ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ — Πράξεις (Β΄ 1 — 11)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. Β΄, εδά­φια 1–11

1 Καί ν τ συμ­πλη­ροσθαι τν μραν τς πεν­τη­κοστς σαν παν­τες μοθυ­μαδν π τ ατ. 2 κα γνετο φνω κ το ορανο χος σπερ φερομνης πνος βιαας, κα πλρωσεν λον τν οκον ο σαν καθμενοι· 3 κα φθη­σαν ατος δια­με­ριζμεναι γλσσαι σε πυρς, κθισ τε φ᾿ να καστον ατν, 4 κα πλσθη­σαν παν­τες Πνεματος Αγου, κα ρξαν­το λαλεν τραις γλσσαις καθς τ Πνεμα δδου ατος ποφθγγε­σθαι.

5 Ησαν δ ν Ιερου­σαλμ κατοι­κοντες ᾿Ιου­δαοι, νδρες ελαβες π παντς θνους τν π τν ορανν· 6 γενομνης δ τς φωνς τατης συνλθε τ πλθος κα συνεχθη, τι κουον ες καστος τ δίᾳ διαλκτ λαλοντων ατν. 7 ξσταν­το δ πντες κα θαμαζον λγον­τες πρς λλλους· οκ δο πντες οτο εσιν ο λαλοντες Γαλι­λαοι; 8 κα πς μες κοομεν καστος τ δίᾳ διαλκτ μν ν γεννθημεν, 9Πρθοι κα Μδοι κα ᾿Ελαμται, κα ο κατοι­κοντες τν Μεσο­πο­ταμαν, ᾿Ιου­δααν τε κα Καπ­πα­δοκαν, Πντον κα τν ᾿Ασαν, 10 Φρυγαν τε κα Παμ­φυλαν, Αγυπτον κα τ μρη τς Λιβης τς κατ Κυρνην, κα ο πιδη­μοντες Ρωμαοι, ᾿Ιου­δαο τε κα προσλυτοι, 11 Κρτες κα Αρα­βες, κοομεν λαλοντων ατν τας μετραις γλσσαις τ μεγα­λεα το Θεο;

Καθώς δε επρο­χω­ρού­σε να συμ­πλη­ρω­θή και να κλεί­ση η ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, η οποία είχε αρχί­σει από την προ­η­γου­μέ­νην εσπέ­ραν, ήσαν όλοι οι πιστοί ομό­ψυ­χοι, συγ­κεν­τρω­μέ­νοι στο ίδιον μέρος. Και έξαφ­να ήλθε από τον ουρα­νόν ένας ήχος, σαν ισχυ­ρή βοή ανέ­μου που κινεί­ται με ορμήν, και εγέ­μι­σε όλο το σπί­τι, μέσα στο οποί­ον εκά­θην­το οι μαθη­ταί. Και παρου­σιά­σθη­σαν εις αυτούς γλώσ­σες σαν από φλό­γες πυρός, να δια­μοι­ρά­ζων­ται· και στον καθέ­να από αυτούς εκά­θι­σε από μία γλώσ­σα. Και εγέ­μι­σαν όλοι από Πνεύ­μα Αγιον και ήρχι­σαν να ομι­λούν ξένας γλώσ­σας και να κηρύτ­τουν τας υψη­λάς αλη­θεί­ας, όπως το Πνεύ­μα το Αγιον τους εφώ­τι­ζε και τους έδι­δε την δύνα­μιν να ομι­λούν. Ευρί­σκον­το δε εις την Ιερου­σα­λήμ κατά την ημέ­ραν εκεί­νην, άλλοι μεν ως μόνι­μοι κάτοι­κοι, άλλοι δε ως προ­σω­ρι­νοί λόγω της εορ­τής, άνδρες Ιου­δαί­οι ευσε­βείς από κάθε έθνος που υπήρ­χε κάτω από τον ουρα­νόν. Οταν δε έγι­νε η βοή από τον ουρα­νόν, εμα­ζεύ­τη­κε το πλή­θος εκεί και όλοι εκυ­ριεύ­θη­σαν από σύγ­χυ­σιν και απο­ρί­αν, διό­τι ο καθέ­νας των ήκουε τους μαθη­τάς να ομι­λούν την ιδι­κήν του γλώσ­σαν. Εξε­πλήσ­σον­το δε όλοι και εθαύ­μα­ζαν, λέγον­τες μετα­ξύ των· “τι συμ­βαί­νει; Ολοι αυτοί, που ομι­λούν, δεν είναι Γαλι­λαί­οι; Και πως, ο καθέ­νας από ημάς, τους ακού­ο­μεν να ομι­λούν την ιδι­κήν μας γλώσ­σαν, την οποί­αν εμά­θα­μεν από της γεν­νή­σε­ώς μας; Και είμε­θα από τόσα πολ­λά έθνη· Παρ­θοι και Μήδοι και Ελα­μί­ται και κάτοι­κοι της Μεσο­πο­τα­μί­ας, της Ιου­δαί­ας και της Καπ­πα­δο­κί­ας, του Πον­του και της Ασί­ας, 10 της Φρυ­γί­ας και της Παμ­φυ­λί­ας, της Αιγύ­πτου και των περιο­χών της Λιβύ­ης, που είναι πλη­σί­ον της Κυρή­νης, όπως επί­σης και οι παρε­πί­δη­μοι Ρωμαί­οι, Ιου­δαί­οι την κατα­γω­γήν και προ­σή­λυ­τοι από άλλα έθνη. 11 Ακό­μη δε Κρή­τες και Αρα­βες, όλοι όσοι κατα­γό­με­θα από τα πολ­λά και διά­φο­ρα αυτά μέρη, πως συμ­βαί­νει να τους ακού­ω­μεν να κηρύτ­τουν τα μεγα­λεία του Θεού εις τας ιδι­κάς μας γλώσ­σας;”

1 Το πρωί της ημέ­ρας της Πεν­τη­κο­στής (καθώς ολο­κλη­ρω­νό­ταν η ημέ­ρα αυτή η οποία άρχι­σε από το από­γευ­μα της παρα­μο­νής της) όλοι οι πιστοί με μια καρ­διά ήταν συναγ­μέ­νοι στο ίδιο μέρος. 2 Και ξαφ­νι­κά, χωρίς να το περι­μέ­νει κανείς, ήλθε από τον ουρα­νό μια βοή σαν φύση­μα σφο­δρού ανέ­μου, που κινεί­ται με ορμή και βιαιό­τη­τα. Και η βοή αυτή γέμι­σε όλο το σπί­τι όπου κάθον­ταν οι από­στο­λοι και όλοι οι μαθη­τές. 3 Και είδαν με τα μάτια τους να δια­μοι­ρά­ζον­ται σ’ αυτούς γλώσ­σες σαν τις φλό­γες της φωτιάς, και στον καθέ­να απ’ αυτούς κάθι­σε από μία γλώσ­σα. 4 Όλοι τους τότε πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά με Πνεύ­μα Άγιο, και άρχι­σαν να μιλούν ξένες γλώσ­σες, όπως το Πνεύ­μα τούς ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες.

5 Στην Ιερου­σα­λήμ υπήρ­χαν τότε Ιου­δαί­οι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και απ’ όλα τα έθνη που βρί­σκον­ται κάτω από τον ουρα­νό. Αυτοί είχαν εγκα­τα­στα­θεί εκεί μόνι­μα, ήταν ευλα­βείς και σέβον­ταν τον Θεό. 6Όταν λοι­πόν έγι­νε η βοή αυτή του ανέ­μου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλή­θος απ’ αυτούς και όλοι κυριεύ­θη­καν από σύγ­χυ­ση και κατά­πλη­ξη˙ διό­τι ο καθέ­νας τους άκου­γε τους μαθη­τές του Ιησού Χρι­στού να μιλούν στη δική τους γλώσ­σα. 7 Έμε­ναν όλοι εκστα­τι­κοί και με θαυ­μα­σμό έλε­γαν ο ένας στον άλλο: «Μα, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλι­λαί­οι; 8 Πώς λοι­πόν εμείς τους ακού­με ο καθέ­νας μας να μιλούν στη δική μας μητρι­κή γλώσ­σα, την οποία μάθα­με και μιλού­με από τότε που γεν­νη­θή­κα­με; 9 Όσοι είμα­στε Πάρ­θοι και Μήδοι και Ελα­μί­τες, και όσοι κατοι­κού­με στη Μεσο­πο­τα­μία και στην Ιου­δαία και στην Καπ­πα­δο­κία, στον Πόν­το, και στη Μικρά Ασία, 10 στη Φρυ­γία και στην Παμ­φυ­λία, στην Αίγυ­πτο και στα μέρη της Λιβύ­ης που είναι κον­τά στην Κυρή­νη, και οι Ρωμαί­οι που δια­μέ­νου­με εδώ, τόσο αυτοί που λόγω της κατα­γω­γής μας είμα­στε Ιου­δαί­οι, όσο και οι εθνι­κοί που προ­σελ­κυ­σθή­κα­με στην ιου­δαϊ­κή πίστη και γίνα­με προ­σή­λυ­τοι, 11 καθώς και όσοι κατα­γό­μα­στε από την Κρή­τη και οι Άρα­βες, όλοι εμείς που κατα­γό­μα­στε από τα διά­φο­ρα αυτά μέρη, πώς συμ­βαί­νει να ακού­με αυτούς να μιλούν και να δια­κη­ρύτ­τουν στις γλώσ­σες μας τα μεγά­λα και θαυ­μα­στά έργα του Θεού;».

Kαὶ ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ἦταν ὅλοι μαζὶ στὸ ἴδιο μέρος. Kαὶ ἦλθε αἰφ­νι­δί­ως ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ βοὴ σὰν βοὴ κινου­μέ­νου ὁρμη­τι­κοῦ ἀνέ­μου, καὶ γέμι­σε ὅλο τὸ σπί­τι, ὅπου ἦταν. Kαὶ φάνη­καν σ’ αὐτοὺς γλῶσ­σες σὰν πύρι­νες, ποὺ δια­μοι­ρά­ζον­ταν, καὶ κάθη­σε κάθε μία σὲ καθέ­να ἀπ’ αὐτούς. Kαὶ γέμι­σαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦ­μα Ἅγιο, καὶ ἄρχι­σαν νὰ ὁμι­λοῦν μὲ ξένες γλῶσ­σες, ὅπως τὸ Πνεῦ­μα ἔδι­νε σ’ αὐτοὺς (τὴν ἱκα­νό­τη­τα) νὰ ὁμι­λοῦν. Kατοι­κοῦ­σαν δὲ στὴν Ἱερου­σα­λὴμ εὐλα­βεῖς Ἰου­δαῖ­οι ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, ποὺ ὑπάρ­χουν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρα­νό. Ὅταν δὲ ἦλθε αὐτὴ ἡ βοή, συγ­κεν­τρώ­θη­κε τὸ πλῆ­θος καὶ ἔγι­νε ἐμβρόν­τη­το, διό­τι καθέ­νας ἄκουε νὰ ὁμι­λοῦν στὴ δική του γλῶσ­σα. Ἔμε­ναν δὲ ὅλοι ἐκστα­τι­κοὶ καὶ θαύ­μα­ζαν καὶ ἔλε­γαν μετα­ξύ τους: «Nά, ὅλοι αὐτοί, ποὺ ὁμι­λοῦν, δὲν εἶναι Γαλι­λαῖ­οι; Kαὶ πῶς ἐμεῖς ἀκοῦ­με καθέ­νας στὴ δική μας γλῶσ­σα, στὴν ὁποία γεν­νη­θή­κα­με; Πάρ­θοι καὶ Mῆδοι καὶ Ἐλα­μῖ­τες, καὶ οἱ κάτοι­κοι τῆς Mεσο­πο­τα­μί­ας, καὶ τῆς Ἰου­δαί­ας καὶ τῆς Kαπ­πα­δο­κί­ας, τοῦ Πόν­του καὶ τῆς Ἀσί­ας, 10 καὶ τῆς Φρυ­γί­ας καὶ τῆς Παμ­φυ­λί­ας, τῆς Aἰγύ­πτου καὶ τῶν μερῶν τῆς Λιβύ­ης ποὺ ἐκτεί­νε­ται πρὸς τὴν Kυρή­νη, καὶ οἱ Pωμαῖ­οι ποὺ δια­μέ­νουν ἐδῶ, 11 καὶ Ἰου­δαῖ­οι καὶ προ­σή­λυ­τοι, Kρῆ­τες καὶ Ἄρα­βες, ἀκοῦ­με νὰ ὁμι­λοῦν στὶς γλῶσ­σες μας τὰ μεγα­λεῖα τοῦ Θεοῦ». 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Κα ν τ συμ­πλη­ροσθαι τν μέραν τς πεν­τη­κοστς σαν παν­τες μοθυ­μαδν π τ ατό (:το πρωί της ημέ­ρας της Πεν­τη­κο­στής -καθώς ολο­κλη­ρω­νό­ταν η ημέ­ρα αυτή η οποία άρχι­σε από το από­γευ­μα της παρα­μο­νής της- όλοι οι πιστοί με μια καρ­διά ήταν συναγ­μέ­νοι στο ίδιο μέρος)»[Πράξ. 2,1].

Ποια είναι αυτή η Πεν­τη­κο­στή; Όταν το δρε­πά­νι έπρε­πε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί για την συγ­κο­μι­δή από τον θερι­σμό· όταν έπρε­πε να συνα­θροί­ζει τους καρ­πούς. Είδες τον τύπο; Βλέ­πε πάλι την αλή­θεια. Όταν έπρε­πε να επι­βάλ­λει το δρε­πά­νι του λόγου, όταν τους καρ­πούς έπρε­πε να συλ­λέ­γει, τότε το Πνεύ­μα σαν δρε­πά­νι κοφτε­ρό, πετά πάνω σε αυτούς. Διό­τι άκου­σε τον Χρι­στό που λέει: «Οχ μες λέγε­τε τι τι τετρά­μη­νός στι κα θερι­σμς ρχε­ται; δο λέγω μν, πάρα­τε τος φθαλ­μος μν κα θεά­σα­σθε τς χώρας, τι λευ­καί εσι πρς θερι­σμν δη (:Δεν λέτε εσείς ότι τέσ­σε­ρις μήνες μένουν ακό­μη και ο θερι­σμός έρχε­ται; Στην πνευ­μα­τι­κή όμως σπο­ρά είναι δυνα­τόν ο λόγος του Θεού να καρ­πο­φο­ρή­σει και σε χρο­νι­κό διά­στη­μα πολύ πιο σύν­το­μο. Και για να πει­στεί­τε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώ­στε τα μάτια σας και κοι­τάξ­τε το πλή­θος αυτό των Σαμα­ρει­τών που έρχον­ται. Μοιά­ζουν οι ψυχές τους με χωρά­φια, στα οποία δεν πρό­φθα­σε να σπα­ρεί ο λόγος της αλή­θειας, κι όμως είναι λευ­κά και ώρι­μες πλέ­ον, έτοι­μα να θερι­στούν. Έτσι και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώ­πων είναι τώρα ώρι­μες για να δεχθούν τη σωτη­ρία)»[Ιω. 4,35] και πάλι τους έλε­γε: « μν θερι­σμς πολύς, ο δ ργά­ται λίγοι· δεή­θη­τε ον το κυρί­ου το θερι­σμο πως κβάλ ργά­τας ες τν θερι­σμν ατο(:τα ώρι­μα στά­χυα για θερι­σμό είναι πολ­λά, αλλά οι εργά­τες που θα τα θερί­σουν είναι λίγοι. Πολ­λοί δηλα­δή είναι οι καλο­διά­θε­τοι να δεχτούν το Ευαγ­γέ­λιο και να σωθούν, λίγοι όμως είναι οι πνευ­μα­τι­κοί εργά­τες που θα υπη­ρε­τή­σουν στο πνευ­μα­τι­κό αυτό έργο. Παρα­κα­λέ­στε λοι­πόν τον Θεό, που είναι ο κύριος και ο ιδιο­κτή­της της έτοι­μης για θερι­σμό σπο­ράς, να βγά­λει και να στεί­λει εργά­τες στο θερι­σμό του)»[Λουκ. 10,2]. Ώστε αυτός ήταν ο πρώ­τος που χρη­σι­μο­ποί­η­σε το δρε­πά­νι· διό­τι Αυτός ανέ­βα­σε στον ουρα­νό τις προ­σφο­ρές των πρώ­των καρ­πών, αφού προ­σέ­λα­βε το ανθρώ­πι­νο ένδυ­μα. Γι’ αυτό και τού­το καλεί θερι­σμό.

«Κα ν τ συμ­πλη­ροσθαι(:και όταν έφτα­σε)», λέει, «τν μέραν τς πεν­τη­κοστς(: η ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής)», δηλα­δή όχι προ της Πεν­τη­κο­στής, αλλά την ημέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής, όπως θα μπο­ρού­σε κάποιος να πει. Διό­τι έπρε­πε να γίνουν πάλι αυτά κατά την διάρ­κεια εορ­τής, για να δουν αυτά και αυτοί, που ήταν παρόν­τες κατά την Σταύ­ρω­ση του Χρι­στού. «Κα γένε­το φνω κ το ορανο χος σπερ φερο­μέ­νης πνος βιαί­ας(:και ξαφ­νι­κά, χωρίς να το περι­μέ­νει κανείς, ήλθε από τον ουρα­νό μια βοή σαν φύση­μα σφο­δρού ανέ­μου, που κινεί­ται με ορμή και βιαιό­τη­τα)»[Πράξ.2,2]. Για­τί έγι­νε αυτό χωρίς αισθη­τά σημεία; Διό­τι μολο­νό­τι έγι­νε και αυτό, έλε­γαν ότι «γλεύ­κους μεμε­στω­μέ­νοι εσί(:είναι τελεί­ως μεθυ­σμέ­νοι με γλυ­κό και δυνα­τό κρα­σί, και δεν ξέρουν τι λένε)», εάν δεν γινό­ταν αυτό, τι δεν θα μπο­ρού­σαν να πουν; Και όχι μόνο έγι­νε ήχος, αλλά και «εκ του ουρα­νού». Και το ξαφ­νι­κό αυτού διή­γει­ρε αυτούς. «Κα πλή­ρω­σεν λον τν οκον ο σαν καθή­με­νοι(:και η βοή αυτή γέμι­σε όλο το σπί­τι όπου κάθον­ταν οι από­στο­λοι και όλοι οι μαθη­τές)». Ανα­φέ­ρει μεγά­λη ορμή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Πρό­σε­χε ότι όλους τους συγ­κέν­τρω­σε εκεί, ώστε και οι παρόν­τες να πιστέ­ψουν και αυτοί άξιοι να ανα­δει­χθούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά προ­σθέ­τον­τας και το πιο τρο­με­ρό από αυτό: «κα φθη­σαν ατος δια­με­ρι­ζό­με­ναι γλσσαι σε πυρός(:και είδαν με τα μάτια τους να δια­μοι­ρά­ζον­ται σε αυτούς γλώσ­σες σαν τις φλό­γες της φωτιάς)», λέει. Καλώς ανα­φέ­ρει παν­τού το «σε(: σαν)», για να μην νομί­σεις τίπο­τα αισθη­τό για το Άγιο Πνεύ­μα· «γλσσαι σε πυρός(:σαν τις φλό­γες της φωτιάς)», λέει, «σπερ φερο­μέ­νης πνος βιαί­ας(:σαν φύση­μα δυνα­τού ανέ­μου)». Άρα δεν ήταν απλώς άνε­μος δια­σκορ­πι­ζό­με­νος στον αέρα.

Διό­τι όταν έπρε­πε στον Ιωάν­νη να γνω­ρι­στεί το Άγιο Πνεύ­μα, σαν περι­στέ­ρι ήρθε επά­νω στην κεφα­λή του Χρι­στού: «Κα εθέως ναβαί­νων π το δατος εδε σχι­ζο­μέ­νους τος ορανος κα τ Πνεμα ς περι­στερν κατα­βανον π᾿ ατόν(:και όταν ανέ­βαι­νε από το νερό του ποτα­μού, αμέ­σως, την ίδια στιγ­μή, είδε να σχί­ζον­ται οι ουρα­νοί και το Πνεύ­μα το Άγιο να κατε­βαί­νει σαν περι­στέ­ρι και να έρχε­ται επά­νω Του)»[Μάρκ.1,10]· επί­σης: «κα καταβναι τ Πνεμα τ γιον σωμα­τικ εδει σε περι­στερν π᾿ ατόν, κα φωνν ξ ορανο γενέ­σθαι λέγου­σαν· σ ε υός μου γαπη­τός, ν σο εδόκη­σα (:και κατέ­βη­κε επά­νω Του το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο εμφα­νί­στη­κε με εξω­τε­ρι­κό σχή­μα και μορ­φή περι­στε­ριού, χωρίς όμως να είναι πραγ­μα­τι­κό περι­στέ­ρι. Και ήλθε μια φωνή απ’ τον ουρα­νό, η οποία έλε­γε: Εσύ είσαι ο υιός μου ο αγα­πη­μέ­νος σε Εσέ­να ευα­ρε­στή­θη­κα, διό­τι Εσύ και ως άνθρω­πος απο­λύ­τως ανα­μάρ­τη­τος έκα­νες πάν­το­τε το αρε­στό ενώ­πιόν μου)»[Λουκ.3,21–22]. «Κα μαρ­τύ­ρη­σεν ωάν­νης λέγων τι τεθέ­α­μαι τ Πνεμα κατα­βανον ς περι­στερν ξ ορανο, κα μει­νεν π᾿ ατόν (:ο Ιωάν­νης μάλι­στα έδω­σε και την εξής μαρ­τυ­ρία: “Έχω δει το Άγιο Πνεύ­μα να κατε­βαί­νει σαν περι­στέ­ρι απ’ τον ουρα­νό και να μένει πάνω του μόνι­μα και διαρ­κώς, και όχι όπως στους προ­φή­τες, οι οποί­οι δέχον­ταν εκτά­κτως τη χάρη του Πνεύ­μα­τος και για ειδι­κό σκο­πό”)» [Ιω. 1,32]. Τώρα λοι­πόν που έπρε­πε ολό­κλη­ρο πλή­θος να επι­στρα­φεί, έκα­νε το Άγιο Πνεύ­μα έκα­νε την εμφά­νι­ση Του σαν φλό­γες φωτιάς.

«κάθι­σέ τε φ᾿ να καστον ατν(:και στον καθέ­να απ’ αυτούς κάθι­σε από μία πύρι­νη γλώσ­σα)»· δηλα­δή παρέ­μει­νε, ανα­παύ­θη­κε. Διό­τι το «κάθι­σε» φανε­ρώ­νει ότι εδραιώ­θη­κε στα­θε­ρά πάνω τους και παρέ­μει­νε μόνι­μα. Τι λοι­πόν; Ήρθε άρα­γε μόνο στους δώδε­κα και όχι στους άλλους; Καθό­λου· αλλά ήρθε και στους εκα­τόν είκο­σι. Διό­τι δεν παρου­σί­α­ζε ο από­στο­λος Πέτρος λίγες στιγ­μές αργό­τε­ρα απλώς την μαρ­τυ­ρία του προ­φή­τη Ιωήλ λέγον­τας: «Κα σται ν τας σχά­ταις μέραις, λέγει Θεός, κχε π το πνεύ­μα­τός μου π πσαν σάρ­κα, κα προ­φη­τεύ­σου­σιν ο υο μν κα α θυγα­τέ­ρες μν, κα ο νεα­νί­σκοι μν ράσεις ψον­ται κα ο πρε­σβύ­τε­ροι μν νύπνια νυπνια­σθή­σον­ται (:στην τελευ­ταία χρο­νι­κή περί­ο­δο, που θα αρχί­σει όταν έλθει ο Μεσ­σί­ας, λέει ο Θεός ότι θα συμ­βεί αυτό: “Θα εκχύ­σω τα χαρί­σμα­τα του Πνεύ­μα­τός μου και θα τα δια­μοι­ρά­σω σε όλους τους ανθρώ­πους. Κι έτσι θα προ­φη­τεύ­σουν οι γιοι σας και οι κόρες σας, και οι νέοι σας θα δουν υπερ­φυ­σι­κές οπτα­σί­ες, και οι γέρον­τες θα δουν στον ύπνο τους θεϊ­κά απο­κα­λυ­πτι­κά όνει­ρα”)»[Πρά­ξεις 2,17]· πρβλ. Ιωήλ 3,1: «Κα σται μετ τατα κα κχε π το πνεύ­μα­τός μου π πσαν σάρ­κα, κα προ­φη­τεύ­σου­σιν ο υο μν κα α θυγα­τέ­ρες μν, κα ο πρε­σβύ­τε­ροι μν νύπνια νυπνια­σθή­σον­ται, κα ο νεα­νί­σκοι μν ράσεις ψον­ται (:’’Μετά από αυτά θα έλθει μία επο­χή’’, λέγει ο Κύριος, ‘’κατά την οποία θα χύσω πλού­σιες τις δωρε­ές και τα χαρί­σμα­τα του Πνεύ­μα­τός μου σε κάθε άνθρω­πο και θα προ­φη­τεύ­σουν οι υιοί σας και οι θυγα­τέ­ρες σας. Οι γερον­τό­τε­ροι από εσάς θα δουν και θα λάβουν απο­κα­λύ­ψεις μέσω ενύ­πνιων ορα­μά­των , ενώ οι νεό­τε­ροι στην ηλι­κία θα δουν σε πλή­ρη εγρή­γορ­ση απο­κα­λυ­πτι­κά ορά­μα­τα’’)».

Και πρό­σε­ξε: για να μην εκπλή­ξει μόνο αλλά και για να χορη­γή­σει πλή­ρως την χάρη, γι’ αυτό και εμφα­νί­στη­κε «ν Πνεύ­μα­τι γίω καί πυρί»· διό­τι προ­σθέ­τει: «κα πλή­σθη­σαν παν­τες Πνεύ­μα­τος γίου, κα ρξαν­το λαλεν τέραις γλώσ­σαις καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγ­γε­σθαι(:όλοι τους τότε πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά με Πνεύ­μα Άγιο και άρχι­σαν να μιλούν ξένες γλώσ­σες, όπως το Πνεύ­μα τους ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες)»[Πράξ.2,4]. Δεν λαμ­βά­νουν άλλο σημείο, αλλά αυτό πρώ­τα· διό­τι ήταν ανάγ­κη και δεν παρί­στα­το ανάγ­κη άλλου σημεί­ου.

«κάθι­σέ τε φ᾿ να καστον ατν(:και στον καθέ­να απ’ αυτούς κάθι­σε από μία πύρι­νη γλώσ­σα)»[Πράξ.2,3], λέγει. Βέβαια κάθι­σε και πάνω στον μη εκλε­γέν­τα Ιού­στο. Γι’ αυτό και καθό­λου δεν λυπά­ται επει­δή δεν εξε­λέ­γη όπως ο Ματ­θί­ας. «Κα πλή­σθη­σαν παν­τες Πνεύ­μα­τος γίου(:και όλοι τους τότε πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά με Πνεύ­μα Άγιο)», λέγει. Δεν έλα­βαν απλώς την χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, αλλά πλημ­μύ­ρι­σαν εσω­τε­ρι­κά από αυτήν. «Κα ρξαν­το λαλεν τέραις γλώσ­σαις καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγ­γε­σθαι(:και άρχι­σαν να μιλούν ξένες γλώσ­σες, όπως το Πνεύ­μα τους ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες)». Δεν θα έλε­γε «παν­τες(:όλοι)», ενώ ήταν εκεί και οι από­στο­λοι, εάν δεν μετεί­χαν και οι άλλοι. Άλλω­στε, αφού παρα­πά­νω είπε σε αυτούς κατ’ ιδί­αν και ονο­μα­στι­κά, τώρα δεν θα τους συνέ­νω­νε στο ίδιο πράγ­μα· διό­τι εάν όπου ήταν δυνα­τό να πει ότι ήταν παρόν­τες, μνη­μο­νεύ­ει ιδιαί­τε­ρα τους απο­στό­λους, πολύ περισ­σό­τε­ρο εδώ. Πρό­σε­χε σε παρα­κα­λώ ότι όταν ήταν προ­ση­λω­μέ­νοι με μια ψυχή στην δέη­ση, όταν έχουν αγά­πη μετα­ξύ τους, τότε το Άγιο Πνεύ­μα εμφα­νί­ζε­ται. Και υπεν­θύ­μι­σε σε αυτούς και μια άλλη Του όψη λέγον­τας, «σαν φλό­γες φωτιάς». Διό­τι σαν φωτιά φάνη­κε και στην βάτο.

«Καθς τ Πνεμα δίδου ατος ποφθέγ­γε­σθαι(:όπως το Πνεύ­μα τούς ενέ­πνεε και τους έδι­νε την ικα­νό­τη­τα να μιλούν και να λένε θεϊ­κά και ουρά­νια λόγια και διδα­σκα­λί­ες υψη­λές και θεό­πνευ­στες)»· διό­τι τα λεγό­με­νά τους ήταν απο­φθέγ­μα­τα σαφή, καθα­ρά, σύν­το­μα και περιε­κτι­κά.

«σαν δ ν ερου­σαλμ κατοι­κοντες ουδαοι, νδρες ελαβες π παντς θνους τν π τν ορανόν(:Στην Ιερου­σα­λήμ υπήρ­χαν τότε Ιου­δαί­οι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και απ’ όλα τα έθνη που βρί­σκον­ται κάτω από τον ουρα­νό. Αυτοί είχαν εγκα­τα­στα­θεί εκεί μόνι­μα, ήταν ευλα­βείς και σέβον­ταν τον Θεό)»[Πράξ.2,5]. Η δια­μο­νή τους στην Ιερου­σα­λήμ ήταν έργο ευλά­βειας. Πώς; Διό­τι ενώ κατά­γον­ταν από τόσα έθνη, και αφού άφη­σαν και πατρί­δες και οικί­ες και συγ­γε­νείς, κατοι­κού­σαν εκεί· διό­τι λέει: «Ήταν στην Ιερου­σα­λήμ Ιου­δαί­οι άνδρες ευλα­βείς, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρα­νό».

«Γενο­μέ­νης δ τς φωνς ταύ­της συνλθε τ πλθος κα συνε­χύ­θη, τι κουον ες καστος τ δί δια­λέκτ λαλούν­των ατν(:όταν λοι­πόν έγι­νε η βοή αυτή του ανέ­μου, συγ­κεν­τρώ­θη­κε πλή­θος απ’ αυτούς και όλοι κυριεύ­τη­καν από σύγ­χυ­ση και κατά­πλη­ξη)»[Πράξ.2,6]. Επει­δή το γεγο­νός συνέ­βη­κε σε οικία, δικαιο­λο­γη­μέ­να όσοι ήταν έξω προ­σέ­τρε­ξαν μέσα για να δουν τι είχε γίνει. «Συνλθε τ πλθος κα συνε­χύ­θη». Τι σημαί­νει «συνε­χύ­θη τ πλθος»; Ταρά­χτη­κε, θαύ­μα­σε. Έπει­τα δηλώ­νον­τας ότι θαύ­μα­ζαν, προ­σθέ­τει «τι κουον ες καστος τ δί δια­λέκτ λαλούν­των ατν(:διό­τι ο καθέ­νας τους άκου­γε τους μαθη­τές του Ιησού Χρι­στού να μιλούν στη δική τους γλώσ­σα)».

«ξίσταν­το δ πάν­τες κα θαύ­μα­ζον λέγον­τες πρς λλή­λους· οκ δο πάν­τες οτοί εσιν ο λαλοντες Γαλι­λαοι;(:έμε­ναν όλοι εκστα­τι­κοί και με θαυ­μα­σμό έλε­γαν ο ένας στον άλλο: “Μα, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλι­λαί­οι;”)».Και έβλε­παν κατευ­θεί­αν προς τους απο­στό­λους. «Κα πς μες κοομεν καστος τ δίᾳ διαλκτ μν ν γεννθημεν,Πρθοι κα Μδοι κα ᾿Ελαμται, κα ο κατοι­κοντες τν Μεσο­πο­ταμαν, ᾿Ιου­δααν τε κα Καπ­πα­δοκαν, Πντον κα τν ᾿Ασαν, Φρυγαν τε κα Παμ­φυλαν, Αγυπτον κα τ μρη τς Λιβης τς κατ Κυρνην, κα ο πιδη­μοντες Ρωμαοι, ᾿Ιου­δαο τε κα προσλυτοι, Κρτες κα Αρα­βες, κοομεν λαλοντων ατν τας μετραις γλσσαις τ μεγα­λεα το Θεο;(:Πώς λοι­πόν εμείς τους ακού­με ο καθέ­νας μας να μιλούν στη δική μας μητρι­κή γλώσ­σα, την οποία μάθα­με και μιλού­με από τότε που γεν­νη­θή­κα­με; Όσοι είμα­στε Πάρ­θοι και Μήδοι και Ελα­μί­τες, και όσοι κατοι­κού­με στη Μεσο­πο­τα­μία και στην Ιου­δαία και στην Καπ­πα­δο­κία, στον Πόν­το, και στη Μικρά Ασία, στη Φρυ­γία και στην Παμ­φυ­λία, στην Αίγυ­πτο και στα μέρη της Λιβύ­ης που είναι κον­τά στην Κυρή­νη, και οι Ρωμαί­οι που δια­μέ­νου­με εδώ, τόσο αυτοί που λόγω της κατα­γω­γής μας είμα­στε Ιου­δαί­οι, όσο και οι εθνι­κοί που προ­σελ­κυ­στή­κα­με στην ιου­δαϊ­κή πίστη και γίνα­με προ­σή­λυ­τοι, καθώς και όσοι κατα­γό­μα­στε από την Κρή­τη και οι Άρα­βες, όλοι εμείς που κατα­γό­μα­στε από τα διά­φο­ρα αυτά μέρη, πώς συμ­βαί­νει να ακού­με αυτούς να μιλούν και να δια­κη­ρύτ­τουν στις γλώσ­σες μας τα μεγά­λα και θαυ­μα­στά έργα του Θεού; Και έμει­ναν όλοι εκστα­τι­κοί και γεμά­τοι απο­ρία έλε­γαν ο ένας στον άλλο: “Τι να σημαί­νει άρα­γε το έκτα­κτο αυτό γεγο­νός και ποια εξή­γη­ση μπο­ρεί να του δώσει κανείς;”)»[Πράξ.2,8–11]. Βλέ­πεις αυτούς που τρέ­χουν από την ανα­το­λή μέχρι την δύση aπό ευλά­βεια για να εγκα­τα­στα­θούν στην Ιερου­σα­λήμ; «ξσταν­το δ πντες κα διηπρουν, λλος πρς λλον λγον­τες· τ ν θλοι τοτο εναι; (:και έμει­ναν όλοι εκστα­τι­κοί και γεμά­τοι απο­ρία έλε­γαν ο ένας στον άλλο: “Τι να σημαί­νει άρα­γε το έκτα­κτο αυτό γεγο­νός και ποια εξή­γη­ση μπο­ρεί να του δώσει κανείς;”)»[Πράξ.2,12].

«τεροι δ χλευζον­τες λεγον τι γλεκους μεμε­στωμνοι εσ(:Άλλοι όμως χλεύ­α­ζαν και έλε­γαν ότι οι άνθρω­ποι αυτοί είναι τελεί­ως μεθυ­σμέ­νοι με γλυ­κό και δυνα­τό κρα­σί και δεν ξέρουν τι λένε)»[Πράξ.2,13].Πω, πω ανο­η­σία! Πω, πω μέγε­θος κακί­ας! Παρό­τι δεν ήταν ο και­ρός αυτός κατά τον οποίο λαμ­βά­νει χώρα ο τρυ­γη­τός στα αμπέ­λια· διό­τι ήταν Πεν­τη­κο­στή. Και το χει­ρό­τε­ρο και φοβε­ρό­τε­ρο είναι το ότι ενώ όλοι ομο­λο­γούν ότι είναι Ρωμαί­οι, ότι είναι προ­σή­λυ­τοι, εκεί­νοι που Τον σταύ­ρω­σαν ίσως, εκεί­νοι μετά από τόσα γεγο­νό­τα, λένε: «έχουν πιει πολύ μού­στο».

Αλλά ας δού­με από την αρχή τα λεχθέν­τα· «πλρωσεν λον τν οκον(:γέμι­σε όλο το σπί­τι)», λέει. Η πνοή έγι­νε όπως η κολυμ­πή­θρα του ύδα­τος. Αυτή ήταν από­δει­ξη της αφθο­νί­ας και της σφο­δρό­τη­τας. Που­θε­νά δεν έχει γίνει παρό­μοιο στους προ­φή­τες, αλλά τότε μεν κατά τον τρό­πο αυτό έγι­νε σε εκεί­νους, στους προ­φή­τες όμως δια­φο­ρε­τι­κά. Διό­τι στον Ιεζε­κι­ήλ γίνε­ται κεφά­λαιο βιβλί­ου, και τρώ­ει εκεί­να τα οποία επρό­κει­το να κηρύτ­τει: «Κα εδον κα δο χερ κτε­τα­μέ­νη πρός με, κα ν ατ κεφαλς βιβλί­ου· κα νεί­λη­σεν ατν νώπιόν μου, κα ν ν ατ γεγραμ­μέ­να τ μπρο­σθεν κα τ πισθεν, κα γέγρα­πτο π᾿ ατν θρνος κα μέλος κα οαί. κα επε πρός με· υἱὲ νθρώ­που, τ στό­μα σου φάγε­ται, κα κοι­λία σου πλη­σθή­σε­ται τς κεφα­λί­δος ταύ­της τς δεδο­μέ­νης ες σέ. κα φαγον ατήν, κα γένε­το ν τ στό­μα­τί μου ς μέλι γλυ­κά­ζον (:και είδα και ιδού, ένα χέρι απλω­μέ­νο προς εμέ­να, που κρα­τού­σε μία μεμ­βρά­νη, τμή­μα ενός βιβλί­ου. Ξεδί­πλω­σε αυτήν ενώ­πιόν μου και είδα ότι ήταν γραμ­μέ­νη από μέσα και απέ­ξω. Το περιε­χό­με­νο της μεμ­βρά­νης ήσαν θρή­νοι, θλι­βε­ρά μοι­ρο­λό­για και ταλα­νι­σμοί. Και μου είπε: “υιέ ανθρώ­που, θα φας αυτό και η καρ­διά σου και η διά­νοιά σου, το εσω­τε­ρι­κό σου όλο, θα χορ­τά­σει και θα γεμί­σει με την μεμ­βρά­νη αυτήν, που εγώ σου δίνω”. Πράγ­μα­τι έφα­γα αυτήν και, καθώς έτρω­γα, αισθάν­θη­κα στο στό­μα μου γλυ­κύ­τη­τα σαν μέλι)»[Ιεζ. 3,3].

Άλλο­τε πάλι σε κάποια άλλη χρο­νι­κή στιγ­μή το χέρι του Θεού αγγί­ζει την γλώσ­σα και άλλου προ­φή­τη, του Ιερε­μία: «Κα ξέτει­νε Κύριος τν χερα ατο πρός με κα ψατο το στό­μα­τός μου, κα επε Κύριος πρός με· δο δέδω­κα τος λόγους μου ες τ στό­μα σου(:ο Κύριος άπλω­σε τότε την χεί­ρα Του προς εμέ­να, άγγι­ξε το στό­μα μου και μου είπε: “ Ιδού εγώ έχω δώσει στο στό­μα σου τους λόγους μου”)»[Ιερ.1,9]. Εδώ όμως κατέρ­χε­ται αυτό το ίδιο το Πνεύ­μα το Άγιο. Με τον τρό­πο αυτό γίνε­ται φανε­ρό ότι είναι ομό­τι­μο προς τον Πατέ­ρα και τον Υιό.

Και πάλι σε άλλο σημείο αλλιώς: «Θρνος κα μέλος κα οαί (:το περιε­χό­με­νο της μεμ­βρά­νης ήσαν θρή­νοι, θλι­βε­ρά μοι­ρο­λό­για και ταλα­νι­σμοί)»[Ιεζ. 2,9–10]. Σε εκεί­νους βέβαια δικαιο­λο­γη­μέ­να δίνε­ται σε μορ­φή βιβλί­ου· διό­τι χρειά­ζον­ταν ακό­μα σε αυτούς παρα­δείγ­μα­τα. Προς ένα έθνος μόνο εκεί­νοι οι προ­φή­τες είχαν να απευ­θύ­νον­ται και προς τους οικεί­ους τους· αυτοί όμως πλέ­ον προς όλη την οικου­μέ­νη, και προς εκεί­νους που ποτέ δεν γνώ­ρι­σαν. Και ο Ελισ­σαί­ος με τη μηλω­τή(:το εξω­τε­ρι­κό ένδυ­μα) του Ηλία λαμ­βά­νει την χάρη: «Κα ψωσε τν μηλωτν λιού, πεσεν πάνω­θεν λισαιέ, κα πέστρε­ψεν λισαι κα στη π το χεί­λους το ορδά­νου· κα λαβε τν μηλωτν λιού, πεσεν πάνω­θεν ατο, κα πάτα­ξε τ δωρ κα ο διέ­στη· κα επε· πο Θες λιο φφώ; κα πάτα­ξε τ δατα, κα διεῤῥάγη­σαν νθα κα νθα, κα διέ­βη λισαιέ (:Ο Ελι­σαί­ος σήκω­σε από κάτω τη μηλω­τή του Ηλία, η οποία έπε­σε από επά­νω ψηλά και επέ­στρε­φε έχον­τας τη μηλω­τή. Στά­θη­κε στην όχθη του Ιορ­δά­νη. Πήρε τη μηλω­τή του Ηλία, η οποία έπε­σε σε αυτόν, χτύ­πη­σε το ύδωρ, αλλά εκεί­νο δεν διαι­ρέ­θη­κε, όπως προ­η­γου­μέ­νως. Ο Ελισ­σαί­ος είπε τότε: “Πού είναι ο Θεός του Ηλία, πού είναι;” Κατό­πιν όμως χτύ­πη­σε πάλι τα νερά και εκεί­να χωρί­στη­καν στα δύο, από εδώ και από εκεί και ο Ελι­σαί­ος διέ­βη τον Ιορ­δά­νη ποτα­μό)»[Δ’ Βασ. 2,13–14].

Άλλος πάλι κατά τα χρό­νια της Παλαιάς Δια­θή­κης λαμ­βά­νει τη θεία χάρη με έλαιο, και πιο συγ­κε­κρι­μέ­να ο Δαβίδ: «Κα λαβε Σαμουλ τ κέρας το λαί­ου κα χρι­σεν ατ ν μέσ τν δελφν ατο, κα φήλα­το πνεμα Κυρί­ου π Δαυδ π τς μέρας κεί­νης κα πάνω. κα νέστη Σαμουλ κα πλθεν ες ρμα­θαίμ (:και ο Σαμου­ήλ πήρε το δοχείο με το έλαιο και από όλους τους άλλους αδελ­φούς, αυτόν έχρι­σε ως βασι­λιά. Από την ημέ­ρα εκεί­νη και έπει­τα Πνεύ­μα Κυρί­ου πλημ­μύ­ρι­σε τον Δαυίδ και τον καθο­δη­γού­σε. Κατό­πιν αυτών ο Σαμου­ήλ σηκώ­θη­κε και ανα­χώ­ρη­σε για την πατρί­δα του την Αρμα­θαίμ)»[Α’ Βασ. 16,13]. Ο Μωυ­σής καλεί­ται με άλλον τρό­πο, με την φωτιά της βάτου: «φθη δ ατ γγε­λος Κυρί­ου ν πυρ φλογς κ το βάτου, κα ρ τι βάτος καί­ε­ται πυρί, δ βάτος ο κατε­καί­ε­το (:εκεί φανε­ρώ­θη­κε προς αυτόν άγγε­λος Κυρί­ου με μορ­φή φλό­γας πυρός, η οποία εξερ­χό­ταν από την βάτο. Παρα­δό­ξως η βάτος εκεί­νη φλε­γό­ταν αλλά δεν κατα­και­γό­ταν)»[Έξοδ. 3,2]. Εδώ όμως όχι κατά τον ίδιο τρό­πο, αλλά εδώ η ίδια η φωτιά κάθι­σε επά­νω τους.

Και για­τί δεν φάνη­κε φωτιά να γεμί­ζει την οικία; Διό­τι θα εκπλήσ­σον­ταν. Αλλά φανε­ρώ­νει ότι αυτό είναι εκεί­νο. Διό­τι μην προ­σέ­χεις το λεγό­με­νο «και είδαν με τα μάτια τους να δια­μοι­ρά­ζον­ται σε αυτούς γλώσ­σες», αλλά τη φρά­ση «σαν τις φλό­γες της φωτιάς». Τέτοια φωτιά μπο­ρεί να ανά­ψει άπει­ρη ξυλεία. Και καλά είπε «δια­με­ρι­ζό­με­ναι(:να δια­μοι­ρά­ζον­ται)». Διό­τι προ­έρ­χον­ταν από μια ρίζα, για να μάθεις ότι είναι ενέρ­γεια, η οποία απε­στά­λη από τον Παρά­κλη­το. Και κοί­τα­ξε και εκεί­νους ότι απο­δεί­χτη­καν άξιοι και τότε κατα­ξιώ­θη­καν το Πνεύ­μα· όπως δηλα­δή και ο Δαυίδ· διό­τι όπως φερό­ταν στα ποί­μνια, κατά τον ίδιο τρό­πο φέρ­θη­κε και μετά την νίκη και τον θρί­αμ­βο, για να φανε­ρω­θεί η καθα­ρή πίστη αυτού.

Κοί­τα­ξε πάλι τον Μωυ­σή και αυτός να κατα­φρο­νεί τα βασί­λεια: «Κα επε Μωυσς πρς τν Θεόν· τίς εμι γώ, τι πορεύ­σο­μαι πρς Φαρα βασι­λέα Αγύπτου, κα τι ξάξω τος υος σραλ κ γς Αγύπτου; (:απάν­τη­σε ο Μωυ­σής στον Θεό: “Ποιος είμαι εγώ, Κύριε, ώστε να μετα­βώ προς τον Φαραώ, τον βασι­λιά της Αιγύ­πτου και να βγά­λω τους Ισραη­λί­τες από την Αίγυ­πτο;”)»[Έξοδ. 3,11] και ύστε­ρα από σαράν­τα έτη να ανα­λαμ­βά­νει την καθο­δή­γη­ση του λαού. Δες επί­σης τον Σαμου­ήλ να ανα­τρέ­φε­ται μέσα στον ναό «κα λύχνος το Θεο πρν πισκευα­σθναι, κα Σαμουλ κάθευ­δεν ν τ να, ο κιβωτς το Θεο (:ήταν η ώρα, κατά την οποία η επτά­φω­τη λυχνία έκαι­γε ακό­μη, ενώ ο Σαμου­ήλ κοι­μό­ταν σε κάποιο άκρο του ναού, εντός του οποί­ου υπήρ­χε η Κιβω­τός του Θεού)»[Α’ Βασ. 3,3]· δες ακό­μη τον Ελισ­σαίο να τα αφή­νει όλα: «Κα κατέ­λι­πεν λισαι τς βόας κα κατέ­δρα­μεν πίσω λιο κα επε· κατα­φι­λή­σω τν πατέ­ρα μου κα κολου­θή­σω πίσω σου· κα επεν λιού· νάστρε­φε, τι πεποί­η­κά σοι. κα νεβόη­σεν λιού, κα επεν· ομοι, Κύριε, μάρ­τυς τς χήρας, μεθ᾿ ς γ κατοικ μετ᾿ ατς, σ κεκά­κω­κας το θανατσαι τν υἱὸν ατς (:και ο Ελι­σαί­ος αμέ­σως εγκα­τέ­λει­ψε τα βόδια του και έτρε­ξε πίσω από τον Ηλία και του είπε: “Επί­τρε­ψέ μου να μετα­βώ, για να απο­χαι­ρε­τή­σω και να κατα­φι­λή­σω τον πατέ­ρα μου και έπει­τα θα σε ακο­λου­θή­σω”. Και ο Ηλί­ας του είπε: “Πήγαι­νε και γύρι­σε πάλι, διό­τι σε έχω κατα­στή­σει προ­φή­τη”)»[Γ’ Βασ. 19,20]· πρό­σε­ξε επί­σης αντί­στοι­χα και τον Ιεζε­κι­ήλ .

Και ότι έτσι συνέ­βαι­νε, είναι φανε­ρό και από τα μετέ­πει­τα· διό­τι και αυτοί εγκα­τέ­λει­ψαν όλα τα δικά τους. γι’ αυτό λαμ­βά­νουν το Άγιο Πνεύ­μα τότε, όταν απέ­δει­ξαν την δική τους αρε­τή. Έμα­θαν και την ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία με εκεί­να τα οποία έπα­θαν· έμα­θαν ότι δεν κατόρ­θω­σαν αυτά τυχαία. Έτσι και ο Σαούλ αφού προ­η­γου­μέ­νως επι­βε­βαιώ­θη­κε ότι είναι αγα­θός, έλα­βε κατό­πιν το άγιο Πνεύ­μα. Αλλά έτσι, όπως δηλα­δή οι μαθη­τές έλα­βαν το Άγιο Πνεύ­μα κανέ­νας, ούτε ο μεγα­λύ­τε­ρος από τους προ­φή­τες, ο Μωυ­σής δεν έλα­βε το Άγιο Πνεύ­μα· διό­τι εκεί­νος όταν έπρε­πε άλλοι να λάβουν την χάρη του αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ελατ­τω­νό­ταν αυτός.

Εδώ όμως δεν συνέ­βαι­νε έτσι, αλλά όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει στη φωτιά, όσους λύχνους και αν ανά­ψει κάποιος δεν ελατ­τώ­νει καθό­λου τη φωτιά,έτσι και με τους απο­στό­λους συνέ­βαι­νε τότε· διό­τι και με την φωτιά, όχι μόνο την αφθο­νία της χάρι­τος φανέ­ρω­νε, αλλά ο καθέ­νας λάμ­βα­νε ολό­κλη­ρη πηγή Πνεύ­μα­τος· όπως ακρι­βώς δηλα­δή και ο Χρι­στός είπε, ότι όσοι πιστεύ­ουν σε Αυτόν θα έχουν πηγή ύδα­τος που θα ανα­βλύ­ζει σε ζωή αιώ­νια: «ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενή­σε­ται ν ατ πηγ δατος λλο­μέ­νου ες ζων αώνιον (:Εκεί­νος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψά­σει ποτέ στον αιώ­να˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μετα­βλη­θεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στε­ρεύ­ει, αλλά θα ανα­βλύ­ζει και θα ανα­πη­δά και θα τρέ­χει πάν­το­τε για να του μεταγ­γί­ζει ζωή αιώ­νια)»[Ιω. 4,14].

Και πολύ λογι­κά. Διό­τι δεν απήλ­θαν οι μαθη­τές του Κυρί­ου για να συζη­τή­σουν με τον Φαραώ, όπως θα έκα­νε ο Μωυ­σής, αλλά απήλ­θαν για να παλέ­ψουν με τον ίδιο τον διά­βο­λο. Και μάλι­στα το πλέ­ον θαυ­μα­στό, ότι όταν απο­στέλ­λον­ταν, δεν έφε­ραν αντίρ­ρη­ση, ούτε είπαν ότι έχουν αδύ­να­τη φωνή και ότι είναι βρα­δύ­γλωσ­σοι. Διό­τι ο Μωυ­σής σε αυτό εκπαί­δευ­σε αυτούς. Δεν είπαν ότι είναι νεώ­τε­ροι. Διό­τι ό Ιερε­μί­ας σωφρό­νι­σε αυτούς: «κα επα· δέσπο­τα Κύριε, δο οκ πίστα­μαι λαλεν, τι νεώ­τε­ρος γώ εμι (:και εγώ είπα τότε: “Ω Δέσπο­τα και Κύριε, δεν είμαι ικα­νός για το έργο αυτό, διό­τι ιδού, δεν γνω­ρί­ζω να ομι­λώ· είμαι άλλω­στε και μικρός κατά την ηλι­κία”)»[Ιερ. 1,6].

Αν και άκου­σαν πολ­λά φοβε­ρά, και πολύ μεγα­λύ­τε­ρα από εκεί­νους ότι θα ανα­λάμ­βα­ναν, όμως φοβούν­ταν να έχουν αντιρ­ρή­σεις. Από αυτό είναι φανε­ρό ότι και άγγε­λοι φωτός ήταν, και των άνω πραγ­μά­των υπη­ρέ­τες. Και σε εκεί­νους μεν κανέ­νας από τον ουρα­νό δεν φαί­νε­ται, διό­τι επι­διώ­κουν ακό­μα τα γήι­να· στους μαθη­τές όμως, επει­δή ανήλ­θε άνθρω­πος άνω[:ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος εννο­εί εδώ την με ανθρώ­πι­νο αλλά και θεω­μέ­νο ταυ­τό­χρο­να σώμα Ανά­λη­ψη του Κυρί­ου Ιησού Χρι­στού], και το Πνεύ­μα εκ των άνω φέρε­ται, «σπερ φερο­μέ­νης πνος βιαί­ας(:μια βοή σαν φύση­μα σφο­δρού ανέ­μου)». Με αυτό φανε­ρώ­νε­ται ότι τίπο­τα δεν θα μπο­ρέ­σει να αντι­στα­θεί σε αυτούς, αλλά όπως το χώμα δια­σκορ­πί­ζε­ται από τον άνε­μο, έτσι και αυτοί θα δια­σκορ­πί­σουν τους αντί­θε­τους.

«Και γέμι­σε όλο το σπί­τι». Το σπί­τι ήταν σύμ­βο­λο του κόσμου. «Και κάθι­σε στον καθέ­να από αυτούς και συγ­κεν­τρώ­θη­κε το πλή­θος και ήταν όλοι κατά­πλη­κτοι». Βλέ­πεις την ευλά­βεια αυτών και πως δεν απο­φαί­νον­ται αμέ­σως, αλλά βρί­σκον­ται σε απο­ρία; Και εκεί­νοι οι αγνώ­μο­νες απο­φαί­νον­ται λέγον­τας ότι «έχουν πιει πολύ μού­στο». Επει­δή επι­τρε­πό­ταν σε αυτούς να εμφα­νί­ζον­ται στον ναό σύμ­φω­να με τον νόμο τρεις φορές τον χρό­νο, γι’ αυτό κατοι­κού­σαν εκεί άνδρες ευλα­βείς από όλα τα έθνη.

Πρό­σε­χε από εδώ τον συγ­γρα­φέα ότι δεν τους κολα­κεύ­ει. Διό­τι δεν είπε ότι απε­φάν­θη­σαν, αλλά τι; «Όταν έγι­νε η βοή αυτή συγ­κεν­τρώ­θη­κε το πλή­θος και ήταν όλοι κατά­πλη­κτοι». Δικαιο­λο­γη­μέ­να. Διό­τι νόμι­ζαν ότι η υπό­θε­ση θα τελεί­ω­νε γι’ αυτούς με το τίμη­μα που επι­χει­ρή­θη­κε εναν­τί­ον του Χρι­στού. Και εξάλ­λου και η θλί­ψη της συνεί­δη­σης συγ­κλό­νι­σε τις ψυχές τους, ενώ η σφα­γή βρι­σκό­ταν ακό­μα στα χέρια τους και τα πάν­τα φόβι­ζαν αυτούς.

«Δεν ήταν όλοι αυτοί που μιλούν Γαλι­λαί­οι;». Καλά είπε έτσι· διό­τι ομο­λο­γούν­ταν ότι ήταν Γαλι­λαί­οι. Έτσι τρό­μα­ζε αυτούς ο ήχος, διό­τι και το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της οικου­μέ­νης, αφί­χθη­κε εδώ. Αυτό ενδυ­νά­μω­νε τους ίδιους τους απο­στό­λους, διό­τι δεν γνώ­ρι­ζαν να μιλούν ποτέ πριν Παρ­θι­κά, αλλά μάθαι­ναν τότε από εκεί­νους να μιλούν. Και μνη­μο­νεύ­ει εχθρι­κά σε αυτούς έθνη, Κρή­τες, Άρα­βες, Αιγύ­πτιους, Πέρ­σες, φανε­ρώ­νον­τας ότι θα υπε­ρι­σχύ­σουν σε όλους αυτούς.

Και ενώ οι Ιου­δαί­οι ήταν στην αιχ­μα­λω­σία, ήταν επό­με­νο να παρευ­ρί­σκον­ται μαζί με αυτούς πολ­λοί από διά­φο­ρα έθνη κατά εκεί­νο τον και­ρό ή ότι και προς τα έθνη ήδη είχαν δια­σπα­ρεί οι δογ­μα­τι­κές διδα­σκα­λί­ες. Και γι’ αυτό πολ­λοί και από τα έθνη παρα­βρί­σκον­ται εκεί, όπως τους μνη­μό­νευ­σε προ­η­γου­μέ­νως. Από παν­τού λοι­πόν είναι αναν­τίρ­ρη­τη η μαρ­τυ­ρία από πολί­τες, από τους ξένους, από τους προ­σή­λυ­τους. «Ακού­με να ομι­λούν στις δικές μας γλώσ­σες για τα μεγα­λεία του Θεού». Διό­τι δεν μιλού­σαν απλώς, αλλά έλε­γαν μερι­κά αξιο­θαύ­μα­στα. Δικαιο­λο­γη­μέ­να λοι­πόν απο­ρού­σαν. Διό­τι ποτέ δεν συνέ­βη­κε κάτι παρό­μοιο. Πρό­σε­χε την ευγνω­μο­σύ­νη των ανθρώ­πων.

«Και εκπλήσ­σον­ταν όλοι και απο­ρού­σαν και έλε­γαν· «τι άρα­γε να σημαί­νει αυτό; άλλοι ειρω­νεύ­ον­ταν και έλε­γαν ότι έχουν πιει πολύ μού­στο». Πω, πω αναι­σχυν­τία! Αφού γι’ αυτό ειρω­νεύ­ον­ταν. Και τι το θαυ­μα­στό; Αφού βέβαια και τον ίδιο τον Κύριο, όταν έδιω­χνε τους δαί­μο­νες έλε­γαν ότι έχει δαι­μό­νια[Ιω.8,48: «πεκρί­θη­σαν ον ο ουδαοι κα επον ατ· ο καλς λέγο­μεν μες τι Σαμα­ρεί­της ε σ κα δαι­μό­νιον χεις;(: Ύστε­ρα λοι­πόν από τον έλεγ­χο που τους έκα­νε, Του απο­κρί­θη­καν οι Ιου­δαί­οι: “Αφού τόσο περι­φρο­νη­τι­κά εκφρά­ζε­σαι για τους Ισραη­λί­τες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμα­ρεί­της και ότι έχεις δαι­μό­νιο, από το οποίο εμπνέ­ε­σαι την τρε­λή αυτή ιδέα που έχεις για τον εαυ­τό σου;”)»]. Διό­τι όπου υπάρ­χει αναι­σχυν­τία, ένα μόνο ζητεί, να πει οτι­δή­πο­τε· όχι για να πει κάποιο πράγ­μα λογι­κό, αλλά απλώς να πει οτι­δή­πο­τε. «Έχουν πιει πολύ μού­στο». Βεβαιό­τα­τα· διό­τι άνθρω­ποι οι οποί­οι βρί­σκον­ταν σε τόσους κιν­δύ­νους και για τα έσχα­τα έτρε­μαν και βρί­σκον­ταν σε τόση λύπη, τέτοια τολ­μούν να λένε. Και πρό­σε­χε· επει­δή αυτό ήταν απί­θα­νο και επει­δή παρα­λο­γί­ζον­ταν με όσα άκου­γαν και δεν μπο­ρού­σαν να τα ερμη­νεύ­σουν επει­δή είχαν κακή προ­αί­ρε­ση, και έδει­χναν ότι τάχα μέθυ­σαν, το καθε­τί που λένε, με την ποιό­τη­τα το χρω­μα­τί­ζουν και λένε: «έχουν πιει πολύ μού­στο».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία Δ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 15, σελί­δες 120–133 .

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 76, σελ. 74–81.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Πεν­τη­κο­στή

«Ἐν τῷ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τὴν ἡμέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς ἦσαν ἅπαν­τες ὁμο­θυ­μα­δὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. 2,1)

ΣΗΜΕΡΑ, αγα­πη­τοί μου, σήμε­ρα εἶνε ἡ γιορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Πεν­τη­κο­στή! Μεγά­λη γιορ­τή, ποὺ γιορ­τά­ζουν οἱ χρι­στια­νοὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Πεν­τη­κο­στὴ ὅμως γιορ­τά­ζουν καὶ οἱ Ἑβραῖ­οι. Ἀλλὰ πόσο δια­φέ­ρει ἡ μιὰ Πεν­τη­κο­στὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Πεν­τη­κο­στή μας ἀπὸ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ τῶν Ἑβραί­ων! Δια­φέ­ρει ὅσο ὁ ἥλιος ἀπὸ ἕνα ἀστέ­ρι τῆς νύχτας, ὅσο ὁ ἄνθρω­πος ἀπὸ τὴ σκιά του. Σκιὰ εἶνε ἡ Πεν­τη­κο­στὴ τῶν Ἑβραί­ων. Σκιά, ποὺ δεί­χνει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἡ δὲ πραγ­μα­τι­κό­της εἶνε ἡ Πεν­τη­κο­στὴ ποὺ γιορ­τά­ζουν σήμε­ρα οἱ χρι­στια­νοί.

Ἀλλὰ ἂς δοῦ­με μὲ λίγα λόγια, τί εἶνε ἡ Πεν­τη­κο­στὴ τῶν Ἑβραί­ων καὶ τί εἶνε ἡ Πεν­τη­κο­στή τῶν χρι­στια­νῶν.

* * *

Ἡ Πεν­τη­κο­στὴ στοὺς Εβραί­ους ὡρί­στη­κε, γιὰ νὰ θυμοῦν­ται ἕνα μεγά­λο γεγο­νὸς ποὺ συνέ­βη στὴν ἱστο­ρία τῆς παλαιᾶς δια­θή­κης. Ὅλοι ἀπὸ τὸ δημο­τι­κὸ σχο­λεῖο ξέρου­με, ὅτι οἱ Ἑβραῖ­οι ἦταν ὑπό­δου­λοι στοὺς Αἰγυ­πτί­ους. Φοβε­ρὴ ἦταν ἡ σκλα­βιά τους. Σὲ καλύ­βες ζοῦ­σαν. Δού­λευαν ἀπὸ τὸ πρωΐ μέχρι τὸ βρά­δι. Κου­βα­λοῦ­σαν πέτρες, ἔψη­ναν τοῦ­βλα, ἔχτι­ζαν παλά­τια καὶ τάφους τῶν ἀφεν­τά­δων τους. Καμ­μιά ἄνε­σις. Τ’ ἀρσε­νι­κὰ παι­διά, ποὺ θὰ γεν­νοῦ­σαν, ἔπρε­πε μόλις γεν­νη­θοῦν νὰ τὰ ῥίχνουν στὸ Νεῖ­λο ποτα­μό. Σκο­πός τῶν Αἰγυ­πτί­ων ἦταν, νὰ ἐξον­τώ­σουν τὴ φυλὴ τῶν Ἑβραί­ων. Για­τὶ ἂν σ ̓ ἕνα λαὸ δὲν γεν­νιοῦν­ται παι­διὰ ἢ ὅταν γεν­νη­θοῦν τὰ παίρ­νουν οἱ ἐχθροὶ καὶ τὰ σκο­τώ­νουν, ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ σβή­σῃ καὶ θὰ ἐξα­φα­νι­στῇ ἀπὸ τὸν πολι­τι­κό χάρ­τη. Πρὸς τὸν ἐξα­φα­νι­σμὸ βάδι­ζε καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἑβραί­ων. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοὺς λυπή­θη­κε καὶ τοὺς ἔστει­λε ἕνα πολὺ μεγά­λο καὶ ἄξιο κυβερ­νή­τη, το Μωϋ­σῆ. Αὐτὸς ἐλευ­θέ­ρω­σε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ σκλα­βιὰ τῶν Αἰγυ­πτί­ων. Οἱ Ἑβραῖ­οι, ὕστε­ρα ἀπὸ τετρα­κό­σα χρό­νια, ἔβλε­παν ἐλευ­θε­ρία. Ὅλοι, ἄνδρες, γυναῖ­κες καὶ παι­διά, φεύ­γουν ἀπὸ τὴν Αἴγυ­πτο. Ξεκι­νᾶ­νε γιὰ τὸ μεγά­λο ταξί­δι. Ἐπι­στρέ­φουν στὴν πατρί­δα τους, τὴν Παλαι­στί­νη. Πολ­λὰ ὑπέ­φε­ραν στὴν ἐπι­στρο­φὴ μέχρι να φτά­σουν στὴν ἀγα­πη­μέ­νη πατρί­δα. Ὅλα αὐτὰ τὰ διη­γεῖ­ται ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Δια­θή­κης ποὺ λέγε­ται Ἔξο­δος. Σᾶς συνι­στῶ νὰ τὸ δια­βά­σε­τε πολὺ θὰ ὠφε­λη­θῆ­τε. Αγο­ρά­στε τὴν Παλαιὰ Δια­θή­κη, που τώρα ἔχει ἑρμη­νευ­θῆ σὲ ἁπλῆ γλῶσ­σα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶ­τα γεγο­νό­τα ποὺ συνέ­βη­σαν κατὰ τὴν ἐπι­στρο­φὴ τῶν Ἑβραί­ων στὴν πατρί­δα τους ἦταν καὶ τοῦ­το. Πενήν­τα μέρες ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἀνα­χώ­ρη­σι τῶν Ἑβραί­ων ἀπὸ τὴν Αἴγυ­πτο, πάνω στὴν κορυ­φὴ ἑνὸς βου­νοῦ, τοῦ Σινᾶ, ὁ Θεὸς παρέ­δω­σε στον πιστό του δοῦ­λο τὸ Μωϋ­σῆ τὶς δέκα ἐντο­λές, τὸ Δεκά­λο­γο. Ἡ παρά­δο­σις τοῦ Δεκα­λό­γου ἦταν ἕνα σημαν­τι­κό γεγο­νός, ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἑβραϊ­κὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μέσ’ στο σκο­τά­δι φάνη­κε ἀστέ­ρι, ἔλαμ­ψε φῶς, ποὺ ἔδει­χνε ποιό δρό­μο πρέ­πει ν’ ἀκο­λου­θή­σουν οἱ ἄνθρω­ποι, ἂν θέλουν νὰ ζοῦν μὲ δικαί­ο­σύ­νη, μὲ ὁμό­νοια καὶ ἀγά­πη.

Αὐτὸ τὸ γεγο­νὸς τῆς παρα­δό­σε­ως τοῦ Δεκα­λό­γου γιορ­τά­ζουν τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς οἱ Ἑβραῖ­οι. Ἀλλὰ μαζὶ μ ̓ αὐτὸ τὸ γεγο­νὸς οἱ Ἑβραῖ­οι γιορ­τά­ζουν κ’ ἕνα ἄλλο γεγο­νός, που συμ­βαί­νει κάθε χρό­νο. Εἶνε ὁ θερι­σμός. Συμ­πί­πτει ὁ θερι­σμὸς μὲ τὴ γιορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Τὰ σπαρ­τὰ ἔχουν κιτρι­νί­σει πιὰ καὶ οἱ Ἑβραῖ­οι θερί­ζον­τας τὰ χωρά­φια τους παίρ­νουν τὰ πρῶ­τα στά­χυα, τὰ ἁλω­νί­ζουν, ἀλέ­θουν τὸ σιτά­ρι, καὶ ἀπὸ τὸ καί­νούρ­γιο αὐτὸ ἀλεύ­ρι κάνουν καθα­ρὰ ψωμιὰ καὶ τὰ προ­σφέ­ρουν στὸ θυσια­στή­ριο. Ἔτσι ἐκδη­λώ­νουν τὴν εὐχα­ρι­στία τους στὸ Θεό. Για­τί χωρὶς τὴ δική του εὐλο­γία, χωρίς ἥλιο, χωρίς βρο­χὴ καὶ κατάλ­λη­λο καί­ρό, οὔτε μια χού­φτα σιτά­ρι δὲν θὰ μάζευαν ἀπὸ τὰ χωρά­φια.

Θεέ μας! Σὺ ποὺ εὐλό­γη­σες τὰ σπαρ­τά μας καὶ μᾶς ἔδω­σες τὸ καί­νούρ­γιο ψωμί, σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με. Σὺ μᾶς ἔδω­σες καὶ κάτι ἄλλο πιὸ σπου­δαῖο ἀπὸ τὸ ψωμί. Μᾶς ἔδω­σες τὴ λευ­τε­ριά μας ἀπὸ τὴ φοβε­ρὴ σκλα­βιά. Θεέ μας, πατέ­ρα μας, ἐμεῖς τὰ παι­διά σου σ’ εὐχα­ρι­στοῦ­με…

Αὐτὴ ἦταν ἡ προ­σευ­χή, αὐτὸ ἦταν τὸ νόη­μα ποὺ εἶχε ἡ γιορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς τῶν Ἑβραί­ων.

Ἀλλὰ ἡ γιορ­τὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ποὺ γιορ­τά­ζουν σήμε­ρα οἱ χρι­στια­νοί, ἔχει μια σημα­σία, ὅπως εἴπα­με, πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη ἀπὸ τὴ σημα­σία τῆς Πεν­τη­κο­στῆς τῶν Ἑβραί­ων. Προ­σέξ­τε, παρα­κα­λῶ, τί θὰ ποῦ­με.

Ὁ Θεὸς ἔδω­σε στοὺς Εβραί­ους διὰ μέσου τοῦ Μωϋ­σῆ τὸ Δεκά­λο­γο, τὶς δέκα ἐντο­λές, τὶς ὁποῖ­ες κατό­πιν συμ­πλή­ρω­σε ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴ διδα­σκα­λία τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου του. Ἀλλὰ ὁ Χρι­στὸς δὲν ἔδω­σε μόνο τον τέλειο εὐαγ­γε­λι­κό νόμο του, ποὺ θαυ­μά­ζουν οἱ αἰῶ­νες· ἔδω­σε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ δὲν εἶχε δώσει ὁ Μωϋ­σῆς. Πενήν­τα μέρες μετὰ τὴν ἔνδο­ξη ἀνά­στα­σί του ἔστει­λε τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο. Τὸ ἔστει­λε στοὺς μαθη­τάς κατὰ τὴν ὑπό­σχε­σι ποὺ τοὺς εἶχε δώσει. Οἱ μαθη­ταί του μαζὶ μὲ τὴν Πανα­γία μας, τίς μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες καὶ λίγα ἀκό­μη πρό­σω­πα, πιστὰ καὶ ἀφω­σιω­μέ­να στὸ Χρι­στό, ἦταν τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ συγ­κεν­τρω­μέ­νοι μέσα σ’ ἕνα σπί­τι τῶν Ἱερο­σο­λύ­μων. Ἦταν ὅλοι 120 ψυχές. Αὐτοὶ οἱ λίγοι ἦταν οἱ πρῶ­τοι σπό­ροι, ποὺ θὰ ἐσπεί­ρον­το σ ̓ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐπολ­λα­πλα­σιά­ζον­το καὶ θὰ ἐγί­νον­το τὰ ἀνα­ρίθ­μη­τα ἑκα­τομ­μύ­ρια τῶν χρι­στια­νῶν. Μέσ’ στοὺς λίγους αὐτοὺς πιστοὺς κρυ­βό­ταν ὅλη ἡ Ἐκκλη­σία, ἡ Ἐκκλη­σία ὅλων τῶν αἰώ­νων. Στίς λίγες αὐτὲς ψυχὲς ἦρθε τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο κατὰ τὴ σημε­ρι­νὴ ἡμέ­ρα. Ἦρθε σὰν ἕνας δυνα­τὸς ἀέρας. Ἦρθε σὰν φωτιά.

Τί κάνει ὁ ἀέρας, ὅταν εἶνε δυνα­τός; Ξερ­ρι­ζώ­νει δέν­τρα, ποὺ χρό­νια ἦταν φυτε­μέ­να μέσ’ στὴ γῆ. Καὶ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο, ὅταν ἔρθῃ στὸν ἄνθρω­πο, σὰν δυνα­τὸς ἀέρας ξερ­ρι­ζώ­νει κακί­ες καὶ πάθη, ποὺ σὰν δέν­τρα ἄγρια ἦταν ῥιζω­μέ­να μέσ’ στὴν καρ­διά του, καὶ στὴ θέσι τους φυτεύ­ει ἄλλα δέν­τρα, τὶς ἀρε­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ τί κάνει ἡ φωτιά; Φωτί­ζει, θερ­μαί­νει καὶ καί­ει. Ἀλλὰ καὶ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο, ὅταν ἔρθῃ στὸν ἄνθρω­πο, φωτί­ζει τὸ νοῦ, θερ­μαί­νει τὴν καρ­διὰ καὶ καί­ει τὰ ἀγκά­θια, τίς κακί­ες καὶ τὰ πάθη.

Τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο λοι­πὸν δίνει στὸν χρι­στια­νό δύνα­μι θαυ­μα­τουρ­γι­κή. Καὶ μὲ τὴ βοή­θεια αὐτὴ ὁ πιστὸς ἐκτε­λεῖ τὶς ἐντο­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ κάνει ἔργα μεγά­λα καὶ θαυ­μα­στά. Προ­τοῦ νὰ ἔρθῃ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο οἱ ἄνθρω­ποι ἦταν πολὺ ἀδύ­να­τοι ἠθι­κῶς. Ἄκου­γαν τὸ καλό, ἔβλε­παν τὸ καλό, θαύ­μα­ζαν τὸ καλό, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κάνουν. Σὰν ἕναν κου­τσό, ποὺ βλέ­πει πόσο ὄμορ­φη εἶνε ἡ κορυ­φὴ ἑνὸς βου­νοῦ, ἀλλὰ δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀνε­βῇ καὶ ν’ ἀπο­λαύ­σῃ ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ὡραῖο θέα­μα. Σὰν τὸν ἄρρω­στο, ποὺ θέλει νὰ γίνῃ καλά, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὸ φάρ­μα­κο ποὺ ἀπαι­τεῖ­ται γιὰ τὴ θερα­πεία του. Τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο δίνει τὴ δύνα­μι γιὰ νὰ στα­θοῦν στὰ πόδια τους οἱ ἄνθρω­ποι καὶ νὰ περ­πα­τή­σουν στε­ρεὰ στὸ δρό­μο τοῦ Θεοῦ, δίνει τὸ φάρ­μα­κο που δυνα­μώ­νει τὴ θέλη­σι καὶ τὴν κάνει δυνα­τὴ καὶ ἀκα­τά­βλη­τη. Θέλε­τε ἀπό­δει­ξι; Εἶνε οἱ ἀπό­στο­λοι. Τί ἦταν προ­τοῦ νὰ ἔρθῃ τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο; Ὅλοι τὸ ξέρου­με. Οἱ ἀπό­στο­λοι, ποὺ πρὶν ἦταν δει­λοὶ σὰν τὸ λαγό, τώρα γίνον­ται γεν­ναῖ­οι καὶ ἀτρό­μη­τοι σὰν τὰ λιον­τά­ρια. Ποιός, παρα­κα­λῶ, ἔδω­σε τὴ δύνα­μι αὐτὴ νὰ κηρύτ­τουν μπρο­στὰ σὲ χιλιά­δες κόσμο τὰ μεγα­λεῖα τοῦ Θεοῦ; Τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο ἔκα­νε τὸ θαῦ­μα τοῦ­το.

* * *

Οἱ Ἑβραῖ­οι, εἴδα­με, θέρι­ζαν τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς τὰ χωρά­φια τους καὶ μάζευαν τὸν πρῶ­το καρ­πό. Ἀλλὰ τί εἶνε ὁ θερι­σμὸς αὐτὸς μπρο­στὰ στὸ θερι­σμὸ τὸν ἄλλο, ποὺ τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς κάνουν οἱ ἀπό­στο­λοι; Κηρύτ­τουν καί σπέρ­νουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ λόγος τους ῥιζώ­νει, καὶ οἱ ξερὲς καρ­διὲς καρ­πο­φο­ροῦν. Πρα­σι­νί­ζει, κιτρι­νί­ζει ὁ κάμ­πος… Ὦ Θεέ μου,τί θαῦ­μα! Τρεῖς χιλιά­δες ψυχὲς τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς πιστεύ­ουν καὶ βαπτί­ζον­ται στὸ Χρι­στό. Εἶνε οἱ πρῶ­τοι καρ­ποὶ τῆς χρι­στια­νο­σύ­νης.

Καὶ σᾶς ἐρω­τῶ τώρα· Εἶνε ἢ δὲν εἶνε ἡ Πεν­τη­κο­στή μας ἀμέ­τρη­τες φορὲς ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ τῶν Ἑβραί­ων; Σκιὰ ἐκεί­νη, πραγ­μα­τι­κό­της ἡ Πεν­τη­κο­στὴ ἡ δική μας.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek