἤξε­ρε ποιός εἶναι, διό­τι ὁ Ἰησοῦς διέ­φυ­γε ἀπα­ρα­τή­ρη­τος λόγῳ τοῦ πλή­θους, ποὺ ἦταν ἐκεῖ. 14 Mετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν βρῆ­κε στὸ ναὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Kοί­τα­ξε, ἔγι­νες καλά. Nὰ μὴν ἁμαρ­τά­νῃς πλέ­ον, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμ­βῇ τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο». 15 Πῆγε ὁ ἄνθρω­πος καὶ ἀνήγ­γει­λε στοὺς Ἰου­δαί­ους, ὅτι αὐτός, ποὺ τὸν ἔκα­νε ὑγιῆ, εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ ΤΗΣ ΒΗΘΕΣΔΑ

[υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Ιω.5,1–22]

«Μετ τατα ν ορτ τν ουδαί­ων, κα νέβη ησος ες ερο­σό­λυ­μα(:Έπει­τα από αυτά ήταν η εορ­τή των Ιου­δαί­ων, που έπε­φτε περί­που ένα μήνα πριν το Πάσχα. Κατά την εορ­τή αυτή ανέ­βη­κε ο Ιησούς στα Ιερο­σό­λυ­μα)»[Ιω.5,1].Σε ποια εορ­τή ανα­φέ­ρε­ται ο Ευαγ­γε­λι­στής; Κατά την άπο­ψή μου, στην εορ­τή της πεν­τη­κο­στής[:μεγά­λη ετή­σια εορ­τή των Ιου­δαί­ων η οποία στην Παλαιά Δια­θή­κη απο­κα­λεί­ται Γιορ­τή του Θερι­σμού ή Γιορ­τή των Εβδο­μά­δων (Έξο­δος 23,16 και 34,22) η οποία ήταν καθα­ρά γεωρ­γι­κή εορ­τή. Η τήρη­σή της λάβαι­νε χώρα την πεν­τη­κο­στή ημέ­ρα μετά τις 16 Νισάν του Ιου­δαϊ­κού ημε­ρο­λο­γί­ου, την ημέ­ρα κατά την οποία κάθε οικο­γέ­νεια προ­σέ­φε­ρε στον Θεό ένα δεμά­τι κρι­θά­ρι, που υπο­δή­λω­νε την επι­θυ­μία για ειρη­νι­κή σχέ­ση μαζί Του (Λευι­τι­κό 23,15–16). Οι προ­σφο­ρές για αυτή τη γεωρ­γι­κή γιορ­τή γίνον­ταν μέσω του ιερα­τεί­ου αρχι­κά στην Σκη­νή του Μαρ­τυ­ρί­ου, ενώ αργό­τε­ρα στον Ναό στην Ιερου­σα­λήμ]. Κατά τις εορ­τές ο Ιησούς έμε­νε συνή­θως στην πόλη, αφε­νός για να φαί­νε­ται ότι εορ­τά­ζει μαζί τους, και αφε­τέ­ρου για να προ­σελ­κύ­ει στην πίστη τον απλό λαό. Και μάλι­στα κατά τη διάρ­κεια εκεί­νων των ημε­ρών συνέρ­ρε­αν στην πόλη οι πιο αγα­θοί, καλο­προ­αί­ρε­τοι, απλοϊ­κοί άνθρω­ποι.

«στι δ ν τος ερο­σο­λύ­μοις π τ προ­βα­τικ κολυμ­βή­θρα, πιλε­γο­μέ­νη βραϊστ Βηθεσ­δά, πέν­τε στος χου­σα. ν ταύ­ταις κατέ­κει­το πλθος πολ τν σθε­νούν­των, τυφλν, χωλν, ξηρν, κδε­χο­μέ­νων τν το δατος κίνη­σιν. γγε­λος γρ κατ καιρν κατέ­βαι­νεν ν τ κολυμ­βή­θρ, κα ταράσ­σε­το τ δωρ· ον πρτος μβς μετ τν ταραχν το δατος γις γίνε­το δήπο­τε κατεί­χε­το νοσή­μα­τι(:εκεί, στα Ιερο­σό­λυ­μα, κον­τά στην προ­βα­τι­κή πύλη του τεί­χους της πόλε­ως υπάρ­χει κάποια λίμνη στην οποία κολυμ­πού­σαν, και η οποία στην εβραϊ­κή γλώσ­σα ονο­μα­ζό­ταν Βηθεσ­δά. Η κολυμ­βή­θρα αυτή είχε τρι­γύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θολω­τά υπό­στε­γα. Σε αυτά τα θολω­τά υπό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξαπλω­μέ­νοι πάρα πολ­λοί άρρω­στοι, τυφλοί, κου­τσοί, άνθρω­ποι με κάποιο μέλος πια­σμέ­νο και αναί­σθη­το ή ατρο­φι­κό˙ και όλοι αυτοί περί­με­ναν να κινη­θεί το νερό της κολυμ­βή­θρας· διό­τι από και­ρό σε και­ρό ένας άγγε­λος κατέ­βαι­νε στην κολυμ­βή­θρα και ανα­τά­ρα­ζε τα νερά της. Και όποιος έμπαι­νε πρώ­το σε αυτή μετά την ανα­τά­ρα­ξη του νερού, γινό­ταν υγι­ής, οποια­δή­πο­τε και αν ήταν η αρρώ­στια που είχε)». Ποιος τρό­πος θερα­πεί­ας είναι αυτός; Ποιο μυστή­ριο υπαι­νίσ­σε­ται; Διό­τι αυτά δεν γρά­φτη­καν χωρίς αιτία και τυχαία, αλλά περι­γρά­φει τα μέλ­λον­τα σαν μια προ­τύ­πω­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση, για να μην κλο­νί­σει τη δύνα­μη της πίστε­ως των πολ­λών αυτό το πολύ παρά­δο­ξο και απροσ­δό­κη­το που συνέ­βαι­νε.

Τι είναι λοι­πόν αυτό που προ­τυ­πώ­νε­ται εδώ; Επρό­κει­το να δοθεί στο μέλ­λον το Άγιο Βάπτι­σμα, το οποίο θα είχε πολ­λή δύνα­μη και θα ήταν μεγί­στη δωρεά, βάπτι­σμα το οποίο θα καθά­ρι­ζε όλες τις αμαρ­τί­ες και από πνευ­μα­τι­κά νεκρούς θα τους έδι­νε ζωή. Αυτά περι­γρά­φον­ται όπως σε μία απει­κό­νι­ση και για τη δεξα­με­νή της Βηθεσ­δά και για άλλα πολ­λά. Και κατά πρώ­τον έδω­σε το νερό, το οποίο καθα­ρί­ζει τις κηλί­δες των σωμά­των και τους μολυ­σμούς που στην ουσία δεν υφί­σταν­το, αλλά τους θεω­ρού­σαν πραγ­μα­τι­κούς οι Ιου­δαί­οι, όπως εκεί­νους που προ­έρ­χον­ται από την κηδεία, από τη λέπρα και από άλλα παρό­μοια. Και θα μπο­ρού­σε να δει κανείς στην Παλαιά Δια­θή­κη ότι έχουν γίνει με νερό πολ­λές τέτοιες καθαρ­τι­κές ενέρ­γειες, εξαι­τί­ας της ιδέ­ας ότι μολύ­νον­ταν από την επα­φή με διά­φο­ρα απα­γο­ρευ­μέ­να πρό­σω­πα ή αντι­κεί­με­να.

Ας προ­χω­ρή­σου­με όμως τώρα στο θέμα μας. Κατά πρώ­τον, λοι­πόν, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, παρα­χω­ρεί να πραγ­μα­το­ποιούν­ται με το νερό καθα­ρι­σμοί σωμα­τι­κών μολυ­σμών, και έπει­τα να θερα­πεύ­ον­ται και διά­φο­ρες ασθέ­νειες. Ο Θεός δηλα­δή, επει­δή ήθε­λε να μας φέρει πλη­σιέ­στε­ρα προς τη δωρεά του βαπτί­σμα­τος, όχι μόνο μολυ­σμούς απλώς καθα­ρί­ζει πλέ­ον, αλλά και ασθέ­νειες θερα­πεύ­ει. Διό­τι οι εικό­νες που προ­σεγ­γί­ζουν περισ­σό­τε­ρο την αλή­θεια, και αυτές που ανα­φέ­ρον­ται στο Βάπτι­σμα και αυτές που σχε­τί­ζον­ται με το Πάθος και όσες ανά­γον­ται σε άλλα γεγο­νό­τα, είναι πιο ευδιά­κρι­τες πλέ­ον, εντο­νό­τε­ρες και παρα­στα­τι­κό­τε­ρες από τις παλαιό­τε­ρες. Όπως δηλα­δή οι σωμα­το­φύ­λα­κες του βασι­λέ­ως, οι οποί­οι στέ­κον­ται δίπλα του είναι εμφα­νέ­στε­ροι σε μας και μεγα­λο­πρε­πέ­στε­ροι από αυτούς που στέ­κον­ται και τον φρου­ρούν από μακριά, κατά όμοιο τρό­πο συνέ­βη και με τις προ­τυ­πώ­σεις της αλή­θειας.

Κατέ­βαι­νε λοι­πόν άγγε­λος και τάρασ­σε το νερό και του μετέ­δι­δε θερα­πευ­τι­κή δύνα­μη, για να μάθουν οι Ιου­δαί­οι ότι πολύ περισ­σό­τε­ρο δύνα­ται να θερα­πεύ­σει όλα τα νοσή­μα­τα της ψυχής ο Κύριος των αγγέ­λων. Αλλά όπως στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση δεν θερά­πευε απλώς η ίδια η φύση του νερού (διό­τι αυτό τότε θα συνέ­βαι­νε συνε­χώς), αλλά απο­κτού­σε θερα­πευ­τι­κές ιδιό­τη­τες μόνο μετά την παρέμ­βα­ση του αγγέ­λου που το ανα­τά­ρα­ζε, έτσι και σε μας δεν επι­τε­λεί τον καθα­ρι­σμό από μόνο του το νερό του βαπτί­σμα­τος, αλλά τότε συγ­χω­ρεί όλα μας τα αμαρ­τή­μα­τα ανε­ξαι­ρέ­τως, όταν δεχθεί τη χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Γύρω λοι­πόν από αυτή τη δεξα­με­νή «βρι­σκό­ταν πολύ πλή­θος από αρρώ­στους, τυφλοί, κου­τσοί, άνθρω­ποι με ακί­νη­το και σαν ξερό, κάποιο μέλος του σώμα­τός τους και οι οποί­οι όλοι περί­με­ναν να κινη­θεί το νερό της». Τότε όμως η ασθέ­νεια εμπό­δι­ζε όποιον ήθε­λε να θερα­πευ­θεί, ενώ σήμε­ρα ο καθέ­νας έχει τη δυνα­τό­τη­τα να προ­σέλ­θει· διό­τι δεν είναι άγγε­λος εκεί­νος που ταράσ­σει το νερό, αλλά ο Κύριος των αγγέ­λων είναι που εργά­ζε­ται και επι­τυγ­χά­νει τα πάν­τα. Και δεν μπο­ρεί να πει τώρα ο άρρω­στος «Άνθρω­πο δεν έχω», δεν μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί: ενώ προ­σπα­θώ να πλη­σιά­σω εγώ μόνος μου, προ­λα­βαί­νει άλλος και κατε­βαί­νει στο νερό πριν από μένα». Αλλά και αν ακό­μη η οικου­μέ­νη ολό­κλη­ρη προ­σέλ­θει, η χάρη δεν λιγο­στεύ­ει, ούτε η θεϊ­κή ενέρ­γεια δαπα­νά­ται, παρά δια­τη­ρεί­ται η ίδια και μάλι­στα σε τέτοια κατά­στα­ση, στην οποία ήταν πριν από το βάπτι­σμα. Και όπως οι ακτί­νες του ηλί­ου φωτί­ζουν κάθε μέρα χωρίς να δαπα­νών­ται, και χωρίς να ελατ­τώ­νε­ται το φως τους από τη μεγά­λη παρο­χή, κατά όμοιο τρό­πο και σε μεγα­λύ­τε­ρο, μάλι­στα, βαθ­μό και η ενέρ­γεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος δεν ελατ­τώ­νε­ται εξαι­τί­ας του πλή­θους που την απο­λαμ­βά­νει. Αυτό λοι­πόν έγι­νε ώστε όσοι έμα­θαν ότι υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα να θερα­πεύ­ουν τις ασθέ­νειες του σώμα­τος στο νερό, και μάλι­στα για πολύ χρό­νο ασκή­θη­καν σε αυτό το είδος της θερα­πεί­ας, να πιστέ­ψουν ευκο­λό­τε­ρα ότι το νερό, δια της επε­νερ­γεί­ας του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος στο Βάπτι­σμα, είναι δυνα­τό να θερα­πεύ­σει και τα νοσή­μα­τα της ψυχής.

Και για­τί ο Ιησούς αφού άφη­σε τους άλλους πλη­σί­α­σε εκεί­νον που ήταν για τριάν­τα οχτώ χρό­νια ασθε­νής και για­τί τον ρώτη­σε αν θέλει να γίνει υγι­ής; Όχι βέβαια για να μάθει αυτό που ρωτού­σε (διό­τι αυτό ήταν περιτ­τό φυσι­κά για τον Παν­το­γνώ­στη Θεό),αλλά για να δεί­ξει την καρ­τε­ρία του ασθε­νούς αυτού και για να κατα­λά­βου­με ότι γι’ αυτό άφη­σε τους άλλους και πήγε σε αυτόν. Τι έκα­νε ο ασθε­νής; «πεκρί­θη ατ σθενν· Κύριε, νθρω­πον οκ χω, να ταν ταρα­χθ τ δωρ, βάλ με ες τν κολυμ­βή­θραν· ν δ ρχο­μαι γώ, λλος πρ μο κατα­βαί­νει(:απο­κρί­θη­κε σε Αυτόν ο ασθε­νής και είπε: ‘’Κύριε, δεν έχω άνθρω­πο να με ρίξει στην κολυμ­βή­θρα αμέ­σως μόλις ανα­τα­ρα­χτούν τα νερά της· και ενώ προ­σπα­θώ να πλη­σιά­σω εγώ μόνος μου, προ­λα­βαί­νει άλλος και κατε­βαί­νει στο νερό πριν από μένα’’)»[Ιω. 5,7].

Γι’ αυτό ο Χρι­στός τον ρώτη­σε: «Θέλεις γις γενέ­σθαι;(:Θέλεις να γίνεις υγι­ής😉», για να μάθου­με αυτά. Και δεν του είπε «Θέλεις να σε θερα­πεύ­σω;»(διό­τι ο ασθε­νής δεν είχε ακό­μη κατα­λά­βει ποιος ήταν ο Ιησούς και τι μπο­ρού­σε να του προ­σφέ­ρει), αλλά «Θέλεις να γίνεις υγι­ής;»[χωρίς δηλα­δή, εξαρ­χής άμε­ση ανα­φο­ρά στη δική Του θερα­πευ­τι­κή επε­νέρ­γεια].

Ήταν εκπλη­κτι­κή η υπο­μο­νή του παρα­λυ­τι­κού, επει­δή ήταν παρά­λυ­τος για τριαν­τα­ο­κτώ έτη και κάθε έτος είχε την ελπί­δα ότι θα απαλ­λα­γεί από την ασθέ­νεια και επέ­με­νε, χωρίς να παραι­τεί­ται από την προ­σπά­θειά του· διό­τι αν όχι τα παρελ­θόν­τα, του­λά­χι­στον τα μέλ­λον­τα δεν ήσαν ικα­νά, εάν δεν ήταν καρ­τε­ρι­κός, να τον απο­μα­κρύ­νουν από τον τόπο αυτόν. Σκέ­ψου, ακό­μη, σε παρα­κα­λώ, πόσο έπρε­πε να επα­γρυ­πνούν εκεί και οι υπό­λοι­ποι ασθε­νείς, διό­τι ο και­ρός κατά τον οποίο ταρασ­σό­ταν το νερό δεν ήταν φανε­ρός. Και οι μεν χωλοί και ακρω­τη­ρια­σμέ­νοι μπο­ρού­σαν να παρα­τη­ρούν, οι τυφλοί όμως πώς έβλε­παν; Ίσως να κατα­λά­βαι­ναν από τον θόρυ­βο που γινό­ταν.

Ας αισθαν­θού­με ντρο­πή, αγα­πη­τοί μου, ας αισθαν­θού­με ντρο­πή και ας στε­νά­ξου­με για την πολ­λή μας ραθυ­μία. Για τριαν­τα­ο­κτώ έτη επέ­με­νε εκεί­νος ο παρα­λυ­τι­κός, χωρίς να πετυ­χαί­νει αυτό που ήθε­λε, όμως δεν εγκα­τέ­λει­πε απο­γο­η­τευ­μέ­νος την προ­σπά­θεια και δεν απο­μα­κρυ­νό­ταν από εκεί. Και δεν πετύ­χαι­νε τον σκο­πό του, όχι από τη δική του αμέ­λεια, αλλά για το γεγο­νός ότι παρεμ­πο­δι­ζό­ταν από τους άλλους και υφί­στα­το τη βία τους, χωρίς εντού­τοις να αδια­φο­ρεί για μια μελ­λον­τι­κή του θερα­πεία, έστω και κάτω από τις συν­θή­κες αυτές. Εμείς όμως εάν επί δέκα μέρες μόνο επι­μέ­νου­με να παρα­κα­λού­με για κάτι και δεν το επι­τύ­χου­με, στη συνέ­χεια αδια­φο­ρού­με να επι­δει­κνύ­ου­με την ίδια προ­θυ­μία και θέρ­μη στις παρα­κλή­σεις μας. Και πλη­σί­ον μεν των συναν­θρώ­πων μας επι­μέ­νου­με τόσο πολύ χρό­νο, στρα­τευό­με­νοι, ταλαι­πω­ρού­με­νοι και προ­σφέ­ρον­τας δου­λι­κώς τις υπη­ρε­σί­ες μας, χάνον­τας πολ­λές φορές στο τέλος και αυτήν την ελπί­δα, πλη­σί­ον όμως του Κυρί­ου μας, από τον Οποί­ον μπο­ρού­με να επι­τύ­χου­με αμοι­βή πολύ μεγα­λύ­τε­ρη από τους κόπους μας, δεν ανε­χό­μα­στε να επι­μέ­νου­με με την πρέ­που­σα προ­θυ­μία.

Λέγει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Από­στο­λος: « θλψις πομονν κατερ­γά­ζε­ται, δ πομον δοκι­μήν, δ δοκιμ λπί­δα, δ λπς ο καται­σχύ­νει, τι γάπη το Θεο κκέ­χυ­ται ν τας καρ­δί­αις μν δι Πνεύ­μα­τος γίου το δοθέν­τος μν(:η θλί­ψη παρά­γει σιγά σιγά ως μόνι­μο και τέλειο έργο την υπο­μο­νή· η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό· και η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει, διό­τι η αγά­πη που έδει­ξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπί­ζου­με, εκχύ­θη­κε και πλημ­μύ­ρι­σε τις καρ­διές μας με το Άγιο Πνεύ­μα που μας δόθη­κε ως αρρα­βώ­νας της ελπί­δας μας)»[Ρωμ.5,5].

[…]Μεγά­λο επο­μέ­νως κέρ­δος έχου­με από τις Άγιες Γρα­φές και μεγά­λη ωφέ­λεια. Και αυτό θέλον­τας να δεί­ξει ο Από­στο­λος Παύ­λος λέγει: «σα γρ προ­ε­γρά­φη, ες τν μετέ­ραν διδα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, να δι τς πομονς κα τς παρα­κλή­σε­ως τν γραφν τν λπί­δα χωμεν(:και σας φέρ­νω τη μαρ­τυ­ρία αυτή της Αγί­ας Γρα­φής, διό­τι όσα γρά­φτη­καν στο παρελ­θόν από τους θεό­πνευ­στους άντρες, γρά­φτη­καν για τη δική μας διδα­σκα­λία, για να μπο­ρού­με να κρα­τού­με στε­ρεά την ελπί­δα με την υπο­μο­νή και την παρη­γο­ριά και την ενί­σχυ­ση που δίνουν οι Άγιες Γρα­φές)»[Ρωμ.15,4].

Πραγ­μα­τι­κά τα θεία λόγια είναι θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο εξεύ­ρε­σης παν­τός είδους φαρ­μά­κων για κάθε ασθέ­νεια. Επο­μέ­νως, είτε παρα­στεί ανάγ­κη να εξα­λεί­ψει κανείς την αλα­ζο­νεία, είτε να απο­κοι­μί­σει κάποια επι­θυ­μία, είτε να κατα­πα­τή­σει τον έρω­τα των χρη­μά­των, είτε να περι­φρο­νή­σει τον πόνο, είτε να μετα­δώ­σει αισιο­δο­ξία και να προ­ε­τοι­μά­σει την υπο­μο­νή και να ενστα­λά­ξει τη χαρά, μπο­ρεί να βρει μεγά­λη ανα­κού­φι­ση και εξεύ­ρε­ση λύσε­ων για όλα αυτά μέσα στην Αγία Γρα­φή. Διό­τι ποιος από εκεί­νους που αγω­νί­ζον­ται διαρ­κώς με την πενία ή από εκεί­νους που πάσχουν από βαριά νόσο, αφού ανα­γνώ­σει το παρα­πά­νω χωρίο σχε­τι­κά με την υπο­μο­νή του παρα­λυ­τι­κού της Βηθεσ­δά, δε θα λάβει μεγά­λη παρη­γο­ρία; Διό­τι αυτός έμε­νε επί τριαν­τα­ο­κτώ χρό­νια παρά­λυ­τος και κάθε έτος έβλε­πε άλλους μεν να θερα­πεύ­ον­ται, τον εαυ­τό του όμως να εξα­κο­λου­θεί να κατέ­χε­ται από το νόση­μα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχα­σε το θάρ­ρος του και δεν απο­γο­η­τεύ­θη­κε. Και όμως, η λύπη για τις απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειές του στο παρελ­θόν, αλλά και η έλλει­ψη ελπί­δας για τις οποιεσ­δή­πο­τε μελ­λον­τι­κές του προ­σπά­θειες εξαι­τί­ας αυτής της σωμα­τι­κής του ανα­πη­ρί­ας που δεν του επέ­τρε­πε να προ­λά­βει κάθε φορά, θα μπο­ρού­σαν να τον είχαν κλο­νί­σει.

Άκου­σε λοι­πόν τι λέγει και σκέ­ψου το μέγε­θος της τρα­γω­δί­ας του. Όταν δηλα­δή τον ρώτη­σε ο Χρι­στός αν θέλει να γίνει υγι­ής, απάν­τη­σε: «Ναι, Κύριε, θέλω να γίνω υγι­ής· όμως δεν έχω άνθρω­πο να με βάλει στη δεξα­με­νή, όταν ταρα­χθεί το νερό». Τι περισ­σό­τε­ρο λυπη­ρό θα μπο­ρού­σε να ακού­σει κανείς; Ποια μεγα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά από αυτήν; Είδες ψυχή που είχε συν­τρι­βεί από τη διαρ­κή και μακρό­χρο­νη ασθέ­νεια; Είδες που είχε κατα­στα­λεί κάθε οργή μέσα του για την κατά­στα­σή του; Διό­τι δεν είπε τίπο­τε το βλά­σφη­μο,όπως ακού­με από πολ­λούς που βρί­σκον­ται σε παρό­μοιες δύσκο­λες περι­στά­σεις, ούτε κατα­ρά­στη­κε την ημέ­ρα που γεν­νή­θη­κε, ούτε θύμω­σε για την ερώ­τη­ση, ούτε είπε: «Ήλθες να με περι­παί­ξεις και να με δια­κω­μω­δή­σεις και ρωτάς κάτι το αυτο­νόη­το, δηλα­δή αν θέλω να γίνω υγι­ής;». Αντι­θέ­τως, με πρα­ό­τη­τα και σεβα­σμό μεγά­λο απαν­τά: «Ναι, Κύριε».

Και όμως ούτε ήξε­ρε ποιος ήταν Αυτός που τον ρωτού­σε, ούτε ότι επρό­κει­το να τον θερα­πεύ­σει. Διη­γεί­ται, ωστό­σο, τα πάν­τα με ηρε­μία και δεν ζητεί τίπο­τε πλέ­ον, σαν να απευ­θυ­νό­ταν σε κάποιο για­τρό στον οποίο ήθε­λε να εξη­γή­σει την αρρώ­στιά του και μόνο. Πιθα­νό να ήλπι­σε ότι ο Χρι­στός θα του φαι­νό­ταν χρή­σι­μος σε αυτό, να τον ρίξει δηλα­δή στο νερό και να ήθε­λε με τα λόγια αυτά να τον συγ­κι­νή­σει. Τι έκα­νε, λοι­πόν, ο Χρι­στός; Αφού απέ­δει­ξε ότι με τον λόγο Του μπο­ρεί να κάνει τα πάν­τα, του είπε: «γει­ρε, ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα περι­πά­τει(:Σήκω επά­νω, πάρε το κρε­βά­τι σου στον ώμο σου και περ­πά­τα)»[Ιω.5,4].

Μερι­κοί νομί­ζουν ότι ο παρα­λυ­τι­κός αυτός της Βηθεσ­δά στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης είναι ο ίδιος με εκεί­νον της Καπερ­να­ούμ στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο ευαγ­γε­λι­στής Ματθαίος[βλ. Ματθ. 9,1–8: «Κα μβς ες πλοον διε­πέ­ρα­σε κα λθεν ες τν δίαν πόλιν. Κα δο προ­σέ­φε­ρον ατ παρα­λυ­τικν π κλί­νης βεβλη­μέ­νον· κα δν ησος τν πίστιν ατν επε τ παρα­λυ­τικ· θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου. κα δού τινες τν γραμ­μα­τέ­ων επον ν αυτος· οτος βλα­σφη­με. κα δν ησος τς νθυ­μή­σεις ατν επεν· να τί μες νθυ­μεσθε πονηρ ν τας καρ­δί­αις μν; τί γάρ στιν εκοπώ­τε­ρον, επεν, φέων­ταί σου α μαρ­τί­αι, επεν, γει­ρε κα περι­πά­τει; να δ εδτε τι ξου­σί­αν χει υἱὸς το νθρώ­που π τς γς φιέ­ναι μαρ­τί­ας — τότε λέγει τ παρα­λυ­τικ· γερ­θες ρόν σου τν κλί­νην κα παγε ες τν οκόν σου. κα γερ­θες πλθεν ες τν οκον ατο. δόν­τες δ ο χλοι θαύ­μα­σαν κα δόξα­σαν τν Θεν τν δόν­τα ξου­σί­αν τοιαύ­την τος νθρώ­ποις(:και αφού μπή­κε ο Ιησούς σε ένα πλοίο, πέρα­σε στην απέ­ναν­τι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική Του πόλη, την Καπερ­να­ούμ. Τότε Του έφε­ραν έναν παρά­λυ­το, που τον είχαν βάλει πάνω σε ένα κρε­βά­τι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε και ο παρά­λυ­τος κι εκεί­νοι που τον μετέ­φε­ραν, είπε στον παρά­λυ­το, ο οποί­ος ανη­συ­χού­σε και φοβό­ταν μήπως οι αμαρ­τί­ες του γίνουν εμπό­διο στη θερα­πεία του: ‘’ Έχε θάρ­ρος, παι­δί μου˙ έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου’’. Τότε όμως μερι­κοί από τους γραμ­μα­τείς είπαν μέσα τους: ‘’Αυτός βλα­σφη­μεί, διό­τι σφε­τε­ρί­ζε­ται δικαί­ω­μα που μόνον ο Θεός έχει’’. Ο Ιησούς την ίδια στιγ­μή είδε στα βάθη της καρ­διάς τους τις σκέ­ψεις τους και είπε: ‘’Για­τί κάνε­τε μέσα στις καρ­διές σας σκέ­ψεις πονη­ρές και κακο­προ­αί­ρε­τες; Και είναι πράγ­μα­τι οι σκέ­ψεις σας αυτές κακό­γνω­μες και κακο­προ­αί­ρε­τες, διό­τι, τι είναι ευκο­λό­τε­ρο: να πει κανείς˙ είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οι αμαρ­τί­ες σου, ή να πει, σήκω όρθιος και περ­πά­τα; Εσείς θεω­ρεί­τε δυσκο­λό­τε­ρο αυτό το τελευ­ταίο. Για να μάθε­τε λοι­πόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ο εκπρό­σω­πος της ανθρω­πό­τη­τας και ένδο­ξος Κρι­τής της κατά τη δευ­τέ­ρα παρου­σία Του, έχει εξου­σία να συγ­χω­ρεί στη γη τις αμαρ­τί­ες των ανθρώ­πων’’, τότε λέει στον παρά­λυ­το: ‘’Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρε­βά­τι σου και πήγαι­νε στο σπί­τι σου’’. Και πραγ­μα­τι­κά εκεί­νος σηκώ­θη­κε και πήγε στο σπί­τι του. Όταν λοι­πόν τα πλή­θη του λαού είδαν αυτό που έγι­νε, θαύ­μα­σαν και δόξα­σαν τον Θεό, ο οποί­ος έδω­σε δια­μέ­σου του Χρι­στού στους ανθρώ­πους τέτοια εξου­σία, να συγ­χω­ρούν­ται δηλα­δή οι αμαρ­τί­ες, και συγ­χρό­νως να για­τρεύ­ον­ται με ένα λόγο αθε­ρά­πευ­τες ασθέ­νειες του σώμα­τος)»].

Δεν πρό­κει­ται για τον ίδιο παρα­λυ­τι­κό που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. Και αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από πολ­λές από­ψεις. Καταρ­χάς από το ότι ο παρά­λυ­τος της Βηθεσ­δά δεν είχε κανέ­ναν άνθρω­πο για να τον φρον­τί­ζει. Διό­τι ο μεν παρα­λυ­τι­κός που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος είχε πολ­λούς που τον φρόν­τι­ζαν και τον μετέ­φε­ραν, ενώ αυτός που ανα­φέ­ρει εδώ ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης δεν είχε κανέ­ναν. Και γι’ αυτό έλε­γε: «Δεν έχω άνθρω­πο». Έπει­τα απο­δει­κνύ­ε­ται και από την απάν­τη­ση. Διό­τι ο παρά­λυ­τος της Καπερ­να­ούμ τον οποίο ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, δεν λέγει τίπο­τε, ενώ ο παρά­λυ­τος της Βηθεσ­δά, τον οποίο ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, διη­γεί­ται όλα όσα τον αφο­ρούν. Και τρί­τον απο­δει­κνύ­ε­ται από τον χρό­νο· διό­τι ο παρα­λυ­τι­κός της Βηθεσ­δά θερα­πεύ­ε­ται κατά εορ­τά­σι­μη ημέ­ρα και μάλι­στα Σάβ­βα­το[«ν δ σάβ­βα­τον ν κείν τ μέρ(:και ήταν Σάβ­βα­το η ημέ­ρα που έγι­νε αυτό)»], ενώ ο άλλος σε άλλη ημέ­ρα.

Είναι επί­σης δια­φο­ρε­τι­κός ο τόπος όπου επι­τε­λούν­ται τα δύο αυτά θαύ­μα­τα ιάσε­ως των παρά­λυ­των αυτών ανθρώ­πων. Ο ένας θερα­πεύ­ε­ται στο σπί­τι του, ενώ ο άλλος πλη­σί­ον της δεξα­με­νής της Βηθεσ­δά. Και ο τρό­πος της θερα­πεί­ας είναι επί­σης δια­φο­ρε­τι­κός. Διό­τι στον παρα­λυ­τι­κό που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος ο Ιησούς λέγει: «Θάρ­σει, τέκνον· φέων­ταί σοι α μαρ­τί­αι σου(:έχε θάρρος,παιδί μου,σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου)», ενώ στον παρα­λυ­τι­κό της Βηθεσ­δά που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, ο Ιησούς πρώ­τα θερα­πεύ­ει το σώμα και έπει­τα φρον­τί­ζει για την ψυχή.

Και στη μία μεν περί­πτω­ση δίνε­ται συγ­χώ­ρη­ση· διό­τι ο Χρι­στός λέγει: «Σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου», ενώ στην άλλη περί­πτω­ση εδώ δίδε­ται συμ­βου­λή και απει­λή, η οποία τον ασφά­λι­ζε για το μέλ­λον· καθό­σον ο Ιησούς του λέγει: «δε γις γέγο­νας· μηκέ­τι μάρ­τα­νε, να μ χερόν σοί τι γένη­ται(:Βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μην πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες, και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14]. Ωστό­σο, και οι κατη­γο­ρί­ες τις οποί­ες δια­τυ­πώ­νουν οι Ιου­δαί­οι στις δύο αυτές περι­πτώ­σεις είναι δια­φο­ρε­τι­κές. Διό­τι στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση που κατα­γρά­φει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, Τον κατη­γο­ρούν ότι εργά­στη­κε κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του, ενώ στην άλλη, ότι βλα­σφή­μη­σε διό­τι κατά την άπο­ψή τους σφε­τε­ρί­στη­κε το απο­κλει­στι­κό δικαί­ω­μα του Θεού να συγ­χω­ρεί αμαρ­τί­ες.

Εσύ όμως πρό­σε­ξε, σε παρα­κα­λώ το μέγε­θος της σοφί­ας του Θεού· διό­τι δεν τον θερα­πεύ­ει αμέ­σως τον παρα­λυ­τι­κό της Βηθεσ­δά, αλλά πρώ­τα του δημιουρ­γεί ατμό­σφαι­ρα εμπι­στο­σύ­νης με την ερώ­τη­ση που του υπο­βάλ­λει, για να τον προ­ε­τοι­μά­σει για την μελ­λον­τι­κή πίστη· και δεν τον σηκώ­νει μόνο όρθιο, αλλά τον παρο­τρύ­νει να σηκώ­σει και το κρε­βά­τι του, ώστε και το θαύ­μα που έγι­νε να δια­πι­στω­θεί και να μην μπο­ρέ­σει να υπο­ψια­στεί κανείς ότι αυτό που είχε γίνει, ήταν μόνο απο­κύ­η­μα φαν­τα­σί­ας και απά­τη· διό­τι εάν τα μέλη του σώμα­τος δεν είχαν απο­κτή­σει στα­θε­ρό­τη­τα και δύνα­μη, ο παρα­λυ­τι­κός δε θα μπο­ρού­σε να σηκώ­σει το κρε­βά­τι.

Και αυτό το πράτ­τει πολ­λές φορές ο Ιησούς, για να απο­στο­μώ­σει εντε­λώς όσους θα ήθε­λαν να δια­τυ­πώ­σουν αναί­σχυν­τες αμφι­βο­λί­ες. Πραγ­μα­τι­κά και στο θαύ­μα του πολ­λα­πλα­σια­σμού των άρτων, για να μην υπο­στη­ρί­ξει κανείς ότι απλώς χόρ­τα­σαν και ότι το περι­στα­τι­κό αυτό ήταν φαν­τα­στι­κό, προ­νο­εί να μεί­νουν πολ­λά περισ­σεύ­μα­τα από τους άρτους αυτούς. Και στον λεπρό τον οποίο καθά­ρι­σε, είπε: «ρα μηδεν επς, λλ παγε σεαυτν δεξον τ ερε κα προ­σέ­νεγ­κε τ δρον προ­σέ­τα­ξε Μωσς ες μαρ­τύ­ριον ατος(:πρό­σε­ξε να μην πεις σε κανέ­να το θαύ­μα της θερα­πεί­ας σου, αλλά πήγαι­νε και δεί­ξε τον εαυ­τό σου στον ιερέα και πρό­σφε­ρε το δώρο που έχει καθο­ρί­σει ο Μωυ­σής. Για να χρη­σι­μεύ­σει η εξέ­τα­σή σου από τον ιερέα και η προ­σφο­ρά του δώρου σου ως μαρ­τυ­ρία και από­δει­ξη στον ιερέα και στους Ιου­δαί­ους ότι και εσύ θερα­πεύ­τη­κες τελεί­ως και εγώ δεν ήλθα να καταρ­γή­σω τον νόμο)»[Ματθ.8,4], αφε­νός για να κάνει και την από­δει­ξη του καθα­ρι­σμού της λέπρας στα­θε­ρό­τα­τη και ακρι­βέ­στα­τη, και αφε­τέ­ρου για να κλεί­σει τα αναί­σχυν­τα στό­μα­τα εκεί­νων, που υπο­στή­ρι­ζαν ότι έκα­νε έργα αντί­θε­τα προς όσα έχουν δοθεί ως εντο­λές από τον Θεό.

Και στο θαύ­μα της μετα­βο­λής του νερού σε κρα­σί στην Κανά, το ίδιο έκα­νε. Δηλα­δή όχι μόνο έδει­ξε απλώς το κρα­σί, αλλά φρόν­τι­σε να στα­λεί και στον αρχι­τρί­κλι­νο, ώστε αυτός που ομο­λο­γού­σε ότι δεν ήξε­ρε τίπο­τε από όσα είχαν γίνει, να δώσει τη μαρ­τυ­ρία του θαύ­μα­τος χωρίς καμία υπο­ψία. Γι’ αυτό ακρι­βώς ο Ευαγ­γε­λι­στής είπε ότι ο αρχι­τρί­κλι­νος δεν ήξε­ρε από πού προ­ερ­χό­ταν το κρα­σί, απο­δει­κνύ­ον­τας με αυτόν τον τρό­πο αδιά­ψευ­στη τη μαρ­τυ­ρία του [βλ. Ιω.2,9–10: «ς δ γεύ­σα­το ρχι­τρί­κλι­νος τ δωρ ονον γεγε­νη­μέ­νον ‑κα οκ δει πόθεν στίν· ο δ διά­κο­νοι δει­σαν ο ντλη­κό­τες τ δωρ- φωνε τν νυμ­φί­ον ρχι­τρί­κλι­νος. κα λέγει ατ· πς νθρω­πος πρτον τν καλν ονον τίθη­σι, κα ταν μεθυ­σθσι, τότε τν λάσ­σω· σ τετή­ρη­κας τν καλν ονον ως ρτι(:Μόλις λοι­πόν ο υπεύ­θυ­νος του τρα­πε­ζιού γεύ­τη­κε το νερό που είχε γίνει κρα­σί – και δεν γνώ­ρι­ζε από πού είναι και ποιος το έφε­ρε αυτό, οι υπη­ρέ­τες όμως που είχαν βγά­λει το νερό και γέμι­σαν με αυτό τις στά­μνες το γνώ­ρι­ζαν – φωνά­ζει ο υπεύ­θυ­νος του τρα­πε­ζιού τον γαμ­πρό και του λέει: ‘’Κάθε άνθρω­πος που καλεί σε τρα­πέ­ζι, προ­σφέ­ρει στους καλε­σμέ­νους πρώ­τα το καλό κρα­σί, κι όταν αυτοί έλθουν σε ευθυ­μία, τότε παρου­σιά­ζει το κατώ­τε­ρο˙ διό­τι τότε αυτοί ζητούν κυρί­ως ποσό­τη­τα κρα­σιού και όχι τόσο ποιό­τη­τα. Εσύ όμως φύλα­ξες το καλό και εκλε­κτό κρα­σί μέχρι αυτή τη στιγ­μή’’)»].

Και σε άλλη περί­πτω­ση επί­σης, τότε που ανέ­στη­σε τη νεκρή κόρη του Ιαεί­ρου, «διέ­τα­ξεν ατ δοθναι φαγεν(:έδω­σε εντο­λή να της δώσουν να της δώσουν φαγη­τό να φάει, για να πάρει δυνά­μεις μετά από την εξάν­τλη­ση που της είχε φέρει η χρό­νια και θανα­τη­φό­ρα ασθέ­νειά της)»[Λουκ. 8,55], για να δώσει αναμ­φι­σβή­τη­τη την από­δει­ξη της ανα­στά­σε­ώς της. Με όλα αυτά προ­σπα­θεί να πεί­σει τους ανόη­τους ότι δεν ήταν κάποιος απα­τε­ώ­νας ή φαν­τα­σιο­κό­πος, αλλά ότι ήρθε για την κοι­νή σωτη­ρία όλων των ανθρώ­πων.

Όμως, για ποιο λόγο δεν απαι­τεί πίστη από τον παρα­λυ­τι­κό, όπως είχε κάνει με τους τυφλούς στους οποί­ους είπε: «Πιστεύ­ε­τε τι δύνα­μαι τοτο ποισαι;(:πιστεύ­ε­τε ότι έχω τη δύνα­μη να κάνω αυτό που μου ζητά­τε, δηλα­δή να σας δώσω το φως σας;)»[ Ματθ.9,28].Ο λόγος είναι ότι ο παρα­λυ­τι­κός αυτός δεν ήξε­ρε καθό­λου ποιος ήταν ο Ιησούς· διό­τι αυτό συνή­θι­ζε να το κάνει όχι πριν, αλλά μετά τα θαύ­μα­τα· διό­τι εκεί­νοι οι ασθε­νείς μεν που είχαν δει την θαυ­μα­τουρ­γι­κή δύνα­μή Του σε άλλες περι­πτώ­σεις, δίκαια άκου­γαν την ερώ­τη­ση αυτή. Εκεί­νοι, ωστό­σο, οι ασθε­νείς που δεν Τον ήξε­ραν καθό­λου, αλλά επρό­κει­το να κατα­λά­βουν από τα θαύ­μα­τά Του ποιος ήταν ο Ιησούς, καλούν­ται στην πίστη μετά από τα θαύ­μα­τα. Για τον λόγο αυτό, ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος δεν παρου­σιά­ζει τον Χρι­στό να υπο­βάλ­λει την ερώ­τη­ση αυτή από την αρχή που ξεκί­νη­σε τα θαύ­μα­τά Του, αλλά αφού πρώ­τα είχε θερα­πεύ­σει πολ­λούς, έπει­τα ζήτη­σε απάν­τη­ση σε αυτό από τους δύο τυφλούς.

Εσύ όμως και έτσι πρό­σε­ξε την πίστη του παρα­λύ­του. Διό­τι όταν άκου­σε τον Ιησού να του λέει: «Πάρε το κρε­βά­τι σου στον ώμο σου και περ­πά­τη­σε», δε γέλα­σε, ούτε είπε: «Τι σημαί­νουν αυτά τα λόγια τέλος πάν­των; Εδώ κατε­βαί­νει άγγε­λος και ταράσ­σει το νερό και έναν μονά­χα θερα­πεύ­ει, και εσύ, ένας άνθρω­πος κοι­νός, πιστεύ­εις ότι θα κατορ­θώ­σεις κάτι σπου­δαιό­τε­ρο από τον άγγε­λο με ένα απλό πρό­σταγ­μά σου μονά­χα; Αυτά είναι εγωι­σμός και αλα­ζο­νεία και αξιο­γέ­λα­στα πράγ­μα­τα εκ μέρους σου». Δεν είπε τίπο­τε από αυτά όμως, ούτε τα σκέ­φθη­κε, αλλά μόλις τα άκου­σε, σηκώ­θη­κε όρθιος και υγι­ής. Και αφού θερα­πεύ­τη­κε, δεν παρά­κου­σε στον Ιησού που του έλε­γε: «γει­ρε, ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα περι­πά­τει(:Σήκω επά­νω, πάρε το κρε­βά­τι σου στον ώμο σου και περ­πά­τη­σε)». «Κα εθέως γένε­το γις νθρω­πος, κα ρε τν κρά­βατ­τον ατο κα περιε­πά­τει(:και αμέ­σως απο­κα­τα­στά­θη­κε η υγεία του ανθρώ­που αυτού και πήρε το κρε­βά­τι του στον ώμο του και άρχι­σε να περ­πα­τά­ει)»[Ιω.5,8–9].

Η υπα­κοή του αυτή είναι βέβαια θαυ­μα­στή, αλλά τα όσα συνέ­βη­σαν στη συνέ­χεια είναι πολύ περισ­σό­τε­ρο αξιο­θαύ­μα­στα. Μάλ­λον όμως η αρχι­κή υπα­κοή του παρα­λύ­του, όταν κανέ­νας δεν τον εμπό­δι­ζε να υπα­κού­σει, δεν είναι τόσο αξιο­θαύ­μα­στη, όσο η στά­ση που τήρη­σε ύστε­ρα από αυτά, όταν οι Ιου­δαί­οι είχαν κυριευ­τεί από μανία και τον απει­λού­σαν ποι­κι­λο­τρό­πως εξα­γριω­μέ­νοι και τον κατη­γο­ρού­σαν και τον πολιορ­κού­σαν και του έλε­γαν: «Σάβ­βα­τόν στιν· οκ ξεστί σοι ραι τν κρά­βατ­τον(:σήμε­ρα είναι Σάβ­βα­το και δε σου επι­τρέ­πε­ται να σηκώ­νεις το κρε­βά­τι σου)»[Ιω.5,10], το γεγο­νός ότι όχι μόνο αντι­με­τω­πί­ζει με αδια­φο­ρία τη μανία τους, αλλά και με μεγά­λο θάρ­ρος δια­κη­ρύσ­σει τον Ευερ­γέ­τη του ενώ­πιον όλων και απο­στο­μώ­νει την αναί­σχυν­τη γλώσ­σα τους, νομί­ζω εγώ του­λά­χι­στο ότι είναι από­δει­ξη μεγά­λης γεν­ναιό­τη­τας.

Πραγ­μα­τι­κά, όταν τον περι­κύ­κλω­σαν οι πρό­κρι­τοι Ιου­δαί­οι και έλε­γαν επι­τι­μη­τι­κά και με αυθά­δεια στον πρώ­ην παρα­λυ­τι­κό: «Σάβ­βα­τόν στιν· οκ ξεστί σοι ραι τν κρά­βατ­τον(:Σήμε­ρα είναι Σάβ­βα­το. Δεν επι­τρέ­πε­ται να σηκώ­νεις και να μετα­φέ­ρεις το κρε­βά­τι σου)», άκου­σε τι απαν­τά: « ποι­ή­σας με γι, κενός μοι επεν· ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα περι­πά­τει(:Εκεί­νος που με θαύ­μα απο­κα­τέ­στη­σε την υγεία μου, μού είπε: Πάρε το κρε­βά­τι σου και περ­πά­τη­σε)»[Ιω.5,11], σαν να τους έλε­γε κατά κάποιο τρό­πο, τα ακό­λου­θα: «Φλυα­ρεί­τε και παρα­φέ­ρε­στε, όταν με προ­τρέ­πε­τε να μη θεω­ρώ διδά­σκα­λο Εκεί­νον, που με θερά­πευ­σε από μία τόσο μακρό­χρο­νη και βαριά ασθέ­νεια και να μην υπα­κούω απο­λύ­τως σε όλες τις εντο­λές Του».

Και όμως, εάν ήθε­λε να συμ­πε­ρι­φερ­θεί με κακό τρό­πο, μπο­ρού­σε και δια­φο­ρε­τι­κά να απαν­τή­σει· για παρά­δειγ­μα, μπο­ρού­σε να έλε­γε τα εξής: «Δεν κάνω αυτό με τη θέλη­σή μου, αλλά κατά δια­τα­γή άλλου. Εάν αυτό απο­τε­λεί παρά­βα­ση, να κατη­γο­ρή­σε­τε Αυτόν που με διέ­τα­ξε και θα αφή­σω κάτω το κρε­βά­τι». Θα μπο­ρού­σε επί­σης να απο­κρύ­ψει τη θερα­πεία του· διό­τι γνώ­ρι­ζε πολύ καλά ότι οι Ιου­δαί­οι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν δυσφο­ρού­σαν τόσο για την κατά­λυ­ση της αργί­ας του Σαβ­βά­του, όσο για τη θερα­πεία της ασθέ­νειας. Όμως ούτε αυτό το έκρυ­ψε, ούτε εκεί­νο είπε, ούτε συγ­χώ­ρη­ση ζήτη­σε από τους Ιου­δαί­ους, αλλά με δυνα­τή φωνή ομο­λο­γού­σε τον Ευερ­γέ­τη του και με παρ­ρη­σία ανα­κή­ρυτ­τε σε όλους τη θερα­πεία του .

Και ο μεν παρά­λυ­τος έτσι συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε, ενώ εκεί­νοι, πρό­σε­ξε με πόση κακό­τη­τα ενερ­γούν. Διό­τι δεν του είπαν: «Ποιος είναι αυτός που σε θερά­πευ­σε;», αλλά αυτό το απο­σιώ­πη­σαν και προ­βάλ­λουν έντο­να προς πάσα κατεύ­θυν­ση την, κατά τη γνώ­μη τους, παρα­βί­α­ση της αργί­ας του Σαβ­βά­του. «ρώτη­σαν ον ατόν· τίς στιν νθρω­πος επών σοι, ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα περι­πά­τει;(:Ρώτη­σαν λοι­πόν αυτόν: “Ποιος είναι ο άνθρω­πος αυτός που σου είπε να σηκώ­σεις το κρε­βά­τι σου και να αρχί­σεις να περ­πα­τάς;”)»[Ιω.5,12]. Ο παρά­λυ­τος όμως που είχε θερα­πευ­θεί δεν ήξε­ρε ποιος ήταν ο ευερ­γέ­της του· διό­τι ο Ιησούς εν τω μετα­ξύ είχε απο­μα­κρυν­θεί, δεδο­μέ­νου ότι υπήρ­χε πολύς κόσμος και ήταν εύκο­λο αυτό[« δ αθες οκ δει τίς στιν· γρ ησος ξένευ­σεν χλου ντος ν τ τόπ(:ο θερα­πευ­μέ­νος όμως παρά­λυ­τος δεν ήξε­ρε ποιος είναι˙ διό­τι ο Ιησούς είχε φύγει απα­ρα­τή­ρη­τος και είχε εξα­φα­νι­στεί. Και ήταν εύκο­λο να εξα­φα­νι­στεί, διό­τι υπήρ­χε πολύς λαός στον τόπο που έγι­νε το θαύ­μα)»[:Ιω.5,13].

Και για­τί απέ­κρυ­ψε τον εαυ­τό Του ο Ιησούς; Κατά πρώ­τον, για να είναι η μαρ­τυ­ρία του παρα­λύ­του χωρίς υπο­ψία, εφό­σον ο Ιησούς θα ήταν απών· διό­τι αφού ο παρα­λυ­τι­κός αισθάν­θη­κε την απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας του, ήταν ο πλέ­ον αξιό­πι­στος μάρ­τυ­ρας της ευερ­γε­σί­ας. Έπει­τα για να μην ανά­ψει στις ψυχές των Ιου­δαί­ων περισ­σό­τε­ρο θυμό· διό­τι γνώ­ρι­ζε ότι και μόνο η παρου­σία αυτού που προ­κα­λεί το φθό­νο, δεν ανά­βει μικρή φωτιά σε όσους αισθά­νον­ται το φθό­νο γι’ αυτόν. Γι’ αυτό έφυ­γε και άφη­σε το ίδιο το έργο Του να αγω­νί­ζε­ται προς αυτούς, ώστε να μη λέγει τίπο­τε ο Ίδιος για τον εαυ­τό Του, αλλά να συζη­τούν γι’ Αυτόν όσοι θερα­πεύ­τη­καν και μαζί με αυτούς και οι κατή­γο­ροί Του· διό­τι πραγ­μα­τι­κά και αυτοί τότε μαρ­τυ­ρούν το θαύ­μα. Δεν είπαν, δηλα­δή: «Για­τί έδω­σες εντο­λή να γίνουν αυτά το Σάβ­βα­το;», αλλά «Για­τί πράτ­τεις αυτά το Σάβ­βα­το;».Όχι επει­δή αισθά­νον­ταν δυσφο­ρία για την κατά­λυ­ση της αργί­ας του Σαβ­βά­του, αλλά επει­δή αισθά­νον­ταν φθό­νο για την απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας και τη σωτη­ρία του παρα­λύ­του.

Βέβαια, ωστό­σο, του­λά­χι­στον όσον αφο­ρά την ανθρώ­πι­νη εργα­σία, αυτό περισ­σό­τε­ρο απο­τε­λού­σε εργα­σία, αυτό ακρι­βώς που έκα­νε ο παρά­λυ­τος[:το ότι δηλα­δή σήκω­σε το κρε­βά­τι του, μέρα Σαβ­βά­του]· ενώ εκεί­νο που είπε ο Ιησούς ήταν απλά και μόνο ένας λόγος. Στην προ­κει­μέ­νη λοι­πόν περί­πτω­ση, με άλλο τρό­πο δια­τάσ­σει να κατα­λυ­θεί η αργία του Σαβ­βά­του, ενώ άλλο­τε το κάνει ο Ίδιος με άλλο τρό­πο, ανα­μι­γνύ­ον­τας πηλό και αλεί­φον­τας με αυτόν τους οφθαλ­μούς του τυφλού που επρό­κει­το να θερα­πεύ­σει. Και ενερ­γεί με αυτόν τον τρό­πο, όχι παρα­βιά­ζον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο, αλλά υπερ­βαί­νον­τας τον μωσαϊ­κό νόμο. Με το θέμα όμως αυτό θα ασχο­λη­θού­με αργό­τε­ρα· διό­τι δεν απο­λο­γεί­ται με όμοιο τρό­πο για την κατά­λυ­ση του Σαβ­βά­του, κάθε φορά που κατη­γο­ρεί­ται από τους Ιου­δαί­ους. Και αυτό πρέ­πει να το εξε­τά­σου­με με ακρί­βεια, όχι όμως ακό­μη τώρα.

«Μετὰ ταῦ­τα εὑρί­σκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγι­ὴς γέγο­νας· μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἵνα μὴ χεῖ­ρόν σοί τι γένη­ται(:ύστε­ρα από αρκε­τό και­ρό τον βρή­κε ο Ιησούς στο ιερό και του είπε: Βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μη πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες, και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14].

Φοβε­ρό πράγ­μα η αμαρ­τία, φοβε­ρό και ολέ­θριο για την ψυχή. Πολ­λές φορές μάλι­στα το κακό υπερ­πλε­ο­νά­ζει και βλά­πτει και τα σώμα­τα. Επει­δή δηλα­δή ως επί το πλεί­στον, όταν ασθε­νεί η ψυχή μας, δεν συναι­σθα­νό­μα­στε τον πόνο ενώ, όταν το σώμα μας πάθει έστω και την παρα­μι­κρή βλά­βη, κατα­βάλ­λου­με κάθε προ­σπά­θεια για να το απαλ­λά­ξου­με από την ασθέ­νεια, για τον λόγο αυτό πολ­λές φορές ο Θεός τιμω­ρεί το σώμα για τα αμαρ­τή­μα­τα της ψυχής, ώστε με τη δοκι­μα­σία του μικρό­τε­ρου να θερα­πευ­τεί το μεγα­λύ­τε­ρο.

Με αυτόν τον τρό­πο και ο από­στο­λος Παύ­λος θερά­πευ­σε τον άνθρω­πο που πόρ­νευε στην Κόριν­θο, αφού συγ­κρά­τη­σε την ασθέ­νεια της ψυχής με την φθο­ρά του σώμα­τος· διό­τι κατέ­στει­λε το κακό, κάνον­τας εγχει­ρη­τι­κή τομή στο σώμα, σαν να ήταν ένας άρι­στος για­τρός, ο οποί­ος, όταν δεν υπο­χω­ρεί η υδρω­πι­κία ή η ασθέ­νεια της σπλή­νας, με την χρη­σι­μο­ποί­η­ση εσω­τε­ρι­κών φαρ­μά­κων, τα καυ­τη­ριά­ζει εξωτερικώς[βλ.Α΄Κορ.5,1–5: «λως κού­ε­ται ν μν πορ­νεία, κα τοιαύ­τη πορ­νεία, τις οδ ν τος θνε­σιν νομά­ζε­ται, στε γυνακά τινα το πατρς χειν. κα μες πεφυ­σιω­μέ­νοι στέ, κα οχ μλλον πεν­θή­σα­τε, να ξαρθ κ μέσου μν τ ργον τοτο ποι­ή­σας! γ μν γρ ς πν τ σώμα­τι, παρν δ τ πνεύ­μα­τι, δη κέκρι­κα ς παρν τν οτω τοτο κατερ­γα­σά­με­νον,ν τ νόμα­τι το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο συνα­χθέν­των μν κα το μο πνεύ­μα­τος σν τ δυνά­μει το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στοῦ, παρα­δοῦ­ναι τὸν τοιοῦ­τον τῷ σατα­νᾷ εἰς ὄλε­θρον τῆς σαρ­κός, ἵνα τὸ πνεῦ­μα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέ­ρᾳ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ(:είναι σε όλους γνω­στό και δια­δε­δο­μέ­νο ότι επι­κρα­τεί ανά­με­σά σας μια περί­πτω­ση πορ­νεί­ας και μάλι­στα τέτοιου είδους πορ­νεία που ούτε μετα­ξύ των ειδω­λο­λα­τρών δεν ανα­φέ­ρε­ται, ώστε κάποιος από εσάς να έχει τη γυναί­κα του πατέ­ρα του, τη μητριά του δηλα­δή. Και εσείς, αντί να ντρέ­πε­στε γι’ αυτό, εξα­κο­λου­θεί­τε να είστε φαν­τα­σμέ­νοι και φου­σκω­μέ­νοι για τη σοφία σας, και δεν κηρύ­ξα­τε μάλ­λον πέν­θος επί­ση­μο και γενι­κό, για να εκδιώ­ξει ο Θεός από την εκκλη­σια­στι­κή σας κοι­νό­τη­τα εκεί­νον που έκα­νε την πρά­ξη αυτή! Η ευθύ­νη πέφτει ολό­κλη­ρη επά­νω σας. Διό­τι εγώ, καθώς απου­σιά­ζω βέβαια σωμα­τι­κά, είμαι όμως παρών στην Κόριν­θο με τον νου και την καρ­διά μου, έχω πλέ­ον κρί­νει και κατα­δι­κά­σει σαν να ήμουν παρών τον αναί­σχυν­το αυτόν που έκα­νε τη μιση­τή αυτή πρά­ξη. Και τώρα, αφού συνα­χθού­με στο όνο­μα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, εσείς και εγώ παρών ανά­με­σά σας πνευ­μα­τι­κά μαζί με τη δύνα­μη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ας παρα­δώ­σου­με τον άνθρω­πο αυτόν στον σατα­νά, απο­κό­πτον­τάς τον από την Εκκλη­σία, για να τιμω­ρη­θεί και να κολα­στεί σκλη­ρά το σώμα του και να συνε­τι­στεί με την παι­δα­γω­γία αυτή, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του την ημέ­ρα της δευ­τέ­ρας παρου­σί­ας του Κυρί­ου Ιησού)».

Το ίδιο έκα­νε και ο Χρι­στός στην περί­πτω­ση του παρα­λύ­του. Και πρό­σε­ξε πώς ομί­λη­σε ο Κύριος για να δηλώ­σει αυτό: «Βλέ­πεις, τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Πρό­σε­ξε λοι­πόν από δω και πέρα να μην αμαρ­τά­νεις πια, για να μη πάθεις τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο από την ασθέ­νεια που είχες, και η οποία σου συνέ­βη από τις αμαρ­τί­ες σου. Πρό­σε­ξε μην πάθεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώμα­τος σου και την ψυχή σου». Τι διδα­σκό­μα­στε λοι­πόν από τα λόγια αυτά; Καταρ­χάς ότι η ασθέ­νεια προ­ήλ­θε από τις αμαρ­τί­ες στον παρα­λυ­τι­κό. Δεύ­τε­ρο ότι ο λόγος για την γέε­να είναι αξιό­πι­στος και τρί­τον ότι η τιμω­ρία είναι μακρά και άπει­ρη. Πού είναι συνε­πώς εκεί­νοι που δια­μαρ­τύ­ρον­ται λέγον­τας: «Για το διά­στη­μα μιας ώρας που φόνευ­σα και για το ελά­χι­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα που μοί­χευ­σα, θα τιμω­ρού­μαι αιω­νί­ως;». Και ο παρά­λυ­τος της Βηθεσ­δά αντί­στοι­χα δεν αμάρ­τη­σε για τόσα έτη, για όσα τιμω­ρούν­ταν, και όμως σχε­δόν μια ολό­κλη­ρη ζωή πέρα­σε ευρι­σκό­με­νος στη μακρό­χρο­νη τιμω­ρία· διό­τι τα αμαρ­τή­μα­τα δεν κρί­νον­ται από τον χρό­νο που διαρ­κούν, αλλά από τη φύση των παρα­βά­σε­ων.

Μαζί με αυτά και το εξής είναι δυνα­τό να προ­σέ­ξου­με, ότι και αν ακό­μη υπο­στού­με βαριά τιμω­ρία για τα προ­η­γού­με­να αμαρ­τή­μα­τα και έπει­τα περι­πέ­σου­με πάλι στα ίδια, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα πάθου­με εκ νέου πολύ χει­ρό­τε­ρα. Και πολύ δικαιο­λο­γη­μέ­να. Διό­τι εκεί­νος που δεν έγι­νε καλύ­τε­ρος ούτε με την τιμω­ρία, επι­σύ­ρει για τον εαυ­τό του μεγα­λύ­τε­ρη ποι­νή ως αναί­σθη­τος πλέ­ον και περι­φρο­νη­τής των εντο­λών του Θεού.

Βέβαια η τιμω­ρία ήταν αρκε­τή μόνη της να διορ­θώ­σει και να κατα­στή­σει σωφρο­νέ­στε­ρο αυτόν που για μία φορά αμάρ­τη­σε. Επει­δή όμως δεν σωφρο­νί­στη­κε με την πρώ­τη τιμω­ρία που του επι­βλή­θη­κε, αλλά απο­τολ­μά με θρά­σος πάλι τα ίδια, είναι φυσι­κό και δίκαιο ένας τέτοιος άνθρω­πος να υπο­στεί κάποια τιμω­ρία, την οποία ο ίδιος προ­κα­λεί στον εαυ­τό του. Εάν λοι­πόν τιμω­ρη­θή­κα­με κατά τη διάρ­κεια της παρού­σης ζωής, αλλά υπο­πέ­σα­με στη συνέ­χεια στα ίδια αμαρ­τή­μα­τα, κατό­πιν τιμω­ρού­μα­στε αυστη­ρό­τε­ρα· όταν όμως δεν τιμω­ρού­μα­στε στην παρού­σα ζωή για τα όσα έχου­με αμαρ­τή­σει, πώς δεν πρέ­πει να φοβό­μα­στε και να τρέ­μου­με επει­δή πρό­κει­ται αιω­νί­ως πλέ­ον να υπο­στού­με ανε­πα­νόρ­θω­τα κακά;

«Και για ποιο λόγο», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «δεν τιμω­ρούν­ται όλοι με τον ίδιο τρό­πο;» Διό­τι βλέ­που­με πολ­λούς από τους ασε­βείς να είναι υγιείς και σφρι­γη­λοί στο σώμα και να απο­λαμ­βά­νουν μεγά­λη ευη­με­ρία. Αλλά ας μην ενθαρ­ρυ­νό­μα­στε και να απο­ρού­με βλέ­πον­τας αυτούς ατι­μώ­ρη­τους στην παρού­σα ζωή, αλλά γι’ αυτό ακρι­βώς να τους λυπού­μα­στε περισ­σό­τε­ρο· διό­τι το γεγο­νός ότι δεν υφί­σταν­ται εδώ καμία τιμω­ρία, γίνε­ται αιτία μεγα­λύ­τε­ρης τιμω­ρί­ας στον ουρα­νό. Και ο Παύ­λος για να το κατα­στή­σει αυτό σαφές έλε­γε: «Κρι­νό­με­νοι δ π το Κυρί­ου παι­δευό­με­θα, να μ σν τ κόσμ κατα­κριθμεν(:όταν λοι­πόν τιμω­ρού­μα­στε από τον Κύριο με ασθέ­νειες, τιμω­ρού­μα­στε παι­δα­γω­γι­κά από Αυτόν για να διορ­θω­θού­με και να μην κατα­κρι­θού­με στην άλλη ζωή μαζί με τον κόσμο που ζει μακριά από τον Θεό)»[Α΄Κορ.11,32]· διό­τι η εδώ τιμω­ρία έχει τον χαρα­κτή­ρα νου­θε­σί­ας, ενώ εκεί είναι πραγ­μα­τι­κή τιμω­ρία.

«Τι λοι­πόν; Όλες οι ασθέ­νειες προ­έρ­χον­ται από τα αμαρ­τή­μα­τα;», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος. Όχι όλες βέβαια, αλλά οι περισ­σό­τε­ρες. Μερι­κές προ­κα­λούν­ται από ραθυ­μία. Πραγ­μα­τι­κά η γαστρι­μαρ­γία, η μέθη και η οκνη­ρία προ­κα­λούν τις ασθέ­νειες αυτού του είδους. Πρέ­πει όμως σε κάθε περί­πτω­ση ένα μόνο να προ­σέ­χου­με, πώς δηλα­δή θα υπο­φέ­ρου­με με ευχα­ρί­στη­ση κάθε πλη­γή.

Οι ασθέ­νειες επί­σης προ­κα­λούν­ται και για απο­φυ­γή αμαρ­τη­μά­των, όπως βλέ­που­με στα βιβλία των Βασι­λειών κάποιον που για τον σκο­πό αυτό κατα­λή­φθη­κε από μια οδυ­νη­ρή ασθέ­νεια των ποδιών[βλ. Γ΄Βασιλ. 15,23: «Κα τ λοιπ τν λόγων σ κα πσα δυνα­στεία ατο, ν ποί­η­σε, κα τς πόλεις, ς κοδό­μη­σεν, οκ δο τατα γεγραμ­μέ­να στν π βιβλί λόγων τν μερν τος βασι­λεσιν ούδα; πλν ν τ καιρ το γήρως ατο πόνε­σε τος πόδας ατο(:τα υπό­λοι­πα έργα του δίκαιου βασι­λέ­ως Ασά και όλα τα μεγά­λα του κατορ­θώ­μα­τα που είχε επι­τύ­χει, και οι πόλεις τις οποί­ες οχύ­ρω­σε, όλα αυτά δεν είναι γραμ­μέ­να στο βιβλίο των λόγων και των έργων των βασι­λέ­ων Ιού­δα; Ωστό­σο κατά τον και­ρό των γηρα­τειών του υπέ­φε­ρε αυτός από πόνους των ποδών του)»].

Προ­κα­λούν­ται όμως οι ασθέ­νειες και για να προ­ο­δεύ­σου­με στην αρε­τή, όπως λέγει ο Θεός στον Ιώβ: «Μ ποποιο μου τ κρί­μα. οει δέ με λλως σοι κεχρη­μα­τι­κέ­ναι να ναφανς δίκαιος;(:Μην αρνεί­σαι και δεν μπο­ρείς να αρνη­θείς τη δίκαιη από­φα­σή μου και ενέρ­γεια σχε­τι­κά με εσέ­να. Νομί­ζεις ότι για άλλο λόγο ενήρ­γη­σα εγώ για εσέ­να και σε δοκί­μα­σα, παρά μόνο για να ανα­δει­χτείς δίκαιος;)»[Ιώβ, 40,8].

Αλλά για­τί τέλος πάν­των απο­κα­λύ­πτει ο Χρι­στός τις αμαρ­τί­ες των παρα­λυ­τι­κών αυτών; Διό­τι και σε εκεί­νον, τον οποίο ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος λέγει: «Έχε θάρ­ρος, παι­δί μου· σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου»[Ματθ.9,2] και σε αυτόν της Βηθεσ­δά που ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «Ιδού τώρα έχεις γίνει υγι­ής. Να μην αμαρ­τά­νεις πλέ­ον». Γνω­ρί­ζω βέβαια ότι μερι­κοί δια­βάλ­λουν τον παρα­λυ­τι­κό αυτό, ισχυ­ρι­ζό­με­νοι ότι ο παρα­λυ­τι­κός αυτός έγι­νε κατή­γο­ρος του Χρι­στού και για τον λόγο αυτό άκου­σε τον Χρι­στό να του λέγει αυτά τα λόγια. Τι θα πού­με όμως για εκεί­νον τον παρά­λυ­το του Ματ­θαί­ου, ο οποί­ος άκου­σε σχε­δόν τα ίδια τα λόγια; Καθώς και σε εκεί­νον είπε: «Σου έχουν συγ­χω­ρη­θεί οι αμαρ­τί­ες σου».

Συνε­πώς είναι φανε­ρό ότι ο παρά­λυ­τος της Βηθεσ­δά δεν άκου­σε αυτά περί αμαρ­τιών του εξαι­τί­ας κάποιας κατη­γο­ρί­ας σε βάρος του Κυρί­ου. Και αυτό μάλι­στα είναι δυνα­τό να το αντι­λη­φθού­με καθα­ρό­τε­ρα από τη συνέ­χεια· «Ύστε­ρα από αυτά», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, «τον βρή­κε ο Ιησούς στον ναό», πράγ­μα που είναι από­δει­ξη μεγά­λης ευλά­βειας· διό­τι δεν πήγε ο παρά­λυ­τος σε αγο­ρές και σε περι­πά­τους, ούτε παρέ­δω­σε τον εαυ­τό του σε τρυ­φή και την από­λαυ­ση, αλλά περ­νού­σε τον και­ρό του στο ναό, μολο­νό­τι επρό­κει­το να αντι­με­τω­πί­σει τόση μεγά­λη επί­θε­ση από τους Ιου­δαί­ους και να εκδιώ­κε­ται από όλους από εκεί. Τίπο­τε όμως από αυτά δεν τον έπει­σε να απο­μα­κρυν­θεί από τον ναό. Όταν λοι­πόν τον βρή­κε εκεί ο Χρι­στός, αφού πλέ­ον ο παρά­λυ­τος είχε συζη­τή­σει με τους Ιου­δαί­ους, δεν έκα­νε κανέ­να υπαι­νιγ­μό τέτοιου είδους. Διό­τι εάν δεν ήθε­λε να τον κατη­γο­ρή­σει γι’ αυτό, θα έλε­γε: «Πάλι τα ίδια επι­χει­ρείς και ούτε με τη θερα­πεία έγι­νες καλύ­τε­ρος;». Όμως δεν του είπε τίπο­τε από αυτά, παρά μόνο τον ασφα­λί­ζει για το μέλ­λον.

Για­τί όμως και όταν θερά­πευ­σε χωλούς και άλλους ανα­πή­ρους, δεν ανέ­φε­ρε σε καμία περί­πτω­ση αυτά; Εγώ νομί­ζω ότι σε αυτούς η ασθέ­νεια προ­ερ­χό­ταν από τα αμαρ­τή­μα­τα, ενώ στους άλλους αυτό το πάθος οφει­λό­ταν σε φυσι­κή αιτία. Δια­φο­ρε­τι­κά και στους άλλους θα έλε­γε τα ίδια που είπε στους παρα­λύ­τους· διό­τι η ασθέ­νεια αυτή της παρα­λύ­σε­ως είναι χει­ρό­τε­ρη από όλες τις άλλες, δια­μέ­σου του μεγα­λύ­τε­ρου διορ­θώ­νει και τα ελα­φρό­τε­ρα. Δηλα­δή, όπως όταν θερά­πευ­σε κάποιον άλλο, του έλε­γε να δοξά­σει τον Θεό, δεν συμ­βού­λευε εκεί­νον μόνο, αλλά δια­μέ­σου αυτού όλους τους ανθρώ­πους, κατά όμοιο τρό­πο και σε αυτούς με όσα λέγει νου­θε­τεί και συμ­βου­λεύ­ει όλους τους άλλους τα ίδια ακρι­βώς, που είπε στους παρα­λυ­τι­κούς.

Επι­πλέ­ον, πρέ­πει να πού­με και αυτό, ότι δηλα­δή επει­δή διεί­δε μέσα στην ψυχή του παρα­λυ­τι­κού την καρ­τε­ρι­κό­τη­τα και επει­δή αντι­λή­φθη­κε ότι ήταν σε θέση να δεχθεί το παράγ­γελ­μα, τον συμ­βου­λεύ­ει και τον συγ­κρα­τεί και με την ευερ­γε­σία και με τον φόβο των μελ­λον­τι­κών κακών για την υγεία του.

Και πρό­σε­ξε την έλλει­ψη κάθε υπε­ρη­φά­νειας από τον Κύριο. Διό­τι δεν του είπε: «Κοί­τα­ξε, σε έκα­να υγιή», αλλά «έχεις γίνει υγι­ής, να μην αμαρ­τά­νεις πλέ­ον». Επί­σης δεν του είπε «για να μη σε τιμω­ρή­σω», αλλά «για να μη σου συμ­βεί τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο». Και τα δύο τα εξέ­φρα­σε απρό­σω­πα και του φανέ­ρω­σε ότι η απο­κα­τά­στα­ση της υγεί­ας του ήταν περισ­σό­τε­ρο απο­τέ­λε­σμα χάρι­τος, παρά της προ­σω­πι­κής αξί­ας του παρα­λύ­του. Διό­τι δεν είπε ότι ο παρα­λυ­τι­κός επά­ξια απαλ­λά­χτη­κε από την τιμω­ρία, αλλά ότι θερα­πεύ­τη­κε από φιλαν­θρω­πία. Επει­δή αν δεν επρό­κει­το γι΄ αυτό, θα του έλε­γε: «Ιδού, τιμω­ρή­θη­κες αρκε­τά για τα αμαρ­τή­μα­τά σου. Είσαι πλέ­ον ασφα­λής». Τώρα όμως δεν του μίλη­σε έτσι, αλλά πώς; «Ιδού,έχεις γίνει υγι­ής. Να μην αμαρ­τά­νεις πλέ­ον».

Εάν όμως δεν τιμω­ρού­μα­στε, μολο­νό­τι επι­μέ­νου­με στα ίδια αμαρ­τή­μα­τα, επα­να­λαμ­βά­νω συνε­χώς τον ακό­λου­θο απο­στο­λι­κό λόγο: «Λογίζ δ τοτο, νθρω­πε, κρί­νων τος τ τοιατα πράσ­σον­τας κα ποιν ατά, τι σ κφεύξ τ κρμα το Θεο; το πλού­του τς χρη­στό­τη­τος ατο κα τς νοχς κα τς μακρο­θυ­μί­ας κατα­φρο­νες, γνον τι τ χρηστν το Θεο ες μετά­νοιάν σε γει; κατ δ τν σκλη­ρό­τη­τά σου κα μετα­νόη­τον καρ­δί­αν θησαυ­ρί­ζεις σεαυτ ργν ν μέρ ργς κα ποκα­λύ­ψε­ως κα δικαιο­κρι­σί­ας το Θεο, ς ποδώ­σει κάστ κατ ργα ατο, τος μν καθ᾿ πομονν ργου γαθο δόξαν κα τιμν κα φθαρ­σί­αν ζητοσι ζων αώνιον, τος δ ξ ριθεί­ας, κα πει­θοσι μν τ ληθεί, πει­θο­μέ­νοις δ τ δικί, θυμς κα ργή(: Και νομί­ζεις, άνθρω­πέ μου, εσύ που κατα­κρί­νεις εκεί­νους που κάνουν τέτοια απρε­πή έργα και όμως κάνεις και εσύ τα ίδια, νομί­ζεις λοι­πόν ότι εσύ προ­νο­μια­κά θα απο­φύ­γεις την κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση του Θεού; Ή κατα­φρο­νείς τον πλού­το της ευερ­γε­τι­κής αγα­θό­τη­τάς Του και της ανε­κτι­κό­τη­τας και μακρο­θυ­μί­ας που δεί­χνει σε σένα και δεν δεί­χνεις ενδια­φέ­ρον να μάθεις ότι το να σε ευερ­γε­τεί ο Θεός, αντί να εξα­πο­λύ­σει την οργή Του εναν­τί­ον σου για τις κεκές πρά­ξεις σου, πρέ­πει να σε παρα­κι­νεί και να σε οδη­γεί σε μετά­νοια; Και σύμ­φω­να με τη σκλη­ρό­τη­τά σου και την αμε­τα­νόη­τη καρ­διά σου, που δεν συγ­κι­νεί­ται από την τόση καλο­σύ­νη του Θεού, μαζεύ­εις εναν­τί­ον του εαυ­τού σου θησαυ­ρούς οργής, που θα εξα­πο­λυ­θούν εναν­τί­ον σου την ημέ­ρα που θα ξεσπά­σει η θεία οργή και θα απο­κα­λυ­φθεί η δίκαιη κρί­ση του Θεού, ο Οποί­ος θα απο­δώ­σει στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του· σε εκεί­νους που με υπο­μο­νή εργά­ζον­ται κάθε καλό έργο και ζητούν από τον Θεό δόξα και τιμή και αφθαρ­σία, θα απο­δώ­σει ζωή αιώ­νια· σε εκεί­νους όμως που είναι κυριευ­μέ­νοι από πνεύ­μα φατρια­στι­κό και απει­θούν στην αλή­θεια, ενώ πεί­θον­ται στην αδι­κία και δεν την απο­φεύ­γουν, θα πέσει θυμός και οργή πάνω τους)»[Ρωμ. 2,3–8].

Και δεν έδω­σε στον παρά­λυ­το από­δει­ξη της θεό­τη­τάς Του μονά­χα με τη θερα­πεία και τη στε­ρέ­ω­ση του σώμα­τός του, αλλά και με άλλον τρό­πο· διό­τι με το να του πει: «Μην αμαρ­τά­νεις πλέ­ον», απέ­δει­ξε ότι γνώ­ρι­ζε όλα τα προ­η­γού­με­να σφάλ­μα­τα, που είχε δια­πρά­ξει. Επο­μέ­νως, θα ήταν αξιό­πι­στος και για όσα του έλε­γε ότι θα μπο­ρού­σαν να του συμ­βούν στο μέλ­λον, εάν δεν διορ­θω­νό­ταν.

