ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (Αποστολική Περικοπή)

Αποστολική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ — Πράξεις (ΙΣΤ΄ 16 — 34)

Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, κεφ. ΙΣΤ΄, εδά­φια 16–34

16 ᾿Εγνετο δ πορευομνων μν ες προ­σευχν παιδσκην τιν χου­σαν πνεμα πθωνος παντσαι μν, τις ργασαν πολλν παρεχε τος κυροις ατς μαν­τευομνη. 17 ατη κατα­κο­λουθσασα τ Παλ κα τ Σλ κρα­ζε λγου­σα· οτοι ο νθρω­ποι δολοι το Θεο το ψστου εσν, οτινες καταγγλλου­σιν μν δν σωτηρας. 18 τοτο δ ποει π πολλς μρας. δια­πο­νη­θες δ Παλος κα πιστρψας τ πνεματι επε· παραγγλλω σοι ν τ νματι ᾿Ιησο Χρι­στο ξελ­θεν π᾿ ατς. κα ξλθεν ατ τ ρ.

19 ᾿Ιδντες δ ο κριοι ατς τι ξλθεν λπς τς ργασας ατν, πιλαβμενοι τν Παλον κα τν Σλαν ελκυ­σαν ες τν γορν π τος ρχον­τας, 20 κα προ­σα­γαγντες ατος τος στρα­τη­γος επον· οτοι ο νθρω­ποι κταρσσου­σιν μν τν πλιν ᾿Ιου­δαοι πρχον­τες. 21 κα καταγγλλου­σιν θη οκ ξεστιν μν παραδχεσθαι οδ ποιεν Ρωμαοις οσι. 22 κα συνεπστη χλος κατ᾿ ατν. κα ο στρα­τη­γο περιρρξαν­τες ατν τ μτια κλευον ραβδζειν, 23 πολλς τε πιθντες ατος πληγς βαλον ες φυλακν, παραγ­γελαν­τες τ δεσμοφλακι σφαλς τηρεν ατος· 24 ς παραγ­γελαν τοιατην εληφς βαλεν ατος ες τν σωτραν φυλακν κα τος πδας ατν σφαλσατο ες τ ξλον. 25 Κατ δ τ μεσονκτιον Παλος κα Σλας προ­σευχμενοι μνουν τν Θεν· πηκροντο δ ατν ο δσμιοι. 26 φνω δ σει­σμς γνετο μγας, στε σαλευθναι τ θεμλια το δεσμω­τηρου, νεχθησν τε παρα­χρμα α θραι πσαι κα πντων τ δεσμ νθη. 27 ξυπνος δ γενμενος δεσμοφλαξ κα δν νεγμνας τς θρας τς φυλακς, σπασμενος μχαι­ραν μελ­λεν αυτν ναι­ρεν, νομζων κπε­φευγναι τος δεσμους. 28 φνησε δ φων μεγλ Παλος λγων· μηδν πρξς σεαυτ κακν· παν­τες γρ σμεν νθδε.

29 ατσας δ φτα εσεπδησε, κα ντρο­μος γενμενος προσπεσε τ Παλ κα τ Σλ, 30 κα προ­α­γαγν ατος ξω φη· κριοι, τ με δε ποιεν να σωθ; 31 ο δ επον· πστευ­σον π τν Κριον ᾿Ιησον Χριστν, κα σωθσ σ κα οκς σου. 32 κα λλησαν ατ τν λγον το Κυρου κα πσι τος ν τ οκίᾳ ατο. 33 κα παρα­λαβν ατος ν κεν τ ρ τς νυκτς λου­σεν π τν πληγν, κα βαπτσθη ατς κα ο ατο πντες παρα­χρμα, 34 ναγαγν τε ατος ες τν οκον ατο παρθηκε τρπεζαν, κα γαλ­λισατο πανοικ πεπι­στευκς τ Θε.

16 Καπο­τε δε, όταν ημείς επη­γαί­να­με στον τόπον της προ­σευ­χής, μας συνήν­τη­σε στον δρό­μον μια νεα­ρά δού­λη, που είχε πονη­ρόν, μαν­τι­κόν πνεύ­μα μέσα της και έδι­δε δια­φό­ρους μαν­τεί­ας επί μέσα της και έδι­δε δια­φό­ρους μαν­τεί­ας επί πλη­ρω­μή. Αυτή με τας μαν­τεί­ας που έδι­νε, απέ­δι­δε πολ­λά κέρ­δη στους κυρί­ους της. 17 Αυτή, λοι­πόν, ηκο­λού­θη­σε από κον­τά τον Παύ­λον και τον Σιλαν και έκρα­ζε λέγου­σα· “αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του υψί­στου, οι οποί­οι μας κάνουν γνω­στόν τον δρό­μον της σωτη­ρί­ας”. 18 Αυτό δε έκα­νε επί πολ­λάς ημέ­ρας (διό­τι το πανούρ­γον πονη­ρόν πνεύ­μα ήθε­λε ν’ απο­κτή­ση έτσι την εμπι­στο­σύ­νην και εκεί­νων, που θα επί­στευαν στον Χρι­στόν). Ενο­χλη­θείς δε και οργι­σθείς ο Παῦ­λoς από την πανούρ­γον αυτήν μαρ­τυ­ρί­αν εγύ­ρι­σε προς την παι­δί­σκην, που τον ακο­λου­θού­σε, και είπε στο πονη­ρόν πνεύ­μα· “σε δια­τάσ­σω, εν ονό­μα­τι του Ιησού Χρι­στού, να εξέλ­θης από αυτήν”. Και πράγ­μα­τι το πονη­ρόν πνεύ­μα εβγή­κε αμέ­σως την στιγ­μήν εκεί­νην. 19 Οι κύριοι όμως αυτής όταν είδαν, ότι έφυ­γε η ελπίς της προ­σο­δο­φό­ρου εργα­σί­ας των, συνέ­λα­βαν τον Παύ­λον και τον Σιλαν και τους έφε­ραν εις την αγο­ράν προς τους άρχον­τας. 20 Και αφού τους ωδή­γη­σαν εμπρός στους στρα­τη­γούς, είπαν· “αυτοί οι άνθρω­ποι, που είναι Ιου­δαί­οι, ανα­στα­τώ­νουν τον πόλιν μας· 21 και κηρύτ­τουν θρη­σκευ­τι­κά έθι­μα, τα οποία δεν επι­τρέ­πε­ται ημείς οι Ρωμαί­οι να τα παρα­δε­χώ­με­θα και να τα τηρού­μεν”. 22 Και συνε­κεν­τρώ­θη ο όχλος εναν­τί­ον των. Οι στρα­τη­γοί τότε έσχι­σαν τα ιμά­τια των Απο­στό­λων και διέ­τα­ξαν τους ραβδού­χους να τους ραβδί­σουν. 23 Αφού δε τους κατέ­φε­ραν πολ­λά κτυ­πή­μα­τα, τους έβα­λαν εις την φυλα­κήν παραγ­γεί­λαν­τες στον δεσμο­φύ­λα­κα να τους φρου­ρή με κάθε ασφά­λειαν. 24 Αυτός δε, επει­δή έλα­βε μίαν τέτοιαν αυστη­ράν εντο­λήν, έρρι­ψε αυτούς στο βαθύ­τε­ρον κελ­λί των φυλα­κών και έδε­σε τα πόδια των εις ένα ειδι­κόν ξύλον, ώστε να τους είναι αδύ­να­τος κάθε κίνη­σις. 25 Κατά το μεσο­νύ­κτιον όμως ο Παῦ­λoς και ο Σιλας προ­σηύ­χον­το και έψαλ­λαν ύμνους προς τον Θεόν. Τους ήκουον δε με προ­σο­χήν οι φυλα­κι­σμέ­νοι. 26 Και αίφ­νης έγι­νε μεγά­λος σει­σμός, ώστε εκλο­νί­σθη­σαν τα θεμέ­λια της φυλα­κής. Ανοί­χτη­καν δε αμέ­σως μόναι των όλαι αι θύραι και όλων των φυλα­κι­σμέ­νων τα δεσμά έπε­σαν. 27 Καθώς δε εξύ­πνη­σε ο δεσμο­φύ­λαξ από τον σει­σμόν και είδε αναι­κτάς τας θύρας της φυλα­κής, ανέ­συ­ρε μάχαι­ραν και ητοι­μά­ζε­το να αυτο­κτο­νή­ση, διό­τι ενό­μι­σεν ότι είχαν δρα­πε­τεύ­σει οι φυλα­κι­σμέ­νοι. 28 Ο Παῦ­λoς όμως εφώ­να­ξε με μεγά­λην φωνήν λέγων· “μη κάμης κανέ­να κακόν κατά του εαυ­τού σου· διό­τι όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως οι φυλα­κι­σμέ­νοι είμε­θα εδώ”. 29 Αφού δε εζή­τη­σε φώτα ο δεσμο­φύ­λαξ, εισώρ­μη­σε εις την φυλα­κήν και είδε, όπως του είχε πει ο Παῦ­λoς, όλους τους φυλα­κι­σμέ­νους εκεί, εκα­τά­λα­βε αμέ­σως το θαύ­μα, εκυ­ριεύ­θη­κε από τρό­μον και έπε­σε εις τα πόδια του Παῦ­λoυ και του Σιλα. 30 Και αφού τους έβγα­λε έξω από το βαθύ κελ­λί, εις την αυλήν της φυλα­κής, τους είπε· “κύριοι, τι πρέ­πει να κάμω, δια να εύρω και εγώ την σωτη­ρί­αν;” 31 Και εκεί­νοι του είπαν· “πίστευ­σε συ στον Κυριον Ιησούν Χρι­στόν και θα σωθής συ και όλο σου το σπί­τι”. 32 Και εκή­ρυ­ξαν εις αυτόν τον λόγον του Κυρί­ου και εις όλους όσοι ήσαν στο σπί­τι του. 33 Και αφού τους επή­ρε εκεί­νην την ώραν της νυκτός, τους έλου­σε από τα αίμα­τα των πλη­γών των. Και αμέ­σως εβα­πτί­σθη­κε αυτός και όλοι οι δικοί του. 34 Και αφού τους ανέ­βα­σε στο σπί­τι του, παρέ­θε­σε τρά­πε­ζαν φαγη­τών και εδο­κί­μα­σε μεγά­λην χαράν μαζή με όλην την οικο­γέ­νειάν του, επει­δή ακρι­βώς είχε πιστεύ­σει στον Θεόν.

16 Κάποια μέρα, καθώς πηγαί­να­με στον τόπο της προ­σευ­χής, συνέ­βη να μας συναν­τή­σει μια νεα­ρή δού­λη που είχε μαν­τι­κό πνεύ­μα και απέ­φε­ρε πολ­λά κέρ­δη στους κυρί­ους της· διό­τι με τις μαν­τεί­ες της φανέ­ρω­νε τα άγνω­στα και πλη­ρω­νό­ταν γι’ αυτό. 17 Αυτή ακο­λού­θη­σε από πίσω τον Παύ­λο και τον Σίλα και φώνα­ζε λέγον­τας: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του Υψί­στου και μας γνω­στο­ποιούν τον δρό­μο της σωτη­ρί­ας και τον ασφα­λή τρό­πο με τον οποίο θα σωθεί­τε’’. 18 Και αυτό το έκα­νε για πολ­λές ημέ­ρες, όχι βέβαια με καλό σκο­πό. Αλλά το μαν­τι­κό πνεύ­μα επε­δί­ω­κε να ελκύ­σει πάνω του την απε­ριό­ρι­στη εμπι­στο­σύ­νη του λαού και να την εκμε­ταλ­λευ­θεί τελι­κά με δολιό­τη­τα και πανουρ­γία. Αγα­να­κτών­τας λοι­πόν ο Παύ­λος, στρά­φη­κε πίσω προς τη δού­λη αυτή που τον ακο­λου­θού­σε και είπε προς το πνεύ­μα: ‘’Σε δια­τά­ζω, επι­κα­λού­με­νος το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγ­μα­τι­κά την ίδια στιγ­μή το πονη­ρό πνεύ­μα βγή­κε.

19 Όταν όμως είδαν τα αφεν­τι­κά της ότι έφυ­γε μαζί με το δαι­μό­νιο και η ελπί­δα της κερ­δο­φό­ρου εργα­σί­ας και επι­χει­ρή­σε­ώς τους, συνέ­λα­βαν τον Παύ­λο και τον Σίλα και τους έσυ­ραν στην αγο­ρά για να τους παρου­σιά­σουν στους άρχον­τες. 20 Κι αφού τους οδή­γη­σαν μπρο­στά στους στρα­τη­γούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι ταρα­ξί­ες Ιου­δαί­οι, και προ­κα­λούν ταρα­χές στην πόλη μας. 21 Κηρύτ­τουν θρη­σκευ­τι­κά έθι­μα που δεν επι­τρέ­πε­ται σε μας που είμα­στε Ρωμαί­οι να τα παρα­δε­χό­μα­στε και πολύ περισ­σό­τε­ρο να τα τηρού­με και να τα εφαρ­μό­ζου­με’’. 22 Τότε ο όχλος που είχε μαζευ­τεί εκεί ξεση­κώ­θη­κε εναν­τί­ον τους. Και οι στρα­τη­γοί ξέσχι­σαν τα ρού­χα των δύο απο­στό­λων και διέ­τα­ξαν να τους ραβδί­σουν, γυμνούς όπως ήταν, μπρο­στά σε όλο εκεί­νο το πλή­θος. 23 Και αφού τους έδω­καν πολ­λά χτυ­πή­μα­τα, τους έρι­ξαν στη φυλα­κή, δίνον­τας στον δεσμο­φύ­λα­κα την εντο­λή να τους φρου­ρεί ασφα­λι­σμέ­νους καλά, για να μην δρα­πε­τεύ­σουν. 24 Και αυτός, εφό­σον είχε πάρει τέτοια εντο­λή, τους έβα­λε στο πιο βαθύ δια­μέ­ρι­σμα της φυλα­κής και έδε­σε σφι­χτά τα πόδια τους στο τιμω­ρη­τι­κό όργα­νο που λεγό­ταν ξύλο, για να μην μπο­ρούν πλέ­ον οι από­στο­λοι ούτε στο ελά­χι­στο να μετα­κι­νη­θούν. 25 Γύρω στα μεσά­νυ­χτα ο Παύ­λος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμ­βεί τίπο­τε και σαν να μην αισθά­νον­ταν κανέ­να πόνο, έψαλ­λαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκου­γαν μάλι­στα και οι άλλοι φυλα­κι­σμέ­νοι.

26 Και ξαφ­νι­κά έγι­νε τόσο μεγά­λος σει­σμός, ώστε σαλεύ­θη­καν τα θεμέ­λια της φυλα­κής˙ και άνοι­ξαν τη στιγ­μή εκεί­νη όλες οι θύρες, και λύθη­καν όλων των φυλα­κι­σμέ­νων οι αλυ­σί­δες, με τις οποί­ες ήταν δεμέ­νοι. 27 Στο μετα­ξύ ξύπνη­σε ο δεσμο­φύ­λα­κας, και μόλις είδε ανοι­χτές τις θύρες της φυλα­κής, τρά­βη­ξε το μαχαί­ρι του έτοι­μος να αυτο­κτο­νή­σει, επει­δή νόμι­ζε ότι είχαν δρα­πε­τεύ­σει οι φυλα­κι­σμέ­νοι και συνε­πώς θα του επι­βαλ­λό­ταν η ποι­νή του θανά­του. Για να μη θιγεί η αξιο­πρέ­πειά του λοι­πόν, θεώ­ρη­σε προ­τι­μό­τε­ρο να αυτο­κτο­νή­σει, παρά να θανα­τω­θεί με το στίγ­μα της κατα­δί­κης. 28 Όμως ο Παύ­λος του φώνα­ξε με δυνα­τή φωνή: ‘’Μην κάνεις κανέ­να κακό στον εαυ­τό σου. Είμα­στε όλοι εδώ. Δεν πρό­κει­ται να σου ζητη­θούν ευθύ­νες και να τιμω­ρη­θείς’’.

29 Μετά λοι­πόν απ’ αυτό ο δεσμο­φύ­λα­κας ζήτη­σε να του φέρουν φώτα και πήδη­σε μέσα στη φυλα­κή. Και όταν αντι­λή­φθη­κε το θαύ­μα και σκέ­φτη­κε ότι είχε κακο­με­τα­χει­ρι­σθεί τους δού­λους αυτούς του Θεού, κυριεύ­θη­κε από τρό­μο και έπε­σε στα πόδια του Παύ­λου και του Σίλα. 30 Έπει­τα, αφού τους έβγα­λε έξω στην αυλή της φυλα­κής τους είπε: ‘’Κύριοι, τι πρέ­πει να κάνω για να απο­κτή­σω κι εγώ τη σωτη­ρία που κηρύτ­τε­τε;’’. 31 Και αυτοί του απάν­τη­σαν: ‘’Πίστε­ψε στον Ιησού Χρι­στό ως μόνο Λυτρω­τή και υπέρ­τα­το Κύριο, και θα σωθείς και συ και όλη η οικο­γέ­νειά σου’’. 32 Κι άρχι­σαν τότε να ανα­πτύσ­σουν σε αυτόν και σ’ όλους όσους ήταν στο σπί­τι του τις θεμε­λιώ­δεις αλή­θειες της διδα­σκα­λί­ας του Κυρί­ου. 33 Τότε ο δεσμο­φύ­λα­κας τους πήρε μαζί του την ίδια εκεί­νη ώρα της νύχτας, τους έλου­σε από τα αίμα­τα που είχαν τρέ­ξει από τα τραύ­μα­τα των ραβδι­σμών και αμέ­σως βαπτί­σθη­κε και αυτός και όλοι οι δικοί του. 34 Και αφού τους ανέ­βα­σε στο σπί­τι του, τους ετοί­μα­σε τρα­πέ­ζι και αισθάν­θη­κε μεγά­λη χαρά μαζί με όλη του την οικο­γέ­νεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέ­ψει στο Θεό.

16 Ὅταν δὲ πηγαί­να­με στὸν τόπο τῆς προ­σευ­χῆς, μᾶς συνάν­τη­σε μία δού­λη, ποὺ εἶχε μαν­τι­κὸ πνεῦ­μα (δαι­μό­νιο), καὶ μὲ τὶς μαν­τεῖ­ες της ἀπέ­φε­ρε πολ­λὰ κέρ­δη στοὺς κυρί­ους της. 17 Aὐτὴ ἀκο­λου­θοῦ­σε κατὰ πόδας τὸν Παῦ­λο καὶ τὸ Σίλα, καὶ φώνα­ζε δυνα­τά: «Aὐτοὶ οἱ ἄνθρω­ποι εἶναι δοῦ­λοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψί­στου, καὶ μᾶς κηρύτ­τουν δρό­μο σωτη­ρί­ας». 18 Kαὶ αὐτὸ ἔκα­νε ἐπὶ πολ­λὲς ἡμέ­ρες. Ἀγα­νά­κτη­σε δὲ ὁ Παῦ­λος καὶ γύρι­σε καὶ εἶπε στὸ πνεῦ­μα: «Σὲ δια­τάσ­σω στὸ ὄνο­μα τοῦ Ἰησοῦ Xρι­στοῦ νὰ βγῇς ἀπ’ αὐτή». Kαὶ βγῆ­κε τὴν ἴδια στιγ­μή. 19 Ἀλλ’ ὅταν οἱ κύριοί της εἶδαν, ὅτι (μαζὶ μὲ τὸ δαι­μό­νιο) βγῆ­κε ἡ ἐλπὶς τοῦ κέρ­δους των, ἔπια­σαν τὸν Παῦ­λο καὶ τὸ Σίλα καὶ τοὺς ἔσυ­ραν στὴν ἀγο­ρὰ γιὰ νὰ τοὺς παρου­σιά­σουν στοὺς ἄρχον­τες. 20 Kαὶ ἀφοῦ τοὺς προ­σή­γα­γαν ἐνώ­πιον τῶν στρα­τη­γῶν, εἶπαν: «Aὐτοὶ οἱ ἄνθρω­ποι, ποὺ εἶναι Ἰου­δαῖ­οι, προ­κα­λοῦν ταρα­χὲς στὴν πόλι μας, 21 διό­τι κηρύτ­τουν ἔθι­μα, ποὺ δὲν ἐπι­τρέ­πε­ται σ’ ἐμᾶς, ποὺ εἴμε­θα Pωμαῖ­οι, νὰ παρα­δε­χώ­με­θα καὶ νὰ τηροῦ­με». 22 Kαὶ ξεση­κώ­θη­κε μαζὶ ὁ ὄχλος ἐναν­τί­ον τους. Kαὶ οἱ στρα­τη­γοὶ τοὺς γύμνω­σαν καὶ ἔδω­σαν δια­τα­γὴ νὰ τοὺς ραβδί­σουν. 23 Kαὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδω­σαν πολ­λὰ κτυ­πή­μα­τα, τοὺς ἔρρι­ξαν στὴ φυλα­κή, καὶ ἔδω­σαν ἐντο­λὴ στὸ δεσμο­φύ­λα­κα νὰ τοὺς φρου­ρῇ αὐστη­ρά. 24 Kαὶ αὐτός, ἀφοῦ ἔλα­βε τέτοια ἐντο­λή, τοὺς ἔβα­λε στὴν πιὸ μέσα φυλα­κή, καὶ γιὰ λόγους ἀσφα­λεί­ας ἔδε­σε σφι­κτὰ τὰ πόδια τους στὸ ξύλο (τιμω­ρη­τι­κὸ ὄργα­νο ἀκι­νη­το­ποι­ή­σε­ως τοῦ σώμα­τος). 25 Kατὰ τὰ μεσά­νυ­κτα δὲ ὁ Παῦ­λος καὶ ὁ Σίλας προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἔψαλ­λαν ὕμνους στὸ Θεό. Kαὶ τοὺς ἄκουαν οἱ φυλα­κι­σμέ­νοι. 26 Kαὶ αἰφ­νι­δί­ως ἔγι­νε σει­σμὸς μεγά­λος, ὥστε σαλεύ­θη­καν τὰ θεμέ­λια τῆς φυλα­κῆς. Kαὶ ἄνοι­ξαν ἀμέ­σως ὅλες οἱ πόρ­τες, καὶ ὅλων τὰ δεσμὰ λύθη­καν. 27 Kαὶ ὁ δεσμο­φύ­λα­κας ξύπνη­σε, καὶ ὅταν εἶδε τὶς πόρ­τες τῆς φυλα­κῆς ἀνοι­κτές, τρά­βη­ξε μαχαί­ρι καὶ ἦταν ἕτοι­μος ν’ αὐτο­κτο­νή­σῃ, διό­τι νόμι­ζε, ὅτι οἱ φυλα­κι­σμέ­νοι εἶχαν δρα­πε­τεύ­σει. 28 Tότε ὁ Παῦ­λος φώνα­ξε μὲ φωνὴ μεγά­λη λέγον­τας: «Mὴ κάνῃς κανέ­να κακὸ στὸν ἑαυ­τό σου. Διό­τι ὅλοι εἴμε­θα ἐδῶ». 29 Tότε ζήτη­σε φῶτα καὶ πήδη­σε μέσα (στὸ κελ­λὶ τῆς φυλα­κῆς), καὶ τρο­μαγ­μέ­νος ἔπε­σε στὰ πόδια τοῦ Παύ­λου καὶ τοῦ Σίλα. 30 Ὕστε­ρα τοὺς ἔβγα­λε ἔξω καὶ εἶπε: «Kύριοι, τί πρέ­πει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;». 31 Kαὶ αὐτοὶ εἶπαν: «Πίστευ­σε στὸν Kύριο Ἰησοῦ Xρι­στό, καὶ θὰ σωθῇς ἐσὺ καὶ ἡ οἰκο­γέ­νειά σου». 32 Kαὶ κήρυ­ξαν σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους, ὅσοι ἦταν στὸ σπί­τι του, τὸ λόγο τοῦ Kυρί­ου. 33 Kαὶ τοὺς πῆρε τὴν ὥρα ἐκεί­νη τῆς νύκτας καὶ τοὺς ἔλου­σε, γιὰ νὰ καθα­ρι­σθοῦν ἀπὸ τὰ αἵμα­τα τῶν πλη­γῶν. Kαὶ ἀμέ­σως βαπτί­σθη­κε αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του. 34 Kαὶ τοὺς ἀνέ­βα­σε στὸ σπί­τι του καὶ παρέ­θε­σε τρά­πε­ζα καὶ εὐφράν­θη­κε μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκο­γέ­νειά του, διό­τι πίστευ­σε στὸ Θεό.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (Ερμη­νεία Περι­κο­πής)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«ναχθέν­τες ον π τς Τράδος εθυδρο­μή­σα­μεν ες Σαμο­θρκην, τ δ πιούσ ες Νεά­πο­λιν, κεθέν τε ες Φιλίπ­πους, τις στ πρώ­τη τς μερί­δος τς Μακε­δο­νί­ας πόλις κολω­νία. μεν δ ν ατ τ πόλει δια­τρί­βον­τες μέρας τινάς, τ τε μέρ τν σαβ­βά­των ξήλ­θο­μεν ξω τς πόλε­ως παρ ποταμν ο νομί­ζε­το προ­σευχ εναι, κα καθί­σαν­τες λαλομεν τας συνελ­θού­σαις γυναι­ξί. καί τις γυν νόμα­τι Λυδία, πορ­φυ­ρό­πω­λις πόλε­ως Θυα­τεί­ρων, σεβο­μέ­νη τν Θεόν, κουεν, ς Κύριος διή­νοι­ξε τν καρ­δί­αν προ­σέ­χειν τος λαλου­μέ­νοις π το Παύ­λου(:Από την Τρω­ά­δα πλεύ­σα­με στο ανοι­χτό πέλα­γος και ήλθα­με κατευ­θεί­αν στη Σαμο­θρά­κη. Και την άλλη μέρα ήλθα­με στη Νεά­πο­λη(:στη σημε­ρι­νή Καβά­λα).Από εκεί ήλθα­με στους Φιλίπ­πους, που είναι η σπου­δαιό­τε­ρη ρωμαϊ­κή αποι­κία στην περι­φέ­ρεια της Μακε­δο­νί­ας. Παρα­τεί­να­με μάλι­στα τη δια­μο­νή μας στην πόλη αυτή για μερι­κές ημέρες.Και την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του βγή­κα­με έξω από την πόλη σε κάποιο μέρος που ήταν κον­τά σ’ ένα ποτά­μι και θεω­ρούν­ταν τόπος προ­σευ­χής των Ιου­δαί­ων. Εκεί καθί­σα­με κι ανοί­ξα­με συνο­μι­λία με τις γυναί­κες που είχαν συνα­χθεί εκεί. Αυτά που λέγα­με εκεί τα άκου­γε ιδιαι­τέ­ρως κάποια γυναί­κα που ονο­μα­ζό­ταν Λυδία και ήταν έμπο­ρος που που­λού­σε πορ­φύ­ρες (:δηλα­δή τα πολυ­τε­λή εκεί­να υφά­σμα­τα που βάφον­ται με κόκ­κι­νο χρώ­μα). Η γυναί­κα αυτή κατα­γό­ταν από την πόλη της Μικράς Ασί­ας Θυά­τει­ρα˙ ήταν προ­σή­λυ­τη και είχε ευλά­βεια στον αλη­θι­νό Θεό. Ο Κύριος της άνοι­ξε τα πνευ­μα­τι­κά αισθη­τή­ρια του νου και της διή­γει­ρε το πνευ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον, για να προ­σέ­χει σε όσα έλε­γε ο Παύ­λος)»[Πράξ.16,11–15].

Πρό­σε­χε πάλι τον Παύ­λο που και από τον χρό­νο και από τον τρό­πο ενερ­γεί με τρό­πο ιου­δαϊ­κό. «Σε μέρος που θεω­ρούν­ταν», λέγει, «τόπος προ­σευ­χής»· διό­τι δεν προ­σεύ­χον­ταν μόνο όπου υπήρ­χε συνα­γω­γή, αλλά και έξω από αυτήν, ξεχω­ρί­ζον­τας κατά κάποιον τρό­πο έναν τόπο, καθό­σον οι Ιου­δαί­οι απέ­δι­δαν περισ­σό­τε­ρη προ­σο­χή στα σωμα­τι­κά. «Κατά την ημέ­ρα του Σαβ­βά­του», κατά την οποία φυσι­κό ήταν να συγ­κεν­τρω­θεί πλή­θος.

«Αυτά που λέγα­με εκεί τα άκου­γε ιδιαι­τέ­ρως κάποια γυναί­κα που ονο­μα­ζό­ταν Λυδία και ήταν έμπο­ρος που που­λού­σε πορ­φύ­ρες. Η γυναί­κα αυτή κατα­γό­ταν από την πόλη της Μικράς Ασί­ας Θυά­τει­ρα˙ ήταν προ­σή­λυ­τη και είχε ευλά­βεια στον αλη­θι­νό Θεό. Ο Κύριος της άνοι­ξε τα πνευ­μα­τι­κά αισθη­τή­ρια του νου και της διή­γει­ρε το πνευ­μα­τι­κό ενδια­φέ­ρον, για να προ­σέ­χει σε όσα έλε­γε ο Παύ­λος». Το μεν άνοιγ­μα λοι­πόν της καρ­διάς της ήταν έργο του Θεού, το να προ­σέ­χει όμως τα λεγό­με­να ήταν θέλη­ση αυτής· επο­μέ­νως αυτό ήταν και θείο και ανθρώ­πι­νο έργο.

«ς δ βαπτί­σθη κα οκος ατς, παρε­κά­λε­σε λέγου­σα· ε κεκρί­κα­τέ με πιστν τ Κυρί εναι, εσελ­θόν­τες ες τν οκόν μου μεί­να­τε· κα παρε­βιά­σα­το μς(:αφού λοι­πόν βαπτί­σθη­κε αυτή και η οικο­γέ­νειά της, μας παρα­κά­λε­σε λέγον­τας: Εάν έχε­τε σχη­μα­τί­σει για μένα την πεποί­θη­ση και με έχε­τε κρί­νει πιστή στον Κύριο, ελά­τε να μεί­νε­τε στο σπί­τι μου. Και με επί­μο­νες παρα­κλή­σεις μας ανάγ­κα­σε να μεί­νου­με στο σπί­τι της)» [Πράξ.16,15]. «Μόλις βαπτί­στη­κε», λέγει, «αυτή και η οικο­γέ­νειά της». Πρό­σε­χε πάλι την έλλει­ψη υπε­ρη­φά­νειας. Γυναί­κα είναι αυτή ταπει­νή και γίνε­ται φανε­ρό από την τέχνη της· αλλά πρό­σε­χε την αρε­τή αυτής· διό­τι σαν πρώ­τη μαρ­τυ­ρία γι’ αυτήν έδω­σε αυτήν, το ότι σεβό­ταν τον Θεό, έπει­τα το ότι αυτή προ­σκά­λε­σε τους Απο­στό­λους. Πρό­σε­χε επί­σης πώς τους έπει­σε όλους· έπει­τα πρό­σε­χε σύνε­ση, πώς παρα­κα­λεί τους Απο­στό­λους, από πόση ταπει­νο­φρο­σύ­νη είναι γεμά­τα τα λόγια της, από πόση σοφία. «Εάν κρί­να­τε», λέγει, «ότι είμαι πιστή στον Κύριο». Δεν υπάρ­χει τίπο­τε άλλο που να μπο­ρεί να συγ­κι­νή­σει τόσο. Ποιον δεν θα μαλά­κω­ναν τα λόγια αυτά; Δεν το ζήτη­σε απλώς επί­μο­να, δεν τους παρα­κά­λε­σε, δεν το άφη­σε στη διά­θε­σή τους, αλλά και τους εξα­νάγ­κα­σε υπερ­βο­λι­κά με επί­μο­νες παρα­κλή­σεις· διό­τι αυτό σημαί­νει το «παρε­βιά­σα­το μς»· δηλα­δή με αυτά τα λόγια.

Πρό­σε­χε πως αμέ­σως καρ­πο­φο­ρεί και θεω­ρεί μεγά­λο κέρ­δος την κλή­ση. «Το ότι με κρί­να­τε πιστή γίνε­ται φανε­ρό από το ότι μου εμπι­στευ­θή­κα­τε τέτοια μυστή­ρια, τα οποία δεν θα ήταν δυνα­τό να μου τα εμπι­στευ­τεί­τε, εάν δεν με κρί­να­τε κατάλ­λη­λη». Και δεν τόλ­μη­σε πριν από αυτό να τους προ­σκα­λέ­σει, αλλά όταν βαπτί­στη­κε, κάνον­τας φανε­ρό από αυτό, ότι δεν θα ήταν δυνα­τό αλλιώς να τους πεί­σει. Για­τί όμως δεν ήθε­λαν αυτοί που συνό­δευαν τον Παύ­λο, αλλά πρό­βαλ­λαν άρνη­ση, ώστε να εξα­ναγ­κα­στούν αυτοί; Ή για να παρα­κι­νή­σουν εκεί­νη να δεί­ξει μεγα­λύ­τε­ρη προ­θυ­μία, ή επει­δή είπε ο Χρι­στός: «ες ν δ᾿ ν πόλιν κώμην εσέλ­θη­τε, ξετά­σα­τε τίς ν ατ ξιός στι, κκε μεί­να­τε ως ν ξέλ­θη­τε(:σε όποια λοι­πόν πόλη ή χωριό πάτε, εξε­τά­στε ποιος από τους κατοί­κους της έχει καλή υπό­λη­ψη και είναι άξιος να σας φιλο­ξε­νή­σει. Και μεί­νε­τε μόνο στο δικό του το σπί­τι, μέχρι να ανα­χω­ρή­σε­τε απ’ την πόλη εκεί­νη)» [Ματθ.10,11]. Ώστε όλα τα έκα­ναν σύμ­φω­να με την πρό­νοια του Θεού.

«Μόλις λοι­πόν βαπτί­στη­κε», λέγει, «τους παρα­κά­λε­σε και τους είπε· εάν με κρί­να­τε πιστή». Πρό­σε­χε: και βαπτί­ζε­ται και υπο­δέ­χε­ται τους Απο­στό­λους με τόσες παρα­κλή­σεις, με περισ­σό­τε­ρες από ό,τι ο Αβρα­άμ. Και δεν ανέ­φε­ρε καμία άλλη από­δει­ξη αλλά εκεί­νη με την οποία σώθη­κε· δεν είπε: «εάν με κρί­να­τε σπου­δαία γυναί­κα, εάν με κρί­να­τε ευλα­βή»· αλλά τι; «Εάν με κρί­να­τε πιστή στον Κύριο»· «εάν για τον Κύριο, πολύ περισ­σό­τε­ρο για σας, εάν δεν έχε­τε αμφι­βο­λί­ες». Και δεν είπε: «κον­τά μου», αλλά «μεί­να­τε στην οικία μου», για να δεί­ξει ότι αυτό το έκα­νε με μεγά­λη προ­θυ­μία. Πραγ­μα­τι­κά ήταν πιστή η γυναί­κα.

«᾿Εγνετο δ πορευομνων μν ες προ­σευχν παιδσκην τιν χου­σαν πνεμα πθωνος παντσαι μν, τις ργασαν πολλν παρεχε τος κυροις ατς μαν­τευομνη(:κάποια μέρα, καθώς πηγαί­να­με στον τόπο της προ­σευ­χής, συνέ­βη να μας συναν­τή­σει μια νεα­ρή δού­λη που είχε κατα­λη­φθεί από πονη­ρό μαν­τι­κό πνεύ­μα και απέ­φε­ρε πολ­λά κέρ­δη στους κυρί­ους της· διό­τι με τις μαν­τεί­ες της φανέ­ρω­νε τα άγνω­στα και πλη­ρω­νό­ταν γι’ αυτό). Ατη κατα­κο­λουθσασα τ Παλ κα τ Σλ κρα­ζε λγου­σα· οτοι ο νθρω­ποι δολοι το Θεο το ψστου εσν, οτινες καταγγλλου­σιν μν δν σωτηρας(:Αυτή ακο­λού­θη­σε από πίσω τον Παύ­λο και τον Σίλα και φώνα­ζε λέγον­τας: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του Υψί­στου, και μας γνω­στο­ποιούν τον δρό­μο της σωτη­ρί­ας και τον ασφα­λή τρό­πο με τον οποίο θα σωθεί­τε’’)» [Πράξ.16, 16–17].

Άρα­γε όμως ποιος είναι αυτός ο δαί­μο­νας που είχε κυριεύ­σει τη νεα­ρή δού­λη; Λέγει γι’ αυτήν το ιερό κεί­με­νο: «χου­σαν πνεμα πθωνος(:που είχε κατα­λη­φθεί από πονη­ρό μαν­τι­κό πνεύ­μα)»· από τον τόπο έτσι ονο­μά­ζε­ται. Βλέ­πεις ότι και ο Απόλ­λω­νας είναι δαί­μο­νας;[:ο «θεός» Απόλ­λω­νας των αρχαί­ων Ελλή­νων ονο­μα­ζό­ταν επί­σης και Πύθιος]. Και επει­δή ήθε­λε να τους βάλει μέσα σε πει­ρα­σμούς, με σκο­πό να τους παρα­κι­νή­σει περισ­σό­τε­ρο, την παρα­κί­νη­σε να λέει αυτά.

«Ατη κατα­κο­λουθσασα τ Παλ κα τ Σλ κρα­ζε λγου­σα· οτοι ο νθρω­ποι δολοι το Θεο το ψστου εσν, οτινες καταγγλλου­σιν μν δν σωτηρας(:αυτή ακο­λού­θη­σε από πίσω τον Παύ­λο και τον Σίλα και φώνα­ζε λέγον­τας: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του Υψί­στου, και μας γνω­στο­ποιούν τον δρό­μο της σωτη­ρί­ας και τον ασφα­λή τρό­πο με τον οποίο θα σωθεί­τε’’)». Μια­ρέ και παμ­μί­α­ρε δαί­μο­να! Εάν λοι­πόν γνω­ρί­ζεις ότι κηρύτ­τουν οδό σωτη­ρί­ας, για­τί δεν θαυ­μά­ζεις και δεν αλλά­ζεις γνώ­μη με την θέλη­σή σου; Αλλά εκεί­νο ακρι­βώς που ο Σίμων ο μάγος ήθε­λε λέγον­τας: «Δότε κμο τν ξου­σί­αν ταύ­την, να ἐὰν πιθ τς χερας λαμ­βάν Πνεμα γιον (:δώστε και σε μένα την εξου­σία και τη δύνα­μη αυτή, ώστε σε όποιον βάζω επά­νω του τα χέρια μου να λαμ­βά­νει Πνεύ­μα Άγιο)» [Πράξ.8,19], αυτό και αυτός έκα­νε· επει­δή τους είδε να παρου­σιά­ζουν στο κήρυγ­μα πρό­ο­δο, υπο­κρί­νε­ται εδώ, διό­τι με τον τρό­πο αυτό ήλπι­σε να παρα­μεί­νει αυτός στο σώμα του κορι­τσιού αν θα κηρύ­ξει αυτά.

Εάν όμως δεν ται­ριά­ζει να εκφω­νεί­ται τέτοια υμνη­τι­κή μαρ­τυ­ρία εκ μέρους ενός ανθρώπου[βλ. Σοφ. Σει­ράχ 15,9: «Οχ ραος ανος ν στό­μα­τι μαρ­τω­λο, τι ο παρ Κυρί­ου πεστά­λη (:δεν ται­ριά­ζει και ούτε ενθρο­νί­ζε­ται ωραί­ος ύμνος στο στό­μα του αμαρ­τω­λού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει απο­στα­λεί από τον Κύριο)»], πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν είναι ωραία εκεί­νη που γίνε­ται εκ μέρους του δαί­μο­να. Εάν ο Χρι­στός δεν απο­δέ­χε­ται τη μαρ­τυ­ρία εκ μέρους ανθρώ­πων, ούτε από τον Ιωάν­νη, πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν την απο­δέ­χε­ται από δαί­μο­να· διό­τι το κήρυγ­μα δεν είναι έργο ανθρώ­πων, αλλά του άγιου Πνεύ­μα­τος.

Επει­δή λοι­πόν κραύ­γα­ζε το δαι­μό­νιο μέσα στο κορί­τσι και η ενέρ­γειά του αυτή ήταν αλα­ζο­νι­κή, νόμι­σε ότι με την κραυ­γή θα προ­ξε­νή­σει κατά­πλη­ξη, λέγον­τας: «οτοι ο νθρω­ποι δολοι το Θεο το ψίστου εσίν, οτινες καταγ­γέλ­λου­σιν μν δν σωτη­ρί­ας(:αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του Υψί­στου, και μας γνω­στο­ποιούν τον δρό­μο της σωτη­ρί­ας και τον ασφα­λή τρό­πο με τον οποίο θα σωθεί­τε)» [Πράξ.16,17]

Για­τί τέλος πάν­των ο μεν δαί­μο­νας έλε­γε αυτά μέσα από το στό­μα του κορι­τσιού αυτού στο οποίο είχε εισέλ­θει το πονη­ρό πνεύ­μα, ο δε Παύ­λος τον εμπό­δι­σε; Και εκεί­νος ενερ­γού­σε, όπως είπα­με, με κακουρ­γία, αλλά και ο Παύ­λος με σύνε­ση· διό­τι ήθε­λε να κάνει αυτόν να μην είναι αξιό­πι­στος· καθό­σον αν ο Παύ­λος απο­δε­χό­ταν την μαρ­τυ­ρία του, θα εξα­πα­τού­σε πολ­λούς από τους πιστούς, εφό­σον δέχθη­κε την μαρ­τυ­ρία από το δαι­μό­νιο· γι’ αυτό ανέ­χε­ται να πει αυτός τα όσα είχαν σχέ­ση με τους απο­στό­λους Παύ­λο και Σίλα, για να στα­θε­ρο­ποι­ή­σει τα όσα ήταν υπέρ αυτού, και ο ίδιος δεί­χνει συγ­κα­τά­βα­ση προς την απώ­λεια. Στην αρχή λοι­πόν δεν απο­δέ­χθη­κε την μαρ­τυ­ρία ο Παύ­λος, αλλά αδια­φό­ρη­σε γι’ αυτήν, μη θέλον­τας να κατα­φύ­γει στην επι­τέ­λε­ση θαύ­μα­τος, όταν όμως επέ­με­νε να κάνει αυτό πει πολ­λές μέρες και φανέ­ρω­σε το έργο αυτών λέγον­τας: «Οτοι ο νθρω­ποι δολοι το Θεο το ψίστου εσίν, οτινες καταγ­γέλ­λου­σιν μν δν σωτη­ρί­ας(:αυτοί οι άνθρω­ποι είναι δού­λοι του Θεού του Υψί­στου, και μας γνω­στο­ποιούν τον δρό­μο της σωτη­ρί­ας και τον ασφα­λή τρό­πο με τον οποίο θα σωθεί­τε)» [Πράξ.16, 17], τότε διέ­τα­ξε το δαι­μό­νιο να εξέλ­θει:

«Τοτο δ ποί­ει π πολλς μέρας. δια­πο­νη­θες δ Παλος κα πιστρέ­ψας τ πνεύ­μα­τι επε· παραγ­γέλ­λω σοι ν τ νόμα­τι ησο Χρι­στο ξελ­θεν π᾿ ατς. κα ξλθεν ατ τ ρ (:και αυτό το έκα­νε για πολ­λές ημέ­ρες, όχι βέβαια με καλό σκο­πό, αλλά το μαν­τι­κό πνεύ­μα επε­δί­ω­κε να ελκύ­σει πάνω του την απε­ριό­ρι­στη εμπι­στο­σύ­νη του λαού και να την εκμε­ταλ­λευ­θεί τελι­κά με δολιό­τη­τα και πανουρ­γία. Αγα­να­κτών­τας λοι­πόν ο Παύ­λος στρά­φη­κε πίσω προς τη δού­λη αυτή που τον ακο­λου­θού­σε και είπε προς το πνεύ­μα: ‘’Σε δια­τά­ζω, επι­κα­λού­με­νος το όνο­μα του Ιησού Χρι­στού, να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγ­μα­τι­κά την ίδια στιγ­μή το πονη­ρό πνεύ­μα βγή­κε)»[Πράξ.16,18].

Τι σημαί­νει: «δια­πο­νη­θες Παλος»; Αντι­λή­φθη­κε, λέει, την κακουρ­γία του δαί­μο­να, καθώς και ο ίδιος λέει αλλού: «να μ πλε­ο­νε­κτηθμεν π το σαταν· ο γρ ατο τ νοή­μα­τα γνοομεν (:για να μη νικη­θού­με με απά­τη από τον σατα­νά· και λέω ‘’απά­τη του σατα­νά’’, διό­τι γνω­ρί­ζου­με τις δόλιες επι­νο­ή­σεις του)»[Β’ Κορ. 2,11].

«δόν­τες δ ο κύριοι ατς τι ξλθεν λπς τς ργα­σί­ας ατν, πιλα­βό­με­νοι τν Παλον κα τν Σίλαν ελκυ­σαν ες τν γορν π τος ρχον­τας κα προ­σα­γα­γόν­τες ατος τος στρα­τη­γος επον· οτοι ο νθρω­ποι κτα­ράσ­σου­σιν μν τν πόλιν ουδαοι πάρ­χον­τες κα καταγ­γέλ­λου­σιν θη οκ ξεστιν μν παρα­δέ­χε­σθαι οδ ποιεν ωμαί­οις οσι(:όταν όμως είδαν τα αφεν­τι­κά της ότι έφυ­γε μαζί με το δαι­μό­νιο και η ελπί­δα της κερ­δο­φό­ρου εργα­σί­ας και επι­χει­ρή­σε­ώς τους, συνέ­λα­βαν τον Παύ­λο και τον Σίλα και τους έσυ­ραν στην αγο­ρά για να τους παρου­σιά­σουν στους άρχον­τες. Και αφού τους οδή­γη­σαν μπρο­στά στους στρα­τη­γούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι ταρα­ξί­ες Ιου­δαί­οι και προ­κα­λούν ταρα­χές στην πόλη μας. Κηρύτ­τουν θρη­σκευ­τι­κά έθι­μα που δεν επι­τρέ­πε­ται σε μας που είμα­στε Ρωμαί­οι να τα παρα­δε­χό­μα­στε και πολύ περισ­σό­τε­ρο να τα τηρού­με και να τα εφαρ­μό­ζου­με’’)» [Πράξ.16, 19–21].

Παν­τού τα χρή­μα­τα είναι αίτια των κακών. Πω, πω μέγε­θος απαν­θρω­πιάς! Ήθε­λαν το κορί­τσι να δια­τε­λεί κάτω από την εξου­σία του δαί­μο­να, ώστε να κερ­δί­ζουν αυτοί χρή­μα­τα. «Κα προ­σα­γαγντες ατος τος στρα­τη­γος επον· οτοι ο νθρω­ποι κταρσσου­σιν μν τν πλιν(:και αφού τους οδή­γη­σαν μπρο­στά στους στρα­τη­γούς είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι ταρα­ξί­ες και προ­κα­λούν ταρα­χές στην πόλη μας)». Εκεί­νοι δηλα­δή έλε­γαν για τον Παύ­λο και τον Σίλα ότι «δια­τα­ράσ­σουν την πόλη μας», ενώ το δαι­μό­νιο που είχε κατα­λά­βει τη νεα­ρή δού­λη έλε­γε ότι «καταγγλλου­σιν μν δν σωτηρας(:κηρύτ­τουν σε εμάς οδό σωτη­ρί­ας)»· «ουδαοι πάρ­χον­τες(:είναι ταρα­ξί­ες Ιου­δαί­οι)», λέει · τόσο πολύ αυτό το όνο­μα έχει συκο­φαν­τη­θεί.

«κα καταγ­γέλ­λου­σιν θη οκ ξεστιν μν παρα­δέ­χε­σθαι οδ ποιεν ωμαί­οις οσι(:κηρύτ­τουν θρη­σκευ­τι­κά έθι­μα που δεν επι­τρέ­πε­ται σε μας που είμα­στε Ρωμαί­οι να τα παρα­δε­χό­μα­στε και πολύ περισ­σό­τε­ρο να τα τηρού­με και να τα εφαρ­μό­ζου­με)» [Πράξ. 16,21]. Πρό­σε­χε που αυτοί ούτε στον δαί­μο­να προ­σέ­χουν, αλλά σε ένα και μόνο απο­βλέ­πουν· στη φιλαρ­γυ­ρία. Τι έκα­ναν οι δύο από­στο­λοι; Ενέρ­γειες ενάν­τια στους Ρωμαί­ους; Για­τί λοι­πόν δεν τους στεί­λα­τε στους στρα­τη­γούς πριν από την εκδί­ω­ξη του πονη­ρού μαν­τι­κού πνεύ­μα­τος από τη νεα­ρή σας δού­λη;

Παρου­σί­α­σαν λοι­πόν το πράγ­μα σαν θέμα έσχα­της προ­δο­σί­ας. Για­τί δεν είπαν ότι έβγα­λαν από μέσα της τον δαί­μο­να, ότι ασέ­βη­σαν προς τον Θεό, αλλά παρου­σιά­ζουν το πράγ­μα σαν εσχά­τη προ­δο­σία; Αυτό ήταν μια αιτία γι’ αυτούς προ­κει­μέ­νου να συλ­λά­βουν και να εκδι­κη­θούν και να απο­μα­κρύ­νουν έτσι τους δύο απο­στό­λους που είχαν εκδιώ­ξει το κερ­δο­φό­ρο γι΄αυτούς δαι­μό­νιο. Το ίδιο έλε­γαν και στην περί­πτω­ση του Χρι­στού, ότι ενερ­γού­σε τάχα ενάν­τια στην εξου­σία των Ρωμαί­ων και θα προ­κα­λού­σε αυτό αντί­ποι­να σε βάρος των Ιου­δαί­ων.

«Κα συνεπστη χλος κατ᾿ ατν(:τότε ο όχλος που είχε μαζευ­τεί εκεί ξεση­κώ­θη­κε εναν­τί­ον τους)»[Πράξ.16,22]. Πω, πω, μέγε­θος παρα­λο­γι­σμού! Δεν τους εξέ­τα­σαν, δεν τους επέ­τρε­ψαν να μιλή­σουν· αν και βέβαια, εφό­σον έγι­νε τέτοιο θαύ­μα, έπρε­πε να τους προ­σκυ­νή­σουν, έπρε­πε να τους θεω­ρή­σουν σαν ευερ­γέ­τες· διό­τι αν θέλα­τε χρή­μα­τα, για­τί, ενώ βρή­κα­τε τέτοιον πλού­το, δεν τρέ­ξα­τε προς αυτόν; Αυτός τους κάνει λαμ­πρό­τε­ρους, το να μπο­ρούν δηλα­δή να απο­μα­κρύ­νουν τα δαι­μό­νια, παρά το να πεί­θον­ται σε αυτούς. Να και θαύ­μα­τα, αλλά η φιλο­χρη­μα­τία υπε­ρί­σχυ­σε.

«Κα ο στρα­τη­γο περιῤῥήξαν­τες ατν τ μάτια κέλευον αβδί­ζειν πολ­λάς τε πιθέν­τες ατος πληγς βαλον ες φυλα­κήν, παραγ­γεί­λαν­τες τ δεσμο­φύ­λα­κι σφαλς τηρεν ατούς (:και οι στρα­τη­γοί ξέσχι­σαν τα ρού­χα των δύο απο­στό­λων και διέ­τα­ξαν να τους ραβδί­σουν, γυμνούς όπως ήταν, μπρο­στά σε όλο εκεί­νο το πλή­θος. Και αφού τους έδω­σαν πολ­λά χτυ­πή­μα­τα, τους έρι­ξαν στη φυλα­κή, δίνον­τας στον δεσμο­φύ­λα­κα την εντο­λή να τους φρου­ρεί ασφα­λι­σμέ­νους καλά, για να μην δρα­πε­τεύ­σουν)» [Πράξ. 16, 22–23]. Ίσως οι στρα­τη­γοί να το έκα­ναν αυτό θέλον­τας να εμπο­δί­σουν την φασα­ρία. Επει­δή είδαν το πλή­θος συγ­κεν­τρω­μέ­νο, με τα μεν χτυ­πή­μα­τα ήθε­λαν κατ’ αρχή να στα­μα­τή­σουν τον θυμό τους, με το να τους βάλουν όμως στην φυλα­κή και να δώσουν εντο­λή να τους φυλάσ­σουν καλά, ήθε­λαν και να λάβουν γνώ­ση για το όλο το θέμα με όποια ομο­λο­γία των απο­στό­λων κατά­φερ­ναν έτσι να τους απο­σπού­σαν.

Πρό­σε­ξε όμως ότι οι δύο από­στο­λοι δεν απο­κρί­νον­ται ούτε και απο­λο­γούν­ται, για να γίνουν άξιοι μεγα­λύ­τε­ρου θαύ­μα­τος· διό­τι λέει ο Παύ­λος σε κάποια του επι­στο­λή: «διστα ον μλλον καυ­χή­σο­μαι ν τας σθε­νεί­αις μου, να πισκη­νώσ π᾿ μ δύνα­μις το Χρι­στο. δι εδοκ ν σθε­νεί­αις, ν βρε­σιν, ν νάγ­καις, ν διωγ­μος, ν στε­νο­χω­ρί­αις, πρ Χρι­στο· ταν γρ σθεν, τότε δυνα­τός εμι(:με πολ­λή ευχα­ρί­στη­ση θα καυ­χιέ­μαι περισ­σό­τε­ρο στις ασθέ­νειές μου, για να κατοι­κή­σει μέσα μου η δύνα­μη του Χρι­στού. Γι’ αυτό ευφραί­νο­μαι στις ασθέ­νειες, στους χλευα­σμούς, στις ανάγ­κες, στους διωγ­μούς, στις στε­νο­χώ­ριες, όταν τα υπο­φέ­ρω όλα αυτά για τη δόξα του Χρι­στού· διό­τι όταν με τις θλί­ψεις και τις περι­πέ­τειες φαί­νο­μαι εξαι­ρε­τι­κά ασθε­νής, τότε είμαι δυνα­τός, εφό­σον τότε μου δίνει ο Θεός περισ­σό­τε­ρη χάρη)»[Β’Κορ.12,9–10].

«ς παραγ­γε­λί­αν τοιαύ­την εληφς βαλεν ατος ες τν σωτέ­ραν φυλακν κα τος πόδας ατν σφα­λί­σα­το ες τ ξύλον (:και ο δεσμο­φύ­λα­κας, εφό­σον είχε πάρει τέτοια εντο­λή, τους έβα­λε στο πιο βαθύ δια­μέ­ρι­σμα της φυλα­κής και έδε­σε σφι­χτά τα πόδια τους στο τιμω­ρη­τι­κό όργα­νο που λεγό­ταν ‘’ξύλο’’, για να μην μπο­ρούν πλέ­ον οι από­στο­λοι, ούτε στο ελά­χι­στο να μετα­κι­νη­θούν)» [Πράξ.16,24], όπως θα μπο­ρού­σε να πει κάποιος τον «νέρ­βο»[:δηλα­δή το ξύλι­νο όργα­νο στο οποίο έδε­ναν τους φυλα­κι­σμέ­νους]. Πρό­σε­χε ότι και ο δεσμο­φύ­λα­κας πάλι τους έβα­λε στην πιο βαθιά φυλα­κή και αυτό από θεία οικο­νο­μία· διό­τι, επει­δή επρό­κει­το να γίνει μεγά­λο θαύ­μα, κρί­νε­ται κατάλ­λη­λος για την ακρό­α­ση ο τόπος που ήταν έξω από την πόλη, που ήταν απαλ­λαγ­μέ­νος από πει­ρα­σμούς και κιν­δύ­νους. Επί­σης, όσο περισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κή και αυστη­ρή γίνε­ται η φρού­ρη­ση, τόσο λαμ­πρό­τε­ρο γίνε­ται το θαύ­μα.

Για πόσα δάκρυα είναι άξια τα όσα συμ­βαί­νουν σήμε­ρα; Εκεί­νοι μεν έπα­θαν όλα εκεί­να που έπα­θαν για την ομο­λο­γία της πίστης τους προς τον Χρι­στό, εμείς όμως τα παθαί­νου­με κάνον­τας απο­λαυ­στι­κή ζωή, τα παθαί­νου­με μέσα στα θέα­τρα. Γι’ αυτό και οδη­γού­μα­στε στην απώ­λεια, και κατα­πον­τι­ζό­μα­στε μέσα στην κακία, ζητών­τας παν­τού να βρού­με άνε­ση, και δεν ανε­χό­μα­στε να λυπη­θού­με για χάρη του Χρι­στού ούτε απλώς δεχό­με­νοι κάποιο χλευα­σμό, ούτε και ένα λόγο μόνο.

Αυτά ας υπεν­θυ­μί­ζου­με παρα­κα­λώ, συνέ­χεια στον εαυ­τό μας, τα όσα έπα­θαν οι από­στο­λοι για τον Χρι­στό, τα όσα υπέ­μει­ναν, πως δεν θορυ­βούν­ταν, πως δεν σκαν­δα­λί­ζον­ταν. Το έργο του Θεού εκτε­λού­σαν και πάθαι­ναν αυτά. Δεν έλε­γαν: «για­τί κηρύτ­του­με τον λόγο του Θεού και δεν μας προ­στα­τεύ­ει ο Θεός;». Αλλά και αυτό τους ωφε­λού­σε, και χωρίς τη βοή­θειά Του, με αυτό ακρι­βώς το πράγ­μα τούς έκα­νε πιο δυνα­τούς, πιο ισχυ­ρούς, πιο ατρό­μη­τους. Λέγει ο Παύ­λος σε επι­στο­λή του: «ο μόνον δέ, λλ κα καυ­χώ­με­θα ν τας θλί­ψε­σιν, εδότες τι θλψις πομονν κατερ­γά­ζε­ται(:δεν καυ­χιό­μα­στε μόνο για τη δόξα που ελπί­ζου­με, αλλά καυ­χιό­μα­στε και για τις θλί­ψεις· διό­τι γνω­ρί­ζου­με ότι η θλί­ψη παρά­γει σιγά-σιγά ως μόνι­μο και τέλειο έργο την υπο­μο­νή και η υπο­μο­νή παρά­γει αρε­τή δοκι­μα­σμέ­νη και τέλεια, και η δοκι­μα­σμέ­νη αρε­τή παρά­γει την ελπί­δα στον Θεό. Και η ελπί­δα αυτή δεν ντρο­πιά­ζει και δεν δια­ψεύ­δει αυτόν που την έχει, διό­τι η αγά­πη που έδει­ξε σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπί­ζου­με, εκχύ­θη­κε και πλημ­μύ­ρι­σε τις καρ­διές μας με το Άγιο Πνεύ­μα που μας δόθη­κε ως αρρα­βώ­νας της ελπί­δας μας)» [Ρωμ.5,3–4].

Ας μην επι­διώ­κου­με λοι­πόν την μαλ­θα­κή και την γεμά­τη από απο­λαύ­σεις ζωή· διό­τι όπως ακρι­βώς εδώ είναι διπλό το καλό, διό­τι και ισχυ­ροί γίνον­ται οι αγω­νι­ζό­με­νοι για την αρε­τή, και οι μισθοί είναι μεγά­λοι, έτσι και εκεί είναι διπλό το κακό, διό­τι και πιο μαλ­θα­κοί γίνον­ται και κανε­νός καλού πρό­ξε­νοι δεν γίνον­ται αλλά κακού. Διό­τι τίπο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει πιο άχρη­στο από άνθρω­πο που περ­νά όλη του την ζωή μέσα στην άνε­ση και τη γεμά­τη από απο­λαύ­σεις ζωή· «διό­τι», λέει μια παροι­μία, «άνδρας απεί­ρα­στος και αδο­κί­μα­στος είναι άχρη­στος όχι μόνο στους αγώ­νες αυτούς, αλλά και σε όλους γενι­κά τους άλλους». Η άνε­ση είναι άχρη­στο πράγ­μα, και μέσα στην ίδια τη ζωή τη γεμά­τη από απο­λαύ­σεις τίπο­τε δεν είναι τόσο βλα­βε­ρό, όσο η ίδια η από­λαυ­ση· διό­τι είναι βαρε­τή. Ούτε από τα φαγη­τά η ηδο­νή είναι τόσο μεγά­λη, ούτε από την άνε­ση, αλλά όλα εξα­φα­νί­ζον­ται και χάνον­ται.

Ας μην την επι­ζη­τού­με λοι­πόν αυτήν· διό­τι εάν θελή­σου­με να εξε­τά­σου­με ποιος ζει περισ­σό­τε­ρο ευχά­ρι­στα, εκεί­νος που κοπιά­ζει και ταλαι­πω­ρεί­ται ή εκεί­νος που κάνει τρυ­φη­λή ζωή, θα δια­πι­στώ­σου­με αυτόν μάλ­λον που κοπιά­ζει· διό­τι καταρ­χήν μεν το ίδιο το σώμα αυτού που κάνει τρυ­φη­λή ζωή είναι άτο­νο και πλα­δα­ρό, έπει­τα και οι αισθή­σεις του σώμα­τός του δεν είναι καθα­ρές, ούτε υγιείς, αλλά απο­χαυ­νω­μέ­νες και μαλ­θα­κές· και εφό­σον λοι­πόν και αυτές δεν είναι υγιείς, ούτε της υγεί­ας η ηδο­νή φαί­νε­ται.

«Κατ δ τ μεσο­νύ­κτιον Παλος κα Σίλας προ­σευ­χό­με­νοι μνουν τν Θεόν· πηκροντο δ ατν ο δέσμιοι φνω δ σει­σμς γένε­το μέγας, στε σαλευθναι τ θεμέ­λια το δεσμω­τη­ρί­ου, νεχθη­σάν τε παρα­χρμα α θύραι πσαι κα πάν­των τ δεσμ νέθη ξυπνος δ γενό­με­νος δεσμο­φύ­λαξ κα δν νεγμέ­νας τς θύρας τς φυλακς, σπα­σά­με­νος μάχαι­ραν μελ­λεν αυτν ναι­ρεν, νομί­ζων κπε­φευ­γέ­ναι τος δεσμί­ους φώνη­σε δ φων μεγάλ Παλος λέγων· μηδν πράξς σεαυτ κακόν· παν­τες γάρ σμεν νθά­δε (:γύρω στα μεσά­νυ­χτα ο Παύ­λος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμ­βεί τίπο­τε και σαν να μην αισθά­νον­ταν κανέ­να πόνο, έψαλ­λαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκου­γαν μάλι­στα και οι άλλοι φυλα­κι­σμέ­νοι. Και ξαφ­νι­κά έγι­νε τόσο μεγά­λος σει­σμός, ώστε σαλεύ­τη­καν τα θεμέ­λια της φυλα­κής· και άνοι­ξαν τη στιγ­μή εκεί­νη όλες οι θύρες, και λύθη­καν όλων των φυλα­κι­σμέ­νων οι αλυ­σί­δες, με τις οποί­ες ήταν δεμέ­νοι. Στο μετα­ξύ ξύπνη­σε ο δεσμο­φύ­λα­κας, και μόλις είδε ανοι­χτές τις θύρες της φυλα­κής, τρά­βη­ξε το μαχαί­ρι του έτοι­μος να αυτο­κτο­νή­σει, επει­δή νόμι­ζε ότι είχαν δρα­πε­τεύ­σει οι φυλα­κι­σμέ­νοι και συνε­πώς θα του επι­βαλ­λό­ταν η ποι­νή του θανά­του. Για να μη θιγεί η αξιο­πρέ­πειά του λοι­πόν, θεώ­ρη­σε προ­τι­μό­τε­ρο να αυτο­κτο­νή­σει, παρά να θανα­τω­θεί με το στίγ­μα της κατα­δί­κης. Όμως ο Παύ­λος τού φώνα­ξε με δυνα­τή φωνή: ‘’Μην κάνεις κανέ­να κακό στον εαυ­τό σου. Είμα­στε όλοι εδώ. Δεν πρό­κει­ται να σου ζητη­θούν ευθύ­νες και να τιμω­ρη­θείς’’)» [Πραξ.16,25–28].

Τι θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει ισά­ξιο με τις ψυχές αυτές; Μαστι­γώ­θη­καν, δέχθη­καν πολ­λά χτυ­πή­μα­τα, κιν­δύ­νε­ψαν μέχρι θανά­του, ήταν δεμέ­νοι στο ξύλο και κλει­σμέ­νοι μέσα στην πιο βαθιά φυλα­κή, και όμως ούτε και έτσι μπο­ρού­σαν να ησυ­χά­ζουν, αλλά έμε­ναν ξάγρυ­πνοι όλη τη νύχτα προ­σευ­χό­με­νοι. Βλέ­πε­τε πόσο μεγά­λο αγα­θό είναι η θλί­ψη; Εμείς όμως ούτε, και ενώ είμα­στε ξαπλω­μέ­νοι σε απα­λά στρώ­μα­τα, δεν φοβό­μα­στε καθό­λου, αλλά όλη την νύχτα κοι­μό­μα­στε. Ίσως γι’ αυτό να ξαγρυ­πνού­σαν ψάλ­λον­τας όλη τη νύχτα, επει­δή βρι­σκό­ταν μέσα σε αυτές τις δυσκο­λί­ες. Δεν τους κυρί­ευ­σε η τυραν­νι­κή εξου­σία του ύπνου, δεν τους λύγι­σε ο ανυ­πό­φο­ρος πόνος, δεν τους οδή­γη­σε σε απο­ρία ο φόβος, αλλά ακρι­βώς αυτά τα ίδια ήταν εκεί­να που τους προ­ξε­νού­σαν μεγα­λύ­τε­ρη διέ­γερ­ση, και τους γέμι­ζαν από πολ­λή πνευ­μα­τι­κή ηδο­νή, επει­δή τα έπα­σχαν για τον Χρι­στό.

«φνω δ σει­σμς γένε­το μέγας, στε σαλευθναι τ θεμέ­λια το δεσμω­τη­ρί­ου, νεχθη­σάν τε παρα­χρμα α θύραι πσαι κα πάν­των τ δεσμ νέθη (:Και ξαφ­νι­κά έγι­νε τόσο μεγά­λος σει­σμός, ώστε σαλεύ­τη­καν τα θεμέ­λια της φυλα­κής˙ και άνοι­ξαν τη στιγ­μή εκεί­νη όλες οι θύρες και λύθη­καν όλων των φυλα­κι­σμέ­νων οι αλυ­σί­δες, με τις οποί­ες ήταν δεμέ­νοι)» [Πράξ.16,26]. Έγι­νε σει­σμός ώστε να ξυπνή­σει και ο δεσμο­φύ­λα­κας και οι θύρες άνοι­ξαν, ώστε να θαυ­μά­σει το γεγο­νός. Αυτά οι φύλα­κες δεν τα έβλε­παν· διό­τι αλλιώς θα έφευ­γαν όλοι.

«ξυπνος δ γενό­με­νος δεσμο­φύ­λαξ κα δν νεγμέ­νας τς θύρας τς φυλακς, σπα­σά­με­νος μάχαι­ραν μελ­λεν αυτν ναι­ρεν, νομί­ζων κπε­φευ­γέ­ναι τος δεσμί­ους φώνη­σε δ φων μεγάλ Παλος λέγων· μηδν πράξς σεαυτ κακόν· παν­τες γάρ σμεν νθά­δε (:στο μετα­ξύ ξύπνη­σε ο δεσμο­φύ­λα­κας, και μόλις είδε ανοι­χτές τις θύρες της φυλα­κής, τρά­βη­ξε το μαχαί­ρι του έτοι­μος να αυτο­κτο­νή­σει, επει­δή νόμι­ζε ότι είχαν δρα­πε­τεύ­σει οι φυλα­κι­σμέ­νοι και συνε­πώς θα του επι­βαλ­λό­ταν η ποι­νή του θανά­του. Για να μη θιγεί η αξιο­πρέ­πειά του λοι­πόν, θεώ­ρη­σε προ­τι­μό­τε­ρο να αυτο­κτο­νή­σει, παρά να θανα­τω­θεί με το στίγ­μα της κατα­δί­κης. Όμως ο Παύ­λος του φώνα­ξε με δυνα­τή φωνή: “Μην κάνεις κανέ­να κακό στον εαυ­τό σου. Είμα­στε όλοι εδώ. Δεν πρό­κει­ται να σου ζητη­θούν ευθύ­νες και να τιμω­ρη­θείς”)» [Πράξ.16,27–28].

Ο δεσμο­φύ­λα­κας έμει­νε κατά­πλη­κτος από την ανδρεία του Παύ­λου και του Σίλα, διό­τι αν και μπο­ρού­σε να φύγει, δεν έφυ­γε και διό­τι τον εμπό­δι­σε να αυτο­κτο­νή­σει.

«Ατήσας δ φτα εσεπή­δη­σε, κα ντρο­μος γενό­με­νος προ­σέ­πε­σε τ Παύλ κα τ Σίλ κα προ­α­γαγν ατος ξω φη· κύριοι, τί με δε ποιεν να σωθ; (:μετά λοι­πόν απ’ αυτό ο δεσμο­φύ­λα­κας ζήτη­σε να του φέρουν φώτα και πήδη­σε μέσα στη φυλα­κή. Και όταν αντι­λή­φθη­κε το θαύ­μα και σκέ­φτη­κε ότι είχε κακο­με­τα­χει­ρι­στεί τους δού­λους αυτούς του Θεού, κυριεύ­τη­κε από τρό­μο και έπε­σε στα πόδια του Παύ­λου και του Σίλα. Έπει­τα, αφού τους έβγα­λε έξω στην αυλή της φυλα­κής, τους είπε: ‘’Κύριοι, τι πρέ­πει να κάνω για να απο­κτή­σω κι εγώ τη σωτη­ρία που κηρύτ­τε­τε;’’ )» [Πράξ.16,29–30].

Είδες πώς τον συνάρ­πα­σε το θαύ­μα; «Ο δ επον· πίστευ­σον π τν Κύριον ησον Χρι­στόν, κα σωθήσ σ κα οκός σου κα λάλη­σαν ατ τν λόγον το Κυρί­ου κα πσι τος ν τ οκί ατο (:και αυτοί του απάν­τη­σαν: ‘’Πίστε­ψε στον Ιησού Χρι­στό ως μόνο Λυτρω­τή και υπέρ­τα­το Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικο­γέ­νειά σου. Και άρχι­σαν τότε να ανα­πτύσ­σουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπί­τι του τις θεμε­λιώ­δεις αλή­θειες της διδα­σκα­λί­ας του Κυρί­ου’’)» [Πράξ.16,31–32]. Εσύ θαύ­μα­σε όμως περισ­σό­τε­ρο και τη φιλαν­θρω­πία του Παύ­λου, την οποία και επέ­δει­ξε αμέ­σως στον δεσμο­φύ­λα­κα όχι μόνο με το να τον απαλ­λά­ξει από την από­γνω­ση για το βάρος των ευθυ­νών του εάν έφευ­γαν οι κρα­τού­με­νοι, αλλά και επει­δή κήρυ­ξε αμέ­σως τον λόγο του Κυρί­ου σε αυτόν, ευθύς μόλις του το ζήτη­σε.

«Κα παρα­λαβν ατος ν κείν τ ρ τς νυκτς λου­σεν π τν πληγν, κα βαπτί­σθη ατς κα ο ατο πάν­τες παρα­χρμα ναγα­γών τε ατος ες τν οκον ατο παρέ­θη­κε τρά­πε­ζαν, κα γαλ­λιά­σα­το πανοικ πεπι­στευκς τ Θε (:τότε ο δεσμο­φύ­λα­κας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκεί­νη ώρα της νύχτας, τους έλου­σε από τα αίμα­τα που είχαν τρέ­ξει από τα τραύ­μα­τα των ραβδι­σμών και αμέ­σως βαπτί­στη­κε και αυτός και όλοι οι δικοί του. Και αφού τους ανέ­βα­σε στο σπί­τι του, τους ετοί­μα­σε τρα­πέ­ζι και αισθάν­θη­κε μεγά­λη χαρά μαζί με όλη του την οικο­γέ­νεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέ­ψει στον Θεό)» [Πράξ.16,33–34]. Έπλυ­νε αυτούς αμεί­βον­τάς τους κατά κάποιο τρό­πο για το καλό που του έκα­ναν και για να τους τιμή­σει με όσα έκα­νε.

«μέρας δ γενο­μέ­νης πέστει­λαν ο στρα­τη­γο τος αβδού­χους λέγον­τες· πόλυ­σον τος νθρώ­πους κεί­νους (:όταν ξημέ­ρω­σε, έστει­λαν οι στρα­τη­γοί τους υπα­σπι­στές και ραβδού­χους τους στον δεσμο­φύ­λα­κα και του είπαν: ‘’Από­λυ­σε από τη φυλα­κή τους ανθρώ­πους εκεί­νους’’)» [Πράξ. 16,35]. Έμα­θαν ίσως οι στρα­τη­γοί το γεγο­νός και δεν τολ­μού­σαν από μόνοι τους να τους απο­λύ­σουν.

«πήγ­γει­λε δ δεσμο­φύ­λαξ τος λόγους τού­τους πρς τν Παλον, τι πεστάλ­κα­σιν ο στρα­τη­γο να πολυθτε. νν ον ξελ­θόν­τες πορεύ­ε­σθε ν ερήνὁ δὲ Παῦ­λος ἔφη πρὸς αὐτούς· δεί­ραν­τες ἡμᾶς δημο­σίᾳ ἀκα­τα­κρί­τους, ἀνθρώ­πους Ῥωμαί­ους ὑπάρ­χον­τας, ἔβα­λον εἰς φυλα­κήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλ­λου­σιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόν­τες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξα­γα­γέ­τω­σαν ἀνήγ­γει­λαν δὲ τοῖς στρα­τη­γοῖς οἱ ῥαβδοῦ­χοι τὰ ῥήμα­τα ταῦ­τα· καὶ ἐφο­βή­θη­σαν ἀκού­σαν­τες ὅτι Ῥωμαῖ­οί εἰσι καὶ ἐλθόν­τες παρε­κά­λε­σαν αὐτούς, καὶ ἐξα­γα­γόν­τες ἠρώ­των ἐξελ­θεῖν τῆς πόλε­ως ἐξελ­θόν­τες δὲ ἐκ τῆς φυλα­κῆς εἰσῆλ­θον πρὸς τὴν Λυδί­αν, καὶ ἰδόν­τες τοὺς ἀδελ­φοὺς παρε­κά­λε­σαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλ­θον (:τότε ο δεσμο­φύ­λα­κας μετέ­φε­ρε τα λόγια αυτά στον Παύ­λο και του είπε ότι ‘’έστει­λαν οι στρα­τη­γοί ανθρώ­πους και διέ­τα­ξαν να αφε­θεί­τε ελεύ­θε­ροι. Τώρα λοι­πόν βγεί­τε από τη φυλα­κή και πηγαί­νε­τε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρή­νη’’. Ο Παύ­λος όμως είπε μέσω του δεσμο­φύ­λα­κα στους ραβδού­χους: ‘’Μας έδει­ραν οι στρα­τη­γοί σας δημό­σια, χωρίς να μας περά­σουν από δίκη, αν και είμα­στε Ρωμαί­οι πολί­τες, και μας έρι­ξαν στη φυλα­κή. Και τώρα μας βγά­ζουν από τη φυλα­κή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγού­με καθό­λου από εδώ. Ας έλθουν αυτο­προ­σώ­πως και ας μας βγά­λουν οι ίδιοι’’. Τότε οι ραβδού­χοι μετέ­φε­ραν στους στρα­τη­γούς τα λόγια αυτά: Και οι στρα­τη­γοί, όταν άκου­σαν ότι ο Παύ­λος και ο Σίλας ήταν Ρωμαί­οι, φοβή­θη­καν. Διό­τι επι­βάλ­λον­ταν βαρύ­τα­τες ποι­νές σε κάθε άνθρω­πο που θα κακο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν Ρωμαίο πολί­τη. Ήλθαν τότε εκεί οι στρα­τη­γοί και τους παρα­κά­λε­σαν να βγουν από τη φυλα­κή. Κι αφού τους έβγα­λαν, τους παρα­κα­λού­σαν να φύγουν από την πόλη. Όταν λοι­πόν οι δύο αυτοί από­στο­λοι βγή­καν από τη φυλα­κή, πήγαν στο σπί­τι της Λυδί­ας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελ­φούς, τους προ­έ­τρε­ψαν να μένουν στα­θε­ροί στο ευαγ­γέ­λιο και έφυ­γαν)» [Πράξ.16, 36–40].

Αν και οι στρα­τη­γοί τους ειδο­ποί­η­σαν να εξέλ­θουν, όμως ο Παύ­λος δεν εξέρ­χε­ται ίσως για χάρη της Λυδί­ας και των άλλων αδελ­φών, ή και για να φοβί­σει αυτούς, για να μην νομι­στεί ότι έχουν απο­λυ­θεί, και για να δώσουν θάρ­ρος στους άλλους. Τρι­πλό, αγα­πη­τοί ήταν το αδί­κη­μα, και ότι ήταν Ρωμαί­οι πολί­τες, και ότι δεν δικά­στη­καν και ότι τους έβα­λαν στη φυλα­κή δημό­σια.

Βλέ­πεις ότι πολ­λά γίνον­ταν από αυτούς και με τις δικές τους τις ανθρώ­πι­νες δυνά­μεις. Ας συγ­κρί­νου­με προς εκεί­νη την νύχτα αυτές τις νύχτες, κατά τις οποί­ες συμ­βαί­νουν γλέν­τια και μέθες και ασέλ­γειες, κατά τις οποί­ες παρα­τη­ρεί­ται ύπνος που δεν δια­φέ­ρει καθό­λου από τον θάνα­το, κατά τις οποί­ες οι αγρυ­πνί­ες είναι φοβε­ρό­τε­ρες από τον ύπνο· διό­τι εκεί­νοι μεν κοι­μούν­ται χωρίς να γίνον­ται αισθη­τοί, ενώ εκεί­νοι ξαγρυ­πνούν κατά τρό­πο ελε­ει­νό και άθλιο, μηχα­νευό­με­νοι δολιό­τη­τες, φρον­τί­ζον­τας για χρή­μα­τα, φρον­τί­ζον­τας πώς να αντι­με­τω­πί­σουν εκεί­νους που τους αδι­κούν, μελε­τών­τας έχθρα και ανταλ­λάσ­σον­τας καθη­με­ρι­νά υβρι­στι­κά λόγια· με τον τρό­πο αυτόν υπο­δαυ­λί­ζουν τη φωτιά της οργής, δια­πράτ­τον­τας πράγ­μα­τα ανυ­πό­φο­ρα. Πρό­σε­χε πώς κοι­μό­ταν ο Πέτρος. Κατ’ οικο­νο­μί­αν εκεί­νο έγι­νε· διό­τι παρου­σιά­στη­κε ο άγγε­λος και έπρε­πε κανέ­νας να μη δει εκεί­νο που έγι­νε· και αυτό πολύ καλά γίνε­ται πάλι έτσι, για να εμπο­δι­στεί ο δεσμο­φύ­λα­κας να αυτο­κτο­νή­σει.

Και για­τί δεν έγι­νε άλλο θαύ­μα; Διό­τι αυτό προ­πάν­των ήταν ικα­νό να προ­σελ­κύ­σει αυτόν και να τον πεί­σει, καθό­σον βέβαια και ο ίδιος θα κιν­δύ­νευε, εάν δεν γινό­ταν· διό­τι δεν μας συναρ­πά­ζουν τόσο πολύ τα θαύ­μα­τα, όσο εκεί­να που έχουν σχέ­ση με τη σωτη­ρία μας. Για να μη θεω­ρη­θεί ότι ο σει­σμός έγι­νε τυχαία, επα­κο­λού­θη­σε και αυτό, επι­βε­βαιώ­νον­τας εκεί­νο. Και αυτό συμ­βαί­νει κατά τη διάρ­κεια της νύχτας, διό­τι τίπο­τα δεν έκα­ναν για επί­δει­ξη, αλλά για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Ο δεσμο­φύ­λα­κας δεν ήταν κακός άνθρω­πος· έβα­λε αυτούς μέσα στην πιο βαθιά φυλα­κή, όχι από μόνος του αλλά επει­δή πήρε και τέτοια εντο­λή.

Και για­τί πριν από αυτό δεν φώνα­ξε ο Παύ­λος; Ο άνθρω­πος ήταν κατα­κυ­ριευ­μέ­νος από πολ­λή κατά­πλη­ξη και ταρα­χή και δεν θα μπο­ρού­σε να το απο­δε­χθεί. Γι’ αυτό όταν τον είδε να θέλει να αυτο­κτο­νή­σει, τον προ­λα­βαί­νει και φωνά­ζει δυνα­τά λέγον­τας· «μηδν πρξς σεαυτ κακν· παν­τες γρ σμεν νθδε(:‘’Μην κάνεις κανέ­να κακό στον εαυ­τό σου. Είμα­στε όλοι εδώ. Δεν πρό­κει­ται να σου ζητη­θούν ευθύ­νες και να τιμω­ρη­θείς’’)»[Πράξ.16,28]. Γι’ αυτό και «ατσας δ φτα εσεπδησε, κα ντρο­μος γενμενος προσπεσε τ Παλ κα τ Σλ(:μετά λοι­πόν απ’ αυτό ο δεσμο­φύ­λα­κας ζήτη­σε να του φέρουν φώτα και πήδη­σε μέσα στη φυλα­κή. Και όταν αντι­λή­φθη­κε το θαύ­μα και σκέ­φτη­κε ότι είχε κακο­με­τα­χει­ρι­στεί τους δού­λους αυτούς του Θεού, κυριεύ­τη­κε από τρό­μο και έπε­σε στα πόδια του Παύ­λου και του Σίλα)» [Πράξ.16,29]. Στα πόδια του φυλα­κι­σμέ­νου πέφτει ο φύλα­κας και οδη­γεί αυτούς έξω και λέει: «Κριοι, τ με δε ποιεν να σωθ;(:‘’Κύριοι, τι πρέ­πει να κάνω για να απο­κτή­σω κι εγώ τη σωτη­ρία που κηρύτ­τε­τε;’’)». Πρό­σε­ξε ότι αυτός παρα­κα­λεί τον Παύ­λο όχι επει­δή σώθη­κε και δεν θα του απο­δο­θούν ευθύ­νες από τους ανω­τέ­ρους του, αλλά επει­δή εξε­πλά­γη από τη δύνα­μη.

Είδες τι συνέ­βη­κε προ­η­γου­μέ­νως και τι εδώ; Εκεί δού­λη απαλ­λά­χθη­κε από το πονη­ρό πνεύ­μα και έρι­ξαν αυτούς στην φυλα­κή, διό­τι ελευ­θέ­ρω­σε αυτήν από τον δαί­μο­να, εδώ μόνο έδει­ξαν πόρ­τες ανοιγ­μέ­νες, και άνοι­ξε τις πόρ­τες της καρ­διάς του δεσμο­φύ­λα­κα, έλυ­σε διπλά δεσμά, άνα­ψε εκεί­νο το φως· διό­τι το φως μέσα στην καρ­διά αυτού έλαμ­πε. Και πήδη­ξε μέσα και έπε­σε στα πόδια τους και δεν ρωτά: ‘’Πώς συνέ­βη αυτό; Τι συνέ­βη;’’. Αλλά αμέ­σως λέει: «Τι πρέ­πει να κάνω για να σωθώ;»[Πράξ.16,31]. Τι απαν­τά­ει λοι­πόν ο Παύ­λος; «Πστευ­σον π τν Κριον ᾿Ιησον Χριστν, κα σωθσ σ κα οκς σου (:’Πίστε­ψε στον Ιησού Χρι­στό ως μόνο Λυτρω­τή και υπέρ­τα­το Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικο­γέ­νειά σου’’)»[Πράξ.16,32]. Αυτό προ­πάν­των προ­σελ­κύ­ει τους ανθρώ­πους, η σωτη­ρία δηλα­δή και της οικο­γέ­νειάς του.

«Κα λλησαν ατ τν λγον το Κυρου κα πσι τος ν τ οκίᾳ ατο(:Και άρχι­σαν τότε να ανα­πτύσ­σουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπί­τι του τις θεμε­λιώ­δεις αλή­θειες της διδα­σκα­λί­ας του Κυρί­ου) · κα παρα­λαβν ατος ν κεν τ ρ τς νυκτς λου­σεν π τν πληγν, κα βαπτσθη ατς κα ο ατο πντες παρα­χρμα(:τότε ο δεσμο­φύ­λα­κας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκεί­νη ώρα της νύχτας, τους έλου­σε από τα αίμα­τα που είχαν τρέ­ξει από τα τραύ­μα­τα των ραβδι­σμών και αμέ­σως βαπτί­στη­κε και αυτός και όλοι οι δικοί του)· ναγαγν τε ατος ες τν οκον ατο παρθηκε τρπεζαν, κα γαλ­λισατο πανοικ πεπι­στευκς τ Θε(:και αφού τους ανέ­βα­σε στο σπί­τι του, τους ετοί­μα­σε τρα­πέ­ζι και αισθάν­θη­κε μεγά­λη χαρά μαζί με όλη του την οικο­γέ­νεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέ­ψει στον Θεό)»[Πράξ.16,34]. Έπλυ­νε αυτούς και πλύ­θη­κε και ο ίδιος· εκεί­νους μεν τους έπλυ­νε από τις πλη­γές τους, ο ίδιος όμως πλύ­θη­κε από τις αμαρ­τί­ες του· έδω­σε τρο­φή και ο ίδιος έλα­βε τρο­φή.

Αυτό ήταν από­δει­ξη του ότι πίστε­ψε αυτός,το ότι απαλ­λά­χθη­κε από όλα. Τι υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο από έναν δεσμο­φύ­λα­κα; Τι σκλη­ρό­τε­ρο; Τι αγριό­τε­ρο; Αλλά όμως τους υπο­δέ­χθη­κε με μεγά­λη τιμή. Δεν ένιω­σε ευφρο­σύ­νη επει­δή σώθη­κε, αλλά «το ότι είχε πιστέ­ψει στον Θεό»[Πράξ.16,31].

«Πίστε­ψε» λέει, «στον Κύριο» [Πράξ.16,34]. Γι’ αυτό είπε «το ότι είχε πιστέ­ψει στον Θεό», για να μην φανεί ότι ελευ­θε­ρώ­νε­ται ο δεσμο­φύ­λα­κας σαν να ήταν κατά­δι­κος και σαν να είχε αμαρ­τή­σει.

«μέρας δ γενο­μέ­νης πέστει­λαν ο στρα­τη­γο τος αβδού­χους λέγον­τες· πόλυ­σον τος νθρώ­πους κεί­νους(:όταν ξημέ­ρω­σε, έστει­λαν οι στρα­τη­γοί τους υπα­σπι­στές και ραβδού­χους τους στον δεσμο­φύ­λα­κα και του είπαν: ‘’Από­λυ­σε από τη φυλα­κή τους ανθρώ­πους εκεί­νους’’).πήγ­γει­λε δ δεσμο­φύ­λαξ τος λόγους τού­τους πρς τν Παλον, τι πεστάλ­κα­σιν ο στρα­τη­γο να πολυθτε. νν ον ξελ­θόν­τες πορεύ­ε­σθε ν ερήν(:Τότε ο δεσμο­φύ­λα­κας μετέ­φε­ρε τα λόγια αυτά στον Παύ­λο και του είπε ότι έστει­λαν οι στρα­τη­γοί ανθρώ­πους και διέ­τα­ξαν να αφε­θεί­τε ελεύ­θε­ροι. Τώρα λοι­πόν βγεί­τε από τη φυλα­κή και πηγαί­νε­τε στο καλό. Ας είναι μαζί σας ειρή­νη)»[Πράξ. 16,36], δηλα­δή τους είπε: «βγεί­τε με ασφά­λεια χωρίς να φοβη­θεί­τε τίπο­τα».

Όμως οι από­στο­λοι του λένε να μετα­φέ­ρει τα εξής στους ραβδού­χους: «Δεί­ραν­τες μς δημο­σί κατα­κρί­τους, νθρώ­πους ωμαί­ους πάρ­χον­τας, βαλον ες φυλα­κήν· κα νν λάθρ μς κβάλ­λου­σιν; ο γάρ, λλ λθόν­τες ατο μς ξαγα­γέ­τω­σαν(:Μας έδει­ραν οι στρα­τη­γοί σας δημό­σια, χωρίς να μας περά­σουν από δίκη, αν και είμα­στε Ρωμαί­οι πολί­τες, και μας έρι­ξαν στη φυλα­κή. Και τώρα μας βγά­ζουν από τη φυλα­κή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγού­με καθό­λου από εδώ. Ας έλθουν αυτο­προ­σώ­πως και ας μας βγά­λουν οι ίδιοι)» [Πράξ.16,31], για να μην θεω­ρη­θεί το γεγο­νός αυτό μόνο σαν έργο της χάρι­τος, αλλά και δικό τους έργο. Πρό­σε­χε τη χάρη του Θεού που δεί­χνει κατά διά­φο­ρο τρό­πο την πρό­νοιά της, το πώς δηλα­δή βέβαια εξήλ­θε από τη φυλα­κή ο Πέτρος, και πώς ο Παύ­λος, αν και βέβαια και οι δύο ήταν από­στο­λοι.

Άλλω­στε ήθε­λαν και τον δεσμο­φύ­λα­κα να τεθεί εκτός κιν­δύ­νου, για να μην κατη­γο­ρεί­ται συνέ­χεια. Και δεν λέει: «αφού μας έδει­ραν μας έρι­ξαν στην φυλα­κή, αν και κάνα­με θαύ­μα­τα»· (διό­τι δεν έδι­ναν σημα­σία σε αυτά), αλλά εκεί­να που προ­πάν­των μπο­ρού­σε να δημιουρ­γή­σουν ταρα­χή στην σκέ­ψη τους και που είναι τα εξής: «χωρίς να έχου­με δικα­στεί και ενώ είμα­στε Ρωμαί­οι πολί­τες».

«νήγ­γει­λαν δ τος στρα­τη­γος ο αβδοχοι τ ήμα­τα τατα· κα φοβή­θη­σαν κού­σαν­τες τι ωμαοί εσι(:και οι στρα­τη­γοί, όταν άκου­σαν ότι ο Παύ­λος και ο Σίλας ήταν Ρωμαί­οι, φοβή­θη­καν· διό­τι επι­βάλ­λον­ταν βαρύ­τα­τες ποι­νές σε κάθε άνθρω­πο που θα κακο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν Ρωμαίο πολί­τη)». «Φοβή­θη­καν», λέει. Φοβούν­ται διό­τι ήταν Ρωμαί­οι πολί­τες, και όχι διό­τι τους έρι­ξαν στην φυλα­κή άδι­κα.

«Κα λθόν­τες παρε­κά­λε­σαν ατούς, κα ξαγα­γόν­τες ρώτων ξελ­θεν τς πόλε­ως(:ήλθαν τότε εκεί οι στρα­τη­γοί και τους παρα­κά­λε­σαν να βγουν από τη φυλα­κή. Κι αφού τους έβγα­λαν, τους παρα­κα­λού­σαν να φύγουν από την πόλη)»[Πράξ. 16,39]. Ζήτη­σαν την χάρη αυτή.

Και «ξελ­θόν­τες δ κ τς φυλακς εσλθον πρς τν Λυδί­αν, κα δόν­τες τος δελ­φος παρε­κά­λε­σαν ατος κα ξλθον(:όταν λοι­πόν οι δύο αυτοί από­στο­λοι βγή­καν από τη φυλα­κή, πήγαν στο σπί­τι της Λυδί­ας. Εκεί, αφού είδαν τους αδελ­φούς, τους προ­έ­τρε­ψαν να μένουν στα­θε­ροί στο ευαγ­γέ­λιο και έφυ­γαν)»[Πράξ.16,34]. Πήγαν λοι­πόν στο σπί­τι της Λυδί­ας και αφού ενθάρ­ρυ­ναν αυτήν στην πίστη της, ανα­χώ­ρη­σαν, διό­τι δεν έπρε­πε να αφή­σουν εκεί­νη που τους φιλο­ξέ­νη­σε σε αγω­νία και ανη­συ­χία. Και ανα­χώ­ρη­σαν όχι υπα­κού­ον­τας σε αυτό που οι στρα­τη­γοί τούς είχαν παρα­κα­λέ­σει, αλλά επει­δή βιά­ζον­ταν για το κήρυγ­μα, ενώ και η πόλη είχε ήδη ωφε­λη­θεί σε ικα­νο­ποι­η­τι­κό βαθ­μό· διό­τι δεν έπρε­πε να παρα­μεί­νουν άλλο· καθό­σον το θαύ­μα φαί­νε­ται μεγα­λύ­τε­ρο, εφό­σον δια­κη­ρύτ­τει αυτό πολύ περισ­σό­τε­ρο την δύνα­μη του Θεού, αν και ανα­χώ­ρη­σαν εκεί­νοι που το πραγ­μα­το­ποί­η­σαν· διό­τι η πίστη του δεσμο­φύ­λα­κα κατεί­χε θέση φωνής. Τι μπο­ρεί να εξι­σω­θεί με αυτό; Φυλα­κί­ζε­ται και φυλα­κι­σμέ­νους ελευ­θε­ρώ­νει, λύνει διπλό δεσμό, με το να δεθεί ο Παύ­λος έλυ­σε εκεί­νον που τον έδε­σε. Αυτόν τον πρώ­ην φυλα­κι­σμέ­νο από την αμαρ­τία δεσμο­φύ­λα­κα, ας φέρου­με συνέ­χεια στη σκέ­ψη μας και όχι τόσο το θαύ­μα του σει­σμού μέσα στη φυλα­κή. Αυτά πραγ­μα­τι­κά είναι έργα χάρι­τος.

Τι θα πουν οι Έλλη­νες; Ότι ενώ ήταν φυλα­κι­σμέ­νος, έπει­σε τον δεσμο­φύ­λα­κα; «Και ποιος», θα έλε­γαν στη συνέ­χεια, «έπρε­πε να πει­στεί, παρά ο μια­ρός άνθρω­πος και ταλαί­πω­ρος και που δεν είχε νου, αλλά ήταν γεμά­τος από αμέ­τρη­τα κακά και εύκο­λα πίστευε;» Ακό­μα και αυτά λένε: «Ποιος άλλος λοι­πόν πίστε­ψε; Μόνο κάποιος βυρ­σο­δέ­ψης, κάποια γυναί­κα που πωλού­σε πορ­φύ­ρες, κάποιος ευνού­χος, κάποιος δεσμο­φύ­λα­κας, κάποιοι δού­λοι και κάποιες γυναί­κες;». Τι λοι­πόν θα μπο­ρέ­σουν να πουν, όταν ανα­φέ­ρου­με και εκεί­νους που πίστε­ψαν και είχαν αξιώ­μα­τα, τον εκα­τόν­ταρ­χο, τον ανθύ­πα­το, όλους εκεί­νους από τότε μέχρι σήμε­ρα, τους ίδιους τους κατό­χους της εξου­σί­ας, τους βασι­λείς;

Αλλά εγώ λέω και κάτι άλλο σπου­δαιό­τε­ρο από αυτό, ας εξε­τά­σου­με αυτούς τους ευτε­λείς και άση­μους ανθρώ­πους που πίστε­ψαν. «Και πού είναι», θα ρωτού­σε κάποιος, «το άξιο θαυ­μα­σμού;». Αυτό βέβαια είναι το άξιο θαυ­μα­σμού· διό­τι αν μεν πει­στεί κάποιος για τυχόν­τα πράγ­μα­τα, δεν είναι καθό­λου άξιο θαυ­μα­σμού, όταν όμως ομι­λεί σε ανθρώ­πους ευτε­λείς για ανά­στα­ση, για βασι­λεία των ουρα­νών, για ζωή ενά­ρε­τη και πεί­θει αυτούς, αυτό είναι περισ­σό­τε­ρο άξιο θαυ­μα­σμού, παρά αν έπει­θε σοφούς· διό­τι όταν δεν υπήρ­χε κίν­δυ­νος και πεί­θει κάποιος, πολύ σωστά προ­βάλ­λουν την μωρία, όταν όμως λέει σε εκεί­νον που κατά την γνώ­μη σου είναι δού­λος, ότι αν πει­σθείς σε εμέ­να κιν­δυ­νεύ­εις, όλους θα τους έχεις εχθρούς, πρέ­πει να πεθά­νεις, να πάθεις αμέ­τρη­τα κακά·και στην συνέ­χεια τόσο πολύ συναρ­πά­ζεις την ψυχή εκεί­νου, αυτό δεν είναι πλέ­ον δείγ­μα μωρί­ας· διό­τι εάν μεν τα δόγ­μα­τα πρό­σφε­ραν ηδο­νή, πολύ σωστά θα μπο­ρού­σε κάποιος να το πει αυτό, εάν όμως, εκεί­νο που δεν δέχον­ταν να το μάθουν οι φιλό­σο­φοι, αυτό το μαθαί­νει ο δού­λος, το θαύ­μα είναι μεγα­λύ­τε­ρο.

Και αν θέλε­τε, ας φέρου­με μπρο­στά μας τον ίδιο τον βυρ­σο­δέ­ψη, και ας δού­με τι λέει σε αυτόν ο Πέτρος· ή αν θέλεις, ας πάρου­με αυτόν τον ίδιο τον δεσμο­φύ­λα­κα. Τι λοι­πόν είπε σε αυτόν ο Παύ­λος; «Του είπε ότι ο Χρι­στός ανα­στή­θη­κε», θα έλε­γε κάποιος, «ότι υπάρ­χει ανά­στα­ση των νεκρών, ότι υπάρ­χει βασι­λεία ουρά­νια και τον έπει­σε εύκο­λα, επει­δή ήταν ευκο­λό­πι­στος». Τι λοι­πόν; Για τον τρό­πο ζωής δεν είπε τίπο­τα, ότι δηλα­δή πρέ­πει να δεί­χνει σωφρο­σύ­νη, ότι πρέ­πει να είναι εξου­σια­στής και όχι δού­λος των χρη­μά­των, ότι πρέ­πει να μην είναι σκλη­ρός, ότι πρέ­πει να δίνει τα δικά του στους άλλους; Και βέβαια το να πει­στεί σε αυτά όχι μόνο δεν ήταν δείγ­μα μωρί­ας, αλλά και δείγ­μα μεγά­λης ψυχής. Διό­τι ας υπο­θέ­σου­με ότι αυτοί απο­δέ­χον­ταν τα δόγ­μα­τα οπωσ­δή­πο­τε από μωρία, το να απο­δέ­χον­ται όμως μια τόσο ενά­ρε­τη ζωή, ποιας μωρί­ας απο­τέ­λε­σμα ήταν;

Ώστε όσο ανόη­τος συμ­βαί­νει να είναι εκεί­νος που πεί­θε­ται, εφό­σον πεί­θε­ται για αυτά, για τα οποία δεν μπό­ρε­σαν ούτε οι φιλό­σο­φοι να πεί­σουν τους φιλό­σο­φους, τόσο το θαύ­μα γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρο και παρου­σιά­ζουν με τα έργα, αυτά για τα οποία οι Πλά­τω­νες και όλοι εκεί­νοι δεν μπό­ρε­σαν να πεί­σουν κανέ­να. Και για­τί λέω ότι δεν έπει­σαν κανέ­να; Ούτε τους εαυ­τούς τους έπει­σαν. Διό­τι για το ότι δεν πρέ­πει να περι­φρο­νού­με τα χρή­μα­τα, δεν έπει­σε γι’ αυτό ο Πλά­των, καθό­σον συγ­κέν­τρω­σε ο ίδιος μια τόσο μεγά­λη εξου­σία και πλή­θος χρη­μά­των και χρυ­σά δαχτυ­λί­δια και δοχεία· για το ότι επί­σης δεν πρέ­πει να περι­φρο­νού­με την δόξα εκ μέρους των πολ­λών ανθρώ­πων, το φανε­ρώ­νει σε αυτούς ο Σωκρά­της, και αν ακό­μα διδά­σκει πάρα πολ­λά γι’ αυτό· διό­τι όλα τα έκα­νε απο­βλέ­πον­τας προς τη δόξα. Και αν γνω­ρί­ζα­τε τους λόγους του Σωκρά­τη, θα μπο­ρού­σα να πω πάρα πολ­λά γι’ αυτούς, και θα έδει­χνα ότι υπάρ­χει πολ­λή ειρω­νεία σε αυτούς, εάν δηλα­δή πρέ­πει να πει­θό­μα­στε σε αυτά που λέει ο μαθη­τής αυτού, και πως όλοι οι λόγοι του έχουν σαν αφορ­μή την κενο­δο­ξία.



ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος



ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στις Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ομι­λί­ες ΛΕ΄ και ΛΣΤ΄[επιλεγμένα απο­σπά­σμα­τα], πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, τόμος 16Α, σελί­δες 332–371.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ”)

Κανείς στους μάγους!

«Εγέ­νε­το πορευο­μέ­νων ἡμῶν εἰς προ­σευ­χὴν παι­δί­σκην τινὰ ἔχου­σαν πνεῦ­μα πύθω­νος ἀπαν­τῆ­σαι ἡμῖν, ἥτίς ἐργα­σί­αν πολ­λὴν παρεῖ­χε τοῖς κυρί­οις αὐτῆς μαν­τευο­μέ­νη» (Πραξ. 16,16)

ΚΟΝΤΑ, ἀγα­πη­τοί μου, κον­τὰ στὴ σημε­ρι­νή Καβά­λα ἦταν μιὰ ἀρχαία πόλις, οἱ Φίλιπ­ποι. Σήμε­ρα μόνο ἐρεί­πια σῴζον­ται ἀπὸ τὴν ἀρχαία αὐτὴ πόλι, ποὺ δεί­χνουν τὴν παλιά της δόξα καὶ δύνα­μι. Σ’ αὐτὴ τὴν πόλι ἦρθε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μαζὶ μὲ τὸν ἐκλε­κτό του συνερ­γά­τη, τὸ Σίλα. Ἦρθαν γιὰ νὰ κηρύ­ξουν το Χρι­στό. Ἦταν οἱ πρῶ­τοι ποὺ πατοῦ­σαν στὴ Μακε­δο­νία γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτό. Ὅλη ἡ Μακε­δο­νία τότε καὶ μόνο ἡ Μακε­δο­νία;-, ὅλη ἡ Ἑλλά­δα, ὅλα τὰ Βαλ­κά­νια ‑τί λέω;, ὅλη ἡ Εὐρώ­πη, πέρα ὣς πέρα, ἦταν εἰδω­λο­λα­τρι­κή. Ὅλοι λάτρευαν τὰ εἴδω­λα, τοὺς ψεύ­τι­κους θεούς, ποὺ πίσω ἀπ’ αὐτοὺς κρυ­βό­ταν ὁ διά­βο­λος.

Ἡ εἰδω­λο­λα­τρία ἦταν κατ’ οὐσί­αν δαι­μο­νο­λα­τρία. Ὄργα­να δὲ τῆς δαι­μο­νο­λα­τρί­ας αὐτῆς ἦταν οἱ μάγοι. Ἡ μαγεία τότε ἦταν ξαπλω­μέ­νη παν­τοῦ. Δὲν ὑπῆρ­χε πόλις, δὲν ὑπῆρ­χε χωριό, ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ μάγο, ἄντρα ἢ γυναῖ­κα. Ὅποιος εἶχε ἄρρω­στο ἢ ἤθε­λε νὰ μάθῃ τί θὰ τοῦ συμ­βῇ στὸ μέλ­λον ἢ ἤθε­λε νὰ κάνῃ κακὸ στὸν ἐχθρό του, πήγαι­νε στοὺς μάγους. Καὶ οἱ μάγοι, ἀνοί­γον­τας κάτι μαγι­κὰ βιβλία καὶ λέγον­τας λόγια ποὺ κανείς δὲν τὰ κατα­λά­βαι­νε, δημιουρ­γοῦ­σαν στοὺς ἀνθρώ­πους τὴν ἐντύ­πω­σι πὼς τὸ ζήτη­μα ποὺ τοὺς ἀπα­σχο­λεῖ θὰ λυθῇ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐπι­θυ­μί­ες τους. Κι ὅσοι ἔπε­φταν στὰ δίχτυα τῶν μάγων τοὺς πλή­ρω­ναν ἀκρι­βά. Ὑπῆρ­χαν δὲ καὶ ἐπί­ση­μα κέν­τρα τῆς σατα­νι­κῆς αὐτῆς τέχνης ποὺ τὰ ἔλε­γαν μαν­τεῖα. Σ’ αὐτὰ ἔμε­ναν μάν­τεις καὶ μάν­τί­ςσες ποὺ ἀσκού­σα­νε, ἂς ποῦ­με, ἕνα εἶδος ἀνω­τέ­ρας μαγεί­ας. Ἐκαυ­χῶν­το, ὅτι ἔχουν ἐπι­κοι­νω­νία μὲ τοὺς θεούς, ἰδιαι­τέ­ρως μὲ τὸ θεὸ Απόλ­λω­να, ποὺ τοὺς «φώτι­ζε» νὰ λένε τὰ μέλ­λον­τα. Περι­βόη­τη μάν­τί­ςσα στὴν ἀρχαιό­τη­τα ἦταν ἡ Πυθία, ποὺ ἔμε­νε στὸ μαν­τεῖο τῶν Δελ­φῶν.

* * *

Μια τέτοια μάν­τί­ςσα λοι­πὸν ὑπῆρ­χε καὶ στὴ μεγά­λη πόλι τῶν Φιλίπ­πων. Ἦταν μιὰ κοπέλ­λα, δού­λη ὅμως, ποὺ τὴν εἶχαν ἀγο­ρά­σει ἀπὸ τὰ σκλα­βο­πά­ζα­ρα οἱ κύριοί της καὶ τὴν ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ταν. Ὅ,τι χρή­μα­τα εἰσέ­πρατ­τε ἀπὸ τοὺς ἀνο­ή­τους ἀνθρώ­πους ποὺ ἔρχον­ταν σ’ αὐτήν, ἡ μάν­τί­ςσα τὰ ἔδι­νε στους κυρί­ους της, ποὺ τὰ μοι­ρά­ζον­ταν. Ἄλλοι ἐμπο­ρεύ­ον­ται τὴ σάρ­κα δυστυ­χι­σμέ­νων γυναι­κῶν, ἀλλὰ οἱ κύριοι αὐτοὶ τῶν Φιλίπ­πων ἐκμε­ταλ­λεύ­ον­ταν τὴ σατα­νι­κὴ τέχνη τῆς δού­λης τους, γιὰ νὰ κερ­δί­ζουν λεφτά. Ὤ τί ἐκμε­τάλ­λευ­σις ὑπάρ­χει στον κόσμο! Γυναῖ­κες, δυστυ­χι­σμέ­να πλά­σμα­τα, πέφτουν στὰ χέρια ἀσυ­νει­δή­των ἀνθρώ­πων καὶ οἱ γυναῖ­κες αὐτὲς σὰν σκλά­βες δου­λεύ­ουν στὰ πιὸ αἰσχρά, ἄτι­μα καὶ σατα­νι­κὰ ἔργα.

Ἡ μάν­τισ­σα τῶν Φιλίπ­πων λίγες μέρες ὕστε­ρα ἀπὸ τὸν ἐρχο­μὸ τῶν ἀπο­στό­λων στὴν πόλι ἔκλει­σε τὸ στό­μα της. Δὲν ἐμάν­τευε. Μιὰ πηγὴ τοῦ σατα­νᾶ, ποὺ ἔτρε­χε τόσα χρό­νια μέσα στήν πόλι καὶ γέμι­ζε λεφτὰ τὶς τσέ­πες τῶν ἐπι­τη­δεί­ων ἐκμε­ταλ­λευ­τῶν, στα­μά­τη­σε. Πῶς στα­μά­τη­σε; Τὴ στα­μά­τη­σε ἡ δύνα­μις τοῦ Χρι­στοῦ. Τὴ στα­μά­τη­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Ἡ μάν­τί­ςσα αὐτή, ὅταν εἶδε τοὺς ἀπο­στό­λους, κατά­λα­βε ὅτι αὐτοὶ ἔρχον­ται νὰ δια­λύ­σουν τὸ σκο­τά­δι καὶ νὰ φέρουν τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ· ἔρχον­ται νὰ καταρ­γή­σουν τὸ κρά­τος τοῦ δια­βό­λου καὶ νὰ ἱδρύ­σουν τὴ βασι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ ἐρχό­ταν ενάν­τια μὲ τὴν τερά­στια δύνα­μι τοῦ Χρι­στοῦ; Ὁ σατα­νᾶς ἔβλε­πε, ὅτι θὰ νικιῶ­ταν ὁπωσ­δή­πο­τε. Γι’ αὐτὸ ὁ σατα­νᾶς εἶπε στὴ μάγισ­σα, νὰ συμ­πε­ρι­φερ­θῇ δια­φο­ρε­τι­κά, νὰ μετα­χει­ρι­στῇ τρό­πο πονη­ρό τρό­πο, ποὺ μετα­χει­ρί­ζον­ται καὶ μέχρι σήμε­ρα οἱ μάγοι καὶ οἱ μάγισ­σες. Ἐνῷ ὑπη­ρε­τοῦν τὸ διά­βο­λο, γιὰ νὰ ἐξα­πα­τή­σουν τοὺς ἀφε­λεῖς ἀνθρώ­πους, λένε καὶ κάνουν μερι­κά «θεο­τι­κά». Κρα­τοῦν εἰκό­νες, καῖ­νε λιβά­νι, ἀνά­βουν κεριά… Ἔτσι, τὰ ὄργα­να αὐτὰ τοῦ δια­βό­λου, παρου­σιά­ζον­ται σὰν ὄργα­να τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγα­ποῦν τάχα καὶ προ­στα­τεύ­ουν τὴ θρη­σκεία. Αὐτὸ τὸν πονη­ρό τρό­πο μετα­χει­ρί­στη­κε καὶ ἡ μάγισ­σα τῶν Φιλίπ­πων. Ὅσες φορὲς ἔβλε­πε τοὺς ἀπο­στό­λους, ἔβγαι­νε στους δρό­μους καὶ φώνα­ζε «Βλέ­πε­τε τοὺς ἀνθρώ­πους αὐτούς; Εἶνε δοῦ­λοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψί­στου. Ἔρχον­ται νὰ μᾶς δεί­ξουν τὸ σωστό δρό­μο, τὸ δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας» (Πράξ. 16,17).

Ἀλλὰ ὁ Παῦ­λος δὲν ἤθε­λε μια τέτοια σύστα­σι ἀπὸ τὸ στό­μα τῆς μάν­τί­ςσας, ποὺ ὑπη­ρε­τοῦ­σε τὸ διά­βο­λο. Ἦταν σὲ θέσι νὰ κατα­λά­βῃ, σὲ ποιό σκο­πὸ ἀπέ­βλε­πε ὁ σατα­νᾶς συνι­στών­τας μὲ τὸ στό­μα τῆς μάν­τί­ςσας τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Ο σατα­νᾶς ἤθε­λε ν ̓ ἀνα­κα­τέ­ψῃ τὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ φέρῃ σύγ­χυ­σι. Ἀλλὰ ὁ Παῦ­λος ἤθε­λε τὰ πράγ­μα­τα νὰ εἶνε καθα­ρά, ξεχω­ρι­σμέ­να. Ἀπὸ δῶ τὸ φῶς, ἀπὸ ἐκεῖ τὸ σκο­τά­δι. Ἀπὸ δῶ ἡ ἀλή­θεια, ἀπὸ κεῖ τὸ ψέμα. Ἀπὸ δῶ ὁ Χρι­στός, ἀπὸ κεῖ ὁ διά­βο­λος. Καμ­μιά φιλία, συμ­μα­χία καὶ σύστα­σι ἀπὸ τὸ διά­βο­λο. Προ­τι­μό­τε­ρο ἕνας ἀνοι­χτὸς πόλε­μος μὲ τὸ διά­βο­λο, παρὰ μιὰ εἰρή­νη μὲ τὸ διά­βο­λο καὶ τὰ ὄργα­νά του, ποὺ στὸ τέλος κατα­λή­γει σὲ θλι­βε­ρὰ ἀπο­τε­λέ­σμα­τα εἰς βάρος τῆς πίστε­ως καὶ τῆς ἀλη­θεί­ας. Ἡ γλῶσ­σα τῆς εἰλι­κρι­νεί­ας πρέ­πει πάν­το­τε νὰ προ­τι­μᾶ­ται. Τὸ κατη­γο­ρῶ κατὰ τοῦ ἀπί­στου καὶ διε­φθαρ­μέ­νου κόσμου πρέ­πει νὰ ἀκού­γε­ται πάν­το­τε ισχυ­ρό, συνε­χὲς καὶ ἀδιά­λει­πτο. Αὐτὸ ἔκα­νε ὁ Παῦ­λος. Γεμᾶ­τος ἀγα­νά­κτη­σι ἐναν­τί­ον τοῦ πονη­ροῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ συνι­στοῦ­σε αὐτὸν καὶ τὸ κήρυγ­μά του, στρά­φη­κε πρὸς τὴ μάν­τί­ςσα τῶν Φιλίπ­πων καὶ εἶπε· Πονη­ρὸ πνεῦ­μα, «ἐν τῷ ὀνό­μα­τι τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ σὲ δια­τά­ζω νὰ ἐξέλ­θης» (Πράξ. 16,18). Καὶ πράγ­μα­τι τὸ πονη­ρὸ πνεῦ­μα, μόλις εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Παῦ­λος, βγῆ­κε. Καὶ ἡ σατα­νι­κὴ πηγὴ ποὺ δηλη­τη­ρί­α­ζε τόσες ψυχές, ἡ πηγὴ τῆς μαν­τεί­ας, ἔκλει­σε για πάν­τα. Χαρὰ στοὺς πιστούς. Χαρὰ στοὺς ἀγγέ­λους καὶ ἀρχαγ­γέ­λους. Χαρὰ στὸ Χρι­στό. Αλλά λύπη στὸ διά­βο­λο. Λύπη στὰ ὄργα­να τοῦ δια­βό­λου, για­τὶ τὰ λεφτὰ ἔπα­ψαν πιὰ νὰ πέφτουν στὰ πορ­το­φό­λια τῶν ἐπι­τη­δεί­ων. Τ’ ἀφεν­τι­κά τῆς μάν­τί­ςσας, ποὺ εἶδαν νὰ κατα­στρέ­φε­ται τὸ ἐμπό­ριο τῆς μαγεί­ας, νὰ χάνε­ται ἡ πελα­τεία καὶ τὰ μεγά­λα κέρ­δη, ὠργί­στη­καν ἐναν­τί­ον τοῦ Παύ­λου, μίση­σαν τὸν ἀπό­στο­λο σὰν θανά­σι­μο ἐχθρὸ τῶν συμ­φε­ρόν­των τους, πῆγαν καὶ κατήγ­γει­λαν αὐτὸν καὶ τὸν Σίλα στοὺς ἄρχον­τες τῆς πόλε­ως ὡς ἀνθρώ­πους ἐπι­κιν­δύ­νους, ὡς ἀνα­τρο­πεῖς τοῦ πολι­τι­κοῦ καὶ θρη­σκευ­τι­κοῦ καθε­στῶ­τος. Καὶ ἡ συκο­φαν­τία ἔπια­σε. Οἱ ἀπό­στο­λοι συνε­λή­φθη­σαν.

Χτυ­πή­θη­καν ἄγρια ἀπὸ τοὺς Ρωμαί­ους στρα­τιῶ­τες. Ρίχτη­καν στὴ φυλα­κὴ τῶν Φιλίπ­πων· σὲ μια φυλα­κή, ποὺ ὅποιος πάει στοὺς Φιλίπ­πους βλέ­πει τὰ ἐρεί­πιά της καὶ συγ­κι­νεῖ­ται, για­τί θυμᾶ­ται τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τὸ θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐλευ­θε­ρώ­σῃ τοὺς πιστούς του δού­λους.

Πέρα­σαν ἀπό τότε, ἀγα­πη­τοί μου, εἴκο­σι αἰῶ­νες. Ἀλλὰ ἡ μαγεία δὲν ἔχει ἀκό­μα σβή­σει. Σε ἐπο­χὴ μάλι­στα ὅπως ἡ δική μας, ποὺ ὁ κόσμος ἔφυ­γε μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ, εἶνε ἑπό­με­νο οἱ ἄνθρω­ποι νὰ πέφτουν θύμα­τα τῆς μαγεί­ας. Μάγοι καὶ μάγισ­σες δυστυ­χῶς ὑπάρ­χουν στὰ χωριά μας, ἀλλὰ καὶ στὶς μεγά­λες πόλεις — κόμη. Σ’ αὐτοὺς τοὺς μάγους τρέ­χουν μικροὶ καὶ μεγά­λοι, ἀγράμ­μα­τοι καὶ ἐπι­στή­μο­νες, γιὰ νὰ ῥωτή­σουν γιὰ τὴν τύχη τους. Τώρα τελευ­ταῖα στίς μεγά­λες πόλεις παρου­σιά­στη­καν καὶ ἀστρο­λό­γοι, ποὺ κι αὐτοὶ δὲν εἶνε παρὰ ἕνα εἶδος μάγων, ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ μαν­τέ­ψουν το μέλ­λον ἀπὸ τὰ ζῴδια, ἀπὸ τὴν κίνη­σι τῶν ἄστρων. Μιὰ οἰκο­γέ­νεια μοῦ ἔλε­γε ὅτι ἦταν πολὺ τρο­μαγ­μέ­νη, για­τὶ τὸ πρωΐ στὴν αὐλή τους βρῆ­καν μάγια. Φοβοῦν­ταν μήπως πάθουν κακό. Ἀλλὰ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς χρι­στια­νός, ποὺ πιστεύ­ει στὸ Χρι­στὸ ὅπως πίστευε ὁ Παῦ­λος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπό­στο­λοι, δὲν φοβᾶ­ται τοὺς μάγους. Ξέρει, πὼς ὁ Χρι­στὸς νίκη­σε τοὺς δαί­μο­νες. Καὶ ἀπὸ τὸ Χρι­στὸ παίρ­νει δύνα­μι κάθε πιστὸς γιὰ νὰ νικᾷ τοὺς μάγους καὶ τίς μάγισ­σες, νὰ νικᾷ ὅλα τὰ δαι­μό­νια. Ἀκοῦ­νε τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τρέ­μου­νε καὶ φεύ­γουν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρω­πο ποὺ πιστεύ­ει στο Χρι­στὸ καὶ ζῇ καὶ πολι­τεύ­ε­ται σύμ­φω­να μὲ τὸ θέλη­μά του τὸ ἅγιο.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek