ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ζ΄ Οικ. Συνόδου) (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ζ) — ΤΙΤΟΝ (Γ΄ 8 — 15)

Τίτον, κεφ. Γ΄, εδά­φια 8–15

   8 Πιστς λγος· κα περ τοτων βολομα σε δια­βε­βαιοσθαι, να φροντζωσι καλν ργων προστα­σθαι ο πεπι­στευκτες τ Θε. Τατ στι τ καλ κα φλιμα τος νθρποις· 9μωρς δ ζητσεις κα γενε­α­λογας κα ρεις κα μχας νομικς περιστα­σο· εσ γρ νωφε­λες κα μταιοι. 10 Αρετικν νθρω­πον μετ μαν κα δευτραν νου­θεσαν παραι­το, 11 εδς τι ξστρα­πται τοιοτος κα μαρτνει ν ατοκατκρι­τος.

12 Οταν πμψω ᾿Αρτεμν πρς σε Τυχικν, σποδασον λθεν πρς με ες Νικπολιν· κε γρ κκρι­κα παρα­χειμσαι. 13 Ζηνν τν νομικν κα ᾿Απολλ σπου­δαως πρπεμ­ψον, να μηδν ατος λεπ. 14 Μαν­θαντωσαν δ κα ο μτεροι καλν ργων προστα­σθαι ες τς ναγ­καας χρεας, να μ σιν καρ­ποι.15 ᾿Ασπζον­τα σε ο μετ’ μο πντες. σπα­σαι τος φιλοντας μς ν πστει.Η χρις μετ πντων μν· μν.

8 Αυτός δε ο λόγος, που σου γρά­φω, είναι κατά πάν­τα αλη­θι­νός και αξιό­πι­στος. Και περί αυτών των μεγά­λων αλη­θειών θέλω να δια­βε­βαιώ­νης και να πεί­θης τους Χρι­στια­νούς, δια να φρον­τί­ζουν, όσοι έχουν πιστεύ­σει στον Θεόν, να μη μένουν εις την απλήν πίστιν, αλλά να πρω­το­στα­τούν με ζήλον εις τα καλά έργα. Αυτά δε που είπα παρα­πά­νω είναι έργα τα καλά και τα ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους. 9 Να αντι­πα­ρέρ­χε­σαι δε και να απο­φεύ­γης τας ανο­ή­τους συζη­τή­σεις και τας γενε­α­λο­γί­ας περί ευγε­νούς κατα­γω­γής και τας φιλο­νει­κί­ας και τας μάχας γύρω από τα ζητή­μα­τα του Ιου­δαϊ­κού νόμου· διό­τι όλα αυτά είναι ανω­φε­λή και μάταια. 10 Αιρε­τι­κόν άνθρω­πον, ο οποί­ος ύστε­ρα από πρώ­την και δευ­τέ­ραν συμ­βου­λήν μένει με πεί­σμα εις την πλά­νην του, παρά­τη­σέ τον και μη συζη­τής πλέ­ον μαζή του. 11 Γνω­ρί­ζων, ότι ο τοιού­τος έχει πλέ­ον παρεκ­κλί­νει από την αλή­θειαν και δια­στρο­φή και αμαρ­τά­νει, ελεγ­χό­με­νος και κατα­δι­κα­ζό­με­νος από τον ίδιον τον ευα­τόν του, από την συνεί­δη­σίν του. 12 Οταν στεί­λω εις σε τον Αρτε­μάν η τον Τυχι­κόν, φρόν­τι­σε με κάθε τρό­πον να έλθης να με συναν­τή­σης εις την Νικό­πο­λιν, διό­τι εκεί έχω απο­φα­σί­σει να περά­σω τον χει­μώ­να. 13 Τον Ζηναν τον νομι­κόν και τον Απολ­λώ να τους κατευο­δώ­σης και να τους εφο­διά­σης με πολ­λήν επι­μέ­λειαν, ώστε να μη τους λεί­πη τίπο­τε στο ταξί­δι των. 14 Ας φρον­τί­ζουν δε και όλοι οι ιδι­κοί μας να πρω­το­στα­τούν εις τα καλά έργα και μάλι­στα εις τας επει­γού­σας ανάγ­κας των αδελ­φών, δια να μη μένουν άκαρ­ποι. 15 Σε χαι­ρε­τούν όλοι όσοι είναι μαζή μου· χαι­ρέ­τη­σε όλους εκεί­νους, που μας αγα­πούν δια της πίστε­ως του Χρι­στού. Η χάρις του Θεού, ας είναι με όλους σας. Αμήν.

Το ότι δικαιω­θή­κα­με και ανα­γεν­νη­θή­κα­με και θα κλη­ρο­νο­μή­σου­με την αιώ­νια ζωή είναι λόγος και αλή­θεια αξιό­πι­στη. Και γι’ αυτά τα θέμα­τα θέλω να μιλάς με βεβαιό­τη­τα και με κύρος, για να φρον­τί­ζουν όσοι έχουν πιστέ­ψει στο Θεό να πρω­το­στα­τούν ακού­ρα­στα σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους? αυτά για τα οποία σας μίλη­σα. Από­φευ­γε τις ανόη­τες συζη­τή­σεις και τις γενε­α­λο­γί­ες για τους μυθι­κούς θεούς ή τους ευγε­νείς προ­γό­νους, όπως και τις φιλο­νι­κί­ες και δια­μά­χες για τον ιου­δαϊ­κό νόμο, διό­τι δεν φέρ­νουν καμία ωφέ­λεια και είναι μάταιες. 10 Αιρε­τι­κό άνθρω­πο που επι­μέ­νει να δημιουρ­γεί σκάν­δα­λα και διαι­ρέ­σεις στην Εκκλη­σία, μολο­νό­τι τον συμ­βού­λευ­σες για πρώ­τη και δεύ­τε­ρη φορά, παρά­τη­σέ τον και από­φευ­γέ τον. 11 Γνώ­ρι­ζε ότι ένας τέτοιος άνθρω­πος έχει δια­στρα­φεί και αμαρ­τά­νει· και για την αμαρ­τία του αυτή ελέγ­χε­ται και κατα­κρί­νε­ται από τη συνεί­δη­σή του και από τον ίδιο του τον εαυ­τό.  12 Όταν σου στεί­λω τον Αρτε­μά ή τον Τυχι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα να έλθεις στη Νικό­πο­λη, διό­τι εκεί απο­φά­σι­σα να περά­σω το χει­μώ­να. 13 Τον Ζηνά το νομο­δι­δά­σκα­λο και τον Απολ­λώ κατευό­δω­σέ τους με επι­με­λη­μέ­νη προ­ε­τοι­μα­σία, για να μην τους λεί­πει τίπο­τε στο ταξί­δι τους. 14 Με την ευκαι­ρία μάλι­στα της προ­ε­τοι­μα­σί­ας αυτής ας παίρ­νουν μάθη­μα και οι δικοί μας να πρω­το­στα­τούν και να εργά­ζον­ται καλά έργα και να συν­τρέ­χουν τους αδελ­φούς στις απα­ραί­τη­τες υλι­κές τους ανάγ­κες, για να μη στε­ρούν­ται από πνευ­μα­τι­κούς καρ­πούς. 15 Σε χαι­ρε­τούν εγκάρ­δια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε όσους μας αγα­πούν, επει­δή έχουν κοι­νή πίστη με μας. Σας εύχο­μαι η χάρις του Θεού να είναι με όλους σας. Αμήν

 

Ὁ λόγος εἶναι ἀλη­θι­νός. Kαὶ θέλω γι’ αὐτά (τὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ τὰ οὐρά­νια πράγ­μα­τα) νὰ ὁμι­λῇς μὲ κάθε βεβαιό­τη­τα, γιὰ νὰ φρον­τί­ζουν ὅσοι ἔχουν πιστεύ­σει στὸ Θεὸ νὰ πρω­το­στα­τοῦν σὲ καλὰ ἔργα. Aὐτὰ εἶναι ποὺ συμ­φέ­ρουν καὶ ὠφε­λοῦν τοὺς ἀνθρώ­πους. Mωρὲς δὲ συζη­τή­σεις καὶ γενε­α­λο­γί­ες καὶ ἔρι­δες καὶ δια­μά­χες γιὰ τὸ νόμο (τὸν Ἰου­δαϊ­κὸ νόμο) ν’ ἀπο­φεύ­γῃς, διό­τι εἶναι ἀνω­φε­λεῖς καὶ μάταιες. 10 Aἱρε­τι­κὸν ἄνθρω­πο μετὰ ἀπὸ πρώ­τη καὶ δεύ­τε­ρη νου­θε­σία νὰ ἐγκα­τα­λεί­πῃς. 11 Nὰ ξέρῃς, ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρω­πος ἔχει δια­στρα­φῆ καὶ ἁμαρ­τά­νει καὶ ἔχει ὁ ἴδιος ὅλη τὴν εὐθύ­νη γιὰ τὴν κατα­δί­κη του (σὺ πλέ­ον δὲν ἔχεις καμ­μία εὐθύ­νη). 12 Ὅταν στεί­λω σὲ σένα τὸν Ἀρτε­μᾶ ἢ τὸν Tυχι­κό, φρόν­τι­σε νὰ ἔλθῃς σὲ μένα στὴ Nικό­πο­λι. Διό­τι ἐκεῖ ἔχω ἀπο­φα­σί­σει νὰ περά­σω τὸ χει­μῶ­να. 13 Tὸ Zηνᾶ τὸ νομο­δι­δά­σκα­λο καὶ τὸν Ἀπολ­λὼ νὰ τοὺς προ­πέμ­ψῃς μὲ φρον­τί­δα, γιὰ νὰ μὴ τοὺς λεί­πῃ τίπο­τε. 14 Ἂς μαθαί­νουν δὲ καὶ οἱ δικοί μας (ὅπως σύ) νὰ πρω­το­στα­τοῦν σὲ καλὰ ἔργα γιὰ τὴν ἀντι­με­τώ­πι­σι ἐπει­γου­σῶν ὑλι­κῶν ἀναγ­κῶν, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἄκαρ­ποι. 15 Σὲ χαι­ρε­τί­ζουν ὅλοι, ὅσοι εἶναι μαζί μου. Xαι­ρέ­τι­σε ὅσους μᾶς ἀγα­ποῦν εἰλι­κρι­νῶς. Ἡ χάρι μαζὶ μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Πιστς λγος· κα περ τοτων βολομα σε δια­βε­βαιοσθαι, να φροντζωσι καλν ργων προστα­σθαι ο πεπι­στευκτες τ Θε. τατ στι τ καλ κα φλιμα τος νθρποις· μωρς δ ζητσεις κα γενε­α­λογας κα ρεις κα μχας νομικς περιστα­σο· εσ γρ νωφε­λες κα μταιοι. Αρετικν νθρω­πον μετ μαν κα δευτραν νου­θεσαν παραι­το, εδς τι ξστρα­πται τοιοτος κα μαρτνει ν ατοκατκρι­τος(:Το ότι δικαιω­θή­κα­με και ανα­γεν­νη­θή­κα­με και θα κλη­ρο­νο­μή­σου­με την αιώ­νια ζωή είναι λόγος και αλή­θεια αξιό­πι­στη. Και γι’ αυτά τα θέμα­τα θέλω να μιλάς με βεβαιό­τη­τα και με κύρος, για να φρον­τί­ζουν όσοι έχουν πιστέ­ψει στον Θεό να πρω­το­στα­τούν ακού­ρα­στα σε καλά έργα . Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους, αυτά για τα οποία σας μίλη­σα. Τις ανόη­τες συζη­τή­σεις και γενε­α­λο­γί­ες για τους μυθι­κούς θεούς ή τους ευγε­νείς προ­γό­νους, όπως και τις έρι­δες και τις δια­μά­χες για τον μωσαϊ­κό νόμο να τις απο­φεύ­γεις, για­τί δε φέρ­νουν καμία ωφέ­λεια και είναι μάταιες. Αιρε­τι­κό άνθρω­πο, που επι­μέ­νει να δημιουρ­γεί σκάν­δα­λα και διαι­ρέ­σεις στην Εκκλη­σία, μετά την πρώ­τη και τη δεύ­τε­ρη νου­θε­σία, παρά­τη­σέ τον και από­φευ­γέ τον. Να ξέρεις ότι έχει δια­στρα­φεί τέτοιου είδους άνθρω­πος και αμαρ­τά­νει· και για την αμαρ­τία του αυτή ελέγ­χε­ται και κατα­δι­κά­ζε­ται από τη συνεί­δη­σή του και από τον ίδιο του τον εαυ­τό)»[Τίτ.3,8–11· ερμην. από­δο­ση Παναγ. Τρεμ­πέ­λα].

Αφού μίλη­σε ο Παύ­λος για τη φιλαν­θρω­πία του Θεού και για την ανέκ­φρα­στη πρό­νοιά Του για εμάς, και αφού είπε ποιοι ήμα­σταν εμείς και ποιους μας έκα­νε, προ­σθέ­τει και λέγει : «Και αυτά τα λόγια θέλω να τα δια­βε­βαιώ­νεις εσύ, ώστε, όσοι έχουν πιστέ­ψει στον Θεό να φρον­τί­ζουν να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα». Δηλα­δή, «αυτά πρέ­πει να λέγεις και από αυτά να τους προ­τρέ­πεις για ελεη­μο­σύ­νη. Για­τί τα λόγια αυτά δεν είναι κατάλ­λη­λα μόνο για ελεη­μο­σύ­νη και να μην υπε­ρη­φα­νευό­μα­στε και να μην κακο­λο­γού­με τους άλλους, αλλά και για κάθε άλλη αρε­τή». Έτσι λοι­πόν μιλών­τας και στους Κοριν­θί­ους, λέγει: «Γινώ­σκε­τε γρ τν χάριν το Κυρί­ου μν ησο Χρι­στο, τι δι᾿ μς πτώ­χευ­σε πλού­σιος ν, να μες τ κεί­νου πτω­χεί πλου­τή­ση­τε(:Διό­τι γνω­ρί­ζε­τε την ανε­κτί­μη­τη δωρεά του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, ότι δηλα­δή ενώ ήταν απεί­ρως πλού­σιος σε όλες τις τελειό­τη­τες της θεί­ας Του υπο­στά­σε­ως, έγι­νε πτω­χός προς χάριν σας· και φόρε­σε την πτω­χή ανθρώ­πι­νη φύση και έγι­νε άνθρω­πος, για να γίνε­τε εσείς πνευ­μα­τι­κά πλού­σιοι με την πτω­χεία Εκεί­νου)»[Β΄Κορ.8,9]. Αφού θυμή­θη­κε την πρό­νοια του Θεού και την υπερ­βο­λι­κή φιλαν­θρω­πία Του, τους προ­τρέ­πει να κάνουν την ελεη­μο­σύ­νη, όχι έτσι απλώς και σαν δευ­τε­ρεύ­ον έργο, αλλά με ποιο κύριο σκο­πό; «Για να φρον­τί­ζουν», λέγει, «να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα». Δηλα­δή και τους αδι­κη­μέ­νους να βοη­θούν όχι μόνο με χρή­μα­τα, αλλά και με προ­στα­σία που θα μπο­ρού­σαν να τους προ­σφέ­ρουν, και τις χήρες και τα ορφα­νά να υπε­ρα­σπί­ζον­ται και όλους όσους υπο­φέ­ρουν να προ­στα­τεύ­ουν, για­τί αυτό σημαί­νει το «να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα». «Αυτά», λέγει, «είναι τα καλά και τα ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους».

«Και να απο­φεύ­γεις τις ανόη­τες ανα­ζη­τή­σεις και τις γενε­α­λο­γί­ες και τις φιλο­νι­κί­ες και τις δια­μά­χες για τον νόμο, για­τί είναι ανω­φε­λείς και μάταιες». Τι δηλα­δή θέλουν οι γενε­α­λο­γί­ες; Για­τί και στην επι­στο­λή του προς τον Τιμό­θεο το ανα­φέ­ρει αυτό λέγον­τας: «Μηδ προσχειν μθοις κα γενε­α­λογαις περντοις, ατινες ζητσεις παρχου­σι μλλον οκονομαν Θεο τν ν πστει(:Μήτε να προ­σέ­χουν σε μύθους και σε γενε­α­λο­γί­ες απέ­ραν­τες, οι οποί­ες προ­κα­λούν μάλ­λον άσκο­πες ανα­ζη­τή­σεις, παρά βοη­θούν τη δια­χεί­ρι­ση του έργου του Θεού που βασί­ζε­ται στην πίστη)»[Α΄Τιμ.1,4]. Ίσως και εδώ και εκεί να εννο­εί τους Ιου­δαί­ους, που υπε­ρη­φα­νεύ­ον­ται για το ότι είχαν πρό­γο­νό τους τον Αβρα­άμ και αδια­φο­ρού­σαν για τα δικά τους. Γι’ αυτό τις ονο­μά­ζει και «ανόη­τες» και «ανω­φε­λείς», για­τί το να πιστεύ­ει κανείς σε πράγ­μα­τα που δεν ωφε­λούν είναι από­δει­ξη ανο­η­σί­ας.

«Φιλο­νι­κί­ες» εννο­εί αυτές με τους αιρε­τι­κούς, για να μην κου­ρα­ζό­μα­στε στα χαμέ­να, όταν δεν υπάρ­χει κανέ­να κέρ­δος, αφού το τέλος τους είναι το τίπο­τε. Για­τί, όταν κάποιος είναι διε­στραμ­μέ­νος και προ­δια­τε­θει­μέ­νος, να μην αλλά­ξει καθό­λου τη γνώ­μη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κου­ρά­ζε­σαι άσκο­πα σπέρ­νον­τας επά­νω σε πέτρες, ενώ έπρε­πε να δια­θέ­τεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλών­τας σε αυτούς για την ελεη­μο­σύ­νη και τις άλλες αρε­τές; Πώς λοι­πόν λέγει αλλού: «ν πρᾳότητι παι­δεοντα τος ντι­δια­τι­θεμνους, μποτε δ ατος Θες μετνοιαν ες πγνω­σιν ληθεας(:Εκπαι­δεύ­ον­τας με πρα­ό­τη­τα εκεί­νους που είναι αντί­θε­τα δια­τε­θει­μέ­νοι, μην τυχόν τους δώσει ο Θεός μετά­νοια, για να έρθουν σε επί­γνω­ση της αλή­θειας)»[Β΄Τιμ.2,25], ενώ εδώ λέγει: «Τον αιρε­τι­κό άνθρω­πο μετά την πρώ­τη και τη δεύ­τε­ρη νου­θε­σία άφη­νέ τον, γνω­ρί­ζον­τας ότι έχει δια­στρα­φεί αυτός και αμαρ­τά­νει, κατα­δι­κά­ζον­τας έτσι ο ίδιος τον εαυ­τό του»; Εκεί μιλά­ει για αυτούς που έχουν κάποια ελπί­δα για διόρ­θω­ση και για αυτούς που απλώς έχουν αντί­θε­τη γνώ­μη. Όταν όμως είναι φανε­ρός και γνω­στός σε όλους για την ισχυ­ρο­γνω­μο­σύ­νη και την αδιαλ­λα­ξία του, για ποιο λόγο αγω­νί­ζε­σαι άδι­κα; Για­τί χτυ­πάς τον αέρα; Τι σημαί­νει «κατα­δι­κά­ζον­τας ο ίδιος τον εαυ­τό του»; Σημαί­νει ότι δεν μπο­ρεί δηλα­δή να πει: «Κανείς δεν μου μίλη­σε, κανείς δεν με συμ­βού­λευ­σε». Όταν λοι­πόν μετά τη συμ­βου­λή ο ίδιος επι­μέ­νει, τότε κατα­δι­κά­ζει ο ίδιος τον εαυ­τό του.

Τον αδιόρ­θω­το λοι­πόν ονο­μά­ζει «αιρε­τι­κό». Όπως δηλα­δή το να παρα­βλέ­που­με όσους έχουν ελπί­δα για κάποια μετα­βο­λή είναι από­δει­ξη οκνη­ρί­ας, έτσι το να θερα­πεύ­ου­με όσους πάσχουν από ανί­α­τες ασθέ­νειες είναι από­δει­ξη ανο­η­σί­ας και της χει­ρό­τε­ρης παρα­φρο­σύ­νης. Για­τί έτσι τους κάνου­με θρα­σύ­τε­ρους.

Πώς λοι­πόν παρο­τρύ­νεις τον Τίτο να κλεί­νει το στό­μα εκεί­νων που αντι­λέ­γουν(«Ος δε πιστομζειν, οτινες λους οκους νατρπου­σι διδσκον­τες μ δε ασχρο κρδους χριν(:Τους ψευ­δο­δι­δα­σκά­λους πρέ­πει ο επί­σκο­πος να τους απο­στο­μώ­νει· είναι άνθρω­ποι οι οποί­οι ανα­τρέ­πουν ολό­κλη­ρα σπί­τια, διδά­σκον­τας πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει, μόνο και μόνο για να κερ­δί­σουν χρή­μα­τα με αθέ­μι­το και αισχρό τρό­πο)»[Τίτ.1,11]), όταν τα κάνουν όλα για την κατα­στρο­φή τους; Λέγει όμως προ­η­γου­μέ­νως, ότι δεν πρέ­πει να το κάνει αυτό απο­βλέ­πον­τας σε δικό τους κέρ­δος· για­τί δεν θα ωφε­λούν­ταν ποτέ σε τίπο­τε τέτοιοι άνθρω­ποι, αφού είναι μια για πάν­τα διε­στραμ­μέ­νοι στη γνώ­μη τους. Αν όμως κατα­στρέ­φουν άλλους, πρέ­πει να δια­φω­νείς και να τους πολε­μείς και να αντι­στέ­κε­σαι προς αυτούς με πολ­λή δύνα­μη· και αν βρε­θείς σε ανάγ­κη, βλέ­πον­τας άλλους να δια­φθεί­ρον­ται, να μη σιω­πάς, αλλά να τους απο­στο­μώ­νεις, φρον­τί­ζον­τας έτσι για εκεί­νους που πρό­κει­ται να κατα­στρα­φούν από τις αιρε­τι­κές διδα­σκα­λί­ες αυτών των πλα­νε­μέ­νων ανθρώ­πων. Και γενι­κά δεν είναι δυνα­τό να ανέ­χε­ται τις δια­μά­χες εκεί­νος που δεί­χνει πολ­λή φρον­τί­δα και έχει σωστό τρό­πο ζωής. Αλλά, όπως είπα, έτσι να κάνεις· για­τί από την αργία και την περιτ­τή φιλο­σο­φία φθά­νει κανείς να ασχο­λεί­ται μόνο με τα ονό­μα­τα. Για­τί πραγ­μα­τι­κά τα περιτ­τά λόγια είναι μεγά­λη ζημία, ενώ πρέ­πει ή να διδά­σκου­με ή να προ­σευ­χό­μα­στε ή να ευχα­ρι­στού­με. Ούτε πρέ­πει να απο­φεύ­γου­με να ξοδεύ­ου­με βέβαια τα χρή­μα­τα, όχι όμως και τα λόγια· αλλά περισ­σό­τε­ρο πρέ­πει να απο­φεύ­γου­με τα λόγια από τα χρή­μα­τα, και να μην παρα­δί­δου­με χωρίς λόγο τον εαυ­τό μας σε όλους.

«ταν πμψω ᾿Αρτεμν πρς σε Τυχικν, σποδασον λθεν πρς με ες Νικπολιν(:Όταν θα στεί­λω τον Αρτε­μά προς εσέ­να ή τον Τυχι­κό, φρόν­τι­σε να έρθεις προς εμέ­να στη Νικό­πο­λη)»[Τιτ.3,12].Τι λέγεις; Εγκα­τέ­στη­σες τον Τίτο στην Κρή­τη και τον καλείς πάλι κον­τά σου; Όχι για να τον απο­μα­κρύ­νει από το έργο εκεί­νο, αλλά για να τον συμ­βου­λέ­ψει περισ­σό­τε­ρο. Ότι δεν τον καλεί κον­τά του για να τον έχει παν­τού όπου πηγαί­νει ακό­λου­θό του, άκου­σε τι λέγει παρα­κά­τω: «κε γρ κκρι­κα παρα­χειμσαι(:Για­τί εκεί έχω απο­φα­σί­σει να παρα­χει­μά­σω)». Η Νικό­πο­λη όμως βρί­σκε­ται στη Θρά­κη.

«Ζηνν τν νομικν κα ᾿Απολλ σπου­δαως πρπεμ­ψον, να μηδν ατος λεπ(:Τον Ζηνά τον νομο­δι­δά­σκα­λο και τον Απολ­λώ, πρό­πεμ­ψέ τους εφο­διά­ζον­τάς τους με ιδιαί­τε­ρη επι­μέ­λεια, για να μην τους λεί­πει τίπο­τα)». Αυτοί δεν είχαν ανα­λά­βει ακό­μη εκκλη­σί­ες, αλλά ήταν από τους συν­τρό­φους του Παύ­λου· περισ­σό­τε­ρο δρα­στή­ριος ήταν ο Απολ­λώς, αφού γνώ­ρι­ζε πολύ καλά την Αγία Γρα­φή, είχε τη δυνα­τό­τη­τα να την ερμη­νεύ­ει· διέ­θε­τε επί­σης και το χάρι­σμα της ευγλωττίας[βλ. Πράξ.18,24: «ουδαος δέ τις πολλς νόμα­τι, λεξαν­δρες τ γένει, νρ λόγιος, κατήν­τη­σεν ες φεσον, δυνατς ν ν τας γρα­φας(:Στο μετα­ξύ ήλθε στην Έφε­σο κάποιος Ιου­δαί­ος που λεγό­ταν Απολ­λώς και κατα­γό­ταν από την Αλε­ξάν­δρεια. Ο άνθρω­πος αυτός είχε ευγλωτ­τία, γνώ­ρι­ζε πολύ καλά την Αγία Γρα­φή και είχε μεγά­λη ικα­νό­τη­τα να την ερμη­νεύ­ει)»]. «Αν λοι­πόν εκεί­νος ήταν νομι­κός, δεν έπρε­πε», λέγει, «να τρέ­φε­ται από άλλους». «Νομι­κό» όμως εδώ εννο­εί τον γνώ­στη των ιου­δαϊ­κών νόμων. Είναι σαν να έλε­γε: «να τους εφο­διά­σεις πλου­σιο­πά­ρο­χα, ώστε να μην τους λεί­ψει τίπο­τε».

«Μαν­θαντωσαν δ κα ο μτεροι καλν ργων προστα­σθαι ες τς ναγ­καας χρεας, να μ σιν καρ­ποι. ᾿Ασπζον­τα σε ο μετ’ μο πντες. σπα­σαι τος φιλοντας μς ν πστει. Η χρις μετ πντων μν· μν(:Με την ευκαι­ρία μάλι­στα της προ­ε­τοι­μα­σί­ας αυτής, ας παίρ­νουν μάθη­μα επί­σης και οι δικοί μας να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα και να συν­τρέ­χουν τους αδελ­φούς στις απα­ραί­τη­τες υλι­κές τους ανάγ­κες, για να μην στε­ρούν­ται από πνευ­μα­τι­κούς καρ­πούς. Σε χαι­ρε­τούν εγκάρ­δια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε αυτούς που μας αγα­πούν επει­δή έχουν κοι­νή πίστη με εμάς. Σας εύχο­μαι η Θεία Χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.)».

Τι σημαί­νει «για να φρον­τί­ζουν να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα»; Να μην περι­μέ­νουν όσους έχουν ανάγ­κη να έρθουν σε αυτούς, αλλά και οι ίδιοι να ενδια­φέ­ρον­ται για εκεί­νους που χρειά­ζον­ται τη βοή­θειά τους. Για­τί αυτός που φρον­τί­ζει, έτσι φρον­τί­ζει· και έτσι μάλι­στα θα κάμει αυτό το πράγ­μα με πολύ ενδια­φέ­ρον. Για­τί πραγ­μα­τι­κά με όσα ευερ­γε­τεί, δεν ωφε­λεί και δεν παρέ­χει κέρ­δος σε εκεί­νους που ευερ­γε­τούν­ται τόσο, όσο σε αυτούς που ευερ­γε­τούν· για­τί τους δίνει παρ­ρη­σία ενώ­πιον του Θεού. Εκεί όμως δεν υπάρ­χει κανέ­να τέλος της μάχης.

«Και ας μαθαί­νουν», λέγει «και οι δικοί μας να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα στις αναγ­καί­ες περι­πτώ­σεις, για να μην είναι άκαρ­ποι». Βλέ­πεις ότι φρον­τί­ζει περισ­σό­τε­ρο γι’ αυτούς παρά για εκεί­νους που παίρ­νουν; Για­τί μπο­ρού­σε ίσως να τους στεί­λει από πολ­λούς άλλους εφό­δια· αλλά «για τους δικούς μας», λέγει, «φρον­τί­ζω». Ποιο λοι­πόν, πες μου, είναι το όφε­λος; Αν δηλα­δή άλλοι βγά­ζον­τας θησαυ­ρούς έτρε­φαν τους διδα­σκά­λους, αυτοί δεν είχαν κανέ­να κέρ­δος, για­τί έμε­ναν άκαρ­ποι. Τι λοι­πόν, πες μου, δεν μπο­ρού­σε ο Χρι­στός, που έθρε­ψε από πέν­τε άρτους πέν­τε χιλιά­δες ανθρώ­πους και από επτά άρτους τέσ­σε­ρις χιλιά­δες ανθρώ­πους, να θρέ­ψει τον εαυ­τό Του και όσους ήταν μαζί Του; Για ποιο λόγο λοι­πόν τρέ­φον­ταν από γυναί­κες; Διό­τι λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Μάρ­κος: «Α κα τε ν ν τ Γαλι­λαί κολού­θουν ατ κα διη­κό­νουν ατ, κα λλαι πολ­λα α συνα­ναβσαι ατ ες ερο­σό­λυ­μα(:Αυτές και όταν βρι­σκό­ταν ο Ιησούς στην Γαλι­λαία Τον ακο­λου­θού­σαν και Τον υπη­ρε­τού­σαν. Ήταν ακό­μη και πολ­λές άλλες, οι οποί­ες είχαν ανε­βεί μαζί με Αυτόν από την Γαλι­λαία στα Ιερο­σό­λυ­μα)»[ Μάρκ. 15,41]). Για να μας διδά­ξει από την αρχή ότι φρον­τί­ζει γι΄αυτούς που ευερ­γε­τούν.

Δεν μπο­ρού­σε ο Παύ­λος, που με τα δικά του χέρια ικα­νο­ποιού­σε πλή­ρως και τις ανάγ­κες άλλων, να μην παίρ­νει από που­θε­νά ό,τι του πρό­σφε­ραν; Τον βλέ­πεις όμως και να παίρ­νει και τη ζητά­ει. Και άκου­σε το για­τί: «Οχ τι πιζητ τ δόμα, λλ᾿ πιζητ τν καρπν τν πλε­ο­νά­ζον­τα ες λόγον μν(:Σας τα γρά­φω αυτά, όχι διό­τι εγώ ενδια­φέ­ρο­μαι και ζητώ το δώρο, αλλά διό­τι ενδια­φέ­ρο­μαι και ζητώ τον πνευ­μα­τι­κό καρ­πό, ο οποί­ος από την καλή αυτή πρά­ξη σας, θα προ­κύ­ψει πλού­σιος για σας)»[Φιλιπ.4,17], λέγει. Και στην αρχή του κηρύγ­μα­τος, όταν οι πιστοί που­λού­σαν όλα τα υπάρ­χον­τά τους και κατέ­θε­ταν τα χρή­μα­τα στα πόδια των απο­στό­λων, βλέ­πεις τους απο­στό­λους να φρον­τί­ζουν περισ­σό­τε­ρο γι΄αυτούς, παρά για εκεί­νους που έπαιρ­ναν. Για­τί, αν φρόν­τι­ζαν απο­κλει­στι­κά μόνο για τους φτω­χούς, δεν θα έκα­ναν κανέ­να λόγο για τη Σαπ­φεί­ρα και τον Ανα­νία, όταν κρά­τη­σαν ένα μέρος από τα χρή­μα­τα για τον εαυ­τό τους[βλ.Πράξ.5,1–11], ούτε θα προ­έ­τρε­πε ο Παύ­λος λέγον­τας: «καστος καθς προ­αι­ρεται τ καρ­δία, μ κ λύπης ξ νάγ­κης· λαρν γρ δότην γαπ Θεός(:Ο καθέ­νας ας δίδει σύμ­φω­να με την αγα­θή διά­θε­ση της καρ­διάς του, όχι με λύπη ή από ανάγ­κη· διό­τι ο Θεός “αγα­πά εκεί­νον, που δίδει με καλο­σύ­νη, γλυ­κύ­τη­τα και χωρίς γογ­γυ­σμό”)» [ Β΄Κορ. 9,7]. Τι λέγεις, Παύ­λε; Φέρ­νεις εμπό­δια στους φτω­χούς; «Όχι», λέγει· «για­τί δεν βλέ­πω το δικό τους συμ­φέ­ρον, αλλά το συμ­φέ­ρον εκεί­νων που δίνουν».

Πρό­σε­χε όμως και τον προ­φή­τη Δανι­ήλ που όταν έδω­σε στον Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρα την άρι­στη εκεί­νη συμ­βου­λή, δε φρόν­τι­ζε μόνο για τους φτω­χούς, αλλά και για τον ίδιο τον βασι­λιά ώστε να επι­δεί­ξει μακρο­θυ­μία ο Θεός για τις αμαρ­τί­ες που είχε δια­πρά­ξει. Για­τί δεν είπε: «Δώσε στους φτω­χούς» μόνο, αλλά τι; : «Δι τοτο, βασι­λε, βου­λή μου ρεσά­τω σοι κα τς μαρ­τί­ας σου ν λεη­μο­σύ­ναις λύτρω­σαι κα τς δικί­ας ν οκτιρ­μος πενή­των· σως σται μακρό­θυ­μος τος παρα­πτώ­μα­σί σου Θεός(:Γι’ αυτό, βασι­λιά μου, ας φανεί αρε­στή και ας γίνει δεκτή από εσέ­να η συμ­βου­λή μου· φρόν­τι­σε να εξα­λεί­ψεις τις αμαρ­τί­ες σου με ελεη­μο­σύ­νες και τις αδι­κί­ες σου με έλε­ος και φιλαν­θρω­πία προς τους πτω­χούς. Ίσως θα φανεί έτσι μακρό­θυ­μος ο Θεός για τα αμαρ­τή­μα­τά σου”)»[Δαν. 4,24]. «Δώσε όλα τα χρή­μα­τα», λέγει, «όχι μόνο για να τρα­φούν άλλοι, αλλά για να απαλ­λα­γείς και ο ίδιος από την τιμω­ρία». Και πάλι ο Χρι­στός λέγει: «Ε θέλεις τέλειος εναι, παγε πώλη­σόν σου τ πάρ­χον­τα κα δς πτω­χος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολού­θει μοι (:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαι­νε, πώλη­σε τα υπάρ­χον­τά σου, μοί­ρα­σέ τα στους πτω­χούς και θα απο­κτή­σεις θησαυ­ρό στον ουρα­νό, και έλα ακο­λού­θη­σέ με)»[Ματθ.19,21]. Βλέ­πεις ότι και εκεί το διέ­τα­ξε αυτό για εκεί­νους που θα Τον ακο­λου­θού­σαν; Επει­δή λοι­πόν τα χρή­μα­τα είναι εμπό­διο, γι’ αυτό πρό­στα­ξε να τα δίνου­με στους φτω­χούς, διδά­σκον­τας έτσι την ψυχή να είναι φιλεύ­σπλα­χνη και συμ­πο­νε­τι­κή, να περι­φρο­νεί τα χρή­μα­τα, να απο­φεύ­γει την πλε­ο­νε­ξία. Για­τί, όποιος μαθαί­νει να δίνει σε όποιον δεν έχει, θα συνη­θί­σει με το πέρα­σμα του χρό­νου και να μην παίρ­νει από εκεί­νους που έχουν. Αυτό μας κάνει όμοιους με τον Θεό.

Παρό­λο που η παρ­θε­νία, η νηστεία και το να κοι­μά­ται κανείς στο χώμα απαι­τούν πιο δύσκο­λο κόπο από αυτή, όμως τίπο­τε δεν είναι τόσο ισχυ­ρό και δυνα­τό στο να σβή­νει τη φωτιά των αμαρ­τη­μά­των μας, όσο η ελεη­μο­σύ­νη. Αυτή είναι ανώ­τε­ρη από όλα, στή­νει τους ερα­στές της κον­τά στον ίδιο τον βασι­λιά. Και πολύ σωστά· για­τί η παρ­θε­νία, η νηστεία και το να κοι­μά­ται κανείς στο χώμα στα­μα­τά­ει μόνο γύρω από αυτόν που την ασκεί και δεν έσω­σε κανέ­ναν άλλο· η ελεη­μο­σύ­νη όμως απλώ­νε­ται σε όλους και αγκα­λιά­ζει τα μέλη του Χρι­στού. Άλλω­στε τα κατορ­θώ­μα­τα εκεί­να που απλώ­νον­ται σε πολ­λούς είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρα απ’ αυτά που στα­μα­τούν γύρω από έναν.

Η ελεη­μο­σύ­νη είναι η μητέ­ρα της αγά­πης, της αγά­πης που χαρα­κτη­ρί­ζει τον Χρι­στια­νι­σμό, που είναι μεγα­λύ­τε­ρη από όλα τα θαύ­μα­τα, με την οποία φαί­νον­ται οι μαθη­τές του Χρι­στού. Αυτή είναι φάρ­μα­κο για τα δικά μας αμαρ­τή­μα­τα, σαπού­νι για την ακα­θαρ­σία της ψυχής μας, σκά­λα στη­ριγ­μέ­νη στον ουρα­νό· αυτή συν­δέ­ει το σώμα του Χρι­στού. Θέλε­τε να μάθε­τε πόσο μεγά­λο αγα­θό είναι αυτή; Στην επο­χή των απο­στό­λων όλοι που­λού­σαν τα υπάρ­χον­τά τους και έφερ­ναν σε αυτούς τα χρή­μα­τα, τα οποία και μοι­ρά­ζον­ταν ανά­λο­γα με τις ανάγ­κες του καθε­νός. «Διε­δί­δε­το δ κάστ καθό­τι ν τις χρεί­αν εχεν(:Τα χρή­μα­τα αυτά δια­μοι­ρά­ζον­ταν στον καθέ­να ανά­λο­γα με τις ανάγ­κες που είχε)»[Πράξ.4,35], λέγει. Πες μου λοι­πόν, και χωρίς να ανα­φέ­ρω τα μελ­λον­τι­κά (ας μην κάνου­με λόγο τώρα για τη βασι­λεία των ουρα­νών, αλλά ας δού­με μόνο στο παρόν) ποιοι κερ­δί­ζουν, όσοι παίρ­νουν ή όσοι δίνουν; Για­τί αυτοί που έπαιρ­ναν παρα­πο­νούν­ταν και δια­πλη­κτί­ζον­ταν μετα­ξύ τους, ενώ αυτοί που έδι­ναν είχαν μία ψυχή. Λέγει ο Λου­κάς : «Το δ πλή­θους τν πιστευ­σάν­των ν καρ­δία κα ψυχ μία, κα οδ ες τι τν παρ­χόν­των ατ λεγεν διον εναι, λλ᾿ ν ατος παν­τα κοι­νά(:Συγ­χρό­νως όμως και το πλή­θος εκεί­νων που είχαν πιστέ­ψει στο Ευαγ­γέ­λιο είχαν αρμο­νι­κή και αδιά­σπα­στη ομο­φρο­σύ­νη, μια ψυχή και μια καρδιά˙διότι τόσο οι καρ­διές τους όσο και ολό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή τους ύπαρ­ξη ήταν ενω­μέ­να. Επι­κρα­τού­σε δηλα­δή μετα­ξύ τους πλή­ρης συμ­φω­νία και αρμο­νία φρο­νη­μά­των και συναι­σθη­μά­των. Και κανείς απ’ αυτούς δεν βρι­σκό­ταν να λέει ότι και το ελά­χι­στο από τα υπάρ­χον­τά του και την περιου­σία του ήταν δικό του, αλλά τα είχαν μετα­ξύ τους όλα σε κοι­νή ωφέ­λεια και χρή­ση)»[Πράξ.4,32] και η χάρη του Θεού ήταν επά­νω σε όλους αυτούς και ζού­σαν με πολύ όφε­λος.

Βλέ­πεις ότι και από εδώ κέρ­δι­ζαν εκεί­νοι; Πες μου λοι­πόν από ποιους θα ήθε­λες να είσαι, από αυτούς που κατέ­θε­ταν όλα τα υπάρ­χον­τά τους και δεν είχαν τίπο­τε, ή από εκεί­νους που έπαιρ­ναν και τα πράγ­μα­τα των άλλων; Πρό­σε­χε τον καρ­πό της ελεη­μο­σύ­νης. Τα δια­φράγ­μα­τα και τα εμπό­δια εξα­λεί­φτη­καν και αμέ­σως ενώ­θη­καν οι ψυχές τους· «όλοι είχαν μία καρ­διά και μία ψυχή». Ώστε και χωρίς την ελεη­μο­σύ­νη, το να προ­σφέ­ρει κανείς όλα τα χρή­μα­τά του έχει μεγά­λο κέρ­δος. Αυτά όμως τα είπα για να μη λυπούν­ται όσοι δεν έλα­βαν κλη­ρο­νο­μία από τους προ­γό­νους τους, ούτε να στε­να­χω­ρούν­ται, επει­δή έχουν λιγό­τε­ρα από τους πλου­σί­ους· για­τί, αν θέλουν, έχουν μεγα­λύ­τε­ρα. Και πραγ­μα­τι­κά και ελεη­μο­σύ­νη θα κάνουν με περισ­σό­τε­ρη ευκο­λία, όπως η χήρα, και δεν θα δώσουν καμία αφορ­μή για έχθρα προς τον πλη­σί­ον, και από όλους θα είναι πιο ελεύ­θε­ροι. Κανείς δε θα μπο­ρέ­σει να τον απει­λή­σει αυτόν με δήμευ­ση, αλλά βρί­σκε­ται πάνω από όλα τα κακά.

Και όπως τους γυμνούς, όταν φεύ­γουν, κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να τους πιά­σει γρή­γο­ρα, ενώ αυτούς που φορούν και σύρουν μαζί τους πολ­λά ενδύ­μα­τα και στο­λί­δια, εύκο­λα μπο­ρεί να τους συλ­λά­βει κανείς, έτσι είναι και ο πλού­σιος και ο φτω­χός. Για­τί ο φτω­χός, και αν ακό­μη συλ­λη­φθεί, εύκο­λα θα μπο­ρέ­σει να δρα­πε­τεύ­σει· ο πλού­σιος όμως, έστω και αν δεν πια­στεί, εμπο­δί­ζε­ται από τα δικά του σχοι­νιά, τις άπει­ρες φρον­τί­δες, τις στε­νο­χώ­ριες, την οργή, τους ερε­θι­σμούς του. Όλα αυτά κατα­κα­λύ­πτουν στο χώμα την ψυχή. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και πολ­λά άλλα, τα οποία μας ακο­λου­θούν από τον πλού­το. Για­τί είναι πιο δύσκο­λο να σωφρο­νι­στεί ο πλού­σιος παρά ο φτω­χός, και να ζει με λιτό­τη­τα, και είναι πιο δύσκο­λο να απαλ­λα­γεί από τον θυμό ο πρώ­τος παρά ο δεύ­τε­ρος. «Λοι­πόν», θα μπο­ρού­σε να ρωτή­σει κάποιος, «θα έχει περισ­σό­τε­ρο μισθό ο πλού­σιος, εάν κατα­φέ­ρει να σωφρο­νι­στεί τελι­κά;» Καθό­λου. «Για ποιο λόγο, όμως, αφού κατορ­θώ­νει τα δύσκο­λα;» Για­τί ο ίδιος επι­νόη­σε για τον εαυ­τό του τις δυσκο­λί­ες. Δεν πήρε εντο­λή να πλου­τί­ζει, αλλά ακρι­βώς το αντί­θε­το· αυτός όμως δημιουρ­γεί άπει­ρα σκάν­δα­λα και εμπό­δια.

Άλλοι πάλι όχι μόνο τα χρή­μα­τα δεν απο­θέ­τουν ως ελεη­μο­σύ­νη στους από­ρους, αλλά και την υγεία του σώμα­τος κατα­φθεί­ρουν, σαν να βαδί­ζουν στε­νό δρό­μο· εσύ πάλι δεν κάνεις μόνο αυτό, αλλά και αυξά­νεις το καμί­νι των παθών και περι­βάλ­λε­σαι με άλλα. Πήγαι­νε λοι­πόν στον ευρύ­χω­ρο δρό­μο, για­τί εκεί­νος δέχε­ται τέτοιους ανθρώ­πους. Ο στε­νός όμως δέχε­ται αυτούς που θλί­βον­ται, που στε­νά­ζουν, που δε βαστά­ζουν τίπο­τε, παρά αυτά μόνο τα φορ­τία που μέσω του δρό­μου αυτού είναι δυνα­τόν να μετα­φερ­θούν, την ελεη­μο­σύ­νη, τη φιλαν­θρω­πία, την καλο­σύ­νη, την επιεί­κεια. Αν βαστά­ζεις αυτά, εύκο­λα θα μπο­ρέ­σεις να περά­σεις· αν όμως φέρεις την αλα­ζο­νεία και τα πάθη της ψυχής και το φορ­τίο των φρον­τί­δων, τον πλού­το, θα χρεια­στείς πολ­λή ευρυ­χω­ρία. Ούτε βέβαια μέσα στον όχλο θα μπο­ρέ­σεις να μπεις, ώστε να μην χτυ­πή­σεις άλλους ανε­βαί­νον­τας ψηλά, αλλά θα έπρε­πε εδώ να υπάρ­χει μεγά­λη διά­στα­ση. Όποιος όμως μετα­φέ­ρει χρυ­σά­φι και ασή­μι, τα κατορ­θώ­μα­τα δηλα­δή της αρε­τής, όχι μόνο δεν τον απο­φεύ­γουν οι συνάν­θρω­ποί του, αλλά τον πλη­σιά­ζουν και ενώ­νον­ται μαζί του.

Αλλά αν ο πλού­τος αυτός είναι αγκά­θι, τι είναι η πλε­ο­νε­ξία; Για ποιο λόγο τη φέρεις εκεί; Για να κάνεις μεγα­λύ­τε­ρη τη φλό­γα, ρίχνον­τας φορ­τία στη φωτιά; Δεν φτά­νει δηλα­δή η φωτιά της κόλα­σης; Σκέ­ψου πώς δια­σώ­θη­καν στο καμί­νι οι τρεις νέοι[βλ. Δαν.3,19–33]. Θεώ­ρη­σέ το ότι ήταν κόλα­ση. Θλιμ­μέ­νοι έπε­σαν μέσα σε αυτό, δεμέ­νοι στα χέρια και στα πόδια όλοι μαζί, αλλά μέσα βρή­καν πολ­λή ευρυ­χω­ρία· όχι όμως και όσοι τους περι­στοί­χι­ζαν από έξω.

Κάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, αν θέλου­με να στε­κό­μα­στε με γεν­ναιό­τη­τα και ανδρεία στους επερ­χό­με­νους πει­ρα­σμούς. Αν στη­ρί­ζου­με τις ελπί­δες μας στον Θεό, θα βρε­θού­με εμείς σε ασφα­λή και ευρύ­χω­ρο τόπο, ενώ αυτοί που μας ωθούν θα χαθούν, για­τί « ρύσ­σων βόθρον ες ατν μπε­σεται, κα στν παγί­δα ν ατ λώσε­ται(:Εκεί­νος που σκά­πτει λάκ­κο για τον άλλο, θα πέσει ο ίδιος μέσα. Και όποιος στή­νει παγί­δα εις βάρος άλλων, θα συλ­λη­φθεί με αυτήν ο ίδιος)»[Σοφ. Σειρ. 27,26]. Και αν μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια η θλί­ψη θα μπο­ρέ­σει να τα λύσει. Για­τί πρό­σε­χε το θαυ­μα­στό· αυτούς που έδε­σαν άνθρω­ποι, αυτούς έλυ­σε η φωτιά. Όπως δηλα­δή αν κάποιος παρα­δώ­σει μερι­κούς φίλους στους υπη­ρέ­τες, και αυτοί σεβό­με­νοι τη φιλία του κυρί­ου όχι μόνο δεν τους βλά­πτουν αλλά και τους απο­δί­δουν πολ­λή τιμή, αυτό έκα­νε και η φωτιά, επει­δή γνώ­ρι­σε ότι οι νέοι εκεί­νοι είναι φίλοι του Κυρί­ου της, έσπα­σε τα δεσμά τους, τους έλυ­σε και τους άφη­σε ελεύ­θε­ρους, και γινό­ταν έδα­φος γι’ αυτούς και το πατού­σαν· και σωστά· για­τί είχαν ριφθεί για τη δόξα του Θεού. Όσοι βρι­σκό­μα­στε σε θλί­ψεις ας έχου­με αυτά τα παρα­δείγ­μα­τα.

«Αλλά να», θα έλε­γε ίσως κάποιος, «εκεί­νοι απαλ­λά­χθη­καν από τη θλί­ψη, εμείς όμως όχι». Και σωστά, για­τί δεν μπή­καν έτσι στο καμί­νι, για να απαλ­λα­γούν, αλλά για να πεθά­νουν πραγ­μα­τι­κά. Άκου­σέ τους που λέγουν: «στι γρ Θες μν ν ορανος, μες λατρεύ­ο­μεν, δυνατς ξελέ­σθαι μς κ τς καμί­νου το πυρς τς καιο­μέ­νης, κα κ τν χειρν σου, βασι­λε, ύσε­ται μς·κα ἐὰν μή, γνωστν στω σοι, βασι­λε, τι τος θεος σου ο λατρεύ­ο­μεν κα τ εκόνι, στη­σας, ο προ­σκυ­νομεν(:Διό­τι υπάρ­χει ο Θεός μας, που βρί­σκε­ται στους ουρα­νούς, και τον οποί­ον εμείς λατρεύ­ου­με και ο Οποί­ος είναι δυνα­τός να μας περι­φρου­ρή­σει από την φλό­γα της καμί­νου της καιο­μέ­νης και να μας γλυ­τώ­σει από τα χέρια σου, ω βασι­λιά. Αλλά και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, ω βασι­λιά, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα λατρεύ­σου­με, και το άγαλ­μα, το οποίο εσύ έστη­σες, δεν θα το προ­σκυ­νή­σου­με”)»[Δαν.3,17–18].

Εμείς όμως σαν να δια­πραγ­μα­τευό­μα­στε τις τιμω­ρί­ες του Θεού, ορί­ζου­με και χρό­νο λέγον­τας: «αν μέχρι τότε δεν μας ελε­ή­σει». Γι’ αυτό και δεν απαλ­λασ­σό­μα­στε. Άλλω­στε και ο Αβρα­άμ δεν πήγαι­νε με σκο­πό να λάβει σώο τον υιό του, αλλά για να τον θυσιά­σει· και εντε­λώς απροσ­δό­κη­τα τον έλα­βε σώο. Και εσύ όταν πέσεις σε θλί­ψη, μην ενερ­γή­σεις γρή­γο­ρα, μη βιά­ζε­σαι να απαλ­λα­γείς, όπλι­σε την ψυχή σου με κάθε υπο­μο­νή, και τότε θα απαλ­λα­γείς γρή­γο­ρα από τη θλί­ψη· για­τί γι’ αυτό τη στέλ­νει ο Θεός, για να σε διδά­ξει. Όταν λοι­πόν από την αρχή μάθου­με να υπο­φέ­ρου­με τη θλί­ψη και να μη χάνου­με το θάρ­ρος μας, μάς ελευ­θε­ρώ­νει στη συνέ­χεια, σαν να έχου­με κατορ­θώ­σει το παν.

Θέλω να σας διη­γη­θώ μία ιστο­ρία χρή­σι­μη και πολ­λή ωφέ­λι­μη. Και ποια είναι αυτή; Όταν κάπο­τε έπε­σε διωγ­μός και άνα­ψε σφο­δρός πόλε­μος εναν­τί­ον της Εκκλη­σί­ας, συνε­λή­φθη­σαν δύο άντρες. Και ο ένας ήταν έτοι­μος να πάθει οτι­δή­πο­τε, ενώ ο άλλος ήταν και αυτός έτοι­μος και γεν­ναί­ος στο να τον απο­κε­φα­λί­σουν, αλλά φοβό­ταν και έτρε­με τα άλλα βασα­νι­στή­ρια. Πρό­σε­χε λοι­πόν την οικο­νο­μία του Θεού· όταν κάθι­σε ο δικα­στής διέ­τα­ξε να απο­κε­φα­λί­σουν εκεί­νον που ήταν έτοι­μος να πάθει οτι­δή­πο­τε, τον άλλο όμως, αφού τον κρέ­μα­σε, τον έγδερ­νε, όχι μία και δύο φορές, αλλά τον περιέ­φε­ρε και σε όλες τις πόλεις. Για­τί λοι­πόν επι­τρά­πη­κε αυτό; Για να θερα­πεύ­σει με τα βασα­νι­στή­ρια την ολι­γω­ρία της ψυχής του, για να απο­μα­κρύ­νει κάθε δει­λία, για να μη φοβά­ται ποτέ πια ούτε να διστά­ζει, ούτε να τρέ­μει για το πράγ­μα αυτό. Και ο Ιωσήφ, όταν βια­ζό­ταν πάρα πολύ να βγει από τη φυλα­κή, τότε κυρί­ως αυξα­νό­ταν η παρα­μο­νή του σε αυτήν.

Άκου­σέ τον που λέγει στον αρχιοι­νο­χόο στον οποίο και ερμή­νευ­σε σωστά το όνει­ρο που είχε δει: «τι κλοπ κλά­πην κ γς βραί­ων(:Αν είμαι δού­λος, είμαι διό­τι μερι­κοί άνθρω­ποι με έκλε­ψαν από την χώρα των Εβραί­ων)» και «Μνη­σθή­σει περ μο πρς Φαραώ κα ξάξεις με κ το χυρώ­μα­τος τού­του (:Μη με λησμο­νή­σεις ενώ­πιον του Φαραώ και φρόν­τι­σε να με βγά­λεις από τη φυλα­κή αυτή[Γέν.40,14 και Γέν.40,15]. Γι’ αυτό παρέ­μει­νε τελι­κά και άλλο στη φυλα­κή κατ’ οικο­νο­μία Θεού, για να μάθει ότι δεν πρέ­πει να έχει εμπι­στο­σύ­νη, ούτε να ελπί­ζει σε ανθρώ­πους, αλλά να στη­ρί­ζει τα πάν­τα στον Θεό.

Γνω­ρί­ζον­τας λοι­πόν αυτά, ας ευγνω­μο­νού­με τον Θεό και ας κάνου­με όλα εκεί­να που μας συμ­φέ­ρουν, για να επι­τύ­χου­με τα μελ­λον­τι­κά αγα­θά με τη βοή­θεια του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, μαζί με τον οποίο στον Πατέ­ρα και συγ­χρό­νως στο Άγιο Πνεύ­μα ανή­κει η δόξα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-titum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στην Προς Τίτον επι­στο­λή, ομι­λία ΣΤ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1989, τόμος 24, σελί­δες 118–135.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm



Άγιος Νικό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της — Άγιος Θεο­φύ­λα­κτος Βουλ­γα­ρί­ας

ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

[από­δο­ση στην απλή ελλη­νι­κή και πρό­σθε­τα σχό­λια: Άγιος Νικό­δη­μος ο Αγιο­ρεί­της]

«Πιστὸς ὁ λόγος (:Το ότι δικαιω­θή­κα­με και ανα­γεν­νη­θή­κα­με και θα κλη­ρο­νο­μή­σου­με την αιώ­νια ζωή είναι λόγος και αλή­θεια αξιό­πι­στη)»[Τίτ.3,8].

Επει­δή παρα­πά­νω είπε ο Από­στο­λος για μέλ­λον­τα πράγ­μα­τα, το δε μέλ­λον είναι άδη­λο και αόρα­το, γι΄αυτό εδώ προ­σθέ­τει και το αξιό­πι­στο στον λόγο του και λέγει ότι αυτό που είπα είναι αξιό­πι­στο και βέβαιο από τα περα­σμέ­να και προ­η­γού­με­να αγα­θά, που απο­λαύ­σα­με· επει­δή ο Θεός που μας έδω­σε τόσα αγα­θά στον προ­η­γού­με­νο και­ρό, Αυτός θα μας δώσει και στον μέλ­λον­τα

«Καὶ περὶ τού­των βού­λο­μαί σε δια­βε­βαιοῦ­σθαι, ἵνα φρον­τί­ζω­σι καλῶν ἔργων προ­ΐ­στα­σθαι οἱ πεπι­στευ­κό­τες τῷ Θεῷ (:Και γι’ αυτά τα θέμα­τα θέλω να μιλάς με βεβαιό­τη­τα και με κύρος, για να φρον­τί­ζουν όσοι έχουν πιστέ­ψει στον Θεό να πρω­το­στα­τούν ακού­ρα­στα σε καλά έργα)».

Επει­δή παρα­πά­νω ανέ­φε­ρε ο Από­στο­λος για την υπερ­βο­λι­κή αγα­θό­τη­τα που έδει­ξε ο Θεός σε εμάς, επει­δή μας έσω­σε με τη χάρη, ενώ ήμα­σταν απελ­πι­σμέ­νοι, γι΄αυτό τώρα λέγει στον Τίτο, ότι «θέλω να διδά­σκεις γι’ αυτά τον λαό σου, για να μάθουν οι Χρι­στια­νοί, όχι μόνο να είναι ταπει­νό­φρο­νες και να μην κατα­κρί­νουν τους άλλους ως αμαρ­τω­λούς, αλλά και να ελε­ούν και να ευσπλα­χνί­ζον­ται τους αδελ­φούς τους, διό­τι όποιος στο­χά­ζε­ται το έλε­ος που έκα­νε ο Θεός προς αυτόν, οπωσ­δή­πο­τε θα ελε­ή­σει και αυτός τον αδελ­φό του. Και τι θα διδά­σκεις τους Χρι­στια­νούς για να φρον­τί­ζουν, Τίτε; Δηλα­δή το να έχουν ένα μόνο έργο και μία φρον­τί­δα ακα­τά­παυ­στη, να βοη­θούν τους αδι­κου­μέ­νους, να προ­νο­ούν και να προ­στα­τεύ­ουν(διό­τι αυτό δηλώ­νει το «προ­ΐ­στα­σθαι καλῶν ἔργων») τις χήρες και τα ορφα­νά και να μην περι­μέ­νουν να έρχον­ται προς αυτούς όσοι έχουν ανάγ­κη και να τους παρα­κα­λούν, αλλά αυτοί μόνοι από μόνοι τους να μερι­μνούν και να φρον­τί­ζουν γι’αυτούς»1.

«ταῦ­τά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέ­λι­μα τοῖς ἀνθρώ­ποις (:Αυτά είναι τα καλά έργα και τα ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους· αυτά για τα οποία σας μίλη­σα)».

«Αυτά είναι», λέγει, «Τίτε, τα καλά και ωφέ­λι­μα πράγ­μα­τα στους ανθρώ­πους, δηλα­δή, αυτή η φρον­τί­δα και η προ­στα­σία των καλών έργων, ή αυτά τα ίδια καλά έργα».

«Μωρὰς δὲ ζητή­σεις καὶ γενε­α­λο­γί­ας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομι­κὰς περι­ΐ­στα­σο· εἰσὶ γὰρ ἀνω­φε­λεῖς καὶ μάταιαι (:Από­φευ­γε τις ανόη­τες συζη­τή­σεις και τις γενε­α­λο­γί­ες για τους μυθι­κούς θεούς ή τους ευγε­νείς προ­γό­νους, όπως και τις φιλο­νι­κί­ες και δια­μά­χες για τον ιου­δαϊ­κό νόμο, διό­τι δεν φέρ­νουν καμία ωφέ­λεια και είναι μάταιες)»[Τίτ.3,9].

«Μωράς ζητή­σεις» λέγει ο Παύ­λος τις ανω­φε­λείς και μάταιες, όπως μόνος το ερμη­νεύ­ει, αυτές δηλα­δή, που οι άπι­στοι Ιου­δαί­οι προ­βάλ­λουν στους Χρι­στια­νούς· «γενε­α­λο­γί­ες» ονο­μά­ζει εκεί­νες που απα­ριθ­μούν οι ίδιοι Ιου­δαί­οι, γενε­α­λο­γούν­τες τους παλαιούς Πατριάρ­χες και τους προ­γό­νους τους και καυ­χώ­με­νοι σε αυτούς, ότι τάχα είναι από­γο­νοι αυτών· διό­τι ποιο όφε­λος έχει ένας που αμαρ­τά­νει με το να έχει πατέ­ρα και πρό­γο­νό του τον Αβρα­άμ; Μάλ­λον όμως και βλά­βη και κατα­δί­κη μεγα­λύ­τε­ρη του συμ­βαί­νει, διό­τι από τον δίκαιο Αβρα­άμ κατα­γό­με­νος, δεν πράτ­τει τα έργα του Αβρα­άμ 2.

«Περι­ΐ­στα­σο» λοι­πόν, λέγει, «ταύ­τας», δηλα­δή «να τις απο­φεύ­γεις, επει­δή δεν πρέ­πει να αφή­νεις τα αναγ­καία και πνευ­μα­τι­κά έργα, τα οποία είναι χρή­σι­μα για τη δική σου ωφέ­λεια και την ωφέ­λεια των Χρι­στια­νών και να ξοδεύ­εις τον και­ρό σου σε ματαιο­λο­γί­ες και φιλο­νι­κί­ες ακερ­δείς· διό­τι ποιο κέρ­δος υπάρ­χει», λέγει, «με το να μάχε­σαι και να φιλο­νι­κείς, Τίτε, εκεί που δεν μπο­ρείς να φέρεις κάποιον στην πίστη του Χρι­στού και να τον σώσεις; Βέβαια, κανέ­να». Αλλά πιθα­νόν να απο­ρή­σει κανείς: Πώς παρα­πά­νω διέ­τα­ξε τον Τίτο ο Παύ­λος, να απο­στο­μώ­νει εκεί­νους που αντιλέγουν;[Τίτ.1,11: «Ος δε πιστο­μί­ζειν, οτινες λους οκους νατρέ­που­σι διδά­σκον­τες μ δε ασχρο κέρ­δους χάριν(:Αυτούς πρέ­πει ο επί­σκο­πος να τους απο­στο­μώ­νει. Είναι άνθρω­ποι που ανα­στα­τώ­νουν και ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζουν ολό­κλη­ρα σπί­τια, διδά­σκον­τας πράγ­μα­τα που δεν πρέ­πει, μόνο και μόνο για να κερ­δί­σουν χρή­μα­τα με αθέ­μι­το τρό­πο)»]. Και απαν­τού­με, ότι όταν μερι­κοί αντι­λέ­γουν για βλά­βη άλλων αδελ­φών, τότε πρέ­πει να τους απο­στο­μώ­σου­με, για να μη ζημιω­θούν από αυτό οι αδελ­φοί μας· για την ωφέ­λεια όμως των αντι­λε­γόν­των δεν πρέ­πει τελεί­ως ούτε να προ­σπα­θή­σου­με να μιλή­σου­με με αυτούς, επει­δή αυτοί δεν θα ωφε­λη­θούν από τα λόγια μας, όντας αδιόρ­θω­τοι και αγιά­τρευ­τοι.

«Αἱρε­τι­κὸν ἄνθρω­πον μετὰ μίαν3 καὶ δευ­τέ­ραν νου­θε­σί­αν παραι­τοῦ εἰδὼς ὅτι ἐξέ­στρα­πται ὁ τοιοῦ­τος καὶ ἁμαρ­τά­νει ὢν αὐτο­κα­τά­κρι­τος(:Αιρε­τι­κό άνθρω­πο που επι­μέ­νει να δημιουρ­γεί σκάν­δα­λα και διαι­ρέ­σεις στην Εκκλη­σία, μολο­νό­τι τον συμ­βού­λευ­σες για πρώ­τη και δεύ­τε­ρη φορά, παρά­τη­σέ τον και από­φευ­γέ τον. Γνώ­ρι­ζε ότι ένας τέτοιος άνθρω­πος έχει δια­στρα­φεί και αμαρ­τά­νει· και για την αμαρ­τία του αυτήν ελέγ­χε­ται και κατα­κρί­νε­ται από τη συνεί­δη­σή του και από τον ίδιο του τον εαυ­τό )»[Τίτ.3,10–11].

Για­τί εδώ λέγει ο Παύ­λος, να αφή­νου­με μετά από πρώ­τη και δεύ­τε­ρη φορά τον αιρε­τι­κό άνθρω­πο και να μην του ομι­λού­με πλέ­ον, προς τον Τιμό­θεο όμως λέγει να παι­δεύ­ει με πρα­ό­τη­τα τους εναν­τί­ους, μήπως τους δώσει ο Θεός μετά­νοια; Διό­τι λέγει τα εξής: «ν πρότη­τι παι­δεύ­ον­τα τος ντι­δια­τι­θε­μέ­νους, μήπο­τε δ ατος Θες μετά­νοιαν ες πίγνω­σιν ληθεί­ας κα νανή­ψω­σιν κ τς το δια­βό­λου παγί­δος, ζωγρη­μέ­νοι π᾿ ατο ες τ κεί­νου θέλη­μα(:Πρέ­πει ο δού­λος του Κυρί­ου να παι­δα­γω­γεί και να συνε­τί­ζει με πρα­ό­τη­τα εκεί­νους που έχουν αντί­θε­τα φρο­νή­μα­τα. Ποιος ξέρει μήπως καμιά φορά τους δώσει ο Θεός μετά­νοια, και οδη­γη­θούν στην πλή­ρη και ορθή γνώ­ση της αλή­θειας και συνέλ­θουν από τη μέθη στην οποία έχουν βυθι­στεί από το πνεύ­μα της πλά­νης, στην οποία τους έπια­σε ο διά­βο­λος, και τους συλ­λά­βει τώρα ως αιχ­μα­λώ­τους ο δού­λος του Θεού, έτσι ώστε να φρον­τί­ζουν να εφαρ­μό­ζουν το θέλη­μα Εκεί­νου)»[Β΄Τιμ.2,25]· και απαν­τού­με, ότι εκεί μεν λέγει ο Από­στο­λος για εκεί­νους, που δεί­χνουν ελπί­δα διορ­θώ­σε­ως, ενώ εδώ λέγει για τον αδιόρ­θω­το και αγιά­τρευ­το αιρε­τι­κό, που είναι ξεστραμ­μέ­νος σε όλα και αυτο­κα­τά­κρι­τος, δηλα­δή ανα­πο­λό­γη­τος, επει­δή δεν μπο­ρεί να πει ότι δεν με νου­θέ­τη­σε κανείς, ούτε κανέ­νας με δίδα­ξε να μάθω την αλή­θεια, διό­τι μολο­νό­τι νου­θε­τή­θη­κε και διδά­χθη­κε και μία και δύο φορές, έμει­νε στην πλά­νη του. Όταν λοι­πόν αυτός μετά από μία και δεύ­τε­ρη νου­θε­σία και διδα­χή επι­μέ­νει στην πλά­νη του, τότε είναι αυτο­κα­τά­κρι­τος και ανα­πο­λό­γη­τος και γι΄αυτό πρέ­πει να τον απο­φεύ­γουν οι Χρι­στια­νοί4.

«῞Οταν πέμ­ψω ᾿Αρτε­μᾶν πρός σε ἢ Τυχι­κόν, σπού­δα­σον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικό­πο­λιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρι­κα παρα­χει­μά­σαι (:Όταν σου στεί­λω τον Αρτε­μά ή τον Τυχι­κό, φρόν­τι­σε γρή­γο­ρα να έλθεις στη Νικό­πο­λη, διό­τι εκεί απο­φά­σι­σα να περά­σω τον χει­μώ­να)»[Τίτ.3,12].

Για ποιον λόγο ο Παύ­λος, αφού εμπι­στεύ­τη­κε τόση μεγά­λη νήσο της Κρή­της στον Τίτο και, αφού του εμπι­στεύ­θη­κε τόσο πολυά­ριθ­μο πλή­θος Χρι­στια­νών, δεν τον αφή­νει να επι­μέ­νει στην ποι­μαν­τι­κή του επι­στα­σία, αλλά πάλι τον παίρ­νει κον­τά του; Και απαν­τού­με, ότι αυτό το κάνει ο Από­στο­λος για να ωφε­λή­σει τον Τίτο περισ­σό­τε­ρο και για να τον δεί­ξει τέλειο στο επάγ­γελ­μα και στο έργο της Επι­σκο­πής· επει­δή ήθε­λε να τον εξε­τά­σει, αν οικο­νό­μη­σε καλώς και φύλα­ξε εκεί­να, που αυτός του εμπι­στεύ­τη­κε και παρέ­δω­σε. Η δε Νικό­πο­λις είναι πόλις της Θρά­κης, αλλά πλη­σιά­ζει στη Μακε­δο­νία, ευρι­σκό­με­νη επά­νω στον Ίστρο ποτα­μό, κατά τον Θεο­δώ­ρη­το και Θεο­φύ­λα­κτο5.

«Ζηνᾶν τὸν νομι­κὸν καὶ ᾿Απολ­λὼ σπου­δαί­ως πρό­πεμ­ψον, ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λεί­πῃ(:Τον Ζηνά τον νομο­δι­δά­σκα­λο και τον Απολ­λώ κατευό­δω­σέ τους, ετοι­μά­ζον­τας με επι­μέ­λεια ό,τι τους χρεια­στεί, για να μην τους λεί­πει τίπο­τε στο ταξί­δι τους)»[Τίτ.3,13].

Ο Ζηνάς αυτός ήταν νομι­κός, δηλα­δή έμπει­ρος των ιου­δαϊ­κών νόμων· ο δε Απολ­λώ ήταν λογιό­τε­ρος από τον Ζηνά και με δύνα­μη στις θεί­ες Γρα­φές, όπως μαρ­τυ­ρούν οι Πράξεις[κεφ.18]6· οι Από­στο­λοι όμως αυτοί ακό­μη δεν είχαν εμπι­στευ­τεί Εκκλη­σί­ες· το δε «ἵνα μηδὲν αὐτοῖς λεί­πῃ» δηλώ­νει: αντί του «κάνε τους να έχουν κάθε αυτάρ­κεια των αναγ­καί­ων», φαγη­τών δηλα­δή, και ενδυ­μά­των, ώστε να μη στε­ρούν­ται κανέ­να από αυτά.

«Μαν­θα­νέ­τω­σαν δὲ καὶ οἱ ἡμέ­τε­ροι καλῶν ἔργων προ­ΐ­στα­σθαι εἰς τὰς ἀναγ­καί­ας χρεί­ας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρ­ποι(:Με την ευκαι­ρία μάλι­στα της προ­ε­τοι­μα­σί­ας αυτής παίρ­νουν μάθη­μα και οι δικοί μας να πρω­το­στα­τούν και να εργά­ζον­ται καλά έργα και να συν­τρέ­χουν τους αδελ­φούς στις απα­ραί­τη­τες υλι­κές τους ανάγ­κες, για να μη στε­ρούν­ται από πνευ­μα­τι­κούς καρ­πούς)»[Τίτ.3,14].

Με τα λόγια αυτά είναι σαν να λέγει ο θεσπέ­σιος Παύ­λος προς τον Τίτο: «Μπο­ρού­σα και με άλλον τρό­πο να κάνω ανεν­δε­είς τον Ζηνά και τον Απολ­λώ, αλλά δεν θέλω· για­τί; «να καὶ οἱ ἡμέ­τε­ροι», δηλα­δή, για να μπο­ρέ­σουν οι επαρ­χιώ­τες σου και δικοί μου μαθη­τές, Χρι­στια­νοί Κρη­τι­κοί, από τα εφό­δια και αναγ­καία που θα δώσουν σε αυτούς, να μάθουν να προ­ΐ­σταν­ται καλών έργων δηλα­δή να μερι­μνούν γι’ αυτούς τους αδελ­φούς, που έχουν ανάγ­κη και με το δόσι­μο των χρη­μά­των και με λόγια και με κάθε άλλο τρό­πο, όχι τόσο για να κερ­δί­σουν οι πτω­χοί και όσοι έχουν ανάγ­κη αδελ­φοί, αλλά μάλ­λον για να απο­κτή­σουν αυτοί που δίνουν καρ­πό και ωφέ­λεια στην ψυχή τους από τη φιλαν­θρω­πία και το έλε­ος, που θα δεί­ξουν στους πτω­χούς· διό­τι και ο Κύριος, που έθρε­ψε μία φορά πέν­τε χιλιά­δες άντρες, μπο­ρού­σε να τρέ­φει πάν­το­τε και τον εαυ­τό Του και τους μαθη­τές Του· αλλά όμως θέλη­σε να τρέ­φε­ται και Αυτός και οι μαθη­τές Του(αφού βαπτί­στη­κε δηλα­δή, και όχι προ του βαπτί­σμα­τος) από γυναί­κες7, για­τί; Για να κερ­δί­σουν εκεί­νες τον της ελεη­μο­σύ­νης μισθό· έτσι και τώρα κάνει σε εμάς· και δεν ωφε­λεί τόσο ο Θεός τους πτω­χούς, με τη δική μας δόση και ελεη­μο­σύ­νη, όσο ωφε­λεί εμάς τους ίδιους, που ελε­ού­με δια­μέ­σου των ελε­ου­μέ­νων πτω­χών· επει­δή και οι πτω­χοί γίνον­ται αίτιοι σε εμάς να λάβου­με τη συγ­χώ­ρη­ση των αμαρ­τιών μας και να απο­κτή­σου­με την προς τον Θεό παρ­ρη­σία· γι΄αυτό και ο Κύριος είπε: «Ποι­ή­σα­τε αυτος φίλους κ το μαμων τς δικί­ας, να, ταν κλί­πη­τε, δέξων­ται μς ες τς αωνί­ους σκη­νάς(:Κάν­τε λοι­πόν κι εσείς φίλους απ’ τον άδι­κο πλού­το ευερ­γε­τών­τας με φιλαν­θρω­πί­ες τους συναν­θρώ­πους σας, ώστε όταν πεθά­νε­τε, να σας υπο­δε­χθούν οι φίλοι σας αυτοί στις αιώ­νιες σκη­νές του παρα­δεί­σου)»[Λουκ.16,9].

«᾿Ασπά­ζον­ταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάν­τες. ἄσπα­σαι τοὺς φιλοῦν­τας ἡμᾶς ἐν πίστει. (:Σε χαι­ρε­τούν εγκάρ­δια όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε όσους μας αγα­πούν, επει­δή έχουν κοι­νή πίστη με μας)» [Τίτ.3,15].

«Σε χαι­ρε­τούν», λέγει, «όσοι ευρί­σκον­ται μαζί με εμέ­να· χαι­ρέ­τι­σε και εσύ από μέρους μου εκεί­νους που μας αγα­πούν εν πίστει, δηλα­δή πιστά και άδο­λα και καθα­ρά· χαι­ρέ­τι­σε εκ μέρους μου τους πιστούς Χρι­στια­νούς που μας αγα­πούν».

«῾Η χάρις μετὰ πάν­των ὑμῶν· ἀμήν (:Σας εύχο­μαι η χάρις του Θεού να είναι με όλους εσάς. Αμήν)»[Τίτ.3,15].8

Με αυτά τα τελευ­ταία λόγια εύχε­ται ο Παύ­λος να φυλά­γε­ται στον Τίτο και στους επαρ­χιώ­τες του Χρι­στια­νούς σώα και ολό­κλη­ρη η χάρις και δωρεά του Θεού· ή εύχε­ται να είναι μαζί τους πάν­το­τε η φιλαν­θρω­πία του Θεού, δια­φυ­λάσ­σον­τάς τους με τη θεία χάρη, η οποία θεία χάρις εύχο­μαι να είναι ιδιαί­τε­ρα και με εμάς που την έχου­με ιδιαί­τε­ρα ανάγ­κη και να φυλά­γει τις ψυχές και τα σώμα­τά μας « ν γί Πνεύ­μα­τι »· ᾧ ἡ δόξα ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν.

Η προς Τίτον τον πρώ­το της Κρή­της Επί­σκο­πο επι­στο­λή αυτή, γρά­φτη­κε από τη Νικό­πο­λη της Μακε­δο­νί­ας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ:

  1. Λέγει και ο Θεο­δώ­ρη­τος στην ερμη­νεία του ρητού αυτού: «Δεν επαρ­κεί η πίστη, όταν είναι απο­γυ­μνω­μέ­νη από τα αγα­θά έργα».

  2. Ο Οικου­μέ­νιος λέει ότι πιθα­νόν να εννο­εί εδώ τις γενε­α­λο­γί­ες των Ελλή­νων, οι οποί­οι γενε­α­λο­γών­τας τους θεούς τους λέγουν ότι ο Κρό­νος γέν­νη­σε τον Δία και άλλος τον άλλο.

  3. Έτσι ανα­φέ­ρε­ται το ρητό από τον Χρυ­σό­στο­μο, Οικου­μέ­νιο, Θεο­φύ­λα­κτο και στις περισ­σό­τε­ρες εκδό­σεις, αν και σε μερι­κά χει­ρό­γρα­φα ανα­φέ­ρε­ται με το «μετά πρώ­την».

  4. Γι΄αυτό και ο Μέγας Βασί­λειος λέγει: «Τον αιρε­τι­κό πρέ­πει να τον απο­φεύ­γει κανείς»(Λόγος περί Ασκή­σε­ως). Γι΄αυτό δια­βά­ζου­με στην Εκκλη­σια­στι­κή Ιστο­ρία ότι οι Σαμο­σα­τείς δεν ήθε­λαν να μπαί­νουν στα θερ­μά λου­τρά, διό­τι σε αυτά είχε πλυ­θεί ο Αρεια­νός Ευνό­μιος.

Πρβ. Β΄Τιμ.2,17: «κα λόγος ατν ς γάγ­γραι­να νομν ξει(:και η διδα­σκα­λία τους θα εξα­πλω­θεί σαν γάγ­γραι­να)».Έτσι ο Ιερός Αυγου­στί­νος βεβαί­ω­σε με το παρά­δειγ­μα τού­το της φάγου­σας, που ανα­φέ­ρει ο Από­στο­λος εδώ, ότι των αιρε­τι­κών η κακο­δο­ξία, πάν­το­τε πηγαί­νει στο χει­ρό­τε­ρο και γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρη πλη­γή, όπως η φάγου­σα· διό­τι οι Μανι­χαί­οι αρχί­ζον­τας από τη μύγα έκα­ναν αρχή του κακού τον Θεό· ρωτά λοι­πόν καθ’ υπό­θε­σιν, ένας Μανι­χαί­ος: «Ποιος δημιούρ­γη­σε τη μύγα;» Και απαν­τά ο άλλος ομό­φρο­νάς του πως «δεν τη δημιούρ­γη­σε ο Θεός αλλά ο διά­βο­λος· επει­δή η μύγα είναι ένα ζώο, που πει­ρά­ζει και ενο­χλεί τους ανθρώ­πους εκεί­νους, επά­νω στους οποί­ους θα καθί­σει· τέτοιο όμως πει­ρα­στι­κό και βλα­βε­ρό ζώο είναι και η μέλισ­σα, λοι­πόν και αυτήν ο διά­βο­λος την εδημιούργησε·τέτοιο είναι και η ακρί­δα· οπωσ­δή­πο­τε και αυτήν ο διά­βο­λος την έκα­νε; Ποιος έκα­νε τα που­λιά; Ποιος τα πρό­βα­τα; Ποιος τον άνθρω­πο; Όλα αυτά ο διά­βο­λος τα δημιούρ­γη­σε». Τέτοια ήταν η πολύ­πλο­κη σει­ρά των αιρε­τι­κών φρο­νη­μά­των των Μανι­χαί­ων· γι΄αυτό πρέ­πει να απο­φεύ­γουν οι Χρι­στια­νοί αυτούς και όλους τους αιρε­τι­κούς σαν λοι­μούς και πανού­κλες, για να μην πανου­κλιά­σουν κι αυτοί μαζί με αυτούς και απω­λε­σθούν· γι΄αυτό παραγ­γέλ­λει ο Σολο­μών­τας: «κβα­λε κ συνε­δρί­ου λοι­μόν(:Διώ­ξε από κάθε συνέ­δριο τον χλευα­στή και αυθά­δη άνθρω­πο)»[Παρ.22,10] και ο προ­φή­της Δαβίδ ο πατέ­ρας του μακα­ρί­ζει εκεί­νον τον άνθρω­πο, που δεν κάθι­σε μαζί με τους λοι­μούς· «Μακά­ριος νήρ, ς π καθέ­δρ λοιμν οκ κάθι­σεν(:Μακά­ριος και πανευ­τυ­χής είναι ο άνθρω­πος που δεν κάθι­σε εκεί, όπου επι­μέ­νουν αμε­τα­νο­ή­τως να κάθον­ται διε­φθαρ­μέ­νοι και φθο­ρο­ποιοί άνθρω­ποι και όπου θα μετα­δι­δό­ταν και σε αυτόν το ψυχο­φθό­ρο και ολέ­θριο μόλυ­σμά τους)»[Ψαλμ.1,1]. Γι’αυτόν και τον θεσπέ­σιο Πολύ­καρ­πο όταν τον ρώτη­σε ο αιρε­τι­κός Μαρ­κί­ω­νας, εάν γνω­ρί­ζει ποιος είναι, του απάν­τη­σε ο Άγιος ότι τον γνω­ρί­ζει πως είναι ο πρω­τό­το­κος υιός του δια­βό­λου.

Και ο Μέγας Αθα­νά­σιος γρά­φει στον βίο του Μεγά­λου Αντω­νί­ου, ότι ο Αντώ­νιος απέ­φευ­γε ως πανού­κλα τους Αρεια­νούς και αιρε­τι­κούς· γι’αυ­τό και η ΣΤ΄Σύνοδος προ­στά­ζει να κατα­καί­γον­ται τα πλα­σθέν­τα και ψευ­δο­μαρ­τυ­ρο­λό­για που έχουν δημιουρ­γη­θεί από τους αιρε­τι­κούς, στον ξγ΄ κανό­να της· και οι Από­στο­λοι προ­στά­ζουν να μη δημο­σιεύ­ον­ται τα ψευ­δε­πί­γρα­φα των ασε­βών βιβλία, ως άγια, κανών ζ΄. Ο δε βασι­λεύς Σολο­μών­τας προ­στά­ζει τους όμοιούς του βασι­λείς να απο­μα­κρύ­νουν τους ασε­βείς και να μην τους αφή­νουν να σπέρ­νουν τα ζιζά­νια της ασέ­βειάς τους στους Χρι­στια­νούς: «Λικμή­τωρ σεβν βασι­λες σοφός(: Ο σοφός βασι­λιάς λιχνί­ζει και ξεχω­ρί­ζει από τους καλούς τους κακο­ποιούς και τους ασε­βείς)»[Παρ.22,10].

Πρβ. επί­σης: «λεγ­χε ατος ποτό­μως(:Γι΄αυτόν τον λόγο έλεγ­χέ τους από­το­μα)»[Τίτ.1,13]. Σημεί­ω­σε ότι κατά τον Θεο­δώ­ρη­το δεν είναι αντί­θε­το αυτό που λέγει εδώ ο Παύ­λος: «λεγ­χε ατος ποτό­μως» με εκεί­νο που λέγει στην προς Τιμό­θεο Β΄: «ν πρότη­τι παι­δεύ­ον­τα τος ντι­δια­τι­θε­μέ­νους»[Β΄Τιμ.2,25], διό­τι σε εκεί­νους μεν που ακό­μη δεν πίστε­ψαν στον Χρι­στό, πρέ­πει κανείς να προ­σφέ­ρει τη θεία διδα­σκα­λία με πρα­ό­τη­τα και με μαλα­κό τρό­πο· σε εκεί­νους όμως που πίστε­ψαν και έπει­τα κάνουν ενάν­τια της πίστε­ως πρέ­πει να τους ελέγ­χει κανείς και με αυστη­ρά ιατρι­κά να τους θερα­πεύ­ει.

  1. Η Νικό­πο­λις είναι πόλις της Ηπεί­ρου, όπως λέγει ο Μαρ­κια­νός· υπάρ­χει και άλλη Νικό­πο­λις της Βιθυνίας(η οποία τώρα λέγε­ται Μουν­τα­νία), υπάρ­χει και άλλη Νικό­πο­λις της μικράς Αρμε­νί­ας. Λέγει ο Θεο­δώ­ρη­τος ότι έγρα­ψε την Επι­στο­λή αυτή ο Παύ­λος τον και­ρό εκεί­νο, που ήταν στη Μακε­δο­νία. Οπό­τε και αλη­θέ­στε­ρο είναι ότι η Νικό­πο­λις, για την οποία γρά­φει εδώ ο Παύ­λος, είναι πόλις της Θρά­κης. Ο Στρά­βων γρά­φει ότι η Νικό­πο­λις της Ηπεί­ρου Αμβρα­κία ονο­μα­ζό­ταν· την ονο­μά­σε έτσι ο Σεβα­στός, αφού κατα­ναυ­μά­χη­σε και νίκη­σε τον Αντώ­νιο και την Κλε­ο­πά­τρα, τη βασί­λισ­σα των Αιγυπτίων(Βιβλίο Ζ΄).

  2. Βλ. και Α΄Κορ.3,4: «ταν γρ λέγ τις, γ μέν εμι Παύ­λου, τερος δ γ πολ­λώ, οχ σαρ­κι­κοί στε;(:όταν δηλα­δή ο ένας λέει, εγώ είμαι του Παύ­λου, ο άλλος πάλι εγώ είμαι του Απολ­λώ, δεν είστε άνθρω­ποι σαρ­κι­κοί;)».

  3. Λέγει ο Ευαγ­γε­λι­στής Λου­κάς: «Κα γυνακές τινες α σαν τεθε­ρα­πευ­μέ­ναι π νόσων κα μαστί­γων κα πνευ­μά­των πονηρν κα σθε­νειν, Μαρία καλου­μέ­νη Μαγδα­λη­νή, φ᾿ ς δαι­μό­νια πτ ξελη­λύ­θει, κα ωάν­να γυν Χουζ πιτρό­που ρδου, κα Σου­σάν­να κα τεραι πολ­λαί, ατινες διη­κό­νουν ατ π τν παρ­χόν­των ατας».

  4. Σημεί­ω­σε ότι κατά τον Θεο­δώ­ρη­το το « χάρις μετ πάν­των μν· μήν» ήταν ασπα­σμός του Παύ­λου, τον οποίο συνή­θι­ζε να γρά­φει με τα άγια του τα χέρια και είναι αντί του «Υγιαί­νε­τε» που εμείς συνη­θί­ζου­με να γρά­φου­με τώρα στο τέλος των Επι­στο­λών.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Βενε­δί­κτου ιερο­μο­νά­χου αγιο­ρεί­του, Αγί­ου Νικο­δή­μου του Αγιο­ρεί­του, Ερμη­νεία των δεκα­τεσ­σά­ρων επι­στο­λών του απο­στό­λου Παύ­λου, τόμος δεύ­τε­ρος, σελ. 722–726, Έκδο­ση συνο­δί­ας Σπυ­ρί­δω­νος ιερο­μο­νά­χου, Ιερά Καλύ­βη «Άγιος Σπυ­ρί­δων Α΄», Νέα Σκή­τη Αγί­ου Όρους, 2020.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

 

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΜΙΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ)

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΜΙΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 15-10-1989]

(Β225)

Στέλ­νον­τας, αγα­πη­τοί μου, την επι­στο­λή του ο Από­στο­λος Παύ­λος στον Τίτο, Επί­σκο­πο Κρή­της, όπως ακού­σα­με στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή και που είναι γεμά­τη από προ­τρο­πές ποι­μαν­τι­κού και ιερα­πο­στο­λι­κού χαρα­κτή­ρος, αλλά και προ­σω­πι­κού ακό­μη χαρα­κτή­ρος, την κατα­κλεί­νει την επι­στο­λή του με δύο ακό­μη λόγια ποι­μαν­τι­κών προ­τρο­πών, όπως και με δύο λόγια ιερα­πο­στο­λι­κών προ­τρο­πών.

Αν λάβου­με υπό­ψη ότι οι επι­στο­λές του Απο­στό­λου Παύ­λου απο­τε­λούν μαζί με τα Ευαγ­γέ­λια την Και­νή Δια­θή­κη και συνε­πώς είναι θεό­πνευ­στες οι επι­στο­λές του, κάθε φρά­ση και κάθε λέξη και κάθε συλ­λα­βή είναι για μας και για όλους τους πιστούς όλων των αιώ­νων και όλων των επο­χών, ο λόγος του Θεού και οι επι­τα­γές του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι’ αυτό ας προ­σπα­θή­σου­με να δού­με τι γρά­φει, τι μας προ­σφέ­ρει σήμε­ρα ο λόγος του Θεού, στη σημε­ρι­νή απο­στο­λι­κή περι­κο­πή, όπως σας είπα, για να μεί­νου­με σε κάποια σημεία και έτσι να ωφε­λη­θού­με. Σας δια­βά­ζω το ιερό κεί­με­νο σε μία από­δο­σή του, για να έχου­με μία εικό­να.

«Αυτά τα λόγια όσα πιο πάνω σου έγρα­ψα και όσα θα σου γρά­ψω πιο κάτω, είναι αξιό­πι­στα. Και θέλω να τα βεβαιώ­νεις με την προ­σω­πι­κή σου μαρ­τυ­ρία. Ώστε όσοι έχουν πιστέ­ψει στον Θεό να φρον­τί­ζουν να πρω­το­στα­τούν σε έργα καλά. Αυτά είναι τα καλά και ωφέ­λι­μα στους ανθρώ­πους. Αντί­θε­τα, να απο­φεύ­γεις τις ανόη­τες ανα­ζη­τή­σεις σε γενε­α­λο­γι­κούς κατα­λό­γους, τις φιλο­νι­κί­ες και τις δια­μά­χες γύρω από τις δια­τά­ξεις του ιου­δαϊ­κού νόμου· για­τί αυτά είναι ανόη­τα και μάταια. Τον άνθρω­πο που ακο­λου­θεί πλα­νε­μέ­νη διδα­σκα­λία ή ακο­λου­θεί διχο­στα­σί­ες και σκάν­δα­λα, συμ­βού­λευ­σέ τον μία ή δύο φορές. Και αν δεν ακού­σει, άφη­σέ τον με τη βεβαιό­τη­τα πως αυτός έχει πια δια­στρα­φεί και αμαρ­τά­νει, κατα­δι­κά­ζον­τας έτσι ο ίδιος τον εαυ­τό του.

Όταν θα σου στεί­λω τον Αρτε­μά ή τον Τυχι­κό, έλα το συν­το­μό­τε­ρο να με συναν­τή­σεις στη Νικό­πο­λη. Για­τί εκεί απο­φά­σι­σα να περά­σω τον χει­μώ­να. Τον Ζηνά τον νομι­κό και τον Απολ­λώ, να τους εφο­διά­σεις πλου­σιο­πά­ρο­χα με ό,τι χρειά­ζον­ται για το ταξί­δι τους, ώστε να μην τους λεί­πει τίπο­τε. Ας μαθαί­νουν και οι δικοί μας να πρω­το­στα­τούν σε καλά έργα, για να αντι­με­τω­πί­ζουν τις επεί­γου­σες υλι­κές ανάγ­κες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρ­πη. Σε χαι­ρε­τούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαι­ρέ­τη­σε τους πιστούς που μας αγα­πούν. Η χάρις του Θεού να είναι με όλους σας».

Τι ωραία επι­στο­λή, αγα­πη­τοί μου! Όταν μάλι­στα είναι γεμά­τη από το Πνεύ­μα του Θεού… Κι όποιος μπο­ρεί να βαθαί­νει μέσα στον λόγο του Θεού, πραγ­μα­τι­κά αισθά­νε­ται μια παρα­δει­σία τρυ­φή, από­λαυ­ση.

«Πιστς λγος». Έτσι τελειώ­νει ο από­στο­λος Παύ­λος την επι­στο­λή του, τα τελευ­ταία της επι­στο­λής του. Πιστός ο λόγος. Αξιό­πι­στος ο λόγος του Θεού. Ό,τι ο Θεός έχει πει και έχει υπο­σχε­θεί, είναι αξιό­πι­στο. Τι είπε; Το προ­η­γού­με­νο χωρίο στην επι­στο­λή λέει: «να δικαιωθντες τ κενου-δηλα­δή του Χρι­στού- χριτι κλη­ρονμοι γενμεθα κατ’ λπδα ζως αωνου». Ποια είναι εκεί­να τα οποία μας έδω­κε ο Θεός; Η δικαί­ω­σή μας στο όνο­μα και το αίμα του Θεού Λόγου που ενην­θρώ­πη­σε, του Ιησού Χρι­στού. Κι έτσι γινό­μα­στε, με τη χάρη του Θεού κλη­ρο­νό­μοι, κατά την ελπί­δα της αιω­νί­ου ζωής. Αυτά είναι αξιό­πι­στα. Είναι τελεί­ως αξιό­πι­στα, για­τί τα λέγει ο Θεός. «Κι αυτός ο πιστός λόγος πρέ­πει να προ­βλη­θεί», λέγει ο Από­στο­λος στον Τίτο, «με τη δική σου βεβαιό­τη­τα». Προ­σέξ­τε αυτό. «Με τη δική σου βεβαιό­τη­τα».

Πράγ­μα­τι. Όπως γρά­φει αλλού ο Από­στο­λος Παύ­λος, ότι «μίλει ν ποδεί­ξει Πνεύ­μα­τος». Όχι απλά λόγια. Όχι δηλα­δή εκεί­νο που δυστυ­χώς έχου­με όλοι μας και μιλά­με ακα­δη­μαϊ­κά. Αλλά «ν ποδεί­ξει Πνεύ­μα­τος». Κι όπως λέγει εδώ συγ­κε­κρι­μέ­να ότι θα είναι εν βεβαιώ­σει. Θα βεβαιώ­νεις εσύ με την παρου­σία σου, με τον τρό­πο σου, με την πίστη σου ότι εκεί­να τα οποία είπε ο Θεός, είναι αλη­θι­νά.

Έτσι, δυστυ­χώς αγα­πη­τοί μου, δεν μιλά πια η ζωή μας στους άλλους ανθρώ­πους, για να πιστέ­ψουν. Αυτό είναι φοβε­ρό. Όταν ο κήρυ­κας του λόγου του Θεού, ο φορέ­ας του λόγου του Θεού άφη­σε την καριέ­ρα του, τα κτή­μα­τά του, την οικο­γέ­νειά του ή δεν έκα­νε οικο­γέ­νεια, όλα αυτά είναι ακρι­βώς ό,τι είπε ο Από­στο­λος στον Τίτο. Δηλα­δή ότι «θα δίνεις τη βεβαιό­τη­τα ότι ο λόγος είναι πιστός. Με τον δικό σου τρό­πο· διό­τι πώς ο άλλος θα νιώ­σει και θα πιστέ­ψει ότι αυτά που λες είναι αλη­θι­νά, αν εσύ δεν έχεις δεί­ξει κατά κάποιον τρό­πο με τη ζωή σου, ότι αυτά που ζεις είναι αυτά που λες ή αυτά που λες είναι αυτά που ζεις». Κι αυτό είναι το πάρα πολύ σπου­δαίο πράγ­μα. Όμως, όπως σας είπα, δυστυ­χώς η ζωή μας δεν μιλά­ει στους άλλους για να πιστέ­ψουν.

Ακό­μα, δεν μας έχουν δει να κακο­πα­θού­με. Ακό­μα και να αδι­κού­με­θα. Δεν μας έχουν δει. Ο Από­στο­λος Παύ­λος, έναν ολό­κλη­ρο κατά­λο­γο κατα­στά­σε­ων κάπου στη Β΄ προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του εκθέ­τει τι έχει περά­σει. Και πώς ζει. Τι κακο­πά­θειες έχει περά­σει. Πού λοι­πόν είναι, θα λέγα­με, η δύνα­μις του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος για να φανεί μέσα στην πίστη μας και μέσα στη ζωή μας; Πού είναι; Νομί­ζω ότι αυτό λεί­πει από τη ζωή των Χρι­στια­νών και των ποι­μέ­νων και των ποι­με­νο­μέ­νων. Η ζωή του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος. ν βεβαιώ­σει.

«να φροντζωσι καλν ργων προστα­σθαι», λέγει ευθύς πιο κάτω. Για να φρον­τί­ζουν να προ­ΐ­σταν­ται εκεί­νοι που θα πιστέ­ψουν από τον δικό σου τρό­πο που θα τους βεβαιώ­σεις ότι «πιστός ο λόγος», αξιό­πι­στος ο λόγος του Θεού, να φρον­τί­ζουν και να προ­ΐ­σταν­ται έργων καλών. Βέβαια, συνέ­πεια, θα λέγα­με, της αξιο­πι­στί­ας των λόγων του Θεού είναι και την εκφρά­ζει ο ποι­μέ­νας και οι ποι­με­νό­με­νοι, με την ανά­λη­ψη καλών έργων. Τα καλά έργα είναι εκεί­να που επι­σφρα­γί­ζουν και την πίστη μας και τη ζωή μας.

Τι είναι όμως τα καλά έργα; Όχι βέβαια μόνο εν στε­νή εννοία, που είναι οι αγα­θο­ερ­γί­ες που λέμε «να έχου­με καλά έργα». Αλλά έργα, σε ένα ευρύ­τε­ρο φάσμα. Όπως γρά­φει στους Φιλιπ­πη­σί­ους, χωρίς να σας ανα­λύ­σω: «σα στν ληθ, σα σεμν, σα δκαια, σα γν, σα προ­σφιλ, σα εφημα[:έχουν καλή φήμη], ε τις ρετ κα ε τις παι­νος[:ό,τι ακρι­βώς χαρα­κτη­ρί­ζει κάτι που είναι αρε­τή, ό,τι ακρι­βώς χαρα­κτη­ρί­ζει κάτι που δέχε­ται τον έπαι­νο, και από τον Θεό και από τους ανθρώ­πους], τατα λογζεσθε[-γρά­φει στους Φιλιπ­πη­σί­ους-] κα μθετε κα παρελβετε κα κοσατε κα εδετε ν μο, τατα πρσσε­τε». Αυτά να σκέ­πτε­στε, αυτά να ενερ­γεί­τε, αυτά να ζεί­τε. Αυτά, αγα­πη­τοί μου, είναι τα έργα τα καλά εν ευρεία εννοία.

Έτσι η βεβαιό­τη­τα της πίστε­ως δίδει τον καρ­πό των καλών έργων αλλά και της ανα­και­νι­σμέ­νης ζωής. Κι όταν η ζωή του πιστού είναι και­νού­ρια, τότε πρέ­πει να προ­ΐ­στα­ται ο πιστός, να πρω­το­στα­τεί δηλα­δή σε έργα αγά­πης. Λέγει ο Θεο­φύ­λα­κτος, ένας ερμη­νευ­τής: «Καί μή ναμέ­νω­σι τούς δεο­μέ­νους πρός ατούς λθεν». Αυτοί που προ­ΐ­σταν­ται των αγα­θών έργων, μην περι­μέ­νουν τους άλλους να έλθουν. Αυτοί πρέ­πει να τρέ­ξουν. Όπως, δεν πήγα­με εμείς στον ουρα­νό. Ήλθε ο Λόγος του Θεού σαν άνθρω­πος, από τον ουρα­νό στη Γη. Έτσι κι εμείς θα πάμε σ’ αυτούς. «Ο Θεός», αλλού λέει, στην προς Ρωμαί­ους ο Από­στο­λος Παύ­λος «με τέτοιες θυσί­ες ευα­ρε­στεί­ται».

«Τατ στι τ καλ κα φλιμα τος νθρποις» σημειώ­νει στην επι­στο­λή του προς Τίτον ο Από­στο­λος. Δηλα­δή αυτά είναι τα καλά, αυτά είναι τα ωφέ­λι­μα, τα χρή­σι­μα στους ανθρώ­πους. Δηλα­δή αν κατα­λα­βαί­νου­με, έτσι μόνον μπο­ρού­με να έχου­με τον αλη­θι­νό κοι­νω­νι­κό άνθρω­πο. Πολ­λές φορές λέμε· ποιος είναι ο τύπος του κοι­νω­νι­κού, όχι κοσμι­κού, για­τί η κοι­νω­νι­κό­τη­τα αντι­δια­στέλ­λε­ται από την κοσμι­κό­τη­τα. Ο Χρι­στια­νός δεν είναι κοσμι­κός, είναι κοι­νω­νι­κός. Εκεί­νο το «χαί­ρειν μετά χαι­ρόν­των καί κλαί­ειν μετά κλαιόν­των», που είναι ο τύπος της κοι­νω­νι­κό­τη­τος, πού θα βρί­σκα­με αυτόν τον τύπο, τον αλη­θι­νό τύπο του κοι­νω­νι­κού ανθρώ­που; Πού αλλού, παρά στην εφαρ­μο­γή του Ευαγ­γε­λί­ου. Στο εφαρ­μο­σμέ­νο Ευαγ­γέ­λιο. Υπάρ­χουν και κάποιες βέβαια άγο­νες ή και επι­ζή­μιες ασχο­λί­ες, λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος στον Τίτο και του γρά­φει: «Πρό­σε­ξε, μην ασχο­λεί­σαι με αυτές».

Τι είναι αυτές οι άγο­νες ασχο­λί­ες; Είναι στο να κατα­γί­νε­ται ο πιστός σε στεί­ρες συζη­τή­σεις ή ανα­ζη­τή­σεις. Είναι οι νομι­κές μάχες, που γρά­φει στον Τίτο. Τότε ήταν οι λεγό­με­νες «ιου­δαϊ­κές ερμη­νεί­ες» του νόμου· που υπήρ­χαν, αγα­πη­τοί μου, ακού­στε μέσα στο Ταλ­μούδ. Έξι χιλιά­δες δια­τά­ξεις! Πλή­θος. Πλή­θος. Όλες αυτές οι δια­τά­ξεις έλε­γαν: «Μη αυτό, μη εκεί­νο, μη εκεί­νο, μη αυτό»· που έκα­ναν τη ζωή του Ιου­δαί­ου, του Εβραί­ου βαριά. Δυστυ­χώς πολ­λές φορές αυτά περ­νούν, πέρα­σαν και μέσα στην Εκκλη­σία μας. Ο Κύριος τα είπε «εντάλ­μα­τα των ανθρώ­πων». Δηλα­δή εντο­λές των ανθρώ­πων. Δεν έχουν καμία σχέ­ση με τις εντο­λές του Θεού. Προ­σέξ­τε όμως. Δεν πρό­κει­ται για την Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας· για­τί η Παρά­δο­ση της Εκκλη­σί­ας δεν είναι εντο­λές ανθρώ­πων. Αλλά είναι η ν Πνεύ­μα­τι γί ερμη­νεία του λόγου του Θεού· που είναι κατα­τε­θει­μέ­νη μέσα στην Εκκλη­σία. Αλλά ομι­λεί δια τις παρα­δό­σεις των ανθρώ­πων. Όχι δια την Παρά­δο­σιν του Θεού. Ακό­μη και ο νόμος, παρά­δο­ση ήταν. Αν θέλε­τε, ακό­μη και η Και­νή Δια­θή­κη, Παρά­δο­ση είναι. Αυτά που παρέ­δω­κε ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χρι­στός στους ανθρώ­πους.

Είναι «μωραί ζητσεις» ακό­μη και κάθε ενα­σχό­λη­ση με τη φιλο­σο­φία· που ζητά­με ώστε η φιλο­σο­φία να γίνει ο ρυθ­μι­στής της ζωής μας… Είναι ακό­μη και όλες εκεί­νες οι παλιές και οι σύγ­χρο­νες θεω­ρί­ες, που ζητούν να προ­σα­να­το­λί­ζουν και αυτές με τη σει­ρά τους τη ζωή μας και να την καθο­δη­γούν. Αυτά τα πράγ­μα­τα δεν έχουν σχέ­ση στη ζωή του πιστού. Το Ευαγ­γέ­λιο είναι ο οδη­γός του. Είναι ο τρό­πος που θα τον οδη­γή­σει και η Εκκλη­σία στην πνευ­μα­τι­κή ζωή. Να βρει τις απαν­τή­σεις της υπάρ­ξε­ώς του. Για­τί υπάρ­χω και πού πηγαί­νω. «Για όλα τα άλλα», λέει ο Από­στο­λος, «είναι ανώ­φε­λα και μάταια». Σας λέγω αλή­θεια, αγα­πη­τοί μου, απο­ρώ πώς μπο­ρεί, Χρι­στια­νοί που έχουν το Ευαγ­γέ­λιο και το γνω­ρί­ζουν, να ζητούν πορεία στη ζωή τους από τη φιλο­σο­φία. Δεν μπο­ρώ να το κατα­λά­βω. Ούτε είναι δυνα­τόν αυτά τα πράγ­μα­τα να συμ­βα­δί­ζουν. Φιλο­σο­φία; Προ­ϊ­όν του νου, του ανθρώ­πι­νου νου. Το Ευαγ­γέ­λιο; Η απο­κά­λυ­ψη του Θεού. Τι σχέ­ση έχει το ένα με το άλλο;

Αλλά είναι και οι αιρε­τι­κοί, στη συνέ­χεια, όπως κατα­γρά­φει. Σας είπα μερι­κά πράγ­μα­τα θα δού­με από αυτά τα τελευ­ταία της επι­στο­λής, που γρά­φει ο Από­στο­λος στον Τίτον. Είναι αυτοί «αρετικν νθρω­πον μετ μαν κα δευτραν νου­θεσαν παραι­το» κ.τ.λ. Είναι αυτοί που αστό­χη­σαν στην πίστη και εναυά­γη­σαν. Βέβαια θα τους βοη­θή­σου­με. Αλλά όταν δεν πεί­θον­ται, θα τους αφή­σου­με. Για­τί έχουν δια­στρα­φεί. «ξστρα­πται τοιοτος», λέγει ο Από­στο­λος.

Ακό­μη θα θελα να σας έλε­γα ότι η λέξη «αιρε­τι­κός» και «αίρε­σις» δεν σημαί­νει πάν­το­τε μόνον εκεί­νον ο οποί­ος έχει απο­κλί­νει από την ορθή πίστη. Έχει και άλλη σημα­σία. Είναι εκεί­νος που δημιουρ­γεί σκάν­δα­λα και διχο­στα­σί­ες. Μέσα στην Και­νή Δια­θή­κη ο όρος αυτός, πάλι στον Από­στο­λο Παύ­λο, έχει αυτήν την έννοια ή σε άλλα σημεία της Και­νής Δια­θή­κης, όχι στον Από­στο­λο Παύ­λο. Φερει­πείν, γρά­φει στους Ρωμαί­ους ο από­στο­λος Παύ­λος: «Παρα­καλ δ μς, δελ­φο, σκο­πεν[:να εξε­τά­ζε­τε] τος τς διχο­στασας κα τ σκνδα­λα παρ τν διδαχν ν μες μθετε ποιοντας, κα κκλνατε π᾿ ατν». Εκεί­νους οι οποί­οι δημιουρ­γούν τις διχο­στα­σί­ες και τα σκάν­δα­λα, παρά την διδα­σκα­λία την οποία έχε­τε μάθει από μας και οι οποί­οι αυτοί ξεφεύ­γουν. Και σεις λοι­πόν προ­σέξ­τε. Εκκλί­να­τε απ’ αυτών. Ξεφύ­γε­τε. Φύγε­τε μακριά. «Ο γρ τοιοτοι τ Κυρί μν ησο Χριστ ο δου­λεύ­ου­σιν[:αυτοί δεν είναι κάτω από την υπα­κοή του Θεού. Δεν δου­λεύ­ουν το έργο του Θεού], λλ τ αυτν κοι­λί[:δηλα­δή τα συμ­φέ­ρον­τά τους] κα δι τς χρη­στο­λο­γί­ας κα ελογί­ας[:και με τα ωραία τους λόγια, με τις ευλο­γί­ες τους, και με τού­τα και εκεί­να, να μην κάνω πιο πολ­λές περι­γρα­φές] ξαπατσι τς καρ­δί­ας τν κάκων[:εξα­πα­τούν τις καρ­διές, λέγει, των αφε­λών και απλών ανθρώ­πων]». «Αυτούς», λέγει ο Από­στο­λος, «μακριά». Και ο Κύριος το είπε. Και δεν εννοούσε,όταν το είπε, την αίρε­ση. Όταν είπε ότι αν κάποιος κάνει κάτι, φώνα­ξέ τον. «Έλα εδώ, μην το ξανα­κά­νεις αυτό. Δεν σε άκου­σε. Πάρε και άλλον αδελ­φόν. Δεν άκου­σε ούτε τον αδελ­φό. Πάρε δύο- τρεις. Δεν άκου­σε ούτε αυτούς. Πες στο στην Εκκλη­σία, στο σύνο­λο. Δεν άκου­σε ούτε την Εκκλη­σία. «ν δ κα τς κκλη­σί­ας παρα­κούσ», λέει ο Κύριος, «στω σοι σπερ θνικς κα τελώ­νης». Να είναι για σένα σαν τον ειδω­λο­λά­τρη και σαν τον αμαρ­τω­λό. Να μην έχεις καμία σχέ­ση μαζί του.

Εξάλ­λου και η Παλαιά Δια­θή­κη το λέγει, είναι στο Δευ­τε­ρο­νό­μιο, αλλά και ο Από­στο­λος Παύ­λος το ανα­νε­ώ­νει στην Και­νή Δια­θή­κη. «Κα ξαρετε τν πονηρν ξ μν ατν ». Θα βγά­λε­τε από μέσα από τη σύνα­ξή σας, μέσα από την Εκκλη­σία, τον πονη­ρό, τον άνθρω­πο ο οποί­ος δεν θέλει να διορ­θω­θεί. Η ιδέα ότι θα τον διορ­θώ­σου­με κρα­τών­τας τον, μοιά­ζει σαν τα πορ­το­κά­λια στο καφά­σι, που ένα είναι σάπιο. Τα άλλα τα γερά, θα κάνουν το σάπιο γερό; Το σάπιο θα κάνει τα γερά σάπια. Αλλά δυστυ­χώς, επει­δή αυτό δεν το προ­σέ­χου­με, γι΄ αυτόν ακρι­βώς τον λόγο, μέσα στην Εκκλη­σία υπάρ­χουν και εκεί­νοι που αιρε­τί­ζουν και εκεί­νοι που διχο­στα­σί­ες προ­κα­λούν και εκεί­νοι, που κατά κάποιον τρό­πο σκαν­δα­λί­ζουν και γενι­κά ανα­στα­τώ­νουν καθ’ οιον­δή­πο­τε τρό­πον την Εκκλησία,με το ντύ­σι­μό τους, με τα λόγια τους, με τα φερ­σί­μα­τά τους, με τις κοσμι­κό­τη­τές του, με τις θεω­ρί­ες που πιστεύ­ουν και στο τέλος να λέγουν: «εγώ πιστεύω κατά τον τρό­πο μου». Α, δηλα­δή, έχεις τόση υπε­ρη­φά­νεια, ώστε δεν συμ­μορ­φώ­νε­σαι να πιστέ­ψεις κατά την υπό­δει­ξη της Εκκλη­σί­ας, αλλά πιστεύ­εις κατά τον τρό­πο σου. Βλέ­πε­τε όλα αυτά τα σκάν­δα­λα, οι διχο­στα­σί­ες που δημιουρ­γούν και όλα αυτά τα πράγ­μα­τα, δεν είναι από τον Θεό· είναι από τον πονη­ρό. Και αυτοί πρέ­πει να κόβον­ται από την Εκκλη­σία. Όλοι αυτοί, σας το ξανα­λέ­γω.

Και τώρα κάποιες, θα λέγα­με, προ­σω­πι­κές προ­τρο­πές που έχει να δώσει ο Από­στο­λος Παύ­λος, σε θέμα­τα ιερα­πο­στο­λής στον Τίτο, που είναι συνερ­γά­της του βέβαια, στο έργο της δια­κο­νί­ας του Ευαγ­γε­λί­ου. Ζητά λοι­πόν να συναν­τη­θεί με τον Τίτο. Εκεί­νος θα πάει στη Νικό­πο­λη. Ακό­μη δεν έχει πάει. Στη Νικό­πο­λη της Ηπεί­ρου. Αυτή που λέμε σήμε­ρα Πρέ­βε­ζα. Είναι όχι ακρι­βώς, είναι κάτι δίπλα, αλλά πολύ κον­τά. Χον­τρι­κά θα λέγα­με είναι η σημε­ρι­νή Πρέ­βε­ζα. Και ακό­μη δεν έχει πάει. Θα πάει. Στέλ­νει την επι­στο­λή και ζητά­ει από τον Τίτο να έλθει από την Κρή­τη στη Νικό­πο­λη να τον συναν­τή­σει. Σε αντι­κα­τά­στα­σή του, του λέγει ότι θα στεί­λει ή τον Αρτε­μά ή τον Τυχι­κό. Άλλους βοη­θούς του και συνερ­γά­τες του. Αυτές οι προ­σω­πι­κές συναν­τή­σεις των συνερ­γα­τών ήταν πάρα πολύ σημαν­τι­κές. Για­τί έτσι οι συνερ­γά­τες του ανα­νε­ώ­νον­ταν. Είναι η ανα­νέ­ω­ση.

Αγα­πη­τοί μου, στην ιερα­πο­στο­λή υπάρ­χουν τρι­βές. Κινεί­σαι μέσα στον κόσμο. Και υπάρ­χουν πολ­λές πολ­λές τρι­βές. Πώς θα γίνει κανείς να ανα­νε­ω­θεί από τις τρι­βές αυτές; Όταν έχει κοι­νω­νία με τους πνευ­μα­τι­κούς αδελ­φούς. Ακό­μη ανα­φύ­ον­ται και προ­βλή­μα­τα στην ιερα­πο­στο­λή, στο κήρυγ­μα του λόγου του Θεού. Τι θα κάνεις; Πρέ­πει να ρωτή­σεις, πρέ­πει να δώσεις στους άλλους μία απάν­τη­ση άμα σε ρωτή­σουν. Με ποιους; Με τους αδελ­φούς, με τους συνερ­γά­τες. Όλα αυτά κου­ρά­ζουν βέβαια τον ιερο­κή­ρυ­κα, τον ιερα­πό­στο­λο και ζητά αυτήν την ανα­νέ­ω­ση, αυτόν τον εμπλου­τι­σμό. Έτσι, εκεί­νος που ασχο­λεί­ται με την ιερα­πο­στο­λή, με το έργο του Θεού, σε οποια­δή­πο­τε μορ­φή είναι αυτή η ιερα­πο­στο­λή, σε οποια­δή­πο­τε, μην πηγαί­νει το μυα­λό σας στην Αφρι­κή ή στην Άπω Ανα­το­λή· και μέσα στον τόπο μας και στη γει­το­νιά μας, εκεί­νος ο οποί­ος θα είναι φορέ­ας του λόγου του Θεού, πάν­το­τε έχει ανάγ­κη κατ’ αρχάς να μελε­τά τον λόγο του Θεού, αλλά και να ακρο­ά­ται τον λόγο του Θεού. Να ζει τη μυστη­ρια­κή ζωή έντο­να. Να έχει μία πλου­σία προ­σευ­χή και να έχει και μια κοι­νω­νία με τους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους, τους πνευ­μα­τι­κούς του συνερ­γά­τες.

Έτσι βλέ­που­με αγα­πη­τοί μου ότι ο Από­στο­λος καλεί τώρα τον Τίτο να τον επι­σκε­φτεί στη Νικό­πο­λη, στην οποία Νικό­πο­λη σκό­πευε να ξεχει­μω­νιά­σει. Πόσο πραγ­μα­τι­κά, πόσο ανθρώ­πι­να! Δεν βλέ­πει κανείς πράγ­μα­τα σαν να είναι στην ιστο­ρία των αγγέ­λων, αν οι άγγε­λοι έχουν ιστο­ρία. Εκεί δεν υπάρ­χουν συμ­βε­βη­κό­τα. Αλλά στους ανθρώ­πους, πόσο ανθρώ­πι­να, πόσο απλά!

Σας είπα ότι στη Νικό­πο­λη θα πήγαι­νε ο από­στο­λος Παύ­λος. Δηλα­δή στη σημε­ρι­νή Πρέ­βε­ζα. Αισθα­νό­μα­στε μία βαθιά έτσι συγ­κί­νη­ση, όταν αυτά τα αγια­σμέ­να πόδια του μεγά­λου Απο­στό­λου Παύ­λου πάτη­σαν τα εδά­φη μας. Την Ελλά­δα μας, ο Από­στο­λος Παύ­λος, θα έλε­γα ότι την όργω­σε. Πόσο αισθα­νό­μα­στε… έτσι… ιδιαί­τε­ρα… Γι’ αυτό, αυτό το σημείο, ότι ο Παύ­λος ήρθε στην πατρί­δα μας, ξεχει­μώ­νια­σε, έμει­νε και­ρό πολύ, πήγε από δω, πήγε από εκεί. Όλα αυτά πρέ­πει να γίνον­ται ένα κέν­τρι­σμα και μία φιλο­τι­μία στο να εργα­ζό­μα­στε στη δια­κο­νία του έργου του Θεού.

Και τώρα δίνει ακό­μη μία ιερα­πο­στο­λι­κή παραγ­γε­λία. Λέει: «Ζηνν τν νομικν κα ᾿Απολλ σπου­δαως πρπεμ­ψον (:Να τους στεί­λεις φρον­τι­σμέ­να) να μηδν ατος λεπ. (:Να έχουν όλα τα αγα­θά μαζί τους. Να μην τους λεί­πει τίπο­τε). Μαν­θα­νέ­τω­σαν δέ κα ο μτεροι καλν ργων προστα­σθαι ες τς ναγ­καας χρεας, να μ σιν καρ­ποι». Έπρε­πε οι εργά­τες του Ευαγ­γε­λί­ου να συν­τη­ρούν­ται από τους πιστούς. Εφό­σον ο χρό­νος τους ήταν ολό­κλη­ρος αφιε­ρω­μέ­νος στο έργο της Εκκλη­σί­ας, έπρε­πε πια οι πιστοί να φρον­τί­ζουν γι΄αυτούς. Εξάλ­λου ο ίδιος ο Από­στο­λος Παύ­λος ερμη­νεύ­ει εκεί­νο το της Παλαιάς Δια­θή­κης: «Ο φιμώσς βον λοντα». Δεν θα βάλεις φίμω­τρο στο βόδι το οποίο αλω­νί­ζει. Για­τί; «ξιος γρ ργά­της το μισθο ατο» σημειώ­νει στην Α΄προς Τιμό­θε­ον επι­στο­λή του.

Θέλει ακό­μη να τονί­σει ότι οι πιστοί πρέ­πει να φρον­τί­ζουν για τις ιερα­πο­στο­λές και για τους ιερα­πο­στό­λους. Ο λόγος του Θεού πρέ­πει να είναι απρό­σκο­πτος. Πρέ­πει να τρέ­χει. Σήμε­ρα δεν είναι μόνο, θα λέγα­με, ο ιερα­πό­στο­λος, αλλά είναι και το χρι­στια­νι­κό έντυ­πο. Είναι το έντυ­πο Ευαγ­γέ­λιο ακό­μη. Είναι κάθε μέσο με το οποίο ακού­γε­ται ο λόγος του Θεού. Αυτό πρέ­πει να τρέ­χει. Οι πιστοί που δεν φρον­τί­ζουν για το έργο αυτό, θα μεί­νουν, όπως λέγει ο από­στο­λος, άκαρ­ποι.

Και τέλος: «᾿Ασπζον­τα σε ο μετ’ μο πντες (:Σε χαι­ρε­τούν όλοι εκεί­νοι που είναι μαζί μου). σπα­σαι τος φιλοντας μς ν πστει». Είναι η κοι­νω­νία των αγί­ων. Και ποιοι οι φιλοντες; «ν πίστει ντας καί μμέ­νον­τας μν», λέγει ο Ζιγα­βη­νός. Εκεί­νοι οι οποί­οι είναι στην πίστη και μας περι­μέ­νουν και μας αγα­πούν. Οι πιστοί πρέ­πει να έχουν κοι­νω­νία, όπως σας είπα· που είναι μία πλευ­ρά και επι­τυγ­χά­νε­ται σε μία πλευ­ρά του εκκλη­σια­σμού. Βλέ­πε­τε, είμε­θα όλοι μαζί. Αυτό πρέ­πει να είναι μία αφορ­μή μιας επι­κοι­νω­νί­ας.

Αγα­πη­τοί μου, είδα­με μια σελί­δα ποι­μαν­τι­κή και ιερα­πο­στο­λι­κή γραμ­μέ­νη από το χέρι του απο­στό­λου Παύ­λου. Θα μπο­ρού­σε να μας πει κανείς ότι ό,τι έγρα­φε στην επι­στο­λή του στους Γαλά­τες: «δετε πηλί­κοις μν γράμ­μα­σιν γρα­ψα τ μ χει­ρί». «Είδα­τε με τι γράμ­μα­τα, μεγά­λα γράμ­μα­τα σας έγρα­ψα», λέει, «με το δικό μου χέρι την επι­στο­λή αυτή». Και βέβαια δεν σώθη­κε ούτε ένα κομ­μα­τά­κι από τη χει­ρό­γρα­φη επι­στο­λή του Παύ­λου. Όμως δια­σώ­θη­κε το πνεύ­μα. Εκεί­νο που κατέ­γρα­ψε το Άγιο Πνεύ­μα. Αυτά θα κρα­τή­σου­με, για να προ­κό­ψου­με στην πνευ­μα­τι­κή μας ζωή αλλά και στο έργο της δια­κο­νί­ας του λόγου του Θεού.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_455.mp3

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Ἔργα καὶ ἔργα

«Πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τού­των βού­λο­μαί σε δια­βε­βαιοῦ­σθαι, ἵνα φρον­τί­ζω­σι καλῶν ἔργων προ­ΐ­στα­σθαι οἱ πεπι­στευ­κό­τες τῷ Θεῷ» (Τίτ. 3,8)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, προ­τρέ­πει σήμε­ρα ὅλους τοὺς χρι­στια­νούς, νὰ κάνουν καλὰ ἔργα. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἀλλὰ νὰ εἶνε πρῶ­τοι στὰ καλὰ ἔργα, παρα­κι­νών­τας σ’ αὐτὰ καὶ ἄλλους.

Ἀλλὰ ποιά, θὰ μὲ ῥωτή­σε­τε, ποιά εἶνε τὰ καλὰ ἔργα; Ὁ κόσμος στὴν ἐπο­χή μας, ὅταν ἀκού­σῃ ἔργα, ἡ σκέ­ψι του πηγαί­νει σὲ ἔργα ποὺ κάνουν οἱ μηχα­νι­κοί, ἔργα ποὺ ἐξυ­πη­ρε­τοῦν κοι­νό­τη­τες καὶ δήμους καὶ ὅλο τὸ κρά­τος, ἔργα ὅπως τὰ λένε κοι­νω­νι­κῆς, οἰκο­νο­μι­κῆς καὶ πολι­τι­στι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως. Τέτοια ἔργα εἶνε τὰ γεφύ­ρια, οἱ δρό­μοι, οἱ σιδη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές, τὰ ἐργο­στά­σια, τὰ του­ρι­στι­κά κέν­τρα, οἱ πλάζ, τὰ ξενο­δο­χεῖα, τὰ σχο­λεῖα, τὰ νοσο­κο­μεῖα καὶ ἄλλα. Τέτοια ἔργα γίνον­ται σ ̓ ὅλα τὰ κρά­τη. Τώρα δὲ τελευ­ταῖα καὶ στὴν Ἑλλά­δα, ποὺ τὴν εἶχαν ῥημά­ξει ἐσω­τε­ρι­κοὶ καὶ ἐξω­τε­ρι­κοὶ ἐχθροὶ καὶ δὲν εἶχαν ἀφή­σει σχε­δόν τίπο­τε, παρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα γιὰ τέτοια ἔργα. Παν­τοῦ ἀκού­γε­ται ὁ χτύ­πος τῶν μηχα­νη­μά­των. Νομί­ζει κανείς, πὼς ἡ Ἑλλά­δα ἔγι­νε ἕνα ἀπέ­ραν­το εργο­στά­σιο. Χιλιά­δες ἔργα κοι­νο­τι­κά, δημο­τι­κὰ καὶ κρα­τι­κὰ γίνον­ται. Εκα­τομ­μύ­ρια καὶ δισε­κα­τομ­μύ­ρια ξοδεύ­ον­ται γιὰ τὴν κατα­σκευὴ τῶν ἔργων. Σε λίγα χρό­νια, λένε οἱ εἰδι­κοί, ἡ Ἑλλά­δα θὰ γίνῃ ἀγνώ­ρι­στη. Εργο­στά­σια μεγά­λα, δρό­μοι εὐρύ­χω­ροι, πολυ­κα­τοι­κί­ες, λιμά­νια καὶ ἀερο­δρό­μια θὰ δώσουν νέα ζωή.

* * *

Δὲν περι­φρο­νοῦ­με κ ̓ ἐμεῖς τὴν ἀξία τῶν ἔργων αὐτῶν· για­τὶ καὶ γεφύ­ρια καὶ δρό­μοι καὶ πλα­τεί­ες καὶ ἐργο­στά­σια καὶ κατοι­κί­ες χρειά­ζον­ται. Ἀλλ ̓ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα εἶνε φτειαγ­μέ­να ἀπὸ πέτρες, σίδε­ρα καὶ τσι­μέν­το. Εἶνε φτειαγ­μέ­να ἀπὸ ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, καὶ συνε­πῶς ἡ ἀξία τους δὲν εἶνε τόσο μεγά­λη όσο νομί­ζει ὁ κόσμος. Εἶνε ἔργα που μπο­ροῦν νὰ κατα­στρα­φοῦν μέσα σὲ λίγες ὧρες — τί λέω;, μέσα σὲ λίγα λεπτά. Ἕνας σει­σμὸς δυνα­τὸς φτά­νει νὰ κατα­στρέ­ψῃ μιὰ πόλι ποὺ ἔχει τὰ ὡραιό­τε­ρα κτή­ρια, κτή­ρια που χρειά­στη­καν χιλιά­δες ἐργά­τες καὶ ξωδεύ­τη­καν ἑκα­τομ­μύ­ρια γιὰ νὰ χτι­στοῦν. Κι ἂν δὲν γίνῃ σει­σμός, ὑπάρ­χει φόβος νὰ γίνῃ κάτι ἄλλο χει­ρό­τε­ρο, χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ χίλιους σει­σμούς· ὑπάρ­χει φόβος νὰ γίνῃ ἕνας πόλε­μος. Πόλε­μος ὄχι πιὰ μὲ τὰ παλιὰ ὅπλα, ἀλλὰ μ’ ἕνα νέο ὅπλο, τρο­με­ρὸ ὅπλο, ποὺ λέγε­ται ἀτο­μι­κὴ βόμ­βα. Λίγες τέτοιες βόμ­βες, λένε οἱ εἰδι­κοὶ τοῦ ἀτο­μι­κοῦ πολέ­μου, μπο­ροῦν νὰ κάνουν ἐρεί­πια τις μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις τῆς ἀνθρω­πό­τη­τος…

Δὲν τὰ λέμε αὐτά, ἀγα­πη­τοί μου, γιὰ νὰ σκορ­πί­σου­με τὴ μελαγ­χο­λία, τὴν ἀπαι­σιο­δο­ξία καὶ νὰ κάνου­με τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὸ φόβο τους νὰ σταυ­ρώ­σουν τὰ χέρια καὶ νὰ ποῦ­νε ̇ Ἀφοῦ σήμε­ρα ἢ αὔριο θὰ γίνῃ ἡ κατα­στρο­φή, για­τί ἐγὼ νὰ κοπιά­ζω; για­τί νὰ καλ­λιερ­γῶ τὴ γῆ, νὰ φυτεύω δέν­τρα, νὰ χτί­ζω σπί­τια κ ̓ ἐργο­στά­σια;.… Ὁ σκο­πὸς ποὺ γρά­φου­με αὐτὰ δὲν εἶνε νὰ σκορ­πί­σου­με τὴν ἀπαι­σιο­δο­ξία καὶ τὴν ἀπο­γο­ή­τευ­σι σκο­πός μας δὲν εἶνε νὰ στα­μα­τή­σουν τὰ ἔργα οἰκο­νο­μι­κῆς καὶ πολι­τι­στι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως. Ὁ σκο­πός μας εἶνε, νὰ κατα­λά­βου­με ὅλοι, ὅτι ἡ ἀξία τῶν ἔργων αὐτῶν εἶνε μικρή για­τὶ εἶνε ἔργα, ὅπως εἴπα­με, ὑλι­κά, ποὺ ἀργὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ και ταστρα­φοῦν καὶ δὲν θὰ μεί­νῃ τίπο­τε ἀπ ̓ αὐτά.

Πέρα ἀπ ̓ αὐτὰ τὰ ἔργα, ποὺ ὁ πολὺς κόσμος θαυ­μά­ζει, ὑπάρ­χουν κι ἄλλα ἔργα. Ἔργα πολύ μεγά­λης αξί­ας. Ἔργα, ποὺ δὲν φαν­τά­ζουν, ἀλλ’ ὅμως προ­σφέ­ρουν ἀνε­κτί­μη­τη ὑπη­ρε­σία στὸν κόσμο. Ἔργα, ποὺ φέρ­νουν πάνω τους τὴ σφρα­γῖ­δα τῆς αἰω­νιό­τη­τος. Ἔργα θεϊ­κά, ποὺ ἐξυ­ψώ­νουν τὸν ἄνθρω­πο καὶ τὸν κάνουν νὰ μοιά­ζῃ μὲ τὸ Θεό. Ἔργα, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τὰ κάνουν κ’ οἱ πιὸ φτω­χοὶ καὶ ἄση­μοι ἄνθρω­ποι. Ἔργα, τέλος, ποὺ ἀξί­ζει νὰ λέγων­ται «καλὰ ἔργα» (Τίτ. 3,8).

Καλὰ ἔργα! Αλλὰ φαί­νον­ται ὅσα λέμε γενι­κὰ καὶ ἀόρι­στα; Θέλε­τε ν ̓ ἀνα­φέ­ρου­με μερι­κὰ καλὰ ἔργα, ποὺ ἐννο­εῖ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος; Θ ̓ ἀνα­φέ­ρου­με ἀπ’ τὴ σύγ­χρο­νη ζωή.

Σ’ ἕνα χωριό φτά­νει ἕνας ξένος. Εἶνε χει­μώ­νας πέφτει χιό­νι, κάνει κρύο φοβε­ρό. Ο ξένος, ἂν μεί­νῃ ἔξω, κιν­δυ­νεύ­ει νὰ πεθά­νῃ. Ἂν τώρα ἕνα σπί­τι ἀνοί­ξῃ καὶ δεχτῇ τὸν ξένο καὶ τὸν περι­ποι­η­θῇ, αὐτὴ ἡ πρᾶ­ξις τῆς φιλο­ξε­νί­ας ἑνὸς ξένου καὶ ἀγνώ­στου ἀνθρώ­που ποὺ ἔφτα­σε στὸ χωριὸ εἶνε ἔργο καλό.

Καλὰ ἔργα! Σὲ ἄλλο χωριὸ πέφτει στο κρε­βά­τι ἄρρω­στος ἕνας ἄνθρω­πος. Εἶνε ἡλι­κιω­μέ­νος καὶ ἔρη­μος. Συγ­γε­νεῖς δὲν ἔχει ἤ, ἂν ἔχῃ, τὸν ἄφη­σαν, πῆγαν στὰ ξένα καὶ ἔπαυ­σαν πιὰ νὰ τὸν θυμοῦν­ται. Ὅσο και­ρὸ ἦταν γερὸς δὲν εἶχε ἀνάγ­κη ἀπὸ βοή­θεια καὶ περι­ποί­η­σι· ἀλλὰ τώρα ποὺ ἔπε­σε βαρειά ἄρρω­στος στο κρε­βά­τι ποιός θὰ τὸν κοι­τά­ξῃ; Μιὰ ὅμως σπλα­χνι­κὴ γριά γυναί­κα ἔρχε­ται καί, χωρίς καμ­μιά πλη­ρω­μή, μῆνες τώρα τὸν περι­ποιεῖ­ται αὐτή. Αὐτὸ ποὺ κάνει ἡ γυναί­κα αὐτὴ εἶνε μιὰ πρᾶ­ξις ἡρω­ϊ­κή, εἶνε ἕνα ἔργο καλό.

Καλὰ ἔργα! Σ’ ἕνα ἄλλο χωριό κάη­κε ὁ ἀχυ­ρώ­νας ἑνὸς πολὺ φτω­χοῦ ἀνθρώ­που, ὅπου εἶχε φυλαγ­μέ­νο ἄχυ­ρο καὶ τρι­φύλ­λι γιὰ τὰ ζῷα του, γιὰ τὸ γαϊ­δου­ρά­κι καὶ τὴν ἀγε­λά­δα του. Ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἔχει λεφτὰ γιὰ νὰ χτί­σῃ τὴν ἀπο­θή­κη, οὔτε γιὰ ν’ ἀγο­ρά­σῃ ἄλλες μπάλ­λες χόρ­το γιὰ τὰ ζῷα· καὶ ὁ χει­μώ­νας ἔρχε­ται. Ἀλλὰ νά καὶ φτά­νουν δυὸ καλοὶ γεί­το­νες καὶ τοῦ λένε «Μὴ στε­νο­χω­ριέ­σαι. Ἐμεῖς θὰ σὲ βοη­θή­σου­με γιὰ νὰ χτί­σῃς καὶ πάλι τὴν ἀπο­θή­κη. Θὰ πᾶμε καὶ σ’ ἄλλα συγ­γε­νι­κά μας σπί­τια καὶ θὰ παρα­κα­λέ­σου­με νὰ δώσουν κι αὐτοὶ ἀπὸ μιὰ μπάλ­λα χόρ­το». Καὶ νά, χάρι στὴν καλω­σύ­νη τῶν δυὸ ἀνθρώ­πων νέα ἀπο­θή­κη χτί­στη­κε, καὶ τὸ χορ­τά­ρι γιὰ τὰ ζῷα ἐξα­σφα­λί­στη­κε, κι ὁ φτω­χὸς δοξά­ζει τώρα τὸ Θεὸ ποὺ ἔστει­λε τοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀνθρώ­πους. Νά κι ἄλλο καλὸ ἔργο.

Καλὰ ἔργα! Θέλε­τε κ ̓ ἕνα ἀκό­μη; Σ’ ἕνα ἄλλο χωριὸ ὁ ἄντρας, ὁ ἀρχη­γὸς τῆς οἰκο­γε­νεί­ας, σκο­τώ­θη­κε. Αφη­σε χήρα καὶ ὀρφα­νά. Τὰ χωρά­φια του μένουν ἀκαλ­λιέρ­γη­τα. Ἀλλὰ νά κ ̓ ἔρχε­ται ἕνας, ποὺ χωρὶς καμ­μιά ἀμοι­βή παίρ­νει τὸ τρα­κτέρ του, πηγαί­νει στο χωρά­φι τῆς χήρας, τὸ καλ­λιερ­γεῖ καὶ τὸ σπέρ­νει.

Αὐτὴ ἡ βοή­θεια πρὸς ἀδύ­να­τα πλά­σμα­τα εἶνε ἕνα καλὸ ἔργο. Αὐτὸ τὸ καλὸ ἔργο, ποὺ τώρα στὴν ἐπο­χή μας γίνε­ται σπά­νιο, στὰ παλιὰ τὰ χρό­νια γινό­ταν συχνά. Οἱ χωρι­κοί μας πίστευαν στὸ Θεό, καὶ ἡ καρ­διά τους ἦταν γεμά­τη καλω σύνη. Κάθε Κυρια­κή, ὕστε­ρα ἀπὸ τὴν ἐκκλη­σία, πήγαι­ναν στὰ κτή­μα­τα τῶν ὀρφα­νῶν καὶ τὰ καλ­λιερ­γοῦ­σαν τὰ ἔσπερ­ναν καὶ τὰ θέρι­ζαν.

* * *

Αγα­πη­τοί μου! Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ποὺ εἴπα­με φαί­νον­ται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώ­πων μικρὰ καὶ ἀσή­μαν­τα, ἀλλ ̓ εἶνε ἔργα ποὺ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἔχουν τὴ μεγά­λη τους ἀξία, καὶ σ ̓ αὐτοὺς ποὺ τὰ κάνουν ὁ Κύριος, ὅταν ἔρθῃ νὰ κρί­νῃ ζῶν­τας καὶ νεκρούς, θὰ πῇ ̇ «Δεῦ­τε οἱ εὐλο­γη­μέ­νοι τοῦ πατρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡτοι­μα­σμέ­νην ὑμῖν βασι­λεί­αν ἀπὸ κατα­βο­λῆς κόσμου. Ἐπεί­να­σα γάρ, καὶ ἐδώ­κα­τέ μοι φαγεῖν, ἐδί­ψη­σα, καὶ ἐπο­τί­σα­τέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνη­γά­γε­τέ με, γυμνός, καὶ περιε­βά­λε­τέ με, ἠσθέ­νη­σα, καὶ ἐπε­σκέ­ψα­σθέ με, ἐν φυλα­κῇ ἤμην, καὶ ἤλθε­τε πρός με» (Ματθ. 25,34–36).

Ἔτσι ἀντα­μεί­βει ὁ Κύριος τοὺς χρι­στια­νοὺς ποὺ πιστεύ­ουν καὶ κάνουν τὰ καλὰ ἔργα.

Ὅλοι λοι­πόν, χρι­στια­νοί μου, στὰ καλὰ ἔργα, τὰ ἔργα τοῦ Χρι­στοῦ!

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek