ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ
-
ΔΕΝ ΕΙΝΕ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε πολύς καιρός, ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας γέρος, πολὺ γέρος. Θὰ εἶχε περάσει τὰ ὀγδόντα χρόνια. Μοῦ εἶπε τὴν ἱστορία του.
Ἐγώ, σεβασμιώτατε, ἐνῷ ἀκόμα δὲν εἶχα κλείσει τὰ εἴκοσι χρόνια μου, ἀναγκάστηκα νὰ φύγω ἀπ’ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ πάω στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ δούλεψα σκληρά. Ἔκανα ὅλες τὶς δουλειές. Δημιούργησα περιουσία καὶ οἰκογένεια. Καί, δόξα τῷ Θεῷ, ζοῦμε καλά. Αλλά τώρα που γέρασα καὶ κατάλαβα πὼς πλησιάζει ἡ ὥρα νὰ φύγω ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, γεννήθηκε μέσα μου μιὰ ἐπιθυμία ̇ πεθύμησα νὰ γυρίσω στὴν πατρίδα. Καὶ ἦρθα. Βρίσκομαι ἐδῶ μερικούς μῆνες. Πόσο ἄλλαξαν ὅλα ἐδῶ! Τὰ βουνὰ καὶ τὰ ποτάμια ἔμειναν βέβαια τὰ ἴδια. Ἀλλὰ τὰ χωριὰ καὶ ἰδίως οἱ πόλεις μας ἄλλαξαν. Πριν φύγω, ἦταν ἀκόμα οἱ Τοῦρκοι ἐδῶ. Βρωμιά καὶ ἀκαθαρσία ὑπῆρχε παντοῦ. Τὰ περισσότερα σπίτια ἦταν μικρὰ καὶ σὰν καλύβες. Τώρα νέοι δρόμοι, νέες πλατεῖες, νέα κτήρια, νέα σχολεῖα, νέες ἐκκλησίες. Ὅλα καινούργια. Ἡ Θεσσαλονίκη, ποὺ ἦταν ἄλλοτε μιὰ βρώμικη πόλις, τώρα εἶνε μιὰ ὄμορφη καὶ μεγάλη πόλις. Καὶ ἡ μικρή μας Φλώρινα πόσο ὄμορφη εἶνε τώρα! -
ΠΛΟΥΣΙΟΣ, ἀγαπητοί μου, πλούσιος ποιός εἶνε; Πλούσιος ἕνας και μόνο εἶνε εἶνε ὁ Θεός.
—Ὁ Θεὸς πλούσιος; Τί σχέσι, θὰ ποῦν πολλοί, τί σχέσι ἔχει ὁ Θεός μὲ τὰ λεφτά;
Μη βιάζεστε, ἀγαπητοί μου. Θὰ δοῦμε μὲ ποιά ἔννοια ὁ Ἀπόστολος λέει πλούσιο το Θεό. Οἱ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας μας, οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, σὲ κάποιο βιβλίο που ἔχουν βγάλει, γιὰ νὰ κατηγορήσουν τὴ θρησκεία μας ὅτι ὑποστηρίζει δῆθεν τοὺς πλουσίους, τὸν καπιταλισμό, ἁρπάχτηκαν ἀπ ̓ τὸν σημερινό Απόστολο, ποὺ λέει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πλούσιος, καὶ εἶπαν Νά, κι ὁ Θεὸς εἶνε καπιταλιστής! Ὤ τῆς βλασφημίας των καὶ τῆς βλακείας των! Γιατὶ δὲν πρόσεξαν, ἢ μᾶλλον δὲν θέλησαν νὰ προσέξουν, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὀνομάζεται ἁπλῶς πλούσιος, ἀλλὰ «πλούσιος ἐν ἐλέει» (Εφ. 2,4). Ξέρετε τί θὰ πῇ «ἐν ἐλέει»; Ἔλεος θὰ πῇ εὐσπλαχνία, ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶνε πλούσιος σὲ εὐσπλαχνία, σὲ ἀγάπη. Πάνω στὸ νόημα αὐτὸ θὰ κάνουμε τὴ σημερινή μας ὁμιλία. Καὶ παρακαλῶ νὰ προσέξετε. -
ΟΣΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἀναγκασθήκατε να βρεθῆτε μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πατρίδα μας, μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν προγόνων σας, μακριὰ ἀπὸ τὸ ταπεινό χωριό ὅπου γεννηθήκατε, γνωρίζετε τί θὰ πῇ πίκρα τῆς ξενιτειᾶς. Δὲν ἐννοῶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὰ πολλὰ λεφτὰ καί, σύμφωνα μὲ τὴ μόδα ποὺ ἐπικρατεῖ τώρα, κάνουν κάθε τόσο ταξίδια ἀναψυχῆς ἐκτὸς Ἑλλάδος και περνοῦν τὶς διακοπές τους στὸ ἐξωτερικό· αὐτοὶ τὸ θέλουν καὶ βγαίνουν ἔξω. Ἐννοῶ ἐκείνους ποὺ ξενιτεύονται παρὰ τὴ θέλησί τους, εἴτε γιὰ νὰ βροῦν δουλειὰ καὶ νὰ ζήσουν, εἴτε γιὰ νὰ παρακολουθήσουν ἀνώτερες σπουδές, εἴτε γιὰ νὰ ὑποβληθοῦν σὲ μιὰ δύσκολη ἐγχείρησι, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη παρομοία ἀνάγκη. Αὐτοὶ ἔχουν δοκιμάσει τον πόνο τοῦ ξενιτεμένου.
-
NΑ ΕΧΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε ἑνότητα, μᾶς συμβουλεύει σήμερα ὁ Ἀπόστολος. Δηλαδή ὅλοι μας νὰ ζοῦμε μονοιασμένοι σὰν μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἔχει ἕνα πατέρα, τὸ Θεό.
Ἀλλὰ δυστυχῶς πόσο μακριὰ εἶνε ὁ κόσμος ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα! Χίλια κομμάτια εἶνε σήμερα ὁ κόσμος. Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη; Ποῦ εἶνε ἡ εἰρήνη; Ποῦ εἶνε ἡ ἑνότης; Στὸν αἰῶνα ποὺ ζοῦμε δυό παγκόσμιοι πόλεμοι ἔγιναν. Τὰ ἔθνη διαιρέθησαν σὲ δυὸ μεγάλες παρατάξεις. Πόλεις καταστράφηκαν. Εκατομμύρια νεκροὶ καὶ τραυματίες. Ἑκατομμύρια χῆρες καὶ ὀρφανά. Ποτέ τόσο αἷμα καὶ τόσα δάκρυα δὲν χύθηκαν. Νὰ εἶνε τὰ τελευταῖα; Κοντεύουν νὰ περάσουν ἀπὸ τότε 30 χρόνια*. Ιδρύθηκε ἕνας παγκόσμιος ὀργανισμός, ὁ Ο.Η.Ε., μὲ σκοπὸ τὰ ἔθνη νὰ λύνουν τὶς διαφορές τους ὄχι πιὰ μὲ πόλεμο, ἀλλὰ μὲ μέσα εἰρηνικά, μὲ διαλόγους, συζητήσεις καὶ δικαία κρίσι ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ἀλλ ̓ ὅμως ὁ διεθνὴς αὐτὸς ὀργανισμὸς διαρκῶς σείεται. Μέσα στα 30 χρόνια πόσες φωτιὲς πολέμων δὲν ἄναψαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου; -
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σήμερα ὡς Απόστολος διαβάστηκε ἕνα κομμάτι ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου. Τί ἦταν αὐτὴ ἡ Ἔφεσος; Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ασίας. Ἡ Ἔφεσος ἦταν χτισμένη ὄχι μακριὰ ἀπ’ τὴ θάλασσα καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε γίνει πόλις ἐμπορική. Κίνησις μεγάλη, λεφτὰ πολλά. Καὶ ὅπου πολλὰ λεφτά, ἐκεῖ καὶ οἱ κοινωνίες διαφθείρονται. Ἂν ζοῦσε κανεὶς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, θὰ ἔβλεπε ὅτι ἡ Ἔφεσος ἦταν γεμάτη ἀπὸ ταβέρνες καὶ σπίτια ἁμαρτωλά. Κρασί, γυναῖκες ἁμαρτωλές, γλέντια, πορνεῖες, μοιχεῖες, ὄργια. Σ’ αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἄσωτη ζωὴ ζοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐφέσου. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάστασι πολὺ τοὺς ἐνίσχυε ἡ θρησκεία τους. Καὶ ἡ θρησκεία τους ἦταν ἡ εἰδωλολατρία. Οἱ θεοί τους ἦταν κι αὐτοὶ ἄσωτοι καὶ διεφθαρμένοι. Ἦταν θεοὶ χειρότεροι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ θεοί τους ἔκλεβαν, μεθοῦσαν, ἀπατοῦσαν γυναῖκες. Κι ἀφοῦ οἱ θεοί τους ἦταν τέτοιοι, φανταστῆτε τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι ζοῦσαν στὸ σκοτάδι, στὴν ἀσωτία· καὶ στὴ διαφθορά. Σὰν τὰ ζῷα. Χειρότερα ἀπ’ τὰ ζῷα.
-
MΗ δειλιάσετε, μὴ φοβηθήτε, ἀλλὰ πάρτε τὰ ὅπλα καὶ χτυπᾶτε αλύπητα τὸν ἐχθρό! Ἔτσι ἀκούγεται σήμερα νὰ φωνάζῃ ὁ Απόστολος. Μᾶς καλεῖ σὲ πόλεμο όλους.
Σὲ πόλεμο; Θεὸς φυλάξοι! θὰ πῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους ἀκούγοντας τὴ λέξι πόλεμος, γιατὶ ἔχει πικρὴ πεῖρα τοῦ πολέμου. Μικρὸς ἦταν, σχολεῖο πήγαινε, ὅταν χτύπησαν οἱ σειρῆνες καὶ εἶδε τὰ ἀεροπλάνα νὰ πετοῦν, νὰ ῥίχνουν βόμβες καὶ νὰ σκοτώνουν ἀνθρώπους. Τὸ σχολεῖο ἔκλεισε. Ὁ δάσκαλος ἐπιστρατεύθηκε. Ὁ πατέρας του ἐπίσης, καὶ ὅλοι πῆγαν στὸ μέτωπο. Αγωνία στὸ σπίτι ἆραγε θὰ γυρίσῃ ὁ πατέρας;… Μὲ λαχτάρα περίμεναν κάθε μέρα τὸν ταχυδρομικό διανομέα, ποὺ ἐρχόταν στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μοιράσῃ τὰ γράμματα. Ὅταν ἔπαιρναν γράμμα ἀπὸ τὸν πατέρα ποὺ ἦταν στρατιώτης, κ’ ἔγραφε ὅτι ἐκεῖ ψηλὰ στὰ βουνὰ ὁ στρατὸς νικᾷ καὶ συνεχῶς προχωρεῖ καὶ καταλαμβάνει ἑλληνικὰ χωριὰ καὶ πόλεις ποὺ ἦταν σκλαβωμένες στὸν ἐχθρό, ἡ χαρὰ τοῦ μικροῦ ἤτανε μεγάλη. Ο πόλεμος ἐκεῖνος τελείωσε. Ὁ μικρὸς μεγάλωσε, ἔγινε νέος, καὶ ἐνῷ περίμενε ν’ ἀποκατασταθῇ κοινωνικῶς, νὰ παντρευτῇ, νὰ κάνῃ οἰκογένεια καὶ νὰ ζήσῃ σὰν τίμιος οἰκογενειάρχης, ξαφνικά χτυποῦν καὶ πάλι οἱ σειρῆνες καὶ καλοῦν σὲ πόλεμο. Ο πατέρας του εἶνε τώρα πιὰ γέρος καὶ τὸν χρειάζεται γιά τις γεωργικές δουλειές. Ἀλλ’ ὁ νέος δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ τὸν καλεῖ ἡ πατρίδα. Καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἀφήνει γέροντες γονεῖς καὶ πηγαίνει στὸ μέτωπο. Σκληρὸς εἶνε ὁ πόλεμος. Τὰ βόλια πέφτουν χαλάζι. Τὰ βουνὰ σείονται. Τὰ κορμιὰ πέφτουν νεκρὰ σὰν τὰ στάχυα ποὺ τὰ θερίζει τὸ λεπίδι τῆς θεριστικῆς μηχανῆς. Ἐπὶ τέλους ὁ πόλεμος τελειώνει καὶ πηγαίνει στὸ σπίτι του. Παντρεύεται, δημιουργεῖ οἰκογένεια, καὶ βλέπει τὰ παιδιά του να μεγαλώνουν καὶ νὰ γίνωνται νέοι. Ἀλλὰ καὶ πάλι σειρῆνες ἀκούγονται· κι αὐτός, ποὺ μικρὸ παιδὶ εἶδε τὸν πατέρα του νὰ πηγαίνῃ στρατιώτης, κι ὅταν ἦταν νέος πῆγε κι ὁ ἴδιος στρατιώτης, τώρα ποὺ πέρασαν τὰ χρόνια κι ἄρχισαν ν’ ἀσπρίζουν τὰ μαλλιὰ καὶ ἤθελε κι αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τόσα βάσανα και περιπέτειες ν ̓ ἀπολαύσῃ μια ήσυχη ζωή, νά κι ἀκούει νὰ χτυποῦν οἱ σειρῆνες γιὰ τρίτη φορά. Πόλεμος! Καὶ αὐτός, που ξέρει ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα τί σκληρὸ πρᾶγμα εἶνε ὁ πόλεμος, βλέπει τώρα τὸ παιδί του νὰ πηγαίνῃ στὸν πόλεμο καὶ ἡ πατρική του καρδιὰ τρέμει και μόνο μὲ τὴ σκέψι πως δὲν θὰ τὸ ξαναδῇ… -
ΟΛΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅλοι ξέρουμε τί θὰ πῇ λαχεῖο. Τώρα τελευταῖα μάλιστα στὸν τόπο μας κυκλοφοροῦν πολλὰ λαχεῖα. Λαχεία βγάζουν φιλανθρωπικά σωματεῖα καὶ ἀδελφότητες, σχολεῖα καὶ ναοί, καὶ τὰ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα λαχεῖα ἐκδίδει καὶ κυκλοφορεῖ σ ̓ ὅλη τὴν Ἑλλάδα τὸ κράτος. Μεγάλη εἶνε ἡ ζήτησι τῶν λαχείων. Γιατί ὅλα τὰ λαχεῖα χρησιμοποιοῦν ἕνα δόλωμα, ποὺ τραβάει τὸν κόσμο· εἶνε οἱ λαχνοί, δηλαδὴ τὰ διάφορα ἀντικείμενα ἢ χρηματικὰ ποσὰ ποὺ θὰ κερδίσουν μερικοὶ ἀριθμοὶ ἀπὸ τὰ λαχεῖα ποὺ θὰ πουληθοῦν. Σὲ 100.000 π.χ. λαχεῖα, ποὺ θὰ πουληθοῦν, 1.000 ἀριθμοὶ λαχείων θὰ κερδίσουν διάφορα ποσά. Μερικοί λαχνοὶ δὲν εἶνε χρήματα, ἀλλὰ διάφορα ἀντικείμενα, ὅπως ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις, ῥαπτικές μηχανές, ἠλεκτρικά ψυγεῖα, αὐτοκίνητα, διαμερίσματα, πολυκατοικίες. Καὶ ὅσο μεγαλύτερη ἀξία ἔχουν οἱ λαχνοί, τόσο μεγαλύτερη εἶνε ἡ ζήτησι τῶν λαχείων. Υπάρχουν λαχνοὶ ποὺ κερδίζουν ἑκατομμύρια, ὅπως εἶνε τὰ κρατικὰ λαχεῖα. Τὰ λαχεῖα αὐτὰ γίνονται ἀνάρπαστα. Τί, εἶνε μικρὸ πρᾶγμα νὰ δώσης 50 ή 100 δραχμές, καὶ νὰ κερδίσῃς ἕνα διαμέρισμα ποὺ ἀξίζει 500.000 δραχμές ἢ 1.000.000 δραχμές;
-
ΣΤΗΝ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ διαβάστηκε σήμερα σ ̓ ὅλους τοὺς ναούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ δυὸ ἀνθρώπους· ὁ ἕνας εἶνε «ὁ παλαιός» (Κολ. 3,9), ὁ ἄλλος εἶνε «ὁ νέος» (ε.α. 3,10). Ἔτσι τοὺς ὀνομάζει. Μὲ ποιόν, παρακαλῶ, ἀπ’ τοὺς δύο μοιάζουμε, μὲ τὸν παλαιὸ ἢ μὲ τὸ νέο; Ἀλλὰ πρὶν ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ δώσουμε κάποια ἑρμηνεία σ ̓ αὐτὲς τὶς δυὸ λέξεις ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος.
«Παλαιὸς» – «νέος». Μὴ νομίσετε, ὅτι οἱ λέξεις αὐτὲς ἔχουν σχέσι μὲ τὴν ἡλικία. Μπορεῖ νὰ εἶνε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος, γέρος 80 ή 90 χρονῶν, κι ὅμως νὰ εἶνε νέος. Καὶ πάλι μπορεῖ ἕνας νὰ εἶνε νέος στὴν ἡλικία, πάνω σ ̓ ὅλη τὴν ἀκμὴ τῆς νεότητος, κι ὅμως νὰ εἶνε παλαιός. Τί εἶνε ἄραγε ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἕνα ἄνθρωπο τὸν κάνει παλαιό, καὶ τὸν ἄλλο τὸν κάνει νέο; -
KΟΠΙΑΣΤΙΚΗ, ἀγαπητοί μου, κοπιαστικὴ εἶνε ἡ ζωὴ στὸν κόσμο αὐτόν. Μὲ ἱδρῶτα, μερικὲς δὲ φορὲς καὶ μὲ αἷμα ἀκόμη, βγαίνει τὸ ψωμί. Καὶ παρ ̓ ὅλη τὴν πρόοδο καὶ τὸν πολιτισμὸ τῶν νεωτέρων ἐποχῶν, ποὺ βελτιώνει συνεχῶς τὶς συνθῆκες τοῦ βίου, ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρῶτας δὲν ἔπαυσαν νὰ συνοδεύουν τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Κι οὔτε θὰ παύσουν νὰ τὴ συνοδεύουν μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» εἶπε ὁ Θεὸς στὴν Εὔα, καὶ «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» εἶπε στὸν Ἀδάμ, μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτῶσι τους στὸν παράδεισο (Γέν. 3,16,19).
-
ΔΥΟ ἀγαπητοί μου, δύο ἀντίθετα πράγματα παρατηροῦμε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἄλλοτε τὸν ἀκοῦμε νά προβάλλη τὸν ἑαυτό του ὡς πρότυπο ἀρετῆς, ὑπόδειγμα ὕψους καὶ ἁγιότητος. Καὶ δὲν τὸ κάνει ἀπὸ κενοδοξία. Δὲν ὑπερβάλλει, ἀλλὰ εἶνε μέσα στὴν πραγματικότητα. Ἀφ’ ὅτου ἐσήμανε ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό, ἀπὸ τότε πλέον σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀκολούθησε μὲ ἀκρίβεια καὶ συνέπεια τὸ θέλημά του. Ἔδωσε τὸν ἑαυτό του ἐξ ὁλοκλήρου σ’ αὐτόν. Θυσίασε τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Κοπίασε καὶ μόχθησε περισσότερο ἀπ’ ὅλους γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Πέταξε σὰν ἀετὸς σ ̓ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἵδρυσε τις περισσότερες ἐκκλησίες. Ἔγραψε μὲ τὸ θεόπνευστο κάλαμό του μεγάλο μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης. Απεδείχθη μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα γνήσιος πνευματικὸς πατέρας τῶν χριστιανῶν. Πόσα παθήματα καὶ πόσες δοκιμασίες δὲν ὑπέστη χάριν τῆς Ἐκκλησίας! Πόσες φορὲς δὲν ὡδηγήθηκε μέχρι τὶς πύλες τοῦ θανάτου! Πολλὲς φορὲς σώθηκε ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ ὑπερφυσικὴ ἐπέμβασι. Αξιώθηκε σπανίων καὶ μοναδικῶν χαρισμάτων. Ἔκανε θαύματα μεγάλα. Οὐράνιος ἄνθρωπος ὁ Παῦλος.
-
O ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει σ’ ἕνα μαθητή του. Εἶχε πολλοὺς μαθητὰς ὁ Παῦλος. Οἱ μαθηταί του ἦταν πρόσωπα, ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸ εὐαγγέλιο, εἶχαν βαπτιστῆ, καὶ ἡ καρδιά τους καιγόταν ἀπὸ ἀγάπη στο Χριστό.
Ἀκολουθοῦσαν τὸν Παῦλο στὶς ἀποστολικές του περιοδείες καὶ τὸν βοηθοῦσαν πολὺ στὸ ἔργο του. Κοντὰ στὸ μεγάλο ἀπόστολο εἶχαν γίνει κι αὐτοὶ μικροὶ ἀπόστολοι. Πολλὰ ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία στοὺς μαθητάς αὐτοὺς τοῦ Παύλου, ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτυρικό θάνατό του συνέχισαν νὰ κηρύττουν τὸ Χριστὸ στὰ διάφορα μέρη. -
ΟΛΟΙ οἱ ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι βρίσκονταν διαρκῶς σὲ ἐργασία σέ καὶ κόπο, σὲ ταλαιπωρίες και θυσίες, γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο, καὶ μὲ τὸ παραπάνω μάλιστα, ὁ Παῦλος, ποὺ τὸν ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Νουθετεῖ καὶ ἑτοιμάζει τὸ μαθητή του Τιμόθεο γιὰ τὰ παθήματα ποὺ περιμένουν κι αὐτὸν ἀλλὰ καὶ κάθε χριστιανό. Μὴ νομίσουμε, πὼς ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν κυλάει ἀμέριμνη καὶ στρωμένη μὲ ῥοδοπέταλα. Καὶ ἀπόδειξι ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος. Ἡ ζωή του δὲν ἦταν ἤρεμη καὶ ἀτάραχη. Υπέφερε πολλά. Κανένας ἄλλος δὲν ὑπέφερε τόσα ὅσα ὑπέφερε ὁ Παῦλος.
-
H ΘΡΗΣΚΕΙΑ, αγαπητοί μου, ἡ θρησκεία δὲν εἶνε ἐφεύρεσι τῶν παπάδων γιὰ ἐκμετάλλευσι, ὅπως λένε οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι. Ὄχι. Ἡ θρησκεία εἶνε τὸ πιὸ εὐγενικὸ αἴσθημα. Ἡ θρησκεία εἶνε κάτι φυτεμένο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅ,τι εἶνε φυτεμένο μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὸ ξερριζώσῃ. Ναί! Τὸ αἴσθημα τῆς θρησκείας εἶνε ἔμφυτο, ὅπως εἶνε καὶ τὸ αἴσθημα ποὺ αἰσθάνεται ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδί. Χίλιες διαταγὲς νὰ βγοῦνε νὰ μὴν ἀγαπάῃ ἡ μάνα τὸ παιδί της, δὲν θὰ κάνουν τίποτα. Ἡ μάνα θ ̓ ἀγαπᾷ τὸ παιδί της. Κι ἂν ἀκόμα τη σφάξουν, ἡ τελευταία της λέξι θὰ εἶνε «Παιδί μου, σ’ ἀγαπῶ!». Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ θρησκεία. Αἴσθημα ἔμφυτο, βαθειὰ ῥιζωμένο στον ἄνθρωπο. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώση;
-
O ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐλεύθερος. Ελεύθερος νὰ κάνῃ ὅ,τι θέλει. Ναί. Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἐλευθερία ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο καὶ λογικὴ καὶ συνείδησι καὶ νόμο, γιὰ νὰ ἐλέγχῃ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ κάνη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ζῇ χωρὶς ἔλεγχο, χωρίς σκέψι, χωρὶς συνείδησι καὶ χωρὶς νόμο Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, πρὶν νὰ κάνῃ κάτι, πρέπει νὰ ῥωτάῃ τὸν ἑαυτό του· Πρέπει νὰ τὸ κάνω; Εἶνε λογικό; Εἶνε δίκαιο; Εἶνε καλὸ καὶ ὠφέλιμο γιὰ τοὺς ἄλλους; Τί, τὸ ἐγκρίνει ἡ λογική; Τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνείδησι; Τὸ ἐπιτρέπει πρὸ παντὸς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε παραπάνω ἀπ ̓ ὅλα; Ἐὰν ναί, τότε, ὦ ἄνθρωπε, νὰ προχωρήσῃς στὸ ἔργο. Ἐὰν ὅμως ὄχι, νὰ μὴ προχωρήσῃς, νὰ μὴ κάνῃς ἐκεῖνο ποὺ σὲ παρακινοῦν οἱ κακὲς ἐπιθυμίες, τὰ πάθη, οἱ και καὶ καὶ διεφθαρμένοι φίλοι, ὁ σατανᾶς. Μὴν τοὺς ἀκούσῃς. Θέλουν ὄχι τὸ καλό σου ἀλλὰ τὴν καταστροφή σου.
-
ΜΑΣ ΦΩΝΑΖΕΙ, ἀγαπητοί μου, μᾶς φωνάζει σήμερα ὁ Απόστολος Αδέλφια μου, τί κοιμᾶστε; Ἡ νύχτα προχώρησε. Ἡ μέρα πλησίασε. Ξυπνῆστε. Ντυθῆτε καὶ ἑτοιμαστῆτε γιὰ τὴν καινούργια μέρα. Αὐτὸ φωνάζει σήμερα ὁ Ἀπόστολος. Ὅποιος τὸν ἀκούει θὰ νομίζῃ, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ πράγματα φυσικὰ ποὺ ὅλοι ξέρουμε. Γιατί ποιός δεν ξέρει τί θὰ πῇ νύχτα καὶ τί θὰ πῇ μέρα; Νυχτώνει, ξημερώνει εἶνε λέξεις ποὺ τις λέμε κάθε μέρα ὅλοι. Ἡ μέρα φεύγει, ἡ νύχτα ἔρχεται. Ἔτσι κυλάει ὁ χρόνος μεταξὺ νύχτας καὶ μέρας. Καὶ μόνο αὐτοὶ ποὺ γεννήθηκαν τυφλοὶ ζοῦν πάντοτε μέσα σ’ ἕνα σκοτάδι, σὲ μιὰ ἀπέραντη νύχτα, καὶ δὲν ξέρουν τί θὰ πῇ μέρα. Πόσο οἱ τυφλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ ἄνοιγαν τὰ μάτια τους μόνο γιὰ μιὰ μέρα καὶ νὰ ἔβλεπαν ὅλα τὰ ὡραῖα πράγματα ποὺ βλέπουμε ἐμεῖς! δυστυχῶς ὅμως δὲν τὰ ἐκτιμοῦμε ὅπως πρέπει…