«πλθεν νθρω­πος κα νήγ­γει­λε τος ουδαί­οις τι ησος στιν ποι­ή­σας ατν γι(:έφυ­γε τότε ο άνθρω­πος από το ιερό και, αφού συνάν­τη­σε τους Ιου­δαί­ους, τους ανήγ­γει­λε ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιά­τρε­ψε)»[Ιω.5,15].Πρό­σε­ξε ότι ο παρα­λυ­τι­κός εξα­κο­λου­θεί να παρα­μέ­νει στην ίδια εκδή­λω­ση ευγνω­μο­σύ­νης· διό­τι δεν είπε ότι ο Χρι­στός ήταν αυτός που του είπε να σηκώ­σει το κρε­βά­τι του· επει­δή δηλα­δή εκεί­νοι προ­έ­βαλ­λαν συνε­χώς το θεω­ρού­με­νο αμάρ­τη­μα της κατα­λύ­σε­ως της αργί­ας του Σαβ­βά­του, αυτός πάν­το­τε προ­βάλ­λει διαρ­κώς την απο­λο­γία και έτσι απο­κα­λύ­πτει τον Ιατρό και προ­σπα­θεί να προ­σελ­κύ­σει και τους άλλους και να τους κάνει φιλι­κά προ­σκεί­με­νους προς τον Ιησού· διό­τι δεν ήταν τόσο αναί­σθη­τος, ώστε ύστε­ρα από τόσο μεγά­λη ευερ­γε­σία και σπου­δαία συμ­βου­λή για την υπό­λοι­πη ζωή του, να προ­δώ­σει τον ευερ­γέ­τη του και να πει αυτά τα λόγια με κακο­προ­αί­ρε­τη διά­θε­ση.

Πραγ­μα­τι­κά, και αν ακό­μη ήταν θηρίο ή αν ήταν απάν­θρω­πος και σκλη­ρός σαν την πέτρα, η ευερ­γε­σία και ο φόβος θα ήταν αρκε­τά για να τον συγ­κρα­τή­σουν· διό­τι στα αυτιά του θα ηχού­σε ακό­μη η απει­λή και θα φοβό­ταν μήπως πάθαι­νε τίπο­τε χει­ρό­τε­ρο, επει­δή είχε λάβει πολύ μεγά­λες απο­δεί­ξεις για τη δύνα­μη του Ιατρού· άλλω­στε, αν ήθε­λε να Τον δια­βάλ­λει, θα μπο­ρού­σε να απο­σιω­πή­σει τη θερα­πεία και να ανα­φέ­ρει την παρά­βα­ση του νόμου και έτσι θα δια­τύ­πω­νε την κατη­γο­ρία. Δεν συνέ­βη όμως αυτό, οπωσ­δή­πο­τε δεν συνέ­βη. Αντί­θε­τα, οι λόγοι του φανε­ρώ­νουν μεγά­λη παρ­ρη­σία και ευγνω­μο­σύ­νη και επαι­νεί τον ευερ­γέ­τη του όχι λιγό­τε­ρο από τον τυφλό. Διό­τι τι είπε εκεί­νος; «νθρω­πος λεγό­με­νος ησος πηλν ποί­η­σε κα πέχρι­σέ μου τος φθαλ­μος κα επέ μοι· παγε ες τν κολυμ­βή­θραν το Σιλωμ κα νίψαι· πελθν δ κα νιψά­με­νος νέβλε­ψα(:ένας άνθρω­πος που ονο­μά­ζε­ται Ιησούς έκα­νε πηλό και μου άλει­ψε μ’ αυτόν τα μάτια και μου είπε: Πήγαι­νε στην κολυμ­βή­θρα του Σιλω­άμ και νίψου. Πήγα λοι­πόν εκεί και νίφτη­κα, και βρή­κα το φως μου)» [Ιω.9,11]. Το ίδιο είπε και ο παρά­λυ­τος: «Αυτός που με έκα­νε υγιή είναι ο Ιησούς».

«Κα δι τοτο δίω­κον τν ησον ο ουδαοι κα ζήτουν ατν ποκτεναι, τι τατα ποί­ει ν σαβ­βάτ(:και γι’ αυτό οι Ιου­δαί­οι κατα­δί­ω­καν τον Ιησού και ζητού­σαν να τον φονεύ­σουν, διό­τι έκα­νε τις θαυ­μα­τουρ­γι­κές αυτές θερα­πεί­ες κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του)»[Ιω.5,16].Και τι απάν­τη­σε ο Ιησούς λοι­πόν; « πατήρ μου ως ρτι ργά­ζε­ται, κγ ργά­ζο­μαι(:ο Θεός Πατέ­ρας μου εργά­ζε­ται έως τώρα συνε­χώς και χωρίς δια­κο­πή˙ διό­τι όχι μόνο δημιούρ­γη­σε, αλλά και κυβερ­νά τον κόσμο και προ­νο­εί γι’ αυτόν. Κι εγώ λοι­πόν, ο Υιός Του, εργά­ζο­μαι συνε­χώς όπως ο Πατέ­ρας μου, χωρίς να δια­κό­πτω το σωτή­ριο έργο μου τις ημέ­ρες του Σαβ­βά­του)»[Ιω.5,17].

Και όταν λοι­πόν έπρε­πε να υπε­ρα­σπί­σει τους μαθη­τές Του που ημέ­ρα Σαβ­βά­του πεί­να­σαν και άρχι­σαν να κόβουν στά­χυα από ένα σπαρ­μέ­νο αγρό, να τα τρί­βουν και να τρώ­νε τον καρ­πό, έφερ­νε ως παρά­δειγ­μα τον ομό­δου­λό τους Δαβίδ, λέγον­τας: «Οκ νέγνω­τε τί ποί­η­σε Δαυ­ΐδ τε πεί­να­σεν ατς κα ο μετ᾿ ατο; πς εσλθεν ες τν οκον το Θεο κα τος ρτους τς προ­θέ­σε­ως φαγεν, ος οκ ξν ν ατ φαγεν οδ τος μετ᾿ ατο, ε μ μόνοις τος ερεσι;(:δεν δια­βά­σα­τε τι έκα­νε ο Δαβίδ, όταν πεί­να­σε και αυτός και εκεί­νοι που ήταν μαζί του; Ότι δηλα­δή μπή­κε στον οίκο του Θεού και έφα­γε τους άρτους που ήταν βαλ­μέ­νοι πάνω στην τρά­πε­ζα της σκη­νής ως θυσία προς τον Θεό, ενώ δεν επι­τρε­πό­ταν να τους φάει, ούτε αυτός ούτε εκεί­νοι που ήταν μαζί του, παρά μόνον οι ιερείς; Κι όμως, επει­δή η ανάγ­κη το επέ­βαλ­λε, οι αφιε­ρω­μέ­νοι στο Θεό άρτοι χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για τη δια­τρο­φή των ανθρώ­πων που δεν ήταν ιερείς˙ και ο Θεός δεν οργί­στη­κε γι’ αυτό)»[Ματθ.12,3–4]. Όταν όμως έπρε­πε να δικαιο­λο­γή­σει τον εαυ­τό Του, κατέ­φευ­γε στον Πατέ­ρα, για να δεί­ξει και από τις δύο πλευ­ρές ότι ήταν ομό­τι­μος με τον Πατέ­ρα, και από το ότι επι­κα­λεί­ται Αυτόν ιδιαι­τέ­ρως και από το ότι κάνει τα ίδια με Εκεί­νον.

Και για­τί δεν είπε όσα είχαν γίνει στην Ιερι­χώ με τη θερα­πεία που επι­τέ­λε­σε εκεί στον εκ γενε­τής τυφλό; Ήθε­λε να τους ανυ­ψώ­σει από τη γη, ώστε να μην Τον θεω­ρούν πλέ­ον ως άνθρω­πο, αλλά ως Θεό που όφει­λε να νομο­θε­τεί. Εάν όμως δεν ήταν γνή­σιος Υιός και της ιδί­ας ουσί­ας με τον Πατέ­ρα, τότε η δικαιο­λο­γία της κατα­λύ­σε­ως της αργί­ας του Σαβ­βά­του είναι βαρύ­τε­ρη από την κατη­γο­ρία. Πραγ­μα­τι­κά, εάν κάποιος ύπαρ­χος κατέ­λυε ένα βασι­λι­κό νόμο και κατη­γο­ρεί­το γι’ αυτό και απο­λο­γεί­το και έλε­γε ότι και ο βασι­λιάς κατέ­λυ­σε αυτόν τον νόμο, ασφα­λώς δεν θα μπο­ρού­σε να ξεφύ­γει με αυτά, αλλά θα καθι­στού­σε μεγα­λύ­τε­ρη την κατη­γο­ρία. Εδώ όμως, επει­δή η αξία είναι ίση, γι’ αυτό και η απο­λο­γία έχει καταρ­τι­στεί με κάθε βεβαιό­τη­τα και ασφά­λεια· «διό­τι», λέγει, «από όσες κατη­γο­ρί­ες απαλ­λάσ­σε­τε τον Θεό, από τις ίδιες θα απαλ­λά­ξε­τε και εμέ­να». Γι’ αυτό πρό­φθα­σε και είπε «ο Πατέ­ρας μου», για να τους πεί­σει και παρά τη θέλη­σή τους να Του συγ­χω­ρή­σουν τα ίδια με Εκεί­νον, από σεβα­σμό προς την αλη­θι­νή γνη­σιό­τη­τα.

Εάν όμως κάποιος ρωτού­σε και έλε­γε: «Και πού εργά­ζε­ται ο Πατήρ, αφού κατά την εβδό­μη ημέ­ρα ανα­παύ­τη­κε από όλα τα έργα Του;», ας μάθει τον τρό­πο με τον οποίο εργά­ζε­ται. Ποιος είναι λοι­πόν ο τρό­πος της εργα­σί­ας Του; Προ­νο­εί και συν­τη­ρεί όλη τη δημιουρ­γία. Όταν δηλα­δή βλέ­πεις τον ήλιο να ανα­τέλ­λει, τη σελή­νη να τρέ­χει, τις λίμνες, τις πηγές, τους ποτα­μούς, τις βρο­χές και την πορεία της φύσε­ως, όπως φαί­νε­ται στους σπό­ρους ή στα σώμα­τα τα δικά μας ή στα σώμα­τα των αλό­γων ζώων και σε όλα τα άλλα με τα οποία έχει συστα­θεί ολό­κλη­ρο το σύμ­παν, τότε θα κατα­λά­βεις τη συνε­χή εργα­σία του Πατρός: «τι τν λιον ατο(:διό­τι και Αυτός τον ήλιο, που είναι δικός Του)», λέγει, «νατέλ­λει π πονη­ρος κα γαθος κα βρέ­χει π δικαί­ους κα δίκους(:τον ανα­τέλ­λει χωρίς δια­κρί­σεις σε πονη­ρούς και καλούς, και βρέ­χει τη βρο­χή Του σε δικαί­ους και αδί­κους)»[Ματθ.5,45].

Και πάλι: «Ε δ τν χόρ­τον το γρο, σήμε­ρον ντα κα αριον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θες οτως μφιέν­νυ­σιν, ο πολλ μλλον μς, λιγό­πι­στοι;(: και αν ο Θεός ντύ­νει με τόση μεγα­λο­πρέ­πεια τα αγριό­χορ­τα, που φυτρώ­νουν μόνα τους στον αγρό και δεν έχουν προ­ο­ρι­σμό να ζήσουν αιώ­νια, όπως εσείς, αλλά σήμε­ρα υπάρ­χουν και αύριο ρίχνον­ται στο φούρ­νο ως καύ­σι­μη ύλη, δεν θα φρον­τί­σει πολύ περισ­σό­τε­ρο για σας και δεν θα σας δώσει ένδυ­μα, ολι­γό­πι­στοι;)»[Ματθ.6,30]· και για τα πτη­νά του ουρα­νού επί­σης λέγει: «μβλέ­ψα­τε ες τ πετειν το ορανο, τι ο σπεί­ρου­σιν οδ θερί­ζου­σιν οδ συνά­γου­σιν ες ποθή­κας κα πατρ μν οράνιος τρέ­φει ατά· οχ μες μλλον δια­φέ­ρε­τε ατν;(:κοι­τάξ­τε τα που­λιά που πετούν στον αέρα και δεί­τε ότι αυτά δεν σπέρ­νουν, ούτε θερί­ζουν, ούτε μαζεύ­ουν τρο­φές σε απο­θή­κες για τον χει­μώ­να ή τον και­ρό της στε­ρή­σε­ως. Κι όμως ο επου­ρά­νιος Πατέ­ρας σας τα τρέ­φει. Εσείς δεν αξί­ζε­τε πολύ περισ­σό­τε­ρα από αυτά;)»[Ματθ.6,26].

Εδώ λοι­πόν ο Χρι­στός έκα­νε με τα λόγια το θαύ­μα Του την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του και δεν πρό­σθε­σε πλέ­ον τίπο­τε, αλλά από όσα έγι­ναν στο ναό και από τις πρά­ξεις των Ιου­δαί­ων αντι­κρού­ει την κατη­γο­ρία. Όπου όμως έδω­σε εντο­λή να εκτε­λε­στεί και κάποιο έργο κατά το Σάβ­βα­το, όπως για παρά­δειγ­μα να σηκώ­σει ο πρώ­ην παρά­λυ­τος άνθρω­πος το κρε­βά­τι, το οποίο έργο δεν έπαι­ζε κανέ­να ρόλο στην επι­τέ­λε­ση του θαύ­μα­τος, παρά σε ένα μόνο συν­τε­λού­σε, στο να δεί­ξει καθα­ρά την κατά­λυ­ση του Σαβ­βά­του, σε αυτές τις περι­πτώ­σεις ανά­γει τον λόγο στο σπου­δαιό­τε­ρο, επει­δή θέλει να τους κατα­πλή­ξει με την αξία του Πατρός και να τους οδη­γή­σει σε ανώ­τε­ρα επί­πε­δα.

Για τον λόγο αυτόν, όταν ομι­λεί για το Σάβ­βα­το, δεν απο­λο­γεί­ται μόνο ως άνθρω­πος, ούτε ως Θεός μόνο, αλλά άλλο­τε ως άνθρω­πος και άλλο­τε ως Θεός· διό­τι ήθε­λε και τα δύο να γίνουν πιστευ­τά, δηλα­δή και η οικο­νο­μία και συγ­κα­τά­βα­ση της σαρ­κώ­σε­ως του Θεού Λόγου και το αξί­ω­μα της Θεό­τη­τος. Για τον λόγο αυτό και στην παρού­σα περί­πτω­ση απο­λο­γεί­ται ως Θεός· διό­τι, εάν επρό­κει­το να ομι­λεί προς αυτούς πάν­το­τε με βάση τα ανθρώ­πι­να δεδο­μέ­να, θα παρέ­με­ναν συνε­χώς στην ίδια ταπει­νή αντί­λη­ψη για τον Ιησού. Για να μη συμ­βεί λοι­πόν αυτό, επι­κα­λεί­ται τον Πατέ­ρα.

Και όμως και η ίδια η κτί­ση εργά­ζε­ται κατά το Σάβ­βα­το· πραγ­μα­τι­κά και ο ήλιος δια­γρά­φει την τρο­χιά του και τα ποτά­μια κυλούν και οι πηγές ανα­βλύ­ζουν και οι γυναί­κες γεν­νούν τα παι­διά τους. Αλλά για να μάθεις ότι Αυτός δεν ήταν ένα ακό­μη κτί­σμα του Πατρός, δεν είπε «Ναι, εργά­ζο­μαι»· διό­τι και η κτί­ση εργά­ζε­ται· αλλά τι είπε; «Ναι, εργά­ζο­μαι, διό­τι και ο Πατήρ μου εργά­ζε­ται».

«Δι τοτο ον μλλον ζήτουν ατν ο ουδαοι ποκτεναι, τι ο μόνον λυε τ σάβ­βα­τον, λλ κα πατέ­ρα διον λεγε τν Θεόν, σον αυτν ποιν τ Θε(:όταν λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι άκου­σαν τα λόγια Του αυτά, επι­ζη­τού­σαν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο να Τον θανα­τώ­σουν γι’ αυτά που έλε­γε˙ επει­δή δηλα­δή όχι μόνο κατέ­λυε την αργία του Σαβ­βά­του, αλλά και έλε­γε ότι έχει Πατέ­ρα Του τον Θεό και εξί­σω­νε έτσι τον εαυ­τό Του με τον Θεό)»[Ιω.5,18]. Και όμως δεν καθι­στού­σε φανε­ρό αυτό μονά­χα · διό­τι δεν το απο­δεί­κνυε μόνο με τα λόγια, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο με έργα. Τι συμ­βαί­νει λοι­πόν και φέρον­ται έτσι οι Ιου­δαί­οι; Διό­τι τα λόγια τούς έδι­ναν τη δυνα­τό­τη­τα να Του επι­τί­θεν­ται και να Τον κατη­γο­ρούν για αλα­ζο­νεία, ενώ όταν έβλε­παν την αλή­θεια των πραγ­μά­των να απο­κα­λύ­πτε­ται και στα έργα ακό­μη να ανα­κη­ρύσ­σε­ται περί­τρα­να η δύνα­μή Του, δεν μπο­ρού­σαν πλέ­ον να προ­βά­λουν καμία αντίρ­ρη­ση.

Όσοι όμως δεν θέλουν να δεχτούν αυτά με ευσε­βή διά­θε­ση, υπο­στη­ρί­ζουν ότι δεν έκα­νε ο Χρι­στός τον εαυ­τό Του ίσο προς τον Θεό, αλλά οι Ιου­δαί­οι είχαν την υπο­ψία αυτήν. Για τον λόγο αυτόν, ας εξε­τά­σου­με από την αρχή όσα έχουν λεχθεί. Πες μου, λοι­πόν, κατε­δί­ω­καν οι Ιου­δαί­οι τον Ιησού ή δεν Τον κατε­δί­ω­καν; Είναι φανε­ρό, νομί­ζω, στον καθέ­να ότι Τον κατε­δί­ω­καν. Και Τον κατε­δί­ω­καν γι’ αυτήν την αιτία ή για κάποια άλλη; Και αυτό είναι συνο­μο­λο­γού­με­νο ότι για τη συγ­κε­κρι­μέ­νη αιτία Τον κατε­δί­ω­καν. Κατέ­λυε την αργία του Σαβ­βά­του ή δεν την κατέ­λυε; Ούτε και σε αυτό μπο­ρεί κανείς να έχει αντίρ­ρη­ση. Ονό­μα­ζε τον Θεό Πατέ­ρα Του ή δεν Τον ονό­μα­ζε; Και τού­το είναι αλη­θές. Επο­μέ­νως, αυτή τη σει­ρά συλ­λο­γι­σμών ακο­λου­θούν και τα εξής: Όπως δηλα­δή το ότι έλε­γε τον Θεό Πατέ­ρα Του, το ότι κατέ­λυε την αργία του Σαβ­βά­του, το ότι κατα­διω­κό­ταν από τους Ιου­δαί­ους και για την κατά­λυ­ση της αργί­ας και για την επί­κλη­ση του Θεού ως Πατέ­ρα δεν ήταν μία εσφαλ­μέ­νη υπο­ψία, αλλά γεγο­νός πραγ­μα­τι­κό, κατά όμοιο τρό­πο και το ότι έκα­νε ο Ιησούς τον εαυ­τό Του ίσο με τον Θεό ήταν από­δει­ξη που πήγα­ζε από την ίδια συλ­λο­γι­στι­κή δια­δι­κα­σία.

Αλλά και από τα όσα ειπώ­θη­καν προ­η­γου­μέ­νως είναι δυνα­τό να το αντι­λη­φθού­με αυτό με σαφέ­στε­ρο τρό­πο. Πραγ­μα­τι­κά η φρά­ση του Χρι­στού «Ο Πατήρ εργά­ζε­ται και εγώ εργά­ζο­μαι» σημαί­νει ότι υπο­δεί­κνυε τον εαυ­τό Του ως ίσο με τον Θεό· διό­τι σε αυτά τα λόγια δεν φανέ­ρω­νε καμία δια­φο­ρά μετα­ξύ Τους να υπάρ­χει. Διό­τι δεν είπε: «Εκεί­νος μεν εργά­ζε­ται, ενώ εγώ Τον υπη­ρε­τώ», αλλά : «Όπως εργά­ζε­ται Εκεί­νος, έτσι εργά­ζο­μαι και εγώ». Με αυτά τα λόγια απέ­δει­ξε μεγά­λη ισό­τη­τα μετα­ξύ τους.

Εάν όμως ο Κύριος δεν ήθε­λε να παρου­σιά­σει αυτήν την ισό­τη­τα προς τον Πατέ­ρα, αλλά οι Ιου­δαί­οι μάταια είχαν την υπο­ψία αυτήν, ασφα­λώς δεν θα τους άφη­νε να έχουν την εσφαλ­μέ­νη αυτή γνώ­μη, αλλά θα τους απο­μά­κρυ­νε από την «πλά­νη» αυτήν. Ούτε και ο Ευαγ­γε­λι­στής θα το απο­σιω­πού­σε, αλλά θα έλε­γε καθα­ρά ότι οι Ιου­δαί­οι είχαν αυτήν την υπο­ψία, ενώ ο Ιησούς δεν έκα­νε τον εαυ­τό Του ίσο με τον Θεό. Όπως ακρι­βώς έκα­νε το ίδιο και σε άλλη περί­πτω­ση, όταν έβλε­πε ότι αυτό που έλε­γε το αντι­λαμ­βά­νον­ταν οι ακρο­α­τές Του με δια­φο­ρε­τι­κή σημα­σία από την πραγ­μα­τι­κή· παρα­δείγ­μα­τος χάρη, ο Χρι­στός έλε­γε : «Λύσα­τε τν ναν τοτον, κα ν τρισν μέραις γερ ατόν(: γκρε­μί­στε τον ναό αυτό και σε τρεις ημέ­ρες εγώ θα τον ανοι­κο­δο­μή­σω)»[Ιω.2,19],αναφερόμενος στο σώμα Του.

Όμως οι Ιου­δαί­οι, επει­δή δεν το κατά­λα­βαν αυτό, νόμι­σαν ότι ανα­φε­ρό­ταν στον ιου­δαϊ­κό ναό και έλε­γαν : «Τεσ­σα­ρά­κον­τα κα ξ τεσιν κοδο­μή­θη νας οτος, κα σ ν τρισν μέραις γερες ατόν;(:Σαράν­τα έξι χρό­νια χρειά­στη­καν για να κτι­στεί ο ναός αυτός, κι εσύ θα τον κτί­σεις μέσα σε τρεις ημέ­ρες;)»[Ιω.2,20]. Επει­δή λοι­πόν άλλο είπε ο Κύριος και άλλο κατά­λα­βαν οι Ιουδαίοι(διότι Εκεί­νος ανα­φε­ρό­ταν στο σώμα Του, ενώ αυτοί νόμι­ζαν ότι ειπώ­θη­κε αυτό για τον ναό τους), για να επι­ση­μά­νει την παρα­νόη­ση αυτήν ο Ευαγ­γε­λι­στής ή μάλ­λον για να διορ­θώ­σει αυτήν την υπο­ψία τους, πρό­σθε­σε: «κενος δ λεγε περ το ναο το σώμα­τος ατο(:Εκεί­νος όμως εννο­ού­σε τον ασυγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρο και αγιό­τε­ρο ναό του σώμα­τός Του. Και βεβαί­ω­νε έτσι προ­φη­τι­κά ότι μετά τον σταυ­ρι­κό θάνα­τό Του θα ανέ­σται­νε τον ναό αυτό του σώμα­τός Του από τον τάφο)»[Ιω.2,21]. Κατά συνέ­πεια και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, εάν ο Χρι­στός δεν έκα­νε τον εαυ­τό Του ίσο προς τον Θεό ή δεν ήθε­λε να δώσει αυτήν την εντύ­πω­ση, και οι Ιου­δαί­οι σχη­μά­τι­σαν αυτήν την υπο­ψία, θα διόρ­θω­νε ο Ευαγ­γε­λι­στής και εδώ την υπο­ψία τους και θα έλε­γε: «Οι Ιου­δαί­οι μεν νόμι­ζαν ότι ο Ιησούς κάνει τον εαυ­τό Του ίσο προς τον Θεό, όμως ο Ιησούς δεν μιλού­σε για την ισό­τη­τα αυτή».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο Ευαγ­γε­λι­στής που κάνει αυτό σε αυτό εδώ το περι­στα­τι­κό που ανα­φέ­ρε­ται σχε­τι­κά με τον ναό. Και άλλος Ευαγ­γε­λι­στής φαί­νε­ται να κάνει ακρι­βώς το ίδιο σε άλλη περί­πτω­ση. Όταν δηλα­δή ο Ιησούς έδω­σε παραγ­γε­λία στους μαθη­τές Του λέγον­τας: «ρτε κα προ­σέ­χε­τε π τς ζύμης τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων(:Ανοίξ­τε τα μάτια σας και προ­σέ­χε­τε από την κακή επί­δρα­ση της υπο­κρι­τι­κής διδα­σκα­λί­ας των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων, που μοιά­ζει με κακό προ­ζύ­μι)»[Ματθ.16,6], εκεί­νοι συλ­λο­γί­ζον­ταν και έλε­γαν ότι δεν πήραν καθό­λου ψωμιά μαζί τους[Ματθ.16,7Ο δ διε­λο­γί­ζον­το ν αυτος λέγον­τες τι ρτους οκ λάβο­μεν(:Αυτοί όμως άρχι­σαν να συλ­λο­γί­ζον­ται μέσα τους και να λένε: ‘’Δεν πήρα­με άρτους από προ­ζύ­μι καθα­ρό, προ­ζύ­μι που δεν προ­έρ­χε­ται από σπί­τι Φαρι­σαί­ου ή Σαδ­δου­καί­ου’’)»].

Και άλλο εννο­ού­σε ο Κύριος ονο­μά­ζον­τας «ζύμη» τη διδα­σκα­λία, ενώ άλλο κατά­λα­βαν οι μαθη­τές, νομί­ζον­τας ότι ο Ιησούς ανα­φε­ρό­ταν απλώς στα ψωμιά. Και αυτή την παρα­νόη­ση δεν τη διορ­θώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής πλέ­ον, αλλά ο ίδιος ο Χρι­στός, με τα εξής λόγια: «Πς ο νοετε τι ο περ ρτου επον μν προ­σέ­χειν π τς ζύμης τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων;(:Πώς δεν κατα­λα­βαί­νε­τε ότι δεν σας είπα για τον συνη­θι­σμέ­νο υλι­κό άρτο, όταν σας σύστη­σα να προ­σέ­χε­τε από το προ­ζύ­μι των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων;)». «Τότε συνκαν τι οκ επε προ­σέ­χειν π τς ζύμης το ρτου, λλ᾿ π τς διδαχς τν Φαρι­σαί­ων κα Σαδ­δου­καί­ων(:Τότε κατά­λα­βαν ότι δεν τους είπε να φυλά­γον­ται απ’ το προ­ζύ­μι με το οποίο γίνε­ται ο άρτος, αλλά απ’ την κακή διδα­σκα­λία και την υπο­κρι­σία των Φαρι­σαί­ων και Σαδ­δου­καί­ων, που μοιά­ζει με χαλα­σμέ­νο προ­ζύ­μι)».

Εδώ όμως δεν συμ­βαί­νει τίπο­τε παρό­μοιο. «Και όμως», θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος ότι «ο Χρι­στός για να αναι­ρέ­σει την ιδέα αυτή, πρό­σθε­σε: «Ο δύνα­μαι γ ποιεν π᾿ μαυ­το οδέν(:δεν μπο­ρώ να πράτ­τω τίπο­τε από τον εαυ­τό μου)»[Ιω.5,30].Το αντί­θε­το, άνθρω­πέ μου,έχει κάνει· διό­τι αυτό που είπε όχι μόνο δεν αναι­ρεί, αλλά και επι­βε­βαιώ­νει την ισό­τη­τα. Όμως πρό­σε­χε με ακρί­βεια, διό­τι το συζη­τού­με­νο δεν είναι κάτι το ασή­μαν­το. Η έκφρα­ση «από τον Εαυ­τό Του» βρί­σκε­ται σε πολ­λά σημεία της Αγί­ας Γρα­φής και ανα­φέ­ρε­ται και στον Ιησού και στο Άγιο Πνεύ­μα. Και επι­βάλ­λε­ται να κατα­νο­ή­σου­με τη σημα­σία της φρά­σης αυτής. Πράγ­μα­τι, εάν κανείς την εκλά­βει αυτήν καθ’εαυτήν, όπως είναι εύκο­λο να την εννο­ή­σει, κοί­τα­ξε σε πόσο μεγά­λο παρα­λο­γι­σμό κατα­λή­γου­με. Διό­τι δεν είπε ότι άλλα μεν δύνα­ται, ενώ άλλα δεν δύνα­ται να τα πράτ­τει «από τον Εαυ­τό Του» αλλά είπε γενι­κώς «Αυτοί θα δικα­στούν από εμέ­να με κάθε δικαιο­σύ­νη. Διό­τι εγώ και τώρα και πάν­το­τε δεν μπο­ρώ να κάνω τίπο­τε από μόνος μου, που να μην το θέλει και ο Πατέ­ρας μου. Κρί­νω σύμ­φω­να με όσα ακούω από τον Πατέ­ρα μου να λέει σε μένα, τον Υιό του, που έγι­να και άνθρω­πος. Και η κρί­ση μου αυτή είναι δίκαιη· διό­τι δεν ζητώ να στή­σω το θέλη­μά μου, αλλά το θέλη­μα του Πατρός μου που με έστει­λε στον κόσμο και που είναι σε όλα δίκαιος)».

Ας ρωτή­σου­με λοι­πόν εκεί­νον που φέρ­νει αντιρ­ρή­σεις σε αυτά· Πες μου, δεν μπο­ρεί τίπο­τε από τον εαυ­τό Του να πράτ­τει ο Υιός; Και αν μας απαν­τή­σει: «Τίπο­τε», θα του πού­με ότι το μέγι­στο από τα αγα­θά το έκα­νε από τον εαυ­τό Του. Και ο Παύ­λος δια­κη­ρύσ­σει και λέγει: «ς ν μορφ Θεο πάρ­χων οχ ρπαγμν γήσα­το τ εναι σα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυ­τὸν ἐκέ­νω­σε μορ­φὴν δού­λου λαβών, ἐν ὁμοιώ­μα­τι ἀνθρώ­πων γενό­με­νος, καὶ σχή­μα­τι εὑρε­θεὶς ὡς ἄνθρω­πος ἐτα­πεί­νω­σεν ἑαυ­τὸν γενό­με­νος ὑπή­κο­ος μέχρι θανά­του, θανά­του δὲ σταυ­ροῦ(:Ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού, δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής. Διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει. Αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τάς Του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους. Και βρέ­θη­κε έτσι κατά το σχή­μα και την εξω­τε­ρι­κή εμφά­νι­ση σαν απλός άνθρω­πος, ενώ δεν έπα­ψε ούτε στιγ­μή να είναι και τέλειος Θεός. Και ταπεί­νω­σε τον εαυ­τό Του δεί­χνον­τας τέλεια υπα­κοή μέχρι θανά­του, και μάλι­στα θανά­του σταυ­ρι­κού, που είναι ο πλέ­ον οδυ­νη­ρός και ατι­μω­τι­κός θάνα­τος)»[Φιλιπ.2,6–8].

Και σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Χρι­στός πάλι λέγει: «γ τίθη­μι τν ψυχήν μου, να πάλιν λάβω ατήν. οδες αρει ατν π᾿ μο, λλ᾿ γ τίθη­μι ατν π᾿ μαυ­το· ξου­σί­αν χω θεναι ατήν, κα ξου­σί­αν χω πάλιν λαβεν ατήν(:έχω όμως κι άλλα πρό­βα­τα, που δεν προ­έρ­χον­ται από τη μάν­δρα αυτή της ιου­δαϊ­κής συνα­γω­γής, αλλά είναι δια­σκορ­πι­σμέ­να ανά­με­σα στον ειδω­λο­λα­τρι­κό κόσμο. Πρέ­πει κι εκεί­να να τα οδη­γή­σω και να τα ενώ­σω με τα άλλα. Και όταν εγώ θα τα καλέ­σω για να τα συνα­θροί­σω, οπωσ­δή­πο­τε εκεί­να θα ακού­σουν τη φωνή μου. Κι έτσι, και από αυτά τα πρό­βα­τα και από τα άλλα θα γίνει μία ποί­μνη, η χρι­στια­νι­κή Εκκλη­σία, και ένας ποι­μέ­νας, ο Χρι­στός. Γι’ αυτό λοι­πόν με αγα­πά ο Πατέ­ρας μου, διό­τι εγώ μόνος μου και χωρίς κανείς να με αναγ­κά­ζει προ­σφέ­ρω τη ζωή μου σε θάνα­το, για να την ξανα­πά­ρω πίσω. Κι έτσι να εξα­κο­λου­θή­σω ως αιώ­νιος αρχιε­ρεύς και μετά την Ανά­στα­σή μου το έργο της καθο­δη­γή­σε­ως των προ­βά­των μου και της σωτη­ρί­ας τους με τη συνέ­νω­σή τους σε μία ποί­μνη και σε ένα σώμα)»[Ιω.10,16–17]. Βλέ­πεις ότι ο Ιησούς έχει την εξου­σία και της ζωής και του θανά­του και ότι το μεγά­λο έργο της θεί­ας οικο­νο­μί­ας για τη σωτη­ρία μας το πραγ­μα­το­ποί­η­σε αφ’εαυτού;

Και για­τί ομι­λώ για τον Χρι­στό; Εμείς λοι­πόν που τίπο­τε δεν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ευτε­λέ­στε­ρο από εμάς, πολ­λά τα πράτ­του­με από μόνοι μας, δηλα­δή και την κακία από μόνοι μας την προ­τι­μού­με και την αρε­τή από μόνοι μας ασκού­με. Διό­τι εάν δεν ενερ­γού­σα­με από μόνοι μας και δεν είχα­με εξου­σία, τότε ούτε στη γέεν­να θα πέφτα­με με τις αμαρ­τί­ες μας, ούτε την ουρά­νια βασι­λεία θα πετυ­χαί­να­με με την ενά­ρε­τη ζωή μας. Δε σημαί­νει λοι­πόν τίπο­τα άλλο το «Δεν μπο­ρώ να κάνω τίπο­τε αφ’εαυτού», παρά το ότι «δεν μπο­ρώ να κάνω τίπο­τα αντί­θε­το προς τον Πατέ­ρα, ούτε ξένο προς Αυτόν», πράγ­μα που απο­δει­κνύ­ει περί­τρα­να την ισό­τη­τα και τη μεγά­λη συμ­φω­νία Υιού και Πατρός.

Και για ποιον λόγο δεν είπε ότι δεν πράτ­τει τίπο­τε το αντί­θε­το, αλλά ότι «δεν δύνα­ται»; Για να δεί­ξει και με τον τρό­πο αυτόν της εκφρά­σε­ως πάλι την αμε­τά­βλη­τη και ακρι­βή ισό­τη­τα· διό­τι το ρήμα δεν Του απο­δί­δει αδυ­να­μία, αλλά μαρ­τυ­ρεί ότι η δύνα­μή Του είναι μεγά­λη. Επει­δή και αλλού λέγει ο Παύ­λος για τον Πατέ­ρα: «να δι δύο πραγ­μά­των μετα­θέ­των, ν ος δύνα­τον ψεύ­σα­σθαι Θεόν, σχυρν παρά­κλη­σιν χομεν ο κατα­φυ­γόν­τες κρατσαι τς προ­κει­μέ­νης λπί­δος(:και δέχτη­κε τη μεσο­λά­βη­ση του όρκου, ώστε με δύο πράγ­μα­τα στε­ρεά και αμε­τα­κί­νη­τα, δηλα­δή με την υπό­σχε­σή Του και με τον όρκο Του, στα οποία είναι απο­λύ­τως αδύ­να­το να πει ψέμα­τα ο Θεός, να έχου­με εμείς που κατα­φύ­γα­με σε Αυτόν μεγά­λη ενθάρ­ρυν­ση και προ­τρο­πή και στή­ριγ­μα προ­κει­μέ­νου να κρα­τή­σου­με δυνα­τά την ελπί­δα που βρί­σκε­ται μπρο­στά μας)»[Εβρ.6,18]. Και πάλι: «ε πιστομεν, κενος πιστς μνει· ρνσασθαι αυτν ο δναται(:εάν εμείς δεί­χνου­με απι­στία, Εκεί­νος μένει πιστός σε όσα υπό­σχε­ται. Δεν μπο­ρεί να αρνη­θεί τον εαυ­τό Του και να αθε­τή­σει τους λόγους Του)»[Β΄Τιμ.2,13].

Και το «δεν μπο­ρεί» αυτό λοι­πόν όχι μόνο δεν είναι δηλω­τι­κό αδυ­να­μί­ας, αλλά δυνά­με­ως, και μάλι­στα δυνά­με­ως απε­ρί­γρα­πτης. Ό,τι λέγει δηλα­δή σημαί­νει το εξής: «Η ουσία εκεί­νη η θεία δεν δέχε­ται τίπο­τε από αυτά». Πραγ­μα­τι­κά, όπως όταν λέμε και εμείς ότι είναι αδύ­να­το να αμαρ­τή­σει ο Θεός, δεν Του απο­δί­δου­με αδυ­να­μία, αλλά Του απο­δί­δου­με κάποια άρρη­το δύνα­μη, έτσι και ο Κύριος λοι­πόν, όταν λέγει «Δε δύνα­μαι αφ’ εαυ­τού να πράτ­τω τίπο­τε», αυτό εννο­εί, ότι «είναι αδύ­να­το και ανε­πί­τρε­πτο να πρά­ξω εγώ κάτι αντί­θε­το προς τον Πατέ­ρα».

Και για να κατα­λά­βεις ότι αυτή τη σημα­σία έχει αυτή η φρά­ση, ας εξε­τά­σου­με το εξής και ας δού­με με ποιους συμ­φω­νεί ο Χρι­στός, με ποιο από τα δύο δηλα­δή, με όσα είπα­με εμείς ή με τις δικές σας από­ψεις. Εσύ λοι­πόν υπο­στη­ρί­ζεις ότι το ρήμα «ο δύνα­ται» αναι­ρεί την εξου­σία του Ιησού και την αυθεν­τία που ται­ριά­ζει σε Αυτόν και παρου­σιά­ζει μικρή τη δύνα­μή Του. Εγώ αντι­θέ­τως δέχο­μαι ότι απο­δει­κνύ­ει την ισό­τη­τα και την ομοιό­τη­τα και κατά κάποιον τρό­πο ότι συμ­βαί­νει από κοι­νή γνώ­μη και εξου­σία και δύνα­μη.

Ας ρωτή­σου­με λοι­πόν τον ίδιο τον Χρι­στό και ας δού­με με όσα λέγει παρα­κά­τω, αν ερμη­νεύ­ει τα λόγια Του σύμ­φω­να με τη δική σου ή με τη δική μας άπο­ψη. Τι λέγει λοι­πόν; « γρ ν κενος ποι, τατα κα υἱὸς μοί­ως ποιε(:Αλη­θι­νά σας βεβαιώ­νω ότι υπάρ­χει από­λυ­τη συμ­φω­νία μετα­ξύ του Υιού και του Πατρός. Γι’ αυτό ο Υιός είναι φυσι­κώς αδύ­να­το να κάνει από τον εαυ­τό Του τίπο­τε, εάν δεν βλέ­πει τον Πατέ­ρα να το κάνει αυτό. Είναι που ενερ­γεί ο Πατήρ, αυτά κάνει και ο Υιός ακρι­βώς όπως τα κάνει ο Πατήρ· διό­τι είναι κοι­νή και μία η θέλη­ση, η δύνα­μη και η ενέρ­γεια Πατρός και Υιού)»[Ιω.5,19]. Είδες πώς αναί­ρε­σε εξ ολο­κλή­ρου την άπο­ψή σας και επι­βε­βαί­ω­σε όσα είπα­με εμείς; Διό­τι εάν δεν πράτ­τει τίπο­τε από μόνος Του, και ο Πατήρ δεν θα πράτ­τει τίπο­τε από μόνος Του, εάν βέβαια πράτ­τει τα πάν­τα ομοί­ως προς Αυτόν.

Διό­τι εάν δεν συμ­βαί­νει αυτό, ακο­λου­θεί και άλλο άτο­πο συμ­πέ­ρα­σμα. Πραγ­μα­τι­κά δεν είπε ότι όσα είδε τον Πατέ­ρα να πράτ­τει, έπρα­ξε, αλλά «ἐὰν μή τι βλέπ τν πατέ­ρα ποιοντα(:εάν δεν βλέ­πει τον Πατέ­ρα να το πράτ­τει)», επε­κτεί­νον­τας τον λόγο σε ολό­κλη­ρο τον χρό­νο. Και σύμ­φω­να με την άπο­ψή σας θα μαθαί­νει πάν­το­τε τα ίδια. Είδες πως είναι μεν το νόη­μα υψη­λό, ενώ η απλό­τη­τα του λόγου αναγ­κά­ζει και τους πολύ αναί­σχυν­τους και τους ισχυ­ρο­γνώ­μο­νες να απο­φεύ­γουν την ευτέ­λεια και καθε­τί που δεν αρμό­ζει με την αξία Εκεί­νου; Διό­τι, ποιος είναι τόσο άθλιος και δυστυ­χής ώστε να ισχυ­ρι­στεί ότι ο Υιός μαθαί­νει κάθε ημέ­ρα εκεί­να που πρέ­πει να κάνει;

Και πώς είναι αλη­θι­νό εκεί­νο που λέγει ο Προ­φή­της «Σ δ ατς ε, κα τ τη σου οκ κλεί­ψου­σιν(:Εσύ όμως είσαι ο ίδιος και αναλ­λοί­ω­τος και τα έτη της αιω­νιό­τη­τάς σου δε θα εξαν­τλη­θούν ποτέ)»[Ψαλμ.101,28]; Και πώς είναι επί­σης αλη­θι­νό το «πάν­τα δι᾿ ατο γένε­το, κα χωρς ατο γένε­το οδ ν γέγο­νεν(:Όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα δημιουρ­γή­θη­καν δι’ Αυτού, σε συνερ­γα­σία με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα˙ και χωρίς αυτόν δεν έγι­νε το παρα­μι­κρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3], εάν αυτά μεν τα έκα­νε ο Πατήρ, ενώ ο Υιός τα μιμεί­ται βλέ­πον­τάς τα;

Βλέ­πεις ότι και από όσα ελέ­χθη­σαν στα προ­η­γού­με­να και όσα έχουν λεχθεί μετά απο­δει­κνύ­ε­ται η αυθεν­τία Του; Εάν επί­σης μερι­κές φορές ομι­λεί απλού­στε­ρα, μην απο­ρή­σεις. Επει­δή δηλα­δή Τον κατε­δί­ω­καν, όταν άκου­σαν να ομι­λεί περί υψη­λών πραγ­μά­των και νόμι­σαν ότι είναι εχθρός του Θεού, αφού έκα­νε απλού­στε­ρο τον λόγο, έπει­τα τον ανα­βι­βά­ζει πάλι στα υψη­λά και στη συνέ­χει πάλι τον απλου­στεύ­ει, για να ποι­κίλ­λει τη διδα­σκα­λία Του, ώστε να γίνε­ται εύκο­λα παρα­δε­κτή και από τους αγνώ­μο­νες.

Πρό­σε­χε, σε παρα­κα­λώ· αφού είπε «ο Πατέ­ρας μου εργά­ζε­ται και εγώ εργά­ζο­μαι» και αφού απέ­δει­ξε τον εαυ­τό Του ίσο με τον Θεό, επα­να­λαμ­βά­νει: «Δεν δύνα­ται ο Υιός να πράτ­τει τίπο­τε από μόνος Του, εάν δεν βλέ­πει τον Πατέ­ρα να πράτ­τει και το παρα­μι­κρό»[Ιω.5,19].

Στη συνέ­χεια πάλι προς το υψη­λό­τε­ρο ανά­γει τον λόγο· «Διό­τι εκεί­να που ενερ­γεί ο Πατήρ, αυτά πράτ­τει και ο Υιός ομοί­ως» και ύστε­ρα πάλι χαμη­λό­τε­ρο: « γρ πατρ φιλε τν υἱὸν κα πάν­τα δεί­κνυ­σιν ατ ατς ποιε, κα μεί­ζο­να τού­των δεί­ξει ατ ργα(:η συμ­φω­νία αυτή και η κοι­νή ενέρ­γεια Πατρός και Υιού βασί­ζε­ται και πάνω στην αγά­πη που τους συν­δέ­ει· διό­τι ο Πατήρ αγα­πά με άπει­ρη στορ­γή τον Υιό Του. Δεν κρύ­βει τίπο­τε απ’ Αυτόν, αλλά Του φανε­ρώ­νει όλα όσα κάνει, ώστε να ενερ­γούν­ται αυτά δια­μέ­σου του Υιού. Και θα δεί­ξει στον εναν­θρω­πή­σαν­τα Υιό Του υπερ­φυ­σι­κά έργα μεγα­λύ­τε­ρα από τα θαύ­μα­τα αυτά που έως τώρα είδα­τε, ώστε να τα ενερ­γή­σει και αυτά ο Υιός, για να θαυ­μά­ζε­τε εσείς που τώρα απι­στεί­τε)»[Ιω.5,20]. Είδες πώς απλου­στεύ­ει πάλι τον λόγο; Και δικαί­ως. Διό­τι μόλις προ ολί­γου είπα και δε θα πάψω να λέγω αυτό που θα επα­να­λά­βω τώρα: ότι δηλα­δή όταν ομι­λεί για κάτι ευτε­λές και ταπει­νό, το ανα­φέ­ρει με υπερ­βο­λή, για να πεί­σει τους ασε­βείς η απλό­τη­τα και ευτέ­λεια των λόγων ότι πρέ­πει να δεχθούν τα νοή­μα­τα με ευσε­βή διά­θε­ση.

Όμως, αν δε συμ­βαί­νει αυτό, κοί­τα­ξε πόσο είναι ανόη­το αυτό που ειπώ­θη­κε, το οποίο και θα κατα­λά­βεις εάν ερευ­νή­σεις αυτά τα λόγια. Διό­τι όταν λέγει «κα μεί­ζο­να τού­των δεί­ξει ατ ργα (:και θα δεί­ξει στον εναν­θρω­πή­σαν­τα Υιό του υπερ­φυ­σι­κά έργα μεγα­λύ­τε­ρα από τα θαύ­μα­τα αυτά που έως τώρα είδα­τε, ώστε να τα ενερ­γή­σει και αυτά ο Υιός, για να θαυ­μά­ζε­τε εσείς που τώρα απι­στεί­τε)», θα βρε­θεί ο Υιός να μην έχει μάθει ακό­μα πολ­λά έργα, πράγ­μα το οποίο ούτε για τους απο­στό­λους δεν είναι δυνα­τό να λεχθεί. Διό­τι εφό­σον έλα­βαν μία φορά την χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, αμέ­σως γνώ­ρι­σαν τα πάν­τα και είχαν τη δύνα­μη να πρά­ξουν εκεί­να, τα οποία έπρε­πε και να γνω­ρί­ζουν και να μπο­ρούν να ενερ­γούν αυτοί· ενώ ο Χρι­στός θα βρε­θεί να μην έχει μάθει ακό­μη πολ­λά από εκεί­να που έπρε­πε να γνω­ρί­ζει. Και τι μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί περισ­σό­τε­ρο παρά­δο­ξο από αυτό;

Ποια σημα­σία έχει λοι­πόν αυτό που ειπώ­θη­κε; Επει­δή στε­ρέ­ω­σε τα μέλη του παρα­λύ­του και σκο­πεύ­ει να ανα­στή­σει τον νεκρό, γι’ αυτό ομί­λη­σε έτσι, σαν να τους έλε­γε: «Θαυ­μά­ζε­τε επει­δή θερά­πευ­σα τον παρά­λυ­το; Θα δεί­τε στη συνέ­χεια μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα από αυτά». Αλλά δεν τους ομί­λη­σε με τον τρό­πο αυτόν, παρά χρη­σι­μο­ποιεί απλού­στε­ρο τρό­πο έκφρα­σης, για να κατα­σι­γά­σει τη μανία τους. Και για να μάθεις ότι το «Θα δεί­ξει» δεν έχει λεχθεί κυριο­λε­κτι­κά, άκου­σε αυτά που προ­σθέ­τει: «σπερ γρ πατρ γεί­ρει τος νεκρος κα ζωο­ποιε, οτω κα υἱὸς ος θέλει ζωο­ποιε(:Ο Υιός ακό­μη και νεκρούς θα ανα­στή­σει· διό­τι, όπως ο Πατήρ ανα­σταί­νει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απε­ριό­ρι­στη εξου­σία και δύνα­μη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσι­κή, αλλά και πνευ­μα­τι­κή. Και την πνευ­μα­τι­κή αυτή ζωή την μετα­δί­δει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρί­νει άξιο να την μετα­δώ­σει)»[Ιω.5,21]. Βέβαια, το «Δεν δύνα­ται να πράτ­τει τίπο­τε από μόνος Του» είναι αντί­θε­το από το «εκεί­νους που θέλει». Διό­τι, αν ζωο­ποιεί αυτούς που θέλει, τότε δύνα­ται να το κάνει από μόνος Του(διότι το «θέλει» σημαί­νει «δύνα­ται», το ρήμα «θέλω» είναι από­δει­ξη εξου­σί­ας), εάν όμως δεν δύνα­ται από μόνος Του, τότε δεν ζωο­ποιεί πλέ­ον όποιους θέλει· διό­τι το μεν «όπως ο Πατήρ ανα­σταί­νει» απο­δει­κνύ­ει την ισό­τη­τα και απα­ραλ­λα­ξία της δυνά­με­ως, αντί­στοι­χα το «εκεί­νους που θέλει» απο­δει­κνύ­ει την ισό­τη­τα της εξου­σί­ας.[…]

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΛΣΤ΄ και ΛΖ΄(επι­λεγ­μέ­να απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περικοπής),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 13Α, σελί­δες 95–101 και 111–155.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 73, σελ. 14 ‑18 και σελ. 25 — 56.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 5–5‑1996]

(Β335)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, τετάρ­τη Κυρια­κή από του Πάσχα, Κυρια­κή του Παρα­λύ­του, η Εκκλη­σία μας προ­βάλ­λει την αρε­τή της ελεη­μο­σύ­νης, με την ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή. Βλέ­πο­με τον Κύριον να ελε­εί τον 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια παρά­λυ­τον άνθρω­πον και να τον θερα­πεύ­ει, αφού επε­ρί­με­νε χρό­νια ολό­κλη­ρα να ιαθεί, πετα­μέ­νος, τρό­πον τινά, εκεί σε μία άκρη της κολυμ­βή­θρας της Βηθεσ­δά. Αλλά και την απο­στο­λι­κή περι­κο­πή που ακού­σα­με από τις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ο από­στο­λος Πέτρος ανα­στή­νει από τους νεκρούς την ελε­ή­μο­να Ταβι­θά. Παν­τού προ­βάλ­λε­ται η ελεη­μο­σύ­νη του Θεού στον άνθρω­πο, αλλά και η ελεη­μο­σύ­νη του ανθρώ­που προς τον συνάν­θρω­πό του.

Απέ­ραν­το κεφά­λαιον είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Αυτή κατέ­βα­σε τον Θεόν Λόγον από τον ουρα­νό εις την γη, αυτή ανε­βά­ζει τον άνθρω­πο από τη γη εις τον ουρα­νό. Τόση είναι η δύνα­μις όντως, τόση είναι η δύνα­μις της ελεη­μο­σύ­νης. Για­τί το φάσμα της είναι ευρύ­τα­το. Είναι η προ­σφο­ρά ελέ­ους που είναι το πρώ­το παι­δί της αγά­πης. Κι επει­δή ο Θεός αγα­πά τον άνθρω­πο, γι΄αυτό προ­σφέ­ρει το έλε­ός Του, την ελεη­μο­σύ­νη Του. Αλλά και ο αγα­πών άνθρω­πος, πάν­το­τε στέ­κε­ται με διά­θε­ση ελεη­μο­σύ­νης προς τον άλλον άνθρω­πον.

Αλλά ας δού­με με πολύ λίγα λόγια την ιστο­ρία της Ταβι­θά ή της Δορ­κά­δος, όπως μετα­φρά­ζει ο ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς, που είναι ο συγ­γρα­φεύς των Πρά­ξε­ων των Απο­στό­λων. Σημειώ­νει λοι­πόν ο Λου­κάς: «ν όππ δέ τις ν μαθή­τρια νόμα­τι Ταβι­θά, (η οποία) διερ­μη­νευο­μέ­νη λέγε­ται Δορ­κάς· ατη ν πλή­ρης γαθν ργων κα λεη­μο­συνν ν ποί­ει ». Ότι στην Ιόπ­πη, η σημε­ρι­νή Γιά­φα είναι, το μονα­δι­κό λιμά­νι του Ισρα­ήλ, εκεί, λέγει, ήτο κάποια μαθή­τρια που την έλε­γαν Ταβι­θά· η οποία διερ­μη­νεύ­ε­ται Ελλη­νι­κά Δορ­κάς. Ζαρ­κά­δι. Δορ­κάς. Ζαρ­κά­δι. Αυτή ήταν γεμά­τη από αγα­θά έργα και από ελεη­μο­σύ­νες που ασκού­σε γύρω της. Και εκεί­νον τον και­ρό, η ελε­ή­μων αυτή γυναί­κα, αρρώ­στη­σε και πέθα­νε. Και τότε προ­σε­κά­λε­σαν τον Πέτρον και αυτός την ανέ­στη­σε. Μάλι­στα, όταν ο Πέτρος έφθα­σε εις την Ιόπ­πη, σημειώ­νει πάλι ο Λου­κάς: «Παρέ­στη­σαν ατ πσαι α χραι (στά­θη­καν μπρο­στά του, του ’καναν παρά­στα­ση, του επέ­δει­ξαν) κλαί­ου­σαι κα πιδει­κνύ­με­ναι χιτνας κα μάτια σα ποί­ει μετ᾿ ατν οσα Δορ­κάς». Όσον και­ρόν ήταν μαζί τους, τους ελε­ού­σε πάρα πολύ, τις χήρες γυναί­κες. «Να», λέγει, «αυτό εκεί­νη μου το ‘φτια­ξε, αυτό εκεί­νη μου το δώρι­σε». Και έκλαι­γαν οι γυναί­κες αυτές οι χήρες.

Ώστε, αγα­πη­τοί, η αρε­τή της ελεη­μο­σύ­νης ανα­στή­νει και νεκρούς! Ναι. Την ανέ­στη­σε και την χάρι­σε πάλι εις αυτό το πλή­θος των ανθρώ­πων που ήταν οι ευερ­γε­τού­με­νοί της. Αυτό στέ­κε­ται μία συμ­βο­λι­κή εικό­να, ότι ο αλη­θι­νά ελε­ή­μων εγεί­ρε­ται από την πνευ­μα­τι­κή νέκρω­ση εις ζωήν αιώ­νιον.

Πράγ­μα­τι, το περιε­χό­με­νον του κρι­τη­ρί­ου είναι η ελεη­μο­σύ­νη. Όταν Αυτός ο Χρι­στός θα πει: «Ήμουν γυμνός και περιε­βά­λε­τέ με, πει­να­σμέ­νος, διψα­σμέ­νος, ξένος. Δηλα­δή κάνε­τε ελεη­μο­σύ­νη σε μένα». Και με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος θέλει να δεί­ξει ότι η ελεη­μο­σύ­νη δεν είναι απλώς μία πρά­ξη φιλαν­θρω­πί­ας ή συμ­πα­θεί­ας, αλλά μία πρά­ξη αγά­πης, που ουσια­στι­κά απο­τεί­νε­ται σε αυτό το πρό­σω­πο του Χρι­στού. Τι είπε ο Κύριος; «μοί ποι­ή­σα­τε». Σε μένα το κάνα­τε. Είναι μία πρά­ξη με διά­στα­ση οντο­λο­γι­κή και θεο­λο­γι­κή.

Η ελεη­μο­σύ­νη εξο­μοιώ­νει τον άνθρω­πο με τον Θεό. Για­τί ο Θεός είναι ελε­ή­μων και οικτίρ­μων και φιλάν­θρω­πος και ελε­εί. Και έτσι ο άνθρω­πος, όταν ασκεί την ελεη­μο­σύ­νη, γίνε­ται παι­δί του Θεού. Γνή­σιο παι­δί του Θεού. Λέγει ο Κύριος: «Γίνε­σθε ον οκτίρ­μο­νες, καθς κα πατρ μν οκτίρ­μων στίν». Και θα είσα­στε παι­διά του Υψί­στου Θεού.

Και πρώ­τι­στα είναι η ελεη­μο­σύ­νη με υλι­κήν διά­στα­σιν. Γρά­φει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Α΄του επι­στο­λή: «ς δ᾿ ν χ τν βίον το κόσμου κα θεωρ τν δελφν ατο χρεί­αν χον­τα κα κλείσ τ σπλάγ­χνα ατο π᾿ ατο, πς γάπη το Θεο μένει ν ατ;». «Εάν κανείς έχει», λέει, «όλα τα αγα­θά του κόσμου, αλλά κλεί­σει τα σπλά­χνα του, δηλα­δή δεν αφή­σει να ανα­πτυ­χθούν οι δυνά­μεις της ψυχής, το συναί­σθη­μα, η βού­λη­σις που θα ενερ­γή­σει ό,τι το συναί­σθη­μα, αλλά και η διά­νοια έχουν σκε­φθεί, έχουν αισθαν­θεί, πώς είναι δυνα­τόν», λέγει, «σε έναν τέτοιον άνθρω­πο να κατοι­κή­σει η αγά­πη του Θεού;». Δεν είναι δυνα­τόν. Εδώ προ­κύ­πτει η ανάγ­κη να κάνου­με τον πει­νών­τα αδελ­φό μας συμ­μέ­το­χο των αγα­θών μας. Είναι ξέρε­τε, ο πιο γόνι­μος συνε­ται­ρι­σμός. Είναι αυτή η κοι­νω­νι­κό­τη­τα η καλώς πάν­το­τε εννο­ου­μέ­νη.

Λέγει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Κοι­νω­νία τό πργμα στίν». «Το πράγ­μα», λέει, «είναι κοι­νω­νία». Γίνο­μαι κοι­νω­νός με τον άλλον κι ο άλλος με εμέ­να. Και μάλι­στα μία θαυ­μα­στή κοι­νω­νία, όπως λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λή του: «Τς δ εποι­ΐ­ας(εποι­ΐα είναι οι καλές πρά­ξεις, αγα­θές πρά­ξεις) κα κοι­νω­νί­ας μ πιλαν­θά­νε­σθε». Μην ξεχνά­τε. Να έχε­τε κοι­νω­νία με τους άλλους, να τους προ­σφέ­ρε­τε τα αγα­θά σας, και τα υλι­κά και τα πνευ­μα­τι­κά, όπως λίγο ευρύ­τε­ρα, θα το δού­με λίγο πιο κάτω. «Τοιαύ­ταις γρ θυσί­αις εαρε­στεται Θεός». Για­τί ο Θεός με τέτοιες θυσί­ες ευα­ρε­στεί­ται. Ναι. Διό­τι είναι θυσία να προ­σφέ­ρεις στον άλλον κάτι, είτε έχεις πολ­λά, είτε δεν έχεις πολ­λά. Ακό­μη περισ­σό­τε­ρο γίνε­ται θυσία εάν δεν έχεις πολ­λά, έχεις λίγα αγα­θά. Και ακό­μη να απο­δε­χθείς τον άλλον άνθρω­πο και να είσαι κοι­νω­νός του. Κι εκεί­νος κοι­νω­νός σου. Δεν είναι μικρό πράγ­μα. Ξανα­λέ­γω, είναι μία θυσία.

Μην ισχυ­ρι­στεί κανείς ότι με την ελεη­μο­σύ­νη θα φτω­χύ­νει. Μην το πει κανείς ποτέ αυτό. Ότι αν κάνω ελεη­μο­σύ­νη κάπου, θα φτω­χύ­νω… Όχι. Λέει ο ψαλ­μω­δός στον 36ο ψαλ­μόν του: «Νετερος γενμην κα γρ γρασα κα οκ εδον δκαιον γκα­τα­λε­λειμμνον». Ήμου­να παι­δί, λέει, και γέρα­σα, και δεν είδα ευσε­βή άνθρω­πο, που ασκού­σε την ελεη­μο­σύ­νη, να εγκα­τα­λει­φτεί· «οδ τ σπρμα ατο ζητον ρτους». Ούτε τα παι­διά του να γίνον­ται ψωμο­ζη­τιά­νοι. Ζητον ρτους.

Όλη την ημέ­ρα ελε­εί και δανεί­ζει ο δίκαιος. Δανεί­ζει χωρίς τόκο. Κατά τον λόγο του Χρι­στού: «Δανεί­ζε­τε μηδέν πελ­πί­ζον­τες». Απελ­πί­ζω θα πει από+ελπίζω· δηλα­δή να πάρω τον τόκο. Η ελπί­δα μου είναι ο τόκος από το κεφά­λαιον. Δηλα­δή δώστε χρή­μα­τα στον έχον­τα ανάγ­κη. Θα σας τα επι­στρέ­ψει. Αλλά μη ζητή­σε­τε τόκον. Έτσι λοι­πόν όλη την ημέ­ρα ευλο­γεί και δανεί­ζει ο δίκαιος «κα τ σπρμα ατο ‑οι από­γο­νοί του- ες ελογαν σται». Έχουν όλη την ευλο­γία. Δεν στε­ρούν­ται τίπο­τε. Έχουν όλα τα αγα­θά. Και όταν βεβαιώ­νει η Γρα­φή ότι με τις Παροι­μί­ες 19,17: «Δανεί­ζει Θε λεν πτω­χόν». Δανεί­ζει τον Θεός εκεί­νος ο οποί­ος ελε­εί τον πτω­χόν. Τι έχο­με να φοβη­θού­με; Ότι ο Θεός αφού σε Εκεί­νον δανεί­ζου­με, ότι ο Θεός δεν θα πλη­ρώ­σει τα χρέη Του; Αυτό φοβό­μα­στε;

Να μην πει κανείς λοι­πόν ότι εγώ δεν έχω χρή­μα­τα. Τον ελέγ­χει η χήρα με τα δύο λεπτά που κατέ­θε­σε εις το γαζο­φυ­λά­κιον του ναού. Και την επή­νε­σε ο Κύριος. Δύο λεπτά! Τον ένα πέμ­πτον της δεκά­ρας. Δύο λεπτά… Αλλά τον ελέγ­χει και η χήρα εις τα Σαρε­πτά της Σιδω­νί­ας, που δεν είχε τίπο­τε, μάλι­στα όταν βγή­κε να μαζέ­ψει δύο ξυλά­ρια, λέγει, και να κάνει, να ψήσει ένα λίγο αλευ­ρά­κι, να φάει αυτή και τα παι­διά της, κι όπως είπε εις τον προ­φή­τη Ηλία: «Και μετά θα πεθά­νου­με, δεν έχου­με τίπο­τε άλλο». Είχε πέσει λιμός. Κι εκεί­νο το φοβε­ρόν… Της λέει ο προ­φή­της: «Άντε, πήγαι­νε, ψήσε το ψωμά­κι και κοί­τα­ξε, πρώ­τα θα φέρεις σε μένα και μετά θα φας εσύ και τα παι­διά σου». Πρό­κλη­σις! Πρό­κλη­σις! Με συγ­χω­ρεί­τε που θα πω τη φρά­ση. Θα μπο­ρού­σε να του αντεί­πει: «Α, παλιό­γε­ρε, θες να φας το ψωμί των παι­διών μου;». Δεν είπε τέτοιο πράγ­μα. Το έκα­νε. Και μέχρι που πέρα­σε ο λιμός, το στα­μνά­κι της με το αλεύ­ρι και ο καμ­ψά­κης, λέει, εκεί­νο το λαδι­κό με το λάδι, δεν τελεί­ω­ναν! Δεν τελεί­ω­ναν. Όταν ευλο­γεί ο Θεός, όλα είναι παρόν­τα τα αγα­θά.

Γι΄αυτό να μην έχου­με τη δικαιο­λο­γία ότι είμε­θα πτω­χοί. Μάλι­στα πολ­λοί τσιγ­κου­νεύ­ον­ται αν και η επο­χή μας έχει βεβαί­ως πτω­χούς, κάθε επο­χή έχει τους πτω­χούς, όχι όσους είχε κάπο­τε εδώ, στην πατρί­δα μας. Και η Ευρώ­πη έχει πτω­χούς και κοι­μών­ται κάτω από τα γιο­φύ­ρια των ποτα­μών. Και η Αμε­ρι­κή έχει πτω­χούς. Ναι. Ναι. Πλού­σιες χώρες, αλλά έχουν και πτω­χούς. Ωστό­σο μην πει κανείς ότι «να… δεν έχω πολ­λά». Πολ­λοί δεν ανά­βουν το καν­δή­λι τους, μαλώ­νει φερει­πείν ο σύζυ­γος τη σύζυ­γο, για­τί… , για­τί …θα τελειώ­σει το λάδι και είναι ακρι­βό. Δεν κατα­λα­βαί­νουν ότι εκεί είναι μία άλλη περιο­χή. Η περιο­χή της θυσί­ας και λατρεί­ας. Τι είναι το καν­δή­λι; Είναι λατρεία στον Θεό. Και φοβά­σαι να λατρεύ­σεις τον Θεό, ότι θα φτω­χύ­νεις, αδελ­φέ; Μην το κάνεις αυτό. Μην το κάνεις.

Λέγει ωραιό­τα­τα και χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­τα ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος σαν απάν­τη­ση: «χεις βολόν; -ο οβο­λός είναι το ένα λεπτόν-. γόρα­σον τόν ορανόν». Με εκεί­νον τον οβο­λόν, αν τον κάνεις ελεη­μο­σύ­νη, θα αγο­ρά­σεις τον ουρανόν,την βασι­λεί­αν του Θεού. Οκ χεις βολόν;». Δεν έχεις οβο­λόν; «Δός ποτή­ριον ψυχρο δατος». Δώσε του­λά­χι­στον ένα ποτή­ρι κρύο νερό. Για­τί λέει «ψυχρο»; Μη βαρε­θείς να δώσεις από τη βρύ­ση της κου­ζί­νας σου, πήγαι­νε στο πηγά­δι, να αντλή­σεις, σήμε­ρα έχο­με το ψυγείο, βγά­λε από το ψυγείο σου ένα ποτή­ρι κρύο νερό και δώσε· που δεί­χνει φρον­τί­δα, επι­μέ­λεια στην προ­σφο­ρά. «μπο­ρία καί πραγ­μα­τεία ορανός». Τι νομί­ζεις; Ο ουρα­νός; Είναι εμπο­ρία και πραγ­μα­τεία. Πραγ­μα­τεύ­ε­σαι εδώ στη γη για να κερ­δί­σεις τον ουρα­νόν. «Δός ρτον και λαβέ Παρά­δει­σον». «Δώσε», λέγει, «ψωμί και πάρε Παρά­δει­σον». «Δς µικρ, κα λαβ µεγά­λα· δς θνητ, κα λαβ θάνα­τα. Λύτρον ψυχς στιν λεη­µο­σύ­νη. Μ πενί­αν προ­βάλ­λου». Μην προ­βάλ­λεις τη φτώ­χεια. Γι΄αυτό σας είπα, είναι η απάν­τη­ση που δίνει εδώ ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος.

«Μέγα ον πργµα λεη­µο­σύ­νη· κανή στι κα λλας µαρ­τί­ας ξαλεψαι, κα τν κρί­σιν πελά­σαι». Και να απο­μα­κρύ­νει ακό­μη και την κρί­σιν. Για­τί το λέει η Και­νή Δια­θή­κη: « γρ κρί­σις νέλε­ος τ μ ποι­ή­σαν­τι λεος». Αλλά κατα­νι­κιέ­ται, λέει, η κρί­σις του Θεού, όταν υπάρ­χει το έλε­ος εκ μέρους σου, η ελεη­μο­σύ­νη. «Σο σιωπντος στη­κε κα συνη­γο­ρε». Ενώ εσύ σιω­πάς, η ελεη­μο­σύ­νη σου στά­θη­κε και γίνε­ται συνή­γο­ρός σου. «Μλλον δ σο σιωπντος µυρία στό­µα­τα συνη­γο­ρε πρ σο». «Μάλ­λον», λέει, «ενώ εσύ δεν λες τίπο­τε, κατά την κρί­σιν, μύρια στό­μα­τα συνη­γο­ρούν για σένα». Ποια είναι τα στό­μα­τα αυτά; Εκεί­νων που εσύ ευερ­γέ­τη­σες και ελέη­σες.

«Δός ποτή­ριον ψυχροῦ ὕδα­τος· οὐκ ἔχεις τοῦ­το;». Ούτε αυτό δεν έχεις; Ούτε ένα ποτή­ρι κρύο νερό δεν έχεις; «Συμ­πέν­θη­σον τῷ θλι­βο­μέ­νῳ, καί ἔξεις μισθόν». Δεί­ξε τη λύπη σου μαζί με εκεί­νον που λυπά­ται και θα έχεις μισθόν. Δηλα­δή τα ελά­χι­στα παίρ­νει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, για­τί και ο Χρι­στός πήρε τα ελά­χι­στα. Ένα ποτή­ρι νερό. Δεν έχεις ένα ποτή­ρι νερό; Και συμ­πλη­ρώ­νει: «Δια­τί ον ποτη­ρί­ου μνη­μό­νευ­σε ψυχρο;». Για­τί, λέει, ο Κύριος είπε για ποτή­ρι κρύο νερό; «δάπα­νον επεν τήν λεη­μο­σύ­νην». Για­τί η ελεη­μο­σύ­νη δύνα­ται να θεω­ρη­θεί και αδά­πα­νος. Μπο­ρείς αν κάνεις ελεη­μο­σύ­νη, χωρίς να ξοδεύ­εις τίπο­τα, αν δεν έχεις τίπο­τα.

Καμία λοι­πόν δικαιο­λο­γία δεν υπάρ­χει, για να μην ασκη­θεί, αγα­πη­τοί μου, η ελεη­μο­σύ­νη. Πρέ­πει πάν­το­τε να ελε­ού­με καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πον. Που λέγει πάλι ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «σπερ τό μάτιον εί μεθ’ μν στίν, οτω καί λεη­μο­σύ­νη». Όπως πάν­το­τε φορά­με τα ρού­χα μας, δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση να μη φορά­με τα ρού­χα μας. Όπως πάν­το­τε, λέγει, φορά­με τα ρού­χα μας, έτσι πάν­το­τε πρέ­πει να ελε­ού­με. Ξανα­λέ­γω, δεν είναι μόνο η υλι­κή, δεν είναι μόνο να δώσω χρή­μα­τα. Είναι πολ­λά πράγ­μα­τα. Να ποι­ή­σω λεος μετά το πλη­σί­ον. Να ασκή­σω το έλε­ός μου, την αγά­πη μου στον κον­τι­νό μου.

Ίσως να υπάρ­ξει ο ισχυ­ρι­σμός ότι αυτός που σήμε­ρα δυστυ­χεί, υπήρ­ξε άσω­τος. Και τώρα πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί. Αν έτσι εσκέ­πτε­το ο Κύριος, τότε θα έπρε­πε τον σημε­ρι­νό παρα­λυ­τι­κό στο θαύ­μα το κατα­πλη­κτι­κό αυτό, να του πει: «Δεν σε κάνω καλά. Στά­θη­κες παλιάν­θρω­πος». Πού το ξέρο­με; Το είπε αργό­τε­ρα ο Κύριος. Διό­τι όπως λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Δώσε την ελεη­μο­σύ­νη σου και μετά να τον θερα­πεύ­σεις αυτόν τον άνθρω­πο, αν δεν στά­θη­κε σωστά». Όταν τον είδε εις τον ναόν, τι του είπε ο Κύριος; «Πρό­σε­ξε, μην ξανα­μαρ­τή­σεις, μην σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο». Άρα λοι­πόν κατέ­λη­ξε να γίνει παρά­λυ­τος από την παρά­λυ­τη ζωή που έκα­νε, από την ασω­τία που έκα­νε. Αλλά τι; Τον θερα­πεύ­ει. Και να πει, να σχο­λιά­σει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος κάτι που και μένα με έχει βγά­λει αυτή η θέση του Ιερού Χρυ­σο­στό­μου από μία δυσκο­λία… Φερει­πείν να δώσω σε φυλα­κι­σμέ­νους. Λαμ­βά­νου­με πάρα πολ­λά γράμ­μα­τα από φυλα­κι­σμέ­νους. Ακό­μα και από Μου­σουλ­μά­νους, κι από… ό,τι θέλε­τε, ό,τι θέλε­τε. Τέλος πάν­των… Στέλ­νουν επι­στο­λές και ζητούν χρή­μα­τα. Ακού­στε τι λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Μή που φιλαν­θρω­πί­ας και­ρός ξετά­ζω­μεν πονη­ρί­αν· μή τήν κακί­αν λλά τήν συμ­φο­ράν λεομεν». Μην εξε­τά­ζου­με, λέει, τη φιλαν­θρω­πία, όταν έρχε­ται η ώρα να την ασκή­σου­με. Και να πού­με… «Αυτός ήταν παλιάν­θρω­πος…». Όχι. Θα επα­να­λά­βω τη φρα­σού­λα του: «Μή τήν κακί­αν (δηλα­δή δεν θερα­πεύ­ου­με την κακία), λλά τήν συμ­φο­ράν λεομεν». Ελε­ού­με τη συμ­φο­ρά, εις την οποί­αν ο άλλος τώρα αυτήν τη στιγ­μή βρί­σκε­ται. Είναι κατα­πλη­κτι­κό!

Ακό­μη, ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, αυτός ο κήρυξ της ελεη­μο­σύ­νης, κάπου παρα­πο­νεί­ται και λέει: « Μου λέτε συνε­χώς ότι μιλάω πάν­τα για την ελεη­μο­σύ­νη». Ε, για τι άλλο να μιλού­σε; Είναι ο ιερο­κή­ρυξ εκεί­νος που δεν άφη­σε κανέ­να πράγ­μα επί του χώρου του επι­στη­τού, πνευ­μα­τι­κού χώρου, που να μην το πει, που να μην το ανα­λύ­σει. Κι όμως χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ο ιερο­κή­ρυξ της ελεη­μο­σύ­νης. Για­τί πάν­το­τε, συνε­χώς βέβαια μιλού­σε γι’ αυτήν. «Ποί­αν από­κρι­σιν», λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος, «θα δώσου­με στον Κρι­τή, όταν ντύ­νου­με τους τοί­χους με πολύ­τι­μα μάρ­μα­ρα και χαλιά και αφή­νου­με γυμνό τον συνάν­θρω­πό μας;». Έτσι θα λέγα­με κι εμείς σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου. Πώς μπο­ρού­με να τρώ­με και να χορ­ταί­νου­με, είναι επο­χή ευη­με­ρί­ας, μιλά­με για φτώ­χεια, αλλά είναι επο­χή ευη­με­ρί­ας, πώς μπο­ρού­με λοι­πόν να τρώ­με και να χορ­ταί­νου­με και ταυ­τό­χρο­να να αισθα­νό­μα­στε ότι άλλοι πει­νούν; Άλλοι ζητούν χωνευ­τι­κά της πολυ­φα­γί­ας των, σόδες και τέτοια και άλλοι ζητούν τρό­πους να ικα­νο­ποι­ή­σουν μόλις την πεί­να τους. Άλλοι να ζητούν πώς θα αδυ­να­τί­σουν ‑και έχουν τόσο πλη­θύ­νει αυτά τα κέν­τρα αδυ­να­τί­σμα­τος…- κι άλλοι κοι­τά­ζουν πώς να στα­θούν στα πόδια τους από την αδυ­να­μία της πεί­νας.

Αλλά δεν είναι μόνον η υλι­κή πεί­να. Είναι και η πνευ­μα­τι­κή πεί­να, αγα­πη­τοί. Αν υπάρ­χουν αδερ­φοί μας που πει­νούν από ψωμί, υπάρ­χουν όμως ακό­μη περισ­σό­τε­ροι που πει­νούν από πνευ­μα­τι­κό ψωμί. Πει­νούν τον άρτον της ζωής, που είναι ο Χρι­στός. Πόσοι μέσα ακρι­βώς στα υλι­κά τους αγα­θά κολυμ­πούν και ταυ­τό­χρο­να λιμο­κτο­νούν πνευ­μα­τι­κά! Για­τί; Για­τί ζουν το δρά­μα του Ταν­τά­λου. Δεν ερμη­νεύω ποιος ήταν ο Τάν­τα­λος. Και σε αυτούς έχου­με χρέ­ος να κάνου­με ελεη­μο­σύ­νη. Προ­παν­τός σε αυτούς έχου­με χρέ­ος να κάνου­με ελεη­μο­σύ­νη. Σε εκεί­νους που νομί­ζουν ότι έχουν πλού­τη και δεν βλέ­πουν τη φτώ­χεια τους. Νομί­ζουν ότι τα έχουν όλα, αλλά αισθά­νον­ται ένα κενό μεσ’ την ψυχή τους. Αλλά λένε: «Είμαι πλούσιος…Είμαι πλού­σιος…». Κι όπως απαν­τά­ει ο Κύριος σε τέτοιους πλου­σί­ους, που νομί­ζουν ότι είναι πλού­σιοι, λέγει ο Κύριος, είναι στον 7ο άγγε­λο της Εκκλη­σί­ας της Λαο­δι­κεί­ας, τα εξής: «Καί οκ οδας(και δεν ξέρεις) τι σύ ε( ότι εσύ είσαι) ταλαί­πω­ρος καί λεει­νός καί πτω­χός καί τυφλός καί γυμνός». Δεν έχουν όμως συνεί­δη­σιν. Οκ οδας. Δεν γνω­ρί­ζεις. Για­τί υπάρ­χει η πνευ­μα­τι­κή φτώ­χεια. Γι΄αυτό, ας τους δώσου­με, αγα­πη­τοί μου, ένα βιβλίο να δια­βά­σουν· την Αγία Γρα­φή πρώ­τι­στα και κυριό­τα­τα. Μία συμ­βου­λή, μία χει­ρα­γώ­γη­ση στον δρό­μο του Θεού, μία συζή­τη­ση. Τη σύστα­ση ακό­μη να ακού­σουν ένα κήρυγ­μα. Επι­τέ­λους και μία προ­σευ­χή γι’ αυτούς. Εξάλ­λου οι άνθρω­ποι σήμε­ρα θέλουν πιο πολύ την καρ­διά μας, παρά το πορ­το­φό­λι μας. Μην μου πεί­τε ότι υπάρ­χει η κρα­τι­κή μέρι­μνα. Όσο κι αν υπο­τε­θεί ότι σε τίπο­τα δεν υπο­λεί­πε­ται η κρα­τι­κή μέρι­μνα, ποτέ δεν πρό­κει­ται να καλύ­ψει τις ανθρώ­πι­νες ανάγ­κες. Ποτέ. Όσο και αν είναι ευη­με­ρούν το κρά­τος…

Η ελεη­μο­σύ­νη είναι πάν­το­τε έργο της Εκκλη­σί­ας. Παν­το­τι­νό έργο της Εκκλη­σί­ας. Και των Χρι­στια­νών. Προ­παν­τός η κάλυ­ψις των πνευ­μα­τι­κών αναγ­κών. Αγα­πη­τοί, οι φρό­νι­μοι άνθρω­ποι, φρον­τί­ζουν τις οικο­νο­μί­ες τους να τις κατα­θέ­τουν στην Τρά­πε­ζα. Ώστε εν και­ρώ να μπο­ρούν να αξιο­ποι­ή­σουν το κεφά­λαιο που θα χρεια­στούν. Υπάρ­χει όμως και μία άλλη Τρά­πε­ζα· που ενώ οι κατα­θέ­σεις σε αυτήν την τρά­πε­ζα μπο­ρεί να είναι πολύ μικρές. Όμως οι τόκοι είναι αφάν­τα­στα μεγά­λοι. Είναι η Τρά­πε­ζα των ουρα­νών. Κατα­θέ­σεις μας; Οι ελεη­μο­σύ­νες μας. Όσο μικρές και αν είναι. ν ποτή­ριον ψυχρο δατος. Υπεύ­θυ­νος τρα­πε­ζί­της; Αλλά και εγγυ­η­τής; Ο Θεός. Τόκος ασφα­λής; Η Βασι­λεία του Θεού. Μας το βεβαί­ω­σε ο Ίδιος ο Κύριος: «Δανεί­ζει Θε λεν πτω­χόν». Θα απο­τί­σει, θα πλη­ρώ­σει, θα δώσει και πολύ, πολύ, πολύ παρα­πά­νω. Ανά­με­σα στις τρά­πε­ζες της γης και την Τρά­πε­ζα του ουρα­νού, ας κρί­νει, αγα­πη­τοί μου, ο καθέ­νας μας πού πρέ­πει να κατα­θέ­τει τις οικο­νο­μί­ες του. Ο τρό­πος της εκλο­γής θα απο­δεί­ξει τον αλη­θι­νά έξυ­πνο και φρό­νι­μο Χρι­στια­νό.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_675.mp3

Αθαν, Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ[:Iω. 5,1–15]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΟΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 21–5‑2000]

(Β414)

Μια νέα κατα­πλη­κτι­κή σελί­δα μας εξι­στο­ρεί, αγα­πη­τοί μου, ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, από τα θαύ­μα­τα του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού.

Είχε ανε­βεί και αυτή την φορά ο Κύριος εις τα Ιερο­σό­λυ­μα. Και επε­σκέ­φθη την κολυμ­βή­θρα, δηλα­δή τη δεξα­με­νή της Βηθεσ­δά, ή «προ­βα­τι­κή κολυμ­βή­θρα», όπως λέγε­ται επί το ελλη­νι­κό­τε­ρον. Εκεί ήταν ένας τόπος πόνου και δυστυ­χί­ας. Γύρω από τη δεξα­με­νή που περιε­στοι­χί­ζε­το από πέν­τε στο­ές, ευρί­σκε­το ένα πλή­θος ασθε­νών ανθρώ­πων, που περί­με­ναν την θερα­πεία τους. Βλέ­πε­τε, η αγά­πη του Θεού είχε δώσει μία μικρή παρη­γο­ρία στον πονε­μέ­νο αυτόν λαόν, την εξής: Γρά­φει, σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «γγε­λος γρ κατ καιρν κατέ­βαι­νεν ν τ κολυμ­βή­θρ, κα ταράσ­σε­το τ δωρ· ον πρτος μβς μετ τν ταραχν το δατος γις γίνε­το δήπο­τε κατεί­χε­το νοσή­μα­τι».

Βέβαια, η κολυμ­βή­θρα αυτή ήταν μία εικό­να του Μεσ­σί­ου· που θα εγί­νε­το η πηγή πάσης ιάσε­ως και θερα­πεί­ας. Σ’ αυτόν λοι­πόν τον τόπο έφθα­σε κάπο­τε ο Ιησούς. Και προ­σήγ­γι­σε κάποιον ασθε­νή, που εγνώ­ρι­ζε ο Κύριος ότι ήταν πολύ και­ρό εκεί κατα­κεί­με­νος. Και του λέγει: «Θέλεις γις γενέ­σθαι;». «Θέλεις να γίνεις καλά;». Τι όμως σημαί­νει ο τονι­σμός ότι η ασθέ­νεια αυτού του ανθρώ­που ήταν γνω­στή εις τον Ιησούν;

Και ήταν, αλή­θεια, 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια παρά­λυ­τος! Μη δυνά­με­νος εύκο­λα από κει να μετα­κι­νη­θεί. Για να φανεί το μέγε­θος του θαύ­μα­τος. Αλλά και η παι­δα­γω­γία του Θεού, όπως θα δού­με στην συνέ­χεια.

Τι είναι η ασθέ­νεια; Λέμε: «Είμαι ασθε­νής». Τι σημαί­νει αυτό; Τι είναι η ασθέ­νεια; Είναι το απο­τέ­λε­σμα μιας δια­τα­ρα­χής σχέ­σε­ων του ανθρώ­που με τον Θεό. Θα το ξανα­πώ: Είναι μία δια­τα­ρα­χή σχέ­σε­ως του ανθρώ­που με τον Θεό. Κι εκεί­νο το οποί­ον δια­τα­ράσ­σει την σχέ­σιν ανθρώ­που και Θεού είναι η αμαρ­τία. Μόνον η αμαρ­τία. Εξάλ­λου θα φανεί αυτό ευθύς μετά, όταν ο Κύριος θα πει εις αυτόν τον παρά­λυ­τον, που θα τον έκα­νε καλά και που θα τον συναν­τού­σε εις τις αυλές του ναού του Σολο­μών­τος λίγες μέρες μετά: «Κοί­τα­ξε, δε, να, έγι­νες υγι­ής. Πρό­σε­ξε μην ξανα­μαρ­τή­σεις, για να μη σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο». Και τι είναι αυτό το χει­ρό­τε­ρο; Το χει­ρό­τε­ρο, αγα­πη­τοί μου, είναι η πώρω­ση της ψυχής. Εάν ξανα­α­μάρ­τα­νε. Και ακό­μα τι άλλο είναι; Και η αιω­νία κόλα­σις.

Οπό­τε βλέ­πο­με, αγα­πη­τοί, την σχέ­σιν ασθε­νεί­ας και αμαρ­τί­ας με πάρα πολ­λή σαφή­νεια. Λέμε στην Παρά­κλη­ση της Θεο­τό­κου (και ποιος δεν ξέρει αυτόν τον στί­χον της Παρα­κλή­σε­ως;): «π τν πολλν μου μαρ­τιν, σθε­νε τ σμα, σθε­νε μου κα ψυχή». «Από τις πολ­λές μου αμαρ­τί­ες, αρρω­σταί­νει, ασθε­νεί και το σώμα και η ψυχή».

Και επι­κυ­ρώ­νει εν προ­κει­μέ­νω αυτήν την αλή­θειαν η Σοφία Σει­ράχ και λέγει- είναι στο 38ον κεφά­λαιο. Μία μικρή παρεν­θε­σού­λα. Προ­σεγ­γί­ζο­με εις αυτό το κεφά­λαιον εις τα κατά Τρί­τη θέμα­τά μας και θα το δού­με αυτό εκτε­νέ­στε­ρα. Είναι πολύ σπου­δαίο. Εκεί ομι­λεί περί ιατρού, ιατρι­κής, φαρ­μα­κο­ποιών, φαρ­μά­κων και αμαρ­τί­ας που αρρω­σταί­νουν οι άνθρω­ποι. Τι λέγει λοι­πόν το βιβλίο της Σοφί­ας Σει­ράχ; «πόστη­σον», λέει, «πλημ­μέ­λειαν κα εθυνον χερας, κα π πάσης μαρ­τί­ας καθά­ρι­σον καρ­δί­αν». «Πάρε τα χέρια σου μακριά και καθά­ρι­σέ τα από κάθε αμαρ­τία. Και έτσι να καθα­ρί­σεις την καρ­διά σου». Και προ­σθέ­τει, η Σοφία Σει­ράχ πάν­το­τε, επι­γραμ­μα­τι­κά μάλι­στα: « μαρ­τά­νων ναν­τι το ποι­ή­σαν­τος ατν μπέ­σοι ες χερας ατρο». Δηλα­δή «εκεί­νος ο οποί­ος αμαρ­τά­νει απέ­ναν­τι στον Δημιουρ­γό του, θα πέσει στα χέρια του για­τρού». Κάπο­τε επι­σκε­πτό­μουν το στρα­τιω­τι­κό μας Νοσο­κο­μείο και πολύ επι­θυ­μού­σα να βάλω αυτήν την επι­γρα­φή. Τελι­κά δεν τοπο­θε­τή­θη­κε. Δηλα­δή πρό­σε­ξε, άνθρω­πε, θα αρρω­στή­σεις εάν παρα­βαί­νεις τις εντο­λές του Θεού. Εάν, φερει­πείν, πίνεις παρα­πά­νω κρα­σί απ΄ό,τι πρέ­πει, δεν θα αρρω­στή­σεις; Εάν τρως παρα­πά­νω από εκεί­νο που πρέ­πει, δεν θα αρρω­στή­σεις; Εάν ξενυ­χτάς και ασω­τεύ­εις, δεν θα αρρω­στή­σεις; Βλέ­πε­τε εδώ με σαφή­νεια πώς έχει το πράγ­μα. Μη μου πεί­τε ότι υπάρ­χουν άνθρω­ποι, οι οποί­οι δεν μετέρ­χον­ται αυτόν τον άτα­κτον τρό­πον ζωής. Θα το δού­με ευθύς παρα­κά­τω.

Ωστό­σο, σε ένα ιατρι­κό συνέ­δριο που έγι­νε στο Bossey της Ελβε­τί­ας προ κάποιων ετών, ειπώ­θη­κε ότι η αρρώ­στια είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο από την παρου­σία ενός μικρο­βί­ου. Κάτι περισ­σό­τε­ρον. Είναι πράγ­μα­τα που τα δια­πι­στώ­νει αυτά και αυτή ακό­μα η Ιατρι­κή. Ή η λεγο­μέ­νη, αν έχε­τε περί αυτής ακού­σει, η λεγο­μέ­νη Ιατρι­κή της προ­σω­πι­κό­τη­τος. Κάπο­τε, ένας μαθη­τής του Γιουνγκ, ασκού­σε το επάγ­γελ­μά του στη Γαλ­λία. Και πήγε ένας νεα­ρός με νευ­ρω­τι­σμόν άφθο­νον. Ε, τον ερώ­τη­σε το ιστο­ρι­κό του, τον έψα­ξε από δω, τον έψα­ξε από εκεί, και μέσα στο ιστο­ρι­κό αυτό, ανε­κά­λυ­ψε ο για­τρός ότι αυτός είχε συν­δε­θεί με μία κοπέ­λα, δασκά­λα μάλι­στα, της έφα­γε τα χρή­μα­τα που είχε και μετά την εγκα­τέ­λει­ψε. «Άκου», λέγει, «θα απο­κα­τα­στή­σεις την ζημία και θα την παν­τρευ­τείς». Αυτός θύμω­σε. «Και τι σχέ­ση έχει», λέει, «αυτό με την νευ­ρω­τι­κό­τη­τά μου;». Αν έχει σχέ­ση; Πάρα πολύ μεγά­λη σχέ­ση έχει. Θύμω­σε αυτός ο νεα­ρός και έφυ­γε, πιστεύ­ον­τας ότι δεν είχε καμία σχέ­ση το ένα με το άλλο. Και όμως, και όμως, είχε! Και μάλι­στα άμε­ση σχέ­ση το ένα με το άλλο.

Βέβαια, εάν αρρω­στή­σο­με, τι πρέ­πει να κάνο­με; Καλά, αρρωστήσαμε.Τι πρέ­πει να κάνο­με; Άνθρω­ποι είμε­θα, δεν υπάρ­χει άνθρω­πος που να μην έχει αρρω­στή­σει ή λίγο ή πολύ. Πρώ­τα πρώ­τα θα φρον­τί­σο­με, αγα­πη­τοί μου, να συμ­φι­λιω­θού­με με τον Θεό. Θα συμ­φι­λιω­θού­με με το μυστή­ριον της Ιεράς Εξο­μο­λο­γή­σε­ως. Και κατό­πιν, θα επι­σκε­φτού­με τον ιατρόν.

Συμ­βου­λεύ­ει πάλι η Σοφία Σει­ράχ και λέει: «Τέκνον(:Παι­δί), ν ἀῤῥωστή­μα­τί σου μ παρά­βλε­πε(δηλα­δή: όταν αρρω­στή­σεις, μην παρα­βλέ­ψεις την αρρώ­στια σου), λλ᾿ εξαι Κυρί, κα ατς άσε­ταί σε». «Κάνε προ­σευ­χή εις τον Κύριον κι Εκεί­νος θα σε θερα­πεύ­σει».

Ο ιατρός, λοι­πόν, ποιος είναι; Είναι από προ­σώ­που Κυρί­ου. Επει­δή κι Αυτός ο Κύριος Ιησούς εθε­ρά­πευε. Βέβαια ο κύριος σκο­πός Του δεν ήτο να θερα­πεύ­ει. Ο κύριος σκο­πός Του ήταν να απο­κα­λύ­ψει τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν και με την ανθρω­πί­νη φύση που πήρε, να είναι ο Θεός πια εις τους αιώ­νας των αιώ­νων μαζί με τους ανθρώ­πους. Εκεί­νοι οι οποί­οι θα εσώ­ζον­το βέβαια.

Το θέμα της θερα­πεί­ας των ασθε­νειών, αγα­πη­τοί μου, ήταν δεύ­τε­ρο, αν το θέλε­τε. Δεύ­τε­ρο. Εντού­τοις ο Κύριος δεν παρέ­λει­ψε να θερα­πεύ­ει τους ασθε­νείς. Μάλι­στα τι μας λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος, ότι δεν έκα­νε τίπο­τε άλλο ο Κύριος όσο ήταν επά­νω στη γη, παρά να θερα­πεύ­ει τους αρρώ­στους. Αλλά εάν ήταν αυτός ο κύριος σκο­πός, τότε ο Χρι­στια­νι­σμός- προ­σέξ­τε αυτό το σημείο- περιο­ρί­ζε­ται όσο ο Χρι­στός ήταν επά­νω εις την Γην. Δεν θα υπήρ­χαν εφε­ξής άρρω­στοι; Και συνε­πώς δεν θα είχε αξία ο Χρι­στια­νι­σμός; Είδα­τε λοι­πόν σαφώς ότι το να θερα­πεύ­ον­ται οι άρρω­στοι από τον Κύριον ή γενι­κό­τε­ρα από την Εκκλη­σία, αν θέλε­τε, δια των χει­ρών των Απο­στό­λων και των δια­δό­χων των Απο­στό­λων κ.τ.λ. θα ήτο κάτι πάρα πολύ περιο­ρι­σμέ­νον. Εκεί περιο­ρί­ζε­ται ο Χρι­στια­νι­σμός; Ο Θεός να φυλά­ξει. Μη στε­νεύ­ο­με, εθε­λο­τυ­φλούν­τες τα όρια και την σημα­σία του Χρι­στια­νι­σμού.

Λοι­πόν· ωστό­σο ο ιατρός είναι από προ­σώ­που Κυρί­ου. Και πρέ­πει να έχει αυτήν την συνεί­δη­σιν ο ιατρός. Ότι είναι από προ­σώ­που Κυρί­ου. Όποιος εμφα­νι­στεί σε εμέ­να, φοι­τη­τής της Ιατρι­κής ή ιατρός, νεό­κο­πος ιατρός, και­νού­ριος, φρέ­σκος, του συνι­στώ πάν­το­τε και του λέγω: «Πρό­σε­ξε, απ’ το σπί­τι σου όταν θα φεύ­γεις, θα κάνεις την πρωι­νή σου προ­σευ­χή και θα παρα­κα­λέ­σεις τον Θεόν να σε φωτί­ζει να κάνεις μία καλή διά­γνω­ση». Είναι γνω­στό ότι η καλή διά­γνω­σις, η ακρι­βής διά­γνω­ση είναι η μισή θερα­πεία. Και ποιος δεν το ξέρει αυτό; Αλλιώ­τι­κα ο άρρω­στος ταλαι­πω­ρεί­ται από ιατρού εις ιατρόν, για­τί ακρι­βώς δεν έχει γίνει αυτή η διά­γνω­σις. «Κι όταν έρθεις σε επα­φή με τον ασθε­νή σου, πάλι θα κάνεις από μέσα σου μία προ­σευ­χού­λα, μία νοε­ρά προ­σευ­χή, να σε φωτί­σει και να σε βοη­θή­σει. Για­τί μην ξεχνάς ότι είσαι από προ­σώ­που Χρι­στού». Ναι. Και πρέ­πει να θερα­πεύ­σεις.

Θα ήτα­νε κάτι πολύ άσχη­μο, ο Χρι­στός να βρι­σκό­τα­νε μπρο­στά σε έναν άρρω­στο και να μην τον θερά­πευε. Μη νομί­σε­τε, αυτό συνέ­βη εις τους εννέα μαθη­τάς. Όταν ο Κύριος ήταν επά­νω εις το όρος Θαβώρ, οι εννέα ήταν κάτω στην πεδιά­δα. Και τότε ένας πατέ­ρας έφε­ρε εκεί το παι­δί του, το οποίο ήταν δαι­μο­νι­σμέ­νο σε μεγά­λο βαθ­μό και έφε­ρε αυτός ο πατέ­ρας, ο ταλαί­πω­ρος πατέ­ρας, το παι­δί του στους μαθη­τάς και αυτοί δεν μπό­ρε­σαν να το θερα­πεύ­σουν το παι­δί. Παρό­τι επή­ραν αυτήν την άδειαν να θερα­πεύ­ουν. Και την εντο­λή μάλι­στα. Αλλά κάπου απί­στη­σαν. Κάτι έπα­θαν οι μαθη­ταί. Θα ρωτή­σουν αργό­τε­ρα, όταν θα κατε­βεί ο Κύριος και θα θερα­πεύ­σει αυτό το παι­δί, θα Τον ερω­τή­σουν: «Για­τί εμείς δεν μπο­ρέ­σα­με;».

Εν τω μετα­ξύ δε οι άλλοι οι γύρω, κάτι Φαρι­σαί­οι, κάτι Γραμ­μα­τείς, οι οποί­οι δεν άφη­ναν ρού­πι από κον­τά τους τον Ιησούν Χρι­στόν, άρχι­σαν να καγ­χά­ζουν, να γελούν και να κοροϊ­δεύ­ουν τους μαθη­τάς. Έτσι λοι­πόν, δεν θα ήτα­νε μία κοροϊ­δία, να μην μπο­ρεί η Εκκλη­σία, οι ιερείς, να θερα­πεύ­σουν; Ξανα­λέ­γω: Δεν είναι αυτό το κύριο στοι­χείο του Χρι­στια­νι­σμού. Και ύστε­ρα, ποιος σας είπε ότι κατά κάποιον τρό­πο δεν θα ήθε­λε ο Θεός να παρα­μέ­νει μία αρρώ­στια; Θα δού­με και θα το σχο­λιά­σο­με αυτό λίγο πιο κάτω, ότι ο Ιησούς εγνώ­ρι­ζε ότι εκεί αυτός ο παρά­λυ­τος είναι 38 χρό­νια εκεί. Πήγε και τον ρώτη­σε προ­η­γου­μέ­νως άλλη φορά; Όχι. Όταν πήγε εκεί εις την κολυμ­βή­θρα της Βηθεσ­δά, επή­γε κατευ­θεί­αν εις αυτόν. Τι θα πει εγνώ­ρι­ζε; Εγνώ­ρι­ζε· που σημαί­νει άφη­σε ο Κύριος, ο άνθρω­πος αυτός, να ωρι­μά­σει εις την αρρώ­στιά του. Για­τί; Για­τί απλού­στα­τα μία αρρώ­στια έχει πολ­λά­κις και κυρί­ως παι­δα­γω­γι­κόν χαρα­κτή­ρα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαν­τι­κό. Αν λοι­πόν ο Θεός δεν θέλει έναν άνθρω­πο να τον θερα­πεύ­σει, αν ο Θεός δεν θέλει να θερα­πεύ­σει εμέ­να, πού το ξέρω εγώ; Κι αν έτσι με τον τρό­πον αυτόν δεν με παι­δα­γω­γεί;

Ωστό­σο συνε­χί­ζο­με τι λέει η Σοφία Σει­ράχ για τον ιατρόν. Λέει: Μάλι­στα είναι ο πρώ­τος στί­χος του 38ου κεφα­λαί­ου. Λέει: «Τίμα ατρν(:Να τιμάς τον ιατρόν) πρς τς χρεί­ας ατο τιμας ατο, κα γρ ατν κτι­σε Κύριος. Παρτοῦψίστου στν ασις». Δηλα­δή, να τιμάς τον για­τρό. Ο Θεός έκα­νε τον για­τρό για τις ανάγ­κες σου. Βλέ­πε­τε; Προ­ε­βλέ­πε­το ότι θα πέσει ο Αδάμ. Και θα εισ­ρεύ­σουν οι αρρώ­στιες και τα δει­νά.

Και δια μεν τον άνθρω­πο του έδω­σε την δυνα­τό­τη­τα να ανα­πτύ­ξει κάπως τον πολι­τι­σμόν. Όχι σε υπερ­θε­τι­κόν βαθ­μόν όμως. Για­τί μετά ο πολι­τι­σμός είναι ένας κίν­δυ­νος εις τα χέρια του ανθρώ­που. Το ξανα­λέ­γω, κίν­δυ­νος. Σαν να βάλεις στα χέρια ενός μικρού παι­διού σπίρ­τα και να του πεις: «Ε, κάνε τα ό,τι θέλεις». Θα σου βάλει φωτιά στο σπί­τι. Έτσι λοι­πόν εδώ ο πολι­τι­σμός απα­λύ­νει, γλυ­καί­νει κάπως την τρα­χιά ζωή του ανθρώ­που. Να κάνει κατοι­κία, να κάνει ένδυ­μα, τέλος πάν­των, πολι­τι­σμόν.

Αλλά έδω­σε όμως και την Ιατρι­κήν Επι­στή­μην. Έδω­σε και τα φάρ­μα­κα. Για να μπο­ρεί ο άνθρω­πος να βρί­σκει μία, εκεί, ανα­κού­φι­ση. Λοι­πόν, τι; Για τις ανάγ­κες σου, λέει, ο Κύριος έκτι­σε τον ιατρόν.

Αλλά, θα πας στον για­τρό. Προ­σέξ­τε όμως. Έλε­γε ο Παρά­κελ­σος: «Ο ιατρός νοση­λεύ­ει, ο Θεός θερα­πεύ­ει». Πόσο χαί­ρο­μαι όταν έρχον­ται άνθρω­ποι και μου λένε: «Πήγα στον για­τρό και μας είπε: ‘’Τώρα δεν μπο­ρού­με εμείς τίπο­τα παρα­κά­τω να κάνο­με. Ο Θεός έχει τον λόγον’’». Το χαί­ρο­μαι αυτό. Όταν οι για­τροί μας ομο­λο­γούν ότι τα όριά τους είναι περιο­ρι­σμέ­να. Και ότι από κει και πέρα είναι θέμα Θεού. Αλλά ακρι­βέ­στε­ρα είναι αυτό. Ο για­τρός νοση­λεύ­ει. Θα σε κοι­τά­ξει, να, ετού­τα θα εκεί­νο. Αλλά τελι­κά την θερα­πεία θα την πάρεις από τον Θεό.

Και θα συμ­πλη­ρώ­σει μάλι­στα ο Σοφός Σει­ράχ: «Κα ατρ δς τόπον ‑δηλα­δή παρα­χώ­ρη­σέ του την δυνα­τό­τη­τα να σε θερα­πεύ­σει-, κα γρ ατν κτι­σε Κύριος, κα μ ποστή­τω σου, κα γρ ατο χρεία». Δηλα­δή, μην τον διώ­ξεις τον για­τρό. Τον έχεις ανάγ­κη. Τον έχεις ανάγ­κη πραγ­μα­τι­κά. Και μάλι­στα ένα άλλο χωρίο λέει: «Υπάρ­χει ευό­δω­σις εις τον ιατρόν, να ανα­κα­λύ­ψει κάποια στιγ­μή την αρρώ­στιά σου και να σε βοη­θή­σει».

Απο­τει­νό­με­νος ο Κύριος στον παρά­λυ­το τον ερω­τά: «Θέλεις γις γενέ­σθαι;». Θέλεις να γίνεις καλά; Περί­ερ­γη, αγα­πη­τοί μου, αλή­θεια, περί­ερ­γη ερώ­τη­σις. Να πάω στον για­τρό και να με ρωτή­σει ο για­τρός αν θέλω να γίνω καλά. Θα ΄λεγε κανείς, περιτ­τεύ­ει αυτή η ερώ­τη­σις. Μα γι΄αυτό, για­τρέ μου, ήρθα. Για να με κάνεις καλά. Και με ρωτάς εάν θέλω να γίνω καλά; Εντού­τοις, όταν ο Κύριος είπε «Θέλεις να γίνεις καλά; Και υγι­ής;», αυτό Του το ερώ­τη­μα είχε ένα βάθος. Απο­τεί­νε­ται ο Κύριος στην προ­αί­ρε­ση του ανθρώ­που. Και υπο­νο­εί την ολο­κλη­ρί­αν της υγεί­ας. Θα το ξανα­πώ: την ολο­κλη­ρί­αν της υγεί­ας. Δηλα­δή να γίνεις ο όλος άνθρω­πος καλά. Διό­τι, πιστεύω δεν θα δια­φω­νή­σε­τε μαζί μου, ότι πολ­λοί θα ήθε­λαν να γίνουν υγιείς, φερει­πείν …να περά­σει το στο­μά­χι τους, να μην έχουν έλκος, να περά­σει το στο­μά­χι τους, αλλά μόνον σωμα­τι­κά. Και όχι ψυχι­κά ή και πνευ­μα­τι­κά. Δηλα­δή να μην υπάρ­χει αυτή η θερα­πεία, να δώσει την ολο­κλη­ρί­αν εις τον άνθρω­πον. Όπως το είδα­με εδώ πέρα και το είπα­με, ότι ποια είναι η ασθέ­νεια έναν­τι του Θεού; Δια­σά­λευ­σις της τάξε­ως. Μπαί­νει η αμαρ­τία. Για­τί θέλεις μόνον, αδελ­φέ μου, να γίνει το στο­μά­χι σου καλά; Για να γίνεις πάλι γαστρί­μαρ­γος; Για­τί δεν ζητάς επί παρα­δείγ­μα­τι να είσαι ο τακτι­κός στην τρο­φή σου; Πρέ­πει να φάμε για να ζήσου­με, αναμ­φι­σβή­τη­τα. Αλλά ο τακτι­κός όμως εις την ζωήν σου και στο φαγη­τό σου.Έτσι, βλέ­πε­τε, δεν ζητά­με την ολο­κλη­ρία της θερα­πεί­ας. Δηλα­δή την θερα­πεία και της ψυχής μας από τα πάθη μας. Αλλά ζητά­με μόνο να γίνο­με καλά σωμα­τι­κά, για να ξανα­ρί­ψο­με αυτό το ταλαί­πω­ρο σώμα μας εις την εκδα­πά­νη­σή του στην αμαρ­τία. Στην πορ­νεία, στη μέθη, στα ναρ­κω­τι­κά και δεν ξέρω τι άλλο…

Θέλει ακό­μα να του πει, όταν τον ερω­τά ο Κύριος, ότι δεν είναι μόνο το νερό της κολυμ­βή­θρας, στο οποίο περι­μέ­νεις να μπεις μέσα και λες ότι «νθρω­πον οκ χω». Άλλο μεγά­λο εκεί­νο το θέμα. «νθρω­πον οκ χω»… Μάλι­στα ο ιερός Χρυ­σό­στο­μος λέει ένα χαρι­τω­μέ­νο: «Εγώ για σένα έγι­να άνθρω­πος. Και λες ότι δεν έχεις άνθρω­πον;». Ώστε όταν ταράσ­σε­ται το νερό να με ρίχνει μέσα στην κολυμ­βή­θρα κτλ.

Αγα­πη­τοί μου, μην πιστεύ­ει κανείς ότι ήταν μόνον το νερό. Αλλά ήτα­νε και ο Ιησούς Χρι­στός. Δεν είναι λοι­πόν μόνον η Ιατρι­κή, αλλά είναι κι ο Θεός. Πρώ­τα λοι­πόν ο Θεός, μετά είναι η Ιατρι­κή. Προ­σέξ­τε, δεν θα υπο­τι­μή­σο­με την Ιατρι­κή. Αλλά πρώ­τα ο Θεός και μετά η Ιατρι­κή. Για­τί κάνουν το λάθος και λένε: «Ε, θα κάνω προ­σευ­χή και δεν θα πάρω στον για­τρό». Λάθος! Αν ο Θεός έδω­σε την Ιατρι­κή σημαί­νει ότι πρέ­πει να πας και στον για­τρό. Μόνο, θα ιεραρ­χή­σεις τα πράγ­μα­τα. Πρώ­τα ο Θεός και μετά η Ιατρι­κή. Όπως μας συμ­βου­λεύ­ει και το βιβλίο της Σοφί­ας Σει­ράχ, όπως σας είπα προ­η­γου­μέ­νως.

Παρα­τη­ρού­με ένα σημαν­τι­κό σημεί­ον. Αυτό το οποίο ήδη σας ανέ­φε­ρα. Σημειώ­νει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής ότι «γνος ησος τι πολν χρό­νον χει». Εγνώ­ρι­ζε ο Ιησούς ότι έχει πολύν καρό εκεί εις τις πέν­τε στο­ές παρά την λίμνην, δηλα­δή την δεξα­με­νή. Αυτό σημαί­νει ότι η ασθέ­νεια του παρα­λύ­του, δεν είχε δια­φύ­γει της γνώ­σε­ως και προ­σο­χής του Θεού. Δεν είχε δια­φύ­γει. Τότε η ασθέ­νεια του ανθρώ­που θα είχε παι­δα­γω­γι­κό χαρα­κτή­ρα. Είμαι άρρω­στος για να παι­δα­γω­γη­θώ. Ζού­σε ο νέος αυτός… ήταν 38 χρό­νια παρά­λυ­τος. Πρέ­πει να τον λογα­ριά­σο­με καμιά εξην­τα­ριά χρο­νώ άνθρω­πο. Έζη­σε έκφυ­λη ζωή, άσω­τη ζωή, μέχρι παρα­λυ­σί­ας.

Έτσι, βλέ­πο­με, έχει παι­δα­γω­γι­κό χαρα­κτή­ρα η αρρώ­στια. Κάτσε εκεί, να ΄ρθει το μυα­λό, να κατα­λά­βεις. Αυτό θα πει παι­δα­γω­γι­κό χαρα­κτή­ρα. Πάλι για τον άνθρω­πο, για τη σωτη­ρία του. Ιδιαι­τέ­ρως αυτό πρέ­πει να το προ­σέ­ξο­με. Πολύ πρέ­πει να το προ­σέ­ξο­με. Λέγει ο Θεός, στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο: «Πατά­ξω κγ άσο­μαι». «Εγώ θα χτυ­πή­σω, Εγώ θα θερα­πεύ­σω».

Πρέ­πει σε μία ασθέ­νειά μας να ανα­ζη­τού­με μήπως κάπου προ­σκρού­ο­με στο θέλη­μα του Θεού. Βέβαια κάθε ασθέ­νεια δεν είναι απο­τέ­λε­σμα της παρα­βά­σε­ως των εντο­λών του Θεού. Αυτό είναι γνω­στό. Και μάρ­τυς η Γρα­φή, αν το θέλε­τε. Ο Ιώβ περιέ­πε­σε σε εκεί­νη την άφα­τη περι­πέ­τεια, χωρίς να είναι εκεί­νος που πλή­ρω­νε τις αμαρ­τί­ες του. Διό­τι δεν μπο­ρού­σε να δει το παρα­σκή­νιο· που πήγε ο διά­βο­λος και ζήτη­σε κ.τ.λ. κ.τ.λ. την ιστο­ρία την ξέρε­τε, για να μην αργώ περισ­σό­τε­ρο. Έτσι σήμε­ρα εμείς πολ­λά πράγ­μα­τα γνω­ρί­ζο­με. Όπως και την ιστο­ρία του Ιώβ τη γνω­ρί­ζο­με. Ο Ιώβ όμως δεν εγνώ­ρι­ζε για­τί έγι­νε λεπρός, έχα­σε τα παι­διά του, άφα­τη δυστυ­χία, άφα­τη δυστυ­χία! Και σήμε­ρα είναι το υπό­δειγ­μα της υπο­μο­νής. Και μάλι­στα, αν το θέλε­τε, είναι και τύπος του Ιησού Χρι­στού.

Όμως το ίδιο συνέ­βη και με τον Τωβίτ. Δεν θα εξι­στο­ρή­σω περισ­σό­τε­ρα. Ή εκεί­νος ο εκ γενε­τής τυφλός. Ρωτούν οι μαθη­ταί: «Κύριε, ποιος αμάρ­τη­σε;(Για­τί έτσι λέγαν οι Εβραί­οι. Ότι μπο­ρού­σε να είχε αμαρ­τή­σει οπωσ­δή­πο­τε κάποιος). Οι γονείς του ή αυτός; Μα αφού γεν­νή­θη­κε τυφλός; Πότε θα προ­λά­βαι­νε να αμαρ­τή­σει;». Και ο Κύριος είπε: «Ούτε αυτός αμάρ­τη­σε, ούτε οι γονείς του, αλλά αυτό ήτο για την δόξα του Θεού». Μπο­ρού­σε να υπη­ρε­τή­σει, λοι­πόν, την δόξα του Θεού. Όπως και υπη­ρέ­τη­σε. Και ο άνθρω­πος αυτός ηκο­λού­θη­σε τον Χρι­στόν, έγι­νε Χρι­στια­νός. Ορί­στε. Όρι­στε. Πάν­τως το θέμα είναι ότι έχο­με πάρα πολ­λές περι­πτώ­σεις, οι οποί­ες δεν είναι απο­τέ­λε­σμα αμαρ­τιών. Ο Θεός ξέρει. Πάν­τως με όλες αυτές τις περι­πτώ­σεις ένα κέρ­δος έχο­με: την παι­δα­γω­γία του λαού.

Αγα­πη­τοί, στην ιστο­ρία του Ισρα­ήλ πάν­το­τε ακο­λου­θεί­ται τού­το το σχή­μα: Απο­στα­σία-τιμω­ρία- μετά­νοια- σωτη­ρία. Και αυτό το σχή­μα δεν είναι μόνον για έναν λαό. Είναι και για κάθε πρό­σω­πο. Και για κάθε πρό­σω­πο, σας το ξανα­λέ­γω. Ο Θεός παι­δα­γω­γεί για να μας σώσει. Πώς θα σας φαι­νό­ταν όταν ο Θεός αφή­νει τον λαό Του να μεί­νει στην έρη­μο 40 ολό­κλη­ρα χρό­νια! Ήταν υπό­θε­σις ολί­γων ημε­ρών. Περ­νών­τας από εκεί που σήμε­ρα είναι το Σουέζ, να περά­σει ο λαός και να πάει στη γη Χανα­άν. Για­τί άφη­σε ο Θεός τον λαό Του 40 χρό­νια; Για να τον παι­δα­γω­γή­σει. Η έρη­μος ήταν αχμη­ρά. Η έρη­μος ήταν περι­πέ­τεια. Κι όμως αφή­νει εκεί 40 χρό­νια τον λαό Του, για να παι­δα­γω­γη­θεί.

Μην λησμο­νού­με εκεί­νον τον γρα­φι­κόν λόγον, που λέει στην προς Εβραί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος: « Θεός μν ς υος δια­λέ­γε­ται· υέ μου, μ λιγώ­ρει παι­δεί­ας Κυρί­ου(δηλα­δή: μην απο­φεύ­γεις την παι­δα­γω­γία του Κυρί­ου), μηδ κλύ­ου π᾿ ατο λεγ­χό­με­νος(:ούτε να απο­κά­μνεις και να αγα­να­κτείς όταν ελέγ­χε­σαι από τον Κύριον). ν γρ γαπ Κύριος παι­δεύ­ει». Δηλα­δή: «Παι­δα­γω­γεί εκεί­νον που αγα­πά ο Κύριος, τον παι­δα­γω­γεί». «Μαστι­γο δ πάν­τα υἱὸν ν παρα­δέ­χε­ται – Δεν θα πάω να δεί­ρω το παι­δί του γεί­το­να, όταν…, όταν… Θα δεί­ρω το δικό μου το παι­δί. Για­τί εγώ παρα­δέ­χο­μαι ποιο είναι το παι­δί μου-«Μαστι­γο δ πάν­τα υἱὸν ν παρα­δέ­χε­ται· π τ συμ­φέ­ρον». Κι αυτό πάν­τα για κάποιο συμ­φέ­ρον. Ποιο είναι αυτό το συμ­φέ­ρον; Ακού­σα­τέ το: «Ες τ μετα­λα­βεν τς γιό­τη­τος ατο». Για να γίνο­με μέτο­χοι της αγιό­τη­τος του Θεού. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_834.mp3

Αθαν, Μυτι­λη­ναί­ος (ΑΝΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ [:Iω. 5,1–15]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΑΝΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 1–5‑1988]

(Β195)

Είναι γνω­στή, αγα­πη­τοί μου, η ιστο­ρία της θερα­πεί­ας του παρα­λυ­τι­κού στην δεξα­με­νή της Βηθεσ­δά. Είναι γνω­στή, λοι­πόν, η ιστο­ρία της θερα­πεί­ας του παρα­λυ­τι­κού. Ήταν μια δεξα­με­νή. Γύρω της ευρί­σκε­το πολύ πλή­θος ασθε­νούν­των, διό­τι η αγά­πη του Θεού έδι­δε την θερα­πεί­αν, έστω και περιο­ρι­σμέ­νη, σε όσους εισήρ­χον­το σ’ αυτήν, με την ταρα­χή του νερού, που ετα­ράσ­σε­το από την παρου­σία ενός αγγέ­λου του Θεού. Έτσι βλέ­πο­με καθα­ρά ότι η θερα­πεία δεν ήτο φυσι­κή, δηλα­δή απο­τέ­λε­σμα, συνέ­πεια ιαμα­τι­κών υδά­των, αλλά ήταν άμε­ση υπερ­φυ­σι­κή ενέρ­γεια του Θεού.

