ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ - ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ (Α΄ 1 - 8)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 ῾Ως γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ.
1 Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· 2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”. 3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. 4 Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ’ ολίγον Μεσσίαν. 5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. 6 Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. 7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. 8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”.
1 Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος έγινε η αρχή του χαροποιού μηνύματος για την έλευση στον κόσμο του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος. 2 Και έγινε ο Ιωάννης η αρχή του ευαγγελίου, όπως έχει προφητευθεί και είναι γραμμένο στους προφήτες. Στο βιβλίο δηλαδή του προφήτη Μαλαχία λέει ο επουράνιος Πατέρας στο Μεσσία: Ιδού, εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα και μπροστά από σένα. Αυτός θα προετοιμάσει τις ψυχές των ανθρώπων για να σε υποδεχθούν ως Σωτήρα και Λυτρωτή. Κι έτσι θα προετοιμάσει το δρόμο από τον οποίο θα πλησιάσει ως διδάσκαλος και Σωτήρας τους ανθρώπους. 3 Ο αγγελιοφόρος αυτός είναι εκείνος για τον οποίο προφήτευσε ο προφήτης Ησαΐας τα εξής: Φωνή ανθρώπου που κραυγάζει στην έρημο και λέει: Ετοιμάστε το δρόμο απ’ τον οποίο θα έλθει σε σας ο Κύριος? κάνετε ίσιες και ομαλές τις διαβάσεις απ’ τις οποίες θα περάσει. Ξεριζώστε δηλαδή απ’ τις ψυχές σας τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίξτε μακριά τις πέτρες του εγωισμού και της πωρώσεως? και καθαρίστε με τη μετάνοια το εσωτερικό σας, για να δεχθεί τον Κύριο. 4 Και έγινε ο Ιωάννης αρχή του ευαγγελίου, με το να βαπτίζει στην έρημο και με το να κηρύττει βάπτισμα που έπρεπε να συνοδεύεται με εσωτερική μετάνοια, έτσι ώστε οι βαπτισμένοι να λάβουν αργότερα την άφεση των αμαρτιών τους, την οποία θα τους εξασφάλιζε ο Μεσσίας που θα ερχόταν μετά τον Ιωάννη. 5 Και πήγαιναν σ’ αυτόν οι κάτοικοι όλης της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίτες. Και βαπτίζονταν όλοι από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό, ενώ συγχρόνως εξομολογούνταν φανερά τις αμαρτίες τους. 6 Αλλά και η όλη ζωή και η εμφάνιση του Ιωάννη ήταν σύμφωνη με το κήρυγμά του σε όλα. Φορούσε δηλαδή ένδυμα υφασμένο από τρίχες καμήλας κα είχε δερμάτινη ζώνη γύρω απ’ τη μέση του, κι έτρωγε ακρίδες, από εκείνες που έφερνε ο άνεμος σαν σύννεφο απ’ την Αραβία στην έρημο, και μέλι που αποθήκευαν τα άγρια μελίσσια μέσα στις σχισμές των βράχων. 7 Και κήρυττε λέγοντας: Έρχεται ύστερα από μένα εκείνος που είναι πιο δυνατός από μένα λόγω του αξιώματός του και της θείας φύσεώς του. Μπροστά του εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω ως δούλος το λουρί των υποδημάτων του. 8 Εγώ σας βάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιον, το οποίο θα καθαρίσει και τις ψυχές σας.
1 Ἀρχὴ τοῦ χαρμοσύνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Xριστό, τὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ (Aὐτὴ ἡ ἀρχὴ γίνεται μὲ τὸν πρόδρομο Ἰωάννη). 2 Σύμφωνα μὲ τὰ γραμμένα στοὺς προφῆτες (Mαλαχία καὶ Ἡσαΐα), «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρο μου πρὶν ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ προετοιμάσῃ τὸ δρόμο σου», 3 «Φωνὴ ἑνός, ποὺ φωνάζει δυνατὰ στὴν ἔρημο, Ἑτοιμάσετε τὴν ὁδὸ γιὰ νὰ διαβῇ ὁ Kύριος, ἰσιάξετε τοὺς δρόμους του γιὰ νὰ περάσῃ», 4 ἦλθε ὁ Ἰωάννης καὶ βάπτιζε στὴν ἔρημο καὶ κήρυττε βάπτισμα μετανοίας γιὰ ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. 5 Kαὶ ἔβγαιναν καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖτες, καὶ βαπτίζονταν ὅλοι ἀπ’ αὐτὸν στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἐξομολογούμενοι (συγχρόνως) τὶς ἁμαρτίες τους. 6 Φοροῦσε δὲ ὁ Ἰωάννης ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ ζώνη δερματίνη γύρω ἀπὸ τὴ μέση του, καὶ ἔτρωγε ἀκρίδες καὶ μέλι ἀπὸ ἄγρια μελίσσια. 7 Kαὶ κήρυττε λέγοντας: «Mετὰ ἀπὸ μένα ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω καὶ νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. 8 Ἐγὼ μὲν σᾶς βάπτισα μὲ νερό, ἐνῷ αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο».
Ὁ νέος Ἰορδάνης
«Καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Μάρκ. 1, 5)
Ὁ ΙΟΡΔΑΝΗΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ποταμός. Ποταμός, ποὺ βρίσκεται στὴν Παλαιστίνη. Ὅσοι πῆγαν στοὺς Ἁγίους τόπους γιὰ προσκύνημα, τὸν ἔχουν ἐπισκεφθῇ. Ὁ Ἰορδάνης ἔχει πηγές. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπό το Λίβανο καὶ τὸ Ἀερμῶν, διασχίζει τὴν Παλαιστίνη, περνᾷ ἀπὸ διάφορα μέρη, καὶ τέλος τὰ νερά του πέφτουν σὲ μιὰ μεγάλη λίμνη, ποὺ λέγεται Νεκρὰ Θάλασσα. Ἔτσι ὀνομάζεται, γιατί μέσα στὴ λίμνη αὐτὴ ψάρια δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν. Πουλιά, ποὺ πετᾶνε πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, πέφτουν νεκρά. Τὰ νερὰ τῆς εἶνε πικρά. Ἡ λίμνη στὸ βάθος εἶνε γεμάτη πίσσα. Σκοτεινὴ καὶ φοβερὴ λίμνη.
Ἡ λίμνη αὐτὴ θυμίζει μιὰ φοβερὴ ἱστορία. Κάποτε στὸ μέρος, ποὺ εἶνε τώρα ἡ λίμνη αὐτή, ἦταν χτισμένες πόλεις καὶ χωριά. Οἱ μεγαλύτερες ἦταν τὰ Σόδομα καὶ Γόμμορα. Πλούσιες καὶ ὄμορφες πόλεις. Ἦταν στὸν κάμπο, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ εἶχαν ὅλα τὰ καλά. Τίποτε δὲν τοὺς ἔλειπε. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἦταν ἄνθρωποι ὑλισταί. Ἔπιναν, ἔτρωγαν, διασκέδαζαν, χωρὶς νὰ σκέπτονται τὸ Θεό. Ποτέ τους δὲν ὕψωσαν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ νὰ ποῦν «Θεέ, σ’ εὐχαριστοῦμε». Ὅλα τὰ θεωροῦσαν δικά τους. Ἦταν αἰσχροὶ καὶ ἀναίσχυντοι. Ζοῦσαν σὰν τὰ ζῶα. Χειρότερα ἀπ’ τὰ ζῶα. Ἔπεφταν σὲ ἁμαρτήματα, ποὺ ντρέπεται κανεὶς καὶ νὰ τὰ ὀνομάσῃ. Ἔκαναν πράγματα, ποὺ δὲν κάνουν οὔτε αὐτὰ τὰ ζῶα. Ἔτσι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ κατοικοῦσαν στὴ γόνιμη αὐτὴ πεδιάδα. Μιὰ μέρα βγῆκε ὁ ἥλιος ὅπως πάντοτε. Οἱ κάτοικοι εἶδαν τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου. Ἀλλὰ δὲν ἔζησαν νὰ δοῦν καὶ τὴ δύσι του. Φάνηκαν μαῦρα σύννεφα κι ὁ οὐρανὸς σκοτείνιασε. Ἀστραπὲς καὶ βροντὲς ἀκούστηκαν. Ἄρχισε νὰ βρέχῃ. Ἀλλὰ τί φοβερό! Τὰ σύννεφα δὲν ἔρριχναν νερό, ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειάφι. Ἡ φωτιὰ ἔκαψε σπίτια, ζῶα καὶ ἀνθρώπους. Ἄνοιξε κατόπιν ἡ γῆ καὶ κατάπιε τίς πόλεις καὶ τὰ χωριά. Ποτάμια ἔπεσαν μέσα στὸ μέρος ἐκεῖνο.
Ἔτσι ἔγινε ἡ λίμνη, ποὺ ὀνομάζεται Νεκρὰ Θάλασσα. Σ’ αὐτὴ τὴ λίμνη, ὅπως εἴπαμε, χύνεται ὁ Ἰορδάνης ποταμός.
Στὸν Ἰορδάνη ἦρθε μιὰ μέρα ἕνας ἀσκητής. Μόνο ἀσκητής; Καὶ προφήτης. Καὶ μόνο προφήτης; Καὶ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἰωάννης τὸ ὄνομά του. Ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ πιὸ ἅγιος ἀπ’ ὅσους ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἔμενε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Κρασὶ δὲν ἔπινε ποτέ. Ποτό του τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ. Τροφή του ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι, ποὺ ἄφηναν στὶς κουφάλες τῶν δέντρων τὰ ἄγρια μελίσσια. Ροῦχα του μιὰ κάππα φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλας. Στρῶμα του ἡ ἄμμος. Στέγη του ὁ οὐρανός. Συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ δὲν τολμοῦσαν νὰ τὸν πειράξουν. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης, τὸ παιδὶ τοῦ Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ.
Ὕστερα ἀπὸ τόση σκληραγωγία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν ἑαυτό του, ὕστερα ἀπὸ προσευχὲς καὶ νηστεῖες ποὺ ἔκανε καὶ τὴν ἅγια ζωὴ ποὺ ζοῦσε, πῆρε ἐντολὴ ἀπό το Θεὸ καὶ ἦρθε στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη, γιὰ νὰ προειδοποιήσῃ, ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, καὶ νὰ καλέσῃ το λαὸ σὲ μετάνοια. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀετὸς αὐτὸς τῆς ἐρήμου, στάθηκε πάνω σ’ ἕνα βράχο καὶ ἄρχισε τὸ κήρυγμά του. Τὰ λόγια του ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του σὰν τὴ φωτιά. Δὲν κολάκευε κανένα. Εἴτε φτωχοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἄκουγαν, εἴτε πλούσιοι, εἴτε ἄσημοι, εἴτε ἐπίσημοι, ὁ Ἰωάννης δὲν ἄλλαζε τὸ ὕφος του. Μιὰ γλῶσσα σ’ ὅλους μιλοῦσε. Σ’ ὅλους ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, καὶ τόνιζε, ὅτι εἶνε ἁμαρτωλοὶ κ’ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια, γιατί θὰ πάθουν χειρότερα ἀπ’ ὅ,τι ἔπαθαν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα. Νὰ μὴν εἶσθε, ἐκήρυττε, σὰν τὰ δέντρα τὰ ἄκαρπα. Τὰ ἄκαρπα δέντρα τὰ κόβουν καὶ τὰ ρίχνουν στὴ φωτιά. Φωτιὰ θὰ πέσῃ στὴ γῆ, ὀργὴ Θεοῦ. Πρὶν λοιπὸν ἔρθῃ ἡ ὀργή, μετανοῆστε.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἄκουγαν τὸν Ἰωάννη αἰσθάνονταν τὴν ἐνοχή τους γιὰ τὰ διάφορα ἁμαρτήματά τους, ἔκλαιγαν, ἀναστέναζαν καὶ ἐξωμολογούνταν. Πῶς γινόταν ἡ ἐξομολόγησι; Καθένας ἔμπαινε στὸν ποταμό, καὶ ἀπό ‘κεὶ ἔλεγε στὸν Ἰωάννη, ποὺ στεκόταν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, τὰ ἁμαρτήματά του. Ὅλοι ἔμεναν μέσα στὰ νερὰ ὅσο χρόνο διαρκοῦσε ἡ ἐξομολόγησί τους. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι βαπτίζονταν βυθίζοντας καὶ τὸ κεφάλι στὸ νερό. Στὸν ποταμὸ μπῆκε καὶ ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ νερό. Γιατί; Γιατί δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ κανένα ἁμάρτημα. Δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Ἦταν Θεάνθρωπος. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἔμεναν στὸ νερὸ ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἐξομολόγησί τους. Βγαίνοντας δὲ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη αἰσθάνονταν τὸν ἑαυτό τους πῶς ἐλαφρώνει ἀπὸ ἕνα μεγάλο βάρος, τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν μετανοήσει καὶ εἶχαν ἐξομολογηθῇ, μὲ λαχτάρα περίμεναν, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, τὸ Χριστό.
Πόσο εὐτυχεῖς, θὰ πὴ κάποιος, πόσο εὐτυχεῖς ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ πήγαιναν στὸν Ἰορδάνη, ἐξωμολογούνταν καὶ βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο! Πόσο θὰ θέλαμε νὰ βρισκόμασταν κ’ ἐμεῖς ἐκεῖ! Ἀλλ’ ἂς μὴ λυπώμαστε γι’ αὐτό. Γιατί ἂν θέλουμε, ἔχουμε στὴ διάθεσί μας ἕναν ἄλλο Ἰορδάνη, ποὺ εἶνε χίλιες φορὲς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη τῆς ἁγίας Γῆς. Ὦ, τί δύναμι ἔχει, ἀδελφοί μου, ὁ νέος Ἰορδάνης! Ἄς πάη σ’ αὐτὸν τὸν ἄλλο, τὸ νέο Ἰορδάνη, μιὰ ψυχή, ποὺ νὰ εἶνε μαύρη σὰν τὴν πίσσα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μαύρη σὰν τὰ φτερὰ τοῦ κόρακα, μαύρη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔχει κάνει. Ἄν αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ πιστέψῃ στὸ Χριστό, ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἂν ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ψυχὴ μετανοήσῃ καὶ πάη στὸ Χριστό, δηλαδὴ στὸν ἐξομολόγο, ποὺ ἀντιπροσωπεύει το Χριστὸς ἂν ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ψυχὴ πὴ στὸν πνευματικὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔχει κάνει ἀπὸ τότε ποὺ ἔνιωσε τὸν κόσμο ἂν ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ψυχὴ πῇ τὰ ἁμαρτήματα ὄχι ἀδιάφορα, ἀλλὰ μὲ πόνο στὴν καρδιά, καὶ κλάψῃ καὶ χύσῃ ἕνα δάκρυ, ἡ ψυχὴ αὐτὴ καθαρίζεται. Τὸ δάκρυ τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας, ποὺ θὰ χύσῃ, γίνεται ἕνας Ἰορδάνης ποταμός. Μέσα στὸν ποταμὸ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχὴ καὶ γίνεται ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, ποὺ τώρα τὸ χειμῶνα εἶνε πάνω στὶς ψηλὲς κορφὲς τῶν βουνῶν μας.
Χριστιανοί μου, τί κάθεστε! Ὅταν ἀκούσετε νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ σᾶς καλή,καλῆ στὴν ἐξομολόγησι, μὴν ἀναβάλετε. Τρέξτε στὴν ἐκκλησία, ζητῆστε τὸν πνευματικό, ἐξομολογηθῆτε τὰ ἁμαρτήματά σας, καὶ τὰ δάκρυά σας θὰ γίνουν ὁ Ἰορδάνης ποταμός. Θὰ εἶστε οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι. Ἀπὸ πάνω σας θὰ φύγῃ ἕνα ὁλόκληρο βουνό, ποὺ πλακώνει τὴν καρδιά σας. Βουνὸ εἶνε ἡ ἁμαρτία.
Τώρα, ποὺ μπήκαμε στὸν καινούργιο χρόνο, ὅσοι δὲν ἔχουν ἐξομολογηθῇ στὰ περασμένα χρόνια, ἂς μὴν ἀφήσουν νὰ περάσῃ κι αὐτὸς ὁ χρόνος χωρὶς μετάνοια, χωρὶς δάκρυα, χωρὶς ἐξομολόγησι. Ὅλοι στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ποταμὸς δέ, ὅπως εἴπαμε, εἶνε ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησι.