ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Ευαγγελική Περικοπή και Κηρύγματα Αγίων Πατέρων

by admin

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ — ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (ΚΑ΄ 1 — 11, 15 — 17)

Τῷ και­ρῷ ἐκεί­νῳ, ὅτε ἤγγι­σεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ἦλθον εἰς Βηθ­σφα­γῆ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέ­στει­λε δύο μαθη­τὰς 2λέγων αὐτοῖς· Πορεύ­ε­θη­τε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέ­ναν­τι ὑμῶν, καὶ εὐθέ­ως εὑρή­σε­τε ὄνον δεδε­μέ­νην καὶ πῶλον μετ’ αὐτῆς· λύσαν­τες ἀγά­γε­τέ μοι. 3καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖ­τε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρεί­αν ἔχει· εὐθέ­ως δὲ ἀπο­στε­λεῖ αὐτούς. 4Τοῦ­το δὲ ὅλον γέγο­νεν ἵνα πλη­ρω­θῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προ­φή­του λέγον­τος· 5εἴπα­τε τῇ θυγα­τρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασι­λεύς σου ἔρχε­ταί σοι, πρα­ῢς καὶ ἐπι­βε­βη­κὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑπο­ζυ­γί­ου. 6πορευ­θέν­τες δὲ οἱ μαθη­ταὶ καὶ ποι­ή­σαν­τες καθὼς προ­σέ­τα­ξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, 7ἤγα­γον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέ­θη­καν ἐπά­νω αὐτῶν τὰ ἱμά­τια αὐτῶν, καὶ ἐπε­κά­θι­σεν ἐπά­νω αὐτῶν. 8ὁ δὲ πλεῖ­στος ὄχλος ἔστρω­σαν ἑαυ­τῶν τὰ ἱμά­τια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκο­πτον κλά­δους ἀπὸ τῶν δέν­δρων καὶ ἐστρών­νυον ἐν τῇ ὁδῷ. 9οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προ­ά­γον­τες (αὐτὸν) καὶ οἱ ἀκο­λου­θοῦν­τες ἔκρα­ζον λέγον­τες· Ὡσαν­νὰ τῷ υἱῷ Δαυ­ῒδ· εὐλο­γη­μέ­νος ὁ ἐρχό­με­νος ἐν ὀνό­μα­τι Κυρί­ου· Ὡσαν­νὰ ἐν τοῖς ὑψί­στοις. 10καὶ εἰσελ­θόν­τος αὐτοῦ εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα ἐσεί­σθη πᾶσα ἡ πόλις λέγου­σα· Τίς ἐστιν οὗτος; 11οἱ δὲ ὄχλοι ἔλε­γον· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προ­φή­της ὁ ἀπὸ Ναζα­ρὲτ τῆς Γαλι­λαί­ας. 15ἰδόν­τες δὲ οἱ ἀρχιε­ρεῖς καὶ οἱ γραμ­μα­τεῖς τὰ θαυ­μά­σια ἃ ἐποί­η­σε καὶ τοὺς παῖ­δας κρά­ζον­τας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγον­τας, ὡσαν­νὰ τῷ υἱῷ Δαυ­ῒδ, ἠγα­νά­κτη­σαν 16καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκού­εις τί οὗτοι λέγου­σιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέ­πο­τε ἀνέ­γνω­τε ὅτι ἐκ στό­μα­τος νηπί­ων καὶ θηλα­ζόν­των κατηρ­τί­σω αἶνον; 17καὶ κατα­λι­πὼν αὐτοὺς ἐξῆλ­θεν ἔξω τῆς πόλε­ως εἰς Βηθα­νί­αν καὶ ηὐλί­σθη ἐκεῖ.

Οταν δε επλη­σί­α­σαν εις τα Ιερο­σό­λυ­μα και ήλθαν εις Βηθ­σφα­γή, κον­τά στο όρος των ελαιών, τότε έστει­λε ο Ιησούς δύο μαθη­τάς λέγων εις αυτούς· “πηγαί­νε­τε στο χωριό, που είναι απέ­ναν­τί σας, και αμέ­σως θα βρή­τε εκεί μίαν δεμέ­νην όνον και το που­λά­ρι μαζή της· λύσα­τέ την και φέρε­τέ τα εις εμέ. Και αν κανείς σας πη τίπο­τε και θελή­ση να σας εμπο­δί­ση, θα πήτε· “Οτι ο Κυριος τα χρειά­ζε­ται· πολύ δε σύν­το­μα θα σας τα επι­στρέ­ψη”. Ολο δε αυτό έγι­νε, δια να εκπλη­ρω­θή εκεί­νο που ελέ­χθη δια του προ­φή­του Ζαχα­ρί­ου, ο οποί­ος είπε· “να πήτε εις την θυγα­τέ­ρα Σιών, την Ιερου­σα­λήμ, ιδού ο βασι­λεύς σου έρχε­ται προς σε, πρά­ος και ταπει­νός, καθή­με­νος επά­νω εις όνον και εις που­λά­ρι, γέν­νη­μα υπο­ζυ­γί­ου”. Επή­γαν οι μαθη­ταί και έκα­μαν καθώς τους διέ­τα­ξε ο Ιησούς. (Και αναμ­φι­βό­λως εθαύ­μα­σαν, όταν είδαν ότι τα πράγ­μα­τα έγι­ναν, όπως ακρι­βώς τους είχε προ­εί­πει ο Διδά­σκα­λος). Εφε­ραν πράγ­μα­τι την όνον και το που­λά­ρι της, έβα­λαν επά­νω εις αυτά τα ενδύ­μα­τα των, επά­νω εις τα οποία και εκά­θι­σεν ο διδά­σκα­λος. Τα δε πολ­λά πλή­θη του λαού, που συνώ­δευαν τον Κυριον, έστρω­ναν εις ένδει­ξιν σεβα­σμού τα ενδύ­μα­τά των στον δρό­μον, δια να περά­ση επά­νω από αυτά ο Ιησούς, και οι άλλοι έκο­πταν κλά­δους από δέν­δρα και έστρω­ναν στον δρό­μον. Τα πλή­θη δε του λαού, τόσον εκεί­να που προ­η­γούν­το όσον και εκεί­να που ακο­λου­θού­σαν, εφώ­να­ζαν δυνα­τά και έλε­γαν· “δόξα και ύμνος στον ένδο­ξον από­γο­νον του Δαυ­ΐδ· ευλο­γη­μέ­νος ας είναι αυτός που έρχε­ται εν ονό­μα­τι του Κυρί­ου, δια να σώση τον λαόν· δοξο­λο­γί­ας και ύμνους στον Μεσ­σί­αν ας ψάλ­λουν αι στρα­τιαί των αγγέ­λων, που είναι στους ουρα­νούς”. 10 Οταν δε εισήλ­θεν αυτός εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, συνε­κλο­νί­σθη η πόλις όλη από την μεγα­λο­πρε­πή πομ­πήν και ερω­τού­σαν οι κάτοι­κοι· “ποιός είναι αυτός;” 11 Τα δε πλή­θη έλε­γαν· “Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προ­φή­της από την Ναζα­ρέτ της Γαλι­λαί­ας”. 15 Οταν δε οι αρχιε­ρείς και οι γραμ­μα­τείς είδαν τα θαυ­μα­στά αυτά έργα που έκα­νε ο Ιησούς και ήκου­σαν τα παι­διά στον ναόν να κρά­ζουν και να λέγουν “δόξα και τιμή στον από­γο­νον του Δαυ­ΐδ”, ηγα­νά­κτη­σαν 16 και είπαν εις αυτόν· “ακού­εις, τι λέγουν αυτά τα παι­διά;” Ο δε Ιησούς τους είπε· “ναι, ακούω· αλλά δια­τί σεις ενο­χλεί­σθε; Δεν έχε­τε, λοι­πόν, ποτέ ανα­γνώ­σει εις την Γρα­φήν, που προ­λέ­γει ότι από στό­μα νηπί­ων και βρε­φών, που θηλά­ζουν ακό­μη, συνέ­θε­σες, ω Θεε, δοξο­λο­γί­αν;” 17 Και εγκα­τα­λεί­ψας αυτούς εβγή­κεν έξω από την πόλιν εις την Βηθα­νί­αν και εκεί επέ­ρα­σε την νύκτα.

Κι όταν πλη­σί­α­σαν στα Ιερο­σό­λυ­μα και ήλθαν στη Βηθ­σφα­γή, κον­τά στο όρος των ελαιών, τότε ο Ιησούς απέ­στει­λε δύο μαθη­τές. και τους είπε: Πηγαί­νε­τε στο χωριό που βλέ­πε­τε απέ­ναν­τί σας, κι αμέ­σως θα βρεί­τε ένα θηλυ­κό γαϊ­δού­ρι δεμέ­νο κι ένα που­λά­ρι μαζί του. Λύστε το και φέρ­τε μου και τα δύο εδώ. Κι αν σας πει κανείς τίπο­τε, θα πεί­τε ότι ο Κύριος τα χρειά­ζε­ται κι αμέ­σως θα σας τα στεί­λει πίσω. Κι αυτό όλο έγι­νε για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί εκεί­νο που προ­φή­τευ­σε ο προ­φή­της λέγον­τας: Πεί­τε στη θυγα­τέ­ρα Σιών, δηλα­δή την Ιερου­σα­λήμ: ιδού ο βασι­λιάς σου, ο Μεσ­σί­ας, έρχε­ται σε σένα πρά­ος και καθι­σμέ­νος πάνω σε γαϊ­δού­ρι και σε που­λά­ρι, γέν­νη­μα ζώου που μπή­κε σε ζυγό. Κι αφού πήγαν οι μαθη­τές κι έκα­ναν όπως τους διέ­τα­ξε ο Ιησούς, έφε­ραν το γαϊ­δού­ρι και το που­λά­ρι, κι επει­δή δεν ήξε­ραν σε ποιό από τα δύο θα καθί­σει ο διδά­σκα­λος, έβα­λαν τα εξω­τε­ρι­κά τους ενδύ­μα­τα πάνω σ’ αυτά, και ο Ιησούς κάθι­σε πάνω στα ενδύ­μα­τα που είχαν τεθεί στο που­λά­ρι. Στο μετα­ξύ οι περισ­σό­τε­ροι από το πλή­θος του λαού έστρω­σαν στο δρό­μο από τον οποίο περ­νού­σε ο Ιησούς τα εξω­τε­ρι­κά τους ρού­χα, για να περά­σει πάνω απ’ αυτά. Ενώ άλλοι έκο­βαν κλα­διά απ’ τα δέν­δρα και τα έστρω­ναν στο δρό­μο. Και τα πλή­θη του λαού, όσα προ­πο­ρεύ­ον­ταν και όσα ακο­λου­θού­σαν, με δυνα­τές φωνές κραύ­γα­ζαν: Δόξα στον από­γο­νο του Δαβίδ, που περι­μέ­να­με έως τώρα. Δοξα­σμέ­νος να είναι αυτός που έρχε­ται σταλ­μέ­νος από τον Κύριο. Δόξα στο Θεό ας κρά­ζουν και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα υψη­λό­τε­ρα μέρη του ουρα­νού. 10 Κι όταν ο Ιησούς μπή­κε στα Ιερο­σό­λυ­μα, ξεση­κώ­θη­καν όλοι οι κάτοι­κοι της πόλε­ως λέγον­τας: Ποιός είναι αυτός; 11 Και τα πλή­θη του λαού έλε­γαν: Αυτός είναι ο Ιησούς ο προ­φή­της, που κατά­γε­ται από τη Ναζα­ρέτ της Γαλι­λαί­ας. 15 Όταν όμως είδαν οι αρχιε­ρείς και οι γραμ­μα­τείς τα θαυ­μά­σια έργα που έκα­νε ο Ιησούς, και τα παι­διά που φώνα­ζαν μέσα στο ιερό κι έλε­γαν “δόξα στον από­γο­νο του Δαβίδ”, αγα­νά­κτη­σαν 16 και του είπαν: Ακούς τί λένε αυτοί; Κι ο Ιησούς τους λέει: Ναι. Δεν δια­βά­σα­τε ποτέ εκεί­νο που λέει ότι από το στό­μα νηπί­ων και μικρών παι­διών που θηλά­ζουν ακό­μα έφτια­ξες, Θεέ, τέλειο ύμνο; Για­τί λοι­πόν αγα­να­κτεί­τε, σαν να ανέ­χο­μαι κάτι που δεν το προ­φή­τευ­σε το Πνεύ­μα του Θεού; 17 Κι αφού τους άφη­σε, βγή­κε έξω από την πόλη και πήγε στη Βηθα­νία, όπου πέρα­σε τη νύχτα του εκεί.

Καὶ ὅταν πλη­σί­α­σαν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ἦλθαν στὴ Βηθ­σφα­γῆ, κον­τὰ στὸ Ὁρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέ­στει­λε δύο μαθη­τὰς λέγον­τας σ᾽ αὐτούς: «Πηγαί­νε­τε στὸ ἀπέ­ναν­τί σας χωριὸ καὶ ἀμέ­σως θὰ βρῆ­τε μία ὄνο δεμέ­νη καὶ ἕνα που­λά­ρι μαζί της. Λύσε­τε, καὶ φέρε­τε σὲ μένα. Καὶ ἂν κανεὶς σᾶς πῇ τίπο­τε, θὰ τοῦ πῆτε, “Ὁ Κύριος τὰ χρειά­ζε­ται, καὶ θὰ τὰ ἐπι­στρέ­ψῃ ἀμέ­σως”». Μὲ ὅλο δὲ αὐτό, ποὺ­ἔ­γι­νε, ἐκπλη­ρώ­θη­κε ὁ λόγος, ποὺ ἐλέ­χθη διὰ μέσου τοῦ προ­φή­του: Νὰ εἰπῆ­τε στὴ θυγα­τέ­ρα Σιών (Ἱερου­σα­λήμ), Ἰδοὺ ὁ Βασι­λεύς σου­ἔρ­χε­ται σὲ σένα ταπει­νὸς καὶ καθι­σμέ­νος πάνω σ᾽ ἕνα ὄνο, μάλι­στα που­λά­ρι, ἀρσε­νι­κὸ τέκνο ὄνου. Πῆγαν δὲ οἱ μαθη­ταί, καὶ ἀφοῦ­ἔ­κα­ναν ὅπως τοὺς διέ­τα­ξε ὁ Ἰησοῦς, ἔφε­ραν τὴν ὄνο καὶ τὸ που­λά­ρι, καὶ­ἔ­θε­σαν ἐπά­νω τους τὰ ἐνδύ­μα­τά τους, καὶ κάθη­σε ἐπά­νω σ᾽ αὐτά (δηλα­δὴ στὰ ἐνδύ­μα­τα). Ὁἱ δὲ περισ­σό­τε­ροι ἀπὸ τὸ πλῆ­θο­ςἔ­στρω­σαν τὰ ἐνδύ­μα­τά τους στὸ δρό­μο, ἄλλοι δὲἔ­κο­βαν κλά­δους ἀπὸ τὰ δέν­δρα καὶ­ἔ­στρω­ναν στὸ δρό­μο. Τὰ δὲ πλή­θη, ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν καὶ ἀκο­λου­θοῦ­σαν, φώνα­ζαν δυνα­τὰ λέγον­τας: Δόξα στὸν Υἱὸ Δαβίδ! Εὐλο­γη­μέ­νος ὁ ἐρχό­με­νος ἐκ μέρους τοῦ Κυρί­ου. Δόξα στὸν Ὕψι­στο! 10 Καὶ ὅταν μπῆ­κε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, σεί­σθη­κε ὅλη ἡ πόλι καὶ­ἔ­λε­γε: «Ποιός εἶναι αὐτός;». 11 Τὰ δὲ πλή­θη­ἔ­λε­γαν: «Ἀὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ προ­φή­της ἀπὸ τὴ Ναζα­ρὲτ τῆς Γαλι­λαί­ας».15 Ὅταν δὲ οἱ ἀρχιε­ρεῖς καὶ οἱ γραμ­μα­τεῖς εἶδαν τὰ θαύ­μα­τα ποὺ­ἔ­κα­νε, καὶ τὰ παι­διὰ νὰ φωνά­ζουν δυνα­τὰ στὸν περί­βο­λο τοῦ ναοῦ καὶ νὰ λέγουν, «Δόξα στὸν Υἱὸ Δαβίδ», ἀγα­νά­κτη­σαν 16 καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀκοῦς τί λένε αὐτοί;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέγει: «Ναί! Δὲν δια­βά­σα­τε ποτέ, “Ἀπὸ τὸ στό­μα παι­διῶν, ποὺ εἶναι νήπια καὶ θηλά­ζουν, ἔβγα­λες τέλειον ὕμνο”;». 17 Καὶ τοὺς ἄφη­σε καὶ βγῆ­κε­ἔ­ξω ἀπὸ τὴν πόλι, στὴ Βηθα­νία, καὶ δια­νυ­κτέ­ρευ­σε ἐκεῖ.

Ιερός Χρυ­σό­στο­μος (ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ  ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ)

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ  ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

« ον ησος πρ ξ μερν το πάσχα λθεν ες Βηθα­νί­αν, που ν Λάζα­ρος τεθνη­κώς, ν γει­ρεν κ νεκρν. ποί­η­σαν ον ατ δεπνον κε, κα Μάρ­θα διη­κό­νει· δ Λάζα­ρος ες ν τν νακει­μέ­νων σν ατ(:ο Ιησούς λοι­πόν, χωρίς να εμπο­δι­στεί από την επι­βου­λή των εχθρών Του, έξι ημέ­ρες πριν από την εορ­τή του Πάσχα ήλθε στη Βηθα­νία, όπου έμε­νε ο Λάζα­ρος που είχε πεθά­νει και ο Κύριος τον είχε ανα­στή­σει από τους νεκρούς. Οι συγ­γε­νείς λοι­πόν του Λαζά­ρου, επει­δή αισθά­νον­ταν μεγά­λο σεβα­σμό και ευγνω­μο­σύ­νη προς τον Ιησού για το θαύ­μα που είχε επι­τε­λέ­σει, Του έκα­ναν δεί­πνο εκεί, και η Μάρ­θα υπη­ρε­τού­σε. Ο Λάζα­ρος μάλι­στα ήταν ένας από εκεί­νους που κάθον­ταν και έτρω­γαν στο τρα­πέ­ζι μαζί Του)»[Ιω.12,1–2].

Αυτό κυριό­τα­τα ήταν σημείο της πραγ­μα­τι­κής του ανα­στά­σε­ως, το ότι δηλα­δή ο Λάζα­ρος μετά από πολ­λές ημέ­ρες και ζει και τρώ­ει. Εκ τού­του είναι φανε­ρό ότι στην οικία της Μάρ­θας παρα­τέ­θη­κε το γεύ­μα· διό­τι επει­δή ήσαν φίλοι και αγα­πη­τοί, υπο­δέ­χον­ται τον Ιησού. Μερι­κοί όμως υπο­στη­ρί­ζουν ότι σε ξένη οικία έλα­βε χώρα αυτό το γεύ­μα.

Η Μαρία όμως δεν δια­κο­νού­σε· διό­τι ήταν μαθή­τρια. Πάλι εδώ αυτή ενερ­γεί κατά τρό­πο πνευ­μα­τι­κό­τε­ρο· δηλα­δή δεν δια­κο­νού­σε ως προ­σκε­κλη­μέ­νη, ούτε παρέ­χει την υπη­ρε­σία προς όλους, αλλά σε Αυτόν μόνον απο­δί­δει την τιμή, και δεν προ­σέρ­χε­ται σε Αυτόν ως σε άνθρω­πο αλλά ως σε Θεό· διό­τι το μύρο γι’ αυτόν τον λόγο το έχυ­σε στα πόδια Του και το σφούγ­γι­σε με τις τρί­χες της κεφα­λής της, πράγ­μα­τα τα οποία είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά μιας γυναί­κας η οποία δεν είχε περί Αυτού την ίδια γνώ­μη που είχαν οι πολ­λοί.

Την επι­τί­μη­σε όμως ο Ιού­δας, υπό το πρό­σχη­μα δήθεν της ευλαβείας[Ιω.12,4–6: « ον Μαρία, λαβοσα λίτραν μύρου νάρ­δου πιστικς πολυ­τί­μου, λει­ψε τος πόδας το ησο κα ξέμα­ξε τας θριξν ατς τος πόδας ατο· δ οκία πλη­ρώ­θη κ τς σμς το μύρου. λέγει ον ες κ τν μαθητν ατο, ούδας Σίμω­νος σκα­ριώ­της, μέλ­λων ατν παραδιδόναι·διατί τοτο τ μύρον οκ πρά­θη τρια­κο­σί­ων δηνα­ρί­ων κα δόθη πτω­χος; επε δ τοτο οχ τι περ τν πτωχν μελεν ατ, λλ᾿ τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εχε κα τ βαλ­λό­με­να βάστα­ζεν(:ύστε­ρα λοι­πόν από την πρά­ξη αυτή της Μαρί­ας είπε ένας από τους μαθη­τές Του, ο Ιού­δας ο γιος του Σίμω­νος, ο Ισκα­ριώ­της, εκεί­νος που σκό­πευε να Τον προ­δώ­σει και να Τον παρα­δώ­σει στους σταυ­ρω­τές Του: ‘’Αντί να χυθεί και να σπα­τα­λη­θεί άσκο­πα το μύρο αυτό, για­τί δεν που­λή­θη­κε στην τιμή των τρια­κο­σί­ων δηνα­ρί­ων, δηλα­δή τρια­κο­σί­ων ημε­ρο­μι­σθί­ων, και δεν δόθη­κε το αντί­τι­μό του ελεη­μο­σύ­νη στους φτω­χούς;’’. Και το είπε αυτό, όχι για­τί ενδια­φε­ρό­ταν για τους φτω­χούς, αλλά διό­τι ήταν κλέ­φτης˙ και καθώς δια­χει­ρι­ζό­ταν το κοι­νό ταμείο και είχε το κου­τί των συνει­σφο­ρών, κρα­τού­σε κρυ­φά για τον εαυ­τό του από τα χρή­μα­τα που έρι­χναν σε αυτό)»].

Και τι του λέγει λοι­πόν ο Χρι­στός; «φες ατήν, ες τν μέραν το ντα­φια­σμο μου τετή­ρη­κεν ατό(:άφη­σε αυτήν ήσυ­χη και μην την κατη­γο­ρείς. Η γυναί­κα αυτή, σαν να προ­αι­σθα­νό­ταν ότι σε λίγες μέρες πρό­κει­ται να εντα­φια­στώ, φύλα­ξε το μύρο αυτό για να μου το προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας έτσι συμ­βο­λι­κά την ετοι­μα­σία του σώμα­τός μου με μύρο την ημέ­ρα της ταφής μου)»[Ιω.12,7]. Αλλά για­τί άρα­γε δεν έλεγ­ξε τον μαθη­τή γι’ αυτό που είπε για τη γυναί­κα, ούτε είπε αυτό, το οποίο είπε ο Ευαγ­γε­λι­στής, ότι δηλα­δή λόγω της τάσε­ώς του να κλέ­βει, επι­τι­μού­σε τη γυναί­κα; Ήθελε με την πολ­λή Του μακρο­θυ­μία να τον κάνει να αισθαν­θεί ντρο­πή· διό­τι γνώ­ρι­ζε ότι ήταν προ­δό­της, εξαρ­χής έλεγ­ξε αυτόν πολ­λές φορές, όταν είπε «λλ᾿ εσν ξ μν τινες ο ο πιστεύ­ου­σιν(:αλλά είναι μερι­κοί από σας που δεν πιστεύ­ουν στα λόγια μου, και γι’ αυτό, αντί να ζωο­ποιούν­ται, σκαν­δα­λί­ζον­ται απ’ αυτά)»[Ιω.6,64] και «ξ μν ες διά­βο­λός στιν(:κι όμως ένας από σας, επει­δή έγι­νε όργα­νο του δια­βό­λου, εξο­μοιώ­θη­κε με τον διά­βο­λο)»[Ιω.6,70]. Λοι­πόν έδει­ξε μεν ότι γνω­ρί­ζει αυτόν ως προ­δό­τη, δεν τον έλεγ­ξε όμως φανε­ρά, αλλά φάνη­κε συγ­κα­τα­βα­τι­κός και τον συγ­χώ­ρη­σε, επει­δή ήθε­λε να τον επα­να­φέ­ρει στον ορθό δρό­μο.

Πώς λοι­πόν άλλος Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι όλοι οι μαθη­τές είπαν τα λόγια αυτά του Ιούδα;[Ματθ.26,8–9: «δόν­τες δ ο μαθη­τα ατο γανά­κτη­σαν λέγον­τες· ες τί πώλεια ατη; δύνα­το γρ τοτο τ μύρον πραθναι πολ­λο κα δοθναι τος πτω­χος(:όταν όμως το είδαν αυτό οι μαθη­τές, αγα­νά­κτη­σαν κι έλε­γαν: ‘’Για­τί να γίνει αυτή η άσκο­πη και χαμέ­νη σπα­τά­λη του πολύ­τι­μου αυτού μύρου; Διό­τι το μύρο αυτό μπο­ρού­σε να που­λη­θεί ακρι­βά και το αντί­τι­μό του να δοθεί στους φτω­χούς’’)» και Μάρκ.14,3: «σαν δέ τινες γανα­κτοντες πρς αυτος λέγον­τες· ες τί πώλεια ατη το μύρου γέγο­νεν; δύνα­το γρ τοτο τ μύρον πραθναι πάνω τρια­κο­σί­ων δηνα­ρί­ων κα δοθναι τος πτω­χος· κα νεβριμντο ατ(:ήταν όμως μερι­κοί απ’ τους μαθη­τές οι οποί­οι ιδιαι­τέ­ρως μετα­ξύ τους εξέ­φρα­σαν την αγα­νά­κτη­σή τους και έλε­γαν: ‘’Για­τί έγι­νε αυτή η άσκο­πη σπα­τά­λη του πολύ­τι­μου αυτού μύρου; Διό­τι θα μπο­ρού­σε το μύρο αυτό να που­λη­θεί περισ­σό­τε­ρο από τρια­κό­σια δηνά­ρια, και το αντί­τι­μό του να δοθεί στους φτω­χούς’’. Και επέ­πλητ­ταν τη γυναί­κα αυτή)». Και όλοι είπαν τα λόγια εκεί­να, και εκεί­νος· αλλά οι άλλοι όχι με την ίδια υστε­ρό­βου­λη πρό­θε­ση.

Εάν επί­σης κανείς εξέ­τα­ζε για ποιο λόγο άρα­γε ανέ­θε­σε το κιβώ­τιο των φτω­χών σε εκεί­νον ο οποί­ος ήταν κλέ­πτης, και τον έκα­νε δια­χει­ρι­στή των χρη­μά­των αυτών, ενώ ήταν φιλάρ­γυ­ρος, εμείς θα μπο­ρού­σα­με εκεί­νο να πού­με, ότι τον μεν απόρ­ρη­το λόγο ο Θεός τον γνω­ρί­ζει, εάν όμως πρέ­πει να κάνου­με και εμείς κάποια σκέ­ψη, το έκα­νε για να του αφαι­ρέ­σει οποια­δή­πο­τε δικαιο­λο­γία· διό­τι δεν μπο­ρού­σε να πει ότι το έκα­νε αυτό από αγά­πη προς τα χρή­μα­τα (καθό­σον μπο­ρού­σε να ικα­νο­ποι­ή­σει την επι­θυ­μία του από το χρη­μα­το­κι­βώ­τιο), αλλά εξαι­τί­ας της πολ­λής πονη­ρί­ας του, που ήθε­λε ο Χρι­στός να την ανακόψει,επιδεικνύοντας πολ­λή συγ­κα­τά­βα­ση απέ­ναν­τί του. Γι’ αυτό δεν τον κατη­γο­ρού­σε ότι έκλε­βε, αν και βέβαια το γνώ­ρι­ζε αυτό, θέλον­τας να κατα­στεί­λει την πονη­ρή του επι­θυ­μία και να του αφαι­ρέ­σει οποια­δή­πο­τε δικαιο­λο­γία.

«Επεν ον ησος· φες ατήν, ες τν μέραν το ντα­φια­σμο μου τετή­ρη­κεν ατό(:όταν λοι­πόν ο Ιησούς άκου­σε τον Ιού­δα να επι­κρί­νει την Μαρία, του είπε: ‘’Άφη­σέ την ήσυ­χη και μην την κατη­γο­ρείς. Η γυναί­κα αυτή, σαν να προ­αι­σθα­νό­ταν ότι σε λίγες μέρες πρό­κει­ται να ταφώ, φύλα­ξε το μύρο αυτό για να μου το προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας έτσι συμ­βο­λι­κά την ετοι­μα­σία του σώμα­τός μου με μύρο την ημέ­ρα της ταφής μου’’)»[Ιω. 12,7].Πάλι υπεν­θύ­μι­σε σε αυτόν την ιδιό­τη­τα του προ­δό­τη, όταν μίλη­σε περί εντα­φια­σμού. Αλλά δεν τον συγ­κι­νεί καθό­λου ο έλεγ­χος αυτός τον Ιού­δα, ούτε τον καθι­στά ηπιό­τε­ρο απέ­ναν­τι στον Διδά­σκα­λο που επρό­κει­το να προ­δώ­σει και να οδη­γή­σει στον θάνα­το, αν και ήταν αρκε­τός αυτός ο έλεγ­χος του Κυρί­ου που έδει­χνε έτσι και ότι προ­γνώ­ρι­ζε τι επρό­κει­το σε λίγο να κάνει ο Ιού­δας, για να προ­κα­λού­σε σε αυτόν τον οίκτο για τον Ιησού· ήταν σαν να έλε­γε ο Ιησούς: «Επα­χθής είμαι για σένα και ενο­χλη­τι­κός, αλλά να περι­μέ­νεις λίγο και θα φύγω από αυτόν τον κόσμο». Καθό­σον αυτό εννο­ού­σε όταν έλε­γε «μ δ ο πάν­το­τε χετε(:εμέ­να δεν με έχε­τε πάν­το­τε)»[Ιω.12,8].

Αλλά όμως τίπο­τε από αυτά δεν έκαμ­ψε τον θηριώ­δη και μαι­νό­με­νο μαθη­τή, αν και βέβαια από αυτά πολύ περισ­σό­τε­ρα και είπε και έκα­νε και τα πόδια του τού ένι­ψε ο Ιησούς την ίδια νύκτα και από την τρά­πε­ζα του Μυστι­κού Δεί­πνου του έδω­σε να φάγει μαζί με τους άλλους, πράγ­μα το οποίο συνή­θως και τις ληστρι­κές ψυχές τις συγ­κρα­τεί (και άλλα λόγια είπε ικα­νά και πέτρα να μαλά­κω­ναν) και αυτό όχι προ πολ­λού χρό­νου, αλλά κατά την ίδια ημέ­ρα για να μη δημιουρ­γή­σει λήθη ο χρό­νος· ωστό­σο, στά­θη­κε ασυγ­κί­νη­τος από όλα ο Ιού­δας.[…]

«γνω ον χλος πολς κ τν ουδαί­ων τι κε στι, κα λθον ο δι τν ησον μόνον, λλ᾿ να κα τν Λάζα­ρον δωσιν ν γει­ρεν κ νεκρν(:από το δεί­πνο λοι­πόν αυτό και απ’ όσα συνέ­βη­σαν σε αυτό, πολύς λαός από τους Ιου­δαί­ους έμα­θε ότι ο Ιησούς βρι­σκό­ταν στη Βηθα­νία. Και ήλθαν εκεί όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζα­ρο, τον οποίο είχε ανα­στή­σει από τους νεκρούς)»[Ιω.12,9].

Όπως ο πλού­τος εκεί­νους, οι οποί­οι δεν προ­σέ­χουν, συνή­θως τους εκτρα­χη­λί­ζει, έτσι και η εξου­σία· διό­τι ο πλού­τος μεν οδη­γεί στην πλε­ο­νε­ξία, ενώ η εξου­σία στην αλα­ζο­νεία. Πρό­σε­χε λοι­πόν ότι το πλή­θος των Ιου­δαί­ων, που είναι υπό εξου­σία, υγιαί­νει, ενώ οι άρχον­τές του έχουν δια­φθα­ρεί. Διό­τι ως προς το ότι πολ­λοί από το πλή­θος πίστευαν σε Αυτόν, το ανα­φέ­ρουν συνε­χώς οι Ευαγ­γε­λι­στές, λέγον­τας ότι «πολ­λο δ κ το χλου πίστευ­σαν ες ατν πίστε­ψαν σε Αυτόν)»[Ιω.7,31],από τους άρχον­τες όμως δεν πίστευαν.

Και αυτοί οι ίδιοι οι άρχον­τες λένε, όχι το πλή­θος του λαού, τα εξής: «Μή τις κ τν ρχόν­των πίστευ­σεν ες ατν;(: μήπως πίστε­ψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχον­τες, που είναι οι μόνοι αρμό­διοι να κρί­νουν τα θρη­σκευ­τι­κά ζητή­μα­τα, ή απ’ τους Φαρι­σαί­ους, που είναι άγρυ­πνοι φύλα­κες των παρα­δό­σε­ων και της αλη­θι­νής πίστε­ως😉»[Ιω.7,48]. Αλλά τι προ­σθέ­τουν; « χλος οτος μ γινώ­σκων τν νόμον πικα­τά­ρα­τοί εσι!(: Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστε­ψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους κατα­ρα­μέ­νοι)»[Ιω.7,49]. Εκεί­νους, οι οποί­οι πίστευαν, τους απο­κα­λού­σαν «κατα­ρα­μέ­νους», ενώ τους εαυ­τούς τους, οι οποί­οι έκα­ναν φόνους, «συνε­τούς».

Και στην περί­πτω­ση αυτή, αφού είδαν το θαύ­μα, πίστευαν πολ­λοί, ενώ οι άρχον­τες δεν αρκούν­ταν μόνο στα δικά τους κακά, αλλά επι­χει­ρού­σαν και τον Λάζα­ρο να φονεύ­σουν [βλ. Ιω. 12,10–11: «βου­λεύ­σαν­το δ ο ρχιε­ρες να κα τν Λάζα­ρον ποκτεί­νω­σιν, τι πολ­λο δι᾿ ατν πγον τν ουδαί­ων κα πίστευον ες τν ησον(:μετά όμως απ’ αυτό, οι αρχιε­ρείς απο­φά­σι­σαν να σκο­τώ­σουν και τον Λάζα­ρο, διό­τι εξαι­τί­ας του πολ­λοί από τους Ιου­δαί­ους πήγαι­ναν στη Βηθα­νία για να βεβαιω­θούν αν πραγ­μα­τι­κά ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς. Κι όταν το δια­πί­στω­ναν αυτό, πίστευαν στον Ιησού)»]. Έστω: τον Χρι­στό ήθε­λαν να Τον θανα­τώ­σουν, διό­τι κατέ­λυε το Σάβ­βα­το, διό­τι έκα­με τον εαυ­τό Του ίσο με τον Πατέ­ρα, και εξαι­τί­ας των Ρωμαί­ων, κατά τους ισχυ­ρι­σμούς τους, αλλά τον Λάζα­ρο με ποια κατη­γο­ρία, ήθε­λαν να τον θανα­τώ­σουν; Μήπως άρα­γε το ότι ευερ­γε­τή­θη­κε ήταν έγκλη­μα;

Βλέ­πεις πως είναι φονι­κή η πρό­θε­σή τους; Και όμως πολ­λά θαύ­μα­τα επι­τέ­λε­σε ο Ιησούς, όμως κανέ­να από αυτά τόσο πολύ δεν τους εξα­γρί­ω­σε, ούτε ο παρά­λυ­τος που θερα­πεύ­θη­κε, ούτε ο τυφλός που ξανα­βρή­κε την όρα­σή του· διό­τι αυτό και ως προς τη φύση ήταν πιο θαυ­μα­στό και είχε γίνει μετά από πολ­λά άλλα, και ήταν παρά­δο­ξο να δει κανείς άνθρω­πο που για τέσ­σε­ρις μέρες ήταν νεκρός, να περι­πα­τεί και να ομι­λεί.

Καλά και ωραία βέβαια ‑δεν είναι;- της εορ­τής τα κατορ­θώ­μα­τα, να ανα­μι­γνύ­ουν την πανή­γυ­ρη με φόνους…

Άλλω­στε, στην περί­πτω­ση εκεί­νη της θερα­πεί­ας του εκ γενε­τής τυφλού, θεω­ρού­σαν καλό να Τον κατη­γο­ρούν για το Σάβ­βα­το, και έτσι να απο­μα­κρύ­νουν το πλή­θος από Αυτόν, ενώ σε αυτή την περί­πτω­ση, επει­δή δεν είχαν να Τον κατη­γο­ρή­σουν για τίπο­τα, στρέ­φουν την προ­σπά­θειά τους εναν­τί­ον του ανθρώ­που που θερα­πεύ­θη­κε· διό­τι εδώ δεν μπο­ρού­σαν να πουν ούτε και ότι αντι­τί­θε­ται στον Πατέ­ρα· καθό­σον η προ­σευ­χή τούς αποστόμωνε[βλ. Ιω. 11,41–42: «ραν ον τν λίθον ο ν τεθνηκς κεί­με­νος. δ ησος ρε τος φθαλ­μος νω κα επε· πάτερ, εχαριστ σοι τι κου­σάς μου. γ δ δειν τι πάν­το­τέ μου κού­εις· λλ δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεύ­σω­σιν τι σύ με πέστει­λας(:μετά λοι­πόν από την παρα­τή­ρη­ση αυτή του Κυρί­ου έβγα­λαν την πέτρα από την είσο­δο του σπη­λαί­ου, όπου βρι­σκό­ταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψω­σε τα μάτια Του στον ουρα­νό και είπε: ‘’Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συν­τε­λε­στεί αμέ­σως το θαύ­μα και σε ευχα­ρι­στώ που με άκου­σες. Εγώ το ήξε­ρα ότι πάν­το­τε με ακούς. Αλλά είπα μεγα­λό­φω­να το «ευχα­ρι­στώ», για να το ακού­σει ο λαός που στέ­κε­ται γύρω μου. Και έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιό­τη­τα έχω ότι θα εισα­κου­στώ, να πιστέ­ψουν ότι Εσύ με απέ­στει­λες, όταν ακο­λου­θή­σει το θαύ­μα’’)»].

Επει­δή λοι­πόν και η κατη­γο­ρία την οποία δια­τύ­πω­ναν πάν­το­τε, είχε γίνει εντε­λώς ανυ­πό­στα­τη πλέ­ον και το θαύ­μα ήταν κατα­φα­νές, στρέ­φον­ται προς τον φόνο. Ώστε και στον τυφλό θα μπο­ρού­σαν να κάνουν το ίδιο και να επι­δί­ω­καν να θανα­τώ­σουν και τον θερα­πευ­μέ­νο τυφλό, εάν δεν είχαν να Τον κατη­γο­ρή­σουν για το Σάβ­βα­το. Άλλω­στε εκεί­νος μεν (ο τυφλός) ήταν άση­μος, και τον εκδί­ω­ξαν από το ιερό, ο Λάζα­ρος όμως ήταν επι­φα­νής· και τού­το γίνε­ται φανε­ρό από το ότι πολ­λοί ήλθαν για να παρη­γο­ρή­σουν τις αδελ­φές του· και το θαύ­μα συν­τε­λέ­στη­κε παρου­σία όλων, και με εντε­λώς παρά­δο­ξο τρό­πο. Για τον λόγο αυτό έτρε­χαν όλοι να δουν.

Αυτό λοι­πόν τους ενο­χλού­σε και τους ερέ­θι­ζε, το ότι ενώ είχε αρχί­σει η εορ­τή στα Ιερο­σό­λυ­μα, όλοι αφού την άφη­σαν, ήρθαν στη Βηθα­νία. Επι­χεί­ρη­σαν λοι­πόν να φονεύ­σουν τον Λάζα­ρο, και δε φαί­νον­ταν ότι τολ­μούν να προ­βούν σε σχε­τι­κή ενέρ­γεια· τόσο αιμο­δι­ψείς ήταν. Και για τον λόγο αυτό ο νόμος από αυτή τη φρά­ση αρχί­ζει: «Ο φονεύ­σεις» [Έξ. 20,13] και ο Θεός δια­μέ­σου του προ­φή­τη Ησα­ΐα, γι’ αυτό τους κατη­γο­ρεί: «ταν κτεί­νη­τε τς χερας μν πρός με, ποστρέ­ψω τος φθαλ­μούς μου φ᾿ μν, κα ἐὰν πλη­θύ­νη­τε τν δέη­σιν, οκ εσακού­σο­μαι μν· α γρ χερες μν αματος πλή­ρεις(:όταν υψώ­νε­τε ικε­τευ­τι­κά τα χέρια σας προς εμέ­να και ζητεί­τε την βοή­θειά μου, εγώ θα γυρί­ζω αλλού τα μάτια μου από σας με απο­στρο­φή. Και εάν πολ­λα­πλα­σιά­σε­τε και παρα­τεί­νε­τε τις δεή­σεις σας, δεν θα σας ακού­σω, διό­τι τα χέρια σας είναι γεμά­τα από αίμα­τα αθώ­ων)» [Ησ. 1,15].

Πώς λοι­πόν ο Κύριος, ενώ δεν κυκλο­φο­ρού­σε φανε­ρά στην Ιου­δαία και ανα­χω­ρού­σε στην έρη­μο, πάλι εισέρ­χε­ται στα Ιερο­σό­λυ­μα με θάρ­ρος; Αφού έσβη­σε τον θυμό τους με την ανα­χώ­ρη­σή Του, επι­στρέ­φει πλέ­ον αφού είχε κατα­παύ­σει ο θυμός τους. Άλλω­στε το πλή­θος το οποίο βάδι­ζε μπρο­στά Του και αυτό το οποίο Τον ακο­λου­θού­σε, ήταν αρκε­τό για να τους δημιουρ­γή­σουν αγω­νία και ανη­συ­χία· διό­τι κανέ­να άλλο θαύ­μα δεν τους προ­σέλ­κυ­σε τόσο, όσο το θαύ­μα της ανα­στά­σε­ως του Λαζά­ρου.

Και άλλος επί­σης Ευαγ­γε­λι­στής συμ­πλη­ρώ­νει ότι «πορευο­μέ­νου δ ατο πεστρών­νυον τ μάτια ατν ν τ δ(:και καθώς ο Κύριος προ­χω­ρού­σε, άλλοι μαθη­τές και συνο­δοί Του έστρω­ναν κάτω στον δρό­μο τα ρού­χα τους, για να περά­σει πάνω από αυτά)»[Λουκ. 19,36]· και ότι «κα εσελ­θόν­τος ατο ες ερο­σό­λυ­μα σεί­σθη πσα πόλις λέγου­σα· τίς στιν οτος;(:και όταν ο Ιησούς μπή­κε στα Ιερο­σό­λυ­μα, ξεση­κώ­θη­καν όλοι οι κάτοι­κοι της πόλε­ως λέγον­τας: ‘’Ποιος είναι αυτός;”)»[ Ματθ.21,10]· με τόση μεγά­λη τιμή εισερ­χό­ταν στην πόλη της Ιερου­σα­λήμ.

Και το έκα­νε αυτό αφε­νός μεν προ­τυ­πώ­νον­τας προ­φη­τεία, αφε­τέ­ρου δε εκπλη­ρώ­νον­τας προ­φη­τεία, και το ίδιο πράγ­μα υπήρ­ξε αρχή της μιας προ­φη­τεί­ας και τέλος της άλλης· διό­τι το μεν «επατε τ θυγατρ Σιών, δο βασι­λεύς σου ρχε­ταί σοι πρα­ΰς κα πιβε­βηκς π νον κα πλον υἱὸν ποζυ­γί­ου(:πεί­τε στη θυγα­τέ­ρα Σιών, δηλα­δή την Ιερου­σα­λήμ: ‘’ιδού ο βασι­λιάς σου, ο Μεσ­σί­ας, έρχε­ται σε σένα πρά­ος και καθι­σμέ­νος πάνω σε γαϊ­δού­ρι και σε που­λά­ρι, γέν­νη­μα ζώου που μπή­κε σε ζυγό’’)»[Ματθ. 21,5] και «Χαρε σφό­δρα, θύγα­τερ Σιών· κήρυσ­σε, θύγα­τερ ερου­σα­λήμ· δο βασι­λες σου ρχε­ταί σοι, δίκαιος κα σζων ατός, πρα­ΰς κα πιβε­βηκς π ποζύ­γιον κα πλον νέον(:Χαί­ρε λοι­πόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών, δια­λά­λη­σε Ιερου­σα­λήμ· ιδού ο βασι­λεύς σου έρχε­ται σε σένα δίκαιος, λυτρω­τής και σωτή­ρας, πρά­ος, καθι­σμέ­νος επά­νω σε ένα υπο­ζύ­γιο, σε ένα νεα­ρό που­λά­ρι)»[Ζαχ.9,9] ήταν σημείο εκπλη­ρώ­σε­ως προ­φη­τεί­ας, το να καθί­σει όμως επά­νω σε όνο, ήταν πράγ­μα που προ­δια­τύ­πω­νε το μέλ­λον, ότι δηλα­δή επρό­κει­το να έχει υπό την εξου­σία Του το ακά­θαρ­το ως τότε γένος των εθνι­κών[:των ειδω­λο­λα­τρών].

Και πώς γίνε­ται να λένε οι άλλοι Ευαγ­γε­λι­στές ότι έστει­λε μαθη­τές και τους είπε «πορεύ­θη­τε ες τν κώμην τν πέναν­τι μν, κα εθέως ερήσε­τε νον δεδε­μέ­νην κα πλον μετ᾿ ατς· λύσαν­τες γάγε­τέ μοι(:πηγαί­νε­τε στο χωριό που βλέ­πε­τε απέ­ναν­τί σας, κι αμέ­σως θα βρεί­τε ένα θηλυ­κό γαϊ­δού­ρι δεμέ­νο κι ένα που­λά­ρι μαζί του. Λύστε το και φέρ­τε μου και τα δύο εδώ)»[ Ματθ.21,2] και Μάρκ.11,2: «πάγε­τε ες τν κώμην τν κατέ­ναν­τι μν, κα εθέως εσπο­ρευό­με­νοι ες ατν ερήσε­τε πλον δεδε­μέ­νον, φ᾿ ν οδες νθρώ­πων κεκά­θι­κε· λύσαν­τες ατν γάγε­τε(:πηγαί­νε­τε στο απέ­ναν­τί σας χωριό, και αμέ­σως μόλις θα μπαί­νε­τε σε αυτό, θα βρεί­τε ένα που­λά­ρι δεμέ­νο, πάνω στο οποίο δεν έχει καθί­σει κανέ­νας άνθρω­πος μέχρι τώρα. Λύστε το και φέρ­τε το εδώ)», ενώ ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης δεν λέγει τίπο­τε παρό­μοιο, αλλά ότι αφού βρή­κε ένα μικρό γαϊ­δου­ρά­κι, κάθι­σε πάνω σε αυτό; Διό­τι και τα δύο ήταν δυνα­τόν να συμ­βούν, δηλα­δή και να έλυ­σαν το γαϊ­δου­ρά­κι οι μαθη­τές, και να το οδη­γού­σαν, και να το βρή­κε έπει­τα ο Ιησούς και να κάθι­σε στη συνέ­χεια επά­νω σε αυτό.

Και έλα­βαν τα βάια από τους φοί­νι­κες και τις ελιές και έστρω­σαν τα ενδύ­μα­τά τους , δεί­χνον­τας ότι είχαν πλέ­ον για Αυτόν ανώ­τε­ρη γνώ­μη από ό,τι για προ­φή­τη και έλε­γαν: «σαν­νά, ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου, βασι­λες το σρα­ήλ(:Δόξα και τιμή σε Αυτόν που υπο­δε­χό­μα­στε! Ευλο­γη­μέ­νος και δοξα­σμέ­νος να είναι αυτός που έρχε­ται απε­σταλ­μέ­νος από τον Κύριο ως αντι­πρό­σω­πός Του. Αυτός είναι ο ένδο­ξος βασι­λιάς του Ισρα­ήλ, που τόσο και­ρό περι­μέ­να­με)» [Ιω. 12,13]. Βλέ­πεις ότι αυτό προ­πάν­των τους κατέ­πνι­γε τους άρχον­τες των Ιου­δαί­ων, το ότι δηλα­δή είχαν πει­στεί όλοι ότι ο Ιησούς δεν ήταν αντί­θε­τος προς τον Θεό; Και τού­το κυρί­ως δίχα­ζε τον λαό, το να λέγει Αυτός ότι είχε έλθει εκ μέρους του Πατρός;

Τι σημαί­νει λοι­πόν η φρά­ση από την προ­φη­τεία του Ζαχα­ρία: «Χαρε σφό­δρα, θύγα­τερ Σιών(:Να χαί­ρε­σαι λοι­πόν παρά πολύ, κόρη μου Σιών)»[Ζαχ. 9,9]; Επει­δή όλοι οι βασι­λείς τους ήταν κατά το πλεί­στον άδι­κοι και πλε­ο­νέ­κτες, και αυτούς τους υπη­κό­ους τους είχαν παρα­δώ­σει στους εχθρούς τους και διέ­στρε­φαν το πλή­θος και τους παρέ­δι­δαν ομή­ρους και υπό­λο­γους απέ­ναν­τι στους εχθρούς, λέγει ο προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας : «Έχε θάρ­ρος· Αυτός δεν είναι τέτοιος, αλλά είναι πρά­ος και επιει­κής· και αυτό καθί­στα­ται φανε­ρό από το γαϊ­δου­ρά­κι· διό­τι δεν μπή­κε μέσα στην πόλη ακο­λου­θού­με­νος από στρα­τό, αλλά έχον­τας μονά­χα ένα γαϊ­δου­ρά­κι».

«Τατα δ οκ γνω­σαν ο μαθη­τα ατο τ πρτον, λλ᾿ τε δοξά­σθη ησος, τότε μνή­σθη­σαν τι τατα ν π᾿ ατ γεγραμ­μέ­να, κα τατα ποί­η­σαν ατ(:τι σημαί­νουν όμως τα λόγια αυτά του Ζαχα­ρία δεν κατά­λα­βαν οι μαθη­τές Του από την αρχή, την ώρα της θριαμ­βευ­τι­κής Του αυτής εισό­δου, αλλά όταν ο Ιησούς δοξά­σθη­κε με την Ανά­στα­τη και την Ανά­λη­ψή Του. Τότε φωτί­στη­καν από το Άγιο Πνεύ­μα και θυμή­θη­καν ότι τα προ­φη­τι­κά αυτά λόγια του Ζαχα­ρία ήταν γι’ Αυτόν γραμ­μέ­να. Και οι ίδιοι είχαν κάνει μια τέτοια υπο­δο­χή για τον Ιησού και είχαν συνερ­γα­στεί, χωρίς να το κατα­λα­βαί­νουν, ώστε να εκπλη­ρω­θούν ακρι­βώς τα προ­φη­τι­κά αυτά λόγια)»[Ιω.12,16].

Βλέ­πεις ότι τα περισ­σό­τε­ρα σημεία τα αγνο­ού­σαν, επει­δή ο Ίδιος δεν τα απο­κά­λυ­πτε σε αυτούς; Διό­τι και όταν ο Ιησούς είχε πει: «Λύσα­τε τν ναν τοτον, κα ν τρισν μέραις γερ ατόν (:γκρε­μί­στε τον ναό αυτό, και σε τρεις ημέ­ρες θα τον ξανα­χτί­σω μόνο με τη δύνα­μή μου· διό­τι θα ανα­στη­θώ από τον τάφο ως ζων­τα­νός ναός του Θεού και αθά­να­τη κεφα­λή της Εκκλη­σί­ας μου. Και η Εκκλη­σία μου αυτή θα αντι­κα­τα­στή­σει για πάν­τα τον ναό σας, που θα κατα­στρα­φεί)»[Ιω.2,19], ούτε τότε αντι­λή­φθη­καν οι μαθη­τές τη σημα­σία των λόγων Του αυτών.

Άλλος, επί­σης, Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι ήταν κρυμ­μέ­νο σε αυτούς το βαθύ­τε­ρο νόη­μα των λόγων Του και δεν γνώ­ρι­ζαν ότι πρέ­πει Αυτός να ανα­στη­θεί εκ νεκρών[βλ. Μάρκ.9,9–10: «κατα­βαι­νόν­των δ ατν π το ρους διε­στεί­λα­το ατος να μηδεν διη­γή­σων­ται εδον, ε μ ταν υἱὸς το νθρώ­που κ νεκρν ναστ. κα τν λόγον κρά­τη­σαν, πρς αυτος συζη­τοντες τί στι τ κ νεκρν ναστναι(:και ενώ κατέ­βαι­ναν από το βου­νό, τους πρό­στα­ξε ο Ιησούς να μη διη­γη­θούν σε κανέ­ναν αυτά που είδαν, παρά μόνο τότε, όταν ο υιός του ανθρώ­που, ο Μεσ­σί­ας, ανα­στη­θεί εκ νεκρών· διό­τι τότε δεν θα υπάρ­χει κίν­δυ­νος άκαι­ρων ενθου­σια­σμών του πλή­θους, αλλά και το γεγο­νός της Μετα­μορ­φώ­σε­ως θα γίνει περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­η­τό και πιστευ­τό. Και πράγ­μα­τι κρά­τη­σαν μυστι­κό τον λόγο για τη Μετα­μόρ­φω­ση. Συζη­τού­σαν όμως μετα­ξύ τους τι σημα­σία έχει το να ανα­στη­θεί από τους νεκρούς ο Χρι­στός, αφού Αυτός ως Μεσ­σί­ας ήταν ανώ­τε­ρος από ανθρώ­πους που δεν γνώ­ρι­σαν θάνα­το, όπως ο Ενώχ και ο Ηλί­ας, και συνε­πώς ούτε Αυτός θα έπρε­πε να πεθά­νει)» και Ματθ.17,22–23: «ναστρε­φο­μέ­νων δ ατν ες τν Γαλι­λαί­αν επεν ατος ησος· μέλ­λει υἱὸς το νθρώ­που παρα­δί­δο­σθαι ες χερας νθρώ­πων κα ποκτε­νοσιν ατόν, κα τ τρίτ μέρ γερ­θή­σε­ται. κα λυπή­θη­σαν σφό­δρα(:και ενώ αυτοί περιό­δευαν στη Γαλι­λαία, τους είπε ο Ιησούς: Ο υιός του ανθρώ­που πρό­κει­ται να παρα­δο­θεί πολύ σύν­το­μα σε χέρια ανθρώ­πων, και θα Τον θανα­τώ­σουν, και την τρί­τη ημέ­ρα από τον θάνα­τό Του θα ανα­στη­θεί. Και οι μαθη­τές λυπή­θη­καν πάρα πολύ)»]. Όμως αυτό εύλο­γα κρυ­πτό­ταν· και άλλος Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι καθέ­νας από τους λόγους Του που άκου­γαν για την επι­κεί­με­νη σύλ­λη­ψη και θανά­τω­σή Του, τους γέμι­ζε με θλί­ψη και κατή­φεια[βλ. παραπάνω,Ματθ.17,22], λόγω του ότι δεν κατα­νο­ού­σαν τη σημα­σία του λόγου περί της Ανα­στά­σε­ως που θα ακο­λου­θού­σε τα πάθη. Ωστό­σο αυτό δίκαια κρυ­πτό­ταν, επει­δή ήταν ανώ­τε­ρο από τις πνευ­μα­τι­κές ικα­νό­τη­τές τους και δεν μπο­ρού­σαν ακό­μη να εννο­ούν τα λεγό­με­να· όμως το σχε­τι­κό με την όνο, για ποιο λόγο δεν απο­κα­λύ­φθη­κε σε αυτούς; Διό­τι και αυτό ήταν σπου­δαίο.

Βλέ­πε φιλο­σο­φι­κό­τη­τα Ευαγ­γε­λι­στού, πώς δεν εντρέ­πε­ται να ανα­φέ­ρει την προ­η­γού­με­νη άγνοιά τους. Ότι βεβαί­ως έχει γρα­φτεί η προ­φη­τεία, το γνώ­ρι­ζαν, ότι έχει γρα­φτεί όμως σχε­τι­κά με Αυτόν, δεν το γνώ­ρι­ζαν· διό­τι θα μπο­ρού­σε βέβαια να τους σκαν­δα­λί­σει το ότι βέβαια ενώ ήταν βασι­λιάς, επρό­κει­το να υπο­στεί τέτοια πάθη και με αυτόν τον τρό­πο να παρα­δο­θεί. Εξάλ­λου, δε θα μπο­ρού­σαν αμέ­σως να αντι­λη­φθούν το νόη­μα της βασι­λεί­ας για την οποία ομι­λού­σε· διό­τι και άλλος Ευαγ­γε­λι­στής λέγει ότι νόμι­ζαν πως ο λόγος ήταν για την επί­γεια βασι­λεία[Ματθ.17,25].

«μαρ­τύ­ρει ον χλος ν μετ᾿ ατο τε τν Λάζα­ρον φώνη­σεν κ το μνη­μεί­ου κα γει­ρεν ατν κ νεκρν(:όλοι λοι­πόν εκεί­νοι που ήταν μαζί με τον Ιησού όταν αυτός είχε φωνά­ξει απ’ τον τάφο τον Λάζα­ρο και τον είχε ανα­στή­σει από τους νεκρούς και τώρα ήταν στην υπο­δο­χή αυτή, διη­γούν­ταν και δια­βε­βαί­ω­ναν το θαύ­μα του Λαζά­ρου σε όσους δεν το είχαν δει)»[Ιω.12,17]. «Διό­τι δεν θα μετέ­βα­λαν», λέγει, «τόσοι πολ­λοί τη γνώ­μη τους, εάν δεν πίστευαν στο θαύ­μα».

«Ο ον Φαρι­σαοι επον πρς αυτούς· θεω­ρετε τι οκ φελετε οδέν; δε κόσμος πίσω ατο πλθεν(:μετά λοι­πόν από τον ενθου­σια­σμό αυτό του λαού είπαν οι Φαρι­σαί­οι μετα­ξύ τους: ‘’Βλέ­πε­τε ότι δεν κερ­δί­ζε­τε τίπο­τε με το να περι­μέ­νε­τε και να ανα­βάλ­λε­τε τη σύλ­λη­ψή του; Να τώρα, όλος ο λαός εγκα­τέ­λει­ψε εμάς και ακο­λού­θη­σε αυτόν’’)»[Ιω.12,19]. Έχω την εντύ­πω­ση ότι αυτά είναι λόγια εκεί­νων που σκέ­πτον­ταν υγιώς μεν, δεν τολ­μού­σαν όμως να τα εκφρά­σουν με θάρ­ρος, και που αντι­λαμ­βά­νον­ταν από το όλο απο­τέ­λε­σμα ότι αυτοί επι­χει­ρούν ακα­τόρ­θω­τα πράγ­μα­τα.

Και «κόσμο» ονο­μά­ζει εδώ πάλι το πλή­θος· διό­τι γνω­ρί­ζει η Γρα­φή να ονο­μά­ζει «κόσμο» και την κτί­ση και αυτούς που ζουν με κακία. Και το μεν πρώ­το εννο­εί, όταν λέγει: «ναβλέ­ψα­τε ες ψος τος φθαλ­μος μν κα δετε, τίς κατέ­δει­ξε τατα πάν­τα; κφέ­ρων κατ᾿ ριθμν τν κόσμον ατο πάν­τας π᾿ νόμα­τι καλέ­σει(:σηκώ­στε υψη­λά τα μάτια σας στον ουρα­νό και δεί­τε ποιος δημιούρ­γη­σε και κατέ­στη­σε περί­λαμ­πρα όλα αυτά; Ο Θεός είναι Εκεί­νος, ο οποί­ος δια­τάσ­σει και βγά­ζει σαν μετρη­μέ­νη και τακτο­ποι­η­μέ­νη στρα­τιά, τον κόσμο των αστέ­ρων. Όλα τα αστέ­ρια ονο­μα­στι­κώς θα τα καλέ­σει)»[Ησ.40,26], ενώ τη δεύ­τε­ρη σημα­σία έχει όταν λέγει: «ο δύνα­ται κόσμος μισεν μς· μ δ μισε, τι γ μαρ­τυρ περ ατο τι τ ργα ατο πονη­ρά στιν (:δεν υπάρ­χει λόγος να μισεί εσάς ο κόσμος, και γι’ αυτό κανείς δεν σας εμπο­δί­ζει να πάτε όπο­τε θέλε­τε στα Ιερο­σό­λυ­μα. Εμέ­να όμως ο κόσμος με μισεί, διό­τι εγώ απο­κα­λύ­πτω και καταγ­γέλ­λω ότι τα έργα του είναι πονη­ρά και τον ελέγ­χω γι’ αυτά. Όταν λοι­πόν πάω στα Ιερο­σό­λυ­μα, θα με σκο­τώ­σουν)»[Ιω.7,7]. Και πρέ­πει ακρι­βώς αυτά να γνω­ρί­ζου­με, ώστε να μην παρέ­χου­με λαβή στους αιρε­τι­κούς, παρεκ­κλί­νον­τας από την κανο­νι­κή σημα­σία των λέξε­ων κατά τη χρή­ση τους.

«σαν δέ τινες λλη­νες κ τν ναβαι­νόν­των να προ­σκυ­νή­σω­σιν ν τ ορτ(:ανά­με­σα σε εκεί­νους που συνή­θως ανέ­βαι­ναν στα Ιερο­σό­λυ­μα για να προ­σκυ­νή­σουν κατά την εορ­τή του Πάσχα ήταν τότε και μερι­κοί Έλλη­νες προ­σή­λυ­τοι)»[Ματθ.12,20].

Παρευ­ρί­σκον­ταν στην εορ­τή οι Έλλη­νες αυτοί διό­τι σχε­δόν πλη­σί­α­ζαν να γίνουν προ­σή­λυ­τοι. Όταν λοι­πόν δια­δό­θη­κε η φήμη ότι ήλθε ο Ιησούς, λένε: «Θέλου­με να δού­με τον Ιησού». Ο Φίλιπ­πος λοι­πόν έρχε­ται πρώ­τος τον Ανδρέα, επει­δή προ­η­γεί­το στο δρό­μο από αυτόν και του το ανα­κοι­νώ­νει. Αλλά ούτε αυτός παίρ­νει από μόνος του πρω­το­βου­λία· διό­τι είχε ακού­σει τον λόγο του Ιησού που έλε­γε: «ες δν θνν μ πέλ­θη­τε(:μην πάτε σε δρό­μο που θα σας οδη­γή­σει σε χώρα που κατοι­κούν ειδω­λο­λά­τρες, και μην μπεί­τε σε πόλη που ανή­κει σε Σαμα­ρεί­τες)»[Ματθ.10,5] · για τον λόγο αυτό αφού το συζή­τη­σε με τον μαθη­τή, το ανα­φέ­ρει στον Διδά­σκα­λο· διό­τι και οι δύο ανέ­φε­ραν το αίτη­μα αυτό των Ελλή­νων σε Αυτόν.

Και Εκεί­νος τι λέγει; «λήλυ­θεν ρα να δοξα­σθ υἱὸς το νθρώ­που.μν μν λέγω μν, ἐὰν μ κόκ­κος το σίτου πεσν ες τν γν ποθάν, ατς μόνος μένει· ἐὰν δ ποθάν, πολν καρπν φέρει (:ήλθε η ώρα που όρι­σε ο Θεός, σύμ­φω­να με το προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σχέ­διό Του, για να δοξα­στεί ο Υιός του ανθρώ­που με τον θάνα­τό Του και την Ανά­λη­ψή Του, οπό­τε και θα ανα­γνω­ρι­στεί ως Μεσ­σί­ας και από τους εθνι­κούς)»[Ιω.12,23]. Τι σημαί­νει «λήλυ­θεν ρα»; Έλε­γε «ες δν θνν μ πέλ­θη­τε (:μη μετα­βεί­τε προς τους εθνι­κούς)», αφαι­ρών­τας από τους Ιου­δαί­ους κάθε πρό­φα­ση αγνω­μο­σύ­νης και τους συγ­κρα­τού­σε.

Επει­δή λοι­πόν οι μεν Ιου­δαί­οι επέ­με­ναν στην απεί­θεια, ενώ οι εθνι­κοί ήθε­λαν να προ­σέλ­θουν, «και­ρός είναι πλέ­ον», λέγει, «να προ­χω­ρή­σω προς το Πάθος, εφό­σον όλα έχουν εκπλη­ρω­θεί». «Διό­τι εάν επρό­κει­το στους πρώ­τους μεν να αφιε­ρώ­νου­με το ενδια­φέ­ρον και την φρον­τί­δα μας, ενώ είναι ανυ­πά­κουοι και απεί­θαρ­χοι, και την ίδια στιγ­μή να μη δεχό­μα­στε τους δεύ­τε­ρους, ενώ εκεί­νοι εκφρά­ζουν την επι­θυ­μία να προ­σέλ­θουν, οι ενέρ­γειες αυτές δεν θα ήταν αντά­ξιες της δικής μας κηδε­μο­νί­ας». Επει­δή λοι­πόν επρό­κει­το να αφή­σει τους μαθη­τές Του να μετα­βούν πλέ­ον στα έθνη μετά τη σταύ­ρω­σή Του και βλέ­πει τους εθνι­κούς να προ­σέρ­χον­ται πριν οι μαθη­τές μετα­βούν προς αυτούς, λέγει: «Και­ρός είναι να βαδί­σω προς τον σταυ­ρό»· δεν τους άφη­σε δηλα­δή προ­η­γου­μέ­νως, για να απο­τε­λεί αυτό μαρ­τυ­ρία για αυτούς, διό­τι μέχρι τότε που Τον απο­μά­κρυ­ναν με τα έργα τους, μέχρι τότε που Τον σταύ­ρω­σαν, δεν είπε «πορευ­θέν­τες μαθη­τεύ­σα­τε πάν­τα τ θνη(:λοι­πόν πηγαί­νε­τε και κάνε­τε μαθη­τές σας όλα τα έθνη)»[Ματθ.28,19] αλλά «ες δν θνν μ πέλ­θη­τε(:σε δρό­μο, που οδη­γεί προς τα ειδω­λο­λα­τρι­κά έθνη, μην πορευ­τεί­τε)»[Ματθ.10,5] και «οκ πεστά­λην ε μ ες τ πρό­βα­τα τ πολω­λό­τα οκου σρα­ήλ(:δεν με απέ­στει­λε ο Πατέ­ρας μου παρά για τα χαμέ­να πρό­βα­τα του ισραη­λι­τι­κού γένους)»[Ματθ. 15,24] και «οκ στι καλν λαβεν τν ρτον τν τέκνων κα βαλεν τος κυνα­ρί­οις(:δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παι­διών και να το ρίξει στα σκυ­λά­κια)»[Ματθ.15,26].

Επει­δή ωστό­σο Τον μίση­σαν και τόσο πολύ Τον μίση­σαν, ώστε να Τον θανα­τώ­σουν, ήταν περιτ­τό να φρον­τί­ζει για εκεί­νους εφό­σον εκεί­νοι Τον απο­στρά­φη­καν με τα έργα τους· εφό­σον Τον αρνή­θη­καν, λέγον­τας: «Οκ χομεν βασι­λέα ε μ Καί­σα­ρα(:δεν έχου­με άλλον βασι­λιά παρά μόνο τον Καί­σα­ρα)»[Ιω.19,15].Δηλαδή τότε πλέ­ον τους άφη­σε, όταν αυτοί Τον άφη­σαν. Για τον λόγο αυτό λέγει: «Ποσά­κις θέλη­σα πισυ­να­γα­γεν τ τέκνα σου ν τρό­πον πισυ­νά­γει ρνις τ νοσ­σία αυτς π τς πτέ­ρυ­γας, κα οκ θελή­σα­τε(:πόσες φορές θέλη­σα να μαζέ­ψω τα παι­διά σου με μια στορ­γή σαν εκεί­νη που έχει η όρνι­θα όταν περι­μα­ζεύ­ει τα που­λιά της κάτω από τα φτε­ρά της˙ και δεν θελή­σα­τε)»[Ματθ.23,37].

Τι σημαί­νει: «ἐὰν μ κόκ­κος το σίτου πεσν ες τν γν ποθάν(:εάν το μικρό σπυ­ρί του σιτα­ριού δεν πέσει στη γη και δεν σαπί­σει μέσα στο χώμα;)»[Ιω.12,24]. Σημαί­νει τη σταύ­ρω­σή Του. Για να μη θορυ­βούν­ται δηλα­δή σκε­πτό­με­νοι ότι τότε θανα­τώ­θη­κε, όταν προ­σήλ­θαν οι Έλλη­νες λέγει: «Αυτό λοι­πόν προ­πάν­των θα τους κάνει να προ­σέλ­θουν και θα αυξή­σει το κήρυγ­μά μου».

Έπει­τα, επει­δή με τα λόγια δεν τους έπει­θε τόσο, διδά­σκει αυτό με παράλ­λη­λο παρά­δειγ­μα από την πεί­ρα όσων συμ­βαί­νουν στη φύση, λέγον­τας: «Διό­τι το ίδιο γίνε­ται και με το σιτά­ρι, τότε φέρει περισ­σό­τε­ρο καρ­πό, όταν απο­θά­νει, και εάν αυτό συμ­βαί­νει στα σπέρ­μα­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρο θα συμ­βεί σε Εμέ­να». Αλλά οι μαθη­τές δεν αντι­λή­φτη­καν το νόη­μα όσων τους είπε. Για τον λόγο αυτό συνε­χώς το ανα­φέ­ρει ο Ευαγ­γε­λι­στής, απο­λο­γού­με­νος για τη φυγή τους στη συνέ­χεια. Αυτόν τον λόγο ανέ­φε­ρε και ο Παύ­λος, μιλών­τας για την ανάσταση[Α’Κορ.15,35–36: «λλ᾿ ρε τις· πς γεί­ρον­ται ο νεκροί; ποί δ σώμα­τι ρχον­ται; φρον, σ σπεί­ρεις, ο ζωο­ποιεται ἐὰν μ ποθάν·(:αλλά ίσως θα πει κανείς: ‘’πώς ανα­σταί­νον­ται οι νεκροί και με ποιο σώμα έρχον­ται, με αυτό το σώμα που απο­συν­τέ­θη­κε και δια­λύ­θη­κε;’’. Ανόη­τε και απε­ρί­σκε­πτε, για­τί αμφι­βάλ­λεις; Εκεί­νο το οποίο εσύ σπεί­ρεις, δεν ζωο­γο­νεί­ται και δεν καρ­πο­φο­ρεί, εάν δεν απο­θά­νει και δεν απο­συν­τε­θεί θαπτό­με­νο στη γη)»].

Ποια λοι­πόν απο­λο­γία θα έχουν αυτοί που δεν πιστεύ­ουν στην ανά­στα­ση, τη στιγ­μή που δια­πι­στώ­νου­με να γίνε­ται αυτό το πράγ­μα καθη­με­ρι­νώς στα σπέρ­μα­τα και στα φυτά και στη δική μας τη γέν­νη­ση; Διό­τι πρώ­τα πρέ­πει να κατα­στρα­φεί το σπέρ­μα, και τότε να γεν­νη­θεί το νέο. Και γενι­κά, όταν ο Θεός κάνει κάτι, δε χρειά­ζον­ται οι συλ­λο­γι­σμοί· διό­τι πώς μας δημιούρ­γη­σε εμάς από το μηδέν; Αυτά τα λέγω για τους χρι­στια­νούς, που λένε ότι πιστεύ­ουν στις Γρα­φές. Εγώ επί­σης θα πω και κάτι άλλο, που απο­τε­λεί ανθρώ­πι­νο συλ­λο­γι­σμό. Από τους ανθρώ­πους άλλοι μεν ζουν δια­πράτ­τον­τας την κακία και άλλοι ασκών­τας την αρε­τή, αλλά από αυτούς που δια­πράτ­τουν την κακία πολ­λοί έφθα­σαν σε βαθύ γήρας ευη­με­ρών­τας, ενώ από αυτούς που ζουν την ενά­ρε­τη ζωή πολ­λοί φθά­νουν σε βαθύ γήρας αφού υπέ­με­ναν τα αντί­θε­τα. Πότε λοι­πόν ο καθέ­νας θα λάβει αυτό που του αξί­ζει; Σε ποιον και­ρό;

«Ναι», θα μπο­ρού­σε να απαν­τή­σει κάποιος, «αλλά δεν υπάρ­χει ανά­στα­ση σωμά­των». Δεν ακού­νε τον Παύ­λο που λέγει: «Δε γρ τ φθαρτν τοτο νδύ­σα­σθαι φθαρ­σί­αν(:διό­τι πρέ­πει αυτό το φθαρ­τό σώμα να ενδυ­θεί αφθαρ­σία)»[Α΄Κορ. 15,53]. Δεν το λέει για την ψυχή(διότι δεν φθεί­ρε­ται η ψυχή)· και ανά­στα­ση λέγε­ται γι’ αυτό που έχει πέσει· και έπε­σε το σώμα. Για­τί λοι­πόν δε θέλεις να υπάρ­χει ανά­στα­ση σώμα­τος; Ποιο πράγ­μα δεν είναι δυνα­τό στον Θεό; Το να το λέει αυτό κανείς είναι δείγ­μα της πιο μεγά­λης ανο­η­σί­ας. Αλλά δεν πρέ­πει; Για­τί δεν πρέ­πει το φθαρ­τό σώμα, που έλα­βε μέρος στους πόνους και τον θάνα­το, να λάβει μέρος και στους στε­φά­νους; Διό­τι, εάν δεν έπρε­πε, δεν θα δημιουρ­γούν­ταν από την αρχή, και ο ίδιος ο Κύριος δε θα λάμ­βα­νε σάρ­κα.

Το ότι λοι­πόν έλα­βε σάρ­κα και την ανέ­στη­σε, για να βεβαιω­θείς, άκου­σε τι λέγει: «δετε τς χεράς μου κα τος πόδας μου, τι ατς γώ εμι· ψηλα­φή­σα­τέ με κα δετε, τι πνεμα σάρ­κα κα στέα οκ χει καθς μ θεω­ρετε χον­τα(:δεί­τε τα χέρια μου και τα πόδια μου ότι έχουν τα σημά­δια των καρ­φιών, και βεβαιω­θεί­τε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο Διδά­σκα­λός σας που σταυ­ρώ­θη­κε. Ψηλα­φή­στε με με τα χέρια σας και βεβαιω­θεί­τε ότι δεν είμαι άσαρ­κο πνεύ­μα. Διό­τι η ψυχή και το φάν­τα­σμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα και οστά, όπως βλέ­πε­τε και πεί­θε­σθε ότι έχω εγώ)»[Λουκ.24,39] και «ετα λέγει τ Θωμ· φέρε τν δάκτυ­λόν σου δε κα δε τς χεράς μου, κα φέρε τν χερά σου κα βάλε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γίνου πιστος, λλ πιστός(:έπει­τα λέγει στον Θωμά · Φέρε το δάχτυ­λό σου εδώ. Ψηλά­φι­σε και εξέ­τα­σε τα σημά­δια των πλη­γών μου, και δες συγ­χρό­νως με τα μάτια σου τα χέρια μου. Φέρε το χέρι σου κάτω από τα ενδύ­μα­τά μου και βάλ’ το στην πλευ­ρά μου που χτυ­πή­θη­κε από τη λόγ­χη. Και μην αφή­νεις τον εαυ­τό σου να κυριευ­θεί από την απι­στία, ώστε να γίνεις μόνι­μα και ανε­πα­νόρ­θω­τα άπι­στος, αλλά για να προ­ο­δεύ­εις και να στη­ρί­ζε­σαι στην πίστη, ώστε να γίνεις αμε­τα­κί­νη­τος και αδιά­σει­στος σε αυτή)»[Ιω.20,27].Για­τί λοι­πόν ανέ­στη­σε τον Λάζα­ρο, εάν ήταν προ­τι­μό­τε­ρο να ανα­στη­θεί χωρίς το σώμα του; Για­τί το επι­τε­λεί αυτό σε θέση θαύ­μα­τος και ευερ­γε­σί­ας; Και γενι­κά για­τί έδω­σε τρο­φές;

Μη, λοι­πόν, αδελ­φοί μου, μην απα­τά­σθε από τους αιρε­τι­κούς· καθό­σον και ανά­στα­ση υπάρ­χει και κρί­ση υπάρ­χει. Αυτά επί­σης τα αρνούν­ται όσοι δεν θέλουν να λογο­δο­τή­σουν για τις πρά­ξεις τους· διό­τι και πρέ­πει η ανά­στα­ση να είναι τέτοια, όπως υπήρ­ξε η ανά­στα­ση του Χρι­στού· διό­τι Εκεί­νος υπήρ­ξε η αρχή της ανα­στά­σε­ως των νεκρών, ο πρώ­τος που ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς(πρβ. Προς Κολοσ­σα­είς 1,18: «ς στιν ρχ, πρωττοκος κ τν νεκρν(:και Αυτός από τον οποίο τα πάν­τα συγ­κρα­τούν­ται είναι η κεφα­λή του σώμα­τος, δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας. Αυτός είναι η αρχή της Εκκλη­σί­ας και ο ιδρυ­τής της, ο πρώ­τος που ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς, για να γίνει Αυτός και ως προς την ανθρώ­πι­νη φύση Του πρώ­τος σε όλα˙ πρώ­τος δηλα­δή και στην Εκκλη­σία και στην ανά­στα­ση)».

Εάν λοι­πόν ανά­στα­ση είναι αυτό, καθα­ρι­σμός δηλα­δή της ψυχής, και απαλ­λα­γή από τις αμαρ­τί­ες, και ο Χρι­στός δεν αμάρ­τη­σε, πώς ανέ­στη; Πώς εμείς απαλ­λα­χτή­κα­με από την κατά­ρα, εάν βέβαια και ο Ίδιος αμάρ­τη­σε; Πώς επί­σης λέγει: «ρχε­ται γρ το κόσμου ρχων, κα ν μο οκ χει οδέν(:δεν θα πω πλέ­ον πολ­λά μαζί σας. Δεν μένει άλλω­στε και­ρός για να σας πω περισ­σό­τε­ρα· διό­τι έρχε­ται ο σατα­νάς, που εξου­σιά­ζει τον κόσμο που βρί­σκε­ται μακριά από τον Θεό˙ και έρχε­ται για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την τελευ­ταία και βιαιό­τε­ρη επί­θε­σή του εναν­τί­ον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίπο­τε το δικό του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξου­σία ή κάποιο δικαί­ω­μα επά­νω μου)»[Ιω. 14,30];Διότι αυτά είναι λόγια κάποιου που καθι­στά φανε­ρό ότι δεν έχει δια­πρά­ξει καμία αμαρ­τία.

Λοι­πόν, σύμ­φω­να με τους αιρε­τι­κούς, ή δεν ανέ­στη ή εάν ανέ­στη, αμάρ­τη­σε προ της ανα­στά­σε­ως. Αλλά όμως και ανέ­στη και δεν αμάρ­τη­σε. Ανέ­στη λοι­πόν κατά το σώμα και αυτά τα πονη­ρά διδάγ­μα­τα δεν είναι τίπο­τε άλλο, παρά προ­ϊ­όν­τα κενο­δο­ξί­ας. Ας απο­φεύ­γου­με λοι­πόν αυτό το νόση­μα· διό­τι λέγει: «φθεί­ρου­σιν θη χρηστ μιλί­αι κακαί(:μη λησμο­νεί­τε ότι οι κακές συνα­να­στρο­φές δια­φθεί­ρουν τα καλά ήθη)»[Α΄Κορ.15,34].Δεν είναι αυτά διδάγ­μα­τα των Απο­στό­λων· αυτές τις και­νο­το­μί­ες τις δίδα­ξαν ο Μαρ­κί­ων και ο Ουα­λεν­τί­νος.

Ας τα απο­φεύ­γου­με λοι­πόν , αγα­πη­τοί· διό­τι δεν ωφε­λεί σε τίπο­τε ο καθα­ρός βίος, εάν τα διδάγ­μα­τα είναι διε­φθαρ­μέ­να· όπως ακρι­βώς βέβαια ούτε και το αντί­θε­το, δεν ωφε­λούν τα υγιή δόγ­μα­τα, εάν ο βίος είναι διε­φθαρ­μέ­νος. Αυτά τα γέν­νη­σαν οι Έλλη­νες, αυτά οι αιρε­τι­κοί τα διόγ­κω­σαν, αφού τα πήραν από τους εθνι­κούς φιλο­σό­φους, διδά­σκον­τας ότι η ύλη είναι αγέν­νη­τη και πολ­λά παρό­μοια. Όπως ακρι­βώς λοι­πόν δίδα­ξαν, ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει δημιουρ­γός, αφού δεν ενυ­πάρ­χει ύλη αγέν­νη­τη, έτσι αρνή­θη­καν και την ανά­στα­ση. Αλλά ας μην τα προ­σέ­χου­με αυτά τα διδάγ­μα­τα, γνω­ρί­ζον­τας ότι η δύνα­μη του Θεού είναι πανί­σχυ­ρη· ας μην τα προ­σέ­χου­με. Προς εσάς τα λέγω αυτά· διό­τι εμείς δεν θα παρα­τή­σου­με τη μάχη προς αυτούς.

Αλλά ο άοπλος και γυμνός, και αν ακό­μη πέσει σε ασθε­νείς αντι­πά­λους, εύκο­λα θα κατα­νι­κη­θεί και αν ακό­μη είναι ισχυ­ρό­τε­ρος. Διό­τι, εάν προ­σέ­χα­τε τις Γρα­φές και ασκού­σα­τε καθη­με­ρι­νά τους εαυ­τούς σας, δε θα σας συμ­βού­λευα να απο­φεύ­γε­τε τη μάχη προς εκεί­νους, αλλά θα σας συμ­βού­λευα και να συμ­πλέ­κε­στε· καθό­σον η αλή­θεια είναι ισχυ­ρή. Επει­δή όμως δεν μπο­ρεί­τε να τις χρη­σι­μο­ποιεί­τε, φοβού­μαι τη συμ­πλο­κή, μήπως σας συλ­λά­βουν άοπλους και σας κατα­νι­κή­σουν· διό­τι τίπο­τε δεν υπάρ­χει ασθε­νέ­στε­ρο από τη βοή­θεια του Πνεύ­μα­τος. Επί­σης, εάν χρη­σι­μο­ποιούν τη μη χρι­στια­νι­κή σοφία, δεν πρέ­πει να τους θαυ­μά­ζου­με αλλά να τους κατα­γε­λού­με, διό­τι χρη­σι­μο­ποιούν τους μωρούς διδα­σκά­λους· διό­τι εκεί­νοι δεν μπό­ρε­σαν να βρουν τίπο­τε το αλη­θι­νό ούτε περί του Θεού ούτε περί των δημιουρ­γη­μά­των, αλλά, αυτά που η δική μας χήρα τα γνω­ρί­ζει πάρα πολύ καλά, αυτά ούτε ακό­μη και ο Πυθα­γό­ρας δεν τα γνώ­ρι­σε· αλλά έλε­γαν ότι η ψυχή γίνε­ται θάμνος και ιχθύς και σκύ­λος…!

Αυτούς, λοι­πόν, πες μου, πρέ­πει να προ­σέ­χου­με; Και πώς θα μπο­ρού­σε αυτό να δικαιο­λο­γη­θεί; Εκεί­νοι έχουν μακριά κόμη, τρέ­φουν ωραί­ες μπού­κλες και φορούν τετριμ­μέ­να ιμά­τια. Μέχρι αυτό το σημείο φθά­νει η φιλο­σο­φία τους. Εάν όμως δεις τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο τους, είναι στά­χτη και σκό­νη και τίπο­τε το υγιές, αλλά «τάφος νεγμέ­νος λάρυγξ ατν , τας γλώσ­σαις ατν δολιοσαν(:ο λάρυγ­γάς τους, σαν τάφος ανοι­χτός που ανα­δί­δει μολυ­σμα­τι­κή δυσο­σμία, βγά­ζει μόνο λόγια βλά­σφη­μα και βρω­με­ρές αισχρό­τη­τες. Με τις συκο­φαν­τι­κές γλώσ­σες τους υφαί­νουν δολιό­τη­τες και φαρ­μα­κε­ρές επι­νο­ή­σεις)»[Ψαλμ. 5,10]. Όλα τα διδάγ­μα­τά τους είναι γεμά­τα από ακα­θαρ­σία και σαπί­λα και σκου­λή­κια.

Ο πρώ­τος λοι­πόν από αυτούς[:ο Θαλής ο Μιλή­σιος] είπε ότι το νερό είναι θεός, ο επό­με­νος[:ο Ηρά­κλει­τος] ότι η φωτιά είναι θεός, άλλος έλε­γε[:ο Ανα­ξι­μέ­νης] ότι ο αέρας είναι Θεός και όλη την αρχή του παν­τός στα σώμα­τα τα υλι­κά την ανή­γα­γαν. Αυτούς λοι­πόν, πες μου, πρέ­πει να θαυ­μά­ζου­με, που δεν συνέ­λα­βαν στον νου τους ούτε και την ασώ­μα­τη έννοια του Θεού, αν και βέβαια αργό­τε­ρα συνέ­λα­βαν αυτήν την έννοια, όταν συνα­νε­στρά­φη­σαν τους δικούς μας στην Αίγυ­πτο; Αλλά για να μη σας θορυ­βή­σου­με πάρα πολύ, ας στα­μα­τή­σου­με εδώ τον λόγο. Διό­τι εάν αρχί­σου­με να ανα­φέ­ρου­με τα διδάγ­μα­τα εκεί­νων και τι είπαν περί Θεού, τι δε περί ύλης, τι περί ψυχής και τι περί σωμά­των θα ακο­λου­θή­σει πολύ γέλιο. Και δε θα χρεια­σθούν ούτε την δική μας κατη­γο­ρία, διό­τι οι ίδιοι αντι­τά­χτη­καν ο ένας εναν­τί­ον του άλλου. Εκεί­νος λοι­πόν που έγρα­ψε εναν­τί­ον μας τον λόγο περί της ύλης, τον εαυ­τό του έπλη­ξε και αφά­νι­σε.

Για αυτόν ακρι­βώς τον λόγο, για να μη σας απα­σχο­λή­σου­με άδι­κα και σας απλώ­σου­με λαβύ­ριν­θο λόγων, αφή­νον­τας αυτά, εκεί­νο θα πού­με, προ­σέ­χε­τε την ανά­γνω­ση των θεί­ων Γρα­φών και μη λογο­μα­χεί­τε για τίπο­τε το μη αναγ­καίο, πράγ­μα που και ο Παύ­λος συμ­βου­λεύ­ει στον Τιμό­θεο [Β΄Τιμ. 2,14: «Τατα πομμνη­σκε, δια­μαρ­τυρμενος νπιον το Κυρου μ λογο­μα­χεν ες οδν χρσιμον, π κατα­στροφ τν κουντων(:αυτά υπεν­θύ­μι­ζε, μαρ­τυ­ρών­τας επί­ση­μα μπρο­στά στον Θεό να μη λογο­μα­χούν, για­τί δεν είναι σε τίπο­τα χρή­σι­μο, αλλά επι­φέ­ρει κατα­στρο­φή σε αυτούς που ακούν)»], αν και ήταν πλή­ρης από πολ­λή σοφία και είχε τη δύνα­μη να επι­τε­λεί θαύ­μα­τα. Ας υπα­κού­ου­με λοι­πόν σε Εκεί­νον και αφού αφή­σου­με τις φλυα­ρί­ες, ας επι­δο­θού­με σε έργα, εννοώ τη φιλα­δελ­φία και τη φιλο­ξε­νία και ας δεί­ξου­με μεγά­λη φρον­τί­δα για την ελεη­μο­σύ­νη, για να επι­τύ­χου­με τα υπο­σχε­θέν­τα αγα­θά με την χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο ανή­κει η δόξα στους αιώ­νες των αιώ­νων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

  • Ιωάν­νου του Χρυ­σο­στό­μου Άπαν­τα τα έργα, Υπό­μνη­μα στο Κατά Ιωάν­νην Ευαγ­γέ­λιον, ομι­λί­ες ΞΕ΄ και ΞΣΤ΄(επιλεγμένα απο­σπά­σμα­τα που αφο­ρούν την ερμη­νεία της συγ­κε­κρι­μέ­νης ευαγ­γε­λι­κής περι­κο­πής), πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2011, τόμος 14, σελί­δες 257- 287.

  • Βιβλιο­θή­κη των Ελλή­νων, Άπαν­τα των αγί­ων Πατέ­ρων, Ιωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου έργα, τόμος 74, σελ. 223–225 και σελ.230–243.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΟΥ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ[:Ιω. 12, 1–18]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΟΥ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 31–3‑1991]

(Β246) [ β΄έκδοσις]

Σήμε­ρα η Εκκλη­σία μας, αγα­πη­τοί μου, γιορ­τά­ζει την θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δο του Κυρί­ου μας εις τα Ιερο­σό­λυ­μα. Ο ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης ως εξής μας το περι­γρά­φει: «Τ παριον χλος πολς, λθν ες τν ορτν, κοσαν­τες τι ρχε­ται ησος ες Ιεροσλυμα, λαβον τ βαα τν φοινκων κα ξλθον ες πντη­σιν ατ, κα κρα­ζον· σανν, ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου, βασι­λες το ᾿Ισραλ».

Ο Κύριός μας, αγα­πη­τοί μου, έζη­σε τόσο στον ιδιω­τι­κό, όσο και στον δημό­σιο βίο Του, πολύ απλά και πολύ ταπει­νά. Γενό­με­νος υπό­δειγ­μα απλό­τη­τος και ταπει­νώ­σε­ως εις τους ανθρώ­πους. Όμως τώρα, μετά από το άκου­σμα της ανα­στά­σε­ως του Λαζά­ρου, που έγι­νε εις την Βηθα­νί­αν, όχλος πολύς, μας σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, έρχε­ται να Τον προ­ϋ­παν­τή­σει, όταν έμα­θε ότι ο Ιησούς έρχε­ται εις τα Ιερο­σό­λυ­μα. Και ήταν μία υπο­δο­χή άνευ προ­η­γου­μέ­νου! Μια υπο­δο­χή θριαμ­βευ­τι­κή. Αλλά αυτή η θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δος του Ιησού στα Ιερο­σό­λυ­μα είναι τύπος. Τύπος της θριαμ­βευ­τι­κής εισό­δου Του, τόσο εις τους ουρα­νούς την τεσ­σα­ρα­κο­στή ημέ­ρα από την Ανά­στα­σή Του, δηλα­δή κατά την Ανά­λη­ψη, όσο και κατά την ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, όταν μαζί με τους δικαί­ους θα εισέλ­θει εις την Βασι­λεί­αν του Θεού.

Έτσι, λοι­πόν, ο Κύριος εισέρ­χε­ται εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, μόνο τυπι­κά. Δηλα­δή να εκπλη­ρώ­σει έναν τύπον, όπως εξάλ­λου το λέγει και ο προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας, ότι, «Να», λέγει, «Ιερου­σα­λήμ, ο βασι­λιάς σου έρχε­ται πρα­ΰς, ήρε­μος, ήσυ­χος, όχι με εκεί­νες τις πολε­μι­κές ιαχές που μπο­ρού­σαν να έχουν οι θριαμ­βευ­ταί πολε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Έρχε­ται καθή­με­νος επί πώλου όνου». Όχι επί αλό­γου, όχι επί αμα­ξών, όχι επί αρμά­των. Επί πώλου όνου. Πάνω σε ένα μικρό γαϊ­δου­ρά­κι. Ήτο, λοι­πόν, ένας τύπος· ιστο­ρι­κός τύπος· που θα εγί­νε­το πραγ­μά­τω­σις άλλων, μεγά­λων εισό­δων. Όπως, σας είπα, εις τον ουρα­νόν.

Αλλά τι έψαλ­λε ο λαός, όταν εισήρ­χε­το ο Ιησούς εις τα Ιερο­σό­λυ­μα; «σαν­νά!». Και τι σημαί­νει «σανν»; Δεν είναι ελλη­νι­κή λέξις. Θα πει: ««Σσον δή». Δηλα­δή, «Σώσε λοι­πόν». «Σε παρα­κα­λού­με, σώσε». Αλλά από τι να σώσει; Βέβαια, σε ένα πρώ­το φόν­το, ο λαός, βρι­σκό­με­νος κάτω από την ρωμαϊ­κή κατο­χήν και κυριαρ­χί­αν, όπως κάθε λαός που θέλει την εθνι­κή του απε­λευ­θέ­ρω­ση, θα μπο­ρού­σα­με να ειπού­με ότι ζητού­σε την ελευ­θε­ρία της πατρί­δος του. Αυτά, όμως, σε ένα πρώ­το φόν­το. Στο βάθος, αυτό που ζητού­σε ο λαός, ήτο και θα ήτο εφε­ξής, η απε­λευ­θέ­ρω­σις, η σωτη­ρία από την αμαρ­τία και τον θάνα­το. Κι Αυτός που σώζει από τον θάνα­το, σίγου­ρα σώζει και από την αμαρ­τία. Διό­τι, πώς μπο­ρεί να σώσει κάποιος από την αμαρ­τία, όταν δεν σώζει από τον θάνα­το; Για­τί ο θάνα­τος είναι καρ­πός της αμαρ­τί­ας. Έτσι όταν ο Κύριος, κόψει το αίτιον, κόβει και το αιτια­τόν.

Και ο όχλος αυτό το αντε­λή­φθη, για­τί ήδη είχε δει την ανά­στα­ση του Λαζά­ρου. Συνε­πώς, εκεί­νος ο οποί­ος μπο­ρού­σε να λέγει σε ένα νεκρόν τετρα­ή­με­ρον και, υπο­τί­θε­ται, όζον­τα, να μυρί­ζει από την σήψην, μπο­ρού­σε να λέγει με μόνο ένα λόγο: «Λάζα­ρε, δερο ξω», «Λάζα­ρε, βγες έξω», από τον τάφο εννο­εί­ται, και ο Λάζα­ρος να ανα­ση­κώ­νε­ται εις τον τάφον του ‑ήταν θολω­τοί οι τάφοι, όχι στη γη, όπως σήμε­ρα είναι οι δικοί μας οι τάφοι- τότε σίγου­ρα μπο­ρού­σε Αυτός να είναι και νικη­τής της αμαρ­τί­ας. Για­τί, επα­να­λαμ­βά­νω, η αμαρ­τία είναι εκεί­νη η οποία έφε­ρε τον θάνα­τον.

Αλλά, από τον θάνα­τον και από την αμαρ­τία, μόνον ο Ιησούς σώζει. Κανείς άλλος. Θα το επα­να­λά­βω. Από την αμαρ­τία και τον θάνα­τον, κανείς, μα κανείς δεν σώζει. Ούτε αν βρί­σκε­ται στον Ουρα­νό, ούτε αν βρί­σκε­ται εις τον Άδη, ούτε αν βρί­σκε­ται πάνω εις την γην. Κανείς, μα κανείς δεν σώζει, πλην του Ιησού Χρι­στού.

Αυτό, λοι­πόν, σημαί­νει «σανν». «σανν, ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου»· που θα πει: «Συ, που έρχε­σαι εις το όνο­μα του Κυρί­ου, να είσαι ευλο­γη­μέ­νος». Δηλα­δή, «να είσαι δοξα­σμέ­νος». Το «ελογ», το «γιά­ζω» κατά το «για­σθή­τω τ νομά Σου», δεν σημαί­νει τι άλλο παρά το «δοξα­σθή­τω». «Να είναι δοξα­σμέ­νο το όνο­μά Σου». Και εν προ­κει­μέ­νω, «Εσύ που έρχε­σαι εν ονό­μα­τι του Κυρί­ου» ‑εννο­εί­ται, του Γιαχ­βέ, αλλά ο κόσμος, ο λαός ακό­μη δεν εγνώ­ρι­ζε, αγα­πη­τοί μου, ότι Αυτόν που είχε μπρο­στά του ήταν ο Γιαχ­βέ, δηλα­δή ο Κύριος, ο άγιος του Ισρα­ήλ. Αυτός ήταν. Ακό­μη δεν το μάθαι­νε αυτό. Και λέγει: «ν νματι το Κυρου». «Ευλο­γη­μέ­νος, δοξα­σμέ­νος, Συ που έρχε­σαι». Κι αυτό αντι­στοι­χεί με το «Μεσ­σία».

Συνε­πώς, εάν ο λαός ανα­φω­νεί τον Ιησούν «ελογη­μέ­νον κα ρχό­με­νον ν νόμα­τι το Κυρί­ου», άρα δεν ανα­μέ­νε­ται κανέ­νας άλλος. Αυτός ο κάποιος άλλος που ανα­μέ­νε­ται, δεν θα είναι παρά ο Αντί­χρι­στος. Και οι Εβραί­οι μέχρι σήμε­ρα, θα το δού­με λίγο πιο κάτω, ανα­μέ­νουν, για­τί τελι­κά δεν απε­δέ­χθη­σαν τον Ιησούν, θα απο­δε­χθούν τον Αντί­χρι­στον.

Για τον Ιησούν, Αυτόν που τώρα ο λαός μεγα­λύ­νει και ανα­φω­νεί «ελογη­μέ­νον», γι’ Αυτόν ελά­λη­σαν όλοι οι προ­φή­ται. Και όλες οι προ­φη­τεί­ες συγ­κλί­νουν στο δικό Του πρό­σω­πο. Όταν άκου­σα για μία φορά ακό­μη εχθές, εις τον Εσπε­ρι­νόν, την προ­φη­τεία του Ζαχα­ρί­ου «Να, ο βασι­λιάς σου έρχε­ται πρα­ΰς, ήρε­μος, καθή­με­νος επί πώλου όνου», τι ρεα­λι­σμός, συγ­κλο­νί­στη­κα. Και συγ­κλο­νί­ζο­μαι. Διό­τι τέτοια ενάρ­γεια, τέτοια δηλα­δή καθα­ρό­τη­τα, διαύ­γεια, δια­φά­νεια στην προ­φη­τεία, δεν έχου­με που­θε­νά αλλού. Ώστε πράγ­μα­τι, όλες οι προ­φη­τεί­ες συγ­κλί­νουν εις το θεαν­θρώ­πι­νον πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού.

Ακό­μη, ο ύμνος αυτός, τον οποί­ον έψαλ­λε ο λαός εις τον Ιησούν και που τόσο είχαν δυσα­ρε­στη­θεί οι άρχον­τες και που τόσο αγα­νά­κτη­σαν δήθεν, και που επέ­πλη­ξαν τους ανθρώ­πους και που είπαν εις τον Κύριον να πει εις τον κόσμον να σιω­πή­σει και ο Κύριος τούς είπε «Αν σιω­πή­σουν αυτοί, οι πέτρες θα κρά­ξουν»… Οι πέτρες θα κρά­ξουν! Δεν είναι της ώρας να σας πω, τι θα πει «Οι πέτρες θα κρά­ξουν». Το λέγει άλλος ευαγ­γε­λι­στής αυτό. Εδώ ο Ιωάν­νης μάς παρα­θέ­τει κάτι γραμ­μέ­νο. «Δεν είναι γραμ­μέ­νο ότι από το στό­μα νηπί­ων και θηλα­ζόν­των θα βγά­λω αίνον;». Και ποια είναι «τα νήπια και τα θηλά­ζον­τα»; Στο πρώ­το φόν­το, είναι βεβαί­ως τα νήπια και τα θηλά­ζον­τα. Πιο μέσα, είναι τα κατά κόσμον νήπια. Οι απλοί άνθρω­ποι. Εκεί­νοι που επί­στευ­σαν εις τον Ιησούν και αυθορ­μή­τως υμνούν και δοξά­ζουν τον Κύριον.

Έτσι, ο λαός εκεί­νος, αγα­πη­τοί μου, υπο­δέ­χε­ται τον Μεσ­σία του. Αλλά ο λαός εκεί­νος, με την δια­δρο­μή της Ιστο­ρί­ας, απε­δέ­χθη τον Μεσ­σία του; Εκεί­νος ο τότε λαός, στον τότε συγ­κε­κρι­μέ­νο τόπο, Τον απε­δέ­χθη. Παρα­κά­τω ο λαός αυτός, Τον απε­δέ­χθη; Οι άρχον­τες, που εσταύ­ρω­σαν τον Ιησούν και διε­κή­ρυ­ξαν ότι δεν είναι δυνα­τόν ποτέ εκεί­νος που μπο­ρεί να πεθαί­νει να είναι ο Μεσ­σί­ας και δεν είναι δυνα­τόν ποτέ, σαν τελευ­ταί­ος ληστής επί του Σταυ­ρού, να είναι αυτός Υιός του Θεού. Και εφό­σον οι άρχον­τες παρε­σιώ­πη­σαν το μη σιω­πού­με­νον θαύ­μα, το κραυ­γα­λέο θαύ­μα της Ανα­στά­σε­ώς Του και είπαν ότι «ν καιρ νυκτός», είπαν να πουν οι φύλα­κες, «όταν εμείς κοι­μό­μα­στε- κοι­μω­μέ­νων μν- ήλθαν οι μαθη­ταί και έκλε­ψαν το σώμα και διε­κή­ρυ­ξαν οι μαθη­ταί Του ότι ανε­στή­θη από τους νεκρούς». Ο λαός αυτός επεί­σθη εις τους άρχον­τάς του… Αυτό ήταν ένα τρα­γι­κό λάθος του τότε Ισρα­ήλ· ότι επεί­σθη­σαν εις τους άρχον­τάς τους.

Αγα­πη­τοί μου, ο λαός αυτός, μια γενεά μετά, 30 χρό­νια, πλη­ρώ­νει το μεγά­λο του έγκλη­μα, με την κατα­σκα­φή της πόλε­ως Ιερου­σα­λήμ και την κατα­σφα­γή του λαού της από τους Ρωμαί­ους. Ναι. Για­τί; Για­τί απέ­συ­ρε ο Μεσ­σί­ας το ευμε­νές πρό­σω­πό Του από τον λαόν αυτόν τον χρι­στο­κτό­νο. Ο Κύριος ήδη τους είπε, το κατα­χω­ρεί ο Ματ­θαί­ος, 23,39: «Λγω γρ μν, ο μ με δητε π᾿ ρτι ως ν επητε, ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου». «Σας λέγω, δεν θα δεί­τε πλέ­ον το ευμε­νές μου πρό­σω­πον, μέσα στην Ιστο­ρία, έως ότου πεί­τε: ‘’Ευλο­γη­μέ­νος Αυτός που έρχε­ται εν ονό­μα­τι του Κυρί­ου’’». Δηλα­δή «με απο­δε­χθεί­τε ως Μεσ­σία σας».

Αλλά τίθε­ται ένα ερώ­τη­μα που μας ενδια­φέ­ρει άμε­σα. Εμείς επι­στεύ­σα­με και απε­δέ­χθη­μεν τον Χρι­στόν. Αλλά η σημε­ρι­νή Ορθό­δο­ξος Ελλά­δα μας, μήπως, προ πολ­λού, έχει αρνη­θεί το θεαν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πον του Ιησού Χρι­στού και με λόγια και με έργα; Ο τρό­πος με τον οποί­ον ζουν σήμε­ρα οι συμ­πα­τριώ­ται μας, οι Έλλη­νες, μήπως είναι μια άρνη­σις του προ­σώ­που Του; Μήπως, ακό­μα, με λόγια, με συγ­γρα­φές, με οτι­δή­πο­τε, αρνού­με­θα το δικό Του το πρό­σω­πο; Και για τον παλαιό Ισρα­ήλ, σας είπα, ήταν η κατα­στρο­φή του 70 μ.Χ. από τους Ρωμαί­ους. Στον νέον Ισρα­ήλ, στον Ισρα­ήλ της χάρι­τος, τον οποί­ον, τον τελευ­ταίο και­ρό, διαρ­κώς αρνεί­ται η πατρί­δα μας, τι πρό­κει­ται να συμ­βεί;

Και ο Ιησούς έρχε­ται διαρ­κώς μέσα στην Ιστο­ρία. Έρχε­ται είτε σαν Σωτή­ρας, είτε σαν Κρι­τής. Διαρ­κώς μέσα στην Ιστο­ρία. Αν δια­βά­σε­τε, καθ’ όλο το μήκος του βιβλί­ου της Απο­κα­λύ­ψε­ως, θα δεί­τε να έρχε­ται διαρ­κώς ο Χρι­στός και λέγει κανείς: «Τώρα δεν το βλέ­πω. Πού ήλθε;». Έρχε­ται ως Σωτή­ρας όσοι θέλουν να Τον δεχθούν. Έρχε­ται ως Κρι­τής, δια­μέ­σου των πλη­γών. Διό­τι αυτό βλέ­πο­με. Δια­μέ­σου των πλη­γών έρχε­ται ο Κρι­τής Μεσ­σί­ας μέσα στην Ιστο­ρία. Και είναι Εκεί­νος που έρχε­ται, διό­τι, όπως σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης, είναι « ν κα ν κα ρχό­με­νος». «Αυτός που υπάρ­χει και πάν­το­τε υπήρ­χε και Αυτός που έρχε­ται». Δεν λέγει: «Αυτός που ήλθε». Δεν λέγει: «Αυτός που θα έλθει». Αλλά λέγει: « ρχό­με­νος »· που δεί­χνει ότι διαρ­κώς έρχε­ται μέσα στην Ιστο­ρία. Και έρχε­ται τόσο για τους λαούς, όσο και για τα πρό­σω­πα.

« βασι­λες το σρα­ήλ». «Συ που είσαι ο βασι­λιάς του Ισρα­ήλ», λέγει, στη συνέ­χεια, ο ύμνος του λαού προς τον Ιησούν. Πράγ­μα­τι, είναι ο βασι­λιάς του παλαιού Ισρα­ήλ εκεί­νη την στιγ­μή. Αλλά εφό­σον ο λαός αυτός Τον εσταύ­ρω­σε και έγρα­ψε ειρω­νι­κά επί του Σταυ­ρού «ο βασι­λιάς των Ιου­δαί­ων», εφε­ξής είναι ο βασι­λιάς του νέου Ισρα­ήλ. Δηλα­δή της Εκκλη­σί­ας. Και αυτή η Βασι­λεία είναι ανω­τέ­ρα από κάθε άλλη βασι­λεία που υπάρ­χει στον κόσμον αυτόν. Είναι οι ανθρώ­πι­νες καρ­διές, που με την προ­αί­ρε­σή τους απο­δέ­χον­ται τον Ιησούν ως Βασι­λιά. Ας υπο­θέ­σο­με ότι έχο­με το πολί­τευ­μα της βασι­λεί­ας. Πόσοι είναι εκεί­νοι οι πολί­ται που δεν θα ήθε­λαν να είναι κάτω από αυτό το πολί­τευ­μα; Θα ήσαν πολ­λοί. Θέλουν δεν θέλουν, αναγ­κα­στι­κά, είναι το πολί­τευ­μα της βασι­λεί­ας. Ο Ιησούς δεν έρχε­ται έτσι. Ο Ιησούς έρχε­ται και βασι­λεύ­ει στις καρ­διές που Τον θέλουν. Δεν βασι­λεύ­ει στις καρ­διές που δεν Τον θέλουν. Δεν ασκεί εξα­ναγ­κα­σμό και βία. Γι’αυ­τό, η Βασι­λεία του Χρι­στού, επει­δή είναι ελευ­θέ­ρα, είναι ανω­τέ­ρα πάσης γηί­νης βασι­λεί­ας. Και η απο­δο­κι­μα­σία αυτής της Βασι­λεί­ας σφρα­γί­ζει την κατα­στρο­φή. Την κατα­στρο­φή προ­σώ­πων και λαών. Αντί­θε­τα, η επι­δο­κι­μα­σία αυτής της Βασι­λεί­ας έχει κατα­πλη­κτι­κούς καρ­πούς.

Και σημειώ­νει ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης στην Απο­κά­λυ­ψή του: «Κα ποί­η­σας ατούς (:Ποιουςποί­η­σας; Αυτούς. Συ, ο δοξα­σμέ­νος Ιησούς, Συ ποί­η­σας ατούς · ποιους; Αυτούς που είναι πολί­ται της δικής Σου βασι­λεί­ας) τ Θε μν, βασι­λες κα ερες». Γι’αυ­τό και λέγε­ται η Βασι­λεία αυτή του Θεού «βασί­λειον ερά­τευ­μα», βασι­λείς και ιερείς. Σε ποια γηί­νη βασι­λεία είδα­τε να είναι ένας βασι­λιάς και όλοι οι πολί­ται να είναι βασι­λιά­δες; Σε ποια περί­πτω­ση είδα­τε αρχιε­ρέα και όλοι να είναι ιερείς; Εδώ είναι αυτό το προ­νό­μιο που δίδει σε εκεί­νους που απε­δέ­χθη­σαν τον Ιησούν και Του είπαν ό,τι ακρι­βώς ο ύμνος ειπώ­θη­κε τότε, καθι­στά τον λαό Του βασι­λείς και ιερείς.

Το πλή­θος, στην υπο­δο­χή του Ιησού, εβά­στα­ζε, αγα­πη­τοί μου, «βαα φοι­νί­κων». Η λέξις «βαα» που σημειώ­νει ο Ιωάν­νης, θα πει «κλα­διά». Ο Ματ­θαί­ος το λέγει «κλά­δους». Το λέγει ελλη­νι­κά. Κλά­δους. Ώστε λοι­πόν «βαα» θα πει κλα­διά. Κλα­διά φοι­νί­κων. Ο φοί­νι­κας είναι σύμ­βο­λον δόξης. Όπως σε εμάς τους Έλλη­νες σύμ­βο­λον δόξης είναι η δάφ­νη. Δάφ­νι­νο στε­φά­νι. Στε­φά­νι δόξης. Δάφ­νη δίνουν στους νικη­τάς των αγώ­νων. Σύμ­βο­λον δόξης. Αλλά εδώ αυτά τα σύμ­βο­λα της δόξης, που τα κρα­τού­σε ο λαός την ημέ­ρα της Σκη­νο­πη­γί­ας, κάθε χρό­νο, στην εορ­τή της Σκη­νο­πη­γί­ας, δεν ήταν τίπο­τε άλλο, όπως μας το λέγει αυτό το «Λευι­τι­κόν» στο 23ο κεφά­λαιο, 40 στί­χος, παρά μία προ­τύ­πω­σις αυτού του περι­στα­τι­κού, που ο λαός, στην πλειο­ψη­φία του, κρα­τού­σε κλα­διά. Και ρίχναν και τα ρού­χα τους χάμω, για να περά­σει ο τρο­παιού­χος Ιησούς. Ο τρο­παιού­χος του θανά­του και της αμαρ­τί­ας.

Έτσι, και οι μάρ­τυ­ρες, που είναι στο βιβλίο της «Απο­κα­λύ­ψε­ως» 7,9 και δεν είναι παρά «ο πεπε­λε­κυ­μέ­νοι», «ο σφαγ­μέ­νοι» δια την αγά­πην του Ιησού, παρα­κα­λούν και λέγουν: «Κύριε, πότε θα εκδι­κη­θείς το αίμα μας, που χύθη­κε άδι­κα στη γη;». Που σημαί­νει: «Κύριε, εχά­σα­με βίαια το σώμα μας. Δεν προ­λά­βα­με να ζήσο­με με το σώμα μας όσο θα όρι­ζε η αγά­πη Σου. Θέλο­με να πάρο­με πίσω το σώμα μας. Δηλα­δή, πότε θα ανα­στη­θού­με;». Και τότε λέγει εκεί το ιερόν κεί­με­νον: Τους εδό­θη λευ­κός χιτών, σύμ­βο­λον καθα­ρό­τη­τος, και στον καθέ­να από ένα κλα­δί φοί­νι­κος. Σύμ­βο­λον δόξης, σύμ­βο­λον τρο­παί­ου. Είναι τρο­παιού­χοι οι μάρ­τυ­ρες και οι άγιοι.

Έτσι βλέ­πει κανέ­νας τα βαα των φοι­νί­κων, γι’αυ­τό και η Εκκλη­σία μας δίδει αυτές τις δάφ­νες, δεν δίδο­με εμείς, βλέ­πε­τε, φοί­νι­κες, διό­τι εδώ δεν φύε­ται ο φοί­νι­κας. Σε μας το σύμ­βο­λον της δόξης είναι, όπως σας είπα, η δάφ­νη. Και ο καθέ­νας φεύ­γει με το κλα­δί της δάφ­νης, σύμ­βο­λον της νίκης ότι ο Χρι­στός ενί­κη­σε τον θάνα­τον, ενί­κη­σε την αμαρ­τία και συνε­πώς «θανάτ θάνα­τον πατή­σας κα τος ν τος μνή­μα­σι ζων χαρι­σά­με­νος»· που θα πού­με ευθύς, μόλις την πρώ­τη Κυρια­κή που μας έρχε­ται.

Εκεί­νο το ονά­ριον, το γαϊ­δου­ρά­κι; Ο «πλος νου», θα πει «μικρό γαϊ­δου­ρά­κι». Ω, εκεί­νο το γαϊ­δου­ρά­κι, αγα­πη­τοί μου, που σημειώ­νει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, στο οποίο, λέγει, ποτέ κανείς δεν είχε καθί­σει. Όπως και ο τάφος που μπή­κε ο Χρι­στός, ετά­φη, κανείς ποτέ δεν είχε ταφεί. Κρα­τά­ει ο Μεσ­σί­ας κάποια προ­νό­μια δικά Του. Ώστε κάποια στοι­χεία που θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, να μην έχουν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ποτέ από ανθρώ­πους· που δεί­χνει αυτό το εξαι­ρε­τι­κόν, το υπε­ρέ­χον. Αλλά σε τόσο απλές περι­πτώ­σεις.

Βέβαια, το γαϊ­δου­ρά­κι είναι ένα ταπει­νόν όχη­μα που μας μετα­φέ­ρει· υπο­ζύ­γιον. Πολύ ταπει­νό. Ενώ το άλο­γο είναι έτσι υπε­ρή­φα­νο και ένδο­ξο. Ακό­μη ήταν τότε, στον παλαιό νόμο, το γαϊ­δου­ρά­κι ήταν ζώον ακά­θαρ­τον. Δεν μπο­ρού­σες να το φας το κρέ­ας του. Ήτο ακά­θαρ­τον. Σύμ­βο­λον των «Εθνών»· που ήσαν ακά­θαρ­τοι. Και τώρα έρχε­ται ο Ιησούς και κάθε­ται επά­νω εις το γαϊ­δου­ρά­κι, σύμ­βο­λον ότι θα καθί­σει επί των εθνών. Και τους ακα­θάρ­τους, τα ακά­θαρ­τα έθνη από την ακα­θαρ­σία της ειδω­λο­λα­τρί­ας, θα επα­να­φέ­ρει εις την επι­στρο­φή, στον ίσιο δρό­μο προς τον Πατέ­ρα.

Ακό­μη είναι σύμ­βο­λον, όταν εγώ ο Έλλη­νας ο ακά­θαρ­τος, που ήμουν ειδω­λο­λά­τρης και κάθι­σε ο Ιησούς επά­νω μου για να με καθα­ρί­σει, θα μπο­ρού­σα να λέγω ότι έπρε­πε να βαστά­σω τον Κύριον. Είναι εκεί­νο που λέγει ο Ψαλ­μω­δός: «πέμει­νά Σέ, Κύριε…». Δηλα­δή, «Σε υπέ­μει­να», δηλα­δή «Σε φορ­τώ­θη­κα», δηλα­δή «Σε κρά­τη­σα, δεν Σε πέτα­ξα». Είναι ο ζυγός του Χρι­στού που θα δεχθού­με να καθί­σει επί των ώμων μας ο Ιησούς Χρι­στός· που είναι η πιο ένδο­ξη, ο πιο ένδο­ξος ζυγός που θα μπο­ρού­σε ποτέ να υπάρ­ξει. Ο Βασι­λιάς της Δόξης, ο Κύριος Ιησούς, να καθί­σει επά­νω μου. Όπως ο άγιος Χρι­στο­φό­ρος: «Παι­δά­κι μου», λέγει ‑ζήτη­σε να τον περά­σει από το ποτά­μι- « Παι­δά­κι μου, δεν είδα τόσο βαρύ άνθρω­πο, σαν κι εσέ­να». «Ναι», του λέγει, «για­τί είμαι Εκεί­νος που κρα­τώ τα σύμ­παν­τα!». Αυτόν κρα­τού­με. Και δεν πρέ­πει να Τον πετά­ξο­με. Ναι!

«Τατα οκ γνω­σαν ο μαθη­ταί», λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, «τ πρτον· τότε μνή­σθη­σαν τι τατα εναι π’ ατ γεγραμ­μέ­να». Όταν αυτά εγί­νον­το, δεν αντε­λή­φθη­σαν οι μαθη­ταί την σημα­σία και την αξία των όσων σήμε­ρα λέμε. Όταν, όμως, ο Χρι­στός ανε­στή­θη και ήλθε η Πεν­τη­κο­στή, τότε κατά­λα­βαν το μεγά­λο μυστή­ριο. Ότι όλα αυτά ήσαν γραμ­μέ­να για τον Ιησούν. Και ευτυ­χι­σμέ­νος εκεί­νος, αγα­πη­τοί μου, που βαστά­ζει τον Κύριον, που κρα­τά τον Κύριον της δόξης και μπο­ρεί να λέγει: «Ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου».

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_497.mp3



Αρχιμ. Αθα­νά­σιος Μυτι­λη­ναί­ος (ΟΙ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ[:Ιω. 12, 1–18]

Απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νη ομι­λία μακα­ρι­στού γέρον­τος Αθα­να­σί­ου Μυτι­λη­ναί­ου με θέμα:

«ΟΙ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ»

[εκφω­νή­θη­κε στην Ιερά Μονή Κομνη­νεί­ου Λαρί­σης στις 23–4‑2000]

(Β413)

Σήμε­ρα, αγα­πη­τοί μου, Κυρια­κή των Βαΐ­ων, εορ­τά­ζο­με την θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δο του Χρι­στού εις τα Ιερο­σό­λυ­μα, που είναι σύμ­βο­λον ότι μετά το Πάθος θα εισήρ­χε­το ο Ιησούς ως άνθρω­πος εις την Βασι­λεί­αν του Θεού.

Ό,τι και να αγγί­ξο­με από τη σημε­ρι­νή περι­κο­πή της εορ­τής, μας παρα­πέμ­πει σαν σύμ­βο­λο μελ­λόν­των πραγ­μά­των. Και αυτό το ονά­ριον, το γαϊ­δου­ρά­κι, ονά­ριον, που εκά­θι­σε ο Κύριος, κι αυτό είναι ένα σύμ­βο­λον. Είναι γνω­στό ότι ο όνος είναι ακά­θαρ­τον ζώον και απη­γο­ρεύ­ε­το η θυσία του. Και τώρα ο Κύριος κάθε­ται επά­νω σε ονά­ριον, που συμ­βο­λί­ζει τα ακά­θαρ­τα έθνη, επί των οποί­ων θα καθί­σει, από τα οποία θα πιστευ­θεί.

Πάν­τως, εκεί­νο που παρα­τη­ρού­με στην Αγία Γρα­φή, Παλαιά και Και­νή Δια­θή­κη, κάποια πράγ­μα­τα ανή­κουν απο­κλει­στι­κά εις τον Κύριον, με έναν πλού­σιον συμ­βο­λι­σμό. Ίσως δεν έχο­με προ­σέ­ξει μια λεπτο­μέ­ρεια εις την σημε­ρι­νήν θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δο του Ιησού. Μας την δια­σώ­ζει ο Μάρ­κος την λεπτο­μέ­ρεια αυτή. Μας λέγει: «Κα λέγει ατος –εις τους μαθη­τάς Του-· πάγε­τε ες τν κώμην τν κατέ­ναν­τι μν(: Πηγαί­νε­τε σε εκεί­νο το χωριό), κα εθέως εσπο­ρευό­με­νοι ες ατν(:και όταν θα μπεί­τε μέσα στο χωριό) ερήσε­τε πλον δεδε­μέ­νον(:θα βρεί­τε ένα δεμέ­νο γαϊ­δου­ρά­κι), φ᾿ ν (:επί τον οποί­ον πλον εννο­εί­ται) οδες νθρώ­πων κεκά­θι­κε(:ποτέ κανέ­νας άνθρω­πος επά­νω σε αυτόν τον πλον δεν έχει καθί­σει)· λύσαν­τες ατν γάγε­τε(: Αφού τον λύσε­τε, φέρ­τε τον εδώ)». Έχει και μερι­κά άλλα, τα οποία είναι τεχνι­κής φύσε­ως. Αλλά εκεί­νο που κάνει πραγ­μα­τι­κά εντύ­πω­ση, είναι ότι ο Ιησούς εκά­θι­σε ως άνθρω­πος επά­νω σε ένα ονά­ριον, επί του οποί­ου κανείς εκ των ανθρώ­πων ποτέ δεν κάθι­σε. Και πρέ­πει να υπο­νο­η­θεί ότι και μετά ταύ­τα άνθρω­πος δεν εκά­θι­σε. Δηλα­δή παρα­τη­ρού­με ότι μερι­κά πράγ­μα­τα ανή­κουν εις τον Χρι­στόν σαν μια απο­κλει­στι­κή χρή­ση. Πρό­κει­ται για μια αφιέ­ρω­ση.

Εδώ μπο­ρού­με να πού­με ότι και η παρ­θε­νία της Θεο­τό­κου –προ­σέ­ξα­τε αυτό- ήτο μια απο­κλει­στι­κή περί­πτω­σις αφιε­ρώ­σε­ως εις τον Χρι­στόν. Ο χώρος της Παρ­θέ­νου Μαρί­ας. Η Θεο­τό­κος ήταν παρ­θέ­νος προ του τόκου, κατά τον τόκον και μετά τον τόκον. Μάλι­στα ζωγρα­φι­κά απο­δί­δε­ται, ιστο­ρεί­ται, όπως λέμε, με τρία αστέ­ρια. Ένα, εδώ στην κεφα­λή και δύο εδώ στους ώμους. Και εκφρά­ζουν, εκδη­λώ­νουν την παρ­θε­νί­αν της Θεο­τό­κου προ του τόκου, κατά τον τόκον και μετά τον τόκον. Αει­πάρ­θε­νος δηλα­δή. Είναι βαρυ­τά­τη βλα­σφη­μία να απο­δώ­σο­με γάμον και παι­διά εις την Θεο­τό­κον, όπως απο­δί­δουν οι Προ­τε­στάν­ται και άλλοι αιρε­τι­κοί. «Είχε», λέει, «κι άλλα παι­διά η Θεο­τό­κος. Και τι θα πεί­ρα­ζε αυτό;», λέγουν. Δεν διδά­χτη­καν ότι υπάρ­χουν μερι­κά πράγ­μα­τα απο­κλει­στι­κής χρή­σε­ως του Ιησού Χρι­στού.

Εάν το γαϊ­δου­ρά­κι αυτό ήταν απο­κλει­στι­κή περί­πτω­σις, πόσο μάλ­λον η Θεο­τό­κος; Γι’αυ­τό στον περί­λαμ­προ «κάθι­στον μνον» απο­δί­δο­με αυτό το «Χαρε Νύμ­φη νύμ­φευ­τε». «Νύμ­φη. Αλλά είσαι ανύμ­φευ­τος». Δηλα­δή «ούτε σύζυ­γον απέ­κτη­σες». Ο Ιωσήφ ήταν απλώς βοη­θός. Ήταν κατά τον νόμο, να μην κατη­γο­ρη­θεί η Θεο­τό­κος, πως είχε παι­δί ενώ ήτο άγα­μος; Διό­τι την αγα­μί­αν δεν θα μπο­ρού­σαν ποτέ να την αντι­λη­φθούν οι Εβραί­οι και θα λιθο­βο­λού­σαν την Θεο­τό­κον. Είναι, λοι­πόν, παρι­στά­με­νος ως σύζυ­γος. Ουδέ­πο­τε σύζυ­γος, ουδέ­πο­τε. Το ξανα­λέ­γω. Έτσι, λοι­πόν, βλέ­πο­με εδώ ότι η Θεο­τό­κος ήταν απο­κλει­στι­κός χώρος του Θεού Λόγου, που θέλη­σε να εναν­θρω­πή­σει.

Κάτι ανά­λο­γο συνέ­βη και με τον τάφο του Χρι­στού. Μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Ιωάν­νης και μας λέει: «ν δ ν τ τόπ που σταυ­ρώ­θη κπος –δηλα­δή κον­τά εις τον Γολ­γο­θά-, κα ν τ κήπ μνη­μεον και­νόν (: Εκεί- λέει- υπήρ­χε ένα και­νού­ριο μνη­μεί­ον) ν οδέπω οδες τέθη (: εις τον οποί­ον τάφον ποτέ δεν ενε­τα­φιά­σθη κανέ­νας)». Τον είχε κάνει ο ιδιο­κτή­της του να είναι μόνο για τον εαυ­τό του, οικο­γε­νεια­κά. Πλην όμως, εχρειά­στη­κε να ταφεί εκεί ο Κύριος και έτσι αυτή η πρό­σθε­σις «ν -ν τ ποί τάφ- ουδέ­πο­τε ουδείς ετέ­θη», δεί­χνει τι; Ότι ήταν τάφος απο­κλει­στι­κός δια τον Χρι­στόν. Για να τονι­στεί η απο­κλει­στι­κή χρή­σις μόνον δια τον Κύριον. Και ο Ματ­θαί­ος γρά­φει: «Κα λαβν τ σμα ωσφ νετύ­λι­ξεν ατ σιν­δό­νι καθαρ ‑με καθα­ρό σιν­δό­νι, αγο­ρα­σμέ­νο από την αγο­ρά. Δεν ήτα­νε καθα­ρό για­τί πλύ­θη­κε. Αγο­ρα­σμέ­νο από την αγο­ρά- κα θηκεν ατ ν τ καιν ατο μνη­μεί λατό­μη­σεν ν τ πέτρ». Και­νού­ριο μνη­μείο.

Όλα αυτά τα και­νού­ρια, και­νού­ρια, και­νού­ρια, ακρι­βώς τι σημαί­νουν; Μία αφιέ­ρω­σις. Μία απο­κλει­στι­κό­της. Και κάτι ακό­μα, αγα­πη­τοί μου. Ο τάφος του Χρι­στού θα εγί­νε­το παγ­κό­σμιον προ­σκύ­νη­μα. Κι εκεί δεν έπρε­πε να ταφεί ποτέ κανείς εκ των ανθρώ­πων. Και ακό­μη κάτι άλλο. Αυτά τα μερι­κά, που χρη­σι­μο­ποιεί ο Κύριος και είναι μόνο για την προ­σω­πι­κή Του χρή­ση, δεί­χνουν όλα αυτά ότι θα ήταν ο Ανα­και­νι­στής των πάν­των.

Τα ιερά σκεύη του ναού του Σολο­μών­τος ήσαν βεβαί­ως, αντι­λαμ­βα­νό­με­θα, εις την απο­κλει­στι­κήν χρή­σιν του ναού του Κυρί­ου. Ανά­με­σα στις πολ­λές ανο­μί­ες που είχε κάνει ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ, όταν κατέ­λα­βε και την Παλαι­στί­νην, ήταν και το άρπαγ­μα των σκευών, χρυ­σών και αργυ­ρών, του ναού του Σολο­μών­τος. Τα άρπα­ξε όλα. Τα έκα­νε λάφυ­ρα. Και τα επή­γε εις την Βαβυ­λώ­να. Έτσι, λοι­πόν, ανά­με­σα στις πολ­λές ανο­μί­ες που έκα­νε ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ, ήταν και το άρπαγ­μα αυτών των σκευών. Έπρε­πε να τα αρπά­ξει αυτά; Όχι. Έπρε­πε να σεβα­στεί τον Κύριον του Ισρα­ήλ; Βεβαί­ως. Αλλά, πού γνώ­σις;

Ο εγγο­νός του Ναβου­χο­δο­νό­σο­ρος, ο Βαλ­τά­σαρ ‑εν τω μετα­ξύ ο Ναβου­χο­δο­νό­σορ είχε πεθά­νει- παρέ­θε­τε κάπο­τε ένα δεί­πνον εις τους πρώ­τους της Βαβυ­λώ­νος. Ήταν εκεί… και ποιοι δεν ήσαν σε αυτό το δεί­πνο… Και ήθε­λε αυτός, ο Βαλ­τά­σαρ, να παρου­σιά­σει τις νίκες του παπ­πού του. Και διέ­τα­ξε να φέρουν τα σκεύη του ναού του Σολο­μών­τος, που τα είχε λαφυ­ρα­γω­γή­σει ο παπ­πούς, κι εκεί να πίνει το κρα­σί του. Ήταν πολ­λά σκεύη. Έπι­ναν, ιδιαί­τε­ρα στο τρα­πέ­ζι που ήταν οι παλ­λα­κές του –παλ­λα­κές: γυναί­κες κ.τ.λ-. κι από εκεί έπι­νε. Για να δεί­ξει ότι… «Αυτός υπήρ­ξε ο παπ­πούς μου κι εγώ είμαι ένδο­ξος εγγο­νός». Αυτή, όμως, ήταν η κορυ­φή της ασε­βεί­ας. Και τότε εκεί που δια­σκέ­δα­ζαν, εμφα­νί­στη­κε ένα κομ­μέ­νο χέρι, εδώ από τον καρ­πόν, που έγρα­φε στον τοί­χο τέσ­σε­ρις λέξεις. Να μην πολυ­πραγ­μο­νώ, όμως, και κατα­να­λώ­σου­με την ώρα μας. Κανείς δεν μπο­ρού­σε να ανα­γνώ­σει. Εκά­λε­σαν τον Δανι­ήλ να ερμη­νεύ­σει. Και του λέει: «Βασι­λιά μου, σημαί­νουν αυτές οι τέσ­σε­ρις λέξεις το εξής: ‘’Ζυγί­στη­κες, μετρή­θη­κες και βρέ­θη­κες λει­ψός’’. Γι΄αυτό θα τιμω­ρη­θείς από­ψε. Από­ψε!».

Αγα­πη­τοί μου, και­ρο­φυ­λα­κτού­σαν, με την ευκαι­ρία του δεί­πνου, οι Μηδο­πέρ­σαι, μπή­καν μέσα εις το παλά­τι, τους έσφα­ξαν όλους, και βεβαί­ως και τον βασι­λιά, τον Βαλ­τά­σαρ. Έκτο­τε η Βαβυ­λώ­να εξα­λεί­φτη­κε από το πρό­σω­πο της Ιστο­ρί­ας. Ουδέ­πο­τε ξανα­έ­ζη­σε η Βαβυ­λώ­να! Έμει­νε μόνον ένα σύμ­βο­λον. Όταν ο Ευαγ­γε­λι­στής Ιωάν­νης γρά­φει την Απο­κά­λυ­ψή του και ανα­φέ­ρε­ται στην Βαβυ­λώ­να, η Βαβυ­λώ­να δεν υπάρ­χει πια. Η ιστο­ρι­κή Βαβυ­λώ­να δεν υπάρ­χει πια. Έγι­νε σύμ­βο­λον. Σύμ­βο­λον ασε­βεί­ας. Λέμε σήμε­ρα ότι η Βαβυ­λώ­να είναι η Ευρώ­πη. Ή, καλύ­τε­ρα, ο δυτι­κός κόσμος. Θέλε­τε ακρι­βέ­στε­ρα; Είναι η Αμε­ρι­κή, η Βαβυ­λώ­να. Όχι επει­δή έχει ποι­κί­λον πλη­θυ­σμόν. Όχι. Αλλά διό­τι μιμεί­ται την αρχαί­αν Βαβυ­λώ­να και θα στα­θεί ο πρό­δρο­μος, η Αμε­ρι­κή, ναι, ναι, ο πρό­δρο­μος ‑ήδη είναι!- του Αντι­χρί­στου. Σύμ­βο­λον, λοι­πόν, η Βαβυ­λώ­να πλέ­ον έχει γίνει.

Έτσι, αγα­πη­τοί μου, βλέ­πο­με ότι όταν οι Εβραί­οι πέρα­σαν από την Αίγυ­πτον στην έρη­μο, δια της Ερυ­θράς Θαλάσ­σης, θέλη­σαν εκεί, κατ’ εντο­λήν του Θεού, να κατα­σκευά­σουν αργυ­ρά, κατ’ εντο­λήν του Θεού, και χρυ­σά σκεύη της Σκη­νής του Μαρ­τυ­ρί­ου. Έδω­σαν, λοι­πόν, οι γυναί­κες όλα τα χρυ­σα­φι­κά τους. Και εντός εισα­γω­γι­κών και εκτός εισα­γω­γι­κών. «Χρυ­σα­φι­κά» λέγον­ται όλα τα πολύ­τι­μα, πολύ­τι­μα μέταλ­λα, όχι μόνον ο χρυ­σός. Τότε ο Μωυ­σής συνέ­λε­ξε πολ­λά κοσμή­μα­τα, πάρα πολ­λά και τα ανα­χώ­νευ­σε. Και τα κατα­σκεύ­α­σε σε σκεύη ιερά. Βρα­χιό­λια, δαχτυ­λί­δια, έπα­ψαν να έχουν το σχή­μα αυτό. Τα ανα­χώ­νε­ψαν. Και τότε έκα­νε τα ιερά σκεύη. Προ­φα­νώς δεν θα ήταν ποτέ δυνα­τόν να επα­νέλ­θουν εις την αρχι­κή τους χρή­ση. Ποτέ δυνα­τόν.

Έτσι, λοι­πόν, θαυ­μά­σια δεί­χνει εδώ ότι γίνε­ται ανα­χώ­νευ­σις για λογα­ρια­σμό του Κυρί­ου. Προ­σέξ­τε. Θα πει κάπο­τε γι’ αυτήν την γη και γι’αυ­τό το σύμ­παν, θα πει κάπο­τε ο Χρι­στός: «δο καιν ποι πάν­τα». «Να, όλα τα κάνω και­νού­ρια. Δεν υπάρ­χει τίπο­τε το παλιό. Όλα και­νού­ρια». Αυτή η ανα­καί­νι­σις βγαί­νει από τα δείγ­μα­τα αυτά, που τόσην ώρα σας ανα­φέ­ρω.

Αλλά ακό­μη συνέ­βη και το ίδιο με τα χάλ­κι­να αντι­κεί­με­να που πήραν μαζί τους οι Εβραί­οι. Μάλι­στα, ούτε λίγο ούτε πολύ, είπε ο Μωυ­σής, κατ΄εντολήν του Θεού: «Ζητή­σα­τε από τις γει­τό­νισ­σές σας ό,τι χάλ­κι­νο υπάρ­χει. Θα τα πάρε­τε και θα φύγε­τε». «Μπρά­βο!», θα πει κάποιος, «τα δανεί­στη­καν και πήραν δρό­μο και έφυ­γαν;». Αγα­πη­τοί μου, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι χρε­ω­στού­σε ο Φαραώ πολ­λούς μισθούς εις τους Εβραί­ους, που ήσαν απλή­ρω­τοι. Ένα τελευ­ταίο ήταν αυτό. Μία δικαί­ω­σις των μισθών που είχαν οι Εβραί­οι να λάβουν. Αυτά δε τα χάλ­κι­να τα εμά­ζε­ψε όλα ο Μωυ­σής, όλα όσα εχρειά­ζε­το και έγι­νε κατό­πιν το θαυ­μά­σιο, αφού χτί­στη­κε ο ναός του Σολο­μών­τος, το θαυ­μά­σιο εκεί­νο χάλ­κι­νο θυσια­στή­ριον. Ήταν πελώ­ριο. Ήταν προ του ναού. Ήταν εις τα δυτι­κά του ναού.

Έτσι, λοι­πόν, συμ­βαί­νει, αγα­πη­τοί μου, και με τα δικά μας αφιε­ρώ­μα­τα. Για­τί εκεί πρέ­πει να φθά­σο­με. Όταν κάνο­με ένα αφιέ­ρω­μα εις τον Θεόν, το αφιέ­ρω­μα αυτό δεν ξανα­γυ­ρί­ζει εις την αρχι­κή του χρή­ση. Και είναι γνω­στό ότι εμείς έχο­με ως χρι­στια­νι­κός ναός, έχο­με το Άγιον Ποτή­ριον, το οποί­ον, βεβαί­ως, δεν μπο­ρεί να γυρί­σει πίσω σε χρή­ση· με την έννοια να το έχο­με στο τρα­πέ­ζι μας και να πίνο­με κρα­σί. Ο Θεός να φυλά­ξει. Μην πάθο­με εκεί­νο το οποίο έπα­θε ο Βαλ­τά­σαρ. Αλλά είναι ακό­μη αφιε­ρω­μέ­νο εις τον Θεόν.

Είναι αφιε­ρω­μέ­νο και εις την Θεο­τό­κον. Και δεν μπο­ρεί να βεβη­λω­θεί… ποιο; Το Άγιον Όρος! Γι’αυ­τό λέμε: «Το περι­βό­λι της Πανα­γί­ας». Γι’αυ­τό, πολ­λοί ναοί στο Άγιον Όρος είναι επ’ ονό­μα­τι της Υπε­ρα­γί­ας Θεο­τό­κου. «Πανα­γία μας, σου αφιε­ρώ­νου­με αυτό το κομ­μά­τι της ξέρας, δηλα­δή αυτό το ακρω­τή­ριον, το γνω­στό του Άθω­νος, σου το αφιε­ρώ­νου­με εσέ­να. Δεν θα μπει γυναί­κα μέσα. Όχι για­τί εμείς οι μονα­χοί θα πει­ρα­ζό­μα­στε» -Στον κόσμο έξω έχο­με και τα βατά και τα άβα­τα μονα­στή­ρια. Είναι γνω­στό, πολύ γνω­στό. Ύστε­ρα, οι Αγιο­ρεί­ται δεν βγαί­νουν και έξω; Δεν βλέ­πουν και γυναί­κες; Θα ήταν θέμα πει­ρα­σμού το ζήτη­μα; Όχι βεβαί­ως. Αλλά το Άγιον Όρος είναι αφιε­ρω­μέ­νο εις την Θεο­τό­κον.

Έγι­ναν πολ­λές προ­σπά­θειες τώρα, με την ευρω­παϊ­κή Ένω­ση κ.τ.λ. το φέρ­νουν γύρω γύρω το θέμα, το ξανα­φέρ­νουν γύρω γύρω το θέμα, τελι­κά το Άγιον Όρος να αλω­θεί από τις γυναί­κες. Όχι ότι οι γυναί­κες είναι ακά­θαρ­τες. Άπα­γε! Κάθε άλλο! Απλώς είναι αφιε­ρω­μέ­νο. Όπως λέμε: «Μες στο ιερό δεν μπαί­νουν οι γυναί­κες». Για­τί; Είναι αφιε­ρω­μέ­νο εις τον Κύριον. Όχι για­τί οι γυναί­κες είναι ακά­θαρ­τες. Ούτε το αίμα, περί ο ο λόγος, είναι ακά­θαρ­τον. Θα ήταν περί­ερ­γο το αίμα να είναι ακά­θαρ­τον και ο τόκος να είναι καθα­ρός. Αν είναι δυνα­τόν ποτέ! Για λόγους που ο Θεός ξέρει είχε τοπο­θε­τη­θεί έτσι στην Παλαιά Δια­θή­κη. Ότι αυτό θα είναι ακά­θαρ­το τόσον και­ρό. Τίπο­τε άλλο. Για κάποιους λόγους. Θέλε­τε; Να προ­στα­τεύ­σει τη γυναί­κα από τον άνδρα, ο οποί­ος θα ήτα­νε λαί­μαρ­γος και απρό­σε­κτος. Κι ενώ η ιδία θα ήταν λεχω­ί­δα, έπρε­πε να την προ­στα­τεύ­σει. Και όχι για­τί η γυναί­κα είναι ακά­θαρ­τη. Προ­σέ­ξα­τέ το. Τι λέει όμως ο Θεός; «Είναι ακά­θαρ­τη η γυναί­κα σου και θα γίνεις κι εσύ ακά­θαρ­τος και θα πρέ­πει να κάνεις καθαρ­μούς…». Πρα­κτι­κοί λόγοι… Τίπο­τε άλλο. Αυτό είναι όλο.

Το Άγιον Όρος, λοι­πόν, επα­νέρ­χο­μαι, είναι αφιε­ρω­μέ­νο εις την Υπε­ρα­γί­αν Θεο­τό­κον. Αλλά το στρι­φο­γυ­ρί­ζουν το θέμα να μπού­νε, αγα­πη­τοί μου, μέσα, γυναί­κες. Αυτό δεν θα είναι χωρίς συνέ­πειες, ξέρε­τε. Δεν θα είναι χωρίς συνέ­πειες. Κατά τον εμφύ­λιο πόλε­μο, λίγες δεκα­ε­τί­ες πίσω, κάποιες γυναί­κες, αντάρ­τισ­σες, μπή­καν στο Άγιον Όρος. Και μάλι­στα σε μία μονή, να μην ονο­μα­τί­σω την μονή, έστη­σαν χορό. Τρό­παιον! Αγα­πη­τοί μου, την επο­μέ­νη, δώσα­νε μία μάχη. Όλες αυτές οι γυναί­κες που χόρε­ψαν μέσα στο Άγιον Όρος στην αυλή μιας μονής, όλες εφο­νεύ­θη­σαν. Όλες εφο­νεύ­θη­σαν. Είναι φοβε­ρό, δηλα­δή φοβε­ρό, όλα αυτά τα πράγ­μα­τα.

Είναι γνω­στό ακό­μα ότι ο Θεός έδω­σε την νίκη εις τους Εβραί­ους στην πόλη Ιερι­χώ, με έναν όρον: «Δεν θα πολε­μή­σε­τε. Η Ιερι­χώ θα κυριευ­θεί. Όλα όμως τα σκεύη, χρυ­σά, αργυ­ρά, χάλ­κι­να, ανή­κουν εις Εμέ­να», λέει ο Θεός. «Και θα πάρε­τε, θα κατα­κτή­σε­τε την γην της Χανα­άν αμα­χη­τί». Το δυστύ­χη­μα είναι ότι την πρώ­τη μάχη που έδω­σαν για να κατα­κτή­σουν μία πόλη μετά από την Ιερι­χώ, νική­θη­καν. Διε­μαρ­τυ­ρή­θη εις τον Θεόν ο Ιησούς του Ναυή και είπε: «Κύριε, δεν μας είπες ότι αμα­χη­τί θα κατα­κτή­σου­με όλες τις άλλες πόλεις της γης Χανα­άν;». «Ναι», λέει, «ναι. Αλλά ανά­με­σά σας είναι ένας κλέ­πτης, ο οποί­ος κρά­τη­σε, κυρί­ως νομί­σμα­τα, από την Ιερι­χώ». «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε;». Και ο Θεός τον υπέ­δει­ξε. Ήταν ο γνω­στός Άχαρ. Άχαρ ο κλέ­πτης. Τι έπρε­πε να γίνει; Ελι­θο­βο­λή­θη ο άνθρω­πος αυτός! Μη μου πεί­τε… «αγριό­τη­τες εκ μέρους του Θεού». Μη μου το πεί­τε αυτό. Εδώ έπρε­πε να δοθούν μαθή­μα­τα. Και το μάθη­μα ήταν ότι μερι­κά πράγ­μα­τα ανή­κουν εις τον Θεόν· απο­κλει­στι­κά ανή­κουν εις τον Θεόν.

Αγα­πη­τοί μου, ακό­μα στην επο­χή μας, στον χρι­στια­νι­κό, τώρα, χώρο, είναι πασί­γνω­στο ότι εκεί­νοι που κατα­πα­τούν μονα­στη­ρια­κά και εκκλη­σια­στι­κά χωρά­φια, εδά­φη, τα γνω­στά «βακού­φια», τούρ­κι­κη λέξις, που θα πει… Τι θα πει «βακού­φια»; Θα πει «αφιε­ρώ­μα­τα». Πολ­λοί άνθρω­ποι… ‑έτσι βρέ­θη­καν τα μονα­στή­ρια πλού­σια και οι ενο­ρί­ες ακό­μη, για­τί υπήρ­χαν ευλα­βείς άνθρω­ποι, που αφιέ­ρω­ναν το χωρά­φι τους στο μονα­στή­ρι. Τώρα βέβαια, έρχε­ται η πολι­τεία να τα πάρει. Κι αν δει προ­κο­πή η πολι­τεία που τα παίρ­νει! Θα το ξανα­πώ; Αν δει προ­κο­πή η πολι­τεία που τα παίρ­νει…! Τι γίνε­ται; Αυτά όταν κατα­πα­τη­θούν, δεν έχουν ευλο­γία σε εκεί­νους οι οποί­οι τα κατε­πά­τη­σαν. Τελεί­ω­σε, πάει. Αυτό είναι όλο. Ερω­τώ: Οι ιερείς των ενο­ριών — για­τί και στις ενο­ρί­ες έχουν αφιε­ρώ­σει, έχο­με βακού­φια κι εκεί- και οι μονα­χοί, θα βάλουν τίπο­τα στην τσέ­πη τους από τα μονα­στη­ρια­κά, αυτά, πράγ­μα­τα, που είναι αφιε­ρω­μέ­να εις τον Κύριον; Όχι, φυσι­κά. Είναι αφιε­ρω­μέ­να. Μας έλε­γε ένας γεί­το­νας εδώ κάπου, μια φορά κι έναν και­ρό, ήταν μία συκιά κ.τ.λ. κ.τ.λ. «Καλά», λέει, «η Πανα­γία θα φάει σύκα;». Εκεί είναι το θέμα; Παίρ­νεις εκεί­νο που ανή­κει στην Πανα­γία. Έτσι το θέλει. Γι’αυ­τό σας έκα­να αυτήν την έκθε­ση, ίσως και σύν­το­μη να είναι, για­τί υπάρ­χουν κι άλλα πολύ περισ­σό­τε­ρα, για να σας πω ότι κάποια πράγ­μα­τα έχουν μια απο­κλει­στι­κό­τη­τα. Να φυλά­ει ο Θεός!

Θα γνω­ρί­ζε­τε ότι όταν κόψο­με ένα λου­λού­δι από την γλά­στρα μας και μας έρθει μία σκέ­ψη, αυτό το λου­λού­δι από ευγνω­μο­σύ­νη να το αφιε­ρώ­σο­με, σε ένα βάζο να το βάλο­με, να το αφιε­ρώ­σου­με εις τον Χρι­στόν, να το αφιε­ρώ­σου­με εις την Πανα­γία. Κάτι που το έχε­τε κάνει ασφα­λώς όλοι σας. Το έχο­με κάνει. Είναι μία έκφρα­σις αφιε­ρώ­σε­ως. Αλλά και απο­κλει­στι­κό­τη­τος. Έκο­ψες το τριαν­τά­φυλ­λο; Το έβα­λες στο βάζο; Πρό­σε­ξε. Δεν θα το μυρί­σεις! Ποιος δεν το ξέρει αυτό; Ποιος δεν το ξέρει; Δεν το μυρί­ζου­με. Για­τί; Είναι απο­κλει­στι­κό αφιέ­ρω­μα του Χρι­στού ή της Πανα­γί­ας. Το ξέρε­τε αυτό.

Λοι­πόν, αγα­πη­τοί μου, έχο­με όμως και μια, ακό­μα, αφιέ­ρω­ση, κορυ­φαία, κορυ­φαία! Που είναι πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά που σας είπα, πέρα και πάνω από το ονά­ριον κ.λπ. κ.λπ. Τι είναι; Είναι το ανθρώ­πι­νον σώμα! Ο άνθρω­πος. Πότε, όμως, είναι αφιέ­ρω­μα του Θεού το ανθρώ­πι­νο σώμα; Όταν βαφτί­ζε­ται και μυρώ­νε­ται. Με το άγιο Μύρο χρί­ε­ται και σφρα­γί­ζε­ται. Αλλά με το βάπτι­σμά μας — είναι δύο μυστή­ρια, ε;- με το βάπτι­σμά μας, αγα­πη­τοί μου, αφιε­ρώ­νο­με το σώμα μας και την ψυχή μας, ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή μας την αφιε­ρώ­νο­με εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν.

Έτσι ‚λοι­πόν, σύμ­βο­λον αυτής της αφιε­ρώ­σε­ως είναι κι εκεί­να τα λίγα μαλ­λιά -ποιος δεν το έχει δει όταν βρέ­θη­κε σε μια βάπτι­ση, τι να κόψο­με, τι να δώσο­με; Το χέρι μας, το δάχτυ­λό μας;- εκεί­να τα λίγα μαλ­λιά που θα κόψει ο ιερεύς και τα ρίχνει μέσα στην κολυμ­βή­θρα. Ποιος δεν το έχει δει; Αυτό είναι ένα δείγ­μα ευγνω­μο­σύ­νης για την αφιέ­ρω­ση που έχο­με εμείς που βαφτι­ζό­με­θα. Το νερό της κολυμ­βή­θρας μαζί με τα μαλ­λιά θα πάει στο χωνευ­τή­ρι. Δεν μας ανή­κει. Δεν μας ανή­κει πια.

Συνε­πώς, ξέρε­τε πόσο σοβα­ρό πράγ­μα είναι αυτό; Ότι το σώμα μας αφιε­ρώ­θη­κε εις τον Άγιον Τρια­δι­κόν Θεόν; Λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος: «δερ­φέ, ο ρχαοι μόσχους κα κριος κα μνος πάν­τες ες θυσί­αν προ­σέ­φε­ρον τ Κυρίω. μες δ τ αυτν σμα (:Εμείς θα προ­σφέ­ρο­με θυσία το ίδιο μας το σώμα). Προ­σε­νήγ­κα­μεν ατ ν Πνεύ­μα­τι γί. Οκέτι ον μωμή­σω­μεν τοτο υπώ­σω­μεν ν τος παγο­ρευ­μέ­νοις ‑Ποια είναι τα «πηγο­ρευ­μέ­να»; Εκεί­να που δεν θέλει ο Θεός. Προ­παν­τός, προ­παν­τός τα σαρ­κι­κά αμαρ­τή­μα­τα. Προ­σέξ­τε το αυτό το πράγ­μα- να μ ς ερό­συ­λοι θανάτ παρα­δοθμεν, λλ’ γιον ατ κα ρτιον τιμή­σω­μεν». Είναι στον Ευερ­γε­τι­νό, στον 2ον τόμο, στην δια­κο­σιο­στήν τρια­κο­σιο­στήν πρώ­την σελί­δα, 231 σελί­δα. Εκεί είναι γραμ­μέ­νο.

Λέει δε και τού­το: «Εάν αφιέ­ρω­σες κάτι, δικό σου ήταν, δικαί­ω­μά σου, αλλά κάνον­τας πέν­τε βήμα­τα πέρα μετά­νιω­σες και θέλεις να γυρί­σεις να το πάρεις. Δεν μπο­ρείς να το πάρεις. Διό­τι τότε δεν θα είσαι απλώς κλέ­πτης, αλλά θα είσαι ιερό­συ­λος. Επει­δή το αφιέ­ρω­σες και τώρα πηγαί­νεις και το παίρ­νεις πίσω». Πόσο μάλ­λον αυτό το ίδιο το σώμα μας. Και απ’ αυτό, θα λέγα­με και από μύρια άλλα, αφού ναός του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος είναι η ύπαρ­ξίς μας ‑και το σώμα μας, όχι η ψυχή μόνο- μπο­ρού­με να ρίψο­με το σώμα μας στην πορ­νεία, στην ομο­φυ­λο­φι­λία η οποία προ­ο­δεύ­ει, προ­ο­δεύ­ει κι αυτή, προ­ο­δεύ­ει, κ.λπ. κ.λπ; Δεν μπο­ρείς, αδελ­φέ μου. Ο γάμος μόνον είναι τίμιος. Τίπο­τε άλλο. Όλα τ’ άλλα δεν τα θέλει ο Θεός.

Βέβαια, θα μου πεί­τε, όλα αυτά είναι κάπως δύσκο­λα. Ε, δύσκο­λα. Να τηρή­σου­με τις εντο­λές του Θεού. Είναι, όμως, αναγ­καί­ον έτσι να γίνει. Και όπο­τε ο λαός εξέ­φευ­γε απ’ αυτήν του την αφιέ­ρω­ση, ο Θεός τον παρέ­δι­δε στα χέρια των εχθρών του, τους Εβραί­ους, που ήταν ο περιού­σιος λαός. Τι λέει ο Από­στο­λος Παύ­λος; «Παραστσαι τ σώμα­τα μν θυσί­αν ζσαν -Λέει «τα σώμα­τα», δεν λέει «τις ψυχές»-, γίαν, εάρε­στον τ Θε, τν λογικν –πνευ­μα­τι­κήν, δηλα­δή-λατρεί­αν μν».

Αν, λοι­πόν, έχου­με φόβο Θεού, αγα­πη­τοί, και προ­σβλέ­που­με στο αλη­θι­νό μας συμ­φέ­ρον, θα πρέ­πει πάν­το­τε να μένο­με πιστοί στην αφιέ­ρω­σή μας. Προ­παν­τός την αφιέ­ρω­σιν της υπάρ­ξε­ώς μας. Σώμα­τος και ψυχής. Τότε μπο­ρού­με να λεγό­μα­στε, ναι, ναι, τότε μπο­ρού­με να λεγό­μα­στε αλη­θι­νοί, αγα­πη­τοί μου, Χρι­στια­νοί.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

και με απρο­σμέ­τρη­τη ευγνω­μο­σύ­νη στον πνευ­μα­τι­κό μας καθο­δη­γη­τή

μακα­ρι­στό γέρον­τα Αθα­νά­σιο Μυτι­λη­ναίο,

ψηφιο­ποί­η­ση και επι­μέ­λεια της απο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νης ομι­λί­ας:

Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση ομι­λί­ας δια χει­ρός του αξιο­τί­μου κ. Αθα­να­σί­ου Κ.

  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_831.mp3





Άγιος Γρη­γό­ριος ο Παλα­μάς (ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Καιρ δεκτ πήκου­σά σου κα ν μέρ σωτη­ρί­ας βοή­θη­σά σοι κα πλα­σά σε κα δωκά σε ες δια­θή­κην θνν το καταστσαι τν γν κα κλη­ρο­νομσαι κλη­ρο­νο­μί­ας ρήμους (:Στον κατάλ­λη­λο και ευνοϊ­κό και­ρό σε άκου­σα με προ­σο­χή και σε ημέ­ρα που δίνε­ται η σωτη­ρία, σε βοή­θη­σα και σε έπλα­σα και σε έδω­σα για να συνα­φθεί Δια­θή­κη με τα έθνη, για να απο­κα­τα­στα­θεί η γη με τους κατοί­κους της και να κλη­ρο­νο­μή­σεις ερη­μω­μέ­νες εκτά­σεις και λαούς ως μόνι­μο κτή­μα κλη­ρο­νο­μί­ας ηθι­κής)», είπε ο Θεός μέσω του Ησαΐα[Ησ. 49,8]. Καλό λοι­πόν είναι να πω σήμε­ρα το απο­στο­λι­κό εκεί­νο προς την αγά­πη σας: «δο νν καιρς επρσδε­κτος, δο νν μρα σωτηρας Να λοι­πόν, τώρα είναι και­ρός κατάλ­λη­λος, να, τώρα είναι ημέ­ρα σωτη­ρί­ας)»[Β΄ Κορ. 6,2]· « νξ προκοψεν͵ δ μρα γγι­κεν. ποθμεθα ον τ ργα το σκτους͵ νδυσμεθα δ τ πλα το φωτς»(:Η ζωή αυτή, που μοιά­ζει με νύχτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ενώ η ημέ­ρα της άλλης ζωής πλη­σί­α­σε. Κι αν ακό­μη δεν έλθει ο Κύριος σύν­το­μα με την ένδο­ξη δευ­τέ­ρα Του παρου­σία, έρχε­ται όμως για τον καθέ­να μας με τον θάνα­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν για τον καθέ­να μας η ημέ­ρα της άλλης ζωής. Ας απο­θέ­σου­με λοι­πόν σαν νυκτε­ρι­νά ενδύ­μα­τα τα έργα της αμαρ­τί­ας, που γίνον­ται στο σκο­τά­δι, και ας ντυ­θού­με σαν άλλα όπλα τα φωτει­νά έργα της αρε­τής)»[Ρωμ. 13,12].

Διό­τι προ­σεγ­γί­ζει η ανά­μνη­ση των σωτη­ριω­δών παθη­μά­των του Χρι­στού και το νέο και μέγα και πνευ­μα­τι­κό Πάσχα, το βρα­βείο της απα­θεί­ας, το προ­οί­μιο του μέλ­λον­τος αιώ­νος. Και το προ­κη­ρύσ­σει ο Λάζα­ρος που επα­νήλ­θε από τα βάρα­θρα του άδη, αφού ανα­στή­θη­κε από τους νεκρούς την τετάρ­τη ημέ­ρα με μόνο τον λόγο και το πρό­σταγ­μα του Θεού, που έχει την εξου­σία ζωής και θανά­του, και προ­α­νυ­μνούν παι­διά και πλή­θη λαού άκα­κα, με την έμπνευ­ση του θεί­ου Πνεύ­μα­τος, Αυτόν που λυτρώ­νει από τον θάνα­το, που ανε­βά­ζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρί­ζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.

« γρ θέλων ζων γαπν κα δεν μέρας γαθς παυ­σά­τω τν γλσσαν ατο π κακο κα χεί­λη ατο το μ λαλσαι δόλον(:Προ­σέ­χε­τε πολύ τις παρε­κτρο­πές της γλώσ­σας· διό­τι, όπως λέει η Αγία Γρα­φή, εκεί­νος που θέλει να απο­λαμ­βά­νει ζωή ακού­ρα­στη, άνε­τη και ειρη­νι­κή και να δει ημέ­ρες καλές και ευτυ­χι­σμέ­νες, ας στα­μα­τή­σει τη γλώσ­σα του από το να λέει το κακό και ας προ­σέ­χει να μη βγαί­νουν από τα χεί­λη του ψέμα­τα και απά­τες)»[Α΄ Πέτρ. 3,10]· ας εκκλί­νει από το κακό και ας πράτ­τει το αγα­θό [Ψαλμ. 33, 13–15: «Τίς στιν νθρω­πος θέλων ζωήν, γαπν μέρας δεν γαθάς; πασον τν γλσσάν σου π κακο κα χεί­λη σου το μ λαλσαι δόλον. κκλι­νον π κακο κα ποί­η­σον γαθόν, ζήτη­σον ερήνην κα δίω­ξον ατήν(:Ποιος άνθρω­πος θέλει να ζήσει ζωή μακρό­χρο­νη και ειρη­νι­κή και να απο­λαύ­σει ημέ­ρες ανέ­σε­ως και ευτυ­χί­ας; Εσύ που ποθείς αυτό, πάψε τη γλώσ­σα σου από κακο­λο­γί­ες πικρές και κλεί­σε τα χεί­λη σου, για να μη λαλούν κατα­σκευά­σμα­τα δόλια και συκο­φαν­τι­κές επι­νο­ή­σεις με σκο­πό την κατα­στρο­φή του πλη­σί­ον. Τα παρα­κο­λου­θεί αλάν­θα­στα Αυτός που μόνος και χωρίς τη βοή­θεια κανε­νός έπλα­σε τις καρ­διές τους και ο Οποί­ος κατα­νο­εί τα έργα τους, γνω­ρί­ζον­τας και αυτά τα μυστι­κά ελα­τή­ρια, από τα οποία προ­ήλ­θαν αυτά)» ].

Κακό λοι­πόν είναι η γαστρι­μαρ­γία, η μέθη και η ασω­τία- κακό είναι η φιλαρ­γυ­ρία, η πλε­ο­νε­ξία και η αδι­κία· κακό είναι η κενο­δο­ξία, η θρα­σύ­τη­τα και η υπε­ρη­φά­νεια. Ας απο­φύ­γει λοι­πόν ο καθέ­νας τέτοια κακά και ας επι­τε­λεί τα αγα­θά. Ποια είναι αυτά; Η εγκρά­τεια, η νηστεία, η σωφρο­σύ­νη, η δικαιο­σύ­νη, η ελεη­μο­σύ­νη, η μακρο­θυ­μία, η αγά­πη, η ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Ας επι­τε­λού­με λοι­πόν αυτά, για να μετα­λά­βου­με επά­ξια τον Αμνό του Θεού που θυσιά­στη­κε για χάρη μας και ας λάβου­με από Αυτόν, τον αρρα­βώ­να της αφθαρ­σί­ας, για να τον φυλά­ξου­με κον­τά μας, σε επι­βε­βαί­ω­ση της ουρά­νιας κλη­ρο­νο­μί­ας που μας έχει υπο­σχε­θεί.

Αλλά είναι μήπως δυσκα­τόρ­θω­το το αγα­θό και οι αρε­τές είναι δυσκο­λό­τε­ρες από τις κακί­ες; Εγώ πάν­τως δεν το βλέ­πω· διό­τι περισ­σο­τέ­ρους πόνους υφί­στα­ται από εδώ ο μέθυ­σος και ο ακρα­τής από τον εγκρα­τή, ο ακό­λα­στος από τον σώφρο­να, ο αγω­νι­ζό­με­νος να πλου­τί­σει από αυτόν που ζει με αυτάρ­κεια, αυτός που επι­ζη­τεί ν’ απο­κτή­σει δόξα από αυτόν που περ­νά­ει τη ζωή του σε αφά­νεια· αλλά επει­δή λόγω της αγά­πης μας προς τις ηδο­νές οι αρε­τές μάς φαί­νον­ται δυσκο­λό­τε­ρες, ας βιά­σου­με τους εαυ­τούς μας· διό­τι ο Κύριος λέγει: «π δ τν μερν Ιωννου το βαπτι­στο ως ρτι βασι­λεα τν ορανν βιζεται, κα βια­στα ρπζου­σιν ατν(: Νέοι χρό­νοι ήλθαν τώρα. Άλλη η επο­χή πριν από τον Ιωάν­νη και άλλη η σημε­ρι­νή επο­χή. Από την επο­χή που άρχι­σε το κήρυγ­μά του ο Ιωάν­νης έως τώρα, η βασι­λεία των ουρα­νών, την οποία δεν μπο­ρού­σε κανείς να απο­κτή­σει, κερ­δί­ζε­ται με τη βία, και εκεί­νοι που μετα­χει­ρί­ζον­ται σπου­δή και βία πάνω στον εαυ­τό τους, την αρπά­ζουν γρή­γο­ρα, πριν τους φύγει, και την κρα­τούν σφι­χτά)»[Ματθ. 11,12].

Χρεια­ζό­μα­στε λοι­πόν όλοι προ­σπά­θεια και προ­σο­χή, ένδο­ξοι και άδο­ξοι, άρχον­τες και αρχό­με­νοι, πλού­σιοι και πτω­χοί, ώστε να απο­μα­κρύ­νου­με από την ψυχή μας τα πονη­ρά αυτά πάθη και αντί αυτών να εισα­γά­γου­με σε αυτήν όλη τη σει­ρά των αρε­τών. Πραγ­μα­τι­κά ο γεωρ­γός και ο σκυ­το­τό­μος, ο οικο­δό­μος και ο ράπτης, ο υφαν­τής και γενι­κώς ο καθέ­νας που εξα­σφα­λί­ζει τη ζωή του με τους κόπους και την εργα­σία των χεριών του, εάν απο­βά­λουν από την ψυχή τους την επι­θυ­μία του πλού­του και της δόξας και της τρυ­φής, θα είναι μακά­ριοι· διό­τι αυτοί είναι οι πτω­χοί για τους οποί­ους προ­ο­ρί­ζε­ται η βασι­λεία των ουρα­νών, και γι’ αυτούς είπε ο Κύριος: «Μακριοι ο πτω­χο τ πνεματι, τι ατν στιν βασι­λεα τν ορανν»(: Μακά­ριοι και τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νοι είναι εκεί­νοι που συναι­σθά­νον­ται ταπει­νά την πνευ­μα­τι­κή τους φτώ­χεια και την εξάρ­τη­ση ολό­κλη­ρου του εαυ­τού τους από τον Θεό, διό­τι είναι δική τους η βασι­λεία των ουρα­νών)»[Ματθ. 5,3]. «Πτω­χοί τ πνεματι» είναι αυτοί που λόγω του ότι το πνεύ­μα τους, δηλα­δή η ψυχή τους, δεν διέ­πε­ται από υψη­λο­φρο­σύ­νη και φιλο­δο­ξία και φιλη­δο­νία, ή έχουν εκού­σια και την εξω­τε­ρι­κή πτω­χεία ή την υπο­μέ­νουν με γεν­ναιό­τη­τα, έστω και αν είναι ακού­σια. Αυτοί όμως που πλου­τί­ζουν και ευη­με­ρούν και απο­λαμ­βά­νουν την πρό­σκαι­ρη δόξα και γενι­κά όσοι επι­θυ­μούν αυτές τις κατα­στά­σεις, θα περι­πέ­σουν σε δει­νό­τε­ρα πάθη και θα εμπέ­σουν σε μεγα­λύ­τε­ρες, περισ­σό­τε­ρες και δυσχε­ρέ­στε­ρες παγί­δες του Δια­βό­λου· διό­τι αυτός που πλού­τι­σε δεν απο­βάλ­λει την επι­θυ­μία του πλου­τι­σμού, αλλά μάλ­λον την αυξά­νει, επι­θυ­μών­τας με έντα­ση περισ­σό­τε­ρα από προ­η­γου­μέ­νως. Έτσι και ο φιλή­δο­νος και ο φίλαρ­χος και ο άσω­τος και ο ακό­λα­στος αυξά­νουν μάλ­λον τις επι­θυ­μί­ες τους, παρά τις απο­βάλ­λουν. Οι δε άρχον­τες και οι αξιω­μα­τού­χοι προ­σλαμ­βά­νουν και δύνα­μη, ώστε να εκτε­λούν αδι­κί­ες και αμαρ­τί­ες.

Γι’ αυτό είναι δύσκο­λο να σωθεί κάποιος που έχει την κοσμι­κή εξου­σία και να εισέλ­θει στη βασι­λεία του Θεού κάποιος πλού­σιος. «Πς(:Αλλά πώς)», λέγει, «δνασθε μες πιστεσαι δξαν παρ λλλων λαμβνον­τες κα τν δξαν τν παρ το μνου θεο ο ζητετε; (:είναι δυνα­τόν να πιστέ­ψε­τε εσείς, αφού επι­διώ­κε­τε να παίρ­νε­τε δόξα και επαί­νους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητά­τε τη δόξα που πηγά­ζει από τον ένα και μόνο Θεό;)» [Ιω. 5,44]. Αλλά όποιος είναι εύπο­ρος ή αξιω­μα­τού­χος ή άρχον­τας, ας μην ταράσ­σε­ται· διό­τι μπο­ρεί, αν θέλει, να ζητή­σει τη δόξα του Θεού και να πιέ­σει τον εαυ­τό του, ώστε, ανα­κό­πτον­τάς την προς τα χει­ρό­τε­ρα ροπή, να ανα­πτύ­ξει μεγά­λες αρε­τές και ν’ απω­θή­σει μεγά­λες κακί­ες, όχι μόνο από τον εαυ­τό του, αλλά και από πολ­λούς άλλους που δεν θέλουν. Μπο­ρεί πραγ­μα­τι­κά όχι μόνο να δικαιο­πρα­γεί και να σωφρο­νεί, αλλά και αυτούς που θέλουν να αδι­κούν και να επι­δί­δον­ται σε ακο­λα­σί­ες να τους εμπο­δί­ζει ποι­κι­λό­τρο­πα, και όχι μόνο να παρου­σιά­ζε­ται ο ίδιος ευπει­θής στο ευαγ­γέ­λιο του Χρι­στού και στους κήρυ­κές Του, αλλά και όσους θέλουν να απει­θαρ­χούν να τους φέρει σε υπο­τα­γή στην Εκκλη­σία του Χρι­στού και στους προϊ­στα­μέ­νους της κατά Χρι­στόν, όχι μόνο δια της δυνά­με­ως και εξου­σί­ας που έλα­βε από τον Θεό, αλλά και με το να γίνε­ται τύπος στους υπο­δε­έ­στε­ρους σε όλα τα αγα­θά· διό­τι οι αρχό­με­νοι εξο­μοιώ­νον­ται με τον άρχον­τα.

Χρειά­ζε­ται λοι­πόν προ­σπά­θεια και βία και προ­σο­χή σε όλους μεν, αλλά όχι εξ ίσου. Σε αυτούς που βρί­σκον­ται σε δόξα, πλού­το και εξου­σία, καθώς και στους ασχο­λού­με­νους με τους λόγους και την από­κτη­ση της σοφί­ας, αν θα ήθε­λαν να σωθούν, χρειά­ζε­ται περισ­σό­τε­ρη βία και προ­σπά­θεια, επει­δή από την φύση τους είναι δυσπει­θέ­στε­ροι. Αυτό μάλι­στα γίνε­ται κατα­φα­νές και από τα ευαγ­γέ­λια του Χρι­στού που ανα­γνώ­στη­καν χθες και σήμε­ρα. Πραγ­μα­τι­κά, με το θαύ­μα που τελέ­στη­κε στον Λάζα­ρο και παρέ­στη­σε ολο­φά­νε­ρα ότι Αυτός που το έκα­με είναι Θεός, οι μεν άνθρω­ποι του λαού πεί­στη­καν και πίστε­ψαν, οι δε τότε άρχον­τες, δηλα­δή οι Γραμ­μα­τείς και οι Φαρι­σαί­οι, τόσο αμε­τά­πει­στοι έμει­ναν, ώστε να κατα­φέ­ρον­ται με περισ­σό­τε­ρη μανία εναν­τί­ον Του και να θέλουν λόγω φρε­νο­βλά­βειας να Τον παρα­δώ­σουν σε θάνα­το, Αυτόν που και με όσα είπε και με όσα έπρα­ξε ανα­φά­νη­κε κύριος ζωής και θανά­του.

Και δεν έχει να πει κανείς ότι το γεγο­νός ότι τότε ο Χρι­στός σήκω­σε επά­νω τους οφθαλ­μούς Του και είπε: «Πάτερ, εὐχα­ρι­στῶ σοι, ὅτι ἤκου­σάς μου (:Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συν­τε­λε­σθεί αμέ­σως το θαύ­μα και σε ευχα­ρι­στώ που με άκου­σες)», στά­θη­κε εμπό­διο για το να θεω­ρή­σουν ότι Αυτός είναι ίσος με τον Πατέ­ρα· διό­τι Αυτός προ­σθέ­τει εκεί λέγον­τας προς τον Πατέ­ρα: «γ δ δειν τι πντοτ μου κοεις· λλ δι τν χλον τν περιεσττα επον, να πιστεσωσιν τι σ με πστει­λας(: Εγώ το ήξε­ρα ότι πάν­το­τε με ακούς. Αλλά είπα μεγα­λό­φω­να το ‘’ευχα­ρι­στώ’’, για να το ακού­σει ο λαός που στέ­κε­ται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιό­τη­τα έχω ότι θα εισα­κου­στώ, να πιστέ­ψουν ότι Εσύ με απέ­στει­λες, όταν ακο­λου­θή­σει το θαύ­μα)»[Ιω. 11,42]. Για να γνω­ρί­σουν δηλα­δή αφε­νός μεν ότι είναι Θεός και έρχε­ται από τον Πατέ­ρα, αφε­τέ­ρου δε ότι ενερ­γεί τα θαύ­μα­τα όχι εναν­τί­ον αλλά με συναί­νε­ση του Πατρός, σήκω­σε μεν μπρο­στά σε όλους τους οφθαλ­μούς Του προς τον Πατέ­ρα, είπε όμως προς Αυτόν εκεί­να που απο­δει­κνύ­ουν ότι Αυτός που μίλη­σε επί γης, είναι ίσος με τον Πατέ­ρα που βρί­σκε­ται ψηλά στους ουρα­νούς. Έτσι, όπως στην αρχή, όταν επρό­κει­το να πλα­σθεί ο άνθρω­πος, προ­η­γή­θη­κε συμ­βού­λιο, έτσι και τώρα στον Λάζα­ρο, όταν επρό­κει­το να ανα­πλα­σθεί ο άνθρω­πος, προ­η­γή­θη­κε συμ­βού­λιο. Αλλά εκεί που επρό­κει­το να πλα­σθεί ο άνθρω­πος, είπε ο Πατήρ προς τον Υιό «Ποι­ή­σω­μεν νθρω­πον κατ᾿ εκόνα μετέ­ραν κα καθ᾿ μοί­ω­σιν(:Ας δημιουρ­γή­σου­με άνθρω­πο σύμ­φω­να με τη δική μας εικό­να, δηλα­δή ας τον τιμή­σου­με με έξο­χα χαρί­σμα­τα και θεί­ες ικα­νό­τη­τες, όπως με ψυχή λογι­κή και αθά­να­τη, με ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση, με ικα­νό­τη­τα γνω­στι­κή και δημιουρ­γι­κή και εξου­σία επί όλου του ορα­τού κόσμου· και ας τον κάνου­με έτσι, ώστε να μπο­ρεί, εάν θέλει, να γίνει όμοιος με εμάς κατά την αρε­τή, την οσιό­τη­τα και αγιό­τη­τα, όσο αυτό είναι δυνα­τό στο κτί­σμα να ομοιά­σει στον κτί­στη του)»[Γέν.1,26] και ο Υιός άκου­σε, και έτσι ο άνθρω­πος οδη­γή­θη­κε στην ύπαρ­ξη· εδώ δε τώρα είπε ο Υιός και ο Πατήρ άκου­σε, και έτσι ζωο­ποι­ή­θη­κε ο Λάζα­ρος.

Βλέ­πε­τε πόση είναι η ομο­τι­μία και η ομο­βου­λία; Διό­τι η μεν μορ­φή της προ­σευ­χής χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για τον παρευ­ρι­σκό­με­νο όχλο, τα δε λόγια δεν ήταν λόγια προ­σευ­χής, αλλά δεσπο­τεί­ας και εξου­σί­ας: «Λάζα­ρε, δεῦ­ρο ἔξω(: Λάζα­ρε, βγες έξω)», και αμέ­σως ο τετρα­ή­με­ρος νεκρός παρου­σιά­σθη­κε σε Αυτόν ζων­τα­νός· άρα­γε τού­το έγι­νε με πρό­σταγ­μα ανα­ζω­ούν­τος ή με προ­σευ­χή ζωο­ποιούν­τος; Και φώνα­ξε με μεγά­λη φωνή επί­σης για τους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους· διό­τι μπο­ρού­σε όχι μόνο με μέτρια σε έντα­ση φωνή, αλλά και με την θέλη­ση μόνο να τον ανα­στή­σει, όπως μπο­ρού­σε να το κάμει και από μακρι­νή από­στα­ση και με την πέτρα επά­νω στον τάφο. Όμως και προ­σήλ­θε στον τάφο και είπε στους παρευ­ρι­σκο­μέ­νους, που σήκω­σαν οι ίδιοι την πέτρα και αισθάν­θη­καν τη δυσω­δία, και φώνα­ξε με δυνα­τή φωνή και τον κάλε­σε κι έτσι τον ανέ­στη­σε, ώστε και με την όρα­σή τους (διό­τι τον έβλε­παν επά­νω στον τάφο) και με την όσφρη­σή τους (διό­τι αισθά­νον­ταν τη δυσω­δία του νεκρού που ήταν ήδη στην τετάρ­τη ημέ­ρα από τον θάνα­τό του) και με την αφή (διό­τι χρη­σι­μο­ποιών­τας τα χέρια τους κατά πρώ­τον σήκω­σαν την πέτρα από το μνη­μείο, ύστε­ρα έλυ­σαν το δέσι­μο στο σώμα και το σου­δά­ριο στο πρό­σω­πο) και με τα αυτιά τους (αφού η φωνή του Κυρί­ου έφθα­νε σε όλων τις ακο­ές) να κατα­λά­βουν όλοι και να πιστέ­ψουν, ότι Αυτός είναι που καλεί τα μη όντα σε όντα, που βαστά­ζει τα πάν­τα με τον λόγο της δυνά­με­ώς Του, που και στην αρχή με λόγο μόνο δημιούρ­γη­σε τα όντα από μη όντα.

Ο μεν άκα­κος λαός λοι­πόν πίστε­ψε σε Αυτόν με όλα αυτά, έτσι, ώστε να μην κρα­τεί την πίστη σιω­πη­ρά, αλλά να γίνουν όλοι κήρυ­κες της θεό­τη­τός Του με έργα και λόγια. Διό­τι μετά την τετρα­ή­με­ρη έγερ­ση του Λαζά­ρου ο Κύριος βρή­κε ένα γαϊ­δου­ρά­κι, που προ­ε­τοι­μά­στη­κε από τους μαθη­τές, όπως λέγει ο ευαγ­γε­λι­στής Ματ­θαί­ος, κάθι­σε επά­νω σε αυτό, εισήλ­θε στα Ιερο­σό­λυ­μα κατά την προ­φη­τεία του Ζαχα­ρία που προ­εί­πε: «Χαρε σφό­δρα, θύγα­τερ Σιών· κήρυσ­σε, θύγα­τερ ερου­σα­λήμ· δο βασι­λες σου ρχε­ταί σοι, δίκαιος κα σζων ατός, πρα­ΰς κα πιβε­βηκς π ποζύ­γιον κα πλον νέον (:Να χαί­ρε­σαι λοι­πόν πάρα πολύ, θυγα­τέ­ρα Σιών· ύψω­σε τη φωνή σου και δια­λά­λη­σε, θυγα­τέ­ρα Ιερου­σα­λήμ:’’ Να, ο βασι­λιάς σου, ο Μεσ­σί­ας, έρχε­ται σε σένα λυτρω­τής, ελευ­θε­ρω­τής και σωτή­ρας· έρχε­ται όχι σαν τύραν­νος και κατα­κτη­τής επά­νω σε άλλο ή άρμα πολε­μι­κό, αλλά πρά­ος και καθι­σμέ­νος επά­νω σε ένα υπο­ζύ­γιο και σε ένα νεα­ρό που­λά­ρι)» [Ζαχ. 9,9]· [πρβ. Ματθ.21,5:«Επατε τ θυγατρ Σιν, Ιδο βασι­λες σου ρχε­τα σοι, πρας κα πιβε­βηκς π νον, κα π πλον υἱὸν ποζυγου(: Πεί­τε στη θυγα­τέ­ρα Σιών, δηλα­δή την Ιερου­σα­λήμ: ιδού ο βασι­λιάς σου, ο Μεσ­σί­ας, έρχε­ται σε σένα πρά­ος και καθι­σμέ­νος πάνω σε γαϊ­δού­ρι και σε που­λά­ρι, γέν­νη­μα ζώου που μπή­κε σε ζυγό)»]. Με τα λόγια αυτά ο προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας έδει­χνε ότι Αυτός είναι ο προ­φη­τευό­με­νος βασι­λέ­ας, που είναι ο μόνος πραγ­μα­τι­κά βασι­λέ­ας της Σιών, «διό­τι», λέγει, «ο βασι­λέ­ας σου δεν είναι φοβε­ρός στους παρα­τη­ρη­τές, ούτε είναι κάποιος βαρύς και κακο­ποιός, συνο­δευό­με­νος από υπα­σπι­στές και δορυ­φό­ρους, ή κάποιος που σύρει μαζί του πλή­θος πεζών και ιππέ­ων, που ζει με πλε­ο­νε­ξία και που απαι­τεί τέλη και φόρους, δου­λεί­ες και υπη­ρε­σί­ες αγε­νείς και επι­βλα­βείς· αντι­θέ­τως σημαία Του είναι η ταπεί­νω­ση, η πτω­χεία και η ευτέ­λεια, εφό­σον εισέρ­χε­ται επά­νω σε όνο χωρίς καμιά έπαρ­ση. Γι’ αυτό Αυτός είναι ο μόνος δίκαιος βασι­λέ­ας που σώζει με δικαιο­σύ­νη και Αυτός είναι πρά­ος έχον­τας ως ιδιό­τη­τά Του την πρα­ό­τη­τα»· διό­τι ο ίδιος ο Κύριος λέγει για τον εαυ­τό Του: «Μάθε­τε π᾿ μο, τι πρός εμι κα ταπεινς τ καρ­δί(:μάθε­τε από μένα ότι είμαι πρά­ος και ταπει­νός στο φρό­νη­μα και την εσω­τε­ρι­κή διά­θε­ση)»[Ματθ.11,29].

Ο μεν βασι­λέ­ας λοι­πόν που ανέ­στη­σε τον Λάζα­ρο εισήλ­θε τότε στα Ιερο­σό­λυ­μα καθι­σμέ­νος επά­νω σε όνο· αμέ­σως δε όλοι οι λαοί, παι­διά, άνδρες, γέρον­τες, στρώ­νον­τας τα ενδύ­μα­τα και παίρ­νον­τας Βάια από φοί­νι­κες, που είναι σύμ­βο­λα νίκης, Τον προ­ϋ­παν­τού­σαν ως ζωο­ποιό και νικη­τή του θανά­του, Τον προ­σκυ­νού­σαν, Τον προ­έ­πεμ­παν, ψάλ­λον­τας με μια φωνή όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στον ιερό περί­βο­λο: «σανν τ υἱῷ Δαυ­ΐδ· ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου· σανν ν τος ψίστοις(:Δόξα στον από­γο­νο του Δαβίδ, που περι­μέ­να­με έως τώρα. Δοξα­σμέ­νος να είναι Αυτός που έρχε­ται σταλ­μέ­νος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κρά­ζουν και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα υψη­λό­τε­ρα μέρη του ουρα­νού)»[Ματθ.21,9]. Το «σανν» λοι­πόν είναι ύμνος που ανα­πέμ­πε­ται προς τον Θεό και ερμη­νευό­με­νο σημαί­νει «σώσε μας λοι­πόν»· η δε προ­σθή­κη «ν τος ψίστοις» δει­κνύ­ει ότι Αυτός δεν ανυ­μνεί­ται μόνο επί γης, ούτε από τους ανθρώ­πους μόνο, αλλά και στα ύψη από τους ουρά­νιους αγγέ­λους.

Και όχι μόνο Τον ανυ­μνούν και Τον θεο­λο­γούν με αυτόν τον τρό­πο, αλλά στη συνέ­χεια εναν­τιώ­νον­ται και στην κακό­βου­λη και θεο­μά­χο γνώ­μη των Γραμ­μα­τέ­ων και Φαρι­σαί­ων και στις φονι­κές προ­θέ­σεις τους. Αυτοί μεν έλε­γαν γι’ Αυτόν φρε­νο­βλα­βώς: «Τ ποιομεν, τι οτος νθρω­πος πολλ σημεα ποιε; ἐὰν φμεν ατν οτω, πάν­τες πιστεύ­σου­σιν ες ατόν, κα λεύ­σον­ται ο ωμαοι κα ροσιν μν κα τν τόπον κα τ θνος(:Τι θα κάνου­με; Ο κίν­δυ­νος που μας παρου­σιά­ζε­ται είναι μεγά­λος, διό­τι αυτός ο άνθρω­πος κάνει πολ­λά θαύ­μα­τα Αν τον αφή­σου­με ελεύ­θε­ρο, χωρίς να τον θανα­τώ­σουν, όπως Τον είχα­με μέχρι τώρα, όλοι θα πιστέ­ψουν σε Αυτόν ότι είναι ο Μεσ­σί­ας, και είναι επό­με­νο να γίνει κάποια επα­νά­στα­ση. Και τότε θα επέμ­βουν οι Ρωμαί­οι και θα μας πάρουν και τον άγιο τόπο του ναού και θα κατα­λύ­σουν την ανε­ξαρ­τη­σία του έθνους μας)»[Ιω. 11,47].

Ο λαός, όμως, τι λέγει; «σαν­νά, ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου. ελογημνη ρχομνη βασι­λεα ν νματι Κυρου το πατρς μν Δαυδ· σανν ν τος ψστοις(:Ας είναι δοξα­σμέ­νος και υμνο­λο­γού­με­νος ο από­γο­νος του Δαβίδ˙ ευλο­γη­μέ­νος απ’ τον Θεό είναι αυτός που έρχε­ται σταλ­μέ­νος από τον Κύριο. Ευλο­γη­μέ­νη και δοξα­σμέ­νη να είναι του προ­πά­το­ρά μας Δαβίδ η βασι­λεία που έρχε­ται και πρό­κει­ται μετά από λίγο να ανα­στη­λω­θεί σύμ­φω­να με την εντο­λή του Κυρί­ου, για να δοξα­σθεί και ο Κύριος που μας τη στέλ­νει. «Δόξα στον Θεό» ας κρά­ζουν και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα υψη­λό­τε­ρα μέρη του ουρα­νού)»[Μάρκ. 11,9–10]. Με τη φρά­ση «ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου», υπο­δεί­κνυαν ότι είναι από τον Θεό και Πατέ­ρα και ότι ήλθε στο όνο­μα του Πατρός, όπως λέγει και ο ίδιος ο Κύριος για τον εαυ­τό Του: «γ γρ κ το Θεο ξλθον κα κω· οδ γρ π΄ μαυ­το λλυθα͵ λλ΄ κενς με πστει­λεν(:διό­τι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την εναν­θρώ­πη­σή μου και έχω έλθει ανά­με­σά σας. Είμαι ανά­με­σά σας ως πρε­σβευ­τής του Θεού· διό­τι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκεί­νος με απέ­στει­λε)»[Ιω. 8,42].

Και με τη φρά­ση «Ελογημνη ρχομνη βασι­λεα ν νματι Κυρου το πατρς μν Δαυδ(:Ευλο­γη­μέ­νη και δοξα­σμέ­νη να είναι του προ­πά­το­ρά μας Δαβίδ η βασι­λεία που έρχε­ται και πρό­κει­ται μετά από λίγο να ανα­στη­λω­θεί σύμ­φω­να με την εντο­λή του Κυρί­ου, για να δοξα­σθεί και ο Κύριος που μας τη στέλ­νει)»[Μάρκ.11,10], υπο­δεί­κνυαν ότι αυτή είναι η βασι­λεία στην οποία πρό­κει­ται να πιστέ­ψουν τα έθνη κατά την προ­φη­τεία, και μάλι­στα οι Ρωμαί­οι· διό­τι ο βασι­λέ­ας αυτός όχι μόνο είναι ελπί­δα του Ισρα­ήλ, αλλά και προσ­δο­κία των εθνών κατά την προ­φη­τεία του Ιακώβ: « Οκ κλεί­ψει ρχων ξ ούδα κα γού­με­νος κ τν μηρν ατο, ως ἐὰν λθ τ ποκεί­με­να ατ, κα ατς προσ­δο­κία θνν(: δεν θα λεί­ψει άρχον­τας και βασι­λι­κό σκή­πτρο από τη φυλή του Ιού­δα και δεν θα λεί­ψει αρχη­γός από τους απο­γό­νους της γενε­άς του μέχρις ότου να έλθει Εκείνος(ο ειρη­νο­ποιός), στον Οποίο ανή­κει το βασι­λι­κό αυτό σκή­πτρο· και Αυτός θα είναι το πρό­σω­πο, το οποίο θα περι­μέ­νουν με ζωη­ρή ελπί­δα και έντο­νη προσ­δο­κία τα έθνη και οι λαοί της γης, δηλα­δή ο Μεσ­σί­ας Χρι­στός) »[Γέν. 49,10], «δεσμεύ­ων πρς μπε­λον τν πλον ατο(:Θα είναι τόση η μεγά­λη ευτυ­χία και η μακα­ρία κατά­στα­ση που θα επι­κρα­τή­σει στις ημέ­ρες της βασι­λεί­ας Του· θα είναι τόση η ευφο­ρία της χώρας, ώστε να δένει τον όνο του κανείς στο αμπέ­λι και το που­λά­ρι στην ψαλί­δα του κλή­μα­τος-ή κατ’ άλλη ερμη­νεία: Αυτός, επει­δή θα είναι η άμπε­λος η αλη­θι­νή και η διδα­σκα­λία Του θα είναι απα­λή και ήμε­ρη, θα υπο­τά­ξει τους εθνι­κούς και θα τους κάνει τόσο πει­θαρ­χι­κούς, όσο πει­θαρ­χι­κός είναι και ο όνος, που δένε­ται στο αμπέ­λι, και το που­λά­ρι, που δένε­ται στην ψαλί­δα του κλή­μα­τος)», δηλα­δή δένον­τας τον υπο­κεί­με­νο σε Αυτόν λαό από τους Ιου­δαί­ους, «κα τ λικι τν πλον τς νου ατο· πλυ­νε ν ον τν στολν ατο κα ν αματι στα­φυλς τν περι­βολν ατο(: Θα είναι τόση η ευη­με­ρία και η αφθο­νία, που θα υπάρ­χει στις ημέ­ρες της βασι­λεί­ας Του, ώστε η ενδυ­μα­σία Του θα πλέ­νε­ται όχι με νερό, αλλά με κρα­σί, και η στο­λή Του με το κόκ­κι­νο σαν αίμα κρα­σί του στα­φυ­λιού-Ή, επει­δή τα λόγια αυτά είναι προ­φη­τεία που ανα­φέ­ρε­ται στον Μεσ­σία, ο Οποί­ος θα προ­έλ­θει από τη φυλή του Ιού­δα: Το σώμα που θα φορέ­σει ο Κύριος κατ΄οικονομίαν για να γίνει άνθρω­πος, θα σφα­γεί και θα πλυ­θεί με το αίμα της σταυ­ρι­κής λυτρω­τι­κής του θυσί­ας)» [Γέν. 49,11].

Και κλα­δί του κλή­μα­τος είναι οι μαθη­τές του Κυρί­ου, προς τους οποί­ους έλε­γε: «γώ εμι μπε­λος, μες τ κλή­μα­τα. μένων ν μο κγ ν ατ, οτος φέρει καρπν πολύν, τι χωρς μο ο δύνα­σθε ποιεν οδέν(:Εγώ είμαι η κλη­μα­τα­ριά κι εσείς τα κλα­διά της. Εκεί­νος που μένει ενω­μέ­νος μαζί μου κι εγώ μένω μέσα του, αυτός απο­δί­δει άφθο­νο και εκλε­κτό καρ­πό· διό­τι χωρίς εμέ­να και χωρίς να έχε­τε τη ζωτι­κή δύνα­μη που πηγά­ζει από μένα, δεν μπο­ρεί­τε να κάνε­τε τίπο­τε για τον εξα­για­σμό σας και τη σωτη­ρία σας)»[Ιω. 15,5]. Με το κλή­μα λοι­πόν αυτό συνέ­δε­σε ο Κύριος προς τον εαυ­τό του το πωλά­ρι της όνου του, δηλα­δή τον νέο Ισρα­ήλ από τα έθνη, του οποί­ου τα μέλη έγι­ναν κατά χάρη υιοί του Αβρα­άμ. Εάν λοι­πόν η βασι­λεία αυτή είναι ελπί­δα και των εθνών, πώς, λέγουν, «αφού πιστέ­ψα­με σε αυτήν εμείς, θα φοβη­θού­με τους Ρωμαί­ους»;

Έτσι λοι­πόν οι νηπιά­ζον­τες όχι στα μυα­λά αλλά στην κακία, αφού έλα­βαν την έμπνευ­ση του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος, ανέ­πεμ­ψαν στον Κύριο πλή­ρη και τέλειο ύμνο, μαρ­τυ­ρών­τας ότι ως Θεός ζωο­ποί­η­σε τον Λάζα­ρο ενώ ήταν τετρα­ή­με­ρος νεκρός. Οι δε Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι, μόλις είδαν τα θαυ­μά­σια αυτά και τα παι­διά να κρά­ζουν στο ιερό λέγον­τας: «ελογη­μέ­νη ρχο­μέ­νη βασι­λεία ν νόμα­τι Κυρί­ου το πατρός μν Δαυ­ΐδ· σανν ν τος ψίστοις», αγα­νά­κτη­σαν και έλε­γαν προς τον Κύριο: «κού­εις τί οτοι λέγου­σιν;(:δεν ακούς τι λένε αυτά τα παι­διά;)», πράγ­μα που έπρε­πε μάλ­λον ο Κύριος να πει τότε προς αυτούς, ότι δηλα­δή «δεν βλέ­πε­τε και δεν ακού­τε και δεν κατα­λα­βαί­νε­τε;». Γι’ αυτό ο Ίδιος αντι­κρού­ον­τάς τους που Τον κατη­γο­ρού­σαν ότι ανέ­χε­ται την υμνω­δία που μόνο στον Θεό ται­ριά­ζει, λέγει: «Λέγω μν τι ἐὰν οτοι σιω­πή­σω­σιν, ο λίθοι κεκρά­ξον­ται (:Σας βεβαιώ­νω ότι κι αν αυτοί σιω­πή­σουν, θα κραυ­γά­σουν οι άψυ­χες πέτρες)»[Λουκ. 19,40]· «Οδέπο­τε νέγνω­τε τι κ στό­μα­τος νηπί­ων κα θηλα­ζόν­των κατηρ­τί­σω ανον;(: Δεν δια­βά­σα­τε ποτέ εκεί­νο που λέει ότι από το στό­μα νηπί­ων και μικρών παι­διών που θηλά­ζουν ακό­μα έφτια­ξες, Θεέ, τέλειο ύμνο; Για­τί λοι­πόν αγα­να­κτεί­τε, σαν να ανέ­χο­μαι κάτι που δεν το προ­φή­τευ­σε το Πνεύ­μα του Θεού;)»[Ματθ. 21,16]. Διό­τι και τού­το ήταν άξιο μεγά­λου θαυ­μα­σμού, ότι τα αμόρ­φω­τα και αμα­θή παι­διά θεο­λο­γού­σαν τελεί­ως τον Θεό που εναν­θρώ­πη­σε για μας, παίρ­νον­τας στο στό­μα τους αγγε­λι­κό ύμνο· όπως δηλα­δή οι άγγε­λοι έψαλ­λαν για τη Γέν­νη­ση του Κυρί­ου: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώ­ποις εδοκία (:Δοξα­σμέ­νος ας είναι ο Θεός στα ύψι­στα μέρη του ουρα­νού απ’ τους αγγέ­λους που κατοι­κούν εκεί˙ και στη γη ολό­κλη­ρη, που είναι ταραγ­μέ­νη απ’ την αμαρ­τία και τα βίαια πάθη της, ας βασι­λεύ­σει η θεία ειρή­νη· διό­τι ο Θεός εκδή­λω­σε τώρα εξαι­ρε­τι­κά την εύνοια και την ευα­ρέ­σκειά Του στους ανθρώ­πους με την εναν­θρώ­πη­ση του Υιού του)»[Λουκ. 2,14], έτσι έψαλ­λαν και τα άκα­κα παι­διά τώρα στον Κύριο: «λέγον­τες· ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος βασι­λες ν νόμα­τι Κυρί­ου· ερήνη ν οραν κα δόξα ν ψίστοις(:και έλε­γαν: Ευλο­γη­μέ­νος και δοξα­σμέ­νος είναι ο βασι­λιάς που έρχε­ται εκ μέρους του Κυρί­ου ως αντι­πρό­σω­πός του. Ο Μεσ­σί­ας έρχε­ται να φέρει ειρή­νη στον ουρα­νό, διό­τι τώρα πια συμ­φι­λιώ­νον­ται και ειρη­νεύ­ουν οι άνθρω­ποι με τον ουρά­νιο Πατέ­ρα και τους αγγέ­λους του. Αλλά και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα ύψι­στα μέρη του ουρα­νού δοξά­ζουν το Θεό για την εναν­θρώ­πη­ση και την έλευ­ση του Μεσ­σία)» [Λουκ. 19, 38], έτσι και αυτά τώρα κατά την είσο­δό Του ανα­πέμ­πουν τον ίδιο ύμνο, λέγον­τας: «δόξα στο σωτή­ρα μας τον υιό του Δαβίδ, δόξα στο σωτή­ρα μας στα ουρά­νια», «ο δ χλοι ο προ­ά­γον­τες κα ο κολου­θοντες κρα­ζον λέγον­τες· σανν τ υἱῷ Δαυ­ΐδ· ελογη­μέ­νος ρχό­με­νος ν νόμα­τι Κυρί­ου· σανν ν τος ψίστοις(:Και τα πλή­θη του λαού, όσα προ­πο­ρεύ­ον­ταν και όσα ακο­λου­θού­σαν, με δυνα­τές φωνές κραύ­γα­ζαν: Δόξα στον από­γο­νο του Δαβίδ, που περι­μέ­να­με έως τώρα. Δοξα­σμέ­νος να είναι αυτός που έρχε­ται σταλ­μέ­νος από τον Κύριο. Δόξα στον Θεό ας κρά­ζουν και οι άγγε­λοι που βρί­σκον­ται στα υψη­λό­τε­ρα μέρη του ουρα­νού)»[Ματθ. 21,9].

Αλλά ας νηπιά­σου­με και εμείς αδελ­φοί, κατά την κακία, νέοι και γέρον­τες, άρχον­τες μαζί και αρχό­με­νοι, για να ενδυ­να­μω­θού­με από τον Θεό, να στή­σου­με τρό­παιο και να κρα­τή­σου­με στα χέρια μας τα σύμ­βο­λα της νίκης, όχι μόνο κατά των πονη­ρών παθών, αλλά και κατά των ορα­τών και αορά­των εχθρών, ώστε να βρού­με την χάρη του λόγου για βοή­θεια εύκαι­ρη· διό­τι ο νέος πώλος, όπου κατα­ξί­ω­σε ο Κύριος να καθί­σει για χάρη μας, αν και είναι ένας, προ­τύ­πω­νε την προς Αυτόν υπο­τα­γή των εθνών, από τα οποία προ­ερ­χό­μα­στε όλοι εμείς, άρχον­τες μαζί και αρχό­με­νοι.

Όπως λοι­πόν στον Ιησού Χρι­στό δεν υπάρ­χει αρσε­νι­κό και θηλυ­κό, ούτε ειδω­λο­λά­τρης ούτε Ιου­δαί­ος, αλλά όλοι είναι ένα κατά τον θείο από­στο­λο [«οκ νι ουδαος οδ λλην, οκ νι δολος οδ λεύ­θε­ρος, οκ νι ρσεν κα θλυ· πάν­τες γρ μες ες στε ν Χριστ ησο(:Δεν υπάρ­χουν πλέ­ον δια­φο­ρές εθνι­κό­τη­τος, κοι­νω­νι­κής τάξε­ως και φύλου. Δεν υπάρ­χει δια­φο­ρά Ιου­δαί­ου και Έλλη­να, δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση δού­λου και ελεύ­θε­ρου, δεν υπάρ­χει διά­κρι­ση άνδρα και γυναί­κας. Διό­τι όλοι εσείς γίνα­τε ένας νέος άνθρω­πος με την ένω­σή σας με τον Ιησού Χρι­στό)»:Γαλ. 3,28], έτσι σε Αυτόν δεν υπάρ­χει άρχων και αρχό­με­νος, αλλά με την χάρη Του είμα­στε ένα κατά την πίστη σε Αυτόν και ανή­κου­με στο ένα σώμα της Εκκλη­σί­ας Του, έχον­τας μία κεφα­λή, αυτόν και ένα πνεύ­μα ποτι­σθή­κα­με δια της πανα­γί­ας χάρι­τος του Πνεύ­μα­τος και ένα βάπτι­σμα λάβα­με όλοι και μια είναι η ελπίς όλων και ένας ο Θεός μας, ο επά­νω από όλους και δια μέσου όλων και μέσα σε όλους μας [Εφ. 4,6: «Ες Θες κα πατρ πάν­των, π πάν­των, κα δι πάν­των, κα ν πσιν μν(:Ένας κυριαρ­χεί πάνω απ’ όλους ως Δεσπό­της. Η δική Του δύνα­μη δια­χύ­νε­ται και ενερ­γεί δια­μέ­σου όλων των μελών της Εκκλη­σί­ας σε ολό­κλη­ρο το σώμα της. Αυτός κατοι­κεί μέσα σε όλους μας)»].

Ας αγα­πού­με λοι­πόν ο ένας τον άλλον, ας ανε­χό­μα­στε και ας φρον­τί­ζου­με ο ένας τον άλλον, αφού είμα­στε μέλη ο ένας του άλλου, διό­τι το σήμα της μαθη­τεί­ας μας προς Εκεί­νον, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, είναι η αγά­πη και η πατρι­κή κλη­ρο­νο­μία που μας άφη­σε, ανα­χω­ρών­τας από αυτόν τον κόσμο είναι η αγά­πη και η τελευ­ταία ευχή που μας έδω­σε ανε­βαί­νον­τας προς τον Πατέ­ρα ανα­φέ­ρε­ται στην προς αλλή­λους αγά­πη μας: «ντολν καινν δίδω­μι μν να γαπτε λλή­λους, καθς γάπη­σα μς να κα μες γαπτε λλή­λους. ν τούτ γνώ­σον­ται πάν­τες τι μο μαθη­ταί στε, ἐὰν γάπην χητε ν λλή­λοις(:Και σας δίνω νέα εντο­λή: Να αγα­πά­τε δηλα­δή ο ένας τον άλλο. Όπως εγώ σας αγά­πη­σα, έτσι κι εσείς να αγα­πιέ­στε μετα­ξύ σας. Απ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε δικοί μου μαθη­τές, από το αν δηλα­δή έχε­τε αγά­πη μετα­ξύ σας. Η αγά­πη αυτή θα σας εξα­σφα­λί­σει την ανα­γνώ­ρι­ση, τον σεβα­σμό και την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων περισ­σό­τε­ρο από τη θαυ­μα­τουρ­γι­κή σας δρά­ση)»[Ιω. 13,34–35].

Ας σπεύ­δου­με λοι­πόν να επι­τύ­χου­με την πατρι­κή ευχή και ας μην απο­βάλ­λου­με την από αυτόν κλη­ρο­νο­μία ούτε το σήμα που μας έδω­σε, για να μην απο­βάλ­λου­με και την υιο­θε­σία και την ευλο­γία και την προς Αυτόν μαθη­τεία, και τότε θα ξεπέ­σου­με από την ελπί­δα που μας ανα­μέ­νει και θα κλει­στού­με έξω από τον πνευ­μα­τι­κό νυμ­φώ­να. Και όπως πριν από το σωτή­ριο πάθος, καθώς ο Κύριος εισερ­χό­ταν στην κάτω Ιερου­σα­λήμ, Του έστρω­ναν τα ιμά­τια όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι πραγ­μα­τι­κοί άρχον­τες των εθνών, οι Από­στο­λοι του Κυρί­ου δηλα­δή, έτσι κι εμείς άρχον­τες μαζί και αρχό­με­νοι, ας στρώ­σου­με τα έμφυ­τα ιμά­τιά μας, υπο­τάσ­σον­τας τη σάρ­κα και τα θελή­μα­τά της στο πνεύ­μα. Έτσι όχι μόνο θΑ αξιω­θού­με να δού­με και να προ­σκυ­νή­σου­με το σωτη­ριώ­δες πάθος του Χρι­στού και την Αγία Ανά­στα­ση, αλλά και να απο­λαύ­σου­με την κοι­νω­νία προς Αυτόν· «ε γρ (:διό­τι εάν)», λέγει ο από­στο­λος, «σύμ­φυ­τοι γεγό­να­μεν τ μοιώ­μα­τι το θανά­του ατο, λλ κα τς ναστά­σε­ως σόμε­θα (:εάν, σαν τα δέν­τρα που είναι μαζί φυτε­μέ­να και θρεμ­μέ­να, έχου­με γίνει ένα με τον Χρι­στό στο βάπτι­σμα, το οποίο είναι σύμ­βο­λο του θανά­του Του, κατά φυσι­κή συνέ­πεια θα γίνου­με ένα και στην Ανά­στα­σή Του)»[Ρωμ. 6,5].

Αυτήν την ανά­στα­ση είθε να επι­τύ­χου­με όλοι εμείς, με τη χάρη και φιλαν­θρω­πία του Κυρί­ου και Θεού και Σωτή­ρος μας Ιησού Χρι­στού, στον Οποίο πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύ­νη­ση, μαζί με τον άναρ­χο Πατέ­ρα Του και το ζωο­ποιό Πνεύ­μα, τώρα και πάν­το­τε και στους αιώ­νες των αιώ­νων. Γένοι­το.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επι­μέ­λεια κει­μέ­νου: Ελέ­νη Λιναρ­δά­κη, φιλό­λο­γος

ΠΗΓΕΣ:

  • Αγί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Παλα­μά Άπαν­τα τα έργα, Ομι­λί­ες Α΄- Κ΄, ομι­λία ΙΕ΄, πατε­ρι­κές εκδό­σεις «Γρη­γό­ριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάν­τιον», Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, τόμος 9, σελί­δες 398–419.

  • Π. Τρεμ­πέ­λα, Η Και­νή Δια­θή­κη με σύν­το­μη ερμη­νεία (από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2014.

  • Η Και­νή Δια­θή­κη, Κεί­με­νον και ερμη­νευ­τι­κή από­δο­σις υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τρια­κο­στή τρί­τη, Αθή­να 2009.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη κατά τους εβδο­μή­κον­τα, Κεί­με­νον και σύν­το­μος από­δο­σις του νοή­μα­τος υπό Ιωάν­νου Κολι­τσά­ρα, εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Η Ζωή», έκδο­ση τέταρ­τη, Αθή­να 2005.

  • Η Παλαιά Δια­θή­κη μετά Συν­τό­μου Ερμη­νεί­ας, Πανα­γιώ­της Τρεμ­πέ­λας, Αδελ­φό­της Θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», Αθή­να, 1985.

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/

  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/

  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλ­τή­ριον με σύν­το­μη ερμη­νεία(από­δο­ση στην κοι­νή νεο­ελ­λη­νι­κή), εκδό­σεις αδελ­φό­τη­τος θεο­λό­γων «Ο Σωτήρ», έκδο­ση τρί­τη, Αθή­να 2016.

  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm

  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm

Άγιος Νικό­λα­ος Βελι­μί­ρο­βιτς (Ομι­λία)

Από το βιβλίο: Ομι­λί­ες Αγ. Βελι­μί­ρο­βιτς — Τόμος Β (Και­ρός Μετα­νοί­ας)

Ποιός μπο­ρεῖ νὰ φέρει χαρὰ σ’ ἕνα σπί­τι; Ὁ καλο­δε­χού­με­νος ἐπι­σκέ­πτης.

Ποιός μπο­ρεῖ νὰ φέρει ἀκό­μα μεγα­λύ­τε­ρη χαρὰ σ’ ἕνα σπί­τι; Ἕνας φίλος τοῦ σπι­τιοῦ.

Ποιός προ­κα­λεῖ τὴ μέγι­στη χαρὰ σ’ ἕνα σπί­τι; Ὁ οἰκο­δε­σπό­της, ὅταν γυρί­ζει στὸ σπί­τι μετὰ ἀπὸ μακρό­χρο­νη ἀπου­σία.

Εὐτυ­χι­σμέ­να καὶ καλό­τυ­χα τὰ χέρια ποὺ ὑπο­δέ­χτη­καν τὸν Κύριο ὡς καλο­δε­χού­με­νο ἐπι­σκέ­πτη!

Εὐτυ­χι­σμέ­να καὶ καλό­τυ­χα τὰ χεί­λη ποὺ τὸν χαι­ρέ­τι­σαν ὡς φίλο!

Εὐτυ­χι­σμέ­νες καὶ καλό­τυ­χες οἱ ψυχὲς ποὺ τὸν σεβά­στη­καν καὶ τὸν ὑπο­δέ­χτη­καν ὡς οἰκο­δε­σπό­τη, μ’ ἕνα τρα­γού­δι ὑπο­δο­χῆς!

Ὑπάρ­χουν ὅμως καὶ μερι­κοὶ ποὺ δὲν τὸν ἀνα­γνώ­ρι­σαν, δὲν τὸν ὑπο­δέ­χτη­καν ὡς φιλο­ξε­νού­με­νο, ὡς φίλο ἢ οἰκο­δε­σπό­τη. Πῆραν πέτρες στὰ χέρια τους γιὰ νὰ τίς ρίξουν κατα­πά­νω Τοῦ μὲ τίς θνη­τὲς ψυχές τους μηχα­νεύ­τη­καν τὸ σωμα­τι­κὸ θάνα­τό Του.

Ἡ θεϊ­κὴ φύση τοῦ Χρι­στοῦ ἦταν τέτοια ὥστε, ὅπου ἐμφα­νι­ζό­ταν — ὡς Θεὸς μὲ ἀνθρώ­πι­νη σάρ­κα — οἱ ἄνθρω­ποι χωρί­ζον­ταν. Μερι­κοὶ στέ­κον­ταν δεξιὰ καὶ ἄλλοι ἄρι­στε­ρά Του, ὅπως θὰ χωρι­στοῦν καὶ ὅταν θὰ ἐμφα­νι­στεῖ τὴν ἔσχα­τη μέρα τῆς ἱστο­ρί­ας τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ κι ὼς σήμε­ρα, ὅταν ἡ συζή­τη­ση σὲ κοσμι­κοὺς κύκλους γυρί­ζει στὸν Κύριο Ἰησοῦ, οἱ ἄνθρω­ποι χωρί­ζον­ται δεξιὰ κι ἀρι­στε­ρά. Φαν­τα­στεῖ­τε πόσο πιὸ αὐστη­ρὰ ὁριο­θε­τη­μέ­νος θὰ ἦταν ὁ χωρι­σμὸς αὐτὸς τίς μέρες τῆς ἐνσαρ­κης παρου­σί­ας του στὴ γῆ!

Τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο περι­γρά­φει δύο περι­στα­τι­κά, ποὺ ἀπο­δεί­χνουν ἀκρι­βῶς αὐτὸν τὸν αὐστη­ρὰ ὁριο­θε­τη­μέ­νο χωρι­σμὸ ἀνά­με­σα στοὺς ἀνθρώ­πους, ἀνά­λο­γα μὲ τὴ διά­θε­σή τους πρὸς τὸν Κύριο. Στὸ πρῶ­το, στὸ δεῖ­πνο στὴ Βηθα­νία, ὅσοι παρευ­ρί­σκον­ταν ἐκεῖ χωρί­στη­καν ἐπί­σης στὰ δύο: ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν οἱ ἀπό­στο­λοι, ὁ Λάζα­ρος ποὺ εἶχε ἀνα­στη­θεῖ καὶ οἱ ἀδερ­φὲς τοῦ Μάρ­θα καὶ Μαρία, ποὺ φιλο­ξε­νοῦ­σαν τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὁ προ­δό­της Ἰού­δας, ποὺ δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἐπει­δὴ ἡ Μαρία ἄλει­ψε μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρί­ου.

Στὸ δεύ­τε­ρο περι­στα­τι­κὸ ἦταν ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ ὑπο­δέ­χτη­καν θριαμ­βευ­τι­κὰ τὸν Κύριο κατὰ τὴν εἴσο­δό του στὴν Ἱερου­σα­λὴμ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ φαρι­σαῖ­οι, οἱ γραμ­μα­τεῖς κι οἱ ἀρχιε­ρεῖς, ποὺ συνω­μο­τοῦ­σαν μετα­ξύ τους νὰ σκο­τώ­σουν ὄχι μόνο τὸ Χρι­στό, ἀλλὰ καὶ τὸ φίλο Του Λάζα­ρο.

Ὁ οὔν Ἰησοῦς πρὸ ἐξ ἡμε­ρῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθα­νί­αν, ὅπου ἤν,ἥν,ἦν Λάζα­ρος ὁ τεθνη­κώς, ὄν ἤγει­ρεν ἐκ νεκρῶν» (Ἰωάν. ἰβί). Ἕξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στὴ Βηθα­νία, ἐκεῖ ποὺ ζοῦ­σε ὁ Λάζα­ρος ποὺ εἶχε πεθά­νει ἀλλὰ ὁ Χρι­στὸς τὸν ἀνά­στη­σε. Ποὺ βρι­σκό­ταν πρὶν ὁ Κύριος; Ἀπὸ τὸ εὐαγ­γε­λι­κὸ ἀνά­γνω­σμα ποὺ προ­η­γεῖ­ται ἀπὸ τὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο, βλέ­που­με πῶς ὁ Κύριος, ἀμέ­σως μετὰ τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Λαζά­ρου ἀπο­σύρ­θη­κε στὴν ἔρη­μο, σὲ μιὰ πόλη ποὺ ὀνο­μα­ζό­ταν ‘Ἐφραίμ. Ἀπο­σύρ­θη­κε γιὰ νὰ μὴ τὸν συλ­λά­βουν καὶ τὸν σκο­τώ­σουν οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τῶν Ἰου­δαί­ων, ἐπει­δὴ ἡ ἀνά­στα­ση τοῦ Λαζά­ρου εἶχε ξεση­κώ­σει τὴν ὀργή τους περισ­σό­τε­ρο ἀπὸ κάθε ἄλλο θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε ὁ Κύριος.

Εἶναι φανε­ρὸ πῶς ὁ Λάζα­ρος ἦταν ἕνας πολὺ γνω­στὸς κι ἐπιφανής,ἐπιφανῆς ἄνθρω­πος. Αὐτὸ προ­κύ­πτει ἀπὸ τοὺς πολ­λοὺς ἐπι­σκέ­πτες ποὺ εἶχε στὸ σπί­τι του, τόσο ὅταν πέθα­νε ὅσο κι ὅταν ἀνα­στή­θη­κε. «Πολ­λοὶ ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ἐλη­λύ­θει­σαν πρὸς τὰς περὶ Μάρ­θαν καὶ Μαρί­αν ἶνα παρα­μυ­θή­σον­ται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελ­φοῦ αὐτῶν» (Ἰωάν. ἰα19). Καὶ μετὰ τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Λαζά­ρου, πολ­λοι Ἰου­δαῖ­οι πῆγαν εἰδι­κὰ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ νὰ δοῦν δηλα­δὴ τὸ θαῦ­μα ποὺ ἔκα­νε ὁ Κύριος. Ἐπει­δὴ λοι­πὸν δὲν εἶχε ἔρθει ἀκό­μα ἡ ὥρα Του, ὁ Κύριος ἀπο­σύρ­θη­κε μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερου­σα­λὴμ καὶ κρύ­φτη­κε ἀπὸ τοὺς κακεν­τρε­χεῖς ἐχθρούς Του. Κι αὐτὸ τὸ ἔκα­νε γιὰ χάρη μας. Πρῶ­το, ὥστε ὁ θάνα­τός του νὰ μὴ γίνει κρυ­φά, ἀλλὰ μπρο­στὰ σὲ ἑκα­τον­τά­δες καὶ χιλιά­δες μάρ­τυ­ρες, ποὺ θὰ μαζεύ­ον­ταν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ νὰ γιορ­τά­σουν τὸ Πάσχα. Γιὰ νὰ δια­πι­στώ­σει ὅλος ὁ κόσμος πῶς πράγ­μα­τι­κά πέθα­νε κι ἑπο­μέ­νως ἡ Ἀνά­στα­σή Τοῦ μετα ἦταν ἕνα ὁλο­φά­νε­ρο κι ἀδιαμ­φι­σβή­τη­το θαῦ­μα. Δεύ­τε­ρο, γιὰ νὰ μᾶς διδά­ξει τὴν ἀπό­λυ­τη ὑπο­τα­γὴ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, πῶς δὲν πρέ­πει νὰ βια­στοῦ­με νὰ πεθά­νου­με γιὰ τὸν ἄλφα ἢ τὸ βῆτα λόγο, ὅπως ἐμεῖς ἀπο­φα­σί­ζου­με, ἀλλὰ νὰ κάνου­με τὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ καὶ νά ‘μαστε ἕτοι­μοι νὰ ὑπο­φέ­ρου­με τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ θει­κὸ θέλη­μα θ’ ἀπο­φα­σί­σει καὶ θὰ μᾶς ἀπο­κα­λύ­ψει. “Ἄν δοθοῦ­με ὁλο­κλη­ρω­τι­κὰ στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, οὔτε μιὰ τρί­χα τοῦ κεφα­λιοῦ μας δὲ θὰ πει­ρα­χτεῖ (πρβλ. Λουκ. κά18). “Ὅλα θὰ μᾶς συμ­βοῦν στὸν και­ρό τους, ὄχι νωρί­τε­ρα ἢ ἀργό­τε­ρα. “Ἄν εἴμα­στε ἄξιοι νὰ λάβου­με μαρ­τυ­ρι­κὸ θάνα­το γιὰ τὸ Χρι­στὸ καὶ τὴν ἴδια στιγ­μὴ εἴμα­στε ἀπό­λυ­τα ὑπο­ταγ­μέ­νοι στὸ θέλη­μα τοῦ Θεοῦ, ἐπι­ζη­τῶν­τας τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι τὴ δική μας, τότε ὁ μαρ­τυ­ρι­κὸς θάνα­τός μας θὰ ἔρθει στὸν και­ρό του καὶ μὲ τρό­πο ποὺ θὰ ὠφε­λή­σει τόσο ἐμᾶς ὅσο καὶ τοὺς γνω­στούς μας.

Δὲν πρέ­πει ἑπο­μέ­νως νὰ σκε­φτό­μα­στε πῶς ὁ Κύριος ‘Ἰησοῦς ἀπό­φευ­γε τὸ θάνα­το, μὲ τὸ νὰ κρύ­βε­ται ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του. Δὲν δρα­πέ­τευε, ἀλλὰ καθυ­στε­ροῦ­σε το θάνα­τό Του ὥσπου νά ‘ρθεὶ ἡ ὥρα ποὺ εἶχε ὁρί­σει ὁ Πατέ­ρας Του, ἡ ὥρα ποὺ ὁ θάνα­τός Τοῦ θὰ ὠφε­λοῦ­σε περισ­σό­τε­ρο τὸν κόσμο. Τὸ ὅτι ὁ Κύριος δὲ φοβό­ταν τὸ πάθος καὶ τὸ θάνα­το εἶναι ὁλο­φά­νε­ρο ἀπὸ τὸ περιε­χό­με­νο τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Κάπο­τε ποὺ μιλοῦ­σε στοὺς μαθη­τές Του γιὰ τὸ πάθος καί το θάνα­τό Του κι ὁ Πέτρος εἶπε πῶς αὐτὸ δὲ θὰ γινό­ταν ποτέ, ὁ Κύριος ἐπι­τί­μη­σε τὸν Πέτρο μὲ τὰ σκλη­ρό­τε­ρα λόγια: «Ὕπα­γε ὀπί­σω μου, σατα­νᾶ ὅτι οὐ,οὗ φρο­νεῖς τα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τα τῶν ἀνθρώ­πων» (Μάρκ. ἡ’ 33).

Ἕξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Κύριος γύρι­σε στὴ Βηθα­νία ὅπου ζοῦ­σε ὁ φίλος Του Λάζα­ρος, αὐτὸς ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε νεκρα­να­στή­σει. Ἐκεῖ τὸν περί­με­νε ἕνα δεῖ­πνο. «Ἔποί­η­σαν οὔν αὐτῷ δεῖ­πνον ἐκεῖ καὶ ἡ Μάρ­θα διη­κό­νει· ὁ δὲ Λάζα­ρος εἰς ἢν τῶν ἀνα­κει­μέ­νων σὺν αὐτῷ» (Ἰωάν. ἴβ’2). Ἐκεῖ, στὴ Βηθα­νία, τοῦ ἑτοί­μα­σαν δεῖ­πνο καὶ ἡ Μάρ­θα ἦταν κατα­πια­σμέ­νη μὲ τὴν ἑτοι­μα­σία. Ἕνας ἀπὸ ἐκεί­νους ποὺ κάθον­ταν κον­τά Του ἦταν κι ὁ Λάζα­ρος. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης δὲν ἀνα­φέ­ρει σὲ ποιό σπί­τι του παρέ­θε­σαν τὸ γεῦ­μα. Ἀπὸ μιὰ πρώ­τη ματιὰ φαί­νε­ται πῶς ἦταν στὸ σπί­τι τοῦ Λάζα­ρου. Σύμ­φω­να ὅμως μέ το Ματ­θαῖο (κστ’6) καὶ τὸ Μάρ­κο (ἴδ’3), ποὺ ἀνα­φέ­ρουν ἐπί­σης τὸ γεγο­νός, φαί­νε­ται καθα­ρὰ πῶς ἦταν στὸ σπί­τι του Σίμω­να τοῦ Λεπροῦ. Δια­φο­ρε­τι­κὰ θὰ βγα­ζε κανεὶς τὸ συμ­πέ­ρα­σμα πῶς τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο γεγο­νὸς ἔγι­νε δυὸ φορὲς στὴ Βηθα­νία, μέσα σὲ σύν­το­μο χρο­νι­κὸ διά­στη­μα: μιᾷ φορᾷ στὸ σπί­τι τοῦ Λαζά­ρου καὶ μιὰ στὸ σπί­τι του Σίμω­να τοῦ Λεπροῦ, κάτι ὅμως ποὺ δὲ φαί­νε­ται πιθα­νό. Ἀναμ­φι­σβή­τη­τα ὁ Σίμων ὑπο­δέ­χτη­κε τὸν Κύριο, ἐπει­δή ‘Ἐκεῖ­νος τὸν εἶχε θερα­πεύ­σει ἀπὸ τὴ λέπρα. Δια­φο­ρε­τι­κὰ θὰ ἦταν ἀπε­ρί­σκε­πτο νὰ τὸ κάνει, ὅταν λάβει κανεὶς ὑπό­ψη πῶς ὁ Μωσαϊ­κὸς νόμος ἀπα­γο­ρεύ­ει αὐστη­ρὰ τὴν ἑτοι­μα­σία φαγη­τοῦ καὶ τὴν ὑπο­δο­χὴ καλε­σμέ­νων, ἀφοῦ μαζί του δὲν ἐπι­τρε­πό­ταν νὰ ἔχουν ἐπα­φῇ οὔτε κι οἱ στε­νό­τε­ροι συγ­γε­νεῖς του.

Ὁ δὲ Λάζα­ρος εἰς ἢν τῶν ἀνα­κει­μέ­νων σὺν αὐτῷ. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς τὸ ἐπι­ση­μαί­νει μὲ ἔμφα­ση αὐτό, γιὰ νὰ κατα­δεί­ξει τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Λαζά­ρου. Ὁ νεκρὸς ἄνθρω­πος ποὺ ἀνα­στή­θη­κε ζοῦ­σε κανο­νι­κὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι. Κυκλο­φο­ροῦ­σε, ἐπι­σκε­πτό­ταν τοὺς ἄλλους, ἔτρω­γε κι ἔπι­νε. Δὲν ἦταν κάποια ἄϋλη σκιὰ ποὺ ἀπὸ κάποια παραί­σθη­ση ἐμφα­νί­στη­κε στοὺς ἀνθρώ­πους κι ὕστε­ρα ἐξα­φα­νί­στη­κε. Ἦταν ἕνας ζων­τα­νός, ὑγι­ὴς καὶ κανο­νι­κὸς ἄνθρω­πος, ὅπως ἦταν καὶ προ­τοῦ ἀρρω­στή­σει καὶ πεθά­νει. Ὁ Κύριος τὸν ἀνά­στη­σε, τοῦ χάρι­σε ζωὴ κι ὕστε­ρα ἀπο­σύρ­θη­κε γιὰ λίγες μέρες ἀπὸ τὴ Βηθα­νία στὴν πόλη Ἐφραίμ. Ὁ Λάζα­ρος παρέ­με­νε ζων­τα­νὸς ὅσο κον­τά του ἦταν ὁ Χρι­στός, ὅπως καὶ μετά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἰσχυ­ρι­στεῖ κανεὶς πῶς ὁ Λάζα­ρος ἦταν ζων­τα­νὸς μόνο ὅσο βρι­σκό­ταν κον­τὰ στὸ Χρι­στό.

Προ­σέξ­τε τώρα. Ὅταν ὁ Κύριος γυρί­ζει στὴ Βηθα­νία, ὁ Λάζα­ρος κάθε­ται μαζί του στὸ τρα­πέ­ζι, εἶναι καλε­σμέ­νος του Σίμω­να, ποὺ ἦταν γεί­το­νάς του, ἴσως καὶ συγ­γε­νής του. Τί θαυ­μά­σιο θέα­μα! Ὁ Κύριος κάθε­ται στὸ τρα­πέ­ζι μαζὶ μὲ δυὸ ἀνθρώ­πους στοὺς ὁποί­ους εἶχε χαρί­σει κάτι, ποὺ δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοὺς δώσει ἡ οἰκου­μέ­νη ὁλό­κλη­ρη. Τὸν ἕνα εἶχε νεκρα­να­στή­σει καὶ τὸν ἄλλον εἶχε θερα­πεύ­σει ἀπὸ τὴ λέπρα. Τὰ σώμα­τα καὶ τῶν δυὸ εἶχαν φθα­ρεῖ, τοῦ ἑνὸς στὸν τάφο καὶ τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴ λέπρα. Μὲ τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ δύνα­μή Του ὁ Κύριος ἔδω­σε στὸν ἕνα τὴ ζωὴ καὶ στὸν ἄλλον τὴν ὑγεία. Καὶ τώρα, λίγο προ­τοῦ πάρει το δρό­μο γιὰ τὴ σταύ­ρω­ση, πῆγε νὰ τοὺς δεὶ καὶ τοὺς συνάν­τη­σε σὰν δυὸ εὐγνώ­μο­νες φίλους. “Ἄχ καὶ νὰ ξέρα­με ὅλοι μας πῶς μᾶς σώζει ὁ Χρι­στὸς κάθε μέρα ἀπὸ τὴ φθο­ρὰ κι ἀπὸ τὴ λέπρα αὐτῆς τῆς γῆς, ποὺ προ­κα­λοῦν­ται ἀπὸ τὰ πάθη! Τότε θὰ τὸν ὑπο­δε­χό­μα­σταν διαρ­κῶς μέσα στὴν καρ­διά μας καὶ δὲ θὰ τὸν ἀφή­να­με ποτὲ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας.

«Ἡ οὔν Μαρία, λαβοῦ­σα λίτραν μύρου νάρ­δου πιστι­κὴς πολυ­τί­μου, ἤλει­ψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέ­μα­ξεν ταῖς θρι­ξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπλη­ρώ­θῃ ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου» (Ἰωάν. ἴβ’3). Ἡ Μαρία πῆρε μιὰ λίτρα πολύ­τι­μο μύρο, φτιαγ­μέ­νο ἀπὸ τὸ ἀρω­μα­τι­κὸ φυτὸ νάρ­δος, καὶ ἄλει­ψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, κι ὕστε­ρα τὰ σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ τοῦ κεφα­λιοῦ της. Τὸ σπί­τι ὁλό­κλη­ρο γέμι­σε μὲ τὸ θαυ­μά­σιο ἄρω­μα.

Οἱ δυὸ πρῶ­τοι εὐαγ­γε­λι­στὲς ἀνα­φέ­ρουν πῶς ἡ γυναῖ­κα ἔρι­ξε τὸ μύρο στὸ κεφά­λι τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Μάρ­κος προ­σθέ­τει πῶς ἔσπα­σε τὸ ἀλα­βά­στρι­νο δοχεῖο καὶ ἄδεια­σε τὸ μύρο στὸ κεφά­λι Τοῦ (Μάρκ. ἴδ’3). Τὰ ἀκρι­βό­τε­ρα μύρα φυλάσ­σον­ταν καὶ σὲ πολύ­τι­μες καὶ καλὰ σφρα­γι­σμέ­νες φιά­λες. Ἡ γυναῖ­κα ἔσπα­σε τὴ φιά­λη καὶ ἄδεια­σε τὸ περιε­χό­με­νο πρῶ­τα στὸ κεφά­λι Του κι ὕστε­ρα, σὲ ἔνδει­ξη τοῦ μεγά­λου σεβα­σμοῦ τῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴ δική της ταπεί­νω­ση, στὰ πόδια Του. Δὲν περί­με­νε ν’ ἀνοί­ξει ὑπο­μο­νε­τι­κὰ τὴ φιά­λη ἀλλὰ τὴν ἔσπα­σε, γιὰ ν’ ἀδειά­σει ὅλο τὸ περιε­χό­με­νο στὸν Κύριο, νὰ μὴ μεί­νει τίπο­τα. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ Μάρ­θα δια­κο­νοῦ­σε στὸ σπί­τι κι ἑτοί­μα­ζε τὸ τρα­πέ­ζι, ὅπως τὸ συνή­θι­ζε, ἡ Μαρία ἔδει­ξε μὲ τὸν τρό­πο της το σεβα­σμὸ στὸ θαυ­μα­τουρ­γὸ Διδά­σκα­λο. Ἡ καθε­μιὰ ἀπὸ τίς δυὸ ἀδερ­φὲς ἔδει­ξε μὲ τὸν δικό της τρό­πο τὸ σεβα­σμό της στὸν Κύριο.

Σὲ μιὰν ἄλλη περί­πτω­ση, ποὺ ἡ Μάρ­θα δια­κο­νοῦ­σε πάλι κι ἡ Μαρία καθό­ταν στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκου­γε τὴ θεϊ­κὴ διδα­σκα­λία Του, ὁ Κύριος ἐγκω­μί­α­σε περισ­σό­τε­ρο τὴ Μαρία ἀπὸ τὴ Μάρ­θα. «Μαρία δὲ τὴν ἀγα­θὴν μερί­δα ἐξε­λέ­ξα­το» (Λουκ. ἰ’42), εἶπε. Ἤθε­λε ἔτσι νὰ δώσει μεγα­λύ­τε­ρη ἔμφα­ση στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ζῆλο ἀπὸ τὸ σωμα­τι­κό.

Ἡ Μαρία εἶχε ἀγο­ρά­σει τὸ πολύ­τι­μο αὐτὸ μύρο καί, ὅπως συνη­θι­ζό­ταν στὴν Ἀνα­το­λή, τὸ ἔχυ­σε στὸ κεφά­λι καὶ τὰ πόδια Ἐκεί­νου, ποὺ μὲ τὴν ὑπερ­φυ­σι­κὴ καθα­ρό­τη­τά Τοῦ εἶχε χρί­σει καὶ ἀπο­πλύ­νει τὴν ψυχή της. Σχε­δὸν ὅλοι ἔμει­ναν ἄφω­νοι. Ἡ σιω­πή τους αὐτὴ ἦταν κάτι σὰν εὔλο­γη ἀπάν­τη­ση στὴν πρά­ξη τῆς Μαρί­ας. “Ἠταν κι ἕνας ὅμως, μόνο ἕνας, ποὺ οὔτε σίγη­σε οὔτε ἐπι­δο­κί­μα­σε τὴν πρά­ξη της. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στής, ποὺ παρευ­ρι­σκό­ταν κι αὐτὸς στὸ περι­στα­τι­κό, περι­γρά­φει τὴ δυσα­ρέ­σκεια τοῦ προ­σώ­που αὐτοῦ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

«Λέγει οὔν εἰς ἐκ τῶν μαθη­τῶν αὐτοῦ, Ἰού­δας Σίμω­νος Ἰσκα­ριώ­της, ὁ μέλ­λων αὐτὸν παρα­δι­δό­ναι δια­τὶ τοῦ­το τὸ μύρον οὔκ ἔπρά­θη τρια­κο­σί­ων δηνα­ρί­ων καὶ ἐδό­θῃ πτω­χοῖς; εἶπε δὲ τοῦ­το οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτω­χῶν ἔμε­λεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέ­πτης ἤν, καὶ τὸ γλωσ­σό­κο­μον εἶχε καὶ τὰ βαλ­λό­με­να ἔβά­στα­ζεν» (Ἰωάν. ἴβ’46). Ὁ Ἰού­δας, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθη­τὲς ποὺ ἀργό­τε­ρα θὰ τὸν παρέ­δι­δε στοὺς σταυ­ρω­τές Του, εἶπε τότε: «Για­τί νὰ μὴν που­λού­σα­με τὸ πολύ­τι­μο αὐτὸ μύρο, νὰ παίρ­να­με τρια­κό­σια δηνά­ρια καὶ νὰ τὰ δίνα­με στοὺς φτω­χούς;» Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ εἶπε για­τί ἐνδια­φε­ρό­ταν γιὰ τοὺς φτω­χούς, ἀλλ’ ἐπει­δὴ ἦταν κλέ­φτης καί, καθὼς αὐτὸς κρα­τοῦ­σε τὸ κου­τὶ τῶν εἰσφο­ρῶν, κρά­τα­γε γιὰ τὸν ἑαυ­τό του ὅσα ἔρι­χναν μέσα.

Σύμ­φω­να μὲ τοὺς δύο πρώ­τους εὐαγ­γε­λι­στὲς δὲν ἦταν μόνο ὁ Ἰού­δας ποὺ ἔφε­ρε ἀντίρ­ρη­ση, ἀλλὰ κι οἱ ἄλλοι μαθη­τές, ὅπως λέει ὁ Ματ­θαῖ­ος ἢ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς παρευ­ρι­σκό­με­νους, ὅπως λέει ὁ Μάρ­κος. Οἱ περισ­σό­τε­ροί τους ἀντέ­δρα­σαν εἴτε μυστι­κὰ στὴν ψυχή τους, εἴτε μουρ­μου­ρί­ζο­νας μέσ’ ἀπὸ τὰ δόν­τια τους. Αὐτὸ φαί­νε­ται ἀπὸ τὴν ἀπάν­τη­ση ποὺ ἔδω­σε ὁ Χρι­στός, ὅπως ἀνα­φέ­ρε­ται στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο: «“Ἀφες αὐτήν… τοὺς πτω­χοὺς γὰρ πάν­το­τε ἔχε­τε μεθ’ἑ­αυ­τῶν, ἐμὲ δὲ οὐ,οὗ πάν­το­τε ἔχε­τε» (Ἰωάν. ἴβ’7–8). Ὁ Χρι­στὸς χρη­σι­μο­ποί­η­σε πλη­θυν­τι­κό. Ὅσοι κι ἂν ἀντέ­δρα­σαν ὅμως, ὅσο φανε­ρὴ κι ἂν ἦταν ἡ δυσα­ρέ­σκειά τους, φαί­νε­ται πῶς ὁ Ἰού­δας ἀντέ­δρα­σε πιὸ ἄγρια, πιὸ δυνα­τὰ κι ἦταν ὁλο­φά­νε­ρα δυσα­ρε­στη­μέ­νος. Για­τί ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς κατα­κρί­νει μόνο αὐτόν, δίνει περισ­σό­τε­ρη ἔμφα­ση σ’ αὐτόν, τὸν ἀνα­φέ­ρει μὲ τ’ ὄνο­μὰ Τοῦ, καθὼς καὶ τὸ γεγο­νὸς πὼς αὐτὸς θὰ τὸν πρό­δι­δε; Γιὰ νὰ μὴ τὸν μπερ­δέ­ψουν οἱ ἀνα­γνῶ­στες μὲ τὸν ἄλλον ἀπό­στο­λο Ἰού­δα.

Ὁ Ἰού­δας δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ἐπει­δὴ τὸ πολύ­τι­μο αὐτὸ μύρο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε χωρὶς λόγο καὶ δὲν που­λή­θη­κε γιὰ νὰ δοθοῦν τὰ χρή­μα­τα στοὺς φτω­χούς. Ἐκτί­μη­σε μάλι­στα καὶ τὴν ἀξία τοῦ μύρου: τρια­κό­σια δηνά­ρια. Αὐτὸ ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἕνα πολὺ μεγά­λο ποσὸ γιὰ μιὰ φιά­λη μύρο. Αὐτὸ ὅμως ἔδει­χνε τὸ μέγε­θος τοῦ σεβα­σμοῦ τῆς Μαρί­ας γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ποιός ξέρει πόσο και­ρὸ θὰ μάζευε τὰ χρή­μα­τα αὐτά, γιὰ νὰ τὰ ξοδέ­ψει ὅλα μεμιᾶς, δίνον­τας ἔτσι αἰώ­νια ἔκτα­ση στὴ στιγ­μὴ αὐτή; Ὁ Ἰού­δας πλη­γώ­θη­κε ἐπει­δὴ τὰ χρή­μα­τα αὐτὰ δὲν βρῆ­καν το δρό­μο πρὸς τὸ ταμεῖο του. Ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς τὸ λέει ἀνοι­χτὰ πῶς ἦταν κλέ­φτης. Ὁ Κύριος θὰ γνώ­ρι­ζε πῶς ὁ Ἰού­δας ἔκλε­βε ἀπὸ τὸ ταμεῖο, ὅπου φύλα­γαν τὰ χρή­μα­τα γιὰ τοὺς φτω­χούς. Ποτὲ ὅμως δὲν κατάγ­γει­λε τὸν Ἰού­δα γιὰ κλο­πή, ἴσως ἐπει­δὴ ὁ ἴδιος ἀδια­φο­ροῦ­σε ἐντε­λῶς γιὰ τὸ χρῆ­μα καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ μιλά­ει γι’ αὐτό. Ἴσως πάλι ἐπει­δὴ περί­με­νε τὴν κατάλ­λη­λη στιγ­μὴ νὰ πεὶ μὲ λίγα λόγια ὅλα ὅσα ἀφο­ροῦ­σαν τὸν Ἰού­δα. Τὰ φοβε­ρὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς γιὰ τὸν Ἰού­δα εἶναι τὰ ἑξῆς: «Οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδε­κα ἐξε­λε­ξά­μην; Καὶ ἐξ ὑμῶν εἰς διά­βο­λός ἐστιν» (Ἰωάν. στ’70). Για­τί νὰ ὀνο­μά­σει κλέ­φτη τὸν Ἰού­δα, ἀφοῦ τοῦ ἄξι­ζε νὰ ὀνο­μα­στεῖ διά­βο­λος;

Ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ Κυρί­ου στὶς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλλων ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ἄφες αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέ­ραν τοῦ ἐντα­φια­σμοῦ μου τετή­ρη­κεν αὐτὸ τοὺς πτω­χοὺς γὰρ πάν­το­τε ἔχε­τε μεθ’ ἑαυ­τῶν, ἐμὲ δὲ οὐ,οὗ πάν­το­τε ἔχε­τε». Πόσο θαυ­μα­στή, πόσο συγ­κι­νη­τι­κὴ εἶναι ἡ ἀπάν­τη­ση αὐτή! Τὰ ἴδια αὐτὰ χεί­λη ποὺ εἶχαν πεῖ ἔλε­ον θέλω καὶ οὐ,οὗ θυσί­αν, καὶ στὸν πλού­σιο νεα­νία, πώλη­σον τὰ ὑπάρ­χον­τά σου καὶ δὸς πτω­χούς, τώρα δικαιο­λο­γοῦν τὴν πρά­ξη τῆς Μαρί­ας, τὴ χρή­ση τοῦ πολύ­τι­μου μύρου. Δὲν ὑπάρ­χει ἀντί­φα­ση ἐδῶ; Ὄχι! Καμιὰ ἀντί­φα­ση! Για­τί οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσε­ται ἄνθρω­πος.

Ἡ πρά­ξη τῆς Μαρί­ας εἶναι καὶ θυσία καὶ ἔργο ἐλεη­μο­σύ­νης πρὸς τὸν μεγα­λύ­τε­ρο Φτω­χὸ ποὺ περ­πά­τη­σε ποτε πάνω στὴ γῆ. Δὲν εἶναι ἐκεῖ­νος ποὺ ἦταν πάν­τα φτω­χός, ποὺ οἱ γονεῖς καὶ οἱ παποῦ­δες του ἦταν φτω­χοί, ἀλλὰ ὁ βασι­λιᾶς ποῦ αὐτο­το­πο­θε­τεῖ­ται στὸ ἐπί­πε­δο τῶν φτω­χῶν, γίνε­ται ἀλη­θι­νὰ φτω­χός. Τί νὰ ποῦ­με γιὰ τὸ Βασι­λιᾶ τῶν βασι­λιά­δων, ποὺ κυβερ­νᾷ τὰ ἀθά­να­τα ἀγγε­λι­κὰ τάγ­μα­τα ἀπὸ τὴν πρώ­τη μέρα τῆς δημιουρ­γί­ας, ἐνσαρ­κώ­νε­ται ἀπὸ ἀγά­πη γιὰ τὸ ἀνθρώ­πι­νο γένος, γεν­νιέ­ται σὲ μιὰ σπη­λιὰ καὶ γίνε­ται δοῦ­λος ὅλων; Τὰ βόδια καὶ τὰ πρό­βα­τα δάνει­σαν τὴ σπη­λιά τους στὸ Νεο­γέν­νη­το βρέ­φος. Μετά το θάνα­τό του ὅμως ποιός θὰ τοῦ προ­σφέ­ρει τὸ κατάλ­λη­λο μύρο γιὰ τὴν ταφή, ποὺ εἶναι μιὰ συνή­θεια καὶ γιὰ τοὺς φτω­χοὺς ὅταν πεθαί­νουν; Καὶ τώρα βρέ­θη­κε μία: ἡ Μαρία. “Ὁδη­γη­μέ­νη ἀπὸ τὸ Πνεῦ­μα τηρεῖ προ­κα­τα­βο­λι­κὰ τὴ συνή­θεια τοῦ μυρώ­μα­τος τοῦ σώμα­τος τοῦ Χρι­στοῦ καὶ κατὰ κάποιο τρό­πο τὸ προ­ε­τοι­μά­ζει γιὰ τὴν ταφή. Γι’ αὐτὴν τὸ δεῖ­πνο αὐτὸ εἶναι περί­ερ­γο. Κατὰ τὴ διάρ­κειά του ἐνερ­γεῖ ἕνα μυστή­ριο ὄχι στὸ ζων­τα­νὸ σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλὰ στὸ νεκρό. Ἦταν σὰ νὰ ἤξε­ρε πῶς ὁ μεγά­λος θαυ­μα­τουρ­γός, ποὺ ἔφε­ρε τὸν ἀδερ­φὸ τῆς ξανὰ στὴ ζωὴ καὶ τὸ λεπρὸ οἰκο­δε­σπό­τη τὸν ἔβα­λε ἀνά­με­σα στοὺς ὑγιεῖς στὸ τρα­πέ­ζι του, θά ‘πεφτε σὲ δυό-τρεῖς μέρες στὰ χέρια ἄδι­κων ἀνθρώ­πων, ποὺ θὰ τὸν παρά­δι­ναν σὲ ἐπο­νεί­δι­στο θάνα­το. Γι’ αὐτό, ἄφες αὐτήν. “Ἀφη­σε την νὰ κάνει τὴν προ­ε­τοι­μα­σία γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ σώμα­τός μου. Τοὺς φτω­χοὺς θὰ τοὺς ἔχε­τε πάν­τα μαζί σας καὶ πρέ­πει ν’ ἀγω­νί­ζε­στε νὰ τηρεῖ­τε τίς ἐντο­λές Μου γιὰ νὰ δίνε­τε ἐλεη­μο­σύ­νη. “Ὅ,τι κάνε­τε στοὺς φτω­χούς, εἶναι σὰ νὰ τὸ κάνε­τε σὲ Μένα. “Ὅ,τι κάνε­τε σὲ Μένα, νὰ τὸ κάνε­τε καὶ στοὺς φτω­χούς. “Ὅ,τι κάνε­τε γιὰ Μένα, θὰ τὸ ἀντα­πο­δώ­σω ἑκα­το­να­πλα­σί­ο­να σέ σας καὶ στοὺς φτω­χούς σας.

Ὁ Κύριος εἶπε ἀκό­μα: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυ­χθη τὸ εὐαγ­γέ­λιον τοῦ­το εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ καὶ ἐποί­η­σεν αὕτη λαλη­θή­σε­ται εἰς μνη­μό­συ­νον αὐτῆς» (Μάρκ. ἴδ’9). “Ὅπου κι ἂν κηρυ­χτεῖ τὸ εὐαγ­γέ­λιό μου, σὲ ὅλον τὸν κόσμο, θ’ ἀνα­φερ­θεῖ κι αὐτὸ ποὺ ἔκα­νε ἡ γυναῖ­κα αὐτή, γιὰ νὰ μεί­νει ἀλη­σμό­νη­τη ἡ πρά­ξη της.

Βλέ­πε­τε πῶς ὁ βασι­λιᾶς Κύριος ἀντα­μεί­βει βασι­λι­κὰ τὴν ὑπη­ρε­σία ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρουν; Ἀντα­πο­δί­δει στὴν ἀγά­πη ἑκα­τὸ φορὲς ἀγά­πη, γιὰ τὰ τρια­κό­σια δηνά­ρια ποὺ τόσο θρή­νη­σε ὁ Ἰού­δας, ἀντα­πο­δί­δει στὴ Μαρία αἰώ­νια ζωή. Γιὰ τὰ τρια­κό­σια δηνά­ρια ποὺ ὁ Ἰού­δας θὰ εἶχε κρύ­ψει στὸ σκο­τά­δι μαζὶ μὲ τὸ ὄνο­μα τῆς Μαρί­ας, ἡ Μαρία ἀγό­ρα­σε ἕναν ἀνε­κτί­μη­το μαρ­γα­ρί­τη: μιὰ σωστι­κὴ διδα­σκα­λία σὲ ἑκα­τομ­μύ­ρια ἑκα­τομ­μυ­ρί­ων χρι­στια­νούς. Μιὰ διδα­σκα­λία γιὰ τὸν τρό­πο ποὺ ἀντα­μεί­βει βασι­λι­κὰ ὁ Κύριος ἐκεί­νους πού τον ὑπη­ρε­τοῦν.

«Ἔγνω οὔν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰου­δαί­ων ὅτι ἐκεῖ ἔστι, καὶ ἦλθον οὐ,οὗ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζα­ρον ἴδω­σιν ὄν ἤγει­ρεν ἐκ νεκρῶν. ἔβου­λεύ­σαν­το δὲ οἱ ἀρχιε­ρεῖς ἶνα καὶ τὸν Λάζα­ρον ἀπο­κτεί­νω­σιν, ὅτι πολ­λοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆ­γον τῶν Ἰου­δαί­ων καὶ ἐπί­στευον εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Ἰωάν. ἴβ’9–11). Πολ­λοὶ Ἰου­δαῖ­οι ποὺ ἔμα­θαν ποὺ βρι­σκό­ταν, πῆγαν κι αὐτοὶ ἐκεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζα­ρο, ποὺ τὸν εἶχε νεκρα­να­στή­σει. Καὶ οἱ ἀρχιε­ρεῖς σὰν τὸ ἄκου­σαν αὐτὸ ἤθε­λαν νὰ σκο­τώ­σουν καὶ τὸν Λάζα­ρο, για­τί ὅσοι Ἰου­δαῖ­οι πήγαι­ναν καὶ τὸν ἔβλε­παν ζων­τα­νό, πίστευαν στὸν Ἰησοῦ.

Ἔχου­με κι ἐδῶ ἀνθρώ­πους διαι­ρε­μέ­νους γιὰ τὴ δύνα­μη τοῦ Χρι­στοῦ. Μερι­κοὶ πηγαί­νουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν Θαυ­μα­τουρ­γὸ καὶ τὸν Λάζα­ρο, τὸ θαῦ­μα τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ. “Ἀλλοι συνω­μο­τοῦν γιὰ νὰ σκο­τώ­σουν καὶ τοὺς δύο, ὄχι μόνο τὸν Χρι­στὸ ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζα­ρο. Για­τί τὸν Λάζα­ρο; Γιὰ νὰ ἐξα­φα­νί­σουν τὴ ζων­τα­νὴ μαρ­τυ­ρία τῆς θαυ­μα­τουρ­γι­κῆς δύνα­μης τοῦ Χρι­στοῦ. Για­τί τότε δὲ συνω­μό­τη­σαν νὰ σκο­τώ­σουν ὅλους τοὺς ἄντρες, τίς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά, στοὺς ὁποί­ους ὁ Χρι­στὸς εἶχε δεί­ξει τὴ θεϊ­κή Του δύνα­μη, ὅλους τοὺς τυφλοὺς ποὺ εἶδαν, τοὺς κου­φοὺς ποὺ ἄκου­σαν, τοὺς ἄλα­λους ποὺ μίλη­σαν, τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους ποὺ ἐλευ­θε­ρώ­θη­καν ἀπὸ τὰ δαι­μό­νια, τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀνά­στη­σε, τοὺς λεπροὺς ποὺ καθά­ρι­σε, τοὺς παρά­λυ­τους, τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τρε­λοὺς ποὺ θερά­πευ­σε… κι ὅλους ἐκεί­νους ποὺ τοὺς ἔκα­νε καλὰ θαυ­μα­τουρ­γι­κά; Μάρ­τυ­ρες τῆς θαυ­μα­τουρ­γι­κῆς δύνα­μης τοῦ Χρι­στοῦ ὑπῆρ­χαν σὲ πόλεις καὶ χωριὰ σ’ ὁλό­κλη­ρη τη γῆ τοῦ Ἰσρα­ήλ. Για­τί οἱ πρε­σβύ­τε­ροι δὲν ἀπο­φά­σι­σαν νὰ σκο­τώ­σουν ὅλους αὐτοὺς κι ὄχι μόνο τὸ Λάζα­ρο;

Ὁπωσ­δή­πο­τε ὄχι ἐπει­δὴ οἱ κακεν­τρε­χεῖς αὐτοὶ ἄνθρω­ποι φοβοῦν­ταν νὰ χύσουν αἷμα καὶ νὰ ἐναν­τιω­θοῦν στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπει­δὴ τοὺς ἦταν ἀδύ­να­το ἀλλὰ κι ἐπι­κίν­δυ­νο γιὰ τοὺς ἴδιους νὰ φέρουν σὲ πέρας τέτοιο ἔργο. Ἤθε­λαν πολὺ ὅμως νὰ σκο­τώ­σουν τὸ Λάζα­ρο, για­τί ἡ ἀνά­στα­σή του εἶχε προ­κα­λέ­σει στοὺς Ἰου­δαί­ους μεγα­λύ­τε­ρη ἀνη­συ­χία ἀπ’ ὁποιο­δή­πο­τε ἄλλο θαῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλλ’ ὑπῆρ­χε κι ἕνας ἄλλος λόγος. Πολ­λοὶ ἄνθρω­ποι συνω­στί­ζον­ταν γιὰ νὰ δοῦν τὸ Λάζα­ρο, κι ἀφοῦ τὸν ἔβλε­παν ζων­τα­νό, πίστευαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Ἴσως ὅμως κι ἐπει­δὴ τὸ Πάσχα ἦταν πολὺ κον­τὰ καὶ φοβοῦν­ταν πῶς ὅλοι οἱ ἄνθρω­ποι ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ τὴ γιορ­τή, θὰ πήγαι­ναν στὴ Βηθα­νία νὰ δοῦν τὸ νεκρὸ ἄνθρω­πο ποὺ ἀνα­στή­θη­κε καὶ θὰ πίστευαν κι αὐτοὶ στὸ Χρι­στό.

“Ἔτσι παρα­τη­ρή­θη­κε τὸ περί­ερ­γο φαι­νό­με­νο: ἐνῶ οἱ ἄνθρω­ποι ἐπι­θυ­μοῦ­σαν νὰ σωθοῦν, οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ ταγοί τους προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐγκλω­βί­σουν καὶ νὰ τοὺς ἐμπο­δί­σουν ἀπό το δρό­μο τῆς σωτη­ρί­ας. “Ὅλες οἱ προ­σπά­θειες τῶν πονη­ρῶν ἀρχόν­των ὅμως γιὰ ν’ ἀφα­νί­σουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἦταν μάταιες. “Ὅση περισ­σό­τε­ρη βία ἀσκοῦ­σαν, τόσο περισ­σό­τε­ρο ἀνα­δει­κνύ­ον­ταν τὰ ἔργα αὐτά. Αὐτὸ ἔγι­νε σαφέ­στε­ρο ἀργό­τε­ρα, στὴν ἱστο­ρία τῆς Ἐκκλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ κρα­τᾷ ὼς σήμε­ρα. Ὁλό­κλη­ρες στρα­τιὲς ἔχθρῶν τῆς Ἐκκλη­σί­ας τὴν πολέ­μη­σαν, ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ’ ἔξω. “Ὅλες οἱ ἐπι­θέ­σεις τους ὅμως ὄχι μόνο δὲν εὐο­δώ­θη­καν, ἀλλ’ ἀντί­θε­τα βοή­θη­σαν τὴν Ἐκκλη­σία νὰ ἑδραιω­θεῖ καὶ ν’ ἁπλω­θεῖ στὸν κόσμο. Τ’ ἀδύ­να­μα ἀνθρώ­πι­να χέρια δὲν μπο­ροῦν νὰ κατι­σχύ­σουν στὸ Δημιουρ­γὸ καὶ τὰ ἔργα Του. Τὸ θέλη­μά Τοῦ θὰ γίνει παρὰ τίς δυνά­μεις ποὺ ἀντι­δροῦν ἀπὸ τὴν κόλα ση ἢ ἀπὸ τὴ γῆ.

Τὸ γεγο­νὸς ποὺ ἀκο­λου­θεῖ στὸ σημε­ρι­νὸ εὐαγ­γέ­λιο, δεί­χνει πόσο πιὸ ἀνοι­χτοὶ εἶναι οἱ ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι στὴν ἀλή­θεια, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι οἱ ἄρχον­τες τους: πόσο πιὸ μεγα­λό­καρ­δοι κι εὐγνώ­μο­νες εἶναι. Καὶ τὸ γεγο­νὸς αὐτὸ εἶναι ἡ θριαμ­βευ­τι­κὴ εἴσο­δος τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα.

Τὴ ἐπαύ­ριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορ­τήν, «ἀκού­σαν­τες ὅτι ἔρχε­ται Ἰησοῦς εἰς Ἱερο­σό­λυ­μα, ἔλα­βον τὰ βαΐα τῶν φοι­νί­κων καὶ ἐξῆλ­θον εἰς ἀπάν­τη­σιν αὐτῷ, καὶ ἔκρα­ζον ὡσαν­νά, εὐλο­γη­μέ­νος ὁ ἐρχό­με­νος ἐν ὀνό­μα­τι Κυρί­ου, ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ἰωάν. ἴβ΄ 12–13). Τὴν ἑπό­με­νη μέρα τοῦ δεί­πνου τῆς Βηθα­νί­ας, ὁ Κύριος ξεκί­νη­σε γιὰ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, τὴν πόλη ποῦ θανά­τω­σε τοὺς προ­φῆ­τες.

Ἡ Ἱερου­σα­λὴμ δὲν ἦταν τόπος ὅπου κατοι­κοῦ­σαν μόνο οἱ στε­νό­μυα­λοι φαρι­σαῖ­οι, οἱ ἀλα­ζό­νες γραμ­μα­τεῖς κι οἱ θεο­μί­ση­τοι ἀρχιε­ρεῖς. Ἠταν καὶ μιὰ μυρ­μηγ­κο­φω­λιὰ τῆς ἀνθρω­πό­τη­τας. Ἦταν ἕνας τερά­στιος τόπος ὅπου μαζεύ­ον­ταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη προ­σκυ­νη­τές, καθὼς κι ἀφο­σιω­μέ­νοι ἄνθρω­ποι, ἄντρες καὶ γυναῖ­κες. Τὴν ἐπο­χὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἱερου­σα­λὴμ εἶχε τόσους κατοί­κους ὅσους περί­που κι ἡ Ρώμη, ποὺ τότε ἦταν πρω­τεύ­ου­σα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ τερά­στιο πλῆ­θος ἀνθρώ­πων συγ­κεν­τρω­νό­ταν στὴν Ἱερου­σα­λὴμ γιὰ νὰ πλη­σιά­σει περισ­σό­τε­ρο τὸ Θεό. Τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ εἶχαν τὴν ἀντί­λη­ψη κάποιας μυστη­ριώ­δους προ­σέγ­γι­σης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πρό­σω­πο τοῦ Κυρί­ου Ἰησοῦ εἶδαν τὸν ἀπὸ πολ­λοῦ ἀνα­με­νό­με­νο Βασι­λιᾶ τοῦ Οἴκου Δαβίδ. Ἔτσι, σὰν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατε­βαί­νει ἀπὸ τὸ “Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, οἱ ἄνθρω­ποι αὐτοὶ ἔτρε­ξαν νὰ τὸν προ­ϋ­παν­τή­σουν. Μερι­κοὶ ἔστρω­σαν τὰ ροῦ­χα τους στὸ δρό­μο μπρο­στά Του, ἄλλοι ἔκο­βαν κλα­διὰ ἀπὸ τίς φοι­νι­κιὲς καὶ μ’ αὐτὰ στό­λι­ζαν το δρό­μο. “Ὅλοι τους ἔκρα­ζαν μὲ χαρά: «Δόξα στὸν Υἱὸ τοῦ Δαβίδ: εὐλο­γη­μέ­νος καὶ δοξα­σμέ­νος νὰ εἶναι Ἐκεῖ­νος ποὺ ἔρχε­ται στὸ ὄνο­μα τοῦ Κυρί­ου, ὁ Βασι­λιᾶς τοῦ Ἰσρα­ήλ».

Οἱ ἄνθρω­ποι πίστευαν πῶς ὁ Θεὸς θά ‘κανε κάποιο θαῦ­μα ποὺ θ’ ἄλλα­ζε τὴν ἀφό­ρη­τη κατά­στα­σή τους. Κι αὐτὸ παρὰ τὴ σιδε­ρέ­νια γρο­θιὰ τῆς Ρώμης ποὺ τοὺς δυνά­στευε καὶ σὲ πεῖ­σμα τῆς δια­φθο­ρᾶς καὶ τῆς μικρο­ψυ­χί­ας τῶν πρε­σβυ­τέ­ρων. Ἔνιω­θαν πῶς ἡ πηγὴ τοῦ θαύ­μα­τος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χρι­στὸς καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἐπι­φύ­λα­ξαν τέτοια ὑπο­δο­χή. Τὸ πῶς θ’ ἀντι­δροῦ­σε ὁ ἴδιος στὴν θεμε­λια­κὴ αὐτὴ μετα­βο­λὴ τῆς ροῆς τῶν γεγο­νό­των, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἤξε­ρε. Εἶχαν μάθει νὰ περι­μέ­νουν ἕναν μόνο ἀπο­τε­λε­σμα­τι­κὸ τρό­πο. Κι αὐτὸς ἦταν ἡ βοή­θεια κάποιου βασι­λιᾶ ἀπὸ τὸν Οἶκο Δαβίδ, ποῦ θὰ βασί­λευε στὴν Ἱερου­σα­λήμ, στὸ θρό­νο τοῦ Δαβίδ. Οἱ ἄνθρω­ποι εἶδαν ἔτσι τὸν Ἰησοῦ σὰν βασι­λιᾶ καὶ τὸν ὑπο­δέ­χτη­καν μὲ χαρὰ κι ἐλπί­δα. Πίστε­ψαν πῶς τώρα θὰ βασι­λέ­ψει στὴν Ἱερου­σα­λὴμ καὶ θ’ ἀντι­στα­θεῖ τόσο στὴ Ρώμη ὅσο καὶ στὴν ἐξου­σία τῆς Ἱερου­σα­λὴμ τῶν ἡμε­ρῶν ἐκεί­νων.

Ἡ πεποί­θη­ση αὐτὴ τῶν ἀνθρώ­πων ὅμως προ­κά­λε­σε φόβο στοὺς φαρι­σαί­ους. Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ξεσή­κω­σε τὴν ὀργή τους. Μερι­κοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἰδο­ποί­η­σαν τὸ Χρι­στὸ νὰ τοὺς στα­μα­τή­σει ἀπὸ τίς ἐπευ­φη­μί­ες αὐτές.

Ὁ ταπει­νὸς Κύριος ὅμως, ποὺ γνώ­ρι­ζε πῶς ἡ δύνα­μή Τοῦ ἦταν ἀκα­τα­μά­χη­τη, τοὺς ἀπάν­τη­σε: «Λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν οὗτοι σιω­πή­σω­σιν, οἱ λίθοι κεκρά­ξον­ται» (Λουκ. ἴθ’40). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάν­τη­ση τοῦ βασι­λιᾶ τῶν βασι­λιά­δων, ποὺ ἦταν ντυ­μέ­νος σὰν φτω­χὸς ἄνθρω­πος καὶ καβα­λοῦ­σε ἕνα γαϊ­δου­ρά­κι, ὅπως ἀνα­φέ­ρει ὁ εὐαγ­γε­λι­στής:

«Εὑρὼν δὲ Ἰησοῦς όνά­ριον ἐκά­θι­σεν ἐπ’ αὐτό. Καθὼς ἔστι γεγραμ­μέ­νον μὴ φοβοῦ θύγα­τερ Σιῶν: ἰδοὺ καὶ βασι­λεύς σου ἔρχε­ται καθή­με­νος ἐπὶ πώλου ὄνου» (Ἰωάν. ἴβ14–15). Οἱ ἄλλοι εὐαγ­γε­λι­στὲς περι­γρά­φουν μὲ λεπτο­μέ­ρειες πῶς ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν φτω­χὸς καὶ δὲν εἶχε τίπο­τα στὴν κατο­χή του, ἀπό­κτη­σε γαϊ­δου­ρά­κι. Γι’ αὐτὸ κι ὁ εὐαγ­γε­λι­στὴς Ἰωάν­νης τὸ προ­σπερ­νά­ει αὐτό, μὲ τὴ σιγου­ριὰ πῶς εἶναι γνω­στό, καὶ λέει μόνο πῶς βρῆ­κε ἕνα γαϊ­δου­ρά­κι. Ὁ Λου­κᾶς, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ περι­γρα­φι­κὸς ἀπὸ τοὺς εὐαγ­γε­λι­στές, διη­γεῖ­ται τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ προ­ο­ρα­τι­κό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ στὸν τρό­πο ποὺ βρῆ­κε τὸ γαϊ­δου­ρά­κι: «Ὑπά­γε­τε εἰς τὴν κατέ­ναν­τι κώμην, ἕν ἢ εἰσπο­ρευό­με­νοι εὑρή­σε­τε πῶλον δεδε­μέ­νον, ἐφ’ ὄν οὐδεὶς πώπο­τε ἀνθρώ­πων ἐκά­θι­σεν: λύσαν­τες αὐτὸν ἀγά­γε­τε» (Λουκ. ἰθ. 30).

Οἱ μαθη­τές Του ξεκί­νη­σαν νὰ ἐκτε­λέ­σουν τὴν ἐντο­λή Του καὶ τὰ βρῆ­καν ὅλα ὅπως τους τὰ εἶπε. Μαζὶ μὲ τὸ όνά­ριο ἦταν καὶ ἡ μητέ­ρα του. Για­τί ὁ Κύριος δὲν ἀνέ­βη­κε στὴ μητέ­ρα τοῦ όνα­ρί­ου ἀλλὰ στὸ μικρὸ που­λά­ρι της, ὅπου κανέ­νας δὲν εἶχε ἀνε­βεῖ ὼς τότε; Για­τί ἡ μητέ­ρα δὲ θ’ ἄφη­νε κάποιον ν’ ἀνε­βεῖ πάνω της ἢ νὰ τὴν ὁδη­γή­σει. Ἡ μητέ­ρα τοῦ γαϊ­δά­ρου ἀντι­προ­σω­πεύ­ει τὸν ἰσραη­λη­τι­κὸ λαὸ καὶ τὸ μικρὸ γαϊ­δου­ρά­κι τὸν εἴδω­λο­λα­τρι­κὸ κόσμο. Αὐτὴν τὴν ἑρμη­νεία δίνουν οἱ ἅγιοι πατέ­ρες καὶ ἡ ἑρμη­νεία τους εἶναι ἀναμ­φί­βο­λα σωστή. Ὁ ‘Ἰσρα­ὴλ θ’ ἀρνη­θεῖ τὸ Χρι­στό, ἐνῶ οἱ εἰδω­λο­λά­τρες θὰ τὸν δεχτοῦν. Οἱ περισ­σό­τε­ροι ἀπὸ τοὺς εἰδω­λο­λά­τρες θὰ γίνουν φορεῖς τοῦ Χρι­στοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶ­νες καὶ θὰ μποὺν μαζί του στὴν ἄνω Ἱερου­σα­λήμ, στὴ Βασι­λεία τῶν Οὐρα­νῶν.

«Ταῦ­τα δὲ οὐκ ἔγνω­σαν οἱ μαθη­ταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶ­τον, ἀλλ’ ὅτε ἔδο­ξά­σθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνή­σθη­σαν ὅτι ταῦ­τα ἢν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμ­μέ­να, καὶ ταῦ­τα ἐποί­η­σαν αὐτῷ» (Ἰωάν. ἴβ16). Γενι­κὰ οἱ μαθη­τές Του κατα­λά­βαι­ναν πολὺ λίγα ἀπ’ όλ’ αὐτὰ ποὺ συνέ­βαι­ναν στὸ Διδά­σκα­λό τους, ὡσό­του «διή­νοι­ξεν αὐτὸν τὸν νούν» (Λουκ. κδ’45), ὡσό­του τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θεοῦ τοὺς φώτι­σε μὲ τίς πύρι­νες γλῶσ­σες. Μόνο τότε κατά­λα­βαν καὶ θυμή­θη­καν όλ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει.

«Ἐμαρ­τύ­ρει δὲ ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζα­ρον ἐφώ­νη­σεν ἐκ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἤγει­ρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. διὰ τοῦ­το καὶ ὑπήν­τη­σεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκου­σαν τοῦ­το αὐτὸν πεποι­η­κέ­ναι τὸ σημεῖ­ον» (Ἰωάν. ἴβ17–18).

Ἐδῶ ἀνα­φέ­ρον­ται δύο ὁμά­δες ἀνθρώ­πων: ἡ μιὰ ὁμά­δα ἦταν ἐκεῖ­νοι ποὺ βρί­σκον­ταν μπρο­στὰ στὸ θαῦ­μα τῆς ἀνά­στα­σης τοῦ Λαζά­ρου στὴ Βηθα­νία καί το ὁμο­λο­γοῦ­σαν: ἡ ἄλλη ὁμά­δα ἦταν οἱ παροι­κοῦν­τες στὴν Ἱερου­σα­λήμ, οἱ ἐπι­σκέ­πτες, ποὺ εἶχαν ἀκού­σει ἀπὸ τοὺς πρώ­τους τὸ θαῦ­μα τῆς νεκρα­νά­στα­σης τοῦ Λαζά­ρου. Οἱ πρῶ­τοι ἦταν μάρ­τυ­ρες τοῦ θαύ­μα­τος: οἱ δεύ­τε­ροι ἦρθαν νὰ συναν­τή­σουν τὸν Ἰησοῦ, ἐπει­δὴ ἄκου­σαν τὴ μαρ­τυ­ρία τῶν πρώ­των. Τὴν ὥρα λοι­πὸν ποὺ ὁ καπνὸς ἀπὸ τίς θυσί­ες ἀνέ­βαι­νε ἀπό το ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος τὴν ὥρα ποὺ οἱ γραμ­μα­τεῖς ἔρευ­νού­σαν ἐξο­νυ­χι­στι­κά το νόμο τοῦ Μωυ­σῆ, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀσυγ­κί­νη­τοι ἱερεῖς ρύθ­μι­ζαν ἀλα­ζο­νι­κὰ τὸ πρό­γραμ­μα τῆς γιορ­τῆς καὶ οἱ πρε­σβύ­τε­ροι τοῦ λαοῦ προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ κάθε τρό­πο νὰ πεί­σουν τοὺς προ­σκυ­νη­τὲς πῶς ὅλο αὐτὸ τὸ μεγά­λο πλῆ­θος εἶχε μαζευ­τεῖ ἐκεῖ γιὰ χάρη τους τὴν ὥρα ποὺ οἱ Λευ­ΐ­τες μοί­ρα­ζαν σχο­λα­στι­κὰ τὸ μερί­διο τῶν θυσιῶν ποὺ τοὺς ἀνῆ­κε, οἱ ἁπλοῖ ἄνθρω­ποι ἀκο­λου­θοῦ­σαν τὸ θαῦ­μα καὶ τὸ Θαυ­μα­τουρ­γό.

Ὑπῆρ­χαν μεγά­λα κύμα­τα ἀνθρώ­πων ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμό ποὺ εἶχαν γυρί­σει τὴν πλά­τη τους στὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶν­τος, στοὺς ἱερεῖς καὶ σ’ ἐκεί­νους ποὺ ἔκα­ναν τίς θυσί­ες, καθὼς καὶ σ’ ὁλό­κλη­ρο το μηχα­νι­σμὸ τῆς κοι­νω­νί­ας ἀγο­ρᾶς ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν δημιουρ­γή­σει. “Όλ’ αὐτὰ τὰ κύμα­τα τῶν ἀνθρώ­πων τους εἶχαν στρέ­ψει τὰ νῶτα κι εἶχαν γυρί­σει τὰ μάτια τοὺς πρὸς τὸ “Ὀρος τῶν ‘Ἐλαιῶν, ἀπ’ ὅπου ἐρχό­ταν ὁ Θαυ­μα­τουρ­γός, ὁ Μεσ­σί­ας. Τί ἄξία εἶχαν οἱ νεκροὶ πύρ­γοι τῆς Ἱερου­σα­λὴμ μὲ τοὺς ζων­τα­νοὺς νεκροὺς μέσα τους, μπρο­στὰ στὶς πει­να­σμέ­νες καὶ διψα­σμέ­νες ψυχὲς τοῦ λαοῦ ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σαν ἕνα παρά­θυ­ρο στοὺς κλει­στοὺς οὐρα­νούς, γιὰ νὰ δοῦν λίγο τὸ ζων­τα­νὸ Θεό; Κι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας (ἐκεί­νης τῶν Ρωμαί­ων καὶ τῆς ἄλλης τῶν φαρι­σαί­ων) ποὺ εἶχαν κατα­κλύ­σει τὴν Ἱερου­σα­λήμ, ἦταν ἀδύ­να­τες νὰ κάνουν ἔστω καὶ μιὰ τρί­χα ἀπὸ ἄσπρη μαύ­ρη. Καὶ νά, μπρο­στά τους κατέ­βαι­νε ἀπὸ τὸ “Ὄρος τῶν ‘Ἐλαιῶν Ἐκεῖ­νος ποὺ μὲ τὴ φωνή Του κάλε­σε ἀπὸ τὸν τάφο τὸν τετρα­ή­με­ρο Λάζα­ρο, τὸν ἀνά­στη­σε καὶ τὸν ἀπάλ­λα­ξε ἀπὸ τὴ φθο­ρὰ τοῦ θανά­του!

Ἄχ, πότε θ’ ἀπο­μα­κρύ­νου­με καὶ μείς το νοῦ μᾶς ἀπὸ τοὺς ὑπε­ρή­φα­νους καὶ ἰσχυ­ροὺς μηχα­νι­σμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὸν στρέ­ψου­με πρὸς τὸ οὐρά­νιο Ὄρος, πρὸς τὸ Βασι­λιᾶ Χρι­στό; Πότε θ’ ἀνα­θέ­σου­με κάθε ἐλπί­δα μᾶς σ’ Ἐκεῖ­νον; Ἡ ψυχή μας ἀνα­ζη­τᾷ το Νικη­τὴ τῆς ἁμαρ­τί­ας καὶ τοῦ θανά­του, προ­βλή­μα­τα ποὺ ἡ οἰκου­μέ­νη ὁλό­κλη­ρη δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξεπε­ρά­σει ἀπὸ μόνη της. Νικη­τὴς εἶναι ὁ Χρι­στός. Ἡ ψυχή μας πει­νά­ει καὶ διψά­ει γιὰ τὸν ταπει­νὸ μὰ ἰσχυ­ρὸ Βασι­λιᾶ, ποὺ εἶναι ταπει­νὸς στὴν ἰσχύ Του, ἰσχυ­ρὸς στὴν ταπεί­νω­σή Του. Ἡ ψυχή μας πει­νά­ει καὶ διψά­ει γιὰ τὸ Βασι­λιᾶ ποῦ εἶναι φίλος τοῦ καθε­νὸς ἀπό μας, γιά το Βασι­λιᾶ ποὺ ἡ Βασι­λεία Του εἶναι αἰώ­νια καὶ ἄπει­ρη, ποὺ ἡ ἀγά­πη Του γιὰ τὸν ἄνθρω­πο εἶναι ἀπρο­σμέ­τρη­τη. Τέτοιος Βασι­λιᾶς εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χρι­στός! Σ’ Ἐκεῖ­νον λοι­πὸν κραυ­γά­ζου­με ὅλοι μᾶς: “Ὡσαν­νά! Ὡσαν­νά!

Σ’ Ἐκεῖ­νον πρέ­πει ἡ δόξα κι ὁ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέ­ρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα, τὴν ὁμο­ού­σια καὶ ἀδιαί­ρε­τη Τριά­δα, τώρα καὶ πάν­τα καὶ στοὺς αἰῶ­νες τῶν αἰώ­νων. Ἀμήν.

Αυγου­στί­νος Καν­τιώ­της (Από το βιβλίο “ΚΥΡΙΑΚΗ”)

Ὁ Βασι­λεύς

«Μὴ φοβοῦ, θύγα­τερ Σιῶν: ἰδοὺ ὁ βασι­λεύς σου ἔρχε­ται καθή­με­νος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (Ἰωάν. 12, 15)

ΤΟ ΠΑΣΧΑ, ἀγα­πη­τοί, ἦταν καὶ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη γιορ­τὴ τῶν Ἑβραί­ων. Τὴ γιορ­τὴ αὐτὴ ὅλοι οἱ Ἑβραῖ­οι, καὶ μέχρι σήμε­ρα ἀκό­μη, τὴ γιορ­τά­ζουν μὲ μεγα­λο­πρέ­πεια. Eἶνε ἐθνι­κὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κὴ γιορ­τή. Ἡ λέξι πάσχα σημαί­νει πέρα­σμα. Πέρα­σαν οἱ Ἑβραῖ­οι ἀπὸ τὴ σκλα­βιὰ στὴν ἐλευ­θε­ρία. Πέρα­σαν ἀπὸ τὴν ἐξο­ρία στὴ γλυ­κειὰ πατρί­δα. Γιορ­τά­ζον­τας τὴν ἁγία αὐτή ἡμέ­ρα οἱ Ἑβραῖ­οι, θυμοῦν­ται τὴν ἱστο­ρία τους, ὅτι δηλα­δὴ οἱ πρό­γο­νοί τους ἦταν τετρα­κό­σια περί­που χρό­νια κάτω ἀπὸ τοὺς βασι­λιᾶ­δες τῆς Αἰγύ­πτου, τοὺς Φαραώ, δού­λευαν σκλη­ρὰ στά χωρά­φια τῶν ἀφεν­τά­δων τους, ἔκα­ναν τίς πιὸ βαρειὲς δου­λειές, κου­βα­λοῦ­σαν λάσπη καὶ πέτρες καὶ ἔχτι­ζαν τίς περί­φη­μες πυρα­μί­δες, τὰ ὑψη­λὰ ἐκεῖ­να οἰκο­δο­μή­μα­τα, ποὺ μέχρι σήμε­ρα σώζον­ται στὴν Αἴγυ­πτο. Μὰ ἐπὶ τέλους ὁ Θεός τους λυπή­θη­κε. Ἔστει­λε τὸ Μωϋ­σή, ποὺ ἀνα­δεί­χθη­κε μεγά­λος πολι­τι­κὸς καὶ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀρχη­γός. «Ὕστε­ρα ἀπὸ θαύ­μα­τα, ποὺ ἔκα­νε ὁ Θεὸς τιμω­ρῶν­τας τὴ σκλη­ρο­καρ­δία τῶν Φαραώ, οἱ Ἑβραῖ­οι ἀφέ­θη­καν ἐλεύ­θε­ροι καὶ ἄρχι­σαν νὰ ἐπι­στρέ­φουν στὴν πατρί­δα. Ταξί­δι μεγά­λο καὶ γεμᾶ­το περι­πέ­τειες. Πέρα­σαν τὴν Ἐρυ­θρὰ θάλασ­σα, τὴ φοβε­ρὴ ἔρη­μο τῆς Ἀρα­βί­ας, καὶ ἐπὶ τέλους ἔφθα­σαν στὴν πατρί­δα τους τὴν Ἰου­δαία, ὅπου ἐγκα­τα­στά­θη­καν καὶ ἔκα­ναν βασί­λειο. Εὐγνώ­μο­νες στὸ Θεό, γιόρ­τα­ζαν κάθε χρό­νο τὴ μεγά­λη αὐτὴ ἐθνι­κὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κὴ γιορ­τή, τὸ Πάσχα.

Οἱ Ἑβραῖ­οι στὰ κατο­πι­νὰ χρό­νια ἔπα­θαν πολ­λὲς συμ­φο­ρές. Ὁ τόπος τους κατα­κτή­θη­κε καὶ ἐρη­μώ­θη­κε, κι αὐτοὶ δια­σκορ­πί­στη­καν σὲ ὅλα τὰ μέρη. Ὅπου ὅμως καὶ ἂν βρί­σκον­ταν δὲν λησμο­νοῦ­σαν τὴ μεγά­λη αὐτὴ γιορ­τή τους. Ὅταν πλη­σί­α­ζε ἡ γιορ­τὴ αὐτή, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη οἱ Ἑβραῖ­οι ξεκι­νοῦ­σαν γιὰ νὰ πᾶνε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Χαρά τους μεγά­λη ἦταν νὰ βρε­θοῦν τὴν ἡμέ­ρα τοῦ Πάσχα στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα κ’ ἐκεῖ νὰ γιορ­τά­σουν. Ἔτσι κάθε φορά, ὅταν πλη­σί­α­ζε τὸ Πάσχα, πολύς κόσμος μαζευό­ταν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Τόσο πολύς, ποὺ δὲν ὑπῆρ­χαν σπί­τια γιὰ νὰ μεί­νουν ὅλοι, καὶ γι’ αὐτὸ ἔκα­ναν σκη­νὲς καὶ ζοῦ­σαν ἔξω στὸ ὕπαι­θρο.

Ἀλλὰ τὸ Πάσχα, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλά­ει τὸ σημε­ρι­νὸ Εὐαγ­γέ­λιο, ὁ κόσμος ποὺ πῆγε στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα ἦταν πολὺ περισ­σό­τε­ρος ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ὁ κόσμος ποὺ πῆγε αὐτὴ τὴ φορὰ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα δὲν πῆγε μόνο γιὰ νὰ γιορ­τά­σῃ τὸ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ για­τί παν­τοῦ εἶχε δια­δο­θῇ, ὅτι παρου­σιά­στη­κε ἐκεῖ­νο τὸν και­ρὸ ἕνας διδά­σκα­λος, ποὺ ἔλε­γε τὰ ὡραιό­τε­ρα λόγια καὶ ἔκα­νε τὰ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα. Ἕνας, ποὺ τρα­βοῦ­σε κον­τά του τοὺς ἁπλοϊ­κοὺς ἀνθρώ­πους, ψαρᾶ­δες καὶ ἐργά­τες, γυναῖ­κες καὶ παι­διά. Ἕνας, ποὺ στὸ πέρα­σμά του σκορ­ποῦ­σε τὴν εὐλο­γία καὶ τὴ χαρά. Κι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζω­ραῖ­ος. Ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ εἶχε μαζευ­τῇ στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκα­τομ­μύ­ριο, ἤθε­λε νὰ δὴ τὸ Χρι­στό.

Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς δὲν ἦταν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα. Ποῦ ἦταν; Βρι­σκό­ταν σ’ ἕνα μικρὸ χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, στὴ Βηθα­νία. Ἐκεῖ ὁ Χρι­στὸς σὰν χθές, Σάβ­βα­το, ἔκα­νε τὸ μεγα­λύ­τε­ρο ἀπ’ ὅλα τὰ θαύ­μα­τα ποὺ εἶχε κάνει μέχρι τότε. Πῆγε στὰ μνή­μα­τα, ἐκεῖ ὅπου ἦταν θαμ­μέ­νος καὶ ὁ φίλος του ὁ Λάζα­ρος, ποὺ εἶχε πεθά­νει πρὶν ἀπὸ τρεῖς μέρες. Στά­θη­κε μπρο­στὰ στὸν τάφο του, καὶ φώνα­ξε: «Λάζα­ρε, δεῦ­ρο ἔξω» (Ἰωάν. 11, 43). Λάζα­ρε, βγὲς ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο σου. Ποιός μπο­ρεῖ, χρι­στια­νοί μου, νὰ πῇ αὐτὸ τὸ λόγο μπρο­στὰ σ’ ἕνα μνῆ­μα; Χίλιες φορὲς νὰ φωνά­ζου­με μπρο­στὰ στὸν τάφο ἑνὸς ἀγα­πη­τοῦ μας προ­σώ­που, τίπο­τα δὲν θὰ κατορ­θώ­σου­με. Ὁ νεκρὸς δὲν πρό­κει­ται νὰ κινη­θῇ. Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶνε ὅπως ὁ λόγος τῶν ἀνθρώ­πων. Εἶνε λόγος παν­το­δύ­να­μος. Κι ὅπως ἄλλο­τε ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στά­θη­κε ἱκα­νὸς νὰ δημιουρ­γή­σῃ ὅλο τὸ σύμ­παν, ἔτσι καὶ τώρα ὁ λόγος τοῦ Χρι­στοῦ, λόγος Θεοῦ, ἔφτα­σε γιὰ ν’ ἀνα­στη­θῇ ὁ Λάζα­ρος. Ώ, τί θαῦ­μα!

Ἡ εἴδη­σις αὐτή, ὅτι ὁ Χρι­στὸς πῆγε στὰ μνή­μα­τα καὶ ἀνέ­στη­σε τὸ Λάζα­ρο, αὐτὴ ἡ εἴδη­σι σὰν ἀστρα­πὴ δια­δό­θη­κε ἀπὸ στό­μα σὲ στό­μα. Ὅπου καὶ ἂν στε­κό­σουν στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, δὲν ἄκου­γες τίπο­τε ἄλλο, παρὰ μόνο τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅλοι μιλοῦ­σαν γιὰ τὸ Χρι­στό. Ὅλοι ἐπι­θυ­μοῦ­σαν νὰ τὸν δοῦν. Ὅλοι νὰ τὸν χαι­ρε­τί­σουν. Ὅλοι νὰ τὸν ζητω­κραυ­γά­σουν. Ὅλοι νὰ τὸν πάρουν στὰ χέρια καὶ νὰ τὸν κάνουν βασι­λιᾶ. Θὰ ἦταν ὁ πιὸ ἄξιος βασι­λιᾶς. Για­τί ποιός ἄλλος ἔκα­νε τέτοια θαύ­μα­τα σὰν τὸ Χρι­στό; Ποιός ἄλλος ἔδει­ξε τέτοια δύνα­μι; Ὅλοι οἱ βασι­λιᾶ­δες, κι αὐτοὶ οἱ πιὸ δυνα­τοὶ σάν τον Μέγα Ἀλέ­ξαν­δρο καὶ τὸν Καί­σα­ρα, ποὺ νίκη­σαν ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ ἵδρυ­σαν ἀπέ­ραν­τες αὐτο­κρα­το­ρί­ες, στὸ τέλος νική­θη­καν ἀπό το θάνα­το. Ἕνα μνῆ­μα ἄνοι­ξε καὶ τοὺς ἔθα­ψε γιὰ πάν­τα. Ἀλλ’ ὁ Χρι­στὸς εἶνε ὁ μόνος ποὺ νίκη­σε το χάρο. Σ’ αὐτὸν καὶ μόνο ἀνή­κει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προ­σκύ­νη­σις εἰς τοὺς αἰῶ­νας τῶν αἰώ­νων.

Γι’ αὐτό, ὅταν τὴν ἄλλη μέρα ὁ Χρι­στὸς πῆρε τοὺς μαθη­τές του καὶ ξεκί­νη­σε νὰ πάη στὰ Ἱερο­σό­λυ­μα, γιὰ νὰ γιορ­τά­σῃ καὶ αὐτὸς τὴ μεγά­λη γιορ­τή, τὸ Πάσχα, ὅλος ὁ κόσμος ξεση­κώ­θη­κε. Μιὰ φωνὴ ἀκου­γό­ταν «Ἔρχε­ται ὁ Χρι­στός». Καὶ ἔγι­νε μιὰ ὑπο­δο­χή, ποὺ σὲ κανέ­να βασι­λιᾶ δὲν εἶχε γίνει. Μιὰ ὑπο­δο­χὴ αὐθόρ­μη­τη. Μιὰ ὑπο­δο­χὴ ὅπου ἔλα­βε μέρος ὅλος ὁ κόσμος, καὶ τὰ μικρὰ ἀκό­μη παι­διά. Ἐκδη­λώ­σεις πρω­το­φα­νεῖς. Ἄλλοι ἔκο­βαν κλα­ριὰ ἀπὸ φοι­νι­κό­δεν­τρα, τὰ ἔσειαν καὶ φώνα­ζαν: «Ὡσαν­νά, εὐλο­γη­μέ­νος ὁ ἐρχό­με­νος ἐν ὀνό­μα­τι Κυρί­ου, ὁ βασι­λεὺς τοῦ Ἰσρα­ήλ» (Ἰωάν. 12, 13). Ἄλλοι ἔβγα­ζαν τὰ ροῦ­χα τους καὶ τὰ ἔστρω­ναν στὸ δρό­μο ὅπου θὰ περ­νοῦ­σε ὁ Χρι­στός.

Καὶ ὁ Χρι­στός; Δὲν παρου­σί­α­ζε τίπο­τε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παρου­σιά­ζουν ἐξω­τε­ρι­κὰ οἱ βασι­λιᾶ­δες καὶ θαμ­πώ­νουν τοὺς ἀνθρώ­πους. Ὁ Χρι­στὸς δὲν φοροῦ­σε μετα­ξω­τὰ ροῦ­χα. Δὲν φοροῦ­σε τὴν κόκ­κι­νη, τὴν πανά­κρι­βη ἐκεί­νη στο­λή, ποὺ φοροῦ­σαν οἱ βασι­λιᾶ­δες τοῦ και­ροῦ ἐκεί­νου, τὴν πορ­φύ­ρα. Στὴν κεφα­λή του δὲν ἔλαμ­πε στέμ­μα ἀπὸ δια­μάν­τια. Δὲν κρα­τοῦ­σε σκῆ­πτρο. Δὲν καθό­ταν σὲ ἅρμα πολε­μι­κό, οὔτε σὲ ἄλο­γο χρυ­σο­στο­λι­σμέ­νο καὶ ὑπε­ρή­φα­νο. Οὔτε συνο­δευό­ταν ἀπὸ στρα­τη­γοὺς καὶ στρα­τεύ­μα­τα. Οὔτε ἐμπρὸς τοῦ προ­πο­ρεύ­ον­ταν σαλ­πιγ­κταί, ποὺ νὰ σαλ­πί­ζουν καὶ νὰ προ­ει­δο­ποιοῦν το λαό. Τίπο­τε ἀπ’ αὐτὰ τὰ κοσμι­κὰ μεγα­λεῖα. Ὁ Χρι­στός, ὅπως πάν­το­τε, ἔτσι καὶ τὴ μέρα αὐτῆς τῆς δόξης του φάνη­κε πολὺ ταπει­νός. Σ’ ἕνα γαϊ­δου­ρά­κι καθό­ταν. Ψαρᾶ­δες τὸν συνό­δευαν. Παι­διὰ ἀθώα ἔτρε­χαν μπρο­στά του καὶ τρα­γου­δοῦ­σαν. Ἔτσι ἐκπλη­ρώ­θη­κε ἡ προ­φη­τεία, ποὺ πεν­τα­κό­σια χρό­νια πρὶν γεν­νη­θῇ ὁ Χρι­στὸς εἶχε πεῖ ὁ προ­φή­της Ζαχα­ρί­ας. Ὁ Ζαχα­ρί­ας προ­εῖ­δε τὴν ἡμέ­ρα αὐτὴ ποὺ χιλιά­δες λαὸς γεμᾶ­τος ἐνθου­σια­σμὸ θὰ ὑπο­δε­χό­ταν τὸ Χρι­στό, καὶ εἶπε: «Μὴ φοβοῦ, θύγα­τερ Σιῶν: ἰδοὺ ὁ βασι­λεύς σου ἔρχε­ται καθή­με­νος ἐπὶ πῶλον ὄνου» (πρβλ. Ζαχ. 9, 9).

Βασι­λεὺς ὁ Χρι­στός! Βασι­λεύς, πού το θρό­νο του δὲν στη­ρί­ζει πάνω στὴ βία καὶ στὰ ὅπλα. Βασι­λεύς, ποὺ καλεῖ τοὺς ἀνθρώ­πους ἐλεύ­θε­ρα νὰ τὸν ἐκλέ­ξουν καὶ νὰ τὸν ἀνα­γνω­ρί­σουν ὡς ἐξου­σια­στή. Βασι­λεύς, ποὺ θυσιά­ζε­ται γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ὑπη­κό­ους του. Βασι­λεὺς αἰώ­νιος. «Καὶ τῆς βασι­λεί­ας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1, 33). Τὸ μαρ­τυ­ροῦν ἑκα­τομ­μύ­ρια πιστοὶ ὑπή­κο­οί του, ἄντρες, γυναῖ­κες καὶ παι­διά, ποὺ προ­τί­μη­σαν νὰ πάθουν τὰ πιὸ φρι­κτὰ μαρ­τύ­ρια, παρὰ νὰ τὸν ἀρνη­θοῦν καὶ νὰ τὸν προ­δώ­σουν. Γι’ αὐτὸν τὸν βασι­λιὰ πάν­το­τε θὰ ἀκού­γε­ται τὸ «Ὡσαν­νά». Θρό­νος τοῦ εἶνε οἱ καρ­διὲς τῶν ἀνθρώ­πων.

Ἀδέρ­φια μου· τὴ Μεγά­λη Παρα­σκευὴ ποὺ ὁ Βασι­λεύς μας θὰ εἶνε ὑψω­μέ­νος στὸ θρό­νο του, στὸν τίμιο σταυ­ρό, ἂς πᾶμε κ’ ἐμεῖς, ἂς γονα­τί­σου­με μπρο­στά του μὲ ταπεί­νω­ση καὶ εὐγνω­μο­σύ­νη, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μᾶς ἂς ποῦ­με τὸ δικό μας «Ὡσαν­νά». Ἕνα ἀπό ‘κεῖ­να τὰ «Ὡσαν­νά», ποὺ εἶπαν τὰ ἀθῶα παι­διά.

Διαβάστε επίσης και τα εξής:

elGreek