Εκεί λοι­πόν, στη δεξα­με­νή αυτή, την «κολυμ­βή­θρα», όπως την ανα­φέ­ρει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, ευρί­σκε­το από χρό­νια πολ­λά και ένας παρά­λυ­τος άνδρας, που εκεί περί­με­νε 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια, ώστε εάν εκι­νεί­το το νερό από τον άγγε­λο, να εισήρ­χε­το για να γίνει καλά. Σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «ν δέ τις ἄνθρω­πος ἐκεῖ τριά­κον­τα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθε­νείᾳ αὐτοῦ». Αισθα­νό­με­θα, αγα­πη­τοί μου, ίλιγ­γο όταν ακού­με ότι μία αρρώ­στια κρα­τού­σε 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια. Και αρρώ­στια τι; Παρά­λυ­σις… Μπο­ρεί, αλή­θεια, να αντέ­ξει ο άνθρω­πος σε μία τόσο μακρο­χρο­νία αρρώ­στια, κυρί­ως ψυχο­λο­γι­κά; Έτσι βρι­σκό­με­θα μπρο­στά στο φαι­νό­με­νον της ανιά­του και της μακρο­χρο­νί­ου ασθε­νεί­ας. Είναι ένα φαι­νό­με­νο βεβαί­ως δυστυ­χέ­στα­τα μάλι­στα στην επο­χή μας καθό­λου σπά­νιο. Και υπάρ­χουν άνθρω­ποι, οι οποί­οι είναι ανί­α­τοι και πάσχουν μακρο­χρό­νια, είτε εκ γενε­τής, είτε από κάποιο ατύ­χη­μα που τους συνέ­βη ή από κάποια αρρώ­στια σε κάποια στιγ­μή της ζωής τους. Και όλοι αυτοί μένουν ισο­βί­ως πλέ­ον ανά­πη­ροι, ανί­κα­νοι να ζήσουν, όπως ζουν και κινούν­ται όλοι οι άνθρω­ποι. Κι αυτό μπο­ρεί, αγα­πη­τοί μου, να συμ­βεί σε όλους μας. Και στους άλλους και σε μας. Σε όλους μας.

Αλλά, θα λέγα­με, αν συμ­βαί­νει στους άλλους, δηλα­δή σε κάποιον, πιθα­νώς, συγ­γε­νή μας, οικείο μας, γεί­το­νά μας, γνω­στό μας, φίλο μας, τότε πώς θα στα­θού­με απέ­ναν­τι σε έναν τέτοιον άνθρω­πο; Ο οποί­ος είναι ανί­α­τος. Το πρώ­το που έχο­με να κάνο­με είναι να δια­τη­ρού­με μαζί του μία ακού­ρα­στη φιλι­κή συν­τρο­φιά. Με μία συζή­τη­ση που θα κάνο­με μαζί του όταν βρι­σκό­μα­στε, που να μην τον κου­ρά­ζει. Ούτε ακό­μη, προ­παν­τός αυτό, δεν πρέ­πει να στρέ­φο­με την συζή­τη­σή μας γύρω από το θέμα της αρρώ­στιας του. Αν είναι δυνα­τόν, να παίρ­νο­με την σκέ­ψη του από την κατά­στα­σή του. Θα σας πω μία παράλ­λη­λη περί­πτω­ση. Όταν πηγαί­νο­με να συλ­λυ­πη­θού­με έναν άνθρω­πο, κάποια οικο­γέ­νεια για την απώ­λεια, δηλα­δή διό­τι πέθα­νε κάποιος οικεί­ος των και την κου­βέν­τα μας, την συζή­τη­σή μας την στρέ­φο­με γύρω από το πρό­σω­πό του, του κεκοι­μη­μέ­νου, του πεθα­μέ­νου το πρό­σω­πον. Το απο­τέ­λε­σμα ξέρε­τε ποιο είναι; Όταν εμείς θα φύγο­με, οι άνθρω­ποι αυτοί να έχουν αρρω­στή­σει. Το λέγουν πολ­λές φορές. «Δεν θέλο­με επι­σκέ­πτας, για­τί οι επι­σκέ­πται μάς αρρω­σταί­νουν». Για­τί; Για­τί δεν ξέρουν πώς να κινη­θούν όταν πηγαί­νουν να συλ­λυ­πη­θούν έναν άνθρω­πο. Και ήθε­λα να τονί­σω αυτό το σημείο· ότι με την συζή­τη­ση θα πρέ­πει να παίρ­νο­με το θέμα από εκεί­νο που βασα­νί­ζει απ’ το μυα­λό των άλλων. Όπως από τον άρρω­στο, να του πάρο­με από την σκέ­ψη, έστω όσην ώρα θα μεί­νο­με μαζί του, να του πάρο­με από την σκέ­ψη την περί­πτω­ση της αρρώ­στιας του. Να μιλή­σο­με για ένα σωρό άλλα πράγ­μα­τα. Τότε πραγ­μα­τι­κά θα του δώσο­με έστω και λίγη ώρα μια, έτσι, όαση ανα­παύ­σε­ως.

Ακό­μη, μπο­ρού­με να του προ­σφέ­ρο­με και πρέ­πει να του προ­σφέ­ρο­με, όταν πηγαί­νο­με να τον επι­σκε­φθού­με, πάν­το­τε ένα κάτι. Έστω μικρό. Έστω πολύ μικρό σε χρη­μα­τι­κή αξία. Ένα γλυ­κό. Ένα λου­λού­δι. Ένα τριαν­τά­φυλ­λο, που το κόψα­με από τον κήπο μας. Ή ακό­μη αν θέλε­τε, ένα χρή­σι­μο αντι­κεί­με­νο. Ή, αν θέλε­τε, και ένα βιβλίο. Όχι χρυ­σο­πα­νό­δε­το και δερ­μα­τό­δε­το. Μικρά βιβλια­ρά­κια. Φτη­νό βιβλίο· που άμα το δια­βά­σει, θα του κάνει συν­τρο­φιά όσην ώρα εμείς θα λεί­πο­με. Ακό­μη μπο­ρού­με να του διεκ­πε­ραιώ­σο­με οποια­δή­πο­τε υπό­θε­σή του εξω­τε­ρι­κή, γρα­φειο­κρα­τι­κή, κάτι πιστο­ποι­η­τι­κό του, ένα θέμα του. Να πάμε να ψωνί­σο­με στην αγο­ρά για λογα­ρια­σμό του κ.τ.λ. Μπο­ρού­με ακό­μη να προ­σευ­χη­θού­με μαζί του. Αλλά πάν­το­τε όμως και θα του το λέμε αυτό, ότι προ­σευ­χό­μα­στε πάν­το­τε γι’ αυτόν. Βλέ­πε­τε πόσα πράγ­μα­τα μπο­ρού­με να προ­σφέ­ρο­με σε έναν άνθρω­πο, ο οποί­ος είναι στο κρε­βά­τι κατά­κοι­τος. Ή στην καρέ­κλα και δεν σηκώ­νε­ται από εκεί, από την πολυ­θρό­να.

Πάν­τως έχει πάρα πολύ μεγά­λη σημα­σία, να προ­σπα­θή­σο­με, ώστε την ψυχή του να μην την κατα­λά­βει η απελ­πι­σία· που θα πρέ­πει με κάθε τρό­πο να του τονώ­νου­με αυτήν την ελπί­δα. Για­τί… ποιος μας λέει ότι κάποια μέρα δεν μπο­ρεί να βρε­θεί ένα φάρ­μα­κο και ο άνθρω­πος αυτός να γίνει καλά; Ή αν θέλε­τε και ένα θαύ­μα του Θεού. Δεν γίνον­ται θαύ­μα­τα πάν­το­τε; Αναμ­φι­σβή­τη­τα ναι. Θα σας έλε­γα ότι ο παρά­λυ­τος της σημε­ρι­νής ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής, αν είχε απο­γο­η­τευ­θεί και δεν πήγαι­νε εκεί εις την κολυμ­βή­θρα της Βηθεσ­δά, αναμ­φι­σβή­τη­τα δεν θα τον συναν­τού­σε εκεί ο Κύριος. Αλλά τον συνήν­τη­σε, για­τί πάν­τα είχε μιαν ελπί­δα ότι κάτι μπο­ρού­σε να γίνει. Έστω κι αν αυτή η ελπί­δα είχε παρα­τα­θεί 38 ολό­κλη­ρα χρό­νια.

Αν, όμως, η αγά­πη του Θεού και η παι­δα­γω­γία του Θεού επι­τρέ­ψει αυτή η ανί­α­τη και μακρο­χρό­νια αρρώ­στια, μπο­ρεί να είναι μακρο­χρό­νια κι όχι ανί­α­τη, μπο­ρεί όμως να είναι φυσι­κά μακρο­χρό­νια, όταν είναι ανί­α­τη, γι’αυ­τό βάζω και τα δυο, αν λοι­πόν μπο­ρεί να συμ­βεί σε μας, τότε πώς μπο­ρού­με εμείς να στα­θού­με; Το πώς πρέ­πει να στα­θού­με θα ‘θελα να σας το εκφρά­σω με μια αλη­θι­νή, κον­τι­νή μας ιστο­ρία.

Πριν από μερι­κά χρό­νια, πολύ λίγα χρό­νια, πέθα­νε στο Άσυ­λο Ανιά­των των Αθη­νών ένας άνθρω­πος. Θα πω και το όνο­μά του. Ελέ­γε­το Πανα­γιώ­της Στυ­λια­νό­που­λος. Ίσως να έχε­τε ακού­σει τ’ όνο­μά του. Αυτός μάλι­στα είχε πάρει στις 7 Δεκεμ­βρί­ου του 1958 και ειδι­κό δίπλω­μα από την Ακα­δη­μία Αθη­νών, που τον είχε βρα­βεύ­σει για την ευερ­γε­τι­κή του κοι­νω­νι­κή δρά­ση. Πώς έγι­νε αυτό; Ακού­στε να δεί­τε. Σε ηλι­κία 19 ετών έμει­νε παρά­λυ­τος. Και τότε εισή­χθη εις το Άσυ­λο Ανιά­των. Δεν ξέρω ακό­μη αν λέγε­ται Άσυ­λο Ανιά­των. Αλλά είναι φοβε­ρός τίτλος. Έτσι, όταν το παι­δί αυτό των 19 ετών έμπαι­νε μέσα και είδε την επι­γρα­φή απέ­ξω «Άσυ­λον Ανιά­των», τον έπια­σε μαύ­ρη απελ­πι­σία: «Δηλα­δή από δω δεν θα φύγω ποτέ; Μόνο πεθα­μέ­νος θα βγω από δω;». Κατα­λα­βαί­νε­τε, λοι­πόν, ήλθε αυτή η μαύ­ρη απελ­πι­σία και κυριο­λε­κτι­κά κατα­πλά­κω­σε την ψυχή του.

Η Χάρις, όμως, του Θεού τον φώτι­σε. Κι άρχι­σε να μελε­τά­ει την Αγία Γρα­φή. Τότε μπή­κε μέσα του η ελπί­δα. Παρη­γο­ρή­θη­κε. Και σκέ­φτη­κε ότι υπάρ­χουν κι άλλοι που είναι χει­ρό­τε­ροι απ’ αυτόν. Όπως επί παρα­δείγ­μα­τι, και το επε­σή­μα­νε, πολύ ορθά, οι τυφλοί. Έτσι λοι­πόν, άρχι­σε να σκέ­πτε­ται τι μπο­ρού­σε να κάνει, για να βοη­θή­σει αυτός ο παρά­λυ­τος τους τυφλούς. Άρχι­σε να επι­νο­εί πώς μπο­ρού­σε να κάνει μια μηχα­νή, που να βγά­ζει βιβλία στο σύστη­μα «Μπράι­γι» (Braille) που είναι για τους τυφλούς· που δια­βά­ζουν οι τυφλοί με την αφή. Δεν ξέρω αν έχε­τε δει τα βιβλία αυτά που είναι γραμ­μέ­να για τους τυφλούς. Το επέ­τυ­χε αυτό του το μηχά­νη­μα. Μάλι­στα θεω­ρή­θη­κε μονα­δι­κό εις τον κόσμον στην επι­νόη­ση αυτή. Το προ­σήρ­μο­σε στο κρε­βά­τι του, εννο­εί­ται του το προ­σήρ­μο­σαν στο κρε­βά­τι κι εκεί καθι­σμέ­νος στο κρε­βά­τι, για­τί ήταν παρά­λυ­τος από την μέση και κάτω, δεν ήταν παρά­λυ­τα τα χέρια του, άρχι­σε, αγα­πη­τοί μου, να τυπώ­νει βιβλία για τους τυφλούς, από το Αλφα­βη­τά­ρι της Α΄ Δημο­τι­κού για μικρά τυφλά παι­διά, μέχρι βιβλία πανε­πι­στη­μια­κά, θρη­σκευ­τι­κά, την Αγία Γρα­φή, τα πάν­τα. Τρο­φο­δο­τού­σε στην Ελλά­δα 10.000 τυφλούς με βιβλία.

Ενθυ­μού­μαι κάπο­τε, εδώ και κάμ­πο­σα χρό­νια, με είχε επι­σκε­φθεί μία κοπέ­λα η οποία τελεί­ω­σε, παρα­κα­λώ, το Λύκειο, μου φαί­νε­ται ίσως και το Πανε­πι­στή­μιο παρα­κά­τω, αυτή, άμα ήταν 5–6 χρο­νών, με μία χει­ρο­βομ­βί­δα εκεί έπαι­ζαν με την αδελ­φή της, εδώ στη Λάρι­σα έγι­νε αυτό, τυφλώ­θη­κε. Έσκα­σε η χει­ρο­βομ­βί­δα και τυφλώ­θη­κε. Και της λέω εγώ: «Πώς κατα­φέρ­νεις, κοπέ­λα μου, και μελε­τάς και δια­βά­ζεις;»(Πρώ­τη μαθή­τρια τότε στο Λύκειο. Ήταν τελευ­ταία τάξη). Μου λέει: «Χάρις εις τον κ. Στυ­λια­νό­που­λο». «Τι είναι», λέω, «αυτός; Για­τρός;». «Δεν ξέρε­τε», μου λέει, «τον κ. Στυ­λια­νό­που­λο;». Είναι αυτός περί του οποί­ου η ιστο­ρία.

Έτσι, αγα­πη­τοί μου, στά­θη­κε τόσο μεγά­λος και ευερ­γε­τι­κός αυτός ο άνθρω­πος. Ήρθε η Ακα­δη­μία των Αθη­νών, όπως σας είπα, να τον βρα­βεύ­σει γι’ αυτήν του την προ­σφο­ρά την κοι­νω­νι­κή. Αυτός που προ­σέ­φε­ρε τις υπη­ρε­σί­ες του τόσο ευερ­γε­τι­κά εις τους ανί­α­τα τυφλούς. Ξέχα­σα να σας πω ότι έκα­νε και φρον­τι­στή­ριο στους τυφλούς εκεί­νους, οι οποί­οι είχαν τυφλω­θεί- μεγά­λης ηλι­κί­ας άνθρω­ποι, από ένα ατύ­χη­μα, από οποια­δή­πο­τε άλλη αιτία, που ήξε­ραν βέβαια, γράμ­μα­τα, αλλά τώρα δεν μπο­ρού­σαν να δια­βά­ζουν. Κι έτσι τους έκα­νε ειδι­κό φρον­τι­στή­ριο αυτός, για να μάθουν έτσι να δια­βά­ζουν. Ποιος; Αυτός ο ανί­α­τα παρά­λυ­τος.

Αυτή η ιστο­ρία είναι νομί­ζω μια πολύ εύγλωτ­τη απάν­τη­σις. Τι έκα­νε πρώ­τα πρώ­τα, είπα­με; Πήρε ελπί­δα από τον Θεό. Το μεγά­λο εφό­διο. Πήρε ελπί­δα από τον Θεό. Έκρι­νε κατό­πιν ότι κάποιοι άλλοι είναι σε χει­ρό­τε­ρη κατά­στα­ση απ’ αυτόν. Είναι αυτό που λέμε, αλλά δεν το συνει­δη­το­ποιού­με: «Μη χει­ρό­τε­ρα». Αυτό θα πει «Μη χει­ρό­τε­ρα». «Τι κάνεις;». «Μη χει­ρό­τε­ρα». Δηλα­δή «είθε να μην πάω χει­ρό­τε­ρα». Αυτό θα πει το «μη χει­ρό­τε­ρα». Κατό­πιν, τι έκα­νε; Ενερ­γο­ποί­η­σε τις δυνά­μεις του, αυτές που είχε, ξεπέ­ρα­σε τον εαυ­τόν του, ξεπέ­ρα­σε και την ανα­πη­ρία του. Μεγά­λο πράγ­μα αυτό. Δεν μεμ­ψι­μοι­ρού­σε. Μελε­τού­σε την Αγία Γρα­φή και ήταν πνευ­μα­τι­κός άνθρω­πος. Δεν μεμ­ψι­μοι­ρού­σε. Δεν βαρυγ­κω­μού­σε κατά του Θεού. Είχε πολ­λή υπο­μο­νή. Με τον τρό­πον αυτόν, είδα­με καθα­ρά, πώς ακρι­βώς εβο­ή­θη­σε και τον εαυ­τόν του, ξεπερ­νών­τας τον εαυ­τόν του, διό­τι είχε με κάτι να ασχο­λεί­ται, δεν είχε την προ­σο­χή του στο πάθη­μά του. Αλλά είχε με κάτι να ασχο­λεί­ται. Και ξεπέ­ρα­σε και το σκο­τά­δι της απελ­πι­σί­ας.

Αλλά, αγα­πη­τοί μου, όπως βλέ­πε­τε, στην μακρο­χρό­νια ή την ανί­α­τη αρρώ­στια, υπάρ­χει πάν­το­τε ένα θεο­λο­γι­κόν βάθος. Ένα θεο­λο­γι­κό βάθος πολύ σπου­δαίο. Αν ερω­τή­σο­με, τι είναι η αρρώ­στια, το κλει­δί της απαν­τή­σε­ως βλέ­πο­με μας το δίνει στην ίδια περι­κο­πή την ευαγ­γε­λι­κή, μας την δίδει ο Κύριος. Όταν τον έκα­νε καλά αυτόν τον άνθρω­πον και τον συνήν­τη­σε κατό­πιν στον ναόν ο Κύριος, ύστε­ρα από κάποιες μέρες, του λέγει ο Κύριος: «δε(:Δες) ὑγι­ὴς γέγο­νας(:έγι­νες υγι­ής)· μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἵνα μὴ χεῖ­ρόν σοί τι γένη­ται (: Μην ξανα­μαρ­τή­σεις, για να μη σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο)». Α, ώστε λοι­πόν, αυτό σημαί­νει ότι υπάρ­χει μία σχέ­σις ανά­με­σα στην ασθέ­νεια και στην αμαρ­τία. Γι’αυ­τό σημειώ­νει η Σοφία Σει­ράχ: «πόστη­σον πλημ­μέ­λειαν -δηλα­δή «μην κάνεις αμαρ­τί­ες· στά­σου μακριά από τις αμαρ­τί­ες»- κα εθυνον χερας, κα π πάσης μαρ­τί­ας καθά­ρι­σον καρ­δί­αν». Πρό­σε­ξε. Να είσαι μακριά από την αμαρ­τία. Για­τί; « μαρ­τά­νων — λέει η Σοφία Σει­ράχ στο 38 κεφά­λαιο, στί­χος 15- ναν­τι το ποι­ή­σαν­τος ατν μπέ­σοι ες χερας ατρο». Για­τί «αυτός που αμαρ­τά­νει θα πέσει στα χέρια του για­τρού». Θα έπρε­πε να υπάρ­χουν πινα­κί­δες, δεν ξέρω, στα νοσο­κο­μεία μ’ αυτήν την επι­γρα­φήν. « μαρ­τά­νων ναν­τι το ποι­ή­σαν­τος ατόν (:έναν­τι του Δημιουρ­γού του) μπέ­σοι ες χερας ατρο». «Θα πέσει στα χέρια του για­τρού». Δεν νηστεύ­εις κατά Θεόν; Θα νηστεύ­σεις κάποια μέρα κατά ιατρόν. Κ.ο.κ.

Συνε­πώς η ασθέ­νεια βλέ­πο­με ότι απο­τε­λεί ταυ­τό­χρο­να ένα μέσον τιμω­ρί­ας, αλλά τιμω­ρί­ας παι­δα­γω­γι­κής, προς επα­νόρ­θω­σιν. Αλλά, ερω­τά­ει ένας ερμη­νευ­τής, ο Θεο­φύ­λα­κτος: «λλ πάν­τα τ νοσή­μα­τα ξ μαρ­τη­μά­των;(:Όλα τα νοσή­μα­τα, οι αρρώ­στιες, όλες είναι από τα αμαρ­τή­μα­τα;). Ο πάν­τα μν λλ τ πλεί­ο­να (: «Όχι όλα», λέγει, «αλλά τα πιο πολ­λά»). Τ μν γρ δι’ μαρ­τή­μα­τα, σπερ π το παρα­λύ­του τού­του (:Υπάρ­χουν εκεί­να που γίνον­ται από τα αμαρ­τή­μα­τα, όπως είναι στην σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή του παρα­λύ­του), τ δ δι’ εδοκί­μη­σιν κα νάρ­ρη­σιν σπερ π το ώβ, να δει­χθ ρετ ατο (:Υπάρ­χουν όμως και αρρώ­στιες οι οποί­ες δεν είναι για­τί υπάρ­χουν αμαρ­τή­μα­τα)». «Και παρά­δειγ­μα,» λέει ο Θεο­φύ­λα­κτος, «είναι ο Ιώβ, ο οποί­ος δεν είχε αμαρ­τί­ες, εννο­εί­ται δεν υπάρ­χει ανα­μάρ­τη­τος, αλλά δεν είχε αμαρ­τί­ες να φθά­σει να είναι ανί­α­τα άρρω­στος, δεν είχε βαριές αμαρ­τί­ες…». Γι’αυ­τό ακρι­βώς τον λόγο, αγα­πη­τοί μου, του έδω­σε ο Θεός αυτή… έδω­σε άδεια εις τον διά­βο­λον, για ευδο­κί­μη­σιν αρε­τής περισ­σο­τέ­ρας.

Ύστε­ρα, θυμη­θεί­τε, από τον ίδιον τον λόγο του Κυρί­ου, όταν εκεί­νος ο τυφλός, τον οποί­ον θερά­πευ­σε ο Κύριος, είναι η μεθε­πο­μέ­νη ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή, τον ερω­τούν οι μαθη­ταί: «Κύριε, ποιος αμάρ­τη­σε; ‑εκ γενε­τής τυφλό-. Οι γονείς του ή αυτός;». Τότε θα έλε­γε κανείς, πότε πρό­λα­βε να αμαρ­τή­σει, αφού ήταν εκ γενε­τής; Είναι μία άλλη ιστο­ρία. Ελά­τε την μεθε­πο­μέ­νη Κυρια­κή να την ακού­σε­τε. Θα σας την πω. Εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, ο Κύριος απήν­τη­σε: «Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του». Αλλά αυτή η τύφλω­ση ήταν για την δόξα του Θεού.

Ώστε, λοι­πόν, υπάρ­χουν και περι­πτώ­σεις που δεν είναι αμαρ­τί­ες; Αγα­πη­τοί μου, εμφα­νέ­στα­τα να γνω­ρί­ζο­με άνθρω­πο που έκα­νε αμαρ­τί­ες, μην πού­με ποτέ: «Δες, τον τιμω­ρεί ο Θεός για τις αμαρ­τί­ες του». Μην το πού­με· μήπως φύγει απ’ αυτόν η αρρώ­στια κι έρθει σε μας. Μην το πού­με. Αλλά να λέμε: «Να ελε­ή­σει ο Θεός. Να παι­δα­γω­γεί δια της ασθε­νεί­ας ο Θεός. Το για­τί και το πώς, τα σχέ­δια του Θεού δεν μπο­ρού­με εμείς να τα απο­κρυ­πτο­γρα­φού­με. Είναι για μας άγνω­στα».

Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέ­πει, αφού είναι ο σκο­πός παι­δα­γω­γι­κός, να μάθο­με αυτήν την παι­δα­γω­γία του Θεού, όταν μας έρχε­ται μία αρρώ­στια, να ανι­χνεύ­ο­με, όσο μπο­ρού­με, τα σχέ­δια του Θεού και να κατα­λή­γο­με στο τέλος στην δοξο­λο­γία του Θεού. Να μην λέμε δηλα­δή «Και τι έπα­θα και τι με βρή­κε», αλλά να λέμε: «Δόξα τ Θε». Αν δεί­τε κάποιον άνθρω­πο και είναι στο κρε­βά­τι και είναι… και είναι… και είναι και δεν έχει προ­ο­πτι­κή να σηκω­θεί και τον ακού­τε να λέγει: «Δόξα τ Θε», αυτός ο άνθρω­πος ωρί­μα­σε, αυτός ο άνθρω­πος έφθα­σε, είναι σπου­δαίο.

Ακό­μη, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κόν ότι αυτός ο παρά­λυ­τος άνθρω­πος ήτο ένας κάποιος άνθρω­πος. Αλή­θεια, πώς τον έλε­γαν; Δεν είχε σημα­σία να γρα­φεί το όνο­μά του. Ένας άνθρω­πος. Το λέει έτσι ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης: «ν δ τς νθρω­πος». Κάποιος άνθρω­πος. Τι σημαί­νει αυτό; Σημαί­νει ότι ο κάθε άνθρω­πος, ο οποιοσ­δή­πο­τε, ο ανώ­νυ­μος για μας, είναι όμως επώ­νυ­μος για τον Θεό. Ο Θεός ξέρει τον καθέ­να μας. Ο Χρι­στός πήγε, ας μου επι­τρα­πεί η ανθρώ­πι­νη έκφρα­σις, πήγε συστη­μέ­να γι’ αυτόν. Για­τί; Για­τί τον εγνώ­ρι­ζε. Από πού; Δεν ήτο Θεός; Τον εγνώ­ρι­ζε. Μη λέει λοι­πόν κανέ­νας: «Ο Θεός δεν με γνω­ρί­ζει, με ξέχα­σε». Λέει λίγο πιο κάτω, θα το ιδού­με: «Καὶ γνοὺς –Ποιος; Ο Ιησούς- ὅτι πολὺν ἤδη χρό­νον ἔχει …(:ότι έχει πολύν και­ρό)»- τι έκα­νε; Τον επε­σκέ­φθη. Πού το ήξε­ρε ο Χρι­στός; Μα αυτό θέλω να σας πω, αγα­πη­τοί μου, ότι ο Θεός ούτε αγνο­εί, ούτε λησμο­νεί. Μη λοι­πόν λέμε: «Με ξέχα­σε ο Θεός». Ή εκεί­νη η βλά­σφη­μη φρά­ση: «Δεν υπάρ­χει Θεός. Για­τί αν υπήρ­χε για­τί με έχει — προ­σέξ­τε, δεύ­τε­ρη βλα­σφη­μία τώρα- και βασα­νί­ζο­μαι;». Ο Θεός βασα­νί­ζει τον άνθρω­πο; Και τι είναι ο Θεός; Βασα­νι­στής είναι ο Θεός;

«Τοῦ­τον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατα­κεί­με­νον –λέει ο επό­με­νος στί­χος-, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρό­νον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγι­ὴς γενέ­σθαι;». «Αφού τον είδε», λέει, «ο Ιησούς να είναι πλα­για­σμέ­νος, κατα­κεί­με­νος, και γνω­ρί­ζον­τας ότι είναι πολύς ο και­ρός που πάσχει από την αρρώ­στια του, του λέγει: ’’Θέλεις να γίνεις υγι­ής;’’». Ο Ιησούς είδε τον παρά­λυ­τον «κατα­κεί­με­νον». Τι θα πει «κατα­κεί­με­νος»; Θα πει ότι είχε πάρει ορι­ζον­τία θέση το σώμα του. Πλα­για­σμέ­νος. Δεν είναι βεβαί­ως το πλά­για­σμα που κάνο­με όταν θέλο­με να κοι­μη­θού­με. Αλλά ήταν το πλά­για­σμα εκεί­νο το αφύ­σι­κο, εκεί­νο το δια­φο­ρε­τι­κό. Για­τί δεν μπο­ρεί ο άνθρω­πος να πάρει δια­φο­ρε­τι­κή στά­ση, δεν μπο­ρεί να σηκω­θεί. Είναι σαν να του ΄λεγε τώρα ο Κύριος, όταν τον είδε κατα­κεί­με­νον: «Εγώ, ο Δημιουρ­γός σου, σε κατα­σκεύ­α­σα όρθιον. Τώρα εσύ πώς μένεις κατα­κεί­με­νος, ορι­ζον­τιω­μέ­νος; Ποιος σε έρι­ξε χάμω; Εγώ σε κατα­σκεύ­α­σα όρθιον». Αντι­λαμ­βά­νε­σθε, αγα­πη­τοί μου, ότι η περί­πτω­σις είναι ένα σύμ­βο­λο της πεπτω­κυί­ας εικό­νος του Θεού, της πεσμέ­νης εικό­νος του Θεού. Ο πεσμέ­νος άνθρω­πος. Η πεσμέ­νη ανθρω­πό­τη­τα. Εξάλ­λου αυτό είλ­κυ­σε τον Υιόν του Θεού· η πεσμέ­νη ανθρω­πό­τη­τα. Αυτό είλ­κυ­σε τον Υιόν του Θεού να έλθει ανά­με­σά μας για να μας ανορ­θώ­σει.

«Καὶ γνοὺς», λέγει, «ὅτι πολὺν ἤδη χρό­νον ἔχει». «Και εγνώ­ρι­ζε ότι είχε πολύν και­ρό εκεί κατα­κεί­με­νος». Ποιος είναι αυτός ο χρό­νος; Βέβαια, πώς το εγνώ­ρι­ζε, η θεία φύσις πλη­ρο­φο­ρεί την ανθρω­πί­νη φύση. Υπερ­φυ­σι­κά το εγνώ­ρι­ζε ο Χρι­στός. Είναι ο χρό­νος της ανθρω­πό­τη­τος ο προ Χρι­στού. Αυτός είναι ο πολύς χρό­νος· που είναι ο άνθρω­πος πεσμέ­νος. Ο προ Χρι­στού χρό­νος. Για την ανθρω­πό­τη­τα ολό­κλη­ρη. Είναι ο χρό­νος εκεί­νος που μετέ­βα­λε την ανθρω­πό­τη­τα σε παρά­λυ­ση. Λίγο ακό­μη, όπως είπε κάποιος σοφός και η ανθρω­πό­τη­τα θα ήταν ένα πτώ­μα. Θα ήταν νεκρή. Επέ­λε­ξε, λοι­πόν, ο Υιός του Θεού τον κατάλ­λη­λο χρό­νο για να σαρ­κω­θεί. Είναι εκεί­νο που γρά­φει στους Κολοσ­σα­είς ο Από­στο­λος Παύ­λος: «τε λθε τ πλή­ρω­μα το χρό­νου (:το γέμι­σμα, το πλή­ρω­μα, αυτό το γέμι­σμα, τώρα ήρθε ο χρό­νος) ξαπέ­στει­λεν Θες τν Υἱὸν Ατο, γενό­με­νον κ γυναι­κός, να τν υοθε­σί­αν πολαύ­ω­μεν». «Για να πάρο­με την υιο­θε­σία από τον Θεό».

Και όταν τον είδε ο Ιησούς κατα­κεί­με­νον, τι έγι­νε; «Λέγει αὐτῷ(:Του λέγει)». Ναι, με την εναν­θρώ­πη­σή Του ο Θεός ανοί­γει διά­λο­γον με τον άνθρω­πο, δια­λέ­γε­ται με τον άνθρω­πο. Δεν καπνί­ζει πλέ­ον το Σινά, ούτε πυρ­πο­λεί­ται με την παρου­σία του Θεού. Δεν ακούν πλέ­ον οι άνθρω­ποι την φωνήν του Θεού από το Σινά και να αισθά­νον­ται ότι θα πεθά­νουν από τον φόβο τους. Η φωνή του Θεού γίνε­ται ανθρώ­πι­νη, γίνε­ται πολύ ανθρώ­πι­νη. Και τι λέγει τώρα ανοί­γον­τας διά­λο­γο; «Θέλεις ὑγι­ὴς γενέ­σθαι;». «Θέλεις να γίνεις υγι­ής;». Φθά­νει Αυτός ο Θεός να ερω­τά τον άνθρω­πο αν θα ήθε­λε να ξανα­γί­νει όρθιος, να γίνει υγι­ής, ολό­κλη­ρος υγι­ής.

Θέλει ακό­μη με τον τρό­πον αυτόν να δεί­ξει τον σεβα­σμό του Θεού προς την ελευ­θε­ρία που έδω­σε στον άνθρω­πο. Μπο­ρεί να μη θέλεις να γίνεις υγι­ής. Διό­τι ίσως… η ερώ­τη­σις… μα, ερώ­τη­σις; Ερώ­τη­σις είναι αυτή; «Θέλεις να γίνεις καλά;». Ναι. Για­τί υπάρ­χουν πάρα πολ­λοί άνθρω­ποι που δεν θέλουν να γίνουν καλά. Μα ένα πολύ απλό. Θέλεις να μην έχεις καρ­κί­νο, να μην πάθεις καρ­κί­νο. Του­λά­χι­στον σε μία περί­πτω­ση. Σε μία περί­πτω­ση. Μάλι­στα η πρώ­τη. Μην καπνί­ζεις. Μα εσύ καπνί­ζεις. Άρα δεν θέλεις να μην πάθεις καρ­κί­νο. Άρα δεν είναι άστο­χη η ερώ­τη­σις: «Θέλεις να γίνεις καλά;». Λυπού­μαι, δεν έχω χρό­νο να σας δεί­ξω, αγα­πούν πολ­λοί άνθρω­ποι την κατά­στα­ση που βρί­σκον­ται και δεν θέλουν να γίνουν καλά. Περί­ερ­γο; Αλλά είναι πραγ­μα­τι­κό, είναι αλη­θι­νό. Ωστό­σο, είναι εδώ η ελευ­θε­ρία που ο Θεός δίνει στον άνθρω­πο και τον ερω­τά: «Θέλεις να γίνεις καλά; Δεν θα σε κάνω με το ζόρι καλά».

Θέλει ακό­μη να του δεί­ξει ο Κύριος ότι εκτός από την κολυμ­βή­θρα, είναι και ο Ιησούς που θερα­πεύ­ει. Όχι μόνο η κολυμ­βή­θρα. Ή μάλ­λον, θα λέγα­με, κυριο­λε­κτι­κά ο Ιησούς είναι Εκεί­νος που θερα­πεύ­ει και μόνον Αυτός είναι Εκεί­νος που θερα­πεύ­ει. Η κολυμ­βή­θρα; Ήταν μία «σκιά». Τώρα ο Ιησούς έρχε­ται, ετοι­μά­ζει μια νέα κολυμ­βή­θρα, που είναι το χρι­στια­νι­κό βάπτι­σμα, που μας δίνει την ολο­κλη­ρί­αν και μας δίνει και την υιο­θε­σί­αν.

Αγα­πη­τοί μου, όλα αυτά που μας διη­γεί­ται σήμε­ρα η ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή και όσα ανα­φέ­ρουν θαύ­μα­τα του Χρι­στού στα Ευαγ­γέ­λια, με μια συνο­πτι­κή φρά­ση ο Από­στο­λος Πέτρος μας είπε πώς ο Κύριος… μας είπε πώς πέρα­σε ο Κύριος την επί­γεια ζωή Του. Πώς την πέρα­σε; Είναι στο βιβλίο των Πρά­ξε­ων 10,38: «Διλθεν εεργετν κα ώμε­νος». «Πέρα­σε την ζωήν Του ευερ­γε­τών­τας και θερα­πεύ­ον­τας».

Θέλει όμως ο Χρι­στός μια βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση. Η ανθρω­πό­τη­τα από την στιγ­μή που γνώ­ρι­σε τον Χρι­στόν, δεν πρέ­πει πια να αμαρ­τά­νει. Οι λαοί, δυστυ­χώς οι χρι­στια­νι­κοί λαοί, δεν πρέ­πει να αμαρ­τά­νουν. Για­τί εγνώ­ρι­σαν τον Χρι­στό. Γι’αυ­τό η απο­στα­σία, η απο­μά­κρυν­σή μας από τον Χρι­στό, είναι βαρύ­τα­το αμάρ­τη­μα. Κι εκεί­νο που είπε ο Χρι­στός, «ἵνα μὴ χεῖ­ρόν σοί τι γένη­ται (: να μη σου γίνει κάτι χει­ρό­τε­ρο)», δεν είναι τι άλλο, τι λέτε, το χει­ρό­τε­ρο; Παρά η παρα­δο­χή του Αντι­χρί­στου. Υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο απ’ αυτό; Όταν αφή­νεις τον Χρι­στό και παρα­δέ­χε­σαι τον Αντί­χρι­στον; Το ίδιο ισχύ­ει, αγα­πη­τοί μου, και για τον κάθε άνθρω­πο προ­σω­πι­κά. Ο καθέ­νας μας μπο­ρεί να υπήρ­ξε, βρα­χυ­χρό­νια ή μακρο­χρό­νια, ένας παρά­λυ­τος της αμαρ­τί­ας· της αμαρ­τί­ας παρά­λυ­τος. Τώρα που γίνε­ται υγι­ής και γνω­ρί­ζει πλέ­ον τον Χρι­στόν, ας προ­σέ­ξει, για­τί τότε γίνον­ται, όπως λέει ο ίδιος ο Κύριος στο κατά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιον «τ σχα­τα το νθρώ­που κεί­νου χεί­ρο­να τν πρώ­των». «Τα τελευ­ταία του είναι πιο χει­ρό­τε­ρα από τα πρώ­τα του».

Αγα­πη­τοί μου, όποιος είναι αλη­θι­νά κατά Χρι­στόν έξυ­πνος, θέλο­με να είμε­θα έξυ­πνοι, όποιος λοι­πόν είναι κατά Χρι­στόν έξυ­πνος, αλη­θι­νά έξυ­πνος άνθρω­πος, θα γεμί­σει την ψυχή του με τον φόβο του Θεού. Έναν φόβο να μην χάσει ποτέ τον Χρι­στόν, για να μην χάσει ποτέ τον εαυ­τόν του.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_395.mp3



Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Μακά­ριος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὑπο­μέ­νει ὅλα τὰ λυπη­ρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρ­τε­ρία κι ἐλπί­δα στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στὸν οὐρα­νό, ἐνῶ στὸν ἄπι­στο θὰ μοιά­ζει μὲ χρό­νο ὁλό­κλη­ρο. Για­τί ὁ ἄπι­στος χαί­ρε­ται μόνο ὅταν δὲν ὑπο­φέ­ρει· κι ὅταν ὑπο­φέ­ρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπο­μο­νὴ κι ἐλπί­δα στὸ Θεὸ καὶ δυσα­να­σχε­τεῖ.

Μακά­ριος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ δὲ γογ­γύ­ζει ὅταν ὑπο­φέ­ρει, ἀλλ’ ἐξε­τά­ζει τίς αἰτί­ες μὲ ὑπο­μο­νὴ κι ἐλπί­δα στὸ Θεό. Ποὺ θὰ βρεῖ τίς αἰτί­ες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑπο­φέ­ρει αὐτὸς ποὺ πάσχει; Θὰ τίς βρεῖ εἴτε μέσα του εἴτε στοὺς γονεῖς του καὶ στοὺς γεί­το­νές του. Ὁ βασι­λιᾶς Δαβὶδ ὑπό­φε­ρε γιὰ τίς δικές του ἁμαρ­τί­ες. Ὁ Ροβο­ὰμ γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες τοῦ πατέ­ρα του, τοῦ βασι­λιᾶ Σολο­μῶν­τα. Οἱ προ­φῆ­τες ὑπό­φε­ραν γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες τῶν συμ­πα­τριω­τῶν τους.

Ἄν αὐτὸς ποὺ πάσχει ἔψα­χνε διε­ξο­δι­κό­τε­ρα καὶ βαθύ­τε­ρα τίς αἰτί­ες τῶν βασά­νων του, ποὺ θὰ τίς ἔβρι­σκε; Σίγου­ρα θὰ τίς συναν­τοῦ­σε στὴν ὀλι­γο­πι­στία τοῦ πρός το Θεὸ ἢ σὲ κάποιο σκο­τει­νὸ καὶ κακὸ πνεῦ­μα, σ’ ἕνα μαῦ­ρο σκο­τά­δι χωρὶς φὼς ἢ στὴ στορ­γι­κὴ καὶ θερα­πευ­τι­κὴ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ βρεῖ τίς αἰτί­ες ποὺ τὸν κάνουν νὰ ὑπο­φέ­ρει ἐκεῖ­νος ποὺ ψάχνει διε­ξο­δι­κό­τε­ρα καὶ βαθύ­τε­ρα. Ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ὑπό­φε­ραν ἀπὸ τὴν ὀλι­γο­πι­στία τοὺς στὸ Θεὸ καὶ δίκαιος Ἰὼβ ἀπὸ τὸ σκο­τει­νὸ καὶ κακὸ πνεῦ­μα τῆς πονη­ρί­ας: ὁ τυφλὸς νέος ἄνθρω­πος, ποὺ ὁ Χρι­στὸς ἄνοι­ξε τὰ μάτια του, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ δική του αἰώ­νια ἀντα­πό­δο­ση.

Ὁ συνει­δη­τὸς ἄνθρω­πος εἶναι λογι­κὸ νὰ ἀνα­ζη­τή­σει τίς αἰτί­ες ποὺ τὸν βασα­νί­ζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόη­τος κατη­γο­ρεῖ πάν­τα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνει­δη­τὸς ἄνθρω­πος θυμᾷ­ται ὅλες τίς ἁμαρ­τί­ες ποὺ ἔκα­νε ἀπὸ παι­δί. Τίς θυμᾷ­ται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περι­μέ­νει νὰ πλη­ρώ­σει γι’ αὐτές. Ἔτσι ὅταν τὸν βροὺν βάσα­να, εἴτε αὐτὰ προ­έρ­χον­ται ἀπὸ τοὺς φίλους ἢ τοὺς ἐχθρούς του, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ἢ ἀπὸ τὰ πονη­ρὰ πνεύ­μα­τα, ἀργὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ γνω­ρί­σει τίς αἰτί­ες, για­τί τίς ἀνα­ζη­τεῖ μέσα του. Ὁ ἀνόη­τος ἄνθρω­πος ὅμως εἶναι ἐπι­λή­σμων, ξεχνᾷ ὅλες τίς ἀδι­κί­ες του. Κι ὅταν συναν­τή­σει δυσκο­λί­ες ὀργί­ζε­ται πολὺ καὶ ρωτά­ει μὲ κατά­πλη­ξη: Για­τί ἐγὼ νὰ ἔχω πονο­κέ­φα­λο, για­τί ἐγὼ νὰ χάνω ὅλα τὰ λεφτά μου, για­τί τὰ δικά μου παι­διὰ νὰ πεθαί­νουν; Καὶ μὲ τὴν ἀνο­η­σία καὶ τὸ μένος ποὺ τὸν δέρ­νουν, δαχτυ­λο­δεί­χνει κάθε ὕπαρ­ξη στὴ γῆ ἢ στὸν οὐρα­νό. Ὅλοι τους εἶναι ὑπεύ­θυ­νοι γιὰ τὰ βάσα­νά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό του — τὸν μόνο πραγ­μα­τι­κὰ ὑπεύ­θυ­νο.

Μακά­ριος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἐπω­φε­λεῖ­ται ἀπ’ ὅλα τὰ βάσα­νά του, γνω­ρί­ζον­τας πῶς όλ’ αὐτὰ τὰ ἐπι­τρέ­πει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο, γιὰ τὴ δική του ὠφέ­λεια. Μὲ τὸ ἔλε­ός του ὁ Θεὸς ἐπι­τρέ­πει νὰ ἐπι­σκε­φτοῦν τὸν ἄνθρω­πο βάσα­να γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες του. Μὲ τὸ ἔλε­ός Του το κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τὴ δικαιο­σύ­νη Του. “Ἄν ἐνερ­γοῦ­σε μὲ τὴ δικαιο­σύ­νη Του, τότε κάθε ἁμαρ­τία ἀνα­πό­φευ­κτα θά ‘φερ­νε θάνα­το, ὅπως λέει κι ὁ ἀπό­στο­λος: «Ἡ δὲ ἁμαρ­τία ἀπο­τε­λε­σθεῖ­σα απο­κύ­ει θάνα­τον» (Ἰακ. ἅ’ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιὰ θάνα­το χαρί­ζει θερα­πεία μέσ’ ἀπὸ τὰ βάσα­να. Τὰ βάσα­να εἶναι ὁ τρό­πος ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θερα­πεύ­σει τὴ λέπρα τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ τοῦ θανά­του.

Μόνο ὁ ἀνόη­τος ἄνθρω­πος σκέ­φτε­ται πῶς τὰ βάσα­να εἶναι κακό. Ὁ συνει­δη­τὸς ἄνθρω­πος γνω­ρί­ζει πῶς τὰ βάσα­να δὲν εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ φανέ­ρω­ση τοῦ κακοῦ, ἡ θερα­πεία του. Πραγ­μα­τι­κὸ κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρω­πο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρ­τία. Ἐκτὸς ἁμαρ­τί­ας δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τα κακό. Ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι ἀπο­κα­λοῦν κακὰ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρ­μα­κο ποὺ θερα­πεύ­ει τὸ κακό. Ὅσο πιὸ ἄρρω­στος πνευ­μα­τι­κὰ εἶναι ὁ ἄνθρω­πος, τόσο πικρό­τε­ρο εἶναι τὸ φάρ­μα­κο ποὺ τοῦ δίνει ὁ για­τρός.

Μερι­κὲς φορὲς ὁ ἄρρω­στος νομί­ζει πῶς τὸ φάρ­μα­κο εἶναι χει­ρό­τε­ρο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώ­στια. Τὸ ἴδιο γίνε­ται καὶ μὲ τὸν ἁμαρ­τω­λό. Τὰ βάσα­να εἶναι βαρύ­τε­ρα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία ποὺ ἔκα­νε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπά­τη, μιὰ πολὺ μεγά­λη αὐτα­πά­τη. Δὲν ὑπάρ­χει στὸν κόσμο βάσα­νο τόσο σκλη­ρὸ καὶ τόσο ὀλέ­θριο ὅσο ἡ ἁμαρ­τία. Ὅλα τὰ βάσα­να ποὺ ὑπο­φέ­ρουν ἄνθρω­ποι καὶ λαοὶ δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἡ πλού­σια θερα­πεία ποὺ παρέ­χει σὲ ἀνθρώ­πους καὶ ἔθνη τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώ­νιο θάνα­το. Κάθε ἁμαρ­τία, ἑπο­μέ­νως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀνα­πό­φευ­κτα τὴν ἀκο­λου­θεῖ θάνα­τος, ἂν τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεου δὲν ἐπι­τρέ­ψει τὴν ἐπί­σκε­ψη τῆς ἀρρώ­στιας, γιὰ νὰ συνε­φέ­ρει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρ­τί­ας. Για­τί ἡ θερα­πεία ποὺ ἀκο­λου­θεῖ τὸν πει­ρα­σμό, προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴν εὐερ­γε­τι­κὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου καὶ Ζωο­ποιοῦ Πνεύ­μα­τος.

Ἴσως ἰσχυ­ρι­στεῖς: «Ὁ ἄνθρω­πος φοβᾷ­ται τὰ βάσα­να ἐπει­δὴ φοβᾷ­ται το θάνα­το. Μπο­ροῦν τὰ βάσα­να ν’ ἀπο­μα­κρύ­νουν το θάνα­το;» Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδη­γεῖ τὸ σῶμα στὸ θάνα­το; Ἡ ἀρρώ­στια ἢ τὸ φάρ­μα­κο; Σίγου­ρα ἡ ἀρρώ­στια, ὄχι τὸ φάρ­μα­κο. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο λοι­πὸν δὲν εἶναι τὰ βάσα­να ποὺ ὁδη­γοῦν τὴν ψυχὴ στὸ θάνα­το ἀλλὰ ἡ ἁμαρ­τία, ποὺ φέρ­νει τὴν ἀρρώ­στια στὸν ἄνθρω­πο καί το θάνα­το στὴν ψυχή. Ἡ ἁμαρ­τία εἶναι ὁ σπό­ρος τοῦ θανά­του, ἕνας φρι­χτὸς σπό­ρος, ποὺ ἂν δὲν ξερ­ρι­ζω­θεὶ ἔγκαι­ρα μὲ τὰ βάσα­να καὶ δὲν καεῖ μὲ τὸ πὺρ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, θ’ ἀνα­πτυ­χθεῖ καὶ θὰ καλύ­ψει ὁλό­κλη­ρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανά­του, ὄχι ζωῆς.

Εἶναι σαφὲς λοι­πὸν πῶς τὸν πόνο πρέ­πει νὰ τὸν ἀντι­με­τω­πί­σεις μὲ ὑπο­μο­νὴ κι ἐλπί­δα στὸ Θεό, μὲ εὐχα­ρι­στία, μὲ χαρά. «Ὅσας ἔδει­ξὰς μοὶ θλί­ψεις πολ­λὰς καὶ κακάς, λέει ὁ προ­φή­της Δαβὶδ στὸ Θεό, καὶ ἐπι­στρέ­ψας ἐζω­ο­ποί­η­σάς μέ, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσ­σων τῆς γῆς πάλιν ἀνή­γα­γές μέ… ψαλῶ σοὶ ἐν κιθά­ρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσρα­ήλ. ἀγαλ­λιά­σον­ται τὰ χεί­λη μου, ὅταν ψάλω σοί, καὶ ἡ ψυχή μου, ἢν ἔλυ­τρώ­σω» (Ψαλμ. ὁ’ 20–23). “Ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος συμ­βου­λεύ­ει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθὸ κοι­νω­νεῖ­τε τους τοῦ Χρι­στοῦ παθή­μα­σι, χαί­ρε­τε» (Α Πετρ. δ’ 13). Αὐτὸ σημαί­νει πῶς πρέ­πει νὰ χαι­ρό­μα­στε συνει­δη­τά, ταπει­νά, μὲ ὑπο­μο­νὴ καὶ πρα­ό­τη­τα. Κι αὐτὸ γιὰ τὴν κάθαρ­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν μας, γιὰ και­νὴ ζωή, γιὰ νὰ κατοι­κή­σει μέσα καὶ γύρῳ μας ὁ Χρι­στός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυ­σό­στο­μος πέθαι­νε στὴν ἐξο­ρία, βασα­νι­σμέ­νος καὶ περι­φρο­νη­μέ­νος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους, τὰ τελευ­ταῖα λόγια ποὺ ψέλι­σε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάν­των ἕνε­κεν».

Ἡ Ἁγία Γρα­φὴ καὶ ἡ ἐκκλη­σια­στι­κὴ ἱστο­ρία μας προ­σφέ­ρουν τὰ μεγα­λύ­τε­ρα παρα­δείγ­μα­τα ὑπο­μο­νῆς σὲ βάσα­να πρω­τά­κου­στα στοὺς ἀνθρώ­πους. Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει ἕνα τέτοιο παρά­δειγ­μα μεγά­λης καὶ μακρό­χρο­νης ὑπο­μο­νῆς στὸν πόνο. Κι ὄχι μόνο αὐτό. Κάνον­τας τὴν περι­γρα­φὴ τοῦ δύστυ­χου ἀνθρώ­που ποὺ ἦταν παρά­λυ­τος γιὰ τριάν­τα ὀκτὼ χρό­νια, μὲ ὑπο­μο­νὴ κι ἐλπί­δα, τὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς ἀπο­κα­λύ­πτει ταυ­τό­χρο­να ἢ μᾶλ­λον μᾶς δια­βε­βαιώ­νει γιὰ δυὸ μεγά­λα μυστή­ρια. Τὸ πρῶ­το εἶναι πῶς ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρό­νια ἄρρω­στος, χρω­στοῦ­σε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώ­στιας του στὸν ἴδιο, στὴν ἁμαρ­τία του. Τὸ δεύ­τε­ρο εἶναι πῶς ὁ παν­το­δύ­να­μος Κύριος Ἰησοῦς θερά­πευ­σε τὸν ἄρρω­στο μὲ τὴ θεϊ­κή του δύνα­μη, λέγον­τας τὰ ἑξῆς: «ἔγει­ρε, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει» (Ἰωάν. ε’ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀπο­κα­λύ­φτη­καν γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ ἡ θεϊ­κὴ ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος κι ἡ θεϊ­κή Του δύνα­μη, ποὺ ἐπι­φα­νεια­κὰ καλύ­πτον­ταν μὲ τὸ παρα­πέ­τα­σμα τῆς ἀνθρώ­πι­νης σάρ­κας.

Ἐκεῖ­νο τὸν και­ρὸ «ἀνέ­βῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱερο­σο­λύ­μοις ἐπὶ τὴ προ­βα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα, ἡ ἐπι­λε­γο­μέ­νη Ἐβραϊ­στὶ Βηθεσ­δά, πέν­τε στο­ὰς ἔχου­σα» (Ἰωάν. ἔ’ 1,2). Πρὶν πάει στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα o Κύριος βρι­σκό­ταν στὴ Γαλι­λαία. Στὴν ἁγία πόλη πῆγε γιὰ τὴ γιορ­τή. Δὲν εἶναι εὔκο­λο νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ποιά ἦταν ἡ γιορ­τὴ αὐτή. Ἦταν τὸ Πάσχα, ἡ Πεν­τη­κο­στὴ ἢ ἡ γιορ­τὴ τοῦ Καθα­ρι­σμοῦ; Δὲ μᾶς εἶναι ἀπα­ραί­τη­το ὅμως νὰ γνω­ρί­ζου­με. Ἄν ἦταν κάτι οὐσια­στι­κό, ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς θὰ τὸ εἶχε ξεκα­θα­ρί­σει.

Η Προ­βα­τι­κὴ Κολυμ­βή­θρα ἢ Βηθεσ­δά, πῆρε τ’ ὄνο­μά της ἀπὸ τὴ γει­το­νι­κὴ Προ­βα­τι­κὴ Πύλη (βλ. Νεεμ. ἅ’ 1, 32), ἀπ’ ὅπου περ­νοῦ­σαν τὰ πρό­βα­τα ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ θυσία, γιὰ νὰ τὰ πλύ­νουν πρῶ­τα στὴν κολυμ­βή­θρα. Ἡ κολυμ­βή­θρα αὐτὴ ὑπάρ­χει ἀκό­μα στὴν Ἱερου­σα­λήμ, ἂν καὶ ἐρει­πω­μέ­νη καὶ δὲ χρη­σι­μο­ποιεῖ­ται πιά. Τὴν ἐπο­χὴ τοῦ εὐαγ­γε­λι­στῆ ὅμως ἡ κολυμ­βή­θρα ἦταν σὲ χρή­ση, γι’ αὐτὸ καὶ χρη­σι­μο­ποιεῖ ἐνε­στώ­τα χρό­νο: ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱερο­σο­λύ­μοις ἐπὶ τὴ προ­βα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα.

Γύρω ἀπὸ την κολυμ­βή­θρα ὑπῆρ­χαν πέν­τε στε­γα­σμέ­νοι χῶροι, γιὰ νὰ φιλο­ξε­νοῦν τοὺς πολ­λοὺς ἄρρω­στους ἀνθρώ­πους ποὺ κατέ­φευ­γαν ἐκεῖ γιὰ νὰ θερα­πευ­τοῦν. «‘Ἐν ταύ­ταις κατέ­χει τὸ πλῆ­θος πολὺ τῶν ἀσθε­νούν­των, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδε­χο­μέ­νων τὴν τοῦ ὕδα­τος κίνη­σιν. ἄγγε­λος γὰρ κατὰ και­ρὸν κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ κολυμ­βή­θρα, καὶ ἐτα­ράσ­σε­το τὸ ὕδωρ ο οὔν πρῶ­τος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταρα­χὴν τοῦ ὕδα­τος ὑγι­ὴς ἐγί­νε­το ὦ δήπο­τε κατεί­χε­το νοσή­μα­τα» Ἰωάν. ἔ’ 3–4). Σ’ αὐτὸν τὸν περί­ερ­γο τόπο μαζεύ­ον­ταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη ἄνθρω­ποι ποὺ ὑπό­φε­ραν ἀπὸ διά­φο­ρες ἀρρώ­στιες, γιὰ νὰ βροῦν τὴ θερα­πεία ποῦ μάταια εἶχαν ἀνα­ζη­τή­σει ἀπὸ ἀνθρώ­πους σὲ ἄλλους τόπους. Τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν εἶχε ἀπὸ μόνο του θερα­πευ­τι­κὲς ἰδιό­τη­τες. Ἦταν ἁπλὸ φυσι­κὸ νερὸ μὲ μίγ­μα­τα μεταλ­λι­κά. Ἡ θερα­πευ­τι­κὴ ἰδιό­τη­τά του ἦταν θεϊ­κή, προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ οὐρά­νιες δυνά­μεις. Κι αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι τίς θερα­πευ­τι­κὲς αὐτὲς ἰδιό­τη­τες τίς ἀπο­κτοῦ­σε ἀπὸ και­ρὸ σὲ και­ρό, μόνο ὅταν μὲ τὴ θεία πρό­νοια ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ κατέ­βαι­νε καὶ τάρα­ζε τὸ νερό.

Τί περί­ερ­γη, τί δρα­μα­τι­κὴ σκη­νή! Φαν­τα­στεῖ­τε τοὺς χώρους στὶς πέν­τε στο­ὲς νὰ κατα­κλύ­ζον­ται ἀπὸ τοὺς πιό ἀπελ­πι­σμέ­νους καὶ πονε­μέ­νους ἀνθρώ­πους ποὺ ἔρχον­ταν ἀπὸ παν­τοῦ! Φαν­τα­στεῖ­τε πέν­τε χώρους γεμά­τους πόνο, θλί­ψη, δάκρυα καὶ διαγ­κω­νι­σμούς. Γύρῳ,Γύρω τους ὑπῆρ­χε μιὰ πόλη γεμά­τη κόσμο ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σε τὴν ἄνε­ση, κυνη­γοῦ­σε τὸν πλοῦ­το κι ἀγω­νι­ζό­ταν νὰ ἀπο­κτή­σει δόξα, τιμὲς καὶ ἐξου­σία, ὑπῆρ­χαν ἄνθρω­ποι ποὺ τόσο μὲ τὸ σῶμα ὅσο καὶ μὲ τὴν ψυχή τους ἦταν σὰ νά ‘παι­ζαν κωμω­δία. Ἐδῶ ὅμως ὑπῆρ­χε ἡ ἀγω­νία τοῦ θανά­του ποὺ ἦταν κον­τὰ κι ὁ μονα­δι­κὸς τόπος ὅπου ἦταν ὅλα τὰ μάτια γυρι­σμέ­να: τὸ νερό. Κι ὁ μονα­δι­κὸς ποὺ περί­με­ναν: ὁ ἄγγε­λος. Μία καὶ μονα­δι­κὴ ἡ ἐπι­θυ­μία τους: νὰ θερα­πευ­τοῦν.

Τί ἀξία ἔχει ἡ ὑγεία γιά σας, θὰ τοὺς ρωτοῦ­σε κανείς. Μήπως γιὰ χάρη τῆς παγ­κό­σμιας αὐτῆς κωμω­δί­ας, ψυχι­κῆς καὶ σωμα­τι­κῆς, ποὺ παί­ζε­ται γύρῳ,γύρω σας; Δὲν εἶναι ἀρκε­τὴ αὐτὴ ποὺ παί­ζε­ται παν­τοῦ, χωρὶς τὴ δική σας συμ­με­το­χή; Ἢ μήπως γιὰ νὰ ὑπη­ρε­τή­σε­τε τὸ Θεό; Μὰ δὲν ὑπη­ρε­τοῦν το Θεὸ ἐκεῖ­νοι ποὺ ὑπο­μέ­νουν τὰ πάν­τα γιὰ χάρη Του μὲ ὑπο­μο­νὴ κι ἐλπί­δα; Ἢ μήπως ἀνα­ζη­τεῖ­τε τὴν ὑγεία μόνο γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ μόνο γιὰ τὴ ζωή; Μά ο σκο­πὸς δὲν ἁγιά­ζει τὰ μέσα. “Ὅταν ὁ Θεός σας ἔστει­λε στὸν κόσμο αὐτόν, τό ‘κανε γιὰ κάποιο σκο­πό. “Ὅταν σᾶς ἔδω­σε τὴν ὑγεία, εἶχε κάποιο σκο­πό. Λέει ὁ Ἰώβ: «Οὐχὶ πει­ρα­τή­ριόν ἔστιν ὁ βίος ἀνθρώ­που ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὥσπερ μισθί­ου αὐθη­με­ρι­νοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;» (Ἰὼβ ζ’ 1). Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ στὸ στρα­τὸ πρέ­πει νὰ ἐκπαι­δεύ­ε­ται γιὰ νὰ μάχε­ται καὶ νὰ νικᾷ. Ἄν εἶναι μισθο­φό­ρος, περι­μέ­νει την ἀμοι­βή του ὅταν τελειώ­σει ἡ ὑπη­ρε­σία του. Ζωὴ ὅμως γιὰ χάρη τῆς ζωῆς, ἐπί­γεια ζωὴ γιὰ χάρη τῆς ἐπί­γειας ζωῆς καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς ὑγεί­ας, σημαί­νουν ζωὴ ἄσκο­πη καὶ ὑγεία ἄσκο­πη. Στὴν οὐσία μιλᾶ­με γιὰ ζωὴ καὶ ὑγεία γιὰ χάρη τῆς κωμω­δί­ας τῆς ἁμαρ­τί­ας. Κι αὐτὸ εἶναι σὰν δίκο­πο μαχαί­ρι ποὺ μπή­γε­ται στὸ στο­μά­χι.

Πέν­τε στο­ὲς γεμᾶ­τες μὲ ἀνά­πη­ρους: τί περί­ερ­γος χῶρος γιὰ τὴν ἄσκη­ση τῆς ὑπο­μο­νῆς καὶ τῆς ἐλπί­δας στὸ Θεό! Τί περί­ερ­γη, τί ζων­τα­νὴ εἰκό­να! Τί παρά­δο­ξη καὶ ψηλα­φη­τὴ ἀπει­κό­νι­ση τῆς κατά­στα­σης ὅπου δαπα­νοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοι­κοι τῆς πόλης! Καὶ γιὰ ποιό σκο­πό; Γιὰ ν’ ἀγο­ρά­σουν ἁμαρ­τία, νὰ μαζέ­ψουν ἁμαρ­τία.

Οἱ πέν­τε στο­ὲς στὴν Προ­βα­τι­κὴ Κολυμ­βή­θρα ἔχουν καταρ­ρεύ­σει ἐδῶ καὶ πολ­λά, πάρα πολ­λὰ χρό­νια. Μὴ νομί­ζε­τε ὅμως πῶς ἡ ἱστο­ρία τῆς ἀνθρώ­πι­νης θλί­ψης καὶ τῆς φτώ­χειας ποὺ κεί­τε­ται θαμ­μέ­νη στὰ ἐρεί­πια τῆς ἔχει τελειώ­σει. Μὴ νομί­ζε­τε πῶς αὐτὴ εἶναι μιὰ μεμο­νω­μέ­νη ἱστο­ρία, πῶς βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπό σας καὶ πῶς δὲν ἔχει τίπο­τα κοι­νὸ μὲ τὴ δική σας ζωή. Δὲν ἔχει ὑπο­πέ­σει στὶς αἰσθή­σεις σας συγ­κεν­τρω­μέ­νος πόνος καὶ θλί­ψῃ, δάκρυα καὶ στε­ναγ­μοί, ἁμαρ­τία κι , πονη­ρὲς καὶ κακὲς σκέ­ψεις, τυφλὲς ἐπι­θυ­μί­ες καὶ ἄνο­μα πάθη, ἀτε­λέ­σφο­ρες προ­σπά­θειες καὶ φροῦ­δες ἐλπί­δες; Ἄχ Βηθεσ­δά, Βηθεσ­δά, πόσο παγ­κό­σμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χὴ λει­τουρ­γοῦ­σε σὰν τὸν ποι­μέ­να ποὺ σώζει ἕνα ἕνα τὰ χαμέ­να πρό­βα­τά του, ὡσό­του ἐμφα­νι­στεῖ ὁ Ποι­μὴν τῶν πάν­των, ἀγγέ­λων κι ἀνθρώ­πων. Ἕνας σιω­πη­λὸς ἄγγε­λος, ὑπη­ρέ­της τοῦ Δημιουρ­γοῦ του, τάρα­ζε τὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύ­νει τὸ ἄρρω­στο πρό­βα­το ἀπὸ τὴ μόλυν­ση τῆς ἁμαρ­τί­ας. Κι ὅταν κατέ­βη­κε σὲ σένα καὶ καλὸς Ποι­μέ­νας, ὁ σαρ­κω­μέ­νος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουρ­γι­κὸ λόγο Του ἀπο­μά­κρυ­νε τὴν ἁμαρ­τω­λὴ μόλυν­ση καὶ σὲ ἄδεια­σε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποι­μέ­νας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμ­βή­θρα αὐτὴ προ­φη­τι­κὰ εἶχε ὀνο­μα­στεῖ προ­βα­τι­κή. «Τὰ πρό­βα­τα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκού­ει, καὶ τὰ ἴδια πρό­βα­τα καλεῖ κατ’ ὄνο­μα καὶ ἐξά­γει αὐτά… καὶ τὰ πρό­βα­τα αὐτῷ ἀκο­λου­θεῖ, ὅτι οἴδα­σι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰ’ 3,4). Τὰ πρό­βα­τα ἀκοῦ­νε τὴ φωνὴ τοῦ Καλοῦ Ποι­μέ­να.

«Ἦν δὲ τίς ἄνθρω­πος ἔχει τριά­κον­τα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθε­νείᾳ αὐτοῦ. τοῦ­τον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατα­κεί­με­νον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρό­νον ἔχει, λέγει αὐτῷ: θέλεις ὑγι­ὴς γενέ­σθαι; ἀπε­κρί­θῃ αὐτῷ ὁ ἀσθε­νῶν Κύριε, ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταρα­χθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ μὲ εἰς τὴν κολυμ­βή­θραν· ἕν ὼ δὲ ἔρχο­μαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ κατα­βαί­νει» (Ἰωάν. ἔ’ 5–7). “Ὁ παν­το­γνώ­στης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιός τὸν ζητοῦ­σε, ποιός τὸν εἶχε ἀνάγ­κη. Δὲν πέρα­σε τυχαῖα ἀπὸ τὴ λίμνη γιὰ νὰ πάει στὴ χώρα τῶν Γαδα­ρη­νῶν, γιὰ παρά­δειγ­μα, ὅπως ἴσως νόμι­ζαν οἱ σύν­τρο­φοί Του. Ἐκεῖ­νος γνώ­ρι­ζε πῶς ἐκεῖ βρί­σκον­ταν δυὸ ἄνθρω­ποι δαι­μο­νι­σμέ­νοι ποὺ ἔπρε­πε νὰ τοὺς θερα­πεύ­σει. Οὔτε βρέ­θη­κε τυχαῖα στὴν πόλη τῆς Ναΐν τὴν ὥρα ποὺ μετέ­φε­ραν τὸ νεκρὸ γιὸ τῆς χώρας. Ἐκεῖ­νος προ­γνώ­ρι­ζε πῶς ἐκεῖ τὸν περί­με­νε ἕνα μεγά­λο ἔργο, σ’ ἐκεῖ­νον τὸν τόπο κι ἐκεί­νη τὴν ὥρα. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο δὲ βρέ­θη­κε τυχαῖα στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ τὴ γιορ­τή, ὅποια κι ἂν ἦταν αὐτή, οὔτε καὶ βρέ­θη­κε πάλι ἀπὸ τύχη ἢ ἀπὸ περιέρ­γεια στὸ χῶρο τῶν πέν­τε στο­ῶν, στὸ χῶρο τοῦ πόνου καὶ τῆς θλί­ψης. “Ὅλα ἔγι­ναν σύμ­φω­να μὲ τὴν ἀκρι­βῆ προ­ό­ρα­σή Του γιὰ τὸν τόπο καί το χρό­νο. Εἶναι φανε­ρὸ πῶς στὴν Ἱερου­σα­λὴμ δὲν ἦρθε γιὰ τὴ γιορ­τή, ὅπως νόμι­ζαν οἱ μαθη­τές Του, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο, γι’ αὐτὸ ποὺ ἔμελ­λε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει.

Ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος ἄνθρω­πος ἦταν πολὺ πολὺ ἄρρω­στος. Μιὰ ἀρρώ­στια ποὺ κρα­τά­ει τριάν­τα ὀκτὼ μέρες, στοὺς ἀνθρώ­πους μοιά­ζει ἀτέ­λειω­τη. Τί νὰ ποῦ­με τώρα γιὰ μιὰ ἀρρώ­στια ποὺ κρα­τά­ει τριάν­τα ὀκτὼ χρό­νια; Τὸ πόσο γρή­γο­ρα ἢ ἀργὰ περ­νά­ει ἡ ἀρρώ­στια, ἐξαρ­τᾷ­ται ἀπὸ τὴ δική μας στά­ση, ἀπὸ τὴ δική μας διά­θε­ση. Οἱ χαρού­με­νες ὧρες ἔχουν φτε­ρά, περ­νᾶ­νε γρή­γο­ρα. Οἱ ὧρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτε­ρες, συχνὰ δὲν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περ­νᾶ­νε πολὺ ἀργά. Γιὰ ἕναν παρά­λυ­το ἄνθρω­πο, φαί­νε­ται νά ‘χει παρα­λύ­σει κι ὁ ἴδιος ὁ χρό­νος. Ὁ χρό­νος γιὰ ἐκεῖ­νον μοιά­ζει ἀκί­νη­τος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος. Ἄν τὸν χρό­νο αὐτὸν τῶν τριάν­τα ὀκτὼ ἐτῶν τὸν πολ­λα­πλα­σιά­σεις τοὐ­λά­χι­στον, θὰ πλη­σιά­σεις περί­που το χρό­νο τοῦ ἀνθρώ­που ποὺ εἶναι ὑγι­ής, κινη­τι­κός, δημιουρ­γι­κὸς καὶ χαρού­με­νος. Ὁ παρα­λυ­τι­κὸς εἶχε ζήσει τόσο ὅσο ζεῖ ο ὑγι­ὴς ἄνθρω­πος, γιὰ ἕναν αἰῶ­να, καὶ μάλι­στα κατά­κοι­τος, στὸ κρε­βά­τι του. ‘Ἀντὶ νὰ τὸν κυνη­γά­ει ὁ χρό­νος, τὸν κυνη­γοῦ­σε αὐτός, τὸν ἔσπρω­χνε.

Τί ἡρωι­κὴ ὑπο­μο­νὴ εἶχε ὁ ἄνθρω­πος αὐτός! Τί ὑπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες θὰ κατέ­βα­λε γιὰ νὰ συρ­θεῖ ὡς τὴν κολυμ­βή­θρα τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ τάρα­ζε τὸ νερό! Τί στα­θε­ρὴ ἐλπί­δα εἶχε στὴ θερα­πεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρό­νο σὲ χρό­νο, ἀκό­μα κι ἀπὸ δεκα­ε­τία σὲ δεκα­ε­τία! Μ’ ὅλο ποὺ ὁ ἄνθρω­πος αὐτὸς ὑπό­φε­ρε τόσο πολὺ γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες του, δὲν μπο­ροῦ­με παρὰ νὰ τὸν θαυ­μά­ζου­με. Ὅταν τὸν φέρ­νου­με στὸ νοῦ μας, δὲν μπο­ρεῖ παρὰ νὰ σκε­φτό­μα­στε τόσους ἀδύ­να­μους χαρα­κτῆ­ρες — ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, νέους καὶ νέες — στὶς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφί­σταν­ται πολὺ λιγό­τε­ρη πίε­ση, σηκώ­νουν τὰ χέρια τους, παραι­τοῦν­ται ἀπὸ τὴ ζωὴ κι ἀνα­χω­ροῦν γιὰ τὴν ἄλλη αὐτό­χει­ρες.

«Θέλεις ὑγι­ὴς γενέ­σθαι;», τὸν ρώτη­σε ὁ μονα­δι­κὸς Φίλος ποὺ ἔσκυ­ψε ποτὲ κον­τά του, στὸ κρε­βά­τι του, τὰ τριάν­τα ὀκτὼ αὐτὰ χρό­νια. «Κύριε, ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάν­τη­σε ὁ ἄρρω­στος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδη­γό, ὁ ἀνά­πη­ρος ἔχει συγ­γε­νεῖς, ὁ ἀδύ­να­τος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανέ­ναν στὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο νὰ μὲ λυπη­θεῖ καὶ νὰ μὲ βάλει στὸ νερὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ παίρ­νει τὴ θερα­πευ­τι­κὴ δύνα­μη. Τὴν ὥρα ποὺ προ­σπα­θῶ νὰ συρ­θῶ στὸ νερὸ ἄλλος προ­λα­βαί­νει, μπαί­νει πρῶ­τος καὶ θερα­πεύ­ε­ται κι ἐγὼ πρέ­πει νὰ ξανα­κά­νω τὴν ἴδια ἐπώ­δυ­νη προ­σπά­θεια γιὰ νὰ γυρί­σω στὸ κρε­βά­τι μου. Κι αὐτὸ γίνε­ται γιὰ τριάν­τα ὀκτὼ ὁλό­κλη­ρα χρό­νια τώρα. Ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω. Δὲν ἔχω οὔτε χρή­μα­τα οὔτε ὑπη­ρέ­τη.

Ἀνά­με­σα σὲ τόσους ἀνθρώ­πους στὴν Ἱερου­σα­λήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνερ­γους ώς τους πλού­σιους καὶ δυνα­τούς, δὲν ὑπάρ­χει οὔτε ἕνας καὶ μονα­δι­κὸς γιὰ ν’ ἁπλώ­σει τὸ χέρι του καὶ νά σε βοη­θή­σει γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς του; Δὲν μπο­ροῦ­σε τοὐλάχιστον,τουλάχιστο νὰ στεί­λει τὸν ὑπη­ρέ­τη του καὶ νά σε βοη­θή­σει; Ὄχι, οὔτε ἕνας. Ἔπρε­πε νά ‘ρθεὶ κάποιος Ἄνθρω­πος ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία, νὰ κάνει ἕνα τρι­ή­με­ρο καὶ κου­ρα­στι­κὸ ταξί­δι, τὴν ὥρα ποὺ πολ­λοὶ ἄνερ­γοι καὶ χασο­μέ­ρη­δες γυρ­νοῦν ἀνέ­με­λα στὴν πόλη μέρα νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι σου; Ὑπάρ­χουν, Κύριε, πολ­λοὶ περ­πα­τοῦν κον­τά μου, μὰ ἐγὼ ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω. Κι ὑπάρ­χουν τόσο πολ­λοὶ ἱερεῖς! Δές το ναό, ἀπέ­ναν­τι ἀκρι­βῶς ἀπὸ τὸ δρό­μο. Ἀμέ­τρη­τοι ἱερεῖς δια­βά­ζουν το νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδά­σκουν τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ δίνουν ἐλεη­μο­σύ­νες. Καὶ δὲ βρέ­θη­κε κανέ­νας τοὺς νὰ ἔρθει ἢ ἔστω νὰ στεί­λει κάποιον γιὰ νά σε βοη­θή­σει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στὸ ναὸ ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω. Ὑπάρ­χουν πολ­λοὶ Ἰου­δαῖ­οι, χιλιά­δες χιλιά­δων, ποὺ συνά­χτη­καν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ τὴ γιορ­τή. Κανέ­νας τους ὅμως δὲν ἐνδια­φέ­ρε­ται γιὰ ἕναν πονε­μέ­νο καὶ ἥσυ­χο ἄνθρω­πο. Ἐνδια­φέ­ρον­ται γιὰ τὸ Σάβ­βα­το. Χιλιά­δες χιλιά­δων ἀπ’ αὐτοὺς ἦρθαν μόνο γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν καὶ νὰ προ­σκυ­νή­σουν τὸ Σάβ­βα­το, ὅπως οἱ πατέ­ρες του προ­σκύ­νη­σαν τὴ χρυ­σῆ ἀγε­λά­δα στὴν ἔρη­μο. Χιλιά­δες χιλιά­δων Ἰου­δαῖ­οι, μὰ ἐγὼ ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω.

Ἐδῶ βρέ­θη­κε ἕνας ἄνθρω­πος — ὁ μονα­δι­κὸς ἄνθρω­πος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγα­πᾷ περισ­σό­τε­ρο ἀπό τὸ συγ­γε­νῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπη­ρε­τεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπη­ρέ­τη. Δὲν ἔκα­νε τὸ μακρὺ καὶ κου­ρα­στι­κὸ ταξί­δι ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία ὼς τὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ τὸ Σάβ­βα­το καὶ τὴ γιορ­τή, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἑνὸς πονε­μέ­νου ἀνθρώ­που. Ἠρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νὰ καταγ­γεί­λει τὴ φοβε­ρὴ ἔλλει­ψη ἀγά­πης ἑνὸς λαοῦ ποὺ τὰ αἰσθη­τή­ριά του ἔχουν αμβλυν­θεί. Ὁ Ἄνθρω­πος ἦρθε γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώ­που. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: ἔγει­ρε, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει. καὶ εὐθέ­ως ἐγέ­νε­το ὑγι­ὴς ὁ ἄνθρω­πος, καὶ ἦρε τὸν κρά­βατ­τον αὐτοῦ καὶ περιε­πά­τει» (Ἰωάν. ἔ’ 8–9). Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ αὐτὴ καὶ προ­φα­νῶς γιὰ πάν­τα, ὁ ἄγγε­λος στα­μά­τη­σε νά ‘ρχε­ται καὶ νὰ ταρά­ζει τὸ νερὸ στὴν Προ­βα­τι­κὴ Κολυμ­βή­θρα. Για­τί ἐμφα­νί­στη­κε ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέ­λων, ποὺ θερα­πεύ­ει χωρὶς μεσά­ζον­τες. Ἐνό­σῳ οἱ ἄνθρω­ποι βρί­σκον­ταν κάτω ἀπό το Νόμο, ὑπη­ρέ­τες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε τοὺς δού­λους Του. Τώρα ποὺ ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτό­νη­σε, ἔρχε­ται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κον­τὰ στὸν ἄνθρω­πο, ὅπως ὁ πατέ­ρας στὰ παι­διά του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, τοὺς προ­σφέ­ρει τίς δωρε­ές Του.

Ἴσως ρωτή­σει κάποιος: Για­τί ὁ Κύριος δὲν ἔκα­νε στὸν ἄρρω­στο ἄνθρω­πο τὴ συνη­θι­σμέ­νη ἐρώ­τη­ση: Πιστεύ­εις; Για­τί δὲν ἐρεύ­νη­σε νὰ δεῖ ἂν ὑπῆρ­χε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκα­νε μὲ πολ­λοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ δὲν ἦταν ὁλο­φά­νε­ρη; Τριάν­τα ὀκτὼ χρό­νια κεί­τον­ταν ὑπο­μο­νε­τι­κὰ σ’ ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο τόπο, μὲ τὴν ἐλπί­δα πῶς θὰ λάβει βοή­θεια ἀπὸ τὸν οὐρα­νό. Δὲν πιστεύ­ει μόνο στὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ ἐνέρ­γεια τοῦ ἀγγέ­λου τοῦ Θεοῦ. Κατὰ κάποιο τρό­πο πιστεύ­ει καὶ στὸν Κύριο Ἰησοῦ, μ’ ὅλο ποὺ δὲν τὸν ἀπο­κα­λεῖ Κύριο. Δὲν εἶπε, «Ναί, Κύριε, θέλω νὰ γίνω καλά, μὰ ἄνθρω­πον οὐκ ἔχω». Θὰ πρέ­πει μὲ τὴν εὐκαι­ρία αὐτὴ νὰ θυμη­θοῦ­με πῶς ὁ Κύριος θερά­πευ­σε πολ­λοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους καὶ κωφά­λα­λους, χωρὶς νὰ τοὺς ρωτή­σει γιὰ τὴν πίστη τους. Τοὺς θερά­πευ­σε ἁπλᾶ ἀπὸ ἀγά­πη. Ἔτσι καὶ στὴ Βηθεσ­δὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήρ­γη­σε ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπὸ ἀγά­πη πρὸς τὸν ἄνθρω­πο ποὺ ὑπό­φε­ρε γιὰ τόσο μακρὺ διά­στη­μα, σ’ ἕνα περι­βάλ­λον ἐλε­ει­νό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρα­σε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκο­πό: γιὰ νὰ κατα­δεί­ξει τὴν ἔλλει­ψη ἀγά­πης ὄχι μόνο τῶν κατοί­κων τῆς Ἱερου­σα­λήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώ­πων τῆς ἐπο­χῆς, ποὺ ἔβλε­παν τὸ συνάν­θρω­πό τους νὰ ὑπο­φέ­ρει καὶ δὲν κου­νά­γα­νε τὸ δαχτυ­λά­κι τους γιὰ νὰ βοη­θή­σουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκό­πι­μα θερά­πευ­σε τὸν παρα­λυ­τι­κὸ ἡμέ­ρα Σάβ­βα­το, ἂν καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρα­σκευή, ἂν ἤθε­λε. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ καταγ­γεί­λει τὴν εἰδω­λο­λα­τρι­κὴ προ­σκύ­νη­ση τῶν Ἰου­δαί­ων στὴν ἡμέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του. Νὰ δεί­ξει πῶς ὁ ἄνθρω­πος ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ Σάβ­βα­το, πῶς ἡ ἀγά­πη ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὁποιο­δή­πο­τε εἶδος νομι­κῆς τυπο­λα­τρεί­ας. Ἡ πρά­ξη αὐτὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἔχει τὴ μονα­δι­κὴ σφρα­γῖ­δα τοῦ τρό­που ποὺ ἐνερ­γεῖ ο Θεός: νὰ στο­χεύ­σει σὲ πολ­λοὺς στό­χους ταυ­τό­χρο­να.

«Ἢν δὲ Σάβ­βα­τον ἐν ἐκεί­νῃ τὴν ἡμέ­ρα. ἔλε­γον οὔν οἱ Ἰου­δαῖ­οι τῷ τεθε­ρα­πευ­μέ­νῳ: Σάβ­βα­τόν ἔστιν οὐκ ἔξε­στί σοὶ ἆραι τὸν κρά­βατ­τον» (Ἰωάν. ἔ’ 9–10). Τί στρε­ψό­δι­κες ψυχὲς ἔχου­με ἐδῶ! Πόσο κλει­σμέ­νες καρ­διές! ‘Ἀντὶ νὰ χαροῦν ποῦ ἕνα σερ­νά­με­νο σκου­λή­κι στά­θη­κε ὄρθιο καὶ ξανά ‘γινε ἄνθρω­πος, ἀντὶ νὰ τὸν συγ­χα­ροῦν ποὺ ἀπο­κα­τα­στά­θη­κε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νὰ ξεση­κώ­σουν τὴν πόλη ὁλό­κλη­ρη, νὰ τοὺς καλέ­σουν ὅλους γιὰ νὰ δοξά­σουν τὸ ζων­τα­νὸ καὶ στορ­γι­κὸ Θεό, ἀντὶ γιὰ όλ’ αὐτὰ ἐξορ­γί­στη­καν μὲ τὸν ἄνθρω­πο ἐπει­δὴ κου­βα­λοῦ­σε στοὺς ὤμους του τὸ κρε­βά­τι του καὶ ξανα­γύ­ρι­ζε ὑγι­ὴς στὸ σπί­τι του. Ἄν μπρο­στὰ στὰ μάτια τους εἶχε ἀνα­στη­θεῖ κάποιος νεκρὸς ἄνθρω­πος ἤμέ­ρα Σάβ­βα­το, δὲ θὰ εἶχαν θαυ­μά­σει γιὰ τὴν ἀνά­στα­σή του ἀλλὰ θὰ τὸν ρωτοῦ­σαν: «Για­τί εἶσαι σκο­νι­σμέ­νος καὶ λερω­μέ­νος σήμε­ρα, ποὺ εἶναι Σάβ­βα­το;»

«Ἀπε­κρί­θῃ αὐτοῖς: ὁ ποι­ή­σας μὲ ὑγιῆ, ἐκεῖ­νος μοῦ εἶπεν ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σου καὶ περι­πά­τει. ἠρώ­τη­σαν οὔν αὐτόν· τίς ἔστιν ὁ ἄνθρω­πος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σοὶ καὶ περι­πά­τει;» (Ἰωάν. ἔ’ 11,12). Ἐδῶ ἔχου­με μιὰ ἀκό­μα ἀπό­δει­ξη τῆς τυφλό­τη­τας τῶν Ἰου­δαί­ων, τῆς τυπο­λα­τρι­κῆς καὶ μαγι­κῆς ἀντί­λη­ψης ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ Σάβ­βα­το. Ὁ ἄνθρω­πος ποὺ θερα­πεύ­τη­κε μιλά­ει πρώ­τη φορὰ γιὰ τὴ θερα­πεία του, τὴν ὁμο­λο­γεῖ ὡς τὸ πιὸ σπου­δαῖο πρᾶγ­μα, καὶ δεύ­τε­ρο γιὰ τὸ κρε­βά­τι ποὺ κου­βα­λά­ει στοὺς ὤμους του. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι δὲν ἐνδια­φέ­ρον­ται καθό­λου γιὰ τὴ θερα­πεία του, γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή του ποὺ ἄλλα­ξε. Ἀφοῦ ἄκου­σαν τὴν ἀπάν­τη­σή του, θὰ ἦταν φυσι­κὸ νὰ τὸν ρωτή­σουν μετά : «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ σὲ θερά­πευ­σε;» Mὰ ὄχι. Ἐκεῖ­νο ποὺ ρωτοῦν εἶναι τὸ ἄλλο, τὸ δευ­τε­ρεῦ­ον καὶ συμ­πτω­μα­τι­κό: Τίς ἔστιν ὁ ἄνθρω­πος ο ειπῶν σοί, ἆρον τὸν κρά­βατ­τόν σοὶ καὶ περι­πά­τει;

Πόσο διε­φθαρ­μέ­νος κατάν­τη­σε ὁ περιού­σιος λαός! Δέστε τί καρ­ποὶ βλά­στη­σαν στὴ γῆ ποὺ ἐξέ­θρε­ψε τὸ Μωυ­ση, τὸν Ἠσα­ΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλο­τε γνω­στὴ εὐλά­βεια τῶν Ἰσραη­λι­τῶν ἐξε­λί­χτη­κε σὲ μιὰ σαβ­βα­τoλα­τρεία. Ἡ ἱερα­τι­κὴ ὑπη­ρε­σία τοῦ Ζῶν­τος Θεοῦ ἔγι­νε μιὰ ἀστυ­νο­μι­κὴ ἐγρή­γορ­ση καὶ παρα­κο­λού­θη­ση τῆς τάξε­ως τῆς θεᾶς ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται «Σάβ­βα­το»!

«Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ἤδει τίς ἔστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἔξέ­νευ­σεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν.ε’13).Ὁ θερα­πευ­μέ­νος ἄνθρω­πος εἶχε κοι­τά­ξει ἀπὸ τὸ κρε­βά­τι του τὰ μάτια τοῦ Κυρί­ου. Εἶχε νιώ­σει τὴ ζωο­ποιὸ ἀνά­σα Του, εἶχε γνω­ρί­σει τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κή του δύνα­μη. Παρ’ όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς δώσει τὸ ὄνο­μα τοῦ θερα­πευ­τῆ του ἢ νὰ τοὺς πεὶ ἀπὸ ποὺ ἐρχό­ταν. Ὁ Κύριος μέ το ποὺ πραγ­μα­το­ποί­η­σε τὴ θερα­πεία χάθη­κε μέσα στὸ πλῆ­θος κι ἄφη­σε τὰ πράγ­μα­τα νὰ ἐξε­λι­χτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ σπο­ρέ­ας. Σπέρ­νει τὸν καλὸ σπό­ρο καὶ τὸν ἀφή­νει ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ καὶ μὲ τὸν και­ρὸ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει, ἀνά­λο­γα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπε­σε. Ὁ Κύριος ἔκα­νε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊ­κό, τόσο σὲ δύνα­μη ὅσο καὶ σὲ ἀγά­πη, κι ἀπο­σύρ­θη­κε γιὰ νὰ γλι­τώ­σει τὸν ἔπαι­νο τῶν ἀνθρώ­πων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργό­τε­ρα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώ­πων οὐ λαμ­βά­νω» (Ἰωάν. ἔ’ 41). Φεύ­γει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους γιὰ νὰ μὴ τὸν φθο­νή­σουν, ὅπως γίνε­ται συνή­θως. Φεύ­γει ὅμως γιὰ νὰ δώσει παρά­δειγ­μα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς ποὺ λεγό­μα­στε χρι­στια­νοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειο­ποιεῖ­ται καὶ δικαιώ­νε­ται ὅταν γίνε­ται μόνο ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὸν ἄνθρω­πο καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐπι­θυ­μοῦν νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιό­τη­τα, γιὰ νὰ προ­σελ­κύ­σουν τὸν ἔπαι­νο τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅποιος ἐπι­δεί­χνει τὰ καλά του ἔργα σὲ κοι­νὴ θέα, μοιά­ζει μὲ τὸν ἄνθρω­πο ποὺ βάζει τὰ πρό­βα­τα ἀνά­με­σα στοὺς λύκους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πολὺ τὰ καλά μας ἔργα, ν’ ἀπο­φεύ­γου­με νὰ προ­κα­λοῦ­με τὸν ἔπαι­νο ἤ το φθό­νο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύ­ει σκό­πι­μα τὸν ἔπαι­νο τῶν ἄλλων, ξέχω­ρα ἀπὸ τὸ καλό του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυὸ κακά: Τὸν ἔπαι­νο, ποὺ θὰ βλά­ψει τὸν ἴδιο προ­σω­πι­κά, καὶ τὸ φθό­νο, ποὺ θὰ βλά­ψει τοὺς ἄλλους.

«Μετὰ ταῦ­τα εὑρί­σκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ ἴδε ὑγι­ὴς γέγο­νας μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἶνα μὴ χει­ρὸν σοὶ τί γένη­ται» (Ἰωάν. ἐ14). Ὁ Κύριος θερά­πευ­σε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀνα­βι­βά­ζει τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ σὲ ἀνώ­τε­ρη σφαῖ­ρα, στὴν πνευ­μα­τι­κή του διά­στα­ση. Κάνει τὸν θερα­πευ­μέ­νο νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβε­ρῆς του ἀρρώ­στιας ἦταν ἡ ἁμαρ­τία. Καὶ τὸν προ­ει­δο­ποιεῖ νὰ πάψει ν’ ἁμαρ­τά­νει. Ἶνα μὴ χει­ρὸν σοὶ τί γένη­ται.

Δὲν εἶναι γνω­στὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρ­τί­ας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρω­πος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοη­θά­ει ἡ γνώ­σῃ αὐτή. Ξέρου­με πῶς ὁ Θεὸς ἀπο­στρέ­φε­ται κάθε ἁμαρ­τία, πῶς ἡ ἁμαρ­τία μας ἀπο­μα­κρύ­νει ἀπὸ κον­τά Του. Γνω­ρί­ζου­με πῶς κάθε ἁμαρ­τία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχου­με μετα­νο­ή­σει, ἀργὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ προ­κα­λέ­σει πόνο, θὰ φέρει βάσα­να. Μηκέ­τι ἁμάρ­τα­νε, ἶνα μὴ χει­ρὸν σοὶ τί γένη­ται. Τώρα ὁ Θεός σου ἔδει­ξε τὸ ἔλε­ός Του, ἡ ἁμαρ­τία σοῦ συχω­ρέ­θη­κε. Μὴν ἐξα­κο­λου­θεῖς νὰ πει­ρά­ζεις το Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προ­κα­λεῖς. Για­τί τότε, ἀντὶ γιὰ τὴν εὐσπλα­χνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναν­τή­σεις τὴ δικαιο­κρι­σία Του. “Ἄν κατόρ­θω­σες νὰ δικαιω­θεῖς ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προ­η­γού­με­νη ἁμαρ­τία σου, μὲ μιὰ ἀνε­παρ­κῆ γνώ­ση γιὰ τὴ δύνα­μή του, μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔγι­νε δὲ θὰ μπο­ρέ­σεις νὰ βρεῖς δικαιο­λο­γία.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ θαυ­μά­σια ἀλλὰ καὶ φοβε­ρὴ προ­ει­δο­ποί­η­ση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιὰ μιὰ φορὰ νιώ­σα­με τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δὲν πρέ­πει νὰ ξανα­μαρ­τή­σου­με, μήπως μᾶς βρεὶ κάτι χει­ρό­τε­ρο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς λύτρω­σε ὁ Θεός.

«Ἀπῆλ­θεν ὁ ἄνθρω­πος καὶ ἀνήγ­γει­λε τους Ἰου­δαί­οις ὅτι Ἰησοῦς ἔστιν ὁ ποι­ή­σας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν. ἐ15). Εἶδε ὅτι ὠφε­λή­θη­κε ὁ ἄνθρω­πος κι εἶπε στοὺς Ἰου­δαί­ους πῶς τὸν ἔκα­νε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκα­νε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προ­θέ­σεις. Τὸν ρωτή­σα­νε γιὰ τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμι­σε πῶς ἦταν καλὸ νὰ τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιω­σε πῶς τὸ ὄφει­λε αὐτὸ στὸν εὐερ­γέ­τη του, ἔπρε­πε νὰ γνω­ρί­σει τὸ ὄνο­μά του στοὺς ἄλλους, νὰ τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλι­στα ἐκεῖ­νοι ποὺ τὸν ρώτη­σαν. Βρι­σκό­ταν ξαπλω­μέ­νος στὸ κρε­βά­τι του τριάν­τα ὀκτὼ χρό­νια. Τὸ μόνο ποὺ σκε­φτό­ταν όλ’ αὐτὰ τὰ χρό­νια ὁ φτω­χὸς ἄνθρω­πος, ἦταν οἱ πόνοι του. Οὔτε νὰ φαν­τα­στεῖ δὲν μπο­ροῦ­σε πόσο πονη­ρὲς ἦταν οἱ καρ­διές ἐκεί­νων ποὺ ρωτοῦ­σαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­ψια­στεῖ πῶς ἐκεῖ­νοι δὲ ρωτοῦ­σαν γιὰ νὰ δοξά­σουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυ­μα­τουρ­γό, μὰ γιὰ νὰ τὸν θανα­τώ­σουν, ἐπει­δὴ δὲν τήρη­σε τὴν ἀργία τοῦ Σαβ­βά­του;

Πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με ἰδιαί­τε­ρα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαί­νει καὶ λέει στοὺς Ἰου­δαί­ους πῶς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ποῦ τὸν θερά­πευ­σε. Κατέ­χε­ται ὁλό­κλη­ρος ἀπὸ τὴ σκέ­ψη τῆς θερα­πεί­ας καὶ τοῦ θερα­πευ­τῆ του. Οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ἀντί­θε­τα, κατέ­χον­ταν ἀπὸ τὴ σκέ­ψη τοῦ σαβ­βα­τι­σμοῦ, τῆς μὴ τήρη­σης τοῦ Σαβ­βά­του. Σ’ αὐτὲς τίς περί­ερ­γες στιγ­μές, ἐκεῖ­νος ἴσως δὲν κατα­λά­βαι­νε τὴ δια­φο­ρὰ τοῦ τρό­που ποὺ σκέ­φτον­ταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτὸς κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰου­δαῖ­οι. Συνε­παρ­μέ­νος ἀπὸ τὸ θαῦ­μα τοὺς μετα­δί­δει τὴ δική του ἐκδο­χή, τίς μεγά­λες καὶ εὐχα­ρι­στή­ριες σκέ­ψεις γιὰ τὴν ἐπί­σκε­ψη ποὺ δέχτη­κε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκα­νε ὁ Θεός. Δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παρα­τη­ρή­σει τὴ στε­νο­μυα­λιὰ καὶ τίς πονη­ρὲς δια­θέ­σεις τους, ποὺ κρύ­βον­ταν ὅπως τὰ φίδια κάτω ἀπὸ τὰ φυλ­λώ­μα­τα. Ἡ σκέ­ψη καὶ ἡ διά­θε­σή του ἦταν νὰ δοξο­λο­γή­σει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐερ­γέ­τη του. Ἡ σκέ­ψη κι ἡ διά­θε­ση τῶν Ἰου­δαί­ων ἦταν νὰ τὸν θανα­τώ­σουν. «Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἐζή­τουν αὐτὸν ἀπο­κτεῖ­ναι», γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς (Ἰωάν. ἔ’ 16). Για­τί ἤθε­λαν νὰ τὸν σκο­τώ­σουν; Μήπως ἐπει­δὴ ἦταν ὁ μονα­δι­κὸς ἄνθρω­πος ποὺ πρό­σε­ξε το δυστυ­χῆ παρά­λυ­το τὰ τριάν­τα ὀκτὼ αὐτὰ χρό­νια; Μάλι­στα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπει­δὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μονα­δι­κὸς ἄνθρω­πος ποὺ ἔδω­σε μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώ­που, ἀπὸ τὴν τυπο­λα­τρία τοῦ σαβ­βα­τι­σμοῦ τῶν Ἰου­δαί­ων.

Ὁ Κύριος πέρα­σε ἀπα­ρα­τή­ρη­τος ἀνά­με­σα ἀπὸ τίς παγί­δες καὶ τίς ἐνέ­δρες τῆς κακί­ας τῶν Ἰου­δαί­ων, σκορ­πί­ζον­τας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς ἀγά­πης γιὰ τοὺς ἀνθρώ­πους, ὡς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀπο­φά­σι­σε πῶς ἦρθε ἡ ὥρα νὰ παρα­δο­θεῖ στὰ χέρια τῶν Ἰου­δαί­ων. Γιὰ νὰ δεί­ξει τὴ μεγα­λο­σύ­νη Του μὲ τὴν ταπεί­νω­σή Τοῦ, νὰ νική­σει το θάνα­το μὲ τὸ θάνα­τό Του. Σ’ Αὐτὸν πρέ­πει ἢ τιμὴ κι ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ κολυμ­βή­θρα

«Ἄγγε­λος γὰρ κατὰ και­ρὸν κατέ­βαι­νεν ἐν τῇ κολυμ­βή­θρα, καὶ ἐτα­ράσ­σε­το τὸ ὕδωρ» (Ἰωάν. 5, 4)

ΥΠΗΡΧΕ, λέει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ὑπῆρ­χε στὴν ἄκρη τῆς ἀρχαί­ας πόλε­ως τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων μιᾷ δεξα­με­νῇ, ποὺ οἱ Ἑβραῖ­οι τὴν ἔλε­γαν Βηθεσ­δά. Ἦταν μιὰ στέρ­να, ποὺ μάζευε νερό. Ἀλλὰ τί νερό! Νερό, ποὺ ἔκα­νε θαύ­μα­τα. Σὲ μιὰ στιγ­μή, ποὺ κανεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μαν­τέ­ψῃ, τὸ νερό της στέρ­νας ἄρχι­ζε νὰ ταρά­ζε­ται. Τὸ τάρα­ζε ἄγγε­λος τοῦ Θεοῦ. Ἄν τὴ στιγ­μή, ποὺ ὁ ἄγγε­λος τάρα­ζε τὸ νερό, ἕνας ἄρρω­στος ἔπε­φτε ἀμέ­σως μέσα στὴ στέρ­να, γινό­ταν καλά. Για­τί τὸ νερὸ ἔπαιρ­νε θεϊ­κὴ δύνα­μι. Ἀλλὰ θερά­πευε μόνο ἕναν αὐτόν, ποὺ πρῶ­τος ἔπε­φτε στὸ νερὸ ὕστε­ρα ἀπό τὴν ταρα­χή. Δεύ­τε­ρος ἂν ἔπε­φτε στὸ νερό, δὲν θερα­πευό­ταν. Θὰ ἔπρε­πε νὰ ξανάρ­θη ὁ ἄγγε­λος νὰ ταρά­ξῃ τὸ νερό, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σῃ ἄλλος ἄρρω­στος νὰ πέσῃ μέσα καὶ νὰ θερα­πευ­θῇ. Κάθε φορὰ ἕνα καὶ μόνο θαῦ­μα γινό­ταν.

Ἀλλά, ἂν καὶ ἕνας μόνο ἄρρω­στος θερα­πευό­ταν, ἔφτα­νε ὅμως τὸ ἕνα αὐτὸ θαῦ­μα, ποὺ γινό­ταν σὲ μιὰ ἄγνω­στη στιγ­μὴ τοῦ χρό­νου, νὰ τρα­βή­ξῃ κόσμο πολὺ στὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ στέρ­να. Ἄρρω­στοι, τυφλοί, κου­φοί, παρά­λυ­τοι, μαζὶ μὲ τοὺς συγ­γε­νεῖς τοὺς μαζεύ­ον­ταν ἐκεῖ. Δὲν ἔφευ­γαν ἀπό τῇ στέρ­να. Ἔμε­ναν ἐκεῖ νύχτα καὶ μέρα, χει­μῶ­να — καλο­καί­ρι. Ἔμε­ναν κάτω ἀπὸ ὑπό­στε­γα, ποὺ εἶχαν κτι­σθῇ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο. Ὅλοι κοί­τα­ζαν τῇ στέρ­να. Περί­με­ναν τὸ θαῦ­μα. Καί τὴ στιγ­μὴ ποὺ ταρα­ζό­ταν τὸ νερὸ οἱ συγ­γε­νεῖς ποὺ συνό­δευαν τοὺς ἀρρώ­στους τοὺς ἅρπα­ζαν γιὰ νὰ τοὺς ρίξουν μέσα στὸ νερό. Ἄν ἦταν ἑκα­τὸ αὐτοὶ ποὺ ἔπε­φταν μέσα στὸ νερό, ἕνας μόνο θερα­πευό­ταν. Τί πόλε­μος θὰ γινό­ταν ἀνά­με­σα στοὺς συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους! Συνέ­βαι­νε, δηλα­δή, κάτι παρό­μοιο μὲ ἐκεῖ­νο, ποὺ συμ­βαί­νει σήμε­ρα στὴν ἑορ­τὴ τῶν Θεο­φα­νεί­ων, ὅταν ὁ ἱερεὺς ρίχνῃ το σταυ­ρό. Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ πιά­σουν το σταυ­ρό, πέφτουν στὸ νερό, προ­σπα­θοῦν, ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ ὅλους κατορ­θώ­νει νὰ τὸν βρῆ, καὶ βγαί­νει ἀπ’ τὸ νερὸ νικη­τής, κρα­τῶν­τας τὸ σταυ­ρὸ στὸ χέρι.

Ἐκεῖ στὴ στέρ­να βρι­σκό­ταν κ’ ἕνας πολὺ δυστυ­χι­σμέ­νος. Ἦταν παρά­λυ­τος. Ἔμε­νε μέρες καὶ νύχτες, ἔμε­νε μῆνες καὶ χρό­νια. 38 ὁλό­κλη­ρα χρό­νια πέρα­σαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔμει­νε παρά­λυ­τος καὶ κάποιοι ἄνθρω­ποι, ἴσως συγ­γε­νεῖς του, γιὰ νὰ ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπ’ αὐτόν, τὸν ἔφε­ραν στὴ στέρ­να. Μὰ κατό­πιν τὸν ἄφη­σαν οἱ ἄσπλα­χνοι κ’ ἔφυ­γαν, κι αὐτὸς ἔμε­νε ἐκεῖ μόνος. Παρά­λυ­τος ὅπως ἦταν, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τρέ­ξῃ καὶ νὰ προ­λά­βῃ νὰ πέσῃ πρῶ­τος στὸ νερό, ὅταν ἄγγε­λος τὸ τάρα­ζε. Ἄλλοι, ποὺ εἶχαν ἔρθει ὕστε­ρα ἀπ’ αὐτόν, προ­λά­βαι­ναν καὶ θερα­πεύ­ον­ταν. Κι ὅμως αὐτὸς δὲν ἀπελ­πι­ζό­ταν. Εἶχε ἐλπί­δα. Ἀξιο­θαύ­μα­στη ἡ ὑπο­μο­νή του. Ἄς διδα­χθοῦ­με. Ἐμεῖς, ὅταν ζητᾶ­με κάτι ἀπὸ τὸ Θεό, θέλου­με ἀμέ­σως νά μας τὸ κάνῃ. Ἅμα δὲν γίνε­ται αὐτὸ ποὺ ζητᾶ­με, γογ­γύ­ζου­με καὶ βλα­στη­μᾶ­με. Ὁ παρά­λυ­τος ἐκεῖ­νος 38 χρό­νια περί­με­νε, καὶ ὅμως δὲν ἐγόγ­γυ­ζε, δὲν βλα­στη­μοῦ­σε το Θεό, δὲν κατα­ριώ­ταν τὴ μέρα ποὺ γεν­νή­θη­κε. Ἕνας σωστὸς ἥρω­ας, ἥρω­ας ὑπο­μο­νῆς ἀνα­δεί­χθη­κε. Αὐτὸν λοι­πὸν τὸν ἥρωα ἦλθε νὰ τιμή­σῃ καὶ νὰ βρα­βεύ­σῃ ὁ Χρι­στός. Βρα­βεῖο ἡ θερα­πεία του. Τὸν θερά­πευ­σε μὲ ἕνα λόγο του, μὲ μιὰ καὶ μόνο δια­τα­γή. «Σήκω πάνω», του εἶπε, «πᾶρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περ­πά­τη­σε». Χίλιες τέτοιες δια­τα­γὲς νὰ δώσουν σ’ ἕναν παρά­λυ­το οἱ ἰσχυ­ροὶ τοῦ κόσμου, οἱ βασι­λιᾶ­δες, οἱ ἐπι­στή­μο­νες, οἱ για­τροί, τί ἐπί­δρα­σι θὰ ἔχουν οἱ δια­τα­γές τους; Καμ­μιά. Ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε λόγος παν­το­δύ­να­μος, λόγος ποὺ κάνει θαύ­μα­τα. Ὄχι παν­τοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἀντι­δρᾷ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, καὶ παρα­δί­νε­ται μὲ ἐμπι­στο­σύ­νη στὰ χέρια του, καὶ σὰν τὸν παρά­λυ­το λέει «Θέλω».

Τὴ στέρ­να τῆς Βηθεσ­δὰ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο τὴν oνο­μά­ζει κολυμ­βή­θρα. Ἡ κολυμ­βή­θρα αὐτή, ὅπως ἑρμη­νεύ­ουν οἱ διδά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, εἶνε μιᾷ σκιᾷ, ἕνας τύπος τῆς πραγ­μα­τι­κῆς κολυμ­βή­θρας. Ἡ δὲ πραγ­μα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτι­σμα. Ἄς προ­σέ­ξου­με τίς ὁμοιό­τη­τες ποὺ ὑπάρ­χουν ἀνά­με­σα στὶς δυὸ κολυμ­βῆ­θρες, ἀλλὰ καὶ τὴ μεγά­λη δια­φο­ρά.

Νερὸ στὴ μιὰ κολυμ­βή­θρα, νερὸ καὶ στὴν ἄλλη. Τὸ νερό της κολυμ­βή­θρας τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων, πρὶν τὸ ταρά­ξῃ ὁ ἄγγε­λος, ἦταν ἕνα νερὸ ὅπως ὅλα τὰ νερά, χωρὶς καμ­μιὰ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ δύνα­μι» ἀλλὰ καὶ τὸ νερό, ποὺ χρη­σι­μο­ποιοῦ­με οἱ χρι­στια­νοὶ γιὰ τὸ βάπτι­σμα, εἶνε νερὸ παρ­μέ­νο ἀπὸ βρῦ­σες καὶ ποτά­μια, νερὸ κοι­νό, ποὺ δὲν ἔχει καμ­μιὰ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ χάρι. Ἀλλά τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἱερεὺς τελεῖ τὸ μυστή­ριο καὶ δια­βά­ζει τίς εὐχὲς καὶ ζητεῖ νὰ ἔλθῃ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο, τότε τὸ νερό της κολυμ­βή­θρας παίρ­νει θεϊ­κὴ δύνα­μι, καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ κάνει τὸ θαῦ­μα. Θαῦ­μα, ποὺ εἶνε ἀσυγ­κρί­τως ἀνώ­τε­ρο ἀπὸ τὸ θαῦ­μα τῆς κολυμ­βή­θρας τῆς Βηθεσ­δά. Ναί, ἀνώ­τε­ρο! Για­τί; Διό­τι ἡ κολυμ­βή­θρα ἐκεί­νη θερά­πευε μόνο σώμα­τα. Δὲν ἄγγι­ζε τὴν ψυχή. Δὲν ἐλευ­θέ­ρω­νε τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὴ φοβε­ρὴ ἀρρώ­στια ποὺ λέγε­ται ἁμαρ­τία. Ἐνῶ ἡ κολυμ­βή­θρα τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας καθα­ρί­ζει σῶμα καὶ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, ποὺ πήρα­με κλη­ρο­νο­μιὰ ἀπὸ τὸν πρῶ­το ἄνθρω­πο καὶ αὐξή­σα­με καὶ πολ­λα­πλα­σιά­σα­με μὲ τίς δικές μας προ­σω­πι­κὲς ἁμαρ­τί­ες. Καὶ ἂν μὲν κανεὶς βαπτι­σθῆ νήπιο, καθα­ρί­ζε­ται μόνο ἀπὸ τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁμάρ­τη­μα. Ἄν ὅμως βαπτι­σθῇ σὲ μεγά­λη ἡλι­κία, τότε καθα­ρί­ζε­ται καὶ ἀπὸ τὴν προ­πα­το­ρι­κὴ ἁμαρ­τία καὶ ἀπὸ τίς δικές του προ­σω­πι­κὲς ἁμαρ­τί­ες.

Τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα αὐτὸ δὲν φαί­νε­ται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων, ἀλλ’ εἶνε ἕνα θαῦ­μα ποὺ βλέ­πουν οἱ ἄγγε­λοι μὲ κατά­πλη­ξι. Ἄν εἴχα­με μάτια ἀγγέ­λων καὶ βλέ­πα­με τί κατορ­θώ­νει ἡ θεία χάρις μὲ τὸ ἱερὸ βάπτι­σμα, θὰ βλέ­πα­με, ὅτι προ­τοῦ μπῆ στὸ νερό της κολυμ­βή­θρας ὁ ἀβά­πτι­στος εἶνε μαῦ­ρος στὴν ψυχὴ σὰν τὸν ἀρά­πη. Ὅταν ὅμως βαπτι­σθῇ στὸ ὄνο­μα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τότε, ὧ τότε, βγαί­νον­τας ἀπὸ τὸ νερό της κολυμ­βή­θρας, βγαί­νει ἄσπρος στὴν ψυχὴ σὰν τὸ χιό­νι. Δὲν ἔχει ἐπά­νω του καμ­μιὰ ἁμαρ­τία. Δὲν τὸν βαραί­νει καμ­μιὰ ἐνο­χή. Λού­στη­κε, καθα­ρί­στη­κε, ἔγι­νε παι­δὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ λάμ­πει ὁλό­κλη­ρος. Καὶ ἂν πεθά­νῃ μετὰ τὸ βάπτι­σμα, πηγαί­νει στὸν παρά­δει­σο γιὰ νὰ ζῆ ἐκεῖ αἰώ­νια μὲ ἀγγέ­λους καὶ ἀρχαγ­γέ­λους. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς, ποὺ τὰ μικρά τους παι­διὰ πεθαί­νουν βαπτι­σμέ­να, δὲν πρέ­πει νὰ τὰ κλαῖ­νε. Αὐτὰ τὰ ἀθῶα πλά­σμα­τα σὰν ἀγγε­λού­δια πηγαί­νουν στὸν οὐρα­νὸ καὶ χαί­ρον­ται. Νὰ μὴν κλαῖ­με λοι­πὸν τὰ νήπια ποὺ πεθαί­νουν, ἀλλὰ νὰ φυλά­ξου­με τὰ δάκρυά μας γιὰ τὸν ἑαυ­τό μας, ποὺ εἴμα­στε μεγά­λοι καὶ ἁμαρ­τά­νου­με καθη­με­ρι­νῶς καὶ μὲ τίς ἁμαρ­τί­ες μας μολύ­νου­με τὴν ψυχή, λερώ­νου­με τὴ λευ­κὴ στο­λὴ τοῦ ἱεροῦ βαπτί­σμα­τος.

Ἀγα­πη­τοί! Ὅλοι βαπτι­σθή­κα­με. Ἄσπροι βγή­κα­με, μὰ δυστυ­χῶς μαῦ­ροι γινό­μα­στε μὲ τίς ἁμαρ­τί­ες. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Θεός, ὁ ἐλε­ή­μων καὶ φιλάν­θρω­πος, δὲν μᾶς διώ­χνει. Μᾶς καλεῖ νὰ μετα­νο­ή­σου­με καὶ νὰ ἐπι­στρέ­ψου­με σ’ αὐτόν. Τὰ δάκρυα γιὰ τίς ἁμαρ­τί­ες ποὺ κάνου­με ὕστε­ρα ἀπὸ τὸ βάπτι­σμα, αὐτὰ τὰ δάκρυα γίνον­ται μιὰ ἄλλη κολυμ­βή­θρα. Νὰ τρέ­χα­με σ’ αὐτὴ τὴν κολυμ­βή­θρα ὅπως ἔτρε­χαν οἱ ἄρρω­στοι ἐκεῖ­νοι στὴν προ­βα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα! Ὁ Χρι­στὸς θὰ μᾶς δεχό­ταν καὶ θὰ μᾶς θερά­πευε, ὁποια­δή­πο­τε ἀρρώ­στια καὶ ἂν εἴχα­με. Ὁ Χρι­στός, αὐτὸς εἶνε ἡ ἰαμα­τι­κὴ κολυμ­βή­θρα ὅλων τῶν αἰώ­νων. Αὐτὸς διὰ μέσου τῶν ἱερέ­ων τελεῖ τὰ μυστή­ρια καὶ πλέ­νει καὶ καθα­ρί­ζει τοὺς ἁμαρ­τω­λούς. Αὐτὸς κάνει τὰ μεγά­λα θαύ­μα­τα. Ὁ Χρι­στός. Ναί. Αὐτὸς εἶνε ὁ μεγά­λος ἰατρός, ποὺ θερα­πεύ­ει κάθε ἀρρώ­στια. Σ’ αὐτὸν ἀνή­κει ἡ δόξα καὶ τὸ κρά­τος εἰς τοὺς αἰῶ­νας τῶν αἰώ­νων.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek