ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Κ΄ 19 – 31)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
19Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 20καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. 21εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 22καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· 23ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 24Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. 25ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 26Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. 27εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. 28καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. 30Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
19 Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι εις σας”. 20 Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν. 21 Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”. 22 Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Αγιον. 23 Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”. 24 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. 25 Ελεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί· “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”. 26 Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε· “ειρήνη υμίν”. 27 Επειτα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”. 28 Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”. 29 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επίστευσες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απ’ εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”. 30 Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον. 31 Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.
19 Και η μαρτυρία αυτή της Μαρίας επιβεβαιώθηκε την ίδια ημέρα. Διότι όταν βράδιασε την ημέρα εκείνη, την πρώτη της εβδομάδος, κι ενώ οι μαθητές ήταν μαζεμένοι σ’ ένα σπίτι και είχαν τις θύρες κλειστές επειδή φοβούνταν τους άρχοντες των Ιουδαίων, ήλθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και τους είπε: Ας είναι ειρήνη σε σας. 20 Κι αφού το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια του και την πλευρά του, για να δουν τα σημάδια των πληγών και να πεισθούν ότι αυτός ήταν ο Διδάσκαλός τους που σταυρώθηκε. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αυτό με την επίδειξη των ουλών του, χάρηκαν οι μαθητές που είδαν τον Κύριο. 21 Όταν λοιπόν οι μαθητές ηρέμησαν κάπως από την πρώτη σφοδρή συγκίνηση που αισθάνθηκαν εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέση με τη μελλοντική τους τώρα κλήση και αποστολή: Ας είναι ειρήνη σε σας. Όπως με απέστειλε ο Πατέρας μου για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι κι εγώ σας στέλνω να συνεχίσετε το ίδιο έργο. 22 Κι αφού το είπε αυτό, προκειμένου να τους μεταδώσει την πνοή της νέας ουράνιας ζωής εμφύσησε στα πρόσωπά τους, όπως κάποτε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ, και τους είπε: Λάβετε Πνεύμα Άγιον. 23 Σ΄ όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες κι από τον Θεό. Σ’ όποιους όμως τις κρατάτε ασυγχώρητες, θα μείνουν για πάντα κρατημένες. 24 Ο Θωμάς όμως, που ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους και τον οποίο ονόμαζαν Δίδυμο όσοι Εβραίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. 25 Όταν λοιπόν τον είδαν, του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: Είδαμε τον Κύριο. Αυτός όμως τους απάντησε: Εάν δε δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω. 26 Πράγματι λοιπόν, ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα στο σπίτι οι μαθητές, και μαζί μ’ αυτούς ήταν κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ ήταν κλειστές οι θύρες, και στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές και είπε: Ας είναι ειρήνη σε σας. 27 Έπειτα λέει στον Θωμά: Φέρε το δάχτυλό σου εδώ. Ψηλάφισε και εξέτασε τα σημάδια των πληγών μου, και δες συγχρόνως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύματά μου και βάλ’ το στην πλευρά μου που χτυπήθηκε από τη λόγχη. Και μην αφήνεις τον εαυτό σου να κυριευθεί από την απιστία, ώστε να γίνεις μόνιμα και ανεπανόρθωτα άπιστος, αλλά για να προοδεύεις και να στηρίζεσαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμετακίνητος και αδιάσειστος σ’ αυτή. 28 Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: Πιστεύω και ομολογώ ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου. 29 Του λέει ο Ιησούς: Πίστεψες επειδή με είδες. Μακάριοι και πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλησίας μου στις γενιές που θα έλθουν. 30 Σύμφωνα λοιπόν με όσα εξιστορήσαμε, εκτός από το θαύμα της Αναστάσεώς του, ο Ιησούς μπροστά στα μάτια των μαθητών του έκανε και πολλά άλλα θαύματα που αποδείκνυαν τη θεότητά του και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό. 31 Αυτά που εκθέσαμε, γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που προκηρύχθηκε από τους προφήτες, ο μονογενής Υιός του Θεού? κι έτσι πιστεύοντας να έχετε ως αναφαίρετο κτήμα σας τη νέα, θεία και αιώνια ζωή, την οποία μεταδίδει ο ίδιος στις ψυχές των ανθρώπων που επικαλούνται το όνομά του.
19 Tὴν ἡμέρα δὲ ἐκείνη, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὅταν βράδυασε, καὶ ἐνῷ οἱ θύρες (τοῦ σπιτιοῦ), ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί, ἦταν κλειστὲς γιὰ τὸ φόβο τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέγει: «Eὐλογία σὲ σᾶς». 20 Kαὶ μόλι ς εἶπεν αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του. Xάρηκαν δὲ οἱ μαθηταί, διότι εἶδαν τὸν Kύριο. 21 Tοὺς εἶπε δὲ πάλι ὁ Ἰησοῦς: «Eὐλογία σὲ σᾶς. Ὅπως ὁ Πατέρας ἀπέστειλεν ἐμένα, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀποστέλλω ἐσᾶς». 22 Kαὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, φύσηξε σ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς λέγει: «Λάβετε ἁγία ἐξουσία (πνευματικὴ ἐξουσία): 23 Σ’ ὅσους συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες (λόγῳ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως), σ’ αὐτοὺς συγχωροῦνται· σ’ ὅσους τὶς ἀφήνετε ἀσυγχώρητες (λόγῳ ἀμετανοησίας καὶ μὴ ἐξομολογήσεως), μένουν ἀσυγχώρητες». 24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, δὲν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς. 25 Tοῦ ἔλεγαν δὲ οἱ ἄλλοι μαθηταί: «Eἴδαμε τὸν Kύριο». Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε: «Ἐὰν δὲν δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιά, καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὸ σημάδι ἀπὸ τὰ καρφιά, καὶ δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του (τὴ λογχισμένη), δὲν θὰ πιστεύσω». 26 Mετὰ δὲ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες πάλι οἱ μαθηταί του ἦταν μέσα (στὸ σπίτι), καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῷ οἱ θύρες ἦταν κλειστές, καὶ στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: «Eὐλογία σὲ σᾶς». 27 Ἔπειτα λέγει στὸ Θωμᾶ: «Φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ, καὶ ἐξέτασε τὰ χέρια μου. Ἐπίσης φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε στὴν πλευρά μου, καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». 28 Kαὶ ὁ Θωμᾶς τοῦ εἶπε τότε: «Eἶσαι ὁ Kύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!». 29 Tοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Διότι μὲ εἶδες, πίστευσες. Eὐτυχεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ χωρὶς νὰ μὲ ἰδοῦν θὰ πιστεύσουν». 30 Kαὶ ἄλλα δὲ πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς μπροστὰ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν του, ποὺ δὲν εἶναι γραμμένα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο. 31 Aὐτὰ δὲ γράφτηκαν γιὰ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Xριστός (ὁ Mεσσίας), ὁ Yἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ ἔχετε πιστεύοντας ζωὴ διὰ τοῦ ὀνόματός του.
YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(: όταν λοιπόν βράδιασε την ημέρα εκείνη, την πρώτη της εβδομάδος, κι ενώ οι μαθητές ήταν μαζεμένοι σε ένα σπίτι και είχαν τις θύρες κλειστές επειδή φοβούνταν τους άρχοντες των Ιουδαίων, ήλθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και τους είπε: ‘’Ας είναι ειρήνη σε σας’’. Κι αφού το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια Του και την πλευρά Του, για να δουν τα σημάδια των πληγών και να πειστούν ότι Αυτός ήταν ο Διδάσκαλός τους που σταυρώθηκε. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αυτό με την επίδειξη των ουλών Του, χάρηκαν οι μαθητές που είδαν τον Κύριο. Όταν λοιπόν οι μαθητές ηρέμησαν κάπως από την πρώτη σφοδρή συγκίνηση που αισθάνθηκαν εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέση με τη μελλοντική τους τώρα κλήση και αποστολή: ‘’Ας είναι ειρήνη σε σας. Όπως με απέστειλε ο Πατέρας μου για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι κι Εγώ σας στέλνω να συνεχίσετε το ίδιο έργο’’. Κι αφού το είπε αυτό, προκειμένου να τους μεταδώσει την πνοή της νέας ουράνιας ζωής εμφύσησε στα πρόσωπά τους, όπως κάποτε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ, και τους είπε: ‘’Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες και από τον Θεό. Σε όποιους όμως τις κρατάτε ασυγχώρητες, θα μείνουν για πάντα κρατημένες)»[Iω.20,19-23].
[…] Ανήγγειλε λοιπόν η Μαρία στους μαθητές και την εμφάνιση του αναστημένου Ιησού ενώπιόν της και τα λόγια που της είπε να τους μεταφέρει, πράγματα δηλαδή που ήσαν αρκετά για να τους παρηγορήσουν. Επειδή λοιπόν όμως ήταν φυσικό οι μαθητές, ακούγοντας αυτά ή να μην πιστέψουν στη γυναίκα ή και αν ακόμη την πίστευαν, να αισθάνονταν θλίψη που δεν αξίωσε αυτούς της εμφανίσεώς Του, αν και βεβαίως είχε υποσχεθεί ότι στη Γαλιλαία θα παρουσιασθεί σε αυτούς, για να μη θλίβονται λοιπόν σκεπτόμενοι αυτά, δεν άφησε ο Κύριος ούτε μία ημέρα να περάσει, αλλά, αφού προκάλεσε σε αυτούς τη σχετική επιθυμία και με το ότι πλέον γνώριζαν την έγερσή Του από τους νεκρούς, και με το ότι είχαν ακούσει αυτό από τη γυναίκα, να θέλουν πάρα πολύ να Τον δουν, καθώς επίσης επειδή ήταν κυριευμένοι από φόβο(πράγμα που κατεξοχήν επαύξανε πάρα πολύ την επιθυμία τους), τότε, ακόμη, ενώ ήταν εσπέρα(«οὔσης οὖν ὀψίας»,Ιω.20,18), παρουσιάστηκε σε αυτούς κατά τρόπο πάρα πολύ θαυμαστό.
Και γιατί άραγε παρουσιάστηκε σε αυτούς κατά την εσπέρα; Διότι τότε κυρίως ήταν φυσικό να κατέχονται από φόβο. Αλλά το απορίας άξιο είναι το εξής: πώς δεν Τον εξέλαβαν ως φάντασμα; Διότι εισήλθε με κλειστές τις θύρες και αμέσως. Κυρίως μάλιστα και η γυναίκα εκ των προτέρων κατέστησε μεγάλη την πίστη τους, αλλά και έπειτα έκανε στους μαθητές ο Κύριος την εμφάνισή Του με τρόπο μεγαλοπρεπή και αθόρυβο. Και δεν παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να είναι όλοι συγκεντρωμένοι· διότι ήταν μεγάλη η έκπληξή τους· καθόσον ούτε τη θύρα έκρουσε, αλλά παρευθύς στάθηκε ανάμεσά τους τελείως αθόρυβα και έδειξε την πλευρά και τα χέρια Του.
Συγχρόνως επίσης και με τη φωνή Του, καθησύχασε την ταλαντευόμενη σκέψη τους, λέγοντας: «Ειρήνη να είναι μαζί σας»· δηλαδή, «μη θορυβείστε», και τους υπενθύμισε τον λόγο εκείνο που είπε προς αυτούς προ του σταυρού Του: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω(:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)»[Ιω. 14,27]· και επίσης: «Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον(:σας τα είπα αυτά για να έχετε ειρήνη έχοντας κοινωνία και ένωση μαζί μου. Εφόσον είστε μέσα στον κόσμο, θα έχετε θλίψη. Αλλά έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξασφάλισα και για σας το θρίαμβο και τη δόξα)»[ Ιω.16,33].
«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον(:Και τότε οι μαθητές, όταν είδαν τον Κύριο αναστημένο, χάρηκαν)». Βλέπεις ότι τα λόγια γίνονται έργα; Διότι εκείνο που τους έλεγε πριν από τον σταυρό, δηλαδή ότι «πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν(:και εσείς λοιπόν τώρα που με αποχωρίζεστε έχετε βέβαια λύπη. Θα σας δω όμως πάλι, όχι μόνο όταν μετά την Ανάσταση θα εμφανιστώ σε σας, αλλά κυρίως όταν θα με αισθάνεστε ενωμένο μαζί σας, καθώς θα ζείτε τη νέα ζωή και θα έχετε κοινωνία μαζί μου. Τότε λοιπόν θα χαρεί η καρδιά σας, και τη χαρά σας δεν θα μπορεί κανείς πια να σας την αφαιρέσει, αλλά θα είναι παντοτινή και διαρκής)»[Ιω.16,22],αυτό τώρα το πραγματοποίησε. Όλα λοιπόν αυτά οδήγησαν τους μαθητές σε απόλυτη και ακλόνητη πίστη. Επειδή δηλαδή βρίσκονταν σε άσπονδο πόλεμο με τους Ιουδαίους, συνεχώς επαναλαμβάνει το «ειρήνη σε σας», παρέχοντας ως αντιστάθμισμα του πολέμου την παρηγοριά αυτή.
Αυτό τον λόγο, λοιπόν, είπε πρώτο μετά την ανάσταση· (γι’ αυτό και ο Παύλος παντού λέγει: «χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη»)· στις γυναίκες επίσης ο Κύριος αναγγέλλει χαρά(Ματθ.28,9: «ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:καθώς όμως πήγαιναν να τα πουν στους μαθητές Του, ξαφνικά ο Ιησούς τις συνάντησε και είπε: ‘’Χαίρετε’’. Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, δεν τόλμησαν να Τον αγγίξουν στο σώμα, αλλά με ευλάβεια πολλή έπιασαν μόνο τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)», διότι το ανθρώπινο αυτό φύλο βρισκόταν μέσα στη λύπη, και αυτή είναι η πρώτη χαρά που δέχτηκαν. Ανάλογα με την περίπτωση λοιπόν, στους μεν άντρες λόγω του πολέμου τους με τους Ιουδαίους αναγγέλλει την ειρήνη, στις δε γυναίκες εξαιτίας της λύπης τους, τη χαρά. Αφού επομένως κατήργησε όλα τα λυπηρά, διακηρύσσει τα κατορθώματα του Σταυρού· αυτά λοιπόν συνίστανται στην ειρήνη.
Αφού λοιπόν κατερρίφθησαν όλα τα εμπόδια, κατέστησε τη νίκη λαμπρή, και είχαν όλα επιτευχθεί, κατόπιν στη συνέχεια λέγει: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς(:όταν λοιπόν οι μαθητές ηρέμησαν κάπως από την πρώτη σφοδρή συγκίνηση που αισθάνθηκαν εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς, τους είπε πάλι ο Ιησούς σε σχέση με τη μελλοντική τους τώρα κλήση και αποστολή: ‘’Ας είναι ειρήνη σε σας. Όπως με απέστειλε ο Πατέρας μου για το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι κι εγώ σας στέλνω να συνεχίσετε το ίδιο έργο’’)»[Ιω.20,21]. Καμία δυσκολία δεν έχετε· και εξαιτίας των όσων συνέβησαν και λόγω της δικής μου αξίας που σας στέλνω. Εδώ ανορθώνει το φρόνημά τους και δείχνει μεγάλη αξιοπιστία στους λόγους Του, εάν βέβαια επρόκειτο να αναλάβουν το έργο Του.
Και δεν απευθύνεται πλέον παράκληση προς τον Πατέρα, αλλά με αυθεντία δίδει σε αυτούς τη δύναμη· διότι «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται(:φύσησε στα πρόσωπά τους τη ζωογόνο πνοή της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεό. Σε όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες)»[Ιω.20,22-23]. Όπως δηλαδή ένας βασιλιάς αποστέλλοντας άρχοντες, δίδει εξουσία σε αυτούς και να οδηγούν ανθρώπους στη φυλακή και να απολύουν, έτσι και Αυτός, αποστέλλοντας αυτούς τούς περιβάλλει με αυτή τη δύναμη.
Πώς λοιπόν λέγει: «Ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς(:αλλά όσο κι αν λυπάστε, βεβαιωθείτε ότι εγώ σας λέω την αλήθεια. Σας συμφέρει να φύγω εγώ. Διότι εάν δεν πεθάνω επάνω στο σταυρό και δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σε σας. Αν όμως προσφέρω πάνω στο σταυρό την εξιλαστήρια θυσία μου και φύγω από τον κόσμο αυτό για να πάω στον Πατέρα μου, θα σας στείλω τον Παράκλητο)»[Ιω.16,7] και τώρα δίνει απευθείας σε αυτούς το Πνεύμα;
Ορισμένοι λέγουν ότι δεν έδωσε σε αυτούς το Πνεύμα, αλλά κατέστησε αυτούς δια του εμφυσήματος κατάλληλους για να υποδεχθούν αυτό. Διότι εάν ο Δανιήλ εξεπλάγη όταν είδε άγγελο[Δαν.8,16-17:«Καὶ ἤκουσα φωνὴν ἀνδρὸς ἀναμέσον τοῦ Οὐβάλ, καὶ ἐκάλεσε καὶ εἶπε· Γαβριήλ, συνέτισον ἐκεῖνον τὴν ὅρασιν. καὶ ἦλθε καὶ ἔστη ἐχόμενος τῆς στάσεώς μου, καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐθαμβήθην, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου, καὶ εἶπε πρός με· σύνες, υἱὲ ἀνθρώπου· ἔτι γὰρ εἰς καιροῦ πέρας ἡ ὅρασις(: και άκουσα την φωνή ενός ανδρός, ο οποίος στεκόταν εν μέσω του ποταμού Ουβάλ, η οποία φωνή φώναξε και είπε· “Γαβριήλ, εξήγησε σε αυτόν το όραμα εκείνο”. Αυτός ήλθε και στάθηκε πολύ κοντά μου. Όταν μάλιστα με πλησίασε, εγώ καταλήφθηκα από δέος και θαυμασμό και έπεσα αμέσως πρηνής, με το πρόσωπό μου κάτω στη γη. Εκείνος λοιπόν μου είπε· “Υιέ ανθρώπου, κατανόησε τούτο· ότι το όραμα αυτό αποκαλύπτει το τέλος του καιρού, του καιρού της βασιλείας των θηρίων”)»], τι θα ήταν δυνατόν να μην πάθουν εκείνοι που δέχονταν την απόρρητη εκείνη χάρη, αν δεν τους καθιστούσε προηγουμένως μαθητές Του; Για τον λόγο αυτόν δεν είπε: «ἐλάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», αλλά «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» .
Δεν θα έσφαλλε λοιπόν κανείς εάν έλεγε ότι και τότε αυτοί έλαβαν κάποια πνευματική εξουσία και χάρη, αλλά όχι τέτοια ώστε να ανασταίνουν νεκρούς και να κάνουν θαύματα, αλλά να συγχωρούν αμαρτήματα· διότι είναι διάφορα τα χαρίσματα του Πνεύματος. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε: «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς», δείχνοντας ποιο είδος ενέργειας δίδει σε αυτούς. Εκεί μάλιστα μετά από σαράντα ημέρες έλαβαν τη δύναμη να κάνουν θαύματα· για τον λόγο αυτό λέγει: «Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς(:θα λάβετε όμως ενίσχυση και δύναμη, όταν θα έλθει πάνω σας το Άγιο Πνεύμα. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας μου και στη Ιερουσαλήμ και σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και μέχρι το τελευταίο και πιο απομακρυσμένο σημείο της γης”)»[Πράξ.1,8] · μάρτυρες λοιπόν γίνονταν με τα θαύματα· καθόσον είναι απερίγραπτη και ανέκφραστη η χάρη του Πνεύματος και πολύμορφη η δωρεά Αυτού.
Αυτό επομένως γίνεται για να μάθεις ότι μία είναι η δωρεά και η εξουσία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος· διότι εκείνα που φαίνονται ότι είναι ιδιαίτερα γνωρίσματα του Πατρός, αυτά είναι ιδιότητες και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Πώς λοιπόν, λέγει ότι κανείς δεν έρχεται προς τον Υιό, εάν δεν τον προσελκύσει ο Πατήρ [Ιω.6,44: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(:ο γογγυσμός σας αυτός προέρχεται από την απιστία σας. Και απιστείτε, διότι ο Πατέρας μου σας βρήκε ανάξιους να σας ελκύσει κοντά μου. Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε μένα πιστεύοντας στη θεϊκή μου προέλευση και αποστολή, εάν ο Πατέρας μου, που με έστειλε στον κόσμο, δεν μεταβάλει την ψυχή του και δεν τον ελκύσει με τη θεϊκή του δύναμη. Και όταν αυτός ελκυσθεί προς εμένα, εγώ θα ολοκληρώσω το έργο της σωτηρίας του και θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα της Κρίσεως)»];
Αλλά αυτό φαίνεται να είναι γνώρισμα και του Υιού, διότι λέγει: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ(:Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος, από τον οποίο μπορεί να φτάσει κανείς στον ουρανό· διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτη αλήθεια και η πραγματική και πηγαία ζωή. Κανείς δεν είναι δυνατόν να έλθει προς τον Πατέρα και να μετάσχει στη μακαρία ζωή Του, παρά μόνο αν περάσει από μένα˙ διότι εγώ με τη διδασκαλία μου σας γνωρίζω τον Πατέρα μου και την αλήθειά Του. Και με τη θυσία μου ως αιώνιος αρχιερεύς σας συμφιλιώνω με Αυτόν)»[Ιω.14,6].
Πρόσεχε επίσης αυτό που είναι και γνώρισμα του Πνεύματος: «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(:κανείς πάλι δεν μπορεί να ομολογήσει με ειλικρινή πίστη και ευλάβεια ότι ‘’ο Ιησούς είναι ο Κύριος”, παρά μόνο με την χάρη, τον φωτισμό και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος)»[Α΄Κορ.12,3].Και πάλι, τους Αποστόλους τους βλέπουμε να δίδονται στην Εκκλησία, άλλοτε μεν από τον Πατέρα, άλλοτε δε από τον Υιό και άλλοτε από το άγιο Πνεύμα, και τις διαιρέσεις των χαρισμάτων βλέπουμε να είναι του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.
Όλα λοιπόν ας τα κάνουμε, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε πλησίον μας το άγιο Πνεύμα, και να τιμούμε πάρα πολύ εκείνους που ορίστηκαν να μεταδίδουν την ενέργεια αυτού· διότι είναι μεγάλη η αξία των ιερέων. «Εκείνους που θα συγχωρήσετε», λέγει, «συγχωρούνται οι αμαρτίες τους». Για τον λόγο αυτόν και ο Παύλος έλεγε «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε(:Να υπακούτε στους πνευματικούς προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε τελείως σε αυτούς. Διότι αυτοί αγρυπνούν γα τη σωτηρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στο Χριστό για τις ψυχές σας. Να τους υπακούτε, για να ενθαρρύνονται με την υπακοή σας, ώστε να επιτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στεναγμούς. Άλλωστε δεν σας συμφέρει να στενάζουν εξαιτίας σας οι πνευματικοί σας προεστοί, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»[Εβρ.13,17] και να τους τιμάτε πάρα πολύ.
«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες(:ο Θωμάς όμως, που ήταν ένας από τους δώδεκα αποστόλους και τον οποίο ονόμαζαν Δίδυμο όσοι Εβραίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Όταν λοιπόν Τον είδαν, Του έλεγαν οι άλλοι μαθητές: ‘’Είδαμε τον Κύριο’’. Αυτός όμως τους απάντησε: ‘’Εάν δεν δω με τα μάτια μου στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά Του, ώστε όχι μόνο με τα μάτια μου αλλά και με τα δάχτυλά μου να βεβαιωθώ, δεν θα πιστέψω’’.Πράγματι λοιπόν, ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα στο σπίτι οι μαθητές, και μαζί με αυτούς ήταν κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ ήταν κλειστές οι θύρες, και στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές και είπε: ‘’Ας είναι ειρήνη σε σας’’.Έπειτα λέει στον Θωμά: ‘’Φέρε το δάχτυλό σου εδώ. Ψηλάφισε και εξέτασε τα σημάδια των πληγών μου, και δες συγχρόνως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύματά μου και βάλε το στην πλευρά μου που χτυπήθηκε από τη λόγχη. Και μην αφήνεις τον εαυτό σου να κυριευτεί από την απιστία, ώστε να γίνεις μόνιμα και ανεπανόρθωτα άπιστος, αλλά για να προοδεύεις και να στηρίζεσαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμετακίνητος και αδιάσειστος σε αυτή’’. Ο Θωμάς τότε Του αποκρίθηκε: ‘’Πιστεύω και ομολογώ ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου’’.Του λέει ο Ιησούς: ‘’Πίστεψες επειδή με είδες. Μακάριοι και πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να με έχουν δει με τα μάτια τους, όπως με είδες εσύ. Και θα πιστέψουν έτσι όλα τα μέλη της Εκκλησίας μου στις γενιές που θα έλθουν’’. Σύμφωνα λοιπόν με όσα εξιστορήσαμε, εκτός από το θαύμα της Αναστάσεώς Του, ο Ιησούς μπροστά στα μάτια των μαθητών Του έκανε και πολλά άλλα θαύματα που αποδείκνυαν τη θεότητά Του και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό. Αυτά που εκθέσαμε, γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που προκηρύχθηκε από τους προφήτες, ο μονογενής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύοντας να έχετε ως αναφαίρετο κτήμα σας τη νέα, θεία και αιώνια ζωή, την οποία μεταδίδει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώπων που επικαλούνται το όνομά Του)»[Ιω.20,24-29].
Όπως ακριβώς το να πιστεύει κανείς απλώς και ως έτυχε είναι γνώρισμα επιπολαιότητας, έτσι και το να εξετάζει κανένας και να ερευνά πέραν του μέτρου είναι γνώρισμα παχύτατης και δυσκίνητης διάνοιας. Για τον λόγο αυτό και ο Θωμάς κατηγορείται· διότι στους Αποστόλους δεν πίστεψε όταν του είπαν ότι «είδαμε τον Κύριο», όχι τόσο επειδή δεν πίστεψε στα λόγια τους, όσο διότι θεωρούσε το πράγμα αυτό ότι ήταν αδύνατο· δηλαδή, την εκ νεκρών ανάσταση· διότι δεν είπε «δε σας πιστεύω», αλλά «εάν δεν βάλω το χέρι μου στο σημάδι των καρφιών, δεν θα πιστέψω». Πώς, λοιπόν, ενώ όλοι ήσαν συγκεντρωμένοι, αυτός μόνος απουσίαζε; Φυσικό ήταν να μην είχε ακόμη επιστρέψει από τη διασπορά που είχε ήδη γίνει. Εσύ όμως όταν δεις τον μαθητή να μην πιστεύει, σκέψου τη φιλανθρωπία του Κυρίου, ότι και χάριν μιας ψυχής δείχνει τον εαυτό Του να έχει τραύματα, και έρχεται για να σώσει και τον ένα, αν και ήταν πνευματικά πιο ατελής από τους άλλους. Για τον λόγο αυτό ζητούσε να πιστέψει μέσω της πιο χοντροειδούς και βραδυκίνητης αισθήσεως[δηλαδή της αφής] και ούτε στα μάτια του δεν πίστευε· διότι δεν είπε «εάν δεν δω», αλλά λέγει: «εάν δεν ψηλαφήσω, μήπως τυχόν και είναι αποκύημα της φαντασίας μου αυτό που βλέπω». Και όμως οι μαθητές αναγγέλλοντας αυτά, αξιόπιστοι ήταν τότε, και ο ίδιος ο Κύριος επίσης που υποσχόταν αυτά· όμως επειδή ζήτησε κάτι περισσότερο ο Θωμάς, ούτε αυτό του το στέρησε ο Χριστός.
Και για ποιο λόγο δεν εμφανίζεται σε αυτόν αμέσως, αλλά μετά από οχτώ ημέρες; Για να κυριευτεί από πιο μεγάλη επιθυμία και να γίνει μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος από τους μαθητές στο διάστημα που θα μεσολαβούσε και ακούγοντας τα ίδια λόγια από αυτούς.
Και από πού γνώριζε ότι και η πλευρά του Κυρίου ανοίχτηκε με τη λόγχη; Το άκουσε από τους μαθητές. Πώς λοιπόν το ένα το πίστεψε, ενώ το άλλο δεν το πίστεψε; Διότι αυτό ήταν πολύ παράδοξο και αξιοθαύμαστο.
Να προσέξεις επίσης, σε παρακαλώ, τη φιλαλήθεια των Αποστόλων, ότι τα ελαττώματα δεν τα κρύπτουν, ούτε τα δικά τους, ούτε των άλλων, αλλά τα εκθέτουν περιγράφοντάς τα με όλη την αλήθεια.
Εμφανίζεται λοιπόν πάλι ο Ιησούς και δεν περιμένει να ζητηθεί αυτό από εκείνον, ούτε να ακούσει κάτι παρόμοιο, αλλά χωρίς να πει τίποτε, ο ίδιος τον προλαβαίνει και εκπληρώνει εκείνο που ο Θωμάς επιθυμούσε, δείχνοντάς του ότι και όταν έλεγε αυτά τα λόγια δυσπιστίας προς τους άλλους μαθητές, Εκείνος ήταν παρών· εφόσον χρησιμοποίησε τα ίδια τα λόγια και κατά τρόπο πάρα πολύ επιτιμητικό και στη συνέχεια με τρόπο διδακτικό· διότι αφού είπε «Φέρε τον δάκτυλό σου και δες τα χέρια μου και βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου», πρόσθεσε «και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». Βλέπεις ότι η αμφιβολία ήταν αποτέλεσμα απιστίας; Όμως αυτό συνέβαινε πριν λάβουν το Άγιο Πνεύμα· μετά από αυτά όμως δεν συνέβαινε πλέον αυτό, αλλά στο εξής ήταν κατηρτισμένοι.
Δεν επιτίμησε επίσης αυτόν ο Κύριος με αυτά μόνο τα λόγια, αλλά και με τα όσα λέγει στη συνέχεια. Διότι όταν εκείνος τα πληροφορήθηκε και ανέπνευσε και ανεφώνησε «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», λέγει: «Επειδή με είδες, Θωμά, πίστεψες· μακάριοι είναι εκείνοι που δε με είδαν και πίστεψαν»· διότι αυτό είναι το γνώρισμα της πίστεως, το να αποδέχεται κανείς εκείνα που δεν είναι ορατά· διότι «Ἒστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων(:η πίστη κάνει πραγματικά εκείνα που ελπίζουμε, και βέβαια και αναμφισβήτητα εκείνα που δε βλέπουμε)»[Εβρ.11,1].
Στην περίπτωση αυτή ο Κύριος δε μακαρίζει μόνο τους μαθητές, αλλά και εκείνους που θα πιστέψουν μετά από αυτούς αργότερα. Και όμως, λέγει, οι άλλοι μαθητές είδαν και πίστεψαν· αλλά όμως δεν ζήτησαν κανένα αποδεικτικό σημείο, αλλά από τα σουδάρια αμέσως δέχθηκαν την είδηση περί της αναστάσεως, και πριν δουν το σώμα, έδειξαν όλη την πίστη τους. Όταν λοιπόν κάποιος λέει τώρα: «Ήθελα να ζούσα κατά τα χρόνια εκείνα και να έβλεπα τον Χριστό να θαυματουργεί», ας σκεφτεί τον λόγο του Κυρίου ότι «μακάριοι είναι εκείνοι που δε με είδαν και όμως πίστεψαν».
Είναι δε άξιο απορίας, πώς σώμα άφθαρτο έδειχνε τα αποτυπώματα των καρφιών και ήταν δυνατό ανθρώπινο χέρι να το αγγίξει. Όμως, μην παραξενεύεσαι· αυτό το οποίο συνέβαινε, συνέβαινε κατά συγκατάβαση, ήταν έργο προσαρμογής στα ανθρώπινα μέτρα· διότι το τόσο λεπτό και ελαφρό σώμα, που εισήλθε ενώ οι θύρες ήταν κλειστές, ήταν απαλλαγμένο από κάθε υλική σύσταση· αλλά δεικνύεται αυτό για να γίνει πιστευτή η Ανάσταση και για να μάθουν ότι Αυτός ήταν Εκείνος που σταυρώθηκε, και δεν αναστήθηκε άλλος αντί Αυτού. Για τον λόγο αυτόν αναστήθηκε, έχοντας τα σημάδια του σταυρού, και για τον λόγο αυτό τρώγει.
Πράγματι οι Απόστολοι αυτό προέβαλλαν συνεχώς ως απόδειξη της αναστάσεως, λέγοντας: «Τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν(:ο Θεός όμως Τον ανέστησε την τρίτη ημέρα από τον θάνατό Του. Και επέτρεψε να γίνει ορατός και να εμφανιστεί μετά την Ανάστασή Του, όχι πλέον σε όλον τον λαό. Αλλά εμφανίστηκε σε μάρτυρες που είχαν εκλεγεί από τον Θεό πολύ πριν σταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς. Και οι μάρτυρες αυτοί είμαστε εμείς οι απόστολοι, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του μετά την Ανάστασή Του από τους νεκρούς)»[Πράξ. 10,40-41].
Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντάς Τον προ του σταυρού να περιπατεί επάνω στα κύματα, δεν λέγαμε ότι το σώμα εκείνο ήταν άλλης φύσεως, αλλά της δικής μας, έτσι βλέποντας Αυτόν μετά την ανάσταση να έχει τα αποτυπώματα του σταυρού, δε θα πούμε πλέον ότι Αυτός είναι φθαρτός· διότι αυτά τα έδειχνε για χάρη του μαθητή.
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(:σύμφωνα λοιπόν με όσα εξιστορήσαμε, εκτός από το θαύμα της Αναστάσεώς Του, ο Ιησούς μπροστά στα μάτια των μαθητών Του έκανε και πολλά άλλα θαύματα που αποδείκνυαν τη θεότητά Του και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό. Αυτά που εκθέσαμε, γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που προκηρύχτηκε από τους προφήτες, ο μονογενής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύοντας να έχετε ως αναφαίρετο κτήμα σας τη νέα, θεία και αιώνια ζωή, την οποία μεταδίδει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώπων που επικαλούνται το όνομά Του”)»[Ιω.20,30-31].
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ»[Ιω.20,30]. Επειδή δηλαδή αυτός ο ευαγγελιστής ανέφερε λιγότερα από εκείνα που ανέφεραν οι άλλοι, λέγει ότι ούτε όλοι οι άλλοι τα ανέφεραν όλα, αλλά όσα ήταν ικανά να προσελκύσουν στην πίστη όσους τους άκουγαν· διότι παρακάτω λέγει: «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν(:υπάρχουν όμως και πολλά άλλα που έκανε ο Ιησούς, τα οποία, αν γράφονταν λεπτομερειακά, ένα-ένα, νομίζω ότι ούτε ολόκληρος ο κόσμος με όλες τις βιβλιοθήκες του δεν θα χωρούσε τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφούν. Πραγματικά)»[Ιω.21,25].
Επομένως είναι φανερό ότι δεν τα είπαν από φιλοδοξία εκείνα που έγραψαν, αλλά μόνο εξαιτίας της χρησιμότητάς τους· διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πώς θα ήταν δυνατόν να τα έγραφαν αυτά από φιλοδοξία; Για ποιον λόγο λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξαιτίας του πλήθους τους, έπειτα επίσης σκέπτονταν και εκείνο, ότι δηλαδή εκείνος που δεν πίστεψε σε όσα έχουν αναφερθεί, ούτε στα περισσότερα θα προσέξει, εκείνος όμως που τα δέχθηκε αυτά, τα οποία έχουν γραφεί, δεν θα έχει ανάγκη τίποτε άλλο για να πιστέψει. Εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί τα θαύματα που έκανε μετά την ανάσταση· για τον λόγο αυτόν λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης τη φράση: «ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(:μπροστά στους μαθητές Του)»[Ιω.20,30] · διότι όπως πριν από την Ανάσταση έπρεπε να γίνουν πολλά για να πιστέψουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την Ανάσταση, για να παραδεχθούν ότι αναστήθηκε. Γι’ αυτό και πρόσθεσε «ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ», επειδή μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν μετά την Ανάσταση. Γι’ αυτό και έλεγε: «ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ(:Ακόμη λίγο χρόνο, και ο κόσμος που βρίσκεται μακριά από τον Θεό δεν θα με βλέπει πια, διότι δεν θα είμαι σωματικώς στη γη, όπως είμαι τώρα. Εσείς όμως θα με βλέπετε με τα μάτια της ψυχής σας και θα με αισθάνεστε. Διότι εγώ, ενώ μετά από λίγο θα σταυρωθώ και θα πεθάνω, θα εξακολουθώ να ζω. Και σεις θα ζήσετε μια νέα, πνευματική ζωή, που θα αποκτήσετε από μένα)»[Ιω. 14,19].
Έπειτα για να μάθεις ότι χάριν των μαθητών μονάχα επιτελούνταν όσα συνέβαιναν, ο Ευαγγελιστής πρόσθεσε: «ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ(:αυτά που εκθέσαμε, γράφτηκαν για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός που προκηρύχτηκε από τους προφήτες, ο μονογενής Υιός του Θεού˙ κι έτσι πιστεύοντας να έχετε ως αναφαίρετο κτήμα σας τη νέα, θεία και αιώνια ζωή, την οποία μεταδίδει ο Ίδιος στις ψυχές των ανθρώπων που επικαλούνται το όνομά Του)»[Ιω.20,31], ομιλώντας γενικά προς τη δική μας φύση και για να δείξει ότι τα ανέφερε αυτά όχι προς χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο πιστεύουμε, αλλά προς χάρη εμάς των ίδιων· «ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ»· δηλαδή δι’ Αυτού· διότι Αυτός είναι η Ζωή.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίες ΠΣΤ’ και ΠΖ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 705-725.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 75, σελ.228-232 και σελ.236-240.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π.Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)
Πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στὴ μητέρα καὶ τὸ παιδί! Ἐδῶ ἔχουμε ἀγάπη καὶ θυσία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, πίστη καὶ ὑπακοὴ ἀπό τὴν ἄλλη. Ἔχει τὸ παιδὶ ἄλλο δρόμο πρὸς τὴν εὐτυχία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστη πρὸς τὴ μητέρα του καὶ τὴν ὑπακοὴ σ’ αὐτήν; Ὑπάρχει πιὸ τερατῶδες πρᾶγμα ἀπὸ τὸ παιδὶ ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὴ μητέρα του καὶ δὲν τὴν ὑπακούει;
Ἡ πίστη εἶναι ὁ πιὸ ἁγνὸς καὶ καθαρὸς δρόμος πρὸς τὴ γνώση. Ὅποιος ξεφεύγει ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτὸ ἐκχυδαΐζεται, μιαίνεται.
Ἡ πίστη εἶναι ὁ συντομότερος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση. Ὅποιος ξεστρατίζει ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτό, χρονοτριβεὶ καὶ βραδυπορεῖ στὸν προορισμό του.
Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ καθοδήγηση. Ὅπου λείπει ἡ πίστη, ἡ συμβουλὴ εἶναι ἀνίσχυρη.
Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ διάλογος. Ὅπου ἀπουσιάζει ἡ πίστη, ἀπουσιάζει κι ὁ διάλογος. Τὴ θέση τοῦ διαλόγου τότε παίρνει ἡ ἀμφιβολία κι ὁ πειρασμός.
Ὁ ξένος δὲν ἐμπιστεύεται ἕναν ἄλλο ξένο. Ὁ συγγενὴς ὅμως ἐμπιστεύεται το συγγενῆ του. Ὅταν ἀνάμεσα σὲ δυὸ ξένους δημιουργηθεῖ ἐμπιστοσύνη, τότε συγγενεύουν μεταξύ τους. Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη ἀνάμεσα σὲ συγγενεῖς χαθεῖ, τότε οἱ συγγενεῖς θὰ γίνουν ξένοι μεταξύ τους.
Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κοιμηθεῖ ὁ νοικοκύρης ὅταν ἔχει βάλει στὸν ἴδιο χῶρο ἕνα λύκο μ’ ἕνα πρόβατο; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰρηνέψει καὶ νὰ γαληνέψει ἕνας ἄνθρωπος, ἂν στὴν ψυχή του μπῆκε ἡ ἀμφιβολία κι ἔχει κλονιστεῖ ἡ πίστη του;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀμφιβάλλει γιά το γείτονά του, τότε ἡ ψυχή του αἰσθάνεται δυνατὴ καὶ εἰρηνική, τὸ πρόσωπό του εἶναι γαλήνιο.
Τί θλιβερὸ θέαμα εἶναι νὰ βλέπεις νὰ συναντιοῦνται δυὸ θνητοὶ ἄνθρωποι, ποῦ κι οἱ δυὸ τοὺς εἶναι πλάσματα Ἐκείνου ποὺ δημιούργησε τὰ Σεραφείμ, κι ὁ ἕνας νὰ μιλάει στὸν ἄλλον γιὰ νὰ τὸν πειράξει, ἐνῶ ὁ ἄλλος νὰ τὸν ἀκούει μὲ ἀμφισβήτηση!
Μόνο ἕνα θέαμα ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ ἀπ’ αὐτό. Ὅταν ὁ πλασμένος ἄνθρωπος ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Δημιουργοῦ του στὸ εὐαγγέλιο καὶ τ’ ἀμφισβητεῖ.
Ὁ Μέγας Μωυσῆς μόνο μιὰ φορὰ ἀμφισβήτησε το λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸς ὁ λόγος ἦταν ἀρκετὸς νὰ τοῦ στερήσει τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας περιπλανιόταν στὴν ἔρημο σαράντα χρόνια. Ὁ προφήτης Ζαχαρίας δὲν πίστεψε τὰ λόγια τοῦ ἀρχάγγελου Γαβριὴλ γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ κι ἔμεινε στὴ στιγμὴ ἄλαλος.
Πόσο τρομερὴ ἦταν ἡ τιμωρία στὴν πρώτη δυσπιστία ποὺ ἔδειξαν οἱ προπάτορές μας! Ὁ ‘Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα ἀποβλήθηκαν ἀπὸ τὸν παράδεισο ἐπειδὴ ἀμφισβήτησαν το λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψαν τὰ δικά τους μάτια. ‘Ἐπειδὴ πίστεψαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ διάβολο.
Ὅσο οἱ προπάτορές μας ἐμπιστεύονταν μόνο το λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅλα τὰ πράγματα, τόσο γι’ αὐτοὺς ὅσο καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτίση, ἦταν καλὰ λίαν. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔχασαν τὴν ἐμπιστοσύνη τοὺς στὸ Θεό, ὁ παράδεισος ἔκλεισε. Τὰ Χερουβὶμ μὲ τὴν πύρινη ρομφαία τους φύλαγαν τίς πύλες τοῦ παραδείσου, ὥστε κανένας ἄπιστος ἢ δύσπιστος νὰ μὴ γυρίσει ἐκεῖ.
Ἀπ’ ὅλες τίς θλιβερὲς περιπτώσεις στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό, δύο εἶναι οἱ πιὸ θλιβερὲς καὶ πιὸ ἀκατανόητες γιὰ ἕνα λογικὸ πλάσμα. Ἡ πρώτη συνδέεται μὲ τὸ Δέντρο τῆς Γνώσης καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς. Στὴν πρώτη περίπτωση ὁ Θεὸς εἶχε προειδοποιήσει τοὺς πρωτοπλάστους γιὰ τὸ θανάσιμο κίνδυνο τοῦ σατανᾶ. Στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ Θεὸς ἔδειξε στὸ θνητό γένος τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀθάνατη ζωὴ στὸν ἀναστημένο Χριστό.
Ὅταν ὁ Θεὸς προειδοποίησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν κατευθυνθοῦν πρός το θάνατο, ἐκεῖνοι τὸν παράκουσαν κι ἔκαναν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ὅταν ὁ Θεὸς κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πλησιάσουν τὴ Ζωή, πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ τὴν προσεγγίσουν.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὴ ζωή, ἀγαποῦν τὴ χαρά, ἐπιθυμοῦν τὴν αἰωνιότητα, νοσταλγοῦν τὰ πλούτη καὶ τὴν εὐτυχία. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός τους τὰ φανερώνει όλ’ αὐτὰ καὶ τοὺς τὰ προσφέρει, μερικοὶ ἀμφιβάλλουν καὶ διστάζουν. Ὅσοι ζοῦν στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος καὶ τῶν δακρύων ἀμφιβάλλουν ἂν ὑπάρχει κάποιο βασίλειο ζωῆς καλλίτερο ἀπ’ αὐτό. Οἱ αἰχμάλωτοι τοῦ θανάτου ἀμφιβάλλουν ὅτι ὑπάρχει κάποια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅπου δὲν ὑπάρχει θάνατος. Οἱ σύντροφοι τῶν σκουληκιῶν καὶ τῶν καμπιῶν ἀμφιβάλλουν πῶς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς μετατρέψει σὲ ἀθάνατους βασιλιᾶδες καὶ συντρόφους τῶν ἀγγέλων.
Ἡ ἀμφιβολία τοῦ ἀνθρώπου στὸ Χριστὸ εἶναι ἡ ἔσχατη ἀποκάλυψη τῆς ἀρρώστιας τοῦ ἀνθρώπου στὸ μεγάλο νοσοκομεῖο τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος δὲν ἔχει φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια αὐτή. Τὸ μοναδικὸ φάρμακο εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν παίρνει τὸ φάρμακο αὐτό, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευτεῖ.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βεβαίωσε τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ νίκησε το θάνατο μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει στὴν Ἀνάστασή Του ἐκ νεκρῶν, πῶς νὰ πιστέψει ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ εἶπε καὶ ἔκανε; Ποιός νοῦς θὰ μποροῦσε νὰ κατανοήσει ὅτι πραγματικὰ Ἐκεῖνος ποὺ ἀνάστησε νεκρούς, θά ‘μενε στὸν τάφο καὶ θὰ γνώριζε τὴ φθορά; Ποιά γλῶσσα θὰ μποροῦσε νὰ ὁμολογήσει πῶς τὰ λόγια Του ἦταν λόγια ζωῆς, ἂν ἡ ζωή Του εἶχε τελειώσει πάνω στὸ σταυρό, στὸ Γολγοθᾶ;
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, εἶναι ζωντανός! Τί μεγαλύτερη ἀπόδειξη χρειαζόμαστε, ὅταν αὐτὸ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀποδεδειγμένο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου; Ἔτσι τὸ ρύθμισε αὐτὸ ἡ θεία πρόνοια, ἀπὸ τὴν ἀγάπη Τοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ἀπ’ ὅλα τὰ γεγονότα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, κανένα ἄλλο δὲν ἔχει ἀποδειχτεῖ τόσο καθαρὰ ὅσο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στοὺς ἀνθρώπους ὅταν ἡ πίστη τους εἶχε τελείως ἐξασθενήσει. Ἔτσι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅρισε, ὥστε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν πιὸ ἀδύνατη πίστη.
Γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶπε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κάτι περισσότερο γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν σὲ περίπτωση ποὺ δοκίμαζαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ στὸν παράδεισο; Γιατί δὲν τοὺς ἔδωσε κάποιο ἔστω ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο ἀλλὰ περιορίστηκε νὰ τοὺς διατυπώσει μιὰ σύντομη ἀπαγόρευση; Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀδὰμ κι ἡ Εὔα δὲν εἶχαν ἐμπειρία τῆς ἁμαρτίας, ἦταν ἀναμάρτητοι καὶ κατὰ συνέπεια ἡ πίστη τους ἦταν δυνατή. Τὴν Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ ὅμως ὁ Θεὸς τὴν πιστοποίησε μὲ πολλὲς ἀποδείξεις. Κι ὄχι μόνο μὲ ἀποδείξεις, ἀλλὰ μὲ ἐμφανίσεις ὁρατές. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἁμαρτωλοί, πολὺ ἁμαρτωλοί. Κι ἡ πίστη τους ἦταν ἀδύνατη.
Τὴ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς προσφέρει μιὰ μεγαλειώδη ἀπόδειξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Μιὰ ἀπόδειξη ποὺ πιστοποιεῖται μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πίστη χιλιάδων ἄλλων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ἴσαμε σήμερα.
«Οὔσης οὖν ὀψίας τὴ ἡμέρα ἐκείνη τὴ μιὰ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοὺς εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ19).
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἡ ἑπόμενη τοῦ Σαββάτου. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, ὅπου ἀναφέρεται: «Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου… λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων» (Μάρκ. ἴστ’12). Ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἡ Κυριακή, τότε ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος νωρὶς τὸ πρωί. Ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας λοιπόν, οἱ μαθητὲς εἶχαν μαζευτεῖ σ’ ἕνα σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα ὅλοι μαζί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θωμᾶ.
Ὅλα εἶχαν γίνει σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία: «πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα» (Μάρκ. ιδ’ 27). Οἱ ἀπόστολοι ὅμως δὲν ἦταν ἄλογα ζῶα, γιὰ νὰ διασκορπιστοῦν στοὺς πέντε ἀνέμους. Συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ σ’ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ περιμένουν τίς ἐξελίξεις καὶ νὰ στηρίξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους εἶχαν κλειδώσει τὴν πόρτα. Ἀναμφίβολα ὅλοι τους εἶχαν ζωντανὴ στὴ μνήμη τὴν προφητεία τοῦ Διδασκάλου τους, ὅταν τοὺς προειδοποιοῦσε πῶς θὰ τοὺς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ θὰ τοὺς μαστιγώσουν στὶς συναγωγὲς (βλ. Ματθ. ι’ 17). Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεχάσουν τὰ φοβερὰ λόγια Τοῦ: «ἄλλ’ ἔρχεται ὥρα ἶνα πὰς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ἰωάν. ἴστ’ 2).
Ὁ φόβος τῶν ἀποστόλων αὐτὲς τίς μέρες, ὅταν μπροστὰ στὰ μάτια τους συντελέστηκαν τόσα παράλογα ἐγκλήματα ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου τους, ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ κατανοητός. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἦταν. Τί ἄλλο θὰ περίμεναν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἀφοῦ γνώριζαν ἤδη πόσο ἀδίστακτοι ἦταν στὴ δίκη τοῦ ἀναμάρτητου καὶ παντοδύναμου Χριστοῦ, τοῦ θαυματουργοῦ; Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἀκόμα καὶ μέσα στὸν τάφο τους εἶχε στὸ νοῦ Του, γιὰ νὰ μὴ πάθουν κανένα κακό. Θὰ τοὺς ἐνίσχυε νὰ μὴν προδώσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ μὴ σκορπιστοῦν στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς γῆς προτοῦ τὸν δοῦν ζωντανὸ καὶ δοξασμένο.
Καὶ νὰ ποὺ τώρα, τὸ τέταρτο βράδυ ἀπὸ τότε ποὺ οἱ μαθητὲς χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Κύριό τους – ἀπὸ τότε πού τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ δίκη – καὶ τὴν πρώτη μέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανὸς καὶ δοξασμένος. Ἦρθε κοντά τους καὶ κάθησε στὴ μέση, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες. “Ὅπως ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἦταν πολὺ προσεχτικὰ ὑπολογισμένα γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι γινόταν καὶ τώρα. Ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ὁ Κύριος μπῆκε στὸ κλειδωμένο σπίτι θαυματουργικά. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε μπροστά τους μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, πρῶτα γιὰ νὰ μὴ τοὺς τρομάξει χτυπῶντας τὴν πόρτα. Εἶχαν τρομοκρατηθεῖ ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους κι ὁ Κύριος δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει περισσότερο, οὔτε γιὰ μιᾷ στιγμῇ. Κι ἕνας δεύτερος λόγος, ποὺ εἶναι καὶ πιὸ σπουδαῖος, ἦταν γιὰ νὰ τοὺς δείξει πῶς εἶχε ἀνακτήσει τὴν παντοδυναμία Του, ἀφοῦ φαινομενικὰ ἦταν ἀβοήθητος καὶ νικημένος τίς τελευταῖες τρεῖς μέρες. Κι αὐτὸ τὸ διατύπωσε πολὺ γρήγορα μετά: «Ἐδόθῃ μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή’ 18).
Χωρὶς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἀποκαταστήσει τὴν κλονισμένη πίστη τῶν μαθητῶν Του ὁ Χριστός; Πῶς ὁ κατακτημένος θὰ δειχνε πῶς εἶναι Νικητής; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ περιφρονημένος, ὁ ἐμπαιγμένος, ὁ βασανισμένος, ὁ σταυρωμένος καὶ θαμμένος, νὰ δείξει μὲ ἄλλον τρόπο πῶς εἶναι δοξασμένος; Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ πείσει μὲ ἄλλον τρόπο τοὺς φίλους Του πῶς τὸ πάθος κι ὁ θάνατος δὲν εἶχαν ἀφαιρέσει τίποτα ἀπὸ τὴ δύναμή Του, ἀλλ’ ἀντίθετα, ὡς ἄνθρωπος εἶχε πολὺ μεγαλύτερη δύναμη; Καὶ κάτι τελευταῖο: ποιό πλάσμα θὰ μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Πανάγιου καὶ Πάναγνoυ Θεοῦ;
Ἡ φύση ὁλόκληρη ὑποτάσσεται στὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἁγνότητα. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν ἀκόμα ντυμένος μὲ θνητὸ σῶμα, ἡ θέλησή Τοῦ μποροῦσε νὰ ὑποτάξει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Πῶς θὰ μποροῦσαν λοιπὸν ἢ ξύλινη πόρτα καὶ οἱ πέτρινοι τοῖχοι νὰ τοῦ ἀντισταθοῦν, τώρα ποὺ εἶχε δοξασμένο σῶμα; Ὅταν τὸ ἐπιθυμεῖ – κι αὐτὸ τὸ κάνει ὅταν πρέπει, ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση – ἡ κτίσῃ ὁλόκληρη εἶναι σὰ νὰ μὴν ὑπάρχει. Τὸ διάστημα καὶ ὁ χρόνος, ἡ πυκνότητα ἢ ἡ ρευστότητα κάποιου πράγματος, τὸ ὕψος ἢ τὸ βάθος, ὅλα γίνονται ἀδύναμα, ἀνοιχτά, ὑποταγμένα καὶ ἀνίκανα νὰ προβάλουν ὁποιαδήποτε ἀντίσταση.
Εἰρήνη ὑμῖν! Ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου χαιρετᾷ τὸ μικρὸ στρατό του μὲ τὰ λόγια αὐτά. «Κύριος εὐλογήσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ» (Ψαλμ. κή’ 10). Ἀπὸ τὸ βάθος τῶν αἰώνων ὁ προφήτης Δαβὶβ προεῖδε τὴ χαρμόσυνη αὐτὴ στιγμή. Εἰρήνη ὑμῖν! Αὐτὸς ἦταν ἕνας συνηθισμένος χαιρετισμὸς στὴν Ἀνατολή. Στὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ τώρα ὅμως ἀποκτοῦσε ἕνα ἰδιαίτερο περιεχόμενο κι ἕνα εἰδικὸ νόημα. Νωρίτερα, τὴν ὥρα ποὺ ἀποχωριζόταν τοὺς μαθητές Του, ὁ Κύριος εἶχε πεῖ: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἢ καρδία» (Ἰωάν. ἴδ’27). “Ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα Του μέσα στὸ ἄδειο δοχεῖο τοῦ κόσμου. Στὸν κοινὸ καὶ συνηθισμένο χαιρετισμὸ ἔδωσε οὐράνια γλυκύτητα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τους καὶ οἱ ἐπίγειες μέριμνες τοὺς γονατίζουν, λένε εἰρήνη ὑμῖν, ἀλλὰ προσφέρουν κάτι ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν. Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς οὔτε τὴ δική τους εἰρήνη μπορεῖ ν’ αὐξήσει οὔτε τὴν εἰρήνη ἐκείνων στοὺς ὁποίους ἀπευθύνονται. Τὸ λένε αὐτὸ ἀπὸ συνήθεια, ἀπὸ εὐγένεια, ἀπερίσκεπτα, χωρὶς νόημα. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα λένε ὅταν μαζεύονται γιὰ νὰ διασκεδάσουν ἢ νὰ μηνύσουν καὶ ν’ ἀπατήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Ὁ χαιρετισμὸς τοῦ Χριστοῦ ὅμως εἶναι διαφορετικός. Ἐκεῖνος δίνει αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἔχει. Ἡ δική Του εἰρήνη εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Νικητῆ, ποὺ ἡ νίκη Του εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἡ εἰρήνη Του ἑπομένως εἶναι χαρά, θάρρος, ὑγεία, εἰρήνη καὶ δύναμη. Δὲ δίνει τὴν εἰρήνη Του ὅπως κάνει ὁ κόσμος. Δὲν τὴ δίνει ἁπλᾶ μὲ τὰ χείλη Του, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή Του, μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καί το νοῦ, ὅπως ἡ ἀγάπη δίνεται στὴν ἀγάπη. Χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη Του, τοὺς μεταγγίζει μ’ ἕνα μυστηριώδη τρόπο τὴν ὕπαρξή Του. Αὐτὴ εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’ 7). Τέτοια εἰρήνη σηματοδοτεῖ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια εἰρήνη ἦταν τὸ μεσουράνημα, ὁ καρπὸς καὶ τὸ στεφάνι τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν.
Μὲ τὸν χαιρετισμὸ τῶν μαθητῶν Του ὁ Κύριος θέλησε νὰ τοὺς πείσει πῶς δὲν ἦταν πνεῦμα, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκείνη τὴ στίγμὴ (Λουκ. κδ’37), ἀλλὰ πῶς ἦταν ὁ ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Κύριος καὶ Διδάσκαλός Τους.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἔδειξε αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰωάν. κ’ 20). Γιατί ὁ Κύριος τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Προφανῶς ἐπειδὴ αὐτὰ εἶχαν δεχτεῖ στὸ σταυρὸ τίς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη. Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξει τίς πληγές Του ὁ Κύριος θέλησε νὰ τοὺς θυμίσει τί ἔγινε στὸ σταυρὸ καὶ νὰ τοὺς πείσει πῶς ἦταν ζωντανός. Νὰ τοὺς πείσει πῶς ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει τίς πληγὲς αὐτὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του; Νὰ τοὺς θυμίσει πῶς θά ‘φερνε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὴν ἀθάνατη δόξα, ὡς αἰώνια μαρτυρία τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ πάθους Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Τότε λοιπόν, ἀφοῦ οἱ μαθητὲς εἶδαν κι ἀναγνώρισαν τὸν Κύριό τους, χάρηκαν πολύ. Μὲ τὴν προνοητικότητα Του ὁ Σωτῆρας μας τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα ἀκόμα κι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς χαρᾶς, ὅταν θὰ γύριζε γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς μαθητές Του. Αὐτὸ εἶχε γίνει λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν περίλυποι. Ἐκεῖνος, ποὺ ὡς ἄνθρωπος τὴν παραμονὴ τοῦ πάθους Του εἶχε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ παρηγοριά, ξέχασε τὸν ἑαυτό Του κι ἀγωνιζόταν νὰ παρηγορήσει τοὺς λυπημένους μαθητὲς Τοῦ: «Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἢ καρδία» (Ἰωάν. ιστ’ 22). Τώρα, μπροστά τους, ἐπαληθεύτηκε ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ προφητεία. Οἱ θλιμμένες καρδιές τους γέμισαν ξαφνικὰ μὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
«Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Γιατί ὁ Κύριος λέει γιὰ δεύτερη φορὰ εἰρήνη ὑμῖν; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοὺς ὁπλίσει μὲ διπλὴ εἰρήνη γιὰ τὴ μάχη ποὺ τοὺς περιμένει, ἐκεῖ ποὺ τοὺς στέλνει ὁ ἴδιος. Τοὺς δίνει πρῶτα εἰρήνη ἐσωτερικὴ κι ἔπειτα εἰρήνη ἐξωτερική. Μὲ ἄλλα λόγια: εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ εἰρήνη μὲ τὸν κόσμο. Ὅταν λέει εἰρήνη ὑμῖν γιὰ πρώτη φορά, τοὺς δείχνει πῶς ‘Ἐκεῖνος, ὁ Κύριός Tους, ἦταν μαζί τους σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἤθελε μ’ αὐτὸ νὰ τοὺς πεῖ: «Ὅταν ἔχετε πόλεμο ἐσωτερικὸ μὲ τὰ πάθῃ, τοὺς λογισμοὺς καὶ τίς ἐγκόσμιες ἐπιθυμίες σας κι ἐγὼ βρίσκομαι ἀνάμεσά σας – δηλαδὴ μέσα στὶς καρδιές σας – μὴ φοβᾶστε τίποτα. Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη, ὁ Δημιουργὸς τῆς εἰρήνης στὶς καρδιές σας». Τώρα ποὺ τοὺς στέλνει στὸν κόσμο – σὲ πόλεμο ἐξωτερικό, μὲ τὸν κόσμο – τοὺς χαιρετᾷ ξανὰ καὶ τοὺς συνοδεύει μὲ εἰρήνη, ὥστε νὰ μὴ φοβηθοῦν τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ εἶναι καρτερικοὶ στὴν πάλη καὶ νὰ σπέρνουν τὴν εἰρήνη στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς χαρίζει εἰρήνη ὑπεράφθονη, γιατί δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὴ δική τους ἀνάγκη. Πρέπει νὰ τὴ μεταφέρουν καὶ σὲ ἄλλους, ὅπως τοὺς εἶχε προφητέψει νωρίτερα: «Εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν, ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. καὶ ἐὰν μὲν ἢ ἢ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν» (Ματθ. Ἰ’ 12-13).
Ἡ διπλὴ εἰρήνη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς δόσιμο τῆς εἰρήνης στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες. Ὅμως ἡ εἰρήνη τοῦ σώματος καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἴδια εἰρήνη, ἀφοῦ τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος, παρὰ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν» (Α’Ἰωάν. β’ 16);
‘Ἀφοῦ τοὺς ὅπλισε μὲ πλούσια τὴ διπλὴ αὐτὴ εἰρήνη, ὁ Κύριος τοὺς στέλνει στὸν κόσμο. Μὲ ποιό τρόπο τους στέλνει; «Καθὼς ἀπέσταλκέ μὲ ὁ πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ’ 21). Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Υἱό Του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν ἔστειλε. «’Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ» (Α’ Ἰωάν.δ’ 10). Ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τώρα, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στέλνει τοὺς μαθητές Του. “Ὁ Πατέρας ἔστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο μὲ δύναμη κι ἐξουσία. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμὰ ἔστι» (Ἰωάν. ἴστ’ 15), εἶπε ὁ ἴδιος. Κι ἄλλου πάλι: «Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς μοῦ» (Ματθ. ἰα’27).
Ὁ ἀναστημένος Κύριος δίνει στοὺς μαθητές Του δύναμη κι ἐξουσία νὰ λύνουν καὶ νὰ δένουν, ὅπως ἀποδείχτηκε λίγο ἀργότερα. Εἶπε ἀκόμα ὁ Κύριος πῶς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας ὄχι γιὰ νὰ κάνει τὸ δικό Του θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πατρός. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Υἱὸς τώρα στέλνει τοὺς μαθητές Του ὄχι γιὰ νὰ κάνουν τὸ δικό τους θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό Του. Ὁ Υἱὸς στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴ γῆ, ὅμως οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή δὲ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα. «Ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ» (Ἰωάν. ἡ’ 16). Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τώρα ὁ Υἱὸς στέλνει τοὺς μαθητές Του στὸν κόσμο ἀλλὰ τοὺς ὑπόσχεται πῶς θὰ εἶναι μαζί τους «ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» (Ματθ. κή’ 20). Καὶ γιὰ νὰ διδάξει τὴν ταπείνωση στοὺς ὑπερήφανους κι ἀπερίσκεπτους ἀνθρώπους, ὁ Υἱὸς ἀποδίδει ὅλα τὰ ἔργα Τοῦ (βλ. Ἰωάν.ε’19) καὶ τὴ διδασκαλία Τοῦ (βλ. Ἰωάν. ζ’ 16) στὸν Πατέρα Του. Στοὺς μαθητές Του διδάσκει τὴν ταπείνωση, λέγοντας: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε’ 5). Τοὺς στέλνει ὅμως καὶ ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, ὅπως στάλθηκε κι ὁ ἴδιος. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς ἦταν μάρτυρες γιὰ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ οὔρλιαζαν σὰν λύκοι τίς τελευταῖες μέρες Του, γιὰ τὴ λυσσώδη κι αἱμοδιψῆ ἐπιθυμία τους νὰ τὸν βασανίσουν ἕως θανάτου. Τώρα ὅμως εἶναι μπροστά τους, ζωντανὴ μαρτυρία πῶς ὅταν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἴτε αὐτοχειριάζονται εἴτε σκοτώνουν κάποιον ἄλλον, πάντα τὸν ἑαυτό τους σκοτώνουν, ὄχι τὸν ἄλλον. Ἡ νίκη Του εἶναι βεβαίωση τῆς δικῆς τους μελλοντικῆς νίκης.
«Καὶ τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ’ 22-23). Εἴδαμε πῶς ὁ Κύριος πρῶτα ὅπλισε τοὺς μαθητές Του μὲ εἰρήνη καὶ μετὰ στερέωσε τὴν πίστη τους. Παραλλήλισε τὴν ἀποστολή τους μὲ τὴ δικὴ Τοῦ καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ εἶχε στείλει καὶ τὸν ἴδιο ὁ Πατέρας. Τώρα βλέπουμε πῶς τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη καὶ ἐξουσία. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μὲ τὴν πνοή Του καὶ ἐξουσία μὲ τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶπε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀνακαίνισε τὸν κόσμο, ἦταν καὶ ὁ Δημιουργός του. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς, «ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γέν. β’ 7). Ὁ ἀνακαινιστὴς τοῦ κόσμου ἐνεργεῖ τώρα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. “Ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἡ ἁμαρτία τοὺς εἶχε κάνει ἀδύναμους. Μὲ τὴ ζωοποιὸ πνοή Του ἀναγεννᾷ, ἀνακαινίζει καὶ ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν τίς ἀναίσθητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι δεμένες στὴ γῆ.
Ὁ Κύριος ἐνεφύσησε στοὺς ἀποστόλους καὶ εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἁγιον.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ δεύτερη θὰ γίνει τὴν πεντηκοστὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἐπιβλητικὴ αὐτὴ βραδυά. Ἡ πρώτη ἔγινε γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητές. Ἡ δεύτερη ἀφοροῦσε τὴν ἀποστολικὴ διακονία τους στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μεταδώσουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ νέα ζωή. Τοὺς ἔδωσε δύναμη μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μαζὶ μὲ ἐξουσία νὰ συγχωροῦν ἢ νὰ δεσμεύουν ἁμαρτίες.
Ἀλήθεια, πόσο ὑποφέρει ὁ κόσμος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σφετερίζονται τὴν ἐξουσία χωρὶς νά ‘χοῦν μέσα τους τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νά ‘χοῦν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα! Ὅταν ὁ ἀδύνατος ἄνθρωπος ἁρπάζει τὴν ἐξουσία ποὺ ἀνήκει στοὺς δικαστὲς καὶ τοὺς πρεσβύτερους, εἶναι μάστιγα γιὰ τὸν κόσμο. Εἶναι ἕνα πτῶμα δεμένο στὸ σαμάρι ἑνὸς ἀχαλίνωτου ἀλόγου. Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τὴν ἐξουσία τὴν ἁρπάζουν. Αὐτὸ ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀνάμεσα σὲ χριστιανούς, ὅπου ὁ Θεὸς δίνει ἐξουσία σὲ κείνους ποὺ πρωτύτερα δέχτηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βλέπετε πῶς ὅλα σχεδιάζονται καὶ τακτοποιοῦνται ὄμορφα στὴ βασιλεία ποὺ ἱδρύει ὁ Χριστός.
Τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, του νὰ συγχωρεῖ κανεὶς ἁμαρτίες ἢ ὄχι, ὁ Κύριος τὴν εἶχε ὑποσχεθεῖ καὶ νωρίτερα στὸν ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ματθ. ἴστ’19) κι ἀργότερα στοὺς ἄλλους ἀποστόλους (βλ. Μάρκ. ἰη’ 18). “Ὁ Κύριος ἐπαναβεβαιώνει τώρα τὴν ὑπόσχεσή Του, την ἴδια μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής του. Αὐτή τὴ φορὰ δὲν ξεχωρίζει τὸν Πέτρο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δίνει δύναμη καὶ ἐξουσία σ’ ὅλους ἐξίσου, χωρὶς διάκριση. Ποτὲ δὲν ἔδωσε στὸν Πέτρο ὁ Κύριος εἰδικὴ δύναμη κι ἐξουσία. Μόνο τὴν ὑπόσχεσή Τοῦ ἔδωσε ἰδιαίτερα στὸν Πέτρο, κι αὐτὸ τότε ποὺ ὁ ἀπόστολος ἐμπνεύστηκε κι ἔδωσε τὴν ὁμολογία πῶς ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ἴστ’ 16). Σὰν ἔνδειξη ἐπιδοκιμασίας τῆς ὁμολογίας Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ στερεώσει τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν πίστη καὶ ὁμολογία αὐτή, ὁ Κύριος ἔδωσε στὸν Πέτρο τὴν ὑπόσχεση τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρτίες, ποὺ ἀργότερα ἔδωσε σ’ ὅλους τοὺς μαθητές Του. Ἔτσι, τὴν ἴδια τὴ μέρα τῆς πανένδοξης Ἀνάστασής του, ὁ Κύριος ἐξισώνει ὅλους τοὺς ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι ἀργότερα μετέδωσαν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς διαδόχους τους, τοὺς ἐπισκόπους κι οἱ ἐπίσκοποι στοὺς ἱερεῖς. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ ἐξουσία αὐτὴ εἶναι ἐνεργῆ μέχρι σήμερα στήν ‘Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Θωμᾶς δὲ εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς: ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μοῦ εἰς την πλευρᾶς,πλευράς αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰωάν. κ’ 24-25). Ἄν δὲ δῶ τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια Του, εἶπε ὁ Θωμᾶς, ἂν δὲ βάλω ὁ ἴδιος τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια αὐτὰ κι ἂν δὲν ἀκουμπήσω στὸ χέρι μου στὴν πλευρά Του, γιὰ νὰ δῶ τὸ σημάδι τῆς λόγχης, δὲ θὰ πιστέψω.
«Δίδυμος» δὲν ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ Θωμᾶ. Αὐτό ἦταν τὸ ἑλληνικό του ὄνομα. “Ἴσως τὸ ὄνομα αὐτὸ νὰ τοῦ δόθηκε ἀπὸ κάποια μυστικὴ κι ἀνεξερεύνητη πρόνοια, γιὰ νὰ δείξει τίς δυὸ ὄψεις τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν πίστη. Σ’ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστό, δὲ βλέπουμε νὰ δίνεται ἰδιαίτερη ἔμφαση οὔτε στὴν ἀμφιβολία οὔτε στὴν πίστη του. Μόνο σὲ μιὰ περίπτωση ἀναφέρεται τὸ προσωπικό του θάρρος κι ἡ ἀφοσίωσή του στὸν Κύριο, ἂν κι αὐτὸ φαίνεται νὰ προκύπτει ἀπὸ ἔλλειψη κατανόησης. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἔμαθαν τὴν εἴδηση γιά το θάνατο τοῦ Λαζάρου κι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητὲς Τοῦ: «αλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν». Ὁ Θωμᾶς νόμισε πῶς ὁ Κύριος τοὺς καλοῦσε ν’ ἀποδεχτοῦν τὸ δικό τους θάνατο. Δὲν καταλάβαινε τότε πῶς γιὰ τὸν Ζῶντα Κύριο δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Δὲν μποροῦσε νὰ διαβλέψει βέβαια τὴν πρόθεση τοῦ Κυρίου ν’ ἀναστήσει τὸ Λάζαρο. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «εἶπεν οὔν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τους συμμαθηταῖς ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἶνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰα’ 16).
Ἄν καὶ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν εἰπώθηκαν μὲ ἐπίγνωση, ἦταν χαρακτηριστικὰ γενναίας κι ἀφοσιωμένης καρδιᾶς. Ὁ Θωμᾶς ἦταν μάρτυρας τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ὅπως καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση τῆς ἀνάστασης τοῦ γιου τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου δὲν ἦταν μπροστά, μέσα στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς κοπέλας. Ἐκεῖ ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνο τοὺς τρεὶς κορυφαίους μαθητές Του. Δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ ὅμως πῶς διατύπωσε κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὸ θαῦμα του Κυρίου. Και βέβαια ήταν μάρτυρας σ’ όλα τα μεγάλα θαύματα που έκανε ο Κύριος τα χρόνια που ήταν μαζί Του. Είχε ακούσει την προφητεία του Χριστού πώς θ’ αναστηθεί την τρίτη μέρα. Τώρα ακούει τους δέκα φίλους του να λένε πώς ο Κύριος εμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, πώς τούς έδειξε τις πληγές Του. Είχε ακούσει πώς ο Πέτρος κι ο Ιωάννης βρήκαν τον τάφο Του άδειο, ίσως να το ‘χε ακούσει αυτό κι από τις μυροφόρες γυναίκες. Είχε ακούσει πώς τον Κύριο τον είδε κι η Μαρία η Μαγδαληνή κι ότι συνομίλησε μαζί Του. Είχε ακούσει επίσης πώς δυό μαθητές πήγαιναν πρός τούς Εμμαούς και συνταξίδευαν μέ τόν αναστημένο Κύριο.
Όλ’ αυτά τα γνώριζε ο Θωμάς, μα φαίνεται πώς η πίστη του δεν ήταν σταθερή, δυσπιστούσε. Δέν τα πίστευε επειδή δεν είχε δεί αναστημένο τον Κύριο. Και το ξεκαθάρισε πως δεν του έφτανε να δει τον Κύριο, ήθελε ν’ ακουμπήσει και τις πληγές στα χέρια Του. “Αν το δεί αυτό κανείς από την ανθρώπινη πλευρά, αυτή είναι μια σπάνια κι ακατανόητη επιμονή κι ισχυρογνωμοσύνη στην απιστία. Μπορεί να κατανοηθεί όμως αν το δει κανείς από την πλευρά της θείας πρόνοιας. Η σταθερότητα της πίστης εξαρτάται από τη χάρη του Θεού. Ποιός μπορεί να εμβαθύνει και να κατανοήσει τα δυσθεώρητα βάθη της θείας πρόνοιας; Ποιός μπορεί να βεβαιώσει πώς ο Θεός, με την πρόνοια Του, δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει την απιστία του Θωμά, για χάρη της πίστης των πολλών;
Σὲ κάθε περίπτωση δύο πράγματα ἔχουν ἀποσαφηνιστεῖ ἐδῶ: ἡ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν πεισματικὴ ἀπιστία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους (ποὺ εἶχε ἀμέτρητους λόγους νὰ πιστέψει), καθὼς κι ἡ ἄπειρη σοφία κι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἁγιότητά Του ὁ Θεὸς δὲ χρησιμοποιεῖ τὸ κακὸ γιὰ νὰ βγάλει καλὸ ἀποτέλεσμα. Δὲ χρησιμοποιεῖ κακὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχει καλοὺς στόχους. Μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος διορθώνει τοὺς κακούς μας τρόπους καὶ τοὺς μεταποιεῖ σὲ καλούς.
Ὁ Θωμᾶς διαβεβαιώνει τοὺς συμμαθητές Του πῶς δὲ θὰ πιστέψει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Τοῦ ἂν δὲ βάλει τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια τῶν χεριῶν Του, «εἵς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Σίγουρα τὸ λέει αὐτὸ ἐπειδὴ οἱ φίλοι του εἶπαν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς ἔδειξε τίς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του. Ἄς δοῦμε τώρα πῶς πείθει ὁ Κύριος τὸν ἄπιστο Θωμᾶ:
«Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκελεισμένων, καὶ ἔστῃ εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 26). Ὀκτὼ μέρες ἀργότερα, Κυριακὴ πάλι, οἱ μαθητὲς ἦταν συναγμένοι. Μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε, κι ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν πάλι κλεισμένες, ὁ Ἰησοῦς μπῆκε μέσα, στάθηκε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε: εἰρήνη ὑμῖν! Ὅλα ἔγιναν ὅπως καὶ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ὅλα, μόνο ποὺ τώρα ἦταν κι ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Φαίνεται πῶς ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸ Θωμᾶ ἀκριβῶς ὅπως καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸ δύσπιστο μαθητὴ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ διηγήθηκαν οἱ ἄλλοι δέκα.
Γιατί περίμενε ὁ Κύριος νὰ περάσουν ὀκτὼ μέρες; Γιατί δὲν ἐμφανίστηκε νωρίτερα; Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι ὅλες οἱ συνθῆκες καὶ οἱ περιστάσεις ἀκριβῶς ἴδιες. Ὅπως τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε ἦταν Κυριακή, ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀναμονὴ νὰ γίνει μεγαλύτερη ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ. Τρίτο, γιὰ νὰ μάθει στοὺς μαθητές Του τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία στὴν προσευχή, προκειμένου νὰ μεταδώσουν στὸ φίλο τους τὴ δική τους πίστη, γιατί οἱ μαθητὲς σίγουρα θὰ προσεύχονταν νὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ ὁ Κύριος γιὰ χάρη τοῦ Θωμᾶ. Τέταρτο, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ μαθητὲς τὴν ἀδυναμία τους νὰ πιστοποιήσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου χωρὶς τὴ δικὴ Τοῦ βοήθεια. Καὶ τελευταῖο, ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀριθμὸς ὀκτὼ ὑποδηλώνει τίς ἔσχατες μέρες, τὴν παραμονὴ τῆς δεύτερης ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἄνθρωποι σὰν τὸ Θωμᾶ θὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι καὶ χλιαροὶ στὴν πίστη, θὰ καθοδηγοῦνται μὲ βάση τίς αἰσθήσεις τους καὶ θὰ πιστεύουν μόνο ἐκεῖνα ποὺ ἀντιλαμβάνονται μ’ αὐτὲς (τίς αἰσθήσεις τους). Τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ λένε, ὅπως κι ὁ Θωμᾶς : Ἄν δὲν ἰδῶ, δὲ θὰ πιστέψω. «Καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. κδ’ 30).
«Εἶτα λέγει τὸ Θωμᾶ φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χείράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰωάν. κ’ 27). Κι ὁ Θωμᾶς του ἀπάντησε: Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους ὁ Κύριος τὸ ἔκανε μόνο γιὰ τὸ Θωμᾶ. Γιὰ χάρη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ ἀγγελικοὺς χοροὺς ποὺ τὸν ὑμνοῦν ἀγαλλόμενοι, ὼς Νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀφήνει τὰ οὐράνια τάγματα καὶ σπεύδει νὰ σώσει τὸ ἕνα πρόβατο, τὸ ἀπολωλός. “Ἄς τὸ δοὺν αὐτὸ ὅλοι οἱ ἔνδοξοι κι οἱ δυνατοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ ξεχνοῦν τοὺς ἀδύνατους καὶ ταπεινοὺς φίλους τους, ποὺ τοὺς ἀποφεύγουν μὲ ντροπὴ καὶ περιφρόνηση. “Ἄς τὸ δοῦν αὐτὸ κι ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του. Μέ την ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὁ Κύριος δὲν ἔνιωσε οὔτε ντροπὴ οὔτε ταπείνωση. Μὲ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος Ἐκεῖνος, ὁ δοξασμένος καὶ παντοδύναμος, κατέβηκε γιὰ δεύτερη φορὰ σ’ ἕνα ταπεινὸ δωμάτιο στὰ Ἱεροσόλυμα. Πόσο εὐλογημένο εἶναι τὸ δωμάτιο αὐτό, ἀπ’ ὅπου προέκυψαν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα περισσότερες εὐλογίες, ἀπ’ ὅσες θὰ μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπ’ ὅλα τὰ παλάτια τῶν αὐτοκρατόρων!
Μόλις ὁ Κύριος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸ Θωμᾶ, ἐκεῖνος ἀναφώνησε μὲ χαρά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεὸς μοῦ!» Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Ἄνθρωπο καὶ ὡς Θεό, ὡς ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο. Μόνο ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο ἦταν ἀρκετὴ νὰ δώσει στὸ Θωμᾶ τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος, τὴν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐξουσία του δεσμεῖν καὶ λύειν τίς ἁμαρτίες, κάτι ποὺ ὀκτὼ μέρες νωρίτερα εἶχε δώσει στοὺς ἄλλους μαθητὲς μέ το λόγο καὶ τὴν πνοή Του. “Ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν ἀκόμα στὸ θνητὸ σῶμα Του, προτοῦ ἀναστηθεῖ, μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορροῦσα γυναῖκα μόνο μὲ τὸ νὰ τῆς ἐπιτρέψει ν’ ἀγγίξει τὸ ἱμάτιό Του. Πολὺ περισσότερο τώρα, μὲ τὸ δοξασμένο κι ἀναστημένο σῶμα Του, μποροῦσε νὰ δώσει μόνο μὲ τὴν ἐπαφὴ στὸ Θωμᾶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε δώσει μὲ διαφορετικὸ τρόπο στοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Δὲν ἦταν ἀδύνατο βέβαια νὰ δώσει ὁ Κύριος καὶ στὸ Θωμᾶ δύναμη καὶ ἐξουσία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὴν ἔδωσε στοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ἂν κι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται στὰ εὐαγγέλια. Ἀλλὰ εἶναι γνωστὸ πῶς δὲν καταγράφηκαν ὅλα ὅσα εἶπε κι ἔκανε ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Τοῦ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς λίγο ἀργότερα. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι πῶς ὁ Θωμᾶς, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ἔλαβε τὴν ἴδια δύναμη καὶ ἐξουσία, ὅπως κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Αὐτὸ εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἀποστολική Του διακονία, ἀπὸ τὰ θαύματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο. (Ἀπό το βίο τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ μαθαίνουμε πῶς καταδικάστηκε σὲ θάνατο ἐπειδὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ παρρησία πῶς ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Πέντε στρατιῶτες ὅρμησαν τότε ἐναντίον τοῦ γενναίου στρατιώτη τοῦ Χριστου καὶ τὸν σκότωσαν μὲ τίς λόγχες τους).
Γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ ἑδραιώσει τὴν πίστη τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος τὸν ἐπέπληξε εὐγενικά: «Λέει αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἑώρακάς μὲ πεπίστευκας μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ’ 29). Ἐσύ, Θωμᾶ, τοῦ εἶπε, μὲ πίστεψες περισσότερο μὲ τίς αἰσθήσεις σοῦ παρὰ μὲ τὸ πνεῦμα σου. Ἤθελες μὲ τὰ αἰσθητήριά σου νὰ πειστεῖς, γι’ αὐτὸ κι ἐγώ σου ἔδωσα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Κι ἐσὺ πείστηκες μὲ τὸ νὰ μὲ δεῖς καὶ νὰ μὲ ἀγγίξεις. Ὅμως, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Μακάριοι κι εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τους καὶ πίστεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του χωρὶς νὰ τὸν δοῦν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, δίχως νὰ τὸν ἀγγίξουν μὲ τὰ χέρια τους. Μακάριο εἶναι τὸ παιδὶ ποὺ πιστεύει ὅλα ὅσα τοῦ λέει ἡ μητέρα του, χωρὶς νὰ τὰ ἀμφισβητήσει καὶ νὰ θελήσει νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὰ μάτια ἢ μὲ τὰ χέρια του. «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὖ οὖ» (Ματθ. ἔ’ 37).
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε πεῖ πολλὲς φορὲς νωρίτερα πῶς θ’ ἀναστηθεῖ κι ἔπρεπε νὰ τὸν πιστέψουν. Γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἄπιστοι ὅμως καὶ νὰ ἑδραιωθοῦν στὴν πίστη οἱ ὀλιγόπιστοι, ὁ Κύριος δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ ὅσα προεῖπε γιὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἀλλὰ ἔκανε καὶ πολλὲς ἐμφανίσεις μετὰ ἀπ’ αὐτήν. Ἦταν πολὺ σπουδαῖο γιά ‘Ἐκεῖνον ὥστε οἱ ἀπόστολοι κι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ πιστοί, ν’ ἀποκτήσουν δυνατὴ πίστη στὴν Ἀνάστασή Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση τῆς πίστης καὶ ἡ εὐφροσύνη τοῦ χριστιανοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ πάνσοφος Κύριος ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ πνεῦμα ἀλλὰ καὶ τίς αἰσθήσεις τῶν ἀποστόλων, ὥστε κανενὸς ἢ πίστη νὰ μὴν κλονιστεῖ, νὰ μὴν ἀμφιβάλει πῶς ὁ Κύριος εἶναι ἀναστημένος καὶ ζωντανός. Ἄν καὶ «τὸ πνεῦμα ἐστι τὸ ζωοποιούν, ἡ σάρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν» (Ἰωάν. στ’ 63) καὶ μ’ ὅλο ποὺ οἱ αἰσθήσεις μποροῦν νὰ ἐξαπατήσουν τὸν ἄνθρωπο πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ὁ γλυκὺς Κύριος συγκατένευσε στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατὸ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει καὶ τὴν αἰσθητὴ ἀντίληψη καὶ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ κι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὡς σήμερα τὸ πλέον ἀναμφισβήτητο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ποιό ἄλλο γεγονός, ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ ἀπώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερὰ καὶ προσεχτικὰ τεκμηριωμένο ὅσο αὐτό;
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἂ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ ταῦτα δὲ γέγραπται ἕνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἕνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰωάν. κ’ 30-31). Εἶναι φανερὸ πῶς ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστὴς πρέπει νὰ μιλάει γιὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὸ προκύπτει πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀφήγηση ποὺ προηγήθηκε, γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Φαίνεται ἐπίσης ἀπὸ τίς Πράξεις τῶν ‘Ἀποστόλων, ὅπου ἀναφέρεται πῶς ὁ Κύριος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοὺς καὶ λέγων τα περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3).
Ποὺ ἔχουν καταγραφεῖ όλ’ αὐτὰ τὰ ἀψευδῆ γεγονότα ποὺ ἔκανε τίς σαράντα αὐτὲς μέρες; Πουθενά. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὁμολογεῖ πῶς δὲν ἔχουν γραφεῖ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο – τὸ εὐαγγέλιό του (βλ. Ἰωάν. κὰ’ 25). Τέλος, τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἐδῶ δὲ μιλάει μόνο γιά τα θαύματα ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ καὶ γιὰ ὅσα ἔκανε στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ εὐαγγελιστη, μὲ τὰ ὁποῖα κλείνει καὶ τὸ εὐαγγέλιό του: «Ἐστί δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἔν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν.» (Ἰωάν. κὰ” 25). Οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος δὲ θὰ χωροῦσε τὰ βιβλία ποὺ θὰ χρειάζονταν γιὰ νὰ καταχωρηθοῦν ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Τὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅμως δὲν πρέπει νά ‘χοῦν τὸ ἴδιο νόημα μ’ αὐτὰ ποὺ τελειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὸ εὐαγγέλιο. Ὑπῆρχε κάποιος λόγος νὰ τὰ ἐπαναλάβει;
Ὅλα ὅσα γράφτηκαν στὸ εὐαγγέλιο ἔχουν ἕνα μοναδικὸ σκοπό: «ἶνα,ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ σημαίνει: Μὴν περιμένετε ἄλλον Μεσσία καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ποὺ ἦταν νὰ ἔρθει, ἦρθε. Αὐτὸς ποὺ προφήτεψαν οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ κι οἱ Σίβυλλες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ἐμφανίστηκε στ’ ἀλήθεια. “Ὅλα ὅσα γράφτηκαν, ἦταν ἐπίσης ὥστε καὶ νὰ πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Μὲ τὴν πίστη αὐτή, ποὺ ὁ Θωμᾶς τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τίς αἰσθήσεις του, θὰ ἔχετε ζωὴ αἰώνια. ‘Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πὼς τὰ καταληκτικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου συνδέονται μὲ τὸ περιστατικὸ ποὺ προηγήθηκε, μέ το Θωμᾶ καὶ τὴν ἀπιστία του. Ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε στὸ Θωμᾶ μόνο γιὰ δική του χάρη, ἀλλὰ γιά τη χάρη ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐμφάνισή του στὸ Θωμᾶ ὁ Κύριος βοήθησε ὅλους ἐμᾶς νὰ τὸν πιστέψουμε πιὸ εὔκολα, ἀναστημένο καὶ ζωντανό. Καὶ μὲ τὴν πίστη αὐτὴ νὰ συμμετάσχουμε στὴν αἰώνια ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ, προσθέτει ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ; Ἐπειδὴ «οὐκ ἔστιν ἔν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία οὐδὲ γὰρ ὄνομὰ ἔστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἕν ὦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ’ 12). Γιατί «πὰς γὰρ ὸς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ἰ’ 13). Μόνο ἡ ζωὴ ποὺ ἀναζητεῖται καὶ ἀποκτᾷται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι ἀληθινὴ ζωή. Κάθε ἄλλη εἶναι θάνατος καὶ φθορά. Στὴν ἄνυδρη ἐρημιὰ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη σίγουρη πηγὴ νεροῦ ποὺ ξεδιψάει καὶ ἀναζωογονεῖ. Ὁτιδήποτε ἄλλο θὰ φαίνεται σὰν πηγὴ νεροῦ στὸν ταλαιπωρημένο καὶ διψασμένο ταξιδιώτη, ποὺ δὲ θὰ εἶναι πηγὴ ἀλλὰ τὸ λαμπύρισμα τῆς καυτῆς ἄμμου, μιὰ διαβολικὴ αὐταπάτη.
Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῇς ἔχει σχέση μὲ τὸ ἐσωτερικὸ δρᾶμα της Ἡ ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος θέλει νὰ ἐμφανιστεῖ ο ἀναστημένος Κύριος μέσα του, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ κλειδαμπαρώσει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς του, νὰ τὴν προστατέψει ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τοῦ φυσικοῦ κόσμου. “Ὅπως γράφει ὁ μητροπολίτης Θεόληπτος στὴ Φιλοκαλία: «Ἀποκτῆστε σοφία ἀπὸ τίς μέλισσες. Μὲ τὸ ποὺ θὰ δοῦν σμῆνος ἀπὸ σφῆκες νὰ πετοῦν γύρῳ,γύρω τους, μένουν μέσα στὴν κυψέλη κι ἔτσι διαφεύγουν τὸν κίνδυνο ἀπὸ τίς ἐπιθέσεις τους». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ ἀπόστολοι προστατεύτηκαν ἀπὸ τοὺς αἱμοδιψεῖς καὶ ὑλιστὲς Ἰουδαίους.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιπροσωπεύουν κατὰ κάποιο τρόπο τὸν ὑλισμὸ καὶ τὸν αἰσθησιασμό. Σὲ ψυχὴ ὅμως ποὺ διαφυλάσσεται μὲ ζῆλο καὶ κλειδαμπαρώνεται, ὁ Κύριος θὰ ἐμφανιστεῖ ἐν δόξῃ. Ὁ δοξασμένος Νυμφίος θ’ ἀποκαλυφτεῖ τότε στὴ συνετὴ νύμφη. Ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Κύριος, ὁ φόβος τοῦ κόσμου ἐξαφανίζεται κι ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει. Κι ὄχι μόνο εἰρηνεύει. Ὁ Κύριος φέρνει πάντα μαζί Του πολλὰ καὶ διάφορα δῶρα, ὅπως χαρά, δύναμη καὶ θάρρος. Ἑδραιώνει τὴν πίστη, ἐνισχύει τὴ ζωή.
Ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίζεται καὶ μᾶς παρέχει όλ’ αὐτὰ τὰ πολύτιμα δῶρα, κάποια ἀμφιβολία ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ κρύβεται σὲ κάποια γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Ἡ γωνιὰ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει τὸ δύσπιστο Θωμᾶ. Γιὰ νὰ φωτιστεῖ καὶ νὰ θερμανθεῖ κι ἡ γωνιὰ αὐτὴ μέ τη χάρη τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ περιμένουμε μὲ μεγάλη ὑπομονή. Πρέπει νὰ μένουμε κλειδαμπαρωμένοι, προστατευμένοι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ἀπὸ τίς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὁρμές. Τότε ὁ Κύριος ποὺ ἀγαπᾷ τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ μᾶς συμπονέσει καὶ θὰ εἰσακούσει τίς προσευχές μας. Θὰ ἐμφανιστεῖ ξανὰ καὶ μὲ τὴ φιλεύσπλαχνη παρουσία Του θὰ φωτίσει καὶ τὴν τελευταία σκοτεινὴ γωνιὰ τῆς ψυχῆς μας. Τότε καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ποῦμε πῶς εἴμαστε ζωντανὲς ψυχὲς καὶ υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάρη. Κι όλ’ αὐτὰ μέ τη χάρη τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μᾶς μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ[:Ιω.20,20-29]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 8-5-1994]
(Β297)
Μία από τις εμφανίσεις του Αναστάντος Ιησού, αγαπητοί μου, είναι και αυτή, παρόντος του Θωμά· που έλαβε χώραν οκτώ ημέρες μετά την Ανάστασιν του Κυρίου μας. Σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: «Μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ -εννοείται συμπεριλαμβανομένων των δύο Κυριακών, έτσι γίνεται η αρίθμησις, έξι ενδιάμεσες και δύο Κυριακές, οκτώ- πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν».
Αυτά σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Και ο Κύριος, αποτεινόμενος εις τον Θωμάν, οκτώ ημέρες μετά, του λέγει: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εδώ, με τις ίδιες λέξεις που έλεγε ο Θωμάς, ότι «αν δεν βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων …» κ.λπ. «δεν θα πιστεύσω», με τις ίδιες λέξεις τον καλεί ο Κύριος τώρα να προβεί σε εκείνον το οποίον ήδη είχε πει.
Ήταν, αλήθεια, ο Θωμάς άπιστος; Και τώρα ελέγχεται από τον Κύριον; Ο Θωμάς, αγαπητοί μου, δεν ήταν άπιστος. Γιατί αλλιώτικα πώς θα ακολουθούσε τον Κύριον ως Μεσσίαν; Όπως Τον ακολούθησαν και οι άλλοι μαθηταί. Ήταν η απιστία του μπροστά σε ένα απλώς περιστατικό· που δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ήταν σαν την απιστία του Αποστόλου Πέτρου, που τον κάλεσε ο Κύριος στη λίμνη της Γενησαρέτ να περιπατήσει επί των κυμάτων. Κι εκείνος άρχισε να περιπατεί. Κάποια στιγμή όμως, είδε, λέει, τον άνεμον εναντίον, δηλαδή αντίθετον, φοβήθηκε. Και τι του είπε ο Κύριος; Εμείς είπαμε την λέξη «φοβήθηκε». Τι του είπε ο Κύριος; «Εἰς τί ἐδίστασας, ὀλιγόπιστε;». Ώστε πάλι στο θέμα της πίστεως αναφέρθηκε ο Κύριος. Λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: «Τὸ δὲ ἀπιστῆσαι, διστάσαι ἔστι καὶ μερισθῆναι». Τι θα πει «να απιστήσεις»; Να διστάσεις. Και να μεριστείς. Αυτό το «μερισθῆναι», να μερισθείς, σημαίνει να χωριστεί κανείς από εκείνο που ήταν ηνωμένος προηγουμένως. Να μερισθεί ο λογισμός ανάμεσα στο «ναι» και στο «όχι». Αυτό είναι ένας δισταγμός. Να το κάνω ή να μην το κάνω; Να το δεχθώ ή να μην το δεχθώ;
Στην ακολουθία της εορτής του Θωμά, χθες στον Εσπερινό, στα κεκραγάρια, ακούμε: «Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, τῶν πιστῶν τὰς καρδίας εἰς ἐπίγνωσιν ἦξε». «Ω καλή απιστία», λέει, «του Θωμά· που τις καρδιές των πιστών τις οδήγησε εις την επίγνωσιν». Όχι στην γνώσιν· εις την επίγνωσιν. Δηλαδή στην βαθυτέρα κατανόηση της Αναστάσεως και της φύσεως του αναστημένου σώματος του Χριστού. Έδωσε, δηλαδή, μία πάρα πολύ καλή ευκαιρία η απιστία του Θωμά, να συνειδητοποιήσουν και να συνειδητοποιούν οι πιστοί όλων των αιώνων και όλων των εποχών τις πραγματικές διαστάσεις του αναστημένου Σώματος του Χριστού.
Πάλι ένα κεκραγάριο λέγει: «Σοῦ γὰρ ἀπιστοῦντος -σαν να ομιλεί ο Χριστός, βάζει τα λόγια αυτά ο υμνογράφος στο στόμα του Χριστού- οἱ πάντες ἔμαθον (Σοῦ, τοῦ Θωμᾶ ἀπιστοῦντος οἱ πάντες ἔμαθον) τὰ πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασίν μου κράζειν μετά σου· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοι». «Έμαθαν», λέει, «οι πάντες, το περιεχόμενο των παθών μου, ότι ήταν εκούσιον το πάθος– αυτό ήταν το περιεχόμενον των παθών- το περιεχόμενο της Αναστάσεώς μου και να κράζουν μαζί με σένα, κατανοούντες και επιγνόντες: ‘’Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα Σοι’’».
Μας κάνει εντύπωση, αγαπητοί, ότι ο υμνογράφος αποκαλεί εδώ την απιστίαν του Θωμά, «καλήν». Υπάρχει και καλή απιστία; Οπωσδήποτε ναι. Για να αναφέρεται… Και ποια είναι τα γνωρίσματα αυτά της καλής απιστίας; Πρώτον, όταν αποκλείει αυτή η καλή απιστία, αποκλείει την ευπιστίαν. Χωρίς, βεβαίως, να φθάνει στο άλλο άκρο, στο να ορθολογίζει. Η ευπιστία, δηλαδή εὖ + πιστεύω, «εύκολα πιστεύω» -θα το φανταστείτε;- λυμαίνεται, καταστρέφει την ορθήν πίστιν και είναι ένα σοβαρό μειονέκτημα εις τον άνθρωπο που είναι εύπιστος. Και όχι μόνο σε θέματα θρησκείας, αλλά και εις την καθημερινότητα. Πόσες φορές βλέπομε ανθρώπους που δυστυχώς «χαύουν», ας μου επιτραπεί αυτή η λέξις, χαύουν ό,τι τους πουν, ανεξέλεγκτα. Αυτό λέγεται «ευπιστία». Ακόμη και η αίρεσις να τους προβληθεί, την αποδέχονται. Γιατί; Είναι εύπιστοι. Γι’ αυτόν τον λόγο. Να γιατί η ευπιστία λυμαίνεται την ορθήν πίστιν. Η ευπιστία είναι μία πίστις ρηχή· που δεν έχει λάβει μέρος σε αυτήν ο νους. Ο όλος άνθρωπος πρέπει να λάβει μέρος. Αλλά και ο ορθολογισμός, το άλλο άκρον, που δέχεται μόνον ό,τι κατανοεί ο νους και απορρίπτει ότι δεν κατανοεί, κι αυτό είναι μία αρρώστια της ψυχής. Ούτε ορθολογισμός, ούτε ευπιστία προφανώς.
Ακόμη, η καλή απιστία προϋποθέτει καλοπιστία και αγαθήν προαίρεσιν. Να είσαι ο καλόπιστος άνθρωπος. Να μην είσαι εκείνος που διαρκώς –θα το δούμε λίγο πιο κάτω- ο διαρκώς αντιρρησίας. Όχι. Να το σκεφθείς, να το νιώσεις, να έχεις αγαθήν προαίρεσιν και να το αποδεχθείς.
Ακόμη, μπορεί να προέρχεται αυτή η καλή απιστία από μία παρανόηση. Γιατί δεν κατάλαβες κάτι. Και στο τέλος να μένεις άπιστος. Όχι από διάθεση απιστίας όμως. Ακόμη, όπως ο Θωμάς, που τι είπε; Εδώ παρενόησε τα πράγματα. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», είπε. Όταν τα πράγματα τα αντελήφθη να τοποθετούνται σωστά. Χωρίς να χρησιμοποιήσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει, παρά την προτροπήν του Κυρίου, «Έλα», λέει, «φέρε το δάχτυλό σου και βάλει εις τον τύπον των ήλων», χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε το δάχτυλό του, ούτε την παλάμη του, το χέρι του, να ψαύσει την λογχισμένη πλευρά του Χριστού. Αυτό το ξέρομε, διότι πιο κάτω θα του πει ο Κύριος: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας». Δεν είπε «ἐψηλάφησάς με», αλλά «ἑώρακάς με». Διότι μόλις είδε τον Κύριο μπροστά του ο Θωμάς, αμέσως απέρριψε την απιστία του. Δεν έμεινε στην απιστία, να πει: «Α, για στάσου, να βάλω το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, να περάσει το δάκτυλό μου από την άλλη μεριά που άνοιξαν τα καρφιά». Όχι. Και το έχομε αυτό σαν μαρτυρία που είπε ο Χριστός: «Γιατί με είδες, επίστευσες». Δεν είπε: «Γιατί με εψηλάφησες, επίστευσες». Βλέπετε, λοιπόν, ότι εδώ έχομε μία παρανόηση των πραγμάτων.
Μπορεί ακόμη η καλή απιστία να προέρχεται και από μίαν άγνοιαν. Όπως ο Ναθαναήλ. Θυμηθείτε τον Ναθαναήλ που έλεγε για τον Ιησού: «Δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι ἐκ Ναζαρέτ;». «Μπορεί κάτι καλό να βγει από την Ναζαρέτ;». Και του είπε ο Φίλιππος: «Ἔρχου καὶ ἴδε», «Έλα και θα δεις» Γιατί έδειξε αυτήν την αντίσταση ο Ναθαναήλ; Ο οποίος όταν είδε τον Χριστό ξέρετε τι είπε; «Συ είσαι ο Διδάσκαλος, ο Βασιλιάς του Ισραήλ». Πωπω! Ομολογία! Γιατί; Από μίαν άγνοια. Πού ήταν η άγνοιά του; Ότι ο Μεσσίας έρχεται από την Βηθλεέμ. Έτσι έλεγαν οι προφητείες. Άλλο τώρα ότι ο Κύριος, ναι, εγεννήθη στην Βηθλεέμ. Ναι, ήτο από την φυλή του Ιούδα. Βεβαίως, γιατί ο Δαβίδ στην Βηθλεέμ γεννήθηκε. Αλλά δεν είχε την πλήρη γνώση ότι ο Ιησούς, διωκόμενος από τον Ηρώδη, έφυγε εις την Αίγυπτο, επανερχόμενος ο Ιωσήφ, έμαθε ότι αντί του Ηρώδου εβασίλευε ο Αρχέλαος· φοβήθηκε και πήγε στη Ναζαρέτ, επάνω στη Γαλιλαία. Από μία άγνοια είπε: «Μπορεί κάτι καλό να βγει από την Ναζαρέτ;».
Στον χώρο της αγνοίας, δυστυχώς, ευρίσκονται οι περισσότεροι Χριστιανοί μας· που όταν, όμως, διαφωτιστούν, τότε δεν απιστούν. Πόσοι άνθρωποι έμειναν στην άγνοια, κάποια στιγμή διαφωτίστηκαν και πίστεψαν. Κι έγιναν θερμοί, θερμότατοι Χριστιανοί.
Μπορεί ακόμη, αγαπητοί μου, η καλή απιστία να προέρχεται και από έναν ζήλον οὐ κατ’ επίγνωσιν. Να είναι κανείς κολλημένος, προσκολλημένος σε κάτι και να νομίζει αυτό ότι είναι σωστό, όχι κάτι άλλο. Εδώ σίγουρα ανήκει ο Παύλος· ο οποίος ο ίδιος ομολογεί στην προς Φιλιππησίους επιστολή του ότι «κατὰ ζῆλον διώκων τὴν Ἐκκλησίαν». «Από έναν υπερβολικό ζήλο εδίωκα την Εκκλησία και δεν μπορούσα να κατανοήσω τι ήτο ο Χριστός και η Εκκλησία Του». Τι να πούμε; Να πούμε ότι ο Παύλος έγινε θερμός Χριστιανός; Μόνο θερμός; Ο θερμότερος της Ιστορίας.
Ακόμη, η καλή απιστία θέλει να ερευνήσει, θέλει να εμβαθύνει. Μην είμεθα έτοιμοι να πούμε… να πάρομε λίθον αναθέματος κατά του Θωμά, όταν είπε: «Να βάλω το δάκτυλό μου εις τον τύπον των ήλων». Ναι, βέβαια, για μια στιγμή ζήτησε κάτι το αντιφατικό. Ποιο ήταν το αντιφατικό; Αφού δει, να πιστέψει. Αυτό είναι το αντιφατικό. Μα πώς θα πιστέψεις όταν δεις; Όταν δεις, τότε δεν πιστεύεις· τότε γνωρίζεις. Για να πιστέψεις, πρέπει να μη δεις. Αυτό το αντιφατικό δίπολο έζησε ο Θωμάς. Ωστόσο, όμως, είχε ένα καλό στοιχείο. Ήθελε να ερευνήσει. Δεν ήταν έτοιμος να χάψει –ξαναχρησιμοποιώ το ρήμα- εκείνο το οποίο θα του προσεφέρετο. Αλλά ήθελε να ερευνήσει, ήθελε να εμβαθύνει. Γιατί; Για να εδραιωθεί. Να ξέρει σίγουρα τι πιστεύει. Για να δώσει και την ζωή του. Όπως την έδωσε την ζωή του ο Θωμάς για τον Χριστό. Γιατί; Γιατί βεβαιώθηκε.
Έτσι, ο πιστός ή, καλύτερα, ο έχων την καλήν απιστίαν, τον βλέπετε για μια στιγμή να αμφιβάλλει για κάτι, να έχει έναν δισταγμό για κάτι, όχι από κακή προαίρεση. Τρέχει στις Γραφές, μελετάει, μελετάει, για να βρει εκείνο το οποίο ζητάει. Και όλες αυτές τις μορφές της καλής απιστίας, ο Κύριος τις ανέχεται. Και αναμένει την ωρίμανση της ορθής πίστεως. Γι’αυτό είπε: «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Προσέξτε, αυτή η λέξις «Μή γίνου», που ‘ναι χρόνος παρατεταμένος, μη γίνεσαι· δείχνει ότι ο Θωμάς εβρίσκετο στον δρόμο να γίνει άπιστος. Εδώ είναι ένα επικίνδυνο σημείο. Είναι ένα κρίσιμο σημείο· που μπορούμε τελικά να φθάσομε στην απιστία. Ναι· να φθάσομε στην απιστία. Γι’αυτό του είπε: «Μή γίνου», δηλαδή «Μην προχωρείς στον δρόμο της διαρκούς αντιρρήσεως». Πρόσεξε, γιατί μπορείς να βρεθείς στην άλλη πλευρά. Όταν, τελικά, η κρίσις χρονίζει και δη πολύ χρονίζει, τότε μπορεί να μείνομε άπιστοι. Δυστυχώς. Κρίσιμο σημείο, σας το ξαναλέγω. Γι’αυτό απαιτείται μεγίστη προσοχή. Πρέπει όλα να διασαφίζονται μέσα εις την συνείδησή μας.
Άλλο πράγμα, όμως, είναι όταν κάτι δεν το κατανοώ. Προσέξατέ το. Τι έχομε κατανοήσει από την Αγία Γραφή; Αν υπάρχουν χίλια πράγματα, δεν ξέρω αν έχομε κατανοήσει τα δέκα. Τόσο πολύ; Ναι, τόσο πολύ. Μόνο εάν αρχίσομε να κατανοούμε περισσότερο και περισσότερο, τότε θα αντιληφθούμε πράγματι ότι υπάρχει μία συντριπτική διαφορά, γνώσεως και αγνοίας. Αλλά κάτι που δεν ξέρω, το αφήνω στην γνώση, σαν γνώση, αν θέλετε, εις το μέλλον. Και όχι να εξαρτάται η πίστις μου από εκείνο το οποίο αγνοώ. Δεν το ξέρω. Αλλά δεν εξαρτάται από αυτό η πίστις μου. Το ξαναλέγω. Κάποτε κάνομε, και το έχω ακούσει και από άλλους ανθρώπους αυτό και σε μένα μου συμβαίνει, κάποτε κάνομε δέκα χρόνια, είκοσι, πενήντα χρόνια, για να κατανοήσομε κάτι. Και ακόμα τελικά να μην κατανοήσομε πολλά πράγματα. Τι σημαίνει αυτό; Θα πρέπει να εξαρτάται η πίστις μας από εκείνα που δεν κατανοήσαμε; Άπαγε! Ο Θεός να φυλάξει. Η άγνοιά μας σε κάποια σημεία, δεν πρέπει να επηρεάζει την πίστη μας. Λέμε: «Δεν το ξέρω, δεν το καταλαβαίνω. Ε, αν ο Θεός κάποτε με φωτίσει, θα το καταλάβω. Εάν δεν με φωτίσει, δεν θα το καταλάβω». Αν το θέλετε, και για παρηγορία, γιατί έτσι είναι κι η αλήθεια, δεν είναι παρηγορία απλή, στην Βασιλεία του Θεού, εκεί θα τα μάθομε όλα. Τι θα μάθομε; Ό,τι πρέπει να μάθομε.
Είναι, όμως, και η πλευρά της κακής, αγαπητοί μου, απιστίας. Εκείνης της κατακριτέας και της κολασίμου απιστίας. Τι είναι απιστία; Λέγει πάλι ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: «Ἀπόστασις οὖσα τῆς πίστεως». «Το να απέχεις, το να έχεις μία απόσταση από την πίστη». Και πάλι ο ίδιος λέγει: «Τὸ μὲν ἀπιστεῖν τῇ ἀληθείᾳ θάνατον φέρει». Βεβαίως. «Το να απιστείς εις την αλήθεια και να επιμένεις να απιστείς εις την αλήθεια, αυτό θα σου φέρει θάνατον». Και λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τὸ ἀπιστεῖν ἀμετανόητα, κόλασις ἐστιν». «Το να απιστείς επιμένοντας και χωρίς να μετανοείς, αυτό για σένα παρασκευάζει κόλασιν». Είναι φοβερό πράγμα, αγαπητοί, η παραμονή στην απιστία και η μη δυνατότητα πίστεως. Είναι τόσο φοβερό και τόσο βασανίζεται ο άνθρωπος…
Έχω ένα φίλο, ο οποίος διάβασε κάποτε στα νεανικά του χρόνια αρνητική φιλολογία και του κατέστρεψε την πίστη, ό,τι διάβασε. Καλό παιδί ήταν. Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να πιστέψει. Μου ‘γραφε κάποτε ένα γράμμα και να λέει… έλεγε εκεί: «Θεέ μου, σε παρακαλώ –σχήμα:- πάρε με από το αυτί και οδήγησέ με στην πίστη, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω». Το ζητούσε και δεν μπορούσε. Είχα μια δασκάλα, σε ένα μουσικό όργανο. Ζει αυτή η γυναίκα. Ενενήντα τόσο ετών είναι. Πάρα πολύ μορφωμένη. Με γλώσσες, με μόρφωση ποικίλη. Και όμως αυτή η γυναίκα μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να πιστέψει. Θυμάμαι, μου είχε πει κάποτε για τον καθηγητή τον Καρμίρη, τον Γιάννη Καρμίρη, τον μακαρίτη, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μακαρίτης, Ακαδημαϊκός: «Θέλω να τον ρωτήσω κάποια φορά, να του πω, μα εσύ πιστεύεις αυτά τα πράγματα, ολόκληρος καθηγητής και ολόκληρος Ακαδημαϊκός;». Δεν μπορούσε να πιστέψει. Και δεν μπορεί μέχρι σήμερα να πιστέψει. Είναι φοβερό!
Όπως είναι μυστήριον η πίστις, επιτρέψατέ μου να πω, έτσι μυστήριον είναι και η απιστία. Και δεν το αποκαλώ εγώ μυστήριον το θέμα της απιστίας. Ο Απόστολος Παύλος το αποκαλεί και το λέει αυτό για τον λαό του, τους Εβραίους. «Μυστήριον», λέει, «είναι η απιστία του λαού αυτού». Είναι μυστήριον. Είναι, λοιπόν, πολύ φοβερό πράγμα να μένει κανείς στην απιστία. Είναι κάτι περισσότερο από δαιμονικό! Σας είπα, κάτι περισσότερο. Γιατί; Διότι τα δαιμόνια και πιστεύουν και φρίττουν πιστεύοντα, όπως μας λέγει ο άγιος Ιάκωβος, ο Αδελφόθεος. Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι όχι μόνον υπαρκτός, αλλά και αληθής. Πιστεύουν τα δαιμόνια στην αιωνία δική των καταδίκη. Ακόμη… τι έλεγαν μάλιστα, θυμηθείτε εκεί που… «Ήλθες», λέει, «προ της ώρας μας, προ καιρού -διά στόματος Γεργεσηνού-ήρθες να μας βασανίσεις προ καιρού». Ποιος είναι αυτός ο βασανισμός; «Να μας στείλεις εις την κόλαση;». Διότι στην κόλαση δεν είναι ακόμη οι δαίμονες. «Γι’αυτό, επίτρεψε», λέει, «να πάμε στους χοίρους».
Έτσι ο άπιστος είναι χειρότερος και από τον δαίμονα. Και εμφανίζεται η απιστία, η δαιμονική αυτή απιστία, με τα εξής γνωρίσματα: Καταρχάς, σαν διαστροφή της αληθείας. Διαστροφή της αληθείας. Από μια δαιμονική διάθεση. Ξέρετε οι δαίμονες μας βάζουν να απιστούμε, οι ίδιοι δεν απιστούν. Παρά την πληροφόρηση που μπορούμε να έχομε και την κατανόηση που μπορούμε να έχομε, εμείς επιμένομε, από μια δαιμονική διάθεση, όπως σας είπα, επιμένομε να διαστρέφομε την αλήθεια. Τέτοιοι υπήρξαν οι αρχιερείς, οι Φαρισαίοι, οι Γραμματείς, οι νομικοί. Όταν επί παραδείγματι, μιλούσε ο Κύριος, ξέρετε τι έλεγαν; «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια». Αυτό δεν είναι διαστροφή της αληθείας; Θέλετε ακόμη; Όταν πήγαν οι στρατιώται, οι στρατιώται και είπαν: «Ἀνεστήθη ὁ Ἰησοῦς» -τρομερό πράγμα!- τους είπαν: «Σουτ! Πάρτε λεφτά και πείτε ότι δεν ανεστήθη». Πέστε μου, αυτό είναι ή δεν είναι δαιμονική διαστροφή της αληθείας; Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να πιστέψει ποτέ; Ακούστε. Ποτέ. Γιατί; Διότι εβλασφήμησε κατά του Αγίου Πνεύματος. Είναι μία μορφή βλασφημίας κατά του Αγίου Πνεύματος.
Ακόμη, η φοβερή αυτή απιστία εμφανίζεται σαν κακοπιστία. Κατά το «Οὐ μὲ πείσεις, κἂν μὲ πείσῃς». «Κι αν ακόμη με πείσεις, εγώ θα μένω στην απιστία μου». Πρόκειται, ακόμη, για μια εγωιστική επιμονή. Πραγματικά εγωιστική επιμονή. Ακόμη, μπορεί κανείς να κινείται στον χώρο της απιστίας από συμφέροντα. Γιατί σου λέει: «Αν ομολογήσω, χάνω κάποια συμφέροντα». Εννοείται, εδώ έχομε μια μυωπική θεώρηση των πραγμάτων. Ωστόσο ακούστε τι έλεγαν οι Φαρισαίοι στο Συμβούλιο που κάνανε και οι αρχιερείς, τι να κάνουν με τον Ιησού. «Πολλά θαύματα», λέγουν, «κάνει, τι θα γίνομε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, τι θα γίνει; «Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτόν (:εάν τον αφήσομε) οὕτω (:έτσι να πράττει), πάντες πιστεύσουσι εἰς αὐτόν (:όλοι θα πιστέψουν εις αυτόν). Καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι -ήταν υπό ρωμαϊκήν κατοχήν- καὶ ἀροῦσι ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος». Γιατί κύριοι, θα σας πολεμήσουν οι Ρωμαίοι εάν πιστεύσετε εις τον Ιησούν; Επειδή θα προεβάλλετο βασιλιάς; Και θα αντέλεγε εις τον Καίσαρα; Δεν είναι αυτό. Γιατί ο Χριστός δεν ήρθε να γίνει βασιλιάς εδώ. Βασιλιάς των καρδιών μόνον. Όχι επίγειος βασιλιάς. Τι φοβόσαστε; Τι φοβόσαστε; Κι ακόμη, εάν ήταν αληθινός Μεσσίας, δεν θα κατετρόπωνε τους Ρωμαίους; Και θα ελεύθερωνε τον λαό Του, το έθνος Του; Τι φοβόσαστε; Αλλά απλούστατα, όλοι αυτοί, με την παρουσία των Ρωμαίων ζούσανε μια χαρά, είχαν χρήματα, ήτανε φίλοι –όπως λέγαμε Γερμανόφιλοι, Ιταλόφιλοι, που λέγαμε κάποτε εμείς στην Κατοχή- έτσι και εδώ, ήσαν Ρωμαιόφιλοι. Είχαν συμφέροντα. «Τα συμφέροντα μας αυτά, αν Τον αποδεχθούμε, θα τα χάσομε». Φοβερό πράγμα…
Εάν ακόμη εμφανίζεται η απιστία… πώς λέτε; Σαν ψυχολογία της μάζης. Ποια είναι αυτή η ψυχολογία της μάζης; Εκείνη που εμφανίζεται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, γιατί το κόμμα δεν πιστεύει. Δεν πιστεύω κι εγώ. Γιατί το κόμμα δεν πιστεύει. Ή γιατί είναι μόδα σήμερα να μην πιστεύομε. Και να μην αναφέρομε το όνομα του Ιησού Χριστού. Πράγμα που δείχνει ανωριμότητα προσωπικότητος, επιπολαιότητα, γιατί όχι και βλακεία;
Ακόμη υπαγορεύει την απιστία ο διεφθαρμένος βίος. Μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο 3ο κεφάλαιο: «Ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Βαθύτερο ψυχογράφημα δεν θα μπορούσε να γίνει, απ’ αυτό που μας καταθέτει ο ευαγγελιστής Ιωάννης.
Αγαπητοί, δεινόν η απιστία. Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, όπου ο πλούσιος εζήτησε από τον Αβραάμ να σταλεί ο Λάζαρος, δηλαδή να αναστηθεί ο Λάζαρος και να τον δουν τ’ αδέλφια του, είχε, λέει, πέντε αδέλφια και να τους πει: «Ξέρετε τι φοβερός είναι ο Άδης, ξέρετε ο αδελφός σας είναι στον Άδη και βασανίζεται… γιατί άμα δουν νεκρό θα πιστέψουν». «Ω παιδάκι μου», του λέει ο Αβραάμ, «ούτε αν αναστηθεί νεκρός, θα πιστέψουν! Έχουν τις Γραφές. Δεν πιστεύουν στις Γραφές; Κι ανάστασις νεκρού να γίνει, δεν θα πιστέψουν». Θα πουν… «νεκροφάνεια», θα πουν… «πνευματιστικόν φαινόμενον», θα πουν… δεν ξέρω τι θα πουν. Δεν θα πιστέψουν.
Η απιστία του Θωμά διορθώθηκε επειδή δεν ήταν από κακοπιστία, ούτε από πονηρή διάθεση. Γι’αυτό ήταν καλή η απιστία του, όπως προηγουμένως είπαμε! Μάλιστα λέει ένα Κεκραγάριο: «Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν». Δεν βρέθηκε μαζί με τους άλλους δέκα, «οἰκονομικῶς». Τι θα πει «οἰκονομικῶς»; Το οικονόμησε η αγάπη του Θεού να λείπει, να δείξει την απιστία αυτή, ώστε η απιστία αυτή να εξασφαλίσει την πίστη των μελλοντικών πιστών μέσα εις την Ιστορία. Έτσι η πίστις και η απιστία εξαρτάται από την κακή ή την αγαθή διάθεση της προαιρέσεως του ανθρώπου. Η πίστις σαν άκτιστη ενέργεια, έρχεται έξωθεν, έρχεται από τον Θεό. Γίνεται ή δεν γίνεται αποδεκτή από τον άνθρωπο, εάν η προαίρεσίς του είναι αγαθή ή είναι κακή. Όταν γίνει αποδεκτή, τότε ανακλάται ως πίστις του ανθρώπου, πίσω στον Θεό. Είναι άκτιστη ενέργεια.
Ωστόσο, εμείς που ζούμε είκοσι αιώνες μετά τον Θωμά, είμεθα μακαριότεροι εκείνου. Το είπε ο Χριστός: «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Όταν εμείς πιστέψαμε στο κήρυγμα και στη μαρτυρία των Αποστόλων, είμεθα μακαριότεροι εκείνων που είδαν και άκουσαν και ψηλάφησαν τον Αναστάντα Κύριον. Είδατε τον Απόστολο σήμερα, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, που λέει: «Εκείνον που ψηλάφησαν τα χέρια μας, είδαμε, ακούσαμε». Πήραμε την μαρτυρία τους. Πάντως ευχαριστούμε τον Θεό, που οικονομικά επέτρεψε την απουσία του Θωμά, για να έχομε εμείς βεβαιοτέρα την Ανάσταση. Έτσι κι εμείς μαζί με τον Θωμά αναφωνούμε στον αναστάντα Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_599.mp3
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ[:Ιω.20,19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-5-2000]
(Β413)
Οφείλομε χάριτες, αγαπητοί μου, εις τον Απόστολον του Χριστού, Θωμάν, γιατί χάρις σε μια δική του φυσική δυσπιστία, η θεία πρόνοια επεφύλαξε άλλη μια βαρυσήμαντη μαρτυρία για την Ανάστασιν του Χριστού.
Είναι γνωστή η περιπέτεια του Θωμά. Ο Θωμάς απεγοητεύθη μετά την καταδίκη του Διδασκάλου σε θάνατον. Έτσι, απεχωρίσθη από τον όμιλο των συμμαθητών του και απεχώρησε. Ίσως πήγε σπίτι του. Βαρύ πράγμα η απογοήτευσις και η διάψευσις των ελπίδων. Γιατί μετά τον θάνατον του Ιησού, όλα τέλειωσαν, όλα έσβησαν. Γι’ αυτόν, εννοείται. Κάθε άνθρωπος μπορεί να απογοητευθεί, όλοι μας. Δεν υπάρχει άνθρωπος που κάποια στιγμή δεν μπορεί να τον καταλάβει η απογοήτευση. Και όπως λέγεται, ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αλλά η ελπίδα στον Θωμά ήδη είχε και αυτή πεθάνει. Σ΄αυτούς τους τύπους που η ελπίδα πεθαίνει, είναι σαν να έχει πεθάνει και ο Θεός…
Η είδησις όμως ότι ο Ιησούς ανεστήθη, διέτρεξε όλη την χώρα. Αστραπιαία σε όλη τη χώρα. Ο Θωμάς, βέβαια, την άκουσε την είδηση της Αναστάσεως, αλλά δεν την επίστευσε. Ωστόσο έκανε τον κόπο να επιστρέψει εις το υπερώον που ήσαν οι συμμαθηταί του να δει τι κάνουν. Τους βρήκε χαρούμενους, πολύ χαρούμενους. Γιατί ζούσαν σαν πραγματικότητα την είδηση ότι ο Διδάσκαλος ανεστήθη. Εκείνος, όμως, έμενε εις την δυσπιστία του. Του έλεγαν οι άλλοι: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». «Έχομε δει τον Κύριον». Εκείνος, όμως, αντέτεινε σ’ αυτούς, εκείνο το γνωστόν: «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω».
Αυτές δε οι επαναλήψεις όπως διετυπώθη ο λόγος του Θωμά, εκείνο το «ἴδω», «βάλω τόν δάκτυλόν μου», ξανά, «βάλω το χέρι μου», όλα αυτά δείχνουν μία τρανταχτή απιστία εις την Ανάσταση του Χριστού. Δεν επίστευε ούτε τους συμμαθητάς του. Θα του έλεγαν ψέματα; Δεν τους επίστευε. Το κεφάλι του, το μυαλό του, η διάνοιά του, δεν μπορούσε να χωρέσει το γεγονός ότι ο Κύριος ανεστήθη. Μα δεν θυμήθηκε τόσες φορές που ο Κύριος είπε ότι θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα;
Αλλά γιατί αυτό μόνον δια τον Θωμά; Μήπως οι άλλοι μαθηταί το θυμήθηκαν αυτό; Ενώ επανειλημμένως ο Κύριος, μια τελευταία φορά που ανέβαιναν προς τα Ιεροσόλυμα, τους πήρε ιδιαιτέρως και τους είπε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, θα υψωθεί, -δηλαδή θα σταυρωθεί-» κ.λπ. κ.λπ. Περίεργο, τον λόγον αυτόν τον θυμήθηκαν ποιοι λέτε; Οι αρχιερείς, οι εχθροί του Ιησού. Γιατί; Πήγαν και είπαν στον Πιλάτο: «Εκείνος ο πλάνος είχε πει ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Λοιπόν, επίτρεψε να ασφαλιστεί το μνημείον, να σφραγισθεί, να φυλαχθεί από στρατιώτες» κ.λπ. Αυτοί το θυμήθηκαν. Και μάλιστα έκαναν και σχόλιο επάνω σ’ αυτό. «Για να μη γίνει», λέει, «ἡ ἐσχάτη πλάνη –δηλαδή ότι ανεστήθη– χείρων τῆς πρώτης(:χειρότερη από την πρώτη)». Ποια ήταν η πρώτη πλάνη; Ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Αυτοί όλα τα θυμήθηκαν.
Κάποτε ρώτησαν: «Ποια μάτια είναι εκείνα που βλέπουν καλύτερα; Τα μαύρα; Τα γαλανά μάτια;». Και πήραν την απάντηση: «Τα φθονερά μάτια βλέπουν πάρα πολύ καλά». Εξετάζουν στον εχθρόν, στον φθονούμενον, εξετάζουν κάθε του κίνηση. Εδώ είναι τώρα το σπουδαίο.
Ωστόσο, ο Απόστολος Θωμάς υπέπιπτε σε δύο βασικά λογικά λάθη· τα οποία πρέπει να έχομε υπόψιν μας, γιατί λίγο πολύ όλοι πέφτομε ή πολλοί, εν τοιαύτη περιπτώσει, πέφτουν σ’ αυτά τα δύο λογικά λάθη. Το πρώτο λογικό λάθος είναι ότι ο Θωμάς νόμιζε ότι πραγματικότης είναι παν ό,τι υποπίπτει εις τας αισθήσεις. «Το είδα; Είναι πραγματικό. Το έπιασα; Είναι πραγματικό. Το άκουσα; Είναι πραγματικό». Εδώ συναντάμε τον ορθολογιστικό τύπο ανθρώπου. Ορθολογιστικόν τύπον. Δεν δέχεται ό,τι δεν περνά από τις πέντε αισθήσεις. «Τότε θα δεχθώ κάτι, όταν το πιάσω, το ακούσω κ.τ.λ.» ό,τι σας είπα. Αυτό πώς λέγεται; Αισθησιοκρατία. Είναι πολλοί οι αισθησιοκράται. Ότι «τίποτα δεν υπάρχει», λέει, «εις την διάνοιαν, παρά μόνον ό,τι πέσει, παρά μόνον ό,τι φθάσει διαμέσου των αισθήσεων». Το έχομε μάθει και στο σχολείο μας αυτό. Και όμως, ακόμη και σ’ αυτόν τον κόσμον του επιστητού, αυτός που είναι γύρω μας, υπάρχουν πραγματικότητες που δεν περνούν από τις αισθήσεις, προκειμένου να λάβει γνώση ο νους. Δεν περνούν. Θα πούμε ότι αυτές είναι ανύπαρκτες; Είναι φανταστικές; Λοιπόν, θα σας πω έτσι για ένδειξη κάνα δυο τρία πραγματάκια.
Το άτομον της ύλης, γενικότερα, το ηλεκτρόνιο, αυτά δεν τα έχομε δει. Μη σας κάνει εντύπωση. Το ηλεκτρόνιο δεν το έχομε δει. Μόνο από τη συμπεριφορά του το κρίνομε. Το άτομο δεν το έχομε δει. Το άτομο της ύλης είναι τόσο μικρό. Δεν το έχομε δει. Μόνον από τη συμπεριφορά κρίνομε την ύπαρξη του ατόμου. Και πολύ περισσότερο τα λεγόμενα «υπατομικά στοιχεία». Ακόμη, η ίδια η δομή του ατόμου μας είναι άγνωστη. Απόδειξις; Υπάρχουν διάφορες θεωρίες γύρω από τη δομή του ατόμου. Οι ακτίνες Χ, λέγω αυτές, γιατί, ε, τουλάχιστον μία φορά θα πήγαμε στον γιατρό να μας ακτινογραφήσει. Είδατε πουθενά εσείς αυτές τις ακτίνες Χ; Κι όμως, έχομε κι άλλες αόρατες ακτίνες, οι λεγόμενες «κοσμικές ακτίνες». Αυτές που έρχονται από τον έξω κόσμο. Φερειπείν από τον ήλιον, όταν είναι στην πλευρά εκείνη -κι αυτό συμβαίνει κάθε ένδεκα χρόνια- που έχομε τις λεγόμενες «κηλίδες», που είναι στον ήλιο. Αυτές προξενούν μία κοσμική ακτινοβολία. Και είναι και αρκετά επικίνδυνη αυτή η κοσμική ακτινοβολία. Ωστόσο, δεν την βλέπομε αυτήν την κοσμικήν ακτινοβολία.
Ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα, που φθάνει στο ραδιόφωνό μας, το βλέπομε; Ή στην τηλεόρασή μας. Βλέπομε αυτό το κύμα; Ασφαλώς δεν περνάει από τις αισθήσεις μας. Ούτε από τα μάτια μας, ούτε από τα αυτιά μας, ούτε μετά θορύβου έρχεται κ.τ.λ. Εντούτοις, όμως, είναι πραγματικότης αυτό. Διότι την αποκάλυψη της παρουσίας ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος την έχομε δει από το ραδιόφωνο. Τι κάνει το ραδιόφωνο; Αποκαλύπτει εκείνο που δεν πέφτει στις αισθήσεις μας. Το ίδιο και μια εικόνα της τηλεοράσεως. Εάν, λοιπόν, στοιχεία, έτσι απλώς, από τον γνωστό μας κόσμο σας είπα, ενδεικτικά αυτά τα παραδείγματα, εάν, λοιπόν, στοιχεία του κόσμου του επιστητού, -αυτόν που τον βλέπομε τον κόσμον, τον ζούμε, είμεθα βυθισμένοι μέσα εις αυτόν τον κόσμον- δεν γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων, πόσο περισσότερο μία μεταφυσική πραγματικότης; Πόσο περισσότερο;
Θυμηθείτε, εδώ και πολλά χρόνια πίσω, ο πρώτος αστροναύτης, ο Γκαγκάριν, επήγε… ε, επήγε στο διάστημα. Όταν γύρισε, ξέρετε τι είπε; «Δεν είδα», λέει, «πουθενά τον Θεό!». Τι θα λέγαμε; Θα λέγαμε … αφέλεια που εγγίζει την μωρίαν. Έμεινε παροιμιώδης η περίπτωση. «Δεν είδα», λέγει, «πουθενά τον Θεό»…
Έχομε όμως και το δεύτερο λογικό λάθος, στο οποίον υπέπεσε ο Απόστολος κι εμείς υποκείμεθα εις αυτήν την πτώσιν. Είναι αυτό που διατύπωσε ο ίδιος ο Θωμάς. «Ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ μὴ πιστεύσω». «Εάν δεν δω, δεν θα πιστέψω». Εδώ έχομε, αν το αντιλαμβάνεστε, μια λογική αντίφαση. «Πιστεύω» σημαίνει ότι «δέχομαι κάτι που δεν έχει υποπέσει εις τις αισθήσεις μου».
Αντίθετα, όταν γνωρίσω κάτι, τότε περιττεύει η πίστις, να το πιστέψω. Γιατί απλούστατα η γνώσις καταργεί την πίστιν. Έχω κλειδιά μέσα στην τσέπη μου. Είναι ένα παράδειγμα που το έχω πει πάμπολλες φορές. Δεν πειράζει να το λέω και το ξαναλέω. Σε σας το έχω πει πολλές φορές. Τα βλέπετε; Όχι. Πιστεύετε ότι έχω κλειδιά στην τσέπη μου; Μπορεί να πει άλλος «Ναι», άλλος να πει «Όχι, δεν πιστεύω». Βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου και σας τα δείχνω. Τώρα, θέλετε δεν θέλετε, όχι το πιστεύετε, αλλά τώρα το γνωρίζετε. Γιατί απλούστατα η γνώσις καταργεί την πίστιν. Παύω πια να πιστεύω ότι έχετε σεις στην τσέπη σας κλειδιά. Τώρα το γνωρίζω κι εγώ. Γιατί τα βλέπω.
Εκείνα που γνωρίζομε, σε σχέση με εκείνα που δεν γνωρίζομε, πρέπει να σας πω, είναι ελάχιστα. Ναι, ναι! Αυτό πρέπει να το πάρομε απόφαση, για να είμεθα πραγματισταί. Είναι πάμπολλα πάμπολλα! Το μεγαλύτερο ποσοστό, το 98, το 99, το 99,1, το 99,9 -ας μην προσδιορίσω- είναι γύρω μας και μέσα μας ένας άγνωστος, άγνωστος κόσμος. Κάτι πάρα πολύ λίγο μπορούμε να γνωρίζομε. Και εφόσον είναι δυνατόν να το γνωρίσομε. Κάτι που ανήκει εις την μεταφυσική, δεν μπορούμε να το γνωρίσομε.
Λέγει ο Απόστολος Παύλος τα εξής. Είναι στο 13ο κεφάλαιο, στην Α΄προς Κορινθίους, εκεί που μιλάει για την αγάπη. Λέει: «Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». «Βλέπομε», λέει- προσέξτε εδώ- «ἐν ἐσόπτρῳ». Μέσω ενός καθρέπτου. Δηλαδή να σας πω, να τοποθετηθώ. Έχω μόνον έναν καθρέπτη εδώ και βλέπω τι γίνεται από πίσω μου. Αυτό θα πει «ἐν ἐσόπτρῳ». Και βλέπω αινιγματωδώς. Εάν αυτός ο καθρέπτης είναι κοίλος κ.λπ., θα δω τα αντικείμενα που είναι πίσω μου, όπως είναι πραγματικά; Ή θα τα δω αλλιώτικα, με άλλο σχήμα; «Θα δω», λέει, «τότε, το πρόσωπον, τίνος; Του Χριστού· προσωπικά εγώ, με το δικό μου το πρόσωπο, θα δω Εκείνον». Τώρα; Εν αινίγματι βλέπομε. Εν αινίγματι. Θα έλεγα, με την εικόνα εδώ, αινιγματωδώς βλέπομε τον Χριστό. Και τόσα άλλα πράγματα. Ακόμα, αν θέλετε, και την Θεία Του Πρόνοια. Όσο κι αν είναι φανερή, κι αυτή, κατά κάποιο τρόπο, την βλέπομε αινιγματωδώς.
Για να μη νομισθεί μόνον ότι ήταν κάτι που το είπε ο Απόστολος Παύλος αυτό, το είχε πει και ο Πλάτων! Είναι γνωστό το «σπήλαιον του Πλάτωνος». Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό. Επιτρέψατέ μου κάτι να πω. «Ο άνθρωπος», λέει, «μοιάζει σαν να είναι μέσα σε ένα σπήλαιο. Αδυνατεί να γυρίσει το πρόσωπό του προς το άνοιγμα του σπηλαίου. Πάντα βλέπει στο βάθος του σπηλαίου. Αδύνατον να δει προς το άνοιγμα. Τότε», λέγει, «παρελαύνουν έξω από το στόμιον του σπηλαίου, παρελαύνουν τα αντικείμενα. Υπάρχει», λέγει, «μία φωτιά· η οποία ρίπτει τις ακτίνες της επάνω στ’ αντικείμενα, των οποίων αντικειμένων οι σκιές προβάλλονται εις το βάθος του σπηλαίου. Ο άνθρωπος, που πάντα είναι στραμμένος προς το βάθος του σπηλαίου, τι βλέπει; Βλέπει τα αντικείμενα; Όχι. Τι βλέπει; Βλέπει τις σκιές των αντικειμένων». Είναι πάρα πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Πλάτωνος.
Στον κόσμον αυτόν, αγαπητοί μου, δεν ξέρομε την φύσιν των όντων. Ό,τι και να πούμε, ό,τι και να κάνομε. Λέμε, φερειπείν, «Αυτό είναι πράσινο». Αν βάλω πράσινα γυαλιά…, βεβαίως το βλέπω πράσινο. Λέμε, «Ένα αντικείμενο είναι κόκκινο». Αν βάλω κόκκινα γυαλιά…- δηλαδή οι αισθήσεις μάς εξαπατούν. Ή, αν θέλετε, δεν επαρκούν, για να μας φανερώσουν όλα τα πράγματα που υπάρχουν.
Αυτά, λοιπόν, που είπε ο Απόστολος Θωμάς, ήταν κι αυτό ένα λάθος, αυτό που κάνομε κι εμείς καθημερινά. Ξέρετε ότι… -με συγχωρείτε, σήμερα λιγάκι τα πράγματα τα πήρα δεν ξέρω πώς- ένα πρόβλημα είναι το γνωσιολογικό εις την επιστήμη; Ένα πρόβλημα πρακτικώς ε, εφικτόν. Απόλυτα; Αδύνατον. Δηλαδή να μπορούμε να γνωρίσομε τα πράγματα, τα αντικείμενα, στη δομή τους, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Πώς βλέπομε; Πώς κρίνομε; Λέγεται «γνωσιολογικόν πρόβλημα». Γιατί δεν μπορούμε εύκολα να προσεγγίσομε το θέμα. Έχομε πολλές μετρήσεις, αν το θέλετε, κάποιοι που ασχολούνται, πολλές μετρήσεις, να βγάλομε κάποια συμπεράσματα κ.τ.λ. κ.τ.λ., να βγάλομε ένα διάγραμμα, αλλά πάντοτε θα υπάρχει το πρόβλημα πώς βλέπομε.
Υπάρχει, όμως, και η αναγκαιότητα της πίστεως. Υπάρχει. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτος λόγος: Ο νους είναι πεπερασμένος. Και επί των θεμάτων του επιστητού, της Επιστήμης, αλλά πολύ περισσότερο στα μεταφυσικά προβλήματα, στα μεταφυσικά θέματα. Δεν είναι δυνατόν ο νους μας όλα αυτά να τα χωρέσει. Διδασκόμεθα στο σχολείο, επί παραδείγματι, για πράγματα αισθητά και τα αποδεχόμεθα με την πίστη στον διδάσκοντα. Μας κάνει Γεωγραφία, ένα παράδειγμα από την εποχή εκείνη θυμάμαι, τα σχολικά χρόνια. Και μας λέει ο καθηγητής ότι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας είναι το Τόκιο. «Κύριε καθηγητά, δεν το πιστεύω». Και μου λέει: «Πήγαινε στην Ιαπωνία να εξακριβώσεις ότι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας είναι το Τόκιο». Πέστε μου, πόσες χιλιάδες χρόνια πρέπει να ζει ο κάθε άνθρωπος, πηγαίνοντας να διαπιστώνει ανά πάσα στιγμή εκείνα τα οποία διδάσκεται, για να τα εξακριβώσει, γιατί δεν είναι δυνατόν να τα πιστέψει; Ορίστε…
Όλος ο όγκος της γνώσεως που υπάρχει και που αναφέρεται στην Επιστήμη, στηρίζεται εις την πίστιν. Ναι. Θα με διδάξει ο καθηγητής μου εκείνα τα οποία δεν θα μπορώ να ιδώ. Τα έχουν δει άλλοι, τα έχουν μελετήσει άλλοι, τα έχουν μετρήσει άλλοι. Μόνο ένα μικρό μέρος ανήκει στην πειραματική ή στην εμπειρική μας γνώση. Πολύ μικρό μέρος.
Δεύτερον, γιατί είναι αναγκαία η πίστις. Η γνώσις καταργεί την ελευθερία. Το σκεφθήκατε αυτό ποτέ; Ενώ η πίστις την περισώζει. Τι; Την ελευθερία; Μάλιστα. Λέμε: «Ένα συν ένα, ίσον δύο». Σας παρακαλώ, μπορείτε να το αρνηθείτε αυτό; Ότι ένα και ένα κάνει δύο; Δεν μπορείτε. Γιατί δεν μπορείτε; Γιατί ένα και ένα κάνει δύο! Ο νους μου έτσι με πληροφορεί. Άρα, λοιπόν, η ελευθερία μου καταργήθηκε σ’ αυτήν την γνώσιν 1+1=; Βάζω ένα ερωτηματικό. Ίσον; Αλλά θα το δεχθώ, είτε το θέλω, είτε δεν το θέλω. Ότι 1+1=2.
Γράφει ο Θεόφιλος Αντιοχείας… έχει πολύ ωραία πράγματα ο Θεόφιλος Αντιοχείας. Στην πρώτη του επιστολή προς Αυτόλυκον τα εξής: «Ἀλλὰ ἀπιστεῖς; – Γράφει στον Αυτόλυκον-. Ὅταν ἔσται (:Όταν θα είναι), τότε πιστεύσεις θέλων καί μή θέλων(:όταν θα δεις την πραγματικότητα, τότε θα πιστέψεις, είτε το θέλεις, είτε δεν το θέλεις. –Ακούσατε;). Καὶ ἡ πίστις σου εἰς ἀπιστίαν λογισθήσεται (:και αυτό που πίστεψες μέχρι εκείνη την ώρα, θα λογαριαστεί για σένα ως απιστία) ἐὰν μὴ νῦν πιστεύσης (:εάν τώρα δεν πιστεύσεις)». Φερειπείν, μπορείτε να λέτε ότι πιστεύω, όταν σας έδειξα τα κλειδιά που είχα στην τσέπη μου; Τώρα τα βλέπετε. Πάει η πίστις. Δεν υπάρχει.
Ενώ λέμε: «Ο Θεός είναι Τριαδικός». Τι σημαίνει αυτό; Ένα συν ένα συν ένα, τι; Όχι ίσον τρία. Ίσον ένα. 1+1+1=1. Αυτό τώρα είναι για μια στιγμή ανάποδο στο μυαλό μου. Είναι αντιλογικό. 1+1+1=1; Αυτό είναι ο Άγιος Τριαδικός Θεός, αγαπητοί μου. Ένας είναι ο Θεός. Τρία τα πρόσωπα. Έτσι αυτό ανήκει στον χώρο της… τον μυστικόν χώρον, τον πνευματικό, τον μεταφυσικόν χώρον. Ώστε, λοιπόν, έχω ανάγκη της πίστεως. Και αν το θέλετε, εκείνα τα οποία λέμε «επιστημονική θεωρία» -θεωρία!- δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα επιστημονικό πιστεύω. Για να ‘ρθει μία άλλη θεωρία, πληρεστέρα ίσως και να απορρίψει την πρώτη. Ή αν θέλετε, να έρθει πλήρης η αλήθεια και τότε δεν χρειάζομαι πια θεωρίες· έχω την επιστημονικήν αλήθειαν. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ θεωρίας επιστημονικής και αληθείας επιστημονικής. Εκεί δε, είναι γνωστό, σ’ αυτές τις θεωρίες, ως επί το πλείστον βρίσκεται το οικοδόμημα όλης της Επιστήμης και της γνώσεως. Εξάλλου, εάν η νόησις και η εμπειρία είναι ένας τρόπος υπάρξεως, αλλά και η πίστις ομοίως είναι και αυτή ένας τρόπος υπάρξεως.
Αυτά όλα ειπώθηκαν, αγαπητοί, στην αγάπη σας, με την αφορμή του Θωμά, που ήθελε να πληροφορηθεί την Ανάσταση του Χριστού με την βοήθεια των αισθήσεων. «Εάν δεν βάλω το δάχτυλό μου, δεν πιστεύω». Γι΄ αυτό ο Κύριος απήντησε εις τον Θωμά: « Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Αυτό, ότι «με είδες, γι’αυτό επίστευσες», ξέρετε τι είναι αυτό; Μία απάντησις επίπληξης. «Α, επειδή με είδες, γι’αυτό το πιστεύεις, ε; Και σε διορθώνω: Να γίνεις πιστός. Και να μην είσαι άπιστος. Μη στηρίζεσαι μόνον εις τις αισθήσεις σου».
Αλλά ο Θωμάς ήταν, αγαπητοί μου, καλοπροαίρετος άνθρωπος. Εξεπροσώπει εκείνους που δεν δέχονται εύκολα την πίστιν. Αλλά τίθεται το ερώτημα: Για να γίνει ο Θωμάς μαθητής του Χριστού, δεν χρειάστηκε στο ξεκίνημά του την πίστη; Σίγουρα ναι. Πολλοί, σήμερα, Χριστιανοί μας, δεν δέχονται εύκολα την ανάσταση των νεκρών. Ένα άλλο παράδειγμα αυτό. Παρότι πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού. Αν κάνω εδώ ένα δημοψήφισμα θα δείτε ότι είναι πολλοί, οι οποίοι δυσκολεύονται να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών. Ενώ πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Παύλος, με πολλά επιχειρήματα θα καταγράψει εις τους Κορινθίους, που εδέχοντο μεν την Ανάσταση του Χριστού, δεν εδέχοντο, όμως, την ανάσταση των νεκρών. Και θα τους πει: «Ἀγνωσίαν Θεοῦ τινὲς ἔχουσι». Πού ήταν η αγνωσία; Στην δύναμη του Θεού. «Πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Το λέω για ντροπή σας», λέει ο Παύλος εις τους Κορινθίους.
Και για να ξαναγυρίσομε στο θέμα του Θωμά, ο Θωμάς ηξιώθη να πει τους μεγάλους εκείνους λόγους: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· που είναι ανώτεροι από την ομολογία του Ναθαναήλ. Οι Πατέρες λέγουν ότι τελικά ο Θωμάς… να σας πω, σε κάποια τροπάρια αναφέρεται έτσι, σε άλλα κάποια τροπάρια… χθεσινά, στον Εσπερινό, αλλιώτικα, ο Θωμάς φαίνεται ότι δεν τόλμησε να βάλει το δάχτυλό του εις τον τύπον των ήλων. Ούτε να ψαύσει, να ακουμπήσει το Σώμα του Χριστού, την πληγή στα πλευρά. Όχι. Τρόμαξε ο Θωμάς. Και είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Αγαπητοί, «οικονομικά», λένε οι Πατέρες, «έδειξε απιστία ο Θωμάς». Τι θα πει «οικονομικά»; Κατ’ οικονομίαν της Θείας Προνοίας. Ώστε να χαρακτηρίζεται από την Υμνολογία μας «καλή απιστία του Θωμά». Ακούσατε. Υπάρχει κακή και καλή απιστία; Η κακή είναι γνωστή. Αλλά υπάρχει και καλή απιστία; Ναι. Η καλή απιστία του Θωμά. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι του οφείλομε, όπως σας είπα και στην αρχή, ευγνωμοσύνη. Όπως, η απουσία του Θωμά αφήνει σε μας κάποια πρακτικά συμπεράσματα από την συμπεριφορά του. Να τ’ ακούσομε. Να μάθομε. Σε έναν πειρασμό της ζωής να μην ξεκόβομε από τον όμιλο των αδελφών. Όπως το έκανε ο Θωμάς. Και την έπαθε. Να χρησιμοποιούμε την εμπειρία και την πίστη των αδελφών. Σε θέματα, μάλιστα, πνευματικής ζωής. Να μην απομονούμεθα από τους αδελφούς· αδελφούς Χριστιανούς, εννοώ. Γιατί κινδυνεύομε να μας φάει ο λύκος διάβολος. Όπως συνέβη εις τον Ιούδα. Μετενόησε, λέει, μετεμελήθη, αλλά δεν πήγε να ζητήσει συγχώρεση από τον Χριστόν ο Ιούδας. Ή να βρει τους μαθητάς, τους συμμαθητάς του. Δεν πήγε. Και κατέληξε στην αυτοκτονία. Να είμεθα ανακοινωτικοί, όπου και όπως πρέπει. Όλα αυτά μας σώζουν. Και μη λησμονούμε ότι και οι άγιοι με τα λάθη τους μας διδάσκουν. Ευλογητός ο Θεός! Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_832.mp3
Εἴδησις πάντοτε νέα
«Καὶ ἀπεκρίθῃ Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτω· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 28)
ΟI ΜΑΘΗΤΑΙ, ἀγαπητοί, μέχρις ὅτου ζοῦσε ὁ Χριστός, εἶχαν πίστι καὶ ἐλπίδα σ’ αὐτόν. Πίστευαν καὶ ἤλπιζαν, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ βγῆ νικητὴς ἀπ’ ὅλες τίς περιπέτειες καὶ τὰ ἐμπόδια τῶν ἐχθρῶν του καὶ θὰ γίνῃ ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ ἡ δόξα του θὰ εἶνε πιὸ τρανὴ ἀπὸ τὴ δόξα ὅλων τῶν βασιλιάδων τοῦ κόσμου. Ἤλπιζαν ἀκόμα, καὶ ὅταν οἱ ἐχθροί του τὴν νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέσα στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανὴ τὸν συνέλαβαν, καὶ δεμένο σὰν νὰ ἦταν κακοῦργος τὸν ἔφεραν στὰ κριτήρια τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊάφα καὶ τοῦ Πιλάτου. Ἤλπιζαν, ὅτι στὸ τέλος μὲ κάποιο θαῦμα θὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ δεσμά, καὶ ἔνδοξος θὰ ἐπιστρέψῃ κοντά τους.
Ἀλλ’ ὅταν τὸν εἶδαν νὰ σταυρώνεται καὶ νὰ πάσχῃ σὰν νὰ ἦταν ὁ πιὸ ἀδύνατος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ὑποφέρῃ, νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ ἐξευτελίζεται ἀπ’ ὅλα τὰ καθάρματα τῆς κοινωνίας, τότε τρομαγμένοι ἔφυγαν καὶ κρύφτηκαν γιὰ νὰ μὴν τοὺς πιάσουν κι αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅταν ἔμαθαν ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ μόνο αὐτὸς ἔμεινε κοντά του μέχρι τέλους, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ «τετέλεσται» (Ἰωάν. 19, 30) καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του ἀναπνοὴ πάνω στὸ σταυρό. Οἱ μαθηταὶ τότε ἔχασαν κάθε ἐλπίδα. Τὸ ὄνειρό τους διαλύθηκε. Πάει πιά! Ἀπέθανε ὁ γλυκὺς Διδάσκαλος. Δὲν θὰ τὸν ἀκούσουν πιὰ νὰ διδάσκῃ καὶ νὰ λέη ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ ἔφερναν παρηγοριὰ στοὺς πονεμένους, φῶς στοὺς τυφλούς, δύναμι στοὺς ἀδυνάτους, λευτεριὰ στὶς σκλαβωμένες ψυχές, χαρὰ καὶ εὐτυχία ἀνείπωτη. Μόνο νὰ τὸν ἔβλεπες, ἔφτανε. Καὶ οἱ μαθηταὶ ὄχι μόνο τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν, ἀλλὰ τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔζησαν μαζί του σὰν παιδιὰ μὲ πατέρα. Τοὺς ἀγάπησε καὶ τὸν ἀγάπησαν. Ἀλλὰ τώρα δὲν ὑπάρχει πιά. Ἕνας κρύος τάφος θὰ τὸν δεχθῇ. Ἀπέθανε ὁ Διδάσκαλός τους. Ἀπέθανε ὁ Πατέρας τους. Καὶ τώρα αὐτοὶ μένουν ὀρφανοί, ἔρημοι καὶ ἀπροστάτευτοι. Ἐπάνω τους θὰ πέσῃ ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Σὰν πουλιά, ποὺ τὰ κυνηγάει τὸ γεράκι, τρέχουν καὶ κρύβονται. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τρέμουν, γιατί φοβοῦνται μήπως τοὺς ἀνακαλύψουν οἱ ἐχθροί. Ἔχασαν τὸ θάρρος τους.
Σ’ αὐτὴ τὴν ψυχολογικὴ κατάσταση βρίσκονταν οἱ μαθηταὶ ὕστερα ἀπὸ τὴ σταύρωσι. Ἀλλὰ νὰ κ’ ἔρχεται ἡ πρώτη εἴδησι. Εἴδησι, ποὺ κανεὶς δὲν τὴν περίμενε. Εἴδησι, ποὺ δὲν εἶνε σὰν τίς εἰδήσεις ποὺ ἀκούγονται καθημερινὰ ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο. Περίεργο καὶ ἀχόρταγο τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅλο καὶ θέλει ν’ ἀκούῃ καινούργιες εἰδήσεις, ποὺ ἀμέσως παλιώνουν. Ἀλλ’ ἡ εἴδησι, ποὺ ἀκούστηκε τὸ πρωὶ τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων», δηλαδὴ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, εἶνε μιὰ εἴδησι πού, ἂν καὶ πέρασαν ἀπὸ τότε 19 καὶ πλέον αἰῶνες, δὲν ἔχει παλιώσει. Οὔτε θὰ παλιώσῃ ποτέ. Πάντοτε θὰ ἀκούγεται σὰν μιὰ νέα εἴδησι, καὶ ἀναρίθμητα στόματα θὰ ἐπαναλαμβάνουν τὴν εἴδησι, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀκούστηκε ἐκεῖ, ποὺ ἦταν μαζεμένοι οἱ μαθηταὶ «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. 20, 19).
Γυναῖκα εἶνε ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος. Μαρία Μαγδαληνὴ τὸ ὄνομά της. Αὐτὴ ἔρχεται πρώτη καὶ φέρνει τὴν εἴδηση «Ἀνέστῃ ὁ Κύριος» (βλ. Ἰωάν. 20, 18). Καὶ δὲν εἶνε μόνο ἡ Μαρία, ποὺ ἔφερε τὴν εἴδηση αὐτή. Ὅλη τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς, κλεισμένοι μέσ’ στὸ σπίτι, ἀκοῦνε τὴν εἴδηση αὐτή. «Ἀνέστῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπαν καὶ οἱ ἄλλες μυροφόρες γυναῖκες (βλ. Ματθ. 28, 7-10). «Ἀνέστῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπαν καὶ ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας (βλ. Λουκ. 24, 34), ποὺ εἶχαν τὴν εὐτυχία τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας νὰ περπατήσουν μαζὶ καὶ νὰ καθήσουν στὸ ἴδιο τραπέζι. «Ἀνέστῃ ὁ Κύριος», τὸ εἶπε νωρίτερα ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔτρεξαν στὸ μνῆμα καὶ διαπίστωσαν, ὅτι ὁ τάφος εἶνε ἀδειανὸς (βλ. Ἰωάν. 20, 8). «Ἀνέστῃ ὁ Κύριος», τὸ φώναζαν καὶ οἱ ἄγγελοι (βλ. Ματθ. 28, 6).
«Ἀνέστῃ ὁ Κύριος». Τί συνταρακτική, ἀλλὰ καὶ τί χαρμόσυνη εἴδησι! Μοιάζει μὲ τὴν εἴδησι, ποὺ ἔρχεται σὲ καιρὸ πολέμου ἀπὸ τὸ μέτωπο, ὅπου ἠρωϊκὰ παιδιὰ τῆς πατρίδος πολεμοῦν τὸν ἐχθρό. Νίκησαν! ἀκούγεται ἡ χαρμόσυνη εἴδησι. Ὁ ἐχθρὸς φεύγει. Αἰχμάλωτοι πολλοί. Λάφυρα ἄφθονα… Πόση χαρὰ αἰσθανόμασταν οἱ παλαιότεροι, ὅταν στὴν ἐποχὴ τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ἀνοίγαμε τὰ ραδιόφωνα καὶ ἀκούγαμε, ὅτι ὁ στρατός μας νικᾷ τὸν ἐχθρό, ποὺ ἤθελε νὰ ὑποδουλώσῃ τὴν πατρίδα! Δάκρυα ἔτρεχαν ἀπὸ τὴ βαθειὰ συγκίνησι.
Ἀλλὰ ἀσυγκρίτως πιὸ μεγάλη χαρὰ πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε, ὅταν ἀκοῦμε τίς ἅγιες αὐτὲς μέρες το «Χριστὸς ἀνέστῃ». Γιατί ὁ Χριστός ἔδωσε τὴν πιὸ σκληρὴ ἀπὸ τίς μάχες, ποὺ ἔδωσαν ποτὲ βασιλιᾶδες καὶ στρατηγοὶ τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς πάλεψε μὲ τὸν πιὸ φοβερὸ ἐχθρὸ τῆς ἀνθρωπότητος, τὸν ἐχθρὸ ποὺ λέγεται θάνατος. Ποιός μπόρεσε νὰ νικήσῃ ποτὲ τὸ θάνατο; Ὁ θάνατος, τεράστιο θηρίο, ἀνοίγει τὸ πελώριο στόμα του καὶ καταπίνει ὅλους. Τὸ θάνατο μόνο ὁ Χριστὸς νίκησε. Ὁ «Χριστὸς ἀνέστῃ». Ἀπίστευτο σοῦ φαίνεται; Ἄκουσε τότε καὶ κάποιον, ποὺ σὰν κ’ ἐσένα δὲν πίστευε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Eἶνε ὁ Θωμᾶς. Ἀνέστῃ! τοῦ φώναζαν οἱ μαθηταὶ ποὺ Τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ βράδι τῆς Κυριακῆς νὰ περνάη ἀπὸ κλειστὲς πόρτες, νὰ στέκεται μπροστά τους καὶ νὰ τοὺς λέη «Εἰρήνη ὑμῖν». Δὲν τὸ πιστεύω, ἔλεγε ὁ Θωμᾶς. Θέλω νὰ τὸν δῶ μὲ τὰ δικά μου μάτια, νὰ τὸν ἀκούσω μὲ τὰ δικά μου αὐτιά, νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὰ δικά μου δάχτυλα. Ἀκοῦτε; Θέλω ἀποδείξεις ἀτράνταχτες. Ἔτσι μόνο θὰ πεισθῶ, ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἀκούει τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, δὲν ὀργίζεται. Σὰν πατέρας γεμᾶτος στοργή, ποὺ ἀγαπάει ὅλα του τὰ παιδιά, κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ πιὸ δύστροπα, συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ. Καὶ νὰ ὁ Χριστός, σὰν σήμερα, ἐπισκέπτεται καὶ πάλι τοὺς μαθητάς. Eἶνε τώρα μαζὶ καὶ ὁ Θωμᾶς. Τὸν προσκαλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν πλησιάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐξετάσῃ νά τον ψηλαφήσῃ. Νὰ βάλῃ τὸ δάχτυλό του στὰ σημάδια, ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Νὰ βάλῃ τὸ χέρι του στὸ σημάδι, ποὺ ἄφησε στὴν πλευρά του ἡ λόγχη, ὅταν ὁ Ρωμαῖος στρατιώτης τὸν ἐκέντησε καὶ ἔτρεξε αἷμα καὶ νερό. Καὶ ὁ Θωμᾶς μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πίστευσε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστῃ, καὶ βεβαίωσε τὸ γεγονὸς μὲ τὴ φωνή του: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἀγαπητοί μου! Πόσοι καὶ σήμερα βρίσκονται στὴν ψυχολογικὴ κατάσταση ποὺ βρισκόταν τότε ὁ Θωμᾶς! Τοὺς μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, κι αὐτοί, σὰν τὸ Θωμᾶ, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν στὶς δικές σου μαρτυρίες. Θέλουν νὰ ἔχουν δικές τους ἀποδείξεις γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Πολὺ καλά. Ἀφοῦ θέλουν ἔρευνα, μποροῦν νὰ τὴν ἔχουν. «Ἐρευνᾶτε…», λέει ὁ Κύριος (Ἰωάν. 5, 39). Ἄς ἐρευνήσουν κι αὐτοὶ τὴν ἁγία Γραφή, ἂς ἐρευνήσουν τὴν ἱστορία, ἂς ἐξετάσουν τὰ πράγματα ὅσο θέλουν. Ἐὰν εἶνε εἰλικρινεῖς καὶ ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια, στὸ τέλος ἡ πίστι θὰ νικήσῃ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ νικημένοι ἀπὸ τὸν Ἀνίκητο, θὰ πέσουν μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ θὰ φωνάξουν κι αὐτοὶ μαζὶ μέ το Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ναί! Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε πεθαμένος. Ὁ Χριστὸς ζῆ, νικᾷ καὶ βασιλεύει στοὺς αἰῶνες. «Χριστὸς ἀνέστῃ!».