ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ευαγγελική Περικοπή)

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ — ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Κ΄ 19 – 31)

19Οὔσης ὀψί­ας τῇ ἡμέ­ρᾳ ἐκεί­νῃ τῇ μιᾷ σαβ­βά­των, καὶ τῶν θυρῶν κεκλει­σμέ­νων ὅπου ἦσαν οἱ μαθη­ταὶ συνηγ­μέ­νοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰου­δαί­ων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρή­νη ὑμῖν. 20καὶ τοῦ­το εἰπὼν ἔδει­ξεν αὐτοῖς τὰς χεῖ­ρας καὶ τὴν πλευ­ρὰν αὐτοῦ. ἐχά­ρη­σαν οὖν οἱ μαθη­ταὶ ἰδόν­τες τὸν Κύριον. 21εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρή­νη ὑμῖν. καθὼς ἀπέ­σταλ­κέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμ­πω ὑμᾶς. 22καὶ τοῦ­το εἰπὼν ἐνε­φύ­ση­σε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβε­τε Πνεῦ­μα ἅγιον· 23ἄν τινων ἀφῆ­τε τὰς ἁμαρ­τί­ας, ἀφί­εν­ται αὐτοῖς, ἄν τινων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. 24Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδε­κα ὁ λεγό­με­νος Δίδυ­μος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25ἔλε­γον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθη­ταί· Ἑωρά­κα­μεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερ­σὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυ­λόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖ­ρά μου εἰς τὴν πλευ­ρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύ­σω. 26Καὶ μεθ’ ἡμέ­ρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχε­ται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλει­σμέ­νων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρή­νη ὑμῖν. 27εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυ­λόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖ­ράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖ­ρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευ­ράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπι­στος, ἀλλὰ πιστός. 28καὶ ἀπε­κρί­θη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρα­κάς με, πεπί­στευ­κας· μακά­ριοι οἱ μὴ ἰδόν­τες καὶ πιστεύ­σαν­τες. 30Πολ­λὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποί­η­σεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώ­πιον τῶν μαθη­τῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμ­μέ­να ἐν τῷ βιβλίῳ τού­τῳ· 31ταῦ­τα δὲ γέγρα­πται ἵνα πιστεύ­ση­τε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χρι­στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύ­ον­τες ζωὴν ἔχη­τε ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐτοῦ.

19 Κατά την ημέ­ραν εκεί­νην, την πρώ­την της εβδο­μά­δος, ενώ πλέ­ον είχε βρα­δυά­σει και αι θύραι του σπι­τιού, όπου ευρί­σκον­το συγ­κεν­τω­μέ­νοι οι μαθη­ταί, ήσαν κλει­σμέ­ναι δια τον φόβον των Ιου­δαί­ων, ήλθεν έξαφ­να ο Ιησούς, εστά­θη στο μέσον και τους λέγει· “ειρή­νη ας είναι εις σας”. 20 Και αφού είπε τού­το, έδει­ξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευ­ράν του, δια να ίδουν τα σημά­δια των πλη­γών και πιστεύ­σουν ότι αυτός είναι ο διδά­σκα­λός των. Και τότε οι μαθη­ταί, όταν είδαν τον Κυριον ανα­στη­μέ­νον, εχά­ρη­σαν. 21 Είπε, λοι­πόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρή­νη εις σας. Οπως έστει­λεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώ­σω το έργον της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων, έτσι και εγώ στέλ­νω σας, να μετα­φέ­ρε­τε στους ανθρώ­πους την σωτη­ρί­αν”. 22 Και αφού είπε τού­το, εφύ­ση­σε εις τα πρό­σω­πα των την ζωο­γό­νον πνο­ήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβε­τε Πνεύ­μα Αγιον. 23 Εις όποιους συγ­χω­ρεί­τε τις αμαρ­τί­ες, θα είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρα­τεί­τε άλυ­τες και ασυγ­χώ­ρη­τες, θα μεί­νουν αιω­νί­ως ασυγ­χώ­ρη­τες”. 24 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδε­κα, ο οποί­ος ελέ­γε­το εις την ελλη­νι­κήν Διδυ­μος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. 25 Ελε­γαν, λοι­πόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθη­ταί· “είδα­με τον Κυριον”. Εκεί­νος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το δάκτυ­λό μου στο σημά­δι των καρ­φιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευ­ράν, που την ετρύ­πη­σε η λόγ­χη, δεν θα πιστεύ­σω”. 26 Και έπει­τα από οκτώ ημέ­ρας ήσαν πάλιν οι μαθη­ταί μέσα στο σπί­τι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχε­ται, λοι­πόν, ο Ιησούς έξαφ­να, ενώ οι πόρ­τες ήσαν κλει­σμέ­νες, εστά­θη­κε στο μέσον και είπε· “ειρή­νη υμίν”. 27 Επει­τα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυ­λό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευ­ράν μου, ψηλά­φη­σε και ιδέ τα σημά­δια των καρ­φιών και της λόγ­χης, και μη γίνε­σαι άπι­στος, αλλά πιστός”. 28 Απήν­τη­σε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”. 29 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επί­στευ­σες, διό­τι με είδες· μακά­ριοι θα είναι απ’ εδώ και πέρα στους αιώ­νας των αιώ­νων, εκεί­νοι οι οποί­οι καί­τοι δεν με είδαν, επί­στευ­σαν”. 30 Εκτός από το θαύ­μα αυτό της ανα­στά­σε­ως και από όσα άλλα θαύ­μα­τα είχε κάμει προ­η­γου­μέ­νως ο Ιησούς, έκα­με και πολ­λά άλλα, εμπρός στους μαθη­τάς του, τα οποία απε­δεί­κνυαν την θεό­τη­τά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμ­μέ­να στο ιερόν τού­το βιβλί­ον. 31 Αυτά δε, που εξι­στο­ρή­σα­μεν, εγρά­φη­σαν, δια να πιστεύ­σε­τε ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύ­ον­τες αυτόν με φωτι­σμέ­νην και ενερ­γόν πίστιν, έχε­τε, ως παν­το­τει­νόν κτή­μα σας, εν τω ονό­μα­τι αυτού, την αιω­νί­αν ζωήν”.

19 Και η μαρ­τυ­ρία αυτή της Μαρί­ας επι­βε­βαιώ­θη­κε την ίδια ημέ­ρα. Διό­τι όταν βρά­δια­σε την ημέ­ρα εκεί­νη, την πρώ­τη της εβδο­μά­δος, κι ενώ οι μαθη­τές ήταν μαζε­μέ­νοι σ’ ένα σπί­τι και είχαν τις θύρες κλει­στές επει­δή φοβούν­ταν τους άρχον­τες των Ιου­δαί­ων, ήλθε ο Ιησούς και στά­θη­κε στη μέση και τους είπε: Ας είναι ειρή­νη σε σας. 20 Κι αφού το είπε αυτό, τους έδει­ξε τα χέρια του και την πλευ­ρά του, για να δουν τα σημά­δια των πλη­γών και να πει­σθούν ότι αυτός ήταν ο Διδά­σκα­λός τους που σταυ­ρώ­θη­κε. Αφού λοι­πόν βεβαιώ­θη­καν γι’ αυτό με την επί­δει­ξη των ουλών του, χάρη­καν οι μαθη­τές που είδαν τον Κύριο. 21 Όταν λοι­πόν οι μαθη­τές ηρέ­μη­σαν κάπως από την πρώ­τη σφο­δρή συγ­κί­νη­ση που αισθάν­θη­καν εξαι­τί­ας της μεγά­λης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέ­ση με τη μελ­λον­τι­κή τους τώρα κλή­ση και απο­στο­λή: Ας είναι ειρή­νη σε σας. Όπως με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου για το έργο της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων, έτσι κι εγώ σας στέλ­νω να συνε­χί­σε­τε το ίδιο έργο. 22 Κι αφού το είπε αυτό, προ­κει­μέ­νου να τους μετα­δώ­σει την πνοή της νέας ουρά­νιας ζωής εμφύ­ση­σε στα πρό­σω­πά τους, όπως κάπο­τε ο Θεός στο πρό­σω­πο του Αδάμ, και τους είπε: Λάβε­τε Πνεύ­μα Άγιον. 23 Σ΄ όποιους συγ­χω­ρή­σε­τε τις αμαρ­τί­ες, θα τους είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι από τον Θεό. Σ’ όποιους όμως τις κρα­τά­τε ασυγ­χώ­ρη­τες, θα μεί­νουν για πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. 24 Ο Θωμάς όμως, που ήταν ένας από τους δώδε­κα απο­στό­λους και τον οποίο ονό­μα­ζαν Δίδυ­μο όσοι Εβραί­οι μιλού­σαν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα, δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. 25 Όταν λοι­πόν τον είδαν, του έλε­γαν οι άλλοι μαθη­τές: Είδα­με τον Κύριο. Αυτός όμως τους απάν­τη­σε: Εάν δε δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το δάχτυ­λό μου στο σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευ­ρά του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυ­λά μου να βεβαιω­θώ, δεν θα πιστέ­ψω. 26 Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ύστε­ρα από οκτώ ημέ­ρες ήταν πάλι μέσα στο σπί­τι οι μαθη­τές, και μαζί μ’ αυτούς ήταν κι ο Θωμάς. Έρχε­ται λοι­πόν ο Ιησούς, ενώ ήταν κλει­στές οι θύρες, και στά­θη­κε ανά­με­σα στους μαθη­τές και είπε: Ας είναι ειρή­νη σε σας. 27 Έπει­τα λέει στον Θωμά: Φέρε το δάχτυ­λό σου εδώ. Ψηλά­φι­σε και εξέ­τα­σε τα σημά­δια των πλη­γών μου, και δες συγ­χρό­νως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύ­μα­τά μου και βάλ’ το στην πλευ­ρά μου που χτυ­πή­θη­κε από τη λόγ­χη. Και μην αφή­νεις τον εαυ­τό σου να κυριευ­θεί από την απι­στία, ώστε να γίνεις μόνι­μα και ανε­πα­νόρ­θω­τα άπι­στος, αλλά για να προ­ο­δεύ­εις και να στη­ρί­ζε­σαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμε­τα­κί­νη­τος και αδιά­σει­στος σ’ αυτή. 28 Ο Θωμάς τότε του απο­κρί­θη­κε: Πιστεύω και ομο­λο­γώ ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου. 29 Του λέει ο Ιησούς: Πίστε­ψες επει­δή με είδες. Μακά­ριοι και πιο ευτυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που πιστεύ­ουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέ­ψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλη­σί­ας μου στις γενιές που θα έλθουν. 30 Σύμ­φω­να λοι­πόν με όσα εξι­στο­ρή­σα­με, εκτός από το θαύ­μα της Ανα­στά­σε­ώς του, ο Ιησούς μπρο­στά στα μάτια των μαθη­τών του έκα­νε και πολ­λά άλλα θαύ­μα­τα που απο­δεί­κνυαν τη θεό­τη­τά του και τα οποία δεν είναι γραμ­μέ­να στο βιβλίο αυτό. 31 Αυτά που εκθέ­σα­με, γρά­φτη­καν για να πιστέ­ψε­τε ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός που προ­κη­ρύ­χθη­κε από τους προ­φή­τες, ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού? κι έτσι πιστεύ­ον­τας να έχε­τε ως ανα­φαί­ρε­το κτή­μα σας τη νέα, θεία και αιώ­νια ζωή, την οποία μετα­δί­δει ο ίδιος στις ψυχές των ανθρώ­πων που επι­κα­λούν­ται το όνο­μά του.

19 Tὴν ἡμέ­ρα δὲ ἐκεί­νη, τὴν πρώ­τη τῆς ἑβδο­μά­δος, ὅταν βρά­δυα­σε, καὶ ἐνῷ οἱ θύρες (τοῦ σπι­τιοῦ), ὅπου ἦταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι οἱ μαθη­ταί, ἦταν κλει­στὲς γιὰ τὸ φόβο τῶν Ἰου­δαί­ων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στά­θη­κε ἀνά­με­σά τους καὶ τοὺς λέγει: «Eὐλο­γία σὲ σᾶς». 20 Kαὶ μόλι ς εἶπεν αὐτό, τοὺς ἔδει­ξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευ­ρά του. Xάρη­καν δὲ οἱ μαθη­ταί, διό­τι εἶδαν τὸν Kύριο. 21 Tοὺς εἶπε δὲ πάλι ὁ Ἰησοῦς: «Eὐλο­γία σὲ σᾶς. Ὅπως ὁ Πατέ­ρας ἀπέ­στει­λεν ἐμέ­να, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω ἐσᾶς». 22 Kαὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, φύση­ξε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς λέγει: «Λάβε­τε ἁγία ἐξου­σία (πνευ­μα­τι­κὴ ἐξου­σία): 23 Σ’ ὅσους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁμαρ­τί­ες (λόγῳ μετα­νοί­ας καὶ ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως), σ’ αὐτοὺς συγ­χω­ροῦν­ται· σ’ ὅσους τὶς ἀφή­νε­τε ἀσυγ­χώ­ρη­τες (λόγῳ ἀμε­τα­νο­η­σί­ας καὶ μὴ ἐξο­μο­λο­γή­σε­ως), μένουν ἀσυγ­χώ­ρη­τες». 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδε­κα, ὁ λεγό­με­νος Δίδυ­μος, δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. 25 Tοῦ ἔλε­γαν δὲ οἱ ἄλλοι μαθη­ταί: «Eἴδα­με τὸν Kύριο». Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημά­δι ἀπὸ τὰ καρ­φιά, καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυ­λό μου στὸ σημά­δι ἀπὸ τὰ καρ­φιά, καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευ­ρά του (τὴ λογ­χι­σμέ­νη), δὲν θὰ πιστεύ­σω». 26 Mετὰ δὲ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέ­ρες πάλι οἱ μαθη­ταί του ἦταν μέσα (στὸ σπί­τι), καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχε­ται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ οἱ θύρες ἦταν κλει­στές, καὶ στά­θη­κε ἀνά­με­σά τους καὶ εἶπε: «Eὐλο­γία σὲ σᾶς». 27 Ἔπει­τα λέγει στὸ Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυ­λό σου ἐδῶ, καὶ ἐξέ­τα­σε τὰ χέρια μου. Ἐπί­σης φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε στὴν πλευ­ρά μου, καὶ μὴ γίνε­σαι ἄπι­στος, ἀλλὰ πιστός». 28 Kαὶ ὁ Θωμᾶς τοῦ εἶπε τότε: «Eἶσαι ὁ Kύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!». 29 Tοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Διό­τι μὲ εἶδες, πίστευ­σες. Eὐτυ­χεῖς ἐκεῖ­νοι, ποὺ χωρὶς νὰ μὲ ἰδοῦν θὰ πιστεύ­σουν». 30 Kαὶ ἄλλα δὲ πολ­λὰ θαύ­μα­τα ἔκα­νε ὁ Ἰησοῦς μπρο­στὰ στὰ μάτια τῶν μαθη­τῶν του, ποὺ δὲν εἶναι γραμ­μέ­να σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο. 31 Aὐτὰ δὲ γρά­φτη­καν γιὰ νὰ πιστεύ­σε­τε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Xρι­στός (ὁ Mεσ­σί­ας), ὁ Yἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ ἔχε­τε πιστεύ­ον­τας ζωὴ διὰ τοῦ ὀνό­μα­τός του.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Υπο­μνη­μα­τι­σμός Περι­κο­πής)

YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Οσης ον ψίας τ μέρ κείν τ μι τν σαβ­βά­των, κα τν θυρν κεκλει­σμέ­νων που σαν ο μαθη­τα συνηγ­μέ­νοι δι τν φόβον τν ουδαί­ων, λθεν ησος κα στη ες τ μέσον, κα λέγει ατος· ερήνη μν. κα τοτο επν δει­ξεν ατος τς χερας κα τν πλευρν ατο. χάρη­σαν ον ο μαθη­τα δόν­τες τν Κύριον. επεν ον ατος ησος πάλιν· ερήνη μν. καθς πέσταλ­κέ με πατήρ, κγ πέμ­πω μς. κα τοτο επν νεφύ­ση­σε κα λέγει ατος· λάβε­τε Πνεμα γιον· ν τινων φτε τς μαρ­τί­ας, φίεν­ται ατος, ν τινων κραττε, κεκρά­την­ται(: όταν λοι­πόν βρά­δια­σε την ημέ­ρα εκεί­νη, την πρώ­τη της εβδο­μά­δος, κι ενώ οι μαθη­τές ήταν μαζε­μέ­νοι σε ένα σπί­τι και είχαν τις θύρες κλει­στές επει­δή φοβούν­ταν τους άρχον­τες των Ιου­δαί­ων, ήλθε ο Ιησούς και στά­θη­κε στη μέση και τους είπε: ‘’Ας είναι ειρή­νη σε σας’’. Κι αφού το είπε αυτό, τους έδει­ξε τα χέρια Του και την πλευ­ρά Του, για να δουν τα σημά­δια των πλη­γών και να πει­στούν ότι Αυτός ήταν ο Διδά­σκα­λός τους που σταυ­ρώ­θη­κε. Αφού λοι­πόν βεβαιώ­θη­καν γι’ αυτό με την επί­δει­ξη των ουλών Του, χάρη­καν οι μαθη­τές που είδαν τον Κύριο. Όταν λοι­πόν οι μαθη­τές ηρέ­μη­σαν κάπως από την πρώ­τη σφο­δρή συγ­κί­νη­ση που αισθάν­θη­καν εξαι­τί­ας της μεγά­λης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέ­ση με τη μελ­λον­τι­κή τους τώρα κλή­ση και απο­στο­λή: ‘’Ας είναι ειρή­νη σε σας. Όπως με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου για το έργο της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων, έτσι κι Εγώ σας στέλ­νω να συνε­χί­σε­τε το ίδιο έργο’’. Κι αφού το είπε αυτό, προ­κει­μέ­νου να τους μετα­δώ­σει την πνοή της νέας ουρά­νιας ζωής εμφύ­ση­σε στα πρό­σω­πά τους, όπως κάπο­τε ο Θεός στο πρό­σω­πο του Αδάμ, και τους είπε: ‘’Λάβε­τε Πνεύ­μα Άγιο. Σε όποιους συγ­χω­ρή­σε­τε τις αμαρ­τί­ες, θα τους είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες και από τον Θεό. Σε όποιους όμως τις κρα­τά­τε ασυγ­χώ­ρη­τες, θα μεί­νουν για πάν­τα κρα­τη­μέ­νες)»[Iω.20,19–23].

[…] Ανήγ­γει­λε λοι­πόν η Μαρία στους μαθη­τές και την εμφά­νι­ση του ανα­στη­μέ­νου Ιησού ενώ­πιόν της και τα λόγια που της είπε να τους μετα­φέ­ρει, πράγ­μα­τα δηλα­δή που ήσαν αρκε­τά για να τους παρη­γο­ρή­σουν. Επει­δή λοι­πόν όμως ήταν φυσι­κό οι μαθη­τές, ακού­γον­τας αυτά ή να μην πιστέ­ψουν στη γυναί­κα ή και αν ακό­μη την πίστευαν, να αισθά­νον­ταν θλί­ψη που δεν αξί­ω­σε αυτούς της εμφα­νί­σε­ώς Του, αν και βεβαί­ως είχε υπο­σχε­θεί ότι στη Γαλι­λαία θα παρου­σια­σθεί σε αυτούς, για να μη θλί­βον­ται λοι­πόν σκε­πτό­με­νοι αυτά, δεν άφη­σε ο Κύριος ούτε μία ημέ­ρα να περά­σει, αλλά, αφού προ­κά­λε­σε σε αυτούς τη σχε­τι­κή επι­θυ­μία και με το ότι πλέ­ον γνώ­ρι­ζαν την έγερ­σή Του από τους νεκρούς, και με το ότι είχαν ακού­σει αυτό από τη γυναί­κα, να θέλουν πάρα πολύ να Τον δουν, καθώς επί­σης επει­δή ήταν κυριευ­μέ­νοι από φόβο(πράγμα που κατε­ξο­χήν επαύ­ξα­νε πάρα πολύ την επι­θυ­μία τους), τότε, ακό­μη, ενώ ήταν εσπέ­ρα(«οσης ον ψίας»,Ιω.20,18), παρου­σιά­στη­κε σε αυτούς κατά τρό­πο πάρα πολύ θαυ­μα­στό.

Και για­τί άρα­γε παρου­σιά­στη­κε σε αυτούς κατά την εσπέ­ρα; Διό­τι τότε κυρί­ως ήταν φυσι­κό να κατέ­χον­ται από φόβο. Αλλά το απο­ρί­ας άξιο είναι το εξής: πώς δεν Τον εξέ­λα­βαν ως φάν­τα­σμα; Διό­τι εισήλ­θε με κλει­στές τις θύρες και αμέ­σως. Κυρί­ως μάλι­στα και η γυναί­κα εκ των προ­τέ­ρων κατέ­στη­σε μεγά­λη την πίστη τους, αλλά και έπει­τα έκα­νε στους μαθη­τές ο Κύριος την εμφά­νι­σή Του με τρό­πο μεγα­λο­πρε­πή και αθό­ρυ­βο. Και δεν παρου­σιά­στη­κε κατά τη διάρ­κεια της ημέ­ρας, για να είναι όλοι συγ­κεν­τρω­μέ­νοι· διό­τι ήταν μεγά­λη η έκπλη­ξή τους· καθό­σον ούτε τη θύρα έκρου­σε, αλλά παρευ­θύς στά­θη­κε ανά­με­σά τους τελεί­ως αθό­ρυ­βα και έδει­ξε την πλευ­ρά και τα χέρια Του.

Συγ­χρό­νως επί­σης και με τη φωνή Του, καθη­σύ­χα­σε την ταλαν­τευό­με­νη σκέ­ψη τους, λέγον­τας: «Ειρή­νη να είναι μαζί σας»· δηλα­δή, «μη θορυ­βεί­στε», και τους υπεν­θύ­μι­σε τον λόγο εκεί­νο που είπε προς αυτούς προ του σταυ­ρού Του: «Ερήνην φίη­μι μν, ερήνην τν μν δίδω­μι μν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδω­σιν, ἐγὼ δίδω­μι ὑμῖν. μὴ ταρασ­σέ­σθω ὑμῶν ἡ καρ­δία μηδὲ δει­λιά­τω(:Φεύ­γω και σας αφή­νω την ειρή­νη. Σας δίνω τη δική μου αλη­θι­νή και βαθιά ειρή­νη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συν­τα­ρά­ζε­ται από την αμαρ­τία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρή­νη υπο­κρι­τι­κή, απα­τη­λή και αστα­θή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταρά­ζε­ται η καρ­διά σας από εσω­τε­ρι­κούς φόβους κι ας μη δει­λιά­ζει από εξω­τε­ρι­κά φόβη­τρα και απει­λές)»[Ιω. 14,27]· και επί­σης: «Τατα λελά­λη­κα μν να ν μο ερήνην χητε. ν τ κόσμ θλψιν ξετε· λλ θαρ­σετε, γ νενί­κη­κα τν κόσμον(:σας τα είπα αυτά για να έχε­τε ειρή­νη έχον­τας κοι­νω­νία και ένω­ση μαζί μου. Εφό­σον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχε­τε θλί­ψη. Αλλά έχε­τε θάρ­ρος. Εγώ έχω νική­σει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξα­σφά­λι­σα και για σας το θρί­αμ­βο και τη δόξα)»[ Ιω.16,33].

«χάρη­σαν ον ο μαθη­τα δόν­τες τν Κύριον(:Και τότε οι μαθη­τές, όταν είδαν τον Κύριο ανα­στη­μέ­νο, χάρη­καν)». Βλέ­πεις ότι τα λόγια γίνον­ται έργα; Διό­τι εκεί­νο που τους έλε­γε πριν από τον σταυ­ρό, δηλα­δή ότι «πάλιν δ ψομαι μς κα χαρή­σε­ται μν καρ­δία, κα τν χαρν μν οδες αρει φ᾿ μν(:και εσείς λοι­πόν τώρα που με απο­χω­ρί­ζε­στε έχε­τε βέβαια λύπη. Θα σας δω όμως πάλι, όχι μόνο όταν μετά την Ανά­στα­ση θα εμφα­νι­στώ σε σας, αλλά κυρί­ως όταν θα με αισθά­νε­στε ενω­μέ­νο μαζί σας, καθώς θα ζεί­τε τη νέα ζωή και θα έχε­τε κοι­νω­νία μαζί μου. Τότε λοι­πόν θα χαρεί η καρ­διά σας, και τη χαρά σας δεν θα μπο­ρεί κανείς πια να σας την αφαι­ρέ­σει, αλλά θα είναι παν­το­τι­νή και διαρ­κής)»[Ιω.16,22],αυτό τώρα το πραγ­μα­το­ποί­η­σε. Όλα λοι­πόν αυτά οδή­γη­σαν τους μαθη­τές σε από­λυ­τη και ακλό­νη­τη πίστη. Επει­δή δηλα­δή βρί­σκον­ταν σε άσπον­δο πόλε­μο με τους Ιου­δαί­ους, συνε­χώς επα­να­λαμ­βά­νει το «ειρή­νη σε σας», παρέ­χον­τας ως αντι­στάθ­μι­σμα του πολέ­μου την παρη­γο­ριά αυτή.

Αυτό τον λόγο, λοι­πόν, είπε πρώ­το μετά την ανά­στα­ση· (γι’ αυτό και ο Παύ­λος παν­τού λέγει: «χρις μν κα ερνη»)· στις γυναί­κες επί­σης ο Κύριος αναγ­γέλ­λει χαρά(Ματθ.28,9: «ς δ πορεύ­ον­το παγ­γελαι τος μαθη­τας ατο, κα δο ησος πήν­τη­σεν ατας λέγων· χαί­ρε­τε. α δ προ­σελ­θοσαι κρά­τη­σαν ατο τος πόδας κα προ­σε­κύ­νη­σαν ατ(:καθώς όμως πήγαι­ναν να τα πουν στους μαθη­τές Του, ξαφ­νι­κά ο Ιησούς τις συνάν­τη­σε και είπε: ‘’Χαί­ρε­τε’’. Αυτές τότε, αφού πλη­σί­α­σαν, δεν τόλ­μη­σαν να Τον αγγί­ξουν στο σώμα, αλλά με ευλά­βεια πολ­λή έπια­σαν μόνο τα πόδια Του και Τον προ­σκύ­νη­σαν)», διό­τι το ανθρώ­πι­νο αυτό φύλο βρι­σκό­ταν μέσα στη λύπη, και αυτή είναι η πρώ­τη χαρά που δέχτη­καν. Ανά­λο­γα με την περί­πτω­ση λοι­πόν, στους μεν άντρες λόγω του πολέ­μου τους με τους Ιου­δαί­ους αναγ­γέλ­λει την ειρή­νη, στις δε γυναί­κες εξαι­τί­ας της λύπης τους, τη χαρά. Αφού επο­μέ­νως κατήρ­γη­σε όλα τα λυπη­ρά, δια­κη­ρύσ­σει τα κατορ­θώ­μα­τα του Σταυ­ρού· αυτά λοι­πόν συνί­σταν­ται στην ειρή­νη.

Αφού λοι­πόν κατερ­ρί­φθη­σαν όλα τα εμπό­δια, κατέ­στη­σε τη νίκη λαμ­πρή, και είχαν όλα επι­τευ­χθεί, κατό­πιν στη συνέ­χεια λέγει: «καθς πέσταλ­κέ με πατήρ, κγ πέμ­πω μς(:όταν λοι­πόν οι μαθη­τές ηρέ­μη­σαν κάπως από την πρώ­τη σφο­δρή συγ­κί­νη­ση που αισθάν­θη­καν εξαι­τί­ας της μεγά­λης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέ­ση με τη μελ­λον­τι­κή τους τώρα κλή­ση και απο­στο­λή: ‘’Ας είναι ειρή­νη σε σας. Όπως με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου για το έργο της σωτη­ρί­ας των ανθρώ­πων, έτσι κι εγώ σας στέλ­νω να συνε­χί­σε­τε το ίδιο έργο’’)»[Ιω.20,21]. Καμία δυσκο­λία δεν έχε­τε· και εξαι­τί­ας των όσων συνέ­βη­σαν και λόγω της δικής μου αξί­ας που σας στέλ­νω. Εδώ ανορ­θώ­νει το φρό­νη­μά τους και δεί­χνει μεγά­λη αξιο­πι­στία στους λόγους Του, εάν βέβαια επρό­κει­το να ανα­λά­βουν το έργο Του.

Και δεν απευ­θύ­νε­ται πλέ­ον παρά­κλη­ση προς τον Πατέ­ρα, αλλά με αυθεν­τία δίδει σε αυτούς τη δύνα­μη· διό­τι «νεφύ­ση­σε κα λέγει ατος· λάβε­τε Πνεμα γιον· ν τινων φτε τς μαρ­τί­ας, φίεν­ται ατος, ν τινων κραττε, κεκρά­την­ται(:φύση­σε στα πρό­σω­πά τους τη ζωο­γό­νο πνοή της νέας ζωής και τους είπε· “λάβε­τε Πνεύ­μα Άγιο. Σε όποιους συγ­χω­ρεί­τε τις αμαρ­τί­ες, θα είναι συγ­χω­ρη­μέ­νες και από τον Θεό. Σε όποιους όμως τις κρα­τεί­τε άλυ­τες και ασυγ­χώ­ρη­τες, θα μεί­νουν αιω­νί­ως ασυγ­χώ­ρη­τες)»[Ιω.20,22–23]. Όπως δηλα­δή ένας βασι­λιάς απο­στέλ­λον­τας άρχον­τες, δίδει εξου­σία σε αυτούς και να οδη­γούν ανθρώ­πους στη φυλα­κή και να απο­λύ­ουν, έτσι και Αυτός, απο­στέλ­λον­τας αυτούς τούς περι­βάλ­λει με αυτή τη δύνα­μη.

Πώς λοι­πόν λέγει: «ν γρ γ μ πέλ­θω, παρά­κλη­τος οκ λεύ­σε­ται πρς μς(:αλλά όσο κι αν λυπά­στε, βεβαιω­θεί­τε ότι εγώ σας λέω την αλή­θεια. Σας συμ­φέ­ρει να φύγω εγώ. Διό­τι εάν δεν πεθά­νω επά­νω στο σταυ­ρό και δεν φύγω, ο Παρά­κλη­τος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προ­σφέ­ρω πάνω στο σταυ­ρό την εξι­λα­στή­ρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέ­ρα μου, θα σας στεί­λω τον Παρά­κλη­το)»[Ιω.16,7] και τώρα δίνει απευ­θεί­ας σε αυτούς το Πνεύ­μα;

Ορι­σμέ­νοι λέγουν ότι δεν έδω­σε σε αυτούς το Πνεύ­μα, αλλά κατέ­στη­σε αυτούς δια του εμφυ­σή­μα­τος κατάλ­λη­λους για να υπο­δε­χθούν αυτό. Διό­τι εάν ο Δανι­ήλ εξε­πλά­γη όταν είδε άγγελο[Δαν.8,16–17:«Κα κου­σα φωνν νδρς ναμέ­σον το Οβάλ, κα κάλε­σε κα επε· Γαβρι­ήλ, συνέ­τι­σον κενον τν ρασιν. κα λθε κα στη χόμε­νος τς στά­σε­ώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμ­βή­θην, κα πίπτω π πρό­σω­πόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώ­που· τι γρ ες και­ρο πέρας ρασις(: και άκου­σα την φωνή ενός ανδρός, ο οποί­ος στε­κό­ταν εν μέσω του ποτα­μού Ουβάλ, η οποία φωνή φώνα­ξε και είπε· “Γαβρι­ήλ, εξή­γη­σε σε αυτόν το όρα­μα εκεί­νο”. Αυτός ήλθε και στά­θη­κε πολύ κον­τά μου. Όταν μάλι­στα με πλη­σί­α­σε, εγώ κατα­λή­φθη­κα από δέος και θαυ­μα­σμό και έπε­σα αμέ­σως πρη­νής, με το πρό­σω­πό μου κάτω στη γη. Εκεί­νος λοι­πόν μου είπε· “Υιέ ανθρώ­που, κατα­νόη­σε τού­το· ότι το όρα­μα αυτό απο­κα­λύ­πτει το τέλος του και­ρού, του και­ρού της βασι­λεί­ας των θηρί­ων”)»], τι θα ήταν δυνα­τόν να μην πάθουν εκεί­νοι που δέχον­ταν την απόρ­ρη­τη εκεί­νη χάρη, αν δεν τους καθι­στού­σε προ­η­γου­μέ­νως μαθη­τές Του; Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «ἐλά­βε­τε Πνεμα γιον», αλλά «λάβε­τε Πνεμα γιον» .

Δεν θα έσφαλ­λε λοι­πόν κανείς εάν έλε­γε ότι και τότε αυτοί έλα­βαν κάποια πνευ­μα­τι­κή εξου­σία και χάρη, αλλά όχι τέτοια ώστε να ανα­σταί­νουν νεκρούς και να κάνουν θαύ­μα­τα, αλλά να συγ­χω­ρούν αμαρ­τή­μα­τα· διό­τι είναι διά­φο­ρα τα χαρί­σμα­τα του Πνεύ­μα­τος. Για τον λόγο αυτό και πρό­σθε­σε: «ν τινων φτε τς μαρ­τί­ας, φίεν­ται ατος», δεί­χνον­τας ποιο είδος ενέρ­γειας δίδει σε αυτούς. Εκεί μάλι­στα μετά από σαράν­τα ημέ­ρες έλα­βαν τη δύνα­μη να κάνουν θαύ­μα­τα· για τον λόγο αυτό λέγει: «Λήψε­σθε δύνα­μιν πελ­θόν­τος το γίου Πνεύ­μα­τος φ᾿ μς, κα σεσθέ μοι μάρ­τυ­ρες ν τε ερου­σαλμ κα ν πάσ τ ουδαί κα Σαμα­ρεί κα ως σχά­του τς γς(:θα λάβε­τε όμως ενί­σχυ­ση και δύνα­μη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιο Πνεύ­μα. Και θα γίνε­τε μάρ­τυ­ρες της ζωής μου και της διδα­σκα­λί­ας μου και στη Ιερου­σα­λήμ και σε όλη την Ιου­δαία και στη Σαμά­ρεια και μέχρι το τελευ­ταίο και πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νο σημείο της γης”)»[Πράξ.1,8] · μάρ­τυ­ρες λοι­πόν γίνον­ταν με τα θαύ­μα­τα· καθό­σον είναι απε­ρί­γρα­πτη και ανέκ­φρα­στη η χάρη του Πνεύ­μα­τος και πολύ­μορ­φη η δωρεά Αυτού.

Αυτό επο­μέ­νως γίνε­ται για να μάθεις ότι μία είναι η δωρεά και η εξου­σία του Πατρός και του Υιού και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος· διό­τι εκεί­να που φαί­νον­ται ότι είναι ιδιαί­τε­ρα γνω­ρί­σμα­τα του Πατρός, αυτά είναι ιδιό­τη­τες και του Υιού και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Πώς λοι­πόν, λέγει ότι κανείς δεν έρχε­ται προς τον Υιό, εάν δεν τον προ­σελ­κύ­σει ο Πατήρ [Ιω.6,44: «Οδες δύνα­ται λθεν πρός με, ἐὰν μ πατρ πέμ­ψας με λκύσ ατόν, κα γ ναστή­σω ατν τ σχάτ μέρ(:ο γογ­γυ­σμός σας αυτός προ­έρ­χε­ται από την απι­στία σας. Και απι­στεί­τε, διό­τι ο Πατέ­ρας μου σας βρή­κε ανά­ξιους να σας ελκύ­σει κον­τά μου. Κανείς δεν μπο­ρεί να έλθει σε μένα πιστεύ­ον­τας στη θεϊ­κή μου προ­έ­λευ­ση και απο­στο­λή, εάν ο Πατέ­ρας μου, που με έστει­λε στον κόσμο, δεν μετα­βά­λει την ψυχή του και δεν τον ελκύ­σει με τη θεϊ­κή του δύνα­μη. Και όταν αυτός ελκυ­σθεί προς εμέ­να, εγώ θα ολο­κλη­ρώ­σω το έργο της σωτη­ρί­ας του και θα τον ανα­στή­σω την έσχα­τη ημέ­ρα της Κρί­σε­ως)»];

Αλλά αυτό φαί­νε­ται να είναι γνώ­ρι­σμα και του Υιού, διό­τι λέγει: «γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή· οδες ρχε­ται πρς τν πατέ­ρα ε μ δι᾿ μο(:Εγώ είμαι ο μονα­δι­κός δρό­μος, από τον οποίο μπο­ρεί να φτά­σει κανείς στον ουρα­νό· διό­τι συγ­χρό­νως είμαι και η από­λυ­τη αλή­θεια και η πραγ­μα­τι­κή και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνα­τόν να έλθει προς τον Πατέ­ρα και να μετά­σχει στη μακα­ρία ζωή Του, παρά μόνο αν περά­σει από μένα˙ διό­τι εγώ με τη διδα­σκα­λία μου σας γνω­ρί­ζω τον Πατέ­ρα μου και την αλή­θειά Του. Και με τη θυσία μου ως αιώ­νιος αρχιε­ρεύς σας συμ­φι­λιώ­νω με Αυτόν)»[Ιω.14,6].

Πρό­σε­χε επί­σης αυτό που είναι και γνώ­ρι­σμα του Πνεύ­μα­τος: «Οδες δύνα­ται επεν Κύριον ησον ε μ ν Πνεύ­μα­τι γί(:κανείς πάλι δεν μπο­ρεί να ομο­λο­γή­σει με ειλι­κρι­νή πίστη και ευλά­βεια ότι ‘’ο Ιησούς είναι ο Κύριος”, παρά μόνο με την χάρη, τον φωτι­σμό και την έμπνευ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος)»[Α΄Κορ.12,3].Και πάλι, τους Απο­στό­λους τους βλέ­που­με να δίδον­ται στην Εκκλη­σία, άλλο­τε μεν από τον Πατέ­ρα, άλλο­τε δε από τον Υιό και άλλο­τε από το άγιο Πνεύ­μα, και τις διαι­ρέ­σεις των χαρι­σμά­των βλέ­που­με να είναι του Πατέ­ρα και του Υιού και του αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Όλα λοι­πόν ας τα κάνου­με, ώστε να μπο­ρέ­σου­με να έχου­με πλη­σί­ον μας το άγιο Πνεύ­μα, και να τιμού­με πάρα πολύ εκεί­νους που ορί­στη­καν να μετα­δί­δουν την ενέρ­γεια αυτού· διό­τι είναι μεγά­λη η αξία των ιερέ­ων. «Εκεί­νους που θα συγ­χω­ρή­σε­τε», λέγει, «συγ­χω­ρούν­ται οι αμαρ­τί­ες τους». Για τον λόγο αυτόν και ο Παύ­λος έλε­γε «Πεί­θε­σθε τος γου­μέ­νοις μν κα πεί­κε­τε(:Να υπα­κού­τε στους πνευ­μα­τι­κούς προϊ­στα­μέ­νους σας και να υπο­τάσ­σε­στε τελεί­ως σε αυτούς. Διό­τι αυτοί αγρυ­πνούν γα τη σωτη­ρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στο Χρι­στό για τις ψυχές σας. Να τους υπα­κού­τε, για να ενθαρ­ρύ­νον­ται με την υπα­κοή σας, ώστε να επι­τε­λούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στε­ναγ­μούς. Άλλω­στε δεν σας συμ­φέ­ρει να στε­νά­ζουν εξαι­τί­ας σας οι πνευ­μα­τι­κοί σας προ­ε­στοί, επει­δή ο Θεός θα σας τιμω­ρή­σει γι’ αυτό)»[Εβρ.13,17] και να τους τιμά­τε πάρα πολύ.

«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδε­κα, ὁ λεγό­με­νος Δίδυ­μος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. λεγον ον ατ ο λλοι μαθη­ταί· ωρά­κα­μεν τν Κύριον. δ επεν ατος· ἐὰν μ δω ν τας χερσν ατο τν τύπον τν λων, κα βάλω τν δάκτυ­λόν μου ες τν τύπον τν λων, κα βάλω τν χερά μου ες τν πλευρν ατο, ο μ πιστεύ­σω. Κα μεθ᾿ μέρας κτ πάλιν σαν σω ο μαθη­τα ατο κα Θωμς μετ᾿ ατν. ρχε­ται ησος τν θυρν κεκλει­σμέ­νων, κα στη ες τ μέσον κα επεν· ερήνη μν. ετα λέγει τ Θωμ· φέρε τν δάκτυ­λόν σου δε κα δε τς χεράς μου, κα φέρε τν χερά σου κα βάλε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γίνου πιστος, λλ πιστός. κα πεκρί­θη Θωμς κα επεν ατ· Κύριός μου κα Θεός μου. λέγει ατ ησος· τι ώρα­κάς με, πεπί­στευ­κας· μακά­ριοι ο μ δόν­τες κα πιστεύ­σαν­τες(:ο Θωμάς όμως, που ήταν ένας από τους δώδε­κα απο­στό­λους και τον οποίο ονό­μα­ζαν Δίδυ­μο όσοι Εβραί­οι μιλού­σαν την ελλη­νι­κή γλώσ­σα, δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Όταν λοι­πόν Τον είδαν, Του έλε­γαν οι άλλοι μαθη­τές: ‘’Είδα­με τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάν­τη­σε: ‘’Εάν δεν δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το δάχτυ­λό μου στο σημά­δι των καρ­φιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευ­ρά Του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυ­λά μου να βεβαιω­θώ, δεν θα πιστέψω’’.Πράγματι λοι­πόν, ύστε­ρα από οκτώ ημέ­ρες ήταν πάλι μέσα στο σπί­τι οι μαθη­τές, και μαζί με αυτούς ήταν κι ο Θωμάς. Έρχε­ται λοι­πόν ο Ιησούς, ενώ ήταν κλει­στές οι θύρες, και στά­θη­κε ανά­με­σα στους μαθη­τές και είπε: ‘’Ας είναι ειρή­νη σε σας’’.Έπειτα λέει στον Θωμά: ‘’Φέρε το δάχτυ­λό σου εδώ. Ψηλά­φι­σε και εξέ­τα­σε τα σημά­δια των πλη­γών μου, και δες συγ­χρό­νως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύ­μα­τά μου και βάλε το στην πλευ­ρά μου που χτυ­πή­θη­κε από τη λόγ­χη. Και μην αφή­νεις τον εαυ­τό σου να κυριευ­τεί από την απι­στία, ώστε να γίνεις μόνι­μα και ανε­πα­νόρ­θω­τα άπι­στος, αλλά για να προ­ο­δεύ­εις και να στη­ρί­ζε­σαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμε­τα­κί­νη­τος και αδιά­σει­στος σε αυτή’’. Ο Θωμάς τότε Του απο­κρί­θη­κε: ‘’Πιστεύω και ομο­λο­γώ ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου’’.Του λέει ο Ιησούς: ‘’Πίστε­ψες επει­δή με είδες. Μακά­ριοι και πιο ευτυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που πιστεύ­ουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέ­ψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλη­σί­ας μου στις γενιές που θα έλθουν’’. Σύμ­φω­να λοι­πόν με όσα εξι­στο­ρή­σα­με, εκτός από το θαύ­μα της Ανα­στά­σε­ώς Του, ο Ιησούς μπρο­στά στα μάτια των μαθη­τών Του έκα­νε και πολ­λά άλλα θαύ­μα­τα που απο­δεί­κνυαν τη θεό­τη­τά Του και τα οποία δεν είναι γραμ­μέ­να στο βιβλίο αυτό. Αυτά που εκθέ­σα­με, γρά­φτη­καν για να πιστέ­ψε­τε ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός που προ­κη­ρύ­χθη­κε από τους προ­φή­τες, ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύ­ον­τας να έχε­τε ως ανα­φαί­ρε­το κτή­μα σας τη νέα, θεία και αιώ­νια ζωή, την οποία μετα­δί­δει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώ­πων που επι­κα­λούν­ται το όνο­μά Του)»[Ιω.20,24–29].

Όπως ακρι­βώς το να πιστεύ­ει κανείς απλώς και ως έτυ­χε είναι γνώ­ρι­σμα επι­πο­λαιό­τη­τας, έτσι και το να εξε­τά­ζει κανέ­νας και να ερευ­νά πέραν του μέτρου είναι γνώ­ρι­σμα παχύ­τα­της και δυσκί­νη­της διά­νοιας. Για τον λόγο αυτό και ο Θωμάς κατη­γο­ρεί­ται· διό­τι στους Απο­στό­λους δεν πίστε­ψε όταν του είπαν ότι «είδα­με τον Κύριο», όχι τόσο επει­δή δεν πίστε­ψε στα λόγια τους, όσο διό­τι θεω­ρού­σε το πράγ­μα αυτό ότι ήταν αδύ­να­το· δηλα­δή, την εκ νεκρών ανά­στα­ση· διό­τι δεν είπε «δε σας πιστεύω», αλλά «εάν δεν βάλω το χέρι μου στο σημά­δι των καρ­φιών, δεν θα πιστέ­ψω». Πώς, λοι­πόν, ενώ όλοι ήσαν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, αυτός μόνος απου­σί­α­ζε; Φυσι­κό ήταν να μην είχε ακό­μη επι­στρέ­ψει από τη δια­σπο­ρά που είχε ήδη γίνει. Εσύ όμως όταν δεις τον μαθη­τή να μην πιστεύ­ει, σκέ­ψου τη φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου, ότι και χάριν μιας ψυχής δεί­χνει τον εαυ­τό Του να έχει τραύ­μα­τα, και έρχε­ται για να σώσει και τον ένα, αν και ήταν πνευ­μα­τι­κά πιο ατε­λής από τους άλλους. Για τον λόγο αυτό ζητού­σε να πιστέ­ψει μέσω της πιο χον­τρο­ει­δούς και βρα­δυ­κί­νη­της αισθήσεως[δηλαδή της αφής] και ούτε στα μάτια του δεν πίστευε· διό­τι δεν είπε «εάν δεν δω», αλλά λέγει: «εάν δεν ψηλα­φή­σω, μήπως τυχόν και είναι απο­κύ­η­μα της φαν­τα­σί­ας μου αυτό που βλέ­πω». Και όμως οι μαθη­τές αναγ­γέλ­λον­τας αυτά, αξιό­πι­στοι ήταν τότε, και ο ίδιος ο Κύριος επί­σης που υπο­σχό­ταν αυτά· όμως επει­δή ζήτη­σε κάτι περισ­σό­τε­ρο ο Θωμάς, ούτε αυτό του το στέ­ρη­σε ο Χρι­στός.

Και για ποιο λόγο δεν εμφα­νί­ζε­ται σε αυτόν αμέ­σως, αλλά μετά από οχτώ ημέ­ρες; Για να κυριευ­τεί από πιο μεγά­λη επι­θυ­μία και να γίνει μελ­λον­τι­κά πιστό­τε­ρος κατη­χού­με­νος από τους μαθη­τές στο διά­στη­μα που θα μεσο­λα­βού­σε και ακού­γον­τας τα ίδια λόγια από αυτούς.

Και από πού γνώ­ρι­ζε ότι και η πλευ­ρά του Κυρί­ου ανοί­χτη­κε με τη λόγ­χη; Το άκου­σε από τους μαθη­τές. Πώς λοι­πόν το ένα το πίστε­ψε, ενώ το άλλο δεν το πίστε­ψε; Διό­τι αυτό ήταν πολύ παρά­δο­ξο και αξιο­θαύ­μα­στο.

Να προ­σέ­ξεις επί­σης, σε παρα­κα­λώ, τη φιλα­λή­θεια των Απο­στό­λων, ότι τα ελατ­τώ­μα­τα δεν τα κρύ­πτουν, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα εκθέ­τουν περι­γρά­φον­τάς τα με όλη την αλή­θεια.

Εμφα­νί­ζε­ται λοι­πόν πάλι ο Ιησούς και δεν περι­μέ­νει να ζητη­θεί αυτό από εκεί­νον, ούτε να ακού­σει κάτι παρό­μοιο, αλλά χωρίς να πει τίπο­τε, ο ίδιος τον προ­λα­βαί­νει και εκπλη­ρώ­νει εκεί­νο που ο Θωμάς επι­θυ­μού­σε, δεί­χνον­τάς του ότι και όταν έλε­γε αυτά τα λόγια δυσπι­στί­ας προς τους άλλους μαθη­τές, Εκεί­νος ήταν παρών· εφό­σον χρη­σι­μο­ποί­η­σε τα ίδια τα λόγια και κατά τρό­πο πάρα πολύ επι­τι­μη­τι­κό και στη συνέ­χεια με τρό­πο διδα­κτι­κό· διό­τι αφού είπε «Φέρε τον δάκτυ­λό σου και δες τα χέρια μου και βάλε το χέρι σου στην πλευ­ρά μου», πρό­σθε­σε «και μη γίνε­σαι άπι­στος, αλλά πιστός». Βλέ­πεις ότι η αμφι­βο­λία ήταν απο­τέ­λε­σμα απι­στί­ας; Όμως αυτό συνέ­βαι­νε πριν λάβουν το Άγιο Πνεύ­μα· μετά από αυτά όμως δεν συνέ­βαι­νε πλέ­ον αυτό, αλλά στο εξής ήταν κατηρ­τι­σμέ­νοι.

Δεν επι­τί­μη­σε επί­σης αυτόν ο Κύριος με αυτά μόνο τα λόγια, αλλά και με τα όσα λέγει στη συνέ­χεια. Διό­τι όταν εκεί­νος τα πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε και ανέ­πνευ­σε και ανε­φώ­νη­σε «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», λέγει: «Επει­δή με είδες, Θωμά, πίστε­ψες· μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που δε με είδαν και πίστε­ψαν»· διό­τι αυτό είναι το γνώ­ρι­σμα της πίστε­ως, το να απο­δέ­χε­ται κανείς εκεί­να που δεν είναι ορα­τά· διό­τι «στι δ πίστις λπι­ζο­μέ­νων πόστα­σις, πραγ­μά­των λεγ­χος ο βλε­πο­μέ­νων(:η πίστη κάνει πραγ­μα­τι­κά εκεί­να που ελπί­ζου­με, και βέβαια και αναμ­φι­σβή­τη­τα εκεί­να που δε βλέ­που­με)»[Εβρ.11,1].

Στην περί­πτω­ση αυτή ο Κύριος δε μακα­ρί­ζει μόνο τους μαθη­τές, αλλά και εκεί­νους που θα πιστέ­ψουν μετά από αυτούς αργό­τε­ρα. Και όμως, λέγει, οι άλλοι μαθη­τές είδαν και πίστε­ψαν· αλλά όμως δεν ζήτη­σαν κανέ­να απο­δει­κτι­κό σημείο, αλλά από τα σου­δά­ρια αμέ­σως δέχθη­καν την είδη­ση περί της ανα­στά­σε­ως, και πριν δουν το σώμα, έδει­ξαν όλη την πίστη τους. Όταν λοι­πόν κάποιος λέει τώρα: «Ήθε­λα να ζού­σα κατά τα χρό­νια εκεί­να και να έβλε­πα τον Χρι­στό να θαυ­μα­τουρ­γεί», ας σκε­φτεί τον λόγο του Κυρί­ου ότι «μακά­ριοι είναι εκεί­νοι που δε με είδαν και όμως πίστε­ψαν».

Είναι δε άξιο απο­ρί­ας, πώς σώμα άφθαρ­το έδει­χνε τα απο­τυ­πώ­μα­τα των καρ­φιών και ήταν δυνα­τό ανθρώ­πι­νο χέρι να το αγγί­ξει. Όμως, μην παρα­ξε­νεύ­ε­σαι· αυτό το οποίο συνέ­βαι­νε, συνέ­βαι­νε κατά συγ­κα­τά­βα­ση, ήταν έργο προ­σαρ­μο­γής στα ανθρώ­πι­να μέτρα· διό­τι το τόσο λεπτό και ελα­φρό σώμα, που εισήλ­θε ενώ οι θύρες ήταν κλει­στές, ήταν απαλ­λαγ­μέ­νο από κάθε υλι­κή σύστα­ση· αλλά δει­κνύ­ε­ται αυτό για να γίνει πιστευ­τή η Ανά­στα­ση και για να μάθουν ότι Αυτός ήταν Εκεί­νος που σταυ­ρώ­θη­κε, και δεν ανα­στή­θη­κε άλλος αντί Αυτού. Για τον λόγο αυτόν ανα­στή­θη­κε, έχον­τας τα σημά­δια του σταυ­ρού, και για τον λόγο αυτό τρώ­γει.

Πράγ­μα­τι οι Από­στο­λοι αυτό προ­έ­βαλ­λαν συνε­χώς ως από­δει­ξη της ανα­στά­σε­ως, λέγον­τας: «Τοτον Θες γει­ρε τ τρίτ μέρ κα δωκεν ατν μφαν γενέ­σθαι, ο παντ τ λα, λλ μάρ­τυ­σι τος προ­κε­χει­ρο­το­νη­μέ­νοις π το Θεο, μν, οτινες συνε­φά­γο­μεν κα συνε­πί­ο­μεν ατ μετ τ ναστναι ατν κ νεκρν(:ο Θεός όμως Τον ανέ­στη­σε την τρί­τη ημέ­ρα από τον θάνα­τό Του. Και επέ­τρε­ψε να γίνει ορα­τός και να εμφα­νι­στεί μετά την Ανά­στα­σή Του, όχι πλέ­ον σε όλον τον λαό. Αλλά εμφα­νί­στη­κε σε μάρ­τυ­ρες που είχαν εκλε­γεί από τον Θεό πολύ πριν σταυ­ρω­θεί και ανα­στη­θεί ο Ιησούς. Και οι μάρ­τυ­ρες αυτοί είμα­στε εμείς οι από­στο­λοι, οι οποί­οι φάγα­με και ήπια­με μαζί Του μετά την Ανά­στα­σή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,40–41].

Όπως ακρι­βώς λοι­πόν βλέ­πον­τάς Τον προ του σταυ­ρού να περι­πα­τεί επά­νω στα κύμα­τα, δεν λέγα­με ότι το σώμα εκεί­νο ήταν άλλης φύσε­ως, αλλά της δικής μας, έτσι βλέ­πον­τας Αυτόν μετά την ανά­στα­ση να έχει τα απο­τυ­πώ­μα­τα του σταυ­ρού, δε θα πού­με πλέ­ον ότι Αυτός είναι φθαρ­τός· διό­τι αυτά τα έδει­χνε για χάρη του μαθη­τή.

«Πολλ μν ον κα λλα σημεα ποί­η­σεν ησος νώπιον τν μαθητν ατο, οκ στι γεγραμ­μέ­να ν τ βιβλί τούτ·τατα δ γέγρα­πται να πιστεύ­ση­τε τι ησος στιν Χριστς υἱὸς το Θεο, κα να πιστεύ­ον­τες ζων χητε ν τ νόμα­τι ατο(:σύμ­φω­να λοι­πόν με όσα εξι­στο­ρή­σα­με, εκτός από το θαύ­μα της Ανα­στά­σε­ώς Του, ο Ιησούς μπρο­στά στα μάτια των μαθη­τών Του έκα­νε και πολ­λά άλλα θαύ­μα­τα που απο­δεί­κνυαν τη θεό­τη­τά Του και τα οποία δεν είναι γραμ­μέ­να στο βιβλίο αυτό. Αυτά που εκθέ­σα­με, γρά­φτη­καν για να πιστέ­ψε­τε ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός που προ­κη­ρύ­χτη­κε από τους προ­φή­τες, ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύ­ον­τας να έχε­τε ως ανα­φαί­ρε­το κτή­μα σας τη νέα, θεία και αιώ­νια ζωή, την οποία μετα­δί­δει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώ­πων που επι­κα­λούν­ται το όνο­μά Του”)»[Ιω.20,30–31].

«Πολλ μν ον κα λλα σημεα ποί­η­σεν ησοςνώπιον τν μαθητν ατο, οκ στι γεγραμ­μέ­να ν τ βιβλί τούτ»[Ιω.20,30]. Επει­δή δηλα­δή αυτός ο ευαγ­γε­λι­στής ανέ­φε­ρε λιγό­τε­ρα από εκεί­να που ανέ­φε­ραν οι άλλοι, λέγει ότι ούτε όλοι οι άλλοι τα ανέ­φε­ραν όλα, αλλά όσα ήταν ικα­νά να προ­σελ­κύ­σουν στην πίστη όσους τους άκου­γαν· διό­τι παρα­κά­τω λέγει: «στι δ κα λλα πολλ σα ποί­η­σεν ησος, τινα ἐὰν γρά­φη­ται καθ᾿ ν, οδ ατν ομαι τν κόσμον χωρσαι τ γρα­φό­με­να βιβλία. μήν(:υπάρ­χουν όμως και πολ­λά άλλα που έκα­νε ο Ιησούς, τα οποία, αν γρά­φον­ταν λεπτο­με­ρεια­κά, ένα-ένα, νομί­ζω ότι ούτε ολό­κλη­ρος ο κόσμος με όλες τις βιβλιο­θή­κες του δεν θα χωρού­σε τα βιβλία που θα έπρε­πε να γρα­φούν. Πραγ­μα­τι­κά)»[Ιω.21,25].

Επο­μέ­νως είναι φανε­ρό ότι δεν τα είπαν από φιλο­δο­ξία εκεί­να που έγρα­ψαν, αλλά μόνο εξαι­τί­ας της χρη­σι­μό­τη­τάς τους· διό­τι εκεί­νοι που παρέ­λει­ψαν τα περισ­σό­τε­ρα, πώς θα ήταν δυνα­τόν να τα έγρα­φαν αυτά από φιλο­δο­ξία; Για ποιον λόγο λοι­πόν δεν τα ανέ­φε­ραν όλα; Κυρί­ως μεν εξαι­τί­ας του πλή­θους τους, έπει­τα επί­σης σκέ­πτον­ταν και εκεί­νο, ότι δηλα­δή εκεί­νος που δεν πίστε­ψε σε όσα έχουν ανα­φερ­θεί, ούτε στα περισ­σό­τε­ρα θα προ­σέ­ξει, εκεί­νος όμως που τα δέχθη­κε αυτά, τα οποία έχουν γρα­φεί, δεν θα έχει ανάγ­κη τίπο­τε άλλο για να πιστέ­ψει. Εγώ νομί­ζω εδώ ότι εννο­εί τα θαύ­μα­τα που έκα­νε μετά την ανά­στα­ση· για τον λόγο αυτόν λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης τη φρά­ση: «νώπιον τν μαθητν ατο(:μπρο­στά στους μαθη­τές Του)»[Ιω.20,30] · διό­τι όπως πριν από την Ανά­στα­ση έπρε­πε να γίνουν πολ­λά για να πιστέ­ψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την Ανά­στα­ση, για να παρα­δε­χθούν ότι ανα­στή­θη­κε. Γι’ αυτό και πρό­σθε­σε «νώπιον τν μαθητν ατο», επει­δή μόνο με αυτούς συνα­να­στρε­φό­ταν μετά την Ανά­στα­ση. Γι’ αυτό και έλε­γε: « κόσμος με οκέτι θεω­ρε(:Ακό­μη λίγο χρό­νο, και ο κόσμος που βρί­σκε­ται μακριά από τον Θεό δεν θα με βλέ­πει πια, διό­τι δεν θα είμαι σωμα­τι­κώς στη γη, όπως είμαι τώρα. Εσείς όμως θα με βλέ­πε­τε με τα μάτια της ψυχής σας και θα με αισθά­νε­στε. Διό­τι εγώ, ενώ μετά από λίγο θα σταυ­ρω­θώ και θα πεθά­νω, θα εξα­κο­λου­θώ να ζω. Και σεις θα ζήσε­τε μια νέα, πνευ­μα­τι­κή ζωή, που θα απο­κτή­σε­τε από μένα)»[Ιω. 14,19].

Έπει­τα για να μάθεις ότι χάριν των μαθη­τών μονά­χα επι­τε­λούν­ταν όσα συνέ­βαι­ναν, ο Ευαγ­γε­λι­στής πρό­σθε­σε: «να πιστεύ­ον­τες ζων χητε ν τ νόμα­τι ατοῦ(:αυτά που εκθέ­σα­με, γρά­φτη­καν για να πιστέ­ψε­τε ότι ο Ιησούς είναι ο Χρι­στός που προ­κη­ρύ­χτη­κε από τους προ­φή­τες, ο μονο­γε­νής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύ­ον­τας να έχε­τε ως ανα­φαί­ρε­το κτή­μα σας τη νέα, θεία και αιώ­νια ζωή, την οποία μετα­δί­δει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώ­πων που επι­κα­λούν­ται το όνο­μά Του)»[Ιω.20,31], ομι­λών­τας γενι­κά προς τη δική μας φύση και για να δεί­ξει ότι τα ανέ­φε­ρε αυτά όχι προς χάρη του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού στον οποίο πιστεύ­ου­με, αλλά προς χάρη εμάς των ίδιων· «ν τ νόμα­τι ατο»· δηλα­δή δι’ Αυτού· διό­τι Αυτός είναι η Ζωή.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΠΣΤ’ και ΠΖ΄(επιλεγμένα απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περικοπής),πατερικές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2011, τόμος 14, σελί­δες 705–725.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 75, σελ.228–232 και σελ.236–240.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π.Τρεμπέλα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

 

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Γ (Ανα­στά­σε­ως Ημέ­ρα)

Πόσο ὑπέ­ρο­χη εἶναι ἡ σχέ­ση ἀνά­με­σα στὴ μητέ­ρα καὶ τὸ παι­δί! Ἐδῶ ἔχου­με ἀγά­πη καὶ θυσία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, πίστη καὶ ὑπα­κοὴ ἀπό τὴν ἄλλη. Ἔχει τὸ παι­δὶ ἄλλο δρό­μο πρὸς τὴν εὐτυ­χία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστη πρὸς τὴ μητέ­ρα του καὶ τὴν ὑπα­κοὴ σ’ αὐτήν; Ὑπάρ­χει πιὸ τερα­τῶ­δες πρᾶγ­μα ἀπὸ τὸ παι­δὶ ποὺ δὲν ἐμπι­στεύ­ε­ται τὴ μητέ­ρα του καὶ δὲν τὴν ὑπα­κού­ει;

Ἡ πίστη εἶναι ὁ πιὸ ἁγνὸς καὶ καθα­ρὸς δρό­μος πρὸς τὴ γνώ­ση. Ὅποιος ξεφεύ­γει ἀπὸ τὸ δρό­μο αὐτὸ ἐκχυ­δα­ΐ­ζε­ται, μιαί­νε­ται.

Ἡ πίστη εἶναι ὁ συν­το­μό­τε­ρος δρό­μος ποὺ ὁδη­γεῖ στὴ γνώ­ση. Ὅποιος ξεστρα­τί­ζει ἀπὸ τὸ δρό­μο αὐτό, χρο­νο­τρι­βεὶ καὶ βρα­δυ­πο­ρεῖ στὸν προ­ο­ρι­σμό του.

Ὅπου ὑπάρ­χει πίστη, ὑπάρ­χει καὶ καθο­δή­γη­ση. Ὅπου λεί­πει ἡ πίστη, ἡ συμ­βου­λὴ εἶναι ἀνί­σχυ­ρη.

Ὅπου ὑπάρ­χει πίστη, ὑπάρ­χει καὶ διά­λο­γος. Ὅπου ἀπου­σιά­ζει ἡ πίστη, ἀπου­σιά­ζει κι ὁ διά­λο­γος. Τὴ θέση τοῦ δια­λό­γου τότε παίρ­νει ἡ ἀμφι­βο­λία κι ὁ πει­ρα­σμός.

Ὁ ξένος δὲν ἐμπι­στεύ­ε­ται ἕναν ἄλλο ξένο. Ὁ συγ­γε­νὴς ὅμως ἐμπι­στεύ­ε­ται το συγ­γε­νῆ του. Ὅταν ἀνά­με­σα σὲ δυὸ ξένους δημιουρ­γη­θεῖ ἐμπι­στο­σύ­νη, τότε συγ­γε­νεύ­ουν μετα­ξύ τους. Ὅταν ἡ ἐμπι­στο­σύ­νη ἀνά­με­σα σὲ συγ­γε­νεῖς χαθεῖ, τότε οἱ συγ­γε­νεῖς θὰ γίνουν ξένοι μετα­ξύ τους.

Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κοι­μη­θεῖ ὁ νοι­κο­κύ­ρης ὅταν ἔχει βάλει στὸν ἴδιο χῶρο ἕνα λύκο μ’ ἕνα πρό­βα­το; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἰρη­νέ­ψει καὶ νὰ γαλη­νέ­ψει ἕνας ἄνθρω­πος, ἂν στὴν ψυχή του μπῆ­κε ἡ ἀμφι­βο­λία κι ἔχει κλο­νι­στεῖ ἡ πίστη του;

Ὅταν ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἀμφι­βάλ­λει γιά το γεί­το­νά του, τότε ἡ ψυχή του αἰσθά­νε­ται δυνα­τὴ καὶ εἰρη­νι­κή, τὸ πρό­σω­πό του εἶναι γαλή­νιο.

Τί θλι­βε­ρὸ θέα­μα εἶναι νὰ βλέ­πεις νὰ συναν­τιοῦν­ται δυὸ θνη­τοὶ ἄνθρω­ποι, ποῦ κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι πλά­σμα­τα Ἐκεί­νου ποὺ δημιούρ­γη­σε τὰ Σερα­φείμ, κι ὁ ἕνας νὰ μιλά­ει στὸν ἄλλον γιὰ νὰ τὸν πει­ρά­ξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος νὰ τὸν ἀκού­ει μὲ ἀμφι­σβή­τη­ση!

Μόνο ἕνα θέα­μα ὑπάρ­χει πιὸ θλι­βε­ρὸ ἀπ’ αὐτό. Ὅταν ὁ πλα­σμέ­νος ἄνθρω­πος ἀκού­ει τὰ λόγια τοῦ Δημιουρ­γοῦ του στὸ εὐαγ­γέ­λιο καὶ τ’ ἀμφι­σβη­τεῖ.

Ὁ Μέγας Μωυ­σῆς μόνο μιὰ φορὰ ἀμφι­σβή­τη­σε το λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸς ὁ λόγος ἦταν ἀρκε­τὸς νὰ τοῦ στε­ρή­σει τὴ γῆ τῆς ἐπαγ­γε­λί­ας, γιὰ χάρη τῆς ὁποί­ας περι­πλα­νιό­ταν στὴν ἔρη­μο σαράν­τα χρό­νια. Ὁ προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας δὲν πίστε­ψε τὰ λόγια τοῦ ἀρχάγ­γε­λου Γαβρι­ὴλ γιὰ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Ἰωάν­νη τοῦ Βαπτι­στῆ κι ἔμει­νε στὴ στιγ­μὴ ἄλα­λος.

Πόσο τρο­με­ρὴ ἦταν ἡ τιμω­ρία στὴν πρώ­τη δυσπι­στία ποὺ ἔδει­ξαν οἱ προ­πά­το­ρές μας! Ὁ ‘Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ἀπο­βλή­θη­καν ἀπὸ τὸν παρά­δει­σο ἐπει­δὴ ἀμφι­σβή­τη­σαν το λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πίστε­ψαν τὰ δικά τους μάτια. ‘Ἐπει­δὴ πίστε­ψαν τὸν ἑαυ­τό τους καὶ τὸ διά­βο­λο.

Ὅσο οἱ προ­πά­το­ρές μας ἐμπι­στεύ­ον­ταν μόνο το λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅλα τὰ πράγ­μα­τα, τόσο γι’ αὐτοὺς ὅσο καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτί­ση, ἦταν καλὰ λίαν. Ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ὅμως ποὺ ἔχα­σαν τὴν ἐμπι­στο­σύ­νη τοὺς στὸ Θεό, ὁ παρά­δει­σος ἔκλει­σε. Τὰ Χερου­βὶμ μὲ τὴν πύρι­νη ρομ­φαία τους φύλα­γαν τίς πύλες τοῦ παρα­δεί­σου, ὥστε κανέ­νας ἄπι­στος ἢ δύσπι­στος νὰ μὴ γυρί­σει ἐκεῖ.

Ἀπ’ ὅλες τίς θλι­βε­ρὲς περι­πτώ­σεις στὴν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου, ποὺ ἀνα­φέ­ρον­ται στὴν ἀπι­στία τοῦ ἀνθρώ­που πρὸς τὸ Θεό, δύο εἶναι οἱ πιὸ θλι­βε­ρὲς καὶ πιὸ ἀκα­τα­νόη­τες γιὰ ἕνα λογι­κὸ πλά­σμα. Ἡ πρώ­τη συν­δέ­ε­ται μὲ τὸ Δέν­τρο τῆς Γνώ­σης καὶ ἡ δεύ­τε­ρη μὲ τὸ Δέν­τρο τῆς Ζωῆς. Στὴν πρώ­τη περί­πτω­ση ὁ Θεὸς εἶχε προ­ει­δο­ποι­ή­σει τοὺς πρω­το­πλά­στους γιὰ τὸ θανά­σι­μο κίν­δυ­νο τοῦ σατα­νᾶ. Στὴ δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση ὁ Θεὸς ἔδει­ξε στὸ θνη­τό γένος τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀθά­να­τη ζωὴ στὸν ἀνα­στη­μέ­νο Χρι­στό.

Ὅταν ὁ Θεὸς προ­ει­δο­ποί­η­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ μὴν κατευ­θυν­θοῦν πρός το θάνα­το, ἐκεῖ­νοι τὸν παρά­κου­σαν κι ἔκα­ναν ἀκρι­βῶς τὸ ἀντί­θε­το. Ὅταν ὁ Θεὸς κάλε­σε τοὺς ἀνθρώ­πους νὰ πλη­σιά­σουν τὴ Ζωή, πολ­λοὶ ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ δὲν ἤθε­λαν νὰ τὴν προ­σεγ­γί­σουν.

Ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ἀγα­ποῦν τὴ ζωή, ἀγα­ποῦν τὴ χαρά, ἐπι­θυ­μοῦν τὴν αἰω­νιό­τη­τα, νοσταλ­γοῦν τὰ πλού­τη καὶ τὴν εὐτυ­χία. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός τους τὰ φανε­ρώ­νει όλ’ αὐτὰ καὶ τοὺς τὰ προ­σφέ­ρει, μερι­κοὶ ἀμφι­βάλ­λουν καὶ διστά­ζουν. Ὅσοι ζοῦν στὴν κοι­λά­δα αὐτὴ τοῦ κλαυθ­μῶ­νος καὶ τῶν δακρύ­ων ἀμφι­βάλ­λουν ἂν ὑπάρ­χει κάποιο βασί­λειο ζωῆς καλ­λί­τε­ρο ἀπ’ αὐτό. Οἱ αἰχ­μά­λω­τοι τοῦ θανά­του ἀμφι­βάλ­λουν ὅτι ὑπάρ­χει κάποια βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ὅπου δὲν ὑπάρ­χει θάνα­τος. Οἱ σύν­τρο­φοι τῶν σκου­λη­κιῶν καὶ τῶν καμ­πιῶν ἀμφι­βάλ­λουν πῶς ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ τοὺς μετα­τρέ­ψει σὲ ἀθά­να­τους βασι­λιᾶ­δες καὶ συν­τρό­φους τῶν ἀγγέ­λων.

Ἡ ἀμφι­βο­λία τοῦ ἀνθρώ­που στὸ Χρι­στὸ εἶναι ἡ ἔσχα­τη ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς ἀρρώ­στιας τοῦ ἀνθρώ­που στὸ μεγά­λο νοσο­κο­μεῖο τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δὲν ἔχει φάρ­μα­κο γιὰ τὴν ἀρρώ­στια αὐτή. Τὸ μονα­δι­κὸ φάρ­μα­κο εἶναι ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Χρι­στός. Ἄν ὁ ἄνθρω­πος δὲν παίρ­νει τὸ φάρ­μα­κο αὐτό, δὲν εἶναι δυνα­τὸ νὰ θερα­πευ­τεῖ.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βεβαί­ω­σε τὴν ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς ἀλή­θειας, ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ νίκη­σε το θάνα­το μὲ τὴν ἀνά­στα­σή Του. Ἄν ὁ ἄνθρω­πος δὲν πιστεύ­ει στὴν Ἀνά­στα­σή Του ἐκ νεκρῶν, πῶς νὰ πιστέ­ψει ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ εἶπε καὶ ἔκα­νε; Ποιός νοῦς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κατα­νο­ή­σει ὅτι πραγ­μα­τι­κὰ Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀνά­στη­σε νεκρούς, θά ‘μενε στὸν τάφο καὶ θὰ γνώ­ρι­ζε τὴ φθο­ρά; Ποιά γλῶσ­σα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὁμο­λο­γή­σει πῶς τὰ λόγια Του ἦταν λόγια ζωῆς, ἂν ἡ ζωή Του εἶχε τελειώ­σει πάνω στὸ σταυ­ρό, στὸ Γολ­γο­θᾶ;

Ἄχ, ἀδελ­φοί μου! Ὁ Κύριος ἀνα­στή­θη­κε, εἶναι ζων­τα­νός! Τί μεγα­λύ­τε­ρη ἀπό­δει­ξη χρεια­ζό­μα­στε, ὅταν αὐτὸ εἶναι τὸ μονα­δι­κὸ ἀπο­δε­δειγ­μέ­νο γεγο­νὸς στὴν ἱστο­ρία τοῦ κόσμου; Ἔτσι τὸ ρύθ­μι­σε αὐτὸ ἡ θεία πρό­νοια, ἀπὸ τὴν ἀγά­πη Τοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος.

Ἀπ’ ὅλα τὰ γεγο­νό­τα στὴν ἱστο­ρία τοῦ ἀνθρώ­πι­νου γένους, κανέ­να ἄλλο δὲν ἔχει ἀπο­δει­χτεῖ τόσο καθα­ρὰ ὅσο τὸ γεγο­νὸς τῆς Ἀνά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στοὺς ἀνθρώ­πους ὅταν ἡ πίστη τους εἶχε τελεί­ως ἐξα­σθε­νή­σει. Ἔτσι ἡ πρό­νοια τοῦ Θεοῦ ὅρι­σε, ὥστε ἡ Ἀνά­στα­ση τοῦ Κυρί­ου νὰ γίνει κατα­νο­η­τὴ ἀπὸ ἀνθρώ­πους ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ ἀδύ­να­τη πίστη.

Για­τί ὁ Θεὸς δὲν εἶπε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κάτι περισ­σό­τε­ρο γιὰ τὸν κίν­δυ­νο ποὺ διέ­τρε­χαν σὲ περί­πτω­ση ποὺ δοκί­μα­ζαν τὸν ἀπα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πὸ στὸν παρά­δει­σο; Για­τί δὲν τοὺς ἔδω­σε κάποιο ἔστω ἀπο­δει­κτι­κὸ στοι­χεῖο ἀλλὰ περιο­ρί­στη­κε νὰ τοὺς δια­τυ­πώ­σει μιὰ σύν­το­μη ἀπα­γό­ρευ­ση; Ἐπει­δὴ τότε ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα δὲν εἶχαν ἐμπει­ρία τῆς ἁμαρ­τί­ας, ἦταν ἀνα­μάρ­τη­τοι καὶ κατὰ συνέ­πεια ἡ πίστη τους ἦταν δυνα­τή. Τὴν Ἀνά­στα­σή τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως ὁ Θεὸς τὴν πιστο­ποί­η­σε μὲ πολ­λὲς ἀπο­δεί­ξεις. Κι ὄχι μόνο μὲ ἀπο­δεί­ξεις, ἀλλὰ μὲ ἐμφα­νί­σεις ὁρα­τές. Κι αὐτὸ ἐπει­δὴ τὴν ἐπο­χὴ τῆς Ἀνά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ οἱ ἄνθρω­ποι ἦταν ἁμαρ­τω­λοί, πολὺ ἁμαρ­τω­λοί. Κι ἡ πίστη τους ἦταν ἀδύ­να­τη.

Τὴ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο μᾶς προ­σφέ­ρει μιὰ μεγα­λειώ­δη ἀπό­δει­ξη τῆς Ἀνά­στα­σης τοῦ Χρι­στοῦ.

Μιὰ ἀπό­δει­ξη ποὺ πιστο­ποιεῖ­ται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀπο­στό­λου Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιά­δων ἄλλων χρι­στια­νῶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστο­ρί­ας τῆς σωτη­ρί­ας ἴσα­με σήμε­ρα.

«Οὔσης οὖν ὀψί­ας τὴ ἡμέ­ρα ἐκεί­νη τὴ μιὰ τῶν σαβ­βά­των, καὶ τῶν θυρῶν κεκλει­σμέ­νων ὅπου ἦσαν οἱ μαθη­ταὶ συνηγ­μέ­νοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰου­δαί­ων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοὺς εἰρή­νη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ19).

Ἡ πρώ­τη ἡμέ­ρα τῆς ἑβδο­μά­δας εἶναι ἡ ἑπό­με­νη τοῦ Σαβ­βά­του. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρ­κον εὐαγ­γέ­λιο, ὅπου ἀνα­φέ­ρε­ται: «Καὶ δια­γε­νο­μέ­νου τοῦ Σαβ­βά­του… λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαβ­βά­των» (Μάρκ. ἴστ’12). Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυρια­κή, τότε ποὺ ἀνα­στή­θη­κε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργὰ τὸ βρά­δυ τῆς ἴδιας μέρας λοι­πόν, οἱ μαθη­τὲς εἶχαν μαζευ­τεῖ σ’ ἕνα σπί­τι στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα ὅλοι μαζί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θωμᾶ.

Ὅλα εἶχαν γίνει σύμ­φω­να μὲ τὴν προ­φη­τεία: «πατά­ξω τὸν ποι­μέ­να καὶ δια­σκορ­πι­σθή­σον­ται τὰ πρό­βα­τα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπό­στο­λοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλο­γα ζῶα, γιὰ νὰ δια­σκορ­πι­στοῦν στοὺς πέν­τε ἀνέ­μους. Συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπί­τι γιὰ νὰ περι­μέ­νουν τίς ἐξε­λί­ξεις καὶ νὰ στη­ρί­ξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπει­δὴ φοβοῦν­ταν τοὺς Ἰου­δαί­ους εἶχαν κλει­δώ­σει τὴν πόρ­τα. Ἀναμ­φί­βο­λα ὅλοι τους εἶχαν ζων­τα­νὴ στὴ μνή­μη τὴν προ­φη­τεία τοῦ Διδα­σκά­λου τους, ὅταν τοὺς προ­ει­δο­ποιοῦ­σε πῶς θὰ τοὺς παρα­δώ­σουν σὲ συνέ­δρια καὶ θὰ τοὺς μαστι­γώ­σουν στὶς συνα­γω­γὲς (βλ. Ματθ. ι’ 17). Δὲν ἦταν δυνα­τὸ νὰ ξεχά­σουν τὰ φοβε­ρὰ λόγια Τοῦ: «ἄλλ’ ἔρχε­ται ὥρα ἶνα πὰς ὁ ἀπο­κτεί­νας ὑμᾶς δόξῃ λατρεί­αν προ­σφέ­ρειν τῷ Θεῷ» (Ἰωάν. ἴστ’ 2).

Ὁ φόβος τῶν ἀπο­στό­λων αὐτὲς τίς μέρες, ὅταν μπρο­στὰ στὰ μάτια τους συν­τε­λέ­στη­καν τόσα παρά­λο­γα ἐγκλή­μα­τα ἐναν­τί­ον τοῦ Διδα­σκά­λου τους, ἦταν κάτι περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ κατα­νο­η­τός. Ἀδύ­να­μοι ἄνθρω­ποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περί­με­ναν ἀπὸ τοὺς αἱμο­δι­ψεῖς πρε­σβυ­τέ­ρους τῶν Ἰου­δαί­ων, ἀφοῦ γνώ­ρι­ζαν ἤδη πόσο ἀδί­στα­κτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀνα­μάρ­τη­του καὶ παν­το­δύ­να­μου Χρι­στοῦ, τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ; Ὁ Χρι­στὸς ὅμως, ἀκό­μα καὶ μέσα στὸν τάφο τους εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανέ­να κακό. Θὰ τοὺς ἐνί­σχυε νὰ μὴν προ­δώ­σουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορ­πι­στοῦν στὶς τέσ­σε­ρις γωνιὲς τῆς γῆς προ­τοῦ τὸν δοῦν ζων­τα­νὸ καὶ δοξα­σμέ­νο.

Καὶ νὰ ποὺ τώρα, τὸ τέταρ­το βρά­δυ ἀπὸ τότε ποὺ οἱ μαθη­τὲς χωρί­στη­καν ἀπὸ τὸν Κύριό τους — ἀπὸ τότε πού τὸν συνέ­λα­βαν καὶ τὸν ὁδή­γη­σαν σὲ δίκη — καὶ τὴν πρώ­τη μέρα μετὰ τὴν Ἀνά­στα­ση, ὁ Κύριος ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους ζων­τα­νὸς καὶ δοξα­σμέ­νος. Ἦρθε κον­τά τους καὶ κάθη­σε στὴ μέση, ἐνῶ οἱ πόρ­τες ἦταν κλει­δω­μέ­νες. “Ὅπως ὅλα τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ ἦταν πολὺ προ­σε­χτι­κὰ ὑπο­λο­γι­σμέ­να γιὰ νὰ βοη­θή­σουν τὸν ἄνθρω­πο, ἔτσι γινό­ταν καὶ τώρα. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς δὲν ἀφή­νει κανέ­να περι­θώ­ριο ἀμφι­βο­λί­ας ὅτι ὁ Κύριος μπῆ­κε στὸ κλει­δω­μέ­νο σπί­τι θαυ­μα­τουρ­γι­κά. Ὁ Κύριος ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, πρῶ­τα γιὰ νὰ μὴ τοὺς τρο­μά­ξει χτυ­πῶν­τας τὴν πόρ­τα. Εἶχαν τρο­μο­κρα­τη­θεῖ ἀρκε­τὰ ἀπὸ τοὺς Ἰου­δαί­ους κι ὁ Κύριος δὲν ἤθε­λε νὰ τοὺς τρο­μά­ξει περισ­σό­τε­ρο, οὔτε γιὰ μιᾷ στιγ­μῇ. Κι ἕνας δεύ­τε­ρος λόγος, ποὺ εἶναι καὶ πιὸ σπου­δαῖ­ος, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς δεί­ξει πῶς εἶχε ἀνα­κτή­σει τὴν παν­το­δυ­να­μία Του, ἀφοῦ φαι­νο­με­νι­κὰ ἦταν ἀβο­ή­θη­τος καὶ νικη­μέ­νος τίς τελευ­ταῖ­ες τρεῖς μέρες. Κι αὐτὸ τὸ δια­τύ­πω­σε πολὺ γρή­γο­ρα μετά: «Ἐδό­θῃ μοι πᾶσα ἐξου­σία ἐν οὐρα­νὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18).

Χωρὶς τὸ μεγά­λο αὐτὸ θαῦ­μα, πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει τὴν κλο­νι­σμέ­νη πίστη τῶν μαθη­τῶν Του ὁ Χρι­στός; Πῶς ὁ κατα­κτη­μέ­νος θὰ δει­χνε πῶς εἶναι Νικη­τής; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ περι­φρο­νη­μέ­νος, ὁ ἐμπαιγ­μέ­νος, ὁ βασα­νι­σμέ­νος, ὁ σταυ­ρω­μέ­νος καὶ θαμ­μέ­νος, νὰ δεί­ξει μὲ ἄλλον τρό­πο πῶς εἶναι δοξα­σμέ­νος; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πεί­σει μὲ ἄλλον τρό­πο τοὺς φίλους Του πῶς τὸ πάθος κι ὁ θάνα­τος δὲν εἶχαν ἀφαι­ρέ­σει τίπο­τα ἀπὸ τὴ δύνα­μή Του, ἀλλ’ ἀντί­θε­τα, ὡς ἄνθρω­πος εἶχε πολὺ μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη; Καὶ κάτι τελευ­ταῖο: ποιό πλά­σμα θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὸ θέλη­μα τοῦ Πανά­γιου καὶ Πάνα­γνoυ Θεοῦ;

Ἡ φύση ὁλό­κλη­ρη ὑπο­τάσ­σε­ται στὴν ἁγιό­τη­τα καὶ τὴν ἁγνό­τη­τα. Ὅταν ὁ Χρι­στὸς ἦταν ἀκό­μα ντυ­μέ­νος μὲ θνη­τὸ σῶμα, ἡ θέλη­σή Τοῦ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπο­τά­ξει τὴ θάλασ­σα καὶ τοὺς ἀνέ­μους. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν λοι­πὸν ἢ ξύλι­νη πόρ­τα καὶ οἱ πέτρι­νοι τοῖ­χοι νὰ τοῦ ἀντι­στα­θοῦν, τώρα ποὺ εἶχε δοξα­σμέ­νο σῶμα; Ὅταν τὸ ἐπι­θυ­μεῖ — κι αὐτὸ τὸ κάνει ὅταν πρέ­πει, ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν περί­πτω­ση — ἡ κτί­σῃ ὁλό­κλη­ρη εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρ­χει. Τὸ διά­στη­μα καὶ ὁ χρό­νος, ἡ πυκνό­τη­τα ἢ ἡ ρευ­στό­τη­τα κάποιου πράγ­μα­τος, τὸ ὕψος ἢ τὸ βάθος, ὅλα γίνον­ται ἀδύ­να­μα, ἀνοι­χτά, ὑπο­ταγ­μέ­να καὶ ἀνί­κα­να νὰ προ­βά­λουν ὁποια­δή­πο­τε ἀντί­στα­ση.

Εἰρή­νη ὑμῖν! Ὁ Νικη­τὴς τοῦ θανά­του χαι­ρε­τᾷ τὸ μικρὸ στρα­τό του μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Κύριος εὐλο­γή­σει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρή­νῃ» (Ψαλμ. κή’ 10). Ἀπὸ τὸ βάθος τῶν αἰώ­νων ὁ προ­φή­της Δαβὶβ προ­εῖ­δε τὴ χαρ­μό­συ­νη αὐτὴ στιγ­μή. Εἰρή­νη ὑμῖν! Αὐτὸς ἦταν ἕνας συνη­θι­σμέ­νος χαι­ρε­τι­σμὸς στὴν Ἀνα­το­λή. Στὰ χεί­λη τοῦ Χρι­στοῦ τώρα ὅμως ἀπο­κτοῦ­σε ἕνα ἰδιαί­τε­ρο περιε­χό­με­νο κι ἕνα εἰδι­κὸ νόη­μα. Νωρί­τε­ρα, τὴν ὥρα ποὺ ἀπο­χω­ρι­ζό­ταν τοὺς μαθη­τές Του, ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «Εἰρή­νην ἀφί­η­μι ὑμῖν, εἰρή­νην τὴν ἐμὴν δίδω­μι ὑμῖν μὴ ταρασ­σέ­σθω ὑμῶν ἢ καρ­δία» (Ἰωάν. ἴδ’27). “Ὁ Χρι­στὸς ἔχυ­σε τὸ αἷμα Του μέσα στὸ ἄδειο δοχεῖο τοῦ κόσμου. Στὸν κοι­νὸ καὶ συνη­θι­σμέ­νο χαι­ρε­τι­σμὸ ἔδω­σε οὐρά­νια γλυ­κύ­τη­τα. Ὅταν οἱ ἄνθρω­ποι χάνουν τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ εἰρή­νη τους καὶ οἱ ἐπί­γειες μέρι­μνες τοὺς γονα­τί­ζουν, λένε εἰρή­νη ὑμῖν, ἀλλὰ προ­σφέ­ρουν κάτι ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν. Ὁ χαι­ρε­τι­σμὸς αὐτὸς οὔτε τὴ δική τους εἰρή­νη μπο­ρεῖ ν’ αὐξή­σει οὔτε τὴν εἰρή­νη ἐκεί­νων στοὺς ὁποί­ους ἀπευ­θύ­νον­ται. Τὸ λένε αὐτὸ ἀπὸ συνή­θεια, ἀπὸ εὐγέ­νεια, ἀπε­ρί­σκε­πτα, χωρὶς νόη­μα. Τὸ ἴδιο πρᾶγ­μα λένε ὅταν μαζεύ­ον­ται γιὰ νὰ δια­σκε­δά­σουν ἢ νὰ μηνύ­σουν καὶ ν’ ἀπα­τή­σουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Ὁ χαι­ρε­τι­σμὸς τοῦ Χρι­στοῦ ὅμως εἶναι δια­φο­ρε­τι­κός. Ἐκεῖ­νος δίνει αὐτὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ἔχει. Ἡ δική Του εἰρή­νη εἶναι ἡ εἰρή­νη τοῦ Νικη­τῆ, ποὺ ἡ νίκη Του εἶναι πλή­ρης, ὁλο­κλη­ρω­τι­κή. Ἡ εἰρή­νη Του ἑπο­μέ­νως εἶναι χαρά, θάρ­ρος, ὑγεία, εἰρή­νη καὶ δύνα­μη. Δὲ δίνει τὴν εἰρή­νη Του ὅπως κάνει ὁ κόσμος. Δὲν τὴ δίνει ἁπλᾶ μὲ τὰ χεί­λη Του, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή Του, μὲ ὅλη του τὴν καρ­διὰ καί το νοῦ, ὅπως ἡ ἀγά­πη δίνε­ται στὴν ἀγά­πη. Χαρί­ζον­τάς τους τὴν εἰρή­νη Του, τοὺς μεταγ­γί­ζει μ’ ἕνα μυστη­ριώ­δη τρό­πο τὴν ὕπαρ­ξή Του. Αὐτὴ εἶναι «ἡ εἰρή­νη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάν­τα νοῦν» (Φιλιπ. δ’ 7). Τέτοια εἰρή­νη σημα­το­δο­τεῖ τὴ βασι­λεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Τέτοια εἰρή­νη ἦταν τὸ μεσου­ρά­νη­μα, ὁ καρ­πὸς καὶ τὸ στε­φά­νι τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τῶν πρώ­των χρι­στια­νῶν.

Μὲ τὸν χαι­ρε­τι­σμὸ τῶν μαθη­τῶν Του ὁ Κύριος θέλη­σε νὰ τοὺς πεί­σει πῶς δὲν ἦταν πνεῦ­μα, ὅπως θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ σκε­φτοῦν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεί­νη τὴ στίγ­μὴ (Λουκ. κδ’37), ἀλλὰ πῶς ἦταν ὁ ἀλη­θι­νὸς καὶ ζων­τα­νὸς Κύριος καὶ Διδά­σκα­λός Τους.

«Καὶ τοῦ­το εἰπών ἔδει­ξε αὐτοὺς τὰς χεῖ­ρας καὶ τὴν πλευ­ρὰν αὐτοῦ. ἐχά­ρη­σαν οὖν οἱ μαθη­ταὶ ἰδόν­τες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Για­τί ὁ Κύριος τοὺς ἔδει­ξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευ­ρά Του; Προ­φα­νῶς ἐπει­δὴ αὐτὰ εἶχαν δεχτεῖ στὸ σταυ­ρὸ τίς πλη­γὲς ἀπὸ τὰ καρ­φιὰ καὶ τὴ λόγ­χη. Μὲ τὸ νὰ τοὺς δεί­ξει τίς πλη­γές Του ὁ Κύριος θέλη­σε νὰ τοὺς θυμί­σει τί ἔγι­νε στὸ σταυ­ρὸ καὶ νὰ τοὺς πεί­σει πῶς ἦταν ζων­τα­νός. Νὰ τοὺς πεί­σει πῶς ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ποιός ἄλλος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔχει τίς πλη­γὲς αὐτὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευ­ρά Του; Νὰ τοὺς θυμί­σει πῶς θά ‘φερ­νε τὰ σημά­δια τῶν πλη­γῶν ἀκό­μα καὶ τώρα ποὺ εἶχε μετα­βεῖ στὴν ἀθά­να­τη δόξα, ὡς αἰώ­νια μαρ­τυ­ρία τῆς ἀγά­πης καὶ τοῦ πάθους Του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος.

Τότε λοι­πόν, ἀφοῦ οἱ μαθη­τὲς εἶδαν κι ἀνα­γνώ­ρι­σαν τὸν Κύριό τους, χάρη­καν πολύ. Μὲ τὴν προ­νο­η­τι­κό­τη­τα Του ὁ Σωτῆ­ρας μας τοὺς εἶχε προ­φη­τέ­ψει νωρί­τε­ρα ἀκό­μα κι αὐτὴ τὴ στιγ­μὴ τῆς χαρᾶς, ὅταν θὰ γύρι­ζε γιὰ νὰ συναν­τή­σει τοὺς μαθη­τές Του. Αὐτὸ εἶχε γίνει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ὅταν οἱ μαθη­τὲς ἦταν περί­λυ­ποι. Ἐκεῖ­νος, ποὺ ὡς ἄνθρω­πος τὴν παρα­μο­νὴ τοῦ πάθους Του εἶχε μεγά­λη ἀνάγ­κη ἀπὸ παρη­γο­ριά, ξέχα­σε τὸν ἑαυ­τό Του κι ἀγω­νι­ζό­ταν νὰ παρη­γο­ρή­σει τοὺς λυπη­μέ­νους μαθη­τὲς Τοῦ: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχε­τε πάλιν δὲ ὄψο­μαι ὑμᾶς καὶ χαρή­σε­ται ὑμῶν ἢ καρ­δία» (Ἰωάν. ιστ’ 22). Τώρα, μπρο­στά τους, ἐπα­λη­θεύ­τη­κε ἡ θαυ­μα­στὴ αὐτὴ προ­φη­τεία. Οἱ θλιμ­μέ­νες καρ­διές τους γέμι­σαν ξαφ­νι­κὰ μὲ χαρὰ ἀνε­κλά­λη­τη.

«Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰρή­νη ὑμῖν. καθὼς ἀπέ­σταλ­κέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμ­πω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Για­τί ὁ Κύριος λέει γιὰ δεύ­τε­ρη φορὰ εἰρή­νη ὑμῖν; Ἐπει­δὴ θέλει νὰ τοὺς ὁπλί­σει μὲ διπλὴ εἰρή­νη γιὰ τὴ μάχη ποὺ τοὺς περι­μέ­νει, ἐκεῖ ποὺ τοὺς στέλ­νει ὁ ἴδιος. Τοὺς δίνει πρῶ­τα εἰρή­νη ἐσω­τε­ρι­κὴ κι ἔπει­τα εἰρή­νη ἐξω­τε­ρι­κή. Μὲ ἄλλα λόγια: εἰρή­νη μὲ τὸν ἑαυ­τό τους καὶ εἰρή­νη μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν λέει εἰρή­νη ὑμῖν γιὰ πρώ­τη φορά, τοὺς δεί­χνει πῶς ‘Ἐκεῖ­νος, ὁ Κύριός Tους, ἦταν μαζί τους σωμα­τι­κὰ καὶ ψυχι­κά. Ἤθε­λε μ’ αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖ: «Ὅταν ἔχε­τε πόλε­μο ἐσω­τε­ρι­κὸ μὲ τὰ πάθῃ, τοὺς λογι­σμοὺς καὶ τίς ἐγκό­σμιες ἐπι­θυ­μί­ες σας κι ἐγὼ βρί­σκο­μαι ἀνά­με­σά σας — δηλα­δὴ μέσα στὶς καρ­διές σας — μὴ φοβᾶ­στε τίπο­τα. Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρή­νη, ὁ Δημιουρ­γὸς τῆς εἰρή­νης στὶς καρ­διές σας». Τώρα ποὺ τοὺς στέλ­νει στὸν κόσμο — σὲ πόλε­μο ἐξω­τε­ρι­κό, μὲ τὸν κόσμο — τοὺς χαι­ρε­τᾷ ξανὰ καὶ τοὺς συνο­δεύ­ει μὲ εἰρή­νη, ὥστε νὰ μὴ φοβη­θοῦν τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ εἶναι καρ­τε­ρι­κοὶ στὴν πάλη καὶ νὰ σπέρ­νουν τὴν εἰρή­νη στὶς καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων. Τοὺς χαρί­ζει εἰρή­νη ὑπε­ρά­φθο­νη, για­τί δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴ δική τους ἀνάγ­κη. Πρέ­πει νὰ τὴ μετα­φέ­ρουν καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως τοὺς εἶχε προ­φη­τέ­ψει νωρί­τε­ρα: «Εἰσερ­χό­με­νοι δὲ εἰς τὴν οἰκί­αν, ἀσπά­σα­σθε αὐτὴν λέγον­τες· εἰρή­νη τῷ οἴκῳ τού­τῳ. καὶ ἐὰν μὲν ἢ ἢ οἰκία ἀξία, ἐλθέ­τω ἡ εἰρή­νη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν» (Ματθ. Ἰ’ 12–13).

Ἡ διπλὴ εἰρή­νη μπο­ρεῖ νὰ ἑρμη­νευ­τεῖ καὶ ὡς δόσι­μο τῆς εἰρή­νης στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅπως ὑπο­στη­ρί­ζουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέ­ρες. Ὅμως ἡ εἰρή­νη τοῦ σώμα­τος καὶ ἡ εἰρή­νη τοῦ κόσμου ἀντι­προ­σω­πεύ­ουν τὴν ἴδια εἰρή­νη, ἀφοῦ τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος, παρὰ «ἡ ἐπι­θυ­μία τῆς σαρ­κὸς καὶ ἡ ἐπι­θυ­μία τῶν ὀφθαλ­μῶν» (Α’Ἰ­ω­άν. β’ 16);

‘Ἀφοῦ τοὺς ὅπλι­σε μὲ πλού­σια τὴ διπλὴ αὐτὴ εἰρή­νη, ὁ Κύριος τοὺς στέλ­νει στὸν κόσμο. Μὲ ποιό τρό­πο τους στέλ­νει; «Καθὼς ἀπέ­σταλ­κέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμ­πω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Ὁ Θεὸς ἔστει­λε τὸν Υἱό Του ἀπὸ ἀγά­πη πρὸς ἐκεί­νους ποὺ τὸν ἔστει­λε. «‘Ἐν τού­τῳ ἐστὶν ἡ ἀγά­πη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγα­πή­σα­μεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγά­πη­σεν ἡμᾶς καὶ ἀπέ­στει­λε τὸν υἱὸν αὐτοῦ» (Α’ Ἰωάν.δ’ 10). Ἀπὸ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος τώρα, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στέλ­νει τοὺς μαθη­τές Του. “Ὁ Πατέ­ρας ἔστει­λε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο μὲ δύνα­μη κι ἐξου­σία. «Πάν­τα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15), εἶπε ὁ ἴδιος. Κι ἄλλου πάλι: «Πάν­τα μοι παρε­δό­θη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’27).

Ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος δίνει στοὺς μαθη­τές Του δύνα­μη κι ἐξου­σία νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν, ὅπως ἀπο­δεί­χτη­κε λίγο ἀργό­τε­ρα. Εἶπε ἀκό­μα ὁ Κύριος πῶς τὸν ἔστει­λε ὁ Πατέ­ρας ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸ δικό Του θέλη­μα, ἀλλὰ τὸ θέλη­μα τοῦ πατρός. Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ὁ Υἱὸς τώρα στέλ­νει τοὺς μαθη­τές Του ὄχι γιὰ νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλη­μα, ἀλλὰ τὸ δικό Του. Ὁ Υἱὸς στάλ­θη­κε ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα στὴ γῆ, ὅμως οὔτε γιὰ μιὰ στιγ­μή δὲ χωρί­στη­κε ἀπὸ τὸν Πατέ­ρα. «Ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμ­ψας με πατήρ» (Ἰωάν. ἡ’ 16). Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο τώρα ὁ Υἱὸς στέλ­νει τοὺς μαθη­τές Του στὸν κόσμο ἀλλὰ τοὺς ὑπό­σχε­ται πῶς θὰ εἶναι μαζί τους «ἕως τῆς συν­τε­λεί­ας τῶν αἰώ­νων» (Ματθ. κή’ 20). Καὶ γιὰ νὰ διδά­ξει τὴν ταπεί­νω­ση στοὺς ὑπε­ρή­φα­νους κι ἀπε­ρί­σκε­πτους ἀνθρώ­πους, ὁ Υἱὸς ἀπο­δί­δει ὅλα τὰ ἔργα Τοῦ (βλ. Ἰωάν.ε’19) καὶ τὴ διδα­σκα­λία Τοῦ (βλ. Ἰωάν. ζ’ 16) στὸν Πατέ­ρα Του. Στοὺς μαθη­τές Του διδά­σκει τὴν ταπεί­νω­ση, λέγον­τας: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνα­σθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε’ 5). Τοὺς στέλ­νει ὅμως καὶ ὡς πρό­βα­τα ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως στάλ­θη­κε κι ὁ ἴδιος. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθη­τὲς ἦταν μάρ­τυ­ρες γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ οὔρ­λια­ζαν σὰν λύκοι τίς τελευ­ταῖ­ες μέρες Του, γιὰ τὴ λυσ­σώ­δη κι αἱμο­δι­ψῆ ἐπι­θυ­μία τους νὰ τὸν βασα­νί­σουν ἕως θανά­του. Τώρα ὅμως εἶναι μπρο­στά τους, ζων­τα­νὴ μαρ­τυ­ρία πῶς ὅταν οἱ ἁμαρ­τω­λοὶ εἴτε αὐτο­χει­ριά­ζον­ται εἴτε σκο­τώ­νουν κάποιον ἄλλον, πάν­τα τὸν ἑαυ­τό τους σκο­τώ­νουν, ὄχι τὸν ἄλλον. Ἡ νίκη Του εἶναι βεβαί­ω­ση τῆς δικῆς τους μελ­λον­τι­κῆς νίκης.

«Καὶ τοῦ­το εἰπών ἐνε­φύ­ση­σε καὶ λέγει αὐτοῖς λάβε­τε Πνεῦ­μα Ἅγιον ἂν τινων ἀφῆ­τε τὰς ἁμαρ­τί­ας, ἀφί­εν­ται αὐτοῖς, ἂν τινων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται» (Ἰωάν. κ’ 22–23). Εἴδα­με πῶς ὁ Κύριος πρῶ­τα ὅπλι­σε τοὺς μαθη­τές Του μὲ εἰρή­νη καὶ μετὰ στε­ρέ­ω­σε τὴν πίστη τους. Παραλ­λή­λι­σε τὴν ἀπο­στο­λή τους μὲ τὴ δικὴ Τοῦ καὶ τοὺς ἔστει­λε μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ εἶχε στεί­λει καὶ τὸν ἴδιο ὁ Πατέ­ρας. Τώρα βλέ­που­με πῶς τοὺς ὁπλί­ζει μὲ δύνα­μη καὶ ἐξου­σία. Τοὺς ἔδω­σε δύνα­μη μὲ τὴν πνοή Του καὶ ἐξου­σία μὲ τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶπε. Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀνα­καί­νι­σε τὸν κόσμο, ἦταν καὶ ὁ Δημιουρ­γός του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτια­ξε τὸν ἄνθρω­πο ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς, «ἐνε­φύ­ση­σεν εἰς τὸ πρό­σω­πον αὐτοῦ πνο­ὴν ζωῆς, καὶ ἐγέ­νε­το ὁ ἄνθρω­πος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β’ 7). Ὁ ἀνα­και­νι­στὴς τοῦ κόσμου ἐνερ­γεῖ τώρα μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο. “Ἔδω­σε πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ ἡ ἁμαρ­τία τοὺς εἶχε κάνει ἀδύ­να­μους. Μὲ τὴ ζωο­ποιὸ πνοή Του ἀνα­γεν­νᾷ, ἀνα­και­νί­ζει καὶ ἀνα­σταί­νει ἐκ νεκρῶν τίς ἀναί­σθη­τες ψυχὲς τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ εἶναι δεμέ­νες στὴ γῆ.

Ὁ Κύριος ἐνε­φύ­ση­σε στοὺς ἀπο­στό­λους καὶ εἶπε: Λάβε­τε Πνεῦ­μα Ἁγιον.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώ­τη χορη­γία τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἡ δεύ­τε­ρη θὰ γίνει τὴν πεν­τη­κο­στὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἐπι­βλη­τι­κὴ αὐτὴ βρα­δυά. Ἡ πρώ­τη ἔγι­νε γιὰ νὰ ἀνα­ζω­ο­γο­νή­σει καὶ νὰ ἐνι­σχύ­σει τοὺς ἴδιους τοὺς μαθη­τές. Ἡ δεύ­τε­ρη ἀφο­ροῦ­σε τὴν ἀπο­στο­λι­κὴ δια­κο­νία τους στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μετα­δώ­σουν στοὺς ἀνθρώ­πους τὴ νέα ζωή. Τοὺς ἔδω­σε δύνα­μη μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο, μαζὶ μὲ ἐξου­σία νὰ συγ­χω­ροῦν ἢ νὰ δεσμεύ­ουν ἁμαρ­τί­ες.

Ἀλή­θεια, πόσο ὑπο­φέ­ρει ὁ κόσμος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ σφε­τε­ρί­ζον­ται τὴν ἐξου­σία χωρὶς νά ‘χοῦν μέσα τους τὴ δύνα­μη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νά ‘χοῦν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα! Ὅταν ὁ ἀδύ­να­τος ἄνθρω­πος ἁρπά­ζει τὴν ἐξου­σία ποὺ ἀνή­κει στοὺς δικα­στὲς καὶ τοὺς πρε­σβύ­τε­ρους, εἶναι μάστι­γα γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα πτῶ­μα δεμέ­νο στὸ σαμά­ρι ἑνὸς ἀχα­λί­νω­του ἀλό­γου. Τὸ ἴδιο γίνε­ται μὲ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες, ποὺ τὴν ἐξου­σία τὴν ἁρπά­ζουν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέ­πει νὰ γίνε­ται ἀνά­με­σα σὲ χρι­στια­νούς, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει ἐξου­σία σὲ κεί­νους ποὺ πρω­τύ­τε­ρα δέχτη­καν τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα. Βλέ­πε­τε πῶς ὅλα σχε­διά­ζον­ται καὶ τακτο­ποιοῦν­ται ὄμορ­φα στὴ βασι­λεία ποὺ ἱδρύ­ει ὁ Χρι­στός.

Τὴν ἐξου­σία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, του νὰ συγ­χω­ρεῖ κανεὶς ἁμαρ­τί­ες ἢ ὄχι, ὁ Κύριος τὴν εἶχε ὑπο­σχε­θεῖ καὶ νωρί­τε­ρα στὸν ἀπό­στο­λο Πέτρο (βλ. Ματθ. ἴστ’19) κι ἀργό­τε­ρα στοὺς ἄλλους ἀπο­στό­λους (βλ. Μάρκ. ἰη’ 18). “Ὁ Κύριος ἐπα­να­βε­βαιώ­νει τώρα τὴν ὑπό­σχε­σή Του, την ἴδια μέρα τῆς πανέν­δο­ξης Ἀνά­στα­σής του. Αὐτή τὴ φορὰ δὲν ξεχω­ρί­ζει τὸν Πέτρο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δίνει δύνα­μη καὶ ἐξου­σία σ’ ὅλους ἐξί­σου, χωρὶς διά­κρι­ση. Ποτὲ δὲν ἔδω­σε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος εἰδι­κὴ δύνα­μη κι ἐξου­σία. Μόνο τὴν ὑπό­σχε­σή Τοῦ ἔδω­σε ἰδιαί­τε­ρα στὸν Πέτρο, κι αὐτὸ τότε ποὺ ὁ ἀπό­στο­λος ἐμπνεύ­στη­κε κι ἔδω­σε τὴν ὁμο­λο­γία πῶς ὁ Χρι­στὸς εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶν­τος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Σὰν ἔνδει­ξη ἐπι­δο­κι­μα­σί­ας τῆς ὁμο­λο­γί­ας Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει τοὺς ἄλλους μαθη­τὲς στὴν πίστη καὶ ὁμο­λο­γία αὐτή, ὁ Κύριος ἔδω­σε στὸν Πέτρο τὴν ὑπό­σχε­ση τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρ­τί­ες, ποὺ ἀργό­τε­ρα ἔδω­σε σ’ ὅλους τοὺς μαθη­τές Του. Ἔτσι, τὴν ἴδια τὴ μέρα τῆς πανέν­δο­ξης Ἀνά­στα­σής του, ὁ Κύριος ἐξι­σώ­νει ὅλους τοὺς ἀπο­στό­λους. Ἐκεῖ­νοι ἀργό­τε­ρα μετέ­δω­σαν τὴ δύνα­μη καὶ τὴν ἐξου­σία αὐτὴ στοὺς δια­δό­χους τους, τοὺς ἐπι­σκό­πους κι οἱ ἐπί­σκο­ποι στοὺς ἱερεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρό­πο ἡ ἐξου­σία αὐτὴ εἶναι ἐνερ­γῆ μέχρι σήμε­ρα στήν ‘Ἐκκλη­σία τοῦ Χρι­στοῦ.

«Θωμᾶς δὲ εἰς ἐκ τῶν δώδε­κα, ὁ λεγό­με­νος Δίδυ­μος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλε­γον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθη­ταὶ ἑωρά­κα­μεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς: ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερ­σὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυ­λόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖ­ρα μοῦ εἰς την πλευρᾶς,πλευράς αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύ­σω» (Ἰωάν. κ’ 24–25). Ἄν δὲ δῶ τὰ σημά­δια ἀπὸ τὰ καρ­φιὰ στὰ χέρια Του, εἶπε ὁ Θωμᾶς, ἂν δὲ βάλω ὁ ἴδιος τὸ δάχτυ­λό μου στὰ σημά­δια αὐτὰ κι ἂν δὲν ἀκουμ­πή­σω στὸ χέρι μου στὴν πλευ­ρά Του, γιὰ νὰ δῶ τὸ σημά­δι τῆς λόγ­χης, δὲ θὰ πιστέ­ψω.

«Δίδυ­μος» δὲν ἦταν τὸ παρα­τσού­κλι τοῦ Θωμᾶ. Αὐτό ἦταν τὸ ἑλλη­νι­κό του ὄνο­μα. “Ἴσως τὸ ὄνο­μα αὐτὸ νὰ τοῦ δόθη­κε ἀπὸ κάποια μυστι­κὴ κι ἀνε­ξε­ρεύ­νη­τη πρό­νοια, γιὰ νὰ δεί­ξει τίς δυὸ ὄψεις τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀμφι­βο­λία καὶ τὴν πίστη. Σ’ ὅλο τὸ διά­στη­μα ποὺ ἀκο­λου­θοῦ­σε τὸ Χρι­στό, δὲ βλέ­που­με νὰ δίνε­ται ἰδιαί­τε­ρη ἔμφα­ση οὔτε στὴν ἀμφι­βο­λία οὔτε στὴν πίστη του. Μόνο σὲ μιὰ περί­πτω­ση ἀνα­φέ­ρε­ται τὸ προ­σω­πι­κό του θάρ­ρος κι ἡ ἀφο­σί­ω­σή του στὸν Κύριο, ἂν κι αὐτὸ φαί­νε­ται νὰ προ­κύ­πτει ἀπὸ ἔλλει­ψη κατα­νόη­σης. Τὸ περι­στα­τι­κὸ αὐτὸ ἔγι­νε ὅταν ἔμα­θαν τὴν εἴδη­ση γιά το θάνα­το τοῦ Λαζά­ρου κι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθη­τὲς Τοῦ: «αλλ’ ἄγω­μεν πρὸς αὐτόν». Ὁ Θωμᾶς νόμι­σε πῶς ὁ Κύριος τοὺς καλοῦ­σε ν’ ἀπο­δε­χτοῦν τὸ δικό τους θάνα­το. Δὲν κατα­λά­βαι­νε τότε πῶς γιὰ τὸν Ζῶν­τα Κύριο δὲν ὑπάρ­χουν νεκροί. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δια­βλέ­ψει βέβαια τὴν πρό­θε­ση τοῦ Κυρί­ου ν’ ἀνα­στή­σει τὸ Λάζα­ρο. Γρά­φει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής: «εἶπεν οὔν Θωμᾶς ὁ λεγό­με­νος Δίδυ­μος τους συμ­μα­θη­ταῖς ἄγω­μεν καὶ ἡμεῖς ἶνα ἀπο­θά­νω­μεν μετ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰα’ 16).

Ἄν καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἰπώ­θη­καν μὲ ἐπί­γνω­ση, ἦταν χαρα­κτη­ρι­στι­κὰ γεν­ναί­ας κι ἀφο­σιω­μέ­νης καρ­διᾶς. Ὁ Θωμᾶς ἦταν μάρ­τυ­ρας τῆς ἀνά­στα­σης τοῦ Λαζά­ρου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλη περί­πτω­ση τῆς ἀνά­στα­σης τοῦ γιου τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Στὴν ἀνά­στα­ση τῆς κόρης τοῦ Ἰαεί­ρου δὲν ἦταν μπρο­στά, μέσα στὸ δωμά­τιο τῆς νεκρῆς κοπέ­λας. Ἐκεῖ ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνο τοὺς τρεὶς κορυ­φαί­ους μαθη­τές Του. Δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται που­θε­νὰ ὅμως πῶς δια­τύ­πω­σε κάποια ἀμφι­βο­λία γιὰ τὸ θαῦ­μα του Κυρί­ου. Και βέβαια ήταν μάρ­τυ­ρας σ’ όλα τα μεγά­λα θαύ­μα­τα που έκα­νε ο Κύριος τα χρό­νια που ήταν μαζί Του. Είχε ακού­σει την προ­φη­τεία του Χρι­στού πώς θ’ ανα­στη­θεί την τρί­τη μέρα. Τώρα ακού­ει τους δέκα φίλους του να λένε πώς ο Κύριος εμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους ζων­τα­νός, πώς τούς έδει­ξε τις πλη­γές Του. Είχε ακού­σει πώς ο Πέτρος κι ο Ιωάν­νης βρή­καν τον τάφο Του άδειο, ίσως να το ‘χε ακού­σει αυτό κι από τις μυρο­φό­ρες γυναί­κες. Είχε ακού­σει πώς τον Κύριο τον είδε κι η Μαρία η Μαγδα­λη­νή κι ότι συνο­μί­λη­σε μαζί Του. Είχε ακού­σει επί­σης πώς δυό μαθη­τές πήγαι­ναν πρός τούς Εμμα­ούς και συν­τα­ξί­δευαν μέ τόν ανα­στη­μέ­νο Κύριο.

Όλ’ αυτά τα γνώ­ρι­ζε ο Θωμάς, μα φαί­νε­ται πώς η πίστη του δεν ήταν στα­θε­ρή, δυσπι­στού­σε. Δέν τα πίστευε επει­δή δεν είχε δεί ανα­στη­μέ­νο τον Κύριο. Και το ξεκα­θά­ρι­σε πως δεν του έφτα­νε να δει τον Κύριο, ήθε­λε ν’ ακουμ­πή­σει και τις πλη­γές στα χέρια Του. “Αν το δεί αυτό κανείς από την ανθρώ­πι­νη πλευ­ρά, αυτή είναι μια σπά­νια κι ακα­τα­νόη­τη επι­μο­νή κι ισχυ­ρο­γνω­μο­σύ­νη στην απι­στία. Μπο­ρεί να κατα­νο­η­θεί όμως αν το δει κανείς από την πλευ­ρά της θεί­ας πρό­νοιας. Η στα­θε­ρό­τη­τα της πίστης εξαρ­τά­ται από τη χάρη του Θεού. Ποιός μπο­ρεί να εμβα­θύ­νει και να κατα­νο­ή­σει τα δυσθε­ώ­ρη­τα βάθη της θεί­ας πρό­νοιας; Ποιός μπο­ρεί να βεβαιώ­σει πώς ο Θεός, με την πρό­νοια Του, δεν ήθε­λε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την απι­στία του Θωμά, για χάρη της πίστης των πολ­λών;

Σὲ κάθε περί­πτω­ση δύο πράγ­μα­τα ἔχουν ἀπο­σα­φη­νι­στεῖ ἐδῶ: ἡ φοβε­ρὴ ἀσθέ­νεια τῆς ἀνθρώ­πι­νης φύσης, ὅπως ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὴν πει­σμα­τι­κὴ ἀπι­στία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους (ποὺ εἶχε ἀμέ­τρη­τους λόγους νὰ πιστέ­ψει), καθὼς κι ἡ ἄπει­ρη σοφία κι ἀγά­πη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καθα­ρό­τη­τα καὶ τὴν ἁγιό­τη­τά Του ὁ Θεὸς δὲ χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸ κακὸ γιὰ νὰ βγά­λει καλὸ ἀπο­τέ­λε­σμα. Δὲ χρη­σι­μο­ποιεῖ κακὰ μέσα γιὰ νὰ πετύ­χει καλοὺς στό­χους. Μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος διορ­θώ­νει τοὺς κακούς μας τρό­πους καὶ τοὺς μετα­ποιεῖ σὲ καλούς.

Ὁ Θωμᾶς δια­βε­βαιώ­νει τοὺς συμ­μα­θη­τές Του πῶς δὲ θὰ πιστέ­ψει στὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Κυρί­ου Τοῦ ἂν δὲ βάλει τὸ δάχτυ­λό του στὰ σημά­δια τῶν χεριῶν Του, «εἵς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Σίγου­ρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπει­δὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς ἔδει­ξε τίς πλη­γὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευ­ρά Του. Ἄς δοῦ­με τώρα πῶς πεί­θει ὁ Κύριος τὸν ἄπι­στο Θωμᾶ:

«Καὶ μεθ’ ἡμέ­ρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχε­ται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκε­λει­σμέ­νων, καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρή­νη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτὼ μέρες ἀργό­τε­ρα, Κυρια­κὴ πάλι, οἱ μαθη­τὲς ἦταν συναγ­μέ­νοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρ­τες ἦταν πάλι κλει­σμέ­νες, ὁ Ἰησοῦς μπῆ­κε μέσα, στά­θη­κε ἀνά­με­σά τους καὶ εἶπε: εἰρή­νη ὑμῖν! Ὅλα ἔγι­ναν ὅπως καὶ τὴν πρώ­τη φορὰ ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε μπρο­στά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαί­νε­ται πῶς ὁ Κύριος ἤθε­λε νὰ ἐμφα­νι­στεῖ στὸ Θωμᾶ ἀκρι­βῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει στὸ δύσπι­στο μαθη­τὴ ὅλα ἐκεῖ­να ποὺ τοῦ διη­γή­θη­καν οἱ ἄλλοι δέκα.

Για­τί περί­με­νε ὁ Κύριος νὰ περά­σουν ὀκτὼ μέρες; Για­τί δὲν ἐμφα­νί­στη­κε νωρί­τε­ρα; Πρῶ­το, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συν­θῆ­κες καὶ οἱ περι­στά­σεις ἀκρι­βῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώ­τη φορὰ ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε ἦταν Κυρια­κή, ἔτσι ἔπρε­πε νὰ ἐμφα­νι­στεῖ καὶ τώρα Κυρια­κή. Δεύ­τε­ρο, ὥστε μὲ τὴν ἀνα­μο­νὴ νὰ γίνει μεγα­λύ­τε­ρη ἡ ἀπι­στία τοῦ Θωμᾶ. Τρί­το, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθη­τές Του τὴν ὑπο­μο­νὴ καὶ τὴν καρ­τε­ρία στὴν προ­σευ­χή, προ­κει­μέ­νου νὰ μετα­δώ­σουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, για­τί οἱ μαθη­τὲς σίγου­ρα θὰ προ­σεύ­χον­ταν νὰ ἐμφα­νι­στεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρ­το, γιὰ νὰ συνει­δη­το­ποι­ή­σουν οἱ μαθη­τὲς τὴν ἀδυ­να­μία τους νὰ πιστο­ποι­ή­σουν τὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Κυρί­ου χωρὶς τὴ δικὴ Τοῦ βοή­θεια. Καὶ τελευ­ταῖο, ἴσως ἐπει­δὴ ὁ ἀριθ­μὸς ὀκτὼ ὑπο­δη­λώ­νει τίς ἔσχα­τες μέρες, τὴν παρα­μο­νὴ τῆς δεύ­τε­ρης ἔλευ­σης τοῦ Χρι­στοῦ, τότε ποὺ ἄνθρω­ποι σὰν τὸ Θωμᾶ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύ­να­μοι καὶ χλια­ροὶ στὴν πίστη, θὰ καθο­δη­γοῦν­ται μὲ βάση τίς αἰσθή­σεις τους καὶ θὰ πιστεύ­ουν μόνο ἐκεῖ­να ποὺ ἀντι­λαμ­βά­νον­ται μ’ αὐτὲς (τίς αἰσθή­σεις τους). Τότε οἱ ἄνθρω­ποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἄν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέ­ψω. «Καὶ τότε κόψον­ται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψον­ται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώ­που» (Ματθ. κδ’ 30).

«Εἶτα λέγει τὸ Θωμᾶ φέρε τὸν δάκτυ­λόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεί­ράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖ­ρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευ­ράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπι­στος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς του ἀπάν­τη­σε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!

Τὴ δεύ­τε­ρη φορὰ ποὺ ἐμφα­νί­στη­κε στοὺς ἀπο­στό­λους ὁ Κύριος τὸ ἔκα­νε μόνο γιὰ τὸ Θωμᾶ. Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώ­που, ἑνὸς ἁμαρ­τω­λοῦ. Ἐκεῖ­νος ποὺ περι­βάλ­λε­ται ἀπὸ ἀγγε­λι­κοὺς χοροὺς ποὺ τὸν ὑμνοῦν ἀγαλ­λό­με­νοι, ὼς Νικη­τὴ τοῦ θανά­του, ἀφή­νει τὰ οὐρά­νια τάγ­μα­τα καὶ σπεύ­δει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρό­βα­το, τὸ ἀπο­λω­λός. “Ἄς τὸ δοὺν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδο­ξοι κι οἱ δυνα­τοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ ξεχνοῦν τοὺς ἀδύ­να­τους καὶ ταπει­νοὺς φίλους τους, ποὺ τοὺς ἀπο­φεύ­γουν μὲ ντρο­πὴ καὶ περι­φρό­νη­ση. “Ἄς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντρα­ποῦν ἀπὸ τὸ παρά­δειγ­μά Του. Μέ την ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιω­σε οὔτε ντρο­πὴ οὔτε ταπεί­νω­ση. Μὲ τὴν ἀγά­πη του γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος Ἐκεῖ­νος, ὁ δοξα­σμέ­νος καὶ παν­το­δύ­να­μος, κατέ­βη­κε γιὰ δεύ­τε­ρη φορὰ σ’ ἕνα ταπει­νὸ δωμά­τιο στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Πόσο εὐλο­γη­μέ­νο εἶναι τὸ δωμά­τιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προ­έ­κυ­ψαν γιὰ τὴν ἀνθρω­πό­τη­τα περισ­σό­τε­ρες εὐλο­γί­ες, ἀπ’ ὅσες θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­κύ­ψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλά­τια τῶν αὐτο­κρα­τό­ρων!

Μόλις ὁ Κύριος παρου­σιά­στη­κε μπρο­στὰ στὸ Θωμᾶ, ἐκεῖ­νος ἀνα­φώ­νη­σε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεὸς μοῦ!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμο­λό­γη­σε τὸν Χρι­στὸ ὡς Ἄνθρω­πο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζων­τα­νὸ πρό­σω­πο. Μόνο ἡ ἐπα­φὴ μὲ τὸν ἀνα­στη­μέ­νο Κύριο ἦταν ἀρκε­τὴ νὰ δώσει στὸ Θωμᾶ τὴν εὐλο­γία τοῦ Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀνα­γέν­νη­ση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξου­σία του δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρ­τί­ες, κάτι ποὺ ὀκτὼ μέρες νωρί­τε­ρα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθη­τὲς μέ το λόγο καὶ τὴν πνοή Του. “Ὅταν ὁ Κύριος βρι­σκό­ταν ἀκό­μα στὸ θνη­τὸ σῶμα Του, προ­τοῦ ἀνα­στη­θεῖ, μπο­ροῦ­σε νὰ θερα­πεύ­σει τὴν αἱμορ­ροῦ­σα γυναῖ­κα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπι­τρέ­ψει ν’ ἀγγί­ξει τὸ ἱμά­τιό Του. Πολὺ περισ­σό­τε­ρο τώρα, μὲ τὸ δοξα­σμέ­νο κι ἀνα­στη­μέ­νο σῶμα Του, μπο­ροῦ­σε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπα­φὴ στὸ Θωμᾶ τὴν ἐξου­σία ποὺ εἶχε δώσει μὲ δια­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο στοὺς ἄλλους ἀπο­στό­λους. Δὲν ἦταν ἀδύ­να­το βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμᾶ δύνα­μη καὶ ἐξου­σία μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ τὴν ἔδω­σε στοὺς ἄλλους ἀπο­στό­λους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀνα­φέ­ρε­ται στὰ εὐαγ­γέ­λια. Ἀλλὰ εἶναι γνω­στὸ πῶς δὲν κατα­γρά­φη­καν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκα­νε ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἔνδο­ξη Ἀνά­στα­σή Τοῦ, ὅπως δια­βε­βαιώ­νει ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς λίγο ἀργό­τε­ρα. Τὸ ἀξιο­ση­μεί­ω­το εἶναι πῶς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρό­πο, ἔλα­βε τὴν ἴδια δύνα­μη καὶ ἐξου­σία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθη­τές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀπο­στο­λι­κή Του δια­κο­νία, ἀπὸ τὰ θαύ­μα­τά του καὶ τὸ μαρ­τυ­ρι­κό του θάνα­το. (Ἀπό το βίο τοῦ ἀπο­στό­λου Θωμᾶ μαθαί­νου­με πῶς κατα­δι­κά­στη­κε σὲ θάνα­το ἐπει­δὴ ὁμο­λό­γη­σε μὲ θάρ­ρος καὶ παρ­ρη­σία πῶς ὁ Χρι­στὸς ἀνα­στή­θη­κε. Πέν­τε στρα­τιῶ­τες ὅρμη­σαν τότε ἐναν­τί­ον τοῦ γεν­ναί­ου στρα­τιώ­τη τοῦ Χρι­στου καὶ τὸν σκό­τω­σαν μὲ τίς λόγ­χες τους).

Γιὰ ν’ ἀπο­κα­τα­στή­σει καὶ νὰ ἑδραιώ­σει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέ­πλη­ξε εὐγε­νι­κά: «Λέει αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἑώρα­κάς μὲ πεπί­στευ­κας μακά­ριοι οἱ μή ἰδόν­τες καὶ πιστεύ­σαν­τες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστε­ψες περισ­σό­τε­ρο μὲ τίς αἰσθή­σεις σοῦ παρὰ μὲ τὸ πνεῦ­μα σου. Ἤθε­λες μὲ τὰ αἰσθη­τή­ριά σου νὰ πει­στεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγώ σου ἔδω­σα τὴν εὐκαι­ρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσὺ πεί­στη­κες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγί­ξεις. Ὅμως, μακά­ριοι οἱ μὴ ἰδόν­τες καὶ πιστεύ­σαν­τες. Μακά­ριοι κι εὐλο­γη­μέ­νοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποῦ δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦ­μα τους καὶ πίστε­ψαν μὲ τὴν καρ­διά τους. Μακά­ριοι εἶναι ἐκεῖ­νοι ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χρι­στὸ καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωμα­τι­κά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγί­ξουν μὲ τὰ χέρια τους. Μακά­ριο εἶναι τὸ παι­δὶ ποὺ πιστεύ­ει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέ­ρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφι­σβη­τή­σει καὶ νὰ θελή­σει νὰ τὰ ἐπι­βε­βαιώ­σει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὖ οὖ» (Ματθ. ἔ’ 37).

Ὁ Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολ­λὲς φορὲς νωρί­τε­ρα πῶς θ’ ἀνα­στη­θεῖ κι ἔπρε­πε νὰ τὸν πιστέ­ψουν. Γιὰ νὰ πει­στοῦν οἱ ἄπι­στοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιω­θοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλι­γό­πι­στοι, ὁ Κύριος δὲν περιο­ρί­στη­κε μόνο σὲ ὅσα προ­εῖ­πε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνά­στα­σή Του, ἀλλὰ ἔκα­νε καὶ πολ­λὲς ἐμφα­νί­σεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἦταν πολὺ σπου­δαῖο γιά ‘Ἐκεῖ­νον ὥστε οἱ ἀπό­στο­λοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀπο­κτή­σουν δυνα­τὴ πίστη στὴν Ἀνά­στα­σή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης καὶ ἡ εὐφρο­σύ­νη τοῦ χρι­στια­νοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάν­σο­φος Κύριος ἔκα­νε τὰ πάν­τα γιὰ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει τὸ πνεῦ­μα ἀλλὰ καὶ τίς αἰσθή­σεις τῶν ἀπο­στό­λων, ὥστε κανε­νὸς ἢ πίστη νὰ μὴν κλο­νι­στεῖ, νὰ μὴν ἀμφι­βά­λει πῶς ὁ Κύριος εἶναι ἀνα­στη­μέ­νος καὶ ζων­τα­νός. Ἄν καὶ «τὸ πνεῦ­μα ἐστι τὸ ζωο­ποιούν, ἡ σάρξ οὐκ ὠφε­λεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο ποὺ οἱ αἰσθή­σεις μπο­ροῦν νὰ ἐξα­πα­τή­σουν τὸν ἄνθρω­πο πιὸ γρή­γο­ρα ἀπὸ τὸ πνεῦ­μα, ὁ γλυ­κὺς Κύριος συγ­κα­τέ­νευ­σε στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἀδυ­να­μία καὶ ἔκα­νε ὅ,τι ἦταν δυνα­τὸ γιὰ νὰ ἱκα­νο­ποι­ή­σει καὶ τὴν αἰσθη­τὴ ἀντί­λη­ψη καὶ λογι­κὴ τοῦ ἀνθρώ­που. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ παρα­μέ­νει ὡς σήμε­ρα τὸ πλέ­ον ἀναμ­φι­σβή­τη­το γεγο­νὸς στὴν ἀνθρώ­πι­νη ἱστο­ρία. Ποιό ἄλλο γεγο­νός, ξεκι­νῶν­τας ἀπὸ τὸ ἀπώ­τα­το παρελ­θόν, παρα­μέ­νει τόσο φανε­ρὰ καὶ προ­σε­χτι­κὰ τεκμη­ριω­μέ­νο ὅσο αὐτό;

«Πολ­λὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποί­η­σεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώ­πιον τῶν μαθη­τῶν αὐτοῦ, ἂ οὐκ ἔστι γεγραμ­μέ­να ἐν τῷ βιβλίῳ τού­τῳ ταῦ­τα δὲ γέγρα­πται ἕνα πιστεύ­ση­τε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χρι­στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἕνα πιστεύ­ον­τες ζωὴν ἔχη­τε ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ’ 30–31). Εἶναι φανε­ρὸ πῶς ἐδῶ ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς πρέ­πει νὰ μιλά­ει γιὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στὸς μετὰ τὴν Ἀνά­στα­ση. Αὐτὸ προ­κύ­πτει πρῶ­τα ἀπὸ τὴν ἀφή­γη­ση ποὺ προ­η­γή­θη­κε, γιὰ τὴν ἐμφά­νι­ση τοῦ ἀνα­στη­μέ­νου Κυρί­ου. Φαί­νε­ται ἐπί­σης ἀπὸ τίς Πρά­ξεις τῶν ‘Ἀπο­στό­λων, ὅπου ἀνα­φέ­ρε­ται πῶς ὁ Κύριος «παρέ­στη­σεν ἑαυ­τὸν ζῶν­τα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολ­λοῖς τεκμη­ρί­οις, δι ἡμε­ρῶν τεσ­σα­ρά­κον­τα ὀπτα­νό­με­νος αὐτοὺς καὶ λέγων τα περὶ τῆς βασι­λεί­ας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3).

Ποὺ ἔχουν κατα­γρα­φεῖ όλ’ αὐτὰ τὰ ἀψευ­δῆ γεγο­νό­τα ποὺ ἔκα­νε τίς σαράν­τα αὐτὲς μέρες; Που­θε­νά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάν­νης ὁμο­λο­γεῖ πῶς δὲν ἔχουν γρα­φεῖ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο — τὸ εὐαγ­γέ­λιό του (βλ. Ἰωάν. κὰ’ 25). Τέλος, τὸ ὅτι ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς ἐδῶ δὲ μιλά­ει μόνο γιά τα θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σή Τοῦ καὶ γιὰ ὅσα ἔκα­νε στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του, φαί­νε­ται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ εὐαγ­γε­λι­στη, μὲ τὰ ὁποῖα κλεί­νει καὶ τὸ εὐαγ­γέ­λιό του: «Ἐστί δὲ καὶ ἄλλα πολ­λὰ ὅσα ἐποί­η­σεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτι­να ἐὰν γρά­φη­ται καθ’ ἔν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆ­σαι τὰ γρα­φό­με­να βιβλία. ἀμήν.» (Ἰωάν. κὰ” 25). Οὔτε ὁ κόσμος ὁλό­κλη­ρος δὲ θὰ χωροῦ­σε τὰ βιβλία ποὺ θὰ χρειά­ζον­ταν γιὰ νὰ κατα­χω­ρη­θοῦν ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκα­με ὁ Ἰησοῦς.

Τὰ λόγια αὐτὰ ἀνα­φέ­ρον­ται σὲ ὅλα τὰ θαύ­μα­τα ποὺ ἔκα­νε ὁ Χρι­στὸς στὴ διάρ­κεια τῆς ἐπί­γειας ζωῆς Του, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἀνά­στα­σή Του. Τὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου ὅμως δὲν πρέ­πει νά ‘χοῦν τὸ ἴδιο νόη­μα μ’ αὐτὰ ποὺ τελειώ­νει ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ὑπῆρ­χε κάποιος λόγος νὰ τὰ ἐπα­να­λά­βει;

Ὅλα ὅσα γρά­φτη­καν στὸ εὐαγ­γέ­λιο ἔχουν ἕνα μονα­δι­κὸ σκο­πό: «ἶνα,ἵνα πιστεύ­ση­τε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χρι­στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ σημαί­νει: Μὴν περι­μέ­νε­τε ἄλλον Μεσ­σία καὶ Σωτῆ­ρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ποὺ ἦταν νὰ ἔρθει, ἦρθε. Αὐτὸς ποὺ προ­φή­τε­ψαν οἱ προ­φῆ­τες τοῦ Ἰσρα­ήλ, ἀλλὰ κι οἱ Σίβυλ­λες τοῦ εἰδω­λο­λα­τρι­κοῦ κόσμου, ἐμφα­νί­στη­κε στ’ ἀλή­θεια. “Ὅλα ὅσα γρά­φτη­καν, ἦταν ἐπί­σης ὥστε καὶ νὰ πιστεύ­ον­τες ζωὴν ἔχη­τε ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐτοῦ. Μὲ τὴν πίστη αὐτή, ποὺ ὁ Θωμᾶς τὴν ἐπι­βε­βαί­ω­σε μὲ τίς αἰσθή­σεις του, θὰ ἔχε­τε ζωὴ αἰώ­νια. ‘Ἀπ’ αὐτὸ φαί­νε­ται πὼς τὰ κατα­λη­κτι­κὰ αὐτὰ λόγια τοῦ σημε­ρι­νοῦ εὐαγ­γε­λί­ου συν­δέ­ον­ται μὲ τὸ περι­στα­τι­κὸ ποὺ προ­η­γή­θη­κε, μέ το Θωμᾶ καὶ τὴν ἀπι­στία του. Ὁ Κύριος δὲν ἐμφα­νί­στη­κε στὸ Θωμᾶ μόνο γιὰ δική του χάρη, ἀλλὰ γιά τη χάρη ὅλων ἐκεί­νων ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὴν ἀλή­θεια καὶ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐμφά­νι­σή του στὸ Θωμᾶ ὁ Κύριος βοή­θη­σε ὅλους ἐμᾶς νὰ τὸν πιστέ­ψου­με πιὸ εὔκο­λα, ἀνα­στη­μέ­νο καὶ ζων­τα­νό. Καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ νὰ συμ­με­τά­σχου­με στὴν αἰώ­νια ἀλή­θεια καὶ τὴν αἰώ­νια ζωή. Ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐτοῦ, προ­σθέ­τει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής. Για­τί ἐν τῷ ὀνό­μα­τι αὐτοῦ; Ἐπει­δὴ «οὐκ ἔστιν ἔν ἄλλῳ οὐδε­νὶ ἡ σωτη­ρία οὐδὲ γὰρ ὄνο­μὰ ἔστιν ἕτε­ρον ὑπὸ τὸν οὐρα­νὸν τὸ δεδο­μέ­νον ἐν ἀνθρώ­ποις ἕν ὦ δεῖ σωθῆ­ναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Για­τί «πὰς γὰρ ὸς ἂν ἐπι­κα­λέ­ση­ται τὸ ὄνο­μα Κυρί­ου σωθή­σε­ται» (Ρωμ. ἰ’ 13). Μόνο ἡ ζωὴ ποὺ ἀνα­ζη­τεῖ­ται καὶ ἀπο­κτᾷ­ται στὸ ὄνο­μα τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ εἶναι ἀλη­θι­νὴ ζωή. Κάθε ἄλλη εἶναι θάνα­τος καὶ φθο­ρά. Στὴν ἄνυ­δρη ἐρη­μιὰ τῆς ἀνθρώ­πι­νης ἱστο­ρί­ας, ὁ ἀνα­στη­μέ­νος Χρι­στὸς εἶναι ἡ μόνη σίγου­ρη πηγὴ νεροῦ ποὺ ξεδι­ψά­ει καὶ ἀνα­ζω­ο­γο­νεῖ. Ὁτι­δή­πο­τε ἄλλο θὰ φαί­νε­ται σὰν πηγὴ νεροῦ στὸν ταλαι­πω­ρη­μέ­νο καὶ διψα­σμέ­νο ταξι­διώ­τη, ποὺ δὲ θὰ εἶναι πηγὴ ἀλλὰ τὸ λαμ­πύ­ρι­σμα τῆς καυ­τῆς ἄμμου, μιὰ δια­βο­λι­κὴ αὐτα­πά­τη.

Τὸ βαθύ­τε­ρο νόη­μα τῆς σημε­ρι­νῆς εὐαγ­γε­λι­κῆς περι­κο­πῇς ἔχει σχέ­ση μὲ τὸ ἐσω­τε­ρι­κὸ δρᾶ­μα της Ἡ ψυχῆς τοῦ ἀνθρώ­που. Ὅποιος θέλει νὰ ἐμφα­νι­στεῖ ο ἀνα­στη­μέ­νος Κύριος μέσα του, μὲ τὴ βοή­θεια τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, πρέ­πει νὰ κλει­δαμ­πα­ρώ­σει τὴν πόρ­τα τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν προ­στα­τέ­ψει ἀπὸ τὴν εἰσβο­λὴ τοῦ ἐξω­τε­ρι­κοῦ, τοῦ φυσι­κοῦ κόσμου. “Ὅπως γρά­φει ὁ μητρο­πο­λί­της Θεό­λη­πτος στὴ Φιλο­κα­λία: «Ἀπο­κτῆ­στε σοφία ἀπὸ τίς μέλισ­σες. Μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν σμῆ­νος ἀπὸ σφῆ­κες νὰ πετοῦν γύρῳ,γύρω τους, μένουν μέσα στὴν κυψέ­λη κι ἔτσι δια­φεύ­γουν τὸν κίν­δυ­νο ἀπὸ τίς ἐπι­θέ­σεις τους». Μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο οἱ ἀπό­στο­λοι προ­στα­τεύ­τη­καν ἀπὸ τοὺς αἱμο­δι­ψεῖς καὶ ὑλι­στὲς Ἰου­δαί­ους.

Οἱ Ἰου­δαῖ­οι ἀντι­προ­σω­πεύ­ουν κατὰ κάποιο τρό­πο τὸν ὑλι­σμὸ καὶ τὸν αἰσθη­σια­σμό. Σὲ ψυχὴ ὅμως ποὺ δια­φυ­λάσ­σε­ται μὲ ζῆλο καὶ κλει­δαμ­πα­ρώ­νε­ται, ὁ Κύριος θὰ ἐμφα­νι­στεῖ ἐν δόξῃ. Ὁ δοξα­σμέ­νος Νυμ­φί­ος θ’ ἀπο­κα­λυ­φτεῖ τότε στὴ συνε­τὴ νύμ­φη. Ὅταν ἐμφα­νί­ζε­ται ὁ Κύριος, ὁ φόβος τοῦ κόσμου ἐξα­φα­νί­ζε­ται κι ἡ ψυχὴ εἰρη­νεύ­ει. Κι ὄχι μόνο εἰρη­νεύ­ει. Ὁ Κύριος φέρ­νει πάν­τα μαζί Του πολ­λὰ καὶ διά­φο­ρα δῶρα, ὅπως χαρά, δύνα­μη καὶ θάρ­ρος. Ἑδραιώ­νει τὴν πίστη, ἐνι­σχύ­ει τὴ ζωή.

Ὅταν ὁ Κύριος ἐμφα­νί­ζε­ται καὶ μᾶς παρέ­χει όλ’ αὐτὰ τὰ πολύ­τι­μα δῶρα, κάποια ἀμφι­βο­λία ἐξα­κο­λου­θεῖ ἀκό­μα νὰ κρύ­βε­ται σὲ κάποια γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὸ δύσπι­στο Θωμᾶ. Γιὰ νὰ φωτι­στεῖ καὶ νὰ θερ­μαν­θεῖ κι ἡ γωνιὰ αὐτὴ μέ τη χάρη τοῦ Κυρί­ου, πρέ­πει νὰ ἐπι­μεί­νου­με στὴν προ­σευ­χὴ καὶ νὰ περι­μέ­νου­με μὲ μεγά­λη ὑπο­μο­νή. Πρέ­πει νὰ μένου­με κλει­δαμ­πα­ρω­μέ­νοι, προ­στα­τευ­μέ­νοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ἀπὸ τίς σωμα­τι­κὲς ἐπι­θυ­μί­ες καὶ ὁρμές. Τότε ὁ Κύριος ποὺ ἀγα­πᾷ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος θὰ μᾶς συμ­πο­νέ­σει καὶ θὰ εἰσα­κού­σει τίς προ­σευ­χές μας. Θὰ ἐμφα­νι­στεῖ ξανὰ καὶ μὲ τὴ φιλεύ­σπλα­χνη παρου­σία Του θὰ φωτί­σει καὶ τὴν τελευ­ταία σκο­τει­νὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ποῦ­με πῶς εἴμα­στε ζων­τα­νὲς ψυχὲς καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάρη. Κι όλ’ αὐτὰ μέ τη χάρη τοῦ Κυρί­ου καὶ Σωτῆ­ρα μᾶς μᾶς Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, στὸν ὁποῖο πρέ­πει ἡ τιμὴ καὶ ἡ προ­σκύ­νη­ση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

αρχιμ. Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου — ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ[:Ιω.20,20–29]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 8–5‑1994]

(Β297)

Μία από τις εμφα­νί­σεις του Ανα­στάν­τος Ιησού, αγα­πη­τοί μου, είναι και αυτή, παρόν­τος του Θωμά· που έλα­βε χώραν οκτώ ημέ­ρες μετά την Ανά­στα­σιν του Κυρί­ου μας. Σημειώ­νει ο ιερός Ευαγ­γε­λι­στής: «Μεθ᾿ μέρας κτ-εννο­εί­ται συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των δύο Κυρια­κών, έτσι γίνε­ται η αρίθ­μη­σις, έξι ενδιά­με­σες και δύο Κυρια­κές, οκτώ- πάλιν σαν σω ο μαθη­τα ατο κα Θωμς μετ᾿ ατν».

Αυτά σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης. Και ο Κύριος, απο­τει­νό­με­νος εις τον Θωμάν, οκτώ ημέ­ρες μετά, του λέγει: «Φέρε τν δάκτυ­λόν σου δε κα δε τς χεράς μου, κα φέρε τν χερά σου κα βάλε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γίνου πιστος, λλ πιστός». Εδώ, με τις ίδιες λέξεις που έλε­γε ο Θωμάς, ότι «αν δεν βλω τν δκτυλν μου ες τν τπον τν λων …» κ.λπ. «δεν θα πιστεύ­σω», με τις ίδιες λέξεις τον καλεί ο Κύριος τώρα να προ­βεί σε εκεί­νον το οποί­ον ήδη είχε πει.

Ήταν, αλή­θεια, ο Θωμάς άπι­στος; Και τώρα ελέγ­χε­ται από τον Κύριον; Ο Θωμάς, αγα­πη­τοί μου, δεν ήταν άπι­στος. Για­τί αλλιώ­τι­κα πώς θα ακο­λου­θού­σε τον Κύριον ως Μεσ­σί­αν; Όπως Τον ακο­λού­θη­σαν και οι άλλοι μαθη­ταί. Ήταν η απι­στία του μπρο­στά σε ένα απλώς περι­στα­τι­κό· που δεν το χωρού­σε το μυα­λό του. Ήταν σαν την απι­στία του Απο­στό­λου Πέτρου, που τον κάλε­σε ο Κύριος στη λίμνη της Γενη­σα­ρέτ να περι­πα­τή­σει επί των κυμά­των. Κι εκεί­νος άρχι­σε να περι­πα­τεί. Κάποια στιγ­μή όμως, είδε, λέει, τον άνε­μον εναν­τί­ον, δηλα­δή αντί­θε­τον, φοβή­θη­κε. Και τι του είπε ο Κύριος; Εμείς είπα­με την λέξη «φοβή­θη­κε». Τι του είπε ο Κύριος; «Ες τί δίστα­σας, λιγό­πι­στε;». Ώστε πάλι στο θέμα της πίστε­ως ανα­φέρ­θη­κε ο Κύριος. Λέγει ο Κλή­μης ο Αλε­ξαν­δρεύς: «Τ δ πιστσαι, διστά­σαι στι κα μερι­σθναι». Τι θα πει «να απι­στή­σεις»; Να διστά­σεις. Και να μερι­στείς. Αυτό το «μερι­σθναι», να μερι­σθείς, σημαί­νει να χωρι­στεί κανείς από εκεί­νο που ήταν ηνω­μέ­νος προ­η­γου­μέ­νως. Να μερι­σθεί ο λογι­σμός ανά­με­σα στο «ναι» και στο «όχι». Αυτό είναι ένας δισταγ­μός. Να το κάνω ή να μην το κάνω; Να το δεχθώ ή να μην το δεχθώ;

Στην ακο­λου­θία της εορ­τής του Θωμά, χθες στον Εσπε­ρι­νό, στα κεκρα­γά­ρια, ακού­με: « καλ πιστία το Θωμ, τν πιστν τς καρ­δί­ας ες πίγνω­σιν ξε». «Ω καλή απι­στία», λέει, «του Θωμά· που τις καρ­διές των πιστών τις οδή­γη­σε εις την επί­γνω­σιν». Όχι στην γνώ­σιν· εις την επί­γνω­σιν. Δηλα­δή στην βαθυ­τέ­ρα κατα­νόη­ση της Ανα­στά­σε­ως και της φύσε­ως του ανα­στη­μέ­νου σώμα­τος του Χρι­στού. Έδω­σε, δηλα­δή, μία πάρα πολύ καλή ευκαι­ρία η απι­στία του Θωμά, να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν και να συνει­δη­το­ποιούν οι πιστοί όλων των αιώ­νων και όλων των επο­χών τις πραγ­μα­τι­κές δια­στά­σεις του ανα­στη­μέ­νου Σώμα­τος του Χρι­στού.

Πάλι ένα κεκρα­γά­ριο λέγει: «Σο γρ πιστοντος -σαν να ομι­λεί ο Χρι­στός, βάζει τα λόγια αυτά ο υμνο­γρά­φος στο στό­μα του Χρι­στού- ο πάν­τες μαθον (Σο, το Θωμ πιστοντος ο πάν­τες μαθον) τ πάθη κα τν νάστα­σίν μου κρά­ζειν μετά σου· Κύριός μου κα Θεός μου, δόξα Σοι». «Έμα­θαν», λέει, «οι πάν­τες, το περιε­χό­με­νο των παθών μου, ότι ήταν εκού­σιον το πάθος- αυτό ήταν το περιε­χό­με­νον των παθών- το περιε­χό­με­νο της Ανα­στά­σε­ώς μου και να κρά­ζουν μαζί με σένα, κατα­νο­ούν­τες και επι­γνόν­τες: ‘’Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα Σοι’’».

Μας κάνει εντύ­πω­ση, αγα­πη­τοί, ότι ο υμνο­γρά­φος απο­κα­λεί εδώ την απι­στί­αν του Θωμά, «καλήν». Υπάρ­χει και καλή απι­στία; Οπωσ­δή­πο­τε ναι. Για να ανα­φέ­ρε­ται… Και ποια είναι τα γνω­ρί­σμα­τα αυτά της καλής απι­στί­ας; Πρώ­τον, όταν απο­κλεί­ει αυτή η καλή απι­στία, απο­κλεί­ει την ευπι­στί­αν. Χωρίς, βεβαί­ως, να φθά­νει στο άλλο άκρο, στο να ορθο­λο­γί­ζει. Η ευπι­στία, δηλα­δή ε+ πιστεύω, «εύκο­λα πιστεύω» ‑θα το φαν­τα­στεί­τε;- λυμαί­νε­ται, κατα­στρέ­φει την ορθήν πίστιν και είναι ένα σοβα­ρό μειο­νέ­κτη­μα εις τον άνθρω­πο που είναι εύπι­στος. Και όχι μόνο σε θέμα­τα θρη­σκεί­ας, αλλά και εις την καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Πόσες φορές βλέ­πο­με ανθρώ­πους που δυστυ­χώς «χαύ­ουν», ας μου επι­τρα­πεί αυτή η λέξις, χαύ­ουν ό,τι τους πουν, ανε­ξέ­λεγ­κτα. Αυτό λέγε­ται «ευπι­στία». Ακό­μη και η αίρε­σις να τους προ­βλη­θεί, την απο­δέ­χον­ται. Για­τί; Είναι εύπι­στοι. Γι’ αυτόν τον λόγο. Να για­τί η ευπι­στία λυμαί­νε­ται την ορθήν πίστιν. Η ευπι­στία είναι μία πίστις ρηχή· που δεν έχει λάβει μέρος σε αυτήν ο νους. Ο όλος άνθρω­πος πρέ­πει να λάβει μέρος. Αλλά και ο ορθο­λο­γι­σμός, το άλλο άκρον, που δέχε­ται μόνον ό,τι κατα­νο­εί ο νους και απορ­ρί­πτει ότι δεν κατα­νο­εί, κι αυτό είναι μία αρρώ­στια της ψυχής. Ούτε ορθο­λο­γι­σμός, ούτε ευπι­στία προ­φα­νώς.

Ακό­μη, η καλή απι­στία προ­ϋ­πο­θέ­τει καλο­πι­στία και αγα­θήν προ­αί­ρε­σιν. Να είσαι ο καλό­πι­στος άνθρω­πος. Να μην είσαι εκεί­νος που διαρ­κώς –θα το δού­με λίγο πιο κάτω- ο διαρ­κώς αντιρ­ρη­σί­ας. Όχι. Να το σκε­φθείς, να το νιώ­σεις, να έχεις αγα­θήν προ­αί­ρε­σιν και να το απο­δε­χθείς.

Ακό­μη, μπο­ρεί να προ­έρ­χε­ται αυτή η καλή απι­στία από μία παρα­νόη­ση. Για­τί δεν κατά­λα­βες κάτι. Και στο τέλος να μένεις άπι­στος. Όχι από διά­θε­ση απι­στί­ας όμως. Ακό­μη, όπως ο Θωμάς, που τι είπε; Εδώ παρε­νόη­σε τα πράγ­μα­τα. « Κρις μου κα Θες μου», είπε. Όταν τα πράγ­μα­τα τα αντε­λή­φθη να τοπο­θε­τούν­ται σωστά. Χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, παρά την προ­τρο­πήν του Κυρί­ου, «Έλα», λέει, «φέρε το δάχτυ­λό σου και βάλει εις τον τύπον των ήλων», χωρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ούτε το δάχτυ­λό του, ούτε την παλά­μη του, το χέρι του, να ψαύ­σει την λογ­χι­σμέ­νη πλευ­ρά του Χρι­στού. Αυτό το ξέρο­με, διό­τι πιο κάτω θα του πει ο Κύριος: «τι ἑώρακς με, πεπστευ­κας». Δεν είπε «ἐψη­λά­φη­σάς με», αλλά «ἑώρακς με». Διό­τι μόλις είδε τον Κύριο μπρο­στά του ο Θωμάς, αμέ­σως απέρ­ρι­ψε την απι­στία του. Δεν έμει­νε στην απι­στία, να πει: «Α, για στά­σου, να βάλω το δάχτυ­λό μου εις τον τύπον των ήλων, να περά­σει το δάκτυ­λό μου από την άλλη μεριά που άνοι­ξαν τα καρ­φιά». Όχι. Και το έχο­με αυτό σαν μαρ­τυ­ρία που είπε ο Χρι­στός: «Για­τί με είδες, επί­στευ­σες». Δεν είπε: «Για­τί με εψη­λά­φη­σες, επί­στευ­σες». Βλέ­πε­τε, λοι­πόν, ότι εδώ έχο­με μία παρα­νόη­ση των πραγ­μά­των.

Μπο­ρεί ακό­μη η καλή απι­στία να προ­έρ­χε­ται και από μίαν άγνοιαν. Όπως ο Ναθα­να­ήλ. Θυμη­θεί­τε τον Ναθα­να­ήλ που έλε­γε για τον Ιησού: «Δύνα­ταί τι γαθν εναι κ Ναζα­ρέτ;». «Μπο­ρεί κάτι καλό να βγει από την Ναζα­ρέτ;». Και του είπε ο Φίλιπ­πος: «ρχου κα δε», «Έλα και θα δεις» Για­τί έδει­ξε αυτήν την αντί­στα­ση ο Ναθα­να­ήλ; Ο οποί­ος όταν είδε τον Χρι­στό ξέρε­τε τι είπε; «Συ είσαι ο Διδά­σκα­λος, ο Βασι­λιάς του Ισρα­ήλ». Πωπω! Ομο­λο­γία! Για­τί; Από μίαν άγνοια. Πού ήταν η άγνοιά του; Ότι ο Μεσ­σί­ας έρχε­ται από την Βηθλε­έμ. Έτσι έλε­γαν οι προ­φη­τεί­ες. Άλλο τώρα ότι ο Κύριος, ναι, εγεν­νή­θη στην Βηθλε­έμ. Ναι, ήτο από την φυλή του Ιού­δα. Βεβαί­ως, για­τί ο Δαβίδ στην Βηθλε­έμ γεν­νή­θη­κε. Αλλά δεν είχε την πλή­ρη γνώ­ση ότι ο Ιησούς, διω­κό­με­νος από τον Ηρώ­δη, έφυ­γε εις την Αίγυ­πτο, επα­νερ­χό­με­νος ο Ιωσήφ, έμα­θε ότι αντί του Ηρώ­δου εβα­σί­λευε ο Αρχέ­λα­ος· φοβή­θη­κε και πήγε στη Ναζα­ρέτ, επά­νω στη Γαλι­λαία. Από μία άγνοια είπε: «Μπο­ρεί κάτι καλό να βγει από την Ναζα­ρέτ;».

Στον χώρο της αγνοί­ας, δυστυ­χώς, ευρί­σκον­ται οι περισ­σό­τε­ροι Χρι­στια­νοί μας· που όταν, όμως, δια­φω­τι­στούν, τότε δεν απι­στούν. Πόσοι άνθρω­ποι έμει­ναν στην άγνοια, κάποια στιγ­μή δια­φω­τί­στη­καν και πίστε­ψαν. Κι έγι­ναν θερ­μοί, θερ­μό­τα­τοι Χρι­στια­νοί.

Μπο­ρεί ακό­μη, αγα­πη­τοί μου, η καλή απι­στία να προ­έρ­χε­ται και από έναν ζήλον ο κατ’ επί­γνω­σιν. Να είναι κανείς κολ­λη­μέ­νος, προ­σκολ­λη­μέ­νος σε κάτι και να νομί­ζει αυτό ότι είναι σωστό, όχι κάτι άλλο. Εδώ σίγου­ρα ανή­κει ο Παύ­λος· ο οποί­ος ο ίδιος ομο­λο­γεί στην προς Φιλιπ­πη­σί­ους επι­στο­λή του ότι «κατ ζλον διώ­κων τν κκλη­σί­αν». «Από έναν υπερ­βο­λι­κό ζήλο εδί­ω­κα την Εκκλη­σία και δεν μπο­ρού­σα να κατα­νο­ή­σω τι ήτο ο Χρι­στός και η Εκκλη­σία Του». Τι να πού­με; Να πού­με ότι ο Παύ­λος έγι­νε θερ­μός Χρι­στια­νός; Μόνο θερ­μός; Ο θερ­μό­τε­ρος της Ιστο­ρί­ας.

Ακό­μη, η καλή απι­στία θέλει να ερευ­νή­σει, θέλει να εμβα­θύ­νει. Μην είμε­θα έτοι­μοι να πού­με… να πάρο­με λίθον ανα­θέ­μα­τος κατά του Θωμά, όταν είπε: «Να βάλω το δάκτυ­λό μου εις τον τύπον των ήλων». Ναι, βέβαια, για μια στιγ­μή ζήτη­σε κάτι το αντι­φα­τι­κό. Ποιο ήταν το αντι­φα­τι­κό; Αφού δει, να πιστέ­ψει. Αυτό είναι το αντι­φα­τι­κό. Μα πώς θα πιστέ­ψεις όταν δεις; Όταν δεις, τότε δεν πιστεύ­εις· τότε γνω­ρί­ζεις. Για να πιστέ­ψεις, πρέ­πει να μη δεις. Αυτό το αντι­φα­τι­κό δίπο­λο έζη­σε ο Θωμάς. Ωστό­σο, όμως, είχε ένα καλό στοι­χείο. Ήθε­λε να ερευ­νή­σει. Δεν ήταν έτοι­μος να χάψει –ξανα­χρη­σι­μο­ποιώ το ρήμα- εκεί­νο το οποίο θα του προ­σε­φέ­ρε­το. Αλλά ήθε­λε να ερευ­νή­σει, ήθε­λε να εμβα­θύ­νει. Για­τί; Για να εδραιω­θεί. Να ξέρει σίγου­ρα τι πιστεύ­ει. Για να δώσει και την ζωή του. Όπως την έδω­σε την ζωή του ο Θωμάς για τον Χρι­στό. Για­τί; Για­τί βεβαιώ­θη­κε.

Έτσι, ο πιστός ή, καλύ­τε­ρα, ο έχων την καλήν απι­στί­αν, τον βλέ­πε­τε για μια στιγ­μή να αμφι­βάλ­λει για κάτι, να έχει έναν δισταγ­μό για κάτι, όχι από κακή προ­αί­ρε­ση. Τρέ­χει στις Γρα­φές, μελε­τά­ει, μελε­τά­ει, για να βρει εκεί­νο το οποίο ζητά­ει. Και όλες αυτές τις μορ­φές της καλής απι­στί­ας, ο Κύριος τις ανέ­χε­ται. Και ανα­μέ­νει την ωρί­μαν­ση της ορθής πίστε­ως. Γι’αυ­τό είπε: «Κα μ γνου πιστος, λλ πιστς». Προ­σέξ­τε, αυτή η λέξις «Μή γίνου», που ‘ναι χρό­νος παρα­τε­τα­μέ­νος, μη γίνε­σαι· δεί­χνει ότι ο Θωμάς εβρί­σκε­το στον δρό­μο να γίνει άπι­στος. Εδώ είναι ένα επι­κίν­δυ­νο σημείο. Είναι ένα κρί­σι­μο σημείο· που μπο­ρού­με τελι­κά να φθά­σο­με στην απι­στία. Ναι· να φθά­σο­με στην απι­στία. Γι’αυ­τό του είπε: «Μή γίνου», δηλα­δή «Μην προ­χω­ρείς στον δρό­μο της διαρ­κούς αντιρ­ρή­σε­ως». Πρό­σε­ξε, για­τί μπο­ρείς να βρε­θείς στην άλλη πλευ­ρά. Όταν, τελι­κά, η κρί­σις χρο­νί­ζει και δη πολύ χρο­νί­ζει, τότε μπο­ρεί να μεί­νο­με άπι­στοι. Δυστυ­χώς. Κρί­σι­μο σημείο, σας το ξανα­λέ­γω. Γι’αυ­τό απαι­τεί­ται μεγί­στη προ­σο­χή. Πρέ­πει όλα να δια­σα­φί­ζον­ται μέσα εις την συνεί­δη­σή μας.

Άλλο πράγ­μα, όμως, είναι όταν κάτι δεν το κατα­νοώ. Προ­σέ­ξα­τέ το. Τι έχο­με κατα­νο­ή­σει από την Αγία Γρα­φή; Αν υπάρ­χουν χίλια πράγ­μα­τα, δεν ξέρω αν έχο­με κατα­νο­ή­σει τα δέκα. Τόσο πολύ; Ναι, τόσο πολύ. Μόνο εάν αρχί­σο­με να κατα­νο­ού­με περισ­σό­τε­ρο και περισ­σό­τε­ρο, τότε θα αντι­λη­φθού­με πράγ­μα­τι ότι υπάρ­χει μία συν­τρι­πτι­κή δια­φο­ρά, γνώ­σε­ως και αγνοί­ας. Αλλά κάτι που δεν ξέρω, το αφή­νω στην γνώ­ση, σαν γνώ­ση, αν θέλε­τε, εις το μέλ­λον. Και όχι να εξαρ­τά­ται η πίστις μου από εκεί­νο το οποίο αγνοώ. Δεν το ξέρω. Αλλά δεν εξαρ­τά­ται από αυτό η πίστις μου. Το ξανα­λέ­γω. Κάπο­τε κάνο­με, και το έχω ακού­σει και από άλλους ανθρώ­πους αυτό και σε μένα μου συμ­βαί­νει, κάπο­τε κάνο­με δέκα χρό­νια, είκο­σι, πενήν­τα χρό­νια, για να κατα­νο­ή­σο­με κάτι. Και ακό­μα τελι­κά να μην κατα­νο­ή­σο­με πολ­λά πράγ­μα­τα. Τι σημαί­νει αυτό; Θα πρέ­πει να εξαρ­τά­ται η πίστις μας από εκεί­να που δεν κατα­νο­ή­σα­με; Άπα­γε! Ο Θεός να φυλά­ξει. Η άγνοιά μας σε κάποια σημεία, δεν πρέ­πει να επη­ρε­ά­ζει την πίστη μας. Λέμε: «Δεν το ξέρω, δεν το κατα­λα­βαί­νω. Ε, αν ο Θεός κάπο­τε με φωτί­σει, θα το κατα­λά­βω. Εάν δεν με φωτί­σει, δεν θα το κατα­λά­βω». Αν το θέλε­τε, και για παρη­γο­ρία, για­τί έτσι είναι κι η αλή­θεια, δεν είναι παρη­γο­ρία απλή, στην Βασι­λεία του Θεού, εκεί θα τα μάθο­με όλα. Τι θα μάθο­με; Ό,τι πρέ­πει να μάθο­με.

Είναι, όμως, και η πλευ­ρά της κακής, αγα­πη­τοί μου, απι­στί­ας. Εκεί­νης της κατα­κρι­τέ­ας και της κολα­σί­μου απι­στί­ας. Τι είναι απι­στία; Λέγει πάλι ο Κλή­μης ο Αλε­ξαν­δρεύς: «πόστα­σις οσα τς πίστε­ως». «Το να απέ­χεις, το να έχεις μία από­στα­ση από την πίστη». Και πάλι ο ίδιος λέγει: «Τ μν πιστεν τ ληθεί θάνα­τον φέρει». Βεβαί­ως. «Το να απι­στείς εις την αλή­θεια και να επι­μέ­νεις να απι­στείς εις την αλή­θεια, αυτό θα σου φέρει θάνα­τον». Και λέει ο Ιερός Χρυ­σό­στο­μος: «Τ πιστεν μετα­νόη­τα, κόλα­σις στιν». «Το να απι­στείς επι­μέ­νον­τας και χωρίς να μετα­νο­είς, αυτό για σένα παρα­σκευά­ζει κόλα­σιν». Είναι φοβε­ρό πράγ­μα, αγα­πη­τοί, η παρα­μο­νή στην απι­στία και η μη δυνα­τό­τη­τα πίστε­ως. Είναι τόσο φοβε­ρό και τόσο βασα­νί­ζε­ται ο άνθρω­πος…

Έχω ένα φίλο, ο οποί­ος διά­βα­σε κάπο­τε στα νεα­νι­κά του χρό­νια αρνη­τι­κή φιλο­λο­γία και του κατέ­στρε­ψε την πίστη, ό,τι διά­βα­σε. Καλό παι­δί ήταν. Μέχρι σήμε­ρα δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει. Μου ‘γρα­φε κάπο­τε ένα γράμ­μα και να λέει… έλε­γε εκεί: «Θεέ μου, σε παρα­κα­λώ –σχή­μα:- πάρε με από το αυτί και οδή­γη­σέ με στην πίστη, για­τί δεν μπο­ρώ να πιστέ­ψω». Το ζητού­σε και δεν μπο­ρού­σε. Είχα μια δασκά­λα, σε ένα μου­σι­κό όργα­νο. Ζει αυτή η γυναί­κα. Ενε­νήν­τα τόσο ετών είναι. Πάρα πολύ μορ­φω­μέ­νη. Με γλώσ­σες, με μόρ­φω­ση ποι­κί­λη. Και όμως αυτή η γυναί­κα μέχρι σήμε­ρα, δεν μπο­ρεί να πιστέ­ψει. Θυμά­μαι, μου είχε πει κάπο­τε για τον καθη­γη­τή τον Καρ­μί­ρη, τον Γιάν­νη Καρ­μί­ρη, τον μακα­ρί­τη, καθη­γη­τής του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, μακα­ρί­της, Ακα­δη­μαϊ­κός: «Θέλω να τον ρωτή­σω κάποια φορά, να του πω, μα εσύ πιστεύ­εις αυτά τα πράγ­μα­τα, ολό­κλη­ρος καθη­γη­τής και ολό­κλη­ρος Ακα­δη­μαϊ­κός;». Δεν μπο­ρού­σε να πιστέ­ψει. Και δεν μπο­ρεί μέχρι σήμε­ρα να πιστέ­ψει. Είναι φοβε­ρό!

Όπως είναι μυστή­ριον η πίστις, επι­τρέ­ψα­τέ μου να πω, έτσι μυστή­ριον είναι και η απι­στία. Και δεν το απο­κα­λώ εγώ μυστή­ριον το θέμα της απι­στί­ας. Ο Από­στο­λος Παύ­λος το απο­κα­λεί και το λέει αυτό για τον λαό του, τους Εβραί­ους. «Μυστή­ριον», λέει, «είναι η απι­στία του λαού αυτού». Είναι μυστή­ριον. Είναι, λοι­πόν, πολύ φοβε­ρό πράγ­μα να μένει κανείς στην απι­στία. Είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο από δαι­μο­νι­κό! Σας είπα, κάτι περισ­σό­τε­ρο. Για­τί; Διό­τι τα δαι­μό­νια και πιστεύ­ουν και φρίτ­τουν πιστεύ­ον­τα, όπως μας λέγει ο άγιος Ιάκω­βος, ο Αδελ­φό­θε­ος. Πιστεύ­ουν ότι ο Θεός είναι όχι μόνον υπαρ­κτός, αλλά και αλη­θής. Πιστεύ­ουν τα δαι­μό­νια στην αιω­νία δική των κατα­δί­κη. Ακό­μη… τι έλε­γαν μάλι­στα, θυμη­θεί­τε εκεί που… «Ήλθες», λέει, «προ της ώρας μας, προ και­ρού ‑διά στό­μα­τος Γερ­γε­ση­νού-ήρθες να μας βασα­νί­σεις προ και­ρού». Ποιος είναι αυτός ο βασα­νι­σμός; «Να μας στεί­λεις εις την κόλα­ση;». Διό­τι στην κόλα­ση δεν είναι ακό­μη οι δαί­μο­νες. «Γι’αυ­τό, επί­τρε­ψε», λέει, «να πάμε στους χοί­ρους».

Έτσι ο άπι­στος είναι χει­ρό­τε­ρος και από τον δαί­μο­να. Και εμφα­νί­ζε­ται η απι­στία, η δαι­μο­νι­κή αυτή απι­στία, με τα εξής γνω­ρί­σμα­τα: Καταρ­χάς, σαν δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας. Δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας. Από μια δαι­μο­νι­κή διά­θε­ση. Ξέρε­τε οι δαί­μο­νες μας βάζουν να απι­στού­με, οι ίδιοι δεν απι­στούν. Παρά την πλη­ρο­φό­ρη­ση που μπο­ρού­με να έχο­με και την κατα­νόη­ση που μπο­ρού­με να έχο­με, εμείς επι­μέ­νο­με, από μια δαι­μο­νι­κή διά­θε­ση, όπως σας είπα, επι­μέ­νο­με να δια­στρέ­φο­με την αλή­θεια. Τέτοιοι υπήρ­ξαν οι αρχιε­ρείς, οι Φαρι­σαί­οι, οι Γραμ­μα­τείς, οι νομι­κοί. Όταν επί παρα­δείγ­μα­τι, μιλού­σε ο Κύριος, ξέρε­τε τι έλε­γαν; «ν τ ρχον­τι τν δαι­μο­νί­ων κβάλ­λει τ δαι­μό­νια». Αυτό δεν είναι δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας; Θέλε­τε ακό­μη; Όταν πήγαν οι στρα­τιώ­ται, οι στρα­τιώ­ται και είπαν: «νεστή­θη ησος» ‑τρο­με­ρό πράγ­μα!- τους είπαν: «Σουτ! Πάρ­τε λεφτά και πεί­τε ότι δεν ανε­στή­θη». Πέστε μου, αυτό είναι ή δεν είναι δαι­μο­νι­κή δια­στρο­φή της αλη­θεί­ας; Αυτός ο άνθρω­πος μπο­ρεί να πιστέ­ψει ποτέ; Ακού­στε. Ποτέ. Για­τί; Διό­τι εβλα­σφή­μη­σε κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Είναι μία μορ­φή βλα­σφη­μί­ας κατά του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ακό­μη, η φοβε­ρή αυτή απι­στία εμφα­νί­ζε­ται σαν κακο­πι­στία. Κατά το «Ο μ πεί­σεις, κν μ πείσς». «Κι αν ακό­μη με πεί­σεις, εγώ θα μένω στην απι­στία μου». Πρό­κει­ται, ακό­μη, για μια εγωι­στι­κή επι­μο­νή. Πραγ­μα­τι­κά εγωι­στι­κή επι­μο­νή. Ακό­μη, μπο­ρεί κανείς να κινεί­ται στον χώρο της απι­στί­ας από συμ­φέ­ρον­τα. Για­τί σου λέει: «Αν ομο­λο­γή­σω, χάνω κάποια συμ­φέ­ρον­τα». Εννο­εί­ται, εδώ έχο­με μια μυω­πι­κή θεώ­ρη­ση των πραγ­μά­των. Ωστό­σο ακού­στε τι έλε­γαν οι Φαρι­σαί­οι στο Συμ­βού­λιο που κάνα­νε και οι αρχιε­ρείς, τι να κάνουν με τον Ιησού. «Πολ­λά θαύ­μα­τα», λέγουν, «κάνει, τι θα γίνο­με μ’ αυτόν τον άνθρω­πο, τι θα γίνει; «Ἐὰν φμεν ατόν (:εάν τον αφή­σο­με) οτω (:έτσι να πράτ­τει), πάν­τες πιστεύ­σου­σι ες ατόν (:όλοι θα πιστέ­ψουν εις αυτόν). Κα λεύ­σον­ται ο Ρωμαοι ‑ήταν υπό ρωμαϊ­κήν κατο­χήν- κα ροσι μν κα τν τόπον κα τ θνος». Για­τί κύριοι, θα σας πολε­μή­σουν οι Ρωμαί­οι εάν πιστεύ­σε­τε εις τον Ιησούν; Επει­δή θα προ­ε­βάλ­λε­το βασι­λιάς; Και θα αντέ­λε­γε εις τον Καί­σα­ρα; Δεν είναι αυτό. Για­τί ο Χρι­στός δεν ήρθε να γίνει βασι­λιάς εδώ. Βασι­λιάς των καρ­διών μόνον. Όχι επί­γειος βασι­λιάς. Τι φοβό­σα­στε; Τι φοβό­σα­στε; Κι ακό­μη, εάν ήταν αλη­θι­νός Μεσ­σί­ας, δεν θα κατε­τρό­πω­νε τους Ρωμαί­ους; Και θα ελεύ­θε­ρω­νε τον λαό Του, το έθνος Του; Τι φοβό­σα­στε; Αλλά απλού­στα­τα, όλοι αυτοί, με την παρου­σία των Ρωμαί­ων ζού­σα­νε μια χαρά, είχαν χρή­μα­τα, ήτα­νε φίλοι –όπως λέγα­με Γερ­μα­νό­φι­λοι, Ιτα­λό­φι­λοι, που λέγα­με κάπο­τε εμείς στην Κατο­χή- έτσι και εδώ, ήσαν Ρωμαιό­φι­λοι. Είχαν συμ­φέ­ρον­τα. «Τα συμ­φέ­ρον­τα μας αυτά, αν Τον απο­δε­χθού­με, θα τα χάσο­με». Φοβε­ρό πράγ­μα…

Εάν ακό­μη εμφα­νί­ζε­ται η απι­στία… πώς λέτε; Σαν ψυχο­λο­γία της μάζης. Ποια είναι αυτή η ψυχο­λο­γία της μάζης; Εκεί­νη που εμφα­νί­ζε­ται στα ολο­κλη­ρω­τι­κά καθε­στώ­τα, για­τί το κόμ­μα δεν πιστεύ­ει. Δεν πιστεύω κι εγώ. Για­τί το κόμ­μα δεν πιστεύ­ει. Ή για­τί είναι μόδα σήμε­ρα να μην πιστεύ­ο­με. Και να μην ανα­φέ­ρο­με το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού. Πράγ­μα που δεί­χνει ανω­ρι­μό­τη­τα προ­σω­πι­κό­τη­τος, επι­πο­λαιό­τη­τα, για­τί όχι και βλα­κεία;

Ακό­μη υπα­γο­ρεύ­ει την απι­στία ο διε­φθαρ­μέ­νος βίος. Μας πλη­ρο­φο­ρεί ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στο 3ο κεφά­λαιο: «ν γρ πονηρ ατν τ ργα. Πς γρ φαλα πράσ­σων μισε τό φς κα οκ ρχε­ται πρς τ φς, να μ λεγ­χθ τ ργα ατο». Βαθύ­τε­ρο ψυχο­γρά­φη­μα δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει, απ’ αυτό που μας κατα­θέ­τει ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης.

Αγα­πη­τοί, δει­νόν η απι­στία. Στην παρα­βο­λή του πλου­σί­ου και του Λαζά­ρου, όπου ο πλού­σιος εζή­τη­σε από τον Αβρα­άμ να στα­λεί ο Λάζα­ρος, δηλα­δή να ανα­στη­θεί ο Λάζα­ρος και να τον δουν τ’ αδέλ­φια του, είχε, λέει, πέν­τε αδέλ­φια και να τους πει: «Ξέρε­τε τι φοβε­ρός είναι ο Άδης, ξέρε­τε ο αδελ­φός σας είναι στον Άδη και βασα­νί­ζε­ται… για­τί άμα δουν νεκρό θα πιστέ­ψουν». «Ω παι­δά­κι μου», του λέει ο Αβρα­άμ, «ούτε αν ανα­στη­θεί νεκρός, θα πιστέ­ψουν! Έχουν τις Γρα­φές. Δεν πιστεύ­ουν στις Γρα­φές; Κι ανά­στα­σις νεκρού να γίνει, δεν θα πιστέ­ψουν». Θα πουν… «νεκρο­φά­νεια», θα πουν… «πνευ­μα­τι­στι­κόν φαι­νό­με­νον», θα πουν… δεν ξέρω τι θα πουν. Δεν θα πιστέ­ψουν.

Η απι­στία του Θωμά διορ­θώ­θη­κε επει­δή δεν ήταν από κακο­πι­στία, ούτε από πονη­ρή διά­θε­ση. Γι’αυ­τό ήταν καλή η απι­στία του, όπως προ­η­γου­μέ­νως είπα­με! Μάλι­στα λέει ένα Κεκρα­γά­ριο: «Τότε Θωμς οκονο­μικς οχ ερέθη μετ’ ατν». Δεν βρέ­θη­κε μαζί με τους άλλους δέκα, «οκονο­μικς». Τι θα πει «οκονο­μικς»; Το οικο­νό­μη­σε η αγά­πη του Θεού να λεί­πει, να δεί­ξει την απι­στία αυτή, ώστε η απι­στία αυτή να εξα­σφα­λί­σει την πίστη των μελ­λον­τι­κών πιστών μέσα εις την Ιστο­ρία. Έτσι η πίστις και η απι­στία εξαρ­τά­ται από την κακή ή την αγα­θή διά­θε­ση της προ­αι­ρέ­σε­ως του ανθρώ­που. Η πίστις σαν άκτι­στη ενέρ­γεια, έρχε­ται έξω­θεν, έρχε­ται από τον Θεό. Γίνε­ται ή δεν γίνε­ται απο­δε­κτή από τον άνθρω­πο, εάν η προ­αί­ρε­σίς του είναι αγα­θή ή είναι κακή. Όταν γίνει απο­δε­κτή, τότε ανα­κλά­ται ως πίστις του ανθρώ­που, πίσω στον Θεό. Είναι άκτι­στη ενέρ­γεια.

Ωστό­σο, εμείς που ζού­με είκο­σι αιώ­νες μετά τον Θωμά, είμε­θα μακα­ριό­τε­ροι εκεί­νου. Το είπε ο Χρι­στός: «τι ἑώρακς με, πεπστευ­κας· μακριοι ο μ δντες κα πιστεσαν­τες». Όταν εμείς πιστέ­ψα­με στο κήρυγ­μα και στη μαρ­τυ­ρία των Απο­στό­λων, είμε­θα μακα­ριό­τε­ροι εκεί­νων που είδαν και άκου­σαν και ψηλά­φη­σαν τον Ανα­στάν­τα Κύριον. Είδα­τε τον Από­στο­λο σήμε­ρα, τον Ευαγ­γε­λι­στή Ιωάν­νη, που λέει: «Εκεί­νον που ψηλά­φη­σαν τα χέρια μας, είδα­με, ακού­σα­με». Πήρα­με την μαρ­τυ­ρία τους. Πάν­τως ευχα­ρι­στού­με τον Θεό, που οικο­νο­μι­κά επέ­τρε­ψε την απου­σία του Θωμά, για να έχο­με εμείς βεβαιο­τέ­ρα την Ανά­στα­ση. Έτσι κι εμείς μαζί με τον Θωμά ανα­φω­νού­με στον ανα­στάν­τα Κύριον: « Κρις μου κα Θες μου».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_599.mp3

αρχιμ. Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου — ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ[:Ιω.20,19–31]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 7–5‑2000]

(Β413)

Οφεί­λο­με χάρι­τες, αγα­πη­τοί μου, εις τον Από­στο­λον του Χρι­στού, Θωμάν, για­τί χάρις σε μια δική του φυσι­κή δυσπι­στία, η θεία πρό­νοια επε­φύ­λα­ξε άλλη μια βαρυ­σή­μαν­τη μαρ­τυ­ρία για την Ανά­στα­σιν του Χρι­στού.

Είναι γνω­στή η περι­πέ­τεια του Θωμά. Ο Θωμάς απε­γο­η­τεύ­θη μετά την κατα­δί­κη του Διδα­σκά­λου σε θάνα­τον. Έτσι, απε­χω­ρί­σθη από τον όμι­λο των συμ­μα­θη­τών του και απε­χώ­ρη­σε. Ίσως πήγε σπί­τι του. Βαρύ πράγ­μα η απο­γο­ή­τευ­σις και η διά­ψευ­σις των ελπί­δων. Για­τί μετά τον θάνα­τον του Ιησού, όλα τέλειω­σαν, όλα έσβη­σαν. Γι’ αυτόν, εννο­εί­ται. Κάθε άνθρω­πος μπο­ρεί να απο­γο­η­τευ­θεί, όλοι μας. Δεν υπάρ­χει άνθρω­πος που κάποια στιγ­μή δεν μπο­ρεί να τον κατα­λά­βει η απο­γο­ή­τευ­ση. Και όπως λέγε­ται, ότι η ελπί­δα πεθαί­νει τελευ­ταία. Αλλά η ελπί­δα στον Θωμά ήδη είχε και αυτή πεθά­νει. Σ΄αυτούς τους τύπους που η ελπί­δα πεθαί­νει, είναι σαν να έχει πεθά­νει και ο Θεός…

Η είδη­σις όμως ότι ο Ιησούς ανε­στή­θη, διέ­τρε­ξε όλη την χώρα. Αστρα­πιαία σε όλη τη χώρα. Ο Θωμάς, βέβαια, την άκου­σε την είδη­ση της Ανα­στά­σε­ως, αλλά δεν την επί­στευ­σε. Ωστό­σο έκα­νε τον κόπο να επι­στρέ­ψει εις το υπε­ρώ­ον που ήσαν οι συμ­μα­θη­ταί του να δει τι κάνουν. Τους βρή­κε χαρού­με­νους, πολύ χαρού­με­νους. Για­τί ζού­σαν σαν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την είδη­ση ότι ο Διδά­σκα­λος ανε­στή­θη. Εκεί­νος, όμως, έμε­νε εις την δυσπι­στία του. Του έλε­γαν οι άλλοι: «ωρκαμεν τν Κριον». «Έχο­με δει τον Κύριον». Εκεί­νος, όμως, αντέ­τει­νε σ’ αυτούς, εκεί­νο το γνω­στόν: «ν μ δω ν τας χερσν ατο τν τπον τν λων, κα βλω τν δκτυλν μου ες τν τπον τν λων, κα βλω τν χερ μου ες τν πλευρν ατο, ο μ πιστεσω».

Αυτές δε οι επα­να­λή­ψεις όπως διε­τυ­πώ­θη ο λόγος του Θωμά, εκεί­νο το «δω», «βάλω τόν δάκτυ­λόν μου», ξανά, «βάλω το χέρι μου», όλα αυτά δεί­χνουν μία τραν­τα­χτή απι­στία εις την Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Δεν επί­στευε ούτε τους συμ­μα­θη­τάς του. Θα του έλε­γαν ψέμα­τα; Δεν τους επί­στευε. Το κεφά­λι του, το μυα­λό του, η διά­νοιά του, δεν μπο­ρού­σε να χωρέ­σει το γεγο­νός ότι ο Κύριος ανε­στή­θη. Μα δεν θυμή­θη­κε τόσες φορές που ο Κύριος είπε ότι θα σταυ­ρω­θεί και θα ανα­στη­θεί την τρί­τη ημέ­ρα;

Αλλά για­τί αυτό μόνον δια τον Θωμά; Μήπως οι άλλοι μαθη­ταί το θυμή­θη­καν αυτό; Ενώ επα­νει­λημ­μέ­νως ο Κύριος, μια τελευ­ταία φορά που ανέ­βαι­ναν προς τα Ιερο­σό­λυ­μα, τους πήρε ιδιαι­τέ­ρως και τους είπε: «Ο Υιός του ανθρώ­που θα παρα­δο­θεί, θα υψω­θεί, -δηλα­δή θα σταυ­ρω­θεί-» κ.λπ. κ.λπ. Περί­ερ­γο, τον λόγον αυτόν τον θυμή­θη­καν ποιοι λέτε; Οι αρχιε­ρείς, οι εχθροί του Ιησού. Για­τί; Πήγαν και είπαν στον Πιλά­το: «Εκεί­νος ο πλά­νος είχε πει ότι την τρί­τη ημέ­ρα θα ανα­στη­θεί. Λοι­πόν, επί­τρε­ψε να ασφα­λι­στεί το μνη­μεί­ον, να σφρα­γι­σθεί, να φυλα­χθεί από στρα­τιώ­τες» κ.λπ. Αυτοί το θυμή­θη­καν. Και μάλι­στα έκα­ναν και σχό­λιο επά­νω σ’ αυτό. «Για να μη γίνει», λέει, « σχά­τη πλά­νη -δηλα­δή ότι ανε­στή­θη- χεί­ρων τς πρώτης(:χειρότερη από την πρώ­τη)». Ποια ήταν η πρώ­τη πλά­νη; Ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσ­σί­ας. Αυτοί όλα τα θυμή­θη­καν.

Κάπο­τε ρώτη­σαν: «Ποια μάτια είναι εκεί­να που βλέ­πουν καλύ­τε­ρα; Τα μαύ­ρα; Τα γαλα­νά μάτια;». Και πήραν την απάν­τη­ση: «Τα φθο­νε­ρά μάτια βλέ­πουν πάρα πολύ καλά». Εξε­τά­ζουν στον εχθρόν, στον φθο­νού­με­νον, εξε­τά­ζουν κάθε του κίνη­ση. Εδώ είναι τώρα το σπου­δαίο.

Ωστό­σο, ο Από­στο­λος Θωμάς υπέ­πι­πτε σε δύο βασι­κά λογι­κά λάθη· τα οποία πρέ­πει να έχο­με υπό­ψιν μας, για­τί λίγο πολύ όλοι πέφτο­με ή πολ­λοί, εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει, πέφτουν σ’ αυτά τα δύο λογι­κά λάθη. Το πρώ­το λογι­κό λάθος είναι ότι ο Θωμάς νόμι­ζε ότι πραγ­μα­τι­κό­της είναι παν ό,τι υπο­πί­πτει εις τας αισθή­σεις. «Το είδα; Είναι πραγ­μα­τι­κό. Το έπια­σα; Είναι πραγ­μα­τι­κό. Το άκου­σα; Είναι πραγ­μα­τι­κό». Εδώ συναν­τά­με τον ορθο­λο­γι­στι­κό τύπο ανθρώ­που. Ορθο­λο­γι­στι­κόν τύπον. Δεν δέχε­ται ό,τι δεν περ­νά από τις πέν­τε αισθή­σεις. «Τότε θα δεχθώ κάτι, όταν το πιά­σω, το ακού­σω κ.τ.λ.» ό,τι σας είπα. Αυτό πώς λέγε­ται; Αισθη­σιο­κρα­τία. Είναι πολ­λοί οι αισθη­σιο­κρά­ται. Ότι «τίπο­τα δεν υπάρ­χει», λέει, «εις την διά­νοιαν, παρά μόνον ό,τι πέσει, παρά μόνον ό,τι φθά­σει δια­μέ­σου των αισθή­σε­ων». Το έχο­με μάθει και στο σχο­λείο μας αυτό. Και όμως, ακό­μη και σ’ αυτόν τον κόσμον του επι­στη­τού, αυτός που είναι γύρω μας, υπάρ­χουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που δεν περ­νούν από τις αισθή­σεις, προ­κει­μέ­νου να λάβει γνώ­ση ο νους. Δεν περ­νούν. Θα πού­με ότι αυτές είναι ανύ­παρ­κτες; Είναι φαν­τα­στι­κές; Λοι­πόν, θα σας πω έτσι για ένδει­ξη κάνα δυο τρία πραγ­μα­τά­κια.

Το άτο­μον της ύλης, γενι­κό­τε­ρα, το ηλε­κτρό­νιο, αυτά δεν τα έχο­με δει. Μη σας κάνει εντύ­πω­ση. Το ηλε­κτρό­νιο δεν το έχο­με δει. Μόνο από τη συμ­πε­ρι­φο­ρά του το κρί­νο­με. Το άτο­μο δεν το έχο­με δει. Το άτο­μο της ύλης είναι τόσο μικρό. Δεν το έχο­με δει. Μόνον από τη συμ­πε­ρι­φο­ρά κρί­νο­με την ύπαρ­ξη του ατό­μου. Και πολύ περισ­σό­τε­ρο τα λεγό­με­να «υπα­το­μι­κά στοι­χεία». Ακό­μη, η ίδια η δομή του ατό­μου μας είναι άγνω­στη. Από­δει­ξις; Υπάρ­χουν διά­φο­ρες θεω­ρί­ες γύρω από τη δομή του ατό­μου. Οι ακτί­νες Χ, λέγω αυτές, για­τί, ε, του­λά­χι­στον μία φορά θα πήγα­με στον για­τρό να μας ακτι­νο­γρα­φή­σει. Είδα­τε που­θε­νά εσείς αυτές τις ακτί­νες Χ; Κι όμως, έχο­με κι άλλες αόρα­τες ακτί­νες, οι λεγό­με­νες «κοσμι­κές ακτί­νες». Αυτές που έρχον­ται από τον έξω κόσμο. Φερει­πείν από τον ήλιον, όταν είναι στην πλευ­ρά εκεί­νη ‑κι αυτό συμ­βαί­νει κάθε ένδε­κα χρό­νια- που έχο­με τις λεγό­με­νες «κηλί­δες», που είναι στον ήλιο. Αυτές προ­ξε­νούν μία κοσμι­κή ακτι­νο­βο­λία. Και είναι και αρκε­τά επι­κίν­δυ­νη αυτή η κοσμι­κή ακτι­νο­βο­λία. Ωστό­σο, δεν την βλέ­πο­με αυτήν την κοσμι­κήν ακτι­νο­βο­λία.

Ένα ηλε­κτρο­μα­γνη­τι­κό κύμα, που φθά­νει στο ραδιό­φω­νό μας, το βλέ­πο­με; Ή στην τηλε­ό­ρα­σή μας. Βλέ­πο­με αυτό το κύμα; Ασφα­λώς δεν περ­νά­ει από τις αισθή­σεις μας. Ούτε από τα μάτια μας, ούτε από τα αυτιά μας, ούτε μετά θορύ­βου έρχε­ται κ.τ.λ. Εντού­τοις, όμως, είναι πραγ­μα­τι­κό­της αυτό. Διό­τι την απο­κά­λυ­ψη της παρου­σί­ας ενός ηλε­κτρο­μα­γνη­τι­κού κύμα­τος την έχο­με δει από το ραδιό­φω­νο. Τι κάνει το ραδιό­φω­νο; Απο­κα­λύ­πτει εκεί­νο που δεν πέφτει στις αισθή­σεις μας. Το ίδιο και μια εικό­να της τηλε­ο­ρά­σε­ως. Εάν, λοι­πόν, στοι­χεία, έτσι απλώς, από τον γνω­στό μας κόσμο σας είπα, ενδει­κτι­κά αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα, εάν, λοι­πόν, στοι­χεία του κόσμου του επι­στη­τού, ‑αυτόν που τον βλέ­πο­με τον κόσμον, τον ζού­με, είμε­θα βυθι­σμέ­νοι μέσα εις αυτόν τον κόσμον- δεν γίνον­ται αντι­λη­πτά δια των αισθή­σε­ων, πόσο περισ­σό­τε­ρο μία μετα­φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­της; Πόσο περισ­σό­τε­ρο;

Θυμη­θεί­τε, εδώ και πολ­λά χρό­νια πίσω, ο πρώ­τος αστρο­ναύ­της, ο Γκαγ­κά­ριν, επή­γε… ε, επή­γε στο διά­στη­μα. Όταν γύρι­σε, ξέρε­τε τι είπε; «Δεν είδα», λέει, «που­θε­νά τον Θεό!». Τι θα λέγα­με; Θα λέγα­με … αφέ­λεια που εγγί­ζει την μωρί­αν. Έμει­νε παροι­μιώ­δης η περί­πτω­ση. «Δεν είδα», λέγει, «που­θε­νά τον Θεό»

Έχο­με όμως και το δεύ­τε­ρο λογι­κό λάθος, στο οποί­ον υπέ­πε­σε ο Από­στο­λος κι εμείς υπο­κεί­με­θα εις αυτήν την πτώ­σιν. Είναι αυτό που δια­τύ­πω­σε ο ίδιος ο Θωμάς. «ν μ δω, ο μ πιστεσω». «Εάν δεν δω, δεν θα πιστέ­ψω». Εδώ έχο­με, αν το αντι­λαμ­βά­νε­στε, μια λογι­κή αντί­φα­ση. «Πιστεύω» σημαί­νει ότι «δέχο­μαι κάτι που δεν έχει υπο­πέ­σει εις τις αισθή­σεις μου».

Αντί­θε­τα, όταν γνω­ρί­σω κάτι, τότε περιτ­τεύ­ει η πίστις, να το πιστέ­ψω. Για­τί απλού­στα­τα η γνώ­σις καταρ­γεί την πίστιν. Έχω κλει­διά μέσα στην τσέ­πη μου. Είναι ένα παρά­δειγ­μα που το έχω πει πάμ­πολ­λες φορές. Δεν πει­ρά­ζει να το λέω και το ξανα­λέω. Σε σας το έχω πει πολ­λές φορές. Τα βλέ­πε­τε; Όχι. Πιστεύ­ε­τε ότι έχω κλει­διά στην τσέ­πη μου; Μπο­ρεί να πει άλλος «Ναι», άλλος να πει «Όχι, δεν πιστεύω». Βγά­ζω τα κλει­διά από την τσέ­πη μου και σας τα δεί­χνω. Τώρα, θέλε­τε δεν θέλε­τε, όχι το πιστεύ­ε­τε, αλλά τώρα το γνω­ρί­ζε­τε. Για­τί απλού­στα­τα η γνώ­σις καταρ­γεί την πίστιν. Παύω πια να πιστεύω ότι έχε­τε σεις στην τσέ­πη σας κλει­διά. Τώρα το γνω­ρί­ζω κι εγώ. Για­τί τα βλέ­πω.

Εκεί­να που γνω­ρί­ζο­με, σε σχέ­ση με εκεί­να που δεν γνω­ρί­ζο­με, πρέ­πει να σας πω, είναι ελά­χι­στα. Ναι, ναι! Αυτό πρέ­πει να το πάρο­με από­φα­ση, για να είμε­θα πραγ­μα­τι­σταί. Είναι πάμ­πολ­λα πάμ­πολ­λα! Το μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό, το 98, το 99, το 99,1, το 99,9 ‑ας μην προσ­διο­ρί­σω- είναι γύρω μας και μέσα μας ένας άγνω­στος, άγνω­στος κόσμος. Κάτι πάρα πολύ λίγο μπο­ρού­με να γνω­ρί­ζο­με. Και εφό­σον είναι δυνα­τόν να το γνω­ρί­σο­με. Κάτι που ανή­κει εις την μετα­φυ­σι­κή, δεν μπο­ρού­με να το γνω­ρί­σο­με.

Λέγει ο Από­στο­λος Παύ­λος τα εξής. Είναι στο 13ο κεφά­λαιο, στην Α΄προς Κοριν­θί­ους, εκεί που μιλά­ει για την αγά­πη. Λέει: «Βλέ­πο­μεν γρ ρτι δι᾿ σόπτρου ν ανίγ­μα­τι, τότε δ πρό­σω­πον πρς πρό­σω­πον». «Βλέ­πο­με», λέει- προ­σέξ­τε εδώ- «ν σόπτρ». Μέσω ενός καθρέ­πτου. Δηλα­δή να σας πω, να τοπο­θε­τη­θώ. Έχω μόνον έναν καθρέ­πτη εδώ και βλέ­πω τι γίνε­ται από πίσω μου. Αυτό θα πει «ν σόπτρ». Και βλέ­πω αινιγ­μα­τω­δώς. Εάν αυτός ο καθρέ­πτης είναι κοί­λος κ.λπ., θα δω τα αντι­κεί­με­να που είναι πίσω μου, όπως είναι πραγ­μα­τι­κά; Ή θα τα δω αλλιώ­τι­κα, με άλλο σχή­μα; «Θα δω», λέει, «τότε, το πρό­σω­πον, τίνος; Του Χρι­στού· προ­σω­πι­κά εγώ, με το δικό μου το πρό­σω­πο, θα δω Εκεί­νον». Τώρα; Εν αινίγ­μα­τι βλέ­πο­με. Εν αινίγ­μα­τι. Θα έλε­γα, με την εικό­να εδώ, αινιγ­μα­τω­δώς βλέ­πο­με τον Χρι­στό. Και τόσα άλλα πράγ­μα­τα. Ακό­μα, αν θέλε­τε, και την Θεία Του Πρό­νοια. Όσο κι αν είναι φανε­ρή, κι αυτή, κατά κάποιο τρό­πο, την βλέ­πο­με αινιγ­μα­τω­δώς.

Για να μη νομι­σθεί μόνον ότι ήταν κάτι που το είπε ο Από­στο­λος Παύ­λος αυτό, το είχε πει και ο Πλά­των! Είναι γνω­στό το «σπή­λαιον του Πλά­τω­νος». Είναι πάρα πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Επι­τρέ­ψα­τέ μου κάτι να πω. «Ο άνθρω­πος», λέει, «μοιά­ζει σαν να είναι μέσα σε ένα σπή­λαιο. Αδυ­να­τεί να γυρί­σει το πρό­σω­πό του προς το άνοιγ­μα του σπη­λαί­ου. Πάν­τα βλέ­πει στο βάθος του σπη­λαί­ου. Αδύ­να­τον να δει προς το άνοιγ­μα. Τότε», λέγει, «παρε­λαύ­νουν έξω από το στό­μιον του σπη­λαί­ου, παρε­λαύ­νουν τα αντι­κεί­με­να. Υπάρ­χει», λέγει, «μία φωτιά· η οποία ρίπτει τις ακτί­νες της επά­νω στ’ αντι­κεί­με­να, των οποί­ων αντι­κει­μέ­νων οι σκιές προ­βάλ­λον­ται εις το βάθος του σπη­λαί­ου. Ο άνθρω­πος, που πάν­τα είναι στραμ­μέ­νος προς το βάθος του σπη­λαί­ου, τι βλέ­πει; Βλέ­πει τα αντι­κεί­με­να; Όχι. Τι βλέ­πει; Βλέ­πει τις σκιές των αντι­κει­μέ­νων». Είναι πάρα πολύ ωραίο και χαρα­κτη­ρι­στι­κό το παρά­δειγ­μα του Πλά­τω­νος.

Στον κόσμον αυτόν, αγα­πη­τοί μου, δεν ξέρο­με την φύσιν των όντων. Ό,τι και να πού­με, ό,τι και να κάνο­με. Λέμε, φερει­πείν, «Αυτό είναι πρά­σι­νο». Αν βάλω πρά­σι­να γυα­λιά…, βεβαί­ως το βλέ­πω πρά­σι­νο. Λέμε, «Ένα αντι­κεί­με­νο είναι κόκ­κι­νο». Αν βάλω κόκ­κι­να γυα­λιά…- δηλα­δή οι αισθή­σεις μάς εξα­πα­τούν. Ή, αν θέλε­τε, δεν επαρ­κούν, για να μας φανε­ρώ­σουν όλα τα πράγ­μα­τα που υπάρ­χουν.

Αυτά, λοι­πόν, που είπε ο Από­στο­λος Θωμάς, ήταν κι αυτό ένα λάθος, αυτό που κάνο­με κι εμείς καθη­με­ρι­νά. Ξέρε­τε ότι… ‑με συγ­χω­ρεί­τε, σήμε­ρα λιγά­κι τα πράγ­μα­τα τα πήρα δεν ξέρω πώς- ένα πρό­βλη­μα είναι το γνω­σιο­λο­γι­κό εις την επι­στή­μη; Ένα πρό­βλη­μα πρα­κτι­κώς ε, εφι­κτόν. Από­λυ­τα; Αδύ­να­τον. Δηλα­δή να μπο­ρού­με να γνω­ρί­σο­με τα πράγ­μα­τα, τα αντι­κεί­με­να, στη δομή τους, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Πώς βλέ­πο­με; Πώς κρί­νο­με; Λέγε­ται «γνω­σιο­λο­γι­κόν πρό­βλη­μα». Για­τί δεν μπο­ρού­με εύκο­λα να προ­σεγ­γί­σο­με το θέμα. Έχο­με πολ­λές μετρή­σεις, αν το θέλε­τε, κάποιοι που ασχο­λούν­ται, πολ­λές μετρή­σεις, να βγά­λο­με κάποια συμ­πε­ρά­σμα­τα κ.τ.λ. κ.τ.λ., να βγά­λο­με ένα διά­γραμ­μα, αλλά πάν­το­τε θα υπάρ­χει το πρό­βλη­μα πώς βλέ­πο­με.

Υπάρ­χει, όμως, και η αναγ­καιό­τη­τα της πίστε­ως. Υπάρ­χει. Και τού­το για δύο λόγους. Πρώ­τος λόγος: Ο νους είναι πεπε­ρα­σμέ­νος. Και επί των θεμά­των του επι­στη­τού, της Επι­στή­μης, αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο στα μετα­φυ­σι­κά προ­βλή­μα­τα, στα μετα­φυ­σι­κά θέμα­τα. Δεν είναι δυνα­τόν ο νους μας όλα αυτά να τα χωρέ­σει. Διδα­σκό­με­θα στο σχο­λείο, επί παρα­δείγ­μα­τι, για πράγ­μα­τα αισθη­τά και τα απο­δε­χό­με­θα με την πίστη στον διδά­σκον­τα. Μας κάνει Γεω­γρα­φία, ένα παρά­δειγ­μα από την επο­χή εκεί­νη θυμά­μαι, τα σχο­λι­κά χρό­νια. Και μας λέει ο καθη­γη­τής ότι η πρω­τεύ­ου­σα της Ιαπω­νί­ας είναι το Τόκιο. «Κύριε καθη­γη­τά, δεν το πιστεύω». Και μου λέει: «Πήγαι­νε στην Ιαπω­νία να εξα­κρι­βώ­σεις ότι η πρω­τεύ­ου­σα της Ιαπω­νί­ας είναι το Τόκιο». Πέστε μου, πόσες χιλιά­δες χρό­νια πρέ­πει να ζει ο κάθε άνθρω­πος, πηγαί­νον­τας να δια­πι­στώ­νει ανά πάσα στιγ­μή εκεί­να τα οποία διδά­σκε­ται, για να τα εξα­κρι­βώ­σει, για­τί δεν είναι δυνα­τόν να τα πιστέ­ψει; Ορί­στε…

Όλος ο όγκος της γνώ­σε­ως που υπάρ­χει και που ανα­φέ­ρε­ται στην Επι­στή­μη, στη­ρί­ζε­ται εις την πίστιν. Ναι. Θα με διδά­ξει ο καθη­γη­τής μου εκεί­να τα οποία δεν θα μπο­ρώ να ιδώ. Τα έχουν δει άλλοι, τα έχουν μελε­τή­σει άλλοι, τα έχουν μετρή­σει άλλοι. Μόνο ένα μικρό μέρος ανή­κει στην πει­ρα­μα­τι­κή ή στην εμπει­ρι­κή μας γνώ­ση. Πολύ μικρό μέρος.

Δεύ­τε­ρον, για­τί είναι αναγ­καία η πίστις. Η γνώ­σις καταρ­γεί την ελευ­θε­ρία. Το σκε­φθή­κα­τε αυτό ποτέ; Ενώ η πίστις την περι­σώ­ζει. Τι; Την ελευ­θε­ρία; Μάλι­στα. Λέμε: «Ένα συν ένα, ίσον δύο». Σας παρα­κα­λώ, μπο­ρεί­τε να το αρνη­θεί­τε αυτό; Ότι ένα και ένα κάνει δύο; Δεν μπο­ρεί­τε. Για­τί δεν μπο­ρεί­τε; Για­τί ένα και ένα κάνει δύο! Ο νους μου έτσι με πλη­ρο­φο­ρεί. Άρα, λοι­πόν, η ελευ­θε­ρία μου καταρ­γή­θη­κε σ’ αυτήν την γνώ­σιν 1+1=; Βάζω ένα ερω­τη­μα­τι­κό. Ίσον; Αλλά θα το δεχθώ, είτε το θέλω, είτε δεν το θέλω. Ότι 1+1=2.

Γρά­φει ο Θεό­φι­λος Αντιο­χεί­ας… έχει πολύ ωραία πράγ­μα­τα ο Θεό­φι­λος Αντιο­χεί­ας. Στην πρώ­τη του επι­στο­λή προς Αυτό­λυ­κον τα εξής: «λλ πιστες; — Γρά­φει στον Αυτό­λυ­κον-. ταν σται (:Όταν θα είναι), τότε πιστεύ­σεις θέλων καί μή θέλων(:όταν θα δεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τότε θα πιστέ­ψεις, είτε το θέλεις, είτε δεν το θέλεις. -Ακού­σα­τε;). Κα πίστις σου ες πιστί­αν λογι­σθή­σε­ται (:και αυτό που πίστε­ψες μέχρι εκεί­νη την ώρα, θα λογα­ρια­στεί για σένα ως απι­στία) ἐὰν μ νν πιστεύ­σης (:εάν τώρα δεν πιστεύ­σεις)». Φερει­πείν, μπο­ρεί­τε να λέτε ότι πιστεύω, όταν σας έδει­ξα τα κλει­διά που είχα στην τσέ­πη μου; Τώρα τα βλέ­πε­τε. Πάει η πίστις. Δεν υπάρ­χει.

Ενώ λέμε: «Ο Θεός είναι Τρια­δι­κός». Τι σημαί­νει αυτό; Ένα συν ένα συν ένα, τι; Όχι ίσον τρία. Ίσον ένα. 1+1+1=1. Αυτό τώρα είναι για μια στιγ­μή ανά­πο­δο στο μυα­λό μου. Είναι αντι­λο­γι­κό. 1+1+1=1; Αυτό είναι ο Άγιος Τρια­δι­κός Θεός, αγα­πη­τοί μου. Ένας είναι ο Θεός. Τρία τα πρό­σω­πα. Έτσι αυτό ανή­κει στον χώρο της… τον μυστι­κόν χώρον, τον πνευ­μα­τι­κό, τον μετα­φυ­σι­κόν χώρον. Ώστε, λοι­πόν, έχω ανάγ­κη της πίστε­ως. Και αν το θέλε­τε, εκεί­να τα οποία λέμε «επι­στη­μο­νι­κή θεω­ρία» ‑θεω­ρία!- δεν είναι τίπο­τε άλλο παρά ένα επι­στη­μο­νι­κό πιστεύω. Για να ‘ρθει μία άλλη θεω­ρία, πλη­ρε­στέ­ρα ίσως και να απορ­ρί­ψει την πρώ­τη. Ή αν θέλε­τε, να έρθει πλή­ρης η αλή­θεια και τότε δεν χρειά­ζο­μαι πια θεω­ρί­ες· έχω την επι­στη­μο­νι­κήν αλή­θειαν. Υπάρ­χει πολύ μεγά­λη δια­φο­ρά μετα­ξύ θεω­ρί­ας επι­στη­μο­νι­κής και αλη­θεί­ας επι­στη­μο­νι­κής. Εκεί δε, είναι γνω­στό, σ’ αυτές τις θεω­ρί­ες, ως επί το πλεί­στον βρί­σκε­ται το οικο­δό­μη­μα όλης της Επι­στή­μης και της γνώ­σε­ως. Εξάλ­λου, εάν η νόη­σις και η εμπει­ρία είναι ένας τρό­πος υπάρ­ξε­ως, αλλά και η πίστις ομοί­ως είναι και αυτή ένας τρό­πος υπάρ­ξε­ως.

Αυτά όλα ειπώ­θη­καν, αγα­πη­τοί, στην αγά­πη σας, με την αφορ­μή του Θωμά, που ήθε­λε να πλη­ρο­φο­ρη­θεί την Ανά­στα­ση του Χρι­στού με την βοή­θεια των αισθή­σε­ων. «Εάν δεν βάλω το δάχτυ­λό μου, δεν πιστεύω». Γι΄ αυτό ο Κύριος απήν­τη­σε εις τον Θωμά: « τι ἑώρακς με, πεπστευ­κας· μακριοι ο μ δντες κα πιστεσαν­τες». Αυτό, ότι «με είδες, γι’αυ­τό επί­στευ­σες», ξέρε­τε τι είναι αυτό; Μία απάν­τη­σις επί­πλη­ξης. «Α, επει­δή με είδες, γι’αυ­τό το πιστεύ­εις, ε; Και σε διορ­θώ­νω: Να γίνεις πιστός. Και να μην είσαι άπι­στος. Μη στη­ρί­ζε­σαι μόνον εις τις αισθή­σεις σου».

Αλλά ο Θωμάς ήταν, αγα­πη­τοί μου, καλο­προ­αί­ρε­τος άνθρω­πος. Εξε­προ­σώ­πει εκεί­νους που δεν δέχον­ται εύκο­λα την πίστιν. Αλλά τίθε­ται το ερώ­τη­μα: Για να γίνει ο Θωμάς μαθη­τής του Χρι­στού, δεν χρειά­στη­κε στο ξεκί­νη­μά του την πίστη; Σίγου­ρα ναι. Πολ­λοί, σήμε­ρα, Χρι­στια­νοί μας, δεν δέχον­ται εύκο­λα την ανά­στα­ση των νεκρών. Ένα άλλο παρά­δειγ­μα αυτό. Παρό­τι πιστεύ­ουν στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Αν κάνω εδώ ένα δημο­ψή­φι­σμα θα δεί­τε ότι είναι πολ­λοί, οι οποί­οι δυσκο­λεύ­ον­ται να πιστέ­ψουν στην ανά­στα­ση των νεκρών. Ενώ πιστεύ­ουν στην Ανά­στα­ση του Χρι­στού. Ο Παύ­λος, με πολ­λά επι­χει­ρή­μα­τα θα κατα­γρά­ψει εις τους Κοριν­θί­ους, που εδέ­χον­το μεν την Ανά­στα­ση του Χρι­στού, δεν εδέ­χον­το, όμως, την ανά­στα­ση των νεκρών. Και θα τους πει: «γνω­σί­αν Θεο τινς χου­σι». Πού ήταν η αγνω­σία; Στην δύνα­μη του Θεού. «Πρς ντροπν μν λέγω». «Το λέω για ντρο­πή σας», λέει ο Παύ­λος εις τους Κοριν­θί­ους.

Και για να ξανα­γυ­ρί­σο­με στο θέμα του Θωμά, ο Θωμάς ηξιώ­θη να πει τους μεγά­λους εκεί­νους λόγους: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· που είναι ανώ­τε­ροι από την ομο­λο­γία του Ναθα­να­ήλ. Οι Πατέ­ρες λέγουν ότι τελι­κά ο Θωμάς… να σας πω, σε κάποια τρο­πά­ρια ανα­φέ­ρε­ται έτσι, σε άλλα κάποια τρο­πά­ρια… χθε­σι­νά, στον Εσπε­ρι­νό, αλλιώ­τι­κα, ο Θωμάς φαί­νε­ται ότι δεν τόλ­μη­σε να βάλει το δάχτυ­λό του εις τον τύπον των ήλων. Ούτε να ψαύ­σει, να ακουμ­πή­σει το Σώμα του Χρι­στού, την πλη­γή στα πλευ­ρά. Όχι. Τρό­μα­ξε ο Θωμάς. Και είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».

Αγα­πη­τοί, «οικο­νο­μι­κά», λένε οι Πατέ­ρες, «έδει­ξε απι­στία ο Θωμάς». Τι θα πει «οικο­νο­μι­κά»; Κατ’ οικο­νο­μί­αν της Θεί­ας Προ­νοί­ας. Ώστε να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την Υμνο­λο­γία μας «καλή απι­στία του Θωμά». Ακού­σα­τε. Υπάρ­χει κακή και καλή απι­στία; Η κακή είναι γνω­στή. Αλλά υπάρ­χει και καλή απι­στία; Ναι. Η καλή απι­στία του Θωμά. Θα λέγα­με, μάλι­στα, ότι του οφεί­λο­με, όπως σας είπα και στην αρχή, ευγνω­μο­σύ­νη. Όπως, η απου­σία του Θωμά αφή­νει σε μας κάποια πρα­κτι­κά συμ­πε­ρά­σμα­τα από την συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Να τ’ ακού­σο­με. Να μάθο­με. Σε έναν πει­ρα­σμό της ζωής να μην ξεκό­βο­με από τον όμι­λο των αδελ­φών. Όπως το έκα­νε ο Θωμάς. Και την έπα­θε. Να χρη­σι­μο­ποιού­με την εμπει­ρία και την πίστη των αδελ­φών. Σε θέμα­τα, μάλι­στα, πνευ­μα­τι­κής ζωής. Να μην απο­μο­νού­με­θα από τους αδελ­φούς· αδελ­φούς Χρι­στια­νούς, εννοώ. Για­τί κιν­δυ­νεύ­ο­με να μας φάει ο λύκος διά­βο­λος. Όπως συνέ­βη εις τον Ιού­δα. Μετε­νόη­σε, λέει, μετε­με­λή­θη, αλλά δεν πήγε να ζητή­σει συγ­χώ­ρε­ση από τον Χρι­στόν ο Ιού­δας. Ή να βρει τους μαθη­τάς, τους συμ­μα­θη­τάς του. Δεν πήγε. Και κατέ­λη­ξε στην αυτο­κτο­νία. Να είμε­θα ανα­κοι­νω­τι­κοί, όπου και όπως πρέ­πει. Όλα αυτά μας σώζουν. Και μη λησμο­νού­με ότι και οι άγιοι με τα λάθη τους μας διδά­σκουν. Ευλο­γη­τός ο Θεός! Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή  μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_832.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Εἴδη­σις πάν­το­τε νέα

«Καὶ ἀπε­κρί­θῃ Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτω· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 28)

ΟI ΜΑΘΗΤΑΙ, ἀγα­πη­τοί, μέχρις ὅτου ζοῦ­σε ὁ Χρι­στός, εἶχαν πίστι καὶ ἐλπί­δα σ’ αὐτόν. Πίστευαν καὶ ἤλπι­ζαν, ὅτι ὁ Χρι­στὸς θὰ βγῆ νικη­τὴς ἀπ’ ὅλες τίς περι­πέ­τειες καὶ τὰ ἐμπό­δια τῶν ἐχθρῶν του καὶ θὰ γίνῃ ἕνας βασι­λιᾶς, ποὺ ἡ δόξα του θὰ εἶνε πιὸ τρα­νὴ ἀπὸ τὴ δόξα ὅλων τῶν βασι­λιά­δων τοῦ κόσμου. Ἤλπι­ζαν ἀκό­μα, καὶ ὅταν οἱ ἐχθροί του τὴν νύχτα τῆς Μεγά­λης Πέμ­πτης μέσα στὸν κῆπο τῆς Γεθ­ση­μα­νὴ τὸν συνέ­λα­βαν, καὶ δεμέ­νο σὰν νὰ ἦταν κακοῦρ­γος τὸν ἔφε­ραν στὰ κρι­τή­ρια τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊ­ά­φα καὶ τοῦ Πιλά­του. Ἤλπι­ζαν, ὅτι στὸ τέλος μὲ κάποιο θαῦ­μα θὰ ἐλευ­θε­ρω­θῇ ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἔνδο­ξος θὰ ἐπι­στρέ­ψῃ κον­τά τους.

Ἀλλ’ ὅταν τὸν εἶδαν νὰ σταυ­ρώ­νε­ται καὶ νὰ πάσχῃ σὰν νὰ ἦταν ὁ πιὸ ἀδύ­να­τος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώ­πους, νὰ ὑπο­φέ­ρῃ, νὰ ὑβρί­ζε­ται καὶ νὰ ἐξευ­τε­λί­ζε­ται ἀπ’ ὅλα τὰ καθάρ­μα­τα τῆς κοι­νω­νί­ας, τότε τρο­μαγ­μέ­νοι ἔφυ­γαν καὶ κρύ­φτη­καν γιὰ νὰ μὴν τοὺς πιά­σουν κι αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ. Ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, ὅταν ἔμα­θαν ἀπὸ τὸν εὐαγ­γε­λι­στὴ Ἰωάν­νη, ποὺ μόνο αὐτὸς ἔμει­νε κον­τά του μέχρι τέλους, ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶπε τὸ «τετέ­λε­σται» (Ἰωάν. 19, 30) καὶ ἄφη­σε τὴν τελευ­ταία του ἀνα­πνοὴ πάνω στὸ σταυ­ρό. Οἱ μαθη­ταὶ τότε ἔχα­σαν κάθε ἐλπί­δα. Τὸ ὄνει­ρό τους δια­λύ­θη­κε. Πάει πιά! Ἀπέ­θα­νε ὁ γλυ­κὺς Διδά­σκα­λος. Δὲν θὰ τὸν ἀκού­σουν πιὰ νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ λέη ἐκεῖ­να τὰ λόγια ποὺ ἔφερ­ναν παρη­γο­ριὰ στοὺς πονε­μέ­νους, φῶς στοὺς τυφλούς, δύνα­μι στοὺς ἀδυ­νά­τους, λευ­τε­ριὰ στὶς σκλα­βω­μέ­νες ψυχές, χαρὰ καὶ εὐτυ­χία ἀνεί­πω­τη. Μόνο νὰ τὸν ἔβλε­πες, ἔφτα­νε. Καὶ οἱ μαθη­ταὶ ὄχι μόνο τὸν ἔβλε­παν καὶ τὸν ἄκου­γαν, ἀλλὰ τρία ὁλό­κλη­ρα χρό­νια ἔζη­σαν μαζί του σὰν παι­διὰ μὲ πατέ­ρα. Τοὺς ἀγά­πη­σε καὶ τὸν ἀγά­πη­σαν. Ἀλλὰ τώρα δὲν ὑπάρ­χει πιά. Ἕνας κρύ­ος τάφος θὰ τὸν δεχθῇ. Ἀπέ­θα­νε ὁ Διδά­σκα­λός τους. Ἀπέ­θα­νε ὁ Πατέ­ρας τους. Καὶ τώρα αὐτοὶ μένουν ὀρφα­νοί, ἔρη­μοι καὶ ἀπρο­στά­τευ­τοι. Ἐπά­νω τους θὰ πέσῃ ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ. Σὰν που­λιά, ποὺ τὰ κυνη­γά­ει τὸ γερά­κι, τρέ­χουν καὶ κρύ­βον­ται. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τρέ­μουν, για­τί φοβοῦν­ται μήπως τοὺς ἀνα­κα­λύ­ψουν οἱ ἐχθροί. Ἔχα­σαν τὸ θάρ­ρος τους.

Σ’ αὐτὴ τὴν ψυχο­λο­γι­κὴ κατά­στα­ση βρί­σκον­ταν οἱ μαθη­ταὶ ὕστε­ρα ἀπὸ τὴ σταύ­ρω­σι. Ἀλλὰ νὰ κ’ ἔρχε­ται ἡ πρώ­τη εἴδη­σι. Εἴδη­σι, ποὺ κανεὶς δὲν τὴν περί­με­νε. Εἴδη­σι, ποὺ δὲν εἶνε σὰν τίς εἰδή­σεις ποὺ ἀκού­γον­ται καθη­με­ρι­νὰ ἀπὸ τὸ ραδιό­φω­νο. Περί­ερ­γο καὶ ἀχόρ­τα­γο τὸ πνεῦ­μα τοῦ ἀνθρώ­που, ὅλο καὶ θέλει ν’ ἀκούῃ και­νούρ­γιες εἰδή­σεις, ποὺ ἀμέ­σως παλιώ­νουν. Ἀλλ’ ἡ εἴδη­σι, ποὺ ἀκού­στη­κε τὸ πρωὶ τῆς «μιᾶς τῶν σαβ­βά­των», δηλα­δὴ τὸ πρωὶ τῆς Κυρια­κῆς, εἶνε μιὰ εἴδη­σι πού, ἂν καὶ πέρα­σαν ἀπὸ τότε 19 καὶ πλέ­ον αἰῶ­νες, δὲν ἔχει παλιώ­σει. Οὔτε θὰ παλιώ­σῃ ποτέ. Πάν­το­τε θὰ ἀκού­γε­ται σὰν μιὰ νέα εἴδη­σι, καὶ ἀνα­ρίθ­μη­τα στό­μα­τα θὰ ἐπα­να­λαμ­βά­νουν τὴν εἴδη­σι, ποὺ γιὰ πρώ­τη φορὰ ἀκού­στη­κε ἐκεῖ, ποὺ ἦταν μαζε­μέ­νοι οἱ μαθη­ταὶ «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰου­δαί­ων» (Ἰωάν. 20, 19).

Γυναῖ­κα εἶνε ὁ πρῶ­τος ἀγγε­λιο­φό­ρος. Μαρία Μαγδα­λη­νὴ τὸ ὄνο­μά της. Αὐτὴ ἔρχε­ται πρώ­τη καὶ φέρ­νει τὴν εἴδη­ση «Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος» (βλ. Ἰωάν. 20, 18). Καὶ δὲν εἶνε μόνο ἡ Μαρία, ποὺ ἔφε­ρε τὴν εἴδη­ση αὐτή. Ὅλη τὴ μέρα τῆς Κυρια­κῆς, κλει­σμέ­νοι μέσ’ στὸ σπί­τι, ἀκοῦ­νε τὴν εἴδη­ση αὐτή. «Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπαν καὶ οἱ ἄλλες μυρο­φό­ρες γυναῖ­κες (βλ. Ματθ. 28, 7–10). «Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπαν καὶ ὁ Λου­κᾶς καὶ ὁ Κλε­ό­πας (βλ. Λουκ. 24, 34), ποὺ εἶχαν τὴν εὐτυ­χία τὸ ἀπό­γευ­μα τῆς ἴδιας μέρας νὰ περ­πα­τή­σουν μαζὶ καὶ νὰ καθή­σουν στὸ ἴδιο τρα­πέ­ζι. «Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπε νωρί­τε­ρα ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάν­νης, ποὺ ἔτρε­ξαν στὸ μνῆ­μα καὶ δια­πί­στω­σαν, ὅτι ὁ τάφος εἶνε ἀδεια­νὸς (βλ. Ἰωάν. 20, 8). «Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος», τὸ φώνα­ζαν καὶ οἱ ἄγγε­λοι (βλ. Ματθ. 28, 6).

«Ἀνέ­στῃ ὁ Κύριος». Τί συν­τα­ρα­κτι­κή, ἀλλὰ καὶ τί χαρ­μό­συ­νη εἴδη­σι! Μοιά­ζει μὲ τὴν εἴδη­σι, ποὺ ἔρχε­ται σὲ και­ρὸ πολέ­μου ἀπὸ τὸ μέτω­πο, ὅπου ἠρω­ϊ­κὰ παι­διὰ τῆς πατρί­δος πολε­μοῦν τὸν ἐχθρό. Νίκη­σαν! ἀκού­γε­ται ἡ χαρ­μό­συ­νη εἴδη­σι. Ὁ ἐχθρὸς φεύ­γει. Αἰχ­μά­λω­τοι πολ­λοί. Λάφυ­ρα ἄφθο­να… Πόση χαρὰ αἰσθα­νό­μα­σταν οἱ παλαιό­τε­ροι, ὅταν στὴν ἐπο­χὴ τοῦ ἑλλη­νοϊ­τα­λι­κοῦ πολέ­μου ἀνοί­γα­με τὰ ραδιό­φω­να καὶ ἀκού­γα­με, ὅτι ὁ στρα­τός μας νικᾷ τὸν ἐχθρό, ποὺ ἤθε­λε νὰ ὑπο­δου­λώ­σῃ τὴν πατρί­δα! Δάκρυα ἔτρε­χαν ἀπὸ τὴ βαθειὰ συγ­κί­νη­σι.

Ἀλλὰ ἀσυγ­κρί­τως πιὸ μεγά­λη χαρὰ πρέ­πει νὰ αἰσθα­νό­μα­στε, ὅταν ἀκοῦ­με τίς ἅγιες αὐτὲς μέρες το «Χρι­στὸς ἀνέ­στῃ». Για­τί ὁ Χρι­στός ἔδω­σε τὴν πιὸ σκλη­ρὴ ἀπὸ τίς μάχες, ποὺ ἔδω­σαν ποτὲ βασι­λιᾶ­δες καὶ στρα­τη­γοὶ τῆς γῆς. Ὁ Χρι­στὸς πάλε­ψε μὲ τὸν πιὸ φοβε­ρὸ ἐχθρὸ τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος, τὸν ἐχθρὸ ποὺ λέγε­ται θάνα­τος. Ποιός μπό­ρε­σε νὰ νική­σῃ ποτὲ τὸ θάνα­το; Ὁ θάνα­τος, τερά­στιο θηρίο, ἀνοί­γει τὸ πελώ­ριο στό­μα του καὶ κατα­πί­νει ὅλους. Τὸ θάνα­το μόνο ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε. Ὁ «Χρι­στὸς ἀνέ­στῃ». Ἀπί­στευ­το σοῦ φαί­νε­ται; Ἄκου­σε τότε καὶ κάποιον, ποὺ σὰν κ’ ἐσέ­να δὲν πίστευε ὅτι ἀνα­στή­θη­κε ὁ Χρι­στός. Eἶνε ὁ Θωμᾶς. Ἀνέ­στῃ! τοῦ φώνα­ζαν οἱ μαθη­ταὶ ποὺ Τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ βρά­δι τῆς Κυρια­κῆς νὰ περ­νάη ἀπὸ κλει­στὲς πόρ­τες, νὰ στέ­κε­ται μπρο­στά τους καὶ νὰ τοὺς λέη «Εἰρή­νη ὑμῖν». Δὲν τὸ πιστεύω, ἔλε­γε ὁ Θωμᾶς. Θέλω νὰ τὸν δῶ μὲ τὰ δικά μου μάτια, νὰ τὸν ἀκού­σω μὲ τὰ δικά μου αὐτιά, νὰ τὸν ἀγγί­ξω μὲ τὰ δικά μου δάχτυ­λα. Ἀκοῦ­τε; Θέλω ἀπο­δεί­ξεις ἀτράν­τα­χτες. Ἔτσι μόνο θὰ πει­σθῶ, ὅτι πράγ­μα­τι ἀνα­στή­θη­κε.

Καὶ ὁ Χρι­στός, ποὺ ἀκού­ει τίς ἀντιρ­ρή­σεις τοῦ Θωμᾶ, δὲν ὀργί­ζε­ται. Σὰν πατέ­ρας γεμᾶ­τος στορ­γή, ποὺ ἀγα­πά­ει ὅλα του τὰ παι­διά, κι αὐτὰ ἀκό­μη τὰ πιὸ δύστρο­πα, συγ­κα­τα­βαί­νει στὴν ἀδυ­να­μία τοῦ Θωμᾶ. Καὶ νὰ ὁ Χρι­στός, σὰν σήμε­ρα, ἐπι­σκέ­πτε­ται καὶ πάλι τοὺς μαθη­τάς. Eἶνε τώρα μαζὶ καὶ ὁ Θωμᾶς. Τὸν προ­σκα­λεῖ ὁ Χρι­στὸς νὰ τὸν πλη­σιά­σῃ καὶ νὰ τὸν ἐξε­τά­σῃ νά τον ψηλα­φή­σῃ. Νὰ βάλῃ τὸ δάχτυ­λό του στὰ σημά­δια, ποὺ ἄφη­σαν τὰ καρ­φιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ βάλῃ τὸ χέρι του στὸ σημά­δι, ποὺ ἄφη­σε στὴν πλευ­ρά του ἡ λόγ­χη, ὅταν ὁ Ρωμαῖ­ος στρα­τιώ­της τὸν ἐκέν­τη­σε καὶ ἔτρε­ξε αἷμα καὶ νερό. Καὶ ὁ Θωμᾶς μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πίστευ­σε, ὅτι ὁ Χρι­στὸς ἀνέ­στῃ, καὶ βεβαί­ω­σε τὸ γεγο­νὸς μὲ τὴ φωνή του: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγα­πη­τοί μου! Πόσοι καὶ σήμε­ρα βρί­σκον­ται στὴν ψυχο­λο­γι­κὴ κατά­στα­ση ποὺ βρι­σκό­ταν τότε ὁ Θωμᾶς! Τοὺς μιλᾷς γιὰ τὸ Χρι­στό, κι αὐτοί, σὰν τὸ Θωμᾶ, δὲν θέλουν νὰ πιστέ­ψουν στὶς δικές σου μαρ­τυ­ρί­ες. Θέλουν νὰ ἔχουν δικές τους ἀπο­δεί­ξεις γιὰ τὴ θεό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Πολὺ καλά. Ἀφοῦ θέλουν ἔρευ­να, μπο­ροῦν νὰ τὴν ἔχουν. «Ἐρευ­νᾶ­τε…», λέει ὁ Κύριος (Ἰωάν. 5, 39). Ἄς ἐρευ­νή­σουν κι αὐτοὶ τὴν ἁγία Γρα­φή, ἂς ἐρευ­νή­σουν τὴν ἱστο­ρία, ἂς ἐξε­τά­σουν τὰ πράγ­μα­τα ὅσο θέλουν. Ἐὰν εἶνε εἰλι­κρι­νεῖς καὶ ἀγα­ποῦν τὴν ἀλή­θεια, στὸ τέλος ἡ πίστι θὰ νική­σῃ τὴν ἀπι­στία τους. Καὶ νικη­μέ­νοι ἀπὸ τὸν Ἀνί­κη­το, θὰ πέσουν μπρο­στὰ στὰ πόδια του καὶ θὰ φωνά­ξουν κι αὐτοὶ μαζὶ μέ το Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ναί! Ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶνε πεθα­μέ­νος. Ὁ Χρι­στὸς ζῆ, νικᾷ καὶ βασι­λεύ­ει στοὺς αἰῶ­νες. «Χρι­στὸς ἀνέ­στῃ!».

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek