ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Ζ΄ 37 – 52, Η΄ 12)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
37Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι’ αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).
12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.
37 Την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του. 38 Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση μ’ αυτόν. 39 Αυτά τα λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιον Πνεύμα, που θα αποκτούσαν μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς όσοι θα πίστευαν σ’ αυτόν. Διότι πρωτύτερα είχαν βέβαια δοθεί χαρίσματα προφητικά και θαυματουργικά σε ανθρώπους δικαίους και προφήτες, αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά τους ανθρώπους και τους μεταδίδει τη θεία και μακαρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις αυτή του Αγίου Πνεύματος, διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί με το Πάθος του και την Ανάληψή του. 40 Πολλοί λοιπόν από τον λαό, όταν άκουσαν τα λόγια αυτά που είπε ο Κύριος στη διάρκεια της εορτής, έλεγαν: Πράγματι αυτός είναι ο προφήτης που μας προανήγγειλε ο Μωυσής. 41 Άλλοι έλεγαν: Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός. Άλλοι έλεγαν: Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας? διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; 42 Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ; 43 Προκλήθηκε λοιπόν διαίρεση και διαφωνία μεταξύ του λαού γι’ αυτόν. 44 Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να τον συλλάβουν, αλλά κανείς δεν τόλμησε ν’ απλώσει χέρι πάνω του? διότι μια αόρατη δύναμη τους συγκρατούσε και τους παρεμπόδιζε. 45 Επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Κι εκείνοι τους ρώτησαν: Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει; 46 Τότε οι υπηρέτες τους έδωσαν την εξής απάντηση: Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός. 47 Ύστερα λοιπόν από την ανέλπιστη αυτή απάντηση των υπηρετών τους ξαναρώτησαν οι Φαρισαίοι: Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς, που είστε πάντοτε κοντά μας και ακούτε τη διδασκαλία μας, κι έχετε πλανηθεί απ’ αυτόν, όπως τα αμαθή πλήθη του λαού; 48 Μήπως πίστεψε σ’ αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή απ’ τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως; 49 Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει το νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι. 50 Τους ρώτησε τότε ο Νικόδημος, εκείνος που ήλθε στον Ιησού μέσα στη νύχτα και ήταν ένας απ’ αυτούς, διότι ήταν κι αυτός μέλος του συνεδρίου: 51 Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί το νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε; 52 Εκείνοι τότε του είπαν: Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πεισθείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα.
12 Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι και τους είπε: Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιουδαίων αλλά όλου του κόσμου. Εκείνος που με ακολουθεί με πλήρη εμπιστοσύνη κι ελπίδα και με πρόθυμη υπακοή στα λόγια μου, δεν θα περπατήσει ούτε θα βρεθεί ποτέ στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωηφόρο και πνευματικό φως, που προέρχεται από την αληθινή ζωή, τον Θεό.
37 Kατὰ τὴν τελευταία δὲ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τὴ μεγάλη, ὁ Ἰησοῦς στεκόταν καὶ φώναξε δυνατά: «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, νὰ ἔλθῃ σ’ ἐμένα καὶ νὰ πιῇ. 38 Σ’ ἐκεῖνον, ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, θὰ συμβῇ ὅπως λέγει ἡ Γραφή: Ἀπ’ τὴν καρδιά του θὰ ρεύσουν ποταμοὶ ζωντανῦ νεροῦ». 39 Aὐτὸ δὲ εἶπε γιὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο θὰ λάμβαναν στὸ μέλλον οἱ πιστεύοντες σ’ αὐτόν. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχαν Πνεῦμα Ἅγιο, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ. 40 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἄκουσαν τὸ λόγο, ἔλεγαν: «Aὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ προφήτης». 41 Ἄλλοι ἔλεγαν: «Aὐτὸς εἶναι ὁ Mεσσίας». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἀλλὰ μήπως ὁ Mεσσίας προέρχεται ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; 42 Δὲν εἶπε ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Mεσσίας προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὴ Bηθλεὲμ τὴν κωμόπολι, ὅπου ἦταν ὁ Δαβίδ;». 43 Ἐξ αἰτίας του λοιπὸν ἔγινε διχασμὸς στὸ λαό. 44 Kαὶ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε ἐπάνω του τὰ χέρια. 45 Ἐπέστρεψαν δὲ τὰ ἀστυνομικὰ ὄργανα στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς Φαρισαίους, καὶ τοὺς εἶπαν ἐκεῖνοι: «Γιατί δὲν τὸν φέρατε;». 46 Ἀποκρίθηκαν τὰ ἀστυνομικὰ ὄργανα: «Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μίλησε ἔτσι, ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». 47 Tοὺς εἶπαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Mήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; 48 Mήπως πίστευσε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους; 49 Aὐτὸς δὲ ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ νόμο, εἶναι καταραμένοι!». 50 Tοὺς λέγει ὁ Nικόδημος, ποὺ ἦλθε σ’ αὐτὸν τὴ νύκτα, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς: 51 «Mήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί πράττει;». 52 Ἀποκρίθηκαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Mήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲν ἔχει παρουσιασθῆ».
12 Πάλι δὲ ὁ Ἰησοῦς μίλησε σ’ αὐτοὺς λέγοντας: «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὅποιος ἀκολουθεῖ ἐμένα, δὲν θὰ περιπατήσῃ στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ ζωντανὸ φῶς».
YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (: κατά την τελευταία και επισημότερη από τις άλλες ημέρες της εορτής[της Σκηνοπηγίας] στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για πνευματικά και αιώνια, για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έλθει κοντά Μου μέσω της πίστεως και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον μύχιοι και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής του θα αναβλύζουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό, για να ξεδιψά όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι όσοι έρχονται σε επικοινωνία με αυτόν)»[:Ιω.7 ,37-38]·[ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται για να ακούσουν το θείο κήρυγμα και είναι προσεκτικοί στα θέματα της πίστης, πρέπει να επιδεικνύουν τον έντονο πόθο όσων διψούν για να ξεδιψάσουν και ανάλογη επιθυμία να ανάπτουν μέσα τους, διότι έτσι θα μπορέσουν να συγκρατήσουν με ασφάλεια όσα λέγονται. Άλλωστε και οι διψασμένοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτήρι με νερό, το πίνουν με μεγάλη προθυμία και τότε πια σβήνουν τη δίψα τους και ησυχάζουν.
Κατά όμοιο λοιπόν τρόπο και οι ακροατές των θείων λόγων, εάν τους ακούνε και τους δέχονται με πραγματική δίψα, δεν θα κουραστούν ποτέ , μέχρις ότου μάθουν τα πάντα. Για το ότι πρέπει συνεχώς να διψάμε και να πεινάμε για τα πνευματικά λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται(:μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)»[Ματθ.5,6]. Και εδώ λέγει ο Χριστός: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακόλουθη σημασία: «Κανέναν δεν προσελκύω αναγκαστικά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγάλη προθυμία, εάν φλέγεται από τον πόθο για τα αιώνια αγαθά, αυτόν προσκαλώ εγώ».
Και για ποιον λόγο επεσήμανε ο Ευαγγελιστής ότι αυτό συνέβη «κατά την τελευταία ημέρα τη μεγάλη της εορτής»; Διότι η πρώτη και η τελευταία μέρα της εορτής αυτής της Σκηνοπηγίας θεωρούνταν μεγαλύτερες σε σημασία και επισημότερες, ενώ τις ενδιάμεσες περισσότερο τις κατανάλωναν σε διασκέδαση και τρυφή.
Και γιατί ο Κύριος ομιλεί «κατά την τελευταία» ημέρα; Διότι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια την πρώτη ημέρα δεν είχε παρευρεθεί ο Ιησούς στην εορτή [της Σκηνοπηγίας] και είχε πει στους αδελφούς Του την αιτία [πρβλ. Ιω.7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιόδευε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· διότι δεν ήθελε να περιέρχεται για να κηρύττει στην Ιουδαία, επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Τον θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπόν τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία, κατά την οποία οι Ιουδαίοι για επτά ημέρες παρέμεναν στις σκηνές, σε ανάμνηση της ζωής την οποία ως σκηνίτες πέρασαν οι πρόγονοί τους στην έρημο. Είπαν λοιπόν προς Αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους ως αδελφοί Του-τα τέκνα δηλαδή του Ιωσήφ και της γυναίκας που είχε, προτού αρραβωνιαστεί με τη Μαρία: ’’Φύγε από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, ώστε να δουν τα θαύματα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθητές σου· διότι κανείς δεν κάνει τίποτε στα κρυφά και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός και να αναγνωριστεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον εαυτό Σου στον πολυπληθή κόσμο, που θα μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή’’. Και Του φέρονταν έτσι οι αδελφοί Του, διότι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσσία. Λέγει λοιπόν σε αυτούς ο Ιησούς: “ο δικός μου καιρός, για να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας οπότε και θα σταυρωθώ, δεν ήλθε ακόμη· ο καιρός όμως ο δικός σας κατά τον οποίο πρέπει να ανεβείτε ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα είναι πάντοτε έτοιμος. Εσάς δεν μπορεί και δεν έχει κανένα λόγο να σας μισεί ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω ότι τα έργα του είναι πονηρά. Εσείς να ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα στην εορτή αυτή, διότι δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφτασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. Αυτά λοιπόν αφού τους είπε, έμεινε στη Γαλιλαία)»].
Αλλά ούτε και κατά τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα λέγει ο Ιησούς κάτι παρόμοιο, για να μη λησμονηθούν οι λόγοι Του, αφού αυτοί σκόπευαν να το ρίξουν στις διασκεδάσεις. Κατά την τελευταία όμως ημέρα, όταν θα αναχωρούσαν για τις οικίες τους, τους δίνει εφόδια για τη σωτηρία και φωνάζει δυνατά, αφενός μεν για να δείξει την παρρησία Του, αφετέρου δε χάριν του μεγάλου πλήθους που είχε συγκεντρωθεί, για να ακουστεί από όλους.
Για να καταστήσει όμως σαφές ότι έκανε λόγο για πνευματική πόση, προσθέτει: «Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό’’)». «Κοιλία» εδώ ονομάζει την καρδιά, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός αλλού: «(Ἥκω) τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου(:γι΄αυτό κι εγώ θέλησα να εφαρμόσω το θέλημά Σου, Θεέ μου, και πόθησα τον νόμο Σου τόσο πολύ ώστε να τον φέρω μέσα στα σπλάχνα μου, για να εμπνέει και να κινητοποιεί όλη μου την ύπαρξη)»[Ψαλμ.39,9].
Πού όμως είπε η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί ύδατος ζώντος»; Πουθενά. Τι σημαίνει λοιπόν «εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, καθώς είπε η Γραφή»; Εν προκειμένω πρέπει να χωρίσουμε με σημείο στίξεως, ώστε το «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί» να εξαρτάται από την απόφασή του. Επειδή δηλαδή έλεγαν πολλοί: «Ἴδε παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι.μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;(:δείτε, μιλάει ελεύθερα και φανερά και δεν τον διακόπτει κανείς, ούτε του λέει κανείς τίποτε. Μήπως αληθινά αναγνώρισαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι πράγματι ο Χριστός;)»[Ιω.7,26] και ότι «ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν;(:ο Χριστός, όταν έλθει, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα από όσα έκανε αυτός;)»[Ιω.7,30] υποδεικνύει ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση και να μην πιστεύουν τόσο από τα θαύματα, όσο από τους λόγους της Γραφής που εκπληρώνονται όλοι. Διότι πολλοί, μολονότι Τον είδαν να θαυματουργεί, δεν Τον δέχονταν ως Μεσσία. Επρόκειτο μάλιστα να λένε: «Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(:Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυίδ και έρχεται από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαυίδ;)»[Ιω.7,42].Και τους λόγους τους αυτούς τούς διακήρυσσαν προς πάσα κατεύθυνση.
Επειδή λοιπόν ήθελε να τους αποδείξει ότι δεν αποφεύγει την δια της Γραφής απόδειξη της μεσσιανικής Του ιδιότητας, πάλι τους παραπέμπει στις Γραφές. Και παραπάνω άλλωστε τους έλεγε: «Ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς(:Εσείς εξετάζετε με προσκόλληση στο εξωτερικό γράμμα τις Άγιες Γραφές, διότι νομίζετε ότι μόνο με την απλή ανάγνωση και την εξέταση αυτή θα έχετε ζωή αιώνια. Κι όμως εκείνες είναι που μαρτυρούν για Εμένα και γι΄αυτό πρέπει να τις ερευνάτε και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερά τους νοήματα)»[Ιω. 5,39] και ότι «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με(:Κοντά μου έρχονται μόνο όσοι ελκύονται από τον Πατέρα μου. Αυτό άλλωστε έχει προφητευτεί στην Αγία Γραφή. Είναι γραμμένο στα προφητικά βιβλία το εξής: ‘’Και όλοι όσοι πιστέψουν και θα ακολουθήσουν τον Μεσσία, θα έχουν διδαχτεί από τον ίδιο τον Θεό’’. Καθένας που ακούει την εσωτερική πρόσκληση του Πατρός μου και δέχεται τον φωτισμό, ώστε να κατανοήσει αυτά που ο Πατέρας μου τον διδάσκει και μαθαίνει έτσι την αλήθεια, έρχεται σε Εμένα)»[Ιω.6,45· πρβ. Ησ.54,13: «Καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου(:και όλα τα τέκνα σου θα διδαχτούν κατευθείαν από τον Θεό, θα ζουν σε αδιατάρακτη και πολλή ειρήνη)»]· και «Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε(:μη νομίσετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωυσής, στον οποίο εσείς έχετε στηρίξει τις ελπίδες σας)»[Ιω.5,45].
Και εδώ λέγει: «όπως είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί», για να υποδείξει τον πλούτο και την αφθονία της θείας χάριτος. Όπως και σε άλλο σημείο λέγει: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον(:το νερό που εγώ θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια ζωή)»[Ιω.4,14], δηλαδή θα έχει άφθονη τη χάρη του Θεού. Αλλού λέγει «ζωὴν αἰώνιον» και εδώ « ὕδωρ τὸ ζῶν» το αποκαλεί. «Ζῶν ὕδωρ» ονομάζει εκείνο που κινείται, τρέχει συνεχώς· διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, όταν εισέλθει στην ψυχή κάποιου και εγκατασταθεί μόνιμα σε αυτήν, αναβλύζει περισσότερο από κάθε άλλη πηγή και δεν κάνει διακοπές, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει ποτέ.
Για να καταστήσει φανερό λοιπόν συγχρόνως και το ανελλιπές της χορηγίας και το απερίγραπτο της ενεργείας, την αποκάλεσε «πηγή» και «ποταμούς», όχι έναν ποταμό, αλλά απείρους. Και εκεί επίσης[Ιω.4,14] παρέστησε την αφθονία με διαρκή ανάβλυση, όταν χρησιμοποίησε τη λέξη «ἁλλομένου(:το οποίο θα αναπηδά)».
Και θα μπορέσει κανείς να καταλάβει καθαρά αυτόν τον λόγο, εάν λάβει υπόψη του τη σοφία του Στεφάνου και τη γλώσσα του Πέτρου και τη ρητορική δεινότητα του Παύλου. Αυτούς τίποτε δεν τους παρέσυρε, τίποτε δεν τους φόβιζε, ούτε ο θυμός του πλήθους, ούτε οι επαναστάσεις των τυράννων, ούτε οι επιβουλές των δαιμόνων, ούτε οι καθημερινές απειλές του θανάτου, αλλά ως ποταμοί, που τρέχουν ορμητικοί, έτσι πέρασαν και παρέσυραν τα πάντα.
«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(:αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν, διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη θυσία και με την ένδοξη ανάληψή Του)»[Ιω.7,39].
Πώς λοιπόν προφήτευσαν οι προφήτες και επιτέλεσαν τόσα θαύματα; Οι απόστολοι βέβαια δεν εκδίωκαν τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, αλλά με τη δύναμη που τους έδωσε ο Ιησούς, όπως λέγει ο Ίδιος: «Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν(:και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς λέγετε, με τη βοήθεια του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με τη δύναμη τίνος τα βγάζουν; Γιατί δεν τους κατηγορείτε; Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν για τη μοχθηρία σας και την υποκρισία)» [Ματθ.12,27].Αυτό το έλεγε για να δείξει ότι δεν εκδίωκαν όλοι τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, πριν από τη σταύρωσή Του αλλά με τη δύναμη και εξουσία που τους χορηγούσε Αυτός. Όταν όμως σκόπευε να τους αποστείλει στον κόσμο, τότε έλεγε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»[Ιω. 20,22]. Και πάλι: «ήλθε σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα και τότε έκαναν τα θαύματα».
Όταν μάλιστα τους απέστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, δεν είπε ο Ευαγγελιστής: «έδωσε σε αυτούς Πνεύμα Άγιο», αλλά «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν(:έδωσε σε αυτούς εξουσία)»[Ματθ.10,1], λέγοντάς τους τα εξής: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε(: Σας δίδω εξουσία να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε μην εμπορευτείτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε)»[Ματθ.10,8].
Ως προς τους προφήτες όμως κατά γενική ομολογία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, αλλά η χάρις αυτή είχε συσταλεί και μετακινηθεί και είχε εγκαταλείψει τη γη από την ημέρα εκείνη κατά την οποία ειπώθηκε το εξής: «Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:ιδού, προς τιμωρία της κακίας σας και καταστροφή, σας αφήνεται έρημη και απροστάτευτη από τον Θεό η πόλις σας και ο ναός)»[Ματθ. 23,38]. Αλλά και πριν από τη ρήση αυτή είχε αρχίσει να παρουσιάζεται σπάνια το Άγιο Πνεύμα, διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επόπτευε τα άγιά τους η θεία χάρις.
Επειδή λοιπόν είχε ανασταλεί η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και επρόκειτο στο μέλλον να δοθεί με αφθονία, και αυτής της διανομής η αρχή έγινε μετά την Σταύρωση, δεν έγινε μόνο η αρχή αυτής της αφθονίας, αλλά και μεγαλύτερων χαρισμάτων(διότι πραγματικά η δωρεά ήταν περισσότερο άξια θαυμασμού, όπως όταν λέγει: «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς(:δεν ξέρετε ακόμη ποιων διαθέσεων και ποιας πνευματικής καταστάσεως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ.9,55]· και πάλι: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας(:είστε λοιπόν κι εσείς υιοί του Θεού. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι η διάθεση και το φρόνημα που το Άγιο Πνεύμα σάς ενέπνευσε από τη στιγμή του βαπτίσματός σας δεν είναι πάλι διάθεση δουλική και φρόνημα σκλάβου, που προκαλεί φόβο, όπως είχατε φόβο όταν ήσασταν κάτω από την κυριαρχία του μωσαϊκού νόμου. Αλλά λάβατε από το Άγιο Πνεύμα φρόνημα κι διάθεση κατά χάριν υιών του Θεού)» [Ρωμ.8,15].
Και οι παλαιοί βέβαια είχαν Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν μπορούσαν να το δώσουν και στους άλλους. Οι απόστολοι όμως μυριάδες ανθρώπων γέμισαν με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να λάβουν αυτή τη χάρη, που δεν είχε ακόμη δοθεί, γι’ αυτό λέγει: «Οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον(:διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα)» δηλαδή δεν είχε δοθεί, «ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(:επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη σταυρική θυσία και την ένδοξη ανάληψή Του)»[Ιω.7,39]. «Δόξαν» ονομάζει τον Σταυρό.
Επειδή δηλαδή ήμασταν εχθροί απέναντι στον Θεό και αμαρτωλοί και είχαμε στερηθεί τη δωρεά του Θεού και ήμασταν θεοστυγείς, ενώ η χάρις ήταν απόδειξη συμφιλιώσεως, διότι το δώρο δεν δίδεται στους εχθρούς και τους μισούμενους, αλλά στους φίλους και στους αγαπητούς, έπρεπε προηγουμένως να προσφερθεί η θυσία προς χάριν μας και να καταλυθεί η έχθρα δια της σαρκός και να γίνουμε φίλοι του Θεού και τότε να λάβουμε τη δωρεά. Διότι εάν συνέβη αυτό κατά την επαγγελία, την υπόσχεση προς τον Αβραάμ, πολύ περισσότερο θα συνέβαινε και όταν δόθηκε η χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Και ο Παύλος για να δηλώσει αυτό έλεγε: «Εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις(:διότι εάν εκείνοι που έλαβαν τον νόμο, γίνονται και δικαιωματικά με την τήρησή του κληρονόμοι του κόσμου, τότε απέβη ανώφελη και μάταιη η πίστη, και δεν πραγματοποιήθηκε αλλά καταργήθηκε η υπόσχεση του Θεού που βεβαίωνε ότι δωρεάν διαμέσου του Χριστού θα δοθεί η κληρονομιά αυτή)» [Ρωμ.4,14-15]. Ό,τι λέγει έχει την ακόλουθη σημασία: «Υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει τη γη στον Αβραάμ και τους απογόνους του, αλλά οι απόγονοι ήσαν ανάξιοι της επαγγελίας και δεν μπορούσαν να ευχαριστήσουν τον Θεό με τα δικά τους έργα. Γι’ αυτό εισήλθε η πίστη, πράγμα εύκολο, για να προσελκύσει τη χάρη και να μην καταργηθούν οι επαγγελίες».
Και ο Παύλος στη συνέχεια λέγει: «Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν (: και επειδή ο μωσαϊκός νόμος αποξενώνει από την κληρονομιά της επαγγελίας, γι’ αυτό η κληρονομιά παρέχεται διαμέσου της πίστεως. Και μας δίνεται τώρα η κληρονομιά, αυτή όχι ως ανταμοιβή για την πιστή τήρηση του νόμου, αλλά δωρεάν και κατά χάριν Θεού. Ώστε δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος εξαιτίας των παραβάσεών μας που γίνονται από αδυναμία να καταργηθεί η επαγγελία και υπόσχεση του Θεού, αλλά αυτή πραγματοποιείται με σιγουριά και βεβαιότητα σε όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνο σε εκείνους που είχαν τον νόμο και ήταν εξαρτημένοι από αυτόν, αλλά και σε εκείνους που ενώ δεν είχαν τον μωσαϊκό νόμο, μιμήθηκαν την πίστη του Αβραάμ και έγιναν έτσι πνευματικά παιδιά του Αβραάμ, ο οποίος είναι πατέρας όλων όσων πιστέψαμε)» [Ρωμ.4,16]. Για τον λόγο αυτό «η υπόσχεση είναι ως δώρο της χάριτος, επειδή δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτε με τα έργα τους».
Γιατί όμως, όταν είπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(:εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και όλο τον εσωτερικό του κόσμο θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό)» [Ιω.7,38] δεν πρόσθεσε και την μαρτυρία της Γραφής; Διότι η γνώμη τους ήταν διεφθαρμένη: Άλλοι έλεγαν: «Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης (:Πράγματι αυτός είναι ο προφήτης που μας προανήγγειλε ο Μωυσής)» [Ιω.7,40] και «ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(:Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαοπλάνος και εξαπατά τον εύπιστο λαό)». [Ιω.7,12]. Επίσης, «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(: άλλοι έλεγαν: “Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός”. Άλλοι έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας˙ διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ;’’)» [Ιω. 7,41-42], ενώ «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(:”Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε τον χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27].Και γενικά η γνώμη τους διέφερε, όπως συμβαίνει στα πλήθη που βρίσκονται σε αναταραχή· διότι δεν πρόσεχαν με ακρίβεια τα λεγόμενα, ούτε είχαν καμία πρόθεση να μάθουν.
Για τον λόγο αυτόν, δεν τους δίδει καμία απάντηση, αν και λέγουν: «Μήπως έρχεται από τη Γαλιλαία ο Χριστός;», ενώ τον Ναθαναήλ, που ρώτησε με τόνο σφοδρό και αυστηρό «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;(:Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να βγει τίποτα καλό;)» [Ιω.1,47], τον επαίνεσε ως αληθινό Ισραηλίτη: «Εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι(:είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται κοντά Του και λέει γι’ αυτόν: “Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια’’)»[Ιω.1,48]. Αυτοί όμως που είπαν προς τον Νικόδημο: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)» [Ιω.7,52], δεν τα έλεγαν αυτά επειδή ήθελαν να μάθουν, αλλά για να ανατρέψουν απλώς τη γνώμη που υπήρχε για τον Χριστό. Εκείνος όμως[ο Νικόδημος δηλαδή] ήταν ο εραστής της αλήθειας και έλεγε αυτά, επειδή γνώριζε με ακρίβεια όλα τα παλαιά. Αυτοί όμως ένα σκοπό είχαν, να ανατρέψουν την αντίληψη ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
Γι’ αυτό τίποτε δεν τους αποκάλυπτε· διότι αυτοί που αντέφασκαν προς τον εαυτό τους και άλλοτε μεν έλεγαν «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(:”Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε το χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27], άλλοτε πάλι «από την Βηθλεέμ έρχεται», είναι ευνόητο ότι, και όταν θα μάθαιναν, πάλι θα έφεραν αντιρρήσεις. Διότι ας δεχτούμε ότι δεν γνώριζαν τον τόπο, ότι δηλαδή καταγόταν από τη Βηθλεέμ, επειδή ανατράφηκε και έζησε στην Ναζαρέτ (μολονότι και αυτή η άγνοιά τους δεν συγχωρείται, επειδή δεν γεννήθηκε εκεί), δεν γνώριζαν όμως το γένος Του, ότι καταγόταν από τον οίκο και τη γενεά του Δαυίδ; Τότε πώς έλεγαν: «Δεν έρχεται από το σπέρμα του Δαβίδ ο Χριστός;». Αλλά και αυτό ήθελαν να το συσκιάσουν και τα πάντα έλεγαν με κακή διάθεση.
Γιατί λοιπόν δεν Τον πλησίασαν για να Τον ρωτήσουν· «Επειδή ως προς όλα τα άλλα σε θαυμάζουμε, αλλά μας προτρέπεις να πιστέψουμε σε Εσένα σύμφωνα με τις Γραφές, απάντησέ μας, πώς οι Γραφές λέγουν ότι ο Χριστός πρέπει να έλθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έλθει από τη Γαλιλαία;». Τίποτε από αυτά όμως δεν είπαν, αλλά τα πάντα τα έλεγαν με πονηρία. Το ότι βέβαια δεν αναζητούσαν, ούτε ήθελαν να μάθουν, το πρόσθεσε αμέσως ο Ευαγγελιστής, όταν είπε: «Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας(:μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να Τον συλλάβουν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να απλώσει χέρι πάνω Του˙ διότι μια αόρατη δύναμη τούς συγκρατούσε και τους παρεμπόδιζε)»[Ιω.7,44]. Εάν λοιπόν τίποτε άλλο δεν υπήρχε, αυτό το γεγονός ήταν αρκετό να τους οδηγήσει σε κατάνυξη. Δεν συγκινήθηκαν όμως, όπως λέγει ο Προφήτης: «Διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν(:διασκορπίστηκαν από τον Θεό και όμως δεν μετανόησαν. Δεν αισθάνθηκαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς τους.)»[Ψαλμ. 34,15].
«Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να Τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει;”Τότε οι υπηρέτες τούς έδωσαν την εξής απάντηση: “Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός”)» [Ιω. 7,45-46].
Τίποτε καθαρότερο δεν υπάρχει από την αλήθεια, τίποτε απλούστερο, εάν εμείς δεν φερόμαστε με κακή διάθεση και προαίρεση· όπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δεν υπάρχει από το να επιδεικνύουμε δυσμενή διάθεση. Διότι ιδού: οι μεν Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι φαίνονταν δήθεν ότι είναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τον Χριστό, έχοντας όμως ως σκοπό τους να Τον επιβουλεύονται, και ενώ έβλεπαν θαύματα και διάβαζαν τις Γραφές, ουδεμία ωφέλεια συναπεκόμισαν, αλλά απεναντίας έπαθαν μεγάλη ζημία· οι υπηρέτες από την άλλη πλευρά, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίποτε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημόσια ομιλία Του σαγηνεύτηκαν και ενώ έφυγαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκοπό να Τον δέσουν και να Τον συλλάβουν, επέστρεψαν δέσμιοι του θαυμασμού για Αυτόν.
Δεν πρέπει λοιπόν μόνο τη σύνεσή τους να θαυμάσουμε, δεδομένου ότι δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά από μόνη τη διδασκαλία Του αιχμαλωτίστηκαν(διότι δεν είπαν ότι ‘’Ουδέποτε θαυματούργησε άνθρωπος με τέτοιο τρόπο’’· αλλά τι είπαν; «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(:Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός)»[Ιω.7,46]· δεν πρέπει λοιπόν την σύνεσή τους μόνο να θαυμάσουμε, αλλά και το θάρρος, διότι τους λόγους αυτούς τους έλεγαν προς εκείνους, οι οποίοι είχαν τους αποστείλει για να συλλάβουν τον Ιησού, δηλαδή προς τους Φαρισαίους, προς εκείνους, οι οποίοι πολεμούσαν Αυτόν και τα πάντα έκαναν για τον σκοπό αυτό. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; (:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει;)»[Ιω. 7,45].
Το ότι επέστρεψαν ήταν πολύ σπουδαιότερο από το να έμεναν. Διότι εάν παρέμεναν κοντά στον Χριστό, θα απαλλάσσονταν βέβαια από την ενόχληση των Φαρισαίων, όμως τώρα που επέστρεψαν σε εκείνους που τους είχαν αποστείλει για να Τον συλλάβουν, γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και σε μεγαλύτερο βαθμό δείχνουν το θάρρος τους· και δεν λένε: «Δεν μπορέσαμε να Τον συλλάβουμε εξαιτίας του όχλου», δεδομένου ότι ο κόσμος πρόσεχε εκείνη τη στιγμή τη διδασκαλία Του, όπως σε προφήτη, αλλά τι λένε: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλησε κανένας όπως αυτός ο άνθρωπος».
Αν και μπορούσαν βέβαια να δώσουν εκείνη την απάντηση για να δικαιολογηθούν, ότι τάχα δηλαδή δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους εξαιτίας του κόσμου που παρακολουθούσε με προσοχή τότε τα λόγια του Ιησού, εντούτοις αποκαλύπτουν τη δική τους ορθή γνώμη· διότι η απάντηση αυτή, η οποία δόθηκε, είναι ανθρώπων, οι οποίοι όχι μόνο θαυμάζουν Εκείνον, αλλά και κατηγορούν τους Φαρισαίους ότι τους έστειλαν για να δέσουν και να συλλάβουν Αυτόν, τον οποίο έπρεπε να ακούνε· και όμως δεν άκουσαν βέβαια κάποια μακρά ομιλία, αλλά μία σύντομη σε διάρκεια· διότι όταν η σκέψη είναι αμερόληπτη, δεν υπάρχει ανάγκη για πολλά λόγια και μεγάλης διάρκειας ομιλίες· τέτοια είναι η δύναμη της αλήθειας.
Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; Ενώ έπρεπε να έρθουν σε συναίσθηση και να κατασυντριβούν από τα λεγόμενα, κάνουν το αντίθετο, δηλαδή ανταποδίδουν κατηγορία προς τους υπηρέτες, λέγοντας: «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε;(:Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς, που είστε πάντοτε κοντά μας και ακούτε τη διδασκαλία μας, και έχετε πλανηθεί απ’ αυτόν, όπως τα αμαθή πλήθη του λαού;)»[Ιω.7,47]. Επιπλέον τους κολακεύουν και δεν μιλούν με απότομο ύφος και βαριές εκφράσεις, φοβούμενοι μήπως τελείως αποσχισθούν από αυτούς, αλλά εκδηλώνουν την οργή τους και ομιλούν με προσεκτική χρήση εκφράσεων, διότι ενώ έπρεπε να ρωτήσουν τι είπε και να θαυμάσουν όσα ειπώθηκαν από τον Ιησού, ούτε αυτό κάνουν(διότι γνώριζαν ότι θα ήταν δυνατόν να σαγηνευθούν και εκείνοι από τα λόγια Του), αλλά και από μια απόδειξη λίαν ανόητη ορμώμενοι διατυπώνουν προς τους υπηρέτες τον παρακάτω συλλογισμό· δηλαδή λένε: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;(:Μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως;Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,48].Πες μου, την κατηγορία αυτή την στρέφεις κατά του Χριστού και όχι κατά όσων δεν πίστεψαν;
«Ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,49].Αυτή βέβαια είναι η σπουδαιότερη κατηγορία σε βάρος σας, ότι ο μεν όχλος πίστεψε, ενώ εσείς δεν πιστέψατε. Και όμως εκείνοι επιτελούσαν τα καθήκοντα όσων γνωρίζουν τον νόμο, πώς λοιπόν είναι επικατάρατοι; Εσείς βεβαίως είστε επικατάρατοι, οι οποίοι δεν τηρείτε τον νόμο· όχι εκείνοι οι οποίοι υπακούουν στον νόμο. Δεν έπρεπε λοιπόν από αυτούς που δεν πίστευαν, να κατηγορείται Εκείνος, στον οποίο δεν πίστευαν· διότι δεν είναι σωστός αυτός ο τρόπος.
«Επειδή και εσείς δεν πιστέψατε στον Θεό», όπως λέγει ο Παύλος: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει;(:και το προνόμιο αυτό, να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού, δεν εκμηδενίστηκε· διότι τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού;)»[Ρωμ.3,3]· διότι και οι προφήτες τούς κατηγορούσαν πάντοτε λέγοντας: «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων(:Ακούστε λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου εσείς, οι άρχοντες, οι οποίοι για τις δικές σας αμαρτίες και τις αμαρτίες του λαού σας αξίζει να ονομάζεστε άρχοντες Σοδόμων)»[Ησ. 1,10] και «οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθοῦσι(:οι άρχοντές σου είναι απειθείς απέναντι του Θεού)»[Ησ. 1,23]. Και πάλι: «Οὐχ ὑμῖν ἐστι τοῦ γνῶναι τὸ κρίμα;(:καθήκον σας δεν είναι να γνωρίζετε, να αποδίδετε και να εφαρμόζετε το δίκαιο;)» [Μιχ.3,1] και παντού με βαριές εκφράσεις τούς επιτιμούν. Τι λοιπόν; Μήπως κανείς θα κατηγορήσει γι’ αυτό ακόμη και τον Θεό; Απομάκρυνε μια τέτοια σκέψη από τον νου σου· διότι εκείνους βαρύνει η κατηγορία. Διότι ποιο άλλο σημείο θα θεωρούσε κανείς του ότι δεν γνωρίζετε εσείς τον νόμο, παρά το ότι δεν υπακούετε;
Επειδή λοιπόν οι Φαρισαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν πίστεψε στον Ιησού κανένας από τους άρχοντες παρά μόνο αυτοί που «δεν γνώριζαν τον νόμο», στη συνέχεια τούς ελέγχει ο Νικόδημος λέγοντας τα εξής: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;(: Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί τον μωσαϊκό νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)»[Ιω.7,51].Δηλαδή δείχνει ότι αυτοί ούτε γνωρίζουν τον νόμο, ούτε εφαρμόζουν τον νόμο· διότι εάν εκείνος μεν διατάσσει να μη θανατώσουν κανένα άνθρωπο, πριν να τον ακούσουν προηγουμένως να απολογείται, αυτοί όμως, πριν ακούσουν τον Ιησού, έσπευσαν για να Τον θανατώσουν, είναι παραβάτες του νόμου.
Και επειδή είπαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό σημειώνει επιπροσθέτως ο Ευαγγελιστής ότι ήταν ο Νικόδημος «εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν(:που ήταν ένας από αυτούς, διότι ήταν και αυτός μέλος του συνεδρίου)»[Ιω.7,50], αποδεικνύοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε Αυτόν· δεν έδειχναν βέβαια το απαιτούμενο θάρρος, γίνονταν όμως οπαδοί του Χριστού.
Πρόσεξε επίσης πώς και με πόση επιφυλακτικότητα και προσοχή στις εκφράσεις του κάνει τον έλεγχό του προς αυτούς ο Νικόδημος· διότι δεν είπε: «Εσείς θέλετε να θανατώσετε Αυτόν, και απλώς χωρίς καμία δίκη Τον καταδικάζετε ως πλάνο και απατεώνα», αλλά μίλησε με ηπιότερο τρόπο, θέλοντας να ανακόψει την απερίγραπτη ορμή τους, όπως επίσης και την απερισκεψία τους και την επιθυμία τους για φόνο. Για τον λόγο αυτό, στρέφει τον λόγο του σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, λέγοντας: «Ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ(:Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί το νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)»[Ιω.7,51].Ώστε υφίσταται ανάγκη όχι απλής ακροάσεως, αλλά προσεκτικής ακροάσεως και ακριβούς εξετάσεως του προς εκδίκαση θέματος. Διότι αυτό σημαίνει η φράση «καὶ γνῷ τί ποιεῖ(:και να μάθει από την απολογία Του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε)», τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό και μήπως απέβλεπε στην ανατροπή της πολιτείας ως κάποιος εχθρός. Επειδή λοιπόν βρέθηκαν σε αμηχανία, καθώς είχαν πει ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, ούτε με οξύτητα, ούτε με ηπιότητα δεν φέρθηκαν απέναντι στον Νικόδημο.
Πες μου λοιπόν, ποια λογική σχέση έχει, όταν ο Νικόδημος τούς είπε ότι ο νόμος τους δεν κρίνει κανένα χωρίς πρώτα να απολογηθεί, η απάντησή τους: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ;(:Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία;)»[Ιω.7,52]. Διότι, ενώ έπρεπε να αποδείξουν ότι έστειλαν υπηρέτες προς Αυτόν να Τον καλέσουν όχι χωρίς λόγο, ή ότι δεν πρέπει να δοθεί σε Αυτόν το δικαίωμα να ομιλήσει, με περισσότερο αγροίκο και περισσότερο οργίλο τρόπο διατυπώνουν την αντίρρηση: «Ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)»[Ιω.7,52].Διότι τι είπε ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Χριστός είναι προφήτης; Είπε ότι δεν πρέπει να θανατωθεί χωρίς να δικαστεί. Αυτοί όμως κατά τρόπο προσβλητικό, απηύθυναν αυτούς τους λόγους προς αυτόν, σαν να μην είχε καμία γνώση περί των Γραφών· σαν να έλεγε δηλαδή κανείς στον Νικόδημο: «Πήγαινε και μάθε». Διότι αυτό σημαίνει η φράση «ἐρεύνησον καὶ ἴδε».
Τι πράττει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή πάντοτε ανέφεραν τη Γαλιλαία και τον προφήτη, θέλοντας να απαλλάξει όλους από αυτήν την ανάρμοστη υποψία και να αποδείξει ότι δεν είναι ένας από τους προφήτες, αλλά του κόσμου Δεσπότης, λέγει: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου(:Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιουδαίων αλλά ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]· όχι μόνο της Γαλιλαίας, όχι μόνο της Παλαιστίνης, ούτε μόνο της Ιουδαίας.
Τι απαντούν λοιπόν οι Ιουδαίοι; «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:Εσύ δίνεις μαρτυρία για το πρόσωπό σου συστήνοντας εγωιστικά τον εαυτό σου. Για τη μαρτυρία σου όμως αυτή δεν εγγυάται κανείς ότι είναι αληθινή και ότι δεν προέρχεται από φιλαυτία και αυτοθαυμασμό’’)»[Ιω.8,13].Πόση ανοησία! Τους παρέπεμπε συνεχώς στις Γραφές και στην αδιάψευστη μαρτυρία τους και αυτοί λένε «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς». Ποια μαρτυρία έδωσε λοιπόν για τον Εαυτό Του; «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου(:εγώ είμαι το φως ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]. Μέγας είναι ο λόγος αυτός, αληθώς μέγας· αλλά δεν τους τάραξε πολύ, εφόσον ούτε εξισώνει τώρα τον εαυτό Του με τον Πατέρα, ούτε είπε ότι είναι Υιός Εκείνου, ούτε ότι είναι Θεός, αλλά είπε τότε ότι είναι Φως.
Ήθελαν μεν και αυτόν τον λόγο να ανατρέψουν· και αυτός βεβαίως ο λόγος είναι πολύ σπουδαιότερος από τον λόγο: «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς(:Εκείνος που με ακολουθεί με πλήρη εμπιστοσύνη και ελπίδα και με πρόθυμη υπακοή στα λόγια μου, δεν θα περπατήσει ούτε θα βρεθεί ποτέ στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωηφόρο και πνευματικό φως, που προέρχεται από την αληθινή ζωή, τον Θεό)»[Ιω.8,12], λέγει ο Ιησούς εννοώντας το φως και το σκοτάδι από νοητής απόψεως· δηλαδή λέγοντας αυτά εννοεί ότι ο άνθρωπος που Τον ακολουθεί, δεν παραμένει στην πλάνη.
Εδώ και τον Νικόδημο προσελκύει και παρορμά, διότι έδειξε μέγα θάρρος και τους υπηρέτες επαινεί, για αυτό που είχαν κάνει. Διότι το να φωνάξει δυνατά[βλ. Ιω.7,37: «Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ‘’ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω’’(:την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: “Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του”)»] είναι γνώρισμα ανθρώπου ο οποίος θέλει με αυτόν τον τρόπο να τους προετοιμάσει ώστε να ακούσουν τα λόγια του· συγχρόνως επίσης υπαινίσσεται και αυτούς οι οποίοι εξυφαίνουν δόλια σχέδια στα κρυφά και στο σκοτάδι και στην πλάνη· αλλά δεn θα υπερισχύσουν του φωτός.
Και στον Νικόδημο υπενθυμίζει τους λόγους εκείνους, τους οποίους προηγουμένως έλεγε: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ(:διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)»[Ιω.3,20]· διότι επειδή έλεγαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό λέγει: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς», αποδεικνύοντας ότι η μη προσέλευσή τους κοντά στον Ιησού δεν οφειλόταν στην αδυναμία του φωτός, αλλά στη διεστραμμένη γνώμη τη δική τους[…].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13α, σελίδες 426-437 και 444-453 .
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 73, σελ. 252-260 και τόμος 74, σελ.11-19.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)
Ὅταν βάζουν ἕνα σπόρο στὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ πρέπει νὰ τὸν ἀγγίξει ἡ δύναμη τῆς ζέστης, καθὼς καὶ τὸ φώς. Ὅταν φυτεύουν ἕνα δέντρο, πρέπει νὰ τὸ ἀγγίξει ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου, γιὰ νὰ τὸ κάνει δυνατό, νὰ ριζώσει.
Ὅταν κάποιος φτιάχνει ἕνα σπίτι, ἀναζητεῖ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ τὸ καθαγιάσει.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔσπειρε τὸν πολυτιμότερο σπόρο στὸν ἀγρὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ χρειαζόταν ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ τὸν ἀγγίξει, νὰ τὸν ζεστάνει καὶ νὰ τὸν φωτίσει, γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ φύτεψε τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς στοὺς ἄγριους κι ἀκαλλιέργητους ἀγροὺς τοῦ θανάτου. Ὁ δυνατὸς ἄνεμος τοῦ Πνεύματος ἦταν ἀναγκαῖος γιὰ νὰ πνεύσει πάνω του καὶ νὰ καθαγιάσει τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς.
Ἡ προαιώνια σοφία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἑτοιμάσει τὰ κατοικητήριά Του στὶς ἐκλεκτὲς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ Πνεῦμα τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ στὰ κατοικητήρια αὐτὰ καὶ νὰ τὰ καθαγιάσει.
Ὁ Θεῖος Νυμφίος εἶχε διαλέξει τὴ Νύμφη Του, τήν Ἐκκλησία τῶν ἁγνῶν ψυχῶν, κι ἔπρεπε νὰ κατεβεῖ τὸ Πνεῦμα τῆς αἰώνιας χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης γιὰ νὰ ἑνώσει γῆ καὶ οὐρανὸ μ’ ἕνα δαχτυλίδι, νὰ στολίσει τὴ Νύμφη μὲ γαμήλια στολή.
Ὅλα ἔγιναν ὅπως εἶχαν προφητευτεί. Ὁ Κύριος εἶχε ὑποσχεθεῖ πῶς θὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἦρθε. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὑποσχεθεῖ τὴν κάθοδο τοῦ παντοδύναμου Ἁγίου Πνεύματος στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ γνώριζε πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ὑπάκουε καὶ θὰ ἐρχόταν; Σὲ ποιόν θὰ ἔδειχνε τέτοια ὑπακοὴ τὸ παντοδύναμο Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον, στὸν Ὁποῖο τρέφει τέλεια ἀγάπη;
Ἀλήθεια, πόσο τέλεια εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ εἶναι πρόθυμη νὰ κάνει τέλεια ὑπακοή! Ἡ τέλεια αὐτὴ ἀγάπη δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἐκφραστεῖ τέλεια, παρὰ μόνο μὲ τὴν τέλεια ὑπακοή. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάντα ἄγρυπνη, πρόθυμη καὶ ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὸν ἀγαπημένο. Κι ἀπὸ τὴν τέλεια ὑπακοὴ προέρχεται, σὰν ἀτμὸς ἀπὸ μέλι καὶ γάλα, ἡ τέλεια χαρά, ποὺ προσδίδει στὴν ἀγάπη ἐξαίσιο κάλλος.
Ὁ Πατέρας ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁ Υἱὸς ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχει τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Χάρη σ’ αὐτὴν τὴν τέλεια ἀγάπη ὁ Πατέρας εἶναι πρόθυμος ὑπηρέτης τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ Υἱὸς εἶναι τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη στὸ δημιουργημένο κόσμο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν θείων Προσώπων, ὅπως καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη ὑπακοὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀμοιβαία ὑπακοή Τους.
«Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὸ δέδωκάς μοὶ ἶνα ποιήσω» (Ἰωάν. ἴζ’ 4). «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. στ’ 10). Δὲ δείχνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ στὸν Πατέρα Του;
«Πάτερ… ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις» (Ἰωάν. ἰα’ 41,42), εἶπε ὁ Χριστὸς ὅταν ἀνάστησε τὸ Λάζαρο. Σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση ἀργότερα ἔκραξε: «Πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὔν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω» (Ἰωάν. ἴβ’ 28). Δὲ δείχνουν τὰ λόγια αὐτὰ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα στὸν Υἱό;
«Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἶνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ἴδ’ 16): «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὄν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός… καὶ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ἰε’ 26). Κι ἔτσι ἔγινε. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, κατέβηκε σ’ ἐκείνους πού εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Υἱός. Δὲ δείχνει αὐτὸ τὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πνεύματος στὸν Υἱό;
Νά, ποιός εἶναι ὁ σωτήριος κανόνας ποὺ συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ ὅλους τοὺς πιστούς: «Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. ἴβ’ 10). Ὁ κανόνας αὐτὸς ἐφαρμόζεται τέλεια στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Κάθε Πρόσωπο προσπαθεῖ νὰ δώσει μεγαλύτερη τιμὴ στ’ ἄλλα δύο, ὄχι στὸν Ἑαυτό Του. Μέ τον ἴδιο τρόπο ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν ὑπακοὴ νὰ εἶναι χαμηλότερα ἀπὸ τ’ ἄλλα δύο. Ἄν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ γλυκιὰ καὶ ἁγία προσπάθεια κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας νὰ τιμήσει τ’ ἄλλα δύο καὶ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο κατώτερο μὲ τὴν ὑπακοή, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη ποὺ διαθέτει ὁ καθένας γιὰ τοὺς ἄλλους δύο, ἡ Ἁγία Τριάδα θὰ ἦταν ἕνα ἀδιαφοροποίητο Πρόσωπο.
Μὲ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὸν Υἱό, ἔσπευσε μὲ ἀπεριόριστη ὑπακοὴ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ καὶ κατέβηκε τὸν ὁρισμένο χρόνο στοὺς ἀποστόλους. Ὁ Υἱὸς ἦταν βέβαιος πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ὑπάκουε, γι’ αὐτὸ κι ἔδωσε τὴ συγκεκριμένη ὑπόσχεση γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους. «Καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὐ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κι’ 49), τοὺς εἶπε. Μὴ ρωτήσετε πῶς ἤξερε ὁ Κύριος ἀπὸ πρὶν ὅτι αὐτὴ ἡ δύναμις ἐξ ὕψους, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ ἤθελε νὰ κατεβεῖ στοὺς ἀποστόλους. Ὁ Κύριος δὲν ἤξερε μόνο αὐτὸ προκαταβολικά, ἀλλὰ κι ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ὅπως καί μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἄν ὅμως ἐμβαθύνουμε περισσότερο στὸ συγκεκριμένο περιστατικό, θὰ δοῦμε πῶς ἡ προόραση αὐτὴ κι ἡ πρόρρηση τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναφέρεται μόνο στὸ ἐξωτερικὸ φαινόμενο τῆς καθόδου αὐτῆς. Δὲν ἀγγίζει τὴ συμφωνία καὶ τὴ θέληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ καὶ νὰ κατεβεῖ. Προτοῦ μιλήσει ὁ Κύριος γιὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνώριζε ἤδη πῶς εἶχε τὴν ἑτοιμότητα καὶ τὴν προθυμία τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ συγκατατεθεί. Στὴν πραγματικότητα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μίλησε μέσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν κάθοδό Του. Δὲ λέει στὸ εὐαγγέλιο πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Λουκ. δ’ 1); Δὲν ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴ Ναζαρὲτ πῶς σ’ Αὐτὸν εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ ἐμέ, οὖ εἴνεκεν ἔχρισὲ μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ μέ» (Λουκ. δ’ 18); Εἶναι σαφὲς πῶς ὁ Υἱὸς βρίσκεται σὲ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ μὲ τὸν Πατέρα, μὲ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ὑπακοή. Τὸ ἔχρισὲ μὲ σημαίνει τὴν πραγματικὴ καὶ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Πνεύματος σὲ κάποιο πρόσωπο, ἢ ὑπόσχεται κάποια συνεργασία μὲ τὸ ἴδιο Πνεῦμα καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν τὸ ξέρει ἀπὸ πρίν; Τὸ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν παρὸν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὅπως καὶ ὅτι συμφωνοῦσε μὲ κάθε λόγο, κάθε πράξη καὶ κάθε ὑπόσχεση τοῦ Ἰησοῦ, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Ἕν δὲ τὴ ἐσχάτη ἡμέρα τὴ μεγάλη τῆς ἑορτῆς, εἴστηκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραζε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Ἐδῶ ἀναφέρεται ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας1, ποὺ γιορτάζεται τὸ φθινόπωρο. Τὴ γιορτὴ αὐτὴ τὴ γιόρταζαν τὸν ἕβδομο μῆνα, σύμφωνα μὲ τὸν ὑπολογισμὸ τῶν Ἰουδαίων. Ἡ τελευταία μέρα (ἡ ἕβδομη), εἶχε μιὰ ἰδιαίτερη μεγαλοπρέπεια, τὴν ὀνόμαζαν μεγάλη.
Τότε λοιπὸν κραύγασε ὁ Κύριος πρὸς τὸ πλῆθος: ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω. Στὴν ἄνυδρη περιοχὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἦταν δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς νερὸ ἀπὸ τίς συνηθισμένες πηγές, γιὰ νὰ καλύψει τὸ μεγάλο ὄγκο τῶν ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι εἰδικοὶ νερουλάδες κουβαλοῦσαν νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωάμ, γιὰ νὰ τὸ παραλάβουν οἱ νοικοκύρηδες μὲ δικά τους δοχεῖα. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ προκάλεσε τότε τὸν Κύριο νὰ μιλήσει γιὰ δίψα καὶ γιὰ νερό; Ἴσως οἱ ἄνθρωποι ποὺ παραπονιοῦνταν γιὰ τὴ δίψα τους. Ἴσως παρακολουθοῦσε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκαναν οἱ νερουλάδες, νὰ μεταφέρουν τὸ βαρὺ φορτίο τους ἀπὸ τὸ Σιλωὰμ μέχρι τὸ λόφο, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός. Ἴσως καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἡ τελευταία μέρα κι ὁ Κύριος θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ὥρα αὐτὴ γιὰ νὰ προβάλει τὴν ἰδέα τῆς πνευματικῆς δίψας σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους μὲ τίς πέτρινες καρδιὲς καὶ νὰ τοὺς προσφέρει πνευματικὸ νερό. Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στὴ Σαμαρείτιδα: «Ός δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. δ’ 14). Καὶ τώρα, καθὼς καλεῖ κάθε διψασμένο ἄνθρωπο, στὸ νοῦ Του εἶχε αὐτὸ τὸ ἴδιο ζωοποιὸ καὶ πνευματικὸ νερό: ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἢ γραφῇ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος οὐ,οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Κύριος ἐπιδιώκει νὰ τοὺς τονίσει τὴν πίστη σ’ Ἐκεῖνον. Ὑπόσχεται ἀνταπόδοση σ’ ἐκείνους μόνο ποὺ ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Καὶ ὀρθὴ πίστη σημαίνει μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀναφέρεται στὶς Γραφές. Δὲ θέλει νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἕνα τῶν προφητῶν, ἀφοῦ ὅλοι οἱ προφῆτες μίλησαν γιὰ Ἐκεῖνον. Οὔτε καὶ ἱκανοποιεῖται νὰ τὸν παρομοιάζουν μὲ Ἠλία τὸ δεύτερο ἢ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή. Ὁ Ἠλίας κι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἁπλᾶ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, πρόδρομοι τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν ἀναφέρει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γεννημένο ἀπὸ τὸν Πατέρα προαιώνια καὶ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐν χρόνῳ. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὁμολόγησε τὴν πίστη του, λέγοντας, «Σὺ εἴ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16), ὁ ἴδιος ἐγκωμίασε τὴν πίστη του. Ὅταν οἱ ἄρχοντες κι οἱ Γραμματεῖς προσπάθησαν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ διάφορες πονηρὲς ἐρωτήσεις, τοὺς ἀποστόμωσε ὁ ἴδιος ἀναφέροντας λόγια ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, πῶς καὶ ἀναμενόμενος Μεσσίας δὲν ἦταν μόνο υἱὸς Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. κβ’ 42-45). Ἦταν θέλημά Τοῦ νὰ τὸν πιστέψουν ὡς τὴ μεγαλύτερη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία ξεπεράστηκε κάθε ἄλλη προηγούμενη ἀποκάλυψη. Κάθε ἄλλη πίστη εἶναι μάταιη, ὅπως καὶ κάθε ἐλπίδα κάθε ἀγάπη εἶναι ἀνώφελη. Ἡ ἀληθινὴ πίστη σ’ Ἐκεῖνον ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Κι αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη. Πῶς μπορεῖ νὰ βεβαιωθεῖ αὐτό; Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατoς ζῶντος. Μὲ τὸ ὕδωρ ζῶν ἐδῶ ὑπονοεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής: τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ πνεύματος. Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει νὰ κατοικήσει μέσα του, κι ἀπὸ τὸ σῶμα του θὰ ρεύσουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος. Γιατί ὅμως λέει ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ (ἀπὸ τὸ σῶμα του); Ἐπειδὴ τὸ σῶμα τῶν ἁγίων εἶναι κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο: «Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἔστιν» (Α ́κόρ. στ’ 19); Αὐτὰ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς πιστούς, στοὺς ὁποίους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶχε ἤδη κατεβεῖ ἐπειδὴ πίστευαν στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ στενότερη ἔννοια, «σῶμα» ἐννοεῖται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ εἶναι τὸ κέντρο τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς.
«Υἱέ μου, λέει ὁ Σολομῶν, πάσῃ φυλακῇ τήρει στὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς» (Παρ. δ’ 23). Κι ὁ προφήτης Δαβὶδ ἀπευθυνόμενος στὸ Θεὸ λέει: «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός. καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μοῦ» (Ψαλμ. ν’ 12). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στοὺς Γαλάτες: «… ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν» (Γαλ. δ’ 6). Ἀπὸ τὴν καρδιὰ λοιπόν, σὰν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ρέει τὸ ζωοποιὸ πνεῦμα ὡσὰν ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, σωματικὸ καὶ πνευματικό. Αὐτὸ ἔχει σὰν συνέπεια νὰ γίνει τὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ ὅπλο τοῦ πνεύματός του καὶ τὸ πνεῦμα του νὰ γίνει ὅπλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καθαρίζεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, φωτίζεται, όχυρώνεται καὶ ἀθανατίζεται μὲ τίς ροὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἔτσι ὅλα του τὰ διανοήματα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐνέργεια κατευθύνονται πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ρεῦμα αὐτῆς τῆς ζωῆς ρέει πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ ρεῦμα τῆς αἰωνιότητας διαπερνᾷ τὴ ζωή του.
Ὅταν ὁ Κύριος τὰ ἔλεγε αὐτά, οὔπω γὰρ ἤν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶχε ἀκόμα χορηγηθεῖ στοὺς πιστούς, μολονότι συνυπῆρχε μὲ τὸν Υἱό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν πληρότητα καὶ τὴν ἰσχύ Του, δὲν εἶχε ξεκινήσει ἀκόμα τὸ ἔργο του στὸν κόσμο. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμα δοξαστεῖ. Ἡ θυσία Του γιὰ τὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, τὸ ἔργο Τοῦ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου δὲν εἶχε τελειώσει. Στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὁ Πατέρας ἀποκτᾷ ἐνεργὸ ρόλο, μὲ τὸ νὰ στείλει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνεργὸς μὲ τὸ νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ὡς Θεάνθρωπος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐνεργὸ ὅταν ἱδρύει, ἁγιοποιεὶ καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ. Μὴ νομίσεις μ’ αὐτὰ ὅμως πῶς ὅταν ὁ Πατέρας εἶναι ἐνεργός, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν ὁ Υἱὸς εἶναι ἐνεργός, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι. Πῶς ὅταν εἶναι ἐνεργὸ τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν εἶναι ταυτόχρονα ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός.
Ὅσο ὁ Υἱὸς βρισκόταν σὲ πλήρη ἐνέργεια στὴ γῆ, ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐργάζονταν μαζί Του. Αὐτὸ φαίνεται στὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη. Κι ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς, «ὁ πατὴρ μοῦ ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. ε’17). Ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς ἐργάζονται μαζὶ καὶ ταυτόχρονα. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πῶς θὰ στείλει στοὺς μαθητές Του τὸ Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἐνῶ κι ὁ ἴδιος θὰ παραμείνει μαζί τους πάσας τὰς ἡμέρας καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετος. Γιὰ τὸ δημιουργημένο κόσμο ὅμως ὁ Θεὸς ἐκφράζει τὴν ἐνέργειά Του μερικὲς φορὲς πιὸ ἐμφατικὰ μὲ τὴ μιὰ Ὑπόστασή Του κι ἄλλες μὲ μιὰν ἄλλη. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὑποσχέθηκε στοὺς ἀποστόλους τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνυπῆρχε μαζί Του. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε πῶς ἡ ὑπόσχεση δόθηκε τόσο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσο κι ἀπὸ τὸν Υἱό.
Ἄς δοῦμε τώρα πῶς ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση αὐτή. Πῶς ἔγινε ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ γιορτάζουμε σήμερα.
«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» (Πράξ. βί). Σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο, οἱ ἀπόστολοι ἔμειναν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ περίμεναν τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν, ποὺ θὰ τοὺς ἔλεγε τί νὰ κάνουν στὴ συνέχεια. Ἠταν ὀμόψυχοι, δοσμένοι στὴν προσευχή, ὅλοι σὰν ἕνας ἄνθρωπος, μιὰ ψυχή, μιὰ καρδιά. Τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαφέρουν μεταξύ τους ἢ νὰ συμφωνοῦν. Τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς ὅλων τῶν ἀποστόλων τότε ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτό: ἡ ψυχή τους ἦταν γεμάτη ἀπὸ δοξολογία στὸ Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει καὶ σὲ ἀναμονὴ γιὰ ὅσα ἔμελλε νὰ γίνουν.
«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἔκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὐ,οὗ ἦσαν καθήμενοι καὶ ὤφθησαν αὐτοὺς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. β’2-4). Τί εἴδους ἦχος ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος τῶν ἀγγελικῶν χορῶν; Δὲν ἦταν ὁ ἦχος ποὺ παράγουν τὰ φτερὰ τῶν Χερουβίμ, ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. ἅ’ 24); Ὅ,τι καὶ νὰ ἦταν, σίγουρα δέν προερχόταν ἀπό τη γῆ, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Δὲν προερχόταν ἀπὸ γήινα φτερά, ἀλλ’ ἀπὸ οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ ἦχος αὐτὸς ἐπισήμανε τὴν κάθοδο τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Παρακλήτου. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι φωτιά, ὅπως δὲν εἶναι καὶ περιστέρι. Φανερώθηκε στὸν Ἰορδάνη ὡσεὶ περιστερά, ὅπως τώρα φανερώθηκε μὲ γλῶσσες ὡσεὶ πυρός. Στὴν πρώτη περίπτωση πῆρε τὴ μορφὴ περιστεριοῦ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀθωότητα καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πάνω στὸν ὁποῖο κατέβηκε. Τώρα, στὴ δεύτερη περίπτωση, κατέβηκε σὰν φωτιά, γιὰ νὰ δείξει τὴν πύρινη δύναμη, τὴ θερμότητα καὶ τὸ φῶς, μιὰ δύναμη ποὺ κατακαίει τὴν ἁμαρτία, μιὰ θερμότητα ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ κι ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει το νοῦ. Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἀσώματο, δὲ σαρκώνεται μὲ κανένα σωματικὸ εἶδος. Ἀνάλογα μὲ τίς ἀνάγκες ἀποκαλύπτεται στὴν ὑλικὴ μορφὴ ποὺ συμβολίζει καλύτερα τὸ νόημα τῆς συγκεκριμένης στιγμῆς. Γιατί σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φανερώθηκε ὡς διαμεριζόμενες γλῶσσες ὡσεὶ πυρὸς καὶ σὲ κάθε ἀπόστολο κάθισε κι ἀπὸ μιὰ γλῶσσα; Αὐτὸ τὸ κατανοοῦμε ἀμέσως ἀπὸ τὰ παρακάτω:
«Καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοὺς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξ. β’ 4). Τώρα ἐξηγεῖται γιὰ ποιό λόγο τὸ Πνεῦμα ἀποκαλύφτηκε μὲ τὴ μορφὴ γλωσσῶν, ποὺ μάλιστα ἦταν διαμεριζόμενες. Ἦταν ἐπειδὴ τὸ πρῶτο ἔργο Του ἦταν νὰ δώσει στοὺς ἀποστόλους δύναμη καὶ ἱκανότητα νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες. Ἀπ’ αὐτὸ γίνεται φανερὸ πῶς, ἀπό τὸ ξεκίνημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας ἦταν προορισμένο γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς, ὅπως τὸ διακήρυξε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ὅταν εἶπε στοὺς ἀποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κή’ 19). Ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι, ὁ ἐκλεκτὸς λαός, εἶχε ἀπορρίψει τὸν Κύριο καὶ τὸν σταύρωσε, ὁ ἴδιος ὁ νικητὴς Κύριος ἔκανε τὴ δική του ἐπιλογὴ ἀπ’ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς. Ἔτσι δημιούργησε τὸ νέο ἐκλεκτὸ λαό Του ποὺ δὲν εἶχε τὴν ἴδια γλῶσσα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο πνεῦμα. Ἦταν ὁ λαὸς ὁ ἅγιος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ νὰ πᾶνε νὰ διδάξουν ὅλα τὰ ἔθνη ἂν δὲν ἤξεραν τὴ γλῶσσα τους; Ἡ πρώτη δύναμη ἑπομένως, ποῦ χρησιμοποίησαν οἱ ἱεραπόστολοι αὐτοὶ τοῦ εὐαγγελίου, ἦταν ἡ ἱκανότητα νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ μιλᾶνε ξένες γλῶσσες. Οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἤξεραν νὰ μιλᾶνε μόνο τὴ μητρική τους γλῶσσα, τήν Ἀραμαϊκή. Ἄν ἦταν νὰ μάθουν πολλὲς ἄλλες γλῶσσες μὲ τὸ συνηθισμένο τρόπο, πότε θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν;
Ἀκόμα κι ἂν ἀσχολοῦνταν ὅλη τους τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν, πάλι δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ μάθουν τόσες πολλές, ὅσες τοὺς δίδαξε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ μιὰ στιγμή. Προσέξτε πόσα ἔθνη εἶχαν μαζευτεῖ τότε στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ τὸ καθένα τοὺς μιλοῦσε καὶ διαφορετικὴ γλῶσσα. «Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοι τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες» (Πράξ. β’ 911)!
Ὁ καθένας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ἄκουγε τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε στὴ δική του γλῶσσα. Κι ὅλοι τους θαύμαζαν, εἶχαν μείνει ἐκστατικοί. Μπροστά τους εἶχαν ἁπλοῦς ἀνθρώπους, μὲ ἁπλῆ συμπεριφορά,συμπεριφορᾷ κι ἁπλὸ ντύσιμο. Κι ὅλοι τους ἄκουγαν νὰ δοξολογεῖται ἀπ’ αὐτοὺς ὁ Θεὸς στὴ δική του γλῶσσα ὁ καθένας! Πῶς νὰ μὴ θαυμάσουν; Πῶς νὰ μὴ μένουν κατάπληκτοι; Μερικοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο, ἄρχισαν νὰ λένε πῶς οἱ ἀπόστολοι θά ‘πρεπε νὰ ἦταν μεθυσμένοι. Ὅπως συμβαίνει συχνὰ ὅμως, οἱ νηφάλιοι ἄνθρωποι, στοὺς μεθυσμένους φαίνονται μεθυσμένοι. Λογικοὶ ἄνθρωποι, στοὺς παρανοϊκοὺς φαίνονται παρανοϊκοί. Προσκολλημένοι στὴ γῆ, πῶς μποροῦσαν νὰ κρίνουν ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν πληρωθῇ Πνεύματος Ἁγίου, ποὺ σὰν πνευματοφόροι ἔλεγαν ἐκεῖνα ποὺ τὸ Πνεῦμα τοὺς φώτιζε νὰ λένε;
Στοὺς ἀνθρώπους τῆς καθημερινότητας δὲν ἀρέσουν οἱ ἐκπλήξεις. Κι ὅταν ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τέτοιες ἐκπλήξεις, τότε εἴτε ἐκνευρίζονται εἴτε τίς διακωμωδοῦν. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δὲν εἶναι σὰν τὸ βίαιο ἄνθρωπο, ποὺ μπαίνει ἀπρόσκλητα στὸ ξένο σπίτι. Μπαίνει μόνο στὰ σπίτια ποὺ ἔχουν θεληματικὰ καὶ πρόθυμα τὴν πόρτα τους ἀνοιχτή, ἐκεῖ ποὺ τὸ λογαριάζουν ὡς κάτι πολὺ ἀγαπητό, σὰν ἕναν ἐπισκέπτῃ ποῦ τὸν περιμένουν ἀπὸ καιρό. Οἱ ἀπόστολοι τὸ περίμεναν μὲ ἔντονη ἐπιθυμία. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε σ’ αὐτούς καὶ τοὺς ἔκανε κατοικητήριό Του. Δὲν κατέβηκε κοντά τους μὲ κάποιο ἀπειλητικὸ θόρυβο, μὰ μὲ κραυγὴ χαρᾶς.
Ἀδελφοί μου! Νὰ ξέρατε πόσο χαίρεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πόσο εὐφραίνεται μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ ὅταν βρίσκει ψυχὲς ἁγνές, ποὺ ἔχουν ἀνοιχτὲς τίς πόρτες τῆς ψυχῆς τους, ποὺ τὸ νοσταλγοῦν! Σ’ αὐτὲς φτιάχνει τὸ κατοικητήριό Του μὲ μιὰ κραυγὴ χαρᾶς καὶ τοὺς χαρίζει τίς πλούσιες δωρεές Του. Μπαίνει μέσα τους σὰν φωτιά, γιὰ νὰ κατακάψει καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα τῆς ἁμαρτίας σὰν φῶς, γιὰ νὰ τοὺς φωτίσει μὲ τὸ οὐράνιο φῶς ποὺ δὲ σβήνει ποτὲ σὰν θέρμη, γιὰ νὰ τοὺς ζεστάνει μὲ τὸ θεῖο πῦρ τῆς ἀγάπης, μ’ ἐκεῖνο ποὺ θερμαίνονται κι οἱ χορεῖες τῶν ἀγγέλων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ὅπως ἕνα φανάρι μένει σκοτεινὸ ἂν δὲν τὸ ἀνάψει κανείς, ἔστω κι ἂν ἔχει λάδι καὶ φυτίλι, ἔτσι κι ἡ ψυχὴ μένει σκοτεινὴ ὡσότου τὴν ἀγγίξει τὸ φῶς τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ὀμιλ. 59).
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔδωσε στοὺς ἀποστόλους τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο τους δῶρο, ποῦ τοὺς ἦταν καὶ τὸ πιὸ ἀπαραίτητο τότε. Ἀργότερα, πάλι, ἀνταποκρινόμενο στὶς ἀνάγκες τῆς ἀποστολικῆς διακονίας, τοὺς χάρισε κι ἄλλα δῶρα, ὅπως τὰ χαρίσματα τῆς θαυματουργίας, τῆς προφητείας, τῆς σοφίας, τῆς εὐγλωττίας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀντοχῆς, τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, τῆς βεβαίας πίστης κι ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης πρός το Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τους ἔδωσε όλ’ αὐτὰ τὰ χαρίσματα πλούσια, μὲ χαρά, κι ὄχι μόνο στοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ στοὺς διαδόχους τους, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθένα τους ἀλλὰ καὶ τὴν ἁγνότητά τους. Μὲ τὸ ἔργο του στὴ γῆ ὁ Κύριος Ἰησοῦς εὐχαρίστησε πολὺ τόσο τὸν Πατέρα ὅσο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπὸ τίς πρῶτες μέρες τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶχε νιώσει τέτοια χαρὰ ὅπως τώρα, τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του δημιούργησε τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργεῖ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν πληρότητα τῆς δύναμής Του. Εἶναι γεγονὸς πῶς ἦταν ἀδιάλειπτα ἐνεργὸ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ βρισκόταν ἁλυσοδεμένο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς πτώσης τοῦ Ἀδὰμ ὡς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐνέργειά Του ὅμως τότε ἦταν περιορισμένη, τὴν ἐμπόδιζαν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Μετὰ ἄνοιξε ἕνα δρόμο στοὺς ἀνθρώπους κι ἔριξε ἀρκετὸ λάδι στὸ καντήλι τῆς ζωῆς τους, γιὰ νὰ μὴ σβήσει ὁλότελα. Ἐνεργοῦσε ἐπίσης μέσα ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ προφῆτες καὶ βασιλεῖς, ἀπὸ καλλιτέχνες καὶ μάγους – στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ παραδοθοῦν στὴν ὑπηρεσία Του. Ὅπου χύνονταν δάκρυα νοσταλγίας στὴ γῆ, γιὰ χάρη τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ προέρχονταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θέρμαινε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἕνας σοφὸς εἶχε κάποια ἔμπνευση γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἀθάνατο Θεό, ἦταν ἀπὸ τὴ σπίθα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κάποιος καλλιτέχνης τραγουδοῦσε, ζωγράφιζε ἢ ἔφτιαχνε γλυπτὰ καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἄνοιγε τὰ μάτια τῆς τυφλῆς ἀνθρωπότητας γιὰ νὰ δεῖ τὴ θεία ἀλήθεια, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄγγιζε τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοή Του. Ὅταν ἕνας πραγματικὰ εὐγενὴς ἄνθρωπος, μὲ πίστη στὸ Θεὸ κι αὐτοθυσία, στεκόταν μὲ παρρησία κι ὑπερασπιζόταν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν καταπιεσμένη δικαιοσύνη, ἐκεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παρεῖχε τὴ δύναμή Τοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
Όλ’ αὐτὰ ὅμως δὲ γίνονταν μὲ μεγάλη ζέση καὶ χαρά. Αὐτὰ δὲν ἦταν παρὰ ψίχουλα ποὺ ρίχνονταν στοὺς πεινασμένους δέσμιους στὴ φυλακή. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατέστρεψε τὴ φυλακὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ παρουσίασε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους μπροστὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς δώδεκα λαμπρούς, βασιλικοὺς αὐλικούς, τότε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ μιᾷ κραυγῇ χαρᾶς καὶ μὲ τὴν πληρότητα τῆς ἐνέργειάς Του, τοὺς ἔκανε κατοικητήριό Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ὡς τότε ἦταν λυπημένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ ‘Ἀδάμ, γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε πάλι μὲ χαρὰ τὸ ἀπεριόριστο ἔργο τῆς ἐνίσχυσης καὶ τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων.
Γιὰ νὰ τὸ κατανοήσετε καλύτερα, θὰ σᾶς κάνω μιὰ σύγκριση, ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει: ὁ ἥλιος λάμπει το χειμῶνα καὶ τὴν ἄνοιξη. Τὸ φῶς κι ἡ θέρμη του ὅμως δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι ν’ ἀνθίσει, ὅταν βρίσκεται σκεπασμένο ἀπὸ χιόνι. Τὴν ἄνοιξη βέβαια, ὁ ἴδιος ἥλιος, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ἴδια θέρμη, κάνει ὅλους τοὺς σπαρμένους σπόρους νὰ φυτρώσουν καὶ ν’ ἀναπτυχθοῦν. Οἱ ἐπιστήμονες μᾶς λένε πῶς τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς γῆς τὸ χειμῶνα ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς οἱ χιονισμένες περιοχὲς στέκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο, πῶς δέχονται τὸ φῶς τοῦ ἥλιου «ὑπὸ γωνία», οἱ ἀκτῖνες δὲν πέφτουν κάθετες. Τὴν ἄνοιξη τὸ ἴδιο αὐτὸ κομμάτι τῆς γῆς ἀρχίζει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν ἥλιο, οἱ χιονισμένες περιοχὲς ἔρχονται πιὸ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ τὸ φὼς ὅπως κι οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου ἔρχονται κάθετα. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ Χριστὸ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἦταν σάν τη γῆ το χειμῶνα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδινε ζωὴ καὶ ζέστη. Λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅμως, καθὼς καὶ τοῦ χωρισμοῦ της ἀπό το Θεό, ἔμενε παγωμένη. Κανένας καρπὸς δὲν μποροῦσε νὰ φυτρώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ σ’ αὐτήν. Ὁ Κύριος ἀνα-προσανατόλισε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἔφερε κοντὰ στὸ Θεό, τὴν καθάρισε ἀπὸ τὸ χιόνι καὶ τὸν πάγο, τὴν καλλιέργησε καὶ φύτεψε μέσα της τὸ θεῖο σπόρο. Καὶ τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄρχισε, ὅπως ὁ ἥλιος τὴν ἄνοιξη, ν’ ἀναπτύσσει μὲ τὴ δύναμή Τοῦ καὶ νὰ παράγει τοὺς γλυκοὺς καὶ θαυμάσιους καρποὺς στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χειμῶνας δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ δώσει τὰ θαυμαστὰ πράγματα, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει ἡ ἄνοιξη τὴ γῆ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ζοῦν μὲ ψυχὲς ναρκωμένες ἀπὸ τὸν πάγο καὶ τὸ χιόνι τῆς αὐταπάτης τους, δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν τὰ θαυμάσια δῶρα μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκείνους ποὺ τὸ πλησιάζουν καὶ στέκονται ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τίς κάθετες ἀκτῖνες, ποὺ χαρίζουν τὴ θεϊκὴ ζέστη καὶ τὸ φῶς Του. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας Ἐσκιμῶος, ποὺ γεννήθηκε καὶ πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μέσα στὸν πάγο καὶ τὸ χιόνι, νά πιστέψει ἕναν ταξιδιώτη ἀπὸ τίς νοτιότερες χῶρες ποὺ θὰ τοῦ μιλοῦσε γιὰ δέντρα καὶ ἄνθη, γιὰ κοιλάδες στρωμένες μὲ πολύχρωμα λουλούδια καὶ γιὰ πράσινους λόφους;
Κανένας ἄνθρωπος ποὺ ζοῦσε εἰς χώραν μακράν, μακριὰ ἀπό το Θεό, παγωμένος καὶ σκοτισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει τοὺς ἀποστόλους ὅταν ἄρχισαν νὰ κηρύττουν τὰ χαρμόσυνα νέα γιὰ τὸ ζωντανὸ Θεὸ στὸν οὐρανὸς γιὰ τὸν Πατέρα ποὺ καλεῖ κοντά Του ὅλους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ ὀνομάζονται γιοι Του γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο σὰν ἄνθρωπος, ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἔπαθε γι’ αὐτούς, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ ἀναλήφθηκε μὲ δόξα στοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ κατέβηκε στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς χάρισε τὰ οὐράνια δῶρα γιὰ τὴν ὀλοφώτεινη κι ἀθάνατη πατρίδα μᾶς στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς χωρίζει μόνο ἡ ἁμαρτία γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπό μας, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν οὐράνια πατρίδα μας καὶ νὰ γίνουμε σύντροφοι καὶ ἀδελφοὶ τῶν ἀγγέλων στὴν αἰώνια ζωή.
Μερικοὶ πίστεψαν τίς χαρμόσυνες αὐτὲς εἰδήσεις, ἄλλοι ὄχι. Ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους ἔρρευσαν σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ποταμοὶ ζῶντος ὕδατος. Μερικοὶ πλησίασαν τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ ἤπιαν μέχρι πλησμονῆς, ἄλλοι ὄχι. Οἱ ἀπόστολοι κινοῦνταν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὡς θεοί. Ἔκαναν θαύματα, θεράπευαν ἀσθένειες, κήρυτταν μετάνοια γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Μερικοὶ τούς δέχονταν μὲ χαρά, ἄλλοι τοὺς λοιδοροῦσαν ἢ τοὺς ἔδιωχναν μὲ ὀργή. Ὅσοι τοὺς δέχονταν, ἔνιωθαν τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐνέργειά Του μέσα τους. Ἔτσι ὁ λαὸς ὁ ἅγιος πλήθαινε, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μεγάλωσε κι ἑδραιώθηκε στὸν κόσμο. Ὁ σπόρος ἄνθισε, ἔβγαλε καρπούς. Ὁ οἶκος τῆς ἀλήθειας, τοῦ ὁποίου ἀκρογωνιαῖος λίθος ἦταν ὁ Χριστός, ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι ἁπλώθηκε στὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, στὰ τέσσερα ἄκρα τῆς γῆς. Οἱ πύργοι του ἔφτασαν ὡς τὰ μεγαλύτερα ὕψη τοῦ οὐρανοῦ.
Τελοῦμε σήμερα τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Υἱό, μὲ ἄπειρη χαρὰ καὶ ὑπακοή, θέλησε νὰ κατεβεῖ στὴ γῆ καὶ νὰ λάβει στὰ παντοδύναμα χέρια Του τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς ἐπιδοθοῦμε λοιπὸν σὲ ὕμνους δοξολογίας πρὸς τὴν Παναγία Παρθένο Μαρία, σ’ Ἐκείνην ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε νωρίτερα ἀπ’ ὅτι στοὺς ἀποστόλους. Οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὸ Πνεῦμα ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτοὺς ὡς Ἐκκλησία, ὡς μιὰ συντροφιὰ ἁγίων ποὺ εἶχαν ὁμοψυχία. Ἡ ἁγνὴ Παρθένος δέχτηκε τὸ Πνεῦμα ποὺ κατέβηκε σ’ αὐτὴν σὰν ἐκλεκτὸ σκεῦος. «Πνεῦμα Ἁγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Κυρίου ἐπισκιάσει σοί» (Λουκ. ἅ’ 35), εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν ὑπερευλογημένη Παρθένο. Κι Ἐκείνη, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔφερε τὸν πανένδοξο καρπό, ποῦ τὸ ἄρωμά του διαπερνᾷ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀπὸ τὸν ὁποῖο τρέφονται ὅλοι οἱ πιστοί, ἀπὸ τὸν πρῶτο ὡς τὸν τελευταῖο.
Ἁγία καὶ πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, αὐγὴ καὶ λίκνο τῆς σωτηρίας μας, ὑπόδειγμα ταπείνωσης καὶ ὑπακοῆς, προστάτρια καὶ μεσίτριά μας στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, προσεύχου ἀδιάλειπτα γιά μας, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους!
Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας: ἔλα κοντά μας κάνε μας κατοικητήριό Σοῦ, μεῖνε μαζί μας ὡς δύναμη, φῶς, θαλπωρή, ὡς ζωὴ καὶ χαρά μας! Καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία, Ἀγαθὲ σῶσε τίς ψυχές μας! Γέμισε τίς καρδιές μας μὲ χαρά, τὴ φωνή μας μὲ ὕμνους, γιὰ νὰ Σὲ δοξολογοῦμε καὶ νὰ Σὲ μεγαλύνουμε, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
1 Σημ. μετ. Ἡ γιορτὴ τῆς Σκηνοποιίας ἦταν ἡ τρίτη ἀπὸ τίς μεγάλες γιορτὲς τῶν Ἑβραίων. Κρατοῦσε ἑπτὰ μέρες, ἀπὸ τὴ 15η ώς την 21η τοῦ μῆνα Τισχρὶ (Ὀκτωβρίου) . Ἡ 22α τοῦ μῆνα ἦταν μέρα ἀνάπαυσης. Ἡ ὀνομασία της προέρχεται ἀπὸ τίς σκηνὲς ὅπου ἔμεναν οἱ Ἑβραῖοι στὴν ἔρημο, μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. “Ὅσο κρατοῦσαν οἱ τρεῖς γιορτὲς (τῶν ἀζύμων, τοῦ θερισμοῦ καὶ τῆς σκηνοπηγίας), ὅλοι οἱ ἄντρες τοῦ Ἰσραὴλ ἔπρεπε νὰ πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ παρουσιάζονται στὸ Θεό.
Πού ανήκεις;
«Σχίσμα ούν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτόν»
(Ιωάν. 7, 43).
ΜΙΑ, αγαπητοί μου, μία από τις πιο μεγάλες εορτές των Εβραίων ήταν και η εορτή της Σκηνοπηγίας. Σ’ αυτή την εορτή οι Εβραίοι θυμόντουσαν ένα θαυμαστό γεγονός της ιστορίας του έθνους τους. Θυμόντουσαν ότι, όταν ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έβγαλε από τη σκλαβιά που ζούσαν κάτω από το ζυγό των Αιγυπτίων, έως ότου φθάσουν και εγκατασταθούν στην αγαπημένη τους πατρίδα, πέρασαν δύσκολες μέρες. Ο δρόμος ήταν μακρινός. Νερό δεν υπήρχε. Κρέατα σαν αυτά που έτρωγαν στην Αίγυπτο δεν βρισκόντουσαν. Σπίτια και μόνιμες εγκαταστάσεις δεν είχαν. Περνούσαν από έρημα μέρη και εχθρικές χώρες, και αντιμετώπιζαν διάφορες δυσκολίες και εμπόδια. Έμοιαζαν μ’ ένα στρατό, που βρίσκεται σε διαρκή πορεία. Γι’ αυτό, όταν κάπου σταματοῦσαν γιὰ νὰ ξαποστάσουν, ἔστηναν σκηνές, ἀναπαύονταν λίγο, καὶ πάλι ξεκινοῦσαν γιὰ τὸ μακρινό τους ταξίδι. Σ’ αὐτὸ τὸ μακρινό τους ταξίδι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυε νὰ τοὺς προστατεύῃ. Ὁ Θεός, ποὺ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ σκλαβιά, δὲν τοὺς ἄφησε. Καὶ νερὸ ἄφθονο τοὺς ἔδωσε, καὶ ἐκλεκτὴ τροφή, τὸ μάννα καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε εὐγνώμονες στὸ Θεό.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι εὔκολα λησμονοῦν τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ὡρίστηκαν οἱ γιορτές. Οἱ γιορτὲς σκοπὸ ἔχουν νὰ φέρνουν στὴ μνήμη ἐξαιρετικὰ γεγονότα, μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, ποὺ ἐώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι, δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ ξεχάσουν, πῶς ζοῦσαν οἱ πρόγονοί τους ὅταν ἐπέστρεφαν στὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα. Ὅπως ἐκεῖνοι τότε, ἔτσι καὶ τώρα κι αὐτοὶ ἔστηναν σκηνές, τίς στόλιζαν μὲ κλαδιά, καὶ ὅλοι ἄφηναν τὰ σπίτια τους καὶ ἔμεναν ὀκτὼ μέρες κάτω ἀπὸ τίς σκηνές, γιὰ νὰ ζωντανέψουν ἔτσι στὴ μνήμη τους τὴ ζωὴ τῶν προγόνων τους.
Εὐτυχισμένα εἶνε τὰ ἔθνη, ποὺ δὲν ξεχνοῦν τὴν ἱστορία τους.
Εἴπαμε, ὅτι ὀκτὼ μέρες διαρκοῦσε ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας. Ἀλλ’ ἡ τελευταία μέρα ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη. Σάλπιζαν σάλπιγγες, μαζευόταν ὅλος ὁ λαός, ἔσφαζαν ζῶα, πρόσφεραν θυσίες στὸ ναό, ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ἔπαιρνε χρυσὸ κανάτι, τὸ γέμιζε νερὸ ἀπὸ μιὰ στέρνα, τη στέρνα τοῦ Σιλωάμ, καὶ μὲ τὸ νερὸ αὐτὸ ράντιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ τὸ λαό, καὶ ἔψαλλε «Ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἠσ. 12, 3). – Αὐτὴ τὴν τελευταία μέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας ὁ Χριστός μας βρέθηκε ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες τῶν Ἑβραίων ποὺ γιόρταζαν, καὶ βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ διδάξῃ το λαό. Πῆρε ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖο ράντιζε ὁ ἀρχιερεὺς τὸ λαό. Τὸ νερὸ αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μιὰ σκιά, ποὺ προειδοποιοῦσε, ὅτι θὰ ἐρχόταν μιὰ μέρα τὸ ἀληθινό, τὸ ἀθάνατο νερό. Καὶ τὸ ἀθάνατο νερὸ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς δροσίζει τίς καρδιές. Ὁ Χριστὸς εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τὰ σύμπαντα. Ὁ Χριστὸς δίνει τὴν εὐτυχία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ πᾶν. Ἄν τὸ πίστευαν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἔτρεχαν στὸ Χριστό, ὅπως τὰ διψασμένα ζαρκάδια τρέχουν στὴν πηγὴ γιὰ νὰ ξεδιψάσουν. Καὶ οἱ Ἑβραῖοι τί ὄφελος ἔχουν νὰ ραντίζωνται τὴ μέρα τῆς Σκηνοπηγίας μὲ τὸ νερό, καὶ ν’ ἀγνοοῦν τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε ἡ ἀληθινὴ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς χαρᾶς;
Ὁ Χριστὸς τὴν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς ὕψωσε τὴ φωνή του καὶ εἶπε: «Ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς μὲ καὶ πινέτω» (Ἰωάν. 7, 37). Ὅποιος διψᾷ, ἂς ἔρθῃ σ’ ἐμένα. Ἀλήθεια! Μόνο κοντὰ στὸ Χριστὸ ὑπάρχει ἡ ἱκανοποίηση καὶ ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου. Πουθενὰ ἀλλοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σβήσῃ τὴ δίψα ποὺ αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη, γιὰ ὅ,τι μεγάλο καὶ ὑψηλό.
Ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες αὐτιά. Τὰ παραδέχθηκαν ὅλοι; Ὄχι. Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτὸς στ’ ἀλήθεια εἶνε ὁ προφήτης». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός». Ἄλλοι ὅμως δὲν τὸ παραδέχονταν καὶ ἔφερναν ἀντιρρήσεις. Προσπαθοῦσαν νὰ μειώσουν καὶ νὰ σβήσουν τὴν ἐντύπωση, ποὺ εἶχε δημιουργήσει ὁ Χριστὸς στὶς ψυχές. Ὁ κόσμος διαιρέθηκε. Ἄναψε συζήτησι. Φωνὲς ἀκούγονταν. Φιλονικία μεγάλη γινόταν. Εἶνε ὁ Χριστός, ἔλεγαν οἱ μέν. Ὄχι δὲν εἶνε ὁ Χριστός, ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πίστευαν τόσο εἶχαν ὀργισθῇ, ὥστε ἔδειξαν διάθεση νὰ πιάσουν τὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν θανατώσουν. Τόσο πολύ τους ἐνωχλοῦσε κηρύττοντας τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὸ κάνουν. Οὔτε καὶ οἱ ὑπηρέτες, ποὺ ἔστειλαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι γιὰ νὰ τὸν πιάσουν, δὲν τόλμησαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή τους. Οἱ ὑπηρέτες πῆγαν ἐκεῖ ποὺ δίδασκε ὁ Χριστός, ἀλλὰ τὰ λίγα λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα του τοὺς ἔκαναν τόση ἐντύπωσι, ὥστε πέταξαν ἀπὸ τὰ χέρια τους σχοινιὰ καὶ ρόπαλα καὶ γύρισαν ἄπρακτοι στοὺς κυρίους τους. «Γιατί δὲν τὸν φέρατε δεμένο;» ρώτησαν οἱ ἀρχιερεῖς. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἀπήντησαν: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7, 46). Τέτοια διδασκαλία, σὰν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀκούσαμε ποτέ! Οἱ ὑπηρέτες πιστεύουν, οἱ ἄρχοντες δὲν πιστεύουν.
Ἔτσι ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ σχηματίζονται δύο παρατάξεις. Ἡ μία εἶνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό. Τὸν ἀκοῦνε καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόσουν στὴ ζωή τους τὴ θεία του διδασκαλία. Ἡ ἄλλη παράταξι εἶνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Χριστό. Αὐτοὶ μὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν πνευματική του ἐξουσία, νὰ κάνουν τὰ ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖνος διατάζει. Καὶ ἐπειδὴ ὁ σατανᾶς κυριαρχεῖ στὶς ψυχές τους, γι’ αὐτὸ μισοῦν τὸ Χριστό. Ἀκούγοντας τὸ ἅγιο ὄνομά του ἀφρίζουν ἀπ’ τὸ κακό τους, βρίζουν καὶ τὸν βλασφημοῦν. Κι ἂν ὁ Χριστὸς βρισκόταν μπροστά τους, χωρὶς ἀμφιβολία θὰ τὸν ἔπιαναν, θὰ τὸν ἔδεναν, θὰ τὸν φυλάκιζαν καὶ θὰ τὸν σταύρωναν ἐκ νέου.
Αὐτὴ ἡ διαίρεσι, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ μέχρι σήμερα. Ὅταν ἕνας ἀληθινὸς κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου ὑψώνῃ τὴ φωνή του, κηρύττῃ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ, διδάσκῃ καὶ ἐλέγχῃ, σχίσμα γίνεται στὸν κόσμο. Οἱ ἀκροαταὶ χωρίζονται. Ἄλλοι εὐχαριστοῦνται, κι ἄλλοι πικραίνονται.
Ἄλλοι θαυμάζουν τὸν κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου, κι ἄλλοι τὸν βρίζουν. Ἄλλοι εὔχονται ν’ ἀκοῦνε πάντοτε τέτοια λόγια, κι ἄλλοι λυσσοῦν ἀπὸ τὴν κακία τους καὶ ἀγωνίζονται νὰ κλείσουν τὸ στόμα τοῦ ἱεροκήρυκα. Καὶ δυστυχῶς αὐτοὶ εἶνε οἱ περισσότεροι. Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορὰ αὐξάνουν, τόσο καὶ ἡ παράταξι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ αὐξάνει. Ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ νέες, καὶ μικρὰ ἀκόμη παιδιά, τόσο ἔχουν δηλητηριασθῇ ἀπὸ τίς κατηγόριες ποὺ ἀκοῦνε γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν Ἐκκλησία του, ὥστε δὲν θέλουν κἂν νὰ γίνεται λόγος γιὰ θρησκεία.
Δύο παρατάξεις! Σύ, ἀγαπητέ, ποὺ ἀκοῦς τὰ λόγια αὐτά, σὲ ποιά κατηγορία ἀνήκεις; Εἶσαι φίλος ἢ ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ; Ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ θὰ εἶσαι ἢ πιστὸς ἢ ἄπιστος.
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος, ποὺ γιορτάζουμε, νὰ μᾶς φωτίζῃ, ὥστε ν’ ἀνήκουμε στὴν ἁγία παράταξη τῶν πιστῶν, καὶ πιστεύοντας εἰλικρινὰ στὸ Χριστὸ νὰ διακηρύττουμε κ’ ἐμεῖς «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ε.α.).