ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Απόστολος)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ — ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ( ΙΑ΄ 9–10, 32–40)

Πίστει παρῴ­κη­σεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας ὡς ἀλλο­τρί­αν, ἐν σκη­ναῖς κατοι­κή­σας μετὰ ᾿Ισα­ὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν συγ­κλη­ρο­νό­μων τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας τῆς αὐτῆς· 10 ἐξε­δέ­χε­το γὰρ τὴν τοὺς θεμε­λί­ους ἔχου­σαν πόλιν, ἧς τεχνί­της καὶ δημιουρ­γὸς ὁ Θεός. 32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπι­λεί­ψει γάρ με διη­γού­με­νον ὁ χρό­νος περὶ Γεδε­ών, Βαράκ τε καὶ Σαμ­ψὼν καὶ ᾿Ιεφθάε, Δαυ­ΐδ τε καὶ Σαμου­ὴλ καὶ τῶν προ­φη­τῶν, 33 οἳ διὰ πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δικαιο­σύ­νην, ἐπέ­τυ­χον ἐπαγ­γε­λιῶν, ἔφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, 34 ἔσβε­σαν δύνα­μιν πυρός, ἔφυ­γον στό­μα­τα μαχαί­ρας, ἐνε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀπὸ ἀσθε­νεί­ας, ἐγε­νή­θη­σαν ἰσχυ­ροὶ ἐν πολέ­μῳ, παρεμ­βο­λὰς ἔκλι­ναν ἀλλο­τρί­ων· 35 ἔλα­βον γυναῖ­κες ἐξ ἀνα­στά­σε­ως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμ­πα­νί­σθη­σαν, οὐ προσ­δε­ξά­με­νοι τὴν ἀπο­λύ­τρω­σιν, ἵνα κρείτ­το­νος ἀνα­στά­σε­ως τύχω­σιν· 36 ἕτε­ροι δὲ ἐμπαιγ­μῶν καὶ μαστί­γων πεῖ­ραν ἔλα­βον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλα­κῆς· 37 ἐλι­θά­σθη­σαν, ἐπρί­σθη­σαν, ἐπει­ρά­σθη­σαν, ἐν φόνῳ μαχαί­ρας ἀπέ­θα­νον, περι­ῆλ­θον ἐν μηλω­ταῖς, ἐν αἰγεί­οις δέρ­μα­σιν, ὑστε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι καὶ ὄρε­σι καὶ σπη­λαί­οις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες διὰ τῆς πίστε­ως οὐκ ἐκο­μί­σαν­το τὴν ἐπαγ­γε­λί­αν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειω­θῶ­σι.

9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώ­κη­σεν εις την γην, που του είχε υπο­σχε­θή ο Θεός, σαν εις ξένην περιο­χήν και έζη­σε μέσα εις σκη­νάς μαζή με τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγ­κλη­ρο­νό­μοι της ιδί­ας υπο­σχέ­σε­ως του Θεού. 10 Και τού­το, διό­τι επε­ρί­με­νε με πίστιν και ελπί­δα ακλό­νη­τον την επου­ρά­νιον πόλιν, με τα αδιά­σει­στα και αιώ­νια θεμέ­λια της, της οποί­ας τεχνί­της και δημιουρ­γός είναι ο ίδιος ο Θεός. 32 Και τι να διη­γού­μαι ακό­μη; Θα στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα με πάρη ο χρό­νος, να διη­γη­θώ δια τον Γεδε­ών, τον Βαράκ και τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τας. 33 Αυρ­τοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγω­νί­σθη­σαν και κατε­νί­κη­σαν βασί­λεια, ήσκη­σαν δικαιο­σύ­νην, επέ­τυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­σιν των υπο­σχέ­σε­ων του Θεού, έφρα­ξαν τα στό­μα­τα των αγρί­ων λεόν­των, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την φοβε­ράν δύνα­μιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παί­δες, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νον να σφα­γούν με μαχαί­ρια, όπως ο Ηλί­ας, εδυ­να­μώ­θη­σαν και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανε­δεί­χθη­σαν κρα­ταιοί και δυνα­τοί στον πόλε­μον, έκαμ­ψαν και έτρε­ψαν εις φυγήν πολυά­ριθ­μα στρα­τεύ­μα­τα ξένων εχθρών. 35 Μερι­κές γυναί­κες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επή­ραν πάλιν ζων­τα­νούς, δια της ανα­στά­σε­ως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέ­θη­σαν στο τύμ­πα­νον, στο φοβε­ρά βασα­νι­στι­κόν εκεί­νον όργα­νον, χωρίς να δεχθούν την απε­λευ­θέ­ρω­σιν, που τους επρό­τει­ναν οι βασα­νι­σταί των, εάν ηρνούν­το την πίστιν των, και υπέ­μει­ναν το φοβε­ρόν μαρ­τύ­ριον μέχρι θανά­του, δια να επι­τύ­χουν και πάρουν ανά­στα­σιν ασυγ­κρί­τως καλυ­τέ­ραν από την παρού­σαν ζωήν. 36 Αλλοι δε εδο­κί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη δε δεσμά και φυλα­κήν. 37 Ελι­θο­βο­λή­θη­σαν, επριο­νί­σθη­σαν, επέ­ρα­σαν μέσα από πολ­λούς πει­ρα­σμούς, απέ­θα­ναν σφα­γέν­τες με μάχαι­ραν, περι­ήρ­χον­το εδώ και εκεί φορούν­τες, αντί για ενδύ­μα­τα, προ­βιές και δέρ­μα­τα γιδιών, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, υπο­βαλ­λό­με­νοι εις πολ­λάς κακου­χί­ας. 38 Τετοιους αγί­ους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρ­τω­λός κόσμος. Επε­ρι­πλα­νών­το εις τις ερη­μί­ες, εις τα όρη, εις τα σπή­λαια, εις τις τρύ­πες της γης. 39 Και όλοι αυτοί, μολο­νό­τι έλα­βαν την καλήν και τιμί­αν μαρ­τυ­ρί­αν, ότι ευη­ρέ­στη­σαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απή­λαυ­σαν πλή­ρως την υπό­σχε­σιν της λυτρώ­σε­ως και της ουρα­νί­ου βασι­λεί­ας. 40 Διό­τι ο Θεός επρό­βλε­ψε δι’ ημάς κάτι καλύ­τε­ρον· δηλα­δή να μη απο­λαύ­σουν αυτοί πλή­ρη την τελεί­ω­σιν και την μακα­ριό­τη­τα χωρίς ημάς (αλλ’ όλοι μαζή σαν ένα πνευ­μα­τι­κόν σώμα να απο­λαύ­σω­μεν κατά την δευ­τέ­ραν παρυ­σί­αν την μακα­ριό­τη­τα της βασι­λεί­ας των ουρα­νών).

Χάρη στην πίστη ο Αβρα­άμ έμει­νε ως ξένος στη γη που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός και τη θεω­ρού­σε ξένη χώρα κι όχι δική του. Και διέ­μει­νε μέσα σε σκη­νές μαζί με τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγ­κλη­ρο­νό­μοι της ίδιας υπο­σχέ­σε­ως του Θεού. 10 Ζού­σε ο Αβρα­άμ ακό­μη και στη γη της επαγ­γε­λί­ας ως ξένος και μετα­νά­στης, διό­τι περί­με­νε να κατοι­κή­σει στην επου­ρά­νια πόλη, η οποία έχει τα αλη­θι­νά και αδιά­σει­στα θεμέ­λια, και τεχνί­τη και κτί­στη της τον ίδιο τον Θεό.  32 Και τί ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες. 33 Αυτοί, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια, κυβέρ­νη­σαν το λαό με δικαιο­σύ­νη, πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός, έσφα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, 34 έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής, πήραν δύνα­μη κι έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο, έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους. 35 Με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες. Κι άλλοι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μια καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μια πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή. 36 Κι άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. 37 Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­σθη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς, θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι, περι­φέ­ρον­ταν σαν πλα­νό­διοι εδώ κι εκεί. Φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες. 38 Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσοι οι άγιοι αυτοί άνδρες, κι ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί μ’ αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης. 39 Κι όλοι αυτοί οι άγιοι άνδρες, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μιάς. 40 Κι αυτό διό­τι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε για μας κάτι καλύ­τε­ρο, ώστε αυτοί να μη λάβουν σε βαθ­μό τέλειο τη σωτη­ρία τους χωρίς εμάς, αλλά να τη λάβου­με όλοι μαζί. Έτσι εμείς βρι­σκό­μα­στε τώρα σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση απ’ αυτούς? όχι μόνο επει­δή ζού­με στα χρό­νια της απο­λυ­τρώ­σε­ως του Χρι­στού, αλλά και επει­δή η περί­ο­δος της ανα­μο­νής για μας είναι μικρό­τε­ρη.

Λόγῳ πίστε­ως ἔμει­νε ὡς ξένος σὲ ξένη χώρα, στὴ γῆ τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας (στὴ χώρα ποὺ τοῦ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός). Kαὶ κατοί­κη­σε μέσα σὲ σκη­νές, ὅπως καὶ ὁ Ἰσα­ὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ, οἱ συγ­κλη­ρο­νό­μοι τῆς αὐτῆς χώρας ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός. 10 Διό­τι προσ­δο­κοῦ­σε τὴν πόλι μὲ τὰ ἀλη­θι­νὰ θεμέ­λια, τῆς ὁποί­ας ἀρχι­τέ­κτων καὶ δημιουρ­γὸς εἶναι ὁ Θεός.  32 Kαὶ τί νὰ εἰπῶ ἀκό­μη; Ὁ χρό­νος βεβαί­ως δὲν θὰ μοῦ ἀρκέ­σῃ νὰ διη­γοῦ­μαι γιὰ τὸν Γεδε­ὼν καὶ τὸν Bαρὰκ καὶ τὸν Σαμ­ψὼν καὶ τὸν Ἰεφθάε καὶ τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Σαμου­ὴλ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες. 33 Aὐτοὶ μὲ τὴν πίστι κατα­νί­κη­σαν βασί­λεια, πολι­τεύ­θη­καν μὲ δικαιο­σύ­νη, ἐπέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σι ὑπο­σχέ­σε­ων τοῦ Θεοῦ, ἔφρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, 34 ἔσβη­σαν δύνα­μι φωτιᾶς, διέ­φυ­γαν σφα­γές, ἦταν ἀσθε­νεῖς καὶ ἐνδυ­να­μώ­θη­καν, ἔγι­ναν ἰσχυ­ροὶ στὸν πόλε­μο, ἔτρε­ψαν σὲ φυγὴ στρα­τό­πε­δα ἐχθρῶν. 35 Γυναῖ­κες ἔλα­βαν πίσω ἀνα­στη­μέ­νους τοὺς νεκρούς τους. Ἄλλοι δὲ βασα­νί­σθη­καν δεμέ­νοι στὸ τύμ­πα­νο (ὄργα­νο βασα­νι­στι­κό), καὶ δὲν δέχθη­καν ν’ ἀπαλ­λα­γοῦν ἀπ’ τὰ βασα­νι­στή­ρια, γιὰ νὰ ἐπι­τύ­χουν ἀνώ­τε­ρη σωτη­ρία. 36 Ἄλλοι δὲ κτυ­πή­θη­καν καὶ μαστι­γώ­θη­καν, ἀκό­μη καὶ ἁλυ­σο­δέ­θη­καν καὶ φυλα­κί­σθη­καν. 37 Θανα­τώ­θη­καν μὲ λίθους, μὲ πριό­νι, μὲ φωτιά, μὲ μαχαί­ρι. Nτύ­θη­καν δέρ­μα­τα προ­βά­των καὶ γιδιῶν. Zοῦ­σαν μὲ στε­ρή­σεις, μὲ πενία, μὲ κακου­χί­ες. 38 Ἐπει­δὴ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τοὺς ἔχῃ κον­τά του, περι­πλα­νῶν­ταν σ’ ἐρη­μιὲς καὶ ὄρη καὶ σπη­λιὲς καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς. 39 Ὅλοι δὲ αὐτοί, ἂν καὶ ἔλα­βαν καλὴ μαρ­τυ­ρία λόγῳ τῆς πίστε­ώς τους, δὲν ἔλα­βαν αὐτὸ ποὺ ὑπο­σχέ­θη­κε ὁ Θεός. 40 Διό­τι ὁ Θεὸς προ­έ­βλε­ψε κάτι ἀνώ­τε­ρο γιὰ μᾶς, νὰ μὴ δικαιω­θοῦν δηλα­δὴ χωρὶς ἐμᾶς (Ἐν μέρει μόνον ἔλα­βαν τὸ μισθό τους, καὶ πλή­ρως θὰ τὸν λάβουν μαζὶ μὲ μᾶς κατὰ τὴ δευ­τέ­ρα παρου­σία).

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Πίστει καλού­με­νος βραμ πήκου­σεν ξελ­θεν ες τν τόπον ν μελ­λε λαμ­βά­νειν ες κλη­ρο­νο­μί­αν, κα ξλθε μ πιστά­με­νος πο ρχε­ται. Πίστει παρκησεν ες τν γν τς παγ­γε­λί­ας ς λλο­τρί­αν, ν σκη­νας κατοι­κή­σας μετ σακ κα ακβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς παγ­γε­λί­ας τς ατς· ξεδέ­χε­το γρ τν τος θεμε­λί­ους χου­σαν πόλιν, ς τεχνί­της κα δημιουργς Θεός(:εξαι­τί­ας της πίστε­ώς του ο Αβρα­άμ υπά­κου­σε στον Θεό, ο Οποί­ος τον καλού­σε να φύγει από την πατρί­δα του και να πάει στον τόπο που θα κλη­ρο­νο­μού­σε. Και έφυ­γε χωρίς να ξέρει πού πηγαί­νει. Χάρη στην πίστη του ο Αβρα­άμ έμει­νε ως ξένος στη γη που του υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός και τη θεω­ρού­σε ξένη χώρα και όχι δική του. Και διέ­μει­νε μέσα σε σκη­νές μαζί με τον Ισα­άκ και τον Ιακώβ, που ήταν συγ­κλη­ρο­νό­μοι της ίδιας υπο­σχέ­σε­ως του Θεού. Ζού­σε ο Αβρα­άμ ακό­μη και στη γη της επαγ­γε­λί­ας ως ξένος και μετα­νά­στης, διό­τι περί­με­νε να κατοι­κή­σει στην επου­ρά­νια πόλη, η οποία έχει τα αλη­θι­νά και αδιά­σει­στα θεμέ­λια, και τεχνί­τη και κτί­στη της τον ίδιο τον Θεό)»[Εβρ.11,8–10].

Πράγ­μα­τι, πες μου, ποιον παλαιό­τε­ρο είδε ο Αβρα­άμ για να τον μιμη­θεί; Είχε πατέ­ρα ειδω­λο­λά­τρη, προ­φή­τες δεν είχε ακού­σει, ούτε ήξε­ρε πού πήγαι­νε. Επει­δή δηλα­δή σε αυτούς απέ­βλε­παν όσοι από τους Εβραί­ους είχαν πιστέ­ψει, διό­τι είχαν απο­λαύ­σει μύρια αγα­θά, δεί­χνει ο Παύ­λος εδώ ότι κανείς ακό­μη δεν απή­λαυ­σε τίπο­τε, αλλά όλοι είναι χωρίς βρα­βείο και ότι κανείς ακό­μη δεν αμεί­φθη­κε. Εκεί­νος απο­μα­κρύν­θη­κε από την πατρί­δα του και το σπί­τι του και βγή­κε χωρίς να ξέρει πού πηγαί­νει.

Και τι θαυ­μα­στό, εάν ενήρ­γη­σε έτσι αυτός, τη στιγ­μή που και οι από­γο­νοί του έτσι έζη­σαν; Αν και έβλε­πε δηλα­δή να αναι­ρεί­ται η υπό­σχε­ση, δεν αμέ­λη­σε· καθό­σον ο Θεός του είχε πει: «Τ σπέρ­μα­τί σου δώσω τν γν ταύ­την(:Αυτήν όλη τη χώρα θα την δώσω στους απο­γό­νους σου)» [Γέν.12,7].Είδε το παι­δί του να κατοι­κεί εκεί και ο από­γο­νός του πάλι είδε τον εαυ­τό του να κατοι­κεί σε ξένη χώρα και δεν θορυ­βή­θη­κε καθό­λου. Διό­τι εκεί­νο που συνέ­βη στον Αβρα­άμ ήταν σύμ­φω­νο με τη λογι­κή, αφού η υπό­σχε­ση του Θεού επρό­κει­το να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί στους απο­γό­νους του· αν και βέβαια και σε αυτόν λέχθη­κε, ότι «σε σένα και στους απο­γό­νους σου»· όχι «δια του σπέρ­μα­τός σου σε σένα», αλλά «σε σένα και στους απο­γό­νους σου»· και ούτε αυτός, ούτε ο Ισα­άκ, ούτε ο Ιακώβ απή­λαυ­σαν τα της υπο­σχέ­σε­ως· διό­τι ο ένα δού­λε­ψε ως υπη­ρέ­της, ο άλλος απο­μα­κρύν­θη­κε από την πατρί­δα του και αυτός αυτο­ε­ξο­ρί­σθη­κε από φόβο· και άλλα με πόλε­μο τα κατέ­λα­βε, άλλα πάλι, εάν δεν είχε τη συμ­πα­ρά­στα­ση του Θεού, θα τα έχα­νε τελεί­ως. Γι’ αυτό λέγει «μαζί με τους κλη­ρο­νό­μους της ίδιας υπο­σχέ­σε­ως». «Όχι μόνο αυτός», λέγει, «αλλά και οι κλη­ρο­νό­μοι».

Έπει­τα και κάτι άλλο πιο μεγά­λο από αυτά που λέχθη­καν πρό­σθε­σε, λέγον­τας: «όλοι αυτοί πέθα­ναν με την πίστη και την ελπί­δα, χωρίς να λάβουν υπο­σχέ­σεις». Δύο πράγ­μα­τα πρέ­πει εδώ να εξε­τά­σου­με, πώς, αφού είπε, ότι «Πίστει νχ μετε­τέ­θη το μ δεν θάνα­τον, κα οχ ερίσκε­το, διό­τι μετέ­θη­κεν ατν Θεός(:Για την πίστη του ο Ενώχ μετα­τέ­θη­κε ζων­τα­νός από τον παρόν­τα κόσμο, για να μη δει θάνα­το και δεν βρι­σκό­ταν πλέ­ον στη γη, διό­τι τον είχε μετα­θέ­σει ο Θεός)»[Εβρ.11,5], λέγει, «Κατ πίστιν πέθα­νον οτοι πάν­τες(:με την πίστη πέθα­ναν όλοι αυτοί)»[Εβρ.11,13]. Και πάλι αφού είπε «μ λαβόν­τες τς παγ­γε­λί­ας(:χωρίς να απο­λαύ­σουν τις υπο­σχέ­σεις)», δεί­χνει ότι ο Νώε έλα­βε μισθό, τη σωτη­ρία της οικο­γέ­νειάς του, ο Ενώχ μετα­τέ­θη­κε, ο Άβελ ακό­μη μιλά­ει, και ο Αβρα­άμ έχει κατα­λά­βει τη γη· και λέγει: «με την πίστη και την ελπί­δα που γεν­νά η πίστη αυτή, πέθα­ναν όλοι αυτοί, χωρίς να απο­λαύ­σουν αυτά που τους υπο­σχέ­θη­κε ο Θεός». Τι σημαί­νει λοι­πόν αυτό που λέγει; Πρέ­πει να εξη­γή­σου­με πρώ­τα το πρώ­το και έπει­τα το δεύ­τε­ρο.

«Με την πίστη», λέγει, «πέθα­ναν όλοι αυτοί». Το «όλοι», το είπε εδώ, όχι επει­δή όλοι πέθα­ναν, αλλά επει­δή αν εξαι­ρέ­σου­με τον Ενώχ, πέθα­ναν όλοι αυτοί, που γνω­ρί­ζου­με πράγ­μα­τι ότι έχουν πεθά­νει. Επί­σης, το «χωρίς να απο­λαύ­σουν τις επαγ­γε­λί­ες», είναι αλη­θές· διό­τι δεν είναι αυτή η υπό­σχε­ση που δόθη­κε στον Νώε.

Και ποιες υπο­σχέ­σεις εννο­εί; Διό­τι ο Ισα­άκ και ο Ιακώβ έλα­βαν τις επαγ­γε­λί­ες της γης· εκεί­νοι όμως που είναι γύρω από τον Νώε και τον Άβελ και τον Ενώχ, ποιες επαγ­γε­λί­ες έλα­βαν; Ή λοι­πόν για αυτούς τους τρεις λέγει, ή αν ομι­λεί και γι΄αυτούς, δεν ήταν αυτό η επαγ­γε­λία το να θαυ­μα­στεί ο Άβελ, ούτε το να μετα­τε­θεί ο Ενώχ, ούτε το να δια­σω­θεί ο Νώε, αλλά και αυτά συνέ­βη­σαν σε αυτούς εξαι­τί­ας της αρε­τής τους, και ήταν κάποιες γεύ­σεις εκεί­νων που επρό­κει­το να απο­λαύ­σουν στο μέλ­λον.

Διό­τι ο Θεός, επει­δή γνω­ρί­ζει ότι το ανθρώ­πι­νο γένος χρειά­ζε­ται πολ­λή συγ­κα­τά­βα­ση, μας χαρί­ζει όχι μόνο τα μελ­λον­τι­κά, αλλά και τα εδώ αγα­θά· όπως ακρι­βώς και στους μαθη­τές Του έλε­γε ο Χρι­στός: «Κα πς ς φκεν οκίας δελ­φος δελφς πατέ­ρα μητέ­ρα γυνακα τέκνα γρος νεκεν το νόμα­τός μου, κατον­τα­πλα­σί­ο­να λήψε­ται κα ζων αώνιον κλη­ρο­νο­μή­σει(:Και καθέ­νας που άφη­σε σπί­τια ή αδελ­φούς ή αδελ­φές ή πατέ­ρα ή μητέ­ρα ή γυναί­κα ή παι­διά ή χωρά­φια για να μεί­νει ενω­μέ­νος και να μη χωρι­στεί από μένα, θα πάρει εκα­τό φορές περισ­σό­τε­ρα σ’ αυτή τη ζωή και θα κλη­ρο­νο­μή­σει και την αιώ­νια ζωή)» [Ματθ.19,29]· και πάλι: «Ζητετε δ πρτον τν βασι­λεί­αν το Θεο κα τν δικαιο­σύ­νην ατο, κα τατα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται μν(:Να ζητά­τε πρώ­τα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα τα πνευ­μα­τι­κά αγα­θά της βασι­λεί­ας του Θεού και την από­κτη­ση των αρε­τών που ο Θεός σας ζητά ως όρο για να σας χαρί­σει τα αγα­θά αυτά και τότε αυτά τα επί­γεια θα σας δοθούν μαζί με εκεί­να)» [Ματθ.6,33]. Βλέ­πεις ότι και αυτά δίνον­ται συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά από τον Κύριο, για να μην απο­κά­μουν; Διό­τι όπως ακρι­βώς οι αθλη­τές απο­λαμ­βά­νουν κάποια περι­ποί­η­ση και όταν αγω­νί­ζον­ται, αλλά όμως δεν απο­λαμ­βά­νουν όλη την άνε­ση τότε, διό­τι ζουν κάτω από νόμους, ενώ όλη την άνε­ση θα την απο­λαύ­σουν μετά τον αγώ­να, έτσι και ο Θεός δεν δίνει εδώ την από­λαυ­ση ολό­κλη­ρης της ανέ­σε­ως· δίνει βέβαια και εδώ, αλλά ολό­κλη­ρη τη φύλα­ξε για τη μέλ­λου­σα ζωή.

Και ότι αυτό είναι αλη­θι­νό, το φανέ­ρω­σε με τα όσα πρό­σθε­σε, λέγον­τας: «λλ πόῥῥωθεν ατς δόν­τες κα σπα­σά­με­νοι(:αλλά από μακριά τις είδαν και τις απο­δέ­χτη­καν με όλη τους την ψυχή)»[Εβρ.11,13]. Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται κάποιο μυστή­ριο· δεί­χνει δηλα­δή, ότι εκ των προ­τέ­ρων έλα­βαν όλα όσα έχουν λεχτεί για τη μέλ­λου­σα ζωή, τα σχε­τι­κά με την ανά­στα­ση, με τη βασι­λεία των ουρα­νών και με όλα τα άλλα που κήρυ­ξε ο Χρι­στός όταν ήρθε· διό­τι λέγον­τας «επαγ­γε­λί­ες» αυτές εννο­εί. Ή αυτό λοι­πόν εννο­εί, ή ότι δεν τις έλα­βαν βέβαια, έφυ­γαν όμως με την πεποί­θη­ση ότι θα τις λάβουν· και αντλού­σαν το θάρ­ρος από την πίστη και μόνο. Και είπε ότι «τις είδαν από μακριά», για να δηλώ­σει, ότι πριν τέσ­σε­ρις γενε­ές συνέβηκε·διότι μετά από τόσες επέ­στρε­ψαν από την Αίγυ­πτο.

«Κα σπα­σά­με­νοι(:και τις χαι­ρέ­τη­σαν με ευχα­ρί­στη­ση)», λέγει[Εβρ.11,13]. Τόσο είχαν πει­στεί για την πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους, ώστε και τις χαι­ρέ­τη­σαν με χαρά· με μετα­φο­ρι­κή σημα­σία το είπε αυτό, κατά το παρά­δειγ­μα των ναυ­τιλ­λο­μέ­νων που, βλέ­πον­τας από μακριά τις πόλεις που τόσο ποθούν, πριν ακό­μη μπουν σε αυτές, τις κάνουν δικές τους, ακού­γον­τας μόνο γι’ αυτές· διό­τι, λέγει, περί­με­ναν «τν τος θεμε­λί­ους χου­σαν πόλιν, ς τεχνί­της κα δημιουργς Θεός(:την πόλη που έχει τα αλη­θι­νά θεμέ­λια, της οποί­ας τεχνί­της και δημιουρ­γός είναι ο Θεός)». Βλέ­πεις ότι το «λαβον» σημαί­νει ότι θα λάβουν μελ­λον­τι­κά και ότι έχουν θάρ­ρος γι’ αυτά;

Εάν λοι­πόν το «είχαν θάρ­ρος» σημαί­νει «τα έλα­βαν» και εσείς είναι δυνα­τό να λάβε­τε· διό­τι αυτοί, αν και δεν απή­λαυ­σαν τις υπο­σχέ­σεις, όμως εξαι­τί­ας του πόθου τους γι’ αυτές τις έβλε­παν. Για­τί λοι­πόν γίνον­ται αυτά; Για να ντρα­πού­με εμείς, διό­τι εκεί­νοι, αν και τους είχε δοθεί η υπό­σχε­ση για τα αγα­θά της γης, δεν τα έδι­ναν σημα­σία, αλλά ανα­ζη­τού­σαν τη μέλ­λου­σα πόλη· ενώ σε εμάς με όλους τους τρό­πους ο Θεός μιλά­ει για την άνω πόλη, εμείς όμως επι­ζη­τού­με αυτήν που υπάρ­χει εδώ. Τους είπε: «θα σας δώσω τα αγα­θά του παρόν­τος κόσμου»· επει­δή όμως είδε ή, καλύ­τε­ρα, επει­δή έδει­ξαν ότι είναι άξιοι μεγα­λύ­τε­ρων, τότε πια δεν τους άφη­σε να λάβουν αυτά, αλλά εκεί­να τα μεγα­λύ­τε­ρα, θέλον­τας να μας δεί­ξει ότι είναι άξιοι μεγα­λυ­τέ­ρων, επει­δή δε θέλη­σαν να προσ­δε­θούν σε αυτά· όπως αν κάποιος επρό­κει­το να υπο­σχε­θεί παι­δι­κά πράγ­μα­τα σε συνε­τό άνθρω­πο, όχι για να τα λάβει, αλλά για να δεί­ξει την όλη αρε­τή του, εκεί­νος όμως ζητά τα μεγα­λύ­τε­ρα. Πράγ­μα­τι αυτό δεί­χνει ότι με τόσο ζήλο απέρ­ρι­πταν τα της γης, αφού δεν έπαιρ­ναν, ούτε εκεί­να που τους δίνον­ταν. Γι’ αυτό λοι­πόν τα λαμ­βά­νουν οι από­γο­νοί τους· διό­τι αυτοί είχαν γήι­νες επι­διώ­ξεις. Τι σημαί­νει, «την πόλη που έχει τα πραγ­μα­τι­κά θεμέ­λια»; Αυτά δηλα­δή δεν είναι θεμέ­λια; Σε σύγ­κρι­ση με εκεί­να δεν είναι. «Αυτής της πόλε­ως τεχνί­της και δημιουρ­γός είναι ο Θεός». Πω πω, ποιο είναι το εγκώ­μιο της πόλε­ως εκεί­νης!

«Πίστει κα ατ Σάρρα δύνα­μιν ες κατα­βολν σπέρ­μα­τος λαβε(: Εξαι­τί­ας της πίστε­ώς της και αυτή η στεί­ρα και πολύ ηλι­κιω­μέ­νη Σάρ­ρα)». Με κάποια μορ­φή ντρο­πής για μας άρχι­σε εδώ, εάν συμ­βεί να φανού­με εμείς πιο ολι­γό­ψυ­χοι από μία γυναί­κα. Αλλά ίσως πει κάποιος: «Πώς είναι πιστή αυτή που γέλα­σε όταν πρω­το­ά­κου­σε ότι θα γεν­νού­σε παι­δί σε τέτοια ηλι­κία;». Το γέλιο προ­έρ­χε­ται από την απι­στία, ο φόβος όμως που ακο­λού­θη­σε προ­έρ­χε­ται από την πίστη· διό­τι τα λόγια «δεν γέλα­σα», τα είπε από πίστη. Γι’ αυτό λοι­πόν αφού απο­μα­κρύν­θη­κε η απι­στία, εισήλ­θε η πίστη. «Για την πίστη της και αυτή η στεί­ρα Σάρ­ρα έλα­βε τη δύνα­μη της συλ­λή­ψε­ως και παρά την ηλι­κία της γέν­νη­σε». Τι σημαί­νει «ες κατα­βολν σπέρ­μα­τος(:ώστε να κατα­βλη­θεί και να ζωο­γο­νη­θεί σε αυτήν σπέρ­μα)»; Έλα­βε δύνα­μη για να κρα­τή­σει το σπέρ­μα, να το φιλο­ξε­νή­σει, αυτή που είχε νεκρω­θεί, η στεί­ρα· διό­τι η σωμα­τι­κή βλά­βη ήταν διπλή, η μία προ­ερ­χό­ταν από τον χρό­νο, αφού πράγ­μα­τι είχε γερά­σει· η άλλη ήταν φυσι­κή, διό­τι ήταν στεί­ρα. Γι’ αυτό και από μία γυναί­κα, και μάλι­στα νεκρω­μέ­νη, γεν­νή­θη­καν όλοι, που είναι ως προς το πλή­θος όπως τα άστρα του ουρα­νού και η ανα­ρίθ­μη­τη άμμος που βρί­σκε­ται κον­τά στο χεί­λος της θάλασ­σας. Γι’ αυτό λέγει «δι κα φ᾿ νς γεν­νή­θη­σαν (:και από μία γεν­νή­θη­καν όλοι)».

Δεν λέγει αυτό μόνο εδώ, το ότι γέν­νη­σε, αλλά ότι έγι­νε και μητέ­ρα τόσων πολ­λών, όσων δεν έγι­ναν ούτε οι εύφο­ρες κοι­λιές· «σαν τα άστρα», λέγει. Πώς λοι­πόν πολ­λές φορές τους απα­ριθ­μεί, αν και είπε: «καθς τ στρα το ορανο τ πλή­θει κα ς μμος παρ τ χελος τς θαλάσ­σης ναρίθ­μη­τος(:ανα­ρίθ­μη­τοι από­γο­νοι σαν τα άστρα του ουρα­νού κατά το πλή­θος και σαν την άμμο της ακρο­θα­λασ­σιάς, που είναι αδύ­να­τον να μετρη­θεί)»; Ή το είπε υπό μορ­φή υπερ­βο­λής ή το είπε έτσι για τους μετέ­πει­τα απο­γό­νους· διό­τι είναι δυνα­τό να απα­ριθ­μή­σει κανείς τους προ­γό­νους μίας μόνο οικί­ας, όπως ο τάδε είναι του τάδε, και ο τάδε του τάδε· εδώ όμως που το γένος τους παρα­βάλ­λε­ται με το πλή­θος των άστρων, δεν είναι δυνα­τό να απα­ριθ­μη­θεί.

«Κα τί τι λέγω; πιλεί­ψει γάρ με διη­γού­με­νον χρό­νος περ Γεδε­ών, Βαράκ τε κα Σαμψν κα εφθάε, Δαυ­ΐδ τε κα Σαμουλ κα τν προ­φητν (:Και τι ακό­μη να λέω και να διη­γού­μαι; Πρέ­πει να στα­μα­τή­σω, διό­τι δεν θα μου φτά­σει ο χρό­νος να διη­γού­μαι για τον Γεδε­ών και τον Βαράκ, τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε, για τον Δαβίδ και τον Σαμου­ήλ και τους προ­φή­τες)»[Εβρ.11,32].

Κατη­γο­ρούν μερι­κοί τον Παύ­λο, για­τί ανα­φέ­ρει σε αυτό το σημείο τον Βαράκ και τον Σαμ­ψών και τον Ιεφθάε. Τι λες; Αυτός που ανέ­φε­ρε την πόρ­νη Ραάβ, δεν θα ανα­φέ­ρει αυτούς; Μη μου ανα­φέ­ρεις την άλλη ζωή τους, παρά μόνο το αν πίστε­ψαν ή έλαμ­ψαν ως προς την πίστη.

«τν προ­φητν, ο δι πίστε­ως κατη­γω­νί­σαν­το βασι­λεί­ας(:και τους προ­φή­τες οι οποί­οι, επει­δή είχαν πίστη, κατα­πο­λέ­μη­σαν και υπέ­τα­ξαν βασί­λεια)». Βλέ­πεις ότι εδώ δεν παρου­σιά­ζει τη λαμ­πρή ζωή τους· διό­τι δεν ήταν αυτό προ­η­γου­μέ­νως το ζητού­με­νο· αλλά η εξέ­τα­ση προ­η­γου­μέ­νως ήταν για την πίστη. Διό­τι, πες μου, δεν τα κατόρ­θω­σαν όλα με την πίστη; Πώς; «Με την πίστη», λέγει, «κατα­πο­λέ­μη­σαν βασί­λεια οι όμοιοι με τον Γεδε­ών. Άσκη­σαν δικαιο­σύ­νη». Ποιοι; Αυτοί οι ίδιοι οι παρα­πά­νω. Την φιλαν­θρω­πία εδώ την ονό­μα­σε ‘’δικαιο­σύ­νη’’.

«πέτυ­χον παγ­γε­λιν(:πέτυ­χαν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των υπο­σχέ­σε­ων που τους έδω­σε ο Θεός». Νομί­ζω ότι αυτό το λέγει για τον Δαβίδ. Και ποιες από αυτές τις υπο­σχέ­σεις πέτυ­χε; Αυτές που του είπε, ότι το σπέρ­μα του, ο Μεσ­σί­ας, θα καθί­σει στον θρό­νο του.

«φρα­ξαν στό­μα­τα λεόν­των, σβε­σαν δύνα­μιν πυρός, φυγον στό­μα­τα μαχαί­ρας(:έφρα­ξαν στό­μα­τα λιον­τα­ριών, όπως ο Δανι­ήλ, έσβη­σαν την κατα­στρε­πτι­κή δύνα­μη της φωτιάς, διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής». Πρό­σε­χε πως ήταν μέσα στον ίδιο τον θάνα­το, ο Δανι­ήλ περι­κυ­κλω­μέ­νος από τα λιον­τά­ρια, οι τρεις παί­δες μέσα στο καμί­νι του πυρός, ο Αβρα­άμ, ο Ισα­άκ, ο Ιακώβ, περι­βαλ­λό­με­νοι από διά­φο­ρους πει­ρα­σμούς, και όμως δεν απο­γο­η­τεύ­τη­καν. Πράγ­μα­τι αυτό είναι πίστη· όταν τα γεγο­νό­τα εκπλη­ρώ­νον­ται αντί­θε­τα από ό,τι προσ­δο­κού­με, τότε πρέ­πει να πιστεύ­ου­με ότι τίπο­τε το αντί­θε­το δεν έγι­νε, αλλά όλα ήταν επα­κό­λου­θα. «Διέ­φυ­γαν τον κίν­δυ­νο της σφα­γής». Αυτό νομί­ζω πάλι ότι το λέγει για τους τρεις Παί­δες.

«νεδυ­να­μώ­θη­σαν π σθε­νεί­ας, γενή­θη­σαν σχυ­ρο ν πολέμ, παρεμ­βολς κλι­ναν λλο­τρί­ων(:πήραν δύνα­μη, και έγι­ναν καλά από αρρώ­στιες, ανα­δεί­χθη­καν ισχυ­ροί και ανί­κη­τοι στον πόλε­μο· έτρε­ψαν σε φυγή τις εχθρι­κές παρα­τά­ξεις και τα πολυ­πλη­θή στρα­τεύ­μα­τά τους)»[Εβρ.11,34]. Εδώ υπαι­νίσ­σε­ται εκεί­να που συνέ­βη­σαν κατά την επά­νο­δό τους από τη Βαβυ­λώ­να. «Από ασθέ­νειες», λέγει· δηλα­δή, από την αιχ­μα­λω­σία. Όταν πια είχαν εγκα­τα­λεί­ψει τα ιου­δαϊ­κά, όταν δεν διέ­φε­ραν σε τίπο­τε από τα οστά των νεκρών, τότε έγι­νε η επά­νο­δός τους. Πράγ­μα­τι, ποιος θα έλπι­ζε να επα­νέλ­θουν από τη Βαβυ­λώ­να, και όχι μόνο να επα­νέλ­θουν, αλλά και να γίνουν ισχυ­ροί και να τρέ­ψουν σε φυγή τα στρα­τεύ­μα­τα των εχθρών; «Σε μας όμως δεν συνέ­βη κάτι τέτοιο», λέγει. Αλλά αυτά είναι τύποι των μελ­λον­τι­κών.

«λαβον γυνακες ξ ναστά­σε­ως τούς νεκρος ατν(:με την πίστη που είχαν στην υπερ­φυ­σι­κή δύνα­μη των προ­φη­τών οι γυναί­κες που ανα­φέ­ρει η Παλαιά Δια­θή­κη ξανα­πή­ραν πίσω ζων­τα­νά τα νεκρά παι­διά τους, που ανέ­στη­σαν οι προ­φή­τες)». Εδώ ανα­φέ­ρει εκεί­να που έγι­ναν από τους προ­φή­τες, τον Ελι­σαίο, τον Ηλία· διό­τι αυτοί ανέ­στη­σαν νεκρούς.

«λλοι δ τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν πολύ­τρω­σιν, να κρείτ­το­νος ναστά­σε­ως τύχω­σιν(:άλλοι πάλι δέθη­καν στο βασα­νι­στι­κό όργα­νο που λεγό­ταν τύμ­πα­νο και δάρ­θη­καν σκλη­ρά μέχρι θανά­του, επει­δή δεν δέχθη­καν να αρνη­θούν την πίστη τους και να ελευ­θε­ρω­θούν έτσι από το μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν το σκλη­ρό αυτό μαρ­τύ­ριο, για να ανα­στη­θούν σε μία καλύ­τε­ρη ζωή, παρά να έχουν μία πρό­σκαι­ρη απο­κα­τά­στα­ση στη ζωή αυτή)»[Εβρ.11,37]· ενώ εμείς δεν πετύ­χα­με την ανά­στα­ση. Αλλά «έχω να σας παρου­σιά­σω», λέγει, «και εκεί­νους που απο­κε­φα­λί­στη­καν και δεν δέχθη­καν τη σωτη­ρία, για να πετύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση». Διό­τι, πες μου, για­τί, ενώ μπο­ρού­σαν, δε θέλη­σαν να ζήσουν; Δεν το έκα­ναν επει­δή περί­με­ναν καλύ­τε­ρη ζωή; Και αυτοί που ανέ­στη­σαν τους άλλους, προ­τί­μη­σαν οι ίδιοι να πεθά­νουν, για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση, όχι σαν εκεί­νη που πέτυ­χαν τα παι­διά των γυναι­κών. Εδώ μου φαί­νε­ται ότι υπο­νο­εί και τον Ιωάν­νη και τον Ιάκω­βο· καθό­σον ‘’απο­τυμ­πα­νι­σμός’’ λέγε­ται ο απο­κε­φα­λι­σμός. Μπο­ρού­σαν να βλέ­πουν τον ήλιο, μπο­ρού­σαν να μην ελέγ­χουν, και όμως προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν· και αυτοί που άλλους ανέ­στη­σαν, προ­τί­μη­σαν να πεθά­νουν οι ίδιοι για να επι­τύ­χουν καλύ­τε­ρη ανά­στα­ση.

«τεροι δ μπαιγμν κα μαστί­γων περαν λαβον, τι δ δεσμν κα φυλακς·λιθά­σθη­σαν, πρί­σθη­σαν, πει­ρά­σθη­σαν (:Κι άλλοι πάλι δοκί­μα­σαν εμπαιγ­μούς και μαστι­γώ­σεις, ακό­μη μάλι­στα και δεσμά και φυλα­κί­σεις. Λιθο­βο­λή­θη­καν, πριο­νί­σθη­καν, δοκί­μα­σαν πολ­λούς πει­ρα­σμούς)»[Εβρ.11,37].Σταματά σε αυτούς που τους ήταν πιο γνω­στοί. Καθό­σον μεγα­λύ­τε­ρη παρη­γο­ριά φέρ­νουν αυτά, όταν η αιτία της λύπης τους είναι κοι­νή, διό­τι και αν πεις κάτι μεγα­λύ­τε­ρο, που δεν προ­ήλ­θε όμως από την ίδια αιτία, δεν έκα­νες τίπο­τε. Γι’ αυτό στα­μά­τη­σε σε αυτόν τον λόγο του, μιλών­τας για δεσμά, φυλα­κές, μαστι­γώ­σεις, λιθο­βο­λι­σμούς, θυμί­ζον­τάς τους όσα έχουν σχέ­ση με τον Στέ­φα­νο και τον προ­φή­τη Ζαχα­ρία, τον πατέ­ρα του Ιωάν­νη του Βαπτι­στή· γι’ αυτό και συμ­πλή­ρω­σε: «ν φόν μαχαί­ρας πέθα­νον (:θανα­τώ­θη­καν με σφα­γή από μαχαί­ρι)».

Τι λες; Άλλοι διέ­φυ­γαν τη σφα­γή, και άλλοι πέθα­ναν δια σφα­γής; Τι σημαί­νει αυτό; Ποιον επαι­νείς, ποιον θαυ­μά­ζεις; Αυτό ή εκεί­νο; «Ναι», λέγει, «και αυτό και εκεί­νο· αυτό, διό­τι σας είναι πιο οικείο, και εκεί­νο, διό­τι η πίστη νίκη­σε και τον ίδιο τον θάνα­το και η νίκη αυτή είναι τύπος των μελ­λον­τι­κών». Διό­τι δύο είναι τα θαύ­μα­τα της πίστε­ως, και κατορ­θώ­νει μεγά­λα πράγ­μα­τα, και πάσχει μεγά­λα, χωρίς να υπο­λο­γί­ζει τα παθή­μα­τα. «Και δεν μπο­ρείς να πεις», λέγει, «ότι ήταν κάποιοι αμαρ­τω­λοί και μηδα­μι­νοί· διό­τι και αν ακό­μη όλον τον κόσμο παρα­βά­λεις μαζί τους, θα δεις ότι προς αυτούς θα κλεί­νει η ζυγα­ριά και ότι αυτοί είναι τιμιό­τε­ροι». Γι’ αυτό και έτσι μίλη­σε: «ν οκ ν ξιος κόσμος (:ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς)». Τι λοι­πόν επρό­κει­το εδώ να απο­λαύ­σουν, εφό­σον τίπο­τε από τα του κόσμου δεν ήταν άξιο γι΄αυτούς; Εδώ διε­γεί­ρει τη διά­νοιά τους, για να τους διδά­ξει ότι δεν πρέ­πει να προ­ση­λώ­νον­ται στα παρόν­τα, αλλά να έχουν τη σκέ­ψη τους πάνω από όλα τα αγα­θά αυτής της ζωής, εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους. Για­τί λοι­πόν θέλεις να λάβεις εδώ μισθό; Διό­τι είναι ατι­μία για σένα, εάν λάβεις εδώ τον μισθό.

Ας μη σκε­πτό­μα­στε λοι­πόν κοσμι­κά, ας μην περι­μέ­νου­με εδώ την αντα­πό­δο­ση, και ας μην είμα­στε τόσο φτω­χοί· εφό­σον όλος ο κόσμος δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί μαζί τους, για­τί θέλεις να συγ­κρί­νεις ένα μέρος αυτού; Και σωστά· διό­τι αυτοί είναι φίλοι του Θεού. «Κόσμο» εδώ λέγει το πλή­θος των ανθρώ­πων ή την ίδια την κτί­ση· καθό­σον και τα δύο συνη­θί­ζει η Γρα­φή να τα ονο­μά­ζει έτσι. «Εάν όλη η κτί­ση μαζί με τους ανθρώ­πους της», λέγει, «στα­θεί δίπλα τους, δεν θα μπο­ρέ­σουν να φανούν αντά­ξιοι αυτών»· και σωστά. Διό­τι, όπως ακρι­βώς μύριες ζυγα­ριές άχυ­ρου και χόρ­του δεν θα ήταν αντά­ξιες δέκα μαρ­γα­ρι­τα­ριών, έτσι ούτε και εκεί­νοι· διό­τι «είναι ανώ­τε­ρος ένας που πράτ­τει το θέλη­μα του Κυρί­ου, παρά μύριοι παρά­νο­μοι»· «μυρί­ους» δεν λέγει τους πολ­λούς, αλλά το πλή­θος το άπει­ρο.

Σκέ­ψου πόσο ανώ­τε­ρος είναι ο δίκαιος. Είπε ο Ιησούς του Ναυή: «Στή­τω λιος κατ Γαβαν κα σελή­νη κατ φάραγ­γα Αλών (:Ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη κοι­λά­δα Αιλών)»[Ιησ. Ναυή 10,12.]. Ας έλθει λοι­πόν όλη η οικου­μέ­νη, ή μάλ­λον δύο και τρεις και τέσ­σε­ρις και δέκα και είκο­σι οικου­μέ­νες, και ας πουν και ας το κάνουν αυτό· όμως δεν θα μπο­ρέ­σουν. Ενώ ο φίλος του Θεού διέ­τασ­σε τα κτί­σμα­τα του Φίλου του ή καλύ­τε­ρα παρα­κα­λού­σε τον Φίλο του και υπο­χω­ρού­σαν τα στοι­χεία της φύσε­ως, οι υπη­ρέ­τες του Θεού, και ο άνθρω­πος που ήταν στη γη διέ­τασ­σε αυτά που ήταν στον ουρα­νό. Βλέ­πεις ότι αυτά έχουν γίνει για να υπη­ρε­τούν και να εκπλη­ρώ­νουν τον δρό­μο τον δια­τε­ταγ­μέ­νο;

Αυτό είναι μεγα­λύ­τε­ρο από τα έργα του Μωυ­σή. Για­τί άρα­γε; Διό­τι δεν είναι το ίδιο να δια­τάσ­σεις τη θάλασ­σα και αυτά που βρί­σκον­ται στον ουρα­νό· πράγ­μα­τι είναι μεγά­λο και εκεί­νο και πολύ μεγά­λο μάλι­στα, αλλά όμως δεν μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ίσο με αυτό.

Άκου­σε και πώς έγι­νε τόσο μεγά­λος. Για­τί δηλα­δή; Το όνο­μα του Ιησού του Ναυή ήταν τύπος του Χρι­στού. Γι’ αυτό λοι­πόν, εξαι­τί­ας αυτής της προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νης προ­σφω­νή­σε­ως, την οποία είχε ο Ιησούς, η κτί­ση υπο­τά­χθη­κε με σεβα­σμό. Τι λοι­πόν; Άλλος δεν ονο­μά­στη­κε Ιησούς; Αλλά αυτός για αυτόν τον σκο­πό ονο­μά­στη­κε, για να είναι τύπος· διό­τι ονο­μα­ζό­ταν και Αυσής· γι’ αυτό αλλά­χθη­κε το όνο­μα· διό­τι ήταν πρόρ­ρη­ση και προ­φη­τεία. Αυτός εισή­γα­γε στη γη της επαγ­γε­λί­ας τον λαό, όπως ο Ιησούς στον ουρα­νό· δεν τον εισή­γα­γε ο νόμος, όπως ούτε ο Μωυ­σής, αλλά έμε­νε έξω· δεν έχει τη δύνα­μη ο νόμος να εισα­γά­γει, αλλά η χάρη. Βλέ­πεις ότι οι τύποι από παλιά έχουν προ­κα­θο­ρι­στεί; Διέ­τα­ξε την κτί­ση, ή καλύ­τε­ρα το κύριο μέρος της κτί­σε­ως, που βρι­σκό­ταν πάνω από το κεφά­λι του, για να μην τρο­μά­ξεις ούτε να παρα­ξε­νευ­τείς, όταν δεις τον Ιησού με την ανθρώ­πι­νη μορ­φή να λέγει τα ίδια. Ο Ιησούς του Ναυή και ενώ ζού­σε ο Μωυ­σής, κατα­τρό­πω­σε τους εχθρούς, ο Ιησούς Χρι­στός, αν και υπάρ­χει ο νόμος, διοι­κεί τα πάν­τα, αλλά όχι φανε­ρά.

Ας δού­με όμως πόσο μεγά­λη είναι η αρε­τή των αγί­ων. Εάν εδώ τόσο μεγά­λα εργά­ζον­ται, εάν εδώ τόσο μεγά­λα κάνουν, όσα οι άγγε­λοι, τι άρα­γε θα κάνουν εκεί; Πόση λαμ­πρό­τη­τα θα έχουν; Ίσως καθέ­νας από εσάς θα ήθε­λε να είναι τέτοιος, ώστε να μπο­ρεί να δια­τάσ­σει τον ήλιο και τη σελή­νη. Ως προς αυτό, τι θα μπο­ρού­σαν να πουν αυτοί, που ισχυ­ρί­ζον­ται ότι ο ουρα­νός είναι σφαι­ρι­κός; Για­τί λοι­πόν δεν είπε «ας στα­θεί ο ήλιος», αλλά πρό­σθε­σε «ας στα­θεί ο ήλιος πάνω από την πόλη Γαβα­ών και η σελή­νη πάνω από τη φάραγ­γα Αιλών»[Ιησού Ναυή, 10,12].Δηλαδή, να κάνει την ημέ­ρα μεγα­λύ­τε­ρη. Αυτό έγι­νε και επί του Εζε­κία· διό­τι οπι­σθο­δρό­μη­σε ο ήλιος. Αλλά αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο θαυ­μα­στό από εκεί­νο, το να έλθει πάλι πίσω στον ίδιο δρό­μο, χωρίς να περιέλ­θει τον δρό­μο. Αλλά εμείς, εάν θέλου­με, μεγα­λύ­τε­ρα από αυτά θα κατορ­θώ­σου­με. Πράγ­μα­τι τι μας υπο­σχέ­θη­κε ο Χρι­στός; Δεν μας είπε ότι θα στα­μα­τή­σου­με τον ήλιο, αλλά τι; «άν τις γαπ με, τν λόγον μου τηρή­σει, κα πατήρ μου γαπή­σει ατόν (:Εάν κανείς με αγα­πά, θα τηρή­σει στη ζωή του τις εντο­λές μου, και ο Πατέ­ρας μου θα τον αγα­πή­σει)», λέγει, «κα πρς ατν λευ­σό­με­θα κα μονν παρ᾿ ατ ποι­ή­σο­μεν (:και θα έλθου­με σε αυτόν και θα μετα­βά­λου­με την καρ­διά του σε μόνι­μη κατοι­κία μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυ­χος ναός του ζών­τος Θεού)»[Ιω.14,23].

Τι μου χρειά­ζε­ται ο ήλιος και η σελή­νη και τα θαυ­μα­στά τους,όταν ο ίδιος ο Δεσπό­της πάν­των κατέρ­χε­ται και εγκα­θί­στα­ται σε εμέ­να; Δεν μου χρειά­ζον­ται αυτά. Διό­τι σε τι θα μου χρεια­στεί κάτι από αυτά; Αυτός θα μου είναι ήλιος και σελή­νη και φως. Διό­τι πες μου, τι θα ήθε­λες, εάν εισερ­χό­σουν στα ανά­κτο­ρα, να μπο­ρού­σες να μεταρ­ρυθ­μί­σεις κάτι από αυτά που είναι στε­ρε­ω­μέ­να, ή να επι­τύ­χεις τη φιλία του βασι­λιά, ώστε να τον πεί­σεις να κατέλ­θει προς εσέ­να; Δεν θα προ­τι­μού­σες πολύ περισ­σό­τε­ρο αυτό παρά εκεί­νο; Τι όμως; Δεν είναι θαυ­μα­στό πράγ­μα­τι ότι άνθρω­πος προ­στάσ­σει αυτά που προ­στάσ­σει και ο Χρι­στός; «Αλλά ο Χρι­στός», θα μπο­ρού­σε να έλε­γε κάποιος, «δε χρειά­ζε­ται τον Πατέ­ρα, αλλά με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί». Καλώς· λοι­πόν ομο­λό­γη­σε πρώ­τα και πες ότι δεν έχει ανάγ­κη του Πατρός και ότι με από­λυ­τη εξου­σία ενερ­γεί, και τότε θα σου πω πάλι, ή καλύ­τε­ρα θα σε διδά­ξω για την προ­σευ­χή που κάνει, ότι γινό­ταν από συγ­κα­τά­βα­ση και θεία οικο­νο­μία (διό­τι δεν ήταν κατώ­τε­ρος από τον Ιησού του Ναυή ο Χρι­στός) και ότι μπο­ρού­σε να μας διδά­σκει χωρίς προ­σευ­χή.

Όπως ακρι­βώς δηλα­δή όταν ακούς τον διδά­σκα­λο να ομι­λεί σαν παι­δί και να διη­γεί­ται τα στοι­χειώ­δη δεν λες ότι είναι αμα­θής, και όταν ερω­τά «πού είναι αυτό το στοι­χείο», γνω­ρί­ζεις ότι δεν το ερω­τά από άγνοια, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει τον μαθη­τή· έτσι και ο Χρι­στός προ­σευ­χή­θη­κε όχι επει­δή είχε ανάγ­κη προ­σευ­χής, αλλά επει­δή θέλει να διδά­ξει εσέ­να, να προ­σεύ­χε­σαι συνε­χώς, αδια­λεί­πτως, με νηφα­λιό­τη­τα, και να κάνεις αυτήν με πολ­λή αγρυ­πνία. Και όταν λέω να αγρυ­πνείς δεν εννοώ μόνο το να σηκώ­νε­σαι τη νύχτα, αλλά και κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας να επα­γρυ­πνείς στις προ­σευ­χές· διό­τι αυτός που ενερ­γεί έτσι ονο­μά­ζε­ται άγρυ­πνος. Αφού είναι δυνα­τό να κοι­μά­ται κανείς και όταν προ­σεύ­χε­ται τη νύχτα και να αγρυ­πνεί κατά το διά­στη­μα της ημέ­ρας και όταν δεν προ­σεύ­χε­ται, όταν η ψυχή υψώ­νε­ται προς τον Θεό, όταν γνω­ρί­ζει με Ποιον συνο­μι­λεί, σε Ποιον απευ­θύ­νε­ται, όταν σκε­φτεί ότι οι άγγε­λοι στέ­κον­ται δίπλα στον Θεό με φόβο και τρό­μο, ενώ αυτός προ­σέρ­χε­ται με χασμου­ρη­τά και ξυνό­με­νος.

Είναι μεγά­λο όπλο η προ­σευ­χή, όταν γίνε­ται με την αρμό­ζου­σα διά­θε­ση. Και για να μάθεις τη δύνα­μή της, πρό­σε­χε εδώ· η συνε­χής προ­σευ­χή κατα­νί­κη­σε την αδιαν­τρο­πιά και την αδι­κία και την ωμό­τη­τα και την θρα­σύ­τη­τα· διό­τι λέγει: «κού­σα­τε τί κριτς τς δικί­ας λέγει(:Ακού­στε και προ­σέξ­τε καλά τι λέγει ο άδι­κος κρι­τής)» [Λουκ. 18,6]. Επί­σης και την απρο­θυ­μία νίκη­σε· και αυτό που δεν πέτυ­χε η φιλία, αυτό το κατόρ­θω­σε η συνε­χής αίτη­ση: «Λέγω μν, ε κα ο δώσει ατ ναστς δι τ εναι ατο φίλον, διά γε τν ναί­δειαν ατο γερ­θες δώσει ατ σων χρζει(:Σας δια­βε­βαιώ­νω ότι και αν ακό­μη δεν θελή­σει να σηκω­θεί να του δώσει, μολο­νό­τι τον είχε φίλο, πάν­τως για την αδια­κρι­σία του ότι σε τέτοια νυκτε­ρι­νή ώρα τον ανη­συ­χεί, θα σηκω­θεί και θα του δώσει όσα του χρειά­ζον­ται)» [Λουκ.11,8].

Και μία ανά­ξια πάλι η συνε­χής επι­μο­νή την έκα­νε άξια: «Κα δο γυν Χανα­ναία π τν ρίων κεί­νων ξελ­θοσα κραύ­γα­σεν ατ λέγου­σα· λέη­σόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυ­ΐδ· θυγά­τηρ μου κακς δαι­μο­νί­ζε­ται. δ οκ πεκρί­θη ατ λόγον. κα προ­σελ­θόν­τες ο μαθη­τα ατο ρώτων ατν λέγον­τες· πόλυ­σον ατήν, τι κρά­ζει πισθεν μν. δ ποκρι­θες επεν· οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ. δ λθοσα προ­σε­κύ­νη­σεν ατ λέγου­σα· Κύριε, βοή­θει μοι. δ ποκρι­θες επεν· οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυνα­ρί­οις δ επε· ναί, Κύριε· κα γρ τ κυνά­ρια σθί­ει π τν ψυχί­ων τν πιπτόν­των π τς τρα­πέ­ζης τν κυρί­ων ατν. τότε ποκρι­θες ησος επεν ατ· γύναι, μεγά­λη σου πίστις! γενη­θή­τω σοι ς θέλεις. κα άθη θυγά­τηρ ατς π τς ρας κεί­νης)»[ Ματθ.15,26–27].

Ας είμα­στε λοι­πόν προ­σε­κτι­κοί κατά την προ­σευ­χή· είναι μεγά­λο όπλο, όταν γίνε­ται με προ­θυ­μία, χωρίς κενο­δο­ξία, όταν γίνε­ται με ειλι­κρί­νεια ψυχής. Αυτή κατα­τρό­πω­σε εχθρούς, αυτή έθνος ολό­κλη­ρο και ανά­ξιο ευερ­γέ­τη­σε: «Κα κατέ­βην ξελέ­σθαι ατος κ χειρς τν Αγυπτί­ων κα ξαγα­γεν ατος κ τς γς κεί­νης κα εσαγα­γεν ατος ες γν γαθν κα πολ­λήν, ες γν έου­σαν γάλα κα μέλι, ες τν τόπον τν Χανα­ναί­ων κα Χετ­ταί­ων κα μοῤῥαίων κα Φερε­ζαί­ων κα Γερ­γε­σαί­ων κα Εαίων κα εβου­σαί­ων (:Και κατέ­βη­κα να ελευ­θε­ρώ­σω αυτούς από την δου­λεία των Αιγυ­πτί­ων, να τους βγά­λω από την χώρα της Αιγύ­πτου και να τους οδη­γή­σω σε χώρα εύφο­ρη και μεγά­λη, σε γη που θα ρέει γάλα και μέλι, στον τόπο τον οποίο σήμε­ρα κατέ­χουν οι Χανα­ναί­οι, οι Χετ­ταί­οι, οι Αμορ­ραί­οι, οι Φερε­ζαί­οι, οι Γερ­γε­σαί­οι, οι Ευαί­οι και οι Ιεβου­σαί­οι)» [Έξ.3,8 αυτή είναι φάρ­μα­κο σωτή­ριο, αυτή εμπο­δί­ζει τα αμαρ­τή­μα­τα και θερα­πεύ­ει τα πλημ­με­λή­μα­τα· με αυτήν και η χήρα η εγκα­τα­λειμ­μέ­νη απηύ­θυ­νε επί­μο­να το αίτη­μά της.

Εάν λοι­πόν προ­σευ­χό­μα­στε με ταπει­νο­φρο­σύ­νη, εάν κτυ­πού­με το στή­θος όπως ο τελώ­νης, εάν λέμε εκεί­να τα λόγια που είπε και εκεί­νος, εάν λέμε: « Θεός, λάσθη­τί μοι τ μαρ­τωλ» [Λουκ.18,13], όλα θα τα επι­τύ­χου­με· διό­τι, και αν δεν είμα­στε τελώ­νες, όμως έχου­με άλλα αμαρ­τή­μα­τα, όχι λιγό­τε­ρα από εκεί­νου. Μη μου πεις λοι­πόν ότι είναι μικρό το σφάλ­μα σου· διό­τι έχει το ίδιο απο­τέ­λε­σμα. Όπως ακρι­βώς δηλα­δή ανδρο­φό­νος ονο­μά­ζε­ται όμοια και αυτός που σκό­τω­σε παι­δί και εκεί­νος που σκό­τω­σε άνδρα, έτσι πλε­ο­νέ­κτης ονο­μά­ζε­ται και αυτός που αρπά­ζει πολ­λά και εκεί­νος που αρπά­ζει λίγα.

Αλλά και η μνη­σι­κα­κία δεν είναι μικρό, αλλά μεγά­λο αμάρ­τη­μα. Διό­τι λέγει: «ν δος δικαιο­σύ­νης ζωή, δο δ μνη­σι­κά­κων ες θάνα­τον(:Στους δρό­μους της αρε­τής υπάρ­χει η αλη­θι­νή και ευχά­ρι­στος ζωή, ενώ οι δρό­μοι των μνη­σί­κα­κων και εμπα­θών ανθρώ­πων οδη­γούν στον θάνα­το)» [Παροιμ. 12,28]. Το ίδιο και αυτός που απο­κα­λεί τον αδελ­φό του μωρό και ανόη­το ή οτι­δή­πο­τε άλλο όμοιο με αυτά: «γ δ λέγω μν τι πς ργι­ζό­με­νος τ δελφ ατο εκ νοχος σται τ κρί­σει· ς δ᾿ ν επ τ δελφ ατο ακά, νοχος σται τ συνε­δρί· ς δ᾿ ν επ μωρέ, νοχος σται ες τν γέεν­ναν το πυρός (:Εγώ όμως σας λέω ότι καθέ­νας που οργί­ζε­ται εναν­τί­ον του αδελ­φού του χωρίς σοβα­ρό πνευ­μα­τι­κό λόγο, δια­πράτ­τει έγκλη­μα ανά­λο­γο με εκεί­νο το οποίο δικα­ζό­ταν άλλο­τε από το τοπι­κό επτα­με­λές δικα­στή­ριο, την “κρί­ση”. Κι εκεί­νος που θα πει περι­φρο­νη­τι­κά στον αδελ­φό του: “ανόη­τε”, είναι ένο­χος βαρύ­τε­ρου εγκλή­μα­τος, σαν εκεί­να που δικά­ζουν από το ανώ­τα­το δικα­στή­ριο των Ιου­δαί­ων, το Συνέ­δριο. Κι εκεί­νος που με μίσος και κακία θα πει στον αδελ­φό του: “ηλί­θιε”, θα είναι ένο­χος εγκλή­μα­τος που πρέ­πει να τιμω­ρη­θεί με τη γέεν­να του πυρός που βρί­σκε­ται στον Άδη)»[Ματθ.5,22]. Μετα­λαμ­βά­νου­με επί­σης και των φρι­κτών μυστη­ρί­ων ανα­ξί­ως και φθο­νού­με και κακο­λο­γού­με· και μερι­κοί από εμάς πολ­λές φορές και μέθυ­σαν. Καθέ­να από αυτά τα αμαρ­τή­μα­τα και αυτό καθ’ εαυ­τό, μάλι­στα είναι ικα­νό να μας στε­ρή­σει τη βασι­λεία των ουρα­νών· όταν όμως και υπάρ­χουν όλα μαζί, ποια απο­λο­γία θα έχου­με;

Έχου­με ανάγ­κη πολ­λής μετά­νοιας, αγα­πη­τοί, πολ­λής προ­σευ­χής, πολ­λής καρ­τε­ρί­ας, πολ­λής προ­σο­χής, για να μπο­ρέ­σου­με να κερ­δί­σου­με τα αγα­θά που μας έχει υπο­σχε­θεί. Ας πού­με λοι­πόν και εμείς: «συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· ή καλύ­τε­ρα ας μην το λέμε μόνο, αλλά και έτσι να σκε­πτό­μα­στε· και αν κάποιος άλλος μας κατη­γο­ρή­σει, ας μην οργι­στού­με. Άκου­σε εκεί­νος, ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο τελώ­νης» και δεν οργί­στη­κε, αλλά λυπή­θη­κε· δέχθη­κε την υπε­ρο­χή και απέ­βα­λε το όνει­δος. Είπε εκεί­νος το τραύ­μα, ανα­ζή­τη­σε Αυτός το φάρ­μα­κο. Ας λέμε λοι­πόν: «Θεέ μου, συγ­χώ­ρη­σέ με τον αμαρ­τω­λό»· αλλά και αν άλλος μας ονο­μά­σει αμαρ­τω­λούς, ας μην αγα­να­κτού­με. Εάν όμως οι ίδιοι λέμε ότι δια­πρά­ξα­με μύρια κακά, και όταν το ακού­με από τους άλλους αγα­να­κτού­με, αυτό δεν είναι τότε ταπει­νο­φρο­σύ­νη, ούτε εξο­μο­λό­γη­ση, αλλά επί­δει­ξη και κενο­δο­ξία.

«Είναι επί­δει­ξη», θα μπο­ρού­σε να ανα­ρω­τη­θεί κάποιος, «να απο­κα­λείς τον εαυ­τό σου αμαρ­τω­λό;». Ναι· διό­τι απο­κτού­με φήμη ταπει­νο­φρο­σύ­νης, θαυ­μα­ζό­μα­στε, εγκω­μια­ζό­μα­στε· εάν όμως πού­με τα αντί­θε­τα για τους εαυ­τούς μας, μας περι­φρο­νούν. Ώστε και αυτό το κάνου­με για τη δόξα. Και τι είναι ταπει­νο­φρο­σύ­νη; Το να υπο­μέ­νεις την κατη­γο­ρία του άλλου, το να ανα­γνω­ρί­ζεις το αμάρ­τη­μά σου, το να αντέ­χεις τις κατη­γο­ρί­ες. Και ούτε αυτό θα ήταν δείγ­μα ταπει­νο­φρο­σύ­νης, αλλά ευγνω­μο­σύ­νης. Τώρα όμως απο­κα­λού­με βέβαια τους εαυ­τούς μας αμαρ­τω­λούς, ανα­ξί­ους και πόσα άλλα· αν όμως κάποιος άλλος μας απο­δώ­σει ένα από αυτά, στε­νο­χω­ρού­μα­στε, εξα­γριω­νό­μα­στε. Βλέ­πεις ότι δεν είναι εξο­μο­λό­γη­ση, ούτε ευγνω­μο­σύ­νη; Είπες ότι είσαι τέτοιος· μην αγα­να­κτείς όταν το ακούς και από τους άλλους και όταν ατι­μά­ζε­σαι· έτσι γίνον­ται ελα­φρύ­τε­ρα τα αμαρ­τή­μα­τά σου, όταν άλλοι σε κατη­γο­ρούν· διό­τι αυτοί στους εαυ­τούς τους προ­σθέ­τουν επι­πλέ­ον βάρος, ενώ εσέ­να σε οδη­γούν στην άσκη­ση της αρε­τής.

Άκου­σε τι είπε ο μακά­ριος Δαβίδ όταν τον κατα­ριό­ταν ο Σεμε­εί: «Επως δοι Κύριος ν τ ταπει­νώ­σει μου κα πιστρέ­ψει μοι γαθ ντ τς κατά­ρας ατο τ μέρ ταύτ(:Υπο­μέ­νω τις κατά­ρες του, μήπως ο Θεός δει αυτόν τον εξευ­τε­λι­σμό μου και με αντα­μεί­ψει με αγα­θά, αντί της κατά­ρας η οποία κατά την ημέ­ρα αυτήν εκσφεν­δο­νί­στη­κε εναν­τί­ον μου)» [Β΄Βασ.16,10–12]. Ενώ εσύ αν και λες για τον εαυ­τό σου το πιο μεγά­λο κακό, αγα­να­κτείς, όταν δεν ακούς από τους άλλους τα εγκώ­μια των μεγά­λων δικαί­ων. Βλέ­πεις ότι παί­ζεις με πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει κανείς να παί­ζει; Διό­τι αρνού­μα­στε τους επαί­νους άλλων, για να επι­σύ­ρου­με πάλι μεγα­λύ­τε­ρους επαί­νους, για να μας θαυ­μά­σουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Επο­μέ­νως το κάνου­με αυτό, όχι επει­δή δεν θέλου­με τα εγκώ­μια, αλλά για να τα αυξή­σου­με· και όλα γίνον­ται για τη δόξα μας, και όχι επει­δή πραγ­μα­τι­κά τα θέλου­με. Γι’ αυτό όλα είναι κενά, όλα μάταια.

Γι’ αυτό λοι­πόν παρα­κα­λώ τώρα να απο­μα­κρυν­θού­με από τη μητέ­ρα των κακών, την κενο­δο­ξία, και να ζήσου­με σύμ­φω­να με το θέλη­μα του Θεού, για να κερ­δί­σου­με και τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά, με τη βοή­θεια του Ιησού Χρι­στού του Κυρί­ου μας.

«Περιλθον ν μηλω­τας, ν αγεί­οις δέρ­μα­σιν, στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κακου­χού­με­νοι, ν οκ ν ξιος κόσμος, ν ρημί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ρεσι κα σπη­λαί­οις κα τας πας τς γς(:φορού­σαν για ρού­χα προ­βιές και γιδο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέσα σε στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πά­θειες. Ολό­κλη­ρος ο κόσμος δεν άξι­ζε όσο οι άγιοι αυτοί άνδρες, και ούτε μπο­ρού­σε να συγ­κρι­θεί με αυτούς. Περι­πλα­νιόν­ταν σε ερη­μιές και σε βου­νά, σε σπη­λιές και σε τρύ­πες της γης)»[Εβρ.11,37].

Πάν­το­τε βέβαια, κυρί­ως όμως όταν σκέ­πτο­μαι τα κατορ­θώ­μα­τα των αγί­ων, τότε μου έρχε­ται να ξεχνώ όλα τα δικά μου, διό­τι ούτε στο όνει­ρό μας δεν γνω­ρί­σα­με αυτά που εκεί­νοι οι άνδρες πέρα­σαν σε όλη τους τη ζωή, και αυτά δεν ήταν τιμω­ρία για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, αλλά, αν και σημεί­ω­ναν πάν­το­τε κατορ­θώ­μα­τα, όμως πάν­το­τε αντι­με­τώ­πι­ζαν θλί­ψεις. Πράγ­μα­τι, σκέ­ψου τον Ηλία, στον οποίο ανα­φέ­ρε­ται ο λόγος σήμε­ρα· διό­τι γι’ αυτόν το λέγει αυτό εδώ, το «φορού­σαν προ­βιές» και τελειώ­νει σε αυτόν τα παρα­δείγ­μα­τα χωρίς να αφή­σει ούτε αυτό που τους ήταν γνω­στό. Και αφού ανα­φέρ­θη­κε στους απο­στό­λους, ότι υπέ­στη­σαν τον θάνα­το με μάχαι­ρα, ότι λιθο­βο­λή­θη­καν, επα­νέρ­χε­ται πάλι στον Ηλία, που έπα­θε τα ίδια με αυτούς. Επει­δή δηλα­δή ήταν φυσι­κό να μην έχουν ακό­μη αυτοί τόση μεγά­λη ιδέα για τους απο­στό­λους, από αυτόν που ανα­λή­φθη­κε και υπερ­βο­λι­κά θαυ­μά­στη­κε, δηλα­δή τον προ­φή­τη Ηλία, φέρ­νει την παρη­γο­ριά και την παρά­κλη­ση.

«Φορού­σαν», λέγει, «δέρ­μα­τα προ­βά­των και δέρ­μα­τα γιδιών, γεμά­τοι στε­ρή­σεις, θλί­ψεις και κακο­πα­θή­μα­τα, και όλων αυτών δεν ήταν άξιος ο κόσμος αυτός». Ούτε ένδυ­μα είχαν, λέγει, να ντυ­θούν, εξαι­τί­ας των υπερ­βο­λι­κών θλί­ψε­ων, ούτε πόλη, ούτε σπί­τι, ούτε κατά­λυ­μα· αυτό ακρι­βώς που ο Χρι­στός έλε­γε: «Α λώπε­κες φωλεος χου­σι κα τ πετειν το ορανο κατα­σκη­νώ­σεις, δ υἱὸς το νθρώ­που οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:Οι αλε­πού­δες έχουν τρύ­πες που τις χρη­σι­μο­ποιούν ως φωλιές, και τα που­λιά του ουρα­νού έχουν μέρη για να κουρ­νιά­ζουν, ενώ ο υιός του ανθρώ­που (δηλα­δή εγώ που γεν­νή­θη­κα από την Παρ­θέ­νο και είμαι ο κατε­ξο­χήν άνθρω­πος γνω­στός από τις υπο­σχέ­σεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσ­σί­ας πρό­κει­ται να έλθω πάλι Κρι­τής ένδο­ξος πάνω στις νεφέ­λες του ουρα­νού) δεν έχει ούτε πού να ακουμ­πή­σει το κεφά­λι του. Μην περι­μέ­νεις λοι­πόν κι εσύ να έχεις σωμα­τι­κές ανέ­σεις και ανα­παύ­σεις, αλλά πάρε τις απο­φά­σεις σου γνω­ρί­ζον­τας από πριν ότι η ζωή των ακο­λού­θων μου είναι γεμά­τη από στε­ρή­σεις και θυσί­ες, όπως η δική μου)» [Ματθ.8,20].

Αλλά τι λέγω «δεν είχαν κατά­λυ­μα»; Ούτε τόπο για να στα­θούν είχαν· διό­τι ούτε όταν κατέ­φευ­γαν στην έρη­μο, ησύ­χα­ζαν· καθό­σον δεν είπε, «παρέ­μει­ναν στην έρη­μο», αλλά και εκεί ευρι­σκό­με­νοι έφευ­γαν και από εκεί κατα­διώ­κον­ταν· τους έδιω­χναν όχι μόνο από την κατοι­κη­μέ­νη περιο­χή, αλλά και από την ακα­τοί­κη­τη. Και υπεν­θυ­μί­ζει τους τόπους όπου ζού­σαν και τα γεγο­νό­τα που τους συνέ­βη­καν εκεί· «γεμά­τοι από στε­ρή­σεις και θλί­ψεις». «Έπει­τα», λέγει, «εσάς σας κατη­γο­ρού­σαν για τον Χρι­στό, και αυτό τα έκα­ναν στον Ηλία· τι είχαν να πουν σε βάρος του, και τον έδιω­χναν και τον κατα­δί­ω­καν και τον ανάγ­κα­ζαν να παλεύ­ει με την πεί­να;». Αυτό και αυτοί τότε πάθαι­ναν. Γι’ αυτό αλλού έλε­γε: «Τν δ μαθητν καθς ηπορετό τις, ρισαν καστος ατν ες δια­κο­νί­αν πέμ­ψαι τος κατοι­κοσιν ν τ ουδαί δελ­φος(:Οι μαθη­τές, λοι­πόν, ανά­λο­γα με τους πόρους και τα μέσα που διέ­θε­τε ο καθέ­νας, απο­φά­σι­σαν να στεί­λουν καθέ­νας απ’ αυτούς τη συν­δρο­μή του για να βοη­θή­σουν και να υπη­ρε­τή­σουν τους αδελ­φούς που κατοι­κού­σαν στην Ιου­δαία)»[Πράξ.11,29]. Πράγ­μα που συνέ­βη­κε και σε αυτούς.

«Κακου­χού­με­νοι», λέγει· δηλα­δή ήταν εκτε­θει­μέ­νοι σε όλα τα κακά, και στις οδοι­πο­ρί­ες και στους κιν­δύ­νους· πράγ­μα που και σε αυτούς συνέ­βαι­νε. Αλλά το «περιλθον», τι σημαί­νει; «Περι­πλα­νώ­με­νοι στις ερή­μους και στα όρη και στα σπή­λαια και στις τρύ­πες της γης». Τίπο­τε άλλο δεν δεί­χνει αυτό παρά μόνο παρου­σιά­ζει με μια λέξη, ότι περι­φέ­ρον­ταν όπως ακρι­βώς οι εξό­ρι­στοι και οι μετα­νά­στες, όπως ακρι­βώς εκεί­νοι που έχουν κατα­δι­κα­στεί για ατι­μί­ες, όπως εκεί­νοι που δεν είναι άξιοι να βλέ­πουν ούτε τον ήλιο και ούτε στην έρη­μο έβρι­σκαν κατα­φύ­γιο, αλλά έπρε­πε διαρ­κώς να φεύ­γουν, έπρε­πε να ανα­ζη­τούν κρύ­πτες, έπρε­πε ζων­τα­νοί να θάπτον­ται, πάν­το­τε να είναι φοβι­σμέ­νοι.

«Κα οτοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι τς πίστε­ως οκ κομί­σαν­το τν παγ­γε­λί­αν, το Θεο περ μν κρεττόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, να μ χωρς μν τελειωθσι(:Και όλοι αυτοί, αν και έλα­βαν εγκω­μια­στι­κή μαρ­τυ­ρία για την πίστη τους, δεν από­λαυ­σαν την υπό­σχε­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μί­ας, επει­δή ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς, ώστε να λάβουν σε τέλειο βαθ­μό τη σωτη­ρία χωρίς εμάς)»[Εβρ.11,39]. «Ποιος λοι­πόν», λέγει, «είναι ο μισθός της τόσο μεγά­λης ελπί­δας; Ποια είναι η αντα­πό­δο­ση;». Μεγά­λη είναι και τόσο μεγά­λη, ώστε να μην μπο­ρεί να εκφρα­στεί με τον λόγο. «Διό­τι αυτά», λέγει, «που οφθαλ­μός δεν είδε και αυτί δεν άκου­σε ούτε στην καρ­διά του ανθρώ­που ανέ­βη­καν, αυτά είναι εκεί­να που ετοί­μα­σε ο Θεός για εκεί­νους που τον αγα­πούν». Αλλά ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν, ακό­μη περι­μέ­νουν και πέθα­ναν έτσι μέσα σε τόση μεγά­λη θλί­ψη.

Και εκεί­νοι βέβαια έχουν τόσα πολ­λά χρό­νια που νίκη­σαν όλα αυτά και ακό­μη δεν τα απή­λαυ­σαν την αμοι­βή, και εσείς που βρί­σκε­στε ακό­μη στο στά­διο του αγώ­να, αδη­μο­νεί­τε; Σκε­φτεί­τε και εσείς τι σημαί­νει αυτό και πόσο ο Αβρα­άμ θα περι­μέ­νει· και τον από­στο­λο Παύ­λο που περι­μέ­νει πότε εσύ θα τελειω­θείς, για να μπο­ρέ­σουν τότε να λάβουν τον μισθό. Διό­τι, εάν και εμείς δεν παρα­βρε­θού­με εκεί, τους το προ­εί­πε ο Σωτή­ρας, δε θα τους αντα­μεί­ψει. Όπως ακρι­βώς ένας φιλό­στορ­γος πατέ­ρας εάν έλε­γε για τα παι­διά του, που ευδο­κι­μούν και έχουν ολο­κλη­ρώ­σει το έργο τους, να μην τα δώσουν να φάνε, εάν δεν έλθουν και οι αδελ­φοί τους. Και εσύ στε­νο­χω­ριέ­σαι για­τί ακό­μα δεν αμεί­φθη­κες; Τι λοι­πόν θα πρέ­πει να κάνει ο Άβελ, που πριν από όλους νίκη­σε, και ακό­μη περι­μέ­νει αστε­φά­νω­τος; Τι πρέ­πει επί­σης να κάνει ο Νώε; Και τι όλοι εκεί­νοι που έζη­σαν εκεί­να τα χρό­νια, που περι­μέ­νουν εσέ­να και τους μετά από εσέ­να; Βλέ­πεις ότι εμείς βρι­σκό­μα­στε σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέση από εκεί­νους; Καλά λοι­πόν είπε «ότι ο Θεός προ­έ­βλε­ψε κάτι καλύ­τε­ρο για εμάς». Για να μη νομί­ζουν δηλα­δή ότι πλε­ο­νε­κτούν απέ­ναν­τί μας εάν στε­φα­νώ­νον­ταν πρώ­τοι, όρι­σε να είναι κοι­νός για όλους ο και­ρός των στε­φά­νων και εκεί­νος που έχει νική­σει πριν τόσα πολ­λά χρό­νια μαζί σου να λάβει το στε­φά­νι.

Βλέ­πεις φρον­τί­δα; Και δεν είπε «για να μην στε­φα­νω­θούν χωρίς εμάς», αλλά «για να μην τελειω­θούν χωρίς εμάς»· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δεν θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· ώστε τότε θα φανούν και τέλειοι. Μας πρό­λα­βαν στους αγώ­νες, αλλά δε θα μας προ­λά­βουν και στα στε­φά­νια. Δεν αδί­κη­σε εκεί­νους, αλλά τίμη­σε εμάς· διό­τι και αυτοί περι­μέ­νουν τα αδέλ­φια τους. Εφό­σον όλοι είμα­στε ένα σώμα, μεγα­λύ­τε­ρη γίνε­ται η ηδο­νή στο σώμα, όταν από κοι­νού στε­φα­νώ­νε­ται και όχι μεμο­νω­μέ­να. Πράγ­μα­τι οι δίκαιοι και ως προς αυτό είναι αξιο­θαύ­μα­στοι, διό­τι χαί­ρον­ται για τα αγα­θά των αδελ­φών τους, σαν να είναι δικά τους. Ώστε αυτό είναι σύμ­φω­νο και με την επι­θυ­μία εκεί­νων, το να στε­φα­νω­θούν δηλα­δή μαζί με όλα τα μέλη του σώμα­τός τους· διό­τι το να δοξα­στούν μαζί είναι μεγά­λη ηδο­νή. «Λοι­πόν και εμείς, αφού έχου­με γύρω μας ένα τόσο πυκνό σύν­νε­φο μαρ­τύ­ρων».

Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις η Γρα­φή παρου­σιά­ζει την παρη­γο­ριά στα κακο­πα­θή­μα­τα από τα γεγο­νό­τα που συμ­βαί­νουν, όπως όταν λέγει ο προ­φή­της: «Κα σται ες σκιν π καύ­μα­τος κα ν σκέπ κα ν ποκρύφ π σκλη­ρό­τη­τος κα ετο(:Όλοι και όλα, όσα υπάρ­χουν κάτω από τη δρο­σε­ρή σκιά της νεφέ­λης, θα προ­στα­τεύ­ον­ται από το καύ­μα του ηλί­ου, θα σκε­πά­ζον­ται από τις ραγδαί­ες κατα­στρε­πτι­κές βρο­χές, θα ευρί­σκον­ται σε ασφά­λεια και θα ζουν με άνε­ση)»[Ησ.4,6]·και ο Δαβίδ: «μέρας λιος ο συγ­καύ­σει σε, οδ σελή­νη τν νύκτα(:Τότε κατά την ημέ­ρα ο ήλιος δεν θα σε καυ­μα­τί­σει, ούτε η σελή­νη θα σε βλά­ψει κατά την νύκτα)» [Ψαλμ. 120,6].Αυτό λοι­πόν και εδώ λέγει, ότι η μνή­μη των αγί­ων εκεί­νων ανδρών, ως νέφος θα σκιά­ζει εκεί­νον που φλέ­γε­ται από θερ­μό­τε­ρη ακτί­να· έτσι ανα­σταί­νει και ανα­ζω­ο­γο­νεί την ψυχή, που είναι απο­κα­μω­μέ­νη από τις δυστυ­χί­ες. Και δεν είπε: «που αιω­ρεί­ται πάνω από εμάς», αλλά «που μας περι­βάλ­λει», που είναι πολύ πιο ανώ­τε­ρο· το κάνει για να δηλώ­σει με αυτό, ότι περι­βάλ­λον­τάς μας, είναι φυσι­κό ότι θα μας έχει σε μεγα­λύ­τε­ρη ασφά­λεια. Μάρ­τυ­ρες ονο­μά­ζει όχι μόνο αυτούς που ανα­φέ­ρον­ται στην Και­νή Δια­θή­κη, αλλά και στην Παλαιά· καθό­σον και αυτοί μαρ­τύ­ρη­σαν για το μεγα­λείο του Θεού· όπως οι τρεις παί­δες, οι περί τον Ηλία, οι προ­φή­τες όλοι.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή, ομι­λί­ες ΚΓ΄(κατ΄επιλογήν), ΚΖ΄(κατ΄επιλογήν) και ΚΗ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983, τόμος 25, σελί­δες 136–145, 220–237 και 239–243.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htmΑ

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 22-12-1991]

(Β 256, έκδο­σις Β΄)

Όταν ο Θεός παρήγ­γει­λε, σεβα­σμιώ­τα­τε και αγα­πη­τοί μου αδελ­φοί, εις τους πρω­το­πλά­στους να μη δοκι­μά­σουν από τον καρ­πόν ορι­σμέ­νου δέν­δρου, ήθε­λε να εισα­γά­γει εις την ζωήν των την πίστιν εις τον Θεόν. «Πίστις» εδώ σημαί­νει εξάρ­τη­σις. Και η πίστις θα ήτο ν λευ­θε­ρί. Για­τί αλλιώ­τι­κα η εξάρ­τη­σις χωρίς ελευ­θε­ρί­αν, παύ­ει να είναι ελευ­θε­ρία και έτσι εισά­γε­ται ο κατα­ναγ­κα­σμός. Έτσι η πίστις εισά­γε­ται από τον Θεό εις τους πρω­το­πλά­στους, δυστυ­χώς όμως ηθε­τή­θη. Ηθε­τή­θη για­τί ακρι­βώς υπήρ­χε η ελευ­θε­ρία. Είπα όμως «δυστυ­χώς», διό­τι δεν είναι –και προ­σέ­ξα­τέ το αυτό- η επι­λο­γή μετα­ξύ καλού και κακού η ελευ­θε­ρία αλλά η δυνα­τό­τη­τα του καλού και του κακού, μένον­τας όμως εις το αγα­θόν. Αυτή είναι η έννοια της ελευ­θε­ρί­ας. Παν­τού. Όχι μόνο στις σχέ­σεις μας με τον Θεό, αλλά και στις σχέ­σεις μας μετα­ξύ μας και στους πολί­τες ανά­με­σα μιας πολι­τεί­ας, μετα­ξύ πολι­τών και πολι­τεί­ας κ.ο.κ. Επει­δή δε είναι ακρι­βώς μετα­ξύ επι­λο­γής καλού ή κακού, γι΄αυτό έχο­με πάσαν κακο­δαι­μο­νί­αν, που απορ­ρέ­ει από μία κακώς νοου­μέ­νη ελευ­θε­ρί­αν.

Τι είναι ελευ­θε­ρία; Η δυνα­τό­τη­τα να δια­λέ­ξεις ανά­με­σα στο καλό και στο κακό. Η δυνα­τό­τη­τα. Και όχι να δια­λέ­ξεις για­τί θέλεις το κακό. Για­τί αλλιώ­τι­κα, για­τί να τιμω­ρεί­σαι; Αμέ­σως εδώ φαί­νε­ται καθα­ρά ότι δεν είναι η επι­λο­γή, αλλά είναι η δυνα­τό­της. Όταν λοι­πόν οι πρω­τό­πλα­στοι ηθέ­τη­σαν τον Θεόν, πώς Τον ηθέ­τη­σαν; Ηθέ­τη­σαν την πίστιν. Δεν εδέ­χθη­σαν εκεί­νο το οποίο ο Θεός τους είπε, τώρα ο Θεός έρχε­ται πάλι, εν ευδο­κία να σώσει τους ανθρώ­πους και επα­νει­σά­γει την πίστιν σαν μέθο­δο προ­σεγ­γί­σε­ως του Θεού. Βλέ­πε­τε, δεν παραι­τεί­ται ο Θεός από τας μεθό­δους Του. Την μέθο­δον την πρώ­την, δηλα­δή την πίστιν, αυτήν επα­νει­σά­γει πάλι, δια να σώσει τους ανθρώ­πους. Και η πίστις αυτή, δεν θα ήταν απλώς εις τον λόγον του Θεού, όπως τότε, αλλά θα ήτο εις το Θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πο του Χρι­στού. Δηλα­δή κάτι βαθύ­τε­ρο. Εκεί πάλι το ίδιο πρό­σω­πο μίλη­σε. Ο Θεός Λόγος. Αλλά εδώ είναι κάτι βαθύ­τε­ρο. Εκεί ήταν η πίστις απλώς σε έναν λόγον. Βέβαια λόγος του Θεού. Εδώ είναι σε ένα πρό­σω­πον Το οποί­ον πρό­σω­πον ομι­λεί και η πίστις πρέ­πει να απο­τα­θεί εις αυτό το πρό­σω­πο και όχι απλώς σε έναν λόγο. Έτσι η πίστις γίνε­ται η μεγα­λυ­τέ­ρα αρε­τή και η βασι­κο­τέ­ρα προ­ϋ­πό­θε­σις της σωτη­ρί­ας.

Γι΄αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος στη σημε­ρι­νή του απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, όπως θα ακού­σα­τε, που είναι ο ύμνος της πίστε­ως ‑είναι στην προς Εβραί­ους επι­στο­λή στο 11ο κεφά­λαιο- ότι «χωρς πίστε­ως δύνα­τον εαρεστσαι». «Χωρίς την πίστιν», λέγει, «είναι αδύ­να­τον να ευα­ρε­στή­σει κανείς εις τον Θεόν». Προ­σέξ­τε, «εαρεστσαι». Δεν μπο­ρείς να είσαι ευά­ρε­στος εις τον Θεόν, εάν δεν έχεις αυτήν την πίστιν. «Πιστεσαι γρ δε τν προ­σερ­χό­με­νον τ Θε τι στι κα τος κζη­τοσιν ατν μισθα­πο­δό­της γίνε­ται». «Πρέ­πει», λέγει, «να πιστεύ­σει εκεί­νος που προ­σέρ­χε­ται εις τον Θεόν, ότι υπάρ­χει, και ακό­μη, εις εκεί­νους οι οποί­οι Τον εκζη­τούν, γίνε­ται μισθα­πο­δό­της». Έτσι βλέ­πο­με εδώ στην προς Εβραί­ους στο 11ο κεφά­λαιο, λέγει ο Από­στο­λος, ότι η πίστις έχει δύο σκέ­λη. Πρώ­τον είναι η πίστις εις την ύπαρ­ξιν του Θεού, «τι στι», ότι υπάρ­χει, και δεύ­τε­ρον είναι η ανα­ζή­τη­σις του Θεού -«κα τος κζη­τοσιν ατν». Έχο­με λοι­πόν εδώ δύο σκέ­λη. Πράγ­μα­τι δεν είναι αρκε­τόν να πεις «πιστεύω εις τον Θεόν», αλλά θα πρέ­πει και να εκζη­τείς τον Θεόν. Για να μπο­ρείς να γνω­ρί­σεις Ποιος είναι και τι θέλει από σένα. Δηλα­δή να γνω­ρί­σεις το θέλη­μά Του, για να στα­θείς σωστά απέ­ναν­τι στο θέλη­μά Του, εις το να ευα­ρε­στή­σεις τώρα τον Θεόν σε εκεί­νο το οποίο θέλει Εκεί­νος, όπως λέγει στην προς Ρωμαί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος.

Η διά­νοια λοι­πόν δεν προ­η­γεί­ται, αλλά η πίστις προ­η­γεί­ται στην γνώ­σιν. Πώς γνω­ρί­ζω; Οι φιλό­σο­φοι έλε­γαν «διά τς δια­νοί­ας», «διά τν ασθή­σε­ων», «διά τς δια­νοί­ας καί τν ασθή­σε­ων», όπως έλε­γε ο Αρι­στο­τέ­λης. Πώς γνω­ρί­ζω; Νέο στοι­χεί­ον: Δια της πίστε­ως. Η διά­νοια λοι­πόν δεν προ­η­γεί­ται. Γι’ αυτό λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την προς Εβραί­ους: «Πίστει νοομεν(:Δια της πίστε­ως κατα­λα­βαί­νο­με) κατηρ­τί­σθαι τος αἰῶνας ήμα­τι Θεο, ες τ μ κ φαι­νο­μέ­νων τ βλε­πό­με­να γεγο­νέ­ναι». Έτσι, με την πίστιν, καθα­ρά το βλέ­πο­με, ευα­ρε­στού­με εις τον Θεόν και με την πίστιν γνω­ρί­ζο­με τον Θεόν.

Η πίστις είναι, συνε­πώς, η μεγά­λη δοκι­μα­σία της προ­αι­ρέ­σε­ως. Θα το επα­να­λά­βω. Η πίστις είναι η μεγά­λη δοκι­μα­σία της προ­αι­ρέ­σε­ως. Θέλεις ή δεν θέλεις να πιστεύ­σεις; Αλλά είναι ταυ­τό­χρο­να και η μεγά­λη ανά­παυ­σις της δια­νοί­ας. Η διά­νοια ξεκου­ρά­ζε­ται. Το είπε ο Θεός· δεν έχω τίπο­τα να αγω­νιώ τού­το, για κεί­νο ή το άλλο πώς είναι. Το είπε ο Θεός! Περι­πέ­τεια λοι­πόν της προ­αι­ρέ­σε­ως, ανά­παυ­σις της δια­νοί­ας. Ο Από­στο­λος Παύ­λος θέλει να τονί­σει αυτήν τη μεγά­λη αξία της πίστε­ως και ότι γεν­νά ηρωι­σμόν και ότι απο­τε­λεί βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση προ­σεγ­γί­σε­ως του θεαν­θρω­πί­νου προ­σώ­που του Χρι­στού, ανα­φέ­ρει ένα πλή­θος περι­πτώ­σε­ων, πλή­θος ονο­μά­των που επί­στευ­σαν και δικαιώ­θη­σαν, στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή. Επι­τρέ­ψα­τέ μου να πάρω δυο τρεις τέσ­σε­ρις ‑ό,τι προ­λά­βο­με- περι­πτώ­σεις.

Πρώ­τη περί­πτω­σις: Είναι πολ­λές, ανα­φέ­ρει πάρα πολ­λές. Αν θέλε­τε, μάλι­στα, ο Συνα­ξα­ρι­στής, στο Μηναί­ον, της Κυρια­κής των Προ­πα­τό­ρων ‑αν έχε­τε Συνα­ξα­ρι­στή, κοι­τάξ­τε σπί­τι σας- ο Συνα­ξα­ρι­στής ανα­φέ­ρει 95 περι­πτώ­σεις! Λοι­πόν, λέγει ο Από­στο­λος: «Πίστει πλεί­ο­να θυσί­αν βελ παρ Κάϊν προ­σή­νεγ­κε τ Θε, δι᾿ ς μαρ­τυ­ρή­θη εναι δίκαιος, μαρ­τυ­ροντος π τος δώροις ατο το Θεο». Δηλα­δή: «Δια της πίστε­ως περισ­σό­τε­ρο ο Άβελ από τον Κάιν προ­σέ­φε­ρε πιο πολ­λή θυσία εις τον Θεόν, δια της οποί­ας θυσί­ας εμαρ­τυ­ρή­θη ότι είναι δίκαιος». «Δίκαιος» εδώ θα πει ενά­ρε­τος. Δεν είναι η δικαιο­σύ­νη με την στε­νή σημα­σία της λέξε­ως. Αλλά με την ευρεία, που θα πει ενά­ρε­τος και δίκαιος, ε.., συγνώ­μη, άγιος.

«Μαρ­τυ­ροντος π τος δώροις ατο»· που μαρ­τυ­ρά­ει για τα δώρα του Αυτός ο Θεός. Ναι! Στην Και­νή Δια­θή­κη δε ο Χρι­στός είπε: «θα ζητη­θεί» λέει, «από τη γενεά αυτή κάθε ευθύ­νη από το αίμα του δικαί­ου Άβελ, έως του Ζαχα­ρί­ου» κ.τ.λ. ‑του δικαί­ου Άβελ. Το είπε και ο Χρι­στός. Αλλά και η Παλαιά Δια­θή­κη αυτό το κατα­μαρ­τυ­ρεί. Για­τί; Επει­δή επί­στευ­σαν. Και προ­σέ­φε­ρε και σε ποσό­τη­τα και σε ποιό­τη­τα ό,τι καλύ­τε­ρο είχε εις τον Θεόν. Για­τί; Για­τί επί­στευ­σε. Τι θα πει «επί­στευ­σε»; Δεν πίστευε ο Κάιν; Κι εκεί­νος δεν προ­σέ­φε­ρε θυσί­αν; Τι θα πει «επί­στευ­σε»; Με την προ­αί­ρε­σή του και την καρ­διά του ζητού­σε την εξάρ­τη­σή του από τον Θεόν. Την εξάρ­τη­σή του, το υπο­γραμ­μί­ζω. Το αντί­θε­τον αυτού είναι η αυτο­νο­μία. Το αμάρ­τη­μα το προ­πα­το­ρι­κόν. Θα γίνο­με Θεοί χωρίς τον Θεό. Και αυτό το προ­πα­το­ρι­κόν αμάρ­τη­μα επα­να­λαμ­βά­νε­ται μέσα στους αιώ­νες από όλους τους ανθρώ­πους, πλην των δικαί­ων.

Δεύ­τε­ρο σημείο: «Πίστει νχ μετε­τέ­θη το μ δεν θάνα­τον, κα οχ ερίσκε­το, διό­τι μετέ­θη­κεν ατν Θεός· πρ γρ τς μετα­θέ­σε­ως ατο μεμαρ­τύ­ρη­ται εηρε­στη­κέ­ναι τ Θε». «Δια της πίστε­ως ο Ενώχ», λέγει, «μετε­τέ­θη». Κάπου πήγε. Κάπου τον έβα­λε ο Θεός. Πού; Κάπου στον ουρα­νό. Όχι στη Γη. Κάπου στον ουρα­νό. Για να μην γνω­ρί­σει θάνα­τον. Και δεν ευρί­σκε­το. Ψάχναν να τον βρουν και που­θε­νά δεν τον έβρι­σκαν. Διό­τι τον μετέ­θε­σε ο Θεός. Το λέει η Παλαιά Δια­θή­κη, το επα­να­λαμ­βά­νει ο Από­στο­λος Παύ­λος. Διό­τι προ της μετα­θέ­σε­ώς του, επή­ρε την μαρ­τυ­ρί­αν ότι είχε ευα­ρε­στή­σει εις τον Θεόν. Σε τι ευη­ρέ­στη­σε; Δια της πίστε­ως. «Πίστει», που λέει εδώ στην αρχή ο Από­στο­λος Παύ­λος. Τι επί­στευ­σε; Αλη­θι­νά στον Θεό. Κι εδώ τώρα βλέ­πο­με, με τον Άβελ, προ­σέξ­τε αυτό το σημείο, ο Θεός δεί­χνει ότι αυτό που είχε πει…τι είχε πει; Ότι θα εισή­γε­το ο θάνα­τος εάν παρέ­βαι­ναν την εντο­λήν Του, ιδού! Είναι ο πρώ­τος που πεθαί­νει ο Άβελ. Είναι ο πρώ­τος άνθρω­πος που πεθαί­νει ο Άβελ. Με την μετά­θε­ση του Ενώχ, που δεν πεθαί­νει, θέλει να δεί­ξει ο Θεός ότι υπάρ­χει κι άλλος κόσμος πέραν του αισθη­τού. Ότι μετά της ψυχής θα συνυ­πάρ­χει και το σώμα. Και ακό­μη ένα τρί­το, ότι εις τους δικαί­ους επι­φυ­λάσ­σε­ται πλου­σία αμοι­βή. Ιδού. Ώστε λοι­πόν δεί­χνει ότι ο Θεός είναι δυνα­τός να δώσει τον θάνα­τον, να επι­τρέ­ψει τον θάνα­τον, για­τί ο Θεός δεν είναι ο ειση­γη­τής του θανά­του, αλλά ο διά­βο­λος, να επι­τρέ­ψει τον θάνα­τον, είναι δυνα­τός να δώσει την αιώ­νιον ζωήν. «Για­τί», θα ’λεγε κανείς, «θα ήσαν αιώ­νιοι πάνω στη Γη οι πρω­τό­πλα­στοι;». Ναι, εάν δεν παρέ­βαι­ναν την εντο­λή. Δεν θα υπήρ­χε ο θάνα­τος.

Ας πάμε σε ένα τρί­το σημείο. Συνε­χί­ζει ο Από­στο­λος και λέγει ‑κατ’ επι­λο­γήν τα παίρ­νω: «Πίστει χρη­μα­τι­σθες Νε περ τν μηδέ­πω βλε­πο­μέ­νων, ελαβη­θες κατε­σκεύ­α­σε κιβωτν ες σωτη­ρί­αν το οκου ατο, δι᾿ ς κατέ­κρι­νε τν κόσμον(:κατε­δί­κα­σε τον κόσμο), κα τς κατά πίστιν δικαιο­σύ­νης γένε­το κλη­ρο­νό­μος». Τι του είπε ο Θεός; Θα γίνει κατα­κλυ­σμός. Ξέρε­τε, να είναι χαρά Θεού, και να σου πει ο Θεός: «Θα γίνει κατα­κλυ­σμός». Σε ποιο βαθ­μό θα πνι­γούν οι άνθρω­ποι; Όλοι οι άνθρω­ποι, μα όλοι οι άνθρω­ποι, εάν δεν μετα­νο­ή­σουν. Κι αυτό…α, σήμε­ρα έχο­με ωραίο και­ρό. Και αύριο. Και του χρό­νου… Εκα­τόν είκο­σι χρό­νια! Ωραί­ος και­ρός. Επί­στευ­σε όμως ο Νώε. Και κατα­σκευά­ζει την κιβω­τόν. Και σώζε­ται δια της Κιβω­τού. Κι εδώ τι γίνε­ται; Κλη­ρο­νό­μος της κατά πίστιν δικαιο­σύ­νης. Έγι­νε κλη­ρο­νό­μος της αρε­τής, της αγιό­τη­τος, που συνί­στα­ται από την πίστιν.

Ένα τέταρ­τον σημεί­ον. Ξέρε­τε σήμε­ρα γιορ­τά­ζο­με, έχο­με μνή­μη «τν εαρε­στη­σάν­των Θε πό δάμ ως ωσήφ το Μνή­στο­ρος». Το ακού­σα­τε και στην από­λυ­ση. «Πίστει καλού­με­νος βραμ πήκου­σεν ξελ­θεν ες τν τόπον ν μελ­λε λαμ­βά­νειν ες κλη­ρο­νο­μί­αν, κα ξλθε μ πιστά­με­νος πο ρχε­ται». «Δια της πίστε­ως εκλή­θη ο Αβρα­άμ να βγει από τη χώρα του, την πόλη του και τη χώρα του και ότι επρό­κει­το να πάρει κλη­ρο­νο­μί­αν από τον Θεόν, μ πιστά­με­νος πο ρχε­ται. Δεν ήξε­ρε πού πάει». Του είπε ο Θεός: «Φύγε. Θα σου πω Εγώ πού θα πας. Φύγε. Πήγαι­νε». Και πήγε βορειο­δυ­τι­κά. Πάνω στη Συρία. Από την Ουρ, πόλιν της Μεσο­πο­τα­μί­ας. Μάλι­στα κον­τά στον Περ­σι­κό κόλ­πο η Ουρ κον­τά. Βορειο­δυ­τι­κά προς Συρί­αν. Του λέει ο Θεός: «Κάθι­σε εδώ». Ύστε­ρα από και­ρό του λέει: «Φύγε. Θα σου δεί­ξω πού θα πας. Προς Νότον». Και ήρθε στη γη Χανα­άν.

«Πίστει παρκησεν ες τν γν τς παγ­γε­λί­ας ς λλο­τρί­αν(: Δια της πίστε­ως παρώ­κη­σε, κατοί­κη­σε, εις την γην της υπο­σχέ­σε­ως, σαν ξένη χώρα), ν σκη­νας κατοι­κή­σαςΔεν έκτι­σε. Δεν έκα­νε οικο­δο­μές. Αλλά σε σκη­νές. Δια το πρό­χει­ρον. Για­τί πρό­χει­ρο; Αφού ο Θεός του είπε ότι «αυτή η γη είναι δική σου»-. Και κατοί­κη­σε «μετ σακ κα ακβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς παγ­γε­λί­ας τς ατς» -της ιδί­ας επαγ­γε­λί­ας, υπο­σχέ­σε­ως, μαζί με τον γιο του και τον εγγο­νό του. Για­τί; Για­τί επί σκη­νών;-

«ξεδέ­χε­το γρ τν τος θεμε­λί­ους χου­σαν πόλιν, ς τεχνί­της κα δημιουργς Θεός». Δεν έδω­σε σημα­σία σε αυτή τη γη. Την είδε γρή­γο­ρα ο Αβρα­άμ και οι από­γο­νοί του, ο Ισα­άκ και ο Ιακώβ, γρή­γο­ρα είδαν ότι είναι ένα σύμ­βο­λον. Λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος ότι δεν πήραν ούτε ενός ποδός γη. Πόσο είναι μία πατού­σα; Τριάν­τα εκα­το­στά. Ούτε 30 εκα­το­στά γη δεν πήραν… Θέλε­τε ακό­μη; Και τον τάφο που χρειά­στη­κε να θάψει τη γυναί­κα του τη Σάρ­ρα, σε ένα σπή­λαιο, το λεγό­με­νο «διπλον σπή­λαιον» κι ήταν ξένη ιδιο­κτη­σία, των κατοί­κων της γης Χανα­άν, το αγό­ρα­σε το σπή­λαιο. Και λέει και την τιμή. Τετρα­κό­σια αργυ­ρά δίδραχ­μα. Για­τί; Δηλα­δή ούτε έναν τάφο δεν μπο­ρού­σε να έχει; Πού ήτο η επαγ­γε­λία του Θεού; Η γη της επαγ­γε­λί­ας πού ήτο; Το προ­σέ­ξα­τε; «ξεδέ­χε­το γρ τν τος θεμε­λί­ους χου­σαν πόλιν, ς τεχνί­της κα δημιουργς Θεός». Την άκτι­στον πατρί­δα.

Ύστε­ρα, λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος, ότι είχαν και­ρό, αν ήθε­λαν, αν είδαν ότι εξη­πα­τή­θη­σαν ή ό,τι άλλο, είχαν και­ρό, ακού­στε: «τι ξηπα­τή­θη­σαν» από τον Θεόν, είχαν και­ρό να ξανα­γυ­ρί­σουν πίσω. Δεν γύρι­σε πίσω ο Αβρα­άμ. Και όχι μόνον αυτό. Όταν έστει­λε τον δού­λο του τον Ελε­ά­ζα­ρο εις την Ουρ, του είπε: «Πρό­σε­ξε· θα μου φέρεις από εκεί γυναί­κα για τον γιο μου τον Ισα­άκ. Πρό­σε­ξε. Ο Ισα­άκ δεν πρέ­πει να επι­στρέ­ψει ποτέ εις την Ουρ». Και τον όρκι­σε τον Ελε­ά­ζα­ρο. Μπο­ρού­σε λοι­πόν να γυρί­σει ο Αβρα­άμ πίσω. Όταν έβλε­πε ότι δεν είχε τίπο­τα. Είναι ξένοι. Ξένοι λαοί κατοι­κού­σαν στη γη Χανα­άν, οι Χανα­α­νί­ται. «Λοι­πόν, είχε και­ρό να γυρί­σει πίσω», λέει ο Από­στο­λος. Αλλά είχε πιστέ­ψει· ότι αυτή η χώρα ήτο ‑θα το πω για δεύ­τε­ρη φορά- σύμ­βο­λον. Σύμ­βο­λον μιας άλλης χώρας, μιας άλλης πατρί­δος. Εκεί­νο που θα γρά­ψει αργό­τε­ρα ο Από­στο­λος Παύ­λος: «Οκ χομεν δε μένου­σαν πόλιν, λλά τήν μένου­σαν πιζη­τομεν». Την Βασι­λεία του Θεού.

Ακό­μη ένα σημείο να πάρο­με. Μία πέμ­πτη περί­πτω­ση: «Πίστει Μωϋσς μέγας γενό­με­νος ρνή­σα­το λέγε­σθαι υἱὸς θυγατρς Φαραώ, μλλον λόμε­νος(:μάλ­λον προ­τι­μών­τας) συγ­κα­κου­χεσθαι τ λα το Θεο πρό­σκαι­ρον χειν μαρ­τί­ας πόλαυ­σιν, μεί­ζο­να πλοτον γησά­με­νος τν Αγύπτου θησαυρν τν νει­δι­σμν το Χρι­στο· πέβλε­πε γρ ες τν μισθα­πο­δο­σί­αν».Ο Μωυ­σής τι ήτο; Θετός υιός της θυγα­τρός του Φαραώ. Τι θα εγί­νε­το; Φαραώ θα εγί­νε­το μίαν ημέ­ραν. Βασι­λιάς της Αιγύ­πτου. Φαραώ είναι γενι­κός τίτλος. Όπως θα λέγα­με «Καί­σαρ». Θα εγί­νε­το βασι­λιάς της Αιγύ­πτου. Αλλά τι; Επρο­τί­μη­σε να συγ­κα­κου­χεί­ται με τον λαό του Θεού, να φύγει, παρά να έχει την από­λαυ­ση κάποιων αγα­θών. Για­τί λέει: «μαρ­τί­ας πόλαυ­σιν»; Θα μου το βρεί­τε; Διό­τι θα ήτο άρνη­σις της πίστε­ως. Ενώ τώρα προ­τι­μά να συγ­κα­κου­χεί­ται, επει­δή μπαί­νει η πίστις. Ποία πίστις; Ότι «πέβλε­πε γρ ες τν μισθα­πο­δο­σί­αν». Ήτο Εβραί­ος. Η μάνα του που τον μεγά­λω­σε, σαν δήθεν παρα­μά­να, ντα­ντά, σαν δήθεν, του έβα­λε μέσα όλο το θέμα του λαού της στον Μωυ­σή. Και του είπε: «Παι­δί μου, ξέρεις το και το, είμε­θα από­γο­νοι του Αβρα­άμ, ο οποί­ος δια της πίστε­ως κατοί­κη­σε εις την γην Χανα­άν» κ.λπ. κ.λπ. Επρο­τί­μη­σε να συγ­κα­κου­χεί­ται για­τί απέ­βλε­πε εις την μισθα­πο­δο­σί­αν, δηλα­δή στην πίστη και όχι τα αγα­θά της Αιγύ­πτου, που θα ήτο σε αυτήν την περί­πτω­ση. Διό­τι το να απο­λαμ­βά­νεις κάποια αγα­θά δεν είναι αμαρ­τία. Διό­τι θα ηρνεί­το την πίστιν, προ­κει­μέ­νου να απο­λαύ­σει τα αγα­θά της Αιγύ­πτου. Και δεν θα πήγαι­νε μαζί με τον λαό του Θεού. Και δεν θα ήτο ο αρχη­γός του λαού.

Πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα υπάρ­χουν. Πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα που ανα­φέ­ρει ο Από­στο­λος στην προς Εβραί­ους. Σας προ­κα­λώ, πηγαί­νε­τε σπί­τι σας να δια­βά­σε­τε εις την προς Εβραί­ους επι­στο­λήν κι εκεί θα τα βρεί­τε. Γενι­κώς όμως, χωρίς την πίστη, είναι αδύ­να­το να υπάρ­ξει το μαρ­τύ­ριο. Γι’ αυτό σημειώ­νει ο Από­στο­λος, σήμε­ρα ειπώ­θη­κε και ακού­στη­κε: «τεροι δ μπαιγμν κα μαστγων περαν λαβον, τι δ δεσμν κα φυλακς». «Άλλοι», λέγει, «μαστι­γώ­θη­καν, κοροϊ­δεύ­τη­καν, επή­ραν πεί­ρα φυλα­κών και δεσμών». «Δεσμά» είναι και οι φυλα­κές, είναι και οι αλυ­σί­δες. Είναι και τα δυο.· λιθσθη­σαν(:πετρο­βο­λή­θη­καν), πρσθη­σαν(:πριο­νί­στη­καν-Πρι­στή­ριο θα πει πριο­νι­στή­ριο), πειρσθη­σαν(:Μπή­καν σε δοκι­μα­σί­ες μεγά­λες), ν φν μαχαρας πθανον(:πέθα­ναν αφού τους εσκό­τω­σαν), περιλθον ν μηλω­τας(:έφυ­γαν στα βου­νά και στα δάση με προ­βιές ζώων, για­τί δεν είχαν πώς να ντυ­θούν), ν αγεοις δρμα­σιν(: με δέρ­μα­τα αιγών), στε­ρομενοι(:δεν είχαν να φάνε), θλιβμενοι, κακου­χομενοι, ν(:των οποί­ων) οκ ν ξιος κσμος(:Δεν συγ­κρι­νό­ταν ο κόσμος σε αξία μπρο­στά τους), ν ρημαις πλανμενοι(:στις ερη­μιές επλα­νών­το) κα ρεσι(:στα βου­νά) κα σπη­λαοις κα τας πας τς γς(:και στα σπή­λαια και στις τρύ­πες της γης)». Για­τί; Επει­δή επί­στευαν. Και ο κόσμος δεν ήθε­λε αυτοί να πιστεύ­ουν. Γι΄αυτό εκυ­νη­γή­θη­σαν.

Αυτή η εικό­να, όπως σας τη διά­βα­σα αυτή την περι­κο­πή, τι σας θυμί­ζει; Δεν σας θυμί­ζει περι­γρα­φή μελ­λόν­των γενέ­σθαι; Δεν σας θυμί­ζει περι­γρα­φή μελ­λόν­των γενέ­σθαι; Θα επα­να­λά­βουν την ιδί­αν εικό­να οι άγιοι, δηλα­δή οι πιστοί, εις τα έσχα­τα της Ιστο­ρί­ας επί ημέ­ρες Αντι­χρί­στου. Για­τί θα διω­χθούν; Επει­δή θα πιστεύ­ουν. Εκεί το κατα­λα­βαί­νο­με. Επει­δή θα πιστεύ­ουν. Είναι εκπλη­κτι­κόν, αγα­πη­τοί. Το αντι­λαμ­βα­νό­με­θα; Ότι αυτά δεν είναι πράγ­μα­τα τα οποία έγι­ναν και τώρα δια­τη­ρού­με μίαν ακα­δη­μαϊ­κήν μνή­μην. Είναι πράγ­μα­τα ζων­τα­νά και τρέ­χον­τα και υπαρ­κτά και σήμε­ρα και αύριο μέχρι πού να τελειώ­σει η Ιστο­ρία, να τελειώ­σει αυτός ο αιώ­νας. Μας ενδια­φέ­ρουν αμε­σό­τα­τα. Και βλέ­πον­τες τι έγι­νε τότε, θα κάνο­με εμείς τι πρέ­πει να γίνει παρα­κά­τω. Σας είπα, μία εικό­να των εσχά­των.

Αγα­πη­τοί μου, είμε­θα προ της εορ­τής των Χρι­στου­γέν­νων. Δηλα­δή της μνή­μης του Εναν­θρω­πή­σαν­τος Υιού του Θεού. Και μας παρα­θέ­τει αυτήν την θαυ­μα­σία εικό­να, περι­κο­πή, η Εκκλη­σία, από τον Από­στο­λο στην προς Εβραί­ους· που είναι αυτός ο ύμνος της πίστε­ως. Για να μας θυμί­σει την πίστη στο θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο του Ιησού Χρι­στού. Η πίστις εστά­θη η πρώ­τη εντο­λή. Και η πρώ­τη αρε­τή. Στους ανθρώ­πους, τότε, από τον αρχαί­ον Παρά­δει­σον. Η πρώ­τη αρε­τή. Η πρώ­τη εντο­λή. Και η πρώ­τη αρε­τή. Για­τί ξέπε­σαν οι πρω­τό­πλα­στοι; Επει­δή δεν επί­στευ­σαν. Για­τί βγή­καν από τον Παρά­δει­σον; Επει­δή δεν επί­στευ­σαν στον λόγο του Θεού. Ότι «θα πεθά­νε­τε εάν δοκι­μά­σε­τε τον καρ­πόν». Για­τί πέθα­ναν; Για­τί δεν επί­στευ­σαν. Τώρα η πίστις πάλι θα στα­θεί η πρώ­τη εντο­λή και συνε­πώς και η πρώ­τη αρε­τή –προ­σέξ­τε- των εσχά­των. Έχε­τε αντι­λη­φθεί ότι περ­νού­με εσχά­τους και­ρούς; Φυσι­κά όλοι οι και­ροί και κάθε χρο­νιά και κάθε στιγ­μή, μέσα στα δύο χιλιά­δες χρό­νια, λέγον­ται έσχα­τοι. Έχο­με βεβαί­ως αυτήν την ονο­μα­σία και τον χαρα­κτη­ρι­σμόν. Όμως όντως έσχα­τη, με ιδιά­ζον­τα χαρα­κτη­ρι­σμό, είναι η επο­χή μας. Και για­τί πολ­λά σημά­δια είναι εκεί­να τα οποία μας δεί­χνουν ότι πράγ­μα­τι οι και­ροί είναι τελευ­ταί­οι. Εντού­τοις, πάλι η πίστις θα μεί­νει η κεφα­λαιώ­δης αρε­τή. Βέβαια προ­ϋ­πο­θέ­τει την τήρη­ση των εντο­λών του Θεού.

Ρωτά­ει κάποιος, κάποιοι, έναν γέρον­τα ‑είναι από το Γερον­τι­κό: «Εμείς», λέει, «κρα­τού­με ετού­τα, εκεί­να, εκεί­να, εκεί­να, πες μας, ύστε­ρα από μας τι θα κάνουν;». «Το μισόν έργον». «Κι ύστε­ρα απ’ αυτούς;»Δ‑ηλαδή το μισόν έργον ως άσκη­ση αρε­τής- «Κι ύστε­ρα απ’ αυτούς;» «Δεν θα έχουν πια έργον. Θα έχουν πίστη. Και θα είναι τόσο φοβε­ρή η περί­πτω­σις να κρα­τάς την πίστιν τότε, ώστε εκεί­νοι που τότε θα κρα­τούν την πίστιν, θα είναι ανώ­τε­ροι από μας». Για­τί είναι πάρα πολύ δύσκο­λο να κρα­τή­σεις την πίστιν. Το βλέ­πο­με στα παι­διά μας, στους ανθρώ­πους μας:. «Μη συγ­κοι­νω­νεί­τε με τα τερ­τί­πια του κόσμου και τις μόδες του κόσμου». «Δεν μπο­ρώ να κάνω δια­φο­ρε­τι­κά»… Δεν έχουν πίστιν. Η πίστις λοι­πόν θα είναι και η αρε­τή των εσχά­των, θα είναι και η πρώ­τη εντο­λή των εσχά­των. Το είπε ο Κύριος, στο κατά Λου­κάν Ευαγ­γέ­λιον, 18,8: « υἱὸς το νθρώ­που λθν ρα ερήσει τν πίστιν π τς γς;». «Όταν θα έλθει ο Υιός του ανθρώ­που, άρα­γε θα βρει την πίστη επά­νω στη Γη;». Να ένα ερώ­τη­μα μελαγ­χο­λι­κό.

Αγα­πη­τοί μου, σεβα­σμιώ­τα­τε, αγα­πη­τοί μου, Καλά Χρι­στού­γεν­να.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

μετα­φο­ρά της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας σε ηλε­κτρο­νι­κό κεί­με­νο και επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_517.mp3



Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ

«…Ἐξε­δέ­χε­το γὰρ (ὁ Ἀβρα­ὰμ) τὴν τοὺς θεμε­λί­ους ἔχου­σαν πόλιν, ἧς τεχνί­της καὶ δημιουρ­γὸς ὁ Θεός» (Εβρ. 11,10)

ΓΙΑ πολ­λὰ πρό­σω­πα, ἀγα­πη­τοί μου, μιλά­ει ὁ σημε­ρι­νός Από­στο­λος. Εἶνε πρό­σω­πα που ἀνή­κουν στον κόσμο τῆς παλαιᾶς δια­θή­κης. Ὅλα τὰ πρό­σω­πα αὐτὰ ἔζη­σαν πρὸ Χρι­στοῦ, σε χρό­νια μεγά­λης ἀπι­στί­ας καὶ δια­φθο­ρᾶς, καὶ ὅλα μὲ λαχτά­ρα περί­με­ναν νὰ ἔρθῃ ὁ Χρι­στὸς γιὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Μιὰ βαθειὰ πίστι διέ­κρι­νε τὰ πρό­σω­πα αὐτὰ τῆς παλαιᾶς δια­θή­κης. Ἀλλ’ ἀπ’ ὅλα τὰ πρό­σω­πα, ποὺ ἀνα­φέ­ρει ὁ ἀπό­στο­λος στο 11ο κεφά­λαιο τῆς πρὸς Ἑβραί­ους ἐπι­στο­λῆς, ἐκεῖ­νο τὸ πρό­σω­πο ποὺ ὑπε­ρέ­χει εἶνε ὁ ̓Αβρα­άμ.

Ὁ Ἀβρα­ὰμ εἶνε ὁ ἀρχη­γὸς τοῦ Ἰου­δαϊ­κοῦ ἔθνους, ὁ πατέ­ρας, ὁ πατριάρ­χης ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσρα­ήλ. Ὁ Ἀβρα­ὰμ εἶνε ἡ ῥίζα τοῦ μεγά­λου δέν­τρου, ἀπ’ τὸ ὁποῖο βγῆ­κε καὶ τὸ πιὸ ὄμορ­φο λου­λού­δι, ποὺ σκορ­πί­ζει μέχρι σήμε­ρα τὸ ἄρω­μά του καὶ ζωο­γο­νεῖ τὸν κόσμο τὸ λου­λού­δι αὐτὸ εἶνε ὁ Χρι­στός. Αὐτός, ὅπως ψάλ­λει ἡ Ἐκκλη­σία μας τις ἅγιες αὐτὲς μέρες, εἶνε τὸ «ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης Ιεσ­σαί», ὁ δὲ Ἰεσ­σαὶ ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπό­γο­νος τοῦ πατριάρ­χου Ἀβρα­άμ. Γιὰ τὸν Αβρα­ὰμ λοι­πόν, αὐτὸ τὸ μεγά­λο ἄνδρα, ποὺ τιμοῦν μέχρι σήμε­ρα ὄχι μόνο οἱ χρι­στια­νοὶ καὶ οἱ ἑβραῖ­οι, ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ μωα­με­θα­νοί, ἀξί­ζει νὰ ποῦ­με κ’ ἐμεῖς σήμε­ρα λίγα λόγια.

* * *

Ὁ Ἀβρα­ὰμ εἶνε ἀξιο­θαύ­μα­στος. Αξιο­θαύ­μα­στος γιὰ ὅλες τὶς ἀρε­τὲς ποὺ εἶχε, ἀλλ ̓ ἰδί­ως ἀξιο­θαύ­μα­στος γιὰ τὴν πίστι του. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβρα­ὰμ δὲν ἦταν σὰν τὴν πίστι τὴ δική μας, μικρή, ἀδύ­να­τη καὶ χλια­ρή, ποὺ στὸ πρῶ­το ἐμπό­διο λυγί­ζει και πέφτει ̇ ἡ πίστι τοῦ Ἀβρα­ὰμ ἦταν μιὰ πίστι μεγά­λη, δυνα­τὴ κι ἀκλό­νη­τη, ἦταν μιὰ πίστι βου­νό.

Ὁ Ἀβρα­ὰμ δὲν ἔζη­σε σὲ μιὰ χώρα ὅπου οἱ ἄνθρω­ποι πίστευαν στὸ Θεό· ζοῦ­σε σὲ μιὰ χώρα ποὺ ὅλοι οἱ κάτοι­κοί της ἦταν εἰδω­λο­λά­τρες. Ὁ πατέ­ρας του ἦταν κι αὐτὸς εἰδω­λο­λά­τρης. Ἀλλ’ ὅταν ὁ ἀλη­θι­νὸς Θεὸς ἀπ’ τὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια τῶν ἀνθρώ­πων διά­λε­ξε τὸν Ἀβρα­ὰμ σὰν δια­μάν­τι πολύ­τι­μο γιὰ νὰ τὸν κάνῃ ἀρχη­γὸ ἑνὸς νέου κόσμου, κόσμου ποὺ θὰ πίστευε στὸν ἀλη­θι­νό Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ μεγά­λο σκο­πὸ τὸν κάλε­σε ν ̓ ἀφή­σῃ τὴν πατρί­δα του καὶ νὰ πάῃ νὰ κατοι­κή­σῃ ἐκεῖ ποὺ θὰ τοῦ ἔδει­χνε, ὁ Ἀβρα­ὰμ δὲν ἔδει­ξε καμ­μιά ἀμφι­βο­λία καὶ δισταγ­μό. Πίστε­ψε ἐξ ὁλο­κλή­ρου στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπά­κου­σε στὴ δια­τα­γή του. Κ’ ἔφυ­γε ἀπὸ τὴν πατρί­δα του, καὶ πολ­λὰ χρό­νια περι­πλα­νιώ­ταν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἔφτα­σε στὸ μέρος ποὺ τοῦ ὥρι­σε ὁ Θεός.

Ἀλλὰ κι ὅταν ἔφτα­σε στὸ μέρος αὐτό, στὴ γῆ τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας, ποὺ εἶχε πλού­σια τὰ ὑλι­κὰ ἀγα­θά, ἡ καρ­διὰ τοῦ Ἀβρα­ὰμ δὲν προ­σκολ­λή­θη­κε σ’ αὐτά, δὲν λάτρε­ψε τὴν ὕλη ὅπως ὁ κόσμος ὅλος. Ἡ καρ­διὰ τοῦ Ἀβρα­ὰμ ἦταν δοσμέ­νη στὸν ἀλη­θι­νό Θεό. Αὐτόν πίστευε, αὐτόν ἀγα­ποῦ­σε, αὐτόν λάτρευε. Παρα­πά­νω ἀπ’ τὴ γυναῖ­κα του καὶ παρα­πά­νω ἀπ’ τὸ μονά­κρι­βο παι­δί του, τὸν Ἰσα­άκ, ἀγα­ποῦ­σε τὸ Θεό. Καὶ τὸν ἀγα­ποῦ­σε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ πρά­ξεις καὶ ἔργα. Ἦταν ἕτοι­μος νὰ θυσιά­σῃ τὸ παι­δί του χάριν τῆς ἀγά­πης του πρὸς τὸ Θεό. Ὅλα τὰ πρό­σω­πα καὶ τὰ πράγ­μα τα ποὺ ἔβλε­πε στὴ γῆ αὐτὴ τὰ ἀγα­ποῦ­σε σὰν δημιουρ­γή­μα­τα καὶ πλά­σμα­τα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κανέ­να ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸ ἔκα­νε Θεό. Πίστευε, ὅτι ὅλα αὐτά, οσο­δή­πο­τε χρή­σι­μα καὶ ἀγα­πη­τὰ κι ἂν εἶνε, εἶνε προ­σω­ρι­νά. Μόνι­μο καὶ αἰώ­νιο καὶ ἀθά­να­το ἀγα­θὸ εἶνε ὁ Θεός. Ἡ καρ­διά του ἦταν στραμ­μέ­νη πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρα­νό. Ὁ οὐρα­νὸς εἶνε ἡ αἰώ­νια πατρί­δα, καὶ σ ̓ αὐτὴν ποθοῦ­σε νὰ πάῃ, γιὰ νά ‘νε πάν­τα μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Ὑπάρ­χει τίπο­τε ἄλλο ἀνώ­τε­ρο ἀπ ̓ αὐτό, νά ‘νε μαζὶ μὲ τὸ Θεό, νὰ ζῇ κον­τά του, νὰ τὸν βλέ­πῃ καὶ ν’ ἀπο­λαμ­βά­νῃ τὴν ἀγά­πη του;

Αὐτὰ πίστευε ὁ Ἀβρα­άμ, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν προ­σκολ­λή­θη­κε στὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα. Δὲν ἔχτι­σε παλά­τια και μέγα­ρα, δὲν ζοῦ­σε μέσα στὴν πολυ­τέ­λεια. Σπί­τι του ἦταν μιὰ σκη­νή, ἕνα τσα­ντί­ρι, σὰν κι αὐτὰ τὰ τσα­ντί­ρια που στή­νουν οἱ γύφτοι, καὶ σήμε­ρα εἶνε ἐδῶ κι αὔριο σηκώ­νουν τὸ τσα­ντί­ρι καὶ πηγαί­νουν παρα­κά­τω, καὶ κανέ­νας τόπος δὲν εἶνε μόνι­μη κατοι­κία τους. Ἔτσι ζοῦ­σε ὁ ̓Αβρα­άμ, ὁ ἄνθρω­πος τοῦ Θεοῦ. Κάτω ἀπὸ σκη­νές, λέει ὁ σημε­ρι­νὸς Ἀπό­στο­λος (Εβρ. 11, 9), ζοῦ­σε ὁ Αβρα­άμ, καὶ περί­με­νε ἕναν ἄλλο κόσμο, την πόλι τοῦ Θεοῦ, στὴν αἰώ­νια ζωὴ καὶ βασι­λεία.

* * *

Ὁ Ἀβρα­ὰμ ζοῦ­σε μέσα σὲ τσα­ντί­ρι.

—Καὶ λοι­πὸν τί θέλεις νὰ πῇς; Θέλεις κ’ ἐμεῖς, ὅπως οἱ τσιγ­γά­νοι, νὰ ζοῦ­με σὲ τσα­ντί­ρια;…

Ὄχι τέτοιο πρᾶγ­μα. Δὲν σοῦ λέω νὰ κατοι­κή­σῃς κάτω ἀπὸ σκη­νὲς σὰν τὸν Ἀβρα­άμ. Ἡ θρη­σκεία δὲν σοῦ ἀπα­γο­ρεύ­ει νὰ χτί­σῃς ἕνα σπι­τά­κι, να μαζέ­ψῃς τὴν οἰκο­γέ­νειά σου καὶ νὰ ζήσῃς μὲ κάποια ἄνε­σι· ἐκεῖ­νο ποὺ σοῦ ἀπα­γο­ρεύ­ει εἶνε νὰ δίνῃς ὅλη τὴν καρ­διά σου στὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ νομί­ζῃς πὼς στὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα ὑπάρ­χει ἡ χαρὰ κ’ ἡ εὐτυ­χία.

Μπο­ρεῖ νὰ ζῆς μέσα σ ̓ ἕνα τσα­ντί­ρι, κι ὅμως, ἂν ἔχῃς ἀγά­πη μὲ τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παι­διά σου, νὰ εἶσαι ὁ πιὸ εὐτυ­χι­σμέ­νος ἄνθρω­πος τοῦ κόσμου· καὶ μπο­ρεῖ νὰ ζῆς μέσα σ’ ἕνα παλά­τι σὰν ἄρχον­τας καὶ βασι­λιᾶς, κι ὅμως, ἂν δὲν ἔχῃς ἀγά­πη μὲ τὴ γυναῖ­κα καὶ τὰ παι­διά σου, νὰ εἶσαι ὁ πιὸ δυστυ­χι­σμέ­νος. Ὁ ἄνθρω­πος εἶνε καρ­διὰ καὶ ὄχι οἰκό­πε­δα, ντου­βά­ρια, αὐτο­κί­νη­τα, ἐργο­στά­σια καὶ μηχα­νές. Ἔχεις δώσει τὴν καρ­διά σου στὸ Θεό; εἶσαι εὐτυ­χής. Δὲν ἔχεις δώσει τὴν καρ­διά σου στο Θεό, ἀλλὰ τὴν ἔχεις δώσει στὰ πρό­σω­πα καὶ στὰ πράγ­μα­τα τοῦ κόσμου; κι ἂν σήμε­ρα νομί­ζῃς πὼς εἶσαι εὐτυ­χής, θά ‘ρθῃ μέρα ποὺ θὰ κλά­ψῃς. Ἔρχε­ται κάποιος ποὺ σοῦ τὰ παίρ­νει ὅλα εἶνε ὁ θάνα­τος. Τί μένει, ἀγα­πη­τέ, στον κόσμο αὐτὸ μόνι­μο καὶ στα­θε­ρό;

Ρίξε μια ματιὰ στὴν πόλι ἢ στὸ χωριὸ ποὺ κατοι­κεῖς. Δὲς ὄχι τὶς καλύ­βες τῶν φτω­χῶν, ἀλλὰ τὰ μέγα­ρα τῶν πλου­σί­ων, ποὺ μὲ τόσο κόπο τὰ ἔχουν χτί­σει. Σὲ ῥωτῶ· Ποιοί καθόν­του­σαν πρὶν ἀπὸ 50 χρό­νια στὰ μεγά­λα αὐτὰ σπί­τια, καὶ ποιοί κατοι­κοῦν σήμε­ρα; Αλλοί­μο­νο! Δεν κατοι­κοῦν πιὰ στὰ σπί­τια αὐτὰ ἐκεῖ­νοι ποὺ τὰ χτί­σα­νε. Αὐτοὶ κάπου ἀλλοῦ κατοι­κοῦν τώρα ̇ κατοι­κοῦν στὸ νεκρο­τα­φεῖο ̇ κατοι­κοῦν σ ̓ ἕνα μικρὸ σπι­τά­κι ποὺ εἶνε δυὸ μέτρα τὸ μῆκος του καὶ μισό μέτρο τὸ πλά­τος του ̇ κατοι­κοῦν μέσ’ στὰ μνή­μα­τα, ὄχι βέβαια οἱ ψυχές τους, ἀλλὰ τὰ κορ­μιά τους, ποὺ κι αὐτὰ σὲ λίγο θὰ γίνουν στά­χτη.

Πόσο σωστά σκε­πτό­ταν ἕνας καλό­γε­ρος, ποὺ στὸ κελ­λί του εἶχε γρά­ψει με μεγά­λα γράμ­μα­τα ἕνα ῥητό, γιὰ νὰ τὸ δια­βά­ζῃ κάθε μέρα καὶ νὰ θυμᾶ­ται τὴ ματαιό­τη­τα τοῦ κόσμου «Κελ­λί­ον μου κελ­λί­ον μου, σήμε­ρον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέ­ρου, καὶ οὐδέ­πο­τέ τινος».

Οἱ ἀστρο­ναῦ­τες, ποὺ μὲ τὰ δια­στη­μό­πλοιά τους πετοῦν καὶ πηγαί­νουν στὸ φεγ­γά­ρι, ἀπὸ κεῖ ψηλὰ βλέ­πουν τὴ γῆ πολὺ μικρή, σαν μιὰ μικρὴ σφαῖ­ρα, σαν μιὰ μπάλ­λα ποὺ παί­ζουν τὰ παι­διά. Κι ἂν πετά­ξουν πιό ψηλά, φαί­νε­ται ἀκό­μα πιὸ μικρή. Ἡ γῆ, μὲ ὅλες τὶς μεγά­λες πολι­τεῖ­ες καὶ τὰ κρά­τη της, μὲ ὅλα τὰ ἀγα­θά της, εἶνε ἕνας κόκ­κος άμμου. Καὶ γι’ αὐτὸν λοι­πὸν τὸν κόκ­κο τῆς ἄμμου, ποὺ κι αὐτὸς θὰ κατα­καῇ μιὰ μέρα (βλ. Β’ Πέτρ. 3,10), τόση κακία, τόσα μίση, τόση μοχθη­ρία, τόσοι πόλε­μοι, τόσα αἵμα­τα, τόσα δάκρυα; Ἀσφα­λῶς ὁ κόσμος ποὺ βρί­σκε­ται μακριὰ ἀπ’ τὸ Θεὸ φαί­νε­ται πώς τρελ­λά­θη­κε καὶ λάτρε­ψε τὴν κτί­σι καὶ ὄχι τὸν Κτί­σαν­τα, τὸν Δημιουρ­γό τοῦ παν­τός.

Αγα­πη­τοί μου ἀδελ­φοί!

Ἕως πότε θὰ ἔχου­με τὰ μάτια μας καρ­φω­μέ­να ἐδῶ στὸ μάταιο καὶ ἁμαρ­τω­λό κόσμο; Μᾶς φωνά­ζει σήμε­ρα ὁ Ἀβρα­άμ, μᾶς φωνά­ζουν χιλιά­δες ἅγιοι, μᾶς φωνά­ζει ἡ Ἐκκλη­σία μας «Ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρ­δί­ας». Μπο­ροῦ­με κ ̓ ἐμεῖς νὰ φτά­σου­με στὸν οὐρα­νὸ καὶ νὰ πᾶμε πιο ψηλὰ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ πῆγαν οἱ ἀστρο­ναῦ­τες· σ ̓ ἕνα κόσμο ἄϋλο και πνευ­μα­τι­κό.

Δρό­μο, λεω­φό­ρο πρὸς τὸν οὐρα­νό, ἄνοι­ξε ὁ Χρι­στός. Καὶ ὁ δρό­μος αὐτὸς ὀνο­μά­ζε­ται ὁδὸς μετα­νοί­ας. Πιστέψ­τε, μετα­νο­ῆ­στε, καὶ σωθῆ­τε, ἀδελ­φοί.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek