by admin

ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ

  • Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Παῦ­λος, ἀγα­πη­τοί μου, ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει στοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Κορίν­θου. Ἦταν δὲ τότε ἡ Κόριν­θος μιὰ ἀπὸ τὶς πιό μεγά­λες πόλεις τοῦ κόσμου. Χτι­σμέ­νη κον­τὰ στὴ θάλασ­σα, στὸν περί­φη­μο Ἰσθμό, εἶχε ἐξε­λι­χθῆ σ’ ἕνα σπου­δαῖο ναυ­τι­κὸ καὶ ἐμπο­ρι­κό κέν­τρο τῆς Μεσο­γεί­ου. Χιλιά­δες καρά­βια ἔρχον­ταν κ’ ἔφευ­γαν ἀπ’ τὸ λιμά­νι της. Οἱ κάτοι­κοι ζοῦ­σαν μὲ πολυ­τέ­λεια καὶ ἀσω­τία. Διε­φθαρ­μέ­νες γυναῖ­κες κοπά­δια. Εἶχαν ὡς κατοι­κία ἕνα ναό, τὸν περι­βόη­το ναὸ τῆς Ἀφρο­δί­της, ποὺ οἱ Ἕλλη­νες εἰδω­λο­λά­τρες εἶχαν χτί­σει γιὰ νὰ τιμή­σουν τὴν αἰσχρὰ θεό­τη­τα.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΔΕΝ ΕΙΝΕ, ἀγα­πη­τοί μου, δὲν εἶνε πολύς καί­ρός, ποὺ συνέ­βη στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ ἑξῆς. Σὲ κάποιο μέρος εἶχε χτί­ςτῆ μιὰ πολυ­κα­τοι­κία. Ὅλες οἱ ἐργα­σί­ες εἶχαν τελειώ­σει. Ἀπ ̓ ἔξω ἡ πολυ­κα­τοι­κία φαί­νον­ταν πολὺ ὡραία. Ἐσω­τε­ρι­κὰ εἶχε ὄμορ­φη διαρ­ρύθ­μι­σι. Σὲ λίγο τὰ δια­με­ρί­σμα­τα νοι­κιά­στη­καν. Οἱ ἐνοι­κια­σταὶ ἔβα­λαν καὶ τηλε­ο­ρά­σεις. Ὅλα στὴν πολυ­κα­τοι­κία φαι­νόν­του­σαν εὐχά­ρι­στα. Ἀλλὰ ξαφ­νι­κὰ ἦρθε ἡ συμ­φο­ρά. Ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ κάθον­ταν μέσα εἶχαν ἀνοί­ξει τὰ ῥαδιό­φω­να καὶ τὶς τηλε­ο­ρά­σεις κ ̓ ἔβλε­παν κι ἄκου­γαν εὐχά­ρι­στα γι ̓ αὐτοὺς πράγ­μα­τα, ἡ πολυ­κα­τοι­κία σεί­στη­κε. Ὅλοι τρό­μα­ξαν. Νόμι­σαν πὼς ἔφτα­σε τὸ τέλος τους, κ ̓ ἔτρε­ξαν νὰ φύγουν τὸ γρη­γο­ρώ­τε­ρο ἀπ ̓ τὴν πολυ­κα­τοι­κία. Τί εἶχε συμ­βῆ; σει­σμός;

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Σ’ αὐτὴ ΤΗΝ ἀπο­στο­λι­κή περι­κο­πὴ ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ἱδρυ­τής τόσων τοπι­κῶν ἐκκλη­σιῶν, ἀπευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τοὺς Κοριν­θί­ους τοὺς ὑπεν­θυ­μί­ζει, μὲ πόσους κόπους κατώρ­θω­σε νὰ τοὺς φέρῃ στὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅλη του ἡ ἀπο­στο­λι­κὴ ἐργα­σία ἦταν καὶ εἶνε ἕνας μόχθος, μιὰ θυσία, μιὰ ταπεί­νω­σις. Θυσί­α­σε τὰ πάν­τα, στε­ρή­θη­κε κι αὐτὰ τὰ ἀναγ­καῖα. Πεί­να­σε, δίψα­σε, ἔμει­νε γυμνός. Πέρα­σε ἀκό­μη κιν­δύ­νους, ἄλλο­τε ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώ­πους ποὺ τὸν ἐχθρεύ­ον­ταν, καὶ ἄλλο­τε ἀπὸ τὰ στοι­χεῖα τῆς φύσε­ως κατὰ τὶς ὁδοι­πο­ρί­ες του. Τέλος γιὰ τὸ σκο­πὸ αὐτὸ δέχθη­κε προ­σβο­λές, ὕβρεις καὶ συκο­φαν­τί­ες. Ταπει­νώ­θη­κε, ἔδει­ξε ἀνο­χή, ὑπο­χώ­ρη­σε. Πρὸ παν­τὸς δὲν θέλη­σε νὰ ἐκμε­ταλ­λευ­θῇ τὸ ἀξί­ω­μά του, οὔτε νὰ ἐπι­βα­ρύ­νῃ κανέ­να γιὰ τὴ συν­τή­ρη­σί του. Μέχρι τὴ στιγ­μὴ αὐτή, ποὺ γρά­φει τὴν ἐπι­στο­λή, ἐργά­ζε­ται μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια γιὰ νὰ βγά­λῃ τὸ ψωμί του.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • EΧΕΤΕ, ἀγα­πη­τοί, ἔχε­τε παρα­κο­λου­θή­σει δίκη; Στὴν ἕδρα εἶνε ὁ δικα­στής. Στὸ ἑδώ­λιο ὁ κατη­γο­ρού­με­νος. Κατη­γο­ρεί­ται γιὰ κάποιο ἔγκλη­μα. Οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς κατη­γο­ρί­ας κατα­θέ­τουν πολ­λὰ ποὺ τὸν ἐπι­βα­ρύ­νουν. Μάρ­τυ­ρες ὑπε­ρα­σπί­σε­ως δὲν παρου­σιά­ζον­ται. Μένει μόνος! Ὁ εἰσαγ­γε­λεὺς εἶνε αὐστη­ρός. Τοῦ ἀπευ­θύ­νει τὸ «κατη­γο­ρῶ», τὸν κρί­νει ἔνο­χο καὶ ζητά­ει τὴν αὐστη­ρὴ κατα­δί­κη του. Δικη­γό­ροι τοῦ ἐπι­τί­θεν­ται. Ὁ κατη­γο­ρού­με­νος εἶνε πολὺ σκε­πτι­κὸς καὶ φοβι­σμέ­νος.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΠΑΥΛΟΣ! Εάν, ἀγα­πη­τοί μου, ἐὰν οἱ ἐχθροί του, ὅπως εἴδα­με στὴν ὁμι­λία τῆς προ­η­γου­μέ­νης Κυρια­κῆς, προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸν μειώ­σουν καὶ νὰ τὸν παρου­σιά­σουν σὰν μικρὸ καὶ ἀνά­ξιο λόγου ἄνθρω­πο, ἡ ἱστο­ρία ὅμως τὸν ἀνα­γνω­ρί­ζει σὰν ἕναν ἀπὸ τὰ μεγα­λύ­τε­ρα πνεύ­μα­τα, ἡ δὲ Ἐκκλη­σία ψάλ­λει τὸ ἐγκώ­μιό του· τὸν ὀνο­μά­ζει πρω­το­κο­ρυ­φαῖο, ἀπό­στο­λο τῶν ἐθνῶν. Καὶ δικαί­ως. Για­τί κανέ­νας ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀπο­στό­λους δὲν κοπί­α­σε τόσο ὅσο κοπί­α­σε ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος. Παρ ̓ ὅλες τὶς δυσκο­λί­ες, τίς συκο­φαν­τί­ες, τοὺς καθη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νους ποὺ διέ­τρε­χε, δὲν λύγι­σε. Μὲ φλο­γε­ρὴ ἀγά­πη, μὲ ἀκρά­δαν­τη πίστι, μὲ ὑπο­μο­νὴ καὶ ἐπι­μο­νὴ ἀφάν­τα­στη, μὲ ἄκρα ταπεί­νω­σι καὶ αὐτα­πάρ­νη­σι, μὲ σύνε­σι καὶ σοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ θάρ­ρος ἀκα­τά­βλη­το ὁ Παῦ­λος κήρυ­ξε τὸ Χρι­στό, ἄνα­ψε φῶς μέσα σὲ μυριά­δες ψυχές. Ὁ Παῦ­λος σὰν ἀετὸς μὲ χρυ­σὰ φτε­ρὰ πέτα­ξε σ ̓ ἀνα­το­λὴ καὶ δύσι, ἔστη­σε τὴ σημαία τοῦ Χρι­στοῦ στὰ πιὸ ἰσχυ­ρὰ κάστρα τοῦ δια­βό­λου, στὰ μεγα­λύ­τε­ρα κέν­τρα τῆς εἰδω­λο­λα­τρί­ας. Ὁ Παῦ­λος μὲ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἔβγα­ζε δαι­μό­νια, θερά­πευε ἀρρώ­στους, ἀνέ­σται­νε νεκρούς, ἔκα­νε θαύ­μα­τα πολ­λὰ καὶ μεγά­λα. Τὰ δὲ μεγα­λύ­τε­ρα θαύ­μα­τα, ποὺ ἐξα­κο­λου­θοῦν νὰ εὐερ­γε­τοῦν τὸν κόσμο, εἶνε οἱ 14 Επι­στο­λές του. Αὐτές οἱ Ἐπι­στο­λὲς εἶνε θαύ­μα­τα αἰώ­νια. Τέλος ἐσφρά­γι­σε τὴν ἁγία ζωή του μὲ τὸ αἷμα του. Μαρ­τύ­ρη­σε στη Ρώμη ἐπί Νέρω­νος.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΚΑΊ ΠΑΛΙ, ἀγα­πη­τοί μου, καὶ πάλι ὁ Παῦ­λος μιλά­ει. Ἂς τὸν ἀκού­σου­με. Εἶνε σὰν ν ̓ ἀκοῦ­με τὸν ἴδιο τὸ Χρι­στό. Για­τί στό­μα τοῦ Χρι­στοῦ ἦταν ὁ Παῦ­λος. Δὲν ἔλε­γε τίπο­τε ποὺ νὰ εἶνε ἔξω ἀπ’ τὴ διδα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ. Κήρυτ­τε μὲ πίστι. Τὰ λόγια του ἔβγαι­ναν ἀπ’ τὸ στό­μα του σὰν φωτιά, που πέφτει μέσ’ στ’ ἀγκά­θια καὶ τὰ καί­ει. Πόθος του ἦταν, νὰ κηρυ­χθῇ ὣς τὰ πέρα­τα τοῦ κόσμου τὸ εὐαγ­γέ­λιο. Πόθος του ἦταν, νὰ φύγῃ τὸ σκο­τά­δι καὶ νά ’ρθῃ τὸ φῶς. Πόθος του ἦταν, νὰ νική­σῃ καὶ νὰ θριαμ­βεύ­σῃ παν­τοῦ ὁ Χρι­στός.
    Ὁ Παῦ­λος βρι­σκό­ταν πάν­τα σὲ πόλε­μο. Ἔδι­νε καθη­με­ρι­νὰ μάχες καὶ καλοῦ­σε τοὺς χρι­στια­νοὺς ν’ ἀγω­νι­στοῦν κι αὐτοὶ κάτω ἀπ’ τὴν ἔνδο­ξη σημαία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ νὰ νική­σουν τὸν ἐχθρό. Κανέ­νας νὰ μὴν ἐγκα­τα­λεί­ψῃ τὴν ἱερὰ παρά­τα­ξι. Κανέ­νας νὰ μὴ φοβη­θῇ. Κανέ­νας νὰ μὴν πετά­ξῃ τὰ ὅπλα καὶ γίνῃ λιπο­τά­κτης. Κανέ­νας νὰ μὴν προ­δώ­σῃ τὸ Χρι­στό.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΕΧΕΙ, ἀγα­πη­τοί μου, ἔχει ἡ ζωὴ αὐτὴ τὶς πίκρες της, ἀλλ ̓ ἔχει καὶ τίς χαρές της. Χαρὲς δέ, κοσμι­κές χαρές, ἀπ’ τίς μεγά­λες, εἶνε καὶ οἱ χαρὲς τοῦ γάμου. Ο λαός μας, ὅταν στους νέους καὶ στίς νέες εὔχε­ται «Στὶς χαρές σας», ἐννο­εῖ τὸ γάμο τους. Αλλά προ­τοῦ νὰ γίνῃ ὁ γάμος γίνε­ται ὁ ἀρρα­βῶ­νας. Ο νέος δηλα­δὴ καὶ ἡ νέα, ποὺ ἀγα­πιῶν­ται καὶ ἔχουν κατα­λή­ξει στὴν ἀπό­φα­σι τοῦ γάμου, θέλουν μπρο­στὰ σὲ ἄλλους, συγ­γε­νεῖς καὶ φίλους, νὰ γνω­στο­ποι­ή­σουν τὴν ἀπό­φα­σί τους, νὰ δώσουν ἐπι­σή­μως ὑπό­σχε­σι γάμου, καὶ νὰ φορέ­σουν τὰ δαχτυ­λί­δια σὰν μιὰ βεβαί­ω­σι, ὅτι ἡ ὑπό­σχε­σι ποὺ δόθη­κε θὰ ἐκπλη­ρω­θῇ. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρρα­βῶ­νας.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου ἀνα­γνῶ­σται, ὁ Παῦ­λος δὲν ἦταν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἀπό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ. Αντι­θέ­τως ἦταν ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλη­σί­ας καὶ βλά­σφη­μος καὶ διώ­κτης τῶν χρι­στια­νῶν. Ἀπ ̓ τὴ στιγ­μὴ ὅμως, ποὺ εἶδε τὸ ὅρα­μα κον­τὰ στὴ Δαμα­σκὸ κι ἄκου­σε τὴ φωνὴ «Σαούλ Σαούλ, τί με διώ­κεις;» (Πράξ. 9,4), ἀπὸ τότε πίστε­ψε κ’ ἔγι­νε κορυ­φαῖ­ος κήρυ­κας τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου. Ποιός μπο­ρεῖ νὰ περι­γρά­ψῃ τὸ μεγα­λεῖο τοῦ Παύ­λου; Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, ποὺ ἦταν θαυ­μα­στής του, λέει Ἂν θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιο σημεῖο κατα­πτώ­σε­ως μπο­ρεῖ νὰ φθά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, δές τὸν Ἰού­δα, ποὺ γιὰ τριά­κον­τα ἀργύ­ρια ἐπρό­δω­σε τὸν ἀγα­πη­τό του Διδά­σκα­λο ̇ κι ἂν πάλι θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιό ὕψος ἀρε­τῆς μπο­ρεῖ νὰ φθά­σῃ ὁ ἄνθρω­πος, δες τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο. Ἔφθα­σε μέχρι τρί­του οὐρα­νοῦ καὶ ἄκου­σε «ἄρρη­τα ῥήμα­τα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆ­σαι» (Β’ Κορ. 12, 4). Καί κάποιος νεώ­τε­ρος φιλό­σο­φος καὶ θεο­λό­γος εἶπε γιὰ τὸν Παῦ­λο, ὅτι εἶνε ὁ πρῶ­τος μετὰ τὸν Ἕνα, δηλα­δὴ τὸ Χρι­στό.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου ἀνα­γνῶ­σται, ἦταν πτω­χός, πάμ­πτω­χος. Ἔτσι ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπό­στο­λοι. Οἱ κήρυ­κες τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου δὲν εἶχαν δική τους περιου­σία. Δὲν εἶχαν δικό τους σπί­τι. Δὲν εἶχαν χρή­μα­τα. Κοι­νω­νι­κῶς ἦταν ἀδύ­να­τοι. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ ἀνί­σχυ­ροι καὶ ἄση­μοι ἄνθρω­ποι κατώρ­θω­σαν τὸ ἀκα­τόρ­θω­το κατώρ­θω­σαν νὰ ἑλκύ­σουν τὸν κόσμο στὴ χρι­στια­νι­κὴ πίστι, στὴν πίστι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς ἔγι­νε αὐτό; Εἶνε κάτι ποὺ προ­κα­λεῖ τὸ θαυ­μα­σμό. Ὁ ἀπό­στο­λος, ὅταν τὸν κάλε­σε ὁ Κύριος στό ἀπο­στο­λι­κὸ ἀξί­ω­μα, ἀπε­φά­σι­σε νὰ τὰ θυσιά­σῃ ὅλα. Ἀπο­γυ­μνώ­θη­κε ἀπὸ κάθε περιου­σία καὶ ἰδιο­κτη­σία. Ἐν συνε­χείᾳ ὅμως βλέ­πει κανεὶς νὰ εἶνε τὰ πάν­τα στὴ διά­θε­σή του. Εἶχε τέτοια ἐπάρ­κεια, ὥστε νὰ γρά­φῃ· «Ὡς μηδὲν ἔχον­τες καὶ πάν­τα κατέ­χον­τες» (Β’ Κορ. 6,10). Πῶς ἔγι­νε αὐτὸ καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐξή­γη­σι τοῦ παρα­δό­ξου αὐτοῦ φαι­νο­μέ­νου;

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ λόγια τῆς Π. Δια­θή­κης ὑπεν­θυ­μί­ζει ὁ ἀπό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Κορίν­θου στήν περι­κο­πὴ αὐτή. Εἶνε λόγια ἀπὸ τὰ βιβλία Ἔξο­δος, Λευ­ϊ­τι­κόν, καί μάλι­στα ἀπὸ τον προ­φή­τη Ιεζε­κι­ήλ (37,26–28). Τους λέει ὅτι, ἀφ ̓ ὅτου πιστεύ­σα­τε στὸ Χρι­στό, ἀπο­τε­λεῖ­τε μιὰ ἰδιαί­τε­ρη πολι­τεία ποὺ ὀνο­μά­ζε­ται λαὸς τοῦ Θεοῦ. Πλη­σιά­σα­τε στὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς πλη­σί­α­σε σ’ ἐσᾶς καὶ περ­πα­τεῖ ἀνά­με­σά σας. Ἦλθε τόσο κον­τά σας, ὥστε γίνα­τε ἕνας ναός, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοι­κεῖ καὶ λατρεύ­ε­ται. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἑρμη­νεύ­ον­τας αὐτὴ τὴν περι­κο­πὴ (ΙΓ ́ ὁμ. εἰς Β ́ Κορ., 3) παρα­τη­ρεῖ «“Ἐνοι­κή­σω ἐν ναοῖς καὶ ἐμπε­ρι­πα­τή­σω”, τὴν πλεί­ο­να πρὸς αὐτοὺς σχέ­σιν δηλῶν. Ἐννόη­σον τίς ἐμπε­ρι­πα­τεῖ σοι, τίς ἐνοι­κεῖ…», δηλα­δή μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δεί­χνει «τὴ στε­νό­τε­ρη σχέ­σι μ’ αὐτούς… Σκέ­ψου ποιός περ­πα­τεῖ ἀνά­με­σά σου, ποιός κατοι­κεῖ ἐντός σου» (Ε.Π.Ε. 19[81], 370). Μέσα σὲ τοῦ­το τὸν κόσμο, συνε­χί­ζει ὁ Παῦ­λος τὰ προ­φη­τι­κά λόγια, εἶσθε βέβαια μειο­ψη­φία, ἀλλὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ μὴν ἀφο­μοιω­θῆ­τε ἀπ’ αὐτόν. Ἔχε­τε ὑπο­χρέ­ω­σι νὰ ζῆτε μ’ ἕναν ἄλλο τρό­πο, μιὰ ἁγία ζωή, ὄχι ὅπως θέλει ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅπως θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ξεχω­ρί­στε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ νοο­τρο­πία του, μὴ μιμεῖ­σθε καὶ μὴν ἀγγί­ζε­τε τὴν ἀκά­θαρ­τη ζωή του. Μ’ αὐτὰ δὲν ἐννοῶ νὰ βγῆ­τε τοπι­κῶς ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ἐγκα­τα­λεί­ψε τε τὸν κόσμο. Δὲν σᾶς λέω νὰ κατα­φύ­γε­τε ὅλοι στὰ σπή­λαια καὶ νὰ γίνε­τε μονα­χοί. Μεί­νε­τε μέ σα στὴν κοι­νω­νία, ἀλλὰ νὰ ζήσε­τε κατὰ τὸ εὐαγ­γέ­λιο.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ἀγα­πη­τοί μου, στὸ φθι­νό­πω­ρο. Εἶνε ἡ ἐπο­χὴ τῆς σπο­ρᾶς. Ἐὰν πᾶτε σ’ ἕνα γεωρ­γι­κό χωριό, θὰ δῆτε ὅτι ὅλοι βρί­σκον­ται σὲ κίνη­σι. Ἕνα τέτοιο χωριό στήν περι­φέ­ρειά μας εἶνε ἡ Κέλ­λη, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιά χωριά Μακε­δο­νί­ας μας. Κάπο­τε ἦταν καὶ ἕδρα ἐπι­σκό­που. Γεωρ­γοὶ καὶ βοσκοί εἶνε οἱ κάτοι­κοι τοῦ χωριοῦ. Ὀρει­νὸ τὸ χωριό. Τεχνι­κή καλ­λιέρ­γεια μηδέν1. Τρα­κτέρ καὶ ἁλω­νι­στι­κές μηχα­νὲς δὲν ἔχουν κάνει ἀκό­μη τὴν ἐμφά­νι­σί τους στὸ χωριὸ αὐτό. Τα χωρά­φια καλ­λιερ­γοῦν­ται μὲ τὸν ἴδιο τρό­πο ποὺ τὰ καλ­λιερ­γοῦ­σαν στὴν ἀρχαία ἐπο­χή. Καλ­λιερ­γοῦν­ται μὲ ξύλι­να ἀλέ­τρια, ποὺ σέρ­νουν τὰ καμα­τε­ρὰ βόδια.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ σήμε­ρα, ἀγα­πη­τοί μου, γιὰ τὸν παρά­δει­σο.
    ‑Οὔφ, θέμα ποὺ διά­λε­ξες γιά νά μᾶς μιλή­σῃς! Σε ποιόν, ἄνθρω­πε, αἰῶ­να ζῆς; Σὲ ποιούς μιλᾷς; θὰ μᾶς ποῦν πολ­λοί. Ἐμεῖς δὲν εἴμα­στε ἄνθρω­ποι τοῦ παλιοῦ και­ροῦ, ποὺ δὲν ἤξε­ραν γράμ­μα­τα καὶ οἱ παπᾶ­δες τοὺς ἔλε­γαν τὰ παρα­μύ­θια τους κι αὐτοὶ τοὺς ἄκου­γαν. Ἐσεῖς ποὺ μιλᾶ­τε στὴ σημε­ρι­νὴ ἐπο­χή, σὲ μιὰ ἐπο­χὴ ποὺ ἡ ἐπι­στή­μη ἔκα­νε τόσο μεγά­λες ανα­κα­λύ­ψεις καὶ πέτα­ξε στο φεγ­γά­ρι, πρέ­πει κ’ ἐσεῖς νὰ ἐκσυγ­χρο­νι­σθῆ­τε, δηλα­δὴ νὰ πάψε­τε νὰ μιλᾶ­τε γιὰ κολά­σεις καὶ παρα­δεί­σους καὶ νὰ κοι­τά­ξε­τε πῶς οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ζήσουν καλύ­τε­ρα ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀφῆ­στε τὰ παρα­μύ­θια σας. Δὲν ὑπάρ­χει κόλα­σι, δὲν ὑπάρ­χει παρά­δει­σος, δὲν ὑπάρ­χει ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ὁ παρά­δει­σος, ἐδῶ εἶνε κ ̓ ἡ κόλα­σι…

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, αγα­πη­τοί μου, στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του δὲν γνώ­ρι­ζε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι­στό. Καὶ ἐνῷ δὲν τὸν γνώ­ρι­ζε, ἐν τού­τοις πολε­μοῦ­σε μὲ μανία τὴν Ἐκκλη­σία του. Ἔπει­τα δέχθη­κε τη χρι­στια­νι­κὴ πίστι. Τότε ἦταν ἀκό­μη ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φανα­τι­κοὺς λάτρες τοῦ ἰου­δαϊ­σμοῦ. Δια­κρι­νό­ταν μετα­ξὺ τῶν συνο­μη­λί­κων του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, γιὰ τὴν ἀφο­σί­ω­σί του στὶς παρα­δό­σεις τῶν πατέ­ρων του «…Περισ­σο­τέ­ρως ζηλω­τὴς ὑπάρ­χων τῶν πατρι­κῶν μου παρα­δό­σε­ων» (Γαλ. 1,14). Δεν ὑπάρ­χει ἀμφι­βο­λία ὅτι, ἂν ἦταν παρών τότε, ποὺ οἱ φανα­τι­κοὶ Ἰου­δαῖ­οι κατα­δί­κα­ζαν τὸ Χρι­στὸ καὶ μὲ φωνές και κραυ­γὲς ἀπαι­τοῦ­σαν ἀπὸ τὸν Πόν­τιο Πιλᾶ­το τὴ θανά­τω­σί του διὰ σταυ­ροῦ, κι αὐτός θὰ κραύ­γα­ζε μαζί τους ἐκεί­νη τὴ φωνή «Ἆρον ἆρον, σταύ­ρω­σον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15). Ζηλω­τὴς τῶν ἰου­δαϊ­κῶν παρα­δό­σε­ων καὶ φοβε­ρός διώ­κτης τῆς πρώ­της χρι­στια­νι­κῆς Ἐκκλη­σί­ας.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγα­πη­τοί μου, προ­τρέ­πει σήμε­ρα ὅλους τοὺς χρι­στια­νούς, νὰ κάνουν καλὰ ἔργα. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἀλλὰ νὰ εἶνε πρῶ­τοι στὰ καλὰ ἔργα, παρα­κι­νών­τας σ’ αὐτὰ καὶ ἄλλους.
    Ἀλλὰ ποιά, θὰ μὲ ῥωτή­σε­τε, ποιά εἶνε τὰ καλὰ ἔργα; Ὁ κόσμος στὴν ἐπο­χή μας, ὅταν ἀκού­σῃ ἔργα, ἡ σκέ­ψι του πηγαί­νει σὲ ἔργα ποὺ κάνουν οἱ μηχα­νι­κοί, ἔργα ποὺ ἐξυ­πη­ρε­τοῦν κοι­νό­τη­τες καὶ δήμους καὶ ὅλο τὸ κρά­τος, ἔργα ὅπως τὰ λένε κοι­νω­νι­κῆς, οἰκο­νο­μι­κῆς καὶ πολι­τι­στι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως. Τέτοια ἔργα εἶνε τὰ γεφύ­ρια, οἱ δρό­μοι, οἱ σιδη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές, τὰ ἐργο­στά­σια, τὰ του­ρι­στι­κά κέν­τρα, οἱ πλάζ, τὰ ξενο­δο­χεῖα, τὰ σχο­λεῖα, τὰ νοσο­κο­μεῖα καὶ ἄλλα. Τέτοια ἔργα γίνον­ται σ ̓ ὅλα τὰ κρά­τη. Τώρα δὲ τελευ­ταῖα καὶ στὴν Ἑλλά­δα, ποὺ τὴν εἶχαν ῥημά­ξει ἐσω­τε­ρι­κοὶ καὶ ἐξω­τε­ρι­κοὶ ἐχθροὶ καὶ δὲν εἶχαν ἀφή­σει σχε­δόν τίπο­τε, παρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα γιὰ τέτοια ἔργα.

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
  • Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ο από­στο­λος Παῦ­λος στὸ ῥητὸ ποὺ ἀκού­σα­τε μιλά­ει γιὰ κάποια ἀγά­πη, ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθαν­θῇ ὁ ἄνθρω­πος σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ἀξί­ζει νὰ ζῇ. Ἀλλὰ πρὶν μιλή­σου­με γιὰ τὴν ἀγά­πη αὐτή, θὰ μιλή­σου­με γιὰ ἄλλα εἴδη ἀγά­πης, ποὺ ὑπάρ­χουν στὸν κόσμο.
    Τί εἶνε ἀγά­πη; Εἶνε ἕνα αἴσθη­μα, ποὺ ὑπάρ­χει στὴν καρ­διὰ κάθε ἀνθρώ­που. Καὶ αὐτὸς ποὺ φαί­νε­ται κακὸς καὶ διε­στραμ­μέ­νος ἔχει μέσα του κάποιο αἴσθη­μα ̇ κάτι κι αὐτὸς ἀγα­πά­ει, εἴτε πρό­σω­πο εἴτε πρᾶγ­μα. Χωρὶς ἀγά­πη δὲν ζῇ ὁ ἄνθρω­πος ἀπελ­πί­ζε­ται καὶ πάει κι αὐτο­κτο­νεῖ. Αλλοί­μο­νο, λέει ὁ ἀπελ­πι­σμέ­νος· ἐμέ­να πιὰ κανέ­νας δεν μ’ αγα­πά­ει. Τί θέλω νὰ ζῶ;…

    0 FacebookTwitterPinterestEmail
elGreek