ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Δ΄ 5 – 42)

5Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔρχεται ὁ Ἴησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχὰρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 6ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. 7ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Δός μοι πεῖν. 8οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος ; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. 10ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; 12μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· 14ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. 15λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. 21λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. 23ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. 25λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. 26λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. 27καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; 28Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· 29Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. 31Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· Ραββί, φάγε. 32ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. 35οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν. ἤδη. 36καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. 37ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. 39Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. 41καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὀς.

Ερχεται, λοιπόν, εις πόλιν της Σαμαρείας, η οποία ελέγετο Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ. Υπήρχε δε εκεί το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήτο από την οδοιπορίαν, εκάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι. Την ώραν εκείνην έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρειαν, να βγάλη νερό. Της είπε ο Ιησούς· “δος μου να πιώ”. Διότι οι μαθηταί του, που θα εφρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν υπάγει εις την πόλιν, δια να αγοράσουν τροφάς. Λεγει τότε εις αυτόν η Σαμαρείτις· “πως συ, που είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα;” Είπε δε αυτό, διότι οι Ιουδαίοι εμισούσαν και απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας και δεν ήθελαν να έχουν καμμίαν επικοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς. 10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”. 11 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, ούτε δοχείον έχεις, δια να βγάλης νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις, και μάλιστα την ώρα αυτήν, το δροσερό νερό; 12 Μηπως συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις ημάς, και από το νερό του οποίου έπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;” 13 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “καθένας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάση πάλιν. 14 Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”. 15 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχωμαι εδώ, να βγάζω νερό”. 16 Τοτε είπε προς αυτήν ο Ιησούς· “πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζή με αυτόν”. 17 Απεκρίθη η γυναίκα και είπε· “δεν έχω άνδρα”. Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα. 18 Διότι πέντε συζύγους τον ένα κατόπιν του άλλου επήρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου· τούτο που είπες αληθινό είναι”. 19 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, από όσα μου εφανέρωσες, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Θα επωφεληθώ από αυτήν την ευκαιρίαν να σε ρωτήσω δι’ ένα πολύ σοβαρόν θρησκευτικόν ζήτημα. 20 Οι πατέρες μας ελάτρευσαν τον Θεόν στούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν. Σεις όμως οι Ιουδαίοι λέγετε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν”. 21 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “πίστευσέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα μόνον θα λατρεύσετε τον ουράνιον Πατέρα. 22 Σεις οι Σαμαρείται, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίον πολύ ολίγον γνωρίζετε. Ημείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμεν εκείνο που περισσότερον από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζομεν. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώση την σωτηρίαν εις όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίου. 23 Αλλά έρχεται πλέον ώρα, και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνηταί θα τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιον Πατέρα με το φωτισμένον και καθαρόν πλέον πνεύμα των και με λατρείαν όχι τυπικήν και συμβολικήν, αλλά αληθινήν και σαφή. Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί κατά την καρδίαν, αυτοί που θα τον λατρεύουν. 24 Ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειον και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ωρισμένους μόνον τόπους. Και εκείνοι, οι οποίοι τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με όλην των την ψυχήν, με αφωσιωμένην την καρδίαν και την διάνοιάν των εις αυτόν, με φωτισμένην και αληθινήν γνώσιν περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει”. 25 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα· “γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθη εκείνος, θα μας τα αναγγείλη όλα”. 26 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο Χριστός, ο οποίος αυτήν την στιγμήν σου ομιλώ”. 27 Και αυτήν ακριβώς την ώρα ήλθαν οι μαθηταί του και ηπόρησαν, διότι ο διδάσκαλός των συνωμιλούσε με γυναίκα εις δημόσιον τόπον (πράγμα το οποίον απηγόρευαν οι ραββίνοι των Ιουδαίων). Αλλά κανείς δεν είπε· τι ζητείς από αυτήν η δια ποίον θέμα συζητείς μαζή της. 28 Η δε γυναίκα αφήκε από την μεγάλην της συγκίνησιν την στάμνα της στο πηγάδι και έφυγε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώπους· 29 “ελάτε να ιδήτε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάμει. Μηπως αυτός είναι ο Χριστός;” 30 Εβγήκαν, λοιπόν, από την πόλιν οι άνθρωποι και ήρχοντο προς αυτόν. 31 Εν τω μεταξύ οι μαθηταί παρακαλούσαν τον διδάσκαλον και έλεγαν· “ραββί, φάγε”. 32 Αυτός δε απορροφημένος από το υψηλόν πνευματικόν έργον του και αδιάφορος δια το υλικόν φάγητον, τους είπε· “εγώ έχω φάγητον να φάγω, που σεις δεν το ξέρετε”. 33 Ελεγαν τότε μεταξύ των οι μαθηταί· “μήπως του έφερε κανείς να φάγη;” 34 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ιδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειον βαθμόν και με τον τέλειον τρόπον το έργον του, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων. 35 Δεν λέγετε σεις, ότι τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικόν θερισμόν, υπάρχει και ο πνευματικός. Ιδού σας λέγω, σηκώσατε τα μάτια σας και κυττάξατε τους Σαμαρείτας, που έρχονται, και τας άλλας χώρας και θα ιδήτε ότι είναι έτοιμοι πλέον δια τον θερισμόν, όπως, όταν από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνωνται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα προς θερισμόν. 36 Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικόν αυτόν αγρόν, παίρνει τον μισθόν του και χαίρει, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους δια την αιώνιον ζωήν. Ετσι και εις την πνευματικήν καλλιέργειαν και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρει, όπως επίσης χαίρετε και σεις που θα θερίσετε. 37 Και εις την περίστασιν αυτήν εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος θερίζει. Εγώ έσπειρα, σεις και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε. 38 Εγώ σας έστειλα δια να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον σεις δεν έχετε κοπιάσει. Αλλοι, εγώ και οι προ εμού προφήται, εκοπίασαν, και σεις έχετε εισέλθει στους κόπους των, δια να θερίσετε. 39 Από δε την πόλιν εκείνην πολλοί Σαμαρείται επίστευσαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναικός εκείνης, που επεβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα. 40 Οταν, λοιπόν, ήλθον εις αυτόν οι Σαμαρείται, τον παρακαλούσαν να μείνη μαζή τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρας. 41 Και από την διδασκαλίαν, που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι εις αυτόν. 42 Και εις την γυναίκα έλεγαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύομεν πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι τον έχομεν ακούσει και γνωρίζομεν καλά ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός”. 

Έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: Δώσ’ μου να πιω. Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτιδα: Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος, καταδέχεσαι και ζητάς να πιείς νερό από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα; Κι έκανε η γυναίκα την ερώτηση αυτή, διότι οι Ιουδαίοι μισούσαν τους Σαμαρείτες και δεν είχαν σχέσεις μαζί τους. 10 Ο Ιησούς της απάντησε: Εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους, και ποιος είναι εκείνος που σου λέει τώρα, δωσ’ μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δε στερεύει ποτέ. Θα σου έδινε αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει ποτέ. 11 Του λέει η γυναίκα: Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι αυτό. Διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό; 12 Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε; 13 Της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού. Διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. 14 Εκείνος όμως που θα πιεί από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα? αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια. 15 Του λέει τότε η γυναίκα: Κύριε, δωσ’ μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι. 16 Της λέει ο Ιησούς: Εφόσον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για εκείνους με τους οποίους συζείς, πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου κι έλα εδώ μαζί μ’ αυτόν, ώστε κι εκείνος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή. 17 Του αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: Δεν έχω άνδρα. Της λέει ο Ιησούς: Καλά είπες “δεν έχω άνδρα”. 18 Διότι έχεις πάρει πέντε άνδρες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Και τώρα μ’ αυτόν που ζεις, είσαι συνδεδεμένη κρυφά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλήθεια. 19 Του λέει η γυναίκα: Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης. Διότι μου είπες κάποια μυστικά της ζωής μου, ενώ δεν μ’ έχεις συναντήσει άλλη φορά, αλλά μόλις σήμερα με βλέπεις για πρώτη φορά. Σε παρακαλώ λοιπόν να με διαφωτίσεις πάνω στο παρακάτω σπουδαίο ζήτημα: 20 Οι πατέρες μας προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαριζείν, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να λατρεύομε τον Θεό. Εσύ λοιπόν ως προφήτης τί λες γι’ αυτό; 21 Της λέει ο Ιησούς: Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι γρήγορα έρχεται ο καιρός που ούτε σ’ αυτό το βουνό το Γαριζείν μόνο, ούτε στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά θα λατρεύσετε τον ουράνιο Πατέρα. 22 Εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό του και αυτοί τον γνώρισαν και τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό. 23 Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά? δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας. Διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν. 24 Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Κι εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει. 25 Του λέει η γυναίκα: Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, όνομα που μεταφράζεται με τη λέξη Χριστός. Όταν έλθει εκείνος, θα μας τα διδάξει όλα. 26 Της λέει ο Ιησούς: Εγώ είμαι ο Μεσσίας, εγώ που τη στιγμή αυτή σου μιλάω. 27 Και τη στιγμή αυτή ακριβώς ήλθαν οι μαθητές του και απόρρησαν που ο διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραββίνων. Κανείς όμως δεν του είπε: Τί ζητάς να σου κάνει η γυναίκα αυτή, ή για ποιό θέμα μιλάς μαζί της; 28 Στο μεταξύ η γυναίκα, γεμάτη συγκίνηση ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη κι άρχισε να λέει στους ανθρώπους: 29 Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός; 30 Βγήκαν λοιπόν από την πόλη οι Σαμαρείτες κι άρχισαν να έρχονται προς αυτόν. 31 Στο μεταξύ όμως, μέχρι να ειδοποιηθούν οι Σαμαρείτες και να έλθουν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή ο Κύριος είχε απορροφηθεί απ’ το πνευματικό του έργο και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για φαγητό, τον παρακαλούσαν οι μαθητές και του έλεγαν: Διδάσκαλε, φάε κάτι. 32 Αυτός όμως τους είπε: Εγώ έχω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε. 33 Επειδή λοιπόν δεν κατάλαβαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων αυτών του Κυρίου, έλεγαν μεταξύ τους: Μήπως την ώρα που λείπαμε του έφερε κανείς άλλος φαγητό κι έφαγε; 34 Τους λέει ο Ιησούς: Δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο και να ολοκληρώσω το έργο του, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Και το θερμό ενδιαφέρον μου για το έργο αυτό με απορρόφησε ολόκληρο τώρα που πρόκειται να έλθουν εδώ οι Σαμαρείτες, και μου έκοψε κάθε όρεξη που προέρχεται από τη φυσική πείνα. 35 Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πεισθείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία. 36 Κι εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε. 37 Διότι στη δική μας περίπτωση εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, ότι άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει. Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς, όπως και μελλοντικά θα σπέρνετε εσείς και θα θερίζουν οι διάδοχοί σας. 38 Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, κι εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε. 39 Από την πόλη εκείνη Συχάρ πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν ότι ήταν ο Μεσσίας, εξαιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας που έλεγε “μου είπε όλα όσα έχω κάνει, κι αυτά ακόμη τα μυστικά μου, τα οποία δεν ήξεραν ούτε εκείνοι με τους οποίους συζώ και με γνωρίζουν από πολύ καιρό”. 40 Όταν λοιπόν ήλθαν κοντά του οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα μαζί τους. Κι έμεινε εκεί δύο ημέρες. 41 Και από τη διδασκαλία που τους έκανε τις δύο ημέρες πίστεψαν πολύ περισσότεροι από εκείνους που ήλθαν στο πηγάδι και τον παρακάλεσαν να μείνει στην πόλη τους. 42 Και στη γυναίκα έλεγαν ότι δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ. Διότι εμείς οι ίδιοι τον έχουμε τώρα ακούσει και γνωρίζουμε πλέον ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας όλου του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός.

 

Ἔτσι φθάνει σὲ μιὰ πόλι τῆς Σαμαρείας ὀνομαζομένη Συχάρ, ποὺ ἦταν πλησίον τοῦ ἀγροκτήματος, ποὺ ἔδωσε ὁ Ἰακὼβ στὸν υἱό του Ἰωσήφ. Ἦταν δὲ ἐκεῖ ἕνα πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπ’ τὴν ὁδοιπορία, κάθησε ὅπως ἦταν, ἁπλά, κοντὰ στὸ πηγάδι. Ἦταν ὥρα δώδεκα περίπου τὸ μεσημέρι. Ἔρχεται κάποια γυναῖκα Σαμαρεῖτις γιὰ ν’ ἀντλήσῃ νερό. Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δός μου νὰ πιῶ». Ἂς σημειωθῇ, ὅτι οἱ μαθηταί του εἶχαν πάει στὴν πόλι, γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Tοῦ λέγει δὲ ἡ γυναῖκα ἡ Σαμαρεῖτις: «Πῶς σύ, ἐνῷ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητεῖς νὰ πιῇς ἀπὸ μένα, ἡ ὁποία εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;». Ἂς σημειωθῇ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔχουν σχέσεις μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. 10 Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: «Ἂν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποιός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος σοῦ λέγει, “Δός μου νὰ πιῶ”, σὺ θὰ ζητοῦσες ἀπ’ αὐτόν, καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». 11 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖκα: «Kύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις γιὰ ν’ ἀντλήσηF ς, καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; 12 Mήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε σ’ ἐμᾶς τὸ πηγάδι, καὶ αὐτὸς ἀπ’ αὐτὸ ἔπιε καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῷα του;». 13 Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: «Kαθένας, ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ διψάσῃ πάλι. 14 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσῃ ποτέ, μάλιστα τὸ νερό, ποὺ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μέσα του πηγὴ νεροῦ, ποὺ θ’ ἀναπηδᾷ γιὰ νὰ παρέχῃ ζωὴ αἰώνια». 15 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖκα: «Kύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ, μήτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ». 16 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ». 17 Eἶπε τότε ἡ γυναῖκα: «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Kαλὰ εἶπες, “Δὲν ἔχω ἄνδρα”. 18 Διότι εἶχες πέντε ἄνδρες, καὶ αὐτός, ποὺ ἔχεις τώρα, δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Σ’ αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια». 19 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖκα: «Kύριε, βλέπω, ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. 20 Oἱ πατέρες μας λάτρευσαν τὸ Θεὸ σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος, ἐνῷ σεῖς λέγετε, ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ γίνεται ἡ λατρεία». 21 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ποὺ οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ ὄρος, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. 22 Σεῖς (οἱ Σαμαρεῖτες) λατρεύετε αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς (οἱ Ἰουδαῖοι) λατρεύουμε αὐτὸ ποὺ ξέρουμε, γι’ αὐτὸ ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. 23 Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἤδη ἦλθε, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ λάτρες θὰ λατρεύουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά. Ἄλλωστε ὁ Πατέρας ἔτσι θέλει νὰ εἶναι οἱ λάτρες του. 24 Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν, πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά». 25 Tοῦ λέγει ἡ γυναῖκα: «Γνωρίζω, ὅτι ἔρχεται ὁ Mεσσίας, – ποὺ μεταφράζεται Xριστός –· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ εἰπῇ ὅλα». 26 Tῆς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Ἐγὼ εἶμαι (ὁ Mεσσίας), ὁ ὁποῖος ὁμιλῶ μαζί σου». 27 Aὐτὴ δὲ τὴ στιγμὴ ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἐξεπλάγησαν, διότι μιλοῦσε μὲ γυναῖκα. Kανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Tί θέλεις;» ἢ «Γιατί ὁμιλεῖ ς μαζί της;». 28 Ἄφησε τότε τὴ στάμνα της ἡ γυναῖκα καὶ πῆγε στὴν πόλι καὶ λέγει στοὺς ἀνθρώπους: 29 «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕνα ἄνθρωπο, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Mήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Xριστός (ὁ Mεσσίας);». 30 Bγῆκαν τότε ἀπὸ τὴν πόλι καὶ ἔρχονταν πρὸς αὐτόν.31 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ μαθηταὶ τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Διδάσκαλε, φάγε». 32 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸ νὰ φάγω, τὸ ὁποῖο σεῖς δὲν ξέρετε». 33 Oἱ δὲ μαθηταὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: «Mήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;». 34 Tοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Δικό μου φαγητὸ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε, καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. 35 Ἐσεῖς δὲν λέγετε, ὅτι τέσσερες μῆνες ὑπολείπονται ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς φθάνει; Ἰδοὺ λέγω σ’ ἐσᾶς, σηκώσετε τὰ μάτια σας καὶ κοιτάξετε τὰ χωράφια, ὅτι ἤδη εἶναι λευκὰ γιὰ θερισμό. 36 Kαὶ ὁ θεριστὴς λαμβάνει μισθό, καὶ συνάζει καρπὸ γιὰ ζωὴ αἰώνια, ὥστε καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστὴς νὰ χαίρουν μαζί. 37 Ἐδῶ δὲ ἐφαρμόζεται ἡ ἀληθινὴ παροιμία, ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ σπορεὺς καὶ ἄλλος ὁ θεριστής. 38 Ἐγὼ σᾶς ἀπέστειλα νὰ θερίζετε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο σεῖς δὲν κοπιάσατε. Ἄλλοι κοπίασαν, καὶ σεῖς δρέπετε τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους». 39 Ἀπὸ τὴν πόλι δὲ ἐκείνη πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες πίστευσαν σ’ αὐτὸν ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου τῆς γυναίκας, ἡ ὁποία βεβαίωνε: «Mοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». 40 Ὅταν δὲ οἱ Σαμαρεῖτες ἦλθαν πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ μαζί τους. Kαὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. 41 Kαὶ πολὺ περισσότεροι πίστευσαν ἀπὸ τὸ λόγο του, 42 καὶ στὴ γυναῖκα ἔλεγαν: «Ἡ πίστι μας δὲν στηρίζεται πλέον στὰ δικά σου λόγια. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἀκούσει καὶ πεισθῆ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Xριστός (ὁ Mεσσίας)».

Ιερός Χρυσόστομος (Υπομνηματισμός Περικοπής)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

«ς ον γνω Κύριος τι κουσαν ο Φαρισαοι τι ησος πλείονας μαθητς ποιε κα βαπτίζει ωάννης- καίτοιγε ησος ατς οκ βάπτιζεν, λλ᾿ ο μαθητα ατοφκε τν ουδαίαν κα πλθεν ες τν Γαλιλαίαν(:Όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι ο Ιησούς προσελκύει και βαπτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης – αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά βάπτιζαν οι μαθητές Tου – για να μην ερεθίζει τον φθόνο των εχθρών Tου άφησε την Ιουδαία και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία, όπου δεν υπήρχαν πολλοί αντίζηλοί Tου)»[Ιω.4,1-3].

«Γιατί λοιπόν αναχωρεί από την Ιουδαία;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Όχι από δειλία φυσικά, αλλά για να σταματήσει τη ζηλοτυπία των Ιουδαίων και να ανακόψει τον φθόνο τους. Είχε βέβαια τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσει εάν Του έκαναν επίθεση, αλλά δεν θέλει να το πράττει αυτό συχνά, για να μην κινούνται αμφιβολίες για την πραγματικότητα της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού του Θεού· διότι, εάν κάθε φορά που Τον συλλάμβαναν, διέφευγε, ασφαλώς πολλοί θα σχημάτιζαν σχετικές υποψίες.

Για τον λόγο αυτό, τις περισσότερες πράξεις Του τις έκανε σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι όπως ήθελε να πιστέψουν στη θεϊκή Του υπόσταση, έτσι ήθελε να πιστέψουν επίσης ότι, αν και Θεός, έφερε σάρκα ανθρώπινη. Γι’ αυτό και ύστερα από την Ανάσταση έλεγε προς τους μαθητές: «Ψηλαφήσατέ με κα δετε, τι πνεμα σάρκα κα στέα οκ χει καθς μ θεωρετε χοντα(:Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι δεν είμαι άσαρκο πνεύμα· διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)»[Λουκ.24,39]. Επίσης για τον ίδιο λόγο επιτίμησε τον Πέτρο όταν Του είπε «λεώς σοι, Κύριε· ο μ σται σοι τοτο(: Ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν. Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά και να θανατώσουν Εσένα τον Μεσσία)»[Ματθ.16,22]. Τόση σπουδαιότητα απέδιδε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευτεί δηλαδή ότι έφερε και την ανθρώπινη σάρκα.

Άλλωστε και μεταξύ των δογμάτων της Εκκλησίας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη σωτηρία μας αποτελεί κάτι το ασήμαντο το κεφάλαιο αυτό, δια του οποίου έχουν γίνει και έχουν επιτευχθεί τα πάντα· διότι έτσι, και ο θάνατος καταλύθηκε και η αμαρτία συγχωρήθηκε και η κατάρα εξαφανίστηκε και άπειρα αγαθά εισήλθαν στη ζωή μας. Για τον λόγο αυτό ήθελε παρά πολύ να πιστέψουν οι άνθρωποι στην αλήθεια ότι η κατά σάρκα Γέννησή Του υπήρξε η ρίζα και η πηγή των αναρίθμητων αγαθών. Και ενώ φρόντιζε για την απόδειξη της ανθρώπινης Του φύσης, δεν άφηνε παράλληλα ούτε τη θεία να συσκιάζεται.

Αφού αναχώρησε λοιπόν από την Ιουδαία, έρχεται πάλι στα ίδια έργα που έκανε και προηγουμένως. Διότι δεν πήγαινε χωρίς αιτία στη Γαλιλαία, αλλά θέλοντας να κάνει σπουδαία πράγματα στους Σαμαρείτες και για να τα επιτύχει, όχι μόνο τα σχεδίαζε αυτά, αλλά ενεργούσε με τη σοφία που Τον διέκρινε, ώστε να μην αφήσει στους Ιουδαίους καμία πρόφαση αναίσχυντης δικαιολογίας.

Αυτό λοιπόν υπαινισσόμενος και ο Ευαγγελιστής έλεγε: «δει δ ατν διέρχεσθαι δι τς Σαμαρείας(:Και επειδή λόγω της εποχής προτίμησε τον συντομότερο δρόμο, έπρεπε να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια)», διότι ήθελε να δείξει ότι αυτό το έκανε ο Ιησούς ως κάτι το πάρεργο κατά τη διάρκεια της πορείας Του προς τη Γαλιλαία. Το ίδιο έκαναν και ο Απόστολοι. Όπως δηλαδή εκείνοι, όταν τους καταδίωκαν οι Ιουδαίοι, τότε στρέφονταν και κήρυτταν προς τους ειδωλολάτρες, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν Τον εκδίωξαν, τότε πλησίαζε και εκείνους, όπως έκανε και με τη Συροφοινίκισσα γυναίκα[:τη Χαναναία δηλαδή εκείνη γυναίκα, της οποίας τη θυγατέρα θεράπευσε από δαιμόνιο][βλ. Μαρκ.7,24-30]. Αυτό λοιπόν έγινε για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ιουδαίους και να μην μπορούν να λένε ότι τους εγκατέλειψε και πήγε προς τους ειδωλολάτρες.

Για τον λόγο αυτό και οι μαθητές απολογούνταν και έλεγαν: «μν ν ναγκαον πρτον λαληθναι τν λόγον το Θεο· πειδ δ πωθεσθε ατν κα οκ ξίους κρίνετε αυτος τς αωνίου ζως, δο στρεφόμεθα ες τ θνη(:Αλλά ο Παύλος και ο Βαρνάβας τους μίλησαν με αφοβία και θάρρος και τους είπαν: ‘’Σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς, ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε, και αφού εσείς οι ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας ζωής, ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς’’)»[Πράξ.13,46].

Και ο ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «Οκ πεστάλην ε μ ες τ πρόβατα τ πολωλότα οκου σραήλ(:Δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24]. Και πάλι: «Οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυναρίοις(:Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[Ματθ.15,26].Όταν όμως έδιωξαν τον Ιησού, άνοιξαν θύρα στους εθνικούς[:έδωσαν δηλαδή τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο Ιησούς προς τους ειδωλολάτρες και να Τους φωτίσει με τη διδασκαλία Του].

Αλλά και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έρχεται με κύριο προορισμό Του ο Ιησούς εκείνους, αλλά καθώς διερχόταν από εκεί. Διερχόμενος λοιπόν «ρχεται ον ες πόλιν τς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον το χωρίου δωκεν ακβ ωσφ τ υἱῷ ατο(:έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,5-6].

Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής δίνει τόσες λεπτομέρειες για τον τόπο; Για να μην παραξενευτείς όταν θα ακούσεις τη γυναίκα να λέγει: «Μ σ μείζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέαρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμματα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;)»[Ιω.4,12]. Διότι ο τόπος αυτός ήταν εκείνος στον οποίο διέπραξαν τον φοβερό εκείνον φόνο, εκδικούμενοι για την αρπαγή της αδερφής τους της Δείνας, ο Λευί και ο Συμεών[:Η Δείνα ήταν θυγατέρα του πατριάρχου Ιακώβ από τη γυναίκα του τη Λεία. Αυτήν την αγάπησε και την άρπαξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχοντας των Συκίμων, αλλά οι αδελφοί της Συμεών και Λευί φόνευσαν πατέρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα(Γεν.30,21)].

Αξίζει όμως να εξηγήσουμε από πού προήλθαν οι Σαμαρείτες· διότι όλη η περιφέρεια ονομάζεται Σαμάρεια. Από πού λοιπόν πήρε το όνομα αυτό; Σομόρ λεγόταν το όρος από τον κατακτητή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησαΐας : «Κα κεφαλ φραμ Σομόρων(:Επί του παρόντος, πρωτεύουσα του βασιλείου του Ισραήλ θα είναι η Σαμάρεια)»[Ησ.7,9]. Οι κάτοικοι όμως δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες.

Με την πάροδο του χρόνου όμως ήλθαν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Και όταν έγινε βασιλιάς ο Φακεέ[:βασιλιάς του Ισραήλ που αντιστάθηκε στην επέκταση των Ασσυρίων και οργάνωσε συμμαχία βασιλέων εναντίον τους, όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε], έκανε επίθεση εναντίον του ο Θεγλαθφαλλασάρ[:βασιλιάς της Ασσυρίας που επέδραμε το 733π.Χ. ενάντια στο Βασίλειο του Ισραήλ και οδήγησε πολλούς Ισραηλίτες αιχμάλωτους στην Ασσυρία] και κυρίευσε πολλές πόλεις και επιτέθηκε εναντίον του Ηλά και αφού τον φόνευσε, έδωσε τη βασιλεία στον Ωσηέ[:ο τελευταίος βασιλιάς του βορείου βασιλείου, γιος του Ηλά· στηρίχθηκε στην εύνοια του Θεγλαθφαλλασάρ, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής· στην προσπάθειά του όμως να συνασπισθεί με τους Αιγυπτίους κατά των Ασσυρίων συνελήφθη από τον Σαλαμανάσαρ τον Ε]. Εναντίον του στράφηκε ο Σαλαμανασάρ [:διάδοχος του Θεγλαθφαλλασάρ, πολιόρκησε τη Σαμάρεια για τρία χρόνια, και τελικά την κυρίευσε ο διάδοχός του ο Σενναχηρίμ το 722π. Χ.] , ο οποίος και κυρίευσε άλλες πόλεις και τις κατέστησε φόρου υποτελείς[πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.].

Ο Ωσηέ όμως υποτάχτηκε μεν στην αρχή, αλλά αργότερα αποστάτησε και στράφηκε προς τη συμμαχία των Αιθιόπων. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας και εκστράτευσε εναντίον του και αφού τους κυρίευσε, δεν τους άφησε πλέον να κατοικούν στο χώρο εκείνο ως ξεχωριστό έθνος, επειδή είχε υποψίες για παρόμοιες μελλοντικές αποστασίες, αλλά τους μετέφερε στη Βαβυλώνα και την Μηδία και από εκεί συγκέντρωσε διάφορους λαούς και τους εγκατέστησε στη Σαμάρεια,ώστε να είναι ασφαλής η κυριαρχία του στο εξής, εφόσον θα κατείχαν τον τόπο οι δικοί του.

Όταν συνέβησαν αυτά, επειδή ήθελε ο Θεός να δείξει τη δύναμή Του και ότι δεν άφησε χωρίς βοήθεια τους Ιουδαίους από αδυναμία, αλλά εξαιτίας των αμαρτιών αυτών που είχαν αρπαχτεί αιχμάλωτοι από τους Ασσυρίους, έστειλε εναντίον των βαρβάρων λέοντες οι οποίοι λυμαίνονταν όλη την περιοχή. Αναγγέλθηκαν αυτά στον βασιλέα της Ασσυρίας και απέστειλε έναν ιερέα για να παραδώσει σε αυτούς τους νόμους του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφησαν εξ ολοκλήρου την ασέβεια, αλλά κατά το ήμισυ. Κατά το πέρασμα όμως του χρόνου, άφησαν τα είδωλα και λάτρευαν τον αληθινό Θεό.

Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν επανήλθαν οι Ιουδαίοι[:από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος]και αποστρέφονταν αυτούς, συμπεριφερόμενοι προς αυτούς με υπεροψία, διότι τους θεωρούσαν αλλόφυλους και εχθρούς και από το όρος τούς ονόμαζαν Σαμαρείτες. Για τους Ιουδαίους δεν υπήρξε μικρή η διαμάχη προς τους Σαμαρείτες στα επόμενα χρόνια· διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχονταν όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, παρά μόνο του Μωυσή, ενώ δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στα βιβλία των προφητών. Βρίσκονταν λοιπόν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, διότι οι Σαμαρείτες προσπαθούσαν να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν πρόγονό τους, επειδή ήταν από τη Χαλδαία. Επίσης και τον Ιακώβ τον ονόμαζαν πατέρα τους, επειδή και αυτός ήταν απόγονος του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι όμως μαζί με τους άλλους λαούς απεχθάνονταν και τους Σαμαρείτες.

Επομένως, για τους ίδιους λόγους περιέπαιζαν και τον Χριστό και Του έλεγαν : «Ο καλς λέγομεν μες τι Σαμαρείτης ε σ κα δαιμόνιον χεις;(:Αφού τόσο περιφρονητικά εκφράζεσαι για τους Ισραηλίτες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης και ότι έχεις δαιμόνιο, από το οποίο εμπνέεσαι την τρελή αυτή ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου😉»[Ιω.8,48]. Και στην παραβολή εκείνη του ανθρώπου, ο οποίος πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, για τον ίδιο λόγο ο Χριστός παρουσιάζει τον Σαμαρείτη να του προσφέρει βοήθεια και να του δείχνει ευσπλαχνία[βλ.Λουκά,10,33-37],ο οποίος Σαμαρείτης εθεωρείτο ασήμαντος, ευκαταφρόνητος και βδελυκτός από τους Ιουδαίους.

Και στη θεραπεία των δέκα λεπρών επίσης, ο Ιησούς ονόμασε «λλογεν» τον ένα λεπρό που επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει για την ίασή του, για την ίδια αιτία(ήταν βέβαια Σαμαρείτης)[βλ. Λουκ. 17,15-18: «Ες δ ξ ατν, δν τι άθη, πέστρεψε μετ φωνς μεγάλης δοξάζων τν Θεόν, κα πεσεν π πρόσωπον παρ τος πόδας ατο εχαριστν ατ· κα ατς ν Σαμαρείτης. ποκριθες δ ησος επεν· οχ ο δέκα καθαρίσθησαν; ο δ ννέα πο; οχ ερέθησαν ποστρέψαντες δοναι δόξαν τ Θε ε μ λλογενς οτος; Κα επεν ατ· ναστς πορεύου· πίστις σου σέσωκέ σε(:Ένας απ’ αυτούς, μόλις είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε και με δυνατή φωνή εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του δόξαζε τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του Ιησού. Έπεσε τότε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε.Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες. Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος; Και σε αυτόν είπε: ‘’Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου σωτηρία’’)»].Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύμα ομιλεί στους μαθητές Του και λέγει: «Ες δν θνν μ πέλθητε κα ες πόλιν Σαμαρειτν μ εσέλθητε(:Μην πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες, και μη μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ.10,5].

Και δεν μας υπενθύμισε ο Ευαγγελιστής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλοκή της διηγήσεως, αλλά για να δείξει επίσης ότι από παλαιά είχαν εκβληθεί από εκεί οι Ιουδαίοι· διότι από την εποχή των προγόνων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν εκείνοι αντί γι’ αυτούς. Πραγματικά εκείνα που κατείχαν οι πρόγονοί τους, χωρίς να είναι δικά τους, τα έχασαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέπουμε ότι καμία ωφέλεια δεν προέρχεται από τους αγαθούς προγόνους, εάν δεν είναι αγαθοί και οι απόγονοί τους. Διότι οι βάρβαροι μόνο όταν δοκίμασαν την αγριότητα των λεόντων, επανήλθαν αμέσως στην ιουδαϊκή ευσέβεια· εκείνοι όμως, αν και υπέφεραν τόσες τιμωρίες, δεν σωφρονίστηκαν ούτε με αυτόν τον τρόπο.

Έφθασε λοιπόν ο Χριστός πεζοπορώντας στο πηγάδι του Ιακώβ στη Σαμάρεια, αποφεύγοντας πάντοτε τον μαλθακό και χαλαρό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας παραδειγματικά τον αντίστοιχο κοπιαστικό και πλήρη εμποδίων· διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει υποζύγια, αλλά περιπατεί τόσο πολύ, ώστε να κουραστεί από την οδοιπορία. Και τούτο διδάσκει παντού, δηλαδή να εργάζεται ο καθένας για τον εαυτό του, να μη ζητεί τα περιττά και να μην έχει ανάγκη από πολλά. Διότι θέλει να είμαστε ξένοι προς τα περιττά τόσο, ώστε να περικόπτουμε και πολλά από τα αναγκαία. Για τον λόγο αυτό έλεγε: «Α λώπεκες φωλεος χουσι κα τ πετειν το ορανο κατασκηνώσεις, δ υἱὸς το νθρώπου οκ χει πο τν κεφαλν κλίν(:Οι αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώπου -δηλαδή Εγώ που γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν Άνθρωπος, γνωστός από τις υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού- δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το κεφάλι Του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική μου)»[Ματθ.8,20].Για τον λόγο αυτόν παραμένει ως επί το πλείστον στα όρη και τις ερήμους, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύκτα.

Από όσα γράφονται εδώ πληροφορούμαστε και την αντοχή του Ιησού στις οδοιπορίες και την αδιαφορία Του για τις τροφές και ότι τις θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας. Και οι μαθητές λοιπόν διδάχτηκαν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Πραγματικά δεν έπαιρναν εφόδια μαζί τους. Και το φανερώνει αυτό και άλλος Ευαγγελιστής, ο οποίος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκανε λόγο για τη ζύμη των Φαρισαίων, εκείνοι σκέπτονταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους[Ματθ.16,5-12]· επίσης και όταν μας παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής πεινασμένους τους μαθητές να μαδούν τα στάχυα και να τρώνε[βλ. Ματθ.12,1: «ν κείν τ καιρ πορεύθη ησος τος σάββασι δι τν σπορίμων· ο δ μαθητα ατο πείνασαν, κα ρξαντο τίλλειν στάχυας κα σθίειν(:Εκείνο τον καιρό βάδιζε ο Ιησούς την ημέρα του Σαββάτου μέσα από σπαρμένα χωράφια· και οι μαθητές Του πείνασαν και άρχισαν να μαδούν στάχυα και να τρώνε)»· πρβλ. Μάρκ. 2,23 και Λουκά 6,18] και όταν λέγει ότι ο Ιησούς από την πείνα πήγε προς τη συκιά, τίποτε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με όλα αυτά μας διδάσκει να περιφρονούμε την κοιλία και να μη θεωρούμε σπουδαία τη λειτουργία της.

Το ίδιο διεκήρυσσε και ο Δαυίδ και έλεγε: «κ χειμάῤῥου ν δ πίεται(:Ο Μεσσίας αγωνιζόμενος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλότητα νερό από τον χείμαρρο στο δρόμο)»[Ψαλμ.109,7], για να καταδείξει την αυστηρότητα και τη λιτότητα της ζωής Του. Αυτό υποδεικνύει και εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης: « ον ησος κεκοπιακς κ τς δοιπορίας καθέζετο οτως π τ πηγ· ρα ν σε κτη. ρχεται γυν κ τς Σαμαρείας ντλσαι δωρ. λέγει ατ ησος· δός μοι πιεν. ο γρ μαθητα ατο πεληλύθεισαν ες τν πόλιν να τροφς γοράσωσι(:Υπήρχε μάλιστα εκεί και ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές Του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη να αγοράσουν τρόφιμα)» [Ιω.4,6-8].

Κοίταξε λοιπόν αυτούς ότι και στην προκειμένη περίπτωση ούτε φέρουν τίποτε μαζί τους, ούτε πάλι από το πρωί αμέσως φροντίζουν γι’ αυτό , επειδή δεν έχουν τροφές, αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι γευματίζουν, αγοράζουν τρόφιμα. Εμείς όμως δεν κάνουμε το ίδιο. Αντίθετα, αμέσως μόλις θα σηκωθούμε από το κρεβάτι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φροντίζουμε, φωνάζουμε τους μαγείρους και τους υπηρέτες και με μεγάλο ενδιαφέρον ασχολούμαστε με αυτά και ύστερα δευτερευόντως προσέχουμε τα άλλα και μάλιστα έτσι που προτάσσουμε τα βιοτικά από τα πνευματικά και όσα έπρεπε να έχουμε δευτερεύοντα αυτά τα τιμάμε ως αναγκαία. Γι’ αυτό και γίνονται τα πάντα άνω κάτω. Έπρεπε όμως να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή αφού ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με όλα τα πνευματικά θέματα, ύστερα από την εκπλήρωση αυτών, να ενδιαφερθούμε και για τα βιοτικά.

Επίσης, εδώ πρέπει να παρατηρηθεί όχι μόνο ο επίπονος τρόπος της ζωής του Κυρίου, αλλά και η έλλειψη κάθε μορφής υπερηφάνειας, από το γεγονός ότι όχι μόνο κοπίασε και κάθισε στον δρόμο, αλλά και από το ότι απέμεινε τελείως μόνος και οι μαθητές Του απήλθαν. Βέβαια υπήρχε η δυνατότητα, εάν ήθελε, ή να μην τους αποστείλει όλους, ή αφού έφυγαν εκείνοι, να έχει άλλους υπηρέτες. Όμως δεν το θέλησε αυτό· διότι έτσι είχε συνηθίσει τους μαθητές Του, να καταπνίγουν κάθε είδος εγωισμού. Και τι το σπουδαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρονταν με μετριοφροσύνη αυτοί που ήσαν αλιείς και σκηνοποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκηνοποιοί, αλλά απότομα ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και έγιναν λαμπρότεροι από όλους τους βασιλείς, εφόσον αξιώθηκαν να γίνουν μαθητές και οικείοι του Κυρίου της οικουμένης και να γίνουν ακόλουθοι του Διδασκάλου, ο οποίος θαυμαζόταν από όλους. Εξάλλου, γνωρίζετε καλά ότι όσοι προέρχονται από κατώτερη τάξη, αυτοί προπάντων όταν αποκτήσουν αξιώματα, παρασύρονται ευκολότερα προς την υπεροψία, επειδή προηγουμένως στερούνταν τόσης μεγάλης τιμής. Τους συγκρατούσε λοιπόν στην ταπεινοφροσύνη αυτή και τους δίδασκε με όλες τις πράξεις Του να είναι συνεσταλμένοι και σε καμία περίπτωση να μη χρειάζονται υπηρέτες.

« ον ησος κεκοπιακς κ τς δοιπορίας καθέζετο οτως π τ πηγ(:Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6],λέγει ο Ευαγγελιστής. Βλέπεις ότι κάθισε από την κούραση, από τη ζέστη και για να περιμένει τους μαθητές Του; Γνώριζε βέβαια τι θα συνέβαινε με τους Σαμαρείτες, αλλά δεν ήλθε γι’ αυτήν κυρίως την αιτία. Και μολονότι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν ήταν λόγος να εκδιώξει από κοντά Του τη γυναίκα που ήλθε στο πηγάδι, η οποία έδειχνε τόση φιλομάθεια· διότι οι μεν Ιουδαίοι, και όταν ερχόταν κοντά τους ο Ιησούς, Τον εκδίωκαν, ενώ οι εθνικοί, και όταν κατευθυνόταν προς άλλους, Τον προσέλκυαν κοντά τους. Και οι μεν Ιουδαίοι Τον φθονούσαν, οι δε εθνικοί Τον πίστευαν. Οι μεν πρώτοι Τον μισούσαν, οι δεύτεροι όμως Τον θαύμαζαν και Τον λάτρευαν.

Τι λοιπόν; Μήπως έπρεπε να καταφρονήσει τη σωτηρία τόσων ανθρώπων και να εγκαταλείψει την τόσο μεγάλη προθυμία τους; Αυτό όμως δεν ταίριαζε στη φιλανθρωπία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτοποιεί τα πάντα με τη σοφία που Τον διέκρινε. Καθόταν λοιπόν για να αναπαύσει και να ξεκουράσει το σώμα Του κοντά στο πηγάδι. Ήταν μεσημέρι, πράγμα που δήλωσε και ο Ευαγγελιστής, όταν είπε «ρα ν σε κτη (:η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6]· «καθέζετο οτως π τ πηγ(:κάθισε έτσι κοντά στην πηγή)». Τι σημαίνει η λέξη «οτως»; Δεν καθόταν, λέγει, σε θρόνο, ούτε σε προσκέφαλο, αλλά απλώς επάνω στο έδαφος όπως έτυχε.

«ρχεται γυν κ τς Σαμαρείας ντλσαι δωρ(:Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό)»[Ιω. 4,7].Πρόσεξε ότι και η γυναίκα για άλλο σκοπό βγήκε από την πόλη και αποστομώνει με αυτό την αναίσχυντη αντιλογία των Ιουδαίων, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι όσα πράττει, αντιτίθενται στο πρόσταγμά Του, επειδή είχε προστάξει να μην εισέρχονται στην πόλη των Σαμαρειτών, ενώ ο ίδιος συνομιλεί με τους Σαμαρείτες. Γι’ αυτό είπε ο Ευαγγελιστής ότι «ο γρ μαθητα ατο πεληλύθεισαν ες τν πόλιν να τροφς γοράσωσι(:και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα)»[Ιω.4,8], ώστε να δώσει πολλές αιτίες για το ότι ο Ιησούς συνομίλησε με αυτήν.

«Λέγει ατ ησος· δός μοι πιεν(:Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’)».Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Όταν άκουσε: «Δώσε μου να πιω», πολύ φρόνιμα χρησιμοποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτήσει και λέγει: «Πς σ ουδαος ν παρ᾿ μο πιεν ατες, οσης γυναικς Σαμαρείτιδος; ο γρ συγχρνται ουδαοι Σαμαρείταις(:Πώς εσύ ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιεις από εμένα, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα; Και το λέω αυτό επειδή οι Ιουδαίοι αποστρέφονται τους Σαμαρείτες και δεν θέλουν να έχουν καμία επικοινωνία και σχέση με αυτούς)».

Και πώς αυτή αντιλήφθηκε ότι ο Κύριος ήταν Ιουδαίος; Ίσως από τα ενδύματα και από τον τρόπο της ομιλίας Του. Εσύ όμως παρατήρησε πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· διότι αν έπρεπε να προφυλαχθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χριστός και όχι εκείνη. Πραγματικά δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν έρχονται σε σχέσεις με τους Ιουδαίους, αλλά ότι οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες. Και όμως η γυναίκα, αν και ήταν απαλλαγμένη από την ενοχή, επειδή νόμισε ότι ο συνομιλητής της έπιπτε σε αυτήν, δε σιώπησε, αλλά όπως νομίζει, διορθώνει εκείνο που δεν γινόταν σύμφωνα με τον νόμο.

Πιθανό όμως κάποιος είναι να διατυπώσει την ακόλουθη απορία: «Πώς ο Χριστός ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, ενώ το απαγόρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαντήσει ότι το έπραξε αυτό, επειδή γνώριζε ότι δεν θα Του δώσει, τότε γι’ αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να ζητήσει νερό. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι Του ήταν αδιάφορο πλέον να εκπληρώνει παρόμοιες απαγορεύσεις του μωσαϊκού νόμου· διότι αυτός που κατευθύνει τους άλλους να τις καταργούν, πολύ περισσότερο θα τις παρέβλεπε ο ίδιος: «Ο τ εσερχόμενον ες τ στόμα κοινο τν νθρωπον, λλ τ κπορευόμενον κ το στόματος τοτο κοινο τν νθρωπον(:Δεν κάνει τον άνθρωπο βέβηλο και θρησκευτικώς ακάθαρτο εκείνο που εισάγεται με την τροφή στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα, δηλαδή οι πονηροί και αμαρτωλοί λόγοι)»[Ματθ.15,11].

Εξάλλου, η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δεν θα ήταν μικρή κατηγορία κατά των Ιουδαίων, διότι εκείνοι μεν, αν και πολλές φορές προσκαλούνταν από τον Ιησού και με τους λόγους και με τις πράξεις, εντούτοις δεν Τον δέχονταν, ενώ αυτή πρόσεξε πώς προσελκύεται από μια απλή ερώτηση· διότι ο μεν Χριστός δεν είχε σχεδιάσει από προηγουμένως αυτήν τη συνάντηση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως Τον πλησίαζαν ορισμένοι άνθρωποι, δεν τους εμπόδιζε· διότι στους μαθητές Του έλεγε απλώς να μην εισέλθουν σε πόλη των Σαμαρειτών, όχι όμως και να τους απομακρύνουν, εάν εκείνοι ήθελαν να προσέλθουν από μόνοι τους· διότι αυτό δεν ταίριαζε καθόλου στη φιλανθρωπία Του.

Γι’ αυτόν τον λόγο απαντά στη γυναίκα και της λέγει: «Ε δεις τν δωρεν το Θεο, κα τίς στιν λέγων σοι, δός μοι πιεν, σ ν τησας ατόν, κα δωκεν ν σοι δωρ ζν(:Εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους, και Ποιος είναι Εκείνος που σου λέει τώρα: ‘’Δώσε μου να πιω’’, εσύ θα Του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δεν στερεύει ποτέ. Θα σου έδινε Αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει ποτέ)»[Ιω.4,10]. Κατά πρώτον αποδεικνύει ότι ήταν άξια να ακούσει και όχι να περιφρονηθεί και τότε αποκαλύπτει τον εαυτό Του· διότι πραγματικά επρόκειτο αμέσως, όταν θα μάθαινε Ποιος είναι, να υπακούσει και να προσέξει σε Αυτόν και τη διδασκαλία Του, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς για τους Ιουδαίους· διότι αυτοί, όταν Τον γνώρισαν, δεν ζήτησαν τίποτε, ούτε επιθύμησαν να μάθουν κάτι χρήσιμο, αλλά Τον ύβριζαν και Τον εδίωκαν.

Η γυναίκα όμως όταν άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσεξε με πόση λεπτότητα αποκρίνεται: «Κύριε, οτε ντλημα χεις, κα τ φρέαρ στ βαθύ· πόθεν ον χεις τ δωρ τ ζν;(:Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι αυτό. Διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό;)»[Ιω.4,11]. Προ ολίγου την απάλλαξε από την ταπεινή αντίληψη και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους· διότι εδώ δεν Τον ονομάζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του αποδίδει μεγάλη τιμή· ότι βέβαια έλεγε αυτό για να Τον τιμήσει, φαίνεται από τη συνέχεια· δηλαδή δεν Τον περιέπαιξε, ούτε Τον διακωμώδησε, αλλά απλώς διατύπωσε την απορία της.

Εάν, όμως, δεν αντιλήφθηκε αμέσως τα πάντα, μην παραξενεύεσαι, διότι ούτε και ο Νικόδημος το πέτυχε αυτό. Τι λέγει εκείνος λοιπόν; «Πς δύναται τατα γενέσθαι;(: Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η πνευματική ουράνια αναγέννηση;)»[Ιω.3,9]· και πάλι: «Πς δύναται νθρωπος γεννηθναι γέρων ν; μ δύναται ες τν κοιλίαν τς μητρς ατο δεύτερον εσελθεν κα γεννηθναι;(:Πώς μπορεί να γεννηθεί πάλι ο άνθρωπος, όταν έχει πλέον γεράσει; Μήπως μπορεί να μπει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και να ξαναγεννηθεί;)»[Ιω.3,4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγαλύτερο σεβασμό: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό;».

Άλλα βέβαια έλεγε ο Κύριος σε αυτήν και άλλα καταλάβαινε εκείνη, ούτε άκουσε τίποτε περισσότερο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακόμη να αντιληφθεί κάτι το υψηλό, αν και μπορούσε, εάν έδιδε αυθάδη απάντηση, να πει: «Εάν είχες το τρεχούμενο νερό, δεν θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα έδινες στον εαυτό σου πρώτα. Τώρα όμως απλώς κομπάζεις». Δεν είπε όμως τίποτε από αυτά, αλλά αποκρίνεται με μεγάλη λεπτότητα και στην αρχή και στη συνέχεια. Πραγματικά στην αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς να πιεις από εμένα;». Και δεν είπε, εφόσον μιλούσε με έναν εχθρό και αλλόφυλο: «Μακάρι να μη μου συμβεί ποτέ να προσφέρω νερό σε έναν άνθρωπο που είναι εχθρός μου και απεχθάνεται το έθνος μου». Όμως και στη συνέχεια, όταν Τον άκουσε να λέγει μεγάλα πράγματα, για τα οποία προπάντων εξαγριώνονται οι εχθροί, ούτε τον καταγέλασε, ούτε τον διέσυρε, παρά μόνο τι λέγει; «Μ σ μείζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέαρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμματα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;)»[Ιω.4,12].

Βλέπεις με ποιον τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή οικογένεια; Ό,τι επίσης λέει, έχει την ακόλουθη σημασία: «Ο Ιακώβ το νερό αυτό χρησιμοποιούσε και δεν είχε τίποτε περισσότερο να μας δώσει». Τα έλεγε αυτά για να δείξει ότι από την πρώτη απάντηση δέχθηκε μεγάλο και υψηλό νόημα· διότι το «ο ίδιος έπινε από αυτό και τα παιδιά του και τα ζώα του» δεν φαίνεται να υπαινίσσεται μεν τίποτε άλλο, παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύτερου νερού, αλλά ούτε το έβρισκε, ούτε το γνώριζε καλά. Και για να μιλήσω περισσότερο καθαρά, αυτό που θέλει να πει είναι το ακόλουθο: «Δεν μπορείς βέβαια να υποστηρίξεις ότι ο Ιακώβ έδωσε σε μας μεν αυτό το πηγάδι, ενώ αυτός χρησιμοποιούσε άλλο· διότι και ο ίδιος και τα παιδιά του από αυτό έπιναν. Και δεν θα έπιναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύτερο πηγάδι. Από αυτό λοιπόν το πηγάδι ούτε εσύ θα μπορέσεις να δώσεις, ούτε είναι δυνατόν να έχεις άλλο καλύτερο, παρόλο που ομολογείς ότι είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ. Από πού λοιπόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπόσχεσαι να μας δώσεις;».

Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, δεν συζητούσαν με τον Ιησού τόσο φιλικά, αν και τους έκανε λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέφερε το ύδωρ αυτό[βλ. Ιω.7,37-38:«ν δ τ σχάτ μέρ τ μεγάλ τς ορτς εστήκει ησος κα κραξε λέγων· άν τις διψ, ρχέσθω πρός με κα πινέτω. πιστεύων ες μέ, καθς επεν γραφή, ποταμο κ τς κοιλίας ατο εύσουσιν δατος ζντος(:Την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: ‘’Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του. Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με αυτόν’’)»].

Επίσης, όταν μίλησε για τον Αβραάμ, επιχείρησαν να Τον λιθοβολήσουν[ βλ. Ιω. 8,56-59: «βραμ πατρ μν γαλλιάσατο να δ τν μέραν τν μήν, κα εδε κα χάρη. επον ον ο ουδαοι πρς ατόν· πεντήκοντα τη οπω χεις κα βραμ ώρακας; επεν ατος ησος· μν μν λέγω μν, πρν βραμ γενέσθαι γώ εμι. ραν ον λίθους να βάλωσιν π᾿ ατόν. ησος δ κρύβη, κα ξλθεν κ το ερο διελθν δι μέσου ατν, κα παργεν οτως(:Ο Αβραάμ, για τον οποίο καυχιέστε ότι τον έχετε πατέρα, γεμάτος ελπίδα που τον γέμιζε με αφάνταστη χαρά, λαχταρούσε να δει τις ημέρες της ενανθρωπήσεώς μου˙ και τις είδε τώρα από τον τόπο της μακαριότητος όπου ζει, και χάρηκε. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: ‘’Ούτε πενήντα χρονών δεν είσαι ακόμη, κι έχεις δει τον Αβραάμ, που έζησε πριν από δύο χιλιάδες περίπου χρόνια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αληθινά σας λέω, προτού ακόμη να έλθει στην ύπαρξη ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω παντοτινά πριν από τους αιώνες’’. Αγανακτισμένοι τότε οι Ιουδαίοι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναντίον Του. Όμως ο Ιησούς χάθηκε από τα μάτια τους και βγήκε από τις αυλές του ναού, περπατώντας διαμέσου αυτών απαρατήρητος. Και βάδιζε έτσι, χωρίς να Τον βλέπουν)».

Η γυναίκα όμως αυτή δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο προς τον Ιησού, αλλά με μεγάλη λεπτότητα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεσημεριού λέγει και ακούει τα πάντα με πολλή προθυμία, χωρίς να σκέπτεται κάτι παρόμοιο, όπως ήταν φυσικό να πουν οι Ιουδαίοι, αν άκουγαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλαδή «μαίνεται και τα έχει χαμένα αυτός, ο οποίος με κρατάει εδώ στην πηγή και το πηγάδι και δεν μου δίνει τίποτε παρά μόνον καυχάται με τα λόγια». Αντίθετα, κάνει υπομονή και παραμένει εκεί μέχρις ότου βρει εκείνο που ζητεί.

Εάν όμως η Σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει τόση προθυμία για να μάθει κάτι χρήσιμο και παραμένει πλησίον του Χριστού, αν και δεν Τον γνώριζε, ποια συγχώρεση θα έχουμε εμείς, οι οποίοι, αν και Τον γνωρίζουμε καλά και δεν είμαστε ούτε κοντά στο πηγάδι ούτε στην ερημιά, ούτε είναι μεσημέρι, ούτε μας καίει ο ήλιος, αλλά είναι πρωί και βρισκόμαστε κάτω από μία τόσο ωραία στέγη και απολαμβάνουμε τη σκιά και τη δροσιά, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε κάτι από τα λεγόμενα, αλλά μας κοιμίζει η αδιαφορία; Εκείνη όμως δε μοιάζει με μας, αλλά τόσο συνεπαίρνεται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προσκαλεί και άλλους. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο δεν προσκαλούσαν άλλους, αλλά και εκείνους που ήθελαν να πλησιάσουν τον Ιησού, τους εμπόδιζαν και τους το απαγόρευαν. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Μή τις κ τν ρχόντων πίστευσεν ες ατν κ τν Φαρισαίων; λλ᾿ χλος οτος μ γινώσκων τν νόμον πικατάρατοί εσι!(:Μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή απ’ τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως; Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,48-49].

Ας μιμηθούμε λοιπόν τη Σαμαρείτιδα, ας διαλεχθούμε με τον Χριστό, διότι και σήμερα βρίσκεται ανάμεσά μας και μας ομιλεί με τους προφήτες και τους μαθητές Του. Ας Τον ακούσουμε και ας πιστέψουμε. Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια; Διότι όταν δεν πράττουμε ό,τι αρέσει στον Θεό, είναι σαν να ζούμε άσκοπα. Μάλλον όμως δεν ζούμε μόνο άσκοπα, αλλά ζούμε και για το κακό. Διότι όταν δαπανήσουμε τον καιρό που μας δόθηκε όχι όπως πρέπει, θα πεθάνουμε και θα υποστούμε την αυστηρότερη τιμωρία για την άσκοπη αυτή δαπάνη του χρόνου μας επάνω στη γη. Διότι δεν θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστωτή του μόνο εκείνος που πήρε χρήματα για να εμπορευθεί και τα κατέφαγε, ενώ εκείνος που σπατάλησε μία τόσο επίγεια μακρά ζωή χωρίς να μεριμνά καθόλου για την αιώνια ζωή κοντά στον Δημιουργό του, θα μείνει ατιμώρητος.

Ο Θεός δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή και δεν μας έδωσε ψυχή για να τα χρησιμοποιήσουμε μόνο στη γη, αλλά για να πράττουμε τα πάντα αποβλέποντας προς τη μέλλουσα ζωή. Διότι τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνο στον επίγειο βίο, ενώ εμείς για τον λόγο αυτό έχουμε αθάνατη ψυχή, ώστε να ετοιμάζουμε τα πάντα για την προετοιμασία εκείνης της ουράνιας ζωής. Πραγματικά, εάν μας ρωτήσει κάποιος για την αναγκαιότητα των αλόγων, των όνων και των βοδιών και των άλλων παρόμοιων οικιακών ζώων, δεν θα πούμε καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας εξυπηρετούν στην παρούσα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε το ίδιο, αλλά ότι η ανώτερη κατάσταση είναι η μετά την εδώ αποδημία μας και ότι πρέπει να πράττουμε τα πάντα, ώστε να λάμψουμε εκεί, ώστε να συμπεριληφθούμε στον χορό των αγγέλων και να στεκόμαστε συνεχώς πλησίον του Κυρίου στους απέραντους αιώνες. Διότι για τον λόγο αυτό πλάσθηκε αθάνατη η ψυχή και το σώμα θα καταστεί αθάνατο, για να απολαύσουμε τα ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις προσκολλημένος στη γη, ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί, συλλογίσου πόσο μεγάλη προσβολή γίνεται σε Εκείνον που τα προσφέρει· διότι Εκείνος σου προτείνει τα ουράνια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά και τα ανταλλάσσεις με τη γη. Για τον λόγο αυτό και απείλησε με τη γέεννα, επειδή καταφρονούνταν, για να μάθεις από πόσα αγαθά αποστερείς τον εαυτό σου. Μακάρι όμως να μη συμβεί να γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη, αλλά να φανούμε ευάρεστοι στον Χριστό και να αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Ομιλία ΛΒ΄: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,13-20

«πεκρίθη ησος κα επεν ατ· πς πίνων κ το δατος τούτου διψήσει πάλιν· ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενήσεται ν ατ πηγ δατος λλομένου ες ζων αώνιον(:Της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: ‘’Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια[Ιω.4,13-14].

Τη χάρη του Αγίου Πνεύματος η Αγία Γραφή άλλοτε μεν την ονομάζει «πῦρ», και άλλοτε «ὕδωρ», επειδή θέλει να δείξει ότι τα ονόματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την ουσία, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος· διότι το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελείται από διάφορες ουσίες, επειδή είναι αόρατο και μονοειδές. Το ένα όνομα το δίνει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν λέγει: «Ατς μς βαπτίσει ν Πνεύματι γί κα πυρί (:Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και με το πυρ της χάριτος)»: «γ μν βαπτίζω μς ν δατι ες μετάνοιαν· δ πίσω μου ρχόμενος σχυρότερός μου στίν, ο οκ εμ κανς τ ποδήματα βαστάσαι· ατς μς βαπτίσει ν Πνεύματι γί κα πυρί(:Και είναι και δυνατό και εύκολο να καρποφορήσετε την αρετή. Διότι εγώ βέβαια σας βαπτίζω με νερό, για να εισέλθετε σε κατάσταση μετάνοιας. Εκείνος όμως που έρχεται ύστερα από μένα είναι δυνατότερος από μένα λόγω του αξιώματός του και της θείας Του φύσεως. Μπροστά του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε σαν τελευταίος δούλος να κρατήσω τα υποδήματά Του. Αυτός λοιπόν θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος)»[Ματθ. 3,11], ενώ το άλλο το δίδει ο Χριστός: « πιστεύων ες μέ, καθς επεν γραφή, ποταμο κ τς κοιλίας ατο εύσουσιν δατος ζντος. τοτο δ επε περ το Πνεύματος ο μελλον λαμβάνειν ο πιστεύοντες ες ατόν(: Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με Αυτόν. Αυτά τα λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, που θα αποκτούσαν μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν. Διότι πρωτύτερα είχαν βέβαια δοθεί χαρίσματα προφητικά και θαυματουργικά σε ανθρώπους δικαίους και προφήτες, αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά τους ανθρώπους και τους μεταδίδει τη θεία και μακαρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις αυτή του Αγίου Πνεύματος, διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με το Πάθος Του και την Ανάληψή Του)»[Ιω.7,38-39] .

Έτσι συνομιλώντας με τη Σαμαρείτιδα ονομάζει το Άγιο Πνεύμα «ὕδωρ»: «ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα(:Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ)». Και αποκαλεί το Άγιο Πνεύμα έτσι, διότι με τη λέξη «πῦρ» υπαινίσσεται τη δύναμη και τη θερμότητα της χάριτος, ενώ με τη λέξη «ὕδωρ» θέλει να δείξει τον καθαρισμό που γίνεται από Αυτό και τη μεγάλη αναψυχή που παρέχει στις ψυχές που το δέχονται. Και δικαιολογημένα· διότι ως ένα παράδεισο στολισμένο με κάθε είδους καρποφόρα και αειθαλή δέντρα, έτσι κάνει την πρόθυμη ψυχή και δεν την αφήνει να αισθανθεί ούτε λύπη, ούτε σατανική επιβουλή, διότι κατασβήνει εύκολα όλα τα φλογισμένα βέλη του πονηρού.

Εσύ όμως πρόσεξε τη σοφία του Χριστού με πόσο ήρεμο τρόπο προκαλεί την προσοχή και ανυψώνει πνευματικά τη γυναίκα αυτή. Δεν της είπε δηλαδή από την αρχή: «Εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει: ‘’ Δώσε μου να πιω’’», αλλά όταν αυτή του έδωσε αφορμή με το να Τον αποκαλέσει Ιουδαίο, και Τον κατηγόρησε έτσι επειδή οι Σαμαρείτες αντιπαθούσαν τους Ιουδαίους, τότε για να αποκρούσει την κατηγορία, της είπε αυτά. Αφού είπε λοιπόν «εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει’’ δώσε μου να πιω’’» και την ανάγκασε με τις μεγάλες επαγγελίες να θυμηθεί τον πατριάρχη Ιακώβ, έδωσε έτσι στη γυναίκα τη δυνατότητα να δει καλύτερα.

Έπειτα, όταν εκείνη ανταπάντησε : «Μ σ μείζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέαρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμματα ατο;(:Μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε😉»[Ιω.4,12], δεν της έδωσε την απάντηση: «Ναι, είμαι ανώτερος», διότι θα έδινε την εντύπωση ότι κομπάζει μόνο, αφού δεν υπήρχε η ανάλογη απόδειξη. Με όσα λέγει όμως αυτήν την απόδειξη προετοιμάζει.

Πραγματικά δεν της είπε απλώς: «Θα σου δώσω νερό», αλλά προηγουμένως εξάλειψε την ιδέα της γυναικός για τον Ιακώβ και ύστερα εξυψώνει το δικό Του ύδωρ, επιθυμώντας να αποδείξει τη διαφορά των προσώπων που πρόσφεραν από τη διαφορά εκείνων που προσφέρονταν και την υπεροχή Του έναντι του πατριάρχου. «Εάν θαυμάζεις», λέγει, «τον Ιακώβ, επειδή σου έδωσε αυτό το νερό, τι θα πεις εάν σου δώσω εγώ πολύ ανώτερο; Άλλωστε πρόφτασες και παραδέχτηκες ότι είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ όταν προέβαλες ως αντίρρηση και είπες ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον Ιακώβ;’’», επειδή σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω καλύτερο νερό. Αν λοιπόν λάβεις αυτό το νερό, θα ομολογήσεις παντοιοτρόπως ότι εγώ είμαι ανώτερος.

Βλέπεις την ακέραιη και αμερόληπτη κρίση της γυναικός, η οποία από τα ίδια τα πράγματα και τα γεγονότα αποκρυσταλλώνει την άποψή της και για τον Πατριάρχη και για τον Χριστό; Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκριναν με τον τρόπο αυτόν, αλλά και όταν έβλεπαν τον Ιησού να εκδιώκει τους δαίμονες από τους ανθρώπους, όχι μόνο δεν Τον παραδέχονταν ως ανώτερο από τον πατριάρχη αλλά Τον ονόμαζαν και δαιμονισμένο. Η γυναίκα όμως δεν σκέπτεται όπως αυτοί, αλλά από εκεί παίρνει την απόφαση, από όπου θέλει και ο Χριστός, δηλαδή από την απόδειξη των ίδιων των έργων· διότι και ο ίδιος ο Ιησούς με τον τρόπο αυτό δικάζει και κρίνει, όταν λέγει: «Ε ο ποι τ ργα το πατρός μου, μ πιστεύετέ μοι· ε δ ποι, κν μο μ πιστεύητε, τος ργοις πιστεύσατε, να γντε κα πιστεύσητε τι ν μο πατρ κγ ν ατ(:Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα που μου ζητά ο Πατέρας μου και με βοηθά να τα εκτελώ, και ουσιαστικά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέρα μου, μην πιστεύετε στη μαρτυρία του στόματός μου και στις δικές μου διαβεβαιώσεις. Εφόσον όμως ενεργώ τα έργα του Πατέρα μου, κι αν ακόμη δεν πιστεύετε σε ό,τι λέω εγώ, πιστέψτε τουλάχιστον στα έργα αυτά, για να μάθετε και να οδηγηθείτε απ’ αυτά στην τέλεια πίστη. Κι έτσι θα βεβαιωθείτε ότι μέσα μου είναι και μένει ο Πατέρας μου, κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα. Έχω δηλαδή ως Υιός και Λόγος του Θεού την ίδια φύση με τον Πατέρα, και είμαι άπειρος κι εγώ, ώστε να χωράει μέσα μου ο Πατέρας. Είμαστε αχώριστοι ο ένας από τον άλλο, διότι κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα μου)»[Ιω,10,37-38]. Έτσι και η γυναίκα οδηγείται προς την πίστη.

Γι’ αυτό και όταν άκουσε ο Ιησούς την ερώτησή της: «Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ;», άφησε τη συζήτηση για τον Ιακώβ και κάνει λόγο για το νερό και λέγει: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι» και έτσι κάνει τη σύγκριση στηριζόμενος όχι στην κατηγορία, αλά στην υπεροχή. Δεν λέει δηλαδή ότι το νερό αυτό δεν αξίζει, ούτε ότι είναι ευτελές και ασήμαντο, αλλά εκείνο επικαλείται, το οποίο και η φύση μαρτυρεί: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα».

Άκουσε βέβαια προηγουμένως η γυναίκα για το «δωρ τό ζν», όμως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Πραγματικά επειδή «δωρ ζν» ονομάζεται και το νερό που τρέχει συνέχεια και εκείνο που αναβλύζει χωρίς καμία διακοπή και δεν στερεύουν καθόλου οι κρουνοί, νόμισε η γυναίκα ότι για το συγκεκριμένο νερό της έλεγε ο Ιησούς. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, για να καταστήσει περισσότερο σαφές το λεγόμενο, κάνει τη σύγκριση με βάση την υπεροχή και προσθέτει : «Εκείνος που θα πιει από το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα». Με τα λόγια αυτά, όπως είπα, αποδείκνυε την υπεροχή τη δική Του, αλλά και με όσα είπε στη συνέχεια· διότι το υλικό νερό δεν έχει τίποτε από αυτά που είπε. Και ποια είναι αυτά; «Θα μεταβληθεί μέσα σε όποιον το λάβει αυτό το νερό που θα του δώσει ο Ιησούς, σε μια εσωτερική πηγή ύδατος, που θα αναβλύζει και θα του παρέχει ζωή αιώνια». Όπως ακριβώς εκείνος που έχει μέσα του μια πηγή, δε θα διψάσει ποτέ, κατά όμοιο τρόπο και όποιος έχει το νερό αυτό του Ιησού.

Και η γυναίκα πίστεψε αμέσως, αποδειχθείσα πολύ πιο συνετή από τον Νικόδημο, και όχι μόνο πιο συνετή αλλά και πιο ανδρεία· διότι ο Νικόδημος, αν και άκουγε πολλές παρόμοιες διδασκαλίες, ούτε κάλεσε κανένα άλλο σε αυτές, ούτε ο ίδιος είχε το θάρρος να τις διακηρύξει, ενώ αυτή κάνει έργο αποστολικό και αναγγέλλει την ευχάριστη αγγελία προς όλους και προσκαλεί τους πάντες πλησίον του Ιησού και ακόμη προσελκύει τους κατοίκους μιας ολόκληρης πόλης προς Αυτόν. Και εκείνος μεν, όταν άκουσε τους λόγους του Κυρίου, έλεγε : «Ρώτησε τότε ο Νικόδημος: ‘’Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η πνευματική ουράνια αναγέννηση;’’»[Ιω.3,9] και όταν ο Χριστός έφερε το σαφές παράδειγμα του ανέμου, δεν μπόρεσε ούτε και έτσι να καταλάβει τα λεγόμενα, η γυναίκα όμως δε συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο.

Στην αρχή είχε μεν απορίες, έπειτα όμως δεν αποδέχθηκε υπό όρους τον λόγο, αλλά έλαβε σταθερή απόφαση και βιάζεται να λάβει αμέσως το νερό αυτό· διότι, όταν είπε ο Χριστός:«ς δι᾿ ν πί κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενήσεται ν ατ πηγ δατος λλομένου ες ζων αώνιον(:Βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)», η Σαμαρείτιδα Του απάντησε: «Κύριε, δός μοι τοτο τ δωρ, να μ διψ μηδ ρχωμαι νθάδε ντλεν(:Κύριε, δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι)»[Ιω.4,15].

Βλέπεις με ποιο τρόπο ολίγον κατ’ ολίγον ανάγεται στο ύψος των δογμάτων η Σαμαρείτιδα; Κατά πρώτον νόμισε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος Ιουδαίος που παραβαίνει τον νόμο. Έπειτα, όταν ο Κύριος απέκρουσε την κατηγορία αυτή, διότι το πρόσωπο, το οποίο επρόκειτο να την κατηχήσει σε τόσο υψηλές αλήθειες, δεν έπρεπε να γεννά υποψίες, επειδή άκουσε «δωρ ζν» νόμισε ότι ομιλεί για το υλικό νερό. Στη συνέχεια αντιλήφθηκε ότι γινόταν λόγος για πνευματικά πράγματα και πίστεψε ότι το νερό αυτό έχει τη δύναμη να αφαιρέσει την αδυναμία της δίψας, δεν γνώριζε όμως ακόμη τι ήταν αυτό, αλλά βρισκόταν σε απορία, έχοντας τη γνώμη ότι είναι ανώτερο από τα αισθητά, χωρίς να έχει σαφή γνώση του πράγματος.

Στο σημείο αυτό που είδε καθαρότερα, χωρίς όμως να αντιληφθεί τα πάνταΔώσε μου», λέγει, «το νερό αυτό, για να μη διψώ και για να μην έρχομαι εδώ και βγάζω νερό από το πηγάδι»),προτίμησε επί του παρόντος τον Κύριο από τον Ιακώβ. «Δεν χρειάζομαι βέβαια αυτό το πηγάδι, εάν θα πάρω από εσένα το νερό εκείνο». Προσέχεις ότι βάζει τον Κύριο σε ανώτερη μοίρα από τον Πατριάρχη; Αυτό είναι χαρακτηριστικό της ευσεβούς ψυχής. Έδειξε πόση μεγάλη πίστη είχε στον Ιακώβ. Γνώρισε τον ανώτερο και δεν την εμπόδισε η προηγούμενη της γνώμη.

