ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ - ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ( ΙΑ΄ 9-10, 32-40)
- Η Αποστολική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
9 Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· 10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. 32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, 33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.
9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώκησεν εις την γην, που του είχε υποσχεθή ο Θεός, σαν εις ξένην περιοχήν και έζησε μέσα εις σκηνάς μαζή με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ιδίας υποσχέσεως του Θεού. 10 Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και ελπίδα ακλόνητον την επουράνιον πόλιν, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλια της, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός. 32 Και τι να διηγούμαι ακόμη; Θα σταματήσω, διότι δεν θα με πάρη ο χρόνος, να διηγηθώ δια τον Γεδεών, τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτας. 33 Αυρτοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγωνίσθησαν και κατενίκησαν βασίλεια, ήσκησαν δικαιοσύνην, επέτυχαν την πραγματοποίησιν των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν τα στόματα των αγρίων λεόντων, όπως ο Δανιήλ, 34 έσβησαν την φοβεράν δύναμιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παίδες, διέφυγαν τον κίνδυνον να σφαγούν με μαχαίρια, όπως ο Ηλίας, εδυναμώθησαν και έγιναν καλά από αρρώστιες, ανεδείχθησαν κραταιοί και δυνατοί στον πόλεμον, έκαμψαν και έτρεψαν εις φυγήν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων εχθρών. 35 Μερικές γυναίκες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επήραν πάλιν ζωντανούς, δια της αναστάσεως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέθησαν στο τύμπανον, στο φοβερά βασανιστικόν εκείνον όργανον, χωρίς να δεχθούν την απελευθέρωσιν, που τους επρότειναν οι βασανισταί των, εάν ηρνούντο την πίστιν των, και υπέμειναν το φοβερόν μαρτύριον μέχρι θανάτου, δια να επιτύχουν και πάρουν ανάστασιν ασυγκρίτως καλυτέραν από την παρούσαν ζωήν. 36 Αλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη δε δεσμά και φυλακήν. 37 Ελιθοβολήθησαν, επριονίσθησαν, επέρασαν μέσα από πολλούς πειρασμούς, απέθαναν σφαγέντες με μάχαιραν, περιήρχοντο εδώ και εκεί φορούντες, αντί για ενδύματα, προβιές και δέρματα γιδιών, στερούμενοι, θλιβόμενοι, υποβαλλόμενοι εις πολλάς κακουχίας. 38 Τετοιους αγίους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρτωλός κόσμος. Επεριπλανώντο εις τις ερημίες, εις τα όρη, εις τα σπήλαια, εις τις τρύπες της γης. 39 Και όλοι αυτοί, μολονότι έλαβαν την καλήν και τιμίαν μαρτυρίαν, ότι ευηρέστησαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απήλαυσαν πλήρως την υπόσχεσιν της λυτρώσεως και της ουρανίου βασιλείας. 40 Διότι ο Θεός επρόβλεψε δι’ ημάς κάτι καλύτερον· δηλαδή να μη απολαύσουν αυτοί πλήρη την τελείωσιν και την μακαριότητα χωρίς ημάς (αλλ’ όλοι μαζή σαν ένα πνευματικόν σώμα να απολαύσωμεν κατά την δευτέραν παρυσίαν την μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών).
9 Χάρη στην πίστη ο Αβραάμ έμεινε ως ξένος στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός και τη θεωρούσε ξένη χώρα κι όχι δική του. Και διέμεινε μέσα σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγκληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως του Θεού. 10 Ζούσε ο Αβραάμ ακόμη και στη γη της επαγγελίας ως ξένος και μετανάστης, διότι περίμενε να κατοικήσει στην επουράνια πόλη, η οποία έχει τα αληθινά και αδιάσειστα θεμέλια, και τεχνίτη και κτίστη της τον ίδιο τον Θεό. 32 Και τί ακόμη να λέω και να διηγούμαι; Πρέπει να σταματήσω, διότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να διηγούμαι για τον Γεδεών και τον Βαράκ, τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτες. 33 Αυτοί, επειδή είχαν πίστη, καταπολέμησαν και υπέταξαν βασίλεια, κυβέρνησαν το λαό με δικαιοσύνη, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων που τους έδωσε ο Θεός, έσφαξαν στόματα λιονταριών, όπως ο Δανιήλ, 34 έσβησαν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής, πήραν δύναμη κι έγιναν καλά από αρρώστιες, αναδείχθηκαν ισχυροί και ανίκητοι στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή τις εχθρικές παρατάξεις και τα πολυπληθή στρατεύματά τους. 35 Με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους που ανέστησαν οι προφήτες. Κι άλλοι δέθηκαν στο βασανιστικό όργανο που λεγόταν τύμπανο και δάρθηκαν σκληρά μέχρι θανάτου, επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους και να ελευθερωθούν έτσι από το μαρτύριο. Προτίμησαν το σκληρό αυτό μαρτύριο, για να αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή, παρά να έχουν μια πρόσκαιρη αποκατάσταση στη ζωή αυτή. 36 Κι άλλοι πάλι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη μάλιστα και δεσμά και φυλακίσεις. 37 Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλούς πειρασμούς, θανατώθηκαν με σφαγή από μαχαίρι, περιφέρονταν σαν πλανόδιοι εδώ κι εκεί. Φορούσαν για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες. 38 Ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσοι οι άγιοι αυτοί άνδρες, κι ούτε μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. 39 Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομιάς. 40 Κι αυτό διότι ο Θεός προέβλεψε για μας κάτι καλύτερο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθμό τέλειο τη σωτηρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβουμε όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ αυτούς? όχι μόνο επειδή ζούμε στα χρόνια της απολυτρώσεως του Χριστού, αλλά και επειδή η περίοδος της αναμονής για μας είναι μικρότερη.
9 Λόγῳ πίστεως ἔμεινε ὡς ξένος σὲ ξένη χώρα, στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας (στὴ χώρα ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός). Kαὶ κατοίκησε μέσα σὲ σκηνές, ὅπως καὶ ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ, οἱ συγκληρονόμοι τῆς αὐτῆς χώρας ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. 10 Διότι προσδοκοῦσε τὴν πόλι μὲ τὰ ἀληθινὰ θεμέλια, τῆς ὁποίας ἀρχιτέκτων καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός. 32 Kαὶ τί νὰ εἰπῶ ἀκόμη; Ὁ χρόνος βεβαίως δὲν θὰ μοῦ ἀρκέσῃ νὰ διηγοῦμαι γιὰ τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν Bαρὰκ καὶ τὸν Σαμψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες. 33 Aὐτοὶ μὲ τὴν πίστι κατανίκησαν βασίλεια, πολιτεύθηκαν μὲ δικαιοσύνη, ἐπέτυχαν τὴν πραγματοποίησι ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβησαν δύναμι φωτιᾶς, διέφυγαν σφαγές, ἦταν ἀσθενεῖς καὶ ἐνδυναμώθηκαν, ἔγιναν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ στρατόπεδα ἐχθρῶν. 35 Γυναῖκες ἔλαβαν πίσω ἀναστημένους τοὺς νεκρούς τους. Ἄλλοι δὲ βασανίσθηκαν δεμένοι στὸ τύμπανο (ὄργανο βασανιστικό), καὶ δὲν δέχθηκαν ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν ἀνώτερη σωτηρία. 36 Ἄλλοι δὲ κτυπήθηκαν καὶ μαστιγώθηκαν, ἀκόμη καὶ ἁλυσοδέθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν. 37 Θανατώθηκαν μὲ λίθους, μὲ πριόνι, μὲ φωτιά, μὲ μαχαίρι. Nτύθηκαν δέρματα προβάτων καὶ γιδιῶν. Zοῦσαν μὲ στερήσεις, μὲ πενία, μὲ κακουχίες. 38 Ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τοὺς ἔχῃ κοντά του, περιπλανῶνταν σ’ ἐρημιὲς καὶ ὄρη καὶ σπηλιὲς καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς. 39 Ὅλοι δὲ αὐτοί, ἂν καὶ ἔλαβαν καλὴ μαρτυρία λόγῳ τῆς πίστεώς τους, δὲν ἔλαβαν αὐτὸ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. 40 Διότι ὁ Θεὸς προέβλεψε κάτι ἀνώτερο γιὰ μᾶς, νὰ μὴ δικαιωθοῦν δηλαδὴ χωρὶς ἐμᾶς (Ἐν μέρει μόνον ἔλαβαν τὸ μισθό τους, καὶ πλήρως θὰ τὸν λάβουν μαζὶ μὲ μᾶς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία).
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός(:εξαιτίας της πίστεώς του ο Αβραάμ υπάκουσε στον Θεό, ο Οποίος τον καλούσε να φύγει από την πατρίδα του και να πάει στον τόπο που θα κληρονομούσε. Και έφυγε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Χάρη στην πίστη του ο Αβραάμ έμεινε ως ξένος στη γη που του υποσχέθηκε ο Θεός και τη θεωρούσε ξένη χώρα και όχι δική του. Και διέμεινε μέσα σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγκληρονόμοι της ίδιας υποσχέσεως του Θεού. Ζούσε ο Αβραάμ ακόμη και στη γη της επαγγελίας ως ξένος και μετανάστης, διότι περίμενε να κατοικήσει στην επουράνια πόλη, η οποία έχει τα αληθινά και αδιάσειστα θεμέλια, και τεχνίτη και κτίστη της τον ίδιο τον Θεό)»[Εβρ.11,8-10].
Πράγματι, πες μου, ποιον παλαιότερο είδε ο Αβραάμ για να τον μιμηθεί; Είχε πατέρα ειδωλολάτρη, προφήτες δεν είχε ακούσει, ούτε ήξερε πού πήγαινε. Επειδή δηλαδή σε αυτούς απέβλεπαν όσοι από τους Εβραίους είχαν πιστέψει, διότι είχαν απολαύσει μύρια αγαθά, δείχνει ο Παύλος εδώ ότι κανείς ακόμη δεν απήλαυσε τίποτε, αλλά όλοι είναι χωρίς βραβείο και ότι κανείς ακόμη δεν αμείφθηκε. Εκείνος απομακρύνθηκε από την πατρίδα του και το σπίτι του και βγήκε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Και τι θαυμαστό, εάν ενήργησε έτσι αυτός, τη στιγμή που και οι απόγονοί του έτσι έζησαν; Αν και έβλεπε δηλαδή να αναιρείται η υπόσχεση, δεν αμέλησε· καθόσον ο Θεός του είχε πει: «Τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην(:Αυτήν όλη τη χώρα θα την δώσω στους απογόνους σου)» [Γέν.12,7].Είδε το παιδί του να κατοικεί εκεί και ο απόγονός του πάλι είδε τον εαυτό του να κατοικεί σε ξένη χώρα και δεν θορυβήθηκε καθόλου. Διότι εκείνο που συνέβη στον Αβραάμ ήταν σύμφωνο με τη λογική, αφού η υπόσχεση του Θεού επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στους απογόνους του· αν και βέβαια και σε αυτόν λέχθηκε, ότι «σε σένα και στους απογόνους σου»· όχι «δια του σπέρματός σου σε σένα», αλλά «σε σένα και στους απογόνους σου»· και ούτε αυτός, ούτε ο Ισαάκ, ούτε ο Ιακώβ απήλαυσαν τα της υποσχέσεως· διότι ο ένα δούλεψε ως υπηρέτης, ο άλλος απομακρύνθηκε από την πατρίδα του και αυτός αυτοεξορίσθηκε από φόβο· και άλλα με πόλεμο τα κατέλαβε, άλλα πάλι, εάν δεν είχε τη συμπαράσταση του Θεού, θα τα έχανε τελείως. Γι’ αυτό λέγει «μαζί με τους κληρονόμους της ίδιας υποσχέσεως». «Όχι μόνο αυτός», λέγει, «αλλά και οι κληρονόμοι».
Έπειτα και κάτι άλλο πιο μεγάλο από αυτά που λέχθηκαν πρόσθεσε, λέγοντας: «όλοι αυτοί πέθαναν με την πίστη και την ελπίδα, χωρίς να λάβουν υποσχέσεις». Δύο πράγματα πρέπει εδώ να εξετάσουμε, πώς, αφού είπε, ότι «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός(:Για την πίστη του ο Ενώχ μετατέθηκε ζωντανός από τον παρόντα κόσμο, για να μη δει θάνατο και δεν βρισκόταν πλέον στη γη, διότι τον είχε μεταθέσει ο Θεός)»[Εβρ.11,5], λέγει, «Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες(:με την πίστη πέθαναν όλοι αυτοί)»[Εβρ.11,13]. Και πάλι αφού είπε «μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας(:χωρίς να απολαύσουν τις υποσχέσεις)», δείχνει ότι ο Νώε έλαβε μισθό, τη σωτηρία της οικογένειάς του, ο Ενώχ μετατέθηκε, ο Άβελ ακόμη μιλάει, και ο Αβραάμ έχει καταλάβει τη γη· και λέγει: «με την πίστη και την ελπίδα που γεννά η πίστη αυτή, πέθαναν όλοι αυτοί, χωρίς να απολαύσουν αυτά που τους υποσχέθηκε ο Θεός». Τι σημαίνει λοιπόν αυτό που λέγει; Πρέπει να εξηγήσουμε πρώτα το πρώτο και έπειτα το δεύτερο.
«Με την πίστη», λέγει, «πέθαναν όλοι αυτοί». Το «όλοι», το είπε εδώ, όχι επειδή όλοι πέθαναν, αλλά επειδή αν εξαιρέσουμε τον Ενώχ, πέθαναν όλοι αυτοί, που γνωρίζουμε πράγματι ότι έχουν πεθάνει. Επίσης, το «χωρίς να απολαύσουν τις επαγγελίες», είναι αληθές· διότι δεν είναι αυτή η υπόσχεση που δόθηκε στον Νώε.
Και ποιες υποσχέσεις εννοεί; Διότι ο Ισαάκ και ο Ιακώβ έλαβαν τις επαγγελίες της γης· εκείνοι όμως που είναι γύρω από τον Νώε και τον Άβελ και τον Ενώχ, ποιες επαγγελίες έλαβαν; Ή λοιπόν για αυτούς τους τρεις λέγει, ή αν ομιλεί και γι΄αυτούς, δεν ήταν αυτό η επαγγελία το να θαυμαστεί ο Άβελ, ούτε το να μετατεθεί ο Ενώχ, ούτε το να διασωθεί ο Νώε, αλλά και αυτά συνέβησαν σε αυτούς εξαιτίας της αρετής τους, και ήταν κάποιες γεύσεις εκείνων που επρόκειτο να απολαύσουν στο μέλλον.
Διότι ο Θεός, επειδή γνωρίζει ότι το ανθρώπινο γένος χρειάζεται πολλή συγκατάβαση, μας χαρίζει όχι μόνο τα μελλοντικά, αλλά και τα εδώ αγαθά· όπως ακριβώς και στους μαθητές Του έλεγε ο Χριστός: «Καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει(:Και καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια για να μείνει ενωμένος και να μη χωριστεί από μένα, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα σ’ αυτή τη ζωή και θα κληρονομήσει και την αιώνια ζωή)» [Ματθ.19,29]· και πάλι: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν(:Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτηση των αρετών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρίσει τα αγαθά αυτά και τότε αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα)» [Ματθ.6,33]. Βλέπεις ότι και αυτά δίνονται συμπληρωματικά από τον Κύριο, για να μην αποκάμουν; Διότι όπως ακριβώς οι αθλητές απολαμβάνουν κάποια περιποίηση και όταν αγωνίζονται, αλλά όμως δεν απολαμβάνουν όλη την άνεση τότε, διότι ζουν κάτω από νόμους, ενώ όλη την άνεση θα την απολαύσουν μετά τον αγώνα, έτσι και ο Θεός δεν δίνει εδώ την απόλαυση ολόκληρης της ανέσεως· δίνει βέβαια και εδώ, αλλά ολόκληρη τη φύλαξε για τη μέλλουσα ζωή.
Και ότι αυτό είναι αληθινό, το φανέρωσε με τα όσα πρόσθεσε, λέγοντας: «ἀλλὰ πόῥῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι(:αλλά από μακριά τις είδαν και τις αποδέχτηκαν με όλη τους την ψυχή)»[Εβρ.11,13]. Εδώ υπαινίσσεται κάποιο μυστήριο· δείχνει δηλαδή, ότι εκ των προτέρων έλαβαν όλα όσα έχουν λεχτεί για τη μέλλουσα ζωή, τα σχετικά με την ανάσταση, με τη βασιλεία των ουρανών και με όλα τα άλλα που κήρυξε ο Χριστός όταν ήρθε· διότι λέγοντας «επαγγελίες» αυτές εννοεί. Ή αυτό λοιπόν εννοεί, ή ότι δεν τις έλαβαν βέβαια, έφυγαν όμως με την πεποίθηση ότι θα τις λάβουν· και αντλούσαν το θάρρος από την πίστη και μόνο. Και είπε ότι «τις είδαν από μακριά», για να δηλώσει, ότι πριν τέσσερις γενεές συνέβηκε·διότι μετά από τόσες επέστρεψαν από την Αίγυπτο.
«Καὶ ἀσπασάμενοι(:και τις χαιρέτησαν με ευχαρίστηση)», λέγει[Εβρ.11,13]. Τόσο είχαν πειστεί για την πραγματοποίησή τους, ώστε και τις χαιρέτησαν με χαρά· με μεταφορική σημασία το είπε αυτό, κατά το παράδειγμα των ναυτιλλομένων που, βλέποντας από μακριά τις πόλεις που τόσο ποθούν, πριν ακόμη μπουν σε αυτές, τις κάνουν δικές τους, ακούγοντας μόνο γι’ αυτές· διότι, λέγει, περίμεναν «τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός(:την πόλη που έχει τα αληθινά θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός)». Βλέπεις ότι το «ἒλαβον» σημαίνει ότι θα λάβουν μελλοντικά και ότι έχουν θάρρος γι’ αυτά;
Εάν λοιπόν το «είχαν θάρρος» σημαίνει «τα έλαβαν» και εσείς είναι δυνατό να λάβετε· διότι αυτοί, αν και δεν απήλαυσαν τις υποσχέσεις, όμως εξαιτίας του πόθου τους γι’ αυτές τις έβλεπαν. Γιατί λοιπόν γίνονται αυτά; Για να ντραπούμε εμείς, διότι εκείνοι, αν και τους είχε δοθεί η υπόσχεση για τα αγαθά της γης, δεν τα έδιναν σημασία, αλλά αναζητούσαν τη μέλλουσα πόλη· ενώ σε εμάς με όλους τους τρόπους ο Θεός μιλάει για την άνω πόλη, εμείς όμως επιζητούμε αυτήν που υπάρχει εδώ. Τους είπε: «θα σας δώσω τα αγαθά του παρόντος κόσμου»· επειδή όμως είδε ή, καλύτερα, επειδή έδειξαν ότι είναι άξιοι μεγαλύτερων, τότε πια δεν τους άφησε να λάβουν αυτά, αλλά εκείνα τα μεγαλύτερα, θέλοντας να μας δείξει ότι είναι άξιοι μεγαλυτέρων, επειδή δε θέλησαν να προσδεθούν σε αυτά· όπως αν κάποιος επρόκειτο να υποσχεθεί παιδικά πράγματα σε συνετό άνθρωπο, όχι για να τα λάβει, αλλά για να δείξει την όλη αρετή του, εκείνος όμως ζητά τα μεγαλύτερα. Πράγματι αυτό δείχνει ότι με τόσο ζήλο απέρριπταν τα της γης, αφού δεν έπαιρναν, ούτε εκείνα που τους δίνονταν. Γι’ αυτό λοιπόν τα λαμβάνουν οι απόγονοί τους· διότι αυτοί είχαν γήινες επιδιώξεις. Τι σημαίνει, «την πόλη που έχει τα πραγματικά θεμέλια»; Αυτά δηλαδή δεν είναι θεμέλια; Σε σύγκριση με εκείνα δεν είναι. «Αυτής της πόλεως τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός». Πω πω, ποιο είναι το εγκώμιο της πόλεως εκείνης!
«Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβε(: Εξαιτίας της πίστεώς της και αυτή η στείρα και πολύ ηλικιωμένη Σάρρα)». Με κάποια μορφή ντροπής για μας άρχισε εδώ, εάν συμβεί να φανούμε εμείς πιο ολιγόψυχοι από μία γυναίκα. Αλλά ίσως πει κάποιος: «Πώς είναι πιστή αυτή που γέλασε όταν πρωτοάκουσε ότι θα γεννούσε παιδί σε τέτοια ηλικία;». Το γέλιο προέρχεται από την απιστία, ο φόβος όμως που ακολούθησε προέρχεται από την πίστη· διότι τα λόγια «δεν γέλασα», τα είπε από πίστη. Γι’ αυτό λοιπόν αφού απομακρύνθηκε η απιστία, εισήλθε η πίστη. «Για την πίστη της και αυτή η στείρα Σάρρα έλαβε τη δύναμη της συλλήψεως και παρά την ηλικία της γέννησε». Τι σημαίνει «εἰς καταβολὴν σπέρματος(:ώστε να καταβληθεί και να ζωογονηθεί σε αυτήν σπέρμα)»; Έλαβε δύναμη για να κρατήσει το σπέρμα, να το φιλοξενήσει, αυτή που είχε νεκρωθεί, η στείρα· διότι η σωματική βλάβη ήταν διπλή, η μία προερχόταν από τον χρόνο, αφού πράγματι είχε γεράσει· η άλλη ήταν φυσική, διότι ήταν στείρα. Γι’ αυτό και από μία γυναίκα, και μάλιστα νεκρωμένη, γεννήθηκαν όλοι, που είναι ως προς το πλήθος όπως τα άστρα του ουρανού και η αναρίθμητη άμμος που βρίσκεται κοντά στο χείλος της θάλασσας. Γι’ αυτό λέγει «διὸ καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς ἐγεννήθησαν (:και από μία γεννήθηκαν όλοι)».
Δεν λέγει αυτό μόνο εδώ, το ότι γέννησε, αλλά ότι έγινε και μητέρα τόσων πολλών, όσων δεν έγιναν ούτε οι εύφορες κοιλιές· «σαν τα άστρα», λέγει. Πώς λοιπόν πολλές φορές τους απαριθμεί, αν και είπε: «καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος(:αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν την άμμο της ακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθεί)»; Ή το είπε υπό μορφή υπερβολής ή το είπε έτσι για τους μετέπειτα απογόνους· διότι είναι δυνατό να απαριθμήσει κανείς τους προγόνους μίας μόνο οικίας, όπως ο τάδε είναι του τάδε, και ο τάδε του τάδε· εδώ όμως που το γένος τους παραβάλλεται με το πλήθος των άστρων, δεν είναι δυνατό να απαριθμηθεί.
«Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν (:Και τι ακόμη να λέω και να διηγούμαι; Πρέπει να σταματήσω, διότι δεν θα μου φτάσει ο χρόνος να διηγούμαι για τον Γεδεών και τον Βαράκ, τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτες)»[Εβρ.11,32].
Κατηγορούν μερικοί τον Παύλο, γιατί αναφέρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε. Τι λες; Αυτός που ανέφερε την πόρνη Ραάβ, δεν θα αναφέρει αυτούς; Μη μου αναφέρεις την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν πίστεψαν ή έλαμψαν ως προς την πίστη.
«τῶν προφητῶν, οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας(:και τους προφήτες οι οποίοι, επειδή είχαν πίστη, καταπολέμησαν και υπέταξαν βασίλεια)». Βλέπεις ότι εδώ δεν παρουσιάζει τη λαμπρή ζωή τους· διότι δεν ήταν αυτό προηγουμένως το ζητούμενο· αλλά η εξέταση προηγουμένως ήταν για την πίστη. Διότι, πες μου, δεν τα κατόρθωσαν όλα με την πίστη; Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «καταπολέμησαν βασίλεια οι όμοιοι με τον Γεδεών. Άσκησαν δικαιοσύνη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παραπάνω. Την φιλανθρωπία εδώ την ονόμασε ‘’δικαιοσύνη’’.
«ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν(:πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων που τους έδωσε ο Θεός». Νομίζω ότι αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υποσχέσεις πέτυχε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρμα του, ο Μεσσίας, θα καθίσει στον θρόνο του.
«ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας(:έφραξαν στόματα λιονταριών, όπως ο Δανιήλ, έσβησαν την καταστρεπτική δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής». Πρόσεχε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνατο, ο Δανιήλ περικυκλωμένος από τα λιοντάρια, οι τρεις παίδες μέσα στο καμίνι του πυρός, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, περιβαλλόμενοι από διάφορους πειρασμούς, και όμως δεν απογοητεύτηκαν. Πράγματι αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγονότα εκπληρώνονται αντίθετα από ό,τι προσδοκούμε, τότε πρέπει να πιστεύουμε ότι τίποτε το αντίθετο δεν έγινε, αλλά όλα ήταν επακόλουθα. «Διέφυγαν τον κίνδυνο της σφαγής». Αυτό νομίζω πάλι ότι το λέγει για τους τρεις Παίδες.
«ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων(:πήραν δύναμη, και έγιναν καλά από αρρώστιες, αναδείχθηκαν ισχυροί και ανίκητοι στον πόλεμο· έτρεψαν σε φυγή τις εχθρικές παρατάξεις και τα πολυπληθή στρατεύματά τους)»[Εβρ.11,34]. Εδώ υπαινίσσεται εκείνα που συνέβησαν κατά την επάνοδό τους από τη Βαβυλώνα. «Από ασθένειες», λέγει· δηλαδή, από την αιχμαλωσία. Όταν πια είχαν εγκαταλείψει τα ιουδαϊκά, όταν δεν διέφεραν σε τίποτε από τα οστά των νεκρών, τότε έγινε η επάνοδός τους. Πράγματι, ποιος θα έλπιζε να επανέλθουν από τη Βαβυλώνα, και όχι μόνο να επανέλθουν, αλλά και να γίνουν ισχυροί και να τρέψουν σε φυγή τα στρατεύματα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελλοντικών.
«ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν(:με την πίστη που είχαν στην υπερφυσική δύναμη των προφητών οι γυναίκες που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ξαναπήραν πίσω ζωντανά τα νεκρά παιδιά τους, που ανέστησαν οι προφήτες)». Εδώ αναφέρει εκείνα που έγιναν από τους προφήτες, τον Ελισαίο, τον Ηλία· διότι αυτοί ανέστησαν νεκρούς.
«ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν(:άλλοι πάλι δέθηκαν στο βασανιστικό όργανο που λεγόταν τύμπανο και δάρθηκαν σκληρά μέχρι θανάτου, επειδή δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους και να ελευθερωθούν έτσι από το μαρτύριο. Προτίμησαν το σκληρό αυτό μαρτύριο, για να αναστηθούν σε μία καλύτερη ζωή, παρά να έχουν μία πρόσκαιρη αποκατάσταση στη ζωή αυτή)»[Εβρ.11,37]· ενώ εμείς δεν πετύχαμε την ανάσταση. Αλλά «έχω να σας παρουσιάσω», λέγει, «και εκείνους που αποκεφαλίστηκαν και δεν δέχθηκαν τη σωτηρία, για να πετύχουν καλύτερη ανάσταση». Διότι, πες μου, γιατί, ενώ μπορούσαν, δε θέλησαν να ζήσουν; Δεν το έκαναν επειδή περίμεναν καλύτερη ζωή; Και αυτοί που ανέστησαν τους άλλους, προτίμησαν οι ίδιοι να πεθάνουν, για να επιτύχουν καλύτερη ανάσταση, όχι σαν εκείνη που πέτυχαν τα παιδιά των γυναικών. Εδώ μου φαίνεται ότι υπονοεί και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο· καθόσον ‘’αποτυμπανισμός’’ λέγεται ο αποκεφαλισμός. Μπορούσαν να βλέπουν τον ήλιο, μπορούσαν να μην ελέγχουν, και όμως προτίμησαν να πεθάνουν· και αυτοί που άλλους ανέστησαν, προτίμησαν να πεθάνουν οι ίδιοι για να επιτύχουν καλύτερη ανάσταση.
«ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς·ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν (:Κι άλλοι πάλι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη μάλιστα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλούς πειρασμούς)»[Εβρ.11,37].Σταματά σε αυτούς που τους ήταν πιο γνωστοί. Καθόσον μεγαλύτερη παρηγοριά φέρνουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι κοινή, διότι και αν πεις κάτι μεγαλύτερο, που δεν προήλθε όμως από την ίδια αιτία, δεν έκανες τίποτε. Γι’ αυτό σταμάτησε σε αυτόν τον λόγο του, μιλώντας για δεσμά, φυλακές, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, θυμίζοντάς τους όσα έχουν σχέση με τον Στέφανο και τον προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του Ιωάννη του Βαπτιστή· γι’ αυτό και συμπλήρωσε: «ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (:θανατώθηκαν με σφαγή από μαχαίρι)».
Τι λες; Άλλοι διέφυγαν τη σφαγή, και άλλοι πέθαναν δια σφαγής; Τι σημαίνει αυτό; Ποιον επαινείς, ποιον θαυμάζεις; Αυτό ή εκείνο; «Ναι», λέγει, «και αυτό και εκείνο· αυτό, διότι σας είναι πιο οικείο, και εκείνο, διότι η πίστη νίκησε και τον ίδιο τον θάνατο και η νίκη αυτή είναι τύπος των μελλοντικών». Διότι δύο είναι τα θαύματα της πίστεως, και κατορθώνει μεγάλα πράγματα, και πάσχει μεγάλα, χωρίς να υπολογίζει τα παθήματα. «Και δεν μπορείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν κάποιοι αμαρτωλοί και μηδαμινοί· διότι και αν ακόμη όλον τον κόσμο παραβάλεις μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλείνει η ζυγαριά και ότι αυτοί είναι τιμιότεροι». Γι’ αυτό και έτσι μίλησε: «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος (:ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς)». Τι λοιπόν επρόκειτο εδώ να απολαύσουν, εφόσον τίποτε από τα του κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄αυτούς; Εδώ διεγείρει τη διάνοιά τους, για να τους διδάξει ότι δεν πρέπει να προσηλώνονται στα παρόντα, αλλά να έχουν τη σκέψη τους πάνω από όλα τα αγαθά αυτής της ζωής, εφόσον όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Γιατί λοιπόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διότι είναι ατιμία για σένα, εάν λάβεις εδώ τον μισθό.
Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν κοσμικά, ας μην περιμένουμε εδώ την ανταπόδοση, και ας μην είμαστε τόσο φτωχοί· εφόσον όλος ο κόσμος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους, γιατί θέλεις να συγκρίνεις ένα μέρος αυτού; Και σωστά· διότι αυτοί είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ λέγει το πλήθος των ανθρώπων ή την ίδια την κτίση· καθόσον και τα δύο συνηθίζει η Γραφή να τα ονομάζει έτσι. «Εάν όλη η κτίση μαζί με τους ανθρώπους της», λέγει, «σταθεί δίπλα τους, δεν θα μπορέσουν να φανούν αντάξιοι αυτών»· και σωστά. Διότι, όπως ακριβώς μύριες ζυγαριές άχυρου και χόρτου δεν θα ήταν αντάξιες δέκα μαργαριταριών, έτσι ούτε και εκείνοι· διότι «είναι ανώτερος ένας που πράττει το θέλημα του Κυρίου, παρά μύριοι παράνομοι»· «μυρίους» δεν λέγει τους πολλούς, αλλά το πλήθος το άπειρο.
Σκέψου πόσο ανώτερος είναι ο δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών (:Ας σταθεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη κοιλάδα Αιλών)»[Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοιπόν όλη η οικουμένη, ή μάλλον δύο και τρεις και τέσσερις και δέκα και είκοσι οικουμένες, και ας πουν και ας το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπορέσουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέτασσε τα κτίσματα του Φίλου του ή καλύτερα παρακαλούσε τον Φίλο του και υποχωρούσαν τα στοιχεία της φύσεως, οι υπηρέτες του Θεού, και ο άνθρωπος που ήταν στη γη διέτασσε αυτά που ήταν στον ουρανό. Βλέπεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπηρετούν και να εκπληρώνουν τον δρόμο τον διατεταγμένο;
Αυτό είναι μεγαλύτερο από τα έργα του Μωυσή. Γιατί άραγε; Διότι δεν είναι το ίδιο να διατάσσεις τη θάλασσα και αυτά που βρίσκονται στον ουρανό· πράγματι είναι μεγάλο και εκείνο και πολύ μεγάλο μάλιστα, αλλά όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ίσο με αυτό.
Άκουσε και πώς έγινε τόσο μεγάλος. Γιατί δηλαδή; Το όνομα του Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χριστού. Γι’ αυτό λοιπόν, εξαιτίας αυτής της προσωποποιημένης προσφωνήσεως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτίση υποτάχθηκε με σεβασμό. Τι λοιπόν; Άλλος δεν ονομάστηκε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκοπό ονομάστηκε, για να είναι τύπος· διότι ονομαζόταν και Αυσής· γι’ αυτό αλλάχθηκε το όνομα· διότι ήταν πρόρρηση και προφητεία. Αυτός εισήγαγε στη γη της επαγγελίας τον λαό, όπως ο Ιησούς στον ουρανό· δεν τον εισήγαγε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυσής, αλλά έμενε έξω· δεν έχει τη δύναμη ο νόμος να εισαγάγει, αλλά η χάρη. Βλέπεις ότι οι τύποι από παλιά έχουν προκαθοριστεί; Διέταξε την κτίση, ή καλύτερα το κύριο μέρος της κτίσεως, που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι του, για να μην τρομάξεις ούτε να παραξενευτείς, όταν δεις τον Ιησού με την ανθρώπινη μορφή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζούσε ο Μωυσής, κατατρόπωσε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χριστός, αν και υπάρχει ο νόμος, διοικεί τα πάντα, αλλά όχι φανερά.
Ας δούμε όμως πόσο μεγάλη είναι η αρετή των αγίων. Εάν εδώ τόσο μεγάλα εργάζονται, εάν εδώ τόσο μεγάλα κάνουν, όσα οι άγγελοι, τι άραγε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμπρότητα θα έχουν; Ίσως καθένας από εσάς θα ήθελε να είναι τέτοιος, ώστε να μπορεί να διατάσσει τον ήλιο και τη σελήνη. Ως προς αυτό, τι θα μπορούσαν να πουν αυτοί, που ισχυρίζονται ότι ο ουρανός είναι σφαιρικός; Γιατί λοιπόν δεν είπε «ας σταθεί ο ήλιος», αλλά πρόσθεσε «ας σταθεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβαών και η σελήνη πάνω από τη φάραγγα Αιλών»[Ιησού Ναυή, 10,12].Δηλαδή, να κάνει την ημέρα μεγαλύτερη. Αυτό έγινε και επί του Εζεκία· διότι οπισθοδρόμησε ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισσότερο θαυμαστό από εκείνο, το να έλθει πάλι πίσω στον ίδιο δρόμο, χωρίς να περιέλθει τον δρόμο. Αλλά εμείς, εάν θέλουμε, μεγαλύτερα από αυτά θα κατορθώσουμε. Πράγματι τι μας υποσχέθηκε ο Χριστός; Δεν μας είπε ότι θα σταματήσουμε τον ήλιο, αλλά τι; «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν (:Εάν κανείς με αγαπά, θα τηρήσει στη ζωή του τις εντολές μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει)», λέγει, «καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν (:και θα έλθουμε σε αυτόν και θα μεταβάλουμε την καρδιά του σε μόνιμη κατοικία μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυχος ναός του ζώντος Θεού)»[Ιω.14,23].
Τι μου χρειάζεται ο ήλιος και η σελήνη και τα θαυμαστά τους,όταν ο ίδιος ο Δεσπότης πάντων κατέρχεται και εγκαθίσταται σε εμένα; Δεν μου χρειάζονται αυτά. Διότι σε τι θα μου χρειαστεί κάτι από αυτά; Αυτός θα μου είναι ήλιος και σελήνη και φως. Διότι πες μου, τι θα ήθελες, εάν εισερχόσουν στα ανάκτορα, να μπορούσες να μεταρρυθμίσεις κάτι από αυτά που είναι στερεωμένα, ή να επιτύχεις τη φιλία του βασιλιά, ώστε να τον πείσεις να κατέλθει προς εσένα; Δεν θα προτιμούσες πολύ περισσότερο αυτό παρά εκείνο; Τι όμως; Δεν είναι θαυμαστό πράγματι ότι άνθρωπος προστάσσει αυτά που προστάσσει και ο Χριστός; «Αλλά ο Χριστός», θα μπορούσε να έλεγε κάποιος, «δε χρειάζεται τον Πατέρα, αλλά με απόλυτη εξουσία ενεργεί». Καλώς· λοιπόν ομολόγησε πρώτα και πες ότι δεν έχει ανάγκη του Πατρός και ότι με απόλυτη εξουσία ενεργεί, και τότε θα σου πω πάλι, ή καλύτερα θα σε διδάξω για την προσευχή που κάνει, ότι γινόταν από συγκατάβαση και θεία οικονομία (διότι δεν ήταν κατώτερος από τον Ιησού του Ναυή ο Χριστός) και ότι μπορούσε να μας διδάσκει χωρίς προσευχή.
Όπως ακριβώς δηλαδή όταν ακούς τον διδάσκαλο να ομιλεί σαν παιδί και να διηγείται τα στοιχειώδη δεν λες ότι είναι αμαθής, και όταν ερωτά «πού είναι αυτό το στοιχείο», γνωρίζεις ότι δεν το ερωτά από άγνοια, αλλά επειδή θέλει να διδάξει τον μαθητή· έτσι και ο Χριστός προσευχήθηκε όχι επειδή είχε ανάγκη προσευχής, αλλά επειδή θέλει να διδάξει εσένα, να προσεύχεσαι συνεχώς, αδιαλείπτως, με νηφαλιότητα, και να κάνεις αυτήν με πολλή αγρυπνία. Και όταν λέω να αγρυπνείς δεν εννοώ μόνο το να σηκώνεσαι τη νύχτα, αλλά και κατά το διάστημα της ημέρας να επαγρυπνείς στις προσευχές· διότι αυτός που ενεργεί έτσι ονομάζεται άγρυπνος. Αφού είναι δυνατό να κοιμάται κανείς και όταν προσεύχεται τη νύχτα και να αγρυπνεί κατά το διάστημα της ημέρας και όταν δεν προσεύχεται, όταν η ψυχή υψώνεται προς τον Θεό, όταν γνωρίζει με Ποιον συνομιλεί, σε Ποιον απευθύνεται, όταν σκεφτεί ότι οι άγγελοι στέκονται δίπλα στον Θεό με φόβο και τρόμο, ενώ αυτός προσέρχεται με χασμουρητά και ξυνόμενος.
Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, όταν γίνεται με την αρμόζουσα διάθεση. Και για να μάθεις τη δύναμή της, πρόσεχε εδώ· η συνεχής προσευχή κατανίκησε την αδιαντροπιά και την αδικία και την ωμότητα και την θρασύτητα· διότι λέγει: «Ἀκούσατε τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας λέγει(:Ακούστε και προσέξτε καλά τι λέγει ο άδικος κριτής)» [Λουκ. 18,6]. Επίσης και την απροθυμία νίκησε· και αυτό που δεν πέτυχε η φιλία, αυτό το κατόρθωσε η συνεχής αίτηση: «Λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει(:Σας διαβεβαιώνω ότι και αν ακόμη δεν θελήσει να σηκωθεί να του δώσει, μολονότι τον είχε φίλο, πάντως για την αδιακρισία του ότι σε τέτοια νυκτερινή ώρα τον ανησυχεί, θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα του χρειάζονται)» [Λουκ.11,8].
Και μία ανάξια πάλι η συνεχής επιμονή την έκανε άξια: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης)»[ Ματθ.15,26-27].
Ας είμαστε λοιπόν προσεκτικοί κατά την προσευχή· είναι μεγάλο όπλο, όταν γίνεται με προθυμία, χωρίς κενοδοξία, όταν γίνεται με ειλικρίνεια ψυχής. Αυτή κατατρόπωσε εχθρούς, αυτή έθνος ολόκληρο και ανάξιο ευεργέτησε: «Καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων (:Και κατέβηκα να ελευθερώσω αυτούς από την δουλεία των Αιγυπτίων, να τους βγάλω από την χώρα της Αιγύπτου και να τους οδηγήσω σε χώρα εύφορη και μεγάλη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον οποίο σήμερα κατέχουν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι)» [Έξ.3,8]· αυτή είναι φάρμακο σωτήριο, αυτή εμποδίζει τα αμαρτήματα και θεραπεύει τα πλημμελήματα· με αυτήν και η χήρα η εγκαταλειμμένη απηύθυνε επίμονα το αίτημά της.
Εάν λοιπόν προσευχόμαστε με ταπεινοφροσύνη, εάν κτυπούμε το στήθος όπως ο τελώνης, εάν λέμε εκείνα τα λόγια που είπε και εκείνος, εάν λέμε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» [Λουκ.18,13], όλα θα τα επιτύχουμε· διότι, και αν δεν είμαστε τελώνες, όμως έχουμε άλλα αμαρτήματα, όχι λιγότερα από εκείνου. Μη μου πεις λοιπόν ότι είναι μικρό το σφάλμα σου· διότι έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ανδροφόνος ονομάζεται όμοια και αυτός που σκότωσε παιδί και εκείνος που σκότωσε άνδρα, έτσι πλεονέκτης ονομάζεται και αυτός που αρπάζει πολλά και εκείνος που αρπάζει λίγα.
Αλλά και η μνησικακία δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο αμάρτημα. Διότι λέγει: «Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον(:Στους δρόμους της αρετής υπάρχει η αληθινή και ευχάριστος ζωή, ενώ οι δρόμοι των μνησίκακων και εμπαθών ανθρώπων οδηγούν στον θάνατο)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που αποκαλεί τον αδελφό του μωρό και ανόητο ή οτιδήποτε άλλο όμοιο με αυτά: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που οργίζεται εναντίον του αδελφού του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, διαπράττει έγκλημα ανάλογο με εκείνο το οποίο δικαζόταν άλλοτε από το τοπικό επταμελές δικαστήριο, την “κρίση”. Κι εκείνος που θα πει περιφρονητικά στον αδελφό του: “ανόητε”, είναι ένοχος βαρύτερου εγκλήματος, σαν εκείνα που δικάζουν από το ανώτατο δικαστήριο των Ιουδαίων, το Συνέδριο. Κι εκείνος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελφό του: “ηλίθιε”, θα είναι ένοχος εγκλήματος που πρέπει να τιμωρηθεί με τη γέεννα του πυρός που βρίσκεται στον Άδη)»[Ματθ.5,22]. Μεταλαμβάνουμε επίσης και των φρικτών μυστηρίων αναξίως και φθονούμε και κακολογούμε· και μερικοί από εμάς πολλές φορές και μέθυσαν. Καθένα από αυτά τα αμαρτήματα και αυτό καθ’ εαυτό, μάλιστα είναι ικανό να μας στερήσει τη βασιλεία των ουρανών· όταν όμως και υπάρχουν όλα μαζί, ποια απολογία θα έχουμε;
Έχουμε ανάγκη πολλής μετάνοιας, αγαπητοί, πολλής προσευχής, πολλής καρτερίας, πολλής προσοχής, για να μπορέσουμε να κερδίσουμε τα αγαθά που μας έχει υποσχεθεί. Ας πούμε λοιπόν και εμείς: «συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»· ή καλύτερα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκεπτόμαστε· και αν κάποιος άλλος μας κατηγορήσει, ας μην οργιστούμε. Άκουσε εκείνος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώνης» και δεν οργίστηκε, αλλά λυπήθηκε· δέχθηκε την υπεροχή και απέβαλε το όνειδος. Είπε εκείνος το τραύμα, αναζήτησε Αυτός το φάρμακο. Ας λέμε λοιπόν: «Θεέ μου, συγχώρησέ με τον αμαρτωλό»· αλλά και αν άλλος μας ονομάσει αμαρτωλούς, ας μην αγανακτούμε. Εάν όμως οι ίδιοι λέμε ότι διαπράξαμε μύρια κακά, και όταν το ακούμε από τους άλλους αγανακτούμε, αυτό δεν είναι τότε ταπεινοφροσύνη, ούτε εξομολόγηση, αλλά επίδειξη και κενοδοξία.
«Είναι επίδειξη», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, «να αποκαλείς τον εαυτό σου αμαρτωλό;». Ναι· διότι αποκτούμε φήμη ταπεινοφροσύνης, θαυμαζόμαστε, εγκωμιαζόμαστε· εάν όμως πούμε τα αντίθετα για τους εαυτούς μας, μας περιφρονούν. Ώστε και αυτό το κάνουμε για τη δόξα. Και τι είναι ταπεινοφροσύνη; Το να υπομένεις την κατηγορία του άλλου, το να αναγνωρίζεις το αμάρτημά σου, το να αντέχεις τις κατηγορίες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγμα ταπεινοφροσύνης, αλλά ευγνωμοσύνης. Τώρα όμως αποκαλούμε βέβαια τους εαυτούς μας αμαρτωλούς, αναξίους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας αποδώσει ένα από αυτά, στενοχωρούμαστε, εξαγριωνόμαστε. Βλέπεις ότι δεν είναι εξομολόγηση, ούτε ευγνωμοσύνη; Είπες ότι είσαι τέτοιος· μην αγανακτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατιμάζεσαι· έτσι γίνονται ελαφρύτερα τα αμαρτήματά σου, όταν άλλοι σε κατηγορούν· διότι αυτοί στους εαυτούς τους προσθέτουν επιπλέον βάρος, ενώ εσένα σε οδηγούν στην άσκηση της αρετής.
Άκουσε τι είπε ο μακάριος Δαβίδ όταν τον καταριόταν ο Σεμεεί: «Εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ(:Υπομένω τις κατάρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευτελισμό μου και με ανταμείψει με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέρα αυτήν εκσφενδονίστηκε εναντίον μου)» [Β΄Βασ.16,10-12]. Ενώ εσύ αν και λες για τον εαυτό σου το πιο μεγάλο κακό, αγανακτείς, όταν δεν ακούς από τους άλλους τα εγκώμια των μεγάλων δικαίων. Βλέπεις ότι παίζεις με πράγματα που δεν πρέπει κανείς να παίζει; Διότι αρνούμαστε τους επαίνους άλλων, για να επισύρουμε πάλι μεγαλύτερους επαίνους, για να μας θαυμάσουν ακόμη περισσότερο. Επομένως το κάνουμε αυτό, όχι επειδή δεν θέλουμε τα εγκώμια, αλλά για να τα αυξήσουμε· και όλα γίνονται για τη δόξα μας, και όχι επειδή πραγματικά τα θέλουμε. Γι’ αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.
Γι’ αυτό λοιπόν παρακαλώ τώρα να απομακρυνθούμε από τη μητέρα των κακών, την κενοδοξία, και να ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να κερδίσουμε και τα μελλοντικά αγαθά, με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
«Περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:φορούσαν για ρούχα προβιές και γιδοδέρματα, ζώντας μέσα σε στερήσεις, θλίψεις και κακοπάθειες. Ολόκληρος ο κόσμος δεν άξιζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς. Περιπλανιόνταν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης)»[Εβρ.11,37].
Πάντοτε βέβαια, κυρίως όμως όταν σκέπτομαι τα κατορθώματα των αγίων, τότε μου έρχεται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διότι ούτε στο όνειρό μας δεν γνωρίσαμε αυτά που εκείνοι οι άνδρες πέρασαν σε όλη τους τη ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμωρία για τα αμαρτήματά τους, αλλά, αν και σημείωναν πάντοτε κατορθώματα, όμως πάντοτε αντιμετώπιζαν θλίψεις. Πράγματι, σκέψου τον Ηλία, στον οποίο αναφέρεται ο λόγος σήμερα· διότι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορούσαν προβιές» και τελειώνει σε αυτόν τα παραδείγματα χωρίς να αφήσει ούτε αυτό που τους ήταν γνωστό. Και αφού αναφέρθηκε στους αποστόλους, ότι υπέστησαν τον θάνατο με μάχαιρα, ότι λιθοβολήθηκαν, επανέρχεται πάλι στον Ηλία, που έπαθε τα ίδια με αυτούς. Επειδή δηλαδή ήταν φυσικό να μην έχουν ακόμη αυτοί τόση μεγάλη ιδέα για τους αποστόλους, από αυτόν που αναλήφθηκε και υπερβολικά θαυμάστηκε, δηλαδή τον προφήτη Ηλία, φέρνει την παρηγοριά και την παράκληση.
«Φορούσαν», λέγει, «δέρματα προβάτων και δέρματα γιδιών, γεμάτοι στερήσεις, θλίψεις και κακοπαθήματα, και όλων αυτών δεν ήταν άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυμα είχαν, λέγει, να ντυθούν, εξαιτίας των υπερβολικών θλίψεων, ούτε πόλη, ούτε σπίτι, ούτε κατάλυμα· αυτό ακριβώς που ο Χριστός έλεγε: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού) δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)» [Ματθ.8,20].
Αλλά τι λέγω «δεν είχαν κατάλυμα»; Ούτε τόπο για να σταθούν είχαν· διότι ούτε όταν κατέφευγαν στην έρημο, ησύχαζαν· καθόσον δεν είπε, «παρέμειναν στην έρημο», αλλά και εκεί ευρισκόμενοι έφευγαν και από εκεί καταδιώκονταν· τους έδιωχναν όχι μόνο από την κατοικημένη περιοχή, αλλά και από την ακατοίκητη. Και υπενθυμίζει τους τόπους όπου ζούσαν και τα γεγονότα που τους συνέβηκαν εκεί· «γεμάτοι από στερήσεις και θλίψεις». «Έπειτα», λέγει, «εσάς σας κατηγορούσαν για τον Χριστό, και αυτό τα έκαναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε βάρος του, και τον έδιωχναν και τον καταδίωκαν και τον ανάγκαζαν να παλεύει με την πείνα;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαιναν. Γι’ αυτό αλλού έλεγε: «Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς(:Οι μαθητές, λοιπόν, ανάλογα με τους πόρους και τα μέσα που διέθετε ο καθένας, αποφάσισαν να στείλουν καθένας απ’ αυτούς τη συνδρομή του για να βοηθήσουν και να υπηρετήσουν τους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία)»[Πράξ.11,29]. Πράγμα που συνέβηκε και σε αυτούς.
«Κακουχούμενοι», λέγει· δηλαδή ήταν εκτεθειμένοι σε όλα τα κακά, και στις οδοιπορίες και στους κινδύνους· πράγμα που και σε αυτούς συνέβαινε. Αλλά το «περιῆλθον», τι σημαίνει; «Περιπλανώμενοι στις ερήμους και στα όρη και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης». Τίποτε άλλο δεν δείχνει αυτό παρά μόνο παρουσιάζει με μια λέξη, ότι περιφέρονταν όπως ακριβώς οι εξόριστοι και οι μετανάστες, όπως ακριβώς εκείνοι που έχουν καταδικαστεί για ατιμίες, όπως εκείνοι που δεν είναι άξιοι να βλέπουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρημο έβρισκαν καταφύγιο, αλλά έπρεπε διαρκώς να φεύγουν, έπρεπε να αναζητούν κρύπτες, έπρεπε ζωντανοί να θάπτονται, πάντοτε να είναι φοβισμένοι.
«Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι(:Και όλοι αυτοί, αν και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας, επειδή ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθμό τη σωτηρία χωρίς εμάς)»[Εβρ.11,39]. «Ποιος λοιπόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγάλης ελπίδας; Ποια είναι η ανταπόδοση;». Μεγάλη είναι και τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορεί να εκφραστεί με τον λόγο. «Διότι αυτά», λέγει, «που οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε ούτε στην καρδιά του ανθρώπου ανέβηκαν, αυτά είναι εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για εκείνους που τον αγαπούν». Αλλά ακόμη δεν τα απήλαυσαν, ακόμη περιμένουν και πέθαναν έτσι μέσα σε τόση μεγάλη θλίψη.
Και εκείνοι βέβαια έχουν τόσα πολλά χρόνια που νίκησαν όλα αυτά και ακόμη δεν τα απήλαυσαν την αμοιβή, και εσείς που βρίσκεστε ακόμη στο στάδιο του αγώνα, αδημονείτε; Σκεφτείτε και εσείς τι σημαίνει αυτό και πόσο ο Αβραάμ θα περιμένει· και τον απόστολο Παύλο που περιμένει πότε εσύ θα τελειωθείς, για να μπορέσουν τότε να λάβουν τον μισθό. Διότι, εάν και εμείς δεν παραβρεθούμε εκεί, τους το προείπε ο Σωτήρας, δε θα τους ανταμείψει. Όπως ακριβώς ένας φιλόστοργος πατέρας εάν έλεγε για τα παιδιά του, που ευδοκιμούν και έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι αδελφοί τους. Και εσύ στενοχωριέσαι γιατί ακόμα δεν αμείφθηκες; Τι λοιπόν θα πρέπει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκησε, και ακόμη περιμένει αστεφάνωτος; Τι πρέπει επίσης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκείνοι που έζησαν εκείνα τα χρόνια, που περιμένουν εσένα και τους μετά από εσένα; Βλέπεις ότι εμείς βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους; Καλά λοιπόν είπε «ότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για εμάς». Για να μη νομίζουν δηλαδή ότι πλεονεκτούν απέναντί μας εάν στεφανώνονταν πρώτοι, όρισε να είναι κοινός για όλους ο καιρός των στεφάνων και εκείνος που έχει νικήσει πριν τόσα πολλά χρόνια μαζί σου να λάβει το στεφάνι.
Βλέπεις φροντίδα; Και δεν είπε «για να μην στεφανωθούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειωθούν χωρίς εμάς»· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν στους αγώνες, αλλά δεν θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά τίμησε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρόλαβαν στους αγώνες, αλλά δε θα μας προλάβουν και στα στεφάνια. Δεν αδίκησε εκείνους, αλλά τίμησε εμάς· διότι και αυτοί περιμένουν τα αδέλφια τους. Εφόσον όλοι είμαστε ένα σώμα, μεγαλύτερη γίνεται η ηδονή στο σώμα, όταν από κοινού στεφανώνεται και όχι μεμονωμένα. Πράγματι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιοθαύμαστοι, διότι χαίρονται για τα αγαθά των αδελφών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό είναι σύμφωνο και με την επιθυμία εκείνων, το να στεφανωθούν δηλαδή μαζί με όλα τα μέλη του σώματός τους· διότι το να δοξαστούν μαζί είναι μεγάλη ηδονή. «Λοιπόν και εμείς, αφού έχουμε γύρω μας ένα τόσο πυκνό σύννεφο μαρτύρων».
Σε πολλές περιπτώσεις η Γραφή παρουσιάζει την παρηγοριά στα κακοπαθήματα από τα γεγονότα που συμβαίνουν, όπως όταν λέγει ο προφήτης: «Καὶ ἔσται εἰς σκιὰν ἀπὸ καύματος καὶ ἐν σκέπῃ καὶ ἐν ἀποκρύφῳ ἀπὸ σκληρότητος καὶ ὑετοῦ(:Όλοι και όλα, όσα υπάρχουν κάτω από τη δροσερή σκιά της νεφέλης, θα προστατεύονται από το καύμα του ηλίου, θα σκεπάζονται από τις ραγδαίες καταστρεπτικές βροχές, θα ευρίσκονται σε ασφάλεια και θα ζουν με άνεση)»[Ησ.4,6]·και ο Δαβίδ: «Ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα(:Τότε κατά την ημέρα ο ήλιος δεν θα σε καυματίσει, ούτε η σελήνη θα σε βλάψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6].Αυτό λοιπόν και εδώ λέγει, ότι η μνήμη των αγίων εκείνων ανδρών, ως νέφος θα σκιάζει εκείνον που φλέγεται από θερμότερη ακτίνα· έτσι ανασταίνει και αναζωογονεί την ψυχή, που είναι αποκαμωμένη από τις δυστυχίες. Και δεν είπε: «που αιωρείται πάνω από εμάς», αλλά «που μας περιβάλλει», που είναι πολύ πιο ανώτερο· το κάνει για να δηλώσει με αυτό, ότι περιβάλλοντάς μας, είναι φυσικό ότι θα μας έχει σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Μάρτυρες ονομάζει όχι μόνο αυτούς που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παλαιά· καθόσον και αυτοί μαρτύρησαν για το μεγαλείο του Θεού· όπως οι τρεις παίδες, οι περί τον Ηλία, οι προφήτες όλοι.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολή, ομιλίες ΚΓ΄(κατ΄επιλογήν), ΚΖ΄(κατ΄επιλογήν) και ΚΗ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 25, σελίδες 136-145, 220-237 και 239-243.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htmΑ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 22-12-1991]
(Β 256, έκδοσις Β΄)
Όταν ο Θεός παρήγγειλε, σεβασμιώτατε και αγαπητοί μου αδελφοί, εις τους πρωτοπλάστους να μη δοκιμάσουν από τον καρπόν ορισμένου δένδρου, ήθελε να εισαγάγει εις την ζωήν των την πίστιν εις τον Θεόν. «Πίστις» εδώ σημαίνει εξάρτησις. Και η πίστις θα ήτο ἐν ἐλευθερίᾳ. Γιατί αλλιώτικα η εξάρτησις χωρίς ελευθερίαν, παύει να είναι ελευθερία και έτσι εισάγεται ο καταναγκασμός. Έτσι η πίστις εισάγεται από τον Θεό εις τους πρωτοπλάστους, δυστυχώς όμως ηθετήθη. Ηθετήθη γιατί ακριβώς υπήρχε η ελευθερία. Είπα όμως «δυστυχώς», διότι δεν είναι –και προσέξατέ το αυτό- η επιλογή μεταξύ καλού και κακού η ελευθερία αλλά η δυνατότητα του καλού και του κακού, μένοντας όμως εις το αγαθόν. Αυτή είναι η έννοια της ελευθερίας. Παντού. Όχι μόνο στις σχέσεις μας με τον Θεό, αλλά και στις σχέσεις μας μεταξύ μας και στους πολίτες ανάμεσα μιας πολιτείας, μεταξύ πολιτών και πολιτείας κ.ο.κ. Επειδή δε είναι ακριβώς μεταξύ επιλογής καλού ή κακού, γι΄αυτό έχομε πάσαν κακοδαιμονίαν, που απορρέει από μία κακώς νοουμένη ελευθερίαν.
Τι είναι ελευθερία; Η δυνατότητα να διαλέξεις ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η δυνατότητα. Και όχι να διαλέξεις γιατί θέλεις το κακό. Γιατί αλλιώτικα, γιατί να τιμωρείσαι; Αμέσως εδώ φαίνεται καθαρά ότι δεν είναι η επιλογή, αλλά είναι η δυνατότης. Όταν λοιπόν οι πρωτόπλαστοι ηθέτησαν τον Θεόν, πώς Τον ηθέτησαν; Ηθέτησαν την πίστιν. Δεν εδέχθησαν εκείνο το οποίο ο Θεός τους είπε, τώρα ο Θεός έρχεται πάλι, εν ευδοκία να σώσει τους ανθρώπους και επανεισάγει την πίστιν σαν μέθοδο προσεγγίσεως του Θεού. Βλέπετε, δεν παραιτείται ο Θεός από τας μεθόδους Του. Την μέθοδον την πρώτην, δηλαδή την πίστιν, αυτήν επανεισάγει πάλι, δια να σώσει τους ανθρώπους. Και η πίστις αυτή, δεν θα ήταν απλώς εις τον λόγον του Θεού, όπως τότε, αλλά θα ήτο εις το Θεανθρώπινον πρόσωπο του Χριστού. Δηλαδή κάτι βαθύτερο. Εκεί πάλι το ίδιο πρόσωπο μίλησε. Ο Θεός Λόγος. Αλλά εδώ είναι κάτι βαθύτερο. Εκεί ήταν η πίστις απλώς σε έναν λόγον. Βέβαια λόγος του Θεού. Εδώ είναι σε ένα πρόσωπον Το οποίον πρόσωπον ομιλεί και η πίστις πρέπει να αποταθεί εις αυτό το πρόσωπο και όχι απλώς σε έναν λόγο. Έτσι η πίστις γίνεται η μεγαλυτέρα αρετή και η βασικοτέρα προϋπόθεσις της σωτηρίας.
Γι΄αυτό γράφει ο Απόστολος Παύλος στη σημερινή του αποστολική περικοπή, όπως θα ακούσατε, που είναι ο ύμνος της πίστεως -είναι στην προς Εβραίους επιστολή στο 11ο κεφάλαιο- ότι «χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς εις τον Θεόν». Προσέξτε, «εὐαρεστῆσαι». Δεν μπορείς να είσαι ευάρεστος εις τον Θεόν, εάν δεν έχεις αυτήν την πίστιν. «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται». «Πρέπει», λέγει, «να πιστεύσει εκείνος που προσέρχεται εις τον Θεόν, ότι υπάρχει, και ακόμη, εις εκείνους οι οποίοι Τον εκζητούν, γίνεται μισθαποδότης». Έτσι βλέπομε εδώ στην προς Εβραίους στο 11ο κεφάλαιο, λέγει ο Απόστολος, ότι η πίστις έχει δύο σκέλη. Πρώτον είναι η πίστις εις την ύπαρξιν του Θεού, «ὅτι ἔστι», ότι υπάρχει, και δεύτερον είναι η αναζήτησις του Θεού -«καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν». Έχομε λοιπόν εδώ δύο σκέλη. Πράγματι δεν είναι αρκετόν να πεις «πιστεύω εις τον Θεόν», αλλά θα πρέπει και να εκζητείς τον Θεόν. Για να μπορείς να γνωρίσεις Ποιος είναι και τι θέλει από σένα. Δηλαδή να γνωρίσεις το θέλημά Του, για να σταθείς σωστά απέναντι στο θέλημά Του, εις το να ευαρεστήσεις τώρα τον Θεόν σε εκείνο το οποίο θέλει Εκείνος, όπως λέγει στην προς Ρωμαίους ο Απόστολος Παύλος.
Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται, αλλά η πίστις προηγείται στην γνώσιν. Πώς γνωρίζω; Οι φιλόσοφοι έλεγαν «διά τῆς διανοίας», «διά τῶν αἰσθήσεων», «διά τῆς διανοίας καί τῶν αἰσθήσεων», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης. Πώς γνωρίζω; Νέο στοιχείον: Δια της πίστεως. Η διάνοια λοιπόν δεν προηγείται. Γι’ αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους: «Πίστει νοοῦμεν(:Δια της πίστεως καταλαβαίνομε) κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι». Έτσι, με την πίστιν, καθαρά το βλέπομε, ευαρεστούμε εις τον Θεόν και με την πίστιν γνωρίζομε τον Θεόν.
Η πίστις είναι, συνεπώς, η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θα το επαναλάβω. Η πίστις είναι η μεγάλη δοκιμασία της προαιρέσεως. Θέλεις ή δεν θέλεις να πιστεύσεις; Αλλά είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη ανάπαυσις της διανοίας. Η διάνοια ξεκουράζεται. Το είπε ο Θεός· δεν έχω τίποτα να αγωνιώ τούτο, για κείνο ή το άλλο πώς είναι. Το είπε ο Θεός! Περιπέτεια λοιπόν της προαιρέσεως, ανάπαυσις της διανοίας. Ο Απόστολος Παύλος θέλει να τονίσει αυτήν τη μεγάλη αξία της πίστεως και ότι γεννά ηρωισμόν και ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση προσεγγίσεως του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού, αναφέρει ένα πλήθος περιπτώσεων, πλήθος ονομάτων που επίστευσαν και δικαιώθησαν, στη σημερινή αποστολική περικοπή. Επιτρέψατέ μου να πάρω δυο τρεις τέσσερις -ό,τι προλάβομε- περιπτώσεις.
Πρώτη περίπτωσις: Είναι πολλές, αναφέρει πάρα πολλές. Αν θέλετε, μάλιστα, ο Συναξαριστής, στο Μηναίον, της Κυριακής των Προπατόρων -αν έχετε Συναξαριστή, κοιτάξτε σπίτι σας- ο Συναξαριστής αναφέρει 95 περιπτώσεις! Λοιπόν, λέγει ο Απόστολος: «Πίστει πλείονα θυσίαν Ἄβελ παρὰ Κάϊν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή: «Δια της πίστεως περισσότερο ο Άβελ από τον Κάιν προσέφερε πιο πολλή θυσία εις τον Θεόν, δια της οποίας θυσίας εμαρτυρήθη ότι είναι δίκαιος». «Δίκαιος» εδώ θα πει ενάρετος. Δεν είναι η δικαιοσύνη με την στενή σημασία της λέξεως. Αλλά με την ευρεία, που θα πει ενάρετος και δίκαιος, ε.., συγνώμη, άγιος.
«Μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ»· που μαρτυράει για τα δώρα του Αυτός ο Θεός. Ναι! Στην Καινή Διαθήκη δε ο Χριστός είπε: «θα ζητηθεί» λέει, «από τη γενεά αυτή κάθε ευθύνη από το αίμα του δικαίου Άβελ, έως του Ζαχαρίου» κ.τ.λ. -του δικαίου Άβελ. Το είπε και ο Χριστός. Αλλά και η Παλαιά Διαθήκη αυτό το καταμαρτυρεί. Γιατί; Επειδή επίστευσαν. Και προσέφερε και σε ποσότητα και σε ποιότητα ό,τι καλύτερο είχε εις τον Θεόν. Γιατί; Γιατί επίστευσε. Τι θα πει «επίστευσε»; Δεν πίστευε ο Κάιν; Κι εκείνος δεν προσέφερε θυσίαν; Τι θα πει «επίστευσε»; Με την προαίρεσή του και την καρδιά του ζητούσε την εξάρτησή του από τον Θεόν. Την εξάρτησή του, το υπογραμμίζω. Το αντίθετον αυτού είναι η αυτονομία. Το αμάρτημα το προπατορικόν. Θα γίνομε Θεοί χωρίς τον Θεό. Και αυτό το προπατορικόν αμάρτημα επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες από όλους τους ανθρώπους, πλην των δικαίων.
Δεύτερο σημείο: «Πίστει Ἐνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ». «Δια της πίστεως ο Ενώχ», λέγει, «μετετέθη». Κάπου πήγε. Κάπου τον έβαλε ο Θεός. Πού; Κάπου στον ουρανό. Όχι στη Γη. Κάπου στον ουρανό. Για να μην γνωρίσει θάνατον. Και δεν ευρίσκετο. Ψάχναν να τον βρουν και πουθενά δεν τον έβρισκαν. Διότι τον μετέθεσε ο Θεός. Το λέει η Παλαιά Διαθήκη, το επαναλαμβάνει ο Απόστολος Παύλος. Διότι προ της μεταθέσεώς του, επήρε την μαρτυρίαν ότι είχε ευαρεστήσει εις τον Θεόν. Σε τι ευηρέστησε; Δια της πίστεως. «Πίστει», που λέει εδώ στην αρχή ο Απόστολος Παύλος. Τι επίστευσε; Αληθινά στον Θεό. Κι εδώ τώρα βλέπομε, με τον Άβελ, προσέξτε αυτό το σημείο, ο Θεός δείχνει ότι αυτό που είχε πει…τι είχε πει; Ότι θα εισήγετο ο θάνατος εάν παρέβαιναν την εντολήν Του, ιδού! Είναι ο πρώτος που πεθαίνει ο Άβελ. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που πεθαίνει ο Άβελ. Με την μετάθεση του Ενώχ, που δεν πεθαίνει, θέλει να δείξει ο Θεός ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος πέραν του αισθητού. Ότι μετά της ψυχής θα συνυπάρχει και το σώμα. Και ακόμη ένα τρίτο, ότι εις τους δικαίους επιφυλάσσεται πλουσία αμοιβή. Ιδού. Ώστε λοιπόν δείχνει ότι ο Θεός είναι δυνατός να δώσει τον θάνατον, να επιτρέψει τον θάνατον, γιατί ο Θεός δεν είναι ο εισηγητής του θανάτου, αλλά ο διάβολος, να επιτρέψει τον θάνατον, είναι δυνατός να δώσει την αιώνιον ζωήν. «Γιατί», θα ’λεγε κανείς, «θα ήσαν αιώνιοι πάνω στη Γη οι πρωτόπλαστοι;». Ναι, εάν δεν παρέβαιναν την εντολή. Δεν θα υπήρχε ο θάνατος.
Ας πάμε σε ένα τρίτο σημείο. Συνεχίζει ο Απόστολος και λέγει -κατ’ επιλογήν τα παίρνω: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον(:κατεδίκασε τον κόσμο), καὶ τῆς κατά πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Τι του είπε ο Θεός; Θα γίνει κατακλυσμός. Ξέρετε, να είναι χαρά Θεού, και να σου πει ο Θεός: «Θα γίνει κατακλυσμός». Σε ποιο βαθμό θα πνιγούν οι άνθρωποι; Όλοι οι άνθρωποι, μα όλοι οι άνθρωποι, εάν δεν μετανοήσουν. Κι αυτό…α, σήμερα έχομε ωραίο καιρό. Και αύριο. Και του χρόνου… Εκατόν είκοσι χρόνια! Ωραίος καιρός. Επίστευσε όμως ο Νώε. Και κατασκευάζει την κιβωτόν. Και σώζεται δια της Κιβωτού. Κι εδώ τι γίνεται; Κληρονόμος της κατά πίστιν δικαιοσύνης. Έγινε κληρονόμος της αρετής, της αγιότητος, που συνίσταται από την πίστιν.
Ένα τέταρτον σημείον. Ξέρετε σήμερα γιορτάζομε, έχομε μνήμη «τῶν εὐαρεστησάντων Θεῷ ἀπό Ἀδάμ ἕως Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος». Το ακούσατε και στην απόλυση. «Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται». «Δια της πίστεως εκλήθη ο Αβραάμ να βγει από τη χώρα του, την πόλη του και τη χώρα του και ότι επρόκειτο να πάρει κληρονομίαν από τον Θεόν, μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. Δεν ήξερε πού πάει». Του είπε ο Θεός: «Φύγε. Θα σου πω Εγώ πού θα πας. Φύγε. Πήγαινε». Και πήγε βορειοδυτικά. Πάνω στη Συρία. Από την Ουρ, πόλιν της Μεσοποταμίας. Μάλιστα κοντά στον Περσικό κόλπο η Ουρ κοντά. Βορειοδυτικά προς Συρίαν. Του λέει ο Θεός: «Κάθισε εδώ». Ύστερα από καιρό του λέει: «Φύγε. Θα σου δείξω πού θα πας. Προς Νότον». Και ήρθε στη γη Χαναάν.
«Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν(: Δια της πίστεως παρώκησε, κατοίκησε, εις την γην της υποσχέσεως, σαν ξένη χώρα), ἐν σκηναῖς κατοικήσας – Δεν έκτισε. Δεν έκανε οικοδομές. Αλλά σε σκηνές. Δια το πρόχειρον. Γιατί πρόχειρο; Αφού ο Θεός του είπε ότι «αυτή η γη είναι δική σου»-. Και κατοίκησε «μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς» -της ιδίας επαγγελίας, υποσχέσεως, μαζί με τον γιο του και τον εγγονό του. Γιατί; Γιατί επί σκηνών;-
«Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δεν έδωσε σημασία σε αυτή τη γη. Την είδε γρήγορα ο Αβραάμ και οι απόγονοί του, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, γρήγορα είδαν ότι είναι ένα σύμβολον. Λέει ο Απόστολος Παύλος ότι δεν πήραν ούτε ενός ποδός γη. Πόσο είναι μία πατούσα; Τριάντα εκατοστά. Ούτε 30 εκατοστά γη δεν πήραν… Θέλετε ακόμη; Και τον τάφο που χρειάστηκε να θάψει τη γυναίκα του τη Σάρρα, σε ένα σπήλαιο, το λεγόμενο «διπλοῦν σπήλαιον» κι ήταν ξένη ιδιοκτησία, των κατοίκων της γης Χαναάν, το αγόρασε το σπήλαιο. Και λέει και την τιμή. Τετρακόσια αργυρά δίδραχμα. Γιατί; Δηλαδή ούτε έναν τάφο δεν μπορούσε να έχει; Πού ήτο η επαγγελία του Θεού; Η γη της επαγγελίας πού ήτο; Το προσέξατε; «Ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Την άκτιστον πατρίδα.
Ύστερα, λέγει ο Απόστολος Παύλος, ότι είχαν καιρό, αν ήθελαν, αν είδαν ότι εξηπατήθησαν ή ό,τι άλλο, είχαν καιρό, ακούστε: «ὅτι ἐξηπατήθησαν» από τον Θεόν, είχαν καιρό να ξαναγυρίσουν πίσω. Δεν γύρισε πίσω ο Αβραάμ. Και όχι μόνον αυτό. Όταν έστειλε τον δούλο του τον Ελεάζαρο εις την Ουρ, του είπε: «Πρόσεξε· θα μου φέρεις από εκεί γυναίκα για τον γιο μου τον Ισαάκ. Πρόσεξε. Ο Ισαάκ δεν πρέπει να επιστρέψει ποτέ εις την Ουρ». Και τον όρκισε τον Ελεάζαρο. Μπορούσε λοιπόν να γυρίσει ο Αβραάμ πίσω. Όταν έβλεπε ότι δεν είχε τίποτα. Είναι ξένοι. Ξένοι λαοί κατοικούσαν στη γη Χαναάν, οι Χαναανίται. «Λοιπόν, είχε καιρό να γυρίσει πίσω», λέει ο Απόστολος. Αλλά είχε πιστέψει· ότι αυτή η χώρα ήτο -θα το πω για δεύτερη φορά- σύμβολον. Σύμβολον μιας άλλης χώρας, μιας άλλης πατρίδος. Εκείνο που θα γράψει αργότερα ο Απόστολος Παύλος: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μένουσαν ἐπιζητοῦμεν». Την Βασιλεία του Θεού.
Ακόμη ένα σημείο να πάρομε. Μία πέμπτη περίπτωση: «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος(:μάλλον προτιμώντας) συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν».Ο Μωυσής τι ήτο; Θετός υιός της θυγατρός του Φαραώ. Τι θα εγίνετο; Φαραώ θα εγίνετο μίαν ημέραν. Βασιλιάς της Αιγύπτου. Φαραώ είναι γενικός τίτλος. Όπως θα λέγαμε «Καίσαρ». Θα εγίνετο βασιλιάς της Αιγύπτου. Αλλά τι; Επροτίμησε να συγκακουχείται με τον λαό του Θεού, να φύγει, παρά να έχει την απόλαυση κάποιων αγαθών. Γιατί λέει: «ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν»; Θα μου το βρείτε; Διότι θα ήτο άρνησις της πίστεως. Ενώ τώρα προτιμά να συγκακουχείται, επειδή μπαίνει η πίστις. Ποία πίστις; Ότι «ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν». Ήτο Εβραίος. Η μάνα του που τον μεγάλωσε, σαν δήθεν παραμάνα, νταντά, σαν δήθεν, του έβαλε μέσα όλο το θέμα του λαού της στον Μωυσή. Και του είπε: «Παιδί μου, ξέρεις το και το, είμεθα απόγονοι του Αβραάμ, ο οποίος δια της πίστεως κατοίκησε εις την γην Χαναάν» κ.λπ. κ.λπ. Επροτίμησε να συγκακουχείται γιατί απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν, δηλαδή στην πίστη και όχι τα αγαθά της Αιγύπτου, που θα ήτο σε αυτήν την περίπτωση. Διότι το να απολαμβάνεις κάποια αγαθά δεν είναι αμαρτία. Διότι θα ηρνείτο την πίστιν, προκειμένου να απολαύσει τα αγαθά της Αιγύπτου. Και δεν θα πήγαινε μαζί με τον λαό του Θεού. Και δεν θα ήτο ο αρχηγός του λαού.
Πολλά παραδείγματα υπάρχουν. Πολλά παραδείγματα που αναφέρει ο Απόστολος στην προς Εβραίους. Σας προκαλώ, πηγαίνετε σπίτι σας να διαβάσετε εις την προς Εβραίους επιστολήν κι εκεί θα τα βρείτε. Γενικώς όμως, χωρίς την πίστη, είναι αδύνατο να υπάρξει το μαρτύριο. Γι’ αυτό σημειώνει ο Απόστολος, σήμερα ειπώθηκε και ακούστηκε: «Ἓτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς». «Άλλοι», λέγει, «μαστιγώθηκαν, κοροϊδεύτηκαν, επήραν πείρα φυλακών και δεσμών». «Δεσμά» είναι και οι φυλακές, είναι και οι αλυσίδες. Είναι και τα δυο.· ἐλιθάσθησαν(:πετροβολήθηκαν), ἐπρίσθησαν(:πριονίστηκαν-Πριστήριο θα πει πριονιστήριο), ἐπειράσθησαν(:Μπήκαν σε δοκιμασίες μεγάλες), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον(:πέθαναν αφού τους εσκότωσαν), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς(:έφυγαν στα βουνά και στα δάση με προβιές ζώων, γιατί δεν είχαν πώς να ντυθούν), ἐν αἰγείοις δέρμασιν(: με δέρματα αιγών), ὑστερούμενοι(:δεν είχαν να φάνε), θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν(:των οποίων) οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος(:Δεν συγκρινόταν ο κόσμος σε αξία μπροστά τους), ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι(:στις ερημιές επλανώντο) καὶ ὄρεσι(:στα βουνά) καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς(:και στα σπήλαια και στις τρύπες της γης)». Γιατί; Επειδή επίστευαν. Και ο κόσμος δεν ήθελε αυτοί να πιστεύουν. Γι΄αυτό εκυνηγήθησαν.
Αυτή η εικόνα, όπως σας τη διάβασα αυτή την περικοπή, τι σας θυμίζει; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Δεν σας θυμίζει περιγραφή μελλόντων γενέσθαι; Θα επαναλάβουν την ιδίαν εικόνα οι άγιοι, δηλαδή οι πιστοί, εις τα έσχατα της Ιστορίας επί ημέρες Αντιχρίστου. Γιατί θα διωχθούν; Επειδή θα πιστεύουν. Εκεί το καταλαβαίνομε. Επειδή θα πιστεύουν. Είναι εκπληκτικόν, αγαπητοί. Το αντιλαμβανόμεθα; Ότι αυτά δεν είναι πράγματα τα οποία έγιναν και τώρα διατηρούμε μίαν ακαδημαϊκήν μνήμην. Είναι πράγματα ζωντανά και τρέχοντα και υπαρκτά και σήμερα και αύριο μέχρι πού να τελειώσει η Ιστορία, να τελειώσει αυτός ο αιώνας. Μας ενδιαφέρουν αμεσότατα. Και βλέποντες τι έγινε τότε, θα κάνομε εμείς τι πρέπει να γίνει παρακάτω. Σας είπα, μία εικόνα των εσχάτων.
Αγαπητοί μου, είμεθα προ της εορτής των Χριστουγέννων. Δηλαδή της μνήμης του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού. Και μας παραθέτει αυτήν την θαυμασία εικόνα, περικοπή, η Εκκλησία, από τον Απόστολο στην προς Εβραίους· που είναι αυτός ο ύμνος της πίστεως. Για να μας θυμίσει την πίστη στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η πίστις εστάθη η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Στους ανθρώπους, τότε, από τον αρχαίον Παράδεισον. Η πρώτη αρετή. Η πρώτη εντολή. Και η πρώτη αρετή. Γιατί ξέπεσαν οι πρωτόπλαστοι; Επειδή δεν επίστευσαν. Γιατί βγήκαν από τον Παράδεισον; Επειδή δεν επίστευσαν στον λόγο του Θεού. Ότι «θα πεθάνετε εάν δοκιμάσετε τον καρπόν». Γιατί πέθαναν; Γιατί δεν επίστευσαν. Τώρα η πίστις πάλι θα σταθεί η πρώτη εντολή και συνεπώς και η πρώτη αρετή –προσέξτε- των εσχάτων. Έχετε αντιληφθεί ότι περνούμε εσχάτους καιρούς; Φυσικά όλοι οι καιροί και κάθε χρονιά και κάθε στιγμή, μέσα στα δύο χιλιάδες χρόνια, λέγονται έσχατοι. Έχομε βεβαίως αυτήν την ονομασία και τον χαρακτηρισμόν. Όμως όντως έσχατη, με ιδιάζοντα χαρακτηρισμό, είναι η εποχή μας. Και γιατί πολλά σημάδια είναι εκείνα τα οποία μας δείχνουν ότι πράγματι οι καιροί είναι τελευταίοι. Εντούτοις, πάλι η πίστις θα μείνει η κεφαλαιώδης αρετή. Βέβαια προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Θεού.
Ρωτάει κάποιος, κάποιοι, έναν γέροντα -είναι από το Γεροντικό: «Εμείς», λέει, «κρατούμε ετούτα, εκείνα, εκείνα, εκείνα, πες μας, ύστερα από μας τι θα κάνουν;». «Το μισόν έργον». «Κι ύστερα απ’ αυτούς;»Δ-ηλαδή το μισόν έργον ως άσκηση αρετής- «Κι ύστερα απ’ αυτούς;» «Δεν θα έχουν πια έργον. Θα έχουν πίστη. Και θα είναι τόσο φοβερή η περίπτωσις να κρατάς την πίστιν τότε, ώστε εκείνοι που τότε θα κρατούν την πίστιν, θα είναι ανώτεροι από μας». Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις την πίστιν. Το βλέπομε στα παιδιά μας, στους ανθρώπους μας:. «Μη συγκοινωνείτε με τα τερτίπια του κόσμου και τις μόδες του κόσμου». «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά»… Δεν έχουν πίστιν. Η πίστις λοιπόν θα είναι και η αρετή των εσχάτων, θα είναι και η πρώτη εντολή των εσχάτων. Το είπε ο Κύριος, στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, 18,8: «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;». «Όταν θα έλθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρει την πίστη επάνω στη Γη;». Να ένα ερώτημα μελαγχολικό.
Αγαπητοί μου, σεβασμιώτατε, αγαπητοί μου, Καλά Χριστούγεννα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_517.mp3
Ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ
«…Ἐξεδέχετο γὰρ (ὁ Ἀβραὰμ) τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός» (Εβρ. 11,10)
ΓΙΑ πολλὰ πρόσωπα, ἀγαπητοί μου, μιλάει ὁ σημερινός Απόστολος. Εἶνε πρόσωπα που ἀνήκουν στον κόσμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ὅλα τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἔζησαν πρὸ Χριστοῦ, σε χρόνια μεγάλης ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, καὶ ὅλα μὲ λαχτάρα περίμεναν νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Μιὰ βαθειὰ πίστι διέκρινε τὰ πρόσωπα αὐτὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἀλλ’ ἀπ’ ὅλα τὰ πρόσωπα, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος στο 11ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς, ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ ὑπερέχει εἶνε ὁ ̓Αβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶνε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὁ πατέρας, ὁ πατριάρχης ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Ἀβραὰμ εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ μεγάλου δέντρου, ἀπ’ τὸ ὁποῖο βγῆκε καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο λουλούδι, ποὺ σκορπίζει μέχρι σήμερα τὸ ἄρωμά του καὶ ζωογονεῖ τὸν κόσμο τὸ λουλούδι αὐτὸ εἶνε ὁ Χριστός. Αὐτός, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τις ἅγιες αὐτὲς μέρες, εἶνε τὸ «ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης Ιεσσαί», ὁ δὲ Ἰεσσαὶ ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπόγονος τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ. Γιὰ τὸν Αβραὰμ λοιπόν, αὐτὸ τὸ μεγάλο ἄνδρα, ποὺ τιμοῦν μέχρι σήμερα ὄχι μόνο οἱ χριστιανοὶ καὶ οἱ ἑβραῖοι, ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ μωαμεθανοί, ἀξίζει νὰ ποῦμε κ’ ἐμεῖς σήμερα λίγα λόγια.
* * *
Ὁ Ἀβραὰμ εἶνε ἀξιοθαύμαστος. Αξιοθαύμαστος γιὰ ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε, ἀλλ ̓ ἰδίως ἀξιοθαύμαστος γιὰ τὴν πίστι του. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν σὰν τὴν πίστι τὴ δική μας, μικρή, ἀδύνατη καὶ χλιαρή, ποὺ στὸ πρῶτο ἐμπόδιο λυγίζει και πέφτει ̇ ἡ πίστι τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν μιὰ πίστι μεγάλη, δυνατὴ κι ἀκλόνητη, ἦταν μιὰ πίστι βουνό.
Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔζησε σὲ μιὰ χώρα ὅπου οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στὸ Θεό· ζοῦσε σὲ μιὰ χώρα ποὺ ὅλοι οἱ κάτοικοί της ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του ἦταν κι αὐτὸς εἰδωλολάτρης. Ἀλλ’ ὅταν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἀπ’ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων διάλεξε τὸν Ἀβραὰμ σὰν διαμάντι πολύτιμο γιὰ νὰ τὸν κάνῃ ἀρχηγὸ ἑνὸς νέου κόσμου, κόσμου ποὺ θὰ πίστευε στὸν ἀληθινό Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο σκοπὸ τὸν κάλεσε ν ̓ ἀφήσῃ τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάῃ νὰ κατοικήσῃ ἐκεῖ ποὺ θὰ τοῦ ἔδειχνε, ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔδειξε καμμιά ἀμφιβολία καὶ δισταγμό. Πίστεψε ἐξ ὁλοκλήρου στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπάκουσε στὴ διαταγή του. Κ’ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ πολλὰ χρόνια περιπλανιώταν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἔφτασε στὸ μέρος ποὺ τοῦ ὥρισε ὁ Θεός.
Ἀλλὰ κι ὅταν ἔφτασε στὸ μέρος αὐτό, στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ εἶχε πλούσια τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ δὲν προσκολλήθηκε σ’ αὐτά, δὲν λάτρεψε τὴν ὕλη ὅπως ὁ κόσμος ὅλος. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν δοσμένη στὸν ἀληθινό Θεό. Αὐτόν πίστευε, αὐτόν ἀγαποῦσε, αὐτόν λάτρευε. Παραπάνω ἀπ’ τὴ γυναῖκα του καὶ παραπάνω ἀπ’ τὸ μονάκριβο παιδί του, τὸν Ἰσαάκ, ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ πράξεις καὶ ἔργα. Ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσῃ τὸ παιδί του χάριν τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸ Θεό. Ὅλα τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγμα τα ποὺ ἔβλεπε στὴ γῆ αὐτὴ τὰ ἀγαποῦσε σὰν δημιουργήματα καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸ ἔκανε Θεό. Πίστευε, ὅτι ὅλα αὐτά, οσοδήποτε χρήσιμα καὶ ἀγαπητὰ κι ἂν εἶνε, εἶνε προσωρινά. Μόνιμο καὶ αἰώνιο καὶ ἀθάνατο ἀγαθὸ εἶνε ὁ Θεός. Ἡ καρδιά του ἦταν στραμμένη πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ αἰώνια πατρίδα, καὶ σ ̓ αὐτὴν ποθοῦσε νὰ πάῃ, γιὰ νά ‘νε πάντα μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀνώτερο ἀπ ̓ αὐτό, νά ‘νε μαζὶ μὲ τὸ Θεό, νὰ ζῇ κοντά του, νὰ τὸν βλέπῃ καὶ ν’ ἀπολαμβάνῃ τὴν ἀγάπη του;
Αὐτὰ πίστευε ὁ Ἀβραάμ, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν προσκολλήθηκε στὰ ὑλικὰ πράγματα. Δὲν ἔχτισε παλάτια και μέγαρα, δὲν ζοῦσε μέσα στὴν πολυτέλεια. Σπίτι του ἦταν μιὰ σκηνή, ἕνα τσαντίρι, σὰν κι αὐτὰ τὰ τσαντίρια που στήνουν οἱ γύφτοι, καὶ σήμερα εἶνε ἐδῶ κι αὔριο σηκώνουν τὸ τσαντίρι καὶ πηγαίνουν παρακάτω, καὶ κανένας τόπος δὲν εἶνε μόνιμη κατοικία τους. Ἔτσι ζοῦσε ὁ ̓Αβραάμ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κάτω ἀπὸ σκηνές, λέει ὁ σημερινὸς Ἀπόστολος (Εβρ. 11, 9), ζοῦσε ὁ Αβραάμ, καὶ περίμενε ἕναν ἄλλο κόσμο, την πόλι τοῦ Θεοῦ, στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία.
* * *
Ὁ Ἀβραὰμ ζοῦσε μέσα σὲ τσαντίρι.
—Καὶ λοιπὸν τί θέλεις νὰ πῇς; Θέλεις κ’ ἐμεῖς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι, νὰ ζοῦμε σὲ τσαντίρια;…
Ὄχι τέτοιο πρᾶγμα. Δὲν σοῦ λέω νὰ κατοικήσῃς κάτω ἀπὸ σκηνὲς σὰν τὸν Ἀβραάμ. Ἡ θρησκεία δὲν σοῦ ἀπαγορεύει νὰ χτίσῃς ἕνα σπιτάκι, να μαζέψῃς τὴν οἰκογένειά σου καὶ νὰ ζήσῃς μὲ κάποια ἄνεσι· ἐκεῖνο ποὺ σοῦ ἀπαγορεύει εἶνε νὰ δίνῃς ὅλη τὴν καρδιά σου στὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ νὰ νομίζῃς πὼς στὰ ὑλικὰ πράγματα ὑπάρχει ἡ χαρὰ κ’ ἡ εὐτυχία.
Μπορεῖ νὰ ζῆς μέσα σ ̓ ἕνα τσαντίρι, κι ὅμως, ἂν ἔχῃς ἀγάπη μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, νὰ εἶσαι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου· καὶ μπορεῖ νὰ ζῆς μέσα σ’ ἕνα παλάτι σὰν ἄρχοντας καὶ βασιλιᾶς, κι ὅμως, ἂν δὲν ἔχῃς ἀγάπη μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, νὰ εἶσαι ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε καρδιὰ καὶ ὄχι οἰκόπεδα, ντουβάρια, αὐτοκίνητα, ἐργοστάσια καὶ μηχανές. Ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου στὸ Θεό; εἶσαι εὐτυχής. Δὲν ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου στο Θεό, ἀλλὰ τὴν ἔχεις δώσει στὰ πρόσωπα καὶ στὰ πράγματα τοῦ κόσμου; κι ἂν σήμερα νομίζῃς πὼς εἶσαι εὐτυχής, θά ‘ρθῃ μέρα ποὺ θὰ κλάψῃς. Ἔρχεται κάποιος ποὺ σοῦ τὰ παίρνει ὅλα εἶνε ὁ θάνατος. Τί μένει, ἀγαπητέ, στον κόσμο αὐτὸ μόνιμο καὶ σταθερό;
Ρίξε μια ματιὰ στὴν πόλι ἢ στὸ χωριὸ ποὺ κατοικεῖς. Δὲς ὄχι τὶς καλύβες τῶν φτωχῶν, ἀλλὰ τὰ μέγαρα τῶν πλουσίων, ποὺ μὲ τόσο κόπο τὰ ἔχουν χτίσει. Σὲ ῥωτῶ· Ποιοί καθόντουσαν πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια στὰ μεγάλα αὐτὰ σπίτια, καὶ ποιοί κατοικοῦν σήμερα; Αλλοίμονο! Δεν κατοικοῦν πιὰ στὰ σπίτια αὐτὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ χτίσανε. Αὐτοὶ κάπου ἀλλοῦ κατοικοῦν τώρα ̇ κατοικοῦν στὸ νεκροταφεῖο ̇ κατοικοῦν σ ̓ ἕνα μικρὸ σπιτάκι ποὺ εἶνε δυὸ μέτρα τὸ μῆκος του καὶ μισό μέτρο τὸ πλάτος του ̇ κατοικοῦν μέσ’ στὰ μνήματα, ὄχι βέβαια οἱ ψυχές τους, ἀλλὰ τὰ κορμιά τους, ποὺ κι αὐτὰ σὲ λίγο θὰ γίνουν στάχτη.
Πόσο σωστά σκεπτόταν ἕνας καλόγερος, ποὺ στὸ κελλί του εἶχε γράψει με μεγάλα γράμματα ἕνα ῥητό, γιὰ νὰ τὸ διαβάζῃ κάθε μέρα καὶ νὰ θυμᾶται τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος».
Οἱ ἀστροναῦτες, ποὺ μὲ τὰ διαστημόπλοιά τους πετοῦν καὶ πηγαίνουν στὸ φεγγάρι, ἀπὸ κεῖ ψηλὰ βλέπουν τὴ γῆ πολὺ μικρή, σαν μιὰ μικρὴ σφαῖρα, σαν μιὰ μπάλλα ποὺ παίζουν τὰ παιδιά. Κι ἂν πετάξουν πιό ψηλά, φαίνεται ἀκόμα πιὸ μικρή. Ἡ γῆ, μὲ ὅλες τὶς μεγάλες πολιτεῖες καὶ τὰ κράτη της, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της, εἶνε ἕνας κόκκος άμμου. Καὶ γι’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν κόκκο τῆς ἄμμου, ποὺ κι αὐτὸς θὰ κατακαῇ μιὰ μέρα (βλ. Β’ Πέτρ. 3,10), τόση κακία, τόσα μίση, τόση μοχθηρία, τόσοι πόλεμοι, τόσα αἵματα, τόσα δάκρυα; Ἀσφαλῶς ὁ κόσμος ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεὸ φαίνεται πώς τρελλάθηκε καὶ λάτρεψε τὴν κτίσι καὶ ὄχι τὸν Κτίσαντα, τὸν Δημιουργό τοῦ παντός.
Αγαπητοί μου ἀδελφοί!
Ἕως πότε θὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας καρφωμένα ἐδῶ στὸ μάταιο καὶ ἁμαρτωλό κόσμο; Μᾶς φωνάζει σήμερα ὁ Ἀβραάμ, μᾶς φωνάζουν χιλιάδες ἅγιοι, μᾶς φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μας «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Μποροῦμε κ ̓ ἐμεῖς νὰ φτάσουμε στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ πᾶμε πιο ψηλὰ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ πῆγαν οἱ ἀστροναῦτες· σ ̓ ἕνα κόσμο ἄϋλο και πνευματικό.
Δρόμο, λεωφόρο πρὸς τὸν οὐρανό, ἄνοιξε ὁ Χριστός. Καὶ ὁ δρόμος αὐτὸς ὀνομάζεται ὁδὸς μετανοίας. Πιστέψτε, μετανοῆστε, καὶ σωθῆτε, ἀδελφοί.