ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ - ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Θ΄ 1 – 38)
- Η Ευαγγελική Περικοπή
- Ερμηνεία Ι. Κολιτσάρα
- Ερμηνεία Παν. Τρεμπέλα
- Ερμηνεία Νικ. Σωτηρόπουλου
1Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· 2καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. 8Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. 13Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· 33εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
1 Και καθώς επερνούσεν ο Κυριος κάποιον δρόμον της πόλεως, είδε ένα τυφλόν εκ γενετής. 2 Και τον ηρώτησαν οι μαθηταί του, λέγοντες· “Διδάσκαλε, ποιός ημάρτησε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεννηθή τυφλός; (Το πρώτο είναι αδύνατον, το δεύτερον είναι άδικον. Τοτε διατί εγεννήθη τυφλός;)” 3 Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν, με την θαυματουργικήν θεραπείαν, τα έργα του Θεού. 4 Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέρα. Ερχεται η νύκτα δηλαδή η εκδημία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποίαν κανείς πλέον από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να πραγματοποιή έργα. 5 Εγώ, εφ’ όσον ευρίσκομαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδασκαλίαν μου, με τα θαύματά μου, με την ζωήν μου”. 6 Αφού δε είπε αυτά έπτυσε κάτω, έκαμε πηλόν και έβαλε τον πηλόν στους οφθαλμούς του τυφλού 7 και του είπε· “πήγαινε και νίψου εις την δεξαμενήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνομα μεταφράζεται εις την ελληνικήν απεσταλμένος. Επήγε τότε εκείνος και ενίφθη και ήλθε στο σπίτι του βλέπων. 8 Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήτο τυφλός, έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που εκάθητο και εζητούσε ελεημοσύνην;” 9 Αλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκείνος όμως έλεγεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”. 10 Τοτε τον ερωτούσαν εκείνοι “πως ανοίχθησαν και εθεραπεύθηκαν τα μάτια σου;” 11 Απεκρίθη εκείνος και είπεν· “ένας άνθρωπος, λεγόμενος Ιησούς, έκαμε πηλόν, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε· Πηγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Επήγα, ενίφθηκα και απέκτησα το φως μου”. 12 Του είπαν· “που είναι εκείνος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”. 13 Οδηγούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρισαίους. 14 Ητο δε Σαββατον, όταν ο Ιησούς έκαμε τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. 15 Οι Φαρισαίοι τον ηρώτησαν και αυτοί πάλιν, πως απέκτησεν το φως του. Εκείνος δε τους είπεν· “ένας άνθρωπος έβαλε πηλόν επάνω εις τα μάτια μου και εγώ ενίφθηκα και τώρα βλέπω”. 16 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους· “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργίαν του Σαββάτου”. Αλλοι έλεγαν· “πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνη τέτοια καταπληκτικά θαύματα;” Διχογνωμία και διαίρεσις έγινε μεταξύ των. 17 Λεγουν πάλιν στον τυφλόν· “συ τι λέγεις δια τον άνθρωπον αυτόν; Ζητούμεν την γνώμην σου, διότι τους ιδικούς σου οφθαλμούς άνοιξε”. Εκείνος απήντησεν· “λέγω, ότι είναι προφήτης”. 18 Δεν επίστευσαν οι Ιουδαίοι δι’ αυτόν ότι ήτο τυφλός και εθεραπεύθη, έως ότου εκάλεσαν τους γονείς του 19 και τους ηρώτησαν, λέγοντες· “αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; Πως λοιπόν τώρα βλέπει;” 20 Απήντησαν δε οι γονείς αυτού και τους είπαν· “ξέρομεν καλά ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι εγεννήθη τυφλός. 21 Πως όμως τώρα βλέπει δεν ξέρομεν, η ποιός του άνοιξε τα μάτια ημείς δεν γνωρίζομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον, και αυτός δια τον ευατόν του θα σας ομιλήση”. (Δεν υπερασπίζονται οι γονείς τον Χριστόν, τον οποίον άλωστε και δεν είχαν ιδεί, αλλ’ ούτε και τον κατηγορούν. Αφίνουν τον υιόν των, καθό ενήλικον και αρκετά ικανόν να υπερασπισθή τον ευεργέτην του). 22 Ωμίλησαν δε έτσι οι γονείς του, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· επειδή από καιρόν είχαν συμφωνήσει και αποφασίσει οι άρχοντες των Εβραίων να διωχθή και να μη γίνη δεκτός εις την συναγωγήν, όποιος θα ωμολογούσε ότι αυτός που κάνει τα θαύματα είναι ο Χριστός. 23 Δια τούτο και οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο υιός μας ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον”. 24 Εκάλεσαν τότε δευτέραν φοράν τον άνθρωπον, που ήτο τυφλός και του είπαν· “δόξασε τον Θεόν, ο οποίος σε εθεράπευσε, αλλά φυλάξου από τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον προηγουμένως ωνόμασες προφήτην. Ημείς που μελετώμεν το θέλημα του Θεού, γνωρίζομεν καλά και διαβεβαιώνομεν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός”. 25 Απήντησε τότε εκείνος και τους είπε· “εάν είναι αμαρτωλός, δεν ηξεύρω, ένα μόνον ηξεύρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω”. 26 Είπαν δε πάλιν εις αυτόν· “τι σου έκαμε; Πως σου εθεράπευσε τα μάτια;” 27 Απήντησεν εις αυτούς· “προ ολίγου σας είπα και δεν το επροσέξατε· διατί θέλετε πάλιν να ακούσετε τα ίδια; Μηπως και σεις θέλετε να γίνετε μαθηταί του;” 28 Τον ύβρισαν τότε και με περιφρόνησιν του είπαν· “συ είσαι μαθητής εκείνου. Ημείς όμως είμεθα μαθηταί του Μωϋσέως. 29 Ημείς οι μορφωμένοι και άρχοντες του λαού, ξέρομεν ότι στον Μωϋσέα ωμίλησεν ο Θεός. Αυτός δε μας είναι άγνωστος και δεν γνωρίζομεν από που είνα και από που έρχεται”. 30 Απήντησεν ο άνθρωπος και τους είπεν· “εδώ είναι το παράδοξον· ότι σεις δεν ξέρετε από που είναι, εάν είναι από τον Θεόν η όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω. 31 Ξερομε δε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημα του Θεού πράττη αυτόν ο Θεός ακούει. 32 Από τότε δε που υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει ακουσθή ποτέ ότι εθεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής. 33 Εάν αυτός δεν ήτο σταλμένος από τον Θεόν, δεν θα ημπορούσε να κάνη ούτε το παραμικρόν θαύμα”. 34 Γεμάτοι αγανάκτησιν εκείνοι του απήντησαν· “εκ γενετής συ είσαι ζυμωμένος ολόκληρος με τας αμαρτίας και συ τολμάς να διδάσκης ημάς;” Και τον έβγαλαν έξω από τον τόπον της συνεδριάσεώς των. 35 Ηκουσεν ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε, του είπε· “συ παρ’ όλα όσα λέγουν οι άρχοντες των Εβραίων, πιστεύεις στον Υιόν του Θεού;” 36 Απήντησεν εκείνος και είπεν· “και ποιός είναι, Κυριε, δια πιστεύσω εις αυτόν;” 37 Του είπε δε ο Ιησούς· “και τον είδες και αυτός που ομιλεί μαζή σου εκείνος είναι”. 38 Αυτός δε, φωτισθείς από χάριν Θεού, είπε· “πιστεύω με όλην μου την ψυχήν, Κυριε”· και επροσκύνησε αυτόν ως απεσταλμένος πράγματι από τον Θεόν.
1 Καθώς ο Ιησούς περνούσε από το κέντρο της πόλεως, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2 Τότε οι μαθητές του τον ρώτησαν: Διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους; 3 Κι ο Ιησούς τους απάντησε: Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού. 4 Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω. 5 Εφόσον είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου με τη διδασκαλία και τα θαύματά μου. 6 Κι αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, και έχρισε μ’ αυτόν τα μάτια του τυφλού. 7 Και δοκιμάζοντας την πίστη του τυφλού του είπε: Πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ, όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται “απεσταλμένος”. Ύστερα λοιπόν από την εντολή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτηκε, και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή. 8 Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη; 9 Μερικοί έλεγαν: Αυτός είναι. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος έλεγε ότι εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη. 10 Μετά λοιπόν από τη βεβαίωση αυτή του τυφλού τον ρώτησαν εκείνοι: Πώς θεραπεύθηκα τα μάτια σου; 11 Κι εκείνος τους απάντησε: Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε μ’ αυτόν τα μάτια και μου είπε: Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου. 12 Μετά από την πληροφορία αυτή του τυφλού που είχε θεραπευθεί του είπαν οι Ιουδαίοι: Πού είναι εκείνος; Δεν ξέρω, τους απάντησε. 13 Τον οδήγησαν τότε στους Φαρισαίους, αυτόν που ήταν κάποτε τυφλός και είχε ήδη θεραπευθεί οριστικά. 14 Η ημέρα μάλιστα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. 15 Όταν λοιπόν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισαν κι αυτοί να τον ανακρίνουν και να τον ρωτούν πάλι πως θεραπεύθηκε και βρήκε το φως του. Κι εκείνος τους είπε: Αυτός που με θεράπευσε μου έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύθηκα και βλέπω. 16 Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν: Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα; Και διαφωνούσαν μεταξύ τους. 17 Κι επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: Εσύ τί λές για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη? διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος κι εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου. Κι αυτός τους απάντησε: Εγώ λέω ότι είναι προφήτης. 18 Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτό που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύθηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του? ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του. 19 Και τους ρώτησαν: Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει; 20 Οι γονείς του τότε τους αποκρίθηκαν: Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πως κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη. 22 Και μίλησαν με τον τρόπο αυτό οι γονείς του τυφλού, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Διότι αυτοί πριν από πολύ καιρό είχαν συμφωνήσει να αποκηρυχθεί, να αφορισθεί και να αποδιωχθεί από τη συναγωγή όποιος θα τολμούσε να ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. 23 Επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν κι αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε. 24 Αφού λοιπόν οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να πληροφορηθούν τίποτε από τους γονείς του τυφλού για να διαψεύσουν τη θεραπεία του ή για να κατακρίνουν τον Ιησού, κάλεσαν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός. 25 Εκείνος τότε τους απάντησε: Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω. 26 Επειδή όμως η νέα αυτή βεβαίωση του πρώην τυφλού δεν τους άρεσε, του είπαν πάλι: Τί σου έκανε; Πώς σε θεράπευσε και πώς σου άνοιξε τα μάτια; 27 Μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάντησε, και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; 28 Τότε του μίλησαν υβριστικά και περιφρονητικά και του είπαν: Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στο Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από που είναι και από πού στάλθηκε. 30 Τότε αυτός τους απάντησε: Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη: Ότι δηλαδή εσείς δεν ξέρετε τον άνθρωπο αυτό εάν έχει σταλεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνωστος σε σας μου άνοιξε τα μάτια. 31 Είναι όμως γνωστό και το ξέρουμε όλοι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά εάν κάποιος σέβεται τον Θεό και εφαρμόζει το θέλημά του, αυτόν ο Θεός τον ακούει. 32 Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός. Πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή. 33 Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα. 34 Του αποκρίθηκαν τότε εκείνοι: Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και συ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις το δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού. 35 Στο μεταξύ άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω για την παρρησία με την οποία διεκήρυττε την αλήθεια, και αφού τον βρήκε, του είπε: Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού; 36 Κι εκείνος του αποκρίθηκε: Και ποιός είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω; 37 Του είπε τότε ο Ιησούς: Μα τον έχεις κιόλας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου, αυτός είναι ο Υιός του Θεού. 38 Τότε εκείνος είπε: Πιστεύω, Κύριε. Και τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο.
1 Kαὶ προχωρώντας εἶδε ἄνθρωπο γεννημένο τυφλό. 2 Kαὶ τὸν ρώτησαν οἱ μαθηταί του λέγοντας: «Διδάσκαλε, ποιός ἁμάρτησε, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῇ τυφλός;». 3 Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: «Oὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε, οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν στὸ πρόσωπό του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. 4 Ἐγὼ πρέπει νὰ κάνω τὰ ἔργα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε, ἕως ὅτου εἶναι ἡμέρα. Ἔρχεται νύκτα, ὁπότε κανεὶς δὲν δύναται νὰ ἐργάζεται. 5 Ἐφ’ ὅσον εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». 6 Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφτυσε κάτω, καὶ ἔκανε πηλὸ μὲ τὸ σάλιο, καὶ ἄλειψε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, 7 καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε καὶ νίψου στὴ δεξαμενὴ τοῦ Σιλωάμ», –ποὺ μεταφράζεται Ἀπεσταλμένος–. Πῆγε λοιπὸν καὶ νίφθηκε, καὶ ἐπέστρεψε βλέποντας. 8 Oἱ δὲ γείτονες καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβλεπαν πρωτύτερα ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν: «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθόταν καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη;». 9 Ἄλλοι ἔλεγαν, «Aὐτὸς εἶναι»· ἄλλοι δέ, «Ὁμοιάζει μ’ αὐτόν». Ἐκεῖνος ἔλεγε, «Ἐγὼ εἶμαι». 10 Tότε τοῦ ἔλεγαν: «Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;». 11 Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Ἰησοῦς ἔκανε πηλό, καὶ μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια, καὶ μοῦ εἶπε: “Πήγαινε στὴ δεξαμενὴ τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου”. Πῆγα δὲ καὶ νίφθηκα καὶ εἶδα τὸ φῶς μου». 12 Tοῦ εἶπαν τότε: «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;». Λέγει: «Δὲν ξέρω». Ὁ πρώην τυφλὸς καὶ οἱ γονεῖς του ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων 13 Tὸν ὁδηγοῦν στοὺς Φαρισαίους, τὸν ἄλλοτε τυφλό. 14 Ἦταν δὲ Σάββατο, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔκανε τὸν πηλὸ καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του. 15 Tώρα δὲ τὸν ρωτοῦσαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε: «Πηλὸ ἔθεσε πάνω στὰ μάτια μου, καὶ νίφθηκα, καὶ βλέπω». 16 Ἔλεγαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους: «Aὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, διότι δὲν τηρεῖ τὸ Σάββατο». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός (ἀσεβής) νὰ κάνῃ τέτοια θαύματα;». Kαὶ διαιρέθηκαν. 17 Λέγουν στὸν τυφλὸ πάλι: «Σὺ τί λέγεις γι’ αὐτόν, γιὰ τὸ ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε: «Eἶναι προφήτης». 18 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν πίστευσαν γι’ αὐτὸν ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ φῶς του, ἕως ὅτου φώναξαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ, ποὺ ἀνέβλεψε, 19 καὶ τοὺς ρώτησαν λέγοντας: «Aὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, γιὰ τὸν ὁποῖο σεῖς λέγετε, ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς λοιπὸν τώρα βλέπει;». 20 Oἱ δὲ γονεῖς του ἀποκρίθηκαν λέγοντας: «Ξέρουμε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας, καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός. 21 Ἀλλὰ πῶς τώρα βλέπει δὲν ξέρουμε, ἢ ποιός ἄνοιξε τὰ μάτια του ἐμεῖς δὲν ξέρουμε. Aὐτὸς ἡλικία ἔχει, αὐτὸν ρωτήσετε, αὐτὸς θὰ σᾶς μιλήσῃ γιὰ τὸν ἑαυτό του». 22 Aὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, διότι φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους. Διότι ἤδη οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συμφωνήσει νὰ γίνῃ ἀποσυνάγωγος (ν’ ἀφορισθῇ), ἐὰν κανεὶς ὁμολογήσῃ αὐτὸν Mεσσία. 23 Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του εἶπαν, «Ἡλικία ἔχει, αὐτὸν ρωτήσετε». 24 Φώναξαν τότε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν τυφλός, καὶ τοῦ εἶπαν: «Δόξασε τὸ Θεὸ ὁμολογώντας τὴν ἀλήθεια. Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός (ἀσεβής)». 25 Ἐκεῖνος δὲ ἀπάντησε: «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ξέρω. Ἕνα ξέρω, ὅτι, ἐνῷ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». 26 Tοῦ εἶπαν δὲ πάλι: «Tί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;». 27 Tοὺς ἀποκρίθηκε: «Ἤδη σᾶς εἶπα, ἀλλὰ δὲν δώσατε σημασία. Γιατί θέλετε πάλι νὰ ἀκούσετε; Mήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ γίνετε μαθηταί του;». 28 Tὸν χλεύασαν λέγοντας: «Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου, ἐνῷ ἐμεῖς εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Mωυσῆ. 29 Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Mωυσῆ, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ εἶναι». 30 Ὁ ἄνθρωπος τοὺς εἶπε τότε: «Ἐδῶ βεβαίως εἶναι τὸ ἀπορίας ἄξιο, ὅτι σεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. 31 Ξέρουμε δέ, ὅτι ἁμαρτωλούς (ἀσεβεῖς) ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει, ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς εἶναι θεοσεβὴς καὶ ἐκτελῇ τὸ θέλημά του, αὐτὸν ἀκούει. 32 Ἀφ’ ὅτου ὑπῆρξε ὁ κόσμος, δὲν ἀκούσθηκε, ὅτι ἄνοιξε κάποιος μάτια ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλός. 33 Ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ἀπ’ τὸ Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτε». 34 Tοῦ εἶπαν τότε: «Σὺ ὁλόκληρος γεννήθηκες βουτηγμένος μέσα στὶς ἁμαρτίες, καὶ σὺ διδάσκεις ἐμᾶς;». Kαὶ τὸν πέταξαν ἔξω. 35 Ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω, καὶ ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Σὺ πιστεύεις στὸν Yἱὸ τοῦ Θεοῦ;». 36 Ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος καὶ εἶπε: «Kαὶ ποιός εἶναι, κύριε, γιὰ νὰ πιστεύσω σ’ αὐτόν;». 37 Kαὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Kαὶ τὸν εἶδες, καὶ αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ μαζί σου, αὐτὸς εἶναι». 38 Kαὶ ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω, Kύριε». Kαὶ τὸν προσκύνησε.
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ
«Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;(: καθώς ο Ιησούς περνούσε από το κέντρο της πόλεως, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε οι μαθητές Του Τον ρώτησαν: ‘’Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;’’)»[Ιω.9,1].
Επειδή ο Κύριος είναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος και φροντίζει για τη σωτηρία μας και επειδή θέλει να κλείσει τα στόματα των αχαρίστων, δεν παραλείπει να κάνει τίποτε από αυτά που έπρεπε να κάνει, και αν ακόμη κανένας δεν έδινε προσοχή. Αυτά λοιπόν γνωρίζοντας καλά και ο προφήτης Δαβίδ έλεγε: «ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε (:για να φανεί έτσι πόσο δίκιο είχες στις καταδικαστικές Σου αποφάσεις σε βάρος μου και να εξέλθεις έτσι νικητής, όταν ασεβείς και μωροί θελήσουν να Σε επικρίνουν)»[Ψαλμ.50,6].
Για τον λόγο λοιπόν αυτόν, επειδή δεν δέχθηκαν το υψηλό νόημα των λόγων Του, αλλά Τον αποκάλεσαν ακόμη και δαιμονισμένο και επιχειρούσαν να Τον φονεύσουν, αφού εξήλθε από τον ναό, θεραπεύει τον τυφλό, επιτυγχάνοντας έτσι και να καταπραΰνει την οργή τους με την απουσία Του, και με την πραγματοποίηση του θαύματος να μετριάσει τη σκληρότητα και την ασπλαχνία τους και ταυτόχρονα επίσης να κάνει πιστευτούς τους λόγους Του· και το θαύμα που επιτελεί δεν είναι τυχαίο, αλλά τότε συμβαίνει για πρώτη φορά: «ἐκ τοῦ αἰῶνος(:από τότε που έγινε ο κόσμος)»,λέγει,«οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου (:δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός· πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και Αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή)»[:Ιω.9,32]· διότι τυφλού ίσως άνοιξε κάποιος ως τότε τους οφθαλμούς, αλλά τυφλού εκ γενετής, όχι ακόμη.
Και ότι βγαίνοντας από το ιερό, ήλθε επίτηδες για αυτό το έργο, να κάνει δηλαδή το θαύμα, είναι φανερό από το εξής: δηλαδή ο Ίδιος είδε τον τυφλό, δεν προσήλθε σε Αυτόν ο τυφλός· και με τόσο μεγάλη επιμέλεια ανέβλεψε ο άνθρωπος αυτός, ώστε και στους μαθητές να προκαλέσει βαθιά αίσθηση. Για τον λόγο αυτό, δηλαδή βλέποντας τον Διδάσκαλό τους να λαμβάνει φροντίδα για τον τυφλό με μεγάλη προσοχή, οι μαθητές Του προέβησαν και στην επόμενη ερώτηση: «ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;(:Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε για να γεννηθεί ο άνθρωπος αυτός τυφλός; Αμάρτησε ο ίδιος, όταν ήταν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, ή αμάρτησαν οι γονείς του και τιμωρείται αυτός για τις αμαρτίες τους;)». Εσφαλμένη είναι η ερώτηση· διότι πώς θα διέπραττε αμαρτίες, πριν γεννηθεί; Πώς λοιπόν, εάν οι γονείς του αμάρταναν, ήταν δυνατόν εκείνος να τιμωρηθεί;
Από ποια αιτία λοιπόν οι μαθητές προέβησαν σε αυτήν την ερώτηση; Πριν από αυτό το περιστατικό, όταν θεράπευσε τον παράλυτο, έλεγε: «ἴδε ὑγιὴς γέγονας·μηκέτι ἁμάρτανε(:Βλέπεις, τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν από δω και πέρα να μην αμαρτάνεις πια, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο από την ασθένεια που είχες και η οποία σου συνέβη από τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε μην πάθεις χειρότερη συμφορά στο σώμα σου, και χάσεις μαζί με την υγεία του σώματος σου και την ψυχή σου)»[Ιω.5,14].Αυτοί λοιπόν, όταν εννόησαν ότι εκείνος εξ κάποιας αμαρτίας είχε καταστεί παράλυτος, λέγουν: «Έστω· εκείνος κατέστη παράλυτος λόγω αμαρτημάτων· αλλά γι’ αυτόν εδώ τον εκ γενετής τυφλό, τι λες; Αυτός αμάρτησε; Όμως δεν μπορείς να πεις κάτι τέτοιο, διότι είναι τυφλός από τη γέννησή του. Μήπως λοιπόν αμάρτησαν οι γονείς του; Ούτε και αυτό δύναται να προβληθεί ως αιτιολογία· διότι το τέκνο δεν τιμωρείται για τα παραπτώματα του πατρός».
Όπως λοιπόν, όταν βλέπουμε παιδί να βρίσκεται σε κακή κατάσταση, λέμε: «Τι θα μπορούσε να πει κανείς σχετικά με αυτό το παιδί; Τι έκανε το παιδί;», δεν διατυπώνουμε ερώτηση, αλλά απορία, έτσι ακριβώς και οι μαθητές έλεγαν αυτό όχι διατυπώνοντας απλώς ερώτηση, αλλά εκφράζοντας απορία.
Τι απαντά λοιπόν ο Χριστός; «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ(:ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του. Αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)»[Ιω.9,3]. Και αυτό το λέγει όχι θέλοντας να απαλλάξει αυτούς από τις αμαρτίες(διότι δεν είπε απλώς: «Ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του», αλλά πρόσθεσε: «ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ(:για να γεννηθεί τυφλός)»,αλλά για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού· διότι «και αυτός μεν αμάρτησε και οι γονείς του αλλά», λέγει, «δεν προέρχεται εκ τούτου η τύφλωση».
Αυτά λοιπόν τα έλεγε όχι για να δείξει αυτό, ότι δηλαδή αυτός μεν δεν τυφλώθηκε για την αιτία, την οποία νόμιζαν οι μαθητές, άλλοι όμως τυφλώθηκαν από την αιτία αυτή, δηλαδή από τις αμαρτίες των γονέων τους· διότι δεν είναι δυνατόν να αμαρτάνει κάποιος και να τιμωρείται κάποιος άλλος. Διότι, εάν το παραδεχτούμε αυτό, θα παραδεχτούμε και εκείνο, ότι δηλαδή αμάρτησε πριν από τη γέννησή του. Όπως λοιπόν, όταν είπε ότι «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν», δεν ήθελε να πει αυτό, ότι δηλαδή είναι δυνατόν κανείς εξαιτίας των γονέων να τιμωρηθεί· διότι και δια του Ιεζεκιήλ ο Θεός εξαλείφει αυτήν την ιδέα: «ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι λεγομένη ἡ παραβολὴ αὕτη ἐν τῷ Ἰσραήλ· οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν;(:Ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι δε θα λέγεται πλέον η εξής παροιμία μεταξύ των Ισραηλιτών: ’’Οι πατέρες έφαγαν τα άγουρα σταφύλια και τα δόντια των παιδιών τους ήταν αυτά που υπέφεραν από πάθηση των ούλων τους’’)»[Ιεζ.18,2-3].
Και ο Μωυσής επίσης λέγει: «Οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ τέκνων, καὶ οἱ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων· ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται (:Δεν θα τιμωρηθούν δια θανάτου πατέρες εξαιτίας των τέκνων τους, ούτε και τα παιδιά εξαιτίας των πατέρων τους. Ο καθένας θα τιμωρείται για τη δική του αμαρτία)»[Δευτ.24,16]. Και για έναν βασιλιά λέγεται ότι γι΄ αυτόν τον λόγο δεν το έκανε αυτό, διότι ήθελε να τηρήσει το νόμο του Μωυσέως[βλ. Δ΄Βασιλ. 14,5-6: «καὶ ἐγένετο ὅτε κατίσχυεν ἡ βασιλεία ἐν χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς πατάξαντας τὸν πατέρα αὐτοῦ· καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν παταξάντων οὐκ ἐθανάτωσε, καθὼς γέγραπται ἐν βιβλίῳ νόμων Μωυσῆ, ὡς ἐνετείλατο Κύριος λέγων· οὐκ ἀποθανοῦνται πατέρες ὑπὲρ υἱῶν, καὶ υἱοὶ οὐκ ἀποθανοῦνται ὑπὲρ πατέρων, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται(:και όταν σταθεροποιήθηκε η βασιλική του εξουσία στα χέρια του, ο βασιλιάς Αμεσσίας θανάτωσε τους δούλους του εκείνους, οι οποίοι είχαν συνωμοτικά χτυπήσει και φονεύσει τον πατέρα του. Τα παιδιά όμως των δολοφόνων αυτών του πατέρα του δεν τα φόνευσε, θέλοντας να τηρήσει τη σχετική εντολή του βιβλίου των νόμων του Μωυσή, στο οποίο ο Κύριος διέτασσε: ’’δεν πρέπει να θανατώνονται πατέρες εξαιτίας των υιών, ούτε υιοί εξαιτίας των πατέρων τους· αλλά καθένας θα θανατώνεται για τις δικές του αμαρτίες’’)»].
Εάν όμως λέγει κανείς: «Πώς λοιπόν έχει λεχθεί: «ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με(:Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, που τιμωρεί τέκνα για τις αμαρτίες των γονέων τους μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, σε εκείνους οι οποίοι με μισούν)»[Δευτ.5,9]; Εκείνο μπορούμε να πούμε, ότι δηλαδή η απόφαση δεν είναι για όλους, αλλά έχει λεχθεί για ορισμένους, δηλαδή για εκείνους, οι οποίοι εξήλθαν από την Αίγυπτο. Και εκείνο το οποίο εννοεί εδώ, είναι περίπου το εξής: «Επειδή εκείνοι, οι οποίοι εξήλθαν από την Αίγυπτο, μετά από τόσα σημεία και θαύματα έχουν καταστεί χειρότεροι από τους προγόνους τους, οι οποίοι τίποτε από αυτά δεν είδαν, θα πάθουν τα ίδια», λέγει, «τα οποία ακριβώς έπαθαν και εκείνοι, διότι τόλμησαν να υποπέσουν στα ίδια παραπτώματα». Και ότι περί εκείνων έχει λεχθεί το παραπάνω, θα το γνωρίσει κανείς, εάν μελετήσει το σχετικό χωρίο[ βλ. παραπάνω, Δευτ.5,9], ακριβέστερα.
Γιατί λοιπόν γεννήθηκε τυφλός εκείνος ο άνθρωπος; «Ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ(:ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)»[Ιω.9,3], λέγει. Ιδού πάλι άλλη απορία γεννάται, εάν δηλαδή χωρίς την τιμωρία αυτού δεν ήταν δυνατόν να φανεί η δόξα του Θεού. Βεβαίως δεν έχει λεχθεί αυτό, ότι δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να γίνει έτσι -διότι ήταν δυνατόν-, αλλά ελέχθη για να φανερωθεί η δόξα του Θεού και σε αυτόν τον άνθρωπο.
«Τι λοιπόν;» θα μπορούσε να πει κανείς, «αδικήθηκε ο άνθρωπος αυτός προκειμένου να δοξαστεί ο Θεός με το θαύμα της θεραπείας του μετά από αρκετά χρόνια που θα τον συναντούσε ο Χριστός;». «Ποια αδικία υπέστη;», πες μου· εάν βεβαίως δε θα ήθελε ουδέποτε να γεννηθεί. Εγώ μάλιστα λέγω ότι ευεργετήθηκε κιόλας από την τύφλωση αυτή· διότι ανέβλεψε ως προς τους εσωτερικούς, τους πνευματικούς του οφθαλμούς· διότι ποια ωφέλεια προκύπτει στους Ιουδαίους από τους οφθαλμούς που υποτίθεται ότι τους είχαν υγιείς και έβλεπαν;-διότι σοβαρότερη τιμωρία υφίσταντο, δεδομένου ότι τυφλώθηκαν πνευματικώς δια της φυσικής οράσεως-· και ποια βλάβη προκύπτει σε αυτόν από την τύφλωση; Με αυτήν ανέβλεψε πνευματικά.
Όπως λοιπόν τα κακά του παρόντος βίου, δεν είναι στην πραγματικότητα κακά, έτσι και τα αγαθά δεν είναι αγαθά, αλλά μόνο η αμαρτία είναι κακό, η τύφλωση όμως δεν είναι κακό. Και εκείνος, ο Οποίος εκ του μηδενός έφερε αυτόν τον τυφλό στην ύπαρξη, είχε εξουσία και να αφήσει αυτόν στην κατάσταση, στην οποία βρισκόταν.
Λέγουν μερικοί ότι αυτός ο πρόσθετος λόγος, δηλαδή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού, δεν αιτιολογεί την τύφλωση, αλλά απλώς αναφέρει το αποτέλεσμα, όπως π.χ. όταν λέγει: «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται(:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση)»[Ιω.9,39].
Και όμως δεν ήλθε για αυτόν τον σκοπό, δηλαδή για να γίνουν τυφλοί εκείνοι, οι οποίοι βλέπουν. Και πάλι ο Απόστολος Παύλος λέγει: «διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε, τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους(:και οι άνθρωποι που καταπατούν και αδικούν την αλήθεια με την ειδωλολατρία και την αισχρή ζωή τους, αδικούν και καταπατούν την αλήθεια διότι η αληθινή γνώση για τον Θεό, όση μπορεί να αποκτήσει ο πεπερασμένος νους του ανθρώπου, είναι φανερή στη διάνοιά τους, επειδή ο Θεός την έχει φανερώσει σε αυτούς με σαφήνεια· διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος, φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας, τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)»[Ρωμ.1,19-20].
Και όμως δεν έδειξε σε αυτούς τα γνωστά σε Αυτόν, για να στερηθούν απολογίας, αλλά για να επιτύχουν απολογία· και πάλι σε άλλο μέρος λέγει: «νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα(:αλλά αφού επρόκειτο να σωθούμε όλοι μέσω του Χριστού, τι χρειαζόταν ο νόμος; Ο μωσαϊκός νόμος εισήλθε προσωρινά έτσι ώστε με την αύξηση των παραβάσεών του να υπάρξει βαθιά συναίσθηση του βάρους της αμαρτίας, η οποία προήλθε από την πτώση του Αδάμ και διαρκώς πληθυνόταν, διότι οι άνθρωποι παρέβαιναν τον νόμο. Εκεί όμως όπου πληθύνθηκε η αμαρτία, δόθηκε πολύ αφθονότερη η χάρις)»[Ρωμ.5,20]· -μολονότι βέβαια δεν εισήλθε στη ζωή των ανθρώπων για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για να πλεονάσει η αμαρτία, αλλά για να εμποδιστεί η αμαρτία.
Βλέπεις ότι παντού ο πρόσθετος λόγος δείχνει το αποτέλεσμα(και όχι το σκοπό); Διότι όπως ακριβώς ένας άριστος οικοδόμος, της οικίας το μεν ένα τμήμα κατασκευάζει, ενώ το άλλο το αφήνει ατελείωτο, ώστε με το υπολειπόμενο να υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε όσους δεν πιστεύουν σε όλο το έργο του, έτσι και ο Θεός, σαν να ήταν μια οικία ετοιμόρροπη, συγκολλά το σώμα μας και το τελειοποιεί, θεραπεύοντας το ξερό χέρι, αποκαθιστώντας τα παραλελυμένα μέλη, θεραπεύοντας τους χωλούς, καθαρίζοντας τους λεπρούς, καθιστώντας υγιείς τους ασθενείς, καθιστώντας αρτιμελείς τους αναπήρους, ανακαλώντας από τον θάνατο τους νεκρούς, ανοίγοντας τους κλεισμένους οφθαλμούς, δίνοντας οφθαλμούς σε όσους δεν έχουν για να δουν· όλα εκείνα, τα οποία ήταν ατέλειες της εκ φύσεως ασθενείας, αφού κατόπιν τα διόρθωνε, έδειχνε τη δύναμή Του.
Όταν επίσης είπε: «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ», ομιλεί για τον Εαυτό Του , όχι για τον Πατέρα Του· διότι η δόξα Εκείνου ήταν φανερή. Δηλαδή, επειδή άκουγαν ότι τον άνθρωπο ο Θεός τον δημιούργησε, αφού έλαβε χώμα από τη γη, για τον λόγο αυτό κατ’ αυτόν τον τρόπο και Αυτός έπλασε· διότι το να πει μεν ότι «ἐγώ εἰμί ὁ χοῦν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς και πλάσας τόν ἂνθρωπον», φαίνεται ότι έκανε τους ακροατές να αισθάνονται δυσχέρεια, αποδεικνυόμενο όμως αυτό εμπράκτως, δεν θα ενοχλούσε πλέον αυτούς.
Για τον λόγο αυτό λοιπόν και Αυτός, αφού έλαβε χώμα και αφού ανέμειξε αυτό με το πτύσμα, κατ’ αυτόν τον τρόπο φανέρωσε την κρυμμένη δόξα Του· διότι δεν ήταν μικρή η δόξα το να θεωρηθεί ότι είναι Αυτός Δημιουργός της Κτίσεως· διότι εκ τούτου ακολουθούσαν και τα άλλα και από το μέρος πιστευόταν το όλον· διότι η πίστη περί του σπουδαιότερου δημιουργούσε τη βεβαιότητα και περί εκείνου που είχε τη μικρότερη σημασία· διότι το πολυτιμότερο από όλα τα δημιουργήματα της κτίσεως είναι ο άνθρωπος, και εκ των μελών του σώματός μας πολυτιμότερο είναι ο οφθαλμός. Για τον λόγο αυτό όχι απλώς, αλλά με εκείνο τον τρόπο(δηλαδή αφού έλαβε χώμα)δημιούργησε τους οφθαλμούς· διότι αν και είναι αυτό το μέλος μικρό κατά το μέγεθος, είναι όμως το αναγκαιότερο από όλα τα μέλη του σώματος.
Και θέλοντας να το δείξει αυτό ο απόστολος Παύλος έλεγε; «Καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, -οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος;(:και εάν πει το αυτί· “αφού δεν είμαι μάτι, δεν είμαι από τα μέλη του σώματος’’· τάχα, επειδή είπε τον λόγο αυτόν, σταμάτησε να είναι μέλος του σώματος; Έτσι και εσύ επειδή έχεις αυτό το χάρισμα και δεν έχεις εκείνο που θα προτιμούσες, δεν παύεις γι’ αυτό να ανήκεις στο ένα σώμα του Χριστού)»[Α΄Κορ.12,16]. Διότι όλα μεν τα όργανα που βρίσκονται στο σώμα μας είναι απόδειξη της σοφίας του Θεού, πολύ μάλλον ωστόσο ο οφθαλμός.
Αυτό το όργανο διακυβερνά όλο το σώμα, αυτό δίνει την ωραιότητα σε όλο το σώμα, αυτό κοσμεί το πρόσωπο, αυτό είναι λύχνος όλων των μελών· διότι εκείνο ακριβώς, το οποίο είναι ο ήλιος στην οικουμένη, αυτό είναι ο οφθαλμός στο σώμα. Αν σβήσεις τον ήλιο τα πάντα αφανίζεις και συνταράσσεις· αν σβήσεις τους οφθαλμούς, και τα πόδια είναι άχρηστα, και τα χέρια, και η ψυχή· διότι εξαφανίζεται η γνώση, όταν αχρηστευτούν αυτά· διότι δι’ αυτών έχουμε γνωρίσει τον Θεό· «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται(:διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος, φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας, τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος, αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)» [Ρωμ,1,20].Επομένως ο οφθαλμός δεν είναι μόνο λύχνος στο σώμα, αλλά περισσότερο από το σώμα στην ψυχή. Για τον λόγο αυτόν ακριβώς όπως σε ένα βασιλικό μέρος έχει εγκατασταθεί, αφού έλαβε την ανώτερη θέση και προΐσταται των άλλων αισθήσεων.
Τούτο λοιπόν διαπλάσσει. Έπειτα, για να μη νομίσει ότι έχει ανάγκη από ύλη, όταν δημιουργεί, και για να μάθεις ότι ούτε εξαρχής είχε ανάγκη πηλού, διότι εκείνος, ο οποίος παρήγαγε τις σπουδαιότερες ουσίες, οι οποίες δεν υπήρχαν, πολύ περισσότερο αυτήν την ουσία άνευ ύλης δημιούργησε, για να μάθεις λοιπόν ότι δεν κάνει αυτό εξ ανάγκης, αλλά θέλοντας να διδάξει ότι Αυτός είναι ο εν αρχή Δημιουργός, αφού επέχρισε τον πηλό, λέγει: «ὕπαγε νίψαι (:πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ, όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται ‘’απεσταλμένος’’)» [Ιω.9,11], «για να γνωρίσεις ότι δεν έχω ανάγκη πηλού για να δημιουργήσω οφθαλμούς, αλλά για να φανερωθεί με αυτό η δόξα μου)».
Και απόδειξη ότι ομιλεί για τον Εαυτό Του, όταν λέγει «για να φανερωθεί η δόξα του Θεού» είναι ότι πρόσθεσε: «ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)», δηλαδή «Εγώ πρέπει να φανερώσω τον Εαυτό μου και να πράξω εκείνα τα οποία δύνανται να αποδείξουν ότι εγώ πράττω τα ίδια με τον Πατέρα, όχι παρόμοια, αλλά τα ίδια, πράγμα το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης ισότητας, και το οποίο λέγεται επί πραγμάτων που δεν έχουν ούτε την ελάχιστη διαφορά».
Ποιος λοιπόν στο εξής θα βλέπει με αμφισβήτηση, όταν παρατηρεί ότι Αυτός δύναται τα ίδια με τον Πατέρα να επιτελεί; Διότι δεν έπλασε μόνο οφθαλμούς, ούτε άνοιξε αυτούς μόνο, αλλά χάρισε και την όραση, πράγμα το οποίο αποτελεί απόδειξη ότι και ψυχή ενεφύσησε στον άνθρωπο· διότι όταν εκείνη δεν ενεργεί, ο οφθαλμός, και αν ακόμη είναι τέλειος, δεν δύναται να δει τίποτε ποτέ. Ώστε και την ενέργεια της ψυχής χάρισε και έδωσε μέλος, το οποίο έχει τα πάντα, και αρτηρίες, και νεύρα, και φλέβες, και αίμα, και όλα τα άλλα, εκ των οποίων αποτελείται το σώμα μας.
«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)»[Ιω.9,4].Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Ποια συνέπεια επίσης έχουν; Πολλή. Διότι εκείνο, το οποίο λέγει, έχει περίπου την εξής σημασία: «Ενόσο ακόμη μπορούν οι άνθρωποι να πιστεύουν σε εμένα, ενόσο συνεχίζεται αυτή η ζωή, πρέπει να εργάζομαι». «Ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι (:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω)»[Ιω.9,4].
Δεν είπε: «όταν εγώ δεν θα μπορώ να εργάζομαι», αλλά «όταν κανείς δεν θα μπορεί να εργάζεται», δηλαδή δεν θα ισχύουν τότε πλέον η πίστη, ούτε οι κόποι, ούτε η μετάνοια. Διότι επειδή έργο εννοεί την πίστη, λένε σε Αυτόν: «Τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;(:Τι πρέπει να κάνουμε για να επιτελούμε τα έργα εκείνα που μας ζητά ο Θεός ως όρο απαραίτητο για να μας δώσει την άφθαρτη τροφή;)»[Ιω.6,28].Απαντά: «Τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος(:Αυτό είναι το έργο που ζητά ο Θεός: να πιστέψετε ζωντανά και έμπρακτα σε Αυτόν που Εκείνος απέστειλε)»[Ιω.6,29].Πώς λοιπόν το έργο αυτό κανένας δεν θα μπορεί να το εργάζεται τότε; Διότι τότε ούτε η πίστη θα ισχύει, αλλά και με τη θέλησή τους και χωρίς τη θέλησή τους, θα υπακούσουν στον Θεό.
Για τον λόγο αυτό δεν έκανε, εκείνο το οποίο έκανε, αφού ήλθε προς Αυτόν ο τυφλός. Διότι το ότι ήταν μεν άξιος να θεραπευθεί, και εάν έβλεπε, θα πίστευε και θα προσερχόταν, και εάν άκουγε από κάποιον ότι ήταν παρών, ούτε τότε θα έδειχνε αμέλεια, είναι φανερό εκ των ακολούθων σημείων, δηλαδή εκ της ανδρείας και εξ αυτής της πίστεως· διότι και ήταν φυσικό να σκεφτεί αυτός και να πει: «Τι είναι τέλος πάντων αυτό; Πηλό έφτιαξε και μου επέχρισε τους οφθαλμούς, και μου είπε: ‘’Πήγαινε και νίψου’’· δεν μπορούσε να με θεραπεύσει και μετά να με στείλει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Πολλές φορές νίφτηκα εκεί μαζί με άλλους πολλούς και καμία ωφέλεια δεν αποκόμισα μαζί τους· εάν είχε κάποια δύναμη, θα με θεράπευε, ενώ ήταν ο ίδιος παρών, πράγμα που και ο Νεεμάν έλεγε προς τον Ελισσαίο· διότι και εκείνος, αφού έλαβε εντολή να πάει και να λουστεί στον Ιορδάνη, δυσπιστούσε, και όλα αυτά τη στιγμή που τόση φήμη υπήρχε περί του Ελισσαίου»[Δ΄Βασ. 5,10-11: «καὶ ἀπέστειλεν Ἑλισαιὲ ἄγγελον πρὸς αὐτὸν λέγων· πορευθεὶς λοῦσαι ἑπτάκις ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, καὶ ἐπιστρέψει ἡ σάρξ σού σοι, καὶ καθαρισθήσῃ. καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν· καὶ ἐθυμώθη Ναιμὰν καὶ ἀπῆλθε καὶ εἶπεν· ἰδοὺ εἶπον ὅτι πρός με πάντως ἐξελεύσεται καὶ στήσεται καὶ ἐπικαλέσεται ἐν ὀνόματι Θεοῦ αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσει τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἀποσυνάξει τὸ λεπρόν(:ο Ελισαίος έστειλε αγγελιοφόρο προς αυτόν και του είπε:’’ πήγαινε να λουστείς επτά φορές στον Ιορδάνη και θα θεραπευτείς από τη λέπρα σου και θα επανέλθει υγιής η σάρκα σου. Και οργίστηκε ο Ναιμάν, έφυγε και είπε: ‘’ιδού εγώ νόμισα και είπα ότι αυτός θα εξέλθει οπωσδήποτε σε συνάντησή μου, θα σταθεί και θα επικαλεστεί ενώπιόν μου το όνομα του Θεού του, θα θέσει το χέρι αυτού στο ασθενές μου σώμα, θα περιμαζεύσει έτσι και θα θεραπεύσει τη λέπρα μου)»].
Όμως ο τυφλός δεν έδειξε απιστία, ούτε έφερε αντίρρηση, ούτε διαλογίστηκε μέσα του ως εξής: «Τι είναι τούτο, τέλος πάντων; Ήταν ανάγκη να θέσει πηλό επί των οφθαλμών μου; Αυτό περισσότερο μπορεί να τυφλώσει· ποιος βρήκε το φως του ποτέ με αυτόν τον τρόπο;». Όμως τίποτε από αυτά δε σκέφθηκε. Είδες πίστη σταθερή και προθυμία;
«Ἒρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο. Έρχεται όμως η μέλλουσα ζωή, και όπως στη διάρκεια της νύχτας σταματούν τα έργα τους οι άνθρωποι, έτσι και τότε κανείς πια δεν θα μπορεί να εργάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε στιγμή να χάνω»[Ιω.9,4]. Δείχνει από αυτά τα λόγια ότι και μετά τον σταυρό πρόκειται να λάβει πρόνοια για τους ασεβείς και πολλούς να προσελκύσει στην πίστη· «ἒτι γάρ ἡμέρα ἐστίν». Μετά όμως από αυτό, τελείως τους απομακρύνει από κοντά Του.
Γιατί λοιπόν ο απόστολος Παύλος ονόμασε «νύκτα» την παρούσα ζωή, ενώ εκείνη(δηλαδή τη μέλλουσα) ονόμασε «ημέρα»; Όχι αντιτιθέμενος προς τον Χριστό, αλλά λέγοντας τα ίδια, αν και όχι με τα ίδια λόγια, όμως με τις ίδιες έννοιες· διότι και λέγει: «ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν(:η ζωή αυτή, που μοιάζει με νύχτα σκοτεινή, προχώρησε, ενώ η ημέρα της άλλης ζωής πλησίασε. Και αν ακόμη δεν έλθει ο Κύριος σύντομα με την ένδοξη δευτέρα Του παρουσία, έρχεται όμως για τον καθένα μας με τον θάνατο. Πλησιάζει λοιπόν για τον καθένα μας η ημέρα της άλλης ζωής)»[Ρωμ.13,12], εφόσον επρόκειτο να απολαύσουν το φως εκείνο της μελλούσης ζωής· και «νύκτα» αποκαλεί τον παλαιό βίο· διότι λέγει: «ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους(:ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλο όπλο τα φωτεινά έργα της αρετής)»[Ρωμ.13,12].
Βλέπεις ότι λέγει ότι για εκείνους είναι νύκτα. Γι’ αυτό λέγει: «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι και εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)»[Ρωμ.13,13], για να απολαύσουμε το φως εκείνο· διότι εάν τούτο το φως είναι τόσο ωραίο, θα σκεφτείς πόσο θα είναι εκείνο· διότι όσο από το φως του λύχνου το ηλιακό είναι ανώτερο, τόσο και πολύ περισσότερο θα είναι εκείνο ανώτερο από αυτό. Και θέλοντας να δείξει τούτο ο Κύριος έλεγε ότι «ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται(:ο ήλιος θα σκοτιστεί)»,δηλαδή λόγω της υπεροχής εκείνης της λαμπρότητας δεν θα φανεί ούτε αυτός.
Εάν όμως τώρα εμείς για να έχουμε φωτεινές οικίες και ευάερες, δαπανούμε άπειρα χρήματα οικοδομώντας, ταλαιπωρούμενοι, να σκεφτείς πως πρέπει και τα σώματά μας να δαπανούμε, για να οικοδομηθούν για εμάς λαμπρές οικίες στους ουρανούς, όπου επικρατεί εκεί το φως το ανέκφραστο· διότι εδώ μεν και μάχες και φιλονικίες γίνονται για τα όρια και τους τοίχους, εκεί όμως δεν γίνεται τίποτε παρόμοιο, δεν υπάρχει φθόνος, ούτε ζηλοτυπία· κανείς δεν θα φιλονικήσει με εμάς για σύνορα κτημάτων.
Και αυτή μεν την οικία είμαστε αναγκασμένοι να την εγκαταλείψουμε οπωσδήποτε κάποια στιγμή, ενώ εκείνη θα παραμένει διαρκώς· και αυτή μεν κατ̉’ ανάγκην καταστρέφεται από τον χρόνο και υφίσταται μύριες ζημίες, ενώ εκείνη μένει αιωνίως άφθαρτη· και αυτήν μεν δεν μπορεί πτωχός να την οικοδομήσει, ενώ εκείνη μπορεί να την οικοδομήσει και με δύο οβολούς, όπως ακριβώς η χήρα. Για τούτο λυπούμαι υπερβολικά, διότι αν και βρίσκονται μπροστά μας τόσα αγαθά, ραθυμούμε και αδιαφορούμε, και πράττουμε μεν τα πάντα για να έχουμε εδώ λαμπρές οικίες, αδιαφορούμε όμως και δεν φροντίζουμε να αποκτήσουμε στους ουρανούς έστω και ένα μικρό κατάλυμα.
Πες μου λοιπόν, πού θα ήθελες να έχεις οικία, εδώ; Άραγε στην ερημιά ή σε μία από τις μικρές πόλεις; Εγώ τουλάχιστον δεν το νομίζω, αλλά θα ήθελες να έχεις στις βασιλικότατες και μεγάλες πόλεις, όπου υπάρχει περισσότερο εμπόριο και μεγαλύτερη πολυτέλεια. Αλλά εγώ σε οδηγώ σε μίαν τέτοια πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Εκεί σε παρακαλώ να κτίζεις και να οικοδομείς με λιγότερα χρήματα και λιγότερο κόπο. Εκείνη την οικία την οικοδομούν τα χέρια των πτωχών και αυτό προπάντων είναι οικοδομή· διότι αυτά που γίνονται τώρα, είναι δείγματα της πιο φοβερής παραφροσύνης. Καθόσον εάν κάποιος σε οδηγούσε στην περσική γη για να δεις τα εκεί και να επανέλθεις και στη συνέχεια σε διέτασσε να κτίσεις οικία, άραγε δεν θα απέδιδες σε αυτόν την πιο μεγάλη ανοησία, με το να σε διατάσσει να κάνεις άσκοπες δαπάνες; Πώς λοιπόν κάνεις το ίδιο πράγμα στην γη, την οποία μετά από ολίγον θα εγκαταλείψεις;
«Αλλά», λέγει, «θα την αφήσω στα παιδιά μου». Όμως και εκείνα μετά από ολίγον από σένα θα την εγκαταλείψουν, πολλές φορές μάλιστα και πριν από σένα, και ομοίως και οι μετά από εκείνους. Και αυτό το πράγμα γίνεται για σένα αιτία απογοητεύσεως, όταν δεν δεις τους κληρονόμους σου να κατέχουν αυτά. Εκεί όμως τίποτε παρόμοιο δεν είναι δυνατόν να φοβηθείς, αλλά μένει σταθερό αυτό που απέκτησες και σε εσένα και στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου, αν επιδείξουν την ίδια αρετή. Την οικοδόμηση εκείνης της οικίας την κάνει ο Χριστός· εάν οικοδομείς εκείνη δεν είναι ανάγκη να ορίζεις επιστάτες, ούτε να φροντίζεις, ούτε να μεριμνάς· διότι όταν ο Θεός αναλάβει το έργο, τι χρειάζεται η δική σου η φροντίδα;
Εκείνος τα συγκεντρώνει όλα και κτίζει την οικία. Και δεν είναι αυτό μόνον το αξιοθαύμαστο, αλλά ότι Αυτός έτσι οικοδομεί αυτήν, όπως αρέσει σε εσένα, αλλά και περισσότερο από αυτό που σου αρέσει και από αυτό που θέλεις· διότι είναι τεχνίτης άριστος και φροντίζει πάρα πολύ για τα συμφέροντά σου. Και αν είσαι πτωχός και θελήσεις να οικοδομήσεις αυτήν την οικία, κανείς δεν θα σε φθονήσει ούτε και θα σε κακολογήσει· διότι κανείς δεν την βλέπει αυτήν από εκείνους που φθονούν, αλλά οι άγγελοι που γνωρίζουν να χαίρονται με τα δικά σου αγαθά. Κανείς δεν θα μπορέσει να εξουσιάσει αυτήν, διότι κανείς δεν κατοικεί πλησίον της από αυτούς που πάσχουν από παρόμοια νοσήματα. Γείτονες εκεί έχεις τους αγίους, αυτούς που είναι γύρω από τον Παύλο και Πέτρο, όλους τους προφήτες, τους μάρτυρες, το πλήθος των αγγέλλων και των αρχαγγέλων.
Για τούτο λοιπόν όλα τα υπάρχοντά μας ας τα δώσουμε στους φτωχούς, για να επιτύχουμε την απόκτηση αυτών των ουρανίων σκηνών· τις οποίες ας συμβεί όλοι να επιτύχουμε δια χάριτος και φιλανθρωπίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μετά του οποίου ανήκει η δόξα στον Πατέρα συγχρόνως με το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΟΜΙΛΙΕΣ ΝΖ΄-ΝΘ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα)
«Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων(:και αφού είπε αυτά, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού. Και δοκιμάζοντας την πίστη του τυφλού, τού είπε: ‘’Πήγαινε, νίψου στη στέρνα του Σιλωάμ, όνομα εβραϊκό που μεταφράζεται «απεσταλμένος»’’. Ύστερα λοιπόν από την εντολή αυτή του Ιησού πήγε ο τυφλός εκεί και νίφτηκε, και ήλθε στο σπίτι του με μάτια υγιή)»[Ιω.9,6-7].
Εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να συναποκομίσουν κάποια ωφέλεια από όσα αναγιγνώσκονται, ούτε το ελάχιστο από όσα λέγονται δεν πρέπει να αντιπαρέρχονται· διότι λάβαμε εντολή να ερευνούμε τις Γραφές για τον λόγο αυτό, διότι τα πολλά θεωρούνται(αν και βεβαίως αμέσως φαίνονται ότι είναι ευκολονόητα) ότι κρύπτουν στο βάθος σπουδαία νοήματα. Πρόσεχε λοιπόν ποιο είναι το νόημα και του παρόντος χωρίου. «Ταῦτα εἰπὼν(:και αφού είπε αυτά)», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ἔπτυσε χαμαὶ(:έφτυσε κάτω)»[Ιω.9,6]. Ποια είναι αυτά, τα οποία είπε; Τα «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ(:γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος τυφλός για να φανερωθούν με την υπερφυσική θεραπεία των ματιών του τα έργα που επιτελεί η δύναμη και η αγαθότητα του Θεού)» και ότι «ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με(:Εγώ, όσο ζω στη ζωή αυτή, πρέπει να εργάζομαι για τη σωτηρία του ανθρώπου τα έργα του Θεού, που με έστειλε στον κόσμο)»· διότι δεν μας υπενθύμισε έτσι απλώς τα λεχθέντα ο Ευαγγελιστής με την προσθήκη ότι «ἔπτυσε», αλλά για να δηλώσει ότι τον λόγο τον επιβεβαίωσε με τα έργα Του.
Και γιατί να μη χρησιμοποιήσει νερό για τον πηλό, αλλά πτύσμα ; Επρόκειτο να στείλει αυτόν στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ· για να μην αποδοθεί λοιπόν καμία δύναμη στην πηγή, αλλά για να μάθεις ότι η δύναμη, η οποία εξήλθε από το στόμα Του, αυτή και διέπλασε και άνοιξε τους οφθαλμούς, έπτυσε χάμω. Τούτο λοιπόν και ο Ευαγγελιστής, αφού τόνισε, έλεγε: «καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος(:και έκανε πηλό από το πτύσμα, και έχρισε με αυτόν τα μάτια του τυφλού)».
Έπειτα, για να μη θεωρηθεί ότι το κατόρθωμα αυτό είναι της γης που με τον πηλό που δημιουργήθηκε από αυτήν έγιναν υγιείς οι οφθαλμοί του τυφλού, διέταξε αυτόν να νιφθεί. Για ποιο λόγο λοιπόν δεν επιτέλεσε αμέσως αυτό το θαύμα, αλλά τον έστειλε στον Σιλωάμ; Για να μάθεις την πίστη του τυφλού και για να αποστομωθεί η αγνωμοσύνη και η αλαζονεία των Ιουδαίων· διότι ήταν φυσικό όλοι να βλέπουν αυτόν να απέρχεται έχοντας αλειμμένο τον πηλό στους οφθαλμούς του· διότι λόγω του παραδόξου θεάματος θα προσείλκυε τα βλέμματα όλων στον εαυτό του ο τυφλός, και εκείνων οι οποίοι τον γνώριζαν και εκείνων οι οποίοι δεν τον γνώριζαν, και εντατικά θα έστρεφαν την προσοχή τους προς εκείνον· διότι, επειδή δεν είναι εύκολο να πιστέψει και να αναγνωρίσει κανείς ότι τυφλός ανέβλεψε, κάνει να γίνουν προηγουμένως πολλοί μάρτυρες, κάνοντας μακρά την πορεία της θεραπείας, και αυτόπτες, πιστοί θεατές του παραδόξου θεάματος, ώστε αφού γίνουν προσεκτικότεροι, να μην μπορούν πλέον να λέγουν: «Αυτός είναι· δεν είναι αυτός».
Εκτός από αυτά επίσης θέλει να αποδείξει και εκείνο, ότι δηλαδή δεν είναι ξένος προς τον νόμο και την Παλαιά Διαθήκη, εφόσον αποστέλλει τον τυφλό στον Σιλωάμ· διότι ούτε εκείνο ήταν δυνατόν επιπλέον να φοβηθεί, μήπως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ λάβει τη δόξα· διότι και πολλοί πολλές φορές αφού ένιψαν εκεί τους οφθαλμούς, δεν αξιώθηκαν ένα τέτοιο θαύμα· δηλαδή και εκεί η δύναμη του Χριστού ήταν εκείνη, η οποία επιτελούσε τα πάντα. Για το λόγο αυτό και την ερμηνεία προσθέτει σε εμάς ο Ευαγγελιστής. Δηλαδή όταν είπε: «Στον Σιλωάμ», πρόσθεσε: «αυτό που σημαίνει ‘’απεσταλμένος’’» για να μάθεις ότι και εκεί ο Χριστός -και όχι άλλος- τον θεράπευσε, όπως ακριβώς ο απόστολος Παύλος λέγει: «ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός(:και όλοι οι Ισραηλίτες τότε στην έρημο, έπιναν το ίδιο ποτό που ανέβλυσε με την υπερφυσική πνευματική ενέργεια· διότι έπιναν από την υπερφυσική και αόρατη πέρα που τους ακολουθούσε · και η πέτρα αυτή ήταν ο Χριστός)»[Α΄Κορ.10,4].Όπως λοιπόν ο Χριστός ήταν πέτρα πνευματική, έτσι και ο Σιλωάμ ήταν πνευματικός.
Σε εμένα επίσης φαίνεται ότι και η αιφνίδια παρουσία του ύδατος με τη νίψη που έπρεπε να κάνει ο τυφλός κατόπιν, υποδηλώνει μυστήριο ανέκφραστο. Ποιο λοιπόν είναι τούτο; Η απροσδόκητη εμφάνιση, η οποία γινόταν σε αντίθεση προς οποιαδήποτε προσδοκία.
Αλλά πρόσεχε την καλοπροαίρετη διάθεση του τυφλού, ο οποίος σε όλα υπακούει· διότι δεν είπε: «Εάν καθ’ ολοκληρίαν ο πηλός ή το πτύσμα είναι αυτό το οποίο δημιουργεί την όραση, ποια ανάγκη υφίσταται για εμένα να πάω στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Εάν επίσης δεν υφίσταται ανάγκη του Σιλωάμ, ποια είναι η ανάγκη του πηλού; Για ποιο λόγο επέθεσε πηλό στους οφθαλμούς μου; Για ποιο λόγο με διέταξε να νιφτώ;». Αλλά τίποτε δεν σκέφθηκε από αυτά, αλλά για ένα μόνο πράγμα ήταν έτοιμος, δηλαδή να πείθεται σε όλα σε Εκείνον, ο οποίος έδινε τις εντολές και τίποτε από όσα συνέβαιναν δε σκανδάλιζε αυτόν.
Εάν επίσης κάποιος ρωτήσει: «Πώς λοιπόν βρήκε την όρασή του, αφού ο Ιησούς απέθεσε επάνω στα μάτια του τον πηλό;», τίποτε άλλο δεν θα ακούσει εκ μέρους μας, παρά μόνο ότι δεν γνωρίζουμε τον τρόπο. Και τι το απορίας άξιον, εάν εμείς δε γνωρίζουμε; Διότι ούτε ο Ευαγγελιστής το γνώριζε, ούτε εκείνος ο οποίος θεραπεύτηκε· αλλά εκείνο μεν, το οποίο συνέβη, το γνωρίζει, ενώ τον τρόπο δεν δύναται να τον καταλάβει. Όταν επίσης αυτός που θεραπεύτηκε δεχόταν ερωτήσεις ως προς αυτό, έλεγε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα(:ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου)»[Ιω.9,11].Πώς όμως έχει γίνει αυτό, δεν μπορεί να πει, και αν ακόμη μύριες φορές τον ρωτήσουν.
«Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· ‘’οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;’’· ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν(:τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’. Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’)»[Ιω.9,9].Διότι η παραδοξότητα του συμβάντος οδηγούσε αυτούς σε απιστία, παρά το ότι βεβαίως τόσα είχαν ρυθμιστεί, ώστε να μην απιστήσουν. Άλλοι πάλι έλεγαν: «οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;(:αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη;)»[Ιω.9,8].
Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Θεού, που κατέβαινε με πολλή αγάπη θεραπεύοντας τους επαίτες και αποστομώνοντας με την ενέργειά Του αυτήν, τους Ιουδαίους! Διότι όχι μόνο τους ενδόξους, ούτε τους επιφανείς, ούτε τους άρχοντες μόνο, αλλά και τους αφανείς έκρινε άξιους της ίδιας φροντίδας· καθόσον μάλιστα είχε έλθει για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Εκείνο επίσης το οποίο συνέβη στον παραλυτικό, αυτό συμβαίνει και στον τυφλό· δηλαδή ούτε ο παραλυτικός γνώριζε ποιος είναι εκείνος, ο οποίος τον θεράπευσε, ούτε ο τυφλός. Και συνέβη αυτό εξαιτίας της αναχωρήσεως του Χριστού. Αναχωρούσε μάλιστα πάντοτε, όταν έκανε τις θεραπείες ο Ιησούς, ώστε να εκλείψει οποιαδήποτε υποψία για τα θαύματα· διότι εκείνοι, οι οποίοι δεν γνώριζαν Αυτόν, ποιος είναι, πώς θα χαρίζονταν σε Αυτόν και θα έπλαθαν ιστορίες σχετικά με τα θαύματα που είχαν επιτελεσθεί; Διότι αυτός ο τυφλός που θεραπεύτηκε, δεν ήταν ένας από αυτούς που περιοδεύουν από τόπο σε τόπο, αλλά ένας από αυτούς που κάθονταν κοντά στις θύρες του ιερού. Ενώ επίσης όλοι εξέφραζαν αμφιβολίες περί αυτού, τι απαντά εκείνος ο τυφλός; «Εγώ είμαι»[Ιω.9,9].Δεν αισθάνθηκε ντροπή για την προηγούμενη τύφλωση, ούτε φοβήθηκε τον θυμό του πλήθους, ούτε αποφεύγει να δείξει τον εαυτό του, για να κηρύξει τον Ευεργέτη.
«Ἒλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς…(:μετά λοιπόν από τη βεβαίωση αυτή του τυφλού τον ρώτησαν εκείνοι: ‘’Πώς θεραπεύθηκαν τα μάτια σου;’’ .Και εκείνος τους απάντησε: ‘’Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς…’’)»[Ιω.9,10].Τι λες; Άνθρωπος μπορεί να επιτελεί τέτοια έργα; Όμως στην αρχή τίποτε σπουδαίο δεν γνώριζε σχετικά με Αυτόν: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς(:Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’)».
Πρόσεξε ότι λέγει την αλήθεια. Δεν είπε με ποιον τρόπο επιτέλεσε ο Ιησούς το θαύμα αυτό· διότι δεν λέγει εκείνο, το οποίο δεν γνωρίζει. Διότι δεν είδε ότι έπτυσε επί της γης ο Ιησούς· ότι όμως έβαλε επάνω στα μάτια του τον πηλό, το αντιλαμβανόταν μέσω της αισθήσεως και της αφής. «…καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι(: και μου είπε: ‘’πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’)». Και τούτο η ακοή του το έκανε αντιληπτό. Και από τι γνώριζε τη φωνή του Ιησού; Από τη συνομιλία Του με τους μαθητές. Και ενώ λέγει όλα αυτά, και εκ των έργων λαμβάνει τη σχετική μαρτυρία και επιβεβαίωση, δεν μπορεί να πει τον τρόπο. Και εάν για πράγματα αισθητά και που μπορούν να αγγιχτούν δια της αφής υφίσταται ανάγκη πίστεως, πολύ περισσότερο για τα αόρατα.
«Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα’’(:είπαν λοιπόν σε Αυτόν: ‘’Πού είναι Εκείνος;’’. Τους λέγει: ‘’δεν ξέρω’’)». Έλεγαν ωστόσο αυτό το «Πού είναι εκείνος;», έχοντας πλέον φονική διάθεση εναντίον Του. Παρατήρησε επίσης την έλλειψη καυχήσεως και τη μετριοφροσύνη εκ μέρους του Χριστού, ότι δεν έμενε παρών ενώπιον όσων θεράπευε-μετά τη θεραπεία-διότι δεν ήθελε να αποκτήσει δόξα, ούτε να προσελκύσει το πλήθος, ούτε να επιδειχθεί.
Βλέπε πως όλα με φιλαλήθη τρόπο τα εκθέτει απαντώντας ο τυφλός. Ήθελαν μεν να βρουν τον Χριστό, για να Τον οδηγήσουν προς τους ιερείς, επειδή όμως δεν το πέτυχαν αυτό, οδηγούν τον πρώην τυφλό προς τους Φαρισαίους, για να ρωτήσουν εκείνοι αυτόν με μεγαλύτερη δριμύτητα και αυστηρότητα· για τον λόγο αυτό βεβαίως και ο Ευαγγελιστής σημειώνει ότι ήταν Σάββατο, δηλαδή για να δείξει την πονηρή τους σκέψη και διάθεση, και την αιτία για την οποία ζητούσαν να Τον κατηγορήσουν, βρίσκοντας δήθεν ως αφορμή αυτήν και δυνάμενοι έτσι να διαβάλουν το θαύμα δια της εντυπώσεως περί παραβάσεως του Νόμου[βλ. Ιω.9,14-15: «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς(:η ημέρα μάλιστα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο). πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω(:όταν λοιπόν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισαν και αυτοί να τον ανακρίνουν και να τον ρωτούν πάλι πώς θεραπεύθηκε και βρήκε το φως του. Και εκείνος τους είπε: ‘’Αυτός που με θεράπευσε μου έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και μετά εγώ πλύθηκα και βλέπω’’)»].
Και αυτό είναι φανερό από το ότι όταν είδαν τον τυφλό, αμέσως τίποτε άλλο δεν είπαν παρά μόνο: «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», παρέχοντάς του ευκαιρία να διαβάλει Εκείνον για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου. Εκείνος όμως μιλούσε σε αυτούς με συντομία με την ιδέα ότι τα έχουν μάθει· διότι χωρίς ούτε το όνομα να πει, ούτε ότι «Μου είπε: ’’Πήγαινε και νίψου’’», λέγει αμέσως: «Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω (:έκανε πηλό και μου άλειψε με αυτόν τα μάτια και μου είπε: ‘’Πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’’. Πήγα λοιπόν εκεί και νίφτηκα, και βρήκα το φως μου’’)»[Ιω.9,11].Διότι είχε επεκταθεί πλέον και εκδηλωθεί σε μεγάλο βαθμό η διαβολή και εκείνοι είχαν πει: «Να ποια έργα κάνει ο Ιησούς κατά την ημέρα του Σαββάτου, πηλό χρίει!».
Εσύ όμως εξέτασε πως δεν ταράσσεται ο τυφλός· διότι όταν μεν έλεγε περί εκείνων, τα οποία συνέβησαν, ερωτώμενος εκείνα που συνέβησαν και χωρίς να διατρέχει κανέναν κίνδυνο, δεν ήταν τόσο σπουδαίο το να πει την αλήθεια, αλλά το αξιοθαύμαστο είναι τώρα, ότι ενώ περιήλθε και σε μεγαλύτερο κίνδυνο ενώπιον πλέον των Φαρισαίων, ούτε αρνείται, ούτε λέγει αντίθετα προς τα προηγούμενα. Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι, μάλλον δε και οι άλλοι; Οδήγησαν μεν αυτόν για να αρνηθεί, έπαθαν όμως το αντίθετο· εκείνο ακριβώς, το οποίο δεν ήθελαν, το έμαθαν και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Και το παθαίνουν αυτό παντού σε όλα τα θαύματα που επιτελεί ο Ιησούς, με περισσότερη όμως σαφήνεια θα το αποδείξουμε αυτό στη συνέχεια.
Τι λέγουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές(:έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους)»-όχι όλοι, αλλά οι θρασύτεροι· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: ‘’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου’’. Άλλοι έλεγαν: ‘’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’ Και διαφωνούσαν μεταξύ τους)»[Ιω.9,16]. Βλέπεις ότι από τα θαυμαστά σημεία προσελκύονταν; Διότι αυτοί οι οποίοι προηγουμένως είχαν στείλει υπηρέτες για να οδηγηθεί Εκείνος ενώπιον αυτών, άκουσε τι λένε τώρα, αν και δεν το λένε όλοι· διότι, επειδή ήσαν άρχοντες, εξαιτίας της φιλοδοξίας καθίσταντο άπιστοι. Αλλά όμως και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σε Αυτόν, αλλά δεν ομολογούσαν.
Ο πολύς λαός βέβαια ήταν ευκαταφρόνητος, δεδομένου ότι δεν συνέβαλε πολύ στη συναγωγή αυτών, ενώ οι άρχοντες, επειδή περισσότερο διακρίνονταν, δυσκολότερα λάμβαναν θάρρος να ομολογήσουν· διότι άλλους μεν κατείχε φιλαρχία, ενώ άλλους δειλία και ο φόβος εκ μέρους των πολλών. Για τούτο και έλεγε ο Ιησούς: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;(:αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω.5,44]. Και αυτοί μεν, ενώ ζητούσαν άδικα να Τον φονεύσουν, έλεγαν ότι είναι άνθρωποι του Θεού, Εκείνος δε, ο οποίος θεραπεύει, έλεγαν ότι δε δύναται να προέρχεται εκ του Θεού, επειδή δεν τηρεί το Σάββατο. Προς αυτήν τη γνώμη, αντέταξαν οι άλλοι το ότι «αμαρτωλός άνθρωπος δε δύναται να επιτελέσει τέτοια θαύματα».
Οι πρώτοι μεν, από κακία αποσιωπώντας το γεγονός, αποκάλυπταν τη φαινομενική παράβαση του νόμου· διότι δεν έλεγαν ότι θεραπεύει κατά το Σάββατο, αλλά ότι «τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», ενώ οι δεύτεροι πάλι ασθενώς αντιδρούν· διότι ενώ έπρεπε να δείξουν πως δεν καταλύεται το Σάββατο, αντλούν επιχειρήματα μόνο από τα θαύματα. Και εύλογα· διότι ακόμη νόμιζαν ότι Εκείνος είναι άνθρωπος. Διότι εάν δεν είχε έτσι το πράγμα, θα μπορούσαν και με άλλο τρόπο να προασπίσουν τη γνώμη τους, δηλαδή ότι ήταν Κύριος του Σαββάτου, και Αυτός δημιούργησε αυτό· αλλά ακόμη μέχρι τότε δεν είχαν αυτή τη γνώμη. Κανένας βέβαια από αυτούς δεν τολμούσε εκείνα τα οποία ήθελε να τα πει φανερά, ούτε για να εκφράσει γνώμη, αλλά για να αμφισβητήσει[βλ. Ιω.9,16], άλλοι μεν λόγω ελλείψεως θάρρους, άλλοι λόγω φιλαρχίας.
«Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς(:και διαφωνούσαν έντονα μεταξύ τους)»[Ιω.9,16]. Η διχογνωμία αυτή άρχισε πρώτα να δημιουργείται στο λαό, μετά από αυτά όμως και ανάμεσα στους άρχοντες· «οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(:και οι διάφορες ομάδες του λαού διαρκώς κρυφομιλούσαν και έκαναν διάφορα παράπονα και σχόλια γι’ Αυτόν, άλλοτε αρνητικά και άλλοτε ευνοϊκά. Άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι καλός και ειλικρινής, ενώ άλλοι έλεγαν: ‘’Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαοπλάνος και εξαπατά τον εύπιστο λαό’’)»[Ιω.7,12].Βλέπεις ότι, όντας περισσότερο ασύνετοι από το πλήθος οι άρχοντες, εκ των υστέρων έφτασαν σε βαθιά διάσταση απόψεων; Όμως και μετά από αυτόν τον έντονο διχασμό, πάλι ουδεμία γενναιότητα δεν επέδειξαν, όταν έβλεπαν τους Φαρισαίους να είναι απειλητικοί.
Διότι, εάν βεβαίως είχαν διχασθεί τελείως, ταχέως θα λάμβαναν γνώση της αλήθειας· διότι είναι δυνατός ο τέλειος διχασμός. Για τον λόγο αυτό και ο ίδιος έλεγε: «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν (:Μη νομίσετε ότι ήλθα στη γη να φέρω μια τέτοια ειρήνη, όπως την φαντάζονται αυτοί που περιμένουν τον Μεσσία ως επίγειο βασιλιά και κατακτητή. Όχι, δεν ήλθα να φέρω ειρήνη, αλλά μαχαίρι και διαίρεση και διχασμό (γι’ αυτά όμως δεν είναι υπεύθυνο το ευαγγέλιό μου, αλλά η κακία των ανθρώπων)»[Ματθ.10,34]· διότι υπάρχει και κακή ομόνοια, υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι και εκείνοι, οι οποίοι έκτιζαν τον πύργο της Βαβέλ, είχαν ομόνοια αποβαίνουσα σε κακό δικό τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι χωρίς βέβαια τη θέλησή τους, αλλά όμως προς όφελός τους χωρίστηκαν, όταν άρχισαν να ομιλούν διαφορετική γλώσσα ο καθένας· και οι περί τον Κορέ κακή ομόνοια είχαν, για τούτο καλώς χωρίστηκαν· και ο Ιούδας κακή ομόνοια συνήψε με τους Ιουδαίους.
Είναι λοιπόν δυνατόν να χωριστούν οι άνθρωποι καλώς και είναι δυνατόν να ομονοήσουν κακώς .Για τον λόγο αυτό ο Κύριος λέγει: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ(:Και αν κάποιο πρόσωπο που είναι χρήσιμο, φιλικό και αγαπητό σε σένα σαν το δεξί σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικά απ’ αυτό και πέταξέ το μακριά από σένα˙ όπως θα έκανες και με το μάτι σου, εάν κινδύνευε να πάθει και να βλαφτεί απ’ αυτό όλο το σώμα σου· διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη φωτιά της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθείς τη φιλία και τη χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριχτείς μαζί με εκείνο στη φωτιά της κολάσεως)»[Ματθ.5,29]· και : «εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ(:και αν κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σού γίνεται αφορμή αμαρτίας, βγάλε το και ρίξε το μακριά. Είναι καλύτερο για σένα να μπεις στην αιώνια ζωή μονόφθαλμος, παρά με δύο μάτια να ριχθείς στη γέεννα του πυρός. Είναι καλύτερο να χωριστείς από πράγματα ή πρόσωπα που σου είναι χρήσιμα και πολύτιμα σαν το μάτι σου, παρά να ριχτείς στην κόλαση μαζί με αυτά)»[Ματθ.18,9].
Εάν λοιπόν πρέπει να αποχωριζόμαστε από ένα μέλος, το οποίο μας προξενεί κακό, δεν είναι πολύ περισσότερο ανάγκη να αποχωριζόμαστε από φίλους, οι οποίοι κακώς έχουν ενωθεί με εμάς; Επομένως, η ομόνοια δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις καλή, όπως βεβαίως ούτε ο διχασμός και η πλήρης απομάκρυνση σε όλες τις περιπτώσεις κακά.[…]
«Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν· οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι(:και επειδή η διαφωνία τους συνεχιζόταν, άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό, και τον ρώτησαν: ‘’Εσύ τι λες για τον άνθρωπο αυτό; Πρέπει να ακουστεί και η δική σου γνώμη˙ διότι τα δικά σου μάτια θεράπευσε εκείνος και εσύ περισσότερο από κάθε άλλον γνωρίζεις τα περιστατικά της θεραπείας σου. Κι αυτός τους απάντησε: ‘’Εγώ λέω ότι είναι προφήτης’’)»[Ιω.9,17].
Τις Γραφές πρέπει όχι με απλό και επιπόλαιο τρόπο να τις διαβάζουμε, αλλά με κάθε επιμέλεια, ώστε να μη βρίσκουμε δυσκολίες στην ερμηνεία τους. Διότι και τώρα εύλογα μπορεί κανείς εδώ να διατυπώσει την απορία, πώς, ενώ είπαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», λέγουν στον τυφλό: «σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;(:εσύ τι λέγεις για τον άνθρωπο αυτό; Ζητούμε τη γνώμη σου, διότι τους δικούς σου οφθαλμούς άνοιξε)». Και δεν είπαν: «Εσύ τι λέγεις περί Αυτού που κατέλυσε το Σάββατο;», αλλά τώρα θέτουν το ερώτημα το σχετικό με την απολογία, αντί του σχετικού με την κατηγορία.
Τι λοιπόν μπορεί να απαντήσει κανείς; Δεν είναι οι ίδιοι που έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό’’)», αλλά εκείνοι οι οποίοι αποσχίστηκαν από αυτούς και οι οποίοι είπαν: «ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς οὐ δύναται τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν(:’’Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια αποδεικτικά και σημαδιακά θαύματα;’’)», διότι επειδή ήθελαν να αποστομώσουν τους πρώτους πλέον, για να μη θεωρηθούν ότι συνηγορούν υπέρ του Χριστού, οδηγούν ενώπιόν τους αυτόν ο οποίος έλαβε πείρα της δυνάμεως Αυτού και τον ρωτούν.
Βλέπε λοιπόν του φτωχού τη σοφία· διότι από όλους αυτούς με περισσότερη σύνεση ομιλεί. Και πρώτα μεν λέγει ότι «προφήτης ἐστίν» και δεν φοβήθηκε αυτών των διεστραμμένων την κρίση, οι οποίοι εξέφραζαν αντίθετη γνώμη και έλεγαν: «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ», αλλά έλεγε ότι είναι προφήτης. Και «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος(:Μετά λοιπόν από τον χαρακτηρισμό αυτόν που έδωσε για τον Ιησού ο τυφλός που θεραπεύτηκε, οι Ιουδαίοι δυσαρεστήθηκαν. Δεν εννοούσαν να πιστέψουν ότι αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε πραγματικά το φως του˙ ώσπου αποφάσισαν να καλέσουν τους γονείς του ανθρώπου αυτού που απέκτησε το φως του)»[Ιω.9,18].
Και εξέτασε με πόσους τρόπους επιχειρούν να συγκαλύψουν το θαύμα και να το αποκλείσουν. Αλλά αυτή η φύση της αλήθειας, με τα μέσα, με τα οποία φαίνεται να διώκεται από τους ανθρώπους, με αυτά καθίσταται ισχυρότερη· λάμπει με αυτά τα μέσα, δια των οποίων συγκαλύπτεται· διότι εάν δεν γίνονταν αυτά, από τους πολλούς θα εθεωρείτο ύποπτο το θαύμα, τώρα όμως, σαν να φροντίζουν για να εξακριβώσουν την αλήθεια, πράττουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πάντα, και δεν θα ενεργούσαν με άλλον τρόπο, εάν βεβαίως έπρατταν τα πάντα υπέρ του Χριστού· διότι και με αυτόν τον τρόπο επιχείρησαν να καταβάλουν αυτόν, λέγοντάς του: «Πώς σου άνοιξε τους οφθαλμούς;», δηλαδή «μήπως πέτυχε αυτό με κάποιο μαγικό κόλπο;».
Διότι και άλλοτε, επειδή δεν είχαν τίποτε να καταγγείλουν, επιχειρούν να διαβάλλουν τον τρόπο της θεραπείας λέγοντας: «οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων(:‘’Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια παρά μόνο με τη βοήθεια και τη δύναμη του Βεελζεβούλ, που είναι ο άρχοντας των δαιμονίων’’)»[Ματθ.12,24]· και εδώ πάλι επειδή δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν, καταφεύγουν στο επιχείρημα περί του κατάλληλου χρόνου, λέγοντας ότι καταλύει το Σάββατο, και πάλι ότι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ(:’’Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από τον Θεό, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου)»[ Ιω.9,16].
Και όμως εσάς, οι οποίοι φθονείτε και είστε έτοιμοι να βρείτε πρόσχημα για κατηγορία όσων έχουν επιτελεστεί από Αυτόν, σας ρώτησε με κάθε ακρίβεια λέγοντας: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46].
Και κανείς δεν μίλησε ούτε είπε ότι «βλασφημείς, επειδή αποκαλείς τον εαυτό σου αναμάρτητο». Και βέβαια, εάν είχαν να πουν κάτι, δεν θα σιωπούσαν· διότι εκείνοι οι οποίοι, επειδή άκουσαν ότι υπάρχει πριν από τον Αβραάμ, Τον λιθοβόλησαν, και καυχώνταν μεν ότι κατάγονται από τον Θεό, ενώ ήσαν ανθρωποκτόνοι, για Εκείνον όμως, ο οποίος επιτελούσε τέτοια θαύματα, όταν θεράπευσε, έλεγαν ότι δεν κατάγεται από τον Θεό, επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου, εάν είχαν την ελάχιστη αφορμή προς κατηγορία, δεν θα την παρέλειπαν. Εάν όμως τον αποκαλούν αμαρτωλό για αυτόν τον λόγο, διότι εθεωρείτο ότι καταλύει το Σάββατο, και η κατηγορία αυτή φάνηκε αστήρικτη, αφού αυτοί οι οποίοι ανήκαν στην ίδια τάξη με αυτούς, τους κατηγόρησαν για ψυχρότητα πολλή και μικροψυχία.
Από παντού λοιπόν αφού βρήκαν εμπόδια, έρχονται στη συνέχεια σε άλλο επιχείρημα περισσότερο αναίσχυντο και θρασύ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; «Δεν πίστεψαν», λέγει ο Ευαγγελιστής, «ότι ήταν τυφλός και ανέβλεψε». Πώς λοιπόν Τον κατηγόρησαν ότι δεν τηρεί το Σάββατο; Ή προφανώς επειδή πίστεψαν, διετύπωσαν αυτήν την κατηγορία; Πώς λοιπόν δεν δώσατε προσοχή στον πολύ λαό; Στους γείτονες, οι οποίοι γνώριζαν Αυτόν; Αλλά , πράγμα το οποίο είπαν, το ψεύδος παντού συλλαμβάνεται στην ίδια του την παγίδα, με εκείνα τα μέσα, με τα οποία νομίζει ότι διαβάλλει την αλήθεια, αυτή όμως λαμπρότερη την παρουσιάζει, πράγμα το οποίο ακριβώς και τώρα συνέβη.
Διότι, επειδή δεν μπόρεσαν να πτοήσουν αυτόν, αλλά έβλεπαν ότι με όλο το θάρρος κήρυσσε τον Ευεργέτη του, ήλπιζαν ότι με τους γονείς θα προκαλέσουν αμφισβήτηση για το θαύμα. Και πρόσεξε την κακή πρόθεση της ερωτήσεως. Διότι τι λέγει ο ιερός Ευαγγελιστής; Αφού οδήγησαν αυτούς ενώπιόν τους, ώστε να τους προκαλέσουν αγωνία, με πολλή σφοδρότητα και θυμό απευθύνουν την ερώτηση: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19].
Και δεν είπαν: «Αυτός που κάποτε ήταν τυφλός», αλλά τι; «ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη;(:για τον οποίο εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός;)»[Ιω.9,19],σαν οι ίδιοι οι γονείς να έκαναν σκευωρίες και να επιδοκίμαζαν τα έργα του Χριστού. Βδελυροί άνθρωποι και μιαρότατοι. Διότι ποιος πατέρας θα προτιμούσε να εκστομίσει τέτοια ψεύδη; Διότι λένε «αυτόν που εσείς τον παρουσιάσατε ως τυφλό» και όχι μόνο, αλλά «και διαδώσατε παντού αυτόν τον ψευδή λόγο». «Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;(:Αυτός είναι ο γιος σας, που επιμένετε να βεβαιώνετε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν, αφού γεννήθηκε τυφλός, τώρα βλέπει;)»[Ιω.9,19]. Πώπω, μέγεθος ανοησίας! «Δικό σας», λένε, «είναι το τέχνασμα και το επινόημα!». Διότι με τα δύο αυτά επιχειρούν να τους κάνουν να αρνηθούν, δηλαδή και με τη φράση: «Αυτόν που εσείς αποκαλείτε τυφλό» και με τη φράση «Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;».
Αφού λοιπόν διατυπώθηκαν τρεις ερωτήσεις, πρώτον εάν ήταν γιος τους, δεύτερον εάν ήταν τυφλός, και τρίτον πώς ανέβλεψε, τις δύο μονάχα ομολογούν οι γονείς του, την τρίτη όμως δεν την επιβεβαιώνουν. Αλλά και τούτο απέβη υπέρ της αληθείας, ώστε κανείς άλλος, αλλά εκείνος, ο οποίος θεραπεύθηκε, που ήταν και αξιόπιστος, να ομολογήσει αυτά· οι γονείς του βεβαίως πώς θα μπορούσαν να τους κάνουν αυτή τη χάρη, αυτοί που και ορισμένα που γνώριζαν τα αποσιώπησαν, εξαιτίας του φόβου για τους Ιουδαίους; Τι λένε δηλαδή; «Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει(:Γνωρίζουμε καλά ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε. Ή ποιος του θεράπευσε και του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν ξέρουμε. Αυτός δεν είναι μικρό παιδί, έχει ώριμη ηλικία, και συνεπώς αντιλήφθηκε πώς κα από ποιον έγινε η θεραπεία του. Αυτόν λοιπόν ρωτήστε, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και θα σας πει τι του συνέβη’’)»[Ιω.9,20-21].Αφού λοιπόν κατέστησαν αυτόν αξιόπιστο, με αυτόν τον τρόπο απέσεισαν από πάνω τους την ευθύνη. «Δεν είναι μικρό παιδί», λένε, «ούτε νήπιο, αλλά ικανός να μαρτυρήσει σχετικά με τον εαυτό του».
«Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους(:επειδή λοιπόν φοβούνταν οι γονείς του μήπως αποδιωχθούν κι αυτοί από τη συναγωγή, γι’ αυτό είπαν ότι έχει ώριμη ηλικία ο γιος μας, αυτόν ρωτήστε)»[Ιω.9,23].Παρατήρησε πάλι πώς ο Ευαγγελιστής παρουσιάζει την κρίση και τη γνώμη τους. Αυτά λοιπόν τα λέγω για τα λόγια τους εκείνα που οι Ιουδαίοι έλεγαν προηγουμένως, δηλαδή ότι «ἴσον ἑαυτὸν ποιεῖ τῷ Θεῷ(:έλεγε ότι έχει Πατέρα του τον Θεό και εξίσωνε έτσι τον εαυτό του με τον Θεό)»[Ιω.5,18], διότι, εάν και εκείνο ήταν γνώμη των Ιουδαίων και όχι πόρισμα της κρίσεως του Χριστού, θα πρόσθετε ο Ευαγγελιστής και θα έλεγε ότι αυτό ήταν γνώμη ιουδαϊκή.
Αφού λοιπόν οι γονείς του τυφλού, τους παρέπεμψαν στον ίδιο τον θεραπευμένο γιο τους, πάλι κάλεσαν αυτόν για δεύτερη φορά ενώπιόν τους οι Ιουδαίοι. Και δεν του λέγουν μεν φανερά και με αναισχυντία το εξής: «Αρνείσαι ότι ο Χριστός έκανε θεραπεία;», αλλά θέλουν τούτο να το περιβάλουν με πρόσχημα ευλαβείας· δηλαδή λέγουν: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ(:Δόξασε τον Θεό ομολογώντας ότι πλανήθηκες και αναγνωρίζοντας την αλήθεια γι’ αυτόν που σε θεράπευσε. Εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]· διότι να πουν μεν στους γονείς «Αρνηθείτε ότι ο γιος είναι δικός σας και ότι τυφλό τον γεννήσατε», φαινόταν πολύ γελοίο, σε αυτόν όμως πάλι να πουν κάτι τέτοιο, θα ήταν φανερά αναισχυντία· για τον λόγο μεν αυτόν δεν λένε τα λόγια αυτά, αλλά με άλλο τρόπο πανούργο τα διατυπώνουν, λέγοντάς του να «δώσει δόξα στον Θεό», δηλαδή έμμεσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς τίποτε δεν έκανε για την αποκατάσταση της όρασής του.
«Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν(:εμείς λόγω της θέσεως και του αξιώματός μας ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αυτός που καταλύει την αργία του Σαββάτου είναι αμαρτωλός)»[Ιω.9,24]. Πώς λοιπόν, Ιουδαίοι, δεν επιτιμήσατε Αυτόν, όταν έλεγε: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;(: Ποιος από σας, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή αμαρτία; Κανείς. Συνεπώς ούτε ως ψεύτη μπορείτε να με κατηγορήσετε. Αλλά εάν λέω πάντοτε την αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;)»[Ιω.8,46]. Και από πού επίσης γνωρίζετε ότι είναι αμαρτωλός;
Όταν λοιπόν είπαν αυτοί στον τυφλό να δώσει δόξα στον Θεό και εκείνος δεν είπε τίποτε, ο Χριστός όταν τον συνάντησε, τον επαίνεσε και δεν τον κατηγόρησε, ούτε είπε: «Γιατί δεν έδωσες δόξα στον Θεό;», αλλά του είπε: «πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;(: Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;)»[Ιω.9,35], για να μάθεις ότι το να δοξάζεις τον Θεό αυτό είναι.
Εάν όμως ο Ιησούς δεν ήταν ισότιμος με τον Πατέρα, αυτή η ομολογία πίστης στον Υιό δεν θα ήταν δυνατόν να είναι δόξα. Αλλά επειδή εκείνος, ο οποίος τιμά τον Υιό, ο ίδιος είναι εκείνος ο οποίος τιμά και τον Πατέρα, δικαίως δεν επιτιμάται ο τυφλός. Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι ανέμεναν τους γονείς του να αρνηθούν, τίποτε δεν έλεγαν σε αυτόν, επειδή όμως είδαν ότι δεν συναπεκόμισαν κανένα κέρδος από αυτό, πάλι επανέρχονται στον πρώην τυφλό, λέγοντάς του ότι «ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Αποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: «εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω(:Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν το ξέρω, και γι’ αυτό αποφεύγω να εκφράσω γνώμη γι’ αυτό. Ξέρω όμως καλά ένα πράγμα, ότι δηλαδή ενώ λίγο πιο πριν ήμουν τυφλός τώρα βλέπω)»[Ιω.9,25].
Μήπως άραγε φοβήθηκε ο τυφλός; Μη γένοιτο να σας σχηματιστεί τέτοια γνώμη! Και πώς εκείνος ο οποίος είπε προηγουμένως ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, τώρα λέει: «Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω»; Λέει αυτό όχι διότι έχει τέτοια διάθεση προς τούτο, ούτε επειδή έχει πειστεί για αυτό, αλλά επειδή θέλει με τη μαρτυρία του ίδιου του γεγονότος της αποκατάστασης της όρασής του και όχι με τα λόγια του να απαλλάξει Εκείνον από την κατηγορία και να παρουσιάσει αξιόπιστη την απολογία υπέρ Εκείνου, εφόσον η μαρτυρία που θα προερχόταν από την ευεργεσία, θα καταδίκαζε αυτούς· διότι εάν, όταν, κατόπιν περισσότερων λόγων, είπε αυτός ότι «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν(:Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε, ούτε το παραμικρό θαύμα)»[Ιω.9,33],τόσο αγανακτούσαν ώστε να πουν: «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις το δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού)»[Ιω.9,34]· εάν έλεγε ο τυφλός τα λόγια αυτά εξαρχής, τι δεν θα έπρατταν, τι δεν θα έλεγαν;
«Εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω». Λέγει αυτό σαν να έλεγε: «Τίποτε τώρα δε λέω σχετικά με Αυτόν, ούτε εκφράζω γνώμη εξαρχής, εκείνο όμως γνωρίζω καλά και μπορώ να το βεβαιώσω με πεποίθηση, ότι δηλαδή εάν ήταν αμαρτωλός, δε θα επιτελούσε τέτοια θαυμαστά έργα». Για τον λόγο αυτό και κατέστησε τον εαυτό του ελεύθερο πάσης υποψίας, και τη μαρτυρία του επίσης αμερόληπτη, διότι δεν προσπαθούσε να φανεί ευχάριστος προς αυτούς με όσα θα έλεγε, αλλά μαρτυρούσε στηριζόμενος σε αυτό ακριβώς το γεγονός.
Επειδή λοιπόν δεν μπόρεσαν ούτε να ανατρέψουν ούτε να εξαλείψουν το γεγονός αυτό, πάλι επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, ασχολούμενοι με τον τρόπο της θεραπείας του τυφλού, όπως ακριβώς μερικοί, οι οποίοι ανιχνεύουν παντού για ένα βέβαιο θήραμα και τρέχουν άλλοτε προς ένα, άλλοτε προς άλλο μέρος. Και επανέρχονται στα προηγούμενα λόγια, για να εξασθενήσουν πάλι αυτούς με τις συνεχείς ερωτήσεις, και λένε: «τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς(:Τι σου έκανε; Πώς σε θεράπευσε και πώς σου άνοιξε τα μάτια;)»[Ιω.9,26].Τι κάνει λοιπόν εκείνος; Αφού νίκησε και αποστόμωσε αυτούς, στη συνέχεια δεν συζητεί πλέον συνεσταλμένα και συγκρατημένα· διότι, εφόσον το πράγμα είχε ανάγκη εξετάσεως και αποδείξεων, παρείχε την απόδειξη μιλώντας με κάποια συστολή, όταν όμως τους αποστόμωσε και κατάφερε λαμπρή νίκη απέναντί τους, λαμβάνοντας θάρρος στο εξής, επωφελείται της ευκαιρίας και στέκεται με παρρησία ενώπιόν τους.
Και τι λέγει; «εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν;(:Μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάντησε, και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;)»[Ιω.9,27].Είδες παρρησία επαίτου απέναντι σε άντρες γραμματείς και Φαρισαίους; Τόσο ισχυρή είναι η αλήθεια, τόσο ασθενές το ψεύδος· διότι εκείνη μεν, και αν ακόμη στηρίζεται σε απλούς και τυχαίους ανθρώπους, ενδόξους τους αναδεικνύει, το ψεύδος όμως, αν και παρουσιάζεται με το μέρος των ισχυρών, τους αποδεικνύει ασθενείς. Και εκείνο το οποίο λέγει, σημαίνει το εξής περίπου: «Δεν προσέχετε στα λεγόμενά μου· για τον λόγο αυτό δε θα μιλήσω πλέον, ούτε συνεχώς θα απαντώ σε εσάς, εφόσον ρωτάτε ασκόπως, και θέλετε να ακούσετε όχι για να μάθετε, αλλά για να διαβάλλετε και να κατηγορήσετε αυτά που λέγονται».
«Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;(: μόλις πριν από λίγο σας το είπα, τους απάντησε, και δεν θελήσατε να προσέξετε και να παραδεχθείτε ό,τι σας είπα. Γιατί τώρα θέλετε να ακούσετε πάλι τα ίδια; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές Του;)»[Ιω.9,27].Εν πρώτοις κατέταξε τον εαυτό του ο τυφλός αυτός στη χορεία των μαθητών του Κυρίου· διότι το «μήπως και εσείς» είναι φράση ανθρώπου που δείχνει τον εαυτό του ότι είναι μαθητής Εκείνου.
Έπειτα τους διακωμώδησε και τους ταπείνωσε σε μεγάλο βαθμό. Διότι, επειδή γνώριζε ότι τούτο πολύ έθιγε αυτούς, θέλοντας να τους προκαλέσει καθ’ υπερβολήν, είπε τα λόγια αυτά· πράγμα το οποίο ήταν χαρακτηριστικό μιας ψυχής, η οποία ήταν θαρραλέα και είχε αναπτερωθεί και περιφρονούσε τη μανία τους και έδειχνε ότι ήταν μέγα το αξίωμα Αυτού, στον Οποίο στήριζε το μεγάλο θάρρος του και η οποία ψυχή αποδείκνυε ότι εκείνον ακριβώς τον εαυτό του, αν και ήταν αξιοθαύμαστος, τον ύβριζαν και τον περιφρονούσαν, ενώ ο ίδιος δεν περιφρονούνταν, αλλά εκείνο το οποίο του κατάφεραν ως ύβρη και ένδειξη της περιφρόνησής τους, εκείνο ως τιμή απέβη γι’αυτόν.
« Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον·σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί(:τότε του μίλησαν υβριστικά και περιφρονητικά και του είπαν: ‘’Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή’’)»[Ιω.9,28].Αλλά αυτό δεν δύναται να σταθεί λογικώς. «Διότι εσείς ούτε του Μωυσή είστε μαθητές, ούτε Εκείνου· διότι εάν είστε μαθητές του Μωυσή, θα γινόσασταν μαθητές και Εκείνου». Για τον λόγο αυτό εξαρχής έλεγε σε αυτούς ο Χριστός: «εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν(:Και είναι κατήγορός σας ο Μωυσής, διότι ούτε στα δικά του λόγια πιστεύετε. Εάν πραγματικά πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Διότι για μένα εκείνος έγραψε προφητικώς και προανήγγειλε τον ερχομό μου σε πολλά μέρη των συγγραμμάτων του, είτε με τύπους και εικόνες, είτε με σαφείς προφητείες)»[Ιω. 5,46], επειδή πάντοτε εκείνοι στα λόγια αυτά κατέφευγαν.
«Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός(:Εμείς, που είμαστε σπουδασμένοι και αναγνωρισμένοι άρχοντες του έθνους, ξέρουμε ότι ο Θεός έχει μιλήσει στο Μωυσή και σε κανέναν άλλον. Αυτός μας είναι άγνωστος και δεν ξέρουμε από πού είναι και από πού στάλθηκε)»[Ιω.9,29].Ποιος το είπε και ποιος σας το ανήγγειλε αυτό; «Οι πρόγονοί μας», λένε. «Και από τους προγόνους μας», είναι δυνατόν να πει κανείς, «δεν είναι πιο αξιόπιστος Εκείνος ο οποίος, δια των σημείων επιβεβαιώνει αυτό, ότι δηλαδή και από τον Θεό ήλθε και τα λόγια που προέρχονται από τον Θεό λέγει;».
Και δεν είπαν «Εμείς ακούσαμε ότι έχει πει στον Μωυσή», αλλά ότι «οἴδαμεν (:γνωρίζουμε)». Εσείς, ω Ιουδαίοι, αυτά που ακούσατε, ισχυρίζεστε μετά πεποιθήσεως ότι τα γνωρίζετε, αυτά που βλέπετε όμως, τα θεωρείτε κατώτερα από αυτά που ακούσατε; Και όμως εκείνα μεν δεν τα είδατε, αλλά τα ακούσατε, αυτά όμως δεν τα ακούσατε, αλλά τα είδατε.
Τι λέγει λοιπόν ο τυφλός; «Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς(:αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη, ό,τι δηλαδή εσείς δεν ξέρετε τον άνθρωπο αυτό εάν έχει σταλεί από τον Θεό και από πού είναι, και όμως αυτός ο άγνωστος σε σας μου άνοιξε τα μάτια)»[Ιω.9,30] και επιτελεί τέτοια θαύματα, ότι ενώ δεν είναι άνθρωπος ούτε εκ των επισήμων του περιβάλλοντός σας, ούτε εκ των επιφανών, ούτε εκ των ενδόξων, έχει τη δύναμη να επιτελεί τέτοια θαύματα, ώστε από όλα να είναι φανερό ότι είναι Θεός, ο οποίος δεν έχει ανάγκη καμιάς ανθρώπινης βοήθειας.
«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει (:είναι όμως γνωστό και το ξέρουμε όλοι ότι ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά εάν κάποιος σέβεται τον Θεό και εφαρμόζει το θέλημά του, αυτόν ο Θεός τον ακούει)»[Ιω.9,31].Διότι επειδή εκείνοι προηγουμένως έλεγαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός, τέτοια σημεία να επιτελεί;», στη συνέχεια ο τυφλός επιστρατεύει την ίδια την κρίση που εκείνοι διατύπωσαν, υπενθυμίζοντάς τους τα ίδια τους τα λόγια. «Η γνώμη αυτή», λέγει, «είναι και δική μου και δική σας· μείνετε σταθεροί σε αυτήν».
Και παρατήρησε τη σύνεση του ανθρώπου που θεραπεύτηκε. Πάντοτε επαναλαμβάνει σχετικά με το θαύμα τα όσα έγιναν, επειδή αυτό δεν μπορούσαν να το διαψεύσουν εφόσον αποτελούσε μια πραγματικότητα, και εκ τούτου εξάγει τα συμπεράσματα. Βλέπεις ότι και εκείνο, το οποίο έλεγε εξαρχής, ότι δηλαδή «εάν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω», το έλεγε όχι επειδή αμφέβαλλε(μακάρι να μη σχηματιστεί ποτέ σε σας τέτοια γνώμη), αλλά το έλεγε, ενώ γνώριζε ότι ο Ιησούς δεν είναι αμαρτωλός; Τώρα λοιπόν, όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, βλέπε πώς απολογείται: «Γνωρίζουμε ότι ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά εάν κάποιος είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα Αυτού, τότε τον ακούει»· «διότι δεν αρκεί αυτό», λέγει, δηλαδή το να γνωρίζεις το θέλημα του Θεού, αλλά να εκτελείς το θέλημα του Θεού». Κατόπιν εξαίρει το γεγονός λέγοντας: «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου(:από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ποτέ να έχει θεραπεύσει κανείς μάτια ανθρώπου που να έχει γεννηθεί τυφλός. Πρώτη φορά έγινε τέτοιο θαύμα, και αυτός που το έκανε πρέπει να έχει θεϊκή αποστολή)»[Ιω.9,32].Εάν λοιπόν ομολογείτε ότι αμαρτωλούς δεν ακούει ο Θεός, Αυτός όμως θαύμα επιτέλεσε, και θαύμα τέτοιο μάλιστα, είναι φανερό ότι τα πάντα νίκησε με την αρετή και η δύναμή Του είναι μεγαλύτερη από την ανθρώπινη.
Τι απαντούν λοιπόν εκείνοι; «ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;(:εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού)»[Ιω.9,34]. Εφόσον μεν ήλπιζαν να αρνηθεί, νόμιζαν ότι είναι και αξιόπιστος καλώντας τον για πρώτη και για δεύτερη φορά· «εάν δεν θεωρείτε αυτόν τον πρώην εκ γενετής τυφλό αξιόπιστο», θα έλεγα προς αυτούς, «για ποιο λόγο καλέσατε αυτόν και τον ρωτήσατε για δεύτερη φορά;».
Επειδή λοιπόν είπε την αλήθεια, χωρίς καθόλου να ντραπεί, οπότε γι’ αυτό κυρίως έπρεπε να τον θαυμάσουν οι Ιουδαίοι, τότε τον καταδικάζουν. Τι λοιπόν σημαίνει: «Γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες;». Εδώ ψέγουν και την τύφλωσή του με δριμύτητα· σαν να έλεγαν: «Από την πρώτη σου ηλικία εσύ βρίσκεσαι μέσα σε αμαρτίες», υπαινισσόμενοι ότι για αυτόν τον λόγο κατέστη τυφλός, πράγμα το οποίο δεν έχει λογικό στήριγμα. Σε αυτό παρηγορώντας Τον ο Ιησούς λέγει: «Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται (:Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση)»[Ιω.9,39].
«Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;». Δηλαδή τι είπε ο άνθρωπος; Μήπως διατύπωσε δική του γνώμη; Δεν διατύπωσε μία κοινής αποδοχής κρίση, όταν έλεγε: «Γνωρίζουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει», δεν αποκάλυψε όλα εκείνα, τα οποία ειπώθηκαν εκ μέρους σας;
«Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(: εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος στην αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την τύφλωση που είχες απ’ την κοιλιά της μητέρας σου. Και εσύ ο άθλιος και αμαρτωλός κάνεις τον δάσκαλο σε μας, που είμαστε οι πιο σπουδαγμένοι απ’ όλους τους Ιουδαίους; Και τον πέταξαν έξω απ’ τον τόπο που συνεδρίαζαν, σκοπεύοντας να τον αφορίσουν και να του απαγορεύσουν να συμμετέχει πλέον στις λατρευτικές τελετές του ναού. Στο μεταξύ άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω για την παρρησία με την οποία διεκήρυττε την αλήθεια, και αφού τον βρήκε, του είπε: ‘’Εσύ, αντίθετα με τους άπιστους Ιουδαίους, πιστεύεις στον Υιό του Θεού;’’ Κι εκείνος του αποκρίθηκε: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;)»[Ιω.9,34-36].
Εκείνοι οι οποίοι για την αλήθεια και την ομολογία του Χριστού πάσχουν κάτι κακό και υβρίζονται, αυτοί κυρίως είναι εκείνοι, οι οποίοι τιμώνται· διότι όπως εκείνος, ο οποίος χάνει τα χρήματά του για Αυτόν, αυτός κυρίως είναι ο οποίος βρίσκει αυτά[δηλαδή λαμβάνει από τον Θεό την πρέπουσα αμοιβή] και εκείνος ο οποίος δεν αγαπά την ψυχή του[δηλαδή δεν φροντίζει να σώσει την επίγεια ζωή του, για να κερδίσει την επουράνια], εκείνος κυρίως είναι ο οποίος Τον αγαπά , έτσι και εκείνος ο οποίος υβρίζεται και περιφρονείται από τους άλλους, εκείνος κυρίως είναι ο οποίος τιμάται· αυτό ακριβώς συνέβη και στον τυφλό. Εκδίωξαν λοιπόν αυτόν από το ιερό οι Ιουδαίοι και βρήκε αυτόν ο Δεσπότης του ιερού. Απομακρύνθηκε από το νοσηρό συνέδριο και συνάντησε τη σωτήρια πηγή· προσβλήθηκε από εκείνους, οι οποίοι προσέβαλαν τον Χριστό, και τιμήθηκε από τον Δεσπότη των αγγέλων (τέτοια είναι τα έπαθλα της αλήθειας)· έτσι και εμείς αν αφήσουμε εδώ τα χρήματα, εκεί θα έχουμε το θάρρος να απολογηθούμε· αν εδώ δώσουμε ηθική και οικονομική ενίσχυση στους θλιβόμενους, θα αναπαυθούμε στους ουρανούς· αν υβρισθούμε για τον Θεό, θα τιμώμαστε και εδώ και εκεί.
Όταν λοιπόν έδιωξαν αυτόν από το ιερό, τον βρήκε ο Ιησούς. Δείχνει ο Ευαγγελιστής ότι προς τον σκοπό αυτόν ήλθε, ώστε να συναντήσει αυτόν. Και πρόσεξε με τι τον αμείβει, δηλαδή με το κυριότερο από τα αγαθά· διότι και τον Εαυτό Του γνώρισε σε αυτόν, ο οποίος προηγουμένως Τον αγνοούσε, και στη χορεία των μαθητών τον κατέταξε. Εσύ επίσης παρατήρησε πώς δείχνει ο Ευαγγελιστής την επιμέλεια του τυφλού για την ακρίβεια· δηλαδή όταν είπε Εκείνος: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;», ο τυφλός λέγει: «Κύριε, και ποιος είναι;». Διότι ουδέποτε μέχρι τότε δεν Τον γνώριζε, αν και είχε θεραπευθεί· διότι ήταν τυφλός, πριν έλθει προς τον ευεργέτη και μετά την ίαση συρόταν από εκείνους τους κύνες.
Όπως ακριβώς κάποιος αγωνοθέτης λοιπόν, έτσι και Εκείνος δέχεται έναν αθλητή, ο οποίος πολύ κοπίασε και στεφανώθηκε. Και τι λέγει; «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». Για ποιο λόγο; Μετά από τόση αντιλογία, την οποία αντέταξε ο τυφλός προς τους Ιουδαίους, μετά από τόσα λόγια που με παρρησία υπερασπίστηκε τον Ευεργέτη του ενώπιόν τους, ρωτά ο Ιησούς: «Εάν πιστεύεις», όχι επειδή αγνοεί, αλλά επειδή θέλει, να φανερώσει στον θεραπευμένο ποιος είναι Εκείνος που τον θεράπευσε, και για να δείξει ότι εκτιμά πολύ την πίστη του σε Αυτόν. « Με ύβρισε τόσο πλήθος, αλλά εγώ δε σκέπτομαι εκείνους· ένα πράγμα με ενδιαφέρει, να πιστέψεις εσύ»[πρβλ. Σοφ. Σειράχ,16,3:«κρείσσων γὰρ εἷς ποιῶν τό θέλημα Κυρίου ἢ μύριοι παράνομοι(:καλύτερος είναι ένας που κάνει το θέλημα του Κυρίου παρά δέκα χιλιάδες παράνομοι)»].
«Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». Σαν να ήταν παρών κατά την εξέταση του τυφλού από τους Φαρισαίους και να άκουγε τους υβριστικούς τους λόγους, έτσι τον ρωτά, αφού προηγουμένως έκανε τον τυφλό να Τον ποθήσει· διότι δεν είπε: «Αμέσως πίστεψε», αλλά ρώτησε. Τι λέει λοιπόν εκείνος; «Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(: Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να τον πιστέψω;)»[Ιω. 9,38].Αυτός ο λόγος είναι μιας ψυχής, η οποία κατέχεται από πόθο και σφοδρή επιθυμία. Αγνοεί ποιος είναι Αυτός, υπέρ του οποίου συζήτησε με τους Φαρισαίους, για να μάθεις την αγάπη του προς την αλήθεια· διότι ακόμη δεν είχε δει Αυτόν.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν(:Του είπε τότε ο Ιησούς:’’Μα τον έχεις κιόλας δει με τα μάτια σου. Αυτός που μιλάει αυτή τη στιγμή μαζί σου, αυτός είναι ο Υιός του Θεού’’)». Δεν είπε «Εγώ είμαι», αλλά έμμεσα και συγκεκαλυμμένα· «Και Τον έχεις δει με τα μάτια σου». Αυτό ακόμη δεν ήταν ευκρινές· για τον λόγο αυτό πρόσθεσε το σαφέστερο: «Αυτός που ομιλεί μαζί σου, Εκείνος είναι». Και απαντά ο τυφλός: «Πιστεύω, Κύριε·καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ (:’’Πιστεύω, Κύριε’’. Και τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού και Κύριο)».
«Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται(:μετά λοιπόν από την πίστη αυτή που εκδήλωσε ο τυφλός που θεραπεύτηκε, σε αντίθεση με την απιστία των Ιουδαίων, είπε ο Ιησούς: ‘’Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό για να τον φέρω σε κρίση και να ξεχωρίσουν οι καλοπροαίρετοι από τους διεστραμμένους. Και αυτή η κρίση θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Εκείνοι που θεωρούνται από τους νομομαθείς γραμματείς ότι είναι τυφλοί και βυθισμένοι στο σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης, αυτοί θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι που παρουσιάζονται ως γνώστες των Γραφών και νομίζουν αλαζονικά ότι βλέπουν, θα καταντήσουν σε πνευματική τύφλωση’’)»[Ιω.9,39].Και δεν είπε «εγώ είμαι αυτός που σε έχει θεραπεύσει, αυτός που σου είπε: ‘’πήγαινε και νίψου στον Σιλωάμ’’», αλλά αφού παρασιώπησε όλα εκείνα, λέγει: «Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;»
Κατόπιν, δείχνοντας αυτός που θεραπεύτηκε την πολλή καλή διάθεσή του για Εκείνον, Τον προσκύνησε αμέσως(πράγμα το οποίο λίγοι από όσους θεραπεύτηκαν έπραξαν, όπως οι λεπροί και μερικοί άλλοι), δείχνοντας με την πράξη αυτή τη θεϊκής προελεύσεως δύναμή του Ιησού. Διότι, για να μη νομίσει κανείς, ότι αυτό που ειπώθηκε από αυτόν είναι μόνο λόγος, πρόσθεσε και την πράξη και προσκύνησε τον Ιησού.
Είδες τον κήρυκα της αλήθειας και πώς η πτωχεία του δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την εγκαρτέρησή του; Βλέπεις πόσα άκουσε εξαρχής και πόσα έπαθε; Και βλέπεις πώς με λόγια και με έργα έδωσε τη μαρτυρία του για τον Ιησού; Αυτά λοιπόν έχουν γραφεί για να μιμούμαστε και εμείς το παράδειγμα εκείνου· διότι εάν ο επαίτης, ο τυφλός, ο οποίος ούτε είχε δει αυτόν, τόσο θάρρος αμέσως έδειξε πριν ακόμη ενθαρρυνθεί από τον Χριστό, αφού στάθηκε ενώπιον όλου του πλήθους εκείνου του αιμοδιψούς και δαιμονισμένου και μαινόμενου και που ήθελε με τα λόγια και τη μαρτυρία εκείνου να καταδικάσει τον Χριστό και δεν υποτάχτηκε και δεν υποχώρησε, αλλά με όλο το θάρρος αποστόμωσε αυτούς, πόσο μάλλον εμείς, οι οποίοι τόσο χρόνο ζήσαμε με πίστη, οι οποίοι άπειρα θαύματα έχουμε δει δια της πίστεως, οι οποίοι περισσότερο από τον τυφλό έχουμε ευεργετηθεί και οι οποίοι έχουμε αναβλέψει ως προς τους οφθαλμούς της ψυχής, και οι οποίοι έχουμε δει τα ανέκφραστα μυστήρια και έχουμε κληθεί σε τόσο μεγάλη τιμή, πρέπει να δείξουμε όλο το θάρρος υπέρ Αυτού απέναντι σε εκείνους, οι οποίοι επιχειρούν να διατυπώσουν κατηγορία και να λένε κάτι ενάντια στους Χριστιανούς και να τους αποστομώνουμε και όχι αλογίστως να τους ανεχόμαστε.
Θα μπορέσουμε να το επιτύχουμε αυτό και να το κάνουμε, εάν και θάρρος έχουμε και στις θείες Γραφές προσέχουμε, και δεν ακούμε αυτές με επιπόλαιο τρόπο· διότι εάν κανείς εδώ εισέρχεται τακτικώς, και αν ακόμη δεν διαβάζει στην οικία του τις Γραφές, αλλά προσέχει τα λεγόμενα εδώ, αρκεί και ένα έτος για να αποκτήσει αυτός μεγάλη εμπειρία· διότι δε διαβάζουμε σήμερα μεν αυτές και αύριο άλλες Γραφές, αλλά πάντοτε διαβάζουμε τις ίδιες· αλλά όμως τόσο άθλια διάθεση έχουν οι περισσότεροι, ώστε μετά από τόση ανάγνωση ούτε τα ονόματα των βιβλίων να μη γνωρίζουν και δεν ντρέπονται ούτε φρίττουν, τόσο επιπόλαια και αδιάφορα να εισέρχονται σε θείο ακροατήριο.
[…]Ας δείχνουμε λοιπόν πίστη σε όσα λέγονται ώστε να επιτύχουμε τα αγαθά και της εδώ ζωής και της εκεί με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα ανήκει η δόξα, συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, επιλεγμένα αποσπάσματα από ομιλίες ΝΣΤ΄, ΝΖ΄, ΝΗ΄και ΝΘ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 24-41, 46-59, 53-83 και 91-95.
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 74, σελ. 63-76, 78-87,90-102 και 108-111 .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLRjBhYVFMMTJuekU/view
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:
«ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 4-6-2000]
(Β415)
Ο Κύριος Ιησούς, αγαπητοί μου, είπε κάποτε: «Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;». Αλλά ποια πίστη ο Κύριος θα ζητούσε να βρει όταν κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία θα επανήρχετο εις την Γην;
Είναι ένα χωρίο, το οποίο πάρα πολύ με έχει, προσωπικά, εντυπωσιάσει· που έμμεσα δίδεται η πληροφορία ότι δεν θα υπάρχει η πίστις επί της Γης. Δηλαδή συγκεκριμένα, θα είναι σπάνια η πίστις επί της Γης. Και ποία πίστις; Στο Θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Δηλαδή προϊόντος του χρόνου, οι άνθρωποι θα παύσουν να πιστεύουν εις τον Ιησούν Χριστόν ως τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον. Και τούτο γιατί όλοι μιλούν περί πίστεως, αλλά σε πολλούς χριστιανούς μας, διαφοροποιείται η πίστις. Προσέξτε, διαφοροποιείται η πίστις. Υπάρχει μία πίστις υποκειμενική, με πλείστες όσες παραλλαγές.
Έτσι συνέβη και τότε που ο Κύριος έκανε το θαύμα της θεραπείας του τυφλού. Ο κάθε ένας έλεγε ό,τι ήθελε. Άλλοι επρόβαλλαν ότι αν το θαύμα ήταν πραγματικό. Άλλοι δέχονταν μεν το θαύμα, αλλά δεν το ομολογούσαν, όπως ακριβώς και οι γονείς του τυφλού δεν το ομολογούσαν – μας το λέγει σαφώς ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, διότι εφοβούντο να μη γίνουν αποσυνάγωγοι, επειδή οι άρχοντες είχαν πει ότι όποιος ομολογεί τον Ιησούν ότι είναι ο Μεσσίας, αυτός θα γίνεται αποσυνάγωγος.
Οι άρχοντες θέτουν πολλά ερωτηματικά, αν όντως ήταν θαύμα. Γι΄αυτό, όταν κάλεσαν ή οδήγησαν τον πρώην τυφλόν και τον ερωτούν πώς έγινε αυτό όλο, εκείνος διηγήθηκε το πώς έγινε. Και πάλι τον ξαναρωτούν: «Και πώς έγινε;». Και πάλι: «Και πώς έγινε;». «Καλά», λέγει, «για σταθείτε. Δεν σας είπα; Γιατί ρωτάτε και ξαναρωτάτε ξανά; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθηταί Του;». Εκείνοι θύμωσαν εναντίον του πρώην τυφλού και τον έβγαλαν έξω. «Εσύ», λέει, «είσαι όλος ἐν ἁμαρτίαις και θα μας πεις εμάς ότι θέλομε να γίνομε μαθηταί Εκείνου;». Δεν λένε το όνομά Του… «Εκείνου». Δεν λένε το όνομά Του… Και σημειώσατε ότι υπήρχε η αντίληψις ότι ένας που γεννιέται με ένα σημάδι, ένα παιδί ή ο ίδιος, λέει, αμάρτησε(Μα πότε; Στα σπλάχνα της μάνας του αμάρτησε; Πότε;) ή αμάρτησαν οι γονείς του. Αφού λοιπόν είχε τύφλωσιν ο άνθρωπος αυτός, άρα λοιπόν θα πρέπει οι γονείς του να είχαν αμαρτήσει. Κ.λπ. κ.λπ.
Ο μόνος που απεδέχθη το θαύμα ήταν, αγαπητοί μου, ο ίδιος ο τυφλός. Κι όταν λίγο αργότερα, βρήκε ο Κύριος έξω τον πρώην τυφλόν, αφού έμαθε ότι τον είχανε βγάλει έξω κ.λπ. κ.λπ. του είπε: «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Και λέγει ο τυφλός, ο πρώην τυφλός: «Τίς ἐστιν, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;(Κύριε, ποιος είναι για να πιστέψω σε αυτόν;). Και ο Κύριος του απαντά: «Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν»(Και τον έχεις δει και Εκείνος που ομιλεί τώρα μαζί σου είναι ο Αυτός. Που σου είπα, αν πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού). Και τότε ο τυφλός απαντά: «Πιστεύω, Κύριε». «Καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ένας χαριτωμένος σύντομος διάλογος, κατά πόσο θα μπορούσε κανείς να πιστεύσει. Μάλιστα, επιτρέψατέ μου μία παρένθεση. Βέβαια δεν άνοιξε όλα τα μάτια των τυφλών της Παλαιστίνης. Ούτε εφεξής ανοίγουν τα μάτια των τυφλών μέσα στην Ιστορία από Χριστιανούς· Ιεραποστόλους, ιερείς κλπ. Αλλά γιατί άνοιγε τα μάτια των τυφλών ο Κύριος; Για να δουν στο πρόσωπο τον Μεσσία. Είναι συγκινητικό αυτό. Τον Οποίον, εάν σωθούν, θα βλέπουν εις τους αιώνας των αιώνων. Είναι μέσα στη Βασιλεία του Χριστού, είναι ένα μικρό προοίμιον ότι θα βλέπομε το πρόσωπον Αυτού, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή: «Ὃτι ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστίν». Προσέξτε. «Καθώς ἐστίν». Όπως είναι.
Είδαμε ποικίλες θέσεις πίστεως ή απιστίας έναντι του Θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Δηλαδή μία διαφοροποίηση της πίστεως ή πολλές διαφοροποιήσεις, όπως σας είπα από την αρχή, της πίστεως. Ό,τι ακριβώς είπε και ο Κύριος για το Θεανθρώπινο πρόσωπό Του στα έσχατα. «Άραγε», λέει, «θα βρω την πίστιν επί της Γης;».
Βέβαια, πίστις και πιστεύω είναι μία εύκολη λέξις να τη λέμε. Αλλά η αληθινή πίστις έχει και προϋποθέσεις έχει και συνέπειες. Προϋποθέσεις μιας υγιούς πίστεως είναι η ταπείνωσις, αγαπητοί μου· ώστε να αποδεχθείς ό,τι σου αποκαλύπτεται. Χωρίς προσθαφαιρέσεις και συμπεράσματα κατά το δοκούν, όπως το νομίζεις. Σήμερα οι Χριστιανοί μας έχουν τις επιλογές τους. Κοιτάξτε: Τις επιλογές τους, πάνω στο θέμα της πίστεως. Σου λέει ο ένας: «Πιστεύω κατά τον τρόπο μου». Πόσες φορές το έχομε ακούσει αυτό. «Πιστεύω κατά τον τρόπο μου»… Αδελφέ μου, υπάρχει πίστις υποκειμενική κατά τον τρόπο σου; Μία είναι η πίστις και δεν διαφοροποιείται. Απόδειξις εδώ ότι απουσιάζει η ταπείνωσις. Δεν θέλει να αποδεχθεί την εξ αντικειμένου κηρυσσομένη και λεγομένη πίστη. Όχι. Την απορρίπτει αυτή. Θέλει να πιστεύει, όπως εκείνος κρίνει. Άλλα πράγματα θα δεχθεί, άλλα πράγματα δεν θα δεχθεί. Βλέπετε λοιπόν ότι έχομε εδώ μία υπερηφάνειαν; Δηλαδή μία απουσία της ταπεινοφροσύνης;
Είναι ακόμη και η αγαθή προαίρεση. Τι προαιρέσεως άνθρωπος είσαι. Είναι η αδολότης, όπως την διετύπωσε ο Κύριος, αγαπητοί μου, όταν είδε τον Ναθαναήλ. «Να», λέει, «ένας αληθινός Ισραηλίτης». Ο ευθύς άνθρωπος. Ξέρετε παρά ταύτα, πόσοι λένε ότι έχουν ευθύτητα, και όμως δεν έχουν ευθύτητα; Απατούν και τον εαυτό τους και τους άλλους. Καλύτερα… τον εαυτό τους απατούν, διότι οι άλλοι, μία, δυο, τρεις φορές, θα αντιληφθούν ότι δεν έχουν ευθύτητα οι άνθρωποι αυτοί.
Έχουμε και τις συνέπειες… Αν η πίστις που διατίθεται είναι ορθή, αυτή και θα δικαιωθεί, αυτή και θα επαινεθεί. Αν η πίστις δεν είναι όπως τη θέλει ο Θεός, διότι ο καθένας έχει τον τρόπο του να πιστεύει, τότε καμία δικαίωσις δεν θα υπάρξει.
Μία πίστις, αλήθεια, κατά το δοκοῦν, πέστε μου, σας παρακαλώ, θα εθαυματούργει; Ποτέ. Ποτέ! Οι Εβραίοι πίστευαν τον Μεσσίαν· ότι κάποτε θα έρθει ο Μεσσίας. Αλλά το πρόσωπό Του το φόρτωσαν με πολλές υποθέσεις, ώστε όταν ήρθε ο Χριστός δεν τον ανεγνώρισαν και δεν Τον απεδέχθησαν· παρότι η Αγία Γραφή, η Παλαιά Διαθήκη, μας δίνει χαρακτηριστικά του Μεσσίου πάμπολλα, πλήθος. Αλλά εδώ οι άνθρωποι αυτοί μελετούσαν, μελετούσαν τους προφήτες κ.τ.λ., τελικά δεν ανεγνώρισαν τον Ιησούν Χριστόν. Λέγει.. είπαν οι τότε, οι σύγχρονοι με τον τυφλόν, πρώην τυφλόν, οι άρχοντες, Φαρισαίοι, Γραμματείς, ιερείς, οι αρχιερείς, ήσαν αρκετοί αρχιερείς, διότι τους ανέβαζαν και τους κατέβαζαν, απλώς απαντώ σε μία τυχόν απορία σας, τους ανέβαζαν και τους κατέβαζαν οι Ρωμαίοι. Αρκεί να σας έλεγα ότι ήταν ισόβιος ο αρχιερεύς και ήταν μόνο ένας. Αλλά όπως συνέφερε εις τους Ρωμαίους, που ήταν βέβαια στρατός κατοχής, ανέβαζαν και κατέβαζαν τους αρχιερείς. Τι απήντησαν τώρα με την υπόθεση αυτού του πρώην τυφλού; «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». «Γνωρίζομε», λέγει, «ότι ο Θεός μίλησε εις τον Μωυσέα. Αυτός; Ο Ιησούς; Δεν ξέρομε την προέλευσή Του». Και όμως αν μελετούσαν τον λόγο του Θεού, θα γνώριζαν πολλά.
Έτσι, λοιδορούν τον πρώην τυφλόν που υπερασπιζόταν τον Ιησούν Χριστόν. Λέει: «Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά μόνο τούτο σας λέγω: ότι ο Θεός αμαρτωλούς ανθρώπους δεν ακούει». Και του λέγουν εκείνο που σας είπα: «Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς;». Και όπως σας είπα, τον πέταξαν έξω. Μία περιπέτεια δηλαδή… Ενώ ο Κύριος βεβαιώνει, επάνω στο ίδιο το αντικείμενον ότι η τύφλωση του ανθρώπου -γιατί ερωτήθηκε από τους μαθητάς Του- η τύφλωσις αυτού του συγκεκριμένου ανθρώπου δεν ήταν αποτέλεσμα τυχόν αμαρτιών. «Ούτε οι γονείς του», λέει, «αμάρτησαν, ούτε αυτός αμάρτησε». Πότε θα προλάβαινε να αμαρτήσει, αφού γεννήθηκε τυφλός. «Και συνεπώς αυτό έγινε», λέει ο Κύριος, «ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ».
Πάνω σε αυτό το ημιστίχιον θα είχαμε να πούμε πάρα πολλά. Δυστυχώς δεν έχομε χρόνο. Ότι δηλαδή προετοιμάστηκε μία κατάστασις, για να γίνει το θαύμα, όταν θα ήρχετο ο Θεός Λόγος επάνω εις την Γην. Θα σας έλεγα, έτσι δειγματοληπτικά, ο λόφος της Σιών έγινε εκ των προτέρων δια να ικανοποιηθεί το έργον του Μεσσίου. Κλπ, κλπ. κλπ. Πλήθος, πλήθος, πλήθος… Η εκλογή δε αυτού του τόπου, της Παλαιστίνης, που οδηγήθηκε ο Αβραάμ έγινε από τον Θεόν, Θεόν Λόγον, από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Του λέει: «Πήγαινε από δω, πήγαινε από κει…». Και του λέει: «Εδώ θα μείνεις». Εδώ. Αυτή είναι η γη της Επαγγελίας κ.λπ. κ.λπ. Όπως δηλαδή θα ήθελε να εμφανιστεί ο Θεός Λόγος μέσα εις την Ιστορίαν. Δεν λέγω περισσότερα.
Και τίθεται το ερώτημα: Καλά οι Γραμματείς και οι άλλοι, δεν εγνώριζαν γράμματα; Πώς διάβαζαν τους προφήτας; Πώς διάβαζαν τον Ησαΐα; Κι όταν διάβαζαν τους προφήτας, πώς τους καταλάβαιναν; Και πώς τους ερμήνευαν; Εδώ βλέπει κανένας ότι είχαν βάλει ένα τυφλοπάνι στα μάτια τους οι ερμηνευταί. Γιατί; Διότι ήθελαν να ερμηνεύουν βάσει των προσωπικών τους επιθυμιών. Περίεργο… Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ερμηνεύουν βάσει των προσωπικών τους επιθυμιών τον λόγο του Θεού. Έτσι, ποια ήταν τα στοιχεία εκείνα που τους έκαναν να ερμηνεύουν έτσι; Ήταν, αγαπητοί μου, ήταν εθνικές βλέψεις και οικονομικές καταστάσεις. Το ακούσατε; Εθνικές βλέψεις και οικονομικές καταστάσεις. Έτσι λοιπόν απέδωσαν και φόρτωσαν εις τον Μεσσία ότι θα ήταν ένα πρόσωπον που θα τους απελευθέρωνε από εκείνον τον φοβερόν ζυγόν των Ρωμαίων – προηγήθηκαν οι Έλληνες, προηγήθηκαν κι άλλοι ακόμη, οι Βαβυλώνιοι κ.λπ., οι Ασσύριοι· ήταν κάπου 600 και πλέον χρόνια κάτω από κατοχή. Για να αποκτήσουν την ελευθερία τους.
Τώρα, μεσούντος του 20ού αιώνος μετά Χριστόν, 2.500 χρόνια κάτω από κατοχή, έτσι λοιπόν διαστρεβλώθηκε μέσα τους η αντίληψη ότι ο Μεσσίας είναι ένα εθνικόν πρόσωπον. Και ακόμη, όταν θα ήρχετο, θα έτρωγαν οι Εβραίοι με χρυσά κουτάλια. Μέχρι σήμερα το ξέρομε ότι οι Εβραίοι πάντοτε επιθυμούν την ευημερία, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Έχουν γίνει τραπεζίται, τα ξέρετε αυτά. Ναι. Είναι μέσα στο αίμα τους η εθνική απελευθέρωσις, η οποία έγινε, αλλά είναι… χμ… είναι… μαλώνουν με τους Παλαιστινίους… δεν κάνω πολιτική, απλώς σκιαγραφώ την κατάσταση τη σημερινή. Και παντού πάντα θέλουν να έχουν χρήματα. Να πλουτίσουν, να πλουτίσουν… Σαν να τους έλειψε να φάνε και θέλουν να φάνε. Και όχι μόνο να φάνε, να ευημερούν, αλλά και με χρυσά κουτάλια να ευημερούν.
Έτσι και οι Χριστιανοί μας, αγαπητοί μου. Ναι. Και οι Χριστιανοί μας πλανώνται με ψευδοπίστεις, διάφορες πίστεις. Και ο Θεός επιτρέπει να πλανώνται επειδή προτάσσουν τα πάθη τους και τις επιθυμίες τους.
Η πίστις, αγαπητοί μου, είναι μεγάλη υπόθεση. Ο Κύριος είπε: «Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν». Πείτε στο βουνό αυτό να πάει πιο πέρα, και θα πάει πιο πέρα. Με αυτήν την εικόνα θέλει ο Κύριος να δείξει ποια είναι η δύναμις της πίστεως. Έτσι, θα λέγαμε, είναι δυνατά πάντοτε εις τον πιστεύοντα. Οι μαθηταί βέβαια διέθεταν πίστιν όταν ακολούθησαν τον Κύριον. Εντούτοις παρακαλούν τον Κύριον να τους προστεθεί πίστις. «Πρόσθες ἡμῖν, Κύριε, πίστιν». Δηλαδή σε αυτή που υπήρχε να προστεθεί κι άλλη, κι άλλη πίστις. Η πίστις είναι δώρον στις καλοπροαίρετες καρδιές. Είναι άκτιστος ενέργεια που προσγειούται στις αγαθές καρδιές. Άκτιστος ενέργεια. Έρχεται από τον Θεόν.
Πρέπει να πούμε ότι οι σύγχρονοι Χριστιανοί μας ορθολογίζουν. «Ορθολογίζω» θα πει «προσπαθώ να καταλάβω κάτι με το μυαλό μου. Κι επειδή βέβαια το μυαλό μου δεν τα χωράει όλα, ό,τι δεν καταλάβω, το απορρίπτω». Μα δεν είναι ό,τι δεν καταλαβαίνω να το απορρίψω. Αυτήν την στιγμήν φερειπείν, σε αυτόν τον χώρον εδώ, έχομεν ομιλίες μουσικές… Τις ακούτε, τις βλέπετε; Αποκαλύπτονται με έναν δέκτην ραδιοφώνου. Σημαίνει επειδή τώρα τίποτε δεν ακούμε, ότι δεν υπάρχουν αυτές όλες οι φωνές;
Βέβαια η σύγχρονη επιστήμη έδειξε και καταέδειξε ότι ο Ορθολογισμός δεν είναι παρά μία αρρώστια, αρρώστια του νου. Ερωτήσατε, πόσοι Χριστιανοί μας πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού. Ερωτήσατε, πόσοι πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών, ότι θα αναστηθούν οι νεκροί… Ερωτήσατε περί της Δευτέρας παρουσίας του Χριστού και περί της τελικής κρίσεως εάν πιστεύουν… Ερωτήσατε περί αιωνίου κολάσεως και αιωνίου ζωής… Και τότε θα δείτε τι απάντηση θα πάρετε σε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Για να δείτε ότι πόσο χωλαίνει η πίστις, διαφοροποιείται η πίστις εις τους Χριστιανούς μας. «Α, στην Ανάσταση του Χριστού πιστεύω αλλά δεν πιστεύω, βάζω ερωτηματικό στην ανάσταση των νεκρών». Έτσι έκαναν και οι πρόγονοί μας οι Κορίνθιοι. Και τους γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Εάν», λέγει, «οι νεκροί δεν αναστηθούν, τότε ούτε ο Χριστός ανεστήθη». Γιατί είναι το ένα συνέπεια του άλλου. Και συνεπώς είμεθα εις τον ίδιον παρονομαστήν, στις αμαρτίες μας, και δεν έχομε σωτηρία.
Λέγει ο μακαριστός Πόποβιτς ότι αν θέλεις να δεις κατά πόσο η πίστις σου είναι ορθή και υγιής, να την αντιπαραβάλεις, να τη συγκρίνεις με τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Κι εγώ πολλές φορές έχω πει όταν ο άλλος μου λέει: «Δεν πιστεύω στην ανάσταση των νεκρών, δεν χωράει το μυαλό», ορθολογισμός! Εδώ ο Θεός μας έκανε εκ του μηδενός και δεν θα μας κάνει εκ του είναι, εκ του όντος; «Τι λες, άνθρωπέ μου; Ύστερα… το Πιστεύω το ξέρετε;». «Πώς!». Τον βάζω να το πει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν…». Καταλαβαίνεις τι λες εδώ; Ομολογείς ότι περιμένεις ανάσταση νεκρών κι εσύ λες ότι δεν πιστεύεις;
Έχομε σήμερα οι Χριστιανοί μας, αγαπητοί μου, τύφλωση φοβερή! Σήμερα Κυριακή του Τυφλού, γι΄αυτό έχομε το θέμα τούτο. Τύφλωση φοβερή! Ο Κύριος είπε: «Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε;». «Σας είπα επίγεια πράγματα και δεν πιστεύετε. Πού να σας πω και ουράνια πράγματα. Θα πιστεύατε;». Σίγουρα όχι. Και «ἐπίγεια» τι είναι; Όταν το κάπνισμα βλάπτει, δεν είναι ανάγκη να μας το πει ο Χριστός αυτό. Το βλέπομε δε μπροστά μας σε μεγάλες αφίσες που διαφημίζουν το τσιγάρο και από κάτω γράφει ότι: «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά». Πέστε μου, ποιος σταμάτησε να καπνίζει ή ποιος δεν θέλησε να προχωρήσει να καπνίζει, ιδίως τα παιδιά, νέα παιδιά, επειδή υπάρχει αυτή η επιγραφή, ή εμποδίστηκαν. Πουθενά τίποτα. Δεν πιστεύουν οι άνθρωποι σε πράγματα που φαίνονται. «Το AIDS», σου λέει… «θα αυξάνει ο αριθμός των θυμάτων του AIDS». Κι όμως δεν πιστεύουν. Πολλές φορές άμα ακούει κανείς από εκπομπές κτλ. προσπάθειες να γίνονται κατά των ναρκωτικών, προπαντός εναντίον των ναρκωτικών, του τσιγάρου κ.τ.λ., μα, δεν καταλαβαίνετε άνθρωποι ότι θα αρρωστήσετε; Δεν το πιστεύουν… Λένε πολλά πράγματα. Λένε ότι είναι θέμα ενημερώσεως. Δεν είναι θέμα ενημερώσεως μόνον. Είναι και θέμα πίστεως. Επί επιγείων πραγμάτων. Θα ενημερωθείς αλλά και θα πιστέψεις ότι όντως βλάπτει φερειπείν το ναρκωτικό. Γιατί το παίρνεις; Σταμάτησαν τα ναρκωτικά παρά την τόση μεγάλη ενημέρωση που υπάρχει; Όχι! Γιατί λείπει αυτό το στοιχείο της πίστεως. Της πίστεως όχι στον Θεό, αλλά της πίστεως ότι τα πράγματα είναι έτσι. Και ότι βλάπτουν.
Τι να πούμε για την ανάγκη της πίστεως για τα έσχατα; Πολλοί θεωρούν την πορεία της Ιστορίας κυκλική. Ξαναγυρίζομε στο ίδιο σημείο. Δεν είναι αυτό. Είναι ευθύγραμμη η Ιστορία. Προσέξατέ το. Ξεκίνησε ο κόσμος και θα τελειώσει ο κόσμος. Τουλάχιστον εις την μορφήν εις την οποίαν ευρίσκεται. Πολλοί πιστεύουν σε έναν κόσμο καλύτερο, τη στιγμή που ο κόσμος πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Η παρακμή δε που δέρνει τον κόσμον αυτή τη στιγμή παγκοσμίως, η παρακμή, δεν έχει το προηγούμενό της. Ποιοι τα βλέπουν όλα αυτά; Εκείνοι που έχουνε μάτια, τα βλέπουν. Όλα ξηλώνουν, όλα ξεφτίζουν, όλα βυθίζονται εις την λάσπην. Τα πάντα! Όταν ετοιμάζονται στην παραδοχή ομοφυλοφιλικών γάμων, τι θα λέγατε; Μπήκα σε έναν πειρασμό. Χθες το σκέφτηκα αυτό. Το έλεγα σε κάποιους που ήσαν εδώ. Το απόγευμα, είχαμε μια ομιλία. Άραγε … καλά, να μην μπει το θρήσκευμα, ξέρω γω, να μην μπει… ξέρω γω. Να μην μπει όμως αν είσαι παντρεμένος ή όχι, να μην μπει η σύζυγος ή ο σύζυγος, δεν το καταλαβαίνω. Εσείς το καταλαβαίνετε; Κάποια στιγμή σκέφτηκα και λέω, υποθέτω: Τι σύζυγο θα βάλει ο άνδρας όταν τα έχει, παντρεύεται, με έναν ομοφυλόφιλο; Αφού παίρνουν και διαμερίσματα στην Αγγλία, δεν ξέρω πού. Ναι. Όπως παίρνουν διαμερίσματα σε μία πολυκατοικία του Δήμου. Πού να μπει λοιπόν η σύζυγος, όταν αυτός είναι παντρεμένος με έναν άλλον άνδρα; Ναι. Αν θέλετε, δεχθείτε το. Κι όμως όλα είναι γραμμένα και διαβάζονται μόνο από εκείνους που μπορούν να βλέπουν.
Λέγει ο Δανιήλ: «Καί λόγους πρός τόν Ὕψιστον λαλήσει καί τούς ἁγίους Ὑψίστου παλαιώσει (ο Αντίχριστος) καί ὑπονοήσει (θα σχεδιάσει) τοῦ ἀλλοιῶσαι καιρούς καί νόμον καὶ δοθήσεται ἐν χειρὶ αὐτοῦ ἕως καιροῦ καὶ καιρῶν καὶ ἥμισυ καιροῦ». Σε ένα ημιστίχιο θα μείνω. Ότι σχεδιάζει να αλλοιώσει «καιρούς και νόμον». Ξέρετε τι θα πει «καιρούς και νόμον;». Ο «νόμος» είναι η αλλοίωσις του νόμου· που τον έχομε τον νόμο γραμμένο και στη συνείδησή μας. Ξέρετε τι είναι οι «καιροί»; Είναι η φύσις. Ο γάμος είναι φυσικόν πράγμα. Όταν όμως εσύ αλλοιώνεις κάτι που είναι φυσικόν πράγμα και παντρεύεσαι έναν ομοφυλόφιλο, να ΄το… Είναι γραμμένα αυτά. Ποιος τα διαβάζει; Και ποιος μπορεί να προλάβει το κακό που έρχεται καλπάζον;
Πολλά πράγματα γίνονται λοιπόν στην εποχή μας, που προμηνύουν το τέλος της Ιστορίας. Και όμως επικρατεί τύφλωση, που τίποτα δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι.
Αγαπητοί, τονίζει ο Θεός δια του προφήτου Ιεζεκιήλ: «Τάδε λέγει Κύριος·πέρας ἥκει (ήρθε το τέλος), τὸ πέρας ἥκει ἐπὶ τὰς τέσσαρας πτέρυγας τῆς γῆς. ἥκει τὸ πέρας ἐπὶ σὲ τὸν κατοικοῦντα τὴν γῆν». Ήρθε το τέλος. Κι αυτός ακόμη ο λαός του Θεού θέλει να πάσχει από βαριά τύφλωση. Ποιος είναι ο λαός του Θεού; Οι Χριστιανοί. Για να ακουστεί και πάλι η φωνή του Θεού: «Ὃτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι -που είναι στην Αποκάλυψη γραμμένο- καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω, -καὶ οὐκ οἶδας (δεν γνωρίζεις) ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός,- Συμβουλεύω σοι (σε συμβουλεύω) ἀγοράσαι παρ᾿ ἐμοῦ κολλύριον (φάρμακο των ματιών να αγοράσεις από μένα) καὶ ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς». Και ποιο είναι το κολλύριο που θα ανοίξει τα μάτια μας και που πρέπει να αγοράσουμε από τον Χριστόν; Είναι, αγαπητοί μου, το Πνεύμα το Άγιον. Για το οποίο λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐστί το ποιοῦν ἑτέρους ὀφθαλμούς». Αυτό θα σου δώσει άλλα μάτια να βλέπεις την πραγματικότητα. Και τότε θα δούμε σε τι διάλυση βρίσκεται, αγαπητοί, ο σημερινός κόσμος…
Επιτρέψατέ μου να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού που ομολογεί: «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ(εν εννοία ηθική)· ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν –τηλεόρασις- καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου». Τρία αυτοκίνητα στη διάθεσή μας η κάθε οικογένεια… «Παιδία», λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν». Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_836.mp3
Από το βιβλίο: Ομιλίες Αγ. Βελιμίροβιτς – Τόμος Γ (Αναστάσεως Ημέρα)
Μέγας εἶναι ὁ Θεός μας , μεγάλα καὶ τὰ ἔργα Του! Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ τέλος στὰ θαυμάσια Τοῦ (πρβλ. Ψαλμ. όστ΄ 13,14)! Δὲν ὑπάρχουν μάτια ποῦ νά ‘χοῦν δεῖ όλ’ αὐτὰ τὰ θαυμάσια, δὲν ὑπάρχει γλῶσσα νὰ τὰ διηγηθεῖ, μὰ οὔτε καὶ νοῦς νὰ τὰ συλλάβει. – Τὰ μάτια εἶδαν κι ὅταν ἦρθε ὁ θάνατος ἔκλεισαν. Ἡ γλῶσσα διηγήθηκε καὶ μουγγάθηκε. Ὁ νοῦς συνέλαβε κι ἔπειτα ὅλα τὰ κάλυψε ἡ λήθη. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ θαυμάσια καὶ ν’ ἀγνοεῖ τὸ θαυματουργό; Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ θαυματουργὸ καὶ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ζεῖ;
Ὅλη ἡ φωτιὰ ἦρθε στὴ γῆ κι ἐξακολουθεῖ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἥλιο. Γιατί δὲν κατέβηκε ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος στή γῆ, ἀντὶ νὰ παρουσιάζεται λίγο στὴ γῆ, λίγο στὸ νερό, λίγο στὸν ἀέρα, λίγο στὰ δάση καὶ λίγο στὰ ζῶα; Γιατὶ σὲ κάθε μερικὴ παρουσίασή του ὁ ἥλιος κρύβεται πίσω ἀπὸ ἕνα σκοῦρο καὶ κρύο παραπέτασμα; Γιατί δὲν κατέβηκε ὁλόκληρος στὴ γῆ γιὰ νὰ φτιάξει τὰ πράγματα ποὺ γίνονται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ φώς του, φορῶντας σάρκα καὶ περιορισμένος μέσα στὴ σάρκα; Ἐπειδὴ ἂν πλησίαζε πολὺ κοντά, ἢ γῆ θὰ ἔλιωνε, θὰ ἐξαφανιζόταν σὰν ἀτμός, θὰ χανόταν.
Ποιός θνητὸς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν ἥλιο καὶ νὰ ζήσει; Καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶναι παρὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ὁ ἥλιος εἶναι σὰν σκοτάδι. Ποιός ἑπομένως θὰ μποροῦσε νὰ κοιτάξει το Θεὸ τῶν θαυμασίων καὶ νὰ ζήσει;
Δὲ σοῦ εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσεις ὅτι ὁ Κύριος Ἰησους ἔπρεπε νὰ κρύψει τὴν ἀστραφτερὴ λάμψη τῆς θεότητάς Τοῦ κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ κάλυμμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας; Ποιός ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε ν’ ἀντέξει καὶ νὰ ἐπιζήσει μπροστὰ στὴν παρουσία Του;
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἄν δὲν εἶχε περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς του, ποιός ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ σωθεῖ; Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ἂν κάτι θὰ ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτὸ ἦταν σίγουρα νὰ περιορίσει τὴ δόξα τῆς θεότητάς του, παρὰ νὰ τὴ φανερώσει.
‘Ἀκριβῶς λοιπὸν ἐπειδὴ περιόρισε μὲ πολλὴ σοφία τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς Του δύναμης, ἡ ζωή του στὴ γῆ ἦταν ἡ τέλεια ἁρμονία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀδελφοί μου! Σὰν ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι λιγότερο θαυμαστὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὡς Θεός. Καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶναι θαυμαστός, εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Δὲν εἶναι ὅμως κάποιο θαῦμα ποὺ ἔγινε ἀπὸ μαγεία, μαντεία ἢ κάποιο ἐπιδέξιο τέχνασμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ Κύριος δὲν ἔκανε θαύματα γιὰ νὰ τὸν ἐγκωμιάσουν οἱ ἄνθρωποι. Μήπως πηγαίνει κάποιος ἀπὸ μᾶς σὲ νοσοκομεῖο καὶ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα σὲ τρελούς, κουφούς, ἄλαλους καὶ λεπροὺς γιὰ νὰ λάβει τὸν ἔπαινό τους; Μήπως ὁ βοσκὸς θεραπεύει τὸ πρόβατό του, γιὰ ν’ ἀκούσει τὸ ἐγκωμιαστικὸ βέλασμά του; Τὰ θαύματά Τοῦ καὶ Κύριος τὰ ἔκανε μόνο γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ νὰ δείξει ἔτσι πῶς ὁ Θεὸς φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ μεγάλη του ἀγάπη.
Το σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Θεός. Μὲ αὐτὸ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν, ἀλλ’ ἀποκαλύπτεται γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ κι ἡ θεότητά Του.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, «παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. θ’ 1). Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀναφέρεται πῶς οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν πάρει πέτρες γιὰ νὰ ρίξουν στὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν στὸ ναό, ἐπειδὴ μιλοῦσε τὴν ἀλήθεια. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοῦργοι Ἰουδαῖοι σκέφτονταν μόνο πῶς θὰ κάνουν κακὸ στὸν Κύριο, Ἐκεῖνος σκεφτόταν μόνο πῶς θὰ εὐεργετήσει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνας ἄνθρωπος καθόταν μπροστὰ στὸ ναό. Εἶχε γεννηθεῖ τυφλὸς καὶ στεκόταν ἐκεῖ ζητῶντας ἐλεημοσύνη. Κανένας ἀπὸ τοὺς κακεντρεχεῖς διῶκτες τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐπαίσχυντους ἄρχοντες καὶ πρεσβυτέρους του λαοῦ, δὲν ἦταν πρόθυμος ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν φτωχὸ αὐτὸν ἄνθρωπο. Ἀκόμα κι ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ἔριχνε λίγα νομίσματα στὰ χέρια του, τὸ ἔκανε περισσότερο γιὰ νὰ τὸν δοῦν οἱ ἄνθρωποι, παρὰ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μὲ τὴ γλῶσσα τοῦ Μωυσῆ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ παλιότερα γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους: «Γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις» (Δευτ. λβ’ 20). Ὁ στοργικὸς Κύριος στάθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο αὐτόν, ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει πραγματικά.
«Καὶ ἤρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτου λέγοντες: ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἶνα τυφλὸς γεννηθεῖ;» (Ἰωάν. θ’ 2). Λίγο νωρίτερα ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει τὸν παραλυτικὸ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα καὶ τοῦ εἶχε πεῖ: «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μὴ χεῖρον σοὶ τί γένηται» (Ἰωάν. ἔ’ 14). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἦταν τόσα πολλὰ χρόνια ἀνάπηρος, ἔφταιγε ὁ ἴδιος μὲ τίς ἁμαρτίες του γιὰ τὴν ἀρρώστια τοῦ. Ἡ περίπτωση τοῦ γεννημένου τυφλοῦ ὅμως ἦταν ἀσαφὴς καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸ Χριστό: Τίς ἥμαρτεν;
Τὸ ὅτι πολλὰ παιδιὰ ὑποφέρουν γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει μερικὲς φορὲς νὰ ὑποφέρουν τὰ παιδιὰ γιὰ τίς ἁμαρτίες τῶν γονιῶν τους, ἔχει κι αὐτὸ ξεκαθαριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ (Ἀβασ. ἰα’ 12, κά’ 29). Αὐτὸ μπορεῖ νὰ φανεῖ ἄδικο μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ θεωροῦν τοὺς ἀνθρώπους σὰν ξεχωριστὲς ὀντότητες, σὰ νά ‘ναι τελείως ἀποκομμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς ἕναν ὀργανισμό, δὲ θὰ τὸ λογαριάσει αὐτὸ οὔτε ἄδικο οὔτε ἀφύσικο.
Ὅταν ἕνα ἁμαρτωλὸ μέλος τραυματίζεται, τὰ ἄλλα μέλη ποὺ δὲν ἔχουν ἁμαρτήσει, ὑποφέρουν. Εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ἐξηγήσεις πῶς καὶ πότε μπορεῖ νὰ ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, παρὰ νὰ ὁρίσεις τὴν αἰτία τῆς τυφλότητας. Σὰν ἁπλοῖ ἄνθρωποι οἱ ἀπόστολοι δέχτηκαν τὴ δεύτερη αὐτὴ ἐκδοχή, χωρὶς νὰ σκεφτοῦν ἂν ὑπάρχει καὶ τρίτη. Σ’ αὐτοὺς φαινόταν πιὸ πιθανὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ ν’ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. Θυμήθηκαν ὅμως τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν παραλυτικὸ (μηκέτι ἁμάρτανε), καὶ συνέδεσαν κατὰ κάποιο τρόπο τὴ μιὰ περίπτωση μὲ τὴν ἄλλη.
Ἦταν σὰ νὰ τοῦ ἔλεγαν: Ἦταν καθαρό σε μᾶς τότε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια Σου, πῶς ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος προκάλεσε μόνος του τὴν ἀρρώστια. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση; Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του;
Ἄν ὁ Κύριος ἔκανε τὴ στιγμὴ αὐτὴ στοὺς μαθητές του τὴν ἐρώτηση: «Πῶς νομίζετε πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἁμαρτήσει γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός;», οἱ μαθητές Τοῦ θὰ βρίσκονταν σὲ ἀμηχανία. Σὰν τελευταῖο ἐπιχείρημα ἴσως ἐπικαλοῦνταν τὴν κοινὴ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ ‘Ἀδάμ, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός: «Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ μὲ ἢ μήτηρ μοῦ» (Ψαλμ. ν’ 5).
Ἡ πιθανότητα ν’ ἀναφέρονταν οἱ μαθητὲς στὸ σκεπτικὸ ὁρισμένων γραμματέων καὶ φαρισαίων (ποῦ δὲν ἦταν δικό τους, τὸ εἶχαν δανειστεῖ ἀπὸ τὴν Ἀπω Ἀνατολή), πῶς ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, προτοῦ γεννηθεῖ, εἶχε πιθανῶς ζήσει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα καὶ πῶς σ’ αὐτὴν τὴν προηγούμενη ζωὴ εἶχε ζήσει μὲ τρόπο ποὺ ἄξιζε ν’ ἀνταμειφθεῖ ἢ νὰ τιμωρηθεῖ σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, εἶναι πολὺ μικρή. Αὐτὴ εἶναι μιὰ φιλοσοφικὴ ὑπόθεση, ποὺ δὲ θά ‘τὰν δυνατὸ νὰ τὴν ἤξεραν οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ πιστοὶ Γαλιλαῖοι ψαρᾶδες.
Ὁ σοφὸς Διδάσκαλος ἀπάντησε στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. Θ’ 2). Δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «ὅτι ἁμάρτησε αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του, δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ αἰτία τῆς τυφλότητας». Γιὰ τὸν Ἰὼβ δὲν εἰπώθηκε ἂν ἁμάρτησε ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του ποὺ τὸν βρῆκαν τόσες συμφορὲς κι ἀρρώστιες, ὥστε ἀναγκάστηκε νὰ κραυγάσει: «Φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἕν σαπρία σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς ἀπὸ ἰχῶρος ξύων» (Ἰώβ, ζ’ 5).
Γιὰ τὰ βάσανα καὶ τίς ἀρρώστιες ποὺ βρίσκουν τὸν ἄνθρωπο στὴ γῆ, ἴσως ὑπάρχουν κι ἄλλες αἰτίες, ἐκτός ἀπὸ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἴδιου ἢ τῶν γονιῶν του. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἡ αἰτία ἦταν ἕνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πάνω τους φανερώνονται τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν ψυχική τους σωτηρία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος ποὺ ὅταν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸν κάνει πλούσιο καὶ διάσημο, ἐκεῖνος νιώθει καὶ δέχεται τὸ ἔλεός Του μὲ εὐχαριστία. Εὐλογημένος εἶναι ὁ ἀπελπισμένος ἀνάπηρος ποὺ ὁ Θεός του δίνει τὴν ὑγειά του κι αὐτὸς ὑψώνει τὴν καρδιὰ τοῦ στὸν ἀθέατο Θεό, τὸ μοναδικὸ εὐεργέτη του.
Πόσο ὁρατὰ εἶναι κάθε μέρα στὸν καθένα μᾶς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ! Τί χαρὰ νιώθουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὴν πνευματική τους ὅραση γιὰ νὰ θεωροῦν το Θεό! Ἀλίμονο σὲ κείνους ποῦ, ἐνῶ στὰ χέρια τοὺς ἀφθονοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνοι τοῦ γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀκολουθοῦν σὰν τυφλοὶ τοὺς σκοτεινοὺς καὶ ματαιόδοξους δρόμους τους. Τὰ ἔργα τοῦ Θεού φανερώνονται σὲ ὅλους μας κάθε μέρα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας κάθε μέρα καὶ ὥρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.
Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν γιὰ τὴ σωτηρία του κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά. Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ὅμως συντελοῦν στὴ σωτηρία πολλῶν. Τὰ ἔργα αὐτὰ ἀποκάλυψαν πραγματικὰ πῶς ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ, ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ ἔργα αὐτὰ φανέρωσαν πῶς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ζοῦν περισσότεροι πνευματικὰ τυφλοὶ παρὰ σωματικά. ‘Ἀποδείχτηκε ἐπίσης μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ πῶς ἕνας συνετὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεὸ κάποιο σωματικό χάρισμα, θὰ τὸ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὴν ψυχή του μὲ ἀληθινὴ πίστη.
Προβλέποντας ὅλους αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὁ Κύριος εἶπε ἱκανοποιημένος στοὺς μαθητές Του: Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἦταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: ‘Ἀφῆστε κατὰ μέρος τώρα τὸ ἐρώτημα γιά το ποιός φταίει, ὁ ἴδιος ἢ ὁ πατέρας του. Δὲν ἀξίζει ν’ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτὸ αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἄν ἁμάρτησε αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς του, μπορῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ τοὺς συγχωρήσω, νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία πάνω Μοῦ καὶ νὰ τοὺς κηρύξω ἀθώους. Όλ’ αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα τώρα μπροστὰ σ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι νὰ φανερωθεῖ. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ (ὄχι ἕνα ἀλλὰ πολλὰ) θὰ φανερωθοῦν μὲ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ καταγραφεῖ στὸ εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ λειτουργήσει γιὰ τὴ σωτηρία πολλῶν.
Πραγματικά, γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ὑπόφερε ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος, θ’ ἀποζημιωθεῖ ἑκατονταπλασίονα. Κι ἡ ἀνταπόδοση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σὲ κείνους ποὺ ὑπόφεραν γιὰ χάρη Του εἶναι αἰώνια, ἄφθαρτη. Ὁ Νικηφόρος, ἕνας σοφὸς σχολιαστὴς τοῦ εὐαγγελίου, λέει γιὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ἄνθρωπο: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ποὺ δὲν εἶχε καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸ τί σημαίνει ὅραση, θὰ ἔνιωθε πολὺ λιγότερη στενοχώρια ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ κάποτε εἶχε τὴν ὅρασή του κι ἔπειτα τὴν ἔχασε. Ἦταν τυφλὸς κι ἀργότερα ἀποζημιώθηκε γι’ αὐτὴ τὴ μικρὴ καὶ σχεδὸν ἀσήμαντη λύπη του. Καὶ ἔλαβε διπλὴ ὅραση: τὴ φυσικὴ ἀπὸ τὴ μιά, μὲ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ βλέπει καὶ νὰ θαυμάζει τὸν ὁρατὸ κόσμο γύρῳ,γύρω του, καὶ τὴν πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ὁποία ἀναγνώρισε κι ὁμολόγησε το Δημιουργὸ τοῦ κόσμου.
«Ἐμε δεὶ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός μὲ ἕως ἡμέρα ἐστὶν» ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ’ 4). Αὐτὰ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοὺς ἐξήγησε τὸ κίνητρο γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει στὸ γεννημένο τυφλὸ ἄνθρωπο.
Ἠταν σὰ νά ‘θελε νὰ πεί: «Θεοῦ εἶναι αὐτὸ τὸ ἔργο, ὄχι ἀνθρώπου. Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι δημιουργικὰ καὶ θαυμαστά. Ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔστειλε – εἶπε ἀπὸ ταπείνωση κι ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα – κάνει τέτοια ἔργα. Ἔτσι κι Ἐγὼ ποὺ εἶμαι μονογενὴς Υἱός Του, μοῦ ἁρμόζει νὰ κάνω μόνο τέτοια ἔργα. Ἡ χρήση δύναμης εἶναι ἀνθρώπινη πρακτική, δὲν εἶναι γιὰ Μένα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ὡς κίνητρα τὴ ζήλεια, το φθόνο καὶ τὴν ἐκδίκηση. Δικά Μου κίνητρα εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ ἔλεος. Κι ἂν οἱ ἄνθρωποι σηκώσουν πέτρες ἐναντίον Μου, Ἐγὼ θὰ τοὺς δώσω τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς».
Πόσο διάστημα θὰ γίνεται αὐτό; Ἕως ἡμέρα ἐστί, δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή. Ἡ νύχτα, δηλαδὴ ὁ θάνατος, ἔρχεται. Καὶ τότε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Αὐτὸ ἔχει μιὰ γενικότητα, ἀναφέρεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ὄχι στὸν Κύριο. Ὁ Κύριος ἐργάζεται καὶ στὸ θάνατο. Κατεβαίνει στὸν Ἀδη, καταργεῖ το θάνατο κι ἐλευθερώνει τοὺς δίκαιους προπάτορες κι ὅλους ὅσοι εὐαρέστησαν στὸν Κύριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀπὸ τὸν ἀόρατο κόσμο, συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα μέχρι σήμερα καὶ θά τα ἐπιτελεῖ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἡ νύχτα ποτὲ δὲ θὰ σταματήσει τὸν Κύριο νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ θαυματουργεί. Ἡ ἡμέρα Του καλύπτει ὁλόκληρο τὸ χρόνο, τὸν διαπερνάει καὶ φτάνει στὴν αἰωνιότητα. Στὴν πραγματικότητα ὅσο διαρκεῖ ἡ δική Του μέρα, δὲ θὰ παύσει νὰ ἐργάζεται. Γι’ αὐτὸ κι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο κρατάει ἡ δική τους μέρα, πρέπει ν’ ἀκολουθήσουν τὸ δικό του παράδειγμα καὶ νὰ ἐργάζονται, ἀπὸ τὴ γέννηση ὡς τὸ θάνατό τους. Ἡ μεγάλη νύχτα, ὁ θάνατος, θὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε κανένας ἄνθρωπος δὲ θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται, ὅπως θὰ ἤθελε.
Εἶναι ἀλήθεια πῶς οἱ ἅγιοι εἶναι ἐνεργοὶ καὶ μετά το θάνατό τους. Ἐργάζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεου καὶ τὴ βοηθοῦν μὲ διάφορους τρόπους. Τότε ὅμως δὲν ἐργάζονται σύμφωνα μὲ τὴ δική τους θέληση, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐκτελεῖ τὸ θέλημά Του μέσῳ τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι (οἱ ἅγιοι) ἀγάπησαν το Θεὸ ὅσο ζοῦσαν στὴ γῆ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κάνει κάποιο ἔργο ποὺ θὰ ὠφελήσει τὸν ἴδιο σ’ ἐκεῖνον τὸν κόσμο καὶ νὰ βελτιώσει τὴ θέση τοῦ ἐκεῖ. Κανένας δὲν μπορεῖ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κερδίσει κάποια χάρη ἀπό το Θεό. Οὔτε κι οἱ ἅγιοι δὲν μποροῦν νὰ κερδίσουν μεγαλύτερη χάρη ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔχουν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κερδίζεται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Τὸ πνευματικὸ κεφάλαιο ἢ η πνευματικὴ χρεωκοπία ἐπιτυγχάνονται μόνο σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λόγια του Κυρίου, ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι, δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθοῦν ὡς ἔκφραση τῆς δικῆς του κατάστασης κατὰ ἢ μετά το θάνατό του, ἀλλ’ ὼς μιὰ σοβαρὴ κι ἔγκαιρη προειδοποίηση πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
«Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. θ’ 5), εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ κτίση, δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν ἄχρονο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν ὅραση τόσο στὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ ὅσο καὶ στὸν τυφλὸ καὶ θνητὸ πηλό, ἀπ’ ὅπου δημιουργήθηκε κάθε ὕπαρξη. Ἔδωσε φῶς στὸν ἥλιο, ὅραση σ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ βλέπουν. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ ὅραση, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐνόραση, τὴν αἴσθηση τῆς γνώσης. Ὁ ἥλιος λάμπει ἀπὸ τὸ δικό του φῶς. Ἀπὸ τὴν ὅρασή Τοῦ βλέπει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ κόσμου ὁλόκληρου, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος του. Ὡς Σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώπινη σάρκα, ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο ὡς ἕνα νέο φῶς, γιὰ νὰ σκορπίσει τὸ σκοτάδι ποὺ εἶχε συσσωρευτεῖ στὸν κόσμο, νὰ φωτίσει τὸ σκοτισμένο νοῦ τῶν ἀνθρώπων, ν’ ἀποκαταστήσει τὴν ὅραση σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Μὲ ἄλλα λόγια ἦρθε γιὰ νὰ γίνει φῶς στοὺς ἀνθρώπους, στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, στὸ σῶμα καὶ στὸ νοῦ. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, εἶπε στοὺς συγχρόνους Του στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸ φῶς ποὺ περίμεναν ἀπὸ παλιὰ καὶ νὰ μὴ παραμείνουν στὸ σκοτάδι. «Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἶνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβη» (Ἰωάν. Ἴβ’ 35).
Ἀλίμονο σὲ κείνους ποὺ τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, ποὺ τὸν ἀπέρριψαν καὶ παρέμειναν στὸ νεκρικὸ σκοτάδι. Ἡ ἀπάντησή Του ὅμως ἀφορᾶ καί μας. Εἴμαστε καὶ μεὶς σύγχρονοί Τοῦ, γιατὶ παραμένει ζωντανὸς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Σήμερα ἔχουμε τὴ διαβεβαίωση τῶν λόγων Του: Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου. Ἐνόσω ζεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ φῶς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ λαό, εἶναι τὸ φὼς αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἐνόσω ὑπάρχει στὸ σχολεῖο, εἶναι τὸ φὼς τοῦ σχολείου. Ἐνόσῳ ὑπάρχει στὸ ἐργοτάξιο, εἶναι τὸ φὼς τοῦ ἐργοταξίου καὶ τῶν ἐργαζομένων. Ἀπ’ ὅπου ἀποσύρει τὴν παρουσία Του, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἀπόλυτο σκοτάδι. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόλαση χωρὶς Ἐκεῖνον. Λαὸς χωρὶς Ἐκεῖνον γίνεται ἀγέλη πεινασμένων κι ἀχόρταγων λύκων. Σχολεῖο χωρὶς Ἐκεῖνον μετατρέπεται σὲ φαρμακερὸ ἐργοστάσιο ἀνοησίας. Ἐργοτάξιο χωρὶς τὴν παρουσία του μεταβάλλεται σὲ τόπο γογγυσμοῦ καὶ μίσους. Σκέψου τώρα τὰ νοσοκομεῖα καὶ τίς φυλακὲς χωρὶς Ἐκεῖνον! Δὲν εἶναι παρὰ σκοτεινὰ σπήλαια ἀπόγνωσης. Ὅποιος θυμᾶται πραγματικὰ τίς μέρες τῆς ζωῆς του, τίς μέρες ποὺ ἔζησε χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τίς ἄλλες ποὺ ἔζησε μαζί Του, ἔχει μέσα του τὴ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἶμι τοῦ κόσμου».
«Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαι καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρυσε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ ὕπαγε, νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος» (Ἰωάν. θ’ 6-7). Ὁ τυφλὸς ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, πλύθηκε στὸ Σιλωὰμ καὶ γύρισε μὲ ἀποκαταστημένη τὴν ὅρασή του. Ὅλα ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς Τοῦ ὼς ἐκείνη τὴ στιγμή, τὰ εἶπε μπροστὰ στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο, μὲ σαφῆ τὴν πρόθεσή Τοῦ ν’ ἀκούσει κι ἐκεῖνος τὰ λόγια Του. Ὁ Κύριος ἔδινε προτεραιότητα στὴν πνευματικὴ ὅραση τοῦ τυφλοῦ. Εἶναι πιὸ δύσκολο ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὰ πνευματικὰ μάτια παρὰ τὰ σωματικὰ πιὸ δύσκολο ἀλλὰ καὶ πιὸ σπουδαῖο. Γιὰ ν’ ἀποδείξει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο ν’ ἀποκαταστήσει τὴ σωματικὴ ὅραση καὶ πῶς αὐτὸ εἶναι λιγότερο σπουδαῖο, ὁ Κύριος ἔφτυσε στὸ χῶμα, ἔφτιαξε πηλὸ καὶ ἄλειψε μ’ αὐτὸν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἠταν σὰ νά ‘λεγε δηλαδή: «Δέστε, πὼς ἀπὸ τὸ περιφρονημένο πτύσμα καὶ τὸ χῶμα, ἀπὸ τὸν τιποτένιο πηλό, θ’ ἀποκτήσει τὴ σωματική του ὅραση καὶ θὰ δεῖ. Πῶς ὅμως θὰ λάβει τὴν πνευματική του ὅραση; Ἐκτιμῆστε περισσότερο τὸ πνευματικὸ παρὰ τὸ σωματικό, γιατί τὸ σῶμα δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἔνδυμα κι ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ πνεύματος».
Ὁ Κύριος ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θυμίσει στοὺς μαθητὲς τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλὸ τῆς γῆς. Φανέρωσε ἔτσι πῶς Ἐκεῖνος ἦταν ὁ Δημιουργὸς ποὺ διαμόρφωσε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πηλό, μὲ τὸ νὰ φτιάξει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικό.
Ὁ Κύριος ἤθελε ἐπίσης νὰ φανερώσει στοὺς μαθητὲς πῶς ἡ θεϊκή Του δύναμη πηγάζει ἀπὸ τὸ πνεῦμα Του, ὄχι ὅπως γινόταν μὲ τὰ λόγια Του, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνάστησε νεκροὺς κι ἔδωσε τὴν ὅραση σὲ πολλοὺς τυφλούς: ὄχι ὅπως μὲ τὰ χέρια Του, ποὺ τὰ ἀκουμποῦσε στοὺς ἄρρωστους καὶ τοὺς ἔκανε καλὰ ὄχι ὅπως μὲ τὰ ἱμάτιά Τοῦ, ποὺ μόλις τ’ ἄγγιξε ἡ γυναῖκα ποὺ εἶχε τὴ ρύση τοῦ αἵματος ἔγινε καλά, ἀλλ’ ἀκόμα καὶ μὲ τὸ πτύσμα Του.
Γιατί ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ; Γιατί δὲν τοῦ χάρισε ἀμέσως τὴν ὅραση, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε νὰ πλύνει σ’ αὐτὸ τὸ νερὸ τὰ μάτια του, ποὺ ἦταν ἀλειμμένα μὲ τὸν πηλό; Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὸ εὐαγγέλιο ποὺ ὁ Κύριος κάνει χρήση γήινων ὑλικῶν γιὰ νὰ θαυματουργήσει. Ἴσως μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Κύριος νὰ θέλησε νὰ τιμήσει τὴ δημιουργημένη φύση. Θά ‘τὰν καλὸ στοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀναζητοῦν θεραπεία γιὰ τίς παθήσεις τους στὰ φυσικὰ φάρμακα καὶ στὰ μεταλλικὰ νερά. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως πρέπει νὰ ξέρουν πῶς ὅλα τὰ φυσικὰ φάρμακα κι ὅλα τὰ μεταλλικὰ νερὰ ὑπηρετοῦν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ κανένα φάρμακο δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὸ καὶ κάθε πηγὴ δὲν ἔχει παρὰ νεκρὸ (φυσικὸ) νερό. Πόσοι τυφλοὶ ἄνθρωποι εἶχαν πλύνει τὰ μάτια τους στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ ὡς τότε, χωρὶς νὰ λάβουν τὴν ἐπιθυμητὴ ἴαση; Πόσες φορὲς θὰ πρέπει ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος νά ‘χὲ πλυθεῖ ὁ ἴδιος σ’ αὐτὴν χωρὶς ἀποτέλεσμα; Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἀπό την κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Χωρὶς τὴ δύναμή Του, ὁ τυφλὸς θὰ μποροῦσε νὰ πλένεται κάθε μέρα στὴν κολυμβήθρα αὐτὴ καὶ νὰ ξαναγυρίζει κάθε φορὰ στὸ σπίτι του τυφλός.
Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος, ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής. Τὸ μυστήριο ὄνομα τοῦ θεραπευτικοῦ αὐτοῦ νεροῦ δὲν εἶναι συμβολικὸ τοῦ θαυματουργοῦ Ἰατροῦ, τοῦ ‘Ἀπεσταλμένου ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἄν προσπαθούσαμε νὰ δώσουμε εὐρύτερη πνευματικὴ διάσταση στὸ γεγονὸς αὐτό, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος ἀντιπροσωπεύει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα κι ἡ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ ν’ ἀποκαταστήσει τὴν πνευματικὴ ὅραση τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς εἶχε τυφλώσει ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτὸ μὲ μέσο τὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.
Πόσο ταπεινὸς κι ὑπάκουος ὅμως ἦταν ὁ τυφλός! “Ὄχι μόνο ἄφησε τὸν Κύριον’ ἀλείψει τὰ μάτια του μὲ πηλό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπάκουσε, πῆγε μετὰ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύθηκε. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀνταποκρίθηκε στὸ πνεῦμα τοῦ τυφλοῦ, γιὰ νὰ ἐμφυτέψει μέσα του τὴν πίστη. Τώρα, μὲ τὸ νὰ τὸν στείλει στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, τοῦ διδάσκει τὴν ὑπακοή, γιατί ἡ πίστη εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ὑπακούει ἀμέσως καὶ πρόθυμα στὸ θέλημά Του.
Ἀδελφοί μου! Ἄν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χωρὶς ὑπακοὴ ἀλλὰ μὲ γογγυσμό, ἡ πίστη πολὺ λίγο θὰ μᾶς ὠφελήσει. Προσέξτε τὸν τυφλὸ ἄνθρωπο: Πιστεύει, ἔχει ὑπακοή, πηγαίνει ἀμέσως στὸ Σιλωάμ, ὅπου ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἄν ρωτήσει κάποιος: καὶ πῶς εἶδε, ὅταν ἀπόπλυνε τὸν πηλό, δὲ θ ἀκούσει ἀπὸ μᾶς τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο πῶς δὲν ξέρουμε πὼς ἔγινε. Καὶ τί σόϊ θαῦμα ἦταν αὐτό, ἂν δὲ γνωρίζουμε; Οὔτε ὁ εὐαγγελιστὴς γνώριζε οὔτε καὶ ἴδιος ὁ τυφλός».
Ἀλλὰ γιατί διερωτώμαστε μόνο γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό; Ἄν κάποιον τὸν ἐνοχλεῖ αὐτό, ἂς ρωτήσει καὶ γιὰ τίς ἑκατοντάδες, τίς χιλιάδες ἄλλες περιπτώσεις ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστός. Ἄς διερωτηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλες οἱ γενεὲς ἀπὸ τότε ποὺ ξεκίνησε ἡ ἱστορία, πῶς ἔγιναν όλ’ αὐτά. Ἀπάντηση δὲ θὰ λάβουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ Ἐκείνου ποὺ τὰ ἔκανε ὅλα. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἦταν ἀσύγκριτα πιὸ σοφὸς καὶ πιὸ διαβασμένος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν τυφλό, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει πὼς ὁ ἴδιος, ὼς Σαούλ, τυφλώθηκε καὶ πῶς δέχτηκε τὴν ὅρασή του ὅταν ὁ ‘Ἀνανίας ἔβαλε πάνω του τὰ χέρια στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔκανε Παῦλο (βλ. Πράξ. 010-18).
Τὸ ὅτι ὁ γεννημένος τυφλὸς ἄνθρωπος δὲ γνώριζε πραγματικὰ πῶς δέχτηκε τὴν ὅρασή του, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ λόγια. Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὸ Σιλωὰμ μὲ τὴν ὅρασή του ἀποκαταστημένη, πολλοὶ ἀποροῦσαν ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ γνώριζαν πρὶν ὡς τυφλὸ ἢ κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ ἔμοιαζε. Ὅταν ὁ ἴδιος ἀπάντησε ὅτι ἐγὼ εἶμι, οἱ ἄλλοι τὸν ρώτησαν πὼς ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Στὴν ἀπάντησή του ὁ πρώην τυφλὸς περιέγραψε μὲ λίγα λόγια ὅλο τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ ἐξηγήσει πῶς ἔγινε καὶ εἶδε. Ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπε. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στοὺς Φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν πῶς εἶδε, τοὺς ἀπάντησε: «Πηλὸν ἐπέθηκέ μοὶ (ὁ Ἰησοῦς) ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἔνιψάμην καὶ βλέπω» (Ἰωάν. θ’ 15). Αὐτὸ μόνο μποροῦσε νὰ πεῖ, δίνοντας μιὰ ἀκριβῆ καὶ θαραλλέα περιγραφὴ τοῦ περιστατικοῦ ποὺ εἶχε λάβει χώρα.
Τὸ φὼς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ λάμπει στὸν κόσμο καὶ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτεται στὰ μάτια μας στὴν πραγματική του λαμπρότητα μόνο ὅταν τὸ βλέπουμε ἀπέναντι στὸ σκοτάδι τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσα ἀκολούθησαν τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ φανερώνουν, στὴν πραγματική τους διάσταση, τὸ παγωμένο σκοτάδι ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ καί το νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα σκοτάδι ποῦ, στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἁπλώνεται σὰν μιὰ βαριὰ σκιὰ κάτω ἀπὸ τὸ ἀστραφτερὸ φώς του νοητου Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερὸ σκοτάδι ποὺ καλύπτει τὴν τυφλὴ καρδιὰ καὶ τὸν τυφλὸ νοῦ τῶν Φαρισαίων. Ἐκεῖνοι (οἱ Φαρισαῖοι) ὄχι μόνο δὲ χάρηκαν ποὺ ὁ τυφλὸς ἐπαίτης ποὺ ἔστεκε μπροστὰ στὸ ναὸ τώρα ἔβλεπε, ἀλλὰ καὶ πικράθηκαν, ἔνιωσαν προσβολή. Ὁ δικός τους ναὸς εἶχε ἤδη μεταβληθεῖ σ’ ἕναν κῆπο τοῦ Σαββάτου, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὅλη τους ἡ πίστη εἶχε μετατραπεῖ σὲ λατρεία τοῦ Σαββάτου, σὰ νὰ ἦταν ἡ μέρα ἐκείνη κάποια θεᾶ. Δὲ ρώτησαν μὲ συμπάθεια τὸν τυφλὸ πῶς ζοῦσε τόσα χρόνια δίχως ὅραση, ἀλλὰ τοῦ ἐπιτέθηκαν μὲ τὸ σκόπιμο ἐρώτημα: Πῶς τόλμησες νὰ δεχτεῖς τὴν ὅρασή σου ἡμέρα Σάββατο; «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγαν, οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (Ἰωάν. Θί6). Γι’ αὐτοὺς ἄνθρωπος «τοῦ Θεοῦ» ἦταν ὅποιος κοιμόταν το Σάββατο, ὅποιος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ περπατήσει, γιὰ νὰ μὴ χαλάσει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν «τοῦ Θεοῦ» ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποῦ, ἐνῶ εἶναι Σάββατο, δίνει τὴν ὅραση σὲ τυφλὸ ἄνθρωπο! Σύμφωνα μὲ τὴ διεφθαρμένη λογική τους οἱ πρῶτοι τηροῦσαν τὸ Σάββατο, ὁ δεύτερος ὄχι!
Ὅταν ὅμως ἄνοιξε ἡ συζήτηση ἀνάμεσα στοὺς Φαρισαίους καὶ τὸν τυφλὸ γιὰ τὸ Χριστό, ἐκεῖνοι τὸν ρώτησαν τί γνώμη εἶχε γι’ Αὐτόν. «Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν» (Ἰωάν. θ’ 17). Εἶναι φανερὸ πῶς δὲν τὸν ρώτησαν γιὰ νὰ μάθουν ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ τὸν καταδικάζει ἐπειδὴ δὲν τήρησε τὸ Σάββατο. Ὁ τυφλὸς ὅμως ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸ Χριστό, μὲ ὅρους ποὺ ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν πῶς ἦταν οἱ καλλίτεροι καὶ πιὸ δυνατοὶ στὸν κόσμο. Οἱ πιὸ καλοὶ καὶ πιὸ δυνατοὶ ἄνθρωποι ἦταν οἱ προφῆτες, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶχε ἀκούσει καὶ θὰ εἶχε μάθει. Γι’ αὐτὸ σκέφτηκε ἔτσι κι ἀπάντησε ὅτι προφήτης ἐστίν.
Ὅταν ἔλαβαν αὐτὴν τὴν ἀναπάντεχη καὶ ἀνέλπιστη ἀπάντηση, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν ἄλλῃ ἐπιλογῇ παρὰ ν’ ἀρνηθοῦν τὸ θαῦμα καὶ νὰ ὑποστηρίξουν πῶς δὲν πίστευαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν κάποτε τυφλὸς καὶ τώρα βρῆκε τὸ φώς του. «Οὐκ ἐπίστεψαν οὔν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτου ὅτι τυφλὸς ἤν καὶ ἀνέβλεψεν» (Ἰωάν. θ18). Αὐτὸ σημαίνει πῶς δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε δημόσια, ἔκαναν πῶς δὲν τὸ ἀναγνώριζαν, ἤθελαν νὰ τὸ ὑποβαθμίσουν καὶ νὰ περιορίσουν τη διάδοση τῆς φήμης τοῦ Χριστοῦ ὡς θαυματουργοῦ. Τὸ ὅτι ἐνεργοῦσαν ὑποκριτικὰ ὅταν ἔκαναν πῶς δὲν τὸ πίστευαν, φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κάλεσαν τοὺς γονεῖς του, γιὰ νὰ τοὺς ρωτήσουν. Κι αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν τὴν κατάσταση καὶ νὰ μάθουν τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς οἱ γονεῖς τοῦ θ’ ἀρνοῦνταν τὸ θαῦμα ἢ θὰ τὸ ἀμφισβητοῦσαν ἢ κατὰ κάποιο τρόπο θὰ τὸ ἀποδυνάμωναν. Οἱ γονεῖς του ὅμως, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς πρεσβυτέρους, διαβεβαίωσαν πῶς αὐτὸς ἦταν ὁ γιός τους κι ὅτι εἶχε γεννηθεῖ τυφλός, «πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει» (Ἰωάν. θ’21).
Αὐτὴ ἦταν μιὰ ἀκόμα ἀπογοήτευση γιὰ τοὺς θεομάχους πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων! Τί μποροῦσαν νὰ κάνουν τώρα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νὰ βαδίζει στὸ ὑποχθόνιο σκοτάδι, χωρὶς νὰ θέλει νὰ βγεῖ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ κάνει παρὰ νὰ περνάει ἀπὸ τὸ ἕνα ζοφερὸ μονοπάτι στὸ ἄλλο;
Οἱ πανοῦργοι Φαρισαῖοι ἔλαβαν κι ἀπὸ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ μιὰ ὁλότελα ἀπρόσμενη, ἀνεπιθύμητη καὶ δυσάρεστη ἀπάντηση. Τώρα δὲν τοὺς ἔμενε τίποτ’ ἄλλο νὰ κάνουν παρὰ νὰ πάρουν ἐκδίκηση μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο καὶ ταπεινὸ τρόπο: τὸν ἐκμαυλισμὸ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης. Κάλεσαν πάλι τὸν τυφλὸ καὶ τοῦ ἔκαναν μιὰ πανούργα καὶ συνάμα ἄτιμη πρόταση: «Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἔστιν» (Ἰωάν. θ’ 24). Δηλαδὴ ἦταν σὰ νὰ τοῦ λέγανε ὅτι «ἐμεῖς ἔχουμε ἐρευνήσει σὲ βάθος τὰ πράγματα καὶ βεβαιωθήκαμε πῶς ὅλοι ἔχουμε δίκιο, τόσο ἐσὺ ὅσο κι ἐμεῖς. Εἶπες τὴν ἀλήθεια ὅταν εἶπες πῶς ἤσουν τυφλὸς κι ἔπειτα βρῆκες τὴν ὅρασή σου. Ἔχουμε κι ἐμεῖς δίκιο ὅμως ποὺ ἀμφιβάλλουμε πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνοιξε τὰ μάτια σου. Εἴμαστε σίγουροι πῶς εἶναι ἁμαρτωλὸς κι ὅτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ὅσο γιὰ τὸ πῶς ἔγιναν τὰ πράγματα, ἔχουμε τὴν πεποίθηση πῶς μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Γι’ αὐτὸ δὸς δόξαν τῷ Θεῷ καὶ ἀποκήρυξε αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα νὰ μὴν ἔχεις καμιὰ ἐπαφῆ μαζί του».
Τί ἀνόητοι ποὺ ἦταν οἱ Ἰουδαῖοι! Μὲ τὸ πάθος ποὺ τοὺς τύφλωνε δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ὅτι, μὲ τὸν ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, στὴν πραγματικότητα τὸν ὁμολογοῦσαν ὡς Θεό. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ!Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Μὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸ ἔκανε, κι αὐτὸ σημαίνει πῶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι Θεός! «Πεσοῦνται ἕν ἀμφιβληστρω αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί…» (Ψαλμ. ρμ’10).
Ὁ τυφλὸς τότε ἔδωσε μιὰ πολὺ σοφὴ ἀπάντηση στοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους: «Εἰ ἁμαρτωλὸς ἐστιν οὐκ οἴδα: ἔν οἴδα, ὅτι τυφλὸς ὤν ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. θ’ 25).
Ἐγὼ εἶμαι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἦταν σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε, ἀπαίδευτος, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σπουδασμένοι, ἐπιτηδευμένοι στὶς συζητήσεις γιὰ ἁμαρτωλοὺς κι ἀναμάρτητους. Ἐσεῖς κρίνετε το Θεραπευτὴ μοῦ ἀπὸ τὸ Σάββατο, ἐγὼ ἀπὸ τὸ θαῦμα. Ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ σὲ ποιά ἔκταση, σύμφωνα μὲ τὸ ὅριο τοῦ σαββατισμοῦ σας, δὲν ξέρω. Ξέρω μόνο πῶς ἔγινε ἕνα θαῦμα ἀπὸ Ἐκεῖνον σὲ μένα κι αὐτὸ πιστεύω πῶς ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Μέχρι νὰ μοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια, ὁ κόσμος γιὰ μένα ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε.
Οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν διαβεῖ πιὰ ὅλους τοὺς σκοτεινοὺς καὶ καταχθόνιους δρόμους. Τώρα δὲν τοὺς ἔμενε τίποτ’ ἄλλο. Στάθηκαν πεισματικὰ ὅμως στὰ ἴδια πράγματα κι ἐπέμειναν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: «Τί ἐποίησε σοί; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;» (Ἰωάν. θ’ 26). “Ἔκαναν κι αὐτὴν τὴν ἐρώτηση μὲ πανούργα διάθεση, μήπως ἀκούσουν κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποβαθμίσει τὸ θαῦμα ἢ νὰ λειτουργήσει σὲ βάρος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅμως ἦταν ἁπλὸς καὶ τίμιος στὴν κρίση του κι εἶχε φτάσει στὰ ἄκρα, ἕτοιμος ν’ ἀγανακτήσει μὲ τοὺς ταπεινοὺς χειρισμοὺς τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ, ἐκείνους ποὺ ὡς τότε εἶχε μάθει νὰ τοὺς σέβεται κατα κάποιο τρόπο, χωρὶς νὰ τοὺς γνωρίζει καλά. Γι’ αὐτὸ κι ἀπάντησε ἀπότομα: «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἤκουσατε τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;» (Ἰωάν. θ’ 27). Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς δώσει πιὸ ἴσια καὶ κατάλληλη ἀπάντηση. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴν ὅμως οἱ πρεσβύτεροι ἔλαβαν ἀμυντικὴ στάση: «ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἰ μαθητὴς ἐκείνου, ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσεί λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» (Ἰωάν. Θ’ 28-29). Οἱ παμπόνηροι χρησιμοποίησαν τὸ Μωυσῆ γιὰ νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους. Ἔναβρύνονταν νὰ λένε πῶς ἦταν δάσκαλός τους, πῶς ἐκεῖνοι ἦταν μαθητές του. Ὁ Κύριος ὅμως εἶχε ἤδη ξεκαθαρίσει τίς ἀπόψεις τοῦ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα: «Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι… φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνους καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς… οὐαὶ δὲ ὑμῖν γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταὶ, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι» (Ματθ. κγ’ 2,6,13). Τί σόϊ μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ ἦταν αὐτοί; Τοὺς εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος: «Οὐ Μωυσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; Καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον» (Ἰωάν. ζ’17). Δὲν τηροῦσαν το νόμο τοῦ Μωυσῆ, τὸν παραβίαζαν μὲ τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀπληστία τους καὶ ἰσχυρίζονταν πῶς ἦταν μαθητές του, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν παράνομοι καὶ προδότες τοῦ ἴδιου τοῦ Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς δὲν ἦταν πιὰ δάσκαλός τους, εἶχε γίνει κατήγορός τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς, εἰς ὄν ὑμεῖς ἤλπίκατε» (Ἰωάν. ε’ 45). Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι μάταιη, γιατί το νόμο του τὸν κόβετε ἀπὸ τὴ ρίζα. Ἡ ἐμπιστοσύνη σας στὸ Μωυσῆ εἶναι πλαστή, κίβδηλη, γιατί τὸ μόνο ποὺ ἐμπιστεύεστε εἶναι ἡ ἐξουσία κι ὁ πλοῦτος σας, τίποτ’ ἄλλο. «Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωυσεί, ἐπιστεύετε ἂν ἔμοί. περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν» (Ἰωάν. ἔ’ 46· βλ. Δευτ. ἰη’ 15-19). Οἱ δεμένες στὴ γῆ ψυχὲς τῶν Φαρισαίων δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ πιστεύουν στὸ Μωυσῆ. Πολὺ λιγότερο μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Βλέπετε πῶς χρησιμοποιοῦσαν τὰ ψέμματα οἱ Φαρισαῖοι, οἱ αὐτοκαλούμενοι μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ; Σ ἕναν ἁπλοϊκὸ ἐπαίτη λένε γιὰ τὸν Κύριο: «… τοῦτον δὲ (τὸν ἄνθρωπον) οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Γνώριζαν πολὺ καλὰ ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἦταν οἱ διῶκτες Του, οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγέτες τοῦ λαοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔλεγαν: «ἀλλὰ τοῦτον (τὸν ἄνδρα) οἴδαμεν πόθεν ἐστίν ο δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχεται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἔστίν» (Ἰωάν. ζ’ 27). Εἴτε γνώριζαν οἱ Φαρισαῖοι ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν ὁ Κύριος, εἴτε ὄχι. Ἄν γνώριζαν, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, τότε ψεύδονταν ὅταν ἔλεγαν στὸν τυφλὸ ἄνθρωπο πῶς οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. Ἄν δὲ γνώριζαν μετὰ ἀπὸ τόση κατασκοπεία, τόσους διωγμοὺς καὶ φασαρίες ἐναντίον Του, τόση ἔρευνα γιὰ τὴν καταγωγή, τοὺς λόγους καὶ τίς πράξεις Του, αὐτὸ σημαίνει πῶς ἦταν πραγματικὰ ὁ Χριστός. Γιατί ὑπῆρχε ἡ κοινὴ πεποίθηση πῶς ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχεται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἔστίν. Προσέξτε πῶς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὰ λόγια τοῦ προφήτη καὶ βασιλιᾶ: «Πεσοῦνται ἕν ἀμφιβληστρω αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί…» (Ψαλμ. ρμ’ 10).
Όλ’ αὐτὰ λειτούργησαν τελικὰ γιὰ νὰ φανερώσουν στὸν ἐπαίτη τὴν ἀπογοητευτικὴ ἠθικὴ κατάπτωση τῶν ἄθλιων αὐτῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐκεῖνος τοὺς κατηγοροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο, ὅπως ἐπίσης ὁμολογοῦσε τὸν Κύριο ὅλο καὶ μὲ περισσότερη παρρησία. Στὰ τελευταῖα λόγια τους ὁ τυφλὸς ἀπάντησε με τὸν τρόπο τοῦ: «ἔν γὰρ τούτῳ θαυμαστὸν ἔστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἔστι, καὶ ἀνέωξε μοῦ τοὺς ὀφθαλμούς» (Ἰωάν. θ’ 30). Ἦταν δηλαδὴ σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «Τί σόϊ ἐθνικοὶ ἡγέτες καὶ πρεσβύτεροι εἶστε σεῖς, ποὺ γνωρίζετε τίς παραμικρότερες λεπτομέρειες τοῦ τελετουργικοῦ καὶ δὲν ξέρετε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποῦ ἔκανε σὲ μένα ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα; Ποιός μπορεῖ νὰ ξέρει ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθεστε στὴν καθέδρα τοῦ Μωυση; Ποιός μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει στὸ λαὸ γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἂν ὄχι ἐσεῖς, ποὺ κάθε Σάββατο ἑρμηνεύετε τὸν ἱερὸ Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες;» Κι ὁ ἁπλὸς αὐτὸς ἄνθρωπος συνέχισε τὴ διδασκαλία τοῦ πρὸς τοὺς ψευδοδιδασκάλους τοῦ λαοῦ:
«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὔκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐὰν τίς θεοσεβὴς ἢ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει» (Ἰωάν. θ’ 31). Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ καὶ ἁπλοϊκὸς τυφλὸς ἀπάντησε στὰ λόγια τῶν Φαρισαίων, ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλὸς ἐστιν. Κι ὁ ἄνθρωπος τώρα τοὺς ἀπαντᾶ: «… ξέρουμε πῶς ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς».
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα στὴν Ἁγία Γραφὴ ποῦ νὰ λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο κάνει θαῦμα. «Ὅταν ἐκτείνετε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, λέει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ προφήτη Του, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμοὺς μοῦ ἄφ’ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν: αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις» (Ἠσ. ἅ’ 15). Ἡ προσευχὴ τοῦ Σαοὺλ τὸν καιρὸ ποὺ ἁμάρτανε, ἦταν μάταιη. Ὁ Θεός δὲν τὸν ἄκουγε. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ πολὺ λιγότερο θαυματουργεὶ μὲ αὐτόν, ἐκτὸς ἂν μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλός, ξεπλύνει τίς ἁμαρτίες μὲ τὰ δάκρυά του, μισήσει τὴν ἀνομία, ἀποδεχτεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ πέσει μετανοημένος κι ἀποφασισμένος μπροστὰ στὰ πόδια Του, μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ μὲ προσευχή. Ὁ Θεὸς τὸν συγχωρεῖ, ὅπως συχώρεσε καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ὅπως τὸν Ζακχαῖο τὸν τελώνη καί το λῃστὴ πάνω στὸ σταυρό. Καὶ τότε δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἁμαρτωλοί. Τότε ὁ Θεὸς δὲ θὰ τοὺς ἀκούει ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι μετανιωμένοι. Ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ προσεύχονται στὸ Θεὸ ἀλλ’ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία. «Μακρὰν ἀπέχει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀσεβῶν, εὐχαῖς δὲ δικαίων ἐπακούει» (Παρ. ἰε’ 29).
Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος δίδαξε τοὺς ψευδοδιδασκάλους ποιόν ἀκούει ὁ Θεὸς καὶ ποιόν ὄχι κι ἔπειτα ξεχώρισε τὸ Χριστὸ ὡς τὸ μεγαλύτερο θαυματουργὸ στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
«Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξε τίς ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. εἰ μὴ ἢν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἤδύνατο ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν, θ’ 32-33). “Ὁ ἄνθρωπος τώρα ἔπλεξε ἕνα πλῆρες ἐγκώμιο στὸ Θεραπευτὴ καὶ Εὐεργέτη του. Τὸ ξεκαθάρισε τώρα πῶς ἦταν κι αὐτὸς ὀπαδός Του. Κι ἀφήνει τοὺς Φαρισαίους νὰ καταλάβουν πῶς ἦταν μάταιες ὅλες οἱ πανοῦργες ἐνέργειές τους ν’ ἀρνηθοῦν τὸ ἐλάχιστο θαῦμα ἢ νὰ τὸ διαστρέψουν, μὲ τὸ ἐπιχείρημα πῶς ὁ Κύριος εἶναι ἁμαρτωλός.
Μόλις ἄκουσαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε θεραπευτεῖ, οἱ Φαρισαῖοι του εἶπαν: «Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω» (Ἰωάν. θ’ 34). Ὅταν οἱ ὑποκριτὲς κι οἱ ψεῦτες φτάνουν στὴν ἄκρα ἀπόγνωση, δὲν ἔχουν ποὺ ἀλλοῦ νὰ καταφύγουν παρὰ μόνο στὴ βία. Οἱ Φαρισαῖοι εἶδαν πὼς εἶχαν μεθοδεύσει τὰ πάντα, ἀλλ’ ὅλες οἱ πανουργίες τους ἀποδείχτηκαν μάταιες. Καὶ τότε, ντροπιασμένοι καὶ μαινόμενοι, κατηγόρησαν τὸν ἁπλοϊκὸ καὶ τίμιο ἄντρα, τὸν ἀποκάλεσαν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν ἔδιωξαν.
Ώς τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει τὸ πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ σύννεφο ποὺ ἦταν ὁλοφάνερο στὰ πρόσωπα τῶν Φαρισαίων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ καὶ τοῦ θείου Του θαύματος. Τὸ φῶς εἶναι ἀλήθεια τὸ σκοτάδι εἶναι ψέμμα. Τὸ φῶς εἶναι ἀγάπη: τὸ σκοτάδι εἶναι μῖσος. Τὸ φῶς εἶναι δύναμη τὸ σκοτάδι εἶναι ἀπουσία δύναμης.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ φῶς κι ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ τελειώνει μὲ φῶς. Φῶς, ὄχι σκοτάδι. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὸ θαῦμα ἀποχώρησε καὶ ἄφησε τὸν τυφλὸ ποὺ θεράπευσε μόνο του γιὰ λίγο, ν’ ἀντιμετωπίσει μόνος του τίς ἐπιθέσεις τῶν Φαρισαίων καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀλήθεια ἐνάντια στὸ ψέμμα. Μετὰ ἐμφανίστηκε πάλι καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε νὰ σώσει.
«Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρῶν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰωάν. θ’ 35). Ὁ θεραπευμένος τυφλὸς εἶχε ἤδη περάσει τὴν πρώτη δοκιμασία. Ἀπέδειξε πῶς ἦταν ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἔστειλε μὲ τὰ μάτια ἀλειμμένα μὲ πηλὸ γιὰ νὰ πλυθεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὑπακοῆς. Μετὰ πέρασε καὶ τὴ δεύτερη δοκιμασία: ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐκτεθεῖ καὶ ν’ ἀντέξει στὸν πειρασμό, δὲν πρόδωσε τὸν Κύριο μπροστὰ στὰ ψέμματα τῶν Φαρισαίων. Αὐτὴ ἦταν ἡ δοκιμασία τοῦ πειρασμοῦ. Μετὰ ὁ Κύριος τὸν πέρασε ἀπὸ τὴν τρίτη καὶ τελευταία δοκιμασία. Κι αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη. Ἦταν ἡ δοκιμασία τῆς ὀρθῆς πίστης. Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;
«’Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε καὶ τίς ἔστι, Κύριε, ἶνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» (Ἰωάν. θ’36). Τὸ Χριστὸ τὸν εἶχε γνωρίσει ὡς θαυματουργό. Στοὺς Φαρισαίους τὸν ὀνόμασε προφήτη, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε κάποιο μεγαλύτερο ὄνομα γιὰ νὰ τὸν ὀνομάσει. Δὲν ἦταν ἀκόμα ἕτοιμος νὰ τὸν ὀνομάσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν σὲ ὅλα ὑπάκουος στὸν Κύριο, τὸν λογάριαζε τὸ μεγαλύτερο εὐεργέτη του στὴ γῆ. Ἔτσι ἤθελε ἀπ’ Αὐτὸν ν’ ἀκούσει ποιός ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ πιστέψει σ’ Αὐτόν.
«Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκεῖνος ἔστιν» (Ἰωάν. θ’ 37). Ὁ πρώην τυφλὸς ἀπάντησε: «Πιστεύω, Κύριε καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ’38). Ὁ Κύριος μιλάει ταπεινὰ κι εὐγενικὰ σ’ ἐκείνους ποὺ σώζει, ὅπως κάνει κι ὁ καλὸς γιατρὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ θεραπεύει. Δὲν εἶπε στὸν πρώην τυφλό: «Πίστεψέ Μέ!», οὔτε τὸν πιέζει μὲ τὰ λόγια:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Τοῦ εἶπε μὲ πραότητα: καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετά σου, ἐκείνός ἐστιν. Στὸν ἐλεύθερο καὶ σκεπτόμενο ἄνθρωπο ὁ Κύριος δίνει χρόνο νὰ σκεφτεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει. Μόλις ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔμαθε πόσο μεγάλος ἦταν ὁ θεραπευτής Του, πολὺ σπουδαιότερος κι ἀπὸ προφήτη, ἔκραξε ἀμέσως μὲ χαρά: Πιστεύω, Κύριε! Καὶ δὲν τὸ εἶπε μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ ἔπεσε καὶ τὸν προσκύνησε, γιὰ ν’ ἀποδείξει ἔμπρακτα τὴν πίστη του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο (ὁ πρώην τυφλὸς) ὁμολόγησε τὴ θεϊκή Του δύναμη. Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ πίστη του ἔφτανε ὼς τὰ χείλη του, τὴν ἐπιβεβαίωσε καὶ μὲ τὴν πράξη». Ὅπως νωρίτερα εἶχαν ἀνοιχτεῖ τὰ σωματικά του μάτια, ἔτσι καὶ τώρα ἄνοιξαν τὰ πνευματικά. Τώρα ἔβλεπε καὶ μὲ τὰ σωματικὰ καὶ μὲ τὰ πνευματικά του μάτια καὶ εἶδε μπροστά του το Θεάνθρωπο, το Θεὸ μὲ ἀνθρώπινη σάρκα.
Ὁ Θεὸς εἶναι πραγματικὰ μεγάλος. Μέγας ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ ποιῶν θαυμάσια! Πιστεύουμε καὶ μεῖς, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σωτῆρα μας. Πιστεύουμε πῶς εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων στὸν οὐρανό, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ, Σὲ προσκυνοῦμε, Πανάγιε Κύριε, Ἐσένα καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Τυφλοί
«Ἕν οἴδα, ὅτι τυφλὸς ὤν ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. 9, 25)
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί, ὅλοι ἔχουμε δεῖ φωτογραφικὴ μηχανή.
Ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶνε κι αὐτὴ μιὰ ἀνακάλυψη τῆς ἐπιστήμης. Μὲ τὴ μηχανή αὐτὴ κατώρθωσε ὁ ἄνθρωπος νὰ παίρνῃ φωτογραφίες, καὶ ἔγχρωμες ἀκόμη, ποὺ ὅταν ἔχουν ἐπιτυχία νομίζεις ὅτι βλέπεις τὸ ἴδιο τὸ ἀντικείμενο, εἴτε πρόσωπο εἴτε πρᾶγμα εἴτε τοπίο εἶνε αὐτό. Στὴν ἀρχὴ οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς ἦταν λίγες καὶ πανάκριβες. Σήμερα γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ φωτογραφικὲς μηχανές. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου ἔχουν φωτογραφικὲς μηχανές. Ἄν τώρα σὲ κάποιον, ποὺ κρατάει μηχανὴ καὶ κάνει συλλογὴ φωτογραφιῶν, πήτε ὅτι ἡ φωτογραφική τοῦ μηχανὴ ἔγινε μόνη της, χωρὶς κανένας τεχνίτης νὰ κοπιάσῃ, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴ μηχανὴ θὰ γελάσῃ εἰς βάρος σας καὶ θ’ ἀρχίσῃ ν’ ἀμφιβάλλῃ ἂν εἶστε καλὰ στὸ μυαλό. «Κύριε», θὰ σᾶς πῇ, «τί εἴν’ αὐτὰ ποὺ λέτε; Οἱ φωτογραφικὲς μηχανὲς δὲν φυτρώνουν στὰ χωράφια. Σχεδιάζονται ἀπὸ ἐπιστήμονες, κατασκευάζονται ἀπὸ τεχνῖτες, βγαίνουν ἀπὸ ἐργοστάσια. Ἡ δική μου μηχανὴ εἶνε ἀπὸ τίς τελειότερες μάρκες…»….
Ὥστε μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχει κάποιον ποὺ τὴν ἔκανε. Σ’ αὐτὸ κανένας δὲν ἀμφιβάλλει. Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τίς φωτογραφικὲς μηχανὲς ποὺ κρατοῦν οἱ ἄνθρωποι. Θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ κάποια ἄλλη φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ εἶνε ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανὴ τοῦ κόσμου. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ φθάσῃ. Καὶ οἱ τεχνῖτες καὶ οἱ ἐπιστήμονες κλέβουν τὰ μυστικὰ καὶ παίρνουν σχέδια ἀπὸ αὐτὴν καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴ μιμηθοῦν. Ἀλλ’ αὐτὴ εἶνε ἄφθαστη. Τὴ φωτογραφικὴ αὐτὴ μηχανὴ τὴν ἔχουν ὅλοι σχεδόν. Τὴν ἔχουν καὶ οἱ πιὸ φτωχοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὅμως ἡ φωτογραφικὴ αὐτὴ μηχανὴ εἶνε πανάκριβη. Εἶνε τὰ μάτια μας. Ποιός, ὅσο φτωχὸς καὶ ἂν εἶνε, πουλάει τὰ μάτια του; Προτιμᾷ νὰ ἔχῃ τὰ μάτια του, παρὰ νὰ εἶνε τυφλὸς καὶ νὰ ἔχῃ ἑκατομμύρια πολλὰ καὶ νὰ εἶνε βασιλιᾶς.
Καὶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ποιός τεχνίτης κατασκεύασε μιὰ τόσο τέλεια μηχανή; Εἶνε λογικὸ τὸ ἐρώτημα αὐτό. Γιατί, ἂν γιὰ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ κανεὶς δὲν λέω ὅτι ἔτσι βρέθηκε, πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρισθῇ ὅτι τὰ μάτια δὲν ἔχουν τὸν τεχνίτη τους καί το δημιουργό τους. Ἄν πάρουμε τὰ μάτια ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ μόλις πέθανε καὶ χημικῶς τὰ ἐξετάσουμε καὶ τὰ ἀναλύσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι τὰ μάτια εἶνε μιὰ πολὺ μικρὴ ποσότητα ὕλης. Λίγα δράμια χῶμα. Ἀλλὰ ποιός πῆρε τὸ λίγο αὐτὸ χῶμα, ποιός τὸ ζύμωσε, ποιός τὸ ἔπλασε, ὥστε νὰ γίνῃ ἕνα μικρὸ θαυμάσιο μηχάνημα, ποὺ διαρκῶς βλέπει καὶ παίρνει χιλιάδες εἰκόνες καὶ τίς στέλνει στὸν ἐγκέφαλο καὶ ἐκεῖ μένουν καὶ διατηροῦνται; Εἶνε τόσο ἀξιοθαύμαστη ἡ κατασκευὴ καὶ ἡ λειτουργία τῶν ματιῶν, ὥστε γύρω ἀπὸ τὴ σπουδή τους ἀσχολεῖται ἰδιαίτερη ἐπιστήμη, ἡ ὀφθαλμολογία. Ὀφθαλμολόγοι γιατροί, μεγάλοι ἐπιστήμονες, θαυμάζουν τὸ ἔξοχο αὐτὸ δημιούργημα. Ποιός ἔπλασε τὰ μάτια; Ὁ Θεός! εἶνε ἡ μόνη λογικὴ ἀπάντησι.
Ὦ ἄπιστοι, φθάνει ἕνα μάτι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ἀλλὰ γιατί, θὰ μᾶς ρωτήσῃ κανείς, γιατί μιλᾶμε σήμερα γιὰ τὰ μάτια; Διότι τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀκούσαμε, μιλάει γιὰ τὸ ἔξοχο αὐτὸ δημιούργημα. Μιλάει γιὰ ἕναν τυφλό, ποὺ συνάντησε στὸ δρόμο ὁ Χριστός. Ἦταν τυφλὸς ἀπό τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε. Δὲν εἶχε καθόλου μάτια. Δυὸ μεμβρᾶνες λεπτὲς σκέπαζαν τὸ μέρος ὅπου ὑπάρχουν τὰ μάτια. Δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Στὸ σκοτάδι ζοῦσε. Δουλειὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνῃ. Ζητιάνος εἶχε καταντήσει. Ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη τῶν ἀνθρώπων προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ.
Αὐτὸν τὸν τυφλὸ θεράπευσε ὁ Χριστός. Τὸν θεράπευσε; Δὲν ἀκριβολογοῦμε. Θεράπευσε θὰ λέγαμε, ἂν ὁ τυφλὸς εἶχε μάτια βλαμμένα ἀπὸ ἀσθένεια. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς αὐτός, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶχε καθόλου μάτια. Ἀδειανὲς ἦταν οἱ κόγχες. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε δημιούργησε μάτια. Ἀπίστευτο φαίνεται; Ἀλλ’ ὁ Χριστός, ποὺ ἔκανε τὸ θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε ὁ ἴδιος, ποὺ ὄχι μόνο μάτια ἔκανε, ἀλλὰ καὶ αὐτιὰ καὶ χέρια καὶ πόδια καὶ πνευμόνια καὶ νεφρὰ καὶ καρδιὲς καὶ νεῦρα καὶ κόκκαλα καὶ ὅλα τὰ ἀξιοθαύμαστα ὄργανα τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Ἔκανε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ἔ λοιπόν, αὐτὸς ποὺ κατασκεύασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν μποροῦσε νὰ κατασκευάσῃ ἕνα μόνο μέρος, τὰ μάτια;
Ὁ Χριστός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔφτυσε κάτω, καὶ μὲ τὸ σάλιο τοῦ ἔκανε λίγη λάσπη, πῆρε τὴ λάσπη, ἔχρισε μ’ αὐτὴ τὸν τυφλὸ στὰ μάτια καὶ τὸν ἔστειλε νὰ νιφτῇ σὲ μιὰ δεξαμενή. Καὶ πῆγε, νίφτηκε καὶ ἀμέσως εἶδε..
Ἔτσι ὁ Χριστὸς δίδαξε, ὅτι εἶνε αὐτὸς πού ἀπὸ χῶμα δημιούργησε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ὕλη, λάσπη εἶνε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ἀλλὰ μέσα στὸ σῶμα αὐτὸ μὲ τὰ θαυμάσια ὄργανά του ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἡ ἀθάνατη ψυχή. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶνε ὕλη. Εἶνε πνεῦμα. Ἡ ὕλη φθείρεται καὶ καταστρέφεται, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα δὲν καταστρέφεται.
Χριστέ! Σὺ μᾶς ἔπλασες. Σὺ μᾶς ἔδωσες μάτια γιὰ νὰ βλέπουμε τὸν ὄμορφο κόσμο ποὺ ἔχεις δημιουργήσει. Βλέποντας ὅλα τὰ θαυμάσια ποὺ ἔκανες σὲ δοξάζουμε καὶ σὲ εὐχαριστοῦμε.
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν δοξολογοῦν καὶ δὲν εὐχαριστοῦν τὸ Χριστό. Μάτια ἔχουν καὶ μάτια δὲν ἔχουν. Ζοὺν σὰν τυφλοὶ μέσα στὸν ὄμορφο κόσμο, καὶ ἕνα «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς» δὲν λένε. Εἶνε τυφλοὶ ψυχικῶς. Ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἁμαρτία ἔχουν τυφλώσει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ δὲν βλέπουν καὶ δὲν αἰσθάνονται τίποτα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ὅσο ἔξυπνοι κι ἂν εἶνε καὶ ὅσα γράμματα κι ἂν ξέρουν, μοιάζουν σὰν τὸ γαϊδουράκι, ποὺ τὸ ἀφεντικό του κλείνει τὰ μάτια μὲ τὸ τυφλοπάνι, τὸ δένει στὸ μαγγανοπήγαδο, καὶ τὸ δυστυχισμένο ζῶο ποὺ δὲν βλέπει ἀρχίζει νὰ τρέχῃ, μὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι τρέχει σὲ δρόμο, ἐνῶ συνεχῶς στὸ ἴδιο μέρος βρίσκεται κάνοντας διαρκῶς τοὺς ἴδιους γύρους. Ἔτσι εἶνε καὶ οἱ ἄπιστοι. Τὸ ἀφεντικό τους, ὁ διάβολος, τούς ἔχει σκεπάσει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μὲ τὸ δικό του τυφλοπάνι καὶ δὲν βλέπουν οἱ δυστυχεῖς. Δὲν βλέπουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Δὲν βλέπουν, ὅτι κάθε ἔργο τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ πιὸ μικρό, ὅπως εἶνε ἕνα μυρμηγκάκι, εἶνε ἕνα θαυμάσιο κατασκεύασμα, ποὺ ξεπερνᾷ σὲ τελειότητα καὶ τὸ καλύτερο ἐργοστάσιο τοῦ κόσμου. Δὲν βλέπουν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ δὲν βλέπουν, γιατί δὲν πιστεύουν. Ὅλα προσπαθοῦν νὰ τὰ ἐξηγήσουν ὑλιστικῶς. Ἡ ὕλη! σοῦ λένε· ἀπὸ τὴν ὕλη βγῆκαν ὅλα. Ἀλλὰ τί εἶνε ἡ ὕλη; Πῶς βρέθηκε; Πῶς ἐξελίχθηκε; Πῶς ἔγινε μάτι, αὐτί, καρδιά; Πῶς ἔγινε δύναμη καὶ ἐνέργεια; Πῶς ἔγινε σκέψι, αἴσθημα καὶ θέλησι; Πῶς ἔγινε πνεῦμα; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν μποροῦν ν’ ἀπαντήσουν οἱ ἄπιστοι.
Ἄπιστοι! Σᾶς παρακαλοῦμε, πλησιάστε τὸν τυφλὸ ποὺ ἔκανε καλὰ ὁ Χριστός. Οἱ παλαιοί σας συνάδελφοι, οἱ ἄπιστοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός, καὶ μὲ λόγια δικολαβικὰ προσπαθοῦσαν νὰ μεταβάλουν τὰ πράγματα, νὰ σκοτίσουν τὸν ἥλιο, καὶ νὰ κάνουν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μὴν πιστεύουν στὸ Χριστό. Τυφλοὶ αὐτοί, τυφλὸ ἤθελαν νὰ κάνουν καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀλλ’ ὁ τυφλός, ποὺ εἶδε τὸ φῶς του, μὲ τίς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδωσε τοὺς ἀποστόμωσε, τοὺς νίκησε, τοὺς ξευτέλισε. Το πιὸ μεγάλο ἐπιχείρημα ἦταν ἡ προσωπική του πείρα. Εἶδε πάνω του τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Εἶδε τὸ θαῦμα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐλέγχει τοὺς ἀπίστους «Δὲν ἀκούω τί μοῦ λέτε. Ἕνα ξέρω ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω. Μὲ ἔκανε καλὰ ὁ Χριστός. Χίλιες δόξες νὰ ἔχῃ».
Ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου.