ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ (Ευαγγέλιο)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (γ΄ 13 — 17)

13 καὶ οὐδεὶς ἀνα­βέ­βη­κεν εἰς τὸν οὐρα­νὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ κατα­βάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρα­νῷ. 14 καὶ καθὼς Μωϋ­σῆς ὕψω­σε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρή­μῳ, οὕτως ὑψω­θῆ­ναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που, 15 ἵνα πᾶς ὁ πιστεύ­ων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπό­λη­ται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώ­νιον. 16 οὕτω γὰρ ἠγά­πη­σεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονο­γε­νῆ ἔδω­κεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύ­ων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπό­λη­ται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώ­νιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέ­στει­λεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρί­νῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ. 

13 Κανείς δε δεν ανέ­βη­κε στον ουρα­νόν, δια να μάθη εκεί και διδά­ξη εις σας αυτάς τας αλη­θεί­ας, παρά μόνον αυτός που κατέ­βη­κε από τον ουρα­νόν και έγι­νε δια της εναν­θρω­πή­σε­ως υιός του ανθρώ­που και ο όποιος εξα­κο­λου­θεί, καθ’ ον χρό­νον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρα­νόν ως Θεός. 14 Οπως δε ο Μωϋ­σής εκρέ­με­σε υψη­λά το χάλ­κι­νι φίδι εις την έρη­μον, δια να το αντι­κρύ­ζουν με πίστιν οι Ισραη­λί­ται και να σώζων­ται από το θανα­τη­φό­ρον δηλη­τή­ριον των φιδιών της ερή­μου, έτσι, σύμ­φω­να με το πάν­σο­φον σχέ­διον του Θεού, πρέ­πει να κρε­μα­σθή και ο υιός του ανθρώ­που επά­νω στον σταυ­ρόν. 15 Και τού­το, δια να μη κατα­δι­κα­σθή εις την αιω­νί­αν απώ­λειαν κανέ­νας από εκεί­νους, που θα πιστεύ­σουν εις αυτόν, αλλά να κερ­δή­ση και να έχη την αιώ­νιον ζωήν. 16 Διό­τι τόσον πολύ ηγά­πη­σεν ο Θεός τον βυθι­σμέ­νον εις τας αμαρ­τί­ας κόσμον, ώστε παρέ­δω­κεν εις σταυ­ρι­κόν θάνα­τον τον μονο­γε­νή του Υιόν· δια να μη κατα­δι­κα­σθή εις την αιω­νί­αν απώ­λειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώ­νιον. 17 Διό­τι δεν έστει­λεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρί­νη και κατα­δι­κά­ση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσί­αν αυτού.

13 Κι όμως μόνο από μένα θα μάθε­τε τα επου­ρά­νια αυτά μυστή­ρια. Διό­τι κανείς από τους ανθρώ­πους δεν έχει ανε­βεί στον ουρα­νό για να μάθει τα επου­ρά­νια και να σας τα διδά­ξει, παρά μόνο εκεί­νος που κατέ­βη­κε απ’ τον ουρα­νό και έγι­νε με την εναν­θρώ­πη­σή του υιός του ανθρώ­που. Αυτός, ενώ τώρα είναι στη γη, εξα­κο­λου­θεί να είναι και στον ουρα­νό ως Θεός παν­τα­χού παρών. 14 Άκου­σε τώρα και μιαν άλλη άγνω­στη και ψυχο­σω­τή­ρια αλή­θεια, που θα σου απο­κα­λύ­ψω: Όπως κάπο­τε ο Μωυ­σής στην έρη­μο κρέ­μα­σε ψηλά το χάλ­κι­νο φίδι για να σώζον­ται μ’ αυτό οι Ισραη­λί­τες από τα θανα­τη­φό­ρα δαγ­κώ­μα­τα των φιδιών, έτσι σύμ­φω­να με το μυστη­ριώ­δες σχέ­διο του Θεού πρέ­πει να κρε­μα­σθεί ψηλά πάνω στο σταυ­ρό ο υιός του ανθρώ­που και να προ­σλά­βει έτσι το ομοί­ω­μα της αμαρ­τί­ας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση μ’ αυτή. 15 Και θα υψω­θεί πάνω στο σταυ­ρό, για να μη χαθεί στον αιώ­νιο θάνα­το κανέ­νας απ’ όσους πιστεύ­ουν σ’ αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια. 16 Και μη σου φαί­νε­ται παρά­δο­ξο ότι ο υιός του ανθρώ­που πρό­κει­ται να υψω­θεί πάνω στο σταυ­ρό για τη σωτη­ρία σας. Διό­τι τόσο πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον κόσμο των ανθρώ­πων που ζού­σε στην αμαρ­τία, ώστε παρέ­δω­σε σε θάνα­το τον μονά­κρι­βο Υιό του, για να μη χαθεί σε αιώ­νιο θάνα­το κάθε άνθρω­πος που πιστεύ­ει σ’ αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια. 17 Διό­τι δεν απέ­στει­λε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρ­τω­λό γένος των ανθρώ­πων για να κατα­κρί­νει και να κατα­δι­κά­σει το γένος αυτό. Εσείς βέβαια οι ιου­δαί­οι αυτό πιστεύ­ε­τε για τον Μεσ­σία, ότι θα σώσει μόνο τους Ιου­δαί­ους και θα κατα­κρί­νει όλα τα υπό­λοι­πα έθνη. Όμως ο Θεός απέ­στει­λε τον Υιό του για να σωθεί ολό­κλη­ρος ο κόσμος των ανθρώ­πων δια­μέ­σου αυτού. 

13 Kαί (γιὰ νὰ γνω­ρί­ζῃ καὶ νὰ σᾶς πῇ τὰ ἐπου­ρά­νια) κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νό, παρὰ ἐκεῖ­νος, ποὺ κατέ­βη­κε ἀπὸ τὸν οὐρα­νό, ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που, ὁ ὁποῖ­ος (συγ­χρό­νως) εἶναι στὸν οὐρα­νό. 14 Ὅπως δὲ ὁ Mωυ­σῆς στὴν ἔρη­μο ὕψω­σε τὸν ὄφι, ἔτσι καὶ ὁ Yἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που πρό­κει­ται νὰ ὑψω­θῇ, 15 ὥστε καθέ­νας, ποὺ πιστεύ­ει σ’ αὐτόν, νὰ μὴ πεθά­νῃ (πνευ­μα­τι­κά), ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴ αἰώ­νια. 16 Nαί! Tόσο ἀγά­πη­σε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε τὸν Yἱό του τὸν μονο­γε­νῆ ἔδω­σε γιὰ θυσία, ὥστε καθέ­νας, ποὺ πιστεύ­ει σ’ αὐτόν, νὰ μὴ πεθά­νῃ (πνευ­μα­τι­κά), ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴ αἰώ­νια. 17 Nαί! Δὲν ἀπέ­στει­λε ὁ Θεὸς τὸν Yἱό του στὸν κόσμο γιὰ νὰ τιμω­ρή­σῃ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟ

[Υπο­μνη­μα­τι­σμός των εδα­φί­ων Ιω.3,13–21]

«Ε τ πίγεια επον μν κα ο πιστεύ­ε­τε, πς ἐὰν επω μν τ που­ρά­νια πιστεύ­σε­τε; καὶ οὐδεὶς ἀνα­βέ­βη­κεν εἰς τὸν οὐρα­νὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ κατα­βάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρα­νῷ (:Εάν σας είπα διδα­σκα­λί­ες και αλή­θειες θεί­ες, οι οποί­ες όμως σχε­τί­ζον­ται με όσα συμ­βαί­νουν πάνω στη γη και οι πιστοί απο­κτούν εμπει­ρία γι’ αυτά στην επί­γεια ζωή τους και είναι επο­μέ­νως εύκο­λο να τις εννο­ή­σε­τε και όμως δεν τις πιστεύ­ε­τε, πώς, εάν σας πω υψη­λές αλή­θειες, που ανα­φέ­ρον­ται στον επου­ρά­νιο κόσμο, θα τις παρα­δε­χτεί­τε και θα τις πιστέ­ψε­τε; Κι όμως, μόνο από Εμέ­να θα μάθε­τε τα επου­ρά­νια αυτά μυστή­ρια· διό­τι κανείς δεν ανέ­βη­κε στον ουρα­νό, για να μάθει εκεί και να διδά­ξει σε σας αυτές τις αλή­θειες, παρά μόνο Αυτός που κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό και έγι­νε με την εναν­θρώ­πη­σή Του υιός του ανθρώ­που και ο Οποί­ος εξα­κο­λου­θεί, όσο χρό­νο ζει στη γη, να είναι και στον ουρα­νό ως Θεός παν­τα­χού παρών)»[Ιω.3,12–13· ερμη­νευ­τι­κή από­δο­ση Πανα­γιώ­του Τρεμ­πέ­λα].

Αυτό που πολ­λές φορές είπα, αυτό και τώρα θα πω και δεν θα πάψω ποτέ να το επα­να­λαμ­βά­νω. Ποιο είναι αυτό; Ότι, όταν ο Ιησούς πρό­κει­ται να θίξει υψη­λά δόγ­μα­τα, προ­σαρ­μό­ζε­ται πολ­λές φορές προς την αδυ­να­μία των ακρο­α­τών Του και δεν χρο­νο­τρι­βεί σε λόγους αντά­ξιους της μεγα­λο­σύ­νης Του, αλλά συγ­κα­τα­βαί­νει περισ­σό­τε­ρο σε λόγους που είναι πολύ μετριό­τε­ροι· διό­τι τόσο ο υψη­λός, όσο και ο μεγά­λος λόγος, έστω και αν εκφρα­στεί μία φορά, είναι ικα­νός να απο­δεί­ξει την αξία του, όσο βέβαια εμείς έχου­με την δύνα­μη να τον κατα­νο­ή­σου­με δια της ακο­ής· όμως τα μετριό­τε­ρα και όσα περισ­σό­τε­ρο προ­σεγ­γί­ζουν τη διά­νοια των ακρο­α­τών, αν δεν επα­να­λαμ­βά­νον­ταν συχνά, επει­δή ανα­φέ­ρον­ται σε υψη­λά πράγ­μα­τα, δεν θα εισέ­δυαν γρή­γο­ρα στον νου του αμα­θούς και προς τα χαμη­λά ρέπον­τα ακρο­α­τή. Γι’ αυτό ακρι­βώς και τα περισ­σό­τε­ρα από τα υψη­λά έχουν λεχθεί από Αυτόν κατά τρό­πο ταπει­νό­τε­ρο και απλού­στε­ρο. Αλλά για να μην προ­ξε­νή­σει αυτό πάλι κάποια άλλη ζημιά, με το να κρα­τεί τον μαθη­τή σε χαμη­λό επί­πε­δο, δεν κατα­φεύ­γει μόνο στα απλού­στε­ρα λόγια, αλλά εκθέ­τει και την αιτία για την οποία τα λέγει, πράγ­μα που έχει κάνει και εδώ.

Αφού δηλα­δή είπε για το βάπτι­σμα, όσα είπε, καθώς και για τη γέν­νη­ση που γίνε­ται στη γη κατά χάριν, επει­δή θέλει να φτά­σει και στη δική Του γέν­νη­ση τη μυστη­ριώ­δη και ανέκ­φρα­στη, μέχρι κάποιο σημείο συγ­κρα­τεί­ται και δεν συνε­χί­ζει, κατό­πιν όμως λέγει και την αιτία για την οποία δεν συνε­χί­ζει. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; Η παχυ­λή αμά­θεια και η αδυ­να­μία των ακρο­α­τών. Και αυτήν υπαι­νισ­σό­με­νος πρό­σθε­σε τα εξής: «Εάν δεν πιστεύ­ε­τε όταν σας ομι­λώ για τα γήι­να, πώς θα πιστέ­ψε­τε, εάν σας ομι­λή­σω για τα επου­ρά­νια;». Ώστε όπου ομι­λή­σει με μέτρια και απλά λόγια, πρέ­πει να σκε­φτού­με ότι αυτό γίνε­ται εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας των ακρο­α­τών.

Ως προς τα «επί­γεια», μερι­κοί νομί­ζουν ότι εδώ έχει λεχθεί για τον άνε­μο, σαν να είπε: «Μολο­νό­τι σας έφε­ρα παρά­δειγ­μα από τα επί­γεια και ούτε έτσι δεν πει­στή­κα­τε, πώς θα μπο­ρέ­σε­τε να δεχτεί­τε τα υψη­λό­τε­ρα;». Και μην απο­ρή­σεις, διό­τι λέγει εδώ το βάπτι­σμα επί­γειο. Το ονο­μά­ζει έτσι ή διό­τι τελεί­ται στη γη ή διό­τι θέλει να το συγ­κρί­νει με τη δική Του μυστη­ριώ­δη γέν­νη­ση, απο­κα­λών­τας το με αυτό το όνο­μα· διό­τι αν και η γέν­νη­ση αυτή είναι επου­ρά­νια, εντού­τοις συγ­κρι­νό­με­νη με εκεί­νη την αλη­θι­νή, που προ­έρ­χε­ται από την ουσία του Πατρός, είναι επί­γεια.

Και ορθώς δεν είπε: «Δεν κατα­λα­βαί­νε­τε», αλλά «Δεν πιστεύ­ε­τε»· διό­τι όταν κάποιος δυσκο­λεύ­ε­ται να κατα­λά­βει εκεί­να που μπο­ρεί να τα συλ­λά­βει με τη λογι­κή του και δεν τα παρα­δέ­χε­ται εύκο­λα, δικαί­ως θα μπο­ρού­σε να κατη­γο­ρη­θεί ως ανόη­τος. Όταν όμως δεν παρα­δέ­χε­ται αυτά, που δεν μπο­ρεί να συλ­λά­βει με τη λογι­κή, αλλά μόνο με την πίστη, τότε δεν θα είναι πλέ­ον ένο­χος ανο­η­σί­ας, αλλά απι­στί­ας. Και επει­δή ήθε­λε να απο­τρέ­ψει τον Νικό­δη­μο από το να ζητεί εξή­γη­ση αυτού που ειπώ­θη­κε με συλ­λο­γι­σμούς της λογι­κής και να το εννο­ή­σει με βάση τη λογι­κή, τον επι­πλήτ­τει δρι­μύ­τε­ρα κατη­γο­ρών­τας τον για απι­στία. Και εάν πρέ­πει να δεχτού­με τη δική μας τη γέν­νη­ση δια της πίστε­ως, ποιας τιμω­ρί­ας θα είναι άξιοι εκεί­νοι που περιερ­γά­ζον­ται και ερευ­νούν με περιέρ­γεια με συλ­λο­γι­σμούς της λογι­κής τη γέν­νη­ση του Μονο­γε­νούς Υιού και Λόγου του Θεού;

Αλλά μπο­ρεί κανείς να ρωτή­σει ίσως: «Και για­τί έλε­γε αυτά ο Χρι­στός, εάν δεν επρό­κει­το να πιστέ­ψουν οι ακρο­α­τές Του; Διό­τι και αν ακό­μη δεν τα πίστευαν εκεί­νοι, όμως οι μετα­γε­νέ­στε­ροι επρό­κει­το να τα δεχθούν και να ωφε­λη­θούν». Ενώ λοι­πόν επι­πλήτ­τει τον Νικό­δη­μο δρι­μύ­τα­τα, δεί­χνει στη συνέ­χεια ότι δεν γνω­ρί­ζει μόνο αυτά, αλλά και άλλα πολύ περισ­σό­τε­ρα και σπου­δαιό­τε­ρα από αυτά. Και αυτό λοι­πόν δήλω­σε με την απο­τρο­πή προς τον Νικό­δη­μο, όταν είπε: «Κι όμως μόνο από Εμέ­να θα μάθε­τε τα επου­ρά­νια μυστή­ρια· διό­τι κανείς από τους ανθρώ­πους δεν έχει ανε­βεί στον ουρα­νό για να μάθει τα επου­ρά­νια και να σας τα διδά­ξει, παρά μόνο Εκεί­νος που κατέ­βη­κε από τον ουρα­νό και έγι­νε με την εναν­θρώ­πη­σή Του Υιός του ανθρώ­που. Αυτός, ενώ τώρα είναι στη γη, εξα­κο­λου­θεί να είναι και στον ουρα­νό ως Θεός παν­τα­χού παρών».

Και θα μπο­ρού­σε επί­σης να ρωτή­σει: «Και ποια νοη­μα­τι­κή σύν­δε­ση και ακο­λου­θία με τα προ­η­γού­με­να έχει αυτό;». Είναι πολύ μεγά­λη και συμ­φω­νεί από­λυ­τα με τα προ­η­γού­με­να. Όταν δηλα­δή ο Νικό­δη­μος είχε πει: «αββί, οδαμεν τι π Θεο λήλυ­θας διδά­σκα­λος(:Διδά­σκα­λε, γνω­ρί­ζου­με ότι Εσύ ήλθες από τον Θεό ως ο μονα­δι­κός διδά­σκα­λος των πλέ­ον υψη­λών αλη­θειών)»[Ιω.3,2], ο Χρι­στός διορ­θώ­νει αυτό, σαν να λέγει περί­που τα εξής: «Μη νομί­σεις ότι εγώ είμαι τέτοιος διδά­σκα­λος όπως οι περισ­σό­τε­ροι από τους Προ­φή­τες, που ήταν από την γη· διότι εγώ βρί­σκο­μαι τώρα εδώ, έχον­τας κατέ­βει από τον ουρα­νό. Και κανείς από τους Προ­φή­τες δεν έχει ανε­βεί εκεί, εγώ όμως εκεί κατοι­κώ». Είδες με ποιο τρό­πο ακό­μη και αυτό που φαί­νε­ται ότι είναι πολύ υψη­λό, πόσο πολύ είναι ανά­ξιο της μεγα­λο­σύ­νης Του; Διό­τι δεν κατοι­κεί μόνο στον ουρα­νό, αλλά βρί­σκε­ται παν­τού και πλη­ροί τα πάν­τα.

Αλλά ακό­μη περισ­σό­τε­ρο προ­σαρ­μό­ζε­ται προς την αδυ­να­μία του ακρο­α­τή, επει­δή θέλει να τον ανυ­ψώ­σει πνευ­μα­τι­κά σιγά- σιγά χωρίς να το αντι­λη­φτεί. Και Υιό του ανθρώ­που εδώ δεν απο­κά­λε­σε τη σάρ­κα, αλλά για να εκφρα­στώ έτσι, ονό­μα­σε όλο τον εαυ­τό Του από το λιγό­τε­ρο ευγε­νές μέρος της ουσί­ας Του· διό­τι συνη­θί­ζει να απο­κα­λεί το παν άλλο­τε μεν από τη θεία, άλλο­τε δε από την ανθρώ­πι­νη φύση Του.

«Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώ­που(:Και όπως κάπο­τε ο Μωυ­σής στην έρη­μο κρέ­μα­σε ψηλά το χάλ­κι­νο φίδι για να σώζον­ται από το θανα­τη­φό­ρο δηλη­τή­ριο των φιδιών της ερή­μου όσοι Ισραη­λί­τες το αντί­κρι­ζαν με πίστη, έτσι σύμ­φω­να με το πάν­σο­φο σχέ­διο του Θεού πρέ­πει να κρε­μα­σθεί ψηλά επά­νω στον Σταυ­ρό ο Υιός του ανθρώ­που και να προ­σλά­βει έτσι το ομοί­ω­μα της αμαρ­τί­ας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση με αυτή)»[Ιω.,3,14].Και αυτό πάλι φαί­νε­ται να μη συν­δέ­ε­ται με τα προ­η­γού­με­να, αλλά όμως έχει μεγά­λη σχέ­ση· διό­τι, αφού ανέ­πτυ­ξε την μεγά­λη ευερ­γε­σία που έχει παρα­χω­ρη­θεί στους ανθρώ­πους με το βάπτι­σμα, προ­σθέ­τει και την αιτία αυτής, δηλα­δή την ευερ­γε­σία δια του σταυ­ρού, που δεν είναι λιγό­τε­ρο σημαν­τι­κή από εκεί­νη. Όπως ακρι­βώς και ο Παύ­λος ομι­λών­τας προς τους Κοριν­θί­ους συν­δέ­ει μαζί αυτές τις ευερ­γε­σί­ες λέγον­τας: «Μ Παλος σταυ­ρώ­θη πρ μν; ες τ νομα Παύ­λου βαπτί­σθη­τε;(:Μήπως ο Παύ­λος σταυ­ρώ­θη­κε για την σωτη­ρία σας; Ή μήπως βαπτι­σθή­κα­τε στο όνο­μα του Παύ­λου ώστε να ανή­κε­τε πλέ­ον σε αυτόν;)»[Α΄Κορ. 1,13]· διό­τι περισ­σό­τε­ρο από όλα τα άλλα, αυτά τα δύο δεί­χνουν την απε­ριό­ρι­στη αγά­πη Του και ότι υπέ­φε­ρε χάριν των εχθρών Του και ότι αφού πέθα­νε χάριν των εχθρών Του, μας χάρι­σε την συγ­χώ­ρη­ση όλων των αμαρ­τιών δια του βαπτί­σμα­τος.

Για­τί όμως δεν δήλω­σε σαφώς, ότι πρό­κει­ται να σταυ­ρω­θεί, αλλά παρέ­πεμ­ψε τους ακρο­α­τές στον παλαιό συμ­βο­λι­κό τύπο του χάλ­κι­νου όφε­ως; Πρώ­τον μεν για να μάθουν, ότι τα παλαιά συν­δέ­ον­ται με τα νέα(:η Παλαιά Δια­θή­κη συν­δέ­ε­ται με την Και­νή) και δεν είναι ξένα μετα­ξύ τους, και έπει­τα για να ξέρεις, ότι δεν βαδί­ζει στο Πάθος χωρίς να θέλει. Και για να μην αντεί­πει κανείς: «πώς είναι δυνα­τόν, αφού πιστέ­ψου­με στον Εσταυ­ρω­μέ­νο, να σωθού­με, όταν μάλι­στα και ο Ίδιος αρπά­χτη­κε από τον θάνα­το, μας παρα­πέμ­πει στην παλαιά ιστο­ρία· διό­τι, αν οι Εβραί­οι διέ­φυ­γαν τότε τον θάνα­το από τα δηλη­τη­ριώ­δη φίδια της ερή­μου, μόλις αντί­κρι­ζαν το χάλ­κι­νο ομοί­ω­μα του όφε­ως, δικαί­ως θα απο­λαύ­σουν πολύ μεγα­λύ­τε­ρη ευερ­γε­σία εκεί­νοι που πιστεύ­ουν στον Εσταυ­ρω­μέ­νο. Αλλά δεν συνέ­βη αυτό εξαι­τί­ας της αδυ­να­μί­ας του Εσταυ­ρω­μέ­νου και της υπε­ρο­χής των Ιου­δαί­ων, αλλά επει­δή «οτω γρ γάπη­σεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν(:τόσο πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον βυθι­σμέ­νο στην αμαρ­τία κόσμο των ανθρώ­πων, ώστε παρέ­δω­σε σε σταυ­ρι­κό θάνα­το τον μονά­κρι­βό Υιό Του», γι΄ αυτό σταυ­ρώ­νε­ται ο έμψυ­χος ναός Του, «να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ᾿ χ ζων αώνιον (:για να μην κατα­δι­κα­στεί σε αιώ­νια απώ­λεια κάθε άνθρω­πος που πιστεύ­ει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια»[Ιω.3,16].

Βλέ­πεις ποια είναι η αιτία του σταυ­ρού και η εξ αυτού σωτη­ρία; Βλέ­πεις τη συνά­φεια μετα­ξύ της εικό­νας του όφε­ως και της αλη­θεί­ας; Εκεί­νοι οι Ιου­δαί­οι απέ­φυ­γαν τον θάνα­το, αλλά τον προ­σω­ρι­νό· εδώ οι πιστοί απο­φεύ­γουν τον αιώ­νιο. Εκεί ο κρε­μα­σμέ­νος όφις θερά­πευε τα δαγ­κώ­μα­τα των όφε­ων· εδώ ο σταυ­ρω­θείς Χρι­στός θερά­πευ­σε τις πλη­γές από τα δαγ­κώ­μα­τα του πνευ­μα­τι­κού δρά­κον­τος. Εκεί θερα­πευό­ταν εκεί­νος που βλέ­πει με τους υλι­κούς οφθαλ­μούς· εδώ θερα­πεύ­ε­ται εκεί­νος που βλέ­πει με τους οφθαλ­μούς της ψυχής, απο­βάλ­λει όλες τις αμαρ­τί­ες. Εκεί ο κρε­μα­σμέ­νος χαλ­κός είχε κατα­σκευα­στεί σε εικό­να όφε­ως· εδώ το σώμα του Κυρί­ου κατα­σκευα­σμέ­νο από το Άγιο Πνεύ­μα. Εκεί όφις δάγ­κω­νε και όφις θερά­πευε. Έτσι και εδώ θάνα­τος κατέ­στρε­ψε και θάνα­τος έσω­σε. Αλλά ο μεν όφις που φόνευε, είχε δηλη­τή­ριο, εκεί­νος δε που έσω­ζε ήταν καθα­ρός από δηλη­τή­ριο. Και εδώ πάλι το ίδιο συνέ­βη. Δηλα­δή ο μεν θάνα­τος που αφά­νι­ζε είχε αμαρ­τία, όπως ο όφις είχε δηλη­τή­ριο, αλλά ο θάνα­τος του Κυρί­ου ήταν απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε αμαρ­τία, όπως ακρι­βώς ο χάλ­κι­νος όφις από το δηλη­τή­ριο.

Διό­τι ο Κύριος ήταν απο­λύ­τως ανα­μάρ­τη­τος, όπως λέγει ο Από­στο­λος Πέτρος: «ς μαρ­τί­αν οκ ποί­η­σεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στό­μα­τι ατοῦ(:Αυτός δεν έκα­με ποτέ καμία απο­λύ­τως αμαρ­τία· “ούτε δε και στο στό­μα Του βρέ­θη­κε ποτέ δόλος ή έστω και ο παρα­μι­κρό­τε­ρος αμαρ­τω­λός λόγος”)»[Α΄Πετρ. 2,22· επί­σης βλ. Ησ.53,9: «τι νομί­αν οκ ποί­η­σεν, οδ ερέθη δόλος ν τ στό­μα­τι ατο(:διό­τι ο Υιός μου δεν διέ­πρα­ξε καμία παρα­νο­μία, ούτε βρέ­θη­κε ποτέ δόλος και ψεύ­δος στο στό­μα Του)»].

Και αυτό είναι εκεί­νο που είπε ο Παύ­λος: «πεκ­δυσμενος τς ρχς κα τς ξουσας δειγμτισεν ν παρ­ρησίᾳ, θριαμ­βεσας ατος ν ατ(:Εκεί, επά­νω στον σταυ­ρό, έγδυ­σε τις πονη­ρές αρχές και εξου­σί­ες και τις δια­πόμ­πευ­σε, τις καταν­τρό­πια­σε φανε­ρά μπρο­στά σε όλον τον πνευ­μα­τι­κό κόσμο και έσυ­ρε τους δαί­μο­νες νικη­μέ­νους με θριαμ­βευ­τι­κή πομ­πή. Και το πραγ­μα­το­ποί­η­σε αυτό με τον σταυ­ρό Του, ο οποί­ος έγι­νε για τον Χρι­στό θριαμ­βευ­τι­κό άρμα νικη­τή)»[Κολ.2,15]. Όπως ακρι­βώς ένας ρωμα­λέ­ος αθλη­τής, ο οποί­ος, αφού σηκώ­σει στον αέρα τον αντί­πα­λό του και αφού τον ρίξει κατά γης, κατα­κτά μία λαμ­πρή νίκη, έτσι και ο Χρι­στός εμπρός στα μάτια όλης της οικου­μέ­νης νίκη­σε όλες τις εχθρι­κές δυνά­μεις και αφού θερά­πευ­σε όλους εκεί­νους, που είχαν πλη­γω­θεί στην έρη­μο, τους απάλ­λα­ξε από όλα τα θηρία από την στιγ­μή που κρε­μά­στη­κε επά­νω στον σταυ­ρό. Αλλά δεν είπε ότι «πρέ­πει να κρε­μα­στεί», αλλά «πρέ­πει να υψω­θεί»· διό­τι εκεί­νη την έκφρα­ση χρη­σι­μο­ποί­η­σε, η οποία του φαι­νό­ταν ότι είναι ανε­κτι­κό­τε­ρη για τον ακρο­α­τή και πλη­σιέ­στε­ρη προς την εικό­να.

«Οτω γρ γάπη­σεν Θες τν κόσμον, στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν, να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:Τόσο πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον βυθι­σμέ­νο στην αμαρ­τία κόσμο των ανθρώ­πων, ώστε παρέ­δω­σε σε σταυ­ρι­κό θάνα­το τον μονά­κρι­βό Υιό Του, για να μην κατα­δι­κα­στεί σε αιώ­νια απώ­λεια κάθε άνθρω­πος που πιστεύ­ει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώ­νια)»[Ιω.3,16]. Αυτό που λέγει στο εδά­φιο αυτό, σημαί­νει το εξής: «Μην απο­ρείς, επει­δή πρό­κει­ται να σταυ­ρω­θώ εγώ, για να σωθείς εσύ· διό­τι και στον Πατέ­ρα φάνη­κε καλό αυτό και Αυτός τόσο πολύ σας αγά­πη­σε, ώστε να δώσει τον Υιό Του χάριν των δού­λων και μάλι­στα δού­λων αγνω­μό­νων». Και όμως αυτό δεν θα το έκα­νε κανείς ούτε για χάρη των προ­σφι­λών του προ­σώ­πων, ούτε για χάρη του δικαί­ου προ­φα­νώς, πράγ­μα που ο Παύ­λος διδά­σκει, όταν λέγει: «Μόλις γρ πρ δικαί­ου τις ποθα­νεται (:Μεγί­στη όντως η αγά­πη του Θεού· διό­τι μόλις και μετά δυσκο­λί­ας θα υπάρ­ξει άνθρω­πος να θυσια­στεί για κάποιον δίκαιο)»[Ρωμ.5,7].

Αλλά ο μεν Παύ­λος μίλη­σε διε­ξο­δι­κό­τε­ρα, επει­δή απευ­θυ­νό­ταν σε πιστούς, εδώ όμως ο Χρι­στός συν­το­μό­τε­ρα λέγει αυτά και παρα­στα­τι­κό­τε­ρα, επει­δή συνο­μι­λού­σε με τον Νικό­δη­μο. Και διό­τι κάθε λέξη έχει μεγά­λη έμφα­ση· διό­τι με τις φρά­σεις «Οτω γρ γάπη­σεν (:τόσο πολύ αγά­πη­σε)» και « Θες τν κόσμον (:ο Θεός τον κόσμο)» δεί­χνει την μεγά­λη έκτα­ση της αγά­πης Του· διό­τι μεγά­λη και απε­ριό­ρι­στη ήταν η μετα­ξύ τους από­στα­ση· διό­τι ο αθά­να­τος Θεός, που δεν έχει αρχή και τέλος, η απέ­ραν­τη μεγα­λο­σύ­νη, αγά­πη­σε αυτούς, που πλά­σθη­καν από χώμα και τέφρα, που είναι φορ­τω­μέ­νοι από άπει­ρες αμαρ­τί­ες, αυτούς που εξό­κει­λαν συνε­χώς, τους αχά­ρι­στους.

Αλλά και τα επό­με­να πρό­σθε­σε, που είναι εξί­σου εμφαν­τι­κά, λέγον­τας: «στε τν υἱὸν ατο τν μονο­γεν δωκεν(:ώστε παρέ­δω­σε σε σταυ­ρι­κό θάνα­το τον μονά­κρι­βό Υιό Του)». Δεν λέγει ότι παρέ­δω­σε ούτε δού­λο, ούτε άγγε­λο, ούτε αρχάγ­γε­λο. Και όμως ποτέ ένας πατέ­ρας δεν θα έδει­χνε τόση προ­θυ­μία για τον υιό του, όση έδει­ξε ο Θεός προς τους αχά­ρι­στους δού­λους Του. Και το μεν πάθος Του δεν το τοπο­θε­τεί πολύ καθα­ρά, αλλά με ασά­φεια, αλλά την ωφέ­λεια από το πάθος με σαφή­νεια: «να πς πιστεύ­ων ες ατν μ πόλη­ται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:και τού­το, για να μην κατα­δι­κα­στεί στην αιώ­νια απώ­λεια κανέ­νας από εκεί­νους, που θα πιστέ­ψουν σε Αυτόν, αλλά να κερ­δί­σει και να έχει την αιώ­νια ζωή)»[Ιω.3,16].

Επει­δή όμως είχε πει τη φρά­ση «πρέ­πει να υψω­θεί» και με αυτό υπαι­νί­χτη­κε τον θάνα­το, για να μην απο­θαρ­ρυν­θεί ο ακρο­α­τής από αυτά τα λόγια σχη­μα­τί­ζον­τας ανθρώ­πι­νη ιδέα περί Αυτού και έχον­τας τη φαν­τα­στι­κή εντύ­πω­ση ότι ο θάνα­τος είναι τέλος της υπάρ­ξε­ως, πρό­σε­ξε πώς το προ­σαρ­μό­ζει, δια­σα­φη­νί­ζον­τας ότι ο προ­σφε­ρό­με­νος είναι Υιός του Θεού και ότι είναι η αρχή της ζωής και μάλι­στα της αιώ­νιας ζωής. Και δεν θα ήταν δυνα­τόν, εκεί­νος που παρέ­χει στους άλλους ζωή δια του δικού Του θανά­του, να παρα­μέ­νει διαρ­κώς στον θάνα­το· διό­τι, αν δεν χάνον­ται αυτοί που πιστεύ­ουν στον Εσταυ­ρω­μέ­νο, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν θα χαθεί ο ίδιος ο Εσταυ­ρω­μέ­νος· διό­τι εκεί­νος που απαλ­λάσ­σει τους άλλους από την απώ­λεια, έχει απαλ­λα­γεί πολύ περισ­σό­τε­ρο ο ίδιος από αυτήν. Εκεί­νος ο οποί­ος παρέ­χει ζωή στους άλλους, πολύ περισ­σό­τε­ρο πηγά­ζει ζωή για τον εαυ­τό Του.

Βλέ­πεις ότι παν­τού χρειά­ζε­ται πίστη; Ο Ιησούς βεβαιώ­νει ότι ο σταυ­ρός είναι πηγή της ζωής, πράγ­μα το οποίο η λογι­κή δεν θα παρα­δε­χθεί εύκο­λα. Και μάρ­τυ­ρες ακό­μη και σήμε­ρα είναι οι εθνι­κοί(:οι ειδω­λο­λά­τρες), οι οποί­οι αυτό το περι­γε­λούν. Όμως η πίστη που υπερ­βαί­νει την αδυ­να­μία των συλ­λο­γι­σμών της πεπε­ρα­σμέ­νης μας λογι­κής, εύκο­λα aυτό θα το δεχτεί και θα το εννο­ή­σει πλή­ρως. Και για­τί αγά­πη­σε ο Θεός τόσο πολύ τον κόσμο; Για καμία άλλη αιτία, παρά διό­τι είναι Αγα­θός.

Ας ντρα­πού­με λοι­πόν ενώ­πιον της αγά­πης Του και ας αισθαν­θού­με αισχύ­νη για την υπερ­βο­λι­κή Του φιλαν­θρω­πία· διό­τι ο Θεός δεν λυπή­θη­κε για χάρη μας ούτε τον Μονο­γε­νή Υιό Του, εμείς όμως και τα υλι­κά αγα­θά λυπού­μα­στε για χάρη του εαυ­τού μας. Αυτός έδω­σε για χάρη μας τον Μονο­γε­νή Υιό Του τον αλη­θι­νό, εμείς όμως ούτε το χρή­μα δεν περι­φρο­νού­με για χάρη Του και για χάρη μας. Και πώς αυτά θα είναι άξια συγνώ­μης; Και αν δού­με ότι ένας άνθρω­πος υπέ­στη κιν­δύ­νους και θανά­τους για χάρη μας, τον προ­τι­μού­με απ΄όλα, τον συγ­κα­τα­λέ­γου­με μετα­ξύ των πρώ­των φίλων μας, παρα­χω­ρού­με σε αυτόν τα πάν­τα και λέμε ότι είναι μάλ­λον δικά του παρά δικά μας και ούτε με αυτόν τον τρό­πο δεν θεω­ρού­με ότι αντα­πο­δί­δου­με την ευγνω­μο­σύ­νη που οφεί­λου­με σε αυτόν.

Για χάρη όμως του Χρι­στού δεν τηρού­με ούτε αυτό το μέτρο της ευγνω­μο­σύ­νης. Αλλά Εκεί­νος μεν έδω­σε τη ζωή Του για χάρη μας και έχυ­σε το πολύ­τι­μό αίμα Του για εμάς, που δεν υπήρ­ξα­με ούτε αγα­θοί, ούτε ευγνώ­μο­νες, εμείς όμως δεν σκορ­πί­ζου­με ούτε χρή­μα­τα για τους εαυ­τούς μας, αλλά ανε­χό­μα­στε Αυτόν που πέθα­νε για χάρη μας γυμνό και ξένο. Και ποιος θα μας απαλ­λά­ξει από τη μέλ­λου­σα κόλα­ση; Διό­τι, αν επρό­κει­το να κρι­θού­με όχι από τον Θεό, αλλά από εμάς τους ίδιους, άρα­γε δεν θα ψηφί­ζα­με εναν­τί­ον των εαυ­τών μας; Άρα­γε δεν θα κατα­δι­κά­ζα­με τους εαυ­τούς μας στο πυρ της γεέ­νης, εάν ανε­χό­μα­σταν να λιώ­νει από την πεί­να Εκεί­νος, που έδω­σε τη ζωή Του για χάρη μας;

Και για­τί μνη­μο­νεύω μόνο τα χρή­μα­τα; Διό­τι, εάν είχα­με χίλιες ζωές, δεν έπρε­πε να τις δώσου­με όλες για χάρη Του; Και όμως, ούτε με αυτόν τον τρό­πο θα κάνα­με κάτι αντά­ξιο της ευερ­γε­σί­ας· διό­τι εκεί­νος που ευερ­γε­τεί πρω­τύ­τε­ρα, απο­δει­κνύ­ει φανε­ρά την καλο­σύ­νη του, ενώ εκεί­νος που ευερ­γε­τεί­ται, όποια αντα­πό­δο­ση και αν κάνει, αντα­πο­δί­δει οφει­λή, δεν απο­δί­δει ευγνω­μο­σύ­νη και μάλι­στα όταν εκεί­νος που έκα­νε την αρχή, ευερ­γε­τεί εχθρούς, αλλά και εκεί­νος που αντα­πο­δί­δει και στον ευερ­γέ­τη παρα­δί­δει τα αγα­θά και ο ίδιος θα τα απο­λαύ­σει πάλι.

Αλλά εμάς ούτε αυτά μας ελκύ­ουν, αλλά είμα­στε τόσο αχά­ρι­στοι, ώστε να στο­λί­ζου­με με χρυ­σά περι­δέ­ραια τους υπη­ρέ­τες και τους ημιό­νους και τους ίππους, να ανε­χό­μα­στε όμως τον Κύριο να περι­φέ­ρε­ται γυμνός, να επαι­τεί από σπί­τι σε σπί­τι, να στέ­κε­ται συνε­χώς στις τριό­δους, να απλώ­νει τα χέρια και να Τον βλέ­που­με πολ­λές φορές με βλο­συ­ρούς οφθαλ­μούς. Και όμως και αυτό το υπο­μέ­νει για χάρη μας· διό­τι ευχα­ρί­στως πει­νά για να τρα­φείς εσύ και περι­φέ­ρε­ται γυμνός, για να σου προ­σφέ­ρει το ένδυ­μα της αφθαρ­σί­ας. Εσείς όμως ποτέ δεν Του δίνε­τε τίπο­τε από τα δικά σας, αλλά από τα ενδύ­μα­τά σας άλλα μεν τα έχει φάει ο σκώ­ρος, άλλα όμως μένουν κλει­σμέ­να στα κιβώ­τια και απο­τε­λούν περιτ­τή φρον­τί­δα για τους κατό­χους τους. Και Εκεί­νος που σας έχει δώσει αυτά και όλα τα άλλα, περι­φέ­ρε­ται γυμνός. Αλλά για­τί δεν τα τοπο­θε­τεί­τε στα κιβώ­τια, αλλά τα φορά­τε και καμα­ρώ­νε­τε; Πες μου, ποια ωφέ­λεια έχε­τε από αυτό; Για να σας δει το πλή­θος των ανθρώ­πων της αγο­ράς; Και τι με αυτό; Δεν θα θαυ­μά­σουν βέβαια εσέ­να, επει­δή τα φορείς, αλλά εκεί­νον που χαρί­ζει στους φτω­χούς.

Ώστε, εάν θέλεις να θαυ­μά­ζε­σαι, να ντύ­σεις άλλους και τότε θα ακού­σεις χιλιά­δες χει­ρο­κρο­τή­μα­τα. Τότε μαζί με τους ανθρώ­πους, θα σε επαι­νέ­σει και ο Θεός. Τώρα όμως κανείς δεν θα σε επαι­νέ­σει, αλλά όλοι θα σε φθο­νή­σουν, όταν βλέ­πουν ότι στο­λί­ζεις το σώμα σου και παρα­με­λείς την ψυχή σου. Ο στο­λι­σμός αυτός αρμό­ζει στις πόρ­νες και πολ­λές φορές μάλι­στα τα ενδύ­μα­τα εκεί­νων είναι πολυ­τε­λέ­στε­ρα και λαμ­πρό­τε­ρα. Ο στο­λι­σμός όμως της ψυχής αρμό­ζει μόνο σε εκεί­νους που ζουν με αρε­τή.

Αυτά τα έχω πει πολ­λές φορές και δεν θα πάψω να τα επα­να­λαμ­βά­νω, όχι επει­δή φρον­τί­ζω για τους φτω­χούς τόσο, όσο για τις ψυχές σας· διό­τι για εκεί­νους θα υπάρ­ξει κάποια ανα­κού­φι­ση από αλλού, αν δεν υπάρ­ξει από εμάς. Εκεί­νοι, κι αν δεν τους την προ­σφέ­ρε­τε εσείς, θα βρουν ωστό­σο από κάπου κάποια ανα­κού­φι­ση. Μα κι αν δεν βρουν ανα­κού­φι­ση, αλλά πεθά­νουν από την πεί­να, δεν είναι μεγά­λη η ζημία τους. Τι τον έβλα­ψε τον Λάζα­ρο η φτώ­χεια και η αδιά­κο­πη πεί­να του; Εσάς όμως κανέ­νας δεν θα σας γλυ­τώ­σει από τη γέεν­να, αν δεν σας βοη­θή­σουν οι φτω­χοί· αλλά θα πού­με τα ίδια με τον πλού­σιο εκεί­νο αφέν­τη του πτω­χού Λαζά­ρου, που βασα­νι­ζό­ταν αδιά­κο­πα και καμιά παρη­γο­ριά δεν έβρι­σκε. Αλλά, μη γένοι­το, μακά­ρι κανέ­νας να μην ακού­σει ποτέ τους λόγους τού­τους, αλλά να γίνει δεκτός μέσα στους κόλ­πους τους Αβρα­άμ, με τη χάρη και τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, δια του οποί­ου και μετά του οποί­ου ανή­κει η δόξα στον Πατέ­ρα ταυ­τό­χρο­να και το Άγιο Πνεύ­μα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΟΜΙΛΙΑ ΚΗ΄

« Ο γρ πέστει­λεν Θες τν υἱὸν ατο ες τν κόσμον να κρίν τν κόσμον, λλ᾿ να σωθ κόσμος δι᾿ ατο(:Διό­τι δεν απέ­στει­λε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρ­τω­λό γένος των ανθρώ­πων για να κατα­κρί­νει και να κατα­δι­κά­σει το γένος αυτό, αλλά ο Θεός απέ­στει­λε τον Υιό του για να σωθεί ολό­κλη­ρος ο κόσμος των ανθρώ­πων δια­μέ­σου της δικής Του θυσί­ας)»[Ιω.3,17].

Πολ­λοί από τους οκνη­ρούς και ράθυ­μους, που κάνουν κατά­χρη­ση της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού με τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των αμαρ­τη­μά­των τους και με την υπερ­βο­λι­κή τους αμέ­λεια για τη σωτη­ρία της ψυχής τους, ισχυ­ρί­ζον­ται τα εξής: «Δεν υπάρ­χει γέε­να, δεν υπάρ­χει τιμω­ρία, ο Θεός συγ­χω­ρεί όλα τα αμαρ­τή­μα­τά μας». Αυτούς τους απο­στο­μώ­νει ο σοφός Σει­ράχ, που λέγει: «Κα μ επς· οκτιρμς ατο πολύς, τ πλθος τν μαρ­τιν μου ξιλά­σε­ται· λεος γρ κα ργ παρ᾿ ατο, κα π μαρ­τω­λος κατα­παύ­σει θυμς ατο (:Και μην πεις: ‘’Η φιλαν­θρω­πία Του είναι μεγά­λη, θα ευσπλαγ­χνι­σθεί το πλή­θος των αμαρ­τιών μου’’, διό­τι η οργή Του δεν είναι μικρό­τε­ρη από την ευσπλα­χνία Του και η οργή Του θα ξεσπά­σει ενάν­τια σε όσους άφο­βα αμαρ­τά­νουν)» [Σοφ. Σειρ.5,6)]. Και πάλι: «Κατ τ πολ λεος ατο, οτως κα πολς λεγ­χος ατο· νδρα κατ τ ργα ατο κρί­νει (:Όπως είναι μεγά­λη η ευσπλα­χνία Του, είναι μεγά­λος και ο έλεγ­χός Του)»[: Σοφ. Σειρ. 16,12].

Και αν θα ρωτή­σεις πού είναι η φιλαν­θρω­πία Του, αν αντα­μει­φθού­με ανά­λο­γα, άκου­σε και τον Προ­φη­τά­να­κτα Δαβίδ και τον Από­στο­λο Παύ­λο που λένε, ο μεν πρώ­τος: «Κα σο, Κύριε, τ λεος, τι σ ποδώ­σεις κάστ κατ τ ργα ατο (:Και η ευσπλα­χνία είναι επί­σης δική σου, Κύριε· διό­τι Εσύ, πολυεύ­σπλα­χνε, βρα­βεύ­εις με το έλε­ός Σου την αρε­τή των ανθρώ­πων και τιμω­ρείς δυνα­μι­κά την κακία τους. Εσύ θα απο­δώ­σεις και στον καθέ­να σύμ­φω­να με τα έργα του)»[Ψαλμ.61,13],ο δε δεύ­τε­ρος: «ς ποδώ­σει κάστ κατ ργα ατο(:Αυτός θα απο­δώ­σει στον καθέ­να ανά­λο­γα με τα έργα του)» [Ρωμ.2,6].

Αλλά ότι παρά ταύ­τα η φιλαν­θρω­πία του Θεού είναι μεγά­λη, απο­δει­κνύ­ε­ται από τα επό­με­να· εάν δηλα­δή ο Θεός, αφού διαί­ρε­σε τη ζωή μας σε δύο χρο­νι­κές περιό­δους, την παρού­σα και την μέλ­λου­σα, και αφού τη μία όρι­σε για τους αγώ­νες, την δε άλλη έκα­νε χώρο απο­νο­μής των στε­φά­νων, απέ­δει­ξε και με αυτόν τον τρό­πο τη φιλαν­θρω­πία Του. Πώς και με ποιο τρό­πο; Με το ότι, αν και δια­πρά­ξα­με πολ­λά και σοβα­ρά αμαρ­τή­μα­τα και αν και δεν παρα­λεί­ψα­με να ρυπαί­νου­με την ψυχή μας με άπει­ρα κακά από την νεα­ρή ηλι­κία μας ως τα γερά­μα­τά μας, για κανέ­να από αυτά τα αμαρ­τή­μα­τα δεν μας ζήτη­σε λόγο, αλλά επι­πλέ­ον συγ­χώ­ρη­σε αυτά με το βάπτι­σμα της παλιγ­γε­νε­σί­ας και μας χάρι­σε δικαιο­σύ­νη και αγιό­τη­τα.

«Τι λοι­πόν θα συμ­βεί», θα έλε­γε κάποιος, «εάν κάποιος, αφού κατα­ξιώ­θη­κε των ιερών μυστη­ρί­ων από πολύ μικρή ηλι­κία, δια­πρά­ξει μετά από αυτά μύρια αμαρ­τή­μα­τα;». Αυτός λοι­πόν είναι άξιος μεγα­λύ­τε­ρης τιμω­ρί­ας· διό­τι για τα ίδια αμαρ­τή­μα­τα δεν υπο­φέ­ρου­με τις ίδιες τιμω­ρί­ες, αλλά πολύ αυστη­ρό­τε­ρες, όταν αμαρ­τή­σου­με μετά τη μυστα­γω­γία του Βαπτί­σμα­τος. Και αυτό το βεβαιώ­νει ο Παύ­λος, ο οποί­ος λέγει: «θετή­σας τις νόμον Μωϋ­σέ­ως χωρς οκτιρμν π δυσν τρισ μάρ­τυ­σιν ποθνή­σκει· πόσ δοκετε χεί­ρο­νος ξιω­θή­σε­ται τιμω­ρί­ας τν υἱὸν το Θεο κατα­πα­τή­σας κα τ αμα τς δια­θή­κης κοινν γησά­με­νος, ν γιά­σθη, κα τ Πνεμα τς χάρι­τος νυβρί­σας;(:Εάν κανείς παρα­βεί τον μωσαϊ­κό Νόμο και την παρά­βα­σή του αυτήν τη βεβαιώ­σουν δύο ή τρεις μάρ­τυ­ρες, αυτός θανα­τώ­νε­ται χωρίς επιεί­κεια. Πόσο χει­ρό­τε­ρη τιμω­ρία νομί­ζε­τε ότι αξί­ζει εκεί­νος που ποδο­πά­τη­σε περι­φρο­νη­τι­κά τον Υιό του Θεού και νόμι­σε ως αίμα συνη­θι­σμέ­νου και κοι­νού ανθρώ­που το Αίμα με το οποίο επι­κυ­ρώ­θη­κε η Νέα Δια­θή­κη, με το οποίο μάλι­στα αίμα και αυτός ο ίδιος αγιά­στη­κε και εξύ­βρι­σε και περι­φρό­νη­σε το Άγιο Πνεύ­μα που μας προ­σφέ­ρει τη χάρη Του;)»[Εβρ.10,28–29].Αυτός θα είναι, λοι­πόν, άξιος μεγα­λύ­τε­ρης τιμω­ρί­ας.

Εντού­τοις ο Θεός άνοι­ξε και γι’ αυτόν τις πόρ­τες της μετα­νοί­ας και του έδω­σε πολ­λές ευκαι­ρί­ες, αν το θελή­σει βεβαί­ως, να απαλ­λα­γεί από τα αμαρ­τή­μα­τά του. Σκέ­ψου, λοι­πόν, πόσο μεγά­λες είναι αυτές οι απο­δεί­ξεις της φιλαν­θρω­πί­ας του Θεού, η δια της χάρι­τος χορή­γη­ση της αφέ­σε­ως και ο μη κολα­σμός αυτού που και μετά τη χορή­γη­ση της χάρι­τος αμάρ­τη­σε και είναι άξιος κάθε τιμω­ρί­ας, επι­πλέ­ον δε και η διά­θε­ση σε αυτόν χρό­νου και προ­θε­σμί­ας απο­λο­γί­ας.

Για όλα αυτά, ο Ιησούς έλε­γε στον Νικό­δη­μο: «Δεν έστει­λε ο Θεός τον Υιό Του για να κατα­δι­κά­σει τον κόσμο, αλλά για να σώσει τον κόσμο». Δύο είναι οι παρου­σί­ες του Χρι­στού, αυτή που ήδη έχει γίνει και η μέλ­λου­σα, αλλά δεν έχουν τον ίδιο σκο­πό και οι δύο, αλλά η μεν πρώ­τη έγι­νε όχι για να εξε­τά­σει τα όσα πρά­ξα­με, αλλά για να τα συγ­χω­ρή­σει, ενώ η δεύ­τε­ρη θα γίνει όχι για να συγ­χω­ρή­σει, αλλά για να κρί­νει. Γι’ αυτό περί της μεν πρώ­της λέγει: «Δεν ήλθα για να κατα­δι­κά­σω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο», περί δε της δεύ­τε­ρης: «ταν δ λθ υἱὸς το νθρώ­που ν τ δόξ ατο κα πάν­τες ο γιοι γγε­λοι μετ᾿ ατο, τότε καθί­σει π θρό­νου δόξης ατο, κα συνα­χθή­σε­ται μπρο­σθεν ατο πάν­τα τ θνη, κα φοριε ατος π᾿ λλή­λων σπερ ποιμν φορί­ζει τ πρό­βα­τα π τν ρίφων, κα στή­σει τ μν πρό­βα­τα κ δεξιν ατο, τ δ ρίφια ξ εωνύ­μων(:Όταν λοι­πόν έλθει ο Υιός του ανθρώ­που με τη δόξα Του και μαζί Του όλοι οι άγιοι άγγε­λοι, τότε θα καθί­σει σε θρό­νο ένδο­ξο και λαμ­πρό. Και θα συνα­χθούν μπρο­στά Του όλα τα έθνη, όλοι δηλα­δή οι άνθρω­ποι που έζη­σαν απ’ την αρχή της δημιουρ­γί­ας μέχρι το τέλος του κόσμου. Και θα τους χωρί­σει τον ένα από τον άλλο, όπως ο βοσκός χωρί­ζει τα πρό­βα­τα από τα γίδια. Και θα τοπο­θε­τή­σει τους δικαί­ους, που είναι ήμε­ροι σαν τα πρό­βα­τα, στα δεξιά Του˙ ενώ τους αμαρ­τω­λούς, που είναι ατί­θα­σοι και άτα­κτοι σαν τα γίδια, θα τους βάλει στα αρι­στε­ρά Του)»[Ματθ.25,31–33], «κα πελεύ­σον­ται οτοι ες κόλα­σιν αώνιον, ο δ δίκαιοι ες ζων αώνιον(:και θα οδη­γη­θούν αυτοί σε κόλα­ση που δεν θα έχει τέλος, αλλά θα είναι αιώ­νια˙ ενώ οι δίκαιοι θα πάνε για να απο­λαύ­σουν ζωή αιώ­νια)»[Ματθ.25,46].

Κι όμως και η πρώ­τη παρου­σία του Χρι­στού ήταν και παρου­σία κρί­σε­ως κατά την αυστη­ρή λογι­κή. Για­τί; Διό­τι προ της παρου­σί­ας Του υπήρ­χε άγρα­φος φυσι­κός νόμος και προ­φή­τες, επί­σης γρα­πτός νόμος και διδα­σκα­λία και άπει­ρες υπο­σχέ­σεις και ποι­νές και πολ­λά άλλα, που μπο­ρού­σαν να επα­νορ­θώ­σουν το κακό. Και το επα­κό­λου­θο όλων αυτών ήταν να ζητή­σει ευθύ­νες. Αλλά επει­δή είναι φιλάν­θρω­πος, δεν κρί­νει, αλλά συγ­χω­ρεί μέχρις ενός σημεί­ου· διό­τι, εάν έκρι­νε, τότε όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως θα χάνον­ταν. «Πάν­τες γρ μαρ­τον κα στε­ρονται τς δόξης το Θεο(: Και δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση μετα­ξύ Ιου­δαί­ων και εθνι­κών, διό­τι όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως αμάρ­τη­σαν και στε­ρούν­ται τη δόξα που κατέ­χει και παρέ­χει ο Θεός)», λέγει ο Απόστολος[Ρωμ.3,23]. Βλέ­πεις πόσο υπερ­βο­λι­κά μεγά­λη είναι η φιλαν­θρω­πία Του;

«Εκεί­νος που πιστεύ­ει στον Υιό δεν κρί­νε­ται, εκεί­νος όμως που δεν πιστεύ­ει, έχει ήδη κρι­θεί». Αλλά τότε, εάν δεν ήλθε γι’ αυτό, για να κρί­νει δηλα­δή τον κόσμο, πώς εκεί­νος που δεν πιστεύ­ει, έχει ήδη κρι­θεί, αφού δεν έφθα­σε ακό­μη ο και­ρός της κρί­σε­ως; Ή εννο­εί τού­το, ότι δηλα­δή η απι­στία χωρίς μετά­νοια είναι άξια τιμω­ρί­ας, διό­τι το να μένει κανείς χωρίς το φως είναι καθ’ εαυ­τό μεγά­λη τιμω­ρία, ή προ­α­ναγ­γέλ­λει τα μέλ­λον­τα. Όπως ακρι­βώς εκεί­νος που φονεύ­ει, και στην περί­πτω­ση ακό­μη που δεν κατα­δι­κα­στεί από τον δικα­στή, έχει ήδη κατα­δι­κα­στεί από αυτήν την ίδια τη φύση της πρά­ξε­ώς του, τοιου­το­τρό­πως και ο άπι­στος. Επει­δή και ο Αδάμ, από την ημέ­ρα που έφα­γε από τον απα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό, πέθα­νε· διό­τι αυτή ακρι­βώς ήταν και η από­φα­ση του Θεού: «π δ το ξύλου το γινώ­σκειν καλν κα πονη­ρόν, ο φάγε­σθε π᾿ ατο· δ᾿ ν μέρ φάγη­τε π᾿ ατο, θανάτ ποθα­νεσθε(:Από το δέν­τρο όμως της γνώ­σε­ως του καλού και κακού δεν πρέ­πει ποτέ να φάτε από αυτό· διό­τι την ημέ­ρα κατά την οποία θα φάτε από τον καρ­πό του, θα χάσε­τε το δικαί­ω­μα της αθα­να­σί­ας, θα πεθά­νε­τε σωμα­τι­κώς και θα χωρι­στεί­τε από εμέ­να, που σας έδω­σα τη ζωή)»[Γέν.2,17],μολονότι βεβαί­ως ζού­σε.

Πώς πέθα­νε λοι­πόν ο Αδάμ; Εξαι­τί­ας της από­φα­σης και της παρα­κο­ής του· διό­τι εκεί­νος που ο ίδιος καθι­στά τον εαυ­τό του υπεύ­θυ­νο της τιμω­ρί­ας έχει ήδη τιμω­ρη­θεί, αν όχι μέχρις ενός σημεί­ου πραγ­μα­τι­κά, αλλά πνευ­μα­τι­κά. Και για να μη νομί­σει κανείς, ότι μπο­ρεί να αμαρ­τά­νει ατι­μώ­ρη­τα, όταν ακού­ει: «Δεν ήλθα για να κατα­δι­κά­σω τον κόσμο», ο Κύριος τού αφαι­ρεί και αυτήν την πρό­φα­ση λέγον­τας: «έχει ήδη κρι­θεί». Επει­δή δηλα­δή, επρό­κει­το να έλθει η κρί­ση και δεν είχε έλθει ακό­μη, με τον τρό­πο αυτόν, μετα­φέ­ρει κον­τά τον φόβο της τιμω­ρί­ας και δεί­χνει ήδη την κόλα­ση. Και αυτό επί­σης είναι από­δει­ξη της μεγά­λης Του φιλαν­θρω­πί­ας, το ότι όχι μόνο έδω­σε τον Υιό Του, προς σωτη­ρία των ανθρώ­πων, αλλά και το να ανα­βάλ­λει τον και­ρό της κρί­σε­ως για να δοθεί ευκαι­ρία στους αμαρ­τω­λούς και τους απί­στους να απο­νί­ψουν τα πλημ­με­λή­μα­τά τους.

« πιστεύ­ων ες ατν ο κρί­νε­ται(:Όποιος πιστεύ­ει σε Αυτόν, είτε είναι Ιου­δαί­ος είτε εθνι­κός, δεν κατα­δι­κά­ζε­ται)»[Ιω.3,18]· εκεί­νος που πιστεύ­ει όμως, όχι εκεί­νος που ερευ­νά με περιέρ­γεια, εκεί­νος που πιστεύ­ει και όχι εκεί­νος που πολυ­πραγ­μο­νεί. Τι συμ­βαί­νει λοι­πόν εάν ο πιστός έχει ακά­θαρ­τη ζωή και κάνει κακές πρά­ξεις; Ο Παύ­λος λέει ότι τέτοιοι άνθρω­ποι δεν είναι καθό­λου πιστοί· «Θεν μολο­γοσιν εδναι, τος δ ργοις ρνονται(:Ομο­λο­γούν ότι γνω­ρί­ζουν τον Θεό, με τα έργα τους όμως Τον αρνούν­ται)»[Τίτ.1,16]. Εδώ όμως εννο­εί το εξής, ότι δηλα­δή δεν κρί­νον­ται γι΄αυτόν τον λόγο, αλλά για τα μεν έργα τους θα τιμω­ρη­θούν αυστη­ρό­τε­ρα, δεν κρί­νον­ται όμως για απι­στία, επει­δή ήδη πίστε­ψαν.

Βλέ­πεις πως αφού άρχι­σε από εκεί­να που προ­κα­λούν φόβο, πάλι κατέ­λη­ξε στα ίδια; Διό­τι στην αρχή είχε πει: «μν μν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεν­νηθ ξ δατος κα Πνεύ­μα­τος, ο δύνα­ται εσελ­θεν ες τν βασι­λεί­αν το Θεο(:Αλη­θι­νά, αλη­θι­νά σου λέω ό,τι εάν δεν γεν­νη­θεί κανείς πνευ­μα­τι­κά από το νερό του αγί­ου Βαπτί­σμα­τος και από το Άγιο Πνεύ­μα, το οποίο αορά­τως με το νερό αυτό ανα­γεν­νά τον άνθρω­πο, δεν μπο­ρεί να μπει στην βασι­λεία του Θεού)»[Ιω.3,5]. Εδώ πάλι είπε ότι: « δ μ πιστεύ­ων δη κέκρι­ται, τι μ πεπί­στευ­κεν ες τ νομα το μονο­γε­νος υο το Θεο(:Όποιος όμως δεν πιστεύ­ει στον Υιό, έχει κατα­κρι­θεί μόνος του από τώρα· διό­τι δεν έχει πιστέ­ψει στο όνο­μα του μονο­γε­νούς Υιού του Θεού και έτσι με την απι­στία του απέ­κλει­σε μόνος τον εαυ­τό του από τον Λυτρω­τή που τον προ­σκα­λεί στη σωτη­ρία)»[Ιω.3,18]· δηλα­δή «Μη νομί­σεις ότι η ανα­βο­λή ωφε­λεί αυτόν που είναι ήδη υπαί­τιος, εάν δεν σωφρο­νι­στεί· διό­τι ο άπι­στος δεν θα έχει καλύ­τε­ρη τύχη από αυτούς που ήδη κατα­δι­κά­στη­καν και τιμω­ρή­θη­καν».

«Ατη δέ στιν κρί­σις, τι τ φς λήλυ­θεν ες τν κόσμον, κα γάπη­σαν ο νθρω­ποι μλλον τ σκό­τος τ φς(:Ο λόγος και η αιτία για την οποία κρί­νον­ται και κατα­δι­κά­ζον­ται οι άπι­στοι είναι αυτός: ότι το φως της αλή­θειας, ο Υιός του Θεού, ήλθε στον κόσμο, αλλά οι άνθρω­ποι προ­τί­μη­σαν το σκο­τά­δι της πλά­νης και όχι το φως)»[Ιω.3,19]. Και αυτό που λέγει σημαί­νει το εξής περί­που: «Για τον λόγο αυτόν αυτοί τιμω­ρούν­ται, διό­τι δεν θέλη­σαν να αφή­σουν το σκο­τά­δι και να τρέ­ξουν προς το φως».

Με αυτά λοι­πόν τα λόγια, τους στε­ρεί από κάθε απο­λο­γία. «Διό­τι», λέγει, «αν μεν είχα έλθει για να τους τιμω­ρή­σω και να ζητή­σω ευθύ­νες των πρά­ξε­ών τους, μπο­ρού­σαν να ισχυ­ρι­στούν ότι τάχα γι’ αυτό είχαν απο­μα­κρυν­θεί. Τώρα έχω έλθει για να τους βγά­λω από το σκο­τά­δι και να τους οδη­γή­σω στο φως». Και ποιος θα μπο­ρού­σε να λυπη­θεί εκεί­νον, που δεν θέλει να μετα­βεί από το σκό­τος στο φως; «Διό­τι ενώ δεν μπο­ρούν να μας κατη­γο­ρή­σουν σε τίπο­τε», λέγει, «αλλά αντι­θέ­τως έχουν χίλιες φορές ευερ­γε­τη­θεί, απο­μα­κρύ­νον­ται από μας». Την ίδια κατη­γο­ρία απευ­θύ­νον­τας εναν­τί­ον τους και σε άλλα μέρη, λέγει: «μίση­σάν με δωρε­άν(:με μίση­σαν χωρίς κανέ­να λόγο και χωρίς καμία αιτία)»[Ιω,15,25]. Και πάλι: «Ε μ λθον κα λάλη­σα ατος, μαρ­τί­αν οκ εχον· νν δ πρό­φα­σιν οκ χου­σι περ τς μαρ­τί­ας ατν(:Εάν δεν είχα έλθει και δεν τους είχα μιλή­σει απο­δει­κνύ­ον­τάς τους με τη διδα­σκα­λία μου και με τα θαύ­μα­τά μου ότι είμαι ο Μεσ­σί­ας, δεν θα είχαν αμαρ­τία για την απι­στία που έδει­ξαν σε μένα. Τώρα όμως δεν έχουν καμία πρό­φα­ση που να δικαιο­λο­γεί την αμαρ­τία τους. Και είναι βαριά και ασυγ­χώ­ρη­τη η αμαρ­τία τους αυτή)»[Ιω.15,22]· διό­τι εκεί­νος που κάθε­ται στο σκο­τά­δι, επει­δή δεν έχει φως, μπο­ρεί να συγ­χω­ρη­θεί· εκεί­νος όμως που μετά την παρου­σία του φωτός εξα­κο­λου­θεί να κάθε­ται στο σκο­τά­δι, φέρ­νει μαζί του την από­δει­ξη ότι είναι διε­στραμ­μέ­νος και ισχυ­ρο­γνώ­μο­νας.

Έπει­τα, επει­δή φαι­νό­ταν απί­στευ­το σε πολ­λούς αυτό που είχε πει (διό­τι κανείς δεν προ­τι­μού­σε το σκο­τά­δι από το φως) εκθέ­τει την αιτία, εξαι­τί­ας της οποί­ας συμ­βαί­νει αυτό. Ποια λοι­πόν είναι αυτή; «ν γρ πονηρ ατν τ ργα. πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τ φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ λεγ­χθ τ ργα ατο(:Και έκα­ναν την προ­τί­μη­ση αυτή, διό­τι ήταν πονη­ρά τα έργα τους· διό­τι καθέ­νας που επι­μέ­νει να κάνει έργα πονη­ρά και κακά, δεν αδια­φο­ρεί απλώς, αλλά απο­στρέ­φε­ται το φως. Και δεν έρχε­ται στο φως, για να μη γίνε­ται φανε­ρή η ασχή­μια και η ανη­θι­κό­τη­τα των έργων του και προ­κλη­θεί έτσι η απο­δο­κι­μα­σία του και η εξέ­γερ­ση της συνει­δή­σε­ώς του)»[Ιω.3,18–19]. Ασφα­λώς ο Χρι­στός δεν ήλθε ούτε για να κρί­νει, ούτε για να τιμω­ρή­σει, αλλά για να δώσει συγνώ­μη και άφε­ση των αμαρ­τιών και να χαρί­σει σωτη­ρία δια της πίστε­ως. Για­τί όμως οι άνθρω­ποι απέ­φυ­γαν; Διό­τι εάν είχε έλθει για να τους καθί­σει στο δικα­στή­ριο, υπήρ­χε κάποια πρό­φα­ση για να απο­φύ­γουν· διό­τι εκεί­νος που έχει πονη­ρή συνεί­δη­ση συνη­θί­ζει να απο­φεύ­γει τον δικα­στή, αλλά σε εκεί­νον που συγ­χω­ρεί, προ­στρέ­χουν όλοι όσοι έχουν υπο­πέ­σει σε σφάλ­μα­τα.

Εάν λοι­πόν είχε έλθει για να συγ­χω­ρή­σει, έπρε­πε πρώ­τα να τρέ­ξουν προς Αυτόν, όσοι είχαν συνεί­δη­ση των αμαρ­τη­μά­των τους, πράγ­μα που έγι­νε σε πολ­λές περι­πτώ­σεις· διό­τι και τελώ­νες και αμαρ­τω­λοί, αφού προ­σήλ­θαν συνα­να­στρέ­φον­ταν με τον Χρι­στό. Τι σημαί­νει λοι­πόν αυτό που είπε; Αυτά τα είπε για εκεί­νους που προ­τι­μούν να μένουν συνε­χώς στην ακο­λα­σία· διό­τι Αυτός γι΄αυτόν τον σκο­πό ήλθε, για να συγ­χω­ρέ­σει δηλα­δή τα προ­η­γού­με­να αμαρ­τή­μα­τα και για να τους ασφα­λί­σει για τα μέλ­λον­τα. Επει­δή ακρι­βώς υπάρ­χουν μερι­κοί τόσο οκνη­ροί και μαλ­θα­κοί στους κόπους της αρε­τής, ώστε να θέλουν να παρα­μέ­νουν στην αμαρ­τία από την πρώ­τη έως την τελευ­ταία τους πνοή και να μην απο­μα­κρύ­νον­ται από αυτήν ποτέ, αυτούς επι­ση­μαί­νει εδώ, για να τους προ­σβάλ­λει.

«Επει­δή δηλα­δή ο Χρι­στια­νι­σμός απαι­τεί και ορθό­τη­τα των δογ­μά­των και εντι­μό­τη­τα ηθών, φοβή­θη­καν», λέγει, «να έλθουν προς εμάς, επει­δή δεν ήθε­λαν να επι­δεί­ξουν ορθή ζωή». Και εκεί­νον μεν που ζει στην ειδω­λο­λα­τρία, δεν θα μπο­ρέ­σει να τον ελέγ­ξει κανείς· διό­τι εκεί­νος που λατρεύ­ει τέτοιους θεούς και έχει εορ­τές όμοιες με τους θεούς αισχρές και γελοί­ες, επι­δει­κνύ­ει έργα ανά­ξια των δογ­μά­των. Εκεί­νοι όμως που λατρεύ­ουν τον Θεό, εάν ζουν ραθύ­μως, όλοι τους επι­τι­μούν και τους κατη­γο­ρούν. Τόσο πολύ αξιο­θαύ­μα­στη είναι η δύνα­μη της αλή­θειας ακό­μη και στους εχθρούς της.

Κοί­τα λοι­πόν με πόση ακρί­βεια τοπο­θε­τεί αυτά που λέει. Δεν είπε δηλα­δή: «εκεί­νος που έχει κάνει φαυ­λό­τη­τες δεν έρχε­ται προς το φως», αλλά «εκεί­νος που τις κάνει συνε­χώς, δηλα­δή εκεί­νος που θέλει να κυλιέ­ται συνε­χώς στον βόρ­βο­ρο της αμαρ­τί­ας, που δεν θέλει να υπο­τα­χθεί στους δικούς μου νόμους, αλλά που μένον­τας έξω από αυτούς θέλει να πορ­νεύ­ει ελεύ­θε­ρα και να κάνει όλα όσα απα­γο­ρεύ­ον­ται· διό­τι όταν έλθει σε αυτά, φανε­ρώ­νε­ται όπως ο κλέ­πτης στο φως. Γι’ αυτό απο­φεύ­γει τη δική μου εξου­σία».

Είναι λοι­πόν δυνα­τόν να ακού­σεις και τώρα πολ­λούς ειδω­λο­λά­τρες να λένε ότι γι’ αυτό δεν μπο­ρούν να προ­σέλ­θουν στη δική μας πίστη, επει­δή δεν μπο­ρούν να απο­μα­κρυν­θούν από τη μέθη, την πορ­νεία, και όλα αυτά τα πλημ­με­λή­μα­τα. «Δεν υπάρ­χουν λοι­πόν», λέγουν, «Χρι­στια­νοί που κάνουν φαυ­λό­τη­τες και ειδω­λο­λά­τρες που ζουν με φρό­νη­ση;» Ότι υπάρ­χουν Χρι­στια­νοί που κάνουν φαυ­λό­τη­τες, το γνω­ρί­ζω. Αν όμως υπάρ­χουν και ειδω­λο­λά­τρες που ζουν άψο­γα, αυτό δεν το γνω­ρί­ζω καλά. Μη μου παρου­σιά­σεις εκεί­νους που είναι αγα­θοί και εγκρα­τείς από τη φύση τους, διό­τι αυτό δεν είναι αρε­τή, αλλά δεί­ξε μου εκεί­νον που υπο­μέ­νει την μεγά­λη ορμή των παθών και όμως είναι σώφρο­νας.

Ασφα­λώς δεν μπο­ρείς· διό­τι αν η υπό­σχε­ση της βασι­λεί­ας και η απει­λή της γέε­νας και η τόση άλλη διδα­σκα­λία μετά βίας συγ­κρα­τούν τους ανθρώ­πους στην άσκη­ση της αρε­τής, πολύ δυσκο­λό­τε­ρα θα ασκή­σουν αυτήν εκεί­νοι που δεν πιστεύ­ουν τίπο­τε από αυτά. Εάν όμως μερι­κοί υπο­κρί­νον­ται, αυτό το κάνουν από ματαιο­δο­ξία. Και εκεί­νος που κάνει αυτό από ματαιο­δο­ξία, όταν μπο­ρέ­σει στα κρυ­φά, δεν θα απο­φύ­γει τη χρή­ση των πονη­ρών επι­θυ­μιών.

Αλλά για να μη φανού­με σε μερι­κούς ότι είμα­στε ερι­στι­κοί, ας παρα­δε­χτού­με ότι υπάρ­χουν άνθρω­ποι μετα­ξύ των ειδω­λο­λα­τρών που ζουν ενά­ρε­τα· διό­τι αυτό δεν αντι­τί­θε­ται ποτέ στα λόγια μας· διό­τι είπε εκεί­νο που συμ­βαί­νει συχνά και όχι εκεί­νο που γίνε­ται σπά­νια. Κοί­τα λοι­πόν με ποιο άλλο τρό­πο τους στε­ρεί από κάθε άλλη απο­λο­γία, όταν είπε ότι: «Τ φς λήλυ­θεν ες τν κόσμον(:Το φως της αλή­θειας, ο Υιός του Θεού, ήλθε στον κόσμο)». «Μήπως», λέει, «το ζήτη­σαν αυτοί; Μήπως κοπί­α­σαν; Μήπως κου­ρά­στη­καν για να το βρουν; Αυτό το ίδιο το φως πήγε σε αυτούς και δεν αξιώ­θη­καν να τρέ­ξουν προς αυτό».

Επει­δή όμως υπάρ­χουν και μερι­κοί από τους Χρι­στια­νούς που ζουν πονη­ρά, το εξής θα τους απαν­τή­σου­με, ότι ο Χρι­στός δεν ομι­λεί για εκεί­νους που υπήρ­ξαν από την αρχή Χρι­στια­νοί και που δέχτη­καν την αλη­θι­νή θρη­σκεία από τους προ­γό­νους τους, αν και αυτοί πολ­λές φορές απο­μα­κρύν­θη­καν από την αλή­θεια των δογ­μά­των εξαι­τί­ας κακών συνη­θειών. Αλλά, νομί­ζω, ότι τώρα δεν ομι­λεί για αυτούς, αλλά για εκεί­νους από τους ειδω­λο­λά­τρες ή τους Ιου­δαί­ους που οφεί­λουν να στρα­φούν προς την ορθή πίστη· διό­τι δεί­χνει ότι κανείς που ζει στην πλά­νη, δεν θα προ­τι­μή­σει να προ­σέλ­θει στην πίστη, εάν πρώ­τα δεν προ­δια­γρά­ψει για τον εαυ­τό του κανό­νες ορθής ζωής, και κανείς δεν θα μεί­νει στην απι­στία, εάν πρώ­τα δεν απο­φα­σί­σει να μεί­νει κακός σε όλη του τη ζωή.

Μη μου πεις ότι αυτός είναι σώφρο­νας και δεν προ­σποιεί­ται· διό­τι την αρε­τή δεν την απο­τε­λούν μόνο αυτά· διό­τι ποια είναι η ωφέ­λεια όταν αυτά τα έχει, είναι όμως δού­λος της κενο­δο­ξί­ας και όταν μένει στην πλά­νη, επει­δή ντρέ­πε­ται τους φίλους του; Διό­τι αυτό ασφα­λώς δεν είναι η ορθή ζωή. Και ο δού­λος της κενο­δο­ξί­ας δεν αμαρ­τά­νει λιγό­τε­ρο από τον πόρ­νο. Ο πρώ­τος κάνει πολύ περισ­σό­τε­ρα και μεγα­λύ­τε­ρα κακά από τον δεύ­τε­ρο. Δεί­ξε μου όμως κάποιον που παρα­μέ­νει στους ειδω­λο­λά­τρες που είναι απαλ­λαγ­μέ­νος από όλα τα πάθη και είναι ελεύ­θε­ρος από κάθε κακία. Αλλά δεν θα μπο­ρέ­σεις· διό­τι και όσοι από αυτούς υπε­ρη­φα­νεύ­τη­καν πολύ και περι­φρό­νη­σαν και τα χρή­μα­τα και τις απο­λαύ­σεις της κοι­λί­ας, όπως ισχυ­ρί­ζον­ται, υπο­δου­λώ­θη­καν στην κενο­δο­ξία πολύ περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους ανθρώ­πους. Και αυτό είναι η αιτία όλων των κακών. Έτσι επέ­με­ναν σε αυτά και οι Ιου­δαί­οι. Γι΄ αυτόν τον λόγο και ο Χρι­στός τούς επι­τι­μά λέγον­τας: «Πς δύνα­σθε μες πιστεσαι, δόξαν παρ λλή­λων λαμ­βά­νον­τες, κα τν δόξαν τν παρ το μόνου Θεο ο ζητετε;(:Αλλά πώς είναι δυνα­τόν να πιστέ­ψε­τε εσείς, αφού επι­διώ­κε­τε να παίρ­νε­τε δόξα και επαί­νους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητά­τε τη δόξα που πηγά­ζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44].

Για­τί όμως δεν μίλη­σε για αυτούς, ούτε επε­κτά­θη­κε στον Ναθα­να­ήλ, στον οποίο μαρ­τύ­ρη­σε την αλή­θεια; Διό­τι ούτε και αυτός δεν είχε προ­σέλ­θει με μεγά­λη προ­θυ­μία. Αντι­θέ­τως, ο Νικό­δη­μος έδει­ξε μεγά­λο ενδια­φέ­ρον και τον χρό­νο που οι άλλοι είχαν δια­θέ­σει για ανά­παυ­ση, αυτός τον χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως ευκαι­ρία διδα­σκα­λί­ας. Ο Ναθα­να­ήλ όμως είχε προ­σέλ­θει, επει­δή είχε πει­στεί από άλλον. Αλλά ούτε εκεί­νον απέ­φυ­γε, διό­τι του είπε: «μν μν λέγω μν, π᾿ ρτι ψεσθε τν ορανν νεγότα, κα τος γγέ­λους το Θεο ναβαί­νον­τας κα κατα­βαί­νον­τας π τν υἱὸν το νθρώ­που(:Αλη­θι­νά σας δια­βε­βαιώ­νω ότι από τώρα που άνοι­ξε ο ουρα­νός κατά τη βάπτι­σή μου, θα δεί­τε κι εσείς τον ουρα­νό ανοιγ­μέ­νο, και τους αγγέ­λους του Θεού να ανε­βαί­νουν και να κατε­βαί­νουν στον Υιό του Θεού. Αυτός έγι­νε και τέλειος άνθρω­πος, και ως υιός του ανθρώ­που είναι μονα­δι­κός αντι­πρό­σω­πος του ανθρω­πί­νου γένους˙ και πρό­κει­ται να έλθει και πάλι ως Κρι­τής ένδο­ξος καθι­σμέ­νος πάνω σε νεφέ­λες. Θα ανε­βαί­νουν και θα κατε­βαί­νουν οι άγγε­λοι προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τούν Αυτόν και την Εκκλη­σία Του)»[Ιω.1,52].

Στον Νικό­δη­μο όμως δεν είπε τίπο­τε από αυτά, αλλά κάνει λόγο για την κατά σάρ­κα γέν­νη­ση και την αιώ­νιο ζωή, ομι­λών­τας δια­φο­ρε­τι­κά προς τον καθέ­να, ανά­λο­γα με την υπο­κει­με­νι­κή του διά­θε­ση. Στον μεν Ναθα­να­ήλ ήταν αρκε­τό το ότι είχε ακού­σει αυτά, επει­δή γνώ­ρι­ζε τους Προ­φή­τες και δεν ήταν τόσο βρα­δύ­νους. Στον Νικό­δη­μο όμως, επει­δή κατε­χό­ταν ακό­μη από φόβο, δεν απο­κά­λυ­ψε αμέ­σως τα πάν­τα, αλλά τάρα­ξε την σκέ­ψη του, ώστε να εκδιώ­ξει τον φόβο με φόβο, όταν μάλι­στα τόνι­σε ότι πρέ­πει να κρι­θεί εκεί­νος που δεν πιστεύ­ει και ότι η απι­στία προ­έρ­χε­ται από πονη­ρή συνεί­δη­ση.

Επει­δή λοι­πόν έκα­νε πολύ λόγο για την κακο­δο­ξία των ανθρώ­πων και περισ­σό­τε­ρο για αυτήν παρά για την τιμω­ρία ‑λέγει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής: «μως μντοι κα κ τν ρχντων πολ­λο πστευ­σαν ες ατν, λλ δι τος Φαρι­σαους οχ μολγουν, να μ ποσυνγωγοι γνων­ται(:Παρό­λα αυτά, και από τους άρχον­τες πολ­λοί πίστε­ψαν σε Αυτόν. Εξαι­τί­ας όμως των Φαρι­σαί­ων δεν ομο­λο­γού­σαν φανε­ρά την πίστη τους, για να μην αφο­ρι­σθούν και διω­χθούν από τη συνα­γω­γή)» [Ιω.12,42]) και γι’ αυτό τον επι­πλήτ­τει και δεί­χνει με όσα λέει, ότι εκεί­νος που δεν πιστεύ­ει σε Αυτόν δεν το κάνει για άλλο λόγο παρά διό­τι η ζωή του είναι ακά­θαρ­τη.

Και στη συνέ­χεια τονί­ζει: «Εγώ είμαι το φως», αλλά εδώ λέει: «Ήλθε το φως στον κόσμο»· διό­τι στην αρχή μιλού­σε μάλ­λον ασα­φώς, όσο όμως προ­χω­ρεί, ομι­λεί σαφέ­στε­ρα. Αλλά όμως ο Νικό­δη­μος κατε­χό­ταν από τη γνώ­μη των πολ­λών και γι’ αυτό δεν μπο­ρού­σε να μιλή­σει με περισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος, όπως έπρε­πε.

Ας απο­φύ­γου­με λοι­πόν την κενο­δο­ξία· διό­τι αυτό είναι το τυραν­νι­κό­τε­ρο πάθος από όλα. Από αυτό προ­έρ­χον­ται η πλε­ο­νε­ξία και η φιλο­χρη­μα­τία, από αυτό προ­έρ­χον­ται μίσος, πόλε­μοι και μάχες· διό­τι εκεί­νος που επι­θυ­μεί πολ­λά, δεν θα μπο­ρέ­σει να στα­μα­τή­σει που­θε­νά. Και επι­θυ­μεί όχι από καμία άλλη αιτία αλλά μόνο από κενο­δο­ξία. Σε ερω­τώ, για ποια άλλη αιτία πολ­λοί επι­δει­κνύ­ουν τόση υπε­ρο­ψία με το πλή­θος των ευνού­χων και τις αγέ­λες των υπη­ρε­τών; Όχι από ανάγ­κη, αλλά για να έχουν τους γεί­το­νές τους μάρ­τυ­ρες της παρά­και­ρης αυτής πολυ­τέ­λειας.

Αν λοι­πόν απο­κό­ψου­με αυτήν, μαζί με την κεφα­λή θα εξα­φα­νί­σου­με και τα άλλα μέλη της κακί­ας και τίπο­τε δεν θα μας εμπο­δί­σει να κατοι­κού­με στη γη, όπως στον ουρα­νό· διό­τι η κενο­δο­ξία δεν ωθεί στην κακία μόνο αυτούς που έχει αιχ­μα­λω­τί­σει, αλλά υπει­σέρ­χε­ται δολί­ως και στις αρε­τές. Και όταν δεν μπο­ρέ­σου­με να τη βγά­λου­με από εκεί προ­ξε­νεί μεγά­λη κατα­στρο­φή στην αρε­τή, διό­τι αναγ­κά­ζει αυτήν να υπο­μέ­νει μεν τους κόπους, να στε­ρεί­ται όμως των καρ­πών· διό­τι εκεί­νος που απο­βλέ­πει στην κενο­δο­ξία, που νηστεύ­ει, που προ­σεύ­χε­ται και κάνει ελεη­μο­σύ­νες, χάνει την αντα­μοι­βή.

Ποια χει­ρό­τε­ρη ζημία μπο­ρεί να γίνει από αυτήν, από το να ματαιο­πο­νεί κανείς, να γίνε­ται κατα­γέ­λα­στος και να στε­ρεί­ται της επου­ρα­νί­ου δόξης; Διό­τι δεν είναι δυνα­τόν εκεί­νος που επι­θυ­μεί και τα δύο, να επι­τύ­χει και τα δύο· διό­τι είναι μεν δυνα­τόν να επι­τύ­χου­με και τα δύο, αλλά όταν επι­θυ­μού­με τη μία δόξα από τις δύο, την επου­ρά­νια. Όταν όμως επι­θυ­μεί κανείς και την ανθρώ­πι­νη και την επου­ρά­νια, δεν είναι δυνα­τόν να επι­τύ­χει και τις δύο. Για τον λόγο αυτόν, εάν θέλου­με να επι­τύ­χου­με τη δόξα, ας απο­φεύ­γου­με την ανθρώ­πι­νη και ας επι­θυ­μού­με μόνο τη δόξα του Θεού· διό­τι έτσι θα επι­τύ­χου­με και τη μία και την άλλη. Είθε όλοι εμείς να την απο­λαύ­σου­με με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, δια του Οποί­ου και μετά του Οποί­ου η δόξα πρέ­πει στον Πατέ­ρα ταυ­τό­χρο­να και στο Άγιο Πνεύ­μα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Αγ. Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1978, τόμος 13, Υπό­μνη­μα στον άγιον Ιωάν­νην, τον Από­στο­λον και Ευαγ­γε­λι­στήν , ομι­λί­ες ΚΖ΄και ΚΗ΄, σελί­δες 148–165 και (κατ’ επι­λο­γήν), σελί­δες 166–185, αντί­στοι­χα.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΑΥΧΗΜΑ ΜΑΣ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΤΟ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΑΥΧΗΜΑ ΜΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Στο­μί­ου Λαρί­σης στις 10–9‑2000]

(Β΄έκδοσις)

[Β421]

Στις 14 Σεπτεμ­βρί­ου, αγα­πη­τοί μου, η Εκκλη­σία μας εορ­τά­ζει την παγ­κό­σμιον Ύψω­σιν του Τιμί­ου Σταυ­ρού. Αυτό σημαί­νει ότι μετά την εύρε­σή του από την βασι­λο­μή­το­ρα Αγί­αν Ελέ­νην, υψώ­θη από του άμβω­νος ο ευρε­θείς Τίμιος Σταυ­ρός, υπό του τότε Πατριάρ­χου Ιερο­σο­λύ­μων Μακα­ρί­ου, περί το 325.

Η Εκκλη­σία μας για να προσ­δώ­σει αίγλην και τιμήν, θεώ­ρη­σε την εορ­τήν του Τιμί­ου Σταυ­ρού ως έναν αντί­λα­λον της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής και της Μεγά­λης Παρα­σκευ­ής. Γι΄αυτό νηστεύ­ο­με την ημέ­ρα αυτή. Όλοι το γνω­ρί­ζο­με. Ακό­μη έθε­σε την εορ­τήν της Μετα­μορ­φώ­σε­ως 40 ημέ­ρες προ της Υψώ­σε­ως. Είναι 40 ημέ­ρες. Και δημιουρ­γεί έναν αντί­λα­λο της Μεγά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής. Η Και­νή Δια­θή­κη γρά­φει ότι η Μετα­μόρ­φω­σις έγι­νε ολί­γον προ του Πάθους. Δηλα­δή λίγες ημέ­ρες προ της 15ης του μηνός Νισ­σάν, δηλα­δή στα μέσα περί­που του Φεβρουα­ρί­ου ή του Μαρ­τί­ου. Ακό­μη η Εκκλη­σία όρι­σε δυο Κυρια­κές, η μία προ και η άλλη μετά, με υμνο­λο­γι­κό και ευαγ­γε­λι­κό περιε­χό­με­νο σχε­τι­κό με τον Τίμιον Σταυ­ρόν. Έτσι οι δύο αυτές Κυρια­κές, εκ των οποί­ων η πρώ­τη είναι σήμε­ρα, στέ­κον­ται σαν στή­λες τιμής και συνο­δεί­ας της μεγά­λης εορ­τής.

Αν ερω­τή­σε­τε για­τί όλα αυτά, η απάν­τη­σις είναι ότι όλη η θεο­λο­γία της αγά­πης του Θεού για τον άνθρω­πο κορυ­φώ­νε­ται εις την σταυ­ρι­κή θυσία του Χρι­στού. Όπως το ακού­σα­με και εις την σημε­ρι­νή ευαγ­γε­λι­κή περι­κο­πή: «Οὕτω γὰρ ἠγά­πη­σεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον -Τόσο πολύ αγά­πη­σε ο Θεός τον κόσμον ή τόσο αγά­πη­σε ο Θεός τον κόσμον-, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονο­γε­νῆ ἔδω­κεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύ­ων εἰς αὐτὸν -ώστε εκεί­νος ο οποί­ος πιστεύ­ει εις αυτόν- μὴ ἀπό­λη­ται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώ­νιον». Εκεί­νο το «οὕτω γὰρ ἠγά­πη­σεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον», αυτό το «οὕτω» είναι απρο­σμέ­τρη­τον.

Ακό­μη, το κέν­τρον του Ευαγ­γε­λί­ου είναι ο Σταυ­ρός του Χρι­στού. Είναι το κέν­τρον της πνευ­μα­τι­κής ζωής, ο Τίμιος Σταυ­ρός. Το κέν­τρον, το υπο­γραμ­μί­ζω και το ξανα­λέ­γω, της πνευ­μα­τι­κής ζωής. Εάν δεν βάλεις στη ζωή σου ως κέν­τρον τον Τίμιον Σταυ­ρόν, είναι αδύ­να­τον να κατα­νο­ή­σεις και πολύ περισ­σό­τε­ρο να βιώ­σεις την πνευ­μα­τι­κή ζωή. Αυτά που εμείς –επι­τρέ­ψα­τέ μου- όπως ζού­με πνευ­μα­τι­κή ζωή, επι­τρέ­ψα­τέ μου, πασα­λείμ­μα­τα είναι. Δεν απο­τε­λούν πραγ­μα­τι­κά την πνευ­μα­τι­κή ζωή. Για­τί απλού­στα­τα πολ­λές φορές απ’ όλα αυτά λεί­πει η έννοια του Σταυ­ρού. Αν αφαι­ρε­θεί ο Σταυ­ρός ή το περί Σταυ­ρού κήρυγ­μα, τότε δεν έχο­με σωτη­ρία. Γι΄αυτό γρά­φει ο Από­στο­λος Παύ­λος εις την Α΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του: « λόγος γρ το σταυ­ρο-λόγος θα πει κήρυγ­μα. Δηλα­δή το κήρυγ­μα του Σταυ­ρού-τος μν πολ­λυ­μέ­νοις μωρία στί -για εκεί­νους οι οποί­οι τελι­κά μένουν αμε­τα­νόη­τοι και οι οποί­οι βεβαί­ως θα χαθούν, δεν θα σωθούν, γι’ αυτούς ο Τίμιος Σταυ­ρός είναι μωρία: «Πώς είναι δυνα­τόν ένας Εναν­θρω­πή­σας Θεός να σταυ­ρώ­νε­ται;»· και μάλι­στα δια τους Εβραί­ους, λέγει, ότι είναι σκάν­δα­λον. Διό­τι αν είναι ο Γιαχ­βέ, δηλα­δή ο Κύριος, ο Κύριος της δόξης, ο Άγιος του Ισρα­ήλ, όπως τον είδε καθή­με­νον επί θρό­νου αιω­ρου­μέ­νου ο προ­φή­της Ησα­ΐ­ας, πώς είναι δυνα­τόν ποτέ να φθά­σει εις τον Σταυ­ρόν; Άρα δεν είναι. Αυτό είναι σκάν­δα­λο εις τους Εβραί­ους, που δεν τους αφή­νει να επι­στρέ­ψουν εις Χρι­στόν)· τος δ σζομέ­νοις μν δύνα­μις Θεο στι - αλλά για εκεί­νους οι οποί­οι πιστεύ­ουν, σώζον­ται, γι’ αυτούς είναι ο Τίμιος Σταυ­ρός, είναι δύνα­μις-». Και έκφρα­σις βεβαί­ως της αγά­πης του Θεού Πατρός, και του Υιού και του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, του Αγί­ου Τρια­δι­κού Θεού δηλα­δή.

Δια του Σταυ­ρού, αγα­πη­τοί μου, επα­νερ­χό­με­θα εις τον απω­λε­σθέν­τα Παρά­δει­σον· που είναι το σύμ­βο­λον της αρνή­σε­ως του κόσμου, για­τί ο κόσμος εσταύ­ρω­σε τον Χρι­στόν. Κι εμείς λοι­πόν, αν απο­δε­χό­με­θα τον Σταυ­ρόν, ουσια­στι­κά μένο­με στην άρνη­ση του κόσμου.

Είναι και το σύμ­βο­λον της ασκή­σε­ως ο Τίμιος Σταυ­ρός. Δεν λέει ο Από­στο­λος στους Φιλιπ­πη­σί­ους ότι μερι­κοί Χρι­στια­νοί, «ν Θες κοι­λία», «που η κοι­λιά τους», λέει, «είναι ο Θεός τους, δηλα­δή τι θα φάμε, τι θα πιού­με και πώς θα αφρο­δι­σιά­σου­με», και τους απο­κα­λεί αυτούς «χθρος το σταυ­ρο το Χρι­στο». Για­τί; Για­τί απλού­στα­τα απέρ­ρι­ψαν την άσκη­ση και συνε­πώς τον Τίμιον Σταυ­ρόν.

Ακό­μα, ο Τίμιος Σταυ­ρός του Χρι­στού είναι το δέν­δρον της ζωής. Ενθυ­μεί­στε ότι στον Παρά­δει­σον ο Θεός, λέγει, εφύ­τευ­σε δύο δέν­τρα. Ο Παρά­δει­σος, σας υπεν­θυ­μί­ζω, ήταν επά­νω εις την Γην. Η λέξις Παρά­δει­σος είναι περ­σι­κή και θα πει «μεγά­λος κήπος». Και ήτο μετα­ξύ των δύο ποτα­μών του Ευφρά­του και του Τίγρη­τος. Λοι­πόν, εφύ­τευ­σε, λέει, εκεί ο Θεός, δύο δέν­τρα. Το ένα δέν­δρον ήταν της γνώ­σε­ως του καλού και του κακού. Το άλλον δέν­δρον ήταν της ζωής. Και είπε εις τους πρω­το­πλά­στους: «Δεν θα δοκι­μά­σε­τε από το δέν­δρον της γνώ­σε­ως». Εκεί­νοι απα­τη­θέν­τες από τον διά­βο­λον, εδο­κί­μα­σαν, παρά την ειδο­ποί­η­ση του Θεού ότι «ν μέρ φάγε­σθε, θανάτ ποθα­νεσθε». Και τους εξε­δί­ω­ξε ο Θεός από τον Παρά­δει­σον. Ήταν μία περιο­χή αυτή. Όλο το υπό­λοι­πον του πλα­νή­του μας ελέ­γε­το Γη. Το τμή­μα αυτό ελέ­γε­το Παρά­δει­σος. Σύμ­βο­λον της Βασι­λεί­ας του Θεού. Σήμε­ρα εκεί πηγαί­νο­με. Είναι το σημε­ρι­νό Ιράκ, αν το θέλε­τε. Σύμ­βο­λον. Το ένα δέν­δρον, που εξα­πα­τή­θη­καν και έφα­γαν τον καρ­πόν, τους οδή­γη­σε εις τον θάνα­τον. Η αγά­πη του Θεού τούς εξε­δί­ω­ξε για να μην εγγί­σουν από το δέν­δρον της ζωής. Για­τί τότε το κακόν, όπως λένε οι Πατέ­ρες, θα εγί­νε­το αθά­να­τον. Έτσι επε­φύ­λα­ξε τον καρ­πόν του δέν­δρου της ζωής για αργό­τε­ρα.

Και ποιο είναι το δέν­δρον της ζωής; Είναι, αγα­πη­τοί μου, ο Ιησούς Χρι­στός. Ή, αν θέλε­τε, είναι ο Σταυ­ρός. Και όπως εκεί εκρέ­μον­το οι καρ­ποί του δέν­δρου της ζωής, έτσι εδώ κρε­μά­ται ο Χρι­στός. Εάν λοι­πόν τώρα φάμε τον καρ­πόν εκεί­νου του δέν­δρου και παίρ­νο­με εντο­λή, εάν δεν δοκι­μά­σο­με από τον καρ­πόν αυτόν του δέν­δρου της ζωής, αμαρ­τά­νο­με. Είναι το αντί­θε­το από ό,τι ήταν τότε. Δηλα­δή τι είναι ο καρ­πός; Το σώμα και το αίμα του Χρι­στού. Και με αυτό έχο­με την ζωήν, την αιώ­νιον ζωήν.

Είδα­τε λοι­πόν όλα αυτά πώς προ­τυ­πώ­θη­καν, πώς προ­πα­ρα­σκεύ­σαν τον άνθρω­πο αλλά και τον ερχο­μό του Υιού του Θεού με την Εναν­θρώ­πη­ση εις τον κόσμον αυτόν. Πρέ­πει λοι­πόν τώρα για να ζήσου­με, να φάμε τον καρ­πόν του δέν­δρου της ζωής· που ξανα­λέ­γω είναι ο Τίμιος Σταυ­ρός, επί του οποί­ου είναι ο Χρι­στός· το σώμα Του και το αίμα Του.

Μία τέτοια γνώ­σις περί του Τιμί­ου Σταυ­ρού, ό,τι είπα­με, μας απο­κα­λύ­πτει το μέγε­θος της αγά­πης του Θεού. Και είναι το κλει­δί της επα­νει­σό­δου μας εις την Βασι­λεί­αν του Θεού. Έτσι ξανα­γυ­ρί­ζο­με πίσω εις την Βασι­λεί­αν του Θεού. Αλλά η Βασι­λεία του Θεού είναι πολύ καλυ­τέ­ρα και πολύ ευτυ­χε­στέ­ρα απ΄ ό,τι ήτο ο αρχαί­ος Παρά­δει­σος. Δηλα­δή είναι το βασί­λειον της αθα­να­σί­ας και της αφθαρ­σί­ας· που λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στους Γαλά­τας το εξής: «μοὶ δὲ μὴ γένοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». «Σε μένα», λέει, «μη γένοι­το να καυ­χη­θώ για οτι­δή­πο­τε. Η καύ­χη­σίς μου είναι ο Τίμιος Σταυ­ρός», λέγει ο Παύ­λος· «που επί του Σταυ­ρού απέ­θα­νε ο Ιησούς Χρι­στός, ο Κύριός μου», που λέει ο Παύ­λος. Δια του οποί­ου Σταυ­ρού, «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». «Για τον κόσμο; Έχω πεθά­νει. Δεν είμαι ζων­τα­νός για τον κόσμο». Εννο­εί­ται «κόσμος», το κοσμι­κόν φρό­νη­μα. Αυτό που κατα­κε­ραυ­νώ­νει στην προς Φιλιπ­πη­σί­ους, που σας είπα προ­η­γου­μέ­νως, «ν Θες κοι­λία» και δεν βαριέ­σαι και… Όχι. «Το φρό­νη­μα της σαρ­κός, το φρό­νη­μα του κόσμου, να σκέ­πτο­μαι δηλα­δή κοσμι­κά, αυτό, για μένα τον Παύ­λο, έχει πεθά­νει. Κι εγώ έχω πεθά­νει για τον κόσμο». Πολύ σπου­δαίο αυτό. Μας ανοί­γει τον δρό­μο να ζήσου­με κι εμείς ακρι­βώς το ίδιο. Ώστε το καύ­χη­μα του Παύ­λου και μάλι­στα το μονα­δι­κό καύ­χη­μα του Παύ­λου είναι ο Σταυ­ρός του Χρι­στού. Ο σταυ­ρω­μέ­νος Χρι­στός! Για­τί, ξέρε­τε, ντρε­πό­μα­στε πολ­λές φορές να πού­με ότι λατρεύ­ο­με έναν εσταυ­ρω­μέ­νον Θεόν.

Ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων, στις Κατη­χή­σεις του, συγ­κε­κρι­μέ­να στην 13η Κατή­χη­σή του, ανα­φέ­ρε­ται εις τον Τίμιον Σταυ­ρόν. Μπο­ρού­με από εκεί να πάρο­με μία μικρή επι­λο­γή, τι λέγει δια τον Τίμιον Σταυ­ρόν. Προ­σέ­ξα­τε. Γρά­φει: «Καύ­χη­μα μὲν τῆς καθο­λι­κῆς ἐκκλη­σί­ας καὶ πᾶσα πρᾶ­ξις ησοῦ, καύ­χη­μα δὲ καυ­χη­μά­των ὁ σταυ­ρός- Κάθε πρά­ξη του Ιησού, για την Εκκλη­σία είναι καύ­χη­μα. Αλλά το καύ­χη­μα των καυ­χη­μά­των είναι ο σταυ­ρός». Και παρα­τη­ρεί ότι γι΄αυτό ο Παύ­λος, παρα­τη­ρεί ο άγιος Κύριλ­λος, έλε­γε ότι το καύ­χη­μά του ήταν ο σταυ­ρός. Και σημειώ­νει ακό­μα: «Καὶ μὴ θαυ­μά­σῃς εἰ (:εάν) κόσμος ὅλος ἐλυ­τρώ­θη. Οὐ γὰρ ἦν ἄνθρω­πος ψιλός, ἀλλὰ υἱὸς θεοῦ μονο­γε­νής, ὁ ὑπε­ρα­πο­θνή­σκων». «Και μην απο­ρή­σεις για­τί τού­το σου λέγω, εάν ελυ­τρώ­θη», λέει, «όλος ο κόσμος δια του Σταυ­ρού, για­τί απλού­στα­τα, Εκεί­νος που εσταυ­ρώ­θη, δεν ήτο ψιλός άνθρω­πος-το «ψι» με γιώ­τα, ξανα­λέ­γω-, δηλα­δή γυμνός, σκέ­τος άνθρω­πος. Αλλά τι ήταν; Ο Υιός του Θεού, που ενην­θρώ­πη­σε ο μονο­γε­νής, ‘’ὁ ὑπε­ρα­πο­θνή­σκων’’. Αυτός ο Οποί­ος πεθαί­νει για όλους».

Ακό­μη γρά­φει ο άγιος Κύριλ­λος: «Μὴ τοί­νυν ἐπαι­σχυ­νώ­με­θα τῷ σταυ­ρῷ τοῦ σωτῆ­ρος, ἀλλὰ μᾶλ­λον ἐγκαυ­χώ­με­θα». Δηλα­δή «μην ντρε­πό­μα­στε τον σταυ­ρόν του Χρι­στού· αλλά μάλ­λον να έχο­με καύ­χη­μα». Είδα­τε πώς τα πράγ­μα­τα αλλά­ζουν; Είδα­τε πώς ο διά­βο­λος κατά­φε­ρε να κάνο­με τον σταυ­ρό μας κρυ­φά, για να μη μας βλέ­πουν οι άλλοι και πουν ότι …χμ, ότι είμα­στε Χρι­στια­νοί. Μα, δεν βαφτί­στη­κες; Δεν είσαι Χρι­στια­νός; Για­τί κρύ­βεις την ιδιό­τη­τά σου αυτή; Κι όπως και πρό­σφα­τα σας το είπα και πολ­λές φορές σας το έχω πει, όταν περ­νούν από κάπου, μία Εκκλη­σία, κάνουν τον σταυ­ρό τους κάτω από το σακά­κι τους. Κλή­θη­κες, αγα­πη­τέ μου, σε ένα διπλω­μα­τι­κό τρα­πέ­ζι, που είναι…,ε, όποιοι είναι εκεί; ‑αυτοί, βέβαια, άλλοι πιστεύ­ουν, άλλοι δεν πιστεύουν‑, εσύ να κάνεις τον σταυ­ρό σου κι έτσι να αρχί­ζεις να τρως. Επή­γες στο εστια­τό­ριο; Ποιος κάνει τον σταυ­ρό του στο εστια­τό­ριο; Αλλά για­τί; Την ευερ­γε­σία τη δεχό­με­θα, δηλα­δή το φαγη­τό, την ομο­λο­γία την αρνού­με­θα. Αυτό δεν είναι ασυ­νε­πές, ανα­κό­λου­θον; Τι θα κάνο­με; Θα κάνο­με τον σταυ­ρό μας. Και θα πού­με και την ευχή. Το «Πάτερ μν» φερ’ ειπείν, αν πήγα­με μεση­μέ­ρι. Έτσι λέγει ο άγιος Κύριλ­λος, ότι πρέ­πει να μην ντρε­πό­με­θα τον Τίμιον Σταυ­ρόν, αλλά πρέ­πει δια του Τιμί­ου Σταυ­ρού να ομο­λο­γού­με τον Χρι­στόν. Και συνε­χί­ζει:

«μολο­γῶ τὸν σταυ­ρόν, ἐπει­δὴ οἶδα τὴν ἀνά­στα­σιν ‑λέγει ο άγιος Κύριλ­λος: «Ομο­λο­γώ τον Χρι­στόν, δεν ντρέ­πο­μαι. Για­τί; Για­τί ακο­λού­θη­σε η Ανά­στα­σις» Εἰ γὰρ σταυ­ρω­θεὶς ἀπέ­μει­νεν, οὐκ ἂν ἴσως ὡμο­λό­γη­σα, συνέ­κρυ­ψα γὰρ ἂν τάχα τῷ ἐμῷ διδα­σκά­λῳ -«Για­τί εάν δεν είχε ανα­στη­θεί, τότε πιθα­νώς να μην ομο­λο­γού­σα και να ντρε­πό­μου­να, για­τί ο Διδά­σκα­λος απέ­θα­νε επί του σταυ­ρού». Και θεω­ρή­θη­κε βέβαια αφού μάλι­στα σταυ­ρώ­θη­κε ανά­με­σα σε δύο ληστάς, ίσως ίσως και αρχι­λη­στής. Ποιος ξέρει πού, πώς; Αλλά αφού ακο­λού­θη­σε η Ανά­στα­σις, για­τί να κρύ­ψω την ομο­λο­γία ότι πιστεύω εις τον Κύριον Ιησούν τον Εσταυ­ρω­μέ­νον;-· ἀνα­στά­σε­ως δὲ τὸν σταυ­ρὸν δια­δε­ξα­μέ­νης οὐκ ἐπαι­σχύ­νο­μαι διη­γού­με­νος». «Αφού ακο­λού­θη­σε», λέει, η Ανά­στα­ση, «δεν ντρέ­πο­μαι να διη­γη­θώ την σταύ­ρω­σιν του Χρι­στού».

Συνε­χί­ζει ο άγιος Κύριλ­λος: «Ε τις πιστε τ δυνά­μει το σταυ­ρω­θέν­τος, ξετα­ζέ­τω τος δαί­μο­νας -Είναι ένα πολύ καλό επι­χεί­ρη­μα αυτό, έστω και έμμε­σο. «Όποιος», λέει, «απι­στεί εις την δύνα­μιν του Χρι­στού, να δει τι κάνουν απέ­ναν­τι στον Χρι­στό οι δαί­μο­νες». Ξανα­λέ­γω είναι έμμε­σος από­δει­ξις. Δεν θα ‘πρε­πε εκεί να στα­θού­με. Αλλά εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, κατά παρα­χώ­ρη­σιν μπο­ρού­με κι εκεί να στα­θού­με-. Ε τις ο πιστεύ­ει τος λόγοις, πιστευέ­τω τος φαι­νο­μέ­νοις». «Όποιος δεν πιστεύ­ει στα λόγια», του Ευαγ­γε­λί­ου εννο­εί­ται, «να πιστεύ­σει στα φαι­νό­με­να». Τι δηλα­δή; Όπως είναι το φαι­νό­με­νο του Πνευ­μα­τι­σμού· που φυγα­δεύ­ον­ται οι δαί­μο­νες. Έχει συμ­βεί πολ­λές φορές. Μία κυρία, ένας κύριος, πάνε εις το μέν­τιουμ, στο πνευ­μα­τι­στι­κό τρα­πε­ζά­κι. Κι εκεί — πω πω πω, φοβε­ρό…- ας πού­με ότι είναι γυναί­κα αυτή η οποία είναι μέν­τιουμ. Μέν­τιουμ θα πει μέσον, μεσά­ζων. Σου λέει αμέ­σως: «Κυρία μου, βγάλ­τε τον σταυ­ρό που έχε­τε στον λαι­μό σας». Για­τί; Για­τί την πλη­ρο­φό­ρη­σαν οι δαί­μο­νες ότι δεν θα της απο­κα­λύ­ψουν τίπο­τα, εάν ο πελά­της της δεν βγά­λει τον σταυ­ρό. «Δεν είναι μία από­δει­ξις ότι εδώ οι δαί­μο­νες πτήσ­σου­σιν», λέει, «τρο­μά­ζουν, παίρ­νου­νε δρό­μο μπρο­στά εις τον Σταυ­ρόν του Χρι­στού;». Ακό­μη, όπως είναι τα μάγια, οι κακο­τε­χνί­ες του δια­βό­λου. Όλα αυτά δεί­χνουν, όταν πάμε τον Τίμιο Σταυ­ρό, κεραυ­νώ­νου­με τους δαί­μο­νες.

Όπως συνέ­βη κάπο­τε με εκεί­νον τον δαι­μο­νι­σμέ­νο ή τους δαι­μο­νι­σμέ­νους: «Τί μοί καί σοί, ησο υέ το Θεο». «Τι δια­φο­ρά υπάρ­χει ανά­με­σα σε μας ‑Ποιους; Τους δαί­μο­νες- και σε Σένα, που είσαι ο Υιός του Θεού;». Βλέ­πε­τε πώς τρο­μά­ζουν οι δαί­μο­νες; Όχι τότε στο Ευαγ­γέ­λιο που είναι γραμ­μέ­νο. Αλλά και τώρα σήμε­ρα όπως σας εξή­γη­σα. Να πας στη μάγισ­σα, θα σου πει να βγά­λεις τον σταυ­ρό σου ή ό,τι άλλο. Και συνε­χί­ζει: «Πολ­λο κατ τν οκου­μέ­νην σταυ­ρώ­θη­σαν ‑ο άγιος Κύριλ­λος συνε­χί­ζει-, «λλ’ οδένα πτήσ­σου­σιν ο δαί­μο­νες». «Πολ­λοί», λέει, «σταυ­ρώ­θη­καν στην οικου­μέ­νη, πολ­λοί». Ήταν εξάλ­λου ο ρωμαϊ­κός τρό­πος εκτε­λέ­σε­ως των κατα­δί­κων. Ρωμαϊ­κός. «Αλλά κανέ­ναν», λέει, «απ’ αυτούς δεν φοβή­θη­καν οι δαί­μο­νες». «Το δ πρ μν σταυ­ρω­θέν­τος Χρι­στο κα τ σημεον δόν­τες μόνον το σταυ­ρο πτήσ­σου­σιν ο δαί­μο­νες -Παίρ­νουν δρό­μο και φεύ­γου­νε. Μόνο τον σταυ­ρό να δουν· όχι και τον Χρι­στόν». Όλα αυτά τι είναι; Και συνε­χί­ζει: «παθεν ον ησος κατ λήθειαν πρ πάν­των νθρώ­πων- Πράγ­μα­τι, όταν λέει «κατ λήθειαν», σημαί­νει πράγ­μα­τι πέθα­νε επί του Σταυ­ρού. Δεν είναι φαι­νο­με­νι­κός ο θάνα­τος επί του Σταυ­ρού. Γι΄αυτό και το λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος· λέγει ότι «πέθα­νεν πί Πον­τί­ου Πιλά­του», πραγ­μα­τι­κά, προ­σέξ­τε· κατά τας γρα­φάς». Αυτό το πήρα­με εμείς και το έχο­με στο Σύμ­βο­λο της Πίστε­ως. Όπως το λένε οι γρα­φές. Πέθα­νε πραγ­μα­τι­κά. «Ο γρ δόκη­σις σταυ­ρός –«Δεν ήταν», λέει, «κατά φαν­τα­σί­αν ο Σταυ­ρός»-, πε δόκη­σις κα λύτρω­σις -τότε θα ήταν κατά φαν­τα­σί­αν και η σωτη­ρία. Ο φαν­τα­σιώ­δης θάνα­τος- «Δεν ήταν κατά φαν­τα­σί­αν ο θάνα­τος»-, πε κα μυθώ­δης σωτη­ρία –«για­τί τότε θα ήταν και η σωτη­ρία μας ένας μύθος». Τ μν ον πάθος ληθές - Πράγ­μα­τι πέθα­νε ο Χρι­στός επί του Σταυ­ρού. Έτσι αλη­θεύ­ει και η Ανά­στα­σις-, ληθς γρ σταυ­ρώ­θη, κα οκ παι­σχυ­νό­με­θα -Πράγ­μα­τι πέθα­νε επί του Σταυ­ρού και δεν ντρε­πό­με­θα να το πού­με-. σταυ­ρώ­θη, κα οκ ρνού­με­θα, λλ μλλον καυχμαι λέγων. κν γρ ρνή­σω­μαι νν, λέγ­χει με οτος Γολ­γοθς, ο πλη­σί­ον νν πάν­τες πάρε­σμεν – «Αν αρνη­θώ, θα με ελέγ­ξει», λέει, «εδώ κον­τά μου που είναι ο Γολ­γο­θάς». Ξέρε­τε, ο άγιος Κύριλ­λος Ιερο­σο­λύ­μων, ήταν επί­σκο­πος Ιερο­σο­λύ­μων, αυτά τα γρά­φει γύρω στο 350 μ.Χ. και λέει: «Να, εδώ κον­τά μας είναι ο Γολ­γο­θάς». Φοβε­ρή παρά­δο­σις, ότι πέθα­νε ο Ιησούς επί του Σταυ­ρού κτλ. κτλ.- λέγ­χει με το σταυ­ρο τ ξύλον -το οποί­ον είχε βρε­θεί από την αγία Ελέ­νη, μόλις 25 χρό­νια πιο μπρο­στά. «Με ελέγ­χει», λέει, «το ξύλον του Σταυ­ρού» τ κατ μικρν ντεθεν πάσ τ οκου­μέν λοιπν δια­δο­θέν»· «που το κόψα­νε μικρά μικρά κομ­μα­τά­κια και το σκόρ­πι­σαν σε όλη την Οικου­μέ­νη». Σήμε­ρα, το μεγα­λύ­τε­ρον τεμά­χιον του Τιμί­ου Σταυ­ρού βρί­σκε­ται εις το Άγιον Όρος.

«Κα θέλεις γνναι σαφς, τι δόξα στ τ ησο σταυ­ρός;- Θέλεις να δεις με σαφή­νεια ότι ο Σταυ­ρός απο­τε­λεί δόξα του Ιησού;-. Ατο κουε λέγον­τος- Άκου­σε τι λέει ο Ίδιος- λήλυ­θεν ρα, να δοξα­σθ υἱὸς το νθρώ­που – «Ήλθε η ώρα για να δοξα­σθεί ο υιός του ανθρώ­που». Και το έλε­γε στους μαθη­τάς Του λίγο πριν σταυ­ρω­θεί-. Βλέ­πεις πς δόξαν οκεί­αν οδε τν σταυ­ρόν;». «Ανα­γνω­ρί­ζει ότι δόξα δική Του είναι ο σταυ­ρός. Αν Εκεί­νος λοι­πόν το θεω­ρεί δόξα, για­τί έκα­νε το θέλη­μα του Πατρός και δια του οποί­ου Σταυ­ρού σώζει τον κόσμον, εγώ για­τί θα ντρα­πώ;».

Αγα­πη­τοί, ο Από­στο­λος Παύ­λος γρά­φει: «Χρι­στῷ συνε­σταύ­ρω­μαι»· ότι «Έχω συσταυ­ρω­θεί με τον Χρι­στόν». Κι αν ο Σταυ­ρός είναι η δόξα του Ιησού, τότε και όποιος σταυ­ρού­ται με τον Ιησούν, συν­δο­ξά­ζε­ται. Όλοι οι άγιοι κρα­τού­σαν τον σταυ­ρό. Και όλοι δοξά­στη­καν. Δόξα μας λοι­πόν είναι ο σταυ­ρός του Χρι­στού.

Σήμε­ρα, όπως σας είπα, πολ­λοί δυστυ­χώς, αρνούν­ται τον σταυ­ρόν, για­τί αρνούν­ται τον Χρι­στόν. Έτσι η ομο­λο­γία μας και το καύ­χη­μά μας για τον Σταυ­ρό του Χρι­στού, μας βάζει χρο­νι­κά στην επο­χή του Παύ­λου και των πρω­το­μαρ­τύ­ρων. Έκφρα­σις αυτής της δόξης και της καυ­χή­σε­ως είναι το σημεί­ον του σταυ­ρού σωστά. Κάποιος προ­η­γου­μέ­νως ήρθε εδώ και κοι­νώ­νη­σε, ένας κύριος, καρι­κα­τού­ρα σταυ­ρού… Αγα­πη­τοί μου, σωστά θα κάνο­με τον σταυ­ρό μας, σωστά. Ακού­σα­τε; Σωστά. Έγι­νε καρι­κα­τού­ρα. Και γίνε­ται έτσι, πάν­τα κάπου να περι­κρύ­ψου­με ότι εκά­να­με τον σταυ­ρό μας. Έτσι λοι­πόν θα κάνου­με το σημεί­ον του σταυ­ρού ἐν παν­τί τόπῳ και χρό­νῳ, μπρο­στά στα μάτια και των πιστών και των απί­στων.

Έτσι, ας κλεί­σο­με με τα σημε­ρι­νά απο­στο­λι­κά λόγια, που είπε ο Παύ­λος δηλα­δή: «μοὶ δὲ μὴ γένοι­το καυ­χᾶ­σθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­στοῦ - Σε τίπο­τα, μη γένοι­το, σε τίπο­τα δεν θα καυ­χη­θώ, παρά μόνον εις τον σταυ­ρόν του Χρι­στού-, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύ­ρω­ται κἀγὼ τῷ κόσμῳ -δια του οποί­ου σε μένα ο κόσμος σταυ­ρώ­θη­κε και εγώ για τον κόσμο». Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_848.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

«Εἰς τὸν οὐρα­νόν»

«Εἶπεν ὁ Κύριος· Οὐδεὶς ἀνα­βέ­βη­κεν εἰς τὸν οὐρα­νὸν εἰ,εἶ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρα­νοῦ κατα­βάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που καὶ ὤν ἐν τῷ οὐρα­νῷ» (Ἰωάν. 3, 13)

ΚΑΝΕΙΣ, λέει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νὸ παρὰ ἕνας μόνο, ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που, ποὺ πάν­το­τε εἰνε στὸν οὐρα­νό..

Κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νό. Ἐνας ἄπι­στος, ποὺ ἀκού­ει σήμε­ρα τὰ λόγια αὐτά, θὰ γελά­σῃ καὶ θὰ μᾶς πῇ

-Αὐτὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ λέγων­ται στὰ περα­σμέ­να χρό­νια. Στὰ χρό­νια ποὺ ὁ ἄνθρω­πος ἔβλε­πε τὸν οὐρα­νὸ καὶ ποτέ του δὲν πίστευε ὅτι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φτά­σῃ στὰ ἄστρα. Λένε ὅτι ἕνας ἀρχαῖ­ος ἥρω­ας, ὁ Ἴκα­ρος, ἔκα­νε φτε­ροῦ­γες, τίς κόλ­λη­σε στὶς πλά­τες του, καὶ προ­σπά­θη­σε μ’ αὐτὲς νὰ πετά­ξῃ στὸν οὐρα­νό. Κατώρ­θω­σε νὰ πετά­ξῃ ἕνα μικρὸ διά­στη­μα. Ἀλλ’ ὁ καυ­τε­ρὸς ἥλιος ἔλυω­σε τὸ κερὶ ποὺ ἦταν κολ­λη­μέ­νες οἱ φτε­ροῦ­γες, καὶ ὁ Ἴκα­ρος ἔπε­σε καὶ πνί­γη­κε μέσα στὴ θάλασ­σα, ποὺ πῆρε τὸ ὄνο­μά του καὶ ὀνο­μά­ζε­ται Ἰκά­ριον πέλα­γος. Αὐτὸ ἦταν ἕνα παρα­μύ­θι, ποὺ φανέ­ρω­νε τὸν πόθο τοῦ ἀνθρώ­που νὰ φθά­σῃ μιὰ μέρα στὸν οὐρα­νό. Ἀλλ’ αὐτό, ποὺ ἦταν ἕνα παρα­μύ­θι, ἔγι­νε στὶς μέρες μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ ἄνθρω­πος κατώρ­θω­σε νὰ πετά­ξῃ στὸν οὐρα­νό, νὰ φθά­σῃ στὸ φεγ­γά­ρι. Λοι­πόν, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ λέμε σήμε­ρα, ὅτι κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὰ οὐρά­νια. Νά, τόσοι καὶ τόσοι ἀστρο­ναῦ­τες ἔχουν πάει στὸ φεγ­γά­ρι καὶ γύρι­σαν καὶ μᾶς ἔφε­ραν φωτο­γρα­φί­ες καὶ μᾶς διη­γοῦν­ται τί εἶδαν ἐκεῖ πάνω. Αὔριο ἄλλοι ἀστρο­ναῦ­τες, πιὸ τολ­μη­ροί, θὰ πᾶνε σὲ ἄλλα ἀστέ­ρια καὶ θὰ μᾶς φέρουν ἄλλες εἰδή­σεις. Ὁ ἀπά­τη­τος οὐρα­νὸς πατή­θη­κε. Ὅλα ὑπο­τάσ­σον­ται σήμε­ρα στὴν ἐπι­στή­μη. Τί μᾶς λέτε, ὅτι κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νό; Καλὸ θὰ εἶνε ἐσεῖς οἱ παπᾶ­δες νὰ μὴ δια­βά­ζε­τε πιὰ τὸ Εὐαγ­γέ­λιο αὐτό, γιὰ νὰ μὴ γελᾶ­νε οἱ ἄνθρω­ποι τῆς σημε­ρι­νῆς ἐπο­χῆς…

Αὐτὰ θὰ μᾶς πῇ ἕνας ἄπι­στος, ποὺ ἀκού­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο.

Καὶ ὅμως τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Εὐαγ­γε­λί­ου, καὶ σήμε­ρα καὶ αὔριο καὶ ὕστε­ρα ἀπὸ ἑκα­τὸ καὶ χίλια χρό­νια καὶ ὅσο και­ρὸ θὰ βαστά­ξῃ ὁ κόσμος αὐτός, δὲν θὰ χάσουν τὴν ἀξία τους. Θὰ εἶνε ἀλη­θι­νά. Τόσο ἀλη­θι­νά, ὅσο ἀλη­θι­νὰ ἦταν ὅταν τὰ πρω­το­εῖ­πε ὁ Χρι­στός.

Κανεὶς δὲν ἀνέ­βη­κε στὸν οὐρα­νὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώ­που. Γιὰ νὰ κατα­λά­βου­με τὰ λόγια αὐτά, πρέ­πει νὰ δοῦ­με ποιός εἶνε ὁ οὐρα­νὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλά­ει ὁ Κύριος..

Οὐρα­νὸς κατ’ ἀρχὴν λέγε­ται ὁ οὐρα­νὸς ποὺ βλέ­που­με. Ὅταν βασι­λέ­ψῃ ὁ ἥλιος καὶ ἁπλω­θῇ τὸ σκο­τά­δι, τότε φαί­νον­ται τὰ ἄστρα, ποὺ ἐπει­δὴ βρί­σκον­ται σὲ πολὺ μεγά­λη ἀπό­στα­ση φαί­νον­ται πολὺ μικρά, φαί­νον­ται σὰν καν­τη­λά­κια, ποὺ ρίχνουν τὸ φώς τους μέσα στὰ πυκνὰ σκο­τά­δια. Ἀπ’ ὅλα τὰ ἄστρα μόνο ἕνα μᾶς φαί­νε­ται μεγά­λο, τὸ φεγ­γά­ρι, για­τί εἶνε πιὸ κον­τὰ στὴ γῆ ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα οὐρά­νια σώμα­τα. Ἐὰν καὶ τὸ φεγ­γά­ρι ἦταν μακριά, ὅπως τ’ ἄλλα ἀστέ­ρια, δὲν θὰ φαι­νό­ταν καθό­λου, καὶ θὰ ἔπρε­πε νὰ πᾶμε στὸ ἀστε­ρο­σκο­πεῖο, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ τὸ δοῦ­με. Ἀμέ­τρη­τα εἶνε τ’ ἀστέ­ρια. Μὲ γυμνὸ μάτι μετροῦ­με 5–6 χιλιά­δες ἄστρα. Οἱ ναυ­τι­κοί, ποὺ ταξι­δεύ­ουν τίς νύχτες στὶς ἄγριες θάλασ­σες, ξέρουν καλὰ τὰ ἄστρα καὶ μάλι­στα ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ τὸ ὀνο­μά­ζουν πολι­κὸ ἀστέ­ρα, τὸ ἔχουν σὰν ὁδη­γὸ στὰ ταξί­δια τους, για­τί τὸ ἀστέ­ρι αὐτὸ δὲν ἀλλά­ζει θέσῃ, ἀλλὰ μένει πάν­τα στὸ ἴδιο σημεῖο, χει­μῶ­να — καλο­καί­ρι. Μὲ τὰ τηλε­σκό­πια, ποὺ εἶνε ἔφο­δια­σμέ­να τὰ μεγά­λα ἀστε­ρο­σκο­πεῖα, οἱ ἄστρο­νό­μοι μετροῦν τ’ ἀστέ­ρια καὶ τὰ βρί­σκουν ἑκα­τομ­μύ­ρια. Καὶ ὅσο πιὸ μεγά­λα τηλε­σκό­πια κατα­σκευά­ζουν, τόσο καὶ ἀνα­κα­λύ­πτουν νέα ἀστέ­ρια. Καὶ οἱ ἀστρο­νό­μοι μένουν ἐκστα­τι­κοὶ μπρο­στὰ στὸ θέα­μα τῶν ἑκα­τομ­μυ­ρί­ων ἀστέ­ρων. Ἄν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ μετρή­σῃ πόσες στα­λαγ­μα­τιὲς νερὸ ἔχει ἡ θάλασ­σα, ἄλλο τόσο μπο­ρεῖ νὰ μετρή­σῃ πόσα εἶνε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρα­νοῦ.

Στὰ ἀστέ­ρια ποὺ εἶνε κον­τὰ στὴ γῆ ἴσως μπο­ρέ­σῃ κάπο­τε νὰ φθά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, μὲ τὰ δια­στη­μό­πλοιά του. Ἀλλὰ στὰ μακρι­νὰ ἀστέ­ρια πῶς; Για­τί γιὰ νὰ φθά­σῃ ἐκεῖ, καὶ ἂν ἀκό­μη πετάη τόσο γρή­γο­ρα ὅσο τρέ­χει ἡ ἀκτῖ­να τοῦ ἥλιου, θὰ χρεια­στῇ χιλιά­δες χρό­νια. Ἀλλὰ τὰ χρό­νια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που δὲν εἶνε πολ­λά. Θὰ μπὴ νέος στὸ δια­στη­μό­πλοιο, θὰ ταξι­δεύῃ συνε­χῶς, θ’ ἀσπρί­σουν τὰ μαλ­λιά του, θὰ γίνῃ γέρος καὶ θὰ πεθά­νῃ μέσα στὸ δια­στη­μό­πλοιο. Καὶ ποιός θὰ συνε­χί­σῃ τὸ ταξί­δι του;

Τὰ λέμε αὐτά, γιὰ νὰ πάρου­με μιὰ ἰδέα τί εἶνε αὐτὸς ὁ οὐρα­νὸς ποὺ βλέ­που­με, καὶ νὰ μὴ νομί­ζου­με ὅτι, ἐπει­δὴ φθά­σα­με στὸ φεγ­γά­ρι, κατα­κτή­σα­με τὸ σύμ­παν. Εἶνε σὰν νὰ κάνα­με τὰ πρῶ­τα βήμα­τα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ μας, κ’ ἐμεῖς νὰ νομί­ζου­με πῶς φτά­σα­με στὸ Βόρειο Πόλο.

Ἀλλ’ ὑπάρ­χει μόνο ὁ ὑλι­κὸς οὐρα­νός; Πέρα ἀπὸ τὸ φεγ­γά­ρι, πέρα ἀπὸ τὸν ἥλιο, πέρα ἀπό τα ἑκα­τομ­μύ­ρια τῶν ἑκα­τομ­μυ­ρί­ων ἄστρων δὲν ὑπάρ­χει τίπο­τε ἄλλο;

Στὸ ἐρώ­τη­μα αὐτὸ ἡ ἐπι­στή­μη σιω­πᾷ. Σιω­πᾷ καὶ θὰ σιω­πᾷ γιὰ πάν­τα, για­τί ἡ ἐπι­στή­μη ἔρευ­νὰ μόνο τὰ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, μόνο ἐκεῖ­να ποὺ βλέ­πει καὶ ἀγγί­ζει εἴτε μὲ τὰ μάτια εἴτε μὲ τὰ ἐπι­στη­μο­νι­κὰ μέσα ποὺ δια­θέ­τει. Ἀλλ’ ὅσα εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν ὕλη, ὅπως εἶνε ἡ σκέ­ψι, τὸ αἴσθη­μα, ἡ ἀγά­πη, αὐτὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὰ δὴ καὶ νὰ τὰ ζυγί­σῃ. Αὐτὰ εἶνε ἄλλα καὶ πνευ­μα­τι­κά.

Ἀλλ’ ἂν ἡ ἐπι­στή­μη δὲν μπο­ρεῖ ν’ ἀπάν­τη­ση στὸ ἐρώ­τη­μα τί ὑπάρ­χει πέρα ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἀπαν­τᾶ ὅμως ἡ ἁγία Γρα­φή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρ­χει στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Και­νὴ Δια­θή­κη. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς βεβαιώ­νει, ὅτι πέρα ἀπὸ τὸν οὐρα­νὸ ποὺ βλέ­που­με ὑπάρ­χει καὶ ἕνας ἄλλος οὐρα­νός. Οὐρα­νός, ποὺ εἶνε πραγ­μα­τι­κός, τόσο πραγ­μα­τι­κὸς ὅσο εἶνε κι ὁ οὐρα­νὸς ποὺ βλέ­που­με. Οὐρα­νὸς χίλιες φορὲς καὶ ἑκα­τομ­μύ­ρια φορὲς πιὸ ὡραῖ­ος ἀπὸ τὸν ὁρα­τὸ οὐρα­νό. Οὐρα­νός, ποὺ δὲν πρό­κει­ται ποτὲ νὰ κατα­στρα­φῇ.

Ἐὰν στὸν ὑλι­κὸ οὐρα­νὸ λάμ­πει ὁ ἥλιος, στὸν ἄλλο οὐρα­νό, στὸν πνευ­μα­τι­κό, λάμ­πει ἕνας ἄλλος ἥλιος, ἡ τρι­σή­λιος Θεό­της, λάμ­πει ἡ ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦ­μα· ἁγία Τριάς, ἐλέη­σον τὸν κόσμο καὶ σῶσον ἡμᾶς τοὺς ἁμαρ­τω­λούς.

Τὸν ἥλιο δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με μὲ τὰ μάτια μας. Πῶς ἔχου­με τώρα τὴν ἀξί­ω­σι νὰ δοῦ­με το Θεό; Ὁ Θεός, ὁ ἐν Τριά­δι Θεός, σὰν ἥλιος λάμ­πει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ οὐρα­νό. Σελή­νη, ποὺ σκορ­πί­ζει τὸ γλυ­κό της φώς, εἶνε ἡ Πανα­γία μας. Ἀστέ­ρια φωτει­νὰ καὶ λαμ­πε­ρά, μικροὶ ἥλιοι κον­τὰ στὸ μεγά­λο ἥλιο, εἶνε οἱ ἅγιοι, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες, ποὺ ἔζη­σαν ἐδῶ στὴ γῆ μὲ πίστι καὶ ἁγιό­τη­τα. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι οἱ δίκαιοι θὰ λάμ­πουν σὰν ἥλιοι στὴ βασι­λεία τῶν οὐρα­νῶν. Ἀστέ­ρια λαμ­πρά, πρώ­του μεγέ­θους, εἶνε καὶ οἱ ἄγγε­λοι κ’ οἱ ἀρχάγ­γε­λοι. Ὅλα αὐτὰ τὰ πνεύ­μα­τα ἀπο­τε­λοῦν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ οὐρα­νό.

Σ’ αὐτὸ τὸν οὐρα­νὸ μένει ὁ Χρι­στός. Ἀπὸ αὐτὸ τὸν οὐρα­νὸ ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ. Σ’ αὐτὸ τὸν οὐρα­νὸ καὶ πάλι ἐπέ­στρε­ψε ὡς ἄνθρω­πος κατὰ τὴν ἡμέ­ρα τῆς Ἀνα­λή­ψε­ως. Σ’ αὐτὸν μένει ὡς ἄνθρω­πος. Ἀπ’ αὐτὸ τὸν οὐρα­νὸ θὰ ἔρθῃ καὶ πάλι ὡς κρι­τής, γιὰ νὰ κρί­νῃ τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα. Σ’ αὐτὸ τὸν οὐρα­νό, τὸν τρί­το οὐρα­νό, ἀνέ­βη­κε ζων­τα­νὸς ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ἔζη­σε ἐκεῖ λίγες στιγ­μὲς καὶ γύρι­σε στὴ γῆ, μὰ ἡ γλῶσ­σα του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ περι­γρά­ψῃ ὅλα ἐκεῖ­να τὰ ὡραῖα, τὰ κατα­πλη­κτι­κά, τὰ ἀφάν­τα­στα, ποὺ εἶδε πάνω στὸν οὐρα­νό.

Σ’ αὐτὸ τὸν οὐρα­νό, ἀγα­πη­τοί μου χρι­στια­νοί, τὸν πραγ­μα­τι­κὸ καὶ αἰώ­νιο, ἂς στρέ­ψου­με τὴ σκέ­ψι μας. Ὁ οὐρα­νὸς αὐτὸς εἶνε ἡ πατρί­δα μας, ἡ αἰώ­νια πατρί­δα μας. Ἐκεῖ ζοὺν οἱ ἀγα­πη­τοί μας. Ἐκεῖ θὰ ζήσου­με καὶ ἐμεῖς, ἂν ζήσου­με καὶ πολι­τευ­θοῦ­με ἐδῶ στὴ γῆ σύμ­φω­να μὲ τὸ θέλη­μα τοῦ Κυρί­ου. Ἀδελ­φοί, «ἄνω σχω­μεν τὰς καρ­δί­ας».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek