ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ Οικ. Συνόδου) (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ) - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (ΙΖ΄ 1 – 13)

1Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, 2καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· 8ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.

Αυτά είπεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς του και έπειτα εσήκωσε τα μάτια του στον ουρανόν και είπε· “Πατερ έφθασεν η ώρα, την οποίαν η αγαθότης και η σοφία σου ώρισε. Δοξασε και ως άνθρωπον τον Υιόν σου, ο οποίος βαδίζει προς την θυσίαν, δια να σε δοξάση και ο Υιός σου με τα αναρίθμητα πλήθη των ανθρώπων, τα οποία δια της λυτρωτικής του θυσίας θα πιστεύσουν εις σε και θα σωθούν. Δοξασε τον, όπως άλωστε και τον εδόξασες έως τώρα, διότι του έδωκες εξουσίαν επί όλης της ανθρωπότητος, δια να δώση εις όλους αυτούς, που του έδωκες, ζωήν αιώνιον. Αυτή δε είναι η αιώνιος ζωη, να γνωρίζουν οι άνθρωποι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, να απολαμβάνουν τας απείρους τελειότητάς σου με την στενήν επικοινωνίαν και αγάπην προς σε, να γνωρίζουν δε επίσης και τον Ιησούν Χριστόν, που έστειλες στον κόσμον. Εγώ με την ζωήν και το έργον μου σε εδόξασα εις την γην. Εκαμα γνωστόν το όνομά σου στους ανθρώπους και με την σταυρικήν μου θυσίαν την οποίαν μετ’ ολίγον προσφέρω, ετελείωσα το έργον, το οποίον μου έδωκες να πραγματοποιήσω. Και τώρα, δόξασέ με και συ, Πατερ, πλησίον σου με την δόξαν την οποίαν είχα κοντά σου, πριν άκομα λάβη ύπαρξιν από σε ο κόσμος. Εφανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, τους οποίους συ επήρες από τον κόσμον και μου τους έδωκες ως μαθητάς μου. Ησαν ιδικοί σου, σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν που είχαν, και συ τους έδωκες εις εμέ, και αυτοί εφύλαξαν την εντολήν σου. Τωρα έμαθαν καλύτερα ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από σε. Την γνώσιν των και πεποίθησιν αυτήν μαρτυρεί και το γεγονός ότι τους λόγους, που μου έδωκες, τους έδωσα εις αυτούς και αυτοί τους εδέχθησαν και εσχημάτισαν την βεβαίαν γνώσιν και πεποίθησιν, ότι πράγματι εγώ εγεννήθηκα και εβγήκα στον κόσμον από σε και επίστευσαν ότι συ με έστειλες. Εγώ ειδικώς δι’ αυτούς σε παρακαλώ τώρα ως μέγας αρχιερεύς και μεσίτης· δεν σε παρακαλώ δια τον κόσμον τον αμαρτωλόν και άπιστον, αλλά δι’ αυτούς που μου έδωκες, διότι εξακολουθούν να είναι και θα είναι ιδικοί σου. 10 Αλλωστε όλα τα ιδικά μου είναι ιδικά σου και τα ιδικά σου είναι ιδικά μου. Και αυτοί οι μαθηταί μου ήσαν ιδικοί σου και έγιναν ιδικοί μου και εξακολουθούν να είναι ιδικοί σου. Και εγώ έχω δοξασθή εν μέσω αυτών, οι οποίοι με εγνώρισαν ως Υιόν σου και Θεόν. 11 Και δεν είμαι πλέον στον κόσμον αυτόν αισθητώς μεταξύ των με το σώμα μου, και αυτοί είναι στον κόσμον, δια να εκπληρώσουν την υψηλήν αποστολήν των. Και εγώ έρχομαι προς σε. Πατερ άγιε, φύλαξέ τους με την θείαν σου δύναμιν και αγάπην, αυτούς τους οποίους συ μου έδωκες, ώστε να είναι ενωμένοι μεταξύ των εις ένα πνευματικόν σώμα, όπως είμεθα ημείς. 12 Οταν ήμουν μαζή των στον κόσμον, εγώ τους επροφύλασσα με την ιδικήν σου ακαταγώνιστον δύναμιν και προστασίαν. Εφύλαξα αυτούς που μου έδωκες και κανένας από αυτούς δεν εχάθηκε, παρά μόνον ο υιός της απωλείας, ο προδότης, δια να εκπληρωθούν έτσι και αι προφητείαι της Γραφής. 13 Τωρα όμως έρχομαι προς σε και ενώ ευρίσκομαι ακόμη στον κόσμον, λέγω αυτά, δια να τα ακούσουν και οι ίδιοι, ώστε να έχουν την ιδικήν μου τελείαν χαράν ολόκληρον και πλήρη έντος αυτών. 

Αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές του κι έπειτα σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είπε: Πάτερ, ήλθε η ώρα που η σοφία σου όρισε για να πάθω και να θυσιασθώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό σου και ως προς την ανθρώπινη φύση του? για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία του που θα ακολουθήσει μετά απ’ αυτή. Δόξασε τον Υιό σου σύμφωνα με την εξουσία που του έδωσες πάνω σ’ όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερεύς καθισμένος στα δεξιά σου σ’ όλο το πλήθος εκείνο που του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σ’ αυτόν. Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με σένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές σου. Εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά σου, κι έτσι σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στο σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω. Και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο εσύ, Πάτερ, δίπλα σου, με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος. Φανέρωσα το όνομά σου κι έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε μένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν το λόγο σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείσθηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα. Και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι: ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, εγώ τους παρέδωσα σ’ αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους σου, και πίστεψαν ότι εσύ με απέστειλες στον κόσμο. Εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερεύς και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες? διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί σου. 10 Και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί σου ήταν και έγιναν δικοί μου? αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξασθεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε μένα. 11 Εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω μ’ αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε μένα? έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση. 12 Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής. 13 Τώρα όμως έρχομαι σε σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν κι αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα κι εγώ διότι επανέρχομαι κοντά σου.

Aὐτὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔπειτα ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: «Πατέρα, ἔφθασε ἡ ὥρα. Δόξασε τὸν Yἱό σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Yἱός σου, συμφώνως μὲ τὴν ἐξουσία, ποὺ ἔδωσες σ’ αὐτὸν ἐπάνω σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε κάθε χάρισμα, ποὺ ἔδωσες σ’ αὐτόν, νὰ δώσῃ σ’ αὐτοὺς ζωὴ αἰώνια. Aὐτὴ δὲ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νὰ γνωρίζουν (νὰ πιστεύουν, ν’ ἀγαποῦν, νὰ λατρεύουν) ἐσένα, τὸ μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Xριστό, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλες. Ἐγὼ σὲ δόξασα ἐπάνω στὴ γῆ. Tὸ ἔργο τελείωσα, ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Kαὶ τώρα δόξασέ με σύ, Πατέρα, κοντὰ σὲ σένα τὸν ἴδιο μὲ τὴ δόξα, τὴν ὁποία εἶχα κοντά σου προτοῦ ὑπάρξῃ ὁ κόσμος». «Φανέρωσα τὸ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μοῦ ἔδωσες ἀπὸ τὸν κόσμο. Δικοί σου ἦταν, καὶ τοὺς ἔδωσες σ’ ἐμένα, καὶ τὸ λόγο σου ἔχουν τηρήσει. Tώρα πείσθηκαν, ὅτι ὅλα, ὅσα μοῦ ἔδωσες, εἶναι ἀπὸ σένα. Διότι τὰ λόγια, ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἔδωσα σ’ αὐτούς, καὶ αὐτοὶ τὰ δέχθηκαν, καὶ πείσθηκαν πραγματικά, ὅτι ἀπὸ σένα προῆλθα, καὶ πίστευσαν, ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλες. Ἐγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γι’ αὐτούς, ποὺ μοῦ ἔδωσες, διότι εἶναι δικοί σου. 10 Kαὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου, καὶ τὰ δικά σου δικά μου, καὶ ἔχω δοξασθῆ δι’ αὐτῶν. 11 Kαὶ δὲν εἶμαι πλέον στὸν κόσμο, ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι στὸν κόσμο, ἐγὼ δὲ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. Πατέρα δυνατέ, φύλαξέ τους μὲ τὴ δύναμί σου, τὴν ὁποία ἔδωσες σ’ ἐμένα, γιὰ νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς. 12 Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, ἐγὼ τοὺς φύλασσα μὲ τὴ δύναμί σου. Ὅσους μοῦ ἔδωσες φύλαξα, καὶ κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀπωλέσθηκε, παρὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπωλείας (ὁ Ἰούδας), καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ Γραφή. 13 Ἀλλὰ τώρα ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ λέγω αὐτὰ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἔχουν πλήρη τὴ χαρά μου μέσα τους. 

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Τατα λάλησεν ησος, κα πρε τος φθαλμος ατο ες τν ορανν κα επε· πάτερ, λήλυθεν ρα· δόξασόν σου τν υόν, να κα υός σου δοξάσ σε(:αυτά είπε ο Ιησούς στους μαθητές Tου κaι έπειτα σήκωσε τα μάτια Tου στον ουρανό και είπε: “Πατέρα, ήλθε η ώρα που η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και ως προς την ανθρώπινη φύση Του˙ για να σε δοξάσει και ο Υιός Σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη θυσία Του αυτή και με την αιώνια αρχιερατική μεσιτεία Του που θα ακολουθήσει μετά από αυτήν”)»[Ιω.17,1].

«ς δ᾿ ν ποιήσ κα διδάξ(:Εκείνος που θα εφαρμόσει όλες ανεξαιρέτως τις εντολές και θα διδάξει και τους άλλους να τις τηρούν, Εκείνος που θα αγωνιστεί να τηρήσει όλες τις εντολές και να διδάξει την τήρησή τους στους ανθρώπους)», λέγει ο Κύριος, «οτος μέγας κληθήσεται ν τ βασιλεί τν ορανν(:αυτός θα ανακηρυχτεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών)»[Ματθ.5,17]. Και πολύ ορθά· διότι το να εκφράζει κανείς φιλόσοφες σκέψεις με τα λόγια είναι εύκολο, ενώ το να παρουσιάζει με έργα αυτά που λέγει, είναι γνώρισμα ανθρώπου γενναίου και μεγάλου.

Για τον λόγο αυτό και ο Χριστός, όταν ομιλεί περί ανεξικακίας, φέρει ως πρότυπο ενώπιον όλων τον εαυτό Του, προτρέποντας τους ακροατές να λαμβάνουν από Αυτόν παράδειγμα. Για τον λόγο αυτό και μετά τη συμβουλή αυτή καταφεύγει σε προσευχή, διδάσκοντάς μας κατά τις δοκιμασίες αφού τα αφήσουμε όλα κατά μέρος, να καταφεύγουμε στον Θεό. Διότι αφού είπε: «ν τ κόσμ θλψιν ξετε(:στον κόσμο αυτό θα έχετε θλίψη)» και αναστάτωσε τις ψυχές τους με την ανησυχία, πάλι δια της προσευχής αναπτερώνει το φρόνημά τους· διότι μέχρι τότε έστρεφαν την προσοχή τους οι Μαθητές προς Αυτόν, σαν να ήταν ένας άνθρωπος.

Και για τους Μαθητές ο Κύριος πράττει τα ίδια, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του Λαζάρου, και λέγει την αιτία, δηλαδή ότι «δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεύσωσιν τι σύ με πέστειλας(:Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουστώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα)»[Ιω.11,42].

Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς· «για τους Ιουδαίους ευλόγως μεν γίνονταν αυτά, για τους Μαθητές όμως για ποιο λόγο;» Και για τους μαθητές ορθά γίνονταν· διότι εκείνοι, οι οποίοι κατόπιν τόσων έργων και λόγων, έλεγαν «νν οδαμεν τι οδας πάντα (:τώρα καταλαβαίνουμε ότι χωρίς να σου πει κανείς κάτι, γνωρίζεις τις απορίες μας και τους μυστικούς προβληματισμούς μας. Και έτσι πληροφορούμαστε και εμείς ότι τα ξέρεις όλα, και αυτές ακόμη τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων. Δεν έχεις ανάγκη να ακούσεις αυτό που θέλει κάποιος να σε ρωτήσει, αλλά τον προλαβαίνεις και δίνεις απάντηση στις απορίες του. Εξαιτίας της υπερφυσικής αυτής γνώσεώς Σου πιστεύουμε ότι κατάγεσαι από τον Θεό και ότι Αυτός σε απέστειλε στον κόσμο)»[Ιω.16,30],περισσότερο από όλους είχαν ανάγκη να βεβαιωθούν.

Άλλωστε μάλιστα ούτε «προσευχή» την ονομάζει ο Ευαγγελιστής την ενέργεια αυτήν του Κυρίου, αλλά λέγει: «πρε τος φθαλμος ατο ες τν ορανν(:σήκωσε τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό)» και αποκαλεί αυτό μάλλον συνομιλία με τον Πατέρα. Και αν σε άλλη περίπτωση την ονομάζει «προσευχή» και δείχνει τον Κύριο άλλοτε να γονατίζει και άλλοτε να υψώνει τους οφθαλμούς Του προς τον ουρανό, να μη θορυβηθείς· διότι δια τούτων διδασκόμαστε το αδιάλειπτο της προσευχής, ώστε και όταν στεκόμαστε, να βλέπουμε προς τον Ουρανό όχι μόνο με τους σωματικούς μας οφθαλμούς, αλλά και με τους οφθαλμούς της διανοίας, και όταν γονατίζουμε, να συντρίβουμε έτσι την καρδιά μας· διότι ήλθε ο Χριστός, όχι μόνο για να μας παρουσιάσει τον Εαυτό Του, αλλά και για να μας διδάξει την ανέκφραστη αρετή. Εκείνος ο οποίος διδάσκει, δεν πρέπει μόνο με λόγια, αλλά και με έργα να διδάσκει.

Ας ακούσουμε λοιπόν τι λέγει εδώ: «Πάτερ, λήλυθεν ρα· δόξασόν σου τν υόν, να κα υός σου δοξάσ σε(:Πατέρα, ήλθε η ώρα, την οποία η σοφία Σου όρισε για να πάθω και να θυσιαστώ κατ’ αυτήν. Δέξου τη θυσία του Πάθους μου και δόξασε τον Υιό Σου και κατά την ανθρώπινη φύση Του, για να σε δοξάσει και ο Υιός σου με την απολύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων, η οποία θα αχθεί εις πέρας με τη θυσία Του αυτή και την αιώνια αρχιερατική Του μεσιτεία μετά από αυτήν)»[Ιω. 17,1]. Πάλι δείχνει σε εμάς ότι δεν έρχεται προς τον Σταυρό χωρίς τη θέλησή Του. Διότι πώς δεν θα ερχόταν με τη θέλησή Του, Αυτός που ευχόταν τούτο να συμβεί και το πράγμα τούτο το αποκαλεί «δόξα», όχι μόνο Αυτού, ο οποίος θα σταυρωνόταν, αλλά και του Πατρός; Και πράγματι έτσι έγινε· διότι δεν δοξάστηκε μόνο ο Υιός, αλλά και ο Πατέρας· διότι πριν από τη σταύρωση ούτε οι Ιουδαίοι Τον γνώριζαν· διότι λέγει: «σραλ δέ με οκ γνω(:ο ισραηλιτικός λαός δεν με γνώρισε, ούτε με αναγνώρισε ως Κύριό του)»[Ησ. 1,3], μετά όμως από τη σταύρωση όλη η οικουμένη προσέτρεξε κοντά Του.

Έπειτα λέγει και τον τρόπο της δόξας και πώς θα δοξάσει ο Πατήρ τον Υιό: «καθς δωκας ατ ξουσίαν πάσης σαρκός, να πν δέδωκας ατ δώσ ατος ζων αώνιον(:Δόξασε τον Υιό Σου σύμφωνα με την εξουσία που Του έδωσες πάνω σε όλη την ανθρωπότητα, για να δώσει ζωή αιώνια ως αιώνιος αρχιερέας καθισμένος στα δεξιά Σου σε όλο το πλήθος εκείνο που Του έδωσες και οι οποίοι πίστεψαν σε Αυτόν)»[Ιω.17,2]· διότι πάντοτε το να ευεργετεί είναι δόξα για τον Θεό.

Και τι σημαίνει το «καθς δωκας ατ ξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ’ αρχάς δείχνει ότι τα κηρύγματά Του δεν έχουν περιοριστεί μόνο στους Ιουδαίους, αλλά επεκτείνονται και σε όλη την οικουμένη και προετοιμάζει την κλήση των εθνικών. Διότι, όταν είπε: «Ες δν θνν μ πέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες και μην μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ. 10,5], και πρόκειται στη συνέχεια μετά από αυτά να πει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη(:λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19], δείχνει ότι και ο Πατήρ το επιθυμεί αυτό· διότι αυτό πολύ σκανδάλιζε τους Ιουδαίους, αλλά και τους μαθητές· διότι ούτε μετά από αυτά δέχονταν με ευκολία να έρχονται σε επικοινωνία με τους εθνικούς, έως ότου έλαβαν τη διδασκαλία από το Άγιο Πνεύμα· καθόσον δεν γινόταν αυτό μικρό σκάνδαλο για τους Ιουδαίους. Μετά λοιπόν από αυτήν την τόσο μεγάλη εμφάνιση και επίδειξη του Αγίου Πνεύματος, όταν ο Πέτρος έφτασε στα Ιεροσόλυμα, με δυσκολία κατόρθωσε να αποφύγει τις κατηγορίες, όταν είπε εκείνα τα σχετικά με το σινδόνι [:που είδε σε όραμά του από τον Θεό και του υποδείκνυε και ότι και στους εθνικούς έπρεπε να διδάξει και ότι και σε αυτούς έδωσε ο Θεός τη χορηγηθείσα στους Ιουδαίους μετάνοια, για να λάβουν και αυτοί δια του Μεσσία τη σωτηρία και την αιώνια ζωή][ βλ.Πράξ. κεφ. 11].

Τι σημαίνει λοιπόν το «δωκας ατ ξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν την πήρε αυτήν την εξουσία; Θα ρωτήσω τους αιρετικούς: πριν τους πλάσει ή κατόπιν; Διότι ο ίδιος ο Κύριος λέγει ότι την έλαβε μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Τότε λοιπόν λέγει: «δόθη μοι πσα ξουσία ν οραν κα π γς(:δόθηκε και στην ανθρώπινη φύση μου κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη)»[Ματθ. 28,18]· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη(:λοιπόν πηγαίνετε και κάνετε μαθητές σας όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος)»[Ματθ.28,19].

Τι λοιπόν; Δεν είχε εξουσία επί των δικών Του έργων, αλλά δημιούργησε μεν αυτούς, ο Ίδιος όμως μετά από αυτό το γεγονός της δημιουργίας δεν είχε εξουσία επ’ αυτών; Και όμως φαίνεται ότι όλα ο Ίδιος τα επιτελεί και κατά την παλαιά εποχή, και άλλους μεν να τους τιμωρεί επειδή αμάρταναν, ενώ άλλους οι οποίοι επέστρεφαν, να τους διορθώνει· διότι λέγει: «Ο μ κρύψω γ π βραμ το παιδός μου, γ ποι(:δεν θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ τον δούλο μου, αυτά που εγώ θα κάνω)»[Γέν.18,17], και άλλους πάλι να τους τιμά επειδή εκτελούσαν τις εντολές Του· έπειτα τότε μεν είχε εξουσία, έπειτα όμως την απώλεσε, και τώρα την έλαβε και πάλι; Και ποιος δαίμονας θα ήταν δυνατό να ξεστομίσει τέτοια πράγματα;

Εάν επίσης είναι η ίδια εξουσία τότε και τώρα -διότι λέγει: «σπερ γρ πατρ γείρει τος νεκρος κα ζωοποιε, οτω κα υἱὸς ος θέλει ζωοποιε(:ο Υιός ακόμη και νεκρούς θα αναστήσει. Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίνει ζωή, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστη εξουσία και δύναμη ώστε να δίνει ζωή όχι μόνο φυσική, αλλά και πνευματική. Και την πνευματική αυτή ζωή τη μεταδίδει σε όποιον θέλει και σε όποιον κρίνει άξιο να την μεταδώσει)»[Ιω.5,21],τι σημαίνει ο λόγος Του εκείνος; Επρόκειτο να στείλει τους Μαθητές Του στα έθνη· για να μη νομίζουν λοιπόν ότι αυτό αποτελεί καινοτομία, επειδή έλεγε: «Οκ πεστάλην ε μ ες τ πρόβατα τ πολωλότα οκου σραήλ(:δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24], δείχνει ότι αυτό φαίνεται καλό και στον Πατέρα.

Και αν πάλι το λέγει αυτό με ταπεινά και ευτελή λόγια, καθόλου απορίας άξιο δεν είναι· διότι με αυτόν τον τρόπο κατήρτιζε και εκείνους που ζούσαν εκείνη την εποχή και αυτούς που έζησαν μετά από αυτά, και -εκείνο το οποίο είπα- πάντοτε με τις πιο ταπεινές και απλοϊκές εκφράσεις έπειθε ότι οι λόγοι Του προσαρμόζονταν, από συγκατάβαση, στην αντιληπτική ικανότητα που διέθεταν ακόμη τότε.

Αλλά τι σημαίνει: «πάσης σαρκός»; Διότι βέβαια δεν πίστεψαν όλοι. Και όμως, όσο εξαρτάται από Αυτόν, όλοι πίστεψαν· εάν όμως δεν πρόσεχαν στα λόγια Του, δεν ανήκει στον Διδάσκαλο η κατηγορία, αλλά σε εκείνους οι οποίοι δεν δέχονταν τα λόγια Του.

«να πν δέδωκας ατ δώσ ατος ζων αώνιον(:αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2]. Εάν πάλι και εδώ ομιλεί κατά τρόπο περισσότερο προσαρμοσμένο στα ανθρώπινα μέτρα, να μην απορήσεις· διότι πράττει τούτο και για τις αιτίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και διότι αποφεύγει ο Ίδιος να λέγει κάτι σπουδαίο για τον Εαυτό Του, γιατί κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο αίσθημα και τη σκέψη των ακροατών Του, εφόσον μέχρι τότε δεν είχαν σχηματίσει καμία υψηλή γνώμη περί Αυτού.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης βέβαια, όταν ομιλεί από μόνος του, δεν ομιλεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά χρησιμοποιεί υψηλότερες εκφράσεις, λέγοντας τα εξής: «Πάντα δι᾿ ατο γένετο, κα χωρς ατο γένετο οδ ν γέγονεν(:όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν δι’ Αυτού, σε συνεργασία με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα˙ και χωρίς Αυτόν δεν έγινε το παραμικρό απ’ όλα όσα έχουν γίνει)»[Ιω.1,3] και ότι «ζω ν (:είχε μέσα Του τη ζωή, και Αυτός, ως πηγή της ζωής που είναι, δημιούργησε και συντηρεί κάθε ζωή. Και για τους ανθρώπους, που είναι λογικά όντα, ήταν από την αρχή και το πνευματικό φως, που φωτίζει τον νου τους και τους οδηγεί στην αλήθεια)»[Ιω.1,4] και ότι «ν τ φς τ ληθινόν(:ως Λόγος και ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος ήταν πάντοτε ο Χριστός το απολύτως τέλειο φως, η μοναδική πηγή του φωτός, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο)»[Ιω.1,9] και ότι «ες τ δια λθε(:ήλθε απ’ τον ουρανό και έζησε ως άνθρωπος στη γη της επαγγελίας, που ήταν ξεχωρισμένη πριν από πολλούς αιώνες από τον Θεό ως ιδιαιτέρως δική Του)»[Ιω.1,11] και όχι ότι δεν θα είχε εξουσία, εάν δεν την έπαιρνε από τον Πατέρα, αλλά ότι και σε άλλους έδωσε «ξουσίαν τέκνα Θεο γενέσθαι(:τους έδωσε το δικαίωμα και τη χάρη να γίνουν τέκνα του Θεού)» [Ιω.1,12].

Και ο απόστολος Παύλος ομοίως αποκαλεί Αυτόν ίσο με τον Θεό[βλ. Φιλιπ.2,6: «ς ν μορφ Θεο πάρχων οχ ρπαγμν γήσατο τ εναι σα Θε(:ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά Του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής· διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)»]. Ο Ίδιος όμως ο Κύριος παρακαλεί τον Πατέρα κατά τρόπο περισσότερο ταιριαστό και κατανοητό από τους ανθρώπους, ομιλώντας ως εξής: «να πν δέδωκας ατ δώσ ατος ζων αώνιον. ατη δέ στιν αώνιος ζωή, να γινώσκωσί σε τν μόνον ληθινν Θεν κα ν πέστειλας ησον Χριστόν(:αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με Εσένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,2-3].

Λέγει «τν μόνον ληθινν Θεν» προς διάκριση από τους μη πραγματικούς «θεούς»· διότι επρόκειτο να στείλει τους μαθητές στα έθνη. Αλλά εάν τούτο δεν το δεχθούν, με αυτό και μόνο αρνούνται οι εθνικοί ότι ο Υιός είναι αληθινός Θεός, τότε περαιτέρω θα αρνηθούν και την ύπαρξη του Θεού· καθόσον λέγει: «τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;(: αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44].

Τι λοιπόν; Δεν θα είναι Θεός ο Υιός; Εάν όμως είναι Θεός ο Υιός και ονομάζεται μόνος του Πατρός, είναι φανερό ότι είναι και αληθινός και ονομάζεται «μόνος αληθινός».

Αλλά τι; Όταν λέγει ο Παύλος: « μόνος γ κα Βαρνάβας(:ή μόνος εγώ και ο Βαρνάβας)»[Α΄Κορ.9,6], άραγε αποκλείει τον Βαρνάβα; Καθόλου· διότι το «μόνος» χρησιμοποιείται προς διάκριση από άλλους. Εάν λοιπόν δεν είναι αληθινός ο Θεός, πώς ο Ιησούς είναι αλήθεια[Ιω.14,6:«γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή»]; Διότι η αλήθεια δεν διαφέρει πολύ του αληθινού.

Για τον μη αληθινό άνθρωπο, τι θα πούμε; Πες μου, τι θα πούμε, ότι δεν είναι καν αληθινός άνθρωπος; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν δεν είναι αληθινός Θεός ο Υιός, πώς είναι Θεός; Πώς επίσης καθιστά εμάς θεούς και υιούς, όταν δεν είναι αληθινός;

Αλλά για αυτά έχω ομιλήσει σε σας ακριβέστερα και λεπτομερέστερα σε άλλους λόγους· γι’αυτό, ας προχωρήσουμε στη συνέχεια: «γώ σε δόξασα π τς γς(:εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]. Καλώς είπε: «π τς γς»· διότι στον ουρανό είχε δοξαστεί, δεδομένου ότι και στη φύση Του είχε τη δόξα, και εκ μέρους των αγγέλων προσκυνούνταν. Δεν ομιλεί λοιπόν για τη δόξα εκείνη, η οποία ανήκει στη φύση Του (διότι και αν ακόμη κανείς δεν δοξάσει Αυτόν κατ’ εκείνη τη δόξα, μονίμως τη διατηρεί πλήρη), αλλά εννοεί αυτήν, η οποία προέρχεται από τη λατρεία των ανθρώπων.

Λοιπόν και το «δόξασόν με», αυτή τη σημασία έχει. Και για να μάθεις ότι αυτόν τον τρόπο της δόξης εννοεί, άκουσε τα εξής: «γώ σε δόξασα π τς γς, τ ργον τελείωσα δέδωκάς μοι να ποιήσω(:εγώ γνωστοποίησα το όνομά Σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4]· αν και βέβαια η υπόθεση ακόμη αυτή είχε αρχή, μάλλον δε ούτε αρχή.

Πώς λέγει λοιπόν «τελείωσα»; Ή σημαίνει: «επιτέλεσα οτιδήποτε εξαρτάται από εμένα» ή εκείνο, το οποίο πρόκειται να γίνει, το αναφέρει ως τετελεσμένο, ή εκείνο, το οποίο κυρίως μπορούμε να πούμε, εννοεί ότι το παν είχε πλέον επιτελεστεί με την τοποθέτηση της ρίζας των αγαθών, εκ της οποίας οπωσδήποτε αναγκαίως θα παράγονταν οι καρποί, και ότι σε εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο μετά από αυτά να έλθουν, ο Ίδιος θα ήταν παρών και θα τους ακολουθούσε ενωμένος με αυτούς.

Γι’ αυτό και πάλι λέγει κατά ανθρώπινη έκφραση: « δέδωκάς μοι». Διότι, βεβαίως, εάν περίμενε ο Κύριος να ακούσει και να μάθει, θα απείχαν αυτά πολύ από τη δόξα Του· διότι ότι οικειοθελώς ενσαρκώθηκε και ήλθε στο σταυρικό πάθος για τη σωτηρία των ανθρώπων είναι από πολλές πηγές φανερό. Π.χ. όταν λέγει ο Παύλος ότι «κα περιπατετε ν γάπ, καθς κα Χριστς γάπησεν μς κα παρέδωκεν αυτν πρ μν προσφορν κα θυσίαν τ Θε ες σμν εωδίας(: και να συμπεριφέρεστε με αγάπη, όπως και ο Χριστός μάς αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μας και για τη σωτηρία μας ως προσφορά και θυσία στον Θεό, για να είναι μπροστά Του η θυσία αυτή σαν οσμή που εωδιάζει)»[Εφ.5,2] και «αυτν κένωσε μορφν δούλου λαβών(:αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητάς Του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους)»[Φιλιπ.2,7]· και πάλι: «καθς γάπησέ με πατήρ, κγ γάπησα μς(:ο σύνδεσμος που μας ενώνει όπως τα κλήματα με την κληματαριά είναι σύνδεσμος αγάπης. Πράγματι. Όπως με αγάπησε ο Πατέρας μου, όταν έγινα άνθρωπος και του έδειξα τέλεια υπακοή, έτσι και εγώ σας αγάπησα. Εξακολουθήστε να μένετε στην αγάπη μου, με το να αποδεικνύεστε άξιοι αυτής της αγάπης)»[Ιω.15,9].

«Κα νν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρ σεαυτ τ δόξ εχον πρ το τν κόσμον εναι παρ σοί (:και τώρα που η επίγεια αποστολή μου τελείωσε, ανάδειξέ με με την Ανάσταση και την Ανάληψή μου αιώνιο Αρχιερέα και δόξασέ με και ως άνθρωπο Εσύ, Πάτερ, δίπλα Σου, με τη δόξα που είχα κοντά Σου προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος)»[Ιω.17,5].Και πού είναι η δόξα εκείνη; Διότι έστω ότι πλησίον των ανθρώπων ήταν άνευ δόξης λόγω της ενδυμασίας Του· πώς ζητεί να δοξασθεί και πλησίον του Θεού; Ο λόγος εδώ είναι περί της οικονομίας· δηλαδή λέγει το εξής ότι θα Τον δοξάσει τώρα ο Πατήρ, επειδή δεν είχε ακόμη δοξαστεί η φύση της σαρκός, ούτε είχε ακόμη απολαύσει την αφθαρσία, ούτε είχε μετάσχει του βασιλικού θρόνου. Γι’ αυτό δεν είπε: «πί τς γς» αλλά «παρά σοί».

«φανέρωσά σου τ νομα τος νθρώποις ος δέδωκάς μοι κ το κόσμου. σο σαν κα μο ατος δέδωκας, κα τν λόγον σου τετηρήκασι(:φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε Εμένα, και αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα)»[Ιω.17,6].

«Μεγάλης βουλής Άγγελος» λέγεται ο Υιός του Θεού και για όλα τα άλλα, τα οποία δίδαξε και κυρίως διότι παρουσίασε τον Πατέρα στους ανθρώπους· τούτο ακριβώς και τώρα λέγει: «φανέρωσά σου τ νομα τος νθρώποις (:εγώ γνωστοποίησα το όνομά σου στους ανθρώπους και υπάκουσα τελείως στο θέλημά Σου, κι έτσι Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία μου, την οποία θα προσφέρω σε λίγο πάνω στον σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω)»[Ιω.17,4], επεξηγεί πάλι αυτό, λέγοντας ποιο έργο ήταν· και όμως, ήταν φανερό το όνομα του Θεού· διότι και ο Ησαΐας λέγει: «ο μνύοντες π τς γς μονται τν Θεν τν ληθινόν (:και όσοι από τους κατοίκους της γης βρίσκονται στην ανάγκη να ορκίζονται, θα ορκιστούν στον αληθινό Θεό)»[Ησ. 65,16])· αλλά εκείνο, το οποίο πολλές φορές είπα, αλλά και τώρα λέγω, δηλαδή ότι αν και ήταν φανερό το όνομα, ήταν όμως φανερό μόνο στους Ιουδαίους και όχι πάλι σε όλους αυτούς· τώρα όμως ομιλεί περί των εθνών. Και δεν δείχνει αυτό μόνο, αλλά ότι και τον ίδιο τον Πατέρα γνώρισαν. Και δεν είναι όμοιο να μάθει κανείς ότι είναι Δημιουργός με το να μάθει ότι έχει και Υιό. Φανέρωσε μάλιστα το όνομα Αυτού και με λόγια και με έργα.

«ος δέδωκάς μοι κ το κόσμου (:τους οποίους Εσύ πήρες από τον κόσμο και μου τους έδωσες ως μαθητές μου)».Όπως ακριβώς λέγει στην αρχή: «Οδες δύναται λθεν πρός με, ἐὰν μ δεδομένον ατ κ το πατρός μου(:επειδή γνώριζα ότι μερικοί από σας θα κλονίζονταν στην πίστη και δεν θα παρέμεναν μέχρι τέλους μαθητές μου, γι’ αυτό σας είπα ότι κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί μέσα του ότι είμαι ο Σωτήρας και ο Λυτρωτής και με την πίστη αυτή να έλθει κοντά μου, εάν δεν του έχει δοθεί αυτό από τον Πατέρα μου)»[Ιω.6,65], έτσι και εδώ λέγει: «ος δέδωκάς μοι».

Και όμως ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον Εαυτό Του ότι είναι η οδός: «γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή (:εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος, από τον οποίο μπορεί να φτάσει κανείς στον ουρανό. Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη αλήθεια και η πραγματική και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνατόν να έλθει προς τον Πατέρα και να μετάσχει στη μακαρία ζωή Του, παρά μόνο αν περάσει από Εμένα˙ διότι εγώ με τη διδασκαλία μου σας γνωρίζω τον Πατέρα μου και την αλήθεια Του. Και με τη θυσία μου ως αιώνιος αρχιερέας σας συμφιλιώνω με Αυτόν)» [Ιω.14,6].

Από αυτό είναι φανερό ότι με τα λόγια Του δύο πράγματα εδώ αποδεικνύει, δηλαδή και ότι δεν είναι αντίθετος προς τον Πατέρα και ότι θέλημα του Πατρός είναι να πιστέψουν οι Μαθητές στον Υιό.

«Σο σαν κα μο ατος δέδωκας». Εδώ θέλει να διδάξει ότι σε μεγάλο βαθμό Τον αγαπάει ο Πατήρ. Διότι, ότι δεν είχε ανάγκη να λάβει αυτούς, είναι φανερό από το εξής: ο Ίδιος δημιούργησε αυτούς, ο Ίδιος και φροντίζει για αυτούς συνεχώς. Πώς λοιπόν έλαβε αυτούς; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα εγώ, αυτό δείχνει τη συμφωνία προς τον Πατέρα.

Εάν πάλι κανείς ήθελε να εξετάσει τα παραπάνω λόγια με τον ανθρώπινο τρόπο, και με αυτόν τον τρόπο, κατά τον οποίο έχει λεχθεί, δεν θα είναι πλέον του Πατρός· διότι εάν, όταν ο Πατήρ είχε αυτούς, δεν είχε αυτούς ο Υιός, είναι ευνόητο ότι, και όταν έδωσε ο Πατήρ αυτούς στον Υιό, παραιτήθηκε από την εξουσία Του σε αυτούς· και το πλέον παράλογο πάλι είναι τούτο· δηλαδή από τη μια πλευρά θα βρεθούν να είναι ατελείς, όταν ήσαν υπό την εξουσία του Πατρός, και από την άλλη να καθίστανται τελειότεροι, όταν περιήλθαν υπό την εξουσία του Υιού. Αλλά αυτά είναι γελοία ακόμη και να τα πει κανείς.

Τι δείχνει λοιπόν με τον λόγο αυτό; Ότι και στον Πατέρα φαινόταν καλό να πιστεύουν στον Υιό.

«Κα τν λόγον σου τετηρήκασι. νν γνωκαν τι πάντα σα δέδωκάς μοι παρ σο στιν(:φανέρωσα το όνομά Σου και έκανα γνωστές τις άπειρες τελειότητές Σου στους ανθρώπους που απέσπασες από τους κόλπους του κόσμου και τους έδωσες σε Εμένα. Η πρόθεσή τους ήταν αγαθή και γι’ αυτό ήταν δικοί Σου. Εσύ τους έδωσες σε μένα, κι αυτοί τήρησαν τον λόγο Σου, τον οποίο τους αποκάλυψα. Τώρα έμαθαν τελειότερα και πείστηκαν ότι η διδασκαλία μου και τα έργα μου και όλα γενικότερα όσα μου έδωσες προέρχονται από Εσένα)»[Ιω.17,6-7].

Πώς τήρησαν τον λόγο Σου; Με το να πιστέψουν σε Εμένα και να μην προσέχουν στους Ιουδαίους· διότι εκείνος, ο οποίος πιστεύει σε Αυτόν, λέγει: « λαβν ατο τν μαρτυρίαν σφράγισεν τι Θες ληθής στιν(:εκείνος που πίστεψε στη μαρτυρία Του και εγκολπώθηκε τη διδασκαλία Του, αυτός έβαλε τη σφραγίδα Του κάτω από τα λόγια αυτά του Υιού και απεσταλμένου του Θεού και επιβεβαίωσε επίσημα ότι ο Θεός είναι αληθινός και δεν ψεύδεται)»[Ιω.3,33]. Διότι μερικοί λέγουν ότι «νν γνων [δηλαδή όχι “ἔγνωκαν”] τι πάντα σα δέδωκάς μοι παρ σο στιν(: τώρα γνώρισα εγώ ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από εσένα)», αλλά αυτό δεν δύναται να έχει καμία δικαιολογία και υπόσταση· διότι πώς επρόκειτο ο Υιός να αγνοεί τα σχετικά με τον Πατέρα; Αλλά τούτο έχει λεχθεί για τους Μαθητές. Δηλαδή: «από τότε που είπα αυτά», λέγει, «έμαθαν ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από Εσένα»· «τίποτα δεν είναι ιδιαίτερο, τίποτα δεν είναι ξένο εκ μέρους μου απέναντί Σου· διότι το ιδιαίτερο τα παρουσιάζει τα περισσότερα σαν να ανήκουν σε ξένο. Έμαθαν λοιπόν ότι όλα όσα διδάξω, είναι δικά Σου, και τα διδάγματα και τα δόγματα».

Και πώς τα έμαθαν; «Από τους λόγους μου· διότι κατά τον τρόπο αυτό και δίδασκα». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι «τι παρ σο ξλθον(:και απόδειξη ότι έλαβαν την πληροφορία και τη γνώση αυτή είναι ότι τους λόγους που μου έδωσες για να τους αποκαλύψω στους ανθρώπους, εγώ τους παρέδωσα σε αυτούς με τη διδασκαλία μου, και αυτοί τους παρέλαβαν και τους αποδέχθηκαν. Και απέκτησαν πράγματι τη βεβαιότητα και την πεποίθηση ότι γεννήθηκα και βγήκα από τους κόλπους Σου, και πίστεψαν ότι Εσύ με απέστειλες στον κόσμο)»[Ιω.17,8]· διότι αυτό φρόντισε να αποδείξει από την αρχή έως το τέλος του Ευαγγελίου.

«γ περ ατν ρωτ(:εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9]. Τι λέγεις; Διδάσκεις τον Πατέρα σαν να το αγνοεί; Συνομιλείς με Αυτόν σαν με άνθρωπο που δεν γνωρίζει; Τι σημαίνει λοιπόν αυτή η διάκριση; Βλέπεις ότι η προσευχή γίνεται όχι για άλλο λόγο, αλλά για να μάθουν οι μαθητές την αγάπη, την οποία έχει προς αυτούς; Διότι Εκείνος, ο Οποίος όχι μόνο τις δικές Του δωρεές παρείχε, αλλά παρακαλεί και Άλλον για τον σκοπό αυτό, δείχνει μεγαλύτερη την αγάπη Του.

Τι σημαίνει λοιπόν το «περ ατν ρωτ»; «Ο περ το κόσμου ρωτ, λλ περ ν δέδωκάς μοι, τι σοί εσι(:εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9].Συνεχώς θέτει το «δέδωκας», για να μάθουν ότι τούτο είναι γνώμη του Πατρός.

Έπειτα, επειδή κατ’ επανάληψη είπε: «Σοί εσί καί σύ μοι ατούς δέδωκας», για να καταρρίψει την πονηρή γνώμη, δηλαδή για να μη νομίσει κανείς ότι είναι πρόσφατη η εξουσία Αυτού, και ότι τώρα έχει παραλάβει αυτούς, τι λέγει; «Κα τ μ πάντα σά στι κα τ σ μά, κα δεδόξασμαι ν ατος(:και όλα όσα ανήκουν σε μένα δικά σου είναι, όπως και τα δικά σου είναι δικά μου. Κι αυτοί λοιπόν δικοί σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί σου. Κι εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10].

Είδες ισοτιμία; Δηλαδή για να μην νομίσεις όταν ακούς «δέδωκάς μοι», ότι οι Μαθητές παύουν να ανήκουν στην εξουσία του Πατρός, ή προηγουμένως δεν ανήκαν στην εξουσία του Υιού, ο Κύριος και τα δύο τα κατέρριψε, αφού είπε εκείνα τα οποία είπε· ισοδυναμούν αυτά με το να έλεγε: «Ούτε, ακούγοντας ότι ‘’εμένα αυτούς έχεις δώσει’’ να νομίσεις ότι αυτοί είναι ξένοι ως προς τον Πατέρα(διότι τα δικά μου είναι και δικά Του),ούτε να νομίσεις ακούγοντας το ‘’ήσαν δικοί Σου’’ ότι είναι ξένοι ως προς Εμένα· διότι τα δικά Του είναι και δικά Μου».

Ώστε το «δέδωκας» έχει λεχθεί μόνο λόγω προσαρμογής του λόγου στα ανθρώπινα μέτρα· διότι εκείνα τα οποία έχει ο Πατήρ είναι του Υιού και εκείνα τα οποία έχει ο Υιός, είναι του Πατρός. Και αυτό, δηλαδή το «καί τά σά μά», ούτε επί του Υιού δύναται να λέγεται με την ανθρώπινη έννοια, αλλά επειδή ο λόγος είναι περί Ανωτέρου των ανθρώπων, γι’ αυτό λέγεται έτσι. Διότι εκείνο μεν, το οποίο έχει ο μικρότερος είναι βέβαια καθ’ ολοκληρίαν φανερό ότι είναι του μεγαλύτερου, καθόλου όμως δεν συμβαίνει το αντίστροφο.

Αλλά εδώ ο Κύριος τα αντιστρέφει, η δε αντιστροφή δηλώνει την ισότητα. Δείχνοντας αυτό και σε άλλη περίπτωση ο Κύριος λέγει: «Πάντα σα χει πατρ μά στι(:προηγουμένως σας είπα ότι ο Παράκλητος θα σας πει όσα θα ακούσει από τον Πατέρα μου. Όλα όμως όσα έχει ο Πατέρας μου είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα στη συνέχεια ότι ο Παράκλητος θα πάρει από τη δική μου γνώση και σοφία και θα την αποκαλύψει σε σας)»[Ιω.16,15], ομιλώντας περί γνώσεως· το δε «δέδωκάς μοι» και όσα παρόμοια λέγει, τα λέει, για να δείξει ότι προσείλκυσε αυτούς όχι ως ξένος, αφού ήλθε, αλλά έλαβε τους δικούς Του.

Έπειτα εκθέτει και την αιτία και την απόδειξη λέγοντας: «κα δεδόξασμαι ν ατος(:και όλα όσα ανήκουν σε Εμένα δικά Σου είναι, όπως και τα δικά Σου είναι δικά μου. Και αυτοί λοιπόν δικοί Σου ήταν και έγιναν δικοί μου˙ αλλά και ως δικοί μου εξακολουθούν να είναι δικοί Σου. Και εγώ έχω δοξαστεί από αυτούς, διότι αναγνώρισαν τη θεϊκή μου φύση και πίστεψαν σε Εμένα)»[Ιω.17,10]· δηλαδή: ή «ότι έχω εξουσία επ’ αυτών», ή «ότι θα με δοξάσουν ομοίως». Εάν όμως δεν δοξάστηκε από αυτούς κατά όμοιο τρόπο, δεν είναι τότε δικά Του τα του Πατρός· διότι κανείς δε δοξάζεται με εκείνα επί των οποίων δεν έχει εξουσία.

Πώς λοιπόν έχει δοξαστεί με όμοιο τρόπο; Όλοι ομοίως αποθνήσκουν υπέρ Αυτού, όπως και υπέρ του Πατρός και κηρύσσουν Αυτόν, όπως και τον Πατέρα· και όπως στο όνομα του Πατρός λέγουν ότι τα πάντα γίνονται, έτσι και στο όνομα του Υιού.

«Κα οκέτι εμ ν τ κόσμ, κα οτοι ν τ κόσμ εσί(:εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε σένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα και εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]· αυτό σημαίνει «και αν δε φαίνομαι κατά σάρκα, δια των μαθητών μου δοξάζομαι».

Γιατί άραγε συνεχώς λέγει ότι «οκέτι εμ ν τ κόσμῳ(:στον κόσμο πια δεν είμαι)» και ότι «επειδή αφήνω αυτούς, θέτω αυτούς υπό την προστασία Σου» και «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12];

Διότι εάν λάβει κανείς αυτούς τους λόγους με την καθ’ αυτό σημασία τους, θα προκύψουν πολλά παράλογα· διότι πώς δύναται να έχει λογική εξήγηση το να μη βρίσκεται ο Ίδιος στον κόσμο, και όταν απέρχεται να εμπιστεύεται τους Μαθητές σε Άλλον; Διότι αυτοί ήταν ως λόγοι ενός ανθρώπου που συνεχώς χωριζόταν από αυτούς. Βλέπεις ότι κατά ανθρώπινο τρόπο εκφράζεται κατά το πλείστον, σύμφωνα με τη νοοτροπία και την πνευματική τους ωριμότητα, επειδή νόμιζαν ότι είχαν κάπως περισσότερη ασφάλεια από την παρουσία Αυτού;

Γι’ αυτό λέγει: «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και όμως λέγει ότι «ρχομαι πρς μς»[Ιω.14,28] και «μεθ᾿ μν εμι πάσας τς μέρας ως τς συντελείας το αἰῶνος(:και ιδού, εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι πάντα μαζί σας βοηθός και συμπαραστάτης σας, μέχρι να τελειώσει ο αιώνας αυτός, μέχρι δηλαδή τη συντέλεια του κόσμου)»[Ματθ.28,20]. Πώς τώρα λέγει αυτά, σαν να πρόκειται να χωρισθεί; Αλλά, πράγμα το οποίο είπα, τα λέγει σύμφωνα με την νοοτροπία τους, για να αναπνεύσουν ανακουφισμένοι λίγο, ακούγοντας Αυτόν να λέει αυτά και να εμπιστεύεται αυτούς στον Πατέρα.

Διότι, επειδή ενώ άκουγαν από Αυτόν πολλούς παρηγορητικούς λόγους, δεν πείστηκαν, στο εξής συνομιλεί με τον Πατέρα, δείχνοντας τη στοργή Του απέναντι σε αυτούς· οι λόγοι Του ισοδυναμούν με το να έλεγε: «Εφόσον με καλείς προς Εσένα, κατάστησε αυτούς ασφαλείς».

«Νν δ πρς σ ρχομαι(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Τι λες; Και δεν μπορείς να διατηρήσεις αυτούς ασφαλείς; «Ναι, μπορώ». Για ποιο λόγο λοιπόν λες αυτά; «να χωσι τν χαρν τν μν πεπληρωμένην ν ατος(:τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τα ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13], δηλαδή «για να μην ταράσσονται, επειδή είναι ατελέστεροι». Αυτά λοιπόν αφού είπε, έδειξε ότι όλα αυτά τα έλεγε κατ’ αυτόν τον τρόπο για την ανακούφιση και τη χαρά τους· διότι φαίνεται ότι ο λόγος παρουσιάζει αντίθεση.

«Κα οκέτι εμ ν τ κόσμ, κα οτοι ν τ κόσμ εσί(:εγώ βέβαια δεν θα είμαι πλέον στον κόσμο, όπως μέχρι τώρα, με τη σωματική μου παρουσία, για να τους ενθαρρύνω και να τους ενισχύω με αυτή. Αυτοί όμως θα είναι στον κόσμο, διότι δεν επιτέλεσαν ακόμη την αποστολή τους. Εγώ έρχομαι σε Εσένα. Πάτερ άγιε, φύλαξέ τους με την πατρική Σου προστασία και δύναμη, την οποία έδωσες και σε Εμένα˙ έτσι ώστε να παραμείνουν ενωμένοι μαζί μου και μεταξύ τους και να είναι με την αγάπη και την ομοφροσύνη ένα πνευματικό σώμα, όπως είμαστε ένα κι εμείς που έχουμε την ίδια ουσία και φύση)»[Ιω.17,11]·αυτό δηλαδή υπέθεταν εκείνοι· κατ’ αρχήν λοιπόν εκφράζεται σε αυτούς με τον ανθρώπινο τρόπο· διότι εάν έλεγε: «εγώ φυλάσσω αυτούς», δεν θα πίστευαν τότε· για τον λόγο αυτόν λέγει: «Πατέρα μου άγιε, φύλαξε αυτούς με τη δύναμη του ονόματός Σου»· δηλαδή «με τη δική Σου βοήθεια».

«τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος ν τ νόματί σου (:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε και έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής[Ιω.17,12]. Πάλι ως άνθρωπος ομιλεί και ως προφήτης· διότι σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να έπραξε κάτι εν τω ονόματι του Θεού.

«ος δέδωκάς μοι φύλαξα, κα οδες ξ ατν πώλετο ε μ υἱὸς τς πωλείας, να γραφ πληρωθ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής)»[Ιω.17,12]. Και σε άλλη περίπτωση λέγει: «Τοτο δέ στι τ θέλημα το πέμψαντός με πατρός, να πν δέδωκέ μοι μ πολέσω ξ ατο(:και το θέλημα του Πατρός, που με έστειλε στον κόσμο, είναι αυτό ακριβώς: να μη χάσω ούτε ελάχιστους απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά να τους αναστήσω όλους ένδοξα την τελευταία ημέρα του κόσμου αυτού, τότε που θα γίνει η δευτέρα μου παρουσία και η παγκόσμια Κρίση[Ιω.6,39].

Και όμως δεν χάθηκε εκείνος μόνο, αλλά και πολλοί κατόπιν· πώς λοιπόν λέγει: «ομ πολέσω(:δε θα τους χάσω)»; Εννοεί: «δε θα τους χάσω, όσο εξαρτάται από εμένα» (δηλαδή όσον εξαρτάται από εμένα, δεν θα γίνω αίτιος απωλείας) πράγμα το οποίο και σε άλλο μέρος δείχνοντάς το έλεγε σαφέστερα ως εξής: «τν ρχόμενον πρός με ο μ κβάλω ξω(:αλλά εάν εσείς δεν πιστεύετε σε Εμένα, υπάρχουν άλλοι που θα πιστέψουν. Κάθε λογικό πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατέρας μου για να γίνει δικός μου και να σωθεί από μένα, θα πιστέψει και θα έλθει οπωσδήποτε σε Εμένα. Και αυτόν που έρχεται κοντά μου δεν θα τον πετάξω έξω με περιφρόνηση, αλλά θα τον δεχτώ με μεγάλη στοργή)»[Ιω.6,37], «δε θα αποχωρήσει κανείς εξαιτίας μου, ούτε επειδή τον ωθώ(πράγμα που δεν κάνω), ούτε επειδή θα τον εγκαταλείψω εγώ· εάν όμως από μόνοι τους απομακρύνονται, εγώ δεν θα τους σύρω δια της βίας».

«Νν δ πρς σ ρχομαι(:τώρα όμως έρχομαι σε Σένα. Και τα λέω αυτά μπροστά τους, ενώ βρίσκομαι ακόμη στον κόσμο αυτόν, για να τ’ ακούσουν και αυτοί, ώστε, έχοντας τη βεβαιότητα ότι Εσύ πλέον θα τους προστατεύεις, να έχουν μέσα τους τέλεια τη χαρά που αισθάνομαι τώρα και εγώ διότι επανέρχομαι κοντά Σου)»[Ιω.17,13]. Παρατηρείς ότι ο διάλογος διεξάγεται κατά ανθρωπινότερο τρόπο; Ώστε εάν κανείς ήθελε να παρουσιάζει κατώτερο τον Υιό από τα λόγια αυτά, θα παρουσιάσει κατώτερο και τον Πατέρα.

Παρατηρεί λοιπόν εξαρχής ότι ο Κύριος ομιλεί άλλοτε μεν ως κάποιος που διδάσκει και διευκρινίζει αυτά στον Πατέρα και άλλοτε σαν να δίνει παραγγελίες· ως κάποιος που διδάσκει ομιλεί όταν π.χ. λέγει: «Ο περ το κόσμου ρωτῶ(:εγώ, που τόσο εργάστηκα για να τους οδηγήσω στην αληθινή αυτή γνώση και πίστη, σε παρακαλώ γι’ αυτούς ως μέγας αρχιερέας και μεσίτης. Δεν σε παρακαλώ τη στιγμή αυτή για τον κόσμο της απιστίας και της αμαρτίας, αλλά σε παρακαλώ για κείνους που μου έδωσες˙ διότι, ενώ μου τους έδωσες, δεν παύουν να είναι δικοί Σου)»[Ιω.17,9], ενώ ως κάποιος που δίνει παραγγελίες, ομιλεί όταν λέγει: «γ τήρουν ατος ν τ νόματί σου», «οδες ξ ατν πώλετο» και «πάτερ γιε, τήρησον ατος ν τ νόματί σου» · και πάλι: «σο σαν κα μο ατος δέδωκας» και «τε μην μετ᾿ ατν ν τ κόσμ, γ τήρουν ατος».

Όλων ωστόσο η εξήγηση είναι ότι οι λόγοι έχουν λεχθεί εξαιτίας της πνευματικής ακόμα αδυναμίας τους και έχουν προσαρμοστεί κατά συγκατάβαση προς το επίπεδό τους να κατανοούν τα υψηλά εκείνα νοήματα.

Όταν είπε ότι «οδες ξ ατν πώλετο ε μ υἱὸς τς πωλείας(:κανένας από αυτούς τους μαθητές δεν χάθηκε, παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης πρόσθεσε «να γραφ πληρωθῇ(:όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλαγα με την πατρική και ισχυρή προστασία Σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανείς απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, ο προδότης Ιούδας, ο οποίος χάθηκε κι έτσι εκπληρώθηκαν και επαληθεύθηκαν οι προφητείες της Αγίας Γραφής[Ιω.17,12].

Ποια Γραφή εννοεί; Εκείνη, η οποία προλέγει περί του Ιούδα. Δεν χάθηκε βέβαια για τον λόγο αυτό, δηλαδή για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέει η Γραφή. Και για την έκφραση αυτή πολλά είπαμε και προηγουμένως, ότι δηλαδή αυτός ο τρόπος εκφράσεως είναι ιδιάζων τρόπος της Γραφής, δια του οποίου εκθέτει τα συμβαίνοντα από τα αποτελέσματά τους[δηλαδή όταν λέγει «να γραφ πληρωθ» δεν σημαίνει ότι συνέβη «με τον σκοπό να πραγματοποιηθεί η Γραφή», αλλά συνέβη «με αποτέλεσμα να επαληθευτούν οι λόγοι της Γραφής»]. Και πρέπει με ακρίβεια όλα να τα εξετάζει κανείς, και τον λεκτικό τρόπο του ομιλούντος, και την υπόθεση, και τους νόμους της Γραφής, εάν βεβαίως δεν έχουμε την πρόθεση να καταλήξουμε σε παραλογισμούς· διότι λέγει: «δελφοί, μ παιδία γίνεσθε τας φρεσίν(:αδελφοί, μη συμπεριφέρεστε σαν να είστε ακόμη παιδιά στο μυαλό, ανίκανοι να σκεφτείτε σοβαρά και συνετά, αλλά να γίνεστε μόνο ως προς την κακία σαν τα νήπια, απονήρευτοι και αθώοι. Στο μυαλό όμως και στη σκέψη φροντίζετε πάντοτε να γίνεστε τέλειοι άνδρες)»[Α΄Κορ.14,20].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες Π΄και ΠΑ΄(κατ’ επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 552-563 και 570-581 .

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 75, σελ. 139-144 και 148-155 .

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)

Φαντάσου πῶς βλέπεις τοὺς μαθητὲς κάποιου δάσκαλου, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσὺ δὲν ἔχεις ἀκούσει ποτέ. Βλέπεις πῶς εἶναι ταπεινοί, αὐτοσυγκεντρωμένοι, σοφοί, ἐπιμελεῖς, ὑπάκουοι καὶ γενικά τους στολίζει κάθε ἀρετή. Τί θὰ σκεφτεῖς τότε γιά το δάσκαλό τους; Σίγουρα θὰ ὑποθέσεις ὅ,τι καλλίτερο καὶ ὑψηλότερο γι’ αὐτόν.

Φαντάσου πῶς παρατηρεῖς τοὺς στρατιῶτες κάποιου διοικητῆ, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου δὲν ἄκουσες ποτέ. Βλέπεις πῶς εἶναι ἐπιμελεῖς, γενναῖοι, πειθαρχημένοι, γεμᾶτοι μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ πνεῦμα αὐτοθυσίας. Τί θὰ σκεφτεῖς γιά το διοικητή τους; Ὁπωσδήποτε θὰ πεῖς πῶς εἶναι ἄξιος, τοῦ ἁρμόζει ὁ μεγαλύτερος ἔπαινος.

Σκέψου πῶς μπροστά σου ἔχεις ἕνα φροῦτο ποὺ δὲν τὸ ἔχεις ξαναδεῖ οὔτε καὶ τὸ ἔχεις γευτεῖ ποτὲ στὴ ζωή σου. Ἕνα φροῦτο ποὺ εἶναι πανέμορφο στὴν ὄψη, μὲ θαυμάσια γεύση καὶ ἐξαίσιο ἄρωμα. Σίγουρα θὰ ρωτοῦσες τί εἴδους δέντρο παράγει τέτοιο καρπὸ καί, ἂν τὸ δέντρο αὐτὸ σοῦ ἦταν ἄγνωστο, δὲν εἶχες ξανακούσει γι’ αὐτό, θὰ πίστευες πῶς εἶναι τὸ καλλίτερο δέντρο στὸν κόσμο καὶ θὰ τὸ ἐξυμνοῦσες ὼς τὸν οὐρανό.

Ὅταν βλέπεις λοιπὸν καλοὺς μαθητές, συμπεραίνεις πῶς ὁ δάσκαλός τους εἶναι καλός. Ὅταν βλέπεις καλοὺς στρατιῶτες, ἐκτιμᾶς πῶς ὁ διοικητής τους εἶναι καλός. Κι ὅταν ἀντικρύζεις ἕνα ὄμορφο φροῦτο, ἀποφαίνεσαι πῶς τὸ δέντρο ποὺ τὸ παράγει εἶναι καλό.

«Ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται» (Λουκ. στ’ 44). Τὸ καλὸ δέντρο δὲ βγάζει κακοὺς καρπούς, ὅπως καὶ τὸ κακὸ δέντρο δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει καλοὺς καρπούς. «Ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;» (Ματθ. ζ’ 16). “Ὄχι! Οὔτε ἀπὸ τ’ ἀγκάθια θὰ συνάξεις σταφύλια οὔτε ἀπὸ τὰ τριβόλια σῦκα. Τὸ καλὸ δέντρο παράγει καλὸ καρπό, τὸ κακὸ δέντρο κακό. Αὐτὸ εἶναι τόσο αὐτονόητο, τόσο γνωστὸ σὲ ὅλους, ὥστε δὲ χρειάζεται ἀποδείξεις. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς χρησιμοποίησε τέτοια παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση, γιὰ νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τίς προφανεῖς πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀλήθειες. Ἡ φύση γενικὰ λειτουργεῖ ὡς ἡ καλλίτερη εἰκόνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Φαντάσου γιὰ μιὰ στιγμὴ πῶς δὲν ξέρεις τίποτα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ πῶς δὲν ἔχεις ἀκούσει τίποτα γι’ Αὐτὸν πῶς δὲ διάβασες ποτὲ τὸ εὐαγγέλιό Του. Καὶ φαντάσου ἔπειτα πῶς ζεὶς σ’ ἕναν τόπο, ὅπου μοναδικοὶ κάτοικοι εἶναι οἱ ἀπόστολοί Τοῦ, οἱ ἅγιοι κι οἱ μάρτυρες, ἄντρες καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν θεάρεστα. Πῶς βρίσκεις ἐκεῖ δηλαδὴ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκολούθησαν τὸ Χριστὸ καὶ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς καὶ τὸ παράδειγμά Του. Θὰ βρισκόσουν ἔτσι ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς κάποιου δάσκαλου ἄγνωστου σὲ σένα ἀνάμεσα σὲ στρατιῶτες κάποιου ἄγνωστου σὲ σένα διοικητὴς θὰ βλεπες τὸν καρπὸ κάποιου ἄγνωστου δέντρου. Χωρὶς νὰ γνωρίζεις τίποτα γιὰ τὸ Χριστό, θὰ τὸν γνώριζες μέσῳ τοῦ λαοῦ Του. Μέσα ἀπὸ τοὺς μαθητές Του θὰ γνώριζες τὸ μεγαλύτερο δάσκαλο ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς ὀπαδούς Του, θὰ μάθαινες γιὰ τὸν πιὸ ἰσχυρὸ καὶ νικηφόρο Διοικητὴ ποὺ περπάτησε ποτὲ στὴ γῆ. Ἀπὸ τὸν καρπὸ Τοῦ θὰ γνώριζες τὸ γλυκύτερο καὶ ὠφελιμότερο δέντρο, τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ ὁ καρπός του ξεπερνάει σὲ γλυκύτητα τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δέντρων τοῦ δημιουργημένου κόσμου.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη μιᾶς πολὺ μικρῆς ὁμάδας μαθητῶν καὶ ὀπαδῶν Του. Σήμερα παρουσιάζει μπροστά σου μόνο τριακόσιους δεκαοκτὼ γλυκεῖς, εὐώδεις καὶ ἀμάραντους καρπούς. Μιὰ μικρὴ ἀλλὰ ἐκλεκτὴ ὁμάδα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ τριακόσιοι δεκαοκτὼ ἅγιοι πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τὸ 325 μ. Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση, ἀποσαφήνιση καὶ βεβαίωση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Ἐκκλησία εἶχαν ἐμφανιστεῖ «λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. κ’ 29), ποὺ φοροῦσαν ροῦχα ὅμοια μὲ τῶν ποιμένων. Αὐτοὶ εἶχαν ἔκλυτη ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν μέσα τους τόπο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔπεσαν κι οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ παρέσυραν καὶ τοὺς πιστοὺς σὲ πλάνες. Ἡ διδασκαλία τους ἦταν διαβρωτική, ὅπως κι ἡ ζωή τους. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπὸν σύναξε τοὺς ἁγίους αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ Σύνοδο, ὥστε νὰ φανοῦν οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Χριστοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πλανεμένους νὰ φανεῖ ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ Χριστὸ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὸν πολεμοῦν καὶ νὰ διακριθεῖ ὁ γλυκὺς καρπὸς τοῦ καλοῦ Δέντρου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σάπιους καὶ πικροὺς καρποὺς τοῦ δέντρου τοῦ πονηροῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες ἔλαμψαν στὴ Νίκαια ὅπως τὰ ἄστρα στὸν οὐρανό, ποὺ παίρνουν τὸ φῶς τους ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔτσι καὶ κεῖνοι φωτίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν Χριστοφόροι ἄνθρωποι, ὁ Χριστὸς ζοῦσε κι ἔλαμπε μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους. Ἦταν οὐρανοπολίτες μᾶλλον παρὰ πολῖτες τῆς γῆς, ἀγγελόμορφοι, ἔμοιαζαν περισσότερο μὲ ἀγγέλους παρὰ μὲ ἀνθρώπους. Ἦταν πραγματικὰ «ναὸς Θεοῦ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β ́κόρ. Στ’ 16).

Πιστεύω πῶς εἶναι ἀρκετὸ ν’ ἀναφερθῶ σὲ τρεὶς μόνο ἀπ’ αὐτούς, ἐκείνους ποὺ σοῦ εἶναι οἱ πιὸ γνωστοί, γιὰ νά ‘χεῖς μιὰ ἰδέα πῶς ἦταν κι οἱ ὑπόλοιποι τριακόσιοι δεκαπέντε. Κι ἀναφέρομαι στὸν ἅγιο πατέρα Νικόλαο, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μέγα. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες ἔφτασαν στὴ σύνοδο φέροντας στὸ σῶμα τους τραύματα ποὺ εἶχαν δεχτεῖ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Παφνούτιος, γιὰ παράδειγμα, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι ὅταν τὸν βασάνιζαν. Ὅλοι τους ἔλαμπαν ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ φῶς ποὺ προερχόταν ἀπό το Θεό, ἕνα φῶς ὅπου διακρινόταν καθαρὰ ἡ ἀλήθεια. Ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲ λογάριαζαν τὰ βασανιστήρια. Ἡ αφοβία τους στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας ἦταν μέγιστη, ἀπεριόριστη. Μὲ τὴ θεόσδοτη γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ κατεῖχαν καὶ τὴν τόλμη τους στὴν ὑπεράσπισή της, οἱ ἅγιοι αὐτοὶ πατέρες ἀναίρεσαν καὶ συνέτριψαν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ καθιέρωσαν τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ποῦ κρατοῦμε ὼς σήμερα καὶ ὁμολογοῦμε ὼς τὴ μόνη σωστικὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲ μᾶς μιλάει γιὰ τὴ Σύνοδο αὐτή, ἀλλὰ γιὰ τὴν τελευταία προσευχὴ ΝΑ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Γιατί διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ στὴ σημερινὴ γιορτη; Ἐπειδὴ δείχνει τὴν ἐπιρροή του στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς αὐτῆς καὶ Θεὸς ἐνίσχυσε τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς συνόδου καὶ τοὺς ἔκανε ἀτρόμητους ὑπερασπιστὲς τῆς ἀλήθειας, νικητὲς στὶς ἀμφισβητήσεις καὶ τὴν κακία ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων. Νά, πῶς ἀρχίζει ἡ προσευχὴ αὐτή:

«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε: πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα: δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξάση σέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 1). Ὅλα ὅσα δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους, τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὁ ἴδιος. Εἶχε διδάξει τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ προσεύχονται: «Πάτερ ἡμῶν, δέν τους οὐρανοῖς…» (Ματθ. στ’ 9). Ὁ ἴδιος σήκωσε τὸ βλέμμα Του στοὺς οὐρανούς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Πατέρας Του καὶ εἶπε: «Πάτερ!» Δὲν εἶπε «Πάτερ ἡμῶν», ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ἁπλᾶ «Πάτερ!» Μόνο Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ «Πατέρα μου». Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ, ἀφοῦ Αὐτὸς μόνο εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ὁ μόνος ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τόσο κατὰ τὴν ὕπαρξη ὅσο καὶ κατὰ τὴν οὐσία – ὁ μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα. Ἐμεῖς εἴμαστε μόνο υἱοὶ ἐξ υἱοθεσίας, μέ τη χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν. Δὲ σήκωσε μόνο τὰ σωματικά Του μάτια ἀλλὰ καὶ τὰ πνευματικά, κυρίως αὐτά. Ὁ Ἄσωτος «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι» (Λουκ. ἰη’ 13), γιατί αἰσθανόταν τὴν ἀμαρτωλότητά του. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν ἐλεύθερα, γιατί ἦταν ἀναμάρτητος. Ἡ ὥρα Του – ἡ ὥρα τοῦ μεγάλου πάθους – πλησίαζε. Μόνο Αὐτὸς ἔβλεπε τὴν ὥρα αὐτή, τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπὸ καταβολῆς καὶ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Μόνο Αὐτὸς τὴν ἔβλεπε καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν προεῖπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μίλησε γι’ αὐτὴν στοὺς μαθητές Του. Οἱ μαθητές Του ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν αὐτό, δὲν τὸ ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, δὲν τὸ ἔκαναν δικό τους, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ὥρα δὲν ἀπεῖχε πιὰ μέρες, ἀλλὰ λεπτά.

«Δόξασόν σου τὸν υἱόν!» Δόξασε Τὸν τὴ φοβερὴ αὐτὴ ὥρα, ὅπως τὸν δόξασες μέχρι τώρα. Δόξασέ Τὸν στὸ θάνατο, ὅπως τὸν δόξασες στὴ ζωή. Δόξασέ Τον στὴν ταπείνωση καὶ στὰ πάθη Του, ὅπως τὸν δόξασες μὲ τούς δυνατοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα Του. Δόξασέ Τὸν στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν εἶχες δοξάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στοὺς ἀγγέλους Σου. Δόξασε τὸν Υἱόν Σου «ἶνα καὶ ὁ υἱὸς σοῦ δοξάση σε». Ἄν ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος τῆς πρότασης φαίνεται πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα, στὸ δεύτερο αὐτὸ μέρος βλέπουμε καθαρὰ τὴν ἰσότητά Τοὺς καὶ τὴν ἀμοιβαία συμμετοχὴ στὴν ἴση δύναμή τους. Ὁ Πατέρας δοξάζει τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Υἱὸς δοξάζει τὸν Πατέρα, μὲ ἀδιαίρετη δύναμη καὶ ἀδιαίρετη ἀγάπη. «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (Α’ Ἰωάν. β’ 23). Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο: ὁ Υἱὸς φανέρωσε τὸν Πατέρα στὸν κόσμο. Τίποτα δὲ θὰ ξέραμε γιὰ τὸν Υἱὸ χωρὶς τὸν Πατέρα, οὔτε γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς τὸν Υἱό, ὅπως δὲ θὰ γνωρίζαμε γιὰ τὸ φῶς, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἥλιος. Μὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἥλιο θὰ ξέραμε ἂν δὲν τὸν φανέρωνε τὸ φῶς. Ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τὴ σύγκριση αὐτὴ καὶ ὀνομάζει τὸ Χριστὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης (τοῦ Πατρός)» (Ἐβρ. α’ 3). Ὁ Κύριος δὲ ζητᾶ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου, μὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τ’ ἀκόλουθα λόγια:

«Καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἶνα πᾶν ὁ δέδωκας αὐτῷ δώση αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ἴζ’ 2). Προσέξτε με ποιό τρόπο ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ δόξα Του: μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος! Τὸ κάνει, γιὰ νὰ γίνει τὸ μέσον ποὺ θὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα ποὺ ζητάει. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑτοιμάζουν ἕνα πικρὸ ποτήρι θλίψεων, γεμᾶτο μὲ βάσανα, ἱδρῶτα καὶ αἷμα, Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ νὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους αἰώνια ζωή. Ἡ ἀπάντησή Του στὴν πιὸ βαριὰ πέτρα, εἶναι τὸ γλυκύτερο ψωμί. Κι ἀνέφερε ἀρκετὲς φορὲς ποὺ ὁ Πατέρας του ἔδωσε δύναμιν ἐπὶ πάσης σαρκός. «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’ 27), εἶπε. Κι ἀλλοῦ πάλι: «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τήν ‘Ἀνάστασή Τοῦ, ὅταν φανερώθηκε στοὺς μαθητές Του εἶπε: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή18). Ὅπως λοιπὸν εἶχε λάβει ἐξουσία πάνω σὲ κάθε ὕπαρξη, ὁ Κύριος ζητάει τώρα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του ἐξουσία στὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τίς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ τὸν εἶχαν ἐμπιστευτεῖ, νὰ τοὺς χαρίσει δηλαδὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἀλλο πρᾶγμα εἶναι νὰ ἔχεις ἐξουσία πάνω στὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο κι ἄλλο νὰ ἔχεις στὴ δικαιοδοσία σου τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν στὴν ἀρχὴ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο, στὴ δημιουργία ἔλαβε μέρος ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως διαβάζουμε στὴ Γένεση (ἅ’ 26): «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν». Τώρα, ποὺ ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτῆρας τοῦ κόσμου θέλει νὰ δώσει αἰώνια ζωὴ στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους, προσφεύγει στὸν Πατέρα, ἐνῶ εἶναι αὐτονόητη καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτή, ὅπως καὶ στὴ δημιουργία, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀποκλειστικὸ χάρισμα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Καὶ στὴ μιὰ περίπτωση καὶ στὴν ἄλλη, ἡ αἰώνια ζωὴ δηλῶνεται πῶς εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ ποὺ χαρίζει ὁ Θεός.

Ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἀνυπέρβλητη, μοναδική, ὅπως κι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό. Τὸ νὰ κάνεις ἕνα θνητο ἄνθρωπο ἀθάνατο εἶναι τόσο μεγαλειώδης καὶ θεϊκὴ πράξη, ὅσο καὶ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν πηλό.

«Αὕτη δὲ ἔστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἶνα γινώσκωσί σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. ἴζ’ 3). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν ἐπίγεια ζωή μας εἶναι ἀπαρχὴ καὶ πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ γιά μας ποὺ ζοῦμε ἀκόμα στὴ γῆ. Πῶς ὅμως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στὴ μέλλουσα κατάστασή μας; «… ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὓς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (A΄ Κορ. β’ 9). Αὐτὸ τὸ ἀποκάλυψε πνευματικὰ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μόνο σὲ κείνους ποὺ Τὸν εὐαρέστησαν. Ἡ μεγαλύτερη εὐφροσύνη ὅμως στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρέπει νὰ συνίσταται στὴ μέγιστη γνώση τοῦ Θεοῦ, στὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ παιδιὰ εἶχε πεῖ: «… οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου του ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ἰη’ 10).

Ἢ ἀκόρεστη θέαση τοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκὴς ζωὴ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μιὰν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση καὶ χαρά, ἀέναη δοξολογία καὶ ἀγάπη, δὲν εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ποὺ ἁρμόζει καὶ στοὺς ἁγίους στὸν ἄλλο κόσμο; Δὲν εἶναι ζωὴ μὲ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὅσο ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτόν, στὴ γῆ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «βλέπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α ́κόρ. ἴγ’ 12). Ἡ γνώση ποὺ ἔχουμε τώρα γιά το Θεὸ εἶναι μερική, τότε ὅμως θὰ εἶναι πλήρης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε πῶς ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει το Θεὸ ὅταν φτάνει μὲ τίς διεργασίες τοῦ νοῦ στὸ συμπέρασμα πῶς ὁ Θεὸς ὑπάρχει κατὰ κάποιο τρόπο καὶ κατοικεῖ κάπου. Τὸ Θεὸ γνωρίζει ἐκεῖνος ποὺ νιώθει μέσα του ἀλλὰ καὶ γύρω του τὴ ζείδωρη πνοὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν καρδιά, το νοῦ καὶ τὴν ψυχή του αἰσθάνεται τὴ μεγαλειώδη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στὴ φύση, μὰ καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή του.

Γιατί ὁ Χριστὸς τονίζει τὰ λόγια τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὸν πανθεϊσμὸ καὶ τὴν εἰδωλολατρεία, νὰ βεβαιώσει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε μέσῳ τοῦ Μωυσῆ: «Ἐγὼ εἶμι Κύριος ὁ Θεὸς σοῦ… οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Ἔξ. κ’ 2,3). Καὶ γιατί ἐπισημαίνει πῶς αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσο μπορεῖ ν’ ἀποκαλυφθεῖ στὸ θνητὸ ἄνθρωπο, κι ἐπειδὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ μποροῦν νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι στὴν πληρέστερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. “Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους, «εἴ ἐμὲ ἤδειτε, καὶ τὸν πατέρα μοῦ ἤδειτε ἄν» (Ἰωάν. ἡ’ 19). ‘Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ βγαίνει ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα πῶς τὸν Πατέρα μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μόνο μέσῳ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). Τί σημαίνουν τὰ λόγια ἐπὶ τῆς γῆς; Σημαίνουν πῶς αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐν σαρκί, ζῶντας ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἔργο ποὺ ἔκανε καὶ τελείωσε ὁ Κύριος ἐν σαρκί, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του στὸ σταυρό, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λόγια ζωοποιά, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξανακουστεῖ στὴ γῆ, καθὼς κι ἀπὸ ἀμέτρητα θαύματα, τέτοια ποὺ δὲν εἶχαν ξαναγίνει. Ὁ Κύριος ὅμως πιστώνει τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή.

«Καὶ νὺν δόξασόν μὲ σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» (Ἰωάν. ἴζ’ 5). Τί μποροῦν νὰ ποῦν τώρα ἐκεῖνοι ποὺ λένε πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ἕνα πλάσμα τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ τ’ ἄλλα πλάσματά Του; Ὁ Κύριος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴ δόξα ποὺ εἶχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου! Εἶπε κάποτε ὁ Κύριος γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ: «πρίν ‘Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἶμι» (Ἰωάν. ἡ’ 58). Εἶπε πῶς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τόν ‘Ἀβραάμ. Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ στοὺς ἄφρονες Ἰουδαίους, μὰ στὴν προσευχή Του εἶπε πῶς ὑπῆρχε καὶ μάλιστα μὲ δόξα, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει περισσότερα. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσευχή Του, τὸ ἀποκαλύπτει στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Γιατί τώρα μόνο; Ἐπειδὴ γνωρίζει ὡς παντογνώστης πῶς ἡ προσευχή Του θὰ φτάσει στ’ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων μόνο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Τοῦ, τότε ποὺ θὰ εἶναι εὔκολο νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν προαιώνια δόξα Του.

Ἡ δόξα Του εἶναι ἴδια μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ εἶναι «δόξα ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός» (Ἰωάν. ἅ’ 14). Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πῶς «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15); Ἑπομένως ἡ δόξα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ δικὴ Τοῦ δόξα. Τόσο στὴ δόξα ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα. Τότε γιατί προσεύχεται στὸν Πατέρα νὰ τὸν δοξάσει; Δὲ ζητάει νὰ δοξαστεῖ ὡς πρὸς τὴ θεία Του φύση, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη. Γιὰ τὸν πλασμένο κόσμο ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι καινούργια, ὄχι ἡ θεία. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του πρέπει νὰ θεωθεί, νὰ φτάσει στὴ θεία δόξα, ὥστε κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ προσεγγίσουμε τὴ δόξα Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος, τὸ στεφάνωμα ὅλων ὅσα ἔκανε ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς εἰρήνευσης τοῦ ἀνθρώπου μέ το Θεό, ἡ εὐλογημένη υἱοθεσία τους ὡς κατὰ χάρη υἱῶν, μέσῳ τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου.

Πρόσεξε ἐπίσης ποιά σπουδαία στιγμὴ διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Πατέρα καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Κι αὐτὸ ἔγινε τότε πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, τὸ ἔργον ἐτελείωσα καὶ δέδωκάς μοὶ ἶνα ποιήσω. Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ καθαρὴ καὶ σαφὴς διδασκαλία πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς λέει πῶς, γιὰ νὰ περιμένουμε ἀνταπόδοση ἀπό το Θεό, πρέπει πρῶτα νὰ τηρήσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πῶς, στὸ τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν «μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ… τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματθ. ἴστ’27). Εὐλογημένοι καὶ μακάριοι θὰ εἶναι τότε οἱ ἅγιοι κι οἱ δίκαιοι, γιατί θὰ λάβουν ὡς ἀνταπόδοση ἑκατὸ φορὲς περισσότερα ἀπ’ ὅσα καλὰ ἔργα ἔκαμαν, θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο μὲ τὸ φῶς τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Ὑψίστου.

«Ἐφανέρωσὰ σου τὸ ὄνομα τοὺς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δεδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Ποιό εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ φανέρωσε ὁ Κύριος στὸν κόσμο; τὸ ὄνομα «Πατέρας». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο τόσο στοὺς εἰδωλολάτρες ὅσο καὶ στοὺς Ἰουδαίους. Εἶναι μιὰ ὁλότελα καινούργια ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Οἱ προφῆτες κι οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν το Θεὸ μὲ τὰ ὀνόματα «Θεός», «Δημιουργός», «Κύριος», «Βασιλιᾶς», «Κριτής», ποτὲ ὅμως δὲν τὸν ἤξεραν ὡς «Πατέρα». Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Κανένας θνητὸς ἄνθρωπος δὲ θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαλύψει τὸ οἰκεῖο αὐτὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, γιατί κανένας θνητὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ νιώσει τὴν πατρότητα τοῦ Δημιουργοῦ Του, ζῶντας κάτω ἀπό το ζυγὸ τοῦ σκότους καὶ τοῦ τρόμου, τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανείς, ἀκόμα κι ἂν τὸ ἐκφράσει μὲ τὴ γλῶσσα του, δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ σημασία. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱὸς μπορεῖ ν’ ἀποκαλέσει το Θεὸ «Πατέρα». «Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὤν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάν. ἅ’ 18).

Σὲ ποιόν ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τὸ γλυκύτατο αὐτὸ ὄνομα τοῦ «Πατέρα»; Στοὺς ἀνθρώπους, οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Κάποιοι σχολιαστὲς νομίζουν πῶς τόνισε ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους, τοὺς «οὐράνιους ἀνθρώπους», ἀλλὰ στοὺς συνηθισμένους, τοὺς ἐπίγειους ἀνθρώπους. Ὁπωσδήποτε ὅμως φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ θεωρήσουμε πῶς ὁ Κύριος ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς μαθητές Του, τόσο μὲ τὴ στενὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια. Αὐτὸ προκύπτει μὲ σαφήνεια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέει στὴ συνέχεια στὴν προσευχή Του: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (Ἰωάν. ἴζ’ 20). Τὸ σκεπτικὸ ἐκείνων ποὺ ἰσχυρίζονται πῶς στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὁ «προορισμός», ποὺ διακρίνουν στὰ λόγια τοῦ Χριστου προειλημμένη ἀπόφαση σωτηρίας ἢ καταδίκης, εἶναι ἐντελῶς ἀβάσιμο.

«Σοὶ ἦσαν καὶ ἔμοὶ αὐτοὺς δέδωκας» (Ἰωάν. ἴζ’ 6). Δηλαδή, δικοὶ Σοῦ ἦταν ὡς πλάσματα καὶ δοῦλοι, Σὲ γνώριζαν μόνο ὡς Δημιουργὸ καὶ Κριτή. Τώρα ὅμως ἔμαθαν ἀπὸ Ἐμένα τὸ γλυκύτερο καὶ ἀγαπητὸ ὄνομὰ Σου, υἱοθετήθηκαν ἀπὸ Μένα κατὰ χάρη. Μοῦ τοὺς ἔδωσες ὡς σκλάβους, γιὰ νὰ τοὺς παραδώσω σὲ Σένα ὡς υἱούς. Ἀπόδειξαν πῶς εἶναι ἄξιοι τῆς τιμῆς αὐτῆς, γιατί τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς μαθητές Του στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του. Καὶ συνεχίζει τὰ ἐγκώμιά Του:

«Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοὶ παρὰ σοῦ ἔστιν» (Ἰωάν. ἴζ’ 7). Οἱ πονηροὶ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ συκοφαντοῦσαν τὸν Κύριο, ἔλεγαν πὼς εἶχε δαιμόνιο καὶ πῶς ἡ θαυματουργική του δύναμη προερχόταν ἀπὸ τὸν Βεελζεβούλ, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων. Πρέπει νά ‘χουμε κατὰ νοῦ πῶς ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχε κάποια σύγχυση καὶ διαφωνία γιὰ τὸ Χριστό: Ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ὄχι; Ἔτσι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ὁ Κύριος ἐδῶ ἐγκωμιάζει τοὺς ἀποστόλους ποὺ πίστευαν πῶς ἦταν Θεός. Πάντα ὅσα δέδωκάς μοι, δηλαδή, ὅλα τὰ λόγια κι ὅλα τὰ ἔργα.

«Ὅτι τὰ ρήματα ἅ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ἴζ’ 8). Μὲ τὰ ρήματα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνο τὰ λόγια. Τὴν ἐνέργεια τῆς σοφίας καὶ τῆς δύναμης τὴν εἶχαν ἤδη δοκιμάσει οἱ μαθητὲς ὅλο τὸ διάστημα ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο στὴ γῆ καὶ εἶχαν πειστεῖ πῶς ὅλη ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμή Τοῦ ἦταν ἀπό το Θεό.

«Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ: οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτώ, ἀλλὰ περὶ ὤν δέδωκάς μοι, ὅτι σοὶ εἰσί» (Ἰωάν. ἴζ’ 9). Μήπως αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ Κύριος δὲν προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του; Οἱ μαθητὲς ἦταν ἡ καλὴ γῆ, ὅπου ὁ οὐράνιος Σπορέας ἔσπειρε τὸ σωστικό Του σπόρο. Γιὰ τὸν ἀγρὸ αὐτόν, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Σπορέας καλλιέργησε κι ἔσπειρε, προσευχήθηκε στὸ πρῶτο μέρος. Ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πῶς πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ταπεινοφροσύνη μόνο αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα. Μέσα στὴν ἀκαλλιέργητη καὶ ἄγονη γῆ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὁ ἴδιος διάλεξε ἕνα μικρὸ ἀγρό, τὸν περιέφραξε κι ἔσπειρε ἐκεῖ τὸν πολύτιμο σπόρο. Καθὼς ὁ σπόρος αὐτὸς ἀναπτύσσεται καὶ καρποφορεῖ, ὁ ἀγρὸς μεγαλώνει κι ὁ σπόρος ποὺ θὰ σπαρεὶ θὰ εἶναι περισσότερος. Ἑπομένως δὲν εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ γεωργὸ νὰ προσεύχεται μόνο γιὰ τὸν περιφραγμένο, καλλιεργημένο καὶ σπαρμένο ἀγρὸ κι ὄχι γιὰ τὸν ἄγονο κι ἀκαλλιέργητο;

Πολλοὶ νεωτεριστὲς στὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας, φυσιωμένοι ἀπὸ τίς γνώσεις καὶ τὴν ἔπαρσή τους, προσπάθησαν μὲ τίς θεωρίες τους νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ μιὰ κίνηση, κάνοντας ἔκκληση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Οἱ προσπάθειές τους ὅμως γρήγορα ἐκμηδενίστηκαν καὶ χάθηκαν σὰν φουσκάλες τοῦ νεροῦ, ἀφήνοντας τὸν ἀπατημένο κόσμο σὲ ἀκόμα μεγαλύτερη δυστυχία.

Τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἔχουν μιὰν ἀόρατη, μιὰ δυσθεώρητη ἀρχή, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ ποὺ σπέρνεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς καὶ ἀναπτύσσεται ἀργά. Ὅταν μεγαλώσει ὅμως καὶ γίνει δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουνήσει κανένας ἄνεμος. Ὅταν γίνεται σεισμὸς καταστρέφει πύργους ὑψηλούς, κατασκευάσματα ἀνθρώπων, μὰ δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει οὔτε ἕνα δέντρο. Σὲ κάθε περίπτωση ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του μόνο γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα, καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ. Καὶ πάλι ὅμως ὄχι γιὰ ὅλους τοὺς ἄγονους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν διευρυμένο ἀγρό, ὅπου οἱ μαθητὲς θὰ σπείρουν τὸν πολύτιμο σπόρο τοῦ εὐαγγελίου.

«Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 10). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά Του, ὁ Υἱὸς εἶναι σὲ ὅλα ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἴσος στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀθανασία ἴσος στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἴσος στὴ σοφία καὶ τὴ δικαιοσύνη. Στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ὅμως, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ σχέση τοῦ Πατέρα μὲ τὸν Υἱὸ εἶναι τοῦ Γεννήτορα καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τῆς Πηγῆς. Ἡ κυριότητα καὶ ἡ αὐθεντία σ’ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου κόσμου ἀνήκουν ἐξίσου καὶ ἀδιαίρετα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ οὐσία κι ἡ ὕπαρξη τῶν τριῶν προσώπων εἶναι μιὰ ἀόρατη μονάδα, των ὑποστάσεων εἶναι ἀσύγχυτη Τριάδα. Ἔτσι ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας τὰ ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνήκουν στὸν Πατέρα ὅπως ἀνήκουν καὶ στὸν Υἱό, καθὼς καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὁ Κύριος εἶπε λίγο νωρίτερα, Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοί αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τώρα λέει καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σὰ ἐστι καί τα σὰ ἐμά; Ἐπειδὴ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατέρα τους εἶχε παραλάβει ἀπὸ Ἐκεῖνον ὡς ἀκατέργαστο ὑλικὸ κι ὁ ἴδιος τοὺς ἐπεξεργάστηκε καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ τώρα τοὺς παραδίδει ξανά καλλιεργημένους καὶ λυτρωμένους στὸν Πατέρα Του. Ἑπομένως ὅσα εἶναι τοῦ Πατέρα εἶναι δικά Του κι ὅσα εἶναι δικά Του, εἶναι καὶ τοῦ Πατέρα.

Ὅπως εἶναι δύσκολο νὰ μοιράσεις τὴν ἀγάπη δυό ἀνθρώπων ποὺ ἀγαπιοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ μοιράσεις αὐτὸ ποὺ ἀνήκει ξεχωριστὰ στὸν καθένα. Ὁ Κύριος εἶπε ἐπίσης: «καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Ὡς Θεὸς δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Κι ὡς ἄνθρωπος δοξάζεται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ τῶν ἀγγέλων. ‘Ἀπὸ τί ἐγκωμιάζεται ἕνα δέντρο ἂν ὄχι ἀπὸ τοὺς καρπούς του; Ὁ Κύριος δὲ ζητεῖ μάταιη δόξα, κενή, ζητεῖ τὴ δόξα Τοῦ ἀπὸ τοὺς καρπούς Του – τοὺς μαθητές Του – ποὺ τὸν ἀκολούθησαν μὲ πίστη καὶ καλὰ ἔργα, μὲ ἀγάπη καὶ ζῆλο. Ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ ζητοῦν μεγαλύτερη δόξα ἀπ’ αὐτὴν ποὺ τοὺς δίνουν τὰ παιδιά τους; Ἢ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ παιδιά Του, τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.

«Καὶ οὐκέτι εἶμι ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμο εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ὦ δέδωκάς μοι, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 11). Γιατί λέει ὁ Κύριος πῶς δὲν εἶναι πιὰ στὸν κόσμο; Ἐπειδὴ τέλειωσε τὸ ἔργο του καὶ τώρα πιὰ περιμένει νὰ ὑποστεῖ τὸ ἔσχατο καὶ μέγιστο πάθος, νὰ σφραγίσει τὸ τελειωμένο ἔργο μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα Του.

Προσέξτε μὲ πόση ἀγάπη προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του! Καμιὰ μητέρα δὲ θὰ προσευχόταν μὲ τόση στοργὴ γιὰ τὰ παιδιά της. Πάτερ ἅγιε, τήρησαν αὐτούς. Τοὺς ἀφήνει ὡς πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους. Ἄν δὲν τοὺς προστάτευε κάποιο μάτι ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ τοὺς εἶχαν κατασπαράξει ὅλους οἱ λύκοι. Τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ὡς γονιός, ὡς Πατέρας. Γίνου δικός τους Πατέρας, ὅπως εἶσαι καὶ δικός Μου. Μέ την πατρική Σου ἀγάπη στήριξή τους καὶ προστάτεψέ τους ἀπὸ τοὺς κακοὺς λύκους, ὁδήγησέ τους, ἶνα ὦσιν ἔν καθὼς ἤμείς. Στὴν τέλεια αὐτὴ ἑνότητα δὲ θὰ δεῖς μόνο τὴν πανίσχυρη δύναμη τῶν πιστῶν, μὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς ἔχουν τὴν ἴδια οὐσία καὶ διαφέρουν μόνο στὰ πρόσωπα, ἂς γίνει τὸ ἴδιο καὶ στοὺς πιστούς: πολλὰ καὶ διάφορα τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἕνας στὴν ἀγάπη, τὸ θέλημα καί το νοῦ.

Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος: «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοὶ ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἶνα ἢ γραφὴ πληρωθῆ» (Ἰωάν. ἴζ’ 12). Κανένας ἀπ’ ὅσους διάλεξε ὁ Κύριος δὲ θὰ χαθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδα τὸν προδότη, ὅπως εἶναι γραμμένο καὶ στὴ Γραφή. Ὁ Ἰούδας βέβαια δὲ χάθηκε ἐπειδὴ εἶναι γραμμένο, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἀπίστησε στὸ Θεὸ καὶ λάτρεψε τὸ χρῆμα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουν γραφεῖ τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἰούδα: «Ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ ἐμὲ πτερνισμόν» (Ψαλμ. μ’10), τὸ ὁποῖο χωρίο ἐξηγεῖ ὁ Ἰωάννης στὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. ἴγ’ 18). «Καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» (Ψαλμ. ρή’ 8), ἀναφέρει ξανὰ ἡ Ἁγία Γραφή. Καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς προφητεῖες ἐκπληρώθηκαν στὸν Ἰούδα. Ἔφαγε τὸν ἄρτο μαζὶ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ κι ἔπειτα σήκωσε τὴν φτέρνα ἐναντίον Του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὁ τρώγων μετ’ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῇρεν ἐπ’ ἐμὲ τὴν πτέρναν» (Ἰωαν. ἴγ’ 18). Καὶ μετὰ τὴν προδοσία του ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε κι ὁ Ματθίας πῆρε τὴν ἀποστολικὴ θέση του. Καὶ τελειώνει ὁ Κύριος:

«Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ἴζ’ 13). Ὁ Κύριος κάνει τὴν προσευχὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο προτοῦ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του κι ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς τὸν περιμένει ὁ θάνατος κι ὁ τάφος. Δὲ μιλάει γι’ αὐτὸ ὅμως στὸν ἀθάνατο Πατέρα Του, ἀφοῦ ὁ θάνατος κι ὁ τάφος δὲν ἔχουν καμιὰ σημασία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Μιλάει γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα Του – νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι – στὴν αἰώνια δόξα – τὴ δόξη ἢ εἶχον, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Μετὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ἔχουν τὴ δική Του χαρὰ καὶ μάλιστα πεπληρωμένην. Τί εἴδους χαρὰ εἶναι αὐτή; Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ ὑπάκουος γιὸς ὅταν ἐκπληρώνει τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ εἰρηνοποιοῦ, ποὺ ἡ δική του ἐσωτερικὴ καὶ θεϊκὴ εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχθεῖ ἀπὸ τὰ παραληρήματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νοικοκύρη, ποὺ ἀφοῦ καθάρισε τὸν ἀγρό του, τὸν ὄργωσε καὶ τὸν ἔσπειρε, ὕστερα βλέπει τὸν καρπὸ ν’ ἀναπτύσσεται, νὰ ὡριμάζει καὶ ν’ ἀποδίδει. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ νικητῆ, ποὺ κατατρόπωσε ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ χάρισε τὴ δύναμη τῆς νίκης στοὺς φίλους του, γιὰ νά ‘ναι νικητὲς ὡς τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Εἶναι τελικὰ ἡ χαρὰ τῆς ἁγνῆς καὶ θεοφίλητης καρδιᾶς, ἡ χαρὰ αὐτὴ πού εἶναι ζωή, ἀγάπη καὶ δύναμη. Τέτοια χαρὰ εἶναι στὴν πληρότητα τῆς ἐκείνη ποὺ ζητοῦσε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς μαθητές Του προτοῦ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὶν ἀπό το θάνατό Τοῦ εἶχε τὴν ἄμεση καὶ πλήρη προσοχὴ τοῦ Πατέρα Του. Τ’ ἀποτελέσματά της φάνηκαν σύντομα. Τὴ στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του ὁ πρωτομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀρχιδιάκονος Στέφανος, εἶδε «δόξαν Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν ἐστώτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ζ’ 55). Κι ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος γράφει πῶς ὁ Θεὸς «ἐκάθισεν (τὸ Χριστὸ) ἕν δεξιὰ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος όνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντα καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. ἅ’ 20-22). Αὐτὰ ἀναφέρονται στὴ δόξα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν τώρα, ὅλα ἐξελίχτηκαν ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἀναφέρεται πῶς «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. ἅ’ 14) καὶ «τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἢν ἢ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» (δ’ 32).

Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, ἢ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς ἀποστόλους -ἂν καὶ κατὰ κύριο λόγο ἀναφέρεται σ’ αὐτούς- ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν ἢ θὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ λόγια τους. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἑπομένως ἦταν καί γιὰ τοὺς ἅγιους πατέρες τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Τήρησαν αὐτούς, προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα Του. Κι ὁ Πατέρας τοὺς τήρησε καὶ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τίς πλάνες τοῦ ‘Ἀρείου. Τοὺς φώτισε, τοὺς ἐνέπνευσε καὶ τοὺς ἐνίσχυσε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ὅμως ἔγινε καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε βαφτιστεῖ στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποὺ μάθαμε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους τὸ σωτήριο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρα μας.

Ἀδελφοί μου! Σκεφθεῖτε πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Τοῦ, ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια, σκέφτηκε καί σας, προσευχήθηκε στὸ Θεὸ γιά σας! Εὔχομαι ἡ παντοδύναμη αὐτὴ προσευχὴ νὰ σᾶς προστατεύει καὶ νὰ σᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ ἑνώσει τίς καρδιὲς καὶ τίς ψυχές σας! Εἴθε καὶ μεῖς νὰ δοξολογοῦμε ἑνωμένοι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἡ αἰώνιος ζωή

«Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἶνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 17, 3)

ΥΠΑΡΧΟΥΝ Ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἔχουν βγῆ ἀπὸ τὸ χωριό τους. Ἀλλὰ καὶ τί νὰ κάνουν νὰ βγοῦν; Τί νὰ δοῦν; Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος σπάνια ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε. «Γιατί δὲν πᾶς καὶ σ’ ἄλλα μέρη;» τὸν ρωτοῦσαν. Καὶ αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Ὅπου κι ἂν πάω, τὰ ἴδια πράγματα θὰ βλέπω” γῆ καὶ θάλασσα. Ἄν ἔχετε νὰ μοῦ δείξετε κανένα ἄλλο μέρος, ποὺ εἶνε διαφορετικὸ ἀπὸ τούτη τὴ γῆ, εὐχαρίστως θὰ ταξιδεύσω…»… Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ μικρόβιο τῆς μεταναστεύσεως. Αὐτοὶ δὲν μένουν εὐχαριστημένοι στὸν τόπο τους. Φεύγουν καὶ πᾶνε μακριά. Ἄλλοι στὴν Αὐστραλία, ἄλλοι στὴν Ἀφρική, ἄλλοι στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ ζοὺν ἀρκετὰ χρόνια, ἀλλὰ στὸ τέλος ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδος τους κάνει νὰ γυρίζουν στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκαν. Δάκρυα τότε τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια τους, ἅμα ἀντικρύσουν τὸ πατρικό τους σπίτι. Ώ πατρίδα, πόσο γλυκειὰ εἶσαι καὶ πόσο δυστυχισμένοι εἶνε αὐτοί, ποὺ ζοῦν μακριά σου!

Ἄν τώρα ἕνας ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἢ τὴν Αὐστραλία συναντήσῃ κάποιον ποὺ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ μέρη αὐτά, ὁ ξενιτεμένος θ’ ἀρχίσῃ νὰ λέη σ’ αὐτὸν τί εἶδε καὶ τί ἄκουσε στὰ ξένα. «Πῆγα», θὰ λέη, «στὴν Ἀμερική. Τί μεγάλη καὶ πλούσια χώρα εἶνε! Ἔμεινα στὴ Νέα Ὑόρκη. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη πόλις τοῦ κόσμου. Τί δρόμοι, τί πλατεῖες, τί πάρκα, τί θέατρα, τί ξενοδοχεῖα! Πόλις θαῦμα. “Ὅποιος κάθεται στὴν πόλι αὐτὴ ζῇ θαυμάσια καὶ εὐτυχισμένα…»…. Αὐτὰ θὰ λέη ὁ ξένος στὸ συχωριανό του, ποὺ δὲν βγῆκε ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του. Καὶ ὁ συχωριανὸς τοῦ τ’ ἀκούει καὶ τὰ πιστεύει, καὶ ἐπιθυμεῖ κι αὐτὸς ν’ ἀφήσῃ τὸ χωριό του καὶ νὰ πάη στὴ μεγάλη πολιτεία, γιὰ νὰ ζήσῃ ἐκεϊ εὐτυχισμένος. Ἔτσι νομίζει!

Ἀλλ’ ἄρα γὲ ὅσα λέει ὁ ξένος εἶνε ὅλα ἀληθινά; Μιλάει ὁ ξένος μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴ Νέα Ὑόρκη. Ἀλλὰ δὲν εἶνε πολὺς καιρός, ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα βιβλίο, ποὺ περιγράφει τὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι στὶς μεγάλες πολιτεῖες, καὶ μάλιστα στὴ Νέα Ὑόρκη. Τὰ πράγματα δὲν εἶνε ὅπως τὰ λένε. Γιατί κοντὰ στὰ εὐχάριστα ὑπάρχουν καὶ δυσάρεστα. Τὰ δὲ δυσάρεστα εἶνε τὰ πιὸ πολλά. Δὲν ὑπάρχουν μόνο ξενοδοχεῖα καὶ κέντρα διασκεδάσεως. Ὑπάρχουν καὶ νεκροταφεῖα. Πολλοὶ πεθαίνουν κάθε μέρα, καὶ ἀπ’ αὐτοὺς πολλοὶ πεθαίνουν ὄχι ἀπὸ φυσικὸ θάνατο σκοτώνονται ἀπὸ αὐτοκίνητα καὶ γκάγκστερς ποὺ παραμονεύουν παντοῦ. Δὲν ὑπάρχουν μόνο πλούσιοι, ποὺ μέσα σὲ μιὰ νύχτα ξοδεύουν μάτσα τὰ δολλάρια. Ὑπάρχουν καὶ φτωχοί, πολὺ φτωχοί, ποὺ περιμένουν νὰ χορτάσουν ἀπὸ τὰ ἀποφάγια τῶν πλουσίων. Δὲν ἀκούγονται μόνο τραγούδια καὶ γέλια. Ἀκούγονται καὶ κλάματα καὶ θρῆνοι ἀνθρώπων, ποὺ κλαῖνε καὶ θρηνοῦν γιὰ διάφορα δυστυχήματα. Ἐξωτερικὰ ἢ πόλις μὲ τὰ φανταχτερά της φῶτα φαίνεται πὼς εἶνε ἡ πιὸ εὐτυχισμένη πόλις τοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ἂν ἐρευνήση κανεὶς πιὸ βαθειὰ τὴ ζωὴ τῶν κατοίκων, τότε θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι ἡ πόλις αὐτὴ μὲ τοὺς οὐρανοξῦστες εἶνε μιὰ θλιβερὴ πόλις, ἴσως ἡ πιὸ θλιβερὴ πόλις τοῦ κόσμου.

Ἄνθρωποι! Σᾶς μιλᾶνε γιὰ τὴ Νέα Ὑόρκη καὶ γιὰ ἄλλες πόλεις τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, καὶ κάθεστε κι ἀκοῦτε χωρὶς ἀντίρρηση τί εἶδαν τὰ ξένα μάτια καὶ τί ἄκουσαν τὰ ξένα αὐτιά. Δὲν ἀμφιβάλλετε σὲ ὅσα σᾶς λένε. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν λέει στὸν ξένο «Κύριε, δὲν σὲ πιστεύω. Δὲν ὑπάρχει Ἀμερική, δὲν ὑπάρχει Νέα Ὑόρκη. Ἄν ἐγὼ δὲν δὼ καὶ δὲν ἀκούσω, δὲν πιστεύω σ’ αὐτὰ ποὺ λές…»….

Ἄχ, πόσο εὔπιστοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὰ φυσικά, τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ πόσο δύσπιστοι εἶνε γιὰ τὰ ὑπερφυσικά, τὰ πνευματικὰ πράγματα! Ἄν κάποιος σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, ποὺ ζοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος, ζωὴ οὐράνια, ζωὴ αἰώνια· ἂν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γῆ, τὸ φεγγάρι, τὸν ἥλιο, τα ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἄστρα, ποὺ κι αὐτὰ μιὰ μέρα θὰ σβήσουν καὶ θὰ καταστραφοῦν, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὄχι ὑλικὸς ἀλλὰ πνευματικός, κόσμος ποὺ εἶνε χιλιάδες φορὲς πιὸ ὄμορφος ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ κατοικοῦμε καὶ βλέπουμε ἂν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τίς ὡραῖες καὶ μεγάλες πόλεις τῆς γῆς, ποὺ μιὰ μέρα κι αὐτὲς θὰ γίνουν στάχτη, ὑπάρχει μιὰ πόλις -ὦ, τί πόλις εἶνε αὐτή! – μὲ ὡραίους δρόμους καὶ πλατεῖες, μὲ ὑπέροχη μουσική, μὲ θαυμάσιες ὑπάρξεις, πόλις χωρὶς νοσοκομεῖα, χωρὶς νεκροταφεῖα, χωρὶς δάκρυα, χωρὶς πόνους, θὰ πιστέψετε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶνε ἀληθινά;

-Μὰ πῶς νὰ πιστέψουμε; θὰ μοῦ πῆτε. Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τὰ εἶδε;

Ρωτᾶτε, ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τὰ εἶδε καὶ τὰ βεβαίωσε; Ἔ, λοιπόν, σᾶς ἀπαντῶ: Εἶνε ἕνας, ποὺ ἡ μαρτυρία του ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅλοι μπορεῖ νὰ λένε ψέματα, ἀλλ’ αὐτός, ποὺ μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο, ποτὲ δὲν εἶπε ψέματα. Εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ λόγος τοῦ εἶνε ἀλήθεια. Ὅ,τι εἶπε, ἀποδείχθηκε ἀληθινό. Εἴκοσι αἰῶνες πέρασαν, κράτη ἔπεσαν, βασίλεια διαλύθηκαν, ἰδεολογίες ἄλλαξαν, τὰ ἄνω ἔγιναν κάτω, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα εἶπε ὁ Χριστὸς τίποτε δὲν μπόρεσε νὰ κλονισθῇ. Καὶ αὐτὸ ποὺ συνέβῃ μέχρι σήμερα, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θὰ συμβαίνῃ καὶ στὸ μέλλον. Αἰώνιοι οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ λόγος γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι ὠνόμασε ὁ Χριστός τὴ ζωή, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο. Ἡ νέα αὐτὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ πιστέψῃ στὸ Χριστὸ καὶ θὰ μετανοήσῃ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ μέσ’ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται μιὰ χαρά, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν περιγράψῃ. Μόνο αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ μετανοοῦν, αἰσθάνονται τί θὰ πῇ ἡ χαρὰ αὐτή. Εἶνε χαρὰ πνευματική. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ἀσώτου παιδιοῦ, ποὺ γυρίζει στὸ πατρικό του σπίτι. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ἐξορίστου, ποὺ ἐπιστρέφει κοντὰ στοὺς δικούς του. Εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ ξενιτεμένου, ποὺ γυρίζει στὴ γλυκειά του πατρίδα. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶνε μιὰ σταγόνα μπροστὰ στὸν ὠκεανὸ τῆς χαρᾶς, ποὺ θὰ δοκιμάσουν τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅταν φύγουν ἀπὸ τή ζωὴ αὐτὴ καὶ θὰ φτάσουν στὴν οὐράνια πατρίδα, καὶ θ’ ἀνοιχθοῦν οἱ πόρτες τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.

Μακάριοι εἶνε ὅσοι θὰ εἰσέλθουν στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὁ Χριστὸς τὸ βεβαιώνει. Κανεὶς δὲν πρέπει ν’ ἀμφιβάλλῃ. Ἄνθρωπε! “Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει Νέα Ὑόρκη, τόσο βέβαιος νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὁ πόλις τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ μακαριότητα. Αὐτὸ κηρύττει ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἶνα γινώσκωσί σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὄν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 17, 3).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek