ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Ζ΄ 37 – 52, Η΄ 12)

37Τῇ ἐσχά­τῃ ἡμέ­ρᾳ τῇ μεγά­λῃ τῆς ἑορ­τῆς εἱστή­κει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκρα­ξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέ­σθω πρός με καὶ πινέ­τω. 38ὁ πιστεύ­ων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γρα­φή, ποτα­μοὶ ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐτοῦ ῥεύ­σου­σιν ὕδα­τος ζῶν­τος. 39τοῦ­το δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύ­μα­τος οὗ ἔμελ­λον λαμ­βά­νειν οἱ πιστεύ­σαν­τες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦ­μα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέ­πω ἐδο­ξά­σθη. 40πολ­λοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκού­σαν­τες τὸν λόγον ἔλε­γον· Οὗτός ἐστιν ἀλη­θῶς ὁ προ­φή­της· 41ἄλλοι ἔλε­γον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χρι­στός· οἱ δὲ ἔλε­γον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλι­λαί­ας ὁ Χρι­στὸς ἔρχε­ται; 42οὐχὶ ἡ γρα­φὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέ­εμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυ­ῒδ, ὁ Χρι­στὸς ἔρχε­ται; 43σχί­σμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγέ­νε­το δι’ αὐτόν. 44τινὲς δὲ ἤθε­λον ἐξ αὐτῶν πιά­σαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέ­βα­λεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖ­ρας. 45Ἦλθον οὖν οἱ ὑπη­ρέ­ται πρὸς τοὺς ἀρχιε­ρεῖς καὶ Φαρι­σαί­ους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖ­νοι· Δια­τί οὐκ ἠγά­γε­τε αὐτόν; 46ἀπε­κρί­θη­σαν οἱ ὑπη­ρέ­ται· Οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος. 47ἀπε­κρί­θη­σαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρι­σαῖ­οι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλά­νη­σθε; 48μή τις ἐκ τῶν ἀρχόν­των ἐπί­στευ­σεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρι­σαί­ων; 49ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώ­σκων τὸν νόμον ἐπι­κα­τά­ρα­τοί εἰσι! 50λέγει Νικό­δη­μος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρί­νει τὸν ἄνθρω­πον, ἐὰν μὴ ἀκού­σῃ παρ’ αὐτοῦ πρό­τε­ρον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52ἀπε­κρί­θη­σαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλι­λαί­ας εἶ; ἐρεύ­νη­σον καὶ ἴδε ὅτι προ­φή­της ἐκ τῆς Γαλι­λαί­ας οὐκ ἐγή­γερ­ται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλά­λη­σε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκο­λου­θῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περι­πα­τή­σῃ ἐν τῇ σκο­τίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

37 Κατά την τελευ­ταί­αν δε μεγά­λην ημέ­ραν της εορ­τής εστά­θη ο Ιησούς και με ισχυ­ράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευ­μα­τι­κά και αιώ­νια αγα­θά, λύτρω­σιν, ειρή­νην και χαράν, ας έλθη κον­τά μου και ας πίνη την αλή­θειαν που προ­σφέ­ρω, δια να ικα­νο­ποι­η­θούν έτσι οι πλέ­ον βαθείς και ευγε­νείς πόθοι του. 38 Εκεί­νος που πιστεύ­ει εις εμέ, όπως είπε και η Γρα­φή, θα γίνη αστεί­ρευ­τος πνευ­μα­τι­κή πηγή· και από την καρ­δί­αν του θα ανα­βλύ­ζουν και θα τρέ­χουν ποτα­μοί από ολό­δρο­σο τρε­χού­με­νο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύ­μα, το οποί­ον έμελ­λον να λάβουν όσοι θα επί­στευον εις αυτόν, διό­τι η χάρις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που ανα­γεν­νά και σώζει, δεν είχε ακό­μη δοθή εις κανέ­να, επει­δή ο Ιησούς δεν είχε ακό­μη δοξα­σθή με την μεγά­λην θυσί­αν και με την ένδο­ξον ανά­λη­ψίν του. 40 Πολ­λοί, λοι­πόν, από τον λαόν, όταν ήκου­σαν την διδα­σκα­λί­αν αυτήν, έλε­γαν· “αυτός είναι πράγ­μα­τι ο προ­φή­της, που έχει προ­α­ναγ­γεί­λει ο Μωϋ­σής. 41 Αλλοι έλε­γαν· “αυτός είναι πράγ­μα­τι ο Χρι­στός”. Αλλοι έλε­γαν· “δεν είναι ο Χρι­στός, διό­τι μήπως από την Γαλι­λαί­αν θα έλθη ο Χρι­στός; 42 Δεν είπε η Γρα­φή, ότι ο Χρι­στός κατά­γε­ται από το γένος του Δαυ­ΐδ και έρχε­ται από το χωρί­ον Βηθλε­έμ, όπου εγεν­νή­θη και έζη­σεν ο Δαυ­ΐδ;” 43 Εγι­νε, λοι­πόν, αντι­γνω­μία και διαί­ρε­σις μετα­ξύ του λαού εξ αιτί­ας αυτού. 44 Μερι­κοί δε από αυτούς ήθε­λαν να τον πιά­σουν, αλλά κανείς δεν άπλω­σε επά­νω του το χέρι. 45 Επέ­στρε­ψαν, λοι­πόν, οι υπη­ρέ­ται στους αρχιε­ρείς και Φαρι­σαί­ους, χωρίς να έχουν συλ­λά­βει τον Χρι­στόν και τους είπαν εκεί­νοι· “δια­τί δεν τον εφέ­ρα­τε εδώ;” 46 Απε­κρί­θη­σαν οι υπη­ρέ­ται· “ποτέ μέχρι σήμε­ρα άλλος άνθρω­πος δεν εδί­δα­ξε έτσι, όπως διδά­σκει αυτός ο άνθρω­πος”. 47 Απε­κρί­θη­σαν τότε οι Φαρι­σαί­οι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχε­τε παρα­συρ­θή από αυτόν εις την πλά­νην; 48 Μηπως επί­στευ­σεν εις αυτόν κανείς από τους άρχον­τας η από τους Φαρι­σαί­ους; Κανείς δεν επί­στευ­σε, διό­τι αυτοί μόνοι γνω­ρί­ζουν την αλή­θειαν και έχουν ορθή κρί­σιν. 49 Αλλά επί­στευ­σεν αυτός ο αγράμ­μα­τος όχλος, που δεν γνω­ρί­ζει τον νόμον και δι’ αυτό είναι κατα­ρά­με­νοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικό­δη­μος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποί­ος είχεν επι­σκε­φθή νύκτα τον Χρι­στόν· 51 “μήπως ο νόμος μας κατα­δι­κά­ζει τον άνθρω­πον, εάν ο δικα­στής δεν ακού­ση πρώ­τον από αυτόν την απο­λο­γί­αν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήν­τη­σαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλι­λαί­αν; Ερεύ­νη­σε και μάθε, ότι προ­φή­της δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλι­λαί­αν”. (Η αξία του ανθρώ­που δεν έγκει­ται στον τόπον κατα­γω­γής, αλλά εις την αρε­τήν και τα έργα του).  

12 Παλιν, λοι­πόν, ωμί­λη­σε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκεί­νος που με ακο­λου­θεί πιστά δεν θα περι­πα­τή­ση στο σκό­τος με άμε­σον τον κίν­δυ­νον να κρη­μνι­σθή εις τα βάρα­θρα, αλλά θα έχη το πνευ­μα­τι­κόν φως που ακτι­νο­βο­λεί­ται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής. 

 

37 Την τελευ­ταία και πιο επί­ση­μη ημέ­ρα απ’ όλες τις άλλες ημέ­ρες της εορ­τής στά­θη­κε όρθιος ο Ιησούς και με ζωη­ρή φωνή είπε: Εάν κανείς αισθά­νε­ται πόθο και δίψα όχι για αγα­θά υλι­κά και φθαρ­τά, αλλά για την εσω­τε­ρι­κή γαλή­νη και τη μακα­ριό­τη­τα της θεί­ας ζωής, ας έρχε­ται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θα ικα­νο­ποι­η­θούν όλοι οι ευγε­νι­κοί πόθοι και θα βρει ανά­παυ­ση η ψυχή του. 38 Από την καρ­διά και τα βάθη της ψυχής εκεί­νου που πιστεύ­ει σε μένα, σύμ­φω­να με τα λόγια της Αγί­ας Γρα­φής, θα ανα­βλύ­ζουν ποτά­μια νερού που θα είναι πάν­τα τρε­χού­με­νο. Κι έτσι θα ποτί­ζε­ται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχον­ται σε σχέ­ση μ’ αυτόν. 39 Αυτά τα λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιον Πνεύ­μα, που θα απο­κτού­σαν μετά την Ανά­λη­ψή του στους ουρα­νούς όσοι θα πίστευαν σ’ αυτόν. Διό­τι πρω­τύ­τε­ρα είχαν βέβαια δοθεί χαρί­σμα­τα προ­φη­τι­κά και θαυ­μα­τουρ­γι­κά σε ανθρώ­πους δικαί­ους και προ­φή­τες, αλλά η χάρις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος που ανα­γεν­νά τους ανθρώ­πους και τους μετα­δί­δει τη θεία και μακα­ρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέ­ναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις αυτή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, διό­τι ο Ιησούς δεν είχε ακό­μη δοξα­σθεί με το Πάθος του και την Ανά­λη­ψή του. 40 Πολ­λοί λοι­πόν από τον λαό, όταν άκου­σαν τα λόγια αυτά που είπε ο Κύριος στη διάρ­κεια της εορ­τής, έλε­γαν: Πράγ­μα­τι αυτός είναι ο προ­φή­της που μας προ­α­νήγ­γει­λε ο Μωυ­σής. 41 Άλλοι έλε­γαν: Αυτός είναι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός. Άλλοι έλε­γαν: Δεν είναι δυνα­τόν να είναι ο Μεσ­σί­ας? διό­τι μήπως ο Μεσ­σί­ας είναι να έρθει από τη Γαλι­λαία; 42 Δεν είπε η Αγία Γρα­φή ότι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός θα προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ; 43 Προ­κλή­θη­κε λοι­πόν διαί­ρε­ση και δια­φω­νία μετα­ξύ του λαού γι’ αυτόν. 44 Μερι­κοί μάλι­στα απ’ αυτούς ήθε­λαν να τον συλ­λά­βουν, αλλά κανείς δεν τόλ­μη­σε ν’ απλώ­σει χέρι πάνω του? διό­τι μια αόρα­τη δύνα­μη τους συγ­κρα­τού­σε και τους παρεμ­πό­δι­ζε. 45 Επει­δή λοι­πόν κανείς δεν μπο­ρού­σε να τον συλ­λά­βει, γύρι­σαν άπρα­κτοι οι υπη­ρέ­τες στους αρχιε­ρείς και τους Φαρι­σαί­ους. Κι εκεί­νοι τους ρώτη­σαν: Για­τί δεν τον φέρα­τε, αφού και δημο­σί­ως εμφα­νί­στη­κε και πολ­λοί απ’ το πλή­θος τον άκου­γαν με δυσμέ­νεια και ήταν έτοι­μοι να σας βοη­θή­σουν μη σας δια­φύ­γει; 46 Τότε οι υπη­ρέ­τες τους έδω­σαν την εξής απάν­τη­ση: Ποτέ άλλο­τε δεν δίδα­ξε άλλος άνθρω­πος με τόση σοφία και δύνα­μη και χάρη με όση διδά­σκει ο άνθρω­πος αυτός. 47 Ύστε­ρα λοι­πόν από την ανέλ­πι­στη αυτή απάν­τη­ση των υπη­ρε­τών τους ξανα­ρώ­τη­σαν οι Φαρι­σαί­οι: Μήπως παρα­συρ­θή­κα­τε κι εσείς, που είστε πάν­το­τε κον­τά μας και ακού­τε τη διδα­σκα­λία μας, κι έχε­τε πλα­νη­θεί απ’ αυτόν, όπως τα αμα­θή πλή­θη του λαού; 48 Μήπως πίστε­ψε σ’ αυτόν κανείς απ’ τους άρχον­τες, που είναι οι μόνοι αρμό­διοι να κρί­νουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζητή­μα­τα, ή απ’ τους Φαρι­σαί­ους, που είναι άγρυ­πνοι φύλα­κες των παρα­δό­σε­ων και της αλη­θι­νής πίστε­ως; 49 Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστε­ψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει το νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι. 50 Τους ρώτη­σε τότε ο Νικό­δη­μος, εκεί­νος που ήλθε στον Ιησού μέσα στη νύχτα και ήταν ένας απ’ αυτούς, διό­τι ήταν κι αυτός μέλος του συνε­δρί­ου: 51 Μήπως ο νόμος μας μπο­ρεί να κατα­δι­κά­σει έναν άνθρω­πο, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν τον ακού­σει ο δικα­στής που εκπρο­σω­πεί το νόμο και μάθει από την απο­λο­γία του τι αξιο­κα­τά­κρι­το και αξιό­ποι­νο έκα­νε; 52 Εκεί­νοι τότε του είπαν: Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλι­λαία; Εξέ­τα­σε και εύκο­λα θα δεις και θα πει­σθείς από τα πράγ­μα­τα ότι κανείς προ­φή­της από τη Γαλι­λαία δεν έχει βγει έως τώρα. 

12 Ο Ιησούς τους μίλη­σε πάλι και τους είπε: Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιου­δαί­ων αλλά όλου του κόσμου. Εκεί­νος που με ακο­λου­θεί με πλή­ρη εμπι­στο­σύ­νη κι ελπί­δα και με πρό­θυ­μη υπα­κοή στα λόγια μου, δεν θα περ­πα­τή­σει ούτε θα βρε­θεί ποτέ στο σκο­τά­δι της πλά­νης και της αμαρ­τί­ας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωη­φό­ρο και πνευ­μα­τι­κό φως, που προ­έρ­χε­ται από την αλη­θι­νή ζωή, τον Θεό.

37 Kατὰ τὴν τελευ­ταία δὲ ἡμέ­ρα τῆς ἑορ­τῆς, τὴ μεγά­λη, ὁ Ἰησοῦς στε­κό­ταν καὶ φώνα­ξε δυνα­τά: «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, νὰ ἔλθῃ σ’ ἐμέ­να καὶ νὰ πιῇ. 38 Σ’ ἐκεῖ­νον, ποὺ πιστεύ­ει σ’ ἐμέ­να, θὰ συμ­βῇ ὅπως λέγει ἡ Γρα­φή: Ἀπ’ τὴν καρ­διά του θὰ ρεύ­σουν ποτα­μοὶ ζων­τα­νῦ νεροῦ». 39 Aὐτὸ δὲ εἶπε γιὰ τὸ Πνεῦ­μα, τὸ ὁποῖο θὰ λάμ­βα­ναν στὸ μέλ­λον οἱ πιστεύ­ον­τες σ’ αὐτόν. Διό­τι ἀκό­μη δὲν εἶχαν Πνεῦ­μα Ἅγιο, ἐπει­δὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκό­μη δοξα­σθῆ. 40 Πολ­λοὶ δὲ ἀπὸ τὸ πλῆ­θος, ὅταν ἄκου­σαν τὸ λόγο, ἔλε­γαν: «Aὐτὸς εἶναι ἀλη­θι­νὰ ὁ προ­φή­της». 41 Ἄλλοι ἔλε­γαν: «Aὐτὸς εἶναι ὁ Mεσ­σί­ας». Ἄλλοι ἔλε­γαν: «Ἀλλὰ μήπως ὁ Mεσ­σί­ας προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία; 42 Δὲν εἶπε ἡ Γρα­φή, ὅτι ὁ Mεσ­σί­ας προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὴ Bηθλε­ὲμ τὴν κωμό­πο­λι, ὅπου ἦταν ὁ Δαβίδ;». 43 Ἐξ αἰτί­ας του λοι­πὸν ἔγι­νε διχα­σμὸς στὸ λαό. 44 Kαὶ μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθε­λαν νὰ τὸν πιά­σουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβα­λε ἐπά­νω του τὰ χέρια. 45 Ἐπέ­στρε­ψαν δὲ τὰ ἀστυ­νο­μι­κὰ ὄργα­να στοὺς ἀρχιε­ρεῖς καὶ στοὺς Φαρι­σαί­ους, καὶ τοὺς εἶπαν ἐκεῖ­νοι: «Για­τί δὲν τὸν φέρα­τε;». 46 Ἀπο­κρί­θη­καν τὰ ἀστυ­νο­μι­κὰ ὄργα­να: «Ποτὲ ἄνθρω­πος δὲν μίλη­σε ἔτσι, ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρω­πος». 47 Tοὺς εἶπαν τότε οἱ Φαρι­σαῖ­οι: «Mήπως καὶ σεῖς ἔχε­τε πλα­νη­θῆ; 48 Mήπως πίστευ­σε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχον­τες ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρι­σαί­ους; 49 Aὐτὸς δὲ ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει τὸ νόμο, εἶναι κατα­ρα­μέ­νοι!».  50 Tοὺς λέγει ὁ Nικό­δη­μος, ποὺ ἦλθε σ’ αὐτὸν τὴ νύκτα, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς: 51 «Mήπως ὁ νόμος μας κατα­δι­κά­ζει τὸν ἄνθρω­πο, ἐὰν δὲν τὸν ἀκού­σῃ προ­η­γου­μέ­νως καὶ μάθῃ τί πράτ­τει;». 52 Ἀπο­κρί­θη­καν καὶ τοῦ εἶπαν: «Mήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία; Ἐρεύ­νη­σε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι προ­φή­της ἀπὸ τὴ Γαλι­λαία δὲν ἔχει παρου­σια­σθῆ». 

12 Πάλι δὲ ὁ Ἰησοῦς μίλη­σε σ’ αὐτοὺς λέγον­τας: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὅποιος ἀκο­λου­θεῖ ἐμέ­να, δὲν θὰ περι­πα­τή­σῃ στὸ σκο­τά­δι, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ ζων­τα­νὸ φῶς». 

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«ν δ τ σχάτ μέρ τ μεγάλ τς ορτς εστή­κει ησος κα κρα­ξε λέγων· άν τις διψ, ρχέ­σθω πρός με κα πινέ­τω. πιστεύ­ων ες μέ, καθς επεν γρα­φή, ποτα­μο κ τς κοι­λί­ας ατο εύσου­σιν δατος ζντος (: κατά την τελευ­ταία και επι­ση­μό­τε­ρη από τις άλλες ημέ­ρες της εορ­τής[της Σκη­νο­πη­γί­ας] στά­θη­κε όρθιος ο Ιησούς και με δυνα­τή φωνή είπε: εάν κανείς αισθά­νε­ται πόθο και δίψα, όχι για αγα­θά υλι­κά και φθαρ­τά, αλλά για πνευ­μα­τι­κά και αιώ­νια, για την εσω­τε­ρι­κή γαλή­νη και τη μακα­ριό­τη­τα της θεί­ας ζωής, ας έλθει κον­τά Μου μέσω της πίστε­ως και ας πίνει την αλή­θεια που προ­σφέ­ρω, για να ικα­νο­ποι­η­θούν έτσι οι πλέ­ον μύχιοι και ευγε­νείς πόθοι του. Εκεί­νος που πιστεύ­ει σε Εμέ­να, σύμ­φω­να με τους λόγους της Γρα­φής, θα γίνει αστεί­ρευ­τη πνευ­μα­τι­κή πηγή· και από την καρ­διά και τα βάθη της ψυχής του θα ανα­βλύ­ζουν ποτα­μοί από ολό­δρο­σο τρε­χού­με­νο νερό, για να ξεδι­ψά όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι όσοι έρχον­ται σε επι­κοι­νω­νία με αυτόν)»[:Ιω.7 ‚37–38]·[ερμη­νευ­τι­κή από­δο­ση Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

Εκεί­νοι οι οποί­οι προ­σέρ­χον­ται για να ακού­σουν το θείο κήρυγ­μα και είναι προ­σε­κτι­κοί στα θέμα­τα της πίστης, πρέ­πει να επι­δει­κνύ­ουν τον έντο­νο πόθο όσων διψούν για να ξεδι­ψά­σουν και ανά­λο­γη επι­θυ­μία να ανά­πτουν μέσα τους, διό­τι έτσι θα μπο­ρέ­σουν να συγ­κρα­τή­σουν με ασφά­λεια όσα λέγον­ται. Άλλω­στε και οι διψα­σμέ­νοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτή­ρι με νερό, το πίνουν με μεγά­λη προ­θυ­μία και τότε πια σβή­νουν τη δίψα τους και ησυ­χά­ζουν.

Κατά όμοιο λοι­πόν τρό­πο και οι ακρο­α­τές των θεί­ων λόγων, εάν τους ακού­νε και τους δέχον­ται με πραγ­μα­τι­κή δίψα, δεν θα κου­ρα­στούν ποτέ , μέχρις ότου μάθουν τα πάν­τα. Για το ότι πρέ­πει συνε­χώς να διψά­με και να πει­νά­με για τα πνευ­μα­τι­κά λέγει ο Κύριος: «Μακά­ριοι ο πεινντες κα διψντες τν δικαιο­σύ­νην, τι ατο χορ­τα­σθή­σον­ται(:μακά­ριοι είναι εκεί­νοι οι οποί­οι με σφο­δρό εσω­τε­ρι­κό πόθο σαν πει­να­σμέ­νοι και διψα­σμέ­νοι επι­θυ­μούν τη δικαιο­σύ­νη και την τελειό­τη­τα, διό­τι αυτοί θα χορ­τά­σουν καθώς θα ικα­νο­ποι­η­θούν πλή­ρως οι πόθοι τους)»[Ματθ.5,6]. Και εδώ λέγει ο Χρι­στός: «άν τις διψ, ρχέ­σθω πρός με κα πινέ­τω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακό­λου­θη σημα­σία: «Κανέ­ναν δεν προ­σελ­κύω αναγ­κα­στι­κά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγά­λη προ­θυ­μία, εάν φλέ­γε­ται από τον πόθο για τα αιώ­νια αγα­θά, αυτόν προ­σκα­λώ εγώ».

Και για ποιον λόγο επε­σή­μα­νε ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι αυτό συνέ­βη «κατά την τελευ­ταία ημέ­ρα τη μεγά­λη της εορ­τής»; Διό­τι η πρώ­τη και η τελευ­ταία μέρα της εορ­τής αυτής της Σκη­νο­πη­γί­ας θεω­ρούν­ταν μεγα­λύ­τε­ρες σε σημα­σία και επι­ση­μό­τε­ρες, ενώ τις ενδιά­με­σες περισ­σό­τε­ρο τις κατα­νά­λω­ναν σε δια­σκέ­δα­ση και τρυ­φή.

Και για­τί ο Κύριος ομι­λεί «κατά την τελευ­ταία» ημέ­ρα; Διό­τι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι. Βέβαια την πρώ­τη ημέ­ρα δεν είχε παρευ­ρε­θεί ο Ιησούς στην εορ­τή [της Σκη­νο­πη­γί­ας] και είχε πει στους αδελ­φούς Του την αιτία [πρβλ. Ιω.7,1–9.: «Κα μετ τατα περιεπτει ησος ν τ Γαλι­λαίᾳ· ο γρ θελεν ν τ ουδαίᾳ περι­πα­τεν͵ τι ζτουν ατν ο ουδαοι ποκτεναι. ν δ γγς ορτ τν ουδαων σκη­νο­πηγα. επον ον πρς ατν ο δελ­φο ατοῦ͵ Μετβηθι ντεθεν κα παγε ες τν ουδααν͵ να κα ο μαθη­τα σου θεωρσου­σιν [σο] τ ργα ποιες· οδες γρ τι ν κρυ­πτ ποιε κα ζητε ατς ν παρ­ρησίᾳ εναι. ε τατα ποιες͵ φανρωσον σεαυτν τ κσμ. οδ γρ ο δελ­φο ατο πστευον ες ατν. λγει ον ατος ησος͵ καιρς μς οπω πρεστιν͵ δ καιρς μτερος πντοτ στιν τοι­μος. ο δναται κσμος μισεν μς͵ μ δ μισεῖ͵ τι γ μαρ­τυρ περ ατο τι τ ργα ατο πονηρ στιν. μες νβητε ες τν ορτν· γ οκ ναβανω ες τν ορτν τατην͵ τι μς καιρς οπω πεπλρωται. τατα δ επν ατς μει­νεν ν τ Γαλι­λαίᾳ (:και ύστε­ρα από τα γεγο­νό­τα αυτά περιό­δευε ο Ιησούς στη Γαλι­λαία· διό­τι δεν ήθε­λε να περιέρ­χε­ται για να κηρύτ­τει στην Ιου­δαία, επει­δή ζητού­σαν οι Ιου­δαί­οι να Τον θανα­τώ­σουν. Πλη­σί­α­ζε λοι­πόν τότε η εορ­τή των Ιου­δαί­ων, η Σκη­νο­πη­γία, κατά την οποία οι Ιου­δαί­οι για επτά ημέ­ρες παρέ­με­ναν στις σκη­νές, σε ανά­μνη­ση της ζωής την οποία ως σκη­νί­τες πέρα­σαν οι πρό­γο­νοί τους στην έρη­μο. Είπαν λοι­πόν προς Αυτόν οι θεω­ρού­με­νοι από τους άλλους ανθρώ­πους ως αδελ­φοί Του-τα τέκνα δηλα­δή του Ιωσήφ και της γυναί­κας που είχε, προ­τού αρρα­βω­νια­στεί με τη Μαρία: ’’Φύγε από εδώ και πήγαι­νε στην Ιου­δαία, ώστε να δουν τα θαύ­μα­τα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθη­τές σου· διό­τι κανείς δεν κάνει τίπο­τε στα κρυ­φά και μάλι­στα όταν ζητεί να γίνει φανε­ρά γνω­στός και να ανα­γνω­ρι­στεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέ­ρω­σε τον εαυ­τό Σου στον πολυ­πλη­θή κόσμο, που θα μαζευ­τεί στην Ιερου­σα­λήμ κατά την εορ­τή’’. Και Του φέρον­ταν έτσι οι αδελ­φοί Του, διό­τι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσ­σία. Λέγει λοι­πόν σε αυτούς ο Ιησούς: “ο δικός μου και­ρός, για να φανε­ρω­θώ στους Ιου­δαί­ους ως Μεσ­σί­ας οπό­τε και θα σταυ­ρω­θώ, δεν ήλθε ακό­μη· ο και­ρός όμως ο δικός σας κατά τον οποίο πρέ­πει να ανε­βεί­τε ως προ­σκυ­νη­τές στα Ιερο­σό­λυ­μα είναι πάν­το­τε έτοι­μος. Εσάς δεν μπο­ρεί και δεν έχει κανέ­να λόγο να σας μισεί ο κόσμος, εμέ­να όμως με μισεί, διό­τι εγώ μαρ­τυ­ρώ και φανε­ρώ­νω ότι τα έργα του είναι πονη­ρά. Εσείς να ανε­βεί­τε στα Ιερο­σό­λυ­μα για την εορ­τή αυτή· εγώ δεν ανε­βαί­νω ακό­μη φανε­ρά και επί­ση­μα στην εορ­τή αυτή, διό­τι δεν έχει συμ­πλη­ρω­θεί ακό­μη ο κατάλ­λη­λος και­ρός. Δεν έφτα­σε ακό­μη η ώρα της μεγά­λης θυσί­ας”. Αυτά λοι­πόν αφού τους είπε, έμει­νε στη Γαλι­λαία)»].

Αλλά ούτε και κατά τη δεύ­τε­ρη και την τρί­τη ημέ­ρα λέγει ο Ιησούς κάτι παρό­μοιο, για να μη λησμο­νη­θούν οι λόγοι Του, αφού αυτοί σκό­πευαν να το ρίξουν στις δια­σκε­δά­σεις. Κατά την τελευ­ταία όμως ημέ­ρα, όταν θα ανα­χω­ρού­σαν για τις οικί­ες τους, τους δίνει εφό­δια για τη σωτη­ρία και φωνά­ζει δυνα­τά, αφε­νός μεν για να δεί­ξει την παρ­ρη­σία Του, αφε­τέ­ρου δε χάριν του μεγά­λου πλή­θους που είχε συγ­κεν­τρω­θεί, για να ακου­στεί από όλους.

Για να κατα­στή­σει όμως σαφές ότι έκα­νε λόγο για πνευ­μα­τι­κή πόση, προ­σθέ­τει: «Εκεί­νος που πιστεύ­ει σε Εμέ­να, όπως είπε και η Γρα­φή, θα γίνει αστεί­ρευ­τη πνευ­μα­τι­κή πηγή· και από την καρ­διά του θα ανα­βλύ­ζουν και τρέ­χουν ποτα­μοί από ολό­δρο­σο τρε­χού­με­νο νερό’’)». «Κοι­λία» εδώ ονο­μά­ζει την καρ­διά, όπως λέγει και ο Ψαλ­μω­δός αλλού: «(κω) το ποισαι τ θέλη­μά σου, Θεός μου, βου­λή­θην κα τν νόμον σου ν μέσ τς κοι­λί­ας μου(:γι΄αυτό κι εγώ θέλη­σα να εφαρ­μό­σω το θέλη­μά Σου, Θεέ μου, και πόθη­σα τον νόμο Σου τόσο πολύ ώστε να τον φέρω μέσα στα σπλά­χνα μου, για να εμπνέ­ει και να κινη­το­ποιεί όλη μου την ύπαρ­ξη)»[Ψαλμ.39,9].

Πού όμως είπε η Γρα­φή ότι «θα τρέ­ξουν από την κοι­λία του ποτα­μοί ύδα­τος ζών­τος»; Που­θε­νά. Τι σημαί­νει λοι­πόν «εκεί­νος που πιστεύ­ει σε Εμέ­να, καθώς είπε η Γρα­φή»; Εν προ­κει­μέ­νω πρέ­πει να χωρί­σου­με με σημείο στί­ξε­ως, ώστε το «θα τρέ­ξουν από την κοι­λία του ποτα­μοί» να εξαρ­τά­ται από την από­φα­σή του. Επει­δή δηλα­δή έλε­γαν πολ­λοί: «δε παῤῥησί λαλε, κα οδν ατ λέγουσι.μήποτε ληθς γνω­σαν ο ρχον­τες τι οτός στιν ληθς Χρι­στός;(:δεί­τε, μιλά­ει ελεύ­θε­ρα και φανε­ρά και δεν τον δια­κό­πτει κανείς, ούτε του λέει κανείς τίπο­τε. Μήπως αλη­θι­νά ανα­γνώ­ρι­σαν οι άρχον­τες ότι αυτός είναι πράγ­μα­τι ο Χρι­στός;)»[Ιω.7,26] και ότι « Χριστς ταν λθ, μήτι πλεί­ο­να σημεα τού­των ποι­ή­σει ν οτος ποί­η­σεν;(:ο Χρι­στός, όταν έλθει, μήπως θα κάνει περισ­σό­τε­ρα θαύ­μα­τα από όσα έκα­νε αυτός;)»[Ιω.7,30] υπο­δει­κνύ­ει ότι πρέ­πει να έχουν ορθή γνώ­ση και να μην πιστεύ­ουν τόσο από τα θαύ­μα­τα, όσο από τους λόγους της Γρα­φής που εκπλη­ρώ­νον­ται όλοι. Διό­τι πολ­λοί, μολο­νό­τι Τον είδαν να θαυ­μα­τουρ­γεί, δεν Τον δέχον­ταν ως Μεσ­σία. Επρό­κει­το μάλι­στα να λένε: «Οχ γραφ επεν τι κ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυ­ΐδ, Χριστς ρχε­ται;(:Δεν είπε η Γρα­φή ότι ο Χρι­στός κατά­γε­ται από το γένος του Δαυίδ και έρχε­ται από το χωριό Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και έζη­σε ο Δαυίδ;)»[Ιω.7,42].Και τους λόγους τους αυτούς τούς δια­κή­ρυσ­σαν προς πάσα κατεύ­θυν­ση.

Επει­δή λοι­πόν ήθε­λε να τους απο­δεί­ξει ότι δεν απο­φεύ­γει την δια της Γρα­φής από­δει­ξη της μεσ­σια­νι­κής Του ιδιό­τη­τας, πάλι τους παρα­πέμ­πει στις Γρα­φές. Και παρα­πά­νω άλλω­στε τους έλε­γε: «ρευντε τς γρα­φάς(:Εσείς εξε­τά­ζε­τε με προ­σκόλ­λη­ση στο εξω­τε­ρι­κό γράμ­μα τις Άγιες Γρα­φές, διό­τι νομί­ζε­τε ότι μόνο με την απλή ανά­γνω­ση και την εξέ­τα­ση αυτή θα έχε­τε ζωή αιώ­νια. Κι όμως εκεί­νες είναι που μαρ­τυ­ρούν για Εμέ­να και γι΄αυτό πρέ­πει να τις ερευ­νά­τε και να συλ­λαμ­βά­νε­τε τα βαθύ­τε­ρά τους νοή­μα­τα)»[Ιω. 5,39] και ότι «στι γεγραμ­μέ­νον ν τος προ­φή­ταις· κα σον­ται πάν­τες διδα­κτο Θεο. πς κού­ων παρ το πατρς κα μαθν ρχε­ται πρός με(:Κον­τά μου έρχον­ται μόνο όσοι ελκύ­ον­ται από τον Πατέ­ρα μου. Αυτό άλλω­στε έχει προ­φη­τευ­τεί στην Αγία Γρα­φή. Είναι γραμ­μέ­νο στα προ­φη­τι­κά βιβλία το εξής: ‘’Και όλοι όσοι πιστέ­ψουν και θα ακο­λου­θή­σουν τον Μεσ­σία, θα έχουν διδα­χτεί από τον ίδιο τον Θεό’’. Καθέ­νας που ακού­ει την εσω­τε­ρι­κή πρό­σκλη­ση του Πατρός μου και δέχε­ται τον φωτι­σμό, ώστε να κατα­νο­ή­σει αυτά που ο Πατέ­ρας μου τον διδά­σκει και μαθαί­νει έτσι την αλή­θεια, έρχε­ται σε Εμέ­να)»[Ιω.6,45· πρβ. Ησ.54,13: «Κα πάν­τας τος υούς σου διδα­κτος Θεο κα ν πολλ ερήν τ τέκνα σου(:και όλα τα τέκνα σου θα διδα­χτούν κατευ­θεί­αν από τον Θεό, θα ζουν σε αδια­τά­ρα­κτη και πολ­λή ειρή­νη)»]· και «Μ δοκετε τι γ κατη­γο­ρή­σω μν πρς τν πατέ­ρα· στιν κατη­γορν μν Μωϋσς, ες ν μες λπί­κα­τε(:μη νομί­σε­τε ότι εγώ θα σας κατη­γο­ρή­σω στον Πατέ­ρα. Υπάρ­χει άλλος που σας κατη­γο­ρεί και αυτός είναι ο Μωυ­σής, στον οποίο εσείς έχε­τε στη­ρί­ξει τις ελπί­δες σας)»[Ιω.5,45].

Και εδώ λέγει: «όπως είπε η Γρα­φή, θα τρέ­ξουν από την κοι­λία του ποτα­μοί», για να υπο­δεί­ξει τον πλού­το και την αφθο­νία της θεί­ας χάρι­τος. Όπως και σε άλλο σημείο λέγει: «Τ δωρ δώσω ατγενή­σε­ται ν ατ πηγ δατος λλο­μέ­νου ες ζων αώνιον(:το νερό που εγώ θα του δώσω θα μετα­βλη­θεί μέσα του σε αστεί­ρευ­τη πηγή πνευ­μα­τι­κού ύδα­τος, που θα ανα­βλύ­ζει πάν­το­τε και θα του χαρί­ζει αιώ­νια ζωή)»[Ιω.4,14], δηλα­δή θα έχει άφθο­νη τη χάρη του Θεού. Αλλού λέγει «ζων αώνιον» και εδώ « δωρ τ ζν» το απο­κα­λεί. «Ζν δωρ» ονο­μά­ζει εκεί­νο που κινεί­ται, τρέ­χει συνε­χώς· διό­τι η χάρις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, όταν εισέλ­θει στην ψυχή κάποιου και εγκα­τα­στα­θεί μόνι­μα σε αυτήν, ανα­βλύ­ζει περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη πηγή και δεν κάνει δια­κο­πές, ούτε αδειά­ζει, ούτε στε­ρεύ­ει ποτέ.

Για να κατα­στή­σει φανε­ρό λοι­πόν συγ­χρό­νως και το ανελ­λι­πές της χορη­γί­ας και το απε­ρί­γρα­πτο της ενερ­γεί­ας, την απο­κά­λε­σε «πηγή» και «ποτα­μούς», όχι έναν ποτα­μό, αλλά απεί­ρους. Και εκεί επίσης[Ιω.4,14] παρέ­στη­σε την αφθο­νία με διαρ­κή ανά­βλυ­ση, όταν χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη λέξη «λλο­μέ­νου(:το οποίο θα ανα­πη­δά)».

Και θα μπο­ρέ­σει κανείς να κατα­λά­βει καθα­ρά αυτόν τον λόγο, εάν λάβει υπό­ψη του τη σοφία του Στε­φά­νου και τη γλώσ­σα του Πέτρου και τη ρητο­ρι­κή δει­νό­τη­τα του Παύ­λου. Αυτούς τίπο­τε δεν τους παρέ­συ­ρε, τίπο­τε δεν τους φόβι­ζε, ούτε ο θυμός του πλή­θους, ούτε οι επα­να­στά­σεις των τυράν­νων, ούτε οι επι­βου­λές των δαι­μό­νων, ούτε οι καθη­με­ρι­νές απει­λές του θανά­του, αλλά ως ποτα­μοί, που τρέ­χουν ορμη­τι­κοί, έτσι πέρα­σαν και παρέ­συ­ραν τα πάν­τα.

«Τοτο δ επε περ το Πνεύ­μα­τος ο μελ­λον λαμ­βά­νειν ο πιστεύ­ον­τες ες ατόν· οπω γρ ν Πνεμα γιον, τι ησος οδέπω δοξά­σθη(:αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο έμελ­λαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν, διό­τι η χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος που ανα­γεν­νά και σώζει, δεν είχε ακό­μη δοθεί σε κανέ­να, επει­δή ο Ιησούς δεν είχε ακό­μη δοξα­στεί με τη μεγά­λη θυσία και με την ένδο­ξη ανά­λη­ψή Του)»[Ιω.7,39].

Πώς λοι­πόν προ­φή­τευ­σαν οι προ­φή­τες και επι­τέ­λε­σαν τόσα θαύ­μα­τα; Οι από­στο­λοι βέβαια δεν εκδί­ω­καν τα δαι­μό­νια με το Άγιο Πνεύ­μα, αλλά με τη δύνα­μη που τους έδω­σε ο Ιησούς, όπως λέγει ο Ίδιος: «Κα ε γ ν Βεελ­ζε­βολ κβάλ­λω τ δαι­μό­νια, ο υο μν ν τίνι κβα­λοσι; δι τοτο ατο κρι­τα σον­ται μν(:και εάν εγώ βγά­ζω τα δαι­μό­νια, όπως εσείς λέγε­τε, με τη βοή­θεια του Βεελ­ζε­βούλ, τα πνευ­μα­τι­κά σας τέκνα με τη δύνα­μη τίνος τα βγά­ζουν; Για­τί δεν τους κατη­γο­ρεί­τε; Για τού­το αυτοί θα σας κατα­δι­κά­σουν για τη μοχθη­ρία σας και την υπο­κρι­σία)» [Ματθ.12,27].Αυτό το έλε­γε για να δεί­ξει ότι δεν εκδί­ω­καν όλοι τα δαι­μό­νια με το Άγιο Πνεύ­μα, πριν από τη σταύ­ρω­σή Του αλλά με τη δύνα­μη και εξου­σία που τους χορη­γού­σε Αυτός. Όταν όμως σκό­πευε να τους απο­στεί­λει στον κόσμο, τότε έλε­γε: «Λάβε­τε Πνεμα γιον»[Ιω. 20,22]. Και πάλι: «ήλθε σε αυτούς το Άγιο Πνεύ­μα και τότε έκα­ναν τα θαύ­μα­τα».

Όταν μάλι­στα τους απέ­στει­λε ο Ιησούς να κηρύ­ξουν, δεν είπε ο Ευαγ­γε­λι­στής: «έδω­σε σε αυτούς Πνεύ­μα Άγιο», αλλά «δωκεν ατος ξου­σί­αν(:έδω­σε σε αυτούς εξου­σία)»[Ματθ.10,1], λέγον­τάς τους τα εξής: «σθε­νοντας θερα­πεύ­ε­τε, λεπρος καθα­ρί­ζε­τε, νεκρος γεί­ρε­τε, δαι­μό­νια κβάλ­λε­τε· δωρεν λάβε­τε, δωρεν δότε(: Σας δίδω εξου­σία να θερα­πεύ­ε­τε ασθε­νείς, να καθα­ρί­ζε­τε λεπρούς, να ανα­σταί­νε­τε νεκρούς, να διώ­χνε­τε δαι­μό­νια. Προ­σέ­χε­τε μην εμπο­ρευ­τεί­τε ποτέ το χάρι­σμα αυτό· δωρε­άν λάβα­τε, δωρε­άν δώστε)»[Ματθ.10,8].

Ως προς τους προ­φή­τες όμως κατά γενι­κή ομο­λο­γία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύ­μα, αλλά η χάρις αυτή είχε συστα­λεί και μετα­κι­νη­θεί και είχε εγκα­τα­λεί­ψει τη γη από την ημέ­ρα εκεί­νη κατά την οποία ειπώ­θη­κε το εξής: «δο φίε­ται μν οκος μν ρημος (:ιδού, προς τιμω­ρία της κακί­ας σας και κατα­στρο­φή, σας αφή­νε­ται έρη­μη και απρο­στά­τευ­τη από τον Θεό η πόλις σας και ο ναός)»[Ματθ. 23,38]. Αλλά και πριν από τη ρήση αυτή είχε αρχί­σει να παρου­σιά­ζε­ται σπά­νια το Άγιο Πνεύ­μα, διό­τι δεν υπήρ­χε πλέ­ον προ­φή­της σε αυτούς, ούτε επό­πτευε τα άγιά τους η θεία χάρις.

Επει­δή λοι­πόν είχε ανα­στα­λεί η δωρεά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος και επρό­κει­το στο μέλ­λον να δοθεί με αφθο­νία, και αυτής της δια­νο­μής η αρχή έγι­νε μετά την Σταύ­ρω­ση, δεν έγι­νε μόνο η αρχή αυτής της αφθο­νί­ας, αλλά και μεγα­λύ­τε­ρων χαρι­σμά­των(διό­τι πραγ­μα­τι­κά η δωρεά ήταν περισ­σό­τε­ρο άξια θαυ­μα­σμού, όπως όταν λέγει: «Οκ οδατε ποί­ου πνεύ­μα­τός στε μες(:δεν ξέρε­τε ακό­μη ποιων δια­θέ­σε­ων και ποιας πνευ­μα­τι­κής κατα­στά­σε­ως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρω­ποι του πνεύ­μα­τος της οργής και της τιμω­ρί­ας, που κυριαρ­χού­σε στην επο­χή της Παλαιάς Δια­θή­κης, αλλά του πνεύ­μα­τος της αγά­πης και της συγνώ­μης, που σώζει)» [Λουκ.9,55]· και πάλι: «Ο γρ λάβε­τε Πνεμα δου­λεί­ας πάλιν ες φόβον, λλ᾿ λάβε­τε Πνεμα υοθε­σί­ας(:είστε λοι­πόν κι εσείς υιοί του Θεού. Κι αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από το ότι η διά­θε­ση και το φρό­νη­μα που το Άγιο Πνεύ­μα σάς ενέ­πνευ­σε από τη στιγ­μή του βαπτί­σμα­τός σας δεν είναι πάλι διά­θε­ση δου­λι­κή και φρό­νη­μα σκλά­βου, που προ­κα­λεί φόβο, όπως είχα­τε φόβο όταν ήσα­σταν κάτω από την κυριαρ­χία του μωσαϊ­κού νόμου. Αλλά λάβα­τε από το Άγιο Πνεύ­μα φρό­νη­μα κι διά­θε­ση κατά χάριν υιών του Θεού)» [Ρωμ.8,15].

Και οι παλαιοί βέβαια είχαν Άγιο Πνεύ­μα, αλλά δεν μπο­ρού­σαν να το δώσουν και στους άλλους. Οι από­στο­λοι όμως μυριά­δες ανθρώ­πων γέμι­σαν με το Άγιο Πνεύ­μα. Επει­δή λοι­πόν επρό­κει­το να λάβουν αυτή τη χάρη, που δεν είχε ακό­μη δοθεί, γι’ αυτό λέγει: «Οπω γρ ν Πνεμα γιον(:διό­τι η χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, που ανα­γεν­νά και σώζει, δεν είχε ακό­μη δοθεί σε κανέ­να)» δηλα­δή δεν είχε δοθεί, «τι ησος οδέπω δοξά­σθη(:επει­δή ο Ιησούς δεν είχε ακό­μη δοξα­στεί με τη μεγά­λη σταυ­ρι­κή θυσία και την ένδο­ξη ανά­λη­ψή Του)»[Ιω.7,39]. «Δόξαν» ονο­μά­ζει τον Σταυ­ρό.

Επει­δή δηλα­δή ήμα­σταν εχθροί απέ­ναν­τι στον Θεό και αμαρ­τω­λοί και είχα­με στε­ρη­θεί τη δωρεά του Θεού και ήμα­σταν θεο­στυ­γείς, ενώ η χάρις ήταν από­δει­ξη συμ­φι­λιώ­σε­ως, διό­τι το δώρο δεν δίδε­ται στους εχθρούς και τους μισού­με­νους, αλλά στους φίλους και στους αγα­πη­τούς, έπρε­πε προ­η­γου­μέ­νως να προ­σφερ­θεί η θυσία προς χάριν μας και να κατα­λυ­θεί η έχθρα δια της σαρ­κός και να γίνου­με φίλοι του Θεού και τότε να λάβου­με τη δωρεά. Διό­τι εάν συνέ­βη αυτό κατά την επαγ­γε­λία, την υπό­σχε­ση προς τον Αβρα­άμ, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα συνέ­βαι­νε και όταν δόθη­κε η χάρη του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Και ο Παύ­λος για να δηλώ­σει αυτό έλε­γε: «Ε γρ ο κ νόμου κλη­ρο­νό­μοι, κεκέ­νω­ται πίστις κα κατήρ­γη­ται παγ­γε­λία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατερ­γά­ζε­ται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παρά­βα­σις(:διό­τι εάν εκεί­νοι που έλα­βαν τον νόμο, γίνον­ται και δικαιω­μα­τι­κά με την τήρη­σή του κλη­ρο­νό­μοι του κόσμου, τότε απέ­βη ανώ­φε­λη και μάταιη η πίστη, και δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αλλά καταρ­γή­θη­κε η υπό­σχε­ση του Θεού που βεβαί­ω­νε ότι δωρε­άν δια­μέ­σου του Χρι­στού θα δοθεί η κλη­ρο­νο­μιά αυτή)» [Ρωμ.4,14–15]. Ό,τι λέγει έχει την ακό­λου­θη σημα­σία: «Υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός να δώσει τη γη στον Αβρα­άμ και τους απο­γό­νους του, αλλά οι από­γο­νοι ήσαν ανά­ξιοι της επαγ­γε­λί­ας και δεν μπο­ρού­σαν να ευχα­ρι­στή­σουν τον Θεό με τα δικά τους έργα. Γι’ αυτό εισήλ­θε η πίστη, πράγ­μα εύκο­λο, για να προ­σελ­κύ­σει τη χάρη και να μην καταρ­γη­θούν οι επαγ­γε­λί­ες».

Και ο Παύ­λος στη συνέ­χεια λέγει: «Δι τοτο κ πίστε­ως, να κατ χάριν, ες τ εναι βεβαί­αν τν παγ­γε­λί­αν παντ τ σπέρ­μα­τι, ο τ κ το νόμου μόνον, λλ κα τ κ πίστε­ως βρα­άμ, ς στι πατρ πάν­των μν (: και επει­δή ο μωσαϊ­κός νόμος απο­ξε­νώ­νει από την κλη­ρο­νο­μιά της επαγ­γε­λί­ας, γι’ αυτό η κλη­ρο­νο­μιά παρέ­χε­ται δια­μέ­σου της πίστε­ως. Και μας δίνε­ται τώρα η κλη­ρο­νο­μιά, αυτή όχι ως αντα­μοι­βή για την πιστή τήρη­ση του νόμου, αλλά δωρε­άν και κατά χάριν Θεού. Ώστε δεν υπάρ­χει πλέ­ον κίν­δυ­νος εξαι­τί­ας των παρα­βά­σε­ών μας που γίνον­ται από αδυ­να­μία να καταρ­γη­θεί η επαγ­γε­λία και υπό­σχε­ση του Θεού, αλλά αυτή πραγ­μα­το­ποιεί­ται με σιγου­ριά και βεβαιό­τη­τα σε όλους τους απο­γό­νους του Αβρα­άμ· όχι μόνο σε εκεί­νους που είχαν τον νόμο και ήταν εξαρ­τη­μέ­νοι από αυτόν, αλλά και σε εκεί­νους που ενώ δεν είχαν τον μωσαϊ­κό νόμο, μιμή­θη­καν την πίστη του Αβρα­άμ και έγι­ναν έτσι πνευ­μα­τι­κά παι­διά του Αβρα­άμ, ο οποί­ος είναι πατέ­ρας όλων όσων πιστέ­ψα­με)» [Ρωμ.4,16]. Για τον λόγο αυτό «η υπό­σχε­ση είναι ως δώρο της χάρι­τος, επει­δή δεν μπό­ρε­σαν να επι­τύ­χουν τίπο­τε με τα έργα τους».

Για­τί όμως, όταν είπε: « πιστεύ­ων ες μέ, καθς επεν γρα­φή, ποτα­μο κ τς κοι­λί­ας ατο εύσου­σιν δατος ζντος(:εκεί­νος που πιστεύ­ει σε Εμέ­να, όπως είπε και η Γρα­φή, θα γίνει αστεί­ρευ­τη πνευ­μα­τι­κή πηγή· και από την καρ­διά και όλο τον εσω­τε­ρι­κό του κόσμο θα ανα­βλύ­ζουν και θα τρέ­χουν ποτα­μοί από ολό­δρο­σο τρε­χού­με­νο νερό)» [Ιω.7,38] δεν πρό­σθε­σε και την μαρ­τυ­ρία της Γρα­φής; Διό­τι η γνώ­μη τους ήταν διε­φθαρ­μέ­νη: Άλλοι έλε­γαν: «Οτός στιν ληθς προ­φή­της (:Πράγ­μα­τι αυτός είναι ο προ­φή­της που μας προ­α­νήγ­γει­λε ο Μωυ­σής)» [Ιω.7,40] και «λλοι λεγον, ο, λλ πλαν τν χλον(:Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαο­πλά­νος και εξα­πα­τά τον εύπι­στο λαό)». [Ιω.7,12]. Επί­σης, «λλοι λεγον· οτός στιν Χρι­στός· λλοι λεγον· μ γρ κ τς Γαλι­λαί­ας Χριστς ρχε­ται; οχ γραφ επεν τι κ το σπέρ­μα­τος Δαυ­ΐδ κα π Βηθλεμ τς κώμης, που ν Δαυ­ΐδ, Χριστς ρχε­ται;(: άλλοι έλε­γαν: “Αυτός είναι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός”. Άλλοι έλε­γαν: “Δεν είναι δυνα­τόν να είναι ο Μεσ­σί­ας˙ διό­τι μήπως ο Μεσ­σί­ας είναι να έρθει από τη Γαλι­λαία; Δεν είπε η Αγία Γρα­φή ότι ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός θα προ­έρ­χε­ται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλε­έμ, όπου γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε ο Δαβίδ;’’)» [Ιω. 7,41–42], ενώ «λλ τοτον οδαμεν πόθεν στίν· δ Χριστς ταν ρχη­ται, οδες γινώ­σκει πόθεν στίν(:Αλλά αυτός εδώ γνω­ρί­ζου­με από πού είναι και από ποιους κατά­γε­ται. Ο Χρι­στός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε τον χρό­νο της εμφα­νί­σε­ώς Του, αλλά ούτε και τον τρό­πο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27].Και γενι­κά η γνώ­μη τους διέ­φε­ρε, όπως συμ­βαί­νει στα πλή­θη που βρί­σκον­ται σε ανα­τα­ρα­χή· διό­τι δεν πρό­σε­χαν με ακρί­βεια τα λεγό­με­να, ούτε είχαν καμία πρό­θε­ση να μάθουν.

Για τον λόγο αυτόν, δεν τους δίδει καμία απάν­τη­ση, αν και λέγουν: «Μήπως έρχε­ται από τη Γαλι­λαία ο Χρι­στός;», ενώ τον Ναθα­να­ήλ, που ρώτη­σε με τόνο σφο­δρό και αυστη­ρό «κ Ναζαρτ δύνα­ταί τι γαθν εναι;(:Από τη Ναζα­ρέτ, το κακό και άση­μο αυτό χωριό, μπο­ρεί να βγει τίπο­τα καλό;)» [Ιω.1,47], τον επαί­νε­σε ως αλη­θι­νό Ισραη­λί­τη: «Εδεν ησος τν Ναθα­ναλ ρχό­με­νον πρς ατν κα λέγει περ ατο· δε ληθς σραη­λί­της ν δόλος οκ στι(:είδε ο Ιησούς τον Ναθα­να­ήλ να έρχε­ται κον­τά Του και λέει γι’ αυτόν: “Να ένας γνή­σιος και πραγ­μα­τι­κός Ισραη­λί­της, που δεν έχει στην καρ­διά του καμία πονη­ριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλι­κρί­νεια να βρει την αλή­θεια’’)»[Ιω.1,48]. Αυτοί όμως που είπαν προς τον Νικό­δη­μο: «Μ κα σ κ τς Γαλι­λαί­ας ε; ρεύ­νη­σον κα δε τι προ­φή­της κ τς Γαλι­λαί­ας οκ γήγερ­ται(:μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλι­λαία; Εξέ­τα­σε και εύκο­λα θα δεις και θα πει­στείς από τα πράγ­μα­τα ότι κανείς προ­φή­της από τη Γαλι­λαία δεν έχει βγει έως τώρα)» [Ιω.7,52], δεν τα έλε­γαν αυτά επει­δή ήθε­λαν να μάθουν, αλλά για να ανα­τρέ­ψουν απλώς τη γνώ­μη που υπήρ­χε για τον Χρι­στό. Εκεί­νος όμως[ο Νικό­δη­μος δηλα­δή] ήταν ο ερα­στής της αλή­θειας και έλε­γε αυτά, επει­δή γνώ­ρι­ζε με ακρί­βεια όλα τα παλαιά. Αυτοί όμως ένα σκο­πό είχαν, να ανα­τρέ­ψουν την αντί­λη­ψη ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός.

Γι’ αυτό τίπο­τε δεν τους απο­κά­λυ­πτε· διό­τι αυτοί που αντέ­φα­σκαν προς τον εαυ­τό τους και άλλο­τε μεν έλε­γαν «λλ τοτον οδαμεν πόθεν στίν· δ Χριστς ταν ρχη­ται, οδες γινώ­σκει πόθεν στίν(:Αλλά αυτός εδώ γνω­ρί­ζου­με από πού είναι και από ποιους κατά­γε­ται. Ο Χρι­στός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε το χρό­νο της εμφα­νί­σε­ώς Του, αλλά ούτε και τον τρό­πο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27], άλλο­τε πάλι «από την Βηθλε­έμ έρχε­ται», είναι ευνόη­το ότι, και όταν θα μάθαι­ναν, πάλι θα έφε­ραν αντιρ­ρή­σεις. Διό­τι ας δεχτού­με ότι δεν γνώ­ρι­ζαν τον τόπο, ότι δηλα­δή κατα­γό­ταν από τη Βηθλε­έμ, επει­δή ανα­τρά­φη­κε και έζη­σε στην Ναζα­ρέτ (μολο­νό­τι και αυτή η άγνοιά τους δεν συγ­χω­ρεί­ται, επει­δή δεν γεν­νή­θη­κε εκεί), δεν γνώ­ρι­ζαν όμως το γένος Του, ότι κατα­γό­ταν από τον οίκο και τη γενεά του Δαυίδ; Τότε πώς έλε­γαν: «Δεν έρχε­ται από το σπέρ­μα του Δαβίδ ο Χρι­στός;». Αλλά και αυτό ήθε­λαν να το συσκιά­σουν και τα πάν­τα έλε­γαν με κακή διά­θε­ση.

Για­τί λοι­πόν δεν Τον πλη­σί­α­σαν για να Τον ρωτή­σουν· «Επει­δή ως προς όλα τα άλλα σε θαυ­μά­ζου­με, αλλά μας προ­τρέ­πεις να πιστέ­ψου­με σε Εσέ­να σύμ­φω­να με τις Γρα­φές, απάν­τη­σέ μας, πώς οι Γρα­φές λέγουν ότι ο Χρι­στός πρέ­πει να έλθει από τη Βηθλε­έμ, ενώ εσύ έχεις έλθει από τη Γαλι­λαία;». Τίπο­τε από αυτά όμως δεν είπαν, αλλά τα πάν­τα τα έλε­γαν με πονη­ρία. Το ότι βέβαια δεν ανα­ζη­τού­σαν, ούτε ήθε­λαν να μάθουν, το πρό­σθε­σε αμέ­σως ο Ευαγ­γε­λι­στής, όταν είπε: «Τινς δ θελον ξ ατν πιά­σαι ατόν, λλ᾿ οδες πέβα­λεν π᾿ ατν τς χερας(:μερι­κοί μάλι­στα απ’ αυτούς ήθε­λαν να Τον συλ­λά­βουν, αλλά κανείς δεν τόλ­μη­σε να απλώ­σει χέρι πάνω Του˙ διό­τι μια αόρα­τη δύνα­μη τούς συγ­κρα­τού­σε και τους παρεμ­πό­δι­ζε)»[Ιω.7,44]. Εάν λοι­πόν τίπο­τε άλλο δεν υπήρ­χε, αυτό το γεγο­νός ήταν αρκε­τό να τους οδη­γή­σει σε κατά­νυ­ξη. Δεν συγ­κι­νή­θη­καν όμως, όπως λέγει ο Προ­φή­της: «Διε­σχί­σθη­σαν κα ο κατε­νύ­γη­σαν(:δια­σκορ­πί­στη­καν από τον Θεό και όμως δεν μετα­νόη­σαν. Δεν αισθάν­θη­καν κανέ­να κέν­τη­μα της συνει­δή­σε­ώς τους.)»[Ψαλμ. 34,15].

«λθον ον ο πηρέ­ται πρς τος ρχιε­ρες κα Φαρι­σαί­ους, κα επον ατος κενοι· δια­τί οκ γάγε­τε ατόν; πεκρί­θη­σαν ο πηρέ­ται· οδέπο­τε οτως λάλη­σεν νθρω­πος, ς οτος νθρω­πος(:επει­δή λοι­πόν κανείς δεν μπο­ρού­σε να Τον συλ­λά­βει, γύρι­σαν άπρα­κτοι οι υπη­ρέ­τες στους αρχιε­ρείς και τους Φαρι­σαί­ους. Και εκεί­νοι τους ρώτη­σαν: “Για­τί δεν τον φέρα­τε, αφού και δημο­σί­ως εμφα­νί­στη­κε και πολ­λοί απ’ το πλή­θος τον άκου­γαν με δυσμέ­νεια και ήταν έτοι­μοι να σας βοη­θή­σουν μη σας διαφύγει;”Τότε οι υπη­ρέ­τες τούς έδω­σαν την εξής απάν­τη­ση: “Ποτέ άλλο­τε δεν δίδα­ξε άλλος άνθρω­πος με τόση σοφία και δύνα­μη και χάρη με όση διδά­σκει ο άνθρω­πος αυτός”)» [Ιω. 7,45–46].

Τίπο­τε καθα­ρό­τε­ρο δεν υπάρ­χει από την αλή­θεια, τίπο­τε απλού­στε­ρο, εάν εμείς δεν φερό­μα­στε με κακή διά­θε­ση και προ­αί­ρε­ση· όπως βεβαί­ως τίπο­τε δυσκο­λό­τε­ρο δεν υπάρ­χει από το να επι­δει­κνύ­ου­με δυσμε­νή διά­θε­ση. Διό­τι ιδού: οι μεν Φαρι­σαί­οι και οι Γραμ­μα­τείς, οι οποί­οι φαί­νον­ταν δήθεν ότι είναι σοφό­τε­ροι, συνα­να­στρέ­φον­ταν πάν­το­τε τον Χρι­στό, έχον­τας όμως ως σκο­πό τους να Τον επι­βου­λεύ­ον­ται, και ενώ έβλε­παν θαύ­μα­τα και διά­βα­ζαν τις Γρα­φές, ουδε­μία ωφέ­λεια συνα­πε­κό­μι­σαν, αλλά απε­ναν­τί­ας έπα­θαν μεγά­λη ζημία· οι υπη­ρέ­τες από την άλλη πλευ­ρά, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίπο­τε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημό­σια ομι­λία Του σαγη­νεύ­τη­καν και ενώ έφυ­γαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκο­πό να Τον δέσουν και να Τον συλ­λά­βουν, επέ­στρε­ψαν δέσμιοι του θαυ­μα­σμού για Αυτόν.

Δεν πρέ­πει λοι­πόν μόνο τη σύνε­σή τους να θαυ­μά­σου­με, δεδο­μέ­νου ότι δεν χρειά­στη­καν θαύ­μα­τα, αλλά από μόνη τη διδα­σκα­λία Του αιχμαλωτίστηκαν(διότι δεν είπαν ότι ‘’Ουδέ­πο­τε θαυ­μα­τούρ­γη­σε άνθρω­πος με τέτοιο τρό­πο’’· αλλά τι είπαν; «Οδέπο­τε οτως λάλη­σεν νθρω­πος, ς οτος νθρω­πος(:Ποτέ άλλο­τε δεν δίδα­ξε άλλος άνθρω­πος με τόση σοφία και δύνα­μη και χάρη με όση διδά­σκει ο άνθρω­πος αυτός)»[Ιω.7,46]· δεν πρέ­πει λοι­πόν την σύνε­σή τους μόνο να θαυ­μά­σου­με, αλλά και το θάρ­ρος, διό­τι τους λόγους αυτούς τους έλε­γαν προς εκεί­νους, οι οποί­οι είχαν τους απο­στεί­λει για να συλ­λά­βουν τον Ιησού, δηλα­δή προς τους Φαρι­σαί­ους, προς εκεί­νους, οι οποί­οι πολε­μού­σαν Αυτόν και τα πάν­τα έκα­ναν για τον σκο­πό αυτό. Διό­τι λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής: «λθον ον ο πηρέ­ται πρς τος ρχιε­ρες κα Φαρι­σαί­ους, κα επον ατος κενοι· δια­τί οκ γάγε­τε ατόν; (:επει­δή λοι­πόν κανείς δεν μπο­ρού­σε να τον συλ­λά­βει, γύρι­σαν άπρα­κτοι οι υπη­ρέ­τες στους αρχιε­ρείς και τους Φαρι­σαί­ους. Και εκεί­νοι τους ρώτη­σαν: “Για­τί δεν τον φέρα­τε, αφού και δημο­σί­ως εμφα­νί­στη­κε και πολ­λοί απ’ το πλή­θος τον άκου­γαν με δυσμέ­νεια και ήταν έτοι­μοι να σας βοη­θή­σουν μη σας δια­φύ­γει;)»[Ιω. 7,45].

Το ότι επέ­στρε­ψαν ήταν πολύ σπου­δαιό­τε­ρο από το να έμε­ναν. Διό­τι εάν παρέ­με­ναν κον­τά στον Χρι­στό, θα απαλ­λάσ­σον­ταν βέβαια από την ενό­χλη­ση των Φαρι­σαί­ων, όμως τώρα που επέ­στρε­ψαν σε εκεί­νους που τους είχαν απο­στεί­λει για να Τον συλ­λά­βουν, γίνον­ται κήρυ­κες της σοφί­ας του Χρι­στού και σε μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό δεί­χνουν το θάρ­ρος τους· και δεν λένε: «Δεν μπο­ρέ­σα­με να Τον συλ­λά­βου­με εξαι­τί­ας του όχλου», δεδο­μέ­νου ότι ο κόσμος πρό­σε­χε εκεί­νη τη στιγ­μή τη διδα­σκα­λία Του, όπως σε προ­φή­τη, αλλά τι λένε: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλη­σε κανέ­νας όπως αυτός ο άνθρω­πος».

Αν και μπο­ρού­σαν βέβαια να δώσουν εκεί­νη την απάν­τη­ση για να δικαιο­λο­γη­θούν, ότι τάχα δηλα­δή δεν μπό­ρε­σαν να εκπλη­ρώ­σουν την απο­στο­λή τους εξαι­τί­ας του κόσμου που παρα­κο­λου­θού­σε με προ­σο­χή τότε τα λόγια του Ιησού, εντού­τοις απο­κα­λύ­πτουν τη δική τους ορθή γνώ­μη· διό­τι η απάν­τη­ση αυτή, η οποία δόθη­κε, είναι ανθρώ­πων, οι οποί­οι όχι μόνο θαυ­μά­ζουν Εκεί­νον, αλλά και κατη­γο­ρούν τους Φαρι­σαί­ους ότι τους έστει­λαν για να δέσουν και να συλ­λά­βουν Αυτόν, τον οποίο έπρε­πε να ακού­νε· και όμως δεν άκου­σαν βέβαια κάποια μακρά ομι­λία, αλλά μία σύν­το­μη σε διάρ­κεια· διό­τι όταν η σκέ­ψη είναι αμε­ρό­λη­πτη, δεν υπάρ­χει ανάγ­κη για πολ­λά λόγια και μεγά­λης διάρ­κειας ομι­λί­ες· τέτοια είναι η δύνα­μη της αλή­θειας.

Τι κάνουν λοι­πόν οι Φαρι­σαί­οι; Ενώ έπρε­πε να έρθουν σε συναί­σθη­ση και να κατα­συν­τρι­βούν από τα λεγό­με­να, κάνουν το αντί­θε­το, δηλα­δή αντα­πο­δί­δουν κατη­γο­ρία προς τους υπη­ρέ­τες, λέγον­τας: «Μ κα μες πεπλά­νη­σθε;(:Μήπως παρα­συρ­θή­κα­τε κι εσείς, που είστε πάν­το­τε κον­τά μας και ακού­τε τη διδα­σκα­λία μας, και έχε­τε πλα­νη­θεί απ’ αυτόν, όπως τα αμα­θή πλή­θη του λαού;)»[Ιω.7,47]. Επι­πλέ­ον τους κολα­κεύ­ουν και δεν μιλούν με από­το­μο ύφος και βαριές εκφρά­σεις, φοβού­με­νοι μήπως τελεί­ως απο­σχι­σθούν από αυτούς, αλλά εκδη­λώ­νουν την οργή τους και ομι­λούν με προ­σε­κτι­κή χρή­ση εκφρά­σε­ων, διό­τι ενώ έπρε­πε να ρωτή­σουν τι είπε και να θαυ­μά­σουν όσα ειπώ­θη­καν από τον Ιησού, ούτε αυτό κάνουν(διότι γνώ­ρι­ζαν ότι θα ήταν δυνα­τόν να σαγη­νευ­θούν και εκεί­νοι από τα λόγια Του), αλλά και από μια από­δει­ξη λίαν ανόη­τη ορμώ­με­νοι δια­τυ­πώ­νουν προς τους υπη­ρέ­τες τον παρα­κά­τω συλ­λο­γι­σμό· δηλα­δή λένε: «Μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν κ τν Φαρι­σαί­ων;(:Μήπως πίστε­ψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχον­τες, που είναι οι μόνοι αρμό­διοι να κρί­νουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζητή­μα­τα, ή από τους Φαρι­σαί­ους, που είναι άγρυ­πνοι φύλα­κες των παρα­δό­σε­ων και της αλη­θι­νής πίστεως;Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστε­ψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊ­κό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι)»[Ιω.7,48].Πες μου, την κατη­γο­ρία αυτή την στρέ­φεις κατά του Χρι­στού και όχι κατά όσων δεν πίστε­ψαν;

«λλ᾿ χλος οτος μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι!(:κανείς απ’ αυτούς δεν πίστε­ψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊ­κό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι)»[Ιω.7,49].Αυτή βέβαια είναι η σπου­δαιό­τε­ρη κατη­γο­ρία σε βάρος σας, ότι ο μεν όχλος πίστε­ψε, ενώ εσείς δεν πιστέ­ψα­τε. Και όμως εκεί­νοι επι­τε­λού­σαν τα καθή­κον­τα όσων γνω­ρί­ζουν τον νόμο, πώς λοι­πόν είναι επι­κα­τά­ρα­τοι; Εσείς βεβαί­ως είστε επι­κα­τά­ρα­τοι, οι οποί­οι δεν τηρεί­τε τον νόμο· όχι εκεί­νοι οι οποί­οι υπα­κού­ουν στον νόμο. Δεν έπρε­πε λοι­πόν από αυτούς που δεν πίστευαν, να κατη­γο­ρεί­ται Εκεί­νος, στον οποίο δεν πίστευαν· διό­τι δεν είναι σωστός αυτός ο τρό­πος.

«Επει­δή και εσείς δεν πιστέ­ψα­τε στον Θεό», όπως λέγει ο Παύ­λος: «Τί γρ ε πίστη­σάν τινες; μ πιστία ατν τν πίστιν το Θεο καταρ­γή­σει;(:και το προ­νό­μιο αυτό, να κατέ­χουν αυτοί τις επαγ­γε­λί­ες και υπο­σχέ­σεις του Θεού, δεν εκμη­δε­νί­στη­κε· διό­τι τι σημα­σία έχει αν μερι­κοί από τους Ιου­δαί­ους έδει­ξαν απι­στία; Μήπως η απι­στία τους θα καταρ­γή­σει την αξιο­πι­στία και την αλή­θεια του Θεού;)»[Ρωμ.3,3]· διό­τι και οι προ­φή­τες τούς κατη­γο­ρού­σαν πάν­το­τε λέγον­τας: «κού­σα­τε λόγον Κυρί­ου, ρχον­τες Σοδό­μων(:Ακού­στε λοι­πόν, τα λόγια του Κυρί­ου εσείς, οι άρχον­τες, οι οποί­οι για τις δικές σας αμαρ­τί­ες και τις αμαρ­τί­ες του λαού σας αξί­ζει να ονο­μά­ζε­στε άρχον­τες Σοδό­μων)»[Ησ. 1,10] και «ο ρχον­τές σου πει­θοσι(:οι άρχον­τές σου είναι απει­θείς απέ­ναν­τι του Θεού)»[Ησ. 1,23]. Και πάλι: «Οχ μν στι το γνναι τ κρί­μα;(:καθή­κον σας δεν είναι να γνω­ρί­ζε­τε, να απο­δί­δε­τε και να εφαρ­μό­ζε­τε το δίκαιο;)» [Μιχ.3,1] και παν­τού με βαριές εκφρά­σεις τούς επι­τι­μούν. Τι λοι­πόν; Μήπως κανείς θα κατη­γο­ρή­σει γι’ αυτό ακό­μη και τον Θεό; Απο­μά­κρυ­νε μια τέτοια σκέ­ψη από τον νου σου· διό­τι εκεί­νους βαρύ­νει η κατη­γο­ρία. Διό­τι ποιο άλλο σημείο θα θεω­ρού­σε κανείς του ότι δεν γνω­ρί­ζε­τε εσείς τον νόμο, παρά το ότι δεν υπα­κού­ε­τε;

Επει­δή λοι­πόν οι Φαρι­σαί­οι ισχυ­ρί­στη­καν ότι δεν πίστε­ψε στον Ιησού κανέ­νας από τους άρχον­τες παρά μόνο αυτοί που «δεν γνώ­ρι­ζαν τον νόμο», στη συνέ­χεια τούς ελέγ­χει ο Νικό­δη­μος λέγον­τας τα εξής: «Μ νόμος μν κρί­νει τν νθρω­πον, ἐὰν μ κούσ παρ᾿ ατο πρό­τε­ρον κα γν τί ποιε;(: Μήπως ο νόμος μας μπο­ρεί να κατα­δι­κά­σει έναν άνθρω­πο, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν τον ακού­σει ο δικα­στής που εκπρο­σω­πεί τον μωσαϊ­κό νόμο και μάθει από την απο­λο­γία του τι αξιο­κα­τά­κρι­το και αξιό­ποι­νο έκα­νε;)»[Ιω.7,51].Δηλαδή δεί­χνει ότι αυτοί ούτε γνω­ρί­ζουν τον νόμο, ούτε εφαρ­μό­ζουν τον νόμο· διό­τι εάν εκεί­νος μεν δια­τάσ­σει να μη θανα­τώ­σουν κανέ­να άνθρω­πο, πριν να τον ακού­σουν προ­η­γου­μέ­νως να απο­λο­γεί­ται, αυτοί όμως, πριν ακού­σουν τον Ιησού, έσπευ­σαν για να Τον θανα­τώ­σουν, είναι παρα­βά­τες του νόμου.

Και επει­δή είπαν ότι κανέ­νας από τους άρχον­τες δεν πίστε­ψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό σημειώ­νει επι­προ­σθέ­τως ο Ευαγ­γε­λι­στής ότι ήταν ο Νικό­δη­μος «ες ν ξ ατν(:που ήταν ένας από αυτούς, διό­τι ήταν και αυτός μέλος του συνε­δρί­ου)»[Ιω.7,50], απο­δει­κνύ­ον­τας ότι και άρχον­τες πίστε­ψαν σε Αυτόν· δεν έδει­χναν βέβαια το απαι­τού­με­νο θάρ­ρος, γίνον­ταν όμως οπα­δοί του Χρι­στού.

Πρό­σε­ξε επί­σης πώς και με πόση επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα και προ­σο­χή στις εκφρά­σεις του κάνει τον έλεγ­χό του προς αυτούς ο Νικό­δη­μος· διό­τι δεν είπε: «Εσείς θέλε­τε να θανα­τώ­σε­τε Αυτόν, και απλώς χωρίς καμία δίκη Τον κατα­δι­κά­ζε­τε ως πλά­νο και απα­τε­ώ­να», αλλά μίλη­σε με ηπιό­τε­ρο τρό­πο, θέλον­τας να ανα­κό­ψει την απε­ρί­γρα­πτη ορμή τους, όπως επί­σης και την απε­ρι­σκε­ψία τους και την επι­θυ­μία τους για φόνο. Για τον λόγο αυτό, στρέ­φει τον λόγο του σύμ­φω­να με τον μωσαϊ­κό νόμο, λέγον­τας: «ν μ κούσ παρ᾿ ατο πρό­τε­ρον κα γν τί ποιε(:Μήπως ο νόμος μας μπο­ρεί να κατα­δι­κά­σει έναν άνθρω­πο, εάν προ­η­γου­μέ­νως δεν τον ακού­σει ο δικα­στής που εκπρο­σω­πεί το νόμο και μάθει από την απο­λο­γία του τι αξιο­κα­τά­κρι­το και αξιό­ποι­νο έκα­νε;)»[Ιω.7,51].Ώστε υφί­στα­ται ανάγ­κη όχι απλής ακρο­ά­σε­ως, αλλά προ­σε­κτι­κής ακρο­ά­σε­ως και ακρι­βούς εξε­τά­σε­ως του προς εκδί­κα­ση θέμα­τος. Διό­τι αυτό σημαί­νει η φρά­ση «κα γν τί ποιε(:και να μάθει από την απο­λο­γία Του τι αξιο­κα­τά­κρι­το και αξιό­ποι­νο έκα­νε)», τι θέλει και για­τί και για ποιο σκο­πό και μήπως απέ­βλε­πε στην ανα­τρο­πή της πολι­τεί­ας ως κάποιος εχθρός. Επει­δή λοι­πόν βρέ­θη­καν σε αμη­χα­νία, καθώς είχαν πει ότι κανέ­νας από τους άρχον­τες δεν πίστε­ψε σε Αυτόν, ούτε με οξύ­τη­τα, ούτε με ηπιό­τη­τα δεν φέρ­θη­καν απέ­ναν­τι στον Νικό­δη­μο.

Πες μου λοι­πόν, ποια λογι­κή σχέ­ση έχει, όταν ο Νικό­δη­μος τούς είπε ότι ο νόμος τους δεν κρί­νει κανέ­να χωρίς πρώ­τα να απο­λο­γη­θεί, η απάν­τη­σή τους: «Μ κα σ κ τς Γαλι­λαί­ας ε;(:Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλι­λαία;)»[Ιω.7,52]. Διό­τι, ενώ έπρε­πε να απο­δεί­ξουν ότι έστει­λαν υπη­ρέ­τες προς Αυτόν να Τον καλέ­σουν όχι χωρίς λόγο, ή ότι δεν πρέ­πει να δοθεί σε Αυτόν το δικαί­ω­μα να ομι­λή­σει, με περισ­σό­τε­ρο αγροί­κο και περισ­σό­τε­ρο οργί­λο τρό­πο δια­τυ­πώ­νουν την αντίρ­ρη­ση: «ρεύ­νη­σον κα δε τι προ­φή­της κ τς Γαλι­λαί­ας οκ γήγερ­ται(:εξέ­τα­σε και εύκο­λα θα δεις και θα πει­στείς από τα πράγ­μα­τα ότι κανείς προ­φή­της από τη Γαλι­λαία δεν έχει βγει έως τώρα)»[Ιω.7,52].Διό­τι τι είπε ο άνθρω­πος; Είπε ότι ο Χρι­στός είναι προ­φή­της; Είπε ότι δεν πρέ­πει να θανα­τω­θεί χωρίς να δικα­στεί. Αυτοί όμως κατά τρό­πο προ­σβλη­τι­κό, απηύ­θυ­ναν αυτούς τους λόγους προς αυτόν, σαν να μην είχε καμία γνώ­ση περί των Γρα­φών· σαν να έλε­γε δηλα­δή κανείς στον Νικό­δη­μο: «Πήγαι­νε και μάθε». Διό­τι αυτό σημαί­νει η φρά­ση «ρεύ­νη­σον κα δε».

Τι πράτ­τει λοι­πόν ο Χρι­στός; Επει­δή πάν­το­τε ανέ­φε­ραν τη Γαλι­λαία και τον προ­φή­τη, θέλον­τας να απαλ­λά­ξει όλους από αυτήν την ανάρ­μο­στη υπο­ψία και να απο­δεί­ξει ότι δεν είναι ένας από τους προ­φή­τες, αλλά του κόσμου Δεσπό­της, λέγει: «γώ εμι τ φς το κόσμου(:Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιου­δαί­ων αλλά ολό­κλη­ρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]· όχι μόνο της Γαλι­λαί­ας, όχι μόνο της Παλαι­στί­νης, ούτε μόνο της Ιου­δαί­ας.

Τι απαν­τούν λοι­πόν οι Ιου­δαί­οι; «Σ περ σεαυ­το μαρ­τυ­ρες· ἡ μαρ­τυ­ρία σου οκ στιν ληθής(:Εσύ δίνεις μαρ­τυ­ρία για το πρό­σω­πό σου συστή­νον­τας εγωι­στι­κά τον εαυ­τό σου. Για τη μαρ­τυ­ρία σου όμως αυτή δεν εγγυά­ται κανείς ότι είναι αλη­θι­νή και ότι δεν προ­έρ­χε­ται από φιλαυ­τία και αυτο­θαυ­μα­σμό’’)»[Ιω.8,13].Πόση ανο­η­σία! Τους παρέ­πεμ­πε συνε­χώς στις Γρα­φές και στην αδιά­ψευ­στη μαρ­τυ­ρία τους και αυτοί λένε «Σ περ σεαυ­το μαρ­τυ­ρες». Ποια μαρ­τυ­ρία έδω­σε λοι­πόν για τον Εαυ­τό Του; «γώ εμι τ φς το κόσμου(:εγώ είμαι το φως ολό­κλη­ρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]. Μέγας είναι ο λόγος αυτός, αλη­θώς μέγας· αλλά δεν τους τάρα­ξε πολύ, εφό­σον ούτε εξι­σώ­νει τώρα τον εαυ­τό Του με τον Πατέ­ρα, ούτε είπε ότι είναι Υιός Εκεί­νου, ούτε ότι είναι Θεός, αλλά είπε τότε ότι είναι Φως.

Ήθε­λαν μεν και αυτόν τον λόγο να ανα­τρέ­ψουν· και αυτός βεβαί­ως ο λόγος είναι πολύ σπου­δαιό­τε­ρος από τον λόγο: « κολουθν μο ο μ περι­πα­τήσ ν τ σκο­τί, λλ᾿ ξει τ φς τς ζως(:Εκεί­νος που με ακο­λου­θεί με πλή­ρη εμπι­στο­σύ­νη και ελπί­δα και με πρό­θυ­μη υπα­κοή στα λόγια μου, δεν θα περ­πα­τή­σει ούτε θα βρε­θεί ποτέ στο σκο­τά­δι της πλά­νης και της αμαρ­τί­ας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωη­φό­ρο και πνευ­μα­τι­κό φως, που προ­έρ­χε­ται από την αλη­θι­νή ζωή, τον Θεό)»[Ιω.8,12], λέγει ο Ιησούς εννο­ών­τας το φως και το σκο­τά­δι από νοη­τής από­ψε­ως· δηλα­δή λέγον­τας αυτά εννο­εί ότι ο άνθρω­πος που Τον ακο­λου­θεί, δεν παρα­μέ­νει στην πλά­νη.

Εδώ και τον Νικό­δη­μο προ­σελ­κύ­ει και παρορ­μά, διό­τι έδει­ξε μέγα θάρ­ρος και τους υπη­ρέ­τες επαι­νεί, για αυτό που είχαν κάνει. Διό­τι το να φωνά­ξει δυνατά[βλ. Ιω.7,37: «ν δ τ σχάτ μέρ τ μεγάλ τς ορτς εστή­κει ησος κα κρα­ξε λέγων· ‘’άν τις διψ, ρχέ­σθω πρός με κα πινέ­τω’’(:την τελευ­ταία και πιο επί­ση­μη ημέ­ρα απ’ όλες τις άλλες ημέ­ρες της εορ­τής στά­θη­κε όρθιος ο Ιησούς και με ζωη­ρή φωνή είπε: “Εάν κανείς αισθά­νε­ται πόθο και δίψα όχι για αγα­θά υλι­κά και φθαρ­τά, αλλά για την εσω­τε­ρι­κή γαλή­νη και τη μακα­ριό­τη­τα της θεί­ας ζωής, ας έρχε­ται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύ­θε­ρα. Κον­τά μου θα ικα­νο­ποι­η­θούν όλοι οι ευγε­νι­κοί πόθοι και θα βρει ανά­παυ­ση η ψυχή του”)»] είναι γνώ­ρι­σμα ανθρώ­που ο οποί­ος θέλει με αυτόν τον τρό­πο να τους προ­ε­τοι­μά­σει ώστε να ακού­σουν τα λόγια του· συγ­χρό­νως επί­σης υπαι­νίσ­σε­ται και αυτούς οι οποί­οι εξυ­φαί­νουν δόλια σχέ­δια στα κρυ­φά και στο σκο­τά­δι και στην πλά­νη· αλλά δεn θα υπε­ρι­σχύ­σουν του φωτός.

Και στον Νικό­δη­μο υπεν­θυ­μί­ζει τους λόγους εκεί­νους, τους οποί­ους προ­η­γου­μέ­νως έλε­γε: «Πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ λεγ­χθ τ ργα ατο(:διό­τι καθέ­νας που επι­μέ­νει να κάνει έργα πονη­ρά και κακά, δεν αδια­φο­ρεί απλώς, αλλά απο­στρέ­φε­ται το φως. Και δεν έρχε­ται στο φως, για να μη γίνε­ται φανε­ρή η ασχή­μια και η ανη­θι­κό­τη­τα των έργων του και προ­κλη­θεί έτσι η απο­δο­κι­μα­σία του και η εξέ­γερ­ση της συνει­δή­σε­ώς του)»[Ιω.3,20]· διό­τι επει­δή έλε­γαν ότι κανέ­νας από τους άρχον­τες δεν πίστε­ψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό λέγει: «Πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς», απο­δει­κνύ­ον­τας ότι η μη προ­σέ­λευ­σή τους κον­τά στον Ιησού δεν οφει­λό­ταν στην αδυ­να­μία του φωτός, αλλά στη διε­στραμ­μέ­νη γνώ­μη τη δική τους[…].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λία ΝΑ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 13α, σελί­δες 426–437 και 444–453 .

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 73, σελ. 252–260 και τόμος 74, σελ.11–19.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Ὅταν βάζουν ἕνα σπό­ρο στὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ πρέ­πει νὰ τὸν ἀγγί­ξει ἡ δύνα­μη τῆς ζέστης, καθὼς καὶ τὸ φώς. Ὅταν φυτεύ­ουν ἕνα δέν­τρο, πρέ­πει νὰ τὸ ἀγγί­ξει ἡ δύνα­μη τοῦ ἀνέ­μου, γιὰ νὰ τὸ κάνει δυνα­τό, νὰ ριζώ­σει.

Ὅταν κάποιος φτιά­χνει ἕνα σπί­τι, ἀνα­ζη­τεῖ τὴ δύνα­μη τῆς προ­σευ­χῆς, γιὰ νὰ τὸ καθα­γιά­σει.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στὸς ἔσπει­ρε τὸν πολυ­τι­μό­τε­ρο σπό­ρο στὸν ἀγρὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ χρεια­ζό­ταν ἡ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος νὰ τὸν ἀγγί­ξει, νὰ τὸν ζεστά­νει καὶ νὰ τὸν φωτί­σει, γιὰ ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ φύτε­ψε τὸ Δέν­τρο τῆς Ζωῆς στοὺς ἄγριους κι ἀκαλ­λιέρ­γη­τους ἀγροὺς τοῦ θανά­του. Ὁ δυνα­τὸς ἄνε­μος τοῦ Πνεύ­μα­τος ἦταν ἀναγ­καῖ­ος γιὰ νὰ πνεύ­σει πάνω του καὶ νὰ καθα­γιά­σει τὸ Δέν­τρο τῆς Ζωῆς.

Ἡ προ­αιώ­νια σοφία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἑτοι­μά­σει τὰ κατοι­κη­τή­ριά Του στὶς ἐκλε­κτὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Καὶ τὸ Πνεῦ­μα τῆς δύνα­μης καὶ τῆς σοφί­ας τοῦ Θεοῦ ἔπρε­πε νὰ κατε­βεῖ στὰ κατοι­κη­τή­ρια αὐτὰ καὶ νὰ τὰ καθα­γιά­σει.

Ὁ Θεῖ­ος Νυμ­φί­ος εἶχε δια­λέ­ξει τὴ Νύμ­φη Του, τήν Ἐκκλη­σία τῶν ἁγνῶν ψυχῶν, κι ἔπρε­πε νὰ κατε­βεῖ τὸ Πνεῦ­μα τῆς αἰώ­νιας χαρᾶς καὶ εὐφρο­σύ­νης γιὰ νὰ ἑνώ­σει γῆ καὶ οὐρα­νὸ μ’ ἕνα δαχτυ­λί­δι, νὰ στο­λί­σει τὴ Νύμ­φη μὲ γαμή­λια στο­λή.

Ὅλα ἔγι­ναν ὅπως εἶχαν προ­φη­τευ­τεί. Ὁ Κύριος εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ πῶς θὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Καὶ ἦρθε. Ποιός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­σχε­θεῖ τὴν κάθο­δο τοῦ παν­το­δύ­να­μου Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ Ἐκεῖ­νον ποὺ γνώ­ρι­ζε πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα θὰ ὑπά­κουε καὶ θὰ ἐρχό­ταν; Σὲ ποιόν θὰ ἔδει­χνε τέτοια ὑπα­κοὴ τὸ παν­το­δύ­να­μο Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖ­νον, στὸν Ὁποῖο τρέ­φει τέλεια ἀγά­πη;

Ἀλή­θεια, πόσο τέλεια εἶναι ἡ ἀγά­πη ποὺ εἶναι πρό­θυ­μη νὰ κάνει τέλεια ὑπα­κοή! Ἡ τέλεια αὐτὴ ἀγά­πη δὲν μπο­ρεῖ μὲ ἄλλον τρό­πο νὰ ἐκφρα­στεῖ τέλεια, παρὰ μόνο μὲ τὴν τέλεια ὑπα­κοή. Ἡ ἀγά­πη εἶναι πάν­τα ἄγρυ­πνη, πρό­θυ­μη καὶ ἕτοι­μη νὰ ὑπα­κού­σει στὸν ἀγα­πη­μέ­νο. Κι ἀπὸ τὴν τέλεια ὑπα­κοὴ προ­έρ­χε­ται, σὰν ἀτμὸς ἀπὸ μέλι καὶ γάλα, ἡ τέλεια χαρά, ποὺ προσ­δί­δει στὴν ἀγά­πη ἐξαί­σιο κάλ­λος.

Ὁ Πατέ­ρας ἔχει τέλεια ἀγά­πη πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ὁ Υἱὸς ἔχει τέλεια ἀγά­πη πρὸς τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα καὶ τὸ Πνεῦ­μα ἔχει τέλεια ἀγά­πη πρὸς τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸν Υἱό. Χάρη σ’ αὐτὴν τὴν τέλεια ἀγά­πη ὁ Πατέ­ρας εἶναι πρό­θυ­μος ὑπη­ρέ­της τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅπως ὁ Υἱὸς εἶναι τοῦ Πατέ­ρα καὶ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ τὸ Πνεῦ­μα εἶναι τοῦ Πατέ­ρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Δὲν ὑπάρ­χει ἀγά­πη στὸ δημιουρ­γη­μέ­νο κόσμο ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἀμοι­βαία ἀγά­πη τῶν θεί­ων Προ­σώ­πων, ὅπως καὶ καμιὰ ἀνθρώ­πι­νη ὑπα­κοὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν ἀμοι­βαία ὑπα­κοή Τους.

«Τὸ ἔργον ἐτε­λεί­ω­σα ὸ δέδω­κάς μοὶ ἶνα ποι­ή­σω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). «Γενη­θή­τω τὸ θέλη­μά σου» (Ματθ. στ’ 10). Δὲ δεί­χνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Υἱοῦ στὸν Πατέ­ρα Του;

«Πάτερ… ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάν­το­τε μοῦ ἀκού­εις» (Ἰωάν. ἰα’ 41,42), εἶπε ὁ Χρι­στὸς ὅταν ἀνά­στη­σε τὸ Λάζα­ρο. Σὲ μιὰν ἄλλη περί­πτω­ση ἀργό­τε­ρα ἔκρα­ξε: «Πάτερ, δόξα­σόν σου τὸ ὄνο­μα. ἦλθεν οὔν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ ἐδό­ξα­σα καὶ πάλιν δοξά­σω» (Ἰωάν. ἴβ’ 28). Δὲ δεί­χνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Πατέ­ρα στὸν Υἱό;

«Καὶ ἐγὼ ἐρω­τή­σω τὸν πατέ­ρα καὶ ἄλλον παρά­κλη­τον δώσει ὑμῖν, ἶνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶ­να» (Ἰωάν. ἴδ’ 16): «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παρά­κλη­τος ὄν ἐγὼ πέμ­ψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός… καὶ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπο­ρεύ­ε­ται, ἐκεῖ­νος μαρ­τυ­ρή­σει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ἰε’ 26). Κι ἔτσι ἔγι­νε. Τὴν ἡμέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ὁ Παρά­κλη­τος, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀλη­θεί­ας, κατέ­βη­κε σ’ ἐκεί­νους πού εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ ὁ Υἱός. Δὲ δεί­χνει αὐτὸ τὴν τέλεια ὑπα­κοὴ τοῦ Πνεύ­μα­τος στὸν Υἱό;

Νά, ποιός εἶναι ὁ σωτή­ριος κανό­νας ποὺ συνι­στᾷ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος σὲ ὅλους τοὺς πιστούς: «Τὴ τιμὴ ἀλλή­λους προ­η­γού­με­νοι» (Ρωμ. ἴβ’ 10). Ὁ κανό­νας αὐτὸς ἐφαρ­μό­ζε­ται τέλεια στὰ πρό­σω­πα τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας. Κάθε Πρό­σω­πο προ­σπα­θεῖ νὰ δώσει μεγα­λύ­τε­ρη τιμὴ στ’ ἄλλα δύο, ὄχι στὸν Ἑαυ­τό Του. Μέ τον ἴδιο τρό­πο ἐπι­θυ­μεῖ μὲ τὴν ὑπα­κοὴ νὰ εἶναι χαμη­λό­τε­ρα ἀπὸ τ’ ἄλλα δύο. Ἄν δὲν ὑπῆρ­χε αὐτὴ ἡ γλυ­κιὰ καὶ ἁγία προ­σπά­θεια κάθε Προ­σώ­που τῆς Ἁγί­ας Τριά­δας νὰ τιμή­σει τ’ ἄλλα δύο καὶ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο κατώ­τε­ρο μὲ τὴν ὑπα­κοή, ποὺ πηγά­ζει ἀπὸ τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη ἀγά­πη ποὺ δια­θέ­τει ὁ καθέ­νας γιὰ τοὺς ἄλλους δύο, ἡ Ἁγία Τριά­δα θὰ ἦταν ἕνα ἀδια­φο­ρο­ποί­η­το Πρό­σω­πο.

Μὲ τὴν ἀπε­ριό­ρι­στη ἀγά­πη ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα γιὰ τὸν Υἱό, ἔσπευ­σε μὲ ἀπε­ριό­ρι­στη ὑπα­κοὴ νὰ ἐκπλη­ρώ­σει τὴν ἐπι­θυ­μία τοῦ Υἱοῦ καὶ κατέ­βη­κε τὸν ὁρι­σμέ­νο χρό­νο στοὺς ἀπο­στό­λους. Ὁ Υἱὸς ἦταν βέβαιος πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα θὰ ὑπά­κουε, γι’ αὐτὸ κι ἔδω­σε τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ὑπό­σχε­ση γιὰ τὴν κάθο­δο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στοὺς ἀπο­στό­λους. «Καθί­σα­τε ἐν τῇ πόλει Ἱερου­σα­λὴμ ἕως οὐ ἐνδύ­ση­σθε δύνα­μιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κι’ 49), τοὺς εἶπε. Μὴ ρωτή­σε­τε πῶς ἤξε­ρε ὁ Κύριος ἀπὸ πρὶν ὅτι αὐτὴ ἡ δύνα­μις ἐξ ὕψους, τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, θὰ ἤθε­λε νὰ κατε­βεῖ στοὺς ἀπο­στό­λους. Ὁ Κύριος δὲν ἤξε­ρε μόνο αὐτὸ προ­κα­τα­βο­λι­κά, ἀλλὰ κι ὅλα ὅσα ἐπρό­κει­το νὰ γίνουν ὡς τὴ συν­τέ­λεια τοῦ κόσμου, ὅπως καί μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἄν ὅμως ἐμβα­θύ­νου­με περισ­σό­τε­ρο στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο περι­στα­τι­κό, θὰ δοῦ­με πῶς ἡ προ­ό­ρα­ση αὐτὴ κι ἡ πρόρ­ρη­ση τοῦ Κυρί­ου γιὰ τὴν κάθο­δο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀνα­φέ­ρε­ται μόνο στὸ ἐξω­τε­ρι­κὸ φαι­νό­με­νο τῆς καθό­δου αὐτῆς. Δὲν ἀγγί­ζει τὴ συμ­φω­νία καὶ τὴ θέλη­ση τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος νὰ κάνει τὸ θέλη­μα τοῦ Υἱοῦ καὶ νὰ κατε­βεῖ. Προ­τοῦ μιλή­σει ὁ Κύριος γιὰ τὴν κάθο­δο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, γνώ­ρι­ζε ἤδη πῶς εἶχε τὴν ἑτοι­μό­τη­τα καὶ τὴν προ­θυ­μία τοῦ Πνεύ­μα­τος γιὰ νὰ συγ­κα­τα­τε­θεί. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα μίλη­σε μέσα ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ γιὰ τὴν κάθο­δό Του. Δὲ λέει στὸ εὐαγ­γέ­λιο πῶς ὁ Χρι­στὸς ἦταν «πλή­ρης Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου» (Λουκ. δ’ 1); Δὲν ὁμο­λό­γη­σε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς στὴ Ναζα­ρὲτ πῶς σ’ Αὐτὸν εἶχε ἐκπλη­ρω­θεῖ ἡ προ­φη­τεία τοῦ Ἠσα­ΐα: «Πνεῦ­μα Κυρί­ου ἐπ ἐμέ, οὖ εἴνε­κεν ἔχρι­σὲ μέ, εὐαγ­γε­λί­σα­σθαι πτω­χοῖς ἀπέ­σταλ­κέ μέ» (Λουκ. δ’ 18); Εἶναι σαφὲς πῶς ὁ Υἱὸς βρί­σκε­ται σὲ ἀδιά­λει­πτη ἐπι­κοι­νω­νία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ὅπως καὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα, μὲ ἀμοι­βαία ἀγά­πη καὶ ὑπα­κοή. Τὸ ἔχρι­σὲ μὲ σημαί­νει τὴν πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ζων­τα­νὴ παρου­σία τοῦ Πνεύ­μα­τος σὲ κάποιο πρό­σω­πο, ἢ ὑπό­σχε­ται κάποια συνερ­γα­σία μὲ τὸ ἴδιο Πνεῦ­μα καὶ τὸ Πνεῦ­μα δὲν τὸ ξέρει ἀπὸ πρίν; Τὸ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἦταν παρὸν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὅπως καὶ ὅτι συμ­φω­νοῦ­σε μὲ κάθε λόγο, κάθε πρά­ξη καὶ κάθε ὑπό­σχε­ση τοῦ Ἰησοῦ, μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο.

Ἕν δὲ τὴ ἐσχά­τη ἡμέ­ρα τὴ μεγά­λη τῆς ἑορ­τῆς, εἴστη­κει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκρα­ζε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέ­σθω πρὸς μὲ καὶ πινέ­τω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Ἐδῶ ἀνα­φέ­ρε­ται ἡ γιορ­τὴ τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας1, ποὺ γιορ­τά­ζε­ται τὸ φθι­νό­πω­ρο. Τὴ γιορ­τὴ αὐτὴ τὴ γιόρ­τα­ζαν τὸν ἕβδο­μο μῆνα, σύμ­φω­να μὲ τὸν ὑπο­λο­γι­σμὸ τῶν Ἰου­δαί­ων. Ἡ τελευ­ταία μέρα (ἡ ἕβδο­μη), εἶχε μιὰ ἰδιαί­τε­ρη μεγα­λο­πρέ­πεια, τὴν ὀνό­μα­ζαν μεγά­λη.

Τότε λοι­πὸν κραύ­γα­σε ὁ Κύριος πρὸς τὸ πλῆ­θος: ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέ­σθω πρὸς μὲ καὶ πινέ­τω. Στὴν ἄνυ­δρη περιο­χὴ τῆς Ἱερου­σα­λὴμ ἦταν δύσκο­λο νὰ βρεῖ κανεὶς νερὸ ἀπὸ τίς συνη­θι­σμέ­νες πηγές, γιὰ νὰ καλύ­ψει τὸ μεγά­λο ὄγκο τῶν ἐπι­σκε­πτῶν. Ἔτσι εἰδι­κοὶ νερου­λά­δες κου­βα­λοῦ­σαν νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλω­άμ, γιὰ νὰ τὸ παρα­λά­βουν οἱ νοι­κο­κύ­ρη­δες μὲ δικά τους δοχεῖα. Τί ἦταν ἐκεῖ­νο ποὺ προ­κά­λε­σε τότε τὸν Κύριο νὰ μιλή­σει γιὰ δίψα καὶ γιὰ νερό; Ἴσως οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ παρα­πο­νιοῦν­ταν γιὰ τὴ δίψα τους. Ἴσως παρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸν ἀγῶ­να ποὺ ἔκα­ναν οἱ νερου­λά­δες, νὰ μετα­φέ­ρουν τὸ βαρὺ φορ­τίο τους ἀπὸ τὸ Σιλω­ὰμ μέχρι τὸ λόφο, ὅπου βρι­σκό­ταν ὁ ναός. Ἴσως καὶ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ἦταν ἡ τελευ­ταία μέρα κι ὁ Κύριος θέλη­σε νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὴν ὥρα αὐτὴ γιὰ νὰ προ­βά­λει τὴν ἰδέα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δίψας σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώ­πους μὲ τίς πέτρι­νες καρ­διὲς καὶ νὰ τοὺς προ­σφέ­ρει πνευ­μα­τι­κὸ νερό. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στὴ Σαμα­ρεί­τι­δα: «Ός δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδα­τος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψή­σῃ εἰς τὸν αἰῶ­να» (Ἰωάν. δ’ 14). Καὶ τώρα, καθὼς καλεῖ κάθε διψα­σμέ­νο ἄνθρω­πο, στὸ νοῦ Του εἶχε αὐτὸ τὸ ἴδιο ζωο­ποιὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ νερό: ἐρχέ­σθω πρὸς μὲ καὶ πινέ­τω.

«Ὁ πιστεύ­ων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἢ γρα­φῇ, ποτα­μοὶ ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐτοῦ ρεύ­σου­σιν ὕδα­τος ζῶν­τος. τοῦ­το δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύ­μα­τος οὐ,οὗ ἔμελ­λον λαμ­βά­νειν οἱ πιστεύ­ον­τες εἰς αὐτὸν οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦ­μα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέ­πω ἐδο­ξά­σθη (Ἰωάν. ζ’ 38–39). Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Κύριος ἐπι­διώ­κει νὰ τοὺς τονί­σει τὴν πίστη σ’ Ἐκεῖ­νον. Ὑπό­σχε­ται ἀντα­πό­δο­ση σ’ ἐκεί­νους μόνο ποὺ ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Καὶ ὀρθὴ πίστη σημαί­νει μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἀνα­φέ­ρε­ται στὶς Γρα­φές. Δὲ θέλει νὰ τὸν πιστέ­ψουν οἱ ἄνθρω­ποι ὡς ἕνα τῶν προ­φη­τῶν, ἀφοῦ ὅλοι οἱ προ­φῆ­τες μίλη­σαν γιὰ Ἐκεῖ­νον. Οὔτε καὶ ἱκα­νο­ποιεῖ­ται νὰ τὸν παρο­μοιά­ζουν μὲ Ἠλία τὸ δεύ­τε­ρο ἢ μὲ τὸν Ἰωάν­νη τὸ Βαπτι­στή. Ὁ Ἠλί­ας κι ὁ Ἰωάν­νης ὁ Βαπτι­στὴς ἦταν ἁπλᾶ ὑπη­ρέ­τες τοῦ Θεοῦ, πρό­δρο­μοι τοῦ Κυρί­ου.

Ἡ Ἁγία Γρα­φὴ τὸν ἀνα­φέ­ρει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γεν­νη­μέ­νο ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα προ­αιώ­νια καὶ ἀπὸ τὴν Ὑπε­ρα­γία Θεο­τό­κο ἐν χρό­νῳ. Ὅταν ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος ὁμο­λό­γη­σε τὴν πίστη του, λέγον­τας, «Σὺ εἴ ὁ Χρι­στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶν­τος» (Ματθ. ἴστ’ 16), ὁ ἴδιος ἐγκω­μί­α­σε τὴν πίστη του. Ὅταν οἱ ἄρχον­τες κι οἱ Γραμ­μα­τεῖς προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸν παγι­δεύ­σουν μὲ διά­φο­ρες πονη­ρὲς ἐρω­τή­σεις, τοὺς ἀπο­στό­μω­σε ὁ ἴδιος ἀνα­φέ­ρον­τας λόγια ἀπὸ τὴν Ἁγία Γρα­φή, πῶς καὶ ἀνα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας δὲν ἦταν μόνο υἱὸς Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. κβ’ 42–45). Ἦταν θέλη­μά Τοῦ νὰ τὸν πιστέ­ψουν ὡς τὴ μεγα­λύ­τε­ρη ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ξεπε­ρά­στη­κε κάθε ἄλλη προ­η­γού­με­νη ἀπο­κά­λυ­ψη. Κάθε ἄλλη πίστη εἶναι μάταιη, ὅπως καὶ κάθε ἐλπί­δα κάθε ἀγά­πη εἶναι ἀνώ­φε­λη. Ἡ ἀλη­θι­νὴ πίστη σ’ Ἐκεῖ­νον ὁδη­γεῖ στὴ σωτη­ρία. Κι αὐτὸ μπο­ροῦν νὰ τὸ βεβαιώ­σουν ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Πῶς μπο­ρεῖ νὰ βεβαιω­θεῖ αὐτό; Ἀπὸ τὸ γεγο­νὸς ὅτι ποτα­μοὶ ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐτοῦ ρεύ­σου­σιν ὕδα­τoς ζῶν­τος. Μὲ τὸ ὕδωρ ζῶν ἐδῶ ὑπο­νο­εῖ­ται τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ὅπως ἐξη­γεῖ ὁ εὐαγ­γε­λι­στής: τοῦ­το δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύ­μα­τος. Ὅποιος λοι­πὸν πιστεύ­ει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει νὰ κατοι­κή­σει μέσα του, κι ἀπὸ τὸ σῶμα του θὰ ρεύ­σουν ποτα­μοὶ ὕδα­τος ζῶν­τος. Για­τί ὅμως λέει ἐκ τῆς κοι­λί­ας αὐτοῦ (ἀπὸ τὸ σῶμα του); Ἐπει­δὴ τὸ σῶμα τῶν ἁγί­ων εἶναι κατοι­κη­τή­ριο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀπό­στο­λο: «Ἢ οὐκ οἴδα­τε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τός ἔστιν» (Α ́κόρ. στ’ 19); Αὐτὰ λέει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς πιστούς, στοὺς ὁποί­ους τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα εἶχε ἤδη κατε­βεῖ ἐπει­δὴ πίστευαν στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ στε­νό­τε­ρη ἔννοια, «σῶμα» ἐννο­εῖ­ται ἡ καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που, ἐπει­δὴ εἶναι τὸ κέν­τρο τῆς φυσι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς.

«Υἱέ μου, λέει ὁ Σολο­μῶν, πάσῃ φυλα­κῇ τήρει στὴν καρ­δί­αν, ἐκ γὰρ τού­των ἔξο­δοι ζωῆς» (Παρ. δ’ 23). Κι ὁ προ­φή­της Δαβὶδ ἀπευ­θυ­νό­με­νος στὸ Θεὸ λέει: «Καρ­δί­αν καθα­ρὰν κτί­σον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός. καὶ πνεῦ­μα εὐθὲς ἐγκαί­νι­σον ἐν τοῖς ἐγκά­τοις μοῦ» (Ψαλμ. ν’ 12). Κι ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος λέει στοὺς Γαλά­τες: «… ἐξα­πέ­στει­λεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦ­μα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρ­δί­ας ὑμῶν» (Γαλ. δ’ 6). Ἀπὸ τὴν καρ­διὰ λοι­πόν, σὰν ἀπὸ τὸ μεγα­λύ­τε­ρο ναὸ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ρέει τὸ ζωο­ποιὸ πνεῦ­μα ὡσὰν ἀπὸ ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄνθρω­πο, σωμα­τι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κό. Αὐτὸ ἔχει σὰν συνέ­πεια νὰ γίνει τὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ ὅπλο τοῦ πνεύ­μα­τός του καὶ τὸ πνεῦ­μα του νὰ γίνει ὅπλο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Καθα­ρί­ζε­ται ὁλό­κλη­ρος ὁ ἄνθρω­πος, φωτί­ζε­ται, όχυ­ρώ­νε­ται καὶ ἀθα­να­τί­ζε­ται μὲ τίς ροὲς τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος. Κι ἔτσι ὅλα του τὰ δια­νο­ή­μα­τα, ἡ ἀγά­πη καὶ ἡ ἐνέρ­γεια κατευ­θύ­νον­ται πρὸς τὴν αἰώ­νια ζωή. Τὸ ρεῦ­μα αὐτῆς τῆς ζωῆς ρέει πρὸς τὴν αἰω­νιό­τη­τα καὶ τὸ ρεῦ­μα τῆς αἰω­νιό­τη­τας δια­περ­νᾷ τὴ ζωή του.

Ὅταν ὁ Κύριος τὰ ἔλε­γε αὐτά, οὔπω γὰρ ἤν Πνεῦ­μα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέ­πω ἐδο­ξά­σθη. Δηλα­δὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα δὲν εἶχε ἀκό­μα χορη­γη­θεῖ στοὺς πιστούς, μολο­νό­τι συνυ­πῆρ­χε μὲ τὸν Υἱό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, στὴν πλη­ρό­τη­τα καὶ τὴν ἰσχύ Του, δὲν εἶχε ξεκι­νή­σει ἀκό­μα τὸ ἔργο του στὸν κόσμο. Κι αὐτὸ ἐπει­δὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκό­μα δοξα­στεῖ. Ἡ θυσία Του γιὰ τὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁλο­κλη­ρω­θεῖ, τὸ ἔργο Τοῦ ὡς Σωτῆ­ρα τοῦ κόσμου δὲν εἶχε τελειώ­σει. Στὸ ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας ὁ Πατέ­ρας ἀπο­κτᾷ ἐνερ­γὸ ρόλο, μὲ τὸ νὰ στεί­λει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνερ­γὸς μὲ τὸ νὰ ἐκτε­λέ­σει τὸ ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας ὡς Θεάν­θρω­πος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα εἶναι ἐνερ­γὸ ὅταν ἱδρύ­ει, ἁγιο­ποιεὶ καὶ συνε­χί­ζει τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ. Μὴ νομί­σεις μ’ αὐτὰ ὅμως πῶς ὅταν ὁ Πατέ­ρας εἶναι ἐνερ­γός, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνερ­γός, ὁ Πατέ­ρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν εἶναι ἐνερ­γὸ τὸ “Ἅγιο Πνεῦ­μα, δὲν εἶναι ταυ­τό­χρο­να ὁ Πατέ­ρας καὶ ὁ Υἱός.

Ὅσο ὁ Υἱὸς βρι­σκό­ταν σὲ πλή­ρη ἐνέρ­γεια στὴ γῆ, ὁ Πατέ­ρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἐργά­ζον­ταν μαζί Του. Αὐτὸ φαί­νε­ται στὸ βάπτι­σμα τοῦ Χρι­στοῦ στὸν Ἰορ­δά­νη. Κι ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς, «ὁ πατὴρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργά­ζε­ται, κἀγὼ ἐργά­ζο­μαι» (Ἰωάν. ε’17). Ὁ Πατέ­ρας καὶ ὁ Υἱὸς ἐργά­ζον­ται μαζὶ καὶ ταυ­τό­χρο­να. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ὅπως φαί­νε­ται ἀπὸ τὴν ὑπό­σχε­ση τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ πῶς θὰ στεί­λει στοὺς μαθη­τές Του τὸ Πνεῦ­μα, τὸν Παρά­κλη­το, ἐνῶ κι ὁ ἴδιος θὰ παρα­μεί­νει μαζί τους πάσας τὰς ἡμέ­ρας καὶ ἕως τῆς συν­τε­λεί­ας τοῦ αἰῶ­νος. Ὁ τρια­δι­κὸς Θεὸς εἶναι ὁμο­ού­σιος καὶ ἀδιαί­ρε­τος. Γιὰ τὸ δημιουρ­γη­μέ­νο κόσμο ὅμως ὁ Θεὸς ἐκφρά­ζει τὴν ἐνέρ­γειά Του μερι­κὲς φορὲς πιὸ ἐμφα­τι­κὰ μὲ τὴ μιὰ Ὑπό­στα­σή Του κι ἄλλες μὲ μιὰν ἄλλη. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὑπο­σχέ­θη­κε στοὺς ἀπο­στό­λους τὴν κάθο­δο τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα συνυ­πῆρ­χε μαζί Του. Ἔτσι μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με πῶς ἡ ὑπό­σχε­ση δόθη­κε τόσο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ὅσο κι ἀπὸ τὸν Υἱό.

Ἄς δοῦ­με τώρα πῶς ἐκπλη­ρώ­θη­κε ἡ ὑπό­σχε­ση αὐτή. Πῶς ἔγι­νε ἡ κάθο­δος τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ γιορ­τά­ζου­με σήμε­ρα.

«Καὶ ἐν τῷ συμ­πλη­ροῦ­σθαι τὴν ἡμέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς ἦσαν ἅπαν­τες ὁμο­θυ­μα­δὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. βί). Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐντο­λὴ ποὺ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο, οἱ ἀπό­στο­λοι ἔμει­ναν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ καὶ περί­με­ναν τὴν ἐξ ὕψους δύνα­μιν, ποὺ θὰ τοὺς ἔλε­γε τί νὰ κάνουν στὴ συνέ­χεια. Ἠταν ὀμό­ψυ­χοι, δοσμέ­νοι στὴν προ­σευ­χή, ὅλοι σὰν ἕνας ἄνθρω­πος, μιὰ ψυχή, μιὰ καρ­διά. Τὸ περιε­χό­με­νο τῆς ψυχῆς κάνει τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ δια­φέ­ρουν μετα­ξύ τους ἢ νὰ συμ­φω­νοῦν. Τὸ περιε­χό­με­νο τῆς ψυχῆς ὅλων τῶν ἀπο­στό­λων τότε ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτό: ἡ ψυχή τους ἦταν γεμά­τη ἀπὸ δοξο­λο­γία στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει καὶ σὲ ἀνα­μο­νὴ γιὰ ὅσα ἔμελ­λε νὰ γίνουν.

«Καὶ ἐγέ­νε­το ἄφνω ἔκ τοῦ οὐρα­νοῦ ἦχος ὥσπερ φερο­μέ­νης πνο­ῆς βιαί­ας, καὶ ἐπλή­ρω­σεν ὅλον τὸν οἶκον οὐ,οὗ ἦσαν καθή­με­νοι καὶ ὤφθη­σαν αὐτοὺς δια­με­ρι­ζό­με­ναι γλῶσ­σαι ὡσεὶ πυρός, ἐκά­θι­σέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκα­στον αὐτῶν, καὶ ἐπλή­σθη­σαν ἅπαν­τες Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου» (Πράξ. β’2–4). Τί εἴδους ἦχος ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος τῶν ἀγγε­λι­κῶν χορῶν; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος ποὺ παρά­γουν τὰ φτε­ρὰ τῶν Χερου­βίμ, ἐκεῖ­νος ποὺ ἄκου­σε ὁ προ­φή­της Ἰεζε­κι­ὴλ (Ἰεζ. ἅ’ 24); Ὅ,τι καὶ νὰ ἦταν, σίγου­ρα δέν προ­ερ­χό­ταν ἀπό τη γῆ, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν οὐρα­νό. Δὲν προ­ερ­χό­ταν ἀπὸ γήι­να φτε­ρά, ἀλλ’ ἀπὸ οὐρά­νιες δυνά­μεις. Ὁ ἦχος αὐτὸς ἐπι­σή­μα­νε τὴν κάθο­δο τοῦ οὐρά­νιου Βασι­λιᾶ, τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, τοῦ Παρα­κλή­του. Τὸ Πνεῦ­μα δὲν εἶναι φωτιά, ὅπως δὲν εἶναι καὶ περι­στέ­ρι. Φανε­ρώ­θη­κε στὸν Ἰορ­δά­νη ὡσεὶ περι­στε­ρά, ὅπως τώρα φανε­ρώ­θη­κε μὲ γλῶσ­σες ὡσεὶ πυρός. Στὴν πρώ­τη περί­πτω­ση πῆρε τὴ μορ­φὴ περι­στε­ριοῦ γιὰ νὰ δεί­ξει τὴν ἀθω­ό­τη­τα καὶ τὴν ἁγνό­τη­τα τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο κατέ­βη­κε. Τώρα, στὴ δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση, κατέ­βη­κε σὰν φωτιά, γιὰ νὰ δεί­ξει τὴν πύρι­νη δύνα­μη, τὴ θερ­μό­τη­τα καὶ τὸ φῶς, μιὰ δύνα­μη ποὺ κατα­καί­ει τὴν ἁμαρ­τία, μιὰ θερ­μό­τη­τα ποὺ ζεσταί­νει τὴν καρ­διὰ κι ἕνα φῶς ποὺ φωτί­ζει το νοῦ. Τὸ Πνεῦ­μα εἶναι ἀσώ­μα­το, δὲ σαρ­κώ­νε­ται μὲ κανέ­να σωμα­τι­κὸ εἶδος. Ἀνά­λο­γα μὲ τίς ἀνάγ­κες ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὴν ὑλι­κὴ μορ­φὴ ποὺ συμ­βο­λί­ζει καλύ­τε­ρα τὸ νόη­μα τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης στιγ­μῆς. Για­τί σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα φανε­ρώ­θη­κε ὡς δια­με­ρι­ζό­με­νες γλῶσ­σες ὡσεὶ πυρὸς καὶ σὲ κάθε ἀπό­στο­λο κάθι­σε κι ἀπὸ μιὰ γλῶσ­σα; Αὐτὸ τὸ κατα­νο­οῦ­με ἀμέ­σως ἀπὸ τὰ παρα­κά­τω:

«Καὶ ἤρξαν­το λαλεῖν ἑτέ­ραις γλώσ­σαις καθὼς τὸ Πνεῦ­μα ἐδί­δου αὐτοὺς ἀπο­φθέγ­γε­σθαι» (Πράξ. β’ 4). Τώρα ἐξη­γεῖ­ται γιὰ ποιό λόγο τὸ Πνεῦ­μα ἀπο­κα­λύ­φτη­κε μὲ τὴ μορ­φὴ γλωσ­σῶν, ποὺ μάλι­στα ἦταν δια­με­ρι­ζό­με­νες. Ἦταν ἐπει­δὴ τὸ πρῶ­το ἔργο Του ἦταν νὰ δώσει στοὺς ἀπο­στό­λους δύνα­μη καὶ ἱκα­νό­τη­τα νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσ­σες. Ἀπ’ αὐτὸ γίνε­ται φανε­ρὸ πῶς, ἀπό τὸ ξεκί­νη­μα τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, τὸ εὐαγ­γέ­λιο τῆς σωτη­ρί­ας ἦταν προ­ο­ρι­σμέ­νο γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὅπως τὸ δια­κή­ρυ­ξε μὲ σαφή­νεια ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σή Του, ὅταν εἶπε στοὺς ἀπο­στό­λους: «Πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἀφοῦ οἱ Ἰου­δαῖ­οι, ὁ ἐκλε­κτὸς λαός, εἶχε ἀπορ­ρί­ψει τὸν Κύριο καὶ τὸν σταύ­ρω­σε, ὁ ἴδιος ὁ νικη­τὴς Κύριος ἔκα­νε τὴ δική του ἐπι­λο­γὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. Ἔτσι δημιούρ­γη­σε τὸ νέο ἐκλε­κτὸ λαό Του ποὺ δὲν εἶχε τὴν ἴδια γλῶσ­σα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο πνεῦ­μα. Ἦταν ὁ λαὸς ὁ ἅγιος, ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν οἱ ἀπό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ νὰ πᾶνε νὰ διδά­ξουν ὅλα τὰ ἔθνη ἂν δὲν ἤξε­ραν τὴ γλῶσ­σα τους; Ἡ πρώ­τη δύνα­μη ἑπο­μέ­νως, ποῦ χρη­σι­μο­ποί­η­σαν οἱ ἱερα­πό­στο­λοι αὐτοὶ τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, ἦταν ἡ ἱκα­νό­τη­τα νὰ κατα­νο­οῦν καὶ νὰ μιλᾶ­νε ξένες γλῶσ­σες. Οἱ ἀπό­στο­λοι ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι, ἤξε­ραν νὰ μιλᾶ­νε μόνο τὴ μητρι­κή τους γλῶσ­σα, τήν Ἀρα­μαϊ­κή. Ἄν ἦταν νὰ μάθουν πολ­λὲς ἄλλες γλῶσ­σες μὲ τὸ συνη­θι­σμέ­νο τρό­πο, πότε θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ κάνουν;

Ἀκό­μα κι ἂν ἀσχο­λοῦν­ταν ὅλη τους τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἐκμά­θη­ση ξένων γλωσ­σῶν, πάλι δὲ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ μάθουν τόσες πολ­λές, ὅσες τοὺς δίδα­ξε τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα σὲ μιὰ στιγ­μή. Προ­σέξ­τε πόσα ἔθνη εἶχαν μαζευ­τεῖ τότε στὴν Ἱερου­σα­λήμ, ποὺ τὸ καθέ­να τοὺς μιλοῦ­σε καὶ δια­φο­ρε­τι­κὴ γλῶσ­σα. «Πάρ­θοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλα­μί­ται, καὶ οἱ κατοι­κοῦν­τες τὴν Μεσο­πο­τα­μί­αν, Ἰου­δαί­αν τε καὶ Καπ­πα­δο­κί­αν, Πόν­τον καὶ τὴν Ἀσί­αν, Φρυ­γί­αν τε καὶ Παμ­φυ­λί­αν, Αἴγυ­πτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύ­ης τῆς κατὰ Κυρή­νην, καὶ οἱ ἐπι­δη­μοῦν­τες Ρωμαῖ­οι, Ἰου­δαῖ­οι τε καὶ προ­σή­λυ­τοι, Κρῆ­τες καὶ Ἄρα­βες» (Πράξ. β’ 911)!

Ὁ καθέ­νας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἄκου­γε τοὺς ἀπο­στό­λους νὰ μιλᾶ­νε στὴ δική του γλῶσ­σα. Κι ὅλοι τους θαύ­μα­ζαν, εἶχαν μεί­νει ἐκστα­τι­κοί. Μπρο­στά τους εἶχαν ἁπλοῦς ἀνθρώ­πους, μὲ ἁπλῆ συμπεριφορά,συμπεριφορᾷ κι ἁπλὸ ντύ­σι­μο. Κι ὅλοι τους ἄκου­γαν νὰ δοξο­λο­γεῖ­ται ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς στὴ δική του γλῶσ­σα ὁ καθέ­νας! Πῶς νὰ μὴ θαυ­μά­σουν; Πῶς νὰ μὴ μένουν κατά­πλη­κτοι; Μερι­κοὶ ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐξη­γή­σουν τὸ φαι­νό­με­νο, ἄρχι­σαν νὰ λένε πῶς οἱ ἀπό­στο­λοι θά ‘πρε­πε νὰ ἦταν μεθυ­σμέ­νοι. Ὅπως συμ­βαί­νει συχνὰ ὅμως, οἱ νηφά­λιοι ἄνθρω­ποι, στοὺς μεθυ­σμέ­νους φαί­νον­ται μεθυ­σμέ­νοι. Λογι­κοὶ ἄνθρω­ποι, στοὺς παρα­νοϊ­κοὺς φαί­νον­ται παρα­νοϊ­κοί. Προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὴ γῆ, πῶς μπο­ροῦ­σαν νὰ κρί­νουν ἀνθρώ­πους ποὺ εἶχαν πλη­ρω­θῇ Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου, ποὺ σὰν πνευ­μα­το­φό­ροι ἔλε­γαν ἐκεῖ­να ποὺ τὸ Πνεῦ­μα τοὺς φώτι­ζε νὰ λένε;

Στοὺς ἀνθρώ­πους τῆς καθη­με­ρι­νό­τη­τας δὲν ἀρέ­σουν οἱ ἐκπλή­ξεις. Κι ὅταν ἔρθουν ἀντι­μέ­τω­ποι μὲ τέτοιες ἐκπλή­ξεις, τότε εἴτε ἐκνευ­ρί­ζον­ται εἴτε τίς δια­κω­μω­δοῦν. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ὅμως δὲν εἶναι σὰν τὸ βίαιο ἄνθρω­πο, ποὺ μπαί­νει ἀπρό­σκλη­τα στὸ ξένο σπί­τι. Μπαί­νει μόνο στὰ σπί­τια ποὺ ἔχουν θελη­μα­τι­κὰ καὶ πρό­θυ­μα τὴν πόρ­τα τους ἀνοι­χτή, ἐκεῖ ποὺ τὸ λογα­ριά­ζουν ὡς κάτι πολὺ ἀγα­πη­τό, σὰν ἕναν ἐπι­σκέ­πτῃ ποῦ τὸν περι­μέ­νουν ἀπὸ και­ρό. Οἱ ἀπό­στο­λοι τὸ περί­με­ναν μὲ ἔντο­νη ἐπι­θυ­μία. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα κατέ­βη­κε σ’ αὐτούς καὶ τοὺς ἔκα­νε κατοι­κη­τή­ριό Του. Δὲν κατέ­βη­κε κον­τά τους μὲ κάποιο ἀπει­λη­τι­κὸ θόρυ­βο, μὰ μὲ κραυ­γὴ χαρᾶς.

Ἀδελ­φοί μου! Νὰ ξέρα­τε πόσο χαί­ρε­ται τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, πόσο εὐφραί­νε­ται μὲ ἀπε­ρί­γρα­πτη χαρὰ ὅταν βρί­σκει ψυχὲς ἁγνές, ποὺ ἔχουν ἀνοι­χτὲς τίς πόρ­τες τῆς ψυχῆς τους, ποὺ τὸ νοσταλ­γοῦν! Σ’ αὐτὲς φτιά­χνει τὸ κατοι­κη­τή­ριό Του μὲ μιὰ κραυ­γὴ χαρᾶς καὶ τοὺς χαρί­ζει τίς πλού­σιες δωρε­ές Του. Μπαί­νει μέσα τους σὰν φωτιά, γιὰ νὰ κατα­κά­ψει καὶ τὰ τελευ­ταῖα ὑπο­λείμ­μα­τα τῆς ἁμαρ­τί­ας σὰν φῶς, γιὰ νὰ τοὺς φωτί­σει μὲ τὸ οὐρά­νιο φῶς ποὺ δὲ σβή­νει ποτὲ σὰν θέρ­μη, γιὰ νὰ τοὺς ζεστά­νει μὲ τὸ θεῖο πῦρ τῆς ἀγά­πης, μ’ ἐκεῖ­νο ποὺ θερ­μαί­νον­ται κι οἱ χορεῖ­ες τῶν ἀγγέ­λων στὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Συμε­ῶν ὁ Νέος Θεο­λό­γος: «Ὅπως ἕνα φανά­ρι μένει σκο­τει­νὸ ἂν δὲν τὸ ἀνά­ψει κανείς, ἔστω κι ἂν ἔχει λάδι καὶ φυτί­λι, ἔτσι κι ἡ ψυχὴ μένει σκο­τει­νὴ ὡσό­του τὴν ἀγγί­ξει τὸ φῶς τῆς χάρης τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος» (Ὀμιλ. 59).

Τό Ἅγιο Πνεῦ­μα ἔδω­σε στοὺς ἀπο­στό­λους τὸ χάρι­σμα τῶν γλωσ­σῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶ­το τους δῶρο, ποῦ τοὺς ἦταν καὶ τὸ πιὸ ἀπα­ραί­τη­το τότε. Ἀργό­τε­ρα, πάλι, ἀντα­πο­κρι­νό­με­νο στὶς ἀνάγ­κες τῆς ἀπο­στο­λι­κῆς δια­κο­νί­ας, τοὺς χάρι­σε κι ἄλλα δῶρα, ὅπως τὰ χαρί­σμα­τα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας, τῆς προ­φη­τεί­ας, τῆς σοφί­ας, τῆς εὐγλωτ­τί­ας, τῆς ὑπο­μο­νῆς, τῆς ἀντο­χῆς, τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς εἰρή­νης, τῆς βεβαί­ας πίστης κι ἐλπί­δας, τῆς ἀγά­πης πρός το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρω­πο.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα τους ἔδω­σε όλ’ αὐτὰ τὰ χαρί­σμα­τα πλού­σια, μὲ χαρά, κι ὄχι μόνο στοὺς ἀπο­στό­λους, ἀλλὰ καὶ στοὺς δια­δό­χους τους, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἁγί­ους τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ μέχρι σήμε­ρα, ἀνά­λο­γα μὲ τὴν ἀνάγ­κη τοῦ καθέ­να τους ἀλλὰ καὶ τὴν ἁγνό­τη­τά τους. Μὲ τὸ ἔργο του στὴ γῆ ὁ Κύριος Ἰησοῦς εὐχα­ρί­στη­σε πολὺ τόσο τὸν Πατέ­ρα ὅσο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Ἀπὸ τίς πρῶ­τες μέρες τοῦ Ἀδὰμ στὸν παρά­δει­σο, τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα δὲν εἶχε νιώ­σει τέτοια χαρὰ ὅπως τώρα, τὴ μέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του δημιούρ­γη­σε τὴ δυνα­τό­τη­τα νὰ ἐνερ­γεῖ στοὺς ἀνθρώ­πους μὲ τὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς δύνα­μής Του. Εἶναι γεγο­νὸς πῶς ἦταν ἀδιά­λει­πτα ἐνερ­γὸ στὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, ποὺ βρι­σκό­ταν ἁλυ­σο­δε­μέ­νο ἀπὸ τὴν ἐπο­χὴ τῆς πτώ­σης τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ ἐνέρ­γειά Του ὅμως τότε ἦταν περιο­ρι­σμέ­νη, τὴν ἐμπό­δι­ζαν οἱ ἁμαρ­τί­ες τῶν ἀνθρώ­πων. Μετὰ ἄνοι­ξε ἕνα δρό­μο στοὺς ἀνθρώ­πους κι ἔρι­ξε ἀρκε­τὸ λάδι στὸ καν­τή­λι τῆς ζωῆς τους, γιὰ νὰ μὴ σβή­σει ὁλό­τε­λα. Ἐνερ­γοῦ­σε ἐπί­σης μέσα ἀπὸ τοὺς φυσι­κοὺς νόμους, ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώ­πων, ἀπὸ προ­φῆ­τες καὶ βασι­λεῖς, ἀπὸ καλ­λι­τέ­χνες καὶ μάγους — στὸ μέτρο ποὺ μπο­ροῦ­σαν καὶ ἤθε­λαν νὰ παρα­δο­θοῦν στὴν ὑπη­ρε­σία Του. Ὅπου χύνον­ταν δάκρυα νοσταλ­γί­ας στὴ γῆ, γιὰ χάρη τῆς δικαιο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ προ­έρ­χον­ταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ποὺ θέρ­μαι­νε τίς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Ὅταν ἕνας σοφὸς εἶχε κάποια ἔμπνευ­ση γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἀθά­να­το Θεό, ἦταν ἀπὸ τὴ σπί­θα τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅταν κάποιος καλ­λι­τέ­χνης τρα­γου­δοῦ­σε, ζωγρά­φι­ζε ἢ ἔφτια­χνε γλυ­πτὰ καὶ κατὰ κάποιο τρό­πο ἄνοι­γε τὰ μάτια τῆς τυφλῆς ἀνθρω­πό­τη­τας γιὰ νὰ δεῖ τὴ θεία ἀλή­θεια, τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἄγγι­ζε τὸ πνεῦ­μα τῶν ἀνθρώ­πων αὐτῶν μὲ τὴ ζωο­ποιὸ πνοή Του. Ὅταν ἕνας πραγ­μα­τι­κὰ εὐγε­νὴς ἄνθρω­πος, μὲ πίστη στὸ Θεὸ κι αὐτο­θυ­σία, στε­κό­ταν μὲ παρ­ρη­σία κι ὑπε­ρα­σπι­ζό­ταν τὴν ἀλή­θεια καὶ τὴν κατα­πιε­σμέ­νη δικαιο­σύ­νη, ἐκεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα παρεῖ­χε τὴ δύνα­μή Τοῦ στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀνθρώ­που αὐτοῦ.

Όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲ γίνον­ταν μὲ μεγά­λη ζέση καὶ χαρά. Αὐτὰ δὲν ἦταν παρὰ ψίχου­λα ποὺ ρίχνον­ταν στοὺς πει­να­σμέ­νους δέσμιους στὴ φυλα­κή. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατέ­στρε­ψε τὴ φυλα­κὴ τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ τοῦ θανά­του καὶ παρου­σί­α­σε τοὺς δώδε­κα ἀπο­στό­λους μπρο­στὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ὡς δώδε­κα λαμ­προύς, βασι­λι­κοὺς αὐλι­κούς, τότε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ μὲ μιᾷ κραυ­γῇ χαρᾶς καὶ μὲ τὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς ἐνέρ­γειάς Του, τοὺς ἔκα­νε κατοι­κη­τή­ριό Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ποὺ ὡς τότε ἦταν λυπη­μέ­νο ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία τοῦ ‘Ἀδάμ, γιὰ πρώ­τη φορὰ ἄρχι­σε πάλι μὲ χαρὰ τὸ ἀπε­ριό­ρι­στο ἔργο τῆς ἐνί­σχυ­σης καὶ τοῦ φωτι­σμοῦ τῶν ἀνθρώ­πων.

Γιὰ νὰ τὸ κατα­νο­ή­σε­τε καλύ­τε­ρα, θὰ σᾶς κάνω μιὰ σύγ­κρι­ση, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ βοη­θή­σει: ὁ ἥλιος λάμ­πει το χει­μῶ­να καὶ τὴν ἄνοι­ξη. Τὸ φῶς κι ἡ θέρ­μη του ὅμως δὲν μπο­ροῦν νὰ κάνουν κάτι ν’ ἀνθί­σει, ὅταν βρί­σκε­ται σκε­πα­σμέ­νο ἀπὸ χιό­νι. Τὴν ἄνοι­ξη βέβαια, ὁ ἴδιος ἥλιος, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ἴδια θέρ­μη, κάνει ὅλους τοὺς σπαρ­μέ­νους σπό­ρους νὰ φυτρώ­σουν καὶ ν’ ἀνα­πτυ­χθοῦν. Οἱ ἐπι­στή­μο­νες μᾶς λένε πῶς τὸ κομ­μά­τι ἐκεῖ­νο τῆς γῆς τὸ χει­μῶ­να ἀπο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς οἱ χιο­νι­σμέ­νες περιο­χὲς στέ­κον­ται μακριὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς δέχον­ται τὸ φῶς τοῦ ἥλιου «ὑπὸ γωνία», οἱ ἀκτῖ­νες δὲν πέφτουν κάθε­τες. Τὴν ἄνοι­ξη τὸ ἴδιο αὐτὸ κομ­μά­τι τῆς γῆς ἀρχί­ζει νὰ στρέ­φε­ται πρὸς τὸν ἥλιο, οἱ χιο­νι­σμέ­νες περιο­χὲς ἔρχον­ται πιὸ κον­τὰ στὸν ἥλιο καὶ τὸ φὼς ὅπως κι οἱ ἀκτῖ­νες τοῦ ἥλιου ἔρχον­ται κάθε­τα. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ Χρι­στὸ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων ἦταν σάν τη γῆ το χει­μῶ­να. Τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἔδι­νε ζωὴ καὶ ζέστη. Λόγῳ τῆς ἁμαρ­τω­λῆς κατά­στα­σης τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που ὅμως, καθὼς καὶ τοῦ χωρι­σμοῦ της ἀπό το Θεό, ἔμε­νε παγω­μέ­νη. Κανέ­νας καρ­πὸς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ φυτρώ­σει καὶ ν’ ἀνα­πτυ­χθεῖ σ’ αὐτήν. Ὁ Κύριος ἀνα-προ­σα­να­τό­λι­σε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που, τὴν ἔφε­ρε κον­τὰ στὸ Θεό, τὴν καθά­ρι­σε ἀπὸ τὸ χιό­νι καὶ τὸν πάγο, τὴν καλ­λιέρ­γη­σε καὶ φύτε­ψε μέσα της τὸ θεῖο σπό­ρο. Καὶ τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἄρχι­σε, ὅπως ὁ ἥλιος τὴν ἄνοι­ξη, ν’ ἀνα­πτύσ­σει μὲ τὴ δύνα­μή Τοῦ καὶ νὰ παρά­γει τοὺς γλυ­κοὺς καὶ θαυ­μά­σιους καρ­ποὺς στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Ὁ χει­μῶ­νας δὲν μπο­ρεῖ ποτὲ νὰ δώσει τὰ θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα, μὲ τὰ ὁποῖα στο­λί­ζει ἡ ἄνοι­ξη τὴ γῆ. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο κι οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ εἶναι χωρι­σμέ­νοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ζοῦν μὲ ψυχὲς ναρ­κω­μέ­νες ἀπὸ τὸν πάγο καὶ τὸ χιό­νι τῆς αὐτα­πά­της τους, δὲν μπο­ροῦν νὰ πιστέ­ψουν τὰ θαυ­μά­σια δῶρα μὲ τὰ ὁποῖα στο­λί­ζει τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα ἐκεί­νους ποὺ τὸ πλη­σιά­ζουν καὶ στέ­κον­ται ἀκρι­βῶς κάτω ἀπὸ τίς κάθε­τες ἀκτῖ­νες, ποὺ χαρί­ζουν τὴ θεϊ­κὴ ζέστη καὶ τὸ φῶς Του. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ἕνας Ἐσκι­μῶ­ος, ποὺ γεν­νή­θη­κε καὶ πέρα­σε ὅλη του τὴ ζωὴ μέσα στὸν πάγο καὶ τὸ χιό­νι, νά πιστέ­ψει ἕναν ταξι­διώ­τη ἀπὸ τίς νοτιό­τε­ρες χῶρες ποὺ θὰ τοῦ μιλοῦ­σε γιὰ δέν­τρα καὶ ἄνθη, γιὰ κοι­λά­δες στρω­μέ­νες μὲ πολύ­χρω­μα λου­λού­δια καὶ γιὰ πρά­σι­νους λόφους;

Κανέ­νας ἄνθρω­πος ποὺ ζοῦ­σε εἰς χώραν μακράν, μακριὰ ἀπό το Θεό, παγω­μέ­νος καὶ σκο­τι­σμέ­νος ἀπὸ τὴν ἁμαρ­τία, δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πιστέ­ψει τοὺς ἀπο­στό­λους ὅταν ἄρχι­σαν νὰ κηρύτ­τουν τὰ χαρ­μό­συ­να νέα γιὰ τὸ ζων­τα­νὸ Θεὸ στὸν οὐρα­νὸς γιὰ τὸν Πατέ­ρα ποὺ καλεῖ κον­τά Του ὅλους ἐκεί­νους ποὺ θέλουν νὰ ὀνο­μά­ζον­ται γιοι Του γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε στὸν κόσμο σὰν ἄνθρω­πος, ἔζη­σε ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, ἔπα­θε γι’ αὐτούς, ἀνα­στή­θη­κε ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνα­λή­φθη­κε μὲ δόξα στοὺς οὐρα­νοὺς γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, ποὺ κατέ­βη­κε στοὺς ἀνθρώ­πους καὶ τοὺς χάρι­σε τὰ οὐρά­νια δῶρα γιὰ τὴν ὀλο­φώ­τει­νη κι ἀθά­να­τη πατρί­δα μᾶς στοὺς οὐρα­νούς, ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς χωρί­ζει μόνο ἡ ἁμαρ­τία γιὰ τὴν ἁγνό­τη­τα τῆς ζωῆς ποὺ ἀπαι­τεῖ­ται ἀπό μας, ὥστε νὰ ἐπι­στρέ­ψου­με στὴν οὐρά­νια πατρί­δα μας καὶ νὰ γίνου­με σύν­τρο­φοι καὶ ἀδελ­φοὶ τῶν ἀγγέ­λων στὴν αἰώ­νια ζωή.

Μερι­κοὶ πίστε­ψαν τίς χαρ­μό­συ­νες αὐτὲς εἰδή­σεις, ἄλλοι ὄχι. Ἀπὸ τοὺς ἁγί­ους ἀπο­στό­λους ἔρρευ­σαν σ’ ὁλό­κλη­ρο τὸν κόσμο ποτα­μοὶ ζῶν­τος ὕδα­τος. Μερι­κοὶ πλη­σί­α­σαν τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ ἤπιαν μέχρι πλη­σμο­νῆς, ἄλλοι ὄχι. Οἱ ἀπό­στο­λοι κινοῦν­ταν ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους ὡς θεοί. Ἔκα­ναν θαύ­μα­τα, θερά­πευαν ἀσθέ­νειες, κήρυτ­ταν μετά­νοια γιὰ τὴν ἄφε­ση τῶν ἁμαρ­τιῶν. Μερι­κοὶ τούς δέχον­ταν μὲ χαρά, ἄλλοι τοὺς λοι­δο­ροῦ­σαν ἢ τοὺς ἔδιω­χναν μὲ ὀργή. Ὅσοι τοὺς δέχον­ταν, ἔνιω­θαν τὴν ἐπα­φή τους μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ἐνέρ­γειά Του μέσα τους. Ἔτσι ὁ λαὸς ὁ ἅγιος πλή­θαι­νε, ἡ Ἐκκλη­σία τοῦ Θεοῦ μεγά­λω­σε κι ἑδραιώ­θη­κε στὸν κόσμο. Ὁ σπό­ρος ἄνθι­σε, ἔβγα­λε καρ­πούς. Ὁ οἶκος τῆς ἀλή­θειας, τοῦ ὁποί­ου ἀκρο­γω­νιαῖ­ος λίθος ἦταν ὁ Χρι­στός, ἐγκαι­νιά­στη­κε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα κι ἁπλώ­θη­κε στὰ τέσ­σε­ρα σημεῖα τοῦ ὁρί­ζον­τα, στὰ τέσ­σε­ρα ἄκρα τῆς γῆς. Οἱ πύρ­γοι του ἔφτα­σαν ὡς τὰ μεγα­λύ­τε­ρα ὕψη τοῦ οὐρα­νοῦ.

Τελοῦ­με σήμε­ρα τὴ γιορ­τὴ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ποῦ ἀπὸ ἄπει­ρη ἀγά­πη πρὸς τὸν Θεὸ Υἱό, μὲ ἄπει­ρη χαρὰ καὶ ὑπα­κοή, θέλη­σε νὰ κατε­βεῖ στὴ γῆ καὶ νὰ λάβει στὰ παν­το­δύ­να­μα χέρια Του τὸ ἔργο τῆς σωτη­ρί­ας τοῦ ἀνθρώ­που. Ἄς ἐπι­δο­θοῦ­με λοι­πὸν σὲ ὕμνους δοξο­λο­γί­ας πρὸς τὴν Πανα­γία Παρ­θέ­νο Μαρία, σ’ Ἐκεί­νην ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα κατέ­βη­κε νωρί­τε­ρα ἀπ’ ὅτι στοὺς ἀπο­στό­λους. Οἱ ἀπό­στο­λοι δέχτη­καν τὸ Πνεῦ­μα ποὺ κατέ­βη­κε σ’ αὐτοὺς ὡς Ἐκκλη­σία, ὡς μιὰ συν­τρο­φιὰ ἁγί­ων ποὺ εἶχαν ὁμο­ψυ­χία. Ἡ ἁγνὴ Παρ­θέ­νος δέχτη­κε τὸ Πνεῦ­μα ποὺ κατέ­βη­κε σ’ αὐτὴν σὰν ἐκλε­κτὸ σκεῦ­ος. «Πνεῦ­μα Ἁγιον ἐπε­λεύ­σε­ται ἐπὶ σὲ καὶ δύνα­μις Κυρί­ου ἐπι­σκιά­σει σοί» (Λουκ. ἅ’ 35), εἶπε ὁ ἀρχάγ­γε­λος Γαβρι­ὴλ στὴν ὑπε­ρευ­λο­γη­μέ­νη Παρ­θέ­νο. Κι Ἐκεί­νη, μὲ τὴ δύνα­μη τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔφε­ρε τὸν πανέν­δο­ξο καρ­πό, ποῦ τὸ ἄρω­μά του δια­περ­νᾷ γῆ καὶ οὐρα­νὸ κι ἀπὸ τὸν ὁποῖο τρέ­φον­ται ὅλοι οἱ πιστοί, ἀπὸ τὸν πρῶ­το ὡς τὸν τελευ­ταῖο.

Ἁγία καὶ πάνα­γνη Μητέ­ρα τοῦ Θεοῦ, αὐγὴ καὶ λίκνο τῆς σωτη­ρί­ας μας, ὑπό­δειγ­μα ταπεί­νω­σης καὶ ὑπα­κο­ῆς, προ­στά­τρια καὶ μεσί­τριά μας στὸ θρό­νο τοῦ Θεοῦ, προ­σεύ­χου ἀδιά­λει­πτα γιά μας, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγί­ους ἀπο­στό­λους!

Βασι­λεῦ Οὐρά­νιε, Παρά­κλη­τε, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀλη­θεί­ας: ἔλα κον­τά μας κάνε μας κατοι­κη­τή­ριό Σοῦ, μεῖ­νε μαζί μας ὡς δύνα­μη, φῶς, θαλ­πω­ρή, ὡς ζωὴ καὶ χαρά μας! Καθά­ρι­σέ μας ἀπὸ κάθε ἀκα­θαρ­σία, Ἀγα­θὲ σῶσε τίς ψυχές μας! Γέμι­σε τίς καρ­διές μας μὲ χαρά, τὴ φωνή μας μὲ ὕμνους, γιὰ νὰ Σὲ δοξο­λο­γοῦ­με καὶ νὰ Σὲ μεγα­λύ­νου­με, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸν Υἱό, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

1 Σημ. μετ. Ἡ γιορ­τὴ τῆς Σκη­νο­ποι­ί­ας ἦταν ἡ τρί­τη ἀπὸ τίς μεγά­λες γιορ­τὲς τῶν Ἑβραί­ων. Κρα­τοῦ­σε ἑπτὰ μέρες, ἀπὸ τὴ 15η ώς την 21η τοῦ μῆνα Τισχρὶ (Ὀκτω­βρί­ου) . Ἡ 22α τοῦ μῆνα ἦταν μέρα ἀνά­παυ­σης. Ἡ ὀνο­μα­σία της προ­έρ­χε­ται ἀπὸ τίς σκη­νὲς ὅπου ἔμε­ναν οἱ Ἑβραῖ­οι στὴν ἔρη­μο, μετὰ τὴν ἔξο­δό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυ­πτο. “Ὅσο κρα­τοῦ­σαν οἱ τρεῖς γιορ­τὲς (τῶν ἀζύ­μων, τοῦ θερι­σμοῦ καὶ τῆς σκη­νο­πη­γί­ας), ὅλοι οἱ ἄντρες τοῦ Ἰσρα­ὴλ ἔπρε­πε νὰ πηγαί­νουν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ νὰ παρου­σιά­ζον­ται στὸ Θεό.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Πού ανή­κεις;

«Σχί­σμα ούν εν τω όχλω εγέ­νε­το δι’ αυτόν»

(Ιωάν. 7, 43).

ΜΙΑ, αγα­πη­τοί μου, μία από τις πιο μεγά­λες εορ­τές των Εβραί­ων ήταν και η εορ­τή της Σκη­νο­πη­γί­ας. Σ’ αυτή την εορ­τή οι Εβραί­οι θυμόν­του­σαν ένα θαυ­μα­στό γεγο­νός της ιστο­ρί­ας του έθνους τους. Θυμόν­του­σαν ότι, όταν ο Θεός τους λυπή­θη­κε και τους έβγα­λε από τη σκλα­βιά που ζού­σαν κάτω από το ζυγό των Αιγυ­πτί­ων, έως ότου φθά­σουν και εγκα­τα­στα­θούν στην αγα­πη­μέ­νη τους πατρί­δα, πέρα­σαν δύσκο­λες μέρες. Ο δρό­μος ήταν μακρι­νός. Νερό δεν υπήρ­χε. Κρέ­α­τα σαν αυτά που έτρω­γαν στην Αίγυ­πτο δεν βρι­σκόν­του­σαν. Σπί­τια και μόνι­μες εγκα­τα­στά­σεις δεν είχαν. Περ­νού­σαν από έρη­μα μέρη και εχθρι­κές χώρες, και αντι­με­τώ­πι­ζαν διά­φο­ρες δυσκο­λί­ες και εμπό­δια. Έμοια­ζαν μ’ ένα στρα­τό, που βρί­σκε­ται σε διαρ­κή πορεία. Γι’ αυτό, όταν κάπου στα­μα­τοῦ­σαν γιὰ νὰ ξαπο­στά­σουν, ἔστη­ναν σκη­νές, ἀνα­παύ­ον­ταν λίγο, καὶ πάλι ξεκι­νοῦ­σαν γιὰ τὸ μακρι­νό τους ταξί­δι. Σ’ αὐτὸ τὸ μακρι­νό τους ταξί­δι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυε νὰ τοὺς προ­στα­τεύῃ. Ὁ Θεός, ποὺ τοὺς ἔβγα­λε ἀπὸ τὴ σκλα­βιά, δὲν τοὺς ἄφη­σε. Καὶ νερὸ ἄφθο­νο τοὺς ἔδω­σε, καὶ ἐκλε­κτὴ τρο­φή, τὸ μάν­να καὶ θὰ ἔπρε­πε νὰ εἶνε εὐγνώ­μο­νες στὸ Θεό.

Ἀλλ’ ἐπει­δὴ οἱ ἄνθρω­ποι εὔκο­λα λησμο­νοῦν τίς εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ὡρί­στη­καν οἱ γιορ­τές. Οἱ γιορ­τὲς σκο­πὸ ἔχουν νὰ φέρ­νουν στὴ μνή­μη ἐξαι­ρε­τι­κὰ γεγο­νό­τα, μεγά­λες εὐερ­γε­σί­ες τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώ­πους. Καὶ ἡ ἑορ­τὴ τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας, ποὺ ἐώρ­τα­ζαν οἱ Ἑβραῖ­οι, δὲν τοὺς ἄφη­νε νὰ ξεχά­σουν, πῶς ζοῦ­σαν οἱ πρό­γο­νοί τους ὅταν ἐπέ­στρε­φαν στὴν ἀγα­πη­μέ­νη τους πατρί­δα. Ὅπως ἐκεῖ­νοι τότε, ἔτσι καὶ τώρα κι αὐτοὶ ἔστη­ναν σκη­νές, τίς στό­λι­ζαν μὲ κλα­διά, καὶ ὅλοι ἄφη­ναν τὰ σπί­τια τους καὶ ἔμε­ναν ὀκτὼ μέρες κάτω ἀπὸ τίς σκη­νές, γιὰ νὰ ζων­τα­νέ­ψουν ἔτσι στὴ μνή­μη τους τὴ ζωὴ τῶν προ­γό­νων τους.

Εὐτυ­χι­σμέ­να εἶνε τὰ ἔθνη, ποὺ δὲν ξεχνοῦν τὴν ἱστο­ρία τους.

Εἴπα­με, ὅτι ὀκτὼ μέρες διαρ­κοῦ­σε ἡ ἑορ­τὴ τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας. Ἀλλ’ ἡ τελευ­ταία μέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπί­ση­μη. Σάλ­πι­ζαν σάλ­πιγ­γες, μαζευό­ταν ὅλος ὁ λαός, ἔσφα­ζαν ζῶα, πρό­σφε­ραν θυσί­ες στὸ ναό, ὁ δὲ ἀρχιε­ρεὺς ἔπαιρ­νε χρυ­σὸ κανά­τι, τὸ γέμι­ζε νερὸ ἀπὸ μιὰ στέρ­να, τη στέρ­να τοῦ Σιλω­άμ, καὶ μὲ τὸ νερὸ αὐτὸ ράν­τι­ζε τὸ θυσια­στή­ριο καὶ τὸ λαό, καὶ ἔψαλ­λε «Ἀντλή­σα­τε ὕδωρ μετ’ εὐφρο­σύ­νης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτη­ρί­ου» (Ἠσ. 12, 3). — Αὐτὴ τὴν τελευ­ταία μέρα τῆς ἑορ­τῆς τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας ὁ Χρι­στός μας βρέ­θη­κε ἀνά­με­σα στὶς χιλιά­δες τῶν Ἑβραί­ων ποὺ γιόρ­τα­ζαν, καὶ βρῆ­κε τὴν εὐκαι­ρία νὰ διδά­ξῃ το λαό. Πῆρε ἀφορ­μὴ ἀπὸ τὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖο ράν­τι­ζε ὁ ἀρχιε­ρεὺς τὸ λαό. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μιὰ σκιά, ποὺ προ­ει­δο­ποιοῦ­σε, ὅτι θὰ ἐρχό­ταν μιὰ μέρα τὸ ἀλη­θι­νό, τὸ ἀθά­να­το νερό. Καὶ τὸ ἀθά­να­το νερὸ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός. Ὁ Χρι­στὸς καθα­ρί­ζει τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ κάθε ἁμαρ­τία. Ὁ Χρι­στὸς δρο­σί­ζει τίς καρ­διές. Ὁ Χρι­στὸς εὐλο­γεῖ καὶ ἁγιά­ζει τὰ σύμ­παν­τα. Ὁ Χρι­στὸς δίνει τὴν εὐτυ­χία καὶ τὴν αἰώ­νια ζωή. Ὁ Χρι­στὸς εἶνε τὸ πᾶν. Ἄν τὸ πίστευαν αὐτὸ οἱ ἄνθρω­ποι, θὰ ἔτρε­χαν στὸ Χρι­στό, ὅπως τὰ διψα­σμέ­να ζαρ­κά­δια τρέ­χουν στὴν πηγὴ γιὰ νὰ ξεδι­ψά­σουν. Καὶ οἱ Ἑβραῖ­οι τί ὄφε­λος ἔχουν νὰ ραν­τί­ζων­ται τὴ μέρα τῆς Σκη­νο­πη­γί­ας μὲ τὸ νερό, καὶ ν’ ἀγνο­οῦν τὸ Χρι­στό, ποὺ εἶνε ἡ ἀλη­θι­νὴ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς χαρᾶς;

Ὁ Χρι­στὸς τὴν τελευ­ταία μέρα τῆς γιορ­τῆς ὕψω­σε τὴ φωνή του καὶ εἶπε: «Ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέ­σθω πρὸς μὲ καὶ πινέ­τω» (Ἰωάν. 7, 37). Ὅποιος διψᾷ, ἂς ἔρθῃ σ’ ἐμέ­να. Ἀλή­θεια! Μόνο κον­τὰ στὸ Χρι­στὸ ὑπάρ­χει ἡ ἱκα­νο­ποί­η­ση καὶ ἡ ἀνά­παυ­ση τοῦ ἀνθρώ­που. Που­θε­νὰ ἀλλοῦ ὁ ἄνθρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ σβή­σῃ τὴ δίψα ποὺ αἰσθά­νε­ται ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἀλή­θεια, τὴ δικαιο­σύ­νη καὶ τὴν ἀγά­πη, γιὰ ὅ,τι μεγά­λο καὶ ὑψη­λό.

Ἄκου­σαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρι­στοῦ χιλιά­δες αὐτιά. Τὰ παρα­δέ­χθη­καν ὅλοι; Ὄχι. Ἄλλοι ἔλε­γαν: «Αὐτὸς στ’ ἀλή­θεια εἶνε ὁ προ­φή­της». Ἄλλοι ἔλε­γαν: «Αὐτὸς εἶνε ὁ Χρι­στός». Ἄλλοι ὅμως δὲν τὸ παρα­δέ­χον­ταν καὶ ἔφερ­ναν ἀντιρ­ρή­σεις. Προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ μειώ­σουν καὶ νὰ σβή­σουν τὴν ἐντύ­πω­ση, ποὺ εἶχε δημιουρ­γή­σει ὁ Χρι­στὸς στὶς ψυχές. Ὁ κόσμος διαι­ρέ­θη­κε. Ἄνα­ψε συζή­τη­σι. Φωνὲς ἀκού­γον­ταν. Φιλο­νι­κία μεγά­λη γινό­ταν. Εἶνε ὁ Χρι­στός, ἔλε­γαν οἱ μέν. Ὄχι δὲν εἶνε ὁ Χρι­στός, ἔλε­γαν οἱ ἄλλοι. Μερι­κοὶ μάλι­στα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πίστευαν τόσο εἶχαν ὀργι­σθῇ, ὥστε ἔδει­ξαν διά­θε­ση νὰ πιά­σουν τὸ Χρι­στὸ καὶ νὰ τὸν θανα­τώ­σουν. Τόσο πολύ τους ἐνω­χλοῦ­σε κηρύτ­τον­τας τὴν ἀλή­θεια. Ἀλλὰ δὲν τόλ­μη­σαν νὰ τὸ κάνουν. Οὔτε καὶ οἱ ὑπη­ρέ­τες, ποὺ ἔστει­λαν οἱ ἀρχιε­ρεῖς καὶ οἱ φαρι­σαῖ­οι γιὰ νὰ τὸν πιά­σουν, δὲν τόλ­μη­σαν νὰ ἐκτε­λέ­σουν τὴν ἐντο­λή τους. Οἱ ὑπη­ρέ­τες πῆγαν ἐκεῖ ποὺ δίδα­σκε ὁ Χρι­στός, ἀλλὰ τὰ λίγα λόγια ποὺ ἄκου­σαν ἀπὸ τὸ στό­μα του τοὺς ἔκα­ναν τόση ἐντύ­πω­σι, ὥστε πέτα­ξαν ἀπὸ τὰ χέρια τους σχοι­νιὰ καὶ ρόπα­λα καὶ γύρι­σαν ἄπρα­κτοι στοὺς κυρί­ους τους. «Για­τί δὲν τὸν φέρα­τε δεμέ­νο;» ρώτη­σαν οἱ ἀρχιε­ρεῖς. Καὶ οἱ ὑπη­ρέ­τες ἀπήν­τη­σαν: «Οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος» (Ἰωάν. 7, 46). Τέτοια διδα­σκα­λία, σὰν τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, δὲν ἀκού­σα­με ποτέ! Οἱ ὑπη­ρέ­τες πιστεύ­ουν, οἱ ἄρχον­τες δὲν πιστεύ­ουν.

Ἔτσι ἀπὸ τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ σχη­μα­τί­ζον­ται δύο παρα­τά­ξεις. Ἡ μία εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Τὸν ἀκοῦ­νε καὶ ἀγω­νί­ζον­ται νὰ ἐφαρ­μό­σουν στὴ ζωή τους τὴ θεία του διδα­σκα­λία. Ἡ ἄλλη παρά­τα­ξι εἶνε οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ δὲν πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στό. Αὐτοὶ μὲ κάθε τρό­πο προ­σπα­θοῦν νὰ ξεφύ­γουν ἀπὸ τὴν πνευ­μα­τι­κή του ἐξου­σία, νὰ κάνουν τὰ ἀντί­θε­τα ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖ­νος δια­τά­ζει. Καὶ ἐπει­δὴ ὁ σατα­νᾶς κυριαρ­χεῖ στὶς ψυχές τους, γι’ αὐτὸ μισοῦν τὸ Χρι­στό. Ἀκού­γον­τας τὸ ἅγιο ὄνο­μά του ἀφρί­ζουν ἀπ’ τὸ κακό τους, βρί­ζουν καὶ τὸν βλα­σφη­μοῦν. Κι ἂν ὁ Χρι­στὸς βρι­σκό­ταν μπρο­στά τους, χωρὶς ἀμφι­βο­λία θὰ τὸν ἔπια­ναν, θὰ τὸν ἔδε­ναν, θὰ τὸν φυλά­κι­ζαν καὶ θὰ τὸν σταύ­ρω­ναν ἐκ νέου.

Αὐτὴ ἡ διαί­ρε­σι, ποὺ ἄρχι­σε ἀπὸ τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Χρι­στοῦ, ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑπάρ­χῃ μέχρι σήμε­ρα. Ὅταν ἕνας ἀλη­θι­νὸς κήρυ­κας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ὑψώ­νῃ τὴ φωνή του, κηρύτ­τῃ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ, διδά­σκῃ καὶ ἐλέγ­χῃ, σχί­σμα γίνε­ται στὸν κόσμο. Οἱ ἀκρο­α­ταὶ χωρί­ζον­ται. Ἄλλοι εὐχα­ρι­στοῦν­ται, κι ἄλλοι πικραί­νον­ται.

Ἄλλοι θαυ­μά­ζουν τὸν κήρυ­κα τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου, κι ἄλλοι τὸν βρί­ζουν. Ἄλλοι εὔχον­ται ν’ ἀκοῦ­νε πάν­το­τε τέτοια λόγια, κι ἄλλοι λυσ­σοῦν ἀπὸ τὴν κακία τους καὶ ἀγω­νί­ζον­ται νὰ κλεί­σουν τὸ στό­μα τοῦ ἱερο­κή­ρυ­κα. Καὶ δυστυ­χῶς αὐτοὶ εἶνε οἱ περισ­σό­τε­ροι. Κι ὅσο περ­νοῦν τὰ χρό­νια, καὶ ἡ κακία καὶ ἡ δια­φθο­ρὰ αὐξά­νουν, τόσο καὶ ἡ παρά­τα­ξι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ αὐξά­νει. Ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, νέοι καὶ νέες, καὶ μικρὰ ἀκό­μη παι­διά, τόσο ἔχουν δηλη­τη­ρια­σθῇ ἀπὸ τίς κατη­γό­ριες ποὺ ἀκοῦ­νε γιὰ τὸ Χρι­στό, γιὰ τὴν Ἐκκλη­σία του, ὥστε δὲν θέλουν κἂν νὰ γίνε­ται λόγος γιὰ θρη­σκεία.

Δύο παρα­τά­ξεις! Σύ, ἀγα­πη­τέ, ποὺ ἀκοῦς τὰ λόγια αὐτά, σὲ ποιά κατη­γο­ρία ἀνή­κεις; Εἶσαι φίλος ἢ ἐχθρὸς τοῦ Χρι­στοῦ; Ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ θὰ εἶσαι ἢ πιστὸς ἢ ἄπι­στος.

Εἴθε ἡ χάρις τοῦ πανα­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ γιορ­τά­ζου­με, νὰ μᾶς φωτί­ζῃ, ὥστε ν’ ἀνή­κου­με στὴν ἁγία παρά­τα­ξη τῶν πιστῶν, καὶ πιστεύ­ον­τας εἰλι­κρι­νὰ στὸ Χρι­στὸ νὰ δια­κη­ρύτ­του­με κ’ ἐμεῖς «Οὐδέ­πο­τε οὕτως ἐλά­λη­σεν ἄνθρω­πος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρω­πος» (ε.α.).

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek