ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ Οικ. Συνόδου) (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ) — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (ΙΖ΄ 1 – 13)

1Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ ἐπά­ρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρα­νὸν, εἶπε· Πάτερ, ἐλή­λυ­θεν ἡ ὥρα· δόξα­σόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξά­σῃ σέ, 2καθὼς ἔδω­κας αὐτῷ ἐξου­σί­αν πάσης σαρ­κός, ἵνα πᾶν ὃ δέδω­κας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώ­νιον. 3αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώ­νιος ζωή, ἵνα γινώ­σκω­σιν σὲ τὸν μόνον ἀλη­θι­νὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέ­στει­λας Ἰησοῦν Χρι­στόν. 4ἐγώ σε ἐδό­ξα­σα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτε­λειώ­σα ὃ δέδω­κάς μοι ἵνα ποι­ή­σω· 5καὶ νῦν δόξα­σόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυ­τῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6Ἐφα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄνο­μα τοῖς ἀνθρώ­ποις οὓς δέδω­κάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδω­κας, καὶ τὸν λόγον σου τετη­ρή­κα­σι. 7νῦν ἔγνω­καν ὅτι πάν­τα ὅσα δέδω­κάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8ὅτι τὰ ῥήμα­τα ἃ ἔδω­κάς μοι δέδω­κα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλα­βον καὶ ἔγνω­σαν ἀλη­θῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλ­θον, καὶ ἐπί­στευ­σαν ὅτι σύ με ἀπέ­στει­λας. 9ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρω­τῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρω­τῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδω­κάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10καὶ τὰ ἐμὰ πάν­τα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδό­ξα­σμαι ἐν αὐτοῖς. 11καὶ οὐκέ­τι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχο­μαι. Πάτερ ἅγιε, τήρη­σον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνό­μα­τί σου οὓς δέδω­κάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτή­ρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνό­μα­τί σου οὓς δέδω­κάς μοι ἐφύ­λα­ξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώ­λε­το εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπω­λεί­ας, ἵνα ἡ γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. 13νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχο­μαι, καὶ ταῦ­τα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχω­σι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπλη­ρω­μέ­νην ἐν αὑτοῖς.

Αυτά είπεν ο Ιησούς προς τους μαθη­τάς του και έπει­τα εσή­κω­σε τα μάτια του στον ουρα­νόν και είπε· “Πατερ έφθα­σεν η ώρα, την οποί­αν η αγα­θό­της και η σοφία σου ώρι­σε. Δοξα­σε και ως άνθρω­πον τον Υιόν σου, ο οποί­ος βαδί­ζει προς την θυσί­αν, δια να σε δοξά­ση και ο Υιός σου με τα ανα­ρίθ­μη­τα πλή­θη των ανθρώ­πων, τα οποία δια της λυτρω­τι­κής του θυσί­ας θα πιστεύ­σουν εις σε και θα σωθούν. Δοξα­σε τον, όπως άλω­στε και τον εδό­ξα­σες έως τώρα, διό­τι του έδω­κες εξου­σί­αν επί όλης της ανθρω­πό­τη­τος, δια να δώση εις όλους αυτούς, που του έδω­κες, ζωήν αιώ­νιον. Αυτή δε είναι η αιώ­νιος ζωη, να γνω­ρί­ζουν οι άνθρω­ποι σε τον μόνον αλη­θι­νόν Θεόν, να απο­λαμ­βά­νουν τας απεί­ρους τελειό­τη­τάς σου με την στε­νήν επι­κοι­νω­νί­αν και αγά­πην προς σε, να γνω­ρί­ζουν δε επί­σης και τον Ιησούν Χρι­στόν, που έστει­λες στον κόσμον. Εγώ με την ζωήν και το έργον μου σε εδό­ξα­σα εις την γην. Εκα­μα γνω­στόν το όνο­μά σου στους ανθρώ­πους και με την σταυ­ρι­κήν μου θυσί­αν την οποί­αν μετ’ ολί­γον προ­σφέ­ρω, ετε­λεί­ω­σα το έργον, το οποί­ον μου έδω­κες να πραγ­μα­το­ποι­ή­σω. Και τώρα, δόξα­σέ με και συ, Πατερ, πλη­σί­ον σου με την δόξαν την οποί­αν είχα κον­τά σου, πριν άκο­μα λάβη ύπαρ­ξιν από σε ο κόσμος. Εφα­νέ­ρω­σα το όνο­μά σου στους ανθρώ­πους, τους οποί­ους συ επή­ρες από τον κόσμον και μου τους έδω­κες ως μαθη­τάς μου. Ησαν ιδι­κοί σου, σύμ­φω­να με την αγα­θήν διά­θε­σιν που είχαν, και συ τους έδω­κες εις εμέ, και αυτοί εφύ­λα­ξαν την εντο­λήν σου. Τωρα έμα­θαν καλύ­τε­ρα ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προ­έρ­χον­ται από σε. Την γνώ­σιν των και πεποί­θη­σιν αυτήν μαρ­τυ­ρεί και το γεγο­νός ότι τους λόγους, που μου έδω­κες, τους έδω­σα εις αυτούς και αυτοί τους εδέ­χθη­σαν και εσχη­μά­τι­σαν την βεβαί­αν γνώ­σιν και πεποί­θη­σιν, ότι πράγ­μα­τι εγώ εγεν­νή­θη­κα και εβγή­κα στον κόσμον από σε και επί­στευ­σαν ότι συ με έστει­λες. Εγώ ειδι­κώς δι’ αυτούς σε παρα­κα­λώ τώρα ως μέγας αρχιε­ρεύς και μεσί­της· δεν σε παρα­κα­λώ δια τον κόσμον τον αμαρ­τω­λόν και άπι­στον, αλλά δι’ αυτούς που μου έδω­κες, διό­τι εξα­κο­λου­θούν να είναι και θα είναι ιδι­κοί σου. 10 Αλλω­στε όλα τα ιδι­κά μου είναι ιδι­κά σου και τα ιδι­κά σου είναι ιδι­κά μου. Και αυτοί οι μαθη­ταί μου ήσαν ιδι­κοί σου και έγι­ναν ιδι­κοί μου και εξα­κο­λου­θούν να είναι ιδι­κοί σου. Και εγώ έχω δοξα­σθή εν μέσω αυτών, οι οποί­οι με εγνώ­ρι­σαν ως Υιόν σου και Θεόν. 11 Και δεν είμαι πλέ­ον στον κόσμον αυτόν αισθη­τώς μετα­ξύ των με το σώμα μου, και αυτοί είναι στον κόσμον, δια να εκπλη­ρώ­σουν την υψη­λήν απο­στο­λήν των. Και εγώ έρχο­μαι προς σε. Πατερ άγιε, φύλα­ξέ τους με την θεί­αν σου δύνα­μιν και αγά­πην, αυτούς τους οποί­ους συ μου έδω­κες, ώστε να είναι ενω­μέ­νοι μετα­ξύ των εις ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα, όπως είμε­θα ημείς. 12 Οταν ήμουν μαζή των στον κόσμον, εγώ τους επρο­φύ­λασ­σα με την ιδι­κήν σου ακα­τα­γώ­νι­στον δύνα­μιν και προ­στα­σί­αν. Εφύ­λα­ξα αυτούς που μου έδω­κες και κανέ­νας από αυτούς δεν εχά­θη­κε, παρά μόνον ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της, δια να εκπλη­ρω­θούν έτσι και αι προ­φη­τεί­αι της Γρα­φής. 13 Τωρα όμως έρχο­μαι προς σε και ενώ ευρί­σκο­μαι ακό­μη στον κόσμον, λέγω αυτά, δια να τα ακού­σουν και οι ίδιοι, ώστε να έχουν την ιδι­κήν μου τελεί­αν χαράν ολό­κλη­ρον και πλή­ρη έντος αυτών. 

Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθη­τές του κι έπει­τα σήκω­σε τα μάτια του στον ουρα­νό και είπε: Πάτερ, ήλθε η ώρα που η σοφία σου όρι­σε για να πάθω και να θυσια­σθώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξα­σε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση του? για να σε δοξά­σει και ο Υιός σου με την απο­λύ­τρω­ση και τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων, η οποία θα ολο­κλη­ρω­θεί με τη θυσία του αυτή και με την αιώ­νια αρχιε­ρα­τι­κή μεσι­τεία του που θα ακο­λου­θή­σει μετά απ’ αυτή. Δόξα­σε τον Υιό σου σύμ­φω­να με την εξου­σία που του έδω­σες πάνω σ’ όλη την ανθρω­πό­τη­τα, για να δώσει ζωή αιώ­νια ως αιώ­νιος αρχιε­ρεύς καθι­σμέ­νος στα δεξιά σου σ’ όλο το πλή­θος εκεί­νο που του έδω­σες και οι οποί­οι πίστε­ψαν σ’ αυτόν. Αυτή είναι η αιώ­νια ζωή, το να γνω­ρί­ζουν οι άνθρω­ποι συνε­χώς όλο και περισ­σό­τε­ρο εσέ­να, τον μόνο αλη­θι­νό Θεό, και τον Ιησού Χρι­στό, τον οποίο απέ­στει­λες στον κόσμο, έχον­τας ζων­τα­νή επι­κοι­νω­νία με σένα και απο­λαμ­βά­νον­τας τις άπει­ρες τελειό­τη­τές σου. Εγώ γνω­στο­ποί­η­σα το όνο­μά σου στους ανθρώ­πους και υπά­κου­σα τελεί­ως στο θέλη­μά σου, κι έτσι σε δόξα­σα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προ­σφέ­ρω σε λίγο πάνω στο σταυ­ρό, ολο­κλή­ρω­σα τελεί­ως το έργο που μου έδω­σες να επι­τε­λέ­σω. Και τώρα που η επί­γεια απο­στο­λή μου τελεί­ω­σε, ανά­δει­ξέ με με την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψή μου αιώ­νιο αρχιε­ρέα και δόξα­σέ με και ως άνθρω­πο εσύ, Πάτερ, δίπλα σου, με τη δόξα που είχα κον­τά σου προ­τού να δημιουρ­γη­θεί ο κόσμος. Φανέ­ρω­σα το όνο­μά σου κι έκα­να γνω­στές τις άπει­ρες τελειό­τη­τές σου στους ανθρώ­πους που απέ­σπα­σες από τους κόλ­πους του κόσμου και τους έδω­σες σε μένα. Η πρό­θε­σή τους ήταν αγα­θή και γι’ αυτό ήταν δικοί σου. Εσύ τους έδω­σες σε μένα, κι αυτοί τήρη­σαν το λόγο σου, τον οποίο τους απο­κά­λυ­ψα. Τώρα έμα­θαν τελειό­τε­ρα και πεί­σθη­καν ότι η διδα­σκα­λία μου και τα έργα μου και όλα γενι­κό­τε­ρα όσα μου έδω­σες προ­έρ­χον­ται από σένα. Και από­δει­ξη ότι έλα­βαν την πλη­ρο­φο­ρία και τη γνώ­ση αυτή είναι: ότι τους λόγους που μου έδω­σες για να τους απο­κα­λύ­ψω στους ανθρώ­πους, εγώ τους παρέ­δω­σα σ’ αυτούς με τη διδα­σκα­λία μου, και αυτοί τους παρέ­λα­βαν και τους απο­δέ­χθη­καν. Και απέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τη βεβαιό­τη­τα και την πεποί­θη­ση ότι γεν­νή­θη­κα και βγή­κα από τους κόλ­πους σου, και πίστε­ψαν ότι εσύ με απέ­στει­λες στον κόσμο. Εγώ, που τόσο εργά­στη­κα για να τους οδη­γή­σω στην αλη­θι­νή αυτή γνώ­ση και πίστη, σε παρα­κα­λώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιε­ρεύς και μεσί­της. Δεν σε παρα­κα­λώ τη στιγ­μή αυτή για τον κόσμο της απι­στί­ας και της αμαρ­τί­ας, αλλά σε παρα­κα­λώ για κεί­νους που μου έδω­σες? διό­τι, ενώ μου τους έδω­σες, δεν παύ­ουν να είναι δικοί σου. 10 Και όλα όσα ανή­κουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοι­πόν δικοί σου ήταν και έγι­ναν δικοί μου? αλλά και ως δικοί μου εξα­κο­λου­θούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξα­σθεί από αυτούς, διό­τι ανα­γνώ­ρι­σαν τη θεϊ­κή μου φύση και πίστε­ψαν σε μένα. 11 Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέ­ον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωμα­τι­κή μου παρου­σία, για να τους ενθαρ­ρύ­νω και να τους ενι­σχύω μ’ αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διό­τι δεν επι­τέ­λε­σαν ακό­μη την απο­στο­λή τους. Εγώ έρχο­μαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλα­ξέ τους με την πατρι­κή σου προ­στα­σία και δύνα­μη, την οποία έδω­σες και σε μένα? έτσι ώστε να παρα­μεί­νουν ενω­μέ­νοι μαζί μου και μετα­ξύ τους και να είναι με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη ένα πνευ­μα­τι­κό σώμα, όπως είμα­στε ένα κι εμείς που έχου­με την ίδια ουσία και φύση. 12 Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής. 13 Τώρα όμως έρχο­μαι σε σένα. Και τα λέω αυτά μπρο­στά τους, ενώ βρί­σκο­μαι ακό­μη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακού­σουν κι αυτοί, ώστε, έχον­τας τη βεβαιό­τη­τα ότι εσύ πλέ­ον θα τους προ­στα­τεύ­εις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθά­νο­μαι τώρα κι εγώ διό­τι επα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

Aὐτὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔπει­τα ὕψω­σε τοὺς ὀφθαλ­μούς του πρὸς τὸν οὐρα­νὸ καὶ εἶπε: «Πατέ­ρα, ἔφθα­σε ἡ ὥρα. Δόξα­σε τὸν Yἱό σου, γιὰ νὰ σὲ δοξά­σῃ καὶ ὁ Yἱός σου, συμ­φώ­νως μὲ τὴν ἐξου­σία, ποὺ ἔδω­σες σ’ αὐτὸν ἐπά­νω σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, ὥστε κάθε χάρι­σμα, ποὺ ἔδω­σες σ’ αὐτόν, νὰ δώσῃ σ’ αὐτοὺς ζωὴ αἰώ­νια. Aὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώ­νια ζωή, νὰ γνω­ρί­ζουν (νὰ πιστεύ­ουν, ν’ ἀγα­ποῦν, νὰ λατρεύ­ουν) ἐσέ­να, τὸ μόνο ἀλη­θι­νὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Xρι­στό, τὸν ὁποῖ­ον ἀπέ­στει­λες. Ἐγὼ σὲ δόξα­σα ἐπά­νω στὴ γῆ. Tὸ ἔργο τελεί­ω­σα, ποὺ μοῦ ἀνέ­θε­σες νὰ κάνω. Kαὶ τώρα δόξα­σέ με σύ, Πατέ­ρα, κον­τὰ σὲ σένα τὸν ἴδιο μὲ τὴ δόξα, τὴν ὁποία εἶχα κον­τά σου προ­τοῦ ὑπάρ­ξῃ ὁ κόσμος». «Φανέ­ρω­σα τὸ ὄνο­μά σου στοὺς ἀνθρώ­πους, ποὺ μοῦ ἔδω­σες ἀπὸ τὸν κόσμο. Δικοί σου ἦταν, καὶ τοὺς ἔδω­σες σ’ ἐμέ­να, καὶ τὸ λόγο σου ἔχουν τηρή­σει. Tώρα πεί­σθη­καν, ὅτι ὅλα, ὅσα μοῦ ἔδω­σες, εἶναι ἀπὸ σένα. Διό­τι τὰ λόγια, ποὺ μοῦ ἔδω­σες, ἔδω­σα σ’ αὐτούς, καὶ αὐτοὶ τὰ δέχθη­καν, καὶ πεί­σθη­καν πραγ­μα­τι­κά, ὅτι ἀπὸ σένα προ­ῆλ­θα, καὶ πίστευ­σαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέ­στει­λες. Ἐγὼ γι’ αὐτοὺς παρα­κα­λῶ. Δὲν παρα­κα­λῶ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γι’ αὐτούς, ποὺ μοῦ ἔδω­σες, διό­τι εἶναι δικοί σου. 10 Kαὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου, καὶ τὰ δικά σου δικά μου, καὶ ἔχω δοξα­σθῆ δι’ αὐτῶν. 11 Kαὶ δὲν εἶμαι πλέ­ον στὸν κόσμο, ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι στὸν κόσμο, ἐγὼ δὲ ἔρχο­μαι σ’ ἐσέ­να. Πατέ­ρα δυνα­τέ, φύλα­ξέ τους μὲ τὴ δύνα­μί σου, τὴν ὁποία ἔδω­σες σ’ ἐμέ­να, γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς. 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς φύλασ­σα μὲ τὴ δύνα­μί σου. Ὅσους μοῦ ἔδω­σες φύλα­ξα, καὶ κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀπω­λέ­σθη­κε, παρὰ ὁ ἄνθρω­πος τῆς ἀπω­λεί­ας (ὁ Ἰού­δας), καὶ ἔτσι ἐκπλη­ρώ­θη­κε ἡ Γρα­φή. 13 Ἀλλὰ τώρα ἔρχο­μαι σ’ ἐσέ­να, καὶ λέγω αὐτὰ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἔχουν πλή­ρη τὴ χαρά μου μέσα τους. 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Τατα λάλη­σεν ησος, κα πρε τος φθαλ­μος ατο ες τν ορανν κα επε· πάτερ, λήλυ­θεν ρα· δόξα­σόν σου τν υόν, να κα υός σου δοξάσ σε(:αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθη­τές Tου κaι έπει­τα σήκω­σε τα μάτια Tου στον ουρα­νό και είπε: “Πατέ­ρα, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρι­σε για να πάθω και να θυσια­στώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξα­σε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του˙ για να σε δοξά­σει και ο Υιός Σου με την απο­λύ­τρω­ση και τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων, η οποία θα ολο­κλη­ρω­θεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώ­νια αρχιε­ρα­τι­κή μεσι­τεία Του που θα ακο­λου­θή­σει μετά από αυτήν”)»[Ιω.17,1].

«ς δ᾿ ν ποι­ήσ κα διδάξ(:Εκεί­νος που θα εφαρ­μό­σει όλες ανε­ξαι­ρέ­τως τις εντο­λές και θα διδά­ξει και τους άλλους να τις τηρούν, Εκεί­νος που θα αγω­νι­στεί να τηρή­σει όλες τις εντο­λές και να διδά­ξει την τήρη­σή τους στους ανθρώ­πους)», λέγει ο Κύριος, «οτος μέγας κλη­θή­σε­ται ν τ βασι­λεί τν ορανν(:αυτός θα ανα­κη­ρυ­χτεί μέγας στη βασι­λεία των ουρα­νών)»[Ματθ.5,17]. Και πολύ ορθά· διό­τι το να εκφρά­ζει κανείς φιλό­σο­φες σκέ­ψεις με τα λόγια είναι εύκο­λο, ενώ το να παρου­σιά­ζει με έργα αυτά που λέγει, είναι γνώ­ρι­σμα ανθρώ­που γεν­ναί­ου και μεγά­λου.

Για τον λόγο αυτό και ο Χρι­στός, όταν ομι­λεί περί ανε­ξι­κα­κί­ας, φέρει ως πρό­τυ­πο ενώ­πιον όλων τον εαυ­τό Του, προ­τρέ­πον­τας τους ακρο­α­τές να λαμ­βά­νουν από Αυτόν παρά­δειγ­μα. Για τον λόγο αυτό και μετά τη συμ­βου­λή αυτή κατα­φεύ­γει σε προ­σευ­χή, διδά­σκον­τάς μας κατά τις δοκι­μα­σί­ες αφού τα αφή­σου­με όλα κατά μέρος, να κατα­φεύ­γου­με στον Θεό. Διό­τι αφού είπε: «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:στον κόσμο αυτό θα έχε­τε θλί­ψη)» και ανα­στά­τω­σε τις ψυχές τους με την ανη­συ­χία, πάλι δια της προ­σευ­χής ανα­πτε­ρώ­νει το φρό­νη­μά τους· διό­τι μέχρι τότε έστρε­φαν την προ­σο­χή τους οι Μαθη­τές προς Αυτόν, σαν να ήταν ένας άνθρω­πος.

Και για τους Μαθη­τές ο Κύριος πράτ­τει τα ίδια, όπως ακρι­βώς και στην περί­πτω­ση του Λαζά­ρου, και λέγει την αιτία, δηλα­δή ότι «δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεύ­σω­σιν τι σύ με πέστει­λας(:Εγώ το ήξε­ρα ότι πάν­το­τε με ακούς. Αλλά είπα μεγα­λό­φω­να το «ευχα­ρι­στώ», για να το ακού­σει ο λαός που στέ­κε­ται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιό­τη­τα έχω ότι θα εισα­κου­στώ, να πιστέ­ψουν ότι Εσύ με απέ­στει­λες, όταν ακο­λου­θή­σει το θαύ­μα)»[Ιω.11,42].

Ναι, θα μπο­ρού­σε να πει κανείς· «για τους Ιου­δαί­ους ευλό­γως μεν γίνον­ταν αυτά, για τους Μαθη­τές όμως για ποιο λόγο;» Και για τους μαθη­τές ορθά γίνον­ταν· διό­τι εκεί­νοι, οι οποί­οι κατό­πιν τόσων έργων και λόγων, έλε­γαν «νν οδαμεν τι οδας πάν­τα (:τώρα κατα­λα­βαί­νου­με ότι χωρίς να σου πει κανείς κάτι, γνω­ρί­ζεις τις απο­ρί­ες μας και τους μυστι­κούς προ­βλη­μα­τι­σμούς μας. Και έτσι πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε και εμείς ότι τα ξέρεις όλα, και αυτές ακό­μη τις από­κρυ­φες σκέ­ψεις των ανθρώ­πων. Δεν έχεις ανάγ­κη να ακού­σεις αυτό που θέλει κάποιος να σε ρωτή­σει, αλλά τον προ­λα­βαί­νεις και δίνεις απάν­τη­ση στις απο­ρί­ες του. Εξαι­τί­ας της υπερ­φυ­σι­κής αυτής γνώ­σε­ώς Σου πιστεύ­ου­με ότι κατά­γε­σαι από τον Θεό και ότι Αυτός σε απέ­στει­λε στον κόσμο)»[Ιω.16,30],περισσότερο από όλους είχαν ανάγ­κη να βεβαιω­θούν.

Άλλω­στε μάλι­στα ούτε «προ­σευ­χή» την ονο­μά­ζει ο Ευαγ­γε­λι­στής την ενέρ­γεια αυτήν του Κυρί­ου, αλλά λέγει: «πρε τος φθαλ­μος ατο ες τν ορανν(:σήκω­σε τους οφθαλ­μούς Του προς τον ουρα­νό)» και απο­κα­λεί αυτό μάλ­λον συνο­μι­λία με τον Πατέ­ρα. Και αν σε άλλη περί­πτω­ση την ονο­μά­ζει «προ­σευ­χή» και δεί­χνει τον Κύριο άλλο­τε να γονα­τί­ζει και άλλο­τε να υψώ­νει τους οφθαλ­μούς Του προς τον ουρα­νό, να μη θορυ­βη­θείς· διό­τι δια τού­των διδα­σκό­μα­στε το αδιά­λει­πτο της προ­σευ­χής, ώστε και όταν στε­κό­μα­στε, να βλέ­που­με προς τον Ουρα­νό όχι μόνο με τους σωμα­τι­κούς μας οφθαλ­μούς, αλλά και με τους οφθαλ­μούς της δια­νοί­ας, και όταν γονα­τί­ζου­με, να συν­τρί­βου­με έτσι την καρ­διά μας· διό­τι ήλθε ο Χρι­στός, όχι μόνο για να μας παρου­σιά­σει τον Εαυ­τό Του, αλλά και για να μας διδά­ξει την ανέκ­φρα­στη αρε­τή. Εκεί­νος ο οποί­ος διδά­σκει, δεν πρέ­πει μόνο με λόγια, αλλά και με έργα να διδά­σκει.

Ας ακού­σου­με λοι­πόν τι λέγει εδώ: «Πάτερ, λήλυ­θεν ρα· δόξα­σόν σου τν υόν, να κα υός σου δοξάσ σε(:Πατέ­ρα, ήλθε η ώρα, την οποία η σοφία Σου όρι­σε για να πάθω και να θυσια­στώ κατ’ αυτήν. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξα­σε τον Υιό Σου και κατά την ανθρώ­πι­νη φύση Του, για να σε δοξά­σει και ο Υιός σου με την απο­λύ­τρω­ση και τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων, η οποία θα αχθεί εις πέρας με τη θυσία Του αυτή και την αιώ­νια αρχιε­ρα­τι­κή Του μεσι­τεία μετά από αυτήν)»[Ιω. 17,1]. Πάλι δεί­χνει σε εμάς ότι δεν έρχε­ται προς τον Σταυ­ρό χωρίς τη θέλη­σή Του. Διό­τι πώς δεν θα ερχό­ταν με τη θέλη­σή Του, Αυτός που ευχό­ταν τού­το να συμ­βεί και το πράγ­μα τού­το το απο­κα­λεί «δόξα», όχι μόνο Αυτού, ο οποί­ος θα σταυ­ρω­νό­ταν, αλλά και του Πατρός; Και πράγ­μα­τι έτσι έγι­νε· διό­τι δεν δοξά­στη­κε μόνο ο Υιός, αλλά και ο Πατέ­ρας· διό­τι πριν από τη σταύ­ρω­ση ούτε οι Ιου­δαί­οι Τον γνώ­ρι­ζαν· διό­τι λέγει: «σραλ δέ με οκ γνω(:ο ισραη­λι­τι­κός λαός δεν με γνώ­ρι­σε, ούτε με ανα­γνώ­ρι­σε ως Κύριό του)»[Ησ. 1,3], μετά όμως από τη σταύ­ρω­ση όλη η οικου­μέ­νη προ­σέ­τρε­ξε κον­τά Του.

Έπει­τα λέγει και τον τρό­πο της δόξας και πώς θα δοξά­σει ο Πατήρ τον Υιό: «καθς δωκας ατ ξου­σί­αν πάσης σαρ­κός, να πν δέδω­κας ατ δώσ ατος ζων αώνιον(:Δόξα­σε τον Υιό Σου σύμ­φω­να με την εξου­σία που Του έδω­σες πάνω σε όλη την ανθρω­πό­τη­τα, για να δώσει ζωή αιώ­νια ως αιώ­νιος αρχιε­ρέ­ας καθι­σμέ­νος στα δεξιά Σου σε όλο το πλή­θος εκεί­νο που Του έδω­σες και οι οποί­οι πίστε­ψαν σε Αυτόν)»[Ιω.17,2]· διό­τι πάν­το­τε το να ευερ­γε­τεί είναι δόξα για τον Θεό.

Και τι σημαί­νει το «καθς δωκας ατ ξου­σί­αν πάσης σαρ­κός»; Κατ’ αρχάς δεί­χνει ότι τα κηρύγ­μα­τά Του δεν έχουν περιο­ρι­στεί μόνο στους Ιου­δαί­ους, αλλά επε­κτεί­νον­ται και σε όλη την οικου­μέ­νη και προ­ε­τοι­μά­ζει την κλή­ση των εθνι­κών. Διό­τι, όταν είπε: «Ες δν θνν μ πέλ­θη­τε(:Μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες και μην μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες)»[Ματθ. 10,5], και πρό­κει­ται στη συνέ­χεια μετά από αυτά να πει: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη(:λοι­πόν πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές σας όλα τα έθνη, βαπτί­ζον­τάς τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»[Ματθ.28,19], δεί­χνει ότι και ο Πατήρ το επι­θυ­μεί αυτό· διό­τι αυτό πολύ σκαν­δά­λι­ζε τους Ιου­δαί­ους, αλλά και τους μαθη­τές· διό­τι ούτε μετά από αυτά δέχον­ταν με ευκο­λία να έρχον­ται σε επι­κοι­νω­νία με τους εθνι­κούς, έως ότου έλα­βαν τη διδα­σκα­λία από το Άγιο Πνεύ­μα· καθό­σον δεν γινό­ταν αυτό μικρό σκάν­δα­λο για τους Ιου­δαί­ους. Μετά λοι­πόν από αυτήν την τόσο μεγά­λη εμφά­νι­ση και επί­δει­ξη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, όταν ο Πέτρος έφτα­σε στα Ιερο­σό­λυ­μα, με δυσκο­λία κατόρ­θω­σε να απο­φύ­γει τις κατη­γο­ρί­ες, όταν είπε εκεί­να τα σχε­τι­κά με το σιν­δό­νι [:που είδε σε όρα­μά του από τον Θεό και του υπο­δεί­κνυε και ότι και στους εθνι­κούς έπρε­πε να διδά­ξει και ότι και σε αυτούς έδω­σε ο Θεός τη χορη­γη­θεί­σα στους Ιου­δαί­ους μετά­νοια, για να λάβουν και αυτοί δια του Μεσ­σία τη σωτη­ρία και την αιώ­νια ζωή][ βλ.Πράξ. κεφ. 11].

Τι σημαί­νει λοι­πόν το «δωκας ατ ξου­σί­αν πάσης σαρ­κός»; Πότε λοι­πόν την πήρε αυτήν την εξου­σία; Θα ρωτή­σω τους αιρε­τι­κούς: πριν τους πλά­σει ή κατό­πιν; Διό­τι ο ίδιος ο Κύριος λέγει ότι την έλα­βε μετά τη Σταύ­ρω­ση και την Ανά­στα­ση. Τότε λοι­πόν λέγει: «δόθη μοι πσα ξου­σία ν οραν κα π γς(:δόθη­κε και στην ανθρώ­πι­νη φύση μου κάθε εξου­σία στον ουρα­νό και στη γη)»[Ματθ. 28,18]· «πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη(:λοι­πόν πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές σας όλα τα έθνη, βαπτί­ζον­τάς τους στο όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»[Ματθ.28,19].

Τι λοι­πόν; Δεν είχε εξου­σία επί των δικών Του έργων, αλλά δημιούρ­γη­σε μεν αυτούς, ο Ίδιος όμως μετά από αυτό το γεγο­νός της δημιουρ­γί­ας δεν είχε εξου­σία επ’ αυτών; Και όμως φαί­νε­ται ότι όλα ο Ίδιος τα επι­τε­λεί και κατά την παλαιά επο­χή, και άλλους μεν να τους τιμω­ρεί επει­δή αμάρ­τα­ναν, ενώ άλλους οι οποί­οι επέ­στρε­φαν, να τους διορ­θώ­νει· διό­τι λέγει: «Ο μ κρύ­ψω γ π βραμ το παι­δός μου, γ ποι(:δεν θα κρύ­ψω εγώ από τον Αβρα­άμ τον δού­λο μου, αυτά που εγώ θα κάνω)»[Γέν.18,17], και άλλους πάλι να τους τιμά επει­δή εκτε­λού­σαν τις εντο­λές Του· έπει­τα τότε μεν είχε εξου­σία, έπει­τα όμως την απώ­λε­σε, και τώρα την έλα­βε και πάλι; Και ποιος δαί­μο­νας θα ήταν δυνα­τό να ξεστο­μί­σει τέτοια πράγ­μα­τα;

Εάν επί­σης είναι η ίδια εξου­σία τότε και τώρα ‑διό­τι λέγει: «σπερ γρ πατρ γεί­ρει τος νεκρος κα ζωο­ποιε, οτω κα υἱὸς ος θέλει ζωο­ποιε(:ο Υιός ακό­μη και νεκρούς θα ανα­στή­σει. Διό­τι, όπως ο Πατήρ ανα­σταί­νει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απε­ριό­ρι­στη εξου­σία και δύνα­μη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσι­κή, αλλά και πνευ­μα­τι­κή. Και την πνευ­μα­τι­κή αυτή ζωή τη μετα­δί­δει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρί­νει άξιο να την μετα­δώ­σει)»[Ιω.5,21],τι σημαί­νει ο λόγος Του εκεί­νος; Επρό­κει­το να στεί­λει τους Μαθη­τές Του στα έθνη· για να μη νομί­ζουν λοι­πόν ότι αυτό απο­τε­λεί και­νο­το­μία, επει­δή έλε­γε: «Οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ(:δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους)»[Ματθ.15,24], δεί­χνει ότι αυτό φαί­νε­ται καλό και στον Πατέ­ρα.

Και αν πάλι το λέγει αυτό με ταπει­νά και ευτε­λή λόγια, καθό­λου απο­ρί­ας άξιο δεν είναι· διό­τι με αυτόν τον τρό­πο κατήρ­τι­ζε και εκεί­νους που ζού­σαν εκεί­νη την επο­χή και αυτούς που έζη­σαν μετά από αυτά, και ‑εκεί­νο το οποίο είπα- πάν­το­τε με τις πιο ταπει­νές και απλοϊ­κές εκφρά­σεις έπει­θε ότι οι λόγοι Του προ­σαρ­μό­ζον­ταν, από συγ­κα­τά­βα­ση, στην αντι­λη­πτι­κή ικα­νό­τη­τα που διέ­θε­ταν ακό­μη τότε.

Αλλά τι σημαί­νει: «πάσης σαρ­κός»; Διό­τι βέβαια δεν πίστε­ψαν όλοι. Και όμως, όσο εξαρ­τά­ται από Αυτόν, όλοι πίστε­ψαν· εάν όμως δεν πρό­σε­χαν στα λόγια Του, δεν ανή­κει στον Διδά­σκα­λο η κατη­γο­ρία, αλλά σε εκεί­νους οι οποί­οι δεν δέχον­ταν τα λόγια Του.

«να πν δέδω­κας ατ δώσ ατος ζων αώνιον(:αυτή είναι η αιώ­νια ζωή, το να γνω­ρί­ζουν οι άνθρω­ποι συνε­χώς όλο και περισ­σό­τε­ρο Εσέ­να, τον μόνο αλη­θι­νό Θεό, και τον Ιησού Χρι­στό, τον οποίο απέ­στει­λες στον κόσμο, έχον­τας ζων­τα­νή επι­κοι­νω­νία με Εσέ­να και απο­λαμ­βά­νον­τας τις άπει­ρες τελειό­τη­τές Σου)»[Ιω.17,2]. Εάν πάλι και εδώ ομι­λεί κατά τρό­πο περισ­σό­τε­ρο προ­σαρ­μο­σμέ­νο στα ανθρώ­πι­να μέτρα, να μην απο­ρή­σεις· διό­τι πράτ­τει τού­το και για τις αιτί­ες που ανα­φέρ­θη­καν προ­η­γου­μέ­νως και διό­τι απο­φεύ­γει ο Ίδιος να λέγει κάτι σπου­δαίο για τον Εαυ­τό Του, για­τί κάτι τέτοιο θα προ­σέ­κρουε στο αίσθη­μα και τη σκέ­ψη των ακρο­α­τών Του, εφό­σον μέχρι τότε δεν είχαν σχη­μα­τί­σει καμία υψη­λή γνώ­μη περί Αυτού.

Ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης βέβαια, όταν ομι­λεί από μόνος του, δεν ομι­λεί κατ’ αυτόν τον τρό­πο, αλλά χρη­σι­μο­ποιεί υψη­λό­τε­ρες εκφρά­σεις, λέγον­τας τα εξής: «Πάν­τα δι᾿ ατο γένε­το, κα χωρς ατο γένε­το οδ ν γέγο­νεν(:όλα τα δημιουρ­γή­μα­τα δημιουρ­γή­θη­καν δι’ Αυτού, σε συνερ­γα­σία με τον Πατέ­ρα και το Άγιο Πνεύ­μα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγι­νε το παρα­μι­κρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3] και ότι «ζω ν (:είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούρ­γη­σε και συν­τη­ρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώ­πους, που είναι λογι­κά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευ­μα­τι­κό φως, που φωτί­ζει τον νου τους και τους οδη­γεί στην αλή­θεια)»[Ιω.1,4] και ότι «ν τ φς τ ληθι­νόν(:ως Λόγος και ως δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο της Θεό­τη­τος ήταν πάν­το­τε ο Χρι­στός το απο­λύ­τως τέλειο φως, η μονα­δι­κή πηγή του φωτός, που φωτί­ζει κάθε άνθρω­πο που έρχε­ται στον κόσμο)»[Ιω.1,9] και ότι «ες τ δια λθε(:ήλθε απ’ τον ουρα­νό και έζη­σε ως άνθρω­πος στη γη της επαγ­γε­λί­ας, που ήταν ξεχω­ρι­σμέ­νη πριν από πολ­λούς αιώ­νες από τον Θεό ως ιδιαι­τέ­ρως δική Του)»[Ιω.1,11] και όχι ότι δεν θα είχε εξου­σία, εάν δεν την έπαιρ­νε από τον Πατέ­ρα, αλλά ότι και σε άλλους έδω­σε «ξου­σί­αν τέκνα Θεο γενέ­σθαι(:τους έδω­σε το δικαί­ω­μα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].

Και ο από­στο­λος Παύ­λος ομοί­ως απο­κα­λεί Αυτόν ίσο με τον Θεό[βλ. Φιλιπ.2,6: «ς ν μορφ Θεο πάρ­χων οχ ρπαγμν γήσα­το τ εναι σα Θε(:ο Ιησούς Χρι­στός δηλα­δή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέ­ρα και ως απα­ράλ­λα­κτη και ζων­τα­νή εικό­να του Θεού είχε τη μορ­φή και τη φύση του Θεού, δεν θεώ­ρη­σε την ισό­τη­τά Του με τον Θεό Πατέ­ρα απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής· διό­τι εάν ήταν απο­τέ­λε­σμα αρπα­γής, δεν θα τολ­μού­σε να το απο­θέ­σει, από φόβο μήπως το χάσει)»]. Ο Ίδιος όμως ο Κύριος παρα­κα­λεί τον Πατέ­ρα κατά τρό­πο περισ­σό­τε­ρο ται­ρια­στό και κατα­νο­η­τό από τους ανθρώ­πους, ομι­λών­τας ως εξής: «να πν δέδω­κας ατ δώσ ατος ζων αώνιον. ατη δέ στιν αώνιος ζωή, να γινώ­σκω­σί σε τν μόνον ληθινν Θεν κα ν πέστει­λας ησον Χρι­στόν(:αυτή είναι η αιώ­νια ζωή, το να γνω­ρί­ζουν οι άνθρω­ποι συνε­χώς όλο και περισ­σό­τε­ρο εσέ­να, τον μόνο αλη­θι­νό Θεό, και τον Ιησού Χρι­στό, τον Οποίο απέ­στει­λες στον κόσμο, έχον­τας ζων­τα­νή επι­κοι­νω­νία με Εσέ­να και απο­λαμ­βά­νον­τας τις άπει­ρες τελειό­τη­τές Σου)»[Ιω.17,2–3].

Λέγει «τν μόνον ληθινν Θεν» προς διά­κρι­ση από τους μη πραγ­μα­τι­κούς «θεούς»· διό­τι επρό­κει­το να στεί­λει τους μαθη­τές στα έθνη. Αλλά εάν τού­το δεν το δεχθούν, με αυτό και μόνο αρνούν­ται οι εθνι­κοί ότι ο Υιός είναι αλη­θι­νός Θεός, τότε περαι­τέ­ρω θα αρνη­θούν και την ύπαρ­ξη του Θεού· καθό­σον λέγει: «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖ­τε;(: αλλά πώς είναι δυνα­τόν να πιστέ­ψε­τε εσείς, αφού επι­διώ­κε­τε να παίρ­νε­τε δόξα και επαί­νους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητά­τε τη δόξα που πηγά­ζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44].

Τι λοι­πόν; Δεν θα είναι Θεός ο Υιός; Εάν όμως είναι Θεός ο Υιός και ονο­μά­ζε­ται μόνος του Πατρός, είναι φανε­ρό ότι είναι και αλη­θι­νός και ονο­μά­ζε­ται «μόνος αλη­θι­νός».

Αλλά τι; Όταν λέγει ο Παύ­λος: « μόνος γ κα Βαρ­νά­βας(:ή μόνος εγώ και ο Βαρ­νά­βας)»[Α΄Κορ.9,6], άρα­γε απο­κλεί­ει τον Βαρ­νά­βα; Καθό­λου· διό­τι το «μόνος» χρη­σι­μο­ποιεί­ται προς διά­κρι­ση από άλλους. Εάν λοι­πόν δεν είναι αλη­θι­νός ο Θεός, πώς ο Ιησούς είναι αλήθεια[Ιω.14,6:«γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή»]; Διό­τι η αλή­θεια δεν δια­φέ­ρει πολύ του αλη­θι­νού.

Για τον μη αλη­θι­νό άνθρω­πο, τι θα πού­με; Πες μου, τι θα πού­με, ότι δεν είναι καν αλη­θι­νός άνθρω­πος; Κάτω από αυτές τις συν­θή­κες, αν δεν είναι αλη­θι­νός Θεός ο Υιός, πώς είναι Θεός; Πώς επί­σης καθι­στά εμάς θεούς και υιούς, όταν δεν είναι αλη­θι­νός;

Αλλά για αυτά έχω ομι­λή­σει σε σας ακρι­βέ­στε­ρα και λεπτο­με­ρέ­στε­ρα σε άλλους λόγους· γι’αυ­τό, ας προ­χω­ρή­σου­με στη συνέ­χεια: «γώ σε δόξα­σα π τς γς(:εγώ γνω­στο­ποί­η­σα το όνο­μά Σου στους ανθρώ­πους και υπά­κου­σα τελεί­ως στο θέλη­μά Σου, κι έτσι Σε δόξα­σα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προ­σφέ­ρω σε λίγο πάνω στον σταυ­ρό, ολο­κλή­ρω­σα τελεί­ως το έργο που μου έδω­σες να επι­τε­λέ­σω)»[Ιω.17,4]. Καλώς είπε: «π τς γς»· διό­τι στον ουρα­νό είχε δοξα­στεί, δεδο­μέ­νου ότι και στη φύση Του είχε τη δόξα, και εκ μέρους των αγγέ­λων προ­σκυ­νούν­ταν. Δεν ομι­λεί λοι­πόν για τη δόξα εκεί­νη, η οποία ανή­κει στη φύση Του (διό­τι και αν ακό­μη κανείς δεν δοξά­σει Αυτόν κατ’ εκεί­νη τη δόξα, μονί­μως τη δια­τη­ρεί πλή­ρη), αλλά εννο­εί αυτήν, η οποία προ­έρ­χε­ται από τη λατρεία των ανθρώ­πων.

Λοι­πόν και το «δόξα­σόν με», αυτή τη σημα­σία έχει. Και για να μάθεις ότι αυτόν τον τρό­πο της δόξης εννο­εί, άκου­σε τα εξής: «γώ σε δόξα­σα π τς γς, τ ργον τελεί­ω­σα δέδω­κάς μοι να ποι­ή­σω(:εγώ γνω­στο­ποί­η­σα το όνο­μά Σου στους ανθρώ­πους και υπά­κου­σα τελεί­ως στο θέλη­μά Σου, κι έτσι Σε δόξα­σα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προ­σφέ­ρω σε λίγο πάνω στον σταυ­ρό, ολο­κλή­ρω­σα τελεί­ως το έργο που μου έδω­σες να επι­τε­λέ­σω)»[Ιω.17,4]· αν και βέβαια η υπό­θε­ση ακό­μη αυτή είχε αρχή, μάλ­λον δε ούτε αρχή.

Πώς λέγει λοι­πόν «τελεί­ω­σα»; Ή σημαί­νει: «επι­τέ­λε­σα οτι­δή­πο­τε εξαρ­τά­ται από εμέ­να» ή εκεί­νο, το οποίο πρό­κει­ται να γίνει, το ανα­φέ­ρει ως τετε­λε­σμέ­νο, ή εκεί­νο, το οποίο κυρί­ως μπο­ρού­με να πού­με, εννο­εί ότι το παν είχε πλέ­ον επι­τε­λε­στεί με την τοπο­θέ­τη­ση της ρίζας των αγα­θών, εκ της οποί­ας οπωσ­δή­πο­τε αναγ­καί­ως θα παρά­γον­ταν οι καρ­ποί, και ότι σε εκεί­νους, οι οποί­οι επρό­κει­το μετά από αυτά να έλθουν, ο Ίδιος θα ήταν παρών και θα τους ακο­λου­θού­σε ενω­μέ­νος με αυτούς.

Γι’ αυτό και πάλι λέγει κατά ανθρώ­πι­νη έκφρα­ση: « δέδω­κάς μοι». Διό­τι, βεβαί­ως, εάν περί­με­νε ο Κύριος να ακού­σει και να μάθει, θα απεί­χαν αυτά πολύ από τη δόξα Του· διό­τι ότι οικειο­θε­λώς ενσαρ­κώ­θη­κε και ήλθε στο σταυ­ρι­κό πάθος για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων είναι από πολ­λές πηγές φανε­ρό. Π.χ. όταν λέγει ο Παύ­λος ότι «κα περι­πα­τετε ν γάπ, καθς κα Χριστς γάπη­σεν μς κα παρέ­δω­κεν αυτν πρ μν προ­σφορν κα θυσί­αν τ Θε ες σμν εωδί­ας(: και να συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε με αγά­πη, όπως και ο Χρι­στός μάς αγά­πη­σε και παρέ­δω­σε τον εαυ­τό Του για χάρη μας και για τη σωτη­ρία μας ως προ­σφο­ρά και θυσία στον Θεό, για να είναι μπρο­στά Του η θυσία αυτή σαν οσμή που εωδιά­ζει)»[Εφ.5,2] και «αυτν κένω­σε μορφν δού­λου λαβών(:αλλά κένω­σε τον εαυ­τό Του συγ­κα­λύ­πτον­τας και κρύ­βον­τας για κάποιο διά­στη­μα τη δόξα και το μεγα­λείο της θεό­τη­τάς Του. Πήρε μορ­φή δού­λου και έγι­νε όμοιος με τους ανθρώ­πους)»[Φιλιπ.2,7]· και πάλι: «καθς γάπη­σέ με πατήρ, κγ γάπη­σα μς(:ο σύν­δε­σμος που μας ενώ­νει όπως τα κλή­μα­τα με την κλη­μα­τα­ριά είναι σύν­δε­σμος αγά­πης. Πράγ­μα­τι. Όπως με αγά­πη­σε ο Πατέ­ρας μου, όταν έγι­να άνθρω­πος και του έδει­ξα τέλεια υπα­κοή, έτσι και εγώ σας αγά­πη­σα. Εξα­κο­λου­θή­στε να μένε­τε στην αγά­πη μου, με το να απο­δει­κνύ­ε­στε άξιοι αυτής της αγά­πης)»[Ιω.15,9].

«Κα νν δόξα­σόν με σύ, πάτερ, παρ σεαυτ τ δόξ εχον πρ το τν κόσμον εναι παρ σοί (:και τώρα που η επί­γεια απο­στο­λή μου τελεί­ω­σε, ανά­δει­ξέ με με την Ανά­στα­ση και την Ανά­λη­ψή μου αιώ­νιο Αρχιε­ρέα και δόξα­σέ με και ως άνθρω­πο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κον­τά Σου προ­τού να δημιουρ­γη­θεί ο κόσμος)»[Ιω.17,5].Και πού είναι η δόξα εκεί­νη; Διό­τι έστω ότι πλη­σί­ον των ανθρώ­πων ήταν άνευ δόξης λόγω της ενδυ­μα­σί­ας Του· πώς ζητεί να δοξα­σθεί και πλη­σί­ον του Θεού; Ο λόγος εδώ είναι περί της οικο­νο­μί­ας· δηλα­δή λέγει το εξής ότι θα Τον δοξά­σει τώρα ο Πατήρ, επει­δή δεν είχε ακό­μη δοξα­στεί η φύση της σαρ­κός, ούτε είχε ακό­μη απο­λαύ­σει την αφθαρ­σία, ούτε είχε μετά­σχει του βασι­λι­κού θρό­νου. Γι’ αυτό δεν είπε: «πί τς γς» αλλά «παρά σοί».

«φανέ­ρω­σά σου τ νομα τος νθρώ­ποις ος δέδω­κάς μοι κ το κόσμου. σο σαν κα μο ατος δέδω­κας, κα τν λόγον σου τετη­ρή­κα­σι(:φανέ­ρω­σα το όνο­μά Σου και έκα­να γνω­στές τις άπει­ρες τελειό­τη­τές Σου στους ανθρώ­πους που απέ­σπα­σες από τους κόλ­πους του κόσμου και τους έδω­σες σε Εμέ­να. Η πρό­θε­σή τους ήταν αγα­θή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδω­σες σε Εμέ­να, και αυτοί τήρη­σαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους απο­κά­λυ­ψα)»[Ιω.17,6].

«Μεγά­λης βου­λής Άγγε­λος» λέγε­ται ο Υιός του Θεού και για όλα τα άλλα, τα οποία δίδα­ξε και κυρί­ως διό­τι παρου­σί­α­σε τον Πατέ­ρα στους ανθρώ­πους· τού­το ακρι­βώς και τώρα λέγει: «φανέ­ρω­σά σου τ νομα τος νθρώ­ποις (:εγώ γνω­στο­ποί­η­σα το όνο­μά σου στους ανθρώ­πους και υπά­κου­σα τελεί­ως στο θέλη­μά Σου, κι έτσι Σε δόξα­σα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προ­σφέ­ρω σε λίγο πάνω στον σταυ­ρό, ολο­κλή­ρω­σα τελεί­ως το έργο που μου έδω­σες να επι­τε­λέ­σω)»[Ιω.17,4], επε­ξη­γεί πάλι αυτό, λέγον­τας ποιο έργο ήταν· και όμως, ήταν φανε­ρό το όνο­μα του Θεού· διό­τι και ο Ησα­ΐ­ας λέγει: «ο μνύ­ον­τες π τς γς μονται τν Θεν τν ληθι­νόν (:και όσοι από τους κατοί­κους της γης βρί­σκον­ται στην ανάγ­κη να ορκί­ζον­ται, θα ορκι­στούν στον αλη­θι­νό Θεό)»[Ησ. 65,16])· αλλά εκεί­νο, το οποίο πολ­λές φορές είπα, αλλά και τώρα λέγω, δηλα­δή ότι αν και ήταν φανε­ρό το όνο­μα, ήταν όμως φανε­ρό μόνο στους Ιου­δαί­ους και όχι πάλι σε όλους αυτούς· τώρα όμως ομι­λεί περί των εθνών. Και δεν δεί­χνει αυτό μόνο, αλλά ότι και τον ίδιο τον Πατέ­ρα γνώ­ρι­σαν. Και δεν είναι όμοιο να μάθει κανείς ότι είναι Δημιουρ­γός με το να μάθει ότι έχει και Υιό. Φανέ­ρω­σε μάλι­στα το όνο­μα Αυτού και με λόγια και με έργα.

«ος δέδω­κάς μοι κ το κόσμου (:τους οποί­ους Εσύ πήρες από τον κόσμο και μου τους έδω­σες ως μαθη­τές μου)».Όπως ακρι­βώς λέγει στην αρχή: «Οδες δύνα­ται λθεν πρός με, ἐὰν μ δεδο­μέ­νον ατ κ το πατρός μου(:επει­δή γνώ­ρι­ζα ότι μερι­κοί από σας θα κλο­νί­ζον­ταν στην πίστη και δεν θα παρέ­με­ναν μέχρι τέλους μαθη­τές μου, γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπο­ρεί να αισθαν­θεί μέσα του ότι είμαι ο Σωτή­ρας και ο Λυτρω­τής και με την πίστη αυτή να έλθει κον­τά μου, εάν δεν του έχει δοθεί αυτό από τον Πατέ­ρα μου)»[Ιω.6,65], έτσι και εδώ λέγει: «ος δέδω­κάς μοι».

Και όμως ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον Εαυ­τό Του ότι είναι η οδός: «γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή (:εγώ είμαι ο μονα­δι­κός δρό­μος, από τον οποίο μπο­ρεί να φτά­σει κανείς στον ουρα­νό. Διό­τι συγ­χρό­νως είμαι και η από­λυ­τη αλή­θεια και η πραγ­μα­τι­κή και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνα­τόν να έλθει προς τον Πατέ­ρα και να μετά­σχει στη μακα­ρία ζωή Του, παρά μόνο αν περά­σει από Εμέ­να˙ διό­τι εγώ με τη διδα­σκα­λία μου σας γνω­ρί­ζω τον Πατέ­ρα μου και την αλή­θεια Του. Και με τη θυσία μου ως αιώ­νιος αρχιε­ρέ­ας σας συμ­φι­λιώ­νω με Αυτόν)» [Ιω.14,6].

Από αυτό είναι φανε­ρό ότι με τα λόγια Του δύο πράγ­μα­τα εδώ απο­δει­κνύ­ει, δηλα­δή και ότι δεν είναι αντί­θε­τος προς τον Πατέ­ρα και ότι θέλη­μα του Πατρός είναι να πιστέ­ψουν οι Μαθη­τές στον Υιό.

«Σο σαν κα μο ατος δέδω­κας». Εδώ θέλει να διδά­ξει ότι σε μεγά­λο βαθ­μό Τον αγα­πά­ει ο Πατήρ. Διό­τι, ότι δεν είχε ανάγ­κη να λάβει αυτούς, είναι φανε­ρό από το εξής: ο Ίδιος δημιούρ­γη­σε αυτούς, ο Ίδιος και φρον­τί­ζει για αυτούς συνε­χώς. Πώς λοι­πόν έλα­βε αυτούς; Αλλά, πράγ­μα το οποίο είπα εγώ, αυτό δεί­χνει τη συμ­φω­νία προς τον Πατέ­ρα.

Εάν πάλι κανείς ήθε­λε να εξε­τά­σει τα παρα­πά­νω λόγια με τον ανθρώ­πι­νο τρό­πο, και με αυτόν τον τρό­πο, κατά τον οποίο έχει λεχθεί, δεν θα είναι πλέ­ον του Πατρός· διό­τι εάν, όταν ο Πατήρ είχε αυτούς, δεν είχε αυτούς ο Υιός, είναι ευνόη­το ότι, και όταν έδω­σε ο Πατήρ αυτούς στον Υιό, παραι­τή­θη­κε από την εξου­σία Του σε αυτούς· και το πλέ­ον παρά­λο­γο πάλι είναι τού­το· δηλα­δή από τη μια πλευ­ρά θα βρε­θούν να είναι ατε­λείς, όταν ήσαν υπό την εξου­σία του Πατρός, και από την άλλη να καθί­σταν­ται τελειό­τε­ροι, όταν περι­ήλ­θαν υπό την εξου­σία του Υιού. Αλλά αυτά είναι γελοία ακό­μη και να τα πει κανείς.

Τι δεί­χνει λοι­πόν με τον λόγο αυτό; Ότι και στον Πατέ­ρα φαι­νό­ταν καλό να πιστεύ­ουν στον Υιό.

«Κα τν λόγον σου τετη­ρή­κα­σι. νν γνω­καν τι πάν­τα σα δέδω­κάς μοι παρ σο στιν(:φανέ­ρω­σα το όνο­μά Σου και έκα­να γνω­στές τις άπει­ρες τελειό­τη­τές Σου στους ανθρώ­πους που απέ­σπα­σες από τους κόλ­πους του κόσμου και τους έδω­σες σε Εμέ­να. Η πρό­θε­σή τους ήταν αγα­θή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδω­σες σε μένα, κι αυτοί τήρη­σαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους απο­κά­λυ­ψα. Τώρα έμα­θαν τελειό­τε­ρα και πεί­στη­καν ότι η διδα­σκα­λία μου και τα έργα μου και όλα γενι­κό­τε­ρα όσα μου έδω­σες προ­έρ­χον­ται από Εσέ­να)»[Ιω.17,6–7].

Πώς τήρη­σαν τον λόγο Σου; Με το να πιστέ­ψουν σε Εμέ­να και να μην προ­σέ­χουν στους Ιου­δαί­ους· διό­τι εκεί­νος, ο οποί­ος πιστεύ­ει σε Αυτόν, λέγει: « λαβν ατο τν μαρ­τυ­ρί­αν σφρά­γι­σεν τι Θες ληθής στιν(:εκεί­νος που πίστε­ψε στη μαρ­τυ­ρία Του και εγκολ­πώ­θη­κε τη διδα­σκα­λία Του, αυτός έβα­λε τη σφρα­γί­δα Του κάτω από τα λόγια αυτά του Υιού και απε­σταλ­μέ­νου του Θεού και επι­βε­βαί­ω­σε επί­ση­μα ότι ο Θεός είναι αλη­θι­νός και δεν ψεύ­δε­ται)»[Ιω.3,33]. Διό­τι μερι­κοί λέγουν ότι «νν γνων [δηλα­δή όχι “ἔγνω­καν”] τι πάν­τα σα δέδω­κάς μοι παρ σο στιν(: τώρα γνώ­ρι­σα εγώ ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προ­έρ­χον­ται από εσέ­να)», αλλά αυτό δεν δύνα­ται να έχει καμία δικαιο­λο­γία και υπό­στα­ση· διό­τι πώς επρό­κει­το ο Υιός να αγνο­εί τα σχε­τι­κά με τον Πατέ­ρα; Αλλά τού­το έχει λεχθεί για τους Μαθη­τές. Δηλα­δή: «από τότε που είπα αυτά», λέγει, «έμα­θαν ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προ­έρ­χον­ται από Εσέ­να»· «τίπο­τα δεν είναι ιδιαί­τε­ρο, τίπο­τα δεν είναι ξένο εκ μέρους μου απέ­ναν­τί Σου· διό­τι το ιδιαί­τε­ρο τα παρου­σιά­ζει τα περισ­σό­τε­ρα σαν να ανή­κουν σε ξένο. Έμα­θαν λοι­πόν ότι όλα όσα διδά­ξω, είναι δικά Σου, και τα διδάγ­μα­τα και τα δόγ­μα­τα».

Και πώς τα έμα­θαν; «Από τους λόγους μου· διό­τι κατά τον τρό­πο αυτό και δίδα­σκα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι «τι παρ σο ξλθον(:και από­δει­ξη ότι έλα­βαν την πλη­ρο­φο­ρία και τη γνώ­ση αυτή είναι ότι τους λόγους που μου έδω­σες για να τους απο­κα­λύ­ψω στους ανθρώ­πους, εγώ τους παρέ­δω­σα σε αυτούς με τη διδα­σκα­λία μου, και αυτοί τους παρέ­λα­βαν και τους απο­δέ­χθη­καν. Και απέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τη βεβαιό­τη­τα και την πεποί­θη­ση ότι γεν­νή­θη­κα και βγή­κα από τους κόλ­πους Σου, και πίστε­ψαν ότι Εσύ με απέ­στει­λες στον κόσμο)»[Ιω.17,8]· διό­τι αυτό φρόν­τι­σε να απο­δεί­ξει από την αρχή έως το τέλος του Ευαγ­γε­λί­ου.

«γ περ ατν ρωτ(:εγώ, που τόσο εργά­στη­κα για να τους οδη­γή­σω στην αλη­θι­νή αυτή γνώ­ση και πίστη, σε παρα­κα­λώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιε­ρέ­ας και μεσί­της. Δεν σε παρα­κα­λώ τη στιγ­μή αυτή για τον κόσμο της απι­στί­ας και της αμαρ­τί­ας, αλλά σε παρα­κα­λώ για κεί­νους που μου έδω­σες˙ διό­τι, ενώ μου τους έδω­σες, δεν παύ­ουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9]. Τι λέγεις; Διδά­σκεις τον Πατέ­ρα σαν να το αγνο­εί; Συνο­μι­λείς με Αυτόν σαν με άνθρω­πο που δεν γνω­ρί­ζει; Τι σημαί­νει λοι­πόν αυτή η διά­κρι­ση; Βλέ­πεις ότι η προ­σευ­χή γίνε­ται όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μάθουν οι μαθη­τές την αγά­πη, την οποία έχει προς αυτούς; Διό­τι Εκεί­νος, ο Οποί­ος όχι μόνο τις δικές Του δωρε­ές παρεί­χε, αλλά παρα­κα­λεί και Άλλον για τον σκο­πό αυτό, δεί­χνει μεγα­λύ­τε­ρη την αγά­πη Του.

Τι σημαί­νει λοι­πόν το «περ ατν ρωτ»; «Ο περ το κόσμου ρωτ, λλ περ ν δέδω­κάς μοι, τι σοί εσι(:εγώ, που τόσο εργά­στη­κα για να τους οδη­γή­σω στην αλη­θι­νή αυτή γνώ­ση και πίστη, σε παρα­κα­λώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιε­ρέ­ας και μεσί­της. Δεν σε παρα­κα­λώ τη στιγ­μή αυτή για τον κόσμο της απι­στί­ας και της αμαρ­τί­ας, αλλά σε παρα­κα­λώ για κεί­νους που μου έδω­σες˙ διό­τι, ενώ μου τους έδω­σες, δεν παύ­ουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9].Συνεχώς θέτει το «δέδω­κας», για να μάθουν ότι τού­το είναι γνώ­μη του Πατρός.

Έπει­τα, επει­δή κατ’ επα­νά­λη­ψη είπε: «Σοί εσί καί σύ μοι ατούς δέδω­κας», για να καταρ­ρί­ψει την πονη­ρή γνώ­μη, δηλα­δή για να μη νομί­σει κανείς ότι είναι πρό­σφα­τη η εξου­σία Αυτού, και ότι τώρα έχει παρα­λά­βει αυτούς, τι λέγει; «Κα τ μ πάν­τα σά στι κα τ σ μά, κα δεδό­ξα­σμαι ν ατος(:και όλα όσα ανή­κουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοι­πόν δικοί σου ήταν και έγι­ναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξα­κο­λου­θούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξα­στεί από αυτούς, διό­τι ανα­γνώ­ρι­σαν τη θεϊ­κή μου φύση και πίστε­ψαν σε Εμέ­να)»[Ιω.17,10].

Είδες ισο­τι­μία; Δηλα­δή για να μην νομί­σεις όταν ακούς «δέδω­κάς μοι», ότι οι Μαθη­τές παύ­ουν να ανή­κουν στην εξου­σία του Πατρός, ή προ­η­γου­μέ­νως δεν ανή­καν στην εξου­σία του Υιού, ο Κύριος και τα δύο τα κατέρ­ρι­ψε, αφού είπε εκεί­να τα οποία είπε· ισο­δυ­να­μούν αυτά με το να έλε­γε: «Ούτε, ακού­γον­τας ότι ‘’εμέ­να αυτούς έχεις δώσει’’ να νομί­σεις ότι αυτοί είναι ξένοι ως προς τον Πατέρα(διότι τα δικά μου είναι και δικά Του),ούτε να νομί­σεις ακού­γον­τας το ‘’ήσαν δικοί Σου’’ ότι είναι ξένοι ως προς Εμέ­να· διό­τι τα δικά Του είναι και δικά Μου».

Ώστε το «δέδω­κας» έχει λεχθεί μόνο λόγω προ­σαρ­μο­γής του λόγου στα ανθρώ­πι­να μέτρα· διό­τι εκεί­να τα οποία έχει ο Πατήρ είναι του Υιού και εκεί­να τα οποία έχει ο Υιός, είναι του Πατρός. Και αυτό, δηλα­δή το «καί τά σά μά», ούτε επί του Υιού δύνα­ται να λέγε­ται με την ανθρώ­πι­νη έννοια, αλλά επει­δή ο λόγος είναι περί Ανω­τέ­ρου των ανθρώ­πων, γι’ αυτό λέγε­ται έτσι. Διό­τι εκεί­νο μεν, το οποίο έχει ο μικρό­τε­ρος είναι βέβαια καθ’ ολο­κλη­ρί­αν φανε­ρό ότι είναι του μεγα­λύ­τε­ρου, καθό­λου όμως δεν συμ­βαί­νει το αντί­στρο­φο.

Αλλά εδώ ο Κύριος τα αντι­στρέ­φει, η δε αντι­στρο­φή δηλώ­νει την ισό­τη­τα. Δεί­χνον­τας αυτό και σε άλλη περί­πτω­ση ο Κύριος λέγει: «Πάν­τα σα χει πατρ μά στι(:προ­η­γου­μέ­νως σας είπα ότι ο Παρά­κλη­τος θα σας πει όσα θα ακού­σει από τον Πατέ­ρα μου. Όλα όμως όσα έχει ο Πατέ­ρας μου είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα στη συνέ­χεια ότι ο Παρά­κλη­τος θα πάρει από τη δική μου γνώ­ση και σοφία και θα την απο­κα­λύ­ψει σε σας)»[Ιω.16,15], ομι­λών­τας περί γνώ­σε­ως· το δε «δέδω­κάς μοι» και όσα παρό­μοια λέγει, τα λέει, για να δεί­ξει ότι προ­σείλ­κυ­σε αυτούς όχι ως ξένος, αφού ήλθε, αλλά έλα­βε τους δικούς Του.

Έπει­τα εκθέ­τει και την αιτία και την από­δει­ξη λέγον­τας: «κα δεδό­ξα­σμαι ν ατος(:και όλα όσα ανή­κουν σε Εμέ­να δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Και αυτοί λοι­πόν δικοί Σου ήταν και έγι­ναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξα­κο­λου­θούν να είναι δικοί Σου. Και εγώ έχω δοξα­στεί από αυτούς, διό­τι ανα­γνώ­ρι­σαν τη θεϊ­κή μου φύση και πίστε­ψαν σε Εμέ­να)»[Ιω.17,10]· δηλα­δή: ή «ότι έχω εξου­σία επ’ αυτών», ή «ότι θα με δοξά­σουν ομοί­ως». Εάν όμως δεν δοξά­στη­κε από αυτούς κατά όμοιο τρό­πο, δεν είναι τότε δικά Του τα του Πατρός· διό­τι κανείς δε δοξά­ζε­ται με εκεί­να επί των οποί­ων δεν έχει εξου­σία.

Πώς λοι­πόν έχει δοξα­στεί με όμοιο τρό­πο; Όλοι ομοί­ως απο­θνή­σκουν υπέρ Αυτού, όπως και υπέρ του Πατρός και κηρύσ­σουν Αυτόν, όπως και τον Πατέ­ρα· και όπως στο όνο­μα του Πατρός λέγουν ότι τα πάν­τα γίνον­ται, έτσι και στο όνο­μα του Υιού.

«Κα οκέτι εμ ν τ κόσμ, κα οτοι ν τ κόσμ εσί(:εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέ­ον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωμα­τι­κή μου παρου­σία, για να τους ενθαρ­ρύ­νω και να τους ενι­σχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διό­τι δεν επι­τέ­λε­σαν ακό­μη την απο­στο­λή τους. Εγώ έρχο­μαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλα­ξέ τους με την πατρι­κή Σου προ­στα­σία και δύνα­μη, την οποία έδω­σες και σε Εμέ­να˙ έτσι ώστε να παρα­μεί­νουν ενω­μέ­νοι μαζί μου και μετα­ξύ τους και να είναι με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη ένα πνευ­μα­τι­κό σώμα, όπως είμα­στε ένα και εμείς που έχου­με την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]· αυτό σημαί­νει «και αν δε φαί­νο­μαι κατά σάρ­κα, δια των μαθη­τών μου δοξά­ζο­μαι».

Για­τί άρα­γε συνε­χώς λέγει ότι «οκέτι εμ ν τ κόσμῳ(:στον κόσμο πια δεν είμαι)» και ότι «επει­δή αφή­νω αυτούς, θέτω αυτούς υπό την προ­στα­σία Σου» και «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία Σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής)»[Ιω.17,12];

Διό­τι εάν λάβει κανείς αυτούς τους λόγους με την καθ’ αυτό σημα­σία τους, θα προ­κύ­ψουν πολ­λά παρά­λο­γα· διό­τι πώς δύνα­ται να έχει λογι­κή εξή­γη­ση το να μη βρί­σκε­ται ο Ίδιος στον κόσμο, και όταν απέρ­χε­ται να εμπι­στεύ­ε­ται τους Μαθη­τές σε Άλλον; Διό­τι αυτοί ήταν ως λόγοι ενός ανθρώ­που που συνε­χώς χωρι­ζό­ταν από αυτούς. Βλέ­πεις ότι κατά ανθρώ­πι­νο τρό­πο εκφρά­ζε­ται κατά το πλεί­στον, σύμ­φω­να με τη νοο­τρο­πία και την πνευ­μα­τι­κή τους ωρι­μό­τη­τα, επει­δή νόμι­ζαν ότι είχαν κάπως περισ­σό­τε­ρη ασφά­λεια από την παρου­σία Αυτού;

Γι’ αυτό λέγει: «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία Σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής)»[Ιω.17,12]. Και όμως λέγει ότι «ρχο­μαι πρς μς»[Ιω.14,28] και «μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συν­τε­λεί­ας το αἰῶνος(:και ιδού, εγώ που έλα­βα κάθε εξου­σία, θα είμαι πάν­τα μαζί σας βοη­θός και συμ­πα­ρα­στά­της σας, μέχρι να τελειώ­σει ο αιώ­νας αυτός, μέχρι δηλα­δή τη συν­τέ­λεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Πώς τώρα λέγει αυτά, σαν να πρό­κει­ται να χωρι­σθεί; Αλλά, πράγ­μα το οποίο είπα, τα λέγει σύμ­φω­να με την νοο­τρο­πία τους, για να ανα­πνεύ­σουν ανα­κου­φι­σμέ­νοι λίγο, ακού­γον­τας Αυτόν να λέει αυτά και να εμπι­στεύ­ε­ται αυτούς στον Πατέ­ρα.

Διό­τι, επει­δή ενώ άκου­γαν από Αυτόν πολ­λούς παρη­γο­ρη­τι­κούς λόγους, δεν πεί­στη­καν, στο εξής συνο­μι­λεί με τον Πατέ­ρα, δεί­χνον­τας τη στορ­γή Του απέ­ναν­τι σε αυτούς· οι λόγοι Του ισο­δυ­να­μούν με το να έλε­γε: «Εφό­σον με καλείς προς Εσέ­να, κατά­στη­σε αυτούς ασφα­λείς».

«Νν δ πρς σ ρχο­μαι(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία Σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής)»[Ιω.17,12]. Τι λες; Και δεν μπο­ρείς να δια­τη­ρή­σεις αυτούς ασφα­λείς; «Ναι, μπο­ρώ». Για ποιο λόγο λοι­πόν λες αυτά; «να χωσι τν χαρν τν μν πεπλη­ρω­μέ­νην ν ατος(:τώρα όμως έρχο­μαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπρο­στά τους, ενώ βρί­σκο­μαι ακό­μη στον κόσμο αυτόν, για να τα ακού­σουν και αυτοί, ώστε, έχον­τας τη βεβαιό­τη­τα ότι εσύ πλέ­ον θα τους προ­στα­τεύ­εις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθά­νο­μαι τώρα και εγώ διό­τι επα­νέρ­χο­μαι κον­τά Σου)»[Ιω.17,13], δηλα­δή «για να μην ταράσ­σον­ται, επει­δή είναι ατε­λέ­στε­ροι». Αυτά λοι­πόν αφού είπε, έδει­ξε ότι όλα αυτά τα έλε­γε κατ’ αυτόν τον τρό­πο για την ανα­κού­φι­ση και τη χαρά τους· διό­τι φαί­νε­ται ότι ο λόγος παρου­σιά­ζει αντί­θε­ση.

«Κα οκέτι εμ ν τ κόσμ, κα οτοι ν τ κόσμ εσί(:εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέ­ον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωμα­τι­κή μου παρου­σία, για να τους ενθαρ­ρύ­νω και να τους ενι­σχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διό­τι δεν επι­τέ­λε­σαν ακό­μη την απο­στο­λή τους. Εγώ έρχο­μαι σε Εσέ­να. Πάτερ άγιε, φύλα­ξέ τους με την πατρι­κή Σου προ­στα­σία και δύνα­μη, την οποία έδω­σες και σε Εμέ­να˙ έτσι ώστε να παρα­μεί­νουν ενω­μέ­νοι μαζί μου και μετα­ξύ τους και να είναι με την αγά­πη και την ομο­φρο­σύ­νη ένα πνευ­μα­τι­κό σώμα, όπως είμα­στε ένα κι εμείς που έχου­με την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]·αυτό δηλα­δή υπέ­θε­ταν εκεί­νοι· κατ’ αρχήν λοι­πόν εκφρά­ζε­ται σε αυτούς με τον ανθρώ­πι­νο τρό­πο· διό­τι εάν έλε­γε: «εγώ φυλάσ­σω αυτούς», δεν θα πίστευαν τότε· για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πατέ­ρα μου άγιε, φύλα­ξε αυτούς με τη δύνα­μη του ονό­μα­τός Σου»· δηλα­δή «με τη δική Σου βοή­θεια».

«τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος ν τ νόμα­τί σου (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία Σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε και έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής[Ιω.17,12]. Πάλι ως άνθρω­πος ομι­λεί και ως προ­φή­της· διό­τι σε καμία περί­πτω­ση δεν φαί­νε­ται να έπρα­ξε κάτι εν τω ονό­μα­τι του Θεού.

«ος δέδω­κάς μοι φύλα­ξα, κα οδες ξ ατν πώλε­το ε μ υἱὸς τς πωλεί­ας, να γραφ πλη­ρωθ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής)»[Ιω.17,12]. Και σε άλλη περί­πτω­ση λέγει: «Τοτο δέ στι τ θέλη­μα το πέμ­ψαν­τός με πατρός, να πν δέδω­κέ μοι μ πολέ­σω ξ ατο(:και το θέλη­μα του Πατρός, που με έστει­λε στον κόσμο, είναι αυτό ακρι­βώς: να μη χάσω ούτε ελά­χι­στους απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά να τους ανα­στή­σω όλους ένδο­ξα την τελευ­ταία ημέ­ρα του κόσμου αυτού, τότε που θα γίνει η δευ­τέ­ρα μου παρου­σία και η παγ­κό­σμια Κρί­ση[Ιω.6,39].

Και όμως δεν χάθη­κε εκεί­νος μόνο, αλλά και πολ­λοί κατό­πιν· πώς λοι­πόν λέγει: «ομ πολέ­σω(:δε θα τους χάσω)»; Εννο­εί: «δε θα τους χάσω, όσο εξαρ­τά­ται από εμέ­να» (δηλα­δή όσον εξαρ­τά­ται από εμέ­να, δεν θα γίνω αίτιος απω­λεί­ας) πράγ­μα το οποίο και σε άλλο μέρος δεί­χνον­τάς το έλε­γε σαφέ­στε­ρα ως εξής: «τν ρχό­με­νον πρός με ο μ κβά­λω ξω(:αλλά εάν εσείς δεν πιστεύ­ε­τε σε Εμέ­να, υπάρ­χουν άλλοι που θα πιστέ­ψουν. Κάθε λογι­κό πλά­σμα, κάθε άνθρω­πος που μου δίνει ο Πατέ­ρας μου για να γίνει δικός μου και να σωθεί από μένα, θα πιστέ­ψει και θα έλθει οπωσ­δή­πο­τε σε Εμέ­να. Και αυτόν που έρχε­ται κον­τά μου δεν θα τον πετά­ξω έξω με περι­φρό­νη­ση, αλλά θα τον δεχτώ με μεγά­λη στορ­γή)»[Ιω.6,37], «δε θα απο­χω­ρή­σει κανείς εξαι­τί­ας μου, ούτε επει­δή τον ωθώ(πράγμα που δεν κάνω), ούτε επει­δή θα τον εγκα­τα­λεί­ψω εγώ· εάν όμως από μόνοι τους απο­μα­κρύ­νον­ται, εγώ δεν θα τους σύρω δια της βίας».

«Νν δ πρς σ ρχο­μαι(:τώρα όμως έρχο­μαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπρο­στά τους, ενώ βρί­σκο­μαι ακό­μη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακού­σουν και αυτοί, ώστε, έχον­τας τη βεβαιό­τη­τα ότι Εσύ πλέ­ον θα τους προ­στα­τεύ­εις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθά­νο­μαι τώρα και εγώ διό­τι επα­νέρ­χο­μαι κον­τά Σου)»[Ιω.17,13]. Παρα­τη­ρείς ότι ο διά­λο­γος διε­ξά­γε­ται κατά ανθρω­πι­νό­τε­ρο τρό­πο; Ώστε εάν κανείς ήθε­λε να παρου­σιά­ζει κατώ­τε­ρο τον Υιό από τα λόγια αυτά, θα παρου­σιά­σει κατώ­τε­ρο και τον Πατέ­ρα.

Παρα­τη­ρεί λοι­πόν εξαρ­χής ότι ο Κύριος ομι­λεί άλλο­τε μεν ως κάποιος που διδά­σκει και διευ­κρι­νί­ζει αυτά στον Πατέ­ρα και άλλο­τε σαν να δίνει παραγ­γε­λί­ες· ως κάποιος που διδά­σκει ομι­λεί όταν π.χ. λέγει: «Ο περ το κόσμου ρωτῶ(:εγώ, που τόσο εργά­στη­κα για να τους οδη­γή­σω στην αλη­θι­νή αυτή γνώ­ση και πίστη, σε παρα­κα­λώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιε­ρέ­ας και μεσί­της. Δεν σε παρα­κα­λώ τη στιγ­μή αυτή για τον κόσμο της απι­στί­ας και της αμαρ­τί­ας, αλλά σε παρα­κα­λώ για κεί­νους που μου έδω­σες˙ διό­τι, ενώ μου τους έδω­σες, δεν παύ­ουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9], ενώ ως κάποιος που δίνει παραγ­γε­λί­ες, ομι­λεί όταν λέγει: «γ τήρουν ατος ν τ νόμα­τί σου», «οδες ξ ατν πώλε­το» και «πάτερ γιε, τήρη­σον ατος ν τ νόμα­τί σου» · και πάλι: «σο σαν κα μο ατος δέδω­κας» και «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος».

Όλων ωστό­σο η εξή­γη­ση είναι ότι οι λόγοι έχουν λεχθεί εξαι­τί­ας της πνευ­μα­τι­κής ακό­μα αδυ­να­μί­ας τους και έχουν προ­σαρ­μο­στεί κατά συγ­κα­τά­βα­ση προς το επί­πε­δό τους να κατα­νο­ούν τα υψη­λά εκεί­να νοή­μα­τα.

Όταν είπε ότι «οδες ξ ατν πώλε­το ε μ υἱὸς τς πωλεί­ας(:κανέ­νας από αυτούς τους μαθη­τές δεν χάθη­κε, παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της πρό­σθε­σε «να γραφ πλη­ρωθῇ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλα­γα με την πατρι­κή και ισχυ­ρή προ­στα­σία Σου. Αυτούς που μου έδω­σες τους φύλα­ξα και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθη­κε παρά μόνο ο υιός της απω­λεί­ας, ο προ­δό­της Ιού­δας, ο οποί­ος χάθη­κε κι έτσι εκπλη­ρώ­θη­καν και επα­λη­θεύ­θη­καν οι προ­φη­τεί­ες της Αγί­ας Γρα­φής[Ιω.17,12].

Ποια Γρα­φή εννο­εί; Εκεί­νη, η οποία προ­λέ­γει περί του Ιού­δα. Δεν χάθη­κε βέβαια για τον λόγο αυτό, δηλα­δή για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτό που λέει η Γρα­φή. Και για την έκφρα­ση αυτή πολ­λά είπα­με και προ­η­γου­μέ­νως, ότι δηλα­δή αυτός ο τρό­πος εκφρά­σε­ως είναι ιδιά­ζων τρό­πος της Γρα­φής, δια του οποί­ου εκθέ­τει τα συμ­βαί­νον­τα από τα απο­τε­λέ­σμα­τά τους[δηλαδή όταν λέγει «να γραφ πλη­ρωθ» δεν σημαί­νει ότι συνέ­βη «με τον σκο­πό να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η Γρα­φή», αλλά συνέ­βη «με απο­τέ­λε­σμα να επα­λη­θευ­τούν οι λόγοι της Γρα­φής»]. Και πρέ­πει με ακρί­βεια όλα να τα εξε­τά­ζει κανείς, και τον λεκτι­κό τρό­πο του ομι­λούν­τος, και την υπό­θε­ση, και τους νόμους της Γρα­φής, εάν βεβαί­ως δεν έχου­με την πρό­θε­ση να κατα­λή­ξου­με σε παρα­λο­γι­σμούς· διό­τι λέγει: «δελ­φοί, μ παι­δία γίνε­σθε τας φρε­σίν(:αδελ­φοί, μη συμ­πε­ρι­φέ­ρε­στε σαν να είστε ακό­μη παι­διά στο μυα­λό, ανί­κα­νοι να σκε­φτεί­τε σοβα­ρά και συνε­τά, αλλά να γίνε­στε μόνο ως προς την κακία σαν τα νήπια, απο­νή­ρευ­τοι και αθώ­οι. Στο μυα­λό όμως και στη σκέ­ψη φρον­τί­ζε­τε πάν­το­τε να γίνε­στε τέλειοι άνδρες)»[Α΄Κορ.14,20].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες Π΄και ΠΑ΄(κατ’ επι­λο­γήν), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2011, τόμος 14, σελί­δες 552–563 και 570–581 .

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 75, σελ. 139–144 και 148–155 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Φαν­τά­σου πῶς βλέ­πεις τοὺς μαθη­τὲς κάποιου δάσκα­λου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσὺ δὲν ἔχεις ἀκού­σει ποτέ. Βλέ­πεις πῶς εἶναι ταπει­νοί, αὐτο­συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, σοφοί, ἐπι­με­λεῖς, ὑπά­κουοι καὶ γενι­κά τους στο­λί­ζει κάθε ἀρε­τή. Τί θὰ σκε­φτεῖς τότε γιά το δάσκα­λό τους; Σίγου­ρα θὰ ὑπο­θέ­σεις ὅ,τι καλ­λί­τε­ρο καὶ ὑψη­λό­τε­ρο γι’ αὐτόν.

Φαν­τά­σου πῶς παρα­τη­ρεῖς τοὺς στρα­τιῶ­τες κάποιου διοι­κη­τῆ, τὸ ὄνο­μα τοῦ ὁποί­ου δὲν ἄκου­σες ποτέ. Βλέ­πεις πῶς εἶναι ἐπι­με­λεῖς, γεν­ναῖ­οι, πει­θαρ­χη­μέ­νοι, γεμᾶ­τοι μὲ ἀδελ­φι­κὴ ἀγά­πη καὶ πνεῦ­μα αὐτο­θυ­σί­ας. Τί θὰ σκε­φτεῖς γιά το διοι­κη­τή τους; Ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ πεῖς πῶς εἶναι ἄξιος, τοῦ ἁρμό­ζει ὁ μεγα­λύ­τε­ρος ἔπαι­νος.

Σκέ­ψου πῶς μπρο­στά σου ἔχεις ἕνα φροῦ­το ποὺ δὲν τὸ ἔχεις ξανα­δεῖ οὔτε καὶ τὸ ἔχεις γευ­τεῖ ποτὲ στὴ ζωή σου. Ἕνα φροῦ­το ποὺ εἶναι πανέ­μορ­φο στὴν ὄψη, μὲ θαυ­μά­σια γεύ­ση καὶ ἐξαί­σιο ἄρω­μα. Σίγου­ρα θὰ ρωτοῦ­σες τί εἴδους δέν­τρο παρά­γει τέτοιο καρ­πὸ καί, ἂν τὸ δέν­τρο αὐτὸ σοῦ ἦταν ἄγνω­στο, δὲν εἶχες ξανα­κού­σει γι’ αὐτό, θὰ πίστευες πῶς εἶναι τὸ καλ­λί­τε­ρο δέν­τρο στὸν κόσμο καὶ θὰ τὸ ἐξυ­μνοῦ­σες ὼς τὸν οὐρα­νό.

Ὅταν βλέ­πεις λοι­πὸν καλοὺς μαθη­τές, συμ­πε­ραί­νεις πῶς ὁ δάσκα­λός τους εἶναι καλός. Ὅταν βλέ­πεις καλοὺς στρα­τιῶ­τες, ἐκτι­μᾶς πῶς ὁ διοι­κη­τής τους εἶναι καλός. Κι ὅταν ἀντι­κρύ­ζεις ἕνα ὄμορ­φο φροῦ­το, ἀπο­φαί­νε­σαι πῶς τὸ δέν­τρο ποὺ τὸ παρά­γει εἶναι καλό.

«Ἕκα­στον γὰρ δέν­δρον ἐκ τοῦ ἰδί­ου καρ­ποῦ γινώ­σκε­ται» (Λουκ. στ’ 44). Τὸ καλὸ δέν­τρο δὲ βγά­ζει κακοὺς καρ­πούς, ὅπως καὶ τὸ κακὸ δέν­τρο δὲν μπο­ρεῖ νὰ βγά­λει καλοὺς καρ­πούς. «Ἀπὸ τῶν καρ­πῶν αὐτῶν ἐπι­γνώ­σε­σθε αὐτούς. μήτι συλ­λέ­γου­σιν ἀπὸ ἀκαν­θῶν στα­φυ­λὴν ἢ ἀπὸ τρι­βό­λων σῦκα;» (Ματθ. ζ’ 16). “Ὄχι! Οὔτε ἀπὸ τ’ ἀγκά­θια θὰ συνά­ξεις στα­φύ­λια οὔτε ἀπὸ τὰ τρι­βό­λια σῦκα. Τὸ καλὸ δέν­τρο παρά­γει καλὸ καρ­πό, τὸ κακὸ δέν­τρο κακό. Αὐτὸ εἶναι τόσο αὐτο­νόη­το, τόσο γνω­στὸ σὲ ὅλους, ὥστε δὲ χρειά­ζε­ται ἀπο­δεί­ξεις. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς χρη­σι­μο­ποί­η­σε τέτοια παρα­δείγ­μα­τα ἀπὸ τὴ φύση, γιὰ νὰ διδά­ξει στοὺς ἀνθρώ­πους τίς προ­φα­νεῖς πνευ­μα­τι­κὲς καὶ ἠθι­κὲς ἀλή­θειες. Ἡ φύση γενι­κὰ λει­τουρ­γεῖ ὡς ἡ καλ­λί­τε­ρη εἰκό­να τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που.

Φαν­τά­σου γιὰ μιὰ στιγ­μὴ πῶς δὲν ξέρεις τίπο­τα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στὸ πῶς δὲν ἔχεις ἀκού­σει τίπο­τα γι’ Αὐτὸν πῶς δὲ διά­βα­σες ποτὲ τὸ εὐαγ­γέ­λιό Του. Καὶ φαν­τά­σου ἔπει­τα πῶς ζεὶς σ’ ἕναν τόπο, ὅπου μονα­δι­κοὶ κάτοι­κοι εἶναι οἱ ἀπό­στο­λοί Τοῦ, οἱ ἅγιοι κι οἱ μάρ­τυ­ρες, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες ποὺ ζοῦν θεά­ρε­στα. Πῶς βρί­σκεις ἐκεῖ δηλα­δὴ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ ἀκο­λού­θη­σαν τὸ Χρι­στὸ καὶ ἔζη­σαν σύμ­φω­να μὲ τίς ἐντο­λὲς καὶ τὸ παρά­δειγ­μά Του. Θὰ βρι­σκό­σουν ἔτσι ἀνά­με­σα στοὺς μαθη­τὲς κάποιου δάσκα­λου ἄγνω­στου σὲ σένα ἀνά­με­σα σὲ στρα­τιῶ­τες κάποιου ἄγνω­στου σὲ σένα διοι­κη­τὴς θὰ βλε­πες τὸν καρ­πὸ κάποιου ἄγνω­στου δέν­τρου. Χωρὶς νὰ γνω­ρί­ζεις τίπο­τα γιὰ τὸ Χρι­στό, θὰ τὸν γνώ­ρι­ζες μέσῳ τοῦ λαοῦ Του. Μέσα ἀπὸ τοὺς μαθη­τές Του θὰ γνώ­ρι­ζες τὸ μεγα­λύ­τε­ρο δάσκα­λο ποὺ γνώ­ρι­σε ὁ κόσμος. Ἀπὸ τοὺς στρα­τιῶ­τες καὶ τοὺς ὀπα­δούς Του, θὰ μάθαι­νες γιὰ τὸν πιὸ ἰσχυ­ρὸ καὶ νικη­φό­ρο Διοι­κη­τὴ ποὺ περ­πά­τη­σε ποτὲ στὴ γῆ. Ἀπὸ τὸν καρ­πὸ Τοῦ θὰ γνώ­ρι­ζες τὸ γλυ­κύ­τε­ρο καὶ ὠφε­λι­μό­τε­ρο δέν­τρο, τὸ Δέν­τρο τῆς Ζωῆς, ποὺ ὁ καρ­πός του ξεπερ­νά­ει σὲ γλυ­κύ­τη­τα τοὺς καρ­ποὺς ὅλων τῶν δέν­τρων τοῦ δημιουρ­γη­μέ­νου κόσμου.

Σήμε­ρα ἡ Ἐκκλη­σία μας γιορ­τά­ζει τὴ μνή­μη μιᾶς πολὺ μικρῆς ὁμά­δας μαθη­τῶν καὶ ὀπα­δῶν Του. Σήμε­ρα παρου­σιά­ζει μπρο­στά σου μόνο τρια­κό­σιους δεκα­ο­κτὼ γλυ­κεῖς, εὐώ­δεις καὶ ἀμά­ραν­τους καρ­πούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ἐκλε­κτὴ ὁμά­δα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρια­κό­σιοι δεκα­ο­κτὼ ἅγιοι πατέ­ρες τῆς Πρώ­της Οἰκου­με­νι­κῆς Συνό­δου, ποὺ συνῆλ­θε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐπο­χὴ τοῦ αὐτο­κρά­το­ρα Κων­σταν­τί­νου τοῦ Μεγά­λου, γιὰ τὴν ὑπε­ρά­σπι­ση, ἀπο­σα­φή­νι­ση καὶ βεβαί­ω­ση τῆς Ὀρθό­δο­ξης Πίστης.

Τὴν ἐπο­χὴ ἐκεί­νη στὴν Ἐκκλη­σία εἶχαν ἐμφα­νι­στεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), ποὺ φοροῦ­σαν ροῦ­χα ὅμοια μὲ τῶν ποι­μέ­νων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυ­τη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔτσι ἔπε­σαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ παρέ­συ­ραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλά­νες. Ἡ διδα­σκα­λία τους ἦταν δια­βρω­τι­κή, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα λοι­πὸν σύνα­ξε τοὺς ἁγί­ους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνο­δο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀλη­θι­νοὶ διδά­σκα­λοι τοῦ Χρι­στοῦ, σὲ ἀντί­θε­ση μὲ τοὺς πλα­νε­μέ­νους νὰ φανεῖ ἡ δύνα­μη ἐκεί­νων ποὺ ἀγω­νί­ζον­ται γιὰ τὸ Χρι­στὸ ἐναν­τί­ον ἐκεί­νων ποὺ τὸν πολε­μοῦν καὶ νὰ δια­κρι­θεῖ ὁ γλυ­κὺς καρ­πὸς τοῦ καλοῦ Δέν­τρου, ποὺ εἶναι ὁ Χρι­στός, σὲ ἀντί­θε­ση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρ­ποὺς τοῦ δέν­τρου τοῦ πονη­ροῦ. Οἱ ἅγιοι πατέ­ρες ἔλαμ­ψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρα­νό, ποὺ παίρ­νουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ κεῖ­νοι φωτί­στη­καν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χρι­στὸ καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Ἦταν Χρι­στο­φό­ροι ἄνθρω­ποι, ὁ Χρι­στὸς ζοῦ­σε κι ἔλαμ­πε μέσα ἀπὸ τὸν καθέ­να τους. Ἦταν οὐρα­νο­πο­λί­τες μᾶλ­λον παρὰ πολῖ­τες τῆς γῆς, ἀγγε­λό­μορ­φοι, ἔμοια­ζαν περισ­σό­τε­ρο μὲ ἀγγέ­λους παρὰ μὲ ἀνθρώ­πους. Ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶν­τος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοι­κή­σω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπε­ρι­πα­τή­σω» (Β ́κόρ. Στ’ 16).

Πιστεύω πῶς εἶναι ἀρκε­τὸ ν’ ἀνα­φερ­θῶ σὲ τρεὶς μόνο ἀπ’ αὐτούς, ἐκεί­νους ποὺ σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνω­στοί, γιὰ νά ‘χεῖς μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπό­λοι­ποι τρια­κό­σιοι δεκα­πέν­τε. Κι ἀνα­φέ­ρο­μαι στὸν ἅγιο πατέ­ρα Νικό­λαο, στὸν ἅγιο Σπυ­ρί­δω­να καὶ στὸν ἅγιο Ἀθα­νά­σιο τὸ Μέγα. Πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέ­ρες ἔφτα­σαν στὴ σύνο­δο φέρον­τας στὸ σῶμα τους τραύ­μα­τα ποὺ εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἅγιος Παφ­νού­τιος, γιὰ παρά­δειγ­μα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασά­νι­ζαν. Ὅλοι τους ἔλαμ­παν ἀπὸ ἕνα ἐσω­τε­ρι­κὸ φῶς ποὺ προ­ερ­χό­ταν ἀπό το Θεό, ἕνα φῶς ὅπου δια­κρι­νό­ταν καθα­ρὰ ἡ ἀλή­θεια. Ὡς ἀκό­λου­θοι τοῦ Ἐσταυ­ρω­μέ­νου δὲ λογά­ρια­ζαν τὰ βασα­νι­στή­ρια. Ἡ αφο­βία τους στὴν ὑπε­ρά­σπι­ση τῆς ἀλή­θειας ἦταν μέγι­στη, ἀπε­ριό­ρι­στη. Μὲ τὴ θεόσ­δο­τη γνώ­ση τῆς ἀλή­θειας ποὺ κατεῖ­χαν καὶ τὴν τόλ­μη τους στὴν ὑπε­ρά­σπι­σή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέ­ρες ἀναί­ρε­σαν καὶ συνέ­τρι­ψαν τὴν αἵρε­ση τοῦ Ἀρεί­ου καὶ καθιέ­ρω­σαν τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πίστε­ως, ποῦ κρα­τοῦ­με ὼς σήμε­ρα καὶ ὁμο­λο­γοῦ­με ὼς τὴ μόνη σωστι­κὴ ἀλή­θεια τοῦ Θεοῦ.

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο δὲ μᾶς μιλά­ει γιὰ τὴ Σύνο­δο αὐτή, ἀλλὰ γιὰ τὴν τελευ­ταία προ­σευ­χὴ ΝΑ τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ στὸν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του. Για­τί δια­βά­ζου­με τὸ εὐαγ­γέ­λιο αὐτὸ στὴ σημε­ρι­νὴ γιορ­τη; Ἐπει­δὴ δεί­χνει τὴν ἐπιρ­ροή του στὴν Πρώ­τη Οἰκου­με­νι­κὴ Σύνο­δο. Μὲ τὴ δύνα­μη τῆς προ­σευ­χῆς αὐτῆς καὶ Θεὸς ἐνί­σχυ­σε τοὺς ἁγί­ους πατέ­ρες τῆς συνό­δου καὶ τοὺς ἔκα­νε ἀτρό­μη­τους ὑπε­ρα­σπι­στὲς τῆς ἀλή­θειας, νικη­τὲς στὶς ἀμφι­σβη­τή­σεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώ­πων καὶ δαι­μό­νων. Νά, πῶς ἀρχί­ζει ἡ προ­σευ­χὴ αὐτή:

«Ταῦ­τα ἐλά­λη­σεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆ­ρε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρα­νὸν καὶ εἶπε: πάτερ, ἐλή­λυ­θεν ἡ ὥρα: δόξα­σόν σου τὸν υἱόν, ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξά­ση σέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 1). Ὅλα ὅσα δίδα­ξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώ­πους, τὰ εἶχε ἐφαρ­μό­σει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδά­ξει τοὺς ἀνθρώ­πους πῶς νὰ προ­σεύ­χον­ται: «Πάτερ ἡμῶν, δέν τους οὐρα­νοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκω­σε τὸ βλέμ­μα Του στοὺς οὐρα­νούς, ὅπου κατοι­κεῖ ὁ Πατέ­ρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνου­με ἐμεῖς, ἀλλὰ ἁπλᾶ «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ «Πατέ­ρα μου». Αὐτὸς καὶ κανέ­νας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρα­νὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ μονο­γε­νὴς Υἱὸς τοῦ Οὐρά­νιου Πατέ­ρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέ­ρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρ­ξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία — ὁ μονα­δι­κὸς Υἱὸς τοῦ μονα­δι­κοῦ Πατέ­ρα. Ἐμεῖς εἴμα­στε μόνο υἱοὶ ἐξ υἱο­θε­σί­ας, μέ τη χάρη καὶ τὸ ἔλε­ος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆ­ρε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρα­νόν. Δὲ σήκω­σε μόνο τὰ σωμα­τι­κά Του μάτια ἀλλὰ καὶ τὰ πνευ­μα­τι­κά, κυρί­ως αὐτά. Ὁ Ἄσω­τος «οὐκ ἤθε­λεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλ­μοὺς εἰς τὸν οὐρα­νὸν ἐπᾶ­ραι» (Λουκ. ἰη’ 13), για­τί αἰσθα­νό­ταν τὴν ἀμαρ­τω­λό­τη­τά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆ­ρε τοὺς ὀφθαλ­μοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρα­νὸν ἐλεύ­θε­ρα, για­τί ἦταν ἀνα­μάρ­τη­τος. Ἡ ὥρα Του — ἡ ὥρα τοῦ μεγά­λου πάθους — πλη­σί­α­ζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλε­πε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβε­ρὴ ἀπὸ κατα­βο­λῆς καὶ ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλε­πε καθα­ρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προ­εῖ­πε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μίλη­σε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθη­τές Του. Οἱ μαθη­τές Του ὅμως δὲν τὸ κατά­λα­βαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβα­λαν στὴν καρ­διά τους, δὲν τὸ ἔκα­ναν δικό τους, ὡς τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖ­χε πιὰ μέρες, ἀλλὰ λεπτά.

«Δόξα­σόν σου τὸν υἱόν!» Δόξα­σε Τὸν τὴ φοβε­ρὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξα­σες μέχρι τώρα. Δόξα­σέ Τὸν στὸ θάνα­το, ὅπως τὸν δόξα­σες στὴ ζωή. Δόξα­σέ Τον στὴν ταπεί­νω­ση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξα­σες μὲ τούς δυνα­τοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξα­σέ Τὸν στοὺς ἀνθρώ­πους, ὅπως τὸν εἶχες δοξά­σει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στοὺς ἀγγέ­λους Σου. Δόξα­σε τὸν Υἱόν Σου «ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξά­ση σε». Ἄν ἀπὸ τὸ πρῶ­το μέρος τῆς πρό­τα­σης φαί­νε­ται πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώ­τε­ρος ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα, στὸ δεύ­τε­ρο αὐτὸ μέρος βλέ­που­με καθα­ρὰ τὴν ἰσό­τη­τά Τοὺς καὶ τὴν ἀμοι­βαία συμ­με­το­χὴ στὴν ἴση δύνα­μή τους. Ὁ Πατέ­ρας δοξά­ζει τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς δοξά­ζει τὸν Πατέ­ρα, μὲ ἀδιαί­ρε­τη δύνα­μη καὶ ἀδιαί­ρε­τη ἀγά­πη. «Πᾶς ὁ ἀρνού­με­νος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέ­ρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέ­ρας ἔστει­λε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο: ὁ Υἱὸς φανέ­ρω­σε τὸν Πατέ­ρα στὸν κόσμο. Τίπο­τα δὲ θὰ ξέρα­με γιὰ τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέ­ρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέ­ρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δὲ θὰ γνω­ρί­ζα­με γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρ­χε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέρα­με ἂν δὲν τὸν φανέ­ρω­νε τὸ φῶς. Ὁ ἀπό­στο­λος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴ σύγ­κρι­ση αὐτὴ καὶ ὀνο­μά­ζει τὸ Χρι­στὸ «ἀπαύ­γα­σμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρός)» (Ἐβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δὲ ζητᾶ νὰ δοξα­στεῖ ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδί­ου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώ­πων, ὅπως βλέ­που­με ἀπὸ τ’ ἀκό­λου­θα λόγια:

«Καθὼς ἔδω­κας αὐτῷ ἐξου­σί­αν πάσης σαρ­κός, ἶνα πᾶν ὁ δέδω­κας αὐτῷ δώση αὐτοῖς ζωὴν αἰώ­νιον» (Ἰωάν. ἴζ’ 2). Προ­σέξ­τε με ποιό τρό­πο ὁ Κύριος ἀνα­φέ­ρε­ται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον ποὺ θὰ χαρί­σει στοὺς ἀνθρώ­πους τὴν αἰώ­νια ζωή. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα ποὺ ζητά­ει. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ ἑτοι­μά­ζουν ἕνα πικρὸ ποτή­ρι θλί­ψε­ων, γεμᾶ­το μὲ βάσα­να, ἱδρῶ­τα καὶ αἷμα, Ἐκεῖ­νος προ­σεύ­χε­ται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώ­πους αἰώ­νια ζωή. Ἡ ἀπάν­τη­σή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυ­κύ­τε­ρο ψωμί. Κι ἀνέ­φε­ρε ἀρκε­τὲς φορὲς ποὺ ὁ Πατέ­ρας του ἔδω­σε δύνα­μιν ἐπὶ πάσης σαρ­κός. «Πάν­τα μοι παρε­δό­θη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τήν ‘Ἀνά­στα­σή Τοῦ, ὅταν φανε­ρώ­θη­κε στοὺς μαθη­τές Του εἶπε: «Ἐδό­θη μοι πᾶσα ἐξου­σία ἐν οὐρα­νὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή18). Ὅπως λοι­πὸν εἶχε λάβει ἐξου­σία πάνω σὲ κάθε ὕπαρ­ξη, ὁ Κύριος ζητά­ει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα Του ἐξου­σία στὴν αἰώ­νια ζωὴ γιὰ τίς ψυχὲς ἐκεῖ­νες ποὺ τὸν εἶχαν ἐμπι­στευ­τεῖ, νὰ τοὺς χαρί­σει δηλα­δὴ τὴν αἰω­νιό­τη­τα. Ἀλλο πρᾶγ­μα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξου­σία πάνω στὸν ὑλι­κὸ καὶ φθαρ­τὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιο­δο­σία σου τὴν αἰώ­νια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχὴ θέλη­σε ὁ Θεὸς νὰ δημιουρ­γή­σει τὸν ἄνθρω­πο, ζων­τα­νὸ καὶ ἀθά­να­το, στὴ δημιουρ­γία ἔλα­βε μέρος ἡ Ἁγία Τριά­δα, ὅπως δια­βά­ζου­με στὴ Γένε­ση (ἅ’ 26): «Ποι­ή­σω­μεν ἄνθρω­πον κατ’ εἰκό­να ἡμε­τέ­ραν». Τώρα, ποὺ ὁ Λυτρω­τὴς καὶ Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώ­νια ζωὴ στοὺς θνη­τοὺς ἀνθρώ­πους, προ­σφεύ­γει στὸν Πατέ­ρα, ἐνῶ εἶναι αὐτο­νόη­τη καὶ ἡ παρου­σία τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Στὴν περί­πτω­ση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουρ­γία, ἡ αἰώ­νια ζωὴ εἶναι ἀπο­κλει­στι­κὸ χάρι­σμα τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας. Καὶ στὴ μιὰ περί­πτω­ση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώ­νια ζωὴ δηλῶ­νε­ται πῶς εἶναι τὸ μέγι­στο ἀγα­θὸ ποὺ χαρί­ζει ὁ Θεός.

Ἡ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἄνθρω­πος ἀπο­κα­θί­στα­ται στὴν αἰώ­νια ζωὴ εἶναι ἀνυ­πέρ­βλη­τη, μονα­δι­κή, ὅπως κι ἡ δημιουρ­γία τοῦ ἀνθρώ­που ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνη­το ἄνθρω­πο ἀθά­να­το εἶναι τόσο μεγα­λειώ­δης καὶ θεϊ­κὴ πρά­ξη, ὅσο καὶ ἡ δημιουρ­γία ἀπὸ τὸν πηλό.

«Αὕτη δὲ ἔστιν ἡ αἰώ­νιος ζωή, ἶνα γινώ­σκω­σί σὲ τὸν μόνον ἀλη­θι­νὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέ­στει­λας Ἰησοῦν Χρι­στόν» (Ἰωάν. ἴζ’ 3). Ἡ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπί­γεια ζωή μας εἶναι ἀπαρ­χὴ καὶ πρό­γευ­ση τῆς αἰώ­νιας ζωῆς. Ἡ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώ­νια ζωὴ γιά μας ποὺ ζοῦ­με ἀκό­μα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώ­νια ζωὴ στὴ μέλ­λου­σα κατά­στα­σή μας; «… ὀφθαλ­μὸς οὐκ εἶδε καὶ οὓς οὐκ ἤκου­σε καὶ ἐπὶ καρ­δί­αν ἀνθρώ­που οὐκ ἀνέ­βη» (A΄ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀπο­κά­λυ­ψε πνευ­μα­τι­κὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κεί­νους ποὺ Τὸν εὐα­ρέ­στη­σαν. Ἡ μεγα­λύ­τε­ρη εὐφρο­σύ­νη ὅμως στὴν αἰώ­νια ζωή, στὴ Βασι­λεία τῶν Οὐρα­νῶν, πρέ­πει νὰ συνί­στα­ται στὴ μέγι­στη γνώ­ση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προ­σώ­που τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦ­σε γιὰ τὰ παι­διὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγε­λοι αὐτῶν ἐν οὐρα­νοῖς διὰ παν­τὸς βλέ­που­σι τὸ πρό­σω­πον τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρα­νοῖς» (Ματθ. ἰη’ 10).

Ἢ ἀκό­ρε­στη θέα­ση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρ­κὴς ζωὴ μὲ τὴν παρου­σία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκ­φρα­στη ἀγαλ­λί­α­ση καὶ χαρά, ἀέναη δοξο­λο­γία καὶ ἀγά­πη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγε­λι­κή, ποὺ ἁρμό­ζει καὶ στοὺς ἁγί­ους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦ­με στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπό­στο­λος, «βλέ­πο­μεν δι’ ἐσό­πτρου ἐν αἰνίγ­μα­τι, τότε δὲ πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον» (Α ́κόρ. ἴγ’ 12). Ἡ γνώ­ση ποὺ ἔχου­με τώρα γιά το Θεὸ εἶναι μερι­κή, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλή­ρης. Ἑπο­μέ­νως, δὲν πρέ­πει νὰ νομί­ζου­με πῶς ἕνας ἄνθρω­πος γνω­ρί­ζει το Θεὸ ὅταν φτά­νει μὲ τίς διερ­γα­σί­ες τοῦ νοῦ στὸ συμ­πέ­ρα­σμα πῶς ὁ Θεὸς ὑπάρ­χει κατὰ κάποιο τρό­πο καὶ κατοι­κεῖ κάπου. Τὸ Θεὸ γνω­ρί­ζει ἐκεῖ­νος ποὺ νιώ­θει μέσα του ἀλλὰ καὶ γύρω του τὴ ζεί­δω­ρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν καρ­διά, το νοῦ καὶ τὴν ψυχή του αἰσθά­νε­ται τὴ μεγα­λειώ­δη καὶ φοβε­ρὴ παρου­σία τοῦ μόνου ἀλη­θι­νοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προ­σω­πι­κὴ ζωή του.

Για­τί ὁ Χρι­στὸς τονί­ζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀλη­θι­νὸν Θεόν; Ἐπει­δὴ θέλει νὰ προ­φυ­λά­ξει τοὺς μαθη­τές Του ἀπὸ τὸν παν­θεϊ­σμὸ καὶ τὴν εἰδω­λο­λα­τρεία, νὰ βεβαιώ­σει γιὰ μιὰ ἀκό­μα φορὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε μέσῳ τοῦ Μωυ­σῆ: «Ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς σοῦ… οὐκ ἔσον­ται σοὶ θεοὶ ἕτε­ροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἔξ. κ’ 2,3). Καὶ για­τί ἐπι­ση­μαί­νει πῶς αἰώ­νια ζωὴ εἶναι ἡ γνώ­ση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ; Ἐπει­δὴ ὁ Θεὸς ἀπο­κα­λύ­πτε­ται μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ὅσο μπο­ρεῖ ν’ ἀπο­κα­λυ­φθεῖ στὸ θνη­τὸ ἄνθρω­πο, κι ἐπει­δὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ μπο­ροῦν νὰ φτά­σουν οἱ ἄνθρω­ποι στὴν πλη­ρέ­στε­ρη γνώ­ση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνα­τὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. “Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς στοὺς Ἰου­δαί­ους, «εἴ ἐμὲ ἤδει­τε, καὶ τὸν πατέ­ρα μοῦ ἤδει­τε ἄν» (Ἰωάν. ἡ’ 19). ‘Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαί­νει ἀβί­α­στα τὸ συμ­πέ­ρα­σμα πῶς τὸν Πατέ­ρα μπο­ροῦ­με νὰ τὸν γνω­ρί­σου­με μόνο μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ Χρι­στοῦ.

«Ἐγὼ σὲ ἐδό­ξα­σα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτε­λεί­ω­σα ὅ δέδω­κάς μοι ίνα ποι­ή­σω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). Τί σημαί­νουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαί­νουν πῶς αὐτὸ τὸ ἔκα­νε ἐν σαρ­κί, ζῶν­τας ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους. Τὸ ἔργο ποὺ ἔκα­νε καὶ τελεί­ω­σε ὁ Κύριος ἐν σαρ­κί, ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, ἦταν ἡ σωτη­ρία τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανά­του του στὸ σταυ­ρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀπο­τε­λοῦν­ταν ἀπὸ λόγια ζωο­ποιά, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανα­κου­στεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέ­τρη­τα θαύ­μα­τα, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανα­γί­νει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώ­νει τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ στὸν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα, γιὰ νὰ διδά­ξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπεί­νω­ση καὶ τὴν ὑπα­κοή.

«Καὶ νὺν δόξα­σόν μὲ σύ, πάτερ, παρὰ σεαυ­τῷ τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ἴζ’ 5). Τί μπο­ροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖ­νοι ποὺ λένε πῶς ὁ Χρι­στὸς ἦταν ἕνας συνη­θι­σμέ­νος ἄνθρω­πος, ἕνα πλά­σμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλά­σμα­τά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλά­ει γιὰ τὴ δόξα ποὺ εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάπο­τε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυ­τὸ Τοῦ: «πρίν ‘Ἀβρα­ὰμ γενέ­σθαι ἐγὼ εἶμι» (Ἰωάν. ἡ’ 58). Εἶπε πῶς ὑπῆρ­χε πρὶν ἀπὸ τόν ‘Ἀβρα­άμ. Αὐτὸ μόνο μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρο­νες Ἰου­δαί­ους, μὰ στὴν προ­σευ­χή Του εἶπε πῶς ὑπῆρ­χε καὶ μάλι­στα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουρ­γία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθε­λε νὰ τοὺς ἀπο­κα­λύ­ψει περισ­σό­τε­ρα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προ­σευ­χή Του, τὸ ἀπο­κα­λύ­πτει στὸν κόσμο ὁλό­κλη­ρο. Για­τί τώρα μόνο; Ἐπει­δὴ γνω­ρί­ζει ὡς παν­το­γνώ­στης πῶς ἡ προ­σευ­χή Του θὰ φτά­σει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώ­πων μόνο μετὰ τὴν ἔνδο­ξη Ἀνά­στα­σή Τοῦ, τότε ποὺ θὰ εἶναι εὔκο­λο νὰ πιστέ­ψουν οἱ ἄνθρω­ποι στὴν προ­αιώ­νια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέ­ρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξα ὡς μονο­γε­νοῦς παρὰ πατρός» (Ἰωάν. ἅ’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς πῶς «πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15); Ἑπο­μέ­νως ἡ δόξα τοῦ Πατέ­ρα εἶναι καὶ δικὴ Τοῦ δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξου­σία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέ­ρα. Τότε για­τί προ­σεύ­χε­ται στὸν Πατέ­ρα νὰ τὸν δοξά­σει; Δὲ ζητά­ει νὰ δοξα­στεῖ ὡς πρὸς τὴ θεία Του φύση, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώ­πι­νη. Γιὰ τὸν πλα­σμέ­νο κόσμο ἡ ἀνθρώ­πι­νη φύση Του εἶναι και­νούρ­για, ὄχι ἡ θεία. Ἡ ἀνθρώ­πι­νη φύση Του πρέ­πει νὰ θεω­θεί, νὰ φτά­σει στὴ θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρω­ποι νὰ προ­σεγ­γί­σου­με τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στε­φά­νω­μα ὅλων ὅσα ἔκα­νε ὁ Σωτῆ­ρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγά­λο μυστή­ριο τῆς εἰρή­νευ­σης τοῦ ἀνθρώ­που μέ το Θεό, ἡ εὐλο­γη­μέ­νη υἱο­θε­σία τους ὡς κατὰ χάρη υἱῶν, μέσῳ τῆς δόξας τοῦ Θεαν­θρώ­που.

Πρό­σε­ξε ἐπί­σης ποιά σπου­δαία στιγ­μὴ διά­λε­ξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θεῖ στὸν Πατέ­ρα καὶ νὰ τὸν δοξά­σει. Κι αὐτὸ ἔγι­νε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτε­λεί­ω­σα καὶ δέδω­κάς μοὶ ἶνα ποι­ή­σω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθα­ρὴ καὶ σαφὴς διδα­σκα­λία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πῶς, γιὰ νὰ περι­μέ­νου­με ἀντα­πό­δο­ση ἀπό το Θεό, πρέ­πει πρῶ­τα νὰ τηρή­σου­με τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ. Θυμή­σου τὰ προ­φη­τι­κὰ λόγια τοῦ Χρι­στοῦ πῶς, στὸ τέλος τοῦ χρό­νου, ὅταν «μέλ­λει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ἔρχε­σθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ… τότε ἀπο­δώ­σει ἑκά­στῳ κατὰ τὴν πρᾶ­ξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ἴστ’27). Εὐλο­γη­μέ­νοι καὶ μακά­ριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, για­τί θὰ λάβουν ὡς ἀντα­πό­δο­ση ἑκα­τὸ φορὲς περισ­σό­τε­ρα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκα­μαν, θὰ λάμ­ψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χρι­στοῦ, μπρο­στὰ στὸ θρό­νο τοῦ Ὑψί­στου.

«Ἐφα­νέ­ρω­σὰ σου τὸ ὄνο­μα τοὺς ἀνθρώ­ποις οὓς δέδω­κάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δεδω­κας, καὶ τὸν λόγον σου τετη­ρή­κα­σι» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Ποιό εἶναι τὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ ποὺ φανέ­ρω­σε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνο­μα «Πατέ­ρας». Τὸ ὄνο­μα αὐτὸ ἦταν ἄγνω­στο τόσο στοὺς εἰδω­λο­λά­τρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰου­δαί­ους. Εἶναι μιὰ ὁλό­τε­λα και­νούρ­για ἀπο­κά­λυ­ψη στὸν κόσμο. Οἱ προ­φῆ­τες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης γνώ­ρι­ζαν το Θεὸ μὲ τὰ ὀνό­μα­τα «Θεός», «Δημιουρ­γός», «Κύριος», «Βασι­λιᾶς», «Κρι­τής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξε­ραν ὡς «Πατέ­ρα». Τὸ ὄνο­μα αὐτὸ ἦταν ἄγνω­στο στοὺς ἀνθρώ­πους ἀνὰ τοὺς αἰῶ­νες. Κανέ­νας θνη­τὸς ἄνθρω­πος δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀπο­κα­λύ­ψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνο­μα τοῦ Θεοῦ, για­τί κανέ­νας θνη­τὸς δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ νιώ­σει τὴν πατρό­τη­τα τοῦ Δημιουρ­γοῦ Του, ζῶν­τας κάτω ἀπό το ζυγὸ τοῦ σκό­τους καὶ τοῦ τρό­μου, τῆς ἁμαρ­τί­ας. Κι αὐτὸ ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ νιώ­σει κανείς, ἀκό­μα κι ἂν τὸ ἐκφρά­σει μὲ τὴ γλῶσ­σα του, δὲν ἔχει οὐσια­στι­κὴ σημα­σία. Μόνο ὁ Μονο­γε­νὴς Υἱὸς μπο­ρεῖ ν’ ἀπο­κα­λέ­σει το Θεὸ «Πατέ­ρα». «Ὁ μονο­γε­νὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλ­πον τοῦ πατρός, ἐκεῖ­νος ἐξη­γή­σα­το» (Ἰωάν. ἅ’ 18).

Σὲ ποιόν ἀπο­κά­λυ­ψε ὁ Κύριος τὸ γλυ­κύ­τα­το αὐτὸ ὄνο­μα τοῦ «Πατέ­ρα»; Στοὺς ἀνθρώ­πους, οὓς δέδω­κάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχο­λια­στὲς νομί­ζουν πῶς τόνι­σε ἰδιαί­τε­ρα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεω­ρη­θεῖ ὅτι ἀνα­φέ­ρε­ται στοὺς ἀγγέ­λους, τοὺς «οὐρά­νιους ἀνθρώ­πους», ἀλλὰ στοὺς συνη­θι­σμέ­νους, τοὺς ἐπί­γειους ἀνθρώ­πους. Ὁπωσ­δή­πο­τε ὅμως φαί­νε­ται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεω­ρή­σου­με πῶς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀνα­φέ­ρε­ται στοὺς μαθη­τές Του, τόσο μὲ τὴ στε­νὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύ­τε­ρη ἔννοια. Αὐτὸ προ­κύ­πτει μὲ σαφή­νεια ἀπὸ ἐκεῖ­να ποὺ λέει στὴ συνέ­χεια στὴν προ­σευ­χή Του: «Οὐ περὶ τού­των δὲ ἐρω­τῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόν­των διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 20). Τὸ σκε­πτι­κὸ ἐκεί­νων ποὺ ἰσχυ­ρί­ζον­ται πῶς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ ὑπάρ­χει ὁ «προ­ο­ρι­σμός», ποὺ δια­κρί­νουν στὰ λόγια τοῦ Χρι­στου προ­ει­λημ­μέ­νη ἀπό­φα­ση σωτη­ρί­ας ἢ κατα­δί­κης, εἶναι ἐντε­λῶς ἀβά­σι­μο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἔμοὶ αὐτοὺς δέδω­κας» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Δηλα­δή, δικοὶ Σοῦ ἦταν ὡς πλά­σμα­τα καὶ δοῦ­λοι, Σὲ γνώ­ρι­ζαν μόνο ὡς Δημιουρ­γὸ καὶ Κρι­τή. Τώρα ὅμως ἔμα­θαν ἀπὸ Ἐμέ­να τὸ γλυ­κύ­τε­ρο καὶ ἀγα­πη­τὸ ὄνο­μὰ Σου, υἱο­θε­τή­θη­καν ἀπὸ Μένα κατὰ χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδω­σες ὡς σκλά­βους, γιὰ νὰ τοὺς παρα­δώ­σω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπό­δει­ξαν πῶς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, για­τί τὸν λόγον σου τετη­ρή­κα­σι. Μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκω­μιά­ζει τοὺς μαθη­τές Του στὸν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του. Καὶ συνε­χί­ζει τὰ ἐγκώ­μιά Του:

«Νῦν ἔγνω­καν ὅτι πάν­τα ὅσα δέδω­κάς μοὶ παρὰ σοῦ ἔστιν» (Ἰωάν. ἴζ’ 7). Οἱ πονη­ροὶ Ἰου­δαῖ­οι δὲν ἤθε­λαν νὰ τὸ κατα­λά­βουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκο­φαν­τοῦ­σαν τὸν Κύριο, ἔλε­γαν πὼς εἶχε δαι­μό­νιο καὶ πῶς ἡ θαυ­μα­τουρ­γι­κή του δύνα­μη προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ τὸν Βεελ­ζε­βούλ, τὸν ἄρχον­τα τῶν δαι­μό­νων. Πρέ­πει νά ‘χου­με κατὰ νοῦ πῶς ἀνά­με­σα στοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῶν Ἰου­δαί­ων ὑπῆρ­χε κάποια σύγ­χυ­ση καὶ δια­φω­νία γιὰ τὸ Χρι­στό: Ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ὄχι; Ἔτσι μπο­ροῦ­με νὰ κατα­νο­ή­σου­με για­τί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκω­μιά­ζει τοὺς ἀπο­στό­λους ποὺ πίστευαν πῶς ἦταν Θεός. Πάν­τα ὅσα δέδω­κάς μοι, δηλα­δή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήμα­τα ἅ δέδω­κάς μοι δέδω­κα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλα­βον, καὶ ἔγνω­σαν ἀλη­θῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλ­θον, καὶ ἐπί­στευ­σαν ὅτι σὺ μὲ ἀπέ­στει­λας» (Ἰωάν. ἴζ’ 8). Μὲ τὰ ρήμα­τα πρέ­πει νὰ κατα­νο­ή­σου­με ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύνα­μη ποὺ ἔδω­σε ὁ Κύριος στοὺς μαθη­τές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέρ­γεια τῆς σοφί­ας καὶ τῆς δύνα­μης τὴν εἶχαν ἤδη δοκι­μά­σει οἱ μαθη­τὲς ὅλο τὸ διά­στη­μα ποὺ ἔζη­σαν κον­τὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πει­στεῖ πῶς ὅλη ἡ σοφία καὶ ἡ δύνα­μή Τοῦ ἦταν ἀπό το Θεό.

«Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρω­τῶ: οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρω­τώ, ἀλλὰ περὶ ὤν δέδω­κάς μοι, ὅτι σοὶ εἰσί» (Ἰωάν. ἴζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαί­νει πῶς ὁ Κύριος δὲν προ­σεύ­χε­ται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς μαθη­τές Του; Οἱ μαθη­τὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐρά­νιος Σπο­ρέ­ας ἔσπει­ρε τὸ σωστι­κό Του σπό­ρο. Γιὰ τὸν ἀγρὸ αὐτόν, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Σπο­ρέ­ας καλ­λιέρ­γη­σε κι ἔσπει­ρε, προ­σευ­χή­θη­κε στὸ πρῶ­το μέρος. Ὁ Κύριος τὸ ἔκα­νε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξει πῶς πρέ­πει νὰ ζητᾶ­με ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ταπει­νο­φρο­σύ­νη μόνο αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶναι ἀπα­ραί­τη­τα. Μέσα στὴν ἀκαλ­λιέρ­γη­τη καὶ ἄγο­νη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διά­λε­ξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέ­φρα­ξε κι ἔσπει­ρε ἐκεῖ τὸν πολύ­τι­μο σπό­ρο. Καθὼς ὁ σπό­ρος αὐτὸς ἀνα­πτύσ­σε­ται καὶ καρ­πο­φο­ρεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγα­λώ­νει κι ὁ σπό­ρος ποὺ θὰ σπα­ρεὶ θὰ εἶναι περισ­σό­τε­ρος. Ἑπο­μέ­νως δὲν εἶναι φυσι­κὸ γιὰ τὸ γεωρ­γὸ νὰ προ­σεύ­χε­ται μόνο γιὰ τὸν περι­φραγ­μέ­νο, καλ­λιερ­γη­μέ­νο καὶ σπαρ­μέ­νο ἀγρὸ κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγο­νο κι ἀκαλ­λιέρ­γη­το;

Πολ­λοὶ νεω­τε­ρι­στὲς στὴ δια­δρο­μὴ τῆς ἱστο­ρί­ας, φυσιω­μέ­νοι ἀπὸ τίς γνώ­σεις καὶ τὴν ἔπαρ­σή τους, προ­σπά­θη­σαν μὲ τίς θεω­ρί­ες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυ­χία στὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος μὲ μιὰ κίνη­ση, κάνον­τας ἔκκλη­ση σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο. Οἱ προ­σπά­θειές τους ὅμως γρή­γο­ρα ἐκμη­δε­νί­στη­καν καὶ χάθη­καν σὰν φου­σκά­λες τοῦ νεροῦ, ἀφή­νον­τας τὸν ἀπα­τη­μέ­νο κόσμο σὲ ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρη δυστυ­χία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρί­ου ἔχουν μιὰν ἀόρα­τη, μιὰ δυσθε­ώ­ρη­τη ἀρχή, ὅπως ὁ σπό­ρος τοῦ σινα­πιοῦ ποὺ σπέρ­νε­ται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπι­φά­νεια τῆς γῆς καὶ ἀνα­πτύσ­σε­ται ἀργά. Ὅταν μεγα­λώ­σει ὅμως καὶ γίνει δέν­τρο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ κου­νή­σει κανέ­νας ἄνε­μος. Ὅταν γίνε­ται σει­σμὸς κατα­στρέ­φει πύρ­γους ὑψη­λούς, κατα­σκευά­σμα­τα ἀνθρώ­πων, μὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ βλά­ψει οὔτε ἕνα δέν­τρο. Σὲ κάθε περί­πτω­ση ὁ Κύριος δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­σευ­χή­θη­κε στὸν Πατέ­ρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθη­τές Του, ἀλλὰ ὅπως θὰ δοῦ­με ἀργό­τε­ρα, καὶ περὶ τῶν πιστευόν­των διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς ἄγο­νους κι ἀκαλ­λιέρ­γη­τους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν διευ­ρυ­μέ­νο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθη­τὲς θὰ σπεί­ρουν τὸν πολύ­τι­μο σπό­ρο τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάν­τα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδό­ξα­σμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 10). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἰδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά Του, ὁ Υἱὸς εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Ἴσος στὴν ἰσό­τη­τα καὶ τὴν ἀθα­να­σία ἴσος στὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιο­σύ­νη. Στὰ ἰδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους ὅμως, ὁ Πατέ­ρας εἶναι ἀγέν­νη­τος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεν­νη­τὸς καὶ τὸ Πνεῦ­μα ἐκπο­ρεύ­ε­ται ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα. Ἡ σχέ­ση τοῦ Πατέ­ρα μὲ τὸν Υἱὸ εἶναι τοῦ Γεν­νή­το­ρα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριό­τη­τα καὶ ἡ αὐθεν­τία σ’ ὅλα τὰ πλά­σμα­τα τοῦ ὁρα­τοῦ καὶ ἀόρα­του κόσμου ἀνή­κουν ἐξί­σου καὶ ἀδιαί­ρε­τα στὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρ­ξη τῶν τριῶν προ­σώ­πων εἶναι μιὰ ἀόρα­τη μονά­δα, των ὑπο­στά­σε­ων εἶναι ἀσύγ­χυ­τη Τριά­δα. Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέ­ρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάν­τα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύ­ει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀνή­κουν στὸν Πατέ­ρα ὅπως ἀνή­κουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Για­τί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρί­τε­ρα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοί αὐτοὺς δέδω­κας, καὶ τώρα λέει καὶ τὰ ἐμὰ πάν­τα σὰ ἐστι καί τα σὰ ἐμά; Ἐπει­δὴ ὡς ἐκπρό­σω­πος τοῦ Πατέ­ρα τους εἶχε παρα­λά­βει ἀπὸ Ἐκεῖ­νον ὡς ἀκα­τέρ­γα­στο ὑλι­κὸ κι ὁ ἴδιος τοὺς ἐπε­ξερ­γά­στη­κε καὶ τοὺς λύτρω­σε ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία. Καὶ τώρα τοὺς παρα­δί­δει ξανά καλ­λιερ­γη­μέ­νους καὶ λυτρω­μέ­νους στὸν Πατέ­ρα Του. Ἑπο­μέ­νως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέ­ρα εἶναι δικά Του κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέ­ρα.

Ὅπως εἶναι δύσκο­λο νὰ μοι­ρά­σεις τὴν ἀγά­πη δυό ἀνθρώ­πων ποὺ ἀγα­πιοῦν­ται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοι­ρά­σεις αὐτὸ ποὺ ἀνή­κει ξεχω­ρι­στὰ στὸν καθέ­να. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπί­σης: «καὶ δεδό­ξα­σμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξά­ζε­ται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους. Κι ὡς ἄνθρω­πος δοξά­ζε­ται ἐνώ­πιον τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας καὶ τῶν ἀγγέ­λων. ‘Ἀπὸ τί ἐγκω­μιά­ζε­ται ἕνα δέν­τρο ἂν ὄχι ἀπὸ τοὺς καρ­πούς του; Ὁ Κύριος δὲ ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Τοῦ ἀπὸ τοὺς καρ­πούς Του — τοὺς μαθη­τές Του — ποὺ τὸν ἀκο­λού­θη­σαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγά­πη καὶ ζῆλο. Ὑπάρ­χουν γονεῖς ποὺ ζητοῦν μεγα­λύ­τε­ρη δόξα ἀπ’ αὐτὴν ποὺ τοὺς δίνουν τὰ παι­διά τους; Ἢ μεγα­λύ­τε­ρη χαρὰ τοῦ Κυρί­ου εἶναι νὰ δοξά­ζε­ται ἀπὸ τὰ παι­διά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπα­δούς Του.

«Καὶ οὐκέ­τι εἶμι ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμο εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχο­μαι. πάτερ ἅγιε, τήρη­σον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνό­μα­τί σου ὦ δέδω­κάς μοι, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 11). Για­τί λέει ὁ Κύριος πῶς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπει­δὴ τέλειω­σε τὸ ἔργο του καὶ τώρα πιὰ περι­μέ­νει νὰ ὑπο­στεῖ τὸ ἔσχα­το καὶ μέγι­στο πάθος, νὰ σφρα­γί­σει τὸ τελειω­μέ­νο ἔργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προ­σέξ­τε μὲ πόση ἀγά­πη προ­σεύ­χε­ται γιὰ τοὺς μαθη­τές Του! Καμιὰ μητέ­ρα δὲ θὰ προ­σευ­χό­ταν μὲ τόση στορ­γὴ γιὰ τὰ παι­διά της. Πάτερ ἅγιε, τήρη­σαν αὐτούς. Τοὺς ἀφή­νει ὡς πρό­βα­τα ἀνά­με­σα σὲ λύκους. Ἄν δὲν τοὺς προ­στά­τευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, θὰ τοὺς εἶχαν κατα­σπα­ρά­ξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρη­σον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνό­μα­τί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέ­ρας. Γίνου δικός τους Πατέ­ρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μέ την πατρι­κή Σου ἀγά­πη στή­ρι­ξή τους καὶ προ­στά­τε­ψέ τους ἀπὸ τοὺς κακοὺς λύκους, ὁδή­γη­σέ τους, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἤμείς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνό­τη­τα δὲ θὰ δεῖς μόνο τὴν πανί­σχυ­ρη δύνα­μη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέ­ρας κι ὁ Υἱὸς ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ δια­φέ­ρουν μόνο στὰ πρό­σω­πα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολ­λὰ καὶ διά­φο­ρα τὰ πρό­σω­πα, ἀλλὰ οὐσια­στι­κὰ ἕνας στὴν ἀγά­πη, τὸ θέλη­μα καί το νοῦ.

Καὶ συνε­χί­ζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτή­ρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνό­μα­τί σου οὓς δέδω­κάς μοὶ ἐφύ­λα­ξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώ­λε­το εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπω­λεί­ας, ἶνα ἢ γρα­φὴ πλη­ρω­θῆ» (Ἰωάν. ἴζ’ 12). Κανέ­νας ἀπ’ ὅσους διά­λε­ξε ὁ Κύριος δὲ θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰού­δα τὸν προ­δό­τη, ὅπως εἶναι γραμ­μέ­νο καὶ στὴ Γρα­φή. Ὁ Ἰού­δας βέβαια δὲ χάθη­κε ἐπει­δὴ εἶναι γραμ­μέ­νο, ἀλλ’ ἐπει­δὴ ἔδει­ξε ὅτι ἀπί­στη­σε στὸ Θεὸ καὶ λάτρε­ψε τὸ χρῆ­μα. Στὴν Ἁγία Γρα­φὴ ἔχουν γρα­φεῖ τὰ ἑξῆς προ­φη­τι­κὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰού­δα: «Ὁ ἐσθί­ων ἄρτους μου, ἐμε­γά­λυ­νεν ἐπ’ ἐμὲ πτερ­νι­σμόν» (Ψαλμ. μ’10), τὸ ὁποῖο χωρίο ἐξη­γεῖ ὁ Ἰωάν­νης στὸ εὐαγ­γέ­λιό του (βλ. Ἰωάν. ἴγ’ 18). «Καὶ τὴν ἐπι­σκο­πὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτε­ρος» (Ψαλμ. ρή’ 8), ἀνα­φέ­ρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γρα­φή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προ­φη­τεῖ­ες ἐκπλη­ρώ­θη­καν στὸν Ἰού­δα. Ἔφα­γε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπει­τα σήκω­σε τὴν φτέρ­να ἐναν­τί­ον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προ­φή­τη: «Ὁ τρώ­γων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῇ­ρεν ἐπ’ ἐμὲ τὴν πτέρ­ναν» (Ἰωαν. ἴγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προ­δο­σία του ὁ Ἰού­δας κρε­μά­στη­κε κι ὁ Ματ­θί­ας πῆρε τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ θέση του. Καὶ τελειώ­νει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχο­μαι, καὶ ταῦ­τα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχω­σι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προ­σευ­χὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐρά­νιο Πατέ­ρα Του λίγο προ­τοῦ ἀπο­χω­ρι­στεῖ ἀπὸ τοὺς μαθη­τές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνω­ρί­ζει πῶς τὸν περι­μέ­νει ὁ θάνα­τος κι ὁ τάφος. Δὲ μιλά­ει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθά­να­το Πατέ­ρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνα­τος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημα­σία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλά­ει γιὰ ἐπι­στρο­φὴ στὸν Πατέ­ρα Του — νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχο­μαι — στὴν αἰώ­νια δόξα — τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προ­σεύ­χε­ται γιὰ τοὺς μαθη­τές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλι­στα πεπλη­ρω­μέ­νην. Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ ὑπά­κουος γιὸς ὅταν ἐκπλη­ρώ­νει τὸ θέλη­μα τοῦ πατέ­ρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρη­νο­ποιοῦ, ποὺ ἡ δική του ἐσω­τε­ρι­κὴ καὶ θεϊ­κὴ εἰρή­νη δὲν μπο­ρεῖ νὰ δια­τα­ρα­χθεῖ ἀπὸ τὰ παρα­λη­ρή­μα­τα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοι­κο­κύ­ρη, ποὺ ἀφοῦ καθά­ρι­σε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργω­σε καὶ τὸν ἔσπει­ρε, ὕστε­ρα βλέ­πει τὸν καρ­πὸ ν’ ἀνα­πτύσ­σε­ται, νὰ ὡρι­μά­ζει καὶ ν’ ἀπο­δί­δει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικη­τῆ, ποὺ κατα­τρό­πω­σε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ χάρι­σε τὴ δύνα­μη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νά ‘ναι νικη­τὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρό­νου. Εἶναι τελι­κὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεο­φί­λη­της καρ­διᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγά­πη καὶ δύνα­μη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἐκεί­νη ποὺ ζητοῦ­σε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθη­τές Του προ­τοῦ ἀνα­χω­ρή­σει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ ποὺ ἔκα­νε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπό το θάνα­τό Τοῦ εἶχε τὴν ἄμε­ση καὶ πλή­ρη προ­σο­χὴ τοῦ Πατέ­ρα Του. Τ’ ἀπο­τε­λέ­σμα­τά της φάνη­καν σύν­το­μα. Τὴ στιγ­μὴ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του ὁ πρω­το­μάρ­τυ­ρας τῆς χρι­στια­νι­κῆς πίστης ἀρχι­διά­κο­νος Στέ­φα­νος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἐστώ­τα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει πῶς ὁ Θεὸς «ἐκά­θι­σεν (τὸ Χρι­στὸ) ἕν δεξιὰ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπου­ρα­νί­οις ὑπε­ρά­νω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξου­σί­ας καὶ δυνά­με­ως καὶ κυριό­τη­τος καὶ παν­τὸς ὀνό­μα­τος όνο­μα­ζο­μέ­νου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶ­νι τού­τῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλ­λον­τα καὶ πάν­τα ὑπέ­τα­ξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. ἅ’ 20–22). Αὐτὰ ἀνα­φέ­ρον­ται στὴ δόξα τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἑνό­τη­τα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξε­λί­χτη­καν ἀκρι­βῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτη­σε ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα Του. Στὶς Πρά­ξεις τῶν ἀπο­στό­λων ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς «ἦσαν προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες ὁμο­θυ­μα­δόν» (Πράξ. ἅ’ 14) καὶ «τοῦ δὲ πλή­θους τῶν πιστευ­σάν­των ἢν ἢ καρ­δία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχου­με ἤδη ἀνα­φέ­ρει, ἢ προ­σευ­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται μόνο στοὺς ἀπο­στό­λους ‑ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀνα­φέ­ρε­ται σ’ αὐτούς- ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐκεί­νους ποὺ πίστε­ψαν ἢ θὰ πιστέ­ψουν στὸ Χρι­στὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ ἑπο­μέ­νως ἦταν καί γιὰ τοὺς ἅγιους πατέ­ρες τῆς Πρώ­της Οἰκου­με­νι­κῆς Συνό­δου, ποὺ γιορ­τά­ζου­με σήμε­ρα. Τήρη­σαν αὐτούς, προ­σευ­χή­θη­κε ὁ Χρι­στὸς στὸν Πατέ­ρα Του. Κι ὁ Πατέ­ρας τοὺς τήρη­σε καὶ τοὺς προ­φύ­λα­ξε ἀπὸ τίς πλά­νες τοῦ ‘Ἀρεί­ου. Τοὺς φώτι­σε, τοὺς ἐνέ­πνευ­σε καὶ τοὺς ἐνί­σχυ­σε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα γιὰ νὰ ὑπε­ρα­σπι­στοῦν καὶ νὰ ὁμο­λο­γή­σουν τὴν ὀρθό­δο­ξη πίστη.

Ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ ὅμως ἔγι­νε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἔχου­με βαφτι­στεῖ στὴν ἀπο­στο­λι­κὴ Ἐκκλη­σία καὶ ποὺ μάθα­με ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους καὶ τοὺς δια­δό­χους τους τὸ σωτή­ριο ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Σωτῆ­ρα μας.

Ἀδελ­φοί μου! Σκε­φθεῖ­τε πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνα­τό Τοῦ, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιά­δες χρό­νια, σκέ­φτη­κε καί σας, προ­σευ­χή­θη­κε στὸ Θεὸ γιά σας! Εὔχο­μαι ἡ παν­το­δύ­να­μη αὐτὴ προ­σευ­χὴ νὰ σᾶς προ­στα­τεύ­ει καὶ νὰ σᾶς καθα­ρί­ζει ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τία, νὰ σᾶς γεμί­ζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώ­σει τίς καρ­διὲς καὶ τίς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξο­λο­γοῦ­με ἑνω­μέ­νοι τὸν Πατέ­ρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν!

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ἡ αἰώ­νιος ζωή

«Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώ­νιος ζωή, ἶνα γινώ­σκω­σί σε τὸν μόνον ἀλη­θι­νὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέ­στει­λας Ἰησοῦν Χρι­στόν» (Ἰωάν. 17, 3)

ΥΠΑΡΧΟΥΝ Ἀγα­πη­τοί μου, ὑπάρ­χουν ἄνθρω­ποι, ποὺ δὲν ἔχουν βγῆ ἀπὸ τὸ χωριό τους. Ἀλλὰ καὶ τί νὰ κάνουν νὰ βγοῦν; Τί νὰ δοῦν; Ἕνας ἀρχαῖ­ος φιλό­σο­φος σπά­νια ἔβγαι­νε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεν­νή­θη­κε. «Για­τί δὲν πᾶς καὶ σ’ ἄλλα μέρη;» τὸν ρωτοῦ­σαν. Καὶ αὐτὸς ἀπαν­τοῦ­σε: «Ὅπου κι ἂν πάω, τὰ ἴδια πράγ­μα­τα θὰ βλέ­πω” γῆ καὶ θάλασ­σα. Ἄν ἔχε­τε νὰ μοῦ δεί­ξε­τε κανέ­να ἄλλο μέρος, ποὺ εἶνε δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπὸ τού­τη τὴ γῆ, εὐχα­ρί­στως θὰ ταξι­δεύ­σω…»… Ὑπάρ­χουν ὅμως ἄλλοι ἄνθρω­ποι, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ μικρό­βιο τῆς μετα­να­στεύ­σε­ως. Αὐτοὶ δὲν μένουν εὐχα­ρι­στη­μέ­νοι στὸν τόπο τους. Φεύ­γουν καὶ πᾶνε μακριά. Ἄλλοι στὴν Αὐστρα­λία, ἄλλοι στὴν Ἀφρι­κή, ἄλλοι στὴν Ἀμε­ρι­κή. Ἐκεῖ ζοὺν ἀρκε­τὰ χρό­νια, ἀλλὰ στὸ τέλος ἡ νοσταλ­γία τῆς πατρί­δος τους κάνει νὰ γυρί­ζουν στὸ μέρος ποὺ γεν­νή­θη­καν. Δάκρυα τότε τρέ­χουν ἀπὸ τὰ μάτια τους, ἅμα ἀντι­κρύ­σουν τὸ πατρι­κό τους σπί­τι. Ώ πατρί­δα, πόσο γλυ­κειὰ εἶσαι καὶ πόσο δυστυ­χι­σμέ­νοι εἶνε αὐτοί, ποὺ ζοῦν μακριά σου!

Ἄν τώρα ἕνας ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀμε­ρι­κὴ ἢ τὴν Αὐστρα­λία συναν­τή­σῃ κάποιον ποὺ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ μέρη αὐτά, ὁ ξενι­τε­μέ­νος θ’ ἀρχί­σῃ νὰ λέη σ’ αὐτὸν τί εἶδε καὶ τί ἄκου­σε στὰ ξένα. «Πῆγα», θὰ λέη, «στὴν Ἀμε­ρι­κή. Τί μεγά­λη καὶ πλού­σια χώρα εἶνε! Ἔμει­να στὴ Νέα Ὑόρ­κη. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη πόλις τοῦ κόσμου. Τί δρό­μοι, τί πλα­τεῖ­ες, τί πάρ­κα, τί θέα­τρα, τί ξενο­δο­χεῖα! Πόλις θαῦ­μα. “Ὅποιος κάθε­ται στὴν πόλι αὐτὴ ζῇ θαυ­μά­σια καὶ εὐτυ­χι­σμέ­να…».… Αὐτὰ θὰ λέη ὁ ξένος στὸ συχω­ρια­νό του, ποὺ δὲν βγῆ­κε ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του. Καὶ ὁ συχω­ρια­νὸς τοῦ τ’ ἀκού­ει καὶ τὰ πιστεύ­ει, καὶ ἐπι­θυ­μεῖ κι αὐτὸς ν’ ἀφή­σῃ τὸ χωριό του καὶ νὰ πάη στὴ μεγά­λη πολι­τεία, γιὰ νὰ ζήσῃ ἐκεϊ εὐτυ­χι­σμέ­νος. Ἔτσι νομί­ζει!

Ἀλλ’ ἄρα γὲ ὅσα λέει ὁ ξένος εἶνε ὅλα ἀλη­θι­νά; Μιλά­ει ὁ ξένος μὲ θαυ­μα­σμὸ γιὰ τὴ Νέα Ὑόρ­κη. Ἀλλὰ δὲν εἶνε πολὺς και­ρός, ποὺ ἔπε­σε στὰ χέρια μου ἕνα βιβλίο, ποὺ περι­γρά­φει τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν οἱ ἄνθρω­ποι στὶς μεγά­λες πολι­τεῖ­ες, καὶ μάλι­στα στὴ Νέα Ὑόρ­κη. Τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶνε ὅπως τὰ λένε. Για­τί κον­τὰ στὰ εὐχά­ρι­στα ὑπάρ­χουν καὶ δυσά­ρε­στα. Τὰ δὲ δυσά­ρε­στα εἶνε τὰ πιὸ πολ­λά. Δὲν ὑπάρ­χουν μόνο ξενο­δο­χεῖα καὶ κέν­τρα δια­σκε­δά­σε­ως. Ὑπάρ­χουν καὶ νεκρο­τα­φεῖα. Πολ­λοὶ πεθαί­νουν κάθε μέρα, καὶ ἀπ’ αὐτοὺς πολ­λοὶ πεθαί­νουν ὄχι ἀπὸ φυσι­κὸ θάνα­το σκο­τώ­νον­ται ἀπὸ αὐτο­κί­νη­τα καὶ γκάγκ­στερς ποὺ παρα­μο­νεύ­ουν παν­τοῦ. Δὲν ὑπάρ­χουν μόνο πλού­σιοι, ποὺ μέσα σὲ μιὰ νύχτα ξοδεύ­ουν μάτσα τὰ δολ­λά­ρια. Ὑπάρ­χουν καὶ φτω­χοί, πολὺ φτω­χοί, ποὺ περι­μέ­νουν νὰ χορ­τά­σουν ἀπὸ τὰ ἀπο­φά­για τῶν πλου­σί­ων. Δὲν ἀκού­γον­ται μόνο τρα­γού­δια καὶ γέλια. Ἀκού­γον­ται καὶ κλά­μα­τα καὶ θρῆ­νοι ἀνθρώ­πων, ποὺ κλαῖ­νε καὶ θρη­νοῦν γιὰ διά­φο­ρα δυστυ­χή­μα­τα. Ἐξω­τε­ρι­κὰ ἢ πόλις μὲ τὰ φαν­τα­χτε­ρά της φῶτα φαί­νε­ται πὼς εἶνε ἡ πιὸ εὐτυ­χι­σμέ­νη πόλις τοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ἂν ἐρευ­νή­ση κανεὶς πιὸ βαθειὰ τὴ ζωὴ τῶν κατοί­κων, τότε θὰ δια­πι­στώ­σῃ, ὅτι ἡ πόλις αὐτὴ μὲ τοὺς οὐρα­νο­ξῦ­στες εἶνε μιὰ θλι­βε­ρὴ πόλις, ἴσως ἡ πιὸ θλι­βε­ρὴ πόλις τοῦ κόσμου.

Ἄνθρω­ποι! Σᾶς μιλᾶ­νε γιὰ τὴ Νέα Ὑόρ­κη καὶ γιὰ ἄλλες πόλεις τῆς Εὐρώ­πης καὶ τῆς Ἀμε­ρι­κῆς, καὶ κάθε­στε κι ἀκοῦ­τε χωρὶς ἀντίρ­ρη­ση τί εἶδαν τὰ ξένα μάτια καὶ τί ἄκου­σαν τὰ ξένα αὐτιά. Δὲν ἀμφι­βάλ­λε­τε σὲ ὅσα σᾶς λένε. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν λέει στὸν ξένο «Κύριε, δὲν σὲ πιστεύω. Δὲν ὑπάρ­χει Ἀμε­ρι­κή, δὲν ὑπάρ­χει Νέα Ὑόρ­κη. Ἄν ἐγὼ δὲν δὼ καὶ δὲν ἀκού­σω, δὲν πιστεύω σ’ αὐτὰ ποὺ λές…».…

Ἄχ, πόσο εὔπι­στοι εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι γιὰ τὰ φυσι­κά, τὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, καὶ πόσο δύσπι­στοι εἶνε γιὰ τὰ ὑπερ­φυ­σι­κά, τὰ πνευ­μα­τι­κὰ πράγ­μα­τα! Ἄν κάποιος σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ποὺ ζοῦ­με ἐδῶ στὴ γῆ, ὑπάρ­χει καὶ μιὰ ἄλλη ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ζωὴ οὐρά­νια, ζωὴ αἰώ­νια· ἂν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τὸ φεγ­γά­ρι, τὸν ἥλιο, τα ἑκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ἄστρα, ποὺ κι αὐτὰ μιὰ μέρα θὰ σβή­σουν καὶ θὰ κατα­στρα­φοῦν, ὑπάρ­χει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὄχι ὑλι­κὸς ἀλλὰ πνευ­μα­τι­κός, κόσμος ποὺ εἶνε χιλιά­δες φορὲς πιὸ ὄμορ­φος ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ κατοι­κοῦ­με καὶ βλέ­που­με ἂν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τίς ὡραῖ­ες καὶ μεγά­λες πόλεις τῆς γῆς, ποὺ μιὰ μέρα κι αὐτὲς θὰ γίνουν στά­χτη, ὑπάρ­χει μιὰ πόλις ‑ὦ, τί πόλις εἶνε αὐτή! — μὲ ὡραί­ους δρό­μους καὶ πλα­τεῖ­ες, μὲ ὑπέ­ρο­χη μου­σι­κή, μὲ θαυ­μά­σιες ὑπάρ­ξεις, πόλις χωρὶς νοσο­κο­μεῖα, χωρὶς νεκρο­τα­φεῖα, χωρὶς δάκρυα, χωρὶς πόνους, θὰ πιστέ­ψε­τε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε ἀλη­θι­νά;

-Μὰ πῶς νὰ πιστέ­ψου­με; θὰ μοῦ πῆτε. Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τὰ εἶδε;

Ρωτᾶ­τε, ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τὰ εἶδε καὶ τὰ βεβαί­ω­σε; Ἔ, λοι­πόν, σᾶς ἀπαν­τῶ: Εἶνε ἕνας, ποὺ ἡ μαρ­τυ­ρία του ἀξί­ζει περισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅλοι μπο­ρεῖ νὰ λένε ψέμα­τα, ἀλλ’ αὐτός, ποὺ μᾶς βεβαιώ­νει γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο, ποτὲ δὲν εἶπε ψέμα­τα. Εἶνε ὁ Χρι­στός. Ὁ λόγος τοῦ εἶνε ἀλή­θεια. Ὅ,τι εἶπε, ἀπο­δεί­χθη­κε ἀλη­θι­νό. Εἴκο­σι αἰῶ­νες πέρα­σαν, κρά­τη ἔπε­σαν, βασί­λεια δια­λύ­θη­καν, ἰδε­ο­λο­γί­ες ἄλλα­ξαν, τὰ ἄνω ἔγι­ναν κάτω, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χρι­στὸς τίπο­τε δὲν μπό­ρε­σε νὰ κλο­νι­σθῇ. Καὶ αὐτὸ ποὺ συνέ­βῃ μέχρι σήμε­ρα, δὲν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία ὅτι θὰ συμ­βαί­νῃ καὶ στὸ μέλ­λον. Αἰώ­νιοι οἱ λόγοι τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Χρι­στοῦ εἶνε ὁ λόγος γιὰ τὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν. Ἔτσι ὠνό­μα­σε ὁ Χρι­στός τὴ ζωή, ποὺ ἔφε­ρε στὸν κόσμο. Ἡ νέα αὐτὴ ζωὴ ἀρχί­ζει ἀπὸ τὴ στιγ­μή, ποὺ ὁ ἄνθρω­πος θὰ πιστέ­ψῃ στὸ Χρι­στὸ καὶ θὰ μετα­νο­ή­σῃ. Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ αὐτὴ μέσ’ στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που ἔρχε­ται μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ τὴν περι­γρά­ψῃ. Μόνο αὐτοὶ ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στὸ καὶ μετα­νο­οῦν, αἰσθά­νον­ται τί θὰ πῇ ἡ χαρὰ αὐτή. Εἶνε χαρὰ πνευ­μα­τι­κή. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ἀσώ­του παι­διοῦ, ποὺ γυρί­ζει στὸ πατρι­κό του σπί­τι. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ἐξο­ρί­στου, ποὺ ἐπι­στρέ­φει κον­τὰ στοὺς δικούς του. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ξενι­τε­μέ­νου, ποὺ γυρί­ζει στὴ γλυ­κειά του πατρί­δα. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶνε μιὰ στα­γό­να μπρο­στὰ στὸν ὠκε­α­νὸ τῆς χαρᾶς, ποὺ θὰ δοκι­μά­σουν τὰ παι­διὰ τοῦ Θεοῦ, ὅταν φύγουν ἀπὸ τή ζωὴ αὐτὴ καὶ θὰ φτά­σουν στὴν οὐρά­νια πατρί­δα, καὶ θ’ ἀνοι­χθοῦν οἱ πόρ­τες τῆς πόλε­ως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄνω Ἱερου­σα­λήμ.

Μακά­ριοι εἶνε ὅσοι θὰ εἰσέλ­θουν στὴν ἄνω Ἱερου­σα­λήμ. Ὁ Χρι­στὸς τὸ βεβαιώ­νει. Κανεὶς δὲν πρέ­πει ν’ ἀμφι­βάλ­λῃ. Ἄνθρω­πε! “Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρ­χει Νέα Ὑόρ­κη, τόσο βέβαιος νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρ­χει ἡ ἄνω Ἱερου­σα­λήμ, ὁ πόλις τοῦ Θεοῦ, ἡ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώ­νια ζωὴ καὶ μακα­ριό­τη­τα. Αὐτὸ κηρύτ­τει ὁ Χρι­στὸς στὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο: «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώ­νιος ζωή, ἶνα γινώ­σκω­σί σὲ τὸν μόνον ἀλη­θι­νὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέ­στει­λας Ἰησοῦν Χρι­στόν» (Ἰωάν. 17, 3).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek