ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΠΕΡΙΚΟΠΩΝ
-
ΗTAN, ἀγαπητοί μου, ἕνας ἄρρωστος. Δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἄρρωστος. Ὑγιὴς ἦταν ἄλλοτε. Γερὸ παλληκάρι. Πήγαινε ὅπου ἤθελε. Ἔτρεχε σὰν ζαρκάδι. Ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε τὰ βουνα. Ἔπιανε τὴν ἀξίνη καὶ τ’ ἀλέτρι καὶ δούλευε τὴ γῆ. Ἔκανε τίς πιὸ βαρειὲς δουλειές. Σήκωνε βάρη. Ἀλλὰ κάποτε κάτι ἔνιωσε στὸ κορμί του. Ἕνας πόνος τὸν ἔπιασε. Μούδιασε το ἕνα χέρι. Σὲ λίγο καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Μούδιασαν καὶ τὰ πόδια, καὶ ὅλο τὸ κορμί. Ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσε καὶ τόση σημασία. Θὰ περάσῃ, εἶπε. Ἀλλὰ δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ ὅλο τὸ κορμί του ἔγινε παράλυτο. Οὔτε χέρια οὔτε πόδια μποροῦσε νὰ κουνήσῃ. Φώναξε γιατρούς, πῆρε φάρμακα, ἔκανε λουτρὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο τοῦ εἶπαν οἱ γιατροί, ἀλλὰ τίποτε δὲν μπόρεσε νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Τὸ κορμί του ἔγινε μολύβι. Ἀκίνητος πάνω στὸ κρεβάτι.
-
Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀγαπητοί, ἡ Ἐκκλησία σήμερα, τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ὑψώνει μπροστά μας τὴ σημαία της. Σημαία δὲ τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ σταυρός. Σημαία, ποὺ κυματίζει αἰῶνες τώρα καὶ δίνει θάρρος καὶ ἀνδρεία σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ ὅσα κήρυξε καὶ γιὰ ὅσα μαρτύρησε ὁ Χριστός. Σημαία, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κατεβάσῃ ἀπὸ τὸ οὐράνιο ὕψος της. Σημαία, ποὺ νικᾷ κάθε ἐχθρὸ καὶ θριαμβεύει. Σημαία, ποὺ μιὰ μέρα, σύμφωνα μὲ τίς προφητεῖες, θὰ νικήσῃ ὅλα τὰ στρατεύματα τοῦ ἀντιχρίστου, θὰ κυριαρχήσῃ σ’ ὅλους τοὺς λαούς καὶ τὰ ἔθνη, καὶ θὰ γίνῃ παγκόσμιος σημαία τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ μόνο κάτω ἀπὸ τὴ δική της σκιὰ θὰ βρὴ ὁ κόσμος τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία.
-
ΗTAN, ἀγαπητοί, ἕνας πατέρας. Πατέρας δυστυχισμένος. Τὸ παιδί του ἔπασχε. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ ἀρρώστια; Μακάρι νὰ εἶχε κάποια ἀρρώστια. Καὶ ἡ πιὸ φοβερὴ ἀρρώστια μικρὴ εἶνε μπροστὰ στὸ κακὸ ποὺ εἶχε βρεῖ τὸ παιδί. Τὸ παιδὶ ἦταν δαιμονισμένο. Ναί, δαιμονισμένο. Δαίμονας εἶχε κυριεύσει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βασάνιζε. Δὲν ἄκουγε. Δὲ μιλοῦσε. Κουφὸ καὶ ἄλαλο ἦταν. Κ’ ἐκεῖ ποὺ φαινόταν ἥσυχο, τὸ ἔπιανε ξαφνικὰ κρίσι. Φρικτὸ τότε θέαμα παρουσίαζε. “Ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι ποὺ βγάζει ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, γινόταν σὰ νεκρό.
-
Ἀγαπητοί, σήμερα εἶνε ἡ Πέμπτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Μιὰ βδομάδα μένει ἀκόμη γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν πιὸ ἱερὴ καὶ συγκινητικὴ ἑβδομάδα ὅλου τοῦ ἔτους, ποὺ ὀνομάζεται γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ Μεγάλη Ἑβδομάς. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς μας προετοιμάζει ψυχικῶς. Μᾶς διηγεῖται, ὅτι ὁ Χριστὸς λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὰ σεπτά του πάθῃ πῆρε τοὺς δώδεκα μαθητές του ἰδιαιτέρως, πῆγε σ’ ἕνα ἐρημικὸ μέρος, κ’ ἐκεῖ, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθη.
Πολὺ συγκινητικὰ εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. -
ΤΟ ΠΑΣΧΑ, ἀγαπητοί, ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη γιορτὴ τῶν Ἑβραίων. Τὴ γιορτὴ αὐτὴ ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι, καὶ μέχρι σήμερα ἀκόμη, τὴ γιορτάζουν μὲ μεγαλοπρέπεια. Eἶνε ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ γιορτή. Ἡ λέξι πάσχα σημαίνει πέρασμα. Πέρασαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὴν ἐλευθερία. Πέρασαν ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γλυκειὰ πατρίδα. Γιορτάζοντας τὴν ἁγία αὐτή ἡμέρα οἱ Ἑβραῖοι, θυμοῦνται τὴν ἱστορία τους, ὅτι δηλαδὴ οἱ πρόγονοί τους ἦταν τετρακόσια περίπου χρόνια κάτω ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες τῆς Αἰγύπτου, τοὺς Φαραώ, δούλευαν σκληρὰ στά χωράφια τῶν ἀφεντάδων τους, ἔκαναν τίς πιὸ βαρειὲς δουλειές, κουβαλοῦσαν λάσπη καὶ πέτρες καὶ ἔχτιζαν τίς περίφημες πυραμίδες, τὰ ὑψηλὰ ἐκεῖνα οἰκοδομήματα, ποὺ μέχρι σήμερα σώζονται στὴν Αἴγυπτο. Μὰ ἐπὶ τέλους ὁ Θεός τους λυπήθηκε.
-
ΚΑΝΕΙΣ, λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, κανεὶς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ ἕνας μόνο, ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πάντοτε εἰνε στὸν οὐρανό..
Κανεὶς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Ἐνας ἄπιστος, ποὺ ἀκούει σήμερα τὰ λόγια αὐτά, θὰ γελάσῃ καὶ θὰ μᾶς πῇ
-Αὐτὰ μποροῦσαν νὰ λέγωνται στὰ περασμένα χρόνια. Στὰ χρόνια ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔβλεπε τὸν οὐρανὸ καὶ ποτέ του δὲν πίστευε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ φτάσῃ στὰ ἄστρα. -
AΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ, ἀγαπητοί, ἂς προσέξουμε τὴν ἀρχὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μοῦ ἀκολουθεῖν…»…. Ἔτσι ἀρχίζει. Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ… Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Εἶνε αὐτὸς ποὺ δημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενὸς τὸν κόσμο. Εἶνε αὐτός, ποὺ ἔβαλε νόμους σὲ ὅλη τὴ φύσι, καὶ ὅλα τὰ ὄντα, φυτά, δέντρα, πουλιά, ζῶα, ἥλιος, σελήνη καὶ ἄστρα, ἀπὸ τὰ μικρότερα μέχρι τὰ μεγαλύτερα, ὅλα ἐνεργοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ὅλα ἀκολουθοῦν πιστά τὸ δρομολόγιο, ποὺ αὐτὸς καθώρισε γιὰ τὸ καθένα. Ὅλα ὑπακοῦνε στὸ πρόσταγμά του. Αὐτὸς ἐξουσιάζει ὅλο τὸ φυσικὸ κόσμο. Αὐτὸς εἶνε ὁ ποιητὴς τῶν ἁπάντων, αὐτὸς ὀνομάζεται καὶ εἶνε ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων.
-
ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ὁ γραμματέας πρέπει νὰ φυλάη τὰ β ληξιαρχικὰ βιβλία. Στὰ βιβλία αὐτὰ γράφονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν κατοίκων τῆς κοινότητος μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τους. Στὰ βιβλία αὐτά, ὅπως καὶ στὰ βιβλία τῆς ἐνορίας, ποὺ τηρεῖ ὁ ἐφημέριος, σημειώνεται πότε γεννιέται ὁ καθένας, πότε βαπτίζεται, πότε παντρεύεται καὶ πότε πεθαίνει. Τὰ βιβλία αὐτὰ εἶνε χρήσιμα καὶ ἀναγκαῖα, γιατί ἀπὸ αὐτὰ ἐξακριβώνεται ἂν ἕνα παιδὶ εἶνε γνήσιο παιδὶ τῶν γονέων του, ἂν δικαιοῦται νὰ κληρονομήσῃ τοὺς γονεῖς τοῦ κ.λ.π.. Ὁ γραμματέας, ποὺ δὲν τηρεῖ καθαρὰ τὰ ληξιαρχικὰ βιβλία τῆς κοινότητος, τιμωρεῖται.
-
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, αγαπητοί, ὁ Χριστὸς ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ πάνω στὸ σταυρὸ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰωάν. 19, 30), δὲν βρῆκε στὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴ γῆ ἡσυχία καὶ ἀνάπαυσι.
Μέσα σ’ ἕναν ἀκάθαρτο σταῦλο γεννήθηκε. Ἦταν ὁ Χριστὸς ἀκόμη βρέφος, ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἡρώδης τρόχισε τὰ μαχαίρια του γιὰ νὰ τὸν σκοτώσῃ, γιατί φοβόταν ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ὅταν θὰ μεγάλωνε θὰ τὸν γκρέμιζε ἀπ’ τὸ θρόνο. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, μέχρι νὰ μεγαλώσῃ τὸ θεῖο Βρέφος, αὐτὸς σὰν γέρος ποὺ ἦταν θὰ εἶχε πιὰ πεθάνει. Δὲν σκεπτόταν ὁ ἄθλιος ὅτι, ἂν ἤταν ἀπ’ τὸ Θεὸ γραμμένο τὸ θεῖο Βρέφος νὰ γίνῃ βασιλιᾶς ὅλου τοῦ κόσμου, αὐτὸς τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ; -
Ὁ ΙΟΡΔΑΝΗΣ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ποταμός. Ποταμός, ποὺ βρίσκεται στὴν Παλαιστίνη. Ὅσοι πῆγαν στοὺς Ἁγίους τόπους γιὰ προσκύνημα, τὸν ἔχουν ἐπισκεφθῇ. Ὁ Ἰορδάνης ἔχει πηγές. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπό το Λίβανο καὶ τὸ Ἀερμῶν, διασχίζει τὴν Παλαιστίνη, περνᾷ ἀπὸ διάφορα μέρη, καὶ τέλος τὰ νερά του πέφτουν σὲ μιὰ μεγάλη λίμνη, ποὺ λέγεται Νεκρὰ Θάλασσα. Ἔτσι ὀνομάζεται, γιατί μέσα στὴ λίμνη αὐτὴ ψάρια δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν. Πουλιά, ποὺ πετᾶνε πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, πέφτουν νεκρά. Τὰ νερὰ τῆς εἶνε πικρά. Ἡ λίμνη στὸ βάθος εἶνε γεμάτη πίσσα. Σκοτεινὴ καὶ φοβερὴ λίμνη.
-
ΕIXA διαβάσει, ἀγαπητοί μου, ὅτι κάποιος πῆρε ἕνα παιδὶ καὶ τό ‘κλεισε σὲ μιὰ σπηλιά. Δὲν τὸ ἄφησε νὰ πεθάνῃ. Φρόντιζε γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ τὸ περιόρισε στὸ σκοτεινὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς γῆς. Εἶχε κάποιο σκοπὸ ποὺ τὸ ἔκανε αὐτό. Τὸ παιδί μέσ’ στὴ σπηλιὰ δὲν ἔβλεπε τίποτε. Ζοῦσε στὸ σκοτάδι. Μέρα καὶ νύχτα ἐκεῖ ἦταν τὸ ἴδιο. Εἶχε πιὰ συνηθίσει στὸ σκοτάδι. Ἀλλ’ ὅταν τὸ παιδὶ κάπως μεγάλωσε καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ παρατηρῇ καὶ νὰ κρίνῃ, ἦρθε ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔφερε καὶ τὸ πῆρε. Τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ σπηλιά. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ αὐγὴ γλυκοχάραζε. Ὁ ἥλιος σιγά,σιγᾷ – σιγά,σιγᾷ ἔβγαινε καὶ σκορποῦσε τὸ γλυκό του φῶς στὴ γῆ. Τὸ παιδὶ πρώτη φορὰ ἔβλεπε τὸν ἥλιο. Βλέποντάς τον στάθηκε καὶ θαύμαζε. Ἡ πρώτη ἐρώτηση τοῦ παιδιοῦ ἦταν: «Ποιός ἔκανε τὸν ἥλιο;». «Ὁ Θεός, παιδί μου», τοῦ ἀπάντησαν, «ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἥλιο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις». «Δόξα σοί, ὁ Θεὸς δόξα σοὶ τῷ δείξαντι τὸ φῶς», εἶπε ὁ μικρός.