Δεν ήταν εύπιστη η Σαμαρείτιδα (διότι δεν αποδέχτηκε αβασάνιστα και χωρίς κριτική επεξεργασία τα λόγια του Χριστού, αυτή που με τόση μεγάλη ακρίβεια τα εξέτασε), ούτε πάλι ήταν απειθής και εριστική. Και αυτό το απέδειξε από την παράκληση που έκανε. Βέβαια και στους Ιουδαίους είπε κάποτε ο Κύριος: «γώ εμι ρτος τς ζως· ρχόμενος πρός με ο μ πεινάσ, κα πιστεύων ες μ ο μ διψήσ πώποτε(:Εγώ είμαι ο άρτος που μεταδίδω ζωή πραγματική. Τη μεταδίδω με τη μετάληψη του σώματος και του αίματος μου, αλλά και με τη διδασκαλία μου και τη χάρη του Πνεύματός μου. Όποιος έρχεται σε μένα με μετάνοια και πίστη δεν θα πεινάσει πνευματικά˙ και όποιος πιστεύει σε μένα δεν θα διψάσει πνευματικά ποτέ. Θα αποκτήσει νέες πνευματικές δυνάμεις, και θα βρει την ανάπαυση και την ικανοποίηση της καρδιάς και της ψυχής του)»[Ιω.6,35], αλλά όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά σκανδαλίστηκαν κιόλας. Η γυναίκα όμως δεν έπαθε κάτι παρόμοιο, αλλά παραμένει κοντά στον Ιησού και ζητεί το νερό αυτό. Στους Ιουδαίους λοιπόν έλεγε :«Εκείνος που πιστεύει σε εμένα, δεν θα διψάσει ποτέ», στη γυναίκα όμως δεν ομιλεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάπως περισσότερο αισθητά : «Εκείνος που θα πιει από το νερό αυτό, δεν θα διψάσει». Οι λόγοι αυτοί ήταν επαγγελία πνευματικών πραγμάτων και όχι αισθητών.

Για τον λόγο αυτόν, αφού ανύψωσε τον νου της με τις υποσχέσεις, χρησιμοποιεί ακόμη ο Κύριος λέξεις με αισθητό περιεχόμενο, επειδή δεν μπορούσε ακόμη η γυναίκα να ξεχωρίσει την ακρίβεια των πνευματικών πραγμάτων· διότι εάν της έλεγε ότι, «εάν πιστέψεις σε Εμένα, δεν θα διψάσεις», δεν θα αντιλαμβανόταν το λεγόμενο, επειδή δεν γνώριζε ούτε Ποιος ήταν Αυτός που της μιλούσε, ούτε για ποιου είδους δίψα έλεγε. Γιατί όμως δεν έκανε το ίδιο και στους Ιουδαίους; Διότι εκείνοι είχαν δει πολλά θαύματα, ενώ αυτή δεν είδε κανένα θαύμα, παρά πρώτα άκουσε τα λόγια.

Για τους λόγους αυτούς που είπαμε λοιπόν παραπάνω αποκαλύπτει τη δύναμή Του ο Ιησούς με την προφητεία Του και δεν κάνει κατευθείαν τον έλεγχο, αλλά λέγει: «παγε φώνησον τν νδρα σου κα λθ νθάδε(: Εφόσον το νερό αυτό δεν το θέλεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για εκείνους με τους οποίους συζείς, πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζί με αυτόν, ώστε και εκείνος να δεχθεί μαζί σου τη δωρεά αυτή)»[Ιω. 4,16]. Και εκείνη λέγει: «Οκ χω νδρα(:Δεν έχω άντρα)». Και λέγει προς αυτήν ο Ιησούς: «Καλς επας τι νδρα οκ χω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας(:Διότι έχεις λάβει πέντε άνδρες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Και τώρα με αυτόν που ζεις, είσαι συνδεδεμένη κρυφά, και γι’ αυτό δεν είναι άνδρας σου. Αυτό το είπες αλήθεια)»[Ιω.4,18].

Απαντά προς Αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, θεωρ τι προφήτης ε σύ(:Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης)». Ω, πόσο μεγάλη είναι η φιλοσοφία και η σύνεση της γυναικός… Με πόση πραότητα δέχεται τον έλεγχο! «Και πώς να μην τον δεχόταν;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Για ποιον λόγο; Πες μου, σε παρακαλώ, μήπως δεν έλεγξε πολλές φορές και τους Ιουδαίους και μάλιστα αυστηρότερα; Διότι δεν είναι το ίδιο να αποκαλύπτει κανείς τα απόκρυφα της ψυχής και της διανοίας και το να κάνει φανερό κάτι που γίνεται κρυφά. Διότι το πρώτο μεν είναι του Θεού μόνο και κανένας άλλος δεν γνωρίζει, παρά μόνον Εκείνος που τα έχει στην ψυχή και στη σκέψη Του, ενώ το δεύτερο το γνωρίζουν όλοι όσοι παίρνουν μέρος στη διάπραξή του.

Όταν όμως οι Ιουδαίοι ελέγχθηκαν από τον Ιησού δεν δέχτηκαν με πραότητα τον έλεγχο, αλλά όταν τους είπε: « Ο Μωϋσς δέδωκεν μν τν νόμον; κα οδες ξ μν ποιε τν νόμον. τί με ζητετε ποκτεναι;(: Εσείς όμως με θεωρείτε παραβάτη του νόμου και δεν δέχεσθε τη διδασκαλία μου. Αλλά πώς είναι δυνατόν να τη δεχθείτε, αφού απορρίπτετε και τη διδασκαλία του Μωυσή, τον οποίο τόσο πολύ τιμάτε; Δεν σας έχει δώσει το νόμο ο Μωυσής; Κι όμως κανείς από σας δεν τον τηρεί. Εάν τηρείτε τις εντολές του νόμου, τότε γιατί θέλετε να με σκοτώσετε αντίθετα με την έκτη εντολή;)» [Ιω.7,19], όχι μόνο δεν εκδηλώνουν θαυμασμό, όπως η γυναίκα, αλλά Τον λοιδορούν και Τον υβρίζουν. Και εκείνοι βέβαια και από άλλα θαύματα είχαν την απόδειξη της δυνάμεως του Ιησού, ενώ αυτή μόνο αυτό είχε ακούσει, και όμως όχι μόνο δεν θαύμασαν αλλά και Τον ύβρισαν λέγοντάς Του: «Δαιμόνιον χεις· τίς σε ζητε ποκτεναι;(:Αποκρίθηκε ο πολύ λαός και Του είπε: ‘’Είσαι δαιμονισμένος, και το δαιμόνιο σου διατάραξε τα μυαλά και σου δημιουργεί μελαγχολία και μανία καταδιώξεως, ώστε να νομίζεις ότι κάποιοι θέλουν να σε σκοτώσουν. Ποιος θέλει να σε σκοτώσει;)»[Ιω.7,20].

Η γυναίκα όμως όχι μόνο δεν Τον υβρίζει, αλλά και θαυμάζει και δοκιμάζει κατάπληξη και Τον θεωρεί ως προφήτη· αν και ο έλεγχος αυτός προσέβαλε περισσότερο τη γυναίκα, παρά εκείνος τους Ιουδαίους. Διότι αυτός ο έλεγχος προς τη Σαμαρείτιδα αποκάλυψε προσωπικό αμάρτημα, ενώ εκείνος ένα κοινό για όλους τους. Και είναι γεγονός ότι δε θιγόμαστε τόσο για τα κοινά αμαρτήματα, όσο για τα προσωπικά. Και εκείνοι μεν θεωρούσαν ότι θα έκαναν κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, εάν θα φόνευαν τον Ιησού, ενώ το αμάρτημα της γυναίκας εθεωρείτο από όλους ως κακό. Και όμως δεν στενοχωρήθηκε η γυναίκα, αλλά ένιωσε κατάπληξη και θαυμασμό.

Και στον Ναθαναήλ το ίδιο ακριβώς έκανε ο Ιησούς· διότι δεν προφήτευσε προηγουμένως, ούτε του είπε: «ντα π τν συκν εδόν σε(:Σε είδα κάτω από τη συκιά)», αλλά όταν εκείνος Τον ρώτησε: «πόθεν με γινώσκεις;(:Από πού με ξέρεις; Και πώς γνωρίζεις την ειλικρίνεια των μυστικών μου σκέψεων και ελατηρίων;)»,τότε μονάχα του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πρ το σε Φίλιππον φωνσαι, ντα π τν συκν εδόν σε (:Πριν ακόμη σε φωνάξει ο Φίλιππος, όταν ήσουν κάτω από τη συκιά και προσευχόσουν μακριά από κάθε μάτι ανθρώπου, εγώ με το υπερφυσικό και θείο μου βλέμμα σε είδα)»[Ιω.1,49], τότε του πρόσθεσε την προφητεία. Ήθελε δηλαδή ο Ιησούς να παίρνει αφορμή και για τις προφητείες και για τα θαύματα από αυτούς που έρχονταν κοντά Του, ώστε και να δέχονται ευκολότερα αυτά που συνέβαιναν και ο Ίδιος να είναι απαλλαγμένος από την υποψία της κενοδοξίας. Το ίδιο λοιπόν κάνει και στην προκειμένη περίπτωση. Διότι το να ελέγξει προηγουμένως τη γυναίκα λέγοντάς της ότι δεν έχει άντρα, θα φαινόταν βαρύ και περιττό. Ενώ το γεγονός ότι πήρε αφορμή από την ίδια, διορθώνει όλα αυτά και φαίνεται πολύ φυσικό και καθιστά πραότερη τη γυναίκα.

Και ποια συνέπεια υπάρχει στη συζήτηση, θα μπορούσε να απορήσει κάποιος, με το να πει ο Ιησούς: «Πήγαινε και φώναξε τον άντρα σου»; Ο λόγος αναφερόταν στην πνευματική δωρεά και χάρη, που υπερέβαινε την ανθρώπινη φύση. Επέμενε η γυναίκα και ήθελε να λάβει τη δωρεά και ο Ιησούς της λέγει: «Φώναξε τον άντρα σου», δείχνοντάς της κατά κάποιον τρόπο ότι έπρεπε και αυτός να συμμετάσχει σε αυτά. Εκείνη λοιπόν βιάζεται να λάβει τη δωρεά και με την ιδέα ότι αποκρύπτει το αισχρό του πράγματος, επειδή νόμιζε ότι συζητεί με άνθρωπο, λέγει: «δεν έχω άντρα». Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, τότε στην κατάλληλη στιγμή κάνει τον έλεγχο και εκθέτει και τα δύο με ακρίβεια. Δηλαδή και τους προηγούμενους άντρες αρίθμησε όλους και αυτόν που εκείνη την περίοδο είχε ως σύντροφο και τον έκρυβε, της τον αποκάλυψε.

Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Δεν στενοχωρήθηκε, ούτε Τον άφησε και έφυγε, ούτε εξέλαβε το πράγμα ως προσβολή, αλλά Τον θαυμάζει περισσότερο και επιμένει ακόμη. Διότι «Κύριε, θεωρ τι προφήτης ε σύ(:Κύριε, καταλαβαίνω ότι εσύ είσαι προφήτης)», λέγει. Και πρόσεξε τη σύνεσή της. Δεν κατέληξε αμέσως στο συμπέρασμα αυτό, αλλά ακόμη ερευνά και θαυμάζει· διότι το ρήμα «θεωρ» αυτήν την έννοια έχει· δηλαδή: «μου φαίνεται ότι είσαι προφήτης».

Έπειτα, όταν αποκρυστάλλωσε αυτήν τη γνώμη για τον Ιησού, δεν Τον ρωτά τίποτε το βιοτικό, ούτε για την υγεία του σώματος, ούτε για χρήματα, ούτε για πλούτο, αλλά αμέσως για τα δόγματα της πίστεως. Τι λέγει λοιπόν; «Ο πατέρες μν ν τ ρει τούτ προσεκύνησαν· κα μες λέγετε τι ν εροσολύμοις στν τόπος που δε προσκυνεν(:Οι πατέρες μας λάτρευσαν τον Θεό σε τούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν[εννοεί τον Αβραάμ, διότι σε εκείνο το όρος είχε πάει τον Ισαάκ για να τον θυσιάσει]. Εσείς όμως οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό)»[Ιω.4,20].

Είδες πώς ανυψώθηκε η διάνοιά της; Εκείνη που φρόντιζε να μην κουράζεται για τη δίψα, τώρα πλέον ρωτά και για τα δόγματα. Τι έκανε όμως ο Χριστός; Δεν έλυσε το ζήτημα (διότι δεν ήταν αυτό η κύρια φροντίδα Του, να απαντά δηλαδή απλώς σε ό,τι Του έλεγαν, αυτό ήταν κάτι που είχε δευτερεύουσα σημασία), αλλά οδηγεί τη γυναίκα πάλι σε μεγαλύτερο ύψος. Και δεν της ομιλεί προηγουμένως για αυτά, παρά όταν παραδέχτηκε αυτή ότι είναι προφήτης Εκείνος που συζητούσε μαζί της, ώστε να ακούσει πλέον τα όσα λέγονται με μεγάλη βεβαιότητα· διότι αυτή που πίστεψε στην προφητική ιδιότητα του Ιησού, δεν θα είχε πλέον στο μέλλον καμία αμφιβολία για εκείνα που θα λέγονταν στη συνέχεια.

Ας νιώσουμε ντροπή και ας κοκκινίσουμε εμείς λοιπόν από το αίσθημα αυτό: Μία γυναίκα, που είχε πέντε άντρες διαδοχικώς, που ήταν Σαμαρείτιδα, δείχνει τόσο ενδιαφέρον για τα δόγματα και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε το γεγονός ότι ήλθε εκεί για άλλο σκοπό, ούτε τίποτε άλλο την απέτρεψε από τη συζήτηση για τα θέματα αυτού του είδους. Εμείς, αντιθέτως, όχι μόνο δε συζητούμε για τα δόγματα, αλλά για τα πάντα κατεχόμαστε από αστόχαστη και άσκοπη διάθεση. Για τον λόγο αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι ποιος από εσάς, πες μου σε παρακαλώ, όταν πήγε στο σπίτι του, πήρε στα χέρια του ένα χριστιανικό βιβλίο και μελέτησε το περιεχόμενό του και ερεύνησε την Αγία Γραφή;

Κανένας δεν μπορεί να πει κάτι παρόμοιο, αλλά στους περισσότερους θα βρούμε πεσσούς και ζάρια και πουθενά βιβλία, παρά σε λίγους μονάχα. Αλλά και αυτοί είναι όμοιοι με εκείνους που δεν έχουν, διότι τα έδεσαν και τα έβαλαν διαπαντός μέσα σε κιβώτια κα όλο το ενδιαφέρον τους για αυτά περιορίζεται στη λεπτότητα των μεμβρανών και το κάλλος των γραμμάτων και όχι στην ανάγνωση αυτών. Διότι δεν τα απέκτησαν για ωφέλεια και κέρδος ψυχικό, αλλά φρόντισαν γι΄ αυτά για να κάνουν επίδειξη πλούτου και φιλοδοξίας, ω, πόση είναι η υπερβολή της κενοδοξίας… Πραγματικά δεν ακούω κανέναν να καυχάται ότι γνωρίζει το περιεχόμενο ενός βιβλίου, παρά ότι είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα. Και ποιο το κέρδος; Πες μου. Διότι οι άγιες Γραφές δεν μας δόθηκαν για τον λόγο αυτό, για να τις έχουμε δηλαδή ως βιβλία μόνο, αλλά για να τις γράψουμε μέσα στις καρδιές μας. Ο τρόπος βέβαια αυτός της κτήσεως αρμόζει στην ιουδαϊκή φιλοδοξία, να εναποθέτουν τις εντολές μόνο στα γράμματα. Σε εμάς όμως ο νόμος δε δόθηκε έτσι από την αρχή, αλλά στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς μας.

Και αυτά δεν τα λέω για να εμποδίσω την απόκτηση των βιβλίων, αλλά αντίθετα το συμβουλεύω αυτό και ολοψύχως το εύχομαι. Επιθυμώ όμως από εκείνα να έχουμε συνεχώς στη διάνοιά μας και τα γράμματα και τα νοήματα, ώστε να γίνεται καθαρή, δεχόμενη τις ιδέες των όσων γράφονται. Διότι εάν δεν θα τολμήσει ο διάβολος να πλησιάσει σε ένα σπίτι, μέσα στο οποίο υπάρχει το Ευαγγέλιο, πολύ περισσότερο δεν θα εγγίσει ούτε θα κυριεύσει ο δαίμων ή η αμαρτία την ψυχή εκείνη, η οποία περικλείει τα νοήματα αυτού του είδους. Αγίασε λοιπόν την ψυχή σου, αγίασε το σώμα σου, έχοντας πάντα αυτά στην καρδιά και τη γλώσσα σου· διότι εάν η αισχρολογία καταρρυπαίνει και προσκαλεί τους δαίμονες, είναι φανερό ότι η πνευματική ανάγνωση αγιάζει και προσελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα γράμματα αυτά είναι θεία άσματα. Ας τα ψάλλουμε λοιπόν στους εαυτούς μας και με αυτά ας κατασκευάζουμε τα φάρμακα για τα πάθη της ψυχής μας. Αν γνωρίσουμε καλά την αξία αυτών που διαβάζουμε, θα τα ακούσουμε με μεγάλη προθυμία.

Αυτά τα λέγω πάντοτε και δεν θα πάψω να τα λέγω. Διότι πώς δεν είναι άτοπο οι μεν άνθρωποι της αγοράς να λέγουν τα ονόματα, τα γένη, τις πόλεις και τους τρόπους της ενέργειας των ηνιόχων και των χορευτών και να εξαγγέλλουν με ακρίβεια τα καλά και τα κακά γνωρίσματα και αυτών ακόμα των ίππων, ενώ όσοι έρχονται εδώ να μην εννοούν τίποτε από όσα γίνονται, αλλά να αγνοούν και αυτόν τον αριθμό των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Εάν βέβαια επιδιώκεις εκείνα για χάρη της ηδονής, θα σου αποδείξω ότι εδώ υπάρχει σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτή. Διότι, πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι περισσότερο ευχάριστο, τι πιο θαυμαστό, να δεις άνθρωπο να παλεύει με άνθρωπο ή άνθρωπο να αγωνίζεται προς τον διάβολο και σώμα να συμπλέκεται με δύναμη ασώματη και να νικά; Σε αυτού του είδους την πάλη ας γινόμαστε θεατές( διότι αυτήν είναι ευπρεπές και ωφέλιμο να μιμούμαστε και μιμούμενοι υπάρχει η δυνατότητα να στεφανωθούμε ως νικητές) και όχι σε εκείνους τους αγώνες, η μίμηση των οποίων φέρει ντροπή στον μιμούμενο. Διότι εκείνην την πάλη την παρακολουθείς μαζί με τους δαίμονες, εάν βέβαια την παρακολουθείς, ενώ αυτήν μαζί με τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Διότι πες μου: Εάν είχες τη δυνατότητα να κάθεσαι και να απολαμβάνεις ένα θέαμα μαζί με τους άρχοντες ή τους βασιλείς, δεν θα το θεωρούσες αυτό μεγάλη τιμή; Εδώ όμως που παρακολουθείς μαζί με τον Βασιλέα των αγγέλων και βλέπεις τον διάβολο να κατέχεται από το μέσο των νώτων και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει για να νικήσει, να μην κατορθώνει τίποτε, δεν τρέχεις στο θέαμα αυτό;

«Και πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;» θα ρωτούσε κάποιος. Αν έχεις το βιβλίο της Αγίας Γραφής στα χέρια σου· διότι μέσα σε αυτό θα δεις και τα σκάμματα και τους μακρούς αγωνιστικούς διαδρόμους και τις λαβές εκείνου και του δικαίου την τέχνη. Όταν βλέπεις αυτά, θα μάθεις και εσύ να παλεύεις με τον ίδιο τρόπο και θα απαλλαγείς από τους δαίμονες· διότι τα όσα τελούνται εκτός της Εκκλησίας είναι πανηγύρεις δαιμόνων και όχι θέατρα ανθρώπων. Αφού δεν επιτρέπεται να εισέλθεις στο ναό των ειδώλων, πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται σε εορτή σατανική να συχνάζεις.

Αυτά τα λέγω και δεν θα παύσω να σας ενοχλώ, μέχρις ότου να δω την επιστροφή σας. Διότι το να σας λέγω αυτά σε εμένα μεν δεν προκαλεί οκνηρία, σε εσάς όμως είναι ασφαλές. Μην ενοχλείσθε από την παραίνεση. Εάν έπρεπε κάποιος να ενοχλείται, αυτός είμαι εγώ, ο οποίος τα λέγω πολλές φορές και δεν με ακούτε, και όχι εσείς, που συνεχώς τα ακούτε και πάντοτε τα παρακούτε.

Μακάρι όμως να μη συμβεί να κατηγορείστε για πάντα εξαιτίας αυτών των κακών συνηθειών σας, αλλά να απαλλαγείτε από την αισχύνη αυτή και να καταξιωθούμε να απολαύσουμε την πνευματική θεωρία και τη μέλλουσα δόξα, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.



Ομιλία ΛΓ΄: Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω. 4,21-27

«Λέγει ατ ησος· γύναι, πίστευσόν μοι τι ρχεται ρα τε οτε ν τ ρει τούτ οτε ν εροσολύμοις προσκυνήσετε τ πατρί· μες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν· τι σωτηρία κ τν ουδαίων στίν(:Της λέει ο Ιησούς: ‘’Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι γρήγορα έρχεται ο καιρός που ούτε σε αυτό το βουνό το Γαριζίν μόνο, ούτε στα Ιεροσόλυμα αποκλειστικά θα λατρεύσετε τον ουράνιο Πατέρα. Εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο, προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,21-22].

Σε κάθε περίπτωση, αγαπητοί μου, χρειαζόμαστε την πίστη, τη μητέρα των αγαθών και το φάρμακο της σωτηρίας. Χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί κανένα από τα μεγάλα δόγματα. Όσοι επιχειρούν να τα κατανοήσουν χωρίς πίστη, μοιάζουν με εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να διαπλεύσουν ένα πέλαγος χωρίς πλοίο. Αυτοί για λίγο χρονικό διάστημα μπορούν να κολυμπούν χρησιμοποιώντας συγχρόνως χέρια και πόδια· όταν όμως προχωρήσουν περισσότερο, γρήγορα καταποντίζονται από τα κύματα. Κατά όμοιο τρόπο, και όσοι στηρίζονται στη δική τους νοητική δύναμη και τους δικούς τους συλλογισμούς, προτού να μάθουν κάτι, υφίστανται ναυάγιο.

Όπως και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Τατην τν παραγγελαν παρατθεμα σοι, τκνον Τιμθεε, κατ τς προαγοσας π σ προφητεας, να στρατεύῃ ν ατας τν καλν στρατεαν, χων πστιν κα γαθν συνεδησιν, ν τινες πωσμενοι περ τν πστιν ναυγησαν(:Αυτήν την εντολή σού εμπιστεύομαι και σου αναθέτω να φυλάξεις ακριβώς παιδί μου Τιμόθεε, σύμφωνα με τις προφητείες που λέχθηκαν για σένα και με οδήγησαν να σε εκλέξω συνεργάτη μου. Σου παραγγέλλω δηλαδή τώρα παρακινημένος από τις προφητείες αυτές να στρατεύεσαι την καλή στρατεία, γεμάτος με πίστη και συνείδηση που να δίνει αγαθή μαρτυρία και να είναι ελεύθερη από κάθε τύψη. Μερικοί απώθησαν και κατέπνιξαν τις τύψεις και τις διαμαρτυρίες της συνειδήσεώς τους, και γι’ αυτό κατέληξαν σε ναυάγιο της πίστεώς τους)»[Α΄ Τιμοθ. 1,18-19].

Για να μην πάθουμε και εμείς το ίδιο, ας κρατούμε καλά την ιερή άγκυρα, δια της οποίας ο Χριστός προσελκύει τώρα και τη Σαμαρείτιδα. Διότι όταν εκείνη είπε: «Ο πατέρες μν ν τ ρει τούτ προσεκύνησαν· κα μες λέγετε τι ν εροσολύμοις στν τόπος που δε προσκυνεν(:Οι πατέρες μας προσκύνησαν και λάτρευσαν τον Θεό στο όρος αυτό το Γαριζίν, ενώ εσείς οι Ιουδαίοι λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να λατρεύομε τον Θεό. Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες γι’ αυτό;)»[Ιω.4,20], ο Χριστός τής απάντησε: «Γύναι, πίστευσόν μοι τι ρχεται ρα τε οτε ν τ ρει τούτ οτε ν εροσολύμοις προσκυνήσετε τ πατρί (:Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα μόνο θα λατρέψετε τον ουράνιο Πατέρα)»[Ιω.4,21]. Πολύ μεγάλο δόγμα τής αποκάλυψε, πράγμα που δεν είπε ούτε στον Νικόδημο, ούτε στον Ναθαναήλ.

Αυτή λοιπόν προσπαθούσε να αποδείξει ότι η δική της λατρεία ήταν ανώτερη από αυτήν των Ιουδαίων και στήριζε την άποψή της στο κύρος των πατέρων, αλλά ο Χριστός δεν έδωσε απάντηση στην ερώτηση αυτήν. Διότι ήταν περιττό τη στιγμή αυτήν να αναλύσει και να εξηγήσει, για ποιο λόγο οι πατέρες λάτρευαν τον Θεό στο όρος Γαριζίν και για ποιο λόγο οι Ιουδαίοι Τον λάτρευαν στα Ιεροσόλυμα. Για τον λόγο αυτό και το αποσιώπησε. Με την κατάργηση όμως των πρωτείων και των δύο τύπων της λατρείας, εξυψώνει την ψυχή της και της αποδεικνύει ότι ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Σαμαρείτες έχουν να προσφέρουν κάτι το σπουδαίο για το μέλλον και τότε παρουσιάζει τη διαφορά.

Ωστόσο και έτσι έδειξε ανώτερους τους Ιουδαίους, όχι επειδή προτιμούσε τον έναν τόπο αντί για τον άλλο, αλλά έδωσε το προβάδισμα σε αυτούς από το περιεχόμενο της πίστεως, σαν να έλεγε δηλαδή: «Οι Ιουδαίοι μόνο κατά τον τρόπο υπερέχουν των Σαμαρειτών, διότι «μες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν· τι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(:εσείς οι Σαμαρείτες απορρίψατε τα βιβλία των προφητών και προσκυνάτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή και πλήρη γνώση. Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].

Πώς όμως δε γνώριζαν οι Σαμαρείτες εκείνο που προσκυνούσαν; Διότι νόμιζαν ότι ο Θεός μπορεί να οριστεί σε έναν τόπο και να μεριστεί. Με την ιδέα αυτή Τον λάτρευαν και το ίδιο έλεγαν στους Πέρσες, όταν έστειλαν αγγελία με απεσταλμένους προς αυτούς, ότι δηλαδή «ο Θεός του τόπου τούτου αγανακτεί εναντίον σας»[πρβλ. Δ΄Βασιλ. 17,26: «Κα επαν τ βασιλε σσυρίων λέγοντες· τ θνη, πκισας κα ντεκάθισας ν πόλεσι Σαμαρείας, οκ γνωσαν τ κρίμα το Θεο τς γς, κα πέστειλεν ες ατος τος λέοντας, κα δού εσι θανατοντες ατούς, καθότι οκ οδασι τ κρίμα το Θεο τς γῆς(:Τότε προσήλθαν μερικοί στον βασιλέα των Ασσυρίων και του είπαν: ‘’Οι λαοί, τους οποίους εσύ μετέφερες και εγκατέστησες αντί των Σαμαρειτών στις πόλεις της Σαμαρείας, δεν φρόντισαν να μάθουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής. Για τον λόγο αυτό ο Θεός έστειλε εναντίον τους τα λιοντάρια· και ιδού, ότι οι λέοντες τούς κατασπαράσσουν, διότι δεν φρόντισαν οι άνθρωποι αυτοί να μάθουν και να τηρήσουν το θέλημα του Θεού της χώρας αυτής)», χωρίς να σκέπτονται τίποτε περισσότερο για Αυτόν από ό,τι φαντάζονταν για τα είδωλα. Γι’ αυτό ακριβώς και συνέχιζαν να λατρεύουν και τους δαίμονες και τον Θεό, αναμειγνύοντας τα άμεικτα. Οι Ιουδαίοι όμως ήσαν απαλλαγμένοι από την αντίληψη αυτή και γνώριζαν, έστω και όχι όλοι, ότι ήταν Θεός ολόκληρης της οικουμένης. Για τον λόγο αυτό λέγει ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα : «μες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν(: Εσείς προσκυνείτε εκείνο για το οποίο δεν έχετε σαφή γνώση, ενώ εμείς προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε καλά)».

Να μην παραξενεύεσαι, βέβαια, επειδή συγκαταριθμεί τον εαυτό Του μεταξύ των Ιουδαίων, διότι ομιλεί ως προφήτης των Ιουδαίων σύμφωνα με την ιδέα που είχε η γυναίκα. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί και το ρήμα «προσκυνομεν »· διότι το ότι ο Ιησούς ανήκει στους προσκυνούμενους και όχι σε αυτούς που προσκυνούν είναι, νομίζω, φανερό στον καθένα. Πραγματικά η προσκύνηση είναι γνώρισμα της δημιουργίας και των κτισμάτων, ενώ το να προσκυνείται από τους άλλους είναι χαρακτηριστικό του Κυρίου της δημιουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, ομιλεί ως Ιουδαίος· διότι το «εμείς» εδώ σημαίνει, «εμείς οι Ιουδαίοι».

Με το να εξάρει λοιπόν την ιουδαϊκή θέση, πάλι καθιστά αξιόπιστο τον εαυτό Του και την πείθει να προσέχει περισσότερο σε όσα λέγονται από Αυτόν, αφού απαλλάσσει τον λόγο Του από την υποψία και αποδεικνύει ότι δεν επαινεί την πίστη των Ιουδαίων, επειδή ήταν ομόφυλοί Του. Πραγματικά Αυτός που είπε τόσα για τον τόπο της λατρείας, για τον οποίο προπάντων πίστευαν ότι είναι ανώτεροι όλων οι Ιουδαίοι, και έτσι κατέρριψε το καύχημά τους, είναι φανερό ότι δεν μιλούσε για να χαριστεί σε κάποιον, αλλά τα λεγόμενά του τα διέκρινε η αλήθεια και η προφητική δύναμη. Από τους συλλογισμούς αυτού του είδους[ότι δηλαδή χαρίζεται προς τους Ιουδαίους λόγω συγγενείας] την απομάκρυνε προ ολίγου, όταν της είπε: «Πίστεψέ με, γυναίκα» και πρόσθεσε «τι σωτηρία κ τν ουδαίων στίν(:Εμείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμε εκείνο που γνωρίζουμε περισσότερο από κάθε άλλον. Απόδειξη μάλιστα γι’ αυτό είναι το ότι ο Μεσσίας που θα σώσει τον κόσμο προέρχεται από τους Ιουδαίους. Αυτούς διάλεξε ο Θεός ως λαό δικό Του και αυτοί Τον γνώρισαν και Τον λάτρευσαν τελειότερα από κάθε άλλον λαό)»[Ιω.4,22].

Τα όσα λέγει έχουν την ακόλουθη σημασία: Ή ότι «τα αγαθά για την οικουμένη προήλθαν από τους Ιουδαίους»διότι η γνώση του Θεού και η καταδίκη των ειδώλων από αυτούς άρχισε και όλα τα άλλα δόγματα και αυτή ακόμη η δική σας λατρεία, των Σαμαρειτών, έστω και αν δεν είναι ορθή, από τους Ιουδαίους ξεκίνησε βέβαια». «Σωτηρίαν» λοιπόν ή τα παραπάνω ή τη δική Του παρουσία στη γη ονομάζει, μάλλον όμως δεν θα πέσει έξω κανένας, εάν και τα δύο αυτά τα ονομάσει «σωτηρίαν», για την οποία είπε ότι προήλθε από τους Ιουδαίους.

Το ίδιο υπαινισσόταν και ο απόστολος Παύλος, όταν έλεγε: «Ηχόμην γρ ατς γ νάθεμα εναι π το Χριστο πρ τν δελφν μου, τν συγγενν μου κατ σάρκα, οτινές εσιν σραηλται, ν υοθεσία κα δόξα κα α διαθκαι κα νομοθεσία κα λατρεία κα α παγγελίαι, ν ο πατέρες, κα ξ ν Χριστς τ κατ σάρκα, ν π πάντων Θες ελογητς ες τος αἰῶνας· μήν (:Και θα ευχόμουν εγώ, που τίποτε δεν θα μπορούσε να με χωρίσει από τον Χριστό, να χωριστώ από Αυτόν για πάντα εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, για χάρη των αδελφών μου Ιουδαίων, οι οποίοι είναι συγγενείς μου από σαρκική καταγωγή. Και λυπάμαι επειδή αποξενώθηκαν από τη σωτηρία που μας έφερε ο Μεσσίας αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, ο οποίος έλαβε από τον Θεό το τιμητικό όνομα Ισραήλ· αυτοί που τους υιοθέτησε ο Θεός και εμφανίστηκε μπροστά τους ένδοξα και τους έδωσε την Παλαιά Διαθήκη, την οποία επανειλημμένα ανανέωσε· τους έδωσε μάλιστα και την νομοθεσία και τη λατρεία και τις υποσχέσεις. Χωρίστηκαν από τον Μεσσία αυτοί που έχουν ως κληρονομιά, τους μακαριστούς πατέρες, και από τους οποίους κατάγεται ο Χριστός ως προς την ανθρώπινη φύση Του, ο οποίος είναι Θεός εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνείται στους αιώνες.Αμήν)»[Ρωμ.9,3-5]. Βλέπεις πώς στηρίζει και εξαίρει την Παλαιά Διαθήκη και αποδεικνύει ότι αυτή είναι η ρίζα των αγαθών; Επίσης με όλα αυτά καταφαίνεται ότι δεν είναι εξ ολοκλήρου αντίθετος προς τον νόμο, εφόσον θεωρεί ότι στους Ιουδαίους υπάρχει η αιτία όλων των αγαθών.

« λλ᾿ ρχεται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθινο προσκυνητα προσκυνήσουσι τ πατρ ν πνεύματι κα ληθεί· κα γρ πατρ τοιούτους ζητε τος προσκυνοντας ατόν(:Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας· διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν)» [Ιω.4,23].

«Υπερτερούν βέβαια οι Ιουδαίοι, από εσάς, γυναίκα», λέγει, «κατά τον τρόπο της λατρείας, αλλά και αυτή η λατρεία θα τελειώσει πλέον· διότι δεν θα αλλάξουν μόνο οι τόποι της λατρείας του Θεού, αλλά και οι τρόποι· και η αλλαγή αυτή είναι πολύ κοντά μας. Έρχεται ώρα, και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». Επειδή οι προφήτες προέλεγαν τα όσα κήρυτταν προ πολλών ετών, για να αφαιρέσει την ιδέα αυτή, είπε «και μάλιστα η ώρα αυτή ήλθε τώρα». «Να μη νομίσεις», λέγει, «ότι η προφητεία αυτή μοιάζει προς τις άλλες και ότι κατά συνέπεια θα πραγματοποιηθεί ύστερα από πολύ χρόνο. Τα γεγονότα έφθασαν πλέον και είναι κοντά μας η ώρα, κατά την οποία ο οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα ‘’ν πνεύματι κα ληθεί’’». Λέγοντας: «ληθινο προσκυνητα» απέκλεισε ταυτόχρονα και τους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους· διότι αν και οι Ιουδαίοι υπερείχαν των Σαμαρειτών εκείνη τη στιγμή, εντούτοις θα υστερούσαν πολύ εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά και μάλιστα θα υστερούσαν τόσο, όσο ο τύπος υστερεί από την αλήθεια.

«Κα γρ πατρ τοιούτους ζητε τος προσκυνοντας ατόν(:Πολύ σύντομα όμως έρχεται ώρα, και μπορώ να πω ότι η ώρα αυτή έχει ήδη έλθει, που οι πραγματικοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν και θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά˙ δηλαδή με θεοφώτιστες τις πνευματικές δυνάμεις και με λατρεία όχι τυπική και σκιώδη, αλλά πραγματική και εμπνευσμένη από πλήρη επίγνωση της αλήθειας. Διότι και ο Πατήρ ζητά επίμονα τέτοιοι αληθινοί και πραγματικοί προσκυνητές να είναι εκείνοι που Τον λατρεύουν)»[Ιω.4,23].Κατά συνέπεια, εάν έτσι ήθελε αυτούς που θα Τον προσκυνούσαν ο Θεός, επέτρεψε σε εκείνους αυτόν τον τρόπο της λατρείας, όχι επειδή αυτή ήταν η θέλησή Του, αλλά από συγκατάβαση και με σκοπό να τους προσελκύσει και αυτούς στην πραγματική λατρεία.

Ποιοι είναι όμως οι αληθινοί προσκυνητές; Όσοι δεν περιορίζουν τη λατρεία σε ορισμένο τόπο και προσκυνούν τον Θεό ν πνεύματι. Καθώς λέγει και ο απόστολος Παύλος: «Μάρτυς γρ μού στιν Θεός, λατρεύω ν τ πνεύματί μου ν τ εαγγελί το υο ατο, ς διαλείπτως μνείαν μν ποιομαι(:Μάρτυράς μου είναι ο Θεός, τον Οποίο λατρεύω από τα βάθη της ψυχής μου με τις ανώτερες πνευματικές μου δυνάμεις, υπηρετώντας και κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Υιού Του, ότι συνεχώς και αδιακόπως σας θυμούμαι, χωρίς να παραλείπω αυτό ποτέ)»[Ρωμ.1,9]. Και σε άλλο πάλι σημείο : «Παρακαλ ον μς, δελφοί, δι τν οκτιρμν το Θεο, παραστσαι τ σώματα μν θυσίαν ζσαν, γίαν, εάρεστον τ Θε, τν λογικν λατρείαν μν(: Αφού τόση αγαθότητα μάς δείχνει ο Θεός, οφείλουμε και εμείς να δείξουμε διαγωγή αντάξια με τις δωρεές Του. Σας προτρέπω λοιπόν, αδελφοί, στο όνομα της ευσπλαχνίας κα των οικτιρμών που μας έδειξε ο Θεός, να προσφέρετε τα σώματά σας ως θυσιαστήριο και θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό, χρησιμοποιώντας τα μέλη σας ως όργανα αποκλειστικά και μόνο αγίων πράξεων και ποτέ ως όργανα αμαρτίας. Αυτή η θυσία είναι και η μόνη κατάλληλη και καθαρά πνευματική λατρεία, αυτή που γίνεται με τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου)»[Ρωμ.12,1].

Όταν επίσης λέγει ο Κύριος «πνεμα Θεός(:Ο Θεός είναι πνεύμα, γι’ αυτό και δεν περιορίζεται σε τόπους. Και εκείνοι που Τον λατρεύουν, πρέπει να Τον προσκυνούν με τις εσωτερικές τους πνευματικές δυνάμεις, με αφοσίωση της καρδιάς και του νου, αλλά και με αληθινή επίγνωση του Θεού και της λατρείας που του αρμόζει)»[Ιω.4,24] δεν φανερώνει τίποτε άλλο, παρά την ασώματη φύση Του. Πρέπει λοιπόν η λατρεία του Ασωμάτου να είναι ανάλογη και να προσφέρεται με το ασώματο στοιχείο που υπάρχει μέσα μας, δηλαδή με την ψυχή και με την καθαρότητα του νου. Για τον λόγο αυτόν, λέει: «Και εκείνοι που Τον προσκυνούν, πρέπει να Τον προσκυνούν ν πνεύματι κα ληθεί». Επειδή και οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι παραμελούσαν την ψυχή και φρόντιζαν κυρίως το σώμα, καθαρίζοντάς το με πολλούς τρόπους, τονίζει ο Κύριος ότι ο Ασώματος Θεός δεν λατρεύεται με την καθαρότητα του σώματος, αλλά με την καθαρότητα εκείνου που μέσα μας είναι ασώματο, δηλαδή του νου.

Συνεπώς μη θυσιάζεις πρόβατα και μοσχάρια, αλλά ανάθεσε τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό και γίνε ολοκαύτωμα. Αυτό σημαίνει το να «καταστήσετε και να παρουσιάσετε σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριο, τον εαυτό σας τα σώματά σας, θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό». Πρέπει βέβαια να Τον προσκυνούμε «ν ληθείᾳ», διότι η προηγούμενη λατρεία ήταν τύπος, όπως για παράδειγμα είναι η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα σφάγια, τα θυμιάματα. Τώρα όμως δεν είναι τα ίδια πλέον, αλλά τα πάντα είναι αλήθεια. Πραγματικά, δεν είναι ανάγκη να περικόπτουμε με την περιτομή τη σάρκα, αλλά τους πονηρούς διαλογισμούς και να σταυρώνουμε τον εαυτό μας και να αφανίζουμε και να κατανεκρώνουμε τις άλογες επιθυμίες.

Η γυναίκα ένιωσε ίλιγγο μπροστά σε όσα ειπώθηκαν σε αυτήν και αισθάνθηκε αδυναμία από το ύψος των λόγων αυτών και βρισκόμενη σε αμηχανία, άκουσε τι λέγει: «Λέγει ατ γυνή· οδα τι Μεσσίας ρχεται λεγόμενος Χριστός· ταν λθ κενος, ναγγελε μν πάντα(:Του λέει η γυναίκα: Γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, όνομα που μεταφράζεται με τη λέξη Χριστός. Όταν έλθει εκείνος, θα μας τα διδάξει όλα)»[Ιω.4,25].

Και πώς είχαν οι Σαμαρείτες την προσδοκία του Μεσσία, αφού δέχονταν μόνο τα βιβλία του Μωυσή; Από τα ίδια τα συγγράμματα του Μωυσή· διότι ο Μωυσής στην αρχή του έργου του, στη «Γένεση», αποκάλυψε τον Υιό. Πραγματικά, το «κα επεν Θεός· ποιήσωμεν νθρωπον κατ᾿ εκόνα μετέραν κα καθ᾿ μοίωσιν(:στη συνέχεια ο Θεός είπε: ’’ας δημιουργήσουμε τώρα τον άνθρωπο, σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, και να έχει τη δυνατότητα να ομοιάσει με εμάς)»[Γέν.1,26] προς τον Υιό ελέχθη. Και με τον φιλόξενο Αβραάμ στη σκηνή ο Υιός ήταν που μιλούσε [βλ. Γέν. 18,1 κ.ε.]. Επίσης και ο Ιακώβ έλεγε, προφητεύοντας γι’ Αυτόν: «Οκ κλείψει ρχων ξ ούδα κα γούμενος κ τν μηρν ατο, ως ἐὰν λθ τ ποκείμενα ατ, κα ατς προσδοκία θνν(:Δεν θα λείψει άρχοντας από τη φυλή Ιούδα και αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του οποίου απόκεινται οι εξουσίες. Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)» [Γεν.49,10]. Αλλά και ο ίδιος ο Μωυσής λέγει: «Προφήτην κ τν δελφν σου ς μ ναστήσει σοι Κύριος Θεός σου, ατο κούσεσθε(:Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα από τους αδελφούς σου Ισραηλίτες έναν προφήτη σαν εμένα· σε Αυτόν πλέον θα υπακούετε)»[Δευτ. 18,15].Επίσης και το περιστατικό με τον χάλκινο όφι, με τη ράβδο του Μωυσή, τον Ισαάκ και το πρόβατο και πολλά άλλα γεγονότα μπορούμε να επιλέξουμε (από την Πεντάτευχο), τα οποία διακηρύσσουν την παρουσία του Ιησού.

«Και για ποιον λόγο», θα ρωτούσε ίσως κάποιος, «δεν καθοδήγησε και τη Σαμαρείτιδα με βάση τα παραπάνω ο Χριστός, ενώ στον Νικόδημο ανέφερε στη συζήτηση τον όφι;»[ βλ. Ιω.3,14: «Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώπου(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμαστεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο Υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή)»] και στον Ναθαναήλ υπενθύμισε τις προφητείες[Ιω. 1,46: «Ερίσκει Φίλιππος τν Ναθαναλ κα λέγει ατ· ν γραψε Μωϋσς ν τ νόμ κα ο προφται, ερήκαμεν, ησον τν υἱὸν το ωσφ τν π Ναζαρέτ(:Βρίσκει στο μεταξύ ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: ‘’Εκείνον για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ’’)»], σε αυτήν όμως δεν είπε τίποτε παρόμοιο;

Για ποιο λόγο λοιπόν και προς ποιο σκοπό; Διότι εκείνοι μεν ήσαν άντρες και ασχολούνταν με θέματα αυτά και με τις Γραφές, ενώ αυτή ήταν γυναίκα πτωχή και αμαθής και δεν είχε καμία γνώση των Γραφών. Για αυτόν τον λόγο και ο Κύριος δεν ομιλεί σε αυτή με βάση την Αγία Γραφή, αλλά την προσελκύει με όσα της είπε για το νερό και με την προφητεία. Με αυτά την κάνει να θυμηθεί τον Χριστό και τότε πλέον αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Εάν αυτό όμως το έκανε από την αρχή, χωρίς να το ζητήσει η γυναίκα, θα της έδινε την εντύπωση ότι φλυαρεί και λέγει ανόητα πράγματα. Τώρα όμως, αφού ολίγον κατ’ ολίγον την οδήγησε να ενθυμηθεί τον Χριστό και τότε πλέον αποκαλύπτει τον εαυτό Του. Εάν αυτό όμως το έκανε από την αρχή, χωρίς να το ζητήσει η γυναίκα, θα της έδινε την εντύπωση ότι φλυαρεί και λέγει ανόητα πράγματα. Τώρα όμως, αφού λίγο κατ’ ολίγον την οδήγησε να ενθυμηθεί τον Μεσσία, αποκάλυψε τον εαυτό Του στην κατάλληλη στιγμή.

Και στους Ιουδαίους μεν, οι οποίοι συνεχώς Του έλεγαν: «ως πότε τν ψυχν μν αρεις; ε σ ε Χριστός, επ μν παῤῥησί(:Ως πότε θα μας κρατάς σε αγωνία και θα βάζεις σε μεγάλη απορία τις ψυχές μας; Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας καθαρά)» [Ιω. 10,24], δεν έδωσε σαφή απάντηση, σε αυτήν όμως φανερά είπε ότι είναι Αυτός. Διότι η διάθεση της γυναίκας ήταν περισσότερο ευσεβής από τη διάθεση των Ιουδαίων. Εκείνοι δεν ζητούσαν για να μάθουν, αλλά για να Τον διακωμωδούν και να Τον διασύρουν συνεχώς. Διότι εάν ήθελαν να μάθουν και ήταν καλοπροαίρετοι, τους ήταν αρκετή η διδασκαλία και με τους λόγους και με τις Γραφές και με τα θαύματα. Η Σαμαρείτιδα όμως, ό,τι έλεγε, το έλεγε με ανυστερόβουλη γνώμη και αγνή διάθεση. Και αυτό αποδεικνύεται από τα όσα έπραξε στη συνέχεια· διότι πραγματικά άκουσε και πίστεψε, αλλά και άλλους οδήγησε στην πίστη και σε κάθε εκδήλωση μπορούμε να διακρίνουμε την επιμέλεια και την πίστη της γυναίκας.

«Κα π τούτ λθον ο μαθητα ατο, κα θαύμασαν τι μετ γυναικς λάλει· οδες μέντοι επε, τί ζητες τί λαλες μετ᾿ ατς;(: Και τη στιγμή αυτή ακριβώς ήλθαν οι μαθητές του και απόρησαν που ο διδάσκαλος μιλούσε δημοσίως με γυναίκα, κάτι που απαγορευόταν από τις παραδόσεις των ραβίνων. Κανείς όμως δεν Του είπε: ‘’Τι ζητάς να σου κάνει η γυναίκα αυτή’’, ή ‘’για ποιο θέμα μιλάς μαζί της;’’)»[Ιω.4,27].

Ποιο ήταν το αντικείμενο του θαυμασμού και της απορίας τους; Το απροσποίητο και η υπερβολική ταπείνωση, διότι ενώ ήταν τόσο περίβλεπτος, καταδεχόταν να συζητεί με τόση ταπεινοφροσύνη προς μία γυναίκα πτωχή και μάλιστα Σαμαρείτισσα. Αλλά όμως αν και εξεπλάγησαν, δεν ρώτησαν την αιτία, διότι ήσαν διδαγμένοι να διατηρούν την τάξη των μαθητών πάντοτε· τόσο ευλαβούνταν και σέβονταν τον Κύριο. Διότι, έστω και αν δεν είχαν ακόμη σχηματίσει την αντάξια για Αυτόν γνώμη, Τον πρόσεχαν ως κάποιο αξιοθαύμαστο πρόσωπο και Του απέδιδαν μεγάλο σεβασμό, μολονότι πολλές φορές φαίνονται να απευθύνονται προς Αυτόν με περισσότερο θάρρος, όπως για παράδειγμα όταν ο Ιωάννης έπεσε στο στήθος Του[ Ιω.13,25: «πιπεσν δ κενος π τ στθος το ησο λέγει ατ· Κύριε, τίς στιν;(:Τότε εκείνος έπεσε με πολλή στοργή στο στήθος του Ιησού και του είπε: ‘’Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώσει;’’)»].

Αντίστοιχα αυτό φάνηκε και όταν Τον πλησίασαν και Τον ρώτησαν: «ν κείν τ ρ προσλθον ο μαθητα τ ησο λέγοντες· τίς ρα μείζων στν ν τ βασιλεί τν ορανν;(: Εκείνη την ώρα που ο Ιησούς επέδειξε την προτίμηση αυτή στον Πέτρο, τον πλησίασαν οι μαθητές και του είπαν: ‘’Ποιος λοιπόν είναι μεγαλύτερος και περισσότερο διακεκριμένος απ’ τους άλλους στη βασιλεία των ουρανών;’’ )»[Ματθ.18,1] και όταν Τον παρακάλεσαν οι υιοί του Ζεβεδαίου να καθίσουν ο ένας στα δεξιά Του και ο άλλος στα αριστερά Του[Μάρκ.10,35-37: «Κα προσπορεύονται ατ άκωβος κα ωάννης υο Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν να ἐὰν ατήσωμεν ποιήσς μν. δ επεν ατος· τί θέλετε ποισαί με μν; ο δ επον ατ· δς μν να ες κ δεξιν σου κα ες ξ εωνύμων σου καθίσωμεν ν τ δόξ σου(: Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: ‘’Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις αυτό που θα σου ζητήσουμε’’. Και Αυτός τους ρώτησε: ‘’Τι θέλετε να σας κάνω;’’. Αυτοί Του είπαν: ‘’Όταν έλθεις στη δόξα σου και ανεβείς στον επίγειο βασιλικό θρόνο του Δαβίδ, βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στ’ αριστερά σου’’)»].

Για ποιον λόγο λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση δεν ρώτησαν τον Κύριο; Διότι τότε εκείνα τα θέματα αισθάνονταν την ανάγκη να εξετάζουν, επειδή ανήκαν σε αυτούς, ενώ εδώ τώρα δεν τους αφορούσε και τόσο αυτό που συνέβαινε. Αλλά και ο Ιωάννης ύστερα από πολύ χρόνο προς το τέλος της επί της γης ζωής του Κυρίου το έκανε αυτό και έπεσε στο στήθος Του, όταν πλέον είχε μεγαλύτερη παρρησία και του έδινε θάρρος η αγάπη του Χριστού, διότι «αυτός ήταν ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς» [βλ. Ιω.19,26] και ποιος μακαρισμός θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτόν;

Ομιλία ΛΔ΄: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,28-39

«φῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; (:Στο μεταξύ η γυναίκα, γεμάτη συγκίνηση ύστερα απ’ αυτά που άκουσε, άφησε τη στάμνα της στο πηγάδι και πήγε τρέχοντας στην πόλη κι άρχισε να λέει στους ανθρώπους: ‘’Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;’’)»[Ιω.4,28].

Χρειαζόμαστε μεγάλη θερμότητα και άγρυπνο ζήλο, διότι χωρίς αυτόν δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουμε τα αγαθά που έχουν εξαγγελθεί για εμάς. Και για να δείξει αυτό ο Χριστός άλλοτε μεν λέγει: «Κα ς ο λαμβάνει τν σταυρν ατο κα κολουθε πίσω μου, οκ στι μου ξιος(:Και εκείνος που δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί σταυρικό θάνατο και δεν ακολουθεί πίσω μου με την απόφαση αυτή, δεν μιμείται δηλαδή σε όλα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα)»[Ματθ. 10,38]· και άλλοτε: «Πρ λθον βαλεν π τν γν, κα τί θέλω ε δη νήφθη!(:Ο καιρός αυτός δεν είναι καιρός για ασύδοτη ζωή και για ύπνο, και για να περνούν οι δούλοι μου ξένοιαστα τις ημέρες τους. Ήλθα να βάλω φωτιά στη γη. Ήλθα δηλαδή να ανάψω την πυρκαγιά που μέσα στις καλοπροαίρετες καρδιές θα δημιουργήσει φλογερή αγάπη και ζήλο για τον Θεό˙ στους κακοπροαίρετους όμως και δύστροπους ανθρώπους θα διεγείρει φανατικό μίσος. Κι έτσι θα χωριστούν οι πιστοί απ’ τους απίστους. Τη φωτιά του πνευματικού αυτού πολέμου ήλθα να ρίξω απ’ τον ουρανό στη γη. Και τι άλλο περισσότερο θέλω, εάν τώρα άναψε κιόλας η φωτιά αυτή;)»[Λουκ.12,49].

Και με τις δύο αυτές παραβολικές εκφράσεις θέλει να μας παρουσιάσει τον διακαή και φλογερό μαθητή, ο οποίος είναι έτοιμος για κάθε κίνδυνο. Παρόμοια λοιπόν ήταν και η γυναίκα αυτή. Διότι τόσο πολύ διακαής ενθουσιασμός την κατέλαβε από τα λεχθέντα, ώστε και τη στάμνα να αφήσει και τον σκοπό για τον οποίο ήλθε και να τρέξει στην πόλη και να προσκαλέσει όλους τους ανθρώπους προς τον Ιησού. «Ελάτε», λέγει, «να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα».

Κοίταξε ζήλο και σύνεση. Ήλθε να βγάλει νερό και επειδή συνάντησε την αληθινή πηγή περιφρόνησε πλέον την αισθητή. Έτσι μας διδάσκει, έστω και με μικρό παράδειγμα, να αδιαφορούμε για τα βιοτικά και να μη φροντίζουμε καθόλου για αυτά, όταν πρόκειται να ακούσουμε την πνευματική διδασκαλία· διότι εκείνο που έκαναν οι απόστολοι, το έκανε και αυτή σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Εκείνοι μεν, αφού κλήθηκαν από τον Χριστό, άφησαν τα δίκτυα, ενώ αυτή από μόνη της αφήνει τη στάμνα, χωρίς να της το ζητήσει κανείς, και κάνει έργο Ευαγγελιστών, επειδή η ανεκλάλητή της χαρά τής έδωσε φτερά. Και δεν προσκαλεί ένα ή δύο πρόσωπα, όπως έκαναν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος, αλλά αφού ξεσήκωσε πόλη ολόκληρη και τόσο πολύ κόσμο,έτσι τους οδήγησε προς τον Ιησού.

Και πρόσεξε με πόση σύνεση ομιλεί. Δεν είπε δηλαδή, ‘’ελάτε να δείτε τον Χριστό’’, αλλά με τον κατάλληλο τρόπο, όπως την προσείλκυσε ο Χριστός, προσκαλεί και αυτή τους ανθρώπους· διότι λέγει: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο, ο οποίος μου είπε όλα όσα έκανα». Μπορούσε βέβαια να ομιλήσει διαφορετικά και να πει «Ελάτε να δείτε έναν προφήτη», αλλά όταν πυρωθεί μία ψυχή από το θείο πυρ, δεν προσέχει πλέον τίποτε το γήινο, ούτε τη δόξα ούτε την αισχύνη, αλλά είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένη στη φλόγα που την κατέχει.

«Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». Κοίταξε πάλι τη μεγάλη σοφία της γυναικός. Ούτε μίλησε σαφώς, ούτε και σιώπησε. Διότι ήθελε να μην προσελκύσει τους συνανθρώπους της με τη δική της απόφαση, αλλά με την ακρόαση του Κυρίου να τους καταστήσει κοινωνούς της αποφάσεως αυτής, πράγμα που έκανε περισσότερο ευπρόσδεκτο τον λόγο. Αν και δεν της αποκάλυψε ολόκληρη τη ζωή της, εντούτοις από τα λεχθέντα πείστηκε και για τα άλλα. Και δεν τους είπε «ελάτε να πιστέψετε», αλλά «ελάτε να δείτε», το οποίο ήταν ελαφρότερο από το πρώτο και περισσότερο τους προσείλκυε.

Βλέπεις τη σοφία της γυναικός; Διότι γνώριζε, το γνώριζε καλά ότι όταν θα γεύονταν από την Πηγή εκείνη, θα πάθαιναν το ίδιο με αυτήν. Αν και σε περίπτωση που στη θέση της θα ήταν κάποιος άλλη με μεγαλύτερη πνευματική ακαμψία, θα απέκρυπτε το παράπτωμά της, ενώ αυτή διαπομπεύει τη ζωή της και αποκαλύπτει τον Κύριο σε όλους, με σκοπό να σαγηνεύσει και να προσελκύσει τους πάντες.

«ν δ τ μεταξ ρώτων ατν ο μαθητα λέγοντες· αββί, φάγε(:Στο μεταξύ όμως, μέχρι να ειδοποιηθούν οι Σαμαρείτες και να έλθουν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή ο Κύριος είχε απορροφηθεί απ’ το πνευματικό του έργο και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για φαγητό, Τον παρακαλούσαν οι μαθητές και Του έλεγαν: ‘’Διδάσκαλε, φάε κάτι’’)»[Ιω.4,31]. Το ρήμα «ρώτων» εδώ σημαίνει «παρακαλούσαν» στην τοπική διάλεκτό τους. Επειδή δηλαδή Τον έβλεπαν κουρασμένο από την οδοιπορία και από την επικρατούσα ζέστη, Τον παρακαλούσαν να φάει κάτι. Το ότι Τον παρακαλούσαν να λάβει τροφή δεν ήταν βέβαια ένδειξη αδιακρισίας και απερίσκεπτης παρορμητικότητας, αλλά ένδειξη στοργής προς τον Διδάσκαλο.

Τι απάντησε λοιπόν ο Χριστός; « δ επεν ατος· γ βρσιν χω φαγεν, ν μες οκ οδατε(:Αυτός όμως τους είπε: ‘’Εγώ έχω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε’’)»[Ιω.4,32]. «λεγον ον ο μαθητα πρς λλήλους· μή τις νεγκεν ατ φαγεν;(: Επειδή λοιπόν δεν κατάλαβαν οι μαθητές τη σημασία των λόγων αυτών του Κυρίου, έλεγαν μεταξύ τους: ‘’Μήπως την ώρα που λείπαμε του έφερε κανείς άλλος φαγητό και έφαγε;’’)»[Ιω.4,33]. Γιατί λοιπόν εκπλήττεσαι, επειδή η γυναίκα, όταν άκουσε για νερό, νόμιζε ακόμη ότι της ομιλεί για το φυσικό νερό, όταν βέβαια οι μαθητές παθαίνουν τα ίδια ακόμη και δεν αντιλαμβάνονται μέχρι τώρα τίποτε το πνευματικό, αλλά βρίσκονται σε απορία, αποδίδουν όμως στον Διδάσκαλό τους τον συνήθη σεβασμό και τιμή συζητώντας μεταξύ τους, χωρίς να Τον ρωτήσουν; Το ίδιο κάνουν και σε άλλες περιπτώσεις, που αισθάνονται την επιθυμία να Τον ρωτήσουν, αλλά δεν Τον ρωτούν.

Και ο Χριστός τι κάνει; Τους λέγει: «μν βρμά στιν να ποι τ θέλημα το πέμψαντός με κα τελειώσω ατο τ ργον(:Δικό μου φαγητό, που με χορταίνει και με τρέφει, είναι να κάνω πάντοτε το θέλημα Εκείνου που με απέστειλε στον κόσμο και να ολοκληρώσω το έργο Του, το οποίο είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Και το θερμό ενδιαφέρον μου για το έργο αυτό με απορρόφησε ολόκληρο τώρα που πρόκειται να έλθουν εδώ οι Σαμαρείτες, και μου έκοψε κάθε όρεξη που προέρχεται από τη φυσική πείνα)»[Ιω.4,34]. Τη σωτηρία των ανθρώπων την ονόμασε εδώ «βρσιν», για να δείξει το μέγεθος του ενδιαφέροντός Του για εμάς·διότι όπως ακριβώς σε εμάς είναι ποθητό το φαγητό, έτσι και για Αυτόν η σωτηρία μας.

Άκουσε λοιπόν με ποιον τρόπο σε κάθε περίπτωση δεν αποκαλύπτει εύκολα και αμέσως τα πάντα, αλλά κατά πρώτον εμβάλλει σε απορία τον ακροατή, ώστε, αφού αρχίσει να αναζητεί τη σημασία αυτού που ειπώθηκε, στη συνέχεια, βρισκόμενος σε κατάσταση απορίας και κοπιώδους προβληματισμού, να δεχθεί με μεγαλύτερη προθυμία τη λύση του ζητουμένου και να δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για την ακρόαση. Πραγματικά γιατί δεν τους είπε ευθέως: «Δική μου τροφή είναι να πράττω το θέλημα του Πατρός μου»;-μολονότι και αυτό δεν ήταν σαφές, αλλά οπωσδήποτε ήταν σαφέστερο του προηγουμένου- αλλά τι είπε; «Εγώ», λέγει, «έχω τροφή να φάγω, την οποία εσείς δεν γνωρίζετε». Προηγουμένως δηλαδή, όπως είπα, με την απορία επιθυμεί να τους καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς και να τους συνηθίσει να ακούνε τα λεγόμενα και διαμέσου παρόμοιων αινιγματικών εκφράσεων.

Ποιο είναι λοιπόν το θέλημα του Πατρός; Το λέγει στη συνέχεια και το επεξηγεί: «Οχ μες λέγετε τι τι τετράμηνός στι κα θερισμς ρχεται; δο λέγω μν, πάρατε τος φθαλμος μν κα θεάσασθε τς χώρας, τι λευκαί εσι πρς θερισμν δη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πεισθείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία.Και εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε)»[Ιω.4, 36] .

Να λοιπόν που πάλι με τις συνηθισμένες λέξεις τούς εξυψώνει στην κατανόηση των μεγίστων ζητημάτων. Διότι, όταν είπε «τροφή», τίποτε άλλο δεν δήλωσε, παρά τη σωτηρία των ανθρώπων, που επρόκειτο σε λίγο να έρθουν[δηλαδή των Σαμαρειτών που πήγαινε να προσκαλέσει η γυναίκα εν τω μεταξύ για να γνωρίσουν και εκείνοι τον Μεσσία]. Επίσης η «χώρα» και ο «θερισμός» το ίδιο φανερώνουν, το πλήθος των ψυχών δηλαδή, οι οποίες είναι έτοιμες για να δεχθούν σε λίγο το κήρυγμα. Επίσης, με τη λέξη «φθαλμος» εδώ εννοεί και τους νοερούς και τους σωματικούς. Διότι έβλεπαν πλέον το πλήθος των Σαμαρειτών να έρχεται· επίσης, την ετοιμότητα της διαθέσεως και την καλή προαίρεση των Σαμαρειτών την ονομάζει «χωράφια» που είναι λευκά. Δηλαδή όπως ακριβώς τα στάχυα, όταν γίνουν λευκά, είναι έτοιμα για το θερισμό, ομοιοτρόπως τώρα και αυτοί, λέγει, είναι προετοιμασμένοι και πρόθυμοι για σωτηρία.

Και γιατί δεν τους είπε καθαρά ότι έρχονται οι άνθρωποι να πιστέψουν και είναι έτοιμοι να αποδεχθούν τον λόγο της σωτηρίας, επειδή κατηχήθηκαν από τους προφήτες και τώρα δίδουν τον καρπό της πνευματική σποράς, αλλά τους ονόμασε «χωράφια» και μίλησε για «θερισμό»; Τι επιδιώκει ο Κύριος με αυτά τα σχήματα του λόγου; Διότι όχι μόνο εδώ, αλλά και σε όλο το Ευαγγέλιο πράττει το ίδιο. Επίσης και οι προφήτες χρησιμοποιούν τον ίδιο τρόπο διδασκαλίας και πολλά λένε με μεταφορική σημασία. Ποια είναι η αιτία αυτού λοιπόν; Διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος δεν όρισε αυτόν τον τρόπο διδασκαλίας χωρίς αιτία.

Αλλά για ποιο λόγο και προς ποιο σκοπό; Για δύο λόγους. Ο ένας είναι για να καταστήσει περισσότερο εμφαντικό και παραστατικό τον λόγο και να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα λεγόμενα. Διότι ο νους, όταν συναντήσει εικόνα των πραγμάτων με τις γνωστές και συνήθεις λέξεις διατυπωμένη, διεγείρεται περισσότερο και όπως να βλέπει τα πράγματα σε πίνακα ζωγραφικής, σαγηνεύεται πολύ από αυτά. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο δεύτερος είναι να κάνει θελκτικότερη τη διήγηση και να διατηρηθεί μονιμότερη η μνήμη των όσων λέγονται. Διότι πραγματικά δεν αιχμαλωτίζει και δεν καθοδηγεί τόσο τους περισσότερους ακροατές μία γνώμη, όσο η διήγηση που γίνεται με βάση τα πράγματα, καθώς και η απεικόνιση των όσων εκ πείρας γνωρίζουμε. Αυτό μπορούμε να το δούμε να γίνεται με μεγάλη σοφία στις παραβολές.

«Κα θερίζων μισθν λαμβάνει κα συνάγει καρπν ες ζων αώνιον, να κα σπείρων μο χαίρ κα θερίζων(:Και εκείνος που θερίζει στον πνευματικό αυτό αγρό παίρνει μισθό, όχι μόνο διότι χαίρεται και εδώ βλέποντας την πνευματική συγκομιδή, αλλά και διότι θα ανταμειφθεί και στη μελλοντική ζωή από τον Κύριο. Επειδή λοιπόν ελκύει στη σωτηρία ψυχές αθάνατες, συναθροίζει καρπό για την αιώνια ζωή. Κι έτσι, στην πνευματική σπορά που γίνεται τώρα, χαίρομαι κι εγώ που σπέρνω μαζί με σας που θα θερίσετε)»[Ιω.4,36]. Διότι ο καρπός του επίγειου θερισμού δεν γίνεται για την αιώνια ζωή αλλά προορίζεται για την εδώ πρόσκαιρη ζωή, ενώ ο πνευματικός για την αγέραστη και αθάνατη ζωή.

Βλέπεις ότι οι λέξεις είναι αντιληπτές με τις αισθήσεις, τα νοήματα όμως είναι πνευματικά και ότι με αυτές τις λέξεις ξεχωρίζει τα γήινα από τα ουράνια; Εκείνο δηλαδή που έκανε με το νερό, συζητώντας με τη Σαμαρείτιδα και ανέφερε το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, όταν είπε «όποιος πίνει από το νερό αυτό, δεν θα διψάσει», το ίδιο κάνει και στην προκειμένη περίπτωση, όταν λέγει ότι ο καρπός αυτός συγκεντρώνεται για τη ζωή την αιώνια.

«Για να χαίρονται ταυτόχρονα μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει». Ποιος είναι αυτός που σπέρνει και ποιος είναι αυτός που θερίζει; Οι προφήτες ήταν αυτοί που έσπειραν, δεν θέρισαν όμως αυτοί, αλλά οι Απόστολοι. Και όμως εξαιτίας αυτού δεν στερήθηκαν την ευχαρίστηση και την αμοιβή των κόπων τους, αλλά ευχαριστούνται και χαίρονται μαζί μας, έστω και αν δεν θερίζουν μαζί με εμάς. Διότι ο θερισμός δεν είναι η ίδια εργασία με τη σπορά. «Όπου δηλαδή ο κόπος είναι λιγότερος και μεγαλύτερη η ευχαρίστηση, για το έργο αυτό σάς διατήρησα και σας όρισα, όχι για τη σπορά. Διότι σε αυτήν την εργασία απαιτείται μεγάλη ταλαιπωρία και κόπος· ενώ στο θερισμό η μεν συγκομιδή είναι άφθονη, ο δε κόπος όχι τόσο πολύς, αλλά και η ευκολία μεγαλύτερη».

Στην προκειμένη περίπτωση, με όσα λέγει, θέλει να δείξει ότι «και των προφητών το θέλημα αυτό ήταν, να έλθουν δηλαδή οι άνθρωποι κοντά Μου». Αυτό άλλωστε το προετοίμαζε και ο νόμος. Για τούτο και έσπειραν, για να παραχθεί αυτός ο καρπός. Φανερώνει ότι και εκείνους Αυτός τους απέστειλε και ότι η συγγένεια της Καινής Διαθήκης με την Παλαιά είναι μεγάλη και με την παραβολή αυτή έφερε τα πάντα σε στενή σχέση.

Ανέφερε επίσης και μία παροιμία που ήταν σε μεγάλη χρήση: «ν γρ τούτ λόγος στν ληθινός, τι λλος στν σπείρων κα λλος θερίζων(:Διότι στη δική μας περίπτωση εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, ότι άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει. Έσπειρα εγώ και θα θερίσετε εσείς, όπως και μελλοντικά θα σπέρνετε εσείς και θα θερίζουν οι διάδοχοί σας)»[Ιω.4,37].Αυτά τα έλεγαν οι άνθρωποι, όσες φορές άλλοι υφίσταντο τους κόπους και άλλοι απολάμβαναν τους καρπούς και λέγει η παροιμία αυτή εφαρμόζεται επακριβώς σε αυτούς. Διότι «κοπίασαν μεν οι προφήτες, εσείς όμως τους καρπούς, που θα παραχθούν από τους κόπους εκείνων, θα δρέψετε». Και δεν είπε: «τους μισθούς»-διότι και εκείνων ο πολύς κόπος δεν ήταν άμισθος-αλλά τους «καρπούς»· το ίδιο έκανε και ο Δανιήλ. Πραγματικά και αυτός χρησιμοποίησε παροιμία που έλεγε: «ξ νόμων ξελεύσεται πλημμέλεια· κα χείρ μου οκ σται π σέ(:Από τους κακούς προέρχεται ως καρπός η κακία. Όμως εγώ δε θα απλώσω το χέρι πάνω σου)»[Α΄Βασ.24,14].Επίσης και ο Δαβίδ στον θρήνο του θυμάται ανάλογη παροιμία.

Γι’ αυτό πρόφθασε ο Κύριος και είπε: «να κα σπείρων μο χαίρ κα θερίζων(:για να χαίρονται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει)». Επειδή δηλαδή επρόκειτο να τους πει ότι άλλος έσπειρε και άλλος θερίζει, για να μη σχηματίσει κανείς την εντύπωση, όπως είπα, ότι οι προφήτες έχουν στερηθεί τον μισθό τους, λέγει κάτι το νέο και το παράδοξο, το οποίο δεν συμβαίνει στα υλικά και αισθητά πράγματα, αλλά χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τα πνευματικά. Διότι στα πράγματα που υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, εάν συμβεί άλλος να σπείρει και άλλος να θερίσει, όχι μόνο δεν χαίρονται μαζί του και όσοι έσπειραν, αλλά και αγανακτούν, επειδή κοπίασαν για άλλους και μόνο όσοι θερίζουν χαίρονται. Στα πνευματικά όμως θέματα δεν είναι το ίδιο, αλλά και όσοι δεν θερίζουν εκείνα που έσπειραν, χαίρονται εξίσου με αυτούς που θερίζουν. Συνεπώς είναι φανερό ότι και αυτοί συμμετέχουν στην αμοιβή.

«γ πέστειλα μς θερίζειν οχ μες κεκοπιάκατε· λλοι κεκοπιάκασι, κα μες ες τν κόπον ατν εσεληλύθατε(:Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, κι εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε)»[Ιω.4,38]. Με όσα λέγει τους δίνει περισσότερο θάρρος. Επειδή δηλαδή εθεωρείτο ότι είναι επίπονο έργο το να περιέλθουν την οικουμένη και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, τους αποδεικνύει ότι είναι και εύκολο. Διότι το πάρα πολύ επίπονο ήταν εκείνο, το οποίο και απαιτούσε πολύ κόπο, το να πραγματοποιηθεί δηλαδή η σπορά και να οδηγηθεί σε θεογνωσία η αμύητη ψυχή.

Αλλά με ποιον σκοπό τα λέγει αυτά; Για να μην πανικοβάλλονται, όταν θα τους απέστελλε στο κήρυγμα, με την ιδέα ότι αποστέλλονται σε εργασία επίπονη· διότι περισσότερο κοπιαστικό και δύσκολο ήταν το έργο των προφητών, λέγει, και σε απόδειξη των λεγομένων έρχεται το έργο, εφόσον εσείς ήλθατε στα εύκολα. Δηλαδή όπως στον θερισμό με ευκολία συγκεντρώνεται ο καρπός και σε μία και μόνη στιγμή γεμίζει το αλώνι από τα δέματα με τα στάχυα και δεν περιμένουν τις μεταβολές του καιρού, τον χειμώνα, την άνοιξη και τη βροχή, έτσι συμβαίνει και εδώ.

Και αυτό το φωνάζουν τα ίδια τα έργα· διότι καθώς ο Ιησούς έλεγε αυτά, εξέρχονταν οι Σαμαρείτες και ο καρπός συγκεντρωνόταν με αφθονία. Γι’ αυτό και τους είπε: «πάρατε τος φθαλμος μν κα θεάσασθε τς χώρας, τι λευκαί εσι πρς θερισμν δη(:Δεν λέτε εσείς ότι τέσσερις μήνες μένουν ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Στην πνευματική όμως σπορά είναι δυνατόν ο λόγος του Θεού να καρποφορήσει και σε χρονικό διάστημα πολύ πιο σύντομο. Και για να πεισθείτε για το θέμα αυτό που σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε το πλήθος αυτό των Σαμαρειτών που έρχονται. Μοιάζουν οι ψυχές τους με χωράφια, στα οποία δεν πρόφθασε να σπαρεί ο λόγος της αλήθειας, κι όμως είναι λευκά και ώριμες πλέον, έτοιμα να θερισθούν. Έτσι και σε όλα τα μέρη του κόσμου οι ψυχές των ανθρώπων είναι τώρα ώριμες για να δεχθούν τη σωτηρία)»[Ιω.4,35].

Αυτά λοιπόν είπε ο Κύριος και το πράγμα αποδείχτηκε, διότι τα λόγια επιβεβαιωθήκαν από τα έργα : «κ δ τς πόλεως κείνης πολλο πίστευσαν ες ατν τν Σαμαρειτν δι τν λόγον τς γυναικός, μαρτυρούσης τι επέ μοι πάντα σα ποίησα(: Εγώ, ο Κύριος του αγρού, σας έστειλα για να θερίζετε καρπό για τον οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει για να σπαρεί. Άλλοι, δηλαδή εγώ και οι προφήτες πριν από μένα, έχουν κοπιάσει κι έχουν σπείρει, και εσείς έχετε μπει στους κόπους και τη σπορά τους για να θερίσετε)»[Ιω.4,38].Έβλεπαν βέβαια ότι η γυναίκα δεν θα επαινούσε Εκείνον ο οποίος της αποκάλυψε τα αμαρτήματά της, ούτε πάλι θα διαπόμπευε έτσι τη ζωή της για να κάνει τη χάρη σε κάποιον άλλο. Ας μιμηθούμε λοιπόν τη γυναίκα αυτή και εμείς και για τα αμαρτήματά μας να μην ντρεπόμαστε τους ανθρώπους, αλλά πρέπει να φοβούμαστε τον Θεό, ο οποίος και τώρα βλέπει αυτό που γίνεται, και τότε τιμωρεί όσους δεν μετανοούν σήμερα. Διότι όποιος στην παρούσα ζωή προσέχει μόνο την ντροπή των ανθρώπων, χωρίς να ντρέπεται να πράξει κάτι το άτοπο, ενώ τον βλέπει ο Θεός και δεν θέλει να μετανοήσει και να αλλάξει διαγωγή, αυτός κατά την ημέρα εκείνη, όχι ενώπιον ενός ή δύο ανθρώπων, αλλά της οικουμένης ολόκληρης πρόκειται να λάβει τιμωρία.

Ομιλία ΛΕ΄: Υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,40-42

[…] «ς ον λθον πρς ατν ο Σαμαρεται, ρώτων ατν μεναι παρ᾿ ατος· κα μεινεν κε δύο μέρας. κα πολλ πλείους πίστευσαν δι τν λόγον ατο, τ τε γυναικ λεγον τι οκέτι δι τν σν λαλιν πιστεύομεν· ατο γρ κηκόαμεν, κα οδαμεν τι οτός στιν ληθς σωτρ το κόσμου Χριστός(:Όταν λοιπόν ήλθαν κοντά Του οι Σαμαρείτες, Τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα μαζί τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και από τη διδασκαλία που τους έκανε τις δύο ημέρες πίστεψαν πολύ περισσότεροι από εκείνους που ήλθαν στο πηγάδι και Τον παρακάλεσαν να μείνει στην πόλη τους. Και στη γυναίκα έλεγαν ότι δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ. Διότι εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει και γνωρίζουμε πλέον ότι Αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας όλου του κόσμου, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Χριστός)»[Ιω.4,40-42].

Tίποτα δεν είναι χειρότερο από τον φθόνο και τη ζηλοτυπία. Αυτή συνήθως φθείρει τα πολλά αγαθά. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, οι οποίοι είχαν περισσότερες θρησκευτικές γνώσεις και είχαν έλθει σε επαφή με τους προφήτες, φάνηκαν κατώτεροι. Διότι οι Σαμαρείτες από την πληροφορία της γυναικός και μόνο, χωρίς να δουν κανένα θαύμα, εξήλθαν και παρακαλούσαν τον Χριστό να παραμείνει μαζί τους, ενώ οι Ιουδαίοι, αν και είδαν τα θαύματα, όχι μόνο δεν Τον κράτησαν μαζί τους, αλλά και Τον εξεδίωκαν και τα πάντα έκαναν, ώστε να Τον απομακρύνουν και από τη χώρα τους, μολονότι η επί γης παρουσία του Κυρίου για αυτούς είχε γίνει. Αλλά εκείνοι μεν Τον εξεδίωκαν, ενώ αυτοί Του ζητούσαν να παραμείνει μαζί τους.

Πες μου, σε παρακαλώ, αυτούς, αν και Τον παρακαλούσαν και Τον ικέτευαν, δεν έπρεπε να τους πλησιάσει ο Κύριος, αλλά να μένει κοντά σε εκείνους που Τον εχθρεύονταν και Τον εκδίωκαν, ενώ σε όσους Τον αγαπούσαν και ήθελαν να Τον έχουν κοντά τους να μη δίνει τον εαυτό Του αλλά να τους εγκαταλείψει; Αλλά αυτό δεν θα ήταν αντάξιο προς την πρόνοια και το ενδιαφέρον Αυτού. Για τον λόγο αυτό δέχτηκε και παρέμεινε κοντά τους για δύο ημέρες. Αυτοί βέβαια ήθελαν να Τον κρατήσουν συνέχεια μαζί τους-διότι αυτό έδειξε ο Ευαγγελιστής όταν είπε: «Τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους»-, ο Ιησούς όμως δεν το αρνιόταν, αλλά έμεινε μόνο δύο μέρες και κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών πίστεψαν πολύ περισσότεροι.

Βέβαια ήταν φυσικό να μην πιστέψουν αυτοί, επειδή και κανένα θαύμα δεν είχαν δει και ήταν εχθρικώς διακείμενοι προς τους Ιουδαίους. Και όμως, επειδή έκριναν τα λεγόμενα με βάση την αλήθεια, δεν έλαβαν υπόψη την εχθρότητα αυτή, αλλά η σκέψη τους ήταν ανώτερη από τα εμπόδια και φιλοτιμούνταν να θαυμάζουν περισσότερο τον Ιησού. «Και στη γυναίκα έλεγαν ότι ‘’δεν πιστέψαμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ, διότι εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει Αυτόν και γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός’’».

Οι μαθητές υπερέβησαν τον Διδάσκαλο. Διότι αυτοί θα μπορούσαν δίκαια να κατηγορήσουν τους Ιουδαίους και με την πίστη τους και με την υποδοχή του Κυρίου. Οι Ιουδαίοι δηλαδή, χάριν των οποίων όλο το έργο Του έκανε ο Κύριος, συνεχώς Τον λιθοβολούσαν, ενώ οι Σαμαρείτες Τον προσείλκυσαν προς το μέρος τους, έστω και αν δεν κατευθυνόταν προς αυτούς. Και οι μεν παρά τα θαύματα μένουν αδιόρθωτοι, αυτοί όμως χωρίς θαύματα έδειξαν μεγάλη πίστη σε Αυτόν και συναγωνίζονται σε αυτό ακριβώς, να πιστέψουν δηλαδή χωρίς θαύματα, ενώ εκείνοι δεν παύουν και θαύματα να ζητούν και να Τον πειράζουν. Τόσο μονάχα χρειάζεται σε κάθε περίπτωση η ευσεβής και ευγνώμων ψυχή. Και όταν η αλήθεια συναντήσει παρόμοια ψυχή, εύκολα κυριαρχεί. Και αν δεν επικρατήσει, αυτό δεν οφείλεται στη δική της αδυναμία, αλλά στην αγνωμοσύνη της ψυχής. Διότι και ο ήλιος, όταν πέσει σε υγιείς οφθαλμούς, εύκολα φωτίζει. Και αν δε φωτίσει, το σφάλμα οφείλεται στην ασθένεια εκείνων και όχι στην αδυναμία αυτού.

Άκουσε λοιπόν τι λέγουν οι Σαμαρείτες: «Γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου,ο Χριστός». Βλέπεις ότι αμέσως αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο να προσελκύσει την οικουμένη και ότι ήλθε να τακτοποιήσει την κοινή σωτηρία και ακόμη ότι δε σκόπευε να περιορίσει το ενδιαφέρον Του στους Ιουδαίους μόνο, αλλά ότι παντού θα έσπειρε τον λόγο Του; Όμως οι Ιουδαίοι δεν συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως. Αντίθετα επιδιώκουν να στηρίξουν τη δική τους δικαιοσύνη και δεν υποτάχτηκαν στη δικαιοσύνη του Θεού. Οι Σαμαρείτες όμως, παραδεχόμενοι ότι οι πάντες βρίσκονται υπό καταδίκη, υποδηλώνουν εκείνο τον αποστολικό λόγο που λέγει: «Πάντες γρ μαρτον κα στερονται τς δόξης το Θεο, δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ(: Διότι όλοι ανεξαιρέτως αμάρτησαν και έχουν στερηθεί από τη δόξα, που έχει και μεταδίδει ο Θεός. Και γίνονται όλοι δίκαιοι και παίρνουν τη σωτηρία δωρεάν με τη χάρη του Θεού, δια της εξαγοράς από την αμαρτία, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.3,23-24]. Με το να πουν δηλαδή ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου, έδειξαν ότι είναι Σωτήρας του χαμένου και αμαρτωλού κόσμου και μάλιστα όχι απλώς Σωτήρας, αλλά Σωτήρας στα σπουδαιότατα και μέγιστα πράγματα. Ήλθαν βέβαια πολλοί με σκοπό να σώσουν, και προφήτες και άγγελοι, αλλά ο αληθινός Σωτήρας είναι αυτός, λέγει, ο οποίος προσφέρει την αληθινή σωτηρία και όχι την πρόσκαιρη μόνο.

Αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ειλικρινούς πίστεως, διότι οι Σαμαρείτες είναι άξιοι θαυμασμού και από τις δύο απόψεις. Αφενός μεν διότι πίστεψαν, αφετέρου δε διότι πίστεψαν χωρίς θαύματα· αυτούς μακαρίζει και ο Χριστός, όταν λέγει: «Μακάριοι ο μ δόντες κα πιστεύσαντες(:Πίστεψες επειδή με είδες. Μακάριοι και πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλησίας μου στις γενιές που θα έλθουν)»[Ιω.20,29] και μάλιστα η πίστη τους ήταν ειλικρινής. Αν και άκουσαν τη γυναίκα να τους λέγει με αμφιβολία: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έχω κάνει, και αυτά ακόμη τα μυστικά και προσωπικά στοιχεία της ζωής μου. Μήπως είναι αυτός ο Χριστός;»[Ιω.4,29], δεν είπαν και αυτοί ότι «και εμείς έχουμε αυτήν την υποψία», ούτε ότι «νομίζουμε», αλλά ότι «γνωρίζουμε» και μάλιστα όχι απλώς «γνωρίζουμε» αλλά ότι «Αυτός είναι αληθώς ο Σωτήρας του κόσμου». Δεν παραδέχονταν βέβαια τον Χριστό ως έναν από τους πολλούς σωτήρες, αλλά ως τον όντως Σωτήρα. Και όμως ποιον είδαν να σώζεται; Τους λόγους άκουσαν μόνο και είπαν εκείνα ακριβώς τα οποία θα έλεγαν, εάν έβλεπαν και θαύματα πολλά και μεγάλα.

Και για ποιον λόγο δεν μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές αυτούς τους λόγους και ότι τους ομίλησε κατά τρόπο θαυμαστό; Για να μάθεις ότι πολλά από τα σπουδαία και μεγάλα τα παραλείπουν. Άλλωστε από το τελική έκβαση απέδειξαν τα πάντα, διότι με τα λεχθέντα έπεισε λαό ολόκληρο και όλη την πόλη. Όπου όμως δεν πείθονται οι άνθρωποι, τότε αναγκάζονται οι Ευαγγελιστές να εκθέτουν και όσα ειπώθηκαν, για να μην κατηγορεί κανείς τον ομιλητή από την αγνωμοσύνη των ακροατών.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ομιλίες ΛΑ΄- ΛΕ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμοι 13, σελ. 515-539 και 13Α, σελ.11-63 και 75-81.

  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72, σελ. 199-258 και 263-268.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθανάσιος Μυτιληναίος (Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-5-1999]

(Β397)

Το πρώτο σύμπτωμα της πτώσεως των Πρωτοπλάστων, αγαπητοί μου, ήταν η απώλεια της γνώσεως του αληθινού Θεού. Κάποιες βέβαια λίγες γενεές μετά από τον Αδάμ, εκράτησαν αυτήν την πίστιν. Κατά παραδοσιακόν φυσικά τρόπον, την στιγμή που ο Αδάμ και η Εύα είπαν στα παιδιά τους, στα εγγόνια τους παρακάτω, πώς ήσαν εις τον Παράδεισον, πώς εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν κ.λπ. Αλλά όσο οι άνθρωποι εξηπλούντο επάνω εις την Γην, αλλά και απεμακρύνετο η μία ομάδα ανθρώπων από την άλλη, επάνω εις την τότε αχανή Γη, στρεφόμενοι προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, που ήτο το θέλημα του Θεού αυτό, το έχομε από πολλές μαρτυρίες και μάλιστα ο πύργος της Βαβέλ είναι ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά απομακρύνσεως των ανθρώπων, όπως και στην Καινή Διαθήκη που έγινε διωγμός εις τα Ιεροσόλυμα, μόνο και μόνο για να φύγουν οι Απόστολοι. Για να πάνε πιο πέρα. Γιατί δεν έφευγαν πιο πέρα. Έμεναν εκεί συγκεντρωμένοι.

Ωστόσο, όλα αυτά δημιούργησαν ένα ξεθώριασμα της μνήμης του Θεού. Έτσι απωλέσθη η μνήμη της γνώσεως του αληθινού Θεού. Και έπεσαν εις την ειδωλολατρίαν. Θεοποιούσαν εκείνο που έβλεπαν μπροστά τους. «Τι ευκολότερον; Βλέπω τον ήλιο. Με ζωογονεί. Θα τον λατρεύσω». Κ.ο.κ. Όπως μέχρι πρότινος, αν όχι ίσως και ακόμη, στην Αμερική οι ιθαγενείς, οι ντόπιοι, ελάτρευαν το καλαμπόκι. Γιατί τους έτρεφε. Κ.ο.κ.

Παρέμειναν μόνον μερικά ευάριθμα πρόσωπα, που είχαν κρατήσει αυτήν την πίστιν του αληθινού Θεού. Και ένας απ’ αυτούς ήταν ο Αβραάμ. Και ο Μελχισεδέκ. Αυτό το μυστηριώδες πρόσωπον, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ προϋπήρξε του Αβραάμ. Προσέξατέ το αυτό. Και αυτά τα πρόσωπα εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν. Μάλιστα ο δεύτερος Ψαλμός μάς λέγει ότι ο Μεσσίας θα είναι κατά την τάξιν του Μελχισεδέκ. Σπουδαίο αυτό.

Αλλά όμως, σε όλο το πρόσωπο της Γης, σας είπα, απλώθηκε η ειδωλολατρία. Συνεπώς, το κυριότερον και πρώτον έργον της Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου ήταν η αποκάλυψις του αληθινού Θεού. Ήλθε να μας αποκαλύψει τον αληθινόν Θεόν. Λέγει στις Κατηχήσεις του ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ότι το δεύτερον Πρόσωπον…- εκεί μιλάει για το θέμα γιατί ενηνθρώπησε το δεύτερον Πρόσωπον- διότι το Δεύτερον πρόσωπον είναι ο άμεσος εκτελεστής της Δημιουργίας· και «δεν ηνείχετο», λέγει, «ο Θεός Λόγος, να λατρεύονται τα ξόανα και δεν ξέρω τι, τα αγάλματα, η φύσις, αντί του Πατρός. Ενηνθρώπησε για να έρθει να μας πει Ποιος είναι ο αληθινός Θεός». Είναι μία πολύ χαρακτηριστική θέσις του αγίου Κυρίλλου. Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα και ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις και ο Ένας εκ των Τριών ενηνθρώπησε.

Αυτά ήλθε να μας πει, αγαπητοί μου, σήμερα ο Λόγος του Θεού. Δηλαδή ήρθε ο Χριστός να μας πει αυτά που ακούσαμε στην ευαγγελική περικοπή, σήμερα, της Σαμαρείτιδος. Κι έτσι έχομε Έναν Θεόν, Πνεύμα ο Θεός, τρεις οι υποστάσεις. «Υπόστασις» εδώ θα πει «πρόσωπον». Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Το δε Σύμβολον της Πίστεως, αν το έχετε ποτέ προσέξει, πολύ εύκολο είναι να το δει κανείς, δεν είναι παρά μία αναφορά εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. «Πιστεύω…». Αυτό το ρήμα «πιστεύω» επαναλαμβάνεται εις το κάθε άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως. «Εις έναν Θεόν». Αυτός ο Θεός είναι: Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Αυτό είναι το κριτήριον δε, του να είσαι Χριστιανός, αλλά και προπαντός Ορθόδοξος Χριστιανός.

Γι’αυτό ο Κύριος εδώ εις τον κόσμον όταν ήλθε, είπε στην προσευχή Του την αρχιερατική: «φανέρωσά σου τό νομα τος νθρώποις». «Το όνομά Σου», λέγει, «το εφανέρωσα εις τους ανθρώπους». «Καί γνώρισα ατοςλέει λίγο πιο κάτωτο νομά Σου και γνωρίσω». «Το έκανα γνωστό το όνομά Σου. Αλλά και θα το κάνω και εις το μέλλον γνωστό το όνομά Σου». Πώς; Διότι η αρχιερατική προσευχή του Κυρίου μας έγινε λίγο πριν σταυρωθεί, λίγο πριν συλληφθεί. Δια του Αγίου Πνεύματος. Έρχεται το Πνεύμα το Άγιον μέσα εις την Ιστορία, σαφέστερα και αναλυτικότερα μας το λέγει αυτό ο Κύριος, αλλά δεν έχω χρόνο πιο πολύ να σας το αναλύσω, ότι Εκείνος, ο Παράκλητος, το τρίτον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Εκείνο θα μας πει όσα δεν «πρόλαβε»(εντός εισαγωγικών το ρήμα) ο Υιός να μας πει. Γιατί δεν μπορούσαμε όλα να τα κρατήσομε εμείς οι άνθρωποι και η αποκάλυψις έπρεπε να γίνεται προοδευτικά.

Και ποιο είναι το όνομα του Θεού; Αυτό που είπε ο Κύριος εις τους μαθητάς Του μετά την Ανάστασή Του. Μ’ αυτό, μάλιστα, τελειώνει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: «Πορευθέντες –είπε εις τους μαθητάς Του- μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος». Αυτό είναι το όνομα του Θεού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι δεν λέγει «ες τά νόματα», αλλά λέγει «ες τ νομα». Γιατί είναι Ένα όνομα. Γιατί είναι Ένας ο Θεός. Με τις τρεις υποστάσεις. Ποιο είναι λοιπόν το όνομα του αληθινού Θεού; Το όνομα, το υπογραμμίζω. «Πατήρ, Υός καί γιον Πνεμα». Και τούτο εκφράζει ακόμα, εδώ που λέει ο Κύριος «ες τ νομα», την κοινήν ουσίαν των τριών προσώπων.

Είναι γνωστό ότι ο λεγόμενος χριστιανικός κόσμος, για μία ακόμη φορά, όπως τότε, από τους απογόνους του Αδάμ, λησμονεί το αληθινόν όνομα του Θεού. Το λησμονεί. Στην εποχή μας. Και τούτο, δηλαδή το Άγιον Όνομα του Τριαδικού Θεού. Το λησμονεί. Μέσα δε εις τον χριστιανικόν κόσμον εισέδυσαν πολλές και ποικίλες αντιλήψεις περί Θεού. Ναι.

Με την παγκοσμιότητα των Μέσων Ενημερώσεως και της μετακινήσεως των ανθρώπων, ξεκίνησε ένας νέος Γνωστικισμός, δηλαδή ένα συνονθύλευμα αντιλήψεων περί Θεού. Αυτός είναι ο Γνωστικισμός· ο οποίος πρωτοεμφανίσθη τον 3ον αιώνα προ Χριστού με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γιατί οι άνθρωποι ήσαν, ούτως ειπείν, μεμονωμένοι. Αλλά έχομε ένα άνοιγμα επικοινωνιών των λαών με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι έτσι λοιπόν η μία αντίληψις, η μία θρησκεία χωράει μέσα στην άλλη και έχομε αυτό που είπαμε: Γνωστικισμός.

Έτσι έχομε θέσεις, στην εποχή μας, πανθεϊστικές και ειδωλολατρικές. Απ’ όλη την υφήλιον. Ενδοκοσμικές θρησκείες. Έχομε Ισλαμισμόν. Έχομε όλα συσσωρευμένα και μάλιστα εις τις λεγόμενες χριστιανικές χώρες. Γι’αυτό σας είπα προηγουμένως, άρχισαν οι Χριστιανοί να λησμονούν το Όνομα του Αγίου αληθινού Θεού.

Όλα αυτά σήμερα τα ονομάζομε με μία λέξη: Οικουμενισμός. Αυτός είναι ο Οικουμενισμός. Και θα έλεγα ότι αυτός ο Οικουμενισμός είναι όχι έξω από την πόρτα μας και την κρούει, αλλά είναι ήδη μέσα, είναι εντός, μες στην χώρα μας, μες στην πατρίδα μας. Θέλετε; Και μέσα στην Εκκλησία μας…

Προ ολίγων ετών έγινε ένα διαχριστιανικό Συνέδριο στον Καναδά. Βέβαια πήγαν και Έλληνες. Ένας απ’ αυτούς έγραψε και ένα βιβλιαράκι απ΄ όπου και γνωρίζομε αυτό που θα σας πω. Προσέξτε. Εκεί μαζεύτηκαν βέβαια Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάνται. Σας είπα, διαχριστιανικόν Συνέδριον. Και ειπώθηκε εις τους συνέδρους να μην έχουν αναφορά εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, επειδή ανάμεσά τους ήσαν Προτεστάνται αντιτριαδισταί. Δεν πίστευαν εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Επιτρέψατέ μου την λαϊκή έκφραση: Τι σόι Χριστιανοί ήταν αυτοί; Τι καθορίζει ακριβώς τον Χριστιανόν; Η πίστις εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Και όμως έγινε αυτό προ ολίγων ετών στο διαχριστιανικό αυτό Συνέδριο. Για να δείτε το πράγμα πόσο έχει προχωρήσει και ότι είναι ανάγκη, τώρα με Ενωμένες Ευρώπες και δεν ξέρω τι, και δεν ξέρω τι, όλα αυτά τα πράγματα ήδη εισβάλλουν με τα τσαρούχια εις τον χώρον και της Εκκλησίας μας.

Γι’αυτό είναι ανάγκη λοιπόν σήμερα εις τον Ορθόδοξον Χριστιανικόν Κόσμον να τονίζεται ο Άγιος Τριαδικός Θεός. Έρχονται, αγαπητοί μου, δύσκολες ημέρες· που θα μας αναγκάζουν να μην αναφερόμεθα εις το άγιον Όνομα του Τριαδικού Θεού. Θα μας αναγκάζουν… Απλώς, θα μας λέγουν, να αναφερόμεθα εις τον Θεόν. Εις τον Θεόν. Μέσα στον χώρο, ξέρετε, του Προσκοπισμού, για να υπάρχει πάσα πίστις, φερειπείν να είναι και ο Βουδιστής, ο πρόσκοπος και ο Α και ο Β και ο Γ και ο Δ διαφόρων θρησκειών, όταν θέλουν να κάνουν μία κοινή προσευχή, ξέρετε πώς την κάνουν; Διεθνώς πλέον. «Ο Θεός», λένε. Ποιος είναι αυτός ο «Θεός»; Για σένα τον Βουδιστή είναι αυτό που είναι. Για μένα τον Χριστιανό είναι αυτό που είναι. Κ.ο.κ. Σας είπα, το πράγμα έχει ξεκινήσει. Λέγουν ότι ο Θεός είναι Ένας, αυτό είναι το επιχείρημά τους, και είναι πανταχού παρών. Δεν έχει σημασία. Τι θα πει να πω Τριαδικός Θεός. «Ένας», λέει, «είναι ο Θεός και είναι πανταχού παρών». Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται με εκείνα τα οποία ήδη εισάγουν ή επιμένουν. Φυσικά ουδεμία μνεία περί Ιησού Χριστού. Το ακούσατε; Ουδεμία μνεία περί Ιησού Χριστού. Απλώς «ένας είναι ο Θεός». Τίποτε άλλο. Ούτε περί Ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, ούτε περί της σταυρικής θυσίας του Χριστού, ούτε περί σωτηρίας. Ισχυρίζονται ότι είναι αδιανόητος η σωτηρία. «Τι θα πει ‘’σωτηρία’’; Δεν την καταλαβαίνομε». Καμία αίσθηση περί αμαρτίας.

Έρχεται, όμως, η σημερινή ευαγγελική περικοπή, όπως σας είπα, του Ιωάννου, που ακούσαμε εκείνον τον θαυμάσιον διάλογον του Κυρίου μετά της Σαμαρείτιδος γυναικός, να δώσει την απάντηση. Λέγει ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα γυναίκα: «Πνεμα Θεός, κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν». Πνεύμα ο Θεός. Δεν ταυτίζεται ο Θεός με την Δημιουργία. Δεν υπάρχει πανθεϊσμός. Αυτό θα πει πανθεϊσμός. Η ταύτιση του Θεού με την Δημιουργία. Σήμερα δε πάρα πολλοί, εις τον δυτικόν κόσμον, βαπτισμένοι Χριστιανοί, είναι πανθεϊσταί. Και εις ημάς τους Έλληνες. Είναι πανθεϊσταί. Θέλετε ακόμη; Ο Μασονισμός στην πραγματικότητα είναι πανθεϊσμός.

Αλλά και κάτι ακόμη. Όταν ο Μωυσής ερώτησε τον Κύριον, εκεί στην φλεγομένη βάτο, ποιο ήταν το Όνομά Του, ο Κύριος απήντησε: « ν». Ρώτησε, γιατί στην Αίγυπτο είδε ότι οι Αιγύπτιοι έδιναν ονόματα εις τους θεούς των. «Όταν λοιπόν Εσύ, Κύριε, με στέλνεις εις την Αίγυπτον να μιλήσω για Σένα εις τους συμπατριώτες μου – ήσαν ήδη 430 χρόνια εκεί και είχαν οι Εβραίοι αφομοιώσει πολλά από τους Αιγυπτίους- τι να τους πω; Ποιο είναι το όνομά Σου;». Και απαντάει ο Κύριος: « ν». Η μετοχή του εμί. Ο υπάρχων!

Με αυτές τις δύο τώρα αφετηρίες, αυτά που λέγει ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα γυναίκα, ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, κι εκείνο που ο Μωυσής μας παρέδωσε, που του είπε ο Θεός: «γώ εμί ν», με αυτές τις δύο θέσεις ξεκινούμε να δούμε το θέμα λιγάκι πιο κοντά.

Όταν λέγει « ν», ο Υπάρχων, αυτό σημαίνει ότι είναι Θεός υπάρχων, Θεός ζωντανός. Είναι στον Ενεστώτα, η μετοχή στον Ενεστώτα. Ο υπάρχων. Δηλαδή πάντοτε υπήρχε. Και χθες και σήμερα και αύριο θα υπάρχει ο Θεός. Ο Ένας, ο υπάρχων, διαρκώς ο υπάρχων. Και συνεπώς ένας Θεός χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Αφού πάντα υπήρχε, πάντα υπάρχει και πάντα θα υπάρχει. Είναι δηλαδή άναρχος. Και να είμαι ακριβέστερος, είναι Αΐδιος· Αΐδιος, θα πει αυτός που δεν έχει ούτε αρχήν, ούτε τέλος. Καταχρηστικά λέμε τον Θεόν αιώνιον. Αιώνιοι θα είμαστε εμείς. Αλλά εμείς θα είμεθα αιώνιοι ως προς το μέλλον, αλλά ως προς το χθες υπήρξαμε, δεν υπήρχαμε πρώτα. Έχομε αρχήν. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός «αιώνιος» εκφράζει αυτό το οποίον δεν υπήρχε και τώρα υπάρχει. Και δεν θα τελειώσει. Ο Θεός λοιπόν είναι Αΐδιος. Ξαναλέγω, καταχρηστικά λέμε τον Θεόν «αιώνιον». Άνευ αρχής και άνευ τέλους. Και είναι συγκεκριμένος Θεός. « ν». Με άρθρο. « ν». Ο υπάρχων. Και έρχεται σ’ αυτήν την αλήθεια τώρα της Παλαιάς Διαθήκης, να προστεθεί και η αλήθεια της Καινής Διαθήκης.

Όταν λέμε «ο υπάρχων» πρέπει να πούμε ότι είναι Θεός προσωπικός. Είναι πρόσωπον. Διότι αλλιώτικα δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να είναι ένας Θεός που να έχει αντίληψη του εαυτού Του και του περιβάλλοντός Του. Είναι πρόσωπον ο Θεός. Το ακούσατε; Είναι πρόσωπον. Κοιτάξτε πού φθάνει η ανοησία των ανθρώπων… Όπως οι Τέκτονες λένε ότι ο ήλιος είναι ο Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος. Αλλά ο ήλιος δεν έχει γνώση του εαυτού του. Δεν έχει συνείδηση του εαυτού του. Ο ήλιος ξέρει ότι είναι ο ήλιος; Προφανώς όχι. Είναι πρόσωπον ο ήλιος; Προφανώς όχι. Εδώ ο Θεός, « ν», είναι συγκεκριμένος και προσωπικός Θεός.

Και τι λέγει τώρα η Καινή Διαθήκη που σας είπα; Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα. Τι θα πει αυτό; Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Οδέν λλο δηλο τό σώματον». «Δεν φανερώνει τίποτ΄ άλλο, παρά ότι ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με τον υλικόν κόσμον». Δηλαδή δεν είναι ύλη. Ο Θεός δεν είναι ο κόσμος. Σας είπα προηγουμένως, δεν ταυτίζεται με τον κόσμον. Δεν είναι η Δημιουργία ο Θεός. Δεν είναι η ύλη. Δεν είναι οι δυνάμεις της φύσεως. Ο Θεός είναι έξω από όλα. Όπως ένα παράδειγμα που λέγεται, δεν είναι δικό μου το παράδειγμα, όπως ο ζωγράφος είναι έξω από τον μουσαμά του που ζωγραφίζει. Βάζει την σφραγίδα του την καλλιτεχνική επάνω εις τον μουσαμά που ζωγραφίζει, αλλά δεν είναι μέσα στον μουσαμά ο ζωγράφος.

Δηλαδή ο Θεός δημιουργεί τον κόσμον, αλλά η ουσία του Θεού είναι έξω από την ουσία της Δημιουργίας. Η Δημιουργία είναι κτιστή. Ο Θεός είναι άκτιστος. Η ουσία της Δημιουργίας είναι κτιστή. Η ουσία του Θεού είναι άκτιστος. Ο Θεός είναι Πνεύμα. Όχι απλώς ένα πνεύμα. Αλλά το ντως ν.

Είναι χαρακτηριστικόν ότι τελικά ο Θεός μίλησε για την ύπαρξή Του, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένο όνομα, όπως ζήτησε ο Μωυσής, που θα του ζητούσαν πιθανώς οι Εβραίοι εις την Αίγυπτον, μαθημένοι από τους Αιγυπτίους. Γιατί; Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει όνομα. Λέγεται Κύριος. Ο Κύριος. Δεν έχει όνομα. Μάλιστα προοδευτική η αποκάλυψις. Λέγει ο Θεός εις τον Μωυσέα ότι: «Το όνομά Μου το απεκάλυψα εις τον Αβραάμ. Ποιο όνομα; ‘’Θεός’’! Σε σένα, σου αποκαλύπτω τώρα προοδευτικά το όνομά μου, που είναι: ‘’Κύριος’’». Κανένα, τίποτε άλλο. Αυτό το «Γιαχβέ» ή «Ιεχωβά», που το λένε, μία κακή μετάφρασις, Γιαχβέ θα πει Κύριος. Ο Θεός δεν έχει όνομα. Γιατί δεν έχει όνομα; Επειδή υπέρκειται παντός ονόματος και πράγματος. Όταν δίδω σε κάτι όνομα, σημαίνει αυτό το κατακτώ. Αλλά δεν μπορώ να κατακτήσω τον Θεόν. Και συνεπώς είναι ανώνυμος. Άρα τι είναι. Είναι το υπέρ παν, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, είναι «τό πέρ πν νομα». Το όνομα εκείνο, το ανέκφραστο, το ανείπωτο, πάνω από όλα τα ονόματα. Η απόδοσις του ονόματος ταυτίζεται με την κατάκτηση του προσώπου, του αντικειμένου, αλλά ο Θεός δεν κατακτάται. Γι΄αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε όνομα στον Θεόν.

Όταν, αγαπητοί μου, ο Μανωέ, ο πατέρας του Σαμψών, είδε εκείνο το όραμα του αγγέλου, κι αυτός ο άγγελος ήταν ο Θεός Λόγος, σε πόσα σημεία δεν τον ανακαλύπτομε τον Θεόν Λόγον πριν ενανθρωπήσει, βρίσκεται στη μέση της φλογός. Άναψε φωτιά ο Μανωέ, θυσία. Κάποια στιγμή βλέπει αυτόν που του μιλούσε προηγουμένως, μέσα στην φλόγα! Τρόμαξε ο Μανωέ. Του λέει: «Τί τ νομά σοι;». «Ποιο είναι το όνομά Σου;». «Κα επεν ατ γγελος Κυρίου -Ποιος είναι αυτός ο γγελος είπαμε; Ο «Μεγάλης Βουλς γγελος». Ο μετέπειτα Κύριος Ιησούς Χριστός- · ες τί τοτο ρωτς τ νομά μου; κα ατό στι θαυμαστόν». «Τι ρωτάς τ’ Όνομά μου; Κι αυτό», λέει, «είναι θαυμαστόν».

Και προσθέτει ο Κύριος στην Σαμαρείτιδα: «Κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν». Ναι. Εφόσον ο Θεός είναι πνεύμα, πολύ φυσικόν είναι και η λατρεία Του να είναι πνευματική. Βέβαια, δεν αποκλείεται η λατρεία του Θεού να υπάρχει με γνωρίσματα εξωτερικά. Τελέσαμε την Θεία Λειτουργία. Αυτά είναι γνωρίσματα εξωτερικά. Αλλά εννοείται λατρεία με όλες τις υποδομές της ψυχής, τη λογική, το συναίσθημα και τη βούληση. Ολόκληρος ο άνθρωπος θα λατρεύσει τον Θεόν. Κατά το «γαπήσεις Κύριον τν Θεόν σου ξ λης τς καρδίας σου κα ξ λης τς ψυχς σου κα ξ λης τς διανοίας σου κα ξ λης τς σχύος σου». Αυτό είναι.

Οι Πατέρες μας λέγουν ότι όταν ο Κύριος είπε «ν πνεύματι κα ληθεί» -προσέξατέ το αυτό το σημείο- εννοούσε κατά μυστικόν τρόπον τα εξής: Το «ν πνεύματι » είναι το Πνεύμα το Άγιον. Πνεύμα ο Θεός, αλλά το τρίτο Πρόσωπο λέγεται Πνεύμα. Συνεπώς είναι κάτι ξεχωριστό· το Οποίον, Αυτό μας οδηγεί προς τον Υιόν. Και αναφέρεται στο «ν ληθεί». «ν ληθεί» τι θα πει; Είναι ο Χριστός. «Εγώ είμαι η Αλήθεια και η Ζωή». Δεν μπορείς να προσκυνήσεις τον Θεό, παρά δια του Αγίου Πνεύματος, δια του Ιησού Χριστού, τον Πατέρα. Δηλαδή με άλλα λόγια, θα προσκυνήσεις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Αυτός είναι ο Θεός. «Οδες δύναται επεν –λέει ο Παύλος- Κύριον ησον ε μ ν Πνεύματι γί». Δεν μπορεί κανείς να δεχθεί την θεότητα του Ιησού Χριστού παρά μόνον αν έχει το Πνεύμα του Θεού. «Και κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα -το είπε ο Χριστός- ε μή δι΄μο». Εάν δεν τον ελκύσει ο Υιός, δεν πηγαίνει προς τον Πατέρα.

Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί μου, όσο ποτέ άλλοτε έχομε ανάγκη σήμερα της γνώσεως του αληθινού αγίου Τριαδικού Θεού. Ο φοβερός Οικουμενισμός έρχεται σαν οδοστρωτήρας να ισοπεδώσει τα πάντα. Η έννοια του Οικουμενισμού σήμερα κινείται προς όλας τας κατευθύνσεις. Είτε πούμε «εποχή οικουμενοποιήσεως», είτε πούμε «εποχή παγκοσμιοποιήσεως» είναι το ίδιο πράγμα. Και είναι σε όλα τα πράγματα. Και είναι ο δρόμος, η λεωφόρος που θα οδηγήσει προσεχώς, προσεχέστατα εις τον Αντίχριστον. Αυτή είναι παρακαλώ η παγκοσμιοποίησις. Οδηγεί εις τον Αντίχριστον. Για να κυβερνήσει όλον τον κόσμον. Να βοηθηθεί προς τούτο.

Οι Πατέρες μάς λέγουν ότι οι Χριστιανοί των εσχάτων θα υποστούν μαρτύρια, που τα παλαιά μαρτύρια, λέγει, των Χριστιανών, ωχριούν. Μόνον όποιος κρατήσει την ορθόδοξο πίστη του θα σωθεί. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να διατηρούμε αυτή μας την πίστη. Και να την αυξάνομε κατά το « γιος γιασθήτω τι». Και συμπληρώνει ο Κύριος στην Αποκάλυψη τελειώνοντας: «᾿Ιδο ρχομαι ταχύ, κα μισθός μου μετ᾿ μο, ποδοναι κάστ ς τ ργον ατοῦ ἔσται». Λοιπόν, καιρός δεν μένει. Είναι πλέον ορατά τα σημάδια του ερχομού του Χριστού. Ορθοί λοιπόν στην πίστη και στη ζωή όλη μας. Αγαπητοί, όλοι μας! Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_799.mp3

Αθαν, Μυτιληναίος (ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ)

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 17-5-1998]

(Β375) Β΄έκδοσις

Σε όλους μας είναι γνωστός, αγαπητοί μου, ο θαυμάσιος εκείνος διάλογος που διημείφθη ανάμεσα εις τον Κύριον και την Σαμαρείτιδα γυναίκα, όπως ακούσαμε σήμερα στην ευαγγελική περικοπή, Κυριακή της Σαμαρείτιδος.

Ο διάλογος αυτός ανοίχθηκε πλάι στο πηγάδι του Ιακώβ, του προγόνου Ιακώβ, όταν ο Κύριος εκάθισε κουρασμένος από το ταξίδι του από την Ιουδαία στην Γαλιλαία. Αλλά έπρεπε, για λόγους συντομίας οδού, να περάσει από την Σαμάρεια. Ήταν Ιουδαία-Σαμάρεια-Γαλιλαία. Όπως θα λέγαμε, Πελοπόννησος-Θεσσαλία-Μακεδονία. Για να πάρομε, έτσι, μία εικόνα. Η Γαλιλαία ήταν βορεία επαρχία.

Οι μαθηταί είχαν πάει ως την πόλη για να αγοράσουν τροφές. Ο Κύριος τούς περίμενε εκεί στο πηγάδι του Ιακώβ. Στο διάστημα αυτό κατέφθασε μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, δηλαδή καταγομένη από την πόλιν της Σαμαρείας. Και τότε ανοίχθηκε αυτός ο θαυμάσιος διάλογος, με αντικείμενον, κύριο θέμα, περί Θεού και περί Μεσσίου. Εκείνη, έκπληκτη από τους λόγους του Κυρίου, σπεύδει στην πόλη να αναγγείλει στους συμπατριώτες της περί του Μεσσίου. Ότι: «Μήπως είναι αυτός ο Μεσσίας;». Στο μεσοδιάστημα όμως επέστρεψαν οι μαθηταί από την πόλη και ετοίμασαν ένα πρόχειρο γεύμα.

Ο Κύριος όμως που ανέμενε την Σαμαρείτιδα, την ανέμενε να επιστρέψει μαζί με τους συμπατριώτες της, απαντάει εις τους μαθητάς που του είπαν να φάει: «γ βρσιν χω φαγεν(: Εγώ έχω φαγητό να φάγω), ν μες οκ οδατε(: το οποίον φαγητό σεις δεν γνωρίζετε). μν βρμά στιν να ποι τ θέλημα το πέμψαντός με κα τελειώσω ατο τ ργον(: διότι το δικό μου φαγητό είναι να κάνω, να ολοκληρώσω το έργον Εκείνου που με έστειλε, του Πατρός μου, του Θεού). δο λέγω μν, πάρατε τος φθαλμος μν κα θεάσασθε τς χώρας, τι λευκαί εσι πρς θερισμν δη(: Να, κοιτάξτε, σηκώστε τα μάτια σας, κοιτάξτε τα χωράφια, που έχουν ασπρίσει τα στάχυα και είναι έτοιμα για θερισμό, περιμένουν τους θεριστάς τα στάχυα)».

Δηλαδή, με άλλα λόγια, ποια ήταν η βρώσις του Κυρίου Ιησού, που είπε: «Εγώ έχω να φάγω;». Ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αυτό ήταν το κύριο μέλημα του Ιησού Χριστού· που εξάλλου και γι’αυτό ήρθε εις τον κόσμον αυτόν. Και όπως λέγει και ο Οίκος της εορτής -είναι ένα… να το πω χοντρικά, τροπάριον που ακούσαμε στον Όρθρον και λέγεται «οίκος» αυτό το ιδιαίτερο τροπάριο: «λθε – λέγει, εκεί – κζητν τν εκνα ατο». « Ήλθε γυρεύοντας τη δική Του εικόνα». Γιατί ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού Λόγου. Ακριβέστατα, δεν είναι εικών του Θεού ο άνθρωπος, αλλά είναι εικών του Θεού Λόγου του Ενανθρωπήσαντος, έστω κι αν είναι πρωθύστερον το σχήμα, ότι προϋπήρξε ο Αδάμ της Ενανθρωπήσεως του Υιού, ο δε Ιησούς Χριστός, με την ανθρωπίνη Του φύση είναι εικών του ουρανίου Πατρός. Συνεπώς ο άνθρωπος είναι εικών εικόνος. Μας το λέγει πολύ ωραία αυτό ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος.

«λθε – λοιπόν – κζητν τν εκνα ατο». «Ήλθε γυρεύοντας την εικόνα Του, τον άνθρωπο». Ειδικότερα, λέγει, ένα κεκραγάριο του Όρθρου, πάλι τροπάριο του Όρθρου είναι. Έχουν ειδική θέση, ειδική σημασία, γι’αυτό και έχουν ειδικά ονόματα αυτά όλα: «π τν πηγν πέστη, πηγ τν θαυμάτων, ν τ κτ ρ, τς Εας ζωγρσαι καρπόν». Λέγει: « Η Πηγή ήρθε και κάθισε στην πηγή· γιατί ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής. Και ήρθε εκεί, που είναι η πηγή των θαυμάτων, το κεφαλάρι των θαυμάτων, ήρθε εκεί στην πηγή του Ιακώβ να καθίσει το μεσημέρι, ν τ κτ ρ». Ποιος; «Ζωγρσαι τς Εας καρπόν». Ζωγρέω-, κατά λέξη θα πει ψαρεύω. Αλλά εδώ, να μαζέψει τον καρπόν της Εύας. Ποιος ήταν ο καρπός της Εύας; Η Σαμαρείτιδα γυναίκα. Ήρθε εκεί ακριβώς για να μαζέψει τον καρπό της Εύας. Τι ωραία που είναι η Υμνογραφία και πόσο ακριβολογεί! Γι’αυτό και την χρησιμοποιούμε, αγαπητοί μου, πάρα πολλές φορές.

Ιδιαίτερα μας συγκινεί ο λόγος του Κυρίου που είπε στους μαθητάς Του: «πάρατε τος φθαλμος μν(:Σηκώστε τα μάτια σας να ιδείτε) κα θεάσασθε τς χώρας(: για να δείτε και δείτε τα χωράφια), τι λευκαί εσι πρς θερισμν δη». «Ότι λεύκαναν, άσπρισαν, ξεράθηκαν, έτοιμα για θέρισμα». Κι εννοούσε, εννοείται, τους πνευματικούς αγρούς, τους ανθρώπους.

Ο Κύριος ήθελε να τονίσει τις πνευματικές ανάγκες της κάθε εποχής- που πρέπει να κατανοούνται αυτές οι ανάγκες. Είναι μία ωραία εικόνα αυτών των κατάλευκων σταχυών που περιμένουν τον θερισμό. Δηλαδή, περιμένουν το Ευαγγέλιον. Να ωριμάσουν οι άνθρωποι.

Και ποιες είναι αυτές οι ανάγκες; Αγαπητοί μου, δύο θεμελιώδεις και βασικές. Όλα τα άλλα έπονται. Πρώτον: Η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου. Δεύτερον: Η λατρεία του αληθινού Θεού. Θα το λέγαμε ως εξής: Πολλές φορές χρησιμοποιώ τούτο το σχήμα, δεν πειράζει αν το επαναλαμβάνω. Τρία πράγματα είναι. Ο Θεός, εγώ, ο άνθρωπος, και ο τρόπος που θα προσεγγίσω τον Θεόν. Το μέσον. Έτσι, εγώ είμαι το υποκείμενο -δεν σας κάνω συντακτικό-· εγώ είμαι το υποκείμενο. Ο Θεός είναι το αντικείμενον. Και η σχέση μου με τον Θεό είναι ο τρόπος που θα πλησιάσω τον Θεό. Αν το θέλετε, και ο Θεός να πλησιάσει εμένα. Κατά το «κλινεν ορανούς καί κατέβη». Εκείνος έρχεται και εγώ πηγαίνω και συναντούμεθα.

Έτσι, η γνώσις του Θεού είναι θεμελιωδεστάτης σημασίας. Βεβαίως. Αλλά και η οδός είναι σπουδαία. Είναι ο Μεσσίας. Ο Μεσσίας είναι η οδός. «Εγώ είμαι η Οδός», είπε ο Χριστός. Η οδός που οδηγεί πού; Προς τον Πατέρα. Αλλά και μετά, όταν γνωρίσω την οδόν –κρατήσατέ το αυτό, κάτι θα σας πω στο τέλος- και γνωρίσω και τον Πατέρα, βασικά, χοντρικά τον Θεόν, τότε δεν μου μένει παρά η λατρεία μου προς Εκείνον. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός αυτής της γνώσεως.

Αλλά ας τα δούμε από πιο κοντά αυτά. Η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου. Αλήθεια, ο διάλογος που ανοίχθηκε με την Σαμαρείτιδα απέβλεπε εις την αποκάλυψιν του αληθινού Θεού. Οι Σαμαρείτες ήσαν περίπου ειδωλολάτρες. Από μία ιστορική ατυχία. Και δεν είχαν σαφή και ακριβή γνώση του Θεού. Αυτή η ιστορική ατυχία τους ήτανε, σας είπα, επαρχία ήταν, όλος ο Ισραήλ. Και μάλιστα έμεναν στο βόρειο μέρος, έμεναν οι δέκα φυλές. Από μία ιστορική ατυχία. Ε, καταληφθέντες από εχθρούς, έτυχαν μετοικεσίας. Αυτό που γίνεται σήμερα στην βόρειον Κύπρον. Να διώξομε από κει τους κατοίκους τους Έλληνας και να εποικίσομε Τούρκους.

Αυτό το πράγμα, αυτή η αλλαγή του πληθυσμού επιφέρει φοβερά αποτελέσματα. Είναι αρχαία η μέθοδος. Και την χρησιμοποιούν συνήθως οι βάρβαροι. Ναι. Ποτέ δεν την χρησιμοποιούν οι πολιτισμένοι άνθρωποι αυτήν την μέθοδο. Γι’αυτό, σας είπα, είχαν μία ιστορική ατυχία. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σ’ αυτήν την αλλαγή των πληθυσμών, ξέχασαν τον αληθινό Θεό. Μπερδεύτηκαν με εκείνους οι οποίοι είχαν έρθει από άλλη περιοχή, από άλλη χώρα, και ήσαν σχεδόν -δεν ξέχασαν ολότελα τον αληθινό Θεό- σχεδόν είχαν καταντήσει ειδωλολάτρες. Το ίδιο συμβαίνει, είδατε, και στην εποχή μας, κατά δυστυχίαν. Η γνώσις, λοιπόν, του αληθινού Θεού φοβερά υστερεί, όπως και τότε και σήμερα, ανάμεσα εις τους Χριστιανούς μας. Ναι. Υστερεί!

Η αθεΐα δεν δέχεται καν την ύπαρξιν του Θεού. Ο πανθεϊσμός, αυτός που ταυτίζει τον Θεόν με την φύση ή θεοποιεί την φύση. Ο πανθεϊσμός συγχέει τον Θεό με τη φύση. Δηλαδή ειδωλολατρία. Ο δεϊσμός- δεϊσμός, δέλτα- δέχεται Θεόν υπερβατικόν, αδιάφορον όμως έναντι της Δημιουργίας. «Έκανε», λέγει, «ο Θεός τον κόσμον, δεν τον ενδιαφέρει πλέον τον Θεόν τίποτε. Ευρίσκεται εις την μακαριότητά Του. Τι δα;». Το λέμε. Χωρίς να το καταλαβαίνομε, είμαστε Δεϊσταί. «Τι δα; Ο Θεός θα ασχολείται μ’ εμάς τους μικρούς; Η δική Του η μεγαλοπρέπεια θα ασχοληθεί με εμάς;». Δεϊσμός είναι. Δεϊστική αντίληψις. Προσέξτε με δέλτα. Δεϊστική.

Η πολυθεΐα ακόμα, δέχεται θεωμένες τις δυνάμεις της φύσεως. Λέμε: «Τι ωραία πράγματα που δημιουργεί η φύσις! Τι πράγματα δημιουργεί ο ήλιος!». Ο ήλιος δημιουργεί; Ο ήλιος είναι δημιούργημα. Απλώς είναι όλα μέσα στο πρόγραμμα της Δημιουργίας, που ο Θεός έτσι όλα αυτά τα θέλει. Πάντως η πιο τραγική άγνοια του ανθρώπου μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων είναι η άγνοια του Θεού. Το πρώτο σύμπτωμα. Ο Αδάμ και η Εύα Τον εγνώριζαν τον Θεόν. Τα παιδιά τους Τον εγνώριζαν τον Θεόν. Παρακάτω, παρακάτω, ελησμονούσαν τον Θεόν. Και Τον έχασαν από τον οπτικό τους ορίζοντα. Εκείνο που είχαν μπροστά τους ήτανε μόνον η φύσις. «Η φύση, ο ήλιος, όλα αυτά τα πράγματα εμένα με ζωογονούν. Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός μου»… Αμέσως οι άνθρωποι ειδωλολάτρησαν. Είναι το πρώτο σύμπτωμα της πτώσεως. Η ειδωλολατρία. Οφειλομένη εις την άγνοιαν –υπογραμμίζω την λέξη «άγνοιαν»- του αληθινού Θεού.

Βέβαια αυτή η άγνοια του Θεού δημιουργούσε και άγνοια της αληθινής φύσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχασε την γνώση του εαυτού του. Έτσι βλέπομε σε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα…: «Ποιος είμαι; Εγώ, ποιος είμαι;. Δεν ξέρω…». «Ο άνθρωπος, αυτό το μυστήριο, αυτό το άγνωστον», έγραφε ο Αλέξης Καρέλ, ένας Γάλλος. Έγραψε ένα βιβλίο: «Ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος». Άγνωστος. Ακόμα κι εκείνο που βλέπομε από την ανθρωπίνη φύση είναι άγνωστο. Δηλαδή ο οργανισμός του. Πόσο δε περισσότερο ο προορισμός του.

Έτσι, από τη στιγμή που ο άνθρωπος χάνει τον Θεό, χάνει και τον εαυτό του. Χάνει τη γνώση του Θεού, χάνει και την γνώση του εαυτού του. Διότι όταν πούμε ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού… τίνος Θεού; Αφού τον έχασα τον Θεό. Άρα λοιπόν έχασα και τον εαυτόν μου, ότι είμαι εικόνα του Θεού. Γι΄αυτό, λοιπόν, θαυμάσια λέγει ο οίκος, όπως σας είπα προηγουμένως, ο οίκος της ημέρας, ότι ο Θεός Λόγος «λθε κζητν τήν εκόνα ατοῦ». Ήλθε αναζητώντας την δική Του εικόνα.

Και τι λέγει τώρα ο Ιησούς εις την Σαμαρείτιδα; «Πνεμα Θεός». Πνεύμα ο Θεός. Και όπως αποκαλύπτει ο Θεός τον Εαυτόν Του στον Μωυσή και του λέγει, όταν τον ερώτησε ο Μωυσής προ της βάτου: «Τι θα πω εις τους Εβραίους όταν θα πάω στην Αίγυπτο που με στέλνεις; Ποιος Θεός σε στέλνει; Ποιο είναι το όνομά Σου;». Και απήντησε ο Θεός. –Ξέρετε Ποιος μιλούσε εκεί στην βάτον; Ο Θεός Λόγος μιλούσε. Υπογραμμίσατέ το αυτό. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος. Όπως και εις το Σινά. Δεν είναι ο Θεός Πατήρ. Είναι ο Θεός Λόγος, ο μετά ταύτα Ενανθρωπήσας. Τι απαντάει λοιπόν ο Κύριος; «γώ εμι ν». «Αυτό θα πεις είναι το όνομα του Θεού που με στέλνει σε σας: Εγώ είμαι ο υπάρχων. γώ εμι ν». Μετοχή του εμί.

Εδώ έχομε μια πρώτη και μεγάλη προσέγγιση του Θεού. Ο Θεός είναι πνεύμα. Δηλαδή, είναι υπερβατικός Θεός. Πέρα από την Δημιουργία. Αυτό θα πει υπερβατικός Θεός. Και δεν συγχέεται, ούτε ταυτίζεται με την ύλη και τον κόσμο και τις δυνάμεις του. Τελείως έξω από αυτό το δημιούργημά Του. Γι’αυτό ακόμη και η λέξις Θεός είναι ανεπαρκής. Πρέπει να σας πω ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός πολύ συχνά αναφέρεται σ΄ αυτό το θέμα, ότι και η λέξις Θεός είναι ανεπαρκής, επειδή λέγαμε και τον… Δία, τον λέγαμε θεό, και την φύση την λέμε θεό. Γι’αυτό ο Θεός τι είναι; Πώς θα Τον πούμε; Γι΄αυτό Τον αποκαλούμε «πέρθεον». Πάρα πολύ συχνά θα συναντήσομε αυτήν την έκφραση: «πέρθεον». Μάλιστα στις ευχές των Θεοφανίων: «πέρθεε». Τι θα πει «πέρθεε»; Δεν ξέρομε τι λέξη, Κύριε, να βρούμε και βάζουμε τη λέξη «Θεός». Αλλά επειδή η λέξις Θεός είναι κάπως πεπατημένη, γι’αυτό λέμε: «Είσαι πάνω από την έννοια Θεός». Ακόμη Τον λέμε «περούσιον». Λέμε «η ουσία του Θεού». Δεν έχει βεβαίως καμία σχέση με τη Δημιουργία, αλλά πού θα τα πούμε; Πώς θα τα ονοματίσομε; Έχομε αδυναμία ανθρωπίνης εκφράσεως, γνώσεως, ατέλειες, έχομε όρια. Και λέμε…βάζομε αυτό το «υπέρ» μπροστά και λέμε: «περούσιε! Είσαι πάνω από όλες τις νοητές και μη νοητές ουσίες». Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Θεός υπάρχει. Είναι ο ν, ο υπάρχων. Που υπάρχει πάντοτε. Γιατί λέγει: «Δεν ήμουν, ούτε θα είμαι. Υπάρχω». Και υπάρχει και εις το παρελθόν και εις το παρόν και εις το μέλλον. Είναι συνεπώς άνευ αρχής, άναρχος. Ελάτε τώρα να κατανοήσομε αυτό που λέγεται χωρίς αρχή… Και άπειρος!

Είναι Θεός ακόμη, προσωπικός. Όταν χρησιμοποιεί την μετοχή βέβαια του ρήματος εμί, τι σημαίνει εμί; Υπάρχω. Και τι σημαίνει «γώ» ; Πάρα πολλές φορές συναντούμε αυτήν την φρασούλα στην Παλαιά Διαθήκη. Εκατοντάδες φορές τη συναντούμε. «γώ εμί Κύριος Θεός σου». «γώ εμί». Το «γώ» εκφράζει πρόσωπον. Το «εμί» εκφράζει ύπαρξη. Συνεπώς μία ύπαρξις προσωπική. Πολύ σπουδαία πράγματα αυτά, αγαπητοί μου. Αρκεί να δει κανείς βυθισμένη την αρχαιότητα μέσα εις αυτήν την άγνοια. Είναι συνεπώς Θεός που διατηρεί αυτοσυνειδησία.

Απλά, πολύ απλά, αλλά δυνατά και καίρια, αυτήν την αλήθεια την αποκαλύπτει η Αγία Γραφή ως εξής: « φυτεύσας τ ος οχ κούει;». Αυτός που έκανε δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων αυτιά, όχι μόνον ανθρώπων, και στα ζώα, Αυτός δεν ακούει; « πλάσας τν φθαλμν οχ κατανοε. Εκείνος που έπλασε τα μάτια… -πόσες φορές σας το έχω πει, το ξέρετε, αγαπητοί μου, η μύγα, η μέλισσα…έξι χιλιάδες μάτια! Γιατί έχουν δύο μεγάλα σύνθετα μάτια- Εκείνος που έκανε τα μάτια, δεν βλέπει;». Αλλά εάν ακούει και βλέπει, σημαίνει ότι έχει αυτοσυνειδησία. «γώ εμί ν». «Εγώ είμαι ο υπάρχων». Ένας Θεός, ένας, μόνον ένας Θεός. Και η τελευταία αποκάλυψη που έγινε από τον Ιησούν Χριστόν, που είπε «Ἀπεκάλυψά σου τ νομα τος νθρώποις» κ.λπ. «Απεκάλυψα το όνομά Σου εις τους ανθρώπους». Ποιο είναι το όνομα; Όχι εις πληθυντικόν αριθμόν, αλλά εις ενικόν, γιατί ο Θεός είναι Ένας, που τελειώνει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «βαπτίζοντες ατούς ες τό νομα -και όχι «ες τά νόματα»το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος». Αυτή είναι η πλήρης και τελευταία αποκάλυψις και στην Ιστορία και στην αιωνιότητα.

Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια περί Θεού. Έξω της Αγίας Γραφής υπάρχει σκότος βαθύ περί Θεού. Σ’ αυτών των προγόνων μας, των σοφών μας προγόνων, των Ελλήνων, που υποτίθεται ότι ήσαν εκλεπτυσμένοι στον νουν, ρίξτε μία ματιά εις την ειδωλολατρικήν θεολογίαν, να δείτε τι πίστευαν… Ναι. Φοβερά ανόητα πράγματα. Ορθά είπε ο Πασκάλ: «Εμείς σήμερα πιστεύομε σε έναν φιλοσοφικό Θεό (Οι πιο πολλοί σήμερα, των Χριστιανών μας, όντως πιστεύουν σ΄έναν φιλοσοφικόν Θεόν) τον Οποίον πλάθομε», λέγει ο Πασκάλ, «και όχι σε έναν αποκαλυπτόμενον Θεόν». Δεν θα τον επινοήσεις. Δεν θα τον πλάσεις. Αλλά θα σου αποκαλυφθεί. Και απεκαλύφθη εν προσώπω Ιησού Χριστού. Δυστυχώς, πόσοι Χριστιανοί σήμερα δεν πιστεύουν εις τον Ιησούν Χριστόν και μένουν εις το σκοτάδι της αγνωσίας του Θεού. Και το περίεργο ότι αντιδρούμε εις τον αποκαλυπτόμενον Θεόν κι επιμένομε να πλάθομε τον δικό μας, τον φανταστικό Θεό. Προχθές ακόμα ακούστηκε από το ραδιόφωνο, «Και στον Θεό», λέει, «εκείνον, όπως ο καθένας θέλει να τον πιστεύει», από ένα στόμα πολιτικού. «Όπως ο καθένας θέλει να τον πιστεύει»…

Το πρώτο,λοιπόν, σύμπτωμα του προπατορικού αμαρτήματος ήταν η άγνοια του Θεού. Και το πρώτο σύμπτωμα της σωτηρίας είναι η αληθής γνώσις του Θεού.

Ένα δεύτερο μυστήριον είναι η γνώσις του Μεσσίου, του προσώπου του Ιησού Χριστού, του Ενανθρωπήσαντος. Είναι η γνώση Εκείνου, ξαναλέγω, του Θεού Λόγου, που γίνεται άνθρωπος. Και γιατί γίνεται άνθρωπος; Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων… λίγο θα ερμηνεύσω: «Μή τι ρα μάτην Υἱὸς Θεο κατλθεν ξ ορανο, να τ τηλικοτον τραμα (: «Ματαίως», λέγει, «έγινε άνθρωπος ο Θεός Λόγος; Ή ένα τέτοιο τραύμα…- Ποιο είναι το τραύμα; Της αγνωσίας του Θεούθεραπεύσ;(:για να θεραπεύσει αυτό το τραύμα;). Μή τι μάτην λθεν Υός να Πατήρ πιγνωσθ (:Για να γίνει γνωστός ο Πατήρ, ματαίως ήλθε;). πέγνως τί κίνησεν(:το κατάλαβες) κ δεξιν θρόνον κατελθεν τον μονογεν; Πατήρ κατεφρονετο, δει Υόν διορθώσαντα (:ο Υιός έπρεπε να διορθώσει την καταφρόνησιν που είχαμε εμείς, τα κτίσματα, οι άνθρωποι, προς τον Πατέραν Θεόν) τήν πλάνην. δει γάρ τον δι’ ο γένετο τά πάντα, τόν δεσπότην τν πάντων προσενεγκεν τά πάντα (:Εκείνος που τα έκανε όλα, Εκείνος να έρθει, για να μας πει για τον Πατέρα, για τον αληθινό Θεό). δει θεραπευθναι τό τραμα (:Έπρεπε να θεραπευθεί αυτή η πληγή της αγνοίας του Θεού). Τί γάρ ν ταύτης τς νόσου χερον; να λίθος ντί Θεο προσκυνηθ;(:Τι χειρότερη αρρώστια θα μπορούσε να υπάρξει, από του να προσκυνείται το λιθάρι αντί του αληθινού Θεού;)».

Και τώρα η Σαμαρείτισσα, αγαπητοί μου, λέγει στον Κύριον: «Οδα –όταν ανοίχτηκε ο διάλογος· Γνωρίζω– ὅτι Μεσσίας ρχεται, λεγόμενος Χριστός(Μεσσίας είναι στην εβραϊκή γλώσσα, Χριστός είναι στην ελληνική γλώσσα. Ο ορισμένος υπό του Θεού, ο κεχρισμένος, Χριστός)· ταν λθ κενος, ναγγελε μν πάντα (:Όταν εκείνος, λέει, θα έλθει, Αυτός όλα θα μας τα πει, αυτά τα οποία τώρα εμείς κουβεντιάζομε)». Από πού το εγνώριζε η Σαμαρείτις; Από τον Μωυσέα. Από την Πεντάτευχο. Με την ευκαιρία σας λέγω ότι οι Σαμαρείται εδέχοντο μόνον τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Όλα τα άλλα, Προφήτες κ.λπ. και τα ιστορικά βιβλία, όλα τα άλλα τα απέρριπτον. Γι’αυτό και ο Κύριος, όπου μίλησε, μίλησε από την Πεντάτευχον. Γι’ αυτόν τον λόγο.

Και είχε ορθή γνώση βεβαίως αυτή η γυναίκα περί του αναμενομένου Μεσσίου, αν και ατελή. Γι’αυτό και ο Κύριος της απαντά: «γώ εμι λαλν σοι». «Εγώ είμαι, που τώρα σου ομιλώ. Εγώ είμαι ο Μεσσίας. Ήρθα. Εγώ είμαι». Αγαπητοί μου, πιο συγκλονιστική απάντηση δεν θα μπορούσε ποτέ να δοθεί. Ποιος ήταν μπροστά της; Ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος. Ο Μεσσίας! Η γυναίκα αυτή κατεπλάγη. Εκείνος που ομιλεί στο Σινά είναι. Ο άγιος του Ισραήλ. Ο Κύριος. Αυτός είναι. «Και τον Πατέρα κανείς δεν γνωρίζει, αν δεν γνωρίσει τον Υιόν. Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά δια του Υιού. Και ο αρνούμενος τον Υιόν, αρνείται και τον Πατέρα». Και είναι άθεος, με την διάσταση που δίδει η Αγία Γραφή. Το λέγει σαφώς ο ευαγγελιστής Ιωάννης. «Αυτός που δεν έχει», λέει, «τον Υιόν, δεν έχει ούτε τον Πατέρα».

Και η γνώσις του αληθινού Θεού και της φύσεώς Του, μας δίδει την πρώτη φάση στην σωτηρία μας. Και ποια είναι η δευτέρα φάσις; Η λατρεία. «Κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν». «Εκείνοι που Τον προσκυνούν, πρέπει να Τον προσκυνούν –προσέξτε- ν Πνεύματι (με το Π κεφαλαίο) κα ληθεί (το Α κεφαλαίο)».

Τι σημαίνει αυτό; Καταρχάς, είναι η προσκύνησις. Ύστερα η προσκύνησις είναι λατρεία. Άλλο πράγμα κάνω την προσευχή μου και άλλο πράγμα ανάβω ένα κερί, ή το καντήλι μου. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο πράγμα, ήρθαμε εδώ να προσευχηθούμε, και άλλο να τελέσομε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό είναι λατρεία. Άλλο η προσευχή και άλλο η λατρεία. Και η λατρεία είναι η αποδοχή του Θεού, η ταπείνωση μπροστά Του, η επίγνωση του Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είναι ο άνθρωπος. Είναι η προσφορά της πίστεως. Είναι η προσφορά της αγάπης. Και αυτά όλα, τόσον εξωτερικά, με κινήσεις, όσο και εσωτερικά. Το ένα δεν καταργεί το άλλο. Ούτε το ένα συμπληρώνει το άλλο. Και τα δύο προσφέρονται ταυτόχρονα. Και το έσω και το έξω. Ο Κύριος βέβαια τονίζει την εσωτερική λατρεία. Όχι γιατί ήθελε να παραμερίσει την εξωτερική λατρεία. Αλλά γιατί οι Εβραίοι είχαν μείνει στην εξωτερική λατρεία. Και οι Σαμαρείται μείναν στην εξωτερική λατρεία. Αυτό ήταν όλο.

Αλλά οι Πατέρες βλέπουν κάτι ακόμα βαθύτερο και προσέξατέ το. Η προσκύνησις του Πατρός γίνεται «ν Πνεύματι». «Προσκυνείται», λέει, «ο Πατήρ, ν Πνεύματι κα ληθεί». Σας είπα, με Π κεφαλαίο, ν Πνεύματι. Όχι μόνο το ανθρώπινον πνεύμα, αλλά με το Άγιον Πνεύμα. Αλλά «κα ληθεί» -δοτική-, το Άλφα κεφαλαίο. Και ποια είναι η Αλήθεια; Είναι ο Χριστός. Είπε ο Χριστός: «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Συνεπώς, ο Πατήρ προσκυνείται δια του τρίτου και δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Αυτό θα πει «ν πνεύματι κα ληθεί δε προσκυνεν». Κανείς δεν ομολογεί, αν θέλετε να το πλατύνομε, το πλαταίνει η Αγία Γραφή, η Καινή Διαθήκη, κανείς δεν ομολογεί τον Ιησούν «Κύριον», παρά με το Πνεύμα το Άγιον. Και κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά δια του Υιού. Είναι η προσκύνησις και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος με τη σχέση που αναφέραμε.

Αγαπητοί μου, αυτή είναι η πραγματικότητα. Έτσι, τα δύο αυτά πελώρια προβλήματα, η γνώσις του αληθινού Θεού και του Μεσσίου και η σχέση μου με τον Θεόν, δηλαδή η λατρεία, αποτελούν τα μεγάλα κεφάλαια της πίστεώς μας, που, αν το θέλετε, καταξιώνουν και αξιοποιούν το δικό μου το πρόσωπο. Γιατί από τη στιγμή που θα γνωρίσω Ποιος είναι ο Θεός, θα γνωρίσω και τον εαυτό μου.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_756.mp3

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ομιλία)

Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)

«Ὅν τρόπον ἐπιπoθεὶ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιπoθεὶ ἡ ψυχὴ μοῦ πρός σε, ὁ Θεός. ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζωντα» (Ψαλμ. μά΄ 2-3).

Τὴν κραυγὴ αὐτὴ δὲν τὴ βγάζει ἕνας φτωχὸς κι ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ πλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ἀνθρώπινη σοφία, μὲ ἔγκόσμια γνώση, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Ἡ γνώση τοῦ καλοῦ ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ εἶναι φτιαγμένοι, ἀπὸ τὸ ὕφασμα ποὺ εἶναι ὑφασμένοι οἱ ἄνθρωποι κι ἡ φύση. Δὲν εἶναι τέτοια ἢ κραυγὴ αὐτή. Εἶναι ἡ νοσταλγικὴ καὶ καρδιακὴ κραυγὴ κάποιου βασιλιᾶ ποὺ ἔχει ἀρίφνητα ἐπίγεια πλούτη, ποὺ εἶναι πολὺ εὐφυής, εὐγενὴς στὶς ἰδέες καὶ τὴν καρδιά, ἰσχυρὸς σὲ δύναμη καὶ ἔργα.

Πλούσια ἡ ψυχή του ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ἀνελεύθερη ψυχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἔνιωσε ξαφνικὰ πῶς ἡ πνευματική του δίψα ὄχι μόνο δὲν κορέστηκε, ἀλλ’ αὐξήθηκε σὲ ὕψιστο βαθμό, σὲ τέτοιο σημεῖο ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει τὸ ὑλικὸ σύμπαν ὁλόκληρο. Ἔνιωσε τότε πῶς σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ζοῦσε «ἐν γῆ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. ξβ’ 2). Γι’ αὐτὸ κραύγασε στὸ Θεό, τὴ μόνη πηγὴ ποὺ ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό, ἐκεῖνο ποὺ διψάει ἡ λογικὴ ψυχή. Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα.

Δὲ χρειάζεται ν’ ἀποδείξουμε πῶς ἡ ὑλικὴ τροφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε πῶς τὸ φυσικὸ νερὸ δὲν μπορεῖ νὰ κορέσει τὴν πνευματική του δίψα. Ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς, ποὺ λάμπει καὶ ξεχωρίζει ἀνάμεσα στὰ δημιουργήματα καὶ τοὺς χαρίζει ζωὴ καὶ ἁρμονία, εἶναι ἀνίκανο νὰ χορτάσει καὶ ν’ ἀναζωογονήσει τὴν ψυχή.

Τὸ σῶμα λαβαίνει ἄμεσα τὴν τροφὴ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ οὐσιαστικὴ γιὰ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα εἶναι γήινο, γι’ αὐτὸ κι ἡ τροφή του εἶναι γήινη. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ σῶμα αἰσθάνεται ἄνετα στὴ γῆ, στὸν κόσμο, ποῦ εἶναι ἡ πατρίδα του. Ἡ ψυχὴ ὅμως ὑποφέρει ἐδῶ. Σταυρώνεται καὶ ὑποφέρει. Ξεσηκώνεται καὶ διαμαρτύρεται γιατί τὴν τροφή της πρέπει νὰ τὴν πάρει ἔμμεσα. Γι’ αὐτὸ κι ἡ ψυχὴ στὸν κόσμο αὐτὸν αἰσθάνεται σὰ νὰ ζεῖ ξένη, ἀνάμεσα σὲ ξένους.

Τὸ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη κι ὅτι στὴν οὐσία της ἀνήκει στὸν ἀθάνατο κόσμο, τὸ ἀποδείχνει τὸ γεγονὸς ὅτι, στὴν ἐπίγεια αὐτὴ ζωή, νιώθει σὰν τὸν ἀνικανοποίητο ταξιδιώτη σὲ ξένη χώρα, ποὺ τίποτα στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χορτάσει καὶ νὰ τὸν ζωογονήσει. Ἀκόμα κι ἂν ἡ ψυχὴ εἶχε τὴ δυνατότητα ν’ ἀδειάσει μέσα της τὸ σύμπαν ὁλόκληρο μ’ ἕνα ποτήρι νεροῦ, ἡ δίψα της ὄχι μόνο δὲ θὰ λιγόστευε, ἀλλὰ στὴν οὐσία θὰ γινόταν ἐντονότερη. Γιατί τότε δὲ θά ‘μενε μέσα της οὔτε ἴχνος ἐλπίδας πῶς, μετὰ τὸν ἑπόμενο λόφο, θὰ βρισκε κάποια ἄλλη ἀναπάντεχη πηγὴ νεροῦ.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ζωντανή. Ζωντανὴ ποὺ πάντα ὅμως διψάει γιὰ περισσότερη ζωή. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ξεδιψάσει, παρὰ μόνο ἡ ζωή. Ἡ ζωή της ὅμως βρίσκεται μόνο στὸ Θεό, στὸ ζῶντα Θεό. Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα. Δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ψαλμὸς αὐτός, εἶναι ἕνα γεγονός. Ὁ λαιμὸς τοῦ διψασμένου λιονταριοῦ ποὺ βρυχᾶται στὴν ἔρημο, μ’ ὅλο ποὺ ὁ βρηχυθμός του ἠχεῖ στὰ πουλιὰ τῆς ἐρήμου σὰν τραγούδι, στὸ λιοντάρι δὲν εἶναι τραγούδι, μὰ κραυγὴ γιὰ βοήθεια.

Ἐδίψησεν ἡ ψυχὴ μοῦ πρὸς Θεὸν τὸν ζῶντα. Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια ποὺ τὰ λέει κάποιος ποιητής, ἀλλ’ ἕνας διψασμένος ταξιδιώτης ἐν γῆ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ. Δὲν εἶναι τραγουδιστὴς αὐτὸς ποὺ ἔχει συνθέσει τοὺς στίχους αὐτούς, ἀλλ’ ἴσως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ μεγαλύτερη ἔμπνευση στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἄνθρωπε! Ἄν ἐξακολουθεῖς νὰ πιστεύεις πῶς ἡ σωματικὴ τροφὴ καὶ τὸ ποτὸ εἶναι ἱκανὰ νὰ θρέψουν καὶ νὰ ξεδιψάσουν τὴν ψυχή σου, θὰ βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο ὅπου βρίσκονται τὰ οἰκόσιτα ζῶα καὶ τὰ ἄγρια κτήνη. Ἄν κατόρθωσες νὰ ξεπεράσεις τὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κι ἐλπίζεις πῶς ἡ ψυχή σου μπορεῖ νὰ τραφεῖ καὶ ν’ ἀναζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ τὸ ἐγκόσμιο κάλλος, τότε θὰ βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει ἡμι-ἐμπειρία, ἡμι-ἀνάπτυξη. Ἡ πρώτη σκέψη εἶναι ἀνόητη, ἡ δεύτερη (ἡ ἐλπίδα) εἶναι στεῖρα. Στὸ δεύτερο αὐτὸ ἐπίπεδο ἀκοῦς τὰ βογγητὰ καὶ τίς κραυγὲς τοῦ διψασμένου κόσμου καὶ νομίζεις πῶς εἶναι τραγούδια κι μιὰ προσπάθεια νὰ ξεδιψάσει κανεὶς μὲ τὴ δίψα τῶν ἄλλων. Ἄν ξεπέρασες τὸ ἐπίπεδο αὐτὸ κι ἔνιωσες μιὰ ἀνέκφραστη δίψα, ποὺ καμιὰ πηγὴ στὸν κόσμο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὴ σβήσει – ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε οὔτε κι ὁλόκληρος ὠκεανὸς νὰ τὴ σβήσει – τότε ἔχεις ἀποκτήσει πραγματικὴ ἐμπειρία, εἶσαι ἄνθρωπος ἀληθινός. Μόνο ὅταν βρεθεῖς στὸ ἐπίπεδο αὐτὸ τῆς ἀκόρεστης πνευματικῆς δίψας, τῆς δίψας ἐκείνης ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Δαβίδ, θὰ κατανοήσεις μὲ πληρότητα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

«Ἔρχεται οὔν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας τὴν λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου καὶ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τὼ υἱῷ αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 5). Ἡ περιοχὴ ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία μέχρι τὴ Γαλιλαία ὀνομάζεται Σαμάρεια. Τὸ ὄνομά της τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ βουνὸ Σαμάρεια. Ὁ δρόμος ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρός τὴ Γαλιλαία ἐξακολουθεῖ νὰ περνάει ἀπὸ τὴ Συχὰρ (τὴ σημερινή Ἀσκάρ). Ἐκεῖ εἶναι ἕνα κομμάτι γῆς ποὺ τὸ εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμὼρ κι ἔχτισε ἐκεῖ ἕνα θυσιαστήριο, ποὺ τὸ ὀνόμασε «Θεὸς τοῦ ‘Ἰσραήλ» (Γέν.λγ19-20). Ἀργότερα ὁ Ἰακὼβ δώρησε τὴ γῆ αὐτὴ στὸ γιο του Ἰωσήφ.

«Ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὔν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἔκ τῆς ὁδοιπορίας ἔκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τὴ πηγή: ὥρα ἢν ὡσεὶ ἕκτη» (Ἰωάν. δ’ 6). “Ἡ πηγὴ αὐτὴ εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακὼβ εἴτε ἐπειδὴ ὁ προπάτοράς μας Ἰακὼβ εἶχε κατοικήσει κοντὰ στὸ πηγάδι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του εἴτε ἐπειδὴ τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Κουρασμένος ἀπὸ τὸν ἀπόκρημνο καὶ ἀνηφορικὸ δρόμο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὼς ἐκεῖ, ὁ Κύριος κάθησε δίπλα στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἡ ἕκτη ὥρα, ὅπως τὴ μετροῦσαν στὴν Ἀνατολή, ἦταν ἡ μεσημβρία.

Ὁ Κύριος ἔφτασε ἐκεῖ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος μεσουρανοῦσε κι ἡ ζέστη ἦταν μεγάλη. Ἦταν κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅπως κεκοπιακὼς ἦταν κι ἀργότερα, ὅταν ἀνέβαινε στὸ σταυρὸ αἱμόφυρτος καὶ πονεμένος. Γιατί δὲν ταξίδεψε νύχτα, ποὺ εἶχε καὶ δροσιά; Οἱ νύχτες γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἀφιερωμένες στὴν προσευχή. Κι ἂν ὑποθέσουμε στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πῶς θὰ ταξίδευε νύχτα, τὸ εὐαγγέλιο θὰ ἦταν φτωχότερο κατὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονὸς κι ἀπὸ μιὰ πολὺ διδακτικὴ καὶ σωστικὴ ἀποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, μὲ τὰ πόδια, στοὺς ἀνηφορικοὺς κι ἀπότομους δρόμους καὶ μὲ μεγάλη ζέστη, κουρασμένος καὶ διψασμένος, γιατί βιαζόταν νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κάθε στιγμὴ τοῦ ἐπίγειου βίου Του, μέρα καὶ νύχτα, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

«Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς δὸς μοὶ πιεῖν» (Ἰωάν. δ’ 7). Ὁ εὐαγγελιτὴς τονίζει πῶς ἡ γυναῖκα ἦταν Σαμαρείτιδα, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι χαρακτήριζαν τοὺς Σαμαρεῖτες ὡς εἰδωλολάτρες. Δὸς μοι πιεῖν, τῆς εἶπε ὁ Κύριος. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος, σημάδι πῶς τὸ σῶμα Του ἦταν ἀληθινὰ ἀνθρώπινο σῶμα κι ὄχι ὁμοίωμα, ὅπως ἰσχυρίστηκαν κάποιοι αἱρετικοί. Ὅπως τὸ σῶμα Του δάκρυζε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ὑπόφερε ἀπὸ τοὺς πόνους Του στὸ σταυρό, ἔτσι εἶχε καὶ τὴν αἴσθηση τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας. Ἄν τὸ ἤθελε, θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ξεπεράσει τὴν ἀνάγκη αὐτή, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτήν. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ θεϊκή Του δύναμη νὰ τὴν ἀναστείλει γιὰ κάποιο διάστημα ἢ καὶ νὰ τὴν καταργήσει ἐντελῶς. Πῶς ὅμως ἔτσι θά ‘δειχνε ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος; Πῶς θὰ μποροῦσε «κατὰ πάντα τοῖς ἁδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» (Ἐβρ. β’17), πῶς θὰ τοὺς ὀνόμαζε ἀδελφούς Του; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὶς θλίψεις, ἂν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ὑποφέρει καὶ δὲν εἶχε ὑπομείνει τίς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς; Καὶ τελευταῖο, θὰ μποροῦσε ἡ τελικὴ νίκη Του νά ‘χει τὴ λαμπρότητα ποὺ μᾶς δυναμώνει καὶ μᾶς φωτίζει στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἂν ὁ ἴδιος δὲν τὰ εἶχε ὑπομείνει πρῶτος ὅλα καὶ μάλιστα στὸν ὕψιστο βαθμό; Θὰ ρωτήσει κανείς: «Πῶς γίνεται Ἐκεῖνος πού μποροῦσε νὰ πολλαπλασιάσει τοὺς ἄρτους καὶ νὰ περπατάει στὸ νερό, ὅπως σὲ στέρεο ἔδαφος, νὰ μὴν μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο κοπιαστικὸ καὶ μακρὺ ταξίδι, μ’ ἕνα Τοῦ λόγο (ἢ καὶ μὲ μιὰ Τοῦ σκέψῃ) ν’ ἀνοίξει ξαφνικὰ μιὰ πηγὴ μὲ νερὸ στὸ βράχο ἢ στὴν ἄμμο καὶ νὰ σβήσει τὴ δίψα του;»

Σίγουρα αὐτὸ ἀνήκει στὴ δύναμή Του. Τὸ ἔκανε καὶ Μωυσῆς αὐτὸ στὴν ἔρημο. Τὸ ἔκαναν καὶ πολλοὶ ἅγιοι στὸ ὄνομά Του, ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας. Πῶς λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Μποροῦσε, μὰ δὲν ἤθελε. Ποτέ Του δὲν ἔκανε οὔτε ἕνα μοναδικὸ θαῦμα μόνο γιὰ τὸ δικό Του καλό, γιὰ νὰ ταΐσει, νὰ ποτίσει ἢ νὰ ντύσει τὸν ἑαυτό Του. Ὅλα τὰ θαύματα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους. Δὲν ὑπάρχει σκιὰ ἰδιοτέλειας στὴ ζωή Του. Ἀκόμα κι ὅταν μικρὸ παιδὶ ἔφυγε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη, δὲν τὸ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὥρα Του δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμα. Ὅταν ὅμως ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Τοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγει το θάνατο, δὲν ἔφυγε. Ἀντίθετα, πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. “Ὅλα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κάθε συμπεριφορά Του καὶ κάθε ἔργο ποὺ ἔκανε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τὰ πάντα καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς κι ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη σοφία Του.

Δὸς μοι πιεῖν. Ὁ Δημιουργὸς τὸ ζητάει αὐτὸ ἀπὸ τὸ πλάσμα Του. Τὰ λόγια αὐτὰ ἀντηχοῦν ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε μόνο στὴ Σαμαρείτιδα. Ἀπευθύνονται σ’ ὅλες τίς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Δὸς μοι πιεῖν, λέει σήμερα ὁ Χριστὸς στὸν καθένα μας. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ νεροῦ, Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει τίς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, τὰ ποτάμια καὶ τίς πηγές, δὲν τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ διψάει γιὰ νερό. Διψάει γιὰ τὴν ἀγαθή μας θέληση, γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι, δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ δικό μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ δικό Του. Κάθε ποτήρι νερὸ ποὺ ἔχουμε στὴ γῆ δικὸ Τοῦ εἶναι, Ἐκεῖνος τὸ δημιούργησε. Γιὰ κάθε ποτήρι ψυχροῦ ὕδατος ποὺ δίνουμε στοὺς ἀδελφοὺς Του τοὺς ἔλαχίστους, ἔχει πληρώσει μὲ τὸ τίμιο αἷμα Του. Μὲ τὴν ἀνεξάντλητη κι ἀμίμητη ταπείνωσή Τοῦ ὅμως δὲ ζητάει ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα ὡς Δημιουργὸς ἀπὸ τὸ πλάσμα Του, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο. Μᾶς δείχνει ἔτσι τὴν ταπείνωσή Τοῦ καὶ φανερώνει τὴν περιορισμένη καὶ ἐνδεῆ ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὅπως ἔχει καὶ τὸ καθῆκον νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ νὰ ἐλεήσει τὸν ἄλλον.

«Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἕνα τροφὰς ἀγοράσωσι» (Ἰωάν. δ’ 8). Ὁ Κύριος δὲν ἦταν μόνο κουρασμένος καὶ διψασμένος, ἀλλὰ πεινοῦσε κιόλας, ὅπως καὶ οἱ μαθητές Του. Εἶναι κι αὐτὴ μιὰ ἀκόμα ἀπόδειξη πῶς ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ πῶς δὲν ἔκανε θαύματα στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ θαυματουργία δὲ λειτουργοῦσε γιὰ τὸ γενικότερο καλό, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐξηγήσει γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ζήτησε νερὸ ἀπὸ τὴ γυναῖκα. Ἄν οἱ μαθητὲς ἦταν ἐκεῖ θὰ εἶχαν βγάλει ἐκεῖνοι νερό, ὁπότε ἡ γυναῖκα δὲ χρειαζόταν ν’ ἀναφερθεῖ. Σὲ κάθε περίπτωση ἡ θεία πρόνοια ἤθελε νὰ δημιουργήσει τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴ δική μας διδαχή, ὥστε ὅταν κι ἐμεῖς συναντᾶμε τὸν ἐχθρό μας στὴν ἀνάγκη του, νὰ τὸν βοηθᾶμε. Κι ὅταν τὸ ἔθνος μας βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ τοὺς γειτονικοὺς λαούς, ἐμεῖς σὰν ἄνθρωποι νὰ μὴν τολμᾶμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴν ἔχθρα σὲ κάθε ἄνθρωπο τοῦ ἔθνους αὐτοῦ. Ὅταν μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, εἶναι καθῆκον μας νὰ βοηθᾶμε κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς νὰ προσέχουμε ἂν ἀνήκει στὸ δικό μας ἔθνος ἢ ὄχι.

«Λέγει οὖν αὐτῷ ἢ γυνὴ ἢ Σαμαρείτις πὼς σὺ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις» (Ἰωάν. δ’ 9). Ἡ γυναῖκα εἶχε τὴν ἄποψη ποὺ εἶχαν ὅλοι στὴν ἐποχή της, πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ μισεῖ μόνο ἕνα ἐχθρικὸ ἔθνος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀνήκει στὸ ἔθνος αὐτό. Στὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Κύριος ἐπισήμανε τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μῖσος ποὺ ἔνιωθαν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες. Καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί κι οἱ Σαμαρεῖτες ἔνιωθαν τὸ ἴδιο μῖσος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ σπάσει τὸ φράγμα τοῦ μίσους ἀνάμεσα στὰ ἔθνη, πρέπει πρῶτα νὰ σπάσει κανεὶς τὸ φράγμα ποὺ δημιουργεῖ τὸ μῖσος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λογικὸς τρόπος γιὰ νὰ θεραπεύσει κανεὶς τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ μεγάλη ἀρρώστια τοῦ ἀμοιβαίου μίσους.

«Ἀπεκρίθῃ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη εἰ ἤδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἔστιν ὁ λέγων σοί, δὸς μοὶ πιεῖν, σὺ ἂν ἤτησας αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν» (Ἰωάν. δ’ 10). Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ τόσο μὲ τὴν ὑλικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἄποψη ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ κατανοήσουμε πῶς ἀναφέρεται σ’ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγαθότητά Τοῦ δημιούργησε καὶ ἔδωσε γιὰ χρήση καὶ βοήθεια στὸν ἄνθρωπο. Ἄν ἐσύ, γυναῖκα, γνώριζες πῶς τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἀνήκει οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες οὔτε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ’ εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἂν γνώριζες πῶς ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν ἔβαλε πινακίδες ποῦ νὰ λένε πῶς «αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες» ἢ «γιὰ τοὺς Ἰουδαίους», ἀλλὰ «γιὰ τοὺς ἀνθρώπους», τότε θὰ ἔβγαζες τὸ νερὸ αὐτὸ μὲ δέος, ἀφοῦ εἶναι δῶρο Θεοῦ, καὶ θὰ τὸ ἔδινες στὸ διψασμένο ἄνθρωπο νὰ πιεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο δέος, ἀφοῦ τὸ προσφέρεις στὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δῶρο Θεοῦ στὸν κόσμο.

Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τώρα, ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Παραδίνοντας ὁλόκληρο τὸν ὁρατὸ κόσμο στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ὁ Θεός του δίνει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ἄν ἐσύ, γυναῖκα, γνώριζες τί πολύτιμο δῶρο ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Σαμαρεῖτες, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς χωρὶς ἐξαίρεση, ἡ ψυχή σου θὰ ἔτρεμε. Θὰ ἔκλαιγες ἀπὸ χαρά, θὰ ἔμενες ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲ θά τολμοῦσες νὰ σκέφτεσαι κὰν γιὰ ἀμοιβαία ἔχθρα καὶ γιὰ μῖσος ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Σαμαρεῖτες.

Νὰ ξέρεις πῶς ἂν ἐπρόκειτο νὰ σοῦ ἀποκαλυφτοῦν ὅλα τὰ μυστήρια Ἐκείνου ποὺ τώρα μιλάει μαζί σου, Αὐτοῦ ποὺ κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἐξωτερική του ἐμφάνιση τὸν λογαριάζεις γιὰ κάποιον συνηθισμένο ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοράει κι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ μιλάει τὸν θεωρεῖς Ἰουδαῖο, σὺ ἂν ἤτησας αὐτὸν καὶ ἔδωκεν ἂν σοὶ ὕδωρ ζῶν. Μὲ τὸ ὕδωρ ζών εννοεί ὁ Κύριος τὴν φωτιστικὴ καὶ ζείδωρη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὑποσχέθηκε στοὺς πιστούς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὐ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ’ 38-39). Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἤξερε καὶ δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ καὶ γι’ αὐτὸ συνέχισε νὰ ρωτάει:

«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθὺ πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὸς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;» (Ἰωάν. δ’ 13,14). Δούλους δὲν ἔχεις, δοχεῖο δὲν ἔχεις, τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Πῶς λοιπὸν θ’ ἀντλήσεις τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερό; Ἡ γυναῖκα ἔβλεπε τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας, τὸν λογάριαζε κάποιον συνηθισμένο θνητό, ἕναν ἀβοήθητο ἄνθρωπο. Ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε καὶ τώρα, ὀνομάζεται τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ πηγή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ πηγάδια καὶ στέρνες.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ πηγαδίσιο νερὸ ποὺ ὀνομάζεται δροσερό, ζῶν ὕδωρ, ὅταν τὸ πηγάδι αὐτὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ πηγή. Ἡ πηγὴ βρίσκεται στὸν πυθμένα τοῦ πηγαδιοῦ, ἀπ’ ὅπου ρέει τὸ νερὸ καὶ τὸ γεμίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως τῆς ἔρχεται μιὰ δεύτερη σκέψη καὶ βιάζεται νά την ἐξωτερικεύσει: μὴ σὺ μείζων εἰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ; Σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Μήπως μπορεῖς ἐσὺ νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγὴ νεροῦ, δίπλα στὴν πρώτη; Ὁ πατέρας μας Ἰακὼβ δὲ δημιούργησε τὴν πηγή, ἀλλ’ ἁπλᾶ τὴν ἔχτισε καὶ τὴν περιόρισε. Ἄν ἐσὺ μπορεῖς νὰ δημιουργήσεις μιὰ ἄλλη πηγή, νὰ φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αὐτὸ θὰ ἦταν ὕδωρ ζῶν, καὶ τότε βέβαια θὰ ἤσουν μείζων τοῦ πατέρα μας Ἰακώβ. Εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον; Τὸ πηγάδι αὐτὸ τοῦ Ἰακὼβ ἔχει τόσο ἄφθονο νερό, ὥστε ἀπ’ αὐτὸ ἤπιε ὁ ἴδιος, ἤπιαν τὰ παιδιά του, τὰ ζωντανά του κι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε ἐδῶ κοντά, καθὼς καὶ οἱ ταξιδιῶτες ποὺ περνοῦν ἀπ’ ἐδῶ, κι οἱ ἐπισκέπτες. Κι αὐτὸ γίνεται αἰῶνες τώρα καὶ τὸ νερὸ στὸ πηγάδι δὲ στερεύει. Μήπως ἐσὺ μπορεῖς νὰ κάνεις κάτι καλλίτερο κι ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό;

Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Σαμαρείτιδας ἀπὸ τὴ μιὰ φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνειά της γιὰ τὸν πατέρα τοὺς Ἰακώβ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀμφιβολία, κάτι σὰν εἰρωνεία στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Δὲν ἦταν τόσο ἀγενὴς καὶ δημόσια ἡ εἰρωνεία ὅσο ἐκείνη ποὺ ἔγινε κατὰ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἄκουσαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς λέει πῶς κοιμᾷται τὸ κορίτσι τὸν περιγελοῦσαν (κατεγέλων αὐτοῦ), ἦταν ὅμως μιὰ ἔμμεση καὶ κρυφὴ εἰρωνεία. Ὁ Κύριος ὅμως ποὺ σκοπό Του εἶχε νὰ τραβήξει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἦταν προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ ἐμπαιγμοὺς καὶ εἰρωνεῖες τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους ὅσο κι ἀπὸ δαίμονες. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲ μέμφεται τὴ γυναῖκα γι’ αὐτὴν τὴν αἰχμηρὴ εἰρωνεία, ἀλλὰ προχωρεῖ μὲ στόχο τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της:

«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτη πὰς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσῃ πάλιν ὅς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὐ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὸ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγῇ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν.δ’ 13,14). Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ στὴ γυναῖκα μὲ τὸν τρόπο ποὺ θά ‘θελε ἐκείνη. Δὲ θὰ τῆς πεῖ πόσο ἀνώτερος εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἐκεῖνος βλέπει τὴν αἰτία τῆς παρανόησης ἀνάμεσα στὸν ἴδιο καὶ στὴ γυναῖκα, ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν τὴ βλέπει. Ἡ παρανόηση προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὸς τῆς μιλάει γιὰ τὸ πνευματικὸ νερό, τὸ ζωογόνο. Ἡ γυναῖκα ὅμως εἶναι μαθημένη νὰ σκέφτεται μὲ τὴ γήινη ἀντίληψη, ἐκείνη ποὺ νιώθουν κι οἱ αἰσθήσεις. Ἐκείνη κατανοεῖ τὸ νερὸ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ξεδιψάει πρόσκαιρα τὴ φυσικὴ δίψα. Τὸ ζῶν ὕδωρ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωοποιὸς θεία χάρη ποὺ ἀναζωογονεῖ καὶ ξεδιψάει τὴν ψυχή, ποὺ τὴν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ἀκόμα βρίσκεται στὴν παροῦσα. Ὅταν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ χάρη εἰσέρχεται στὸν ἄνθρωπο, ἀνοίγει μέσα του μιὰ ἀνεξάντλητη πηγὴ ζωῆς, χαρᾶς καὶ δύναμης.

«Λέγει πρὸς αὐτὸν ἢ γυνὴ Κύριε, δὸς μοὶ τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἶνα μὴ διψήσω μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν» (Ἰωάν. δ’ 15). Ἡ γυναῖκα βρίσκεται ἀκόμα ἐγκλωβισμένη στὴ δική της ἀντίληψη, σκέφτεται ἀκόμα τὸ ἐπίγειο νερό. Στὴν καλλίτερη περίπτωση θά ‘παιρνε τὸν Κύριο γιὰ κάποιον μάγο, ἱκανὸ νὰ κάνει ἕνα θαῦμα μὲ ἀπάτη. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει λοιπὸν τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀντίληψη τῆς γυναίκας ὁ Κύριος, γυρίζει ξαφνικὰ τὴ συζήτηση σὲ ἄλλο θέμα.

«Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθε ἐνθάδε. ἀπεκρίθῃ ἢ γυνὴ καὶ εἶπεν οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνὴρ τοῦτο ἀληθῶς εἴρηκας (Ἰωάν. δ’ 16-18). Τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν μάθει νὰ σκέφτεται πνευματικά, ὄχι σαρκικά. Ὁ Κύριος δὲν τὸ λογαριάζει συνετὸ νὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστά της, μὰ νὰ δείξει πῶς ὁ ἴδιος εἶναι προφήτης. Ξέρει πῶς αὐτὸ θὰ ἔχει τὸ ἴδιο δυνατὸ ἀποτέλεσμα μὲ τὴ θαυματουργία. Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου.

Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς δὲν ἔχει ἄντρα, μὰ θέλει ν’ ἀκούσει τὴ δική της ἀπάντηση. Τὴν ταρακουνᾷ, φανερώνοντας τὴν παντογνωσία Του.

Πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες. Αὐτὴ ἦταν μιὰ δυνατὴ ἔκπληξη γιὰ τὴ γυναῖκα. Τώρα ὅμως ἀκούει κι ἕνα ἔνοχο μυστικό της, ποὺ πολὺ θά ‘θελε νὰ κρύψει, ὅπως: καί νὺν ὄν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ. Αὐτὸ λειτούργησε σὰν κεραυνὸς ποῦ ἄστραψε στὸν γαλανὸ οὐρανό.

Ἀλλὰ μὴν κατακρίνεις τὴ Σαμαρείτιδα, ἀνθρώπινη ψυχή. Μὴ τὴν καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τὸν ἐαυτο σου: «Ποιός εἶναι ὁ σύζυγός μου;» Δὲν εἶχες ἤδη πέντε ἄντρες ἴσαμε τώρα; Κι ὁ σύντροφος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι κάποιος ἄλλος κι ὄχι ὁ νόμιμος σύζυγός σου;

Ἡ ψυχὴ εἶναι ἐκκλησία. Κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Μὲ λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως παραμένεις δεμένη σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἂν εἶσαι «συζευγμένη» μ’ αὐτὸν κι ἂν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου εἶναι ταιριασμένες μαζί του, τότε θὰ βρίσκεσαι στὴν ἴδια ἁμαρτωλὴ καὶ δύστυχη κατάσταση ὅπου βρέθηκε κι ἡ Σαμαρείτιδα. Ἄν εἶσαι δυσαρεστημένη καὶ ἀπογοητευμένη ἀπὸ τίς αἰσθήσεις σου, τότε τίς ἔχεις πραγματικὰ ἀπορρίψει, ἔχεις πάρει διαζύγιο ἀπ’ αὐτές. Τότε θὰ εἶναι σὰν πέντε νεκροὶ σύζυγοι, ὁπότε ἐσὺ ἀποφασίζεις νὰ ζήσεις μὲ τὸν ἕκτο σύντροφο, ποὺ βέβαια δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου, ἀλλὰ διάδοχος τῶν ἄλλων πέντε, ποὺ ὅλοι μαζὶ ὁλοκληρώνουν τὴν αἰσθητική σου ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ψέμμα κι ἡ λάσπη ποὺ ἔχουν μαζέψει οἱ αἰσθήσεις μέσα σου κι ἔχουν σχηματίσει ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια.

Ἡ συνομιλία τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι συζήτηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄπιστη ψυχή. Ἡ συνομιλία αὐτὴ περιέχει ἕνα μήνυμα γιὰ σένα. Εἶναι συνομιλία ἀνάμεσα στὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὴ νύμφη Του, την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος ἐπικέντρωσε τὴ συζήτησή Του στὸν ἄντρα τῆς Σαμαρείτιδας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἐκτυλιχτεὶ διαφορετικὰ ἡ συζήτηση μαζί της, νὰ τῆς φανέρωνε μὲ ἄλλον τρόπο πῶς ἦταν προφήτης. Θὰ μποροῦσε νὰ τῆς ἀποκαλύψει κάποιο ἄλλο μυστικὸ δικό της ἢ τῶν γονιῶν της ἢ τῶν γειτόνων της στὸ Συχάρ. Κι ἡ γνώση αὐτὴ νὰ εἶχε καταπλήξει ἐξίσου τὴ γυναῖκα. Σκόπιμα ὅμως ἔφερε τὴ συζήτηση στὸ σύζυγο τῆς γυναίκας, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει νὰ προσφέρει κάτι καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα καθὼς καὶ σ’ ὅλες τίς ψυχὲς ποὺ δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ θὰ συνεχίσει νὰ δημιουργεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ σύζυγό σου, ψυχή, εἶναι ἡ σπουδαιότερη κι ἡ πιὸ ἀποφασιστική. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ σύντροφός σου, εἶσαι σύζυγος τοῦ προσώπου αὐτοῦ. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ὁ κόσμος, θὰ καταστραφεῖς μαζί του. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ πεθάνεις μαζί της. Ἄν σύντροφός σου εἶναι ὁ διάβολος, θὰ εἶσαι μαζί του αἰώνια. Σὲ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τίς παραπάνω περιπτώσεις, θὰ πίνεις νερὸ ποὺ θὰ σοῦ προκαλεῖ ὅλο καὶ περισσότερη δίψα. Μόνο ἂν ὁμολογήσεις τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς νόμιμο Σύζυγό σου καὶ τὸν συζευχθεῖς μὲ πίστη κι ἀγάπη, θὰ πίνεις τὸ ζὼν ὕδωρ, τὸ δροσερὸ καὶ ζωογόνο νερὸ ποὺ θὰ σὲ ξεδιψάσει γιὰ πάντα καὶ θά σε ὁδηγήσει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή.

«Λέγει αὐτῷ ἢ γυνὴ Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἴ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν: καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεὶ προσκυνεῖν. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: γύναι, πίστευσόν μοὶ ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε το πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὸ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὸ οἴδαμεν ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστὶν (Ἰωάν. δ’ 19-22). Ὁ Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν’ ἀγγίξει μιὰ πνευματικὴ χορδὴ τῆς Σαμαρείτιδας. Καὶ τὸ κατορθώνει αὐτὸ ἀναφέροντας τὸ παρελθόν της. Ἡ γυναῖκα, ποὺ ὼς τότε ἔνιωθε μόνο τίς αἰσθήσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη νὰ κυριαρχοῦν μέσα της, ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ αἰσθάνεται πῶς ξυπνάει ἡ πνευματικὴ ἀντίληψη, ποῦ ὡς τότε ἦταν ναρκωμένη. Καὶ τὸ πρῶτο ποὺ κάνει, εἶναι ν’ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸ Χριστὸ ὡς προφήτη. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ σὰν ἀρχή. Κι ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ραγδαῖα τὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα. Ἔτσι θέτει στὸν Κύριο ἕνα ἐρώτημα πού ἦταν πολὺ ἐπίκαιρο στὶς μέρες της. Ποιό ἦταν αὐτό; Οἱ ἀτέλειωτες φιλονικίες ποὺ εἶχαν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες γιὰ τὸν τόπο ὅπου ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Ποιός ἦταν πιὸ θεάρεστος τόπος; Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἢ τὸ βουνὸ τῆς Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα καὶ προσεύχεται σωστότερα στὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐδῶ ἢ ὁ ἄλλος ποὺ κάνει μετάνοιες καὶ προσεύχεται ἐκεῖ; Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν. Ἡ γυναῖκα δὲ λέει «ἐμεῖς», ἀλλὰ «οἱ πατέρες ἡμῶν». Ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στὸ ὄρος αὐτὸ καὶ νὰ δικαιώσει ἔτσι περισσότερο τοὺς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς της. Ἦταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεῖ: Δὲ διαλέξαμε ἐμεῖς τὸ ὅρος τοῦτο γιὰ τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ πατέρες μας κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀνώτεροι ἀπό μας καὶ πιὸ κοντὰ στὸ Θεό.

Πάλι ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ στὴ γυναῖκα μ’ ἕνα «ναὶ» ἢ ἕνα «ὄχι». Προχωρεῖ προσπαθῶντας ν’ ἀφυπνίσει καὶ νὰ στηρίξει τὴν ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι… Πίστεψε Ἐμένα, γυναῖκα, ὄχι ἐκείνους ποὺ σοῦ λένε πῶς πρέπει νὰ λατρεύεις το Θεὸ στὸ ὄρος αὐτὸ ἢ στὴν Ἱερουσαλήμ. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ προσκυνήσετε τῷ πατρὶ οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Κύριος σκόπιμα χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πατὴρ» ἀντὶ γιὰ «θεούς» (οἱ Σαμαρεῖτες προσκυνοῦσαν καὶ «Θεὸ» καὶ «θεούς»). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ γυναῖκα θὰ κατανοήσει πῶς μὲ τὴν καινούργια ἀντίληψη γιά το Θεὸ θὰ μάθει καὶ τὴ νέα λατρεία. Ἡ λατρεία τοῦ Πατέρα δὲ θὰ ἐξαρτᾷται ἀπό συγκεκριμένο τόπο. Κι ἔτσι ἡ ἀποκλειστικότητα ποὺ διεκδικοῦσαν οἱ Σαμαρεῖτες κι οἱ Ἰουδαῖοι καταργεῖται. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος προφητεύει κάτι ποὺ θὰ γίνει σύντομα καὶ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο.

Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος δίνει καὶ στὶς δυὸ αὐτὲς μορφὲς ἀποκλειστικότητας τὸ ἴδιο βάρος καὶ προφητεύει τὸ τέλος καὶ τῶν δύο, στὰ θέματα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ δίνει κάποια ὑπεροχὴ στοὺς Ἰουδαίους. Ἐμεῖς προσκυνεῖτε ὅ ουκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνούμενό οἴδαμεν. Ὁ Κύριος γνωρίζει πῶς ἡ γυναῖκα τὸν βλέπει σὰν Ἰουδαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ μιλάει σὰν Ἰουδαῖος. Ἐσεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, εἶπε, δὲ γνωρίζετε ποιόν προσκυνᾶτε, γιατί προσκυνᾶτε πολλοὺς θεοὺς καὶ εἴδωλα. Ὁμολογεῖτε τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ταυτόχρονα ὅμως προσφέρετε θυσία στὰ πολυάριθμα εἴδωλα τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι γνωρίζουν τοὐλάχιστον πῶς ὑπάρχει ἕνας Θεός, μ’ ὅλο ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως καὶ σεῖς, μὲ πετρωμένες καρδιές, μὲ σκοτισμένο νοῦ καὶ νεκρὲς συνήθειες. Παρὰ ταῦτα, ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ὁ Μεσσίας θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἀπό Ἐκεῖνον θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στοὺς προπάτορές μας καὶ τὸ ἴδιο προφήτεψαν οἱ προφῆτες. Ἔτσι φρόντισε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ἔγιναν τὰ πράγματα.

«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. δ’ 23-24). Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν δὲν εἶναι ἀληθινή, γιατί δὲν ξέρουν ποιό θεὸ προσκυνοῦν. Ἡ λατρεία στὴν Ἱερουσαλὴμ δὲν εἶναι παρὰ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, «σκιὰ τῶν μελλούμενων ἀγαθῶν» (Ἐβρ. ). Τόσο τὸ ψεύτικο, τὸ μὴ ἀληθινό, ὅπως καὶ ἡ σκιά, σύντομα θὰ ἐξαφανιστοῦν καὶ στὴ θέση τους θὰ βασιλέψει ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἥλιος τῆς καινούργιας μέρας ἀνέτειλε. Ἡ αὐγὴ τῆς καινούργιας μέρας χαράζει καθαρὰ καὶ διαλύει τὸ σκοτάδι καὶ τίς σκιές. Περνάει πολὺς καιρὸς κι ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι χαραυγή. Ὅταν τὸ φὼς τῆς καινούργιας μέρας λάμψει παντοῦ, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν το Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ θὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν γιοί Του, ὄχι σὰν δοῦλοι Του. Δὲ θὰ τὸν λατρεύουν μὲ λέξεις καὶ θυσίες νεκρές, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα, μὲ πίστη καὶ ἔργα, μὲ σοφία κι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πληρότητά του θὰ λατρεύσει το Θεὸ στὴ δική του πληρότητα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνίσταται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, θὰ τὰ καθαγιάσει καὶ τὰ δύο στὸ Θεό, καὶ θὰ τὸν προσκυνήσει μὲ τὰ δύο. Οἱ προσκυνητὲς θὰ ὑποκλιθοῦν ὄχι σὲ κάποιο πλάσμα, μὰ στὸν ἴδιο το Δημιουργό, ὄχι σὲ κακοὺς δαίμονες ποὺ ἐμφανίζονται σὰν θεοί, ἀλλὰ στὸν Ἕνα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας. Τέτοιοι εἶναι οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Πνεῦμα καὶ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δὲν εἶναι οὔτε σάρκα οὔτε ἄγαλμα οὔτε νεκρὸς λόγος ἢ ἕνας τόπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ τὸ κάνουν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ὁ ἄνθρωπος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ θνητὸ κόσμο γύρῳ του, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τοὺς θνητοὺς συμπεριφέρεται κι αὐτὸς ὡς θνητός. Ὅταν ὅμως ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἀθάνατο Θεό, πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ ὅ,τι εἶναι ἀθάνατο. Ὅπως λέει καὶ ἀπόστολος, «οὖ γὰρ ζητῶ τα ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς» (Β κορ. ιβ14).

Ὁ παλιὸς κόσμος ὑπηρετοῦσε το Θεὸ μὲ νομικὲς φόρμες. Πρόσφερε θυσία στὸ Θεὸ τράγους καὶ κριάρια, σεβόταν τὸ Σάββατο κι ἐκτελοῦσε τοὺς ἀπαραίτητους καθαρισμούς, εἶχε λησμονήσει ὅμως τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη. Διάβαζε τὰ λόγια, «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν17), μὰ δὲν τὰ καταλάβαινε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ τηροῦσε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς ὅμως θὰ λατρεύει το Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Γι αὐτὸ τὸ λόγο ἦρθε ὁ Κύριος στὴ γῆ, γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα τέτοιας λατρείας καὶ προσκύνησης. Ἡ δυσωδία τῶν τράγων καὶ τῶν κριαριῶν ποὺ προσφέρονταν θυσία ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ πέτρινες καρδιὲς καὶ σκοτισμένες ψυχές, ἦταν προσβλητικὴ γιά το Θεό. Παλιότερα ἴσως νὰ μὴν ἦταν δυσωδία ἀλλὰ εὐωδία. Τότε ὅμως οἱ θυσίες προσφέρονταν ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τόν ‘Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καί το Μωυσῆ. Ἡ εὐωδία αὐτὴ δέν προερχόταν ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τίς σάρκες τῶν ζώων, ἀλλ’ ἀπὸ τίς εὐλαβικὲς ψυχὲς καὶ τίς φιλόθεες καρδιὲς τῶν πιστῶν δούλων Του.

Ἀργότερα ποὺ οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν καὶ οἱ καρδιές τους πέτρωσαν, καμιὰ θυσία δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει εὐωδία στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲ ζητᾷ τὴ μυρουδιὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τίς σάρκες καὶ τὸ αἷμα, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τίς καρδιὲς καὶ τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὅλες οἱ μυρουδιὲς ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια, γιὰ τὸν Κύριο ἦταν δυσωδία. Κι αὐτὸ ἴσχυε γιὰ ὅλα τὰ θυσιαστήρια, εἴτε τῆς Ἱερουσαλὴμ εἴτε τῆς Σαμάρειας. Πάνω σ’ ὅλη τὴν κόπρο τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅπου ἀναδυόταν ἡ μυρουδιὰ κι ὁ θάνατος, ἦρθε ὁ Κύριος νὰ σπείρει τὰ ἄνθη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἀλήθειας, ποὺ θὰ κατέστρεφαν το θάνατο καὶ θ’ ἀφάνιζαν τὴ δυσωδία. Ἔτσι ὁ νέος κόσμος παρουσιάζεται στὸ Θεὸ ὡς νύμφη, ἁγνὴ καὶ καταστόλιστη.

«Λέγει αὐτὴ ἡ γυνὴ οἴδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς: ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει οὐδεὶς μὲν τοὶ εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἢ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν» (Ἰωάν.δ’ 25-28). Τί παράξενο σκηνικό! Τί περίεργη ἀλληλουχία σκηνῶν καὶ γεγονότων! Ὁ Κύριος στέκεται στὸ κέντρο μόνος Του, ἀκίνητος, ὅπως ἡ αἰωνιότητα. Ἡ γυναῖκα προκλήθηκε ἀπὸ τὰ πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ξαφνικᾷ θυμήθηκε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, ποὺ τὸν περίμεναν κι οἱ Σαμαρεῖτες ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα, εἶπε ἡ γυναῖκα. Γιὰ ἐκείνην, ὅπως καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ ἰδέα τοῦ Μεσσία ἦταν κάτι μακρινό, κάτι ποὺ βρισκόταν πιὸ μακριὰ κι ἀπὸ τὴ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα. Κι ἔνιωσε μεγάλη ἔκπληξη ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκάλυψε πῶς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. ‘Ἐγὼ εἶμι ὁ λαλῶν σοί. Ἡ γυναῖκα ἔμεινε ἄφωνη ἀπὸ θαυμασμό, δὲν τοῦ ἀπάντησε. Κι ἐκείνη τὴν ὥρα ἔφτασαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ θαύμασαν ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο νὰ μιλάει μὲ μιὰ γυναῖκα καὶ μάλιστα ἄπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι ἔμειναν ἄφωνοι κι ἐκεῖνοι.

Ἡ γυναῖκα δὲν ἤξερε τί ἄλλο νὰ ρωτήσει ἢ νὰ πεί. Παράτησε τὴ στάμνα τῆς ἐκεῖ κι ἔτρεξε στὴν πόλη. Ἤθελε τὸ συντομότερο ν’ ἀναγγείλει αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε. Αὐτὴ ἦταν μιὰ πολὺ ἐκφραστικὴ σκηνή, πιὸ εὔγλωττη ἀπ’ ὅλα τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Ἡ γυναῖκα ἔτρεξε, ἔφτασε στὴν πόλη καὶ μίλησε σὲ ὅλους γιὰ τὸν παράξενο ἄνθρωπο ποὺ γνώρισε στὸ πηγάδι. «Μήτι οὔτὸς ἔστιν ὁ Χριστός;» Δὲν τολμάει νὰ πεῖ πῶς «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», μ’ ὅλο ποὺ εἶχε ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς σπάνιας πνευματικῆς σοφίας Του. Ἔτσι, σὰ νὰ διστάζει γι’ αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεί, ρωτάει: Μήτι οὗτος ἔστιν ὁ Χριστός; Εἶναι σὰ νὰ ἤθελε νὰ πεί: Εἶμαι μιὰ ξένη γυναῖκα καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι σίγουρη γι’ αὐτὸ ἐσεῖς εἶστε ἄντρες κι ὁπωσδήποτε πιὸ προσεχτικοὶ καὶ πιὸ λογικοὶ ἀπὸ μένα. Γι’ αὐτὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔτσι ἡ γυναῖκα, τόσο με τὴν ἐπιτηδειότητά της ὅσο καὶ μὲ τὴ μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Συχάρ, ποὺ «ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν».

Μόλις ἔφυγε ἡ γυναῖκα ξεκίνησε μιὰ συζήτηση ἀνάμεσα στὸ Διδάσκαλο καὶ τοὺς μαθητές Του. «Ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε». Εἶχαν ἀγοράσει τρόφιμα στὴν πόλη καὶ τοῦ ἔφεραν νὰ φάει. Κι ὁ δάσκαλός τους σίγουρα πεινοῦσε. Ἀντὶ νὰ φάει ὅμως, συνέχισε τὴ θεϊκὴ ἀποστολή Του, γιὰ τὴν ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο. Δὲν ἔδωσε προσοχὴ στὴ σωματικὴ πεῖνα. Ἦταν πολὺ σπουδαία στιγμὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ περάσει ἀνεκμετάλλευτη. Δὲ θ’ ἀντάλλαζε μὲ τίποτα τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιὰ λίγο φαγητό. Ἔτσι ἀπάντησε στοὺς μαθητές Του:

«Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἦν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους: μὴ τίς ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;» (Ἰωάν. δ’ 32-33). Ὁ Κύριος τοὺς μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του γιὰ σωματική. Ἡ ἴδια περίπου σκηνὴ εἶχε γίνει καὶ νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μιλοῦσε στὴ γυναῖκα γιὰ πνευματικὸ νερὸ καὶ κείνη ἔλεγε γιὰ τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ. Τώρα Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ πνευματικὴ τροφὴ κι οἱ μαθητές Του σκέφτονταν τὴ σωματική.

«Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς: ἐμὸν βρώμα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός μὲ καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. δ’ 34). Τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ θέλημα, ἀφοῦ ὁ Πατέρας κι ὁ Υἱὸς μοιράζονται τὴν ἴδια ὕπαρξη. Πῶς λοιπὸν τώρα ὁ Κύριος τοὺς ἔλεγε γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Γιατί μιλοῦσε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Πατέρα κι ὄχι γιὰ τὸ δικό Του; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τὸ δικό Του; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο θέλημα; Δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο ἔργο; Ναί, τὸ ἴδιο ἔχουν. Κατονομάζει ὅμως τὸ θέλημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καθοδηγεῖται: τοῦ Πατέρα Του τὸ ἔργο ποὺ ἔχει νὰ ἐκτελέσεις τοῦ Πατέρα Του. Κι αὐτὰ γιὰ χάρη μας. Γιὰ νὰ διδάξει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνυπάκουους καὶ ὑπερήφανους τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση.

Προσέξτε ὅμως πόσο εὐχάριστο εἶναι στὸν Κύριο τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του! Δὲν τὸ βλέπει σὰν καθῆκον, ἀλλὰ σὰν τροφή! Ἐμὸν βρώμα ἔστιν ἶνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, τοῦ Πατέρα μου. Τί θεϊκὸ παράδειγμα, τί εὐγενικὸς ἔλεγχος σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ὅλη μέρα μιλᾶμε γιὰ τὸ καθῆκον μας, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ βάρος. Ἄν πράγματι κοιτάξουμε τὸν Κύριο καὶ τὴν τήρηση τοῦ θελήματός του ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὸ βαρὺ καθῆκον Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἄλλη, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε λογικὰ πῶς κανένας στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν τὸ δέχεται τόσο εὐχάριστα, ὅπως τὴν καθημερινὴ τροφή Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ὁ Κύριος: πῶς κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, ὄχι τὸ δικό Του, ὅπως λέει καὶ σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο: «καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἕνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός μέ» (Ἰωάν. στ’38). Αὐτὸ δὲ σημαίνει πῶς ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δείχνει ἁπλᾶ τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ τρέφει ὁ Υἱὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του.

Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἐπίσης πῶς ὁ Πατέρας ἀκούει πάντα τὸν Υἱό. «Ἐγὼ δὲ ἤδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις» (Ἰωάν. ἰα’42). Ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Πατέρα ἀνταποκρίνεται ἔτσι στὴν τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνταποκρίνεται στὴν τέλεια ὑπακοή του Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ. Κι ἡ τέλεια ὑπακοὴ κυριαρχεῖ σὲ ἑνότητα μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Υἱοῦ εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα. Ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Πατέρα εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ. Κι ἀληθινὴ τροφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ.

«Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἔστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται, ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαὶ εἰσί πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰωάν. δ’35). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος μιλοῦσε στοὺς μαθητές Του γιὰ πνευματικὴ τροφή, τώρα τοὺς λέει γιὰ πνευματικὸ θερισμό. Ὁ πνευματικὸς θερισμὸς εἶναι κοντά, φαίνεται, ὅπως φαίνεται καὶ ὁ ἐπίγειος θερισμός. Ὅταν τὰ στάχυα γίνονται κίτρινα ἢ λευκά, ὅλοι ξέρουν πῶς ὁ θερισμὸς πλησιάζει. Ὅταν πλήθῃ ἀνθρώπων ἔρχονται κοντὰ στὸ Χριστό, εἶναι φανερὸ πῶς ὁ πνευματικὸς καρπὸς ἔχει ὡριμάσει.

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἄκουσαν γιὰ τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴ Σαμαρείτιδα, δὲν εἶπαν πῶς ἡ γυναῖκα αὐτὴ τρελλάθηκε, ἀλλὰ παράτησαν τὴ δουλειά τους κι ἔτρεξαν ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν δοῦν. Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε, δεῖτε τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ τρέχουν κοντά μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὥριμη σοδειὰ ποὺ περιμένει τοὺς θεριστές. Ἔτσι εἶναι. «Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι» (Λουκ. ἰ’ 2). Ἐσεῖς εἶστε οἱ θεριστὲς τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μου προσφέρετε ὑλική, πρόσκαιρη τροφή, ὅταν ὑπάρχει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι ὑπέροχος θερισμός; Ὅταν ὁ νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δὲν ξεχνάει νὰ φάει ἀπὸ τὴ χαρά του; Κι ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ σὲ τέτοια θαυμάσια θέα, δὲν τρέχει ἀμέσως νὰ θερίσει τὴ σοδειά του καὶ νὰ τὴν μαζέψει στὶς ἀποθῆκες ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, προτοῦ τὴν καταστρέψει ἢ καταιγίδα; Γι’ αὐτὸ μὴ φροντίζετε ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν τροφή σας ἢ γιὰ τὸν ἑαυτό σας ἢ γιὰ Μένα. Τρέξτε γρήγορα στὸ θερισμὸ γιὰ νὰ μὴ χάσετε τὸ μισθό σας.

«Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἶνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἕν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὸ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε: ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτοῦ εἰσεληλύθατε» (Ἰωάν. δ’ 36-38).

Στὸν ἀπέραντο ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, πολλὲς φορὲς δὲν προλαβαίνουν οἱ ἴδιοι ἐργάτες καὶ νὰ σπείρουν καὶ νὰ θερίσουν, ἐπειδὴ οἱ μέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετρημένες. Μερικοὶ ἄνθρωποι σπέρνουν καὶ πεθαίνουν προτοῦ προλάβουν νὰ δοῦν τὸν καρπὸ τοῦ κόπου τους. Μετὰ γεννιοῦνται ἄλλοι, ὅταν ὁ καρπὸς ποὺ ἔσπειραν μεγάλωσε, ὡρίμασε κι ἔγινε κίτρινος γιὰ θερισμό. Κι ἔτσι αὐτοὶ γίνονται θεριστὲς καὶ μαζεύουν τὸν ὥριμο καρπὸ ποῦ δὲν ἔσπειραν.

Ὁ ἀγρὸς τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ ἔχει σπαρεὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ζωή. Σποριάδες ἦταν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, προφῆτες καὶ δίκαιοι, κυρίως οἱ προφῆτες.

Ἐκεῖνοι ἔσπειραν, μὰ δὲν εἶδαν τὸν καρπὸ ν’ αὐξάνει καὶ νὰ ὡριμάζει. Ἔζησαν ὅλοι μὲ πίστη καὶ πέθαναν μὲ πίστη, χωρὶς νὰ δοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐπαγγελίας. Τοὺς εἶδαν μόνο ἀπὸ μακριά, μὲ τὴν πνευματική τους ὅραση (βλ. Εβρ’ ια13).

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶπε κάποτε στοὺς μαθητές Του:

«Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον» (Ματθ. ἴγ’ 17). Οἱ σποριάδες δὲ βλέπουν ἐκεῖνα ποὺ βλέπουν οἱ θεριστές: τὸν καρπὸ καί το θερισμό. Κι οἱ δυό τους ὅμως θὰ λάβουν μισθὸ γιὰ τὸν κόπο τους, γιατί κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι ἐργάτες στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ, ἶνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.

Ὁ Κύριος ἐπαινεῖ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προφητῶν καὶ τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ταυτόχρονα ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ἀποστόλους στὸν ἀγῶνα τοῦ θερισμοῦ τους. Εἶναι σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: Αὐτοὶ ἔκαναν μεγαλύτερους ἀγῶνες ἀπό σας, γιατί εἶναι πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ κουραστικὸ νὰ σπέρνεις, χωρὶς νὰ βλέπεις τὸν καρπὸ στὸν ἀγρό σου, παρὰ νὰ θερίζεις τὸν ὥριμο καρπό. Ἐσεῖς μπήκατε στὸ δικό τους κόπο. Ἐκεῖνοι ἀγωνίστηκαν καὶ πέθαναν σὰν μισθωτοὶ καὶ δοῦλοι, χωρὶς νὰ δοῦν στὸ μεταξὺ τὸν Κύριο τοῦ ἀγροῦ. Ἐσεῖς ἔχετε τὸν Κύριο ἀνάμεσά σας, ἐργάζεστε σὰν γιοί, ὄχι σὰν μισθωτοὶ ἢ δοῦλοι. Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐργάζεται, ἐσεῖς εἶστε οἱ σύν-ἐργάτες Του. Γι’ αὐτὸ εὐφρανθεῖτε καὶ σπεύσετε μὲ χαρὰ νὰ θερίσετε τὸν ὥριμο καρπό.

«Ἔκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τὼν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἴπὲ μοὶ πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. δ’39). Δέστε πόσο ὥριμος εἶναι ὁ καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος εἶναι ὁ θερισμός! Ἡ διψασμένη γῆ ρούφηξε γρήγορα τὸ νερό. Πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστεψαν στὸ Χριστὸ ἀκόμα καὶ προτοῦ τὸν δούν, μόνο μὲ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναῖκα. Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν ἦταν ἀπόστολος, οὔτε κι ἔκανε κάποιο θαῦμα. Ἀντίθετα μάλιστα, ἦταν μιὰ γυναῖκα ἁμαρτωλή. Κι ἔτσι ὅμως τὰ λόγια της εἶχαν πλούσιο θερισμὸ ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί ἀμηχανία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν Ἐκλεκτὸ Λαό! Ἐκεῖνοι ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅλα τὰ δυνατὰ λόγια, μὰ παράμειναν κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἀμετανόητοι καὶ σκληρόκαρδοι! Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της τὰ καλὰ λόγια ποὺ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἔτρεξε ἀμέσως νὰ τὰ μεταδώσει καὶ στοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Εἶναι σὰν τὴ γυναῖκα ποὺ βρῆκε τὴ χαμένη δραχμὴ κι ἀμέσως φώναξε τίς γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητὲ μοι, ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἦν ἀπώλεσα» (Λουκ. ἰε’9).

«Ὡς οὔν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἤρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοὺς καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλὰ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ» (Ἰωάν.δ’ 40-41). Οἱ Ναζαρηνοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν γκρεμίσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ὄρους (βλ. Λουκ. δ’29), διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ. Οἱ Γαδαρηνοί του ζήτησαν νὰ τοὺς ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριὰ (Λουκ. ἡ’ 37). Αὐτοὶ ἐδῶ οἱ Σαμαρεῖτες ὅμως τοῦ ζήτησαν νὰ μείνει μαζί τους, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ αὐτοῖς. Ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημά τους κι ἔμεινε μαζί τους δυὸ μέρες. Κι ὁ θερισμὸς ἦταν πραγματικὰ μεγάλος, πλούσιος, τόσο γιὰ ἐκείνους ποὺ τὸν πίστεψαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὴ γυναῖκα, ὅσο καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν ἄμεσα στὰ δικά του λόγια.

Στὴ συνέχεια ἔλεγαν στὴ γυναῖκα: «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὔτὸς ἔστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰωάν. δ’42). Δὲ μᾶς εἶναι γνωστὰ ὅσα εἶπε ὁ Κύριος τίς δυὸ αὐτὲς μέρες στοὺς πνευματικὰ πεινασμένους καὶ διψασμένους ἀνθρώπους. Δὲ γράφτηκε τίποτα γι’ αὐτά. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅμως πῶς τὰ λόγια Του εἶναι ὕδωρ ζῶν, ποὺ ὅταν τὸ πίνει ὁ ἄνθρωπος δὲν ξαναδιψάει ποτὲ πιά. Αὐτὸ φαίνεται πρῶτο ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος ἐκείνων ποὺ πίστεψαν στὸν Κύριο καὶ δεύτερο ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ὁμολογία τῆς πίστης τούς: οὗτος ἔστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.

Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς θεοὺς ποὺ πίστευαν οἱ Σαμαρεῖτες, μέσα τους διατηροῦσαν καὶ κάποια πίστη στὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ κρατοῦσαν τὴν πίστη αὐτὴ ὄχι ἐπειδὴ γνώριζαν τὸ Θεὸ αὐτό, ἀλλ’ ἀπὸ σεβασμὸ στόν Ἰσραὴλ (Ἰακώβ), ποὺ κάποτε εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Σαμαρείτιδα μίλησε γιὰ τὸν «πατέρα μας Ἰακώβ» (Ἰωάν, δ΄13). Οἱ Σαμαρεῖτες σίγουρα θὰ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία γιὰ τὸ ἄστρο ποὺ θ’ ἀνατείλει ἀπὸ τὸν Ἰακώβ («ἁνατελεὶ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ», ‘Ἀριθμοί, κδ’ 17). Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Μωαβιτῶν Μπαλὰκ ξεκίνησε πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, κάλεσε τὸν προφήτη Βαλαὰμ ν’ ἀνακοινώσει νίκη ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει το στρατό του. Ὁ Μπαλὰκ ὑποσχέθηκε στὸ Βαλαὰμ νὰ τοῦ δώσει μεγάλα δῶρα γιὰ τίς ὑπηρεσίες του κι ὁ Βαλαὰμ πῆγε στὸ στρατόπεδο τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν ὅμως προσπάθησε νὰ κάνει τα μαγικά του καὶ νὰ προφητεύσει αὐτὰ ποὺ ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ξαφνικὰ τὸν ἐπισκέφτηκε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἄρχισε νὰ προφητεύει ὄχι αὐτὰ ποὺ ἤθελε ὁ Μπαλάκ, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἤθελε ὁ Θεός. «Ὡς καλοὶ οἱ οἰκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ». Ὅταν ὁ Μπαλὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἐπιτίμησε τὸν Βαλαάμ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν πτοήθηκε καὶ συνέχισε: «Φησὶ Βαλαάμ, υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀληθινῶς ὁρῶν, φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ… ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ» (‘Ἀριθ. κδ’). Καὶ νὰ ποὺ ἐμφανίστηκε Ἐκεῖνος ποὺ προεῖδε ὁ Βαλαὰμ ἀπὸ παλιά. Τὸ ἄστρο ἔλαμψε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰακὼβ κι ἦταν λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ καλλίτερο ὄνειρο. Κι οἱ Σαμαρεῖτες τὸ εἶδαν καὶ χάρηκαν. Τὸ εἶδαν καὶ πίστεψαν. Ἤπιαν μέχρι κορεσμοῦ τὸ ὕδωρ τὸ ζὼν κι ἔζησαν στὸν αἰῶνα.

Ὁ Σωτῆρας μας Χριστὸς δὲν ἔδωσε τὸ ζῶν ὕδωρ μόνο στοὺς Σαμαρεῖτες καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ δίνει μέχρι σήμερα σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του δίψας στὴν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ «καὶ ἔκραξε λέγων· ἐὰν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω» (Ἰωάν. ζ’ 37). Πρόσεξε πῶς τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε. Ὁ Καλὸς Ποιμὴν δὲν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει τὸ ποίμνιό Του, το καλεῖ στὸ νερό. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Χριστὸς στέκεται στὴ μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ κράζει σ’ ὅλους τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴ δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὴ φωνή Του καὶ τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη. Ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τοὺς ρωτήσει οὔτε ποιά γλῶσσα μιλᾶνε οὔτε σὲ ποιό ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τὴν ἡλικία τους θέλει νὰ μάθει οὔτε ἂν εἶναι πλούσιοι ἢ φτωχοί. Θὰ δώσει σὲ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει καὶ νὰ τοὺς ἀναζωογονήσει, νὰ τοὺς ἀνανεώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναγεννήσει, νὰ τοὺς υἱοθετήσει, νὰ τοὺς βγάλει ἀπὸ τὸ πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν! Γλυκύτατε Σωτῆρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτικὴ πηγή, πόσο πλούσιος καὶ ζωοποιὸς εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους ποὺ οἱ ψυχές τους διψοῦν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾷ γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸ Ζῶντα Θεό!»

Δόξα καὶ ὕμνος σὲ Σένα, Κύριε Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Αυγουστίνος Καντιώτης (Από το βιβλίο "ΚΥΡΙΑΚΗ")

Ἐλᾶτε στὸ Χριστό

«Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἶπε μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὔτὸς ἐστιν ὁ Χριστός;» (Ἰωάν. 4, 29)

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ἀγαπητοί μου, μιλάει σήμερα γιὰ τὴ Σαμάρεια. Τί ἦταν ἡ Σαμάρεια; Ἦταν μιὰ ἀπὸ τίς τέσσερις ἐπαρχίες, ποὺ ἦταν χωρισμένο τὸ κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Ἦταν μεταξὺ Νὰ τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Γαλιλαίας. Οἱ κάτοικοί της στὴν ἀρχὴ ἦταν Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχαν τὴν καταγωγή τους ἀπ’ τὴ γενιὰ τοῦ Ἰακώβ. Ἀλλὰ στὰ 721 π.Χ. ἔγινε στὴν ἐπαρχία αὐτὴ μεγάλη ἀναστάτωση. Εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς νίκησε τοὺς Ἰουδαίους, κατέκτησε τὴν ἐπαρχία κ’ ἔφερε δικούς του ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ βασίλειό του. Τοὺς ἐγκατέστησε στὰ σπίτια καὶ στὰ χωράφια της Σαμαρείας. Ἔτσι οἱ ἄποικοι εἰδωλολάτρες ἀνακατεύτηκαν μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Κι ἀπὸ τὸ ἀνακάτεμα αὐτὸ ξένων καὶ ἐντοπίων βγῆκε ἕνας λαὸς ἀλλόκοτος, ποὺ δὲν ἦταν οὔτε 100% εἰδωλολάτρες οὔτε 100% Ἰουδαῖοι. Τὰ ἔθιμά τους ἄλλα μὲν ἦταν παρμένα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία, ἄλλα δὲ ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ γνήσιοι Ἰουδαῖοι, ποὺ κατοικοῦσαν στὶς ἄλλες ἐπαρχίες, μισοῦσαν καὶ ἀποστρέφονταν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ. Γάμοι μεταξύ τους δὲν γίνονταν, καλημέρα δὲν ἔλεγαν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ μὴν περάσουν ἀπὸ τὰ χωριά τους, ἀναγκάζονταν νὰ κάνουν ὁλόκληρο γῦρο γιὰ νὰ πᾶνε στὴ Γαλιλαία. Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες τὰ ἴδια σχεδὸν αἰσθήματα ἔτρεφαν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ἔκτισαν δικό τους ναὸ πάνω σ’ ἕνα βουνό, ποὺ τὸ ἔλεγαν Γαριζίν. Καὶ μέχρι σήμερα ὑπάρχουν Σαμαρεῖτες, ἀλλὰ πολὺ λίγοι.

Τὸ Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς λέει, ὅτι ὑπῆρχε μιὰ πόλι τῆς Σαμαρείας, ποὺ ὀνομαζόταν Συχάρ. Λίγο ἔξω ἀπ’ τὴν πόλι αὐτὴ ἦταν ἕνα περίφημο πηγάδι. Λεγόταν «πηγάδι τοῦ Ἰακώβ». Οἱ κάτοικοι τῆς Συχὰρ καμμιὰ ἰδέα δὲν εἶχαν γιὰ τὸ Χριστό. Ζοῦσαν μὲ τὰ ἔθιμά τους. Στὶς μεγάλες γιορτὲς ἀνέβαιναν στὸ βουνὸ Γαριζίν, ἔσφαζαν ζῶα, πρόσφεραν θυσίες, καὶ λάτρευαν το Θεό. Κανεὶς δὲν πῆγε ἐκεῖ νὰ τοὺς διδάξῃ καὶ νὰ τοὺς διαφωτίσῃ. Σκοτάδι θρησκευτικὸ καὶ ἠθικὸ βασίλευε ὄχι μόνο στὴν πόλι Συχάρ, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν ἐπαρχία τῆς Σαμαρείας.

Ἀλλὰ νά, τώρα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Συχάρ, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πιστεύουν στὸ Χριστό. Πιστεύουν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Πιστεύουν καὶ διαλαλοῦν τὴν πίστι τους. Πιστεύουν κ’ εἶνε γεμᾶτοι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα αὐτό; Πῶς ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπὸ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, ἄνθρωποι ποὺ ζοῦσαν στὸ σκοτάδι, γνώρισαν τὴν ἀλήθεια καὶ εἶδαν τὸ φῶς; Πῶς; Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο.

Μιὰ γυναῖκα τους πῆρε καὶ τοὺς πῆγε στὸ Χριστό. Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὸν τόπο τους. Μιὰ γυναῖκα ἁμαρτωλή. Εἶχε παντρευτῇ τέσσερις φορές. Χώρισε, ἔδιωξε καὶ τοὺς τέσσερις ἄντρες, καὶ ζοῦσε παράνομα μὲ ἕναν πέμπτον ἄντρα. Αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ποὺ ὅλοι τὴν ἀποστρέφονταν γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή της, αὐτὴ ἀπότομα ἄλλαξε, μετανόησε καὶ πίστεψε στὸ Χριστό.

Πῶς; Ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σαμάρεια καὶ πῆγε στὴν Ἰουδαία, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὰ ἄλλα μέρη ὅπου δίδασκε καὶ κήρυττε ὁ Χριστός; Ὄχι. Δὲν πῆγε ἡ Σαμαρείτισσα στὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς πῆγε στὴ Σαμαρείτισσα. Ὁ Χριστός; Ναί, ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἤθελε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεό. Θεὸς ἦταν, ἀλλὰ φόρεσε σάρκα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Ὡς Θεὸς ὁ Χριστὸς γνώριζε, ὅτι σ’ ἐκείνη τὴ δυστυχισμένη χώρα τῆς Σαμαρείας ὑπῆρχε ἕνα διαμάντι. Διαμάντι, ποὺ εἶχε πέσει μέσα στὴ λάσπη, καὶ κανένας δὲν τὸ πρόσεχε. Διαμάντι ἦταν αὐτὴ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ἡ Σαμαρείτισσα. Παρ’ ὅλη τὴν κατάπτωσι καὶ τὴ διαφθορά της, μέσα της ἔκρυβε κάτι τὸ πολύτιμο. Ἐρχόταν ὥρα ποὺ σιχαινόταν τὸν ἑαυτὸ της. Ἔβλεπε πόσο χαμηλὰ εἶχε πέσει. Ποθοῦσε μιὰ ἀνώτερη ζωή. Ποθοῦσε νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια.

Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ γνωρίζει τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ξεκίνησε ἀπὸ μακριὰ βαδίζοντας μὲ τὰ πόδια χιλιόμετρα πολλά. Ἦταν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἥλιος ἔκαιγε τίς πέτρες, καὶ ἦρθε καταμεσήμερο καὶ κάθησε κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ἦταν κουρασμένος καὶ διψασμένος. Ἔρημος ὁ τόπος. Καμμιὰ ψυχὴ δὲν φαινόταν. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε συζήτηση μαζί της. Μιὰ συζήτηση, ποὺ δὲν μποροῦμε στὸ λίγο χῶρο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ νὰ τὴ διηγηθοῦμε καὶ νὰ τὴν ἐξηγήσουμε ὅπως τὴν ἐξήγησαν οἱ διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο τόσο λέμε ἐδῶ, ὅτι τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς σὰν μιὰ λεπτὴ βροχὴ ἔπεφταν στήν ψυχὴ τῆς Σαμαρείτισσας, ποὺ διψοῦσε τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γυναῖκα, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της ἄκουγε τέτοια λόγια καὶ ἔβλεπε ἕνα τέτοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία της, πίστεψε στὸ Χριστό.

Πῆγε νὰ πάρῃ νερό, καὶ βρῆκε τὸ ἀθάνατο νερό. Τί δροσιά, τί ἀνάπαυσι, τί χαρὰ εἶνε ὁ Χριστός! Καὶ μιὰ ἐπιθυμία φούντωσε τώρα μέσα της. Θέλει ὅλοι οἱ συγχωριανοί της, ὅλες οἱ γυναῖκες καὶ ὅλοι οἱ ἄντρες, νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Γι’ αὐτὸ ἀφήνει τὴ στάμνα της στὴν πηγὴ καὶ πηγαίνει στὴν πόλι καὶ εἰδοποιεῖ ὅλο τὸν κόσμο. «Ἐλᾶτε», τοὺς λέει, «ἐλᾶτε νὰ δῆτε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ μοῦ εἶπε πρωτάκουστα πράγματα, ποὺ μοῦ φανέρωσε τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου. Ἐλᾶτε νὰ τὸν γνωρίσετε. Ἐλᾶτε νὰ τὸν ἀκούσετε. Ἀξίζει τὸν κόπο. Μὴ χάσετε τέτοια εὐκαιρία, γιατί περαστικὸς εἶνε καὶ θὰ φύγῃ. Ἐλᾶτε, παρακαλῶ καὶ μόνοι σας, ἅμα τὸν δῆτε καὶ τὸν ἀκούσετε, θὰ κρίνετε ποιός εἶνε. Γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ὁ Μεσσίας. Εἶνε αὐτός, ποὺ περίμεναν μὲ τόση λαχτάρα οἱ ἄνθρωποι…»…. Ἔδωσαν μεγάλη σημασία στὰ λόγια τῆς γυναίκας οἱ συγχωριανοί της. Τὰ ἔλεγε ὄχι μὲ κρύα ἀλλὰ μὲ ζεστὴ καρδιά. Πολλοὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλι καὶ πῆγαν στὸ Χριστό. Εἶχαν κι αὐτοὶ πόθο νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὁ Χριστός, βλέποντας τὸν πόθο τους, ἔμεινε δυὸ μέρες μαζί τους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγαν στὴ Σαμαρείτισσα: «Πιστεύουμε στὸ Χριστὸ ὄχι γιατί μας τὸ εἶπες σύ, ἀλλὰ γιατί αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε μὲ τ’ αὐτιά μας καὶ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας αὐτὲς τίς δυὸ μέρες, μᾶς ἔκαναν νὰ πιστέψουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Σωτῆρας τοῦ κόσμου».

Τί διδασκόμαστε, ἀγαπητοί μου; Νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα. Νὰ πιστέψουμε κ’ ἐμεῖς στὸ Χριστό, ὅπως πίστεψε ἐκείνη. Νὰ πιστέψουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας. Νὰ μετανοήσουμε, ν’ ἀφήσουμε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή. Νὰ τρέξουμε καὶ ἐμεῖς, σὰν τὴ Σαμαρείτισσα, νὰ πᾶμε νὰ βροῦμε τοὺς ἀνθρώπους τῆς Σαμαρείας, τοὺς ἀνθρώπους δηλαδὴ ποὺ εἶνε γεμᾶτοι προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ Χριστό, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν δοκίμασαν πόσο ὄμορφη καὶ γλυκειὰ εἶνε ἡ ζωὴ κοντὰ στὸ Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν κατοικοῦν μακριά μας. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ βαδίσουμε χιλιόμετρα γιὰ νὰ τοὺς βροῦμε. Ὄχι. Εἶνε κοντά μας. Εἶνε οἱ φίλοι μας. Εἶνε οἱ συγγενεῖς μας. Εἶνε οἱ συγχωριανοί μας. Εἶνε ἴσως ὁ πατέρας, ὁ σύζυγος, τὰ παιδιά. Σ’ ὅλους αὐτοὺς νὰ ποῦμε το λόγο τῆς Σαμαρείτισσας «Ἐλᾶτε στὸ Χριστό». Κι ὅταν ἔρθουν κοντὰ στὸ Χριστό, μόνοι τους πιὰ θὰ πεισθοῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Σωτῆρας τοῦ κόσμου.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek