ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ
-
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Παῦλος, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. Ἦταν δὲ τότε ἡ Κόρινθος μιὰ ἀπὸ τὶς πιό μεγάλες πόλεις τοῦ κόσμου. Χτισμένη κοντὰ στὴ θάλασσα, στὸν περίφημο Ἰσθμό, εἶχε ἐξελιχθῆ σ’ ἕνα σπουδαῖο ναυτικὸ καὶ ἐμπορικό κέντρο τῆς Μεσογείου. Χιλιάδες καράβια ἔρχονταν κ’ ἔφευγαν ἀπ’ τὸ λιμάνι της. Οἱ κάτοικοι ζοῦσαν μὲ πολυτέλεια καὶ ἀσωτία. Διεφθαρμένες γυναῖκες κοπάδια. Εἶχαν ὡς κατοικία ἕνα ναό, τὸν περιβόητο ναὸ τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ οἱ Ἕλληνες εἰδωλολάτρες εἶχαν χτίσει γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν αἰσχρὰ θεότητα.
-
ΔΕΝ ΕΙΝΕ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε πολύς καίρός, ποὺ συνέβη στη Θεσσαλονίκη τὸ ἑξῆς. Σὲ κάποιο μέρος εἶχε χτίςτῆ μιὰ πολυκατοικία. Ὅλες οἱ ἐργασίες εἶχαν τελειώσει. Ἀπ ̓ ἔξω ἡ πολυκατοικία φαίνονταν πολὺ ὡραία. Ἐσωτερικὰ εἶχε ὄμορφη διαρρύθμισι. Σὲ λίγο τὰ διαμερίσματα νοικιάστηκαν. Οἱ ἐνοικιασταὶ ἔβαλαν καὶ τηλεοράσεις. Ὅλα στὴν πολυκατοικία φαινόντουσαν εὐχάριστα. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἦρθε ἡ συμφορά. Ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ κάθονταν μέσα εἶχαν ἀνοίξει τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὶς τηλεοράσεις κ ̓ ἔβλεπαν κι ἄκουγαν εὐχάριστα γι ̓ αὐτοὺς πράγματα, ἡ πολυκατοικία σείστηκε. Ὅλοι τρόμαξαν. Νόμισαν πὼς ἔφτασε τὸ τέλος τους, κ ̓ ἔτρεξαν νὰ φύγουν τὸ γρηγορώτερο ἀπ ̓ τὴν πολυκατοικία. Τί εἶχε συμβῆ; σεισμός;
-
Σ’ αὐτὴ ΤΗΝ ἀποστολική περικοπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτής τόσων τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Κορινθίους τοὺς ὑπενθυμίζει, μὲ πόσους κόπους κατώρθωσε νὰ τοὺς φέρῃ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη του ἡ ἀποστολικὴ ἐργασία ἦταν καὶ εἶνε ἕνας μόχθος, μιὰ θυσία, μιὰ ταπείνωσις. Θυσίασε τὰ πάντα, στερήθηκε κι αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα. Πείνασε, δίψασε, ἔμεινε γυμνός. Πέρασε ἀκόμη κινδύνους, ἄλλοτε ἀπὸ κακοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐχθρεύονταν, καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως κατὰ τὶς ὁδοιπορίες του. Τέλος γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ δέχθηκε προσβολές, ὕβρεις καὶ συκοφαντίες. Ταπεινώθηκε, ἔδειξε ἀνοχή, ὑποχώρησε. Πρὸ παντὸς δὲν θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ ἀξίωμά του, οὔτε νὰ ἐπιβαρύνῃ κανένα γιὰ τὴ συντήρησί του. Μέχρι τὴ στιγμὴ αὐτή, ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολή, ἐργάζεται μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια γιὰ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμί του.
-
EΧΕΤΕ, ἀγαπητοί, ἔχετε παρακολουθήσει δίκη; Στὴν ἕδρα εἶνε ὁ δικαστής. Στὸ ἑδώλιο ὁ κατηγορούμενος. Κατηγορείται γιὰ κάποιο ἔγκλημα. Οἱ μάρτυρες τῆς κατηγορίας καταθέτουν πολλὰ ποὺ τὸν ἐπιβαρύνουν. Μάρτυρες ὑπερασπίσεως δὲν παρουσιάζονται. Μένει μόνος! Ὁ εἰσαγγελεὺς εἶνε αὐστηρός. Τοῦ ἀπευθύνει τὸ «κατηγορῶ», τὸν κρίνει ἔνοχο καὶ ζητάει τὴν αὐστηρὴ καταδίκη του. Δικηγόροι τοῦ ἐπιτίθενται. Ὁ κατηγορούμενος εἶνε πολὺ σκεπτικὸς καὶ φοβισμένος.
-
Ο ΠΑΥΛΟΣ! Εάν, ἀγαπητοί μου, ἐὰν οἱ ἐχθροί του, ὅπως εἴδαμε στὴν ὁμιλία τῆς προηγουμένης Κυριακῆς, προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μειώσουν καὶ νὰ τὸν παρουσιάσουν σὰν μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου ἄνθρωπο, ἡ ἱστορία ὅμως τὸν ἀναγνωρίζει σὰν ἕναν ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα, ἡ δὲ Ἐκκλησία ψάλλει τὸ ἐγκώμιό του· τὸν ὀνομάζει πρωτοκορυφαῖο, ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν. Καὶ δικαίως. Γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν κοπίασε τόσο ὅσο κοπίασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Παρ ̓ ὅλες τὶς δυσκολίες, τίς συκοφαντίες, τοὺς καθημερινούς κινδύνους ποὺ διέτρεχε, δὲν λύγισε. Μὲ φλογερὴ ἀγάπη, μὲ ἀκράδαντη πίστι, μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ ἀφάνταστη, μὲ ἄκρα ταπείνωσι καὶ αὐταπάρνησι, μὲ σύνεσι καὶ σοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ θάρρος ἀκατάβλητο ὁ Παῦλος κήρυξε τὸ Χριστό, ἄναψε φῶς μέσα σὲ μυριάδες ψυχές. Ὁ Παῦλος σὰν ἀετὸς μὲ χρυσὰ φτερὰ πέταξε σ ̓ ἀνατολὴ καὶ δύσι, ἔστησε τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ στὰ πιὸ ἰσχυρὰ κάστρα τοῦ διαβόλου, στὰ μεγαλύτερα κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας. Ὁ Παῦλος μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔβγαζε δαιμόνια, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνέσταινε νεκρούς, ἔκανε θαύματα πολλὰ καὶ μεγάλα. Τὰ δὲ μεγαλύτερα θαύματα, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ εὐεργετοῦν τὸν κόσμο, εἶνε οἱ 14 Επιστολές του. Αὐτές οἱ Ἐπιστολὲς εἶνε θαύματα αἰώνια. Τέλος ἐσφράγισε τὴν ἁγία ζωή του μὲ τὸ αἷμα του. Μαρτύρησε στη Ρώμη ἐπί Νέρωνος.
-
ΚΑΊ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, καὶ πάλι ὁ Παῦλος μιλάει. Ἂς τὸν ἀκούσουμε. Εἶνε σὰν ν ̓ ἀκοῦμε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Γιατί στόμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ Παῦλος. Δὲν ἔλεγε τίποτε ποὺ νὰ εἶνε ἔξω ἀπ’ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κήρυττε μὲ πίστι. Τὰ λόγια του ἔβγαιναν ἀπ’ τὸ στόμα του σὰν φωτιά, που πέφτει μέσ’ στ’ ἀγκάθια καὶ τὰ καίει. Πόθος του ἦταν, νὰ κηρυχθῇ ὣς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου τὸ εὐαγγέλιο. Πόθος του ἦταν, νὰ φύγῃ τὸ σκοτάδι καὶ νά ’ρθῃ τὸ φῶς. Πόθος του ἦταν, νὰ νικήσῃ καὶ νὰ θριαμβεύσῃ παντοῦ ὁ Χριστός.
Ὁ Παῦλος βρισκόταν πάντα σὲ πόλεμο. Ἔδινε καθημερινὰ μάχες καὶ καλοῦσε τοὺς χριστιανοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν κι αὐτοὶ κάτω ἀπ’ τὴν ἔνδοξη σημαία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ νικήσουν τὸν ἐχθρό. Κανένας νὰ μὴν ἐγκαταλείψῃ τὴν ἱερὰ παράταξι. Κανένας νὰ μὴ φοβηθῇ. Κανένας νὰ μὴν πετάξῃ τὰ ὅπλα καὶ γίνῃ λιποτάκτης. Κανένας νὰ μὴν προδώσῃ τὸ Χριστό. -
ΕΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, ἔχει ἡ ζωὴ αὐτὴ τὶς πίκρες της, ἀλλ ̓ ἔχει καὶ τίς χαρές της. Χαρὲς δέ, κοσμικές χαρές, ἀπ’ τίς μεγάλες, εἶνε καὶ οἱ χαρὲς τοῦ γάμου. Ο λαός μας, ὅταν στους νέους καὶ στίς νέες εὔχεται «Στὶς χαρές σας», ἐννοεῖ τὸ γάμο τους. Αλλά προτοῦ νὰ γίνῃ ὁ γάμος γίνεται ὁ ἀρραβῶνας. Ο νέος δηλαδὴ καὶ ἡ νέα, ποὺ ἀγαπιῶνται καὶ ἔχουν καταλήξει στὴν ἀπόφασι τοῦ γάμου, θέλουν μπροστὰ σὲ ἄλλους, συγγενεῖς καὶ φίλους, νὰ γνωστοποιήσουν τὴν ἀπόφασί τους, νὰ δώσουν ἐπισήμως ὑπόσχεσι γάμου, καὶ νὰ φορέσουν τὰ δαχτυλίδια σὰν μιὰ βεβαίωσι, ὅτι ἡ ὑπόσχεσι ποὺ δόθηκε θὰ ἐκπληρωθῇ. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀρραβῶνας.
-
Ο ΠΑΥΛΟΣ, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, ὁ Παῦλος δὲν ἦταν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Αντιθέτως ἦταν ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ βλάσφημος καὶ διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ἀπ ̓ τὴ στιγμὴ ὅμως, ποὺ εἶδε τὸ ὅραμα κοντὰ στὴ Δαμασκὸ κι ἄκουσε τὴ φωνὴ «Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις;» (Πράξ. 9,4), ἀπὸ τότε πίστεψε κ’ ἔγινε κορυφαῖος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου. Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Παύλου; Ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ποὺ ἦταν θαυμαστής του, λέει Ἂν θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιο σημεῖο καταπτώσεως μπορεῖ νὰ φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος, δές τὸν Ἰούδα, ποὺ γιὰ τριάκοντα ἀργύρια ἐπρόδωσε τὸν ἀγαπητό του Διδάσκαλο ̇ κι ἂν πάλι θέλης νὰ δῆς μέχρι ποιό ὕψος ἀρετῆς μπορεῖ νὰ φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος, δες τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἔφθασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ἄκουσε «ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12, 4). Καί κάποιος νεώτερος φιλόσοφος καὶ θεολόγος εἶπε γιὰ τὸν Παῦλο, ὅτι εἶνε ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα, δηλαδὴ τὸ Χριστό.
-
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγαπητοί μου ἀναγνῶσται, ἦταν πτωχός, πάμπτωχος. Ἔτσι ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου δὲν εἶχαν δική τους περιουσία. Δὲν εἶχαν δικό τους σπίτι. Δὲν εἶχαν χρήματα. Κοινωνικῶς ἦταν ἀδύνατοι. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ ἀνίσχυροι καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι κατώρθωσαν τὸ ἀκατόρθωτο κατώρθωσαν νὰ ἑλκύσουν τὸν κόσμο στὴ χριστιανικὴ πίστι, στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Πῶς ἔγινε αὐτό; Εἶνε κάτι ποὺ προκαλεῖ τὸ θαυμασμό. Ὁ ἀπόστολος, ὅταν τὸν κάλεσε ὁ Κύριος στό ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀπεφάσισε νὰ τὰ θυσιάσῃ ὅλα. Ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε περιουσία καὶ ἰδιοκτησία. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως βλέπει κανεὶς νὰ εἶνε τὰ πάντα στὴ διάθεσή του. Εἶχε τέτοια ἐπάρκεια, ὥστε νὰ γράφῃ· «Ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6,10). Πῶς ἔγινε αὐτὸ καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐξήγησι τοῦ παραδόξου αὐτοῦ φαινομένου;
-
ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ λόγια τῆς Π. Διαθήκης ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου στήν περικοπὴ αὐτή. Εἶνε λόγια ἀπὸ τὰ βιβλία Ἔξοδος, Λευϊτικόν, καί μάλιστα ἀπὸ τον προφήτη Ιεζεκιήλ (37,26-28). Τους λέει ὅτι, ἀφ ̓ ὅτου πιστεύσατε στὸ Χριστό, ἀποτελεῖτε μιὰ ἰδιαίτερη πολιτεία ποὺ ὀνομάζεται λαὸς τοῦ Θεοῦ. Πλησιάσατε στὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς πλησίασε σ’ ἐσᾶς καὶ περπατεῖ ἀνάμεσά σας. Ἦλθε τόσο κοντά σας, ὥστε γίνατε ἕνας ναός, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ καὶ λατρεύεται. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν περικοπὴ (ΙΓ ́ ὁμ. εἰς Β ́ Κορ., 3) παρατηρεῖ «“Ἐνοικήσω ἐν ναοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω”, τὴν πλείονα πρὸς αὐτοὺς σχέσιν δηλῶν. Ἐννόησον τίς ἐμπεριπατεῖ σοι, τίς ἐνοικεῖ…», δηλαδή μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δείχνει «τὴ στενότερη σχέσι μ’ αὐτούς… Σκέψου ποιός περπατεῖ ἀνάμεσά σου, ποιός κατοικεῖ ἐντός σου» (Ε.Π.Ε. 19[81], 370). Μέσα σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, συνεχίζει ὁ Παῦλος τὰ προφητικά λόγια, εἶσθε βέβαια μειοψηφία, ἀλλὰ μπορεῖτε νὰ μὴν ἀφομοιωθῆτε ἀπ’ αὐτόν. Ἔχετε ὑποχρέωσι νὰ ζῆτε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, μιὰ ἁγία ζωή, ὄχι ὅπως θέλει ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅπως θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ξεχωρίστε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴ νοοτροπία του, μὴ μιμεῖσθε καὶ μὴν ἀγγίζετε τὴν ἀκάθαρτη ζωή του. Μ’ αὐτὰ δὲν ἐννοῶ νὰ βγῆτε τοπικῶς ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ ἐγκαταλείψε τε τὸν κόσμο. Δὲν σᾶς λέω νὰ καταφύγετε ὅλοι στὰ σπήλαια καὶ νὰ γίνετε μοναχοί. Μείνετε μέ σα στὴν κοινωνία, ἀλλὰ νὰ ζήσετε κατὰ τὸ εὐαγγέλιο.
-
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ, ἀγαπητοί μου, στὸ φθινόπωρο. Εἶνε ἡ ἐποχὴ τῆς σπορᾶς. Ἐὰν πᾶτε σ’ ἕνα γεωργικό χωριό, θὰ δῆτε ὅτι ὅλοι βρίσκονται σὲ κίνησι. Ἕνα τέτοιο χωριό στήν περιφέρειά μας εἶνε ἡ Κέλλη, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ παλαιά χωριά Μακεδονίας μας. Κάποτε ἦταν καὶ ἕδρα ἐπισκόπου. Γεωργοὶ καὶ βοσκοί εἶνε οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ. Ὀρεινὸ τὸ χωριό. Τεχνική καλλιέργεια μηδέν1. Τρακτέρ καὶ ἁλωνιστικές μηχανὲς δὲν ἔχουν κάνει ἀκόμη τὴν ἐμφάνισί τους στὸ χωριὸ αὐτό. Τα χωράφια καλλιεργοῦνται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὰ καλλιεργοῦσαν στὴν ἀρχαία ἐποχή. Καλλιεργοῦνται μὲ ξύλινα ἀλέτρια, ποὺ σέρνουν τὰ καματερὰ βόδια.
-
ΘΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ σήμερα, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὸν παράδεισο.
-Οὔφ, θέμα ποὺ διάλεξες γιά νά μᾶς μιλήσῃς! Σε ποιόν, ἄνθρωπε, αἰῶνα ζῆς; Σὲ ποιούς μιλᾷς; θὰ μᾶς ποῦν πολλοί. Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ παλιοῦ καιροῦ, ποὺ δὲν ἤξεραν γράμματα καὶ οἱ παπᾶδες τοὺς ἔλεγαν τὰ παραμύθια τους κι αὐτοὶ τοὺς ἄκουγαν. Ἐσεῖς ποὺ μιλᾶτε στὴ σημερινὴ ἐποχή, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐπιστήμη ἔκανε τόσο μεγάλες ανακαλύψεις καὶ πέταξε στο φεγγάρι, πρέπει κ’ ἐσεῖς νὰ ἐκσυγχρονισθῆτε, δηλαδὴ νὰ πάψετε νὰ μιλᾶτε γιὰ κολάσεις καὶ παραδείσους καὶ νὰ κοιτάξετε πῶς οἱ ἄνθρωποι θὰ ζήσουν καλύτερα ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀφῆστε τὰ παραμύθια σας. Δὲν ὑπάρχει κόλασι, δὲν ὑπάρχει παράδεισος, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ὁ παράδεισος, ἐδῶ εἶνε κ ̓ ἡ κόλασι… -
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, αγαπητοί μου, στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του δὲν γνώριζε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἐνῷ δὲν τὸν γνώριζε, ἐν τούτοις πολεμοῦσε μὲ μανία τὴν Ἐκκλησία του. Ἔπειτα δέχθηκε τη χριστιανικὴ πίστι. Τότε ἦταν ἀκόμη ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φανατικοὺς λάτρες τοῦ ἰουδαϊσμοῦ. Διακρινόταν μεταξὺ τῶν συνομηλίκων του, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, γιὰ τὴν ἀφοσίωσί του στὶς παραδόσεις τῶν πατέρων του «…Περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων» (Γαλ. 1,14). Δεν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι, ἂν ἦταν παρών τότε, ποὺ οἱ φανατικοὶ Ἰουδαῖοι καταδίκαζαν τὸ Χριστὸ καὶ μὲ φωνές και κραυγὲς ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Πόντιο Πιλᾶτο τὴ θανάτωσί του διὰ σταυροῦ, κι αὐτός θὰ κραύγαζε μαζί τους ἐκείνη τὴ φωνή «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. 19,15). Ζηλωτὴς τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ φοβερός διώκτης τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
-
Απόστολος & ΚηρύγματαΚυριακοδρόμιο
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Ζ΄ Οικ. Συνόδου) (Αποστολική Περικοπή)
by adminΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ἀγαπητοί μου, προτρέπει σήμερα ὅλους τοὺς χριστιανούς, νὰ κάνουν καλὰ ἔργα. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουν καλὰ ἔργα, ἀλλὰ νὰ εἶνε πρῶτοι στὰ καλὰ ἔργα, παρακινώντας σ’ αὐτὰ καὶ ἄλλους.
Ἀλλὰ ποιά, θὰ μὲ ῥωτήσετε, ποιά εἶνε τὰ καλὰ ἔργα; Ὁ κόσμος στὴν ἐποχή μας, ὅταν ἀκούσῃ ἔργα, ἡ σκέψι του πηγαίνει σὲ ἔργα ποὺ κάνουν οἱ μηχανικοί, ἔργα ποὺ ἐξυπηρετοῦν κοινότητες καὶ δήμους καὶ ὅλο τὸ κράτος, ἔργα ὅπως τὰ λένε κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀναπτύξεως. Τέτοια ἔργα εἶνε τὰ γεφύρια, οἱ δρόμοι, οἱ σιδηροδρομικές γραμμές, τὰ ἐργοστάσια, τὰ τουριστικά κέντρα, οἱ πλάζ, τὰ ξενοδοχεῖα, τὰ σχολεῖα, τὰ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα. Τέτοια ἔργα γίνονται σ ̓ ὅλα τὰ κράτη. Τώρα δὲ τελευταῖα καὶ στὴν Ἑλλάδα, ποὺ τὴν εἶχαν ῥημάξει ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ καὶ δὲν εἶχαν ἀφήσει σχεδόν τίποτε, παρατηρεῖται μιὰ μεγάλη δραστηριότητα γιὰ τέτοια ἔργα. -
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ο απόστολος Παῦλος στὸ ῥητὸ ποὺ ἀκούσατε μιλάει γιὰ κάποια ἀγάπη, ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθανθῇ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ἀξίζει νὰ ζῇ. Ἀλλὰ πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀγάπη αὐτή, θὰ μιλήσουμε γιὰ ἄλλα εἴδη ἀγάπης, ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο.
Τί εἶνε ἀγάπη; Εἶνε ἕνα αἴσθημα, ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸς ποὺ φαίνεται κακὸς καὶ διεστραμμένος ἔχει μέσα του κάποιο αἴσθημα ̇ κάτι κι αὐτὸς ἀγαπάει, εἴτε πρόσωπο εἴτε πρᾶγμα. Χωρὶς ἀγάπη δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπελπίζεται καὶ πάει κι αὐτοκτονεῖ. Αλλοίμονο, λέει ὁ ἀπελπισμένος· ἐμένα πιὰ κανένας δεν μ’ αγαπάει. Τί θέλω νὰ ζῶ;…